Taylor, Θεαίτητος

33

Transcript of Taylor, Θεαίτητος

Page 1: Taylor, Θεαίτητος
Page 2: Taylor, Θεαίτητος

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Ι Γ

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

Ό Θεαίτητος μάλλον επιδέχεται ακριβέστερη χρονολόγηση άπό κάθε άλλο διάλογο. Ή

κυρίως συζήτηση έχει ώς εισαγωγή μια σύντομη στιχομυθία των Μεγαρέων Ευκλείδη και

Τερψ'ιωνα, τους οποίους συναντούμε ώς μέλη του στενού σωκρατικού κύκλου. Ό Τερψίων

διηγείται ό'τι μόλις συνάντησε τον Θεαίτητο τον Αθηναίο, ό όποιος, μετά από κάποια μάχη,

πληγωμένος και βαριά άρρωστος με δυσεντερία, διακομίζεται στην πατρίδα άπο τό

αθηναϊκό στρατόπεδο της Κορίνθου. Ή σκέψη της απώλειας πού θά σημάνει γιά τον κόσμο

ό θάνατος ενός τέτοιου άνθρωπου θυμίζει στον Ευκλείδη ότι ό Σωκράτης είχε συναντήσει

κάποτε, λίγο πριν πεθάνει, τόν Θεαίτητο, και είχε προφητεύσει το λαμπρό μέλλον του τότε

νεαρού. Ό Ευκλείδης, αύτήκοος μάρτυρας της σκηνής εκείνης, είχε τόσο εντυπωσιαστεί,

ώστε κάθησε καΐ έγραψε ενα υπόμνημα με τα λόγια του Σωκράτη, το όποιο αργότερα ό

ίδιος ό φιλόσοφος τόν βοήθησε νά το διορθώσει και νά το επαυξήσει,

Άφοΰ δίνεται μεγάλη έμφαση στο γεγονός ότι ό Θεαίτητος, πού χαρακτηρίζεται ώς

διακεκριμένος «άνδρας» άπό τόν Τερψίωνα (142b), δεν ήταν παρά «νεαρός» τό 399, είναι

φανερό ότι ή μάχη άπό τήν οποία, όπως έξυπονοεϊ ό γενικός τόνος τοϋ προλόγου,

μεταφέρθηκε γιά νά πεθάνει στην πατρίδα, πρέπει νά τοποθετηθεί αρκετά αργότερα, "Οπως

έδειξε ή Dr. Eva Sachs,1 ή συμπλοκή πού ταιριάζει καλύτερα στις περιγραφόμενες συνθήκες

είναι αυτή πού πραγματοποιήθηκε τό έτος 369, δηλαδή ή μάχη στην οποία ό Επαμεινώνδας

διέσπασε τις γραμμές των 'Αθηναίων και των Σπαρτιατών στό "Ονειον Ορος.8 Δίχως

αμφιβολία, ό διάλογος γράφτηκε ώς συνεισφορά στη μνήμη τοϋ Θεαίτητου, λίγο μετά τό

θάνατο του, τόν όποιο ό Ευκλείδης και ό Τερψίων θεωρούν βέβαιο και επικείμενο. "Αρα τό

έργο πρέπει νά ολοκληρώθηκε τό 368 ή στις αρχές του 367. "Ετσι, όπως επισημαίνει ό

Burnet, ή συγγραφή τοϋ διαλόγου πρέπει νά τελείωσε ακριβώς τις παραμονές τής

αναχώρησης τοϋ Πλάτωνα γιά τη μεγάλη του πολιτική περιπέτεια στις Συρακούσες —και

ΐσως με απόλυτη συνείδηση του τελευταίου ότι γιά ένα διάστημα έμελλε νά αφήσει τη ζωή

τοϋ μελετητή και νά αφιερωθεί στις πολιτικές υποθέσεις.

Μερικά σημεία της εισαγωγής χρειάζονται σχολιασμό: α) "Οταν ό Ευκλείδης εξηγεί

ότι υιοθέτησε τόν ευθύ λόγο ώς λιγότερο ανιαρό (143b-c), πρέπει

370

νά εννοήσουμε Οτι πρόκειται προφανώς γιά εξήγηση τοΰ Πλάτωνα γιά την εγκατάλειψη

τοϋ τρόπου παρουσίασης πού χρησιμοποίησε σε όλους τους μεγάλους διάλογους της

λογοτεχνικής του ακμής (εκτός άπό τόν Φαΐδρο). 'Από εδώ κι εμπρός, μέ μοναδική

εξαίρεση τόν Παρμενίδη, θά τόν δοΰμε νά επιστρέφει στην απλή δραματική τεχνοτροπία

των πρώτων του έργων.3 Ό λόγος είναι, δίχως άλλο, ότι στά όψιμα αυτά έργα τό πρώτο του

ενδιαφέρον γιά μιά ζωντανή αναπαράσταση τοΰ Σωκράτη και των συγχρόνων του έχει πια

υποχωρήσει μπροστά στό φιλοσοφικότερο ενδιαφέρον της ανάπτυξης θεμάτων. Ό

Θεαίτητος αποτελεί τόν τελευταίο διάλογο στον όποΐο προβάλλεται ή προσωπικότητα τοΰ

Σωκράτη. β} Ή έμφαση πού δίνεται στην προφητική διορατικότητα τής αξιολόγησης τοΰ

νεαρού Θεαίτητου άπό τόν Σωκράτη φαίνεται ακατανόητη, άν δεν θεωρήσουμε γνήσια

ιστορικά γεγονότα τόσο τη συνάντηση τοΰ παλικαριού μέ τόν γέροντα φιλόσοφο, όσο καί

τήν ϊδια τήν πρόρρηση. Πρόκειται ακριβώς γιά συμβάντα τοΰ είδους πού προσφέρεται

κατεξοχήν γιά μνεία σε έργο προορισμένο ώς «συνεισφορά» στή μνήμη μιας

προσωπικότητας, δηλαδή του Θεαίτητου. γ) Ή αφήγηση τοϋ Ευκλείδη ότι επεξεργάστηκε

τις σημειώσεις· τ ΟΑ> μέ τή βοήθεια τοΰ ϊδιου τοΰ Σωκράτη αποτελεί 'ίσως επινόηση,

προφανώς όμως ό Πλάτων τή θεωρούσε αληθοφανή. Εύλογα μπορούμε νά συμπεράνουμε

ότι οι θαυμαστές τοΰ Σωκράτη συνήθιζαν πράγματι νά κρατούν σημειώσεις άπό τέτοιες

εντυπωσιακές συζητήσεις" παρόμοιες σημειώσεις ενδέχεται νά χρησιμοποίησε καί ό

Πλάτων, κρατημένες άπό τόν ΐδιο ή άλλους, ώς υλικό γιά τους σωκρατικούς του διάλογους.

Στην προκείμενη περίπτωση, μέ τήν αναφορά στις σημειώσεις τοϋ Ευκλείδη, μας

πληροφορεί ότι δεν ήταν ό ΐδιος παρών όταν ό Σωκράτης συνάντησε τόν Θεαίτητο (αλλιώς

ΐσως εικάζαμε Οτι παραβρέθηκε). Αιτία της απουσίας του στάθηκε ενδεχομένως ή 'ίδια

αρρώστια πού επίσης τόν εμπόδισε νά παρασταθεί στό θάνατο τοϋ Δάσκαλου λίγες

εβδομάδες αργότερα. δ) Ή συμμετοχή τοΰ Ευκλείδη καί τοΰ Τερψίωνα στην αφήγηση

δείχνει (όπως άλλωστε δείχνουν τόσο τό ενδιαφέρον γιά τήν προσωπικότητα τοΰ

Παρμενίδη καί τοϋ Ζήνωνα στον Παρμενίδη Οσο καί ή εμφάνιση ενός «ξένου άπό την

Ελέα» ώς κύριου ομιλητή στους δύο κατοπινούς διάλογους, όπου συνεχίζεται ή συζήτηση

τοΰ Θεαίτητου) Οτι φτάσαμε σε μιά περίοδο τής ζωής τοΰ Πλάτωνα κατά τήν όποια αυτός

επιδιώκει ειδικά νά προσδιορίσει τή στάση του απέναντι στις μεγαρικές εξελίξεις τής

ελεατικής φιλοσοφίας. Τό θέμα θά χρειαστεί ιδιαίτερη ανάλυση όταν εξετάσουμε τόν

Παρμενίδη καί τόν Σοφιστή. Στους διάλογους αυτούς θά διαπιστώσουμε ότι ό Πλάτων τηρεί

σαφώς εχθρική στάση απέναντι στον μονόπλευρο διανοουμενισμό της σχολής, θεωρώντας

τον Οτι τείνει νά διαστρέψει τή φιλοσοφία σε καθαρά στεΐρο παιχνίδι «αφαιρέσεων». Τήν

ΐδια στάση μαρτυρεί καί ό πα.ρώ\ι διάλογος μέ τήν εμφαντική αναγνώριση της συμβολής

τών αισθήσεων στην αληθινή γνώση. Ό Πλάτων, αφιερώνοντας

371

Page 3: Taylor, Θεαίτητος

ΠΛΑΤΩΝ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ TOT ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

Page 4: Taylor, Θεαίτητος

τον ουσιαστικά στων παλιό του φίλο Ευκλείδη,4 αφήνει νά εννοηθεί δτι ή αυξανόμενη

δυσαρέσκεια του για τους συγχρόνους του «Μεγαρείς» δεν συνεπάγεται αλλαγή των

αισθημάτων του απέναντι στον ιδρυτή της σχολής, παλιό και πιστό μέλος της ομάδας των

ισόβιων θαυμαστών του Σωκράτη.

"Οπως διαπιστώνουμε άπύ την τελευταία περίοδο του κειμένου (210d), δπου ό Σωκράτης

εξηγεί δτι πρέπει νά παρουσιαστεί επίσημα στον βασιλέα για νά απαντήσει στην κατηγορία

τοϋ Μέλητου, ή κύρια συζήτηση τοποθετείται χρονικά λίγο καιρό πριν άπό την περίφημη

δίκη τοϋ 399. Έκτος από τον Σωκράτη παρευρίσκονται ό πυθαγόρειος γεωμέτρης Θεόδωρος,

ό νεαρός Θεαίτητος, ό σύντροφος του Σωκράτης ό νεότερος (147d), ως «βουβό πρόσωπο»,

και ι'σως ένας ή δύο ακόμη νεαροί πού δεν κατονομάζονται. Σκηνή είναι μιά παλαίστρα πού

δεν προσδιορίζεται ακριβέστερα (144c), ΐσως τοϋ Λυκείου. Στην εξέλιξη τοϋ διαλόγου

μαθαίνουμε 8τι ό Θεόδωρος, πού κατάγεται άπό τήν Κυ-ρήνη, στάθηκε φίλος καί θαυμαστής

του νεκρού πιά Πρωταγόρα, άν και ισχυρίζεται 6τι εΐναι απλός μαθηματικός, τελείως

απληροφόρητος για τις μεθόδους καί τήν ορολογία της αθηναϊκής «φιλοσοφίας» της εποχής

(146b, 165a). To Οτι άνηκε στή σχολή των Πυθαγορείων προκύπτει άπό τήν εμφάνιση τοϋ

ονόματος του στον σχετικό κατάλογο τοΰ Ίάμβλιχου {Πνθ, xxxvi, 267). Μιά σημείωση πού

διέσωσε ό Πρόκλος στο σχόλιο του για τόν Ευκλείδη (Στοιχ. Α' [Friedlein, σ. 66]), δείχνει

δτι ό Ευδημος, στην 'Ιστορία των Μαθηματικών, συγκατέλεγε τόν Θεόδωρο, μαζί με τόν

'Ιπποκράτη τόν Χίο, στους μεγαλύτερους γεωμέτρες τοϋ 5ου αιώνα. Ό Ξενοφών (Άηομν. ίν.

2,10) υποδηλώνει οτι ό Σωκράτης τον γνώριζε, άν καί ΐσως πρόκειται απλώς για

συμπέρασμα τοΰ Ξενοφώντα βασισμένο στον Θεαίτητο. Πρέπει νά έχουμε υπόψη δτι έ

Θεαίτητος ήταν μέλος της 'Ακαδημίας καί ένας άπό τους πρώτους μαθηματικούς τοϋ 4ου

αιώνα. Ό Εύδημος, δπως μαθαίνουμε άπό τόν Πρόκλο (ό'.π.), τόν κατονόμαζε, μαζί με τόν

Αρχύτα καί τόν Λαοδάμαντα, ώς έναν άπό τους τρεις εξέχοντες γεωμέτρες τής εποχής. Άπό

παρατηρήσεις στά Σχόλια γιά τόν Ευκλείδη (Στοιχ.), καθώς καί άπό άλλες πηγές,

συμπεραίνουμε δτι υπήρξε ένας άπό τους πρωτεργάτες τής συστηματικής τυπολόγησης των

διαφόρων περιπτώσεων «τετραγωνικής ασυμμετρίας», προσπάθεια πού ολοκλήρωσε δ

Ευκλείδης {Στοιχ. Γ)' ακόμα συχνότερα αναφέρεται ώς ό γεωμέτρης πού συμπλήρωσε τή

Qs-wpic, των «κανονικών στερεών», προσθέτοντας στά τρία στερεά πού γνώριζαν οι Πυ-

θαγόρειοι (το τετράεδρο, τόν κύβο καί το δωδεκάεδρο) τά υπόλοιπα δύο (το όκτάεδρο καί τό

εΐκοσάεδρο).5

Ό Θεαίτητος, άν και ή δραματική δύναμη του δεν παύει νά είναι αξιοσημείωτη,

παρουσιάζει γνωρίσματα πού δείχνουν δτι πλησιάζουμε στο σημείο δπου ή διαλογική

συζήτηση θά καταντήσει επιφανειακή συμβατική μορφή έργων πού στην ουσία αποτελούν

δοκίμια γιά δεδομένα θέματα. Τύ θέμα του

372

διατυπώνεται στην αρχή τής συζήτησης, καί στή συνέχεια αναλύεται με συστηματικότητα

καί αυστηρότητα πού δεν συναντήσαμε ώς τώρα σε κανέναν άπό τους σημαντικότερους

διάλογους, Ή σωκρατική έρωταποκριτική μέθοδος γίνεται συνειδητή εφαρμογή τής

«κριτικής» μεθόδου σε κάποιο σαφώς προσδιορισμένο πρόβλημα. "Ετσι διευκολύνεται

εξαιρετικά ή παρακολούθηση τής ανάλυσης τοΰ διαλόγου.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (143d-151e)

'Όπως στον Πρωταγόρα ή τήν Πολιτεία, έτσι καί έδώ, τό εξεταστέο πρόβλημα

διατυπώνεται, φαινομενικά, σχεδόν τυχαία. Ό Σωκράτης παρουσιάζεται νά εκφράζει, με τόν

συνηθισμένο του τρόπο, τό ενδιαφέρον του γιά τή νεολαία' ρωτά τόν Θεόδωρο άν κάποιος

άπό τους νεαρούς τής 'Αθήνας θεωρείται φέ-ρελπις. Πράγματι, άπαντα ό Θεόδωρος,

υπάρχει ένας πού συνδυάζει τόσο αξιοσημείωτα τή γρήγορη σκέψη, τήν επιμονή καί τή

μετριοφροσύνη, ώστε βάσιμα Οά περίμενε κανείς άπό αυτόν μεγάλα επιτεύγματα: ό

Θεαίτητος. Μάλιστα, πράγμα περίεργο, τό σπάνιο αυτό αγόρι παρουσιάζει εντυπωσιακή

εξωτερική ομοιότητα με τόν ΐδιο τόν Σωκράτη. Τό στοιχείο αυτό χρησιμεύει στον Σωκράτη

ώς αφετηρία. Φωνάζει τόν Θεαίτητο άπό μιά ομάδα νεαρών πού αλείφονται με λάδι μετά τή

γυμναστική τους καί αρχίζει μαζί του μιά συζήτηση. Ό Θεόδωρος, λέει, έκανε μόλις τήν

παρατήρηση οτι μοιάζουμε φυσιογνωμικά. Μιά καί ό Θεόδωρος δέν είναι προσωπογράφος,

μιά τέτοια παρατήρηση άπό μέρους του δέν έχει μεγάλη σημασία. Άφοΰ δμως αποτελεί

διακριτό επιστήμονα, ή γνώμη του μετράει ώς προς τά διανοητικά μας χαρίσματα. Ό Σω-

κράτης λοιπόν θά καλωσόριζε τήν ευκαιρία νά διαπιστώσει άν τά διανοητικά χαρίσματα

τοΰ νεαρού ανταποκρίνονται πράγματι στον εξαιρετικό έπαινο πού μόλις τους δόθηκε.

Αυτή τήν εξακρίβωση θά τήν κάνει με μία ερώτηση. Ό Θεαίτητος μ,α,θαίνει άπό τόν

Θεόδωρο γεωμετρία καί άλλα πράγματα. 'Αλλά μάθηση σημαίνει απόκτηση γνώσης. Τί

δμως είναι ακριβώς ή γνώση; Μπορεί ό Θεαίτητος νά δώσει κάποια απάντηση στην

ερώτηση πού συχνά έφερε σε αμηχανία τόν Ϊδιο τόν Σωκράτη;

Ό νεαρός, δπως τόσοι άλλοι συνομιλητές τοϋ Σωκράτη στά έργα τοΰ Πλάτωνα, αρχίζει

με μιά απαρίθμηση. Γνώση αποτελούν ή γεωμετρία καί τά άλλα μαθήματα πού διδάσκει ό

Θεόδωρος, καθώς καί ή τέχνη τοΰ τσαγκάρη ή τοΰ μαραγκοΰ. Βέβαια, έπισημ,αίνει ό

Σωκράτης, αυτό δέν δίνει απάντηση στο ερώτημα. Τό νά απαντήσει κανείς στην ερώτηση τί

άραγε είναι γνώση, λέγοντας δτι ή τέχνη τοΰ υποδηματοποιού αποτελεί γ^ώση, ισοδυναμεί

απλώς με τή ρήση δτι τό νά ξέρεις νά φτιάχνεις παπούτσια είναι γνώση. Νά ξέρεις νά φτιά-

χνεις έπιπλα είναι καί αυτό γνώση. Τό πρόβλημα μας δμως συνίσταται στο νά

373

Page 5: Taylor, Θεαίτητος

ΠΛΑΤΩΝ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ TOTΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

Page 6: Taylor, Θεαίτητος

προσδιορίσουμε τί εννοούμε λέγοντας «γνωρίζω» στις δύο ανωτέρω δηλώσεις, 5που ό βρος

εμφανίζεται νά σημαίνει κάτι «προσδιορίσιμο». Ό Θεαίτητος συλλαμβάνει αμέσως τό

νόημα" το ζήτημα είναι ίδιου τύπου μέ ένα μαθηματικό πρόβλημα πού μόλις έλυσε μέ τον

Σωκράτη τον νεότερο: τήν ανεύρεση ενός γενικού διατυπώματος της (σέ σημερινή

ορολογία) «τετραγωνικής ασυμμετρίας» η των «άρρητων τετραγωνικών ριζών».

ΌΘεαίτητος εκθέτει τό πρόβλημα ακριβώς δπως διατυπώνεται και στον Ευκλείδη, δηλαδή

ώς πρόβλημα γραμμών. Είναι αδύνατη ή κατασκευή ευθύγραμμου τμήματος πού έχει ώς

προς τή μονάδα μήκους λόγο τέτοιο ώστε ή επιφάνεια του τετραγώνου μέ πλευρά τό κα-

τασκευαστέο ευθύγραμμο τμήμα νά είναι 3 ή 5 ή 7 ή 1 1 ή 1 3 ή 1 7 φορές

μεγαλύτερη από την επιφάνεια του τετραγώνου μέ πλευρά τη μονάδα. Γιά Ολες όμως αυτές

τις περιπτώσεις μπορούμε νά δώσουμε τό ακόλουθο γενικό διατύ-πωμα: διακρίνουμε τους

ακεραίους σέ δύο κλάσεις: δσους αποτελούν γινόμενο δύο ΐσων παραγόντων (4, 9, 16 κλπ.)

και όσους δέν αποτελούν τέτοιο γινόμενο (λ.χ. 6, 8). Τους αριθμούς της πρώτης κλάσης ας

τους ονομάσουμε «τετράγωνους», της δεύτερης «επιμήκεις». Πετυχαίνουμε έτσι την

ταξινόμηση όλων των πεπερασμένων ευθύγραμμων τμημάτων σέ δύο σύστοιχες

κατηγορίες. "Άν ή επιφάνεια του τετραγώνου μέ πλευρά δεδομένο ευθύγραμμο τμήμα

μπορεί νά παρασταθεί, σέ σύγκριση μέ την επιφάνεια ενός τετραγώνου μέ πλευρά τή μο-

νάδα, ώς αριθμός πού αποτελεί γινόμενο δύο ΐσων παραγόντων, τότε ονομάζουμε τό

αντίστοιχο ευθύγραμμο τμήμα μήκος, ενώ, αν ή επιφάνεια αυτή παριστάνεται ώς αριθμός

πού δέν αποτελεί γινόμενο ΐσων παραγόντων, τό αντίστοιχο ευθύγραμμο τμήμα τό

ονομάζουμε «δύναμη». Τά ευθύγραμμα τμήματα της πρώτης κλάσης είναι όλα σύμμετρα

μεταξύ τους, άφοΰ Ολα «μετριούνται» μέ την τυποποιημένη μονάδα μήκους. Τά

ευθύγραμμα πάλι τμήματα της δεύτερης κλάσης δέν έχουν κοινό μέτρο, έχουν όμως οι

επιφάνειες των τετράγωνων τους (λ.χ. τά ·%/3 και \ 5 δέν έχουν κοινό μέτρο, αλλά μια

επιφάνεια 3 τετραγωνικών ποδών και μιά επιφάνεια 5 τετραγωνικών ποδών έ'χουν τό κοινό

τους μέτρο είναι τό τετράγωνο μέ πλευρά Ινα πόδι). Γι' αυτό τά ευθύγραμμα τμήματα της

δεύτερης κλάσης ονομάζονται «δυνάμεις»· άν και τά ίδια δέν είναι σύμμετρα μεταξύ τους,

οί «δεύτερες δυνάμεις» τους είναι σύμμετρες.6 'Αφού κάθε πεπερασμένο ευθύγραμμο

τμήμα ανήκει σέ μία ακριβώς άπό τις δύο αυτές κλάσεις, ό Θεαίτητος κατόρθωσε,

χρησιμοποιώντας τή διχοτομία, νά ορίσει αυστηρά τήν κλάση πού εμείς θα ονομάζαμε

«τετραγωνικές ασυμμετρίες» (148b). Ό Σωκράτης, ενθουσιασμένος, ζήτα άπό τον Θεαίτητο

νά δείξει τήν ίδια ικανότητα και στον προσδιορισμό του συνόλου των «επιστημών» ή

«γνώσεων» υπάγοντας τες σ5 έ'να κοινό προσδιορίσιμο γνώρισμα (148d). Ό Θεαίτητος θέ-

λει πολύ νά λύσει τό πρόβλημα, αλλά δέν αισθάνεται τις δυνάμεις του αρκετές1 ωστόσο δέν

μπορεΐ νά τό βγάλει άπό τό νου του. Αυτό δείχνει δτι ό Θεαίτητος

374

είναι σχεδόν έτοιμος νά «γεννήσει» μιά σκέψη, άλλα δέν κατορθώνει ακόμα νά φτάσει στον

«τοκετό». Ό Σωκράτης άσκεϊ τήν τέχνη της μητέρας του, τη μαιευτική" αντίθετα ό'μως

άπό εκείνη, δέν τήν εφαρμόζει στα γυναικεία σώματα άλλα στις ανδρικές ψυχές. "Οπως οί

μαίες, πού όταν μπουν στό επάγγελμα δέν μπορούν πια νά τεκνοποιήσουν, έ'τσι και αυτός δέν

εγκυμονεί δικά του πνευματικά γεννήματα'7 διαθέτει όμως μεγάλη μαεστρία στό νά βοηθάει

τους νεότερους νά φέρουν στον κόσμο τις σκέψεις τους και στό νά διαπιστώνει άν αυτές είναι

υγιείς και καλοσχηματισμένες, ή ασθενικές και δύσμορφες. Ή διαπίστωση αυτή είναι

απαραίτητη, γιατί οί καρποί του νοϋ, αντίθετα άπό τόν καρπό τοΰ σώματος, αποτελούν

μερικές φορές απλώς «φαντάσματα» (είδωλα) σκέψεων.8 Ό Σωκράτης μοιάζει στή μητέρα

του άπό μιά άλλη άποψη. Οί μαίες είναι εξαίρετες προξενήτρες, γιατί, ή τέχνη τους τις

καθίστα καλούς κριτές τής αμοιβαίας σωματικής καταλληλότητας δύο ανθρώπων. "Ετσι και

ό Σωκράτης συχνά έκρινε μέ διορατικότητα ό'τι μερικοί άπό τους νεαρούς πού σύχναζαν στη

συντροφιά του δέν «εγκυμονούσαν», τουλάχιστον ώς τότε, σκέψεις" τους βρήκε "λοιπόν

συντρόφους, λ.χ. τόν Πρόδικο, πού μέ τήν παρέα τους οί νεαροί έπαψαν νά είναι άκαρποι.9

Τώρα τοϋ δίνεται ή ευκαιρία νά βάλει στην πράξη τό χάρισμα του. Θά βοηθήσει νά έρθει

στον κόσμο τό πνευματικό πρωτότοκο παιδί τοϋ Θεαίτητου και στή συνέχεια θά τό εξετάσει,

γιά νά δει άν πρόκειται γιά γνήσια σκέψη ή απλώς γιά έ'να άσχημο νεραϊδοπαίδι βαλμένο στή

θέση ενός γνήσιου νεογνού (149e-151d).

ΠΡΩΤΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ (i5le-186e)

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΣΗ: ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΘΚΩΡΙΑΣ (151e-160d).— Μέ τήν

ενθάρρυνση αυτή ό Θεαίτητος επιχειρεί έναν πρώτο ορισμό. 'Όποιος γνωρίζει ■έ'να πράγμα,

τό πράγμα αυτό τό «αντιλαμβάνεται» (όπως λέει και ή αγγλική παροιμία, «βλέπω ΐσον

πιστεύω»). Μπορούμε λοιπόν νά πούμε, ώς πρώτη ιδέα, δτι «ή γνώση (επιστήμη) είναι

απλώς αντίληψη (αΐσθησίς)».10 Αυτό φαίνεται ισοδύναμο μέ τή ρήση τοϋ Πρωταγόρα:

τιάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος. "Ο Θεαίτητος, γνώστης τών θεωριών τοΰ Πρωταγόρα

(152a), συμφωνεί μέ τόν Σωκράτη οτι αυτός εννοούσε τό εξής: «6,τι μοΰ φαίνεται-, είναι γιά

μένα1 6,τι σου φαίνεται,, είναι γιά σένα». Μάλιστα, «αισθάνομαι αυτό τό πράγμα» = «αυτό

τό πράγμα μοϋ φαίνεται» — «αυτό τό πράγμα είναι γιά μένα» (152b). Ή αϊσϋησις λοιπόν

αποτελεί πάντα αντίληψη πράγματος πού είναι (τον οντος)' αλάνθαστη, ταυτίζεται άρα μέ τή

βέβαιη γνώση (έηιστήμην) (152c).Πρέπει νά παρατηρήσουμε πολύ προσεκτικά ποια ακριβώς θεωρία αποδίδεται εδώ

στον Πρωταγόρα. (Προφανώς ή ερμηνεία τής ρήσης του είναι ή σωστή, δηλαδή τουλάχιστον εκείνη πού οι αναγνώστες του γενικά θεωρούν σιοστή,

375

Page 7: Taylor, Θεαίτητος

ΠΛΑΤΩΝ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ TOT ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

Page 8: Taylor, Θεαίτητος

άφοΰ προϋποτίθεται οτι όλοι δσοι συμμετέχουν στό διάλογο εϊναι απολύτως εξοικειωμένοι μέ

τό συμπλαίσιο του ρητού και ούτε ένας δέν υποδηλώνει οτι ή ρήση του Πρωταγόρα

παρερμηνεύεται.) Ό Πλάτων δεν αποδίδει στον Πρωταγόρα «υποκειμενισμό». Δέν υποστηρίζει

πως «6,τι μου φαίνεται» αποτελεί «προσωπική μου διανοητική τροποποίηση». Ή θεωρία

παρουσιάζεται, ώς αυστηρά. ρεαλιστική' διατείνεται πώς «δ,τι μου φαίνεται» δέν συνιστά σε

καμία περίπτωση «απλό φαινόμενο» άλλα απαρέγκλιτα «δ,τι είναι», την «πραγματικότητα».

'Απλώς ό Πρωταγόρας αρνείται δτι υπάρχει ένας κοινός πραγματικός κόσμος, γνώσιμος άπό

δύο έστω αντιλήπτορες. Βλέπει τήν πραγματικότητα καθαυτή ώς ατομική1 εννοεΐ δτι εγώ ζώ σ'

έναν ιδιωτικό κόσμο γνωστό μόνο σέ μένα., εσύ σ' έναν άλλο ιδιωτικό κόσμο γνωστό μόνο σέ

σένα. "Ετσι, αν πω οτι ο άνεμος είναι δυσάρεστα ζεστός και εσύ πεις δτι είναι δυσάρεστα

ψυχρός, λέμε και οί δύο τήν αλήθεια, γιατί καθένας μιλά γιά έναν «πραγματικό» άνεμο, άλλα

«πραγματικό» άνεμο πού ανήκει στον ιδιωτικό εκείνο κόσμο στον όποΐο μόνο αύτος (στην

προκείμενη περίπτωση εγώ ή έσύ) έχει πρόσβαση. Δέν υπάρχουν καν δύο κόσμοι πού έχουν

κοινό έστο^ και ένα συστατικό1 γι' αυτό ακριβώς μπορεΐ νά υποστηριχτεί δτι καθένας είναι

αλάνθαστος ώς προς τον δικό του ιδιωτικό κόσμο, Ό Πρωταγόρας δέν αρνείται τή θεμελιακή

«αντικειμενικότητα» τοϋ ιδιωτικού κόσμου κάθε άνθρωπου" μάλιστα, δταν εξισώνει τό «μου

φαίνεται» μέ τό «είναι, εϊναι πραγματικό γιά μένα», θέλει νά τονίσει αυτή τήν

αντικειμενικότητα. 'Αρνείται δμως τήν υπόσταση ενός «κοινού περιβάλλοντος», υπόβαθρου

της «μεσοϋποκειμενικής επικοινωνίας». Ή θέση του δέν εϊναι ψυχολογική άλλα αυστηρά

μεταφυσική.

Γιατί δμως νά αποκλείσουμε δτι 6 Πρωταγόρας εννοούσε κάτι πραγματικά πιο

περίπλοκο και δτι εξήγησε πληρέστερα, ((μυστικά», τή γνώμη του στά μέλη του στενού του

κύκλου παρέχοντας απλώς ώς ένδειξη στό πλατύ κοινό μόνο τήν ανωτέρω ρήση", Μπορούμε

νά θεωρήσουμε δτι τά λόγια του εκφράζουν μια άλλη άποψη, διόλου καταφρονητέα (ου

φανλον), την ακόλουθη:11 Κάθε αλήθεια εϊναι καθαρά σχετική. Τίποτε λ.χ. δέν εΐναι

«απόλυτα» μεγάλο ή θερμό' «μεγάλο» ή «θερμό» εϊναι κάτι μόνο σέ σχέση μέ κάποιο

πρότυπο σύγκρισης. "*Αν επιλεγόταν άλλο πρότυπο, τότε, σέ σχέση μέ τό καινούριο αυτό

πρότυπο, τό ίδιο πράγμα θά μπορούσε πράγματι νά χαρακτηριστεί «μικρό» ή «ψυχρό». Τό

ίδιο ισχύει ακόμα και γιά τις υπαρξιακές προτάσεις. 'Απόλυτα, άν δέν μπορείς νά πεις «αυτό

είναι έτσι», επίσης δέν μπορείς νά πεις «αυτό είναι». Μόνο σέ σχέση μέ κάτι άλλο μπορείς

νά πεϊς «αυτό εΐναι», «αυτό είναι πραγματικό». Γιατί ή ίδια ή λέξη «είναι» αποτελεί

άκυρολογία. Τά πράγματα τά όποια αναφέρουμε ώς «υπαρκτά» αποτελούν στην ουσία

συμβάντα πού «πραγματοποιούνται» ώς αποτέλεσμα κινήσεων ή κίνηση συνιστά τελικά τό

μοναδικό πραγματικό στοιχείο ολόκληρου τοϋ σύμπαντος, δπως δίδαξαν, άπό

αμνημόνευτους

376

χρόνους, οί «σοφοί» γενικά, μέ μόνη εξαίρεση τον Παρμενίδη. 'Ολόκληρος 6 βίος,

σωματικός και διανοητικός, συνίσταται σέ κίνηση και δράση" ή παύση της κίνησης αποτελεί

λήθαργο, στασιμότητα, θάνατο (152c-153d). "*Ας εφαρμόσουμε τώρα τήν αντίληψη αύτη σέ

οποιοδήποτε αισθητό, λ.χ. μιά μεγάλη λευκή έ'κταση. Όά ήταν αβάσιμο νά ποΰμε είτε δτι τό

λευκό πού βλέπουμε βρίσκεται «μέσα» σέ κάποιο σώμα. έξω άπό τό δικό μας είτε οτι

βρίσκεται «μέσα» στό μάτι μας. Δέν βρίσκεται πουθενά. Ή αλήθεια είναι δτι αυτό πού ονο-

μάζουμε «μάτι μας» και αυτό πού ονομάζουμε «εξωτερικό κόσμο» αποτελούν άπλως δύο

σύνολα κινήσεων. "Οταν τά σύνολα αυτά έρχονται σέ επαφή και παρεμβαίνουν τό ένα στό

άλλο, τότε, στιγμιαία, κάτι «συμβαίνει» {γίγνεται) ώς συνέπεια της παρέμβασης αύτης· τό

κάτι αυτό είναι τό χρώμα, πού άρα δέν βρίσκεται οΰτε «μέσα» ούτε «έξω» άπό μας άλλα

συνίσταται ακριβώς στό κοινό προϊόν δύο παραγόντων, δηλαδή τοϋ συστήματος κινήσεων

πού βρίσκονται έξω άπό τον οργανισμό και τοϋ συστήματος κινήσεων πού είναι τό μάτι

(153β).12Έτσι εξηγείται άπλα γιατί καθένας ζεϊ σ' έναν κόσμο αυστηρά ιδιωτικό.

'Οποιαδήποτε μεταβολή τοϋ ενός ή τοϋ άλλου αίτιακοΰ παράγοντα, των «κινήσεων» δηλαδή

τοϋ εξωτερικού κόσμου γενικά, ή των εσωτερικών «κινήσεων» τοϋ οργανισμού, μπορεί νά

επηρεάσει τό κοινό τους προϊόν, μέ αποτέλεσμα έ'νας άνθρωπος και ένας σκύλος —ή ένας

υγιής και ένας άρρωστος άνθρωπος— νά μή βλέπουν τά ίδια χρώματα. Ή αισθητή ιδιότητα

—«θερμό», «λευκό», ή δ,τι άλλο— αν αποτελούσε απλώς στοιχείο της κατάστασης «εκείνου

μέ τό όποΐο μετράμε ή αντιλαμβανόμαστε», τοϋ οργανισμού δηλαδή ή της «ευαισθησίας»

μας, δέν θά έπρεπε νά επηρεάζεται άπό μεΐαβολές άλλου πράγ-,,ματος (ωστόσο επηρεάζεται,

λ.χ. άπό διακυμάνσεις τοϋ φωτισμού).13 Επίσης, αν αποτελούσε απλώς γνώρισμα «εκείνου

πού μετράται ή γίνεται αντιληπτό» (δηλαδή του εξωτερικού αντικειμένου), θά έπρεπε νά

μένει ανεπηρέαστη άπό εσωτερικές μεταβολές τοϋ οργανισμού (πού δμως πράγματι τήν

επηρεάζουν). Τά πραγματικά στοιχεία λοιπόν μαρτυρούν δτι ό αντιληπτός κόσμος αποτελεί

■ρυνάρτηση δύο μεταβλητών: αφενός τοϋ ιδιαίτερου οργανισμού μου και αφετέρου τοϋ

περιβάλλοντος του. "Αρα ό κόσμος είναι κατ' ανάγκην «ιδιωτικός» (154b).

Γιά νά αξιολογήσουμε τήν ανωτέρω θεωρία, πρέπει πρώτα νά διευκρινίσουμε

περαιτέρω τή σκέψη μας. Βάσει της θεωρίας τοϋ «ιδιωτικού κόσμου», στά ζάρια τό 6 δέν

«φαίνεται)) απλώς άλλα επίσης «είναι» ταυτόχρονα «πολύ» και «λίγο»" «πολύ», άν

πρότυπο σύγκρισης έ'χω τό 4, «λίγο», αν εχω τό 12. Ή εξέταση τέτοιων περιπτώσεων

όδηγεΐ ακαταμάχητα στη διατύπωση τριών προτάσεων πού μοιάζουν αυτονόητες αλλά δέν

είναι συμβιβάσιμες σέ δλους τους τους συνδυασμούς: α) Τίποτε δέν μπορεί νά γίνει

μεγαλύτερο άπό τήν άποψη τοΰ δγκου ή τοϋ άριθμοΰ, αν δέν αυξηθεί (ανξηθέν). β) 'Εκείνο

στό όποιο τί-

377

Page 9: Taylor, Θεαίτητος

ΠΛΑΤΩΝ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ TOT

ποτέ δεν προστίθεται και από το όποιο τίποτε δεν αφαιρείται οΰτε αυξάνεται οΰτε

μειώνεται, γ) 'Ό,τι άλλοτε δέν ήταν άλλα τώρα είναι πρέπει να «έγινε» στο ενδιάμεσο

διάστημα (δηλαδή μεσολάβησε μια μεταβατική διεργασία «γένεσης». 155b).14

Ή περίπτωση πάντως των ζαριών —ή τοΰ Σωκράτη, πού τον ενα χρόνο είναι υψηλότερος

άπό τον Θεαίτητο άλλα τον επόμενο κοντύτερος— μοιάζει προβληματική. Στη δεύτερη

περίπτωση, ό Θεαίτητος μεγάλωσε, άλλα ό Σωκράτης οΰτε μεγάλωσε οΰτε μίκρυνε. Τώρα

είναι κάτι πού δεν ήταν πέρσι, δηλαδή «κοντύτερος», και ωστόσο δεν μεσολάβησε καμία

διεργασία «κοντέματος». Πώς εξηγείται σ.ύτο τό παράδοξο; Μένει τελείως ανεξήγητο για

οποίον δέχεται μόνο την υπόσταση των σωμάτων και αρνείται τήν ύπαρξη των πράξεων, τών

διεργασιών καΐ τών αόρατων στοιχείων γενικά. "Ισως όμως μπορεί να εξηγηθεί βάσει της

θεωρίας μερικών πιο καλλιεργημένων (κομψότερων), τών όποίούν το μυστικό Οά επιχειρήσει

τώρα νά εκθέσει ό Σωκράτης (156a). Ή θεωρία τους είναι ή ακόλουθη: 'Όπως ειπώθηκε

νωρίτερα, ή μοναδική πραγματικότητα είναι ή κίνηση. "Τπάρχουν δύο τύποι κίνησης, ή

ενεργητική και ή παθητική. Ή τριβή ή αμοιβαία παρέμβαση (τρϊνρις) μιας ενεργητικής και

μιας παθητικής κίνησης παράγει κανονικά ένα διφυές προϊόν, το σύνολο «"αίσθηση"

+"αισθητό γνώρισμα"», πού κανένα στοιχείο του δέν άπαντα χωρίς το «δίδυμο» του. Άλλα

και το διφυές αυτό προϊόν αποτελεί ζεύγος κινήσεων, ταχύτερων όμως άπό έκεΐνες πού το

δημιούργησαν. "Ετσι, για τήν εφαρμογή της θεωρίας στην όραση, λαμβάνονται υπόψη δύο

αρχικές «βραδύτερες» αιτιώδεις ((κινήσεις» (εδώ, «ενεργητική» κίνηση θεωρείται το

«συμβάν» πού συνίσταται στα οπτικά όργανα, «παθητική» το συμβάν πού ονομάζουμε

περιβάλλον)' όταν υπάρχει «άλ-ληλεπέμβαση» αυτών τών δύο κινήσεων, εμφανίζονται

ταυτόχρονα, στην 'ίδια αυτή διεργασία, δύο σύστοιχες «ταχύτερες» κινήσεις, πού καμιά τους

δεν δημιουργείται ποτέ χωρίς τήν άλλη:10 ή «έν δράσει δράση» και το «ορατό χρώμα». Με

άλλα λόγια, τό ζεύγος «μάτι πού βλέπει» και «χρώμα πού βλέπεται» συνιστά ενα διπλό

«ταχύτερο» συμβάν, πού προκύπτει ώς αποτέλεσμα της άλ-ληλεπέμβασης τών δύο

«βραδύτερων» αιτιωδών κινήσεων. "Επεται οτι κάθε κα-τηγόρηση είναι αυστηρά σχετική. ΟΙ

ΐδιες οι «αιτιώδεις κινήσεις» βρίσκονται σε αυστηρά σχετική άλληλεξάρτ^ο-η: καθεμιά είναι

((ενεργητική» ή ((παθητική» μόνο σέ συνάρτηση μέ τήν άλλη. "Ομ.οια και στο

«αποτέλεσμα»: τό χρώμα πού είναι ορατό δεν είναι ορατό παρά μόνο άπό αυτό τό «μάτι πού

βλέπει» —και αυτό τό ((μάτι πού βλέπει» βλέπει μόνο αντό τό χρώμα. Τό «είναι» λοιπόν

αποτελεί αυστηρά σχετικό όρο. 1\ά νά ακριβολογήσουμε, δεν πρέπει ποτέ νά λέμε «τό χ

είναι» αλλά «τό χ είναι σέ σχέση μέ τό ψ»" Οποτε παραλείπεται αυτή ή συνθήκη, αυτό

συμβαίνει λόγω μιας αδιόρθωτης, κακής γλωσσικής μας συνήθειας. Ό Σωκράτης δεν

δεσμεύεται μέ τήν ανωτέρω θεωρία τοΰ «άπόλυ-

378

ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

του γίγνεσθαι» σέ αντιδιαστολή μέ οποιαδήποτε άλλη- τήν εκθέτει απλώς επειδή ή

ανασκευή τής βεβαίωσης «"είναι"—"μοΰ φαίνεται"» προϋποθέτει απάντηση στό ακόμα

θεμελιακότερο αυτό ερώτημα (158d).

Σημειώνουμε ότι τό διατύπωμα τοϋ Πρωταγόρα και ή ανωτέρω διδασκαλία, πού

παρουσιάζεται ώς δημιούργημα ορισμένων «εκλεκτών σοφών», πού δέν κατονομάζονται,

διαφέρουν κατά τό ότι το πρώτο είναι «επιστημολογικό», ενώ ή δεύτερη είναι οντολογική

και έχει σκοπό νά στηρίξει τήν ατομιστική ή αΰ-τοκρατική επιστημολογία. ' Η πρόταση Οτι

ό αντιληπτός κόσμος μον υπάρχει μόνο για μένα, και ότι δεν έχει νόημα ή απορία αν άραγε

ό «κόσμος σου» και ό «δικός μου» μπορούν νά έχουν κοινό ένα αντικείμενο, αποτελεί

απλώς ειδική συνέπεια τής πολύ περισσότερο προηγμένης διδασκαλίας οτι οΰτε κάν τό

ρήμα «εΐναι» δέν έχει σημασιολογικό περιεχόμενο, αν δεν προστεθεί ό προσδιορισμός «ώς

προς». .Βεβαιώνεται τώρα ότι Οχι μόνο τά αντιληπτά γνωρίσματα υπάρχουν μόνο «για» τον

αντιλήπτορα (πού τά αισθάνεται και αποτελεί «αντιλήπτορα» μόνο αυτών αποκλειστικά),

αλλά και ότι οι σύστοιχες «βραδύτερες» κινήσεις (ή ενεργητική και ή παθητική) «πράγμα»

και «περιβάλλον» είναι μόνο ο')ς προς άλληλες. ("Ετσι, λ.χ., ή δήλωση ότι ένα. μόριο Λ

υπάρχει σημαίνει στην πραγματικότητα ότι τό Α άλληλοαντιδρα κατά ορισμένο τρόπο μέ τά

Β και Γ —τό ϊδιο και τά Β, Γ κ.ο.κ.) Γι' αυτό ή ανωτέρω διδασκαλία δέν αναιρείται τόσο

συνοπτικά όσο αναίρεσε τή «φαινομενοκρατία» πολλών σημερινών επιστημόνων ό Bradley

στό έργο του Appearance and Reality* Στην πραγματικότητα, αυτοί στους οποίους

αναφέρεται ό κ. Bradley δέν έχουν ξεπεράσει τήν περιορισμένη διδασκαλία τής

«σχετικότητας» τοϋ αντιληπτού γνωρίσματος ώς προς τον αντιλήπτορα. Εύκολα βρίσκονται

ένοχοι αντίφασης, γιατί στό βάθος τής σκέψης τους υπάρχει πάντα ή άποψη ότι

αντιλήπτορας και αντιληπτό γνώρισμα συνιστούν αποτελέσματα κάποιου πράγματος πού,

αν και δέν γίνεται τό ϊδιο αντιληπτό, ωστόσο είναι —είναι απόλυτα. 'Αντίθετα, κατά τ^

θεωρία πού εξετάζουμε, οι «βραδύτερες κινήσεις», τις όποιες τά θύματα τής διαλεκτικής

τοϋ κ. Bradley υποθέτουν «πραγματικές», εΐναι καθαυτές καθαρά σχετικές, άφοϋ κάθε

«ενεργητική» κίνηση συναρτάται μέ μιά ορισμένη ((παθητική» κίνηση, και αντίστροφα.

"Ετσι, ή διδασκαλία αυτή δέν δίνει λαβή στην κριτική οτι. δήθεν, θεωρεί τά πάντα

(αντιληπτά ή μη) απλώς πραγματικά' πρεσβεύει οτι ή πρόταση «αυτό εΐναι πραγματικό»

αποτελεί πάντα ελλιπή δήλωση, αυστηρά στερημένη, όπως έχει, άπό κάθε σημασιολογικό

περιεχόμενο.

Δέν αναφέρεται ή πηγή άπό τήν οποία υποτίθεται ότι ό Σωκράτης έ'μαθε τή θεωρία.

Προφανώς δέν τήν εφευρίσκει, αφού τήν παρουσιάζει ώς τό «μυστικό» ορισμένων

εξαιρετικών σοφών. Οΰτε θεωρώ πιθανό οτι ό Πλάτων επινόησε ό ΐδιος ολόκληρη τήν

υπόθεση ώς μία μεταφυσική τήν οποία θά μποροϋ-

* [Φαινόμενα και πραγματικότητα]

379

Page 10: Taylor, Θεαίτητος

ΠΛΑΤΩΝ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ TOT ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

Page 11: Taylor, Θεαίτητος

σε, και μάλιστα Θα έπρεπε, νά υποστηρίζει κάθε διορατικός θιασώτης τοϋ δια-τυπώματος

τοϋ Πρωταγόρα. Ή έμφαση στό ό'τι ή κίνηση αποτελεί τη μοναδική πραγματικότητα

μαρτυρεί άμεση ηρακλείτεια επίδραση, ένώ ή περίτεχνη «κινησιολογική» συλλογιστική

υποδηλώνει επίσης τό έντονο μαθηματικό ενδιαφέρον των κομψών, στους οποίους

αναφέρεται 6 Σωκράτης. *Αν διαθέταμε περισσότερες πληροφορίες για τον περίεργο

συνδυασμό ηρακλείτειας φιλοσοφίας και πυθαγόρειων μαθηματικών, πού χαρακτηρίζει τις

παραδοσιακές αφηγήσεις σχετικά με τον μυστηριώδη "Ιππασο, θα μπορούσαμε ΐσως νά

ποΰμε κάτι θετικότερο. "Από τη σκοπιά τοΰ ΐδιου τοΰ Πλάτωνα ή θεωρία αυτή συνιστά τε-

λείως παραδεκτή εξήγηση της «καθαρής» εμπειρίας τών αισθήσεων ας μην ξεχνάμε

ωστόσο δτι (όπως άλλωστε και ό διάλογος θέλει μεταξύ άλλων νά δείξει) καμία γνώση,

οΰτε καν ή πιο χοντροκομμένη δήλωση σχετικά με απτά παρόντα γεγονότα, δεν αποτελεί

ποτέ απλώς έκφραση δεδομένων τών αισθήσεων.

Προϋποθέτοντας τώρα αυτή τη γενική μεταφυσική θεοιρία μπορούμε νά ανα-

σκευάσουμε την επιπόλαιη αντίρρηση πού αντιτάσσεται στον Πρωταγόρα, οτι δηλαδή

μερικά «φαινόμενα» —τών ονείρων, τοϋ παραληρήματος, τοΰ πυρετοΰ— είναι απατηλά. Ό

κόσμος κάποιου πού κοιμάται, ή έ'χει πυρετό, είναι γι' αυτόν τόσο πραγματικός —οσο

διαρκεί τό όνειρο ή ό πυρετός του— οσο είναι για τον ξύπνιο και τον υγιή ό δικός τους

κόσμος. Επίσης είναι ψεύδος δτι υπάρχει σύγκρουση μεταξύ τών διαφόρων εμφανίσεων του

κόσμου στον ϊδιο αντιλήπτορα, ανάλογα με τό αν αυτός είναι ξύπνιος ή κοιμάται, πάσχει ή

υγιαίνει. Βάσει της θεωρίας, τό «διφυές προϊόν» «αίσθηση-{-αισθητό γνώρισμα» αποτελεί

συνάρτηση τοΰ συνδυασμοΰ «όργανισμός+περιβάλλον». Προκύπτει όμως άμεσα οτι, άφοϋ

ένας οργανισμός πού κοιμάται ή παραληρεί διαφέρει από έναν οργανισμό ξύπνιο ή υγιή, τά

αποτελέσματα της αντίδρασης τους με τό περιβάλλον πρέπει και αυτά νά είναι διαφορετικά.

Ό Σωκράτης κοιμισμένος διαφέρει από τον Σωκράτη ξύπνιο σε σημαντικά οργανικά

θέματα1 επίσης, βάσει της θεωρίας πού εξετάζουμε, δεν υπάρχει άλλος «εαυτός» ή

«αντιλήπτορας» εκτός άπό τον οργανισμό, δπως έχει τήν εκάστοτε στιγμή" άρα, τά sensa*

τοΰ Σωκράτη κοιμισμένου έ'χουν πραγματική υπόσταση ώς προς τον Σωκράτη κοιμισμένο,

ακριβώς δπως τά sensa τοΰ Σωκράτη ξύπνιου έχουν πραγματική υπόσταση ώς προς τόν

Σωκράτη ξύπνιο' αν κρίναμε τήν πραγματικότητα τών «αισθητών» τοΰ Σωκράτη

κοιμισμένου βάσει τών «αισθητών» τοΰ Σωκράτη ξύπνιου, αυτό θά σήμαινε εγκατάλειψη

ολόκληρης της θεωρίας της σχετικότητας τοϋ «είναι» (157e-160c). Τά «αισθητά»

οποιουδήποτε αντιλήπτορα όργανισμοΰ άνά πάσα στιγμή ισχύουν ώς προς την κατάσταση

αύτοΰ τοΰ οργανισμού εκείνη τή στιγμή και ώς προς τίποτε άλλο, ακριβώς ό'πως ό

οργανισμός εκείνη τή

* [((αισθητά))]

380

στιγμή είναι ώς προς αυτά τά «αισθητά» και ώς προς τίποτε άλλο. (Τό esse,* Θά λέγαμε, τοΰ

όργανισμοΰ στή στιγμή t συνίσταται στό νά αντιλαμβάνεται τά «αισθητά» πού

αντιλαμβάνεται εκείνη τή στιγμή' το «είναι» αυτών τών «αισθητών» συνίσταται στό νά

γίνονται αντιληπτά άπό τόν οργανισμό εκείνη τή στιγμή' ούτε ό οργανισμός οΰτε τά

«αισθητά» έ'χουν άλλη πραγματική υπόσταση.) "Αρα ό «κόσμος» κάθε αντιλήπτορα άνά

πάσα στιγμή είναι κόσμος ιδιωτικός αυτόν τοΰ αντιλήπτορα ειδικά αυτή τή στιγμή. «Ή

αντίληψη μου εΐναι σωστή, γιατί άφορα τόν κόσμο μου (εμήν οναίαν) της δεδομένης

στιγμής,»16 Ή ανωτέρω λοιπόν θεωρία δικαιολογεί τή ρήση τών 'Ηρακλείτειων δτι δλα είναι

κίνηση, τοΰ Πρωταγόρα δτι ό άνθρωπος αποτελεί τό μέτρο δλων τών πραγμάτων και τοϋ

Θεαίτητου ότι ή αίσθηση είναι γνώση (160(]-e).

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ. Πρώτη κριτική (160e-l65e).—Ή σκέψη πού εγκυμονούσε ό

Θεαίτητος είδε πιά με τό καλό τό φως. 'Επόμενο έργο μας είναι νά εξετάσουμε αν άραγε

πρόκειται γιά γνήσιο δείγμα σκέψης ή απλώς για κάποιο «νεραϊδοπαίδι». Γιά νά δοθεΐ στον

νεαρό ό χρόνος νά ανασυγκροτήσει τό πνεΰμα του, παίρνει έν μέρει τή θέση τοΰ συνομιλητή ό

Θεόδωρος, καθώς ό Σωκράτης διατυπώνει μερικές κριτικές αμφιβολίες: α) Πώς δικαιολογεί ό

Πρωταγόρας τήν επιλογή ειδικά τοΰ άνθρωπου ώς «μέτρου»; Κατά τή θεωρία, εξίσου βάσιμη

θά ήταν και ή δήλωση 6τι οποιοδήποτε πλάσμα —χοίρος, μπα-μπουΐνος ή βάτραχος—

αποτελεί τό «μέτρο», άρκεΐ νά είναι σν μέ αισθήσεις. β) Άν κάθε άνθρωπος αποτελεί τό

«μέτρο» της πραγματικότητας και της μη πραγματικότητας στον δικό του κόσμο, πώς

υπερτερεί ό Πρωταγόρας απέναντι στους μαθητές του; Πώς μπορεί νά ισχυρίζεται ό'τι

διορθώνει τις απόψεις τοϋ μαθητή σχετικά μέ τήν πραγματικότητα ενός κόσμου πού, βάσει της

θεωρίας του, αποτελεί αφενός ιδιωτικό κόσμο τοΰ μαθητή και αφετέρου συνάρτηση τοΰ

μαθητή ώς «μέτρου» του; ('Απλώς τό εγχείρημα συνεπάγεται οτι, αντίθετα μέ τή θεωρία,

υπάρχει κάποιος κόσμος, κοινός και στον Πρωταγόρα και στον μαθητή, και οτι ό Πρωταγόρας

αποτελεί καλύτερο «μέτρο» τοΰ κόσμου αύτοΰ άπό τόν μαθητή.) Μήπως ή μακρόχρονη

επαγγελματική σταδιοδρομία τοΰ Πρωταγόρα στάθηκε απλώς πολύχρονη φάρσα; "Ισως ί>μως

ό Πρωταγόρας θά μπορούσε εΰλογα νά χαρακτηρίσει αύτη τήν «κριτική» ώς γελοιογραφία.17

'Οφείλουμε νά εξετάσουμε μέ απόλυτη σοβαρότητα τήν προτεινόμενη ταύτιση αισθητήριας

αντίληψης και γνώσης. Έτσι, στή συνέχεια ρωτάμε γ) άν, βταν άχοϋμε αλλοδαπούς νά μιλάνε

τή γλώσσα τους, ξέρουμε «τί λένε» ή άν, όταν ό αγράμματος βλέπει μιά -^ραμμέντ) σελίδα,

ξέρει «τί γράφει). Μόνη δυνατή απάντηση είναι οτι, σέ μιά τέτοια περίπτωση, γνωρίζει κανείς

ο,τι πράγματι ακούει ή βλέπει —τόν ήχο τών συλλαβών ή τά σχήμα και τό χρώμα τών ψηφίων

— άλλα αγνοεί τη σημασία τών ξένων συλλαβών ή τών γραπτών λέξεων. ("Αρα τό δια-* [«είναι»]

381

Page 12: Taylor, Θεαίτητος

ΠΛΑΤΩΝ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ TOTΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

Page 13: Taylor, Θεαίτητος

τύπωμα «γνώση=αίσθητήρια αντίληψη» δεν καλύπτει την περίπτωση της γνώσης της

σημασίας τέτοιων συμβόλων ή σημασία τους δεν υπόκειται οΰτε σε ακοή οΰτε σέ όραση.)

δ) ""Ας υποθέσουμε ό'τι κάποιος είδε κάτι και στή συνέχεια κλείνει τα μάτια του,

εξακολουθεί δμως να θυμάται τί είδε. Δεν το βλέπει πιά' μπορούμε όμως νά πούμε δτι δέν

γνωρίζει τί ήταν αυτό πού είδε και πού συνεχίζει νά θυμάται; Οί ερωτήσεις αυτές είναι

πράγματι ουσιώδεις, άλλα ας μήν κομπάσουμε πρόωρα 6τι θέσαμε έκτος μάχης τόν

Πρωταγόρα καί τή θεωρία του. *Αν ζοΰσε ακόμα, το πιθανότερο είναι δτι θα ήξερε νά

ανατρέψει πειστικά τις κατηγορίες αυτές. Άφοϋ όμως είναι νεκρός και κανένας δέν τόν

εκπροσωπεί, άς ενεργήσουμε έμεΐς ώς συνήγοροι του καί άς υπερασπιστούμε τή θέση του

δσο τό δυνατόν αποτελεσματικότερα (164e-165a).18 'Αλλιώς, προβάλλοντας αντιρρήσεις

πού τελικά αφορούν θέματα φραστικά, δέν προσφέρουμε τίποτε' οποιοσδήποτε άντιλογικός

είναι σέ θέση νά επιχειρηματολογήσει στον τομέα αυτόν πολύ συντριπτικότερα άπό εμάς,

χωρίς νά αγγίξει καθόλου τήν ουσία της σκέψης τοϋ Πρωταγόρα.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ TOT ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ

(166a-168c).—Ό Πρωταγόρας θα μπορούσε βάσιμα νά ισχυριστεί οτι τό ερώτημα γιά τή

μνήμη, ικανό νά φέρει σέ αμηχανία ένα νεαρό 5πως ό Θεαίτητος, δέν έχει επιπτώσεις στή

θεωρία του. Θά έδειχνε 'ότι είναι παράλογο νά αντιμετωπιστεί ή μνήμη ώς «παράταση» της

κατάστασης εκείνης τοϋ οργανισμού στην οποία αυτός βρίσκεται τή στιγμή τοϋ

αισθητήριου ερεθισμού. Θά ισχυριζόταν δηλαδή οτι, κατά τή θεωρία του, κάθε άνθρωπος

δέν αποτελεί έναν αντιλήπτορα άλλα, μέ κάθε μεταβολή της κατάστασης τοϋ οργανισμού,

διαφορετικό αντιλήπτορα. Καί θά επέμενε δτι ό αντίπαλος του οφείλει νά τόν διαψεύσει

άμεσα, αποδεικνύοντας εϊτε δτι οί αισθήσεις ενός άνθρώηου δέν είναι Ιδιωτικές εϊτε,

εναλλακτικά, δτι, άν δεχτεί κάνεις τόν Ιδιωτικό χαρακτήρα των αισθήσεων, τότε τό αισθητό

αντικείμενο, ηον «φαίνεται» ή «είναι», δεν είναι κατ' ανάγκην Ιδιωτικό.™

Στο μεταξύ, ή θέση τοϋ Πρωταγόρα μένει άθικτη. Κάθε αντιλήπτορας έχει τόν δικό

του, καθαρά προσωπικό καί ιδιωτικό κόσμο' κόσμο οχι απλώς «φαινομενικό)) άλλα —

μολονότι ιδιωτικό— πραγματικό. Ωστόσο υπάρχει μια πρακτική διαφορά μεταξύ τοϋ σοφού

καί των γειτόνων του. Ό σοφός μπορεί νά επηρεάσει τόν μή σοφό μέ τρόπο ώστε ό

ιδιωτικός κόσμος τοϋ δεύτερου, κόσμος πού φαίνεται καί πράγματι είναι κακός, νά φαίνεται

καί νά είναι καλός (166d). Οί ανώμαλες λ.χ. αισθητήριες εντυπώσεις ενός άρρωστου

οργανισμού αποκαλύπτουν τήν πραγματικότητα ό'σο καί οί κανονικές εντυπώσεις ενός

υγιή. Ό γιατρός δέν προσπαθεί νά πείσει μέ επιχειρήματα τόν ασθενή νά αρνηθεί τήν

πραγματικότητα των εντυπώσεων του. Τόν υποβάλλει σέ θεραπεία πού ευθυγραμμίζει τις

εντυπώσεις του μέ τις εντυπώσεις των συνανθρώπων του, κα-

382

θιστώντας τες «υγιείς» ή «ωφέλιμες» από επικίνδυνες καί αρρωστημένες πού ήταν

προηγουμένως. 'Έτσι καί ό «σοφιστής», γιατρός της ψυχής, δέν επιχειρεί νά μεταδώσει στον

μαθητή του «αληθέστερες απόψεις» γιά τή ζωή —πράγμα αδύνατο τή στιγμή πού ό μαθητής

αποτελεί τό κμέτρο» τοϋ δικοΰ του πραγματικού κόσμου— άλλα «καλύτερες» καί υγιέστερες

(166d-167c). Ό Σωκράτης υπερασπίζεται τόν Πρωταγόρα αποδίδοντας του μια

«πραγματιστική» σκοπιά. Κάθε πεποίθηση πού πράγματι πρεσβεύεται είναι εξίσου «αληθής»

μέ κάθε άλλη' αλλά μερικές αισθήσεις καί σκέψεις είναι «καλύτερες άπό άλλες», δηλαδή

«ωφελιμότερες» στην πράξη. Υποδηλώνεται, χωρίς δμως νά εκφράζεται ρητά, δτι «χρήσιμος»

τρόπος αντίληψης καί σκέψης είναι αυτός πού συμπίπτει μέ τήν αντίληψη καί τή σκέψη τοΰ

«κοινωνικού περιβάλλοντος» σου, άφοϋ μόνο τέτοια ομοφωνία επιτρέπει τή συντονισμένη

δράση. Ενδεχόμενη έ'ντονη «εκκεντρικότητα» των αντιλήψεων σου ή των ηθικών σου

πεποιθήσεων σέ κατατάσσει στην κατηγορία των παραφρόνων καί καθιστά ανέφικτη τήν

πρακτική συνεργασία μέ τους συνανθρώπους σου. Τελικά ή έννοια ενός «κοινού» φυσικού ή

ήθικοΰ κόσμου είναι —γιά τήν ακρίβεια— μύθος, μύθος έίμως αναγκαίος στή ζωή. Οι

πρακτικές ανάγκες τοΰ βίου απαιτούν άπό τόν δικό μου καί τόν &ικό σου ιδιωτικό κόσμο νά

μήν είναι πολύ ανόμοιοι. Άν μοιάζουν αρκετά, τότε, μέ βάση τόν χρήσιμο μύθο, μπορούμε νά

ενεργούμε «σάν νά» εΐχαμε έναν κοινά κόσμο' στά σημεία οπού ή απόκλιση είναι τόσο μεγάλη

ώστε νά μήν επιτρέπει τήν παραδοχή αύτοΰ τοΰ μύθου, δηλαδή όταν έγώ ονομάζω μαύρο

αυτό πού εσύ ονομάζεις λευκό, έ'νας άπό τους δύο χρειάζεται γιατρό τοΰ σώματος ή της

ψυχής. Κατά τή θεωρία τοΰ Πρωταγόρα, ό γιατρός, αλλάζοντας τήν κατάσταση τοΰ

αντιλήπτορα, μεταβάλλει ταυτόχρονα κατ' ανάγκην καί τό χαρακτήρα τοΰ «κόσμου» του.

Προφανώς, ή έρμ.ηνεία αυτή δέν μπορεί νά προέρχεται άπό τόν ίδιο τόν Πρωταγόρα,

άφοϋ ό Σωκράτης τήν προτείνει ώς υποκατάστατο μιας «επίσημης» εξήγησης. Δεδομένου οτι τή

δέχεται ό Θεόδωρος, παλιός θαυμαστής τοΰ Πρωταγόρα, πρέπει μάλλον νά παρουσιάζεται ώς

ειλικρινής προσπάθεια εξήγησης της διδασκαλίας του, βασισμένη στην προϋπόθεση οτι

στάθηκε άνθρωπος μέ νοημοσύνη, ό όποιος ήθελε μέ τή θεωρία του νά στηρίξει τόν ισχυρισμό

του δτι ήταν πρακτικός διδάσκαλος. "Οσο μπορώ νά κρίνω, ή ερμηνεία αυτή όχι μόνο

προτείνεται καλόπιστα άλλα μάλλον αποτελεί καί τήν καλύτερη δυνατή υπεράσπιση της

άποψης Οτι ό «κοινός» κόσμος συνίσταται αποκλειστικά στή δημιουργία της

«μεσουποκειμενικής επικοινωνίας», δπου στηρίζεται κάθε πρακτική συνεργασία. 'Απέναντι στις

σημερινές πραγματιστικές διδασκαλίες παρουσιάζει τό πλεονέκτημα δτι δέν επιχειρεί νά

εξισώσει τό «αληθές» καί τό «πρακτικά ωφέλιμο»' απλώς παραμερίζει τή διάκριση μεταξύ

«αληθούς» καί «ψεύδους» ώς μή έπιθεματική γιά τόν ανθρώπινο βίο, αντικαθιστώντας τη μέ τή

383

Page 14: Taylor, Θεαίτητος

ΠΛΑΤΩΝ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ TOT ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

Page 15: Taylor, Θεαίτητος

φανερά έπιθεματική διάκριση «χρήσιμου» και «βλαβερού». "Ετσι, ή προσοχή στρέφεται

στο θεμελιακό ερώτημα αν άραγε ή άρση της αντιδιαστολής αληθούς και ψεύδους αναιρεί

ή δχι και τή θεμελιακή αυτή αντιδιαστολή τοϋ χρήσιμου και του βλαβερού. Ώς προς το

κορυφαίο αυτό ζήτημα, το εξαιρετικά σοβαρό, ή θέση τοϋ πραγματιστή δεν πρέπει να

διακυβευθεϊ με τήν ανάθεση τής υπεράσπισης της σε ένα παλικαράκι, έστω και τόσο

προικισμένο οσο 6 Θεαίτητος' τήν υπεράσπιση πρέπει να τήν αναλάβει ό ΐδιος ό Θεόδωρος

(168c-169e).2C

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ TOT ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ (169d-172c, 176c-179b).

—'Οφείλουμε τώρα να αξιολογήσουμε τή βασιμότητα τής «πραγματιστικής» φιλοσοφίας. Ή

εξέταση αυτή χωρίζεται σε δύο τμήματα, στά όποια παρεμβάλλεται ψυχαγωγικά ό περίφημος

πανηγυρικός μέ θέμα τον βίο τον αφιερωμένο στην «άχρηστη έταστήμη». Σ' όλους είναι

γνωστό οτι υπάρχουν πράγματα για τά όποια καθένας θεωρεί τόν εαυτό του σοφότερο από

τους άλλους και άλλα για τά όποια θεωρεί άλλους σοφότερους άπό τόν εαυτό του (170a-b).

Καθένας παραδέχεται οτι υπάρχουν πράγματα για τά όποια είναι ανίδεος και ανίκανος, και

χρειάζεται διδασκαλία ή καθοδήγηση. Λέγοντας «σοφία» και «άγνοια», οι άνθρωποι

υποθέτουν οτι εννοούν, αντίστοιχα, τήν αληθή και τήν ψευδή γνώμη (δόξαν). Σύμφωνα μέ τή

θέση τοϋ Πρωταγόρα, ή παραπάνω άποψη οτι μερικές άπό τις γνώμες μου εΖναι αληθείς και

άλλες ψευδείς πρέπει, εφόσον είναι μια άπό τις γνώμες μου, νά είναι αληθής. Είναι λοιπόν

κατ' ανάγκην αληθής ή πρόταση (άφοΰ αποτελεί γνώμη) οτι υπάρχουν πράγματα των όποιων

«μέτρο» δεν είναι τό δεδομένο πρόσωπο. Πρόκειται γιά άμεσο συμπέρασμα άπό τήν ΐδ\α τή

βασική αρχή τοϋ Πρωταγόρα, παρόλο πού ή έν λόγω πρόταση αντιβαίνει στην αρχή αυτή.

Και τό χειρότερο είναι δτι, αν υπάρχει ενα σημείο γενικής ομοφωνίας, ακόμα και μεταξύ των

προθυμότερων νά δεχτοΰν δτι οι αντιλήψεις κάθε συγκεκριμένου άτομου αληθεύουν οσο και

κάθε άλλου, τό σημείο αυτό είναι οτι, βταν πρόκειται γιά τό ερώτημα τί άραγε είναι υγιές και

τί βλαβερό, δλοι οί άνθρωποι δέν αποτελούν εξίσου τό «μέτρο» γιά τόν εαυτό τους. Γι' αυτό

ακριβώς χρειάζεται ό ειδικευμένος γιατρός (171 e). "Ομοια και γιά θέματα ηθικής: ακόμα κα!

δσοι πρεσβεύουν οτι δέν υπάρχουν κοινά σταθμά δικαιοσύνης και αδικίας, αλλά «δίκαιο»

απλώς σημαίνει, γιά τήν εκάστοτε κοινωνία, ο,τι αυτή συναινεί νά εγκρίνει, ποτέ δέν

συλλαμβάνουν τή «χρησιμότητα» ώς ζήτημα τελείως σχετικό. *Αν και πολλοί πιστεύουν δτι

δίκαιο είναι ακριβώς 6,τι ή κοινωνία συμβαίνει νά θεωρεί σωστό, κανένας δέν ορίζει τό

«ωφέλιμο» ώς «αυτό πού κάθε κοινωνία θεωρεί χρήσιμο». Γενικά θεωρείται δτι υπάρχει

κοινό πρότυπο χρησιμότητας (172b). Οί σκέψεις αυτές έχουν στόχο τό συμπέρασμα 8τι ή

«πραγματιστική» αντικατάσταση τοϋ «αληθούς» άπό τό «χρήσιμο», ώς κριτήριο

αξιολόγησης γνωμών, αν και. ευλογοφανής, καταρρέει στο κύριο σημείο της:

αύτοδιαψεύδεται, προϋποθέτοντας οτι ή ΐδια ή γνώμη

384

«αυτό είναι χρήσιμο» πρέπει νά αξιολογηθεί βάσει ενός πρότυπου «αλήθειας». Ή πρόταση

«είναι αληθές δτι ή πρακτική αυτή είναι χρήσιμη» δέν μπορεί νά σημαίνει απλώς ((είναι

χρήσιμη ή γνώμη δτι ή πρακτική αυτή είναι χρήσιμη». Ή ολοκληρωμένη ανάπτυξη αυτής

της σκέψης αναβάλλεται προσωρινά, γιά νά εγκωμιαστεί ό φιλοσοφικός βίος.

ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ. Ό φιλοσοφικός βίος (172c-176c).— Διαπιστώνουμε πόσο λίγο

αυταπόδεικτο είναι τό πραγματιστικό κριτήριο αντιπαραθέτοντας τήν 8λη στάση τοϋ

φιλόσοφου ή γνήσιου επιστήμονα απέναντι στή ζωή μέ εκείνη του «άνθρωπου της δράσης»

και τοϋ νομικού. Ό πρώτος είναι ελεύθερος, ό δεύτερος δούλος'21 τό βλέπουμε συγκρίνοντας

τό υφός των «ομιλιών» τους, Ό ένας είναι σε θέση νά ακολουθεί τις σκέψεις του, οπού και

αν τόν οδηγούν ό χρόνος δέν έχει σημασία γι' αυτόν και ή διάρκεια τής συζήτησης δέν τοϋ

είναι εμπόδιο, άρκεΐ ή επιχειρηματολογία νά τόν φέρει στην «αλήθεια». 'Αντίθετα, ο άλλος,

στην επιχειρηματολογία του, υπόκειται σέ χρονικό περιορισμό και διπλό έλεγχο' οφείλει νά

μιλά «στά πλαίσια τοϋ θέματος» —ό αντίπαλος του φροντίζει γι' αυτό— και νά

προσαρμόζεται στις προκαταλήψεις του «αφέντη και κυρίου» του, δηλαδή του δικαστηρίου

—αλλιώς ΐσως πληρώσει ακριβά— και έ'τσι αδυνατεί νά συγκεντρώσει αμέριστη τήν

προσοχή του στην αλήθεια. Ό πρώτος είναι ελεύθερος {δπως εμείς αυτή τή στιγμή) νά

ακολουθήσει κάθε κατεύθυνση τής σκέψης πού τοϋ φαίνεται δτι θά φέρει αποτέλεσμα' δέν

είναι δούλος άλλα κύριος τής «υπόθεσης» του. Έκεΐ οφείλεται ή έντονη αντίθεση

προσωπικότητας μεταξύ τοΰ χαρακτηριστικού φιλόσοφου και τοϋ χαρακτηριστικού

«άνθρωπου τής δράσης». Στην ακραία περίπτωση, ό πρώτος καλά καλά δέν ξέρει πού

βρίσκονται τά δικαστήρια και οί χώροι των δημόσιων συνελεύσεων, ή τί διαδραματίζεται

έκεΐ μέσα' δέν ανήκει σέ πολιτικό «όμιλο» και λίγο ενδιαφέρεται γιά τις κοσμικές

εκδηλώσεις ή τή σοβαρή αποστολή τέτοιων θεσμών. 'Αγνοεί τά επίκαιρα πολιτικά και

κοινωνΊκά κουτσομπολιά, χωρίς κάν νά συνειδητοποιεί τήν ανεπάρκεια του αυτή.

Μπορούμε νά ποΰμε δτι, ενώ τό σώμα του βρίσκεται έδώ στην 'Αθήνα, ό νους του έχει γιά

επικράτεια του ολόκληρο τό σύμπαν, δπου πλανάται ελεύθερα. "Οταν αναγκαστεί νά

κατεβεί στον κόσμο τών τοπικών μικροζητημάτων, λ.χ. δταν μηνυθεί στο δικαστήριο, ή

περίεργη κατάσταση πού αντιμετωπίζει τόν αποπροσανατολίζει, και τότε ό άνθρωπος τής

δράσης τόν κάνει νά φαίνεται αφηρημένος ανόητος. 'Αδυνατεί νά παρουσιάσει έ'να πειστικό

κατηγορητήριο, γιατί είναι ολότελα ανίδεος γιά τά προσωπικά σκάνδαλα πού άποτελοΰν τό

κατάλληλο υλικό. Εξίσου αναποτελεσματικός αποδεικνύεται στά εγκώμια του, άφοΰ τά

συνηθισμένα θέματα επαίνου, ή ένδοξη καταγωγή και ό αμύθητος πλούτος τοΰ

έγκωμιαζομένου δέν τόν εντυπωσιάζουν. 'Ακόμα και ή μεγαλύτερη κτηματική περιουσία

φαίνεται ασήμαντη σέ οποίον συνήθως συλλογίζεται τις απέραντες εκτάσεις τοΰ άστρικοΰ

διαστήματος' ή πιο

38525

Page 16: Taylor, Θεαίτητος

ΠΑΛΤΩΝ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

Page 17: Taylor, Θεαίτητος

αριστοκρατική καταγωγή είναι γελοία για οποίον ξέρει πόσοι βασιλιάδες καϊ. πόσοι

ζητιάνοι θά βρίσκονταν σε κάθε γενεαλογικά δέντρο, άρκεϊ να μπορούσε κανείς να το

συμπληρώσει αναδρομικά με τις γενιές πού δεν καταγράφηκαν. "Ετσι εξηγείται ή γενική

περιφρόνηση πού τρέφει 6 τόσο συνεπαρμένος μέ την παρατήρηση των άστρων, ώστε νά

αδυνατεί να δει 'δ,τι βρίσκεται κάτω άπό τη μύτη του.

Παράλληλα, άπο τή σκοπιά του φιλόσοφου, ό λαμπρός άνθρωπος της δράσης είναι

εξίσου αλλόκοτος. Βγάλε τον άπο το πεδίο των μικρών προσωπικών ενδιαφερόντων και.

βάλε τον νά σκεφτεί πάνω στα θεμελιακά ζητήματα της ζωής, δηλαδή τί είναι δίκαιο ή

άδικο, σέ τί συνίσταται ή άνθρο')πινη ευτυχία ή δυστυχία, πώς εξασφαλίζεται, ή μιά ή

αποφεύγεται ή άλλη, κοντολογίς βγάλε τον άπο τήν περιοχή τοϋ προσωρινού και βάλε τον

στο βασίλειο της αιωνιότητας και θα τον δεις αμήχανο νά «μιλήσει», παρά τή δικανική του

«δεινότητα».

Ή σύγκρουση αυτή μεταξύ αντίθετων κριτηρίων αξιολόγησης ενδημεί στη φύση τών

«θνητών»· γι* αυτό ακριβώς ό αποφασισμένος νά εξασφαλίσει τήν ευτυχία πρέπει νά θέσει

ώς κύριο σκοπό του τήν «απόδραση» άπο τήν κατάσταση τοΰ θνητού. Μοναδικός τρόπος

διαφυγής είναι «ή πληρέστερη δυνατή ταύτιση μέ τόν Θεό», ή ανταλλαγή τοϋ εφήμερου με

το αιώνιο. Ή «ταύτιση» αύτη σημαίνει νά γίνεις «δίκαιος και ευλαβής και σοφός». Το

δύσκολο είναι νά πείσει κανείς τους ανθρώπους ότι ό πραγματικός παράγοντας πού

καταξιώνει τήν επιδίωξη αυτή της αρετής δεν είναι το πλεονέκτημα της φήμης τοΰ

&^άρ&το^ άλλα το γεγονός οτι ή αρετή και ή σοφία χαρίζουν ομοιότητα μέ τόν Θεό, άρα

συνιστούν τόν αληθινό «ανδρισμό» και παρέχουν τή μοναδική ευτυχία.

'Ολόκληρο αυτό το χωρίο απηχεί, προφανώς σκόπιμα, το πνεύμα, ακόμα μάλιστα και τή

φρασεολογία τοΰ Γοργία και τοϋ Φαίδωνα. Ή σχέση του Ομως μέ τήν εδώ συλλογιστική

είναι χαλαρή και περιορίζεται στο έξης: ή αξιολόγηση τοϋ φιλόσοφου άπά τόν άνθρωπο της

δράσης και ή αξιολόγηση τοΰ άνθρωπου της δράσης άπο τόν φιλόσοφο παρέχουν τήν

καλύτερη απόδειξη Οτι δέν υπάρχει ενιαία παραδεκτό μέτρο άξιας. Τή φυσικότερη εξήγηση

της παρέκβασης τή δίνει ό Burnet, υποστηρίζοντας οτι εκφράζει τή διάθεση μέ τήν όποια ό

Πλάτων συλλογίζεται τήν επικείμενη αφομοίωση του στην αναπόφευκτα ανοίκεια του

κοσμική ζωή της αυλής τών Συρακουσών. Βέβα&α, ποτέ δέν είχε υιοθετήσει το ιδανικό τοΰ

καθαρού «επιστήμονα» πού απαρνιέται τά εγκόσμια' οί νεανικές του φιλοδοξίες στάθηκαν

οπωσδήποτε πολιτικές, και στην ωριμότητα του πίστευε Οτι τά χαρίσματα τοΰ φιλόσοφου

πρέπει νά υπηρετούν το πρακτικό έ'ργο της διοίκησης καΐ της διαχείρισης. Εύλογα όμως θά

υποθέταμε ότι πρέπει νά είχε οξεία συναίσθηση τής θυσίας πού έκανε για χάρη τοΰ

δημόσιου καθήκοντος του, καθώς και της μικρότητας τών ατόμων και τών προβλημάτων

στα όποια τώρα καλούνταν νά αναμειχθεί.22 Είναι μεγάλο το λάθος δσων δια-

386

κρίνουν, στο υπέροχο αυτό χκιρίο, επίθεση του Πλάτωνα κατά τών στόχων τοϋ

πρεσβύτερου αντιπάλου του, τοϋ 'Ισοκράτη. "Οποια και άν ήταν τά μειονεκτήματα τοΰ

'Ισοκράτη, ό Πλάτων μάλλον έβλεπε ευνοϊκά τήν προσπάθεια του νά εφοδιάσει τους

μαθητές του, όσον άφορα τά προβλήματα τοϋ δημόσιου βίου, μέ μιά προοπτική πλατύτερη

και ευγενικότερη από αυτήν τοΰ άπλοΰ κομματικού στελέχους μιας μικρής ελληνικής

πόλεως. Αντίθετα, ή όλη περιγραφή τοϋ «άνθρωπου της δράσης», σέ αντιδιαστολή μέ τόν

φιλόσοφο, άφορα στις λεπτομέρειες της τους θαυμαστές τοϋ 'Αντιφώντα ή τοΰ Θρασύμαχου

μάλλον παρά τους μαθητές της σχολής τοΰ 'Ισοκράτη, τελευταίο χώρο όπου θά ήταν πιθανό

νά ευνοείται το πνεΰμα της «επιτυχημένης αδικίας».

'Ολοκλήρωση τής δεύτερης κριτικής της θέσης τον Πρωταγόρα (176c-179b). 'Επιστρέφουμε

στο θέμα. Είχαμε μόλις πει ότι, μολονότι οί φιλόσοφοι πού ταυτίζουν τήν πραγματικότητα μέ

τήν αλλαγή, καθώς καϊ όσοι διδάσκουν ότι «πραγματικότητα για τόν καθένα είναι ό,τι τοϋ

φαίνεται», δέχονται νά επεκτείνουν αυτά τα διατυπωματα στή δικαιοσύνη και τήν αδικία,

ωστόσο κανένας δέν υποστηρίζει σοβαρά ότι πράγματι καλό ή χρήσιμο είναι ο,τι κάθε πόλη

εκάστοτε συμφωνεί νά θεωρεί καλό ή χρήσιμο. "Ολοι δέχονται οτι ένα πράγμα είναι καλά ή

επικερδές ανεξάρτητα άπο τις ενδεχόμενες σχετικές γνώμες. Α.ύτό οδηγεί σέ γενίκευση τοϋ

προβλήματος πού θέτει ή ρήση τοΰ Πρκιταγόρα. Ή πόλη, Οταν θεσπίζει κανονισμούς γιά νά

εξασφαλίσει το καλό ή κάποιο Οφελος, ενεργεί αποβλέποντας στο μέλλον. Μπορούμε λοιπόν

νά αναρωτηθούμε: άν το δια-τύπωμα «ό άνθρωπος είναι μέτρο όλων τών πραγμάτων» ισχύει

γιά τις πεποιθήσεις πού άφοροΰν τό παρόν, ισχύει άραγε και γιά τις πεποιθήσεις πού αφορούν

τό μέλλον; 'Άν κάποιος αισθάνεται ζέστη, είναι ζεστός. "Εστω. Τί συμβαίνει όμως άν κάποιος

πιστεύει ότι πρόκειται νά έχει πυρετό, ένώ ό γιατρός αρνείται αυτή τήν πιθανότητα; Στην

περίπτωση αύτη, ή πρόβλεψη τοΰ για-τροΰ αποτελεί οπωσδήποτε καλύτερο «μέτρο» αότοϋ

πού πρόκειται νά αποτελέσει τήν πραγματικότητα τοΰ μη ειδήμονα. "Ομοια, τό καλύτερο

«μέτρο» τής γλυκύτητας ή τής ξηρότητας τών σταφυλιών τοϋ επόμενου τρύγου είναι ό γεωρ-

γός. Ή κρίση ενός έμπειρου μάγειρου γιά την απόλαυση πού μιά συντροφιά θά αποκομίσει

άπό τά εδέσματα πού ετοιμάζει είναι εγκυρότερη από τήν κρίση τών συνδαιτυμόνων. Ό

Πρωταγόρας θά αποτελούσε καλύτερο κριτή της αποτελεσματικότητας ένος λόγου τόν όποιο

Οά επρόκειτο νά εκφωνήσει ένας άπό μας. Γενικά, όταν πρόκειται γιά μελλοντικό ζήτημα, ό

ειδικός αποτελεί τό καλύτερο «μέτρο» τών εμπειριών τών άλλων και τών δικών του. Τό

διατύπωμα λοιπόν γιά τόν α,νΟρωττο ώς «μέτρο» δέν ίσχάει γιά τις περιπτώσεις πού άφοροΰν

μελλοντικές εμπειρίες. "Ετσι ανασκευάζεται ή διδασκαλία ότι κάθε γνώμη είναι αληθής,

διδασκαλία πού οπωσδήποτε αΰτοδιαψεύδεται, άφοΰ συνεπάγεται τό αντιφατικό της. Μένει

όμως ακόμα νά εξετάσουμε τή μεταφυσική θεωρία

387

Page 18: Taylor, Θεαίτητος

ΠΛΑΤΩΝ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ TOT

στην οποία στηρίζεται ή ρήση Οτι οί τρέχουσες συγκεκριμένες εντυπώσεις τών αισθήσεων

και οί γνώμες (δόξαι) πού βασίζονται σ' αυτές είναι πάντα αληθείς.

Τελική άνασκενη της ταύτισης της γνώσης με τά δεδομένα τών αισθήσεων (179d-186e). Ή

ολοκληρωμένη εξέταση της θεωρίας ότι οι τρέχουσες εντυπώσεις τών αισθήσεων

αποτελούν γνώση επιβάλλει επισκόπηση τής μεταφυσικής θεωρίας πού προαναφέρθηκε,

ότι τίποτε δέν είναι πραγματικό έκτος άπό τήν κίνηση. Άπό τους επίσημους έκπροσο'ϋπους

αυτής της θεωρίας, τους 'Ηρακλείτειους, πού περιφρονούν τη συγκροτημένη διατύπωση και

προτιμούν την εκζήτηση τών απόκρυφων αφορισμών, είναι αδύνατο νά αποκομίσουμε

ακριβόλογη διατύπωση τών βάσεων αυτής τής θεωρίας' πρέπει λοιπόν νά προσπαθήσουμε

νά αξιοποιήσουμε μόνοι μας, Οσο μπορούμε, τη διδασκαλία αύτη (179e-180c). "Ας έχουμε

πάντως υπόψη οτι ό Μέλισσος καϊ ό Παρμενίδης πρεσβεύουν ακριβώς το αντίθετο, οτι

δηλαδή τό υπάρχον είναι ενα και ακίνητο. Η πλήρης ανάλυση του θέματος απαιτεί μελέτη

τών απόψεων και τών «οπαδών της ροής» (τών ρεόντων) και τών «οπαδών του ενιαίου

όλου» (τών τοΰ δλον στασι.ωτών). "Ισως ή μελέτη αυτή μας επιτρέψει νά διαλέξουμε

στρατόπεδο, ίσως όμως και. νά μας αφήσει σε κωμικά ανασφαλή θέση: μόνους και

αντιμέτωπους και με τις δύο πλευρές. 'Οφείλουμε ωστόσο νά τήν επιχειρήσουμε. Ά.ς

άρχίσουμ,ε εξετάζοντας τήν άποψη του 'Ηράκλειτου (180c- 181b).

«"Ολα βρίσκονται σε αέναη κίνηση»:* Ποιο ακριβώς είναι τό νόημα αυτής τής

πρότασης; Υπάρχουν δύο ευδιάκριτοι τύποι «κίνησης»: α) ό ένας περιλαμβάνει τή

μετατόπιση καϊ τήν περιφορά και θά τον ονομάσουμε «χωροκίνηση» (φοράν)' β) ό άλλος

έχει ώς παραδείγματα τή μετάβαση άπό τή νεότητα στά γερατειά, άπό τό μαύρο στο άσπρο,

άπό τό σκληρό στο μαλακό, και Οά τον ονομάσουμε «μεταβολή» (αλλοίωσα'). Ποιο είναι

λοιπόν τό νόημα; "Οτι όλα αλλάζουν κάθε στιγμή και θέση και ποιότητα, ή μόνο ότι κάθε

πράγμα παρουσιάζει κάθε στιγμή εϊτε τή μιά είτε τήν άλλη άπό τις αλλαγές αυτές; *Αν ή

δήλωση ότι δέν υπάρχει παύση ή σταθερότητα στον κόσμο εννοηθεί αυστηρά, οφείλουμε

νά διαλέξουμε τήν πρώτη ερμηνεία. *Αν τίποτε δεν κρατά ποτέ την ΐδια θέση, ακόμα

λιγότερο τίποτε δεν διατηρεί ποτέ τό 'ίδιο γνώρισμα ούτε κατά τό ελάχιστο χρονικό

διάστημα (181 e)' αλλιώς τά πράγματα θά είχαν κάποιου είδους σταθερότητα.,νΛς έχουμε υπόψη μας τά παραπάνω, και ας θυμηθούμε τις περαιτέρω λεπτομέρειες,

πού είναι μέρος τής ίδιας θεωρίας γιά τόν τρόπο μέ τον οποίο ή αμοιβαία παρέμβαση δύο

άπό τις «βραδύτερες» κινήσεις προκαλεί τό διφυές αποτέλεσμα «αίσθηση4 αισθητό

γνώρισμα». Σύμφωνα μέ τή θεωρία, όταν «συναντηθούν» δύο τέτοιες «βραδύτερες»

κινήσεις, τό αποτέλεσμα είναι μιά (.(.ορισμένη διεργασία αίσθησης Ι-Ινα ορισμένο αισθητό

γνο'^ρισμα», λ.χ. μία «θέα λευ-

* [τά πάντα... κινεϊβθαι]

388

ΘΒΑΪΤΠΤΟΣ

κοΰ + τό θεώμενο λευκό». '"Αν Ομως τίποτε δεν ε'χει μονιμότητα, τότε δέν υπάρχει τέτοια

ορισμένη διεργασία «θέας λευκού» ούτε κανένα ορισμένο «θεώμενο λευκό». Ή ανωτέρω

διεργασία μεταβάλλεται κάθε στιγμή σε μιά άλλη διεργασία, τό λευκό σέ άλλο γνώρισμα. Δέν

έχουμε κάν δικαίωμα νά μιλάμε γιά «έγχρωμη Οραση» καί «χρώμα», άφοϋ ή σχετική

διεργασία και τό αντίστοιχο γνώρισμα μεταβάλλονται διαρκώς. Τό Οτι έ'νας άνθρωπος

βλέπει, ή έχει κάποιου άλλου είδους αίσθηση, οποιαδήποτε στιγμή, δέν είναι αληθέστερο άπό

τό Οτι δέν βλέπει ή δέν έχει τή δεδομένη αίσθηση" άρα, αν τά δεδομένα τών αiσθή-σεων

αποτελούν γνώση, τότε ή ρήση ότι ένας άνθρωπος γνωρίζει δέν πρόκειται ποτέ νά είναι

αληθέστερη άπό τή ρήση Οτι ένας άνθρωπος δέν γνωρίζει. Ή ασφαλέστερη απάντηση σέ

οποιαδήποτε ερώτηση θά ήταν: «Είναι έτσι καί δέν είναι £τσι»' άλλα ακόμα καί αυτό

υπερβαίνει τά δικαιώματα μας, αφού αύτη ή ίδια ή λέξη «έ'τσι» συνεπάγεται έναν

προσδιορισμό συνεχώς ανύπαρκτο βάσει της θεωρίας (183b). Οί συλλογισμοί αυτοί

ανασκευάζουν τελεσίδικα καί τις δύο δηλώσεις, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος αποτελεί τό

«μέτρο» καί οτι ή γνώση είναι αίσθηση. Πρέπει καϊ οι δύο νά είναι ψευδείς, προκειμένου νά

υποστηριχθεί ή θεωρία τής απόλυτης «ρευστότητας», στην όποια βασίζονται καί οί ίδιες. Στο

σημείο αυτό ό Θεαίτητος εκδηλώνει τήν επιθυμία νά εξετάσει τήν αντίπαλη ελεατική θεωρία

ότι «τίποτε δέν συμβαίνει», ότι δέν υπάρχει ή παραμικρή «ρευστότητα». ΊΙ επιθυμία του

ομο^ς δέν πρέπει νά ικανοποιηθεί. Ό Σωκράτης, νέος ακόμα, συνάντησε τον Παρμ,ενίδη, ήδη

γέροντα, καϊ εντυπωσιάστηκε εξαιρετικά άπό τό «ευγενικό βάθος» του.23 "Αν συζητούσαμε

τήν άποψη του, θά υπήρχε κίνδυνος νά τήν παρανοήσουμε, γι' αυτό ή εξέταση μας θά έπρεπε

νά είναι μακροσκελής καί διεξοδική, ενώ, τέλος, Οά απομακρυνόμαστε άπό τό τωρινό μας

εγχείρημα, τήν πρόκληση δηλαδή ενός «πνευματικού τοκετού» στον Θεαίτητο (184b).

Ό Σωκράτης αρχίζει τώρα μιά συλλογιστική πού αποτελεί τήν κατά πολύ σημαντικότερη ώς

τώρα συμβολή τοΰ διαλόγου στην επίλυση τοΰ κύριου προβλήματος. 'Εφιστά τήν προσοχή στή

διάκριση, παραγνωρισμένη ώς εδώ, μεταξύ αίσθησης καϊ σκέψης ή κρίσης. Τά σωματικά

Οργανα πού χρησιμοποιεί ό άνθρωπος γιά νά βλέπει, νά ακούει καί νά αγγίζει, μπορούμε νά τά

δείξουμε. Βλέπει μέ τά μάτια του, ακούει μέ τά αυτιά του κλπ. "Η, γιά νά ακριβολογήσουμε,

άφοΰ εκείνος πού βλέπει καϊ ακούει είναι πάντα ό άνθρωπος, δηλαδή ή ψυχή του, καλά Οά

κάναμε νά πούμε μάλλον Οτι βλέπει καϊ ακούει δια μέσου τών ματιών καί τών αυτιών του

(184d).21 Τά μάτια, τά αυτιά καί τό υπόλοιπο σώμα δέν είναι δράστες τής αντίληψης άλλα

δργανά της —προ'ιτη εμφάνιση της λέξης «Οργανο» μέ αυτή τή σημασία. Γιά κάθε όργανο

υπάρχει ό,τι ό 'Αριστοτέλης αργότερα ονόμασε τά ϊδιον αισθητό. Κανένα Οργανο δέν μπορεί

νά κάνει τή δουλειά ενός άλλου. Ή αντίληψη του χρώματος μπορεί νά γίνει μόνο

389

Page 19: Taylor, Θεαίτητος

ΠΛΑΤΩΝ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ TOTΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

Page 20: Taylor, Θεαίτητος

δια μέσου του ματιού, ή αντίληψη του ήχου μόνο δια μέσου του αυτιού. "Οταν ^μως ό

άνθρωπος σκέφτεται δύο τέτοια αισθητά διαφορετικών αισθήσεων, συγκρίνοντας και

ξεχωρίζοντας τα, ή μετρώντας τα ως «δύο», χαρακτηρίζοντας τα όμοια ή ανόμοια,

βεβαιώνοντας ότι πράγμ,χτι «υπάρχουν», τότε ή ψυχή εξετάζει το θέμα «μόνη της» (αυτή

δι αυτής), χωρίς χρήση κανενός σωματικού «οργάνου» (185d).26

"Αν προσπαθήσουμε στη συνέχεια να συντάξουμε έναν κατάλογο των προσδιορισμών

ενός αντικειμένου, πού προκύπτουν έ'τσι, «χωρίς κανένα σωματικό Οργανο», πρέπει νά

συμπεριλάβουμε σ' αυτούς Οχι μόνο τήν «υπόσταση» {ονσίαν), τόν αριθμό, τήν ταυτότητα,

τή διαφορά, τήν ομοιότητα και τήν ανομοιότητα, άλλα επίσης το καλό και το κακό, το

δίκαιο και τό άδικο (186a)' οι υπέρτατες κατηγορίες, αξιολογικές και υπαρξιακές, δεν

γίνονται αντιληπτές μέ τις αισθήσεις άλλα μέ τή σκέψη. Βεβαιώνονται μάλιστα ώς

αποτέλεσμα σκέψης, σύγκρίτ σης καί διάκρισης" έτσι εξηγείται πώς, αν και τά ζώα είναι

τόσο ικανά νά αντιλαμβάνονται μέ τις αισθήσεις δσο και οί άνθρωποι, ή τά μωρά 6σο και

οί ενήλικοι, ωστόσο οι αληθείς πεποιθήσεις γιά τήν «πραγματικότητα και τήν αξία» (ούσίαν

και ώφέλειαν) διαμορφώνονται μόνο μέ τόν καιρό, τήν προσπάθεια καί τήν παιδεία. Ή

γνώση όμως είναι αδύνατη χωρίς τήν αντίληψη μιας γνωσκό-μενης «πραγματικότητας»

(ονσίας). "Επεται δτι ή «γνώση» δέν πρέπει νά αναζητείται στά δεδομένα των αισθήσεων

(τοις παθήμααΐ) αλλά στή σκέψη γιά τά δεδομένα αυτά (εν τω περί εκείνων σνλλογισμω,

186d). "Ετσι τελικά αποδεικνύεται Οτι ή γνώση δεν εΐναι τό 'ίδιο πράγμα μέ τήν αίσθηση

(186b).

ΔΕΤΤΕΡΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ. II ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΑΗΘΗΣ ΚΡΙΣΗ (187b-200c)

Τό κοινό όνομα της διεργασίας σκέψης, σύγκρισης καί διάκρισης —διεργασίας πού έχει

αφορμή τά δεδομένα των αισθήσεων μας— εΐναι «γνώμη», ή μάλλον «κρίση» (δόξα, τό

δοξάζειν). Ή λέξη δόξα χρησιμοποιείται εδώ μέ τρόπο χαρακτηριστικό των μεταγενέστερων

διαλόγων του Πλάτωνα. Στά προηγούμενα έργα του, ή δόξα γενικά αντιδιαστέλλεται προς

τήν έηιατήμην αποδίδει εκεί τή «γνώμη» ώς ((δοξασία», πού σημαίνει «γνώμη» λαθεμένη, ή

τουλάχιστον αμφισβητήσιμη. Στον Θεαίτητο καί τους μεταγενέστερους διάλογους ή

σημασία της λέξης αυτής είναι «κρίση», «διανοητική πεποίθηση» γενικά, χωρίς καμία

μειωτική απόχρωση. Πρόκειται γιά μία άπό τις πολλές ενδείξεις OTL μιά κύρια διαφορά

μεταξύ του ώριμου πλατωνισμοΰ καί της σωκρατικής διδασκαλίας, άπό τήν οποία αυτός

αναπτύχθηκε, συνίσταται στο δτι ό πρώτος αποδίδει οπωσδήποτε μεγαλύτερη αξία σέ

γνώμες πού δεν φτάνουν στό επίπεδο των αποδεδειγμένων προτάσεων της «επιστήμης»,

δηλαδή στην «εμπειρική γνώση» μας γιά τόν αισθητό κόσμο. "Αν δεν μπορούμε νά

εξισώσουμε τήν κρίση μέ τή γνώ-

390

ση, άφοΰ υπάρχουν καί ψευδείς κρίσεις, μπορούμε ωστόσο νά υιοθετήσουμε τόν τροποποιημένο ορισμό ό'τι ή γνώση είναι αληθής χρίση (187b),Γιά νά εξετάσουμε τήν ορθότητα αύτης της δήλωσης, πρέπει νά αρχίσουμε μελετώντας τό

πρόβλημα πού θέτουν τά παλιά επιχειρήματα γιά τό οτι κάθε ψευδής κρίση εΐναι αδύνατη.

Κατά τήν επιχειρηματολογία τοΰ Ενθνδημον, είτε γνωρίζεις αυτό πού κρίνεις εϊτε όχι' άν τό

γνωρίζεις, δέν εΐναι δυνατό νά εκφέρεις ψευδή κρίση' άν δέν τό γνωρίζεις, δεν μπορείς νά

εκφέρεις τήν παραμικρή κρίση, γιατί ό νους σου εΐναι τελείως κενός ώς προς ό',τι αγνοείς. Τό

ζήτημα πρέπει τώρα νά εξεταστεί λεπτομερειακά, ώστε νά ανακαλυφθεί ό εϊδι-κός χαρακτήρας

των αληθών κρίσεων. "Οποιος ξέρει τό Α καί τό Β, είναι μάλλον αδύνατο νά κάνει σύγχυση

των δύο' άν ξέρει τό Α άλλα Οχι τό Β, πώς μπορεί νά συγκρίνει τό Α μέ κάτι απολύτως

άγνωστο; *Αν και τό Α χαί τό Β είναι άγνωστα, τότε ή πιθανότητα σύγχυσης εΐναι ακόμα

μεγαλύτερη (188a-c). Αυτές τις δυσκολίες δμως μπορούμε νά τις αποφύγουμε, άν πούμε οτι

ψευδής κρίση είναι πίστη σέ «ό,τι δέν είναι» (188d), αποφεύγοντας έτσι στον ορισμό μας κάθε

αναφορά στή «γνώση».26 'Αλλά, μπορούμε νά πούμε, τό «μη πραγματικό» (ΤΟ μή δν) δέν είναι

τίποτε απολύτως. Καί τό νά σκέφτεσαι χωρίς νά σκέφτεσαι τίποτε είναι τόσο ανέφικτο 6σο τό

νά βλέπεις χωρίς νά βλέπεις τίποτε, Τό νά σκέφτεσαι ή νά πιστεύεις συνίσταται πάντα στό νά

σκέφτεσαι ή νά πιστεύεις κάτι' τό νά μή σκέφτεσαι τίποτε είναι τό ϊδιο μέ τό νά μή σκέφτεσαι

καθόλου (ακριβώς όπως, πολύ νωρίτερα, ό Παρμενίδης διακήρυσσε πώς «Ο,τι δέν είναι»

αδυνατεί νά αποτελέσει αντικείμενο σκέψης ή ομιλίας). Γι' αυτό ας δοκιμάσουμε μιά τρίτη

εξήγηση της σημασίας της έ'κφρασης «ψευδής κρίση»;-«ψευδής κρίση» είναι νά νομίζουμε ότι

μιά πραγματικότητα (ενα δν) εΐναι άλλη πραγματικότητα άπό αυτήν πού εΐναι, δτι κάτι είναι

άλλο άπό αυτό πού εΐναι (άλλοδοξία). Δηλαδή ψευδής σκέψη εΐναι ή νοερή σύγχυση μιας πραγ-

ματικότητας μέ μιά άλλη (189c), λ.χ. ή εντύπωση οτι τό «καλό είναι κακό καί τό κακό καλό».

"Οπως θά διαπιστώσουμε στον Σοφιατή, αύτη ή ερμηνεία είναι ή σωστή καί μπορεί μέ επιτυχία

νά άντιπαραταχθεΐ στην ελεατική διαλεκτική. Ή υπεράσπιση ό'μως αυτή προϋποθέτει τή

συνειδητοποίηση του ότι ή ελεατική μεταφυσική χρειάζεται σοβαρή τροποποίηση" υπάρχει μιά

σκοπιά άπό τήν οποία τό «μή πραγματικό» καί συλλαμβάνεται καί λέγεται. 'Εδώ ό Σωκράτης

δέν διερευνά τό θέμα ώς τό βάθος' Οπως ήδη ανακοίνωσε, δέν εΐναι έτοιμος προς τό π&ρ6ν νά

εξετάσει τήν ελεατική φιλοσοφία ώς μεταφυσική θεωρία. 'Αρκείται λοιπόν νά ρωτήσει απλώς

μέσα σέ ποια άραγε Ορια φαίνεται νά εΐναι δυνατή ή «σύγχυση» μιας πραγματικότητας μέ μιά

άλλη,

Γιά νά κατανοήσουμε πώς είναι δυνατή τέτοια σύγχυση, πρέπει πρώτα νά

συνειδητοποιήσουμε ότι ή σκέψη είναι κάποιου είδους διαλογική συζήτηση (λόγος), Οπου

ό νους επιδίδεται σέ μιά εσωτερική αμφιλογία, θέτοντας στον εαυτό391

Προϋποθέτοντας τώρα αυτή τη γενική μεταφυσική θεωρία

μπορούμε να ανασκευάσουμε την επιπόλαιη αντίρρηση που

αντιτάσσεται στον Πρωταγόρα, ότι δηλαδή μερικά «φαινόμενα»

—των ονείρων, του παραληρήματος, του πυρετού— είναι

Page 21: Taylor, Θεαίτητος

απατηλά. Ο κόσμος κάποιου που κοιμάται, ή έχει πυρετό, είναι

γι' αυτόν τόσο πραγματικός —όσο διαρκεί το όνειρο ή ο

πυρετός του— όσο είναι για τον ξύπνιο και τον υγιή ο δικός

τους κόσμος. Επίσης είναι ψεύδος ότι υπάρχει σύγκρουση

μεταξύ των διαφόρων εμφανίσεων του κόσμου στον ίδιο

αντιλήπτορα, ανάλογα με το αν αυτός είναι ξύπνιος ή κοιμάται,

πάσχει ή υγιαίνει. Βάσει της θεωρίας, το «διφυές προϊόν»

«αίσθηση--αισθητό γνώρισμα» αποτελεί συνάρτηση του

συνδυασμού «οργανισμός + περιβάλλον». Προκύπτει όμως

άμεσα ότι, αφού ένας οργανισμός που κοιμάται ή παραληρεί

διαφέρει από έναν οργανισμό ξύπνιο ή υγιή, τα αποτελέσματα

της αντίδρασής τους με το περιβάλλον πρέπει και αυτά να

είναι διαφορετικά. Ο Σωκράτης κοιμισμένος διαφέρει από τον

Σωκράτη ξύπνιο σε σημαντικά οργανικά θέματα.

Επίσης, βάσει της θεωρίας που εξετάζουμε, δεν

υπάρχει άλλος «εαυτός» ή «αντιλήπτορας» εκτός από τον

οργανισμό, όπως έχει την εκάστοτε στιγμή. Άρα, τα sensa* του

Σωκράτη κοιμισμένου έχουν πραγματική υπόσταση ως προς

τον Σωκράτη κοιμισμένο, ακριβώς όπως τα sensa του

Σωκράτη ξύπνιου έχουν πραγματική υπόσταση ως προς τον

Σωκράτη ξύπνιο· αν κρίναμε την πραγματικότητα των

«αισθητών» του Σωκράτη κοιμισμένου βάσει των «αισθητών»

του Σωκράτη ξύπνιου, αυτό θα σήμαινε εγκατάλειψη

ολόκληρης της θεωρίας της σχετικότητας του «είναι» (157e-

160c). Τα «αισθητά» οποιουδήποτε αντιλήπτορα οργανισμού

ανά πάσα στιγμή ισχύουν ως προς την κατάσταση αυτού του

οργανισμού εκείνη τη στιγμή και ως προς τίποτε άλλο,

ακριβώς όπως ο οργανισμός εκείνη τη στιγμή είναι ως προς αυτά

τα «αισθητά» και ως προς τίποτε άλλο. (Το esse,* θά λέγαμε, του

οργανισμού στη στιγμή t συνίσταται στο νά αντιλαμβάνεται τα

«αισθητά» που αντιλαμβάνεται εκείνη τη στιγμή· το «είναι»

αυτών των «αισθητών» συνίσταται στο να γίνονται αντιληπτά

από τον οργανισμό εκείνη τη στιγμή. Ούτε ο οργανισμός ούτε τα

«αισθητά» έχουν άλλη πραγματική υπόσταση.) Άρα ο «κόσμος»

κάθε αντιλήπτορα ανά πάσα στιγμή είναι κόσμος ιδιωτικός αυτού

του αντιλήπτορα ειδικά αυτή τη στιγμή. «Η αντίληψη μου είναι

σωστή, γιατί αφορά τον κόσμο μου (εμήν οναίαν) της δεδομένης

στιγμής».1 Η ανωτέρω λοιπόν θεωρία δικαιολογεί τη ρήση των

Ηρακλείτειων ότι όλα είναι κίνηση, του Πρωταγόρα ότι ο

άνθρωπος αποτελεί το μέτρο όλων των πραγμάτων και του

Θεαίτητου ότι η αίσθηση είναι γνώση (160(]-e).

1 160c: Αληθής άρα εμοί η εμή αίσθησις -της γαρ εμής ουσίας αεί εστιν. Ας σημειωθεί ότι α) αεί δεν σημαίνει «πάντα» αλλά «εκάστοτε», «την κάθε δεδομένη στιγμή», β) η εμή ουσία δεν σημαίνει «το είναι μου» (αυτό θα σήμαινε, αν το νόημα ήταν ότι αυτό που αντιλαμβάνομαι αποτελεί υποκειμενικό πάθος, κατάσταση του σώματος ή του νου μου) αλλά «η πραγματικότητά μου», σημαίνει δηλαδή έναν πραγματικό κόσμο αντικειμένων, ο όποιος συνιστά ιδιωτικό μου κόσμο. Το κλειδί της όλης θεωρίας είναι ότι επιχειρεί να επιμείνει στην αντικειμενικότητα του κόσμου που αντιλαμβάνομαι και, ταυτόχρονα, στον καθαρά ιδιωτικό του χαρακτήρα.