taexeiola - ekpaideytikos.weebly.com · ἀδόκιμος = άσημος. ἀδοξέω-ῶ =...

32
Α ἄβατος = ο μη βατός, αδιάβατος, απαραβίαστος. ἀβέβαιος = ασταθής, άστατος. ἀβίωτος = ανυπόφορος. ἀβίωτόν ἐστι τινὶ = ο βίος είναι ανυπόφορος σε κάποιον. ἀβοητὶ = χωρίς βοή. ἀβουλεύω = δεν θέλω να… ἀβουλία = έλλειψη σκέψεως, απερισκεψία. ἄβουλος = αυτός που δεν θέλει, απερίσκεπτος. ἀβούλως = απερίσκεπτα, ασύνετα. ἁβρὸς = λεπτός, χαριτωμένος, κομψός. ἀγαθὸς = καλός, ευγενής, ανδρείος. ἀγαθὰ φρονῶ = έχω καλά αισθήματα. ἀγαθὰ πάσχω= ευεργετούμαι. ἄγαμαι = θαυμάζω, επαινώ. ἄγαν = πολύ. ἀγαπάω–ῶ= αγαπώ, αρκούμαι σε κάτι. ἀγαπητῶς = πρόθυμα, με χαρά, αρκετά. ἀγγελία (ἄγγελος) = είδηση, αγγελία. ἀγγέλλω = αναγγέλλω. ἄγγελος = αγγελιοφόρος. ἀγνοέω–ῶ = αγνοώ. ἄγνοια = άγνοια, αμάθεια. ἀγνωμονέω–ῶ = ενεργώ ασύνετα. ἀγνωμόνως = αναίσθητα. ἀγνωμοσύνη = αναισθησία, δυσμένεια. ἀγνώμων = αναίσθητος, απερίσκεπτος. ἀγνωσία = άγνοια, αφάνεια. ἄγονος (ἀ+γονὴ) = άκαρπος, στείρος, άτεκνος. ἀγορὰ = συγκέντρωση, τόπος συνελεύσεως. ἀγορὰν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά. ἀγορεύω = δημηγορώ. κακῶς ἀγορεύω = κακολογώ. ἀγχιστεία = συγγένεια. ἄγω = οδηγώ, φέρω. ἄγω εἰρήνην = έχω ειρήνη. ἄγω σχολὴν = σχολάζω. ἄγω ἡσυχίαν = ησυχάζω. ἄγω καὶ φέρω = λεηλατώ. ἄγω εἰς δίκην= σύρω στο δικαστήριο. ἄγομαι φόνου = κατηγορούμαι για φόνο. ἀγὼν = αγώνας, μάχη, άμιλλα, στάδιο, δίκη. ἀγὼν μέγας = σπουδαία δίκη. καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκη. ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δυνάμεως. ἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώνα. ἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή θανάτου. ἀγώνισμα = αγώνας, ανδραγάθημα, κατόρθωμα. ἄδηλος = μη φανερός, αφανής. ἀδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεται. ἀδικέω–ῶ = αδικώ, βλάπτω. ἀδίκημα = άδικη πράξη. taexeiola.gr

Transcript of taexeiola - ekpaideytikos.weebly.com · ἀδόκιμος = άσημος. ἀδοξέω-ῶ =...

  • Α

    ἄβατος = ο μη βατός, αδιάβατος, απαραβίαστος.

    ἀβέβαιος = ασταθής, άστατος.

    ἀβίωτος = ανυπόφορος.

    ἀβίωτόν ἐστι τινὶ = ο βίος είναι ανυπόφορος σε

    κάποιον.

    ἀβοητὶ = χωρίς βοή.

    ἀβουλεύω = δεν θέλω να…

    ἀβουλία = έλλειψη σκέψεως, απερισκεψία.

    ἄβουλος = αυτός που δεν θέλει, απερίσκεπτος.

    ἀβούλως = απερίσκεπτα, ασύνετα.

    ἁβρὸς = λεπτός, χαριτωμένος, κομψός.

    ἀγαθὸς = καλός, ευγενής, ανδρείος.

    ἀγαθὰ φρονῶ = έχω καλά αισθήματα.

    ἀγαθὰ πάσχω= ευεργετούμαι.

    ἄγαμαι = θαυμάζω, επαινώ.

    ἄγαν = πολύ.

    ἀγαπάω–ῶ= αγαπώ, αρκούμαι σε κάτι.

    ἀγαπητῶς = πρόθυμα, με χαρά, αρκετά.

    ἀγγελία (ἄγγελος) = είδηση, αγγελία.

    ἀγγέλλω = αναγγέλλω.

    ἄγγελος = αγγελιοφόρος.

    ἀγνοέω–ῶ = αγνοώ.

    ἄγνοια = άγνοια, αμάθεια.

    ἀγνωμονέω–ῶ = ενεργώ ασύνετα.

    ἀγνωμόνως = αναίσθητα.

    ἀγνωμοσύνη = αναισθησία, δυσμένεια.

    ἀγνώμων = αναίσθητος, απερίσκεπτος.

    ἀγνωσία = άγνοια, αφάνεια.

    ἄγονος (ἀ+γονὴ) = άκαρπος, στείρος, άτεκνος.

    ἀγορὰ = συγκέντρωση, τόπος συνελεύσεως.

    ἀγορὰν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά.

    ἀγορεύω = δημηγορώ.

    κακῶς ἀγορεύω = κακολογώ.

    ἀγχιστεία = συγγένεια.

    ἄγω = οδηγώ, φέρω.

    ἄγω εἰρήνην = έχω ειρήνη.

    ἄγω σχολὴν = σχολάζω.

    ἄγω ἡσυχίαν = ησυχάζω.

    ἄγω καὶ φέρω = λεηλατώ.

    ἄγω εἰς δίκην= σύρω στο δικαστήριο.

    ἄγομαι φόνου = κατηγορούμαι για φόνο.

    ἀγὼν = αγώνας, μάχη, άμιλλα, στάδιο, δίκη.

    ἀγὼν μέγας = σπουδαία δίκη.

    καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε

    δίκη.

    ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα

    επιδείξεως σωματικής δυνάμεως.

    ἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώνα.

    ἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό

    αγώνα περί ζωής ή θανάτου.

    ἀγώνισμα = αγώνας, ανδραγάθημα, κατόρθωμα.

    ἄδηλος = μη φανερός, αφανής.

    ἀδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεται.

    ἀδικέω–ῶ = αδικώ, βλάπτω.

    ἀδίκημα = άδικη πράξη.

    taexeiola.gr

    http://www.taexeiola.gr/

  • ἀδόκιμος = άσημος.

    ἀδοξέω-ῶ = δεν έχω καλή φήμη.

    ἀδοξία = κακή φήμη, ασημότητα.

    ἄδοξος = αφανής, άσημος.

    ἀδυναμία & ἀδυνασία = αδυναμία.

    ἀδυνατέω–ῶ = δεν μπορώ.

    ἀδωροδόκητος & ἀδωροδόκος = αυτός που δεν

    δέχεται δώρα.

    Ἀθήναζε = προς Αθήνα.

    Ἀθήνηθεν = από την Αθήνα.

    Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση).

    ἆθλον = έπαθλο, βραβείο.

    ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβεία.

    ἁθροίζω = συγκεντρώνω.

    ἀθρόος = συγκεντρωμένος, πυκνός.

    ἀθυμέω – ῶ = χάνω το θάρρος μου,

    στενοχωρούμαι.

    ἀθυμία = απογοήτευση, έλλειψη θάρρους.

    ἀθύμως ἔχω = χάνω το θάρρος μου.

    αἰδέομαι-οῦμαι = ντρέπομαι, σέβομαι.

    αἴδιος = αιώνιος.

    αἰδὼς = ντροπή, σεβασμός.

    αἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω, εγκρίνω.

    αἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά, υπονοώ.

    αἵρεσις = άλωση, κατάληψη, εκλογή, προτίμηση.

    αἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογής.

    αἵρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής.

    αἱρέω-ῶ = λαμβάνω, συλλαμβάνω, κυριεύω.

    αἱροῦμαι = εκλέγω, προτιμώ, εκλέγομαι.

    δίκην (γραφὴν) αἱρῶ = κερδίζω δίκη.

    αἴρω = υψώνω, μεταφέρω, απομακρύνω.

    αἴρομαι = υψώνομαι.

    αἴρω τεῖχος = υψώνω τείχος.

    αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοία.

    αἴρω ταῖς ναυσὶ = αποπλέω.

    αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώ με το στρατό.

    αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον

    κίνδυνο (τον πόλεμο).

    αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι, μαθαίνω.

    αἰσχρός = επονείδιστος.

    αἰσχύνη = ντροπή.

    αἰσχύνω = ασχημίζω, ντροπιάζω.

    αἰσχύνομαι = ντρέπομαι, σέβομαι.

    αἰτέω-ῶ & αἰτοῦμαι = ζητώ, παρακαλώ.

    αἰτία = αιτία, αφορμή, κατηγορία.

    αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω) = κατηγορούμαι.

    ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά = κατηγορώ.

    ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον

    από την

    κατηγορία.

    αἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ.

    αἰών = ζωή, αιώνας.

    ὁ σύμπας αἰών = αιωνιότητα.

    ἀκμάζω = είμαι ακμαίος .

    ὁ σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμος.

    ἀκμή = ακμή, αιχμή.

    taexeiola.gr

  • ἀκολασία= ασωτία.

    ἀκούω = ακούω.

    εὖ ἀκούω = επαινούμαι.

    κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι.

    ἄκρα = ακρωτήριο.

    ἀκραιφνής (ἀκέραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής,

    ολόκληρος.

    ἀκρασία = ακολασία, ακράτεια.

    ἀκρατής = αχαλίνωτος, ο μη εγκρατής.

    ἀκρισία = σύγχυση.

    ἄκριτος = συγκεχυμένος.

    ἀκροάομαι-ῶμαι = ακούω.

    ἄκρον = κορυφή, ακρωτήριο.

    ἄκων = χωρίς τη θέληση.

    ἀλγέω-ῶ = πονώ, θλίβομαι.

    ἀλγηδών = πόνος, θλίψη.

    ἄλγος = πόνος, θλίψη.

    ἀλήτης = περιπλανώμενος.

    ἁλίσκομαι = κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι,

    καταδικάζομαι.

    ἄλκιμος = ρωμαλέος, ανδρείος.

    ἀλλάτω = αλλάζω, μεταβάλλω, ανταλλάσσω.

    ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού.

    ἀλλαχόθεν = από αλλού.

    ἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέρος.

    ἀλλότριος = ξένος.

    τὰ ἀλλότρια = ξένες υποθέσεις.

    ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω

    εχθρικές διαθέσεις.

    ἀλλόφυλος = αλλοεθνής.

    ἄλογος = παράλογος, ακατανόητος.

    ἅλωσις = κατάκτηση, καταδίκη.

    ἁλωτός (< ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να

    κυριευθεί, κατακτηθεί.

    ἅμα = αμέσως, συγχρόνως, μαζί.

    ἀμαθία & ἀμάθεια = άγνοια.

    ἁμαρτάνω = αποτυγχάνω, σφάλλομαι.

    ἁμάρτημα = σφάλμα, αδίκημα.

    ἁμαρτία = αποτυχία, σφάλμα.

    ἀμέλεια = αδιαφορία.

    ἀμελέω-ῶ = παραμελώ, αδιαφορώ.

    ἀμελής = αδιάφορος.

    ἀμηχανία = απορία, στενοχώρια.

    ἅμιλλα = συναγωνισμός, αγώνας.

    ἀμνημονέω-ῶ = λησμονώ.

    ἀμνήμων-ονος = αυτός που λησμονεί.

    ἀμύνω = βοηθώ, αποκρούω, αγωνίζομαι για

    κάποιον.

    ἀμύνομαι = αποκρούω.

    ἀμφότεροι & ἄμφω = και οι δύο.

    ἀναβαίνω = ανεβαίνω.

    ἀναβάλλω = αναβάλλω.

    ἀναβολή = αναβολή, καθυστέρηση.

    ἀναγγέλλω = αναγγέλλω.

    taexeiola.gr

  • ἀναγορεύω = ανακηρύττω, διακηρύττω.

    ἀνάγω = μεταφέρω, οδηγώ προς τα άνω.

    ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό

    πέλαγος.

    ἀναγωγή = απόπλους, οδήγηση πλοίου στα

    ανοιχτά.

    ἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενος.

    ἀναιρέω-ῶ & ἀναιροῦμαι = σηκώνω, λαμβάνω,

    περισυλλέγω και θάβω, καταστρέφω, αφαιρώ.

    ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησε.

    ἀναλγησία= αναισθησία.

    ἀνάλγητος = αναίσθητος, σκληρός.

    ἀναλίσκω & ἀναλόω-ῶ = δαπανώ.

    ἀναμένω = αναμένω, υπομένω.

    ἀναμιμνῄσκω = υπενθυμίζω.

    ἀναμιμνῄσκομαι = θυμάμαι.

    ἀνάντης = ανηφορικός.

    ἀναπείθω = μεταπείθω.

    ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμη.

    ἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ, παρατηρώ.

    ἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα.

    ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι,

    καταστρέφομαι.

    ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω, καταστρέφω.

    ἀναστρέφω = ανατρέπω, γυρίζω πίσω.

    ἀναστρέφομαι = κάνω στροφή.

    ἀναστροφή = επιστροφή, περιστροφή.

    ἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώ.

    ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο.

    ἀνδράποδον = δούλος.

    ἀνείργω = εμποδίζω.

    ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος, ανίκανος.

    ἀνέχω = κρατώ ψηλά, ανυψώνω.

    ἀνέχομαι = ανέχομαι, τολμώ, υποφέρω.

    ἀνήκεστος = αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος.

    ἀνθίστημι = στήνω αντιθέτως.

    ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαι.

    ἀνθρώπειος = ανθρώπινος.

    ἀνία = θλίψη, πόνος, πλήξη.

    ἀνιαρός = ενοχλητικός, θλιβερός.

    ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη.

    ἀνιῶμαι = λυπούμαι, στενοχωρούμαι.

    ἀνίημι = αφήνω, χαλαρώνω.

    ἀνίστημι = σηκώνω, μετακινώ.

    ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ

    εναντίον κάποιου.

    ἀνίσταμαι ὑπό τινος = διώχνομαι.

    ἄνοια = μωρία, ανοησία.

    ἀνοικίζω = ανοικοδομώ, μετοικίζω κάποιον,

    ερημώνω.

    ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας

    χώρας, μετοικώ στα μεσόγεια.

    ἀνοιμώζω = στενάζω, θρηνώ.

    ἀνομία = παρανομία.

    ἄνομος = παράνομος, χωρίς νόμο.

    ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ, επανορθώνω.

    taexeiola.gr

  • ἄνους = ανόητος.

    ἀνταγορεύω = αντιλέγω.

    ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι.

    ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία.

    ἀνταίρω = ανθίσταμαι.

    ἀντανάγω = εκπλέω, επιτίθεμαι, βγαίνω στο

    πέλαγος.

    ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω.

    ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω.

    ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου.

    ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού.

    ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού.

    ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση.

    ἀντέχω = διαρκώ, παρατείνομαι.

    ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι.

    ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον.

    ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθεια.

    ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω, ανταλλάσσω.

    ἀντιδικία = φιλονικία.

    ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη.

    ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω, συμφιλιώνομαι.

    ἀντικόπτω = αντικρούω, αντιστέκομαι.

    ἀντιλέγω = αντιλέγω, φιλονικώ.

    ἀντίος = αντιμέτωπος.

    ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω.

    ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου.

    ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα.

    ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό.

    ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον.

    ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό.

    ἀντιποιοῦμαι τινός τινι = προβάλλω αξιώσεις σε

    κάποιον για κάτι, προβάλλω δικαιώματα.

    ἀντίπορος = αντικρινός.

    ἀντίπρῳρος = αντιμέτωπος.

    νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.

    ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου.

    ἀντιτίθημι = αντιτάσσω.

    ἀνυδρία = ξηρασία.

    ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα.

    ἀνύτω & ἀνύω = τελειώνω, κατορθώνω, διανύω.

    ἄνωθεν = εκ των άνω.

    οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι.

    ἀνωμοτί = χωρίς όρκο.

    ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε.

    ἀνωφερής = ανηφορικός.

    ἄξιος(< ἄγω) = άξιος.

    πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος.

    πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος.

    οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος.

    σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός.

    ἀξιόχρεως = αξιόπιστος.

    ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο, έχω τη γνώμη.

    ἀξύμφορος = επιζήμιος.

    ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω.

    ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο.

    ἀπαγορεύω = απαγορεύω, εξασθενώ, κουράζομαι.

    taexeiola.gr

  • ἀπάγω = απομακρύνω, οδηγώ, προσάγω στο

    δικαστήριο ή δεσμωτήριο.

    ἀπαθής = αναίσθητος, αβλαβής, χωρίς ατύχημα.

    ἀπαλλάττω = απαλλάσσω, απολύω.

    ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ.

    ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω.

    ἀπαντάω-ῶ = συναντώ, αποκρίνομαι, ανθίσταμαι,

    αντιμετωπίζω.

    ἅπαξ = μία φορά.

    ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω.

    ἀπειθής = ανυπάκουος.

    ἄπειμι = είμαι μακριά, απουσιάζω.

    ἄπειρος = χωρίς δοκιμή, άπειρος, αμαθής.

    μηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω

    αδοκίμαστο.

    ἀπελαύνω = εξορίζω, απομακρύνω.

    ἀπεχθάνομαι = μισούμαι.

    ἀπέχθεια = αντιπάθεια.

    ἀπεχθής = μισητός, δυσάρεστος, εχθρικός.

    ἀπέχω-ομαι = απέχω.

    ἀπίθανος = απίστευτος, μη πειστικός.

    ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ, αμφιβάλλω.

    ἀπιστία = δυσπιστία, καχυποψία.

    ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά.

    ἀποβάλλω = απορρίπτω.

    ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι, αθωώνω.

    ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό, αποδεικνύω.

    ἀποδίδωμι = επιστρέφω, ανακοινώνω.

    ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα.

    ἀποθνῄσκω = πεθαίνω, φονεύομαι.

    ἀποικίζω = ιδρύω αποικία.

    ἀποκάμνω = κουράζομαι, παραμελώ.

    ἀποκνέω-ῶ = διστάζω, φοβούμαι.

    ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την

    εκστρατεία.

    ἀποκτείνω = σκοτώνω, θανατώνω.

    ἀπολαμβάνω = παίρνω, δέχομαι, αποκλείω.

    ἀπολαύω = καρπούμαι, απολαμβάνω.

    ἀπολείπω = αφήνω πίσω, εγκαταλείπω.

    ἄπολις,-ιδος = εξόριστος, ο χωρίς πατρίδα.

    ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου.

    ἀπόλλυμι = χάνω, φονεύω, καταστρέφω.

    ἀπολύω = λύνω, ελευθερώνω, αθωώνω.

    ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς =

    ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή

    συκοφαντίες.

    ἄπονος = άκοπος, οκνηρός.

    ἀπορία = δυσκολία, έλλειψη.

    εἰς ἀπορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη

    θέση.

    ἀπόρως ἔχω (διάκειμαι – διατίθεμαι) = βρίσκομαι

    σε αμηχανία.

    ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω, αποσπώ, αποσύρω.

    ἀπόστασις = αποστασία, επανάσταση.

    ἀποστάτης = δραπέτης, λιποτάκτης, επαναστάτης.

    ἀποτέμνω = αποκόπτω.

    taexeiola.gr

  • ἀποφαίνω = φανερώνω, αποδεικνύω.

    ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου, προτείνω.

    ἀποψηφίζομαι = αθωώνω, λαμβάνω αντίθετη

    απόφαση.

    ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα, οκνηρία.

    ἀπράγμων-ονος = νωθρός, φιλήσυχος.

    ἀπραξία = αδράνεια.

    ἀπροφάσιστος = πιστός, ειλικρινής.

    πόλεμος ἀπροφύλακτος= χωρίς τη δυνατότητα

    προφυλάξεως.

    ἅπτομαι τῶν πολιτικῶν πραγμάτων =

    αναμιγνύομαι στα πολιτικά.

    ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμο.

    ἀργία = ανάπαυση, οκνηρία, απραξία.

    ἀργός = άεργος, αδρανής.

    ἀρέσκω = είμαι αρεστός.

    ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι.

    ἀρετή = ανδρεία, ικανότητα, υπεροχή.

    ἀριθμέω-ῶ = μετρώ, υπολογίζω.

    ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω.

    ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα.

    ἄριστον = πρόγευμα.

    ἁρμόττω = συναρμόζω, αρμόζω.

    ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος.

    ἀρρωστία = νόσος, ασθένεια, απροθυμία.

    ἄρρωστος = ασθενής, νωθρός, απρόθυμος.

    ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο

    πρόθυμος.

    ἄρτι = πριν από λίγο

    ἀρχή = έναρξη, εξουσία, κράτος.

    ἄρχω = κάνω αρχή, αρχίζω, κυβερνώ.

    ὁ ἄρχων = ο αρχηγός.

    τό ἄρχειν = η εξουσία.

    ἄρχομαι = αρχίζω, εξουσιάζομαι.

    ἀρωγή = βοήθεια.

    ἀρωγός = βοηθός.

    ἀσθένεια = εξασθένηση, αδυναμία.

    ἄσιτος = νηστικός.

    ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση.

    ἀσταθής = αβέβαιος, ασταθής.

    ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις.

    ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο.

    ἀταξία = ακαταστασία, απειθαρχία.

    ἀτιμάζω = δεν τιμώ, βρίζω, προσβάλλω.

    ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του

    δικαιώματα.

    ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα.

    ἀτραπός = οδός, μονοπάτι.

    ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω, νικιέμαι.

    αὐθάδεια = θράσος.

    αὐθάδης= θρασύς.

    αὖθις = πάλι, πίσω, στο μέλλον.

    αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου.

    αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία.

    αὐτόματος = αυτόματα, αυθόρμητα.

    taexeiola.gr

  • αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος.

    αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία.

    αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος.

    αὐτόχθων-ονος = γηγενής, ντόπιος.

    ἀφαιρέω-ω & ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ.

    ἀφανής = αόρατος, άσημος, σκοτεινός.

    ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ, εξηγώ.

    ἀφίημι = αφήνω, ελευθερώνω, αθωώνω.

    ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω, έρχομαι.

    ἀφίστημι = απομακρύνω, εμποδίζω.

    ἀφίσταμαι = απέχω, αποφεύγω, αποστατώ,

    επαναστατώ.

    ἀφροσύνη = απερισκεψία.

    ἄφρων-ονος = ανόητος, παράφρων.

    ἀχαριστία = αγνωμοσύνη.

    ἄχθομαι = αγανακτώ, στενοχωρούμαι.

    ἄχθος = βάρος, λύπη.

    Β

    βαίνω = βαδίζω, πορεύομαι.

    βάλλω = ρίχνω, χτυπώ, ρίχνω (ακόντιο) από

    μακριά.

    βάρβαρος = ο μη ελληνικός, ο ξένος.

    βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον.

    βαρέως φέρω = δυσανασχετώ.

    βέβαιος = σταθερός, ασφαλής.

    βιάζομαι = πιέζομαι, καταβάλλομαι,

    εξαναγκάζομαι.

    βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο

    του λιμένα.

    βίος = βίος, περιουσία, τα μέσα προς τη ζωή.

    βοηθέω-ῶ = βοηθώ, σπεύδω προς βοήθεια.

    βοτόν = βόσκημα, ζώο, κτήνος.

    βούλευμα = απόφαση.

    βουλευτήριον = δικαστήριο, βουλευτήριο.

    βουλεύω = είμαι βουλευτής, σκέπτομαι.

    βουλεύομαι = σκέπτομαι, συσκέπτομαι,

    αποφασίζω.

    βούλομαι = θέλω, επιθυμώ.

    τό βουλόμενον = επιθυμία.

    βραχύς = κοντός, μικρός, σύντομος.

    διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια.

    Γ

    γέμω = είμαι γεμάτος.

    γενναῖος = ευγενής, ανδρείος.

    τό γενναῖον = γενναιότητα.

    γέννημα = τέκνο, καρπός.

    γεραιός & γηραιός = γέροντας, σεβαστός.

    γεραίτεροι = πρεσβύτεροι.

    γῆρας = γεράματα.

    γηράσκω & γηράω-ῶ = γερνώ.

    γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ.

    γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον.

    γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία

    κάποιου.

    γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον.

    taexeiola.gr

  • γίγνομαι ἔν τινι = φτάνω σε κάτι.

    ταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχω.

    οὕτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει.

    τά γνωσθέντα = οι αποφάσεις.

    γνώμη = σκέψη, κρίση.

    προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή.

    ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου.

    τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες

    αντιλήψεις.

    ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα

    στην ίδια γνώμη.

    τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη

    γεννιέται στο νου μου.

    γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω.

    ἀπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη.

    γράφω νόμον = συντάσσω νόμο.

    γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο.

    γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω

    κάποιον εγγράφως.

    ὁ γραψάμενος = ο κατήγορος.

    γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή.

    Δ

    δαίμων = θεός, μοίρα, τύχη.

    δέδοικα-δέδια = φοβούμαι.

    τό δεδιός = ο φόβος.

    δείκνυμι = επιδεικνύω, αποδεικνύω.

    δεῖμα = φόβος.

    δεινός = φοβερός, ικανός, επιδέξιος.

    τά δεινά = κίνδυνος, συμφορές.

    ἐν δεινῷ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέση.

    δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα.

    δέλεαρ = δόλωμα.

    δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα, ερημώνω.

    δέω = έχω ανάγκη, στερούμαι.

    ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα (δέω)+

    ΑΠΡΜΦ. Αορ. = λίγο έλειψε να…

    δέομαι = έχω ανάγκη, παρακαλώ.

    δῆλος = φανερός, σαφής.

    δηλόω-ῶ = φανερώνω, αποδεικνύω.

    δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού.

    δημηγορία = αγόρευση.

    δῆμος = λαός, δημοκρατικό πολίτευμα,

    δημοκρατικοί πολίτες.

    δημόσιος = κοινός.

    δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίου.

    δῃόω-ῶ = λεηλατώ.

    διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας.

    διαβολή= συκοφαντία.

    διαγίγνομαι = ζω.

    διαγιγνώσκω = διαχωρίζω, εκφέρω γνώμη,

    αποφασίζω, διακρίνω.

    διάγω = ζω τη ζωή μου, διαρκώς κάνω κάτι, ζω.

    διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι, μάχομαι, τελειώνω

    τον αγώνα.

    διάδηλος = ολοφάνερος.

    δίαιτα = ζωή, τρόπος ζωής.

    taexeiola.gr

  • διαιτησία = λύση διαφοράς.

    διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος.

    διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω.

    διαλέγω = εκλέγομαι

    διαλέγομαι = συζητώ, μιλώ, συνεννοούμαι.

    διαλείπω = απέχω, μεσολαβώ.

    οὐ διαλείπω + Κατηγ. μ.τ.χ. = διαρκώς.

    διαλείπω + μ.τ.χ. = παύω να…

    διαλλαγή = συμφιλίωση, συμφιλιωτική

    προσπάθεια.

    διαλλάττω = συμφιλιώνω.

    διανέμω = μοιράζω.

    διάνοια = νους, πνεύμα, σκοπός, γνώμη.

    χρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά

    φρονήματα.

    διαπλέω = (διά μέσου) πλέω.

    διάπλους = διάπλευση, ταξίδι, πορθμός.

    διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι, πετυχαίνω,

    κατορθώνω, αποπερατώνω.

    διαπυνθάνομαι = ρωτώ, ζητώ να μάθω.

    διαρρήδην = ρητά, σαφώς.

    διασκεδάννυμι = διασκορπίζω.

    διατίθημι = τακτοποιώ, διαθέτω.

    διαφέρω = διαφέρω, υπερέχω, υπερισχύω.

    διαφθείρω = καταστρέφω, φονεύω.

    δίγλωττος = διερμηνέας, δόλιος.

    δίδωμι = δίνω, παρέχω.

    δίδωμί τινι + απρμφ. = αξιώνω κάποιον να.

    δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι.

    διεκπλέω = διαπλέω, διασπώ την εχθρική γραμμή

    πλέοντας δια μέσου της.

    διέκπλους = ο πλους δια μέσου, διάσπαση

    εχθρικής γραμμής.

    διέξειμι & διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς,

    εκθέτω.

    ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής.

    διέχω = απέχω, αποχωρίζομαι.

    διίστημι = διαχωρίζω.

    διίσταμαι = διαφωνώ, απομακρύνομαι.

    δίκη = δίκη, δίκαιο, δικαιοσύνη

    δίκην φεύγω = δικάζομαι.

    δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη.

    δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι.

    δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι.

    δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ.

    δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ.

    δίκην φεύγω = αθωώνομαι.

    διχῇ = κατά δυο τρόπους, στα δύο.

    διώκω = διώκω, καταδιώκω, κατηγορώ.

    ὁ διώκων = ο κατήγορος.

    ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος.

    τά δόξαντα & τά δεδογμένα = οι αποφάσεις.

    ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μου.

    ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκαν.

    δόκησις = γνώμη, ιδέα, υποψία.

    taexeiola.gr

  • δοκιμάζω = ελέγχω, εγκρίνω, υποβάλλω σε

    δοκιμασία, εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως

    βουλευτή.

    δόξα = ιδέα, υπόληψη, φήμη.

    δουλεύω = είμαι δούλος, υπήκοος.

    Εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον.

    δύναμαι = μπορώ.

    δυναστεία = κυριαρχία, εξουσία.

    δυσκλεής = άδοξος.

    δύσκλεια = κακή φήμη.

    δύσνους = εχθρικός.

    δυσπραξία = αποτυχία, ατυχία, κακοτυχία.

    δυστυχέω–ῶ = υφίσταμαι ατυχίες.

    δωροδοκέω–ῶ = δέχομαι δώρα, δωροδοκούμαι.

    δωροδόκος = δωροδοκούμενος.

    Ε

    ἔαρ & ἦρ, γενική ἦρος = άνοιξη.

    ἐάω-ῶ = αφήνω, επιτρέπω, παραλείπω.

    ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι, είμαι έμφυτος.

    ἐγγυτέρω, ἐγγύτατα = κοντά, περίπου.

    ἐγείρω = σηκώνω, εξεγείρω.

    ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ.

    ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι.

    ἔγκλημα = κατηγορία, έγκλημα.

    ἐγκρατής = ισχυρός, κυρίαρχος, εγκρατής.

    ἐγχειρίζω = παραδίδω, εμπιστεύομαι.

    ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται, είναι δυνατόν.

    ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι.

    ἔθος = συνήθεια, έθιμο.

    εἰκῇ = άσκοπα, τυχαία.

    τά ὄντα (< εἰμί) = τα υπάρχοντα, η περιουσία.

    εἰμί ἔν τινι = ασχολούμαι με κάτι.

    ἐν τινί ἐστι = από κάποιον εξαρτάται.

    εἰμί ὑπό τινι ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιου.

    ἔστιν ὅστις = κάποιος.

    οὐκ ἔστιν ὅστις = κανένας.

    οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας, πάς.

    ἔστιν ὅτε = κάποτε.

    οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε.

    οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτε.

    ἔστιν ὅπως = κάπως.

    οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο.

    ὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς.

    ἔστιν ὅπου = κάπου.

    οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά.

    οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού.

    εἶμι = έρχομαι, πηγαίνω.

    εἴργνυμι & εἰργνύω & εἴργω = εμποδίζω την έξοδο,

    αποκλείω, φυλακίζω.

    εἰρήνη = ειρήνη.

    εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά.

    εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη.

    παντελής εἰρήνη ἡμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης

    εσωτερική ειρήνη.

    εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω, αναγγέλλω.

    εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι.

    taexeiola.gr

  • εἰσάγω = οδηγώ μέσα.

    εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι.

    εἰσβολή = εισβολή, επίθεση, δίοδος.

    εἰσπίπτω = πέφτω μέσα, εισορμώ.

    εἰσφέρω = φέρνω μέσα, συνεισφέρω, προτείνω.

    εἴσω = μέσα.

    εἶτα = έπειτα.

    ἑκάς (ἕκας) = μακριά.

    ἐκβαίνω = εξέρχομαι, αποβαίνω.

    ἐκβάλλω = εξορίζω, εκδιώκω.

    ἔκβασις = απόβαση, αποβίβαση, αποτέλεσμα.

    ἐκβολή = εκδίωξη, έξοδος.

    ἐκδιώκω = εξορίζω.

    ἐκλείπω = εγκαταλείπω, παραλείπω.

    ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι, λογαριάζω.

    ἐκπέμπω = εξαποστέλλω.

    ἔκπεμψις = αποστολή.

    ἐκπίπτω = εξορίζομαι, διώχνομαι.

    ἔκπληξις = κατάπληξη, φόβος.

    ἐκπλήττω = φοβίζω, κτυπώ.

    ἐκπλήττομαι = σαστίζω.

    ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι.

    ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη

    μέση.

    ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδές.

    ἐκφαίνω = αποκαλύπτω, φανερώνω.

    ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο.

    ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο.

    ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη.

    ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν = με τη θέληση….

    ἐλπίζω = αναμένω, ελπίζω.

    ἐμβάλλω = εισβάλλω, συγκρούομαι.

    ἐμβολή = εισβολή, επιδρομή, έφοδος.

    ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι.

    ἐμπίπτω = επιτίθεμαι, εισορμώ.

    ἐμποδών (< ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο.

    ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω.

    ἐνάγω = παρακινώ, ενάγω σε δικαστήριο.

    ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος, αντίπαλος.

    ἐναργής(ἐν-ἀργός) = φανερός, σαφής.

    ἐνδεής = στερούμενος.

    ἔνδεια = έλλειψη, στέρηση, ανάγκη.

    ἐνδίδωμι = δίνω, υποχωρώ.

    ἔνδον = μέσα.

    ἔνειμι = είμαι μέσα, ενυπάρχω.

    ἔνεστι & ἔνι = είναι δυνατόν, επιτρέπεται.

    ἐνιαύσιος = ετήσιος.

    ἐνιαυτός = έτος.

    ἐννοέω-ῶ = εννοώ, σκέπτομαι.

    ἐνοικέω-ω = κατοικώ μέσα.

    ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει.

    ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές,

    συνθήκες.

    ἐντυγχάνω = συναντώ.

    ἐξαγγέλλω = διακηρύττω.

    ἐξάγω = οδηγώ έξω.

    taexeiola.gr

  • ἐξάγομαι = βγαίνω έξω.

    ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι, αποτυγχάνω.

    ἐξανίστημι = διώχνω, ερημώνω.

    ἐξανίσταμαι = εγείρομαι, ερημώνομαι.

    ἔξαρνός εἰμι = αρνούμαι.

    ἔξεστι = είναι δυνατόν.

    ἐξελαύνω = εκδιώκω, εξάγω, εκστρατεύω, εξορμώ.

    ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά.

    ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός, διοικώ.

    ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ, φθάνω σε…

    ἐπαγγέλλω = διατάζω, γνωστοποιώ.

    ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα, υπόσχομαι.

    ἐπάγω = οδηγώ εναντίον.

    ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω, προσκαλώ.

    ἐπαινέω-ῶ = επαινώ, επιδοκιμάζω.

    ἐπαίρω = σηκώνω, υψώνω, παρακινώ.

    ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι.

    ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ, παραπονούμαι.

    ἐπανάγω = σύρω, επαναφέρω, βγάζω στο

    πέλαγος.

    ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού.

    ἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσα.

    ἐπανίσταμαι = επαναστατώ.

    ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω, βοηθώ, υπερασπίζω.

    ἐπείγομαι = βιάζομαι.

    ἐπέλασις = επίθεση, επιδρομή.

    ἐπελαύνω = εκστρατεύω, εφορμώ.

    ἐπεξάγω = εκστρατεύω, βγάζω στρατό εναντίον.

    ἐπέξειμι & ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον,

    διώκω δικαστικώς.

    ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι, πλησιάζω.

    ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου.

    ἐπέχω = κρατώ, αναβάλλω, εμποδίζω.

    ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου.

    ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού.

    ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό.

    ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής.

    ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο, εχθρική ενέργεια.

    ἐπιδίδωμι = προοδεύω, αυξάνομαι.

    ἐπίδοξος = πιθανός, ενδεχόμενος.

    ἐπιθαλαττίδιος & ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος.

    ἐπιθορυβέω-ῶ = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με

    θόρυβο.

    ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ.

    τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία.

    ἐπικαίριος & ἐπίκαιρος = επίκαιρος, κατάλληλος.

    ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον

    στρατό).

    ἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι, επιτίθεμαι,

    φέρομαι εχθρικά.

    ἐπικλινής = κατηφορικός.

    ἐπικουρία = προστασία, βοήθεια.

    ἐπίκουρος = βοηθός, προστάτης.

    ἐπιλέγω = εκλέγω.

    ἐπιλείπω = δεν επαρκώ, εξαντλούμαι, στερούμαι,

    εκλείπω.

    taexeiola.gr

  • ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί.

    ἐπίλοιπος = υπόλοιπος.

    ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για

    αλληλοβοήθεια.

    ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία.

    ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία,

    συναναστροφή.

    ἐπιμειξία, ἐπίμειξις = επικοινωνία, συναναστροφή.

    ἐπιμέλεια = φροντίδα, απασχόληση.

    ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι.

    ἐπίνειον(< ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος, λιμάνι.

    ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι, σχεδιάζω, μηχανεύομαι.

    ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς.

    ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται.

    ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι, προσβάλλω, πέφτω επάνω.

    ἐπιπλήσσω = χτυπώ, επιπίπτω, τιμωρώ με λόγια.

    ἐπίπλους = ναυτική επίθεση, επιδρομή.

    Ἐπιπολαί = περιοχή των Συρακουσών.

    ἐπίσκεψις = επιθεώρηση, σκέψη, έρευνα.

    ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω, ερευνώ.

    ἐπισκήπτω = παραγγέλλω, εξορκίζω.

    ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ, επισκέπτομαι.

    ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά.

    ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης, επόπτης,

    επιμελητής.

    ἐπιστέλλω = παραγγέλλω, διατάζω.

    τά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμενα.

    ἐπιστήμη = γνώση, δεξιότητα.

    ἐπιστρεφής = προσεκτικός, έξυπνος.

    ἐπισφαλής = ασταθής, αβέβαιος.

    ἐπίσχω = εμποδίζω, σταματώ.

    ἐπίταξις = διαταγή.

    ἐπιτάσσω = διατάζω, διορίζω κάποιον ως αρχηγό.

    ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα.

    ἐπιτείχισμα = φρούριο, οχυρό.

    ἐπιτήδειος = κατάλληλος, χρήσιμος.

    τά ἐπιτήδεια = εφόδια, τα αναγκαία για τροφή.

    ἐπιτήδευμα = ασχολία, επάγγελμα.

    ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι, έχω κάτι ως έργο μου,

    διαπράττω.

    ἐπιτίθημι = προσθέτω, επιφέρω.

    δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ.

    ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω.

    ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι, αναθέτω.

    ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι

    τον εαυτό μου στην τύχη.

    ἐπιτροπεία = κηδεμονία.

    ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω.

    ἐπιτυγχάνω = συναντώ, τυχαία βρίσκω.

    ἐπιφέρω = αποδίδω, καταλογίζω, ρίχνω.

    ἐπιφέρομαι = ορμώ, απειλώ.

    ἐπίφορος = κατηφορικός, με κατεύθυνση.

    ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι.

    ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι, επιχειρώ.

    ἐπιχειροτονία= ψηφοφορία με ανάταση του χεριού.

    taexeiola.gr

  • ἐπιχώριος = εγχώριος, ντόπιος.

    ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία.

    ἔποικος = άποικος, γείτονας.

    ἕπομαι = ακολουθώ, καταδιώκω.

    ἐπονείδιστος = επαίσχυντος, αισχρός.

    ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι.

    ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος, ευνοώ.

    ἔπουρος = ούριος.

    ἐράω-ῶ = αγαπώ, είμαι εραστής.

    ἐργάζομαι = κάνω, προξενώ, εργάζομαι.

    ἔργον = έργο, πόλεμος, δύσκολο πράγμα.

    ἐργώδης = κοπιαστικός.

    ἔρεισμα = στήριγμα.

    ἐρέσσω = κωπηλατώ.

    ἐρέτης = κωπηλάτης.

    ἐρῆμος = έρημος, μόνος.

    ἐρημόω-ῶ = ερημώνω, καταστρέφω.

    ἔρις = φιλονικία, άμιλλα.

    ἑρρωμένως = με θάρρος, με σθένος.

    εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι.

    ἔρως = έρωτας, πόθος, επιθυμία.

    ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ, ζητώ να μάθω.

    ἔσχατος = τελευταίος, απώτατος.

    ἑταῖρος = φίλος, σύντροφος.

    ἑτοῖμος & ἕτοιμος = έτοιμος.

    εὐβουλία = φρόνηση.

    εὔβουλος = συνετός.

    εὐγενής = ο καλής καταγωγής.

    εὐδαιμονία = ευτυχία.

    εὐδαίμων = ευτυχής.

    εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη, προοδεύω,

    εκτιμώμαι.

    εὐδόκιμος = έντιμος, επαινετός.

    εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλή.

    εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος.

    εὐεργέτημα = ευεργεσία, υπηρεσία.

    εἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε

    διαπραγματεύσεις με κάποιον.

    εὐήθης = αφελής, ανόητος.

    εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος.

    εὐκλεής= περίφημος, ένδοξος.

    εὔκλεια= δόξα.

    εὐκοσμία = ευπρέπεια, τάξη.

    εὐλάβεια = προσοχή.

    εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω, φυλάγομαι.

    εὐμενής = ευνοϊκός.

    εὔνοια = ευμένεια.

    εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον.

    εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους,

    κυβερνώμαι καλά.

    εὐνομία = καλή διοίκηση.

    εὔνους = ευνοϊκός, φιλικός.

    εὐπάθεια = ευτυχία.

    εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ.

    εὐπρανία & εὐπραξία = ευτυχία.

    εὖρος = πλάτος.

    taexeiola.gr

  • εὐρωστία = σωματική δύναμη.

    εὔρωστος = ρωμαλέος.

    εὔτακτος = τακτικός, πειθαρχικός.

    εὐταξία = πειθαρχία.

    εὐτρεπίζω = ετοιμάζω, τακτοποιώ, επισκευάζω.

    εὐφροσύνη = χαρά.

    ἐφεξής= κατά σειρά, διαδοχικά.

    ἐφέπτω & ἐφέπτομαι = ακολουθώ, καταδιώκω.

    ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ, πληροφορώ.

    ἐφήδομαι = επιχαίρω.

    ἐφίημι = στέλνω, ρίχνω, απολύω.

    ἐφίεμαι = επιθυμώ, δίνω εντολές.

    ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή

    την πραγματικότητα με το λόγο μου.

    ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω, διορίζω.

    ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω.

    ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι, εξεγείρω.

    ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό, πολιορκώ.

    ἐφόρμησις & ἔφορμος = αποκλεισμός, πολιορκία.

    ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή.

    ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ.

    ἔχθος = μίσος.

    ἔχθρα = μίσος.

    οἰκεία ἔχθρα = προσωπική.

    ἐχυρός = οχυρός, ασφαλής.

    ἔχω = έχω, κατέχω, κρατώ, αντέχω.

    ἔχομαι = κατέχομαι, κρατούμαι, προσκολλώμαι.

    ἔχω + απαρέμφ.= μπορώ.

    ἕως = αυγή.

    ἅμα ἕῳ = τα χαράματα.

    Ζ

    ζεύγνυμι = ζεύω, δένω, συνδέω.

    ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιά.

    ζηλόω-ῶ = ζηλεύω.

    ζημία = βλάβη, πρόστιμο, ποινή, τιμωρία.

    ζημιόω-ῶ = βλάπτω, τιμωρώ.

    ζητέω-ῶ = ζητώ, επιθυμώ.

    ζήω-ῶ = ζω.

    ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό, αιχμαλωτίζω.

    Η

    ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη.

    ἥβη = νεότητα.

    ἡγεμονία = αρχηγία, αρχή, κυριαρχία.

    ἡγεμών = αρχηγός, οδηγός.

    ἡγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι, οδηγώ, είμαι

    αρχηγός, θεωρώ, νομίζω, πιστεύω.

    περί πολλοῦ (πλείονος, πλείστου) ἡγοῦμαί τι =

    αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη, μεγίστη) σημασία

    σε κάτι.

    ἥδομαι = ευχαριστούμαι.

    ἡδονή = ευχαρίστηση, τέρψη.

    ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή, απολαύσεις.

    ἡδύς = γλυκός.

    ἡδέως = με ευχαρίστηση.

    ἥκιστα = καθόλου.

    ἥκω = έχω έλθει, έχω καταντήσει.

    taexeiola.gr

  • ἡλικιώτης & ἧλιξ = συνομήλικος.

    ἡλίκος = πόσο μεγάλος, πόσο μικρός.

    ἡμέτερος = δικός μας.

    ἠμί = λέγω.

    ἦν δ’ ἐγώ = είπα εγώ.

    ἦ δ’ ὅς = είπε αυτός.

    ἤπειρος = στεριά.

    Ἤπειρος = η Ασία.

    ἡσυχία = ησυχία.

    ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω.

    ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος, νικιέμαι,

    υστερώ.

    Θ

    θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας.

    θάλπος = θερμότητα, ζέστη.

    θανατόω-ῶ = θανατώνω, φονεύω.

    θαρσέω-ῶ & θαρρῶ = παίρνω θάρρος.

    τό θαρσοῦν = το θάρρος.

    θάρσος – θάρρος - θράσος = θάρρος, τόλμη.

    θαρσύνω - θαρρύνω = δίνω θάρρος.

    θαυμάζω = απορώ, θαυμάζω, ζηλεύω,

    εκπλήττομαι.

    θαυμάσιος - θαυμαστός = παράδοξος,

    αξιοθαύμαστος.

    θεάομαι-ῶμαι = βλέπω, εξετάζω.

    θεῖος = θεϊκός.

    θέμις = νόμος, δίκαιο, ορθό.

    θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς.

    θεραπεύω = υπηρετώ, λατρεύω, περιποιούμαι.

    θεράπων-οντος = υπηρέτης.

    θέω = τρέχω, πλέω.

    δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην.

    θεωρέω-ῶ = βλέπω, παρατηρώ, επιθεωρώ.

    θηράω-ῶ = κυνηγώ, συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω,

    σκοτώνω, επιδιώκω.

    θνῄσκω = πεθαίνω, σκοτώνομαι.

    θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο.

    θορυβοῦμαι = ταράζομαι, ενοχλούμαι.

    θροῦς = ψίθυρος.

    θυμοειδής = ζωηρός, ορμητικός.

    θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι.

    θύω - θύομαι = θυσιάζω.

    θωπεία = κολακεία.

    θωπεύω = κολακεύω.

    θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα.

    Ι

    ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω.

    ἴδιος = δικός μου, ιδιωτικός, προσωπικός, ατομικός.

    τά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσεις.

    ἰδίᾳ= ιδιαίτερα, προσωπικά.

    ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης.

    χώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγου.

    ἱδρύω = ιδρύω, κτίζω.

    ἱδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια.

    ἱερός = ιερός, αφιερωμένος.

    taexeiola.gr

  • γίγνεται τά ἱερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές.

    ἵημι = ρίχνω, εκπέμπω.

    ἵεμαι = ορμώ.

    ἱκετεύω = παρακαλώ.

    ἱκέτης = ικέτης.

    ἱκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι.

    ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία.

    ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου.

    ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος.

    ἵστημι = στήνω, διεγείρω.

    ἵσταμαι = στέκομαι, κείμαι.

    ἰσχύς = δύναμη.

    ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός.

    Κ

    καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω, κατεδαφίζω,

    καταδικάζω, κυριεύω.

    καθαίρω = καθαρίζω.

    κάθαρσις = εξαγνισμός.

    καθίστημι = διορίζω, εγκαθιστώ, παρατάσσω,

    τακτοποιώ.

    καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι.

    καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα

    πράγματα της πόλεως.

    καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω

    διαπραγματεύσεις.

    καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτι.

    κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα.

    καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας.

    καίριος = αξιόλογος, κατάλληλος.

    καιρός = ευκαιρία, κατάλληλη στιγμή.

    ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος.

    μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίσταση.

    παρά καιρόν = παράκαιρα.

    κακία = κακότητα, δειλία.

    κακοδαιμονία = ατυχία, δυστυχία.

    κακοδοξία = κακή φήμη.

    κακόνους = δυσμενής, ο σκεπτόμενος κακό.

    κακοπάθεια = αθλιότητα.

    κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω, δυστυχώ.

    κακοπραγία = αποτυχία, δυστυχία.

    κακουργέω-ῶ = πράττω κακά, βλάπτω.

    καλέω-ῶ = καλώ, προσκαλώ.

    κάμνω = κοπιάζω, ασθενώ, νικιέμαι.

    καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι, απολαμβάνω,

    έχω έσοδα από κάπου.

    καρτερέω-ῶ = υπομένω, αντέχω.

    καταβαίνω = κατεβαίνω.

    καταβάλλω = ρίχνω κάτω, ανατρέπω, νικώ,

    κατεδαφίζω.

    καταβοή = κατακραυγή.

    καταγιγνώσκω τινός τι = κατηγορώ κάποιον για

    κάτι. καταγιγνώσκεταί τις= καταδικάζεται.

    θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε

    θάνατο.

    καταγορεύω = κατηγορώ.

    κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία.

    taexeiola.gr

  • κατάδηλος = ολοφάνερος.

    καταδουλόω-ῶ & καταδουλοῦμαί τινα =

    υποδουλώνω.

    καταισχύνω = ντροπιάζω.

    καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή.

    καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο,

    στρατολογώ, καταριθμώ, εκθέτω κατά τάξη.

    καταλείπω = κληροδοτώ, αφήνω πίσω,

    εγκαταλείπω, παραδίδω.

    καταλλαγή = ανταλλαγή, συμφιλίωση.

    καταλλάσσω = συμφιλιώνω.

    κατάλυσις = διάλυση, κατάργηση.

    καταλύω = λύνω, καταβάλλω, καταργώ.

    καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία.

    καταπλέω = προσορμίζομαι.

    κατάπληξις = έκπληξη, φόβος.

    καταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιον.

    καταπλήσσομαι = φοβάμαι.

    κατάπλους = κατάπλους σε λιμάνι.

    κατασήπομαι = σαπίζω.

    κατατρίβω = αφανίζω, καταστρέφω.

    καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ, περηφανεύομαι.

    καταψηφίζομαι = καταδικάζω.

    κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ, διατυπώνω κατηγορίες.

    κατοικέω-ῶ = κατοικώ.

    κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους.

    κατοικτείρω & κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ.

    κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ.

    καῦμα = καύσωνας.

    καῦσις = καύση, καυτηρίαση.

    κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος, έχω ταφεί.

    κελεύω = διατάζω, προτρέπω, συμβουλεύω,

    παρακαλώ.

    κενός = αδειανός, στερημένος.

    κεράννυμι = αναμειγνύω, συνδυάζω.

    κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως, πτέρυγα,

    σάλπιγγα.

    κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη.

    κερδαλέος = επικερδής.

    κηδεστής = συγγενής, γαμβρός.

    κηδεστία = συγγένεια.

    κήδομαι = φροντίζω.

    κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο.

    ὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενος.

    κίνησις = αναστάτωση, πόλεμος.

    κλαυθμός = θρήνος.

    κοινός = κοινός, δημόσιος, αμερόληπτος.

    τό κοινόν = το σύνολο των πολιτών.

    τά κοινά = διαχείριση των κοινών, δημόσιες

    υποθέσεις.

    κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω, κάνω κάτι από κοινού,

    συμφωνώ.

    κοινωνός = συνεργάτης.

    κολάζω= τιμωρώ.

    κολάζομαί τινα = τιμωρώ.

    κουφίζω = ανακουφίζω.

    taexeiola.gr

  • κρατέω-ῶ = γίνομαι κύριος, κυριεύω, επικρατώ.

    κρατῶ τινα = νικώ.

    κράτος = δύναμη, εξουσία, κυριαρχία.

    κρείττων = ο πιο δυνατός.

    κρημνώδης = απόκρημνος.

    κρήνη = βρύση, πηγή.

    κρηπίς = θεμέλιο.

    κρίνω = διαχωρίζω, αποχωρίζω, αποφασίζω.

    κρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον.

    κρούω & κρούομαι = χτυπώ, συγκρούω.

    κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ.

    κρύφα = κρυφά.

    κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ, προμηθεύομαι.

    κτείνω = σκοτώνω.

    κώλυμα = εμπόδιο.

    κωλύμη = παρακώλυση, εμπόδιση.

    κωλύω = εμποδίζω, απαγορεύω.

    κώμη = χωριό, οικισμός.

    Λ

    λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη.

    λάθρα = κρυφά.

    λανθάνω & λήθω = διαφεύγω την προσοχή.

    λανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώ.

    λέγω = λέγω, προτείνω, παραγγέλλω.

    εὖ λέγω = επαινώ.

    κακῶς λέγω = κακολογώ.

    οἱ λέγοντες = οι ρήτορες.

    ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι.

    ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω

    γενικά.

    συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για

    να πω με λίγα λόγια.

    λείπω = αφήνω, εγκαταλείπω.

    λείπομαι = καταλείπομαι, υπολείπομαι, είμαι

    κατώτερος, υστερώ.

    λεκτικός = ικανός στο λέγειν.

    λεπτόγεως = άγονος.

    λῄζομαι = ληστεύω, διαρπάζω.

    λιμός = πείνα.

    λιπαρέω-ῶ = επιμένω, ικετεύω.

    λιπαρής = επίμονος, πείσμων.

    λιπαρός = χαρούμενος, λαμπρός.

    λόγος = λόγος, επιχείρημα, πρόταση, δικαιολογία,

    λογικό.

    ἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωση.

    εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε

    συνομιλία ή σε επαφή με κάποιον.

    ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε

    διαπραγματεύσεις με κάποιον.

    τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώ.

    λόγον δίδωμι = λογοδοτώ.

    λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις.

    ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορία.

    λοιμός = νόσος.

    λοιπός = υπόλοιπος.

    λοιπόν ἐστι = απομένει, υπολείπεται.

    taexeiola.gr

  • τό λοιπόν = στο εξής.

    λυμαίνομαι = κακοποιώ, βλάπτω.

    λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ.

    τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια, πλεονέκτημα.

    λύω = λύνω, διαλύω, παραλύω, απαλλάσσω.

    λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες.

    Μ

    μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ.

    μακρηγορία = μακρολογία.

    μάλα – μᾶλλον- μάλιστα = πολύ, περισσότερο,

    πάρα πολύ.

    μανία = παραφροσύνη, μανία.

    μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω, καταθέτω.

    μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες.

    μάτην = μάταια, άσκοπα, απερίσκεπτα.

    μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη.

    μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενος.

    μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε

    κάτι, είμαι μεγαλόψυχος.

    μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία.

    μέγας = μεγάλος, ψηλός, εκτεταμένος.

    μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι.

    μεθίστημι = μεταβάλλω.

    μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το

    πολίτευμα.

    μεθίσταμαι = παραμερίζω, μετακινούμαι.

    μειονεκτέω-ῶ = υστερώ.

    μελέτη = φροντίδα, επιμέλεια.

    μέλλησις = βραδύτητα, αναβολή.

    μέλλω = σκοπεύω, σκέπτομαι, βραδύνω,

    αναβάλλω, διστάζω, πρόκειται να…

    μέλει τινί τινος = φροντίζει, ενδιαφέρεται κάποιος

    για κάτι.

    μέμφομαι = κατηγορώ.

    μερίζω = κόβω σε μερίδια, διαμοιράζω.

    μεστός = γεμάτος.

    μεστόω-ῶ = γεμίζω.

    μεταβάλλω = αλλάζω, τροποποιώ.

    μεταβολή = αλλαγή.

    μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη, μετανοώ.

    μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι.

    μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι.

    μεταλλαγή = ανταλλαγή.

    μεταλλάττω = μεταβάλλω, ανταλλάσσω.

    μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος.

    μεταμέλομαι = μετανοώ.

    μεταμέλεια = μετάνοια.

    μετάστασις = μετακίνηση, μετανάστευση,

    μετοίκηση.

    μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα του.

    μετανίσταμαι = μετοικώ, μεταναστεύω.

    μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου.

    μεταπέμπω = προσκαλώ, ανακαλώ.

    μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ.

    μέτειμι (< μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ.

    μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι.

    taexeiola.gr

  • μετέρχομαι = καταδιώκω, επιδιώκω, εκδικούμαι.

    μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος.

    μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία, είμαι μέτοικος.

    μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας.

    μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπο.

    μετουσία (μέτεστι) = συμμετοχή.

    μηδαμῇ = πουθενά, καθόλου, με κανέναν τρόπο.

    μηδαμόθεν= από πουθενά.

    μηδαμοῦ = πουθενά.

    μηδαμῶς = καθόλου, με κανέναν τρόπο.

    μηδέποτε = ουδέποτε.

    μηκύνω = εκτείνω, παρατείνω.

    μηνύω = φανερώνω, προδίδω, καταγγέλλω.

    μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία.

    μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι.

    περί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης

    αξίας.

    μιμνῄσκω = υπενθυμίζω.

    μιμνῄσκομαι = θυμάμαι, κάνω μνεία.

    μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό, υπηρετώ έναντι

    μισθού.

    μισθοφόρος = μισθωτός.

    ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώ.

    μνημονεύω = θυμάμαι.

    μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα

    400 ανδρών, τάγμα.

    μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά.

    μῦθος = λόγος, συμβουλή, διήγημα.

    μύριοι = δέκα χιλιάδες.

    μυρίοι = αμέτρητοι.

    μωρία = ανοησία.

    μωρός & μῶρος = ανόητος.

    Ν

    ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης

    πλοίου.

    ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον

    στόλο μου.

    ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία.

    ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία.

    ναῦς = πλοίο.

    νῆες μακραί = πλοία πολεμικά.

    νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά.

    πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο.

    νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.

    νέμω = διαμοιράζω, βόσκω.

    νέμω χώραν (γῆν, χωρίον) = κατέχω.

    νεώριον = ναύσταθμος.

    νεωστί = πρόσφατα, προ ολίγου.

    νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές.

    νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση.

    νικάω-ῶ = νικώ, επικρατώ.

    νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ, πολιορκίᾳ) = νικώ

    μαχόμενος,

    ναυμαχώντας, πολιορκώντας.

    νομίζω = νομίζω, πιστεύω, θεωρώ.

    taexeiola.gr

  • τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα, οι

    καθιερωμένες τιμές.

    νόμος = νόμος, συνήθεια.

    νόμος κύριος = έγκυρος νόμος.

    νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλος νόμος.

    νόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμο.

    νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω

    νομοθέτη. λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο.

    γράφω νόμον = συντάσσω νόμο.

    εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο.

    ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους.

    νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω.

    ὁ νοῦν ἔχων = γνωστικός.

    προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου.

    Ξ

    ξενηλασία = απέλαση.

    ξενία = φιλοξενία.

    ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα.

    ξένιος = φιλόξενος.

    ξένιος Ζεῦς = ο Δίας προστάτης των ξένων.

    ξένια = δώρα φιλοξενίας.

    ξένος = φιλοξενούμενος, ξένος, φίλος.

    Ο

    οἶδα = γνωρίζω, κατανοώ.

    χάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε

    κάποιον.

    κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότι.

    οἴκαδε = προς την οικία, προς την πατρίδα.

    οἴκοθεν = από τον οίκο, από την πατρίδα.

    οἴκοθι = στον οίκο.

    οἴκοι = στον οίκο.

    οἰκεῖος = δικός, οικιακός, συγγενικός,

    οικογενειακός φίλος.

    τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις.

    οἰκείως = ευνοϊκά, φιλικά.

    οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με

    κάποιον.

    οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με

    κάποιον.

    οἰκέτης = οικιακός δούλος, υπηρέτης.

    οἰκέω-ῶ = κατοικώ.

    οἰκήτωρ = κάτοικος, άποικος.

    οἰκίζω = χτίζω οικία, ιδρύω αποικία.

    οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας.

    οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον.

    οἰμωγή = θρήνος.

    οἰμώζω = θρηνώ.

    οἴομαι = νομίζω, φαντάζομαι, σκοπεύω.

    οἶόν τ’ ἐστί = είναι δυνατόν.

    οἶός τ’ εἰμι = δύναμαι, μπορώ.

    οἴχομαι = έχω φύγει, αφανίζομαι.

    οἰωνός = μαντικό πτηνό, σημείο, οιωνός.

    ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα.

    οἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοί.

    ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ, αδιαφορώ.

    ὀλιγωρία = αδιαφορία, παραμέληση.

    taexeiola.gr

  • ὄλλυμι & ὀλλύω = χάνω, καταστρέφω.

    ὀλοφυρμός = θρήνος.

    ὀλοφύρομαι = θρηνώ.

    ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι.

    ὄμνυμι = ορκίζομαι, βεβαιώνω με όρκο.

    ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ.

    ὁμογνώμων = σύμφωνος.

    ὁμόθυμος = ομόφωνος.

    ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ, παραδέχομαι.

    ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός.

    ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή.

    ὁμοῦ = μαζί.

    ὁμόφυλος = ομοεθνής.

    ὀνειδίζω = κατηγορώ, προσβάλλω.

    ὄνειδος = κατηγορία, ντροπή.

    καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην

    καταισχύνη.

    ὀνομάζω = ονομάζω, καλώ ονομαστικά.

    φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές

    εκφράσεις.

    το ὁπλιτικόν = οι οπλίτες.

    τίθεμαι τά ὅπλα= παρατάσσομαι, στρατοπεδεύω.

    ὁπότερος = όποιος απ’ τους δύο.

    ὀρέγω = προτείνω, προσφέρω.

    ὀρέγομαι = επιθυμώ.

    ὄρεξις = επιθυμία, κλίση.

    ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω, ανεγείρω.

    ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι.

    ὁρμάω-ῶ = παρακινώ, ορμώ.

    ὁρμῶμαι = εξορμώ, είμαι πρόθυμος.

    ὁρμίζω = προσορμίζω, αγκυροβολώ.

    ὀρύττω = σκάβω.

    ἐφ’ ᾧ & ἐφ’ ᾧ τε (+ απαρ.) = υπό τον όρο.

    ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω.

    ὀφλισκάνω = οφείλω.

    ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι.

    ὀχλώδης = ταραχώδης.

    ὀψέ = αργά.

    ὀψία = εσπέρα.

    Π

    πάθος = πάθημα, συμφορά, ατύχημα.

    παιδεύω = εκπαιδεύω.

    παμπληθής = πάρα πολύς.

    πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό.

    παντάπασιν = εντελώς.

    πανταχῇ = παντού.

    πανταχόθεν= από παντού.

    παντελής = τέλειος, ολόκληρος, πλήρης.

    παραβάλλω = συγκρίνω, τοποθετώ.

    παραγγέλλω = διατάζω, αναγγέλλω.

    παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι, φθάνω.

    παράγω = παρασύρω, οδηγώ πλησίον.

    παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ, παρακινώ.

    παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι, προτείνω.

    παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει

    taexeiola.gr

  • πλησίον κάποιου.

    παραλλάττω = μεταβάλλω, αλλοιώνω.

    παραλύω = λύνω, καταλύω, ελευθερώνω.

    παραπλέω = πλέω παραλιακά, παραπλεύρως.

    παρασκευή = (πολεμική) ετοιμασία.

    παραυτίκα = αμέσως.

    πάρειμι (< παρά+εἰμί) = είμαι παρών.

    παρέρχομαι = διέρχομαι πλησίον.

    παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιον.

    το παρεληλυθός = το παρελθόν.

    οἱ παριόντες = οι ρήτορες, οι διαβάτες.

    παρέχω = δίνω, προξενώ, παράγω.

    παρέχω πράγματα = ενοχλώ.

    τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια

    διαγωγή.

    παρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου.

    παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον.

    παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου.

    παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα.

    πάσχω = παθαίνω, υποφέρω, τιμωρούμαι.

    εὖ πά σ χ ω = ευεργετούμαι.

    κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι.

    πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα.

    τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά.

    παύω = παύω, διακόπτω, τελειώνω.

    πεδίον = πεδιάδα.

    πειράω-ῶ = δοκιμάζω, επιχειρώ.

    πειρῶμαι = δοκιμάζω, προσπαθώ, επιτίθεμαι.

    πένης = φτωχός, άπορος, στερημένος.

    περιάγω = περιφέρω.

    περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ, κατεδαφίζω.

    περιγίγνομαι = υπερέχω, νικώ, επικρατώ.

    περιίστημι = περικυκλώνω.

    περίλοιπος = υπόλοιπος.

    περίλυπος = λυπημένος.

    περιμάχητος = περιζήτητος.

    περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα, περιφρονώ,

    επιτρέπω, ανέχομαι, περιμένω, βλέπω με

    αδιαφορία.

    περιορῶμαι = διστάζω.

    περιουσία = αφθονία, περιουσία.

    περιπλέω = πλέω γύρω.

    περίπλεως & –πλεος = κατάμεστος.

    περιτείχισμα = οχύρωμα.

    πιθανός = πιστικός, πιστευτός.

    πίπτω = πέφτω, σκοτώνομαι.

    πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες

    διαβεβαιώσεις για κάτι.

    πλήθω = είμαι γεμάτος.

    πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα.

    πλημμέλημα = σφάλμα.

    πλήρης = γεμάτος, επαρκής.

    πληρόω-ῶ = γεμίζω, εξοπλίζω πλοίο.

    πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο.

    πλώιμος = πλωτός, κατάλληλος για θαλάσσια

    ταξίδια.

    taexeiola.gr

  • πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει.

    πνῖγος = υπερβολική ζέστη.

    ποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο, είμαι αίτιος

    πολέμου.

    εὖ ποιῶ = ευεργετώ.

    κακῶς ποιῶ = κακοποιώ, βλάπτω.

    ποιοῦμαι = κατασκευάζω, θεωρώ.

    τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω.

    γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω.

    ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι.

    εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω.

    ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ.

    ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιο.

    ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον.

    ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω, εξοντώνω,

    εξουδετερώνω.

    περί πολλοῦ (περί πλείονος, περί πλείστου)

    ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο,

    σπουδαιότατο), αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη,

    μεγίστη) σημασία.

    περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος, περί ἐλαχίστου, περί

    οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη,

    ελάχιστη, καμία) σημασία.

    περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως

    ανεκτίμητο αγαθό.

    πολέμιος = εχθρός.

    πολιτεία = πολίτευμα, δημοκρατία.

    πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα.

    πολιτεύω = είμαι πολίτης, ζω ως πολίτης.

    πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά.

    πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = πόλεις καλά

    κυβερνώμενες.

    πολλάκις = πολλές φορές.

    πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές.

    πολλαχοῦ = πολλές φορές, σε πολλά μέρη.

    πολυπράγμων = πολυάσχολος, περίεργος.

    ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον.

    πλέον ἔχω = πλεονεκτώ.

    οὐδέν πλέον = κανένα όφελος, κέρδος.

    πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ.

    πονέω-ῶ = κοπιάζω, στενοχωριέμαι.

    πονηρός = κακός, φαύλος, βλαβερός.

    πόνος = κόπος, αγώνας.

    πράγματα ἔχω = ενοχλούμαι.

    ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη.

    πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι.

    πράσσω = πράττω, κατορθώνω,

    διαπραγματεύομαι.

    εὖ πράττω = ευτυχώ.

    κακῶς πράττω = δυστυχώ.

    πράττω μετά τινος= συμπράττω.

    ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές

    διαπραγματεύσεις.

    πρεσβεία = πρέσβεις, αποστολή πρέσβεων.

    πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος, είμαι πρεσβευτής,

    πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής.

    taexeiola.gr

  • πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι, στέλνω

    πρέσβεις, πηγαίνω ως πρεσβευτής.

    προαγορεύω = προειδοποιώ, δηλώνω