To Timima Tis Lefterias

22
28 η Οκτωβρίου (του 2001) Το τίμημα της Λευτεριάς

description

Θεατρικό έργο για τις εθνικές εορτές.

Transcript of To Timima Tis Lefterias

Page 1: To Timima Tis Lefterias

28η Οκτωβρίου(του 2001)

Το τίμημα

της

Λευτεριάς

Χριστιανική Εστία Πατρών

Page 2: To Timima Tis Lefterias

Πρόσωπα του Έργου

1) κυρ – Ζήσης (πατέρας)

2) Ηλίας (γιος 25χρονος)

3) Δήμος (γιος 19χρονος)

4) Ανθυπολοχαγός (έφεδρος)

5) Μάριο (Ιταλός αιχμάλωτος)

2

Page 3: To Timima Tis Lefterias

ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ

Σπήκερ: (Στην άκρη της σκηνής ένας γέρος μονόφθαλμος καθισμένος μπροστά στο

παραθύρι κοιτάζει μακριά την Πίνδο και αναπολεί).

Οκτώβρης μήνας και στα ορεινά της πατρίδας μας το φθινόπωρο παρέδωσε «τη

σκυτάλη» στο χειμώνα. Ο κυρ-Δήμος, ένας 85χρονος λεβεντόγερος, κάθεται στο

παράθυρο κι αγναντεύει τον ορίζοντα. Όσο πιάνει το μάτι του βλέπει κορφές και διάσελα,

που πάνω τους παιχνιδίζουν χαρούμενα οι ακτίνες του ήλιου κι άλλοτε κάθονται στοίβα

τα σύννεφα. Κι ανάμεσά τους το χωριό του, ο Γέρακας, σκαρφαλωμένο σε μια

κακοτράχαλη πλαγιά, που πάνω της κρέμονται τα κράκουρα της Πίνδου.

Ο κυρ Δήμος αγαπά με μια παιδιάστικη τρυφεράδα το μικρό χωριό του μαζί με

τούτο το θεόρατο βουνό, που απλώνει φοβερό το κορμί του απ’ το βορρά ως το νότο,

πάνω στη στεριά της πατρίδας μας.

Τούτο το βουνό… αγιασμένος τόπος!

Πάνω του περπάτησε η δόξα αντάμα με την ιστορία, από τότε που μια χούφτα

Έλληνες διαφεντέψαμε τη λευτεριά μας στις κορφές και στις ράχες του.

Σκύβει το λευκασμένο κεφάλι του και στοχάζεται. Δόξες παλιές, καινούργιες πάντα

θύμησες!… Θύμησες που δεν σβήνουν ολοχρονίς από μέσα του. Μα ξέχωρα, μέρες του

Οκτώβρη τώρα, ορθώνονται στην μνήμη του τα γεγονότα εκείνου του επικού αγώνα, που

στράτευσε όλους τους Έλληνες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Κι ανάμεσά τους και τη

δική του οικογένεια, που έδωσε το δυναμικό «παρών» της στο κάλεσμα της πατρίδας!…

3

Page 4: To Timima Tis Lefterias

ΣΚΗΝΗ 1 η Σπήκερ: Ήταν άσωστα χαράματα εκείνης της 28ης Οκτωβρίου του ’40, όταν βρόντησαν τα

τουφέκια στις κορφές της Ηπείρου. Και η ιταμή ιταλική πρόκληση ακούστηκε σε

στεριές και θάλασσες. Μυριόστομο ανέβηκε το ΟΧΙ από την Κρήτη ως την

Μακεδονία, τη Θράκη και την Ήπειρο και κίνησε σε αντίσταση σύσσωμο έναν

ολόκληρο λαό! Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι της οικογένειας του κυρ Ζήση, ο Ηλίας κι ο

Λάμπρος, στρατεύθηκαν από την πρώτη ημέρα του πολέμου.

(ανοίγει η αυλαία)

Ένα χωριάτικο δωμάτιο. Ένα τζάκι σβηστό, ένα μπαούλο, ένα τραπέζι, δυο – τρεις

καρέκλες, ένα εικονοστάσι μ’ αναμμένο καντήλι.

Ο κυρ Ζήσης καθισμένος πίνει τον πρωινό καφέ του, ενώ ο γιος του, ο 19χρονος Δήμος,

του βάζει από τη στάμνα νερό. Οι καμπάνες κτυπούν δαιμονιωδώς.

Δήμος: Μας ξεκουφάνανε! Πόλεμος βλέπεις! Αντάρα, χαλασμός!

Πατέρας: Ο Ηλίας πούφυγε χαράματα για το περβόλι να ποτίσει, πιστεύω να

ψυλλιάστηκε, σαν τις άκουσε να χτυπούν.

Δήμος: Μα, το περιμέναμε το χτύπημα! Όλοι το ψιθυρίζανε ψες στον καφενέ του

κυρ Τάσου, είπε ο Ηλίας. Και σήμερα το πρωί το ραδιόφωνο το

επιβεβαίωσε.

(ακούγονται βήματα βιαστικά, μπαίνει φουριόζος ο Ηλίας)

Ηλίας: Πατέρα! Φεύγω! Γενική Επιστράτευση. Δεν ακούτε τις καμπάνες! Γενικός

ξεσηκωμός! Άρχισαν μουλωχτά απ’ τα χαράματα την επίθεση. Μωρέ θα

τους ρίξουμε τους Ιταλιάνους του Μουσολίνι στη θάλασσα. Ο Θεός κι η

Παναγιά να μας βοηθήσουν. εμείς δεν πειράξαμε κανέναν.

Πατέρας: Για στάσου Ηλία μου, πως θα φύγεις έτσι; Πες μου, πού θα παρουσιαστείς;

Ηλίας: Στο Έμπεδο των Ιωαννίνων. Στις 12 το μεσημέρι πρέπει νάμαι παρών. Κι

από κει στο μέτωπο.

Δήμος: Στάσου, αδερφέ, πού πας έτσι; κάτι να φας, κάτι να πάρεις μαζί σου.

(Φεύγει ο Δήμος για να ετοιμάσει το σακίδιο)

Ηλίας: Δεν είναι ώρα για τέτοιες έγνοιες. Εσείς μονάχα να προσέχετε κι όσο για

μένα μη σας νοιάζει.

Πατέρας: (Κοιτάζοντάς τον στοργικά) Ηλία μου, παιδί μου δεν είναι εύκολο που σε

βλέπω να φεύγεις μα ούτε και θέλω να κάνω τη στιγμή δυσκολότερη. Να

προσέχεις παιδάκι μου να προσέχεις γιε μου.

4

Page 5: To Timima Tis Lefterias

Ηλίας: Θα προσέχω πατέρα μη νοιάζεσαι. Κι έπειτα ό,τι είναι να γίνει για τους

άλλους ας γίνει και για μένα. Πόλεμος είναι πατέρα δεν είναι γλέντι.

Κακό πράγμα μα αναγκαίο.

Πατέρας: Ώριμα μιλάς γιέ μου και σε τούτη την ωριμότητα βασίζομαι κι εγώ. Μα

πες μου, τι να γίνεται με το Λάμπρο μας; Επιστρατεύτηκε άραγε κι

εκείνος;

Ηλίας: Αυτός είναι στρατευμένος απ’ τα 22 του χρόνια, πατέρα. Στο τελευταίο

έτος της σχολής Ικάρων, μπορεί να μην είναι -τώρα με τον πόλεμο- σε

ενεργό υπηρεσία;

Πατέρας: Το παιδί μου ο Λάμπρος! Τον θυμάσαι; Μικρός, όπου εύρισκε χαρτί,

σκάρωνε αεροπλανάκια κι έτρεχε ξωπίσω τους πετώντας τα στον αέρα.

Τώρα… τώρα θα πετά πάνω απ’ τη φωτιά του πολέμου με αληθινό

αεροπλάνο.

Ηλίας: Μα ήταν το όνειρό του! Πρώτος μπήκε στη Σχολή Ικάρων. Θυμάσαι

πατέρα, που σε συνεχάρη με ειδική επιστολή ο Επιτελάρχης της

Αεροπορίας;

Πατέρας: Όλα τα θυμάμαι, Ηλία μου! Όλα τα θυμάμαι!… Μα, να πού 'ρχονται άλλα

και μου τα σκεπάζουν…

Πατέρας: Ε, να μπορούσα να κατατασσόμουνα κι εγώ, να πολεμούσα για την

Πατρίδα….

(μπαίνει ο Δήμος με ένα σακίδιο)

Δήμος: Τα ρούχα σου και κάτι για να φας σαν πεινάσεις. Έγιναν όλα τόσο

γρήγορα, που δεν πρόλαβα κάτι καλύτερο να σου ετοιμάσω. (σιγανά) Αν

ζούσε η μάνα…!

Ηλίας: Δεν πειράζει, Δήμο μου, θα φάω μ’ όρεξη τη φασουλάδα του λόχου. (Σε τόνο εμπιστευτικό).

Μόνο πρόσεχε! Τον πατέρα και τα μάτια σου!…

(Στο μεταξύ ο κυρ Ζήσης ψάχνει κάτι να βρει στα εικονίσματα. Είναι ένας

σταυρός, φυλαχτό).

Πατέρας: Έλα δω, Ηλία μου, πάρ' το αυτό. Είναι το φυλαχτό που 'χα στην

Μικρασιατική Εκστρατεία. Έχει μέσα Τίμιο Ξύλο! (Του το περνάει στο

λαιμό μ’ ένα κορδόνι).

Ηλίας: (Το ασπάζεται με σεβασμό. Ύστερα σκύβει και φιλάει του Πατέρα του το

χέρι). Δως μου την ευχή σου πατέρα. Είναι κι αυτή φυλαχτό άγιο!

5

Page 6: To Timima Tis Lefterias

Πατέρας: (Προσπαθώντας να κρύψει ένα δάκρυ, τον φιλάει στο μέτωπο). Στην ευχή

του Χριστού και της Παναγίας…! Στο καλό, παιδί μου! Και με τη Νίκη!…

Ε, να μην είμαι νεώτερος να δώσω κι εγώ το «παρών» στο κάλεσμα της

Πατρίδας!…

Ηλίας: Το ‘χεις δώσει τόσες άλλες φορές, πατέρα! (Αγκαλιάζει τον αδελφό του)

Δήμο μου, έχε γεια κι ό,τι είπαμε…

Πατέρας& Δήμος: Στο καλό! Να γυρίσεις Νικητής!

(κλείνει η αυλαία).

6

Page 7: To Timima Tis Lefterias

ΣΚΗΝΗ 2 η

(Το ίδιο σκηνικό)Σπήκερ: Από τότε που ’φυγαν για το μέτωπο ο Ηλίας και ο Λάμπρος, ο πατέρας

και ο μικρότερος γιος, ο Δήμος, μπήκαν στον αγώνα των μετόπισθεν. Στον αγώνα της

προσευχής, στον αγώνα της συλλογής και αποστολής ειδών πρώτης ανάγκης στο μέτωπο,

όπου η ζωή έγραφε καθημερινά τη δική της θρυλική ιστορία!

Αυτό το μέτωπο μέσα σε λίγη ώρα μετέτρεψε τα χθεσινά παιδιά σε λεοντόκαρδους

ήρωες. Γι’ αυτούς ο θάνατος έχασε το φοβερό του πρόσωπο και η ζωή τους άξιζε, όταν

την θυσίαζαν.

Μόνο η λαχτάρα της νίκης κρατιόταν ψηλά, και όλα, ανάγκες και δυνατότητες,

είχαν υποταχτεί στην ενδόμυχη προσταγή της ψυχής: ¨Προχωρείτε, προχωρείτε…..!¨

Κι είχαν να πολεμήσουν, μαζί με τους Ιταλούς, άλλους τρεις εχθρούς: την κούραση,

την πείνα και το άγριο βουνό μέσα στο φοβερό χειμώνα του ‘40. Κι όμως νικούσανε.

Πανηγύριζε το μέτωπο, και στα μετόπισθεν χαρμόσυνα χτυπούσαν οι καμπάνες των

εκκλησιών, διαλαλώντας κάθε νίκη, κάθε επιτυχία. Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα του

ενθουσιασμού και της χαράς πέρασαν τα Χριστούγεννα.

(ανοίγει η αυλαία)

(Ο πατέρας έχει πάνω στο τραπέζι ένα κασελάκι και προσπαθεί να το γεμίσει με καλούδια

για το μέτωπο. Ο Δήμος τον βοηθά )

Δήμος: Πατέρα, να φέρω και λίγα καρύδια, που μάζεψα προχτές στο χτήμα, ;

Πατέρας: Αμέ, και με ρωτάς; Τρέξε και στο κατώι και βάλε στο σακούλι τούτο, (του

δίνει μια σακουλίτσα πάνινη) 2-3 χούφτες σταφίδα. Την αγάπαγε ο Ηλίας

την μαυρομάτα. Θα τον ζεσταίνει μες στα χιόνα. Είναι πυρωτική!

Δήμος: Τρέχω, έφυγα! (φεύγοντας ) Πατέρα μη ξεχάσουμε και τα τσουράπια της κυρά-

Λένης. Τά ’χω απιθώσει στην κασέλα επάνω.

Πατέρας: ( μονολογεί ) Αν ζούσε η μακαρίτισσα και φανέλες και κάλτσες και γάντια

και κουκούλα για τ’ αυτιά και το λαιμό θα του ’φτιανε…! Τώρα …

παλληκάρι μου με τα τσουράπια της καλής γειτόνισσας, της κυρά-Λένης,

θα σε ζεστάνωμε. Τι να σου κάνω; Η μάνα είναι βλέπεις ο στύλος του

σπιτιού! Χαράς τον που την έχει!

Δήμος: Τι μουρμουράς, πατέρα; Ε, πάλι δακρυσμένος είσαι; Να το’ χεις καμάρι για

τους λεβέντες μας που πολεμάνε για την Πατρίδα! Σα, ζούσε η μάννα…

(πιο σιγανά) θα’ φευγα κι εγώ εθελοντής. (Αρπάζει από το τζάκι επάνω δύο

7

Page 8: To Timima Tis Lefterias

φωτογραφίες και δείχνοντάς τες στον πατέρα του ) – Κοίτα, πατέρα,

καμάρωσέ τους! Δες το Λάμπρο σου μπροστά στο αεροπλάνο του. Στολή

αεροπόρου φίνα και ύφος νικητή! (παίρνει στα χέρια ο πατέρας τη

φωτογραφία, τη φιλά ) – Κοίτα και τον Ηλία μας με το χακί και την

ξιφολόγχη όρθια, χαμογελαστός, όπως πάντα!!!

Πατέρας: Ναι, Δήμο μου, έτσι είναι όπου τα λες. Τιμή ατίμητη είναι να ’χεις δύο

λεβέντες στο μέτωπο, να υπερασπίζονται τη λευτεριά της Πατρίδος και την

αξιοπρέπεια του λαού της…!( παίρνει στα χέρια του και τη δεύτερη

φωτογραφία και τη φιλά ) Μα είναι και πόνος, είναι κι αγωνία είναι και

έγνοια. Μονάχα η προσευχή με ξεκουράζει. Μονάχα εκεί τους συναντώ!

Δήμος: Μποναμάς πρωτοχρονιάτικος, μας ήρθαν τα χαρούμενα γράμματά τους και

οι φωτογραφίες τους. Δεν πέρασε ακόμα βδομάδα που τα λάβαμε. Και για

δες παιδί μου συντυχία, ήρθανε και τα δυο την ίδια μέρα, λες και το ’χανε

επίτηδες κανονίσει.

( ακούγεται κτύπημα στην πόρτα. Ο Δήμος πετιέται ν’ ανοίξει, ενώ ο κυρ-Ζήσης απομένει

να κοιτάζει προς την πόρτα. Μπαίνει ένας έφεδρος αξιωματικός με δεμένο σε νάρθηκα το

δεξί του χέρι )

Δήμος: Περάστε, περάστε παρακαλώ. Ο Πατέρας μου είναι ο Ζήσης Σγουρός, που

ζητάτε. Από το μέτωπο έρχεσθε; ( δίνουν χαιρετισμό χειραψίας ) Σαν τι

καλά μαντάτα μας φέρνετε; Θα τους ρίξουμε στη θάλασσα τους

Φρατέλλους; ( γελά )

κυρ-Ζήσης: (Χαμένος τον κοιτά. Άσχημο προαίσθημα του σφίγγει την καρδιά ) Καλώς μας

ήλθατε, παιδί μου. Ορίστε, καθίστε. Δήμο, ρακί και καφέ στον κύριο

ανθυπολοχαγό. Πώς κι από το χωριό μας; Δε φαίνεστε για συντοπίτης.

Ανθυπολοχαγός: Όχι, κύριε Ζήση. Δεν είμαι από τα μέρη σας. Αρτινός είμαι. Μια

μικροάδεια λόγω ατυχήματος έχω, για να αναρρώσω κι επί τη ευκαιρία να

δω και τους δικούς μου. ( ο Δήμος ετοιμάζει το δίσκο, στήνοντας αυτί )

κυρ- Ζήσης: Μα, τι πάθατε; Είπατε ατύχημα…..Το σπάσατε; Κι είναι το δεξί σας..!

Ανθυπολοχαγός: Ω! όχι! Από εμπλοκή του όπλου μου, τραυματίστηκε η παλάμη μου.

Μου την περιποιήθηκαν στο πρόχειρο χειρουργείο, αλλά με στέλνουν

κάτω και στο Νοσοκομείο να με περιποιηθούν καλύτερα οι γιατροί εκεί.

κυρ-Ζήσης: Κι εδώ, πώς λοξοδρομήσατε; Ο Γέρακας, το χωριό μας, δε βρίσκεται πάνω

στο δρόμο σας…( γεμάτος αγωνία ) Ποια αιτία σας φέρνει κοντά μας.

Πείτε μου, τι συμβαίνει; Τι μαντάτα έχετε για μας; . ( ο Δήμος βιάζεται να

8

Page 9: To Timima Tis Lefterias

ακουμπήσει τον καφέ με χέρια που τρέμουν. Πατέρας και γιος

παρακολουθούν με συγκρατημένη ανάσα τον ανθυπολοχαγό, που ψάχνει τις

τσέπες του )

Ανθυπολοχαγός: Ο αγώνας κύριε Ζήση δεν έχει πάντα επιτυχίες…Κι ο πόλεμος δεν έχει

μόνο νίκες. Αντάμα έρχονται τα αίματα κι οι θυσίες. Πιστεύω πως είναι

ιδιαίτερη τιμή για σας το μήνυμα που σας φέρνω. ( ξετυλίγει μπροστά τους

το επίσημο του Αρχιστρατήγου τηλεγράφημα )

( με ταραχή ) Διαβάστε! Είναι τηλεγράφημα του Αρχιστράτηγου Παπάγου…!

κυρ-Ζήσης: ( με παλλόμενη από συγκίνηση φωνή ) -Διάβασέ το, Δήμο μου, δεν έχω τα

γυαλιά μου, άλλωστε τα μάτια μου θολώσανε από αγωνία. Έχω κακό

προαίσθημα…

Δήμος: - ( Διαβάζει Αργά )

« Ζήση Σγουρόν, Γέρακα Ηπείρου »

« Μετά βαθυτάτης λύπης αγγέλλω, ότι υιοί σας Λάμπρος Σγουρός, αεροπόρος

και Ηλίας Σγουρός λοχίας, ετίμησαν Πατρίδαν, πεσόντες αμφότεροι

ηρωικώς μαχόμενοι . Θάνατος εύρεν αυτούς ενηνγκαλισμένους ».

Αλέξανδρος Παπάγος

Αρχιστράτηγος

( Αγκαλιασμένοι πατέρας και γιος κλαίνε ριγμένοι στο τραπέζι, με το ανέτοιμο δέμα για το

μέτωπο. Κι ο ανθυπολοχαγός δακρύζει κι εκείνος καθώς τους παρακολουθεί )

Σπήκερ: - Βαρύ έπεσε το πικρό μαντάτο πάνω στο Γέρακα, στο σπιτικό του κυρ-Ζήση.

Τα δυο παιδιά του, ο Λάμπρος και Ηλίας έπεσαν μαχόμενοι για την

Πατρίδα. Αγκαλιασμένους τους βρήκε ο θάνατος. Το θλιβερό νέο άδειασε

την καρδιά τους, μα δεν άφησαν να τους λυγίσει.

κυρ-Ζήσης: - ( Ανασηκώνεται, σκουπίζεται με το μαντήλι του )

Κι οι δυο! Μαζί! Αγκαλιασμένοι! Για να ‘χουν ο ένας τον άλλο παρηγοριά.

Ακριβή που είσαι Λευτεριά…!

Δήμος: - Πατέρα, σφίξε την καρδιά, να μάθουμε λεπτομέρειες. Ξέρεις κύριε

ανθυπολοχαγέ κάτι περισσότερο να μας πεις; Πότε και πώς συνέβη να τους

βρει αγκαλιασμένους ο θάνατος; Είναι πολύ παράδοξο αυτό που γράφει το

9

Page 10: To Timima Tis Lefterias

τηλεγράφημα. Ο ένας βρισκότανε στα ριζά του Ιβάν κι ο άλλος στο

αεροδρόμιο της Λάρισας. Πώς σμίξανε;

Ανθυπολοχαγός: Έχετε δίκιο! Πρωτάκουστο αυτό που συνέβη. Ήμουν μπροστά σ’ αυτή

την πρωτοφανή σκηνή. Αυτόπτης μάρτυς! Θα σας τα εξηγήσω όλα, με

κάθε δυνατή λεπτομέρεια.

(Πατέρας και γιός απέμειναν να τον ακούνε, ξεχνώντας προς στιγμήν τον βαθύ πόνο τους.)

Ανθυπολοχαγός: - Η μάχη μαινόταν από το πρωί. Όταν σε λίγο κόπασε, ο Λάμπρος, που

πάντα τό ‘λεγε η καρδιά του, πέταξε με το αεροπλάνο του πάνω απ’ τη

γραμμή του μετώπου. Ξαφνικά ένας τρομακτικός κρότος ακούστηκε κι ο

ένας κινητήρας του αεροπλάνου άρχισε να μουγκρίζει σαν πληγωμένο

θεριό. Οι στρατιώτες μας που αναγνώρισαν το ελληνικό αεροπλάνο,

παρακολουθούσαν με αγωνία. Η τολμηρή πτήση εξελισσόταν σε δράμα. Η

έκρηξη το έκοψε σε δύο κομμάτια, που φλεγόμενα άρχισαν να πέφτουν

στο έδαφος, ενώ κάτι μαύρο ξεκόλλησε από τον όγκο του σκάφους

πέφτοντας με μικρότερη ταχύτητα. Ήταν ο πιλότος, που άνοιξε το

αλεξίπτωτό του. Η αγωνία κορυφώθηκε. Η χαρά για το γλιτωμό του

παλικαριού δεν πρόλαβε να ανθίσει στα χείλη μας. Όλα έδειχναν πως θα

προσγειωνόταν σε έδαφος κατεχόμενο από τους Ιταλούς, οπότε και θά

‘πεφτε στα χέρια τους. (παίρνει ανάσα βαθειά).

Δήμος: - (Συνεπαρμένος) Και τι έγινε;

Κυρ-Ζήσης: - Θέ μου! Παρθένα μου!

Ανθυπολοχαγός: - Εκείνη τη στιγμή, πριν ακόμα οι δικοί μας αποφασίσουν, για το πώς

έπρεπε να ενεργήσουν, ακούστηκε μια τρομερή ιαχή: «Αέρααα!» σαν

βροντή ηφαιστείου. Ήταν η φωνή του πιλότου! Κραυγή π’ αντιλάλησε σε

πλαγιές και φαράγγια και που μούδιασε τους Ιταλούς, ενώ έκαμε θεριά

τους δικούς μας. «Αέρααα!» αντιφώνησαν κι αυτοί κι όρμησαν με τα

πολυβόλα και τις ξιφολόγχες τους εναντίον των σαστισμένων Ιταλών.

Ήταν τέτοια η ορμή που τους απώθησαν.

Κυρ-Ζήσης: - (Γεμάτος θαυμασμό) Γειά σου, παλικάρι μου !!

Δήμος: (Συνεπαρμένος κι αυτός) – Ζήτω! Ζήτω ο Λάμπρος μας!

Ανθυπολοχαγός: - Σε λίγα λεπτά ο πιλότος προσγειώθηκε ανάμεσά μας. Όλοι τρέξαμε

κοντά του ζητωκραυγάζοντας. Μα για έναν απ’ όλους μας ο θαυμασμός

για το ηρωικό κατόρθωμα έγινε χαρά κι αγαλλίαση απερίγραπτη. Έτρεξε

10

Page 11: To Timima Tis Lefterias

κι έπεσε στην αγκαλιά του. Ήταν ο Ηλίας, που στο πρόσωπο εκείνου του

ηρωικού πιλότου είχε αναγνωρίσει τον αδερφό του, τον Λάμπρο,.

Έκπληκτος κοίταζε κι ο Λάμπρος τον Ηλία. Xαίρονταν τώρα κι οι δυο το

συναπάντημά τους και σφιχταγκαλιάζονταν και πάλι κοιτάζονταν στα

μάτια με συγκίνηση και καμάρι και πάλι σφιχταγκαλιάζονταν. Η χαρά κι η

συγκίνηση όλων ήταν μεγάλη. (παίρνει πάλι βαθειά ανάσα)

Μα ξαφνικά όλα άλλαξαν. Βροχή φονική από ιταλικούς όλμους έσκαψε

την περιοχή, όπου βρίσκονταν τα δύο αδέρφια. Ένας έσκασε δίπλα τους,

σκορπώντας τον όλεθρο και την καταστροφή... Ο θάνατος τους βρήκε

αγκαλιασμένους...

Πατέρας-κυρ-Ζήση: - (Δακρυσμένος) Κι ύστερα..; (Ο Δήμος κλαίει κι εκείνος σιγανά)

Ανθυπολοχαγός: - Ύστερα; Δεν έχει ύστερα! Το γεγονός συγκλόνισε τους φαντάρους

μας. Έπληξε την πιο ευαίσθητη περιοχή της καρδιάς μας. Κι η μάχη άναψε με

μεγαλύτερη ορμή τώρα, τώρα κι απ’ τις δυο πλευρές. Ολόκληρο το τάγμα μας σαν

λαίλαπας τρομερός ορμούσε πάνω τους. Νιώθαμε πως η νίκη ήταν το καλύτερο

μνημόσυνο στα παιδιά σας. Κι εκείνη δεν άργησε να ‘ρθει. Ακολουθεί σιγή. Σκυμμένοι

σπογγίζουν τα δάκρυά τους πατέρας και γιός.)

Κυρ-Ζήσης: - (Ανασηκώνει το κεφάλι και αδάκρυτος τώρα απευθύνεται προς τον γιό

του.) Σε τέτοιους λεβέντες δεν ταιριάζουν τα δάκρυα!... Αισθάνομαι

υπερήφανος, που τα παιδιά μου φάνηκαν αντάξια των προγόνων τους.

Δήμο μου, παλικάρι μου, πάμε να σταθούμε στο πόδι των αδερφών σου.

Τώρα, με το θάνατό τους... νιώθω πως ό,τι είμαστε κι ό,τι έχουμε ανήκει

στην Πατρίδα. Δώσαμε τα παιδιά μας, τ’ αδέρφια σου, το έχει μας θα

λογαριάσουμε ή τη μίζερη ζωή μας;

( κλείνει η αυλαία )

11

Page 12: To Timima Tis Lefterias

ΣΚΗΝΗ 3 η Σπήκερ: -Την επόμενη μέρα ο Κυρ-Ζήσης οδήγησε το κοπάδι του, πάνω από 100

κεφάλια πρόβατα και κατσίκια, στην πιο κοντινή Επιμελητεία του Στρατού μας. «Για τα

παλληκάρια» είπε, «που πολεμάνε στο μέτωπο» και γύρισε να φύγει δίχως τ’ όνομά του

να πει, πριν προλάβουν να τον ευχαριστήσουν. Κι ύστερα κατετάγει κι αυτός στο στρατό,

στο Γ’ σώμα, μαζί με το γιο του, Ο Δήμος ως τραυματιοφορέας, χάρις στις γνώσεις που

είχε, ως Ερυθροσταυρίτης, κι αυτός ως Νοσοκόμος σ’ ένα από τα πρόχειρα Νοσοκομεία

του Μετώπου. Και μια μέρα ύστερ’ από ‘να μήνα, πατέρας και γιος ξανασμίξανε στην

καμαρούλα του πρόχειρου Νοσοκομείου.

( ανοίγει η αυλαία )

Σκηνικό: (Αίθουσα πρόχειρου χειρουργείου. Ένα κρεβάτι εκστρατείας στρωμένο, ένα

τραπεζάκι μπουκαλάκια, φάρμακα και κάποια εργαλεία. Ο κυρ-Ζήσης με λευκή μπλούζα

κάτι συγυρίζει. Στην πόρτα εμφανίζεται ο Δήμος. Μεταφέρει μ’ έναν άλλο στρατιώτη

φορείο με τραυματία.

Δήμος: -Καλημέρα , πατέρα!! (ο κύρ-Ζήσης στρέφεται προς την πόρτα και σπεύδει να

βοηθήσει)

Κυρ-Ζήσης: -Καλώς το γιόκα μου, καλώς το Δήμο μου! Μπα; (με έκπληξη) Φρατέλο

κουβαλάς;

Δήμος: -Ναι πατέρα!

Κυρ-Ζήσης: Και πού τον πας;

Δήμος: -Στο κρεβάτι, ας τον δούνε εδώ οι γιατροί μας κι αν χρειαστεί θα τον πάμε και πιο

πέρα... στο Νοσοκομείο στην Κόνιτσα...

Κυρ-Ζήσης: -Πώς τον λένε; Ξέρεις; (ενώ τον τοποθετούν στο κρεβάτι)

Δήμος: -Μάριο...(ο κυρ-Ζήσης σκύβει με πόνο πάνω από τον τραυματία. Ένα χλωμό

παιδιάστικο πρόσωπο ξεχωρίζει μέσα από τους επιδέσμους και τα αίματα.

Ενώ το πόδι του ήταν σε νάρθηκα.)

Κυρ-Ζήσης: - Έχει κι αυτό πατέρα, το κακόμοιρο... Σαν τον Ηλία μου θάναι στα χρόνια.

Έ!, το κακόμοιρο ξεπάγιασε στο δρόμο. Στάσου να φέρω κουβέρτες.

Δήμος: - (Δείχνει βιαστικός) Πατέρα, κάμε του ό,τι νομίζεις.. Εγώ φεύγω, έχω κι άλλη

αποστολή βιαστική.

12

Page 13: To Timima Tis Lefterias

Κυρ-Ζήσης: -Ο Θεός μαζί σου, παιδί μου. Η Παναγιά μας να σε σκεπάζει. Θα τον

φροντίσω εγώ, έννοια σου!

Μάριο: Μάμα μία! (Ξεψυχά) Μάμα μία!

Κυρ-Ζήσης: - (Μονολογεί) Τη μάνα σου φωνάζεις καψερέ; Ποιον άλλο ! Καημένο

παιδί! (Τον κοιτάζει στοργικά και φεύγει. Σε λίγο επανέρχεται μ’ ένα

πήλινο κιούπι.)

Κυρ-Ζήσης: - Έλα σού ‘χω λίγη κοτόσουπα. Μη το ρωτάς, πώς την οικονόμησα. Είναι

ένα κι ένα για την περίπτωσή σου. Έλα, άνοιξέ το στόμα σου, Μάριε!

Είδες νόστιμη και ζεστούλα που είναι;

Μάριο: - (Βλέποντας τον κυρ-Ζήση με τόσο ενδιαφέρον να τον περιποιείται γεμίζει

έκπληξη κι ευγνωμοσύνη) Ευχαριστώ! Πολύ ευχαριστώ!

Κυρ-Ζήσης: - Μπά! Εσύ ξέρεις ελληνικά βλέπω! Πότε τα έμαθες; Στο μέτωπο;

Μάριο: - (Με κόπο) Είχα μητέρα Ελληνίδα, από τη Ζάκυνθο. Η μητέρα μου έμαθε να

μιλώ Ελληνικά. Είναι τρία χρόνια που την έχασα. Την θυμάμαι κάθε ώρα,

κάθε στιγμή…. Αχ, μάμα ,μάμα μία.

(Ο κυρ-Ζήσης συγκινημένος σκύβει πάνω από το πονεμένο του πρόσωπο, του χαϊδεύει

το μέτωπο)

κυρ-Ζήσης: Εγώ μάμα για σένα , Μάριο. Από τώρα σε λογαριάζω για παιδί μου…..

Να, έλα ,πάρε δυο-τρεις κουταλιές ακόμα σούπα να δυναμώσεις. (Τον

ταΐζει δυο-τρεις κουταλιές ,αλλά ο Μάριος ψάχνει το στήθος του κάτι να

βρει. Σε λίγο ανασύρει από κει μια φωτογραφία. Ήταν της μητέρας του)

Μάριο: Η Μάμα μου! Μπόνα Μάμα! Μπόνα!!

κυρ-Ζήσης: (Κοιτάζοντας τη φωτογραφία) Μωρέ ίδιος είσαι! ! Πόσο της μοιάζεις!!

Μάριο: Εσύ έχεις παιδιά; Γυναίκα;

κυρ-Ζήσης: Είχα κάποτε χρυσή γυναίκα. Πέντε κοντά έξι μήνες, που μας άφησε

μοναχούς. Πέθανε από ανακοπή. Μου χάρισε τρεις γιους. Τρία παλικάρια,

Μάριε. Τα δύο θυσιάστηκαν στο μέτωπο για την πατρίδα. Το τρίτο είναι ο

Δήμος, ο στρατιώτης που σε κατέβασε με το φορείο, ένας απ’ τους άλλους δύο.

(ο κυρ-Ζήσης άρχισε να ψάχνεται στις τσέπες του)

Μάριο: Τι; Έχεις τις φωτογραφίες τους; Να δω!

κυρ-Ζήσης: Αυτός, ( δείχνει τη μία ) είναι ο Λάμπρος μου.! Αεροπόρος! Έπεσε στην

πρώτη γραμμή του μετώπου. Κι αυτός ( δείχνει τη δεύτερη φωτογραφία ) είναι ο

Ηλίας μου, 25χρονο παλικάρι (με σπασμένη φωνή ) έπεσε κι αυτός για την

Πατρίδα, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα και στιγμή.

13

Page 14: To Timima Tis Lefterias

( Μα ο Μάριο καθώς παρατηρεί την δεύτερη φωτογραφία ,ξαφνιάζεται , πάει κάτι

να πει, μα δεν ξέρει πώς να το πει. Κοιτάζει κατάματα τον κυρ-Ζήση και του λέει )

Μάριο: Αυτός ... ζει Ζει (δείχνοντας τη φωτογραφία του Ηλία) Τραυματίας, σε μας ζει,

ζει! Μίλησα μαζί του!…..Όνομα , Ηλίας…… Ηλίας…….. Σσσς…. Σγού.. ρος;

κυρ-Ζήσης: (απορημένος) Ναι , Σγούρος , Σγούρος (φωνάζει )

(και στηρίζεται στον τοίχο να μην πέσει)

Παναγία μου….! Παναγία μου, Παρθένα μου!…..ήταν αλήθεια! ( ψελλίζει

συγκινημένος) Να ζει ο Ηλίας μου!…

Μάριος: Ζει , ζει!! (τραυλίζοντας από συγκίνηση ) Εγώ διερμηνέας……μίλησα μαζί του!

Είναι αιχμάλωτος μα ζει , σας λέω!!

(Κλείνει η αυλαία)

14

Page 15: To Timima Tis Lefterias

ΣΚΗΝΗ 4 η

Σπήκερ: Σε 15 μέρες η πληροφορία του Μάρκο επιβεβαιώθηκε. Ένα μήνα

αργότερα, όταν ο Ηλίας έγινε καλά, ανταλλάχθηκε με τον Μάριο. Ο ίδιος ο Μάριο μέσω

του δικού μας Επιτελείου το ζήτησε από τον αξιωματικό της μονάδας του.

Και σαν τελείωσε ο πόλεμος…..!! Και γύρισε ο Ηλίας μ’ ένα πόδι ανάπηρο και

σύντροφο την πατερίτσα…

(ανοίγει η αυλαία)

Σκηνικό: (το χωριατόσπιτο του κυρ-Ζήση)

(μπαίνει ο Ηλίας και καθισμένος στην καρέκλα ο Δήμος με κρυμμένο μάτι συζητάει με τον

κυρ-Ζήση)

Σπήκερ: ….Και βρήκε στο σπίτι το Δήμο τους, με χτυπημένο το ένα μάτι και με

τραύμα στο στήθος. Ανάμεσά τους στέκει ο θρυλικός πατέρας….!

Όλοι τους με το χαμόγελο και τη σεμνή περηφάνια της ψυχής, πως κανένας τους

δεν αρνήθηκε το χρέος του. Όμως κανένας τους δεν παραπονέθηκε ποτέ! Κανείς τους δεν

βαρυγκώμησε. Κανείς δεν διεκδίκησε τίποτε. Μήτε κότινο, μήτε στεφάνι δάφνης. Τους

έφτανε και μόνο ότι είχαν κάνει το χρέος τους για την πατρίδα! Αυτό ήταν το τίμημά

τους!

(κλείνει η αυλαία)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

( Ο κυρ-Δήμος επί σκηνής μόνος ή μάλλον έξω της σκηνής )

Σπήκερ: Ο κυρ-Δήμος, γέροντας πια με παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, κάθε φορά

που έρχονται ημέρες του Οκτώβρη, ξαναζεί τα γεγονότα του επικού εκείνου αγώνα.

Ξαναφέρνει στη θύμησή του τους γονείς του, τον Λάμπρο, τον Ηλία, τους συναδέλφους

του στον πόλεμο κι όσους άφησαν ορόσημα τα κόκαλά τους στα βουνά και δακρύζει.

Σκουπίζει τα δάκρυά του, ψηλαφά την άδεια κόγχη του ματιού του, τα τραύματα

του στήθους του και στοχάζεται συγκινημένος:

κυρ-Δήμος: Αλήθεια ,είναι βαρύ το τίμημα της λευτεριάς!… Μα για την Πατρίδα αξίζει!

………

15