Tony Judt - Μουσική · Σειρά μεγάλοι στοχαστές Tony Judt...

159
Σειρά μεγάλοι στοχαστές Tony Judt Επιμέλεια: Μαυροζαχαράκης Μανόλης Κοινωνιολόγος –Πολιτικός Επιστήμονας Πολιτικές, Οικονομικές, Κοινωνιολογικές Αναζητήσεις στον 21ο αιώνα αρχισυνταξία: Μανόλης Μαυροζαχαράκης

Transcript of Tony Judt - Μουσική · Σειρά μεγάλοι στοχαστές Tony Judt...

Σειρά μεγάλοι στοχαστές

Tony Judt

Επιμέλεια: Μαυροζαχαράκης Μανόλης

Κοινωνιολόγος –Πολιτικός Επιστήμονας

Πολιτικές, Οικονομικές, Κοινωνιολογικές Αναζητήσεις στον 21ο αιώνα αρχισυνταξία: Μανόλης Μαυροζαχαράκης

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Tony Judt γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1948. Σπούδασε στο King’s College του Καίμπριτζ και στην École Normale Supérieure του Παρισιού. Δίδαξε στα πανεπιστήμια του Καίμπριτζ, της Οξφόρδης, του Μπέρκλεϋ και της Νέας Υόρκης· στο τελευταίο ίδρυσε και διηύθυνε το Ινστιτούτο Ρεμάρκ για τη μελέτη της Ευρώπης. Έγραφε συχνά για το New York Review of Books, το London Review of Books και τουςTimes της Νέας Υόρκης. Το 2007 του απονεμήθηκε το Βραβείο Χάνα Άρεντ και το 2009 το Βραβείο Όργουελ για τη συνολική προσφορά του. Πέθανε τον Αύγουστο του 2010. Είναι ο συγγραφέας, τουPostwar: A History of Europe Since 1945 (Βραβείο Arthur Ross του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, βραχεία λίστα για το Βραβείο Pulitzer, ένα από τα Δέκα Καλύτερα Βιβλία του 2005 για το Times Literary Supplement – υπό έκδοση στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια). Άλλα έργα του είναι: Lareconstruction du parti socialiste:1921-1926 (1976), Socialism in Provence 1871-1914:A Study in theOrigins of the Modern French Left (1979), Marxism and the French Left: Studies on Labour and Politics in France 1830-1982 (1990), Past Imperfect:French Intellectuals, 1944-1956 (1992), A Grand Illusion?: An Essay on Europe (1996), The Burden of Responsibility: Blum, Camus, Aron, and the French Twentieth Century (1998), Reappraisals: Reflections on the Forgotten Twentieth Century (2008), The Memory Chalet (2010), Ill Fares the Land (2010 – ελλ. έκδοση: Αλεξάνδρεια), Thinking the Twentieth Century (μαζί με τον Timothy Snyder, 2012).

Τρίτη, Αυγούστου 10, 2010

Tony Judt (1948-2010)

"Πριν καταλήξεις στο ότι κάποιος είναι καλός, κοίτα πώς φέρεται στο σπίτι του".

Ταλμούδ.

Υπάρχει ένα εβραϊκό αστείο που το λένε οι Βρετανοί Εβραίοι λίγο μελαγχολικά, όταν μιλούν για τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό. Δεν είναι ακριβώς αστείο, είναι μια μάλλον πικρή διαπίστωση γιαυτά που μπορεί να κληθείς να αντιμετωπίσεις κατά τη διάρκεια του βίου σου κι ενώ έρχεσαι αντιμέτωπος με την ιστορία: "Ευτυχώς που ο Χίλτερ σταμάτησε στο West End", λένε. Φυσικά είναι αδύνατον να γνωρίζουμε αν το αστείο αυτό είχε ακουστεί ποτέ στο σπίτι του Βρετανού ιστορικού Tony Judt (Τόνυ Τζουτ) στο West End του Λονδίνου που πέθανε προχθές απο ανίατη ασθένεια.

Γεννήθηκε λίγο μετά τον πόλεμο άλλως τε και στη Βρετανία, όπως κι αλλού, πήρε τουλάχιστον μια δεκαετία για να πειστεί η κοινή γνώμη πως οι μαρτυρίες για τη φρίκη που αντίκρυσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά την απελευθέρωσή τους οι Σύμμαχοι, δεν ήταν προπαγάνδα των Αμερικανών, όπως έλεγαν τότε. Βέβαια, όταν διάβασα σε κάποιο κείμενό του ότι κάποτε είχε δηλώσει ότι "Δεν χρειάζεται να είναι κανείς Εβραίος για να κατανοήσει την ιστορία του Β'Παγκοσμίου Πολέμου. Βοηθάει, ωστόσο" θυμήθηκα αμέσως αυτήν ακριβώς τη φράση: "Ευτυχώς που ο Χίτλερ σταμάτησε στο West End".

Ο Τόνυ Τζουτ, υπήρξε ένας μεγάλος ιστορικός κι αυτό φυσικά δεν το λέω εγώ αλλά όλοι όσοι μελέτησαν το έργο του και παρακολούθησαν τη σκέψη του όπως αυτή ξετυλίχθηκε τόσο στα βιβλία του όσο και στην εκτεταμένη αρθρογραφία του. Επιλέγω ομως να τον θυμάμαι ως ένα διανοούμενο από αυτούς που έχω πρότυπο στη ζωη μου όχι τόσο επειδή υπηρξε μια σειρά απο πράγματα που θαυμάζω, για παράδειγνα, ήταν εξαιρετικά ευρυμαθής όσον αφορά στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και ποίηση. Θα τον θυμάμαι πάντα ως πρότυπο

του σκεπτόμενου ανθρώπου που όχι μόνο δεν συμβιβάστηκε αλλά συγκρούστηκε πρωτίστως με το "αίμα" του, χωρίς να αρνηθεί ούτε για μια στιγμή την ταυτότητά του.

Είμαι το πιο ακατάλληλο πρόσωπο να κάνω έστω και μια δημοσιογραφική παρουσίαση της προσωπικότητας και του έργου του εκλιπόντος κι αυτό γιατί δεν έχω τον θεωρητικό εξοπλισμό για κάτι τέτοιο. Συνδέω κάποια άρθρα στο τέλος αυτού του κειμένου και όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να τα διατρέξουν. Αποφάσισα όμως να γράψω το κείμενο αυτό και μαλιστα ένα είδει νεκρολογίας, γιατί πιστεύω ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ και ειδικά στη χώρα μας, αυτός ο τύπος του διανοούμενο δεν είναι απλώς αυτό που λέμε "επίκαιρος", είναι το ζητούμενο.

Κατά τη διάρκεια του επιστημονικού του βίου ο Τόνη Τζουτ στάθηκε κριτικά απέναντι σε μια σειρά από ζητήματα που τον αφορούσαν άμεσα: την ισραηλινή κατοχή στην Παλαιστίνη αν και ο ίδιος Εβραίος κι αν και νεότερος είχε εργαστεί μέχρι και ως εθελοντής στον πόλεμο των Έξι Ημερών. Γρήγορα κατάλαβε όμως πως "όλο αυτό" δηλαδή το σιωνιστικό όραμα, ήταν τελείως λάθος και στάθηκε απέναντί του κριτικά. Για μας που ζούμε στην Ευρώπη αυτό φαντάζει κάτι αυτονόητο ή εύκολο. Όμως όταν ζεις στο Μανχάταν, είσαι Εβραίος και σε βάλει στο στόχαστρο η εβραϊκή Anti-defamation League δεν είναι και τόσο αυτονόητο, είναι μια στάση που κοστίζει. Έπειτα, αν και αριστερών καταβολών ο ίδιος, τάχθηκε επικριτικότατα απέναντι στην ευρωπαϊκή μαρξιστική αριστερά, κατέκρινε τον κονφορμισμό της γαλλικής ιντελιγκέντσιας και δεν παρέλειπε σε κάθε ευκαιρία να καταδεικνύει τον τσαρλατανισμό της μεταμοντέρνας academia. Κι όμως αυτό δεν του ήταν αρκετό. Φιλελεύθερος σοσιαλδημοκράτης ο ίδιος, δεν παρέλειπε να κατακρίνει όσους από τους αμερικανούς φιλελευθέρους ανέχτηκαν και στήριξαν ιδεολογικά τον πρόεδρο Μπους ενώ δεν σταμάτησε ποτέ να αναζητά την σοσιαλδημοκρατική αντιπρόταση στα ζητήματα που απασχολούν τον καιρό μας.

Περνάμε ένα περίεργο καλοκαίρι. Με την απειλή της κρίσης καλούμαστε μέσα σε λίγες ημέρες να λάβουμε αποφάσεις για να διορθώσουμε στρεβλώσεις που ανάγονται στην ίδρυση του ελληνικου κράτους. Κάθε προσπάθεια άρθρωσης κριτικης σκέψης καταπλακώνεται από έναν ορυμαγδό ουρλιαχτών ανάμεικτων συναισθηματισμού και απειλών και σου ζητούν να απαντήσεις "πού θα βρούμε τα λεφτά" κάθε που τολμάς να ζητήσεις λίγη περισσότερη συζήτηση. Δυστυχώς, δυστυχέστατα σ'αυτό το σκηνικό έχω διαπιστώσει ότι πρωταγωνιστούν αρκετοί φιλελεύθεροι. Με ασαφείς αναφορές σε κάποια κοινή λογική, παρέχουν ιδεολογική στήριξη σε μια κυβέρνηση που πάσχει από μια καταφανή αμηχανία και αδυναμία στο να στηρίξει ιδεολογικά τα αναγκαία μέτρα. Αδέλφια, συναγωνιστές, χαλαρώστε λίγο. Μαζί είμαστε σ'αυτό και όλοι μας στηρίζουμε την κυβέρνηση. Θέλουμε όμως να συζητήσουμε, να αναλύσουμε, να δούμε τί πραγματικά έφταιξε και πώς θα διορθωθεί.

Σήμερα, 10 Αυγούστου του 2010 με μια σειρά από σοβαρά ζητήματα ανοιχτά να βλέπουμε να εξαντλούνται σε μια λαϊκίστικη συνθηματολογία άλλων εποχών, διαπιστώνω με μελαγχολία και φόβο ότι στην Ελλάδα μας λείπουν οι ανεξάρτητοι διανοούμενοι σαν τον εκλιπόντα. Μας λείπουν οι φωνές που θα σταθούν κριτικά και δεν θα καμφθούν από την ιδεολογική τρομοκρατία που θέλει όσους ομιλούν είτε ανθέλληνες είτε ανόητους. Σήμερα, οφείλουμε να μελετήσουμε και να σκεφτούμε. Οφείλουμε να αποφασίσουμε να συγκρουστούμε πρωτίστως με "τους δικούς" μας. Οφείλουμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να αδιαφορήσουμε επιδεικτικώς για τα ουρλιαχτά που επικαλούνται την "κατάσταση του επείγοντoς". Σε ποιον το οφείλουμε; Μα, κάθε ελεύθερος πολίτης το οφείλει στον εαυτό του, το οφείλει στο άτομό του. Σε ποιον άλλον να το οφείλει, δηλαδή.

Τόνυ Τζουτ, ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σας σκεπάσει.

Post War: A History of Europe since 1945. ( Κριτικές στο εμβληματικό αυτό βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2005)

The New York Review of Books, Tony Judt. (Άρθρα του ιστορικού)

What is Living and what is dead in socialdemocracy? ( Η τελευταία διάλεξη)

Wealth, wellbeing and change. (Απόσπασμα από το τελευταίο του βιβλίος III Fares the Land )

Μπέκος Γρηγόρης

http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article148

Accueil du site > Le diplo en grec > 2008 > 07. Ιούλιος > Ποιους αλήθεια εξόντωσαν οι ναζί ; Το πολύ το « ολοκαύτωμα » βλάπτει σοβαρά το ίδιο το « Ολοκαύτωμα »

Ποιους αλήθεια εξόντωσαν οι ναζί ; Η Ιστορία εκδικείται το βιασμό της dimanche 27 juillet 2008, par Tony Judt

Το Φεβρουάριο, η απόφαση του γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί να « εμπιστευτεί τη φύλαξη της μνήμης » ενός εβραιόπουλου που πέθανε στην εξορία σε κάθε μαθητή της τελευταίας τάξης της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, προκάλεσε γενική κατακραυγή, ακόμα και ανάμεσα στους Εβραίους. Αλλοι επικαλούνταν την πολύ νεαρή ηλικία των παιδιών αυτών, ενώ άλλοι αμφισβητούσαν την προτεραιότητα που δόθηκε στο συναίσθημα έναντι της σκέψης. Αλλά, το « πώς να μεταδώσουμε κάτι », είναι άρρηκτα δεμένο με το « τι να μεταδώσουμε ».

Ο Τόνι Τζουντ, ειδικός της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, έχει το προνόμιο να πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην καρδιά της συζήτησης : μοναδικότητα ή οικουμενικότητα ; Η γενοκτονία από τους ναζί -ας το επαναλάβουμε- δεν έχει προηγούμενο, γιατί, όπως έγραφε ο ιστορικός Έμπερχαρντ Τζέκελ, « ποτέ άλλοτε στο παρελθόν ένα κράτος δεν αποφάσισε και ανακοίνωσε, με το κύρος του ανώτατου υπευθύνου του, ότι μια ορισμένη ανθρώπινη ομάδα έπρεπε να εξοντωθεί, αν είναι δυνατόν στο σύνολό της (...), απόφαση που το ίδιο το κράτος, στη συνέχεια, εφάρμοσε με όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του ».

Άλλωστε, το Ολοκαύτωμα εντάσσεται στην αλυσίδα των γενοκτονιών που σημαδεύουν την Ιστορία, και της οποίας αποτελεί το υπόδειγμα.

Η συγκεκριμένη συλλογιστική διαφωτίζει την εβραιοκτονία. Οδηγεί, για παράδειγμα, στο να μην αποκόψουμε τον αντισημιτισμό των χιτλερικών από τον αντικομμουνισμό τους : και οι δύο συγχωνεύτηκαν στη « σταυροφορία ενάντια στον Εβραιο-μπολσεβικισμό ». Μολονότι οι ναζί

επιδίωκαν να εξοντώσουν τους Εβραίους μέχρι τον τελευταίο, στράφηκαν και εναντίον άλλων : διανοητικά ασθενών, Τσιγγάνων, πολωνών στελεχών, σοβιετικών στρατιωτικών και πολιτών...

Ο εποικισμός από τη Γερμανία του « ζωτικού χώρου » της στην Ανατολική Ευρώπη απαιτούσε το ξερίζωμα των « υπανθρώπων ». Οι Εβραίοι, κυριότερα θύματα του Ολοκαυτώματος, καλλιεργούν -νομίμως- τη δική τους μνήμη. Αλλά η εβραιοκτονία δεν αφορά μόνο αυτούς : ολόκληρη η ανθρωπότητα, αξιοποιώντας την, θα μεταμορφώσει τα θύματα των ναζί σε ένα τείχος ενάντια στην επανάληψη της φρίκης.

« Ποτέ πια », επαναλαμβάνουμε από τότε, αλλά ο πλανήτης παραμένει αιματοκυλισμένος από γενοκτονίες -Καμπότζη, Ρουάντα - και σφαγές : Βοσνία, Τσετσενία, Παλαιστίνη, Νταρφούρ... Το να αντλήσουμε, επίσης, τα οικουμενικά διδάγματα από τη γενοκτονία των ναζί, σημαίνει κατ’ αρχήν να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε καλύτερα τους παράγοντες που οδηγούν στη βαρβαρότητα. Η στιβαρή παρουσία του Ολοκαυτώματος που έχει αναγορευτεί σε μοναδικό κακό, τροφοδοτεί, εξάλλου, τον ανταγωνισμό των θυμάτων. Αντιστρόφως, η ανάλυση της εβραιοκτονίας στην υπηρεσία της αποκρυπτογράφησης όλων των γενοκτονικών διαδικασιών, προτρέπει στη σύγκλισή τους.

Αυτό το οποίο γράφει ο Τζουντ, τελικά, για τον αντισημιτισμό αφορά άμεσα τη Γαλλία. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η χώρα γνώρισε μια ρατσιστική έξαρση. Εξουσία και μέσα ενημέρωσης αγανάκτησαν περισσότερο για τις αντιεβραϊκές βιαιότητες παρά για τις βιαιότητες που είχαν στόχο Άραβες και μουσουλμάνους. Ομως, εάν κάποιος ιεραρχεί τους ρατσισμούς, είναι σαν να τους στρώνει τον δρόμο. Περισσότερο κι από παράδειγμα, ένα σύμβολο : τον Φεβρουάριο του 2006, η Δημοκρατία, μέχρι το υψηλότερο επίπεδό της, κινητοποιήθηκε για έναν νεαρό Εβραίο, τον Ιλάν Χαλιμί, ο οποίος βασανίστηκε και δολοφονήθηκε. Αλλά σιώπησε, ,μόλις τρεις εβδομάδες αργότερα, όταν ένας σαραντάχρονος αλγερινής καταγωγής έπεσε νεκρός, στο Ουλέν, κάτω από τις σφαίρες ενός ρατσιστή. Ποιός, άλλωστε, συγκράτησε το όνομά του ; Ονομαζόταν Σαΐμπ Ζεχάφ...

Αντί να αναλογιστούν τη ρίζα του κακού, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι αποστρέφουν αποφασιστικά τη σκέψη τους όλα αυτά τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μας φαίνεται δύσκολο να το καταλάβουμε σήμερα, αλλά, γεγονός είναι, ότι, επί σειρά ετών, το Σοά (η γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης) δεν υπήρξε με κανέναν τρόπο

θεμελιώδες ζήτημα στη μεταπολεμική πνευματική ζωή, στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πλειονότητα των ανθρώπων, διανοούμενων και άλλων, έκανε ουσιαστικά ό,τι μπορούσε για να το αγνοήσει.

Γιατί ; Στην Ανατολική Ευρώπη υπήρξαν τέσσερις λόγοι γι’ αυτό.

Πρώτον, εκεί διαπράχθηκαν τα χειρότερα εγκλήματα ενάντια στους Εβραίους κατά τη διάρκεια του πολέμου, και, επειδή αυτά τα εγκλήματα είχαν διαταχθεί από Γερμανούς, οι καλοθελητές συνεργάτες δεν έλειψαν στα κατεχόμενα κράτη : Πολωνοί, Ουκρανοί, Λετονοί, Κροάτες κ.ά. Σε πολλές χώρες ήταν έντονα αισθητή η ανάγκη να ξεχαστεί αυτό που είχε συμβεί, να ρίξουν ένα πέπλο λήθης στα χειρότερα δεινά.

Δεύτερον, πολλοί μη Εβραίοι Ανατολικοευρωπαίοι υπήρξαν οι ίδιοι θύματα ωμοτήτων (από Γερμανούς, Ρώσους και άλλους) και όταν ξανάφερναν στο μυαλό τους τον πόλεμο δεν σκέφτονταν τα δεινά των εβραίων γειτόνων τους αλλά, γενικώς, τον δικό τους πόνο και τις απώλειες που είχαν υποστεί οι ίδιοι.

Τρίτον, το μεγαλύτερο τμήμα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης πέρασε κάτω από σοβιετικό έλεγχο το 1948. Οι Σοβιετικοί μιλούσαν επισήμως για αντιφασιστικό πόλεμο - ή, στη χώρα τους, για « μεγάλο πατριωτικό πόλεμο ». Για τη Μόσχα ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν πάνω απ’ όλα φασίστας και εθνικιστής. Ο ρατσισμός του μετρούσε πολύ λιγότερο. Τα εκατομμύρια των Εβραίων που προέρχονταν από τα εδάφη της ΕΣΣΔ και εξοντώθηκαν, υπολογίστηκαν, βέβαια, στις σοβιετικές απώλειες αλλά η εβραϊκότητά τους ελαχιστοποιήθηκε, ακόμη και αγνοήθηκε, στα βιβλία Ιστορίας και κατά τις επίσημες επετείους. [1]

Και, τέλος, μετά από μερικά χρόνια, τη μνήμη της γερμανικής κατοχής διαδέχθηκε η μνήμη της σοβιετικής καταπίεσης. Η εξόντωση των Εβραίων απωθήθηκε ακόμη πιο πέρα, σε δεύτερο επίπεδο.

Στη Δυτική Ευρώπη μολονότι οι συνθήκες υπήρξαν τελείως διαφορετικές δημιουργήθηκε ένα παράλληλο φαινόμενο λήθης. Η κατοχή -στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Νορβηγία και μετά το 1943, στην Ιταλία- αποτελούσε μια ταπείνωση, και οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις προτιμούσαν να ξεχάσουν τη συνεργασία με τους Ναζί και άλλες ακρότητες, και να τιμούν, αντιθέτως, τα ηρωικά κινήματα της αντίστασης, τις εθνικές εξεγέρσεις, την απελευθέρωση και τους μάρτυρες.

Συμπόνια για τους Γερμανούς

Ακόμη, στη Γερμανία το αίσθημα που κυριάρχησε υπήρξε κατ’ αρχήν η συμπόνια για τα δεινά που υπέστησαν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Με την έλευση του ψυχρού πολέμου και την αλλαγή των εχθρών ήταν άκαιρο να επιμένει κάποιος στα εγκλήματα του παρελθόντος που διέπραξαν σημερινοί σύμμαχοι.

Γι’ αυτόν το λόγο, για να πάρουμε ένα διάσημο παράδειγμα, όταν ο Πρίμο Λέβι υπέβαλε, το 1946, στον μεγάλο ιταλό εκδότη Εϊνάουντι το κείμενό του ως μνήμη από το Άουσβιτς, « Se Questo e un uomo » (« Εάν αυτό είναι ένας άνθρωπος »), απορρίφθηκε αμέσως. Εκείνη την εποχή, και στα χρόνια που ακολούθησαν,

ήταν το Μπέργκεν-Μπέλσεν και το Νταχάου, και όχι το Άουσβιτς, που ενσάρκωναν τη φρίκη του ναζισμού, οι πολιτικοί και όχι οι φυλετικοί εξόριστοι. Το βιβλίο του Λέβι κατέληξε να εκδοθεί, αλλά σε δυόμισι χιλιάδες αντίτυπα μόνο, και από ένα μικρό τοπικό τυπογραφείο. Ελάχιστοι υπήρξαν οι αγοραστές. Τα υπόλοιπα αντίτυπα, στοιβαγμένα σε μια αποθήκη στη Φλωρεντία, καταστράφηκαν από τις πλημμύρες του 1966.

Όλα άρχισαν να αλλάζουν μετά τη δεκαετία του 1960, για πολλαπλούς λόγους : ο χρόνος που είχε περάσει, η περιέργεια που εκδήλωνε η νέα γενιά, και ίσως επίσης η χαλάρωση των διεθνών εντάσεων. [2] Στη δεκαετία του ’80 η ιστορία της εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης, που αναφέρεται σε βιβλία, στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, γίνεται γνωστή σε ένα ολοένα και ευρύτερο κοινό. Από τα χρόνια του ’90, και ύστερα από το τέλος της διαίρεσης της Ευρώπης, οι επίσημες μεταμέλειες, οι τόποι εθνικής μνήμης, τα μνημεία και τα μουσεία έχουν γίνει κάτι συνηθισμένο στον κόσμο.

Σήμερα, το Σοά είναι μια οικουμενική αναφορά. Η μελέτη της ιστορίας της « τελικής λύσης », του ναζισμού ή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι υποχρεωτική παντού στα προγράμματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Υπάρχουν πράγματι σχολεία στις ΗΠΑ, ακόμη και στη Βρετανία, όπου αυτή η διδασκαλία είναι η μόνη πλευρά της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας που διδάσκεται στα παιδιά που φοιτούν εκεί.

Υπάρχουν αναρίθμητες μαρτυρίες, περιγραφές και μελέτες για την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του πολέμου : τοπικές μονογραφίες, φιλοσοφικά δοκίμια, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές έρευνες, απομνημονεύματα, μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες, αρχεία συνεντεύξεων και πολλά άλλα ακόμη ντοκουμέντα.

Λοιπόν, όλα βαίνουν καλώς ; Τώρα που έχουμε εξετάσει το παρελθόν σε όλη του τη στυγερότητα, που το αποκαλούμε με το όνομά του και που ορκιστήκαμε ότι δεν πρέπει να επαναληφθεί ; Αυτό δεν είναι τόσο βέβαιο. Η φροντίδα της εποχής μας για το Σοά, γι’ αυτό που όλοι οι μαθητές ονομάζουν « Ολοκαύτωμα », θέτει πέντε προβλήματα : Το πρώτο αφορά το δίλημμα με τις ασύμβατες μνήμες. Το βλέμμα που στρέφει η Δυτική Ευρώπη στην « τελική λύση » έχει γίνει οικουμενικό. Αλλά, με την εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης και την ελευθερία που ακολούθησε για τη μελέτη και τη συζήτηση των εγκλημάτων και των αποτυχιών του κομμουνισμού, δόθηκε μεγαλύτερη προσοχή στα δεινά που υπέστη το ανατολικό τμήμα της Ευρώπης από τους Γερμανούς όπως και από τους Σοβιετικούς.

Σε αυτό το πλαίσιο, η δυτική επιμονή για τους Εβραίους-θύματα και για το Άουσβιτς προκαλεί μερικές φορές μία αντίδραση εκνευρισμού. Στην Πολωνία και τη Ρουμανία, για παράδειγμα, ρωτούν -και πρόκειται για ανθρώπους μορφωμένους και κοσμοπολίτες- γιατί οι δυτικοί διανοούμενοι είναι τόσο ευαίσθητοι για την εξόντωση των Εβραίων. Τι να πούμε για τα εκατομμύρια των μη Εβραίων θυμάτων του ναζισμού και του σταλινισμού ; Γιατί το Σοά είναι τόσο μοναδικό ;

Ένα δεύτερο πρόβλημα αναφέρεται στην ιστορική ακρίβεια και στους κινδύνους της υπεραντιστάθμισης. Για πολλά χρόνια οι Δυτικοευρωπαίοι προτιμούσαν να

μη σκέφτονται τα δεινά των Εβραίων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σήμερα, μας ενθαρρύνουν να τα σκεφτόμαστε συνεχώς. Έτσι, θα πρέπει να χρησιμοποιούμε ηθικούς όρους : το « Άουσβιτς » είναι το κεντρικό ηθικό ζήτημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά αυτό παρασύρει τους ιστορικούς σε λάθος. Γιατί η θλιβερή αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια του ίδιου πολέμου ήταν πολλοί εκείνοι που δεν είχαν γνώση της τύχης των Εβραίων και οι οποίοι, αν είχαν γνώση, δεν θα ενδιαφέρονταν και τόσο. Δεν υπήρξαν παρά δύο ομάδες για τις οποίες ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πάνω απ’ όλα ένα σχέδιο με στόχο να εξοντωθούν οι Εβραίοι : οι ναζί και οι ίδιοι οι Εβραίοι. Για όλους τους άλλους, στην πράξη, ο πόλεμος είχε τελείως διαφορετικές σημασίες : όλοι είχαν τις δικές τους ανησυχίες.

Μας είναι δύσκολο να αποδεχθούμε το γεγονός ότι το Ολοκαύτωμα παίζει σημαντικότερο ρόλο στη ζωή μας σήμερα από αυτόν που έπαιζε κατά τη διάρκεια του πολέμου στις κατεχόμενες χώρες. Αλλά, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την πραγματική έννοια του κακού, θα πρέπει τότε να θυμηθούμε ότι αυτό που είναι πραγματικά φρικιαστικό στην εξόντωση των Εβραίων δεν είναι ότι είχε τόσο μεγάλη σημασία αλλά ότι είχε τόσο λίγη σημασία.

Το τρίτο πρόβλημα αναφέρεται στην ίδια την έννοια του « κακού ». Προκαλεί από παλιά μια δυσαρέσκεια στη σύγχρονη κοσμική κοινωνία. Προτιμούμε τους πιο ορθολογικούς και νομικούς προσδιορισμούς του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου, του εγκλήματος και της τιμωρίας. Αλλά, τα τελευταία χρόνια, ο όρος επανεντάχθηκε αργά στην ηθική, και ακόμη και στην πολιτική συζήτηση. Έτσι, σήμερα που η έννοια του « κακού » ξαναμπήκε στη δημόσια γλώσσα μας, δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Οι ιδέες μας έχουν γίνει συγκεχυμένες. Από τη μία πλευρά η εξόντωση των Εβραίων από τους ναζί παρουσιάζεται ως ένα μοναδικό έγκλημα, ένα κακό που δεν είχε ποτέ παρόμοιό του πριν ή μετά, ένα παράδειγμα και μία προειδοποίηση : « Nie wieder ! -Ποτέ πια ». Αλλά, από την άλλη πλευρά, επικαλούμαστε αυτό το ίδιο κακό (το « μοναδικό ») σε πολλές περιπτώσεις, διαφορετικές και κάθε άλλο παρά μοναδικές.

Τα τελευταία χρόνια πολιτικοί, ιστορικοί και δημοσιογράφοι έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο του « κακού » για να χαρακτηρίσουν μαζικά και γενοκτονικά εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί παντού στον κόσμο : από την Καμπότζη ώς τη Ρουάντα και από την Τσετσενία ώς το Σουδάν. Επικαλούνται συχνά τον ίδιο τον Χίτλερ για να προσδιορίσουν τη φύση και τις προθέσεις σύγχρονων δικτατόρων που αναφέρονται στο « κακό » : μας λένε ότι υπάρχουν « Χίτλερ » παντού.

Ακόμα περισσότερο, εάν ο Χίτλερ, το Άουσβιτς και η γενοκτονία των Εβραίων ενσαρκώνουν ένα μοναδικό κακό, γιατί μας προειδοποιούν συνεχώς ενάντια στο γεγονός ότι αυτά τα εγκλήματα θα μπορούσαν να επαναληφθούν οπουδήποτε, ή επαναλαμβάνονται ήδη ; Κάθε φορά που αντισημιτικά συνθήματα γεμίζουν τους τοίχους μιας συναγωγής στη Γαλλία, μας προειδοποιούν ότι αυτό το « μοναδικό κακό » είναι ξανά ανάμεσά μας, ότι βρισκόμαστε ξανά στο 1938.

Χάνουμε τη δυνατότητα να διακρίνουμε ανάμεσα στις αμαρτίες και τις φυσιολογικές ανοησίες του ανθρώπινου είδους -ηλιθιότητα, προκαταλήψεις, καιροσκοπισμό, δημαγωγία και φανατισμό- και το αυθεντικό κακό. Μιλάμε

συνεχώς για το « κακό », αλλά η συνέπεια είναι η ίδια, έχουμε μειώσει τη σημασία του.

Η τέταρτη ανησυχία αφορά τον κίνδυνο που διατρέχουμε επενδύοντας όλη τη συναισθηματική και ηθική ενεργητικότητά μας σε ένα μόνο πρόβλημα, όσο σοβαρό και αν είναι αυτό. Το κόστος αυτού του είδους της αντίληψης μέσα από ένα και μοναδικό πρίσμα εμφανίζεται κατά τρόπο τραγικό στην εμμονή του Λευκού Οίκου για τα κακά της τρομοκρατίας, στον « οικουμενικό πόλεμό του ενάντια στην τρομοκρατία ».

Το ζήτημα δεν είναι να ξέρουμε εάν η τρομοκρατία υπάρχει : ασφαλώς και υπάρχει. Ούτε είναι να ξέρουμε εάν πρέπει να καταπολεμήσουμε την τρομοκρατία και τους τρομοκράτες : ασφαλώς και πρέπει να τους καταπολεμήσουμε. Το ζήτημα είναι να γνωρίζουμε ποια άλλα κακά αψηφούμε, ή δημιουργούμε, συγκεντρώνοντας αποκλειστικά την προσοχή μας σε έναν μόνο εχθρό και χρησιμοποιώντας τον για να δικαιολογούμε την εκατοντάδα μικρότερων εγκλημάτων που διαπράττουμε εμείς οι ίδιοι.

Ο αντισημιτισμός

Το ίδιο επιχείρημα ισχύει επίσης για τη σύγχρονη έλξη μας προς τον αντισημιτισμό και για την επιμονή μας στη μοναδική σημασία του. Όπως και η τρομοκρατία, ο αντισημιτισμός είναι ένα παλιό πρόβλημα. Και συμβαίνει με τον αντισημιτισμό ό,τι και με την τρομοκρατία : η παραμικρή εκδήλωση μάς θυμίζει τις συνέπειες που είχε στο παρελθόν το γεγονός ότι δεν λάβαμε υπόψη μας όσο σοβαρά έπρεπε την απειλή.

Αλλά ο αντισημιτισμός, όπως και η τρομοκρατία, δεν είναι το μόνο κακό στον κόσμο και δεν πρέπει να χρησιμεύει ως δικαιολογία για να αγνοούμε άλλα εγκλήματα και άλλα δεινά. Το να αφαιρούμε την τρομοκρατία ή τον αντισημιτισμό από το πλαίσιό τους το να τους βάζουμε σε ένα βάθρο σαν να αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη απειλή ενάντια στο δυτικό πολιτισμό, ή τη δημοκρατία, ή « τον τρόπο ζωής μας », και το να κάνουμε τους δράστες τους στόχο ενός απροσδιόριστου πολέμου, μας παρασύρει σε έναν κίνδυνο : τον κίνδυνο να αγνοήσουμε τις πολυάριθμες άλλες προκλήσεις της εποχής μας.

Την εποχή του ψυχρού πολέμου ο « ολοκληρωτισμός », όπως η τρομοκρατία και ο αντισημιτισμός σήμερα, απειλούσε να γίνει έμμονη ενασχόληση για τους διανοούμενους και τους πολιτικούς στη Δύση, αποκλείοντας όλα τα άλλα. Και ενάντια σε αυτό, η Χάνα Άρεντ, έχοντας πλήρη συνείδηση της απειλής που αντιπροσώπευε το φαινόμενο για τις ανοιχτές κοινωνίες, απηύθυνε μία προειδοποίηση που παραμένει επίκαιρη. [3]

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που θα υπήρχε αν θεωρούσαμε τον ολοκληρωτισμό ως την κατάρα του αιώνα θα ήταν να τον καταστήσουμε έμμονη ιδέα σε σημείο να μη βλέπουμε τα πολλαπλά κακά, μικρά και όχι και τόσο μικρά, με τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος για την κόλαση.

Τελευταίο ανησυχητικό σημείο, οι σχέσεις ανάμεσα στη μνήμη του ευρωπαϊκού Ολοκαυτώματος και το κράτος του Ισραήλ. Από τον καιρό της γέννησής του, το

1948, το κράτος του Ισραήλ διατηρεί περίπλοκες σχέσεις με το Σοά. Από τη μία πλευρά η σχεδόν εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης δικαιολογούσε την υπόθεση του σιωνισμού. Οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να επιβιώσουν ούτε να ευημερήσουν σε μη εβραϊκά εδάφη, γιατί η ενσωμάτωσή τους και η αφομοίωσή τους σε άλλες χώρες και πολιτισμούς ήταν μια τραγική αυταπάτη, εξ ου και η ανάγκη ενός δικού τους κράτους. Από την άλλη, η διαδεδομένη ιδέα στους Ισραηλινούς σύμφωνα με την οποία οι Εβραίοι της Ευρώπης είχαν συμβάλει στο δικό τους χαμό, ότι είχαν πάει, όπως έχει ειπωθεί, « στο σφαγείο σαν τα πρόβατα », σήμαινε ότι η πρωταρχική ταυτότητα του Ισραήλ συνίστατο στο να απορρίψει το παρελθόν και να δει στην καταστροφή που είχε πλήξει τους Εβραίους την απόδειξη μιας αδυναμίας : μιας αδυναμίας που ήταν στη μοίρα του νέου κράτους να την ξεπεράσει, δημιουργώντας ένα νέο είδος Εβραίου. [4]

Αλλά, τα τελευταία χρόνια, η σχέση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ολοκαύτωμα άλλαξε. Σήμερα, όταν η χώρα προσελκύει διεθνείς επικρίσεις λόγω της κακομεταχείρισης που επιφυλάσσει στους Παλαιστίνιους και λόγω της κατοχής των εδαφών από τον πόλεμο του 1967, οι υπερασπιστές της προτιμούν να προβάλλουν τη μνήμη του Σοά.

Εάν επικρίνετε πολύ έντονα το Ισραήλ τότε σας προειδοποιούν ότι θα ξυπνήσετε τους δαίμονες του αντισημιτισμού. Στην πραγματικότητα υπαινίσσονται ότι οι πολύ έντονες επικρίσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να ξυπνούν τον αντισημιτισμό. Προέρχονται από τον αντισημιτισμό. Και με τον αντισημιτισμό ανοίγει ο δρόμος -προς τα μπρος ή προς τα πίσω- προς το 1938, την « Kristallnacht » (τη Νύχτα των Κρυστάλλων) [5] και από κει στην Τρεμπλίνκα και το Άουσβιτς.

Ταμπού το Ισραήλ

Καταλαβαίνω τα συναισθήματα που προκαλούν τέτοιες διαβεβαιώσεις. Αλλά είναι εξαιρετικά επικίνδυνες καθαυτές. Όταν ορισμένοι μάς κατηγορούν, εμένα και άλλους, ότι επικρίνουμε το Ισραήλ πολύ βίαια, φοβούμενοι ότι θα κάνουμε να αναδυθεί ξανά το φάσμα των φυλετικών προκαταλήψεων, τους απαντώ ότι έχουν αντιστρέψει τελείως το πρόβλημα.

Ακριβώς αυτό το ταμπού είναι εκείνο που κινδυνεύει να υποδαυλίσει τον αντισημιτισμό. Ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, δίνω διαλέξεις σε κολέγια και σε λύκεια, στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, για τη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης και τη μνήμη του Σοά. Διδάσκω επίσης αυτά τα θέματα στο πανεπιστήμιο. Και μπορώ να συνοψίσω αυτά που έχω διαπιστώσει.

Οι μαθητές και οι σπουδαστές δεν έχουν ανάγκη να τους θυμίζουμε τη γενοκτονία των Εβραίων, τις ιστορικές συνέπειες του αντισημιτισμού ή το πρόβλημα του κακού. Γνωρίζουν το ζήτημα -όπως οι γονείς τους δεν το γνώρισαν ποτέ. Και έτσι θα συνεχίσει να γίνεται.

Αλλά εντυπωσιάστηκα τελευταία από την επανάληψη νέων ερωτήσεων : « Γιατί επικεντρώνουμε τόσο πολύ στο Ολοκαύτωμα » ; « Γιατί σε ορισμένες χώρες απαγορεύεται να αρνείται κανείς την ύπαρξη του Σοά, αλλά όχι την ύπαρξη άλλων γενοκτονιών » ; « Μήπως διογκώνουμε την απειλή του αντισημιτισμού » ;

Και, όλο και περισσότερο, « μήπως η γενοκτονία των ναζί χρησιμεύει ως δικαιολογία για το Ισραήλ » ;

Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει τέτοιες ερωτήσεις στο παρελθόν.

Φοβάμαι μήπως προκύψουν δύο πράγματα. Υπογραμμίζοντας τον μοναδικό ιστορικό χαρακτήρα του Ολοκαυτώματος, ενώ ταυτόχρονα το επικαλούμαστε συνεχώς σε σχέση με σύγχρονα προβλήματα, έχουμε σπείρει τη σύγχυση στο μυαλό των νέων. Και φωνάζοντας για τον αντισημιτισμό κάθε φορά που κάποιος επιτίθεται στο Ισραήλ ή υπερασπίζεται τους Παλαιστίνιους, κατασκευάζουμε κυνικούς. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η ύπαρξη του Ισραήλ δεν απειλείται σήμερα. Και ότι οι Εβραίοι του σήμερα, εδώ, στη Δύση, δεν αντιμετωπίζουν καθόλου απειλές ή προκαταλήψεις παρόμοιες με αυτές του παρελθόντος -ή ακόμη με αυτές που θύματά τους είναι σήμερα άλλες μειονότητες.

Ας θέσουμε το παρακάτω ερώτημα : Θα νιώθαμε, άραγε, ότι είμαστε ασφαλείς, αποδεκτοί, ευπρόσδεκτοι, ως μουσουλμάνοι ή ως « παράνομοι μετανάστες » στις Ηνωμένες Πολιτείες ; Ως Πακιστανοί στο Ηνωμένο Βασίλειο ; Ως Μαροκινοί στην Ολλανδία ; Ως Άραβες του Μαγκρέμπ στη Γαλλία ; Ως μαύροι στην Ελβετία ; Ως « ξένοι » στη Δανία ; Ως Ρουμάνοι στην Ιταλία ; Ως Ρομ οπουδήποτε στην Ευρώπη ; Δεν θα νιώθαμε περισσότερο ασφαλείς, ενσωματωμένοι, περισσότερο αποδεκτοί ως Εβραίοι ;

Πιστεύω ότι γνωρίζουμε όλοι την απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Είτε είναι στην Ολλανδία, στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να μην αναφέρω τη Γερμανία, οι Εβραίοι εκπροσωπούνται ευρύτατα στον κόσμο των επιχειρήσεων, στα μέσα ενημέρωσης και στις τέχνες. Και δεν είναι στιγματισμένοι, απειλούμενοι ή αποκλεισμένοι σε καμία από αυτές τις χώρες.

Η απειλή για την οποία οι Εβραίοι -και ο καθένας από μας- θα έπρεπε να νοιάζεται, έρχεται από μιαν άλλη κατεύθυνση. Έχουμε συνδέσει τόσο σταθερά τη μνήμη της γενοκτονίας με την υπεράσπιση μίας μόνο χώρας, του Ισραήλ, που διατρέχουμε τον κίνδυνο να καταστήσουμε περιφερειακή την ηθική σημασία της.

Το « κακό » ως όπλο

Το πρόβλημα του κακού, του ολοκληρωτικού κακού ή του γενοκτονικού κακού, είναι ένα οικουμενικό πρόβλημα. Αλλά, εάν χειραγωγείται προς όφελος μιας χώρας αυτό το οποίο θα γίνει (αυτό που ήδη γίνεται) είναι ότι όσοι κρατούν μια ορισμένη απόσταση από τη μνήμη του εγκλήματος που διαπράχθηκε στην Ευρώπη -γιατί δεν είναι Ευρωπαίοι, ή γιατί είναι πολύ νέοι για να θυμούνται τη σημασία του- δεν θα καταλάβουν γιατί η συγκεκριμένη μνήμη τούς αφορά, και θα πάψουν να μας ακούν όταν θα προσπαθούμε να τους το εξηγήσουμε.

Οι ηθικές παραινέσεις που προέρχονται από το Άουσβιτς και βρίσκονται στη μνήμη των Ευρωπαίων είναι αόρατες στα μάτια των Ασιατών ή των Αφρικανών. Και, πάνω απ’ όλα, ίσως το αυτονόητο για τους ανθρώπους της γενιάς που

έζησε τα γεγονότα, θα έχει όλο και λιγότερη σημασία για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.

Όλα τα μουσεία μας, τα μνημεία και οι σημερινές σχολικές επισκέψεις δεν είναι ίσως το σημάδι ότι είμαστε έτοιμοι να θυμόμαστε, αλλά το σημάδι ότι πιστεύουμε ότι έχουμε μεταμεληθεί και μπορούμε τώρα να τα παρατήσουμε και να ξεχάσουμε, αφήνοντας τα μνημεία να θυμούνται για μας. Δεν είμαι σίγουρος : την τελευταία φορά που επισκέφθηκα το μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, νέοι που πραγματοποιούσαν εκεί σχολική επίσκεψη έπαιζαν κρυφτό ανάμεσα στις στήλες για να διασκεδάσουν την ανία τους. Αντίθετα, είμαι σίγουρος ότι, εάν η Ιστορία πρέπει να κάνει τη δουλειά της, που είναι να διατηρεί για πάντα την απόδειξη των παρελθόντων εγκλημάτων και όλων των άλλων, είναι καλύτερα να την αφήσουμε ήσυχη. Οταν ψάχνουμε στο παρελθόν με σκοπούς πολιτικού οφέλους -επιλέγοντας τα στοιχεία που μπορούν να μας χρησιμεύσουν και επιφορτίζοντας την Ιστορία να δίνει καιροσκοπικά μαθήματα ηθικής- πετυχαίνουμε ταυτόχρονα μια κακή ηθικότητα και μια κακή Ιστορία.

Μια κοινοτοπία

Υπάρχει η θλιβερά διάσημη κοινοτοπία για την οποία μιλούσε η Χάνα Άρεντ, για το ανησυχητικό, φυσιολογικό, οικείο, καθημερινό κακό στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αλλά υπάρχει και μια άλλη κοινοτοπία : η κοινοτοπία της κατάχρησης -η μονοτονία, η απώλεια της ευαισθητοποίησης, βλέποντας, λέγοντας ή σκεπτόμενος το ίδιο πράγμα πολλές φορές, κάτι που αποκοιμίζει το κοινό μας και το ανοσοποιεί ενάντια στο κακό που επικαλούμαστε. Απέναντι σε αυτήν την κοινοτοπία -ή σε αυτή την εξοικείωση με την κοινοτοπία- είμαστε σήμερα αντιμέτωποι.

Την επομένη του 1945 η γενιά των γονιών μας παραμέρισε το πρόβλημα του κακού γιατί, γι’ αυτήν, είχε πολύ μεγάλη σημασία. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει για τη γενιά που θα ’ρθει μετά από μας είναι να το παραμερίσει γιατί τώρα έχει ελάχιστη σημασία. Πώς μπορούμε, άραγε, να το εμποδίσουμε αυτό ;

« Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία »

Το άρθρο βασίζεται σε διάλεξη που έδωσε ο βρετανός ιστορικός Τόνι Τζουντ στη Βρέμη της Γερμανίας, στις 30 Νοεμβρίου 2007, με την ευκαιρία της παραλαβής του βραβείου Χάνα Άρεντ.

Notes

[1] ΣτΣ : Το φαινόμενο επιδεινώθηκε από το 1948 ώς το 1953, όταν ο Ιωσήφ Στάλιν, στο τέλος της ζωής του, εξαπέλυσε μία βίαιη καταπίεση ενάντια στους Εβραίους της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία κορυφώθηκε με τη « συνωμοσία » που ονομάστηκε « των ανθρώπων με τις λευκές μπλούζες ». Αυτή η αντισημιτική τρομοκρατία δεν τον εμπόδισε να υποστηρίξει πολιτικά και στρατιωτικά τις εβραϊκές δυνάμεις στον πόλεμο του 1948 ενάντια στους Παλαιστίνιους και τον αραβικό κόσμο.

[2] ΣτΣ : Η απαγωγή και η δίκη του Αντολφ Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ, την περίοδο 1960-1961, συνέβαλαν προφανώς σε αυτή τη συνειδητοποίηση.

[3] Hannah Arendt, « Essays in Understanding, 1930-1954 », Harcourt Brace, Νέα Υόρκη, 1994, σ. 271-272.

[4] Βλέπε Idith Zertal, « Israel’s Holocaust and the Politics of Nationhood », Cambridge University Press, Νέα Υόρκη, 2005, μετάφραση στα αγγλικά Chaya Galai, κυρίως το κεφάλαιο 1, « The sacrificed and the sanctified ».

[5] ΣτΕ : Μαζικό πανεθνικό πογκρόμ στη Γερμανία και την Αυστρία τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Νοεμβρίου 1938. Στόχος ήταν οι εβραίοι πολίτες και αποτέλεσε την απαρχή του Ολοκαυτώματος.

Δυο ιστορικοί συζητούν για τον φοβερό 20ό αιώνα Ο Αγγλος Τόνι Τζουντ και ο Αμερικανός Τίμοθι Σνάιντερ επιστρατεύουν τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 04/02/2012 08:41

19

emailεκτύπωση

Δυο έγκριτοι επιστήμονες και ταυτόχρονα ταξιδιώτες κουβεντιάζουν για τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα που μας κατέλειπε ο αιώνας που έφυγε. Ο Αγγλος Τόνι Τζουντ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και συγγραφέας του εμβληματικού έργου «Postwar: A History of Europe Since 1945» («Μετά τον Πόλεμο: Μια ιστορία της Ευρώπης μετά το 1945», Penguin Press, 2005) έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 2010 εξαιτίας μιας ανίατης ασθένειας σωματικού εκφυλισμού. Ηταν τότε 62 ετών.Yπήρξε ένας από τους πιο

παρεμβατικούς διανοούμενους στις Η.Π.Α και αυθεντία στην ιστορία της

Ευρώπης.

Ο Τζουντ ήταν ένας μαρξιστής ιστορικός αλλά όχι κομμουνιστής, ένας σοσιαλιστής με φιλελεύθερες ιδέες και αξίες, ένας στοχαστής εβραϊκής καταγωγής που επέκρινε κατά καιρούς με σφοδρότητα το κράτος του Ισραήλ για την πολιτική του απέναντι στους Παλαιστινίους. Το 1993 είχε προτείνει να μεταλλαχθεί το Ισραήλ από ένα ακραιφνώς ιουδαϊκό κράτος σε ένα κράτος δυο εθνοτήτων με ίσα δικαιώματα. Το εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ τον πολέμησε αλλά εκείνος συνέχισε την κριτική του απέναντι στην ισραηλινή ηγεσία ακόμα και μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας «Xααρέτζ». Ο φίλος του Τίμοθι Σνάιντερ, νεότερος αμερικανός ιστορικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ με ειδίκευση στην Ιστορία της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αλλά και του Ολοκαυτώματος, βοήθησε τον Τζουντ να ολοκληρώσει το τελευταίο του έργο. Ο τελευταίος δεν ήταν σε θέση, καθώς «με μεγάλη προσπάθεια μπορώ να κινήσω λίγο το αριστερό μου χέρι και το δεξιό είκοσι περίπου εκατοστά από το στήθος μου», όπως έγραψε ο ίδιος στο «Τhe New York Review of Books» στο κείμενό του

με τίτλο «Νύχτα» κατά την τελευταία φάση της ασθένειάς του. Οι συζητήσεις του με τον Σνάιντερ ολοκληρώθηκαν λίγες εβδομάδες πριν από τον θάνατο του. Ο Σνάιντερ τις απομαγνητοφώνησε και τις κατέγραψε με την έγκριση του φίλου του στο βιβλίο «Thinking the Twentieth Century: Intellectuals and Politics in the Twentieth Century» (Σκέψεις για τον 20ό αιώνα: διανοούμενοι και πολιτική στον 20ο αιώνα) που κυκλοφόρησε στις 2 Φεβρουαρίου (Penguin Press, 2012). Ο 20ός ήταν ένας αιώνας ιδεών και μια εποχή που οι ιδέες των λίγων επηρέασαν, για καλό ή για κακό, τις ζωές των πολλών. Αυτό το βιβλίο παρουσιάζει τις επιτυχίες αλλά και τις αποτυχίες μερικών επιφανών διανοούμενων, εξηγεί τις ιδέες τους και αναδεικνύει τα ρίσκα που πήραν αποδεχόμενοι μια συγκεκριμένη πολιτική δέσμευση. «Δεν μπορείς να εκτιμήσεις συνολικά τη μορφή του 20ού αιώνα, αν δεν έχεις μοιραστεί κάποιες απ' τις αυταπάτες του» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Τζουντ ο οποίος γεννήθηκε το 1948 στο Λονδίνο από εβραϊκή οικογένεια μεταναστών. Σε αυτό το βιβλίο εκφράζει την πεποίθησή του ότι «ο φόβος πως θα αφανιστεί το Ισραήλ από προσώπου γης δεν είναι ένας γνήσιος φόβος, είναι μια πολιτικά υπολογισμένη ρητορική στρατηγική». Ο ίδιος αφιέρωσε μεγάλο μέρος του πρώιμου έργου του στη Γαλλική Αριστερά, αλλά δεν μπορούσε να αποδεχθεί την αλαζονική και απλοϊκή άποψή της ότι η Ρωσική Επανάσταση ήταν η συνέχιση της Γαλλικής. Ειδικότερα μετά τον Μάη του '68 «τα κατάλοιπα της σοσιαλιστικής και μαρξιστικής μου αγωγής με έκαναν ενστικτωδώς καχύποπτο απέναντι στην δημοφιλή αντίληψη ότι οι φοιτητές μπορεί να είναι μία, η ακόμα και η μοναδική, επαναστατική τάξη». Το βιβλίο είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος του οι απόψεις του Τζουντ. Και οι δυο συμφωνούν ότι οι διανοούμενοι κατά τον 20ό αιώνα έκαναν τρομακτικά λάθη, από την άνοδο του σταλινισμού μέχρι και τον πόλεμο του Ιράκ. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα υπήρξαν δημοσιογράφοι που επέδειξαν μεγαλύτερη ακεραιότητα και συνέπεια σε σχέση με πολλούς διανοούμενους που απέτυχαν. «Ο ρόλος του διανοούμενου είναι να λέει την αλήθεια και στη συνέχεια να εξηγήσει γιατί αυτό που λέει είναι αλήθεια» λέει ο Τζουντ, για να συμπληρώσει ότι αυτό που δεν του αρέσει καθόλου «είναι οι διανοούμενοι που προσφέρουν μεγάλες αφηγήσεις ή μεγάλες ηθικοπλαστικές κοινοτοπίες». Το μεγάλο αμάρτημα των διανοουμένων στον 20ό αιώνα ήταν για τον ίδιο «το να κρίνεις τη μοίρα των άλλων στο όνομα ενός δικού τους μέλλοντος που είδες μόνον εσύ». Επιπλέον «η μεγαλύτερη ιστορία του 20ού αιώνα» θα ήταν «ο τρόπος με

τον οποίο όλοι αυτοί οι έξυπνοι άνθρωποι θα μπορούσαν να έχουν πει στους εαυτούς τους αυτά τα πράγματα με όλες τις φρικιαστικές συνέπειες που επακολούθησαν». Ο Τζουντ πιστεύει ότι ο διανοούμενος οφείλει να δείχνει ότι «ο τρόπος με τον οποίο παρεμβαίνει για ένα τοπικό ζήτημα είναι πάντα προς το συμφέρον των ανθρώπων κα επιπλέον ξεπερνά αυτόν τον συγκεκριμένο διάλογο». Από την άλλη δεν υπάρχει αυτό που λέμε «ένα παγκόσμιο ακροατήριο» ούτε «ένα είδος παγκόσμιου διανοούμενου, ο Σλαβόι Ζίζεκ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει» καθώς είναι ακόμα πολύ ισχυρή η ιδέα του έθνους-κράτους σε πολλά επίπεδα. Είναι, επιπλέον, επικριτικός απέναντι στις μεταμοντέρνες πολιτισμικές σπουδές και την ψευδομαρξιστική κοινωνική ιστορία που «απλώς αντικατέστησε τους "εργάτες" με τις γυναίκες ή τους φοιτητές, ή τους αγρότες, ή -εν τέλει- τους ομοφυλόφιλους». Μεταξύ άλλων, αναρωτιέται γιατί ο μαρξισμός είχε την επίδραση που είχε στις καθολικές χώρες και αμφισβητεί την «σοσιαλιστική» μεταπολεμική Βρετανία. Ο ίδιος υπήρξε υπερασπιστής της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης στην μεταπολεμική Ευρώπη και αποκήρυξε την μετέπειτα εποχή που επικράτησαν οι ιδέες των Μάργκαρετ Θάτσερ και Ρόναλντ Ρέιγκαν. Σήμερα, λέει ο Τζουντ, όλες οι μεταπολεμικές βεβαιότητες για την εργασία, την υγεία, τον πολιτισμό και μια αξιοπρεπή σύνταξη έχουν αντικατασταθεί από μία καινούργια συνθήκη, από τις «πολιτικές του φόβου». Τονίζει δε ότι η κυριότερη διαμάχη του 20ού αιώνα δεν ήταν μόνο αυτή ανάμεσα στην ελευθερία και τον ολοκληρωτισμό, αλλά και η διαμάχη για τον ρόλο του κράτους. Οι διανοούμενοι έχουν χρέους «να επαναπροσδιορίσουν την έννοια του δημόσιου συμφέροντος». Αυτός «θα είναι ένας πολύ μακρύς δρόμος, αλλά θα ήταν ανεύθυνο να προσποιηθούμε ότι υπάρχει στ' αλήθεια μια σοβαρή εναλλακτική λύση». Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά κανένα βιβλίο του Τόνι Τζουντ. Η κριτική του βιβλίου στην εφημερίδα «Guardian»

Για τον ιστορικό Τόνι Τζαντ, του Θανου Βερεμη, Η Καθημερινή, 13/10/2013. "Στο μνημειώδες έργο του για τη μεταπολεμική ιστορία της ηπείρου μας (Postwar: A History of Europe Since 1945, The Penguin Press, 2005, σελ. 800), ο Tony Judt γράφει: «Στην αυγή του 21ου αιώνα, η Ευρώπη προβάλλει ως κοινότητα αξιών. Οι αξίες αυτές αποτελούν πρότυπο για Ευρωπαίους και μη». Ο Tony Judt επαναφέρει στο λεξιλόγιο των κοινωνικών επιστημών όρους που έχουν περίπου εξαφανισθεί από την κοινή χρήση: Αξίες, αρετή, ηθική της κοινότητας και του κράτους. Οι όροι γι’ αυτόν είναι το αναγκαίο παρακολούθημα των ελευθεριών που η Ευρώπη εξασφάλισε με τόσο αίμα. Μας θυμίζει ακόμα ο Judt ότι για τις πολύτιμες ελευθερίες μας εγγυάται μόνο ένα ενάρετο κράτος. Εάν το δημοκρατικό μας πολίτευμα μωρανθεί, τότε κράτος και ελευθερίες θα ακολουθήσουν του κακού τον δρόμο. Χτυπημένος από θανατηφόρο εκφυλιστική ασθένεια, κατάφερε τον τελευταίο χρόνο της ζωής του (2010) να υπαγορεύσει στο New York Review of Books (ΝΥΡΒ) αποσπασματικές του μνήμες από ένα παρελθόν γνώριμο στη γενιά του. Στις αναμνήσεις του περιγράφει με θαυμασμό το σπαρτιατικό ήθος όσων επέζησαν του πολέμου, την καρτερικότητα και τη σκληραγώγησή τους. Το παιδί της εποχής της σπανιότητας των υλικών αγαθών βίωνε έναν κόσμο γεμάτο ελπίδα, υπερηφάνεια και φαντασία. Η αναγκαστική λιτότητα εξομοίωνε οπτικά τους πολίτες και τα ταξίδια με το τρένο μεταμορφώνονταν σε μεγάλη περιπέτεια. Ο Judt περιγράφει με τρυφερότητα τον μεταρρυθμιστή πρωθυπουργό Clement Atlee: «Εζησε και πέθανε μετρημένα, χωρίς να δρέψει υλικές απολαβές από μια ολόκληρη ζωή στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος... Ποιος από τους σημερινούς ηγέτες μας θα κατανοούσε τη συμπεριφορά αυτή;» (ΝΥRB, Μάιος 13-26, 2010, σελ. 21). Τον Judt απασχολούσε σοβαρά η εβραϊκή του καταγωγή. Αν και αγνωστικιστής και αδιάφορος προς τις τελετουργικές παραδόσεις, αντιλαμβανόταν ότι η άρνηση της καταβολής του αυτής θα αποτελούσε πράξη προδοσίας προς τη μνήμη της συγγενούς του Tony Avegael από την Αμβέρσα, που πέθανε στο Αουσβιτς το 1942 και της οποίας το όνομα του δόθηκε εις μνήμην της. Ωστόσο, υπήρξε επικριτικός της πολιτικής που ασκεί το Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων και αντιμετώπισε γι’ αυτό ποικίλες επιθέσεις. Πρότεινε τη μετάλλαξη του Ισραήλ από αποκλειστικά ιουδαϊκό κράτος σε κράτος δύο εθνοτήτων με ίσα δικαιώματα. Η πρόταση αυτή θεωρήθηκε από το ισραηλινό lobby στις ΗΠΑ απόλυτα εχθρική προς το μέλλον της κοιτίδας των Εβραίων. Χωρίς πολλές διαδικασίες ο Judt διώχτηκε από τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού New Republic. Εξακολούθησε να ασκεί κριτική στους πολιτικούς ηγέτες του Ισραήλ από το NYRB και την ισραηλινή εφημερίδα Haaretz".

Για τον ιστορικό Τόνι Τζουντ (Μέρος Α΄)

17 Ιαν 2012 Χωρίς Σχόλια του Θανου Bερεμη*

Tony Judt

Πέρασαν κιόλας δεκαεπτά μήνες από την αποδημία του Tony Judt, σημαντικού Ευρωπαίου ιστορικού και διανοητή. Στο μνημειώδες έργο του για τη μεταπολεμική ιστορία της ηπείρου μας (Postwar: A History of Europe Since 1945, Εκδόσεις Penguin Press, 2005, 800 σελ.), έγραφε: «Στην αυγή του 21ου αιώνα η Ευρώπη προβάλλει ως κοινότητα αξιών. Οι αξίες αυτές αποτελούν πρότυπο για Ευρωπαίους και μη». Ο Tony Judt επαναφέρει στο λεξιλόγιο των κοινωνικών επιστημών όρους που έχουν περίπου εξαφανισθεί από την κοινή χρήση: Αξίες, αρετή, ηθική της κοινότητας και του κράτους. Οι όροι γι' αυτόν είναι το αναγκαίο παρακολούθημα των ελευθεριών που η Ευρώπη εξασφάλισε με τόσο αίμα. Μας θυμίζει ακόμα ο Judt ότι για τις πολύτιμες ελευθερίες μας εγγυάται μόνο ένα ενάρετο κράτος. Εάν το δημοκρατικό μας πολίτευμα μωρανθεί, τότε κράτος και ελευθερίες θα ακολουθήσουν του κακού τον δρόμο.

Χτυπημένος από θανατηφόρα εκφυλιστική ασθένεια, κατάφερε τον τελευταίο χρόνο της ζωής του να υπαγορεύσει στο New York Review of Books, αποσπασματικές του μνήμες από ένα παρελθόν γνώριμο στη γενιά του.

Στις αναμνήσεις του περιγράφει με θαυμασμό το σπαρτιάτικο ήθος όσων επέζησαν του πολέμου, την καρτερικότητα και τη σκληραγώγησή τους. Το παιδί της εποχής της σπανιότητας των υλικών αγαθών βίωνε ένα κόσμο γεμάτο ελπίδα, υπερηφάνεια και φαντασία. Η αναγκαστική λιτότητα εξομοίωνε οπτικά τους πολίτες και τα ταξίδια με το τρένο μεταμορφώνονταν σε μεγάλη περιπέτεια. Ο Judt περιγράφει με τρυφερότητα τον μεταρρυθμιστή πρωθυπουργό Clement Atlee: «Εζησε και πέθανε μετρημένα, χωρίς να δρέψει υλικές απολαβές από μια ολόκληρη ζωή στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος ...; Ποιος από τους σημερινούς ηγέτες μας θα κατανοούσε τη συμπεριφορά αυτή. Η ηθική σοβαρότητα είναι σαν την πορνογραφία. Δυσκολεύεται κανείς να την ορίσει, αλλά την αναγνωρίζει όταν την βλέπει». (ΝΥRB, May 13-26, 2010, σελ. 21).

Τον Judt απασχολούσε σοβαρά η εβραϊκή του καταγωγή. Αν και αγνωστικιστής και αδιάφορος προς τις τελετουργικές παραδόσεις, αντιλαμβανόταν ότι η άρνηση της καταβολής του αυτής θα αποτελούσε πράξη φυγής, ίσως και προδοσίας προς τη συγγενή του Tony Avegael από την Αμβέρσα, που πέθανε στο Αουσβιτς το 1942 και της οποίας το όνομα τού δόθηκε εις μνήμην της. Ωστόσο υπήρξε επικριτικός της πολιτικής που ασκεί το Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων και αντιμετώπισε γι' αυτό ποικίλες επιθέσεις. Πρότεινε τη μετάλλαξη του Ισραήλ από αποκλειστικά ιουδαϊκό κράτος σε κράτος δύο εθνοτήτων με ίσα δικαιώματα. Η πρόταση αυτή θεωρήθηκε από το ισραηλινό lobby στις ΗΠΑ ως απόλυτα εχθρική προς το μέλλον της κοιτίδας των Εβραίων. Χωρίς πολλές διαδικασίες ο Judt διώχτηκε από τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού New Republic. Εξακολούθησε να ασκεί κριτική στους

πολιτικούς ηγέτες του Ισραήλ από το NYRB και την ισραηλινή εφημερίδα Haretz.

Το Ill Fares the Land (Allen Lane, 2010) αποτελεί συλλογή δοκιμίων του με υποθήκες για το μέλλον. Στηλιτεύει την αποθέωση του ιδιωτικού ωφελιμισμού και του άκρατου υλισμού που χαρακτηρίζουν τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Οι απόψεις του είναι δυνατό να αποδοθούν με την ακόλουθη ερμηνεία:

Η δεκαετία που πέρασε υπήρξε από τις λιγότερο εποικοδομητικές της τελευταίας τριακονταετίας. Η τρομοκρατική καταστροφή των διδύμων πύργων στη Νέα Υόρκη προκάλεσε, μεταξύ άλλων, τη δαπανηρή σε αίμα εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και πολλαπλασίασε τον θρησκευτικό φανατισμό στις ισλαμικές χώρες, αλλά και τον φονταμενταλισμό των Ευαγγελιστών του κεντρικού και νότιου τμήματος των ΗΠΑ. Ετσι ο George W. Bush εξασφάλισε δεύτερη θητεία και άφησε πίσω του μια μεγάλη οικονομική κρίση και την εμπλοκή της χώρας του στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.

Η φτωχή σε επιτυχίες δεκαετία, θα προσθέταμε εδώ, ανέδειξε κάποιες προσωπικότητες οι οποίες συνδέονται με τους κύριους προβληματισμούς του πλανήτη, την οικονομία και το περιβάλλον. Ο βραβευμένος με Nόμπελ στα Οικονομικά αλλά και σχολιαστής της επικαιρότητας Paul Krugman, χαρακτήρισε την περασμένη δεκαετία «το μεγάλο μηδέν» (New York Times, 28/12/09). Mηδέν σε θετική ανάπτυξη, μηδέν σε πρόνοια για τις επερχόμενες καταστροφές και μηδέν στις ηθικές επιδόσεις πληθώρας ηγετών της επιχειρησιακής Αμερικής. Θα είναι δύσκολη πια η επαναφορά της οικονομικής σκέψης στην πίστη προς το «αόρατο χέρι της αγοράς» που διορθώνει όλες τις δυσλειτουργίες του συστήματος. Ο Milton Friedman και ο Friedrich Hayekθα δυσκολεύονταν σήμερα να εξηγήσουν τις αλλεπάλληλες φούσκες που οδήγησαν την παγκόσμια οικονομία σε κρίση διαρκείας. Και συμπληρώνει ο Krugman: «Και όσο για τους πολιτικούς και ιδιαίτερα τους

Ρεπουμπλικανούς, τώρα που η πολιτική των φορολογικών απαλλαγών και της απελευθέρωσης της αγοράς (deregulation) μάς οδήγησε στο σημερινό χάος, επανέρχονται με την ίδια συνταγή - φορολογικές περικοπές και απελευθέρωση της αγοράς».

* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ. (Το κείμενο συνεχίζεται σε επόμενη έκδοση).

ΠΗΓΗ: εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17-1-2012

Για τον ιστορικό Τόνι Τζουντ (Μέρος B΄)

20 Ιαν 2012

Χωρίς Σχόλια

του Θάνου Βερεμή

Η παγκοσμιοποίηση όπως επισημαίνει ο Judt, διαρκώς μας ξαφνιάζει. Παρά την εντύπωση ότι απ' αυτήν επωφελούνται περισσότερο οι οικονομικά εύρωστες χώρες, οι μεγάλοι κερδισμένοι υπήρξαν η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, με συνολικό πληθυσμό περίπου δύο δισεκατομμύρια τετρακόσια εκατομμύρια κατοίκους. Ανάμεσα στο 1981-2007, η φτώχεια στην Κίνα μειώθηκε κατά 70%. Θα παρατηρούσαμε ότι μολονότι οι Νέοσυντηρητικοί και ο Σάμιουελ Χάντιγκτον πίστευαν ότι ο ισλαμισμός και ο Κομφουκιανισμός (Κίνα) θα συμπήξουν ανίερη συμμαχία κατά της χριστιανικής Δύσης, η Κίνα σήμερα κατέχει ομόλογα του αμερικανικού δανείου αξίας μεγαλύτερης από ένα τρισ. δολάρια και τα συναλλαγματικά της αποθέματα ξεπερνούν τα 2,5 τρισ. δολάρια. Η τυχόν καταστροφή συνεπώς της αμερικανικής οικονομίας θα βλάψει και την κινεζική.

Μια κοινή παρεξήγηση είναι ότι η παγκοσμιοποίηση αποτελεί έννοια ασύμβατη με τον εθνικισμό. Ο Judt μας θυμίζει ότι το έθνος-κράτος, παρά τις κατά καιρούς προβλέψεις ότι πρόκειται να εκλείψει, ζει και η ιδεολογία του εξακολουθεί να αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο στις διεθνείς σχέσεις, είτε προέρχεται από μικρά (Ισραήλ) είτε από μεγάλα σε πληθυσμό κράτη (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βραζιλία, Ινδία).

Θα ήταν μάλιστα αναγκαίο να επισημάνουμε ότι τα κράτη που έχασαν τη συνοχή τους υπήρξαν άβουλα θύματα της παγκοσμιοποίησης, ενώ αντίθετα τα ισχυρά έθνη-κράτη διαχειρίστηκαν με επιτυχία τις ευκαιρίες που τους προσέφερε η συγκυρία. Η Ρωσία του Γέλτσιν αποτελεί παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας, ενώ η διαχρονική Κίνα, της δεύτερης.

Αποτελεί επίσης παρανόηση ότι η παγκοσμιοποίηση έκανε τον κόσμο περισσότερο ασφαλή και τις πολιτικές εξελίξεις πιο προβλέψιμες. Ο πλανήτης δεν κινδυνεύει να καταστραφεί από πυρηνικές αναμετρήσεις ανάμεσα σε δύο υπερδυνάμεις σαν αυτές που απειλούσαν την ανθρωπότητα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ομως, ο κίνδυνος να πέσουν τα πυρηνικά όπλα του Πακιστάν στα χέρια των φανατικών Ταλιμπάν δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί. Η άνοδος εξάλλου της οργανωμένης διακίνησης απαγορευμένων εμπορευμάτων, η πειρατεία και το πάσης φύσεως οργανωμένο έγκλημα, απέκτησαν παγκόσμιες διαστάσεις. Η τρομοκρατία, τέλος, με το ιδεολογικό της περιεχόμενο, μπορεί να μην κατέχει την πρώτη θέση στα ζητήματα ασφάλειας του δυτικού κόσμου, όμως δεν είναι φαινόμενο χωρίς κινδύνους.

Κάποιοι όρισαν την παγκοσμιοποίηση ως τη διεύρυνση, την εμβάθυνση και την επιτάχυνση της διασύνδεσης των κρατών σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνίας και της οικονομίας. Αυτό, όμως, που καθιστά την παγκοσμιοποίηση καθολική είναι οι κοινές επιπτώσεις από την κατάχρηση της αντοχής του φυσικού περιβάλλοντος.

Μολονότι οι παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις έχουν πάντοτε σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες, αποτελούν φαινόμενα παροδικά. Η σημερινή κρίση, μάλιστα, ίσως έχει και κάποια ευεργετικά αποτελέσματα ως προς το μόνιμο και επιδεινούμενο ζήτημα του περιβάλλοντος. Η προσωρινή έστω μείωση της ζήτησης αγαθών, με τη συνακόλουθη επίπτωση στην κατανάλωση ενέργειας, προσφέρει ένα διάλειμμα στο βεβαρημένο οικοσύστημά μας. Το σημαντικότερο είναι αυτό που σημειώνει ο Κίσινγκερ: «Η οικονομική κρίση στερεί τις μεγάλες δυνάμεις από την αναπτυξιακή τους ώθηση, υποχρεώνοντάς τις σε επιβεβλημένη συνεννόηση. Κρίσιμα ζητήματα, όπως το περιβάλλον, η κλιματική αλλαγή και τα όπλα μαζικής καταστροφής, τείνουν να καταστούν θέματα κοινού ενδιαφέροντος και σημεία συμφωνίας μεταξύ παραδοσιακών εχθρών».

Η παγκόσμια ύφεση προσφέρει, ιδίως στους ισχυρούς, μια ευκαιρία περισυλλογής και συνδιαλλαγής ώστε σε περίοδο κοινού προβληματισμού να γεννηθεί ένα νέο διεθνές σύστημα, πιο φρόνιμο και με μεγαλύτερη μέριμνα για τους ανθρώπους, από το προηγούμενο. Στο Ill Fares the Land, o Tony Judt εξετάζει τον ρόλο της παγκοσμιοποίησης σε διάφορες περιόδους της ευρωπαϊκής Ιστορίας. Μας θυμίζει ότι πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ανάλογες με σήμερα συνθήκες οικονομικής παγκοσμιοποίησης απέκλειαν το ενδεχόμενο σύρραξης ανάμεσα στις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και της διάλυσης των ενιαίων αυτοκρατορικών αγορών της εποχής (οθωμανική, αυστριακή, ρωσική αυτοκρατορία). Ο πόλεμος τελικά ξέσπασε και διήρκεσε πέρα από κάθε πρόβλεψη. Υπήρξε μια πολιτική σύγκρουση με

διπλωματικούς όρους του παρελθόντος και σύγχρονα οπλικά συστήματα. Αποδείχθηκε τελικά ένας αναχρονισμός με ολέθρια οικονομικά αποτελέσματα για την Ευρώπη.

Παρά τη γενική εντύπωση μετά την πτώση του κομμουνισμού, ότι ο κόσμος κατευθυνόταν προς ένα παγκόσμιο σύστημα με πλοηγό την αγορά, η οικονομική κρίση του 2008 επαναφέρει τα κράτη ως καθοριστικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής. «Θα έπρεπε να καταλάβουμε ότι η πολιτική παραμένει εθνική ακόμα και όταν τα οικονομικά είναι παγκοσμιοποιημένα» (σ. 197). Με την αποστροφή αυτή ο Judt μας θυμίζει ότι η αναζήτηση του χρηστού πολιτεύματος των αρχαίων είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ.

* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

ΠΗΓΗ: εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20-1-2012

Tags: tony judt, θ βερεμης, εφημ καθημερινή, σάμιουελ χάντιγκτον, φονταμενταλισμός, αναδημοσιεύσεις, περιβάλλον, τρομοκρατία, κρίση, κράτος,εθνικισμός, Παγκοσμιοποίηση

Tony Judt: Στις κρίσεις ανατέλλουν νέα πολιτικά κινήματα Μάι 08, 20101 Commentby Greece SOS

«Ιστορικά ο καλύτερος τρόπος αντίδρασης απέναντι σε περιόδους κρίσεων ήταν η δημιουργία ενός νέου πολιτικού κινήματος. Χωρίς ένα πολιτικό κόμμα -αν εγκλωβιστείς μόνο στη λογική των συμμαχιών του δρόμου- δεν υπάρχει αίσθηση συνέχειας ή δυνατότητα να αποκτήσεις μεγαλύτερη ισχύ. Τότε απλά ζεις σε έναν κόσμο μόνιμων διαμαρτυριών που σταματούν για λίγο, όταν εξαγοράζονται από διαφθαρμένους ηγέτες. Επομένως εγώ θα ξεκινούσα με ένα νέο κόμμα, έξω από τις οικογένειες Καραμανλή και Παπανδρέου». Τα παραπάνω λόγια είναι του αμερικανοβρετανού καθηγητή Ιστορίας Tony Judt πού, καταδικασμένος σε διαρκώς επιδεινούμενη ακινησία, λόγω της ασθένειας Λού Γκέριγκ που τον κτύπησε το 2008, δεν διστάζει να ξιφουλκήσει κατά όποιας «τροχοπέδης» της ζωής και του πολιτισμού αντικρύσει στον ορίζοντα. Είναι αυτός εξάλλου που, αν και εβραίος που μάλιστα έχει ζήσει στα νεανικά του χρόνια σε κιμπούτζ, έχει καταδικάσει ως αδιέξοδο το σημερινό στάτους της Μέσης Ανατολής. Από αυτό το ελεύθερο μυαλό πήρε συνέντευξη ο Γιάννης Παπαδόπουλος, για ΤΑ ΝΕΑ, φροντίζοντας να τον ρωτήσει για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα χώρα μας και τις προοπτικές που βλέπει –ή δεν βλέπει. Σταχυολογούμε λίγα τμήματα -ελληνικού ενδιαφέροντος- από την ενδιαφέρουσα αυτή συνέντευξη του ακαδημαϊκού και ειδικευμένου στην Ευρωπαϊκή Ιστορία καθηγητή. Πριν μας θυμίσει το ιστορικό συμπέρασμα ότι η δημιουργία νέων πολιτικών κινημάτων συνήθως απαντά στις περιόδους κρίσεων, ο γεννημένος το 1948 καθηγητής Τζούντ παρατήρησε: «Οι απεργίες και οι πορείες τις περισσότερες φορές απλά επαναλαμβάνουν τη ρητορική, τις αντιπαλότητες και τις προσωρινές λύσεις του παρελθόντος. Δεν λέω ότι ο κόσμος δεν πρέπει να αντιδρά. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 στην Ελλάδα άλλωστε το δείχνουν. Αυτό που λέω είναι ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ηθική ορθότητα μιας διαμαρτυρίας και στην πολιτική ορθότητα της χρήσης οργανισμών, ιδεών και προγραμμάτων που μπορούν όντως να αλλάξουν τα πράγματα. Και οι δύο τρόποι απόρριψης του παρόντος φαντάζουν ορθοί, αλλά δεν είναι ίδιοι». Κρίση ενημέρωσης…

Όταν ρωτήθηκε για τη πολιτιστική παρακμή πού ταλανίζει τη χώρα μας, παράλληλα με την οικονομική κρίση και πόσο αλληλένδετα είναι αυτά τα δύο, ο καθηγητής Τζούντ, κάτοχος του βραβείου Όργουελ και συγγραφέας πολλών βιβλίων, μεταξύ των οποίων του «Socialism in Provence and Past Imperfect», του πολυβραβευμένο «Postwar: A History of Europe Since 1945» και του «ΙΙΙ Fares the Land», απάντησε: «Συμφωνώ με όσους υποστηρίζουν ότι η οικονομική διάσταση της κρίσης, ειδικά στην Ελλάδα, ίσως είναι η λιγότερο σημαντική. Αλλωστε ο πρόσφατος λόγος της οικονομικής κρίσης της Ελλάδας ήταν η αθέμιτη σχέση των δημοσίων οικονομικών με μια διεφθαρμένη επενδυτική τράπεζα. Αυτή είναι μια ηθική πρόκληση, όχι ένα οικονομικό μυστήριο. Οι οικονομικές κρίσεις στο παρελθόν οδήγησαν σε πολιτισμική παρακμή. Αυτό συνέβη τις δεκαετίες του 1840 και του 1930. Αλλά σήμερα συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Το γεγονός ότι ένα ερωτικό DVD ήταν πρώτο θέμα στην Ελλάδα, τη στιγμή που η χώρα σας αντιμετωπίζει τον κίνδυνο περιθωριοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, λέει κάτι για το επίπεδο των μέσων ενημέρωσης και της κοινής γνώμης- κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα και στην Ιταλία και στην Αγγλία. Κατά κάποιο τρόπο, οι μικρές πιθανότητες πολιτικής καταστροφής επιτρέπουν την υποβάθμιση της δημοκρατίας. Αν η Ευρώπη ήταν λιγότερο ασφαλής, τότε η απουσία φιλελεύθερης αυτοπεποίθησης θα ήταν αντικείμενο μεγάλης ανησυχίας. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι υπάρχει πιθανότητα να οδηγηθούν πραγματικά στην καταστροφή. Επομένως καταρρέεις οικονομικά και πτωχεύεις πολιτισμικά, αλλά υπό την απουσία παραδοσιακής πολιτικής αντίδρασης, οι πολίτες δύσκολα νοιάζονται. Κατηγορώ γι΄ αυτό την Ευρωπαϊκή Ενωση – ό,τι καλύτερο συνέβη στην Ευρώπη, αλλά ταυτόχρονα και μια δικαιολογία για να απομακρυνόμαστε από την Ιστορία και τις ευθύνες μας. Ισως η κρίση στην Ελλάδα και η πιθανότητα να επηρεαστεί το ευρώ, να οδηγήσει σε νέες εξελίξεις. Αν η Ευρώπη αρχίσει να νιώθει ανασφαλής, τότε οι πολίτες ίσως ενδιαφερθούν για την άνοδο της Δεξιάς στην Ουγγαρία, την Ολλανδία και την Ιταλία». «Η εθνικιστική αγνότητα σε βάζει στο περιθώριο» Ο Τονι Τζούντ έχει γράψει: «Είμαστε όλοι παιδιά των Ελλήνων». Με αφορμή αυτή τη συμβολική παραδοχή, ο Γ. Παπαδόπουλος τον ρώτησε για το τι μπορούν να διδαχθούν σήμερα οι Έλληνες από την Ιστορία τους και ο καθηγητής απάντησε: «Οι Ελληνες πρέπει να είναι πιο μετριόφρονες και να θυμηθούν ότι κανένας δεν ενώνεται με μια ευθεία γραμμή με κάποιον άλλον στο παρελθόν. Οι Ελληνες του σήμερα μπορεί να έχουν τις ρίζες τους στους Βούλγαρους, τους Τούρκους, τους Σέρβους ή ακόμα τους Αραβες του χθες, όπως έχουν τις ρίζες τους και στους Αθηναίους του 5ου αιώνα π.Χ. Οι Ελληνες πρέπει να θυμηθούν ότι οι φτωχοί λαοί στα άκρα μιας αυτοκρατορίας (και η Ε.Ε. είναι κατά μία έννοια μια αυτοκρατορία) είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι. Και γίνονται πιο ευάλωτοι όταν κλείνονται στη δική τους ταυτότητα και δίνουν έμφαση στη μοναδικότητα ή τη διαφορετικότητά τους. Η Ελλάδα πρέπει να

είναι ένα κοσμοπολίτικο μέρος. Αν καταφύγει σε μια εθνικιστική αγνότητα (κάτι που συμβαίνει στην Ιταλία) ρισκάρει να μπει στο περιθώριο. Θα πρότεινα ακόμα στους Ελληνες να διαβάσουν τους κλασικούς συγγραφείς για να καταλάβουν καλύτερα ότι η διαφθορά (οικονομική, θεσμική και ηθική) είναι η αρχή του τέλους για τις ελεύθερες κοινωνίες».

Η θεωρία των δύο άκρων και το βιβλίο του Tony Judt, Η Ευρώπη μετά τον Πόλεμο, του Μαν. Βαρδή. News - Μ. Βαρδής 0 Comments

Η επιλογή του επιτελείου της Καθημερινής να δίνει μαζί με την κυριακάτική έκδοση σε συνέχειες το ογκώδες βιβλίο του διακεκριμένουT. Judt, Η Ευρώπη μετά τον Πόλεμο (Postwar- A History of Europesince 1945, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012), είναι σαφές ότι εντάσσεται στην συστημική θεώρηση της θεωρίας των δύο άκρων, εν προκειμένω ο Χίτλερ και ο Στάλιν σαφώς ισοσταθμίζονται όσον αφορά στις παρενέργειες της πολιτικής τους στον ευρωπαϊκό χώρο. Όμως η πραγματικότητα επέρχεται ως μπούμερανγκ, για όσους διαβάζουν καλά και προσεκτικά το βιβλίο. Είναι έτσι τα πράγματα στο βιβλίο; Ας δούμε κάποια αποσπάσματα. «Ο πόλεμος άλλαξε τα πάντα. Ανατολικά του ποταμού Έλβα, οι Σοβιετικοί και οι τοπικοί εκπρόσωποί τους κληρονόμησαν μία υποήπειρο στην οποία είχε συντελεσθεί ήδη μία ριζική ρήξη με το παρελθόν. Ό,τι δεν είχε απαξιωθεί πλήρως είχε πληγεί ανεπανόρθωτα. Οι εξόριστες κυβερνήσεις από το Όσλο, τις Βρυξέλλες ή τη Χάγη μπορούσαν τώρα να επιστρέψουν από το Λονδίνο και να ελπίζουν ότι θα αναλάβουν ξανά τη νόμιμη εξουσία την οποία είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν το 1940. Όμως, οι παλιές κυβερνήσεις του Βουκουρεστίου και της Σόφιας, της Βαρσοβίας, της Βουδαπέστης, ακόμη και της Πράγας δεν είχαν κανένα μέλλον: η ναζιστική ανατρεπτική βία είχε σαρώσει τον κόσμο τους. Απέμενε μόνο να αποφασιστεί η πολιτική μορφή της νέας τάξης πραγμάτων, η οποία θα έπρεπε να αντικαταστήσει ένα παρελθόν που δεν μπορούσε να ανακτηθεί» (σ. 61). Ο συγγραφέας τα λέει καλά. Η κατάρρευση της κοινωνικο- πολιτικής δομής στην Αν. Ευρώπη συνεπεία του πολέμου άφηνε ένα τεράστιο κενό νομιμοποίησης, που την κρίσιμη ιστορική στιγμή ανέλαβαν να το καλύψουν τα δορυφορικά της Σοβ. Ένωσης καθεστώτα. Συνεπώς, το εξ Ανατολών ένα «άκρο» δεν ήταν «άκρο» παρά μία αναπόφευκτη, ρεαλιστική πραγματικότητα. Συνεχίζουμε. «Αφού το ίδιο το κράτος ήταν ο κύριος συνεργάτης του κατακτητή, φαινόταν σκληρό και πολύ διχαστικό να κατηγορηθούν για το ίδιο έγκλημα απλοί πολίτες, πολλώ μάλλον όταν τρεις στους τέσσερις δικαστές που δίκαζαν κατηγορουμένους για συνεργασία με τον κατακτητή είχαν οι ίδιοι εργαστεί ως υπάλληλοι του κράτους των συνεργατών […] Ωστόσο, το Διάταγμα για την Αμνηστία τον Ιούνιο του 1946 το συνέταξε ο Παλμίρο Τολιάτι, ο 51χρονος ηγέτης του Ιταλικού

Κομμουνιστικού Κόμματος, ως Υπουργός Δικαιοσύνης στην μεταπολεμική κυβέρνηση συνασπισμού» (σσ. 70.73). Η εθνική ενότητα και η μαζικότητα της απάθειας και της αδράνειας των ευρωπαϊκών λαών απέναντι στον Ναζισμό οδήγησε τη μεταπολεμική Διοίκηση, ακόμα και τους Κομμουνιστές, να ξεπεράσουν, εν τοις πράγμασι, το ιδεολόγημα των «δύο άκρων» και να συμπεριλάβουν στις νέες τους κοινωνίες ακόμα και συνεργούς του κατακτητή. Οι Ναζί τότε και οι συνεργάτες τους δεν ήταν χουλιγκάνοι και παρακρατικοί (και μόνο). «Στις 8 Οκτωβρίου 1945 ο στρατηγός Ντ. Αϊζενχάουερ [..] σε αναφορά του στον Πρόεδρο Χ. Τρούμαν όπου απαντούσε σε επικρίσεις για τον τρόπο με τον οποίο ο στρατός μεταχειρίστηκε τους πρόσφυγες και τους επιζήσαντες από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ανέφερε τα εξής: Σε ορισμένες περιπτώσεις είμαστε πράγματι κάτω από το επίπεδο που θα θέλαμε, όμως θα ήθελα να επισημάνω ότι ένας ολόκληρος στρατός κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα περίπλοκα προβλήματα της προσαρμογής από τις μάχες στον μαζικό επαναπατρισμό και κατόπιν στην παρούσα στατική φάση τα τεράστια προβλήματα κοινωνικής πρόνοιας» (σσ. 42-43). Ο συγγραφές τα λέει και πάλι καλά. Το ζητούμενο ήταν η «κοινωνική πρόνοια». Στις μεταπολεμικές συνθήκες της εποχής, μόνο ο στρατός μπορούσε να την προσφέρει. Αυτό που πολεμείται από τους φέροντες τα ιδεολογήματα των «δύο άκρων» σήμερα, η δημόσια Πρόνοια, ήταν και είναι αυτή που «μπάλωσε τα πράγματα» στις έκτακτες εκείνες συνθήκες.

Συμπερασματικά, ας επιλέγουν και ας διαβάζουν καλύτερα τις επιλογές τους οι νεοφιλελέδες των «δύο άκρων». Το μεταπολεμικό κράτος- κοινωνία ευημερίας οικοδομήθηκε ειρηνικά μέσα από την ενδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, το οποίο σήμερα βδελύσσονται και αποκηρύσσουν. Αυτό το κοινωνικό κράτος (με τα όποια του προβλήματα) συμπεριέλαβε ιστορικά και ρεαλιστικά τα «δύο άκρα» σε μία πολιτική κοινωνικής ειρήνευσης και κατευνασμού. Όταν αυτό αποσαθρώνεται, τα «δύο άκρα» θα επανεμφανισθούν ακόμα πιο έντονα. Η Ιστορία, ευτυχώς ή δυστυχώς, ακολουθεί τον δικό της δρόμο, που μπορεί να μην είναι ένας δρόμος ιδεολογημάτων και εμμονών.

Θ. Ζιάκας: Tony Judt, Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα

Δημοσιεύθηκε : Δευτέρα, 11 Νοέμβριος 2013 08:30 | Εμφανίσεις: 578

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

Στο βιβλίο* του JUDT γίνεται μια προσπάθεια να διατυπωθούν, απλά και κατανοητά, τα εσωτερικά προβλήματα των ΗΠΑ και της Ευρώπης, να διερευνηθούν τα αίτιά τους, οι προοπτικές τους και να διευκρινισθεί το δέον γενέσθαι. Ο συγγραφέας, διακεκριμένος ιστορικός, γνωρίζει τα προβλήματα και είναι εύλογη η προσοχή που αποδίδεται στις απόψεις του. Οι αξιολογήσεις και οι προτάσεις του τοποθετούνται σαφέστατα στην διαγώνιο μεταξύ νεωτερικού ατομικισμού και νεωτερικού κολεκτιβισμού –θέση που στην Αμερική αναγνωρίζεται ως φιλελεύθερη και στην Ευρώπη ως σοσιαλδημοκρατική. Στο κείμενο που ακολουθεί θα σχολιάσω δύο από τα βασικά ζητήματα με τα οποία ασχολείται το βιβλίου.

Το πρώτο μεγάλο ζήτημα είναι η ξέφρενη κοινωνική ανισότητα. Ούτε λίγο ούτε πολύ επιστρέψαμε, καθώς διαπιστώνει ο συγγραφέας στα προ του 18ου αιώνα δεδομένα, όπου σύμφωνα με εμβληματική διατύπωση εκείνης της εποχής, οι εργαζόμενοι «δεν έχουν τίποτε άλλο να τους κεντρίζει ώστε να γίνουν χρήσιμοι, από την ανέχειά τους», την οποία «είναι φρόνιμο να την ανακουφίζουμε αλλά κουτό να τη θεραπεύουμε»!

Για πάνω από εκατό χρόνια, ως τη δεκαετία του 1970, η κρατική παρέμβαση έβαζε κάποιο φρένο στην εγγενή ροπή του καπιταλισμού προς την υπέρμετρη ανισότητα. Έκτοτε όμως, αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, οι κρατικοί φραγμοί ανατράπηκαν και η ανάπτυξη της ανισότητας απελευθερώθηκε. Ενώ το 1968, για παράδειγμα, ο διευθύνων σύμβουλος της General Motors λάμβανε 66 φορές μεγαλύτερη αμοιβή από τον τυπικό εργάτη της, σήμερα ο αντίστοιχος διευθύνων, της Walmart λ.χ., εισπράττει 900 φορές περισσότερα. Τα αστρονομικά τραπεζικά μπόνους είναι ένα άλλο πιο γνωστό παράδειγμα. Λίγοι υπερπλούσιοι ελέγχουν πλέον σχεδόν το σύνολο των πόρων του πλανήτη.

Χέρι χέρι με την κοινωνική ανισότητα πηγαίνει φυσικά η κατάρρευση των κοινωνικών υποδομών, η μαζική εξαθλίωση, το έγκλημα, η κοινωνική μειονεκτικότητα, η αρρώστια και η κυνική εγκατάλειψη των εκπτωχευμένων. Το προσδόκιμο επιβίωσης στις ΗΠΑ, σημειώνει ο συγγραφέας, παραμένει πιο κάτω απ’ αυτό της Βοσνίας και μόλις πιο πάνω από της Αλβανίας! Στην Ευρώπη η εικόνα είναι αισθητά καλύτερη, αλλά καθώς κερδίζει έδαφος η μίμηση και επιβολή του αμερικανικού προτύπου, η κατάσταση εξελίσσεται ακάθεκτα προς την ίδια κατεύθυνση. Αλλά «δυστυχώς δεν υπάρχει εναλλακτική λύση», επαναλαμβάνουν εν χορώ οι υπεύθυνοι πολιτικοί και θεσμικοί παράγοντες. Ο ελεύθερος – άναρχος καπιταλισμός είναι κάτι σαν «φυσική πραγματικότητα». Κάτι ανεξάρτητο από τη θέληση των ανθρώπων.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, παρατηρεί θλιμμένος ο συγγραφέας, η ανισότητα έχει πλέον εξιδανικευτεί. «Το να ζεις μέσα στην ανισότητα και τις παθολογίες της είναι ένα πράγμα, το

να το γλεντάς κιόλας, είναι ένα τελείως διαφορετικό. Βασιλεύει παντού η εντυπωσιακή τάση να θαυμάζονται τα μεγάλα πλούτη και να τους αποδίδονται δοξαστικές τιμές». «Να θαυμάζονται» -από τη μεγάλη μάζα εννοείται!

Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα που θίγει το βιβλίο είναι η εμπεδωμένη πεποίθηση ότι η απόλυτη ελευθερία των αγορών είναι «μονόδρομος», παρά την συνεπαγόμενη έκρηξη της κοινωνικής ανισότητας και της κοινωνικής αποσύνθεσης την οποία αυτή προκαλεί. Στον εν λόγω μάλιστα «μονόδρομο» έχει εκκολαφθεί μια νέα γενιά «δίχως οράματα», εντελώς συμβιβασμένη και αφοσιωμένη στο κυνήγι της επαγγελματικής επιτυχίας, παρότι εξ ορισμού η επιτυχία είναι για λίγους. Η σκέψη των νέων είναι πλέον ξένη προς κάθε έννοια πολιτικής. Οι κυρίαρχες φαντασιώσεις της ευμάρειας και της απεριόριστης προσωπικής ανέλιξης, παραμέρισαν και δυσφήμισαν κάθε συλλογικό προβληματισμό γύρω από τα ζητήματα της πολιτικής ελευθερίας και μέριμνας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και συλλογικής δράσης, που απασχολούσαν τους παππούδες τους και εν μέρει και τους γονείς τους. Εξαφάνισαν το «αντιρρητικό» πνεύμα, το τόσο ζωτικό, κατά τον συγγραφέα, για την επιβίωση των δημοκρατικών θεσμών. Παράδειγμα οι Βρετανοί «οι οποίοι αποδέχτηκαν πειθήνια τα πάντα, από τις κάμερες κλειστού κυκλώματος έως την ενισχυμένη και αδιάκριτη αστυνόμευση». Η ανάπτυξη του απολύτως ελεύθερου καπιταλισμού φαίνεται να συμβαδίζει με την ανάπτυξη ενός κράτους «οργουελικού» (τεχνο-ολοκληρωτικού) τύπου.

Με τις επισημάνσεις του αυτές ο Judt περιγράφει το συγκεκριμένο ανθρωπολογικό πρόβλημα της έκλειψης του υποκειμένου, από το οποίο θα ανέμενε κανείς να αναλάβει την ευθύνη της αντίστασης, ώστε να αποφευχθεί η επαπειλούμενη πλήρης κατάρρευση του κοινωνικού ιστού, σαν και εκείνη που έλαβε χώρα κατά την προηγούμενη απατηλή «παγκοσμιοποίηση» και η οποία βύθισε την ανθρωπότητα σε δύο παγκοσμίους πολέμους, γενοκτονίες και ολοκαυτώματα. Παραδόξως όμως και ενώ τονίζει ο συγγραφέας μας την σημασία που έχει η έκλειψη του κλασικού αντιρρητικού υποκειμένου του δυτικού πολιτισμού, δεν εμβαθύνει καθόλου στα πιθανά αίτιά της και άρα στις προϋποθέσεις της επιθυμητής κατά τον ίδιο αναγεννήσεώς της. Και όπως είναι επόμενο καταντά να αναλώνεται σε ηθικολογικές εκκλήσεις. -Ότι χρειαζόμαστε «σκοπούς ζωής», όχι βέβαια ανέφικτους ή ουτοπικούς, αλλά συγκεκριμένους και πρακτικούς. Ότι, εν πάση περιπτώσει, πρέπει «να δώσουμε προσανατολισμό στους νέους». Να «σκεφτούμε», να «οραματιστούμε» διεξόδους, να «αναπλάσουμε τον δημόσιο διάλογο»... και άλλα τέτοια αυτονόητα, πλην όμως άγνωστο πώς επιτεύξιμα.

Στο «διά ταύτα» έχουμε την επιστροφή στον ξεχασμένο κεϋνσιανό διαφωτισμό περί «συλλογικών αγαθών», τα οποία ενώ είναι ζωτικά για την ύπαρξη της κοινωνίας, οι ιδιώτες και γενικά οι αγορές, δεν είναι σε θέση να προμηθεύσουν, οπότε προδήλως μόνο η πολιτική μέριμνα και η αντίστοιχη κρατική παρέμβαση, μπορούν να εγγυηθούν. Στη βάση αυτή ο συγγραφέας καταλήγει να προτείνει μια πολιτική εκλεκτικού συγκερασμού των «καλών» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και των «καλών» του αμερικανικού φιλελευθερισμού. Όσων βέβαια απ’ αυτά παραμένουν ζωντανά!

Προσπερνώντας την ιδεολογικά αναχρονιστική οπτική του βιβλίου και τις συναφείς εκλεκτικές προτάσεις του, στέκομαι στην περιγραφική βάση του, απ’ όπου και προβάλλει το ξετύλιγμα δύο κρίσιμων συστημικών φαινομένων:

Το ένα είναι ο σύγχρονος μηδενισμός: η δικτατορία του σχετικισμού, η αποθέωση της ιδιωτικής επιθυμίας, η απαξίωση των κοινωνικών αξιών, η αναγωγή του χρήματος σε

αυταξία μοναδική-απόλυτη και η αντίστοιχη αποσύνθεση / εξουδετέρωση του ανθρωπολογικού υποκειμένου του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας -του περιβόητου «Ατόμου».

Το άλλο φαινόμενο είναι η πολιτική αντιμετώπιση του σύγχρονου αυτού μηδενισμού μέσω της μεθοδικής διολίσθησης στον τεχνοσυστημικό ολοκληρωτισμό, όπου ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε πανοπτικώς επιτηρούμενο αναλώσιμο αντικείμενο, σε δούλο-res-πράγμα. Η πολιτική βεβαίως εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά μεταλλαγμένη σε τεχνική αποκλειστικά θεραπαινίδα του απρόσωπου Τεχνοσυστήματος.

Ενδιαφέρον, λοιπόν, το βιβλίο του TONY Judt, αν και αλυσιτελών ενδοσυστημικών τελών. Αν θα θέλαμε να μεταβούμε σε μια διεύρυνση της κατανόησης της πορείας του σύγχρονου κόσμου, επικεντρώνοντας την προσοχή μας στο εστιακό κέντρο της κρίσης, που είναι ο σύγχρονος μηδενισμός, θα έπρεπε να τεθούμε εντός του ακόλουθου τριλήμματος: Είτε (α) αναπαλαίωση του νεωτερικού ατομοκεντρισμού (όπως προτείνει ο Judt). Είτε (β) επιστροφή στον προνεωτερικό κολεκτιβισμό (: πίσω από το Άτομο –όπως προτείνει π.χ. ο Αχμέτ Νταβούτογλου στις Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες του). Είτε (γ) υπέρβαση του διπόλου κολεκτιβισμού / ατομοκεντρισμού και μετάβαση σε έναν μετανεωτερικό πολιτισμό -πέρα από το Άτομο (όπως προτείνει π.χ. ο Αλεξάντερ Ντουγκίν στην άρτι μεταφρασθείσα Τέταρτη Πολιτική Θεωρία του, αλλά και ο υποφαινόμενος στο από εικοσιπενταετίας ομολόγου στοχεύσεως έργο του).

* "Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα" Tony Judt, Εκδόσεις Αλέξάνδρεια 2012, μετάφραση: Kώστας Κουρεμένος

πηγή: Aντίφωνο, "Σύναξη" τχ 127, σελ. 99-101.

Μπασκόζος Γιάννης Ν.

Οδηγός για σαστισμένους Ο βρετανός ιστορικός Τόνι Τζαντ αναλύει το πώς καταλήξαμε σε μια εποχή κρίσης ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 14/04/2012 05:45

Ο Τόνι Τζαντ πέθανε τον Αύγουστο του 2010 από μια σπάνια αρρώστια που του είχε προκαλέσει γενική παράλυση

emailεκτύπωση

«Είμαστε όλοι παιδιά των αρχαίων Ελλήνων» λέει ο Τόνι Τζαντ στο βιβλίο του Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα (Αλεξάνδρεια) και συμπληρώνει: «Δεν είναι ανάγκη να γνωρίζουμε τον Σωκράτη για να νιώσουμε πως ο ανεξέταστος βίος δεν αξίζει και πολλά. Είμαστε όλοι αριστοτελικοί θα πει και εκ φύσεως υποθέτουμε ότι η

δίκαιη κοινωνία είναι εκείνη στην οποία επικρατεί η δικαιοσύνη, η καλή κοινωνία εκείνη στην οποία οι άνθρωποι φέρονται καλά. Αλλά για να είναι πειστική αυτή η θεώρηση πρέπει να συμφωνήσουμε τι σημαίνει "δίκαιη" και "καλά"». Ο ιστορικός συγγραφέας Τόνι Τζαντ, που πέθανε από μια σπάνια ασθένεια τον Αύγουστο του 2010, αναστοχάζεται για το «καλό» και το «δίκαιο», αλλά και για το πώς φθάσαμε εδώ, σε μια εποχή κρίσης και αβεβαιότητας, όπου κανένας δρόμος δεν διαφαίνεται να οδηγεί προς την έξοδο. Ο Τζαντ ανησυχεί για την εκκόλαψη μιας νέας γενιάς χωρίς οράματα, συμβιβασμένης, που κυνηγάει την επαγγελματική επιτυχία, για την οποία γνωρίζει ότι αφορά λίγους. Η πολιτική εξοβελίστηκε από το λεξιλόγιο αλλά και από τη σκέψη των νέων. Στη δεκαετία του '80 την πολιτική αντικατέστησε ο ακτιβισμός για τα δικαιώματα των μειονοτήτων και στην καλύτερη περίπτωση ένα ενδιαφέρον για την κοινωνία των πολιτών και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μετά ήρθαν οι δύο χαμένες δεκαετίες. Στην πρώτη, του '90, οι φαντασιώσεις της ευμάρειας και της απεριόριστης προσωπικής ανέλιξης παραμέρισαν κάθε συζήτηση περί πολιτικής απελευθέρωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης ή συλλογικής δράσης. «Επί Κλίντον και Μπλερ», γράφει, «ο Ατλαντικός λίμνασε μέσα στην αυτοϊκανοποίησή του». Η επόμενη δεκαετία ήταν αυτή της κρίσης, που αποδιάρθρωσε τις κοινωνίες. Σε ποιες συνθήκες αξίζει να ζούμε; Ο Τόνι Τζαντ μας καλεί να ξανασκεφτούμε από την αρχή τι είναι αυτό που λείπει σε μια ανθρώπινη κοινωνία. Το ερώτημα γι' αυτόν είναι απλό: «Σε ποιες συνθήκες μπορεί και αξίζει να ζουν οι άνθρωποι;». Ο συγγραφέας θα ανακαλέσει και πάλι το «πολιτικό στοιχείο». Χρειαζόμαστε, θα πει, λόγους για να προτιμήσουμε μια πολιτική ή ένα σύνολο πολιτικών. Εκείνο που μας λείπει είναι μια ηθική αφήγηση: μια εσωτερικά συνεκτική εξήγηση που να προσδίδει στις πράξεις μας μια σκοπιμότητα που τις υπερβαίνει. Ο συγγραφέας προσπαθεί να συνοψίσει τα θεμελιώδη στοιχεία πάνω στα οποία θα πρέπει να ξεκινήσει ένας διάλογος, σε νέα καλούπια, τον οποίον ως τώρα οι πολίτες είχαν εγκαταλείψει στους μάνατζερ και στα think tanks. Οι πολίτες πρέπει να θητεύσουν στον αντιρρητικό λόγο, ο οποίος όμως θα παραμένει στα όρια του Νόμου και θα επιδιώκει στόχους με πολιτικά μέσα. Ενα από τα πρώτα στοιχεία του διαλόγου είναι το «κοινωνικό ζήτημα». Ο Τόνι Τζαντ επικαλείται τον Τζορτζ Οργουελ ο οποίος είχε παρατηρήσει κάποτε ότι «αυτό που έλκει τους συνηθισμένους ανθρώπους στον σοσιαλισμό είναι η ιδέα της ισότητας». Αυτό ισχύει ακόμα, γράφει, καθώς «η αύξουσα ανισότητα μέσα και ανάμεσα στις κοινωνίες είναι αυτή που γεννά τόσες και τόσες κοινωνικές παθολογίες. Οι τερατωδώς άνισες κοινωνίες είναι και ασταθείς κοινωνίες. Γεννούν εσωτερική διαίρεση και, αργά ή γρήγορα, εσωτερικό αλληλοσπαραγμό - συνήθως με αντιδημοκρατική έκβαση». Η ενστάλαξη ενός αισθήματος κοινού σκοπού και αμοιβαίας εξάρτησης, πιστεύει, είναι ο συνδετικός ιστός κάθε κοινότητας. Ενα δεύτερο ερώτημα είναι τι θα γίνει με το κράτος. Ο φιλελευθερισμός το εξεδίωξε από την πολιτική του, αλλά το ανακάλεσε μόλις χρειάστηκε στήριγμα στις διάφορες κρίσης που τον συντάραξαν

πρόσφατα. Χρειάζεται να σκεφτούμε τι είδους κράτος θέλουμε καθώς κάποια πράγματα που μπορεί να κάνει το κράτος δεν μπορεί να τα κάνει άλλος κανείς. Από την άλλη, πρέπει να σκεφτούμε την αγορά. Ο χειρότερος εχθρός της είναι η ίδια η αγορά, διατείνεται ο Τζαντ, και προτείνει ένα κράτος που θα έχει λόγο γι' αυτήν.

Με «πυξίδα» τη σοσιαλδημοκρατία Ο Τόνι Τζαντ προτρέπει να μη διαγράψουμε το παρελθόν, να θυμηθούμε ξανά τα επιτεύγματα του 20ού αιώνα και να αντισταθούμε στη φούρια να ξηλώσουμε όσα μας έμαθε. Η σκέψη του γυρίζει στη σοσιαλδημοκρατία. Εκανε πολλά λάθη, έχασε τον προσανατολισμό της, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι πρωταρχικές της ιδέες, της ισότητας, της κοινωνίας με ίσες ευκαιρίες, της αλληλεγγύης, είναι για πέταμα. Οι εγωιστικές δεκαετίες είναι πια πίσω μας: χρειαζόμαστε σκοπούς, όχι ανέφικτους ή ουτοπικούς, αλλά συγκεκριμένους και πρακτικούς. Ο συγγραφέας δίνει ένα σύνολο σκέψεων, έναν «οδηγό για σαστισμένους», αλλά όχι συνταγές ούτε βεβαιότητες. Τονίζει όμως ότι δεν αρκεί κανείς να επισημαίνει τις ανεπάρκειες του «συστήματος» και να αποσύρεται νίπτοντας τας χείρας του, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ιδιαίτερα κριτικός προς την Αριστερά, την καλεί να πάψει να στηρίζεται στις δάφνες του παρελθόντος ή στις ολιστικές ουτοπίες της και να προτείνει συγκεκριμένες ιδέες για το μέλλον.

Ο τελευταίος σοσιαλδημοκράτης του Σπύρου Μαρκέτου

Στον ιστορικό και δημόσιο διανοούμενο Τόνυ Τζουντ, που πέθανε πρόσφατα, ταίριαζαν οι χαρακτηρισμοί με τους οποίους ο ίδιος περιγράφει το ίνδαλμά του, τον Άρθουρ Καίσλερ: πνευματώδης και διασκεδαστικός, γενναίος και αντισυμβατικός, μανιακός αντικομμουνιστής, όχι ιδιαίτερα δημοφιλής αλλά για τους φίλους του πολύτιμος, ξεσήκωνε θύελλες στο πέρασμά του –“αλλά ακριβώς γι’ αυτό υπάρχουν οι διανοούμενοι”- έβλεπε πολλά πράγματα σωστά και τα έβλεπε πριν από πολλούς άλλους. Μάλιστα, όπως λέει για τον Καίσλερ, αλλά θα μπορούσε να μιλά και για τον εαυτό του, “πίσω από τις κρίσεις οργής και τους καυγάδες, πέρα από τη βιαιότητα και τη θηρευτική σεξουαλικότητα, τις εκκεντρικότητες και την πολυπραγμοσύνη, μοιάζει να υπήρχε ένα σταθερό ρεύμα ηθικής μέριμνας και πολιτικής οξυδέρκειας που χάρισε στα καλύτερα γραπτά του μια λάμψη καθόλου πρόσκαιρη”.[1] Πουθενά δεν υποστηρίζει πάντως ότι ο Καίσλερ, που ανάμεσα στις πολλές του ασχολίες έγραψε και βιβλία με ιστορικές φιλοδοξίες, ήταν μεγάλος ιστορικός.

Όπως ο Καίσλερ, έτσι και ο Τζουντ ήταν ασυνήθιστα γενναίος για διανοούμενος, τόσο στην προσωπική του ζωή όσο και στις πολιτικές του τοποθετήσεις. Αντιμετώπισε την άσχημη αρώστια του με κουράγιο, τόνισε εύγλωττα την ευθύνη που έχουν οι άνθρωποι του πνεύματος για τη διαμόρφωση της δημόσιας κουλτούρας, υπερασπίστηκε την αξία της ισότητας, διέγνωσε έγκαιρα την παγίωση της ανισότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έδωσε απεγνωσμένες μάχες ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, κατακεραύνωσε τον αμερικανικό μιλιταρισμό, και στηλίτευσε την αυταρχική και αντιδημοκρατική ροπή των σύγχρονων κρατών που αυτοδικαιολογούνται με αγοραίες καταγγελίες της ‘τρομοκρατίας’. Έδειξε μάλιστα πως η γλώσσα των εξουσιαστών και των ημιδιανοούμενων παπαγάλων τους περί ‘τρομοκρατίας’ δεν είναι απλώς ξύλινη και παραπλανητική, αλλά και μας εμποδίζει να σκεφτούμε την τραγική ύπαρξη, στον κόσμο μας, του κακού –ο Τζουντ ήταν ένας από τους στοχαστές που δεν φοβούνταν να μιλήσουν για καλό και κακό. Ακόμη, χάρισε αξέχαστα παρατσούκλια σε δικαίους και αδίκους (ο Τόνυ Μπλαιρ ήταν “ο πλαστικός νάνος στον αγγλικό Κήπο της Λήθης”)[2] και, τέλος, τιμώντας τις αρχές του εγκατέλειψε την υπόθεση του Ισραήλ, στην οποία είχε στρατευτεί νέος, για να υπερασπιστεί τη δημιουργία ενός ενιαίου και δημοκρατικού κράτους στην Παλαιστίνη.

Τούτη η τελευταία πλευρά της δραστηριότητάς του έγινε η πιο γνωστή στη χώρα μας. Ο Τζουντ, δείχνοντας αληθινό πείσμα, μίλησε με τις σωστές λέξεις για τον γολγοθά των παλαιστίνιων και, βάζοντας στη θέση τους κάποιους γκαιμπελίσκους που ταυτίζουν την κριτική στο Ισραήλ με τον αντισημιτισμό, βοήθησε ν’ ανοίξει στη Δύση και ιδίως στις ΗΠΑ ένα πολύτιμο πεδίο κριτικού λόγου.[3]Η ριζοσπαστική αριστερά ανέδειξε αυτήν ακριβώς την όψη της δράσης του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το οξυδερκές και παθιασμένο του άρθρο που δημοσίευσε πρόσφατα ο Δρόμος,[4] ενώ στις μεταξύ τους συζητήσεις οι προοδευτικοί ιστορικοί στάθηκαν λίγο περισσότερο στις πραγματικές αδυναμίες του έργου του. Για παράδειγμα, η Νένη Πανουργιά επισήμανε τις ατεκμηρίωτες αναφορές στην ελληνική ιστορία που έχει το πιο φιλόδοξο βιβλίο του, ο Μεταπόλεμος –αλλά γι’ αυτό, αργότερα.Διχασμένο εμφανίστηκε και το αντίπαλο στρατόπεδο. Κάποιος ταλαίπωρος σιωνιστής, που καταφέρνει να είναι συνάμα και φανατικός έλληνας εθνικιστής, τον κάρφωσε ότι δεν έδειξε τον δέοντα

σεβασμό στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, ενώ αντίθετα ένας παντογνώστης πολιτικός επιστήμονας τον ύμνησε άμετρα και προσπάθησε, δίκην γκρούπη, να δανειστεί λίγη από την αίγλη του διαφημίζοντας κάποια επαγγελματική τους συνεργασία. Με δυο λόγια, ένα κομφούζιο.

Ωστόσο αν αρκετές του ιδέες ηχούν ριζοσπαστικές σήμερα, που κάθε τι το αριστερό καταγγέλλεται σαν αριστερισμός, και αν ο Τζουντ ήταν πράγματι αριστερός με την έννοια ότι πρόβαλλε ανυποχώρητα τις αξίες της ισότητας και της ελευθερίας, πάντως ριζοσπάστης δεν ήταν. Τού άρεσε να μιλά για την αριστερά σαν συντηρητική δύναμη, σαν ένα γερό φράγμα που θ’ αντισταθεί στην παλίρροια της επερχόμενης ανισότητας, κι έμεινε στρατευμένος, τις τελευταίες δύσκολες δεκαετίες, στη σοσιαλδημοκρατία του καιρού της νιότης του, η οποία ωστόσο στο μεταξύ είχε δύσει. Τούτη η πολιτική του επιλογή ήταν αλληλένδετη με την ανάγνωση που έκανε, ως ιστορικός, του εικοστού αιώνα και των ριζοσπαστικών κινημάτων, και τα αδιέξοδα της πρώτης σίγουρα συνδέονταν με κάποιες πτυχές της δεύτερης. Η σοσιαλιστική αλλ’ αντικομμουνιστική αριστερά –φρούτο αρκετά σπάνιο στη χώρα μας, όπου ο σοσιαλισμός μαζικοποιήθηκε και ρίζωσε κάτω από τη σκέπη της Τρίτης Διεθνούς- ήταν, για τον Τζουντ, το σπίτι του. Όπως περιγράφει ο ίδιος,

Ανατράφηκα μαρξιστής. Σήμερα αυτό δεν είναι κάτι για να το καυχιέσαι, αλλά είχε και τα θετικά του. Γονείς και παπούδες και γιαγιάδες ήταν ποτισμένοι απ’ όλες τις αντιλήψεις κι εν μέρει και από την πίστη που είχε διαμορφώσει το ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα στις καλύτερες ημέρες του. Καθώς η οικογένειά μου προερχόταν από εκείνο τον κλάδο του ανατολικοευρωπαϊκού εβραϊσμού που είχε ασπαστεί τη σοσιαλδημοκρατία και τη Μπουντ (την εβραϊκή εργατική οργάνωση Ρωσίας και Πολωνίας αρχές του εικοστού αιώνα) ήταν μέχρι το μεδούλι αντικομμουνιστική. Στα μάτια της ο μπολσεβικισμός δεν ήταν μόνο δικτατορία, αλλά και παρωδία του μαρξισμού –εξίσου σοβαρή κατηγορία και αυτή. Όταν πια πήγα στο πανεπιστήμιο είχα συστηματικά μπολιαστεί με όλα τα κλασικά κείμενα του δέκατου ένατου αιώνα, κι έτσι είχα αποκτήσει ανοσία απέναντι στον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχονταν τις μαρξιστικές αποκαλύψεις οι άλλοι πρωτοετείς, με τα μάτια ανοιγμένα διάπλατα, που τις ανακάλυπταν για πρώτη φορά.[5]

Μια τέτοια σύνδεση του αντικομμουνισμού με τη σοσιαλδημοκρατία και τη Μπουντ δεν ηχεί ολότελα πειστική –στο κάτω κάτω, την ίδια προέλευση είχαν και πάρα πολλοί μπολσεβίκοι, ή ο Αβραάμ Μπεναρόγια και οι άλλοι σεφαρδίτες που έστησαν τη Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη κι έπειτα το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας, πρόδρομο του ΚΚΕ. Και σ’ όλο τον κόσμο ένα μεγάλο κομάτι της σοσιαλδημοκρατικής και της μη μαρξιστικής αριστεράς, ιδίως στη βάση της, πάγια έριχνε γέφυρες προς την ΕΣΣΔ και την Τρίτη Διεθνή, και άλλωστε ο σοσιαλισμός δεν είχε διασπαστεί το 1917, αλλά ήδη από το 1914 σε εθνική βάση, όταν οι εθνικές ηγεσίες του υποστήριξαν τη φιλοπόλεμη πολιτική των κρατών τους· μετά απ’ αυτό η Δεύτερη Διεθνής ποτέ δεν ξαναζωντάνεψε, αλλά πήρε την κατιούσα, ώσπου μετατράπηκε πια στις ημέρες μας σε φάρσα, στα χέρια του Παπανδρέου και του ισραηλινού κολλητού του. Χώρια που και κομμουνισμός δεν σήμαινε αναγκαστικά, ούτε τότε ούτε αργότερα, υποστήριξη του Στάλιν.[6] Ο Τζουντ λοιπόν προβάλλει εδώ τη δική του ιδεοληπτική επιλογή σ’ έναν ευρύτερο πολιτικό χώρο, για τον οποίο ο αντικομμουνισμός δεν ήταν αυτονόητος. Και γενικότερα αποφεύγει ν’ αναμετρηθεί με τη νεότερη ριζοσπαστική σκέψη, συμπεριλαμβανομένης της κομμουνιστικής, και όποτε το κάνει διαλέγει μάλλον εύκολους στόχους. Αλλά γι’ αυτά θα μιλήσουμε παρακάτω.

Προτού γίνει δημόσιος διανοούμενος, ο Τζουντ είχε αναδειχτεί σ’ έναν από τους εξέχοντες ιστορικούς της νεότερης και σύγχρονης Ευρώπης στην Αμερική. Και από εκεί, έγινε γνωστός στην Ευρώπη. Δεν ξέρω με ποιά κριτήρια χαρακτηρίστηκε «ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους ιστορικούς”, και το τελευταίο ιστορικό του έργο, ο Μεταπόλεμος, “το κορυφαίο ίσως βιβλίο για τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ιστορία”.[7] Το σίγουρο είναι ότι είχε εμπεριστατωμένη άποψη για τα σημαντικά προβλήματα και την έκφραζε δημόσια, με πάθος, παρρησία και στυλ. Αυτή τον βοήθησε, για παράδειγμα, να δει από τους πρώτους πως η πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ λιγότερο θελκτική από τις διαφημίσεις της.[8] Από την άλλη μεριά, και μολονότι είχε στενή επαφή με τη γαλλική παιδεία, ελάχιστα επηρεάστηκε στη θεματολογία και τη μεθοδολογία του από την επανάσταση των Αννάλ.

Ο Μεταπόλεμος[9] είναι το πιο ώριμο και φιλόδοξό του έργο, από το οποίο προφανώς και ο ίδιος ο Τζουντ θα ήθελε μάλλον

να κριθεί, και όπου φαίνεται καλύτερα ο τρόπος που διάβαζε την ιστορία. Έγινε δεκτός με διθυράμβους, γενικά πιο σοβαρούς από αυτόν που μόλις προηγουμένως ακούσαμε, και οι αρετές του είναι πράγματι πολλές. Γραμένος σε άμεσο και προσωπικό ύφος, με ηθικό οίστρο που αντισταθμίζεται πάντως από συναρπαστικές περιγραφές και γερές δόσεις ξερού χιούμορ, διαβάστηκε και διαβάζεται ευχάριστα από ειδικούς και μη, ιδίως από το φιλελεύθερο καλλιεργημένο αγγλοσαξωνικό κοινό στο οποίο πρώτα πρώτα απευθυνόταν και του οποίου τις αντικομμουνιστικές προκαταλήψεις σε μεγάλο βαθμό απηχούσε. Ευρύτατος στη σύλληψή του και στηριγμένος σε εκτενέστατη έρευνα, σαφής στις απόψεις του, γεμάτος καλοδιαλεγμένες εικόνες που αναδεικνύουν με πάθος και ζωντάνια το διανοητικό κλίμα των καιρών που περιγράφει και τις ψυχολογικές τους διεργασίες, είναι οργανωμένος γύρω από κεντρικές ιδέες με τις οποίες μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς, αλλά πάντως τις καταλαβαίνει. Η αδιάκοπη ηθικολογία του συγγραφέα περιστασιακά κουράζει, αλλά είναι φανερό ότι στηρίζει την οργάνωση ολόκληρης της αφήγησης. Αποτυπώνεται χαρακτηριστικά σ’ ένα από τα δυνατότερα κεφάλαια του βιβλίου, για την αποναζιστικοποίηση στη μεταπολεμική Γερμανία, που οι σκηνές του, ακριβώς επειδή έμμεσα παραπέμπουν στο σήμερα, καρφώνονται στη μνήμη. Αναφέρει τα ερωτηματολόγια για τη δράση των γερμανών επί ναζισμού, που μοιράστηκαν τότε μαζικά από τους Συμμάχους και «αντιμετωπίστηκαν με κοροϊδίες».

Αν κατάφεραν κάτι, ήταν κυρίως να ξεπλύνουν διάφορους ύποπτους, βοηθώντας τους να πάρουν πιστοποιητικά καλού χαρακτήρα (τα λεγόμενα «πιστοποιητικά Περσίλ»). Η επανεκπαίδευση είχε σίγουρα περιορισμένη απήχηση. Ήταν ένα πράγμα να βάζεις τους γερμανούς να παρακολουθούν ντοκυμανταίρ, και τελείως άλλο πράγμα να τους κάνεις να δουν, πόσο μάλλον να σκεφτούν γι’ αυτά που έβλεπαν. Πολλά χρόνια αργότερα, ο συγγραφέας Στέφαν Χέρμλιν περιέγραφε τη σκηνή σ’ ένα σινεμά της Φραγκφούρτης, όπου οι γερμανοί έπρεπε να παρακολουθήσουν ντοκυμανταίρ για το Νταχάου και το Μπούχενβαλντ προτού παραλάβουν τα δελτία σίτισής τους. «Στο μισόφωτο του προβολέα, μπορούσα να δω πως απ’ την αρχή του φιλμ ο περισσότερος κόσμος γύριζε αλλού το πρόσωπό του και δεν κοίταζε την οθόνη προτού τελειώσει το έργο. Σήμερα σκέφτομαι πως αυτό το γυρισμένο αλλού πρόσωπο ήταν η

στάση πολλών πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων [...] Ο άτυχος λαός στον οποίο ανήκα ήταν συναισθηματικός και συνάμα πορωμένος. Δεν τον ένοιαζαν τα συγκλονιστικά γεγονότα, δεν ήθελε κανένα γνώθι σαυτόν».[10]

Το πρόβλημα με τους ηθικολόγους είναι ότι συχνά φτιάχνουν μια εικόνα του κόσμου στα μέτρα τους και χρησιμοποιούν διπλά κριτήρια, άλλα για την καλή πλευρά και άλλα για την κακή. Ο Τόνυ Τζουντ, ένας από τους λίγους ιστορικούς που επαναλαμβάνουν κατά κόρον αυτές τις δυο βαρειές λέξεις,[11]δεν είχε αμφιβολίες για το ποιά ήταν η καλή και η κακή πλευρά στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ζωής κατά το μεγαλύτερο μέρος του μεταπολέμου, στον Ψυχρό Πόλεμο. Καλή ήταν η Δύση, κακοί οι σοβιετικοί. Αλλά στον Μεταπόλεμο λάμπουν με την απουσία τους τα περιστατικά που θολώνουν αυτή την εικόνα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ελληνικό Εμφύλιο, στον οποίο δεν αφιερώνεται ούτε μια από τις σχεδόν χίλιες σελίδες του βιβλίου. Μολονότι ήταν ο ένας από τους δυο εμφύλιους της μεταπολεμικής Ευρώπης –ο άλλος, της Γιουγκοσλαβίας, καλύπτει μισό κεφάλαιο- και πολλαπλά σημαντικός για την πορεία της ηπείρου, απλώς ξεχνιέται, όπως άλλωστε και το Δόγμα Τρούμαν, που γεννήθηκε μ’ αφορμή του. Oύτε και αναφέρονται πολιτικά και πολιτισμικά δεδομένα που χωρίς αυτά είναι ακατανόητα τα γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών, όπως η υπονόμευση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών από την ΣΙΑ με το διαβόητο πρόγραμμα Stay Behind. Υπαινικτικά μόνον παρουσιάζεται ο ρόλος των αμερικανικών υπηρεσιών στη χειραγώγηση της ευρωπαϊκής διανόησης, που τόσο αναλυτικά και γλαφυρά περιγράφηκε από την Φράνσες Στόνορ Σώντερς.[12] Ο βρετανοαργεντινός πόλεμος του 1983, για να φέρουμε ένα τελευταίο παράδειγμα, στον οποίο η Μάργκαρετ Θάτσερ λίγο έλειψε να ρίξει πυρηνικά στο Μπουένος Άιρες, δεν πιάνει παραπάνω από μισή γραμμή του βιβλίου. Αν κατά βάθος οι διαφορές μεταξύ ‘ολοκληρωτικής’ Ανατολής και ‘φιλελεύθερης’ Δύσης ήταν μικρότερες απ’ ό,τι φαινόταν στην επιφάνεια, ο Μεταπόλεμος δεν μας αφήνει κάν να υποπτευθούμε τίποτε τέτοιο.[13]

Οι λίγες αναφορές του Τζουντ στην Ελλάδα, ατεκμηρίωτες (δεν αντιστοιχούν στη βιβλιογραφία που δίνεται στο τέλος του βιβλίου) και γεμάτες λάθη, απηχούν τις προκαταλήψεις του και δίνουν την εντύπωση πως η ιστορία μας δεν απουσιάζει τυχαία

από την αφήγησή του, αλλά μάλλον επειδή από αρκετές απόψεις την υπονομεύει. Ωστόσο τούτο το πρόβλημα, λυπηρό βέβαια, δεν είναι το κυριότερο. Σε σχέση με την Ελλάδα και γενικά τον ευρωπαϊκό νότο ο Τζουντ πιάνεται αδιάβαστος, αλλά οι σχετικές σελίδες, που προστέθηκαν απλώς επειδή χρειαζόταν να κλείσουν μερικές τρύπες της ιστορίας του, δεν αντιπροσωπεύουν το γενικότερο επίπεδο του έργου του, ούτε από μόνες τους ακυρώνουν τα ευρύτερα επιχειρήματά του. Λίγο λιγότερο ασήμαντες είναι και οι λαθροχειρίες ή αβλεψίες που αναφέραμε αμέσως προηγουμένως. Άλλες είναι, κατά τη γνώμη μου, οι σημαντικότερες ελλείψεις, και πρώτα πρώτα η επιμελημένη του προσπάθεια να μην κάνει τον παραμικρό υπαινιγμό σ’ ο,τιδήποτε θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι συνδέεται με το φαινόμενο που άλλος κόσμος ονομάζει πάλη των τάξεων, ή σ’ αυτά που θα μπορούσαν ν’ αποκληθούν όρια του καπιταλισμού –οικονομικά, οικολογικά, ιστορικά- και τα οποία κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι πλησιάζουμε επικίνδυνα. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο ακόμη.

Κατά τη γνώμη μου, βασικό πρόβλημα του Μεταπόλεμου, πέρα από τον συμπιληματικό του χαρακτήρα, τη στραβή του δομή και το άνισό του επίπεδο, είναι ότι εστιάζει υπερβολικά στις ιδέες, τους θεσμούς και τις πράξεις των ελίτ κι εντέλει διέπεται από μια ασφυκτικά στενή, και παραδοσιακή και συντηρητική, αντίληψη για το ποιός φτιάχνει την ιστορία. Απουσιάζουν από τη σκέψη του Τζουντ γενικότερα οι λαϊκές τάξεις ως δρων υποκείμενο και ιδίως ως πολιτικό υποκείμενο. Όσο και αν περιλαμβάνει τα υποχρεωτικά πλέον, στις ημέρες μας, κεφάλαια του τύπου «Η Ευρώπη ως τρόπος ζωής’, δεν έχει πουθενά τις διοράσεις που θα πρόσφερε μια αληθινή ‘ιστορία από τα κάτω’. Κι επομένως η αλλαγή παρουσιάζεται σαν κάτι που έρχεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, από τα πάνω –το ιστοριογραφικό αντίστοιχο την πολιτικής τοποθέτησης του Τζουντ, που ήταν αριστερή αλλά δεν είχε, και ούτε ήθελε να έχει, σχέση με τα μαζικά κινήματα της εποχής μας.

Υπάρχει ένα ισχυρό ‘εμείς’ στον Τζουντ, μια λέξη που επανέρχεται εκνευριστικά σ’ όλα του τα κείμενα χωρίς να ορίζεται καθαρά, αλλά σίγουρα δεν είναι το ‘εμείς, οι αριστεροί’ ή το ‘εμείς, του τάδε κινήματος’. Κάπου διευκρινίζεται ως “εμείς οι αμερικανοί”,[14] αλλά αυτό δεν μας φωτίζει περισσότερο, και σίγουρα δεν είναι υποκοριστικό του ‘εμείς, ο λαός’. Αλλού, όπως

όταν λέει “έχουμε ξεμάθει να σκεφτόμαστε πολιτικά”,[15] είναι σαφές ότι στην πραγματικότητα το ‘εμείς’ είναι ‘εσείς’, ή μάλλον ούτε καν ‘εσείς’, αλλά ‘κάποιοι άλλοι, οι πολλοί, αλλά πάντως ούτε εγώ ούτε σεις’. Θα μπορούσε ωστόσο να φανταστεί κανείς, απ’ όσα γράφει, ότι αυτό που εννοεί είναι ‘εμείς, οι ηθικοί, οι μορφωμένοι, οι υπεύθυνοι’, ή κάπως στενότερα ‘εμείς, οι φιλελεύθεροι σοσιαλδημοκράτες’, ή ενδεχομένως, κάπως ωμότερα, ‘εμείς, οι εύποροι και ισχυροί, αλλά καλοί’. Ίσως τελικά, ‘εμείς, οι ηθικοί, μορφωμένοι, υπεύθυνοι, εύποροι, ισχυροί, καλοί αμερικανοί φιλελεύθεροι σοσιαλδημοκράτες”. Πολύς κόσμος όμως, που αγωνίζεται ενεργά για μια κοινωνία πιο εξισωτική και δημοκρατική, δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του σε τέτοιες περιγραφές.

Για τον Τζουντ η ιστορία φτιάχνεται κυρίως από πολιτικούς, επιχειρηματικά και κάθε λογής άλλα στελέχη, και διανοούμενους. Οι ιδέες, τα πρόσωπα, οι θεσμοί είναι πράγματα πολύ πιο σημαντικά από τη δυναμική του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος και τα λαϊκά κινήματα· εκτίμηση που αποτυπώνεται στη δομή του βιβλίου και την κατανομή της ύλης, και θεωρείται τόσο αυτονόητη ώστε δεν κρίνεται σκόπιμο με οποιονδήποτε τρόπο να δικαιολογηθεί. Οι λαοί πείθονται, σαγηνεύονται, παραπλανούνται, παρασύρονται, παρεκτρέπονται, δεξιώνονται την ποπ κουλτούρα, μεθούν, ξεσπούν, εγκληματούν πού και πού, αλλά γενικά δεν έχουν πολιτική πρωτοβουλία. Ακόμη και από τις ανατολικοευρωπαϊκές εξεγέρσεις, το κοντινότερο στην επανάσταση πράγμα που είδε η ήπειρος μετά τον δικό μας Εμφύλιο, η λαϊκή αυτενέργεια απουσιάζει, τα κινήματα είναι υπόθεση όλων των άλλων εκτός από τους ανώνυμους. Ας πούμε, η πολωνική Αλληλεγγύη φτιάχτηκε από την εκκλησία και τους διανοούμενους –συν την πολιτική λιτότητας που επέβαλε το κομμουνιστικό κόμμα.[16]

Ο λαός, στη σκέψη του συγγραφέα, αντιδρά ή δεν αντιδρα, αλλά σε τελική ανάλυση σπάνια δρα, ακόμη και στα μη αυταρχικά καθεστώτα. Με την έναρξη του δεύτερου Πολέμου του Ιράκ οργανώθηκε στο Λονδίνο η μαζικότερη διαμαρτυρία στην ιστορία της Βρετανίας, με παραπάνω από ένα εκατομμύριο διαδηλωτές, που δεν μπόρεσε βεβαίως ν’ αποτρέψει την προαποφασισμένη αγγλοαμερικανική επίθεση, αλλά κατά κοινή ομολογία άλλαξε τη δυναμική της. Δεν αναφέρεται καν στον Μεταπόλεμο (όπως άλλωστε ούτε και ο ίδιος ο πόλεμος, με εξαίρεση κάποιες

παρεμπίπτουσες παρατηρήσεις). Παρόμοια, τα ειρηνιστικά κινήματα του 1980, που όχι μόνον επηρέασαν τους σχεδιασμούς των υπερδυνάμεων, αλλα και άνοιξαν χώρο για την ανάπτυξη όλων των αντισυστημικών κινημάτων των επόμενων δεκαετιών, απαξιώνονται χιουμοριστικά μέσα σε λίγες αράδες.[17] O λαός, ό,τι και αν λέει, στην πραγματικότητα θέλει να κυβερνιέται, όπως πολύ καλά αντιλήφθηκε η Μάργκαρετ Θάτσερ.[18]

Υπάρχει κι ένα ευρύτερο πρόβλημα, που βέβαια απαξιώνεται από τους εμπειριστές ιστορικούς, οι οποίοι υπερασπίζονται ως αρετή την ιδιογραφικότητα των γραπτών τους, αλλά κατά κοινή ομολογία στενεύει τους ορίζοντές τους, πράγμα που που είναι για τους ίδιους καλό, για άλλους κακό. ΟΜεταπόλεμος δεν συνέχεται από καμιά στοχασμένη μεθοδολογία ή κάποια γενικότερη θεώρηση της ιστορίας της ηπείρου μας, πόσο μάλλον του νεοτερικού μας κοσμοσυστήματος. Αντίθετα, είναι έναπαστίς από γοητευτικές και καλογραμένες, σίγουρα, προσωπογραφίες και μελέτες περιπτώσεων, αρκετές δημοσιευμένες νωρίτερα αλλού, με διανοητικά ισχνό συνδετικό ιστό, δηλαδή κυρίως τις ηθικές βεβαιότητες και τα σοσιαλδημοκρατικά αξιώματα του συγγραφέα. Βέβαια, όπως έλεγαν και οι παλιοί, στα μεγάλα αρκεί και που προσπάθησε κανείς, και το να γράψεις μια γενική ιστορία της Ευρώπης σίγουρα δεν είναι από τα μικρά. Το αποτέλεσμα θυμίζει ωστόσο μια ιστορία καλού μαθητή ή ευφυούς δημοσιογράφου, και όχι ιστορικού ικανού να βάλει τάξη στο χάος των εμπειρικών δεδομένων, που διακρίνει σχήματα τα οποία δεν μπόρεσαν να δουν οι συγκαιρινοί. Κάποιος εξοικειωμένος με τις δημοσιογραφικές και πολιτικές αναλύσεις των χρόνων που περιγράφονται απολαμβάνει στον Τζουντ τα γυρίσματα της φράσης του, τις έξυπνες συνδέσεις που κάνει και τους αξέχαστους χαρακτηρισμούς προσώπων και καταστάσεων, αλλά δεν συναντά και πολλά καινούρια πράγματα, και πάντως δεν ανακαλύπτει καμιά ιδιαίτερα πρωτότυπη οπτική.

Χωρίς θεωρία είσαι καταδικασμένος να εστιάζεις την προσοχή σου στο προφανές και το επίκαιρο, αφήνοντας να σου διαφύγουν μερικές φορές τα σημαντικότερα. Έτσι, στο έργο του Τζουντ βρίσκουμε μια εμπεριστατωμένη κι εκτενή παρουσίαση των πολιτικών διαδικασιών της ευρωπαϊκής ενοποίησης, και μάλιστα με κριτικές αιχμές κατά του νεοφιλελευθερισμού, του ‘δημοκρατικού ελλείμματος’ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του

ευρώ, αλλά καμιά αναφορά στις διαδικασίες που οδήγησαν στην τωρινή παγκόσμια κρίση, οι οποίες βέβαια ήταν από καιρό φανερές σε όσους διέθεταν κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία.

Για να σταθούμε σε μια μόνο χαρακτηριστική περίπτωση, δυο χρόνια προτού εκδοθεί οΜεταπόλεμος, ένα αριστερό ερευνητικό ίδρυμα εξηγούσε ότι η λεγόμενη ‘απελευθέρωση’ των χρηματοπιστωτικών αγορών και η πολιτική του ‘εύκολου χρήματος’ είχαν φτιάξει μια τεράστια πιστωτική φούσκα που κόντευε να εκραγεί.[19] Και δεν ήταν το μόνο. Αν ο Τζουντ έβλεπε με λιγότερη συγκατάβαση τη ριζοσπαστική αριστερά και τα κινήματα των αδύνατων ίσως να είχε προσέξει τέτοιες κριτικές, και η ιστορία του να μη γερνούσε τόσο γρήγορα –και από κάποιες απόψεις τόσο άσχημα. Αλλά ενώ όλο το σύστημα ζούσε πια με δανεικά χρήματα και χρόνο, οι ‘υπεύθυνοι’ σοσιαλδημοκράτες πίστευαν πως ο καπιταλισμός είχε βρει τρόπο να εξορθολογιστεί και να επιβιώσει μακροπρόθεσμα, κι εξόρκιζαν κάθε ιδέα ριζοσπαστικής αλλαγής. Άλλοι μελετητές πιο ταπεινοί και συστηματικοί, και λιγότερο γοητευμένοι από την ισχύ της μητρόπολης, όπως για παράδειγμα ο Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν, την ίδια εποχή έβγαζαν πολύ διαφορετικά συμπεράσματα.[20]

Από το ίδιο του το θέμα και αναπόφευκτα -ίσως βέβαια και να μην είναι ολότελα δίκαιο αυτό- οΜεταπόλεμος μπαίνει δίπλα δίπλα στις πολύ πιο αναλυτικά επεξεργασμένες παρουσιάσεις των ίδιων χρόνων από μεγάλους ιστορικούς όπως ο Έρικ Χόμπσμπαουμ και ο Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν,[21] με τους οποίους τελικά δεν μπορεί να συγκριθεί, ακόμη και στο ύφος. Έχει αξέχαστους χαρακτηρισμούς και αφορισμούς (“Η μεταπολεμική Βιέννη, σαν και τη μεταπολεμική δυτική Ευρώπη, ήταν ένα επιβλητικό οικοδόμημα χτισμένο πάνω σ’ ένα ακατανόμαστο παρελθόν”), αλλά δεν αποφεύγει πάντοτε τους σολοικισμούς, τους πλεονασμούς, το στόμφο και τη λεξιλαγνεία (όλα αυτά μαζεμένα στην ίδια πρόταση: “An irenic, pacific continent had risen, ‘Phoenix-like’, from the ashes of its murderous—suicidal—past”) και υποκύπτει πότε πότε στον πειρασμό του μεγαλοπρεπούς κλισέ (“Παραμονές της τελικής πτώσης της ευρωπαϊκής ηπείρου στην άβυσσο, οι προοπτικές της έμοιαζαν να έχουν χάσει κάθε ελπίδα”),[22] Mε δυο λόγια, για να σταθώ στην προηγούμενη αντιπαραβολή, δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά στην προκλητική και λιτή διαύγεια του

Βαλλερστάιν (ένα παράδειγμα από τον τελευταίο: “το 1989, η χρονιά του τέλους των λεγόμενων κομμουνισμών, στην πραγματικότητα σήμαινε την πτώση του φιλελευθερισμού ως ιδεολογίας. Εξοργιστικό, απαράδεκτο, λέτε; Ακριβώς τώρα, την ώρα που αναβιώνει η πίστη στην ελεύθερη αγορά και στην αξία των ανθρώπινων δικαιωμάτων; Όχι και τόσο!»).[23]

Ο ίδιος ο Τζουντ, θέλοντας ν’ αποκλείσει προκαταβολικά τέτοιες συγκρίσεις, ανατρέχει στον γνωστό αρχιλόχειο στίχο που ανέσυρε ο Μπέρλιν (πολλά μεν οίδ’ αλώπηξ, εχίνος δ’ εν μέγα – πολλά τερτίπια ξέρει η αλεπού, ενώ ο σκαντζόχοιρος ένα μόνο, αλλά μεγάλο): αν ο Βαλλερστάιν είναι σκαντζόχοιρος, αυτός ήταν αλεπού. Ίσως κάποιοι καιροί να ευνοούν τους σκαντζόχοιρους και άλλοι τις αλεπούδες· ίσως το μεγαλείο του Βαλλερστάιν να ήταν ότι έμεινε σκαντζόχοιρος στα χρόνια που βασίλευαν οι αλεπούδες, και η τραγωδία του Τζουντ ότι έμεινε αλεπού σε μια εποχή που θέλει σκαντζόχοιρους. Πάντως ο θεμελιωτής της κοσμοσυστημικής προσέγγισης δεν αναφέρεται ούτε καν στη βιβλιογραφία που δίνει ο Τζουντ, όπως άλλωστε και όλοι οι άλλοι διανοούμενοι της αντικαθεστωτικής αριστεράς, από τον Έντουαρντ Τόμσον και τον Πέρρυ Άντερσον ως τον Τέρρυ Ήγκλετον και τον Σλάβοϊ Ζίζεκ. Παράλειψη βέβαια εκπληκτική για ένα βιβλίο που υποτίθεται ότι εστιάζει, μεταξύ των άλλων, στη διανοητική ιστορία.

Για να επιμείνουμε λίγο περισσότερο στις διαφορές του από τον Βαλλερστάιν, που μας βοηθούν και να δούμε λίγο πιο καθαρά τα τυφλά του σημεία. Ο Βαλλερστάιν έχει γραφή λιγότερο σέξυ, καθώς ελάχιστα ασχολείται με πρόσωπα, και κάπως κουραστικά ανασύρει στην επιφάνεια τις άρρητες προϋποθέσεις της σκέψης του, ώσπου την οργανώνει ιστορικά και συγχρόνως αναλυτικά, σ’ ένα δυναμικό σύστημα που φιλοδοξεί να ξεπεράσει τον διαχωρισμό μεταξύ ιδιογραφικών και νομοθετικών επιστημών. Από την άλλη μεριά ο Τζουντ, με τα λογικά του άλματα και τις ιδιοσυγκρασιακές επιλογές της θεματολογίας του, δεν διατυπώνει καθαρά τη φιλοσοφία της ιστορίας του, η οποία ωστόσο συχνά αφήνεται έμμεσα να φανεί, και δυστυχώς, παρ’ όλες τις τραγικές της πλευρές, δεν μοιάζει πάντοτε ν’ αποστασιοποιείται αρκετά από μια κοινότοπη πολιτισμική κριτική. Πάρτε για παράδειγμα την εκτίμηση ότι

οι μεγάλες αφηγήσεις του Εθνους, της Ιστορίας και της Προόδου, που χαρακτήριζαν τις πολιτικές οικογένειες του εικοστού αιώνα, μοιάζουν αμετάκλητα χρεωκοπημένες. Κι έτσι περιγράφουμε τώρα τους συλλογικούς μας σκοπούς με όρους αποκλειστικά οικονομικούς –ευμερία, μεγέθυνση, ΑΕΠ, αποτελεσματικότητα, παραγωγή, επιτόκια και χρηματιστηριακές επιδόσεις- σαν όλα αυτά να μην ήταν απλά μέσα για κάποιους κοινωνικούς ή πολιτικούς σκοπούς τους οποίους επιδιώκουμε συλλογικά, αλλά αναγκαίοι κι επαρκείς αυτοσκοποί.[24]

Αφήνοντας κατά μέρους την αμφίβολη εμπειρική τεκμηρίωση της ιδέας για τη χρεωκοπία κάποιων ‘μεγάλων αφηγήσεων’, ακόμη και αν η τελευταία ίσχυε, που δεν το νομίζω, και πάλι δεν εξηγεί πώς και γιατί αυτές αντικαταστάθηκαν από την Οικονομία, που σε τελευταία ανάλυση και αυτή δεν είναι παρά μια άλλη ‘μεγάλη αφήγηση’. Αντίθετα, στις πολύ πιο δουλεμένες περιγραφές της τύχης των ίδιων εννοιών που μας δίνει, για παράδειγμα, ο Βαλλερστάιν, δεν έχουμε απλές εμπειρικές διαπιστώσεις, αλλά και κρίσεις που, αν συναρτηθούν με την ευρύτερη δυναμική του παγκόσμιου συστήματος, επιτρέπουν συγκριτικές αποτιμήσεις και πολύ καλύτερό τους έλεγχο.

Πιο ταιριαστά στο στυλ και στις δυνατότητες του Τζουντ ήταν έργα που δεν φιλοδοξούσαν να δώσουν μια γενική σύνθεση, όπως ο Μεταπόλεμος, αλλά περιορίζονταν στην παρουσίαση επιμέρους πεδίων που κατείχε καλά. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο διαβάζονται με μεγαλύτερο ενδιαφέρον –στην πραγματικότητα, μονορούφι- οι Επανεκτιμήσεις του,[25] μια σειρά συναρπαστικών δοκιμίων οργανωμένων γύρω από σαφείς θεματικούς άξονες: τα δεινά του κομμουνισμού, η ευθύνη των διανοούμενων, η αμερικανική ηγεμονία, οι τόποι που γνώρισε ο συγγραφέας και οι μνήμες τους. Εδώ θα περιοριστούμε σε λίγες παρατηρήσεις για τον πρώτο απ’ αυτούς, που μας ενδιαφέρει πιο άμεσα.

Τα δεινά του κομμουνισμού απαριθμούνταν αδιάκοπα στο έργο του Τζουντ, και μάλιστα η εξομοίωσή του με τον φασισμό ήταν πάγιο ρητορικό του σχήμα: «Ό,τι και αν λέει ο Χόμπσμπαουμ, που το αρνείται κατηγορηματικά, υπήρχε μια ‘θεμελιώδης συνάφεια’ μεταξύ των άκρων της αριστεράς και της δεξιάς τον εικοστό αιώνα, προφανής σε όλους εκείνους που τα έζησαν».[26] Ως εδώ δεν έχουμε τίποτε το καινούριο. Όταν όμως

μαθαίνουμε ότι κυρίως ο Λένιν έφταιγε για τη σημερινή αποβαρβάρωση του καπιταλισμού αρχίζουμε ν’ αναρωτιόμαστε αν είναι πάντοτε στερεή η λογική του συγγραφέα:

«Ο κόσμος μπορεί κάποτε να μετανιώσει [γράφει ο Χόμπσμπαουμ] που, μπροστά στο δίλημμα που έθεσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα, δεν διάλεξε τον σοσιαλισμό». Αλλά η Κόκκινη Ρόζα τα έγραφε αυτά πριν από εκατό χρόνια. Ο σοσιαλισμός που ονειρεύτηκε ο Έρικ Χόμπσμπαουμ δεν είναι πια διαθέσιμος, και γι’ αυτό φταίει κυρίως η βάρβαρη δικτατορική παρέκκλισή του, στην οποία ο Χόμπσμπαουμ αφιέρωσε όλη τη ζωή του. Ο κομμουνισμός μίανε και σύλησε τη ριζοσπαστική κληρονομιά. Αν σήμερα έχουμε μπροστά μας έναν κόσμο χωρίς καμιά μεγάλη αφήγηση της κοινωνικής προόδου, χωρίς κανένα πολιτικά εύλογο σχέδιο κοινωνικής δικαιοσύνης, αυτό οφείλεται εν πολλοίς στ’ ότι δηλητηρίασαν το πηγάδι ο Λένιν και οι κληρονόμοι του. [...] Οι αξίες και οι θεσμοί που είχαν σημασία για την αριστερά, από την ισότητα μπροστά στο νόμο ως τη δικαιωματική εξασφάλιση δημόσιων παροχών –και οι οποίοι δέχονται επίθεση σήμερα- δεν όφειλαν τίποτε στον κομμουνισμό. Εβδομήντα χρόνια ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ δεν πρόσφεραν τίποτε στο σύνολο της ανθρώπινης ευημερίας. Τίποτε.[27]

Με δυο λόγια, ο παντοδύναμος Λένιν και οι κακόβουλοι κληρονόμοι του μας έφραξαν το μέλλον. Μας καταδίκασαν στην αγιάτρευτη βαρβαρότητα, έστω και αν πέρασαν δεκαετίες από την πτώση των καθεστώτων τους, και το καλύτερο που απομένει να κάνουμε εμείς σήμερα είναι να διασφαλίσουμε μια σοσιαλδημοκρατική αποβαρβάρωση λάιτ, σώζοντας μια ελαφρά αναιμική ισότητα απέναντι στο νόμο συν κάποιες δημόσιες παροχές. Κάτι μου λέει πως δεν θ’ αργήσουμε ν’ ακούσουμε παρόμοια επιχειρήματα και από τον τρέχοντα πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Αλλά δεν φταίγαν μόνον οι κομμουνιστές. Τα σκάγια του Τζουντ παίρνουν και τον ίδιο τον μαρξισμό:

Ήταν ένα άλμα στηριγμένο στην πίστη, ένα εργαλείο για να ξηλώνεις και ν’ αποκωδικοποιείς το υφάδι της κοινωνικής εμπειρίας. Η ‘επιστήμη’ του βρισκόταν στο να ερμηνεύει όλα τα εξωτερικά πολιτικά ή κοινωνικά δεδομένα σύμφωνα μ’ ένα πρωτόκολλο καχυποψίας: Τα πράγματα δεν είναι τέτοια που

μοιάζουν. Αποκαλύπτουν το αληθινό τους νόημα μόνον όταν αποκωδικοποιούνται σύμφωνα με τη γνώση των μυημένων –οπότε γίνονται εντελώς κατανοητά, και τα πάντα βρίσκουν τότε τη θέση τους σ’ ένα τέλειο σχήμα.[28]

Όχι ότι δεν υπήρχε και αυτός ο μαρξισμός, όλοι μας τον γνωρίσαμε, και άλλωστε αντίστοιχα σχηματικές εκδοχές φορτώνεται κάθε σώμα κωδικοποιημένων αντιλήψεων, ιδίως εκείνα που αξιώνουν να είναι ‘ιδεολογικά’ ή ‘επιστημονικά’. Αλλά βέβαια αυτός εδώ δεν ήταν ο μόνος μαρξισμός που κυκλοφορούσε στην πλατεία, και ο Τζουντ όφειλε να ξέρει και τους υπόλοιπους. Πηγαίνοντας ακόμη παραπέρα, χαρακτηρίζει τον μαρξισμό ‘πολιτική θρησκεία’, [29] και διαρκώς χρησιμοποιεί, όταν τον κατακεραυνώνει, τη λέξη ‘πίστη’ και τις παρόμοιες. Για την ακρίβεια, τον θεωρεί κάτι σαν πολιτικό σατανισμό: «οι ριζοσπαστικές ιδεολογίες του εικοστού αιώνα είχαν κάτι που τις έκανε εξαιρετικά θελκτικές, κι επομένως ήταν αληθινά διαβολικές» (η έμφαση του συγγραφέα).[30]

Διαβολική ή όχι, πάντως η μαρξιστική σκέψη χώρεσε πολύ περισσότερα πράγματα, και ιστορικά λειτούργησε ως ιδέα-δύναμη με τρόπους ασύγκριτα πιο πλούσιους από εκείνους που φιλοσοφικά σαρώνει, αποσπώντας τον θαυμασμό του Τζουντ –και, ναι, από κάποιες απόψεις όχι άδικα- ο Λέτσιεκ Κολακόφσκι.[31] Περιλαμβάνει, ας πούμε, για να σταθούμε στο χώρο της ιστορίας, και την πολιτικά κι επιστημονικά ριζοσπαστική σκέψη του Έντουαρντ Τόμσον, με την οποία όμως ο Τζουντ αποφεύγει ν’ αναμετρηθεί πραγματικά, ίσως κι επειδή η τελευταία εστιάζει στην εμπειρία των απλών ανθρώπων μάλλον παρά στη διανόηση. Τού ρίχνεται μάλιστα επειδή τόλμησε «από την ασφάλεια της δροσερής βεράντας του στη μέση της Αγγλίας» να μεμφθεί τον Κολακόφσκι -«γιατί άφησες τις λιγουλάκι δυσάρεστες εμπειρίες σου από την κομμουνιστική Πολωνία να κρύψουν το κοινό μαρξιστικό ιδανικό μας;»- προσθέτοντας ότι όσοι διαβάσουν την απάντηση του τελευταίου δεν θα ξαναπάρουν ποτέ τον Τόμσον στα σοβαρά».[32] Εδώ δεν έχουμε απλώς μια διάφανη υπεκφυγή, αλλά διανοητικό έγκλημα πάθους μέρα μεσημέρι. Με τούτη τη λογική, τίποτε δεν εμποδίζει τον καθένα να πει -«Τέρμα κάθε συζήτηση, είσαστε όλοι κότες! Επειδή το λέω εγώ, κι έχω δίκιο, αφού τα μέρη μου είναι λιγότερο δροσερά από την Αγγλία ή τη Νέα Υόρκη». Και αν οι ιστορικοί εξακολουθούν να παίρνουν τον Τόμσον στα σοβαρά,

ίσως αυτό να μην οφείλεται μόνο στο ότι –κακώς- δεν πολυδιαβάζουν Κολακόφσκι.

Το αντικομμουνιστικό μένος του συγγραφέα τον κάνει περιστασιακά να σχετικοποιεί ακόμη και την ηθική, που κατά τα λοιπά αδιάλλακτα πρεσβεύει. Στις Επανεκτιμήσεις αναδημοσιεύει ένα άρθρο που είχε γράψει για να υπερασπιστεί, αρκετές δεκαετίες μετά το θάνατό του, το όνομα ενός μακαρθικού καταδότη ο οποίος είχε καρφώσει, μεταξύ άλλων, τον στενότερό του φίλο σαν πράκτορα της Μόσχας. Καρφί και καρφωμένος ήταν γνωστοί διανοούμενοι, και ο δεύτερος ήταν επίσης ανώτερος κρατικός λειτουργός· ακολούθησαν δίκες, καταδίκες και φυλακίσεις που κατέστρεψαν τη ζωή του, αλλά μέχρι να πεθάνει επέμενε πως ήταν αθώος. Ο Τζουντ, αντίθετα, πιστεύει ότι μετά το άνοιγμα των ανατολικοευρωπαϊκών αρχείων βρέθηκαν αποδείξεις ότι ήταν στ’ αλήθεια κατάσκοπος των σοβιετικών. Ίσως να ήταν έτσι τα πράγματα, ίσως να ήταν αλλιώς. Το βέβαιο είναι ότι ο κατηγορούμενος είχε, ήδη απ’ τον καιρό των διώξεων, εξασφαλίσει τη γενική συμπάθεια, ενώ τον κατήγορο ακόμη και οι αντικομμουνιστές άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν τον έβλεπαν. Άδικο, απαράδεκτο, ανεξήγητο! Ο Τζουντ το αποδίδει κυρίως στο ότι ο καταδότης ήταν τύπος μοναχικός και ατημέλητος, ενώ το θύμα του ψηλό, όμορφο και κοινωνικά πετυχημένο.[33] Δεν αφήνει καν να φανεί πως πέρασε απ’ το μυαλό του το ενδεχόμενο, μια κοινωνία, ακόμη και η αμερικανική των χρόνων του Μακάρθυ, να μην αισθανόταν φλογερό θαυμασμό κι εκτίμηση για κείνους που κατέδιδαν τους φίλους τους.

Τέλος πάντων, όλα αυτά τα πταίσματα του Τζουντ πρέπει να συνεκτιμηθούν με τις αρετές του. Τέτοια ήταν η απερίφραστη, και στους κύκλους του αντιδημοφιλής, επιμονή του στη βασική αριστερή αξία της ισότητας, έστω και αν την ήθελε αδύναμη και όχι ισχυρή. Η έμφασή του στην αναζωογόνηση του κράτους προνοίας επίσης δεν του έφερε φίλους στις ΗΠΑ, όπου πάντως διάλεξε να ζήσει, ενώ εξίσου σόκαρε και η κριτική του στην επιστροφή του αυταρχικού κράτους. Μια καλή αφετηρία για να προσεγγίσουμε την πολιτική του αντίληψη θα ήταν ίσως ένα εκτενές άρθρο του δημοσιευμένο τέλη του 2009, κάτι σαν πνευματική του διαθήκη, όπου ανακεφαλαιώνει τα βασικά μοτίβα της σκέψης του.[34]

Βασική εκτίμηση του «Τι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη σοσιαλδημοκρατία» είναι ότι «η σοσιαλδημοκρατία και το κράτος προνοίας αντιμετωπίζουν σοβαρές πρακτικές προκλήσεις σήμερα. Δεν τίθεται ζήτημα επιβίωσής τους, αλλά τώρα πια δεν έχουν την ίδια αυτοπεποίθηση που έδειχναν προηγουμένως».[35] Ακόμη χειρότερα, η συζήτηση για το τι είναι καλό και τι κακό έχει υποκατασταθεί από την προκατάληψη του οικονομισμού, που είχε κυριαρχήσει με καταστροφικά αποτελέσματα πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κι επικρατεί ξανά στις ημέρες μας. Προσέξτε το αντιπαθητικό ‘εμείς’ στην παράγραφο που ακολουθεί, ‘εμείς οι ιθύνοντες’ μάλλον παρά ‘εμείς ο λαός’:

Τα τελευταία τριάντα χρόνια σε μεγάλο μέρος του αγγλοσαξωνικού κόσμου (αλλά λιγότερο στην ηπειρωτική Ευρώπη και αλλού), όταν αναρωτιόματε αν υποστηρίζουμε κάποια πρόταση ή πρωτοβουλία, δεν ρωτάμε αν είναι καλή ή κακή. Αντίθετα ρωτάμε, είναι αποτελεσματική; Είναι παραγωγική; Θα βοηθήσει το ΑΕΠ; Θα συμβάλει στην οικονομική μεγέθυνση; Τούτη η κλίση ν’ αποφεύγουμε τα ηθικά ζητήματα, να περιοριζόμαστε σε ζητήματα ζημιάς και κέρδους, σε οικονομικά ζητήματα με τη στενότερη έννοια του όρου, δεν είναι όμως καμιά ενστικτώδης ανθρώπινη κατάσταση. Είναι επίκτητη προτίμηση.[36]

Στη ‘μη πολιτική’ εποχή μας επιπλέουν οι πολιτικοί που σκέφτονται οικονομιστικά, γιατί άλλωστε και όλος ο κόσμος έχει μάθει να σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο, ενώ η χάραξη της οικονομικής πολιτικής ανατίθεται σε ‘μη πολιτικά δρώντα υποκείμενα’ όπως είναι κατά τον Τζουντ οι κεντρικές τράπεζες, οι διεθνείς θεσμοί και οι πολυεθνικές εταιρείες.[37] Οι δημοκρατίες ατροφούν αφού δεν έχουν σημαντικές πολιτικές επιλογές, και συνάμα αναπτύσσεται, όπως έγινε ήδη στη μετασοβιετική κεντρική και ανατολική Ευρώπη, «η πολιτική της ματαίωσης, της λαϊκιστικής δυσφορίας».[38]

Όλα αυτά εν μέρει παρεξηγούν τις πολωτικές κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες των τελευταίων δεκαετιών, κι εν μέρει μεταφράζουν σε ανώδυνη πολιτική γλώσσα την κριτική που ανέπτυξαν το ίδιο διάστημα τα αριστερά κινήματα. Η εκτίμηση ότι η σοσιαλδημοκρατία και το κράτος προνοίας θα επιβιώσουν είναι βέβαια πρόωρη όσο συνεχίζονται οι Πόλεμοι του Χρέους,

που μόλις άρχισαν. Η κριτική που ασκεί ο συγγραφέας στον κυρίαρχο οικονομισμό σίγουρα είναι βάσιμη, αλλά οι αιχμές της χάνονται όσο αποστειρώνεται από κάθε αναφορά σ’ αυτό που οι παλιοί σοσιαλδημοκράτες έλεγαν ‘πάλη των τάξεων’. Για να επιπλεύσουν η σοσιαλδημοκρατία και το κράτος προνοίας, και να παροπλιστεί ο ‘οικονομισμός’, θα πρέπει πρώτα να κερδηθεί μια τιτάνια σύγκρουση με τη σημερινή αριστοκρατία, δηλαδή τις ιδιωτικές τράπεζες και τις μεγάλες εταιρείες που κάθε άλλο παρά απολιτικές είναι, αλλά κάτι τέτοιο ο Τζουντ αρνείται ακόμη και να το σκεφτεί.

Εντέλει ο συγγραφέας του Μεταπόλεμου περνά για απουσία πολιτικής την πολιτική κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου, που πράγματι ελάχιστα περιορίστηκε από το κράτος τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά ωστόσο αμφισβητείται ήδη ενεργά από τα αντισυστημικά κινήματα, την πολιτικότητα ή και την ίδια την ύπαρξη των οποίων των οποίων ο Τζουντ αρνείται ν’ αναγνωρίσει. Ακριβώς χάρη σ’ αυτά τα κινήματα, που τόσο ελάχιστα τον απασχολούν, και όχι στην εξαντλημένη και ψευδώνυμη πλέον σοσιαλδημοκρατία, το τέλος της πολιτικής δεν ήρθε ακόμη. Και μένουν ζωντανές οι ελπίδες για την αναζωογόνηση της δημοκρατίας, η οποία δεν σημαίνει παθητική υποταγή όλων στο κράτος και τους κομματικούς μηχανισμούς, αλλά το κράτος του δήμου, δηλαδή των ακτημόνων, δηλαδή εκείνο το πολιτικό καθεστώς που διευκολύνει τους αγώνες των φτωχότερων.

Ο Τζουντ λοιπόν δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, ο κορυφαίος ιστορικός που φαντάζονται κάποιοι, ούτε ο πάντοτε οξυδερκής πολιτικός στοχαστής που βρήκε το πώς θα ξεπεράσει τα αδιέξοδά της η (συστημική) αριστερά και πώς θα σωθεί το κράτος προνοίας, όπως φανταζόταν ο ίδιος. Το ιστορικό του όραμα αποδείχθηκε κιόλας χωλό, ενώ η πολιτική του πρόταση απευθύνεται σε κάποιες ελίτ που ελάχιστα ενδιαφέρονται να την ακούσουν και μοιάζει να οδεύει στα αζήτητα. Γιατί τότε να τον διαβάζουμε; Ή μάλλον, γιατί τότε τον διαβάζουμε;

Εδώ δεν μπορώ παρά να δώσω μια προσωπική απάντηση. Τον διαβάζω, και μερικές φορές τον ξαναδιαβάζω, πρώτα πρώτα γιατί μ’ αρέσει. Έγραφε ωραία, κατείχε πολλά πεδία που τυχαίνει να μ’ ενδιαφέρουν κι εμένα, και αν οι εξάρσεις του ήταν γενικά προβλέψιμες, πάντως στα θέματα που γνώριζε καλά είχε

πάντοτε κάτι πρωτότυπο να πει. Στα παλιότερα βιβλία του, για τους γάλλους διανοούμενους,[39] συχνά ήταν εξοργιστικός, αλλά και άλλο τόσο εύστοχος. Η σκέψη του είχε μέσα της αρκετή τεστοστερόνη, σχεδόν όση και της Αντρέα Ντβόρκιν, για να δώσει μαστοριά στο λόγο του και να τραβήξει την προσοχή. Αν οι ιστορικοί του εικοστού αιώνα πρέπει έτσι και αλλιώς να διαβάσουν τον Μεταπόλεμο, άλλα κομάτια του για όσα έχουν να πουν και στον ειδικό και άλλα απλώς από επαγγελματική υποχρέωση, πάντως πολλές από τις διοράσεις του είναι χρήσιμες για το ευρύτερο κοινό, και ιδίως για κείνο που συνήθως θαυμάζει τα άκακα χρυσόψαρα που κολυμπούν στα ενυδρεία των διάφορων Ρηβιού οφ Μπουκς.

Τελικά νομίζω πως αυτό που με τραβάει στον Τόνυ Τζουντ, ακόμη δυνατότερο από την ευρυμάθεια, το πάθος και τη δουλεμένη του γραφή, αυτό που κάνει μέχρι και την ηθικολογία του να μη μοιάζει τόσο μεγάλο αμάρτημα, είναι ότι ο άνθρωπος αυτός είχε άποψη. Είχε τον δικό του τρόπο να κρίνει και να εκτιμά τα πράγματα, με τον οποίο μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί, αλλά πάντως τον αναγνωρίζει κι εντέλει τον σέβεται. Η όρασή του ήταν ασπρόμαυρη αλλά συνάμα η φωνή του ήταν τόσο ζωντανή, ώστε νομίζω πως ακόμη και μετά από πολύ καιρό, οι άνθρωποι που θα θέλουν να μάθουν πώς ήταν ο δύσκολος εικοστός αιώνας, θα τον διαβάζουν. Προσπερνούσε αδιάφορος τις μόδες της εποχής, ή τουλάχιστον τις περισσότερες· δεν σεβόταν ιερές υποθέσεις και δεν έσκυβε μπροστά στα ιερά τέρατα, ή τουλάχιστον στα περισσότερα· κι εντέλει, παρ’ όλες τις ιδιοτροπίες του, ή ίσως κι εξαιτίας τους, σ’ έκανε πολλές φορές ν’ αναρωτιέσαι, όταν άκουγες κάτι, τι θα έλεγε άραγε γι’ αυτό ο Τόνυ Τζουντ. Κατάφερε δηλαδή να φτιάξει, ακόμη και μέσα στο νου ανθρώπων μ’ αρκετά διαφορετικές αντιλήψεις από τις δικές του, μια κόχη όλη δική του, με κάτοικο έναν αιώνιο Τόνυ Τζουντ πάντοτε έτοιμο, μισός κριτής και μισός προφήτης, να ξεσπαθώσει ή να χαϊδέψει. Και αυτό σίγουρα μα σίγουρα δεν είναι από τα μικρά.

[1] «Αrthur Koestler, The Exemplary Intellectual», στο Tony Judt, Reappraisals. Reflections on the Forgotten Twentieth Century, Penguin, Χάρμοντζουερθ 2008, σ. 42-43. Ο Καίσλερ, μάλλον ξεχασμένος σήμερα, ήταν ένας απογοητευμένος από τον κομμουνισμό δημοσιογράφος που τα έργα του θεωρούνταν σχεδόν υποχρεωτικά αναγνώσματα, για αριστερούς και μη, τις

πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη.

[2] «The Gnome in the Garden: Tony Blair and Britain’s ‘Heritage’», στο ίδιο, σ. 224.

[3] Βλ. πρόχειρα τα σχετικά δοκίμια στο ίδιο, σ. 163-177, 268-285, 286-295.

[4] Τόνυ Τζουντ, «Ισραήλ: Η εναλλακτική λύση», Δρόμος της Αριστεράς 28, φ. της 28ης Αυγούστου 2010.

[5] «Elucubrations: The ‘Marxism’ of Louis Althusser», στο T. Judt, Reappraisals…, ό.π., σ. 106.

[6] Μια ισορροπημένη παρουσιάση της σύνθετης σχέσης της κομμουνιστικής με τη μη κομμουνιστική αριστερά βλ. στο πολύ σημαντικό Geoff Eley, Σφυρηλατώντας τη δημοκρατία. Η ιστορία της αριστεράς στην Ευρώπη, 1850-2000, τ. Α-Β, Σαββάλας, Αθήνα 2010. Ο Τζουντ το αναφέρει στη βιβλιογραφία του Μεταπόλεμου, αλλά δεν συζητά πουθενά τα επιχειρήματά του.

[7] Από κάποιον που δεν είναι επαγγελματίας ιστορικός, αλλά προφανώς εφεύρε κάποιο ιδιαίτερα ακριβές ιστορικόμετρο: Στάθης N. Kαλυβας, “Διανοούμενοι και προφήτες”, Η Καθημερινή, φ. της 22ας Αυγούστου 2010. Αν κρίνουμε από την εκτίμηση του ίδιου στρατευμένου δεξιού διανοούμενου, πως στον Τζουντ έχουμε “συνύπαρξη της μαχητικότητας με την απουσία πολιτικής στράτευσης”, μάλλον δεν πρόκειται για σοβαρά κριτήρια.

[8] Tony Judt, A Grand Illusion? An Essay on Europe, Hill & Wang, Νέα Υόρκη 1996· και συμπυκνωμένα στο Tony Judt, “Europe: The Grand Illusion”, The New York Review of Books, φ. της 11ης Ιουλίου 1996.

[9] Tony Judt, Postwar. A History of Europe Since 1945, Penguin, Νέα Υόρκη 2005.

[10] T. Judt, Postwar…, ό.π,, σ. 57.

[11] Βλ. και «Hannah Arendt and Evil», στο T. Judt, Reappraisals…, ό.π., σ. 73-92.

[12] Frances Stonor Saunders The Cultural Cold War: The CIA and the World of Arts and Letters, New Press, Νέα Υόρκη, Λονδίνο 1999, ένα εκπληκτικό βιβλίο που αξίζει να μεταφραστεί και να διαβαστεί απ’ όλους όσοι ενδιαφέρονται για τη διανοητική ιστορία της ηπείρου μας. Για τα μυστικά και παράνομα δίκτυα που οργάνωσε η ΣΙΑ κατά μήκος και πλάτος της Ευρώπης βλ. Daniele Ganser,NATO’s Secret Armies. Opertation Gladio and Terrorism in Western Europe. An Approach to NATO’s Secret Stay-Behind Armies, πρόλογος John Prados, Frank Cass, Λονδίνο 2005· Eric Wilson (επιμ.),Government of the Shadows. Parapolitics and Criminal Sovereignty, Pluto Press, Λονδίνο, Νέα Υόρκη 2009· και στα ελληνικά, Ντανιέλε Γκάνσερ, Οι μυστικοί στρατοί του ΝΑΤΟ: Η επιχείρηση Gladio και η τρομοκρατία στη Δυτική Ευρώπη, μετάφραση Κωνσταντίνος Φασούλης, πρόλογος-επιμέλεια Κλεάνθης Γρίβας, Antilogos, Αθήνα 2007· Νίκος Κλείτσικας, Andrea Speranzoni, Φαινόμενα τρομοκρατίας. Ο ελληνικός νεοφασισμός μέσα από τα απόρρητα έγγραφα των Μυστικών Υπηρεσιών, Προσκήνιο, Αθήνα 2003.

[13] Για τις ομοιότητες στα οράματα των δυο στρατοπέδων βλ. Susan Buck-Morss, Dreamworld and Catastrophe. The Passing of Mass Utopia in East and West, MIT Press, Καίμπριτζ Μασσαχουσέτης – Λονδίνο 2000. Για την παρόμοια λειτουργία τους στο πλαίσιο του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος βλ. Immanuel Wallerstein, Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας. Εισαγωγή στην Ανάλυση Κοσμοσυστημάτων, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2009.

[14] «The World We Have Lost», στο T. Judt, Reappraisals…, ό.π., σ. 5-6.

[15] Στο ίδιο, σ. 11.

[16] T. Judt, Postwar…, ό.π,, κεφάλαιο 19.

[17] T. Judt, Postwar…, ό.π,, σ. 591. Μια πολύ πιο ζωντανή περιγραφή και οξυδερκή ανάλυσή τους βλ. στα κεφάλαια 23 και 24 του G. Eley, Σφυρηλατώντας τη δημοκρατία…, τ. Β΄, ό.π..

[18] T. Judt, Postwar…, ό.π,, σ. 541.

[19] New Economics Foundation, Real World Economic Outlook, Λονδίνο 2003.

[20] Βλ. το απαραίτητο I. Wallerstein, Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας. Εισαγωγή στην Ανάλυση Κοσμοσυστημάτων, ό.π. -μια γενική εισαγωγή στο έργο του Βαλλερστάιν δημοσιευμένη ένα χρόνο πριν από τον Μεταπόλεμο. Ο Βαλλερστάιν, παρ’ όλο τον ριζοσπαστισμό του και την ενεργή εμπλοκή του στα αντισυστημικά κινήματα, καλείται να δημοσιεύσει στα ίδια περιοδικά της αμερικανικής ελίτ με τον Τζουντ, όπως το Foreign Affairs, και δεν έχει μικρότερη επιστημονική αναγνώριση· διατέλεσε πρόεδρος της Διεθνούς Κοινωνιολογικής Εταιρείας και της διεθνούς Επιτροπής Γκιουλμπεκιάν για την Αναδόμηση των Κοινωνικών Επιστημών Ωστόσο δεν αναφέρεται ούτε καν στη βιβλιογραφία που δίνει ο Τζουντ.

[21] Eric Hobsbawm, Η εποχή των άκρων. Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, μετάφραση Βασίλης Καπετανγιάννης, Θεμέλιο, Αθήνα 1997· I. Wallerstein, Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας,ό.π..

[22] T. Judt, Postwar…, ό.π,, σ. 3, 5, 6.

[23] Μια εκπληκτική διαπίστωση που θα είχε μπει πολύ στη μύτη του Τζουντ αν είχε καταδεχτεί να την προσέξει, γραμένη προτού κάν κατακαθήσει η σκόνη από την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων: «Η κατάρρευση του φιλελευθερισμού» (1992), στο Immanuel Wallerstein, Η Δύση και οι άλλοι, μετάφραση Ελίνα Φωτεινού, επιστημονική θεώρηση και πρόλογος Σπύρος Μαρκέτος, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2010.

[24] «The World We Have Lost», στο T. Judt, Reappraisals…, ό.π., σ. 11.

[25] Tony Judt, Reappraisals. Reflections on the Forgotten Twentieth Century, Penguin, Χάρμοντζουερθ 2008.

[26] «Eric Hobsbawm and the Romance of Communism», στο T. Judt, Reappraisals…, ό.π., σ. 126.

[27] Στο ίδιο, σ. 125-126.

[28] «Αrthur Koestler, The Exemplary Intellectual», στο T. Judt, Reappraisals…, ό.π,, σ. 26.

[29] «Goodbye to All that? Leszek Kolakowski and the Marxist Legacy», στο T. Judt, Reappraisals…,ό.π., σ. 134. Βλ. ωστόσο την κατεδάφιση τούτης της πολιτικά διόλου αθώας έννοιας, της ‘πολιτικής θρησκείας’, από έναν κάθε άλλο παρά μαρξιστή ιστορικό στο Peter Gay, Το κόμμα της ανθρωπότητας. Θέσεις για τον Γαλλικό Διαφωτισμό, μετάφραση Θεοχάρης Αναγνωστόπουλος, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2009, στο δοκίμιο για την Ουράνια πόλη του Μπαίκερ.

[30] «The World We Have Lost», στο T. Judt, Reappraisals…, ό.π., σ. 17.

[31] Leszek Kolakowski, Main Currents of Marxism,τ. Α΄-Γ΄, Oxford University Press, Οξφόρδη 3 1982· βλ. και το σχετικό δοκίμιο του Τζουντ στο T. Judt, Reappraisals…, ό.π. σ. 129-146. Κατά τη γνώμη μου, πιο ζυγισμένα από τον Κολακόφσκι είδε τον μαρξισμό ο δυστυχώς ξεχασμένος σήμερα, και πολύ μεγάλος, Τζωρτζ Λιχτχάιμ: George Lichtheim, Marxism, Routledge and Kegan Paul, Λονδίνο 1974. Εστιάζοντας και αυτός στις φιλοσοφικές του όψεις, αλλά μη μένοντας μόνο σ’ αυτές, και χωρίς μάλιστα να τού διαφεύγει η τραγική διάσταση κάθε ανθρώπινης προσπάθειας για την ελευθερία.

[32] «Goodbye to All Τhat? Leszek Kolakowski and the Marxist Legacy», στο T. Judt, Reappraisals…,ό.π., σ. 136.

[33] «An American Tragedy? The Case of Whittaker Chambers», στο T. Judt, Reappraisals…, ό.π., σ. 312 κ.ε..

[34] Tony Judt, «What Is Living and What Is Dead in Social Democracy?”, The New York Review of Books, τ. της 17ης Δεκεμβρίου του 2009. Το άρθρο στηρίχτηκε σε μια πρόσφατη διάλεξή του, στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

[35] Tony Judt, «What Is Living and What Is Dead in Social Democracy?”, ό.π..

[36] Στο ίδιο.

[37] «The World We Have Lost», στο T. Judt, Reappraisals…, ό.π., σ. 11.

[38] Στο ίδιο, σ. 12.

[39] Tony Judt, Past Imperfect: French Intellectuals, 1944-1956, University of California Press, Μπέρκλεϋ, Λος Άντζελες, Οξφόρδη 1992· και του ίδιου, The Burden of Responsibility: Blum, Camus, Aron, and the French Twentieth Century, University of Chicago Press, Σικάγο 1998. Για τους ιστορικούς της αριστεράς και του εργατικού κινήματος είναι πολύ χρήσιμα και τα πρώτα του έργα,Socialism in Provence 1871-1914: A Study in the Origins of the Modern French Left, Cambridge University Press, Καίμπριτζ 1979, και La reconstruction du parti socialiste: 1921-1926, Presses de la Fondation Nationale des Sciences Politiques, Παρίσι 1976.

ΤΟΝΥ ΤΖΑΝΤ Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα

Μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος ISBN: 978-960-221-540-1 Διαστάσεις: 21X14 Σελίδες: 234 Έκδοση: 2012 Τιμή: 18.00 €

Ο κόσμος που χάθηκε – Τόνυ Τζαντ Written by logotexnis // 22/07/2013 // Δοκίμιο // Comments Off

Τι κληροδότησαν η εμπιστοσύνη, η συνεργασία, η προοδευτική φορολογία και το παρεμβατικό κράτος στις δυτικές κοινωνίες μετά το 1945; Η σύντομη απάντηση είναι: σε ποικίλους βαθμούς, ασφάλεια, ευημερία, κοινωνικές υπηρεσίες και μεγαλύτερη ισότητα. Τα τελευταία χρόνια έχουμε συνηθίσει ν’ ακούμε την άποψη ότι το τίμημα γι’ αυτά τα ευεργετήματα -σε οικονομική αποτελεσματικότητα, σε ανεπαρκή καινοτομία, σε κατάπνιξη του επιχειρηματικού πνεύματος, σε δημόσιο χρέος και σε απώλεια ιδιωτικής πρωτοβουλίας- ήταν υπερβολικά υψηλό. Οι περισσότερες από αυτές τις κριτικές είναι αποδείξιμα ψευδείς. Η σημασία αυτών των προνοιακών εγχειρημάτων [σημ.: από τη δεκαετία του ΄30] δεν βρισκόταν στις ίδιες τις ιδέες – η σκέψη ότι θα ήταν καλό να νιώθουν όλοι οι Αμερικανοί την εγγύηση πως θα έχουν ασφαλή γηρατειά, ή να έχει ο κάθε Βρετανός πολίτης ιατρική φροντίδα πρώτης τάξεως χωρίς κόστος καταβλητέο στον τόπο εξυπηρέτησης, δεν ήταν καμιά μεγάλη

πρωτοτυπία. Η σκέψη όμως ότι τέτοιου είδους πράγματα τα έκανε καλύτερα το κράτος και ότι άρα έπρεπε να τα κάνει το κράτος, ήταν πρωτοφανής. Τα κράτη πρόνοιας της ηπειρωτικής Ευρώπης ακολούθησαν [το εξής] μοντέλο. Εδώ δόθηκε κατά κύριο λόγο έμφαση στην προστασία του απασχολούμενου πολίτη από τα πλήγματα της οικονομίας της αγοράς. Στη Γαλλία, στην Ιταλία και στη Δυτική Γερμανία εκείνο που ενδιέφερε το κράτος πρόνοιας ήταν η διατήρηση των θέσεων εργασίας και των εισοδημάτων σε περίπτωση οικονομικών αντιξοοτήτων. Για τον Αμερικανό ή και τον σύγχρονο Άγγλο, αυτό θα πρέπει να φαντάζει στ’ αλήθεια παράξενο. Γιατί να προστατέψεις έναν άντρα ή μια γυναίκα από την απώλεια μιας δουλειάς η οποία δεν παράγει πια τίποτα που να το θέλουν οι υπόλοιποι; Δεν είναι σίγουρα καλύτερο να αποδεχτείς τη «δημιουργική καταστροφή» του καπιταλισμού και να περιμένεις να εμφανιστούν στην πορεία καλύτερες δουλειές; Από τη σκοπιά της ηπειρωτικής Ευρώπης, τα πολιτικά επακόλουθα του να πετάξεις μεγάλες μάζες ανθρώπων στο δρόμο σε περιόδους οικονομικής κάμψης ήταν πολύ πιο σοβαρά από την υποθετική απώλεια αποδοτικότητας που προέκυπτε από τη διατήρηση «μη αναγκαίων» θέσεων εργασίας. Τα αποτελέσματα αυτού του τύπου κράτους κοινωνικής προστασίας ήταν και είναι ότι κρατά την ανασφάλεια σε απόσταση –με τίμημα τη στρέβλωση των ουδέτερων, υποτίθεται, διεργασιών της αγοράς εργασίας. [...] Οι προτεραιότητες του παραδοσιακού κράτους ήταν η άμυνα, η δημόσια τάξη, η πρόληψη επιδημιών και η αποτροπή της μαζικής δυσαρέσειας. Αλλά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κύρια ευθύνη του προϋπολογισμού των σύγχρονων κρατών έγιναν οι κοινωνικές δαπάνες. Το 1988 όλες οι μεγάλες αναπτυγμένες χώρες, με σημαντική εξαίρεση τις Ηνωμένες Πολιτείες, αφιέρωναν περισσότερους πόρους στην πρόνοια με την ευρεία έννοια παρά σε οτιδήποτε άλλο. Λογικό είναι ότι και οι φόροι αυξήθηκαν έντονα εκείνα τα χρόνια. Τα κράτη πρόνοιας όχι μόνο υποστήριξαν την πλήρη απασχόληση για σχεδόν τρεις δεκαετίες, αλλά διατήρησαν και ρυθμούς ανάπτυξης περισσότερο ανταγωνιστικούς σε σύγκριση με των ατροχοπέδητων οικονομιών της αγοράς του παρελθόντος. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 θα θεωρούνταν αδιανόητη η συζήτηση για την κατεδάφιση των κοινωνικών υπηρεσιών, των προνοιακών παροχών, των χρηματοδοτούμενων από το κράτος πολιτιστικών και εκπαιδευτικών πόρων και πολλών άλλων πραγμάτων που οι άνθρωποι είχαν καταλήξει να τα θεωρούν δεδομένα. Υπήρχαν φυσικά εκείνοι που επισήμαιναν το ενδεχόμενο ανισορροπίας μεταξύ δημόσιων εσόδων και δαπανών, καθώς μεγάλωναν τα έξοδα για τις συντάξεις, τη δε γενιά της δημογραφικής έκρηξης την έπαιρναν σιγά-σιγά τα χρόνια. Τα θεσμικά κόστη της θέσπισης κοινωνικής δικαιοσύνης σε τόσο πολλούς τομείς της ανθρώπινης

δραστηριότητας δεν θα μπορούσαν να μην είναι σημαντικά: η πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση, η δημόσια παροχή νομικής βοήθειας στους φτωχούς και οι πολιτισμικές επιδοτήσεις προς τις τέχνες δεν γίνονταν δωρεάν. Επιπλέον, καθώς η μεγάλη μεταπολεμική ανάπτυξη καταλάγιαζε και η ενδημική ανεργία γινόταν και πάλι ένα σοβαρό πρόβλημα, η φορολογική βάση των κρατών πρόνοιας άρχιζε να φαντάζει πιο σαθρή. Όλα αυτά ήταν έγκυροι λόγοι ανησυχίας τα στερνά χρόνια της εποχής της «μεγάλης κοινωνίας». Ενώ όμως εξηγούν τη σχετική απώλεια αυτοπεποίθησης της διοικητικής ελίτ, δεν εξηγούν τη ριζική μεταστροφή των στάσεων και των προσδοκιών που σημειώθηκε στον δικό μας καιρό. Άλλο το να φοβάσαι πως ένα καλό σύστημα ίσως να μην καταφέρει να διατηρηθεί, και άλλο το να χάσεις τελείως την πίστη σου σ’ αυτό. [Από το βιβλίο: Tony Judt, Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα. Πραγματεία για τις σημερινές μας δυσκολίες, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012. Το κείμενο επέλεξε ο Γιώργος Μπάρλας.] Share this: Πληροφορίες και σχόλια:

Κάτι δεν πάει καθόλου καλά όχι μόνο με τον τρόπο που ζούμε σήμερα αλλά και με τον τρόπο που σκεφτόμαστε τη ζωή μας. Σ’ αυτό το σύντομο αριστοτεχνικό βιβλίο, ο κορυφαίος ιστορικός Τόνυ Τζαντ αποκρυσταλλώνει τα δεινά που συσσωρεύονται στον σημερινό κόσμο και τη μεγάλη συλλογική μας δυσφορία, δείχνοντας ότι είναι ακόμα δυνατό να σκεφτούμε μια διέξοδο.

«Ένα εξαιρετικά υποβλητικό βιβλίο, πόσο μάλλον αν αναλογιστεί κανείς τις εξαιρετικές συνθήκες στις οποίες γράφτηκε. Ο συγγραφέας του είναι ο διαπρεπής ιστορικός της μεταπολεμικής Ευρώπης, ένας μελετητής εντυπωσιακής εμβέλειας και ευρυμάθειας κι ένας από τους πιο εξέχοντες και ευθείς δημόσιους διανοούμενους της Δύσης. [Το 2008] ο Τζαντ έμαθε ότι έπασχε από μια επιθετική μορφή πλάγιας αμυατροφικής σκλήρυνσης (ALS). Τον Αύγουστο [του 2009] έδωσε μάλλον την τελευταία δημόσια διάλεξή του σ’ ένα κατάμεστο ακροατήριο στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Μίλησε από μνήμης για ενενήντα λεπτά χωρίς διακοπή, συνεπαίρνοντας κατά κοινή ομολογία τους παρισταμένους. Αυτή η ομιλία, με περαιτέρω αναθεωρήσεις και συμπληρώσεις, έγινε το πιο πρόσφατο βιβλίο του. Πρόκειται ουσιαστικά για την πνευματική διαθήκη ενός ιστορικού που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην εντατική μελέτη και τον βαθύ αναστοχασμό των αποτυχιών και των επιτυχιών της Δύσης από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.»

Los Angeles Times

Η οικονομική κατάρρευση του 2008 έδειξε ολοφάνερα ότι το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο στην Ευρώπη και την Αμερική –μια εγγύηση ασφάλειας, σταθερότητας και [κοινωνικής] δικαιοσύνης– δεν είναι πια εξασφαλισμένο, κι ούτε καν υπεισέρχεται στη δημόσια συζήτηση. Ο Τόνυ Τζαντ υποστηρίζει, ότι αντί να τρέφουμε τυφλή εμπιστοσύνη στην αγορά –όπως κάνουμε με τεράστιο κόστος εδώ και τριάντα χρόνια– πρέπει να στραφούμε στο πρόσφατο παρελθόν μας και να αξιολογήσουμε την [κοινωνική] δικαιοσύνη πάνω από τη σκέτη αποδοτικότητα, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τον κόσμο όπου ζούμε. Προσφέρει έτσι μια γλώσσα στην οποία μπορούμε να διατυπώσουμε τις κοινές μας ανάγκες και να φανταστούμε μια νέα μορφή

διακυβέρνησης κι έναν καλύτερο τρόπο ζωής, απορρίπτοντας τον μηδενιστικό ατομικισμό της υπερσυντηρητικής δεξιάς και τον ξοφλημένο σοσιαλισμό του παρελθόντος.

Παθιασμένη, σοφή, διορατική και ανθρώπινη, η συμπυκνωμένη αυτή έκφραση των προβληματισμών μιας ζωής έρχεται να πάρει τη θέση της δίπλα στα αληθινά μεγάλα πολιτικά γραπτά της σύγχρονης και κάθε άλλης εποχής.

«Βλέπω τον εαυτό μου πρώτα και κύρια ως ένα δάσκαλο ιστορίας· έπειτα ως ένα συγγραφέα ευρωπαϊκής ιστορίας· έπειτα ως ένα σχολιαστή των ευρωπαϊκών υποθέσεων· έπειτα ως μια δημόσια πνευματική φωνή μέσα στην αμερικανική αριστερά· και μόνο μετά απ’ αυτά ως έναν ευκαιριακό συμμετέχοντα στην επώδυνη αμερικανική συζήτηση για το εβραϊκό ζήτημα…»

«Τόνυ Τζαντ: Η τελευταία συνέντευξη», Prospect, Αύγουστος 2010

ΤΑ ΝΕΑ 13-4-2012, ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΣ Τόνι Τζαντ: Οταν η Δύση άραξε στην πολυθρόνα της Τα κρίσιμα χρόνια «τα έφαγαν οι ακρίδες»

Στις 20 Ιουνίου 2010, οκτώ μήνες μετά τη διάλεξη του Τόνι Τζαντ στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» δημοσίευσαν ένα κείμενο που προκάλεσε αίσθηση. Το υπέγραφε ένας 16χρονος μαθητής και αποτελούσε ένα «Κατηγορώ» εναντίον του Μπαράκ Ομπάμα Δύο μήνες νωρίτερα είχε σημειωθεί η πετρελαϊκή καταστροφή της ΒΡ στον Κόλπο του Μεξικού. Εντεκα άνθρωποι είχαν σκοτωθεί και 200 εκατομμύρια γαλόνια αργό πετρέλαιο είχαν χυθεί στη θάλασσα. Ο μαθητής ήταν έξαλλος. «Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την περιβαλλοντική κρίση όπως τις πολιτικές και οικονομικές κρίσεις», έγραφε. «Αν όμως η πολιτική παρέρχεται και οι οικονομίες ανακάμπτουν, δεν συμβαίνει το ίδιο με το περιβάλλον. Ο πλανήτης δεν είναι ένας αναλώσιμος πόρος. Η αποκατάσταση των καταστροφών που έχετε προκαλέσει θα είναι η πρόκληση της γενιάς μου». Ο μαθητής λεγόταν Ντάνιελ Τζαντ. «Οσο περισσότερο μας λένε ότι οι κρίσεις είναι αναμενόμενες και δεν μπορεί να αποτραπούν από αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία», έγραφε πιο κάτω, «όσο μας λένε να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στον Θεό, όπως κάνει αυτός ο Πρόεδρος, τόσο περισσότερο χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στην κυβέρνηση». Ηταν σαφές ότι οι ευθύνες του Τόνι Τζαντ αυξάνονταν πλέον επικίνδυνα. Δεν έπρεπε να πείσει πια μόνο τους φοιτητές του. Δεν έπρεπε να γοητεύσει με επιχειρήματα μόνο τους αναγνώστες του. Επρεπε να εμποδίσει και τον γιο του να παραιτηθεί πρόωρα από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Και η κλεψύδρα της ζωής του άδειαζε με ταχύτατους ρυθμούς. Στον Ντάνιελ απάντησε με άρθρο στην ίδια εφημερίδα. «Αν θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο», τον συμβούλεψε, «καλύτερα να προετοιμαστείς για μια μακρά μάχη. Και στη μάχη αυτή θα υπάρξουν θυσίες». Στους Ντάνιελ όλου του κόσμου, στους απογοητευμένους αλλά καλοπροαίρετους νέους και όχι τόσο νέους, απάντησε με το βιβλίο του «Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα». Και το μήνυμα που τους έστειλε είναι το ακόλουθο: «Ως πολίτες μιας ελεύθερης κοινωνίας έχουμε καθήκον να βλέπουμε κριτικά τον κόσμο μας. Αλλά αν νομίζουμε ότι ξέρουμε τι δεν πάει καλά, οφείλουμε να δράσουμε με βάση αυτή τη γνώση. Οι φιλόσοφοι, σύμφωνα με μια διάσημη παρατήρηση, έως τώρα απλώς ερμήνευαν τον κόσμο με διάφορους τρόπους• το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε». Διαπρεπής ιστορικός της μεταπολεμικής Ευρώπης, ένθερμος υποστηρικτής του σιωνισμού στα νιάτα του και σφοδρός επικριτής της ισραηλινής πολιτικής στη συνέχεια, ο Τζαντ υποστηρίζει εδώ ότι μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου η Δύση έχασε μια μοναδική ευκαιρία να αναπλάσει τον κόσμο με άξονα κάποιους συμφωνημένους και βελτιωμένους διεθνείς θεσμούς και πρακτικές. «Αντί γι' αυτό, αράξαμε στην πολυθρόνα μας και δώσαμε συγχαρητήρια στον εαυτό μας γιατί κερδίσαμε τον Ψυχρό Πόλεμο: να ένας σίγουρος τρόπος για να χάσουμε την ειρήνη. Τα χρόνια από το 1989 έως το 2009 τα έφαγαν οι ακρίδες». Τι διδάγματα έπρεπε να έχουμε αντλήσει από το 1989; «Ισως πάνω απ' όλα ότι τίποτα δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε μοιραίο. Ο κομμουνισμός δεν ήταν μοιραίο να συμβεί - και δεν υπήρχε λόγος να διαρκέσει για πάντα. Ούτε, όμως, από την άλλη μεριά, μπορούσαμε βάσιμα να νιώθουμε σίγουροι ότι θα κατέρρεε. (...) Ακριβώς επειδή η Ιστορία δεν είναι προκαθορισμένη, εμείς οι κοινοί θνητοί οφείλουμε να την επινοούμε καθώς προχωρούμε - και μέσα σε συνθήκες, όπως ορθά επισήμανε ο γερο-Μαρξ, που δεν τις έχουμε διαμορφώσει πλήρως εμείς. Θα χρειαστεί να ξαναθέσουμε τα αιώνια ερωτήματα, αλλά να είμαστε ανοιχτοί σε διαφορετικές απαντήσεις». Στον «Φόρο τιμής στην Καταλωνία» ο Τζορτζ Οργουελ παρατηρεί ότι «αυτό που έλκει τους συνηθισμένους ανθρώπους προς τον σοσιαλισμό και τους κάνει να ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους γι' αυτόν, είναι η ιδέα της ισότητας». Αυτό ισχύει ακόμη, γράφει ο Τζαντ. Η αυξανόμενη ανισότητα μέσα και ανάμεσα στις κοινωνίες είναι αυτή που γεννά τόσες και τόσες κοινωνικές παθολογίες. Οι τερατωδώς άνισες κοινωνίες είναι και ασταθείς κοινωνίες. Γεννούν εσωτερική διαίρεση και, αργά ή γρήγορα, εσωτερικό αλληλοσπαραγμό - συνήθως με αντιδημοκρατική έκβαση. Οι σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν όμως να αρκούνται σε συνθήματα, ακόμη και αν αυτά αφορούν την επιδίωξη της ισότητας. «Η σιωπή με την οποία υποδέχθηκαν τις ωμότητες στα Βαλκάνια δεν λησμονήθηκε από τα θύματα. Οι σοσιαλδημοκράτες είναι ανάγκη να ξαναμάθουν πώς να σκέφτονται πέρα από τα σύνορά τους: υπάρχει κάτι βαθιά ανακόλουθο σε μια ριζοσπαστική πολιτική βασισμένη σε προσδοκίες ισότητας ή κοινωνικής δικαιοσύνης που κωφεύει μπροστά σε ευρύτερες ηθικές προκλήσεις και ανθρωπιστικά ιδεώδη».

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 14-4-2012, ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Τίποτα δεν θα είναι όπως πριν Η διαθήκη του Τόνυ Τζαντ Ποια δεινά μαστίζουν τη χώρα; Τι πήγε στραβά με τον τρόπο που ζούμε σήμερα αλλά και με τον τρόπο που σκεφτόμαστε τη ζωή μας; Ποιος ήταν ο κόσμος που χάσαμε; Πώς συσσωρεύτηκε, μαζί με τον μεγάλο πλούτο, τέτοια συλλογική δυσφορία; Η παγκοσμιοποίηση εμφανίστηκε ως ενημερωμένη έκδοση της πίστης του μεσουρανούντος μοντερνισμού στην τεχνολογία και το ορθολογικό μάνατζμεντ που στιγμάτισε τους ενθουσιασμούς των μεταπολεμικών δεκαετιών. Ωστόσο, η παρατεταμένη οικονομική μεγέθυνση από μόνη της δεν εγγυήθηκε ούτε ισότητα ούτε ευημερία. Δεν αποτέλεσε καν σίγουρη πηγή οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Η οικονομική κατάρρευση του 2008 έδειξε ολοφάνερα ότι το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο στην Ευρώπη, την Αμερική, τον κόσμο -μια εγγύηση ασφάλειας, σταθερότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης- δεν είναι πια εξασφαλισμένο, κι ούτε καν υπεισέρχεται στη δημόσια συζήτηση. Οφείλουμε να δώσουμε προσανατολισμό στους νέους! Μπορούμε να σκεφτούμε, να οραματιστούμε διεξόδους;

Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Τόνυ Τζαντ, ο πολυβραβευμένος, διαπρεπής ιστορικός της μεταπολεμικής Ευρώπης, μελετητής εντυπωσιακής εμβέλειας και ευρυμάθειας κι ένας από τους εξέχοντες, ευθείς δημόσιους διανοούμενους της Δύσης. Γεννημένος στο Λονδίνο το 1948, δίδαξε στα Πανεπιστήμια του Κέμπριτζ, της Οξφόρδης, του Μπέρκλεϊ και της Νέας Υόρκης. Στο τελευταίο, ίδρυσε και διηύθυνε το Ινστιτούτο Ρεμάρκ για τη μελέτη της Ευρώπης. Αρθρογραφούσε συχνά στο «New York Review of Books», το «London Review of Books» και τους Times της Νέας Υόρκης. Το 2008 ο Τζαντ χτυπήθηκε από μια επιθετική μορφή πλάγιας αμυατροφικής σκλήρυνσης και πέθανε το 2010. Τον Αύγουστο του 2009 έδωσε την τελευταία δημόσια διάλεξή του σ' ένα κατάμεστο ακροατήριο στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Μίλησε από μνήμης, χωρίς διακοπή, συνεπαίρνοντας τους παρισταμένους. Αυτή η ομιλία, με αναθεωρήσεις και συμπληρώσεις, έγινε το τελευταίο ανά χείρας βιβλίο του - ουσιαστικά η πνευματική διαθήκη του ιστορικού που αφιέρωσε τη ζωή του στην εντατική μελέτη και τον βαθύ αναστοχασμό των αποτυχιών και των επιτυχιών της Δύσης από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Τόνυ Τζαντ περιγράφει με μεστό, συμπυκνωμένο λόγο και με κριτική ματιά τον κόσμο ως «χώρα σε μετέωρη μεταβατική φάση» ανάμεσα στο λυκόφως του εθνικού κράτους και το λυκαυγές μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης που σέρνει την απουσία πολιτικής και σοφίας, συμπιεσμένους ανθρώπους, ανίσχυρους, ανασφαλείς, ανάμεσα στην έκλειψη εθνικών πολιτικών και στους απαθείς διεθνείς φορείς και στις μη υπόλογες αγορές.

Η κατάρρευση της «λαχτάρας για ασφάλεια», η οικονομικοκοινωνική περιχαράκωση, η πολιτική δημαγωγία, το αδιάκοπο αλισιβερίσι... «είναι σαν ο 20ός αιώνας να μην συνέβη ποτέ. Μας έχουν τσουβαλιάσει με το φρόκαλο σε μιαν υπεραφήγηση "ολοκληρωμένου παγκόσμιου καπιταλισμού", οικονομικής ανάπτυξης και εσαεί αυξανόμενης παραγωγικότητας. Οπως και οι παλαιότερες αφηγήσεις ατέρμονης βελτίωσης, το story της παγκοσμιοποίησης, το "Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική οδός", συνδυάζει ένα αξιολογικό μάντρα (ανάπτυξη-καλό), με την παραδοχή του αναπόφευκτου: η παγκοσμιοποίηση δεν αλλάζει, είναι μια φυσική διεργασία και όχι μια ανθρώπινη επιλογή.

Η αναπόδραστη δυναμική του παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού και ολοκλήρωσης έχει γίνει η αυταπάτη της εποχής». Τίποτα δεν θα είναι όπως πριν, λέει ο Τζαντ. Και τίποτα δεν είναι σίγουρο πως θα προκύψει στο «υποθηκευμένο μέλλον». Αντί, όμως, να τρέφουμε τυφλή εμπιστοσύνη στην αγορά πρέπει να στραφούμε στο πρόσφατο παρελθόν μας και να αξιολογήσουμε την κοινωνική δικαιοσύνη.

Στο βιβλίο του μάς κληροδοτεί μια συμπυκνωμένη, παθιασμένη, σοφή, διορατική και ανθρώπινη έκφραση των προβληματισμών μιας ζωής που θα έχει τη δική της θέση δίπλα στα αληθινά μεγάλα πολιτικά-κοινωνικά κείμενα των εποχών, της δικής μας και των ερχόμενων. Μας ανοίγει ένα πεδίο, μια κοινή γλώσσα στη βάση της οποίας μπορούμε να διατυπώσουμε ελπίδες, προσδοκίες και ανάγκες και να οραματιστούμε άλλες μορφές διακυβέρνησης κι έναν καλύτερο τρόπο ζωής, απορρίπτοντας τον μηδενιστικό ατομικισμό της υπερσυντηρητικής δεξιάς και τον ξοφλημένο σοσιαλισμό του παρελθόντος.

Η ΑΥΓΗ 15-7-2012, ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Η κοινωνία επιστρέφει στην αριστερά; Σχεδόν όλοι θα συμφωνούσαν ότι ο χώρος της αριστεράς χαρακτηρίστηκε τα τελευταία προ-μνημονιακά χρόνια από φαινόμενα απομαζικοποίησης. Υπήρξαν, βεβαίως, σύντομες περίοδοι που αυτή η απομαζικοποίηση έμοιαζε να μην είναι τόσο έντονη και η ερημία των ανθρώπων της αριστεράς να αναιρείται. Μόνο που επρόκειτο ακριβώς για σύντομες περιόδους και συνήθως η προσέλευση του μεγάλου αριθμού αφορούσε συγκεκριμένους στόχους. Από τη στιγμή που οι στόχοι αυτοί έπαυαν να υπάρχουν, έχοντας εκπληρωθεί ή διαψευσθεί, τα πράγματα επανέρχονταν στην παλιά τους ροή και οι άνθρωποι της αριστεράς ξαναγίνονταν σχετικά λίγοι.

Οι αιτίες που προτάθηκαν για να εξηγήσουν το παραπάνω φαινόμενο ήσαν αρκετές. Μία από αυτές ήταν πολιτική. Η κρίση της αριστεράς, που σοβούσε για πολλές δεκαετίες και απομάκρυνε τους ανθρώπους από αυτήν, θα επικυρωνόταν το '89 με την κατάρρευση του υπαρκτού-ανυπάρκτου σοσιαλισμού. Του λοιπού, οι ανησυχίες για το μέλλον των κοινωνιών με την αριστερά στην εξουσία, έδειξαν να γίνονται βεβαιότητες για το ότι δεν υπάρχει μέλλον, τουλάχιστον με αυτή την αριστερά. Το αποτέλεσμα δεν ήταν άλλο από την απίσχνασή της.

Μια δεύτερη αιτία ήταν κοινωνιολογικού χαρακτήρα. Ο ευδαιμονισμός και η κοινωνία της κατανάλωσης έχουν ως προϋπόθεση την αποκλειστική ενασχόληση του καθενός με τις ιδιωτικές του υποθέσεις. Όταν η διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους, μια διάκριση που οι κυρίαρχες κοινωνικές αξίες επιβάλλουν, περνάει σχεδόν αποκλειστικά μέσα από την κτήση υλικών αγαθών -μεγαλύτερο αυτοκίνητο από τον άλλο, πολυπλοκότερο κινητό, ομορφότερο ρούχο- τότε χρειάζονται χρήματα. Μόνον που τα χρήματα δεν είναι δεδομένα. Απαιτείται τεράστια προσπάθεια για την απόκτησή τους, και τότε ο χρόνος αρχίζει να λιγοστεύει. Οι άνθρωποι δεν σκέφτονται ή δεν έχουν καιρό για να ασχοληθούν με το δημόσιο χώρο, ώστε να έχουν έμπρακτα την έγνοια του άλλου. Με άλλα λόγια, στους ανθρώπους έλειπε το ενδιαφέρον ή/και ο χρόνος για να ασχοληθούν με την Αριστερά.

Στο κατά κυριολεξία τελευταίο του βιβλίο, Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα, ο Τόνι Τζαντ (Tony Judt) μας προσφέρει μια τρίτη ερμηνεία τού γιατί οι άνθρωποι έπαψαν σε μεγάλο βαθμό να ασχολούνται με την αριστερά, νοούμενη ως συλλογικό διακύβευμα. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτήν την ερμηνεία ιδεολογική. Σύμφωνα με τον Τζαντ, στα μέσα της δεκαετίας του '60 αναπτύχθηκε μια νέα αριστερά, που απέρριπτε τον παραδοσιακό κολλεκτιβισμό της προκατόχου της. Αυτή η νέα αριστερά έθετε ως προτεραιότητα τη «μεγιστοποίηση της ιδιωτικής ελευθερίας» και την «απεριόριστη ελευθερία έκφρασης αυτόνομων επιθυμιών». Το σύνθημα, που εξέφραζε το βαθύτερο πιστεύω της, ήταν: «το προσωπικό είναι πολιτικό». Όπως γραφότανε σε τοίχους της Αθήνας, «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά». Σε αυτήν την περίπτωση, το «άτομο ανεβαίνει στο θρονί», όχι ως συνέπεια κάποιων κοινωνιολογικών αναγκαιοτήτων αλλά ως μια ελεύθερη ιδεολογική επιλογή.

Όμως, όπως γράφει ο Τζαντ, όσο «θεμιτές κι αν είναι οι διεκδικήσεις των ατόμων και όση η σημασία των δικαιωμάτων τους, όταν δίνεται έμφαση σε αυτές, μοιραία μαραίνεται το αίσθημα ότι υπάρχουν κοινοί στόχοι. Μια φορά κι έναν καιρό αντλούσε κανείς το κανονιστικό του λεξιλόγιο από την κοινωνία - ή την τάξη, ή την κοινότητα: ό,τι ήταν καλό για όλους ήταν εξ ορισμού καλό και για τον καθέναν. Το αντίστροφο, όμως, δεν ισχύει». Σήμερα, που η οικονομική κρίση αλλάζει εκ βάθρων τις συντεταγμένες της πορείας μας, οφείλουμε να ξανασκεφτούμε ότι, αν η αυτο-πραγμάτωση είναι «πολύ μεγάλο πράμα», ακόμα μεγαλύτερο είναι η επιβίωση των πολλών. Μαζί λοιπόν με τα φάρμακα που θα «γιατρέψουν» πολιτικά την αριστερά, μαζί με την εγκατάλειψη του υλικού ευδαιμονισμού -εν πολλοίς αναγκαστική-, πρέπει να ξανάβρουμε την κοινή προσπάθεια. *Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος διδάσκει Πολιτική επιστήμη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Η ΑΥΓΗ, 31-7-2012, ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ Κοινωνία πολιτών και όχι λογιστών Η τριακονταετία της έκρηξης του ατομισμού. Η κρίση του 2008 θύμισε πως ο αρρύθμιστος καπιταλισμός είναι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού του. Η λατρεία των ιδιωτικοποιήσεων και η αύξηση των ανισοτήτων, μεταξύ πλουσίων και φτωχών, παρατηρούνται ως «φυσικά» φαινόμενα. Το χαλί, μαγικό κατά άλλους, των πολιτικοοικονομικών συμβάντων που οδήγησαν στη σημερινή γενικευμένη κρίση, έχει προ πολλού ξηλωθεί. Ο διακεκριμένος πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας Τόνι Τζαντ, που δυστυχώς έφυγε από τη ζωή πριν δύο χρόνια λόγω μιας εκφυλιστικής όσο και σπάνιας ασθένειας, αναλύει στον παρόντα τόμο την τεθλασμένη διαδρομή των δυτικών κοινωνιών από τη συνεκτική επαναστατικότητα στη γέννηση του έθνους-κράτους, έως και την οριοθετούμενη σύγχρονη εποχή από τις επιπτώσεις της σοσιαλδημοκρατικής (α) συνέπειας.

«Άπαξ και επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να δείξουμε ανυπακοή στο τεστ κερδοφορίας ενός λογιστή, θα έχουμε αρχίσει ν αλλάζουμε τον πολιτισμό μας». Με αυτή τη φράση ο Τζον Μέυναρντ Κέυνς υπογραμμίζει από τα βάθη του χρόνου τη δυσκοιλιότητα του ανθρώπου να φανταστεί μια διαφορετική κοινωνία. Την τελευταία εικοσπενταετία σε Ευρώπη και ΗΠΑ, στους κύκλους της καθεστηκυίας αφήγησης, η υποστήριξη μιας πρωτοβουλίας ή μιας πρότασης περιορίζονταν σε ζητήματα κέρδους-ζημίας. Ένα οικονομιστικό καλούπωμα σκέψης που καθήλωσε την ανθρώπινη συμπεριφορά βάση της «ορθολογικής επιλογής».

Έχουμε εν ολίγοις καταντήσει όντα οικονομικά. Εδώ ο στοχαστής εναποθέτει ξανά στον δημόσιο διάλογο, έννοιες που είτε έχουν ξεχαστεί, είτε μας κάνουν να τις ξεχάσουμε με το ζόρι, όπως αλτρουισμός, συλλογικοί στόχοι, αυταπάρνηση ή πολιτισμικές συνήθειες. Οι όροι προέρχονται από τη μηχανική και όταν υπερισχύσουν στην κοινωνιοκεντρική θέαση της πολιτείας, τότε οι παραπάνω έννοιες, μετατρέπονται σε γραφικές νοσταλγίες. Θα χρειαστεί πολύς αγώνας για δούμε πέρα από τη μύτη μας και πάλι, όπως σημείωνε εύστοχα ο Τζορτζ Όργουελ.

Το αναπόδραστο γεγονός είναι ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε άλλο έτσι. Η τελευταία τριακονταετία σήμαινε για πολλούς το κυνήγι του υλικού συμφέροντος. Μια επιδίωξη που έχει συμβληθεί με την αντίληψη του συλλογικού σκοπού. Η τριακονταετία της έκρηξης του ατομισμού. Η κρίση του 2008 θύμισε πως ο αρρύθμιστος καπιταλισμός είναι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού του. Η λατρεία των ιδιωτικοποιήσεων και η αύξηση των ανισοτήτων, μεταξύ πλουσίων και φτωχών, παρατηρούνται ως «φυσικά» φαινόμενα. Ακόμη πιο ακραία κατά τον Τόνι Τζαντ είναι και η ρητορεία που τα συνοδεύει. Ο συγγραφέας εντοπίζει τον θαυμασμό για την ανερυθρίαστη επιχειρηματικότητα του παιγνίου που δεν συνοδεύεται από την επόπτευση του κοινού καλού. Ο Τζαντ δεν ηθικολογεί. Επισπεύδει να μοιραστεί την αγωνία του με τους αναγνώστες για τα αδιέξοδα των μεγάλων ιδεολογιών, που ακροβατούν σε θολά νερά απέναντι στην επέλαση των άφρονων οικονομολόγων που επηρεάζουν κυβερνήσεις και ισχυρά λόμπι. Η συντηρητική Δεξιά, έχει χάσει το έρεισμα της μετριοπάθειας και του εθνικού σκοπού, η σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να συμβιβάσει τα περίπλοκα κοινωνικά αιτήματα, έχει χάσει τον ρυθμιστικό της έλεγχο, ενώ ρέπει με ταχύτητα προς το απόδιωχμα του κράτους πρόνοιας.

Η Αριστερά πασχίζει να κρατήσει τον ριζοσπαστισμό της ως πρόκριμα μαρξιστικής κληρονομιάς, αλλά μπαλατζάρει μεταξύ ουτοπιστικών κινημάτων και σκληρών καθεστώτων του πρόσφατου παρελθόντος. Ο Τζαντ εδώ δεν συμμερίζεται τον όψιμο πανηγυρισμό, όπως αναφέρει, πολλών έγκριτων αναλυτών και καθηγητών για την πτώση του '89. Σημειώνει πως η αντικατάσταση του υπαρκτού με χρηματοπιστωτικές ολιγαρχίες, μόνο δεινά έφερε. Παρόλα ταύτα, ο κορμός της ιδεολογικής πλατφόρμας (ιδιαίτερα σοσιαλδημοκρατίας και Αριστεράς), έτσι όπως μας έφερε από τον 19ο αιώνα και εντεύθεν, χρειάζεται αναδόμηση. Μια λειτουργική διακύμανση, που θα επανεφεύρει τον πεζό λόγο τους στο προσκήνιο.

Ανάμεσα στα άλλα, το σοβαρό εμπόδιο που ονομάζεται έλλειμμα Δημοκρατίας και αποτελεί στις μέρες μας μια ολισθηρή απόσχιση από τα κοινά. Οι δημοκρατίες μπορούν να επιβιώνουν και να επιβάλλονται σε πείσμα της αντίδρασης ή της αδιαφορίας των πολιτών. Στις μέρες μας ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, το εκκρεμές έχει πάει από την άλλη πλευρά. Οι ανεξέλεγκτες αντιδράσεις είναι μια σπίθα στην εκπαραθύρωση της αντιπροσώπευσης. Από το Νιου Ντιλ και τις μεγάλες κοινωνίες των μεταπολεμικών χρόνων στην Ευρώπη, όπου η ισορροπία της παραγωγής με την αναδιανομή περνούσε από τον ρυθμιστικό προγραμματισμό του κράτους, περάσαμε στον

λαβύρινθο των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Άραγε το συκοφαντημένο κράτος φαντάζει τελικώς ξανά σαν λύση;

Αυτό που απασχολεί τους περισσότερους ανθρώπους, δεν είναι η συνθηματολογία των αναπτυξιακών κινήτρων, που διαθέτει και μπόλικο βολονταρισμό μέσα της σαν σκέτη πρόταση, αλλά οι πολιτικές διαθέσεις γύρω από το άναμα της ελπίδας, την απώλεια της θέλησης, τον αποκλεισμό, την ψυχολογική βία. Αυτά είναι ζητήματα που απεγνωσμένα παλεύουν για απαντήσεις. Τι θα συνέβαινε εάν τις ποσοτικοποιήσουμε; Με τι τρόπο θα ορίσουμε τη ζημιά που επέρχεται όταν κάποιοι άνθρωποι, προκειμένου να λάβουν τα στοιχειώδη για την επιβίωσή τους, πρέπει πρώτα να σκύψουν το κεφάλι από ντροπή; Κοινωνικές προκλήσεις, αβεβαιότητα και μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία που προκρίνει χαμηλόμισθες παραγωγικές διαδικασίες συνθέτουν έναν άξονα συμφόρησης που οφείλει να αντιμετωπισθεί άμεσα. Υπάρχουν τα πολιτικά υποκείμενα που θα το πράξουν; Εδώ είναι το κομβικό σημείο. Κατά το ξέσπασμα της κρίσης, η εκποίηση των δημόσιων πόρων ξεκίνησε με τρόπο ληστρικό. Ένα μασημένο μοντέλο επί Θάτσερ και Ρέιγκαν, που είχε ήδη αποτύχει. Μα οι διεθνής αγορές είναι πολύ μεγάλες για να... φαλιρίσουν. Βραχίονες ιδιωτικών υπεργολαβιών ανέλαβαν να χτίσουν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο στη ρουλέτα της κερδοσκοπίας.

Για τον παθιασμένο Τόνι Τζαντ, το ξεχαρβάλωμα του κοινωνικού ιστού δεν κεφαλαιοποιείται σε ομόλογα χαμηλής κινητικότητας. Όταν θα βγούμε από το καβούκι του παρανοϊκού βολέματος, τότε θα αξιώσουμε τις μεταρρυθμιστικές τομές στις κοινωνίες, με σύνεση προς το συμφέρον των ανθρώπινων δεσμών και όχι των ομίλων.

Η νεκρολογία του Τόνι Τζαντ σε τοίχο στην Καβάλα/The obituary of Tony Judt on a wall of Kavala Αναρτήθηκε από τον/την Abravanel, the Blog στο 29/08/2010

Ελληνικά (english translation follows below)

Ο θάνατος celebrity ιστορικών/φιλοσόφων, όπως ο πρόσφατος του Τόνι Τζαντ, συνήθως είναι

μια ευκαιρία για μια συνολική παρουσίαση του έργου τους και μια ανανέωση της συζήτησης γύρω

από ιδέες κλειδιά της σκέψης τους. Κατά ένα περίεργο τρόπο, όμως, σε σημαντικό μέρος του

ελληνικού Τύπου και μπλογκόσφαιρας το έργο του αγνοήθηκε μπροστά στην προσπάθεια τονισθεί

το πώς υπήρξε ένθερμος σιωνιστής στα νιάτα του και πώς έγινε οπαδός της λύσης ενός δι-

εθνικού κράτους στο χώρο της Μέσης Ανατολής στην θέση ενός ανεξάρτητου Ισραήλ και

Παλαιστίνης –χαρακτηριστικό παράδειγμα το, μάλλον ιδεοληπτικό, άρθρο του Μιχάλη

Μήτσου στα Νέα. Αλλά ακόμα και επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στις απόψεις του Τζάντ

για τον αντισημιτισμό και το Ολοκαύτωμα επιλέχθηκε να αγνοηθεί οτι ο Τόνι Τζάντ ήταν ένας

ιστορικός και διανοούμενος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Δύση και απευθύνονταν σε αυτή.

Στον θαυμαστό χώρο της Εσπερίας η συζήτηση περί των Εβραίων ξεκίνησε από την δεκαετία του

’60, ενώ στην Ελλάδα μόλις τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και συνεχίζεται εξαιρετικά δειλά

σήμερα. Στην Δυτική Ευρώπη γεγονότα όπως η ύπαρξη του αντισημιτισμού ή η ιστορικότητα της

Σοά/Ολοκαυτώματος αποτελούν εδραιωμένες πεποιθήσεις που στηρίζονται σε δεκαετίες

ιστορικής έρευνας καιφιλοσοφικών αναζητήσεων. Από την άλλη μεριά στην Ελλάδα ακόμα

βαρυγκομαχά να ξεκινήσει η ιστορική έρευνα για την εξακρίβωση των ίδιων των γεγονότων, ούτε

καν λόγος για έναν κριτικό σχολιασμό τους.

Από ένα ενδιαφέρον άρθρο του Τονι Τζάντ για τον Αντισημιτισμό, το Ολοκαύτωμα και το Ισραήλ

στην ελληνική έκδοση της Monde Diplomatique βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό το

απόσπασμα:

Οι μαθητές και οι σπουδαστές δεν έχουν ανάγκη να τους θυμίζουμε τη γενοκτονία των Εβραίων,

τις ιστορικές συνέπειες του αντισημιτισμού ή το πρόβλημα του κακού. Γνωρίζουν το ζήτημα -

όπως οι γονείς τους δεν το γνώρισαν ποτέ. Και έτσι θα συνεχίσει να γίνεται.

Προσωπικά δεν είμαι σίγουρος το πόσο δίκιο έχει, άλλοι σύγχρονοι ιστορικοί/φιλόσοφοι όπως

οΠιερ Αντρέ Ταγκιέφ πιστεύουν οτι ο αντισημιτισμός στον οποίο αναφέρεται ο Τόνι Τζάντ

όντως έχει εξαφανιστεί αλλά απλώς για να δώσει τον χώρο σε νέες μορφές: μια μοντέρνα

εβραιοφοβία, (μια αξιόλογη κριτική στις θέσεις του Τζάντ υπάρχει σε αυτό το κείμενο). Βέβαια

ο ίδιος ο Τονι Τζάντ εμφανίζεται σε έρχεται σε αντίθεση με τον εαυτό του όταν ισχυρίζεται στο

Postwar… οτι : “Αν οι Ευρωπαίοι θέλουν να διατηρήσουν αυτό τον ζωτικό σύνδεσμο – εάν το

παρελθόν της Ευρώπης είναι να συνεχίσει να εφοδιάζει το παρόν της Ευρώπης με

προειδοποιητικό νόημα και ηθικό στόχο – τότε θα πρέπει να διδάσκεται ξανά με κάθε καινούργια

γενιά”.

Αλλά αυτό που θέλω να τονίσω είναι το γεγονός οτι βασίζεται στο δεδομένο οτι οι νέοι

γνωρίζουν για το Ολοκαύτωμα, την ύπαρξη του αντισημιτισμού, τις διαστάσεις του και την

ιστορική ευθύνη των χριστιανικών κοινωνιών. Στην Ελλάδα καμμία από αυτές τις προϋποθέσεις

δεν υπάρχει.

Ο ισχυρισμός μου οτι το ο θάνατος δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων αποκλειστικά λόγω του

θρησκεύματος τους δεν είναι μέρος της συλλογικής εθνικής ταυτότητας είναι υπερβολικά

περίπλοκος για να αναλυθεί σε μια ανάρτηση. Αλλά αν κάτι επαρκεί για να τον επιβεβαιώσει είναι

ηολοκληρωτική απουσία της Σοά/Ολοκαυτώματος από το ελληνικό εκπαιδευτικό

σύστημαγια δεκαετίες. Μέχρι και το 2007, όταν και έγραψα το άρθρο Greek History

textbooks, κανείς Ελληνας Χριστιανός δε θα μάθαινε τίποτα για αυτό το θέμα μέσα σε 12/15

χρόνια υποχρεωτικής δημόσιας εκπαίδευσης ενώ το ελληνικό Κράτος την αναγνώρισε επίσημα

μόλις το 2003, χωρίς ακόμα αυτό να έχει μεταφραστεί σε μια πραγματικότητα αφού η κρατική

Ημέρα Μνήμης αποτελεί αφορμή για αντι-ισραηλινή ρητορική – χαρακτηριστικό παράδειγμα η

επιλογή της κρατικής τηλεόραση το 2005 αντί να τιμήσει την Κρατική Ημέρα Μνήμης

να προβάλλει ένα αντι-ισραηλινό ντοκιμαντέρ. Με την κρατική είσοδο της Ελλάδας

στην “Ομάδα για την Διεθνή Συντονισμό στην μελέτη, εκπαίδευση και μνήμη του

Ολοκαυτώματος” (ITF) η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να εισάγει το θέμα και όντως έχουν

υπάρξει βήματα προόδου που ελπίζεται να αποδώσουν στην επόμενη γενιά – σχεδόν 100 χρόνια

μετά το ίδιο το γεγονός. Με τέτοια δεδομένα δεν είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς οτι οι

νεαροί Ελληνες Χριστιανοί όχι μόνο δεν γνωρίζουν τίποτα για τους Ελληνες Εβραίους συμπολίτες

τους που χάθηκαν στη Σοά/Ολοκαύτωμα, αλλά ξέρουν σημαντικά λιγότερα από τους γονείς

τους που τουλάχιστον είχαν τις εμπειρίες των ίδιων των γονιών τους για να επιβεβαιώσουν

τουλάχιστον την ιστορικότητα της Σοά/Ολοκαυτώματος.

Αυτά και άλλα πολλά πέρασαν από το μυαλό μου όταν διάβαζα το άρθρο του καθηγητή Στάθη

Καλύβα στην Καθημερινή. Σε αυτό αναφέρει οτι όταν πρότεινε τον Τόνι Τζάντ ως σύνεδρο στο

συνέδριο «Το Ολοκαύτωμα ως τοπική ιστορία: Παρελθόν και παρόν μιας σύνθετης

σχέσης» το 2008 στη Θεσσαλονίκη υπήρξαν αντιδράσεις. Το περίεργο είναι οτι θεωρεί οτι οι

απόψεις του για το Ισραήλ φταίνε και δεν αναρωτιέται για την σκοπιμότητα πρόσκλησης ενός

ανθρώπου που κάνει μια ανάγνωση δευτέρου επιπέδου στη Σοά/Ολοκαύτωμα σε ένα

συνέδριο που ασχολείται με την τοπική ιστορία και ειδικότερα σε μια πόλη που έχει τρομακτικά

προβλήματα αποδοχής της κληρονομιάς του εκτεταμένου δοσιλογισμού κατά την διάρκεια της

Γερμανικής Κατοχής. Δεν θα θελήσω καν να αναφερθώ στο γεγονός οτι ο Τόνι Τζάντ εμφανίζεται

να κάνει αρκετά λάθη στο κομμάτι που αφορά την Ελλάδα, που ίσως δεν αφορά από την

συνολική εκτίμηση του έργου του αλλά σίγουρα κάνει την επιλογή του για ένα συνέδριο στην

Ελλάδα μάλλον απρόσφορη.

Όταν θα έρχονταν ο Τόνι Τζάντ για να μας πει οτι δεν υπάρχει πλέον ανάγκη για ενημέρωση για

τη Σοά/Ολοκαύτωμα ακριβώς που θα τον πήγαινε ο Σ.Καλύβας τις ελεύθερες ώρες εκτός

συνεδρίου; Να δει τις εβραϊκές ταφόπλακες που χρησιμοποιούνται σαν παγκάκια στο

πανεπιστημιούπολη του Αριστοτέλειου ή σαν φτηνό οικοδομικό υλικό στον ναό του

Αγ.Δημητρίου, πολιούχο της πόλης; Ίσως θα τον υποδέχονταν ο Δήμαρχος Παπαγεωργόπουλος

που ανήκει σε μια παράταξη που ενεργητικά αντιστάθηκε στην ανέγερση οποιουδήποτε μνημείου

για τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς της μέχρι που υποχρεώθηκε να υποκύψει και τελικό

αποτέλεσμα είναι να το στήσει μέσα σε ένα πάρκινγκ αυτοκινήτων. Ή θα τον πήγαινε για

διάλεξη σε κάποιο σχολείο στις Συκιές ή στην Περαία για να συζητήσουν για την

Σοά/Ολοκαύτωμα μόνο για να ανακαλύψει οτι οι μαθητές καν δεν ξέρουν καν οτι υπάρχουν

Εβραίοι στην πόλη Μητέρα του Ισραήλ και οτι το Ολοκαύτωμα ξεκίνησε στην ίδια τους την

πόλη και όχι στην μακρινή Πολωνία; Μετά από τέτοια περιήγηση ο Τόνι Τζάντ μπορούσε ίσως να

απορρίψει την Θεσσαλονίκη ως προβληματική πόλη και εξαίρεση, αλλά νομίζω οτι θα

αναγκάζονταν να αναρωτηθεί για την βασιμότητα των απόψεων του όταν θα έβλεπε

τις διαμαρτυρίες των πλεον επιφανών ελλήνων ιστορικών για τα κλειστά αρχεία του Υπ.Εξ.

που καταλήγουν σε βιβλία προπαγάνδας που θυμίζουν άλλες εποχές. Αλλά τώρα ο ίδιος ο

Τζάντ δε φαίνεται να θεωρούσε την Ελλάδα και πολύ ευρωπαϊκή μιας και εμφανίζει την είσοδο

την Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. ως “μια επιλογή της ελπίδας επί της λογικής” που μετάνιωσαν στις

Βρυξέλλες.

Μετά δεν έχει άδικο ο καθ.Σαμ Χασσίδ όταν σε επιστολή του πάνω στο συνέδριο σημείωνε,

(αντιγράφω από την ιστοσελίδα του Ζαν Κοέν):

Το αποτέλεσμα είναι τραγελαφικό από πολλές απόψεις – μια και αντί για τοπικό, επαρχιώτικο αν

προτιμάτε, συνέδριο για την (πενιχρή, πτωχή μέχρι ανύπαρκτη) θέση του Ολοκαυτώματος στην

Ελληνική ιστορία έχουμε ένα διεθνές ΜΗ ΤΟΠΙΚΟ συνέδριο για το Ολοκαύτωμα στην Ιστορία

γενικά ή σε διαφόρους τόπους – όπου σύμφωνα με το άρθρο του κ.Καλύβα μόνο 9 απο τις 50

παρουσιάσεις ήταν για την Ελλάδα (2 για την Θεσσαλονίκη) – οξύμωρο σχήμα (ή καλύτερα ά-

τοπο).

Ετσι ο κ.Καλύβας παρουσιάζει σαν νέο ιστορικό εύρημα πως πολλοί εβραίοι που γύρισαν από τα

στρατόπεδα στην Πολωνία είδαν τους νέους κατοίκους των σπιτιών τους να αντιδρούν βίαια –

που είναι γνωστό σε πολλούς με επιφανειακές γνώσεις για το Ολοκαύτωμα. Στο συνέδριο υπάρχει

και παρουσίαση για την ανάλογη κατάσταση στην Γαλλία μετά το Βισσύ. Μήπως όμως είναι

τραγική ειρωνεία από τοπικής πλευράς ότι λείπει από τις παρουσιάσεις αυτές κάποια άλλη χώρα ?

Δεν είναι δυστυχώς εντελώς αληθές ότι μετά τόσα χρόνια το Ολοκαύτωμα στην Ευρώπη έχει

πλήρως ερευνηθεί που να μην υπάρχουν πια κενά. Αυτό όμως που είναι βέβαιο είναι πως το

Ολοκαύτωμα των εβραίων της Ελλάδας ΔΕΝ έχει βρει τη θέση που του αρμόζει στην Ελληνική

Ιστορία. Αν και μετά το 1990 έχουν γίνει πολλές παρουσιάσεις με θέματα το Ολοκαύτωμα των

εβραίων της Ελλάδας – πλούσια δραστηριότητα της Εταιρείας για την μελέτη του ελληνικού

εβραϊσμού – το Ολοκαύτωμα για τους περισσότερους έλληνες ιστορικούς είναι κάτι που έγινε

ΑΛΛΟΥ – στην Μεγάλη Ευρώπη – η Ελλάδα είχε τα δικά της προβλήματα και το Ολοκαύτωμα των

εβραίων πολιτών της δεν την αφορά ιδιαίτερα. Είναι τα 6 εκατομμύρια της Ευρώπης – όχι οι

60 χιλ. της Ελλάδας. Στο αποσυρθέν βιβλίο της κας Ρεπούση η φωτογραφία δείχνει το

πολωνοεβραιόπουλο με τα σηκωμένα χέρια – όχι την ανάλογη με τους ελληνοεβραίους της

Θεσσαλονίκης ή των Ιωαννίνων. Στην Μαύρη Βίβλο της Κατοχής ΜΟΝΟ μισή σελίδα αφιερώνεται

στους εβραίους – από τις 126 (να υπενθυμίσουμε πως το Ολοκαύτωμα των εβραίων της Ελλάδας

ειναι 100 Καλάβρυτα και 300 Δίστομα ?). Σαν αποτέλεσμα – εκφράζονται εκ διαμέτρου αντίθετες

απόψεις για θέματα όπως τον ρόλο των δωσιλόγων, την συμμετοχή των εβραίων στον πόλεμο και

την αντίσταση, τον ρόλο των εβραίων συνεργατών. Παράδειγμα και η παρουσίαση του κ.

Μαυρογορδάτου – που συμμετείχε και στο τελικό πάνελ – στο συνέδριο φτάνει σε εκ διαμέτρου

αντίθετο συμπέρασμα με το βιβλίο του Μιχαήλ Μάτσα στο κατά πόσο η αφομοίωση των εβραίων

της Ελλάδας επηρέασε το αν επέζησαν από το Ολοκαύτωμα..

Ακριβώς για αυτό το λόγο πιστεύω οτι το πώς αντιλαμβάνονται στην Ελλάδα το, πραγματικά

αξιόλογο, έργο του Τόνι Τζάντ σε οτι αφορά τον Εβραισμό και το Ολοκαύτωμα

συνοψίζεται άριστα από αυτό το σύνθημα που κοσμεί το λιμάνι της Καβάλας, μιας πόλης

που μπορεί σήμερα να μην έχει εβραίους αλλά σίγουρα διαθέτει ανθρώπους που τους ξέρουν

καλά.

Επιλογές The Books' Journal · Αρέσει σε 4.475 άτομα 3 Μαΐου 2012 στις 12:33 π.μ. ·

Ο Τόνι Τζαντ και η σοσιαλδημοκρατία. Το κείμενο του Γιώργου Σιακαντάρη στο νέο Books' Journal. To αναγκαίο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Tony Judt, Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα. Πραγματεία για τις σημερινές μας δυσκολίες, μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012, 234 σελ. Από τον Γιώργο Σιακαντάρη Τι είναι σήμερα συλλογικό αγαθό; Πώς και από ποιον μπορεί να προσφέρεται; Ποιοι θα επωφεληθούν απ’ αυτό; Πώς θα επανασυσταθεί η συμμαχία μεταξύ μεσαίων και ασθενέστερων στρωμάτων; Πώς θα γίνει ο συμβιβασμός της εργασίας με την αγορά και το κεφάλαιο; Αν και οι λύσεις δεν μπορεί να είναι οι παλιές, αφού «το παρελθόν είναι μια άλλη χώρα», τα ερωτήματα ωστόσο παραμένουν τα ίδια. Σύμφωνα με τον Τόνυ Τζαντ, κι η απάντηση είναι μια γνωστή λέξη: σοσιαλδημοκρατία. Ποιο είναι το σύγχρονο περιεχόμενό της; [ΤΒJ] Η ζωή και το έργο του Τόνυ Τζαντ ως κοινωνικού επιστήμονα είναι συνδεδεμένα με την έμφαση που έδωσε στον αγώνα για την επίλυση του κοινωνικού ζητήματος. Γι’ αυτόν, η ιστορία της Δύσης στον 20ό αιώνα είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία των αγώνων –κυρίως των σοσιαλδημοκρατών, τους οποίους και ανεπιφύλακτα εντάσσει στην Αριστερά– για τη ρύθμιση του κοινωνικού ζητήματος. Αυτό είναι όμως το διακύβευμα όχι μόνο της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής Αριστεράς, αλλά και ο μείζων στόχος των βικτωριανών μεταρρυθμιστών και των αμερικανών ακτιβιστών τής πριν από το 1914 εποχής. Για όλους αυτούς ήταν σαφές πως ο καπιταλισμός από μόνος του δεν μπορούσε, γιατί δεν τον αφορούσε, να επιλύσει το πρόβλημα της φτώχειας, του υπερπληθυσμού, του υποσιτισμού και της κακής υγείας στις νέες βιομηχανικές πόλεις. Και αν αυτά υπήρχαν την εδουαρδινή εποχή, μετά τη δεκαετία του 1970 επανεμφανίζονται και συναρτώνται με νέα προβλήματα που προκύπτουν από τις ανισότητες, όπως η αυξανόμενη ανασφάλεια και η ανεργία, η αδυναμία πρόσβασης στα φάρμακα για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, η αδυναμία αγοράς αγαθών, αλλά και το έγκλημα, ο αλκοολισμός, η βία, οι ψυχασθένειες και πολλές άλλες παρενέργειες του άλυτου κοινωνικού ζητήματος, του ζητήματος δηλαδή των κοινωνικών ανισοτήτων σε κοινωνίες στις οποίες, ενώ ο ιδιωτικός πλούτος αυξάνει, η αναδιανομή του ακολουθεί αντίστροφη πορεία.

Ποιος είναι όμως ο Τόνυ Τζαντ; Γεννημένος το 1948, σπούδασε Ιστορία στο Καίημπριτζ και στην Ecole Normale Superieurre και, το 1988, εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, όπου από το 1995 διηύθυνε το Ινστιτούτο Remarque Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Πριν απ’ όλα αυτά, είχε υπάρξει μαρξιστής και φανατικός σιωνιστής, μάλιστα το 1967 πήγε να συμμετάσχει στον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Αράβων. Εκεί όμως διαπίστωσε το μίσος και την αδιαφορία για την τύχη των απλών αράβων πολιτών και από τότε άφησε το βαθύ αίσθημα ανθρωπισμού που τον κατείχε να υπερνικήσει τον εθνικισμό του. Έκτοτε, έγινε και στόχος της ισραηλινής αδιαλλαξίας. Ξεκίνησε την επιστημονική του πορεία ως ιστορικός του γαλλικού σοσιαλισμού, για να συνεχίσει ως ιστορικός των ιδεών. Στο σημαντικό βιβλίο του Το βάρος της ευθύνης (1998) , πραγματεύεται τη ζωή και τις ιδέες τριών σημαντικών και τόσο διαφορετικών μεταξύ τους διανοούμενων του 20ού αιώνα: του Λεόν Μπλουμ, του Ρεημόν Αρόν και του Αλμπέρ Καμύ. Αυτό που ενώνει τρεις τόσο διαφορετικούς διανοούμενους είναι το πάθος για την κοινωνική δικαιοσύνη και η αγανάκτησή τους από την απουσία της ελευθερίας και της ισότητας στις κοινωνίες. Αυτό το πάθος για την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων εμπνέει και τον ίδιο τον Τζαντ. Το βιβλίο του, που επικύρωσε την αξία του ως ιστορικού, ήταν η Μεταπολεμική Εποχή της Ευρώπης μετά το 1945 (2005) . Μεταξύ άλλων, περιγράφει, αναλύει και υποβάλλει σε κριτική όσα συνέβαλαν στο να επιτευχθεί το μεταπολεμικό θαύμα του ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας. Εξηγεί επίσης πώς το κράτος πρόνοιας, με βοηθό του το πνεύμα του φιλελευθερισμού, και της άρνησης των κοινωνικών ανισοτήτων που το διέπει, έσωσαν τον καπιταλισμό. Το όχημα γι’ αυτή τη σωτηρία ήταν στην Αμερική το New Deal και στην Ευρώπη το κράτος πρόνοιας που έκτισαν κυρίως η σοσιαλδημοκρατία, αλλά και ορισμένες συντηρητικές δυνάμεις. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, λέει ο Τζαντ, απέδειξε ότι η ζωή μπορεί να βελτιωθεί πάρα πολύ, χωρίς να καταφύγει κανείς στη βίαιη επανάσταση και, κυρίως, χωρίς να καταλυθούν το κράτος δικαίου και η δημοκρατία. Η ιδέα ότι το κράτος πρόνοιας θα μπορούσε να αποτελέσει την καλύτερη απάντηση στις κοινωνικές ανισότητες, υποστηρίζει, δεν είχε περάσει ούτε καν από το μυαλό των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών του 19ου αιώνα. Αν τα δύο προαναφερθέντα κείμενα είναι τα μείζονα επιστημονικά του έργα, το βιβλίο Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα. Πραγματεία για τις σημερινές μας δυσκολίες, που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, αποτελεί τη συμπυκνωμένη έκφραση του ιδεολογικού και πολιτικού του πιστεύω, των αρχών του για μια κοινωνία που συνεχώς οφείλει να μάχεται κατά των ανισοτήτων. Περιέχει την αναπτυγμένη, επεξεργασμένη και εμπλουτισμένη εκδοχή μιας διάλεξης που έδωσε τον Αύγουστο του 2009, ενόσω ήταν ήδη καθηλωμένος περί τον ένα χρόνο

σε αναπηρική καρέκλα λόγω της ασθένειας Λου Γκέρινγκ (επιθετική μορφή πλάγιας αμυoτροφικής σκλήρυνσης) και μπορούσε να μιλήσει με τη βοήθεια μιας αναπνευστικής συσκευής. Πέθανε δέκα μήνες έπειτα από εκείνη τη διάλεξη, τον Ιούνιο του 2010. Είχε όμως προλάβει να τη δει να εκδίδεται, αρχικά με τη μορφή άρθρου στο New York Review of Books, στη συνέχεια δε πρόλαβε και την έκδοσή της σε βιβλίο με τον τίτλο Ill Fares the Land. Ένα απόσπασμα του βιβλίου δημοσιεύτηκε στη βρετανική εφημερίδα The Guardian με τίτλο «Ένα μανιφέστο για μια νέα πολιτική». Κάλλιστα θα μπορούσε όμως να έχει τίτλο: «Μανιφέστο του αναγκαίου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος κατά τον 21ο αιώνα». Εκτός από τις πολιτικές και ιδεολογικές του αρχές, τέλος, αυτό το βιβλίο ξεχειλίζει από μαχητικότητα ενός πνευματικού ανθρώπου κατά του θανάτου και της ανθρώπινης φθοράς. Είναι ένα μανιφέστο αισιοδοξίας κατά της απαισιοδοξίας, αλλά και υπενθύμισης της ανάγκης οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως της προσωπικής πορείας τους, να εμπνέονται από διάθεση υποστήριξης κοινών σκοπών. Ο Τόνυ Τζαντ με αυτό το έργο επιβεβαιώνει τη γνωστή φράση του Αντόνιο Γκράμσι: «ο άνθρωπος του πνεύματος οφείλει να συνδυάζει την απαισιοδοξία της γνώσης με την αισιοδοξία της θέλησης». Οι κοινωνίες της σχετικής ισότητας Ο Τζαντ δεν πρεσβεύει ότι οι κοινωνίες μπορούν να επιστρέψουν στο παρελθόν τους. Πιστεύει όμως ότι ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε την ιστορία μας, αν θέλουμε να διαμορφώσουμε τις συνθήκες για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτός είναι και ο λόγος που ανατρέχει στις εποχές της κεϋνσιανής συναίνεσης. Αυτό που σύμφωνα με τον Κέυνς απειλούσε τα θεμέλια της κοινωνίας δεν ήταν η απουσία της ανταγωνιστικότητας, της αποδοτικότητας, του οικονομικού κέρδους, αλλά η διάδοση της αβεβαιότητας. Αυτή η αβεβαιότητα διαβρώνει την αυτοπεποίθηση και τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας, προκαλώντας στην οικονομία μεγάλες ζημιές, ενώ οδηγεί σε παροξυσμούς συλλογικού φόβου. Αλλά καμία οικονομία, ούτε η ελεύθερη αγορά, δεν μπορεί να λειτουργήσει σε περιόδους όπου κυριαρχούν οι συλλογικές και οι μαζικές φοβίες. Ο Κέυνς αν και πέθανε το 1946, πριν ακόμη επικρατήσει το ευρωπαϊκό μοντέλο του κράτους πρόνοιας, είχε ήδη δει τις επιτυχίες του New Deal και είχε αποδείξει πως ο καπιταλισμός και ο φιλελευθερισμός δεν θα είχαν επιζήσει αν δεν στηρίζονταν ο ένας στον άλλο, και οι δυο μαζί στο κράτος πρόνοιας. Το μέγα παράδοξο της κεϋνσιανής συναίνεσης ήταν ότι ο καπιταλισμός κατόρθωσε να επιζήσει και στη συνέχεια να ευημερήσει, χάρη σε αλλαγές που θύμιζαν τον σοσιαλισμό. Η σανίδα σωτηρίας του καπιταλισμού ήταν το κράτος πρόνοιας – και οι σωτήρες

του, τα σοσιαλδημοκρατικά αλλά και αρκετά συντηρητικά κόμματα. Μαζί με τον καπιταλισμό, βεβαίως, σώθηκαν η δημοκρατία και η κοινωνία των πολιτών. Αυτό συνέβη γιατί όλοι ήξεραν τι έγινε στο πρόσφατο παρελθόν (π.χ., πώς, κάτω από ποιες συνθήκες κατέρρευσε η δημοκρατία της Βαϊμάρης και, κυρίως, ποιες ήταν οι συνέπειες εκείνης της κατάρρευσης), γι’ αυτό με μεγάλη ευκολία αποφάσισαν να περιορίσουν τις ελευθερίες της αγοράς προς χάριν του δημόσιου συμφέροντος. Αυτό συνέβη στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον προώθησε μια σειρά κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές, επειδή ακριβώς επιβίωναν τα υπολείμματα της συναίνεσης του New Deal. Τότε, την αμερικανική κοινωνία δεν τη δίχασαν οι νόμοι για τη φορολογία ή την υγειονομική περίθαλψη, αλλά οι νόμοι για τις φυλετικές σχέσεις. Κατά συνέπεια, δύο γενιές Αμερικανοί έζησαν την εργασιακή ασφάλεια και την ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Στην Ευρώπη συγκροτήθηκαν δυο μοντέλα συναίνεσης και πρόνοιας. Το ένα, που επικράτησε στη Γερμανία, στη Γαλλία και σε μερικές άλλες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, έστρεψε την προσοχή του στη διατήρηση της εργασιακής ειρήνης και στην εξασφάλιση ενός κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κράτους, βιομηχάνων και εργατών. Αυτό εγγυούνταν την παραμονή στην εργασία όσων ήδη εργάζονταν, προσέφερε δε καλές αμοιβές και συνθήκες εργασίας για τους απασχολούμενους ενώ, παράλληλα, στηρίζονταν στην παραγωγική δραστηριότητα του ίδιου του κράτους. Η προστασία της εργασίας ήταν το σήμα κατατεθέν του. Ή, για να το πούμε με τις διατυπώσεις του Τόνυ Τζαντ, «εδώ δόθηκε έμφαση στην προστασία του απασχολούμενου πολίτη από τα πλήγματα της οικονομίας της αγοράς» (σ. 87). Το άλλο μοντέλο ήταν αυτό της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία έμεινε μακριά από κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα και εστίασε στην οικοδόμηση ενός υπερανεπτυγμένου συστήματος υπηρεσιών στην υγεία, στην παιδεία, στην ασφάλεια, στις δημόσιες συγκοινωνίας, με πόρους που αντλούσε από την υψηλή και αναλογική φορολόγηση. Όπως επίσης επισημαίνει ο Τζαντ, «τους σκανδιναβούς σοσιαλδημοκράτες τους ενδιέφερε πολύ περισσότερο η προοδευτική φορολογία και η παροχή ευρύτατων κοινωνικών υπηρεσιών, παρά ο κρατικός έλεγχος των μεγάλων βιομηχανιών» (σ. 70). Ο σοσιαλισμός για τους σκανδιναβούς σοσιαλδημοκράτες ήταν μια διανεμητική έννοια. Αυτό που η σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία προτιμούσε, σε αντίθεση με την ηπειρωτική, ήταν η εγγύηση των συλλογικών αγαθών και όχι η κρατική ιδιοκτησία. Το ηπειρωτικό μοντέλο, αλλά και οι παραλλαγές των Βρετανών Εργατικών, λάτρευαν την ιδέα της δημόσιας ιδιοκτησίας. Το κράτος όμως, όπως τονίζει ο Τζαντ, αποδείχτηκε ότι μπορεί να είναι εξ ίσου

αναποτελεσματικό όσο και κάθε κακός επιχειρηματίας. Σε γενικές γραμμές, άλλωστε, και στην Αμερική και στην Ευρώπη, ήταν διάχυτη η πεποίθηση ότι η αγορά αδυνατεί να θέσει συλλογικούς στόχους και, κατά συνέπεια, αυτό καλούνταν να το κάνει το κράτος, αφού σέβεται τους ελεύθερους και ελεγχόμενους τρόπους λειτουργίας της αγοράς. Για όσους πίστευαν και προωθούσαν αυτού του τύπου την κοινωνική κουλτούρα, σοσιαλισμός δεν σήμαινε κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, επανάσταση, μονοκομματικό κράτος, κατάργηση της δημοκρατίας, αλλά μόνο μια κοινωνική συνθήκη που εξασφάλιζε δημόσια παιδεία, δημόσιες υπηρεσίες υγείας και ιατρική ασφάλιση, δημόσια πάρκα και παιδικές χαρές, συλλογική μέριμνα για τους ηλικιωμένους, τους ανάπηρους και τους άνεργους. Σήμαινε δηλαδή μια κοινωνία εμπιστοσύνης. Κεϋνσιανή συναίνεση, ελεύθερη αλλά ρυθμιζόμενη αγορά, κλίμα κοινότητας και εμπιστοσύνης, κοινοί σκοποί ήσαν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των μεγάλων κοινωνιών. Η εμπιστοσύνη είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη των κοινωνιών, αλλά προκειμένου να επιτευχθεί χρειάζεται οι κοινωνίες να είναι συμπαγείς και ομοιογενείς. Κατά τον Τζαντ, προϋπόθεση για την άρση των ανισοτήτων δεν είναι η ανάπτυξη. Αντιθέτως, υπάρχουν άπειρα παραδείγματα όπου οι οικονομίες ευημερούν, αλλά οι πολίτες δεν προσπορίζονται τα οφέλη της μεγέθυνσής τους και οι ανισότητες αυξάνουν αντί να μειώνονται. Μόνο ένας συνδυασμός κοινωνικού συμβολαίου για αμοιβαία εμπιστοσύνη και σεβασμό των ξεχωριστών αρμοδιοτήτων μεταξύ των παραγόντων της αγοράς, του κράτους και της κοινωνίας εγγυάται τη λειτουργία των μεγάλων κοινωνιών. Για το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο πρόνοιας –κυρίως αυτό της ηπειρωτικής Ευρώπης–, γράφει ο Τζαντ, «το να πετάς ανθρώπους στο δρόμο σε περιόδους οικονομικής κάμψης ήταν πολύ πιο σοβαρό από την υποθετική απώλεια αποδοτικότητας, που προέκυπτε από τη διατήρηση “μη αναγκαίων” θέσεων εργασίας» (σ. 87). Δεν υποστηρίζει, δηλαδή, ότι δεν πρέπει να υπάρχει αγορά, δημοσιονομική πειθαρχία, έλεγχος των δαπανών, ανταγωνιστικότητα, αποδοτικότητα, ορθολογικές επιλογές και γενικά ελεύθερη λειτουργία των αγορών. Για να υπάρχουν όλα αυτά, όμως, επισημαίνει, χρειάζεται να λειτουργεί ένα κράτος που θα προσφέρει υπηρεσίες προς τους πολίτες του, υπηρεσίες που αφορούν τη διανομή συλλογικών αγαθών. Για να το πούμε πιο απλά, κατά τον Τζαντ, προϋπόθεση για τη λειτουργία της οικονομίας στις συνθήκες του καπιταλισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι η προτεραιότητα της πολιτικής. Διότι, τελικά, τα κράτη πρόνοιας δεν ήταν μια αναγκαστική σοσιαλιστική στόχευση, αλλά προϊόντα αλλαγής στον τρόπο του σκέπτεσθαι για τα δημόσια αγαθά και το συλλογικό συμφέρον. Θα μπορούσα να συμπυκνώσω ακόμη περαιτέρω τη σκέψη του Τόνυ Τζαντ, τονίζοντας ότι αυτά τα μοντέλα δεν ήταν οικονομική αλλά πολιτική επιλογή, με

θετικές οικονομικές συνέπειες. Σίγουρα στοίχιζαν οικονομικά πολύ πιο ακριβά από τα μοντέλα της ανοικτής και πλήρως απελευθερωμένης αγοράς, αλλά η κοινωνική δυσαρμονία που προκαλεί το λεγόμενο «νεοφιλελεύθερο» μοντέλο στοιχίζει στην οικονομία, στην κοινωνία και στη δημοκρατία πολύ πιο ακριβά. Τι έφταιξε, λοιπόν, που σήμερα το κοινωνικό κράτος θεωρείται ο μοναδικός υπεύθυνος για την οικονομική κρίση; Φταίει μήπως ότι, σε μια περίοδο οικονομικής συρρίκνωσης, αυξήθηκαν υπέρμετρα οι δαπάνες του; Φταίει μήπως ότι η μεγάλη μεταπολεμική ανάπτυξη καταλάγιαζε και η ενδημική ανεργία γινόταν και πάλι ένα σοβαρό πρόβλημα, ενώ η φορολογική βάση των κρατών πρόνοιας άρχισε να γίνεται πιο σαθρή; Ούτε το ένα ούτε το άλλο, λέει ο Τζαντ. Όπως η απόφαση για το κράτος πρόνοιας ήταν πολιτική, έτσι και η απόφαση για την κατάλυσή του ήταν επίσης πολιτική. Γιατί, υποστηρίζει, είναι άλλο να διαπιστώνεις ότι ένα καλό σύστημα ίσως να μην καταφέρει να διατηρηθεί και άλλο να χάσεις τελείως την πίστη σου σ’ αυτό. Τι συνέβη από το 1970 κι ύστερα κι οι άνθρωποι έχασαν την πίστη τους στα κράτη πρόνοιας; Η λατρεία του ιδιωτικού Από τη δεκαετία του 1970 κι ύστερα, όπως υποστηρίζει ο Τόνυ Τζαντ, ήρθαν στην εξουσία ορισμένοι «φρενοβλαβείς σε θέση εξουσίας». Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνει τη Μάργκαρετ Θάτσερ, τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο και τον Τόνυ Μπλερ. Αυτοί οι πολιτικοί γεννήθηκαν από τα κυνικά τραπεζικά στελέχη και πίσω απ’ αυτούς κρύφθηκαν κάποιες διανοητικές αυθεντίες, λέει ο Τζαντ. Σκληρά και, ίσως, υπερβολικά λόγια. Αλλά εδώ έχει σημασία αυτό που τονίζει σχετικά με την αλλαγή προτεραιοτήτων. Η προτεραιότητα των συλλογικών αγαθών ως τρόπος του σκέπτεσθαι αντικαταστάθηκε από τη λατρεία του ιδιωτικού, τη λατρεία δηλαδή της άποψης ότι ο μόνος τρόπος να υπερασπιστεί κανείς τον φιλελευθερισμό και την ανοικτή κοινωνία ήταν να κρατήσει το κράτος όχι μόνο έξω από την οικονομία, αλλά και έξω από την ανάγκη υποστήριξης των αναγκαίων υπηρεσιών για την προώθηση των συλλογικών αγαθών. Τα συλλογικά αγαθά και οι υπηρεσίες πρώτα ενοχοποιήθηκαν από τους αυστριακούς οικονομολόγους ως παράγοντες που γέννησαν τους ολοκληρωτισμούς και, στη συνέχεια, θεωρήθηκαν και ως οικονομικά και κοινωνικά αναποτελεσματικά. Στοχαστές όπως ο Φρήντριχ Χάγιεκ και τον Λούντβιχ φον Μίζες πήραν την εκδίκησή τους από όσους τους περιφρονούσαν μετά τον πόλεμο. Το πιάτο όμως αυτής της εκδίκησης, τους το μαγείρεψε η ναρκισσιστική Αριστερά του 1960, η οποία πρώτη συνέβαλε στην υποτίμηση των συλλογικών αγαθών. Οι ριζοσπάστες της Αριστεράς του 1960 άλλαξαν την ατζέντα. Από εκεί που στην πρώτη θέση τοποθετούνταν τα

συλλογικά συμφέροντα, αυτοί τοποθέτησαν τις ανάγκες και τα δικαιώματα του καθενός. Ο δρόμος του «νεοφιλελευθερισμού» στήθηκε από εργάτες του αριστερού ριζοσπαστισμού. Στο σημείο αυτό, κατά τη γνώμη μου, ο Τζαντ υποχωρεί σε μια αντίληψη που αντιλαμβάνεται τα συλλογικά αγαθά ως αποκλειστική μορφή έκφρασης των συλλογικών συμφερόντων. Κατά τη γνώμη μου, κάνει λάθος, γιατί συγχέει την παραγωγή αυτών των αγαθών (που, όντως, δεν μπορεί να μην είναι συλλογική) με την ιδιοποίησή τους (η οποία δεν μπορεί παρά να είναι μόνο ατομική) από εκείνους που όντως τα έχουν ανάγκη. Η σχέση ατομικότητας και ατομικισμού με τα συλλογικά αγαθά και το γενικό συμφέρον είναι μια σχέση που έχει κάψει και τα πιο φωτεινά μυαλά της σοσιαλδημοκρατίας. Δεν είναι όμως το μείζον στην αντίληψη του Τζαντ η θέση για τη σχέση ατόμου-κοινωνίας. Το μείζον είναι η θέση του πως η λατρεία του ιδιωτικού δεν γεννήθηκε από οικονομικά αλλά από πολιτικά αίτια. Και δεν φθάνει μόνο αυτό. Ο Τζαντ δείχνει ότι αυτό το μικρότερο και λιγότερο δαπανηρό κράτος στον τομέα των κοινωνικών υπηρεσιών ήταν πολύ ακριβότερο και πολύ πιο δαπανηρό στον τομέα της παρακολούθησης των πολιτών, της εγγύησης της ασφάλειας των ευρισκόμενων εντός των πυλών πολιτών και της καταστολής των ευρισκόμενων εκτός αυτών των πυλών. Ένα κράτος που αφήνει ανυπεράσπιστους τους πολίτες του από τους κινδύνους της ελεύθερης αγοράς θα κληθεί να πληρώσει πολύ περισσότερα, λόγω του δημοκρατικού ελλείμματος που προκύπτει απ’ αυτή του τη συμπεριφορά. Επομένως, τονίζει εμφατικά ο Τόνυ Τζαντ, «το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από το υπερβολικό κράτος είναι το υπερβολικά λίγο» (σ. 152). Θα μπορούσε να το πει και αλλιώς: το μόνο μεγαλύτερο κράτος είναι το μικρότερο. Το, κατά τη δική μου άποψη, ιδανικό κράτος είναι αυτό που βρίσκεται πολύ μακριά από την παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων και πολύ κοντά στην παροχή υπηρεσιών προς την κοινωνία των πολιτών. Αυτού του τύπου το κράτος, ενισχύοντας την ελεύθερη αγορά, προκαλεί την άνοδο και τη συναίνεση των μεσαίων στρωμάτων, ενώ με την παροχή δημόσιων υπηρεσιών εξασφαλίζει τη συνοχή της κοινωνίας και τη συναίνεση των ασθενέστερων στρωμάτων. Για να συνεχίσω όμως με τον Τζαντ, το άλλο κράτος, αυτό της δήθεν ελεύθερης αγοράς, προκαλεί ένα γενικευμένο αίσθημα ανομίας. Γιατί όταν τα δημόσια αγαθά, οι υπηρεσίες, οι υποδομές απαξιωθούν στα μάτια των πολιτών, τότε χάνεται και η αίσθηση των κοινών δεσμών, των κοινών συμφερόντων αυτών των ανθρώπων. Από τη στιγμή που το ιδιωτικό αξιολογείται περισσότερο από το δημόσιο, απ’ αυτή τη στιγμή χάνεται και ο σεβασμός προς τους νόμους, οι οποίοι –εδώ, φίλοι αναγνώστες ζητώ την προσοχή σας– είναι το κατ’ εξοχήν δημόσιο αγαθό. Όπου όμως δεν υπάρχουν νόμοι, κυριαρχεί η ισχύς. Από τη

στιγμή που κυριαρχεί η αντίληψη ότι οι ισχυροί και οι πολιτικοί μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, απ’ αυτή τη στιγμή ο δρόμος προς τη βία ή την πολιτική αδιαφορία είναι ανοικτός. Η σημερινή ελληνική πραγματικότητα τον δικαιώνει. Μπορούμε να κάνουμε κάτι; Τι μπορούμε να κάνουμε; Σ’ αυτό το ερώτημα, ο Τόνυ Τζαντ απαντά ότι αν η στροφή κατά του κράτους πρόνοιας ήταν μια πολιτική απόφαση, τότε και η επάνοδος σ’ αυτό –όχι όμως και στο ίδιο– θα είναι πάλι μια πολιτική απόφαση. Γιατί, όπως υποστηρίζει, τίποτα δεν δείχνει ότι το κράτος της προοδευτικής φορολογίας, της συλλογικής παροχής των δημόσιων υπηρεσιών και των ανάλογων αγαθών είναι περισσότερο δαπανηρό από το κράτος στην επικράτεια του οποίου λειτουργούν κάμερες κλειστού κυκλώματος, ιδιωτικοί στρατοί και ιδιωτική αστυνομία, χρηματοδοτούμενες ιδιωτικές τράπεζες, παγιδευμένα τηλέφωνα, δαπανηροί εξωτερικοί πόλεμοι... Είναι σίγουρο πως το κράτος του πρώτου τύπου μπορεί να είναι πιο ελεύθερο από το κράτος του δεύτερου τύπου. Επειδή, όπως προσφυώς υποστηρίζει ο Τζαντ, η ελευθερία δεν προσδιορίζεται από το πόσο μικρό είναι το κράτος, αλλά από το πόσο ελεύθεροι είναι οι πολίτες να υποβάλλουν σε κριτική τους θεσμούς και τους λειτουργούς του. Αν ο φορέας του κράτους πρόνοιας ήταν η σοσιαλδημοκρατία, τι οφείλει αυτή να κάνει σήμερα; Δεν πρέπει σίγουρα να επιστρέψει στη χρυσή τριακονταετία, αυτή τελείωσε και μαζί με αυτή κι ο τρόπος λειτουργίας των κρατών στα χρόνια μας. Αν όμως η συντηρητική Θάτσερ κυριάρχησε αλλάζοντας τη βρετανική κοινωνία, η σημερινή Αριστερά, και η σοσιαλδημοκρατία ως το κατά τον Τζαντ κυρίαρχο στοιχείο της, θα κυριαρχήσουν αν ανοίξουν το διάλογο για τα πράγματα που πρέπει «να συντηρηθούν». «Η Αριστερά έχει ανέκαθεν κάτι να συντηρήσει» (σ. 222), και αυτό είναι η ιδέα των κοινών συλλογικών αξιών των ανθρώπων – λέει ο Τζαντ (προσωπικώς, θα προτιμούσα: των ατόμων). Βεβαίως, καθόλου, μα καθόλου δεν θα συμφωνήσω με την άποψη του Τζαντ ότι «αν η σοσιαλδημοκρατία έχει μέλλον, θα το έχει ως σοσιαλδημοκρατία του φόβου», επειδή θα απαντά στο πρόβλημα της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας. Η σοσιαλδημοκρατία, παλιά και νέα, οφείλει να απαντά στα προβλήματα των κοινωνικών ανισοτήτων. Το μόνο σημερινό της όπλο κατά αυτών είναι το μικρό κράτος στο χώρο της οικονομίας και το μεγάλο στο χώρο της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών. Θα συμφωνήσω όμως απολύτως με τον Τζαντ όταν αυτός τονίζει μια σημαντική διαφορά μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και σοσιαλισμού: "Ο σοσιαλισμός ήθελε μια μετασχηματιστική αλλαγή: τον παραμερισμό

του καπιταλισμού από ένα διάδοχο καθεστώς βασισμένο σ’ ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα παραγωγής και ιδιοκτησίας. Η σοσιαλδημοκρατία, αντιθέτως, ήταν ένας συμβιβασμός: συνεπάγονταν την αποδοχή του καπιταλισμού –και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας– ως πλαισίου μέσα στο οποίο τα έως τότε αγνοημένα συμφέροντα μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού θα λαμβάνονταν υπ’ όψη στο εξής." (σ 227) Καλύτερο ορισμό της σοσιαλδημοκρατίας δεν θα μπορούσε να δώσει κανείς άλλος. Ο Τζαντ είναι «αθεράπευτος» σοσιαλδημοκράτης, γι’ αυτό και γράφει πως «η σοσιαλδημοκρατία δεν αντιπροσωπεύει ένα ιδανικό μέλλον, δεν αντιπροσωπεύει καν ένα ιδανικό παρελθόν. Από όλες όμως τις επιλογές που σήμερα διαθέτουμε, είναι η καλύτερη» (σ. 224). Όθεν, καλεί την Αριστερά να λειτουργήσει ξανά ως οδηγός για σαστισμένους. Και ο πρώτος σαστισμένος είναι η ίδια. Ο Τζαντ της υποδεικνύει να ανοίξει εκ νέου την ατζέντα για το τι είναι σήμερα συλλογικό αγαθό, πώς και από ποιον μπορεί αυτό να προσφέρεται, ποιοι θα επωφεληθούν, πώς θα επανασυσταθεί η συμμαχία μεταξύ μεσαίων και ασθενέστερων στρωμάτων και ο συμβιβασμός της εργασίας με την αγορά και το κεφάλαιο. Αν και οι λύσεις δεν μπορεί να είναι οι παλιές, αφού «το παρελθόν είναι μια άλλη χώρα», τα ερωτήματα ωστόσο παραμένουν τα ίδια. Το κοινωνικό ζήτημα πρέπει εκ νέου να τεθεί στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. Στη θέση του κυρίαρχου οικονομισμού, πρέπει να επανέλθει η πολιτική, ως τέχνη –θα έλεγα– υποστήριξης των συλλογικών συμφερόντων και της δημοκρατίας. Το έργο του Τόνυ Τζαντ αποτελεί πολύτιμο οδηγό σ’ αυτή την κατεύθυνση. Μου αρέσει! · · Κοινοποιήστε

Τόνυ Τζαντ (1948-2010): Το διανοητικό ταξίδι ενός μεγάλου ιστορικού στον ευρωπαϊκό 20ό αιώνα Standard 12 Σεπτεμβρίου 2010 Γράψτε ένα σχόλιο Αταξινόμητα

του Τίμοθυ Γκάρτον Ας

Μετάφραση: Στρ. Μπουλαλάκης, Κώστας Σπαθαράκης

ΠΆΜΠΛΟ ΠΙΚΆΣΟ, "ΒΆΖΟ, ΜΠΩΛ ΚΑΙ ΛΕΜΌΝΙ", 1907

Ο ποιητής Πάουλ Τσέλαν έλεγε ότι η γενέτειρά του, το Τσέρνοβιτς, ήταν ένας τόπος όπου ζούσαν άνθρωποι και βιβλία. Ο Τόνυ Τζαντ ήταν ένας άνθρωπος

για τον οποίο τα βιβλία ζούσαν, καθώς και οι άνθρωποι. Το μυαλό του, όπως και το διαμέρισμά του στην Washington Square, ήταν γεμάτο βιβλία — και πορεύτηκαν συνομιλώντας μαζί του μέχρι το τέλος.

Παρά την κριτική του στάση έναντι των γάλλων διανοουμένων, συμμεριζόταν μαζί τους την πεποίθηση ότι οι ιδέες έχουν σημασία. Καθώς ήταν Άγγλος, πίστευε επίσης ότι και τα δεδομένα έχουν σημασία. Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του ως ιστορικού ήταν ότι έφερε σε πέρας ένα συνθετικό έργο για τη διανοητική και πολιτική ιστορία της Ευρώπης του 20ού αιώνα — αποκαλύπτοντας τις πολλαπλές, πολλές φορές ακούσιες αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στον χρόνο των ιδεών και τις πραγματικότητες, τις σκέψεις και τις πράξεις, τα βιβλία και τους ανθρώπους.

Στο βιβλίο του Postwar, μια ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης που έγραψε όταν η ψυχροπολεμική διαίρεση της ηπείρου σε δύο μέρη παρέπαιε, αποτελεί μια εξίσου σημαντική σύνθεση. Καθώς τα δύο μισά της διαιρεμένης ηπείρου σταδιακά επανενώνονταν πολιτικά και οικονομικά, μετά το 1989, ο Τόνυ Τζαντ κατόρθωσε να συνδέσει την ιστορία τους. Το βλέμμα για το 1968, λ.χ., δεν είναι στραμμένο μόνο στο Παρίσι ή μόνο στην Πράγα, αλλά αγκαλιάζει το όλον σύμπλεγμα των συγχρονιών, των αντιφάσεων και των παρανοήσεων. Το Postwar είναι η πρώτη μείζων ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης που αναλύει τις ιστορίες της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης με κάθε λεπτομέρεια αλλά ταυτόχρονα ως μέρος ενός ενιαίου, ευρύτερου συνόλου.

Ως δοκιμιογράφος και πολιτικός σχολιαστής, ο Τόνυ Τζαντ συνεχίζει τη μεγάλη παράδοση του spectateur engagé, του στρατευμένου αλλά ανεξάρτητου και κριτικού διανοούμενου. Μια θαυμάσια επιλογή δοκιμίων του (τα περισσότερα δημοσιευμένα στο New York Review ofBooks) περιλαμβάνεται στον τόμο Reappraisals: Reflections on the Forgotten Twentieth Century. Τα σχόλια και οι βιβλιοκριτικές του συχνά ήταν αυστηρά. Εξέχοντες συγγραφείς φέρουν τα ίχνη από τους μώλωπες μέχρι σήμερα. Βλέπω ότι η λέξη «συγκρουσιακός» δίνει και παίρνει στις νεκρολογίες για τον Τζαντ. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα τον ενοχλούσε. Σε ένα από τα τελευταία μαίηλ που μου έστειλε, για το θέμα της διάλεξης την οποία με είχε προσκαλέσει να δώσω, έγραφε –υπαγορεύοντας από την αναπηρική του καρέκλα: «Δεν βλέπω κάτι κακό στο ad hominem σε αυτή την περίπτωση». Σχεδόν τον ακούω να το λέει. Είναι σημαντικό όμως να καταλάβουμε πώς εννοούσε αυτό το ad hominem.

Υπάρχουν, σε γενικές γραμμές, δύο είδη συγκρουσιακών διανοούμενων. Εκείνοι για τους οποίους η επιθετικότητα είναι, πρωτίστως, ζήτημα προσωπικής επίδειξης, τοποθέτησής τους σε μια φράξια ή κλίκα, μιας κρυφής ατζέντας,

ξεκαθάρισμα λογαριασμών ή ένας σχεδόν αντανακλαστικός ρεβανσισμός. Και από την άλλη εκείνοι που, αν και δεν τους λείπουν βέβαια ούτε τα προσωπικά κίνητρα ούτε η άποψη, ασχολούνται πρωτίστως με την αναζήτηση της αλήθειας. Ο Τόνυ Τζαντ ανήκε στη δεύτερη κατηγορία.

Η πένα του μπορεί να ήταν αιχμηρή και κοφτερή, αλλά το έργο του ήταν αφιερωμένο πάντα στην αναζήτηση της αλήθειας, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, με όλα τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας: από την οδοντογλυφίδα του αγγλοαμερικανικού εμπειρισμού μέχρι τον προβολέα της γαλατικής υπερβολής. Σε αντίθεση με το πρώτο είδος συγκρουσιακών διανοουμένων, διατηρούσε πάντα την καλή του πίστη. Και ήταν πάντοτε σοβαρός. Όχι καταθλιπτικά σοβαροφανής –απολάμβανε τα ακροβατικά παιχνίδια του πνεύματος όπως άλλοι το μπέιζμπολ– αλλά ηθικά σοβαρός. Κι αυτό ίσχυε τόσο στις ιδιωτικές συνομιλίες όσο και στις δημόσιες παρεμβάσεις του. Σε όλα όσα είπε και έγραψε, υπάρχει πάντα η ηθική διάσταση. Είχε την αίσθηση αυτού που αποκαλούσε, στον τίτλο μιας μελέτης του για τον Μπλουμ, τον Καμύ και τον Αρόν, το φορτίο της ευθύνης (The Burden of Responsibility).

Κάθε στάδιο του βίου του προσθέτει μια ακόμα ψηφίδα σε ένα κοσμοπολίτικο σύνολο. Η Αμερική αποτέλεσε τον τελευταίο σταθμό, μια από τις πιο μακροχρόνιες και ευχάριστες επιρροές, αλλά ίσως όχι την ισχυρότερη. Ήταν ενθουσιασμένος στο μεγα-Τσέρνοβιτς που αποτελούσε η Νέα Υόρκη. Το New York Review of Books και το New York University, ιδίως, υπήρξαν το έδαφος πάνω στο οποίο ένα ταλέντο ήδη διαμορφωμένο μπορούσε να ανθήσει και να αναπτυχθεί. Ανακάλυψε μέσα από μια προσωπική διαδρομή την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όσο δίδασκε στην Οξφόρδη τη δεκαετία του 1980, διαδικασία που τον συνεπήρε και τον επηρέασε βαθύτατα. Πριν, ήταν ένας ειδικός στη δυτικοευρωπαϊκή ιστορία, στην πνευματική και πολιτική ιστορία της Γαλλίας, και ειδικότερα της γαλλικής Αριστεράς. Αφιέρωσε σ’ αυτήν πέντε μελέτες, από την έκδοση της διδακτορικής του διατριβής για τον σοσιαλισμό στην Προβηγκία μέχρι το Past Imperfect, μια ενδελεχή και καυστική αποτίμηση της κατά την άποψή του αποτυχίας των (περισσότερων) γάλλων διανοουμένων μετά τον Πόλεμο.

Ενώ του άρεσε να αντιπαραβάλλει την πολιτική και ηθική υπευθυνότητα των κεντροευρωπαίων διανοουμένων όπως ο Βάκλαβ Χάβελ και ο Τσέσλαβ Μίλος (θέμα ενός από τα τελευταία μικρά δοκίμιά του) με την ανευθυνότητα του Ζαν Πωλ Σαρτρ ή του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ (ιδίως σε σχέση με τα εγκλήματα του σταλινισμού), η αλήθεια είναι ότι βρήκε ένα σπουδαίο θετικό υπόδειγμα και στη Γαλλία –τον Ραϋμόν Αρόν– ενώ ο γαλλικός τρόπος σκέψης τον επηρέασε βαθιά. […]

Μια βαθιά συνείδηση της ευρωπαϊκής εβραϊκής κληρονομιάς του τον οδήγησε στην πιο παθιασμένη και πρώιμη στράτευσή του, υπέρ του Ισραήλ· και, πιθανότατα, στην πιο βαθιά του απογοήτευση· και στις πιο αμφιλεγόμενες παρεμβάσεις την τελευταία δεκαετία της ζωής του.

Πίσω και πριν από όλα αυτά, υπάρχει μια εντελώς τυπική αγγλική παιδική ηλικία στα ήσυχα νοτιοδυτικά προάστια του Λονδίνου, όπως το Πάτνεϋ και το Κίνγκστον, με τις παμπ, τα μικρομάγαζα, τα κόκκινα και πράσινα λεωφορεία, τα αργά και θορυβώδη τοπικά τρένα. Στο τελικό στάδιο της ασθένειάς του, εξεπλάγην από το πόσο συχνά υπογράμμιζε ότι ήταν, εν τέλει, Άγγλος. Μάρτυρας αψευδής, για παράδειγμα, μια παρατήρηση που έκανε κατά την έναρξη της τελευταίας δημόσιας εμφάνισής του, στη Διάλεξη Ρεμάρκ του 2009, όπου ανέπτυξε με θέρμη τα επιχειρήματά του υπέρ μιας αναγεννημένης σοσιαλδημοκρατίας, με καινούργιες αντιλήψεις. Τυλιγμένος με μια κουβέρτα στο μεγάλο αναπηρικό του καροτσάκι, με μια συσκευή αναπνοής Bi-PAP προσαρμοσμένη στο κεφάλι του, παρατήρησε ότι κάποιοι συνάδελφοι του είχαν προτείνει να μιλήσει για την ασθένειά του με τον αρμόζοντα διδακτικό τρόπο. «Σε μας τους Άγγλους δεν μας αρέσουν αυτοί οι διδακτισμοί», είπε.

Κάτω από όλα αυτά τα στρώματα κοσμοπολιτισμού, υπήρχε, πιστεύω, ένα στέρεο θεμέλιο αγγλικού εμπειρισμού, αγγλικού σκεπτικισμού και αγγλικού φιλελευθερισμού (χρησιμοποιώ τη λέξη με μια από τις γνήσιες σημασίες της, όχι την παραφθορά της που κυριαρχεί σήμερα στην αμερικανική πολιτική). Στο κάτω κάτω, ήταν στο Πάτνεϋ, που το 1647, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν παρά μια αμυδρή λάμψη στο μάτι του Θεού, που ο συνταγματάρχης Τόμας Ρέινσμπορο, ο ηγέτης των Εξισωτιστών, έλεγε:

«Γιατί αληθινά πιστεύω ότι και ο φτωχότερος άνθρωπος στην Αγγλία έχει μια ζωή να ζήσει όπως ακριβώς και ο πιο τρανός· και, ως εκ τούτου, αληθινά, κύριε, πιστεύω ότι είναι σαφές πως κάθε άνθρωπος που πρέπει να ζήσει ως υπήκοος μιας εξουσίας πρέπει πρώτα οικειοθελώς να την αναγνωρίσει ως εξουσία».

Ο Τόνυ Τζαντ ήταν ένας κατεξοχήν δημόσιος διανοούμενος, αλλά δεν εξέθετε τα εν οίκω εν δήμω. Έζησε μια πλούσια και ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Τους τελευταίους μήνες της ασθένειάς του, η γυναίκα του, η Τζένιφερ Χόμανς, και οι γιοι τους, ο Ντάνιελ και ο Νίκολας, του έβαλαν ένα σκρινσέιβερ με εναλλασσόμενες εικόνες στην οθόνη του υπολογιστή. Εκτός από ευτυχισμένες στιγμές των οικογενειακών τους διακοπών, έδειχνε πολλά βουνά (ιδιαίτερα στις Άλπεις) και σιδηροδρομικούς σταθμούς: τα τρένα και τα βουνά ήταν οι δυο μεγάλες του αγάπες.

Ο Τόνυ έκανε ορισμένες χαρακτηριστικές χειρονομίες. Ένα κούνημα του χεριού, λες και προσπαθούσε να το κρυώσει αφότου είχε αγγίξει μια κατσαρόλα που έκαιγε ή να το στεγνώσει. Την έκανε όταν άκουγε κάτι ηλίθιο, ντροπιαστικό, ψεύτικο. Και επίσης μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού, ένα στράβωμα των χειλιών κι ένα κλείσιμο του ματιού. Έκανε έτσι σε διάφορες περιπτώσεις: όταν ήθελε να σατιρίσει κάτι ή να αυτοσαρκαστεί ή όταν ήθελε να εκφράσει αυτό που συνοψίζει η φράση c’ est la vie. Καθώς η μυοτροφική πλευρική δυσπλασία τον ακινητοποίησε πλήρως, δεν μπορούσε να κάνει πια αυτές τις χαρακτηριστικές του χειρονομίες· αλλά, με κάποιο τρόπο, κατάφερνε να τις υποδηλώσει με τα μάτια του.

Ο Τόνυ ήταν ένας μαχητής και πολέμησε την αρρώστια του με όλη τη δύναμη και τη θέλησή του. Δεν του ταιριάζει η παραμυθία μιας φανταστικής αιώνιας ζωής ή οι ψυχολογικές διαδικασίες «αποδοχής» του πόνου και της θλίψης (όπως το μοντέλο Kübler-Rossish). Γελάσαμε με τη σπουδαία φράση που ο Άγγλος δραματουργός Τζων Μόρτιμερ διηγείται ότι πρόφερε ο ετοιμοθάνατος πατέρας του: «Είμαι πάντα θυμωμένος όταν πεθαίνω». Τον διέκρινε ένας οξυδερκής ρεαλισμός για το τι του συνέβαινε, για το τι θα συνέβαινε ή δεν θα συνέβαινε. Λιγότερο από τρεις βδομάδες προτού πεθάνει, του είπα κάτι σχετικά με την κόλαση που ζούσε. «Ναι», είπε, με το μάτι να μιμείται την κίνηση του κεφαλιού που δεν μπορούσε πια να κάνει, «αλλά η κόλαση είναι μια μη μεταβιβάσιμη εμπειρία». Έτσι προτιμούσε να μιλάμε για άλλα πράγματα: τους φίλους, τους εχθρούς, την πολιτική, τα βιβλία. […]

Σχεδόν αναπόφευκτα, η ζωή και το έργο του Τζαντ θα αντιμετωπίζονται πλέον, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, υπό το πρίσμα της σκληρής του ασθένειας — και του ανοιχτού, δημόσιου τρόπου με τον οποίο μίλησε γι’ αυτήν και την αντιμετώπισε. Αλλά ο θάνατος δεν πρέπει να καθορίζει τη ζωή. Αυτά ήταν, στο κάτω κάτω, μόνο δύο από τα εξήντα δύο του χρόνια. Σαν ένας ευφυής, μη θρησκευόμενος και χωρίς συναισθηματισμούς ρεαλιστής, ο Τόνυ θα υποδεχόταν κάθε στερεοτυπικό παρηγορητικό λόγο για το τι «επιβιώνει» με τη γνωστή του σχετλιαστική κίνηση του χεριού. Κι όμως, με μια έννοια, το διανοητικό του Τσερνόβιτς είναι ακόμα ζωντανό· και τα βιβλία του θα εξακολουθήσουν να πορεύονται και να συνομιλούν μαζί μας.

Ο Timothy Garton Ash διδάσκει ευρωπαϊκή ιστορία στην Οξφόρδη και το Στάνφορντ. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο μπλογκ του New York Review of Books, 30.9.2010

https://enthemata.wordpress.com/2010/09/12/ash/

Ένας σπουδαίος ιστορικός «παλαιάς κοπής» Standard

Ο ΤΌΝΥ ΤΖΑΝΤ

Ο Τόνυ Τζαντ, ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της μεταπολεμικής Ευρώπης, πέθανε στις 6 Αυγούστου του 2010. Γεννήθηκε το 1948 στο Λονδίνο, από γονείς εβραϊκής καταγωγής. Ήρθε από νωρίς σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες και την αριστερή πτέρυγα του σιωνιστικού κινήματος. Έζησε ένα χρόνο σε κιμπούτζ στο Ισραήλ, ενώ στον Πόλεμο των Έξι Ημερών κατατάχθηκε εθελοντικά στον ισραηλινό στρατό, στη συνέχεια ωστόσο υπήρξε σφοδρός επικριτής της ισραηλινής πολιτικής. Σπούδασε στο Καίμπριτζ και στην Ecole Normale Supérieure· τα πρώτα του βιβλία αναφέρονται στη γαλλική ιστορία, ιδίως στην Αντίσταση, την Αριστερά και τους μαρξιστές διανοούμενους. Εδώ και χρόνια ζει στην Αμερική. Πιο πρόσφατα βιβλία του: Postwar: A History of Europe Since 1945 (2005), Reappraisals: Reflections on the Forgotten Twentieth Century (2008), ενώ το 2010 κυκλοφόρησε το Ill Fares the Land, μια ένθερμη συνηγορία υπέρ του κράτους πρόνοιας και της σοσιαλδημοκρατίας. Τα τελευταία δύο χρόνια προσβλήθηκε από μυοτροφική πλευρική σκλήρυνση (νόσος του Lou Gehrig), η οποία σταδιακά τον ακινητοποίησε· ο Τζαντ έμεινε ως το τέλος ενεργός παρεμβαίνοντας δημόσια και γράφοντας, μεταξύ των άλλων, και για την ασθένειά του.

«Ε»

του Ντέιβιντ Μπελ

μετάφραση: Αγάπιος Λάνδος

ΑΝΡΊ ΜΑΤΊΣ, "ΤΑ ΧΡΥΣΌΨΑΡΑ", 1912

Τον Τόνυ Τζαντ, που έφυγε το περασμένο Σαββατοκύριακο, τον θεωρούσα πάντα ιστορικό παλαιάς κοπής, με την καλύτερη έννοια του όρου.

Καταρχάς, του άρεσαν τα μεγάλα και φιλόδοξα θέματα. Πολλοί ιστορικοί σήμερα γράφουν εγχειρίδια που αφορούν εκτεταμένες γεωγραφικές περιοχές και χρονικές περιόδους, αλλά δεν τα συγκαταλέγουν στα «σοβαρά» έργα τους, ενώ ζυγίζουν προσεκτικά τις προτάσεις τους ώστε να φτιάχνουν κείμενα κατανοητά ακόμη και από ημιμαθείς εφήβους ή ευθυγραμμισμένα με την καταθλιπτική ορθότητα που διακρίνει τις επιτροπές των προγραμμάτων πανεπιστημιακών σπουδών. Ελάχιστοι είναι οι ιστορικοί που καταπιάνονται με ένα τεράστιο θέμα όπως η μεταπολεμική Ευρώπη, διαβάζουν οτιδήποτε υπάρχει σχετικά με το θέμα, και καταλήγουν σε μια καταιγιστική αφήγηση με μπρίο, ευγλωττία και –ουφ!– αληθινά επιχειρήματα. Το αριστούργημα του Τζαντ, το βιβλίο Postwar, το διακρίνει ένα μεγαλείο, κάτι όλο και πιο σπάνιο στον τομέα αυτό.

http://enthemata.wordpress.com/tag/%CF%84%CE%BF%CE%BD%CF%85-%CF%84%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84/ να πολιτικoiστορικό δοκίμιο του Τόνι Τζαντ με τίτλο «Η δόξα των σιδηροδρόμων»

Οι γραμμές της μνήμης μας Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ «Η πιο αποκαρδιωτική ίσως συνέπεια της αρρώστιας μου -πιο καταθλιπτική ακόμη και από τις καθημερινές, πρακτικές εκδηλώσεις της- είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν θα ξαναπάρω ποτέ το τρένο. Αυτή η επίγνωση πέφτει πάνω μου βαριά σαν μολυβένιο σεντόνι και με βυθίζει ακόμη πιο βαθιά στο μακάβριο συναίσθημα του τέλους που ορίζει μια αληθινά αθεράπευτη αρρώστια: καταλαβαίνεις ότι ορισμένα πράγματα δεν θα γίνουν ποτέ»...

Ο σιδηροδρομικός σταθμός Πενσιλβάνια, στη Νέα Υόρκη, το 1924. Το 1963 γκρεμίστηκε, για να πάρει τη θέση του το στάδιο Μάντισον Σκουέαρ ΓκάρντενΤο παράπονο διατυπώθηκε από τον Τόνι Τζαντ. Κι είναι το μόνο που ο διακεκριμένος Βρετανός ιστορικός επέτρεψε στον εαυτό του όσο πάλευε με τη σπάνια και ανίατη νευροεκφυλιστική νόσο που τον οδήγησε στα 62 του, το 2010, στο θάνατο.

Στα δυο χρόνια που ο Τζαντ έδινε ακινητοποιημένος στο κρεβάτι αυτή την άνιση μάχη, αποκρυστάλλωσε τη συλλογική μας δυσφορία για τις μεταπολεμικές αποτυχίες της Δύσης υπερασπιζόμενος το ρόλο του κοινωνικού κράτους (βλ. «Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα», μετ. Κ. Κουρεμένος, εκδ. Αλεξάνδρεια), ενώ παράλληλα έγραψε μια σειρά αυτοβιογραφικών κειμένων που συγκεντρώθηκαν στον τόμο «Το σαλέ της μνήμης» («The memory chalet», εκδ. Penguin) κι ένα σύντομο ιστορικοπολιτικό δοκίμιο με τίτλο «Η δόξα των σιδηροδρόμων», το οποίο, μ' ένα επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά (μετ. Κ. Σκλαβενίτη, εκδ. ΜΙΕΤ).

Χώρος και χρόνος

Εδώ ο Τόνι Τζαντ συμπυκνώνει την ιστορία των σιδηροδρόμων και αναδεικνύει τη σημασία τους στο νεότερο πολιτισμό, που δεν περιορίζεται βέβαια στη διευκόλυνση των μετακινήσεων και των μεταφορών. Οι σιδηροτροχιές αντιπροσώπευαν την κατάκτηση του χώρου, επισημαίνει, και η κατάκτηση του χώρου οδήγησε αναπόδραστα στη αναδιοργάνωση του χρόνου. Σήμερα φαντάζει δύσκολο να κατανοήσουμε τι επιπτώσεις είχε στην ανθρώπινη καθημερινότητα η εμφάνιση του πίνακα δρομολογίων στις αρχές της δεκαετίας του 1840, συνοδευόμενη από το πανταχού παρόν ρολόι του σταθμού. Και όμως, δικά τους επακόλουθα ήταν από την καθιέρωση επίσημης εθνικής ώρας και τη διαίρεση σε ωριαίες ζώνες της υψηλίου, ώς τη γενικευμένη χρήση του ρολογιού χειρός και τον προγραμματισμό των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών.

Ο Τόνι Τζαντ σε σκίτσο του Φερνάντο ΒισέντεΤι κι αν τα τρένα παραπέμπουν στην κίνηση. «Η πιο ορατή ενσάρκωσή τους, το σημαντικότερο δημόσιο μνημείο τους, ήταν στατικό», θυμίζει ο Βρετανός στοχαστής. Στη θέση ολόκληρων συνοικιών, φτωχικών κατά κανόνα, από τη Βουδαπέστη ώς το Σεν Λούις στο Μιζούρι, ανυψώθηκαν εμβληματικά οικοδομήματα, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των οποίων ποίκιλλε, από το γοτθικό ρυθμό ή το μπαρόκ, ώς τον νεοκλασικισμό, τεκμήρια όλα τους των εμπορικών φιλοδοξιών της κάθε πόλης, αλλά και ενσαρκώσεις των ονείρων για ψυχαγωγία και απόδραση που έτρεφαν οι επισκέπτες τους. Ηδη από την πρώτη γενιά της διοίκησης των σιδηροδρόμων, ήταν απολύτως σαφές πως οι τελευταίοι θα δημιουργούσαν ανάγκες στις οποίες μόνο οι ίδιοι θα μπορούσαν ν' ανταποκριθούν, σημειώνει ο Τζαντ. Διόλου τυχαίο που οι συρμοί και οι σταθμοί αποτέλεσαν το θέμα ή το φόντο των σύγχρονων εικαστικών τεχνών για γενιές και γενιές, πέραν των άπειρων λογοτεχνικών και κινηματογραφικών αναφορών.

Η παρακμή

Θύματα του εξαστισμού που οι ίδιοι είχαν διευκολύνει, οι σιδηρόδρομοι άρχισαν να παρακμάζουν από τη δεκαετία του '50, εποχή της βασιλείας των «ιδιωτικών» ταξιδιών με το αυτοκίνητο και των αστραπιαίων μετακινήσεων με το αεροπλάνο. Οι κυβερνήσεις τούς

αντιμετώπιζαν ως ασύμφορο αν και αναπόφευκτο βάρος στον κρατικό προϋπολογισμό, καταργώντας τις γραμμές που έκριναν ασύμφορες. Και ενώ στην ηπειρωτική Ευρώπη το μεγαλύτερο μέρος της σιδηροδρομικής υποδομής διασώθηκε «χάρη στην κουλτούρα των δημόσιων παροχών», οι δυνάμεις της αγοράς στις ΗΠΑ στάθηκαν ανελέητες.

Να όμως που από το 1990 κι έπειτα οι δημόσιες επενδύσεις για τους σιδηροδρόμους πήραν ξανά την ανηφόρα, όπως διαβάζουμε. Πέρα από τα παραδοσιακά του πλεονεκτήματα -το ότι καταναλώνει λιγότερη ενέργεια, απαιτεί λιγότερο προσωπικό, αντέχει σε σχεδόν όλες τις καιρικές συνθήκες- το σύγχρονο τρένο παρουσιάζει επιπλέον και ισχυρά περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα. Νέοι σταθμοί, κατασκευασμένοι με κρατικά κονδύλια, όπως αυτοί της Λιόν, της Σεβίλης ή της ελβετικής Κουρ, φέρουν διάσημες υπογραφές όπως των Καλατράβα και Κούλχας, ενώ και παλιότεροι, όπως ο παρισινός Γκαρ ντε λ' Εστ, ο λονδρέζικος Πάντινγκτον ή ο Βικτόρια στη Βομβάη, όχι μόνο γοητεύουν με την αισθητική τους, αλλά, το σημαντικότερο, «εξακολουθούν να λειτουργούν με τον ίδιο ουσιαστικά τρόπο που λειτουργούσαν όταν πρωτοκατασκευάστηκαν». Κάτι που, σύμφωνα με τον Τζαντ, αποδεικνύει την ποιότητα του σχεδιασμού και της κατασκευής τους, αλλά και στον παντοτινά σύγχρονο χαρακτήρα τους.

Λείπει η Ελλάδα

Και η Ελλάδα; Πού βρίσκεται σε όλα αυτά η Ελλάδα; αναρωτιέται στο επίμετρό του ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. Η δική μας σιδηροδρομική ιστορία, όπως επισημαίνει, αρχίζει με τον Τρικούπη το 1882, με το σχεδιασμό τριών δικτύων συνολικού μήκους 700 χλμ., και ολοκληρώνεται ουσιαστικά το 1910. «Αν κάποιος, επομένως, χρειάζεται να τεκμηριώσει την προβληματική ή ελλειμματική σχέση της νεότερης Ελλάδας με τη νεοτερικότητα», συμπληρώνει, «δεν χρειάζεται να κάνει επισταμένες έρευνες - μια επίσκεψη στο Σταθμό Λαρίσης τού φτάνει». Οι ελπιδοφόρες προοπτικές για τις οποίες μιλά ο Τζαντ στη «Δόξα των σιδηροδρόμων» δεν μας αφορούν. Ο ΟΣΕ έχει χρεοκοπήσει, σχεδόν όλη η Πελοπόννησος είναι χωρίς τρένο και κανένο έργο υποδομής δεν διαγράφεται στον ορίζοντα...

«Αν χάσουμε τους σιδηροδρόμους, δεν θα έχουμε χάσει απλώς ένα πολύτιμο πρακτικό εφόδιο, θα έχουμε αποδεχτεί ότι λησμονήσαμε πώς να ζούμε συλλογικά», καταλήγει στο δοκίμιό του ο Τόνι Τζαντ. Εαν αχρηστέψουμε τους σταθμούς και τις γραμμές, «θα είναι σαν ν' αχρηστεύουμε τη μνήμη που έχουμε για το πώς μπορούμε να ζήσουμε με αυτοπεποίθηση μέσα στις πόλεις μας». Και οι επιπτώσεις μιας τέτοιας απώλειας, όπως επιμένει, «θα ξεπερνούσαν κατά πολύ το θάνατο ενός από τα πολλά μέσα μετακίνησης. Θα σήμαιναν ότι έχουμε απεμπολήσει τη σύγχρονη ζωή». Αλίμονο. Αυτή τη σύγχρονη ζωή δεν ευτυχήσαμε να γνωρίσουμε εδώ ώς τώρα, και ίσως να μη γνωρίσουμε ποτέ.

info

Εισιτήρια προς 15,18 και 28 ευρώ. Μειωμένη τιμή:10, 12 και 15 ευρώ. Πληροφορίες: τηλ. 210-9005800 (Δευτ.-Κυρ.: 9 π.μ. - 9 μ.μ.).

Μπέκος Γρηγόρης

Η κοινωνική Ευρώπη πρέπει να ζήσει Ο Τόνι Τζαντ υπερασπίζεται το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο σε μια μεγάλη σύνθεση για τη μεταπολεμική Ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου. Η τελευταία έρευνα του βρετανικής καταγωγής ιστορικού που πέθανε πρόωρα το 2010 ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 03/02/2013 05:45

Σοβιετικοί στρατιώτες υψώνουν τη σημαία του Κόκκινου Στρατού στο Ράιχσταγκ στο Βερολίνο τον Μάιο του 1945. 15

emailεκτύπωση

Το αποφάσισε εκείνον τον παγωμένο Δεκέμβρη του 1989 στην παλλόμενη καρδιά της Γηραιάς Ηπείρου. «Η μεταπολεμική Βιέννη - όπως και η μεταπολεμική Ευρώπη - ήταν ένα επιβλητικό οικοδόμημα που χτίστηκε πάνω σε ένα παρελθόν για το οποίο δεν μιλούσε κανείς». Τον εντυπωσίαζε ο τρόπος με τον οποίο

γρήγορα λησμονούσε η Δύση και εύκολα αποσιωπούσε η Ανατολή, ταμπουρωμένες καθώς ήταν πίσω από αυτό το γεωγραφικό σχίσμα του αίματος και της καταστροφής. Να ήταν άραγε - είτε ρεαλιστικά είτε ακόμη και μεταφυσικά μιλώντας - το ένστικτο αυτοσυντήρησης της Ευρώπης που «σαν την αλεπού, ξέρει πολλά»; Μερικές εβδομάδες νωρίτερα είχε πέσει το Τείχος του Βερολίνου, το σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου που τη διχοτομούσε από τον Αύγουστο του 1961. Αλλά «τώρα το μέλλον της Ευρώπης εμφανιζόταν πολύ διαφορετικό, αλλά εξίσου διαφορετικό φαινόταν και το παρελθόν της»συλλογιζόταν ο κορυφαίος βρετανός ιστορικός Τόνι Τζαντ (1948-2010) καθώς άλλαζε τρένο στον δυτικό τερματικό σταθμό της «ουδέτερης» Βιέννης. Επέστρεφε τότε από την εξεγερμένη Πράγα «όπου οι θεατρικοί συγγραφείς και οι ιστορικοί του Φόρουμ των Πολιτών ξήλωναν ένα κομμουνιστικό αστυνομικό κράτος και πετούσαν 40 χρόνια "υπαρκτού σοσιαλισμού" στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας». Για τον ίδιο «ήταν πλέον ολοφάνερο ότι η Ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης έπρεπε να ξαναγραφτεί» καθώς «σκιάζεται από σιωπές και απουσίες». Το 2005 τελικώς, έπειτα από συστηματική και πολυετή έρευνα στα διαθέσιμα ιστορικά αρχεία έξι διαφορετικών γλωσσών, εξέδωσε το magnum opus του Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο, που απέσπασε την κριτική αποδοχή των συναδέλφων του. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Γέιλ Τίμοθι Σνάιντερ το περιέγραψε μάλιστα ως «το καλύτερο βιβλίο πάνω στο θέμα που θα μπορούσε να γράψει ποτέ κανείς». Πράγματι το εγχείρημα του συγγραφέα, το οποίο καλύπτει 60 χρόνια από το αλληλοεπικαλυπτόμενο παρελθόν 34 χωρών, δεν είναι μονάχα πρωτοποριακό και φιλόδοξο αλλά και θαρραλέο. Γνώριζε πολύ καλά αυτός ο «σκεπτικιστής μαρξιστής» με την εβραϊκή καταγωγή ότι «η εμπλοκή καθιστά μερικές φορές πολύ δύσκολη τη νηφάλια αποστασιοποίηση του ιστορικού»αλλά προειδοποιεί στον πρόλογό του ότι αυτό το βιβλίο «υποστηρίζει πεισματικά τις απόψεις του» για όσα συνέβησαν από τα καπνίζοντα συντρίμμια του 1945 ως τις μέρες μας, κατά τις οποίες η Ευρώπη, αφού πέρασε ένα μεγάλο διάστημα ειρήνης, ευημερίας και σημαντικών θεσμικών επιτευγμάτων, πελαγοδρομεί ανάμεσα στη ζοφερή ακινησία της οικονομικής κρίσης και στη διαρκή εκκρεμότητα μιας βαθύτερης πολιτικής ενοποίησης. «Αν η Ευρώπη ακολουθήσει "γερμανική" πορεία, συρρικνούμενη "σαν δέρμα στο κρύο" σε έναν αμυντικό επαρχιωτισμό - ενδεχόμενο το οποίο υπέδειξαν τα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και στην Ολλανδία την άνοιξη του 2005, όταν η πλειοψηφία και στις δύο χώρες απέρριψε το προτεινόμενο ευρωπαϊκό "Σύνταγμα" -, τότε η ευκαιρία θα χαθεί και η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν θα υπερβεί ποτέ τις λειτουργικές καταβολές της. Θα παραμείνει απλώς και μόνο το άθροισμα

και ο υψηλότερος κοινός παρονομαστής των ξεχωριστών συμφερόντων των μελών της» έγραφε ο Τζαντ και μέχρι στιγμής δυστυχώς δεν διαψεύδεται. Σκοπός του δεν είναι τόσο να ανασυνθέσει τεκμηριωμένα το πολυπλόκαμο ευρωπαϊκό παρελθόν για λογαριασμό μας - αυτό το κάνει συντεταγμένα και με εξαίρετη αφηγηματική ευχέρεια - αλλά να αποστάξει την ουσία του ως μια προοδευτική παρακαταθήκη με το βλέμμα πάντα στραμμένο στο μέλλον. «Οι Ευρωπαίοι μπορεί να έχασαν την πίστη τους στους πολιτικούς, αλλά στον πυρήνα του ευρωπαϊκού συστήματος διακυβέρνησης υπάρχει κάτι που ούτε καν τα πιο ριζοσπαστικά αντισυστημικά κόμματα δεν τόλμησαν να χτυπήσουν κατά μέτωπο και το οποίο εξακολουθεί να ελκύει την οικουμενική σχεδόν αφοσίωση. Αυτό το κάτι δεν είναι σίγουρα η Ευρωπαϊκή Ενωση, παρά τις ποικίλες αρετές της. Δεν είναι η δημοκρατία: πολύ αφηρημένη, πολύ νεφελώδης και ίσως έννοια την οποία οι άνθρωποι επικαλούνται υπερβολικά συχνά για να μπορεί από μόνη της να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού. Ούτε είναι η ελευθερία ή η εξουσία του νόμου, οι οποίες εδώ και πολλές δεκαετίες δεν απειλούνται σοβαρά στη Δύση και τις οποίες θεωρεί αυτονόητες η νεότερη γενιά των Ευρωπαίων σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Τους Ευρωπαίους ενώνει, ακόμη και όταν ασκούν κριτική σε βάθος στη μια ή στην άλλη πλευρά της πρακτικής λειτουργίας του, το "ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο" όπως το αποκαλούμε συμβατικά, σε διάκριση και αποκαλυπτική αντίθεση με τον "αμερικανικό τρόπο ζωής"». Το κράτος-κηδεμόνας Αυτό το κεκτημένο υπερασπίζεται με σθένος ο Τζαντ, προϊόν της επιλεκτικής μείξης στοιχείων της σοσιαλδημοκρατικής και χριστιανοδημοκρατικής νομοθεσίας που προέκυψε ως το μετριοπαθές υποκατάστατο των εκλιπουσών φιλοδοξιών του ιδεολογικού παρελθόντος της Ευρώπης, ως μια κληρονομιά συμβιβασμών. «Τα επιτεύγματα του "κράτους-κηδεμόνα" στην Ευρώπη ήταν πραγματικά, ανεξάρτητα από το αν ήταν δημιούργημα σοσιαλδημοκρατών, πατερναλιστών καθολικών ή συνετών συντηρητικών και φιλελευθέρων. Αρχίζοντας με βασικά προγράμματα κοινωνικού και οικονομικού προστατευτισμού, το κράτος πρόνοιας προχώρησε στην υιοθέτηση συστημάτων πρόνοιας για διάφορες ομάδες, επιδομάτων, κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής εισοδήματος και πέτυχε αυτόν τον ουσιαστικό μετασχηματισμό χωρίς κανένα πολιτικό κόστος. Ακόμη και η δημιουργία μιας ιδιοτελούς τάξης γραφειοκρατών του κοινωνικού κράτους και διοικητικών υπαλλήλων είχε τα πλεονεκτήματά της. Οπως είχε συμβεί και με τους αγρότες, τώρα η περιφρονημένη "κατώτερη μεσαία τάξη" συνέδεε τα συμφέροντά της με τους θεσμούς και τις αξίες του δημοκρατικού κράτους. Τόσο οι σοσιαλδημοκράτες όσο και οι χριστιανοδημοκράτες αναγνώριζαν αυτό το θετικό αποτέλεσμα. Ομως αυτό ήταν αρνητικό για τους φασίστες και τους κομμουνιστές, γεγονός που είχε ακόμη μεγαλύτερη σημασία» μας υπενθυμίζει ο Τζαντ, που επί της ουσίας έγραψε και μια πολιτισμική ιστορία της Ευρώπης. Για

τον Τζαντ η Ευρώπη πρέπει να αναδείξει τις αξίες της μέσα από τα«ανταγωνιστικά παρελθόντα» της και την «αδιαμφισβήτητη ποικιλία των ταυτοτήτων»της. Επιπροσθέτως το βιβλίο συνιστά μια τεράστια προσφορά στη σύγχρονη ευρωπαϊκή μνήμη, εκφράζει αγωνιωδώς την αναγκαιότητα «να θυμόμαστε στα επόμενα χρόνια γιατί ήταν τόσο σημαντικό να οικοδομηθεί ένα ορισμένο είδος Ευρώπης μετά το Αουσβιτς». Ο Τόνι Τζαντ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 2010, νικημένος από μια επιθετική μορφή πλάγιας αμυατροφικής σκλήρυνσης (ALS) που τον είχε αφήσει τετραπληγικό, ήταν μια σπάνια και μαχητική περίπτωση διανοουμένου, ένας προκλητικός αντικομφορμιστής που επίμονα αναστοχαζόταν τους ηθικούς σκοπούς του ατόμου και της κοινωνίας. Μετά Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα (2012) οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια προχώρησαν σε μια έκδοση μεγίστης σημασίας.

http://www.patris.gr/articles/192195?PHPSESSID=#.Uu60nj1_uQk : Πατρίς Ημερομηνία δημοσίευσης: 6/12/2010

Το έλλειμμα αφήγησης γύρω από το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα” Του Φραγκίσκου Γ. Παρασύρη, βουλευτή ΠΑΣΟΚ Ηρακλείου

Του Φραγκίσκου Γ. Παρασύρη, βουλευτή ΠΑΣΟΚ Ηρακλείου Γύρω από το ζήτημα του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα, δεν υπάρχει μια σύνθετη αφήγηση γύρω από τις ανάγκες συγκρότησης του. Ευνοήτως λοιπόν ανέκυψε διαχρονικά αδυναμία πολιτικής επιλογής κοινωνικού μοντέλου που προσιδιάζει με τα ελληνικά δεδομένα. Ειδικότερα, η πολιτικοοικονομική ελίτ της χώρας ουδέποτε οριοθέτησε τις λειτουργίες, τις υπηρεσίες, τις δαπάνες, το εύρος του κράτους πρόνοιας και δεν προσδιόρισε σαφώς την χρηματοδότηση του, δηλαδή τις αναλογικότητες συνεισφοράς και ανταποδοτικότητας. Εάν θέλουμε, ειρήσθω εν παρόδω, να συγχρονιστούμε με τα ευρωπαϊκά δεδομένα όμως, πρέπει επιτέλους να προσδιορίσουμε τι είναι για μας κοινωνικό κράτος και γιατί πρέπει να υπάρχει. Είναι σαφές επί του προκειμένου ότι το κοινωνικό κράτος αποτελεί κυρίαρχη έκφανση κοινωνικής αλληλεγγύης και πρέπει επομένως να είναι κοινωνικά αποτελεσματικό και δημοσιονομικά άτρωτο, ώστε η κοινωνία να δύναται να επωμιστεί το κόστος του εν πλήρη συναινέσει. Το κοινωνικό κράτος δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά εργαλείο εξισορρόπησης των αδικιών που δημιουργεί η αγορά αναλαμβάνοντας την παροχή των λεγόμενων δημόσιων αγαθών, όπως η παιδεία, η υγεία, η σύνταξη, τα επιδόματα ανεργίας αλλά και τις μεταφορές και τηλεπικοινωνίες. Τις άγονες γραμμές και τα άγονα λιμάνια κάποιος θα έπρεπε να τα εξυπηρετεί. Το κράτος αναλαμβάνει τις λειτουργίες αυτές κυρίως για να παρέχει στους πολίτες του ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρέπειας το οποίο δεν ποσοστικοποιείται όπως έλεγε ο διάσημος προοδευτικός στοχαστής Tony Judt. Τέτοιες καθολικές λειτουργίες μεταφράζονται τελικά σε κοινωνικά δικαιώματα που επενδύουν το άτομο με την ιδιότητα του πολίτη, είναι όμως δαπανηρές και σε πολλές περιπτώσεις οδηγούν σε εκτροχιασμό ολόκληρων προϋπολογισμών. Στο πλαίσιο αυτό έχει ξεκινήσει προ πολλού στην Ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά μια συζήτηση που αξιολογεί συγκριτικά τα κοινωνικά κράτη. Στη βάση αυτής της συζήτησης βρίσκεται η αντίληψη ότι υφίσταται μια επιλογή μεταξύ συστημάτων που είναι διατεθειμένα να θυσιάσουν κάποια κοινωνική αποτελεσματικότητα προκειμένου να εξασφαλίσουν καλύτερες αναπτυξιακές επιδόσεις, και αντίστροφα. Πράγματι, σε πολλές αναλύσεις ερευνητών εμφανίζονται τα κεντροευρωπαϊκά και σκανδιναβικά συστήματα να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνική ισότητα ενώ τα αγγλοσαξωνικά στην οικονομική αποτελεσματικότητα. Όμως, το Κοινωνικό Κράτος στην χώρα μας είναι χειρότερο και ως προς τα δύο κριτήρια. Είναι και πιο άνισο οικονομικά, και πιο αναποτελεσματικό κοινωνικά. Επιβάλλει επιβάρυνση στην παραγωγή και στην ανάπτυξη χωρίς σοβαρό κοινωνικό αντίκρυσμα. Αυτή η διαπίστωση παραπέμπει άμεσα στο γεγονός ότι ουδέποτε εγγράφηκε στα γονίδια του πολιτικοοικονομικού μας συστήματος η νοοτροπία της λελογισμένης δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ καταξιώθηκαν άλλες νοοτροπίες όπως η αρωγή του κράτους σε επιχειρήσεις και συντεχνίες, η παροχή αυξημένων εισοδημάτων με την ιδεολογική επένδυση του ‘κεκτημένου δικαιώματος’, η φοροαπαλλαγή ως θεμιτή μορφή επιδότησης, η ηθική θεμελίωση της φοροαποφυγής ως μέτρου οικονομικής αυτοδικίας, η εύκολη χρήση των επιδοτήσεων για εισοδηματική ενίσχυση αντί παραγωγικής βελτίωσης. Δεν είναι δυνατόν επομένως οι προοδευτικοί να εκχωρούν έννοιες όπως η δημοσιονομική πειθαρχία, η οποία σε τελική ανάλυση είναι αναπτυξιακή έννοια τουλάχιστον διότι χωρίς αυτήν η οικονομία δεν μπορεί να διατηρήσει τις προϋποθέσεις λειτουργίας της.

Σήμερα χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα έχει ως ελάχιστη απαίτηση, μία νέα σύνθεση μεταξύ ατομικής ευθύνης και κρατικής ευθύνης. Μια νέα ισορροπία μεταξύ ατόμου και κράτους. Εάν θέλουμε αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος πρέπει να καταλάβουμε όλοι καταρχήν ως άτομα ότι κάποιος πρέπει να το πληρώνει. Χρειαζόμαστε μια νέα κουλτούρα αλληλεγγύης που δεν θα στηρίζεται αποκλειστικά στο κράτος. Δεν μπορούμε ως κοινωνία στηριγμένη στην μονόπλευρη αλληλεγγύη του κράτους προς τον πολίτη. Από την κάθετη αλληλεγγύη πρέπει να περάσουμε στην οριζόντια. Χρειάζονται να σχεδιαστούν πολιτικές υπό την συμπερίληψη του κεντρικού κράτους, της κοινωνίας των πολιτών και του αποθέματος εθελοντισμού και αυτενέργειας που αυτή διαθέτει και κυρίως της νέας Τοπικής Αυτοδιοίκησης όπως προκύπτει με τον Καλλικράτη, με τις αυξημένες κοινωνικές αρμοδιότητες που αυτός προβλέπει, συνεισφέροντας στην ποιοτική αναβάθμιση της κοινωνικής πολιτικής. Χρειάζεται επιπρόσθετα μια συνολική πολιτική η οποία θα απαλλάξει το κράτος πρόνοιας από τα κάθε είδους αρπαχτικά που το λυμαίνονται για να πλουτίσουν αφήνοντας πίσω τους ερείπια για τους κοινωνικά αδύναμους. Αυτό θα συντελέσει στο ποιοτικό άλμα που χρειάζεται το κοινωνικό κράτος σήμερα. Μόνο μέσα από την συνάρθρωση όλων των δυνάμεων, θα προκύψει ο ποιοτικός μετασχηματισμός του κράτους πρόνοιας. Με την αρωγή του κεντρικού κράτους, τον εθελοντισμό της κοινωνίας των πολιτών και την εγγύτητα της ΤΑ προς τον πολίτη είναι δυνατόν να συγκροτηθεί ένα νέο κοινωνικό κράτος ανθεκτικό στον χρόνο. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τα προηγμένα κοινωνικά πρότυπα σοσιαλδημοκρατικού τύπου, ακριβώς σε αυτά τα στοιχεία στηρίζονται. Τα μοντέλα της Σουηδίας, της Φιλανδίας της Δανίας και της Νορβηγίας στηρίζονται σε ένα αποδοτικό και κεντρικό κράτος πρόθυμο σε συνέργιες, σε μια ανεπτυγμένη τοπική αυτοδιοίκηση με τεράστιες κοινωνικές αρμοδιότητες και σε μια ώριμη κοινωνία πολιτών που είναι περήφανη για τα δικαιώματα που διαθέτει αλλά και για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει. Τελικά χρειάζεται να αναστοχαστούμε μια νέα μεγάλη κοινωνική αφήγηση με βάση την οποία πρέπει να πορευτεί η χώρα τα επόμενα χρόνια. Ως προοδευτικοί δεν πρέπει να χάνουμε το κοινωνικό κράτος μέσα σε γενικεύσεις, συναισθηματισμούς και λαϊκισμούς που τελικά συντηρούν το παρελθόν και αποτρέπουν την ανάληψη ατομικής ευθύνης . Χρειαζόμαστε μια αφήγηση που θα θεωρήσει το κράτος ως αρωγό και όχι ως πατέρα, τον πολιτικό ως ισότιμο και αξιόπιστο συνομιλητή, τους θεσμούς επιφορτισμένους με κοινωνικές αξίες και το άτομο ως υπεύθυνο και ενεργό πολίτη που συνδιαμορφώνει την πραγματικότητα στην οποία ζει και ενδιαφέρεται για την βιωσιμότητα του κράτους ως συνεκτικού ιστού της κοινωνίας.

Tony Judt, Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο

Mετάφραση: Νικηφόρος Σταματάκης Eπιμέλεια: Ελένη Αστερίου Εφημερίδα Καθημερινή/ εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2013, 361 σελ.

Το 1945 η Ευρώπη ήταν συντρίμμια, ρημαγμένη από τον πόλεμο, τους βομβαρδισμούς και τις μαζικές σφαγές. Ευρύτατες περιοχές της ανατολικής Ευρώπης περιέρχονταν στο σοβιετικό έλεγχο, αντικαθιστώντας τον παλιό δεσποτισμό μ' έναν νέο. Σήμερα, η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει πια και οι δημοκρατίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης φθάνουν μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας.

Ο Τόνυ Τζαντ αφηγείται με σαφήνεια και πυκνότητα αυτή την πολυσύνθετη ιστορία, όπως ξετυλίγεται κάτω από τη μόνιμη σκιά του ίδιου του πολέμου: την ανόρθωση της Ευρώπης μέσα από τα ερείπια, τις αποκλίνουσες εμπειρίες της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης, την παρακμή και την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος και την άνοδο της ΕΟΚ και της ΕΕ, το τέλος των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, τις μεταβαλλόμενες σχέσεις της Ευρώπης με τις δύο μεγάλες δυνάμεις που την περιβάλλουν, τη Ρωσία και την Αμερική. Ανάμεσα απ' αυτές τις γενικές γραμμές προβάλλουν συγκεκριμένα πολιτικά γεγονότα, φαινόμενα και πρόσωπα: η δικτατορία του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία δίπλα στην Ισπανία του Φράνκο αλλά και τη Ρουμανία του Τσαουσέσκου, ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, οι αγώνες στη Βόρεια Ιρλανδία και στη Χώρα των Βάσκων, ο Μάης του '68 στο Παρίσι και τα γεγονότα στην Ιταλία και στην Πράγα, οι εντάσεις ανάμεσα στις γλωσσικές κοινότητες του Βελγίου, η σοσιαλδημοκρατία στις σκανδιναβικές χώρες, ο ρόλος του Τσώρτσιλ, του Στάλιν, του Φράνκο, του Μιτεράν, του Γιαρουζέλσκι, του Μπερλουσκόνι και πολλών άλλων. Σχηματίζεται ακόμη ένα μωσαϊκό από οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ιστορίες, όπως η ανάπτυξη της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, η εμφάνιση του ψυγείου και η εξάπλωση του καταναλωτισμού, η

μετανάστευση και οι γκασταρμπάιτερ, ο υπαρξισμός και η παρακμή του δημόσιου διανοούμενου, ο γαλλικός και ο τσέχικος κινηματογράφος, η μπητλομανία και το πανκ ροκ... Κριτική, παρουσίαση: Του Θανου Βερεμη στην Καθημερινή Για τον ιστορικό Τόνι Τζαντ Στο μνημειώδες έργο του για τη μεταπολεμική ιστορία της ηπείρου μας (Postwar: A History of Europe Since 1945, The Penguin Press, 2005, σελ. 800), ο Tony Judt γράφει: «Στην αυγή του 21ου αιώνα, η Ευρώπη προβάλλει ως κοινότητα αξιών. Οι αξίες αυτές αποτελούν πρότυπο για Ευρωπαίους και μη». Ο Tony Judt επαναφέρει στο λεξιλόγιο των κοινωνικών επιστημών όρους που έχουν περίπου εξαφανισθεί από την κοινή χρήση: Αξίες, αρετή, ηθική της κοινότητας και του κράτους. Οι όροι γι’ αυτόν είναι το αναγκαίο παρακολούθημα των ελευθεριών που η Ευρώπη εξασφάλισε με τόσο αίμα. Μας θυμίζει ακόμα ο Judt ότι για τις πολύτιμες ελευθερίες μας εγγυάται μόνο ένα ενάρετο κράτος. Εάν το δημοκρατικό μας πολίτευμα μωρανθεί, τότε κράτος και ελευθερίες θα ακολουθήσουν του κακού τον δρόμο. Χτυπημένος από θανατηφόρο εκφυλιστική ασθένεια, κατάφερε τον τελευταίο χρόνο της ζωής του (2010) να υπαγορεύσει στο New York Review of Books (ΝΥΡΒ) αποσπασματικές του μνήμες από ένα παρελθόν γνώριμο στη γενιά του. Στις αναμνήσεις του περιγράφει με θαυμασμό το σπαρτιατικό ήθος όσων επέζησαν του πολέμου, την καρτερικότητα και τη σκληραγώγησή τους. Το παιδί της εποχής της σπανιότητας των υλικών αγαθών βίωνε έναν κόσμο γεμάτο ελπίδα, υπερηφάνεια και φαντασία. Η αναγκαστική λιτότητα εξομοίωνε οπτικά τους πολίτες και τα ταξίδια με το τρένο μεταμορφώνονταν σε μεγάλη περιπέτεια. Ο Judt περιγράφει με τρυφερότητα τον μεταρρυθμιστή πρωθυπουργό Clement Atlee: «Εζησε και πέθανε μετρημένα, χωρίς να δρέψει υλικές απολαβές από μια ολόκληρη ζωή στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος... Ποιος από τους σημερινούς ηγέτες μας θα κατανοούσε τη συμπεριφορά αυτή;» (ΝΥRB, Μάιος 13-26, 2010, σελ. 21). Τον Judt απασχολούσε σοβαρά η εβραϊκή του καταγωγή. Αν και αγνωστικιστής και αδιάφορος προς τις τελετουργικές παραδόσεις, αντιλαμβανόταν ότι η άρνηση της καταβολής του αυτής θα αποτελούσε πράξη προδοσίας προς τη μνήμη της συγγενούς του Tony Avegael από την Αμβέρσα, που πέθανε στο Αουσβιτς το 1942 και της οποίας το όνομα του δόθηκε εις μνήμην της. Ωστόσο, υπήρξε επικριτικός της πολιτικής που ασκεί το Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων και αντιμετώπισε γι’ αυτό ποικίλες επιθέσεις. Πρότεινε τη μετάλλαξη του Ισραήλ από αποκλειστικά ιουδαϊκό κράτος σε κράτος δύο εθνοτήτων με ίσα δικαιώματα. Η πρόταση αυτή θεωρήθηκε από το ισραηλινό lobby στις ΗΠΑ απόλυτα εχθρική προς το μέλλον της κοιτίδας των Εβραίων. Χωρίς πολλές διαδικασίες ο Judt διώχτηκε από τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού New Republic. Εξακολούθησε να ασκεί κριτική στους πολιτικούς ηγέτες του Ισραήλ από το NYRB και την ισραηλινή εφημερίδα Haaretz. Η τελευταία του δεκαετία (2000-2010) υπήρξε από τις λιγότερο εποικοδομητικές της τελευταίας τριακονταετίας. Η τρομοκρατική καταστροφή των Διδύμων Πύργων στη Νέα Υόρκη προκάλεσε, μεταξύ άλλων, τη δαπανηρή σε αίμα εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και πολλαπλασίασε τον θρησκευτικό φανατισμό στις ισλαμικές χώρες, αλλά και τον φονταμενταλισμό των Ευαγγελιστών του κεντρικού και νότιου τμήματος των ΗΠΑ. Eτσι, ο George W. Bush εξασφάλισε δεύτερη θητεία και άφησε πίσω του μια μεγάλη οικονομική κρίση και την εμπλοκή της χώρας του στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.

Ο βραβευμένος με Nομπέλ στα Οικονομικά, αλλά και σχολιαστής της επικαιρότητας, Paul Krugman χαρακτήρισε την περασμένη δεκαετία «το μεγάλο μηδέν» (New York Times, 28/12/09). Mηδέν σε θετική ανάπτυξη, μηδέν σε πρόνοια για τις επερχόμενες καταστροφές και μηδέν στις ηθικές επιδόσεις πληθώρας ηγετών της επιχειρησιακής Αμερικής. Θα είναι δύσκολη πια η επαναφορά της οικονομικής σκέψης στην πίστη προς το «αόρατο χέρι της αγοράς» που διορθώνει όλες τις δυσλειτουργίες του συστήματος. Ο Milton Friedman και ο Friedrich Hayek θα δυσκολεύονταν σήμερα να εξηγήσουν τις αλλεπάλληλες «φούσκες» που οδήγησαν την παγκόσμια οικονομία σε κρίση διαρκείας. Η παγκοσμιοποίηση, όπως επισημαίνει ο Judt, διαρκώς μας ξαφνιάζει. Παρά την εντύπωση ότι απ’ αυτήν επωφελούνται περισσότερο οι οικονομικά εύρωστες χώρες, οι μεγάλοι κερδισμένοι υπήρξαν η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία με συνολικό πληθυσμό περίπου δύο δισεκατομμύρια τετρακόσια εκατομμύρια κατοίκους. Την περίοδο 1981-2007, η φτώχεια στην Κίνα μειώθηκε κατά 70%. Θα παρατηρούσαμε ότι, μολονότι οι νεοσυντηρητικοί και ο Σάμιουελ Χάντιγκτον πίστευαν πως ο ισλαμισμός και ο κομφουκιανισμός (Κίνα) θα συμπήξουν ανίερη συμμαχία κατά της χριστιανικής Δύσης, η Κίνα σήμερα κατέχει ομόλογα του αμερικανικού δανείου αξίας μεγαλύτερης από ένα τρισ. δολάρια και τα συναλλαγματικά της αποθέματα ξεπερνούν τα 2,5 τρισ. δολάρια. Η τυχόν καταστροφή συνεπώς της αμερικανικής οικονομίας μπορεί να συμπαρασύρει και την κινεζική. Μολονότι οι παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις έχουν πάντοτε σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες, αποτελούν φαινόμενα παροδικά. Η σημερινή κρίση, μάλιστα, ίσως έχει και κάποια ευεργετικά αποτελέσματα ως προς το μόνιμο και επιδεινούμενο ζήτημα του περιβάλλοντος. Η προσωρινή έστω μείωση της ζήτησης αγαθών, με τη συνακόλουθη επίπτωση στην κατανάλωση ενέργειας, προσφέρει ένα διάλειμμα στο βεβαρημένο οικοσύστημά μας. Το σημαντικότερο είναι αυτό που σημειώνει ο Κίσινγκερ: «Η οικονομική κρίση στερεί τις μεγάλες δυνάμεις από την αναπτυξιακή τους ώθηση, υποχρεώνοντάς τες σε επιβεβλημένη συνεννόηση. Κρίσιμα ζητήματα, όπως το περιβάλλον, η κλιματική αλλαγή και τα όπλα μαζικής καταστροφής, τείνουν να καταστούν θέματα κοινού ενδιαφέροντος και σημεία συμφωνίας μεταξύ παραδοσιακών εχθρών». Παρά τη γενική εντύπωση μετά την πτώση του κομμουνισμού ότι ο κόσμος κατευθυνόταν προς ένα παγκόσμιο σύστημα με πλοηγό την αγορά, η οικονομική κρίση του 2008 επαναφέρει τα έθνη-κράτη ως καθοριστικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής. «Θα έπρεπε να καταλάβουμε ότι η πολιτική παραμένει εθνική, ακόμη και όταν τα οικονομικά είναι παγκοσμιοποιημένα». Με την αποστροφή αυτή, ο Judt μας θυμίζει ότι η αναζήτηση του χρηστού πολιτεύματος των αρχαίων είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ. [Καθημερινή] * Της Εύης Καρκίτη στον Αγγελιοφόρο Ευρωπαϊκό, μεταπολεμικό πανόραμα Σε ένα ανέκδοτο της σοβιετικής εποχής κάποιος ακροατής καλεί το αρμενικό ραδιόφωνο και ρωτά: «Eίναι δυνατόν να προβλέψετε το μέλλον;». Απάντηση: «Ναι, κανένα πρόβλημα. Ξέρουμε ακριβώς πώς θα είναι το μέλλον. Το πρόβλημά μας είναι το παρελθόν: αλλάζει συνεχώς». Ο Τόνι Τζαντ συμφωνούσε πως πράγματι το παρελθόν αλλάζει. Το Δεκέμβριο του 1989, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στην Πράγα, βρέθηκε στο δυτικό τερματικό σταθμό της κύριας σιδηροδρομικής γραμμής της Βιέννης. Ηταν μια συγκλονιστική χρονιά για την Ευρώπη, που έβλεπε να τελειώνει μια εποχή και να ξεκινά μια νέα στη θέση της, η οποία έφερνε σοβαρές

αμφισβητήσεις σε πολλές και για καιρό υφιστάμενες παραδοχές. Η Βιέννη ήταν, κατά τη γνώμη του Τζαντ, ένα καλό σημείο για να συλλογιστεί κανείς πάνω στην Ευρώπη, στο μέλλον της, αλλά και το παρελθόν της, που κάτω από το βάρος των εξελίξεων φάνταζε πλέον διαφορετικό. Εκείνη ήταν η στιγμή που αποφάσισε να προχωρήσει σε ένα φιλόδοξο εγχείρημα, το οποίο αποδείχτηκε και τολμηρό και πρωτότυπο. Το σχέδιό του δεν τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή, όμως οι καθυστερήσεις λειτούργησαν προς όφελός του. Ανοιξαν αρχεία και ταυτόχρονα ξεκαθάρισαν συγχύσεις. Το έργο «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» (Postwar), προϊόν πολυετούς έρευνας, είναι αισθητά διαφοροποιημένο από τη «σχεδόν ευχάριστη» αφήγηση για το δεύτερο μισό του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα, που δίνει έμφαση στα επιτεύγματά της. Κυρίως γιατί ο Τζαντ ενδιαφέρθηκε και για τη μελέτη της Ανατολικής Ευρώπης, απορρίπτοντας ωστόσο την ιδέα να αφηγηθεί την ιστορία των δύο τμημάτων της διαιρεμένης μεταπολεμικά Ευρώπης, απομονώνοντας το ένα τμήμα από το άλλο. Ο πολυβραβευμένος διαπρεπής ιστορικός γεννήθηκε το 1948 στο Λονδίνο. Σπούδασε στο King’s College του Κέιμπριτζ και στην Ecole Normale Superieure του Παρισιού. Δίδαξε στα Πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ, της Οξφόρδης, του Μπέρκλεϊ και της Νέας Υόρκης. Στο τελευταίο μάλιστα ίδρυσε το Ινστιτούτο Ρεμάρκ για τη μελέτη της Ευρώπης. Πέθανε το 2010 χτυπημένος από μια επιθετική μορφή πλάγιας αμυοτροφικής σκλήρυνσης. Ενα πολυσύνθετο έργο Ο Τόνι Τζαντ ξεκινά την αφήγησή του από τη γεμάτη λεπτές αποχρώσεις κατάσταση της Γηραιάς Ηπείρου, της θρυμματισμένης από τον πόλεμο, διατυπώνοντας την άποψη πως ο Β' Παγκόσμιος ήταν, σε αντίθεση με τον Α', μια σχεδόν καθολική εμπειρία. Η έρευνά του ολοκληρώνεται με τη μελέτη του χρονικού διαστήματος από την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου μέχρι το 2005, θίγοντας ζητήματα που απασχολούν μέχρι σήμερα, που προκαλούν μεγάλες ζητήσεις και θυελλώδεις αντιπαραθέσεις. Ο Τζαντ αγκαλιάζει κάθε τομέα της ανθρώπινης εμπειρίας, αφηγούμενος με λιτό και άμεσο λόγο τις εξελίξεις στη στρατιωτική, πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική ιστορία, στις εξελίξεις στο επίπεδο των ιδεών, μελετώντας περισσότερες από τριάντα χώρες, οι οποίες έχουν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές και επηρεάζονται από διαφορετικές παραδόσεις. Η ευρυμάθειά του, τα στοιχεία που φέρνει στο φως, οι απόψεις που διατυπώνει, κλονίζουν σε πολλές περιπτώσεις γερά εδραιωμένες αντιλήψεις, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με μια νέα οπτική για την ιστορία της Ευρώπης, το πώς είδαν οι Ευρωπαίοι κάτω από το βάρος συγκλονιστικών εμπειριών τον εαυτό τους. Υπερασπιστής μιας μετριοπαθούς αντίληψης και του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, υπερασπιστής της μνήμης, ο Τζαντ θεωρούσε πως οι Ευρωπαίοι πρέπει να διατηρήσουν ένα ζωτικό δεσμό με το παρελθόν τους, όσο τρομερό και αν υπήρξε αυτό σε κάποιες στιγμές του, και διατυπώνει την άποψη πως πρέπει να διδάσκεται από την αρχή σε κάθε νέα γενιά. Το δοκίμιο «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων», με το οποίο «κλείνει» το πολυσέλιδο έργο, αποτελεί ένα σταθμό στη μακραίωνη ουμανιστική παράδοση και ταυτόχρονα ένα εργαλείο για ένα από τα πιο ακανθώδη ζητήματα όχι μόνο της δημόσιας αλλά και της ιδιωτικής ζωής: την κατανόηση και τη διαχείριση του παρελθόντος. [Αγγελιοφόρος] * Ο Γρηγόρης Μπέκος στο Βήμα 03.02.2013 Η κοινωνική Ευρώπη πρέπει να ζήσει

Ο Τόνι Τζαντ υπερασπίζεται το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο σε μια μεγάλη σύνθεση για τη μεταπολεμική Ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου. Η τελευταία έρευνα του βρετανικής καταγωγής ιστορικού που πέθανε πρόωρα το 2010. Το αποφάσισε εκείνον τον παγωμένο Δεκέμβρη του 1989 στην παλλόμενη καρδιά της Γηραιάς Ηπείρου. «Η μεταπολεμική Βιέννη - όπως και η μεταπολεμική Ευρώπη - ήταν ένα επιβλητικό οικοδόμημα που χτίστηκε πάνω σε ένα παρελθόν για το οποίο δεν μιλούσε κανείς». Τον εντυπωσίαζε ο τρόπος με τον οποίο γρήγορα λησμονούσε η Δύση και εύκολα αποσιωπούσε η Ανατολή, ταμπουρωμένες καθώς ήταν πίσω από αυτό το γεωγραφικό σχίσμα του αίματος και της καταστροφής. Να ήταν άραγε - είτε ρεαλιστικά είτε ακόμη και μεταφυσικά μιλώντας - το ένστικτο αυτοσυντήρησης της Ευρώπης που «σαν την αλεπού, ξέρει πολλά»; Μερικές εβδομάδες νωρίτερα είχε πέσει το Τείχος του Βερολίνου, το σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου που τη διχοτομούσε από τον Αύγουστο του 1961. Αλλά «τώρα το μέλλον της Ευρώπης εμφανιζόταν πολύ διαφορετικό, αλλά εξίσου διαφορετικό φαινόταν και το παρελθόν της»συλλογιζόταν ο κορυφαίος βρετανός ιστορικός Τόνι Τζαντ (1948-2010) καθώς άλλαζε τρένο στον δυτικό τερματικό σταθμό της «ουδέτερης» Βιέννης. Επέστρεφε τότε από την εξεγερμένη Πράγα «όπου οι θεατρικοί συγγραφείς και οι ιστορικοί του Φόρουμ των Πολιτών ξήλωναν ένα κομμουνιστικό αστυνομικό κράτος και πετούσαν 40 χρόνια "υπαρκτού σοσιαλισμού" στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας». Για τον ίδιο «ήταν πλέον ολοφάνερο ότι η Ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης έπρεπε να ξαναγραφτεί» καθώς «σκιάζεται από σιωπές και απουσίες». Το 2005 τελικώς, έπειτα από συστηματική και πολυετή έρευνα στα διαθέσιμα ιστορικά αρχεία έξι διαφορετικών γλωσσών, εξέδωσε το magnum opus του Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο, που απέσπασε την κριτική αποδοχή των συναδέλφων του. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Γέιλ Τίμοθι Σνάιντερ το περιέγραψε μάλιστα ως «το καλύτερο βιβλίο πάνω στο θέμα που θα μπορούσε να γράψει ποτέ κανείς». Φεβ 2013

Tony Judt: Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο Από: Takis Ant Κατηγορία: Κοινωνικά

«Η Ευρώπη, αφού πέρασε ένα μεγάλο διάστημα ειρήνης, ευημερίας και σημαντικών θεσμικών επιτευγμάτων, πελαγοδρομεί ανάμεσα στη ζοφερή ακινησία της οικονομικής κρίσης και στη διαρκή εκκρεμότητα μιας βαθύτερης πολιτικής ενοποίησης» γράφει ο κορυφαίος βρετανός ιστορικός Τόνι Τζαντ (1948-2010) στο μεγάλο έργο του «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» (από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια).

Σε αυτό το πρωτοποριακό, φιλόδοξο και θαρραλέο βιβλίο του, υποστηρίζει πεισματικά τις απόψεις του για όσα συνέβησαν από τα μεταπολεμικά συντρίμμια του 1945 ως τις μέρες μας. «Αν η Ευρώπη ακολουθήσει "γερμανική" πορεία, συρρικνούμενη "σαν δέρμα στο κρύο" σε έναν αμυντικό επαρχιωτισμό, τότε η ευκαιρία θα χαθεί και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα υπερβεί ποτέ τις λειτουργικές καταβολές της. Θα παραμείνει απλώς και μόνο το άθροισμα και ο υψηλότερος κοινός παρονομαστής των ξεχωριστών συμφερόντων των μελών της» έγραφε ο Τόνι Τζαντ (Tony Judt) και μέχρι στιγμής δυστυχώς δεν διαψεύδεται. Σκοπός του δεν είναι τόσο να ανασυνθέσει τεκμηριωμένα το πολυπλόκαμο ευρωπαϊκό παρελθόν για λογαριασμό μας, αλλά να αποστάξει την ουσία του, ως μια προοδευτική παρακαταθήκη με το βλέμμα πάντα στραμμένο στο μέλλον. «Οι Ευρωπαίοι μπορεί να έχασαν την πίστη τους στους πολιτικούς, αλλά στον πυρήνα του ευρωπαϊκού συστήματος διακυβέρνησης υπάρχει κάτι που ούτε καν τα πιο ριζοσπαστικά αντισυστημικά κόμματα δεν τόλμησαν να χτυπήσουν κατά μέτωπο και το οποίο εξακολουθεί να ελκύει την οικουμενική σχεδόν αφοσίωση. Αυτό το κάτι δεν είναι σίγουρα η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις ποικίλες αρετές της. Δεν είναι η δημοκρατία: πολύ αφηρημένη, πολύ νεφελώδης και ίσως έννοια την οποία οι άνθρωποι επικαλούνται υπερβολικά συχνά για να μπορεί από μόνη της να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού. Ούτε είναι η ελευθερία ή η εξουσία του νόμου, οι οποίες εδώ και πολλές δεκαετίες δεν απειλούνται σοβαρά στη Δύση και τις οποίες θεωρεί αυτονόητες η νεότερη γενιά των Ευρωπαίων σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Τους Ευρωπαίους ενώνει, ακόμη και όταν ασκούν κριτική σε βάθος στη μια ή στην άλλη πλευρά της πρακτικής λειτουργίας του, το "ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο" όπως το αποκαλούμε συμβατικά, σε διάκριση και αποκαλυπτική αντίθεση με τον "αμερικανικό τρόπο ζωής"». «Τα επιτεύγματα του "κράτους-κηδεμόνα" στην Ευρώπη ήταν πραγματικά, ανεξάρτητα από το αν ήταν δημιούργημα σοσιαλδημοκρατών, πατερναλιστών καθολικών ή συνετών συντηρητικών και φιλελευθέρων. Αρχίζοντας με βασικά προγράμματα κοινωνικού και οικονομικού προστατευτισμού, το κράτος πρόνοιας προχώρησε στην υιοθέτηση συστημάτων πρόνοιας για διάφορες ομάδες, επιδομάτων, κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής εισοδήματος και πέτυχε αυτόν τον ουσιαστικό μετασχηματισμό χωρίς κανένα πολιτικό κόστος. Ακόμη και η δημιουργία μιας ιδιοτελούς τάξης γραφειοκρατών του κοινωνικού κράτους και διοικητικών υπαλλήλων είχε τα πλεονεκτήματά της. Όπως είχε συμβεί και με τους αγρότες, τώρα η περιφρονημένη "κατώτερη μεσαία τάξη" συνέδεε τα συμφέροντά της με τους θεσμούς και τις αξίες του δημοκρατικού κράτους. Τόσο οι σοσιαλδημοκράτες όσο και οι χριστιανοδημοκράτες αναγνώριζαν αυτό το θετικό αποτέλεσμα. Όμως αυτό ήταν αρνητικό για τους φασίστες και τους κομμουνιστές, γεγονός που είχε ακόμη μεγαλύτερη σημασία» μας υπενθυμίζει ο Τόνι Τζαντ. Το «Postwar», το magnum opus του Τόνι Τζαντ, που δημοσιεύθηκε το 2005, υπήρξε μια σαρωτική έκθεση για την πολιτική, την οικονομία, τον πολιτισμό, τη διπλωματία και την κοινωνία στην Ευρώπη από το 1945 έως το 2005. Είναι η πρώτη Ιστορία του πρόσφατου παρελθόντος της σύγχρονης Ευρώπης: αποτέλεσμα υπερδεκαετούς έρευνας, σε έξι γλώσσες, καλύπτει τριάντα τέσσερις χώρες σε εξήντα χρόνια πολιτικής και πολιτιστικής αλλαγής. Όλα, σε μια ενιαία

και συναρπαστική αφήγηση. Και δυο λόγια για το μεγάλο ιστορικό και συγγραφέα: Ο Τόνι Τζαντ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1948. Σπούδασε στο King's College του Κέμπριτζ και στην Ecole Normale Superieure του Παρισιού. Δίδαξε στα πανεπιστήμια του Κέμπριτζ, της Οξφόρδης, του Μπέρκλεϊ και της Νέας Υόρκης. Στο τελευταίο, το 1995 ίδρυσε και διηύθυνε το Ινστιτούτο Ρεμάρκ για τη μελέτη της Ευρώπης. Εγραφε συχνά για τα έντυπα New York Review of Books, London Review of Books, New York Times, New Republic κ.ά. Το 2007 του απονεμήθηκε το Βραβείο Χ. Αρεντ και το 2009 το Βραβείο Οργουελ για τη συνολική προσφορά του. Πέθανε τον Αύγουστο του 2010 σε ηλικία εξήντα δύο ετών.

Για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας του TONY JUDT

(18/12/2009)

Οι Αμερικανοί θα ήθελαν τα πράγματα να είναι καλύτερα. Σύμφωνα με μετρήσεις

της κοινής γνώμης των τελευταίων ετών, όλοι θα ήθελαν τα παιδιά τους να είχαν

καλύτερες ευκαιρίες για τη ζωή τους όταν γεννιούνταν. Θα

προτιμούσαν η γυναίκα ή η κόρη τους να είχαν τις ίδιες

πιθανότητες επιβίωσης της μητρότητας, όπως έχουν οι

γυναίκες σε άλλες προηγμένες χώρες. Θα ήταν ευχαριστημένοι

με πλήρη ιατρική κάλυψη με χαμηλότερο κόστος, με

μεγαλύτερη αναμενόμενη διάρκεια ζωής, καλύτερες δημόσιες

υπηρεσίες και λιγότερο έγκλημα. Όταν τους υπενθυμίζουν ότι

όλα αυτά υπάρχουν σε χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία ή οι

Σκανδιναβικές χώρες, αλλά ότι συμβαδίζουν με υψηλότερους

φόρους και ένα «παρεμβατικό» κράτος, οι περισσότεροι από

αυτούς τους ίδιους τους Αμερικανούς απαντούν: «Μα αυτό είναι σοσιαλισμός. Δεν

θέλουμε το κράτος να παρεμβαίνει στις υποθέσεις μας. Και πάνω απ’ όλα δεν

θέλουμε να πληρώνουμε περισσότερους φόρους».

Αυτή η περίεργη παραφωνία στην κατανόηση είναι μια παλιά ιστορία. Πριν από

έναν αιώνα, ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βέρνερ Σόμχαρτ έθεσε το περίφημο

ερώτημα: «Γιατί δεν υπάρχει σοσιαλισμός στην Αμερική;». Υπάρχουν πολλές

απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα. Ορισμένες σχετίζονται με το μεγάλο μέγεθος της

χώρας: κοινοί στόχοι είναι δύσκολο να οργανωθούν και να επιβιώσουν σε μια

αυτοκρατορική κλίμακα. Υπάρχουν βέβαια και πολιτιστικοί παράγοντες,

περιλαμβανόμενης της ιδιάζουσας αμερικανικής καχυποψίας για την κεντρική

κυβέρνηση.

Και πράγματι, δεν είναι τυχαίο ότι η σοσιαλδημοκρατία και τα κράτη ευημερίας

λειτούργησαν καλύτερα σε μικρές ομοιογενείς χώρες, όπου τα σημεία της

αμοιβαίας καχυποψίας και δυσπιστίας δεν είναι τόσο οξυμμένα.

Αντίστροφα, όπου η μετανάστευση και οι εμφανείς μειονότητες έχουν αλλάξει τη

δημογραφία μιας χώρας, βρίσκουμε τυπικά αυξημένη καχυποψία για τους άλλους

και μια απώλεια ενθουσιασμού για τους θεσμούς του κράτους-πρόνοιας. Είναι

αδιαμφισβήτητο ότι η σοσιαλδημοκρατία και τα κράτη πρόνοιας αντιμετωπίζουν

σήμερα σοβαρές πρακτικές προκλήσεις. Δεν αμφισβητείται η επιβίωσή τους, αλλά

δεν έχουν πλέον την αυτοπεποίθηση που φαίνεται να διέθεταν στο παρελθόν.

Περισσότερα:

http://www.nybooks.com/articles/23519

Τρίτη, 7 Δεκεμβρίου 2010

Τι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη σοσιαλδημοκρατία; του Tony Judt* Οι Αμερικανοί θα ήθελαν τα πράγματα να είναι καλύτερα. Σύμφωνα με έρευνες κοινής γνώμης τα τελευταία χρόνια, όλοι τους θα ήθελαν για τα παιδιά τους καλύτερες προοπτικές για την ζωή τους κατά την στιγμή της γέννησης τους . Θα προτιμούσαν η γυναίκα ή η κόρη τους να είχαν τις ίδιες δυνατότητες να ανταπεξέλθουν στην μητρότητα όπως οι γυναίκες άλλων αναπτυγμένων χωρών. Θα εκτιμούσαν την πλήρη ιατρική κάλυψη σε χαμηλότερο κόστος, μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες και λιγότερη εγκληματικότητα. Όταν υπογραμμίζεται ότι όλα τα παραπάνω παρέχονται στην Αυστρία, στην Σκανδιναβία ή και την Ολλανδία, μέσω υψηλότερων φόρων και ενός «παρεμβατικού», κράτους πολλοί από τους ίδιους Αμερικανούς απαντούν: «Μα αυτός είναι σοσιαλισμός! Δεν θέλουμε το κράτος να παρεμβαίνει στις υποθέσεις μας. Και πάνω από όλα δεν επιθυμούμε να πληρώσουμε παραπάνω φόρους.»

Αυτή η περίεργη, γνωστική παραφωνία είναι μια παλιά ιστορία. Έναν αιώνα πριν, ο Γερμανός

κοινωνιολόγος Werner Sombart, διερωτήθηκε: Γιατί δεν υπάρχει σοσιαλισμός στην Αμερική; Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σε αυτή την ερώτηση. Μερικές αναφέρονται στο μέγεθος της χώρας, όπου κοινές επιδιώξεις είναι δύσκολο να οργανωθούν και να υποστηριχθούν σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Υπάρχουν, φυσικά και ζητήματα κουλτούρας, συμπεριλαμβανομένης της ευδιάκριτης αμερικανικής καχυποψίας απέναντι σε κάθε κεντρική διοίκηση.

Και πραγματικά, δεν είναι τυχαίο ότι η σοσιαλδημοκρατία και το κοινωνικό κράτος πρόνοιας λειτούργησαν καλύτερα σε μικρές, ομοιογενείς χώρες, όπου τα θέματα δυσπιστίας και η αμοιβαία καχυποψία δεν αναδύονται με τόση οξύτητα. Η θέληση να πληρώνει κανείς για υπηρεσίες και παροχές που απολαμβάνουν άλλοι στηρίζεται στην κατανόηση ότι και αυτοί με τη σειρά τους θα κάνουν το ίδιο για σένα και για τα παιδιά σου: επειδή είναι σαν εσένα και αντιμετωπίζουν τον κόσμο όπως εσύ. Αντιθέτως, όπου η μετανάστευση και οι ευδιάκριτες μειονότητες έχουν αλλάξει τη δημογραφία μιας χώρας, παρατηρείται συχνά τόσο καχυποψία των άλλων όσο και μια έλλειψη ενθουσιασμού για τους θεσμούς του κράτους πρόνοιας. Τέλος, είναι αδιαμφισβήτητο, ότι η σοσιαλδημοκρατία και τα κράτη πρόνοιας αντιμετωπίζουν σοβαρές πρακτικές προκλήσεις σήμερα. Η επιβίωση τους δεν είναι αμφισβητήσιμη, όμως δεν έχουν τόση αυτοπεποίθηση όση είχαν στο παρελθόν.

Αλλά η ανησυχία μου είναι η εξής: γιατί εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουμε τόση δυσκολία ακόμα και να φανταστούμε ένα διαφορετικό είδος κοινωνίας από αυτήν που με τις δυσλειτουργίες και τις ανισότητες της μας δημιουργεί τόσα προβλήματα; Φαίνεται ότι έχουμε χάσει την ικανότητα να αμφισβητούμε το παρόν, πόσο μάλλον να προτείνουμε εναλλακτικές για αυτό. Γιατί είναι τόσο δύσκολο για εμάς να οραματιστούμε ένα διαφορετικό σύστημα λειτουργίας το οποίο θα λειτουργεί προς όφελος όλων; Το μειονέκτημά μας είναι πρόβλημα λόγου. Απλά δεν γνωρίζουμε πώς να μιλήσουμε για αυτά τα θέματα. Για να καταλάβουμε ότι αυτό θα έπρεπε να είναι το ζήτημα, χρειάζεται εδώ λίγο ιστορία: όπως ο Keynes κάποτε παρατήρησε, «η μελέτη της ιστορίας των απόψεων, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη χειραφέτηση του μυαλού.»Για την επίτευξη του στόχου της πνευματικής χειραφέτησης σήμερα, προτείνω να σκεφτούμε για λίγο την ιστορία μιας προκατάληψης: το σύγχρονο και καθολικό καταφύγιο που αναζητούμε στον «οικονομισμό», την επίκληση δηλαδή της οικονομίας σε όλες τις συζητήσεις γύρω από τα δημόσια ζητήματα. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, στον περισσότερο αγγλόφωνο κόσμο (αν και λιγότερο στην ηπειρωτική Ευρώπη και αλλού), όταν ρωτάμε τους εαυτούς μας αν θα υποστηρίξουμε μια πρόταση ή μια πρωτοβουλία, δεν αναρωτιόμαστε αν αυτό είναι καλό ή κακό. Αντίθετα ρωτάμε: Είναι αποτελεσματικό; Είναι παραγωγικό; Θα ωφελήσει

το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν; θα συνεισφέρει στην ανάπτυξη; Αυτή η τάση αποφυγής της ηθικής διάστασης των υπό συζήτηση επιλογών, ο περιορισμός των εαυτών μας αποκλειστικά γύρω από ζητήματα κέρδους και ζημιάς- οικονομικές ερωτήσεις στην πιο στενή τους έννοια- δεν είναι μια ενστικτώδης ανθρώπινη κατάσταση. Πρόκειται για κάτι το επίκτητο.

Έχουμε βρεθεί ξανά εδώ. Το 1905, ο νεαρός William Beveridge, -του οποίου η έκθεση το1942, ήταν αυτή που έθεσε τα θεμέλια του βρετανικού κράτους πρόνοιας- εκφώνησε μια ομιλία στην Οξφόρδη, στην οποία έθεσε το ερώτημα γιατί η πολιτική φιλοσοφία είχε παραγκωνιστεί στις δημόσιες συζητήσεις, από τα κλασικά οικονομικά. Η ερώτηση του Beveridge είναι επίκαιρη και σήμερα. Ας σημειωθεί, όμως, ότι αυτή η έκλειψη της πολιτικής σκέψης δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα συγγράμματα των μεγαλύτερων κλασικών οικονομολόγων. Τον 18ο αιώνα αυτό το οποίο ο Adam Smith ονόμαζε «ηθικά συναισθήματα» ήταν σε υψηλή θέση στις συζητήσεις για την οικονομία.

Πραγματικά, η σκέψη ότι μπορεί να περιορίσουμε τους προβληματισμούς για τις δημόσιες πολιτικές σε ένα απλό οικονομικό υπολογισμό αποτελούσε πηγή ανησυχίας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.. Ο Marquis de Condorcet, ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς πάνω στον εμπορικό καπιταλισμό, στις απαρχές του, προέβλεψε με δυσφορία την προοπτική ότι «η ελευθερία δεν θα είναι τίποτα άλλο για ένα κράτος, παρά η

απαραίτητη συνθήκη για την ασφάλεια των οικονομικών συναλλαγών». Οι επαναστάσεις της εποχής συχνά παλινδρομούσαν ανάμεσα στη σύγχυσης μεταξύ της ελευθερίας που αποσκοπεί στο κέρδος …και της έννοιας της ελευθερίας αυτής καθαυτής. Μα πως στην εποχή μας, καταλήξαμε να σκεφτόμαστε μόνο με οικονομικούς όρους; Η γοητεία της χρήσης ενός αυτάρκους οικονομικού λεξιλογίου δεν προέκυψε από το πουθενά. Αντιθέτως, ζούμε στη μακρά σκιά μιας συζήτησης ανθρώπων ξένων μεταξύ τους.

Αν ρωτήσουμε ποιος επηρέασε περισσότερο τη σύγχρονη αγγλόφωνη οικονομική σκέψη, πέντε ξένοι στοχαστές μας έρχονται στο μυαλό: Ludwig von Mises, Friedrich Hayek, Joseph Schumpeter, Karl Popper και Peter Drucker.

Οι δυο πρώτοι ήταν οι εκπληκτικοί «παππούδες» της Σχολής του Σικάγο, των μακροοικονομικών της ελεύθερης αγοράς. Ο Schumpeter είναι ευρύτερα γνωστός για την ενθουσιώδη περιγραφή του σχετικά με «δημιουργικές, καταστροφικές» δυνάμεις του καπιταλισμού, ο Popper για την υπεράσπιση της «ανοιχτής κοινωνίας» και την θεωρία του για τον ολοκληρωτισμό. Όσον αφορά τον Drucker, τα γραπτά του σχετικά με τη διοίκηση άσκησαν τεράστια επιρροή στη θεωρία και πράξη των επιχειρήσεων στις δεκαετίες της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης.

Τρεις από αυτούς τους άντρες γεννήθηκαν στην Βιέννη, ο τέταρτος (von Mises) στο Αυστριακό Lemberg (σήμερα ουκρανικό Lvov), ο πέμπτος (Schumpeter) στη Μοραβία, μερικά εκατοντάδες

μίλια μακριά από την αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Όλοι είχαν, προφανώς, σοκαριστεί από την καταστροφή, η οποία έπληξε την Αυστρία στην διάρκεια του μεσοπολέμου. Μετά την καταστροφή του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και του σύντομου σοσιαλιστικού πειράματος στη Βιέννη, η χώρα περιέπεσε αρχικά σε ένα αντιδραστικό πραξικόπημα το 1934 και μετά από τέσσερα χρόνια, στην εισβολή και κατάληψη των Ναζί. Όλοι εξαιτίας των παραπάνω γεγονότων οδηγήθηκαν στην εξορία και όλοι –ειδικά ο Hayek- επικέντρωσαν τα κείμενά τους και τη διδασκαλία τους στο κεντρικό ερώτημα της εποχής τους: γιατί η φιλελεύθερη κοινωνία κατέρρευσε και υπέκυψε- τουλάχιστον στην περίπτωση της Αυστρίας- στο φασισμό; Η απάντηση τους: οι ανεπιτυχείς προσπάθειες της (μαρξιστικής) Αριστεράς να εγκαθιδρύσει στη μεταπολεμική Αυστρία κρατικό σχεδιασμό στην οικονομία, δημοτικά ελεγχόμενες υπηρεσίες και κολεκτιβοποιημένη οικονομική δραστηριότητα, αποδείχθηκε όχι μόνο μια πλάνη, αλλά οδήγησε κατευθείαν στην αντίδραση.

Η ευρωπαϊκή τραγωδία, κατά αυτόν τον τρόπο προέκυψε από την αποτυχία της Αριστεράς πρώτα να επιτύχει τους στόχους της και έπειτα να υπερασπιστεί τον εαυτό της και την φιλελεύθερη κληρονομιά της.

Ο καθένας, αν και από διαφορετικές αφετηρίες, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα: ο καλύτερος τρόπος να υπερασπιστείς τον φιλελευθερισμό, η καλύτερη υπεράσπιση μιας ανοιχτής κοινωνίας και των συνεπακόλουθων ελευθεριών της, είναι να κρατήσεις την κυβέρνηση μακριά από την

οικονομική ζωή. Αν το κράτος παρέμενε σε ασφαλή απόσταση, αν οι πολιτικοί – ακόμα και αν είχαν τις καλύτερες προθέσεις- αποκλείονταν από το σχεδιασμό, την εκμετάλλευση ή την κατεύθυνση των υποθέσεων των πολιτών τους, τότε οι εξτρεμιστές της δεξιάς και την αριστεράς, θα παρέμεναν στο περιθώριο.

Η ίδια πρόκληση- πώς να καταλάβεις τι είχε συμβεί ανάμεσα στους δυο πολέμους και πώς να αποτρέψεις την αναβίωση τους- αντιμετωπίστηκε από τον John Maynard Keynes. Ο σπουδαίος Άγγλος οικονομολόγος, γεννημένος το 1883 (την ίδια χρονιά με τον Schumpeter), μεγάλωσε σε μια σταθερή, σίγουρη, ευημερούσα και ισχυρή Βρετανία. Και έπειτα, από την προνομιούχα θέση του στο Υπουργείο Οικονομικών και ως συμμετέχων στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη στις Βερσαλλίες, παρακολούθησε την κατάρρευση του κόσμου του συμπαρασύροντας μαζί όλες τις βεβαιότητες της κουλτούρας και της τάξης του. Ο Keynes με τη σειρά του και αυτός θα έθετε στον εαυτό του την ίδια ερώτηση που έθεσε ο Hayek και οι αυστριακοί συνάδελφοί του. Όμως, έδωσε μια τελείως διαφορετική απάντηση.Ναι, ο Keynes αναγνώρισε ότι η διάλυση της Βικτοριανής Ευρώπης ήταν η καθοριστική εμπειρία της ζωής του, αυτή που τον προσδιόρισε. Πραγματικά, η ουσία της συμβολής του στην οικονομική θεωρία ήταν η επιμονή του πάνω στην αβεβαιότητα.

Σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις των κλασικών και νεοκλασικών οικονομικών ο Keynes θα επέμενε

σχετικά με το απρόβλεπτο των ανθρώπινων σχέσεων. Αν υπήρχε ένα μάθημα που προέκυψε από την ύφεση, τον φασισμό και τον πόλεμο, είναι το εξής: η αβεβαιότητα-ανυψωμένη στο επίπεδο της ανασφάλειας και του συλλογικού φόβου- ήταν η διαβρωτική δύναμη που απείλησε και μπορεί ξανά να απειλήσει τον φιλελεύθερο κόσμο. Σαν απάντηση σε αυτά, ο Keynes ζήτησε έναν αυξημένο ρόλο για το κοινωνικό κράτος πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένων, όχι με περιοριστικό τρόπο όμως, και των αντικυκλικών πολιτικών παρέμβασης. Ο Hayek πρότεινε το αντίθετο. Στο κλασικό του έργο του 1944, The Road to Freedom, έγραψε: Καμία περιγραφή με γενικούς όρους δεν μπορεί να δώσει μια επαρκή εικόνα της ομοιότητας ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης αγγλικής πολιτικής φιλολογίας με τα έργα που κατάστρεψαν την πίστη για το δυτικό πολιτισμό στη Γερμανία και δημιούργησαν μια τέτοια κατάσταση, στην οποία ο ναζισμός μπόρεσε να επιτύχει. Με άλλα λόγια, ο Hayek προέβλεψε μια φασιστική εκτροπή αν οι εργατικοί νικούσαν τότε στην Αγγλία. Και πραγματικά, νίκησαν. Όμως εφάρμοσαν πολιτικές, οι οποίες ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τον Keynes. Για τις επόμενες τρεις δεκαετίες, η Μεγάλη Βρετανία (όπως και το μεγαλύτερο κομμάτι του δυτικού κόσμου) κυβερνιόταν υπό το πρίσμα των ανησυχιών του Keynes.Από τότε, όπως ξέρουμε, οι Αυστριακοί πήραν την εκδίκηση τους. Το γιατί αυτό έγινε- και έγινε εκεί όπου έγινε- είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση για μια άλλη περίσταση.

Αλλά για τον οποιονδήποτε λόγο και αν έγινε, σήμερα ζούμε υπό την αμυδρή ηχώ- όπως το φως από ένα αστέρι που σβήνει- μιας συζήτησης που πραγματοποιήθηκε πριν από εβδομήντα χρόνια και από άντρες που γεννήθηκαν ως επί το πλείστον στο τέλος του 19ου αιώνα. Για να είμαστε σίγουροι, οι οικονομικοί όροι με τους οποίους μας ενθαρρύνουν να σκεφτόμαστε, δεν συνδέονται συμβατικά με αυτές τις μακρινές πολιτικές διαφωνίες. Παρόλα αυτά όμως χωρίς την κατανόηση των τελευταίων, είναι σαν να μιλάμε μια γλώσσα την οποία δεν καταλαβαίνουμε επαρκώς.

Το κράτος πρόνοιας έχει σημαντικές επιτυχίες στο ενεργητικό του. Σε κάποιες χώρες ήταν η σοσιαλδημοκρατία αυτή καθαυτή, αλλού νομοθετήματα σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Σε άλλες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, το κοινωνικό κράτος αποτέλεσε το άθροισμα μιας σειράς πραγματιστικών πολιτικών που αποσκοπούσαν στην ανακούφιση των μειονεκτούντων και στην άμβλυνση των διαφορών μεταξύ πλούτου και ανέχειας. Η κοινή θεματική και η καθολική επιδίωξη των κενσιανών κυβερνήσεων της μεταπολεμικής περιόδου ήταν ο περιορισμός των ανισοτήτων.

Αν συγκρίνει κανείς το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, είτε όσον αφορά το εισόδημα είτε όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία, σε όλες τις ηπειρωτικές ευρωπαϊκές χώρες, στη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ, θα δει κανείς ότι αυτό μειώνεται δραματικά στη γενιά που

ακολούθησε το 1945. Με τη μεγαλύτερη ισότητα προέκυψαν και άλλα θετικά για το πολιτικό σύστημα αποτελέσματα. Με τον καιρό, ο φόβος της επιστροφής σε ακραίες πολιτικές- πολιτικές της απόγνωσης, του φθόνου, της ανασφάλειας- μειώθηκε.

Ο δυτικός βιομηχανοποιημένος κόσμος εισχώρησε σε μια περίοδο ευημερούσας ασφάλειας: μια «φούσκα» ίσως, αλλά μια «φούσκα» ανέσεων στην οποία όλοι οι άνθρωποι τα πήγαιναν καλύτερα από ότι ποτέ ήλπιζαν στο παρελθόν και είχαν έναν καλό λόγο να προσδοκούν το μέλλον με αισιοδοξία. Το παράδοξο του κράτους πρόνοιας, αλλά και όλων των σοσιαλδημοκρατικών (και χριστιανοδημοκρατικών) κρατών της Ευρώπης, είναι απλά ότι η επιτυχία τους στην πορεία του χρόνου θα υπονόμευε την θελκτικότητα τους. Η γενιά, που ενθυμούταν την δεκαετία του ’30 ήταν η πιο αφοσιωμένη γενιά στη διατήρηση των θεσμών , των φορολογικών συστημάτων, των κοινωνικών υπηρεσιών και των δημόσιων παροχών, τα οποία έβλεπαν ως προπύργια απέναντι στο ενδεχόμενο μιας επιστροφής στα δεινά του παρελθόντος. Όμως, οι διάδοχοί τους- ακόμα και στη Σουηδία- άρχισαν να ξεχνούν τους λόγους που εξαρχής είχαν αναζητήσει μια τέτοια ασφάλεια.

Ήταν η σοσιαλδημοκρατία που πρόσδεσε τη μεσαία τάξη στους φιλελεύθερους θεσμούς στην απαρχή του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου (Η χρήση του όρου «μεσαία τάξη» γίνεται με την Ευρωπαϊκή της έννοια). Αυτή λάμβανε σε πολλές περιπτώσεις την ίδια βοήθεια και υπηρεσίες πρόνοιας, όπως οι

φτωχοί: δωρεάν εκπαίδευση, φθηνή ή δωρεάν ιατρική περίθαλψη, δημόσιες συντάξεις κ.α.. Κατά συνέπεια, η Ευρωπαϊκή μεσαία τάξη, βρέθηκε κατά τη δεκαετία του 1960 να έχει πολύ υψηλότερα διαθέσιμα εισοδήματα από κάθε άλλη φορά, ενώ πολλές από τις αναγκαιότητες της ζωής ήταν ήδη καλυμμένες από το ίδιο το φορολογικό σύστημα. Έτσι, η ίδια αυτή τάξη που είχε τόσο εκτεθεί στο φόβο και την ανασφάλεια του Μεσοπολέμου ήταν πλέον σφιχτά εναγκαλισμένη με τη μεταπολεμική δημοκρατική συναίνεση.

Από τα τέλη του 1970, ωστόσο, τέτοιες ανησυχίες άρχισαν να παραμερίζονται ολοένα και περισσότερο. Ξεκινώντας με την φορολογική και εργασιακή μεταρρύθμιση των ετών Θάτσερ-Ρέιγκαν, και συνεχίζοντας κατά σειρά στην απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η ανισότητα επανήλθε ως ζήτημα στις δυτικές κοινωνίες. Μετά την σημαντική μείωση που συνέβη από το 1910 μέχρι και την δεκαετία του 1960, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες η ανισότητα διογκώνεται σταθερά.

Στις ΗΠΑ σήμερα, ο συντελεστής Gini -ένα μέτρο της απόστασης που χωρίζει πλούσιους και φτωχούς-είναι συγκρίσιμος με εκείνον της Κίνας. Αν λάβουμε υπόψη ότι η Κίνα είναι μια αναπτυσσόμενη χώρα όπου μεγάλα χάσματα αναπόφευκτα ανοίγουν μεταξύ των λίγων πλούσιων και των περισσότερων φτωχών, το γεγονός ότι εδώ στις ΗΠΑ έχουμε έναν παρόμοιο συντελεστή λέει πολλά για το πόσο έχουμε απομακρυνθεί από τις πρότερές μας προσδοκίες.

Αναλογιστείτε το νόμο περί «Προσωπικής ευθύνης και Εργασιακών ευκαιριών (Personal Responsibility and Work Opportunity Act) του 1996 (θα ήταν δύσκολο να σκεφτούν έναν πιο Οργουελικό τίτλο), νομοθεσία της εποχής Κλίντον που επιδίωξε να αποψιλώσει τις παροχές πρόνοιας στις ΗΠΑ. Οι όροι αυτού του νόμου θα πρέπει να μας υπενθυμίσουν μια άλλη νομοθετική πράξη, που πέρασε στην Αγγλία, σχεδόν πριν από δύο αιώνες: Ο Νέος νόμος περί πτωχών του 1834.

Οι διατάξεις του νόμου αυτού μας είναι γνωστές χάρη στην αναπαράσταση της εφαρμογής τους στο έργο του Κάρολου Ντίκενς, Oliver Twist. Όταν ο Noah Claypole φώναζε στον μικρό Oliver, αποκαλώντας τον«Πτωχ’ειο» (Work’us) (πτωχοκομείο), υπονοούσε για το 1838, ακριβώς αυτό που υπονοούμε σήμερα όταν μιλάμε υποτιμητικά για «βασίλισσες της πρόνοιας. Ο Νέος Νόμος περί των Φτωχών ήταν εξωφρενικός, αναγκάζοντας τους απόρους και τους ανέργους να επιλέγουν ανάμεσα στην εργασία με οποιοδήποτε μισθό, όσο χαμηλός και αν ήταν, και την ταπείνωση του πτωχοκομείο. Στην περίπτωση αυτή όπως και στις περισσότερες άλλες μορφές δημόσιας βοήθειας κατά τον δέκατο ένατο αιώνα (ακόμα θεωρούμενες και χαρακτηριζόμενες ως «φιλανθρωπία»), το ύψος της ενίσχυσης και υποστήριξης ήταν επιλεγμένο έτσι ώστε να είναι λιγότερο ελκυστικό και από τις χειρότερες διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις.

Το σύστημα αυτό ήταν απότοκο της κλασικής οικονομικής θεωρίας που δεν αποδεχόταν την ίδια

τη δυνατότητα της ανεργίας σε μια αποτελεσματική αγορά: αν οι μισθοί έπεφταν αρκετά χαμηλά και δεν υπήρχε ελκυστική εναλλακτική της εργασίας λύση, ο καθένας θα έβρισκε μια θέση εργασίας. Για τα επόμενα 150 χρόνια, οι μεταρρυθμιστές προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τις εν λόγω εξευτελιστικές πρακτικές. Στο πέρασμα του χρόνου τον Νέο Νομό περί των Πτωχών και τους ανάλογους με αυτόν νόμους στις άλλες χώρες τους διαδέχθηκε η δημόσια παροχή βοήθειας σε δικαιωματική βάση. Οι Άνεργοι πολίτες δεν ήταν πια κατακριτέοι, πόσο μάλλον άξιοι της μοίρας τους, η κατάστασή τους δεν ποινικοποιούνταν πια, ούτε η κοινωνική τους υπόληψη σκιαζόταν από αυτό το γεγονός. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στα μέσα του 20ου αιώνα κράτη με δομές κοινωνικής πρόνοιας επέβαλαν την απρέπεια του καθορισμού της θέσης του πολίτη ως συνάρτηση της οικονομικής του συμμετοχής. Στις Ηνωμένες Πολιτείες των ημερών μας, σε μια περίοδο αυξανόμενης ανεργίας, ο άνεργος άνδρας ή γυναίκα δεν είναι πλήρη μέλη της κοινότητας. Για να λάβουν ακόμη και τις πενιχρές πληρωμές κοινωνικής πρόνοιας που είναι διαθέσιμες, πρέπει πρώτα να έχουν αναζητήσει, και όπου ήταν δυνατό, να έχουν δεχθεί οποιαδήποτε θέση εργασίας σε οποιοδήποτε μισθό -ανεξαρτήτως μεγέθους-τους προσφέρθηκε, ανεξαρτήτως και των προτιμήσεων τους για το είδος της εργασίας που τους προσφέρθηκε. Μόνο τότε δικαιούνται τη μέριμνα και τη βοήθεια των συμπολιτών τους.

Γιατί τόσοι λίγοι από μας καταδικάζουμε τέτοιες «μεταρρυθμίσεις», που τέθηκαν σε εφαρμογή από έναν Πρόεδρο των Δημοκρατικών; Γιατί είμαστε τόσο ασυγκίνητοι από το στίγμα που συνοδεύει τα θύματά τους; Όχι μόνο απέχουμε πολύ από το να αμφισβητήσουμε αυτή την επαναφορά στις πρακτικές του πρώιμου βιομηχανικού καπιταλισμού, αλλά αντιθέτως έχουμε προσαρμοστεί και πάρα πολύ καλά δρώντας σε ένα γενικευμένο καθεστώς σιωπής- σε ολοφάνερη αντίθεση με την προηγούμενη γενιά. Αλλά όπως μας υπενθυμίζει ο Τολστόι, «δεν υπάρχουν συνθήκες ζωής στις οποίες ένα άτομο δεν μπορεί να προσαρμοστεί, ειδικά αν βλέπει τους γύρω του να τις αποδέχονται.» Αυτή η «διάθεση για θαυμασμό και σχεδόν λατρεία των πλουσίων, και των ισχυρών και η απέχθεια ή τουλάχιστον η περιφρόνηση των ατόμων με φτωχή η μέτρια οικονομική κατάσταση... είναι ... η μεγάλη και πιο καθολική αιτία της διαφθοράς των ηθικών συναισθημάτων μας».

Αυτά δεν είναι δικά μου λόγια. Γράφτηκαν από τον Adam Smith, ο οποίος θεωρούσε το ενδεχόμενο του να φτάσουμε να θαυμάζουμε τον πλούτο και να περιφρονούμε την φτώχια, να θαυμάζουμε την επιτυχία και να χλευάζουμε την αποτυχία, σαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο που θα αντιμετωπίσουμε στην εμπορευματική κοινωνία, της οποίας την έλευση είχε προβλέψει. Ο κίνδυνος αυτός είναι πραγματικότητα.

Το πιο αποκαλυπτικό παράδειγμα του είδος του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε απαντάται σε μια μορφή που μπορεί να φανεί σε πολλούς από εσάς ως μια απλή τεχνική λεπτομέρεια: η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων. Κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, η κουλτούρα ιδιωτικοποιήσεων έχει γοητεύσει τις Δυτικές (και πολλές μη δυτικές) κυβερνήσεις. Γιατί;

Η συντομότερη απάντηση είναι ότι, σε μια εποχή δημοσιονομικών περιορισμών, η ιδιωτικοποίηση φαίνεται να εξοικονομεί χρήματα. Στην περίπτωση που το κράτος εφαρμόζει ένα αναποτελεσματικό δημόσιο πρόγραμμα ή κατέχει μια ακριβή δημόσια υπηρεσία-ύδρευσης, παραγωγής αυτοκινήτων, ή σιδηροδρομική-επιδιώκει να τα ξεφορτωθεί σε ιδιώτες αγοραστές.

Με την πώληση κερδίζει χρήματα για το κράτος. Εν τω μεταξύ, με την είσοδο στον ιδιωτικό τομέα, η υπηρεσία ή η επιχείρηση καθίσταται πιο αποτελεσματική χάρη στην επενέργεια του κινήτρου για κέρδους. Όλοι επωφελούνται: η υπηρεσία βελτιώνεται, το ίδιο το κράτος διώχνει από επάνω του μια αναποτελεσματική και κακοδιαχειρισμένη ευθύνη, οι επενδυτές κερδίζουν, και ο δημόσιος τομέας έχει εφάπαξ κέρδος από την πώληση.

Αυτά στη θεωρία. Η πράξη είναι πολύ διαφορετική. Αυτό που παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια είναι η σταθερή μετατόπιση της δημόσιας ευθύνης στον ιδιωτικό τομέα με μη ορατό συλλογικό όφελος. Κατ ‘αρχήν, η ίδια η λογική των ιδιωτικοποιήσεων είναι αναποτελεσματική.

Οι περισσότεροι από τους τομείς που οι κυβερνήσεις έκριναν σκόπιμο να περάσουν στον ιδιωτικό τομέα, λειτουργούσαν με απώλειες: οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τα ανθρακωρυχεία, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, ή οι επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας, κοστίζουν περισσότερο σε επίπεδο λειτουργίας και διαχείρισης ακόμα και από τα έσοδα που θα ευελπιστούσαν ποτέ να αντλήσουν.

Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, τέτοια δημόσια αγαθά είναι εγγενώς μη ελκυστικά για τους ιδιώτες εκτός και αν τους προσφερθούν με μια σημαντική έκπτωση. Αλλά όταν το κράτος πωλεί φθηνά, οι πολίτες χάνουν. Έχει υπολογιστεί ότι, κατά τη διάρκεια των ιδιωτικοποιήσεων της εποχής Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, η σκόπιμα χαμηλή τιμή στην οποία πολλά από τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα οδήγησε σε καθαρή μεταφορά 14 δισ. στερλινών από το φορολογούμενο κοινό σε μετόχους και άλλους επενδυτές.

Σε αυτήν την απώλεια θα πρέπει να προστεθούν επιπλέον £ 3 δισ σε προμήθειες προς τις τράπεζες, αναδόχους αυτών των ιδιωτικοποιήσεων. Έτσι, το κράτος στην πραγματικότητα κατέβαλλε στον ιδιωτικό τομέα ο £ 17 δισ ($ 30 δισ.) για να διευκολυνθεί η πώληση στοιχείων του ενεργητικού του για τα οποία δεν θα υπήρχαν διαφορετικά αγοραστές.

Αυτά είναι σημαντικά χρηματικά ποσά, που προσεγγίζουν για παράδειγμα το κληροδότημα του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ ή και το ετήσιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν χωρών όπως η

Παραγουάη και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Αυτό δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελεσματική χρήση των δημόσιων πόρων.

Δευτερευόντως, τίθεται το ζήτημα του ηθικού κινδύνου. Ο μόνος λόγος που ιδιώτες επενδυτές είναι πρόθυμοι να αγοράσουν αναποτελεσματικές δημόσιες επιχειρήσεις είναι επειδή το κράτος εξαλείφει ή μειώνει την έκθεση τους σε πιθανούς κινδύνους. Στην περίπτωση του μετρό του Λονδίνου, για παράδειγμα, οι αγοράστριες εταιρίες είχαν πάρει διαβεβαιώσεις πως ό, τι και αν συνέβαινε θα προστατευτούν από πιθανή σοβαρή χρηματική απώλεια υπονομεύοντας έτσι την κλασική οικονομική υπόθεση για τις ιδιωτικοποιήσεις: ότι το κίνητρο του κέρδους ενθαρρύνει την αποτελεσματικότητα.

Ο προαναφερθείς «ηθικός κίνδυνος» συνιστάται στο ότι ο ιδιωτικός τομέας, κάτω από αυτές τις προνομιακές συνθήκες, θα αποδειχθεί εξίσου αναποτελεσματικός, όπως ο δημόσιος τομέας. Ενώσω θα προσπορίζεται πιθανά κέρδη που θα προκύψουν και θα χρεώνει στο δημόσιο τις πιθανές ζημιές.

Η τρίτη και ίσως πιο αποκαλυπτική θέση κατά των ιδιωτικοποιήσεων είναι αυτή: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλές από τις υπηρεσίες που το κράτος επιδιώκει να εκποιήσει έχουν λειτουργήσει με λάθος τρόπο: ανικανότητα στην διαχείριση, υποεπενδύση κλπ. Παρ ‘όλα αυτά όμως, όσο κακή και αν ήταν η διαχείριση στο παρελθόν, τομείς όπως οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, τα σιδηροδρομικά δίκτυα, οι οίκοι ευγηρίας, οι

φυλακές, και άλλες δημόσιες παροχές προς ιδιωτικοποίηση, παραμένουν στην αρμοδιότητα των δημοσίων αρχών. Ακόμη και μετά την πώληση τους, δεν μπορούν να αφεθούν πλήρως στις ιδιοτροπίες της αγοράς. Ανήκουν από τη φύση τους σε είδη δραστηριότητας που κάποιος πρέπει να ρυθμίσει. Αυτή η ημιιδιωτική-ημιδημόσια παραχώρηση των, κατ ‘ουσίαν συλλογικών ευθυνών μάς επαναφέρει σε μια πολύ παλιά ιστορία.

Εάν οι φορολογικές σας δηλώσεις ελεγχθούν στις ΗΠΑ σήμερα, αν και είναι η κυβέρνηση που έχει αποφασίσει να σας εξετάσει, η ίδια η έρευνα είναι πολύ πιθανό να διεξαχθεί από μια ιδιωτική εταιρεία. Η τελευταία έχει συμβληθεί να παρέχει τις υπηρεσίες για λογαριασμό του δημοσίου, με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που ιδιώτες έχουν συνάψει σύμβαση με την Ουάσιγκτον για την παροχή ασφάλειας, μεταφορών και τεχνογνωσίας (με κέρδος) στο Ιράκ και αλλού. Με παρόμοιο τρόπο, η βρετανική κυβέρνηση σήμερα συνάπτει συμβάσεις με ιδιώτες επιχειρηματίες για την παροχή κατ ‘οίκον φροντίδας για τους ηλικιωμένους, ευθύνη κάποτε ελεγχόμενη από το κράτος. Οι κυβερνήσεις, με λίγα λόγια, εξωτερικεύουν τις ευθύνες τους σε ιδιωτικές εταιρείες που ισχυρίζονται ότι θα τις διαχειριστούν φθηνότερα και καλύτερα από ό, τι το κράτος. Στο δέκατο όγδοο αιώνα αυτή ήταν η μέθοδος του φοροεισπράκτορα. Οι πρώτες σύγχρονες κυβερνήσεις συχνά δεν διέθεταν τα μέσα για τη

συλλογή των φόρων και, συνεπώς, δεχόντουσαν προσφορές από ιδιώτες για να αναλάβουν το έργο αυτό. Ο πλειοδότης έπαιρνε την δουλειά, και ήταν ελεύθερος αφού είχε καταβάλει το συμφωνηθέν ποσό, να συλλέγει οτιδήποτε μπορούσε για να διατηρήσει τα έσοδα του. Η κυβέρνηση είχε μείωση στα αναμενόμενα φορολογικά της έσοδα, σε αντάλλαγμα με μετρητά, άμεσα.

Μετά την πτώση της μοναρχίας στη Γαλλία, έγινε ευρέως δεκτό ότι η πρακτική αυτή ήταν χονδροειδώς αναποτελεσματική. Κατ ‘αρχήν, απαξίωνε το κράτος, που εκπροσωπούνταν στην κοινή γνώμη από έναν άρπαγα ιδιώτη κερδοσκόπο. Δεύτερον, δημιουργούσε σημαντικά λιγότερα έσοδα από ό, τι ένα αποτελεσματικά διαχειριζόμενο δημόσιο σύστημα συλλογής , έστω και μόνο εξαιτίας του περιθωρίου κέρδους που άφηνε στον ιδιώτη-φοροσυλλέκτη. Τρίτον, υπήρχαν οι δυσαρεστημένοι φορολογούμενοι. Στις ΗΠΑ σήμερα, έχουμε ένα ανυπόληπτο κράτος και ανεπαρκείς δημόσιους πόρους. Είναι ενδιαφέρον το ότι δεν έχουμε δυσαρεστημένους φορολογούμενους-ή, τουλάχιστον, είναι συνήθως δυσαρεστημένοι για λάθος λόγους. Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα που έχουμε δημιουργήσει για τους εαυτούς μας είναι στην ουσία συγκρίσιμο με αυτό που αντιμετώπισε το «παλαιό καθεστώτος»

Όπως και κατά το δέκατο όγδοο αιώνα, έτσι και σήμερα: αποψιλώνοντας το κράτος από τις ευθύνες και τις δυνατότητες παρέμβασης του, έχουμε μειώσει το κύρος του. Το αποτέλεσμα είναι «περιφραγμένες κοινότητες» με όλη τη σημασία

της λέξης: τμήματα της κοινωνίας που αυτάρεσκα θεωρούν τους εαυτούς τους λειτουργικά ανεξάρτητους από τη κρατική συλλογικότητα και τους δημόσιους υπαλλήλους της. Αν συναλλασσόμαστε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο με ιδιωτικούς φορείς, με τον καιρό αποδυναμώνεται η σχέση μας με τον δημόσιο τομέα, ο οποίος δεν έχει πια καμία χρηστική αξία για εμάς. Δεν έχει πολύ σημασία αν ο ιδιωτικός τομέας κάνει τα ίδια πράγματα καλύτερα ή χειρότερα, σε υψηλότερο ή χαμηλότερο κόστος. Σε κάθε περίπτωση, η πίστη μας στο κράτος έχει υποχωρήσει και έχουμε χάσει κάτι σημαντικό που θα έπρεπε να μοιραζόμαστε-και που σε πολλές μοιραζόμασταν- με τους συμπολίτες μας.

Η διαδικασία αυτή περιγράφεται πολύ καλά από έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους οπαδούς της: η Μάργκαρετ Θάτσερ υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η κοινωνία. Υπάρχουν μόνο μεμονωμένοι άνδρες, γυναίκες και οικογένειες. «Αλλά αν δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η κοινωνία, απλώς και μόνο τα άτομα και το κράτος «νυχτοφύλακας» που από μακριά επιβλέπει δραστηριότητες στις οποίες δεν παίζει κανένα ρόλο, τότε τι μας ενώνει όλους μαζί; Δεχόμαστε ήδη την ύπαρξη ιδιωτικών αστυνομικών δυνάμεων, ιδιωτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών, ιδιωτικών προμηθευτών ακόμα και όταν το κράτος είναι σε εμπόλεμη κατάσταση, και πολλά άλλα ακόμα. Έχουμε «ιδιωτικοποιήσει» ακριβώς αυτές τις ευθύνες που το σύγχρονο κράτος με κόπο επιφορτίστηκε το ίδια κατά τη διάρκεια του

δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Τι, λοιπόν, θα λειτουργεί ως κίνητρο στη σχέση μεταξύ πολιτών και κράτους; Σίγουρα όχι η κοινωνία, που θα τελεί υπό σκληρή πίεση για να επιβιώσει της αποψίλωσης του δημόσιου τομέα. Γιατί το κράτος δεν πρόκειται να σβήσει. Ακόμη και αν αυτό απογυμνωθεί όλων των υπηρεσιών που παρέχει, θα είναι ακόμα μαζί μας - έστω και ως μια δύναμη για τον έλεγχο και την καταστολή. Μεταξύ κράτους και ατόμων τότε δεν θα υπάρχουν ούτε ενδιάμεσοι θεσμοί ούτε πίστη στην ύπαρξη του πρώτου από μεριάς των δεύτερων. Τίποτα δεν θα παραμείνει από τον ιστό των αμοιβαίων υποχρεώσεων με τις οποίες οι πολίτες συνδέονται ο ένας με τον άλλο μέσω του δημόσιου χώρου που καταλαμβάνουν. Το μόνο που θα απομείνει είναι ιδιώτες και εταιρείες που θα διαγκωνίζονται για την κατάληψη του κράτους προς όφελος τους.

Οι συνέπειες μιας τέτοιας κατάστασης δεν είναι περισσότερο ελκυστικές απ’ όσο ήταν πριν την άνοδο του σύγχρονου κράτους. Πράγματι, η κινητήριος δύναμη για την οικοδόμηση του κράτους, προήλθε, όπως γνωρίζουμε, από την κατανόηση του γεγονότος ότι ένα σύνολο ατόμων δεν μπορεί να επιβιώσει επί μακρόν χωρίς κοινούς σκοπούς και κοινούς θεσμούς. Η ίδια η ιδέα ότι το ιδιωτικό συμφέρον θα μπορούσε να αναχθεί στο επίπεδο του δημόσιου οφέλους ήταν ήδη ολοφάνερα παράλογη στους φιλελεύθερους επικριτές του εν τη γένεση βιομηχανικού καπιταλισμού.

Σύμφωνα με τα λόγια του John Stuart Mill, «η ιδέα μιας κοινωνίας που συγκροτείται στην βάση των σχέσεων και συναισθημάτων που αναπτύσσονται με βάση τα χρηματικά συμφέροντα είναι πραγματικά αποκρουστική»

Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Πρέπει να αρχίσουμε με το κράτος σαν συμπύκνωση των συλλογικών συμφερόντων, σκοπών και αγαθών. Αν δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε σε όρους κράτους τότε δεν θα πάμε πολύ μακριά. Αλλά τι ακριβώς πρέπει να κάνει το κράτος; Κατ’ ελάχιστον δεν θα πρέπει να επαναλαμβάνει ήδη τελεσμένες εργασίες. Όπως έγραψε ο Keynes, «το σημαντικό πράγμα για την κυβέρνηση είναι να μην κάνει πράγματα τα οποία οι ιδιώτες κάνουν ήδη, κάνοντας τα λίγο καλύτερα ή λίγο χειρότερα. Αλλά να ασχολείται με αυτά τα πράγματα τα οποία επί του παρόντος δεν γίνονται καθόλου». Και εμείς γνωρίζουμε από την πικρή εμπειρία του περασμένου αιώνα ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που τα κράτη θα έπρεπε σίγουρα να είχαν αποφύγει.

Η αφήγηση του 20ου αιώνα για το προοδευτικό κράτος βασιζόταν στην αντίληψη ότι εμείς- ρεφορμιστές, ριζοσπάστες, σοσιαλιστές, είχαμε την ιστορία στο πλευρό μας ό,τι τα έργα μας, σύμφωνα με τα λόγια του αείμνηστου Bernard Williams, ήταν «επικροτούμενα από το σύμπαν».

Σήμερα, δεν έχουμε καμία τέτοια καθησυχαστική ιστορία να πούμε. Έχουμε επιβιώσει από έναν αιώνα δογματικών αντιλήψεων που υπαγόρευαν, με άκρως ανησυχητική αυτοπεποίθηση, το τι το κράτος πρέπει να κάνει, υπενθυμίζοντας

ταυτόχρονα στους πολίτες-δια της βίας ακόμα αν κρινόταν σκόπιμο-ότι το κράτος γνωρίζει τι είναι καλό για αυτούς. Δε μπορούμε να επιστρέψουμε σε όλα αυτά.

Έτσι, αν θέλουμε να «σκεφτόμαστε με όρους κράτους» ξανά, καλύτερα θα ήταν να αρχίζαμε με μια αίσθηση των ορίων του. Για παρόμοιους λόγους, θα ήταν μάταιο να αναστήσουμε τη ρητορική της σοσιαλδημοκρατίας των αρχών του 20ου αιώνα. Στα χρόνια αυτά, η δημοκρατική αριστερά προέκυψε ως εναλλακτική λύση για τις πιο αδιάλλακτες εκδοχές του μαρξιστικού επαναστατικού σοσιαλισμού και- τα επόμενα χρόνια-για την κομμουνιστική πρακτική που τις διαδέχτηκε.

Έτσι εγγενής στην σοσιαλδημοκρατία υπήρξε μια περίεργη σχιζοφρένεια. Ενώ βάδιζε με σιγουριά προς τα εμπρός σε ένα καλύτερο μέλλον, συνεχώς κοίταζε νευρικά πάνω από τον αριστερό της ώμο. Εμείς, μοιάζει να έλεγε, δεν είμαστε αυταρχικοί. Είμαστε υπέρ της ελευθερίας, όχι της καταστολής. Είμαστε δημοκράτες οι οποίοι επίσης πιστεύουν στην κοινωνική δικαιοσύνη, τις ρυθμιζόμενες αγορές, και ούτω καθεξής. Όσο ο πρωταρχικός στόχος των σοσιαλδημοκρατών ήταν να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι ήταν μια αξιοσέβαστη ριζοσπαστική επιλογή, μέσα στο φιλελεύθερο πολιτικό πλαίσιο , αυτή η αμυντική στάση είχε νόημα.

Αλλά σήμερα αυτή η ρητορική στερείται λογικής συνέχειας. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας χριστιανοδημοκράτης όπως η Άνγκελα Μέρκελ

μπορεί να κερδίσει τις εκλογές στη Γερμανία απέναντι στους Σοσιαλδημοκράτες αντιπάλους της-ακόμη και στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης-προτείνοντας μια σειρά από πολιτικές που ομοιάζουν με το δικό τους πρόγραμμα. Η σοσιαλδημοκρατία, με την μία μορφή ή την άλλη, είναι η πρόζα της σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτικής. Υπάρχουν πολύ λίγοι ευρωπαίοι πολιτικοί, και ακόμη λιγότεροι σε θέσεις επιρροής, οι οποίοι θα διαφωνούσαν με τις βασικές σοσιαλδημοκρατικές παραδοχές σχετικά με τα καθήκοντα του κράτους, όσο και αν ενδέχεται να διαφωνούν ως προς τον τρόπο εφαρμογής τους.

Κατά συνέπεια, οι σοσιαλδημοκράτες στην Ευρώπη του σήμερα δεν έχουν να «προσφέρουν» κάτι που συγκεκριμένα να τους διαφοροποιεί: στη Γαλλία, για παράδειγμα, ακόμη και η δίχως δεύτερη σκέψη διάθεσή τους να λειτουργούν υπέρ της κρατικής ιδιοκτησίας ελάχιστα τους διακρίνει από τα, εκ του Colbert (1619-1683), προερχόμενα ένστικτα της Γκωλικής δεξιάς. Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να επανεξετάσει τους σκοπούς και τους στόχους της. Το πρόβλημα δεν έγκειται στις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, αλλά στη γλώσσα στην οποία αυτές διατυπώνονται. Δεδομένου ότι η αυταρχική πρόκληση από την αριστερή πτέρυγα έχει λήξει, η έμφαση στην «δημοκρατία» είναι σε μεγάλο βαθμό περιττή.

Είμαστε όλοι δημοκράτες σήμερα.

Όμως, το πρόθεμα ‘σοσιαλ’ εξακολουθεί να σημαίνει κάτι-αναμφίβολα περισσότερο τώρα από ό,τι μερικές δεκαετίες πίσω, όπου όλες οι πλευρές

συμφωνούσαν έστω σε κάποιο ρόλο του κράτους.Τι είναι, λοιπόν, χαρακτηριστικό για το πρόθεμα «σοσιάλ» στην σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση της πολιτικής;

Φανταστείτε, ένα σιδηροδρομικό σταθμό. Ένα πραγματικό σιδηροδρομικό σταθμό, όχι σαν τον σταθμό Πενσυλβάνια της Νέας Υόρκης : ένα αποτυχημένο εμπορικό κέντρο της δεκαετίας του 60 ‘στοιβαγμένο’ πάνω από ένα κελάρι γεμάτο κάρβουνο. Εννοώ κάτι σαν το σταθμό Waterloo του Λονδίνου, το Gare de l’Est, στο Παρίσι, τον τερματικό σταθμό Βικτώρια στην Βομβάη ή το θαυμάσιο New Hauptbahnhof του Βερολίνου. Σε αυτές τις αξιοθαύμαστες μητροπόλεις της σύγχρονης ζωής, ο ιδιωτικός τομέας λειτουργεί πολύ καλά. Δεν υπάρχει κανένας λόγος τα περίπτερα και οι καφετερίες σε αυτούς τους σταθμούς να διοικούνται από το κράτος. Όποιος μπορεί να θυμηθεί τα αφυδατωμένο και σε πλαστική συσκευασία σάντουιτς του καφέ των βρετανικών σιδηροδρόμων θα παραδεχτεί ότι ο ανταγωνισμός στον τομέα αυτόν θα πρέπει να ενθαρρυνθεί.

Αλλά δεν μπορούν να λειτουργήσουν τα τρένα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού. Οι σιδηρόδρομοι-όπως η γεωργία και τα ταχυδρομεία- αποτελούν την ίδια στιγμή και μια οικονομική δραστηριότητα και ένα ουσιαστικό δημόσιο αγαθό. Επιπλέον, δεν μπορείτε να καταστήσετε το σιδηροδρομικό σύστημα πιο αποτελεσματικό τοποθετώντας δύο τρένα στις ράγες περιμένοντας να δείτε πιο αποδίδει καλύτερα: Οι σιδηρόδρομοι αποτελούν φυσικό

μονοπώλιο. Οι Άγγλοι χωρίς λογική έχουν καθιερώσει αυτόν τον ανταγωνισμό μεταξύ των υπηρεσιών λεωφορείων. Αλλά το παράδοξο των δημόσιων μεταφορών, είναι ότι όσο καλύτερα παρέχεται μια υπηρεσία τόσο λιγότερο ‘αποτελεσματική’ είναι σε οικονομικούς όρουςΈνα λεωφορείο που παρέχει μια χωρίς στάσεις υπηρεσία μεταφοράς (express) για εκείνους που μπορούν να την αντέξουν οικονομικά αποφεύγοντας τα απομακρυσμένα χωριά, για το οποία θα είχε μόνο περιστασιακούς πελάτες, θα μπορούσε να είναι κερδοφόρα για τον ιδιοκτήτη του. Αλλα κάποιος, το κράτος ή ο κατά τόπους δήμος-πρέπει να εξακολουθήσει να παρέχει την ασύμφορη και αναποτελεσματική τοπική υπηρεσία. Αν η υπηρεσία αυτή δεν προσφερθεί καθόλου, τότε τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη από την περικοπή της θα αντισταθμιστούν από τις μακροπρόθεσμες ζημιές για το σύνολο της κοινότητας. Όπως ήταν αναμενόμενο, το αποτέλεσμα των «ανταγωνιστικών» λεωφορείων-εκτός από το Λονδίνο, όπου υπάρχει αρκετή ζήτηση –ήταν μια αύξηση του κόστους, η οποία επιβάρυνε τον δημόσιο τομέα, μια απότομη αύξηση των τιμών των εισιτηρίων και ελκυστικά κέρδη για της εταιρείες λεωφορείων χωρίς στάσεις(express).

Τα τρένα, όπως και τα λεωφορεία, είναι σε τελική ανάλυση μια κοινωνική υπηρεσία. Ο καθένας θα μπορούσε να στήσει μια κερδοφόρα σιδηροδρομική γραμμή, αν το μόνο που αναλάμβανε ήταν μετακινήσεις από και προς το Λονδίνο και στο Εδιμβούργο ή από το Παρίσι στη Μασσαλία. Τι

γίνεται όμως με σιδηροδρομικές συνδέσεις προς και από μέρη, όπου οι άνθρωποι παίρνουν το τρένο μόνο περιστασιακά; Κανένας ιδιώτης δεν πρόκειται να πληρώσει το οικονομικό κόστος που απορρέει από την στήριξη μιας υπηρεσίας που χρησιμοποιείται μόνο περιστασιακά και σε σπάνιες περιπτώσεις. Μόνο η συλλογικότητα, το κράτος, η κυβέρνηση, οι τοπικές αρχές-μπορούν να το κάνουν αυτό.

Η αναγκαία επιδότηση για αυτή την υπηρεσία θα είναι πάντα μη αποτελεσματική στα μάτια ενός ορισμένου είδους οικονομολόγου: Σίγουρα θα ήταν φθηνότερο να ξηλώσουμε τις γραμμές και να αφήσουμε τον καθένα να χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό του; Το 1996, τελευταία χρονιά πριν την ιδιωτικοποίηση των βρετανικών σιδηροδρόμων, η Βρετανική Εταιρία Σιδηροδρόμων (British Rail) λάμβανε τις χαμηλότερες κρατικές επιχορηγήσεις στην Ευρώπη. Τη χρονιά εκείνη οι Γάλλοι σχεδίαζαν ένα μέσο ποσό επένδυσης για τους σιδηροδρόμους τους £ 21 ανά κεφαλή, οι Ιταλοί £ 33, οι Βρετανοί μόλις £ 9. Οι διαφορές αυτές αντανακλούν ακριβώς την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών από τα αντίστοιχα εθνικά συστήματα. Μπορούν επίσης να εξηγήσουν γιατί το Βρετανικό σιδηροδρομικό δίκτυο μπόρεσε να ιδιωτικοποιηθεί μόνο με μεγάλες χρηματικές απώλειες: Λόγω των ανεπαρκών υποδομών του.

Αλλά αυτή η διαφορά στο ύψος των επενδύσεων αναδεικνύει το επιχείρημα μου. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί επί μεγάλο χρονικό διάστημα είδαν τους

σιδηροδρόμους τους ως μια κοινωνική παροχή-προσφορά. Η λειτουργία του τρένου ακόμα και σε απομακρυσμένες περιοχές, όσο αναποτελεσματική σε όρους κόστους και αν είναι αυτή, στηρίζει τις τοπικές κοινωνίες. Μειώνει την περιβαλλοντική ζημία, παρέχοντας μια εναλλακτική λύση για τις οδικές μεταφορές. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο σιδηρόδρομος και οι υπηρεσίες που παρέχει λειτουργούν και σαν αποτέλεσμα και σαν σύμβολο της κοινωνίας των κοινών οραμάτων. Αυτό που υποστήριξα παραπάνω ήταν ότι η παροχή σιδηροδρομικών υπηρεσιών έχει νόημα σε όρους κοινωνίας ακόμα και αν είναι οικονομικά μη αποτελεσματική. Αλλά αυτό, φυσικά, εγείρει ένα σημαντικό ζήτημα.

Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν θα πάνε πολύ μακριά, προτείνοντας απλά αξιέπαινους κοινωνικούς στόχους που οι ίδιοι παραδέχονται ότι κοστίζουν περισσότερο από τις εναλλακτικές τους. Θα καταλήξουμε να αναγνωρίζουμε τις αρετές των κοινωνικών υπηρεσιών, να καταδικάζουμε το κόστος τους... και να μην κάνουμε τίποτα. Πρέπει να ξανασκεφτούμε τον ίδιο το μηχανισμό που χρησιμοποιούμε όταν αξιολογούμε τις δαπάνες: τόσο τις κοινωνικές όσο και τις οικονομικές.

Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα. Είναι φθηνότερο να παρέχει κανείς καλοπροαίρετα βοηθήματα στους φτωχούς από το να τους εξασφαλίζει ένα πλήρες φάσμα κοινωνικών υπηρεσιών, σε δικαιωματική βάση. Με το «καλοπροαίρετος» εννοώ την καλή τη πίστη φιλανθρωπία, με ιδιωτική ή μη πρωτοβουλία,

εξαρτώμενη από το εισόδημα και σε διάφορες μορφές, παροχή τροφίμων, ελεημοσύνη για στέγαση, ένδυση, και ούτω καθεξής. Αλλά είναι εμφανώς ταπεινωτικό να είσαι στη πλευρά αυτού που δέχεται τέτοιου είδους βοήθεια. Ο τρόπος με τον οποίο οι βρετανικές αρχές επιβεβαίωναν την οικονομική κατάσταση των θυμάτων της ύφεσης του 1930 βρίσκεται ακόμα με αποστροφή και θυμό στη μνήμη των μεγαλύτερων γενεών.

Αντιθέτως, δεν είναι ταπεινωτικό να είσαι αποδέκτης κάποιου δικαιώματος. Εάν δικαιούστε επίδομα ανεργίας, σύνταξη, αναπηρική βοήθεια, εργατική κατοικία, ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια βοήθεια, η οποία σας παρέχεται δικαιωματικά, χωρίς κανένας να σας διερευνά για να καθορίσει αν έχετε βυθιστεί αρκετά χαμηλά ώστε να «αξίζει» να σας βοηθήσει-τότε δεν θα πρέπει να ντρέπεστε να αποδεχθείτε αυτήν την βοήθεια.

Ωστόσο, τέτοια καθολικά δικαιώματα είναι ακριβά. Τι γίνεται όμως όταν δούμε την ίδια την ταπείνωση ως ένα κόστος, μια επιβάρυνση για την κοινωνία; Τι γίνεται αν αποφασίσουμε να «ποσοτικοποιήσουμε» τη βλάβη που προκαλείται, όταν οι άνθρωποι ντροπιάζονται από τους συμπολίτες τους πριν από τη λήψη των αναγκαίων για να ζήσουνε;

Με άλλα λόγια, γιατί να μην ληφθεί υπόψη στις εκτιμήσεις μας για την παραγωγικότητα, την αποδοτικότητα, ή την ευημερία, η διαφορά ανάμεσα σε μια ταπεινωτική ελεημοσύνη και σε μια παροχή θεωρημένη σαν δικαίωμα; Θα μπορούσαμε τότε να συμπεράνουμε ότι η παροχή καθολικών

κοινωνικών υπηρεσιών, δημόσιας ασφάλισης ή επιδοτήσεων στα μέσα μαζικής μεταφοράς θα ήταν ένας πραγματικά αποτελεσματικός από πλευράς κόστους τρόπος για την επίτευξη κοινών στόχων μας.

Μια τέτοια διαδικασία είναι από τη φύση της αμφιλεγόμενη: Πώς να ποσοτικοποιηθεί η «ταπείνωση»; Ποιο είναι το μετρήσιμο κόστος της αποστέρησης της πρόσβασης απομονωμένων πολιτών στους μητροπολιτικούς πόρους; Πόσο είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε για μια καλύτερη κοινωνία; Ασαφές. Αλλά αν δεν υποβάλλουμε τέτοιες ερωτήσεις, πώς μπορούμε να ελπίζουμε σε σοβαρές απαντήσεις;

Τι εννοούμε όταν μιλάμε για μια «καλή κοινωνία»;

Από μια κανονιστική άποψη θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με μια ηθική «αφήγηση» στην οποία θα τοποθετούσαμε τις συλλογικές μας επιλογές. Μια τέτοια αφήγηση θα υποκαθιστούσε τότε τη στενή οικονομική άποψη, που περιορίζει σήμερα το δημόσιο διάλογο. Αλλά ο καθορισμός των γενικών στόχων μας με αυτόν τον τρόπο δεν είναι απλό ζήτημα.

Στο παρελθόν, η σοσιαλδημοκρατία δίχως άλλο απασχολούσε τον εαυτό της με ζητήματα, σωστού ή λάθους: πολύ περισσότερο μάλιστα επειδή κληρονόμησε ένα προ-μαρξιστικό ηθικολογικό λεξιλόγιο εμποτισμένο με τη χριστιανική αντιπάθεια για τον ακραίο πλούτο και τη λατρεία της ύλης.

Αλλά αυτές οι θεωρήσεις συχνά περιπλέκονταν από ιδεολογικές ανησυχίες. Ήταν καταδικασμένος ο καπιταλισμός; Αν ναι, τότε μια συγκεκριμένη πολιτική επιτάχυνε το αναμενόμενο τέλος του ή εμπεριείχε τον κίνδυνο της αναβολής του; Αν ο καπιταλισμός δεν ήταν καταδικασμένος, τότε οι πολιτικές επιλογές θα έπρεπε να παρθούν από μια διαφορετική σκοπιά.

Σε κάθε περίπτωση, το κρίσιμο ερώτημα απευθυνόταν κατά κανόνα στις προοπτικές του «συστήματος» παρά τις εγγενείς αρετές ή τα ελαττώματα μιας συγκεκριμένης πρωτοβουλίας.

Τέτοια ζητήματα δεν μας απασχολούν πλέον. Έτσι αντιμετωπίζουμε αμεσότερα τις ηθικές επιπτώσεις των επιλογών μας. Τι ακριβώς είναι αυτό που βρίσκουμε απεχθή στον χρηματοοικονομικό καπιταλισμό ή την «εμπορική κοινωνία» όπως το έθετε ο 18ος αιώνας; Τι βρίσκουμε στραβό στον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένα τα πράγματα και τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό; Τι βρίσκουμε άδικο; Τι είναι αυτό που προσβάλλει την ευπρέπεια μας όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ασυγκράτητη πίεση από τους πλούσιους εις βάρος όλων των άλλων; Τι είναι αυτό που έχουμε απολέσει;

Οι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα θα πρέπει να λάβουν τη μορφή μιας ηθικής κριτικής των ανεπαρκειών της αγοράς χωρίς περιορισμούς ή ενός ασθενικού κράτους. Πρέπει να καταλάβουμε γιατί προσβάλλουν το αίσθημα που έχουμε περί δικαιοσύνης και ισότητας. Πρέπει, με λίγα λόγια, να επιστρέψουμε στο βασίλειο των σκοπών. Εδώ η

σοσιαλδημοκρατία λίγη βοήθεια μπορεί να προσφέρει, γιατί η δική της απάντηση στα διλήμματα του καπιταλισμού ήταν απλώς μια καθυστερημένη έκφραση του Διαφωτιστικού ηθικού λόγου εφαρμοσμένη στο «κοινωνικό ζήτημα». Τα προβλήματά μας είναι αρκετά διαφορετικά.

Μπαίνουμε, πιστεύω, σε μια νέα εποχή ανασφάλειας. Η τελευταία τέτοια εποχή, έχει αξέχαστα αναλυθεί από τον Keynes στο Οι Οικονομικές συνέπειες της ειρήνης (1919), και ακολουθήθηκε από δεκαετίες ευημερίας και προόδου ενώ συνδυάστηκε με μια δραματική αύξηση της διεθνοποίησης της ζωής, «παγκοσμιοποίηση» σε όλα εκτός από το όνομα. Όπως ο Keynes περιγράφει, η εμπορική οικονομία είχε εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο. Εμπόριο και επικοινωνίες επιταχύνονταν με πρωτοφανή ρυθμό.

Πριν από το 1914, ισχυριζόταν ευρέως ότι η λογική της ειρηνικής οικονομικής δραστηριότητας θα θριάμβευε επί των μεμονωμένων εθνικών συμφερόντων.

Κανείς δεν ανέμενε όλα αυτά να καταλήξουν σε ένα απότομο τέλος.

Αλλά συνέβη.

Εμείς ζήσαμε σε μια εποχή σταθερότητας, ασφάλειας, κάτω από την ψευδαίσθηση της απεριόριστης οικονομικής βελτίωσης. Αλλά όλα αυτά είναι πλέον πίσω μας.

Στο άμεσο μέλλον θα είμαστε τόσο οικονομικά ανασφαλείς όπως είμαστε και πολιτισμικά αβέβαιοι.

Στις μέρες μας αδιαμφισβήτητα είμαστε λιγότερο σίγουροι για τους συλλογικούς μας σκοπούς, την περιβαλλοντική μας ευημερία, ή την προσωπική μας ασφάλεια από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Δεν έχουμε ιδέα τι είδους κόσμο τα παιδιά μας θα κληρονομήσουν, αλλά πλέον δεν μπορούμε να έχουμε και αυταπάτες υποθέτοντας ότι αυτός θα μοιάζει καθησυχαστικά με το δικό μας.

Πρέπει να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο η γενιά των παππούδων μας, απάντησε σε παρόμοιες προκλήσεις και απειλές. Η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη, το New Deal, καθώς και η Μεγάλη Κοινωνία (Great Society)εδώ στις ΗΠΑ ήταν σαφείς απαντήσεις στις ανασφάλειες και ανισότητες της εποχής. Λίγοι στη Δύση είναι αρκετά μεγάλοι για να ξέρουν τι ακριβώς σημαίνει να βλέπεις τον κόσμο μας να καταρρέει. Μας φαίνεται δύσκολο να φανταστούμε μια πλήρη κατάρρευση των φιλελεύθερων θεσμών, μια απόλυτη αποσύνθεση της δημοκρατικής συναίνεσης. Αλλά ήταν ακριβώς μια τέτοια κατάρρευση που προκάλεσε τη διαμάχη Keynes-Hayek και από την οποία η κεϋνσιανή συναίνεση και ο σοσιαλδημοκρατικός συμβιβασμός γεννήθηκαν: η συναίνεση και ο συμβιβασμός με τον οποίο μεγαλώσαμε και των οποίων η θελκτικότητα έχει επισκιαστεί από την ίδια την επιτυχία τους.

Αν η σοσιαλδημοκρατία έχει κάποιο μέλλον, θα είναι σαν μια σοσιαλδημοκρατία του «φόβου». Αντί να επιδιώκει να αποκαταστήσει μια γλώσσα

αισιοδοξίας και προόδου, πρέπει να ξεκινήσουμε από το να ξαναμάθουμε στους εαυτούς μας το πρόσφατο παρελθόν. Το πρώτο έργο για όσους διαφωνούν ριζικά με το σημερινό γίγνεσθαι είναι να υπενθυμίσουν στο κοινό τους τα επιτεύγματα του εικοστού αιώνα, μαζί με τις πιθανές συνέπειες της απρόσεκτης βιασύνη μας να τα διαλύσουμε. Η αριστερά, για να είμαι ειλικρινής με το θέμα αυτό, έχει να παλέψει για να διατηρηθεί κάτι. Η δεξιά έχει κληρονομήσει τη φιλόδοξη μοντερνιστική ώθηση να καταστρέψει και να καινοτομήσει στο όνομα ενός οικουμενικού σχεδίου.

Οι Σοσιαλδημοκράτες, χαρακτηριστικά μετριοπαθείς στο ύφος και τη φιλοδοξία, πρέπει να μιλήσουν με μεγαλύτερη βεβαιότητα για όσα κερδίσαμε στο παρελθόν. Η άνοδος του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, η σε μάκρος ενός αιώνα συγκρότηση ενός δημόσιου τομέα, του οποίου τα αγαθά και οι υπηρεσίες απεικονίζουν και προωθούν την συλλογική μας ταυτότητα και τους κοινούς μας σκοπούς, ο θεσμός του κράτους πρόνοιας, ως δικαίωμα και η παροχή του ως κοινωνικό καθήκον: Αυτά δεν είναι απλά επιτεύγματα.

Το ότι αυτές οι επιτυχίες δεν ήταν σε πολλές περιπτώσεις κάτι παραπάνω από αποσπασματικές, δεν πρέπει να μας προβληματίζει.

Αν μας έμαθε κάτι ο 20ος αιώνας, αυτό είναι ότι θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι όσο πιο τέλεια η απάντηση, τόσο, πιο τρομακτικές οι συνέπειές της.

Ατελείς βελτιώσεις πάνω σε μη ικανοποιητικές καταστάσεις είναι το καλύτερο στο οποίο

μπορούμε να ευελπιστούμε, και αυτό που μάλλον όλοι θα πρέπει να αναζητήσουμε.

Κάποιοι έχουν περάσει τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ξηλώνοντας μεθοδικά και αποσταθεροποιώντας αυτές τις ίδιες τις βελτιώσεις. Αυτό θα πρέπει να μας εξαγριώνει πολύ περισσότερο. Θα πρέπει επίσης να μας ανησυχήσει, έστω και μόνο για προληπτικούς λόγους. Γιατί έχουμε περιπέσει σε μια τέτοια βιασύνη να γκρεμίσουμε τα αναχώματα που με κόπο έστησαν οι πρόγονοι μας; Είμαστε τόσο σίγουροι ότι δεν θα υπάρξουν ξανά πλημμύρες;

Μια σοσιαλδημοκρατία που θα αντιπαλεύει τέτοιες πιθανές προβληματικές είναι κάτι που αξίζει να παλέψει κανείς.

Το να εγκαταλείψει κανείς τα επιτεύγματα ενός αιώνα είναι σαν να προδίδει αυτούς που υπήρξαν πριν από εμάς, καθώς και τις γενιές που ακόμα δεν έχουν έρθει.

Θα ήταν ευχάριστο, αλλά και παραπλανητικό- να αναφέρω ότι η σοσιαλδημοκρατία, ή κάτι παρόμοιο, αντιπροσωπεύει το ίδιο το μέλλον που θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε για τους εαυτούς μας σε έναν ιδανικό κόσμο. Δεν αντιπροσωπεύει ούτε καν το ιδανικό παρελθόν.

Όμως, μεταξύ των εναλλακτικών προτάσεων που έχουμε αυτή τη στιγμή στα χέρια μας είναι ότι καλύτερο.

Όπως έγραψε και ο Όργουελ στο Φόρος τιμής στην Καταλονία έργο καταγραφή των εμπειριών του στην επαναστατημένη Βαρκελώνη, «υπήρξαν πολλά σε αυτό που δεν κατάλαβα και που κατά

κάποιο τρόπο ούτε καν μου άρεσαν, αλλά τα αναγνώρισα αμέσως ως κάτι που αξίζει κανείς να αγωνιστεί».

Πιστεύω ότι αυτό ακριβώς ισχύει και με ό,τι μπορούμε να διασώσουμε από τις σοσιαλδημοκρατικές αναμνήσεις του 20ου αιώνα.

* Το κείμενο αποτελεί προσαρμογή από ομιλία που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης στις 19 Οκτωβρίου 2009. Δημοσιεύθηκε στο The New York Review of Books, December 17, 2009, Volume 56, Number 20. Οι μεταφράσεις των κειμένων είναι αποκλειστική ευθύνη του ΙΣΤΑΜΕ – Α. Παπανδρέου. Επιμέλεια κειμένων: Χαράλαμπος Οικονόμου Γιώργος Σιακαντάρης Μετάφραση κειμένων: Βασίλης Λογοθέτης Νάντια Σαμαρά Αναδημοσίευση με θεώρηση μετάφρασης της Κατερίνας Σχινά στο the books'journal, τεύχος 2, Δεκ 2010

«Η δόξα των σιδηροδρόμων» ή πως οι σιδηρόδρομοι άλλαξαν την ιστορία της αστικής κοινωνίας Οι σιδηρόδρομοι είναι το μεταφορικό μέσον το οποίο άλλαξε θεαματικά την ιστορία της αστικής κοινωνίας, οδηγώντας τους ανθρώπους στην καρδιά της νεωτερικής εποχής. Αρκεί να σκεφτούμε ποια ακριβώς ήταν η κατάσταση των συγκοινωνιών πριν από την εμφάνιση της σιδηροτροχιάς. Τα φυσικά εμπόδια και οι χαμηλές ταχύτητες (τίποτε δεν μπορούσε να μεταφερθεί με παραπάνω από δεκαπέντε χιλιόμετρα την ώρα) δεν επέτρεπαν παρά ελάχιστες μετακινήσεις, περιορίζοντας τα πάντα σε τοπικό επίπεδο: πρώτες ύλες και εμπορικά προϊόντα, αλλά και επιστημονικές γνώσεις ή καλλιτεχνικές κατακτήσεις. Οι σιδηρόδρομοι έσπασαν τα όρια του χώρου και έβαλαν στο παιχνίδι το στοιχείο του χρόνου. Η ακρίβεια των ωρών στις αναχωρήσεις και τις αφίξεις των τραίνων και τα ρολόγια που άρχισαν ως εκ τούτου να βρίσκονται παντού (από τους πύργους, τα εκδοτήρια, τις αποβάθρες και τα εστιατόρια των σταθμών μέχρι τα χέρια των επιβατών και τις τσέπες των σιδηροδρομικών υπαλλήλων) δημιούργησαν έναν ριζικά καινούργιο τρόπο ζωής: έναν τρόπο που υπαγορεύει μέχρι και σήμερα πολλές από τις καθημερινές μας συνήθειες. Ο βρετανός ιστορικός Τόνι Τζαντ έγραψε πολλά βιβλία για την Ευρώπη του 20ου αιώνα, αλλά υπήρξε και λάτρης των σιδηροδρόμων, τους οποίους θεωρούσε επιτομή του σύγχρονου πολιτισμού. Στο μικρό αλλά εξαιρετικά πυκνό και περιεκτικό βιβλίο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η δόξα των σιδηροδρόμων» (κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης σε μετάφραση Κωστούλας Σκλαβενίτη και επίμετρο Σταύρου Ζουμπουλάκη), ο Τζαντ πλέκει ένα αφειδώλευτο εγκώμιο των τρένων. Τα τρένα ένωσαν απομακρυσμένες πόλεις και χώρες, έδωσαν πρωτοφανείς διαστάσεις στο διεθνές εμπόριο, συνέβαλαν στο να ανοίξουν οι οικονομικές δραστηριότητες όσο ποτέ άλλοτε τα φτερά τους, έγιναν η αφορμή για σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα (ας θυμηθούμε μόνο τους σταθμούς Πεν στη Νέα όδρομοι ελαφράς τροχιάς, όπως και τα αστικά δίκτυα του μετρό, που λειτουργούν σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου, άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στη σιδηροδρομική ιστορία. Τα τρένα αποτελούν

ξανά δημόσια υπόθεση στις ημέρες μας, τρέχοντας για άλλη μια φορά προς ένα φωτεινό και πολλά υποσχόμενο μέλλον. Στο επίμετρό του στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Τζαντ, ο Στ. Ζουμπουλάκης υπενθυμίζει πως ο σιδηρόδρομος αποτέλεσε πάντοτε στην Ελλάδα μια θλιβερή υπόθεση, τη εξαιρέσει της περιόδου του Τρικούπη, κατά την οποία σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν τρία δίκτυα συνολικού μήκους 700 χιλιομέτρων. Ο Ζουμπουλάκης πάντως θα αναζητήσει παρηγοριά σε ένα άλλο μέσον των ελληνικών συγκοινωνιών: τα καράβια, που έφεραν μαζί τους (όπως οι σιδηρόδρομοι έφεραν τους σταθμούς) όχι μόνο τα λιμάνια, αλλά και πάνω από 1500 φάρους και φανούς, πολλοί εκ των οποίων έχουν πλέον αναγνωριστεί ως μνημεία του νεοελληνικής παράδοσης. O βρετανός ιστορικός και δοκιμιογράφος Τόνι Τζαντ (Tony Judt), που γεννήθηκε το 1948 και πέθανε σε ηλικία 62 ετών, ύστερα από μια σπάνια και ανίατη νευροεκφυλιστική νόσο, σπούδασε στο King’s College στο Κέμπριτζ και στην Ecole Normale Superieure στο Παρίσι. Δίδαξε σύγχρονη γαλλική ιστορία στο King’s College, κοινωνική ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας και πολιτική ιστορία στο St Anne’s College στην Οξφόρδη. Δίδαξε επίσης ευρωπαϊκή ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» (πρόκειται για το έργο το οποίο τον καθιέρωσε ως ιστορικό) και «Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα». 18.03.13 | 13:00 newsplus+στήλες

Η απώλεια της εμπιστοσύνης και η θεωρία του Γατόπαρδου...

Αφουγκράζομαι κάθε λεπτό την ανάσα της κοινωνίας. Συνειδητοποιώ τον διαρκή κίνδυνο, τη μετέωρη αγωνία. Διακρίνω τις ακρωτηριασμένες στιγμές των πολλών. Διαισθάνομαι την οργή ή την απελπισία των νέων. Πιάνω στον αέρα την αίσθηση του εφήμερου των καιρών. Αύριο δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει. Περνούν μπροστά μου οι ζωές. Επιστρέφω στις περασμένες δεκαετίες. Αναζητώ τα χαμόγελα του παρελθόντος και μαζί τη φευγαλέα αίσθηση της εμπιστοσύνης. Νεκρή φύση. Τίποτα γνώριμο. Απολειφάδια και ακινητοποιημένα χείλη, δίχως σημάδια ύπαρξης πραγματικής ζωής. Ελπίζω μπορεί να σημαίνει και εμπιστεύομαι. Η εμπιστοσύνη είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στις κυβερνήσεις και τους πολίτες, ή τις αγορές και τις κυβερνήσεις. Ο Tony Judt, διαπρεπής ιστορικός της μεταπολεμικής Ευρώπης, σε διάλεξή του το 2009, στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, αναφέρεται εκτενώς στην έννοια «εμπιστοσύνη». Η εμπιστοσύνη, λέει ο Tony Judt, έχει συγκεκριμένη μορφή. Αν δεν εμπιστευόμαστε τους τραπεζίτες ως προς τη διαχείριση του χρήματος, ή αν τα εποπτικά όργανα κλείνουν τα μάτια στη φοροδιαφυγή, αν τέλος οι αγορές είναι ανεξέλεγκτες και γιγαντώνεται το χάσμα πλουσίων και φτωχών, τότε ο καπιταλισμός θα μείνει από καύσιμα και σε βάθος χρόνου θα αποδειχθεί ότι δεν μπορεί να επιζήσει βασιζόμενος μόνο στον κυνισμό.

Η απουσία εμπιστοσύνης επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία μιας κοινωνίας. Οι άνθρωποι εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον ή εμπιστεύονται το σύστημα, όταν, τηρουμένων των αναλογιών, βιώνουν μια εύλογη ισότητα στο εισόδημα. Όσο πιο ίση είναι μια κοινωνία, τόσο μεγαλύτερη είναι η εμπιστοσύνη. Σε αυτή τη χρονική στιγμή η Ελλάδα, η Κύπρος, αλλά και ο ευρωπαϊκός Νότος γενικότερα βιώνουν την πλήρη ανατροπή της παλιάς σταθεράς της εμπιστοσύνης, τη στιγμή που η ευρωπαϊκή ηγεσία, όσο ποτέ στο παρελθόν βαδίζει εγκλωβισμένη σε μια πολιτική που την εξαφανίζει, ενώ παράλληλα αυξάνει την ανεργία, επιδεινώνει τη φτώχεια και θυμίζει τη θρησκευτική εκδοχή της ζωής. Αυτήν που θέλει εγκράτεια και νηστεία στη γη, προκειμένου να κερδίσει ο άνθρωπος τον πλούτο του παραδείσου.

Εκ πρώτης όψεως και με δεδομένη την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η Ευρώπη βρίσκεται στο στάδιο της αναδιοργάνωσης και δείχνει να κατέχει το μυστικό της διάσωσης της από την κρίση χρέους. Πόσο αληθές είναι αυτό ; Το δημόσιο χρέος είναι πολύ παλιά ιστορία. Τα πρώτα στοιχεία δημόσιου δανεισμού εντοπίζονται στην Αρχαία Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη στρατιωτικών δαπανών, όταν οι φόροι και τα λάφυρα δεν επαρκούσαν. Η Σπάρτη, για παράδειγμα, χρησιμοποίησε τις αποταμιεύσεις των ιερών της Ολυμπίας και των Δελφών, ενώ η Αθήνα συνήψε τρία δάνεια με τους ιερείς της Αθηνάς Πολιάδος, της Αθηνάς Νίκης και της Αρτέμιδος. Στη συνέχεια, η διαδικασία αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές και η «ύβρις» του δημοσίου χρέους συνέβαλε στην παρακμή των πόλεων-κρατών της αρχαίας Ελλάδος και στην άνοδο της Ρώμης.(Κάντε τους συνειρμούς, παρακαλώ). Μήπως, επομένως, θα ήταν προτιμότερο, αντί της αυτοπεποίθησης ορισμένων ευρωπαϊκών ηγεσιών να διερευνηθεί κατά πόσον η Ευρώπη είναι ένα σβησμένο ή ένα ανενεργό ηφαίστειο; Ας μην ξεχνάμε ότι η ήπειρος παραμένει ένα σύνολο εθνών – κρατών που είναι

εσωστρεφή και καθορίζουν τις γεωπολιτικές τους ενέργειες σύμφωνα με τα ατομικά τους συμφέροντα. Δυστυχώς, στους ευρωπαϊκούς διαδρόμους δεν υπάρχουν προσωπικότητες σαν τον Ντε Γκολ, τον Αντενάουερ, τον Κολ, τον Μιτεράν. Ο σημερινός ευρωπαϊκός πολιτικός πυρήνας έχει κλειστά τα χαρτιά του και όταν αποφασίζει για κάτι, ουσιαστικά το πράττει ερήμην των πολιτών, στα μάτια των οποίων τα πάντα υποτάσσονται στην ισχύ των αγορών, ακριβώς επειδή τα πάντα μένουν ανερμήνευτα. Θαρραλέοι δημοσιογράφοι βάζουν τίτλους, όπως «Γερμανικό όνειρο- ευρωπαϊκός εφιάλτης». Κάποιοι άλλοι επικαλούνται δηλώσεις ευρωβουλευτών που λένε ότι η καγκελάριος Μέρκελ εξελέγη για να κυβερνήσει τη Γερμανία, όχι την Ελλάδα, την Ιταλία ή την Πορτογαλία. (Πολύ στενή ερμηνεία, νομίζω). Όμως είναι ζήτημα χρόνου να διαφανούν οι πραγματικές προθέσεις των ευρωπαϊκών ελίτ. Όπως επίσης είναι ζήτημα χρόνου για τους λαούς να συνειδητοποιήσουμε ότι υποχρεωτικά θα περάσουμε μέσα από την καταστροφή για να συναντηθούμε, όσοι επιζήσουμε, με την ελπίδα και την ηθική ιαχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και για όσους δυσκολεύονται να αντιληφθούν αυτή τη σοβαρή πιθανότητα, ας ξαναδούν τον Γατόπαρδο, κι ας ακούσουν ξανά τον Τζουζέπε ντε Λαμπερντούζα να λέει πως για να συνεχίσεις να υπάρχεις, πρέπει να αλλάξεις ριζικά! Ρίτσα Μασούρα

Συνέντευξη του ιστορικού Τoνυ Τζουντ Ημερομηνία δημοσίευσης: 18/04/2010

next

"Η ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΣ (ΜΑΡΚΕΛΑ)" / ΕΡΓΟ ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΚΙΡΧΝΕΡ, 1910

Ο Τόνυ Τζουντ, ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της μεταπολεμικής Ευρώπης, γεννήθηκε το 1948 στο Λονδίνο, από γονείς εβραϊκής καταγωγής. Ήρθε από νωρίς σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες και την αριστερή πτέρυγα του σιωνιστικού κινήματος. Έζησε ένα χρόνο σε κιμπούτζ στο Ισραήλ και στον Πόλεμο των Έξι Ημερών κατατάχθηκε εθελοντικά στον ισραηλινό στρατό, στη συνέχεια ωστόσο υπήρξε σφοδρός επικριτής της ισραηλινής πολιτικής. Σπούδασε στο Καίμπριτζ και στην Ecole Normale Supérieure· τα πρώτα του βιβλία αναφέρονται στη γαλλική ιστορία, ιδίως στην Αντίσταση, την Αριστερά

και τους μαρξιστές διανοούμενους. Εδώ και χρόνια ζει στην Αμερική. Πιο πρόσφατα βιβλία του: Postwar:

A History of Europe Saince 1945(2005), Reappraisals: Reflections on the Forgotten Twentieth Century (2008), ενώ το 2010 κυκλοφόρησε το Ill Fares the Land, μια ένθερμη συνηγορία υπέρ του κράτους πρόνοιας.

Στο London Review of Books (Μάρτιος 2010) ο Tony Judt μίλησε στη δημοσιογράφο Kristina Bozic για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Μπάρακ Ομπάμα, την Αριστερά, το Παλαιστινιακό, την έννοια της Ευρώπης και την ευρωπαϊκή κουλτούρα· αποσπάσματα δημοσιεύουμε στη συνέχεια. Το πλήρες κείμενο, με τίτλο «The way things are and how they might be» είναι προσιτό στο www.lrb.co.uk/v32/n06/contents

Συνέντευξη του ιστορικού Τoνυ Τζουντ

* Οι Ευρωπαίοι ερωτευθήκαμε τον Ομπάμα προτού ακόμα γίνει πρόεδρος. Ταυτόχρονα, δεν ξέρουμε καλά καλά το όνομα του νέου μας προέδρου, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα αισθήματα λοιπόν δεν φαίνεται να είναι αμοιβαία…

* Υπήρχε στην αρχή τεράστιος ενθουσιασμός για τον Μπάρακ Ομπάμα στις ΗΠΑ, η δυναμική του οποίου πήγαζε ωστόσο, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από εσωτερικές καταστάσεις της αμερικανικής κοινωνίας: το στοίχημα ότι η Αμερική θα μπορούσε να εκλέξει έναν μαύρο για πρόεδρο, μόλις 140 χρόνια μετά το τέλος της δουλείας και μόλις 40 μετά το τέλος των φυλετικών διακρίσεων. Η εκλογή σήμαινε --παρόλο που αυτό ήταν κάπως υπεραισιόδοξο-- ότι ήμασταν έτοιμοι να κλείσουμε μια για πάντα το φυλετικό ζήτημα. Από κει και πέρα, σήμαινε την αλλαγή πολιτικής, την εμφάνιση ενός νέου προσώπου της Αμερικής, τον τερματισμό της εποχής Μπους και την έναρξη μιας νέας σχέσης της Αμερικής και του υπόλοιπου πλανήτη -- όλες αυτές τις σκέψεις όμως τις συμμερίζονταν μόνο ένας μικρός αριθμός Αμερικανών. Στο σημείο αυτό έγκειται και η ασυμμετρία μεταξύ των προσδοκιών των Αμερικανών και των Ευρωπαίων: οι Ευρωπαίοι πίστευαν ότι θα υπάρξει ριζική βελτίωση, μια ηθική αναγέννηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής· και νιώθουν, ή θα νιώσουν, απογοήτευση επειδή αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Αντίθετα, οι προσδοκίες των Αμερικανών εκπληρώθηκαν, σε ένα βαθμό τουλάχιστον, από αυτή καθαυτή την εκλογή Ομπάμα. Ήταν αναμενόμενο γι’ αυτούς ότι η πορεία θα ήταν απογοητευτική από κει και πέρα: ο πρώτος μαύρος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δεν επρόκειτο, επ’ ουδενί, να είναι ένας δεδηλωμένος ριζοσπάστης, ένας ασυμβίβαστος, θαρραλέος, καινοτόμος προοδευτικός ή σοσιαλδημοκράτης.

Ο Ομπάμα δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω. Είναι ένας πολιτικός που πιστεύει στον συμβιβασμό, που προσπαθεί διαρκώς να οικοδομήσει μια διακομματική συνεννόηση μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών. Επιπλέον, στην Αμερική ήταν πολύ πιο εμφανές από ό,τι στην Ευρώπη πως ο Ομπάμα εντάσσεται σαφέστατα στην παράδοση της αμερικανικής ρητορικής. Είναι σπουδαίος ρήτορας, ένας πολιτικός που μπορεί με μαεστρία να ξεσηκώνει τα πλήθη και τέλος, κατά κάποιον τρόπον, ένας άνθρωπος που χειρίζεται με επιδεξιότητα την ηθική και τα ηθικά ιδεώδη. Εντάσσεται έτσι σε μια μακρά παράδοση πολιτικών, από τον Αντλάι Στήβενσον μέχρι και τον Αβράαμ Λίνκολν. Εκείνο που λείπει από τον Ομπάμα είναι η ικανότητα να μετατρέψει τη ρητορική του σε πολιτική ισχύ. Ο κίνδυνος που

διαβλέπουμε εμείς οι Αμερικανοί είναι ότι θα αποδυναμωθεί εξαιτίας του χάσματος μεταξύ της ρητορικής και των πράξεών του. Αυτό ισχύει όσον αφορά την πολιτική του για τη Μέση Ανατολή, και σε ένα βαθμό, για την οικονομική κρίση. Οι Ευρωπαίοι δεν το διακρίνουν ακόμα. Έτσι, η απογοήτευση στις ΗΠΑ είναι πολύ μεγαλύτερη, αλλά φοβάμαι ότι θα αυξηθεί και στην Ευρώπη.

Όσον αφορά τον πρόεδρό σας, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τον Χέρμαν βαν Ρομπέι είμαι ίσως ένας από τους 20 ανθρώπους σε όλη την Αμερική που γνωρίζουν το όνομά του. Ο διορισμός του, όπως και ο διορισμός της Κάθριν Άστον ως υπάτης εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής, είναι καταστροφή. Λέμε συχνά ότι η Ευρώπη θα εξακολουθήσει να αδυνατεί να μετατρέψει την οικονομική της δύναμη, καθώς και το εξαιρετικά σημαντικό θεσμικό της πρότυπο, σε πολιτική ισχύ. Ασφαλώς, η επιλογή αδύναμων εκπροσώπων κάθε άλλο παρά βοηθάει· δείχνει επίσης την πρόθεση να εμποδιστεί η μετατροπή της ΕΕ σε ισχυρό παίκτη. Κι αυτό δεν συνέβη κατά τύχη. Εκείνοι που πρωταγωνίστησαν σε αυτή την επιλογή είναι οι πιο ισχυροί ηγέτες της Ευρώπης: η Μέρκελ, ο Σαρκοζί και ο Γκόρντον Μπράουν. Με το νέο σύνταγμα της ΕΕ, ανοίγονταν δύο δυνατότητες. Επειδή η εκτελεστική εξουσία σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από τον τρόπο επιλογής των εκπροσώπων, καθώς και από το ποιοι θα ήταν αυτοί, η εκτελεστική εξουσία μπορούσε να είναι είτε πολύ ισχυρή ή πολύ αδύναμη. Διαλέξαμε την εκδοχή της αδυναμίας. Πιστεύω ότι πρόκειται για καταστροφή.

* Ωστόσο, η καχυποψία της Ευρώπης ως προς τους ισχυρούς ηγέτες δεν είναι κατανοητή από μια ιστορική σκοπιά;

* Δεν φαντάζομαι ότι ο Σαρκοζί και Μέρκελ κάθησαν στις Βρυξέλλες και είπαν: «Αγαπητέ μου, μα για σκεφτείτε τον Στάλιν! Πρέπει να έχουμε λιγότερο ισχυρούς ηγέτες: είναι προτιμότερο για τη δημοκρατία μας». Μου φαίνεται πιο πιθανό ότι είπαν: «Κοιτάξτε, χρειαζόμαστε σπουδαιοφανή διακοσμητικά πρόσωπα που δεν πρόκειται να θίξουν τους στόχους της πολιτικής του καθενός μας -- της Γαλλίας, της Γερμανίας ή της Βρετανίας. Αν έχουμε αδύναμους, απλώς συμβολικούς αντιπροσώπους, η πραγματική εξουσία θα παραμείνει στα μεγάλα κράτη».

Η Ευρώπη, εάν αναλώνει υπερβολικά πολύ χρόνο ανησυχώντας μήπως επαναλάβει τα σφάλματα του παρελθόντος, αν είναι εξαιρετικά προσεκτική για να μην αποκτήσει αυταρχικούς ηγέτες κ.ο.κ., κινδυνεύει να μείνει κοιτάζοντας εκστατική τον εαυτό της και λέγοντας: «Θεούλη μου, τι καλοί που είμαστε! Έχουμε θαυμάσιους θεσμούς, σπουδαία συστήματα πρόνοιας, ευημερούμε· είμαστε πιο πολιτισμένοι από την Αμερική, δεν εφαρμόζουμε τη θανατική ποινή, ξέρουμε πώς να αντιμετωπίσουμε τους μετανάστες, δεν συμπεριφερόμαστε άσχημα στους παρείσακτους δεν πάμε γυρεύοντας να επιτεθούμε σε άλλες χώρες, τι καλή ήπειρος που είμαστε ! Κι όλοι οι άλλοι θα μας ακούνε με προσοχή». Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, θα νιώθουμε περίφημα και θα είμαστε εντελώς αναποτελεσματικοί. Παλιότερα, που ταξίδευα συνέχεια, πολλοί μού έλεγαν: «Πείτε μας, σας παρακαλούμε, πείτε μας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι θαυμάσιο πράγμα, με τα εθνικά κράτη και τους υπερεθνικούς θεσμούς, με τους νόμους της, τα δικαστήρια και ενωσιακές διευθετήσεις κι οι άνθρωποι υπακούουν. Πώς μπορούμε να πετύχουμε κάτι τέτοιο; Πώς

μπορούμε να πάμε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στο Μάαστριχτ και την ΕΕ;».Οι Ευρωπαίοι δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό αποτελεί ένα εκπληκτικό ιστορικό προηγούμενο.

* Στην εισαγωγή του βιβλίου σας Reappraisals γράφετε ότι οι άνθρωποι προτιμούν να περιγράφουν τις δυσάρεστες πολιτικές καταστάσεις χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που τις κάνει κάπως πιο ανεκτές. Στο Ιράν οι άνθρωποι έλεγαν ότι ζούσαν σε μια «περιορισμένη δημοκρατία», μέχρι που έγινε σαφές πόσο περιορισμένη ήταν. Τι είδους γλωσσικές υπεκφυγές χρησιμοποιούμε στην Ευρώπη και την Αμερική;

* Στην Αμερική η στρέβλωση και η κατάχρηση της γλώσσας είναι συνήθως πολιτισμική και όχι πολιτική. Οι Αμερικάνοι κατηγορούν τον Ομπάμα ως σοσιαλιστή – ενώ οι Ιταλοί, πχ, θα έλεγαν μακάρι να ήταν! Ωστόσο, κανείς δεν τα παίρνει αυτά πολύ στα σοβαρά. Το σοβαρό πρόβλημα στις ΗΠΑ είναι η επιτήρηση των πολιτισμικών κοινοτήτων για το τι μπορούν να πουν και τι όχι, και αυτό καθορίζει το πώς ορίζουμε τη διαφορά. Η κεντρική ιδέα είναι ότι δεν μπορούμε να έχουμε μια ελίτ, αφού ο ελιτισμός είναι αντιδημοκρατικός και προάγει την ανισότητα. Ως εκ τούτου, πάντα καταλήγουμε στο ότι οι άνθρωποι είναι, κατ’ ουσίαν, το ίδιο. Αν έχουν κάποια σοβαρή αναπηρία όπως εγώ [ο Τζουντ πάσχει από αμυοτροφική πλευρική σκήρυνση, που τον έχει αφήσει παράλυτο], είναι «άτομα με ειδικές ικανότητες», έκφραση που βρίσκω τη πολύ διασκεδαστική: Δεν πρόκειται για κάποιες «ειδικές ικανότητες», αλλά για έλλειψη ικανότητας! Δεδομένου όμως ότι είναι πολιτικά μη ορθό να κάνεις τη διάκριση μεταξύ ανθρώπων που μπορούν να κάνουν πράγματα και ανθρώπων που δεν μπορούν, η δεύτερη κατηγορία περιγράφεται ως άνθρωποι με ξεχωριστές αλλά ισοδύναμες ικανότητες. Υπάρχουν πολλά προβλήματα με αυτό: Πρώτον, είναι μια άθλια γλώσσα. Δεύτερον, δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας ομοιότητας ή ενός επιτεύγματος, ενώ δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Τρίτον, αποκρύπτει τις επιπτώσεις της πραγματικής δύναμης και ικανότητας, τον πραγματικό πλούτο και την επιρροή. Λέμε δηλαδή ότι όλοι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες, ενώ στην πραγματικότητα κάποιοι έχουν περισσότερες από άλλους. Και με αυτή την απατηλή γλώσσα της ισότητας, οι βαθιές ανισότητες επιβιώνουν πολύ πιο εύκολα.

Στη Βρετανία, το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα καταχρηστικής χρήσης της γλώσσας είναι ο επαναπροσδιορισμός των ιδιωτικών, επικερδών οικονομικών δραστηριοτήτων σαν υπηρεσιών που παρέχονται από το κράτος. Ένα απτό παράδειγμα είναι ο τρόπος που δόθηκε το δικαίωμα σε ιδιώτες επιχειρηματίες να λειτουργούν οίκους ευγηρίας. Ωστόσο, κανείς δεν θέλει να το πει ξεκάθαρα, γι’ αυτό και το περιγράφουν σαν «παροχή υπηρεσιών» λες και πρόκειται για τον γαλατά που φέρνει το γάλα στους ηλικιωμένους. Και η γλώσσα αυτή εμποδίζει τους ανθρώπους να αντιληφθούν πλήρως ότι το κράτος έχει εκχωρήσει τις εντεταλμένες αρμοδιότητές του στους ιδιώτες κίνητρο των οποίων είναι να προσφέρουν τη φτηνότερη δυνατή υπηρεσία αποκομίζοντας το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος.

Στη Γαλλία συμβαίνει κάτι διαφορετικό, ένα είδος καταχρηστικής αναδιατύπωσης του ρεπουμπλικανισμού. Το παλιό γαλλικό ιδεώδες του εξισωτικού ρεπουμπλικανισμού χωρίς διακρίσεις, χωρίς συμβιβασμούς με τη θρησκεία ή τους τοπικισμούς, όπου ο καθένας έχει τις ίδιες ευκαιρίες, μιλάει την ίδια γλώσσα, ζει στην ίδια Γαλλία --ένα ιδανικό που επινοήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, συνιστώντας μια ριζική ρήξη με το Παλαιό Καθεστώς-- χρησιμοποιείται τώρα για να καλύψει

προβλήματα και υστερήσεις των νέων, ιδίως αν είναι μαύροι ή μελαψοί, από τα προάστια ή τη Βόρεια Αφρική. Η παλιά γλώσσα της ισότητας έχει μεταμορφωθεί στην απόφανση ότι όλοι έχουμε τις ίδιες ευκαιρίες, είμαστε όλοι ίσοι· ότι δεν θα μιλήσουμε για το γεγονός ότι είσαι γυναίκα αραβικής καταγωγής, ότι επιτρέπεται να ντύνεσαι διαφορετικά, διότι αυτό δεν θα ήταν δημοκρατικό. Αυτή η υπεκφυγή επιτρέπει πολύ ανελεύθερες συμπεριφορές στο όνομα ενός «ιδεώδους της ελευθερίας».

* Στο βιβλίο σας Postwar υποστηρίζετε ότι η μοναδικότητα της Ευρώπης δεν έγκειται στους νόμους της, αλλά τον τρόπο ζωής. Ζω στην Ευρώπη, αλλά δεν ξέρω τι είναι αυτό.

* Κάθε φορά που μια όπερα έρχεται από το Παρίσι ή τη Λυών στη Λιουμπλιάνα, την πόλη που μένετε, ζείτε τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Οι άνθρωποι που εργάζονται σ’ αυτήν έχουν όλοι συμβόλαια, ασφάλιση υγείας και σύνταξης, δικαιούνται επιδόματα ανεργίας -- μια ασφάλεια που δεν παρέχει καμιά αμερικανική εταιρεία στους χορευτές ή τους τραγουδιστές της. Στην Αμερική πληρώνουν καλύτερα, αλλά οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα από τα παραπάνω προνόμια ή προστασία. Ευρωπαϊκός τρόπος ζωής είναι να ταξιδεύετε με τρένα, αντί να οδηγείτε ένα ρυπογόνο αυτοκίνητο ή να παίρνετε ένα ρυπογόνο αεροπλάνο για μια σχετικά μικρή απόσταση, καθώς υπάρχουν επιδοτούμενες δημόσιες ή ημιδημόσιες μεταφορές. Ευρωπαϊκός τρόπος της ζωής είναι να μιλάτε αγγλικά και νιώθετε εξίσου άνετα στις Βρυξέλλες, τη Βαρκελώνη, τη Γενεύη, τη Βιέννη, το Λονδίνο και οπουδήποτε αλλού, επειδή είστε πολίτης ενός μεγαλύτερου χώρου από τη χώρα όπου γεννηθήκατε, και η οποία σας καθορίζει μόνο εν μέρει. Πιστεύω ότι, πάνω απ’ όλα, ευρωπαϊκός τρόπος ζωής σημαίνει ότι οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζετε στην επαγγελματική σας ζωή είναι σε κάποιο βαθμό μειωμένοι λόγω της ύπαρξης μιας σειράς εγγυήσεων, λ.χ. κρατική ενίσχυση σε περίπτωση που χάσετε τη δουλειά σας. Αυτό δημιουργεί την αίσθηση ενός χώρου όπου είστε ασφαλείς. Όταν βρίσκεσαι στην Αμερική, είναι εύκολο να διακρίνεις τη διαφορά: υπάρχει ένας χώρος όπου μπορείτε να διαπρέψετε ή να τα θαλασσώσετε, αλλά όχι κάποιος χώρος στον οποίο να αισθάνεστε αυτό το αίσθημα ασφάλειας.

* Έχετε γράψει ότι η ιδέα της ριζοσπαστικής προόδου διαλύθηκε με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Αν δεν μπορούμε πλέον να πιστεύουμε στους άτεγκτους νόμους της Ιστορίας ή στη βεβαιότητα ενός σοσιαλιστικού μέλλοντος, σε ποια βάση μπορεί να θεμελιωθεί μια προοδευτική πολιτική;

* Πιστεύω ότι πρέπει να ανακτήσουμε την πίστη όχι στην ελευθερία, επειδή αυτή εύκολα μετατρέπεται σε κάτι άλλο, όπως είδαμε, αλλά στην ισότητα. Ισότητα, που δεν σημαίνει ομοιότητα. Ισότητα πρόσβασης στην πληροφορία, ισότητα πρόσβασης στη γνώση, ισότητα πρόσβασης στην εκπαίδευση, ισότητα πρόσβασης στην εξουσία και στην πολιτική. Θα έπρεπε να ασχοληθούμε περισσότερο με τις ανισότητες ευκαιριών, μεταξύ νέων και ηλικιωμένων, μεταξύ ατόμων με διαφορετικές δεξιότητες ή από διάφορες περιοχές μιας χώρας. Είναι ένας άλλος τρόπος να μιλήσουμε για την αδικία. Πρέπει να

ξαναανακαλύψουμε μια γλώσσα της διαφωνίας. Κι αυτή δεν μπορεί να είναι μια οικονομική γλώσσα, αφού μέρος του προβλήματος είναι ότι, εδώ και πάρα πολύ καιρό, μιλάμε για την πολιτική στη γλώσσα της οικονομίας, όπου τα πάντα αναφέρονται στη μετάφραση, την αποτελεσματικότητα, την παραγωγικότητα και τον πλούτο, και πολύ λίγα στα συλλογικά ιδεώδη, γύρω από τα οποία μπορούμε να συσπειρωθούμε, να θυμώσουμε μαζί, να κινητοποιηθούμε συλλογικά, όσον αφορά το ζήτημα της δικαιοσύνης, της ανισότητας, της βαρβαρότητας ή της ανήθικης συμπεριφοράς.

Έχουμε απεμπολήσει τη γλώσσα με την οποία μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά. Και μέχρι να ανακαλύψουμε ξανά αυτήν τη γλώσσα, πώς μπορούμε άραγε να δημιουργήσουμε δεσμούς μεταξύ μας; Δεν μπορούμε να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο στη βάση των ιδεών του 19ου και του 20ού αιώνα για την αναπόφευκτη πρόοδο ή τη φυσική ιστορική εξέλιξη από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό ή οτιδήποτε άλλο. Δεν μπορούμε να πιστεύουμε κάτι τέτοιο πια. Και, ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να μας προσφέρει τίποτα πια. Πρέπει να ξαναβρούμε τη δική μας γλώσσα της πολιτικής.

μετάφραση: Στρ. Μπουλαλάκης

Γκυστάβ Καγιεμπότ, «Γέφυρα της Ευρώπης, Παρίσι», 1876

Λούντβιχ Κίρχνερ, «Η καλλιτέχνις (Μαρκέλα)», 1910

http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=537229 Δευτέρα, 30 Αύγουστος 2010 12:01

Τόνι Τζουντ: Το Ισραήλ αποτελεί αναχρονισμό Written by Στέλιος Ελληνιάδης

font size Rate this item

1

2

3

4

5

(0 votes)

«Μεγάλωσα Μαρξιστής», γράφει ο Τόνι Τζουντ, ο Βρετανός ιστορικός «πολλαπλών ταυτοτήτων» που απεβίωσε στις 6 Αυγούστου, στο Μανχάταν, μετά από μία σκληρή αλλά πολύ θαρραλέα μάχη δύο ετών με την αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση που τον παρέλυε σταδιακά μέχρι τέλους. Ήταν μόλις 62 ετών, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, εβραϊκής καταγωγής, μεγαλωμένος στη Μεγάλη Βρετανία και σπουδαγμένος στο Κέιμπριτζ και στο Ecole Normale Superieure, στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, διαφοροποιήθηκε από τη σχολή των Γάλλων φιλοσόφων που κυριαρχούσαν στην ευρωπαϊκή σκέψη και άσκησε οξεία κριτική στον Σαρτρ, τον Αλτουσέρ και τους άλλους σημαντικούς Γάλλους διανοητές, παίρνοντας σαφή θέση υπέρ μιας εξελιγμένης σοσιαλδημοκρατίας που φαινόταν αναγκαία μετά τη σοβιετική εμπειρία και εφικτή στα πλαίσια μιας ομοιογενούς Ευρώπης. Στο βιβλίο του «Μεταπολεμικά: Μια ιστορία της Ευρώπης από το 1945» προσεγγίζει την Ευρώπη, από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 2005. «Ήταν η πρώτη σημαντική ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης που αναλύει τις ιστορίες τής Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης σε ισότιμα αυστηρή λεπτομέρεια, αλλά και ως μέρος μιας ενιαίας, μεγαλύτερης ολότητας», γράφει ο Timothy Garton Ash. Ταυτόχρονα επεσήμαινε την ύπαρξη και καλλιέργεια των διαφορών από εντόπιους εθνικιστές, στο Βέλγιο, την Ουγγαρία κι αλλού, τις οικονομικές ανισότητες κατά περιοχές, τη συμφωνία Σένγκεν, αλλά και άλλους παράγοντες που αντιστρατεύονται την ουσιαστική ενοποίηση όλων των Ευρωπαίων σε μια δημοκρατική βάση. Η απογοήτευση του Τζουντ δεν περιορίστηκε στους ευρωπαίους μαρξιστές. Ζητούσε, χωρίς να εισακούεται, από τα εθνικά κράτη να αναλάβουν την αναδιανομή τού πλούτου και να διαχειριστούν την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού, που ήταν φανερό ότι βάθαινε, αναζωογονώντας τη σοσιαλδημοκρατία. Μέχρι τον πόλεμο του 1967, ήταν Σιωνιστής και πρόσφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες του στα κιμπούτζ, αλλά και στις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις. «Πήγα με την ιδεαλιστική φαντασία ότι θα δημιουργούσαμε μια σοσιαλιστική, κοινοβιακή χώρα με την εργασία μας, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι υπήρχε ένας λαός που είχε εκδιωχτεί από τη χώρα του και υπέφερε σε προσφυγικούς καταυλισμούς, προκειμένου εμείς να κάνουμε τη φαντασίωσή μας πιθανή», λέει ο Τζουντ. Το κείμενο «Ισραήλ: η εναλλακτική λύση» από το οποίο πάρθηκαν τα παρακάτω αποσπάσματα, δημοσιεύτηκε στο New York Review of Books, το 2003, προκαλώντας τη λυσσασμένη αντίδραση των σιωνιστικών κύκλων, που έκτοτε έβαλαν στη μαύρη λίστα τον ανυποχώρητο από την αλήθεια Τόνι Τζουντ, ο οποίος πρόσφατα κατήγγειλε την ισραηλινή επίθεση στο στολίσκο για τη Γάζα και σε κατάσταση σχεδόν πλήρους παραλυσίας (μόνο μιλούσε και ανέπνεε με φιάλη οξυγόνου) έγραψε στους New York Times ότι ο Σιωνισμός έχει αποτύχει και η ειδική σχέση των Αμερικανών με το Ισραήλ πρέπει να τελειώσει γιατί αυτό βλάπτει σοβαρά και τα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Ισραήλ: Η εναλλακτική λύση

Του Tony Judt

Η ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή έλαβε τέλος. Δεν πέθανε – δολοφονήθηκε. Το πρόβλημα του Ισραήλ, με λίγα λόγια, δεν είναι ότι –όπως λέγεται μερικές φορές– αποτελεί ένα ευρωπαϊκό «θύλακα» στον Αραβικό κόσμο, αλλά μάλλον ότι έφτασε πολύ αργά. Το Ισραήλ εισήγαγε ένα διαχωριστικό πρότζεκτ, χαρακτηριστικό για τον όψιμο 19ο αιώνα, σ’ έναν κόσμο που είχε προχωρήσει παραπέρα, τον κόσμο των ατομικών δικαιωμάτων, των ανοικτών συνόρων και του διεθνούς δικαίου. Η ίδια η ιδέα για «εβραϊκό κράτος» -ένα κράτος όπου οι Εβραίοι και η εβραϊκή θρησκεία έχουν αποκλειστικά προνόμια από τα οποία εξαιρούνται δια παντός όλοι οι μη Εβραίοι πολίτες- έχει τις ρίζες της σε άλλους χρόνους και τόπους. Το Ισραήλ, εν συντομία, αποτελεί έναν αναχρονισμό. Ως προς ένα κρίσιμης σημασίας χαρακτηριστικό, όμως, το Ισραήλ διαφέρει αρκετά από τα προηγούμενα ανασφαλή, αμυντικά μικροκράτη που γεννήθηκαν από την κατάρρευση των αυτοκρατοριών: είναι δημοκρατία. Απ’ αυτό προκύπτει το σημερινό του δίλημμα. Χάρη στην κατοχή των εδαφών που κατακτήθηκαν το 1967, το Ισραήλ σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπο με τρεις μη ελκυστικές επιλογές. Μπορεί να διαλύσει τους εβραϊκούς οικισμούς στα κατεχόμενα εδάφη, να επιστρέψει στα κρατικά σύνορα του 1967, μέσα στα οποία οι Εβραίοι αποτελούν την καθαρή πλειοψηφία και έτσι να παραμείνει

τόσο εβραϊκό κράτος, όσο και δημοκρατία, αν και με μια αραβική κοινότητα, αν και με μία συνταγματικά ανώμαλη κοινότητα Αράβων πολιτών δεύτερης κατηγορίας. Εναλλακτικά, το Ισραήλ μπορεί να συνεχίσει να κατέχει τη «Σαμάρεια», την «Ιουδαία» και τη Γάζα, των οποίων ο αραβικός πληθυσμός –εάν προστεθεί σ’ αυτόν του σημερινού Ισραήλ– θα γίνει δημογραφικά η πλειοψηφία μέσα σε πέντε έως οκτώ χρόνια: σ’ αυτή την περίπτωση το Ισραήλ είτε θα είναι εβραϊκό κράτος (με μία πάντα μεγαλύτερη πλειοψηφία μη ενσωματωμένων μη Εβραίων), είτε θα είναι δημοκρατία. Λογικά, όμως, δεν μπορεί να είναι και τα δύο. Ή αλλιώς, το Ισραήλ μπορεί να κρατήσει τον έλεγχο των κατεχόμενων εδαφών, αλλά να απαλλαγεί από τη συντριπτική πλειοψηφία του αραβικού πληθυσμού: είτε εκτοπίζοντάς τους με βία, είτε στερώντας τους τη γη και το βιος, αφήνοντάς τους καμία άλλη επιλογή από το να πάνε στην εξορία. Μ’ αυτό τον τρόπο το Ισραήλ θα μπορούσε πράγματι να παραμείνει ταυτόχρονα εβραϊκό και τουλάχιστον τυπικά δημοκρατικό: αλλά με τίμημα να γίνει η πρώτη σύγχρονη δημοκρατία που θα έχει πραγματοποιήσει ολοκληρωτική εθνοκάθαρση ως κρατικό σχέδιο, κάτι που θα καταδίκαζε το Ισραήλ για πάντα στην κατηγορία των εκτός νόμου κρατών, ένα διεθνή παρία. Όποιος νομίζει ότι αυτό το τρίτο σενάριο είναι πάνω απ’ όλα αδιανόητο για ένα εβραϊκό κράτος, δεν έχει παρακολουθήσει τον σταθερό ρυθμό αύξησης των οικισμών και την αρπαγή εκτάσεων στη Δυτική Όχθη κατά τα τελευταία 25 χρόνια ή δεν έχει ακούσει τους στρατηγούς και πολιτικούς της Ισραηλινής Δεξιάς, μερικοί εκ των οποίων είναι τώρα στην κυβέρνηση. Ο μεσαίος χώρος της πολιτικής στο Ισραήλ κατέχεται σήμερα από το κόμμα Likud. Σημαντική συνιστώσα του είναι το κόμμα Herut, του εκλιπόντος Menachem Begin. Το Herut είναι ο διάδοχος των Αναθεωρητών Σιωνιστών του Vladimir Jabotinsky, η αδιάλλακτη αδιαφορία του οποίου για νομικές και εδαφικές λεπτολογίες του χάρισε το επίθετο «φασίστας» από τους αριστερίζοντες Σιωνιστές. Όταν ακούει κανείς τον αναπληρωτή πρωθυπουργό του Ισραήλ Εχούντ Ολμέρτ να επιμένει με υπερηφάνεια ότι η χώρα του δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο δολοφονίας του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, είναι ξεκάθαρο ότι ο χαρακτηρισμός αυτός ταιριάζει περισσότερο παρά ποτέ. Πολιτικές δολοφονίες διαπράττουν οι φασίστες. Όπως έγραψε πρόσφατα ο διακεκριμένος πολιτικός του Εργατικού Κόμματος Avraham Burg, «μετά από δύο χιλιάδες χρόνια αγώνα για επιβίωση, το Ισραήλ στην πραγματικότητα είναι ένα αποικιακό κράτος που διακυβερνάται από μία διεφθαρμένη κλίκα, η οποία περιφρονεί και χλευάζει τους νόμους και την πολιτική ηθική». Αν δεν αλλάξει κάτι, σε πέντε χρόνια το Ισραήλ δεν θα είναι ούτε εβραϊκό ούτε δημοκρατικό. Και στο σημείο αυτό οι ΗΠΑ μπαίνουν στο σκηνικό. Η συμπεριφορά του Ισραήλ είναι καταστροφή για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Με αμερικανική υποστήριξη, η Ιερουσαλήμ μόνιμα και με αυθάδεια αψήφησε τις αποφάσεις του ΟΗΕ που ζητούσαν να αποσυρθεί από τα εδάφη που άρπαξε και κατέχει από τον πόλεμο. Το Ισραήλ είναι το μοναδικό κράτος της Μέσης Ανατολής το οποίο είναι γνωστό ότι κατέχει πραγματικά και θανατηφόρα όπλα μαζικής καταστροφής. Οι Ισραηλινοί πολιτικοί συμβάλλουν ενεργά στην επιδείνωση των ίδιων των προβλημάτων τους για πολλά χρόνια. Γιατί εμείς συνεχίζουμε να τους συντρέχουμε και να τους ενθαρρύνουμε στα λάθη τους; Οι ΗΠΑ είχαν προσπαθήσει δειλά στο παρελθόν να πιέσουν το Ισραήλ με την απειλή να παρακρατήσουν από το πακέτο ετήσιας βοήθειας μερικά ποσά που πηγαίνουν για χρηματοδότηση των εποίκων στη Δυτική Όχθη. Την τελευταία φορά όμως που έγινε αυτή η απόπειρα, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Κλίντον, η Ιερουσαλήμ βρήκε «παραθυράκι», παίρνοντας τα χρήματα υπό τη μορφή «δαπανών ασφαλείας». Η Ουάσιγκτον συμμορφώθηκε με το τέχνασμα και από τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια της αμερικάνικης βοηθείας για τέσσερα χρόνια, από το 1993 έως το 1997, παρακρατήθηκαν λιγότερο από 775 εκατομμύρια. Το σχέδιο εποικισμού προχώρησε απρόσκοπτα. Τώρα ούτε καν προσπαθούμε να το σταματήσουμε. Αυτή η απροθυμία να μιλήσουμε ή να δράσουμε δεν ωφελεί κανέναν. Έχει διαβρώσει και τον εγχώριο διάλογο στην Αμερική. Αντί να μιλήσουν ευθέως για τη Μέση Ανατολή, οι Αμερικάνοι πολιτικοί και εμπειρογνώμονες συκοφαντούν τους Ευρωπαίους συμμάχους τους όταν διαφωνούν, κάνουν επιπόλαιες και ανεύθυνες δηλώσεις περί αναδυόμενου αντισημιτισμού, κάθε φορά που το Ισραήλ δέχεται κριτικές, και επιπλήττουν λογοκρίνοντας κάθε δημόσιο πρόσωπο στις ΗΠΑ το οποίο προσπαθεί να διαχωρίσει τη θέση του από τη συναίνεση. Αργά ή γρήγορα όμως, κάποιος Αμερικανός κρατικός λειτουργός θα πει την αλήθεια σε κάποιον Ισραηλινό πρωθυπουργό και θα βρει τρόπο να τον κάνει να την ακούσει. Οι Ισραηλινοί φιλελεύθεροι και οι μετριοπαθείς Παλαιστίνιοι επί δύο δεκαετίες μάταια επιμένουν ότι η μόνη ελπίδα είναι το Ισραήλ να διαλύσει όλους σχεδόν τους εποικισμούς και να επιστρέψει στα σύνορα του 1967, εξασφαλίζοντας σε αντάλλαγμα πραγματική αραβική αναγνώριση των συνόρων αυτών και ένα σταθερό, χωρίς τρομοκράτες παλαιστινιακό κράτος με την υποστήριξη (και συγκράτηση) από δυτικούς και διεθνείς οργανισμούς. Αυτή παραμένει η συμβατική συναίνεση, η οποία κάποτε ήταν μια δίκαιη και δυνατή λύση.

Έχω όμως την υποψία ότι έχουμε ήδη αργήσει πολύ γι’ αυτό. Υπάρχουν πάρα πολλοί οικισμοί, πάρα πολύ Εβραίοι έποικοι και πάρα πολλοί Παλαιστίνιοι, και όλοι ζουν μαζί, αν και χωρισμένοι από συρματοπλέγματα και περιορισμούς μετακινήσεων. Ό,τι και να λέει ο «Οδικός χάρτης», ο πραγματικός χάρτης είναι αυτός που ισχύει επί τόπου και, όπως λένε οι Ισραηλινοί, δείχνει την αληθινή κατάσταση. Ίσως μπορεί πάνω από 250.000 βαριά οπλισμένοι και επιδοτούμενοι Εβραίοι έποικοι να εγκαταλείψουν εκούσια την Αραβική Παλαιστίνη, αλλά κανένας απ’ όσους γνωρίζω δεν πιστεύει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί. Πολλοί από αυτούς τους εποίκους θα πεθάνουν –και θα σκοτώσουν– παρά θα μετακινηθούν. Ήρθε ο καιρός να σκεφτούμε το αδιανόητο. Η λύση να υπάρξουν δύο κράτη –ο πυρήνας της διαδικασίας του Όσλο και του τωρινού «Οδικού Χάρτη»- είναι πιθανόν ήδη καταδικασμένη. Κάθε χρόνος που περνά αναβάλλουμε μία αναπόφευκτη, σκληρότερη λύση, την οποία έχουν παραδεχτεί μόνο η άκρα δεξιά και η άκρα αριστερά, καθεμία για δικούς της λόγους. Οι δύο εναλλακτικές επιλογές που θα αντιμετωπίζει η Μέση Ανατολή τα επόμενα χρόνια θα είναι ανάμεσα σε ένα εθνικά εκκαθαρισμένο Μεγάλο Ισραήλ και ένα ενιαίο κράτος με δύο ενσωματωμένες εθνότητες, Εβραίων και Αράβων, Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Τι θα γινόταν όμως, αν δεν υπήρχε σήμερα θέση στον κόσμο για ένα «εβραϊκό κράτος»; Τι θα γινόταν αν η λύση για κράτος με δύο έθνη, δεν ήταν μονάχα ολοένα και πιο πιθανή, αλλά μια πράγματι επιθυμητή έκβαση; Αυτή δεν είναι και τόσο παράξενη σκέψη. Οι περισσότεροι από τους αναγνώστες του παρόντος δοκιμίου ζουν σε πλουραλιστικά κράτη που εδώ και πολλά χρόνια έχουν γίνει πολυεθνικά και πολυπολιτισμικά. Το ίδιο το Ισραήλ είναι πολυπολιτισμική κοινωνία σε όλα του εκτός από το όνομά του. Εντούτοις, συνεχίζει να ξεχωρίζει ανάμεσα στα δημοκρατικά κράτη με το να καταφεύγει σε εθνοθρησκευτικά κριτήρια με τα οποία χαρακτηρίζει και ιεραρχεί τους πολίτες του. Αποτελεί φαινόμενο ανάμεσα στα σύγχρονα έθνη όχι επειδή –όπως ισχυρίζονται οι πιο παρανοϊκοί υποστηρικτές του– είναι ένα εβραϊκό κράτος και κανένας δεν θέλει οι Εβραίοι να έχουν κράτος, αλλά επειδή είναι εβραϊκό κράτος μέσα στο οποίο μια κοινότητα –οι Εβραίοι– έχει τοποθετηθεί πάνω από τις άλλες, σε μια εποχή που αυτού του είδους τα κράτη δεν έχουν καμία θέση. Η καταθλιπτική αλήθεια είναι ότι η σημερινή συμπεριφορά του Ισραήλ δεν βλάπτει μόνο την Αμερική, αν και αυτό σίγουρα ισχύει. Ούτε εξίσου το ίδιο το Ισραήλ, όπως πολλοί Ισραηλινοί παραδέχονται σιωπηλά. Η πικρή αλήθεια είναι ότι το Ισραήλ σήμερα βλάπτει τους Εβραίους. Σε έναν κόσμο όπου τα έθνη και οι λαοί όλο και περισσότερο αναμειγνύονται και παντρεύονται μεταξύ τους αυτοβούλως· όπου τα πολιτισμικά και εθνικά εμπόδια στην επικοινωνία έχουν καταρρεύσει εντελώς· όπου όλο και περισσότεροι από μας επιλέγουμε πολλαπλές ταυτότητες και θα νιώθαμε αδίκως περιορισμένοι αν αναγκαζόμασταν να αρκεστούμε σε μία μόνο απ’ αυτές· σε ένα τέτοιο κόσμο το Ισραήλ πραγματικά αποτελεί αναχρονισμό. Και μάλιστα δυσλειτουργικό αναχρονισμό. Στη σύγχρονη «σύγκρουση πολιτισμών» ανάμεσα στις ανοιχτές, πλουραλιστικές δημοκρατίες και τα εχθρικά μισαλλόδοξα κράτη που άγονται από τη θρησκεία, το Ισραήλ πράγματι κινδυνεύει να καταπέσει στο λάθος στρατόπεδο. Το να μετατραπεί το Ισραήλ από εβραϊκό κράτος σε κράτος δύο εθνοτήτων δεν θα είναι εύκολο, αν και όχι τόσο αδύνατο όσο φαίνεται: η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει εκ των πραγμάτων. Θα προκαλούσε όμως πολύ λιγότερη αναστάτωση στους περισσότερους Εβραίους και Άραβες από ό,τι θα ισχυρίζονταν οι θρησκευτικοί και εθνικιστικοί πολέμιοι αυτής της λύσης. Σε κάθε περίπτωση, κανένας απ’ όσους γνωρίζω δεν έχει κάποια καλύτερη ιδέα: κάθε ένας που ειλικρινά πιστεύει ότι ο αμφιλεγόμενος ηλεκτρονικός φράχτης που κατασκευάζεται τώρα θα δώσει κάποια λύση, έχει χάσει τα τελευταία 50 χρόνια της ιστορίας. Ο «φράχτης» -στην πραγματικότητα μια θωρακισμένη ζώνη με χαντάκια, φράχτες, αισθητήρες, χωματόδρομους (για την παρακολούθηση χναριών) και έναν τοίχο ύψους 8,5 μέτρων- καταλαμβάνει, διαχωρίζει και κλέβει την αραβική καλλιεργήσιμη γη. Θα καταστρέψει χωριά, περιουσίες και ό,τι άλλο απομένει από την αραβο-εβραϊκή κοινότητα. Κοστίζει περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια το μίλι (1,6 χλμ.) και θα προκαλέσει μόνο ταπείνωση και στενοχώριες και στις δύο πλευρές. Όπως το Τείχος του Βερολίνου, επιβεβαιώνει την ηθική και θεσμική χρεοκοπία του καθεστώτος το οποίο προορίζεται να προστατεύσει. Ένα κράτος δύο εθνοτήτων στη Μέση Ανατολή θα απαιτήσει την τολμηρή και επίμονη δέσμευση της αμερικανικής ηγεσίας. Ένα κράτος δύο εθνοτήτων στη Μέση Ανατολή θα απαιτήσει την εμφάνιση, ανάμεσα τόσο στους Εβραίους, όσο και στους Άραβες, μιας νέας πολιτικής τάξης. Η ιδέα αυτή καθαυτή αποτελεί ένα αβέβαιο μείγμα ρεαλισμού και ουτοπίας, μετά βίας ένα πρόσφορο σημείο εκκίνησης. Όμως, οι άλλες εναλλακτικές λύσεις είναι πολύ, πολύ χειρότερες.

Read 4320 timesLast modified on Παρασκευή, 10 Σεπτέμβριος

http://www.edromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=2267:%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CF%80%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BF-%CE%B9%CE%B4%CE%B5%CF%8E%CE%BD&tmpl=component&print=1&Itemid=86