Thesmiko Shmeiwseis Iounios 2015

118
1 Ιωάννης Αλεξ. Τζιώνας ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ I Δίκαιο & Θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σημειώσεις πανεπιστημιακών παραδόσεων) © Ι. Α. Τζιώνας Ιούνιος 2015

description

Thesmiko Shmeiwseis Iounios 2015

Transcript of Thesmiko Shmeiwseis Iounios 2015

1

Ιωάννης Αλεξ. Τζιώνας

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

I Δίκαιο & Θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Σημειώσεις πανεπιστημιακών παραδόσεων)

© Ι. Α. Τζιώνας

Ιούνιος 2015

2

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΥΛΗΣ

Κεφάλαιο Ι

Τα ιστορικά και νομικά θεμέλια της ευρωπαϊκής ενοποίησης

1. Γένεση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Α. Προλεγόμενα

Β. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα Χάλυβα (ΕΚΑΧ)

Γ. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ)

Δ. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)

Ε. Άλλες εκφάνσεις/προσπάθειες/σχήματα ευρωπαϊκής

οικονομικής ενοποίησης

α. Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ)

β. Ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος (ΕΟΧ)

2. Γεωγραφική διεύρυνση της Ένωσης («οριζόντια ενοποίηση»)

Α. Προλεγόμενα

Β. Διευρύνσεις

Γ. Η προσχώρηση της Ελλάδας στις Κοινότητες

Δ. Ένταξη και αποχώρηση κράτους μέλους

α. Προλεγόμενα

β. Προσχώρηση νέου κράτους στην ΕΕ

(i) Προϋποθέσεις

(ii) Διαδικασία προσχώρησης

γ. Αποχώρηση κράτους μέλους από την ΕΕ

3. Η μετεξέλιξη της Ένωσης («κάθετη ενοποίηση»)

Α. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη

Β. Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Γ. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ

Δ. Η Συνθήκη της Νίκαιας

Ε. Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ)

ΣΤ. Η ατελέσφορη προσπάθεια του Ευρωπαϊκού Συντάγματος

Ζ. Η μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβώνας

Κεφάλαιο ΙΙ

Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1. Η φυσιογνωμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Α. Σκοπός – αποστολή της Ένωσης

3

α. Δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και

δικαιοσύνης

β. Οικονομική ανάπτυξη και λειτουργία της εσωτερικής

αγοράς

γ. Εγκαθίδρυση της ΟΝΕ

δ. Εξωτερική δράση

Β. Νομική φύση της Ένωσης

Γ. Νομική προσωπικότητα της Ένωσης

Δ. Αρμοδιότητες της Ένωσης

α. Περιορισμένοι (συγκεκριμένοι) σκοποί και

αρμοδιότητες

β. Θεωρία των εξυπακουόμενων αρμοδιοτήτων (implied

powers)

(i) Αποκλειστικές

(ii) Συντρέχουσες

(iii) Υποστηρικτικές, συμπληρωματικές ή

συντονιστικές αρμοδιότητες

Ε. Οι αρχές της επικουρικότητας και της αναγκαιότητας

Αρχή της επικουρικότητας

Αρχή της αναγκαιότητας

ΣΤ. Οι ενδοενωσιακές σχέσεις

α. Σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών

(κάθετες σχέσεις)

(i) Η αρχή της ενωσιακής πίστεως (ή της

υπερεθνικής πίστης και συνεργασίας)

(ii) Η αρχή της ισότητας των κρατών μελών

ενώπιον των Συνθηκών

(iii) Η αρχή του σεβασμού της εθνικής ταυτότητας

των κρατών μελών εκ μέρους της Ένωσης

β. Σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών (οριζόντιες

σχέσεις)

(i) Η αρχή της αλληλεγγύης

(ii) Η αρχή της καλόπιστης (ειλικρινούς)

συνεργασίας

2. Σχέσεις της Ένωσης με τους πολίτες της –

Η ιθαγένεια της Ευρώπης

3. Θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης

4. Πολιτική και οικονομική φυσιογνωμία της ΕΕ

Α. Θεμέλιο πολιτεύματος η αντιπροσωπευτική δημοκρατία

Β. Φιλελεύθερο καθεστώς ανοικτής αγοράς

5. Το γλωσσικό ζήτημα

6. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Ένωση

Α. Προλεγόμενα

4

Β. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ

Γ. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

(ΕΣΔΑ)

Δ. Οι Κοινές Συνταγματικές Παραδόσεις των Κρατών Μελών

Κεφάλαιο ΙΙI

Η θεσμική δομή και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής

2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο

3. Το Συμβούλιο

COREPER

4. Η Επιτροπή

Α. Συγκρότηση

Β. Ιδιότητες της Επιτροπής και των μελών της

α. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής

β. Ο Ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα

εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας

(«Ύπατος Εκπρόσωπος»)

Γ. Αρμοδιότητες

5. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Α. Το Δικαστήριο

Β. Σύνθεση

Γ. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα

Δ. Φύση - χαρακτήρας των αποφάσεων του Δικαστηρίου

Ε. Το Γενικό Δικαστήριο

ΣΤ. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης

6. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

7. Το Ελεγκτικό Συνέδριο

Κεφάλαιο ΙV

Η έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1. Πηγές του ευρωπαϊκού δικαίου

Α. Πρωτογενές δίκαιο

α. Γραπτές πηγές

β. Άγραφες πηγές

(i) Οι γενικές αρχές του δικαίου

της Ένωσης

(ii) Το έθιμο

5

Β. Παράγωγο ή δευτερογενές δίκαιο

α. Νομοθετικές πράξεις

(i) Κανονισμός

(ii) Οδηγία

(iii) Απόφαση

(iv) Σύσταση και Γνώμη

β. Πράξεις χωρίς νομοθετικό χαρακτήρα

(i) Πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση

(ii) Εκτελεστικές πράξεις

Γ. Γενικές αρχές

α. Αρχή της αναλογικότητας

β. Αρχή της επικουρικότητας

γ. Αρχή της αναγκαιότητας

δ. Αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης των

διακρίσεων

Δ. Διεθνείς συμβάσεις

2. Χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού δικαίου

Α. Το άμεσο αποτέλεσμα του ενωσιακού δικαίου

Β. Η υπεροχή του ενωσιακού δικαίου

Κεφάλαιο V

Το σύστημα της έννομης προστασίας στην ΕΕ

1. Εισαγωγικά

2. Προσφυγή Επιτροπής κατά κράτους μέλους

Α. Προλεγόμενα

Β. Πρώτο στάδιο: Προδικασία ή διοικητικό στάδιο

Γ. Δεύτερο στάδιο: Κυρίως διαδικασία ενώπιον του

Δικαστηρίου

Δ. Τρίτο στάδιο: Κυρώσεις

3. Προσφυγή ακυρώσεως

Α. Προλεγόμενα

Β. Προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως

α. Προσβαλλόμενη πράξη

β. Ενεργητική νομιμοποίηση

(i) Προνομιούχοι

(ii) Μερικώς προνομιούχοι

(iii) Φυσικά και νομικά πρόσωπα (ιδιώτες)

γ. Παθητική νομιμοποίηση

δ. Αρμοδιότητα δικαστηρίου

ε. Τήρηση προθεσμίας

6

Γ. Προϋποθέσεις βασίμου της προσφυγής ακυρώσεως

α. Αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την

προσβαλλόμενη πράξη

β. Παράβαση ουσιώδους τύπου

γ. Παράβαση των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα

σχετικού με την εφαρμογή τους

δ. Κατάχρηση εξουσίας

Δ. Απόφαση του Δικαστηρίου και συνέπειες αυτής

4. Προδικαστική παραπομπή

Α. Προλεγόμενα

Β. Προϋποθέσεις άσκησης προδικαστικής παραπομπής

α. Ύπαρξη εκκρεμούς δίκης ενώπιον δικαστηρίου

κράτους μέλους

β. Διευκρινιστέο ζήτημα ενωσιακού δικαίου

γ. Αναγκαιότητα του προδικαστικού ζητήματος στην

έκδοση απόφασης του εθνικού δικαστηρίου

Γ. Διαδικασία προδικαστικής παραπομπής

Δ. Η απόφαση του Δικαστηρίου και τα αποτελέσματά της

7

Κεφάλαιο Ι

ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ

ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ

1. Γένεση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Α. Προλεγόμενα

Η ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αρχικά, και της Ευρωπαϊκής

Ένωσης, μεταγενέστερα, είναι ιδέα και όραμα φωτισμένων Ευρωπαίων

ηγετών και καρπός ώριμης πολιτικής βούλησης των ευρωπαϊκών λαών. Η

ιστορία έχει καταγράψει επανειλημμένες και, μάλιστα, φιλόδοξες

απόπειρες «συνένωσης» των ευρωπαϊκών κρατών, από την αρχαιότητα

μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Όλες, όμως, απέτυχαν αφενός μεν διότι

εστερούντο της πολιτικής βούλησης των ευρωπαϊκών λαών, αφετέρου δε,

επειδή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η βία και η υποταγή.

Αντιθέτως, το πείραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης με την ίδρυση

των Κοινοτήτων και της Ένωσης πέτυχε διότι ένας πυρήνας, αρχικά έξι

κρατών, ο οποίος μεταγενέστερα διευρύνθηκε σημαντικά, εκφράζοντας

δημοκρατικά τη βούληση των λαών του, αποφάσισε να προχωρήσει σε

συνεργασία επί κοινώς αποδεκτής βάσεως και με όρους που τα ίδια τα

κράτη θα έθεταν.

Αυτό που σήμερα θεωρείται ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αρχικά

θεμελιώθηκε σε τρεις Κοινότητες,1 οι οποίες αργότερα μειώθηκαν σε

δύο, ακολούθως συμπληρώθηκαν και επικαλύφθηκαν από την

Ευρωπαϊκή Ένωση και τέλος αντικαταστάθηκαν πλήρως από την

Ευρωπαϊκή Ένωση.2

Το ζήτημα της ορολογίας θεωρείται απαραίτητο να διευκρινισθεί

εκ προοιμίου: Όροι όπως «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα»,

«Ευρωπαϊκή Κοινότητα», «Ευρωπαϊκές Κοινότητες», «Κοινότητες»

«Κοινότητα», «Ευρωπαϊκή Ένωση», «Ένωση» ή ακόμη «Κοινή αγορά»,

«Εσωτερική αγορά», «Ενιαία αγορά» χρησιμοποιούνταν μέχρι

πρόσφατα, εναλλακτικά χωρίς διάκριση, πολλές φορές δε, καταχρηστικά,

για να υποδηλώσουν τις Κοινότητες ή και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δεδομένου ότι σήμερα, πλέον, μόνον η Ευρωπαϊκή Ένωση

υφίσταται ως νομική οντότητα, το σχετικό δίκαιο τυπικά καλείται

«Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», όρος που είναι και ο μόνος ακριβής,

αφού αποδίδει ορθώς το εννοιολογικό περιεχόμενο του αντικειμένου.

1 Βλ. αμέσως κατωτέρω.

2 Όπως αναλύεται κατωτέρω, υπό 3 Β.

8

Χάριν συντομίας και πρακτικότητας, ωστόσο, συχνά

χρησιμοποιούνται εναλλακτικά και οι όροι «Ενωσιακό Δίκαιο»,

«Ευρωπαϊκό Δίκαιο», ακόμη και «Κοινοτικό Δίκαιο». Από αυτούς τους

τρείς όρους, ο δοκιμότερος είναι ο πρώτος, αν και δεν είναι ούτε ο πλέον

εύηχος, ούτε ο πλέον αποδεκτός στην ελληνική γλώσσα. Όμως τείνει να

καθιερωθεί με την ευρεία χρήση του και τη συχνή επανάληψή του. Ο

δεύτερος δεν είναι απολύτως ακριβής, αφού το νοηματικό πεδίο του

εκτείνεται πέραν των αυστηρών πλαισίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ.

Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Ο τρίτος είναι

παρωχημένος, δεδομένου ότι παραπέμπει στις καταργηθείσες

Κοινότητες, κατά τη διάρκεια των οποίων, όμως, επικρατούσε

συντριπτικά και γι’ αυτόν το λόγο ενίοτε χρησιμοποιείται ακόμη από

συνήθεια.

Β. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα Χάλυβα (ΕΚΑΧ)

Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα Χάλυβα (ΕΚΑΧ) ήταν η αρχαιότερη

των τριών Κοινοτήτων. Η ιδρυτική Συνθήκη της (ΣυνθΕΚΑΧ) υπεγράφη

στο Παρίσι (γι’ αυτό και πολλές φορές αποκαλούνταν “Συνθήκη του

Παρισιού”) στις 18 Απριλίου 1951 και ετέθη σε ισχύ την 23 Ιουλίου του

επομένου έτους. Είχε περιορισμένο αντικείμενο και ορισμένη διάρκεια.

Συγκεκριμένα, όπως και ο τίτλος της υποδηλώνει, το αντικείμενο

ρυθμίσεώς της αφορούσε μόνο δύο τομείς της οικονομίας: τον άνθρακα

και το χάλυβα, δύο προϊόντα ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη των

εθνικών οικονομιών κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, δηλ. κατά

το χρόνο που συνήφθη η ΣυνθΕΚΑΧ. Ο κύριος αντικειμενικός σκοπός

της ήταν η εξάλειψη των εμποδίων στις ανταλλαγές και η δημιουργία

μιας κοινής αγοράς, μέσα στην οποία τα προϊόντα των ανθρακωρυχείων

και των σιδηρουργείων θα κυκλοφορούσαν ελεύθερα, χωρίς διακρίσεις

βασισμένες στην εθνικότητα, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες όλων

των κατοίκων της Κοινότητας. Για να επιτευχθούν αυτά, η Συνθήκη

προέβλεπε ορισμένους κανόνες σε θέματα επενδύσεων, εθνικών

ενισχύσεων, παραγωγής, τιμών, συμφωνιών και συγχωνεύσεων,

μεταφορών και εμπορικής πολιτικής. Προέβλεπε, επίσης, τη δημιουργία

θεσμικών οργάνων και, ειδικά, μιας Ανώτατης Αρχής και ενός Ειδικού

Συμβουλίου Υπουργών, των οποίων οι αποφάσεις θα δέσμευαν τα κράτη

μέλη. Επίσης, ίδρυε μία Συνέλευση και ένα Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Το άρθρο 97 ΣυνθΕΚΑΧ όριζε τη διάρκειά της σε 50 έτη από την

ημέρα ενάρξεως της ισχύος της. Η Συνθήκη άρχισε να ισχύει την 23

Ιουλίου 1952 και έληξε την 23 Ιουλίου 2002. Ο άνθρακας και ο χάλυβας

ρυθμίζονται, τώρα πλέον, από κοινού με τα άλλα προϊόντα. Οι

9

δημοσιονομικές συνέπειες από τη λήξη της ΣυνθΕΚΑΧ μεταβιβάστηκαν

στην Κοινότητα και από εκεί στην Ένωση.3

Τα ιδρυτικά κράτη μέλη της ΣυνθΕΚΑΧ, όπως και των δύο

Κοινοτήτων που ακολούθησαν, ήταν έξι: Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία,

Ιταλία, Κάτω Χώρες και Λουξεμβούργο.

Γ. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ)

Όπως και η ΕΚΑΧ, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας

(ΕΚΑΕ), πιο γνωστή ως Ευρατόμ, είχε αντικείμενο ρυθμίσεως έναν

συγκεκριμένο τομέα, την πυρηνική ενέργεια. Η Συνθήκη ίδρυσης της

Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΣυνθΕΚΑΕ),

υπογράφτηκε στη Ρώμη την 25 Μαρτίου 1957 και ετέθη σε ισχύ την 1η

Ιανουαρίου 1958. Απέβλεπε στη δημιουργία μιας κοινής αγοράς

πυρηνικών υλικών και εφοδίων, στη θέσπιση μιας κοινής πυρηνικής

νομοθεσίας, στην εγκατάσταση ενός συστήματος ελέγχου για την

ειρηνική χρησιμοποίηση της πυρηνικής ενέργειας καθώς και κοινών

κανόνων ασφάλειας και υγιεινής του πληθυσμού και των εργαζομένων

έναντι της ραδιενέργειας. Ενώ κατά τη στιγμή της ίδρυσής της η Ευρατόμ

είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες, σύντομα συνάντησε πολλούς

σκοπέλους, οι οποίοι προέρχονταν τόσο από την απογοήτευση για τις

οικονομικές προοπτικές της πυρηνικής ενέργειας όσο και από τις

φιλοδοξίες ορισμένων κρατών μελών να αναπτύξουν πρώτα τη δική τους

πυρηνική ενέργεια.4

Δ. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)

Μετά την επιτυχία του πειράματος, το οποίο έδειξε ότι ο υπερεθνικός

έλεγχος των τομέων του άνθρακα και του χάλυβα μπορούσε πράγματι να

λειτουργήσει αποτελεσματικά, τα ιδρυτικά μέλη προχώρησαν στην

επανάληψη του πειράματος, αυτήν την φορά με ολόκληρο σχεδόν το

φάσμα της οικονομίας και ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Οικονομική

Κοινότητα (ΕΟΚ).

Από τις τρεις Κοινότητες, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα

(ΕΟΚ) είναι η κατά πολύ σπουδαιότερη Κοινότητα και, τις περισσότερες

φορές, όταν γινόταν λόγος για τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες εννοείτο αυτή

η Κοινότητα. Αποτελούσε τον βασικό κορμό των Κοινοτήτων και,

3 Πρωτόκολλο «Σχετικά με τις δημοσιονομικές συνέπειες από τη λήξη της Συνθήκης ΕΚΑΧ

και με το Ταμείο Έρευνας για τον Άνθρακα και το Χάλυβα», που προσαρτήθηκε στη

Συνθήκη ΕΚ με βάση τη Συνθήκη της Νίκαιας. 4 Ν. Μούση, Ευρωπαϊκή Ένωση: Δίκαιο - Οικονομία - Πολιτική, Εκδόσεις Παπαζήση, 13η

έκδοση, Αθήνα 2011, σελ. 11, 12.

10

αντίθετα από τις άλλες δύο Κοινότητες, αυτή είχε ευρύτατο αντικείμενο,

καλύπτοντας σχεδόν όλο το φάσμα της οικονομίας.

Η ιδρυτική της Συνθήκη υπεγράφη την 25 Μαρτίου 1957 στη

Ρώμη (γι’ αυτό και συχνά αποκαλείτο “Συνθήκη της Ρώμης”), ετέθη σε

ισχύ την 01.01.1958 και είχε αόριστη διάρκεια.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) τροποποιήθηκε

ουσιωδώς από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣυνθΕΕ) και

μεταξύ άλλων μετονομάστηκε σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΚ). Αυτό

υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι το αντικείμενο ρυθμίσεώς της και οι

δράσεις της δεν είχαν αυστηρά οικονομικό περιεχόμενο.

Ε. Η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ)

Κυρίως ως αντίβαρο προς τη δημιουργία των Κοινοτήτων, ένα σύνολο

επτά ευρωπαϊκών χωρών που είχαν μείνει εκτός και συγκεκριμένα, η

Αυστρία, η Δανία, η Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νορβηγία, η

Πορτογαλία και η Σουηδία, υπέγραψαν την 04.01.1960 τη Συνθήκη της

Στοκχόλμης, με την οποία ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων

Συναλλαγών, που ετέθη σε ισχύ το Μάιο του ιδίου έτους.5 Πρωταρχικός

σκοπός των χωρών της ΕΖΕΣ ήταν η προοδευτική μείωση των

δασμολογικών εμποδίων στις μεταξύ στους εμπορικές συναλλαγές, ώστε

να εξουδετερώσουν τις δυσμενείς συνέπειες στην οικονομία τους από τη

δημιουργία της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς.

Όπως αναπτύσσεται αμέσως κατωτέρω, η ΕΖΕΣ λειτούργησε

ουσιαστικά σαν προπαρασκευαστικό εργαστήριο για την πλήρη ένταξη

των χωρών της στις Κοινότητες/Ένωση, αφού η συντριπτική πλειοψηφία

τους μετεπήδησε στη συνέχεια εκεί.

ΣΤ. Ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος (ΕΟΧ)

Ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος (ΕΟΧ) δημιουργήθηκε την 1η

Ιανουαρίου 1994, μετά από συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ζώνης

Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής

Κοινότητας (ΕΟΚ). Σχεδιάστηκε ώστε να επιτρέψει στις χώρες της ΕΖΕΣ

να συμμετάσχουν στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, χωρίς να χρειαστεί να

γίνουν μέλη της ΕΟΚ.

Η συμφωνία ΕΟΧ, στην οποία συμμετέχουν όλα τα κράτη μέλη

της ΕΕ και τα μέλη της ΕΖΕΣ (Ισλανδία, Λιχτενστάιν και Νορβηγία),

έχει ως στόχο τη δημιουργία ομοιογενούς και δυναμικού Ευρωπαϊκού

Οικονομικού Χώρου που θα βασίζεται σε κοινούς κανόνες και ισότιμους

όρους ανταγωνισμού.

5 Η ΕΖΕΣ είναι γνωστή και ως European Free Trade Association (EFTA).

11

Τα όργανα του ΕΟΧ είναι η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, μία

μικτή επιτροπή που αποτελείται από τα μέλη της ΕΖΕΣ και

την Επιτροπή, η οποία αντιπροσωπεύει την ΕΕ, έχοντας παράλληλα

αρμοδιότητα επέκτασης της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας στα κράτη

μέλη της ΕΖΕΣ. Παράλληλα, ένα Συμβούλιο του ΕΟΧ συγκροτείται δύο

φορές ετησίως για τη διαχείριση των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών

του ΕΟΧ.

Η λειτουργία του ΕΟΧ στηρίζεται σε τέσσερις βασικές αρχές-

«ελευθερίες»: Στην ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, στην ελεύθερη

κυκλοφορία προσώπων, στην ελεύθερη διακίνηση υπηρεσιών και στην

ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών του ΕΟΧ.

Τυπικά, στον ΕΟΧ συνυπάρχουν δύο χωριστά νομικά συστήματα,

αφενός η συμφωνία ΕΟΧ, η οποία εφαρμόζεται όταν θίγονται οι

εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΖΕΣ ή μεταξύ

των κρατών μελών της ΕΖΕΣ και της Ένωσης και αφετέρου το δίκαιο της

Ένωσης, που καλείται σε εφαρμογή στις περιπτώσεις όπου θίγονται οι

εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.6

2. Γεωγραφική διεύρυνση των Κοινοτήτων/Ένωσης («οριζόντια ενοποίηση»)

Α. Προλεγόμενα

Το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα εμφάνισε από την αρχή μία

αξιοθαύμαστη δυναμική πορεία αναφορικά με την αριθμητική αύξηση

των κρατών μελών και τη διεύρυνση των Κοινοτήτων και της Ένωσης.

Ταυτόχρονα με τη δυναμική γεωγραφική επέκτασή της, οι

Κοινότητες/Ένωση ακολούθησαν και μία θαυμαστή πορεία ενοποιητικής

διαδικασίας προς υψηλότερα στάδια οικονομικής ολοκλήρωσης. Έτσι,

μπορεί να υποστηριχθεί ότι δύο από τα κύρια χαρακτηριστικά των

Κοινοτήτων/Ένωσης είναι: α) η γεωγραφική της διεύρυνση με την

προσχώρηση νέων κρατών μελών (“οριζόντια ενοποίηση”) και β) η

ανέλιξη των Κοινοτήτων από μία τελωνειακή ένωση που ήταν το πρώτο

και αρχικό στάδιο ενοποίησης, σε ανώτερα επίπεδα οικονομικής

ολοκλήρωσης όπου υιοθετούνται κοινές πολιτικές π.χ. οικονομική,

νομισματική κλπ. (“κάθετη ενοποίηση”) κατ΄ αντιδιαστολή προς την

οριζόντια ενοποίηση.7

6 Βλ. σχετ. www.eurovoc.europa.eu· Πρβλ. απόφαση του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της

13ης Δεκεμβρίου 1993, για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό

Χώρο, 94/1/EΚΑΧ, EΚ (ΕΕ L 1 της 3.1.1994), όπως τροποποιήθηκε μετά τη μη κύρωση

της συμφωνίας ΕΟΧ από την Ελβετία. 7 Αυτές οι ιδιότητες αναλύονται εμπεριστατωμένα σε Ioannis A. Tzionas, The European

Community an Idiosyncratic Actor in International Trade: The Evidence and Lessons of

GATT Litigation, διδακτορική διατριβή αδημοσίευτη υποβληθείσα στο Πανεπιστήμιο του

Λονδίνου, 1992, σελ. 7-16.

12

Β. Διευρύνσεις

Τα έξι ιδρυτικά κράτη μέλη των τριών Κοινοτήτων (Βέλγιο, Γαλλία,

Γερμανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες και Λουξεμβούργο) σύντομα έγιναν

εννέα με την προσχώρηση της Δανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της

Ιρλανδίας (1973). Αυτή ήταν η πρώτη («βόρεια») διεύρυνση των

Κοινοτήτων.

Το 1981 προσχώρησε η Ελλάδα, αυξάνοντας των αριθμό των

κρατών μελών σε δέκα και διευρύνοντας για δεύτερη φορά τις

Κοινότητες.8(«ελληνική διεύρυνση»)

Το 1986 οι Κοινότητες διευρύνθηκαν προς την Ιβηρική χερσόνησο

με την προσχώρηση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και έτσι ο

αριθμός των κρατών μελών ανήλθε σε 12 (τρίτη, «ιβηρική» διεύρυνση).

Αν και δεν καταγράφεται πουθενά ως τέταρτη διεύρυνση, εν

τούτοις πρέπει να θεωρείται ως τέτοια η γερμανική ενοποίηση (1990)

επειδή ένα μεγάλο μέρος γεωγραφικής έκτασης (πρώην Ανατολική

Γερμανία) προσαρτήθηκε στην πρώην Δυτική Γερμανία και, με τον

τρόπο αυτό, διευρύνθηκαν ουσιαστικά και οι Κοινότητες («γερμανική

ενοποίηση»).9

Η Ένωση διευρύνθηκε για πέμπτη φορά το 1995 με την

προσχώρηση της Αυστρίας, Σουηδίας και Φινλανδίας και ο αριθμός των

κρατών μελών της αυξήθηκε σε 15 («αυστροσκανδιναβική διεύρυνση»).

Στις 16.04.2003, στους πρόποδες της Ακρόπολης, υπογράφηκαν οι

πράξεις προσχώρησης δέκα νέων κρατών μελών από το χώρο κυρίως της

ανατολικής και λιγότερο της νότιας Ευρώπης και, έτσι, ο συνολικός

αριθμός των κρατών ανήλθε σε 25. Τα δέκα νέα κράτη, που έγιναν πλήρη

μέλη από 01.05.2004, είναι η Εσθονία, η Κύπρος, η Λετονία, η

Λιθουανία, η Μάλτα, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Σλοβακία, η Σλοβενία

και η Τσεχία («διεύρυνση κατά το ανατολικό μήκος»).

Το 2007 η Βουλγαρία και η Ρουμανία προσχώρησαν στην Ένωση,

αυξάνοντας τον αριθμό των κρατών μελών σε 27

(«ανατολικοβαλκανική» διεύρυνση).

Τέλος, από την 01.07.2013 ο αριθμός των κρατών μελών ανέρχεται

σε 28 με την προσχώρηση της Κροατίας («κροατική διεύρυνση»).

Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά πλάτος σήμερα τείνει να

καταλάβει μια ευρύτατη γεωγραφική έκταση εκτεινόμενη από τη

Μεσόγειο μέχρι το Βόρειο Πόλο και κατά μήκος από τον Ατλαντικό

μέχρι τα Ουράλια. Καλύπτει, δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος της

Ευρωπαϊκής Χερσονήσου.

8 Για την ελληνική προσχώρηση γίνεται λόγος αναλυτικά αμέσως κατωτέρω.

9 Άλλωστε η Κοινότητα αναγκάστηκε να τροποποιήσει αρκετά σημεία του δικαίου της

προκειμένου να ενσωματώσει αυτό το μέρος της Γερμανίας.

13

Αυτή η δυναμική πορεία της ευρωπαϊκής διεύρυνσης δεν έχει

ιστορικό προηγούμενο. Το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα αποτέλεσε

παράδειγμα προς μίμηση σε αρκετές περιοχές του κόσμου10

και

λειτούργησε ως μαγνήτης για τις περισσότερες χώρες της ευρωπαϊκής

ηπείρου αλλά και της μεσογειακής λεκάνης.

Εκτός της ουσιαστικής γεωγραφικής της επέκτασης, η Ένωση έχει

αναπτύξει, επίσης, ένα ευρύτατο δίκτυο εξωτερικών οικονομικών και

εμπορικών σχέσεων με τρίτες χώρες επί τη βάσει διμερών συμφωνιών, οι

οποίες συνθέτουν ένα πλέγμα νομικών σχέσεων και συνθηκών που

αποτελεί ένα είδος “νομικής διεύρυνσης”.11

Γ. Η προσχώρηση της Ελλάδας στις Κοινότητες

Η Ελλάς ήταν η πρώτη χώρα που συνδέθηκε νομικά με τις Κοινότητες.

Την 09.07.1961 συνήψε “συμφωνία συνδέσεως”, η οποία ετέθη σε ισχύ

την 01.11.1962.12

Η συμφωνία συνδέσεως δεν δημιουργούσε δεσμεύσεις

στα συμβαλλόμενα μέρη για την οριστική ένταξη της Ελλάδος στις

Κοινότητες, ωστόσο προετοίμαζε το έδαφος για την προσχώρησή της.

Προέβλεπε την προοδευτική δημιουργία τελωνειακής ένωσης εντός

μεταβατικής περιόδου 22 ετών και θεσμοθετούσε όργανα για την

πραγματοποίησή της.

Η συμφωνία συνδέσεως, πάντως, περιείχε σαφή υπαινιγμό για την

πλήρη ένταξη της Ελλάδος. Συγκεκριμένα, το άρθρο 72 της Συμφωνίας

προέβλεπε ότι: “Όταν η λειτουργία της Συμφωνίας Συνδέσεως καταστήσει

δυνατήν την αντιμετώπισιν της ολοκληρωτικής εκ μέρους της Ελλάδος

αποδοχήν των εκ της ιδρυτικής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος

Συνθήκης απορρεουσών υποχρεώσεων, τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα

εξετάσουν την δυνατότητα προσχωρήσεως της Ελλάδος εις την

Κοινότητα”.

Με την υπογραφή της Συμφωνίας Συνδέσεως, η Ελλάς εισήλθε σε

μία περίοδο προπαρασκευής για την προσχώρησή της στην κοινοτική

οικογένεια. Η διαδικασία αυτή περιελάμβανε τη νομική και, κυρίως, την

οικονομική προσαρμογή της Ελλάδας προς το «κοινοτικό κεκτημένο»13

και, αντιστοίχως, τη χρηματοδοτική ενίσχυση εκ μέρους των Κοινοτήτων

10

Βλ. π.χ. την πρόταση του Ιάπωνα πρωθυπουργού στη Σύνοδο του 2009 της Ένωσης των

κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). 11

Για παράδειγμα, σχέσεις με τις χώρες Αφρικής, Καραϊβικής και Ειρηνικού ΑΚΕ, οι οποίες

ήσαν πρώην αποικίες των μητροπολιτικών κρατών μελών των Κοινοτήτων/Ένωσης, με τις

Συμβάσεις Λομέ, Μεσογειακή πολιτική, Συμφωνίες Ευρώπης, Ευρωπαϊκός Οικονομικός

Χώρος (ΕΟΧ), κλπ. 12

Κυρώθηκε με τον ν. 4226/1962 (ΦΕΚ Α’ 41/1962). 13

«Κοινοτικό κεκτημένο»: το σύνολο των κανόνων, αρχών και πρακτικών που ισχύουν και

εφαρμόζονται (ακολουθούνται) στην ΕΕ σε μια χρονική περίοδο. Είναι δυναμικό μέγεθος,

μεταβάλλεται, εξελίσσεται παράλληλα με τη μετεξέλιξη της ΕΕ.

14

της αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας και κυρίως του γεωργικού

τομέα.14

Κατά την περίοδο της επταετίας στην Ελλάδα (1967-74), οι

Κοινότητες “πάγωσαν” το χρηματοδοτικό τμήμα της συμφωνίας

συνδέσεως. Η ενέργεια θεωρείται ότι άσκησε κάποιου είδους εξωτερική

πίεση για την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Την 12 Ιουνίου 1975 η Ελλάδα υπέβαλε αίτηση προσχωρήσεως

στις Κοινότητες. Τον Ιανουάριο του 1976 η Επιτροπή διαβίβασε στο

Συμβούλιο τη γνώμη της.15

Ένα μήνα αργότερα, το Συμβούλιο

αποφάσισε ομόφωνα την έναρξη των διαπραγματεύσεων για τον ακριβή

καθορισμό των όρων της προσχωρήσεως. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν

επίσημα τον Ιούλιο του 1976, ουσιαστικά όμως το Φεβρουάριο του 1978.

Οδήγησαν σε συμφωνία το Δεκέμβριο του 1978 στα σπουδαιότερα

ζητήματα και ολοκληρώθηκαν τον Απρίλιο του 1979.

Η Επιτροπή υποστήριξε επίσημα την προσχώρηση, με την

απαιτούμενη από τις Συνθήκες γνώμη της, την 23 Μαΐου 1979.16

Ύστερα

από απόφαση του Συμβουλίου της 24 Μαΐου 1979, υπεγράφη στην

Αθήνα, την 28 Μαΐου 1979, η Συνθήκη Προσχωρήσεως.17

Μετά την

κύρωση της προσχωρήσεως με τον Ν. 945/1979, η Ελλάδα έγινε την 1η

Ιανουαρίου 1981 πλήρες μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και

αργότερα ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

Νομικό έρεισμα για την προσχώρηση της Ελλάδας αποτέλεσε το

άρθρο 28 του Συντάγματος, όπως ρητά αποσαφηνίζεται με ερμηνευτική

δήλωση που προσετέθη εκεί.18

Ήταν, εξαρχής, αναμφισβήτητο ότι η

συνταγματική διάταξη του άρθρου 28 αποτελούσε την ορθή και

κατάλληλη νομική βάση για την ελληνική ένταξη. Εριζόμενο ήταν μόνο

το ζήτημα εάν εφαρμοστέα ήταν η δεύτερη ή η τρίτη παράγραφος του

άρθρου, οι οποίες θέτουν/απαιτούν διαφορετικές τυπικές και ουσιαστικές

προϋποθέσεις.19

Κρατεί η άποψη υπέρ της εφαρμογής της τρίτης

παραγράφου, η οποία θέτει αυστηρότερες ουσιαστικές προϋποθέσεις, 14

Κατά την περίοδο αυτή η Ελλάδα αποδύθηκε σε μία προσπάθεια όχι μόνο ενσωμάτωσης

του ‘κοινοτικού κεκτημένου’ αλλά και στη θέσπιση μέτρων τα οποία θα ελάμβαναν υπόψη

τους και θα ήταν σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Κλασσικό παράδειγμα είναι ο ν.

703/1977 για τον ελεύθερο ανταγωνισμό, ο οποίος, ενώ θεσπίστηκε πριν την ελληνική

πράξη προσχωρήσεως, όχι μόνο επηρεάστηκε από τους αντίστοιχους κοινοτικούς κανόνες

αλλά σχεδόν αντιγράφει ορισμένους από αυτούς. Ίδετε αντί πολλών, Π.Μ. Μπερνίτσα, Το

ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού και η επίδρασή του στη θέσπιση και εφαρμογή

του Ν. 703/1977, Αν. Σάκκουλα, 1988. 15

Ήταν απαραίτητη προϋπόθεση κατά το άρθρο 237§1 ΣυνθΕΟΚ, που καταργήθηκε με τη

ΣυνθΕΕ. 16

ΕΕ 1979 L 291/3. 17

EE 1979 L 291/7. 18

Η ερμηνευτική δήλωση προστέθηκε στο άρθρο 28 του Συντάγματος το 2001 με το Ψήφισμα

της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001). 19

Για διεξοδική συζήτηση επί του θέματος, βλ. Δαγτόγλου Π. Δ., Ευρωπαϊκό Κοινοτικό

Δίκαιο, Τόμος Ι, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1998, σ. 66-75.

15

αλλά απαιτεί απόλυτη (δηλαδή απλή) πλειοψηφία του συνόλου των

βουλευτών (150 από τους 300).20

Αντιθέτως, η δεύτερη παράγραφος

απαιτεί ηπιότερες προϋποθέσεις αλλά απαιτεί πλειοψηφία των τριών

πέμπτων του συνόλου των βουλευτών (180 από τους 300). Τελικά, ο

κυρωτικός νόμος της προσχώρησης ψηφίστηκε με τις ουσιαστικές

προϋποθέσεις της τρίτης παραγράφου, αλλά για πολιτικούς λόγους, με

την πλειοψηφία των τριών πέμπτων.

Σήμερα η Ελλάς θεωρείται από τα "παλαιά" κράτη μέλη. Με την

ένταξή της στις κοινοτικές/ενωσιακές δομές, η πατρίδα μας επισφράγισε

τον δυτικοευρωπαϊκό προσανατολισμό της. Από τη συμμετοχή της αυτή,

η χώρα μας αποκόμισε πολλά, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να

αξιοποιήσει αναλόγως τα οικονομικά και πολιτικά οφέλη για τη

μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, πρόοδο και ευημερία του ελληνικού λαού.

Δ. Ένταξη και αποχώρηση κράτους μέλους

α. Προλεγόμενα

Ως δημοκρατική και ελεύθερη κοινωνία χωρών, η Ένωση είναι ανοικτή

να δεχθεί στους κόλπους της κάθε κράτος, που πληροί συγκεκριμένες

προϋποθέσεις, όπως και να αποδεσμεύσει όποιο κράτος μέλος της

επιθυμεί να απενταχθεί. Τόσο η προσχώρηση, όσο και η αποχώρηση

κράτους μέλους είναι σοβαρότατες υποθέσεις για αμφότερες τις πλευρές

(δηλαδή το αποχωρούν κράτος μέλος και την Ένωση), στις οποίες

προκαλεί ποικίλους κραδασμούς.

Για το κράτος η ένταξη δεν σημαίνει απλή συμμετοχή σε μία

ομάδα κρατών αλλά σηματοδοτεί πολύ βαθύτερες συνέπειες. Το κράτος

μεταλλάσσεται τόσο κατά το στάδιο της προενταξιακής περιόδου

προπαρασκευής όσο και -κυριότατα- κατά τη διάρκεια συμμετοχής. Ούτε

από πλευράς Ένωσης είναι απλή διαδικασία προσθήκης ενός η

περισσοτέρων νέων μελών. Αναλόγως με το βαθμό ανάπτυξης,

συμβατότητας και ωριμότητας ενός κράτους, η Ένωση υφίσταται

μικρότερους ή μεγαλύτερους κραδασμούς με κάθε νέα διεύρυνση. Διότι

δεν είναι μόνο το κράτος που πρέπει να προσαρμόσει τις οικονομικές,

διοικητικές και νομικές δομές του στο ενωσιακό κεκτημένο, αλλά σε

κάποιες προσαρμογές είναι αναγκασμένη να προβεί και η Ένωση

προκειμένου να φιλοξενήσει/εγκολπώσει/αφομοιώσει το νέο μέλος της.

Ομοίως, η αποχώρηση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία απλή

έξοδος. Έχει αμφίπλευρα αποτελέσματα και φαίνεται, επίσης, ιδιαίτερα

επίπονη διαδικασία. Διότι τόσο το αποχωρούν κράτος όσο και η Ένωση

κατά το χρόνο συμμετοχής (αναλόγως βεβαίως της διάρκειας) έχουν

σφυρηλατήσει άρρηκτους πολιτικούς, οικονομικούς, νομικούς και

20

Δαγτόγλου, ό.π. σ. 68, 69.

16

κοινωνικούς δεσμούς, οι οποίοι δύσκολα διαρρηγνύονται εν μια νυκτί.

Όθεν, οιαδήποτε απόφαση αποχώρησης πρέπει να είναι καρπός σοβαρής

πολιτικής περίσκεψης και σωφροσύνης. Μέχρι σήμερα δεν έχει

εκδηλωθεί τέτοιο φαινόμενο. Μόνο η αποχώρηση της Γροιλανδίας

καταγράφεται, αλλά αυτή είναι ιδιάζουσα περίπτωση, αφού αποτελεί

εδαφικό μέρος της Δανίας.

Πάντως, δυνατότητα ευθείας (άμεσης) αποπομπής κράτους μέλους

από την Ένωση δεν προβλέπεται στις Συνθήκες.

β. Προσχώρηση νέου κράτους στην ΕΕ

(i). Προϋποθέσεις

Η ιδιότητα του κράτους μέλους της ΕΕ αποκτάται με την πλήρη ένταξή

του στην ΕΕ. Κατά το άρθρο 49 ΣΕΕ, οι προϋποθέσεις ένταξης είναι οι

ακόλουθες:

α) Η ιδιότητα του ενδιαφερομένου κράτους ως "ευρωπαϊκού",

δηλαδή να ανήκει στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

β) Το υποψήφιο κράτος μέλος πρέπει να σέβεται και να προάγει τις

θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης, ήτοι του σεβασμού της ανθρώπινης

αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του

κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

γ) Υποβολή αίτησης. Το ενδιαφερόμενο κράτος πρέπει να αιτηθεί

τυπικά την ένταξή του. Η υποβολή αίτησης προσχώρησης στην ΕΕ

αποτελεί εσωτερική επιλογή του ενδιαφερομένου κράτους. Κανένα

κράτος δεν υποχρεούται ή εξαναγκάζεται να συμμετάσχει στην ΕΕ.

(ii). Διαδικασία προσχώρησης

Η αίτηση του ενδιαφερομένου κράτους υποβάλλεται στο Συμβούλιο, το

οποίο αποφασίζει ομόφωνα, αφού προηγουμένως ζητήσει τη γνώμη της

Επιτροπής και μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το

οποίο αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών από τα οποία

απαρτίζεται. Για την αίτηση ενημερώνονται και τα εθνικά κοινοβούλια

γ. Αποχώρηση κράτους μέλους από την ΕΕ

21

Κάθε κράτος μέλος είναι ελεύθερο να αποχωρήσει από την Ένωση. Όταν

διαμορφώσει, κατά τους συνταγματικούς κανόνες του, την απόφασή του

περί αποχώρησης, γνωστοποιεί τη σχετική πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό

21

Περισσότερα για την αποχώρηση κράτους μέλους βλ. Μαν. Περάκη, Η νομική διάσταση

της εξόδου κράτους μέλους από τη ζώνη του ευρώ ή/ και από την Ευρωπαϊκή Ένωση υπό

το φως του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου, ΝοΒ 2011, σ. 2045-2075.

17

Συμβούλιο. Ακολουθούν διαπραγματεύσεις, οι οποίες καταλήγουν σε

συμφωνία μεταξύ του κράτους μέλους και της Ένωσης. Αυτή η

συμφωνία αποχώρησης καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την

αποχώρηση, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων

μεταξύ των δύο πλευρών.

Με την προσχώρηση στις ευρωπαϊκές δομές το κράτος μέλος γίνεται

συστατικό μέρος μιας ολότητας που δεν είναι απλώς το άθροισμα των

μερών, αλλά κάτι περισσότερο και διαφορετικό, ένα alliud.22

3. Η μετεξέλιξη των Κοινοτήτων/Ένωσης («κάθετη ενοποίηση»)

Στην ιστορική της πορεία, η προσπάθεια ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης

διήλθε από πολλά και ποικίλα στάδια. Γνώρισε περιόδους ανάπτυξης,

αλλά και ύφεσης. Πέρασε από φάσεις ευρωσκεπτικισμού και

απαισιοδοξίας, μέχρι φεντεραλισμού και αισιοδοξίας.

Συνολικά εκτιμώμενο, όμως, το ενοποιητικό εγχείρημα σημείωσε

αξιοθαύμαστη πρόοδο, ώστε η απλή τελωνειακή ένωση να εξελιχθεί σε

μία ολοκληρωμένη εσωτερική αγορά με στενό πυρήνα την οικονομική

ένωση.

Ακολούθως εξετάζονται συνοπτικά οι κυριώτεροι σταθμοί.

Α. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη

Η πρώτη και σημαντική τροποποίηση των ιδρυτικών συνθηκών των

Kοινοτήτων προς την κατεύθυνση της κάθετης ενοποίησης, έγινε την 1η

Ιουλίου 1987, με τη θέση σε ισχύ της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης

(ΕΕΠ).

Κατά τις δεκαετίες ’60 και ’70 η κοινοτική ενοποιητική πορεία

είχε εισέλθει σε τελματώδη φάση. Η δωδεκαετής μεταβατική περίοδος

για την ολοκλήρωση της κοινής αγοράς (από την 01.01.1958 έως την

31.12.1969, όπως προέβλεπε η ΣυνθΕΟΚ), παρήλθε χωρίς την επίτευξη

αυτού του στόχου. Σε θεσμικό επίπεδο, ο μηχανισμός λήψεως

αποφάσεων αποδείχθηκε δυσκίνητος στο βηματισμό της ενοποιητικής

προόδου.

Με αυτές τις διαπιστώσεις, τον Ιούνιο του 1985 η Επιτροπή, υπό

την προεδρεία του ικανότατου και εμπνευσμένου ευρωπαϊστή Jacques

Delors, δημοσίευσε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ολοκλήρωσης της

εσωτερικής αγοράς, τη Λευκή Βίβλο, η οποία, από κοινού με προτάσεις

θεσμικών μεταβολών αποτέλεσε εν συνόλω την Ενιαία Ευρωπαϊκή

Πράξη (ΕΕΠ).

22

Δαγτόγλου, 1985, σ. 70.

18

Η ΕΕΠ αποτελεί τον πρώτο και μείζονα σταθμό στην ιστορία της

ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας. Υπεγράφη την 17.02.1986 από

όλα τα τότε κράτη μέλη και ετέθη σε ισχύ την 01.07.1987.23

Οι τροποποιήσεις που επέφερε η ΕΕΠ μπορούν να συνοψισθούν σε

τρείς ομάδες:

Α) Ετέθη νέα καταληκτική ημεροχρονολογία (ορόσημο) για την

ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, η 31.12.1992. Προς το σκοπό αυτό,

η Λευκή Βίβλος πρότεινε πακέτο σχεδίων τριακοσίων οδηγιών, οι οποίες

αποσκοπούσαν να εναρμονίσουν τη νομοθεσία των κρατών μελών στους

τομείς όπου η κοινή αγορά ήταν ακόμη κατακερματισμένη.

Β) Επέφερε ορισμένες σημαντικές θεσμικές τροποποιήσεις

αυξάνοντας τις αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη

νομοθετική διαδικασία και καθιερώνοντας βάση συνεργασίας μεταξύ των

κρατών μελών στην εξωτερική πολιτική, τη λεγόμενη Ευρωπαϊκή

Πολιτική Συνεργασία (Άλλαξε τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ειδική

πλειοψηφία).

Δ) Επεξέτεινε την κοινοτική αρμοδιότητα σε τομείς, όπως την

οικονομική και κοινωνική συνοχή, της προστασίας του περιβάλλοντος

και της έρευνας και τεχνολογίας.

Β. Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Η ιδέα για τη δημιουργία μιας “Ευρωπαϊκής Ένωσης” έλκει την

καταγωγή της στις διασκέψεις κορυφής του Παρισιού το 1972 και το

1974. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπονήθηκε το

“Σχέδιο συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση”, του οποίου πνευματικός

πατέρας ήταν ο Ιταλός ευρωβουλευτής A. Spinelli. Δεν κατέστη εφικτό

όμως να θεσμοθετηθεί και πραγματωθεί κατά τη δεκαετία του 1980

κυρίως λόγω της σχεδόν αποκλειστικής ενασχόλησης της Κοινότητας με

τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς.

Στις 7 Φεβρουαρίου 1992, υπεγράφη στην πόλη Μάαστριχτ της

Ολλανδίας η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣυνθΕΕ), γνωστή και

ως “Συνθήκη του Μάαστριχτ”. Η ΣυνθΕΕ ιδρύει την Ευρωπαϊκή Ένωση,

που βασίζεται στις τρεις Κοινότητες, τις οποίες δεν καταργεί, απλώς τις

τροποποιεί και τις συμπληρώνει με νέες πολιτικές και μορφές

συνεργασίας. Η ΣυνθΕΕ ετέθη σε ισχύ την 01.01.1993.24

Η ΣυνθΕΕ έθεσε φιλόδοξους στόχους: α) Να προωθήσει την

ισόρροπη και σταθερή οικονομική πρόοδο, ιδίως με τη δημιουργία ενός

χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα, με την ενίσχυση της οικονομικής και

κοινωνικής συνοχής και με την ίδρυση μιας οικονομικής και

νομισματικής ένωσης. β) Να επιβεβαιώσει την ταυτότητά της στη διεθνή 23

ΕΕ 1987 L 169. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη κυρώθηκε με το ν. 1681/1987. 24

Κυρώθηκε με το ν. 2077/1992.

19

σκηνή, ιδίως με την εφαρμογή μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και

πολιτικής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της μελλοντικής

διαμόρφωσης μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί, σε

δεδομένη στιγμή, να οδηγήσει σε κοινή άμυνα. γ) Να ενισχύσει την

προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των υπηκόων των

κρατών μελών με τη θέσπιση ιθαγένειας της Ένωσης. δ) Να αναπτύξει

στενή συνεργασία στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών

υποθέσεων. ε) Να διατηρήσει στο ακέραιο το κοινοτικό κεκτημένο και

να το αναπτύξει, προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα

των μηχανισμών και των οργάνων της Κοινότητας.

Η σημαντικότερη καινοτομία που εισήγαγε η ΣΕΕ είναι η

πρόβλεψη για τη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης

(ΟΝΕ). Οι διατάξεις για την ΟΝΕ περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για το στενό

συντονισμό και τη σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών των κρατών

μελών και την υιοθέτηση κοινής νομισματικής πολιτικής, με την

κυκλοφορία ενός κοινού νομίσματος. Η ΟΝΕ σχεδιάστηκε να λειτουργεί

σε στενή αλληλεξάρτηση με την κοινή αγορά.

Τέλος, η ΣΕΕ ίδρυσε, δίπλα στις Κοινότητες και άλλους δύο

«πυλώνες», την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλεια

(ΚΕΠΠΑ) και τη συνεργασία στους τομείς της δικαιοσύνης και των

εσωτερικών υποθέσεων. Αυτοί οι τρεις πυλώνες από κοινού στήριζαν το

ευρωπαϊκό οικοδόμημα επί μακρόν.

Γ. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ

Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ήταν αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων της

Διακυβερνητικής Διάσκεψης του Τορίνο (29.03.1996) και υπογράφτηκε

από τους αρχηγούς των κρατών μελών των κυβερνήσεων την 02.10.1997

στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Αφού επικυρώθηκε από όλα τα κράτη

μέλη, ετέθη σε ισχύ την 01.05.1999.25

Η Συνθήκη του Άμστερνταμ είχε τέσσερις κύριους στόχους:

α) Να θέσει την απασχόληση και τα δικαιώματα των πολιτών στο

επίκεντρο της Ένωσης. Υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιδιώξουν από

κοινού να βρουν λύσεις για την καταπολέμηση της ανεργίας.

β) Να εξαλείψει τα τελευταία εναπομείναντα εμπόδια στην

ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και να ενδυναμώσει την ασφάλεια,

παγιώνοντας και «κοινοτικοποιώντας» τη συνεργασία των κρατών μελών

στα πεδία της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.

γ) Να προσδώσει στην Ένωση μια ισχυρότερη παρουσία στις

παγκόσμιες υποθέσεις καθιστώντας το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (τους

25

Από την ελληνική Βουλή κυρώθηκε με το ν. 2691/1999. Ανακοίνωση ΥΠΕΞ

Φ.0546/26/ΑΣ 276/Μ.4770 της 6/28.04.1999 για τη θέση σε ισχύ διεθνώς της Συνθήκης του

Άμστερνταμ.

20

αρχηγούς των κρατών ή κυβερνήσεων) υπεύθυνο για τον ορισμό κοινών

στρατηγικών, τις οποίες θα εφαρμόζουν τα κράτη μέλη και η Ένωση,

ορίζοντας έναν ανώτατο αντιπρόσωπο της ΚΕΠΠΑ και ιδρύοντας μία

μονάδα πολιτικού προγραμματισμού και επείγουσας δράσης υπό την

αρμοδιότητά του.

δ) Να καταστήσει πιο αποτελεσματική τη θεσμική δομή της

Ένωσης εν όψει της επικείμενης διεύρυνσης με την προσχώρηση της

Κύπρου και ορισμένων χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.

Τέλος, μία από τις καινοτομίες που εισήγαγε η Συνθήκη του

Άμστερνταμ είναι και η αναρίθμηση τω άρθρων της Συνθήκης ΕΚ.

Δ. Η Συνθήκη της Νίκαιας

Η Συνθήκη της Νίκαιας είναι προϊόν εργασιών της Διάσκεψης των

Αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, η οποία

συγκλήθηκε στις Βρυξέλλες την 14.02.2000, εγκρίθηκε από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας (απ’ όπου έλαβε και την ονομασία

της) την 09.12.2000 και υπογράφηκε την 26.02.2001.26

Μετά την

κύρωσή της από τα κράτη μέλη (κατά τους εσωτερικούς κανόνες

εκάστου κράτους μέλους),27

ετέθη σε ισχύ την 01.02.2003.

Με τη Συνθήκη της Νίκαιας επήλθαν κυρίως θεσμικές

μεταρρυθμίσεις στη ΣυνθΕΚ, οι οποίες κρίθηκαν αναγκαίες προκειμένου

να προετοιμάσουν το έδαφος για την «ανατολική» (έκτη) διεύρυνση και

την ένταξη των δέκα νέων κρατών μελών.28

Οι κυριότερες τροποποιήσεις

συνοψίζονται επιγραμματικά ως ακολούθως:

α. Προβλέφθηκε αλλαγή του αριθμού των μελών των θεσμικών

οργάνων ώστε να συμμετάσχουν σε αυτά εκπρόσωποι των δέκα νέων

κρατών μελών.

β. Επαναπροσδιορίσθηκε η στάθμιση των ψήφων στις περιπτώσεις

ειδικής πλειοψηφίας.

γ. Περιορίσθηκαν δραστικά οι τομείς (περίπου 27) όπου οι

αποφάσεις ελαμβάνοντο με ομοφωνία, υπέρ της ειδικής πλειοψηφίας.

δ. Διευρύνθηκαν οι αρμοδιότητες της Κοινότητας στη σύναψη

διεθνών συνθηκών σχετικά με το εμπόριο των υπηρεσιών και αυτού που

άπτεται των δικαιωμάτων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

ε. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής απέκτησε περισσότερες

αρμοδιότητες.

στ. Προβλέφθηκαν αυστηρότερες κυρώσεις για τα κράτη μέλη που

παραβιάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα.

26

Απόφαση Société Michel, C-80/01. 27

Στην Ελλάδα κυρώθηκε με το ν. 3001/2002 ΦΕΚ Α΄ 73/08.04.2002. 28

Για περισσότερες σκέψεις, Παν. Ι. Κανελλόπουλου, Η θεσμική μεταρρύθμιση της

Συνθήκης της Νίκαιας, ΕΕΕυρΔ 2002/883.

21

ζ. Επετράπη η εσωτερική ανασύνταξη του Δικαστηρίου και του

Πρωτοδικείου προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία έκδοσης

αποφάσεων.

Ε. Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ)

Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) αντιπροσωπεύει ένα

σημαντικό βήμα για την ολοκλήρωση των οικονομιών της ΕΕ.

Εμπεριέχει το συντονισμό των οικονομικών και δημοσιονομικών

πολιτικών, μία ενιαία νομισματική πολιτική και ένα κοινό νόμισμα, το

ευρώ. Παρόλο που και τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ συμμετέχουν στην

οικονομική ένωση, ορισμένες χώρες έχουν κάνει ένα επιπλέον βήμα προς

την ολοκλήρωση, υιοθετώντας ένα κοινό νόμισμα, το ευρώ. Οι χώρες

αυτές συνιστούν τη λεγόμενη «Ευρωζώνη» (Eurozone).

Η απόφαση για τη δημιουργία μιας οικονομικής και νομισματικής

ένωσης ελήφθη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Μάαστριχτ της

Ολλανδίας, το Δεκέμβριο του 1991 και στη συνέχεια περιελήφθη στη

Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Συνθήκη του Μάαστριχτ). Με την

ΟΝΕ, η ΕΕ κάνει ένα βήμα μπροστά στη διαδικασία οικονομικής

ολοκλήρωσης που ξεκίνησε το 1957 με την ίδρυσή της.

Τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η οικονομική ολοκλήρωση στην

ΕΕ, αλλά και σε κάθε κράτος, είναι η αύξηση του μεγέθους, η εσωτερική

αποδοτικότητα και η ευρωστία της οικονομίας, τα οποία με τη σειρά τους

συμβάλλουν στην ενίσχυση της οικονομικής σταθερότητας, την τόνωση

της ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, αποτελέσματα

που ωφελούν άμεσα τους Ευρωπαίους πολίτες.

Οι αρχές που διέπουν την ΟΝΕ είναι οι εξής:

Συντονισμός των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών

Συντονισμός των δημοσιονομικών πολιτικών, κυρίως με τον

περιορισμό του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος

Ανεξάρτητη νομισματική πολιτική την οποία διαχειρίζεται η

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EΚΤ)

Ενιαίο νόμισμα και ευρωζώνη.

Οι βασικοί συντελεστές της ΟΝΕ είναι:

Tο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που χαράσσει τις βασικές κατευθύνσεις

πολιτικής

Tο Συμβούλιο, που συντονίζει τη χάραξη των οικονομικών

πολιτικών και αποφασίζει αν ένα κράτος μέλος μπορεί να

υιοθετήσει το ευρώ

Η "Ευρωομάδα" (Eurogroup), που συντονίζει τις πολιτικές κοινού

ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης

22

Tα κράτη μέλη, που καταρτίζουν τον εθνικό τους προϋπολογισμό

εντός των συμφωνημένων ορίων για το έλλειμμα και το χρέος και

χαράσσουν τις δικές τους διαρθρωτικές πολιτικές για την αγορά

εργασίας, τις συντάξεις και τις κεφαλαιαγορές

Η Επιτροπή, που παρακολουθεί τις οικονομικές επιδόσεις και τη

συμμόρφωση με τους κανόνες της Ένωσης

Η EΚΤ, που χαράσσει τη νομισματική πολιτική με κύριο στόχο τη

σταθερότητα.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που είναι συναρμόδιο με το

Συμβούλιο να εκδίδει νομοθετικές πράξεις και ασκεί τον

δημοκρατικό έλεγχο της οικονομικής διακυβέρνησης, ιδίως μέσω

του νέου Οικονομικού Διαλόγου.29

Σήμερα, η ΟΝΕ αποτελείται από δεκαεννέα (19) κράτη μέλη. Αυτά

είναι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Εσθονία,

η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Λετονία, η Λιθουανία, το

Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, η Σλοβακία, η

Σλοβενία και η Φινλανδία.30

Τα υπόλοιπα κράτη μέλη μετέχουν στη

διαδικασία σύγκλισης, η οποία, όταν επιτυγχάνεται από ένα κράτος

μέλος, οδηγεί στην υιοθέτηση του κοινού νομίσματος από το κράτος

αυτό, εφόσον το τελευταίο το ζητήσει.31

Τέλος, όπως προβλέπει ο τίτλος VII της ΣΕΚ, αντανάκλαση της

Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) είναι ο αυξημένος

συντονισμός των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών σε

ευρωπαϊκό επίπεδο και η υποχρέωση να αποφεύγουν τα υπερβολικά

δημοσιονομικά ελλείμματα («σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης»).32

ΣΤ. Η ατελέσφορη προσπάθεια του Ευρωπαϊκού Συντάγματος

Στη Σύνοδο της Νίκαιας (Δεκέμβριος 2000) αποφασίστηκε, μεταξύ

άλλων, να αρχίσει ένας διεξοδικότερος και ευρύτερος διάλογος για το

Μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως ενόψει της εκεί αποφασισθείσης

«νοτιοανατολικής» διεύρυνσης και της διαπίστωσης ότι η θεσμική

διάρθρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ήταν ικανή να αντεπεξέλθει

29

Βλ. σχετ. www.europa.eu. 30

Ωστόσο, πέρα από τα δεκαεννέα (19) επίσημα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, το

Μονακό, το Σαν Μαρίνο, το Βατικανό και η Ανδόρρα έχουν υπογράψει επίσημες

συμφωνίες με την Ένωση, για να χρησιμοποιούν το ευρώ ως το επίσημο νόμισμά τους και

να εκδίδουν τα δικά τους νομίσματα. Επιπλέον, χωρίς να έχουν προηγηθεί σχετικές διμερείς

συμφωνίες με την Ένωση, το ευρώ χρησιμοποιείται μονομερώς από το Μαυροβούνιο, αλλά

και από το Κοσσυφοπέδιο, ενώ η Βόρεια Κορέα χρησιμοποιεί το ευρώ ως επίσημο νόμισμα

για τις διεθνείς της συναλλαγές. 31

Βλ. σχετ. Π. Κανελλόπουλο, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 5η έκδοση, Αθήνα-

Θεσσαλονίκη 2010, σ. 99. 32

Βλ. σχετ. www.europa.eu.

23

λειτουργικά στην ένταξη ενός τόσο μεγάλου αριθμού νέων κρατών που

δεν είχε προηγούμενο στα χρονικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κατά τη Σύνοδο του Λάακεν (Δεκέμβριος 2001) αποφασίστηκε, να

συγκληθεί μία «Συνέλευση για το Μέλλον της Ευρώπης», υπό τον

ευρωπαϊστή πρώην πρόεδρο της Γαλλίας Valéry Giscard d’ Estaing,

αποτελούμενη από αντιπροσώπους των υπαρχόντων και υποψηφίων

κρατών μελών, των εθνικών κοινοβουλίων, του Ευρωπαϊκού

Κοινοβουλίου και της Επιτροπής. Καθήκον της Συνέλευσης ήταν να

συζητήσει τα ουσιαστικά ζητήματα της μελλοντικής εξέλιξης της

Ένωσης, να διερευνήσει τις διάφορες προοπτικές και να καταθέσει

προτάσεις.

Από τις εργασίες της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης για το Μέλλον της

Ευρώπης προέκυψε ένα σχέδιο Συντάγματος, το οποίο υποβλήθηκε στη

Σύνοδο Κορυφής της Θεσσαλονίκης, όπου και εγκρίθηκε. Το τελικό

κείμενο του Συντάγματος υπεγράφη την 29.10.2004 στη Ρώμη,

συμβολικά, στην ίδια αίθουσα που είχε υπογραφεί και η Συνθήκη της

Ρώμης το 1957. Ακολούθησε η διαδικασία κύρωσης από κάθε κράτος

μέλος, σύμφωνα με τη συνταγματική πρόβλεψη καθενός, αρκετά εκ των

οποίων προέβλεπαν δημοψήφισμα. Κατά τραγική ειρωνεία, οι λαοί της

Γαλλίας και της Ολλανδίας, δύο χωρών που υποστήριξαν με τον πλέον

ένθερμο τρόπο τη θέσπισή του, το απέρριψαν με δημοψηφίσματα την

29.05.2005 και 01.06.2005, αντιστοίχως. Ως εκ τούτου, το σχέδιο

Συντάγματος για την Ευρώπη έμεινε γράμμα νεκρό, παρότι μέχρι το

Μάιο του 2006, δεκαπέντε κράτη μέλη πρόλαβαν να το κυρώσουν,

μεταξύ αυτών και η Ελλάδα.33

Η ιδέα του Ευρωπαϊκού Συντάγματος ήταν μακράν η πλέον

φιλόδοξη προσπάθεια να αποκτήσει η Ένωση ομοσπονδιακά

χαρακτηριστικά και δομή.

Στη Συνταγματική Συνθήκη ο όρος «Σύνταγμα» χρησιμοποιείται

για να τονιστεί πανηγυρικά η μετεξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα

ανώτερο επίπεδο ολοκλήρωσης, όπου τα κράτη μέλη συμφωνούν να

μεταβιβάσουν στην Ένωση ακόμη μεγαλύτερα τμήματα της εθνικής

κυριαρχίας τους. Ωστόσο, δεν έχει τα κλασσικά στοιχεία του

Συντάγματος, όπως αναπτύσσεται στην επιστήμη (λαός, κυριαρχία κλπ).

Η χρήση του όρου «Σύνταγμα» γίνεται επίσημα για πρώτη φορά

στα χρονικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως ψήγματα συνταγματικής

υφής αναπτύχθηκαν στο κοινοτικό κεκτημένο από τα πρώτα χρόνια των

Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Για παράδειγμα, το Δικαστήριο των

Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), ήδη στην υπόθεση 26/62 Van Gend en

Loos,34

όπου καθιέρωσε την αρχή του αμέσου αποτελέσματος του

κοινοτικού δικαίου, είχε αποφανθεί ότι 33

Ν. 3341/2005. 34

Συλλογή 1954-1964, σελ. 861.

24

«…η Κοινότητα αποτελεί μια νέα έννομη τάξη … της οποίας

υποκείμενα δικαίου δεν είναι μόνο τα κράτη μέλη αλλά και οι

μεμονωμένοι ιδιώτες. Το κοινοτικό δίκαιο, που είναι ανεξάρτητο

από τη νομοθεσία των κρατών μελών, πρέπει ως εκ τούτου να

παρέχει δικαιώματα στους μεμονωμένους ιδιώτες, το ίδιο όπως

επιβάλλει και υποχρεώσεις».

Αυτή, και παρομοίου περιεχομένου κρίσεις του ΔΕΚ, που

επαναλήφθηκαν σε μεταγενέστερες αποφάσεις του, όπως, για

παράδειγμα, της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, καθώς και

διατάξεις πρωτογενούς και δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου, όπως για

παράδειγμα, της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, της ισότητας των δύο φύλων,

κοινωνικής πολιτικής, απασχόλησης, ασύλου, μετανάστευσης,

αστυνομίας, δικαιοσύνης, κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής

ασφάλειας, προστασίας του καταναλωτή, εισήγαγαν ψήγματα

συνταγματικού χαρακτήρα. Η καινοτομία του σχεδίου Συντάγματος

συνίσταται στο ότι τυποποιεί αυτά τα συνταγματικά σπέρματα, τα

βελτιώνει, τα ενισχύει και τα εμπλουτίζει με νέες διατάξεις και τα ανάγει

συνολικά σε ένα συνεκτικό κείμενο συνταγματικού χαρακτήρα.

Το Σύνταγμα αποφεύγει κάθε ρητή αναφορά σε όρους

«ομοσπονδίας» ή «συνομοσπονδίας κρατών». Παραμένει προσηλωμένο

στην «ένωση» κρατών μελών.

Επίσης, το Σύνταγμα αποφεύγει κάθε ευθεία αναφορά σε

επικρατούσα θρησκεία ή στο χριστιανισμό, αντίθετα προς τις ισχυρές

προτροπές ορισμένων κύκλων. Παρά ταύτα, όμως, από μία

προσεκτικότερη ανάγνωση, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο

Χριστιανισμός και ο Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός αποτελούν στοιχεία

του πυρήνα των αξιών της Ένωσης.35

Πάντοτε επίκαιρα είναι τα λόγια του Πώλ Βαλερύ (1871-1945):

«Ο Ευρωπαίος άνθρωπος δεν ορίζεται από τη φυλή, ούτε από τη γλώσσα,

ούτε από την εθνικότητά του, αφού η Ευρώπη είναι μητέρα γη πολλών

γλωσσών, εθνών και παραδόσεων. Ευρωπαίος είναι όποιος ανήκει σε λαό,

που έχει ενστερνισθεί το ρωμαϊκό κανόνα δικαίου, που κατέχει καλά την

ελληνική παιδεία και που έχει δεχθεί και αφομοιώσει τη Χριστιανική

διδασκαλία.»

Ζ. Η μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβώνας

Μετά την αποτυχία υιοθέτησης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος

ακολούθησε μία διετής «περίοδος στοχασμού/περισυλλογής» («reflection

period»), στο τέλος της οποίας το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου

35

Για τα γενικά χαρακτηριστικά του σχεδίου Συντάγματος και τις σημαντικότερες

προτεινόμενες καινοτομίες, βλ. Ι. Α. Τζιώνα, Μερικές Πρώτες Σκέψεις επί του Τελικού

Σχεδίου του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, Ευρωπαϊκή Προοπτική, 2003, τεύχος 4, σελ. 20 επ.

25

2007 αποφάσισε τη σύγκληση διακυβερνητικής διάσκεψης για μία

«μεταρρυθμιστική συνθήκη». Αυτή επρόκειτο να διατηρήσει τον πυρήνα,

τη δομή και την ουσία της συνταγματικής συνθήκης, απαλλαγμένη,

όμως, από λεκτικούς και συμβολικούς χαρακτηρισμούς που παρέπεμπαν

σ’ αυτό.

Αποτέλεσμα της διακυβερνητικής διάσκεψης ήταν η

Μεταρρυθμιστική Συνθήκη, η οποία υπεγράφη την 13.12.2007 στη

Λισσαβώνα, εξ ού και το όνομά της. Μετά από περιπετειώδη διαδικασία

κύρωσης από τα κράτη μέλη, η μεταρρυθμιστική συνθήκη της

Λισσαβώνας ετέθη σε ισχύ την 01.12.2009.36

Η Συνθήκη της Λισσαβώνας επιφέρει σημαντικές θεσμικές και

ουσιαστικές μεταβολές προς την κατεύθυνση εξορθολογισμού του

συστήματος διακυβέρνησης της Ένωσης. Πρωταρχικός σκοπός της είναι

να καταστήσει αποτελεσματικότερους τους νομοθετικούς και

διοικητικούς μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να είναι σε

θέση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του 21ου

αιώνα.

Οι κυριότερες μεταβολές συνοψίζονται ως ακολούθως:

Α. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντικαθιστά και διαδέχεται την Ευρωπαϊκή

Κοινότητα. Η μεταξύ τους διάκριση καταργείται. Τώρα, πλέον, υπάρχει

μόνο μία οντότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία στεγάζει, υπό μία

ενιαία στέγη, το σύνολο του ενωσιακού οικοδομήματος, απλοποιώντας

την πολυπλοκότητα και αίροντας τη σύγχυση που προκαλούσε το σχήμα

των τριών/δύο Κοινοτήτων υπό το περίβλημα της Ένωσης, με τις

συνακόλουθες επιπτώσεις στις εσωτερικές και εξωτερικές σχέσεις τους.

Η Συνθήκη Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειες (ΣυνθΕΚΑΕ),

εξακολουθεί να διατηρείται αυτοτελώς, αν και αυτό, κατά τη γνώμη μου,

είναι νομοτεχνικά άστοχο.37

Εγκαταλείπεται το σύστημα των τριών

πυλώνων επί των οποίων στηριζόταν η Ευρωπαϊκή Ένωση˙ η ΚΕΠΠΑ

διατηρεί την ονομασία της, έχοντας πλέον ως αναπόσπαστο τμήμα της

την «Κοινή πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας» (ΚΠΑΑ), ενώ η

συνεργασία σε ζητήματα εσωτερικών υποθέσεων και δικαιοσύνης γίνεται

«Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης».

Β. Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση τροποποιείται ως προς τη

δομή και το περιεχόμενό της (αναφερόμενη συντομογραφικώς ως

«ΣΕΕ»). Η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επίσης τροποποιείται,

αλλά μετονομάζεται σε «Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής

Ένωσης», αναφερόμενη συντομογραφικώς ως «ΣΛΕΕ». Αυτές οι δύο

36

Στην Ελλάδα κυρώθηκε με το ν. 3671/2008. 37

Το υπ’ αριθμ. Πρωτόκολλο …………….την ευθυγραμμίζει (Χριστιανός, σελ. 5).

Νομοτεχνικά ορθότερο και λειτουργικά αποτελεσματικότερο θα ήταν να ενσωματωθεί στη

ΣΛΕΕ.

26

συνθήκες έχουν το ίδιο νομικό κύρος.38

Καίτοι, λοιπόν, υπάρχει μόνο

«Ευρωπαϊκή Ένωση», αυτή ρυθμίζεται από δύο Συνθήκες, ως προελέχθη.

Η διάσπαση του βασικού κορμού του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου σε

δύο συνθήκες κρίνεται άστοχη και μόνο σύγχυση προκαλεί. Η

δικαιολογία ότι υπαγορεύθηκε από πολιτικούς κυρίως λόγους,39

παρότι

αληθής ως προς την ιστορική της προέλευση, μάλλον αποτελεί εύσχημο

τρόπο αποφυγής ενός πειστικού επιχειρήματος για τη διατήρηση δύο

συνθηκών προς ρύθμιση μιας «Ένωσης».40

38

Όταν και όπου στο εξής γίνεται αναφορά στις «Συνθήκες» χωρίς συγκεκριμενοποίηση,

πρέπει να θεωρείται νοηματική παραπομπή σε αμφότερες και μόνο τις δύο Συνθήκες,

δηλαδή τη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ. 39

Χριστιανός, σ. 6. 40

Οι δύο συνθήκες αλληλοεπικαλύπτονται (στην απόφαση Pringle, C-370/12, αναδεικνύονται

ορισμένα σχετικά ζητήματα).

27

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

1. Η φυσιογνωμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Α. Σκοπός-αποστολή της Ένωσης

Η Ένωση ιδρύθηκε με σκοπό την προαγωγή της ειρήνης, των αξιών της

και της ευημερίας των λαών της. Ο σκοπός της πρέπει να θεωρείται

φιλόδοξος (μεγαλεπήβολος).

Το πρώτο σκέλος του σκοπού της έχει απτά στοιχεία επιτυχίας. Αν

για κάτι μπορούν να καυχηθούν οι Κοινότητες και η Ένωση, είναι ότι

από την ίδρυσή τους, καθ’ όλη την πορεία τους οι ευρωπαϊκοί λαοί

απολαμβάνουν την ειρηνική μεταξύ τους συνύπαρξη.

Ως προς τις αξίες της Ένωσης, αυτές αναπτύσσονται παρακάτω.41

Ως προς την ευημερία, στην έννοια αυτή δεν περιλαμβάνεται μόνο

η οικονομική ευημερία, αλλά και η εν γένει βελτίωση του βιοτικού

επιπέδου εντός της Ένωσης.42

Ο σκοπός της Ένωσης μπορεί να επιτευχθεί με τα ακόλουθα μέσα,

τα οποία δεν είναι αυτοσκοποί, αλλά μέσα προς επίτευξη του σκοπού:43

α) Δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης

Η Συνθήκη της Λισσαβώνας έχει ως στόχο να ενισχύσει την

πραγματοποίηση ενός κοινού ευρωπαϊκού χώρου, στον οποίον τα

πρόσωπα κυκλοφορούν ελεύθερα και απολαμβάνουν αποτελεσματικής

δικαστικής προστασίας. Η υλοποίηση ενός τέτοιου χώρου επηρεάζει

άμεσα τομείς, στους οποίους οι προσδοκίες των ευρωπαίων πολιτών είναι

μεγάλες, όπως η μετανάστευση, η καταπολέμηση του οργανωμένου

εγκλήματος και η τρομοκρατία. Τα εν λόγω ζητήματα έχουν έντονη

διασυνοριακή διάσταση και, επομένως, απαιτούν αποτελεσματική

συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Έτσι, η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη κατανέμει τα θέματα που

άπτονται του ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης

σε τέσσερις τομείς: 1) στον διασυνοριακό έλεγχο, το άσυλο και τη

μετανάστευση, 2) στη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις, 3)

στη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις και 4) στην αστυνομική

συνεργασία.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, η Ένωση παρέχει στους πολίτες της ένα χώρο

ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα

41

Βλ. υποκεφ. Ζ’ τ.π. 42

Άρθρο 3 ΣΕΕ. 43

Άρθρο 3 §§2-5 ΣΕΕ.

28

στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, σε

συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τους ελέγχους στα

εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση και την πρόληψη και

καταστολή της εγκληματικότητας.

Η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης

αποτελεί στόχο πλήρως ενταγμένο στον υπερεθνικό χαρακτήρα της

Ένωσης, διεπόμενο από τις διατάξεις του Τίτλου V της ΣΛΕΕ, άρθρα 67

έως 89.44

Ο τομέας αυτός περιέχει διατάξεις σχετικές με τους ελέγχους

στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση, τη δικαστική

συνεργασία σε αστικές και ποινικές υποθέσεις, καθώς και την

αστυνομική συνεργασία.45

β) Οικονομική ανάπτυξη και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς

Η εσωτερική αγορά της Ένωσης είναι μια ενιαία αγορά που λειτουργεί

από την 1η Ιανουαρίου του 1993, στην οποία τα εμπορεύματα, τα

πρόσωπα, οι υπηρεσίες και τα κεφάλαια κυκλοφορούν ελεύθερα και στο

εσωτερικό της οποίας οι ευρωπαίοι πολίτες μπορούν να ζουν, να

εργάζονται, να σπουδάζουν ή να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα

ελεύθερα.

Ο στόχος της εγκαθίδρυσης της εσωτερικής αγοράς και της εν

γένει οικονομικής ανάπτυξης της Ένωσης, ο οποίος καθορίζεται στο

άρθρο 3§3 ΣΕΕ, αποτελεί παράγοντα ουσιαστικής σημασίας για την

ευημερία, την ανάπτυξη και την απασχόληση στην Ένωση,

συμβάλλοντας στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής της Συνθήκης

της Λισσαβώνας. Ως ενοποιημένο, ανοιχτό και ανταγωνιστικό πεδίο, η

εσωτερική αγορά ευνοεί πράγματι την κινητικότητα, την

ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία, ιδίως σε συνάρτηση με τις

τομεακές πολιτικές της Ένωσης. Για να διασφαλιστεί ότι όλοι - πολίτες

και επιχειρήσεις - μπορούν να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα

πλεονεκτήματα της ενιαίας αγοράς, η Ένωση επικεντρώνεται στην άρση

των φραγμών που εξακολουθούν να παρεμποδίζουν τη λειτουργία της.

Επιδιώκει την εναρμόνιση της νομοθεσίας προκειμένου να βελτιωθεί η

ανταπόκρισή της στα προβλήματα που θέτει η παγκοσμιοποίηση και να

προσαρμοστεί στις εξελίξεις, όπως λ.χ. οι νέες τεχνολογίες.

Ακόμη, στον ίδιο στόχο περιλαμβάνεται και η αειφόρος ανάπτυξη

της Ευρώπης,46

με γνώμονα την ισόρροπη οικονομική σταθερότητα των

44

Βλ. σχετ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 97-98. 45

Βλ. για παράδειγμα άρθρο 67§2 ΣΕΕ για την κοινή πολιτική της Ένωσης στους τομείς του

ασύλου, της μετανάστευσης και του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων της. 46

Αειφόρος ανάπτυξη είναι η ανάπτυξη που έχει διάρκεια και η οποία σέβεται το περιβάλλον

και δεν εξαντλεί τους πόρους, αλλά τους διαφυλάττει για τις επόμενες γενεές.

29

τιμών, σύμφωνα με τις αρχές της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς με

υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας.

Τέλος, με το άρθρο 3§3 ΣΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 119 και

120 ΣΛΕΕ, καθιερώνεται η οικονομική πολιτική της Ένωσης και των

κρατών μελών.47

γ) Εγκαθίδρυση της ΟΝΕ

Ο στόχος αυτός της Ένωσης αφορά την οικονομική και νομισματική

ένωση (ΟΝΕ) και το κοινό νόμισμα, το ευρώ.48

δ) Εξωτερική δράση

Η Ένωση ανέπτυξε, με την πάροδο των ετών, τη δική της πολυσχιδή

εξωτερική δραστηριότητα, η οποία της δίνει τη δυνατότητα να

παρουσιάζεται και να ενεργεί ως μια οντότητα στις παγκόσμιες

υποθέσεις. Ενεργώντας από κοινού ως Ένωση, τα 28 κράτη μέλη έχουν

μεγαλύτερη βαρύτητα και επιρροή απ’ ό,τι αν ενεργούσαν μεμονωμένα

και ακολουθούσαν 28 διαφορετικές πολιτικές.

Η κοινή εξωτερική δράση της Ένωσης ενισχύθηκε περισσότερο το

2009, με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, η οποία θέσπισε το αξίωμα του

Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την

Πολιτική Ασφάλειας, ενώ ταυτόχρονα, εισήγαγε μια ευρωπαϊκή

διπλωματική υπηρεσία, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης

(ΕΥΕΔ).

Η Ένωση, στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο, προβάλλει και

προωθεί τις αξίες της και τα συμφέροντά της και ενδιαφέρεται για την

προστασία των πολιτών της. Συμβάλλει στην ειρήνη, την ασφάλεια, την

αειφόρο ανάπτυξη του πλανήτη, την αλληλεγγύη, τον αμοιβαίο σεβασμό

μεταξύ των λαών, το ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο, την εξάλειψη της

φτώχειας και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως των

δικαιωμάτων του παιδιού, καθώς και στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη

του διεθνούς δικαίου και, ιδίως, στον σεβασμό των αρχών του

Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Ως μέλος της διεθνούς κοινωνίας, η Ένωση μετέχει στο παγκόσμιο

γίγνεσθαι, προασπίζοντας τα συμφέροντά της και αυτά των πολιτών της

και προωθώντας τις αξίες της και τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των

Ηνωμένων Εθνών.49

47

Βλ. σχετ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 98-99. 48

Βλ. πιο αναλυτικά ανωτέρω, υπό Κεφ. Ι, υποκεφ. Ε’, σ. 12-14 τ.π. 49

Βλ. σχετ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 99-100.

30

Β. Νομική φύση

Η Ένωση δεν είναι ενιαίο κράτος, ούτε ομοσπονδιακό κράτος, αλλά ούτε

και διεθνής οργανισμός. Είναι ένα μοναδικό φαινόμενο περιφερειακής

ενοποίησης, μία ιδιάζουσα υπερεθνική νομική οντότητα με κυριαρχικά

δικαιώματα που της παραχωρήθηκαν από τα κράτη μέλη της. Διακρίνεται

ουσιωδώς από την κλασσική έννοια του διεθνούς οργανισμού καθότι τα

χαρακτηριστικά της ελάχιστα προσιδιάζουν προς αυτά ενός τυπικού

διεθνούς οργανισμού. Συναφώς, το ενωσιακό δίκαιο είναι κατά μεγάλο

μέρος απεξαρτημένο από το δημόσιο διεθνές δίκαιο και διαφέρει από

αυτό.50

Αν και δεν αναφέρεται ρητά, εν τούτοις, η Ένωση περικλείει

στοιχεία ομοσπονδιακού χαρακτήρα και αυτό ήταν άλλωστε στον νου

των αρχιτεκτόνων της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Χαρακτηριστικά, ο Jean

Monnet, όταν ανελάμβανε την προεδρία της Ανώτατης Αρχής, είχε

δηλώσει ότι: “Η Ευρώπη δεν μπορεί να περιορισθεί στον άνθρακα και

στον χάλυβα … ο θεσμός της Κοινότητας, ο οποίος είναι ο σκελετός ενός

ομόσπονδου κράτους, γίνεται λογικά αντιληπτός μόνο εάν οδηγεί σε

αληθινή πολιτική εξουσία”.51

Γ. Νομική προσωπικότητα

Η Ένωση έχει νομική προσωπικότητα και, μάλιστα, σε κάθε κράτος

μέλος απολαμβάνει της ευρύτερης δυνατής νομικής ικανότητας που

αναγνωρίζεται στα νομικά πρόσωπα κατά την οικεία εθνική νομοθεσία.52

Κατά συνέπεια, η Ένωση μπορεί:

α) Να είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ικανότητα

δικαίου).

β) Να καταρτίζει δικαιοπραξίες (δικαιοπρακτική ικανότητα), ιδίως

δε, να αποκτά και να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία.

γ) Να υπέχει ευθύνη από συμβάσεις που συνάπτει (συμβατική

ευθύνη) ή από αδικοπραξίες που προκαλούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί

της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (εξωσυμβατική ή

αδικοπρακτική ευθύνη).

δ) Να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου (δικολογική ικανότητα).

Δ. Αρμοδιότητες της Ένωσης

50

Β. Χριστιανός, σελ. 24. 51

Κατά παραπομπή από G. Slynn, Introducing a European Legal Order, Stevens &

sons/Sweet & Maxwell, London (1992), σελ. xviii. 52

Άρθρα 47 ΣΕΕ και 335 ΣΛΕΕ.

31

α. Περιορισμένοι (συγκεκριμένοι) σκοποί και αρμοδιότητες

Αποτελεί εδραιωμένη από μακρού αρχή ότι καμία κρατική κυβέρνηση

δεν πρέπει να έχει απεριόριστη εξουσία και αρμοδιότητα.53

Αυτή η

αξιωματική θέση ισχύει κατά μείζονα λόγο για την Ένωση στο μέτρο που

αυτή δεν είναι κράτος κατά την κλασσική έννοια. Με άλλα λόγια, η

Ένωση δεν διαθέτει την εξουσία να ορίζει και να διευρύνει την

αρμοδιότητά της, όπως ένα κυρίαρχο κράτος, αλλά καμία εξουσία δεν

μπορεί να ασκηθεί εκ μέρους της νόμιμα, αν δεν της έχει προηγουμένως

παραχωρηθεί με όλες τις εγγυήσεις από τα κράτη μέλη.54

Οι αρμοδιότητες της ΕΕ παραχωρήθηκαν σ’ αυτήν από τα κράτη

μέλη διά των Συνθηκών. Όσες αρμοδιότητες δεν της παραχωρήθηκαν,

παρέμειναν στα κράτη μέλη. Συνεπώς, η ΕΕ είναι ένωση περιορισμένων

σκοπών και αρμοδιοτήτων, που μπορεί και πρέπει να δρα μέσα στα όρια

των αρμοδιοτήτων που της αναθέτει και στο πλαίσιο των στόχων που της

ορίζει η ίδια η ΣΕΕ.55

Επομένως, η Ένωση δεν έχει τη νομιμοποίηση να

αναλαμβάνει δράσεις σε τομείς που εκφεύγουν της αρμοδιότητάς της.

Σύμφωνα με αυτή την αρχή, η οποία καλείται αρχή των δοτών

αρμοδιοτήτων της Ένωσης και διέπει την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων

της, η Ένωση δεν έχει γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας για την ανάληψη

δράσης, αλλά διαθέτει μόνο τις αρμοδιότητες που της έχουν απονείμει τα

κράτη, σε συνάρτηση προς τους στόχους που ορίζουν οι Συνθήκες.

Ακόμη, με την αρχή αυτή καθιερώνεται τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του

κράτους μέλους, σύμφωνα με το οποίο κάθε αρμοδιότητα, η οποία δεν

απονέμεται στην Ένωση με τις Συνθήκες, ανήκει στα κράτη μέλη.

Απόρροια της αρχής αυτής είναι η υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να

θεμελιώνουν τις νομικές πράξεις που εκδίδουν σε συγκεκριμένες

διατάξεις της Συνθήκης.56

β. Θεωρία των εξυπακουόμενων αρμοδιοτήτων (implied powers)

Η θεωρία των εξυπακουόμενων αρμοδιοτήτων (theory of implied

powers) της Ένωσης αναπτύχθηκε από το ΔΕΚ, προκειμένου να δοθεί η

ικανότητα αλλά και η εξουσία στην Ένωση, να αποκτήσει εξωτερικές

αρμοδιότητες, πέραν εκείνων που ρητώς ορίζονταν στη ΣυνθΕΟΚ,

επιτρέποντας στα ενωσιακά όργανα να διαπραγματευθούν τη σύναψη

διεθνών συμφωνιών σε τομείς που ανήκουν στην εσωτερική νομοθετική

53

John Locke, Two Treatises of Government (1690). 54

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Β΄ Έκδοση 2013, σ. 211, αρ. περ. 12. 55

Άρθρο 5 ΣΕΕ. 56

Βλ. σχετ. Β. Χριστιανό, Συνθήκη ΕΕ & ΣΛΕΕ – Κατ’ άρθρο ερμηνεία, ό.π., σ. · Πρβλ. Π.

Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 270-271.

32

αρμοδιότητα της Ένωσης, όπως ο τομέας των μεταφορών. 57

Στην ουσία,

λοιπόν, οι ως άνω διεθνείς συμφωνίες αποτελούν εξωτερικές εκδηλώσεις

των εσωτερικών εξουσιών/αρμοδιοτήτων της Ένωσης.58

Η Συνθήκη της Λισσαβώνας, με τη σειρά της, ενσωμάτωσε τη

θεωρία των "εξυπακουόμενων ή σιωπηρών εξουσιών" ως γενικό κανόνα,

προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο στην ΕΕ νομική προσωπικότητα, η

οποία επιτρέπει στα ενωσιακά όργανα να εκπροσωπούν τα κράτη μέλη

στις διαπραγματεύσεις τους με τρίτα κράτη και διεθνείς οργανισμούς σε

όλα τα ζητήματα όπου η Ένωση μπορεί να νομοθετεί εσωτερικά.

Η έννοια της νομικής προσωπικότητας καλύπτει επίσης θέματα

σχετικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας

(ΚΕΠΠΑ), αλλά και σε σχέση με την Αστυνομική και Δικαστική

Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις (ΑΔΣΠΥ), δηλαδή και ζητήματα που

ανήκαν στον δεύτερο και τρίτο πυλώνα της ΕΚ, πριν τη Συνθήκη της

Λισσαβώνας.59

Η εφαρμογή της θεωρίας των εξυπακουόμενων αρμοδιοτήτων από

το ΔΕΕ, ανταποκρίνεται στον τελεολογικό τρόπο ερμηνείας των

διατάξεων των Συνθηκών και του δικαίου της Ένωσης.

Ο δικαιολογητικός λόγος ύπαρξης της συγκεκριμένης θεωρίας

είναι το γεγονός ότι το πεδίο των εξωτερικών σχέσεων της Ένωσης

ρυθμίζεται από περιορισμένο αριθμό διατάξεων, οι οποίες δεν

ανταποκρίνονται στις αυξανόμενες ανάγκες που δημιουργεί η εξωτερική

διεθνής δραστηριότητα της Ένωσης.60

Οι αρμοδιότητες της Ένωσης κατανέμονται στις εξής κατηγορίες,

ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετεί η καθεμιά:

(i) Αποκλειστικές

Στο πεδίο της αποκλειστικής αρμοδιότητας, μόνον η Ένωση μπορεί να

νομοθετεί ή να εκδίδει νομικά δεσμευτικές πράξεις σε συγκεκριμένους

τομείς. Στους τομείς αυτούς τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται, καταρχήν, να

νομοθετούν, παρά μόνον εφόσον εξουσιοδοτούνται από αυτήν ή

προκειμένου να εφαρμόσουν τις πράξεις της.61

Στην τελευταία αυτή

57

Βλ. σχετ. άρθρα 94, 95 και 308 της Συνθήκης της Ρώμης· Πρβλ. Απόφαση ERTA, C-22/70,

σκέψεις 75 και 76, απόφαση Kramer, C-3,4,6/76, σκέψεις 19 και 20, Απόφαση Ηνωμένο

Βασίλειο κατά Συμβουλίου, C-68/86, παρ. 10, σ. 895 καθώς και Γνωμοδοτήσεις 1/76 του

ΔΕΕ, σκέψεις 3-5, σ. 220-221 και 1/94 του ΔΕΕ, σκέψη 48, σ. 5402. 58

Βλ. σχετ. Frid R., The Relations between the EC and International Organizations, Kluwer

Law International, 1995, p. 70-71. 59

Βλ. σχετ. www.EUABC.com. 60

Βλ. σχετ. Frid R., The Relations between the EC and International Organizations, Kluwer

Law International, 1995, p. 70. 61

Άρθρο 2§1 ΣΛΕΕ.

33

περίπτωση τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν κυρίως εκτελεστικά

καθήκοντα.62

Οι τομείς επί των οποίων η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα

είναι οι ακόλουθοι:63

α) η τελωνειακή ένωση (άρθρα 30 επ. ΣΛΕΕ),

β) η θέσπιση των κανόνων ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για τη

λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (άρθρα 101 επ. ΣΛΕΕ),

γ) η νομισματική πολιτική για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ (άρθρα

136 επ. ΣΛΕΕ),

δ) η διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της

κοινής αλιευτικής πολιτικής (άρθρο 3§1, στ. δ΄ ΣΛΕΕ),

ε) η κοινή εμπορική πολιτική (άρθρα 206 επ. ΣΛΕΕ).

Επιπροσθέτως, η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να

συνάπτει διεθνείς συμφωνίες, όταν η σύναψη αυτή προβλέπεται σε

νομοθετική πράξη της Ένωσης ή είναι απαραίτητη για να μπορέσει η

Ένωση να ασκήσει την εσωτερική της αρμοδιότητα, ή κατά το μέτρο που

ενδέχεται να επηρεάσει τους κοινούς κανόνες ή να μεταβάλει την

εμβέλειά τους. 64

Μοναδικό περιορισμό στην άσκηση της αποκλειστικής

αρμοδιότητας της Ένωσης αποτελεί η τήρηση της αρχής της

αναλογικότητας, που χαρακτηρίζει το σύνολο των ενωσιακών

αρμοδιοτήτων. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, τα μέτρα που λαμβάνει η

Ένωση πρέπει να είναι πρόσφορα και κατάλληλα για την επιτυχία του

εκάστοτε επιδιωκόμενου στόχου και να μην είναι υπερβολικά, δηλαδή να

μην υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των στόχων των

Συνθηκών.65

(ii) Συντρέχουσες

Όταν οι Συνθήκες κάνουν λόγο για συντρέχουσες αρμοδιότητες, τόσο η

Ένωση, όσο και τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να νομοθετούν και να

εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις σε συγκεκριμένους τομείς. Αυτό

σημαίνει πρακτικά ότι, στους συγκεκριμένους τομείς, τα κράτη μέλη

ασκούν τις αρμοδιότητές τους στο βαθμό που η Ένωση δεν έχει ακόμη

ασκήσει τις δικές της αρμοδιότητες ή αποφάσισε να πάψει να τις ασκεί. 66

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτή την κατηγορία ανήκει η πλειοψηφία των

ενωσιακών αρμοδιοτήτων.

62

Βλ. σχετ. άρθρο 291 ΣΛΕΕ, καθώς και Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 215, αρ. περ. 20. 63

Άρθρο 3§1 ΣΛΕΕ. 64

Άρθρο 3§2 ΣΛΕΕ. 65

Βλ. σχετ. άρθρο 5 §4 ΣΕΕ και άρθρα 1 και 5 του Πρωτοκόλλου υπ’ αριθμ. 2 για την

εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. 66

Άρθρο 2§2 ΣΛΕΕ.

34

Οι συντρέχουσες αρμοδιότητες της Ένωσης και των κρατών μελών

αφορούν τους εξής κύριους τομείς:67

α) την εσωτερική αγορά (άρθρα 26 επ. ΣΛΕΕ),

β) την κοινωνική πολιτική, για τις πτυχές που καθορίζονται στη ΣΛΕΕ

(άρθρα 151 επ. ΣΛΕΕ),

γ) την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή,

δ) την γεωργία και την αλιεία, με την εξαίρεση της διατήρησης των

βιολογικών πόρων της θάλασσας (άρθρα 38 επ. ΣΛΕΕ),

ε) το περιβάλλον (άρθρα 191 επ. ΣΛΕΕ),

στ) την προστασία των καταναλωτών (άρθρο 169 ΣΛΕΕ),

ζ) τις μεταφορές (άρθρα 90 επ. ΣΛΕΕ),

η) τα διευρωπαϊκά δίκτυα,

θ) την ενέργεια (άρθρο 194 ΣΛΕΕ),

ι) το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (άρθρα 67 επ. ΣΛΕΕ)

και

κ) τις κοινές προκλήσεις για την ασφάλεια στον τομέα δράσης της

δημόσιας υγείας, για τις πτυχές που καθορίζονται στη ΣΛΕΕ.

Επιπλέον, στο εν λόγω άρθρο περιλαμβάνονται και ορισμένες

αρμοδιότητες, οι οποίες πριν τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της

Λισσαβώνας περιλαμβάνονταν στην κατηγορία των υποστηρικτικών

αρμοδιοτήτων. Πρόκειται για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη,

την αναπτυξιακή συνεργασία και την ανθρωπιστική βοήθεια.

(iii) Υποστηρικτικές, συμπληρωματικές ή συντονιστικές αρμοδιότητες

Σε ορισμένους τομείς -και υπό τους όρους που προβλέπει η Συνθήκη- η

Ένωση είναι αρμόδια να αναλαμβάνει δράσεις για την υποστήριξη, το

συντονισμό ή τη συμπλήρωση της δράσης των κρατών μελών, χωρίς

ωστόσο να αντικαθιστά την αρμοδιότητά τους στους εν λόγω τομείς. Οι

νομικά δεσμευτικές πράξεις που θεσπίζονται από την Ένωση σε αυτό το

πλαίσιο, δεν μπορούν να περιλαμβάνουν την εναρμόνιση των

νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών.68

Οι τομείς στους οποίους η Ένωση έχει υποστηρικτική,

συμπληρωματική ή συντονιστική αρμοδιότητα είναι οι ακόλουθοι: 69

α) η προστασία και η βελτίωση της ανθρώπινης υγείας (άρθρο 168

ΣΛΕΕ),

β) η βιομηχανία (άρθρο 173 ΣΛΕΕ),

γ) ο πολιτισμός (άρθρο 167 ΣΛΕΕ),

δ) ο τουρισμός (άρθρο 195 ΣΛΕΕ),

67

Άρθρο 4 ΣΛΕΕ. 68

Άρθρο 2§5, εδ. β’ ΣΛΕΕ. 69

Άρθρο 6 ΣΛΕΕ.

35

ε) η παιδεία, η επαγγελματική εκπαίδευση, η νεολαία και ο αθλητισμός

(άρθρα 165-166 ΣΛΕΕ),

στ) η πολιτική προστασία (196 ΣΛΕΕ) και

ζ) η διοικητική συνεργασία (άρθρο 197 ΣΛΕΕ).

Αξίζει να δοθεί έμφαση στην υποστηρικτική-συμπληρωματική -

αυτής των κρατών μελών- δράση της Ένωσης για το συντονισμό των

οικονομικών πολιτικών και των πολιτικών απασχόλησης, καθώς και της

κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Στους τομείς της

απασχόλησης και της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, η Ένωση

διαθέτει αρμοδιότητα να προάγει και να εξασφαλίζει το συντονισμό των

εθνικών πολιτικών των κρατών μελών, ενώ στον τομέα της κοινής

εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, χαράσσει και εφαρμόζει

μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, την οποία τα

κράτη μέλη υποστηρίζουν ενεργά και ανεπιφύλακτα.

Ε. Οι αρχές της επικουρικότητας και της αναγκαιότητας

Αρχή της επικουρικότητας

Ως αντιστάθμισμα των ισχυρών κεντρομόλων δυνάμεων που

αναπτύχθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990 και εν μέρει ικανοποίησης του

αισθήματος ανησυχίας που άρχισε να αναπτύσσεται από τη διεύρυνση

των εξουσιών της Κοινότητας, διαπλάσθηκε η αρχή της επικουρικότητας,

η οποία ενσωματώθηκε στις διατάξεις του άρθρου 5 ΣυνθΕΚ, ήδη

άρθρου 5 παρ. 3 ΣΕΕ.

Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η Ένωση δρα εκτός

των τομέων αποκλειστικής αρμοδιότητάς της μόνον εάν και στο βαθμό

που οι στόχοι ενός σχεδιαζόμενου μέτρου μπορούν να επιτευχθούν

καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο από ό,τι σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό

επίπεδο. Η επικουρικότητα μπορεί, συνεπώς, να οδηγήσει τόσο σε

επέκταση των δραστηριοτήτων της Ένωσης στο πλαίσιο των εξουσιών

της, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, όσο και, αντίθετα, σε περιορισμό ή

περικοπή των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, όταν δεν

δικαιολογούνται πλέον. Η επικουρικότητα, στο πλαίσιο αυτό, δεν ισχύει

μόνο στις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, αλλά

καλύπτει επίσης το περιφερειακό και το τοπικό επίπεδο.70

Η αρχή της επικουρικότητας απαιτεί η Ένωση, στους τομείς που

υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, να δρα μόνον εάν και

στον βαθμό που οι σκοποί της προβλεπόμενης δράσεως είναι αδύνατον

να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς,

70

Βλ. σχετ. C-353 E/117, 18η έκθεση της Επιτροπής για τη βελτίωση της νομοθεσίας –

Εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, 13/09/2012,

παρατήρηση 15, Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ.

36

λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης

δράσεως, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης.71

Αρχή της αναγκαιότητας

Σύμφωνα με την αρχή της αναγκαιότητας,72

που αποτελεί ειδικότερη

έκφανση της αρχής της αναλογικότητας, η δράση της Ένωσης δεν

υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων των

Συνθηκών. Αντιθέτως προς την αρχή της επικουρικότητας, η αρχή της

αναγκαιότητας αναφέρεται σε τομείς που υπάγονται στην αποκλειστική

αρμοδιότητα της Ένωσης. «Αναγκαίο» δεν είναι το επιθυμητό αλλά το

αντικειμενικώς επιβαλλόμενο.73

ΣΤ. Οι ενδοενωσιακές σχέσεις

α) Σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών (κάθετες σχέσεις)

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ, στο εσωτερικό της Ένωσης,

καμία σχέση δεν διέπεται από το διεθνές δίκαιο, αλλά, αυτόνομα, μόνον

από το δίκαιο της Ένωσης.74

Αξιοσημείωτο είναι ότι η αυτονομία των

σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και της Ένωσης χαρακτηρίζεται

κυρίως από την αμοιβαιότητα ως προς την απουσία καταναγκασμού και

ως προς το σεβασμό των ιδιαιτεροτήτων κάθε κράτους μέλους της ΕΕ.

Σε αυτό το πλαίσιο θα παρουσιασθούν οι αρχές που διέπουν την

κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών και της Ένωσης

(κάθετες σχέσεις).

Οι αρχές αυτές είναι:

(i) Η αρχή της ενωσιακής πίστεως (ή της υπερεθνικής πίστης και

συνεργασίας)

Σύμφωνα με την αρχή της ενωσιακής πίστεως, η Ένωση και τα κράτη

μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου

71

Βλ. για παράδειγμα, απόφαση British American Tobacco (Investments), C-491/01,

σ. 11453, σκ. 123 και απόφαση Alliance for Natural Health, C-154/04 και C-155/04,

σ. 6451, σκ. 52 και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην απόφαση Μεγάλο

Δουκάτο του Λουξεμβούργου/ΕυρΚοινβ και Συμβουλίου, C-176/09, σ. 3727, σκ. 105. 72

Για την αρχή της αναγκαιότητας βλ. απόφαση Philip Morris Holland, C-730/79, σ. 8591·

Πρβλ. και τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής του 1998 στην απόφαση

Ιταλία/Επιτροπής, C-310/99, σ. 2289, σκ. 52· Βλ. επίσης τις προτάσεις του γενικού

εισαγγελέα Y. Bot στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις HGA Srl, C-630/11 P έως C-633/11 P,

σκέψεις 57 και 59. 73

Π. Δ. Δαγτόγλου, Βασικά στοιχεία της Συνθήκης του Μάαστριχ, εκδ. Σάκκουλα, 1993, σ.

33. 74

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 197· Πρβλ. T.C. Hartley, ό.π., σ. επ.

37

σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας. Έτσι, τα κράτη μέλη λαμβάνουν

κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των

υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από

πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Επίσης, τα κράτη μέλη

διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και

απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο

την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης.

Το περιεχόμενο της υποχρέωσης καλόπιστης ή υπερεθνικής

συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της Ένωσης ποικίλλει. Η

έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση των κρατών μελών, η παροχή της

δυνατότητας να διατυπώσουν την άποψή τους πριν από τη λήψη

απόφασης που τα αφορά άμεσα αποτελούν παραδείγματα τέτοιας

καλόπιστης συμπεριφοράς που η Ένωση πρέπει να δείχνει.75

(ii) Η αρχή της ισότητας των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών

Στο άρθρο 4§2 ΣΕΕ διακηρύσσεται το απαραβίαστο της αρχής της

ισότητας των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών.

Αξίζει να σημειωθεί πως η κατά γράμμα εφαρμογή της αρχής της

ισότητας, στο πλαίσιο της Ένωσης, επιβάλλεται να γίνεται με προσοχή,

καθώς οποιαδήποτε επίκλησή της δεν θα ήταν δυνατόν να ανατρέψει

πάγιους κανόνες σχετικά με τη λειτουργία των θεσμικών οργάνων (π.χ.

τον τρόπο λήψης αποφάσεων από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία ή

την κατανομή των εδρών στο ΕυρΚοινβ). Αυτό, διότι μια τέτοια

πρακτική θα υπονόμευε την ομαλή λειτουργία της Ένωσης και θα

προκαλούσε αντιθέσεις μεταξύ κανόνων ίσης τυπικής ισχύος, δεδομένου

ότι και τα ζητήματα του τρόπου λειτουργίας των θεσμικών οργάνων

εντάσσονται επίσης στο πρωτογενές δίκαιο.76

(iii) Η αρχή του σεβασμού της εθνικής ταυτότητας των κρατών μελών

εκ μέρους της Ένωσης

Η υποχρέωση της Ένωσης να σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών

μελών προβλέφθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο Στ Ι με τη Συνθήκη τoυ

Μάαστριχτ. Με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, ο σεβασμός της εθνικής

ταυτότητας των κρατών μελών τοποθετείται πλέον στο άρθρο 4 §2 ΣΕΕ

και αποκτά ειδικότερα γνωρίσματα.

Η ρητή αναφορά στην εθνική ταυτότητα κατέστη απαραίτητη,

προκειμένου να εξοβελισθεί ο φόβος των περισσότερων κρατών μελών

ότι η Ένωση θα μπορούσε να επιφέρει μια ενδεχόμενη απώλεια της

75

Βλ. σχετ. Γ. Καλαβρός - Θ. Γεωργόπουλος, Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Θεσμικό

Δίκαιο, Τόμος Ι, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σ. 203. 76

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 196, αρ. περ. 28.

38

εθνικής τους ιδιαιτερότητας καθώς και της ιδιομορφίας της εσωτερικής

τους συνταγματικής δομής.

Ο όρος «εθνική ταυτότητα» συνδέεται πρωτίστως με την

εσωτερική οργάνωση των κρατών μελών, πολιτική και διοικητική, και

πιο συγκεκριμένα με την πολιτική και συνταγματική τους ταυτότητα, αν

και δευτερευόντως έχει και ιστορικές, πολιτιστικές, γλωσσικές και

θρησκευτικές διαστάσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επίσημη εθνική γλώσσα

ενός κράτους μέλους, η οποία χρήζει προστασίας με βάση το άρθρο 4§2

ΣΕΕ.

Σε κάθε περίπτωση, παρά τη διεύρυνση των ενωσιακών

αρμοδιοτήτων, «ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους», δηλαδή οι τομείς

της εδαφικής ακεραιότητας, της διατήρησης της δημόσιας τάξης και

ιδίως της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, συγκροτούν ειδικά

αντικείμενα, τα οποία οφείλει επίσης να σέβεται η Ένωση. 77

β) Σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών (οριζόντιες σχέσεις)

Αμέσως παρακάτω θα παρουσιασθούν οι αρχές που διέπουν τις αμοιβαίες

υποχρεώσεις των κρατών μελών μεταξύ τους στο πλαίσιο της ΕΕ

(οριζόντιες σχέσεις).

Οι αρχές αυτές είναι:

(i) Η αρχή της αλληλεγγύης

Τα κράτη μέλη, συμμετέχοντας στην Ένωση, δεν οφείλουν μόνο να

προβαίνουν σε θετικές πράξεις και να παραλείπουν ενέργειες που θα

έθιγαν την πορεία ολοκλήρωσης, αλλά υποχρεώνονται να

αντιμετωπίζουν πολλά θέματα ως ζητήματα «κοινού ενδιαφέροντος». Τα

κράτη μέλη δεν πρέπει να ενεργούν κατά τρόπον που θέτει σε κίνδυνο τα

συμφέροντα της Ένωσης και των υπόλοιπων κρατών μελών, ακόμη και

όταν δεν υφίστανται καταγεγραμμένες, ειδικότερες υποχρεώσεις τους.

Περιπτώσεις που ενδιαφέρουν την Ένωση ή άλλα κράτη μέλη, στις

οποίες δεν θίγονται συμφέροντα ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους,

δεν επιτρέπεται να αφήνουν αδιάφορο το κράτος αυτό. Ειδικές εκφάνσεις

της υποχρέωσης αυτής απαντώνται, όταν π.χ. ένα κράτος μέλος λαμβάνει

αυτοτελώς μέτρα σε περίπτωση ανάγκης, κινδύνου, διεθνούς κρίσης,

φυσικών καταστροφών, ιδιαίτερων οικονομικών δυσκολιών κλπ., οπότε

η Ένωση και τα υπόλοιπα κράτη μέλη καλούνται να του

συμπαρασταθούν.78

77

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 200, αρ. περ. 33. 78

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 190-191, αρ. περ. 16.

39

(ii) Η αρχή της καλόπιστης (ειλικρινούς) συνεργασίας79

Κάθε κράτος που υπογράφει μια διεθνή συμφωνία, δεσμεύεται καταρχήν

να τηρεί τα συμπεφωνημένα, δυνάμει της αρχής του δημοσίου διεθνούς

δικαίου «pacta sunt servanda». Η δέσμευση των κρατών μελών από τις

επιμέρους προβλέψεις των ιδρυτικών Συνθηκών είναι, συνεπώς,

αυτονόητη. Αυτό σημαίνει ότι η καλόπιστη συνεργασία βαίνει πέραν της

παραδοσιακής αυτής αρχής του διεθνούς δικαίου και επιβεβαιώνει την

ύπαρξη αυτοτελών, ενισχυμένων μηχανισμών συνεργασίας και

αλληλεγγύης στο ενωσιακό σύστημα.80

Η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών

της Ένωσης καθιερώνεται – για πρώτη φορά ρητά στις ιδρυτικές

Συνθήκες- στο άρθρο 4§3, εδ. β’ ΣΕΕ. Με την εν λόγω αρχή, τα κράτη

μέλη της Ένωσης υποχρεούνται να δρουν με γνώμονα το συμφέρον της

Ένωσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και να αποφεύγουν

συμπεριφορές που ενδέχεται να παραλύσουν τους μηχανισμούς

απόφασης ή να αποβούν επιζήμιες για τα άλλα κράτη μέλη και κατά

συνέπεια για την ίδια την Ένωση.81

Το άρθρο 4§3 ΣΕΕ (πρώην άρθρο 10 ΣΕΚ), το οποίο προβλέπει

την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών στο

πλαίσιο της Ένωσης, περιλαμβάνει δύο υποχρεώσεις προς ενέργεια και

μία προς αποχή. Καταρχήν, το κράτος μέλος οφείλει να λαμβάνει όλα τα

γενικά ή ειδικά μέτρα που είναι κατάλληλα για την εκπλήρωση των

υποχρεώσεών του, όπως αυτές απορρέουν από τις Συνθήκες και επίσης

υποχρεούται να διευκολύνει την Ένωση κατά την εκπλήρωση της

αποστολής της. Επιπρόσθετα, το κράτος μέλος οφείλει να απέχει από

οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να παρεμποδίσει την επίτευξη

των στόχων της Ένωσης.82

Περαιτέρω, στο πλαίσιο της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας, τα

κράτη μέλη οφείλουν να συμβάλλουν στην πληρότητα του συστήματος

των ενδίκων μέσων και διαδικασιών, το οποίο έχει καθιερώσει η

Συνθήκη με σκοπό να ανατεθεί στον ενωσιακό δικαστή ο έλεγχος της

νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων.83

Τέλος, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να επιλύουν τις μεταξύ

τους διαφορές σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών, με

βάση το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 344 ΣΛΕΕ).

79

Βλ. σχετ. υπόθεση Επιτροπή/Ιταλίας, C-101/91, σ. 191. 80

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 185, αρ. περ. 3. 81

Βλ. σχετ. Γ. Καλαβρός - Θ. Γεωργόπουλος, Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Θεσμικό

Δίκαιο, ό.π., σ. 202. 82

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 186-187, αρ. περ. 5. 83

Βλ. σχετ. υπόθεση Les Verts, C-294/83, σκ. 23, σ. 1365 και υπόθεση Unión de Pequeños

Agricultores, C-50/00 P, σκ. 62, σ. 6698-6699.

40

Το Δικαστήριο δεν αποδέχεται την εφαρμογή της exceptio non

adimpleti contractus στις μεταξύ των κρατών μελών σχέσεις.84

2.Σχέσεις της Ένωσης με τους πολίτες της - Η ιθαγένεια της

Ευρώπης

Ένας από τους στόχους της Συνθήκης του Μάαστριχτ ήταν να προωθήσει

την πραγματοποίηση της «Κοινότητας των Πολιτών». Εκεί, για πρώτη

φορά στην ιστορία της Ευρώπης, έγινε αναφορά στις απευθείας σχέσεις

μεταξύ της Ενώσεως και των υπηκόων των κρατών μελών και

θεσπίστηκε η «Ιθαγένεια της Ενώσεως», ανοίγοντας νέα περίοδο στη

διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης,

όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατό εγγύτερα στους πολίτες.

Ως «πολίτης της Ένωσης» ορίζεται κάθε πρόσωπο που έχει την

υπηκοότητα ενός κράτους μέλους. Η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται

και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια.85

Με την ιθαγένεια της Ενώσεως ο πολίτης αυτής αποκτά:

α) Το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα σε οποιοδήποτε

σημείο της Ένωσης.86

Η ιθαγένεια της Ένωσης παρέχει σε κάθε πολίτη

της Ένωσης το πρωτογενές και ατομικό δικαίωμα να κυκλοφορεί και να

διαμένει ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, με την επιφύλαξη

των περιορισμών και των όρων που ορίζονται στη Συνθήκη και των

μέτρων που θεσπίζονται για την εφαρμογή του εν λόγω δικαιώματος.87

β) Το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές (όχι όμως στις

εθνικές) εκλογές και στις εκλογές για την ανάδειξη ευρωβουλευτών στο

κράτος μέλος κατοικίας του, υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του

εν λόγω κράτους.88

γ) Το δικαίωμα διπλωματικής και προξενικής προστασίας στο έδαφος μίας

τρίτης χώρας, στην οποία η χώρα του ενδιαφερομένου δεν

αντιπροσωπεύεται από τις διπλωματικές ή προξενικές αρχές

οποιουδήποτε άλλου κράτους, υπό τους ίδιους όρους για τους υπηκόους

αυτού του κράτους,89

84

Βλ. απόφαση Επιτροπή/Βελγίου και Λουξεμβούργου, C-90, 91/63, σ. 625. 85

Άρθρο 20 ΣΛΕΕ. 86

Άρθρο 20§2 στ. α’ και άρθρο 21 ΣΛΕΕ, καθώς και άρθρο 45 του Χάρτη Θεμελιωδών

Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τις προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος

διαμονής, βλ. κατωτέρω, στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. 87

Βλ. σχετ. Αιτιολογική σκέψη 1 της Οδηγίας 2004/38. 88

Βλ. σχετ. άρθρο 20§2 περ. β’ και άρθρο 22 ΣΛΕΕ, καθώς και άρθρα 39 και 40 του Χάρτη

Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην ελληνική νομολογία, κρίθηκε

συνταγματική η συμμετοχή υπηκόων κρατών μελών της ΕΕ που διαμένουν στην Ελλάδα

στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης (ΣτΕ 122/2008). 89

Βλ. σχετ. άρθρο 20§2 στ. γ’ και άρθρο 23 ΣΛΕΕ, καθώς και άρθρο 46 του Χάρτη

Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

41

δ) Το δικαίωμα αναφοράς στο ΕυρΚοινβ και καταγγελίας στο

Διαμεσολαβητή,90

ε) Το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των οργάνων της Ένωσης και

στ) Το δικαίωμα συμμετοχής στη νομοθετική Πρωτοβουλία των

Ευρωπαίων Πολιτών (ΠΕΠ).91

Η Συνθήκη της Λισσαβώνας ενίσχυσε το

θεσμό της ιθαγένειας, παρέχοντας στους κατόχους της τη δυνατότητα

δημόσιας συμμετοχής τους στη διαμόρφωση των πολιτικών της Ένωσης.

Έτσι, κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να συμμετέχει σε ένα

σώμα αποτελούμενο από τουλάχιστον ένα εκατομμύριο Ευρωπαίους

Πολίτες, προερχόμενους από το ¼ τουλάχιστον των κρατών μελών, το

οποίο μπορεί να λαμβάνει την πρωτοβουλία να καλεί την Επιτροπή, στο

πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, όπως υποβάλλει κατάλληλες νομοθετικές

προτάσεις επί θεμάτων στα οποία οι εν λόγω πολίτες θεωρούν ότι

απαιτείται νομική πράξη της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών.

3. Θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης

Η Ένωση στηρίζεται σε αξίες που ασπάζονται και τα κράτη μέλη της,

όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ελευθερία, η δημοκρατία, η ισότητα,

το κράτος δικαίου, η απαγόρευση των διακρίσεων, η δικαιοσύνη, ο

σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτές οι αξίες αποτελούν τα

«θεμέλια της έννομης τάξης της Ένωσης» και υπερισχύουν κάθε άλλου

κανόνα, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των λοιπών κανόνων του

πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου.92

4. Πολιτική και οικονομική φυσιογνωμία της ΕΕ

Α) Θεμέλιο πολιτεύματος η αντιπροσωπευτική δημοκρατία93

90

Βλ. σχετ. άρθρο 20§2 στ. δ’ και άρθρο 24 εδ. β’, γ’ και δ’ ΣΛΕΕ, καθώς και άρθρα 43 και

44 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 91

Βλ. σχετ. άρθρο 11§4 ΣΕΕ σε συνδυασμό με άρθρο 24 εδ. α’ ΣΛΕΕ. Αν και δεν

περιλαμβάνεται ρητώς στον κατάλογο των δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης, εν

τούτοις αυτό το δικαίωμα πρέπει να θεωρείται έκφανση και εξειδίκευση της ιδιότητας του

πολίτη της Ένωσης. Λεπτομέρειες για την εφαρμογή της ΠΕΠ καθιερώνονται με τον

Κανονισμό 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την

πρωτοβουλία των πολιτών (ΕΕ 2011 L 065/1). 92

Βλ. απόφαση Kadi and Al Barakaat International Foundation, C-402, 415/05 P, σκ. 301-

304. 93

Από τη δική της πλευρά, η Ένωση διακηρύσσει ότι θεμελιώνεται στην αντιπροσωπευτική

δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 10§1 ΣΕΕ. Η σημασία της αρχής της

αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας για την Ένωση αναδεικνύεται τόσο στο άρθρο 3 του

Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όσο και στο κείμενο της Χάρτας του

Παρισιού του Νοεμβρίου 1990.

42

Η αντιπροσωπευτική αρχή βρίσκει διπλό έρεισμα στην Ένωση, αφενός

στην άμεση εκπροσώπηση των πολιτών μέσω του ΕυρΚοινβ,94

αφετέρου

στην έμμεση δημοκρατική νομιμοποίηση μέσω των δυο άλλων θεσμικών

οργάνων, του ΕυρΣυμβ και του Συμβουλίου της Ένωσης. Η έμμεση

δημοκρατική νομιμοποίηση προέρχεται από τα κράτη μέλη, τα οποία

εκπροσωπούνται στο μεν ΕυρΣυμβ, από τον αρχηγό του κράτους ή της

κυβέρνησης, στο δε Συμβούλιο της Ένωσης, από τα μέλη των

κυβερνήσεών τους

Β) Φιλελεύθερο καθεστώς ανοικτής αγοράς

Η Ένωση δεν προδικάζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς, σύμφωνα με το

άρθρο 345 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, το καθεστώς της ιδιοκτησίας ανήκει στην

αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη, ο οποίος δύναται να

θεσπίζει σύστημα κρατικής απαλλοτρίωσης ή ακόμη και

κρατικοποιημένη οικονομία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα

παραβιάζονται οι διατάξεις των Συνθηκών, ιδίως αυτές που αφορούν

τους κανόνες του ανταγωνισμού των άρθρων 101 έως 109 ΣΛΕΕ.

Μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε η Συνθήκη του Μάαστριχτ

και η Συνθήκη της Λισσαβώνας, σήμερα στα άρθρα 119 και 120 ΣΛΕΕ,

ορίζεται ότι τα κράτη μέλη και η Ένωση δρουν σύμφωνα με την αρχή

της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό.

Επομένως, οι Συνθήκες καθορίζουν το είδος και τη μορφή του

οικονομικού συστήματος που τα κράτη μέλη και η Ένωση θα πρέπει να

εφαρμόζουν. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΕΕ, η Ένωση

αναγνωρίζει το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μεταξύ των

οποίων και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ενώ σέβεται τα θεμελιώδη

δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την

Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών

Ελευθεριών της Ρώμης του 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές

συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του

κοινοτικού δικαίου. Μεταξύ δε των δικαιωμάτων αυτών περιλαμβάνεται

και το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας.95

Το άρθρο 345 ΣΛΕΕ διατυπώνει την αρχή της ουδετερότητας των

Συνθηκών έναντι του καθεστώτος της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη.

Οι Συνθήκες, κατ’ αρχήν, δεν αντιτίθενται ούτε στην εθνικοποίηση

επιχειρήσεων,96

ούτε στην ιδιωτικοποίησή τους.97

Τα κράτη μέλη θεμιτά μπορούν να δημιουργούν ή να διατηρούν

καθεστώς δημόσιας ιδιοκτησίας για ορισμένες επιχειρήσεις.

94

Άρθρο 10§2, εδ. α’ ΣΕΕ. 95

Βλ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 114-115. 96

Βλ. σχετ. απόφαση Costa/ENEL, C-6/64, σ. 1204, σκ. 119. 97

Βλ. σχετ. απόφαση Επιτροπή/Ελλάδος, C-244/11, σκ. 17.

43

5. Το γλωσσικό ζήτημα

Η ΕΕ δεν έχει μία κοινή γλώσσα. Στο πλαίσιο της αρχής της εθνικής

ταυτότητας των κρατών μελών, τα τελευταία διατηρούν τη γλωσσική

τους αυτονομία και ιδιαιτερότητα. Μάλιστα, η Ένωση ενθαρρύνει τη

διατήρηση της γλωσσικής ταυτότητας των κρατών μελών. Όλες οι

γλώσσες των κρατών μελών είναι οι επίσημες γλώσσες της ΕΕ και

θεωρούνται ισοδύναμες, αν και ορισμένα έγγραφα δημοσιεύονται, για

πρακτικούς λόγους, μόνο σε περιορισμένο αριθμό γλωσσών (κυρίως

αγγλική, γαλλική και γερμανική). Αριθμητικά, οι επίσημες γλώσσες της

ΕΕ ανέρχονται σε 24: αγγλική, βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, δανική,

ελληνική, εσθονική, ιρλανδική, ισπανική, ιταλική, κροατική, λετονική,

λιθουανική, μαλτεζική, ολλανδική, ουγγρική, πολωνική, πορτογαλική,

ρουμανική, σλοβακική, σλοβενική, σουηδική, τσεχική και φινλανδική. Ο

κατά τέσσερις μικρότερος αριθμός των γλωσσών από αυτόν των κρατών

μελών, οφείλεται στο γεγονός ότι πέντε από αυτά έχουν κοινές επίσημες

γλώσσες με άλλα κράτη μέλη (η Αυστρία έχει ως επίσημη γλώσσα την

γερμανική, η Κύπρος έχει ως επίσημη γλώσσα την ελληνική, το

Λουξεμβούργο και το Βέλγιο την γαλλική). Όπως γίνεται αντιληπτό, το

μεταφραστικό πρόβλημα είναι σοβαρό. Από τις 24 επίσημες γλώσσες της

ΕΕ προκύπτει ένας μεγάλος αριθμός γλωσσικών συνδυασμών. Ο αριθμός

απασχόλησης των μεταφραστών και οι συνακόλουθες δαπάνες και ο

χρόνος μετάφρασης είναι ζητήματα που απασχολούν την ΕΕ.

6. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Ένωση

Α. Προλεγόμενα

Προτού τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας, ο Χάρτης των

θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ, η ΕΣΔΑ και οι κοινές συνταγματικές

παραδόσεις των κρατών μελών αποτελούσαν μέρος του δικαίου της ΕΕ,

ως γενικές αρχές δικαίου.

Στη συνέχεια, με τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβώνας

καθιερώθηκε στις ιδρυτικές Συνθήκες η δεσμευτική ισχύς του Χάρτη των

θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ. Έτσι, το άρθρο 6 ΣΕΕ προσδίδει στο

Χάρτη την ίδια νομική αξία με αυτή των Συνθηκών, ώστε αυτός να

καθίσταται πηγή πρωτογενούς δικαίου της ΕΕ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 6 ΣΕΕ διατηρεί την ΕΣΔΑ και

τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών ως πηγή γενικών

αρχών του δικαίου της Ένωσης, γεγονός που συνεπάγεται ότι, εφόσον

είναι αναγκαίο, το ΔΕΕ θα είναι σε θέση να ανατρέχει σε αυτές τις αρχές

44

προκειμένου να συμπληρώνει τα θεμελιώδη δικαιώματα που

προστατεύονται από το Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ.

Οι πηγές θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ είναι:

Β. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (εφεξής Χάρτης)

αποτελεί το απαύγασμα της νομικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της

Ευρώπης. Αναγνωρίζει μία σειρά προσωπικών, αστικών, πολιτικών,

οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών και μονίμων

κατοίκων της Ένωσης, τα οποία καθιερώνει στη νομοθεσία της ΕΕ.

Σκοπός του είναι να ρυθμίζει κυρίως τους κανονισμούς και τις οδηγίες

της Ένωσης, ώστε να μην προσκρούουν στην ΕΣΔΑ.

Απέκτησε δεσμευτική ισχύ δυνάμει του άρθρου 6§1 ΣΕΕ από την

01.12.2009, με την έναρξη ισχύος της μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της

Λισσαβώνας. Έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

της Ένωσης δεν αποτελεί πανάκεια προστασίας των ανθρωπίνων

δικαιωμάτων. Απευθύνεται στα θεσμικά όργανα και στα κράτη μέλη

όταν εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο. Σε υποθέσεις που δεν έχουν καμία

σύνδεση με το ενωσιακό δίκαιο δεν έχει εφαρμογή ο Χάρτης, αλλά οι

εθνικές σχετικές διατάξεις (Σύνταγμα και ΕΣΔΑ).98

Ειδικότερα, τα ατομικά δικαιώματα και οι προσωπικές ελευθερίες

προστατεύονται εντός της εθνικής έννομης τάξης των κρατών μελών,

σύμφωνα με την ΕΣΔΑ, οι διατάξεις της οποίας αποτελούν εσωτερικό

δίκαιο κάθε κράτους μέλους και δεσμεύουν σε κάθε περίπτωση, τόσο τα

κράτη μέλη, όσο και τους ιδιώτες.99

Σύμφωνα με τις διατάξεις του

Χάρτη, εάν κάποιο από τα δικαιώματα που εξασφαλίζονται σε αυτόν,

αντιστοιχεί σε δικαιώματα που προστατεύονται και από την ΕΣΔΑ, η

έννοια και η εμβέλεια των δικαιωμάτων αυτών θα είναι αυτή που τους

αποδίδει η ΕΣΔΑ, μολονότι είναι δυνατόν, η νομοθεσία της ΕΕ, να

παρέχει πιο εκτεταμένη προστασία.100

Με αυτόν τον τρόπο,

εξασφαλίζεται ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών

δικαιωμάτων στο χώρο της Ένωσης.

Τέλος, δυνάμει του Πρωτοκόλλου υπ’ αριθμ. 30 των Συνθηκών, το

Ην. Βασίλειο και η Πολωνία δεν δεσμεύονται από το Χάρτη, ενώ την

εξαίρεσή της έχει εξασφαλίσει και η Τσεχία.

Γ. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)

98

Βλ. σχετ. άρθρο 51 του Χάρτη· Πρβλ. απόφαση ΕΡΤ, C-260/89, σκ. 42. 99

Βλ. σχετ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 260. 100

Άρθρο 52 §2 του Χάρτη.

45

Η Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των

Θεμελιωδών Ελευθεριών, γνωστή και ως Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα

Δικαιώματα του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ), υιοθετήθηκε υπό την αιγίδα

του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1950 με σκοπό την προστασία των

ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Όλα τα

κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης συμμετέχουν στη Σύμβαση,

όπως επίσης αναμένεται από τα νέα μέλη να την επικυρώσουν το

ταχύτερο δυνατό.

Ωστόσο, η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων από την

ενωσιακή έννομη τάξη επήλθε μέσα από την πάγια νομολογία του ΔΕΕ,

η οποία επικράτησε σχετικά αργά, μόλις το 1969.101

Αφετηρία της

νομολογίας αυτής αποτέλεσε η απόφαση στην υπόθεση Stauder,102

όπου

το ΔΕΕ προέβη στη διαπίστωση ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών

δικαιωμάτων συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές της ενωσιακής έννομης

τάξης την οποία οφείλει να διαφυλάττει το Δικαστήριο. Έτσι, το ΔΕΕ

αναγνώρισε για πρώτη φορά την ύπαρξη αυτόνομου συστήματος

θεμελιωδών δικαιωμάτων εντός της ΕΕ.103

Με την ΕΣΔΑ καθιερώθηκε ένα πρακτικής σημασίας ελάχιστο

επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά και ένα

σύστημα νομικής προστασίας που επιτρέπει στα ιδρυθέντα διά της

Συμβάσεως όργανα, και συγκεκριμένα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εδρεύουν στο Στρασβούργο, να

καταδικάζουν, στο πλαίσιο της Συμβάσεως, τις παραβιάσεις δικαιωμάτων

του ανθρώπου που σημειώνονται στα κράτη μέλη.104

Βάσει της ΕΣΔΑ ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων

Δικαιωμάτων. Κάθε πολίτης που θεωρεί ότι έχουν παραβιαστεί τα

δικαιώματά του σύμφωνα με τη Σύμβαση από ένα κράτος μέλος μπορεί

να φέρει την υπόθεση στο Δικαστήριο. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου

είναι νομικά δεσμευτικές και το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να

επιδικάσει αποζημίωση. Το καθεστώς που δίνει τη δυνατότητα να

προστατεύονται οι πολίτες από παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων

αποτελεί καινοτομία όσον αφορά τις διεθνείς συμβάσεις ανθρωπίνων

δικαιωμάτων, καθώς παρέχει στο άτομο έναν ενεργό ρόλο στη διεθνή

σκηνή (παραδοσιακά, μόνο τα κράτη θεωρούνταν υποκείμενα της

διεθνούς νομοθεσίας). Η ΕΣΔΑ παραμένει η μόνη διεθνής συμφωνία για

101

Από τη νομολογία του ΔΕΕ προκύπτει ότι τα δικαιώματα άμυνας, στα οποία ανήκει και το

δικαίωμα ακροάσεως, περιλαμβάνονται στα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν

αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης· Πρβλ. απόφαση Jiří Sabou, C-

276/12, σ. 7, σκ. 28 και απόφαση Sopropé, C-349/07, σ. 10369, σκ. 33 και 36. 102

Βλ. σχετ. απόφαση Stauder, C-29/69. 103

Βλ. σχετ. Klaus-Dieter Borchardt, Το Αλφάβητο του Δικαίου της ΕΕ, Ευρωπαϊκή

Επιτροπή, Υπηρεσία εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Λουξεμβούργο, 2011, σ. 26. 104

Βλ. σχετ. Klaus-Dieter Borchardt, ό.π., σ. 11.

46

τα ανθρώπινα δικαιώματα που παρέχει αυτό τον υψηλό βαθμό

προστασίας του ατόμου. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να φέρουν

υποθέσεις εναντίον άλλων κρατών μελών στο Δικαστήριο, αν και αυτή η

δυνατότητα σπάνια χρησιμοποιείται.

Η ΕΣΔΑ περιλαμβάνει αρκετά πρωτόκολλα. Για παράδειγμα, το

Πρωτόκολλο 6 απαγορεύει την θανατική ποινή με εξαίρεση σε καιρό

πολέμου. Η αποδοχή των πρωτοκόλλων ποικίλλει για κάθε κράτος μέλος,

αν και είναι κατανοητό ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμμετέχουν σε

όσο το δυνατόν περισσότερα πρωτόκολλα.

Δ. Οι Κοινές Συνταγματικές Παραδόσεις των Κρατών Μελών

Οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις μεταξύ των κρατών μελών» είναι

μια έννοια που έχει αναγνωριστεί και χρησιμοποιείται επί μακρόν από το

ΔΕΕ. Το Δικαστήριο αναφέρεται στην έννοια ειδικά ως πηγή έμπνευσης

στο πλαίσιο του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο νομικό

σύστημα της Ένωσης.

Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, τα θεμελιώδη δικαιώματα

αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την

τήρηση των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο. Εξασφαλίζοντας την

προάσπιση αυτών των δικαιωμάτων, το ΔΕΕ υποχρεούται να

καθοδηγείται από τις συνταγματικές παραδόσεις που είναι κοινές στα

κράτη μέλη, κατά τρόπον, ώστε να μην επιτρέπονται στην Ένωση μέτρα

ασυμβίβαστα με τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται και

προστατεύονται από τα συντάγματα των κρατών αυτών.

Επιπλέον, σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ, όσον αφορά την

ερμηνεία του άρθρου 51 του Χάρτη, τα όργανα των κρατών μελών

δεσμεύονται επίσης από τα υπερισχύοντα θεμελιώδη δικαιώματα της

Ένωσης, ακόμα και όταν επιδιώκουν να περιορίσουν τις θεμελιώδεις

ελευθερίες που θεσπίζονται από τη ΣΛΕΕ με την επιβολή εθνικών

μέτρων.105

Οι διεθνείς συμβάσεις που αφορούν την προστασία των

δικαιωμάτων του ανθρώπου, στις οποίες είτε συνέπραξαν, είτε

προσχώρησαν τα κράτη μέλη, μπορούν επίσης να παράσχουν ενδείξεις

στο ΔΕΕ, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια του

δικαίου της Ένωσης, ώστε να διασφαλίζεται η όσο το δυνατόν

αποτελεσματικότερη προστασία αυτών των δικαιωμάτων. 106

105

Βλ. σχετ. απόφαση ΕΡΤ, C-260/89, σκέψεις 41-45. 106

Βλ. σχετ. απόφαση Internationale Handelsgesellschaft mbH, C-11/70, σκ. 4, σ. 585,

απόφαση J. Nold, C-4/73, σκ. 13, σ. 284, Απόφαση Hauer, C-44/79, σκ. 15, σ. 757,

απόφαση Daniele Annibaldi, C-309/96, σκ. 12, σ. 7509, απόφαση ΕυρΚοινβ/Συμβουλίου,

C-540/03, σκ. 30-38, σ. 5820-5823, απόφαση Kadi al Barakaat, C-402/05 P και C-415/05

P, σκέψεις 283 και 335.

47

Κεφάλαιο ΙΙI

Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

1. Εισαγωγή στα θεσμικά όργανα της Ένωσης

Για τη διοίκηση και διαχείριση της Ένωσης έχουν ιδρυθεί και

λειτουργούν θεσμικά όργανα, εκ των οποίων τα κύρια είναι:

●Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

●Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο

●Το Συμβούλιο

●Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής καλούμενη η «Επιτροπή»)

●Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

●Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

●Το Ελεγκτικό Συνέδριο

Πλέον των ανωτέρω κύριων θεσμικών οργάνων, λειτουργούν και τα

ακόλουθα επικουρικά όργανα, τα οποία ασκούν κυρίως συμβουλευτικά

καθήκοντα:

Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ)

Επιτροπή Περιφερειών

Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ)

Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ)

Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ)

Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ)

Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ)

Ταμείο Συνοχής

Κατωτέρω εξετάζονται μόνο τα κύρια θεσμικά όργανα.

2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕυρΚοινβ) αποτελείται από αντιπροσώπους

των πολιτών της Ένωσης. Είναι το μόνο από τα θεσμικά όργανα, τα μέλη

του οποίου εκλέγονται με άμεση, καθολική, ελεύθερη και μυστική

ψηφοφορία, ήτοι απ’ ευθείας από τους λαούς των κρατών μελών.107

Συνιστά το μόνο εκλεγόμενο όργανο της Ένωσης, την άμεσα εκλεγμένη

δημοκρατική έκφραση της πολιτικής βούλησης των λαών της

Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μεγαλύτερο πολυεθνικό κοινοβούλιο στον

κόσμο.

107

Μέχρι το 1979 οι ευρωβουλευτές ορίζονταν από τα κοινοβούλια των κρατών μελών.

48

Ο αριθμός των μελών του ανέρχεται σήμερα σε 751,

συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του ΕυρΚοινβ και

αντιπροσωπεύει πάνω από μισό δισεκατομμύριο πολίτες της Ένωσης.108

Η κατανομή των εδρών του ΕυρΚοινβ έχει σήμερα ως εξής:

Γερμανία 96

Γαλλία 74

Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία από 73

Ισπανία 54

Πολωνία 51

Ρουμανία 32

Κάτω Χώρες 25

Βέλγιο, Ελλάδα, Ουγγαρία, Πορτογαλία, Τσεχία από 21

Σουηδία 20

Αυστρία 18

Βουλγαρία 17

Δανία, Σλοβακία, Φινλανδία από 13

Ιρλανδία, Κροατία, Λιθουανία από 11

Λετονία, Σλοβενία από 8

Εσθονία, Κύπρος, Λουξεμβούργο, Μάλτα από 6

ΣΥΝΟΛΟ 750

Όπως γίνεται φανερό, οι έδρες του ΕυρΚοινβ δεν τελούν σε αυστηρή

πληθυσμιακή εκπροσώπηση των κρατών μελών.

Μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας ακολουθείται, για την

κατανομή των εδρών, το σύστημα της "φθίνουσας αναλογικότητας".

Σύμφωνα με αυτό, κάθε ευρωβουλευτής προερχόμενος από τα

πολυπληθέστερα κράτη μέλη αντιπροσωπεύει μεγαλύτερο αριθμό

πολιτών συγκριτικά με έναν ομόλογό του που εκλέγεται σε μικρότερα

κράτη. Αυτό δεν είναι συνεπές με την αρχή της ισότητας μεταξύ των

ψηφοφόρων.109

Ο ελάχιστος αριθμός εδρών ανά κράτος μέλος είναι 6 και

ο μέγιστος 96. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι πιέσεις για μία

πληθυσμιακή αναλογική κατανομή θα αυξάνονται όσο το ΕυρΚοινβ

πλησιάζει στο ρόλο του νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ομοσπονδιακού τύπου.

Η θητεία των μελών του ΕυρΚοινβ είναι πενταετής, χωρίς

περιορισμό επανεκλογής των μελών του. Προς το παρόν δεν υπάρχει ένα

ενιαίο ευρωπαϊκό εκλογικό σύστημα και οι ευρωβουλευτές εκλέγονται με

βάση το εκλογικό σύστημα που ισχύει στη χώρα τους.110

108

Ο αριθμός των μελών περιορίζεται σε 750 το μέγιστο, πλέον του Προέδρου από τις

εκλογές του Μαϊου του 2014 (άρθρο 14§2 ΣΕΕ). 109

Βλ. σχετ. T.C. Hartley, ό.π., σ. 14. 110

Σύμφωνα με το άρθρο 223§1 ΣΛΕΕ, προβλέπεται η θέσπιση των αναγκαίων διατάξεων

από το Συμβούλιο με στόχο την καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας εκλογής των μελών του

ΕυρΚοινβ σε όλα τα κράτη μέλη ή σύμφωνα με κοινές αρχές όλων των κρατών μελών της

Ένωσης.

49

Κάθε πολίτης της Ένωσης, ακόμη και αυτός που κατοικεί σε

κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοος, έχει το δικαίωμα του

«εκλέγειν και εκλέγεσθαι» στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του

ΕυρΚοινβ. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκείται και στο κράτος μέλος

της κατοικίας του, υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του εν λόγω

κράτους.

Η ιδιότητα του ευρωβουλευτή είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα μέλους

της κυβέρνησης ενός κράτους μέλους, εθνικού κοινοβουλίου, της

Επιτροπής και των άλλων οργάνων της Ένωσης.111

Το ΕυρΚοινβ καταρτίζει και ψηφίζει, με την πλειοψηφία των

μελών του, τον κανονισμό λειτουργίας του.112

Ο κανονισμός ρυθμίζει,

μεταξύ άλλων και τα ζητήματα απαρτίας. Εκτός αν δεν προβλέπεται

διαφορετικά, το ΕυρΚοινβ αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των

ψηφισάντων.

Οι σημαντικότερες εξουσίες του ΕυρΚοινβ113

κατατάσσονται στις

εξής γενικές κατηγορίες:

● Συμμετοχή στο νομοθετικό έργο από κοινού με το Συμβούλιο,

κατά τη «συνήθη νομοθετική διαδικασία». Το ΕυρΚοινβ αποτελεί

«συννομοθέτη της Ένωσης» μαζί με το Συμβούλιο και κατέχει

ισότιμη θέση με αυτό.114

Το ΕυρΚοινβ μπορεί, με την πλειοψηφία

των μελών που το απαρτίζουν, να ζητεί από την Επιτροπή να

υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις για θέματα για τα οποία

χρειάζεται κατά τη γνώμη του να θεσπιστούν πράξεις της Ένωσης

για την πραγματοποίηση των Συνθηκών. Η Επιτροπή δεν

υποχρεούται να ανταποκριθεί, αλλά σε περίπτωση αποχής

γνωστοποιεί τους λόγους στο ΕυρΚοινβ.

● Άσκηση δημοσιονομικών καθηκόντων από κοινού με το

Συμβούλιο (το ΕυρΚοινβ εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό της

Ένωσης).

● Εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής115

και του Ευρωπαίου

Διαμεσολαβητή116

και συμμετοχή στον διορισμό των υπολοίπων

οργάνων της Ένωσης. 111

Βλ. σχετ. άρθρο 6 της προσαρτημένης σε απόφαση του Συμβουλίου των Υπουργών των

Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Πράξης της 8ης Οκτωβρίου 1976 «περί της εκλογής των

αντιπροσώπων στη Συνέλευση με άμεση και καθολική ψηφοφορία». Για το καθεστώς

ασυμβιβάστων των Ελλήνων αντιπροσώπων στο ΕυρΚοινβ, βλ. άρθρο 2§3 του ν.

1180/1981, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15§1 του ν. 2196/1994, το οποίο ορίζει ως

ασυμβίβαστη την ιδιότητα του ευρωβουλευτή με αυτή του βουλευτή της ελληνικής

Βουλής. 112

Άρθρο 232 ΣΛΕΕ. 113

Για τις αρμοδιότητες του ΕυρΚοινβ, βλ. σχετ. άρθρο 14§1 ΣΕΕ. 114

Βλ. σχετ. Β. Χριστιανό, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ό.π., §181, σ. 58. 115

Άρθρο 17§7, εδ. β’ ΣΕΕ. 116

Άρθρο 228§1, εδ. α’ ΣΛΕΕ.

50

● Άσκηση εποπτείας και ελέγχου επί των οργάνων της Ένωσης

(δυνατότητα υποβολής πρότασης δυσπιστίας κατά της

Επιτροπής,117

δυνατότητα υποβολής γραπτών και προφορικών

ερωτήσεων ενώπιον της Επιτροπής και του Συμβουλίου,118

σύσταση προσωρινής εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνηση

καταγγελιών περί παραβάσεων ή κακοδιοίκησης κατά την

εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου,119

εξέταση των αναφορών που

οι πολίτες της ένωσης δικαιούνται να υποβάλλουν ενώπιόν του120

κ.α.)

● Συμμετοχή στη διαδικασία διεύρυνσης της Ένωσης και σύναψης

συμφωνιών σύνδεσης με τρίτες χώρες.

● Ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών.

● Έκδοση Ψηφισμάτων.

● Ενδυνάμωση των σχέσεων και της συνεργασίας με τα εθνικά

κοινοβούλια.

Τα μέλη του ΕυρΚοινβ δεν οργανώνονται κατά εθνικές αντιπροσωπείες,

αλλά κατά πολιτικές ομάδες με βάση τον πολιτικό προσανατολισμό τους.

Ακολουθώντας την κοινοβουλευτική παράδοση και πρακτική των

κρατών μελών, το ΕυρΚοινβ καθιέρωσε το σύστημα των

κοινοβουλευτικών επιτροπών, ώστε να προετοιμάζονται και να

διευκολύνονται οι συνεδριάσεις της Ολομέλειάς του, καθώς κάθε

επιτροπή είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση ενός συγκεκριμένου

τομέα δραστηριότητας της Ένωσης. Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές

μπορεί να είναι μόνιμες, προσωρινές ή εξεταστικές.121

Αν και η έδρα του ΕυρΚοινβ είναι στο Στρασβούργο, δεν έχει ένα

μοναδικό τόπο εργασίας. Η Ολομέλειά του συνεδριάζει στο

Στρασβούργο, οι Επιτροπές στις Βρυξέλλες και η Γραμματεία του στο

Λουξεμβούργο. Αυτό συμβαίνει, επειδή οι κυβερνήσεις των κρατών

μελών δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν σχετικά με το μοναδικό και

μόνιμο τόπο εργασίας του ΕυρΚοινβ.

Το καθεστώς των προνομίων, ασυλιών και ασυμβιβάστων των

ευρωβουλευτών δεν παύει ποτέ να ισχύει, διότι το ΕυρΚοινβ βρίσκεται

διαρκώς σε σύνοδο.122

Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής. Μία από τις μεταβολές που επέφερε στην

θεσμική δομή της Ένωσης η Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι η πρόβλεψη

και η θεσμοθέτηση του Διαμεσολαβητή, κατά τα πρότυπα του 117

Άρθρο 234 ΣΛΕΕ. 118

Άρθρο 230§2 ΣΛΕΕ. 119

Άρθρο 226 ΣΛΕΕ. 120

Άρθρο 227 ΣΛΕΕ. 121

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 360, αρ. περ. 10· Βλ. ακόμη Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ.

136. 122

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 362, αρ. περ. 14.

51

προερχομένου από τα σκανδικαβικά δίκαια θεσμού του Επιτρόπου

Διοικήσεως (Ombudsman).

Ο Διαμεσολαβητής εκλέγεται από το ΕυρΚοινβ.123

Η διάρκεια της

θητείας του συμπίπτει με την διάρκεια της βουλευτικής περιόδου και

μπορεί να ανανεωθεί.

Το βασικό καθήκον του Διαμεσολαβητή είναι να διερευνά τις

καταγγελίες ευρωπαίων πολιτών αναφορικά με τη δράση των θεσμικών

οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, με εξαίρεση το Δικαστήριο κατά

την άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων.

Εκτός από την εξέταση των καταγγελιών, καθήκον του

Διαμεσολαβητή είναι να διασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων

των ευρωπαίων πολιτών, προωθώντας χρηστές διοικητικές πρακτικές και

αναβαθμίζοντας τις σχέσεις μεταξύ των οργάνων της Ένωσης και των

πολιτών.

Στην εξέταση προβαίνει, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε

ύστερα από καταγγελία που του υποβλήθηκε από πολίτη της Ένωσης ή

φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα

σε ένα κράτος μέλος.

Οι συνηθέστερες περιπτώσεις καταγγελιών αφορούν την έλλειψη

διαφάνειας, τη διοικητική καθυστέρηση, τη δυσχέρεια πρόσβασης σε

έγγραφα των οργάνων και των υπηρεσιών και τη χρηματοδότηση

κοινοτικών προγραμμάτων. Επίσης, έχουν υποβληθεί καταγγελίες που

αφορούν την διεξαγωγή διαγωνισμών και από τα θεσμικά όργανα.

Η καταγγελία πρέπει να γίνει εντός διετίας από την ημερομηνία

που έλαβε γνώση των γεγονότων ο καταγγέλλων και συντάσσεται σε

οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, πρέπει δε, να

περιλαμβάνει με σαφήνεια την ταυτότητα του καταγγέλλοντος, ποιο

θεσμικό όργανο ή υπηρεσία της Ένωσης καταγγέλλεται και ποιοι είναι οι

λόγοι της καταγγελίας.

Μόλις ο Διαμεσολαβητής λάβει την καταγγελία, προβαίνει σε

εξέταση για να διαπιστώσει, εάν μπορεί να επιληφθεί αυτής. Εάν

διαπιστώσει ότι μπορεί, θα αρχίσει την έρευνα. Εάν διαπιστώσει ότι δεν

μπορεί, ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για ποιο λόγο αυτό δεν είναι

δυνατό.

Κανονικά, η εξέταση των καταγγελιών διενεργείται δημόσια, αλλά

μπορεί να τηρηθεί το απόρρητο, εάν το ζητήσει ο καταγγέλλων.

Μερικές περιπτώσεις επιλύονται κατά τα αρχικά στάδια

διερευνήσεως του θέματος. Σε άλλες περιπτώσεις, ο Διαμεσολαβητής

προσπαθεί να προβεί σε διακανονισμό επί φιλικής βάσεως. Εάν

χρειάζεται, μπορεί να προβεί στη διατύπωση συστάσεων στο σχετικό

όργανο, το οποίο οφείλει να πληροφορήσει τον Διαμεσολαβητή εντός

123

Άρθρο 228§§1,2 ΣΛΕΕ.

52

τριμήνου σε ποιες ενέργειες προτίθεται να προβεί σχετικώς. Εάν το

όργανο δεν δεχθεί τις συστάσεις του Διαμεσολαβητή, ο τελευταίος

μπορεί να απευθύνει ειδική έκθεση επί της υπόθεσης στο ΕυρΚοινβ.

Ο Διαμεσολαβητής πληροφορεί πάντοτε τον καταγγέλλοντα

σχετικά με το αποτέλεσμα της καταγγελίας.

Πρέπει να επισημανθεί ότι ο Διαμεσολαβητής δεν έχει την εξουσία

να επιλύει διαφορές, να επιβάλλει κυρώσεις ή να ακυρώνει πράξεις

δικαιοδοτικών οργάνων. Δεν είναι, δηλαδή, ένα δικαιοδοτικό όργανο.

Αποτελεί ένα ανεξάρτητο εξεταστικό όργανο, του οποίου, όμως, τις

διαπιστώσεις δεν μπορεί εύκολα να αγνοήσει το αρμόδιο ενωσιακό

όργανο ή ο οργανισμός ή το ΕυρΚοινβ που τον διόρισε.

Ο Διαμεσολαβητής, κατά την άσκηση των καθηκόντων του,

απολαμβάνει πλήρους ανεξαρτησίας. Δεν ζητεί ούτε δέχεται υποδείξεις

από κανένα οργανισμό. Ο Διαμεσολαβητής δεν μπορεί κατά τη διάρκεια

των καθηκόντων του να ασκεί καμία άλλη επαγγελματική

δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη.124

Για την διεκπεραίωση του έργου του, ο Διαμεσολαβητής

επικουρείται από υπαλλήλους, σημαντικός αριθμός των οποίων είναι

νομικοί. Η έδρα της υπηρεσίας του είναι στο Στρασβούργο.

Οι πράξεις του Διαμεσολαβητή υπόκεινται σε προσφυγή

ακυρώσεως.125

3. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο

Με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο

(ΕυρΣυμβ)126

αναγορεύθηκε σε θεσμικό όργανο και μάλιστα, το ανώτατο

πολιτικό όργανο της Ένωσης. Απαρτίζεται από τους αρχηγούς κρατών ή

κυβερνήσεων των κρατών μελών, τον Πρόεδρό του και τον Πρόεδρο της

Επιτροπής. Ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής

πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας συμμετέχει στις εργασίες του.

Αρμοδιότητα του ΕυρΣυμβ είναι να καθορίζει την πορεία, τους

γενικούς πολιτικούς προσανατολισμούς και τις προτεραιότητες της

Ένωσης, παρέχοντας παράλληλα την αναγκαία ώθηση για την ανάπτυξή

της.127

Δεν είναι νομοθετικό όργανο, ουσιαστικά χαράσσει τη στρατηγική

της Ένωσης. Ενίοτε καλείται να δώσει λύσεις και απαντήσεις σε

δυσεπίλυτα προβλήματα που δεν κατόρθωσε να επιλύσει το Συμβούλιο.

124

Βλ. σχετ. απόφαση 94/262/ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, EE L 113/4.5.1994, σ.

15 επ. 125

Βλ. σχετ. άρθρο 263§1, εδ. β΄ ΣΛΕΕ. 126

Αυτό το όργανο δεν πρέπει να συγχέεται με το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το τελευταίο

λειτουργεί εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των

Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. 127

Άρθρο 15§1 ΣΕΕ.

53

Το ΕυρΣυμβ εκλέγει τον Πρόεδρό του με ειδική πλειοψηφία για

θητεία δυόμισι ετών, η οποία μπορεί να είναι άπαξ ανανεώσιμη.

Συνέρχεται δις εξαμηνιαίως, συγκαλούμενο από τον Πρόεδρό του.

Οσάκις παρίσταται ανάγκη, ο Πρόεδρός του μπορεί να συγκαλεί έκτακτη

σύνοδό του.

Ο Πρόεδρος του ΕυρΣυμβ ασκεί την εξωτερική εκπροσώπηση της

Ένωσης ειδικά σε ζητήματα που άπτονται της κοινής εξωτερικής

πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας,128

υπό την επιφύλαξη των

αρμοδιοτήτων του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα που

υπάγονται στην ΚΕΠΠΑ.

Επίσης, ο Πρόεδρος του ΕυρΣυμβ δεν μπορεί να ασκεί εθνικό

αξίωμα,129

ώστε, απαλλαγμένος από εθνικού χαρακτήρα μέριμνες, να

δύναται να αφοσιωθεί αποκλειστικά και μόνον στα ζητήματα και στις

προτεραιότητες της Ένωσης. Ακόμη, η ΣΕΕ δεν προσδιορίζει αν ο

Πρόεδρος του ΕυρΣυμβ μπορεί να ασκεί άλλο αξίωμα της Ένωσης, αν

και η πιο λογική απάντηση είναι αρνητική, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο δεν

θα ανταποκρινόταν, τόσο στον ήδη επιβαρυμένο ρόλο του, όσο και στην

ίδια τη λογική της Συνθήκης.130

Στις συνεδριάσεις του ΕυρΣυμβ, οι αποφάσεις λαμβάνονται, κατά

κανόνα, με συναίνεση. Η ΣΛΕΕ όμως ορίζει τις περιπτώσεις που

απαιτείται ομοφωνία ή ειδική πλειοψηφία.

4. Το Συμβούλιο

Το Συμβούλιο είναι το κύριο αποφασιστικό θεσμικό όργανο.131

Αποτελείται από έναν εκπρόσωπο κάθε κράτους μέλους σε υπουργικό

επίπεδο, ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος να δεσμεύει την κυβέρνηση

που εκπροσωπεί.

Στο Συμβούλιο συμμετέχουν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι υπουργοί των

κρατών μελών, ανάλογα με το αντικείμενο της διάσκεψης. Έτσι, για

παράδειγμα, όταν πρόκειται να συζητηθούν αγροτικά θέματα συνέρχεται

το Συμβούλιο υπουργών γεωργίας που απαρτίζεται από τους υπουργούς

γεωργίας των κρατών μελών. Όταν πρόκειται να συζητηθούν οικονομικά

θέματα, συνεδριάζει το Συμβούλιο υπουργών εθνικής οικονομίας –

οικονομικών, γνωστό και ως ECOFIN (ECO-nomy/FIN-ance).

Οι διασχηματισμοί132

υπό τους οποίους συνέρχεται το Συμβούλιο

είναι:

• Γενικών Υποθέσεων 128

Άρθρα 22 ΣΕΕ, 26§1 ΣΕΕ, 31§1, §2 τελ. εδάφιο και §3 ΣΕΕ και άρθρο 222§4 ΣΛΕΕ. 129

Βλ. σχετ. άρθρο 15§6 ΣΕΕ. 130

Βλ. σχετ. Β. Χριστιανό, Συνθήκη ΕΕ & ΣΛΕΕ – Κατ’ άρθρο ερμηνεία, ό.π., σ. 73· Πρβλ.

Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 384-385, αρ. περ. 13. 131

Βλ. σχετ. Δαγτόγλου, ό.π., παρ. 696. Αποτελεί μετεξέλιξη του «Συμβουλίου Υπουργών». 132

Βλ. σχετ. άρθρο 16§6 ΣΕΕ σε συνδυασμό με άρθρο 236 α ΣΛΕΕ.

54

• Εξωτερικών Υποθέσεων

• Οικονομικών & Δημοσιονομικών Υποθέσεων

• Δικαιοσύνης & Εσωτερικών Υποθέσεων

• Απασχόλησης, κοινωνικής πολιτικής, υγείας και καταναλωτών

• Ανταγωνιστικότητας (εσωτερική αγορά, βιομηχανία και έρευνα)

• Μεταφορών, τηλεπικοινωνιών και ενέργειας

• Γεωργίας και αλιείας

• Περιβάλλοντος

• Παιδείας, νεολαίας και πολιτισμού

Παρά το γεγονός ότι το κείμενο της Συνθήκης αρκείται σε αναφορά μόνο

των σημαντικότερων συνθέσεων του Συμβουλίου (Γενικών Υποθέσεων

και Εξωτερικών Υποθέσεων), όλες οι ως άνω συνθέσεις του Συμβουλίου

θεωρούνται ισότιμες.133

Όπως γίνεται αντιληπτό, το Συμβούλιο είναι όργανο όπου

εκφράζεται άμεσα η «φωνή» κάθε κράτους μέλους. Κάθε υπουργός-

μέλος του Συμβουλίου μεριμνά για την προάσπιση των συμφερόντων του

κράτους που εκπροσωπεί, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει λάβει από την

εθνική του κυβέρνηση. Παρόλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι τα μέλη

του Συμβουλίου δεν ενεργούν ως κρατικά όργανα, οι δε αποφάσεις τους

αποτελούν αποφάσεις θεσμικού οργάνου της Ένωσης. Τυχόν

καταστρατήγηση των κυβερνητικών εντολών από τα μέλη του

Συμβουλίου δεν έχει επίπτωση ως προς την εγκυρότητα της ενωσιακής

πράξης, απλώς δημιουργεί ευθύνη του υπουργού έναντι της κυβέρνησής

του σε εθνικό επίπεδο.134

Οι αποφάσεις του Συμβουλίου αποτελούν, κατά

κανόνα, τη συνισταμένη των θέσεων των κρατών μελών. Πολλές φορές

επιτυγχάνονται κατόπιν σκληρών διαπραγματεύσεων, οπότε οι

αποφάσεις του είναι προϊόντα συμβιβασμού, ενίοτε δε οι συζητήσεις

οδηγούν και σε αδιέξοδο.

Των συνεδριάσεων του Συμβουλίου προεδρεύει το μέλος του

οποίου το κράτος είναι στην προεδρία της Ένωσης κατά το αντίστοιχο

εξάμηνο (κατά το τρέχον εξάμηνο, την προεδρία της ΕΕ ασκεί η Ελλάς),

εκτός από το Συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών που διαθέτει μόνιμο

πρόεδρο, τον Ύπατο Εκπρόσωπο για την Εξωτερική Πολιτική και

Πολιτική Ασφάλειας.135

Ο πρόεδρος συγκαλεί το Συμβούλιο, καταρτίζει

την ημερήσια διάταξη και μεριμνά για την ομαλή λειτουργία του.

Οι πράξεις του Συμβουλίου μπορεί να έχουν τη μορφή

κανονισμών, οδηγιών, αποφάσεων, κοινών δράσεων, κοινών θέσεων,

συστάσεων ή γνωμοδοτήσεων. Το Συμβούλιο μπορεί επίσης να εκδίδει

συμπεράσματα, διακηρύξεις και ψηφίσματα.

133

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 390, αρ. περ. 6. 134

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 388, αρ. περ. 3. 135

Βλ. σχετ. άρθρα 16§9 και 18§3 ΣΕΕ.

55

Όταν το Συμβούλιο εκτελεί νομοθετικό ρόλο, το θεσμικό όργανο

που υποβάλλει προτάσεις είναι, κατά κανόνα, η Επιτροπή. Οι εν λόγω

προτάσεις εξετάζονται από το Συμβούλιο, το οποίο μπορεί, προτού

προβεί στην έγκρισή τους, να επιφέρει τροποποιήσεις. Το ΕυρΚοινβ

συμμετέχει ενεργώς στη νομοθετική διαδικασία. Για ένα ευρύ φάσμα

ζητημάτων, η ενωσιακή νομοθεσία εγκρίνεται με τη συνεργασία

ΕυρΚοινβ και Συμβουλίου, μέσω μιας διαδικασίας που αποκαλείται

διαδικασία «συναπόφασης».

Το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία, με ειδική

πλειοψηφία και με ομοφωνία. Αν και η απλή πλειοψηφία θεωρείται ο

κανόνας του τρόπου ψηφοφορίας, εφαρμόζεται, εν τούτοις, σε

περιορισμένες περιπτώσεις, κυρίως διαδικαστικού ή διοικητικού

χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις όπου απαιτείται απλή πλειοψηφία, το

Συμβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν.

Όπου απαιτείται ειδική πλειοψηφία, οι ψήφοι των μελών του

Συμβουλίου σταθμίζονται ως ακολούθως:

Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία από 29

Ισπανία, Πολωνία από 27

Ρουμανία 14

Κάτω Χώρες 13

Βέλγιο, Ελλάδα, Ουγγαρία, Πορτογαλία, Τσεχία από 12

Αυστρία, Βουλγαρία, Σουηδία από 10

Δανία, Ιρλανδία, Κροατία, Λιθουανία, Σλοβακία, Φινλανδία από 7

Εσθονία, Κύπρος, Λετονία, Λουξεμβούργο, Σλοβενία από 4

Μάλτα 3

ΣΥΝΟΛΟ 352

Προκειμένου να αποφασίσει το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία,

εφαρμόζονται τα ακόλουθα:

- Όταν η νομοθετική πράξη προέρχεται κατόπιν προτάσεως της

Επιτροπής, απαιτούνται 260 ψήφοι (από το σύνολο των 352), που

πρέπει να περιλαμβάνουν τις ψήφους της πλειοψηφίας των

κρατών μελών, δηλαδή τουλάχιστον 15 κρατών μελών από τα 28.

- Όταν δεν υπάρχει πρόταση της Επιτροπής, απαιτούνται 260

ψήφοι (από το σύνολο των 352), που να προέρχονται από τα δύο

τρίτα, δηλαδή 19 κρατών μελών.

- Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, κάθε μέλος του Συμβουλίου, είτε

ψήφισε υπέρ, είτε κατά, μπορεί να ζητήσει να εξακριβωθεί ότι τα

κράτη μέλη τα οποία συνιστούν αυτήν την ειδική πλειοψηφία,

αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 62% του πληθυσμού της

Ένωσης. Διαφορετικά, δεν θεσπίζεται η συγκεκριμένη πράξη.

Το Συμβούλιο έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες/εξουσίες:

α) Ασκεί νομοθετικό έργο από κοινού με το ΕυρΚοινβ.

β) Συντονίζει τις οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών.

56

γ) Συνάπτει τις διεθνείς συμφωνίες της Ένωσης με τρίτες χώρες ή

οργανισμούς.

δ) Συμμετέχει στη διαδικασία έγκρισης του ετήσιου προϋπολογισμού της

Ένωσης από κοινού με το ΕυρΚοινβ και την Επιτροπή.

ε) Χαράσσει την εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας της

Ένωσης.

στ) Εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να προβεί σε εκτελεστικές πράξεις των

πράξεών του.

Πρέπει να τονισθεί ότι το Συμβούλιο ενεργεί στα πλαίσια των

ειδικών σκοπών και αρμοδιοτήτων που έχει η Ένωση. Όταν, όμως, μία

ενέργεια της Ένωσης θεωρείται αναγκαία για την πραγματοποίηση ενός

από τους στόχους της στο πλαίσιο της λειτουργίας της εσωτερικής

αγοράς και δεν προβλέπονται από τη Συνθήκη οι προς το σκοπό αυτό

απαιτούμενες εξουσίες, το Συμβούλιο μπορεί, μετά από πρόταση της

Επιτροπής και διαβούλευση με το ΕυρΚοινβ, να θεσπίζει ομόφωνα τις

κατάλληλες διατάξεις.136

COREPER. Το Συμβούλιο επικουρείται στο έργο του από ένα βοηθητικό

όργανο που ονομάζεται «Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων»

(ΕΜΑ), γνωστότερο ως COREPER137

, από το γαλλικό ακρωνύμιο

(Comité des Représentants Permanents).138

Το COREPER παίζει

σημαντικότατο ρόλο στο μηχανισμό λειτουργίας του Συμβουλίου.

Δεδομένου ότι οι υπουργοί απουσιάζουν τον περισσότερο χρόνο από τις

Βρυξέλλες, το έργο τους προετοιμάζεται, επεξεργάζεται και

διεκπεραιώνεται σε μεγάλο βαθμό από το COREPER.139

Η Επιτροπή των

Μονίμων Αντιπροσώπων αποτελείται από τους επικεφαλής των μονίμων

αντιπροσωπειών των κρατών μελών. Κάθε κράτος μέλος έχει

εγκατεστημένη στις Βρυξέλλες τη μόνιμη αντιπροσωπεία του, η οποία

αποτελείται από στελέχη των εθνικών υπουργείων (εξωτερικών,

οικονομικών, γεωργίας κλπ) και τεχνοκράτες (νομικούς, οικονομολόγους

κλπ). Επικεφαλής της μόνιμης αντιπροσωπείας είναι ένας πρέσβης. Η

μόνιμη αντιπροσωπεία εκπροσωπεί και προασπίζει τα συμφέροντα του

κράτους της, δεσμευόμενη παράλληλα από τις οδηγίες της εθνικής της

κυβέρνησης.

Η Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων δεν είναι θεσμικό

όργανο της Ένωσης, δεν έχει δικαίωμα λήψης αποφάσεων αυτοδύναμα,

ούτε εκδίδει πράξεις δεσμευτικής ισχύος.140

Ο ρόλος της είναι καθαρά 136

Έχει υποστηριχθεί ότι το άρθρο 352 ΣΛΕΕ απονέμει στο Συμβούλιο «γενική και

ανεξάντλητη νομοθετική εξουσία», T.C. Hartley, ό.π., υποσημ. 34, σ. 94. 137

Βλ. σχετ. άρθρο 17§7 ΣΕΕ και άρθρο 240 §1 ΣΛΕΕ. 138

Βλ. σχετ. άρθρο 16§7 ΣΕΕ. 139

Βλ. σχετ. άρθρο 240 ΣΛΕΕ. 140

Βλ. σχετ. με αυτό το ζήτημα Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 266-267· Πρβλ. Απόφαση

Επιτροπή/Συμβουλίου, C-25/94, σκ. 26-27.

57

προπαρασκευαστικός του έργου του Συμβουλίου και διαπραγματευτικός,

ώστε να επικουρεί το Συμβούλιο, όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά

αφαιρώντας του φόρτο εργασίας και υποδεικνύοντας τα σημεία στα

οποία επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των μελών της επιτροπής. Έτσι, τα

θέματα που εισάγονται στο Συμβούλιο περνούν πρώτα από το

COREPER. Εάν εκεί υπάρχει ομοφωνία, τότε θεωρείται ότι ουσιαστικά

το μέτρο πέρασε και το Συμβούλιο απλώς επικυρώνει. Δυσκολότερα

ζητήματα, τα οποία δεν επιλύονται στα πλαίσια του COREPER έρχονται

στο Συμβούλιο προς συζήτηση.

5. Η Επιτροπή

Η Επιτροπή είναι ο θεματοφύλακας των Συνθηκών, ο φρουρός της

ενωσιακής έννομης τάξης, ο υπερασπιστής και εκφραστής των

συμφερόντων της Ένωσης.141

Είναι το συλλογικό όργανο142

που

λειτουργεί ως «μηχανή» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα,

χαρακτηρίζεται και από την πλέον ιδιότυπη φυσιογνωμία των θεσμικών

οργάνων.

5.1. Συγκρότηση

Η Επιτροπή αποτελείται από 28 μέλη, τους επιτρόπους, έναν από κάθε

κράτος μέλος.143

Η θητεία των μελών της Επιτροπής είναι πενταετής,

ανανεώσιμη και διανυόμενη παράλληλα με αυτήν του ΕυρΚοινβ.144

Η διαδικασία συγκρότησης της Επιτροπής ακολουθεί τρία στάδια:

Προηγείται η εκλογή του προέδρου της Επιτροπής, ακολουθεί η έγκριση

επιλογής των μελών και τέλος ο διορισμός του σώματος.

α) Σε πρώτη φάση, το ΕυρΣυμβ (αποφασίζοντας με ειδική

πλειοψηφία) προτείνει στο ΕυρΚοινβ έναν υποψήφιο για το αξίωμα του

Προέδρου της Επιτροπής. Πριν τη διαμόρφωση της πρότασης

υποψηφιότητας διεξάγονται κατάλληλες διαβουλεύσεις και λαμβάνεται

υπόψη το αποτέλεσμα των εκλογών του ΕυρΚοινβ.145

Εάν ο προταθείς 141

Οι σχετικές διατάξεις για τη δομή και λειτουργία της Επιτροπής περιλαμβάνονται στα

άρθρα 17 ΣΕΕ και 244 έως 250 ΣΛΕΕ. 142

Ενίοτε αναφέρεται και ως "Κολλέγιο (collegium) των επιτρόπων". 143

Βλ. σχετ. άρθρο 17§4 ΣΕΕ, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή απαρτίζεται από έναν

υπήκοο κάθε κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της και του ύπατου

εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, ο

οποίος αποτελεί έναν εκ των αντιπροέδρων της. 144

Άρθρο 17§3 ΣΕΕ. 145

Όπως είναι ευνόητο, μέσω αυτής της διαδικασίας αντανακλάται ο συσχετισμός των

πολιτικών δυνάμεων του ΕυρΚοινβ στην επιλογή του προσώπου του Προέδρου της

Επιτροπής. Κατ’ άλλους, με τη συμμετοχή του ΕυρΚοινβ στον ορισμό του προέδρου και

των μελών της Επιτροπής ενισχύθηκε η νομιμοποίηση -αν όχι η «κομματικοποίηση»- του

ρόλου και της αποστολής της Επιτροπής πρβλ. Β. Χριστανός Ερμηνεία ΕΕ & ΣΛΕΕ, σελ.

81.

58

υποψήφιος εκλεγεί από το ΕυρΚοινβ (που αποφασίζει με την πλειοψηφία

των μελών που το απαρτίζουν) τότε η θέση του προέδρου έχει καλυφθεί.

Εάν ο προταθείς υποψήφιος δεν κατορθώσει να συγκεντρώσει την

πλειοψηφία, το ΕυρΣυμβ (αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία)

προτείνει εντός μηνός νέον υποψήφιο, ο οποίος εκλέγεται με την ίδια

διαδικασία.

β) Ακολούθως, το Συμβούλιο (αποφασίζοντας με ειδική

πλειοψηφία) σε κοινή συμφωνία με τον εκλεγέντα πρόεδρο, καταρτίζει

τον κατάλογο των προτεινομένων για διορισμό υπολοίπων μελών της

Επιτροπής. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής, που ορίσθηκαν με

τον παραπάνω τρόπο, υπόκεινται, ως σώμα, μετά από προσωπική

εμφάνιση και εξέταση, σε ερωτήσεις ευρωβουλευτών και σε ψήφο

έγκρισης του ΕυρΚοινβ.146

γ) Τέλος, μετά την ανωτέρω έγκριση, η Επιτροπή διορίζεται από το

ΕυρΣυμβ (αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία).

5.2. Ιδιότητες της Επιτροπής και των μελών της

Κάθε επίτροπος πρέπει να έχει την ιθαγένεια κάποιου κράτους μέλους

της Ένωσης. Κριτήρια επιλογής στο αξίωμα του επιτρόπου αποτελούν, οι

γενικές ικανότητες, η προσήλωση στην Ευρωπαϊκή ιδέα και η

προσωπικότητα με εχέγγυα πλήρους ανεξαρτησίας.

Η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά της με πλήρη ανεξαρτησία και με

αποκλειστικό γνώμονα το κοινό συμφέρον της Ένωσης. Τα μέλη της

Επιτροπής, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, δεν επιζητούν

αλλά ούτε και δέχονται υποδείξεις από κυβερνήσεις, θεσμικά όργανα,

λοιπά όργανα ή οργανισμούς. Αντιστοίχως, τα κράτη μέλη πρέπει να

σέβονται την ανεξαρτησία των Επιτρόπων και να μην επιδιώκουν να τους

επηρεάζουν κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους. Οι Επίτροποι

απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τα καθήκοντά τους και δεν

ασκούν άλλη επαγγελματική δραστηριότητα αμειβόμενη ή μη, ώστε να

αφοσιώνονται απρόσκοπτοι και ανεπηρέαστοι στην εκτέλεση του έργου

τους.147

Μέλος της Επιτροπής δεν μπορεί να ανακληθεί από το κράτος

μέλος που τον υπέδειξε, ούτε να παυθεί του αξιώματός του. Υποβάλλει,

όμως, την παραίτησή σου εφόσον του το ζητήσει ο πρόεδρος.

146

Βλ. σχετ. άρθρο 17§7 ΣΕΕ. 147

Βλ. σχετ. άρθρο 17§3 ΣΕΕ σε συνδυασμό με άρθρο 245 ΣΛΕΕ.

59

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής

Μεταξύ των μελών της Επιτροπής, ο πρόεδρός της διαθέτει αυξημένη

θεσμική ισχύ και αρμοδιότητες. Πρώτον, καθορίζει τους

προσανατολισμούς εντός των οποίων η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντά

της. Δεύτερον, αποφασίζει σχετικά με την εσωτερική οργάνωση της

Επιτροπής προκειμένου να διασφαλίζεται η συνοχή, η

αποτελεσματικότητα και η συλλογικότητα της δράσης της. Στο πλαίσιο

αυτό κατανέμει τα χαρτοφυλάκια αρμοδιοτήτων μεταξύ των επιτρόπων,

τα οποία μπορεί να ανακατανέμει κατά τη διάρκεια της θητείας. Τρίτον,

διορίζει αντιπροέδρους (εκτός του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας) μεταξύ των

μελών της Επιτροπής. Τέταρτον, εποπτεύει την άσκηση των καθηκόντων

των μελών της Επιτροπής και μπορεί να ζητήσει και να πετύχει την

παραίτηση μέλους της (εκτός του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για

θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας).

Ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και

πολιτικής ασφάλειας («Ύπατος Εκπρόσωπος»)

Ο Ύπατος Εκπρόσωπος είναι μέλος της Επιτροπής, αλλά επιλέγεται με

ειδικό τρόπο και έχει διφυή χαρακτήρα: Είναι ταυτόχρονα και

παράλληλα μόνιμο μέλος δύο θεσμικών οργάνων, του Συμβουλίου και

της Επιτροπής. Ο θεσμός του Ύπατου Εκπροσώπου είναι δημιούργημα

της Συνθήκης της Λισσαβώνας και διάδοχος του αξιώματος του

«Υπουργού εξωτερικών» που ναυάγησε μαζί με το σχέδιο του

Συντάγματος της Ευρώπης.148

Ο Ύπατος Εκπρόσωπος έχει τις εξής αρμοδιότητες:

- Κατέχει μία εκ των θέσεων αντιπροέδρου της Επιτροπής στον

τομέα των εξωτερικών σχέσεων. Με την ιδιότητα αυτή μεριμνά για

τη συνοχή της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, ασκεί τα

καθήκοντα της Επιτροπής στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων

και συντονίζει τις άλλες πτυχές της εξωτερικής δράσης της

Ένωσης.

- Συμβάλλει με τις προτάσεις του στη διαμόρφωση της κοινής

εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και διασφαλίζει την

εφαρμογή των αποφάσεων που εκδίδουν το ΕυρΣυμβ και το

Συμβούλιο.149

Εφαρμόζει (και εκτελεί), δηλαδή, την κοινή 148

Σχετικές είναι οι διατάξεις των άρθρων 18 και 27 ΣΕΕ. 149

Άρθρο 27§1 ΣΕΕ. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 18§2 εδ. α’ ορίζει ότι ο ύπατος

εκπρόσωπος «ασκεί την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της Ένωσης».

Παρατηρείται εδώ (όπως και σε άλλες περιπτώσεις, ιδίως μεταξύ των διατάξεων ΣΕΕ και

ΣΛΕΕ) αντίφαση μεταξύ των δύο ρυθμίσεων. Ορθότερη φαίνεται να είναι αυτή του

άρθρου 27§1, αφού δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι η ΚΕΠΠΑ μπορεί να ασκηθεί

60

εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της Ένωσης ως

εντολοδόχος του Συμβουλίου. Κατά τον ίδιο τρόπο ενεργεί και για

την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας.

- Είναι μόνιμος πρόεδρος του Συμβουλίου των Εξωτερικών

Υποθέσεων και εκπροσωπεί την Ένωση για ζητήματα που

εμπίπτουν στην κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας.

Ο Ύπατος Εκπρόσωπος επιλέγεται, παραιτείται ή παύεται με ιδιαίτερο

τρόπο. Το ΕυρΣυμβ, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία και με τη

συμφωνία του προέδρου της Επιτροπής, διορίζει τον Ύπατο Εκπρόσωπο.

Το ίδιο θεσμικό όργανο μπορεί να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του

με την ίδια διαδικασία, κατόπιν πρότασης-αίτησης του προέδρου της

Επιτροπής.150

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο Ύπατος Εκπρόσωπος

επικουρείται από ευρωπαϊκή υπηρεσία εξωτερικής δράσης, η οποία

συνεργάζεται στενά με τις διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών

και απαρτίζεται από υπαλλήλους των αρμοδίων διευθύνσεων της Γενικής

Γραμματείας του Συμβουλίου και της Επιτροπής, καθώς και

αποσπασμένο προσωπικό των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών,

Παρότι μέλος της Επιτροπής, έχει ένα ιδιαίτερο (προνομιακό) καθεστώς.

5.3. Αρμοδιότητες

Η Επιτροπή έχει τις παρακάτω αρμοδιότητες:

Α. Υποβάλλει νομοθετικές προτάσεις. Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα

«νομοθετικής πρωτοβουλίας», μπορεί, δηλαδή, με δική της πρωτοβουλία,

να προτείνει νέες νομοθετικές πράξεις. Έχει την αποκλειστική

πρωτοβουλία151

να καταρτίζει προτάσεις για την υιοθέτηση ενωσιακών

πράξεων, γι’ αυτό και έχει χαρακτηρισθεί ως η «κινητήρια δύναμη» του

ευρωπαϊκού οικοδομήματος.152

Πράγματι, σε «ακτιβιστικές» περιόδους,

κατά τις οποίες η Επιτροπή επέδειξε προωθητικές πρωτοβουλίες,153

σημειώθηκαν γοργά βήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Β. Μεριμνά για την εφαρμογή των Συνθηκών καθώς και των διατάξεων

που θεσπίζονται δυνάμει αυτών από τα όργανά της. Όπως

ατομικά μόνο από τον ύπατο εκπρόσωπο, αλλά μάλλον συλλογικά από το ΕυρΣυμβ ή το

Συμβούλιο. 150

Άρθρο 18§1 ΣΕΕ. 151

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 416, αρ. περ. 22 και Β. Χριστιανό, ό.π., §158, σ. 50,

σύμφωνα με τους οποίους το αποκλειστικό δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας της

Επιτροπής υπόκειται σε εξαιρέσεις, καθώς δύναται να ανατεθεί και στο ΕυρΚοινβ, σε

κράτη μέλη (άρθρο 76 ΣΛΕΕ), στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο ΔΕΕ, είτε σε

πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (άρθρο 289§4 ΣΛΕΕ). 152

Ν. Μούσης, σ. 39. 153

Ιδίως επί προεδρίας Delors.

61

προαναφέρθηκε, η Επιτροπή αποτελεί τον θεματοφύλακα, τον φρουρό

της ενωσιακής έννομης τάξης. Στα πλαίσια αυτής της ελεγκτικής της

αρμοδιότητας, η Επιτροπή έχει ευρεία δικαιοδοσία. Προβαίνει σε

ελέγχους και διενεργεί έρευνες – είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν

καταγγελίας – για διαπίστωση παραβάσεων του ενωσιακού δικαίου.

Προς το σκοπό αυτό, δικαιούται να ζητήσει από κράτη μέλη,

επιχειρήσεις και ιδιώτες, απαραίτητες πληροφορίες,154

πάντοτε μέσα στα

όρια που θέτει το Συμβούλιο.155

Επιβάλλει κυρώσεις σε επιχειρήσεις,

όπως χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, σε περίπτωση διαπίστωσης

παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης, ιδίως σε περιπτώσεις της

νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.156

Παρεμβαίνει στη διαδικασία των

προδικαστικών παραπομπών εκφράζοντας τη θέση της επί θεμάτων

ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου με την υποβολή υπομνημάτων και

εγγράφων παρατηρήσεων στο Δικαστήριο της ΕΕ.

Γ. Διατυπώνει συστάσεις ή γνώμες επί θεμάτων που αποτελούν αντικείμενο

των Συνθηκών. Αυτές απευθύνονται σε κράτη μέλη, σε επιχειρήσεις, σε

ιδιώτες αλλά και σε θεσμικά όργανα της Ένωσης.157

Αν και δεν

δεσμεύουν τους αποδέκτες τους, εν τούτοις, εκφράζουν την άποψη της

Επιτροπής επί των συγκεκριμένων ζητημάτων. Η Επιτροπή κάνει ευρεία

χρήση αυτής της ευχέρειας.

Δ. Ασκεί τις αρμοδιότητες που της αναθέτει το Συμβούλιο για την

εκτέλεση των κανόνων που θεσπίζει. Αυτή η «κατ’ ανάθεση»

αρμοδιότητα της Επιτροπής είναι ευρεία και σημαντική. Διότι το

Συμβούλιο, μη δυνάμενο, εκ της φύσεως και της σύνθεσής του, να

αναλάβει εκτεταμένο εκτελεστικό έργο, αναθέτει στην Επιτροπή την

εκτέλεση των βασικών κανόνων που θεσπίζει, υπό τον όρο ότι αυτή η

ανάθεση δεν μεταβάλλει τη θεσμική ισορροπία εντός της Ένωσης και

αφορά μόνο σε μέτρα εκτέλεσης.158

Στα πλαίσια αυτής της αρμοδιότητας,

η Επιτροπή θεσπίζει αυστηρά «μη νομοθετικές» πράξεις, οι οποίες έχουν

154

Βλ. σχετ. και άρθρο 4§3 ΣΕΕ για την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας των κρατών

μελών με τα όργανα της Ένωσης. 155

Βλ. παρακάτω Κεφ. IV, §2, Α-Γ· Πρβλ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 178. Στο πλαίσιο της

ελεγκτικής της αρμοδιότητας η Επιτροπή κινεί, κατά κύριο λόγο, τη διαδικασία του

άρθρου 258 ΣΛΕΕ για την άσκηση προσφυγής κατά κράτους μέλους, το οποίο έχει

παραβεί υποχρέωσή του, απορρέουσα εκ των Συνθηκών και αυτή του άρθρου 260 ΣΛΕΕ,

σε περίπτωση μη έγκαιρης συμμόρφωσης κράτους μέλους με απόφαση του ΔΕΕ. 156

Βλ. για παράδειγμα τις περιπτώσεις των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ για παραβάσεις των

κανόνων του ανταγωνισμού από επιχειρήσεις, του άρθρου 103 ΣΛΕΕ σχετικά με τους

ιδιώτες-επιχειρήσεις και του άρθρου 108§2 ΣΛΕΕ σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις·

Πρβλ. Β. Χριστιανό, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ό.π., §159, σ. 51. 157

Βλ. σχετ. άρθρο 292, εδ. 4 ΣΛΕΕ. 158

Βλ. σχετ. Β. Χριστιανό, ό.π., §160, σ. 51· Πρβλ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 418, αρ. περ. 24·

Βλ. ακόμη Π. Κανελλόπουλο, ό.π., στ. 10 και 11, σ. 180.

62

το χαρακτήρα είτε «κατ’ εξουσιοδότηση» πράξεων, είτε εκτελεστικών

πράξεων159

και με τον τρόπο αυτό αναδεικνύεται το κύριο διαχειριστικό

και διοικητικό θεσμικό όργανο της Ένωσης.

Ε. Διαμορφώνει και εκτελεί τον ενωσιακό προϋπολογισμό. Η Επιτροπή

συντάσσει το σχέδιο του προϋπολογισμού της Ένωσης και τον εκτελεί,

όταν και αφού πρώτα αυτός εξεταστεί από το Συμβούλιο και τελικώς

εγκριθεί από το ΕυρΚοινβ.160

Η έδρα της Επιτροπής βρίσκεται στις Βρυξέλλες. Το έργο της

Επιτροπής υποστηρίζεται από 38.000 και πλέον υπαλλήλους που

κατανέμονται σε 33 γενικές διευθύνσεις και 11 υπηρεσίες, αρμόδιες για

τις επί μέρους πολιτικές της Ένωσης.

6. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 6.1. Προλεγόμενα

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ίσως το θεσμικό όργανο

με την πλέον ακραιφνή «ευρωπαϊκή συνείδηση» (European minded).

Σκοπός του είναι η εξασφάλιση της τήρησης του δικαίου κατά την

ερμηνεία και εφαρμογή των Συνθηκών.

Ένα ζήτημα ορολογίας είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί εκ

προοιμίου: Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακρίνεται από το

Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης που επιλύει διαφορές μεταξύ των

κρατών μελών του ΟΗΕ κατά τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.161

Ούτε πρέπει να συγχέεται με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, που

εκδικάζει κατηγορίες σοβαρών εγκλημάτων με παγκόσμια απήχηση.162

159

Βλ. σχετ. άρθρα 290 και 291 ΣΛΕΕ. 160

Βλ. σχετ. άρθρο 314§1 ΣΛΕΕ. 161

Το Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης που εδρεύει στη Χάγη της Ολλανδίας αποτελεί

διεθνή οργανισμό που δημιουργήθηκε από τον ΟΗΕ μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου

Πολέμου, ως συνεχιστής της προγενέστερης Κοινωνίας των Εθνών, που έφερε τον τίτλο

Διαρκές Διεθνές Δικαστήριο (Δ.Δ.Δ.), το οποίο αργότερα καταργήθηκε. Το Διεθνές

Δικαστήριο της Χάγης δεν αποτελεί αυτοτελή οργανισμό (όπως το προηγούμενο Δ.Δ.Δ.),

αλλά κύριο δικαστικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών. Συγκροτείται από δεκαπέντε

δικαστές που εκλέγονται για θητεία εννέα ετών από το Συμβούλιο Ασφαλείας και

τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, εκ των οποίων το 1/3 ανανεώνεται ανά τριετία. Όλα τα

κράτη που έχουν συνυπογράψει το καταστατικό του Δικαστηρίου έχουν δικαίωμα να

παραπέμψουν σ’ αυτό οποιαδήποτε υπόθεση. Δικαίωμα προσφυγής έχουν επίσης και

κράτη που δεν έχουν προσυπογράψει το καταστατικό του Δικαστηρίου, σύμφωνα πάντα

με τους όρους που καθορίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. 162

Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εδρεύει επίσης στη Χάγη και ιδρύθηκε με τη Διάσκεψη

της Ρώμης στις 17 Ιουλίου του 1998. Ρόλος του είναι να εκδικάζει τα εγκλήματα της

γενοκτονίας, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα εγκλήματα πολέμου και το

έγκλημα της επίθεσης, αν και επί του παρόντος δεν μπορεί να επεκταθεί η δικαιοδοσία του

63

Τέλος, δεν έχει συγγένεια με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των

Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο λειτουργεί στο πλαίσιο

του Συμβουλίου της Ευρώπης.163

Για την εσωτερική λειτουργία του ΔΕΕ κρίσιμα είναι τέσσερα

κείμενα. Το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΕ

και οι τρεις Κανονισμοί Διαδικασίας του ΔΕΕ, του Γενικού Δικαστηρίου

και του ειδικευμένου Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Το κάθε

Δικαστήριο καταρτίζει τον δικό του Κανονισμό Διαδικασίας, ο οποίος

υπόκειται στην έγκριση του Συμβουλίου.164

Ως ενιαίο θεσμικό όργανο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής

Ένωσης (ΔΕΕ), λειτουργεί υπό τρία διακριτά δικαιοδοτικά όργανα: το

Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο Δημόσιας

Διοίκησης.165

6.2. Το Δικαστήριο

6.2.1. Σύνθεση

Αποτελείται από 28 δικαστές (έναν από κάθε κράτος μέλος),166

και (όλοι)

διορίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας από τις κυβερνήσεις των κρατών

μελών, μετά από διαβούλευση με ειδική επιτροπή που γνωμοδοτεί

σχετικά με την επάρκεια των υποψηφίων, για θητεία 6 ετών, που είναι

ανανεώσιμη.167

στο έγκλημα αυτό. Σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της Διάσκεψης της Ρώμης του 1998,

το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, μόνο σε περιπτώσεις όπου ο

κατηγορούμενος είναι υπήκοος συμβαλλόμενου κράτους μέλους και το κρινόμενο

έγκλημα έλαβε χώρα σε έδαφος κράτους μέλους ή αν η υπόθεση παραπέμπεται στο

δικαστήριο από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. 163

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), που συχνά

αναφέρεται ανεπίσημα και ως «Δικαστήριο του Στρασβούργου», επειδή εδρεύει εκεί,

ιδρύθηκε με σκοπό να συστηματοποιήσει την εξέταση προσφυγών που αφορούν

τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατά των κρατών μελών, βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για

τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της

Ευρώπης το 1950. Έργο του Δικαστηρίου είναι ο έλεγχος της εφαρμογής της Σύμβασης,

εκδικάζοντας προσφυγές πολιτών κατά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οι

οποίες διαπράχθηκαν από πλευράς των κρατών μελών. Πρόκειται για τον πρώτο, σε

διεθνές επίπεδο, δικαστικό μηχανισμό προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,

παρέχοντας τη δυνατότητα τόσο διακρατικής, όσο και ατομικής προσφυγής ενώπιόν του,

μετά την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων. 164

Βλ. σχετ. άρθρο 253§5 ΣΛΕΕ. 165

Σχετικές είναι οι διατάξεις των άρθρων 19 ΣΕΕ και 251-281 ΣΛΕΕ, καθώς και αυτές του

Πρωτοκόλλου υπ’ αριθμ 3 περί των Κανονισμών διαδικασίας του ΔΕΕ, του Γενικού

Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Κατά το άρθρο 19§1 ΣΕΕ

προβλέπεται η ίδρυση «εξειδικευμένων δικαστηρίων» υπό την ομπρέλα του Δικαστηρίου

της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 166

Άρθρο 252§1 ΣΛΕΕ. 167

Βλ. σχετ. άρθρο 19§2 ΣΕΕ και άρθρα 253§1 και 255 ΣΛΕΕ.

64

Οι δικαστές επικουρούνται στο έργο του από 8 γενικούς

εισαγγελείς, οι οποίοι επιλέγονται όπως κι οι δικαστές και έχουν ίδια

θητεία με αυτούς. Καμία σχέση δεν έχει -και δεν πρέπει να συγχέεται με

τον εισαγγελέα των εσωτερικών ποινικών δικαστηρίων- ο Γενικός

Εισαγγελεύς του Δικαστηρίου, ο οποίος διατυπώνει δημόσια, με πλήρη

αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των

υποθέσεων που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο, το οποίο δεν είναι

υποχρεωμένο να τις ακολουθήσει, αν και τις περισσότερες φορές το

πράττει.

Οι δικαστές και οι γενικοί εισαγγελείς επιλέγονται μεταξύ

προσωπικοτήτων που διαθέτουν τα εχέγγυα της αμεροληψίας και

πλήρους ανεξαρτησίας και συγκεντρώνουν στις χώρες τους τις

προϋποθέσεις για το διορισμό τους σε ανώτατα αξιώματα ή είναι νομικοί

εγνωσμένου κύρους.

Σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της ΕΕ, το

Δικαστήριο συνέρχεται σε τμήματα (που είναι και το συνηθέστερο) ή ως

τμήμα μείζονος συνθέσεως (που είναι και το σπανιότερο) ή και σε

ολομέλεια (σπανιότατο).168 Το Δικαστήριο συνεδριάζει σε ολομέλεια, σε

τμήμα μείζονος συνθέσεως και σε τμήματα, αποτελούμενα από τρεις ή

πέντε δικαστές. Η εσωτερική λειτουργία του Δικαστηρίου διέπεται από

το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του ΔΕΕ, που προσαρτάται σε

όλες τις Συνθήκες και έχει αυξημένη τυπική ισχύ.169

6.2.1.1. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα

α) Εκδικάζει τις αναιρέσεις κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου.

β) Αποφαίνεται – εκδικάζει επί των προσφυγών ακυρώσεως. Προσφυγή

Επιτροπής κατά κράτους μέλους.170

Προσφυγή κράτους μέλους κατά

κράτους μέλους.171

γ) Ελέγχει, από κοινού με το Γενικό Δικαστήριο, τη νομιμότητα. Έλεγχος

νομιμότητας των νομοθετικών πράξεων και των πράξεων των θεσμικών

οργάνων – προσφυγές ακυρώσεως.172

δ) Αποφαίνεται επί προδικαστικών παραπομπών, εξασφαλίζοντας την

ομοιόμορφη ερμηνεία του ευρωπαϊκού δικαίου. Προδικαστικές

αποφάσεις.173

ε) Εκδικάζει προσφυγές που παραπέμπονται σε αυτό, δυνάμει ρήτρας

διαιτησίας.174

168

Άρθρο 251 ΣΛΕΕ. 169

Άρθρα 51 ΣΕΕ και 281 ΣΛΕΕ. 170

Άρθρο 258 ΣΛΕΕ. 171

Άρθρο 259 ΣΛΕΕ. 172

Άρθρο 263 ΣΛΕΕ. 173

Άρθρο 267 ΣΛΕΕ. 174

Άρθρο 272 ΣΛΕΕ.

65

στ) Εκδίδει αποφάσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας.175

ζ) Εκδίδει γνωμοδοτήσεις για την αρμοδιότητα της ΕΕ επί ζητημάτων της

κοινής εμπορικής πολιτικής (ΚΕΠ).

6.3. Φύση - χαρακτήρας των αποφάσεων του Δικαστηρίου

Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι αμετάκλητες. Δεν υπόκεινται σε

τακτικά ένδικα μέσα. Είναι εκτελεστές.176

6.4. Το Γενικό Δικαστήριο

Το 1989 ιδρύθηκε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με

σκοπό να μειωθεί ο αριθμός των υποθέσεων στο Δικαστήριο και,

συνακόλουθα, να συντμηθεί ο χρόνος εκκρεμοδικίας κάθε υπόθεσης. Με

τη Συνθήκη της Λισσαβώνας το Πρωτοδικείο μετονομάσθηκε σε Γενικό

Δικαστήριο και αποτελείται, σε αντίθεση με το Δικαστήριο, από

τουλάχιστον 28 δικαστές, δηλαδή έναν τουλάχιστον από κάθε κράτος

μέλος, με δυνατότητα ο αριθμός τους να ξεπεράσει εκείνον των κρατών

μελών,177

οι οποίοι συνεδριάζουν σε ολομέλεια ή σε τμήματα των τριών

ή πέντε δικαστών.

Το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει:

- τις ευθείες προσφυγές των ιδιωτών κατά πράξεων των θεσμικών ή

άλλων οργάνων και οργανισμών της Ένωσης

- τις προσφυγές των κρατών μελών κατά της Επιτροπής

- τις προσφυγές των κρατών μελών κατά του Συμβουλίου

αναφορικά με πράξεις επί κρατικών ενισχύσεων ή μέτρων

εμπορικής άμυνας

- τις αγωγές για αποκατάσταση των ζημιών που προξενούνται από

όργανα ή υπαλλήλους της Ένωσης

- τις αγωγές που αναφύονται από συμβάσεις που καταρτίσθηκαν

από την Ένωση, εφόσον αυτές παραπέμπουν στην αρμοδιότητά

του

- τις προσφυγές επί κοινοτικών σημάτων

- τις αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Δικαστηρίου

Δημόσιας Διοίκησης

- τις προσφυγές κατά αποφάσεων του Ενωσιακού Γραφείου

Φυτικών Ποικιλιών και εκείνων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού

Χημικών Προϊόντων

175

Άρθρο 279 ΣΛΕΕ. 176

Άρθρο 280 ΣΛΕΕ. 177

Βλ. σχετ. άρθρο 19§2 ΣΕΕ και άρθρο 252§1 ΣΛΕΕ· Πρβλ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 522,

§13.

66

Οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου υπόκεινται σε αναίρεση (επί

νομικών ζητημάτων) ενώπιον του Δικαστηρίου.178

Το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο εδρεύουν στο

Λουξεμβούργο.

6.5. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης

Με την απόφαση 2004/752/ΕΚ, Ευρατόμ, το Συμβούλιο αποφάσισε να

συστήσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(εφεξής ΔΔΔΕΕ). Το ΔΔΔΕΕ, το οποίο είναι προσαρτημένο στο Γενικό

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εδρεύει στην έδρα αυτού, είναι

αρμόδιο σε πρώτο βαθμό για την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ της

Ένωσης και των υπαλλήλων της, δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ,

περιλαμβανομένων των διαφορών μεταξύ κάθε λοιπού οργάνου ή

οργανισμού και του προσωπικού του, για τις οποίες η αρμοδιότητα

ανατίθεται στο ΔΕΕ.

Αποτελείται από επτά δικαστές μεταξύ των οποίων εκλέγεται ο

πρόεδρός του. Η θητεία τους είναι εξαετής και ανανεώσιμη. 179

Οι

δικαστές διορίζονται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με

ομοφωνία, κατόπιν διαβουλεύσεως με επιτροπή αποτελούμενη από επτά

προσωπικότητες που επιλέγονται μεταξύ των πρώην μελών του

Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ και νομομαθών

αναγνωρισμένου κύρους. Η επιτροπή αυτή εκφέρει γνώμη όσον αφορά

την επάρκεια των υποψηφίων για την άσκηση των καθηκόντων του

δικαστή του ΔΔΔΕΕ. Η επιτροπή συνοδεύει τη γνώμη αυτή με κατάλογο

των υποψηφίων οι οποίοι διαθέτουν την πλέον κατάλληλη υψηλού

επιπέδου πείρα. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει αριθμό προσώπων

τουλάχιστον διπλάσιο του αριθμού των δικαστών που πρόκειται να

διοριστούν.

Το καθεστώς και οι γενικοί όροι ασκήσεως των καθηκόντων του

δικαστή ορίζονται στο παράρτημα Ι άρθρο 5 του πρωτοκόλλου περί του

Οργανισμού του ΔΕΕ.180

Το ΔΔΔΕΕ συνεδριάζει σε τμήματα υπό μονομελή, τριμελή ή

πενταμελή σύνθεση και, σε δύσκολες ή σημαντικές υποθέσεις, σε

ολομέλεια. Είναι αρμόδιο να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό τις υπαλληλικές

προσφυγές, δηλαδή τις διαφορές που αναφύονται από τις σχέσεις

απασχόλησης (π.χ. προσλήψεις, αμοιβές, προαγωγές, πειθαρχικά μέτρα)

178

Άρθρο 256 ΣΛΕΕ. 179

Άρθρο 19§1 ΣΕΕ, άρθρο 257§§4-6 ΣΛΕΕ καθώς και άρθρο 62γ του Πρωτοκόλλου περί

του Οργανισμού του ΔΕΕ. 180

Βλ. σχετ. 2013/C 353/06, Δημόσια πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων για τον

διορισμό δικαστών στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, σκέψεις 1-3.

67

και κοινωνικής ασφάλισης (π.χ. ασθένεια, γήρας, αναπηρία, εργατικό

ατύχημα, οικογενειακά επιδόματα) μεταξύ των οργάνων ή οργανισμών

της Ένωσης και του προσωπικού που απασχολείται εκεί. Οι αποφάσεις

του ΔΔΔΕΕ υπόκεινται σε αναίρεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

της ΕΕ.181

7. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναγορεύθηκε σε κύριο θεσμικό

όργανο της Ένωσης με αυτοτελή νομική προσωπικότητα, με τη Συνθήκη

της Λισσαβώνας,182

γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία και το ρόλο

της στην ευρωπαϊκή οικονομία. Μάλιστα, αποτελεί το μοναδικό θεσμικό

όργανο της Ένωσης που διαθέτει δική του νομική προσωπικότητα,

διακριτή από εκείνην της Ένωσης.183

Για την επίτευξη των στόχων της, η ΕΚΤ συνεργάζεται με τις

κεντρικές τράπεζες όλων των κρατών μελών της Ένωσης στο πλαίσιο του

Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Στενότερη

συνεργασία και εποπτεία αναπτύσσει, όμως, με τις κεντρικές τράπεζες

των κρατών μελών που χρησιμοποιούν ως νόμισμα το ευρώ, στο πλαίσιο

του ευρωσυστήματος.184

Στις αρμοδιότητες της ΕΚΤ συγκαταλέγονται οι εξής τομείς:

- Ο καθορισμός βασικών επιτοκίων για την ευρωζώνη και ο έλεγχος της

προσφοράς χρήματος.

- Η διαχείριση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της ευρωζώνης και η

αγορά ή/και πώληση νομισμάτων όταν κρίνεται αναγκαία για τη

διατήρηση της ισορροπίας των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

-Η συμβολή στη διασφάλιση της κατάλληλης εποπτείας των

κεφαλαιαγορών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από τις εθνικές

αρχές, καθώς και της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών.185

- Η παροχή άδειας στις κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης να εκδίδουν

χαρτονομίσματα του ευρώ.186

Η ΕΚΤ διοικείται από τα εξής όργανά της: Την Εκτελεστική

Επιτροπή, η οποία παρακολουθεί τη διαχείριση των τρεχουσών

181

Άρθρο 257§3 ΣΛΕΕ. 182

Άρθρο 13 ΣΕΕ και Πρωτόκολλο υπ’ αριθμ. 4 για το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού

Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. 183

Άρθρο 282§3 ΣΛΕΕ. 184

Άρθρο 282§1 ΣΛΕΕ. 185

Βλ. σχετ. άρθρο 132§§1 και 3 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο, η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα,

προκειμένου να διευκολύνει την εκπλήρωση των καθηκόντων της και του εποπτικού της

έργου, να εκδίδει κανονισμούς και αποφάσεις και να διατυπώνει συστάσεις και γνώμες,

ενώ μπορεί παράλληλα να επιβάλλει και πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές στις

επιχειρήσεις που δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους

κανονισμούς ή τις αποφάσεις της. 186

Βλ. σχετ. άρθρο 128 ΣΛΕΕ.

68

υποθέσεων. Συγκροτείται από 6 μέλη (έναν πρόεδρο, έναν αντιπρόεδρο

και τέσσερα μέλη) που διορίζονται για οκταετή και μη ανανεώσιμη

θητεία, από το ΕυρΣ κατά σύσταση του Συμβουλίου, μετά από

διαβούλευση από το ΕυρΚοινβ και το δ.σ. της ΕΚΤ. Το Διοικητικό

Συμβούλιο, το οποίο διαμορφώνει τη νομισματική πολιτική της

ευρωζώνης και καθορίζει τα επιτόκια δανεισμού που επιβάλλει η ΕΚΤ

στις εμπορικές τράπεζες. Συγκροτείται από τα μέλη της Εκτελεστικής

Επιτροπής και από τους διοικητές των 18 κεντρικών τραπεζών της

ευρωζώνης.187

Το Γενικό Συμβούλιο, το οποίο συμμετέχει στις

συμβουλευτικές και συντονιστικές λειτουργίες της ΕΚΤ και στην

προετοιμασία της προσχώρησης νέων κρατών στην ευρωζώνη.

Συγκροτείται από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ και από

τους διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών και των 28 κρατών

μελών της Ένωσης.

Η ΕΚΤ είναι ανεξάρτητη188

και εδρεύει στη Φρανκφούρτη.

8. Το Ελεγκτικό Συνέδριο

Το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι ο φρουρός της δημοσιονομικής πειθαρχίας

και των δαπανών της Ένωσης, η «δημοσιονομική συνείδηση» της ΕΕ.

Αποτελείται από αριθμό μελών ίσο προς τον αριθμό των κρατών μελών

της Ένωσης189

που διορίζονται από το Συμβούλιο ομόφωνα, κατόπιν

διαβουλεύσεως με το ΕυρΚοινβ. Η θητεία τους είναι εξαετής και είναι

ανανεώσιμη. Τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιλέγονται μεταξύ

προσωπικοτήτων που υπηρετούν ή έχουν υπηρετήσει στις χώρες από τις

οποίες προέρχονται σε όργανα εξωτερικού ελέγχου ή διαθέτουν ειδικά

προσόντα για το λειτούργημα αυτό.190

Οφείλουν να παρέχουν πλήρη

εγγύηση ανεξαρτησίας και ασκούν τα καθήκοντά τους προς το γενικό

συμφέρον της Ένωσης.191

Κύρια αποστολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου

είναι να ελέγχει τη νόμιμη και κανονική εκτέλεση του προϋπολογισμού,

τόσο της Ένωσης και των οργάνων της, όσο και κάθε οργανισμού που

ιδρύεται από την Ένωση. Καθήκον του, δηλαδή, είναι να ελέγχει τη

σύννομη είσπραξη, καταβολή και καταχώρηση των εσόδων και των

δαπανών της ΕΕ και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των πόρων

της, έτσι ώστε τα χρήματα των πολιτών της να χρησιμοποιούνται με τον

καλύτερο δυνατό τρόπο.192

Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, το Ελεγκτικό Συνέδριο

διαθέτει τη δυνατότητα διενέργειας ελέγχων βάσει εγγράφων κάθε

187

Άρθρο 283 ΣΛΕΕ. 188

Άρθρο 282§3 ΣΛΕΕ. 189

Άρθρο 285, εδ. β΄ ΣΛΕΕ. 190

Άρθρο 286§§1-3 ΣΛΕΕ. 191

Άρθρο 286§4 ΣΛΕΕ. 192

Άρθρο 287§2 ΣΛΕΕ.

69

κράτους μέλους, οργάνου της Ένωσης, προσώπου ή οργανισμού που

διαχειρίζεται έσοδα ή έξοδα για λογαριασμό της Ένωσης. Μάλιστα, αν

καταστεί αναγκαίο, πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους.193

Μία από τις σημαντικότερες πράξεις του είναι να ενισχύει το έργο

του ΕυρΚοινβ και του Συμβουλίου καταρτίζοντας και υποβάλλοντας

ετήσια έκθεση ελέγχου για το προηγούμενο οικονομικό έτος, την οποία

δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ.194

Επιπρόσθετα, επικουρεί το ΕυρΚοινβ και το Συμβούλιο κατά τον

έλεγχο εκτέλεσης του προϋπολογισμού.195

Η έδρα του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι στο Λουξεμβούργο.

193

Άρθρο 287§3 ΣΛΕΕ. 194

Άρθρο 287§4, εδ. α΄ ΣΛΕΕ. 195

Άρθρο 287§4, εδ. δ΄ ΣΛΕΕ.

70

Κεφάλαιο ΙV

Η ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

1. Πηγές του ευρωπαϊκού δικαίου

Α. Πρωτογενές δίκαιο

Πρωτογενές είναι το δίκαιο το οποίο δημιουργήθηκε άμεσα και

απευθείας από τα κράτη μέλη, όταν αυτά συνέρχονται με αυτό το σκοπό.

Αποτελείται από τις τρεις ιδρυτικές συνθήκες μαζί με τα παραρτήματα,

τις προσθήκες και τα πρωτόκολλά τους, καθώς επίσης και τις

μεταγενέστερες συμπληρώσεις και τροποποιήσεις τους π.χ. την Ενιαία

Ευρωπαϊκή πράξη και τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ).

Όπως τα συντάγματα των κρατών μελών, οι συνθήκες περιορίζονται να

καθορίσουν κυρίως τους σκοπούς της ΕE, τους μηχανισμούς λειτουργίας

της και καταρτίζουν ένα χρονοδιάγραμμα για την πραγματοποίηση αυτών

των σκοπών. Εγκαθιδρύουν όργανα και τους παραχωρούν νομοθετικές

και διοικητικές εξουσίες.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του πρωτογενούς δικαίου είναι, όπως

υπονοείται αμέσως πιο πάνω, η αυτονομία του, η αυξημένη τυπική ισχύς

του και η ειδική διαδικασία τροποποίησης των διατάξεών του.

Καταρχάς, η αυτονομία της ενωσιακής έννομης τάξης αποτελεί το

πρώτο ουσιώδες χαρακτηριστικό του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης.

Η ιδιαίτερη αυτή έννομη τάξη που συνιστά η Ένωση ενσωματώθηκε στα

νομικά συστήματα των κρατών μελών από τη θέση της Συνθήκης σε ισχύ

και δεσμεύει τα δικαστήριά τους.196

Αναφέρεται όχι μόνο στα κράτη

μέλη, αλλά και τους ιδιώτες, επιβάλλοντας την ομοιόμορφη και ενιαία

εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους των κρατών μελών της.

Πρόκειται για αυτονομία που έχει πολλαπλές εκφάνσεις: αυτονομία

πηγών του ενωσιακού δικαίου, αυτονομία εννοιών των

χρησιμοποιούμενων στο ενωσιακό δίκαιο όρων, αυτονομία του τρόπου

δικαστικής επίλυσης των αναφυομένων διαφορών και αυτονομία σε

σχέση με το δημόσιο διεθνές δίκαιο.

Την αυτονομία της ενωσιακής έννομης τάξης αποδέχεται σήμερα

το σύνολο σχεδόν των εθνικών δικαστηρίων και πολλά Συντάγματα

κρατών μελών.197

Όσον αφορά το χαρακτηριστικό της αυξημένης τυπικής ισχύος του

πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, αυτό δηλώνει την υπερέχουσα θέση

196

Βλ. σχετ. το σκεπτικό της απόφασης Costa/ENEL, σ. 1197· Πρβλ. και Ε. Σαχπεκίδου, ό.π.,

σ. 433, αρ. περ. 2. 197

Βλ. σχετ. Β. Χριστιανό, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ό.π., σ. 27-29.

71

του έναντι κάθε άλλου κανόνα δικαίου που παράγεται στην Ένωση,

κυρίως δε έναντι των κανόνων που προέρχονται από τα όργανά της και

συγκροτούν το δευτερογενές ή παράγωγο ενωσιακό δίκαιο. Αυτό

σημαίνει ότι κάθε διάταξη του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου ή των

διεθνών συμφωνιών που συνάπτει η Ένωση με τρίτες χώρες και διεθνείς

οργανισμούς, πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των Συνθηκών.

Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ τους, τότε υπερισχύει η διάταξη του

πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου και η ενωσιακή πράξη που είναι

αντίθετη με διάταξη των Συνθηκών δύναται να ακυρωθεί από το

Δικαστήριο, αφού η αντίθεση αυτή αποτελεί έναν από τους λόγους

ακυρώσεως των ενωσιακών πράξεων.198

Το τρίτο ουσιώδες χαρακτηριστικό του πρωτογενούς δικαίου της

Ένωσης είναι ότι οι διατάξεις των Συνθηκών δεν δύναται να

τροποποιηθούν ή να καταργηθούν με μεταγενέστερη πράξη των

θεσμικών οργάνων της Ένωσης (π.χ. κανονισμό, οδηγία ή απόφαση)

αλλά μόνο εάν τηρηθούν οι προβλεπόμενες από τη ΣΕΕ διαδικασίες.

Προβλέπονται δύο διαδικασίες αναθεώρησης των Συνθηκών, η συνήθης

και η απλοποιημένη. Η συνήθης διαδικασία αναθεώρησης είναι

περίπλοκη και χρονοβόρα, ενώ η απλοποιημένη διαδικασία

αναθεώρησης, η οποία εφαρμόζεται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις

(π.χ. για την αλλαγή του συστήματος λήψης αποφάσεων από ομοφωνία

σε ειδική πλειοψηφία, για την κοινή αγορά κ.α.).199

α. Γραπτές πηγές

1) Η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής

Κοινότητας, γνωστή ως Συνθήκη της Ρώμης, με την οποία

ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).

2) Η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής

Ενέργειας, με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα

Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ).

3) Η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα

και Χάλυβα, με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα

Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ).200

4) Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, γνωστή ως Συνθήκη του

Μάαστριχτ, με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

5) Οι Συνθήκες προσχώρησης κρατών μελών που εντάχθηκαν

μεταγενέστερα στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και στην Ευρωπαϊκή

Ένωση.

198

Βλ. σχετ. άρθρο 263 ΣΛΕΕ. 199

Βλ. σχετ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 265-266. 200

Η Συνθήκη ΕΚΑΧ έχει ήδη λήξει από τις 22 Ιουλίου του 2002.

72

6) Οι Τροποποιητικές Συνθήκες, οι οποίες συμπλήρωσαν,

τροποποίησαν και βελτίωσαν τις ιδρυτικές.

7) Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής

Ένωσης.

8) Τα Παραρτήματα και τα Πρωτόκολλα που έχουν προσαρτηθεί στις

ως άνω Συνθήκες και τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα

των Συνθηκών.201

β. Άγραφες πηγές

(i) Οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης

Τη βασικότερη άγραφη πηγή του δικαίου της Ένωσης αποτελούν οι

γενικές αρχές.

Πρόκειται για κανόνες, οι οποίοι εκφράζουν τις θεμελιώδεις

αντιλήψεις περί δικαίου και δικαιοσύνης που δεσμεύουν κάθε έννομη

τάξη.

Οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης είναι άγραφες πηγές που

απορρέουν από τη νομολογία του ΔΕΕ. Αυτές οι αρχές επέτρεψαν στο

ΔΕΕ να θεσπίσει κανόνες σε διάφορους τομείς, οι οποίοι δεν

καλύπτονται από διατάξεις των Συνθηκών, όπως για παράδειγμα ο

τομέας της εξωσυμβατικής ευθύνης της ΕΕ. Αυτές οι γενικές αρχές

δικαίου μπορούν:

Να είναι κοινές στα εθνικά δίκαια: το ΔΕΕ θέσπισε αρχές κοινές

για όλα τα εθνικά νομικά συστήματα και συμβατές με τους

στόχους της ΕΕ. Αυτό ισχύει όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας

δικαίου και εκείνη της νόμιμης εμπιστοσύνης που προστατεύει

έναν πολίτη από τις απρόβλεπτες τροποποιήσεις του δικαίου.

Να προέρχονται από ορισμένα εθνικά δίκαια: το ΔΕΕ εμπνεύστηκε

από αρχές που ορίζονται μόνο σε ορισμένα εθνικά δίκαια.

Τοιουτοτρόπως, αυτό ισχύει όταν το ΔΕΕ καλείται να καθορίσει το

όργανο που είναι υπεύθυνο για ζημία που προκλήθηκε από την ΕΕ

και για να προσδιορίσει την έκταση της ζημίας,

Να είναι ειδικές για την ΕΕ: το ΔΕΕ θέσπισε ειδικές για την ΕΕ

γενικές αρχές, ακόμα και αν άντλησε έμπνευση από το εθνικό

δίκαιο. Αυτό ισχύει με την αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των

κρατών μελών, της θεσμικής ισορροπίας και της κοινοτικής

προτίμησης.

Οι γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου αναγνωρίζονται ρητά στο

άρθρο 6 §3 ΣΕΕ.

201

Βλ. σχετ. άρθρο 51 ΣΕΕ.

73

Αποτελούν μία από τις σημαντικότερες πηγές του δικαίου της

Ένωσης, συγκροτώντας, μαζί με το έθιμο, το άγραφο δίκαιο της ΕΕ.

Σκοπός του άγραφου δικαίου είναι η χρησιμοποίησή του για την

πλήρωση των κενών του γραπτού δικαίου της Ένωσης.

Όπως ορίζεται ρητά στις Συνθήκες, η χρησιμοποίηση του άγραφου

δικαίου προβλέπεται στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της

Ένωσης202

και σε αυτή της ακυρώσεως των πράξεων των θεσμικών

οργάνων της.203

Η αναγνώριση, διάπλαση και μορφοποίηση των γενικών αρχών

του δικαίου της Ένωσης γίνεται από το ΔΕΕ μέσω των αποφάσεων που

εκδίδει. Η άντληση, όμως, των γενικών αυτών αρχών πραγματοποιείται

από το διεθνές δίκαιο, από τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών, καθώς

και από την ενωσιακή νομοθεσία και πρακτική των θεσμικών οργάνων

της Ένωσης.

Οι βασικότερες γενικές αρχές του δικαίου, οι οποίες έχουν

αναγνωριστεί από το ΔΕΕ, είναι οι εξής:204

Τα θεμελιώδη δικαιώματα,

Η αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων,

Η αρχή της νομικής βεβαιότητας,

Η αρχή της αναλογικότητας,

Η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του

ιδιώτη,

Το δικαίωμα ακροάσεως,205

Η κατάσταση ανάγκης,

Τα κεκτημένα δικαιώματα,

Η νόμιμος αυτοπροστασία και

Η ανωτέρα βία.

Από το άρθρο 6§3 ΣΕΕ συνάγεται ότι οι γενικές αρχές του δικαίου

της Ένωσης είναι έννοια ευρύτερη, η οποία περιλαμβάνει και άλλους

άγραφους κανόνες, που δεν αποτελούν θεμελιώδη δικαιώματα, όπως π.χ.

αρχές που διέπουν τη λειτουργία της διοίκησης.

Οι γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των

κρατών μελών, εξακολουθούν να αναφέρονται στο άρθρο 340§2 ΣΛΕΕ,

θεμελιώνοντας την ευθύνη της Ένωσης για ζημίες που υφίστανται

ιδιώτες από πράξεις ή παραλείψεις των θεσμικών της οργάνων ή των

υπαλλήλων της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτό, βέβαια,

202

Άρθρο 340 §2 ΣΛΕΕ. 203

Άρθρο 263 §2 ΣΛΕΕ. 204

Βλ. σχετ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 321-322. 205

Το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά γενική αρχή του

δικαίου της Ένωσης, η οποία έχει εφαρμογή όταν η διοίκηση προτίθεται να εκδώσει

βλαπτική πράξη εις βάρος ενός προσώπου· Βλ. σχετ. απόφαση Jiří Sabou, σ. 8, σκ. 38 και

απόφαση Sopropé, σ. 10369, σκ. 36.

74

δεν σημαίνει ότι οι αρχές αυτές είναι αναγνωρισμένες σε όλα τα κράτη

μέλη. Αρκεί ότι υπάρχουν σε ορισμένα κράτη, όπου οι εν λόγω αρχές

έχουν τύχει ιδιαίτερης επεξεργασίας.206

Το ΔΕΕ αντιλαμβάνεται τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου

ως «αρχές συνταγματικού επιπέδου». Πρέπει, λοιπόν, να προέρχονται

από την ύπατη κλίμακα δικαιϊκών αξιολογήσεων, γεγονός με

συγκεκριμένες συνέπειες για την ποιότητα των κανόνων, που

αναγορεύονται σε γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Κανόνες π.χ.

με ιδιαίτερα λεπτομερή και περιπτωσιολογικό χαρακτήρα δεν θεωρείται

ότι περιέχουν συνήθως αυτοτελείς γενικές αρχές του δικαίου.

Οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης εξισώνονται προς τους

κανόνες του πρωτογενούς δικαίου και μπορούν να αποτελέσουν μέτρο

κρίσης της νομιμότητας των κανόνων του δευτερογενούς δικαίου,

δηλαδή να οδηγήσουν σε ακύρωση της επίμαχης πράξης, αν έχουν

παραβιασθεί. Οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται άμεσα ενώπιον των

εθνικών δικαστηρίων και ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης,

προκειμένου να προστατεύσουν δυνάμει αυτών τα δικαιώματά τους. Τα

κράτη μέλη οφείλουν, με τη σειρά τους, να τις σέβονται, όταν

εφαρμόζουν στο εσωτερικό τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου.207

(ii) Το έθιμο

Το έθιμο εξακολουθεί να αποτελεί τη δεύτερη άγραφη πηγή του δικαίου

της Ένωσης και μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας.

Διάταξη σχετική με το έθιμο, πρωτογενές ή και δευτερογενές, δεν

απαντάται στις Συνθήκες ή στο δευτερογενές δίκαιο της Ένωσης.

Ωστόσο, όπως κάθε έννομη τάξη, έτσι και η ενωσιακή δεν είναι δυνατόν

να μην αναγνωρίζει την υπόσταση του εθίμου, δηλαδή της μακράς και

αδιάκοπης συνήθειας, που εφαρμόζεται εν συνειδήσει δικαίου, χωρίς να

αποτελεί απόρροια κάποιου εξαναγκασμού.208

Ως τέτοιοι νοούνται οι κανόνες οι οποίοι παράγονται από

μακρόχρονες πρακτικές και πεποιθήσεις δικαίου και συμπληρώνουν ή

τροποποιούν το πρωτογενές ή το παράγωγο δίκαιο. Η ύπαρξή τους στο

πεδίο του δικαίου της Ένωσης αναγνωρίζεται, καταρχήν, ωστόσο στην

πράξη η διάπλασή τους υπόκειται σε στενούς περιορισμούς. Ένα πρώτο

εμπόδιο αποτελεί η ύπαρξη ειδικής διαδικασίας για την τροποποίηση των

Συνθηκών.209

Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν αποκλείεται μεν απολύτως η

παραγωγή εθιμικών κανόνων, αλλά καθίσταται δυσχερέστερη η

ικανοποίηση των απαιτήσεων για την απόδειξη ύπαρξης «εθίμου»,

206

Βλ. σχετ. Β. Χριστιανό, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ό.π., §105, σ. 34. 207

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 441, αρ. περ. 14-15. 208

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 435-436, αρ. περ. 8. 209

Άρθρο 54 ΣΕΕ.

75

δηλαδή μιας μακρόχρονης πρακτικής και της αντίστοιχης πεποίθησης

δικαίου. Η παραγωγή εθιμικών κανόνων δυσχεραίνεται επίσης από το

γεγονός ότι η ισχύς κάθε πράξεως οργάνου της ΕΕ πηγάζει αποκλειστικά

από τις Συνθήκες και όχι από την πρακτική και την αντίστοιχη βούληση

παραγωγής έννομων συνεπειών. Αυτό σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση

δεν μπορούν να παραχθούν εθιμικοί κανόνες σε επίπεδο Συνθηκών από

τα όργανα της Ένωσης, παρά μόνο, σε κάθε περίπτωση, από τα κράτη

μέλη και υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν.

Ωστόσο, η μακρόχρονη πρακτική και η πεποίθηση δικαίου των

οργάνων της Ένωσης μπορούν να συναχθούν στο πλαίσιο της ερμηνείας

των διατάξεων που αυτά εκδίδουν, οι οποίες ενδέχεται κατά περίπτωση

να μεταβάλλουν το νομικό και πραγματικό πεδίο εφαρμογής της οικείας

νομικής πράξης. Πρέπει όμως και εδώ να λαμβάνονται υπόψη οι

προϋποθέσεις και τα όρια που θέτει το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ.210

Β. Παράγωγο ή δευτερογενές δίκαιο

Το δίκαιο που παράγεται από τα θεσμικά όργανα κατά την άσκηση των

εξουσιών που τους ανατίθενται από τις Συνθήκες ονομάζεται παράγωγο

ενωσιακό δίκαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 288 εδ. ά ΣΛΕΕ, οι νομικές

πράξεις των οργάνων της Ένωσης, οι οποίες συνθέτουν και το σύνολο

σχεδόν του παραγώγου δικαίου είναι πέντε: ο Κανονισμός, η Οδηγία, η

Απόφαση, η Σύσταση και η Γνώμη. Η ιδιότητα μιας πράξης δεν

εξαρτάται από την ονομασία της, αλλά από το περιεχόμενό της.211

α. Νομοθετικές πράξεις

Οι νομοθετικές πράξεις μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες:

- εκείνες που συμπεριλαμβάνονται στην ονοματολογία του άρθρου

288 ΣΕΕ: τον κανονισμό, την οδηγία, την απόφαση, τις γνώμες και τις

συστάσεις·

- εκείνες που δεν συμπεριλαμβάνονται στην ονοματολογία του

άρθρου 288 ΣΕΕ. Είναι οι επονομαζόμενες άτυπες πράξεις, όπως οι

ανακοινώσεις, οι συστάσεις καθώς και οι Λευκές και Πράσινες Βίβλοι.212

(i) Κανονισμός

Ο Κανονισμός είναι ο κατ’ εξοχήν “νόμος” της Ένωσης. Από τη

διατύπωση του άρθρου 288 εδ. β΄ ΣΛΕΕ προκύπτουν τα τρία

χαρακτηριστικά του Κανονισμού.

210

Βλ. σχετ. Klaus-Dieter Borchardt, ό.π., σ. 94-95. 211

Η φύση μιας νομικής πράξης έχει σημασία για τη δυνατότητα προσβολής της ενώπιον του

ΔΕΕ. Βλ. κατωτέρω Κεφ. V, υπό §2, Α. 212

Βλ. σχετ. www.europa.eu.

76

Πρώτον, ο Κανονισμός έχει γενική ισχύ. Αυτό σημαίνει ότι ο

Κανονισμός έχει γενικό και αφηρημένο, απρόσωπο χαρακτήρα, δεν

αφορά δηλαδή μόνο ορισμένα πρόσωπα ή συγκεκριμένες καταστάσεις

αλλά περιέχει κανόνες δικαίου, αντικειμενικό δίκαιο.213

Σημαίνει επίσης

ότι η εφαρμογή του εκτείνεται σε όλη την περιοχή της Ένωσης214

και

μάλιστα κατά τρόπο ενιαίο και, συνεπώς, ο Κανονισμός υπερισχύει κάθε

αντίθετης διάταξης εθνικού δικαίου. Ο Κανονισμός θέτει αντικειμενικό

δίκαιο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του ιδιαίτερες υποκειμενικές

καταστάσεις ή συμφέροντα.

Δεύτερον, ο Κανονισμός έχει καθολική δεσμευτικότητα που

σημαίνει ότι αποτελείται από νομικές επιταγές εφαρμοστέες σε όλη την

επικράτεια της ΕΕ, η τήρηση των οποίων δεν επαφίεται στη διάκριση των

ενδιαφερομένων, αλλά μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νομικού

καταναγκασμού, η δε ζημιογόνος παράβασή τους μπορεί να θεμελιώσει

αξίωση αποζημίωσης.215

Το τρίτο εννοιολογικό στοιχείο του Κανονισμού είναι η άμεση

ισχύς (ενέργεια, αποτέλεσμα) του. Εφαρμόζεται απευθείας (αμέσως),

δηλαδή χωρίς να απαιτείται παρέμβαση της νομοθετικής, κανονιστικής

και εκτελεστικής εξουσίας του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι ο Κανονισμός

δεν δεσμεύει μόνο τα κράτη μέλη, αλλά θεμελιώνει άμεσα τις

υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των ιδιωτών.

Ο Κανονισμός είναι αυτεκτέλεστος, δηλαδή μπορεί/πρέπει να

εφαρμόζεται (εκτελείται)/τεθεί σε λειτουργία, χωρίς την ανάγκη

παρεμβολής άλλων εθνικών νομοθετικών εκτελεστικών μέτρων.

Από τη στιγμή που ένας Κανονισμός τεθεί σε ισχύ, αποτελεί νόμο

όλων των κρατών μελών και της Ένωσης και δεν χρειάζεται καμία

νομική πράξη -εκτός των τριών παρακάτω εξαιρέσεων- από τα κράτη

μέλη για να τεθεί σε ενέργεια. Η πρώτη εξαίρεση αφορά την περίπτωση

όπου ο ίδιος ο Κανονισμός υπαγορεύει τη λήψη νομοθετικών μέτρων.216

213

Βλ. σχετ. Δαγτόγλου, ό.π. παρ. 416· Πρβλ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 285. 214

Έτσι, η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης ενός κράτους μέλους επεκτείνει αυτομάτως και

αντιστοίχως την περιοχή ισχύος του Κανονισμού (Απόφαση Επιτροπή/Ιρλανδίας, C-

61/77, σ. 417, σκ. 447 και 448) 215

Βλ. σχετ. Δαγτόγλου, ό.π. παρ. 420. 216

Τα μέτρα αυτά έχουν συνήθως το χαρακτήρα νομοθετικών μέτρων εφαρμογής του

Κανονισμού, προκειμένου να διευκολυνθεί η πλήρης εφαρμογή του, καθώς και η άσκηση

των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτόν. Επισημαίνεται, βέβαια, ότι στην περίπτωση

λήψης μέτρων από την πλευρά κράτους μέλους για την εφαρμογή ενός Κανονισμού, οι

όροι εκτέλεσης της εν λόγω εξουσίας υπόκεινται στις διατάξεις του εθνικού διοικητικού

δικαίου, καθώς πρόκειται για την εκτέλεση μιας νομικής πράξης, για την οποία έχουν

πρωτίστως αρμοδιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 291§1 ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη· Βλ. σχετ. Β.

Χριστιανό, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη,

§116, σ. 37· Πρβλ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π. σ. 286-287· Πρβλ. Β. Χριστιανό, Συνθήκη ΕΕ &

ΣΛΕΕ-Κατ’ άρθρο ερμηνεία, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 1198· Πρβλ. Απόφαση

Eridania, C-230/78, σκ. 34, σ. 2749· Βλ. τέλος Κανονισμό 1463/1970, ΕΕ Ειδική Έκδοση

1970/482.

77

Η δεύτερη εξαίρεση αφορά την περίπτωση όπου ο Κανονισμός, ενώ δεν

υπαγορεύει τη λήψη νομοθετικών μέτρων, εν τούτοις η λεκτική του

διατύπωση είναι ασαφής και αόριστη που ουσιαστικά επιτρέπεται η λήψη

μέτρων, αρκεί να μην είναι ασυμβίβαστα με τις διατάξεις του

Κανονισμού.217

Η τρίτη εξαίρεση αφορά την περίπτωση όπου ένα

κράτος μέλος, στα πλαίσια της κωδικοποίησης του ενωσιακού δικαίου σε

έναν συγκεκριμένο τομέα, ενσωματώνει σε μία νομική πράξη διατάξεις

Κανονισμού για λόγους τάξης, ενότητας και πληρότητας του δικαίου.218

Αρμόδια όργανα για την έκδοση Κανονισμών είναι το Συμβούλιο

με το ΕυρΚοινβ και η Επιτροπή. Ο Κανονισμός πρέπει να αιτιολογείται

και να αναφέρεται στις προτάσεις ή γνώμες που στηρίζεται.219

Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και

αρχίζει να ισχύει την ημέρα που ο ίδιος ορίζει ή αλλιώς την εικοστή

ημέρα από τη δημοσίευσή του.220

Ο Κανονισμός μπορεί να τροποποιηθεί

ή να καταργηθεί ρητά ή σιωπηρά από μεταγενέστερη πράξη του ιδίου

θεσμικού οργάνου. Μεταξύ των άλλων, η πράξη αυτή μπορεί να έχει και

τη μορφή Οδηγίας.221

Αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη

κωδικοποίησης του ενωσιακού δικαίου, όπως προαναφέρθηκε,222

αν

ληφθεί επιπρόσθετα υπόψη, το γεγονός ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται

να θεσπίσουν διατάξεις εφαρμογής μιας Οδηγίας, προκειμένου αυτή να

μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο. Παρόλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, αυτό μπορεί να δημιουργήσει

προβλήματα, π.χ. τα εφαρμοστικά εθνικά μέτρα της Οδηγίας 2004/38

πρέπει να τροποποιούν τον Κανονισμό 1612/68, δηλαδή να κατισχύουν

των διατάξεων αυτού. Όμως, αυτό ανατρέπει την αρχή της υπεροχής του

ενωσιακού δικαίου.

Εξάλλου, με την εφαρμογή της παραπάνω πρακτικής εκ μέρους

των κρατών μελών, είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί στο εσωτερικό τους,

αβεβαιότητα σχετικά με τη φύση του Κανονισμού ως πράξης ενωσιακού

δικαίου, διότι η αναπαραγωγή ή η τροποποίηση ενός Κανονισμού μέσω

εθνικών, νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών πράξεων είναι

δυνατό να αποκρύψει την αληθινή προέλευση του κανόνα και ενδέχεται

217

Απόφαση Francesco Bussone, C-31/78, σ. 2429, παρ. 32. 218

Βλ. Την αξιόλογη ανάλυση της άμεσης ισχύος των διατάξεων των Κανονισμών και των

εξαιρέσεων στον Hartley, ό.π. σελ. 196 επ.. 219

Άρθρο 190 ΣυνθΕΚ. 220

Άρθρο 254§1 ΕΚ. 221

Βλ. για παράδειγμα την τροποποίηση του Κανονισμού 1612/68 από την Οδηγία 2004/38,

απόφαση Giersch, C-20/2012. 222

Βλ. σχετ. παραπάνω την τρίτη εξαίρεση, σχετικά με τη δυνατότητα λήψης μέτρων

ενσωμάτωσης ενός Κανονισμού από ένα κράτος-μέλος, για λόγους διόρθωσης τυχόν

τμηματικών και αποσπασματικών προσεγγίσεων ενός ζητήματος από τον εν λόγω

Κανονισμό και αποκατάστασης της ενότητας και πληρότητας του ενωσιακού δικαίου·

Πρβλ. Αιτιολογική σκέψη 4 της Οδηγίας 2004/38, Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, σ. 79.

78

να προκαλέσει ανομοιομορφία ως προς το χρόνο έναρξης της ισχύος

του.223

Ο Κανονισμός ενίοτε εκδίδεται ως εκτελεστικός Κανονισμός. Αυτό

καθίσταται αναγκαίο, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή

προγενέστερου Κανονισμού, μέσω της συγκέντρωσης λεπτομερών

κανόνων εφαρμογής του σε έναν νέο ενιαίο Κανονισμό που καλείται

εκτελεστικός και ο οποίος συχνά καταργεί προηγούμενους Κανονισμούς

της ίδιας θεματικής κατηγορίας με τον υπό εκτέλεση Κανονισμό (Βλ.

παρακάτω υπό Γ.4).

Τέλος, οι Κανονισμοί δύναται να εκδοθούν και ως κατ’

εξουσιοδότηση Κανονισμοί. Οι Κανονισμοί αυτοί εκδίδονται από την

Επιτροπή, κατόπιν ρητής εξουσιοδότησης που παρέχεται σε αυτήν στο

κείμενο προγενέστερου Κανονισμού, του οποίου τις διατάξεις έρχεται να

τροποποιήσει ή να συμπληρώσει ο κατ’ εξουσιοδότηση νέος Κανονισμός

(Βλ. παρακάτω υπό Γ.3).

(ii) Οδηγία

Η δεύτερη δεσμευτική πράξη της ενωσιακής νομοθεσίας είναι η Οδηγία.

Απευθύνεται μόνο σε κράτη μέλη. Η νομοθετική αυτή πράξη δεν

αποβλέπει στη δημιουργία νέου ενιαίου δικαίου για ολόκληρη την

Ένωση αλλά περιορίζεται στο να δημιουργεί ένα νομοθετικό πλαίσιο και

δίνει κατευθύνσεις στους αποδέκτες για τη λήψη μέτρων που κρίνονται

αναγκαία για την πραγματοποίηση ενός αποτελέσματος που η Ένωση

θεωρεί επιθυμητό. Η Οδηγία προσφέρεται ιδιαίτερα για την εναρμόνιση

των νομοθεσιών των κρατών μελών. Με άλλα λόγια, η Οδηγία

εναρμονίζει τις εθνικές νομοθεσίες, ενώ ο Κανονισμός τις ομογενοποιεί

κατ’ απόλυτο τρόπο.

Σύμφωνα με το άρθρο 288 εδ. γ΄ ΣΛΕΕ, η Οδηγία δεσμεύει κάθε

κράτος μέλος, στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο

αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην

ευχέρεια των εθνικών αρχών. Υπό την έννοια αυτή, η Οδηγία προβλέπει,

κατά κανόνα, ευρύ περιθώριο χειρισμών για τα κράτη μέλη. Η Οδηγία

δεσμεύει, επομένως, κατ’ αρχήν, μόνο τα κράτη μέλη στα οποία

απευθύνεται. Οι ιδιώτες, σύμφωνα με το γράμμα αυτής της διατάξεως θα

έπρεπε να αναμένουν τα εσωτερικά μέτρα προσαρμογής της εθνικής

νομοθεσίας για να θεμελιώσουν τα δικαιώματά τους. Το Δικαστήριο

όμως απεφάνθη ότι διατάξεις Οδηγίας είναι δυνατόν να έχουν άμεσα

αποτελέσματα, δηλ. να θεμελιώνουν απ’ ευθείας δικαιώματα για τους

ιδιώτες χωρίς την παρεμβολή των εθνικών μέτρων.224

223

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., αρ. περ. 65, σ. 461· Πρβλ. Β. Χριστιανό, ό.π., §116, σ. 37. 224

Απόφαση SACE, C-33/70, σ. 641.

79

Μία Οδηγία δεν μπορεί αυτή καθεαυτή να δημιουργεί υποχρεώσεις

σε βάρος ιδιώτη και, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση κατ’

αυτού.225

Αντίθετα, οι ιδιώτες είναι σε θέση να επικαλεστούν οδηγία

εναντίον του κράτους ασχέτως της ιδιότητας (ιδιώτη ή δημόσιας αρχής)

υπό την οποία το κράτος ενεργεί. Και στις δύο περιπτώσεις το κράτος δεν

μπορεί να επωφελείται από την παράλειψή του να συμμορφωθεί προς το

κοινοτικό δίκαιο.226

Κατά κανόνα, οι Οδηγίες θέτουν ένα χρονικό περιθώριο μέσα στο

οποίο τα κράτη μέλη, προς τα οποία απευθύνεται η Οδηγία, πρέπει να

λάβουν μέτρα. Αυτό το χρονικό σημείο μπορεί να έχει μεγάλη σημασία,

διότι όταν περάσει άπρακτη αυτή η περίοδος, οι ιδιώτες μπορούν υπό

ορισμένες προϋποθέσεις να θεμελιώσουν ευθύνη των κρατών για

αποζημίωση, επειδή παρέλειψαν να λάβουν μέτρα σύμφωνα με την

οδηγία, όπως είχαν υποχρέωση.227

Οι διατάξεις μιας Οδηγίας πρέπει να τίθενται σε ισχύ με

αναμφισβήτητη δεσμευτική νομική ισχύ, με την απαιτούμενη

ιδιαιτερότητα, ακρίβεια και σαφήνεια, προκειμένου να πληρούται η

επιταγή της νομικής ασφάλειας.228

Συνέπειες μη εμπρόθεσμης και προσήκουσας μεταφοράς της

Οδηγίας στην εσωτερική νομοθεσία. Σε περίπτωση κατά την οποία ένα

κράτος μέλος παραλείψει να μεταφέρει τις διατάξες μιας Οδηγίας

εμπροθέσμως και προσηκόντως στην εσωτερική του έννομη τάξη, το

Δικαστήριο έχει προσδώσει ορισμένες συνέπειες με τη θεμελιώδη

απόφαση Francovich.

Έτσι, λοιπόν, οι διατάξεις της αποκτούν άμεση ενέργεια (άμεσο

αποτέλεσμα) υπό προϋποθέσεις.229

Περαιτέρω, ακόμη κι αν, ελλείψει

κατάλληλης μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, μια Οδηγία, αυτή καθεαυτή,

δεν γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη, το εθνικό δικαστήριο που

καλείται να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, είτε πρόκειται για

προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της Οδηγίας διατάξεις, οφείλει να

πράξει τούτο κατά το μέρος του δυνατού υπό το φως του κειμένου και

του σκοπού της Οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή

επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 249 εδ. γ΄ ΣΛΕΕ.230

Η ίδια αρχή πρέπει, κατά την άποψή μου, να εφαρμόζεται και κατά

το χρονικό διάστημα «εκκρεμότητας» της Οδηγίας, δηλαδή από το χρόνο

225

Απόφαση Faccini Dori, C-91/92, σ. 3325, σκ. 20, απόφαση El Corte Inglés, C-192/94, σ.

1821, σκ. 15, απόφαση Collino και Chiappero, C-343/98, σ. 6659, σκέψεις 20 και 21. 226

Απόφαση Marshall, C-152/84, σ. 723, σκ. 49, απόφαση Foster, C-188/89, σ. 3313, σκ. 17. 227

Απόφαση Francovich, C-6,9/90, σ. 5357 και απόφαση Dillenkofer, C-178/94. 228

Απόφαση Επιτροπή/Ιταλίας, C-159/99, σ. 4007, σκ. 32, απόφαση Επιτροπή/Βελγίου, C-

415/01, σ. 2081, σκ. 21. 229

Απόφαση Francovich κλπ. 230

Βλ. σχετ. Απόφαση AXA, C-386/00, σκ. 18, σ. 2209 με παραπομπή σε απόφαση

Centrosteel, C-456/98, σ. 6007, σκέψεις 15 και 16.

80

που τίθεται σε εφαρμογή (έναρξη ισχύος της) μέχρι τη λήξη της

προθεσμίας που τάσσει για τη μεταφορά της στις εσωτερικές νομοθεσίες

των κρατών μελών. Κατά το χρονικό, λοιπόν, αυτό διάστημα το εθνικό

δικαστήριο υποχρεούται231

να λαμβάνει υπόψη του τις διατάξεις της

εκκρεμούσας Οδηγίας, έστω κι αν ακόμη δεν μεταφέρθηκε στην

εσωτερική νομοθεσία.

(iii) Απόφαση

Η αποτελεσματική εφαρμογή και εκτέλεση των Συνθηκών της ΕΕ,

κανονισμών και γενικών αποφάσεων, είναι νοητή μόνον όταν τα

ενωσιακά όργανα έχουν τη δυνατότητα να εκδίδουν πράξεις που

δεσμεύουν μεμονωμένους πολίτες, μεμονωμένες επιχειρήσεις και

μεμονωμένα κράτη μέλη, στις περιπτώσεις που τα όργανα αυτά είναι

υπεύθυνα για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Αυτό

ανταποκρίνεται πλήρως στην κατάσταση που υπάρχει στο εσωτερικό των

κρατών. Και εδώ, οι εθνικές διοικήσεις με την έκδοση μια διοικητικής

πράξης καθορίζουν δεσμευτικά απέναντι στους πολίτες τις συνέπειες που

προκύπτουν από την εφαρμογή, για παράδειγμα, ενός νόμου σε μια

μεμονωμένη περίπτωση. Στην ενωσιακή έννομη τάξη, τη λειτουργία αυτή

πληρούν οι ατομικές αποφάσεις. Αποτελούν την τυπική νομοθετική

πράξη, με την οποία τα ενωσιακά όργανα ρυθμίζουν δεσμευτικά

μεμονωμένες περιπτώσεις. Με τη βοήθεια μιας απόφασης, τα όργανα της

Ένωσης μπορούν να ζητήσουν από ένα κράτος μέλος ή έναν πολίτη της

ΕΕ να ενεργήσει ή να παραλείψει, να του παραχωρήσουν δικαιώματα ή

να του επιβάλουν υποχρεώσεις.

Τέλος, υπάρχει πλέον και η εκτελεστική απόφαση (Βλ. παρακάτω,

υπό Γ.4).

(iv) Σύσταση και Γνώμη

Αμφότερες είναι νομικά μη δεσμευτικές πράξεις. Με αυτές δίδεται η

δυνατότητα στα θεσμικά όργανα να διατυπώνουν θέσεις ή να

υποδεικνύουν ακολουθητέες κατευθύνσεις προς τα κράτη μέλη και, σε

ορισμένες περιπτώσεις, και προς τους πολίτες της Ένωσης, χωρίς με

αυτές να θεμελιώνουν νομικές υποχρεώσεις για τον αποδέκτη.

Διαφέρουν μεταξύ τους κατά το ότι οι συστάσεις εκδίδονται με

πρωτοβουλία του οργάνου που προβαίνει σε αυτές, ενώ οι γνώμες

παρέχονται κατ’ αίτηση άλλου οργάνου. Αμφότερες, όμως, μπορεί να

εκδίδονται, όταν προβλέπεται από τις Συνθήκες, π.χ. όταν το Συμβούλιο

συνιστά στο ΕυρΣ το διορισμό μέλους της εκτελεστικής επιτροπής της

ΕΚΤ (άρθρο 283§2 ΣΛΕΕ).

231

Απόφαση AXA, σκ. 18.

81

Με τη σύσταση υποδεικνύεται στους αποδέκτες μια ορισμένη

συμπεριφορά. Η σύσταση, ως πράξη του παραγώγου δικαίου, ναι μεν δεν

είναι δεσμευτική, αλλά δεν είναι άνευ σημασίας και αποτελέσματος.

Συνήθως θεσπίζεται προκειμένου να προετοιμάσει (προλειάνει) το

έδαφος προκειμένου να επακολουθήσει ένα δεσμευτικό μέτρο (πράξη)

όπως οδηγία ή κανονισμός. Δηλαδή, με τη σύσταση η Επιτροπή ή το

Συμβούλιο καθιερώνει (υποδεικνύει) κατευθύνσεις και στόχους προς τα

κράτη μέλη και αφήνει την επίτευξη των στόχων σε εθελουσία βάση. Εάν

τα κράτη μέλη αδρανήσουν, δεν υφίστανται τυπικές κυρώσεις˙ η μόνη

συνέπεια είναι ότι δεν προσαρμόζουν τη νομοθεσία τους προς τη

σύσταση. Αντιθέτως, εάν εφαρμόσουν τη σύσταση προετοιμάζουν την

εσωτερική νομοθεσία τους εγκαίρως, οπότε η επερχόμενη οδηγία τα

βρίσκει εναρμονισμένα.

Η γνώμη εκδίδεται από τα ενωσιακά όργανα όταν πρόκειται να

εκτιμηθεί μία κατάσταση, κάποιες συνθήκες ή ορισμένα συμβάντα στην

Ένωση ή στα κράτη μέλη.

β. Πράξεις χωρίς νομοθετικό χαρακτήρα

Οι πράξεις της Ένωσης χωρίς νομοθετικό χαρακτήρα είναι οι πράξεις

κατ’ εξουσιοδότηση και οι εκτελεστικές πράξεις.

(i) Πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις καλούνται οι μη νομοθετικές πράξεις

γενικής ισχύος που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της Επιτροπής, μετά

από νομοθετική πράξη που εκδίδει το Συμβούλιο ή το Κοινοβούλιο.

Αποτελούν πράξεις χωρίς νομοθετικό χαρακτήρα, καθώς δεν εκδίδονται

σύμφωνα με τη συνήθη ή την ειδική νομοθετική διαδικασία, αλλά

κατόπιν εξουσιοδότησης που περιέχεται σε νομοθετική πράξη.232

Είναι

πράξεις γενικής ισχύος που συμπληρώνουν ή τροποποιούν κάποια μη

ουσιώδη στοιχεία της νομοθετικής πράξης κι έχουν τη μορφή

κανονισμών, οδηγιών ή αποφάσεων της Επιτροπής.233

Ακριβώς επειδή οι

κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις επιφέρουν μεταβολές στην νομοθετική

πράξη έχοντας, μάλιστα, τη δυνατότητα να επιφέρουν αλλαγές στην

πορεία της, η ίδια η νομοθετική πράξη επιβάλλεται να θέτει σαφή όρια

στους στόχους, το περιεχόμενο, την έκταση και τη διάρκεια της

παρεχόμενης εξουσιοδότησης.234

Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί

να ρυθμίζει μόνο τα μη ουσιώδη στοιχεία. Τα ουσιώδη στοιχεία ενός

τομέα ρυθμίζονται αποκλειστικά με νομοθετική πράξη και δεν μπορούν,

232

Βλ. σχετ. Β. Χριστιανό, Συνθήκη ΕΕ και ΣΛΕΕ – Κατ’ άρθρο ερμηνεία, ό.π., σ. 1218. 233

Βλ. σχετ. άρθρο 290§1 ΣΛΕΕ. 234

Βλ. σχετ. άρθρο 290§2 ΣΛΕΕ.

82

συνεπώς, να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδότησης.235

Αυτό, επειδή

τα ουσιώδη αυτά στοιχεία της νομοθετικής πράξης απαγορεύεται σε κάθε

περίπτωση να υποστούν οποιαδήποτε μεταβολή εκ μέρους της

Επιτροπής. Ακόμη, η εξουσιοδότηση αυτή προς την Επιτροπή, από

πλευράς του Συμβουλίου ή του Κοινοβουλίου, μπορεί να ανακληθεί

οποτεδήποτε από αυτά.

(ii) Εκτελεστικές πράξεις

Εκτελεστικές καλούνται οι νομικές πράξεις της Ένωσης που εκδίδονται

κατά κανόνα από την Επιτροπή, κατ’ εξαίρεση δε και από το Συμβούλιο,

όταν απαιτείται ο καθορισμός ενιαίων προϋποθέσεων για την υλοποίηση

μιας νομικά δεσμευτικής πράξης της ΕΕ. Αυτές μπορεί να έχουν τη

μορφή είτε κανονισμών, είτε αποφάσεων.

Η εξουσία για την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων παρέχεται

από τις νομικά δεσμευτικές πράξεις, για την εκτέλεση των οποίων

προβλέπεται η έκδοση της εκτελεστικής πράξεως.236

Οι εκτελεστικές πράξεις αποτελούν εξαίρεση στην αρχή, σύμφωνα

με την οποία, όλα τα μέτρα για την εκτέλεση των δεσμευτικών

νομοθετικών πράξεων της ΕΕ λαμβάνονται από τα κράτη μέλη με βάση

τις εθνικές διατάξεις. Εντούτοις, το ΕυρΚοινβ και το Συμβούλιο,

θεσπίζουν εκ των προτέρων γενικούς κανόνες και αρχές, σύμφωνα με τη

συνήθη νομοθετική διαδικασία, σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα

κράτη μέλη, της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της

Επιτροπής.237

Τέλος, όταν η Επιτροπή ή το Συμβούλιο εκδίδουν εκτελεστικές

πράξεις, πρέπει η φύση των πράξεων αυτών να δηλώνεται με την

προσθήκη του όρου «εκτελεστικός» στην ονομασία των πράξεων.238

Γ. Γενικές αρχές

α) Αρχή της Αναλογικότητας

Χάρη στη νομολογία του ΔΕΕ, το δίκαιο της Ένωσης διαθέτει επίσης ένα

σημαντικό κεφάλαιο αρχών του κράτους δικαίου σχετικών με τα

θεμελιώδη δικαιώματα. Προέχουσα σημασία στην πράξη έχει εν

προκειμένω η αρχή της αναλογικότητας.

Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί στοιχείο της έννομης τάξης

της ΕΕ, βάσει της νομολογίας του ΔΕΕ, και διέπει όλο το σύστημα του

235

Βλ. σχετ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 298 και Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 447, αρ. περ. 31. 236

Βλ. σχετ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 298-299. 237

Βλ. σχετ. Klaus-Dieter Borchardt, ό.π., σ. 90. 238

Βλ. σχετ. άρθρο 291§4 ΣΛΕΕ και Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 449, αρ. περ. 35.

83

ευρωπαϊκού δικαίου.239

Έχει επίσης συμπεριληφθεί στη ΣΕΕ όσον αφορά

τη ρύθμιση των αρμοδιοτήτων.240

Περιλαμβάνει την υποχρέωση στάθμισης των διακυβευόμενων

αγαθών και συμφερόντων, η οποία από την πλευρά της εμπεριέχει τα

στοιχεία της καταλληλότητας και αναγκαιότητας του μέτρου και της

απαγόρευσης της υπέρβασης του αναγκαίου ορίου. Αυτό σημαίνει,

κυρίως, ότι πρέπει να παρέχεται προτεραιότητα στους νόμους-πλαίσια,

στις ελάχιστες προδιαγραφές και στους κανόνες που αφορούν την

αμοιβαία αναγνώριση των εθνικών διατάξεων και να αποφεύγονται οι

υπερβολικά λεπτομερείς νομοθετικές διατάξεις.241

Με άλλα λόγια, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει την

αναζήτηση αναλογίας ανάμεσα στο σκοπό που επιδιώκει η Ένωση και

στα μέσα δράσης που χρησιμοποιεί για την υλοποίησή του και ανάγεται

στην υποχρέωση επιλογής των λιγότερω επαχθών μέσων για την επίτευξη

των στόχων της.242

Έτσι, η τήρηση της αρχή της αναλογικότητας αναλύεται σε τρία

επιμέρους κριτήρια, τα οποία πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά:

1) Το εφαρμοζόμενο μέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο για την επίτευξη

του στόχου, να είναι δηλαδή πρόσφορο να οδηγήσει στην υλοποίησή του.

2) Το μέτρο που εφαρμόζεται πρέπει να είναι αναγκαίο, ώστε ο στόχος να

μην μπορεί να επιτευχθεί με άλλο μέτρο, εξίσου αποτελεσματικό αλλά

λιγότερο επιβλαβές για τα προστατευόμενα συμφέροντα.

3) Το μέτρο προς εφαρμογή πρέπει να μη δημιουργεί υπέρμετρη

επιβάρυνση ενός έννομου αγαθού σε σχέση με τους επιδιωκόμενους

σκοπούς.

Υπό την έννοια αυτή, η αρχή της αναλογικότητας συμπληρώνει

την αρχή της επικουρικότητας, καθώς υποδεικνύει την ανάληψη

ενωσιακής δράσης μόνο στον αναγκαίο βαθμό, ώστε να καταλείπονται

στα κράτη μέλη μεγαλύτερα περιθώρια για την άσκηση των

αρμοδιοτήτων τους.243

Τέλος, η αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται και στο σύστημα

των κυρώσεων, το οποίο πρέπει να είναι συμβατό με αυτή.244

β) Αρχή της επικουρικότητας

239

Βλ. σχετ. απόφαση Fédération Charbonnière de Belgique, C-8/55, σ. 85. 240

Άρθρο 5§4 ΣΕΕ. 241

Βλ. σχετ. Klaus-Dieter Borchardt, ό.π., σ. 28 και 45. 242

Βλ. σχετ. απόφαση Schräder, C-265/87, σ. 2237, απόφαση Επιτροπή/Ελλάδας, C-210/91,

σ. 6735, απόφαση Enderby, C-127/92, σ. 5535 και απόφαση Woodspring, C-27/95, σ.

1847. 243

Βλ. σχετ. Β. Χριστιανό, Συνθήκη ΕΕ & ΣΛΕΕ-Κατ’ άρθρο ερμηνεία, ό.π., σ. 30-31. 244

Βλ. σχετ. απόφαση Käserei, C-210/00, σ. 6453· Βλ. επίσης απόφαση Fleisch-Winter, C-

309/04, σ. 10349, σκ. 41 και κατ’ αναλογία απόφαση Elfering Export, C-27/05, σ. 3681,

σκέψεις 25 και 27.

84

Βλ. σχετ. παραπάνω, Κεφ. ΙΙ, υπό 1, Ε.

γ) Αρχή της αναγκαιότητας

Βλ. σχετ. παραπάνω, Κεφ. ΙΙ, υπό 1, Ε.

Δ. Διεθνείς συμβάσεις

2. Χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού δικαίου

Α. Το άμεσο αποτέλεσμα του ενωσιακού δικαίου

Τονίσθηκε ότι η Ένωση δημιούργησε μια νέα έννομη τάξη, της οποίας

υποκείμενα είναι τόσο τα κράτη μέλη όσο και οι ιδιώτες245

και ότι αυτή

στηρίζεται στο ενωσιακό δίκαιο. Ένα από τα βασικότερα ζητήματα είναι

η σχέση μεταξύ δικαίου της Ένωσης και εθνικών δικαίων.

Στα πλαίσια της ενωσιακής έννομης τάξης, όλα τα υποκείμενά της

(κράτη και ιδιώτες) ανέλαβαν υποχρεώσεις και δικαιώματα. Η πιστή

τήρηση και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και η συμμόρφωση προς

τους κανόνες του αποτελεί βασική προϋπόθεση σωστής λειτουργίας του

ενωσιακού οικοδομήματος.

Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Δικαστηρίου είναι ότι

επέβαλε την άμεση εφαρμογή των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου

παρά την αρχική αντίδραση μερικών κρατών μελών και έτσι εξασφάλισε

την ύπαρξη και λειτουργία της ενωσιακής έννομης τάξης. Αφετηρία για

τη νομολογία του αποτέλεσε μια εντελώς κοινή υπόθεση, που όμως

επρόκειτο να γραφεί στα χρονικά της νομολογίας του Δικαστηρίου. Η

ολλανδική εταιρία μεταφορών Van Gend & Loos άσκησε προσφυγή

ενώπιον ολλανδικού δικαστηρίου κατά της ολλανδικής διοίκησης των

τελωνείων, η οποία είχε επιβάλει αυξημένο δασμό για την εισαγωγή

χημικού προϊόντος από τη Γερμανία. Η επιχείρηση θεωρούσε αυτήν την

πρακτική αντίθετη με τη διάταξη του άρθρου 30 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρα 25

ΣΕΚ και 12 ΣυνθΕΟΚ), το οποίο απαγορεύει στα κράτη μέλη την

επιβολή νέων ή της αύξηση υφισταμένων δασμών εντός της κοινής

αγοράς. Η έκβαση της νομικής αυτής διαφοράς εξηρτάτο τελικά από το

ερώτημα αν και ο μεμονωμένος ιδιώτης μπορεί να επικαλεσθεί το άρθρο

30 ΣΛΕΕ, όταν καλείται να καταβάλει δασμό που έχει επιβληθεί κατά

παράβαση των Συνθηκών. Επειδή η απάντηση στο ερώτημα αυτό

απαιτούσε ερμηνεία της ΣΛΕΕ (πρώην ΣΕΚ, η οποία διαδέχθηκε τη

ΣυνθΕΟΚ), το ολλανδικό δικαστήριο ανέβαλε την έκδοση απόφασης και

παρέπεμψε την υπόθεση στο ΔΕΕ, παρά την αντίθετη άποψη πολλών

245

Απόφαση Van Gend en Loos, C-26/62, σ. 1.

85

κυβερνήσεων και του Γενικού Εισαγγελέα του, αποφάνθηκε ότι όλες οι

διατάξεις των ιδρυτικών συνθηκών, οι οποίες είναι διατυπωμένες άνευ

όρων, είναι αυτοτελείς και νομικά πλήρεις και επομένως για την

εφαρμογή ή την ισχύ τους δεν απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες εκ

μέρους των κρατών μελών ή της Επιτροπής, αλλά εφαρμόζονται άμεσα

στους μεμονωμένους ιδιώτες. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 30

ΣΛΕΕ πληρούσε τις προϋποθέσεις αυτές και συνεπώς η προσφεύγουσα

εταιρία μπορούσε να επικαλεστεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την

εν λόγω διάταξη, τα οποία έπρεπε να προστατεύσει το ολλανδικό

δικαστήριο, το οποίο στη συνέχεια χαρακτήρισε άκυρο τον επιβληθέντα

δασμό. Στο σκεπτικό του το Δικαστήριο ανέπτυξε τα εξής: “… η

Κοινότητα αποτελεί μια νέα έννομη τάξη … μια έννομη τάξη της οποίας

υποκείμενα δικαίου δεν είναι μόνο τα κράτη μέλη αλλά και οι μεμονωμένοι

ιδιώτες. Το κοινοτικό δίκαιο, που είναι ανεξάρτητο από τη νομοθεσία των

κρατών μελών, πρέπει ως εκ τούτου να παρέχει δικαιώματα στους

μεμονωμένους ιδιώτες, το ίδιο όπως επιβάλλει και υποχρεώσεις. Τέτοια

δικαιώματα δεν γεννώνται μόνο όταν το ορίζει ρητά η συνθήκη, αλλά στο

πλαίσιο σαφών υποχρεώσεων, τις οποίες επιβάλλει η συνθήκη στους

μεμονωμένους ιδιώτες καθώς και στα κράτη μέλη και στα όργανα της

Κοινότητας”.

Με την παραπάνω απόφαση του ΔΕΕ θεμελιώθηκε η αρχή του

αμέσου αποτελέσματος246

του δικαίου της Ένωσης. Η νομολογία αυτή

συνεχίσθηκε από το Δικαστήριο αναφορικά και με άλλες διατάξεις του

πρωτογενούς και του παραγώγου ενωσιακού δικαίου.

Προκειμένου μία διάταξη να έχει άμεσο αποτέλεσμα, πρέπει να

πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις:

1) Να είναι σαφής. Αυτό σημαίνει ότι το κείμενο της διάταξης πρέπει

να είναι σαφές, δηλαδή να καθορίζει τα δικαιώματα των ιδιωτών

της ΕΕ κατά τρόπο επαρκώς σαφή, ευκρινή και κατανοητό.

2) Να είναι ορισμένη. Με άλλα λόγια, το κείμενο της διάταξης πρέπει

να καθορίζει τα δικαιώματα των ιδιωτών της ΕΕ κατά τρόπο

επαρκώς ακριβή και συγκεκριμένο, χωρίς γενικολογίες και

έλλειψη διευκρινίσεων.

3) Να είναι άνευ επιφυλάξεων. Αυτό σημαίνει ότι η επίκληση του

δικαιώματος που εξασφαλίζεται με τη διάταξη του δικαίου της

Ένωσης, πρέπει να μην εξαρτάται από όρο ή προϋπόθεση, δηλαδή

να είναι απαλλαγμένη από αιρέσεις.

4) Η επίκληση του δικαιώματος δεν πρέπει να απαιτεί

συμπληρωματικά μέτρα, εθνικής ή ευρωπαϊκής/ενωσιακής φύσης.

Πιο απλά, τα κράτη δεν πρέπει να διαθέτουν ένα περιθώριο

246

Κατ’ άλλους της άμεσης ενέργειας, ή της άμεσης εφαρμογής, ή της άμεσης ισχύος.

86

χειρισμού σχετικά με την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης,

ακόμα και αν αυτό το περιθώριο είναι μικρό.247

Β. Η υπεροχή του ενωσιακού δικαίου

Το άμεσο αποτέλεσμα μιας διάταξης του ενωσιακού δικαίου οδηγεί σε

ένα δεύτερο, εξίσου θεμελιώδες, ερώτημα: τι γίνεται, όταν διάταξη του

ενωσιακού δικαίου θεμελιώνει για τους πολίτες της Ένωσης άμεσα

δικαιώματα και υποχρεώσεις, ενώ έρχεται ως προς το περιεχόμενό της σε

αντίθεση με νόμο του εθνικού δικαίου; Μια τέτοια σύγκρουση μεταξύ

ενωσιακού και εθνικού δικαίου μπορεί να διευθετηθεί μόνο αν κάποιο

από τα δύο υποχωρήσει. Η σύγκρουση μεταξύ ενωσιακού και εθνικού

δικαίου μπορεί να ρυθμιστεί μόνο αν παραχωρηθεί στο δίκαιο της

Ένωσης αυξημένη ισχύς έναντι του εθνικού δικαίου, έτσι ώστε να

εκτοπίζει όλες τις εθνικές διατάξεις, που δεν είναι σύμφωνες με

ενωσιακές διατάξεις και να παίρνει τη θέση τους στο εθνικό δίκαιο.

Διαφορετικά, οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου θα μπορούσαν να

καταργηθούν κατά βούληση με οποιοδήποτε εσωτερικό εθνικό νόμο. Δεν

θα μπορούσε να γίνει λόγος για ενιαία και ισότιμη ισχύ του δικαίου της

Ένωσης σε όλα τα κράτη μέλη. Επίσης δεν θα ήταν δυνατό στην Ένωση

να εκπληρώσει τα καθήκοντά της που της ανατέθηκαν από τις συνθήκες.

Η ικανότητα λειτουργίας της Ένωσης θα ήταν προβληματική και η

οικοδόμηση μιας ενωμένης Ευρώπης θα κινδύνευε.

Το Δικαστήριο, έχοντας συνείδηση αυτών των συνεπειών, επέβαλε

παρά την αντίσταση μερικών κρατών μελών, την αρχή της υπεροχής του

δικαίου της Ένωσης, που είναι αναγκαία για την ύπαρξη της ενωσιακής

έννομης τάξης. Μόλις δύο χρόνια μετά την απόφαση Van Gend & Loos,

υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, από ειρηνοδίκη του Μιλάνου, ερωτήσεις

σχετικά με την ερμηνεία της Συνθήκης της ΕΟΚ, που έδωσαν στο

Δικαστήριο τη δυνατότητα να διαλύσει κάθε αμφιβολία ως προς το θέμα

της σύγκρουσης. Το 1962 η Ιταλία κρατικοποίησε την παραγωγή και

παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και ανέθεσε τη διαχείρισή τους στην

επιχείρηση ENEL. Ένας μέτοχος της εταιρίας Edison Volta θεώρησε ότι

ζημιώνεται από την κρατικοποίηση αυτή και κατόπιν αυτού αρνήθηκε

την εξόφληση του λογαριασμού του ηλεκτρικού. Ενώπιον του ειρηνοδίκη

του Μιλάνου δικαιολόγησε τη συμπεριφορά του, ισχυριζόμενος μεταξύ

άλλων, ότι ο νόμος για την κρατικοποίηση της παραγωγής και παροχής

ηλεκτρικού ρεύματος αντίκειται στη ΣΛΕΕ (πρώην ΣΕΚ, η οποία

διαδέχθηκε τη ΣυνθΕΟΚ). Επειδή η απόφαση για την υπόθεση αυτή

εξηρτάτο από την ερμηνεία διαφόρων άρθρων της ΣΛΕΕ (πρώην ΣΕΚ, η

247

Βλ. σχετ. απόφαση Becker, C-8/81 και απόφαση Peter Kaefer και Andréa Procacci, C-

100/89 και 101/89· Πρβλ. Klaus-Dieter Borchardt, ό.π., σ. 99·Βλ. ακόμη Ε. Σαχπεκίδου,

ό.π., σ. 493-494, αρ. περ. 26 και T.C. Hartley, ό.π., σ. 209-214· Βλ. τέλος www.europa.eu.

87

οποία διαδέχθηκε τη ΣυνθΕΟΚ), ο ειρηνοδίκης παρέπεμψε το ζήτημα

στο Δικαστήριο, το οποίο σε μία ιστορικής σημασίας απόφαση248

έκανε

δύο σημαντικές διαπιστώσεις: α) Τα κράτη μέλη μεταβίβασαν

κυριαρχικά δικαιώματα, οριστικά στην Ένωση που τα ίδια

δημιούργησαν. Αυτό δεν μπορούν να το ακυρώσουν με νεώτερα

μονομερή μέτρα, που δεν συμβιβάζονται με την έννοια της Ένωσης. β)

Αποτελεί αρχή της Συνθήκης ότι κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να

προσβάλει την ιδιορρυθμία του κοινοτικού δικαίου, η οποία συνίσταται

στο ότι ισχύει ενιαία και πλήρως σε ολόκληρη την Ένωση.

Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι το δίκαιο της Ένωσης που

θεσπίστηκε βάσει των εξουσιών που παρέχουν οι συνθήκες, υπερέχει

κάθε αντίθετης ρύθμισης των κρατών μελών. Όχι μόνο υπερισχύει κάθε

προηγούμενης εθνικής ρύθμισης, αλλά οριοθετεί και την ισχύ κάθε

μεταγενέστερης ρύθμισης.Το γραπτό δίκαιο της Ένωσης αναγνωρίζει

ρητά την αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου.249

Οι δύο αυτές αρχές αποτελούν θεμέλια της ενωσιακής έννομης

τάξης. Είναι δημιουργήματα του Δικαστηρίου. Αν και έμοιαζαν

επαναστατικές την εποχή που θεμελιώθηκαν, σήμερα είναι θεμελιώδεις.

248

Απόφαση Costa/ENEL, σ. 585. 249

Η αρχή της υπεροχής καθιερώθηκε νομολογιακά και ακολούθως ενσωματώθηκε στη

Δήλωση 17 της Τελικής Πράξης της Διακυβερνητικής Διάσκεψης που υιοθέτησε τη

Συνθήκη της Λισσαβώνας, βλ. σχετ. απόφαση Sousa Rodríguez, C-83/2010, σ. 344.

88

Κεφάλαιο V ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

1. Εισαγωγικά

Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά "ένωση δικαίου", στην οποία τα θεσμικά

όργανά της υπόκεινται στον έλεγχο της συμφωνίας των πράξεών τους,

μεταξύ άλλων, με τις Συνθήκες, τις γενικές αρχές του δικαίου, καθώς και

με τα θεμελιώδη δικαιώματα.250

Ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της ενωσιακής έννομης

τάξεως διασφαλίζεται από το Δικαστήριο της ΕΕ και από τα δικαστήρια

των κρατών μελών.251

Προς τούτο η ΣΛΕΕ, αφενός με την προσφυγή

ακυρώσεως (άρθρο 263 ΣΛΕΕ) και την ένσταση παρανομίας (άρθρο 277

ΣΛΕΕ) και, αφετέρου, με την προδικαστική παραπομπή (άρθρο 276

ΣΛΕΕ), καθιέρωσε ένα πλήρες σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και

διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των ενωσιακών πράξεων,

αναθέτοντας αυτόν τον έλεγχο στον δικαστή της Ένωσης.252

Περαιτέρω,

με την προσφυγή κατά κράτους μέλους ελέγχεται η συμμόρφωση του

τελευταίου με τις υποχρεώσεις του από τις Συνθήκες.

2. Προσφυγή Επιτροπής κατά κράτους μέλους

Α. Προλεγόμενα

Ως προελέχθη, με βάση την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας

(υποχρέωση πίστεως), τα κράτη μέλη δεσμεύονται να εκπληρώνουν τις

υποχρεώσεις τους που υπέχουν κατά το ενωσιακό δίκαιο. Η προσφυγή

Επιτροπής κατά κράτους μέλους είναι το ένδικο βοήθημα (μηχανισμός),

με το οποίο ελέγχονται τα κράτη μέλη ως προς την τήρηση των

υποχρεώσεων που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο, σύμφωνα με τις

Συνθήκες. Η προσφυγή της Επιτροπής κατά κράτους μέλους ρυθμίζεται

στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ.

Το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί και με την προσφυγή

κράτους μέλους κατά άλλου κράτους μέλους (άρθρο 259 ΣΛΕΕ).

Παρακάτω εξετάζεται μόνο η προσφυγή της Επιτροπής κατά

κράτους μέλους.

250

Απόφαση E και F, C-550/09, σ. 6213, σκ. 44, απόφαση Inuit, C-583/11 P, σκ. 91 και

απόφαση Telefónica, C-274/12 P, σκ. 56 . 251

Όπως προκύπτει από το άρθρο 19§1 ΣΕΕ. Βλ. επίσης Γνωμοδότηση 1/09, σ. 1137, σκ. 66. 252

Απόφαση Les Verts, σ. 1339, σκ. 23, απόφαση Unión de Pecueňos Agricultores,C-50/00

P, σκ. 40 και απόφαση Inuit, σκ. 92.

89

Η διαδικασία αυτού του ενδίκου βοηθήματος περιλαμβάνει τρία

στάδια: προηγείται ένα προδικαστικό στάδιο, το οποίο είναι κατ’ ουσίαν

διοικητικής φύσεως, ακολουθεί το κυρίως δικαστικό στάδιο και έπεται το

στάδιο των κυρώσεων. Η εξάντληση όλων των σταδίων δεν είναι

απαραίτητη˙ στις περισσότερες περιπτώσεις η διαδικασία σταματάει στο

πρώτο ή στο δεύτερο στάδιο και σπανίως εκτείνεται στο τρίτο.

Η προσφυγή κατά κράτους τίθεται σε κίνηση αφού περιέλθουν σε

γνώση της Επιτροπής πληροφορίες που φέρονται, εκ πρώτης όψεως, ότι

στοιχειοθετούν παράβαση του κράτους μέλους. Η Επιτροπή μπορεί να

πληροφορηθεί τη φερόμενη παράβαση με αυτεπάγγελτη έρευνα,

καταγγελία, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ή με οποιοδήποτε άλλο

τρόπο.

Η πρωτοβουλία για την κίνηση της διαδικασίας της προσφυγής

ανήκει αποκλειστικά στην Επιτροπή, η οποία έχει διακριτική ευχέρεια να

κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι η

Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα να αξιολογήσει εάν τα διαθέσιμα

στοιχεία είναι αρκετά και ικανά να στοιχειοθετήσουν παράβαση του

κράτους μέλους. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει τη διαδικασία

του άρθρου 258 ΣΛΕΕ253

και συνεπώς αγωγή αποζημιώσεως ιδιώτη

στρεφόμενου κατά της Ένωσης για ζημία που υπέστη από πράξη

παράβασης κανόνα δικαίου της Ένωσης ή παράλειψη κράτους μέλους

συνδεόμενη με την αδράνεια της Επιτροπής να λάβει μέτρα διόρθωσης

της παράβασης, είναι απαράδεκτη και μόνο το κράτος μέλος θα

μπορούσε να εναχθεί.254

Στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως εναπόκειται στην

Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη της φερομένης παραβάσεως και να

προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που απαιτούνται για την

επαλήθευση της υπάρξεως της εν λόγω παραβάσεως, χωρίς η Επιτροπή

να μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο.255

Παράβαση κράτους μέλους μπορεί να στοιχειοθετεί οποιαδήποτε

παράβαση της υποχρέωσης που προκύπτει από ενωσιακό δίκαιο. Η

συνηθέστερη παράβαση αφορά σε μη (εμπρόθεσμη) ενσωμάτωση

οδηγίας σε εθνική έννομη τάξη ή σε πλημμελή μεταφορά της. Είναι

αδιάφορο ποια από τις λειτουργίες (εκτελεστική, νομοθετική ή δικαστική

εξουσία, όλες οι βαθμίδες και οι διακρίσεις της διοίκησης) του κράτους

μέλους υπέπεσε σε παράβαση. Η παράβαση κράτους μέλους μπορεί να

προκύπτει (και) από την ύπαρξη διοικητικής πρακτικής παραβιάζοντας το

253

Βλ. σχετ. απόφαση Star Fruit, C-247/87, σ. 291. 254

Βλ. σχετ. απόφαση Star Fruit και απόφαση Asia Motors France, C-72/90, σ. 218, σκέψεις

13 και 14· Βλ. επίσης Β. Σκουρή, σ. 1327 και αντίθετη άποψη T.C. Hartley, ό.π., σ. 312-

313. 255

Απόφαση Επιτροπή/Βελγίου, C-287/03, σ. 3761, σκ. 27 και απόφαση

Επιτροπή/Γερμανίας, C-441/02, σκ. 28.

90

ενωσιακό δίκαιο, έστω κι αν η εφαρμοστέα εθνική ρύθμιση είναι, αυτή

καθ’ εαυτή, σύμφωνη με το δίκαιο αυτό.256

Ωστόσο, για να θεμελιωθεί

παράβαση κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 258 ΣΛΕΕ,

πρέπει η εν λόγω διοικητική πρακτική να είναι σε κάποιο βαθμό πάγια

και γενική.257

Το περιεχόμενο των νομοθετικών, κανονιστικών ή

διοικητικών εθνικών διατάξεων πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης

υπόψη της ερμηνείας τους από τα εθνικά δικαστήρια.258

Β. Πρώτο στάδιο: προδικασία ή διοικητικό στάδιο

Η φάση αυτή ανοίγει με μια προειδοποιητική επιστολή, την οποία

απευθύνει η Επιτροπή προς το οικείο κράτος μέλος (μέσω της μόνιμης

εθνικής αντιπροσωπείας του). Με αυτήν την επιστολή, η Επιτροπή

εκθέτει τις απόψεις της και ζητεί πληροφορίες, διευκρινίσεις και

εξηγήσεις επί του επίμαχου ζητήματος. Αρχίζει, δηλαδή, ένας

ανεπίσημος διάλογος ανάμεσα στην Επιτροπή και το κράτος μέλος. Αν

το κράτος μέλος συμμορφωθεί αμέσως, τότε παύει η διαδικασία. Αν το

κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί αμέσως, τότε η Επιτροπή αποστέλλει σε

αυτό μία αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία παραπέμπει κατευθείαν το

κράτος μέλος στο Δικαστήριο της ΕΕ. Η αιτιολογημένη γνώμη πρέπει να

περιλαμβάνει συνεκτική και λεπτομερή παράθεση των λόγων που

έπεισαν την Επιτροπή ότι το καθ’ου (οικείο) κράτος μέλος παρέβη μία

από τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.259

Η προειδοποιητική επιστολή που απευθύνει η Επιτροπή στο

κράτος μέλος και, στη συνέχεια, η αιτιολογημένη γνώμη που διατυπώνει

η Επιτροπή οριοθετούν το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίο, επομένως,

δεν μπορεί πλέον να διευρυνθεί. Κατά συνέπεια, η αιτιολογημένη γνώμη

και η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να στηρίζονται στις ίδιες αιτιάσεις

με εκείνες του εγγράφου οχλήσεως με το οποίο κινείται η πριν από την

άσκηση της προσφυγής διαδικασία.260

Το άρθρο 258 ΣΛΕΕ δεν προβλέπει προθεσμία για την άσκηση

προσφυγής. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το παραδεκτό

της προσφυγής λόγω παραβάσεως κράτους μέλους δεν εξαρτάται από το

εάν η Επιτροπή τήρησε ορισμένη προθεσμία για την κίνηση της

παραπάνω διαδικασίας ή για την άσκηση προσφυγής. Αντιθέτως, η

256

Απόφαση Επιτροπή/Ιταλίας, C-278/03, σ. 3747, σκ. 13 και απόφαση Επιτροπή/Γερμανίας,

σκ. 47. 257

Απόφαση Επιτροπή/Γερμανίας, C-387/99, σ. 3751, σκ. 42, απόφαση Επιτροπή/Ιρλανδίας,

C-494/01, σ. 3331, σκ. 28, απόφαση Επιτροπή/Βελγίου, σκ. 29 και απόφαση

Επιτροπή/Γερμανίας, σκ. 50. 258

Απόφαση Επιτροπή/Ιταλίας, C-129/00, σ. 14637, σκέψεις 30-33. 259

Απόφαση Επιτροπή/Κάτω Χωρών, C-350/02, σ. 6213, σκ. 20. 260

Απόφαση Επιτροπή/Γερμανίας, C-191/95, σ. 5449, σκ. 55 και απόφαση

Επιτροπή/Γερμανίας, σκ. 50.

91

Επιτροπή διαθέτει συναφώς εξουσία εκτιμήσεως, η οποία δεν υπόκειται

στον έλεγχο του Δικαστηρίου.261

Ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό μπορεί να μην ισχύει μόνον αν η

υπερβολική διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας

καθιστά δυσχερέστερη για το οικείο κράτος μέλος την αντίκρουση των

επιχειρημάτων της Επιτροπής και με τον τρόπο αυτό παραβλάπτει τα

δικαιώματα άμυνας του κράτους μέλους.262

Το κράτος μέλος φέρει το

βάρος αποδείξεως της αρνητικής επίπτωσης στα δικαιώματά του

άμυνας.263

Ανοικτό παραμένει το ζήτημα αν πρέπει να ισχύσει ανάλογο

συμπέρασμα στην περίπτωση κατά την οποία η πριν από την άσκηση της

προσφυγής διαδικασία δεν είχε μεν μεγάλη διάρκεια, αλλά η προσφυγή

λόγω παραβάσεως κράτους μέλους ασκήθηκε πολύ μετά την έκδοση του

επιδίκου μέτρου.264

Γ. Δεύτερο στάδιο: Κυρίως διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

Σε περίπτωση, λοιπόν που το πρώτο στάδιο της διαδικασίας εξαντληθεί

ανεπιτυχώς, η υπόθεση εισέρχεται στο δικαστικό στάδιο. Αρμόδιο είναι

το Δικαστήριο.

Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, από τη μια πλευρά,

η Επιτροπή επιτιθέμενη προσπαθεί να αποδείξει τις αιτιάσεις της, όπως

αυτές οριοθετούνται στην αιτιολογημένη γνώμη. Η Επιτροπή φέρει το

βάρος της πλήρους αποδείξεως των αιτιάσεων (λόγων προσφυγής). Αν

αποτύχει να στοιχειοθετήσει έστω και μία από τις βάσεις της

αιτιολογημένης γνώμης, η προσφυγή της απορρίπτεται. Από την άλλη

πλευρά, το κράτος οργανώνει την άμυνά του κυρίως σε δύο βάσεις: α)

Με πλήρη άρνηση των αιτιάσεων της Επιτροπής, προβάλλοντας

ισχυρισμούς που κατευθύνονται στην ανταπόδειξη (κατάλυση, ανατροπή,

μή στοιχειοθέτηση) των επιχειρημάτων της Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό,

το κράτος μέλος ισχυρίζεται ότι δεν παραβίασε τις υποχρεώσεις του κατά

το ενωσιακό δίκαιο. β) Με την προσπάθεια δικαιολόγησης της θέσης του,

αναγνωρίζοντας εμμέσως την κατ' αρχήν βασιμότητα της προσφυγής.

Δηλαδή, ότι ναι μεν υπάρχει μία, κατ’ αρχήν αντίθεση της συμπεριφοράς

του, αλλά αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί από διάφορους λόγους. Αυτή η

261

Απόφαση Επιτροπή/Γερμανίας, C-422/92, σ. 1097, σκ. 18 (άσκηση προσφυγής έξι και

πλέον έτη μετά την έναρξη ισχύος της προσβαλλόμενης ρυθμίσεως. Απόφαση

Επιτροπή/Κάτω Χωρών, C-96/89, σ. 2461, σκ. 15, απόφαση Επιτροπή/Γερμανίας, C-

317/92, σ. 2039, σκ. 4 και Προτάσεις Γενικής Εισαγγελέως στην απόφαση

Επιτροπή/Ελλάδας, C-178/05, σκ. 23. 262

Απόφαση Επιτροπή/Κάτω Χωρών, σκ. 16. 263

Απόφαση Επιτροπή/Κάτω Χωρών, σκέψεις 14-16, απόφαση Επιτροπή/Βελγίου, C-207/97,

σ. 275, σκέψεις 24 επ. και απόφαση Επιτροπή/Λουξεμβούργου, C-33/04, σ. 10629, σκ. 76. 264

Προτάσεις Γενικής Εισαγγελέως στην απόφαση Επιτροπή/Ελλάδας, σκ. 24.

92

δεύτερη βάση της προσπάθειας της Επιτροπής κατά κανόνα δεν

ευδοκιμεί. Έτσι, για παράδειγμα έχει κριθεί από το Δικαστήριο ότι:

Κατάφαση της παράβασης δεν αίρεται π.χ. από τα εξής

επιχειρήματα άμυνας που έχουν προβάλλει ή μπορούν να προβάλουν τα

κράτη μέλη:

(i) ότι η παράβαση δεν επηρέασε αρνητικά τη λειτουργία της εσωτερικής

αγοράς.265

(ii) ότι η παράβαση δεν προκάλεσε ζημία σε άλλα κράτη μέλη 266

(iii) το καθ' ού η προσφυγή κράτος μέλος δεν νομιμοποιείται να αντιτάξει

επιτυχώς την "ένσταση της μη εκπλήρωσης της σύμβασης" σε περίπτωση

μη εκπληρώσεως εκ μέρους άλλου κράτους μέλους ή ενωσιακού οργάνου

υποχρεώσεών του, αφού το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει ειδικές

διαδικασίες, κυρώσεις και προστατευτικές ρήτρες για αυτήν την

περίπτωση.267

(iv) Γενικά επιχειρήματα των κρατών μελών που ανάγονται σε

εσωτερικές ιδιαιτερότητες ή οικονομικές δυσχέρειες ή ο,τιδήποτε

συνέχεται με την εσωτερική συνταγματική, διοικητική ή άλλη δομή του

κράτους δεν γίνεται δεκτό.

Η προσφυγή κρίνεται βάσιμη, αν η Επιτροπή αποδείξει ότι το

κράτος μέλος παρέβη υποχρέωσή του από το ενωσιακό δίκαιο. Σε αυτή

την περίπτωση, το κράτος μέλος οφείλει να συμμορφωθεί άμεσα.

Αντίθετα, στην περίπτωση όπου αποδειχθεί ότι το κράτος μέλος

δεν παρέβη καμία υποχρέωσή του, απορρέουσα από το ενωσιακό δίκαιο,

τότε η προσφυγή της Επιτροπής απορρίπτεται.

Κατά το στάδιο της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου, αμφότερες οι

πλευρές, η Επιτροπή και το κράτος μέλος, έχουν τη δυνατότητα να

υποστηρίζονται από ομοδίκους. Τρίτα κράτη ή άλλα θεσμικά όργανα της

ΕΕ, που δεν έχουν άμεση σχέση με τους αντιδίκους, μπορούν να

παραστούν στη δίκη και να υποστηρίξουν μία από τις δύο αντίδικες

πλευρές.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως

μπορεί να στρέφεται εναντίον περισσοτέρων του ενός κρατών μελών.

Δ. Τρίτο στάδιο: Κυρώσεις

Η προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου είναι αναγνωριστικής

φύσεως. Αναγνωρίζει, δηλαδή, ότι το καθ’ ού κράτος μέλος παρέβη ή όχι

υποχρέωσή του απορρέουσα από το ενωσιακό δίκαιο. Σε περίπτωση

διαπίστωσης παράβασης, το κράτος μέλος υποχρεούται να συμμορφωθεί

265

Απόφαση Επιτροπή/Κάτω Χωρών, C-95/77, σ. 803, σκ. 12. 266

Απόφαση Επιτροπή/ Γαλλίας, C-7/71, σ. 1003, σκ. 50. 267

Απόφαση Επιτροπή/Λουξεμβούργου και Βελγίου, σ. 1329, 1344 και απόφαση

Επιτροπή/Ιταλίας,............ σ. 277.

93

με την απόφαση του Δικαστηρίου αμελητί. Οφείλει, δηλαδή, να λάβει

όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εφαρμοσθεί η απόφαση του

Δικαστηρίου.

Ζήτημα είχε δημιουργηθεί στο παρελθόν σχετικά με την

παράλειψη του κράτους μέλους-παραβάτη να συμμορφωθεί με την

απόφαση του Δικαστηρίου. Έτσι, αρκετές αποφάσεις που αναγνώριζαν

παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου εκ μέρους των κρατών μελών

παρέμεναν ανεκτέλεστες. Αυτό το θέμα ρυθμίστηκε με τη Συνθήκη του

Μάαστριχτ και βελτιώθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Με αυτές

καθιερώθηκε ένα σύστημα κυρώσεων για τα κράτη μέλη, τα οποία

παραλείπουν να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου που

διαπίστωσε την παράβασή τους.

Συγκεκριμένα, με τη διάταξη του άρθρου 260§2 ΣΛΕΕ παρέχεται

η δυνατότητα στην Επιτροπή να προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο,

όταν κρίνει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έλαβε τα μέτρα που

συνεπάγεται η αναγνωριστική απόφαση του Δικαστηρίου.

Με βάση αυτήν τη διαδικασία, η Επιτροπή καλεί με αιτιολογημένη

γνώμη το κράτος μέλος όπως συμμορφωθεί με την αναγνωριστική

απόφαση του Δικαστηρίου. Συντέμνεται, δηλαδή, το στάδιο της

προδικασίας (προειδοποιητική επιστολή και αιτιολογημένη γνώμη) μόνο

με την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης. Σε περίπτωση άρνησης ή

παράλειψης του κράτους μέλους, η υπόθεση παραπέμπεται απευθείας στο

Δικαστήριο.

Το αντικείμενο αυτής της δεύτερης δίκης ενώπιον του

Δικαστηρίου είναι η διάγνωση αν το καθ’ ού κράτος μέλος

συμμορφώθηκε ή όχι με την πρώτη (αναγνωριστική) απόφαση. Η

δεύτερη δίκη είναι πολύ πιο περιορισμένη και αποσκοπεί απλώς στο να

παρακινήσει το κράτος μέλος, που δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις

του, να εκτελέσει την απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η

παράβαση.268

Σε αυτή την περίπτωση παρέχεται στο κράτος μέλος μόνο η

δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Εάν το Δικαστήριο στη

δεύτερη δίκη διαπιστώσει ότι το καθ’ ού κράτος μέλος δεν

συμμορφώθηκε, τότε επιβάλλονται χρηματικές κυρώσεις με τη μορφή

κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής για κάθε μέρα μη

συμμόρφωσης προς την πρώτη απόφαση.

Η πρώτη υπόθεση, κατά την οποία το Δικαστήριο επέβαλε

χρηματική κύρωση σε κράτος μέλος, κατ’ εφαρμογή της νέας

διαδικασίας, αφορούσε την Ελλάδα για μη συμμόρφωση προς οδηγίες

προστασίας του περιβάλλοντος, με αφορμή την εναπόθεση

απορριμμάτων στον χείμαρρο Κουρουπητό της περιοχής Χανίων

268

Απόφαση Επιτροπή/Πορτογαλίας, C-292/11 Ρ, σκ. 39.

94

Κρήτης.269

Έκτοτε ακολούθησαν κι άλλες παρόμοιες υποθέσεις εναντίον

διαφόρων κρατών μελών.

3. Προσφυγή ακυρώσεως

Α. Προλεγόμενα

Προσφυγή ακυρώσεως είναι το ένδικο βοήθημα με το οποίο πλήττεται

ευθέως το κύρος μιας ενωσιακής πράξεως. Σκοπός και αίτημα αυτής της

προσφυγής είναι η δικαστική ακύρωση των πράξεων που αντιβαίνουν

στο ενωσιακό δίκαιο. Η ακύρωση μπορεί να αφορά το σύνολο ή μέρος

της προσβαλλόμενης πράξης.

Με την προσφυγή ακυρώσεως ελέγχεται η νομιμότητα των

πράξεων των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της

Ένωσης. Ο έλεγχος της νομιμότητας των ενωσιακών πράξεων και η

δυνατότητα ακυρώσεώς τους συμβάλλουν στην εξασφάλιση της συνοχής

της έννομης τάξης της ΕΕ.270

Στο πλαίσιο της διαδικασίας της προσφυγής ακυρώσεως, το

Δικαστήριο της ΕΕ επιτελεί λειτουργία διοικητικού και οιονεί

συνταγματικού δικαστηρίου, σύμφωνα με ένα μηχανισμό που εμπνέεται

από τα πρότυπα ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων στα

νομικά συστήματα των κρατών μελών, προσαρμοσμένο, όμως, στις

ειδικές απαιτήσεις της ενωσιακής έννομης τάξεως. Υπ΄ αυτήν την έννοια,

η "προσφυγή ακυρώσεως" του ενωσιακού δικαίου είναι το αντίστοιχο

ένδικο βοήθημα της "αίτησης ακυρώσεως" του ελληνικού και άλλων

ηπειρωτικών δικαιϊκών συστημάτων με καταβολές από το γαλλικό

διοικητικό δίκαιο. Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, ορισμένοι συγγραφείς

επιλέγουν -ενδεχομένως ορθότερα- τη χρήση εκείνου το όρου.271

Ωστόσο, επειδή στην ελληνική γλώσσα του ενωσιακού δικαίου

χρησιμοποιείται σταθερά και ανεξαιρέτως ο όρος "προσφυγή

ακυρώσεως", αυτός ο όρος ακολουθείται και στον παρόν.

Β. Προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως

α. Προσβαλλόμενη πράξη

Κατά το άρθρο 263 εδ.1 ΣΛΕΕ σε έλεγχο νομιμότητας υπόκεινται οι

ακόλουθες πράξεις:

269

Απόφαση Επιτροπή/Ελλάδας, C-45/91, σ. 2509 (αναγνωριστική απόφαση) και απόφαση

Επιτροπή/Ελλάδας, C-387/97, σ. 5047 (εκτελεστική απόφαση). 270

Παπαγιαννίδης - Χριστογιαννόπουλος, σ. 432. 271

Έτσι, Δαγτόγλου....... και Κανελλόπουλος.......

95

(i) Νομοθετικές πράξεις. Ο ορισμός αυτών των πράξεων δίδεται στο

άρθρο 289§3 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τον οποίο νομοθετικές πράξεις είναι οι

κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις που εκδίδονται με τη (συνήθη ή

ειδική) νομοθετική διαδικασία. Κρίσιμο κριτήριο προκειμένου να

χαρακτηρισθεί μία πράξη «νομοθετική» είναι η διαδικασία εκδόσεως κι

όχι η ονομασία της.

(ii) Οι πράξεις του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της ΕΚΤ, εκτός των

συστάσεων και των γνωμών. Με τη ρητή εξαίρεση των συστάσεων και

των γνωμών, η διάταξη εντάσσει στις προσβαλλόμενες πράξεις, όλες

εκείνες που έχουν δεσμευτικότητα, δηλαδή παράγουν έννομα

αποτελέσματα. Εδώ υπάγονται κατά κανόνα οι κανονισμοί, οι οδηγίες

και οι αποφάσεις. Μπορούν όμως να υπαχθούν και πράξεις που

εντάσσονται σε μία ανώνυμη κατηγορία sui generis.272

(iii) Οι πράξεις του ΕυρΚοινβ και του ΕυρΣυμβ που παράγουν έννομα

αποτελέσματα έναντι τρίτων. Έννομα αποτελέσματα παράγουν κατά

κανόνα οι δεσμευτικές πράξεις. Ωστόσο, έννομα αποτελέσματα μπορεί

να παράγει και κάθε άλλη πράξη ικανή να θίξει τα συμφέροντα του

προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας την νομική του κατάσταση.

Το Δικαστήριο, με την πολύ σημαντική απόφασή του Les

Verts/ΕυρΚοινβ,273

προβαίνοντας σε διασταλτική ερμηνεία του άρθρου

230 ΣΕΚ (ήδη άρθρου 263 ΣΛΕΕ), δέχτηκε ότι η προσφυγή ακυρώσεως

μπορεί να ασκείται και κατά των πράξεων του ΕυρΚοινβ, που

συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Τόνισε επίσης, ότι

τόσο με τα άρθρα 190 και 200 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρα 173 και 184 ΣΕΚ),

όσο και με το άρθρο 208 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 177 ΣΕΚ), καθιερώνεται

πλήρες σύστημα ενδίκων μέσων και διαδικασιών, το οποίο αποσκοπεί να

αναθέσει στο Δικαστήριο τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των

θεσμικών οργάνων, και ότι το σύστημα αυτό συνίσταται στη δυνατότητα

ασκήσεως απευθείας προσφυγής κατά οιουδήποτε μέτρου που

λαμβάνουν τα θεσμικά όργανα και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα.

Αντίθετα, σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου, πράξεις του

ΕυρΚοινβ που είτε δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα, είτε παράγουν

έννομα αποτελέσματα μόνο στο εσωτερικό του ΕυρΚοινβ,274

αναφορικά

με την οργάνωση των εργασιών του και υπάγονται σε διαδικασίες

272

Απόφαση ERTA· Hartley, σελ. 353. 273

Βλ. σχετ. απόφαση Les Verts. 274

Βλ. σχετ. Π. Κανελλόπουλο, ό.π., σ. 371, υποσ. 59, σύμφωνα με τον οποίο, παράδειγμα

πράξεων του ΕυρΚοινβ που παράγουν έννομα αποτελέσματα μόνο στο εσωτερικό του,

είναι οι πράξεις του οι σχετικές με την ανάδειξη μελών και την εκλογή προέδρων των

διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών.

96

ελέγχου που ορίζει ο κανονισμός του, δεν προσβάλλονται με προσφυγή

ακυρώσεως.

(iv) Οι πράξεις των λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης που

προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Εδώ

εντάσσονται όλες οι πράξεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα κατά

τα ανωτέρω, αλλά εκδίδονται από τα λοιπά όργανα ή τους οργανισμούς

της Ένωσης.

β. Ενεργητική νομιμοποίηση

Οι δικαιούμενοι άσκησης προσφυγής ακυρώσεως κατατάσσονται,

αναλόγως της έκτασης των δικαιωμάτων τους προσβολής ενωσιακών

πράξεων, σε τρείς κατηγορίες:

(i) Προνομιούχοι.

Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται τα κράτη μέλη, το ΕυρΚοινβ, το

Συμβούλιο και η Επιτροπή. Οι προνομιούχοι προσφεύγοντες έχουν

δικαίωμα να αιτηθούν της ακύρωσης οποιασδήποτε πράξης υπόκειται σε

προσβολή, κατά τα ανωτέρω, χωρίς η άσκηση αυτού του δικαιώματος να

εξαρτάται από τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος.275

Η προνομιούχος

θέση αυτών των διαδίκων δικαιολογείται από το δημοσίου δικαίου

συμφέρον που έχουν για τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας των

ενωσιακών πράξεων και αποτελεί μία επιπλέον διάσταση της συμμετοχής

τους στο θεσμικό μηχανισμό της Ένωσης.276

(ii) Μερικώς προνομιούχοι

Σ' αυτήν την κατηγορία εμπίπτουν το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ευρωπαϊκή

Κεντρική Τράπεζα και η Επιτροπή των Περιφερειών. Tο τρίτο εδάφιο

του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι τα θεσμικά όργανα που

μνημονεύονται σ’ αυτό νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή

ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, υπό τον όρο ότι η προσφυγή τους

σκοπεί στη διατήρηση των προνομίων τους.277

Η προσφυγή ακυρώσεως

περιορίζεται στην προστασία των αρμοδιοτήτων που τους έχουν

παραχωρηθεί.278

275

Απόφαση ΕυρΚοινβ/Συμβουλίου, C-355/10, σκ. 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία. Η

έννοια του "εννόμου συμφέροντος" σ' αυτό το πλαίσιο δίδεται από την Γ.Ε. Kokott στις

προτάσεις της επί της αποφάσεως Telefónica, καθώς και από το συγγραφέα Π.Δαγτόγλου,

σελ. 402 ως η ανάγκη έννομης προστασίας. 276

Παπαγιαννίδης, σ. 435. 277

Απόφαση Inuit, σ. 12-13, σκ. 53. 278

Απόφαση ΕυρΚοινβ/Συμβουλίου, C-316/91, σ. 625, σκ. 12 επ.

97

(iii) Φυσικά και νομικά πρόσωπα (ιδιώτες)

Η δυνατότητα των ιδιωτών να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως

αναγνωρίζεται ρητώς από τη ΣΛΕΕ, εξαρτάται, όμως, από αυστηρές

περιοριστικές προϋποθέσεις, ως προς τη φύση/είδος των πράξεων των

οποίων ζητείται η ακύρωση. Οι προϋποθέσεις αυτές αποβλέπουν στην

εξακρίβωση ενός ιδιαίτερου εννόμου συμφέροντος για την ακύρωση των

εν λόγω πράξεων, δεδομένου ότι το ενωσιακό δίκαιο δεν αναγνωρίζει τη

"λαϊκή αγωγή" (actio popularis).

Από τη διάταξη του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ που

θεμελιώνει το σχετικό δικαίωμα, προκύπτει ότι κάθε ιδιώτης

νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά των

πράξεων υποκειμένων σε προσβολή, υπό τη διαζευκτική προϋπόθεση ότι:

α) ο ίδιος είναι αποδέκτης της πράξεως β) η πράξη τον αφορά άμεσα και

ατομικά γ) πρόκειται περί κανονιστικής πράξεως που τον αφορά άμεσα

χωρίς να περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα. Όπως εκτίθεται κατωτέρω, η

νομολογία του Δικαστηρίου ερμηνεύει παγίως στενά αυτές τις

προϋποθέσεις.

- Ο ιδιώτης είναι αποδέκτης της πράξεως

Ένας ιδιώτης είναι αποδέκτης μιας πράξεως όταν η τελευταία

απευθύνεται σ' αυτόν. Πρόκειται για ατομικές διοικητικές πράξεις που

ρυθμίζουν το πρόσωπο ή την κατάσταση του αποδέκτη και απευθύνονται

ονομαστικά σ' αυτόν. Ο τυπικός χαρακτηρισμός της πράξεως είναι

αδιάφορος. Οι πράξεις αυτές εκδίδονται, κατά κανόνα, με τη μορφή

"αποφάσεως", κατά την έννοια της ΣΛΕΕ 288, μπορεί, όμως, να

λαμβάνουν και οποιαδήποτε άλλη μορφή, όπως επιστολές, απαντήσεις

κλπ, αρκεί να αναπτύσσουν έννομα αποτελέσματα έναντι των

αποδεκτών. Ο ευθύς (άμεσος) δεσμός της πράξεως με τον αποδέκτη

θεμελιώνει αυτοδικαίως (ipso jure) το έννομο συμφέρον για τις ανάγκες

του παραδεκτού της προσφυγής. Συνηθέστερο πεδίο έκδοσης τέτοιων

πράξεων εμπίπτει στην άσκηση της πολιτικής του ανταγωνισμού και της

γεωργίας.

- Η προσβαλλόμενη πράξη αφορά άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα

ιδιώτη

Ακόμη κι όταν ένας ιδιώτης δεν είναι αποδέκτης μιας πράξεως,

νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή κατ' αυτής, αν η πράξη τον αφορά

98

(επηρεάζει) άμεσα και ατομικά. Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις άμεσου

και ατομικού επηρεασμού από την πράξη της οποίας η ακύρωση ζητείται

είναι σωρευτικές, το γεγονός ότι μια εξ αυτών δεν συντρέχει ως προς

έναν προσφεύγοντα, συνεπάγεται ότι η ασκηθείσα από αυτόν προσφυγή

ακυρώσεως κατά της πράξεως αυτής πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.279

Ως "πράξη" στο πλαίσιο αυτό νοείται κάθε ατομική ή κανονιστική,

νομοθετική ή άλλη πράξη. Για τους σκοπούς του παραδεκτού της

προσφυγής, είναι αδιάφορη η τιτλοφορία ή ο τυπικός χαρακτηρισμός της

πράξεως. Μόνη προϋπόθεση είναι η πράξη να αφορά άμεσα και ατομικά

τον προσφεύγοντα ιδιώτη. Αρκεί, δηλαδή, η προσβαλλόμενη πράξη να

περνά το διπλό τέστ του άμεσου και ατομικού επηρεασμού του

προσφεύγοντος ιδιώτη. Υπό την έννοια αυτή, ακόμη και πράξεις γενικής

ισχύος, όπως ο κανονισμός, μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή

ακυρώσεως ιδιώτη.

Πότε πληρούται η προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού? Μία πράξη της Ένωσης

αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο όταν έχει άμεσα

αποτελέσματα επί της νομικής του καταστάσεως και δεν αφήνει κανένα

περιθώριο εκτιμήσεως στους αποδέκτες της που είναι επιφορτισμένοι με

την εφαρμογή της˙ αντιθέτως, η εφαρμογή της έχει καθαρώς αυτόματο

χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης

χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων.280

Μολονότι, ο ανωτέρω κανόνας φαίνεται νομολογιακά

αποκρυσταλλωμένος, εντούτοις αμφισβητείται ότι αποτυπώνει κατά

τρόπο ολοκληρωμένο το κριτήριο του άμεσου επηρεασμού.281

Και τούτο,

διότι το Δικαστήριο της ΕΕ επανειλημμένως έκρινε παραδεκτές

προσφυγές ακυρώσεως ιδιωτών κατά ενωσιακών πράξεων, των οποίων οι

συνέπειες επί των εκάστοτε προσφευγόντων δεν είναι νομικής αλλά

απλώς πραγματικής φύσεως π.χ. διότι τους αφορούν άμεσα λόγω της

ιδιότητάς τους ως φορέων της αγοράς σε ανταγωνισμό προς άλλους

φορείς της αγοράς.282

Επίσης, η νομολογία έχει αναγνωρίσει τον άμεσο

επηρεασμό ενός προσώπου, έστω κι αν υφίστατο ορισμένο περιθώριο

εκτιμήσεως των αρχών που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή μιας

πράξεως της Ένωσης, εφόσον μπορούσε να προβλεφθεί με επαρκή βαθμό

279

Απόφαση Inuit, σ. 16, σκ. 76. 280

Απόφαση Glencore Grain, C-404/96 P, σ. 2435, σκ. 41, απόφαση Επιτροπή/Infront WM,

C-125/06 P, σ. 5491, σκ. 43 (κατά παραπομπή της Kokott στην Inuit, σκ. 70). 281

Οράτε αιτιολογημένες επιφυλάξεις για την πληρότητα και ακρίβεια του κανόνα της Γ.Ε.

Kokott στην Inuit, σκ. 71. 282

Τα δικαστήρια της Ένωσης δέχονται παγίως το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής από

ανταγωνιστές κατ’ αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες εγκρίνονται κρατικές

ενισχύσεις, βλ. απόφαση Cofaz, C-169/84, σ. 391 και απόφαση Ισπανία/Lenzing, C-

525/04 P, σ. 9947 (στις οποίες θεωρείται αυτονόητη η προϋπόθεση του άμεσου

επηρεασμού), καθώς και συγκεντρώσεις επιχειρήσεων, βλ. απόφαση Babyliss, Τ-114/02,

σ. 1279, σκ. 89 και απόφαση ARD, Τ-158/00, σ. 3825, σκ. 60.

99

πιθανολογήσεως ότι αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως θα ασκείτο με ένα

συγκεκριμένο τρόπο.283

Πότε πληρούται η προϋπόθεση του ατομικού επηρεασμού? Κατά πάγια νομολογία,

η οποία ανατρέχει στην υπόθεση Plaumann, πρέπει να θεωρείται ότι μια

πράξη των οργάνων της Ένωσης αφορά ατομικά ένα φυσικό ή νομικό

πρόσωπο, όταν η πράξη αυτή το θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών

ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε

σχέση προς κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι το εξατομικεύει κατά τρόπον

ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη.284

Αυτή η νομολογιακή ερμηνεία ακολουθείται πιστά μέχρι

σήμερα,285

παρά την κριτική που δέχθηκε από μέλη του δικαστηρίου υπό

την προσωπική τους ιδιότητα,286

θεωρητικούς του δικαίου287

και τις

προτάσεις περί αναθεώρησης που διατυπώθηκαν.288

283

Απόφαση Bock, C-62/70, σ. 977, σκέψεις 6-8, απόφαση Πειραϊκή-Πατραϊκή, C-11/82, σ.

207, σκέψεις 8-10 και απόφαση Dreyfus, C-386/96 P, σ. 2309, σκ. 44. 284

Απόφαση Plaumann, C-25/62, σ. 939. 285

Απόφαση Inuit, σ. 15-16, σκ. 72 και σ. 36, σκ. 86 ή μήπως 53?, απόφαση Telefónica·

απόφαση Ιταλία/Επιτροπής, C-298/00 P, σ. 4087, σκ. 36, καθώς και απόφαση Comitato

«Venezia vuole vivere», C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, σ. 4727, σκ. 52. 286

Όσον αφορά τις σχετικές με τη νομολογία αυτή επικρίσεις εκ μέρους μελών του

Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, βλ. F. Schockweiler, «L'accès à la justice dans l'ordre

juridique communautaire», Journal des tribunaux, Droit européen, n° 25, 1996, σ. 1, στις

σ. 6 μέχρι 8, J., Moitinho de Almeida, «Le recours en annulation des particuliers (άρθρο

173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης EΚ): nouvelles réflexions sur l'expression “la

concernent [...] individuellement”», Festschrift für Ulrich Everling, τόμος I, 1995, σ. 849,

στις σ. 857 μέχρι 866, G., Mancini, «The role of the supreme courts at the national and

international level: a case study of the Court of Justice of the European

Communities», The Role of the Supreme Courts at the National and International Level, P.

Yessiou-Faltsi, 1998, σ. 421, στις σ. 437 μέχρι 438, Κ. Lenaerts, «The legal protection of

private parties under the EC Treaty: a coherent and complete system of judicial

review?», Scritti in onore di Giuseppe Federico Mancini, τόμος II, 1998, σ. 591 μέχρι 617,

Α. Saggio, «Appunti sulla ricevibilità dei ricorsi d'annullamento proposti da persone

fisiche o giuridiche in base all'Art. 173, quarto comma, del Trattato CE», Scritti in onore

di Giuseppe Federico Mancini, τόμος II, 1998, σ. 879, στις σ. 903 μέχρι 904 και F.G.

Jacobs, «Access to justice as a fundamental right in European Law», Mélanges en

hommage à Fernand Schockweiler, 1999, σ. 197.

Βλ., επιπλέον, τα επιχειρήματα υπέρ της ευρύτερης έννομης προστασίας των ιδιωτών

τα οποία διατυπώνουν με τις προτάσεις τους ορισμένοι γενικοί εισαγγελείς: για

παράδειγμα, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Slynn, απόφαση Bethel, C-246/81, σ.

2277-2299, προτάσεις του Γ.Ε. F.G. Jacobs, απόφαση Extramet Industrie, C-358/89, σ.

3813, σημεία 71 μέχρι 74 και τις προτάσεις του στην απόφαση TWD Textilwerke

Deggendorf, C-188/92, σ. 833, σημεία 20 μέχρι 23 και τις προτάσεις του Γ.Ε. Ruiz-Jarabo

Colomer στην απόφαση Associazione agricoltori della provincia di Rovigo, C-142/95 P, σ.

6669, σημεία 40 και 41· Πρβλ. προτάσεις του Γ.Ε. F.G. Jacobs στην απόφαση Unión de

Pequeños Agricultores, C-50/00 P, υποσ. 5, σ. 6682. 287

Όσον αφορά τις επικρίσεις που διατυπώνονται σε πρόσφατα νομικά συγγράμματα, βλ.,

μεταξύ άλλων, Α. Arnull, «Private applicants and the action for annulment under Article

173 of the EC Treaty», Common Market Law Review, 1995, σ. 7, και «Private applicants

and the action for annulment since Codorníu», Common Market Law Review, 2001, σ. 7,

D. Waelbroeck και Α.-Μ. Verheyden, «Les conditions de recevabilité des recours en

100

- Κανονιστικές πράξεις που αφορούν άμεσα τον ιδιώτη χωρίς να

περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα

Αυτή η τρίτη περίπτωση προστέθηκε στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 263

ΣΛΕΕ με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Πράγματι, οι συντάκτες της

αποφάσισαν, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συνελεύσεως, μετά από εις

βάθος εξέταση της όλης προβληματικής, προκειμένου να ενισχυθεί η

έννομη προστασία των ιδιωτών έναντι πράξεων της Ένωσης με γενική

ισχύ, να αντικαταστήσουν το κριτήριο του ατομικού επηρεασμού, με μία,

όλως νέα, τρίτη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής από φυσικά και

νομικά πρόσωπα κατά κανονιστικών πράξεων, οι οποίες τα αφορούν

άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα (βλ. σκέψη 57 τ.π.).289

Δηλαδή, η περίπτωση αυτή, χωρίς να εξαρτά το παραδεκτό των

προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα

από την προϋπόθεση του ατομικού επηρεασμού, παρέχει αυτή τη

δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής και κατά «κανονιστικών πράξεων»

που δεν περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα και τα αφορούν άμεσα.290

Κανονιστικές είναι όλες οι πράξεις με γενική ισχύ που παράγουν

έννομα αποτελέσματα, εξαιρουμένων των νομοθετικών πράξεων. Τέτοια

πράξη μπορεί να αποτελέσει και η απόφαση, ιδίως όταν δεν απευθύνεται

σε συγκεκριμένους αποδέκτες.291

Μία πράξη έχει γενική ισχύ όταν

εφαρμόζεται σε αντικειμενικά προσδιοριζόμενες καταστάσεις και

παράγει έννομα αποτελέσματα για κατηγορίες προσώπων που

προσδιορίζονται γενικά και αφηρημένα.292

annulation des particuliers contre les actes normatifs communautaires: à la lumière du

droit comparé et de la convention des droits de l'homme», Cahiers de droit européen,

1995, σ. 399, G. Vandersanden, «Pour un élargissement du droit des particuliers d'agir en

annulation contre des actes autres que les décisions qui leur sont adressées», Cahiers de

droit européen, 1995, σ. 535, L. Allkemper, Der Rechtsschutz des einzelnen nach dem EG-

Vertrag: Möglichkeiten seiner Verbesserung, 1995, σ. 39 και 40, Τ. Heukels, «Collectief

actierecht ex artikel 173 lid 4 EG: een beperkte actieradius voor grote

belangen», Nederlands Tijdschrift voor Europees Recht1999, σ. 16, D. Boni, «Il ricorso di

annullamento delle persone fisiche e giuridiche», Il ricorso di annullamento nel Trattato

istitutivo della Comunità, 1998, σ. 53, Μ. Ortega, El acceso de los particulares a la

justicia comunitaria, 1999, σ. 225 μέχρι 230, S. Cavallin, «Direct ogiltighetstalan inför

EG-Domstolen i ljuset av svensk förvaltnings- och konkurrensträtt», Europarättslig

tidskrift, 2000, σ. 622, στις σ. 635 μέχρι 636· Πρβλ. προτάσεις του Γ.Ε. F.G. Jacobs στην

απόφαση Unión de Pequeños Agricultores, υποσ. 6, σ. 6682. 288

Ίδετε, αντί πολλών, προτάσεις Γ.Ε. Jacobs στην απόφαση Unión de Pequeños

Agricultores. 289

Βλ. σχετ. προτάσεις της Γ.Ε. Kokott στην Inuit, σ. 37, σκ. 90. 290

Βλ. σχετ. απόφαση Inuit, σ. 13, σκ. 57. 291

Βλ. προτάσεις της Γ.Ε. Kokott στην απόφαση Telefónica, σκ. 18. 292

Βλ. προτάσεις της Γ.Ε. Kokott στην απόφαση Telefónica, σκ. 21· Πρβλ. απόφαση

Zuckerfabrik, C-6/68, σ. 701, απόφαση Koninklijke Scholten Honig, C-101/76, σ. 254 και

απόφαση Calpak, C-789/79 και C-790/79, σ. 311, σκ. 9, καθώς και διάταξη Eridania, C-

101

Η έννοια του άμεσου επηρεασμού έχει την ίδια σημασία

(εννοιολογικό περιεχόμενο) και στις δύο περιπτώσεις του τετάρτου

εδαφίου της ΣΛΕΕ 263.

γ. Παθητική νομιμοποίηση

Παθητικά νομιμοποιείται το εκδόν την προσβαλλόμενη πράξη όργανο.

Αυτό μπορεί να είναι θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός της ΕΕ.

δ. Αρμοδιότητα δικαστηρίου

Ο έλεγχος της δράσης των οργάνων της Ένωσης και, εντεύθεν, της

νομιμότητας των πράξεών τους ανατίθεται αποκλειστικά στο Δικαστήριο

της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και, ειδικότερα, πλην ορισμένων εξαιρέσεων,

από το Γενικό Δικαστήριο. Τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν τέτοια

αρμοδιότητα.293

ε. Τήρηση προθεσμίας

Η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως είναι δίμηνη και

αρχίζει από την δημοσίευση ή την κοινοποίηση της πράξης στον

προσφεύγοντα (ενδιαφερόμενο). Αν δεν κοινοποιήθηκε ή δεν

δημοσιεύθηκε η πράξη, η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που ο

προσφεύγων έλαβε γνώση αποδεδειγμένως.

Ως δημοσίευση νοείται η δημοσίευση της πράξης στην Επίσημη

Εφημερίδα της ΕΕ.294

Στη δίμηνη προθεσμία πρέπει να προστίθενται και

οι ημέρες της λεγόμενης "παρέκτασης της προθεσμίας λόγω απόστασης",

οι οποίες ποικίλλουν για τα κράτη μέλη και για την Ελλάδα είναι δέκα

ημέρες.295

Η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής έχει αποκλειστικό

χαρακτήρα και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον ενωσιακό δικαστή.

Αποσκοπεί στην προστασία της ασφάλειας δικαίου, εμποδίζοντας την επ'

αόριστον αμφισβήτηση των ενωσιακών πράξεων που παράγουν έννομα

αποτελέσματα, αποτρέποντας τοιουτοτρόπως τη συνακόλουθη

αβεβαιότητα.

352/99 P, σ. 5037, σκ. 42 και διάταξη Saint-Gobain Glass Deutschland, C-503/07 P, σ.

2217, σκ. 71· βλ. ομοίως και απόφαση Jégo-Quéré, C-263/02 P, σ. 3425, σκ. 43 και

απόφαση AJD Tuna, C-221/09, σ. 1655, σκ. 51. 293

Απόφαση Foto-Frost, C-314/85, σ. 4199. 294

Η δίμηνη προθεσμία, κατά το άρθρο 50 του Κανονισμού του ΔΕΕ, αρχίζει από την

κυκλοφορία της Επίσημης Εφημερίδας της ΕΕ (14η ημέρα από τη δημοσίευσή της). 295

Άρθρο 51 Κανονισμού ΔΕΕ.

102

Γ. Προϋποθέσεις βασίμου της προσφυγής ακυρώσεως

Όταν το δικαστήριο διαπιστώσει κατάφαση (δηλαδή ότι πληρούνται οι

προϋποθέσεις) του παραδεκτού, εισέρχεται στην εξέταση του βασίμου

της προσφυγής ακυρώσεως.

Η εξέταση του βασίμου της προσφυγής αφορά την έρευνα της

βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. Η ευδοκίμηση

έστω και ενός μόνο λόγου ακυρώσεως θεμελιώνει βασιμότητα της

προσφυγής και άγει στην ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως κατά

το μέρος που αυτή πλήττεται.

Οι λόγοι ακυρώσεως κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες:

α) Αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη

Όταν το ρυθμιζόμενο ζήτημα της προσβαλλόμενης πράξεως εκφεύγει της

απονεμόμενης στην Ένωση αρμοδιότητας, τότε θεωρείται ότι

αναρμοδίως εκδόθηκε η πράξη και, συνεπώς, είναι ακυρώσιμη (απόλυτη

ακυρότητα). Επίσης, όταν το ενωσιακό όργανο ή ο οργανισμός που

εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη δεν ήταν αρμόδιο κατά το ενωσιακό

δίκαιο για την έκδοσή της (επειδή άλλο όργανο είχε αυτήν την

αρμοδιότητα) και πάλι η πράξη είναι ακυρώσιμη (σχετική ακυρότητα). Η

αναρμοδιότητα αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως και

ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από τον ενωσιακό δικαστή.296

β) Παράβαση ουσιώδους τύπου

Παράβαση ουσιώδους τύπου είναι η μή τήρηση των κανόνων που

αφορούν τη διαδικασία εκδόσεως ή τη μορφή και διατύπωση της

προσβαλλόμενης πράξεως, αν αυτοί έχουν τέτοια σπουδαιότητα, ώστε η

παράβασή τους να συνεπάγεται την ακύρωση της πράξεως.297

Ασήμαντη,

δηλαδή, επουσιώδης παράβαση δεν αρκεί. Η παράβαση ουσιώδους τύπου

εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον ενωσιακό δικαστή.298

Τη νομολογία έχει απασχολήσει ποικιλομορφία περιπτώσεων. Για

λόγους συστηματικής κατάταξης, τρεις ειδικότερες εκφάνσεις της

παράβασης ουσιώδους τύπου μπορούν να διακριθούν:299

Πρώτον, όταν

παραβιάζονται τα δικαιώματα συμμετοχής και ακροάσεως των

ενδιαφερομένων. Δεύτερον, όταν δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη

διαδικασία για τη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης, π.χ. όταν δεν

296

Απόφαση Roquette Frères, C-110/81, σ. 3159, σκ. 34. 297

Δαγτόγλου, σελ. 411, αριθμ περιθ. 1150. 298

Απόφαση Interhotel, C-291/89, σ. 2257, σκ. 14. 299

Σκουρής, σε Σκουρή Ερμηνεία Συνθηκών, σελ. 1382.

103

ακολουθείται η επιβαλλόμενη διαδικασία συνεργασίας μεταξύ του

ΕυρΚοινβ και του Συμβουλίου ή δεν συγκεντρώνεται η απαιτούμενη

πλειοψηφία ή επιλέγεται εσφαλμένη νομική βάση.300

Τρίτον, όταν

παραβιάζεται η υποχρέωση αιτιολόγησης των ενωσιακών πράξεων.

γ) Παράβαση των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα σχετικού με την

εφαρμογή τους

Η παράβαση των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα σχετικού με την

εφαρμογή τους αποτελεί την συνηθέστερη αιτία ακύρωσης ενωσιακών

πράξεων, με περιεχόμενο ιδιαίτερα ευρύ, καθώς περιλαμβάνει κάθε

παρατυπία, η οποία δεν μπορεί να υπαχθεί στους τρεις υπόλοιπους

λόγους ακύρωσης. Εδώ εντάσσεται κάθε αντίθεση των κανόνων του

δευτερογενούς δικαίου προς τις Συνθήκες, προς τις γενικές αρχές του

δικαίου, οι οποίες επέχουν θέση κανόνων πρωτογενούς δικαίου ή προς

τις διεθνείς συμφωνίες που καταρτίζει η Ένωση, αλλά και κάθε αντίθεση

των κατώτερων ιεραρχικά κανόνων του δευτερογενούς δικαίου προς τους

ανώτερους (π.χ. κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμοί που αντιτίθενται σε

κανονισμούς, που εκδίδονται κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία).301

δ) Κατάχρηση εξουσίας

Η κατάχρηση εξουσίας αποτελεί ιδιόρρυθμο λόγο παρανομίας, ο οποίος

προϋποθέτει την ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας του οργάνου που εκδίδει

την πράξη. Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ,302

προκειμένου να καταφαθεί

κατάχρηση της διακριτικής ευχέρειας του εκδίδοντος την πράξη οργάνου,

πρέπει «βάσει αντικειμενικών, ουσιωδών και συγκλινουσών ενδείξεων»,

η διακριτική ευχέρεια του οργάνου αυτού να χρησιμοποιήθηκε για σκοπό

ξένο από εκείνον, τον οποίο επικαλείται η πράξη ή προκειμένου να

επιτευχθεί καταστρατήγηση μιας διαδικασίας του ενωσιακού δικαίου.

Έτσι, η επίμαχη πράξη εμφανίζεται εξωτερικά ως νόμιμη, δεν βαρύνεται

δηλαδή από πρόδηλη παρανομία, αλλά το πρόβλημά της εμφανίζεται

μόλις ερευνηθούν οι προθέσεις του ενεργήσαντος οργάνου. Ο

συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης συναντάται σπάνια και εμφανίζεται

συχνότερα σε υπαλληλικές υποθέσεις.303

Δ. Απόφαση του δικαστηρίου και συνέπειες αυτής

300

Απόφαση Vigier, C-70/80, σ. 4529, σκ. 7 επ. και απόφαση Επιτροπή/Συμβουλίου, C-

209/97, σ. 8967, σκ. 34. 301

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 584-585, αρ. περ. 40. 302

Βλ. σχετ. απόφαση Fedesa, C-331/88 και απόφαση Μοσκώφ, C-244/95. 303

Βλ. σχετ. Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., σ. 585, αρ. περ. 41.

104

Δεκτής γενομένης της προσφυγής ακυρώσεως, το Δικαστήριο της ΕΕ

κηρύσσει την προσβαλλόμενη πράξη άκυρη. Η σχετική δικαστική

απόφαση είναι διαπλαστική.

Στο πλαίσιο του κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας,

το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του

αιτιολογία αυτήν του εκδόντος την προσβαλλόμενη πράξη και δεν μπορεί

να συμπληρώσει, με το δικό του σκεπτικό, κενό στην αιτιολόγηση της εν

λόγω πράξεως, κατά τρόπον ώστε η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου

εξέταση να μη συναρτάται με καμία από τις εκτιμήσεις που περιέχονται

στην τελευταία αυτή πράξη.304

Οι προσφυγές στο Δικαστήριο δεν έχουν ανασταλτικό

αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει την αναστολή

εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης.305

Στις υποθέσεις που εκκρεμούν

ενώπιον του Δικαστηρίου δύναται να διατάσσει τα αναγκαία προσωρινά

(ασφαλιστικά) μέτρα.306

Τα θεσμικά και λοιπά όργανα, καθώς και οι οργανισμοί της ΕΕ,

των οποίων οι πράξεις κηρύχθηκαν άκυρες, οφείλουν να λαμβάνουν τα

απαραίτητα μέτρα, ώστε να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του

Δικαστηρίου της ΕΕ.

4. Προδικαστική παραπομπή

Α. Προλεγόμενα

Στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαστή,

καθιερώθηκε, με τη διάταξη του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ο μηχανισμός της

προδικαστικής παραπομπής, με κύριο σκοπό να διασφαλισθεί η ενότητα

της ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Έτσι, λοιπόν, ο

εθνικός δικαστής, όταν καλείται να εφαρμόσει το ενωσιακό δίκαιο,

μπορεί, μέσω του ενδίκου βοηθήματος της προδικαστικής παραπομπής,

να ζητήσει και να λάβει τη συνδρομή του ενωσιακού δικαστή επί

διευκρινιστέου ζητήματος ενωσιακού δικαίου που τυχόν ανακύπτει στο

πλαίσιο εκκρεμούς υποθέσεως ενώπιόν του.

Η πρωταρχική λειτουργία της διάταξης είναι ερμηνευτική, δηλαδή

να ερμηνευθεί κατά τρόπο ομοιόμορφο το ενωσιακό δίκαιο,

αποτρέποντας έτσι διαφορετικές ερμηνείες της ίδιας διάταξης από

διαφορετικά δικαστήρια των κρατών μελών. Περαιτέρω, η διάταξη

επιτελεί κι άλλες, συμπληρωματικές, ούτως ειπείν, λειτουργίες. Μία

τέτοια λειτουργία είναι η «καθοδηγητική» προς τα εθνικά δικαιοδοτικά

304

Απόφαση Frucona, C-73/11 P, σκέψεις 87-90 και εκεί νομολογία και απόφαση UEFA, C-

201/11 P, σκ. 65. 305

Βλ. σχετ. άρθρο 278 ΣΛΕΕ. 306

Βλ. σχετ. άρθρο 279 ΣΛΕΕ.

105

όργανα. Δηλαδή, με τις προδικαστικές ερμηνείες του, το Δικαστήριο

έρχεται ως αρωγός στην λειτουργία των εθνικών δικαστηρίων υπό την

έννοια ότι τα βοηθάει να επιτελέσουν το έργο τους κατά τον

αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο. Μία τρίτη λειτουργία είναι η

λεγόμενη «ακυρωτική», ελέγχοντας το κύρος των πράξεων του

δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου. Τέλος, μια τέταρτη λειτουργία είναι η

"ελεγκτική" της συμπεριφοράς των κρατών μελών, στο μέτρο που άγει σε

έμμεσο έλεγχο συμμόρφωσης των κρατών μελών με το ενωσιακό δίκαιο.

Σήμερα, αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση των

προδικαστικών ερωτημάτων είναι το Δικαστήριο (όχι το Γενικό

Δικαστήριο, ούτε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης). Με την

αποκλειστική αρμοδιότητα ενός μόνο δικαιοδοτικού οργάνου επ’ αυτού

του ζητήματος, διασφαλίζεται η ενότητα του ενωσιακού δικαίου και η

ομοιόμορφη ερμηνεία του.

Β. Προϋποθέσεις άσκησης προδικαστικής παραπομπής

Προκειμένου ένα εθνικό δικαστήριο να παραπέμψει προδικαστικό

ερώτημα στο Δικαστήριο της ΕΕ, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι

ακόλουθες τρείς προϋποθέσεις: α) Να υπάρχει εκκρεμής δίκη ενώπιον

δικαστηρίου κράτους μέλους. β) Στο πλαίσιο αυτής της εκκρεμούς δίκης,

να ανακύπτει διευκρινιστέο ζήτημα σχετικά με την ερμηνεία της

Συνθήκης ή με το κύρος και στην ερμηνεία δευτερογενούς δικαίου. γ) Το

διευκρινιστέο ζήτημα να είναι αναγκαίο για την έκδοση αποφάσεως επί

της εκκρεμούς δίκης.

α. Ύπαρξη εκκρεμούς δίκης ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους

Ένα δικαστήριο κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή του

Δικαστηρίου μόνον επί προδικαστικού ερωτήματος που ανέκυψε επί

εκκρεμούς δίκης. Υποθετικά προδικαστικά ερωτήματα ή εκτός

συγκεκριμένης εκκρεμούς δίκης δεν γίνονται δεκτά.

Η έννοια του "δικαστηρίου κράτους μέλους" έχει αυτόνομη

ενωσιακή διάσταση. Για να θεωρηθεί ένα εθνικό δικαιοδοτικό όργανο ως

"δικαστήριο", κατά την έννοια της ΣΛΕΕ 267, πρέπει να έχει ιδρυθεί με

νόμο, η δικαιοδοσία του να είναι μόνιμη και υποχρεωτική, οι αποφάσεις

του να λαμβάνονται βάσει κανόνων δικαίου και να είναι δεσμευτικές και,

τέλος, να λειτουργεί ανεξάρτητα. Έτσι, έχει γίνει νομολογιακά δεκτό ότι

τα διαιτητικά δικαστήρια,307

οι εισαγγελικές αρχές308

και τα όργανα

επαγγελματικών οργανώσεων309

δεν θεωρούνται δικαστήρια, οπότε δεν

307

Απόφαση Nordsee, C-102/81. 308

Απόφαση Pretore di Salò, C-14/86. 309

Απόφαση Borker, C-138/80.

106

μπορούν να παραπέμψουν προδικαστικά ερωτήματα. Το Δικαστήριο της

ΕΕ τείνει να ερμηνεύει την έννοια του "δικαστηρίου" κράτους μέλους με

ευρύτητα. Ωστόσο, αρνήθηκε να δεχθεί προδικαστικό ερώτημα από την

Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού εξαιτίας της περιορισμένης

ανεξαρτησίας της (λόγω της εξάρτησής της από τη Διοίκηση).310

Μόνο

δικαστήρια που ανήκουν σε κάποιο κράτος μέλος μπορούν να

παραπέμψουν προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Δικαστήρια τρίτων

χωρών ή διεθνών οργανισμών δεν έχουν τέτοια δυνατότητα.

Όλα τα εθνικά δικαστήρια, ανεξαρτήτως είδους, δικαιοδοσίας ή

βαθμού δικαιούνται (δυνητικά, προαιρετικά) να παραπέμψουν

προδικαστικά ζητήματα στο Δικαστήριο της ΕΕ. Ωστόσο, τα δικαστήρια,

των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, υποχρεούνται

να παραπέμψουν, προκειμένου να μην εκφεύγουν δικαστικού ελέγχου

και ερμηνείας, με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, ζητήματα

ενωσιακού δικαίου τα οποία θα οδηγούσαν πιθανόν σε εσφαλμένη

εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στις αποφάσεις των εθνικών

δικαστηρίων (υποχρεωτική παραπομπή). Για παράδειγμα, στο πλαίσιο

δίκης ασφαλιστικών μέτρων, ο εθνικός δικαστής, καλείται να εξετάσει αν

πιθανολογείται σοβαρή παράβαση κανόνα δικαίου της ΕΕ (π.χ. άρθρο 5

§5 του ν. 3886/2010), όταν η ερμηνεία δεν είναι απαλλαγμένη

αμφιβολιών, τίθεται ζήτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο

δικαστήριο του Λουξεμβούργου, δεδομένης της ανέκκλητης φύσεως των

ασφαλιστικών μέτρων.311

Εξαιρούνται της υποχρεωτικής παραπομπής ζητήματα για τα οποία

έχει ήδη απαντήσει το Δικαστήριο με προηγούμενες προδικαστικές

αποφάσεις του σε παρόμοιες υποθέσεις, καθώς επίσης και κανόνες ή

πράξεις οργάνων που είναι τόσο σαφείς (acte clair), ώστε να μην

δημιουργείται καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την ερμηνεία τους.312

Αδικαιολόγητη παράβαση παραπομπής, όπου αυτή είναι

υποχρεωτική, θεμελιώνει ευθύνη του κράτους μέλους στο οποίο εθνικό

δικαστήριο ανήκει, για παράβαση της Συνθήκης καθώς και υποχρέωση

αποζημίωσης.

β. Διευκρινιστέο ζήτημα ενωσιακού δικαίου

Προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται από τον εθνικό δικαστή όταν, κατά

την εκκρεμούσα ενώπιόν του δίκη, ανακύπτει:

α) είτε ζήτημα ερμηνείας των Συνθηκών,

310

Απόφαση ΣΥΦΑΙΤ, C-53/03. 311

Βλ. σχετ. και με αφορμή αυτήν τη σκέψη Φ. Αρναούτογλου, Η αίτηση ασφαλιστικών

μέτρων του Ν. 3886/2010, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2011, σ. 16-17 και 222-223. 312

Απόφαση CILFIT, C-283/81, σ. 3415, σκ. 9 επ.

107

β) είτε ζήτημα σχετικά με το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων των

θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.

Ως προς το ζήτημα της ερμηνείας των Συνθηκών. Υπ' αυτήν την

αρμοδιότητά του, το Δικαστήριο αναγορεύεται σε οιονεί συνταγματικό

δικαστήριο, αφού αυτό καλείται αποκλειστικά να ερμηνεύσει τον

θεμελιώδη νόμο της ΕΕ. Στην έννοια των Συνθηκών περιλαμβάνεται το

σύνολο του πρωτογενούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των

γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου αλλά και των θεμελιωδών

δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο της ΕΕ δεν ελέγχει το κύρος του

πρωτογενούς δικαίου, αλλά προβαίνει μόνο στην ερμηνεία του, διότι

κανένα Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να ακυρώσει το πρωτογενές

δίκαιο.

Ως προς το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών ή

λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Κατ' αντιδιαστολή προς την

πρώτη κατηγορία, εδώ το Δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα τόσο της

ερμηνείας όσο και του ελέγχου του κύρους των πράξεων των θεσμικών ή

λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης. Αυτός ο έλεγχος του κύρους

του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα με

την προσφυγή ακυρώσεως, είναι όμως έμμεσος καθότι άγεται στο

Δικαστήριο όχι απευθείας, όπως η προσφυγή ακυρώσεως, αλλά εμμέσως

μέσω ανοιγείσης δίκης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και εκείθεν

παραπομπής.

Στις παραπάνω πράξεις συμπεριλαμβάνεται το σύνολο του

παραγώγου ενωσιακού δικαίου (κανονισμοί, οδηγίες, αποφάσεις, ακόμη

και μη δεσμευτικές πράξεις, όπως συστάσεις και γνώμες).313

Επίσης,

στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει

η Ένωση,314

οι μικτές συμφωνίες (δηλ. αυτές που καταρτίζονται από την

Ένωση και τα κράτη μέλη ενεργώντας από κοινού από τη μία πλευρά

λόγω συναρμοδιότητας και τρίτων χωρών ή οργανισμών από την άλλη

πλευρά),315

καθώς και οι διεθνείς συμφωνίες που δύνανται να

εφαρμόζονται σε εσωτερικές καταστάσεις στα κράτη μέλη, όπως η

συμφωνία TRIPs.316

γ. Αναγκαιότητα του προδικαστικού ζητήματος στην έκδοση απόφασης του

εθνικού δικαστηρίου

Δεδομένου ότι το εθνικό δικαστήριο χειρίζεται το πραγματικό και νομικό

υλικό της υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιόν του, αυτό είναι και το

κυρίαρχο όργανο να αποφασίσει την παραπομπή προδικαστικού

313

Απόφαση Grimaldi, C-322/88. 314

Απόφαση Haegemann, C-181/73. 315

Απόφαση Hermès, C-53/96. 316

Απόφαση Christian Dior, C-337/95.

108

ερωτήματος. Κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, εξετάζεται η άμεση

και στενή σύνδεση (συνάφεια) του διευκρινιστέου ζητήματος με την

έκδοση της αποφάσεώς του. Εάν ο εθνικός δικαστής κρίνει ότι η επίλυση

του προδικαστικού ερωτήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της

αποφάσεώς του, τότε πρέπει να παραπεμφθεί προδικαστικό ερώτημα.

Αντιθέτως, εάν ο εθνικός δικαστής θεωρεί ότι μπορεί να εκδώσει την

απόφασή του και χωρίς απάντηση επί του προδικαστικού ερωτήματος,

τότε δεν υπάρχει ανάγκη παραπομπής.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ εναπόκειται

αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς

και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως, να

εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο

την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της

δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που

υποβάλλει το Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα

ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το

Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να απαντήσει.317

Γ. Διαδικασία προδικαστικής παραπομπής

Όταν το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι πληρούνται οι ανωτέρω

προϋποθέσεις για την παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος,

αναστέλλει την πρόοδο της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης και απευθύνει

το προδικαστικό ερώτημα προς το Δικαστήριο, θέτοντας στη διάθεσή του

και το απαραίτητο πραγματικό και νομικό υλικό της υπόθεσης.

Το ζήτημα της προδικαστικής παραπομπής μπορεί να εγερθεί

κατόπιν αιτήματος κάποιου διαδίκου, αλλά και αυτεπαγγέλτως από το

δικαστή.

Το σχετικό με την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου ερώτημα,

προσδιορίζεται και διατυπώνεται εντός του κανονιστικού και

πραγματικού πλαισίου από το αιτούν εθνικό δικαστήριο με δική του

ευθύνη και ακρίβεια. Επισημαίνεται ότι το προδικαστικό ζήτημα μιας

υπόθεσης δεν συμπυκνώνεται πάντοτε και απαραιτήτως μόνο σε ένα

ενιαίο ερώτημα. Συχνά συμβαίνει να διατυπώνονται περισσότερα του

ενός ερωτήματα ή και ένα ερώτημα με περισσότερα σκέλη.

Όταν το προδικαστικό ερώτημα περιέλθει στο Δικαστήριο, ανοίγει

εκεί μια νέα δίκη, στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν -υποβάλλοντας

παρατηρήσεις- και οι διάδικοι της δίκης ενώπιον του εθνικού

δικαστηρίου.

Η χρονική διάρκεια της διαδικασίας της προδικαστικής

παραπομπής ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλαδή από το χρόνο που ένα 317

Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση PreussenElektra, C-379/98, σ. 2099, σκ. 38, απόφαση

Hartlauer, C-169/07, σ. 1721, σκ. 24 και απόφαση Markus Stoß, C-316/07, σκ. 51.

109

προδικαστικό ερώτημα περιέρχεται στο Δικαστήριο μέχρι την έκδοση της

αποφάσεως, κυμαίνεται (σήμερα) κατά μέσο όρο περίπου σε δεκαοκτώ

μήνες (παλαιότερα ήταν μεγαλύτερη). Όταν, όμως το προδικαστικό

ερώτημα ανακύπτει στο πλαίσιο εθνικής δίκης που αφορά πρόσωπο υπό

κράτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν (άρθρο

267 εδ.δ' ΣΛΕΕ).

Δ. Η απόφαση του Δικαστηρίου και τα αποτελέσματά της

Η απόφαση του Δικαστηρίου επί του προδικαστικού ερωτήματος

αναπέμπεται στον εθνικό δικαστή προκειμένου ο τελευταίος να εκδώσει

την απόφασή του επί της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης. Η εφαρμογή του

ενωσιακού δικαίου, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, στην

εκκρεμή δίκη παραμένει αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή.

Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τον εθνικό δικαστή, απλώς τον επικουρεί

στην έκδοση της απόφασής του.

Ο εθνικός δικαστής δεσμεύεται από την ερμηνεία που έδωσε το

Δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημά του. Κατά συνέπεια, υποχρεούται

να εφαρμόσει τον κανόνα του ενωσιακού δικαίου όπως ερμηνεύθηκε από

το Δικαστήριο. Η ερμηνεία προδικαστικού ζητήματος παράγει τα

αποτελέσματά της, μεταξύ άλλων και εντός της έννομης τάξης του

οικείου κράτους μέλους. Αν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι ένας

κανόνας εσωτερικού δικαίου αντιβαίνει προς τον κανόνα του ενωσιακού

δικαίου με βάση την δοθείσα ερμηνεία, τότε οφείλει να αφήσει τον

εθνικό κανόνα ανεφάρμοστο.

Η απόφαση επί προδικαστικού ερωτήματος, μπορεί, επίσης να έχει

παράγει ευρύτερα αποτελέσματα και για την ενωσιακή έννομη τάξη.

Ειδικότερα, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος, ως προς το κύρος

διατάξεως, συνιστά, ακριβώς όπως και η προσφυγή ακυρώσεως έλεγχο

της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.318

Οι Συνθήκες δεν

διευκρινίζουν ρητώς τις συνέπειες που παράγει η απόφαση περί

ακυρώσεως μιας πράξεως την οποία εκδίδει το Δικαστήριο στο πλαίσιο

της διαδικασίας αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Ωστόσο,

δεδομένου ότι η διαδικασία για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

και η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως αποτελούν δύο συμπληρωματικούς

τρόπους ελέγχου της νομιμότητας που προβλέπουν οι Συνθήκες σε σχέση

με πράξεις των οργάνων της Ένωσης,319

κατά πάγια νομολογία, το

Δικαστήριο έχει την εξουσία να προσδιορίζει τα αποτελέσματα που

παράγει η ακύρωση μιας πράξεως κατ’ αναλογική εφαρμογή διατάξεων

318

Βλ. απόφαση Zuckerfabrik, σ. 415, σκ. 18, καθώς και απόφαση ABNA, C-453/03,

C-11/04, C-12/04 και C-194/04, σ. 10423, σκ. 103. 319

Απόφαση FMC, C-212/94, σ. 389, σκ. 56 και απόφαση Unión de Pequeños Agricultores,

σ. 6677, σκ. 40.

110

των άρθρων 264 ΣΛΕΕ και 266 ΣΛΕΕ που εφαρμόζονται επί των

ακυρωτικών αποφάσεων του.320

Αξίζει, τέλος, να γίνει μνεία ότι στο πλαίσιο των προδικαστικών

ερωτημάτων, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εκδώσει τις

σημαντικότερες αποφάσεις ευρωπαϊκού συνταγματικού ενδιαφέροντος

(Van Gend en Loos, Costa ENEL, Francovich κλπ) αλλά και

ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς (Cassis de Dijon κλπ).

320

Απόφαση Providence agricole de la Champagne, C-4/79, σ. 95, σκέψεις 44 και 45,

απόφαση Maiseries de Beauce, C-109/79, σ. 147, σκέψεις 44 και 45, απόφαση Roquette

Frères, σ. 153, σκέψεις 51 και 52, απόφαση van Landschoot, C-300/86, σ. 3443, σκ. 24,

απόφαση Silos, C-228/99, σ. 8401, σκ. 35, απόφαση Regie Networks, C-333/07, σ. 10807,

σκ. 121 και προτάσεις του Γ.Ε., απόφαση Association Belge des Consommateurs, C-

236/09, (περιλαμβάνει από "Οι Συνθήκες ....αποφάσεών του").

111

ΠΙΝΑΚΑΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ (Κατά χρονολογική τάξη)

Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C-8/55, Fédération Charbonnière de Belgique, EU:C:1956:11

C-25/62, Plaumann, EU:C:1963:17

C-26/62, Van Gend en Loos, EU:C:1963:1

C-90, 91/63, Επιτροπή/Βελγίου και Λουξεμβούργου, EU:C:1964:80

C-6/64, Costa/ENEL, EU:C:1964:66

C-6/68, Zuckerfabrik, EU:C:1968:43

C-29/69, Stauder, EU:C:1969:57

C-11/70, Internationale Handelsgesellschaft mbH, EU:C:1970:114

C-22/70, ERTA, EU:C:1971:32

C-33/70, SACE, EU:C:1970:118

C-62/70, Bock, EU:C:1971:108

C-7/71, Επιτροπή/ Γαλλίας, EU:C:1971:121

C-4/73, J. Nold, EU:C:1974:51

C-181/73, Haegemann, EU:C:1974:41

C-3,4,6/76, Kramer, EU:C:1976:114

C-101/76, Koninklijke Scholten Honig, EU:C:1977:70

C-61/77, Επιτροπή/Ιρλανδίας, EU:C:1978:29

C-95/77, Επιτροπή/Κάτω Χωρών, EU:C:1978:77

C-31/78, Francesco Bussone, EU:C:1978:217

C-230/78, Eridania, EU:C:1979:216

C-4/79, Providence agricole de la Champagne, EU:C:1980:232

C-44/79, Hauer, EU:C:1979:290

112

C-109/79, Maiseries de Beauce, EU:C:1980:233

C-730/79, Philip Morris Holland, EU:C:1980:209

C-789/79 και C-790/79, Calpak, EU:C:1980:159

C-70/80,Vigier, EU:C:1981:19

C-138/80, Borker, EU:C:1980:162

C-8/81, Becker, EU:C:1982:7

C-102/81, Nordsee, EU:C:1982:107

C-110/81, Roquette Frères, EU:C:1982:323

C-246/81, Bethel, EU:C:1982:224

C-283/81, CILFIT, EU:C:1982:335

C-11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή, EU:C:1985:18

C-294/83, Les Verts, EU:C:1986:166

C-152/84, Marshall, EU:C:1986:84

C-169/84, Cofaz, EU:C:1990:301

C-314/85, Foto-Frost, EU:C:1987:452

C-14/86, Pretore di Salò, EU:C:1987:275

C-68/86, Ηνωμένο Βασίλειο/Συμβουλίου, EU:C:1988:85

C-300/86, van Landschoot, EU:C:1988:342

C-247/87, Star Fruit, EU:C:1989:58

C-265/87, Schräder, EU:C:1989:303

C-322/88, Grimaldi, EU:C:1989:646

C-331/88, Fedesa, EU:C:1990:391

C-96/89, Επιτροπή/Κάτω Χωρών, EU:C:1991:213

C-100/89 και 101/89, Peter Kaefer και Andréa Procacci, EU:C:1990:456

C-188/89, Foster, EU:C:1990:313

113

C-260/89, ERT, EU:C:1991:254

C-291/89, Interhotel, EU:C:1991:189

C-358/89, Extramet Industrie, EU:C:1992:257

C-6,9/90, Francovich, EU:C:1991:428

C-72/90, Asia Motors France, EU:C:1990:230

C-45/91, Επιτροπή/Ελλάδας, EU:C:1992:164

C-101/91, Επιτροπή/Ιταλίας, EU:C:1993:16

C-210/91, Επιτροπή/Ελλάδας, EU:C:1992:525

C-316/91, ΕυρΚοινβ/Συμβουλίου, EU:C:1994:76

C-91/92, Faccini Dori, EU:C:1994:292

C-127/92, Enderby, EU:C:1993:859

C-188/92, TWD Textilwerke Deggendorf, EU:C:1994:90

C-317/92, Επιτροπή/Γερμανίας, EU:C:1994:212

C-422/92, Επιτροπή/Γερμανίας, EU:C:1995:125

C-25/94, Επιτροπή/Συμβουλίου, EU:C:1996:114

C-178/94, Dillenkofer, EU:C:1996:375

C-192/94, El Corte Inglés, EU:C:1996:88

C-212/94, FMC, EU:C:1996:40

C-27/95, Woodspring, EU:C:1997:188

C-142/95 P, Associazione agricoltori della provincia di Rovigo, EU:C:1996:493

C-191/95, Επιτροπή/Γερμανίας, EU:C:1998:441

C-244/95, Μοσκώφ, EU:C:1997:551

C-337/95, Christian Dior, EU:C:1997:517

C-53/96, Hermès, EU:C:1998:292

C-309/96, Daniele Annibaldi, EU:C:1997:631

114

C-386/96 P, Dreyfus, EU:C:1998:193

C-404/96 P, Glencore Grain, EU:C:1998:196

C-207/97, Επιτροπή/Βελγίου, EU:C:1999:17

C-209/97, Επιτροπή/Συμβουλίου, EU:C:1999:559

C-387/97, Επιτροπή/Ελλάδας, EU:C:2000:356

C-343/98, Collino και Chiappero, EU:C:2000:441

C-379/98, PreussenElektra, EU:C:2001:160

C-456/98, Centrosteel, EU:C:2000:402

C-159/99, Επιτροπή/Ιταλίας, EU:C:2001:278

C-228/99, Silos, EU:C:2001:599

C-310/99, Ιταλία/Επιτροπής, EU:C:2002:143

C-352/99 P, Eridania, EU:C:2001:364

C-387/99, Επιτροπή/Γερμανίας, EU:C:2004:235

C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores, EU:C:2002:462

C-129/00, Επιτροπή/Ιταλίας, EU:C:2003:656

C-210/00, Käserei, EU:C:2002:440

C-298/00 P, Ιταλία/Επιτροπής, EU:C:2004:240

C-386/00, AXA, EU:C:2002:136

C-80/01, Société Michel, EU:C:2001:632

C-415/01, Επιτροπή/Βελγίου, EU:C:2003:118

C-491/01, British American Tobacco (Investments), EU:C:2002:741

C-494/01, Επιτροπή/Ιρλανδίας, EU:C:2005:250

C-263/02 P, Jégo-Quéré, EU:C:2004:210

C-350/02, Επιτροπή/Κάτω Χωρών, EU:C:2004:389

C-441/02, Επιτροπή/Γερμανίας, EU:C:2006:253

115

C-53/03, ΣΥΦΑΙΤ, EU:C:2005:333

C-278/03, Επιτροπή/Ιταλίας, EU:C:2005:281

C-287/03, Επιτροπή/Βελγίου, EU:C:2005:282

C-453/03, C-11/04, C-12/04 και C-194/04, ABNA, EU:C:2005:741

C-540/03, ΕυρΚοινβ/Συμβουλίου, EU:C:2006:429

C-33/04, Επιτροπή/Λουξεμβούργου, EU:C:2005:750

C-154/04 και C-155/04, Alliance for Natural Health, EU:C:2005:449

C-309/04, Fleisch-Winter, EU:C:2005:732

C-525/04 P, Ισπανία/Lenzing, EU:C:2007:698

C-27/05, Elfering Export, EU:C:2006:260

C-178/05, Επιτροπή/Ελλάδας, EU:C:2007:317

C-402, 415/05 P, Kadi and Al Barakaat International Foundation, EU:C:2008:461

C-125/06 P, Επιτροπή/Infront WM, EU:C:2008:159

C-169/07, Hartlauer, EU:C:2009:141

C-316/07, Markus Stoß, EU:C:2010:504

C-333/07, Regie Networks, EU:C:2008:764

C-349/07, Sopropé, EU:C:2008:746

C-503/07 P, Saint-Gobain Glass Deutschland, EU:C:2008:207

C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, Comitato «Venezia vuole vivere»,

EU:C:2011:368

C-176/09, Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου/ΕυρΚοινβ και Συμβουλίου,

EU:C:2011:290

C-221/09, AJD Tuna, EU:C:2011:153

C-236/09, Association Belge des Consommateurs, EU:C:2011:100

C-550/09, E και F, EU:C:2010:382

C-83/2010, Sousa Rodríguez, EU:C:2011:652

116

C-355/10, ΕυρΚοινβ/Συμβουλίου, EU:C:2012:516

C-73/11 P, Frucona, EU:C:2013:32

C-201/11 P, UEFA, EU:C:2013:519

C-244/11, Επιτροπή/Ελλάδος, EU:C:2012:694

C-292/11 Ρ, Επιτροπή/Πορτογαλίας, EU:C:2014:3

C-583/11 P, Inuit, EU:C:2013:625

C-630/11 P έως C-633/11 P, HGA Srl, EU:C:2013:194

C-20/2012, Giersch, EU:C:2013:411

C-274/12 P, Telefónica, EU:C:2013:852

C-276/12, Jiří Sabou, EU:C:2013:678

C-370/12, Pringle, EU:C:2012:756

117

Γνωμοδοτήσεις του ΔΕΕ

1/76, EU:C:1977:63

1/94, EU:C:1994:384

1/09, EU:C:2011:123

118

Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τ-158/00, ARD, EU:T:2003:246

Τ-114/02, Babyliss, EU:T:2003:100