Ti lene xara

56
1

description

koinvniko

Transcript of Ti lene xara

Page 1: Ti lene xara

1

Page 2: Ti lene xara

Λάκης Φουρουκλάς

Τη λένε Χαρά

Νουβέλα

2

Page 3: Ti lene xara

Η ακόλουθη ιστορία αποτελεί προϊόν φαντασίας. Οποιαδήποτε αναφορά σε πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα, που απασχόλησαν

και απασχολούν την κυπριακή επικαιρότητα, είναι εντελώς συμπτωματική, εκτός από το ένθετο χρονολόγιο, που θυμίζει

ειδησεογραφική καταγραφή.

3

Page 4: Ti lene xara

Βρήκαν το πόδι του να επιπλέει κάπου στα ανοικτά της Πάφου. Και ταράχτηκα. Πολύ. Ξύπνησαν πάλι μέσα μου οι πικρές αναμνήσεις από το πρόσφατο παρελθόν, εκείνο που προσπαθούσα τόσο να ξεχάσω, αλλά που ήταν πολύ νωρίς για να το κάνω. Θα με βρούνε τώρα, σκεφτόμουνα, και τα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στάλα-στάλα απ’ τα μάτια μου, να με γεμίζουν τρόμο. Θα με βρούνε, και τότε τι; Ήτανε αργά τη νύχτα, καθόμουνα σ’ ένα παγκάκι, κάτω από ένα δέντρο στην Πλατεία Φανερωμένης στη Λευκωσία κι έκλαιγα. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Αραιά και πού κάποιοι άγνωστοι περνούσαν, με κοιτούσαν κι έφευγαν, κανείς δεν κοντοστεκόταν για λίγο, κανείς δεν τολμούσε να μου μιλήσει. Φοβούνται τόσο πολύ το θρήνο οι άνθρωποι, που προτιμούν να κρύβονται πίσω από ψεύτικα χαμόγελα παρά να δείξουν τι πραγματικά νιώθουν. Εγώ δεν είμαι έτσι. Αλλά κι εγώ έχω μυστικά. Φοβερά μυστικά. Τα οποία μέχρι τώρα δε μοιράστηκα με κανένα. Ή σχεδόν. Άκουσα βήματα να με πλησιάζουν πατώντας ανάλαφρα στο κιτρινισμένο από τα φώτα της νύχτας πλακόστρωτο. Τα νυχτοπούλια πετούσαν γύρω από τα δέντρα, πάνω απ’ το καμπαναριό της Παναγιάς και κυνηγούσαν τις σκιές τους στο φεγγάρι. Κάποιος κάθισε δίπλα μου. Δε γύρισα. Ήξερα ποιος ήταν. Τον ένιωσα. Εκείνος! Η παραφωνία της παρέας. Η παραφωνία επειδή δεν ανήκε εκεί. Δε μου μίλησε. Δε με άγγιξε. Με άφησε να στεγνώσω από δάκρυα, ν’ αφήσω ένα βαρύ αναστεναγμό και μετά, πολύ μετά, μου είπε: «Πάμε!» Σηκώθηκα. Αρχίσαμε να περιπλανιόμαστε αργά και σιωπηλά, ο ένας δίπλα από τον άλλο, στα στενά της παλιάς πόλης. Σχεδόν παντού ερημιά, εκτός από τις γειτονιές των μεταναστών. Εκεί περιπλανιόνταν ακόμη μυρωδιές, έβλεπες άντρες και γυναίκες να κάθονται σε παγκάκια και να μιλάνε χαμηλόφωνα, όπως το απαιτούσε η ώρα. Μού άρεσαν αυτές οι γειτονιές, ειδικά στη διάρκεια της ημέρας. Τότε που τα παιδιά των ξένων πλημμύριζαν τους δρόμους, που έμοιαζαν τόσο ευτυχισμένα μέσα στη φτώχεια τους, τότε που τα κορίτσια της νύχτας κάθονταν στις εξώπορτες, καλώντας τους περαστικούς στο Σπίτι τους, για να περάσουν ωραία. Τότε ένιωθα λες και ζούσα μέσα σε κάποιο παραμύθι, σε κάποια άλλη χώρα, και κάποια άλλη εποχή. Η Κύπρος είναι η κατάρα μου, έλεγα πού και πού, κι ας την αγαπούσα τόσο. Και το λέω ακόμη. Διχασμένη χώρα, όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και σαν προσωπικότητα. Όλοι δείχνουν τίμιοι, μα η ατιμία είναι ο κανόνας. Όλοι δηλώνουν πιστοί χριστιανοί, αλλά οι πλείστοι πηγαίνουν στην εκκλησιά μια-δυο φορές το χρόνο. Όλοι ξέρουν ποιο είναι το σωστό, μα λίγοι το πράττουν. Ώρες-ώρες νιώθω ν’ απελπίζομαι, με πιάνει το παράπονο, κλαίω και το ξεπερνάω. Πώς είμαι έτσι; Πώς είναι τα κορίτσια της γενιάς μου; Σα φαντάσματα περιπλανιόμαστε στις γειτονιές των ανθρώπων. Κακέκτυπα. Οι μισοί των γονιών τους, οι υπόλοιποι κάποιων άλλων. Και κλαίμε. Κλαίμε πολύ. Στο σχολείο, στο σπίτι, σ’ ένα παγκάκι κάτω από ένα δέντρο. Ο κόσμος μας είναι ξένος. Προσπαθούμε να τον αλλάξουμε, να τον κάνουμε δικό μας, αλλά αυτός έχει το πάνω χέρι. Κανείς δεν άλλαξε τον κόσμο φορώντας ρούχα πολύχρωμα, κάνοντας ψιλές και επαναστατώντας στα λόγια. Ναι, αυτό ακριβώς κάνουν οι φίλοι μου, αυτό κάνω κι εγώ, επαναστατούμε στα λόγια, πατώντας στα σίγουρα, εξασφαλισμένοι από τα λεφτά του μπαμπά. Τζάμπα μάγκες. Εντάξει, εγώ μπορεί να μην έχω λεφτά, ούτε και μπαμπά, αλλά και πάλι… Φτάσαμε στο σπίτι του. Ένα σπίτι παλιό, με τοίχους χαρακωμένους από τη χρόνια υγρασία. Με άφηνε να μένω πού και πού εκεί, αφού δεν είχα πού αλλού να πάω.

4

Page 5: Ti lene xara

Δεν είχα σπίτι εννοώ. Εδώ και ένα χρόνο. Κοιμόμουνα στα σπίτια των γνωστών ή σ’ ένα ερείπιο στο οποίο κάναμε κατάληψη, για να κάνουμε τα δικά μας. Τα δικά μας που δε διέφεραν και πολύ από εκείνα των άλλων. Όλα τα κάναμε εκεί. Όλα! Μόνο έρωτα δεν κάναμε. Λες και η ερωτική έλξη πέθανε, λες και κανείς δε θέλει να νιώσει πολύ κοντά του κάποιον άλλο, λες και το σεξ είναι αμαρτία. Συναντιόμαστε, αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε, μα δεν κάνουμε έρωτα, αλλά ούτε και τον νιώθουμε. Ίσως επειδή ξέρουμε ότι αυτός πληγώνει. Πάντα πληγώνει. Δεν μπορούμε να ερωτευτούμε, εγώ κι οι φίλοι μου, μόνο να περιπλανιόμαστε και να μιλούμε ξέρουμε. Κι ας προτιμώ τη σιωπή. Σιωπή! Έτσι με αποκαλεί αυτός, ο Γιάννης. Καληνύχτα Σιωπή, μου είπε και πήγε στο δωμάτιό του. Πήγα κι εγώ σ’ εκείνο όπου θα ξόδευα τη νύχτα. Ευτυχώς που με βρήκε, σκεφτόμουνα. Δεν ήθελα να συναντήσω κόσμο. Θα μ’ έπρηζαν με τα γιατί τους, κι αυτό δε θα το άντεχα. Το δωμάτιο ήταν σχεδόν άδειο. Είχε μονάχα ένα στρώμα πεταμένο στο υγρό πάτωμα και μια μικρή βιβλιοθήκη. Εκεί μέσα μου άρεσε να χώνομαι πού και πού και να ταξιδεύω με τα παραμύθια. Τα παραμύθια δεν τα πίστευα, τα μισούσα, αλλά τα είχα ανάγκη. Στους κόσμους τους ξεχνιόμουνα, κι εκείνο το βράδυ δεν είχα τίποτα περισσότερο ανάγκη από το να ξεχαστώ. Πήρα ένα βιβλίο στα χέρια μου. Το δέντρο που έδινε. Πολύ παιδικό και όμορφα εικονογραφημένο. Μού θύμισε το δέντρο στην πλατεία, το δέντρο μου. Το διάβασα σε λίγα λεπτά. Χαμογέλασα. Και μετά παρέμεινα ξαπλωμένη στο στρώμα να κοιτάω το ταβάνι. Ψηλό ταβάνι, όπως σε όλα τα παλιά σπίτια της πόλης. Κάθε τόσο έκλεινα τα μάτια και έβλεπα την ίδια εικόνα, αυτή που έκοβε από νωρίς το απόγευμα βόλτες στους κόσμους της σκέψης μου, το πόδι του. Λες; αναρωτιόμουνα. Λες να πάνε και πάλι όλα στραβά; Όλα στραβά! Αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του βιβλίου της ζωής μου. Αν δεν μου πήγαιναν όλα στραβά, δε θα έκανα όσα έκανα, δε θα ήμουνα τόσο λυπημένη, δε θα με αποκαλούσε ο Γιάννης Σιωπή, αλλά Κραυγή, ίσως και Χαμόγελο. Ο Γιάννης, που κοιμόταν στο δίπλα δωμάτιο. Αυτός που ήξερε όλα μου τα μυστικά. Ο μόνος που εμπιστευόμουνα κι εμπιστεύομαι ακόμη. Αυτός που μου είπε ότι, καλά του έκανα του μπάσταρδου και τον σκότωσα. Τον σκότωσα. Εκείνον του οποίου ανακαλύψανε το πόδι σήμερα. Εκείνον που για χρόνια και χρόνια μου έκανε τη ζωή ποδήλατο, που δε μου επέτρεψε ποτέ να μάθω πώς να χαμογελώ, που με έκανε από εφτά χρονών να χάσω την πίστη μου στους ανθρώπους, που θα με έκανε χρόνια μετά να επιβάλω τη δική μου σκληρή δικαιοσύνη. Τον άνθρωπο που μου χάρισε ζωή. Αυτόν που μου την πήρε. Το βιαστή μου. Τον πατέρα μου. Με λένε Χαρά, κι αυτή είναι η ιστορία μου.

Έζησα περισσότερα απ’ όσα ήθελα, πόνεσα περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Κι όμως δεν είμαι παρά δεκαοκτώ χρονών. Τα δεκαεφτά απ’ αυτά τα πέρασα κλαίγοντας. Το ένα μυξοκλαίγοντας. Κι αυτό γιατί έκλεισα μ’ ένα μαχαίρι την πληγή που από πάντα λες μέσα μου αιμορραγούσε. Για όλα φταίει η μάνα μου. Για όλα. Αυτή τον παντρεύτηκε, αυτή με γέννησε, αυτή έμεινε μαζί του. Κι αυτή συνέχισε, ως την τελευταία στιγμή, να τον υποστηρίζει. Η ηλίθια! Δε θέλω να γίνομαι σκληρή μαζί της, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Πώς αλλιώς να την περιγράψω τη θλιβερή αυτή γυναίκα; Το σώμα της γεμάτο πληγές από τη χρόνια κακοποίηση, τα μάτια της να φωνάζουν τον τρόμο κάθε φορά που τον αντίκριζε, κι εκείνη να παριστάνει ότι όλα είναι καλά και άγια

5

Page 6: Ti lene xara

στο σπιτικό της. Εκεί που με βίαζε ο μπάσταρδος για χρόνια και χρόνια. Εκεί που τον σκότωσα. Δεν πάει καιρός που έγινε αυτό. Κατ’ ακρίβειαν από τότε πέρασαν δεκατρείς μόλις μήνες. Πέρυσι το καλοκαίρι. Μέσα Ιουλίου. Κάπως θαμπά, σα μέσα από ένα τζάμι θολό θυμάμαι εκείνες τις μέρες. Μέρες ζεστές και σιωπηλές την ημέρα, γεμάτες αγωνία και υγρασία τη νύχτα. Εκείνη την εποχή σκεφτόμουνα ότι μου απέμενε ένας ακόμη χρόνος στο σχολείο και μετά τέλος. Θα έφευγα. Ό,τι και να γινόταν θα έφευγα. Δε θα καθόμουνα εκεί να υποφέρω, μ’ εκείνο το τέρας και τη δειλή συνένοχό του. Έκανα στο μυαλό μου σχέδια. Όχι μεγάλα. Μικρά, αλλά που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Να βρω μια δουλειά, μια τρύπα για να ζω, και -αν περάσω τις εξετάσεις- να σπουδάσω. Αυτά μου ήταν αρκετά. Τίποτα άλλο δε ζητούσα. Και φυσικά δε μίλησα σε κανένα γι’ αυτά. Αφού τότε δεν είχα φίλους. Αν είχα δε θα άντεχα και θα τους έλεγα το μυστικό και τότε… Και τότε θα με σκότωνε; Ναι, αυτό φοβόμουνα. Το ίδιο και η μάνα μου. Την απειλούσε κάθε μέρα ότι θα τη σκότωνε. Κι αυτή έσκυβε το κεφάλι και δε μιλούσε. Τι να του έλεγε άλλωστε; Τι να έλεγε σ’ έναν άντρα που ποτέ του δεν έμαθε ν’ ακούει; Τι να έλεγε σ’ έναν άντρα που εξαφανιζόταν για μέρες και μέρες απ’ το σπίτι, τριγυρνώντας από πόλη σε πόλη, από καμπαρέ σε καμπαρέ, ψάχνοντας κορίτσια να του ικανοποιήσουν τις ορέξεις; Τίποτα! Δεν είπε ποτέ τίποτα. Σε κανένα. Και ποτέ δεν του ζήτησε τίποτα. Μέχρι τότε. Τότε ήταν που πέθανε η μάνα της, η καλή μου η γιαγιά η Ελένη, εκείνο το ευγενικό πλάσμα. Ζήτησε την άδειά του για να πάει στην κηδεία της στο χωριό και τον παρακάλεσε να τη συνοδέψει. «Εσύ να πας. Εγώ και η μικρή θα μείνουμε εδώ», της είπε κοφτά. Εκείνη συμφώνησε λυπημένα. Κι εμένα το μέσα μου άρχισε να τρέμει. «Ωχ», σκεφτόμουνα, «τι άλλο να με περιμένει;». Κάποια στιγμή που έφυγε απ’ το σπίτι τράβηξα τη μάνα μου σε μια γωνιά και άρχισα να της τα ψάλλω. Μα ύστερα τη λυπήθηκα, την αγκάλιασα κι άρχισα να κλαίω μαζί της. «Πάρε με μαζί σου», την παρακαλούσα, κι ας ήξερα πώς δεν υπήρχε ελπίδα. Δε με πήρε. Εκείνο το βράδυ ήμουνα σίγουρη ότι θα με επισκεπτόταν ο δυνάστης μου. Και δεν έπεσα έξω. Εκείνος έπεσε. Πρώτα απ’ τη σκάλα, απ’ την οποία τον έσπρωξα κάτω, κι ύστερα απ’ τα σύννεφα, καθώς με είδε να κρατάω ένα μαχαίρι και να τον πλησιάζω. Σοκαρισμένος όπως ήταν απ’ την πτώση, δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Πρώτα το κάρφωσα στο λαιμό του, από όπου άρχισε να αναβλύζει σαν πίδακας το αίμα, και μετά στο στήθος του. Ξανά και ξανά και ξανά. Τα μάτια μου είχαν θολώσει. Τον χτυπούσα κι έκλαιγα, τον σκότωνα και γελούσα, ανακουφιζόμουνα και πέθαινα. Δεν έχω ιδέα για πόση ώρα κράτησε αυτό, αλλά εμένα μού φάνηκε σα μια και μόνο μαγική κι οδυνηρή μαζί στιγμή. Όταν τα μάτια καθάρισαν και το μυαλό άρχισε και πάλι να παίρνει κανονικά τις στροφές, τον κοίταξα. Στο βλέμμα του είχε βαθιά χαραχτεί ο τρόμος. Το δικό μου μάλλον θα ξεχείλιζε από μίσος. Κάτω από άλλες συνθήκες ίσως να με καταλάμβανε ο πανικός, αλλά αυτή τη φορά όχι. Ήμουνα απόλυτα γαλήνια, αφού για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα ελεύθερη. Για πολλή ώρα αναρωτιόμουνα πώς θα μπορούσα να χειριστώ την κατάσταση. Φυσικά και δε θα καλούσα την αστυνομία. Πήρε ό,τι ακριβώς του άξιζε. Άρχισα να σκέφτομαι τρόπους για να ξεφορτωθώ το πτώμα. Ήταν πολύ βαρύ για να το κουβαλήσω. «Τι να κάνω;» ψιθύριζα στον εαυτό μου. Τι; Ήρεμη και λυπημένη. Το αποφάσισα. Θα τον τεμάχιζα. Η μάνα μου δε θα επέστρεφε προτού περάσουν τρεις ημέρες, έτσι είχα όλο το χρόνο στη διάθεσή μου. Τώρα, καθώς σκέφτομαι το όλο σκηνικό ανατριχιάζω, αλλά, Δεν είχα άλλη επιλογή, λέω ξανά και ξανά στον εαυτό μου. Ήταν

6

Page 7: Ti lene xara

αυτός ή εγώ. Έτσι το σκεφτόμουνα. Ή το κακό ή ο εξορκισμός του. Αρκετά υπέφερα τόσα χρόνια. Αρκετά μάτωσα κάτω από το κορμί του, είχε φτάσει πια ο καιρός να πάρω την εκδίκησή μου. Η αλήθεια είναι το σκεφτόμουνα εδώ και χρόνια. Από την ημέρα που τόλμησε για πρώτη φορά να με αγγίξει ερωτικά, από τότε που σύλησε τ’ αμάθητο κορμί μου. Ναι, ό,τι και να του έκανα τώρα ήταν λίγο. Τον έγδυσα. Πήρα ένα δίκοπο κυνηγετικό μαχαίρι και άρχισα να τον διαμελίζω. Πρώτα τα χέρια, ύστερα τα πόδια, το κεφάλι τελευταίο. Του έκλεισα τα μάτια. Όχι από σεβασμό, αλλά για να μη με κοιτάνε. Κι ας ήταν νεκρά. Σαν τέλειωσα μ’ όλ’ αυτά άρχισα να γελώ. Νευρικά. Γελούσα επειδή άθελά του, λόγω του αχόρταστου πόθου του, τώρα θα με βοηθούσε να πραγματοποιήσω το σχέδιό μου. Με είχε μάθει να οδηγώ, απ’ τα δεκατρία μου. Ήταν μια αφορμή για να με παίρνει απ’ το σπίτι, για να με απομονώνει απ’ τον κόσμο κι απ’ τ’ αυτιά της μάνας μου. Πάντα με οδηγούσε στις ερημιές. Πάντα με βίαζε, μετά από ένα σύντομο μάθημα, με φόντο ερημικά χωράφια και γκρίζους ή γαλανούς ουρανούς. Σ’ αυτά τα ερημικά χωράφια θα τον οδηγούσα τώρα κι εγώ. Και θα έθαβα τα κομμάτια του ένα-ένα σε διαφορετικά πουθενά. Όλα, εκτός από ένα πόδι. Αυτό θα το πετούσα στη θάλασσα. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε εκείνη την ώρα και το αποφάσισα, αλλά ένιωσα ότι αυτό ακριβώς έπρεπε να κάνω. Έτσι, μ’ ένα πόδι κρυμμένο κάτω από το κάθισμα, τυλιγμένο σε μια σακούλα, άρχισα να οδηγώ με κατεύθυνση την Πάφο. Δεν τόλμησα να πάρω τον αυτοκινητόδρομο αφού δεν είχα άδεια οδηγού, έτσι αναγκαστικά, διασχίζοντας δρομάκια ερημικά και βουβά χωριά, χάραξα πορεία για τον Κάμπο, κι από κει για μια θάλασσα μακρινή. Το σκοτάδι με τύλιγε στην αγκαλιά του καθώς οδηγούσα μέσα από δρόμους φιδωτούς και απόκρυμνους, ανάμεσα στα βουνά, αλλά για κάποιο λόγο δε φοβόμουνα. Τίποτα πια δε φοβόμουνα. Και να μ’ έπιαναν δε με ενοχλούσε. Φτάνει που εκείνος δεν ήταν πια εκεί. Έφτασα στον Πύργο κατά τις δύο το πρωί. Λίγο μετά, λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, από ένα βράχο θα πετούσα το τελευταίο του κομμάτι σε μια φεγγαρολουσμένη θάλασσα. Θα ήθελα να καθόμουνα λίγο περισσότερο, ν’ απολάμβανα τη δροσιά της νύχτας, να χαιρόμουνα το τραγούδι των κυμάτων, αλλά ο χρόνος πίεζε. Έπρεπε να γυρίσω αμέσως πίσω, να καθαρίσω το σπίτι και να εξαφανίσω κάθε ίχνος από το έγκλημα, να γίνω και πάλι η καλή κόρη που πάντα ήμουν. Οδηγώντας κάπως επικίνδυνα, κατάφερα να φτάσω εκεί προτού ξημερώσει. Ευτυχώς είναι κάπως απομονωμένο και μάλλον κανείς δε με είδε να φεύγω και να επιστρέφω. Μετά από δύο ώρες δουλειάς η οικεία των παθών μου έμοιαζε όπως πάντα. Δε υπήρχε στάλα αίμα πουθενά, ενώ τα ματωμένα ρούχα του τα είχα καταχωνιάσει σε μια γωνιά της αποθήκης. Θα τα ξεφορτωνόμουνα το βράδυ μαζί με το αμάξι. Γιατί ναι, έπρεπε να το ξεφορτωθώ κι αυτό, κι ας μην κατέληγε στον πάτο της θάλασσας. Φτάνει να το πήγαινα σ’ ένα χώρο στάθμευσης κοντά σε κάποιο απ’ τα καταγώγια όπου συνήθιζε να συχνάζει. Όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο και κανείς δε με υποψιάστηκε ούτε μία στιγμή, αφού δεν άφησα αποτυπώματα πουθενά. Ακόμη και το αμάξι με γάντια δερμάτινα το οδήγησα, τα οποία φρόντισα επίσης να πετάξω. Η αστυνομία, αφού έμαθε ότι είχε πολλά πάρε-δώσε με τους ανθρώπους της νύχτας, μετά από λίγες μέρες ερευνών τα παράτησε, αφού θεώρησε ότι μάλλον το έσκασε, μέσω κατεχομένων, στο εξωτερικό. Για ποιο λόγο το έκανε αυτό; Κανείς δεν ήξερε. Κι εγώ είχα βρει την ησυχία μου. Μέχρι που το πόδι του, σκελετωμένο, ξεβράστηκε στην ακτή. Λες να κάνουν τη σύνδεση; Λες να το καταλάβουν; Αλλά, κι αν γίνει αυτό, δεν άφησα πίσω

7

Page 8: Ti lene xara

μου κάποιο στοιχείο που να τους οδηγήσει σε μένα. Ή άφησα; Ξέχασα κάτι; Γι’ αυτό ανησυχώ;

Κοιμήθηκα πολύ αργά τη νύχτα, σχεδόν το ξημέρωμα, μα όχι για πολύ. Οι σκέψεις δε με άφηναν να ησυχάσω ούτε και στον ύπνο μου. Κι όμως, κάτι μέσα μου μού έλεγε να μην ανησυχώ. Όλα θα πήγαιναν καλά. «Τι θα κάνεις σήμερα;» Η φωνή του Γιάννη ακούστηκε σιγανή όπως πάντα, αλλά και σα βροντή, επαναφέροντάς με στην πραγματική ζωή. Τι θα έκανα; Δεν είχα ιδέα. Ήταν Σάββατο. Μάλλον θα περιπλανιόμουνα από δω κι από κει όλη μέρα, κοιτώντας και σιωπώντας. «Θες να πάμε μια εκδρομή;» Εκδρομή; Δεν ήταν κι άσχημη ιδέα. Του το είπα. Έφτιαξε φραπέ και για τους δυο μας και καθίσαμε να το πιούμε στη μικρή πίσω αυλή του σπιτιού του, παρέα με τις γάτες. Ευτυχώς ο ήλιος δεν είχε αρχίσει να τη χτυπάει ακόμη, γιατί θα ψηνόμασταν. Ως συνήθως, δε μιλούσαμε. Δεν είχα να του πω κάτι που δεν ήξερε, και δεν είχε πει να μού πει κάτι που να με ενδιαφέρει. Παράξενο ζευγάρι, θα έλεγε κανείς, αν ήμασταν τέτοιο. Μα δεν ήμασταν. Ποτέ δε με άγγιξε με ενδιαφέρον ερωτικό. Πού και πού μονάχα με αγκάλιαζε όταν μ’ έβλεπε να κλαίω και σιωπούσε. Τι να μού έλεγε άλλωστε; Θα μπορούσαν τάχα τα λόγια του να απαλύνουν τον πόνο που ένιωθα; Δε νομίζω. Ωστόσο, αν δεν ήταν αυτός, θα αυτοκτονούσα. Αυτή είναι η αλήθεια. Μετά από το νέο βιασμό θ’ αυτοκτονούσα. Αφού είχα χάσει πια ολότελα την πίστη μου στον κόσμο. Με πήρε υπό την προστασία του για μια μικρή εποχή, προσπάθησε να μου επουλώσει τις πληγές, να με κάνει να ξεχάσω την εκδίκηση. Όχι αυτή που πήρα, αυτή που σχεδίαζα. Εναντίον εκείνου που με βίασε μια νύχτα του χειμώνα στο σπίτι της κατάληψης. Ναι, έπεσα θύμα δυο φορές. Αλλά, όπως μού είπε κι ο Γιάννης, ο νέος θύτης μου δεν τα έχει τετρακόσια, ποτέ δεν τα είχε. Πάντα παραπαίει στα όρια του κόσμου των ναρκωμένων ψευδαισθήσεων, πάντα είναι χάι. Μα εγώ τι φταίω; Εγώ σε τι έφταιξα; Ήθελα να τον σκοτώσω εκείνη την ώρα. Κι αν μπορούσα θα το έκανα. Αλλά ήταν πιο δυνατός. Με καθήλωσε. Ήμασταν μόνοι εκεί. Για μένα καμιά σωτηρία. Έβγαλα λοιπόν το σκασμό και υπέμεινα. Από τότε κάθε φορά που τον συναντώ στο δρόμο τον κοιτώ με μάτια που στάζουν μίσος, αλλά δεν του μιλάω, δεν τον πλησιάζω, δε μου περνάει απ’ το μυαλό η ιδέα να τον χτυπήσω – όχι πια. Εκείνος μάλλον προσπαθεί να με αποφεύγει. Δεν πατάει πλέον το πόδι του εκεί που έγινε το κακό, κι όταν με βλέπει στο δρόμο αλλάζει κατεύθυνση. Ενοχές; Ή μήπως του τα είπε ένα χεράκι ο Γιάννης; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι τον τελευταίο καιρό νιώθω πολύ αδύνατη. Δεν έχω καν τη δύναμη να μισήσω. Παράξενο πράγμα. Οργίζομαι ήπια, χαμηλόφωνα. Λυπάμαι βαθιά, εκκωφαντικά. Θέλω να ευχαριστήσω τον Γιάννη, που δε με άφησε να βουλιάξω σε ακόμη βαθύτερα σκοτάδια, μα δεν το κάνω. Δεν του αρέσουν οι ευχαριστίες. Σηκωνόμαστε. Μπαίνουμε στην κουζίνα. Πλένω τα ποτήρια. Βγαίνουμε έξω. Φεύγουμε.

Η μάνα μου την πήρε κατάκαρδα την εξαφάνιση του άντρα της. Σίγουρα θα σκεφτόταν τι θα έλεγε τώρα ο κόσμος στην πλάτη της. Τι την ένοιαζε; Αφού δεν τον αγαπούσε. Ή μήπως τον αγαπούσε; Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω αυτή τη γυναίκα. Πώς μπορεί κάποια να είναι για τόσα χρόνια δεμένη πεισματικά στο άρμα ενός άντρα που την κακοποιεί, που της συμπεριφέρεται ελεεινά; Πώς μπορεί μια

8

Page 9: Ti lene xara

γυναίκα ν’ αγαπά με πάθος ένα κτήνος; Πώς μπορεί μια γυναίκα να σκέφτεται τα λόγια του κόσμου περισσότερο από το καλό της ζωής και της ψυχής της; Ποτέ δεν τη ρώτησα. Έτσι κι αλλιώς ήξερα την απάντηση. Αυτό είναι το σωστό, θα μού έλεγε. Το σωστό! Δεν προσπάθησα ούτε μια στιγμή να της μιλήσω, να την παρηγορήσω, αφού το ήξερε πολύ καλά ότι αυτός ο άνθρωπος, που κάποιες άγνωστες ανώτερες δυνάμεις μού επέβαλαν σαν πατέρα, δε θα μου έλειπε. Ήμουν χαρούμενη, μα προσπαθούσα να μην το δείξω, ήθελα να γίνω ευτυχισμένη, αλλά δεν ήξερα πως. Ελεύθερη πολιορκημένη σ’ ένα κόσμο που δε γνώρισα. Ήταν μια νύχτα δυο βδομάδες μετά που ήρθε η οριστική ρήξη με τη μάνα μου. Καθόμασταν στη βεράντα και κοιτούσαμε τα λίγα αστέρια που διακρίνονταν στον ουρανό και την υγρασία που έμοιαζε να τυλίγει στην αγκαλιά της την πόλη και πίναμε λεμονάδα. «Εσύ φταις που έφυγε» μού είπε ξαφνικά, χαμηλόφωνα και θυμωμένα. «Εγώ; Τι έκανα εγώ;» «Αυτά που έκανες πάντα. Ή μήπως νόμιζες ότι δεν τα έβλεπα;» «Μα για τι πράγμα μιλάς;» «Για τα μαθήματα οδήγησης, για τις εκδρομές, που ήθελες να μένεις συνέχεια στο σπίτι… Πιστεύεις ότι είσαι πολύ έξυπνη; Ότι δε θα υποψιαζόμουν τίποτα;» «Ώστε ήξερες;» «Φυσικά και ήξερα!» Παρέμεινα να την κοιτάω για λίγη ώρα σιωπηλή, σα μαρμαρωμένη. Φυσικά και ήξερε; Και δεν έκανε κάτι γι’ αυτό; Δεν έκανε κάτι για να τον εμποδίσει; Γιατί; Γιατί; Τη ρώτησα. «Αφού εσύ έφταιγες», απάντησε. «Όλο μισόγυμνη κυκλοφορούσες στο σπίτι. Όλο κουνιόσουνα μπρος στα μάτια του. Τον προκαλούσες…» Μισόγυμνη; Επειδή φορούσα σορτσάκι, κι ένα μακό μπλουζάκι μες στην κάψα του καλοκαιριού; Μπροστά σ’ εκείνον που ήθελε να αποκαλεί εαυτόν πατέρα μου; Πήρα ανάποδες. Τις έβαλα τις φωνές. Πέταξα το ποτήρι στο τοίχο και το έσπασα. Θα την έβριζα κιόλας, αν μπορούσα να το κάνω, αλλά δεν το έκανα. Κι εκείνη παρέμεινε εκεί να με κοιτά σιωπηλή, αποσβολωμένη, νιώθοντας σχεδόν τις ματιές των γειτόνων να μας παρατηρούν από τα ημιφωτισμένα παράθυρα. Πέρασε ώρα πολλή μέχρι να μπορέσω να ηρεμήσω. «Σε λυπάμαι», της είπα καθώς έμπαινα στο σπίτι. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε εκείνη τη στιγμή και για πολλή καιρό να βγαίνουν απ’ τα χείλη μου. Πήγα στο δωμάτιό μου, γέμισα ένα σακίδιο με λίγα ρούχα και μια χούφτα αγαπημένα βιβλία, το φορτώθηκα στην πλάτη κι έφυγα. Δεν προσπάθησε να με εμποδίσει. Μάλλον δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε να συμβαίνει μπρος στα μάτια της. Όχι πολύ μακριά απ’ το σπίτι μας έμενε μια ξαδέλφη μου, την οποία λίγο εμπιστευόμουν, αλλά αποφάσισα να μην πάω εκεί, αφού σίγουρα θα ήταν το πρώτο μέρος που θα με αναζητούσε. Συνέχισα λοιπόν να περπατάω, αφήνοντας πίσω μου το ήσυχο προάστιο, με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης. Δεν ήξερα που πήγαινα, δεν είχα ιδέα πού και πότε θα κατέληγα. Συνέχισε να περπατάς, έλεγα στον εαυτό μου, συνέχισε να περπατάς και θα βρεις τον προορισμό σου. Τα βήματά μου, μετά από μια ώρα και κάτι με οδήγησαν στην Πλατεία Φανερωμένης, στο δέντρο των δακρύων. Δεν ήταν πολύ αργά το βράδυ, κι είχε

9

Page 10: Ti lene xara

πολλή κόσμο εκεί. Ηλικιωμένα ζευγαράκια, που για χρόνια και χρόνια έκοβαν βόλτες τις νύχτες του καλοκαιριού σ’ αυτές τις γειτονιές, παιδιά και γονείς από την πρώην ανατολική Ευρώπη, και ο νεαρόκοσμος, που σύχναζε στο Καφενείο. Ανάμεσά του ήταν και η Νάντια, μια συμμαθήτριά μου. Δεν την ήξερα και πολύ καλά, αλλά κάπως τα βρίσκαμε όταν μιλούσαμε πού και πού, ενώ είχαμε και ένα και μοναδικό κοινό στοιχείο: κλαίγαμε κι οι δυο, πολύ. Όταν με είδε έτσι, κουρασμένη, ταλαιπωρημένη, με το σακίδιο στους ώμους, με ρώτησε τι συνέβηκε και της είπα ότι τσακώθηκα με τη μάνα μου και έφυγα απ’ το σπίτι. «Μην ανησυχείς για τίποτα», μού είπε και χαμογέλασε. Το πρόσωπό της έτσι όπως άλλαξε μορφή για λίγο μού θύμισε ποντικάκι ή χάμστερ. Όχι δεν ήταν όμορφο κορίτσι, αλλά ήταν χαριτωμένο. Ντυμένο σαν παγωτό με γεύση φρούτων, όπως θα έλεγε κάποτε στο μέλλον κι ο Γιάννης. Αδύνατη πολύ, λίγο πιο κοντή από μένα, που κι εγώ κοντή είμαι, με μαλλιά ίσια καστανά, μπλεγμένα άτεχνα σε πλεξούδες, με μάτια μικρά και πάντα υγρά. Την παρατηρούσα καθώς μιλούσε μ’ ένα ψηλό, προφανώς μεγαλύτερο από μας, με κόμμωση emo και άθελά μου χαμογέλασα. Πλάκα είχε. Γύρισε προς το μέρος μου. «Θα μείνεις μαζί μας», δήλωσε σχεδόν κατηγορηματικά. «Κι οι γονείς σου;» «Α, δεν εννοώ στο σπίτι μου. Στην κατάληψη εννοώ». «Στην κατάληψη;» Έμεινα να την κοιτώ απορώντας. «Έλα. Θα σε πάω εκεί. Δεν είναι μακριά. Και μετά επιστρέφουμε και πάλι εδώ». Την ακολούθησα. Ανάμεσα σε στενά δρομάκια και μισοφωτισμένες γειτονιές. Όλα έμοιαζαν ντυμένα στο χρώμα της ώχρας. Σε πέντε λεπτά ήμασταν εκεί. Ήταν ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι κοντά στην πράσινη γραμμή. Με πήρε απ’ το χέρι για να με βοηθήσει να ανεβώ τις σκάλες που ήταν βυθισμένες σ’ ένα βαθύ σκοτάδι. Φτάσαμε σ’ ένα μεγάλο χώρο, που θύμιζε κάτι από βιομηχανία και παλιό αρχοντικό την ίδια ώρα. Μέσα από το λιγοστό φως που έμπαινε απ’ το παράθυρο μπορούσα να διακρίνω στρώματα πεταμένα στο πάτωμα, φυλλάδια, αφίσες, ρούχα παρατημένα πάνω σε παλιές καρέκλες, μπουκάλια άδεια και ποτήρια πλαστικά. Ένα άθλιο κοινόβιο, που για μένα όμως ήταν περισσότερο από αρκετό. Τουλάχιστον δε θα ξόδευα τη νύχτα στο δρόμο. Είπε ότι μπορούσα να μείνω εκεί για όσο καιρό θέλω και πήρε το σακίδιό μου και το άφησε πάνω σ’ ένα στρώμα, το οποίο μάλλον δεν είχε διεκδικήσει κανείς πριν. «Πάμε να γνωρίσεις τους φίλους μου», πρόλαβε να μου πει, προτού την ευχαριστήσω, χαρίζοντάς μου ένα ακόμη από εκείνα τα ποντικίσια χαμόγελά της. Η Νάντια θα γινόταν η πρώτη πραγματική μου φίλη, αλλά ούτε και σ’ αυτήν ακόμη δε θα τολμούσα ποτέ να ομολογήσω όλ’ αυτά που έκανα, να της μιλήσω για εκείνα που πέρασα και τα οποία με οδήγησαν στο χείλος της αυτοκαταστροφής. Μόλις βγήκαμε στο δρόμο αποφάσισε ξαφνικά ότι θα έπρεπε να ακολουθήσουμε μια μεγαλύτερη διαδρομή, αφού ήταν σίγουρη ότι ήθελα να της μιλήσω. «Δε θέλω να μιλήσω τώρα, να σιωπήσω θέλω», της είπα. «Καλά», μού αποκρίθηκε λίγο απογοητευμένη, «αλλά θα σιωπήσεις δίπλα μου». Πήρε το ιδρωμένο μου χέρι στο ξερακιανό δικό της και αρχίσαμε να διασχίζουμε σιωπηλές τη μια μετά την άλλη τις έρημες γειτονιές. Πού και πού την κοιτούσα με την άκρη του ματιού μου και την έβλεπα να χαμογελάει. Στον εαυτό της. Μάλλον θα σκεφτόταν τον ψηλό. Ή ίσως κάτι άλλο. Δεν τη ρώτησα. Δεν της μίλησα. Κι ας

10

Page 11: Ti lene xara

ένιωθα την ψυχή μου, για πρώτη φορά, να ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη. Μακάρι να είναι οι φίλοι της σαν κι αυτήν, σκεφτόμουνα. Μακάρι.

Καθώς οδηγεί κάθομαι και τον παρατηρώ. Κι εκείνος με παρατηρεί, κι ας κάνω πως δεν το προσέχω. Κάτι μοιάζει διαφορετικό σήμερα. Υπάρχει μια αμηχανία ανάμεσά μας. Μοιάζει σα να θέλει να μου μιλήσει. Αλλά δε θα ανοίξω εγώ την κουβέντα. Ποτέ δεν το κάνω. Είμαι ντροπαλή. Και σκύλα. Ντροπαλή σκύλα. Ας ρίξει πρώτα εκείνος τα χαρτιά του στο τραπέζι. Το κάνει. «Μίλησες σε κανέναν άλλο;» «Για τι;» «Για όλα!» «Όχι. Για τίποτα». «Ούτε και στη Νάντια;» «Εγώ και η Νάντια είμαστε δύο κόσμοι διαφορετικοί. Μάλλον είμαστε απ’ άλλο πλανήτη. Σε τίποτα δε μοιάζουμε…» «Κι όμως είστε κι οι δυο λυπημένες». «Έλα όμως που δεν μπορώ να καταλάβω τη λύπη της. Αυτή τα έχει όλα. Πάντα τα είχε. Κι όμως εγώ είμαι που νιώθω ξένη μέσα στην παρέα». «Επειδή δε μιλάς». «Εσύ θα μιλούσες;» «Εγώ ποτέ δε μιλώ. Αλλά δεν είμαστε το ίδιο. Δεν υπέφερα όσο εσύ. Δεν έχω ανάγκη τους άλλους ανθρώπους όπως εσύ. Ή τουλάχιστον έτσι λέω». Χαμογέλασε. Ειρωνικά. Και άπλωσε το αριστερό του χέρι κι άγγιξε απαλά το δικό μου. Σα να ήθελε να μου δώσει κουράγιο. Δεν το χρειαζόμουνα. «Δεν μπορώ να τους μιλήσω. Ακόμη και σε σένα δυσκολεύτηκα πολύ να τα πω, κι ας ήμουνα σίγουρη πώς δε θα με πρόδινες. Δε θέλω τον οίκτο τους…» «Αλλά χρειάζεσαι φίλους, της ίδιας ηλικίας με σένα. Δεν μπορείς να τριγυρνάς όλη μέρα από δω κι από κει πεισματικά κλεισμένη στον εαυτό σου. Κάποια στιγμή θα εκραγείς». «Μη φοβάσαι. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Ξέρεις πόσα πέρασα κι άντεξα. Είμαι πολύ δυνατή…» «Γι’ αυτό έκλαιγες ψες;» «Ξέρεις γιατί έκλαιγα». «Ξέρω». «Τι σ’ έπιασε σήμερα; Γιατί όλες αυτές οι ερωτήσεις;» «Ανησυχώ για σένα. Δεν ξέρεις ποια είσαι και πού πας. Και μην το αρνηθείς αυτό. Δε θέλω να σε δω κάποια μέρα να καταντήσεις σαν… και μένα!» «Γιατί; Τι έχεις εσύ; Μια χαρά σε βλέπω;» «Μια χαρά; Δεν πας καλά. Η μοναξιά δεν είναι χαρά, είναι αρρώστια. Σου τρώει λίγο-λίγο τα σωθικά, σου μαυρίζει την ψυχή. Μην κάνεις τα ίδια λάθη που έκανα κι εγώ, αυτό σου ζητώ. Μη χάσεις την πίστη σου στους ανθρώπους». «Μα δεν την έχω για τη χάσω. Δεν την είχα ποτέ. Πάντα σκιά ήμουνα. Σκιά του κανενός…» «Ωραία που τα λες!» Χαμογέλασε και πάλι. Ειρωνικά ξανά. «Τι θες να σου πω;» «Ότι θα προσπαθήσεις». «Κι αν δεν το κάνω;»

11

Page 12: Ti lene xara

«Αν δεν το κάνεις, κακό του κεφαλιού σου. Όσο αντέχω θα είμαι εδώ αλλά, με ξέρεις, κάποια στιγμή σίγουρα θα φύγω. Δε θα ήθελα να σε αφήσω απόλυτα μόνη». Δεν είπα τίποτα. Το φοβόμουνα πάντα αυτό. Το ότι δηλαδή κάποια μέρα θα έφευγε. Μού το είπε από την πρώτη ημέρα που τον γνώρισα: «Είμαι αυτός που πάντα φεύγει», δήλωσε με το γνώριμο ειρωνικό του χαμόγελο, μα δεν τον πίστεψα. Κι όμως αυτός ήταν. Παρέμεινα σιωπηλή να κοιτώ τα τοπία να παρελαύνουν βιαστικά μπροστά από τα μάτια, να νιώθω την αύρα του καλοκαιριού να μου χαϊδεύει το πρόσωπο, να σκέφτομαι τη λογική του και να την απορρίπτω.

Σύγχυση, αυτό ένιωσα όταν τους γνώρισα. Κανείς δεν έμοιαζε με τον άλλο. Οι φίλοι της ήταν ένα ετερόκλητο πλήθος, λυπημένο και χαρούμενο, ανοιχτόκαρδο και αμήχανο, σιωπηλό και φασαριόζικο. Λες και κάποιος πήρε όλες τις τάσεις της εποχής και τις έβαλε σε ένα μπλέντερ, τις ανακάτεψε καλά-καλά, και το αποτέλεσμα ήταν αυτό που έβλεπα τώρα. Ροκάδες και emo, έντεχνοι και λαϊκοί, πολύχρωμοι και πένθιμοι, πλούσιοι και φτωχοί, επαναστάτες από πεποίθηση και άλλοι του κώλου. Μα πώς τα βρίσκουν μεταξύ τους όλοι αυτοί; αναρωτιόμουνα. Δεν ήταν δύσκολο, εύκολο ήταν. Το μόνο που έκαναν ήταν να κρύβουν τις διαφορές τους κάτω από το χαλί, να δείχνουν ότι αποδέχονται τους άλλους όπως είναι, να οργίζονται για τα ίδια πράγματα, να γελούν με διαφορετικά αστεία. Θα μπορούσα κάποτε στ’ αλήθεια να πάρω θέση μαζί τους, δίπλα τους; Απορούσα. Απλά απορούσα. Αλλά ήξερα την απάντηση. Όχι δε θα μπορούσα. Δε ζήσαμε τα ίδια πράγματα, δεν πονέσαμε το ίδιο, δε μας χαράκωσαν οι ίδιες πληγές, οι δικές τους καρδιές δεν είχαν ακόμη χάσει ολότελα την αθωότητά τους. Τις πρώτες μέρες έκανα παρέα μόνο με τη Νάντια και τον δικό της, τον Βαγγέλη. Σε τίποτα δε φαίνονταν να μοιάζει ο ένας στον άλλο. Εκείνη κοντή, εκείνος ψηλός, εκείνη πολύχρωμη, εκείνος μαυροντυμένος. Εκείνη να τον αγαπά, κι εκείνος όχι. Δεν την αγαπούσε. Αυτό ήταν το μεγάλο παράπονό της. Ίσως επειδή ήταν πολύ ωραίος για να αγαπήσει κάποια σαν κι αυτή, έλεγε. Διαφωνούσα. Ναι, ήταν ωραίος, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που δεν την αγαπούσε. Αυτός αγαπούσε μόνο τον εαυτό του. Η ζωή του όλη ήταν μια πόζα. Το έπαιζε αλητεία κι επανάσταση, αλλά ήταν πάντα ντυμένος στην τρίχα, με την τσέπη γεμάτη με τα λεφτά του μπαμπά. Κι ήταν μεγαλύτερος. Πέντε χρόνια. Όχι και τόσο μεγάλη διαφορά θα πει κανείς, αλλά αρκετή για να τον κάνει να κοιτά τα άμαθα παιδιά της ηλικίας μου αφ’ υψηλού, για να του δίνει τη σιγουριά ότι όποια θελήσει θα μπορούσε να την αποκτήσει. Μα πόσο ηλίθιες είναι, σκεφτόμουνα. Πόσο ηλίθιες! Δεν τον βλέπουν πώς είναι; Πάντα ντυμένος με τα πιο ακριβά κουρέλια, τα εργοστασιακά σκοροφαγωμένα, με τα μαλλιά τα φροντισμένα από κάποιο επιδέξιο κομμωτή, με το μόνιμα ναρκισσιστικό υφάκι του. Πιο ψεύτικος άνθρωπος απ’ αυτόν δεν υπήρχε. Κι αυτή τη ψευτιά τη μεταμφίεζε αριστοτεχνικά σε καλοσύνη. Ίσως να ήτανε τα μάτια του, που σαν πράσινα λιβάδια αγκάλιαζαν τον κόσμο, που τους ξεγελούσαν. Ίσως να ήτανε οι λέξεις του, οι γλυκά ειπωμένες. Ίσως να ήτανε οι διακηρύξεις του, οι επαναστατικά άμεμπτες. Είναι ένα θαύμα της φύσης, ενώ εγώ ένα έγκλημα, μου είπε κάποτε η Νάντια και για μια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό να τη χαστουκίσω, ή έστω να την αρπάξω και να την ταρακουνήσω, μα δεν το έκανα. Δεν είχα λόγο να το κάνω. Δεν μου έπεφτε λόγος. Μόνο η ίδια θα μπορούσε να τη σώσει απ’ τον εαυτό της. Όσο για τους υπόλοιπους της παρέας: μαθητές και μαθήτριες σαν κι εμάς, αλλά και μεγαλύτεροι, με καλλιτεχνικά και μη ενδιαφέροντα, ρόλερ σκέιτερς, ποδηλάτες,

12

Page 13: Ti lene xara

οικολόγοι και καταθλιπτικοί. Ο ένας έπαιζε μουσική κι ο άλλος μπάλα, κάποιος καλλιεργούσε χόρτο σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στο χωριό της μάνας του, ένα κορίτσι που έμοιαζε σαν ξωτικό ήθελε να γίνει ζωγράφος, μια κοπέλα που μισούσε τη μάνα της μεγάλωνε τον εξώγαμο γιο της μόνη, ένας τύπος γραφικός περιπλανιόταν παντού μ’ ένα αναπτήρα στο χέρι και δανειζόταν τσιγάρα, ένας άλλος οργάνωνε συζητήσεις για όλα τα θέματα που δεν κατέληγαν πουθενά, κι όλοι μαζί πήγαιναν πού και πού εκδρομές, βρωμίζοντας με τα κουτάκια απ’ τις μπύρες και τα αναψυκτικά και τ’ αποτσίγαρά τους τη φύση, την οποία λάτρευαν. Η αλήθεια είναι ότι πού και πού απολάμβανα τη συντροφιά τους. Με έκαναν να ξεχνιέμαι και να γελάω, να σκέφτομαι ότι πάντα υπάρχουν και χειρότερα. Από μένα δηλαδή.

Καθόμαστε σε μια ερημική τοποθεσία ανάμεσα στην Πόλη της Χρυσοχούς και το Λατσί και κοιτάμε τα κύματα. Ο ήλιος καίει, αλλά δε μας νοιάζει. Το αεράκι ζεστό και τρυφερό φυσάει απ’ το νότο, αλλά ευτυχώς δε φέρνει σκόνη. Ήρεμη σήμερα η θάλασσα, να σαν και τη νωχελική αυτή ώρα του μεσημεριού. Θέλουμε να μπούμε μέσα ν’ απολαύσουμε τη δροσιά των γαλαζοπράσινων νερών της, αλλά δεν το τολμάμε, αφού εδώ είναι βαθιά, και κανείς απ’ τους δυο μας δεν κολυμπάει. Παράξενο δεν είναι; «Έρχομαι εδώ για να ηρεμήσω και να σκεφτώ», μου λέει. Δεν του απαντώ αμέσως. Αφού πάντα ήρεμος και σκεφτικός είναι, εκτός όταν σκοτεινιάζει το βλέμμα του. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να αποκωδικοποιήσω τη συμπεριφορά αυτού του άνθρωπου. Δεν είναι όμορφος εξωτερικά, αλλά τα καστανά του μάτια μοιάζουν να μιλάνε – να μου μιλάνε. Το κορμί του, χαλαρό όπως είναι τώρα στην αμμουδιά, λίγο άχαρο μοιάζει. Δεν είναι ούτε κοντός ούτε ψηλός και έχει κοιλίτσα, ενώ τα μαλλιά του έχουν αρχίσει εδώ και καιρό να αραιώνουν. Όπως μου είπε, αν δε βαριόταν ν’ ασχολείται με τρίχες θα ξύριζε το κεφάλι. Και είναι μοναχικός. Ακόμη πιο πολύ κι από μένα. Σα να μην έχει τίποτα να πει στους ανθρώπους, αν και όταν τους συναντά τις περισσότερες φορές τους φέρεται ζεστά. Μόνο σ’ ένα δε μιλά, στο βιαστή μου, τον οποίο -όπως μου είπε- αν γνώριζε λίγα χρόνια πριν ίσως και να τον σκότωνε. Τον πιστεύω. Είμαι σίγουρη ότι έκανε πολλά. Πολύ περισσότερα απ’ όσα ξέρω, πιο πολλά απ’ όσα θα παραδεχόταν ποτέ. «Μα, πάντα είσαι ήρεμος και σκεφτικός», του λέω με χρονοκαθυστέρηση. Με κοιτάει για μια στιγμή απορημένος και ύστερα χαμογελά. «Όπως κι εσύ», απαντά, «σε ό,τι αφορά το δεύτερο κομμάτι. Έχεις τόση οργή μέσα σου». Λες και δεν το ξέρω. «Πρέπει να κάνεις κάτι. Δε συνηθίζω να στα πρήζω, αλλά δεν μπορώ να σε βλέπω πια σ’ αυτή την κατάσταση». «Να κάνω τι, Γιάννη; Τι θα μπορούσα να κάνω;» «Δεν μπορώ να σου προσφέρω λύσεις, Χαρά, ούτε απαντήσεις. Μόνη σου πρέπει να τις βρεις. Πιστεύω σε σένα. Είσαι δυνατή. Όταν εγκατέλειπες το σπίτι σου πριν ένα χρόνο, πίστευες ότι θα πετύχαινες ό,τι πέτυχες σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα;» Η αλήθεια είναι ότι όχι, δεν το πίστευα. Αλλά, ό,τι πέτυχα το πέτυχα από πείσμα και μόνο. Πείσμα γεννημένο από το μίσος και το θυμό. Μίσος για τον πατέρα μου, θυμό για τη μάνα μου. Σα να ήθελα να αποδείξω στον μακαρίτη και στη ζωντανή-νεκρή ότι δεν τους χρειαζόμουνα, πώς θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα μια χαρά και χωρίς εκείνους. Και τα κατάφερα. Πρώτα βρήκα μια δουλειά μερικής

13

Page 14: Ti lene xara

απασχόλησης σ’ ένα μαγαζί με εξωτικά αξεσουάρ και ύστερα πήρα την απόφαση να γίνω η καλύτερη μαθήτρια στην τελευταία τάξη του σχολείου. Και έγινα, σχεδόν. Η δεύτερη ή η τρίτη καλύτερη, αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα. Από το δεκαπέντε που ήταν ο γενικός μου έφτασα στο δεκαεννιά. Και ήμουνα ανάμεσα στους πρώτους επιτυχόντες στις προεισαγωγικές εξετάσεις του πανεπιστημίου Κύπρου. Θα σπούδαζα και θα συνέχιζα να δουλεύω, θα τα έκανα όλα μόνη, χωρίς τη βοήθεια κανενός. Αλλά πάντα θα κουβαλούσα πίσω μου τα βάρη από το παρελθόν. Είχε δυστυχώς δίκιο. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να τα ξεφορτωθώ, αλλά πώς; Τώρα πια γνώριζα πολύ καλά ότι η μεγαλύτερη τιμωρία δεν είναι εκείνη που επιβάλλει κανείς, αλλά εκείνη που οι άλλοι φοβούνται. Άσε τους να ζούνε με το φόβο, κι αυτό είναι αρκετό. Όπως άφησα εκείνον, τον δεύτερο. «Θα μπορούσες…». Σκέφτεται. Σιωπά. Με κοιτάει στα μάτια, σα να διαβάζει μέσα τους εκείνα που ήδη γνωρίζει. «Θα μπορούσες να καθίσεις και να γράψεις την ιστορία σου», συνεχίζει τελικά, «κι ας μην τη διαβάσει ποτέ κανείς. Φτάνει να…». Να εξορκίσω τους δαίμονές μου; Να φύγει από πάνω μου; Να την ξεφορτωθώ; Εύκολο είναι; Δεν είναι. Κι όμως, κι εγώ το σκέφτηκα. Το προσπάθησα κιόλας μια-δυο φορές, αλλά δε μου έβγαινε, σαν ψεύτικα ήταν τα λόγια μου, ξένες οι σκέψεις, λες και τη ζωή μου την έζησε κάποιος άλλος. Όσο όμως περνάει ο καιρός, τόσο νιώθω κάτι να αλλάζει μέσα μου, να ωριμάζει. Είμαι το ίδιο ευαίσθητη όπως πάντα, αλλά σιγά-σιγά σα ν’ άρχισε να καθαρίζει η ματιά μου, ο κόσμος δε μου φαίνεται πια σα μια αλληλουχία αποχρώσεων του μαύρου. Δεν έγιναν όλα πολύχρωμα, ούτε κατά διάνοια, απλά πού και πού διακρίνω λίγο γκρίζο, μια ιδέα από καφέ. «Νομίζεις ότι μπορώ; Δεν είμαι και τόσο σίγουρη…» Έχω απόλυτη ανάγκη την επιβεβαίωσή του. Το ξέρω ότι τα λόγια δε σημαίνουν τίποτα, αλλά τα χρειάζομαι. «Εγώ είμαι. Τα διαβάζω όλ’ αυτά που γράφεις. Όλα! Στους τοίχους του καφενείου, στα τραπέζια, στα παγκάκια στην πλατεία, στα τετράδιά σου. Είναι μικρά-μικρά κομμάτια από την ψυχή σου, μιλάνε γι’ αυτή, αλλά δεν αφήνουν να φανεί ποια είσαι. Είμαι σίγουρος ότι αν το πάρεις απόφαση θα μπορέσεις να γράψεις για όλ’ αυτά που σε σημάδεψαν. Θα πονέσεις, αυτή είναι η αλήθεια, αλλά αμέσως μετά θα νιώσεις να σε τυλίγει στην αγκαλιά της η ανακούφιση. Και στο λέω ξανά: δεν είναι ανάγκη να τα διαβάσει κανείς. Φτάνει να αδειάσεις εσύ…» Δίκιο έχει, αλλά δεν του το λέω. Είναι μια απ’ τις πολλές του παραξενιές αυτή. Δε θέλει να συμφωνούν οι άλλοι μαζί του, γι’ αυτό και συνήθως δε μιλά πολύ. Εκτός από σήμερα. Σήμερα όλα είναι αλλιώς. Σωπαίνω λοιπόν. Μετακινώ το κορμί μου λίγο πιο κοντά στο δικό του, χώνομαι στην ιδρωμένη αγκαλιά του. Η ανάσα του μυρίζει βαριά τσιγάρα και καφέ. Δεν υπάρχει τίποτα ερωτικό στο άγγιγμά μας. Ποτέ δεν τον είδα ερωτικά, κι εκείνος -όπως υποστηρίζει- ποτέ δεν ερωτεύεται. Αλλά, δε με χαλάει αυτό. Τι να τον κάνω τώρα τον έρωτα; Τι θα μπορούσε να μου προσφέρει; Ο έρωτας δε σβήνει τη μοναξιά, την κάνει πιο επώδυνη, ενώ η φιλία την απαλύνει, την κρύβει για λίγο πίσω από τις συννεφιές του μέσα σου. Ας γράψω λοιπόν την ιστορία μου. Το παίρνω απόφαση. Θα τη γράψω σαν ποίημα, σα μονόλογο ή σα διήγημα. Ο τρόπος δεν έχει σημασία. Φτάνει να πω όσα θέλω να πω. Φτάνει το χαρτί να ακούσει τη φωνή μου, να βραχεί από τις αλμυρές στάλες των ματιών μου.

Το Καφενείο έγινε το στέκι μου, αφού έτσι κι αλλιώς δεν είχα άλλη επιλογή. Όλοι εκεί πήγαιναν. Η Νάντια, ο Βαγγέλης, πού και πού ο Γιάννης, και όλοι οι άλλοι. Μού

14

Page 15: Ti lene xara

άρεσε να πηγαίνω νωρίς το απόγευμα, προτού αρχίσει να μαζεύεται ο κόσμος και να κάθομαι μόνη στο πατάρι. Παρακολουθούσα από το ανοικτό παράθυρο τον κόσμο, που περνούσε από κάτω, κρυφάκουγα κουβέντες, διάβαζα τα λόγια στους τοίχους και στην οροφή και θαύμαζα τις ζωγραφιές, και κάθε τόσο συνομιλούσα με κάποιους γνωστούς και άγνωστους θαμώνες, συνομήλικούς μου ή και λίγο ή πολύ μεγαλύτερους από μένα. Προτού περάσει πολύς καιρός αποτελούσα μέρος του σκηνικού. Όποιος με έψαχνε ήξερε πού να με βρει. Αλλά η αλήθεια είναι ότι κανείς δε μ’ έψαχνε, εκτός από το Γιάννη. Αυτός μονάχα όταν ερχόταν με αναζητούσε, για να σιωπήσει δίπλα μου, για να γράψει κάποιους στίχους της πλάκας, για να με κεράσει καφέ και ένα σάντουιτς, αφού ήξερε τα δύσκολα που περνούσα. Η Νάντια, αυτή ακόμη παρέπαιε και θα συνέχιζε να το κάνει. Έλεγε ότι ο Βαγγέλης ήταν η ζωή της, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αυτός που της έκλεβε τη ζωή. Όχι πώς ήταν κακός άνθρωπος, νάρκισσος ίσως άλλα όχι κακός, μάλλον αδιάφορος. Πάντα ή σχεδόν πάντα την έβλεπα να καταφθάνει εκεί σκυφτή και λυπημένη, μια ώρα μετά από μένα, και μου μαύριζε η ψυχή. Τα μάτια της έμοιαζαν πάντα έτοιμα να κλάψουν. Ήθελε να το παίζει δυνατή, αλλά ήταν φτιαγμένη από γυαλί. Και το χειρότερο; Δεν μπορούσε να το κρύψει. Όλοι το ήξεραν. Όλοι την ήξεραν. Κι εκείνος. Και αδιαφορούσε. Πολλές φορές καθόταν δίπλα μου κοιτώντας χωρίς να βλέπει, μιλώντας δίχως λόγια και μετά ξεσπούσε: «Δεν ξέρω τι να κάνω», μού έλεγε. «Δεν ξέρω τι να κάνω». Κι εγώ δεν ήξερα τι να της πω. Δεν ήμουνα καλή με τα λόγια, ήμουν αμήχανη απέναντι στον πόνο των ανθρώπων, ήταν πολύ νωρίς για ν’ αρχίσω να δίνω συμβουλές στους άλλους. Έκανα λοιπόν ό,τι μπορούσα. Την αγκάλιαζα μέχρι να ηρεμήσει, να σιωπήσει. Κι ύστερα απλά συνέχιζα να κάνω ό,τι έκανα και πριν. Σα να μην ήταν εκεί, λες και δεν είχα τίποτα να κρύψω απ’ αυτή. Και κάποτε κατέφθανε εκείνος. Τα μάτια της αμέσως στέγνωναν και το βλέμμα φωτιζόταν. Το χαμόγελο έπαιρνε σχήμα στη μορφή της, γινόταν το χαριτωμένο ποντικάκι, που με υποδέχτηκε στην παρέα τους εκείνη τη νύχτα. Κι όμως, δεν έτρεχε να τον αγκαλιάσει, δεν τολμούσε να του εκφράσει με λόγια και πράξεις την αγάπη της, σα να φοβόταν ότι αν του μιλούσε θα τον έχανε, θα τον έβλεπε να εξαφανίζεται μπρος απ’ τα μάτια της σαν καπνός, σα φάντασμα. Ό,τι δεν της έλεγα εγώ, της το λέγαν οι άλλες. Η Μαργαρίτα, ή Μάγκι, που τη μια επέμενε ότι έπρεπε να τα παίξει όλα για όλα και την επομένη της έλεγε ότι έπρεπε να τον παρατήσει. Η Σόνια, που την παρακινούσε και την αποθάρρυνε, που της έτρωγε τ’ αυτιά ότι πρέπει να κάνει αυτή την πρώτη κίνηση, για να καταλήξει στη συνέχεια στο συμπέρασμα ότι δεν της αξίζει. Λόγια. Λόγια. Πόσα έμαθα απ’ αυτά τα λόγια! Για τους τρόπους και τους φόβους των ανθρώπων, αλλά και για το ψέμα. Σαν ένα άλλο σχολείο ήταν για μένα το Καφενείο. Κλείνω τα μάτια και τους βλέπω όλους εκεί: τη Νάντια με τα ίδια πάντα πολύχρωμα ρούχα. Το Γιάννη να παρατηρεί τους άλλους και να σκέφτεται και πού και πού να γράφει κάτι στο σημειωματάριό του. Την Μάγκι, μ’ εκείνη τη θεσπέσια, εισαγόμενη απ’ τη μεριά της μάνας της ξανθιά ομορφιά, με τα γαλάζια μάτια και το αφόρητα συμμετρικό κορμί. Τη Σόνια, το κορίτσι των άκρων. Με τα παχάκια της, με το στρογγυλό της πρόσωπο και τα μαύρα φωτεινά μάτια και τα σγουρά μαλλιά, και με την τρέλα της, αφού με όλους διαφωνούσε, ακόμη και με τον εαυτό της. Και τον Βαγγέλη, το γόη, την καρδιά της παρέας και τον καταλύτη της. Περαστική είμαι από εδώ, σκεφτόμουνα τότε θυμάμαι. Και είχα δίκιο. Περαστική ήμουνα. Περαστική είμαι. Ο δρόμος μου θα με οδηγήσει αλλού, όπως κι εκείνους άλλωστε. Το μόνο που εγώ σε κάποια στροφή θα

15

Page 16: Ti lene xara

χαθώ, θα χαράξω τη δική μου πορεία, και θα τους αφήσω πίσω μου. Είμαι σκληρή; Ναι, ίσως και να είμαι. Αλλά είμαι και ρεαλίστρια. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα ότι η συνύπαρξή μου μαζί τους δεν ήταν και δεν είναι παρά ένα τυχαίο γεγονός. Η μοίρα τους έριξε στο δρόμο μου, το πεπρωμένο θα τους πάρει μακριά. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είναι, πώς θα μοιάζουν σε λίγα χρόνια κι απελπίζομαι, αφού ξέρω: θα αλλάξουν. Θα τα ξεχάσουν όλα, θα τα ξεγράψουν όλα. Οι επαναστατικές ιδέες θα σβήσουν μόλις τους κτυπήσει την πόρτα η πραγματικότητα. Και τότε θα γίνουν κάποιοι άλλοι, αυτοί που ήδη είναι: ψυχές ξεπουλημένες στο παζάρι της ζωής, καρδιές ραγισμένες, φωνές δυνατές μα που κανείς ποτέ δε θα ακούει. Οι διάλογοί τους, οι συζητήσεις, θα γίνουν μονόλογοι, τα συναισθήματα θα φορέσουν το μανδύα της ασφάλειας, τα μόνα ρίσκα που θα παίρνουν θα αφορούν τη μάρκα του σαμπουάν που θα χρησιμοποιούν και τα ρούχα που θ’ αγοράζουν. Αν και δεν είμαι σίγουρη για το δεύτερο. Πολλές φορές, βλέποντάς τους, ακούγοντας τα λόγια και τις διακηρύξεις τους σκέφτηκα να τους βάλω τις φωνές, να τους βρίσω, να τους ξυπνήσω, μα ποτέ δεν το έκανα. Τους χρωστούσα. Με δέχτηκαν στη συντροφιά τους. Τους λυπόμουνα. Αστείο δεν είναι; Εγώ, που δεν είχα τίποτα και σχεδόν κανένα, λυπόμουνα εκείνους. Κι όμως, δε συνέβαινε τυχαία αυτό. Εγώ είχα πάθει, κι είχα μάθει, τα μάτια μου είχαν ολότελα ανοίξει, ενώ τα δικά τους κάλυπτε ένα λεπτό μα αδιάφανο στρώμα ομίχλης. Ένα στρώμα από καπνό και κομπορρημοσύνη, από άγνοια και απάθεια. Μην τους λες τίποτα και μην οργίζεσαι, μου έλεγε ο Γιάννης, κάποτε κι αυτοί θα καταλάβουν. Κάποτε! Αλλά μέχρι τότε θα έπεφταν και θα έτρωγαν τα μούτρα τους ξανά και ξανά, και δεν ήθελα να τους βλέπω να το παθαίνουν αυτό. Μα τα δικά μου θέλω δεν είχαν καμία σημασία. Έτσι, αφού δεν μπορούσα να τους σώσω απλά τους άκουγα, και όταν συχνά-πυκνά έκλαιγαν, τους έκλεινα στην αγκαλιά μου. Δεν τους μιλούσα, όπως λέω και πιο πάνω, δεν είχα συνάψει ακόμη τη συμμαχία μου με τις λέξεις.

Σε λίγες μέρες θ’ αρχίσει η νέα ζωή μου, στο πανεπιστήμιο. Πώς θα είναι άραγε; Όχι δε με φοβίζει το άγνωστο, με συναρπάζει, αλλά η περιέργεια με τρώει κιόλας. Ρωτάω τη Μαρίνα που σπουδάζει εκεί και μού λέει ότι όλα είναι χαλαρά, φτάνει να μου κόβει λίγο το μυαλό. Μου κόβει. Μου κόβει. Χαμογελά. Ακόμη ένα πλάσμα της νύχτας η Μαρίνα. Μαύρα κοντοκουρεμένα κορακίσια μαλλιά, μαύρα ρούχα, στο ίδιο ύψος με μένα, αλλά με τα παχάκια της και με μάτια επίσης μαύρα που όταν οργίζονται μοιάζουν να στάζουν λάβα σκοτεινή. Όσοι την ξέρουν λένε ότι είναι εθιστική γυναίκα. Το ίδιο λέει κι ο Γιάννης. Έτσι και μπλέξεις μαζί της, δύσκολα ξεμπλέκεις. Γι’ αυτό και με χίλια ζόρια κρατήθηκε μακριά της. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που την κάνει τόσο ελκυστική, ακόμη και στα δικά μου μάτια. Ίσως είναι το μυστήριο που αναδίδει, ίσως να είναι οι ζεστοί της τρόποι, ίσως το ότι έχει δοκιμάσει τα πάντα και δεν ντρέπεται να το πει. Άντρες, γυναίκες, γι’ αυτή ένα και το αυτό. Εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να πάω με γυναίκα, εδώ που τα λέμε ούτε και με άντρα, αλλά αυτή απλά δεν ξέρει πόσοι εραστές πέρασαν απ’ το κρεβάτι της. Και το καλύτερο είναι ότι δεν είναι σκύλα. Όλοι λένε τα καλύτερα γι’ αυτή. Πού και πού όμως γίνεται λιώμα και ξεφεύγει, αλλά και πάλι κανένας δεν την κατηγορεί. Ποιος ξέρει πόσους από δαύτους έχει κάποτε σώσει; Είναι κάτι σαν τη μαμά της παρέας. Στα είκοσί της μοιάζει με βετεράνο της νύχτας. Μόνιμα με τον καφέ και το τσιγάρο στο χέρι τη μέρα, με το ποτό και το γάρο τη νύχτα. Πώς αντέχει να ζει έτσι; Πώς; Να

16

Page 17: Ti lene xara

δουλεύει, να σπουδάζει, να γίνεται κώλος, να χάνεται και να ξανανιώνει; Σαν ένα θαύμα της φύσης είναι. Ένα γενναιόδωρο θαύμα, αφού όλοι σ’ αυτή στρέφονται στα δύσκολα, όλοι εκτός από μένα δηλαδή. Εγώ έχω τον Γιάννη. Τώρα τελευταία νιώθω όλο και πιο πολύ την ανάγκη να επικοινωνήσω με τη μάνα μου, αλλά δε θα το κάνω. Το ξέρω πώς μου κρατάει μούτρα ακόμη, αλλά είν’ εντάξει, της κρατάω κι εγώ. Δε θα σε συγχωρέσω ποτέ, μου λέει. Κι εγώ; Εγώ πώς να τη συγχωρέσω; Ακόμη και τώρα παραμένει πεισματικά τυφλή. Πέρασε ένας χρόνος και περιμένει ακόμα να επιστρέψει ο αντρούλης της και να της ρίξει ένα χέρι ξύλο, για να νιώσει και πάλι ασφαλής. Κακόμοιρη μάνα. Και να ’σουν η μόνη! Κάθε μέρα ακούω και διαβάζω για πράγματα και θαύματα. Για κακοποιημένες γυναίκες, για άντρες παιδεραστές και βίαιους που οι ίδιες υποστηρίζουν, για παιδιά που χάνονται προτού καλά-καλά κάνουν τα πρώτα τους βήματα. Το σκοινί του ψέματος πάνω στο οποίο ακροβατούσε για τόσα χρόνια η κοινωνία μας μοιάζει σιγά-σιγά να λεπταίνει, ν’ αδυνατίζει, να ταλαντεύεται. Ποια Νήσος των Αγίων και πράσιν’ άλογα; Η Κύπρος είναι η πατρίδα των αγρίων, και τώρα πια κανένας δεν μπορεί να το κρύψει. Ποιον να εμπιστευθεί κανείς; Σε ποιον να πιστέψει; Σε τι; Σαν τον Γιάννη ακούγομαι τώρα, αλλά πιο οργισμένη. Εκείνος φωνάζει ήρεμα, εγώ δεν μπορώ να το κάνω. Πού και πού θέλω να φύγω από δω, αλλά για να πάω πού και να κάνω τι; Παντού τα πράγματα τα ίδια είναι, μου λέει, απλά οι άλλοι δεν προσπαθούν να κρύψουν τα προβλήματα κάτω από το χαλί. Κάθισε εδώ, κάνε τις σπουδές σου, κι αν δεν αντέχεις άλλο φύγε. Αν και έχω τις αμφιβολίες μου κατά πόσο θα μπορούσες να ζήσεις κάπου αλλού για πολύ… Εγώ δεν τις έχω. Είμαι σίγουρη πώς θα το μπορούσα. Με φαντάζομαι στα πέρατα του κόσμου: Στη νότιο Αμερική, στην Ασία, στην Αφρική. Με φαντάζομαι να ταξιδεύω, να δουλεύω και να μαθαίνω. Αλλά έχει δίκιο, προς το παρόν το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να παραμείνω εδώ και ν’ αρχίσω λίγο-λίγο να κτίζω τη ζωή μου. Έχεις καιρό εσύ, μου λέει κι η Μαρίνα, λες κι εκείνη γέρασε πια και δεν έχει τι να ονειρεύεται και σε τι να ελπίσει. Θέλει να ζήσει στο Άμστερνταμ λέει. Λογικό. Χαμογελώ. Πού αλλού θα μπορούσε να ζήσει αυτή; Αν θέλεις το καλοκαίρι σε παίρνω μαζί μου. Δεν απαντώ. Τι να πάω να κάνω εγώ εκεί; Αν θέλω να χαθώ, χάνομαι κι εδώ. Τι να της πω; Και πώς να αντισταθώ σ’ αυτό το σκοτεινό χαμόγελο που με τυλίγει με τόση τρυφερότητα; Δεν ξέρω αν έχει μάθει κάτι από την ιστορία μου, αλλά πού και πού νιώθω να εκπέμπει τέτοια ζεστασιά όταν μού μιλάει, που με ταράζει. Ίσως να είναι έτσι με όλους, σκέφτομαι. Ίσως. Ο χρόνος περνάει γρήγορα, οι μέρες μικραίνουν, οι νύχτες μεγαλώνουν, οι παρέες του καλοκαιριού μοιάζουν σιγά-σιγά να διαλύονται και να σκορπίζουν στα φυσήματα του ανέμου. Άλλοι κλείνονται στα σπίτια τους, κι άλλοι φεύγουν για τα ξένα, για να συνεχίσουν τις σπουδές, για να γίνουν κάποιοι, αφού τώρα δεν είναι κανείς. Οι γειτονιές τις νύχτες γίνονται όλο και πιο ήσυχες, η θερμοκρασία πέφτει όλο και πιο πολύ και τα γηραιά ζευγάρια αφήνουν όλο και πιο αραιά τ’ αρχαία αχνάρια τους στα πλακόστρωτα όπου περιφέρουν λες από πάντα και για πάντα τις εξασκημένες σιωπές τους. Η μια εποχή φτάνει στο τέλος της, μια νέα θ’ αρχίσει τώρα. Μια εποχή δύσκολη και μοναχική, μοναδική κι επώδυνη. Η εποχή που θα μου χαράξει πορεία προς τ’ αύριο.

17

Page 18: Ti lene xara

Τον Μανώλη τον γνώρισα στη διάρκεια των διακοπών των Χριστουγέννων. Ανέβηκα στο πατάρι μου και ήταν εκεί. Στο πατάρι του Καφενείου εννοώ. Μόλις με είδε να εμφανίζομαι μου μίλησε λες και με ήξερε από πάντα. «Ήρθα να κρυφτώ απ’ τους καταναλωτές», είπε και μ’ έκανε να γελάσω. Κι ύστερα συστήθηκε. Του είπα κι εγώ το όνομά μου, Χαρά, κι ας μη μου ταίριαζε. Δε μου είπε ότι χάρηκε που με γνώρισε. Ποτέ δεν ξέρουμε αν χαιρόμαστε όταν γνωρίζουμε κάποιο, ο χρόνος είναι που αποφασίζει. Κάθισα σε μια γωνία. Έβγαλα ένα παλιό φθαρμένο τετράδιο κι άρχισα να γράφω κάτι. Τώρα δε θυμάμαι τι. Ήρθε απάνω η Μαρίνα και με ρώτησε αν ήθελα κάτι. Ήθελα. Φραπέ χωρίς γάλα, με λίγη ζάχαρη, όπως σχεδόν πάντα. Για λίγη ώρα σιωπούσαμε παρέα με τον Μανώλη. Εγώ χάραζα λέξεις στο τετράδιό μου, κι εκείνος παρατηρούσε απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο, που έφερνε μέσα λίγο κρύο αέρα, τους αγοραστές. Όταν δε με πρόσεχε, τον παρατηρούσα. Όταν νόμιζε ότι δεν τον πρόσεχα με παρατηρούσε εκείνος. Σαν παιχνίδι ήτανε. Και σαν τέτοιο δεν κράτησε πολύ. «Τι γράφεις;» με ρώτησε με μια ευθύτητα που δεν περίμενα. «Κάτι… Κάτι δικό μου…» απάντησα με μια φωνή που μετά βίας ακούστηκε. «Αυτό το κατάλαβα. Αλλά τι;» «Κάτι που μου ζήτησε ένας φίλος». Δεν είχα διάθεση να πω περισσότερα και το κατάλαβε. Και χάρηκα που έγινε αυτό. Δεν είχα όρεξη για εξηγήσεις, αν και μάλλον κάτι άσχετο θα έγραφα, για να μην το θυμάμαι. «Πόσων χρονών είσαι;» «Δεκαοκτώ. Εσύ;» Δεν ήμουνα ακόμη δεκαοκτώ, αλλά τι σημασία είχε αυτό; «Είκοσι. Μαθήτρια;» «Ναι. Στρατιώτης;» «Ναι». «Πώς και δεν πήρες κι εσύ τρελόχαρτο όπως όλοι οι πατριώτες;» «Ίσως επειδή δεν είμαι ένας απ’ αυτούς!» Χαμογέλασε. Ναι, δεν ήταν ένας απ’ αυτούς. Αυτούς τους είχα σιχαθεί. Όλο για την πατρίδα και την πατρίδα μιλούσαν, αλλά όταν έφτανε η ώρα να πάνε στο στρατό, πάντα κάποιο τρόπο έβρισκαν για να τον αποφύγουν: αποκτούσαν εντελώς στα ξαφνικά ψυχολογικά προβλήματα, άλλαζαν θρησκεία, πήγαιναν για σπουδές στο εξωτερικό και ξεχνούσαν να επιστρέψουν, ή έστω να δηλώσουν ότι επέστρεψαν. Κι όλ’ αυτά υπό την επίβλεψη της γενιάς των γονιών τους, εκείνης που έζησε τον πόλεμο και την προσφυγιά. Μου άρεσε ο Μανώλης. Από εκείνη την πρώτη στιγμή που τον είδα. Κάτι με έδενε μ’ αυτόν, αλλά δεν ήξερα τι. Τις επόμενες ώρες, τις επόμενες μέρες θα τα μάθαινα όλα για κείνον, θα μάθαινε κι εκείνος τα περισσότερα για μένα, αφού ένας φόβος βαθιά μέσα μου με εμπόδιζε να του ανοιχτώ ολότελα, να του πω όλες τις πικρές μου αλήθειες. Το πρώτο μας κοινό σημείο ήταν ότι ήταν κι εκείνος ορφανός. Το μόνο που εκείνος δεν σκότωσε τον πατέρα του, αλλά έχασε πρόσφατα τη μάνα του από τον καρκίνο. Και τώρα έπρεπε να παριστάνει τον μπαμπά στον πατέρα του, κι ας μην μπορούσε να τον βλέπει παρά αραιά και πού, αφού έπρεπε να τελειώσει τη θητεία του στο στρατό. Ήταν σκληρό το χτύπημα του χαμού της, αλλά θα επιβίωνε, όπως έλεγε με σιγουριά, όμως δεν ήταν και τόσο σίγουρος για τον πατέρα του. Αυτός, όσο δούλευε ήταν καλά, όταν όμως καθόταν μόνος σ’ ένα άδειο σπίτι, τον έπιανε η

18

Page 19: Ti lene xara

κατάθλιψη και το ’ριχνε στο ποτό. Κι αυτή η κατάθλιψη, αυτή η κραιπάλη, θα μπορούσε να κρατήσει για μέρες και μέρες, μέχρι που ο Μανώλης θα έπαιρνε μια έξοδο, μια άδεια, για να τον επισκεφθεί και να τον βγάλει απ’ τα σκοτάδια του νου του. Αν δεν ήταν κι αυτός σίγουρα θα πέθαινε. Τον είχε ανάγκη για να συνεχίσει να ζει. Τώρα θα ξόδευε πέντε νύχτες μαζί του. Θα του μιλούσε. Θα τον φρόντιζε. Τον θαύμαζα. Για το κουράγιο του. Για τη δύναμή του. Μακάρι να ήμουνα σαν κι αυτόν, έλεγα στον Γιάννη. Είσαι πιο δυνατή εσύ, μου απαντούσε εκείνος. Ήμουνα πιο δυνατή; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι όταν τον γνώρισα ένιωσα επιτέλους ότι δεν είμαι μόνη, ότι κάπου ανήκω, ότι με κάποιον ανήκω. Δεν ξέρω αν τον ερωτεύτηκα, αλλά είμαι σίγουρη πώς τον αγάπησα. Για την καλοσύνη του. Για την προθυμία του να χαρίζεται στους άλλους. Για την επιμονή του. Μου έδινε πάντα κουράγιο και μ’ έκανε να χαμογελώ, αυτός που χρειαζόταν το κουράγιο και τα χαμόγελα περισσότερο απ’ τον καθένα. Γίναμε αυτοκόλλητοι. Συναντιόμασταν κάθε μέρα εκεί ή σε κάποιο παγκάκι στην πλατεία, περπατούσαμε, μιλούσαμε, χωνόμασταν σε παλιά εγκαταλελειμμένα σπίτια και παρατημένα εργοστάσια κι ανταλλάζαμε φιλιά. Με έκανε και ένιωθα με μια χρονική καθυστέρηση το πώς νιώθει κάποια όταν είναι έφηβη -εκείνα τα σκιρτήματα της καρδιάς, τους φόβους, τις αγωνίες- ξυπνούσε μέσα μου όλες τις αβεβαιότητες. Ένιωθα ευτυχισμένη μαζί του, ή μάλλον μαζί του ένιωθα πώς μάθαινα τι πάει να πει η λέξη ευτυχία. Βλέπω ακόμη τη μορφή του, μέσα μου, στους δρόμους, σε κάποια περαστικά λεωφορεία που μεταφέρουν τους μετανάστες στα πικρά μεροκάματα της ξενιτιάς. Το πρόσωπό του μοιάζει να τυλίγει μια πάχνη, ένα λεπτό πέπλο ομίχλης. Όμως τα μάτια του το διαπερνούν και με φωτίζουν. Τα παράξενά του μάτια που άλλαζαν πού και πού χρώματα. Τα κοντοκουρεμένα καστανά του μαλλιά, που μου άρεσε να χαϊδεύω, τη φαλάκρα του. Τη ζεστή, μικροκαμωμένη αγκαλιά του, αφού ήταν κοντός, πιο κοντός κι από μένα. Τον τρόπο που μού έκλεινε το μάτι. Όλα τα θυμάμαι, και όλα μού λείπουν, αφού τον έχασα. Τον έχασα προτού καλά-καλά να τον γνωρίσω, να τον χαρώ. Δεν προλάβαμε να τα πούμε όλα, δεν προλάβαμε να τα χαρούμε όλα, όταν μια αδέσποτη σφαίρα του έκοψε το νήμα της ζωής στα δύο και μου χαράκωσε βαθιά την καρδιά. Ατύχημα ήταν, το όπλο κάποιου άλλου φαντάρου εκπυρσοκρότησε κατά λάθος, αλλά τι σημασία έχει αυτό; Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι μου έφυγε, μου ξέφυγε, με ξεγέλασε. Ναι, με ξεγέλασε. Μου είχε υποσχεθεί ότι θα ήταν πάντα εκεί, δίπλα μου, να με στηρίζει και να στηρίζεται πάνω μου. Μα δεν το έκανε. Τώρα, τις νύχτες, που τον σκέφτομαι πιο πολύ, που τον νιώθω πιο έντονα, πού και πού τον βρίζω: Μαλάκα, γιατί το έκανες αυτό; Μαλάκα… Τον βρίζω επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Με ποιον να τα βάλω; Μ’ εκείνους που σε θεωρούν ανώριμο για να οδηγείς και να κάνεις έρωτα και ώριμο αρκετά ώστε να κουβαλάς όπλο; Μ’ εκείνον τον κακόμοιρο τον Γιώργο, που η σφαίρα απ’ το ντουφέκι του τού πήρε τη ζωή; Με την κακιά την ώρα; Ποιος φταίει; Ποιος; Και ποιος θα μπορούσε να γυρίσει το ρολόι πίσω, ν’ αλλάξει την πορεία του χρόνου και να τον σώσει; Κανείς! Δεν τον έκλαψα, τουλάχιστον όχι για πολύ, όχι όσο του έπρεπε. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή εκείνη την εποχή ένιωθα τόσο κουρασμένη που στέγνωσαν μέσα ακόμη κι αυτά τα δάκρυα. Όλοι λίγο σταθήκανε δίπλα μου εκείνες τις μέρες. Ο Γιάννης με τις σιωπές του, η Μαρίνα που με φιλοξένησε για λίγο στο σπίτι της, η Νάντια με τις αγκαλιές της.

19

Page 20: Ti lene xara

Την κηδεία δεν τη θυμάμαι και πολύ καλά, σα να μην την έζησα, αλλά απλά την προσπέρασα, σαν ένα όνειρο, σαν κάποιο εφιάλτη. Ποιοι ήταν εκεί; Μονάχα κάποιες στρατιωτικές στολές θυμάμαι και ένα μεσήλικα άντρα να κλαίει δίχως σταματημό. Μάτια κόκκινα, κορμί τσακισμένο, ο πατέρας του θα ’ταν. Ύστερα από λίγες μέρες όλα επέστρεψαν στους κανονικούς τους ρυθμούς, εκτός από το μέσα μου. Χρειάστηκε να περάσει καιρός προτού με καταλάβει εκείνο το καταλυτικό αίσθημα της απώλειας, να με αποσυντονίσει και να με ρυθμίσει ξανά. Δεν έχω χρόνο για τέτοιες πολυτέλειες, για συναισθήματα, σκεφτόμουνα και προσπαθούσα να ξεφύγω απ’ τη βαριά σκιά που άφησε φεύγοντας. Δεν ήταν εύκολο. Ήμουνα πρόσφυγας και μόνη. Χωρίς μόνιμη κατοικία, δίχως σίγουρη αγκαλιά, ένα παιδί που χάιδεψε ο έρωτας προτού το παρατήσει. Ώρες-ώρες μ’ έπιανε το παράπονο, ενώ άλλες φορές αναλογιζόμουνα με κάποια πικρία ότι, φανήκαμε κι οι δυο τυχεροί που έφυγε τόσο νωρίς. Εκείνος έσωσε τον εαυτό του από μια ζωή γεμάτη πόνο, κι έσωσε και μένα από τις ψευδαισθήσεις του έρωτα. Είχα δώσει όρκο να μην ερωτευτώ ξανά μέσα στον παραλογισμό μου. Συνήλθα αργά και επώδυνα. Όντως ήταν μια πολυτέλεια για μένα τα συναισθήματα έτσι φρόντισα να τα καταχωνιάσω βαθιά μέσα μου και ν’ αρχίσω ξανά να ζω όπως-όπως, μέρα τη μέρα. Πήγαινα στο σχολείο με οργή, έφευγα με λύπη, διάβαζα με πείσμα τα μαθήματά μου και ό,τι άλλο έπεφτε στα χέρια μου, έγραφα πού και πού στα τετράδιά μου ό,τι με απασχολούσε και σιωπούσα υπέροχα. Ο χρόνος είχε γίνει πια αργοκίνητος. Λες κι από τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο επέστρεψα πίσω στις εποχές της ατμομηχανής. Αν γύριζε κάποιος σε ταινία τις ημέρες εκείνες θα ήταν σε άσπρο και μαύρο, με την έμφαση το τελευταίο. Και θα ήταν σα μια ταινία φθαρμένη, γδαρμένη, τυλιγμένη σε μια σιδερένια παλιά μπομπίνα, που λες και κάποιος ξέχασε σε μια αποθήκη, σ’ ένα υπόγειο σκοτεινό. Λένε ότι τα καλύτερά μας χρόνια είναι τα παιδικά, με τα παιχνίδια, τα εφηβικά, με την τρέλα. Αυτά τα χρόνια δεν τα έζησα. Έγινα έφηβη προτού νιώσω παιδί, έγινα γυναίκα προτού νιώσω έφηβη. Γι’ αυτό και ένιωθα τόσο ξένη καθώς διάβαινα τα στενά αυτού του κόσμου. Ναι, μια σαπουνόπερα υπήρξε η ζωή μου, δίχως όμως το σαπούνι, με την τραγικότητα μόνο της όπερας. Χωρίς χρώματα κι αρώματα. Πολλές φορές σκεφτόμουνα ότι δεν έπρεπε να ζω στον κόσμο τον πραγματικό, αλλά σ’ ένα παραμύθι, ανάμεσα σε νεράιδες και μονόκερους, σε τρολ και άλλα πλάσματα μυθικά. Πού και πού καθόμασταν με το Γιάννη και βλέπαμε ταινίες και σειρές φαντασίας και ταξιδεύαμε σε κόσμους μαγικούς, που δε θα μπορούσαν ποτέ να υπάρξουν. Μαγικά σπαθιά μας προστάτευαν, γυναίκες με εξωτική ομορφιά μας μιλούσαν για τη χαμένη σοφία, εικόνες φανταστικές μας ξεναγούσαν στο μεγαλείο της φύσης. Ναι, εκεί μέσα ήθελα να ζούσα. Μέσα στις ταινίες και στα παραμύθια, μέσα στους μύθους και τα όνειρα. Αλλά, φυσικά, αυτό δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί. Έτσι σιγά-σιγά άρχισα να συμβιβάζομαι με την πραγματικότητά μου, να σκέφτομαι ότι είμαι τυχερή αφού έχω όσα έχω, αφού άλλοι δεν έχουν απολύτως τίποτα. Εξάλλου, αν και οι συνθήκες που ζούσα ήταν κάθε άλλο παρά ιδανικές, η ζωή μου είχε πάρει μια στροφή προς το καλύτερο, σε σχέση με το παρελθόν, αφού ήμουνα ελεύθερη. Ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω, κι ας ήταν και λάθος. Όσο πάλευα με το μέσα μου, ο κόσμος γύρω μου δεν άλλαζε, παρέμενε πεισματικά ο ίδιος. Άνθρωποι έρχονταν και φεύγαν, μιλούσαν για τα ίδια πράγματα, συμφωνούσαν σε όλα και διαφωνούσαν στα πάντα. Όταν τους έβλεπα ήταν σα να παρακολουθούσα την ίδια παράσταση ξανά και ξανά. Με τους ίδιους

20

Page 21: Ti lene xara

κακούς πρωταγωνιστές. Οι καλές προθέσεις τους μετατρέπονταν σε βραχνά για μένα, οι απόψεις τους ήταν σαν φτερά στο άνεμο, και άλλαζαν ανά πάσα στιγμή κατεύθυνση. Τελικά, κανείς δεν είναι ο εαυτός του, αποφάσισα. Όλους μας ορίζουν οι άλλοι. Ή ίσως όχι όλους. Η Μαρίνα πάντα κάνει του κεφαλιού της, το ίδιο κι ο Γιάννης, αλλά και οι δύο επιδιώκουν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, την αποδοχή.

«Δε σε καταλαβαίνω», του λέω. Καθόμαστε στην αυλή του, πίνουμε καφέ κι εκείνος καπνίζει. Ο ήλιος του χειμώνα στέλνει αδύναμες τις αχτίδες του στη γη, ενώ ένα απαλό αεράκι κουνάει απαλά τα φύλλα στα πάνω κλαδιά των δέντρων. «Τι δεν καταλαβαίνεις;» «Τον τρόπο που σκέφτεσαι και ενεργείς. Στην αρχή σε έβλεπα διαφορετικά. Νόμιζα ότι δεν έμοιαζες σε τίποτα με τους άλλους, αλλά στο τέλος…» «Στο τέλος τι;» «Κι εσύ σαν κι αυτούς είσαι», συμπληρώνω δειλά. Παραμένει για λίγο σιωπηλός, με κοιτά, κουνάει το κεφάλι πέρα-δώθε και χαμογελά. «Συνέχισε. Μη φοβάσαι. Πες μου ό,τι θες να μου πεις». «Δεν έχω και πολλά να πω. Απλά παρατήρησα ότι επιδιώκεις την αποδοχή των άλλων, κι εγώ αυτό από σένα δεν το περίμενα. Πίστευα ότι ήσουνα εντελώς οφ. Ξέρεις τι εννοώ. Αλλά έκανα λάθος». «Όλοι, λιγότερο ή περισσότερο, χρειαζόμαστε την αποδοχή των άλλων. Αν δε συνέβαινε αυτό δε θα ήμασταν άνθρωποι. Καλή η απομόνωση, καλή και η σιωπή, όμως τους ανθρώπους τους έχουμε περισσότερο ανάγκη». «Για δες ποιος μιλάει…». Γελάει. Για λίγο. «Πίστευες στ’ αλήθεια ότι μισώ τους ανθρώπους; Αν τους μισούσα απλά θα τους απέφευγα. Θα ήμουνα όλη μέρα κλεισμένος στο σπίτι και θα έβγαινα έξω μόνο για τη δουλειά. Δε θα πήγαινα, όχι πως πάω και πολύ συχνά βέβαια, στο Καφενείο για να τους συναντώ και να μιλώ μαζί τους. Δε θα είχα τηλέφωνο. Δε θα έκανα αυτά που κάνω. Δεν ξέρω κατά πόσο οι άλλοι με έχουν ανάγκη, αλλά εγώ σίγουρα τους έχω». «Κι εγώ», ψιθυρίζω σχεδόν ντροπιασμένη. Τους έχω ανάγκη για να συνεχίσω να ζω. Του το λέω. Δεν απαντάει. Σβήνει μόνο το τσιγάρο στο τασάκι και παίρνει το αριστερό μου χέρι στο δεξί δικό του. Μένουμε για λίγο έτσι, σχεδόν χωρίς ανάσα, ακίνητοι, σιωπηλοί, να κοιτάμε τα δέντρα και τις γάτες που κόβουν βόλτες στα κεραμίδια. Και μετά του σφίγγω με δύναμη το χέρι και τού λέω: «Πρέπει ν’ αλλάξω!» «Θ’ αλλάξεις. Μην το σκέφτεσαι. Μην το επιδιώκεις. Όλοι αλλάζουμε, συνεχώς, ακόμη κι αυτή τη στιγμή». «Πιστεύεις ότι πρέπει να ξεκόψω απ’ την παρέα;» «Σ’ αυτό δε μου πέφτει λόγος, είναι δική σου η επιλογή. Κάνε ό,τι θες. Αν πιστεύεις ότι σου κάνουν κακό φύγε, αν σου κάνουν καλό μείνε». «Δε με καταλαβαίνουν». «Αφού δεν τους μιλάς, δεν τους εμπιστεύεσαι, πώς περιμένεις να σε καταλάβουν; Δεν είναι αρκετό να ξέρεις πού είναι η σκάλα για τον ουρανό, αλλά πρέπει να είσαι πρόθυμη κιόλας ν’ ανέβεις στα σκαλιά». «Εσύ και τα τραγούδια σου… Αλλά δίκιο έχεις. Πρέπει να τους εμπιστευτώ. Μα, φοβάμαι. Δεν ξέρω πώς θα αντιδράσουν αν τους πω όλη την αλήθεια».

21

Page 22: Ti lene xara

«Είναι λογικό να φοβάσαι, αλλά αν δε δοκιμάσεις δε θα μάθεις. Έχασα κι εγώ πολλές φορές την πίστη μου στους ανθρώπους, κι άλλες τόσες την ανέκτησα, γι’ αυτό και κατάντησα αυτό που είμαι: ένας αισιόδοξος μηδενιστής». Γελάω. Όντως αυτό είναι. Τη μια ισοπεδώνει τα πάντα και την επομένη βλέπει τον κόσμο φωτεινό και πολύχρωμο. Και πάντα καταφέρνει και μου χαρίζει ένα χαμόγελο, μου βάζει σε τάξη τις σκέψεις. Με ξέρει πολύ καλά και με μαθαίνει, τον ξέρω πολύ καλά και τον ανακαλύπτω.

Αν δεν είχα ένα σκοπό στη ζωή μου, αν δεν είχα βάλει στόχους, ίσως να μην τα κατάφερνα να βγω ζωντανή από εκείνον τον εφιάλτη. Σώθηκα από πείσμα, το πιστεύω απόλυτα τώρα αυτό καθώς κοιτώ μέσα από τον καθρέφτη του χθες τα περασμένα. Θα πετύχω, σκεφτόμουνα, θα πετύχω και μετά ας χαθώ. Αισιόδοξη κι απαισιόδοξη την ίδια ώρα. Πέτυχα και δε χάθηκα. Και τώρα απολαμβάνω τη λειψή αμοιβή της επιμονής και των κόπων μου. Ζω, σπουδάζω, μαθαίνω. Δεν πέφτω πια. Τον πάτο τον έπιασα πριν από καιρό. Τώρα μόνο ν’ ανέβω μπορώ και μέρα με τη μέρα νιώθω όλο και πιο καλά με τον εαυτό μου. Τα έχουμε βρει. Δεν τον κατσαδιάζω πια, δεν του ρίχνω χαστούκια. Η αλλαγή πάνω μου είναι τόσο εμφανής, που μοιάζει να επηρεάζει και τους άλλους. Παλιά όταν με έβλεπαν με κοιτούσαν λυπημένα, με μια κατανόηση που στα μάτια μου φάνταζε ψεύτικη. Τώρα όταν με κοιτούν χαμογελούν, αντανακλούν το φως που πλημμυρίζει το μέσα μου. Σε θαυμάζω, μου είπε μια φορά η Νάντια, είσαι τόσο δυνατή. Κι εσύ είσαι δυνατή, της απάντησα, απλά δεν το ξέρεις. Ήρθαμε σιγά-σιγά πολύ κοντά οι δυο μας. Εγώ χαραγμένη απ’ τον πόνο, εκείνη να παραδέρνει στις παρυφές του. Κουρασμένες κι οι δυο. Εγώ να κάνω μια νέα αρχή κι εκείνη να μην τολμά να βάλει μια τελεία στα αδιέξοδά της. Τη νιώθω σαν αδελφή μου πια, σαν τη μικρή μου αδελφή. Κι ας ήταν εκείνη που με βοήθησε να κάνω τα πρώτα βήματά μου στον καινούριο κόσμο. Κι ας ήξερε περισσότερα για τους ανθρώπους από μένα. Εγώ πόνεσα νωρίς κι έμαθα γρήγορα, εκείνη πονούσε και μάθαινε μέρα με τη μέρα. Πού και πού νιώθω να τη λυπάμαι, αλλά προσπαθώ να μην το δείχνω. Δε θέλω να την πληγώνω, δε θέλω να επεμβαίνω στη ζωή της, θέλω να την αφήσω να βρει μόνη τη λύση σ’ αυτά που την απασχολούν. Δε με αγαπάει, μου λέει συχνά-πυκνά και με παράπονο, για τον Βαγγέλη και κλαίει. Δε με αγαπάει. Αγαπάει μόνο τον εαυτό του. Πάντα το ήξερε αυτό, αλλά δεν το παραδεχόταν. Και τώρα πληρώνει το τίμημα της δειλίας της. Τον αγαπά πολύ για να τον παρατήσει, τον έχει ερωτευτεί τόσο βαθιά που πονάει όταν δεν είναι δίπλα της. Μακάρι… Μακάρι να μπορούσα να νιώσω ό,τι κι αυτή, αλλά είναι αδύνατον. Ακόμη κι η μορφή του Μανώλη άρχισε σιγά-σιγά να ξεθωριάζει μέσα μου. Αν ζούσε θα τον αγαπούσα όπως αγαπάει η Νάντια τον Βαγγέλη; αναρωτιέμαι. Δε θα μάθω ποτέ. Τουλάχιστον εσύ μπόρεσες να ερωτευτείς, της είπα κάποτε και ταράχτηκε. Γιατί, εσύ δεν ερωτεύτηκες; ρώτησε. Δεν ξέρω, απάντησα ειλικρινά. Δεν ξέρω αν αυτό που ένιωσα ήταν έρωτας ή ένας απλός ενθουσιασμός. Δεν ξέρω αν μπορώ να ερωτευτώ. Μαλακίες λες, μου έβαλε τις φωνές. Μαλακίες. Απλά φοβάσαι να ερωτευτείς. Όπως φοβάσαι να μιλήσεις. Όλα τα φοβάσαι εσύ. Γι’ αυτό δε ζεις. Με αδικούσε. Δεν είπα τίποτα. Την άφησα να ξεσπάσει. Ήμουνα σίγουρη ότι όταν της περνούσαν τα νεύρα θα ζητούσε συγγνώμη, πώς σα στέγνωναν τα δάκρυα θα με αναζητούσε. Και έτσι ακριβώς έγινε. Είμαι σκύλα, μου είπε. Κουταβάκι είσαι, απάντησα. Ένα κουταβάκι που δεν μπορεί να ζήσει έξω από το κλουβί του, είπα από μέσα μου. Ποντικάκι; Κουταβάκι; Τελικά όλο και με κάποιο

22

Page 23: Ti lene xara

ζώο παρομοιάζω αυτό το κορίτσι. Ίσως και γι’ αυτό να το αγαπώ τόσο. Για την αθωότητα και την αυθεντικότητά του, για την καλοσύνη του, που σβήνει στις σκιές των άλλων. Το είχα πάρει απόφαση, θα της τα έλεγα όλα, αλλά όχι ακόμη. Θα περίμενα πρώτα να ’ρθει το τέλος στη σχέση της και μετά, αφού ήμουνα σίγουρη ότι δε θα άντεχε και θα του εκμυστηρευόταν τα μυστικά μου. Είχε πια μπει η Άνοιξη. Τα χελιδόνια επέστρεψαν εσπευσμένα στο νησί, τα χειμωνιάτικα ρούχα άρχισαν σιγά-σιγά να δίνουν τη θέση τους στα καλοκαιρινά, και μετά από μια πολύ βροχερή εποχή, το πράσινο απλώθηκε σαν μανδύας μαγικός και τύλιξε τις εξοχές, τις οποίες επισκεπτόμασταν μια φορά τη βδομάδα με τον Γιάννη. Όλα έμοιαζαν όμορφα, όλα καλά. Ένιωθα λες και είχα ξάφνου ανοίξει τα μάτια ένα πρωί σ’ ένα κόσμο αλλιώτικο, όπου ο πόνος και η αδικία δεν είχαν θέση. Περπατούσα όπως παλιά, μ’ ανάλαφρο το βήμα, κοντοστεκόμουνα σε παλιά κτήρια και παρατημένες γειτονιές, μιλούσα με γέρους και γριές, έπαιζα μπάλα με τα παιδιά των ξένων τις Κυριακές και παρατηρούσα τα λουλούδια ν’ ανθίζουν, τα χρώματα να επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες. Είχα αγγίξει, έστω φευγαλέα, αυτό το πράγμα που αποκαλούν ευτυχία. Τη Μεγάλη Εβδομάδα φορτώσαμε κάποια πράγματα στο αμάξι του Γιάννη και παρέα με τη Νάντια, πήγαμε και κατασκηνώσαμε στην ακροθαλασσιά. Τις νύχτες το κρύο ακόμη ήταν αισθητό, αλλά δε μας πείραζε. Κοιμόμασταν στην άμμο, περπατούσαμε στην ερημιά, κάναμε πικνίκ σε κατασκηνωτικούς χώρους, πίναμε μπύρες ζεστές, ακούγαμε μουσική και γελούσαμε, και ήμασταν σίγουροι ότι κάτι περισσότερο απ’ αυτό που ζούσαμε δε θα μπορούσε να ζητήσει κανείς. Εγώ τουλάχιστον και η Νάντια νιώθαμε να ανασταινόμαστε, δίχως όμως να πεθάνουμε πρώτα.

Νιώθω χαρούμενη εδώ, χαρούμενη και ξένη. Επιτέλους στο πανεπιστήμιο! Απίστευτο μού φαίνεται. Θυμάμαι τώρα την τελευταία μου μέρα στο σχολείο, όλη εκείνη τη θλίψη γι’ αυτό που τελείωνε, και γελώ με τον εαυτό μου. Ήμουνα τόσο χαμένη, τόσο αλλού. Σ’ εκείνο το μέρος πέρασα μερικά από τα χρόνια που έπρεπε να είναι τα καλύτερά μου, αλλά δεν ήταν, και λυπόμουνα που θα έφευγα. Είμαι τρελή. Το αποδεικνύει ο χρόνος. Το αποδεικνύουν και τα γεγονότα. Η ζωή στη σχολή είναι όπως την περίμενα, αλλά και διαφορετική. Το πιο σημαντικό πράγμα είναι για μένα θαρρώ το ότι τώρα ξοδεύω το χρόνο μου κάνοντας πράγματα που αγαπώ, μαθαίνοντας πράγματα που με ενδιαφέρουν. Όλα τα άσχετά μου μοιάζουν να έχουν γίνει πια σχετικά. Μου αρέσει εδώ. Κι ας χρειάζεται να περπατώ κάθε μέρα μια ώρα για να έρθω και να φύγω. Κι ας με πονάνε πού και πού τα χέρια και η πλάτη, απ’ τα πράγματα που κουβαλώ. Αυτός ο πόνος, αυτή η κούραση, είναι τιμήματα τα οποία είμαι πρόθυμη να πληρώσω. Είναι κι η Μαρίνα εδώ. Στο τρίτο έτος της παιδαγωγικής. Δεν μπορώ να τη φανταστώ δασκάλα, οτιδήποτε εκτός από αυτό. Της αρέσουν λέει τα παιδιά. Αναρωτιέμαι όμως αν αυτό είναι αρκετό. Πώς θα βάλει σε τάξη τον εαυτό της; Πώς θα τιθασεύσει την τρέλα της; Κι αν δεν τα καταφέρει πώς θα μπορέσει άραγε ποτέ να διδάξει; Ίσως και να μπορέσει, δεν ξέρω. Πάντως είναι καλή φοιτήτρια. Δεν τη βοηθά τόσο η μελέτη, όσο το κοφτερό της μυαλό, η αντίληψη των πραγμάτων. Απ’ την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εδώ με ανέλαβε. Να με ξεναγήσει, να μου μιλήσει για τα μαθήματα και τους καθηγητές, να με κεράσει φραπέ και να με διδάξει πιλότα, αφού λέει είναι ένα απαραίτητο προσόν το να ξέρεις αυτό το παιχνίδι στη φοιτητική ζωή. Γέλασα όταν μου το είπε, αλλά δεν έφερα αντίρρηση.

23

Page 24: Ti lene xara

Τα χαρτιά, όπως και το σκάκι κρατούν το μυαλό κοφτερό και σε εγρήγορση. Ήμουν καλή μαθήτρια, έμαθα γρήγορα, και γρήγορα με παράτησε, αφού δεν την είχα πια ανάγκη. Όχι πώς αν την είχα, δε θα με παρατούσε. Το έκανε συνέχεια αυτό με τους ανθρώπους. Λες και ζούσε ανά σεληνιακό κύκλο. Τον ένα μήνα ήταν με τον έναν άντρα και τον επόμενο με τον άλλο. Τη μια ήταν απόλυτα ενθουσιασμένη με ένα πράγμα και την επομένη το μισούσε. Ήταν απόλυτα κυκλοθυμική. Και ήταν κάποια που δε δεχόταν με τίποτα την απόρριψη. Έτσι και σου την έπεφτε και της έλεγες όχι, θα σου έκοβε αμέσως την καλημέρα, ενώ κάθε που θα σε συναντούσε θα σε κάρφωνε με το βλέμμα, θα σε κατηγορούσε για δειλό κι ανίκανο δίχως να το λέει. Η Μαρίνα συνήθως έκανε και κάνει παρέα με τη Γιώτα. Μαζί μεγάλωσαν. Ζούσαν για χρόνια στην ίδια γειτονιά, πήγαν στα ίδια σχολεία και τώρα εξακολουθούν να είναι φίλες. Σα μινιατούρα είναι η Γιώτα. Μικροκαμωμένη πολύ, ενάμισι μέτρο με το ζόρι, λεπτή, με ίσια κοντοκουρεμένα μαλλιά και μάτια καστανά, που πάντοτε μοιάζουν ν’ απορούν. Ωστόσο είναι δυναμική, μια απ’ αυτές τις γυναίκες που έτσι και κατακτήσουν έναν άντρα, τον κάνουν υποχείριό τους. Δεν την πολυσυμπαθώ, αφού είναι ανεύθυνη. Δημιουργεί προβλήματα διαρκώς και περιμένει απ’ τους άλλους να σώσουν την κατάσταση. Η Μαρίνα πού και πού νευριάζει, της βάζει τις φωνές, τη βρίζει, μα ύστερα της περνάει και συμπεριφέρεται σα να μην έχει συμβεί τίποτα. Εγώ απλά την αποφεύγω. Προσπαθώ να μην της λέω τίποτα πέρα από μια απλή καλημέρα, αν και δεν είναι και τόσο εύκολο αυτό, αφού έτσι και κολλήσει δίπλα σου αυτή δεν ξεκολλάει με τίποτα. Ευτυχώς έχω κι εγώ τη φήμη της εκκεντρικής, η οποία κάθε τόσο αποδεικνύεται χρήσιμη. Δε με είδαν μια μόνο ή δυο φορές να σηκώνομαι ξαφνικά από κάπου και να φεύγω δίχως να πω κουβέντα. Εκτός απ’ αυτές τις δύο κάνω παρέα και με τον Αλέξη, έναν ωραίο τύπο που το παίζει ντε και καλά παραγνωρισμένο ταλέντο. Σπουδάζει διοίκηση επιχειρήσεων, αλλά η κλίση του λέει είναι η μουσική. Δίκιο έχει. Όταν πιάσει την κιθάρα, το μαντολίνο ή οποιοδήποτε άλλο έγχορδο όργανο στα χέρια του χτυπάει τα ρέστα του. Κλείνει τα μάτια στην αρχή, αυτοσυγκεντρώνεται κι αρχίζει το ταξίδι. Πού ακριβώς ταξιδεύει κανείς δεν ξέρει να πει, αλλά σίγουρα δεν είναι εκεί. Λες και γίνεται ένα με τη μουσική. Παίζει με κάθε ευκαιρία. Είτε έχει κοινό να τον ακούσει, είτε όχι, δεν τον ενδιαφέρει. Φτάνει να κάνει αυτό που αγαπά. Χθες το βράδυ μας τραγουδούσε στο γιαπί. Έπαιζε την κιθάρα του και μας ταξίδευε στα μονοπάτια του ελληνικού ροκ. Η φωνή του δεν είναι και πολύ καλή, αλλά είναι βαθιά, εκφραστική. Μοιάζει πάντα να τραγουδάει στον ίδιο τόνο, αλλά αυτό κανένα δεν τον ενοχλεί. Απλά καθόμαστε γύρω του κι απολαμβάνουμε αυτά που έχει να μας πει. Είναι νέα προσθήκη στην παρέα. Εγώ τον έφερα. Πίστευα ότι θα του άρεσε. Του άρεσε! Μου το είπε. Γελούσαν τα μάτια του εκείνη την ώρα. Είναι ωραίος άντρας. Λεπτός, ψηλός, με άγρια κυματιστά μαύρα μαλλιά και μουσάκι και χέρια λίγο σκληρά, δάχτυλα φαγωμένα απ’ τις χορδές. Θέλει να με αγκαλιάζει συνεχώς και δεν τον εμποδίζω. Νιώθω σαν ένα χνουδωτό αρκουδάκι, σαν παιχνιδάκι στην αγκαλιά του και μ’ αρέσει. Ακόμη και η λύπη του μ’ αρέσει, αφού δεν μπορεί να σπουδάσει αυτό που θέλει. Το χρήμα είναι το εμπόδιο. Το χρήμα του πατέρα του. Βιομήχανος εκείνος, ένας άντρας σκληρός, παλιάς κοπής, δε θα του επέτρεπε ποτέ ν’ ακολουθήσει ένα άλλο δρόμο πέρα από κείνο που του χάραξε. Θα σπουδάσεις αυτό που σου λέω, τον διέταξε, και όταν τελειώσεις μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Μέχρι τότε, σίγουρα θα πίστευε ότι, θ’ άλλαζε μυαλά. Αλλά δε θα το έκανε. Η μουσική ήταν ο προορισμός του έλεγε, και δε θα δίσταζε να γκρεμίσει όποια εμπόδια

24

Page 25: Ti lene xara

έβρισκε στη διαδρομή. Μοιάζετε εσείς οι δυο, μου είπε γι’ αυτόν ο Γιάννης. Δίκιο έχει, μοιάζουμε πολύ, στο χαρακτήρα. Κοιτάμε το βουνό να ορθώνεται απειλητικά από πάνω μας κι αντί να τρομάζουμε υψώνουμε τις γροθιές μας και το απειλούμε: Πού θα μας πας, θα σε κατακτήσουμε. Με όπλα την υπομονή και την επιμονή μας.

Το καλοκαίρι με βρήκε έτοιμη και απροετοίμαστη. Έτοιμη για να κάνω τα πρώτα μεγάλα ανεξάρτητά μου βήματα στη ζωή, απροετοίμαστη για να το πράξω. Ευτυχώς με έσωσε ο Γιάννης, με μια απλή χειρονομία, μου εξασφάλισε προσωρινή εργασία εκεί που δούλευε. Δεν ήταν κι άσχημα. Ήταν ένα μεγάλο γραφείο, που λίγο θύμιζε πολυεθνική εταιρεία. Εκείνος ήταν κάτι σαν το παιδί για όλες τις δουλειές, ενώ εμένα μου ανέθεσαν να οργανώσω το αρχείο, να απαντώ τα τηλέφωνα, να οδηγώ τους επισκέπτες στον προορισμό τους. Ήμουνα κάτι σα γραμματέας, αλλά όχι ακριβώς. Δούλευα μονάχα τα πρωινά, αλλά λόγω του ότι είχα ελάχιστα έξοδα, ενώ πήγαινα για λίγες ώρες τη βδομάδα και στην άλλη δουλειά, τα λεφτά που έβγαζα ήταν αρκετά. Σαν ένα σχολείο ήταν για μένα εκείνη η δουλειά, ένα σχολείο της ζωής. Με έμαθε να διαβάζω τους ανθρώπους, να επικοινωνώ μαζί τους, να χαμογελώ ψεύτικα πλην ευγενικά, μου άνοιξε τα μάτια στον κόσμο των ενήλικων. Μια-δυο φορές, ακριβώς όπως με είχε προειδοποιήσει ο Γιάννης, κάποιοι μου την έπεσαν, αλλά δε δυσκολεύτηκα να τους κόψω τη φόρα. Απλά φόρεσα το παλιό μου οργισμένο προσωπείο και μεμιάς χάθηκαν. Λες κι άνοιξε η γραφειούχα γη και τους κατάπιε. Σαν ένα ζων φάντασμα πέρασα από εκεί, μια παρατηρήτρια. Άνοιγα τα μάτια κι έβλεπα τις λυκοφιλίες, άνοιγα τ’ αυτιά και άκουγα όλα όσα έλεγε ο ένας για τον άλλο πίσω απ’ την πλάτη του. Φίλε μου. Αγάπη μου. Καλή μου. Τα γλυκόλογα έδιναν κι έπαιρναν δημόσια, η χολή έσταζε ακράτητη στις μικρές ιδιωτικές στιγμές. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν έμοιαζαν να με βλέπουν, ήμουνα απλά μια παραφωνία που σύντομα θα τέλειωνε, ένα παράσιτο που θα απομακρυνόταν, δεν είχαν χρόνο για μένα. Κάποια δροσερή και υγρή νύχτα, καθώς καθόμασταν με τον Γιάννη και πίναμε μπύρα στην αυλούλα του, τού είπα τι παρατήρησα, κι αυτός αντέδρασε με μια λακωνική δήλωση: «Καλωσόρισες στον κόσμο μου», είπε. «Μα πώς αντέχεις εκεί μέσα;» «Αργά ή γρήγορα αντιλήφθηκα ότι κάπου έπρεπε να συμβιβαστώ. Κουράστηκα ν’ αλλάζω συνεχώς δουλειά, να κοιμάμαι εργάτης και να ξυπνώ άνεργος. Από τότε που το πήρα απόφαση ηρέμησα, τώρα βρίσκω χρόνο για όλα. Και για τη δουλειά, και για τον εαυτό μου. Μακάρι τα πράγματα να ήταν αλλιώς, αλλά δεν είναι». «Κι εγώ έτσι βλέπω τη δουλειά, σαν ένα συμβιβασμό, αλλά και σαν ανεξαρτησία. Δε θα ήθελα με τίποτα να ζητήσω τη βοήθεια της μάνας μου. Και δε θα τη δεχόμουνα ακόμη κι αν ερχότανε η ίδια προσωπικά να μου την προσφέρει. Δεν μπορώ να τη συγχωρέσω γι’ αυτό που έκανε, ή μάλλον που δεν έκανε…» «Οι γυναίκες που αγαπούν πολύ… Σαν ασθένεια είναι», είπε αινιγματικά και χαμογέλασε. «Το πιστεύεις ότι η μοναδική γυναίκα που άντεξε μαζί μου για πολύ ήταν εκείνη που πιο πολύ βασάνισα, με τις απόψεις και τα πείσματά μου, με τις γκρίνιες και τον εγωισμό μου. Φυσικά έχω αλλάξει, αν τη γνώριζα σήμερα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, αλλά…» Πάντα εκείνο το αλλά. Το ίδιο και αλλιώτικο. Των ενοχών και των παραδοχών, της μνήμης και της θλίψης.

25

Page 26: Ti lene xara

«Από τα λάθη μας μαθαίνουμε, όπως μού λες ξανά και ξανά. Ίσως να ήταν ανάγκη να γίνει αυτό». «Σκέφτεσαι πολύ για την ηλικία σου κι αυτό είναι κακό. Και, εδώ που τα λέμε, γιατί κάθεσαι τώρα και σπαταλάς το χρόνο σου μαζί μου; Θα έπρεπε να είσαι με τους άλλους, να μιλάς και να γελάς, να αλητεύεις φρόνιμα από δω κι από κει…» «Τους βαριέμαι. Όλο τα ίδια και τα ίδια λένε. Κάθε νύχτα οργανώνουν μια επανάσταση, την οποία ξεχνάνε ως το άλλο πρωί. Δεν έχω όρεξη να δω και τη Νάντια απόψε. Μου σπάει τα νεύρα μ’ αυτή την επιμονή της να βλέπει τον Βαγγέλη, και μετά να κάθεται και να κλαίει». «Αυτό που έλεγα πριν: οι γυναίκες που αγαπάνε πολύ. Ίσως και να τον αγαπά από συνήθεια. Μπορεί, αν κάποτε της ανταποδώσει την αγάπη, απλά να τον παρατήσει. Είστε μυστήρια πλάσματα εσείς οι γυναίκες. Όχι πώς εμείς πάμε πίσω, αλλά δεν τυραννάμε τόσο πολύ τον εαυτό μας. Όλο αναζητάτε την ασφάλεια, αλλά δεν μπορείτε να ζήσετε χωρίς την ανασφάλεια. Καλό, ε;» Χαμογέλασε ειρωνικά, ως συνήθως, και τού έριξα μια αδύναμη καρπαζιά στο κεφάλι, όχι ως συνήθως. «Δεν ξέρω τι να σου πω. Εγώ ακόμη μαθαίνω τον εαυτό μου. Βιολογικά έγινα γυναίκα πολύ νωρίς, ψυχολογικά είμαι ακόμη παιδί. Έχασα πολλά χρόνια». «Κι αυτοί που δεν τα χάσανε τι κατάλαβαν; Είναι σε καλύτερη μοίρα από σένα; Και βέβαια όχι. Κανείς δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να γίνονται αρεστοί. Και είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα ώστε να το καταφέρουν αυτό. Δεν έχουν αρχές, μόνο τέλη έχουν… κυκλοφορίας!» Αυτή τη φορά δεν άντεξα και γέλασα. Όχι νευρικά, αλλά για πολύ. Το είχα ανάγκη. «Εσύ και τα λογοπαίγνιά σου», του είπα τρυφερά όταν κατάφερα ν’ ανακτήσω και πάλι τις ανάσες μου. «Αλλά, δίκιο έχεις. Όλα ένα ψέμα είναι, όλοι φοράνε προσωπεία. Ίσως γι’ αυτό και υποφέρει τόσο πολύ η Νάντια. Αυτή ό,τι νιώθει το λέει, δεν κρατάει τίποτα για τον εαυτό της. Είναι τόσο ειλικρινής που τους τρομάζει. Εμένα, όπως σου είπα δε με τρομάζει, απλά με εκνευρίζει. Θυμάσαι; Θυμάσαι που λίγο έλειψε να μας χαλάσει ακόμη κι εκείνη την εκδρομή στον Πωμό με τη λύπη της. Θυμάσαι που έκλαιγε επειδή ο Βαγγέλης δεν ήταν εκεί, ενώ εκείνος γινόταν λιώμα με τους φίλους του κάπου αλλού; Ευτυχώς που ήσουνα κι εσύ μαζί, αλλιώς πολύ φοβάμαι ότι δε θα άντεχα και θα τη χτυπούσα…» «Δε θα το έκανες. Την αγαπάς πάρα πολύ για να το κάνεις. Κι ας παραπονιέσαι γι’ αυτή. Όπως είπες, είναι απλά ο εαυτός της -ένας τρελός, είν’ η αλήθεια, και παράλογος εαυτός- και πρέπει να την αποδεχτείς γι’ αυτό που είναι. Όπως αποδέχεσαι και μένα…» «Κι εσύ εμένα…» «Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα…» «Κι εγώ δεν έχω για νοίκι…» Αλήθεια ήταν. Αρχίσαμε να γελάμε κι οι δυο, ταράζοντας τη σιωπή της νύχτας, προκαλώντας την περιέργεια των γατιών που μας παρατηρούσαν από ψηλά και σίγουρα σκέφτονταν ότι: Όντως τρελοί είναι τελικά όλοι οι άνθρωποι.

Και να που ξαφνικά ερωτεύτηκα – αν είναι έρωτας δηλαδή αυτό που νιώθω. Όχι τόσο ξαφνικά, όσο αναπάντεχα, και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω. Τον Αλέξη ερωτεύτηκα. Κι αυτό το κατάλαβα μονάχα όταν είδα τη Μαρίνα να τον φλερτάρει. Ζήλεψα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα αυτό το ξένο και παράξενο συναίσθημα. Άρχισε σαν ένας κόμπος στο λαιμό, συνέχισε σαν ένα παγωμένο

26

Page 27: Ti lene xara

φύσημα στην καρδιά, μέχρι που έκανε κατάληψη στο μυαλό και την ψυχή μου. Είναι δυνατόν; αναρωτιόμουνα. Είναι δυνατόν να είμαι ερωτευμένη; Έτσι είν’ ο έρωτας; Γεμάτος πόνο και απόγνωση; Και τώρα τι κάνω; Πώς να μιλήσω, σε ποιον να μιλήσω και τι να πω, αφού σ’ εκείνον δεν μπορώ; Σε κανέναν, ούτε ακόμη και στον Γιάννη. Θα γελούσε, κι ας μη με περιγελούσε. Θα θυμόταν που ορκίστηκα ότι δε θα ερωτευτώ ποτέ ξανά, η ηλίθια. Χα. Πώς την πάτησα έτσι; Η Μαρίνα δε θα τον αφήσει να της ξεφύγει. Σα φρέσκο κρέας είναι στα μάτια της. Σαν ένα ακόμη κορμί που πρέπει να εξερευνήσει. Αλλά αυτός δεν είναι σαν και τους άλλους, αυτός είναι ευαίσθητος, θα τον πληγώσει. Μα πώς να του το πω αυτό; Πώς να τον προστατέψω δίχως να προδοθώ; Τώρα όταν δεν είναι μαζί μου ή την παρέα, όλο μαζί της τον βλέπω. Δεν ξέρω αν συνέβηκε κάτι ακόμη, αλλά και να μην έγινε είμαι σίγουρη ότι σύντομα θα συμβεί. Δεν έχει υπομονή εκείνη. Όλα τα θέλει εδώ και τώρα. Κάπου-κάπου συλλαμβάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να τη μισήσει, αλλά μάταια. Ήταν ένα από τα λίγα άτομα που, έστω με το δικό τους ιδιόρρυθμο τρόπο, μου στάθηκαν πολύ και δεν μπορώ να νιώσω παρά αγάπη και οργή γι’ αυτήν. Αγάπη για όσα μου έδωσε, οργή που δεν της μοιάζω. Στο κάτω-κάτω της γραφής τι φταίει αυτή που εγώ δεν ξέρω πώς να εκφράσω τα συναισθήματά μου, που δεν έχω ιδέα πώς να φλερτάρω; Αν άνοιγα το στόμα μου σίγουρα θα πέταγα καμιά κουταμάρα, ή θα έλεγα μεμιάς ό,τι θα ήθελα να πω και μετά θα το έβαζα στα πόδια. Φαντάζομαι τη σκηνή. Εκείνον να κάθεται στην Καφετέρια του Πανεπιστημίου κι εγώ να τον πλησιάζω οργισμένη και βιαστική και να τον ρωτώ: Θες να είμαστε μαζί; Ναι ή όχι; Και μετά να σηκώνομαι και να φεύγω. Ναι, κάτι τέτοιο θα έκανα στα σίγουρα, αφού είμαι ντροπαλή. Ακόμη κι όταν τον αγγίζω κατά λάθος, αποτραβιέμαι αμήχανα, ακόμη κι όταν τον αγκαλιάζω φοβάμαι ότι δεν ανήκω εκεί, κι ας το ξέρω ότι εκεί ακριβώς ανήκω. Θα ήταν ίσως καλό να μιλήσω στη Μαρίνα. Αν δεν έγινε κάτι… Αν δεν έγινε κάτι, τότε κάτι θα μπορούσε να γίνει. Θα με καταλάβει αυτή. Και δε θα θυμώσει. Το πολύ, αν τον θέλει όντως σαν το νέο παιχνίδι της, να μου πει ότι δεν έχω ελπίδα. Μα φοβάμαι, έστω κι αυτή τη μικρή λεκτική καταδίκη. Τι να κάνω άραγε; Τώρα θέλω να βάλω τα γέλια, και τα κλάματα. Να γελάσω με τα χάλια μου, να κλάψω γι’ αυτά. Σαν τη Νάντια κατάντησα. Μάταια ερωτευμένη! Αλλά τουλάχιστον εκείνη μιλά, αδειάζει και ξαναγεμίζει το ντεπόζιτο με τα συναισθήματα, εκείνη ξέρει την καταδίκη της, εγώ απλά την αναζητώ. Τι παράξενο! Τι παράξενο να κοιμάσαι με μια μορφή στη σκέψη σου το βράδυ και να ξυπνάς με την ίδια το πρωί. Τι παράξενο που είναι να χαμογελάς μόλις αντικρίζεις κάποιον. Τι παράξενο να νιώθεις μια τέτοια μεγάλη ταραχή, μια τόσο τρομερή ανατριχίλα όταν τον νιώθεις κοντά σου. Είναι σα να κοιμάσαι δαίμονας και να ξυπνάς άγγελος. Σα να κοιτάς γκρίζους ουρανούς και να ζωγραφίζεις γαλανούς και το φεγγάρι. Μα δεν το βλέπει; Δεν βλέπει πόσο τον θέλω; Δεν βλέπει πόσο υποφέρω για κείνον; Εκτός… Εκτός κι αν είναι σαν κι εμένα. Που ίσως και να είναι, τώρα που το σκέφτομαι. Ντροπαλός, συνεσταλμένος. Ίσως να περιμένει από μένα να κάνω την πρώτη κίνηση. Πώς όμως; Πώς; Τα βιβλία που διαβάζω, οι ταινίες που βλέπω, οι συζητήσεις μου με τους άλλους δε μου προσφέρουν τις απαντήσεις. Ίσως να έχει δίκιο ο Γιάννης που λέει ότι, ο καθένας έχει τη δικιά του αλήθεια. Έτσι θα είναι. Δεν έχω τις συμβουλές τους ανάγκη, αλλά λίγο θάρρος, μια στάλα τόλμη. Κι αν φάω τα

27

Page 28: Ti lene xara

μούτρα μου, αυτή δε θα είναι η πρώτη φορά. Κι αν πληγωθώ, και πάλι τίποτα νέο. Πρέπει να σκοτώσω την αβεβαιότητα που με σκοτώνει.

«Ξέρεις τι μας τρομάζει περισσότερο; Αυτό που θα μπορούσε να μας κάνει ευτυχισμένους». Το καλοκαίρι ξεψυχούσε στην υγρασία της νύχτας κι εμείς για μια ακόμη φορά καθόμασταν στην αυλή του Γιάννη. «Όπα, αφορισμός!» Προσπάθησα να το πω ειρωνικά, αλλά δε μου βγήκε. Εξάλλου πώς να ειρωνευτεί κανείς κάποια λόγια με τα οποία συμφωνεί. «Δεν είναι αφορισμός, η αλήθεια είναι. Οι ιστορίες όλων σχεδόν των ανθρώπων είναι ιστορίες λαθών. Δεν μπορώ να μιλήσω για σένα, αλλά σε ό,τι με αφορά, πολλές φορές σκέφτηκα: τι θα γινόταν αν… Αν γινόταν το ένα ή το άλλο, αν έκανα το ένα ή το άλλο. Και ναι, παραδέχομαι ότι για κάποια πράγματα μετανιώνω, γι’ αυτά που δεν έκανα. Για γυναίκες τις οποίες αγνόησα ή δεν τόλμησα καν να πλησιάσω, για ταξίδια που δεν μπόρεσα να χαρώ, για αλλαγές στη ζωή μου που ήθελα αλλά δεν μπόρεσα να κάνω». «Ναι, καλά, αλλά εμένα τα περισσότερα λάθη μου δεν ήταν δικά μου. Είμαι ακόμη νέα σ’ αυτό το παιχνίδι. Μετανιώνω για κάτι; Φυσικά. Που δεν τόλμησα να φύγω νωρίτερα απ’ το σπίτι. Αλλά πέρα απ’ αυτό δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να σκεφτώ». «Και για τη μοναχικότητά σου, την αδυναμία σου να εμπιστευτείς και να μιλήσεις, γι’ αυτά δε μετανιώνεις;» «Ίσως. Αλλά, όπως σου είπα, για μένα είναι πολύ νωρίς». «Ποτέ δεν είναι πολύ νωρίς. Τα λάθη μας τα κτίζουμε σιγά-σιγά, τουβλάκι το τουβλάκι, κι έτσι χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε γίνονται σωστά. Κι ύστερα μας καθορίζουν τη ζωή: μας δημιουργούν φοβίες, ενοχές, δε μας αφήνουν να χαρούμε όπως πρέπει, μας κλέβουν τις μικρές χαρές και τις μεγάλες ευκαιρίες». Δεν απάντησα. Τι θα μπορούσα άλλωστε να πω; Είχε δίκιο και το ήξερε. Και το ήξερα κι εγώ.

Σήμερα το πρωί θυμήθηκα εκείνη τη νυχτερινή συνομιλία με τον Γιάννη και το πήρα απόφαση. Έπρεπε να μιλήσω, να ακούσω, να εκφραστώ. Η τύχη μου χαμογέλασε. Βρήκα τη Μαρίνα να κάθεται μόνη και σιωπηλή στην καφετέρια πίνοντας φραπέ. Είχε σκυμμένο το κεφάλι και κτυπούσε με τα δάχτυλά της νευρικά το τραπέζι, ψάχνοντας λες να πιάσει ένα ρυθμό που μάλλον έπαιζε στο κεφάλι της. Της πήρε μια στιγμή για να αντιληφθεί ότι δεν ήταν πια μόνη. Σήκωσε το βλέμμα, με είδε και χαμογέλασε, μάλλον λυπημένα. Τα μάτια της έμοιαζαν πιο υγρά και στις άκρες πιο κόκκινα απ’ ότι συνήθως. Θα ήταν άυπνη ή λυπημένη, δεν μπορούσα ν’ αποφασίσω. Πήγα να της μιλήσω, αλλά ξαφνικά ένιωσα ένα κόμπο στο λαιμό. Τα λόγια πάσχιζαν να βγουν απ’ τα χείλη, αλλά δεν μπορούσαν. Κάτι μου έλεγε ότι τη συγκεκριμένη στιγμή εκείνη ήταν που είχε πιότερο την ανάγκη μου. Ωστόσο δεν τολμούσα να τη ρωτήσω. Καθόμασταν λοιπόν για καμπόση ώρα σιωπηλές η μια απέναντι από την άλλη, ρουφούσαμε τον καφέ, πνιγόμασταν στ’ ανείπωτα λόγια. Τι να της συνέβηκε; αναρωτιόμουνα. Αυτή ήταν πάντα γελαστή ή οργισμένη. Πρώτη φορά την έβλεπα σ’ αυτό το χάλι. Δεν άντεξα. «Είσαι καλά;» τη ρώτησα.

28

Page 29: Ti lene xara

«Εσύ τι νομίζεις; Ότι είμαι;» Μου απάντησε ρωτώντας σιγανά, χωρίς οργή, δίχως κακία. «Θες να μιλήσεις;» «Γι’ αυτό ήρθα εδώ, για να μιλήσω. Σε σένα…» Περίμενα για πολύ τα επόμενα λόγια που δεν έρχονταν, καθώς τα γιατί μου πλημμύριζαν τις σκέψεις. Να μου μιλήσει; Γιατί; Για τι; Συγκράτησα τον εαυτό μου. Ό,τι είχε να μου πει θα μου το έλεγε. Ας της επέτρεπα να το κάνει στο δικό της χρόνο, με το δικό της τρόπο. Πήρα στα δάχτυλά μου το καλαμάκι και άρχισα να ανακατεύω χωρίς σκοπό τον αφρό του φραπέ. Μια χοντροκομμένη δίνη στο ποτήρι, όπως και μέσα μου. «Δε με θέλει», μου είπε τελικά. Δεν τη θέλει; Ποιος δεν τη θέλει; Ο Αλέξης; «Ο Αλέξης», είπε το όνομά του σαν ηχώ της σκέψης μου. Μέσα μου χάρηκα πολύ, λίγο έλειψε να χαμογελάσω, μα δεν το έκανα. Συνέχισα να σιωπώ, μέχρι που μου απεύθυνε το λόγο: «Δεν έχεις τίποτα να πεις;» «Δεν ξέρω τι να πω. Ήμουνα σίγουρη ότι θα κατέληγε μαζί σου, αλλά έπεσα έξω, οπότε…» «Οπότε έχεις το ελεύθερο να κάνεις παιχνίδι. Ή μήπως νόμιζες πώς δεν το ήξερα;» Ναι, έτσι νόμιζα, ή μάλλον έτσι ήθελα να πιστεύω, αλλά κατά βάθος ήξερα ότι ήξερε. Της το είπα. «Λοιπόν», συνέχισε, «θα ανοίξεις επιτέλους το αγιασμένο σου το στόμα και θα του πεις τι νιώθεις;» «Φοβάμαι. Φοβάμαι την απάντηση. Δεν ξέρω και τι νιώθει αυτός. Κι εγώ για να σου μιλήσω ήρθα εδώ, αφού…» «Μην πεις ότι με φοβάσαι και μένα. Δε σου έδωσα ποτέ λόγο γι’ αυτό. Το αντίθετο θα έλεγα. Ίσως να είσαι το μοναδικό πλάσμα, του οποίου δε θέλησα ποτέ να κάνω τη ζωή ποδήλατο, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό. Δεν ξέρω γιατί σε συμπαθώ, ακόμη και τώρα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάθομαι εδώ μαζί σου. Δεν ξέρω γιατί σε σπρώχνω να πλησιάσεις κάποιον που με απόρριψε. Δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να νιώσω καν ένα φύσημα μίσους για σένα. Από την πρώτη μέρα που σε γνώρισα το πήρα απόφαση να με σε πληγώσω ποτέ…» Με μια ανάσα τα είπε όλ’ αυτά και ξαφνικά σταμάτησε. Κι ύστερα άρχισε να γελά νευρικά. Το παράταιρο γέλιο της ηχούσε εκκωφαντικά στο σχεδόν άδειο χώρο, τραβώντας πάνω μας τα υπναλέα βλέμματα των ελάχιστων θαμώνων. Το γέλιο της δεν έμοιαζε να έχει καμία σχέση με το σκοτεινό παρουσιαστικό της. Ντυμένη όλη στα μαύρα, με μαύρα νύχια και κύκλους λες από πίσσα γύρω από τα μάτια, για λίγο φαίνονταν να μοιάζει μ’ ένα φωτεινό κοράκι. «Είσαι πολύ παράξενη σήμερα», της είπα όταν συνήλθε. «Έτσι νομίζεις», απάντησε κοφτά. Ίσως και να είχε δίκιο. Ίσως να μη τη γνώριζα τόσο καλά όσο πίστευα. «Τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε μετά. «Τι θα κάνω;» απόρησα κι εγώ. «Θα του μιλήσεις; Κάντο. Μη φοβάσαι. Αν εσύ δεν το ξέρεις, εγώ μπορώ στα σίγουρα να στο πω: νιώθει για σένα ακριβώς όπως νιώθεις εσύ για κείνον. Απλά είστε κι οι δύο πολύ βλάκες για να το καταλάβετε». «Κι εσύ πού το ξέρεις;» ρώτησα αθέλητα απότομα. Το βλέμμα της σκοτείνιασε για λίγο, αλλά με μια ξαφνική κίνηση του κεφαλιού έδιωξε τη δυσφορία της, ή τουλάχιστον κατάφερε να την κρύψει. «Όλοι το ξέρουν, εκτός από εσάς, όπως φαίνεται. Όποιον ρωτήσεις θα σου το πει. Όλοι το ξέρουν και το συζητούν πίσω από τις πλάτες σας. Ο Αλέξης είναι keeper Χαρά».

29

Page 30: Ti lene xara

«Ε;» «Είναι ένας απ’ αυτούς τους άντρες που όταν τους βρίσκει μια γυναίκα τους κρατά, δεν τους αφήνει να της ξεφύγουν». Με κούφανε. «Κι εσύ… Εσύ γιατί τον άφησες;» «Επειδή δε μου ανήκε. Μπορεί να είμαι σκύλα, αλλά άτιμη δεν είμαι. Από τη στιγμή που τον άκουσα να λέει ότι εσένα είναι που θέλει, κατάπια τον εγωισμό μου κι έφυγα». Έφυγε; Από πού; Ήταν κάπου ψες μαζί του; «Σε μια μπυραρία ήμασταν. Ήπιαμε δυο-τρεις μπύρες, τα είπαμε, έφαγα τη χυλόπιτά μου και υποχώρησα. Και τώρα κάθομαι εδώ σαν το κλαμένο μουνί και στα λέω». Άρχισε να γελάει και πάλι. Γέλασα κι εγώ μαζί της, για πολύ. Κι ύστερα σηκώθηκα απ’ τη θέση μου και πήγα κοντά της και την αγκάλιασα. Ήθελα να την ευχαριστήσω, αλλά δεν είχα λόγια. Και δεν υπήρχε και λόγος κιόλας αφού ούτε και σ’ αυτήν άρεσαν οι ευχαριστίες. Ωστόσο: «Δεν το έκανα για σένα», μου ψιθύρισε στ’ αυτί. «Για μένα το έκανα. Αλλιώς δε θα άντεχα να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη». Ήξερα, καταλάβαινα τι εννοούσε. Την άφησα κι επέστρεψα στη θέση μου. «Δεν είμαι καλή με τα λόγια», της είπα. «Γιατί εγώ ήμουνα; Όλα αλλάζουν με τον καιρό. Όμως αυτή τη φορά ο χρόνος δεν είναι με το μέρος σου. Πρέπει να του μιλήσεις, για να μην τον χάσεις. Ειδικά τώρα που ξέρεις πώς νιώθει». «Δε θα τα καταφέρω». «Μια χαρά θα τα πας. Δεν είσαι κοριτσάκι πια. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να το πάρεις απόφαση και όλα θα πάνε καλά. Σου αξίζει ένα αγόρι σαν και τον Αλέξη. Όλοι το παίζουν ντε και καλά επανάσταση, μόνο αυτός απ’ την παρέα σου είναι απλά ο εαυτός του. Ναι, καλά, κι η Νάντια, αλλά αυτή είν’ από άλλο ανέκδοτο. Απλά μίλα του. Μόλις τον δεις». «Σ’ ευχαριστώ πολύ, Μαρίνα!» Μου ξέφυγε. Την κοίταξα λίγο τρομαγμένη. Χαμογελούσε. Ειρωνικά.

Και τώρα τα έχω περισσότερο από ποτέ χαμένα. Ναι, του μίλησα. Ναι, μου μίλησε κι αυτός. Συμφωνήσαμε ότι νιώθουμε κάτι ξεχωριστό ο ένας για τον άλλο. Και μετά; Αυτό το μετά είναι που με τρομάζει, αφού δεν το ξέρω. Όλη την ώρα χαίρομαι και φοβάμαι, κάνω σχέδια για το μέλλον και τρέμω στην ιδέα για το τι θα μπορούσε να φέρει το αύριο. Τον τυραννώ. Δε λέει τίποτα, δεν παραπονιέται ποτέ, αλλά εγώ το ξέρω. Είμαι τρελή. Ίσως όχι για δέσιμο, αλλά αρκετά τρελή ώστε να χαρίζω λύπη στο μοναδικό πλάσμα που ερωτεύτηκα. Κι αυτός αντέχει. Για πόσο όμως; Αυτή είναι η απορία μου. Για πόσο; Η αλήθεια είναι ότι δε φταίει τόσο η ψυχολογία μου όσο η άγνοιά μου. Δεν ξέρω πώς να συμπεριφερθώ. Όσο με αγκάλιαζε και με φιλούσε φιλικά, όλα ήταν μια χαρά, αλλά τώρα νιώθω έξω απ’ τα νερά μου. Το κάθε του άγγιγμα το ποθώ και το φοβάμαι. Το κάθε του φιλί το λατρεύω και το απεχθάνομαι. Νιώθω αδύναμη να δεχτώ τον έρωτα σε όλες του τις εκφάνσεις. Ίσως το χθες να με κυνηγάει ακόμη, ίσως να είναι αυτό που δε με αφήνει να χαρώ το σήμερα. Αχ, ρε Αλέξη. Αχ… «Με όλα αυτά που σου συνέβηκαν φυσιολογικό είναι», μου λέει ο Γιάννης. «Απ’ τη μια φοβάσαι το ερωτικό άγγιγμα αφού μέχρι τώρα μόνο τη βία γνώρισες, κι από την άλλη φοβάσαι ότι θα μείνεις μόνη, ότι θα τον χάσεις κι αυτόν κάποια μέρα, όπως έχασες τον Μανώλη». «Ναι, ξέρω. Αλλά τι να κάνω; Τι μπορώ να κάνω;»

30

Page 31: Ti lene xara

«Αυτό που σου έλεγα πάντα. Ν’ αρχίσεις να μιλάς. Αυτή τη συζήτηση τώρα θα έπρεπε να την έχεις με μια φίλη σου, με κάποια γυναίκα, και όχι με μένα. Αν και σε καταλαβαίνω, δε θα μπορούσα ποτέ να σε νιώσω όπως θα σε ένιωθε μία γυναίκα. Κάτσε επιτέλους και πες τα όλα σε κάποια. Στη Μαρίνα, ας πούμε, ή στη Νάντια. Σίγουρα αυτές θα έχουν περισσότερα να σου πουν, θα μπορούν πιο εύκολα να σε βοηθήσουν». «Να τα πω όλα;» «Εκτός για το φονικό. Αυτό είναι δική μου αποκλειστικότητα. Αν σε πληγώσουν οι άνθρωποι μια ή δυο ή εκατό φορές, αργά ή γρήγορα επανέρχεσαι, αλλά αν μαθευτεί αυτή η αλήθεια, θα καταστραφεί για τα καλά η ζωή σου. Αν θες πες τους για τους βιασμούς, μίλησέ τους για τους φόβους σου, ρώτα τις συμβουλές τους. Κι αν δε συμφωνείς μαζί τους, απλά μην τις ακολουθήσεις. Έτσι κι αλλιώς μετά θα νιώθεις λίγο καλύτερα, κι αυτό όσο να ’ναι αξίζει κάτι». Ήξερα σε ποια να στραφώ, στη Μαρίνα. Στην πιο έμπειρη. Στη μικρή μαμά μου. Της τηλεφώνησα και τη ρώτησα αν θα μπορούσαμε να συναντηθούμε κάπου. Μου είπε ναι. Θα περνούσε από το σπίτι του Γιάννη, ενώ εκείνος θα πήγαινε κάπου να ξοδέψει το χρόνο του, για να μας αφήσει μόνες. Την άκουσα να χτυπάει την παλιά ξύλινη πόρτα και έτρεξα να της ανοίξω. Μόλις με είδε με αγκάλιασε. Λες και ήξερε, λες και αναγνώρισε από τον ήχο της φωνής μου στο τηλέφωνο ότι είχα την ανάγκη μιας αγκαλιάς. Όταν με άφησε, άρχισε να περιεργάζεται το χώρο. Πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο, παρατηρούσε, μέσα της κατέγραφε και προχωρούσε. «Να που είδα επιτέλους πώς είναι από μέσα το σπίτι του γερόλυκου», είπε χαμογελώντας ειρωνικά σαν τέλειωσε την περιήγησή της. Χαμογέλασα κι εγώ. Το ήξερα ότι ο Γιάννης δεν άφηνε κανένα να μπει στο σπίτι του εκτός από μένα. Ήταν η φωλιά του έλεγε. Να, όμως, που έκανε μία εξαίρεση, κι ας μην ήταν ο ίδιος εδώ. «Φραπέ;» τη ρώτησα. «Σκέτο μαύρο». «Αν θες βγες έξω στην αυλή μέχρι να το φτιάξω, είναι πολύ ωραία τώρα το απόγευμα». Βγήκε. Έφτιαξα τα φραπέ μας και πήγα και τη βρήκα, να στέκεται και να παρατηρεί μια παλιά ζωγραφιά στον τοίχο. Μισοσβησμένη, ξεφτισμένη από το χρόνο, έδειχνε ένα άγνωστό τοπίο. Πράσινους κάμπους, καφέ γη, πετρώματα και τον ήλιο να αχνοφέγγει στο βάθος του ορίζοντας. «Εκείνος το ζωγράφισε;» «Όχι. Σαν παιδί του δημοτικού ζωγραφίζει, όπως κι εγώ. Απλά βρήκε τη ζωγραφιά στον τοίχο όταν νοίκιασε το σπίτι, του άρεσε και την άφησε». Καθίσαμε. Για λίγη ώρα απλά κοιτούσε η μια την άλλη. Όχι αμήχανα, αλλά διερευνητικά. Περίμενα να με ρωτήσει για τι ήθελα να μιλήσουμε μα δεν το έκανα. Ως συνήθως περίμενα κι εγώ με τη σειρά μου να κάνει εκείνη την αρχή. Κούνια που με κούναγε. Μίλησα. Και, ακολουθώντας τη συμβουλή του Γιάννη, της τα είπα σχεδόν όλα. Όλα όσα πέρασα, όσα έπαθα, τη σημερινή αδυναμία στο πρόσωπο του έρωτα. Με άκουγε σιωπηλή και παράξενα λυπημένη. Ανάσα δεν έβγαζε. Σα να παρακολουθούσε μια ταινία θρίλερ, που την είχε καθηλώσει. Όταν τέλειωσε με την αφήγησή μου σηκώθηκε από την λευκή πλαστική καρέκλα της και ήρθε και μ’ αγκάλιασε. Μου ψιθύρισε στ’ αυτί.

31

Page 32: Ti lene xara

«Τώρα εξηγούνται όλα», είπε. Τώρα εξηγούνται όλα; Αναρωτήθηκα, δε μίλησα. Συνέχισε. «Τώρα καταλαβαίνω γιατί σε ένιωσα από την αρχή τόσο δικό μου άνθρωπο. Γιατί δε σου έκοψα την καλημέρα όταν έφαγα την απόρριψη απ’ τον Αλέξη. Γιατί ακόμη και τώρα ήρθα εδώ για να δω αν μπορώ με κάποιο τρόπο να σε βοηθήσω. Ίδιες είμαστε». Ίδιες; Μα όχι, ψέματα λέει, διαφορετικές είμαστε, πολύ, πιο διαφορετικές δε γίνεται. Προτού να τη ρωτήσω τι εννοεί, συνέχισε. «Κι εμένα με βίαζε για καιρό ο πατέρας μου. Κι εμένα δε με προστάτευσε η μάνα μου. Αλλά εγώ ήμουν πιο δυνατή. Βρήκα το θάρρος νωρίς και τον κατήγγειλα στην αστυνομία. Τον πήγα στο δικαστήριο, αλλά αθωώθηκε, αφού ήμουνα η μοναδική μάρτυρας και όταν έδινα την κατάθεσή μου ακουγόμουν σαν τρελή, καθώς για μέρες και μέρες δεν έκανα τίποτ’ άλλο από το να καπνίζω, να πίνω, να ξαγρυπνώ. Ωστόσο, δεν την έβγαλε καθαρή. Ακόμη τον τυραννώ. Με κάθε ευκαιρία του ξεφουσκώνω τα λάστιχα του αυτοκινήτου, του τηλεφωνώ μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα μέσω ίντερνετ και δε μιλάω, τον σαμποτάρω ακόμη και στη δουλειά, κάνοντας μεγάλες παραγγελίες για προϊόντα και στέλνοντάς τες στο πουθενά. Και θα συνεχίσω να το κάνω. Όπως βλέπεις δεν είμαστε και τόσο διαφορετικές όσο νομίζεις…» «Δεν είχα ιδέα!» «Πώς και δε σου μίλησε ο Γιάννης γι’ αυτό, απορώ. Ήταν από τους πρώτους που το έμαθε». «Μα αυτός δε λέει κανενός τα μυστικά. Τα ξέρουν κι άλλοι δηλαδή όλ’ αυτά;» «Αρκετοί. Κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα με βοήθησαν στα σαμποτάζ μου. Ο μαλάκας θα υποφέρει όσο ζει. Κι η μάνα μου μαζί του. Όσο κι αν δε φταίει αυτή. Απλά είναι δειλή. Ποτέ δεν την κακομεταχειρίστηκε επειδή δεν είχε λόγο να το κάνει, αφού πάντα ήταν υπάκουη σα μια καλή δούλα». «Όχι σαν τη μάνα μου. Αυτή έτρωγε ξύλο συχνά, είτε έφταιγε σε κάτι είτε όχι. Αλλά, κι οι δυο τους είναι για λύπηση. Πες μου λοιπόν, πώς τα κατάφερες και ξεπέρασες τους φόβους σου; Τι να κάνω για να μην τον χάσω;» «Να τσακωθείς με τον εαυτό σου, να τον βρίσεις, να τον τσαλαπατήσεις. Να του ρίξεις απανωτά χαστούκια μέχρι να συνέλθει. Δεν είναι εύκολο πράγμα, Χαρά. Κι εγώ τώρα μαλακίες σου λέω. Ο καθένας αντιμετωπίζει τα πράγματα με το δικό του τρόπο. Όλες οι συμβουλές είναι μάταιες, αν δεν ψάξεις μέσα σου να βρεις τις λύσεις που χρειάζεσαι. Κι εγώ μόνη έμαθα. Τα είπα όλα, σχεδόν σε όλους, αλλά και πάλι βοήθεια δε βρήκα πουθενά. Ωστόσο συνέχισα να παλεύω με τον εαυτό μου, μέχρι που μια μέρα ξύπνησα κάποια άλλη. Δε φοβόμουν πια. Άρχισα σιγά-σιγά να αγαπώ τους άντρες, να επιζητώ τη συντροφιά και το κορμί τους. Το ξέρω ότι πολλοί πιστεύουν, κι ας μην το λένε, ότι είμαι τσούλα, αλλά δε με νοιάζει. Αν κάποια μέρα βρω εκείνον τον άντρα που θα κάνει κλικ μέσα μου, απλά θα του παραδοθώ. Και θα του είμαι πάντα πιστή. Όσο όμως είμαι ακόμη στην αναζήτηση, είμαι αποφασισμένη ν’ απολαύσω την κάθε στιγμή. Δε με νοιάζουν οι κανόνες και τα πρέπει τους. Θα κάνω ό,τι θέλω. Το ίδιο πρέπει να κάνεις κι εσύ: ό,τι θέλεις. Μην αφήσεις κανένα να σου δείξει το δρόμο, μην ακούς τις επικρίσεις τους, μην τους αφήσεις να σε ρίξουν. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι, στο τέλος της ημέρας όλα από σένα εξαρτώνται. Ουφ, πολλά είπα!» Χαμογέλασε. Αυτή τη φορά με ζεστασιά. «Μακάρι να είναι έτσι Μαρίνα, αλλά και πάλι εγώ φοβάμαι. Το ξέρω ότι αν δεν αλλάξω θα τον χάσω. Και τι θα κάνω μετά;» «Μην πιέζεις τον εαυτό σου. Αν δεν μπορείς να κάνεις κάτι τώρα αυτό πάει να πει απλά ότι δεν είσαι έτοιμη. Ο Αλέξης είναι καλός άνθρωπος, αν του μιλήσεις

32

Page 33: Ti lene xara

όπως μίλησες σε μένα θα σε καταλάβει. Θα υποφέρει, αλλά θα σε περιμένει. Αν δεν τον διώξεις η ίδια, με τα λόγια και τις πράξεις σου, δε θα φύγει». «Μου αρέσει η σιγουριά σου…» «Η σιγουριά μου στηρίζεται στα γεγονότα. Και στη λίγη γνώση μου. Μην ξεχνάς που δουλεύω και τη ζωή που κάνω. Ξέρω καλύτερα τους ανθρώπους από σένα. Κάποιους απ’ αυτούς πρέπει να τους φτύνεις, και σε κάποιους άλλους πρέπει να δίνεις μία ευκαιρία. Ο Αλέξης θα σου δώσει, αν του δώσεις κι εσύ. Είναι απλός άνθρωπος, ανοιχτόκαρδος, ποτέ δε θα έκανε κάτι για να σε πληγώσει». «Μα τον πληγώνω εγώ και, όπως αφήνεις κι εσύ να εννοηθεί, δεν του αξίζει». «Χρόνο χρειάζεστε, τίποτ’ άλλο και όλα θα πάνε καλά». «Είμαι τρελή!» «Πληγωμένη είσαι, σχεδόν μισοπεθαμένη, που προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατηθεί απ’ τη ζωή. Σε νιώθω απόλυτα. Ήμουνα στη θέση σου. Κι αν τα κατάφερα εγώ με όλη αυτή την τρέλα και τη μαυρίλα που κουβαλώ μέσα μου να επιβιώσω, σίγουρα θα τα καταφέρεις κι εσύ. Θα σου πω ξανά μόνο να μη βιάζεσαι. Δεν αλλάζουν όλα από τη μια στιγμή στην άλλη. Και ξέρεις τι; Ίσως να έχει δίκιο το κλισέ που λέει ότι ο χρόνος όλα τα γιατρεύει. Εγώ είμαι μια τρελή που η λογική της είναι τετράγωνη, εσύ μια λογική που κινείται γύρω από το τετράγωνο αυτό και δεν μπορεί να μπει μέσα. Κάποτε θα βρεις την πόρτα. Ίσως αύριο, ίσως του χρόνου. Κάποτε. Κανείς δεν ξέρει πότε». Μου δίνουν κουράγιο και με απελπίζουν τα λόγια της. Δεν υπάρχει λοιπόν άμεση λύση, αυτόματη σωτηρία; Γιατί να είναι όλα τόσο περίπλοκα στη ζωή; Δεν είναι η ζωή περίπλοκη, εμείς την κάνουμε τέτοια, λέει ο Γιάννης, αλλά θα διαφωνήσω. Δύσκολη είναι και περίπλοκη, από την πρώτη καλημέρα ως τη στερνή καληνύχτα. Ωστόσο, μέσα μου αυτή τη στιγμή νιώθω λίγο καλύτερα, σα να έγινε κάπως ελαφρύτερο το βάρος που κουβαλούσα. Πρέπει να μιλήσω κι άλλο, σε κάποιον άλλο. Πρέπει να κάνω με το ζόρι μια άλλη ψυχή να με ακούσει, μήπως και μπορέσω να γιατρέψω τη δική μου. Δεν υπάρχουν πολλά υποψήφια θύματα, θα τα πω όλα και στη Νάντια, κι ας τα πει αυτή μετά στον Βαγγέλη. Δε με νοιάζει, όχι πια. Φτάνει να αλλάξω σιγά-σιγά, φτάνει να γίνω κάποια άλλη για κείνον. Κάποια άλλη που θα μου μοιάζει σε όλα, αλλά δε θα κουβαλά τόσο πόνο. Με κοιτά και σιωπά η Μαρίνα. Την κοιτάω και σιωπώ κι εγώ. Και με τα μάτια, για μια ακόμη φορά, από καρδιάς την ευχαριστώ. Κι ας η ίδια λέει ότι δεν έκανε και δε θα μπορούσε να κάνει κάτι για μένα. Σε λίγο -ή πολύ, δεν ξέρω ακριβώς- ακούμε την εξώπορτα ν’ ανοίγει και μια στιγμή αργότερα βλέπουμε τον Γιάννη να κάνει την εμφάνισή του στην αυλή. «Ακόμη είστε εδώ;» ρωτάει, χωρίς πραγματική απορία, προτού στραφεί στη Μαρίνα. «Γεια σου τσούλα», της λέει. «Καλώς τον πούστη», απαντά. Γελάμε.

Πήρα πια φόρα. Αποκάλυψα και στη Νάντια τα μισά μου μυστικά και υποσχέθηκε να μην τα πει πουθενά, ούτε ακόμη και στον Βαγγέλη αφού δεν τον εμπιστευόταν. Με ξένισε όταν μου το είπε αυτό, αφού πίστευα ότι από εκείνον δε θα μπορούσε να κρατήσει μυστικά. Να, όμως που έπεφτα έξω. Εκεί που δεν έπεσα έξω ήταν στην αντίδρασή της. Για ώρα πολλή, όσο της αφηγούμουν την ιστορία μου με άκουγε σιωπηλά και λυπημένα. Μόνο όταν ανέφερα το βιασμό στην κατάληψη έδειξε ν’

33

Page 34: Ti lene xara

αναστατώνεται κάπως. Αλλά στο τέλος, άρχισε να κλαίει. Με αγκάλιαζε και έκλαιγε και όλο μου ζητούσε συγγνώμη που δε με κατάλαβε, συγγνώμη που ήταν τόσο εγωίστρια, συγγνώμη που άθελά της με οδήγησε κάπου όπου θα πληγωνόμουν ξανά. Θέλοντας και μη βρέθηκα και πάλι στη θέση της παρηγορήτρας. Της έλεγα ότι δεν έφταιγε σε τίποτα εκείνη, πως ήμουν καλά, ότι της μίλησα απλά και μόνο επειδή της είχα εμπιστοσύνη και ήθελα τη συμβουλή της. Σιγά-σιγά ηρέμησε. Κι ύστερα απόρησε. «Μα τι συμβουλή να σου δώσω εγώ, που τα κάνω όλα σκατά στη ζωή μου;» «Εσύ μπορείς να δεις με πιο καθαρό μάτι τα δικά μου απ’ ότι εγώ. Τι πιστεύεις; Πρέπει να μιλήσω στον Αλέξη, να του τα πω όλα;» «Ναι. Σίγουρα ναι. Θα σε καταλάβει αυτός. Είναι ο καλύτερος απ’ όλους». Τίποτ’ άλλο δεν είχε να πει, τίποτ’ άλλο δεν ήθελα ν’ ακούσω. Καθόμασταν στο πατάρι του Καφενείου μόνες και σιωπηλές μυξοκλαίγοντας. Κάποια στιγμή ακούσαμε βήματα ν’ ανεβαίνουν τα σκαλιά. Ήταν η Μαρίνα και ήρθε να πάρει παραγγελία, αλλά δεν το έκανε. Μας είδε, κατάλαβε, αποχώρησε.

«Γιατί μου τα λες τώρα όλ’ αυτά; Γιατί περίμενες εννοώ; Αφού ήξερες ότι θα σε άκουγα και θα σε καταλάβαινα…» «Δεν μπορούσα Αλέξη. Άλλο είναι το να ξέρεις για κάποια ότι απλά έφυγε απ’ το σπίτι και άλλο να την ακούς να λέει ότι δύο διαφορετικοί άνθρωποι τη βίασαν, εκ των οποίων μάλιστα ο ένας ήταν ο πατέρας της». «Θα ταραζόμουνα. Φυσικά και θα ταραζόμουνα. Αλλά έπρεπε να μου πεις, να ξέρω. Να μη σε πιέζω. Το λέω αυτό επειδή, έστω και υποσυνείδητα, σε πίεζα. Τώρα θ’ αλλάξουν όλα, θα το δεις. Όλα!» «Μην τολμήσεις μοναχά να μου συμπεριφερθείς με λύπηση, με οίκτο. Δεν έχω ανάγκη τον οίκτο κανενός, ούτε και το δικό σου ακόμη». «Μην ανησυχείς. Ο οίκτος υπάρχει για να χαρίζεται στους μικρόψυχους ανθρώπους. Εσύ έχεις μεγάλη ψυχή, πληγωμένη αλλά μεγάλη». Χώνομαι στην αγκαλιά του. Καθόμαστε σ’ ένα παγκάκι στον κήπο κάτω από την Πλατεία Ελευθερίας. Περνάει πολύ λίγος κόσμος αυτή την απογευματινή ώρα, μετανάστες κυρίως και ηλικιωμένοι. Τα κοτσύφια πετάγονται από δω κι από κει, πετάνε από κλαδί σε κλαδί, λένε το μονότονο τραγούδι τους. Πόσο θα ήθελα να μείνω για πάντα εδώ, μαζί του, στην πόλη και τη φύση! Πόσο θα ήθελα αυτές οι στιγμές να χαραχτούν σαν οι μοναδικές στο άλμπουμ της ζωής μου, διαγράφοντας όλα όσα πριν έζησα. Πόσο θα ήθελα εδώ και τώρα να κάνουμε έρωτα, κι ας ξέρω πως δεν το μπορώ. Πόσο θα ήθελα… Στη φουσκοθαλασσιά των ανεκπλήρωτων θέλω κολυμπάω…

Η Νάντια χώρισε επιτέλους με τον Βαγγέλη. Είμαι χαρούμενη μα δε θέλω να το δείξω αφού εκείνη είναι λυπημένη. Θέλω να της πω ότι δε χώρισαν, αφού ποτέ δεν ήταν στ’ αλήθεια μαζί, μα δεν το κάνω. Ο χωρισμός τους δεν προήλθε από κάποια ρήξη, αφού για να υπάρξει αυτή πρέπει να προηγηθεί η σύνδεση. Η κούραση τον έφερε. Κουράστηκε η Νάντια, βαρέθηκε. Κι η σχέση έληξε. Σα σύμβαση. Σαν προϊόν σε συσκευασία. Τώρα φωνάζει, σιωπά, κλαίει και γελά, η μικρή απ’ τον εαυτό της απατημένη. Κι εγώ κάθομαι δίπλα της και την ακούω. Και της λέω, ανάμεσα από τους λυγμούς της, επιτέλους, καιρός ήτανε, καιρός είναι να ζήσεις τη ζωή σου. Της μιλώ σιγανά, για να της δώσω κουράγιο, για να μην την αναστατώσω διεκδικώντας

34

Page 35: Ti lene xara

μια δικαίωση μέσα απ’ το δικό της αδιέξοδο. Δίκιο είχες, ψιθυρίζει πού και πού, μα δε συμφωνώ, την αφήνω να ξεσπάσει, να αδειάσει, να ξαποστάσει. Το ξέρω ότι οι επόμενες μέρες θα είναι πολύ δύσκολες γι’ αυτή, το τέλος των ψευδαισθήσεων δεν είναι ποτέ εύκολο. Θέλω να τη βοηθήσω, αλλά πώς; Στο κτήριο της κατάληψης δε θέλει να πηγαίνει πια για να μην τον βλέπει τόσο συχνά -αφού λόγω των κοινών φίλων είναι αδύνατον να σταματήσει εντελώς να τον βλέπει- εγώ δεν έχω σπίτι, κι ο Αλέξης μένει με τους γονείς του. Δυο λύσεις απομένουν, ο Γιάννης κι η Μαρίνα. Θα μπορούσε να έρχεται στο σπίτι του Γιάννη και να ξοδεύει το χρόνο της μαζί μας, μέχρι να γίνουν τα πράγματα καλύτερα, αλλά πώς να του το πω αυτό; Πώς να του το ζητήσω; Ηθελημένα ή άθελά μου έγινα εισβολέας στη ζωή και τον ιδιωτικό του χώρο και με δέχτηκε, αλλά θα πήγαινε πολύ να του ζητήσω να υιοθετήσει και τη Νάντια. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτοί δεν υπήρξαν ποτέ στενοί φίλοι. Τι να κάνω; Τι; Τις ώρες που πηγαίνει στο κολέγιο θα είναι λίγο ή πολύ καλά, αλλά μετά; Τι γίνεται μετά; Πρέπει να του μιλήσω.

Του μίλησα. Του ζήτησα τη μεγάλη χάρη. Το σκέφτηκε λίγο, με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα διαπεραστικό και ύστερα συμφώνησε. Υπό ένα όρο. Κάθε φορά που θα μας έλεγε να φύγουμε θα φεύγαμε. Δίχως τι και γιατί. Τον αγκάλιασα. Τον ευχαρίστησα. Δεν με παραξένεψε ο όρος του, είχε τη λογική του. Το σπίτι ήταν δικό του κι αυτός έβαζε τους κανόνες, απλά και ξάστερα. Τις επόμενες μέρες δεθήκαμε πολύ με τη Νάντια. Κάτι οι εξομολογήσεις, που έγιναν πια καθημερινό φαινόμενο, κάτι η απομάκρυνσή της από τον Βαγγέλη, που ανέβασε την εκτίμησή μου στο πρόσωπό της, κάτι οι πολλές ώρες που ξοδεύαμε μαζί, όλ’ αυτά μας έφεραν πιο κοντά. Στο μεταξύ η σχέση μου με τον Αλέξη παρουσίαζε μια ανεξήγητη στασιμότητα. Και γι’ αυτό μάλλον έφταιγα εγώ. Οι πολλές ώρες στη σχολή και στη μελέτη, το ντάντεμα της Νάντιας, η όλο και μεγαλύτερη απέχθειά μου για τον… κύκλο των χαμένων επαναστατών, δε μας άφηναν να ’ρθουμε πιο κοντά. Κι αυτό κατά κάποιο τρόπο με ανακούφιζε, αφού έτσι απέφευγα να έρθω πρόσωπο με πρόσωπο με τους φόβους μου. Όταν συναντιόμασταν μιλούσαμε, περπατούσαμε, ακούγαμε μουσική κι ανταλλάζαμε ελαφρά φιλιά στα χείλη, καθόλου ερωτικά. Ένιωθα όλο και πιο ασφαλής μαζί του, όλο και πιο ανασφαλής όταν δεν ήταν εκεί. Ένιωθα ότι ήταν δικός μου, μα πως σιγά-σιγά τον έχανα. Πρέπει να κάνεις έρωτα μαζί του, προσπαθούσα σιωπηλά τις νύχτες να πείσω τον εαυτό, πρέπει να κάνετε έρωτα. Αλλά δεν. Άφηνα το χρόνο να περνά, ελπίζοντας ότι κάποτε, όπως συνέβηκε με τη Μαρίνα, θα ξυπνούσα κάποια άλλη. Όμως εκείνη η ώρα έμοιαζε να είναι ακόμη μακριά, και μέρα με τη μέρα άρχισα να λυπάμαι, σα γριά να μαραζώνω. Σαν πουλί έμοιαζα μ’ αδύναμα φτερά, δεμένο όχι μ’ ένα σκοινί σε κάποιο στύλο, αλλά με μια χοντρή αλυσίδα σε κάποια άγκυρα. Άνοιγα τις φτερούγες, προσπαθούσα να πετάξω στα λιβάδια του έρωτα, αλλά τα δεσμά μου, οι φόβοι και οι αναμνήσεις μου, με κρατούσαν αιχμάλωτη, καταδικασμένη.

Η ζωή συνεχίζεται πιο λειψή, πιο φτωχή από πριν, αφού τελικά η φάση με τον Αλέξη έφτασε στο τέλος της. Η φάση όχι η σχέση. Γιατί δεν ήταν σχέση αυτό που είχαμε, ένα συνεχές μαρτύριο ήτανε. Εγώ να προσπαθώ απεγνωσμένα ν’ αλλάξω, να γίνω ένα συνηθισμένο κορίτσι, κι εκείνος να προσπαθεί να με αντέξει, να με βοηθήσει να βρω το δρόμο μου. Τον τελευταίο καιρό κάθε που τον συναντούσα ένιωθα ότι τον

35

Page 36: Ti lene xara

αδικούσα. Ήμουνα σαν ένα βάρος στους ώμους του, όχι μια ευλογία, αλλά κάποια κατάρα. Τον είχα καταδικάσει σ’ ένα μικρόκοσμο θλίψης, σιωπών, συνενοχών. Κι όμως όταν του είπα Τέλος, λυπήθηκε. Δεν το περίμενα, αυτή είναι η αλήθεια. Εγώ νόμιζα ότι τον απελευθέρωνα, αλλά εκείνος ένιωθε πως τον έδιωχνα απ’ τη ζωή μου. Παράξενη στιγμή, αμήχανη, βγαλμένη απ’ της πραγματικότητας τον καθημερινό εφιάλτη. Με ρώτησε το γιατί. Του είπα ότι δεν μπορούσα πια να τον κρατώ αιχμάλωτο μιας υπόσχεσης που ποτέ δε δώσαμε, μιας υπόσχεσης που ίσως δε θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί. Προσπαθώ, του είπα, προσπαθώ πολύ ν’ αλλάξω, αλλά απλά δεν το μπορώ. Όταν με αγκαλιάζεις σ’ αγαπώ, όταν με αγγίζεις ερωτικά σε απεχθάνομαι. Σε θέλω, μα δεν μπορώ να σ’ έχω. Παραληρήματα. Αλλά τι να του έλεγα; Αφού αυτή ήταν η αλήθεια. Προσπαθούσα τόσο απεγνωσμένα να βρω μια ταυτότητα, ν’ ανακαλύψω ποια είμαι, που κάθε μέρα ήμουνα και κάποια άλλη. Όλα μου άρεσαν και όλα τα μισούσα. Ήμουνα ροκ, ήμουνα emo, ήμουνα οικολόγος, χορτοφάγος, κρεατοφάγος, απαθής, παθιασμένη, γελαστή, λυπημένη, φευγάτη, σοβαρή, αστεία και στο τέλος-τέλος γελοία. Αυτό ακριβώς, γελοία! Κοιμόμουνα έτσι και ξυπνούσα αλλιώς. Άρχιζα να μιλώ για το ένα και κατέληγα στ’ άλλο. Ακροβατούσα ανάμεσα στα βράχια του εκρηκτικού γέλιου και της απελπισίας. Πώς είμαι έτσι; αναρωτιόμουνα. Πώς είμαι έτσι; Ήταν μια νύχτα του Απρίλη όταν αποφάσισα να τον απελευθερώσω απ’ τα καταναγκαστικά έργα του έρωτά μου. Του τηλεφώνησα, συναντηθήκαμε στο Καφενείο, και απλά του είπα: Είσαι ελεύθερος. Πάντα ελεύθερος ήμουνα, μου απάντησε μ’ εκείνο το πλατύ χαμόγελό του, που τώρα τόσο μου λείπει. Όταν δεν είδε την ευθυμία του να βρίσκει ανταπόκριση στο πρόσωπό μου, κατάλαβε. Θα παρατήσουμε την προσπάθεια στη μέση, λοιπόν; με ρώτησε με παράπονο. Κι εγώ που περίμενα να δω στο πρόσωπό του την ανακούφιση κι όχι εκείνη τη λύπη, κατάπια τη γλώσσα μου. Δεν ήξερα τι να πω. Έμεινα για καμπόσο σιωπηλή μέχρι που έβαλα σε τάξη τις σκέψεις και του είπα τα πιο πάνω. Δε μου απάντησε, δε με βασάνισε με νέα γιατί. Απλά με αγκάλιασε και σηκώθηκε κι έφυγε, και μ’ άφησε σκιά στη σκιά του. Από εκείνη τη νύχτα βασανίζω τον εαυτό μου, τον κατηγορώ. Του φωνάζω σιωπηλά να ξυπνήσει, να βγει απ’ τον αιώνιο λήθαργο στον οποίο τον έχει καταδικάσει το παρελθόν, αλλά μάταια. Ευτυχώς που υπάρχει και η Νάντια. Έχουμε γίνει κάτι σα σιαμαίες. Πάντα είμαστε μαζί. Πηγαίνουμε σινεμά, κάνουμε βόλτες, καθόμαστε με τις ώρες στο Καφενείο ή στα παγκάκια γύρω από τη Φανερωμένη και διαβάζουμε σιωπηλά τα μαθήματά μας. Βλέπουμε ταινίες και σειρές στον υπολογιστή της και όταν δεν πηγαίνει στο σπίτι της, κοιμόμαστε μαζί. Μου δίνει μια σιγουριά, μια ζεστασιά η παρουσία της. Κι η δική μου μάλλον πια την παρηγορεί. Από την ημέρα που χώρισα, αν και ποτέ δεν έσμιξα, με τον Αλέξη, το χαμόγελό της έχει επιστρέψει. Ίσως επειδή μπορώ πια και της αφιερώνω τόσο χρόνο. Ίσως γιατί μαζί μου μπορεί να κάνει τις τρέλες που δεν έκανε όσο ήταν με τον Βαγγέλη. Σαν την άνοιξη είναι, πολύχρωμη, και σαν τέτοια προσπαθεί πού και πού να γεμίσει και τη δική μου ζωή με χρώματα. Όταν της είπα τις προάλλες πως δεν ξέρω τι είμαι, εγώ είμαι απ’ όλα, μου απάντησε. Χαίρομαι που τη βλέπω τόσο χαρούμενη, λυπάμαι, που όσο κι αν το θέλω δεν μπορώ ακόμη να της μοιάσω. Στο μεταξύ ο Γιάννης, που στην αρχή ήταν τόσο επιφυλακτικός μαζί της, άρχισε σιγά-σιγά να παρασύρεται απ’ τους ρυθμούς της. Του αρέσει η ζωντάνια που πλημμυρίζει το σπίτι του όταν είναι εκεί, λατρεύει το ότι απολαμβάνει να ακούει παιδικά τραγούδια και να διαβάζει παραμύθια όπως κι αυτός, γελά όταν τη βλέπει

36

Page 37: Ti lene xara

να προσπαθεί να μαγειρέψει. Στο τέλος αυτός κάνει τη δουλειά αλλά, αφού η ίδια το θέλει, τη διδάσκει πώς να γίνει μια καλή νοικοκυρά. Το παλιό αυτό σπίτι θυμίζει κάποιες φορές κοινόβιο και άλλες ησυχαστήριο. Πέρα από τον ένα και μοναδικό κανόνα που μας επέβαλε εκείνος, άλλοι περιορισμοί δεν ισχύουν, ωστόσο μια σιωπηλή λες συμφωνία μας κάνει ν’ ακολουθούμε κάποιους κώδικες. Ποτέ δεν κάνουμε φασαρία όταν οι άλλοι κοιμούνται, δεν ενοχλούμε ο ένας τον άλλο όταν διαβάζει ή δουλεύει, δεν επιτρέπουμε σε γνωστούς, πέρα από τη Μαρίνα, να μας επισκεφθούν. Μ’ αυτά κι αυτά φτάσαμε σχεδόν να ζούμε εδώ, εγώ και η Νάντια. Οι γονείς σου τι λένε γι’ αυτό; τη ρωτάω. Τίποτα, μου απαντάει. Δε νοιάζονται. Όλη μέρα δουλεύουν. Μου δίνουν λεφτά μια φορά τη βδομάδα, καλύπτουν τα έξοδά μου κι έτσι νομίζουν ότι ξόφλησαν. Ώρες-ώρες νομίζω πώς ακόμη και αν πέθαινα αυτοί δε θα το έπαιρναν είδηση, αφού την αγάπη τη μετράνε με το χρήμα, και όχι με τις πράξεις. Δεν ξέρουν τίποτα για μένα. Μόνο τα κουρέλια που φορώ βλέπουν και τα θεωρούν μια νεανική ιδιοτροπία. Δεν τους πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό η ιδέα πως δεν έγινα και δε θα γίνω ποτέ αυτή που ονειρεύονται. Πίκρα έσταζε η φωνή, αλλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της έδειχναν απαθή. Σα να είχε πει τόσες πολλές φορές αυτή την ιστορία, που τώρα πια δεν της προκαλούσε καμία συναισθηματική φόρτιση. Οι γονείς. Αχ, οι γονείς. Αυτοί οι ξένοι.

Τις τελευταίες μέρες πνίγομαι, όχι σ’ ένα ποτήρι νερό, αλλά μέσα σε μια θάλασσα άγρια. Πλησιάζουν οι εξετάσεις και τώρα πια ο ελεύθερος χρόνος μου είναι λιγοστός έως ανύπαρκτος. Κλείνομαι μερόνυχτα στο δωμάτιο που κατέλαβα εδώ στο σπίτι και διαβάζω. Και ανησυχώ. Έχω να καλύψω πολλή ύλη, αφού κάτι η ζωή που κάνω, κάτι η δουλειά, κάτι τα ψυχολογικά μου, δε με άφησαν να μελετήσω όπως θα ήθελα στη διάρκεια του τριμήνου. Ο Γιάννης παριστάνει το σιωπηλό καφετζή, ενώ η Νάντια προσπαθεί να ξοδεύει όσο λιγότερο χρόνο μπορεί εδώ αφού, πρώτον, πλησιάζουν κι οι δικές της εξετάσεις, και δεύτερον, είναι το ίδιο αγχωμένη με μένα. Έτσι μένει στο σπίτι της, κλεισμένη στο δωμάτιό της. Κι οι δικοί της δεν παίρνουν καλά-καλά χαμπάρι την παρουσία της. Σα φάντασμα είμαι, μου λέει στο τηλέφωνο. Κυκλοφορώ τις νύχτες στο σπίτι, κάνω επιδρομές στο ψυγείο, κοιμάμαι, ξυπνώ, διαβάζω και θυμάμαι. Τώρα που αναγκαστικά μένει μόνη θυμάται τα παλιά, τα οποία όμως τώρα πια δεν την πληγώνουν. Συνήθισε. Ξαλάφρωσε. Θέλει να τελειώσει τις εξετάσεις λέει και να φύγει. Να πάει κάπου για λίγες μέρες, μαζί μου. Δεν έχω ούτε το χρόνο, ούτε το χρήμα για τέτοιες πολυτέλειες, της λέω. Μην ανησυχείς, θα φροντίσω για όλα εγώ, μου απαντάει. Θα φροντίσει τι και πώς; Δεν τη ρωτώ. Μου φτάνει που νιώθει τόσο σίγουρη για τον εαυτό της και είναι καλά.

Από τότε που άρχισα να γράφω αυτό το χρονικό έγιναν μερικοί σεισμοί, έπεσαν λίγα αεροπλάνα, ξέρασε στάχτη στους ευρωπαϊκούς ουρανούς ένα ηφαίστειο, κάποιος προσπάθησε να τινάξει στον αέρα την πλατεία Τάιμς στη Νέα Υόρκη, γνώρισα καινούρια άτομα, ερωτεύτηκα. Την ίδια εποχή μας έκλεψαν ένα πρόεδρο από τον τάφο και μετά από μήνες τον επέστρεψαν, είχαμε εκλογές στα κατεχόμενα τις οποίες έχασε ο ηγέτης της μη λύσης και κέρδισε ο άλλος ηγέτης της μη λύσης, πολλές περιπτώσεις βιασμών και παιδεραστίας βγήκαν στη φόρα, έβρεξε πολύ για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η κοινωνία και η οικονομία φαλίρισαν, αλλά εμείς το βιολί μας. Τα κόμματα συνέχισαν να μας λεν τα ίδια ψέματα και οι πατριώτες

37

Page 38: Ti lene xara

εξακολούθησαν να γεμίζουν τα καζίνα του ψευδοκράτους αφού ήθελαν να τα πάρουν που τους πελλότουρκους – το μόνο που τους τα πήραν αυτοί. Οι χαμαιλέοντες και τα παπαγαλάκια της δημόσιας ζωής τραγουδούσαν και τραγουδούν ακόμη το ίδιο τραγούδι, τους στίχους του οποίου άλλαζαν και αλλάζουν κατά την περίσταση. Κι ένας βουλευτής έθεσε θέμα Μανώλη. Όχι του δικού μου Μανώλη, αλλά του δέντρου στην Πλατεία Φανερωμένης, το οποίο αντιδρώντας εξέδωσε επίσημη διαμαρτυρία. Μάλλον είναι αναρχικό στοιχείο ο Μανώλης. Κι η ζωή συνεχίζεται.

Τα πήγα καλά στις εξετάσεις, πιο καλά απ’ ό,τι περίμενα. Ίσως να τις φοβόμουνα περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε, ίσως να έμαθα πιο πολλά απ’ όσα πίστευα. Το τέλος τους με βρήκε ανακουφισμένη, το τέλος της μέρας με βρήκε σε μια ταβέρνα με τον Γιάννη και τη Νάντια. Ναι, ο μονόχνοτος και μοναχικός άντρας αποφάσισε να βγει για μια φορά απ’ το κλουβί του, κι είπε να μας κάνει το τραπέζι για να γιορτάσουμε το τέλος των προσωρινών μας σκοτούρων και την αρχή του καλοκαιριού. Καθόμαστε γύρω από ένα παλιό ξύλινο τραπέζι, πάνω σε εξίσου παλιές ψάθινες καρέκλες. Πίνουμε μπύρα, τσιμπάμε απ’ τους μεζέδες, που πηγαίνουν και έρχονται με τα γκαρσόνια, και συζητάμε για τα σχέδιά μας για το άμεσο μέλλον. Η Νάντια κράτησε την υπόσχεσή της. Μέσω των γονιών της εξασφάλισε για λίγες μέρες ένα σπιτάκι στις Πλάτρες. Θα πάμε να μείνουμε οι δυο μας εκεί καθώς ο Γιάννης δεν μπορεί να πάρει άδεια τώρα. Ωστόσο θα έρθει το Σαββατοκύριακο. Ανυπομονούμε κι οι δυο, λέμε, να πάμε εκεί. Ανυπομονώ κι εγώ να σας ξεφορτωθώ, λέει αυτός, αλλά τώρα πια τον μάθαμε και μας έμαθε, το ξέρουμε ότι δεν το εννοεί. Θα του λείψουμε κι ας μην το παραδέχεται. Ένα πρωινό Τετάρτης, βάζουμε λίγα ρούχα σε μια κοινή βαλίτσα, φτιάχνουμε κι ένα κιβώτιο με προμήθειες και επιβιβαζόμαστε σ’ ένα λεωφορείο. Πλάκα έχει. Οι περισσότεροι επιβάτες είναι μεσήλικες ή ηλικιωμένοι, κι ο οδηγός αρχαίος σαν την ιστορία. Θα πάρει ώρες η διαδρομή καθώς θα περάσουμε από χωριά και χωριουδάκια, συνταξιδεύοντας με κιβώτια, ανθρώπους, δέματα και το ταχυδρομείο. Όταν επιτέλους φτάνουμε στον προορισμό μας είναι πολύ αργά το απόγευμα, αλλά δεν είμαστε καθόλου κουρασμένες. Εξάλλου καλά περάσαμε στη διαδρομή. Γνωρίσαμε κόσμο, απαντήσαμε σε ερωτήσεις, γελάσαμε, και ναι, τραγουδήσαμε. Η Νάντια άρχισε να λέει ένα παλιό παιδικό τραγούδι και την ακολούθησα, έτσι για την πλάκα, και σύντομα έγινε ο χαμός. Κανείς δεν μας είπε τίποτα κακό, κανένας δεν παραπονέθηκε στον οδηγό, απλά απόλαυσαν την παράσταση, όπως κι εμείς. Το σπιτάκι ήταν υπέροχο. Μικρό, αλλά καινούριο και σε εξαιρετική κατάσταση. Ήταν κρυμμένο ανάμεσα στα δέντρα και κατελάμβανε δύο στενούς ορόφους, ενώ είχε και μια μικρή βεράντα, που ήταν όλα τα λεφτά. Το ερωτευτήκαμε από την πρώτη στιγμή. Βάλαμε τα πράγματα στο ψυγείο, πετάξαμε τα ρούχα μας στη ντουλάπα, κάναμε ένα ντους και βγήκαμε για μια βόλτα. Ήταν πολύ νωρίς ακόμη για να μαζέψει κόσμο πολύ εκεί -η τουρίστικη σεζόν δεν είχε καν αρχίσει- έτσι μοναχά αραιά και πού βλέπαμε να περνάει ένα αυτοκίνητο, ή κάποιον να περπατάει στο δρόμο. Δεν πήγαμε και πολύ μακριά, αφού η νύχτα έμοιαζε σιγά-σιγά να πλησιάζει. Φτάσαμε ωστόσο σ’ ένα ξέφωτο και καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι ν’ απολαύσουμε τη θέα. Ένα δάσος από δέντρα από κάτω και γύρω μας, ένα άγνωστο χωριό στο βάθος του ορίζοντα κι ένα καταπράσινο βουνό αντίκρυ. Σκέτη μαγεία. Δε

38

Page 39: Ti lene xara

μιλούσαμε. Καθόμασταν μοναχά εκεί οι δυο μας αγκαλιασμένες κι αφήναμε τα βλέμματά μας λεύτερα να ρουφήξουν εικόνες, τα πνευμόνια μας να χορτάσουν αέρα καθαρό, τη φύση να μας κλείσει τρυφερά στα προαιώνια σπλάχνα της. Είμαι ευτυχισμένη, ψιθύρισε κάποια στιγμή η Νάντια, και ήταν σα να με ξυπνούσε από λήθαργο. Άνοιξα τα μάτια στον πραγματικό κόσμο, την κοίταξα. Τα δικά της μάτια υγρά, αλλά φωτισμένα, σα να αντανακλούσαν το ηλιοβασίλεμα που μας έκρυβε η ίδια η φύση. Έσκυψα και τη φίλησα στα μάτια. Έσβησα τα δάκρυά της. Κι εκείνη, σήκωσε το κεφάλι και φίλησε εμένα, στα χείλη. Ξαφνιάστηκα, αλλά δεν αντέδρασα. Δεν την έσπρωξα. Δεν τη ρώτησα τι κάνει. Ούτε καν αναρωτήθηκα. Απλά της ανταπόδωσα το φιλί, με την ίδια θέρμη, και συνέχισα να το κάνω. Εκείνη τη στιγμή όλοι μου οι φόβοι χάθηκαν, τα λάθη έγιναν σωστά. Ίσως αυτό να χρειαζόμουνα τελικά, ακριβώς αυτό. Τώρα, καθώς το σκέφτομαι στη σιγαλιά της νύχτας, σιωπηλά γελάω. Τι τρέλα! Κι όμως μου άρεσε. Όσο κράτησε μου άρεσε. Λες και σήκωσε ένα βάρος απ’ την ψυχή μου, σα να έσβησε μεμιάς το χθες μου. Δε μιλήσαμε γι’ αυτό μετά, δεν το συζητήσαμε. Σα να ήταν μια ακόμη στιγμή όπως όλες τις άλλες που είχαμε ζήσει, την αφήσαμε να περάσει στο άλμπουμ με τις αναμνήσεις μας. Ήθελα να υπάρξει συνέχεια; Ίσως και να το ήθελα. Όπως τη βλέπω να κοιμάται τώρα στο διπλανό μονό κρεβάτι σκέφτομαι πως ναι, θα το ήθελα. Αλλά, μετά τι; Αν προχωρούσαμε πού θα πηγαίναμε; Κι αν τα πράγματα στράβωναν, τότε τι; Θα συνεχίζαμε να είμαστε φίλες; Πολύ το αμφιβάλλω. Καλύτερα λοιπόν. Καλύτερα που μείναμε στο φιλί και τη φιλία, αν και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι αυτό το γεγονός θα αποδειχτεί ένα από τα πιο σημαντικά στη ζωή μου.

Σαν ένα όνειρο πέρασαν οι επόμενες δυο μέρες, σα μια ευχάριστη συνεχής έκπληξη οι νύχτες. Κοιμόμασταν αργά, ξυπνούσαμε νωρίς, περπατούσαμε με τις ώρες στα μονοπάτια της φύσης, βγάζαμε φωτογραφίες, κάναμε μπάνιο στα παγωμένα νερά των καταρρακτών των Καληδονίων και του Μοιλλομέρη, ετοιμάζαμε αυτοσχέδιους μεζέδες στη σχάρα, πίναμε καλό χωριάτικο παγωμένο κρασί που αγοράσαμε από ένα -τον μοναδικό εναπομείναντα ίσως- πλανόδιο έμπορα, δροσιζόμασταν με τη γεύση του καρπουζιού και το κρύο ακόμη αεράκι της νύχτας. Ναι, ένας παράδεισος είναι η Κύπρος, ένας παράδεισος που επιμένουμε πεισματικά να καταστρέφουμε, ένα νησί ονειρικό, που σιγά-σιγά, με τις πυρκαγιές και την ανάπτυξη αρχίσαμε να μετατρέπουμε σε κρανίου τόπου. Το Σάββατο δεν άργησε να ’ρθει και μαζί του ο Γιάννης. Και μαζί του η Αντωνία. Την ξέραμε μόνο σαν πρόσωπο. Τη βλέπαμε πολλές φορές στο Καφενείο να κάθεται μόνη της και να διαβάζει κάτι, ή να κρύβεται ανάμεσα στο πλήθος ανώνυμων μεγάλων συντροφιών. Τη γνώρισε τις προάλλες μας είπε ο Γιάννης. Κάθονταν κι οι δυο εκεί μόνοι, μέσα στη βράση του μεσημεριού, και χάρη στο πέρασμα μιας πρωτότυπης ζητιάνου άρχισαν να μιλούν. Και συνέχισαν, για πολύ. Και συναντήθηκαν ξανά την επόμενη μέρα. Και να τους τώρα εδώ. Μας τη σύστησε, την περιεργαστήκαμε. Μετρήσαμε η μια την άλλη. Θα ’ταν γύρω στα τριάντα πέντε, μεγαλύτερη δηλαδή από κείνον. Φορούσε μια πλατιά φούστα που έφερνε κάτι από τις κουρτίνες της μάνας μου και μια πουκαμίσα που έκρυβε το κορμί της, που ωστόσο δεν ήταν χοντρό, κανονικό ήταν. Είχα μακριά ολόισια καστανά μαλλιά και επίσης μακριά λεπτά δάχτυλα. Ήταν το πρώτο πράγμα που πρόσεξα πάνω της, τα δάχτυλα. Μουσικός θα ’ναι, σκέφτηκα. Μουσικός ήταν. Πιανίστρια. Τα μάτια της έσταζαν και στάζουν ακόμη μυστήριο. Δεν μπορώ να τα διαβάσω. Ούτε ποιο είναι

39

Page 40: Ti lene xara

το χρώμα τους μπορώ να πω με σιγουριά. Σίγουρα είναι σκουρόχρωμο, αλλά μέχρι εκεί. Σα φιγούρα από κόμικς μοιάζει. Στην αρχή νιώσαμε αμήχανα, αλλά σιγά-σιγά η γλώσσα άρχισε να λύνεται, και ο χρόνος και τα γεγονότα να κυλάνε ατάραχα. Δεν έγινε εκείνο που φοβόμασταν. Δεν άρχισε να μας μιλά σαν κάποια μεγαλύτερη και σπουδαιότερη από μας, και δεν έμοιαζε να προσπαθεί να το κάνει. Σα να διέθετε μια φυσική καλοσύνη, σαν έκτη αίσθηση, που τη βοηθούσε να προσαρμόζεται στις περιστάσεις. Ύστερα από λίγη ώρα νιώθαμε ότι ήταν από πάντα εκεί. Και σύντομα πήραμε τους δρόμους. Ήτανε ακόμη δέκα και κάτι το πρωί, έτσι είχαμε όλη τη μέρα στη διάθεσή μας. Βάλαμε πλώρη για τον Άγιο Νικόλαο, κι από κει χαράξαμε πορεία για το αρχαίο γεφύρι του Τσιελεφού, το μεγαλύτερο ίσως και ομορφότερο της περιοχής. Παρά το ότι είναι Ιούνιος τρέχει ακόμη πολύ νερό στο ποτάμι, καθώς οι φετινές βροχές του χάρισαν μια νέα ζωή, που θύμιζε την παλιά καλή του. Περπατήσαμε λίγο στις όχθες, καθίσαμε, μιλήσαμε, βγάλαμε φωτογραφίες εμάς, τα δέντρα, τα νερά, το γεφύρι και τα βατράχια και φύγαμε. Ακολουθήσαμε το χωματόδρομο που οδηγεί στο χωριό Μηλικούρι. Ο Γιάννης οδηγούσε ασυνήθιστα αργά. Συνήθως δεν έχανε ευκαιρία να δείχνει τις ικανότητές του σαν οδηγός της Φόρμουλα (καν) Ένα, αλλά σήμερα σκεφτόταν αλλιώς. Όμορφη διαδρομή, μέσα στο δάσος, στου ποταμού το πλάι, αλλά πολύ κουραστική. Όταν φτάσαμε στο Μηλικούρι σταματήσαμε έξω απ’ την εκκλησούλα (του Αγίου Γεωργίου νομίζω) για να ξεμουδιάσουμε τα πόδια μας και να βγάλουμε φωτογραφίες. Η ώρα περνούσε, η πείνα μεγάλωνε, κινήσαμε για τον Πρόδρομο. Φτάσαμε εκεί νωρίς το απόγευμα και καθίσαμε για φαγητό σ’ ένα από τα κέντρα στην πλατεία. Αν μας έβλεπε κανείς θα σκέφτονταν: όλοι οι τρελοί εδώ μαζεύτηκαν σήμερα! Τόσο πολύχρωμοι, χαρούμενοι, κουρασμένοι και φωνακλάδες ήμασταν. Ο μάστορας ήρθε μέσα στην καλή χαρά να μας πάρει παραγγελία. Πέντε διαφορετικά πιάτα ζητήσαμε, ένα για τον καθένα, μαζί με μια κοινή μεγάλη σαλάτα. Ήθελε να μας πασάρει τους μεζέδες, τα φαγητά της ημέρας, και άλλα πολλά τραγικά, μα δεν του πέρασε. Δίπλα μας καθόταν ένας ωραίος τύπος. Αγρότης παλιάς κοπής, αλλά όχι μεγάλος, στην ηλικία της Αντωνίας μάλλον. Ίσως γι’ αυτό κάθε τόσο της έκλεινε το μάτι και μας έστελνε μπύρες γελώντας δυνατά και φωνάζοντας στο μάστορα να βιαστεί λίγο με το φαγητό, προτού ξεμείνει από χρήμα. Ο Γιάννης τον προσκάλεσε στο τραπέζι μας, αλλά αρνήθηκε να έρθει. Περίμενε την κυρά του είπε και δεν έκανε να τον δει στο τραπέζι μ’ έναν ασκημομούρη και τρεις ομορφονιές. Και όντως σε λίγο ήρθε. Ωραία γυναίκα, ξένη. Ρωσίδα, ουκρανέζα, δεν ξέρω. Μια από εκείνες τις γυναίκες που εγκαταλείπουν τις χώρες τους αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Η συμπεριφορά του με που την είδε άλλαξε, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του απάλυναν, η φωνή του έχασε τα ντεσιμπέλ της. Ήταν φανερό πόσο την αγαπούσε. Κι αν με παρατηρούσε κανείς εκείνη την ώρα θα έβλεπε ότι ήταν φανερό πόσο τη ζήλευα. Θέλω κι εγώ κάποιον να με αγαπάει έτσι, σκεφτόμουνα. Η Νάντια είδε τα μάτια που άρχισαν να υγραίνονται, μου έπιασε το χέρι κάτω από το τραπέζι και το έσφιξε, προτού οι σκέψεις γίνουν δάκρυα και κυλήσουν στα μάγουλά μου. Γύρισα προς το μέρος της και χαμογέλασα μ’ ευγνωμοσύνη. Δεν ήθελα να χαλάσω τη στιγμή με τα ψυχολογικά μου. Μετά το φαγητό ευχαριστήσαμε το μάστορα και τον ερωτευμένο άντρα και κινήσαμε για το δήθεν στοιχειωμένο ξενοδοχείο Βερεγγάρια, μια βόλτα πέντε μόλις λεπτών από κει που βρισκόμασταν. Ανεβήκαμε στο λόφο, φωτογραφίσαμε το παλιό κτήριο απ’ έξω και τη φύση που απλωνόταν κάτω από τα πόδια μας και μπήκαμε μέσα. Για ώρα πολλή τριγυρνούσαμε από δωμάτιο σε

40

Page 41: Ti lene xara

δωμάτιο από όροφο σ’ όροφο. Παίζαμε με τις σκιές και τις σιωπές, κρυφοκοιτάζαμε έξω από τα ξεχαρβαλωμένα παράθυρά του, αναρωτιόμασταν σε ποιους ανήκαν τα φαντάσματα που έλεγαν ότι το στοιχειώνανε. Λίγο προτού πέσει το σκοτάδι πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Είχαμε ζήσει μια μέρα γεμάτη, ανυπομονούσαμε για μια νύχτα μαγική, ή έστω ωραία. Με ιστορίες τελικά θα την ξοδεύαμε. Με ιστορίες που θα έλεγαν ο Γιάννης κι η Αντωνία, εκείνη από τη δική της ζωή, κι εκείνος από τη δική του κι από άλλες. Εμείς μονάχα ακούγαμε και ρωτούσαμε, κι ανάλογα με το που μας έπαιρνε η αφήγηση, ταξιδεύαμε, σε όλ’ αυτά που μαθαίναμε, στα πολλά που δεν ξέραμε. Ναι, τελικά, με τον τρόπο της αποδείχτηκε μαγική η νύχτα. Την Κυριακή την περάσαμε τριγυρνώντας από χωριό σε χωριό στους πρόποδες του Τροόδους, ανακαλύπτοντας, μαθαίνοντας, φωτογραφίζοντας. Προτού πέσει η νύχτα ο Γιάννης και η Αντωνία είχαν φύγει. Εμείς θα παραμέναμε εκεί για τρεις ακόμη μέρες, που πέρασαν γρήγορα, σαν όλα και σαν τίποτα.

Όταν γυρίσαμε στη Λευκωσία ένιωθα αβέβαιη, χαρούμενη, συγχυσμένη και ανανεωμένη. Οι πρώτες διακοπές που είχα χωρίς την επίβλεψη κανενός μάλλον μου βγήκαν σε καλό, αλλά τα όσα συνέβησαν στη διάρκειά τους λίγο με ανησυχούσαν. Καταρχήν ήταν εκείνο το φιλί με τη Νάντια. Δε μιλήσαμε ποτέ γι’ αυτό κι αναρωτιόμουνα αν για κείνη σήμαινε κάτι, ή αν ήταν κάτι αυθόρμητο, μια τρέλα της στιγμής. Κι ύστερα ήταν το κεφάλαιο Αντωνία. Απ’ ό,τι φαίνεται ο Γιάννης τα είχε κάνει πλακάκια μαζί της και λίγο φοβόμουνα για το τι θα προέκυπτε απ’ αυτό. Λες να μας κάνει έξωση, να μας πετάξει στους δρόμους εμάς τις άτυπες νοικάρισσές του; ρωτούσα τον εαυτό μου, αλλά απάντηση δεν έπαιρνα. Δεν πίστευα να συμβεί αυτό, αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι ποτέ σίγουρος. Εντάξει, θα δούλευα κι αυτό το καλοκαίρι στο γραφείο του, θα έβγαζα λίγα λεφτά, αλλά δε θα ήταν αρκετά για να νοικιάσω δωμάτιο, ακόμη κι αν ήταν ένα από τα σχετικά φτηνά του πανεπιστημίου. Και τέλος ήταν ο Αλέξης. Τον σκεφτόμουνα όλο και πιο πολύ, από τη στιγμή που βρέθηκα στις Πλάτρες, μετά από εκείνο το φιλί. Ήμουνα περίεργη να μάθω αν φιλούσε κι εκείνος έτσι, όπως η Νάντια, αν η γλώσσα του είχε το ίδιο πάθος, την ίδια γεύση. Παραλογιζόμουνα. Ή μάλλον ονειροβατούσα. Αφού η ζωή θα μου έριχνε ένα ακόμη χαστούκι. Αλλά ένα χαστούκι που μου άξιζε. Όπως έμαθα από τη Μαρίνα τα είχε φτιάξει με τη Σόνια. Δεν προλάβαμε να χωρίσουμε και με ξεπέρασε, σκεφτόμουνα. Μα ποτέ δεν ήμασταν μαζί, υπενθύμιζα στον εαυτό μου. Ήθελα να τον πάρω τηλέφωνο, να του μιλήσω, να τον παρακαλέσω να γυρίσει πίσω, να του υποσχεθώ ότι θα άλλαζα, ότι τα πράγματα θα ήταν πια διαφορετικά, αλλά δεν το έκανα. Επειδή ήμουνα εγώ ηλίθια δεν υπήρχε λόγος να υποφέρουν οι άλλοι. Η Σόνια σε τίποτα δε μου έφταιξε. Γιατί να μπω σφήνα στη ζωή της; Δε θα το έκανα. Θα την άφηνα να χαρεί μαζί του όσα εγώ δε χάρηκα, να του χαρίσει όσα εγώ δεν μπόρεσα. Έκλαιγα όλη νύχτα όταν έμαθα τα νέα, όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Ήμασταν στο δωμάτιό μας, στο σπίτι του Γιάννη, με τη Νάντια και μοιραζόμασταν τον πόνο, την τρέλα μου. Δίπλα ήταν εκείνος κι εκείνη και προσπαθούσαμε να μην τους ενοχλούμε, να μην μπαίνουμε στα πόδια τους. Εκείνες τις στιγμές ήθελα να φύγω. Να μαζέψω τα λιγοστά πράγματά μου, να παρατήσω φίλους και σπουδές και να κινήσω για άλλα μέρη. Μην κάνεις έτσι, κι αυτό θα περάσει, μου έλεγε η Νάντια. Κι αυτό θα περάσει! Το ήξερα, θα περνούσε κι αυτό, αλλά προσωρινά, καθώς για πρώτη φορά ένιωθα να ξυπνά μέσα μου πραγματικά ο πόθος. Τον ήθελα τόσο πολύ που πονούσα, μου έλειπε τόσο πολύ που ένιωθα τη ζωή μου λειψή. Αν με φιλούσε

41

Page 42: Ti lene xara

εκείνη τη στιγμή η Νάντια θα της παραδιδόμουνα, θα έκανα έρωτα μαζί της καθώς θα φανταζόμουν τη δική του αγκαλιά. Όσο πιο πολύ το σκέφτομαι τόσο πιο πολύ το πιστεύω ότι δεν είναι ο έρωτας που μας αλλάζει τα φώτα, αλλά εμείς που αλλάζουμε τα φώτα εκείνου.

Έμαθα το μάθημά μου από το περσινό καλοκαίρι και στη δουλειά είμαι σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή, ένα ρομπότ. Κάνω τα θελήματα των αμέτρητων αφεντικών μου ένα-ένα, χαρίζω ψεύτικα φιλικά χαμόγελα, αποκτάω τους τρόπους που μεγαλωμένη μέσα σ’ ένα σπίτι όπου ξεχείλιζε το μίσος, ποτέ δεν είχα. Ο Γιάννης με παρατηρεί διακριτικά και ανησυχεί, το βλέπω. Ίσως να καταλαβαίνει τι συμβαίνει μέσα μου, να βλέπει τι είν’ αυτό που με τρώει. Ίσως και όχι. Δεν έχει σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι οι φόβοι μου παρέμειναν φόβοι. Δε φάγαμε έξωση και μάλιστα σιγά-σιγά αρχίσαμε να γινόμαστε φίλες με την Αντωνία, να αποδεχόμαστε η μια την άλλη – και την άλλη, αν βάλουμε και τη Νάντια στην εξίσωση. Η ζωή λόγω των συνεχών επαναλήψεων πάει να γίνει μονότονη. Κάθε μέρα βλέπω τους ίδιους ανθρώπους, κάνω τις ίδιες κινήσεις, τα πράγματα δε μοιάζουν να αλλάζουν ποτέ. Έφτασα να παρακαλώ μέσα μου να συμβεί κάτι, έστω τραγικό, για ν’ αποκτήσουν ενδιαφέρον οι μέρες μου, αλλά τίποτα δε γίνεται. Στο μεταξύ από τους υπόλοιπους της παρέας άρχισα ν’ απομακρύνομαι. Όσο πιο μακριά τόσο καλύτερα για μένα, σκέφτομαι, αφού δε θα τον βλέπω. Κι αν δεν τον βλέπω κάποτε θα τον ξεπεράσω. Μαθαίνω τα νέα του ωστόσο, τα νέα όλων, από τη Νάντια, που καθώς δεν έχει ανάγκη τη δουλειά ξοδεύει το χρόνο της τριγυρνώντας από δω κι από κει, αλητάκι με τα λεφτά των γονιών της. Καλά πάει ο Αλέξης, μου λέει. Άρχισε κιόλας να παίζει μουσική τα σαββατόβραδα σ’ ένα μπαράκι. Μοιάζει ήρεμος, κατασταλαγμένος, αλλά πιο σιωπηλός από πριν. Μιλά λίγο, εκφράζεται ακόμη λιγότερο. Γιατί αυτό; αναρωτιέμαι κι αρχίζω να φτιάχνω σενάρια στη φαντασία μου. Δε θα είναι ευτυχισμένος, σίγουρα δε θα είναι. Μονάχα μαζί μου θα μπορούσε να ήταν, αν δεν τον έκανα δυστυχισμένο δηλαδή. Είναι αφόρητη η ζέστη του Ιούλη, μοιάζει να σιγοψήνει τις σκέψεις μου. Θα είναι μακρύ αυτό το καλοκαίρι μου φαίνεται. Άρχισε όμορφα, συνεχίζει πληκτικά, πώς θα τελειώσει άραγε; Πάντα ανυπομονούσα για το τέλος μιας εποχής και την αρχή της επόμενης. Ήθελα να πιστεύω πώς αυτή που έφευγε θα έπαιρνε μαζί της τον πόνο, αυτή που έρχονταν θα έφερνε τη χαρά. Στην ουσία όμως τίποτα δεν άλλαζε. Στο πέρασμα του χρόνου αποκτούσα μοναχά περισσότερη γνώση, εμπειρίες, λίγα χαμόγελα και νέες πληγές. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα περισσότερους φίλους. Και ποτέ δεν ένιωσα τόσο μόνη όσο αυτή τη στιγμή, που κάθομαι κάτω από τον Μανώλη στην πλατεία και γράφω αυτές τις γραμμές.

Και μετά ήρθε η μάνα μου. Δεν ήρθε ακριβώς αλλά να, μου τηλεφώνησε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε αυτό, αλλά η πιο σημαντική, αφού ζήτησε να με συναντήσει. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε, της απάντησα προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή που μου προκάλεσε η πρότασή της. Με παρακάλεσε. Πρέπει να μιλήσουμε, μου είπε, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Το ήξερα ότι έπρεπε να μιλήσουμε, πώς κάποτε θα το κάναμε, αλλά δεν ένιωθα έτοιμη ακόμη. Σα να μην πέρασαν δυο χρόνια από τότε που τα σπάσαμε, σα να μην πέρασε μια μέρα. Στο τέλος όμως με έπεισε. Κλείσαμε ραντεβού σε ουδέτερο έδαφος, σε μια καφετέρια της Μακαρίου, που εκείνο το πρωινό Σαββάτου δεν είχε προλάβει ακόμη να γεμίσει

42

Page 43: Ti lene xara

με αργόσχολους. Πρώτη φορά πήγαινα εκεί και θα ήταν και η τελευταία. Έφτασα δέκα λεπτά πριν την προκαθορισμένη ώρα και τη βρήκα να με περιμένει. Καθόταν σε μια απομακρυσμένη γωνία, φορούσε γυαλιά του ήλιου και είχε ήδη πιει ένα καφέ. Μάλλον θα ήταν εκεί από ώρα. Την πλησίασα, κάθισα απέναντί της, ήρθε το γκαρσόνι και παράγγειλα το φραπέ μου, δεν της μίλησα. Πέρασαν λίγες στιγμές μ’ αυτό τον τρόπο: μ’ εκείνη να με παρατηρεί και εμένα να κοιτάω τις αντανακλάσεις του μαύρου που έκρυβαν τα μάτια της. Έφτασε το φραπέ. Άρχισα να παίζω με το καλαμάκι περιμένοντάς την να κάνει την αρχή. Έβγαλε τα γυαλιά. Βλέμμα ραγισμένο, βαθιοί κύκλοι γύρω από τα μάτια και τώρα που το πρόσεχα νέες ρυτίδες στο πρόσωπο. Έμοιαζε πρόωρα γερασμένη. Άνοιξε το στόμα της για να πει κάτι, αλλά μετάνιωσε. Κι εγώ περίμενα. Ήταν σα να παίζαμε σκάκι, καθώς κάναμε τις κινήσεις μας προσεκτικά, παρατηρώντας η μια την άλλη, προσπαθώντας να μη δώσουμε πλεονέκτημα στον αντίπαλο. Στον αντίπαλο; Μα ήδη είχα νικήσει. Το έβλεπα. Δεν ξέρω τι περίμενε να δει όταν θα με συναντούσε, αλλά προφανώς δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό που έβλεπε. Ίσως περίμενε να δει μια ύπαρξη τσακισμένη, παραδομένη στους δαίμονες και τα πάθη της νεανικής ηλικίας, αλλά αυτό που αντίκρισε ήταν μια νέα αποφασισμένη γυναίκα, με παιδική ωστόσο όψη. «Θέλω να με συγχωρέσεις», είπε τελικά και λίγο έλειψε να μου φύγει το ποτήρι απ’ το χέρι. Δεν το περίμενα. «Να σε συγχωρέσω;» «Για όσα σου έκανα. Για όσα σου έκανε κι εκείνος. Εγώ φταίω για όλα, που δε σε προστάτεψα. Τώρα το βλέπω, αν και είναι πολύ αργά. Συγγνώμη…» Έσπασε η φωνή της, την έπνιξαν αθόρυβοι λυγμοί και άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Τι να πω. Πώς να την παρηγορήσω! Όσο κι αν την κατηγορούσα για όλ’ αυτά που πέρασα, η αλήθεια είναι πως την αγαπούσα. Είν’ η μάνα μου. Πώς θα μπορούσα να κάνω αλλιώς; Ήθελα να μιλήσω, να ελαφρύνω κάπως την κατάσταση, αλλά δεν έβρισκα τις λέξεις. Τα λόγια μου κρύβονταν πίσω από δύο χρόνων σιωπές. Παρέμεινα λοιπόν σχεδόν ακίνητη να την κοιτώ και ν’ αδυνατώ να αντιδράσω. Τα δάκρυα σιγά-σιγά στέρεψαν κι οι ανάσες επανήλθαν στους κανονικούς τους ρυθμούς, ωστόσο πέρασε λίγη ώρα μέχρι να μπορέσει να μιλήσει ξανά. «Σε αδίκησα πολύ», μου είπε, «σε έδιωξα απ’ τη ζωή μου, ή μάλλον σε άφησα να φύγεις, επειδή τόσο μου έκοβε. Και τώρα μετανιώνω. Το ξέρω ότι σου ζητάω πολλά, αλλά αν το έχεις μέσα σου, σε παρακαλώ από καρδιάς να με συγχωρέσεις. Σου κατέστρεψα τη ζωή…» «Δε μου κατέστρεψες τη ζωή, μου την έφτιαξες», της είπα αποφασιστικά. «Εκείνη τη νύχτα που έφυγα από το σπίτι άρχισα να ζω. Τώρα είμαι ελεύθερη. Στέκομαι στα δικά μου πόδια. Σπουδάζω αυτό που θέλω, δουλεύω, προσπαθώ να φτιάξω κάτι καλό για μένα. Όχι, δε με κατάστρεψες!» Το βλέμμα της φώτισε μια λάμψη. Τι ένιωθε; Ανακούφιση; Περηφάνια; Τι; Θα μου ζητούσε αυτό που περίμενα, να επιστρέψω στο σπίτι και να κάνουμε μια νέα αρχή; Το έκανε. Της είπα όχι. Δεν το μπορούσα, τουλάχιστον όχι ακόμη. Προτιμούσα να συνεχίσω να ζω τη δική μου ιδιόμορφη προσφυγιά, παρά να γυρίσω κάπου όπου δε γνώρισα τίποτ’ άλλο πέρα από πόνο κι απόγνωση. «Σε καταλαβαίνω. Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Αλλά αν προσπαθούσες…» «Δεν μπορώ μάνα». «Με μισείς λοιπόν;»

43

Page 44: Ti lene xara

«Δε σε μισώ. Τότε που ζούσα εκεί σε μισούσα, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Όταν έφυγα άρχισα να σε λυπάμαι. Τώρα… Τώρα δεν ξέρω τι ακριβώς νιώθω, αλλά δε σε μισώ. Ας πούμε ότι το γυαλί ράγισε, αλλά δεν έσπασε. Είσαι ακόμη η μάνα μου…» Αχ ρε Γιάννη, σκεφτόμουνα εκείνη την ώρα. Αχ ρε Γιάννη. Εκείνος με έπεισε να της μιλήσω έτσι, μου έβαλε στο μυαλό και στα χείλη τις λέξεις που σίγουρα θα έψαχνα όταν τη συναντούσα. Με έπεισε ότι ήταν ανάγκη να φτιάξουμε όπως-όπως τις σχέσεις μας προτού να είναι αργά. Η δική του μάνα πέθανε νωρίς, σ’ ένα δυστύχημα, δεν πρόλαβε να τη χαρεί όσο ήθελε, να τη γνωρίσει όπως της έπρεπε. Μην κάνεις το ίδιο λάθος, μου είπε. Και δεν το έκανα. Έτσι κι αλλιώς δεν ήθελα να παραμείνουμε τσακωμένες, να μη μιλάμε, να μη συναντιόμαστε. Εκείνο που ήθελα ήταν να συνεχίσω να ακολουθώ την πορεία που χάραξα, όπου κι αν μ΄έβγαζε αυτή. «Τι μου λες λοιπόν;» «Δεν μπορώ να κάνω αυτό που μου ζητάς, αλλά μπορώ να κάνω άλλα πράγματα. Να αρχίσω να σε παίρνω κι εγώ τηλέφωνο, να έρχομαι πού και πού απ’ το σπίτι. Αυτά. Συγγνώμη…» Έκοψε την πρότασή μου στη μέση. «Όχι! Μην απολογείσαι για τίποτα. Κι αυτά τα λίγα είναι αρκετά. Το μόνο που θέλω είναι να σε γνωρίσω ξανά, καλά αυτή τη φορά. Θέλω να νιώσω και πάλι μάνα σου, έστω κι από απόσταση. Τώρα δεν ξέρω που ζεις και κάτω από ποιες περιστάσεις, αλλά μου φαίνεσαι καλά. Δεν είσαι τόσο λυπημένη όσο παλιά και μοιάζεις πιο δυνατή. Μακάρι… Μακάρι να ήμουνα σαν και σένα. Να είχα την τόλμη σου…» Την τόλμη μου! Δεν ήμουνα θαρραλέα, τρομαγμένη ήμουνα, μέσα στο φόβο της κάθε μέρας ζούσα, αλλά δεν της το είπα. Μου άρεσε η εικόνα που έφτιαξε για μένα στο μυαλό της, κι ας μην ανταποκρινόταν και πολύ στην πραγματικότητα. Θέλησα να την αφήσω να χαρεί τις ψευδαισθήσεις της. Εκτός, σκέφτηκα… Εκτός κι αν βλέπει σε μένα κάτι που δεν μπορώ εγώ να δω. Ξοδέψαμε την επόμενη ώρα ανταλλάζοντας νέα. Της είπα μόνο για τη δουλειά και τη σχολή, λέξη για την υπόλοιπη ζωή και τους φίλους μου. Μου είπε τα δικά της. Πηγαίνει πιο συχνά στο χωριό κι επισκέπτεται τον παππού, ψάχνει δουλειά αν και δεν την έχει ανάγκη, άρχισε σιγά-σιγά να έρχεται κοντά με κάποιες φίλες της από το παρελθόν με τις οποίες είχε αποξενωθεί. Λίγο προτού φύγουμε έβγαλε από τη τσάντα της λεφτά για να μου δώσει. Δεν τα πήρα. Δεν τα έχω ανάγκη, της είπα -ψέματα ήτανε- αν χρειαστώ θα στο πω. Αποχαιρετιστήκαμε με μια αμήχανη αγκαλιά, που θύμιζε θάλασσα κι αλμύρα. Εγώ η θάλασσα που με τα κύματα έγλυφε τη γη, εκείνη η αλμύρα που με τα δάκρυα την πότιζε. Καθώς απομακρυνόμουνα ένιωθα ανάλαφρη, σα να βρέθηκα στο μάτι του κυκλώνα, αλλά αυτό δε μ’ άγγιξε.

«Μόνο εσένα σκέφτεται…» «Τι λες τώρα;» «Αυτό ακριβώς που σου λέω. Μόνο εσένα σκέφτεται. Είμαστε τόσες μέρες μαζί, πηγαίνουμε παντού, κάνουμε τα πάντα, αλλά ποτέ δεν είναι εκεί. Νομίζει πως δεν το καταλαβαίνω, ο βλάκας. Το καταλαβαίνω. Από την πρώτη στιγμή το καταλάβαινα κι έκλεινα τα μάτια, αφού πίστευα ότι κάποτε θα σε ξεχνούσε, αλλά δεν το έκανε. Και τώρα…» Τι θα μου πει τώρα; Ότι χώρισαν; Και πιστεύει ότι θα μου έδινε χαρά αυτό; Αφού της είπα ότι προτιμούσα να τον βλέπω ευτυχισμένο μαζί της, παρά δυστυχισμένο μαζί μου. Περιμένω να πει ό,τι έχει να πει, προτού να μιλήσω. Δε θέλω να τη φέρω σε δύσκολη θέση με τις ερωτήσεις μου. «Και τώρα…», λέει ξανά και σιωπά. «Θέλω να τον χωρίσω, αλλά δεν το μπορώ. Τον έχω ανάγκη. Φτάνει να

44

Page 45: Ti lene xara

μ’ αγγίξει κι όλα περνούν, νιώθω ευτυχισμένη, αλλά… Αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Για πόσο καιρό ακόμη θα είμαι στη σκιά σου;» Γιατί; θέλω να τη ρωτήσω. Γιατί μου τα λες όλ’ αυτά τώρα; Ήρθες να ζητήσεις τη συμβουλή μου; Θες να σου πω πώς να παραμείνεις μαζί με τον άνθρωπο που αγαπώ; Τίποτα δεν της λέω, αφού την καταλαβαίνω απόλυτα. Ήμουνα εκεί που είναι τώρα. Υπήρξα παγιδευμένη, όπως κι αυτή. Τη λυπάμαι, μα δεν έχω λόγια. Τι να της πω; Μιλάει και πάλι εκείνη. «Μακάρι να με αγαπούσε έστω το μισό που αγαπάει εσένα!» Τώρα πρέπει να γελάσω ή να κλάψω; Ή και τα δύο μαζί; Δεν αντέχω. «Γιατί μου τα λες όλ’ αυτά, Σόνια; Γιατί δε μίλησες σε κάποιον άλλο; Πώς θα μπορούσα ποτέ να σε βοηθήσω εγώ;» «Μα δε ζητώ τη βοήθειά σου, απλά να τα πω σε κάποιον ήθελα, και πίστευα ότι εσύ, που τον ξέρεις καλύτερα απ’ όλους θα ήσουνα το κατάλληλο άτομο. Κουφό, ε; Μα σε ποιον να μιλούσα; Σε κάποιον απ’ αυτούς τους αναίσθητους ρομαντικούς της παρέας; Ποιος με χέζει εμένα;» Είναι τόσο σκληρή με τον εαυτό της, απάνθρωπη. Πώς τα φέρνει έτσι ο έρωτας. Πώς σβήνει τα χαμόγελα και μαυρίζει τις ψυχές! Την αγκαλιάζω. Δεν μπορώ να κάνω άλλο τίποτα. Τη νιώθω να συσπάται, ακούω τις κοφτές της ανάσες, τις νιώθω να μου καίνε το στήθος. Της χαϊδεύω τα μαλλιά. Θέλω να της πω ότι θα περάσει η μπόρα, πως όλα θα πάνε καλά, αλλά δεν μπορώ. Τα ψέματα δεν προσφέρουν λύτρωση, ούτε καν μια προσωρινή ανακούφιση, λόγια του αέρα είναι. Την αφήνω να ξεσπάσει, σκουπίζω τα δάκρυά της μ’ ένα χαρτομάντιλο, τη φιλώ στο μάγουλο και φεύγω. Έχει μαζευτεί πολύς κόσμος στο Καφενείο, περισσότερος απ’ ό,τι αντέχω. Αντιχαιρετώ κάποιους γνωστούς, αρνούμαι να καθίσω μαζί τους, παίρνω τους δρόμους. Σιγά-σιγά νιώθω να σχηματίζεται στο πρόσωπό μου ένα μικρό χαμόγελο, αλλά είμαι λυπημένη, για κείνην. Αλλά είμαι φοβισμένη, για μένα. Φοβισμένη και πάλι.

Χώρισαν, λίγες μέρες μετά. Ήταν αναπόφευκτο. Εκείνος της το ζήτησε. Δε θέλω να σε κοροϊδεύω, της είπε. Ποτέ δε με κορόιδεψες, του απάντησε. Εγώ κορόιδευα τον εαυτό μου. Τώρα ανυπομονώ να τον δω, αλλά δεν τον βλέπω, τον αποφεύγω. Φοβάμαι τον εαυτό μου, την τρέλα μου. Είμαι σίγουρη πως αν τον δω δε θα αντέξω. Ή θα τρέξω κοντά του και θα του ζητήσω να γυρίσει και πάλι σε μένα, ή απλά θα τρέξω μακριά του, δίχως να ρίξω μια ματιά πίσω μου. «Το σεξ είναι η λύση», μου λέει η Μαρίνα. «Το σεξ και το χασίσι». Γελάμε. Τρελή στιχοπλόκος. Ωστόσο έχει δίκιο, το σεξ είναι η λύση, μόνο αυτό θα μπορούσε να με απελευθερώσει. «Στα λόγια…» «Και στην πράξη. Δεν είναι ανάγκη να κάνεις έρωτα με τον Αλέξη. Διάλεξε κάποιον άλλο, σαν αντικείμενο, χρησιμοποίησέ τον και μετά πέτα τον». «Δεν είμαι σαν και σένα». «Σαν και μένα ακριβώς είσαι, απλά δεν το ξέρεις ακόμη. Τι θες; Να συνεχίσεις μια ζωή έτσι, να τυραννάς δίχως λόγο τον εαυτό σου, ή να κάνεις μια φορά κάτι που θεωρείς αδιανόητο, και μετά να πας σ’ εκείνον. Τα πράγματα είναι απλά. Εσύ τα κάνεις πολύπλοκα μες στο μυαλό σου». «Έχεις κάποιον να μου προτείνεις;» Προσπάθησα ν’ ακουστεί ειρωνικά αυτό, μα δε μου βγήκε. Το υποσυνείδητό μου μού χάραξε το δρόμο. Ακούστηκα σα να εννοούσα τα λόγια που μόλις ξεστόμισα.

45

Page 46: Ti lene xara

«Από άντρες, άλλο τίποτα. Φτάνει να το πάρεις απόφαση. Και μην ανησυχείς. Δε θα ασχοληθούνε ποτέ ξανά μαζί σου. Στη νέα δουλειά γνώρισα δυο τύπους που είναι ό,τι πρέπει…» Στη νέα δουλειά. Την περασμένη βδομάδα πήγε εκεί. Από τα σκισμένα τζιν και τα μαύρα φανελάκια το γύρισε στη στολή, αλλά η τρέλα παρέμεινε τρέλα, αφού τώρα δούλευε σε μια γνωστή μπυραρία, κι έβγαζε πολλά λεφτά. «Και δε θα μιλήσουν;» «Δε θα πουν λέξη. Δε μ’ εμπιστεύεσαι;» «Γιατί εσύ σε εμπιστεύεσαι;» τη ρώτησα χαμογελώντας. «Καθόλου», μ’ απάντησε. «Καλά», της είπα και έσκυψα το κεφάλι. Καλά; Κοκκίνισα όταν το είπα αυτό; Μάλλον ναι. «Εσύ και οι ντροπές σου. Άκου με και μένα: ένα καλό γαμήσι θα σου ανοίξει τα μάτια. Και μετά δε θα φοβάσαι τίποτα. Απλά σκέψου ότι αυτός που θα σε… εξυπηρετήσει είναι η προσωπική σου πόρνη και όλα θα πάνε καλά». Δε μίλησα. Ήξερα ότι έπρεπε να κάνω επιτέλους αυτό το πρώτο βήμα, έστω και με το λάθος άτομο. Ίσως, απελευθερωμένη μετά να έσμιγα με τον Αλέξη, όπως πάντα ονειρευόμουνα, ίσως να τον φιλούσα όπως φίλησα τη Νάντια εκείνο το δειλινό στις Πλάτρες, ίσως να άρχιζα επιτέλους να απολαμβάνω τη σωματική επαφή μαζί του. Δίκιο είχε η Μαρίνα. Ίσως ο τρόπος που μου πρότεινε να μην ήταν ο ιδανικός, αλλά ως είχαν τα πράγματα ήταν ο μοναδικός. Θα πήγαινα στη δουλειά της λίγο προτού σχολάσει. Θα καθόμουνα και θα έπινα κάτι, και κάτι ακόμη. Για λίγες ώρες θα ξεχνούσα και θα ξεχνιόμουνα, θα γινόμουνα κάποια άλλη, προτού γίνω επιτέλους εγώ!

Πήγα, τον βρήκα να κάθεται κάτω από τον Μανώλη και να γρατσουνάει την κιθάρα του μαζί με τους άλλους, του είπα, Σε θέλω, κι έφυγα. Και μ’ ακολούθησε. Στο σπίτι του Γιάννη. Εκείνος δεν ήταν εκεί. Τον οδήγησα στο δωμάτιο που τις περισσότερες νύχτες μοιραζόμασταν με τη Νάντια, τον αγκάλιασα σφικτά, και τον φίλησα στα χείλη όπως δεν τον φίλησα ποτέ. Λες και τα μάγια είχαν ξαφνικά λυθεί. Κι ύστερα τον τράβηξα μαζί μου στο κρεβάτι και τα ερωτικά παιχνίδια άρχισαν. Δίχως δισταγμούς, χωρίς ντροπές, δίχως αμφιβολίες. Με τα δάχτυλα αρχικά και ύστερα με το κορμί ολόκληρο άρχισα να εξερευνώ το δικό του, να το χαϊδεύω, να το φιλώ, να το αναστατώνω. Χωρίς λόγια. Εκείνος στην αρχή έμοιαζε να τα έχει χαμένα, αλλά σύντομα ξεπέρασε τις όποιες αναστολές, ένιωσε μάλλον την ερωτική μου αύρα, κι αφέθηκε. Και παρασύρθηκε. Ο έρωτάς του δε θύμιζε σε τίποτα τον απρόσωπο της προηγούμενης νύχτας. Ήταν παθιασμένος και τρυφερός, διστακτικός και ορμητικός, γεμάτος αγάπη και φροντίδα. Μαζί του ένιωθα πόσο πολύ ανήκα, πόσο πολύ του ανήκα. Ήταν όπως θα έπρεπε να είναι η πρώτη φορά. Ήταν όπως θα ήθελα να είναι. Το κορμί του, ο έρωτας που ανάβλυζαν τα χάδια του, άρχισαν σιγά-σιγά να σβήνουν τα σημάδια του χρόνου, τις παλιές αμυχές, να ανασταίνουν το σώμα μου σε νέες όμορφες πραγματικότητες. Σ’ ευχαριστώ Μαρίνα, ψιθύριζα από μέσα μου μετά, και τα δάκρυα ξεχείλιζαν σαν ευγνωμοσύνη από τα μάτια. Σ’ ευχαριστώ. Ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι για ώρα. Γυμνοί κι οι δύο. Εκείνος να κοιτάει εμένα, κι εγώ τον κόρφο του, κρυμμένη καθώς ήμουν στην αγκαλιά του. Είδε τα δάκρυά μου, αλλά δεν είπε τίποτα, μάλλον θα σκέφτηκε ότι ήταν δάκρυα χαράς. Δεν ήταν. Δάκρυα ντροπής ήταν και θλίψης. Ένιωθα ότι πούλησα την ψυχή μου διάβολο για ν’

46

Page 47: Ti lene xara

αποκτήσω αυτό που ποθούσα. Και το ήξερα ότι θα πλήρωνα γι’ αυτό για ολόκληρή μου τη ζωή. Από μέσα μου θα πλήρωνα, εκεί που πονάει πιο πολύ. Τουλάχιστον ξεπέρασα τους φόβους μου. Δε θα τον έχανα. Μέχρι την ώρα που ντυθήκαμε ξανά, δε μιλήσαμε. Ήταν σα να μην είχαμε τίποτα να πούμε. Τα κορμιά μας κι οι σιωπές τα είπαν όλα. Έπρεπε όμως να φύγει. Τον οδήγησα στην πόρτα, βγήκα μαζί του έξω στο πλακόστρωτο, τον αγκάλιασα και, Θα σε περιμένω, του ψιθύρισα. Θα τον περίμενα να ’ρθει και πάλι κοντά μου, μόλις τελείωνε μ’ αυτό που είχε να κάνει. Θα τον περίμενα.

«Επιτέλους φώτισε το πρόσωπό σου!» Καθόμαστε στην αυλή, αργά τη νύχτα, με τον Γιάννη και τη Νάντια και μιλάμε, αν και δεν πολυακούω, αφού ακόμη είμαι αλλού, σ’ όλ’ αυτά που συνέβησαν το προηγούμενο βράδυ κι αυτό το απόγευμα. Είμαι φευγάτη, κι αυτοί το καταλαβαίνουν και με πειράζουν. Εξάλλου αντιλήφθηκαν από την αρχή ότι κάτι είχε αλλάξει. Η Νάντια με τη διαίσθησή της, ο Γιάννης με την εμπειρία και τη μύτη του. Ναι, με τη μύτη του. Αν είναι ποτέ δυνατόν! Μόλις επέστρεψε στο σπίτι, πολύ μετά που ο Αλέξης είχε φύγει, μου είπε: μυρίζει σεξ εδώ μέσα! Κι εγώ άρχισα να γελάω, ασταμάτητα. Και μ’ ακολούθησε. Του τα είπα όλα, δεν είχα τίποτα να κρύψω, τον παρακάλεσα μόνο να μην πει σε κανένα άλλο πως ξεπέρασα τους φόβους μου, αφού δεν ήθελα να το μάθει εκείνος. Δε χρειαζότανε να του επιστήσω την προσοχή, μου είπε, ήξερε πότε και για τι να μιλήσει, και ποτέ και για τι να σιωπήσει. Δεν προλάβαμε καλά-καλά ν’ αποσώσουμε την κουβέντα μας όταν κατέφθασε η Νάντια. Με είδε, αντίκρισε τη χαρά στο πρόσωπό μου και, Είστε και πάλι μαζί με τον Αλέξη, ανακοίνωσε την ετυμηγορία της. Την αγκάλιασα. Ρώτησα τον Γιάννη αν θα μπορούσε να μείνει εκεί απόψε μαζί μου εκείνος, αλλά μου είπε όχι. Είχε άλλα σχέδια για τη νύχτα, κάτι ξεχωριστό για την Αντωνία, και έπρεπε να του αδειάσουμε τη γωνία. Απογοητεύτηκα, αλλά δε στεναχωρήθηκα, δάγκωσα μοναχά λίγο τα χείλη μου και εξακολούθησα να κοιτάω το κενό, μέχρι που άρχισε να πέφτει το σούρουπο. «Έιιι». Η φωνή της Νάντιας με έβγαλε απ’ τις σκέψεις μου. Κι άνοιξα τα μάτια στον κόσμο. Με κοιτούσαν και οι δυο τρυφερά ειρωνικά. «Είσαι στον κόσμο σου», συνέχισε εκείνη. Δεν ήθελα και παπά, ή παπαδιά, για να μου το πει αυτό. Γέλασα. Τι άλλο να έκανα; «Σε λίγο πρέπει να φύγετε», είπε ο Γιάννης. «Πρέπει να ετοιμάσω το σκηνικό. Δε σας θέλω πίσω πριν από αύριο το απόγευμα». Και πού θα πηγαίναμε; Πού θα περνούσαμε τόσες ώρες; Πώς θα ξοδεύαμε το βράδυ; Η Μαρίνα δούλευε μέχρι αργά και σίγουρα ύστερα θα ήταν με τους γκόμενους, οπότε αποκλείεται ν’ αράζαμε στο σπίτι της, ενώ ούτε εγώ, αλλά ούτε κι η Νάντια θέλαμε να πάμε στην κατάληψη, για ν’ αποφύγουμε κυρίως τα οδυνηρά συναπαντήματα. Ευτυχώς υπήρχε λύση. «Πάμε στο σπίτι μου», είπε εκείνη. «Οι δικοί μου λείπουν, έτσι μπορούμε να το έχουμε για ολόκληρο το σαββατοκύριακο για πάρτη μας. Και, αφού ξέρω πώς νιώθεις, μπορείς να πεις και στον Αλέξη να έρθει εκεί. Θα προσπαθήσω να μην είμαι μες στα πόδια σας. Τουλάχιστον όχι πολύ». «Ανάμεσα στα πόδια τους ήθελες να πεις», πετάχτηκε στη μέση ο Γιάννης, που προφανώς είχε κέφια, και πλακώσαμε και πάλι τα γέλια.

47

Page 48: Ti lene xara

Το σκηνικό του απογεύματος επαναλήφθηκε και το βράδυ. Αφήσαμε τη Νάντια να πάει για ύπνο και ύστερα αποσυρθήκαμε με τη σειρά μας στο δωμάτιο που μας παραχώρησε. Κάναμε έρωτα σιωπηλά και ύστερα μιλήσαμε. Όχι και πολύ. Εξάλλου δεν είχαμε και τόσα να πούμε. Του είπα εκείνο που ήδη γνώριζε: ότι δηλαδή κατάφερα και ξεπέρασα τους φόβους μου και τώρα πια δε θα άφηνα κανένα να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μας. Μου είπε ότι ήξερε πώς κάποια μέρα θα τα κατάφερνα, απλά δε γνώριζε το πότε. Και ήταν τόσο περήφανος για μένα. Τόσο περήφανος που για λίγο ένιωσα άβολα, που σκέφτηκα ότι είμαι κάλπικη, ένα προϊόν κατασκευασμένο στα εργοστάσια του ψεύδους. Αλλά εκείνος δε με άφησε να ρίξω και πάλι τον εαυτό μου. Με αγκάλιασε, άρχισε να με χαϊδεύει και πάλι, να φωτίζει τις χάρες του επιτέλους λατρεμένου κορμιού. Το παραλίγο Αχ της θλίψης, έγινε Αχ της ηδονής, καθώς ένιωθα πλέον να πλέω μέσα σε πέλαγα ανέφελης ευτυχίας.

Τη βρήκανε νεκρή, στις πέντε το πρωί, μέσα στο αυτοκίνητό της. Υπερβολική δόση ναρκωτικών, είπανε. Την κάθε ευτυχισμένη στιγμή ακολουθεί μια δυστυχισμένη λοιπόν; Είναι θέμα ισορροπίας; Μα τι ανισόρροπη ισορροπία είν’ αυτή! Έζησε γρήγορα κι έφυγε νέα, όπως θα το ήθελε, αλλά υπερβολικά νέα, προτού προλάβει να κάνει τα μισά απ’ όσα ποθούσε. Αχ ρε Μαρίνα! Γιατί μας το έκανες αυτό; Γιατί έφυγες προτού προλάβω να σ’ ευχαριστήσω όσο σου έπρεπε; Ή μήπως ξόφλησες το χρέος σου στη ζωή βοηθώντας με; Θέλω να μείνω μόνη σήμερα και να τη θρηνήσω όπως εγώ νομίζω, αλλά οι άλλοι δε με αφήνουν. Προσπαθώ να νευριάσω μαζί τους που μου επιβάλλουν την παρουσία τους, αλλά δεν το μπορώ. Ίσως τελικά να τους χρειάζομαι μαζί μου, κι ας μην το ξέρω. Καθόμαστε χάμω και στα παγκάκια στην Πλατεία, περπατάμε εδώ κι εκεί σκεφτικοί, μιλάμε ψιθυριστά. Και τώρα τι κάνουμε; μοιάζει να ρωτά ο ένας τον άλλο δίχως να βγάζει φωνή, χωρίς να κουνά τα χείλη. Και τώρα τι κάνουμε; Ο Γιάννης μοναχά μοιάζει να έχει υπό έλεγχο τον εαυτό του. Κάποιοι μοιάζουν θυμωμένοι -τη σκότωσε το σύστημα, λένε- άλλοι απλά λυπημένοι, εγώ κι η Νάντια τα έχουμε χαμένα και μυξοκλαίμε, ο Αλέξης κάθε τόσο αφήνει ένα δάκρυ να κυλήσει στα μάγουλά του, ενώ η Αντωνία, απλά κάθεται δίπλα στον άντρα της -έτσι αποκαλεί τώρα τον Γιάννη- και σιωπά. Πού και πού το βλέμμα της διασταυρώνεται με το δικό μου. Μοιάζει να προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς νιώθω. Βαθιά λύπη, τι άλλο; Κι οργή βέβαια. Τόσο νέα. Έφυγε τόσο νέα! Τη νύχτα την περνάμε όλοι μαζί στο σπίτι του Γιάννη, που κάθε τόσο προσπαθεί και τα καταφέρνει ν’ αλαφρύνει την ατμόσφαιρα. Θυμάται κάποια απ’ τα πολλά κουφά της Μαρίνας, μας τα λέει και για λίγο γελάμε. Θυμόμαστε κι εμείς, κάποια άλλα. Όπως το ότι πολλές φορές πήγαινε με τα πόδια στη δουλειά κι έπειτα έψαχνε το αμάξι της για να γυρίσει στο σπίτι. Το πως έπεισε τη μάνα της να μοιραστούνε ένα γάρο. Πόσους ρεζίλεψε όταν προσπάθησαν να της την πουν. Για τη φορά που πήγαν όλοι κατασκήνωση κι εκείνη ξέχασε να πάρει μαζί τη σκηνή και τον υπνόσακό της, αλλά θυμήθηκε τα κρέατα και τις μπύρες, που κανείς δεν της ζήτησε να πάρει, αφού δεν είχαν που και πώς να ψήσουν τα πρώτα, ενώ δεν μπορούσαν παρά να πιουν ζεστές τις δεύτερες. Εκείνη τη φορά που τα έπιναν με τον Γιάννη και τον προκαλούσε να κάνουν έρωτα, προτού αποκοιμηθεί όπως καθόταν πάνω στο χαλί. Μαρίνα. Μοναδική Μαρίνα!

48

Page 49: Ti lene xara

Την επόμενη μέρα στην κηδεία ένιωθα σα να ζούσα το ίδιο έργο σ’ επανάληψη. Το ίδιο που έζησα και στην κηδεία του Μανώλη δηλαδή. Το μόνο που αυτό είχε περισσότερο ενδιαφέρον. Πήγε πολύς κόσμος, ή τουλάχιστον περισσότερος απ’ ό,τι περίμενα. Φίλοι και γνωστοί απ’ τις δουλειές της και το πανεπιστήμιο, εμείς, κι οι άλλοι – αυτοί με τους οποίους τραβιότανε τις τελευταίες μέρες. Αυτοί τη σκότωσαν σκεφτόμουνα, σίγουρα αυτοί. Τους παρατηρούσα έτσι όπως ήταν, με σκυμμένο το κεφάλι, σιωπηλοί και ήθελα να τους πλησιάσω, να τους κατηγορήσω, να τους βρίσω, αλλά δεν το έκανα. Ευτυχώς ήταν δίπλα μου ο Αλέξης και με συγκρατούσε απαλά, μ’ ένα χάδι στα μαλλιά, μ’ ένα άγγιγμα στο μπράτσο. Δεν αξίζει τον κόπο, έμοιαζε να μου λέει δίχως λόγια, κι αυτοί χαμένοι είναι, νεκροί, κι ας εξακολουθούν να αναπνέουν. Η εικόνα της μάνας της δε με ξένισε, ήταν ακριβώς όπως μου την περιέγραψε. Μια ήσυχη γυναίκα, ξεβαμμένη ξανθιά, που προσπαθούσε απεγνωσμένα να δείχνει νέα. Ο πατέρας της μάλλον δεν πήγε στην κηδεία, εκτός κι αν κρυβόταν κάπου. Σίγουρα θα φοβότανε τις γλώσσες του κόσμου, αφού η κόρη του δεν τόλμησε μοναχά να τον εκθέσει σα βιαστή, αλλά συνέχισε κιόλας να τον κατατρέχει, ως τη στερνή της ανάσα. Ίσως και να του χάρισε ανακούφιση ο θάνατός της. Ίσως. Δε μείναμε εκεί για τους καφέδες και τα ψωμιά, τα χαλλούμια και τις ζιβανίες της παρηγοριάς. Φύγαμε. Αγοράσαμε φαγητά από μια ψησταριά και καμπόσες μπύρες από ένα σουπερμάρκετ και πήγαμε στο σπίτι του Γιάννη και γιορτάσαμε τη μικρή ζωή της. Τρώγαμε, πίναμε, μιλούσαμε, σιγά-σιγά, αβίαστα, μέχρι που ήρθε να μας βρει λυτρωτικά το βράδυ. Είχα πιει πολύ, αλλά δεν ήμουνα μεθυσμένη όταν πήρα την απόφασή μου. Πάω να δω τη μάνα μου, τους είπα, και κίνησα για να φύγω. Κανείς δε ρώτησε τίποτα. Ο Αλέξης σηκώθηκε, με φίλησε και με συνόδευσε μέχρι την πόρτα. Θα έπαιρνα το λεωφορείο. Αν με άφηνε η Αντωνία δηλαδή. Αλλά δε με άφησε. Θα σε πάω εγώ, μου είπε με φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση, γράπωσε τα κλειδιά του Γιάννη από το τραπεζάκι και βγήκε μαζί μου στο δρόμο. Δε μιλήσαμε πολύ στη διάρκεια της διαδρομής. Μονάχα, Καλά κάνεις, μου είπε. Ήξερε κι αυτή πια τα γνωστά κομμάτια της ιστορίας μου. Ναι, καλά έκανα. Έπρεπε να συμφιλιωθώ με τη μάνα μου, να πάψω να της συμπεριφέρομαι σαν ξένη, να της τα πω όλα, κι ό,τι είναι να γίνει ας γίνει. Εξάλλου εκείνη είχε κάνει ήδη το πρώτο βήμα. Η Αντωνία με άφησε στην εξώπορτα του σπιτιού κι έφυγε. Είδα τη μάνα να ρίχνει μια ματιά από τη μισάνοιχτη κουρτίνα κι ύστερα να τρέχει για να μου ανοίξει. Σίγουρα θα της έφερε χαρά η παρουσία μου εκεί. Σίγουρα θα της προκάλεσε σοκ η εικόνα μου όταν με αντίκρισε. Δεν ξέρω πως ακριβώς ήμουνα, αλλά μπορώ να με φανταστώ: κλαμένη, άυπνη, ταλαιπωρημένη, ένα ερείπιο. Πέθανε μια φίλη μου, της είπα, προτού προλάβει να με ρωτήσει τίποτα. Δε μίλησε. Με αγκάλιασε και με οδήγησε μέσα στο σπίτι. Και χωρίς να με ρωτήσει μου έφτιαξε φραπέ. Κι ύστερα κάθισε απέναντί μου στον καναπέ αμίλητη. Κοιτούσε τους τοίχους, το σκοτάδι απέξω που ήταν πια βαθύ, άκουγε τις ανάσες μου που πάλευαν να γίνουν κανονικές. Έμαθες μάνα, σκεφτόμουνα, όπως την παρατηρούσα. Έπαθες κι έμαθες. Αν παιζόταν το ίδιο σκηνικό δυο χρόνια πριν όλα θα ήταν διαφορετικά. Θα αντιδρούσε υστερικά. Θα με έπρηζε με τις ερωτήσεις της. Θα μου έκανε τα νεύρα κουρέλια. Αλλά τώρα τίποτα. Κι αυτό το τίποτα ακριβώς ήτανε που χρειαζόμουνα. Αυτό το τίποτα, που γέμιζε το χώρο με την παρουσία του, που έλεγε ό,τι είχε να πει με τις σιωπές του. Είχαμε καιρό μπροστά μας, για να πούμε πολλά, για να μοιραστούμε ό,τι δε μοιραστήκαμε ποτέ. Αλλά αυτή η νύχτα, εκείνη η ώρα

49

Page 50: Ti lene xara

ανήκε αποκλειστικά και μόνο στα φαντάσματά μας. Και μ’ αυτά μόνο με τις μέσα μας φωνές θα μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε.

Την επομένη έφυγα πρωί-πρωί για τη δουλειά -με πήγε εκείνη- κι επέστρεψα το βράδυ, αφού συνάντησα για λίγο τον Αλέξη, ακριβώς όπως της είχα υποσχεθεί. Ήθελε να μιλήσουμε, ήθελα κι εγώ. Μού έφτιαξε ένα από τα αγαπημένα μου φαγητά -ρολό- καθίσαμε, φάγαμε, χορτάσαμε. Και μετά βγήκαμε στη βεράντα. Το πιο κοντινό σπίτι ήταν αρκετά μέτρα μακριά και ήμουνα σίγουρη ότι αν μιλούσαμε εκεί κανείς δε θα μας άκουγε. Κάτι από τη νύχτα που έφυγα θύμιζε το όλο σκηνικό. Εμείς, οι άσπρες πλαστικές καρέκλες, το τραπέζι μες στη μέση, η ησυχία, τ’ αστέρια και το φεγγάρι στον ουρανό. Πέρασε πολλή ώρα χωρίς να τολμά καμία από τις δύο να μιλήσει. Το θέμα μας έκαιγε. Έπρεπε να κάνουμε την καρδιά μας πέτρα και να προχωρήσουμε, δε γινόταν αλλιώς. Έκανα το πρώτο βήμα . με άτσαλο τρόπο, αλλά το έκανα. «Τον σκότωσα», της είπα, και σήκωσα τα μάτια για να δω την αντίδρασή της. Απολύτως καμία. Σα να μην άκουσε τι της είπα. Άπλωσα το χέρι, την άγγιξα στο μπράτσο. «Μάνα…». «Σε άκουσα. Αλλά το ήξερα. Από την πρώτη στιγμή. Κι ας μην ήθελα να το παραδεχτώ. Συγγνώμη…» «Εγώ τον σκότωσα μάνα, εγώ. Όχι εσύ…» «Συγγνώμη που δεν τον σκότωσα στη θέση σου, ήθελα να πω. Του άξιζε, του κερατά, του άξιζε. Όπως άξιζε και σε μένα. Τόσα χρόνια…». Την άκουσα να πνίγεται σχεδόν, να χάνει τις ανάσες της, να ξεροκαταπίνει. Και μετά να κοιτάει το κενό και να επανέρχεται. Τα μάτια της δεν έμοιαζαν να βλέπουν τίποτα. Σαν τυφλή ήταν. «Τόσα χρόνια και δεν έκανα τίποτα για να τον σταματήσω. Τον αγαπούσα και τον φοβόμουνα τόσο πολύ…» «Περασμένα ξεχασμένα, μάνα!» Αυτό το είπα αυθόρμητα, χωρίς να το καλοσκεφτώ, μάλλον για να εμποδίσω την αμηχανία που με πλημμύριζε να βγει στο φως. Κάπου ένιωθα δικαιωμένη, αλλά δεν ήθελα με τίποτα να τη βλέπω να αυτομαστιγώνεται. Αρκετά υπέφερε κι αυτή η κακομοίρα. Εκείνη την ώρα δεν ένιωθα ούτε οργή ούτε αγάπη για κείνη, απλά ένα συναίσθημα συνενοχής. «Όλα πια θα πάνε προς το καλύτερο, είμαι σίγουρη γι’ αυτό». «Θα πάνε, Χαρά μου; Μακάρι. Σου χρωστώ. Όχι, μη μιλάς ακόμη, άσε με να τελειώσω. Μια ζωή σου χρωστώ. Μια ζωή καινούρια. Ζήτα μου ό,τι θες και θα το έχεις. Φτάνει να είσαι ευτυχισμένη. Δε σου ζητώ να γυρίσεις στο σπίτι, δε σου ζητώ να με καταλάβεις, ένα κόκαλο σου ζητώ, μια ελπίδα ότι κάποτε τα πράγματα θα φτιάξουν μεταξύ μας. Ελπίζω να μην είναι πια πολύ αργά…» «Είναι και δεν είναι», τη διέκοψα. «Υπέφερα πολλά μάνα, πιο πολλά απ’ αυτά που ξέρεις. Κι όμως, κάθε μέρα που περνά με πείθει όλο και πιο πολύ ότι χωρίς αυτές τις πληγές δε θα γινόμουνα αυτή που είμαι σήμερα. Τον σκότωσα κι απέκτησα ζωή, έφυγα απ’ εδώ κι απέκτησα σπίτι, κι ας μην έχω στ’ αλήθεια που να μείνω. Σπίτι μου έγιναν οι φίλοι μου, ζωή μου κάποιος που βασάνισα πολύ με τους φόβους μου και που με δέχτηκε γι’ αυτό που είμαι. Το ξέρω ότι πάντα θα κουβαλώ μαζί μου το βάρος της αμαρτίας μου, αυτού που έκανα αλλά, για να σου πω την αλήθεια, ενοχές δε νιώθω, ποτέ δεν ένιωσα. Μόνο πού και πού λυπόμουνα για σένα που σε άφησα μόνη…».

50

Page 51: Ti lene xara

«Δε μου αξίζει η λύπη σου, τίποτα δεν μου αξίζει. Όπως δεν αξίζει και στις άλλες. Ξέρεις ποιες εννοώ; Βγήκαν τόσα πολλά στη φορά αυτές τις μέρες, που μόνο και μόνο που τα σκέφτομαι ανατριχιάζω. Τόσα θύματα. Ο πατέρας σου δεν ήταν μόνος στη διαστροφή του. Βιαστές, παιδεραστές, κακοποιοί μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Η αγία κυπριακή οικογένεια…» «Χα. Τώρα σαν τον Γιάννη ακούγεσαι – ο Γιάννης είναι ένας απ’ τους φίλους μου. Αυτός λέει ότι τόσα χρόνια κρύβαμε τα πράγματα κάτω από το χαλί, κι επειδή δεν τα έβλεπε κανείς κάναμε πως δεν υπάρχουν. Αλλά κάποιοι άρχισαν να σηκώνουν τα χαλιά, να κοιτάνε από κάτω και να βρίσκουν τις κρυμμένες αλήθειες και να τις βγάζουν στο φως. Η φίλη μου, αυτή που πέθανε, μέχρι και στο δικαστήριο οδήγησε τον πατέρα της. Κι εκεί τον αθώωσαν, επειδή μαρτύρησε υπέρ του η μάνα της. Ωστόσο, συνέχισε να τον βασανίζει, να παίρνει την εκδίκησή της ως την τελευταία στιγμή. Εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό, αλλά θαυμάζω το κουράγιο της. Στο τέλος όμως…». Ένιωσα τους λυγμούς να ανεβαίνουν στο λαιμό, η μορφή της πήρε σχήμα μέσα μου υγρή και αλμυρή και ξεχείλισε από τα μάτια. Η μάνα μου σηκώθηκε αθόρυβα απ’ την καρέκλα της, ήρθε και γονάτισε μπροστά μου και μ’ αγκάλιασε. Την αγκάλιασα κι εγώ. Ήθελα να νιώσω την ξεχασμένη, απ’ τα παιδικά χρόνια, ζεστασιά της. Δε μου πήρε και πολύ να συνέλθω. Εξάλλου την είχα κλάψει ήδη πολύ. Χωμένη ακόμη στην αγκαλιά της μάνας μου είπα ό,τι είχα να πω. «Στο τέλος όμως ηττήθηκε. Τη νίκησε ο ίδιος ο εαυτός της. Αυτός που κατασκεύασε για να ξεφύγει απ’ την πίκρα των εφηβικών της χρόνων…» «Αυτοκτόνησε;» άκουσα τη φωνή της να με ρωτάει απαλά. Δεν είμαι σίγουρη, αυτό ήθελα να της πω, αλλά κάτι άλλο βγήκε απ’ τα χείλη μου. «Αυτοκτονούσε κάθε νύχτα, ανασταινόταν κάθε πρωί. Όπως κι εγώ, μέχρι πρόσφατα…». Ένιωσα το κορμί της να σφίγγεται. Το κράτησα κι εγώ πιο σφικτά. Μάλλον την πλήγωσαν τα λόγια μου, μα δεν το ήθελα. Πρέπει να μάθω επιτέλους να κουμαντάρω τη γλώσσα μου, σκεφτόμουνα, προτού αρχίσει να με βάζει σε άλλους μεγάλους μπελάδες. Ήθελα να απολογηθώ, αλλά τα λόγια δεν έβρισκαν το δρόμο προς τα χείλη. Έτσι παραμείναμε για ώρα πολύ εκεί σιωπηλές, σα μια πονεμένη ανάσα, να πνιγόμαστε στους λυγμούς και τις σκέψεις, να σκεφτόμαστε το χθες και ν’ αναρωτιόμαστε για το αύριο. Κάποτε σηκώθηκε. Σκούπισε τα δάκρυα απ’ τα μάτια. Πήγε και κάθισε και πάλι στην καρέκλα της. Η νύχτα ήταν φωτεινή. Στα χωράφια χάραζε μονοπάτια ένα ολόγιομο σχεδόν φεγγάρι. «Και τώρα τι θες να κάνεις;» με ρώτησε. «Αυτό που κάνω ήδη. Να συνεχίσω τις σπουδές μου, να εξακολουθήσω να ψάχνω το δρόμο μου, να περνώ καλά με τους φίλους μου, να σου μιλώ και να σε ακούω…» Πάλι δάκρυσε, αλλά χωρίς λυγμούς και δράματα. «Πού ζεις τώρα;» «Στο σπίτι του Γιάννη, σ’ ένα παλιό κτήριο που κάναμε κατάληψη, κάθε τόσο στη φίλη μου τη Νάντια. Δε μένω κάπου σταθερά, αλλά δεν παραπονιέμαι. Και μην ανησυχείς, είμαι απόλυτα ασφαλής». «Θα μπορούσα να σου νοικιάσω διαμέρισμα». «Δεν είν’ ανάγκη μάνα, μια χαρά είμαι και τώρα. Τι να ξοδεύεσαι…» «Μα το δικαιούσαι. Δικά σου είναι τα λεφτά. Η γιαγιά σου τα άφησε όλα σε σένα, αφού δεν έχει άλλη εγγονή, κι ο παππούς σου είναι πολύ γέρος και δε χρειάζεται τόσα λεφτά. Το ξέρω, μου το είπες, ότι δε θα έπαιρνες χρήματα από μένα, αλλά αυτά έτσι κι αλλιώς σου ανήκουν».

51

Page 52: Ti lene xara

«Τότε…» «Τότε;» «Αν τα λεφτά είναι αρκετά, θα μπορούσαμε να νοικιάσουμε ένα διαμέρισμα στην παλιά πόλη με τη Νάντια. Το είχε βάλει στο μάτι από καιρό και μού είπε ότι θα μπορούσα να ζω μαζί της χωρίς να χρειάζεται να πληρώνω νοίκι, αλλά δε μου άρεσε η ιδέα, αφού τότε θα εξαρτιόμουν απόλυτα από κείνη. Ενώ τώρα… Εξάλλου, ίσως είναι καιρός ν’ αδειάσουμε τη γωνιά και στον Γιάννη, αρκετά μας ανέχτηκε…»

Δεν αδειάσαμε τη γωνία στον Γιάννη τελικά, αλλά την άδειασε εκείνος σε μας. Όταν του μίλησα για τη συζήτηση με τη μάνα, για τα λεφτά που απροσδόκητα με βρήκαν, για τα σχέδιά μου να νοικιάσω διαμέρισμα με τη Νάντια, με ρώτησε: «Σου αρέσει εδώ;» «Φυσικά», του απάντησα. «Τότε μπορείς να μείνεις!» «Μα πρέπει να φύγω. Τώρα έχω λεφτά…» «Θα φύγω εγώ. Κι αφού σου αρέσει τόσο μπορείς να το νοικιάσεις. Το έχω εδώ και χρόνια και το ενοίκιο είναι πολύ πιο χαμηλό από οποιοδήποτε διαμέρισμα». «Κι εσύ, πού θα πας;» «Θα πάω να μείνω με την Αντωνία, βλάκα. Το συζητάμε εδώ και μέρες. Τα χρόνια περνούν γρήγορα και δεν πρέπει να τ’ αφήνουμε να πηγαίνουν χαμένα. Θα πάρω μόνο τα βιβλία μου. Τα έπιπλα, το ψυγείο, την τηλεόραση, όλ’ τ’ άλλα θα τ’ αφήσω. Προς το παρόν δεν τα χρειάζομαι». Χάρηκα πολύ. Έτρεξα και τον αγκάλιασα. Ήταν σα να μου χάρισε το πιο πολύτιμο δώρο. Αλλά την ίδια ώρα που χαιρόμουνα έτρεμα κιόλας. Δύο καλά κι ένα κακό με βρήκαν σε τρεις μέρες. Μήπως χρωστάω κάτι ακόμη στη μοίρα; Αυτό σκεφτόμουνα. Πάντα στο χειρότερο το μυαλό μου. Αλλά, ποιος ξέρει; Ίσως να υπέφερα αρκετά, ίσως να πλήρωσα αρκετά, ίσως όντως η ζωή μου να έπαιρνε μια απότομη στροφή προς το καλύτερο. Πώς συνέβηκαν όλα τόσο γρήγορα; Πότε; Πότε έπεσα, σηκώθηκα, έπεσα ξανά και σηκώθηκα και πάλι; Και… και… Θα έμενα λοιπόν εκεί, που μου άρεσε τόσο. Δε θα ξεσπιτωνόμουνα ξανά, ή μάλλον το καταφύγιό μου, θα το μετέτρεπα σε σπίτι μου. Η ζωή είναι ωραία, ήθελα να φωνάξω, μα δεν το έκανα. Ήξερα καλύτερα.

Μετακομίσαμε λίγο πριν ξεψυχήσει το καλοκαίρι. Μέσα στις ζέστες του Αυγούστου αρχίσαμε να το καθαρίζουμε από άκρη σ’ άκρη, να διορθώνουμε με τη βοήθεια του Αλέξη κι ενός γείτονα πολυμάστορα ό,τι δε λειτουργούσε, να μπογιατίζουμε τους ξεφτισμένους απ’ τη συνεχή υγρασία τοίχους, να τους στολίζουμε με ζωγραφιές και φωτογραφίες. Το τέλος εποχής θελήσαμε να το σημαδέψουμε με μια τριήμερη εκδρομή, φωτεινή αναπαράσταση εκείνης της παλιάς στον Πωμό. Το μόνο που τώρα θα πηγαίναμε στον κατασκηνωτικό χώρο στα Πλατάνια. Ήμασταν η μεγάλη παρέα των πέντε. Εγώ δηλαδή, ο Αλέξης, η Αντωνία, ο Γιάννης κι η Νάντια. Όταν φτάσαμε εκεί ευτυχώς οι περισσότεροι εκδρομείς του καλοκαιριού είχαν φύγει. Μοναχά ένα ζευγάρι γεροντάκια, που επέμεναν να μας κερνούν ζιβανία και καρπούζι, και μια οικογένεια ξένων είχαν ξεμείνει. Οι άντρες της παρέας δε δυσκολεύτηκαν να στήσουν τη σκηνή, όσο πιο απομονωμένα γίνονταν, όπως όλοι συμφωνήσαμε. Θα περνούσαμε τις μέρες τριγυρνώντας, τις νύχτες πίνοντας και συζητώντας, αυτό ήταν το σχέδιο.

52

Page 53: Ti lene xara

Σαν ένα όνειρο που πέρασε νωρίς θυμάμαι εκείνες τις μέρες, κι ας έφτασαν στο τέλος τους μόλις προχθές. Ο άντρας μου, οι φίλοι μου, με έκαναν να νιώσω ότι ήμουν στον παράδεισο. Ένα παράδεισο με έκπτωτους, μα καλόκαρδους αγγέλους, και φτιαγμένο με γήινα υλικά. Τα πράγματα πήγαν ακριβώς όπως τα είχαμε σχεδιάσει. Απολαύσαμε τη μαγεία της φύσης, περπατήσαμε πολύ, διασχίσαμε ατελείωτα μονοπάτια, μιλήσαμε για όλα, αδειάσαμε από τα υλικά του χθες και γεμίσαμε απ’ εκείνα του αύριο. Την τελευταία νύχτα, για κάποιο λόγο που ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω ή να θυμηθώ, αποφασίσαμε να μοιραστούμε κάποια από τα πιο κρυφά μας μυστικά. Κάτι που μας πλήγωσε, που μας καθόρισε τη ζωή, κάτι που δε θα ομολογούσαμε ποτέ, σε κανένα. Θα μιλήσω πρώτη, τους είπα, με μια αποφασιστικότητα που σχεδόν δεν αναγνωρίζω. Θα σας πω για τη νύχτα που σκότωσα τον πατέρα μου. Οι τρεις τους γέλασαν, ο Γιάννης έσκυψε το κεφάλι…

Νόμιζα ότι θα τον έχανα μετά την εξομολόγησή μου, καταριόμουνα τον εαυτό μου ακόμη και τη στιγμή που την έκανα, αλλά δεν τον έχασα. Μάλλον τον κέρδισα, μ’ αγάπησε ακόμη πιο πολύ όταν έμαθε όλη την ιστορία μου. Μα είχε ένα παράπονο: Έπρεπε να μου το πεις, Χαρά. Έπρεπε να μου το πεις. Πάντα ήξερα ότι μου έκρυβες κάποιο φοβερό μυστικό, αλλά δεν ήξερα τι, κι αυτό με τυραννούσε. Απολογήθηκα χαμηλόφωνα και κρύφτηκα στην αγκαλιά του. Όταν σήκωσα ξανά το βλέμμα είδα δυο φωτεινά ζευγάρια μάτια να με κοιτάνε με ζεστασιά, κι ένα παραπονεμένο .

εκείνο του Γιάννη – είχε χάσει την αποκλειστικότητα. Του το είπα. Γέλασε. Και συμφώνησε. Δεν έχεις ιδέα πόσα με δίδαξες μικρή, συνέχισε. Εσύ με έμαθες να βλέπω την κάθε στιγμή ξεχωριστά. Πάντα κοιτούσα το αύριο και έχανα το σήμερα. Γνώριζα γυναίκες και σκεφτόμουνα ότι δε χωράνε στα σχέδιά μου και τις έχανα, ο μαλάκας. Τώρα ακολουθώ τα σχέδια της ζωής και προσπαθώ όσο μπορώ να τα προσαρμόζω στα μέτρα μου. Αν δεν ήσουνα εσύ, δε θα υπήρχε η Αντωνία, δε θα υπήρχαμε εμείς. Είσαι το νήμα που μας δένει. Δεν είπα τίποτα. Τα είχα χαμένα. Πάντα έβλεπα τον εαυτό μου σαν εκείνο το πλάσμα που χρειαζότανε μόνιμα τους άλλους. Για να το φιλοξενήσουν, για να το ακούσουν, για να το παρηγορήσουν. Ποτέ μου δεν κατάλαβα ότι άλλο τόσο χρειάζονταν οι άλλοι εμένα. Δε με ρώτησες ποτέ γιατί σε φίλησα εκείνη τη μέρα, πετάχτηκε στη μέση η Νάντια, βγάζοντάς με από τη μια αμηχανία και βάζοντάς με στην άλλη. Γέλασε ο Αλέξης. Ρίχτηκες στο κορίτσι μου; τη ρώτησε, μα δεν περίμενε απάντηση. Την πήρε όμως. Ναι, της ρίχτηκα, αφού την αγαπώ. Με έσωσε. Αν δεν ήταν αυτή θα ήμουνα ακόμη με τον ακατονόμαστο. Με έκανε να καταλάβω ότι τα ζόρια μου δεν ήταν ζόρια και σιγά-σιγά ξύπνησα. Και μένα…, πήγε να πει ο Αλέξης, αλλά δεν πρόλαβε. Σε ξεζούμισε, πετάχτηκε στη μέση ο Γιάννης προκαλώντας ακράτητα γέλια. Εκείνο που ήθελα να πω Χαρά είναι ότι μόνο με σένα μπορώ να είμαι στ’ αλήθεια ο εαυτός μου. Όταν δεν ήμουνα μαζί σου ένιωθα σαν κάποιος ξένος, μια μαριονέτα στα δάχτυλα των άλλων. Εγώ σε μισώ, πήρε τελευταία το λόγο η Αντωνία, αφού αν πιστέψω τα λόγια του εσύ φταις που μου φορτώθηκε. Και τον φίλησε. Παράξενη νύχτα, παράξενη και μαγική. Εντελώς ανάλαφρο, χωρίς κρυμμένα μυστικά κι αχρείαστες ενοχές θα ξεκινούσε για μένα το φθινόπωρο.

«Δεν είμαστε μια ανέραστη γενιά, όπως μας κατηγορείς», λέει ο Αλέξης, «απλά είμαστε μια γενιά συγχυσμένη. Μεγαλώσαμε στη σκιά των γονιών μας και τις ψεύτικες αλήθειες τους, τη νερωμένη ηθική τους. Προσπάθησαν να μας κάνουν

53

Page 54: Ti lene xara

αντίγραφά τους. Ήθελαν και θέλουν να συμπεριφερόμαστε όπως εκείνοι, να πατάμε επί πτωμάτων στη ζωή, να δείχνουμε στους άλλους το καλό μας πρόσωπο, κι ας κρύβουμε ένα τέρας μέσα μας. Αυτοί φταίνε για όλα. Για όσα έπαθες εσύ, για την ατελείωτη μοναξιά της Νάντιας, για το δικό μου ζόρι, αφού δεν τόλμησα να τους αντισταθώ. Μας σκοτώνουν οι γονιοί, μας κλέβουν τη ζωή προτού καλά-καλά αρχίσει…». Του έδωσα να διαβάσει αυτές, της μικρής μου ζωής τις καταγραφές, μόλις επιστρέψαμε από το τριήμερο στα Πλατάνια. Δεν είχα τίποτα να του κρύψω πια. Του είπα να διαβάσει την ιστορία μου, την ιστορία μας, για να με μάθει πιο καλά, για να δει πως ακριβώς βλέπω εγώ τον κόσμο. Τη διάβασε, έμαθε νέα πράγματα, θυμήθηκε παλιά, ξεκαθάρισαν πολλά στη σκέψη του. Κι ύστερα μου είπε τα πιο πάνω. Και μάλλον είχε δίκιο. Τι ήξερα όταν άρχισα να γράφω αυτό το χρονικό; Τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Στη διάρκεια της συγγραφής του, του ταξιδιού, έμαθα πολλά. Κι αναρωτιέμαι πόσα έχω να μάθω ακόμη. Η οπτική μου γωνία αλλάζει συνεχώς. Τα αποκλείεται μου γίνονται ίσως, τα ίσως ναι, τα ναι όχι. Κι αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ, όπως λέει και το τραγούδι. Για τούτο μονάχα είμαι σίγουρη. Βλέπω τους ανθρώπους στο δρόμο, στη σχολή, στα στέκια. Έχουν βάσανα στα λόγια, λύνουν τα προβλήματα με τα λόγια, μόνο στα λόγια υπάρχουν. Λόγια πίτουρα. Ξεχνάνε τους φίλους όταν αυτοί τους έχουν πιότερο ανάγκη, επενδύουν σε εφήμερες σχέσεις, ντύνουν με ρούχα ακριβά τα φτηνά κορμιά τους. Και προδίδουν τόσο συχνά ο ένας τον άλλο, κι όλοι μαζί τους εαυτούς τους, που αυτή η προδοσία έχει πια καταντήσει τρόπος ζωής, κανείς δεν την προσέχει. Παντρεύονται από συνήθεια, κάνουν παιδιά επειδή πρέπει, απατούν κατ’ επανάληψη τους συντρόφους τους, αφού η ευτυχία που ποθούσαν κάπου τους ξέφυγε στην πορεία. Ωστόσο πιστεύουν, βαθιά. Στην πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια. Στα λόγια και πάλι. Λυπούνται για τη φτώχεια των γύρω τους και την εξαλείφουν από προσώπου γης πίνοντας πανάκριβους καφέδες σε πολυτελείς καφετέριες και πολύχρωμα κοκτέιλ σε ιν κλαμπ και μπαράκια. Πηγαίνουν στις κηδείες και κλαίνε γι’ αυτούς που δεν αγάπησαν ποτέ και δίνουν όρκους πως δε θα τους μοιάσουν ποτέ. Και δεν τους μοιάζουν. Η υποκρισία έχει πολλά πρόσωπα. Δηλώνουν ολιγαρκείς μα δε σταματούν στιγμή ν’ αγοράζουν, να ξοδεύουν λεφτά για τα μάτια του κόσμου, να τα πετάνε στο τραπέζι ενός κέντρου διαλαλώντας: εν να πληρώσω εγώ κουμπάρε! Και ύστερα να κατηγορούν τον κουμπάρο επειδή δεν πλήρωσε στη γυναίκα τους και στους άλλους. Λόγια. Λόγια. Κουράστηκα πια να τα ακούω. Κουράστηκα και να τα γράφω. Πρέπει να το κάνω, λέει ο Αλέξης. Πρέπει, αλλά μέχρι πότε; Δεν είπα άραγε όσα είχα να πω; Τι να προσθέσω; Κι αν προσθέσω τι θα αλλάξει; Τίποτα. Θα συνεχίσουμε όλοι να περιπλανιόμαστε από αδιέξοδο σε αδιέξοδο, μέχρι να πάρει τη σκυτάλη η επόμενη γενιά, κι ύστερα αυτή που θα ακολουθήσει. Ο χρόνος θα περνά, η γη θα αλλάζει και θα πεθαίνει, κι εμείς θα συνεχίσουμε να μιλάμε και να χανόμαστε. Τελικά ναι, η στιγμή, αυτή μονάχα είναι που μετρά, και άλλη καμία. Αυτή η στιγμή που κάθομαι εδώ με τον Αλέξη, βυθισμένος ο καθένας στις σκέψεις του. Η στιγμή που θα κάνουμε έρωτα. Η στιγμή που κάποιος θα προσφέρει τη βοήθειά του σε κάποιον άλλο δίχως να περιμένει αντάλλαγμα. Η στιγμή που γεννιέται ένα παιδί. Η στιγμή που πεθαίνει ένας νέος ή ένας γέρος. Η στιγμή που θέλεις ν’ αγκαλιάσεις όλο τον κόσμο. Η στιγμή που βλέπεις κάτι και αγαλλιάζει η ψυχή σου. Η στιγμή που συναντάς στο πρόσωπο κάποιου άγνωστου ένα πλατύ χαμόγελο. Η στιγμή που κλείνεις στην αγκαλιά σου ένα φίλο. Η στιγμή που

54

Page 55: Ti lene xara

συμφιλιώνεσαι με τη μάνα σου. Η στιγμή που καταλαβαίνεις πόσο μικρή είναι η ζωή και έτσι δεν πρέπει ν’ αφήνεις τη στιγμή να πηγαίνει χαμένη. Η στιγμή που ανακαλύπτεις το δρόμο σου. Η στιγμή που αντιλαμβάνεσαι μες στη φτώχεια σου πόσα πολλά έχεις. Η στιγμή που κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και του λες, Καλά τα κατάφερες, και το εννοείς. Η στιγμή που αλλάζουν οι εποχές και τα χρόνια. Η στιγμή που το κρεβάτι του πόνου μεταμορφώνεται σε κρεβάτι της χαράς. Η στιγμή που ο παραμορφωτικός φακός χάνεται και τα λάθη σου γίνονται σωστά. Η μεγάλη στιγμή που ο πόνος γίνεται λύτρωση επειδή τον μοιράζεσαι με κάποιο άλλο. Η στιγμή που ονειρευόσουνα μα ποτέ σου δεν περίμενες να ’ρθει. Η στιγμή που μια λέξη σου αλλάζει τη ζωή: Δίχως έρωτα πριν, Με έρωτα μετά. Η στιγμή!

55

Page 56: Ti lene xara

Βιογραφικό

Ο Λάκης Φουρουκλάς γεννήθηκε στη Ζιμπάμπουε το 1970 από κύπριους γονείς. Μεγάλωσε στην Κύπρο. Έζησε στην Αθήνα για μερικά χρόνια και τώρα ζει στην Τσιανγκ Μάι της Ταϊλάνδης.

Δούλεψε σε διάφορες εφημερίδες και ραδιοσταθμούς στο νησί. Τώρα εργάζεται σαν Freelance Writer (Πώς το μεταφράζει κανείς αυτό; Ελεύθερος συγγραφέας;)

Βιβλιογραφία

Αιώνια Αγαπημένη – Διηγήματα

Το λάθος πάθος – Νουβέλα. Κατεβάστε δωρεάν από εδώ.

Μίρα, το λουλούδι του πολέμου – Μυθιστόρημα

Γαλανή & Λεύκιος – Μυθιστορίες. Κατεβάστε δωρεάν από εδώ.

Οι γυναίκες της συγνώμης – Μυθιστόρημα

Αγγελική: Το ημερολόγιο μιας πόρνης – Νουβέλα

Ο Άγιος Πότης – Διηγήματα

Δυο φωνές και μια σιωπή – Μυθιστόρημα. Κυκλοφορεί μοναχά σαν δωρεάν eBook .

Επικοινωνία: lakisf @gmail.com

Αν θέλετε ν’ αφήσετε σχόλια γι’ αυτό το βιβλίο επισκεφθείτε τον ακόλουθο σύνδεσμο.

56