Ta kokkina-papoutsia
Transcript of Ta kokkina-papoutsia
ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣΤΡΙΝΙΑ
Μια ιστορία σαν παραµύθι
Συγγραφή - Εικονογράφηση: Χριστίνα Παππά
Κάποτε ήταν ένα εργοστάσιο παπουτσιών. Το τι γινόταν εκεί, δεν
περιγράφεται. Το αφεντικό ούρλιαζε κι οι εργάτες έτρεχαν
αλαφιασµένοι. Όπου να ’ναι τέλειωνε ο χειµώνας και έπρεπε να
προλάβουν. Όλοι θα ζητούσαν τα ανοιξιάτικα παπούτσια κι αυτοί
εκεί αργούσαν. Κι όπως καταλαβαίνετε, όταν οι άνθρωποι κάνουν
πράγµατα βιαστικά, κάνουν και λάθη. Από ένα τέτοιο λάθος
ξεκίνησε και η ιστορία µας.
Ας πάµε στην αποθήκη. Εκεί τα καινούρια παπούτσια καµάρωναν
πάνω στα ράφια. Σκούρα ή ανοιχτόχρωµα, µε κορδόνια ή χωρίς,
γυαλιστερά ή όχι, για µεγάλους ή παιδικά, όλα περίµεναν τη σειρά
τους. Τακτοποιηµένα, το καθένα µε το ταίρι του, έµπαιναν στο
σωστό κουτί, φορτώνονταν στα φορτηγά κι έφευγαν για τα
µαγαζιά.
Ανάµεσά τους και τα υπέροχα κατακόκκινα λουστρίνια µε τον
τεράστιο φιόγκο περίµεναν µε ανυποµονησία να µπουν στο κουτί
τους. Και να που ήρθε κι η σειρά τους. Όµως, τι ατυχία! Ο
βιαστικός κι απρόσεχτος εργάτης βάζει στο κουτί µόνο το ένα και
το άλλο πέφτει βαθιά κάτω απ’ το ράφι. Πώς να φωνάξει ή να βγει
από κει κάτω; Τα παπούτσια δεν έχουν φωνή κι ούτε µπορούν να
προχωρήσουν, αν δεν τα φοράνε τα πόδια. Έµεινε µόνο και
απαρηγόρητο όπως και το ταίρι του µέσα στο κλειστό κουτί.
Πιστεύετε πως τα παπούτσια της ιστορίας µας χώρισαν για
πάντα; Αυτό βέβαια θα µπορούσε να γίνει στην πραγµατικότητα.
Στο παραµύθια όµως µπορούµε να λέµε ό,τι θέλουµε και µας
αρέσει. Ας πούµε λοιπόν µια συνέχεια της ιστορίας που µας
αρέσει.
Το ένα κόκκινο παπούτσι έµεινε αρκετό καιρό κάτω από το ράφι.
Όταν η δουλειά κόπασε κι όλα τα καινούρια παπούτσια έφυγαν µε
τα φορτηγά για τις πόλεις και τα χωριά, µπήκαν να καθαρίσουν την
αποθήκη. Και τότε το βρήκαν. Όµως τι σηµασία είχε πια; Ένα
παπούτσι µόνο του, όσο όµορφο και να ’ναι, είναι άχρηστο. Γι’αυτό
το πέταξαν στην καρότσα του φορτηγού παρέα µε τ’ άδεια κουτιά
από τις κόλλες και τα χρώµατα.
Σε λίγο το φορτηγό ξεκίνησε για το σκουπιδότοπο. Ήταν αρκετή
ώρα µακριά. Καθώς πήγαινε στο χωµατόδροµο, έπεσε σε µια
λακκούβα και αναπήδησε δυνατά. Και τότε το παπούτσι µας, µετά
από έναν τρελό χορό στον αέρα, προσγειώθηκε στα απαλά
χορτάρια που είχαν φυτρώσει στην άκρη του δρόµου. Παρά την
τροµάρα που πήρε ήταν και λίγο τυχερό, γιατί γλίτωσε τη βρωµιά
του σκουπιδότοπου. Κι έµεινε εκεί κρυµµένο µες τα χορτάρια.
Και το άλλο παπούτσι τι να απόγινε άραγε; Πού να βρίσκεται
τώρα; Όσο και να σας φαίνεται απίστευτο κι αυτό ήταν πεταµένο
σ’ ένα κάδο µε σκουπίδια! Πώς βρέθηκε εκεί; Ας δούµε και τη δική
του ιστορία.
Το κόκκινο παπούτσι µας, µέσα στο κουτί του, έφτασε σ’ ένα
µαγαζί στη γειτονική πόλη. Το φορτηγό ξεφόρτωσε τα κουτιά µε
τα παπούτσια και έφυγε. Φαντάζεστε την έκπληξη του έµπορα
µόλις άνοιξε το κουτί και είδε µόνο ένα παπούτσι. Αποφάσισε να
µην το πετάξει αµέσως αλλά να το βάλει για λίγες µέρες στη
βιτρίνα του. Το κόκκινο παπούτσι ήταν πανέµορφο κι αυτός ήταν
αρκετά πονηρός. Σκέφτηκε πως θα µπουν αρκετοί πελάτες στο
µαγαζί του ζητώντας τα κόκκινα παπούτσια. Κι αυτός ήξερε όλα τα
κόλπα για να τους πουλήσει άλλα. Του έφτανε µόνο να µπουν
µέσα.
Αυτό το κόκκινο παπούτσι έβλεπε κάθε µέρα ένας φτωχός
άνθρωπος, που περνούσε από εκεί γυρίζοντας στο σπίτι του. Αν και
κουρασµένος από το µεροκάµατο, καθόταν ώρα µπροστά στη
βιτρίνα του µαγαζιού. Αχ, και να µπορούσε να αγοράσει τα
πανέµορφα αυτά παπούτσια για την κόρη του! Ήταν όµως
αδύνατο. Είχε τόση φτώχεια, που η µικρή φορούσε παπούτσια από
δεύτερο χέρι. Ας είναι καλά οι συγχωριανοί τους, που τους
βοηθούσαν όσο µπορούσαν.
Μετά από λίγες µέρες το κόκκινο παπούτσι έλειπε από τη βιτρίνα
του µαγαζιού. Πριν καλά καλά προλάβει ο φτωχούλης µας να
στενοχωρηθεί, µια έκπληξη τον περίµενε. ∆εν πίστευε αυτό που
έβλεπε: το παπούτσι του µέσα στον απέναντι κάδο σκουπιδιών,
παρέα µε κουτιά από παπούτσια. Το είχε πετάξει ο πονηρός
έµπορας, αφού πρώτα παρέσυρε αρκετούς πελάτες.
Έψαξε, έψαξε όλα τα κουτιά πάλι και πάλι µπας και βρει το ταίρι
του, αλλά µάταια. Το πήρε απόφαση πως δεν υπάρχει το ζευγάρι
του και έκανε να το αφήσει και να φύγει. Όµως ήταν τόσο
όµορφο, τόσο λαµπερό, που σαν να τον µάγεψε και δε µπορούσε
να το αποχωριστεί. Το πήρε λοιπόν και ξεκίνησε για το σπίτι του.
Το φτωχικό του ήταν έξω από την πόλη και είχε αρκετό
περπάτηµα στον χωµατόδροµο. Κρατώντας το πολύτιµο φορτίο
του προχωρούσε γρήγορα γιατί είχε αργοπορήσει. Κουράστηκε
όµως και κάθισε στην άκρη του δρόµου να πάρει µια ανάσα. Και
τότε κάτι γυάλισε απέναντί του, µέσα στα χορτάρια. Πήγε εκεί και
τι να δει; Μπράβο σας, το βρήκατε!
Την Κυριακή, στην εκκλησιά του χωριού, έλαµπε ο τόπος όλος.
Έλαµπαν τα κόκκινα λουστρίνια στα πόδια της µικρούλας µα
περισσότερο έλαµπε το προσωπάκι της από την ευτυχία. Και η
λάµψη αυτή ήταν τόσο δυνατή που σκέπαζε ακόµα και το φως
των κεριών.
Μια συγκινητική ιστορία όπου το απίθανο γίνεται
σύµπτωση και αυτή µε τη σειρά της φέρνει το πιο
πολύτιµο αγαθό στον κόσµο, ένα φωτεινό χαµόγελο
ευτυχίας στο πρόσωπο µιας µικρούλας.
Αλήθεια, εσείς πιστεύετε στις συµπτώσεις;
Αφιερωµένο στους µικρούς µου µαθητές.