The Reporter has a Dilemma

19
∆ημήτρης Μητρόπουλος Το ∆ίλημμα του Ρεπόρτερ: Η Συλλογή Ειδήσεων ως ∆ιαπραγμάτευση 1 Εισαγωγή Η σχέση ανάμεσα στους δημοσιογράφους και τα πρόσωπα που καλύπτουν διακρίνεται παραδοσιακά από αντιπαλότητα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, παραδείγματος χάριν, οι συνεχείς προστριβές ανάμεσα στο Λευκό Οίκο και τα ηλεκτρονικά ή έντυπα ΜΜΕ, κατά τα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Μπιλ Κλίντον ενίσχυσε αυτό το στερεότυπο. Η αλήθεια όμως είναι ότι, παρά τις συνήθεις εικόνες των δημοσιογράφων, οι οποίοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι πίσω από το κορδόνι της αστυνομίας και φωνάζουν επιθετικές ερωτήσεις σε κάποιον πολιτικό ενώ αυτός μπαίνει στη λιμουζίνα του, η συλλογή ειδήσεων βρίσκεται πλησιέστερα σε ένα είδος «παζαρέματος» παρά στις φραστικές αντεγκλήσεις. Τόσο για τον ρεπόρτερ (που μπορεί να εργάζεται σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο), όσο και για το πρόσωπο που καλύπτεται ειδησεογραφικά (π.χ. έναν πολιτικό ή έναν επιχειρηματία ή, συνηθέστερα, τον εκπρόσωπό τους στα ΜΜΕ) η όλη διαδικασία της συλλογής ειδήσεων είναι αποτέλεσμα μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης. Μάλιστα, αμφότερες οι πλευρές αναζητούν μια ζώνη πιθανής συμφωνίας: μια είδηση που να ανταποκρίνεται σε αυτό που τα ΜΜΕ αντιλαμβάνονται ως «ένα καλό θέμα», ενώ ταυτόχρονα η πληροφορία που περιλαμβάνει να μην πλήττει σοβαρά τα συμφέροντα εκείνων στους οποίους αναφέρεται. Ακόμη περισσότερο: η διαδικασία της συλλογής ειδήσεων είναι ένα παιχνίδι με περισσότερους παίκτες ανταγωνιστές-ρεπόρτερς από τη μια πλευρά, εκπροσώπους Τύπου, αξιωματούχους και εν γένει στελέχη με αντικρουόμενα συμφέροντα από την άλλη (εξ ου και οι γνωστοί «διαρροείς»). Πρόκειται για ένα παιχνίδι που διαδραματίζεται σε πολλά επίπεδα, εφόσον ο κάθε παίκτης εντάσσεται σε έναν μεγαλύτερο οργανισμό και πρέπει να διαχειρίζεται και την εσωτερική πέρα από την εξωτερική- διάσταση της δουλειάς του: τις σχέσεις του με τους ανώτερούς του στην ιεραρχία του οργανισμού, είτε, στην περίπτωση που είναι δημοσιογράφος, αυτοί είναι οι αρχισυντάκτες, είτε, στην περίπτωση που είναι «σπόουκσμαν» (ή «σποουκσγούμαν») οι επίσημοι τους οποίους αντιπροσωπεύει. Τούτο το δίκτυο σχέσεων επιτείνει το «δίλημμα του ρεπόρτερ», μια παραλλαγή του κλασικού «διλήμματος του διαπραγματευτή» που περιγράφεται από τους Lax και Sebenius (1986) (και αποτελεί με τη σειρά του παραλλαγή του γνωστού «διλήμματος του κρατούμενου»). Το δίλημμα του ρεπόρτερ βρίσκεται στο κέντρο της διαδικασίας συλλογής ειδήσεων και κωδικοποιείται ως εξής. Πρέπει ο ρεπόρτερ να προσπαθήσει να επωφεληθεί άμεσα, κυνηγώντας το περίφημο «λαυράκι» (scoop), διακινδυνεύοντας όμως ταυτόχρονα να ενοχλήσει αυτούς που καλύπτει, με κίνδυνο 1 Το κείμενο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στα αγγλικά με τίτλο The Reporter’s Dilemma – Newsgathering as Negotiation, στην επιθεώρηση Negotiation Journal (τόμος 15, τεύχος 3, Ιούλιος 1999) που εκδίδεται από το Program on Negotiation του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ στις ΗΠΑ. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, οι αναφορές σε πραγματικά πρόσωπα και περιστατικά, έχουν αντληθεί από τα χρονικά της αμερικανικής δημοσιογραφίας.

description

dilemmas reporters are facing and all that jazz

Transcript of The Reporter has a Dilemma

Page 1: The Reporter has a Dilemma

∆ηµήτρης Μητρόπουλος

Το ∆ίληµµα του Ρεπόρτερ: Η Συλλογή Ειδήσεων ως ∆ιαπραγµάτευση1

Εισαγωγή Η σχέση ανάµεσα στους δηµοσιογράφους και τα πρόσωπα που

καλύπτουν διακρίνεται παραδοσιακά από αντιπαλότητα. Στις Ηνωµένες Πολιτείες, παραδείγµατος χάριν, οι συνεχείς προστριβές ανάµεσα στο Λευκό Οίκο και τα ηλεκτρονικά ή έντυπα ΜΜΕ, κατά τα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Μπιλ Κλίντον ενίσχυσε αυτό το στερεότυπο. Η αλήθεια όµως είναι ότι, παρά τις συνήθεις εικόνες των δηµοσιογράφων, οι οποίοι βρίσκονται εγκλωβισµένοι πίσω από το κορδόνι της αστυνοµίας και φωνάζουν επιθετικές ερωτήσεις σε κάποιον πολιτικό ενώ αυτός µπαίνει στη λιµουζίνα του, η συλλογή ειδήσεων βρίσκεται πλησιέστερα σε ένα είδος «παζαρέµατος» παρά στις φραστικές αντεγκλήσεις.

Τόσο για τον ρεπόρτερ (που µπορεί να εργάζεται σε έντυπο ή

ηλεκτρονικό µέσο), όσο και για το πρόσωπο που καλύπτεται ειδησεογραφικά (π.χ. έναν πολιτικό ή έναν επιχειρηµατία ή, συνηθέστερα, τον εκπρόσωπό τους στα ΜΜΕ) η όλη διαδικασία της συλλογής ειδήσεων είναι αποτέλεσµα µιας διαρκούς διαπραγµάτευσης. Μάλιστα, αµφότερες οι πλευρές αναζητούν µια ζώνη πιθανής συµφωνίας: µια είδηση που να ανταποκρίνεται σε αυτό που τα ΜΜΕ αντιλαµβάνονται ως «ένα καλό θέµα», ενώ ταυτόχρονα η πληροφορία που περιλαµβάνει να µην πλήττει σοβαρά τα συµφέροντα εκείνων στους οποίους αναφέρεται. Ακόµη περισσότερο: η διαδικασία της συλλογής ειδήσεων είναι ένα παιχνίδι µε περισσότερους παίκτες – ανταγωνιστές-ρεπόρτερς από τη µια πλευρά, εκπροσώπους Τύπου, αξιωµατούχους και εν γένει στελέχη µε αντικρουόµενα συµφέροντα από την άλλη (εξ ου και οι γνωστοί «διαρροείς»). Πρόκειται για ένα παιχνίδι που διαδραµατίζεται σε πολλά επίπεδα, εφόσον ο κάθε παίκτης εντάσσεται σε έναν µεγαλύτερο οργανισµό και πρέπει να διαχειρίζεται και την εσωτερική –πέρα από την εξωτερική- διάσταση της δουλειάς του: τις σχέσεις του µε τους ανώτερούς του στην ιεραρχία του οργανισµού, είτε, στην περίπτωση που είναι δηµοσιογράφος, αυτοί είναι οι αρχισυντάκτες, είτε, στην περίπτωση που είναι «σπόουκσµαν» (ή «σποουκσγούµαν») οι επίσηµοι τους οποίους αντιπροσωπεύει.

Τούτο το δίκτυο σχέσεων επιτείνει το «δίληµµα του ρεπόρτερ», µια

παραλλαγή του κλασικού «διλήµµατος του διαπραγµατευτή» που περιγράφεται από τους Lax και Sebenius (1986) (και αποτελεί µε τη σειρά του παραλλαγή του γνωστού «διλήµµατος του κρατούµενου»). Το δίληµµα του ρεπόρτερ βρίσκεται στο κέντρο της διαδικασίας συλλογής ειδήσεων και κωδικοποιείται ως εξής. Πρέπει ο ρεπόρτερ να προσπαθήσει να επωφεληθεί άµεσα, κυνηγώντας το περίφηµο «λαυράκι» (scoop), διακινδυνεύοντας όµως ταυτόχρονα να ενοχλήσει αυτούς που καλύπτει, µε κίνδυνο 1 Το κείµενο γράφτηκε και δηµοσιεύτηκε στα αγγλικά µε τίτλο The Reporter’s Dilemma – Newsgathering as Negotiation, στην επιθεώρηση Negotiation Journal (τόµος 15, τεύχος 3, Ιούλιος 1999) που εκδίδεται από το Program on Negotiation του Πανεπιστηµίου Χάρβαρντ στις ΗΠΑ. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, οι αναφορές σε πραγµατικά πρόσωπα και περιστατικά, έχουν αντληθεί από τα χρονικά της αµερικανικής δηµοσιογραφίας.

Page 2: The Reporter has a Dilemma

να τον «παγώσουν» και να καταλήξει έτσι χωρίς καµιά απολύτως είδηση; Ή µήπως πρέπει να κινηθεί προς το µακροπρόθεσµο όφελος, αναπτύσσοντας µια συνεργατική σχέση µε αυτούς τους οποίους καλύπτει, µετατρέποντάς τους δηλαδή σε «πηγές του», η οποία θα του προσφέρει µια συνεχή ροή πληροφόρησης (µετρίου ωστόσο ενδιαφέροντος);

Αυτό που διακυβεύεται στην περίπτωση του ρεπόρτερ δεν είναι τίποτα

λιγότερο από την επαγγελµατική καταξίωση ή τη µίζερη µετριότητα – πόσο µάλλον το δικαίωµα της κοινής γνώµης για πληροφόρηση. Προσδιοριζόµενο σε συστηµικό επίπεδο από τις αυξανόµενες ανταγωνιστικές πιέσεις αυτού που οι Kovach και Rosenstiel (1999) αποκαλούν «µεικτή κουλτούρα των µέσων» (αναφερόµενοι στη συνύπαρξη παραδοσιακών εντύπων και νέων ηλεκτρονικών µέσων) και σε προσωπικό επίπεδο από την έµφυτη σύγκρουση ανάµεσα στο «λαυράκι» και τη διατηρησιµότητα της σχέσης µεταξύ του ρεπόρτερ και των πηγών του, το «δίληµµα του ρεπόρτερ» δεν επισηµαίνει απλώς µια παλαιά αλήθεια, ότι δηλαδή τα νέα είναι διαπραγµατεύσιµα, αλλά υπογραµµίζει επίσης τη δυσχερή θέση του δηµοσιογράφου ως διαπραγµατευτή.

Οι αντίπαλες στρατηγικές Η αλληλεπίδραση ανάµεσα στους δηµοσιογράφους και τις πηγές τους,

περιλαµβάνει το κωδικοποιηµένο ρεπερτόριο των τελετουργιών της ενηµέρωσης. Η επαφή πραγµατοποιείται σε οµαδική ή ατοµική βάση. Υπάρχει η συνέντευξη Τύπου, όπου ένας αξιωµατούχος ή ένας εκπρόσωπος Τύπου αντιµετωπίζει µια οµάδα δηµοσιογράφων, ο καθένας από τους οποίους έχει το δικαίωµα να θέσει µια και µόνο ερώτηση. Υπάρχει και η προσωπική συνέντευξη, όταν ένας ρεπόρτερ εξασφαλίζει αποκλειστική πρόσβαση στο πρόσωπο που καλύπτει. Η επαφή µπορεί να είναι επίσηµη, όπως στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, και ό,τι λέγεται να είναι «δηµοσιεύσιµο» (on the record) και να αποδίδεται στον εκπρόσωπο Τύπου. Στην περίπτωση αυτή η πληροφορία είναι «επώνυµη»2. Η επαφή µπορεί όµως και να είναι ανεπίσηµη, είτε µε τη µορφή οµαδικής ενηµέρωσης, είτε µε τη µορφή ατοµικών (ένας εναντίον ενός) συναντήσεων. Η πληροφορία µπορεί τότε να χαρακτηρίζεται ως «µπαγκράουντ» και είναι ουσιαστικά «ανώνυµη». Κρίσιµο εν προκειµένω είναι αν ο δηµοσιογράφος µπορεί να αποδώσει έστω και ασαφώς την πληροφόρησή του (κάτι που στην πράξη λαµβάνει τη φραστική µορφή «στελέχη αναφέρουν»3) ή όχι (το λεγόµενο αγγλιστί «deep background», όταν ο ρεπόρτερ µπορεί µεν να χρησιµοποιήσει την πληροφορία, αλλά δεν µπορεί να την αποδώσει σε κανέναν). Στην τελευταία αυτή εκδοχή, η πληροφόρηση του ρεπόρτερ είναι «ανεπίσηµη». Τέλος, υπάρχει και η περίπτωση ο ρεπόρτερ να µπορεί να λάβει υπόψιν του όσα ειπώθηκαν _ όχι όµως και να τα δηµοσιεύσει (το λεγόµενο «οφ δε ρέκορντ»).

Οι επαφές µε συγκεκριµένες «πηγές» µπορεί να είναι εκτεταµένες, ιδιαίτερα

στην περίπτωση που ο δηµοσιογράφος έχει αναλάβει να καλύψει ένα συγκεκριµένο ρεπορτάζ (αγγλιστί «beat»), πολιτικό, διπλωµατικό, οικονοµικό, καλλιτεχνικό ή άλλο, όποτε παρακολουθεί διαρκώς αυτούς τους οποίους καλύπτει _ ακόµη και όταν

2 Π.χ. «Απαντώντας σήµερα σε ερωτήσεις δηµοσιογράφων στο Πρες Ρουµ, ο υπουργός Τύπου και ΜΜΕ και κυβερνητικός εκπρόσωπος κ.∆.Ρέππας είπε ότι…» 3 Π.χ. «Σύµφωνα µε κυβερνητικές πηγές “ο πρωθυπουργός κ.Κ.Σηµίτης αποκλείει κατηγορηµατικά το ενδεχόµενο ανασχηµατισµού…”»

Page 3: The Reporter has a Dilemma

ταξιδεύουν, οπότε πηγαίνει µαζί τους (µε έξοδα του ΜΜΕ στο οποίο εργάζεται _ ενίοτε όµως και των ιδίων). Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ρεπόρτερς έχουν πολλές ευκαιρίες να πλησιάσουν ανεπίσηµα τις πηγές τους – µπορούν να γευµατίσουν µαζί, να τους επισκεφθούν στα σπίτια τους εκτός γραφείου και να έχουν εν γένει κοινωνικές επαφές. Αυτές οι σχέσεις έχουν ένα χαρακτήρα επαγγελµατικής συµβίωσης. Ο διευθυντής των New York Times Max Frankel (1999: 234) θυµάται τα χρόνια της δεκαετίας του ’60, όταν ήταν διπλωµατικός συντάκτης της εφηµερίδας στην Ουάσιγκτον, «να περιφέρεται στους διαδρόµους του Στέιτ Ντιπάρτµεντ ή του Πενταγώνου τα πρωινά του Σαββάτου» ως «µια από τις πλέον αγαπηµένες του συνήθειες». Οι ανώτεροι αξιωµατούχοι, εξηγεί, «ήταν στα γραφεία τους χωρίς γραβάτες, αλλά µε σπορ πουκάµισα και σπάνια φρουρούνταν από τις γραµµατείς τους, όπως συνέβαινε τις καθηµερινές», µε αποτέλεσµα να είναι πιο ανοιχτοί σε επισκέψεις και «να απολαµβάνουν ευχαρίστως ένα διάλειµµα για ένα ευφυές χαριτολόγηµα». Ένας αναλυτής διαπραγµάτευσης θα µπορούσε να ερµηνεύσει αυτές τις ανεπίσηµες σαββατιάτικες επισκέψεις ως τίποτε λιγότερο από µια ήπια προσπάθεια χειραγώγησης της τυπικής διαδικασίας, αλλάζοντας τον τόπο και τους κανόνες της επαφής4.

Η συλλογή ειδήσεων προϋποθέτει ένα πλαίσιο ερώτησης-απάντησης,

έναν τρόπο επαφής, σύµφωνα µε τον οποίο το αίτηµα για ενηµέρωση συναντάται µε την προσφορά πληροφορίας. Οι δύο πλευρές ορίζουν το επαγγελµατικό τους όφελος µε διαφορετικό τρόπο: ο ρεπόρτερ αναζητά ένα «καλό θέµα», µια πληροφορία που θα ενδιαφέρει τους αναγνώστες ή τους θεατές ¨ η «πηγή» κάνει διάκριση ανάµεσα στην πληροφορία που µπορεί να αποκαλύψει και στην πληροφορία που δεν µπορεί, ή δεν πρέπει, να δηµοσιοποιηθεί. Όπως και στη διαπραγµάτευση, µια ζώνη πιθανής συµφωνίας εκτείνεται στο χώρο όπου και οι δύο πλευρές διαβλέπουν αµοιβαίο, αλλά πάντως όχι ταυτόσηµο, όφελος.

Στην πράξη το εύρος της ειδησεογραφικής διαπραγµάτευσης είναι πολύ

µεγαλύτερο από αυτό που πιστεύουν οι περισσότεροι συµµετέχοντες στη διαδικασία. Ο ρεπόρτερ µπορεί να έχει ήδη σχηµατίσει κάποια εικόνα για ένα θέµα, να έχει αντιληφθεί πράγµατα που αν επιβεβαιωθούν επισήµως («ον δε ρέκορντ») ώστε να είναι δηµοσιεύσιµα, θα του εξασφαλίσουν µια µεγάλη δηµοσιογραφική επιτυχία, που µπορεί µάλιστα να φέρει σε δύσκολη θέση εκείνους που καλύπτει. Οι τελευταίοι θα ήθελαν να δουν να δηµοσιεύεται ένα µόνο τµήµα από την αλήθεια, αυτό ακριβώς που ευνοεί τα συµφέροντά τους ή εµφανίζει τους ίδιους µε κολακευτικά χρώµατα. Εν συντοµία, θα ήθελαν το ρεπορτάζ να περνά τη «γραµµή τους» (αγγλιστί το «spin» τους).

Αµφότερες οι πλευρές µπορούν να προσφύγουν σε σκληρό παζάρεµα

στην προσπάθεια να επιτύχουν αυτό που θέλουν. Αν όµως ένας ρεπόρτερ ακολουθήσει επιθετική τακτική στις ερωτήσεις του (θέλωντας να βγάλει «λαυράκι»), κινδυνεύει να πάρει την απάντηση «ουδέν σχόλιο» _ και να µείνει χωρίς θέµα. Εναλλακτικά, αυτοί που καλύπτονται θα ήθελαν να δουν ένα κείµενο που να ευνοεί τα συµφέροντά τους ¨ σε αυτήν την περίπτωση όµως οι ρεπόρτερς θεωρούν ότι έχουν 4 Αντί για το ψυχρό και τυπικό Πρες Ρουµ, ο ρεπόρτερ συναντά τον κυβερνητικό αξιωµατούχο στον προσωπικό του χώρο, δηλαδή στο γραφείο του, σε ατµόσφαιρα πιο φιλική. Η επαφή έχει άτυπο χαρακτήρα και µπορεί να περιλάβει κουτσοµπολιό, αστεία, ανταλλαγή απόψεων _ αλλά και τη δυνατότητα να συζητηθούν θέµατα κοινού ενδιαφέροντος, σχετικά µε το ρεπορτάζ, σε πιο χαλαρό κλίµα.

Page 4: The Reporter has a Dilemma

µετατραπεί σε «φερέφωνα». Στις έγκυρες εφηµερίδες και τους µεγάλους σταθµούς, το «πέρασµα της γραµµής» δεν θεωρείται δηµοσιογραφία, και το ρεπορτάζ µπορεί να κριθεί ανάξιο λόγου. Έτσι, µπορεί πάλι ο ρεπόρτερ να µείνει χωρίς θέµα.

Εν τούτοις, στη δηµοσιογραφική πρακτική το «δεν έχουµε θέµα» δεν

είναι το επιθυµητό αποτέλεσµα: καµιά πλευρά δεν διανοείται να παραιτηθεί από τη διαπραγµατευτική διαδικασία. Οι εφηµερίδες έχουν λευκό χαρτί και τα ηλεκτρονικά µέσα χρόνο για να γεµίσουν. Στην πραγµατικότητα τόσο οι ρεπόρτερς όσο και οι «πηγές» τους έχουν τον ίδιο, συµπληρωµατικό στόχο _ τη δηµοσίευση (ή έστω τηλεοπτική εκφώνηση) ενός ρεπορτάζ. Εφόσον αποδεχθούν τη σχέση αλληλεξάρτησης που τους συνδέει, οι αντίπαλες πλευρές µπορούν να επωφεληθούν αµοιβαία, αναζητώντας ένα κοινό πεδίο. Οι «πηγές» µπορούν, στην πορεία, να αποκαλύψουν µια πληροφορία που οι ρεπόρτερς να θεωρούν άξια λόγου. Τούτο µπορεί να οδηγήσει στη δηµοσίευση ενός θέµατος αποδεκτού από αµφότερες τις πλευρές.

Η όλη διαδικασία µπορεί να διευκολυνθεί αρκετά από την «ανώνυµη»

και γενικώς «µπαγκράουντ» πληροφόρηση, η οποία επιτρέπει σε αυτούς που καλύπτονται να κοινοποιούν πληροφορίες που θεωρούν ευαίσθητες, διατηρώντας συγχρόνως τη δυνατότητα να τις διαψεύσουν επισήµως. Για τους ρεπόρτερς οι ανώνυµες πληροφορίες δηµιουργούν κάποια προβλήµατα, εφόσον πρέπει οι ίδιοι να εγγυηθούν για την εγκυρότητά τους στους αρχισυντάκτες τους -και κατ’επέκταση στους αναγνώστες τους- διακινδυνεύοντας τη δική τους αξιοπιστία. Από εκεί και πέρα, υπάρχει η παλιά δηµοσιογραφική αρχή, σύµφωνα µε την οποία καµία «ανεπίσηµη», «µπαγκράουντ» πληροφορία, προερχόµενη από ανώνυµη πηγή, δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί, εάν δεν έχει προηγουµένως διασταυρωθεί µε µια δεύτερη, ανεξάρτητη, ανώνυµη πηγή.

Εδώ είναι σηµαντικό να υπογραµµίσει κανείς τον τρόπο µε τον οποίο

µορφοποιείται η ειδησεογραφική κάλυψη. ∆ιότι όχι µόνο η «ανεπίσηµη», αλλά ακόµη και η «οφ δε ρέκορντ» πληροφόρηση έχει µεγάλη σηµασία, καθώς οι ρεπόρτερς καλούνται να αποφασίσουν αν θα την συµπεριλάβουν σιωπηρά στο κείµενό τους, επιτρέποντάς της να επηρεάσει την οπτική γωνία του ρεπορτάζ τους _ ή αν θα την αγνοήσουν τελείως. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Frankel ως διπλωµατικού συντάκτη, ο αµερικανός υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ρασκ «αρεσκόταν να ενηµερώνει τους δηµοσιογράφους ‘ανεπίσηµα’ προσφέροντάς τους ένα εκλεκτό µπράντι στο γραφείο του τα απογεύµατα της Παρασκευής», αποβλέποντας προφανώς στο να επηρεάσει «…τον τόνο των διπλωµατικών αναλύσεων στο κυριακάτικο φύλλο µας». Αυτονόητο είναι πως για να χρησιµοποιήσουν «ανώνυµες» πληροφορίες (ο Ρασκ, π.χ., «επέµενε ότι έπρεπε να αναφέρεται ως ‘ανώτερος αξιωµατούχος’ και όχι ως υπουργός Εξωτερικών), οι ρεπόρτερς πρέπει να έχουν αναπτύξει µε τις πηγές τους µια σχέση εµπιστοσύνης.

Αν και κάθε είδηση µπορεί να αποτελεί προϊόν µιας εφάπαξ επιτυχούς

διαπραγµάτευσης µεταξύ του ρεπόρτερ και της «πηγής» του, η συλλογή ειδήσεων είναι µια συνεχής διαδικασία. Οι εφηµερίδες έχουν καθηµερινές εκδόσεις, ενώ η τηλεόραση και το ραδιόφωνο µεταδίδουν ειδησεογραφικά δελτία πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ηµέρας, ενίοτε ακόµη και 24 ώρες το 24ωρο. Οι ρεπόρτερς και οι εκπρόσωποι Τύπου είναι αναγκασµένοι να συναντηθούν ξανά και ξανά, και η συνάντηση αυτή µπορεί να είναι µια καθηµερινή ρουτίνα. Αυτή η πραγµατικότητα

Page 5: The Reporter has a Dilemma

αποκαλύπτει την ενδογενή ροπή της συλλογής ειδήσεων, να ισορροπεί ανάµεσα στην εφάπαξ συµφωνία –«ένα καλό θέµα»- και τη διηνεκή σχέση ανάµεσα στους ρεπόρτερς και τις πηγές τους. Εάν κάποια από τις δύο πλευρές δεν είναι ικανοποιηµένη από µια πληροφορία που δηµοσιεύθηκε, είτε επειδή η «πηγή» θεωρεί ότι δεν αποδόθηκαν σωστά αυτά που είπε, είτε επειδή ο ρεπόρτερ θεωρεί ότι παραπλανήθηκε, η µεταξύ τους σχέση δέχεται πλήγµα.

Αµφότερες οι πλευρές πρέπει να εξισορροπήσουν απτούς («καλό

θέµα» έναντι «περάσµατος της γραµµής») και ιδεατούς στόχους (αµοιβαίο ενδιαφέρον να διατηρηθεί η καλή τους φήµη για την ακρίβεια, αντικειµενικότητα και ειλικρίνεια των δηµοσιευµάτων ή των ισχυρισµών τους και, εν πάση περιπτώσει, τον επαγγελµατισµό τους). Αυτή η διαδικασία εξισορρόπησης µπορεί να είναι λεπτή και δύσκολη. Εάν κάποια πλευρά θεωρήσει ότι εξαπατήθηκε, µπορεί να επιλέξει να τιµωρήσει την άλλη. Η επανάληψη επιτρέπει την αντεκδίκηση. Από τη δεκαετία του ‘60 οι New York Times φηµίζονται για την παράδοσή τους να αποκαλύπτουν την ταυτότητα των ανώνυµων πηγών που παραπλάνησαν την εφηµερίδα κατά τη διαδικασία της παροχής «µπαγκράουντ» πληροφοριών (Kovach και Rosenstiel 1999: 42).

Το γεγονός ότι η συλλογή ειδήσεων είναι µια συνεχής διαδικασία

προσφέρει διαπραγµατευτικά «ατού» όχι µόνο σε «εφηµερίδες-θεσµούς», όπως οι New York Times, αλλά και στον κάθε ρεπόρτερ ξεχωριστά. Σε ένα περιστατικό που αναφέρει ο Howard Kurtz (1998: 6), ένας ρεπόρτερ της Wall Street Journal που κάλυπτε το Λευκό Οίκο επί Κλίντον αγνοήθηκε όταν ένα θέµα διοχετεύθηκε στο πλαίσιο συγκεκριµένης επικοινωνιακής στρατηγικής «ανωνύµως» στον Τύπο. Ο δηµοσιογράφος αντέδρασε τηλεφωνώντας στον υπεύθυνο αξιωµατούχο και εξηγώντας του ότι το γεγονός αυτό θα είχε δυσάρεστες συνέπειες σε µελλοντικά δηµοσιεύµατα, αν ο δράστης δεν έσπευδε να επανορθώσει. Η απειλή ήταν καθαρή. Ο εν λόγω ρεπόρτερ «…είχε τη φήµη µέσα στο Λευκό Οίκο ότι διοχέτευε δηλητηριώδεις πληροφορίες κατά µη-συνεργάσιµων αξιωµατούχων στην παραπολιτικη ανώνυµη στήλη που δηµοσιευόταν στο πρωτοσέλιδο της WSJ κάθε Παρασκευή µε τίτλο ‘Washington Wire’» (Kurtz 1998: 6). Σύντοµα, υπό το φόβο περαιτέρω εκδικητικών ενεργειών, ο ρεπόρτερ έλαβε αποκλειστική συνέντευξη του προέδρου Κλίντον για κάποιο άλλο θέµα.

Από την άλλη πλευρά, οι «πηγές» µπορούν να ανακαλέσουν

δηλώσεις ή να διαψεύσουν την εγκυρότητα ενός δηµοσιεύµατος, θίγοντας µε αυτόν τον τρόπο την αξιοπιστία ενός συγκεκριµένου ρεπόρτερ ή και του µέσου για το οποίο αυτός ή αυτή εργάζεται. Εάν ο ρεπόρτερ συνεχίσει να είναι ενοχλητικός, µπορεί να του αφαιρεθεί ακόµη και η ευκαιρία να θέτει ερωτήσεις. Παραδείγµατος χάριν, ο Λάρι Σπικς, εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου επί Ρέηγκαν, «…συνήθιζε να καταγγέλει τους ρεπόρτερ που τον επέκριναν ή του έκαναν επιθετικές ερωτήσεις και τους απειλούσε ότι θα τους ‘έβγαζε από την πιάτσα’, εννοώντας ότι δεν θα τους ξαναµιλούσε» και µάλιστα έφτανε στο σηµείο να το κάνει αυτό δηµοσίως «για να τους ταπεινώσει µπροστά στους συναδέλφους τους». Έτσι, «ο Κρις Γουάλας, ανταποκριτής των NBC News ήταν ‘παγωµένος’ επί χρόνια» (Kovach και Rosenstiel 1999: 46).

Πράγµατι, τίποτα δεν µπορεί να είναι χειρότερο για έναν ρεπόρτερ

από το να του αποκλείσουν κάθε πρόσβαση σε κρίσιµες στιγµές – π.χ., όταν είναι

Page 6: The Reporter has a Dilemma

ξεκάθαρο ότι ο οργανισµός, η υπηρεσία ή η επιχείρηση που καλύπτει πρόκειται να πάρει µια µεγάλη απόφαση ή να κάνει κάποια σηµαντική ανακοίνωση µε µεγάλο δηµοσιογραφικό ενδιαφέρον. Ακόµη και ο αποκλεισµός ενός ρεπόρτερ από την πρόσβαση σε αυτούς που θα λάβουν τη σηµαντική απόφαση είναι ένα πολύ αποτελεσµατικό όπλο που οι εκπρόσωποι Τύπου µπορούν να χρησιµοποιούν. Η δυσαρέσκεια µπορεί επίσης να εκφραστεί και µε πιο ήπιους τρόπους, όπως όταν ο πρόεδρος Τζον Κένεντι ακύρωσε τη συνδροµή του στην εφηµερίδα New York Herald Tribune5 διαµαρτυρόµενος έµµεσα για τον τόνο των ρεπορτάζ της από τον Λευκό Οίκο (Kurtz 1998: xx).

Ανταγωνισµός και παιχνίδια πολλαπλών επιπέδων Η συλλογή ειδήσεων περιπλέκεται καθώς σπάνια αποτελεί

διαδικασία που διεκπεραιώνεται από δύο µόνο πρόσωπα: το ρεπόρτερ και την «πηγή» του. Στην πραγµατικότητα, ούτε ο ρεπόρτερ ούτε η «πηγή» του είναι µόνοι στην αρένα του ρεπορτάζ. Ο ρεπόρτερ βρίσκεται σε ανταγωνισµό µε τους άλλους ρεπόρτερς τόσο της ίδιας της εφηµερίδας του, όσο, βεβαίως, και των άλλων εφηµερίδων. Οι «πηγές» µπορούν µάλιστα να επιλέξουν ανάµεσα στους διαφορετικούς ρεπόρτερς εκµεταλλευόµενες τον µεταξύ τους ανταγωνισµό και αξιοποιώντας τους φρενήρεις ρυθµούς του 24ωρου κύκλου ειδήσεων µε τρόπο ώστε να τους εξαναγκάσουν να γίνουν υποχωρητικοί υπό την πίεση του χρόνου (βλ. Watkins 1998). Αν ένας δηµοσιογράφος γνωρίζει ότι ένας συνάδελφος καλύπτει το ίδιο θέµα, µπορεί να αµβλύνει τον επιθετικό τόνο των ερωτήσεών του ή και να συµβιβαστεί λαµβάνοντας περιορισµένη πληροφόρηση, ακόµη και «οφ δε ρέκορντ». Μια τέτοια αντίληψη καθιστά σαφώς τον ρεπόρτερ διαπραγµατευτικά ευάλωτο και έχει ως αποτέλεσµα το πέρασµα της «γραµµής» (spin) της πηγής του.

Ο ανταγωνισµός µπορεί να περιορίσει σηµαντικά τις εναλλακτικές

επιλογές του ρεπόρτερ. Ο Kurtz (1998: 206-207) αναφέρει ένα περιστατικό του Απριλίου του 1996, όταν το επιτελείο του Λευκού Οίκου είχε υποσχεθεί να «διαρρεύσει» το περιεχόµενο µιας οµιλίας του Κλίντον για το AIDS, βάζοντας την Άλισον Μίτσελ των New York Times και τον Τζον Χάρις της Washington Post σε ανταγωνισµό µεταξύ τους, προκειµένου να εξασφαλίσουν ευνοϊκή πρωτοσέλιδη κάλυψη του γεγονότος. Τέτοιες τακτικές «διαίρει και βασίλευε» χρησιµοποιούνται όταν οι «πηγές» έχουν απέναντί τους περισσότερους ρεπόρτερς. Πάντως, αν λειτουργήσουν συλλογικά, οι ρεπόρτερς µπορούν να αξιοποιήσουν την αριθµητική τους δύναµη. Σε µια συνέντευξη Τύπου, οι ρεπόρτερς µπορούν να κάνουν από µία ερώτηση, αλλά αν επιµείνουν όλοι στο ίδιο θέµα, καθένας πηγαίνοντας ένα βήµα µπροστά το ερώτηµα του προηγούµενου, τότε ο εκπρόσωπος πολύ δύσκολα θα ξεφύγει.

Αυτού του είδους η αλληλεγγύη είναι σηµαντική για τη συλλογή των

ειδήσεων. Στην εποχή της «µεικτής κουλτούρας των µέσων» (Kovach και Rosenstiel 1999) η έντυπη δηµοσιογραφία, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και οι δηµοσιογράφοι του ∆ιαδικτύου βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισµό για τα ίδια θέµατα. Όµως οι διαφορετικοί οργανισµοί και µέσα δεν έχουν τις ίδιες δεοντολογικές αρχές. Οι ρεπόρτερς των εντύπων, σε γενικές γραµµές, επιµένουν ακόµα υπερηφάνως στη δηµοσιογραφία των «γεγονότων», ενώ τα τηλεοπτικά talk shows ή ακόµα και κάποια

5 Η εφηµερίδα αυτή δεν εκδίδεται πλέον στις ΗΠΑ.

Page 7: The Reporter has a Dilemma

δελτία ειδήσεων, χωρίς να αναφέρει κανείς τα on-line έντυπα του ∆ιαδικτύου, επιδίδονται όλο και περισσότερο σε ένα είδος δηµοσιογραφίας «ισχυρισµών», που εξαρτάται λιγότερο από την εξακρίβωση πραγµατικών περιστατικών και περισσότερο από τη διατύπωση προκλητικών απόψεων, λειτουργώντας µε την «ταχύτητα του φωτός». Συνεπώς, διαφορετικά µέσα έχουν διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά µε το τι είδους θέµατα ή περιεχόµενο εν γένει έχει δηµοσιογραφική αξία _ δηλαδή είναι µεταδόσιµο ή δηµοσιεύσιµο.

Αυτές οι διακρίσεις µπορούν να είναι καθοριστικές για το «πώς θα

παίξει» αρχικά ένα µεγάλο θέµα. Το περιοδικό Newsweek, π.χ., αν και είχε την είδηση, προσπάθησε να κερδίσει χρόνο σχετικά µε την υπόθεση Λιουίνσκι στις αρχές του 1998, αναζητώντας πιο πολλά στοιχεία που να τεκµηριώνουν το ρεπορτάζ. Όµως ο Ματ Ντρατζ, δηµοσιογράφος του ∆ιαδικτύου, δεν είχε καθόλου αναστολές προκειµένου να παρουσιάσει την ιστορία on-line στην παραπολιτική ιστοσελίδα του, ενώ η ακρίβειά της δεν ήταν ακόµη επιβεβαιωµένη, αφήνοντας πίσω τον ρεπόρτερ του Newsweek Μάικλ Ίζικοφ, που είχε πρώτος το θέµα χάρη στις ερευνητικές του προσπάθειες. Έτσι οι ρεπόρτερς, ανάλογα µε το µέσο στο οποίο εργάζονται, δεν ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις, γεγονός που επηρεάζει τη θέση τους, όταν παζαρεύουν µε τις «πηγές» τους. Η πίεση του ανταγωνισµού, ο φόβος π.χ. του δηµοσιογράφου ενός εντύπου, ότι ένα θέµα θα βγει πρόωρα «στον αέρα» στο ∆ιαδίκτυο ή σε ένα reality show της τηλεόρασης, συχνά τον αναγκάζει να υιοθετήσει ανώνυµους ισχυρισµούς – εξ ου και η διαρκώς αυξανόµενη δύναµη των «πηγών» - διακινδυνεύοντας την επαγγελµατική αξιοπιστία του. Πράγµατι, ένα από τα θύµατα της δηµοσιογραφικής κάλυψης του σκανδάλου Λουίνσκι ήταν ο προαναφερθείς κανόνας των «δύο ανωνύµων πηγών».

Η «µεικτή κουλτούρα των µέσων» έχει µια επιπλέον συστηµική

συνέπεια: µειώνει την αξία (και τη σχετική ισχύ) των παραδοσιακών έντυπων µέσων ως πρωταρχικών ειδησεογραφικών «πυλών» (gatekeepers). Στις µέρες µας ο όρος «µέσα» µπορεί να αναφέρεται σε ο,τιδήποτε από τις πιο σοβαρές ιστορικές εφηµερίδες µέχρι τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά και τις ιστοσελίδες του ∆ιαδικτύου. Για κάθε αναγνωρισµένο, «έγκυρο» ρεπόρτερ υπάρχει και ένας «τελάλης της Νέας Εποχής», όπως το περιοδικό για θέµατα επικοινωνίας Brill’s Content χαρακτηρίζει τον Ματ Ντράτζ. Όπως λέει ο στίχος του ποιητή W.B. Yeats «…το κέντρο δεν αντέχει», εξ ου και η διαχείριση των ΜΜΕ από τις «πηγές» γίνεται στις µέρες µας όλο και πιο δύσκολη, ιδιαίτερα για αυτούς που καλύπτονται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό που δεν θα δηµοσιεύσει µια σοβαρή εφηµερίδα, δεν αποκλείεται καθόλου να το παρουσιάσει ένα reality show της τηλεόρασης.

Στο µεταξύ το κοινό ασχολείται όλο και λιγότερο µε το «ποιος

αποκάλυψε την είδηση πρώτος». Συχνά η δηµοσιοποίηση ενός θέµατος από ένα, ακόµη και περιφερειακό, ΜΜΕ, υποχρεώνει και τα άλλα να ακολουθήσουν, ενίοτε αναπαράγοντας απλώς ό,τι γράφεται ή λέγεται. Προφανώς, αυτό το αποφασίζουν οι διευθυντές. Σε µια τέτοια περίπτωση, το ρεπορτάζ από πρωτογενές γίνεται δευτερογενές, αφού ένα ΜΜΕ καταγράφει αυτό που παρουσιάζουν τα άλλα ΜΜΕ. Η τακτική αυτή υιοθετήθηκε από τις σοβαρές λονδρέζικες εφηµερίδες στην κάλυψη της Πριγκίπισσας Νταιάνας. Απέφευγαν να έχουν δικό τους ρεπορτάζ, αλλά δηµοσίευαν ένα ρεπορτάζ για το τι έγραφαν τα φθηνά, λαϊκά tabloids. Πλέον όταν «σκάει ένα µεγάλο θέµα», ο κάθε ρεπόρτερ βασίζεται όλο και λιγότερο στις πηγές του και απλώς τρέχει να προλάβει τους συναδέλφους του. Κλείνοντας τον κύκλο µε διαστροφικό

Page 8: The Reporter has a Dilemma

σχεδόν τρόπο, η «µεικτή κουλτούρα των µέσων» τείνει να ακυρώσει τις βλαβερές συνέπειες του ανταγωνισµού, αφού οι ρεπόρτερς αποενοχοποιούνται και αισθάνονται ελεύθεροι να δηµοσιεύσουν κάτι, εφόσον αυτό έχει δηµοσιοποιηθεί σε κάποιο άλλο µέσο _ εφόσον δηλαδή η πληροφορία υπάρχει «κάπου εκεί έξω».

Ούτως ή άλλως, τα πράγµατα δεν είναι εύκολα και για τις «πηγές» που

βρίσκονται συχνά και αυτές σε ανταγωνισµό µεταξύ τους. Πολύ σπάνια ένας αξιωµατούχος, στέλεχος ή και απλός υπάλληλος ενός οργανισµού κατέχει µόνο αυτός µια πληροφορία. Στην πραγµατικότητα, σε κάθε οργανισµό, δηµόσιο ή ιδιωτικό, περισσότεροι παίκτες έχουν πρόσβαση στην ίδια πληροφορία. Αυτοί οι παίκτες συχνά βρίσκονται σε σύγκρουση λόγω διαφορετικών συµφερόντων ή και προσωπικών αξιών. Οι επαφές τους µε τους δηµοσιογράφους δεν µπορούν να επιτηρηθούν ή να ελεγχθούν αποτελεσµατικά. Ακόµη και ο Λευκός Οίκος του Νίξον, όπου τα τηλέφωνα παρακολουθούνταν, δεν µπορούσε να εντοπίσει τους «διαρροείς». Σε κανέναν οργανισµό δεν υπάρχει απόλυτη «σύµπνοια απόψεων». Επιπλεόν, η δυνατότητα να διαρρεύσει κανείς πληροφορίες «ανεπισήµως», σε λογική «µπαγκράουντ» ή «οφ δε ρέκορντ» ή ακόµη και να διοχετεύσει µε τρόπο µυστικό κρίσιµα έγγραφα σε έναν ρεπόρτερ, καθιστά σχεδόν αδύνατη την αποκάλυψη της ταυτότητας µιας «ανώνυµης πηγής» ακόµη και αφού τα ρεπορτάζ έχουν δηµοσιευθεί. Εφηµερίδες, τηλεοπτικοί σταθµοί και ιστοσελίδες µπορεί να έχουν µεταξύ τους διαφορές, συµπίπτουν όµως στο ότι περιφρουρούν µε ζήλο τα ονόµατα των «πηγών» τους. Η πληροφορία µπορεί να «διαρρεύσει» ακόµη και προκαταβολικά, από παίκτες που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο και επιζητούν να επηρεάσουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων «από έξω».

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών αξιωµατούχοι του

αµερικανικού δηµόσιου τοµέα φέρουν την ευθύνη για τη δηµοσιοποίηση µεγάλων θεµάτων όπως τα απόρρητα έγγραφα του αµερικανικού Πενταγώνου για το Βιετνάµ, που δηµοσιεύθηκαν το 1971 από τους New York Times, ή το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, που αποκαλύφθηκε το 1972-74 από τη Washington Post και ουσιαστικά οδήγησε στην πτώση του Ρίτσαρντ Νίξον. Στην πρώτη περίπτωση, το βασικό ρόλο για την αποκάλυψη της πληροφορίας έπαιξε ο Ντάνιελ Έλσµπεργκ. Στη δεύτερη περίπτωση, η βασική πηγή, γνωστή ως «Βαθύ Λαρύγγι», ήταν ένα στέλεχος της αµερικανικής εκτελεστικής εξουσίας και διατηρεί την ανωνυµία του µέχρι σήµερα.

Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ αποτελεί µια ενδιαφέρουσα εικονογράφηση

της δυναµικής του ανταγωνισµού τόσο µεταξύ των ρεπόρτερς όσο και µεταξύ των «πηγών». Όχι µόνο το «Βαθύ Λαρύγγι» ήταν δυσαρεστηµένο µε τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Νίξον, αλλά και οι δύο δηµοσιογράφοι που αποκάλυψαν το θεµα, οι Μποµπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπερνστάιν, ήταν συντάκτες του ελεύθερου ρεπορτάζ που βρίσκονταν χαµηλά στην ιεραρχία της εφηµερίδας και όχι πολιτικοί συντάκτες. Σε αντίθεση µε τους ρεπόρτερς που ήταν διαπιστευµένοι στο Λευκό Οίκο (συµπεριλαµβανοµένων και των συναδέλφων τους στην εφηµερίδα) οι δύο δηµοσιογράφοι είχαν τη δυνατότητα να δράσουν χωρίς περιορισµούς. Λόγω της έλλειψης κάποιας στενής σχέσης µε το Λευκό Οίκο, ήταν ελεύθεροι να συγκεντρώσουν τις δυνάµεις τους στο να έχουν µια µεγάλη δηµοσιογραφική επιτυχία, ένα πραγµατικό «λαυράκι», χωρίς να τους ενδιαφέρει πώς αυτό θα επηρεάσει τη σχέση τους µε τις «πηγές» τους. Πολύ απλά, µη όντας πολιτικοί συντάκτες δεν είχαν καθόλου «πηγές» στο Λευκό Οίκο.

Page 9: The Reporter has a Dilemma

Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ εικονογραφεί επίσης και τη διάσταση των

δύο επιπέδων στη συλλογή των ειδήσεων. Ο Λευκός Οίκος µπορεί να µην είχε καµιά άµεση εξουσία πάνω στους δύο ρεπόρτερς, αλλά η κυβέρνηση Νίξον ήταν αµείλικτη στις προσπάθειές της να πλήξει την Post (αποκλείοντας την πρόσβαση σε όλους τους ρεπόρτερς της, κοινώς «παγώνοντάς» τους) και την εκδότριά της Κάθριν Γκράχαµ (που «αισθάνθηκε πολιορκηµένη»), φθάνοντας µάλιστα σε σηµείο να ανακαλέσει τις άδειες τηλεοπτικών καναλιών στη Φλώριδα που ανήκαν στην ιδιοκτήτρια εταιρεία της εφηµερίδας. Τα στελέχη του Νίξον απευθύνθηκαν µάλιστα άµεσα στον ιδιοκτήτη του τηλεοπτικού καναλιού CBS Μπιλ Πέιλι, προσπερνώντας το τµήµα ειδήσεων, όταν το δίκτυο αποφάσισε να βγάλει στον αέρα ένα θέµα για το Γουότεργκεϊτ (Graham 1997: 468-478) που επιβεβαίωνε τα δηµοσιεύµατα της Post.

Η συλλογή ειδήσεων δεν περιορίζεται στη συνεχή διαπραγµάτευση

ανάµεσα στους ρεπόρτερς και τις «πηγές» τους. Καµιά πλευρά δεν είναι µονολιθική. Οι ρεπόρτερ δίνουν λόγο στους αρχισυντάκτες τους, ενίοτε δε και στους διευθυντές τους, τους οποίους πρέπει συχνά να πείσουν ότι βρίσκονται στα ίχνη ενός «καλού θέµατος» και µετά να διαπραγµατευτούν για τη θέση του στην ύλη της εφηµερίδας (πρωτοσέλιδο ή µια αναφορά βαθειά µέσα στο φύλλο). Η σχέση ανάµεσα στο ρεπόρτερ και τον αρχισυντάκτη του είναι συχνά µια διαπραγµάτευση από µόνη της. Ο Kurtz (1998: 222) αναφέρει πώς ο ρεπόρτερ Τζεφ Γκέρθ «έχασε κάποια από τα πρώτα θέµατα του σχετικά µε το σκάνδαλο Γουαϊτγουότερ, που βάρυνε τους Κλίντον, εξαιτίας ενός άτολµου και διστακτικού αρχισυντάκτη των [New York] Times κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του 1992». Με τη σειρά τους οι αρχισυντάκτες υπάγονται στο διευθυντή και στη συνέχεια στον εκδότη, που εκτιµά την απόδοσή τους και εγκρίνει ή αποδοκιµάζει (ρητά ή σιωπηρά) τις επιλογές τους.

Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ αποτελεί κλασικό παράδειγµα των

πολυεπίπεδων εσωτερικών διασυνδέσεων στην ιεραρχία των ΜΜΕ. Οι Γούντγουορντ και Μπερνστάιν στην προσπάθειά τους να δηµοσιοποιήσουν την όλη ιστορία έπρεπε να εξασφαλίσουν µε τη σειρά την υποστήριξη των υπεύθυνων του Ελεύθερου και του Μητροπολιτικού ρεπορτάζ, του αρχισυντάκτη και τελικά του διευθυντή της Post (οι κκ. Μπάρι Σάσµαν, Χάρι Μ.Ρόζενφελντ, Χάουαρντ Σάϊµονς και Μπεν Μπράντλι αντιστοίχως).

Ανάλογες ιεραρχίες χαρακτηρίζουν και τους δηµόσιους ή ιδιωτικούς

οργανισµούς που καλύπτονται από τα ΜΜΕ. Τα στελέχη των γραφείων Τύπου ή οι υπεύθυνοι δηµοσίων σχέσεων αποτελούν τη βιτρίνα αυτών που αντιπροσωπεύουν και αναλαµβάνουν να διαχειριστούν, ως «πρώτη γραµµή άµυνας», τις ερωτήσεις και έρευνες των δηµοσιογράφων. Τα πρόσωπα αυτά ελέγχουν τη ροή της πληροφορίας και την άµεση πρόσβαση (µε τη µορφή ενηµέρωσης ή συνεντεύξεων) σε αυτούς που αντιπροσωπεύουν. Η βασική επαγγελµατική τους έγνοια είναι να εξασφαλίσουν την εγκυρότητα και ακρίβεια των πληροφοριών που παρέχουν στο κοινό προκειµένου να διατηρήσουν την επαγγελµατική τους αξιοπιστία. Έτσι εξαρτώνται σε µεγάλο βαθµό από την ειλικρίνεια αυτών που εκπροσωπούν και οι σχέσεις ανάµεσά τους είναι συχνά επίπονες. (Μια γραφική αναπαράσταση κάποιων από τις εξωτερικές και εσωτερικές σχέσεις των παικτών που βρίσκονται και από τις δύο πλευρές της διαδικασίας συλλογής ειδήσεων αναπαρίσταται στον Πίνακα 1).

Page 10: The Reporter has a Dilemma

Πίνακας 1

Ανταγωνισµός και Μοντέλα Ιεραρχίας

ΜΜΕ Α

ΜΜΕ Β

∆ιευθυντής Α ∆ιευθυντής Β

Αρχισυντάκτης Α Αρχισυντάκτης Β Ρεπόρτερ Α1 Ρεπόρτερ Α2 Ρεπόρτερ Β1

Ρεπόρτερ Β2

Εκπρόσωπος Τύπου Αξιωµατούχος 1 Αξιωµατούχος 2 («διαρροεύς»)

∆ιοικητής

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ Που καλύπτεται από τα ΜΜΕ

Σε αυτό το γράφηµα οι Οµάδες Α και Β καλύπτουν έναν οργανισµό. Και στις δύο περιπτώσεις οι Ρεπόρτερς υπάγονται στους Αρχισυντάκτες και το ∆ιευθυντή. Όλοι οι αντίπαλοι ρεπόρτερ έχουν πρόσβαση στο γραφείο Τύπου µε εξαίρεση τον Ρεπόρτερ Β2, ο οποίος έχει αποκλειστεί γιατί υπάρχουν υποψίες ότι λαµβάνει ανεπίσηµες πληροφορίες από άλλες πηγές. Πράγµατι, έχει επαφή µε τον Αξιωµατούχο 2, που επιδίδεται καθ’έξιν σε «διαρροές» γιατί οι αξίες του/της βρίσκονται σε σύγκρουση µε την πολιτική του οργανισµού. Ο Ρεπόρτερ Α1 βρίσκεται σε επαφή µε τον Αξιωµατούχο 1 αλλά η «ανεπίσηµη» πληροφορία που λαµβάνει δεν βλάπτει τον οργανισµό. Στην πραγµατικότητα, ο Αξιωµατούχος 1 παρέχει στον Ρεπόρτερ Α1 κατά καιρούς διάφορες «καλές ειδήσεις», κάτι που το γραφείο Τύπου δεν µπορεί να κάνει φανερά, εφόσον πρέπει να ακολουθεί την ίδια τακτική για όλους τους ρεπόρτερς. Ο ∆ιευθυντής του οργανισµού έχει καταφέρει να «βραχυκυκλώσει» τους Ρεπόρτερς Α1 και Α2 καλλιεργώντας επαφή µε τον ∆ιευθυντή Α, εξηγώντας του εκ των προτέρων την τακτική αυτή του οργανισµού και κερδίζοντας έτσι τη συµπάθειά του. ∆εν έχει όµως κάποια τέτοια σχέση και µε το ∆ιευθυντή Β.

Page 11: The Reporter has a Dilemma

Οι εκπρόσωποι Τύπου του Λευκού Οίκου έρχονται σε δύσκολη θέση, εάν συλληφθούν να παραπλανούν τα ΜΜΕ. Ο Ρον Ζίγκλερ, εκπρόσωπος του Νίξον, ο οποίος κάποτε περιέγραψε την υπόθεση Γουότεργκεϊτ ως «απλή διάρρηξη», αποτελεί ίσως το πλέον διάσηµο παράδειγµα της παραπλάνησης αυτού του είδους (σκόπιµης ή µη), αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα. Πολλοί γραµµατείς τύπου έχουν παραπονεθεί ή και παραιτηθεί (όπως έκανε ο βασικός εκπρόσωπος του Προέδρου Τζέραλντ Φορντ, Τζέραλντ βαν τερ Χορστ, επειδή δεν ενηµερώθηκε για την απόφασή του να δώσει αµνηστία στον Ρίτσαρντ Νίξον), όταν έχουν βρεθεί να παραπλανούν τα ΜΜΕ εν αγνοία τους.

Καθώς το πέρασµα της «γραµµής» γίνεται µε τρόπο όλο και πιο

εκλεπτυσµένο τα τελευταία χρόνια, οι εκπρόσωποι Τύπου µπορεί να αποφύγουν να ενηµερωθούν πάνω σε ευαίσθητα θέµατα για να µπορέσουν αργότερα να δηλώσουν την άγνοιά τους µε απόλυτη ειλικρίνεια και να αποφύγουν να πουν ψέµατα στον Τύπο – µια τακτική που χρησιµοποιήθηκε πολύ από τον εκπρόσωπο του Κλίντον, Μάικ Μακάρι, όταν το σκάνδαλο Λιουίνσκι δηµοσιοποιήθηκε στις αρχές του 1998.

Οι εκπρόσωποι Τύπου µπορούν να εκµεταλλευθούν την ιεραρχία

ανάµεσα στους ρεπόρτερ, τους αρχισυντάκτες, το διευθυντή ή ακόµη και τον εκδότη απευθυνόµενοι στον επόµενο κρίκο της πυραµίδας και «βάζοντας χαλινάρι» στον ερευνητικό ζήλο των ρεπόρτερς. Οι αρχισυντάκτες µπορεί συχνά να λάβουν τηλεφωνήµατα από αξιωµατούχους που παραπονούνται σχετικά µε την κάλυψη ενός θέµατος που τους αφορά. Οι περισσότεροι τείνουν να «ακούν ευγενικά και να µην κάνουν τίποτα», όπως αναφέρει ο διευθυντής του πολιτικού τµήµατος µιας εφηµερίδας στην Ουάσιγκτον.

Ωστόσο, το γραφείο Τύπου µπορεί συχνά να δρα προληπτικά,

αναζητώντας τους αρχισυντάκτες και προσκαλώντας τους για µια «ανεπίσηµη ενηµέρωση» προκειµένου να δοκιµάσει την τύχη του στη διαµόρφωση των απόψεών τους. Με αυτόν τον τρόπο το γραφείο Τύπου επιχειρεί να επηρεάσει τους αρχισυντάκτες και την αντίληψή τους σχετικά µε διάφορα θέµατα ή ειδήσεις. Ο στόχος τέτοιων συναντήσεων είναι η εξισορρόπηση των πιθανών αρνητικών επιπτώσεων από τα λεγόµενα των ρεπόρτερς που συχνά φέρονται σαν «τα µάτια και τα αυτιά» των ανώτερών τους _ και τελικά του αναγνωστικού κοινού. Σε αυτήν την περίπτωση οι αρχισυντάκτες προσέρχονται στις σχετικές συσκέψεις µε τους ρεπόρτερς προκατειληµµένοι και δεν βασίζονται ολοκληρωτικά στις απόψεις των υφισταµένων τους. Βέβαια, η ιεραρχία αυτή λειτουρχεί αµφίδροµα. Αφοσιωµένος στις ανάγκες µιας καθηµερινής έκδοσης ένας αρχισυντάκτης µπορεί να µην έχει χρόνο για επαφές µε τους αξιωµατούχους.

Στην πραγµατικότητα, ο αρχισυντάκτης, εάν δεν είναι το είδος του

ανθρώπου που είναι επιρρεπής σε κολακείες, συχνά αποδεικνύεται ο πλέον ισχυρός σύµµαχος του ρεπόρτερ στο πολυεπίπεδο διαπραγµατευτικό παιχνίδι της συλλογής των ειδήσεων. Ο Kurtz (1998: 280) αναφέρει πώς ο ∆ιευθυντής του Γραφείου της Ουάσιγκτον των New York Times Μάικλ Ορέσκης πήγε να συναντήσει τον πρόεδρο Κλίντον για µια ανεπίσηµη συζήτηση, έχοντας «…προειδοποιηθεί ότι ο Μεγάλος είχε απέχθεια για τους New York Times και ότι θα του δυσκόλευε τη ζωή». Όταν µπήκε στο Οβάλ Γραφείο ο Ορέσκης είπε χωρίς περιστροφές στον πρόεδρο Κλίντον ότι «…δεν αφιέρωνε πολύ χρόνο για να µιλά στους δηµοσιογράφους σε σχέση µε τους προκατόχους του και ότι το µεγαλύτερο πρόβληµα των ρεπόρτερ των Times ήταν η

Page 12: The Reporter has a Dilemma

αδυναµία τους να επικοινωνήσουν µαζί του. Περίµενε να ακούσει τον Κλίντον να απαρριθµεί τα αµαρτήµατα της εφηµερίδας και στη συνέχεια ήλπιζε να πετύχει µια συµφωνία τακτικής: ασχολήσου µε τις πολιτικές µου προτεραιότητες και ίσως να κερδίσεις περισσότερη πρόσβαση. Άλλωστε µε αυτόν τον τρόπο λειτουργούσαν όλοι οι πολιτικοί. Όµως ο Κλίντον κοίταξε τον Ορέσκης στα µάτια. ‘Ξέρεις, έχεις δίκιο’, του είπε…Μετά από µέρες ο Κλίντον δέχθηκε να συναντήσει τους ρεπόρτερς των Times για µια ανεπίσηµη ενηµέρωση». Ο Ορέσκης µπορεί να αποδείχτηκε αποτελεσµατικός διαπραγµατευτής, αλλά η λέξη «πρόσβαση» είναι αυτό που κάποιος θα έπρεπε να κρατήσει στο µυαλό του από αυτήν τη σύντοµη αφήγηση για τα όσα διαδραµατίζονται στα παρασκήνια.

Η Πρόσβαση και το ∆ίληµµα του Ρεπόρτερ Στο κλασικό δίληµµα του διαπραγµατευτή (Lax και Sebenius 1986:

38-39) οι παίκτες έχουν τις ακόλουθες επιλογές: εάν κάποιος από αυτούς ενεργήσει «φιλικά», δηλαδή µε καλή πίστη, και ανοίξει τα χαρτιά του αποκαλύπτοντας το πραγµατικό του συµφέρον (η προσέγγιση «win-win»), η άλλη πλευρά µπορεί να φερθεί «εχθρικά» και να επιχειρήσει να µεγιστοποιήσει τα οφέλη της («win-lose» προσέγγιση) χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες εις βάρος του τίµιου διαπραγµατευτή6. Το ενδεχόµενο αυτό εξηγεί γιατί παραδοσιακά οι διαπραγµατευτές, για λόγους αυτοπροστασίας, κρατούν τα χαρτιά τους κλειστά, δεν αποκαλύπτουν τα πραγµατικά τους συµφέροντα, και καταλήγουν σε µια µέτρια συµφωνία που αφήνει πολλή χαµένη αξία στο τραπέζι. Μακάρι να µπορούσαν να εµπιστευτούν ο ένας τον άλλο για να υιοθετήσουν µια προσέγγιση που θα ωφελούσε όλους. Αυτό θα τους επέτρεπε να επιτύχουν την καλύτερη δυνατή συµφωνία σε σχέση µε τις συνθήκες, ένα αποτέλεσµα θετικό και για τις δύο πλευρές. Το δίληµµα του διαπραγµατευτή πηγάζει από την άγνοιά του σχετικά µε τα κίνητρα του άλλου και κυρίως την έλλειψη

6 Παράδειγµα: Ο πωλητής ενός σπιτιού εξηγεί στον αγοραστή ότι ενώ η τιµή στην µικρή αγγελία είναι 50 εκατ. δρχ. αυτός υπολογίζει ότι η πραγµατική του αξία είναι 40 εκατ. δρχ. διότι έχει προβλήµατα στα υδραυλικά και θα χρειαστεί επισκευές. Ο πώλητης «φούσκωσε» την τιµή υπολογίζοντας ότι οι αγοραστές θα κάνουν παζάρι και θα κατάλήξει σε συµφωνία για µια τιµή γύρω στα 45 εκατ. Στην περίπτωση αυτή, ένας κακόπιστος αγοραστής µπορεί να προτείνει 40 εκατ. δρχ., εκµεταλλευόµενος την ειλικρίνεια του πωλητή. Αν ο τελευταίος επείγεται να πουλήσει το σπίτι γιατί χρειάζεται τα χρήµατα και δεν έχει άλλους αγοραστές, θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Αν πάλι δεν επείγεται, απλώς θα περιµένει µέχρι να απαντήσει κάποιος άλλος στην αγγελία. Στην περίπτωση αυτή η διαπραγµάτευση µε τον κακόπιστο αγοραστεί θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Ενας καλόπιστος πωλητής µπορεί να «κλείσει» το σπίτι για 45 εκατ. δρχ.που είναι µια καλή συµφωνία, δεδοµένου ότι η αρχική τιµή ήταν υψηλότερη κατά 5 εκατ. και να αξιοποιήσει τις πληροφορίες του πωλητή για τα υδραυλικά. Άλλο παράδειγµα: Ο Πέτρος και ο Παύλος είναι αδέρφια και πρέπει να µοιράσουν δύο µήλα και δύο πορτοκάλια που βρίσκονται στο τραπέζι. Η δίκαιη µοιρασιά είναι να πάρουν από ένα πορτοκάλι και ένα µήλο ο καθένας. Όµως ο Πέτρος διψάει και θέλει να στύψει τα πορτοκάλια, ενώ ο Παύλος πεινάει και θέλει να φάει τα µήλα. Αν ο Πέτρος βάλει στην άκρη τον εγωισµό του και παραδεχθεί ότι διψάει, ο δε Παύλος συµπεριφερθεί µε ανάλογη ειλικρίνεια, τότε θα καταλήξουν σε µια µοιρασία που θα ικανοποιήσει απόλυτα και τους δύο, αφού ο ένας θέλει µόνο τα πορτοκάλια και ο άλλος µόνο τα δύο µήλα. Αν όµως ο Παύλος είναι κακόπιστος, θα επιµείνει στη λογική µισά-µισά, οπότε θα φάει ένα µήλο και ένα πορτοκάλι, ενώ τελικά θα φάει και το άλλο µήλο, αφού ο Πέτρος δεν θα µπορεί να το στύψει, άρα θα µείνει, ούτως ή άλλως, στο τραπέζι. Ο Πέτρος έχει δύο επιλογές: να ποντάρει στην καλή συµπεριφορά του Παύλου ή να προσπαθήσει, µε παραπλανητικό τρόπο, να τον πείσει να κάνουν τη µοιρασιά σε είδος _ πορτοκάλια ο ένας, µήλα ο άλλος. Αν ούτε αυτό πετύχει, θα στύψει λιγότερο χυµό, αλλά θα του µείνει το µήλο στην τσέπη και θα έχει την ικανοποίηση (εφόσον είναι τέτοιος χαρακτήρας) ότι δεν το έφαγε ο Παύλος.

Page 13: The Reporter has a Dilemma

εµπιστοσύνης προς τον άλλο συναλλασσόµενο – ακριβώς όπως και το κλασικό δίληµµα του κρατούµενου, επάνω στο οποίο άλλωστε βασίζεται7.

∆ιατηρώντας αυτό το µοντέλο στο µυαλό σας, υπολογίστε τα

προβλήµατα και τις επιλογές που αντιµετωπίζουν οι ρεπόρτερ σε καθηµερινή βάση. Ένας ρεπόρτερ που καλύπτει έναν οργανισµό µπορεί να φερθεί µε «φιλικό» τρόπο, δηλαδή να βασιστεί στους εκπροσώπους Τύπου για πληροφόρηση, ελπίζοντας στη συνεργασία τους. Οι εκπρόσωποι θα ανταµείψουν το ρεπόρτερ µε µια σταθερή ροή πληροφόρησης, που –αν και ουσιαστικά άχρωµη - θα δώσει στον ρεπόρτερ τη δυνατότητα «να βγάλει το ψωµί του». Αν όµως, από την άλλη πλευρά, οι εκπρόσωποι φερθούν «εχθρικά» και προσπαθήσουν να επωφεληθούν προµηθεύοντας τον ρεπόρτερ µόνο µε πληροφορίες που τους ευνοούν, δηλαδή περνούν τη «γραµµή» τους, τότε ο ρεπόρτερ θα φέρει το στίγµα του «γραµµιτζή» ή του «φερέφωνου» και η επαγγελµατική αξιοπιστία του θα δεχθεί πλήγµα. Εν κατακλείδι, και στις δύο εκδοχες, το αποτέλεσµα είναι η µετριότητα.

Ο ρεπόρτερ µπορεί να κινηθεί «εχθρικά» και να επιδιώξει να

επωφεληθεί από την κατάσταση, εντοπίζοντας άλλους παίκτες στον οργανισµό που καλύπτει, τα αντικρουόµενα συµφέροντα και οι προσωπικές ατζέντες των οποίων πιθανόν να τους δηµιουργήσουν το κίνητρο να «διαρρεύσουν» πληροφόρηση που θα «βγάλει λαυράκι». Αυτή η διαδικασία είναι επικίνδυνη και οι αυθεντικοι (και ειλικρινείς) «διαρροείς» είναι σπάνιοι. Πράγµατι, το να κυνηγάει κανείς «λαυράκι» είναι παρακινδυνευµένο, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσµα. Αν η προσπάθεια δεν επιτύχει και οι εκπρόσωποι Τύπου του οργανισµού το ανακαλύψουν, θα «παγώσουν» τον ρεπόρτερ από οποιαδήποτε µελλοντική πληροφόρηση. Αν η προσπάθεια επιτύχει, το «λαυράκι» του ρεπόρτερ θα είναι ο «εφιάλτης κάθε δηµοσιοσχεσίτη», ο δε ρεπόρτερ µπορεί να έχει δρέψει δάφνες, αλλά θα βρεθεί και πάλι «παγωµένος».

Αυτή η ανάλυση οδηγεί σε δύο συµπεράσµατα: αν ο ρεπόρτερ είναι

συνεργάσιµος στη διαδικασία της συλλογής ειδήσεων, θέλοντας να βγουν και οι δύο πλευρές κερδισµένες, κινδυνεύει να έχει µέτρια αποτελέσµατα, όποια κι αν είναι η αντίδραση του εκπροσώπου του οργανισµού. Από την άλλη πλευρά, η στρατηγική του προσωπικού οφέλους έχει υψηλό ρίσκο, καθώς η φύση της συλλογής ειδήσεων _ δηλαδή η διάρκεια της σχέσης _ επιτρέπει την αντεκδίκηση, ανεξαρτήτως του αν ο ρεπόρτερ βγάλει «λαυράκι» ή όχι. Στην πραγµατικότητα η ανταπόδοση µε τη µορφή του αποκλεισµού από κάθε πληροφόρηση µπορεί να εκµηδενήσει την ευφορία της «µεγάλης δηµοσιογραφικής επιτυχίας». Με αυτούς τους όρους η εικονογράφηση του «διλήµµατος του ρεπόρτερ» (Πίνακας 2) είναι µια δυσάρεστη διαδικασία, που

7 Η αστυνοµία συλλαµβάνει δύο πρόσωπα µε την κατηγορία του ίδιου εγκλήµατος. Οι κρατούµενοι οδηγούνται σε διαφορετικά κελιά και δεν έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν µεταξύ τους. Σε λίγο τους επισκέπεται χωριστά ο ανακριτής και λέει στον καθένα τα εξής: «Αν οµολογήσετε και οι δύο θα τιµωρηθείτε αµφότεροι µε φυλάκιση τεσσάρων ετών. Αν κανείς από τους δύο δεν οµολογήσει και η αστυνοµία καταφέρει να αποδώσει ένα µέρος ευθύνης σε εσάς, θα τιµωρηθείτε αµφότεροι µε φυλάκιση δύο ετών. Αν ένας από τους δύο οµολογήσει, ο άλλος όµως δεν οµολογήσει, τότε ο πρώτος θα κάνει συµφωνία µε την αστυνοµία να απαλλαγεί και θα φύγει ελεύθερος, ενώ ο άλλος θα τιµωρηθεί µε φυλάκιση πέντε ετών.» Η ιδανική επιλογή για τους κρατούµενους θα ήταν να µην οµολογήσει κανείς. Επειδή όµως δεν έχουν επικοινωνία (και κυρίως εµπιστοσύνη) µεταξύ τους καθένας φοβάται το ενδεχόµενο να «τα βρει» ο άλλος µε την αστυνοµία, να οµολογήσει και έτσι να βρεθεί για πέντε χρόνια στη φυλακή. Έτσι, για λόγους αυτοπροστασίας, οµολογούν και οι δύο και φυλακίζονται για τέσσερα χρόνια. Η επιλογή αυτή «αφήνει αξία» στο τραπέζι _ δηλαδή τη δυνατότητα να αρνηθούν και οι δύο την ευθύνη τους για το έγκληµα και να υποστούν την µικρότερη ποινή.

Page 14: The Reporter has a Dilemma

εντείνεται από τη διαρκή ένταση ανάµεσα στην εφάπαξ συµφωνία και τη διαρκή σχέση των συµµετεχόντων.

Πίνακας 2

Πηγή Φιλική Εχθρική

∆ηµοσιότητα Θέµα

«Πέρασµα γραµµής» «Φερέφωνο»

«Εφιάλτης ∆ηµοσιοσχεσίτη» «Λαυράκι»

Μη δηµοσιότητα Έλλειψη θέµατος

Φιλικός

Ρεπόρτερ

Εχθρικός

Το «δίληµµα του ρεπόρτερ» σε γραφική αναπαράσταση. Ο ρεπόρτερ και η

«πηγή» µπορεί να δείξουν φιλική ή εχθρική συµπεριφορά, µε ανάλογες συνέπειες. Τα αποτελέσµατα που επιτυγχάνει η «πηγή» αναγράφονται µε πλάγια στη δεξιά µεριά των τετραγώνων, ενώ του ρεπόρτερ από την αριστερή µεριά, µε κανονικά στοιχεία Αν ο ρεπόρτερ επιδείξει φιλική διάθεση και η «πηγή» επίσης, τότε ο πρώτος έχει θέµα και η δεύτερη εξασφαλίζει δηµοσιότητα. Αν πάλι ο ρεπόρτερ είναι φιλικός και η «πηγή» εχθρική, δηλαδή του περάσει µόνο ευνοϊκές για την ίδια πληροφορίες, τότε ο πρώτος θα θεωρείται «φερέφωνο» και η δεύτερη θα επαίρεται για το επιτυχηµένο «πέρασµα» της γραµµής . Αν πάλι ο ρεπόρτερ είναι εχθρικός και η «πηγη» φιλική, τότε ο πρώτος θα βγάλει «λαυράκι» που θα είναι για την δεύτερη ο «εφιάλτης του δηµοσιοσχεσίτη». Αν πάλι ο ρεπόρτερ είναι εχθρικός και η «πηγή» επίσης, ο πρώτος θα µείνει χωρίς θέµα και η δεύτερη χωρίς δηµοσιότητα.

__________________________________________________________ Τί µπορεί να κάνει ένας ρεπόρτερ όταν αντιµετωπίζει ένα τέτοιο

δίληµµα; Η συλλογή ειδήσεων είναι µια συνεχής διαδικασία, που µοιάζει µε µια διαπραγµάτευση µε πολλούς γύρους. Εξετάζοντας το δίληµµα του διαπραγµατευτή σε

Page 15: The Reporter has a Dilemma

αυτό το πλαίσιο, ο Axelrod (1980 α, 1980β) πραγµατοποίησε πειράµατα, βαθµολογώντας δύο παίκτες οι οποίοι σε κάθε γύρο µπορούν να επιλέξουν, χωρίς προηγούµενη συνεννοήση µεταξύ τους, είτε να είναι «φιλικοί» και να συνεργαστούν (να δηµιουργήσουν αξία), είτε να είναι «εχθρικοί» και να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά (να οικειοποιηθούν αξία) εξασφαλίζοντας διαφορετική αµοιβή σε κάθε περίπτωση. Συνοψίζοντας τα πορίσµατα του Axelrod οι Lax και Sebenius (1986: 158) τονίζουν ότι οι στρατηγικές που είχαν το καλύτερο αποτέλεσµα και κέρδισαν τους περισσότερους πόντους «…ήταν ‘φιλικές’ [ως προς το ότι] οι παίκτες δεν λειτούργησαν πρώτοι ανταγωνιστικά ¨ ήταν ‘εκδικητικές’ ως προς το ότι τιµωρούσαν την ανταγωνιστική συµπεριφορά σε λογική “οφθαλµόν αντ’οφθαλµού”, τουλάχιστον στον επόµενο γύρo ¨ ήταν ‘επιεικείς’ ως προς το ότι αφού τιµωρούσαν την ανταγωνιστική συµπεριφορά, έδιναν στον αντίπαλο την ευκαιρία να επανάλαβει τη συνεργασία». Συµπερασµατικά, η «συνεργασία υπό όρους» είναι συνήθως η πιο αποτελεσµατική τακτική _ κοινώς «αν µου τη φέρεις, θα σου τη φέρω, αλλά, αν θες, µπορούµε να τα βρούµε».

Με τον ίδιο τρόπο ένας ρεπόρτερ µπορεί να είναι «φιλικός», αλλά και

εκδικητικός. Εάν του προσφερθεί ουδέτερη πληροφόρηση ή «γραµµιτζίδικες» ειδήσεις που ευνοούν αποκλειστικά τον οργανισµό, ο ρεπόρτερ µπορεί να αρχίσει να πιέζει, κυνηγώντας «λαυράκι». Η πιθανότητα αντεκδίκησης µπορεί να σηµάνει συναγερµό για τον εκπρόσωπο Τύπου, που θα πρέπει να προσφέρει καλύτερη πληροφόρηση για να αποφύγει τον «εφιάλτη κάθε δηµοσιοσχεσίτη». Πράγµατι, απειλώντας να κινηθεί ανεξάρτητα και κυρίως επιθετικά, ο ρεπόρτερ µπορεί να εκµεταλλευτεί το γεγονός ότι, αν διεκδικήσει προσωπικό ώφελος, το αποτέλεσµα θα είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο για τον εκπρόσωπο Τύπου του οργανισµού ή απλά στην χειρότερη περίπτωση το παιχνίδι θα λήξει 0 – 0. Η πιθανότητα διασφάλισης µιας «µεγάλης είδησης» µπορεί να είναι τόσο ελκυστική για τον ρεπόρτερ, ώστε να επιλέξει να διακινδυνεύσει τη σχέση µε την «πηγή», όποιες κι αν είναι οι συνέπειες.

∆εδοµένου όµως ότι τα «λαυράκια» είναι σπάνια και ο ρεπόρτερ πρέπει να

µαζέψει ειδήσεις καθηµερινά για να βγάλει το ψωµί του, η διαπραγµατευτική του θέση δεν είναι ισχυρή. Οι αρχισυντάκτες άλλωστε αναµένουν από τους ρεπόρτερ να γεµίζουν καθηµερινά τις λευκές σελίδες των εφηµερίδων ή το χρόνο των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων. Οι ρεπόρτερς που δεν ανταποκρίνονται σε αυτές τις απαιτήσεις δεν µένουν για πολύ στο επάγγελµα. Για το δηµοσιογράφο που καλυπτει ένα συγκεκριµένο ρεπορτάζ, το δίληµµα είναι ακόµα πιο οξύ. Το κίνητρο του ρεπόρτερ να κινηθεί επιθετικά ψάχνοντας το «λαυράκι» µπορεί να ατονήσει, αν αυτός αποκτήσει εύκολη πρόσβαση στον εκπρόσωπο Τύπου και µέσω αυτού στον οργανισµό που καλύπτει, ίδιως αν οι ενηµερωτικές συναντήσεις περιέχουν «ανώνυµες» ή «ανεπίσηµες» («µπαγκράουντ») πληροφορίες, οι οποίες να ενισχύουν την τεκµηρίωση ενός θέµατος. Αν η σχέση λάβει τέτοια µορφή, ο ρεπόρτερ θα έχει περισσότερα να χάσει, αν δεν συνεργαστεί. Ο ρεπόρτερ άλλωστε γνωρίζει ότι η επιθετικότητα είναι ένα µαχαίρι µε διπλή κόψη: οι δυσαρεστηµένοι «διαρροείς» µπορούν να λειτουργήσουν µε ιδιοτέλεια, προκειµένου να προωθήσουν τα συµφέροντά τους και να παραπλανήσουν το ρεπόρτερ, δίνοντας του ανακριβείς, «ανώνυµες» πληροφοριες που εξυπηρετούν τους σκοπους τους, προκαλώντας πλήγµα στην αξιοπιστία του.

Παρέχοντας αφειδώς πρόσβαση ο εκπρόσωπος Τύπου µπορεί να

αυξήσει τα διαπραγµατευτικά πλεονεκτήµατά του (βλέπε το πάνω αριστερά µέρος

Page 16: The Reporter has a Dilemma

κάθε κουτιού) φτάνοντας ίσως στο σηµείο να πετά κατά καιρούς ακόµη και «ειδήσεις-λαυράκια» ως κόκκαλα στους ρέπορτερς. Πράγµατι ο συστηµικός χαρακτήρας της συλλογής ειδήσεων µπορεί να καταστήσει την εκδοχή αυτή ελκυστικότερη, αν συµµετάσχουν σε αυτή τη διευθέτηση περισσότεροι ρεπόρτερς που βρίσκονται σε ανταγωνισµό. Για τον οργανισµό που καλύπτεται η προσφορά πρόσβασης µπορεί να ελαττώσει τον κίνδυνο ανεπιθύµητων «διαρροών», αφού, όπως επισηµάνθηκε, η πληροφορία δεν είναι µονοπώλιο κανενός γραφειοκράτη και η άνωθεν επιτήρηση όλων των στελεχών δεν είναι εφικτή. Συνοψίζοντας, το να ενεργεί κανείς προληπτικά και να δεσµεύει τους ρεπόρτερς παρέχοντάς τους πρόσβαση είναι η καλύτερη άµυνα απέναντι στην αρνητική δηµοσιότητα.

Ο µέσος ρεπόρτερ µπορεί να είναι ευάλωτος σε µια τέτοια

διαπραγµατευτική τακτική. Σε µερικές περιπτώσεις ο ρεπόρτερ µπορεί να αντιλαµβάνεται την πρόσβαση ως πλεονέκτηµα. Η πρόσβαση επιτρέπει στον ρεπόρτερ να συµµετέχει ενεργά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, εναλλασσόµενος συχνά µεταξύ διαφορετικών ρόλων, όπως αυτού του δηµοσιογράφου, του προσώπου εµπιστοσύνης, του συµβούλου. Πρόκειται , οµολογουµένως, για ένα είδος διαστροφής της «Τετάρτης Εξουσίας», αφού ο ρεπόρτερ µετατρέπεται σε ένα είδος πολιτικού.

Πηγαίνοντας ένα βήµα παραπέρα, ένας δηµοσιογράφος µπορεί να

χρησιµοποιήσει την «ανεπίσηµη» ή «οφ δε ρέκορντ» πληροφόρηση για να ενισχύσει τη θέση του ως «απαραίτητου µεσάζοντα» µε «έντονη ανάµειξη σε αυτήν τη διαδικασία αναταραχής που συγκροτεί την κυβέρνηση» (Cater 1959: 7). Έτσι ο ρεπόρτερ µπορεί να βρίσκεται στην καρδιά των εξελίξεων, κινούµενος από το ένα κέντρο εξουσίας στο άλλο, µεταφέροντας πληροφορίες, ανταλλάσοντας ιδέες και απόψεις και δρώντας σαν ανεπίσηµος ενδιάµεσος, ενίοτε µε δική του ατζέντα.

Αποτελεί αντικείµενο έρευνας το κάτα πόσο µια τέτοια πρακτική είναι

αποδεκτή από όλα τα µέλη του δηµοσιογραφικού επαγγέλµατος. Σε µια έρευνα που πραγµατοποιήθηκε το φθινόπωρο του 1998 από την Committee of Concerned Journalists, όπου 270 ρεπόρτερ ρωτήθηκαν για το κατά πόσο οι συλλέκτες των ειδήσεων µπορούν να ανταλλάσουν πληροφορίες µε κρατικούς αξιωµατούχους, το 60% των ερωτηθέντων απάντησε ότι θεωρεί αυτήν την τακτική αντιδεοντολογική και γενικώς απαράδεκτη (Kovach και Rosenstiel 1999: 49).

Πώς µπορεί ένας ρεπόρτερ να αντισταθεί στην παγίδα της πρόσβασης –

κάτι που ένας από τους δηµοσιογράφους που συµµετείχαν στο «Watchdog Conference», που οργανώθηκε από το Ίδρυµα Nieman στο πανεπιστήµιο του Harvard στις 15 Μαϊου του 1999, αποκάλεσε «εξουδετέρωση δια της ενηµέρωσης»; Καλύπτοντας µεγάλους και κλειστούς οργανισµούς ο ρεπόρτερ µοιάζει µε µυρµήγκι που πλησιάζει έναν ελέφαντα. Για να διαπραγµατευτείς µε έναν ελέφαντα χρειάζεται να αντλήσεις δύναµη από έναν άλλο ελέφαντα – τον οργανισµό για τον οποίο εργάζεται ο ρεπόρτερ. Πράγµατι, αρχισυντάκτες όπως ο Ορέσκης των New York Times µπορούν να υπερασπιστούν τους ρεπόρτερ τους. Αλλά αυτό που είναι πιο αποτελεσµατικό είναι να παρατάξει κανείς περισσότερους του ενός ρεπόρτερς µε στόχο την εξουδετέρωση της πρόσβασης ως διαπραγµατευτικό όπλο των κρατούντων.

Page 17: The Reporter has a Dilemma

Οι δηµοσιογραφικοί οργανισµοί µπορούν να αναθέσουν στους ρεπόρτερς να καλύψουν µια υπηρεσία σε καθηµερινή βάση, διατηρώντας επαφή και αναπτύσσοντας πρόσβαση, χρησιµοποιώντας όµως µια οµάδα που να εναλλάσσεται διαρκώς. Μπορούν επίσης να αναθέσουν σε δηµοσιογράφους του ελεύθερου ρεπορτάζ να καλύψουν την ίδια υπηρεσία, οι οποίοι να µην πλήττονται από το «δίληµµα του ρεπόρτερ», εφόσον δεν έχουν να καλύψουν τον ελέφαντα σε καθηµερινή βάση και είναι ελεύθεροι να αναζητήσουν τους «διαρροείς» χωρίς προσωπικές συνέπειες. Κάτι τέτοιο οδηγεί, κατ’ουσίαν, σε µια διανοµή ρόλων µεταξύ «φιλικών», ή έστω φρόνιµων, και «εχθρικών» ρεπόρτερς, δηλαδή µια τυπολογία «καλών και κακών». Η τακτική αυτή µπορεί να ενισχυθεί από τη δραστηριοποίηση έµπειρων αρθρογράφων για να «ρίξουν λάδι στην φωτιά» µε κοµµάτια γνώµης που να αποκρυπτογραφούν τη «γραµµή» των κρατούντων και να αποκαλύπτουν τις βαθύτερες διαστάσεις της δηµοσιογραφικής επικαιρότητας. Το πλήρες κείµενο µιας επίσηµης δήλωσης ή µιας συνέντευξης τύπου µπορεί να τυπωθεί ως τµήµα της κάλυψης για λόγους αµεροληψίας. Έτσι για έναν αρχισυντάκτη η διεύθυνση µιας οµάδας ρεπόρτερ µοιάζει µε τη διεύθυνση µιας ορχήστρας, µε εναλλαγές ανάµεσα στις αρµονικές και τις δυσαρµονικές συγχορδίες, καθώς κάποια µέλη του δηµοσιογραφικού σώµατος έχουν εύκολη πρόσβαση στον οργανισµό που καλύπτουν και άλλοι «δεν παίρνουν καν απάντηση στα τηλεφωνήµατά τους».

Με αυτόν τον τρόπο η συλλογή ειδήσεων µεταλλάσσεται περισσότερο

σε οργανωµένη µάχη ανάµεσα σε δύο στρατούς, παρά σε µια διαπραγµάτευση πρόσωπο µε πρόσωπο. Καθώς τα ειδησεογραφικά µέσα παρατάσσουν ένα στρατό από ρεπόρτερς, αυτοί που καλύπτονται οργανώνονται και εξειδικεύονται. Τα γραφεία Τύπου πλαισιώνονται από ένα πλήθος βοηθών και ειδικών συµβούλων (µε αυξανόµενο αριθµό δικηγόρων που προστατεύονται από το πλεονέκτηµα της εµπιστευτικής σχέσης δικηγόρου-πελάτη8), που αναλαµβάνουν να διαχειριστούν τους ρεπόρτερς σε συγκεκριµένα θέµατα, στα οποία έχουν εξειδικευθεί. Η κυβέρνηση Κλίντον µε τους διαφορετικούς συµβούλους που είχαν εξειδικευθεί στην εκπροσώπησή της σε επιµέρους σκάνδαλα όπως το Γουαϊτγουότερ, το «Τραβελγκέιτ», τις προεκλογικές χορηγίες του 1996 και άλλα θέµατα, εικονογραφεί µε την τακτική το πρότυπο µιας τέτοιας προσέγγισης σε λογική «ατοµικού µαρκαρίσµατος». Συχνά αν ένας δηµοσιογράφος έφτανε πολύ κοντά στην αποκάλυψη ενός θέµατος σχετικού µε πιθανό σκάνδαλο, ο Λευκός Οίκος του Κλίντον δρούσε προληπτικά ενηµερώνοντας και άλλους ρεπόρτερ σε ανταγωνιστικά έντυπα και εξουδετερώνοντας έτσι το ενδεχόµενο µιας «µεγάλης αποκλειστικής είδησης». Αν το θέµα δεν ήταν πια αποκλειστικό, «αραίωνε όπως η βυσσινάδα», η σπουδαιότητά του µειωνόταν σε γενικές γραµµές και αντί να είναι πρωτοσέλιδο «θαβόταν» κάπου στη µέση του φύλλου (Kurtz 1998: 218, 222-223).

Στην τεράστια, καθηµερινή σύγκρουση ελεφάντων της συλλογής

ειδήσεων, το µέγεθος έχει σηµασία. Όσο µεγαλύτερος είναι ο ελέφαντας – όσο πιο δυναµικός είναι ο ειδησεογραφικός οργανισµός ή όσο πιο ισχυρή είναι η υπηρεσία που καλύπτεται- τόσο περισσότερες δυνάµεις πρέπει να παρατάξει εστιάζοντας στα αδύνατα σηµεία του αντιπάλου. Αποτελεί ειρωνεία, αλλά οι συγχωνεύσεις και η δηµιουργία γιγαντιαίων ειδησεογραφικών οργανισµών έχει σε γενικές γραµµές αποδυναµώσει τα ΜΜΕ. Η διόγκωση και η συνύπαρξη εντύπων, καναλιών και 8 Αν ο εκπρόσωπος για συγκεκριµένο θέµα είναι δικηγόρος, τότε σε περίπτωση που κλητευθεί από εισαγγελέα, µπορεί να επικαλεστεί την εµπιστευτική σχέση µε τον πελάτη του και να µην απαντήσει σε ερωτήσεις.

Page 18: The Reporter has a Dilemma

ιστοσελίδων κάτω από την ίδια σκεπή είχε ως αποτέλεσµα περικοπή δαπανών, δηλαδή µείωση προσωπικού και λειτουργικών εξόδων, µια διαδικασία που, σύµφωνα µε το κλασικό παράδειγµα, συνέβαλε στην πτώση της ποιότητας των απογευµατινών δελτίων των «τριών µεγάλων» τηλεοπτικών δικτύων των ΗΠΑ (CBS, ABC και NBC). Από την άλλη πλευρά, η εµφάνιση των Νέων Μέσων, όπως το ∆ιαδίκτυο, πρόσθεσε έναν «κατεργάρη ελέφαντα» στη σκηνή και αυτός ο ελέφαντας δείχνει να αδιαφορεί για τους περιορισµούς της παραδοσιακής δηµοσιογραφίας ως προς τη συλλογή ειδήσεων (εξακρίβωση στοιχείων, δηµοσιοποίηση των πηγών κτλ). Οι πλήρεις συνέπειες αυτής της εξέλιξης δεν είναι ακόµη ορατές.

Επιπτώσεις στην Πρακτική Εφαρµογή Στην πράξη τόσο ο ρεπόρτερ όσο και η «πηγή» αντιµετωπίζουν τη

διαδικασία της συλλογής ειδήσεων ως διαπραγµάτευση. Μόνο που ο ρεπόρτερ και η «πηγή» αντιλαµβάνονται την έννοια της αξίας διαφορετικά: ο µεν αναζητά ένα «καλό θέµα», ενώ η δε αποκαλύπτει στο κοινό ένα µέρος µόνο από αυτά που γνωρίζει. Η «ανεπίσηµη» και «ανώνυµη» _ «µπαγκράουντ» _ πληροφόρηση συχνά καθιστά τη συµφωνία εφικτή και ελκυστική και για τις δυο πλευρές.

Η συλλογή ειδήσεων µπορεί να είναι µια διαπραγµάτευση µε νικητές

και ηττηµένους, µε «µεγάλες δηµοσιογραφικές επιτυχίες» από τη µια πλευρά και αποτελεσµατικό «πέρασµα της γραµµής» από την άλλη. Στην ουσία, αν η µια πλευρά «τα θέλει όλα δικά της», το αποτέλεσµα µπορεί να είναι εξαιρετικά δυσάρεστο για την άλλη. Επειδή η συλλογή ειδήσεων είναι συνήθως µια συνεχής διαδικασία, διακρίνεται από µια ενδογενή ένταση ανάµεσα σε µια καλή συµφωνία και τη διατηρησιµότητα της σχέσης. Η επανάληψη επιτρέπει την αντεκδίκηση και η κάθε πλευρά έχει τη δυνατότητα να τιµωρήσει την άλλη. Οι «πηγές» µπορούν να «παγώσουν» τους δηµοσιογράφους, αν οι πληροφορίες που έχουν δώσει διαστρεβλωθούν κατά τη δηµοσίευσή τους. Και οι δηµοσιογράφοι µπορούν να δηµοσιοποιήσουν την ταυτότητα των ανώνυµων πηγών τους, εάν οι πληροφορίες που έλαβαν ήταν παραπλανητικές.

Η συλλογή ειδήσεων είναι ένα παιχνίδι σε πολλά επίπεδα. Οι

ρεπόρτερς δίνουν λόγο στους αρχισυντάκτες, ενώ οι εκπρόσωποι Τύπου είναι υπόλογοι σε αυτούς που αντιπροσωπεύουν. Και οι δύο πλευρές έχουν να διαπραγµατευτούν εσωτερικά µε τους ανώτερούς τους. Τα ιεραρχικά αυτά µοντέλα επιτρέπουν σε κάθε πλευρά να επιχειρήσει να «προσπεράσει» την άλλη και να απευθυνθεί στον αµέσως ανώτερο κρίκο της ιεραρχίας. ∆υσχεραίνοντας αυτήν την ήδη πολύπλοκη κατάσταση η συλλογή ειδήσεων διαµορφώνεται από τον ανταγωνισµό ανάµεσα σε ένα πλήθος παικτών: οι ρεπόρτερς που βρίσκονται σε ανταγωνισµό µπορούν να πέσουν θύµα της τακτικής τύπου «διαίρει και βασίλευε», µε αποτέλεσµα οι «πηγές» να κερδίσουν µια καλύτερη συµφωνία. Αλλά και οι «πηγές» πρέπει να προσέχουν τα νώτα τους από τους «διαρροείς» που µπορούν να διοχετεύσουν επιβλαβείς για τον οργανισµό πληροφορίες στα ΜΜΕ.

Η συλλογή ειδήσεων µπορεί να είναι επωφελής για όλες τις πλευρές,

εάν δοθεί πρόσβαση στον ρεπόρτερ. Υπό κανονικές συνθήκες, οι γενναιόδωρες, ανεπίσηµες, ενηµερωτικές συναντήσεις µπορούν να µειώσουν προληπτικά τον κίνδυνο βλάβης της δηµόσιας εικόνας του οργανισµού και να αυξήσουν τα πλεονεκτήµατα µιας προσέγγισης βασισµένης στη συνεργασία από την πλευρά του

Page 19: The Reporter has a Dilemma

ρεπόρτερ. Έχοντας κάτι να χάσει, ένας δηµοσιογράφος µπορεί να ξανασκεφτεί το κυνήγι της «µεγάλης είδησης», εφόσον µια τέτοια τακτική ενδέχεται να του στερήσει µια σταθερή ροή αξιόπιστης πληροφόρησης. Οι ειδησεογραφικοί οργανισµοί µπορούν να διαχειριστούν πιθανά προβλήµατα πρόσβασης παρατάσσοντας πλήθος δηµοσιογράφων για να καλύψουν µια υπηρεσία και αναθέτοντάς τους ρόλους «καλού» και «κακού». Αυτοί που καλύπτονται µπορούν να αντιδράσουν συλλογιζόµενοι µε αντίστοιχους όρους. Εν κατακλείδι, η διαδικασία της συλλογής ειδήσεων µεταλλάσσεται ταχύτατα σήµερα ως αποτέλεσµα της «µεικτής κουλτούρας των µέσων». Ασκώντας δηµοσιογραφία «ισχυρισµών», τα Νέα Μέσα όπως η καλωδιακή (συνδροµητική) τηλεόραση και το ∆ιαδίκτυο έχουν αλλάξει δραστικά τα δεδοµένα της διαπραγµάτευσης.

_____________________________________________________________ Βιβλιογραφία Axelrod R. 1980a. Effective choice in the prisoner’s dilemma. Journal of

Conflict Resolution 24: 3-25 --------------1980b. More effective choice in the prisoner’s dilemma. Journal of

Conflict Resolution 24: 379 403 Cater D. 1959. The fourth branch of government. Boston, Houghton Mifflin. Fisher, R., W. Ury, and B.Patton. 1991. Getting to YES: Negotiating

agreement without giving in, 2nd ed. New York: Penguin. Frankel, M. 1999, The Times of my life and my life with the Times, New York:

Random House. Graham K. 1997. Personal History. New York: Alfred A. Knopf. Kovach B. and T.Rosenstiel. 1999. Warp speed: America in the age of mixed

media. Boston: Century Foundation. Kurtz, H. 1998. Spin Cycle: Inside the Clinton propaganda machine. New

York: The Free Press. Lax, D. A. and J.K.Sebenius. 1986. The manager as negotiator. New York:

The Free Press. Putnam R. 1988. Diplomacy and domestic politics: The logic of two level

games. International Organizations 42(3): 427-460 Watkins, M. and S. Passow. 1996. Analyzing linked systems of negotiations.

Negotiation Journal 12(4): 325-339 Watkins, M. 1998. Building momentum in negotiations: Time-related costs

and action-forcing events. Negotiation Journal 14(3): 241-257