STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

390
Τίτλος της διατριβής: «Η συμβολή του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου του Περιβάλλοντος στη διαμόρφωση των άλλων κανόνων δικαίου» ΣΧΟΛΗ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΠΜ, ΤΟΜΕΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ Ονοματεπώνυμο Διδάκτορα: Στέφανος Γερασίμου Επιβλέπουσα: Χατζοπούλου Αλίκη, Καθ. ΕΜΠ Τριμελής Επιτροπή: Χατζοπούλου Α., Καθηγήτρια της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ, Στεφάνου Ι., Καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, Σιούτη Γλ. Π., Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Επταμελής Επιτροπή: Χατζοπούλου Α., Καθηγήτρια της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ, Στεφάνου Ι., Καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, Σιούτη Γλ. Π., Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Τσουδερός Ι., Καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, Μέλισσας Δ., Καθηγητής του Γενικού Τμήματος Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου, Γεράρδη Κλ., Αναπληρώτρια Καθηγήτρια της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, Χατζόπουλος Β., Επίκουρος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

Transcript of STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Page 1: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Τίτλος της διατριβής: «Η συμβολή του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου του Περιβάλλοντος στη διαμόρφωση των άλλων κανόνων δικαίου»

ΣΧΟΛΗ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΠΜ, ΤΟΜΕΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ονοματεπώνυμο Διδάκτορα: Στέφανος Γερασίμου

Επιβλέπουσα: Χατζοπούλου Αλίκη, Καθ. ΕΜΠ

Τριμελής Επιτροπή: • Χατζοπούλου Α., Καθηγήτρια της Σχολής Εφαρμοσμένων

Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ,• Στεφάνου Ι., Καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, • Σιούτη Γλ. Π., Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Εθνικού

Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Επταμελής Επιτροπή:• Χατζοπούλου Α., Καθηγήτρια της Σχολής Εφαρμοσμένων

Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ,• Στεφάνου Ι., Καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, • Σιούτη Γλ. Π., Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Εθνικού

Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,• Τσουδερός Ι., Καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ,• Μέλισσας Δ., Καθηγητής του Γενικού Τμήματος Δικαίου του

Παντείου Πανεπιστημίου,• Γεράρδη Κλ., Αναπληρώτρια Καθηγήτρια της Σχολής Αρχιτεκτόνων

του ΕΜΠ,• Χατζόπουλος Β., Επίκουρος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του

Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

Page 2: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Περίληψη

H παρούσα διατριβή έχει ως αντικείμενο την εξέταση της επίδρασης και συμβολής των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων, κυρίως όσων αναφέρονται στον σχεδιασμό του αστικού και περιαστικού χώρου, την πολεοδόμηση και την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, στην εξελικτική διαδικασία και διαμόρφωση άλλων κλάδων δικαίου. Ο σκοπός της διατριβής συνίσταται αφενός στην ανάδειξη του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζουν πλέον οι ως άνω ρυθμίσεις στην έννομη τάξη της σημερινής πολυσύνθετης και πολυδιάστατης κοινωνίας και αφετέρου στην καταγραφή των νέων επιστημονικών δεδομένων, που εμφανίζονται ως απόρροια του προαναφερόμενου φαινομένου. Με την ακολουθούμενη μεθοδολογία αρχικώς, με σημείο αφετηρίας την κλασική Ελλάδα, ερευνάται η ιστορική εξέλιξη των κανόνων του σχεδιασμού της πόλης, της δομήσεως και της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στον ελληνικό και τον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο με έμφαση στη Δυτική Ευρώπη. Για τον λόγο αυτό επιχειρείται η διατύπωση μιας σχέσης που να εκφράζει την αλληλεπίδραση και συμβολή της σπειροειδούς εξέλιξης των σημαντικότερων ιστορικών γεγονότων, της κοινωνίας και της οικονομίας, των φιλοσοφικών ρευμάτων, του πολιτεύματος και της τέχνης στη δημιουργία και εξέλιξη των ως άνω κανόνων. Εν συνεχεία ερευνάται η επίδραση των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στους κυριότερους κλάδους του θετού ελληνικού Δικαίου, Δημοσίου και Ιδιωτικού, και ειδικότερα στο Συνταγματικό, το Διοικητικό, το Εμπράγματο, το Ενοχικό και το Ποινικό Δίκαιο, καταγράφοντας, συστηματοποιώντας και αναδεικνύοντας τις διάφορες επιρροές και τα αποτελέσματά τους. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην εξέλιξη της νομολογίας.Οι βασικές πηγές στις οποίες στηρίχθηκε η διατριβή είναι πρωτότυπα νομοθετικά κείμενα, εισηγητικές εκθέσεις νόμων, νομολογία, θεωρία, έρευνες, άρθρα, δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις σε συνέδρια σχετικά με τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό, τη δόμηση, τη φυσιογνωμία της πόλης και την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Παράλληλα χρησιμοποιήθηκαν βιβλία με αντικείμενο την ιστορία, την κοινωνία, την οικονομία, τη φιλοσοφία, τους πολιτικούς θεσμούς, την τέχνη, την αρχιτεκτονική και την πολεοδόμηση στην Ελλάδα και την Ευρώπη με αφετηρία τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Στο Μέρος Ι, με τίτλο «Η διαχρονικότητα της επίδρασης των κανόνων της πολεοδομίας και της προστασίας του περιβάλλοντος», επιχειρείται αφενός η έρευνα της ιστορικής εξέλιξης των κανόνων διευθέτησης του χώρου

Page 3: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

από την κλασική Ελλάδα έως τη σύγχρονη εποχή στον ελληνικό χώρο και τη Δυτική Ευρώπη και αφετέρου η ανάδειξη της διαχρονικότητας και της επίδρασης των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στη διαμόρφωση του δικαιώματος της κυριότητας.

Στο Μέρος ΙΙ, με τίτλο «Η επίδραση των κανόνων διευθέτησης του χώρου στο Δημόσιο Δίκαιο», καταγράφεται η συμβολή των άνω κανόνων στη συνταγματική έννομη τάξη και το Διοικητικό Δίκαιο.

Στο Μέρος ΙΙΙ, με τίτλο «Η επίδραση των κανόνων πολεοδόμησης και προστασίας του περιβάλλοντος στο Ιδιωτικό Δίκαιο», καταγράφεται η συμβολή των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στη διαμόρφωση και εξέλιξη βασικών κανόνων και εννοιών του Εμπράγματου και του Ενοχικού Δικαίου.

Στο Μέρος ΙV, με τίτλο «Η επίδραση του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου του Περιβάλλοντος στο Ποινικό Δίκαιο», εξετάζονται οι επιπτώσεις των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στο Ποινικό Δίκαιο. Ειδικότερα ερευνώνται η πρωτοποριακή σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλαγή της θέσης του ποινικού νομοθέτη με την αναγωγή του περιβάλλοντος σε αυτοτελές προστατευτέο ποινικώς έννομο αγαθό, η ποινική προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και οι δικονομικές συνέπειες της εν λόγω επίδρασης, με σημαντικότερες τη διεύρυνση του θεσμού της πολιτικής αγωγής και των αρμοδιοτήτων του τριμελούς εφετείου.

Τέλος η έρευνα καταλήγει στις ακόλουθες θέσεις.1) Συστηματοποιείται η ανάλυση των κυριοτέρων γενεσιουργών παραγόντων που οδηγούν στη δημιουργία πολεοδομικών κανόνων και εκείνων της προστασίας του περιβάλλοντος, ακολουθώντας συγκεκριμένη διαδοχή μέσα από μια σπειροειδή εξέλιξη. 2) Συγκεκριμενοποιείται η θετική συμβολή των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στην εξέλιξη κανόνων και εννοιών των σημαντικότερων κλάδων του θετού Δικαίου.3) Διαπιστώνονται μια ολιστική αντιμετώπιση του Δικαίου, με επίκεντρο τα σύγχρονα προβλήματα του χώρου και το περιβάλλον, και η εισαγωγή νέων εννοιών και ρυθμίσεων, οι οποίες επαναφέρουν στην επικαιρότητα τις αρχές της κλασικής φιλοσοφίας και της Αριστοτέλειας σκέψης.

Λέξεις κλειδιά: Πολεοδομικό Δίκαιο, Δίκαιο του Περιβάλλοντος, Ολιστική προσέγγιση του Δικαίου, Προστασία του Περιβάλλοντος, Αρχιτεκτονική Κληρονομιά, Δομημένο Περιβάλλον, Πολεοδομικός Σχεδιασμός

Page 4: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005
Page 5: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Title of PhD thesis “The influence of Urban and Environmental Law on the creation of other legal rules”

Dr. Stefanos Gerasimou

Αbstract

The PhD thesis studies the influence and contribution of Urban and Environmental Law to the evolution and creation of other parts of the law. The research is mostly focused on provisions concerning urban planning, urbanisation and the protection of built environment and of architectural heritage. The aim of the PhD thesis consists in proving the central role of the fore mentioned rules on the legal system of modern complex society and in writing down the new scientific elements which derive from the above phenomenon. With the methodology followed, first the evolution of urban planning and building rules and of those referring to the protection of architectural environment is examined. The periods studied are classical Greece, the Hellenistic, the Roman, the Byzantine Empire and Middles Ages. Furthermore the research comprises Greece and Western Europe from the 15th

century till nowadays. The above methodology ends in forming a relation which expresses the interaction and contribution of the spiral evolution of the most important historic events, of the society and economy, of philosophic currents, of the political regime and system and of art to the creation and evolution of urban and environmental rules. Emphasis is given on architecture for it has a direct effect on the physiognomy of the city. Next the influence of the fore mentioned provisions on the most important parts of the Greek positive law, such as Constitutional Law, Administrative Law, Property Law, Law of Obligations and Penal Law, is examined, taking under consideration the evolution of Greek jurisprudence. Finally the research ends in the following theses and conclusions.1) The analysis of the most important factors leading to the creation of urban and environmental rules is systemised, following a specific order through a spiral evolution. 2) The positive contribution of urban and environmental provisions to the evolution of rules and concepts of the most important fields of the Greek positive law is shown. 3) A holistic approach of Law is presented, centred on the protection of the environment and of the city landscape.

Page 6: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Key words: Urban Law, Environmental Law, Holistic Αpproach of Law, Protection of the Εnvironment, Cultural Heritage, Built Environment, Town Planning

Page 7: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΣΧΟΛΗ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ

ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - ΤΟΜΕΑΣ Α.Κ.Ε.Δ.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤOY ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚOY ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΗ

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΙΚΗ

ΑΘΗΝΑ 2005

Page 8: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ

ΑΚ Αστικός ΚώδικαςΑΠ Άρειος ΠάγοςΒλ. ΒλέπεΒΔ Βασιλικό ΔιάταγμαΓΟΚ Γενικός Οικοδομικός ΚανονισμόςΓΠΣ Γενικά Πολεοδομικά ΣχέδιαΔΕΠΟΣ Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας και Στεγάσεωςεδ. ΕδάφιοΕΔΔ Επιθεώρηση του Δημοσίου Δικαίου και του Διοικητικού Δικαίου (περιοδικό)ΕΕ Ευρωπαϊκή ΈνωσηΕΖΥΣ Ειδική Ζώνη Υποδοχής Συντελεστή ΔόμησηςΕΚ Ευρωπαϊκή ΚοινότηταΕλλΔνη Ελληνική Δικαιοσύνη (περιοδικό)ΕΤΕΡΠΣ Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων Εφ. ΕφετείοΖΑΑ Ζώνη Αστικού ΑναδασμούΖΑΣ Ζώνη Αγοράς ΣυντελεστούΖΕΕ Ζώνες Ειδικής ΕνίσχυσηςΖΕΚ Ζώνες Εδικών ΚινήτρωνΖΕΠ Ζώνη Ενεργού Πολεοδομίας ΖΟΕ Ζώνες Οικιστικού ΕλέγχουΜΠρ. Μονομελές ΠρωτοδικείοΝ ΝόμοςΝΔ Νομοθετικό ΔιάταγμαΝοΒ Νομικό Βήμα (περιοδικό)Ολομ. ΟλομέλειαΟΤΑ Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησηςοπ. αν. όπου ανωτέρω παρ. ΠαράγραφοςΠΔ Προεδρικό ΔιάταγμαΠΕ Πρακτικό Επεξεργασίας ΠΕΡΠΟ Περιοχές Ειδικά Ρυθμιζόμενης ΠολεοδομήσεωςΠερΔικ Περιβάλλον και Δίκαιο (περιοδικό)ΠΚ Ποινικός ΚώδικαςΠΜ Πολεοδομική Μελέτη

Page 9: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΠΥΣΔΟ Περιοχή Υποδοχής Συντελεστή ΔόμησηςΠ.Χρ. Ποινικά Χρονικά (περιοδικό)ΣτΕ Συμβούλιο της ΕπικρατείαςΣΧΟΟΑΠ Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Ανάπτυξης Ανοικτής ΠόληςΤοΣ Το Σύνταγμα (περιοδικό) ΥΑ Υπουργική ΑπόφασηΥΠΕΧΩΔΕ Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων ΈργωνΦΕΚ Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

Page 10: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΜΕΡΟΣ Ι

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΝΕΣΙΟΥΡΓΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ

1. Η Κλασσική Ελλάδα2. Η Ελληνιστική εποχή3. Η Ρωμαϊκή εποχή4. Η Βυζαντινή εποχή5. Ο Μεσαίωνας στη Δυτική Ευρώπη6. Η Περίοδος της Τουρκοκρατίας7. Η Δυτική Ευρώπη από τον 16ο αι. έως τον 19ο αι.8. Η Δυτική Ευρώπη από τον 19ο αι. έως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο9. Η Ελλάδα από τον 19ο αι. έως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο10. Το Ελληνικό Κράτος στα πλαίσια του ευρωπαϊκού χώρου κατά τη διάρκεια του 20ου αι.ΣυμπεράσματαΒιβλιογραφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΩ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ

1. Ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός1.1. Η διαμόρφωση κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων1.2. Οι κανόνες πολεοδόμησης που εξέφραζαν θρησκευτικές αντιλήψεις ή εξυπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον1.3. Οι δουλείες και οι χρήσεις γης2. Το Βυζάντιο

Page 11: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

2.1. Η δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων2.2. Οι δουλείες3. Η τουρκοκρατία3.1. Η δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων3.2. Οι περιορισμοί δομήσεως4. Η μεταβατική περίοδος της διαμόρφωσης του σύγχρονου Ελληνικού ΚράτουςΣυμπεράσματαΒιβλιογραφία

ΜΕΡΟΣ II

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΝΩ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ

1. Το Σύνταγμα και η ευαισθητοποίηση της διεθνούς και ευρωπαϊκής έννομης τάξης υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος2. Η αναγνώριση της αρχής της αειφορίας ή της βιώσιμης ανάπτυξης3. Το δικαίωμα στο περιβάλλον4. Ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός4.1. Ο σχεδιασμός της ανάπτυξης από το Κράτος4.2. Η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων πολεοδομικού σχεδιασμού στους ΟΤΑ4.3. Οι τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις5. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς6. Oι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι6.1. Η συνταγματική ρύθμιση για τη δημιουργία τους6.2. Το αστικό πράσινο6.3. Οι αιγιαλοί, οι λιμένες και οι όρμοι6.4. Τα αενάως ρέοντα ύδατα6.4.1. Οι υγρότοποι6.4.2. Τα ρεύματα7. Η υποχρέωση του Κράτους σύνταξης Κτηματολογίου8. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις8.1. Ο ορισμός των εννοιών του δάσους και της δασικής έκτασης8.2. Το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων

Page 12: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

8.3. Η νομολογιακή προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων8.4. Η προστασία της αισθητικής του δασικού τοπίου8.5. Το κοινό καθεστώς προστασίας των δημόσιων και ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων8.6. Το καθεστώς προστασίας των αναδασωτέων εκτάσεων8.7. Η σύνταξη Δασολογίου9. Ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για λόγους δημόσιας ωφέλειας υπέρ του δημοσίου10. Η Θέσπιση μέτρων χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικήςΣυμπεράσματαΒιβλιογραφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΝΩ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

1. Η διεύρυνση της έννοιας της διοικητικής πράξης2. Η διεύρυνση του εννόμου συμφέροντος στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη2.1. Στα φυσικά πρόσωπα2.2. Στα νομικά πρόσωπα2.3. Στους ΟΤΑ2.4. Η εθνική νομολογία σε σχέση με τη θέση του ΔΕΚ3. Ο εμπλουτισμός των λόγων ακυρώσεως για παράβαση νόμου4. Ο εμπλουτισμός των περιπτώσεων χορήγησης αναστολής εκτέλεσηςΣυμπεράσματαΒιβλιογραφία

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΕΠΑΝΑΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

1. Οι περιορισμοί της κυριότητας1.1. Οι ιδιαίτερες μορφές κυριότητας1.1.1. Ο μεσότοιχος1.1.2. Η οροφοκτησία ή οριζόντια ιδιοκτησία

Page 13: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Α. Η σύσταση της οροφοκτησίας Β. Το αντικείμενο της οροφοκτησίας Γ. Το νομικό καθεστώς του χώρου της πυλωτής και οι χώροι στάθμευσης1.1.3. Η κάθετη ιδιοκτησία Α. Ένα σημαντικό εργαλείο της ενεργού πολεοδομίαςΒ. Ο συνδυασμός της κάθετης με την οριζόντια ιδιοκτησίαΓ. Οι περιορισμοί των δικαιωμάτων των συγκυρίων 1.1.4. Η μεταφορά συντελεστή δόμησης1.1.5. Η χρονικά διαιρεμένη ιδιοκτησία1.2. Οι δουλείες1.2.1 Οι πραγματικές δουλείες του ΑΚ Α. Οι δουλείες προς ανοχή Β. Οι δουλείες προς παράλειψη1.2.2. Η επανατοποθέτηση των άνω δουλειών χάριν πολεοδομικών διατάξεων1.2.3. Οι διοικητικές δουλείες και οι χρήσεις γης Α. Οι διοικητικές δουλείεςΒ. Η έννοια των χρήσεων γηςΓ. Ο καθορισμός των χρήσεων γηςΔ. Το νομοθετικό πλαίσιο για τις χρήσεις γης Ε. Νομολογιακές αρχές1.3. Το γειτονικό δίκαιο1.3.1. Η διεύρυνση της έννοιας της γειτονίας1.3.2. Η συσταλτική ερμηνεία των διατάξεων περί εκπομπών γειτονικού ακινήτου 1.3.3. Δικονομικές επιπτώσεις1.4. Η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς1.4.1. Η προστασία των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων1.4.2. Η προστασία των παραδοσιακών οικισμών1.4.3. Η προστασία των διατηρητέων κτιρίων2. Τα κοινόχρηστα πράγματα2.1. Η έννοια των κοινόχρηστων πραγμάτων και χώρων2.2. Η προστασία τους μέσω του δικαιώματος στην προσωπικότητα2.2.1. Η διεύρυνση του δικαιώματος στην προσωπικότητα2.2.2. Η προστασία της οδού υπό την ευρεία έννοια από τις σχετικές διατάξεις του ΑΚΣυμπεράσματαΒιβλιογραφία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΤΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Page 14: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

1. Στην ευθύνη από αδικοπραξία1.1. Η ανθρώπινη συμπεριφορά1.2. Η παράνομη συμπεριφορά 1.3. Η υπαίτια συμπεριφορά 1.4. Η επέλευση της ζημίας1.5. Η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας2. Στην ευθύνη από διακινδύνευση Συμπεράσματα Βιβλιογραφία

ΜΕΡΟΣ IV

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

1. Η αναγωγή του περιβάλλοντος σε αυτοτελές προστατευτέο ποινικώς έννομο αγαθό 2. Η διεύρυνση της ποινικής προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς3. Οι επιπτώσεις στο Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο3.1. Η διεύρυνση του θεσμού της πολιτικής αγωγής 3.2. Η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του τριμελούς εφετείου σε περίπτωση προσβολής στοιχείων της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς3.3. Η άρση του αδίκου ορισμένων πράξεωνΣυμπεράσματαΒιβλιογραφίαΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΘΕΣΕΙΣΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Page 15: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η παρούσα διατριβή ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2002, υλοποιώντας μια ιδέα της Καθηγήτριας του ΕΜΠ Α. Χατζοπούλου, με σκοπό την ανάδειξη του πρωταγωνιστικού ρόλου του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου του Περιβάλλοντος στην έννομη τάξη και την καταγραφή και συστηματοποίηση των επιδράσεων των ως άνω κλάδων στη διαμόρφωση του Δικαίου. Χάριν της πρωτοτυπίας του θέματος, η διατριβή εντάχθηκε στο πρόγραμμα ΕΠΕΑΕΚ με τίτλο «ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, υποτροφίες έρευνας σε θέματα περιβάλλοντος και οικολογίας με προτεραιότητα στη βασική έρευνα του ΕΜΠ». Το σχετικό πρόγραμμα συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (75%) και από Εθνικούς Πόρους (25%).

Η διενεργηθείσα μελέτη επιδιώκει να συνεισφέρει στην εξέλιξη της έρευνας, υιοθετώντας μια οικολογική, ολιστική προσέγγιση της νομικής επιστήμης και λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις άλλων επιστημών, όπως της Ιστορίας, της Κοινωνιολογίας, της Οικονομίας, της Φιλοσοφίας, των Πολιτικών Επιστημών και της Αρχιτεκτονικής στη διαμόρφωση, διευθέτηση και εξέλιξη του αστικού χώρου.

Κλείνοντας αυτόν τον πρόλογο, θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την Καθηγήτρια της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ Α. Χατζοπούλου, η οποία ως επιβλέπουσα της διατριβής με καθοδήγησε στην πορεία της έρευνας, μου υπέδειξε μια ολιστική προσέγγιση του Δικαίου και της επιστήμης, με βοήθησε στην κατανόηση νομικών εννοιών και συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση της δομής της διατριβής με την αποσαφήνιση των βασικών αξόνων σκέψης, τη διόρθωση του περιεχομένου της και την εξαγωγή των συμπερασμάτων. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Καθηγητή της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ Ι. Στεφάνου, μέλος της Τριμελούς Επιτροπής Παρακολούθησης, γιατί αφενός με βοήθησε να προσεγγίσω τους άνω κλάδους δικαίου μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα με επίκεντρο τη φυσιογνωμία της πόλης και αφετέρου οι απόψεις του αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη σύνθεση και έκφραση του ακολουθούμενου συλλογισμού. Ομοίως θα ήθελα να ευχαριστήσω την Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Γλ. Π. Σιούτη, μέλος της Τριμελούς Επιτροπής Παρακολούθησης, για τη συνεισφορά της στη διαμόρφωση της δομής της διατριβής και την ορθολογική ιεράρχηση και παρουσίαση του περιεχομένου της έρευνας. Επιπλέον ευχαριστώ τα υπόλοιπα μέλη της Επταμελούς Επιτροπής, τον Καθηγητή της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ Ι. Τσουδερό, τον Καθηγητή του Γενικού Τμήματος Δικαίου του

Page 16: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Παντείου Πανεπιστημίου Δ. Μέλισσα, την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ Κλ. Γεράρδη και τον Επίκουρο Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης Β. Χατζόπουλο για τον χρόνο που αφιέρωσαν στη μελέτη της διατριβής μου. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω τη σύζυγο και την οικογένειά μου για την αγάπη και ψυχική υποστήριξη που μου προσέφεραν, όπως και τους φίλους μου για την κατανόηση και βοήθειά τους.

Η διατριβή αυτή αφιερώνεται στους δασκάλους μου και στη μνήμη των θείων μου Κλειούς και Θέτιδος Ολυμπίτου για την ψυχική καλλιέργεια και το πνευματικό ταξίδι που μου προσέφεραν.

Αθήνα, Μάιος 2005

Page 17: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας σημαδεύτηκε από ένα πλήθος ιστορικών, κοινωνικών οικονομικών και πολιτικών φαινομένων, με σημαντικότερα τους δύο παγκόσμιους πολέμους, τα οποία μετέβαλαν ριζικά τον αστικό χώρο και τις πολιτικές για τη διευθέτηση του χώρου γενικότερα. Οι έντονες πολεοδομικές και οικιστικές ανάγκες, ήδη από τις αρχές του αιώνα, οδήγησαν στην εφαρμογή σχετικών ρυθμίσεων και την ανάπτυξη, ιδίως μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, του Πολεοδομικού και του Χωροταξικού Δικαίου ως κλάδων του Δημοσίου Δικαίου και ειδικότερα του Διοικητικού. Ταυτόχρονα τα σωρευμένα περιβαλλοντικά προβλήματα, εξαιτίας κυρίως της βιομηχανικής προόδου, της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού της γης, της έντονης αστικοποίησης και της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων, έθεσαν σε κίνδυνο την ισορροπία των φυσικών οικοσυστημάτων, απειλώντας μεσοπρόθεσμα τη ζωή σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά συνέπεια η προστασία του περιβάλλοντος εξελίχθηκε σε κεντρικό θέμα, που απασχολεί τις περισσότερες επιστήμες. Στο πλαίσιο αυτό την τελευταία τριακονταετία δημιουργήθηκε το Δίκαιο του Περιβάλλοντος, αρχικώς ως κλάδος του Διοικητικού Δικαίου. Ωστόσο η ραγδαία ανάπτυξη τόσο του Πολεοδομικού – Χωροταξικού Δικαίου όσο και του Δικαίου του Περιβάλλοντος κατέληξαν στην αυτονόμησή τους στην ελληνική και ευρωπαϊκή έννομη τάξη.

Αντικείμενο Στην παρούσα έρευνα εξετάζονται η επίδραση και συμβολή των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στην εξελικτική διαδικασία και τη διαμόρφωση του Δικαίου. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στους κανόνες που αναφέρονται στον σχεδιασμό του αστικού και περιαστικού χώρου, την πολεοδόμηση και την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Σκοπός Ο σκοπός της έρευνας συνίσταται αφενός στην ανάδειξη του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζουν πλέον οι ως άνω ρυθμίσεις στην έννομη τάξη της σημερινής πολυσύνθετης και πολυδιάστατης κοινωνίας και αφετέρου στην καταγραφή των νέων επιστημονικών δεδομένων, που εμφανίζονται ως απόρροια του προαναφερόμενου φαινομένου.Μεθοδολογία Αρχικώς, με σημείο αφετηρίας την κλασική Ελλάδα, ερευνάται η ιστορική εξέλιξη των κανόνων του σχεδιασμού της πόλης, της δόμησης και της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στον ελληνικό και τον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο με έμφαση στη Δυτική Ευρώπη. Για τον λόγο αυτό επιχειρείται η διατύπωση μιας σχέσης που να εκφράζει την αλληλεπίδραση και συμβολή της σπειροειδούς εξέλιξης των σημαντικότερων ιστορικών γεγονότων, της κοινωνίας και της οικονομίας, των φιλοσοφικών ρευμάτων, του πολιτεύματος και της τέχνης στη δημιουργία και εξέλιξη των

Page 18: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ως άνω κανόνων.Εν συνεχεία ερευνάται η επίδραση των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στους κυριότερους κλάδους του θετού ελληνικού Δικαίου, Δημοσίου και Ιδιωτικού, και ειδικότερα στο Συνταγματικό, το Διοικητικό, το Εμπράγματο, το Ενοχικό και το Ποινικό Δίκαιο, καταγράφοντας, συστηματοποιώντας και αναδεικνύοντας τις διάφορες επιρροές και τα αποτελέσματά τους.Πηγές Οι βασικές πηγές στις οποίες στηρίχθηκε η μελέτη αυτή είναι πρωτότυπα νομοθετικά κείμενα, εισηγητικές εκθέσεις νόμων, νομολογία, θεωρία, έρευνες, άρθρα, δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις σε συνέδρια σχετικά με τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό, τη δόμηση, τη φυσιογνωμία της πόλης και την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Παράλληλα χρησιμοποιήθηκαν βιβλία με αντικείμενο την ιστορία, την κοινωνία, την οικονομία, τη φιλοσοφία, τους πολιτικούς θεσμούς, την τέχνη, την αρχιτεκτονική και την πολεοδόμηση στην Ελλάδα και την Ευρώπη με αφετηρία τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Περιεχόμενο Η έρευνα αποτελείται από πέντε μέρη.

Το Μέρος Ι με τίτλο «Η διαχρονικότητα της επίδρασης των κανόνων της πολεοδομίας και της προστασίας του περιβάλλοντος», στο οποίο επιχειρείται αφενός η μελέτη της ιστορικής εξέλιξης των κανόνων διευθέτησης του χώρου από την κλασική Ελλάδα έως τη σύγχρονη εποχή στον ελληνικό χώρο και τη Δυτική Ευρώπη και αφετέρου η ανάδειξη της διαχρονικότητας και της εξέλιξης της επίδρασης των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στη διαμόρφωση του δικαιώματος της κυριότητας.

Στο πρώτο κεφάλαιο επιδιώκεται η διατύπωση μιας σχέσης μεταξύ των κυριότερων γενεσιουργών παραγόντων των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων και εξετάζεται η εφαρμογή της στην κλασσική Ελλάδα, την ελληνιστική εποχή, τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή, τον Μεσαίωνα, την Τουρκοκρατία, τη Δυτική Ευρώπη από τον 16ο αι. έως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, την Ελλάδα από τον 19ο αι. έως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και τέλος στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος από τη Μικρασιατική καταστροφή έως τις αρχές του 21ου αιώνα.

Στο δεύτερο κεφάλαιο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην εξέλιξη του δικαιώματος της κυριότητας λόγω του κεντρικού ρόλου που αυτό διαδραματίζει τόσο στη διαμόρφωση του Δικαίου όσο και στα χαρακτηριστικά κάθε πολιτισμικής περιόδου. Για τον σκοπό αυτό ερευνάται

Page 19: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

η επίδραση των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στο περιεχόμενο του σχετικού δικαιώματος στο πλαίσιο των σημαντικότερων πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στον ελληνικό χώρο. Εξετάζονται η ελληνορωμαϊκή εποχή, το Βυζάντιο, η Τουρκοκρατία και η μεταβατική περίοδος της νεοελληνικής πόλης από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους έως τη Μικρασιατική καταστροφή, με το ιδιαίτερο γνώρισμα της συνύπαρξης δύο διαφορετικών εθνικών κυριαρχιών στον ελληνικό χώρο.

Το Μέρος ΙΙ με τίτλο «Η επίδραση των κανόνων διευθέτησης του χώρου στο Δημόσιο Δίκαιο», στο οποίο καταγράφεται η συμβολή των άνω κανόνων στη συνταγματική έννομη τάξη και το Διοικητικό Δίκαιο.

Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται οι επιρροές του συντακτικού και του αναθεωρητικού νομοθέτη σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς από τον διεθνή και ευρωπαϊκό χώρο, καθώς και από τη θεωρία και τη νομολογία. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρείται η ανάδειξη των διατάξεων του Συντάγματος του 1975, όπως αυτό αναθεωρήθηκε το 1986 και το 2001, με περιβαλλοντικό ή πολεοδομικό ενδιαφέρον, και η αναζήτηση των λόγων που οδήγησαν στην υιοθέτησή τους. Επίσης δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην ερμηνεία των σχετικών ρυθμίσεων από τη νομολογία, κυρίως του ΣτΕ, και στη νομοθεσία. Η έρευνα εστιάζεται και στους κοινόχρηστους χώρους, οι οποίοι αφενός ως στοιχεία του περιβάλλοντος προστατεύονται από τις σχετικές συνταγματικές ρυθμίσεις και αφετέρου ως κοινόχρηστα πράγματα υπόκεινται στο προστατευτικό καθεστώς των διατάξεων του ΑΚ περί του δικαιώματος στην προσωπικότητα.

Στο δεύτερο κεφάλαιο διερευνάται η συμβολή των κανόνων πολεοδόμησης και προστασίας του περιβάλλοντος στο Διοικητικό Δίκαιο. Εξετάζεται η νομολογιακή διεύρυνση κεντρικών εννοιών του εν λόγω Δικαίου και ειδικότερα αυτών της διοικητικής πράξης και του εννόμου συμφέροντος στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη. Τέλος επιχειρείται η ανάδειξη του εμπλουτισμού, χάριν των αποφάσεων του ΣτΕ, των λόγων ακυρώσεως για παράβαση νόμου στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη και των περιπτώσεων χορήγησης αναστολής εκτέλεσης. Το Μέρος ΙΙΙ με τίτλο «Η επίδραση των κανόνων πολεοδόμησης και προστασίας του περιβάλλοντος στο Ιδιωτικό Δίκαιο», στο οποίο καταγράφεται η συμβολή των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στη διαμόρφωση και εξέλιξη βασικών κανόνων και εννοιών του Εμπράγματου και του Ενοχικού Δικαίου.

Page 20: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Στο πρώτο κεφάλαιο αναδεικνύεται η επανατοποθέτηση του Εμπράγματου Δικαίου, κυρίως μέσω της οριοθέτησης του δικαιώματος της κυριότητας από περιορισμούς της κυριότητας και ειδικότερα από ιδιαίτερες μορφές κυριότητας, όπως ο μεσότοιχος, η οροφοκτησία, η κάθετη και η χρονικά διαιρεμένη ιδιοκτησία, από τις δουλείες, το γειτονικό δίκαιο και την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Εν συνεχεία επισημαίνεται η εξέλιξη των κανόνων του Αστικού Δικαίου σχετικά με τα κοινόχρηστα πράγματα και κυρίως η διεύρυνση του δικαιώματος στην προσωπικότητα.

Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύεται η επίδραση των προκείμενων ρυθμίσεων στο Ενοχικό Δίκαιο και ειδικότερα η εξέλιξη των εννοιών της ευθύνης από αδικοπραξία και από διακινδύνευση, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους, ώστε να καλύπτεται από τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ και ειδικών νόμων η αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας.

Το Μέρος ΙV με τίτλο «Η επίδραση του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου του Περιβάλλοντος στο Ποινικό Δίκαιο», στο οποίο εξετάζονται οι επιπτώσεις των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στο Ποινικό Δίκαιο. Ειδικότερα ερευνώνται η πρωτοποριακή σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλαγή της θέσης του ποινικού νομοθέτη με την αναγωγή του περιβάλλοντος σε αυτοτελές προστατευτέο ποινικώς έννομο αγαθό, η ποινική προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και οι δικονομικές συνέπειες της εν λόγω επίδρασης, με σημαντικότερες τη διεύρυνση του θεσμού της πολιτικής αγωγής και των αρμοδιοτήτων του τριμελούς εφετείου.

Τέλος η έρευνα καταλήγει σε και συμπεράσματα και θέσεις.

Page 21: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΜΕΡΟΣ Ι

«Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΗΣ

ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ»

Page 22: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

«Η ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΝΕΣΙΟΥΡΓΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ»

Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό: «Πολεοδομία είναι η σύνθετη επιστήμη, αλλά και η τέχνη, η οποία ασχολείται με τον προγραμματισμό και σχεδιασμό της πόλης, δηλαδή με τη στον χώρο και χρόνο συντονισμένη ανάπτυξη και συγκρότηση της πόλης ως οικονομικής, κοινωνικής, τεχνολογικής οντότητας και ως έργου τέχνης» 1. Η χωρική και η χρονική διάσταση των πολεοδομικών κανόνων και των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος είναι συνάρτηση της πολιτισμικής ωρίμανσης μιας κοινωνίας σε συνδυασμό με τις εκάστοτε κοινωνικές και οικονομικές της ανάγκες.Στην αρχαία Ελλάδα και ιδίως στην Αθήνα, οι λέξεις «πόλις», «πολίτης», «πολιτική», «πολιτεία», «πολιτισμός» έχουν κυρίως ιδεολογικό περιεχόμενο. «Πόλις» δεν είναι μόνο μια οικοδομική οντότητα αλλά σημαίνει σύνθεση όλων των συνεπιδρώντων κοινωνικών παραγόντων 2. Είναι ο τόπος στον οποίο, με τη συνδρομή των γραπτών και άγραφων, θεϊκών ή ανθρώπινων, κανόνων δικαίου δημιουργείται η συλλογική συνείδηση των πολιτών, έκφραση της οποίας συνιστά ο πολιτισμός της πόλης 3. «Πολίτης-συμπολίτης» είναι το ενεργό μέλος μιας ενεργού δημοκρατικής κοινωνίας.«Πολιτική» είναι η κοινωνική λειτουργία των συμπολιτών να διοικούν υπεύθυνα τις δημόσιες υποθέσεις της πόλης σύμφωνα με τους νόμους.«Πολιτισμός» είναι οι πνευματικές και πολιτισμικές λειτουργίες, οι οποίες προέκυψαν από την επικράτηση και αύξηση όλων των λειτουργιών της πόλης 4.

Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου είναι η διατύπωση μιας μεθοδολογίας που να αναδεικνύει την ιεράρχηση και αλληλεπίδραση των γενεσιουργών παραγόντων των πολεοδομικών κανόνων και των κανόνων προστασίας του δομημένου περιβάλλοντος μέσα από μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της πόλης στον ελλαδικό και ευρωπαϊκό χώρο. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται η λειτουργία της ακόλουθης σχέσης: Τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα που

1 Χατζοπούλου Α., «Η επίδραση των κανόνων δικαίου στο δομημένο περιβάλλον και στη φυσιογνωμία της πόλης», Αρχαιολογία , τεύχος 79, Ιούνιος 2001. 2 Despotopoulos J. , «La structure idéologique des cités», NTUA Press, Αθήνα 1997, σ. 20.3 Stefanou J., Hatzopoulou A. , «Approche pluridisciplinaire de l’espace; vers une anthropologie des lieux ». Recueil des textes sur l’anthropologie des lieux, εκδ. ΕΠΜ, Αθήνα, 1991. 4 Despotopoulos J. , όπ. αν., σ. 20.

Page 23: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

λαμβάνουν χώρασε έναν τόπο (Α) επιδρούν στα οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα (Β), τα οποία συμβάλλουν στη διαμόρφωση των φιλοσοφικών ρευμάτων (Γ). Καρποί της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι αφενός η μορφή του πολιτεύματος και το πολιτικό σύστημα (Δ) και αφετέρου τα κινήματα της τέχνης, τα οποία με τη σειρά τους, εκφραζόμενα στην αρχιτεκτονική, επηρεάζουν άμεσα τη φυσιογνωμία της πόλης (Ε). Ο συνδυασμός των άνω παραγόντων καθορίζει τις πολιτικές για τον χώρο και το δομημένο περιβάλλον που ισχύουν σε έναν τόπο, μια δεδομένη χρονική περίοδο (Ζ). Η σχέση αυτή θα μπορούσε σχηματικά να αποτυπωθεί ως εξής:

[Α »»» Β »»» Γ »»» (Δ, Ε)] »»» Ζ

Η ακολουθούμενη έρευνα επικεντρώνεται στους κανόνες δικαίου που αφορούν στον σχεδιασμό του χώρου, την πολεοδόμηση και την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Ειδικότερα επιχειρείται η ερμηνεία και αιτιολόγηση των άνω κανόνων σε σχέση με τα ιστορικά, οικονομικοκοινωνικά, φιλοσοφικά, πολιτικά και καλλιτεχνικά δεδομένα κάθε εποχής, μέσα από την εξέταση της προτεινόμενης μεθοδολογίας στις σημαντικότερες περιόδους της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας. Με σημείο αφετηρίας την Κλασική Ελλάδα εξετάζονται τα Ελληνιστικά χρόνια, η Ρωμαϊκή εποχή, το Βυζάντιο, ο Μεσαίωνας, η Αναγέννηση, η Τουρκοκρατία, η δημιουργία των εθνικών κρατών του 18ου και 19ου αιώνα και η περίοδος από την απελευθέρωση και σύσταση του νεοελληνικού Κράτους μέχρι τη σύγχρονη εποχή.

1. Η Κλασική Ελλάδα

ιστορικά γεγονότα

Κατά την Κλασική εποχή, η οποία εκτείνεται μεταξύ 478-318 π.Χ., ο ελληνικός χώρος χαρακτηρίστηκε από την ηγεμονία της πόλης των Αθηνών σε πολιτιστικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο με τη δημιουργία δύο συμμαχιών αμυντικού και επιθετικού χαρακτήρα μεταξύ των περισσότερων ελληνικών πόλεων κρατών υπό την ηγεμονία των Αθηνών, η οποία αναδείχθηκε σε σημαντική ναυτική δύναμη και λαμπρό πνευματικό κέντρο5. Ειδικότερα στα 478-7 π.Χ. ιδρύθηκε η Α Συμμαχία στην οποία συμμετείχαν οι πόλεις των νησιών του Αιγαίου μέχρι την Εύβοια, της Ιωνίας και της Αιολίδος, μεταξύ των οποίων και η Μίλητος, η οποία είχε καταστραφεί από τους Πέρσες το 494 π.Χ. Ενδεικτικό στοιχείο της ισχύος της Συμμαχίας

5 Μαστραπάς Α.Ν., «Ελληνική Αρχιτεκτονική», εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994, σ. 92.

Page 24: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αποτελεί το γεγονός ότι στα 425 π.Χ. ο αριθμός των συμμαχικών πόλεων υπερέβαινε τις 400. Καθοριστική για την εξέλιξη της Συμμαχίας θεωρήθηκε η μεγάλη καταστροφή του Αθηναϊκού στρατού κατά την εκστρατεία της Αιγύπτου, καθώς αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε την αφορμή για τη μεταφορά του ταμείου της Συμμαχίας από το ιερό νησί της Δήλου στην Αθήνα στα 454 π.Χ. με τη συσσώρευση σε αυτήν του προερχόμενου από τον συμμαχικό φόρο πλούτο. Ωστόσο η ηγεμονία των Αθηνών δέχθηκε ένα σοβαρό πλήγμα με τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.) κατά τη διάρκεια του οποίου έλαβε χώραη αποστασία των συμμαχικών πόλεων (412 π.Χ.). Παρά την ήττα της πόλεως των Αθηνών από τους Σπαρτιάτες, αυτή γνώρισε μια δεύτερη περίοδο στρατηγικής ακμής στα 378-7 π.Χ., πριν την οριστική επικράτηση στον ελλαδικό χώρο των Μακεδόνων, με την ίδρυση της Β Συμμαχίας, η οποία οδήγησε σε νίκες κατά των Σπαρτιατών και στην επέκταση της Αθηναϊκής ηγεμονίας στο Αιγαίο 6. Στα πλαίσια αυτού του ενιαίου γεωγραφικά, πολιτισμικά και στρατιωτικά χώρου με επίκεντρο την Αθήνα ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η πολιτισμική συμβολή της πόλης της Μιλήτου. Κατά συνέπεια η μελέτη μας στην εξεταζόμενη περίοδο θα εστιασθεί σε αυτές τις δύο πόλεις.

κοινωνία – οικονομία Η δημιουργία του άνω χώρου συνέβαλε στη διαμόρφωση της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης της πόλης. Στην Αθήνα η επικράτηση του αστικού στοιχείου, των βιοτεχνικών και εμπορικών δραστηριοτήτων είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική άνθηση και την αύξηση του πληθυσμού. Ειδικότερα κεραμοποιοί, γλύπτες και κτίστες υψηλής επιδεξιότητας χρησιμοποιούνταν στα δημόσια κτίρια της πόλης 7, ενώ ταυτόχρονα τα προϊόντα κεραμουργίας συνιστούσαν το βασικό εξαγωγικό εμπόριο της πόλης. Στην άνθηση του εμπορίου συνέβαλαν επίσης α) το παράκτιο μέτωπο της πόλης και ειδικότερα η δαιδαλώδης ακτογραμμή με τα μικρά λιμανάκια που ήταν κατάλληλα για τα πλωτά μέσα της εποχής, και β) η ανάδειξη της πόλης σε κομβικό συγκοινωνιακό πόλο. Αντίθετα ο αγροτικός πληθυσμός ήταν συγκεντρωμένος στην ενδοχώρατης Αττικής μακριά από το κέντρο της πόλης. Σπάνια υπήρχαν μεγάλες ιδιοκτησίες, ενώ στην Αθήνα κατέληγε ό,τι περίσσευε από την αυτοκατανάλωση των χωρικών. Η ανεπάρκεια αγροτικών προϊόντων καλυπτόταν από εισαγωγές από τη Σικελία, την Εύβοια, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία αλλά κυρίως από τη Μαύρη θάλασσα απ’ όπου

6 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Ι εκδ. «Ο Φοίνιξ ΕΠΕ», Αθήνα, σ. 264-273. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, εκδ. Δομή ΑΕ, Αθήνα 2003, τόμος 20, σ. 382. 7 Δημητριάδης Ε. Π., «Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας», εκδ. Αφοι Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 1995, σ. 84.

Page 25: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

προερχόταν η μισή περίπου κατανάλωση αγροτικών προϊόντων, και ιδιαίτερα σιτηρών 8. Αυτή η κοινωνιολογική σύνθεση της πόλης συνέβαλε στην ανάπτυξη της κλασσικής φιλοσοφίας με βασικά σημεία αναφοράς τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.

Ομοίως η κοινωνία της Μιλήτου ασχολήθηκε με την ανάπτυξη του εμπορίου, το οποίο εξελίχθηκε σε κυρίαρχη παραγωγική δραστηριότητα με αποτέλεσμα αφενός τη δημιουργία μιας οικονομίας βασισμένης στο νόμισμα και τη χρησιμοποίηση των δούλων ως μέσο παραγωγής και αφετέρου την οικονομική άνθιση και την αστικοποίηση της πόλης, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για τη διάδοση του κλασσικού πνεύματος και ιδιαίτερα των θέσεων του Ιππόδαμου.

φιλοσοφική θεώρηση της πόλης Σύμφωνα με τον Πλάτωνα η ύψιστη αποστολή της Πολιτείας είναι η άσκηση των πολιτών στην αρετή με κύριο χαρακτηριστικό την προτεραιότητα του συνόλου έναντι του ατόμου. Η δε παρουσία της αρετής μέσω του έμφρωνος βίου προφυλάσσει τα πολιτεύματα και τους ανθρώπους από τον εκφυλισμό, οδηγώντας τους πολίτες στην αληθινή ευδαιμονία 9. Η ιδανική πόλη όπως περιγράφεται από τον Πλάτωνα στους «Νόμους» πρέπει να είναι μεσόγεια, χτισμένη περίπου δέκα μίλια από τις ακτές, κατά προτίμηση σε ανώμαλο έδαφος και με αρκετά πλούσια ενδοχώρα. Η πολιτειακή ευρυθμία, η οικονομική και πληθυσμιακή ισορροπία και η ηθική τάξη αποτελούν τις παραμέτρους της ιδανικής πόλης. Στο ίδιο πνεύμα σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η πόλη πρέπει να διέπεται από τις αρχές της δικαιοσύνης και της πολιτικής αρετής 10, και να αποσκοπεί στην ηθική εξύψωση των ατόμων που την αποτελούν. Για την επίτευξη του σκοπού της πόλης ο Αριστοτέλης προτείνει την εφαρμογή της αρχής της μεσότητας σύμφωνα με την οποία η πολιτεία πρέπει να είναι μέση ως προς το μέγεθος, τον πληθυσμό, τον αριθμό των εμπόρων, των στρατιωτών και των δούλων11. Ασπαζόμενος την κλασσική φιλοσοφία, ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος, ο οποίος έζησε και έδρασε στην Αθήνα, θεωρούσε ως κεντρική ιδέα τη δημιουργία μιας ιδανικής πολιτείας με κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη και έναν πληθυσμό που να μην υπερβαίνει τους 40.000 κατοίκους. Στο πλαίσιο αυτό πρότεινε τη διαίρεση αφενός του πληθυσμού σε τρεις ομάδες: τεχνίτες, γεωργούς και πολεμιστές, και αφετέρου της γης σε ιδιωτική, για τους γεωργούς, δημόσια,

8 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 83-84.9 Κωσταράς Γ. Φ., «Φιλοσοφική προπαιδεία», 5η εκδ, Αθήνα 1998, σ. 231-232. 10 Αριστοτέλης, «Άπαντα, Τόμος 2, Πολιτικά 2, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993, σ. 53, 69.11 Χατζοπούλου Α., «Η επίδραση…», όπ. αν.

Page 26: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

για το εισόδημα των πολεμιστών, και ιερή, για τους θεούς 12. Το ιερό και μεταφυσικό στοιχείο εκφραζόταν εξάλλου με τη σύνδεση της πόλης με το σύμπαν μέσω των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα 13.

μορφή του πολιτεύματος

Η κλασσική φιλοσοφία αποτέλεσε το ιδεολογικό υπόβαθρο για τη θεσμοθέτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο εγγυάται την πολιτειακή ευρυθμία, που εκφράζεται με την καλή λειτουργία των θεσμών του Κράτους και των μηχανισμών του. Κορυφαίο επίτευγμα της δημοκρατίας αποτελεί η ψήφιση των νόμων από την Εκκλησία του Δήμου σε συνδυασμό με την αναγνώριση της ατομικής ιδιοκτησίας. Στα πλαίσια αυτά οι ιδέες της ισότητας, της ισονομίας και της ισηγορίας ανήγαγαν την Αγορά σε κεντρικό σημείο αναφοράς της πόλης-κράτους καθώς εκεί ασκούνταν το δικαίωμα στον λόγο 14.

τέχνη – αρχιτεκτονική Ο συνδυασμός της ελευθερίας και του μέτρου της κλασικής σκέψης που εκφραζόταν μέσω της δημοκρατίας εκδηλώθηκε και στην τέχνη, η οποία χαρακτηριζόταν από τη λεπτότητα, τη συμμετρικότητα και την απλότητα με απώτερο σκοπό την έκφραση του κάλλους με την εξισορρόπηση των ατομικών χαρακτηριστικών σε μια νέα και λεπτή στάθμιση 15. Το μέτρο σε συνδυασμό με την κίνηση και την ομορφιά χαρακτήριζαν τους νέους τρόπους έκφρασης στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., προσδίδοντας στο άψυχο υλικό την έκφραση του τρόπου σκέψης του ανθρώπου. Σκοπός του γλύπτη του 5ου

αιώνα δεν ήταν η αποτύπωση της εντύπωσης που σχηματίζεται από το σώμα ενός πραγματικού ανθρώπου αλλά η δημιουργία του καθαρού τύπου του ανθρώπινου σώματος, το οποίο παρά την κίνηση των μελών του, διέπεται από την ενότητα ύφους και μορφής με απόλυτη πειθαρχία. Πρόκειται για τη σύλληψη και έκφραση στο άγαλμα της πλατωνικής ιδέας16 ως ενωτικής αρχής

12 Φωκά Ι., Βαλαβάνης, «Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1992, σ. 97.13 Νικολαϊδου Σ., «Η Κοινωνική Οργάνωση του Αστικού Χώρου», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1993, σ. 31. 14 Κωστή Α., «Ο μύθος του τόπου-χώρος και μύθος», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης, εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2000, σ. 76. 15 Gombrich E.H., «Το Χρονικό της Τέχνης», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994, σ. 99-105.16 Η ιδέα σύμφωνα με τον Πλάτωνα είναι η δημιουργός αιτία του παντός. Οι ιδέες αποτελούν τα αρχέτυπα και υποδείγματα όλων των αισθητών πραγμάτων. «… υπάρχουσι δ’ αι ιδέαι χωριστά από των πραγμάτων, άτινα γίνονται δια μετοχής προς αυτάς» (Παρμ. 132 D-Φαίδ. 100 D). Για περισσότερα βλ. Βασιλειάδης Π. Ι. «Η Πλατωνική Μεταφυσική

Page 27: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

17. Η ελευθερία στην τέχνη οδήγησε στο άνοιγμα προς όλες τις κατευθύνσεις συνδυαζόμενο με τη σαφήνεια για τον κόσμο που περιβάλει τον άνθρωπο 18. Αυτή η ελευθερία του πνεύματος όπως και η απλότητα της έκφρασης εκφράστηκαν αναπόφευκτα και στην αρχιτεκτονική. Οικοδομήματα, όπως η Ακρόπολη, η Αγορά, τα ιερά και οι ναοί έχουν ελεύθερη διάσταση στο ύπαιθρο. Ειδικότερα στον Ιερό Βράχο της Αθήνας η συνδυαστική ισορροπία του δωρικού και του ιωνικού ρυθμού οδήγησε στην αρμονία των διαστάσεων, τόσο μεταξύ των μερών των οικοδομημάτων, όσο και μεταξύ των μερών και του συνόλου, με αποτέλεσμα την λειτουργική και αισθητική τελειότητα 19. Οι τάσεις αυτές εκδηλώθηκαν και στην αρχιτεκτονική της Μιλήτου, σε συνδυασμό με μια βαθμιαία αλλαγή της βαρύτητας των ναϊκών οικοδομημάτων, τα οποία απέκτησαν μνημειακό χαρακτήρα, όπως ο ναός του Απόλλωνος στους Διδύμους της Μιλήτου, και συνδέθηκαν λειτουργικά με άλλες κατασκευές που εξυπηρετούσαν τον θρησκευτικό και κοσμικό δημόσιο βίο 20.

χώρος της πόλης – πολεοδομικός σχεδιασμός

Το σύνολο των άνω παραγόντων επέδρασε στην αντίληψη για τον χώρο και την πολεοδομική πολιτική. Ο χώρος της πόλης διακρίθηκε σε ιερό, δημόσιο και ιδιωτικό 21. Ο δημόσιος χώρος, που αποτελούνταν κυρίως από το κέντρο της, αποτέλεσε αντικείμενο μιας προσπάθειας αστικού σχεδιασμού σύμφωνα με επιταγές θρησκευτικών και πολιτικών κανόνων, καθώς η Ακρόπολη περιελάμβανε κτίρια κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου με προεξάρχοντα τον Παρθενώνα ή δημόσια κτίρια αναγκαία για την εξυπηρέτηση των θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως η Αγορά και ο Άρειος Πάγος 22. Η ιεράρχηση των οργάνων της Αθηναϊκής Δημοκρατίας γύρω από τον Ιερό βράχο της Ακρόπολης ήταν αποτέλεσμα της κλίμακας των αξιών της ιδεολογίας της πόλης. Μετά από τη θεϊκή εξουσία (ο Ναός της Αθηνάς) έπεται η λαϊκή εξουσία (η Εκκλησία του Δήμου), απέναντι από την οποία βρίσκεται η δικαστική εξουσία (ο Άρειος Πάγος) 23. Αντίθετα ο ιδιωτικός χώρος χαρακτηριζόταν από αναρχία, μεγάλη πυκνότητα κατοικιών, έλλειψη

ως Μεταφυσική Επιστήμη», εκδ. Ιδεοθέατρον, Αθήνα 1998, σ. 34.17 Τσάτσος Κ., «Η Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων», εκδ. Εστία, Ι.Δ. Κολλάρου και Σια Α.Ε., Αθήνα 1996, σ. 103.18 Μαστραπάς Α.Ν., όπ. αν. σ. 93.19 Μαστραπάς Α.Ν., όπ. αν. σ. 94.20 Μαστραπάς Α.Ν., όπ. αν., σ. 44.21 Χατζοπούλου Α., «Η επίδραση…», όπ. αν.22 Για τους πολεοδομικούς κανόνες στους κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο 2, 1.1.23 Χατζοπούλου Α., «Η επίδραση…», όπ. αν.

Page 28: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

καλών εγκαταστάσεων ύδρευσης και αποχέτευσης, λίγους ελεύθερους χώρους, στενούς καμπύλους δρόμους, κατά μήκος των οποίων ανοίγονταν αρκετά εργαστήρια, ακανόνιστα οικοδομικά τετράγωνα και από σπίτια μονώροφα ή διώροφα από λασπότουβλα στηριζόμενα σε πέτρινη βάση 24, με τις πόρτες να ανοίγουν προς τα έξω, δυσχεραίνοντας την κυκλοφορία 25. Παρά την ύπαρξη οδοποιών και αρχιτεκτόνων, υπεύθυνων μεταξύ άλλων για την τήρηση της οικοδομικής τάξης, παρατηρούνταν αρκετές παρανομίες, όπως σκαλάκια και μπαλκόνια που προεξείχαν στον δρόμο. Ενδεικτικό της έκτασης του φαινομένου είναι ένα διάταγμα του Ιππία που απαγόρευε τέτοιες κατασκευές 26. Ο Αριστοτέλης, αναφερόμενος στη δομή και τη μορφή της Αθήνας, την χαρακτήρισε ως ένα αίνιγμα το οποίο απογοητεύει τους επισκέπτες και ως έναν λαβύρινθο επικίνδυνο για τους εχθρούς 27. Ομοίως, σύμφωνα με τον συγγραφέα του 3ου αιώνα π.Χ. Δικαίαρχο η Αθήνα ήταν «κακώς ερρυμοτομημένη δια την αρχαιότητα» 28. Αυτή η ελεύθερη πολεοδόμηση της Αθήνας καλείται «αττικόν παράδοξον» 29. Ως βασικό αίτιο του αττικού σχεδίου θεωρείται η ανάπτυξη της πόλης με βάση πρώιμους οικισμούς ή προϊστορικές ακροπόλεις που γνώρισαν μια σημαντική αύξηση στην αρχαϊκή εποχή κατά την οποία νέα κτίρια κατασκευάστηκαν δίπλα ή επάνω στα παλιά, ενώ ταυτόχρονα διατηρήθηκαν οι παλιοί δρόμοι και τα μονοπάτια στον περίβολο των τειχών. Η δόμηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό των οικισμών ή των ακροπόλεων σε πόλεις 30 με ακτινωτό, ομόκεντρο ή ακτινωτό-ομόκεντρο σχέδιο προσανατολισμένο προς το κέντρο τους 31.

Ως αντίδραση στην υποβάθμιση του δομημένου περιβάλλοντος και τη ρύπανση του φυσικού περιβάλλοντος στην Αθήνα, αλλά και τις άλλες ελληνικές πόλεις, κυρίως εξαιτίας του καπνού, της σκόνης και της δυσοσμίας λόγω αφενός της καύσης του άνθρακα στα μεταλλεία 32 και αφετέρου των χρησιμοποιούμενων στα βυρσοδεψεία και τα λοιπά εργαστήρια χημικών μέσων, αναπτύχθηκαν θέσεις υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος και της αισθητικής της πόλης. Κεντρικό στοιχείο των θέσεων αυτών που διατυπώθηκαν από φιλοσόφους, όπως ο Αριστοτέλης, ο Θουκυδίδης, ο Δημοσθένης, ο Πλάτωνας, ο Ιπποκράτης, ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος και ο 24 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν. σ. 97.25 Lavedan P., «Histoire de l’Urbanisme», εκδ. Laurens, Παρίσι 1926, σ. 113.26 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 25.27 Χατζοπούλου Α., «Η επίδραση…», όπ. αν.28 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 23.29 Travlos J., «Athènes au fils du temps», εκδ. Cuenot, Μπολόνια, 1972.30 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 23.31 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 47. 32 Στράβωνας, «Γεωφραφικά», 9.1.11.

Page 29: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Φαλέας ο Χαλκηδόνιος, αποτελούσε η φιλοσοφία του μέτρου και της πλαστικής πειθαρχίας της φύσης στο πλαίσιο της διαλεκτικής σχέσης αλληλεξάρτησης μεταξύ του περιβάλλοντος, του ανθρώπου και του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Ο σκοπός της αισθητικής συνίστατο στην ψυχαγωγία και την παιδεία των πολιτών 33. Ενδεικτικά ο Πλάτων προτάσσει την «ευσχημοσύνη», την «ευαρμοστία» και την «ευρυθμία» της πόλης «ιν’ώσπερ εν υγιεινώ τόπω οικούντες οι νέοι από παντός ωφελούνται… ή προς όψιν ή προς ακοήν, ώσπερ αύρα φέρουσα από χρηστών τόπων υγείαν» 34. Παράλληλα στους «Νόμους» του Πλάτωνα συνιστάται η κατασκευή των κατοικιών σε υψηλούς χώρους ώστε αυτές να σχηματίζουν, με τις παρακείμενες, ευθεία γραμμή έναντι των δρόμων της πόλης. Επιπλέον η πρόκληση πλημμύρας που προκαλούνταν από οικοδομικές κατασκευές οι οποίες εμπόδιζαν ή περιόριζαν τη φυσική ροή του νερού, τιμωρούνταν από το Αττικό δίκαιο και τυποποιούνταν ως βλάβη ξένης ιδιοκτησίας 35. Στη Μίλητο εφαρμόστηκε για πρώτη στον χώρο το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Στο αποτέλεσμα αυτό συνέβαλε αφενός η απουσία Ακροπόλεως λόγω του εξαιρετικά δυσπρόσιτου και υπερυψωμένου φυσικού τοπίου της πόλης και αφετέρου η προηγηθείσα ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης από τους Πέρσες το 494 π.Χ. 36. Το ιπποδάμειο σχέδιο 37 ήταν συνάρτηση των τεσσάρων κυρίων σημείων του ορίζοντα και συνεπαγόταν καταρχήν ορθογώνια σύνθεση, δηλαδή διαξονικό σχέδιο προσανατολισμένο προς τα έξω, προς τα τέσσερα δηλαδή κύρια σημεία του ορίζοντα, και τετράγωνο ή ορθογώνιο περίγραμμα 38. Ειδικότερα σχεδιάστηκε μια πόλη με κάθετα τεμνόμενους δρόμους ώστε να δημιουργούνται ίσα οικόπεδα προς ανοικοδόμηση κατοικιών, με τις διοικητικές υπηρεσίες συγκεντρωμένες στην Αγορά και με διαχωρισμό των χρήσεων γης για την ανάπτυξη του εμπορίου και των χώρων λατρείας σε κοντινές προς την Αγορά περιοχές 39. Ιδιαίτερο γνώρισμα του πολεοδομικού σχεδιασμού της Μιλήτου αποτελούσε ο συνδυασμός δύο ξεχωριστών ιπποδάμειων συστημάτων τα οποία αρθρώνονταν στη χωροθετημένη ανάμεσά τους αγορά 40. Δεδομένης της

33 Παναγοπούλου-Μπέκα Γ., «Το έννομο αγαθό περιβάλλον. Προβλήματα εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας», εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 39-43.34 Πλάτωνα «Πολιτεία», ΙΙΙ, Ε-401D.35 Δημοσθένη, Κατά Καλλικλή, 55, 1.36 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 91-93.37 Εκτός από τη Μίλητο, με το πολεοδομικό σχέδιο ανοικοδομήθηκαν εξαρχής οι αποικίες ή άλλες πόλεις που ξανακτίσθηκαν μετά από καταστροφές. Εξίσου χαρακτηριστικά παραδείγματα ιπποδάμειου πολεοδομικού σχεδιασμού αποτέλεσαν ο Πειραιάς, η Όλυνθος στη Χαλκιδική και η Πριήνη στη Μικρά Ασία, Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 23.38 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 47-48. 39 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 97.40 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 92.

Page 30: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

προγενέστερης ύπαρξης πόλεων με κάθετα τεμνόμενους δρόμους στην Ανατολή, θεωρείται χρήσιμο να σημειωθεί ότι η προσφορά του Ιππόδαμου συνίσταται στην ένταξη του γεωμετρικού σχεδίου της πόλης σε μια συγκροτημένη οικοδομική και πολεοδομική θεωρία. Το σχέδιο αυτό σε συνδυασμό με το μη γεωμετρικό, αττικό, σύστημα αποτέλεσαν τα βασικά πολεοδομικά συστήματα της κλασσικής εποχής στις ελληνικές πόλεις. Το ιπποδάμειο σύστημα εφαρμόστηκε κυρίως στις πόλεις των αποικιών ή σε πόλεις που ανοικοδομήθηκαν μετά από μια ολοκληρωτική καταστροφή.

προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς Ταυτόχρονα στην κλασική εποχή εφαρμόστηκε μια πολιτική προστασίας της αρχιτεκτονικής της κληρονομιάς. Περί το 450 π.Χ. προτάθηκε στην Εκκλησία του Δήμου από τον Περικλή η έγκριση και διάθεση των συμμαχικών χρημάτων για την ανοικοδόμηση των ναών και των μνημείων που είχαν καταστραφεί από τους Πέρσες πριν από τριάντα χρόνια. Η πρόταση αυτή σηματοδοτούσε την απαρχή της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς με την άμεση σύνδεση της πολιτικής με την καλλιτεχνική αφύπνιση της πόλης. Για τον λόγο αυτόν ο γλυπτός διάκοσμος του Παρθενώνα εκτός από το διακοσμητικό και θρησκευτικό του χαρακτήρα είχε και πολιτικο-ιδεολογικό ρόλο, καθώς συχνά τα μυθολογικά διακοσμητικά θέματα αετωμάτων, μετοπών ή ζωφόρων είχαν συμβολικό χαρακτήρα με αναφορές στα ιστορικά γεγονότα και την πολιτική ιδεολογία της πόλης 41. Θα μπορούσε επομένως να υποστηριχθεί η σύνδεση στην κλασική Αθήνα της δημόσιας πολιτικής παρέμβασης στην πόλη με τη μνήμη, τη μεταφορά και τη μυθοπλασία με σκοπό τη συνειδητοποίηση από τους πολίτες της ιδιαιτερότητας του αντιληπτικού της μοντέλου 42. Η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε αργότερα και στη Μίλητο το 313 π.Χ. όταν άρχισε η εκ νέου ανέγερση του ναού του Απόλλωνος στους Διδύμους, ο οποίος είχε καταστραφεί το 494 π.Χ. κατά την ιωνική επανάσταση. Η ανοικοδόμηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους, χωρίς ωστόσο να αποπερατωθεί 43.

2. Η Ελληνιστική εποχή

ιστορικά γεγονότα

41 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 86, 92.42 Κούρκουλας Α., «Ο λόγος του τόπου-Θεώρηση του τοπικού νοήματος», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», εκδ. Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, Αθήνα 2000, σ. 66. 43 Μαστραπάς Α.Ν., όπ. αν., σ. 44.

Page 31: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Το μείζον ιστορικό γεγονός που αποτελεί και την απαρχή της περιόδου αυτής είναι η ίδρυση της αυτοκρατορίας από τον Αλέξανδρο. Από το 336 π.Χ., οπότε ο Αλέξανδρος κληρονόμησε από τον πατέρα του το βασίλειο της Μακεδονίας και την ηγεσία ενός συνασπισμού ελληνικών κρατών, έως το 321 π.Χ., λίγο πριν τον θάνατό του, αυτός θεωρούνταν ο νόμιμος ηγεμόνας μιας αυτοκρατορίας που επεκτεινόταν από την Αίγυπτο ως την Ινδία με κοινή γλώσσα την ελληνική και κύρια μορφή κοινωνικής οργάνωσης την πόλη-κράτος. Καθόλη την ελληνιστική περίοδο που διήρκεσε έως το 30 π.Χ. πολλές πόλεις της Παλιάς Ελλάδας διατήρησαν την αίγλη τους, όπως η Αθήνα η οποία παρέμεινε σημαντικό φιλοσοφικό κέντρο, αλλά υποσκελίσθηκαν από τις νέες ή ανακαινισμένες πόλεις της Ανατολής με σημαντικότερη την Αλεξάνδρεια που εξελίχθηκε σε κέντρο των επιστημών 44.

κοινωνία – οικονομία

Η εδραίωση της πρώτης πολυπολιτισμικής αυτοκρατορίας μετέβαλε την κοινωνική και οικονομική σύνθεση των πόλεων αυτών με την συνύπαρξη γηγενών και Ελλήνων. Πολίτες αναγορεύονταν σχεδόν αποκλειστικά τα μέλη της μειονότητας Μακεδόνων και λοιπών Ελλήνων, ενώ η γη ανήκε σε αυτούς ή τον βασιλιά και τους συνεργάτες τους. Οι γηγενείς μπορούσαν να την καλλιεργούν ως πακτωτές ή ως εργάτες ενώ τους απαγορευόταν η ανάληψη διοικητικής θέσης. Βάση της οικονομίας παρέμεινε η γεωργία με ελάχιστες αλλαγές, ενώ αναπτύχθηκαν το εμπόριο, οι οικονομικές συναλλαγές και η εκχρηματισμένη οικονομία.

Ωστόσο, παρά την αφθονία των διαθέσιμων αγαθών στις μεγάλες πόλεις, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών σε αυτές διευρυνόταν 45. Ειδικότερα η κοινωνικοοικονομική οργάνωση των πόλεων διέφερε, καθώς ανάλογα με τον γεωστρατηγικό τους ρόλο στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας αυτές διακρίθηκαν σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν όσες είχαν ιδρυθεί από τον Αλέξανδρο οι οποίες είχαν εποικιστεί από πολλούς και διαφορετικούς λαούς: Μακεδόνες που κατείχαν τα ηγετικά αξιώματα, λοιπούς Έλληνες, οι οποίοι απολάμβαναν με τους πρώτους πλήρη πολιτικά δικαιώματα και αυτόχθονες με λιγότερα δικαιώματα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκαν οι πόλεις που είχαν ιδρυθεί από τον Αλέξανδρο στην περιοχή που αντιστοιχεί σήμερα με το νότιο Πακιστάν και το βόρειο Ιράν, ο πληθυσμός των οποίων καταγόταν από νομάδες ή από χωριά της περιοχής με γεωργικές 44 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», εκδ. Η Καθημερινή, Αθήνα 2000, σ. 78.45 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 78, Hammond N. G. L., «Το Μακεδονικό Κράτος. Γένεση, Θεσμοί και Ιστορία», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1999, σ. 318.

Page 32: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ενασχολήσεις. Η τρίτη κατηγορία αποτελούνταν από τις υπάρχουσες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας με αυξανόμενη πολυεθνική σύνθεση 46. Ως σημαντικότερο στοιχείο θεωρείται η συνύπαρξη στην πόλη διαφορετικών εθνοτήτων, θρησκειών και πολιτισμών και η ανάπτυξη μιας κοσμοπολίτικης αντίληψης. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με την διάχυτη πολυτέλεια των πόλεων αποτέλεσαν θέματα προβληματισμού των φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής τα οποία πρότειναν έναν τρόπο λύτρωσης από τον θάνατο, προσδίδοντας κεντρικό ρόλο στην ηθική και την πραγματική ευτυχία του ανθρώπου.

φιλοσοφικά ρεύματα

Τα βασικά φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής ανάγονται στους κυνικούς 47, τους στωικούς, τους επικούρειους και τους σκεπτικούς. Σύμφωνα με τους κυνικούς, με πιο διάσημο εκπρόσωπό τους τον Διογένη, η πραγματική ευτυχία είναι ανεξάρτητη από τα υλικά αγαθά, την πολιτική εξουσία και την υγεία 48. Η Αρετή αποκτάται με την απόλυτη αυτοσυγκέντρωση, την ανεξαρτησία και την απελευθέρωση από την πίεση των αναγκών 49. Οι στωικοί με τη σειρά τους υποστήριξαν τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τη μοίρα του μέσα από την υποταγή στους απαρασάλευτους νόμους της φύσης. Ιδρυτές της ιδέας του Φυσικού Δικαίου που στηρίζεται στη διαχρονική και αμετάβλητη λογική του ανθρώπου και της φύσης, θεωρούσαν τη νομοθεσία ως ατελή απομίμηση του Φυσικού Δικαίου που διέπει όλους τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων και των σκλάβων. Στο πλαίσιο αυτό προτάθηκε η διάκριση μεταξύ του μακρόκοσμου και του μικρόκοσμου, ο οποίος εκπροσωπείται από τον άνθρωπο, αποτελώντας μικρογραφία του μακρόκοσμου 50. Με την αναγωγή της φιλίας σε μέγιστη αρετή διαμορφώθηκε μια κοσμοπολίτικη αντίληψη που ήθελε τον άνθρωπο - πολίτη του κόσμου να δέχεται την οικουμενική πολιτεία ως τη μοναδική μορφή πολιτικής κυριαρχίας 51. Η φιλοσοφική αντίληψη της ενότητας των στωικών προσαρμόστηκε καλύτερα από τις άλλες στη νέα ιστορική πραγματικότητα των πολυπολιτισμικών πόλεων, παρέχοντας το ιδεολογικό υπόβαθρο για την

46 Hammond N. G. L., όπ. αν., σ. 317-318.47 Η φιλοσοφία των κυνικών, αν και χρονολογικά εντάσσεται στην κλασσική εποχή, διαδόθηκε κυρίως κατά τη μετάβαση από την κλασική στη μετακλασική περίοδο, σηματοδοτώντας την παρακμή της πόλης κράτους. 48 Gaarder J., «Ο κόσμος της Σοφίας», εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1994, σ. 163-164.49 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 218.50 Gaarder J., όπ. αν., σ. 164-166.51 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 250.

Page 33: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

εδραίωση των θεσμών της πολυεθνικής και ενιαίας γεωγραφικά αυτοκρατορίας με συνδετικό σημείο αναφοράς τον ελληνικό πολιτισμό. Εντούτοις τόσο οι στωικοί όσο και οι κυνικοί καλούσαν τον άνθρωπο να απαλλαγεί από την υλική πολυτέλεια, χαρακτηριστική της εποχής τους. Οι δε επικούρειοι, με ελάχιστο ενδιαφέρον για την πολιτική και την κοινωνία, επαγγέλονταν την ηδονή σε συνδυασμό με την αυτοκυριαρχία, το μέτρο και την εσωτερική γαλήνη, καθώς και τη λύτρωση από τον φόβο του θανάτου52. Σε αντίθεση με τους στωικούς που επιζητούσαν μια ζωή σύμφωνη με τη φύση και τον λόγο, οι επικούρειοι τοποθετούσαν την ευδαιμονία στη φιλοσοφική γαλήνη της ψυχής 53, ενώ οι σκεπτικοί αναζητούσαν τη λύτρωση της ψυχής και τον ευδαίμονα βίο στην προσωπική γαλήνη και την απάθεια, καταλήγοντας ωστόσο στην ολοκλήρωση της υποκειμενικότητας και την άρνηση κάθε αντικειμενικής αλήθειας 54. Η επίδραση των φιλοσοφικών ρευμάτων και ιδιαίτερα των αντιλήψεων των στωικών ήταν αισθητή τόσο στο πολιτικό επίπεδο όσο και στην τέχνη.

πολιτικό σύστημα

Στο πλαίσιο μιας οικουμενικής πολιτείας με συνδετικό κρίκο τον ελληνικό πολιτισμό υπήρχε μια διάκριση μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των περιφερειακών και τοπικών διοικήσεων. Ο Βασιλέας και η Συνέλευση των Μακεδόνων ασκούσαν εξουσία επί των υποθέσεων όλων των προσώπων του βασιλείου. Η ισχύ της κεντρικής κυβέρνησης εκπορευόταν από την ενότητα που ήταν αποτέλεσμα της αφοσίωσης στον Βασιλέα, ενώ σύμφωνα με τον Κούρτιο «οι Μακεδόνες ζούσαν με μεγαλύτερη αίσθηση ελευθερίας από κάθε άλλον υποκείμενο σε ελευθερία λαό» 55. Το σύστημα της διακυβέρνησης που στηριζόταν στον Βασιλέα, την Αυλή, τη Συνέλευση, τον Στρατό και τις πόλεις και αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό του πολυεθνικού βασιλείου της Μακεδονίας, αναπαράχθηκε εξ ολοκλήρου στην Ασία, συμπεριλαμβανομένης και της Αιγύπτου. Βασικός προσανατολισμός του πολιτικού συστήματος ήταν η προώθηση και διατήρηση της πολυπολιτισμικότητας με κύρια αρχή αυτήν της συνύπαρξης και σεβασμού των μη ελληνικών πολιτισμών με σημαντικότερα πεδία εφαρμογής αυτά του στρατεύματος και της πόλης. Ειδικότερα οι πόλεις ανέλαβαν τον πολιτικοστρατιωτικό ρόλο της εκπαίδευσης των νεοσύλλεκτων στη χρήση των μακεδονικών όπλων και στην εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας, ώστε

52 Gaarder J., όπ. αν., σ. 166-168.53 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 250.54 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 264.55 Hammond N. G. L., όπ. αν., σ. 195-206.

Page 34: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αυτοί να ενσωματωθούν στον τακτικό στρατό. Ταυτόχρονα μετεξελίχθηκαν σε πολιτιστικά κέντρα, συμβάλλοντας στην εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, της ελληνομακεδονικής τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής και του θεάτρου 56. τέχνη – αρχιτεκτονική – μορφή της πόλης

Η τέχνη, που εξελίχθηκε σε εικαστική γλώσσα του μισού περίπου κόσμου, προσαρμόστηκε στο άνω φιλοσοφικό πλαίσιο, το οποίο κυριαρχούνταν από τις στωικές αντιλήψεις, αποκτώντας έναν πιο εκλεπτυσμένο αστικό χαρακτήρα. Επιτεύχθηκε μια προσαρμογή των ρυθμών και της ευρηματικότητας της ελληνικής τέχνης στην κλίμακα και τις παραδόσεις των ανατολικών βασιλείων. Στο πλαίσιο αυτό η ελληνιστική γλυπτική έδειχνε προτίμηση σε βίαια και ορμητικά έργα με τρισδιάστατες συνήθως μορφές, επιδιώκοντας τον εντυπωσιασμό, σε αντίθεση με την αρμονία και τη λεπτότητα της κλασσικής εποχής. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί ο βωμός του Δία της Περγάμου. Στις δε διακοσμητικές τοιχογραφίες παρατηρούνταν νεκρές φύσεις, εικόνες ζώων και τοπία. Πρόκειται για μια μετατόπιση των θεμάτων της ελληνικής τέχνης, η οποία από ανθρωποκεντρική στην εποχή του Φειδία ή του Πραξιτέλη ασχολείται πλέον με την καθημερινή ζωή ή τις πολεμικές εκστρατείες, χρησιμοποιώντας το τοπίο ως πλαίσιο στις αναπαριστάμενες ειδυλλιακές σκηνές, που απεικόνιζαν βοσκούς, κοπάδια, ταπεινούς ναούς, απόμακρες επαύλεις και βουνά, έχοντας ως κοινό υπερεκλεπτισμένους αστούς 57. Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε στη μεταβολή της φυσιογνωμίας της πόλης στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία κατά την Ελληνιστική περίοδο παρουσίασε μια διαφορετική αρχιτεκτονική σε σχέση με την προγενέστερη εποχή. Οι κατοικίες των πλουσίων στην Πέλλα, την πρωτεύουσα των Μακεδόνων, είχαν μεγαλύτερες διαστάσεις, διέθεταν μαρμάρινες στοές γύρω από τις αυλές και τα δάπεδα ήταν διακοσμημένα με μωσαϊκά. Αυτός ο τύπος κατοικίας κυριάρχησε την Ελληνιστική περίοδο σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο 58. Στη νέα αυτή πραγματικότητα προτιμήθηκε ο κορινθιακός ρυθμός, καθώς η πολυτέλειά του άρμοζε περισσότερο στα πολυδάπανα οικοδομήματα που κατασκευάζονταν σε τεράστια κλίμακα στις νέες πόλεις της Ανατολής 59.

Ακολουθώντας το γενικότερο κλίμα της εποχής, οι πολιτικές για το δομημένο περιβάλλον προσανατολίστηκαν προς την επέκταση των πόλεων, ιδίως των

56 Hammond N. G. L., όπ. αν., σ. 313-320.57 Gombrich E.H., όπ. αν., σ. 108-114.58 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 29.59 Gombrich E.H., όπ. αν., σ. 108.

Page 35: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

μεγάλων αστικών κέντρων, τα οποία προσέλαβαν πλέον αυτοκρατορική διάσταση, παραμένοντας ωστόσο συμμετρικά και τυποποιημένα σύμφωνα με τις επιταγές του Ιπποδάμειου συστήματος 60. Παράλληλα κατά την ελληνιστική περίοδο εντοπίστηκε για πρώτη φορά το ενδιαφέρον για τη συλλογή και διαφύλαξη των θησαυρών του παρελθόντος61. Ενδεικτικά στην Αλεξάνδρεια κατασκευάστηκαν επτά παράλληλες λεωφόροι οι οποίες τέμνονταν από πολλούς κάθετους δρόμους. Κάθε λεωφόρος είχε στο μέσον μια νησίδα πλάτους ενός μέτρου για δενδροφύτευση, χωρίζοντάς τες κατά μήκος σε δύο λωρίδες, μία λιθόστρωτη για τους ιππείς, και μία στρωμένη με συμπαγές μείγμα από χώμα και χαλίκια, για τις άμαξες και τα άρματα. Η κεντρική δε λεωφόρος είχε πλάτος 31 μέτρα. Επιπλέον στα πλάγια των δρόμων κατασκευάζονταν στοές, σχηματίζοντας συνεχείς κιονοστοιχίες για την κυκλοφορία των πεζών. Ομοίως, στρωμένοι με πλάκες μαρμάρου, ήταν και οι κεντρικοί δρόμοι στην Έφεσο 62.

3. Η Ρωμαϊκή εποχή

ιστορικά γεγονότα

Μετά το τέλος της ελληνιστικής εποχής, η ίδρυση, επέκταση και σταθεροποίηση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αποτέλεσαν το καθοριστικό ιστορικό γεγονός, εγκαινιάζοντας μια νέα ιστορική πραγματικότητα που διήρκεσε από το 30 π.Χ. έως το 476 μ.Χ. στη Δυτική Ευρώπη και έως το 610 μ.Χ. στην Ανατολική. Τα σημαντικότερα στάδια σε αυτήν την ιστορική εξέλιξη θεωρούνται η ανακήρυξη το 27 π.Χ. του ηγεμόνα της Ρώμης Οκταβιανού ως τον πρώτο Ρωμαίο αυτοκράτορα, μετέπειτα γνωστό ως Αύγουστο, η σταδιακή επέκταση έως το 117 μ.Χ. της αυτοκρατορίας από την Ιβηρική χερσόνησο έως και τη Μεσοποταμία και από τη Βρετανία έως και τη Βόρειο Αφρική, η ανακήρυξη από τον Καρακάλλα το 212 μ.Χ. όλων των ελεύθερων πολιτών της αυτοκρατορίας σε Ρωμαίους πολίτες, η κήρυξη της ανεξιθρησκίας στην αυτοκρατορία με το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ., η μεταφορά της πρωτεύουσας το 330 π.Χ. από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, η οριστική διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική το 395 π.Χ. και η ανατροπή του τελευταίου Ρωμαίου αυτοκράτορα της Δύσης το 476 μ.Χ. 63. Αυτή η νέα ιστορική πραγματικότητα, η οποία αποτέλεσε στην ουσία μια εξέλιξη της προγενέστερης ελληνιστικής εποχής,

60 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., «Ιστορία της Αρχιτεκτονικής», εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1981, σ. 64.61 Τροβά Ε., «Το πολιτιστικό περιβάλλον κατά το Σύνταγμα του 1975/86/2001», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 44 επ. 62 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 24.63 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 88, 18-19.

Page 36: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αφενός με τη μεταβίβαση της εξουσίας από τα ελληνιστικά βασίλεια αρχικώς στη Ρώμη και εν συνεχεία στην Κωνσταντινούπολη και αφετέρου με την επέκταση του ενιαίου αυτοκρατορικού χώρου δυτικά και βόρεια, επηρέασε αναπόφευκτα την κοινωνία και την οικονομία της αυτοκρατορίας.

κοινωνία – οικονομία

Ο αστικός τρόπος ζωής μεταφέρθηκε σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας με την εγκατάσταση παλαίμαχων στρατιωτών σε αποικίες και τον εκρωμαϊσμό των δυτικών επαρχιών. Η γεωργία με τη διάδοση ενιαίων μεθόδων καλλιέργειας, όπως τα καλλιεργήσιμα φυτά και οι αγροτικές μηχανές 64, εξακολουθούσε να αποτελεί τη βάση της οικονομίας, καθώς η πλειοψηφία του πληθυσμού βασιζόταν στις μικρής κλίμακας καλλιέργειες, ενώ στις μεγάλες πόλεις, και ιδίως στη Ρώμη, η τροφοδοσία αγροτικών προϊόντων στηριζόταν στις εισαγωγές 65. Ταυτόχρονα χάρη στην pax romana αναπτύχθηκε το εμπόριο, ενώ από το τέλος του 2ου αιώνα άρχισε να παρατηρείται αφενός μια σταδιακή επέκταση των πόλεων και αφετέρου μια προοδευτική εξάλειψη των πολιτισμικών διαφορών ανάμεσα στον αστικό και μη χώρο, καθώς οι μεγάλες βίλες εξελίσσονταν σε σημαντικά κέντρα πολιτισμού 66. Ωστόσο λόγω των επιδρομών των βαρβαρικών φύλων από τον 3ο αιώνα και μετά παρατηρήθηκε μια κάμψη της εμπορικής δραστηριότητας και μια αντικατάσταση των μικρών βιοτεχνιών από μεγαλύτερες βιομηχανίες, ιδίως κεραμικής, που κατασκευάζονταν σε ιδιωτικά ακίνητα ή σε ακίνητα που ανήκαν στο Κράτος. Με την εξέλιξη αυτήν περιορίστηκαν στις πόλεις οι ελεύθεροι βιοτέχνες, οι οποίοι άρχισαν να επιλέγουν τη συμμετοχή τους σε επαγγελματικά σωματεία, η οποία κατέληξε να γίνει υποχρεωτική επί Διοκλητιανού στο πλαίσιο του αυξανόμενου κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία με σκοπό την εξυπηρέτηση των εντεινόμενων στρατιωτικών αναγκών. Μια ανάλογη τάση σημειώθηκε και σε σχέση με τους ελεύθερους γεωργούς, οι οποίοι για λόγους ασφάλειας εγκατέλειπαν τις ιδιοκτησίες τους στους μεγαλοκτηματίες προς αναζήτηση προστασίας στους περιτειχισμένους οικισμούς των τελευταίων. Αυτό το κύμα αστυφιλίας οδήγησε σε αλλαγή της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης των πόλεων, στις οποίες σημειώθηκε αύξηση της τάξης των πληβείων ταυτόχρονα με τον περιορισμό της δουλείας. Η νέα αυτή κατάσταση, που συνοδεύτηκε από την αδυναμία επιβίωσης των πληβείων στον αστικό χώρο, είχε ως αποτέλεσμα τη μερική επιστροφή τους από τον 3ο αιώνα στον αγροτικό χώρο υπό το καθεστώς των απελεύθερων, με το οποίο απολάμβαναν μεν τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, αλλά 64 «Atlas historique», εκδ. Perrin, Παρίσι, 1987, σ. 101.65 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 89.66 «Atlas historique», όπ. αν., σ. 101.

Page 37: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ήταν συνδεδεμένοι δε με την καλλιεργήσιμη γη. Τέλος η παρακμή της αυτοκρατορίας στο δυτικό τμήμα της συνοδεύτηκε από τη μετατόπιση της οικονομικής βαρύτητας στον μη αστικό χώρο και την επικράτηση αναρχίας στις πόλεις 67. Η άνω κινητικότητα των κοινωνικών τάξεων δεν επηρέασε ωστόσο την κοσμοπολίτικη και πολυπολιτισμική κοινωνική σύνθεση της πόλης, κληροδότημα της ελληνιστικής εποχής, ενώ είχαν ήδη αφομοιωθεί τα βασικά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού, με αποτέλεσμα την επικράτηση και διάδοση κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο της ελληνικής φιλοσοφίας και την έλλειψη παραγωγής πρωτότυπων φιλοσοφικών στοχασμών.

φιλοσοφικά ρεύματα

Τα βασικά φιλοσοφικά ρεύματα της εξεταζόμενης περιόδου ήταν η εκλεκτική φιλοσοφία, ο νεοπλατωνισμός και ο θεοκεντρισμός του ιερού Αυγουστίνου, εκπροσώπου της Πατερικής φιλοσοφίας στη Δύση 68. Βασικός εκπρόσωπος των Ρωμαίων Εκλεκτικών ήταν ο Κικέρων (106-43 π.Χ.), ο οποίος μετέδωσε στον λατινικό κόσμο τον ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό και το ελληνικό ανθρωπιστικό ιδεώδες. Συνδύασε με την έννοια των έμφυτων ιδεών την πιθανότητα, κριτήριο της αλήθειας κατά τους Σκεπτικούς 69, με το κριτήριο της γενικώς παραδεκτής γνώμης των ανθρώπων των Στωικών. Στην ηθική αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην αρετή της αυτοκυριαρχίας των Στωικών και την περιπατητική αντίληψη της ευδαιμονίας ως συνέπεια της σκόπιμης δράσης που φέρνει ικανοποίηση 70. Για τη φυσική αδιαφορούσε, ενώ στην πολιτική δανείστηκε ιδέες από τον πλατωνισμό, τον αριστοτελισμό και τον στωικισμό 71. Οι νεοπλατωνικοί με κύριο εκπρόσωπό τους τον Πλωτίνο (204 ή 205-269 ή 270 μ.Χ.) προσπάθησαν να συμφιλιώσουν τη φιλοσοφία με τη θρησκεία χωρίς να παραιτηθούν από τη φιλοσοφική θεώρηση των όντων 72. Με τον Πλωτίνο αφενός οικοδομήθηκε το πρώτο πλήρες φιλοσοφικό σύστημα της αρχαιότητας με τη σειρά φιλοσοφικών κλάδων, αυστηρώς ιεραρχημένων σε πυραμίδα με βάση τη Μεταφυσική και αφετέρου

67 «Atlas historique», όπ. αν., σ. 101.68 Βλ. παρακάτω, σχετικά με τη βυζαντινή φιλοσοφία.69 Σύμφωνα με τον σκεπτικισμό η λύτρωση της ψυχής και ο ευδαίμων βίος πρέπει να αναζητηθούν στην απάθεια και την προσωπική γαλήνη. Ιδρυτής του θεωρείται ο Πύρρων ο Ήλειος (360-270 π.Χ.), ο οποίος μαζί με τον Ανάξαρχο ακολούθησαν τον Μ. Αλέξανδρο έως τις Ινδίες. Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 264.70 Η Περιπατητική Σχολή ιδρύθηκε από τους μαθητές και συνεργάτες του Αριστοτέλη, συνεχίζοντας τη διδασκαλία και την επιστημονική του έρευνα. Είχε αξιόλογη συμβολή στην ανάπτυξη των επιστημών. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την ανακάλυψη του ηλιοκεντρικού συστήματος. Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 248-249.71 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 270.72 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 280.

Page 38: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

εφαρμόστηκε μια μεθοδολογία με χαρακτηριστικά την απόλυτη συνέπεια στη μέθοδο και την ενότητα μεταξύ λόγου και έργου 73. Σαφείς επιδράσεις των αντιλήψεων του Πλάτωνα, ιδίως της οντολογικής του θεωρίας με τη διάκριση φυσικού και μεταφυσικού κόσμου 74, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε και στις θέσεις του ιερού Αυγουστίνου ο οποίος αντιτέθηκε στην ανάμειξη της θρησκείας στην πολιτική και κοινωνική ζωή 75 Υποστήριξε την ύπαρξη δύο κοινωνιών ανθρώπων: την γήινη πόλη και την πόλη του Θεού. Στην πρώτη οι άνθρωποι ζουν μέσα στην αμαρτία και την αμοιβαία εξάρτηση, περιφρονώντας τον Θεό, ενώ στη δεύτερη, που είναι μια κοσμοπολίτική πόλη, οι άνθρωποι ζουν με την αποκλειστική αγάπη του θεού, με πίστη και ταπείνωση 76. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι οι θέσεις του Κικέρωνα και η διάδοση της ελληνικής φιλοσοφίας προσέφερε το απαραίτητο ιδεολογικό υπόβαθρο για τη δημιουργία του πολιτικού συστήματος της αυτοκρατορίας, ενώ με την αναβίωση των αντιλήψεων του Πλάτωνα επιχειρήθηκε μια αφύπνιση από την πνευματική οκνηρία, αποτέλεσμα της διάχυτης πολυτέλειας και του υλισμού, προετοιμάζοντας και συμβάλλοντας στη διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας. Ταυτόχρονα η διάδοση της ελληνικής φιλοσοφίας και εν συνεχεία του Χριστιανισμού επηρέασαν την εξέλιξη της τέχνης, η οποία προσαρμόστηκε στις μεταβολές του φιλοσοφικού πλαισίου.

πολιτικό σύστημα

Το πολιτικό σύστημα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στηριζόταν στη διαίρεσή της σε περιφέρειες υπό τον άμεσο έλεγχο του Αυτοκράτορα ή της Συγκλήτου. Θεσμοθετήθηκε η έννοια της πόλης-περιφέρειας, η οποία σε πολιτικό επίπεδο θεωρήθηκε ισοδύναμη με την πόλη-κράτος των Ελλήνων. Επρόκειτο για μια πόλη ενταγμένη σε μια περιφέρεια ποικίλου μεγέθους όπου εκφραζόταν η ταυτότητα των κατοίκων, όπως και στην ελληνιστική πόλη. Με την επανατοποθέτηση αυτοκρατορικών κανόνων για μια νέα κοινωνικοπολιτική ζωή η πόλη είχε αναχθεί σε κέντρο της τοπικής επαρχίας και σε μέσο εκρωμαϊσμού της, λειτουργώντας ως καταναλωτικό κέντρο και διοικητική εστία στην τοπική περιφέρεια. Επομένως η αυτοκρατορία λειτουργούσε στη βάση ενός περιφερειακού αστικού συστήματος ως μια μεγάλη

73 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 264.74 Βασιλειάδης Π. Ι., όπ. αν., σ. 28-37.75 Για να αναιρέσει τις ειδωλολατρικές θέσεις που απέδιδαν την πτώση της Ρώμης στην προοδευτική προσχώρηση στον Χριστιανισμό έγραψε την «Πόλη του Θεού», βιβλίο που ενστερνίστηκε αργότερα ο Καρλομάγνος, και το οποίο διαμόρφωσε σημαντικά την πολιτική σκέψη και πράξη του πρώιμου Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη. 76 Lallement M., «Ιστορία των κοινωνιολογικών ιδεών», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2001, σ. 32.

Page 39: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

συνομοσπονδία πόλεων-κρατών, με αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της μετάδοσης εξωτερικών επιρροών και της μετακίνησης ανθρώπων και προϊόντων. Ωστόσο το εξαιρετικό οδικό δίκτυο της Αυτοκρατορίας αποσκοπούσε κυρίως στην ικανοποίηση στρατιωτικών αναγκών 77.

τέχνη – αρχιτεκτονική

Η ρωμαϊκή τέχνη με τη σειρά της προήλθε από τη σύνθεση στοιχείων της ελληνικής τέχνης και αυτής των αρχαίων ιταλικών πολιτισμών 78. Στην ρωμαϊκή εποχή η αρχιτεκτονική βασιζόταν στο κυκλικό τόξο ως τρόπο γεφυρώματος μεγάλων επιφανειών με τη χρήση μικρών σχετικά κομματιών πέτρας. Οι αψίδες, οι τοξοστοιχίες, οι θόλοι και οι τρούλοι αποτελούν παραλλαγές του τόξου, θέμα που θεωρείται η βάση της Ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Κύριο μέλημα της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής ήταν η κάλυψη του χώρου μεγάλων αιθουσών με θόλους και τρούλους, κατασκευασμένους από πέτρα, τούβλο ή χυτά υλικά 79. Το πιο θαυμαστό από τα κτίρια με θόλο θεωρείται το Πάνθεον στη Ρώμη, το εσωτερικό του οποίου αποτελείται από μια μεγάλη στρογγυλή αίθουσα με θολωτή σκέπη με ένα κυκλικό άνοιγμα στην οροφή για την είσοδο του φωτός 80. Εξέχουσας αρχιτεκτονικής σημασίας θεωρείται το σταυροθόλιο. Πρόκειται για μια κατασκευή αποτελούμενη από δύο κυλινδρικούς τεμνόμενους θόλους πάνω από ένα τετράγωνο άνοιγμα που μεταξύ άλλων επέτρεψε την κάλυψη πολλών συνεχόμενων τετραγωνικών ανοιγμάτων με μια καλαίσθητη στέγη που δεν κινδύνευε από τη φωτιά. Ταυτόχρονα εκτός από την υιοθέτηση των κύριων διακοσμητικών χαρακτηριστικών της ελληνικής αρχιτεκτονικής, όπως κίονες, αετώματα και γείσα, χρησιμοποιήθηκαν με σπατάλη διακοσμήσεις, ανάγλυφα, χρώματα και επιχρώσεις, κρύβοντας συχνά την απλότητα της υποδομής 81. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του συνδυασμού της ρωμαϊκής δομής με τους ελληνικούς ρυθμούς αποτελεί η πελώρια παλαίστρα, γνωστή ως Κολοσσαίο στη Ρώμη. Πρόκειται για ένα οικοδόμημα που εξυπηρετούσε πρακτικές ανάγκες και το οποίο αποτελούνταν από τριώροφες αψίδες, η μία πάνω στην άλλη, οι οποίες υποβάσταζαν τις κερκίδες του μεγάλου αμφιθεάτρου στο εσωτερικό.

77 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 102.78 «Atlas historique», όπ. αν., σ. 83.79 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 61-73. 80 Πρόκειται για τον μοναδικό ναό της κλασσικής αρχαιότητας που δεν έπαψε να χρησιμοποιείται ως τόπος λατρείας: στην πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού μετατράπηκε σε εκκλησία, με αποτέλεσμα να μην καταστραφεί. Gombrich E.H., όπ. αν., σ. 117. 81 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 61-73.

Page 40: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Μπροστά από τις αψίδες είχε τοποθετηθεί ένα είδος παραπετάσματος με ελληνικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, καθώς περιελήφθησαν και οι τρεις ρυθμοί των ελληνικών ναών: μια παραλλαγή του δωρικού στο ισόγειο, ιωνικό στον επόμενο όροφο και κορινθιακό στα ημιστύλια του τρίτου και τέταρτου ορόφου 82. Με ανάλογο τρόπο στις αψίδες του θριάμβου οι ρυθμοί χρησιμοποιούνταν για να πλαισιώσουν και να τονίσουν τη μεγάλη κεντρική πύλη, περιστοιχίζοντάς την με μικρότερα ανοίγματα 83. Ένα άλλο σημείο αναφοράς στην τέχνη των Ρωμαίων θεωρείται η κατασκευή προτομών. Σε αντίθεση με την εξιδανίκευση του αναπαριστάμενου ειδώλου στην ελληνική τέχνη, οι Ρωμαίοι, παρά την ιερή σημασία της προτομής, επέμειναν στην απόλυτη φυσική ομοιότητα της προτομής με το πρότυπό της84. Το επόμενο μεγάλο στάδιο στην τέχνη επήλθε με την επίσημη αναγνώριση της Χριστιανικής Εκκλησίας από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Οι ανάγκες της νέας θρησκείας απαιτούσαν θρησκευτικούς χώρους μεγαλύτερων διαστάσεων για την παρακολούθηση της λειτουργίας ή του κηρύγματος από τους πιστούς. Για τον λόγο αυτόν οι χριστιανικές εκκλησίες δεν είχαν ως πρότυπο ειδωλολατρικούς ναούς αλλά τις βασιλικές, δηλαδή τις μεγάλες αίθουσες συγκεντρώσεων που χρησιμοποιούνταν για στεγασμένες αγορές και δικαστήρια. Ανάλογη εξέλιξη σημειώθηκε και στη ζωγραφική, όπου εγκαταλείφθηκαν τα αλεξανδρινά ελληνιστικά πρότυπα της αναπαράστασης εξιδανικευμένων τοπίων σε τοιχογραφίες για να επικρατήσει, με τις τοιχογραφίες και τα μωσαϊκά των χριστιανικών εκκλησιών μια διαφορετική τεχνοτροπία με σκοπό την απλή και ευκρινή εξιστόρηση των παραστάσεων του ευαγγελίου. Η κίνηση και η έκφραση της έως τότε τεχνοτροπίας εγκαταλείφθηκαν προς όφελος της αυστηρής μετωπικής διάταξης των μορφών, ενώ η πραγματικότητα έπαψε πλέον να αποτελεί το σημείο αναφοράς. Η υποστήριξη του διδακτικού σκοπού των χριστιανικών εικόνων μέσω της ζωγραφικής υιοθετήθηκε κυρίως στο Δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, έχοντας την υποστήριξη του Πάπα Γρηγορίου Α 85.

Οι προαναφερόμενες εξελίξεις στην αρχιτεκτονική και την τέχνη οδήγησαν αναπόφευκτα στην αλλαγή της φυσιογνωμίας της πόλης. Επικράτησε ο μνημειακός χαρακτήρας της πόλης με έμφαση στη μεγάλη κλίμακα των 82 Από τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τα ιωνικά στοιχεία και το κορινθιακό κιονόκρανο. Τον 1ο αι. μ.Χ. οι Ρωμαίοι προχώρησαν στη διαμόρφωση ενός νέου τύπου κιονόκρανου, του σύνθετου, το οποίο, εκτός από τον κάλαθο με τα φύλλα ακάνθου, είχε στο επάνω μέρος έλικες τετραμέτωπου ιωνικού κιονόκρανου. Παραλλαγή του αποτελεί η χρησιμοποίηση φύλλων φοίνικα στο ανώτερο μέρος του καλάθου. Μαστραπάς Α.Ν., όπ. αν., σ. 209.83 Gombrich E.H., όπ. αν., σ. 117.84 Gombrich E.H., όπ. αν., σ. 121, «Atlas historique», όπ. αν., σ. 83. 85 Gombrich E.H., όπ. αν., σ. 134-137.

Page 41: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

μνημείων, τα μεγάλα τολμηρά και λειτουργικά κτίρια και τη σπάταλη διακόσμηση 86. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην κατασκευή και τοποθέτηση στηλών, όπως συνέβαινε και με τους Ασσύριους, με παραστάσεις, σε μορφή χρονικού, των πολέμων και των ρωμαϊκών στρατιωτικών θριάμβων με έμφαση στην αφηγηματική σαφήνεια και την ακριβή απόδοση των λεπτομερειών 87. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσε η κατασκευή αψίδων των θριάμβων και έφιππων ανδριάντων, ενώ τα πλακόστρωτα fori με τις κιονοστοιχίες, οι ναοί και οι αυτοκρατορικές αυλές είχαν ως κύριο μέλημα τη διαιώνιση του ονόματος του αυτοκράτορα κατασκευαστή 88. Ο συνδυασμός του μνημειακού χαρακτήρα και της μεγάλης κλίμακας των οικοδομημάτων τόνιζαν τη μηδαμινότητα της ύπαρξης του ατόμου μπροστά στο στρατιωτικό και οργανωτικό μεγαλείο του αυτοκρατορικού κρατικού μηχανισμού 89. Παραλλήλως με τη Ρώμη εμφανίστηκε για πρώτη φορά η έννοια της πόλης-πρωτεύουσας με τους αναρίθμητους τύπους κτιρίων που συγκροτούν μια πόλη, όπως ανάκτορα, θέατρα, ναοί, βασιλικές, βιβλιοθήκες, επαύλεις, αλλά και μεγάλες περιοχές κακοφτιαγμένες για τα λαϊκά στρώματα με πολυκατοικίες κακής κατασκευής 90.

πολεοδόμηση – προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς

Η ανάδειξη της φυσιογνωμίας της πόλης-πρωτεύουσας, ο μνημειακός χαρακτήρας της ρωμαϊκής πόλης και ο ιδιαίτερος ρόλος εκρωμαϊσμού που είχε αποδοθεί στην πόλη-περιφέρεια αποτέλεσαν τους βασικούς στόχους της πολιτικής για το δομημένο περιβάλλον, η οποία οδήγησε σε μια μεγαλειώδη πολεοδομία και στην καθυστερημένη λήψη μέτρων προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Ειδικότερα η πολεοδόμηση κατά την ρωμαϊκή εποχή ήταν βασισμένη σε έναν σχεδιασμό με κύρια χαρακτηριστικά: α) την αξονικότητα που οδηγούσε στον σχηματισμό ενός τετραγώνου, αποτέλεσμα της κάθετης τομής των δύο βασικών αξόνων, cardo (Β-Ν) και decumanus (Α-Δ), β) την τετραγωνικότητα, με αποτέλεσμα το ορθογώνιο σχήμα των εξωτερικών ορίων της πόλης κατά τα πρότυπα του τετράγωνου αμυντικού συστήματος, γ) την εστιακότητα με κεντρικό σημείο του σχεδιασμού το

86 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 65.87 Gombrich E.H., όπ. αν., σ. 121-122.88 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 65.89 Για περισσότερα σχετικά με την κλίμακα ως σύστημα ψυχο-μετρικών συσχετισμών βλ. Στεφάνου Ιωσήφ και Ιουλία, «Μια πιθανή μέθοδος αισθητικής αξιολόγησης της φυσιογνωμίας ενός τόπου», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», εκδ. Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, Αθήνα 2000, σ. 47.90 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 64-65.

Page 42: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

σημείο τομής των δύο αξόνων, σύμβολο της στρατιωτικής πειθαρχίας και της αυτοκρατορικής δύναμης σε αντίθεση με τη δημοκρατική κατανομή του ελληνικού ιπποδάμειου συστήματος, δ) τη στρατικοποίηση με την ίδρυση στρατιωτικών φρουρίων-κάστρων (στρατοπέδων), τα οποία εξελίσσονταν αργότερα σε πυρήνες οικισμών και ε) την ατυπικότητα χάρη στην ύπαρξη διαφοροποιήσεων, όπως η ανάπτυξη και άλλων αξόνων εκτός του βασικού σταυρού ή η μετάθεση της κύριας τομής των αξόνων σε σχέση με το κέντρο του οικισμού, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες 91. Συμπερασματικά είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι συχνά η ανάπτυξη του οικισμού γινόταν γύρω από το forum, ακολουθώντας συχνά ένα ιπποδάμειο σύστημα, καθώς αυτό εξακολουθούσε να αποτελεί το βασικό πρότυπο οικιστικής επέκτασης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας 92. Παράλληλα, εξακολουθούσε, όπως και στην αρχαιοελληνική πόλη, η ασχεδίαστη ανάπτυξη της περιφέρειας της πόλης γύρω από ένα καλά σχεδιασμένο κεντρικό αστικό χώρο 93. Τέλος λίγο πριν από την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπό την ορατή απειλή των βαρβαρικών απειλών κατά της Ρώμης, εκδόθηκαν από τους τελευταίους ρωμαίους αυτοκράτορες, από τον Βαλέντιο έως τον Μαϊοριανό, τα πρώτα γνωστά διατάγματα για την προστασία των αρχιτεκτονικών μνημείων 94. Ωστόσο είχαν προηγηθεί νομοθετικές διατάξεις υπέρ της προστασίας στοιχείων της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Είναι ενδεικτικός ένας νόμος που εκδόθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο το 321 σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν η μεταφορά μαρμάρων ή κιόνων από την πόλη στους αγρούς, προφανώς σε κάποια εξοχική κατοικία, ενώ επιτρεπόταν η αντίστοιχη μεταφορά από πόλη σε πόλη με την αιτιολογία ότι τα μάρμαρα και οι κίονες συνιστούσαν παντού δημόσιο κόσμημα 95. Στο ίδιο πνεύμα εκδόθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουλιανό (362/363) ένας νόμος που απαγόρευε την αφαίρεση και μεταφορά κιόνων ή ανδριάντων από μια επαρχία 96. Οι δύο αυτές διατάξεις υιοθετήθηκαν εν συνεχεία από το Βυζαντινό Δίκαιο με την ενσωμάτωσή τους στα «Βασιλικά» 97.

91 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ.102.92 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 113-114. 93 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 116. 94 Τροβά Ε., όπ. αν., σ. 44 επ. 95 C. 8.10.2. 96 C. 8.10.7. 97 Β. 58.11.6 «Μηδείς αποκοσμείτω οίκον εν πόλει και εις αγρόν μεταφερέτω΄ επεί στερείται της κτήσεως. Ει μέντοι από οικημάτων σαθρών εις έτερα μετάγειν θέλει, τούτο ποιείτω, ή από αγρού εις αγρόν, ει και τα μάλιστα δια της πόλεως και των τειχέων κομίζονται΄ ταύτα περί των εισενεχθέντων μόνων» και Β. 58.11.7 «Μηδείς κίονας ή ανδριάντας ή εξ άλλης επαρχίας ή εκ της αυτής αποσπάτω και μετακινείτω αλλαχού». Η παράθεση του κειμένου των «Βασιλικών» γίνεται με βάση την έκδοση H. J. Scheltema-N. Van der Wal (και μόνο για τον τ. VIII, D. Holwerda), Basilicotum libri LX, Series A, τ. Ι-

Page 43: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

4. Η Βυζαντινή εποχή

ιστορικά γεγονότα

Παρά την πτώση του Δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ., το Ανατολικό της τμήμα εξακολουθούσε να ανθίσταται έως το 1453. Σε αυτήν την χιλιετή σχεδόν πορεία του, καθοριστικά στάδια για την καθιέρωση της πολιτισμικής και οικονομικής κυριαρχίας του στον χώρο της Μεσογείου θεωρούνται αφενός η βασιλεία του Ιουστινιανού (527-565) και αφετέρου η άνοδος το 610 του Ηρακλείου στον θρόνο της Αυτοκρατορίας, σηματοδοτώντας τον εξελληνισμό της και την απαρχή της μέσης Βυζαντινής εποχής. 98 Την περίοδο από το 610 έως το 1453 το Ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που εφεξής θα αποκαλείται Βυζάντιο ή Βυζαντινή αυτοκρατορία, κυριαρχούσε στη Μεσόγειο και την Ανατολή, αναπτύσσοντας ιδιαίτερο πολιτισμό και ασκώντας αποφασιστική επίδραση ακόμα και κατά την παρακμή του. Τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της περιόδου αυτής με άμεση επίδραση στην κοινωνία και την οικονομία της αυτοκρατορίας θεωρούνται η εικονομαχία, που διήρκεσε από το 726 έως το 843, η επέκταση της αυτοκρατορίας επί Βασιλείου Β του Βουλγαροκτόνου (976-1025) στα όρια σχεδόν της Ρωμαϊκής κατά το αποκορύφωμά της, το Σχίσμα μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας το 1054, η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους μετά την τέταρτη Σταυροφορία με την εγκαθίδρυση αυτοκρατορίας Λατίνων το 1204, η αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1261 και η άλωση της Κωνσταντινούπολης με την πτώση του Βυζαντίου το 1453 99.

κοινωνία – οικονομία

Η κοινωνική και οικονομική οργάνωση της βυζαντινής κοινωνίας εξελισσόταν ανάλογα με την ιστορική πορεία της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο το βασικό διαχρονικό χαρακτηριστικό της αποτελούσαν αφενός η διάκριση ανάμεσα στην κοινωνία και την οικονομία των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη, και των αγροτικών οικισμών και αφετέρου η μεγάλη άνθιση του μοναχισμού και των μοναστηριών με την ανάδειξη των τελευταίων σε σημαντικά πολιτιστικά και καλλιτεχνικά κέντρα.

VIII, Groningen κλπ. 1955-1988. Τρωιάνος Σ. Ν., «Η προστασία του περιβάλλοντος στο Βυζάντιο», Νόμος+Φύση 1995, τόμος 2, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, σ. 349-371. 98 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 88, 18-19, «Atlas historique», όπ. αν., σ. 135.99 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 112-113.

Page 44: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Στις πόλεις υπήρχαν συγχρόνως και ανομοιογενείς μειονότητες, όπως Εβραίοι και Τσιγγάνοι, ενώ στην ύπαιθρο υπήρχαν κατά περιοχές σλαβικά και άλλα κατάλοιπα, τα οποία σταδιακά αφομοιώνονταν από τους γηγενείς 100. Πρόκειται επομένως για μια πολυπολιτισμική κοινωνία με συνεκτικά στοιχεία την ελληνική γλώσσα, τον ελληνικό πολιτισμό, τον Χριστιανισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Επιπλέον τα μεγάλα αστικά κέντρα κατοικούνταν από λειτουργούς της διοίκησης, τεχνίτες, βιοτέχνες 101 και εμπόρους. Ήδη από την εποχή του Ιουστινιανού στις πόλεις λειτουργούσαν κρατικά εργαστήρια για την παραγωγή του αναγκαίου υλικού για τη γραφειοκρατία και το στρατό, όπως τα κρατικά εργαστήρια επισκευής ασπίδων και όπλων στην Αδριανούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Οι δε τεχνίτες των εργαστηρίων αποτελούσαν μια κληρονομική τάξη και σχεδόν εξομοιώνονταν με τους στρατιωτικούς ως προς την οργάνωση και την πειθαρχεία, ενώ ήταν οργανωμένοι σε σωματεία. Σύμφωνα με τον κώδικα του Ιουστινιανού ορισμένοι τεχνίτες και αρκετά εξειδικευμένα επαγγέλματα, όπως αρχιτέκτονες, γιατροί, ζωγράφοι, γλύπτες, χτίστες, χαλκουργοί, ξυλοκόποι, τέκτονες, χρυσοχόοι και μολυβδουργοί απαλλάσσονταν από διάφορες κρατικές λειτουργίες 102. Στα κυριότερα εμπορικά και βιοτεχνικά κέντρα, εκτός της Κωνσταντινούπολης, τον 14ο και 15ο αιώνα συγκαταλέγονταν η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη, η Αδριανούπολη, η Αίνος, η Ραιδεστός, ο Μυστράς, η Μονεμβασιά, τα Ιωάννινα, η Άρτα και η Σωζόπολη 103. Αντίθετα η ύπαιθρος κατοικούνταν κυρίως από μικρούς ιδιοκτήτες γης, οι οποίοι αποτελούσαν και το οικονομικό στήριγμα της Αυτοκρατορίας, και από τους μεγάλους ιδιοκτήτες γης 104. Ενδεικτικά στις επαρχίες της Μικράς Ασίας ήδη από τον 7ο αιώνα ο ελεύθερος καλλιεργητής και ο ισότιμος του ελεύθερος καλλιεργητής-στρατιώτης συνιστούσαν μια φορολογική και κοινωνική μονάδα 105, απαρτίζοντας την «κοινότητα», η οποία αποτελούσε τη βάση του βυζαντινού δημοσιονομικού και στρατιωτικού συστήματος 106. Για τον λόγο αυτόν έως την ύστερη περίοδο της Αυτοκρατορίας, αυτοί ετύγχαναν της νομοθετικής προστασίας του κεντρικού Κράτους με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η αγορά της ακίνητης περιουσίας τους από τους ισχυρούς μεγαλοκτηματίες 107. Ωστόσο την ύστερη περίοδο της Βυζαντινής

100 Δημητριάδης Ε. Π, όπ. αν., σ.197-199.101 Η Θήβα, η Θεσσαλονίκη και πόλεις της Πελοποννήσου τον 12ο αιώνα ήταν σημαντικά κέντρα υφαντουργίας. 102 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 201.103 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 206.104 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 199.105 Γεωργικός Νόμος του 7ου αιώνα.106 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 204.107 Νόμος του «Αλληλέγγυου», ο οποίος καταργήθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα. Βλ. Ζακυνθηνός Δ., «Η Βυζαντινή Ελλάς, 392-1204. Αθήνα, Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 197.

Page 45: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Αυτοκρατορίας με την είσοδο δυτικών φεουδαλικών ιδεών επήλθε καταστροφή των μικροϊδιοκτητών, προς όφελος των μεγάλων ιδιοκτητών γης, προοιωνίζοντας την πτώση της Αυτοκρατορίας 108. Ταυτόχρονα, αφενός ο έλεγχος του εμπορίου από τους Βενετούς 109 και αφετέρου η έλλειψη πολυάριθμων αστικών κέντρων και μιας συγκροτημένης αστικής τάξης, εμπόδισαν την πραγματική αστικοποίηση της βυζαντινής κοινωνίας. Εκτός από ορισμένα διοικητικά ή εμπορικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη, οι πόλεις ήταν δημογραφικά μικρές με μετακινούμενο πληθυσμό λόγω της ανασφάλειας της αγροτικής υπαίθρου, ο σταθερός πληθυσμός τους ασχολούνταν με τη γεωργία με αποτέλεσμα τη στενή σύνδεση της πόλης με την αγροτική οικονομία, ενώ αυξήθηκε η συγκέντρωση των πιστών στα μοναστήρια. Η άνω κοινωνικοοικονομική οργάνωση ευνόησε την ανάπτυξη της θεοκεντρικής φιλοσοφίας στα μοναστήρια και τα μεγάλα αστικά κέντρα, συμβάλλοντας στην ταχύτατη διάδοση και εφαρμογή της βυζαντινής φιλοσοφίας στο σύνολο της επικράτειας.

φιλοσοφικά ρεύματα

Η βυζαντινή φιλοσοφία επιχείρησε να ερμηνεύσει έλλογα τον χριστιανισμό, προσδίδοντας στην πίστη αντικειμενικό περιεχόμενο. Στον σκοπό αυτόν συνέβαλε η διάσωση της ελληνικής πνευματικής παράδοσης από τους μοναχούς 110, με αποτέλεσμα την ανανέωση του φιλοσοφικού ήθους του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και κυρίως των Στωικών, Κυνικών και Νεοπλατωνικών 111. Πρόκειται αφενός για μια περαιτέρω διάδοση και αφομοίωση της ελληνικής φιλοσοφίας και αφετέρου για μια εξέλιξη αυτής, καθώς σε βασική αρχή αναδείχθηκε η ουσιαστική ενότητα του Θείου και του ανθρώπινου με την ενσάρκωση του Θεού-Λόγου στο πρόσωπο του Χριστού, υπερβαίνοντας τον δυϊσμό της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Τέθηκαν επομένως οι βάσεις του Ενισμού (monismus), γνώρισμα της Βυζαντινής, Μεσαιωνικής και Δυτικοευρωπαϊκής φιλοσοφίας 112. Η βυζαντινή φιλοσοφία διακρίνεται σε δύο περιόδους: την περίοδο της Πατερικής φιλοσοφίας, η οποία

108 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 199.109 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 206.110 Το μοναχικό ρεύμα ενισχύθηκε στη Δύση από τον Άγιο Ιερώνυμο με τη μετάφραση της Βίβλου στη λατινική γλώσσα, συμβάλλοντας στο μοναστικό έργο του Βενεδίκτου από τη Νούρσια (480-550), ιδρυτή του τάγματος των Βενεδικτίνων στο Monte Cassino. Ταυτόχρονα τον 5ο και 6ο αιώνα συντάχθηκαν τα πρώτα εγχειρίδια και οι εγκυκλοπαίδειες από τον Μαρκιανό Καπέλλα (Marcianus Capella) και ο Ισίδωρος, Επίσκοπος της Σεβίλλης (560-636), εγκυκλοπαιδικός και γνώστης της φιλοσοφίας του αρχαίου κόσμου, παρουσίασε τις «Ετυμολογίες». Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 306.111 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 304.112 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 285.

Page 46: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

φθάνει έως τον 9ο αιώνα, και αυτήν της Μεταπατερικής φιλοσοφίας έως τον 15ο αιώνα. Η πρώτη περίοδος αποτελεί συνέχεια της όψιμης ρωμαϊκής φιλοσοφίας, η οποία, μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων του 313 «περί ανεξιθρησκίας» εισήλθε σε μια περίοδο ακμής με την καλλιέργεια της ελληνοχριστιανικής σκέψης, προοιωνίζοντας τον εξελληνισμό του Ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Παρατηρείται αναβίωση των αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών σχολών, προσαρμοσμένων στα νέα δεδομένα της χριστιανικής διδασκαλίας, όπως η Σχολή της Αντιόχειας 113, η οποία έκλεινε προς την αριστοτελική φιλοσοφία, και η Σχολή της Αλεξάνδρειας 114, με κλίση προς την πλατωνική. Εν συνεχεία με τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη (περί το 500) παρατηρήθηκε μια αναβίωση της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας με μεγάλη επίδραση τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη επιθυμία όλων των όντων είναι η επιστροφή, λόγω της μέθεξης, στον Θεό, ο οποίος είναι η αιώνια ενάς 115. Το τέλος της Εικονομαχίας σήμανε την αρχή μιας αναγέννησης των ελληνικών γραμμάτων και σπουδών στο Βυζάντιο και την έναρξη της περιόδου της Μεταπατερικής φιλοσοφίας ή πρώιμης Αναγέννησης, με άξονα αφενός τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και τον νεοπλατωνισμό και αφετέρου τον ορθολογισμό του Αριστοτέλη, με αποτέλεσμα την άνθηση του μοναχικού ασκητισμού και του ασκητικού μυστικισμού. Κυρίαρχοι εκφραστές αυτής της περιόδου μπορούν να θεωρηθούν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος (820-891) και ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1096). Ο Φώτιος ασχολήθηκε με το πρόβλημα των γενών του όντος, του είδους και των κατηγοριών σύμφωνα με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη για να καταλήξει στην απόρριψη της πλατωνικής θεωρίας περί ιδεών με το επιχείρημα ότι η παραδοχή της προΰπαρξης τους μειώνει τη δημιουργική παντοδυναμία του Θεού. Αντίθετα ο Μιχαήλ Ψελλός ασπάστηκε τον Πλατωνισμό και τον Νεοπλατωνισμό, ακολουθώντας τη μεθοδολογία του Αριστοτέλη και του Πλωτίνου. Έχοντας πείσει τον Κωνσταντίνο τον Μονομάχο (1042-1054) να ιδρύσει την Ανώτατη Σχολή, το «Διδασκαλείον των νόμων» ή «Μουσείον της νομοθετικής»,

113 Στην Σχολή, η οποία εισήγαγε τη γραμματική και ιστορική ερμηνεία των ιερών κειμένων, ανήκει και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.114 Στην Σχολή αυτή ανήκαν ο Μέγας Αθανάσιος (295-373), ο οποίος υποστήριξε το δόγμα του «ομοουσίου», ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός (329-390), ο οποίος αφενός ασπάστηκε τον ελληνικό ανθρωπισμό και αφετέρου, στο έργο του «δύο κανόνες ταγμάτων», που επεξεργάστηκε με τον Μέγα Βασίλειο, εξέφρασε το ιδεώδες της πλατωνικής πολιτείας στα πλαίσια λειτουργίας της κοινότητας των μοναχών. Τέλος στην ίδια σχολή ανήκει και ο Μέγας Βασίλειος (330-379), με τον οποίο θεμελιώθηκε η «Μεταφυσική του φωτός», σύμφωνα με την οποία ο Θεός δημιούργησε το φως προ του ήλου. Πρόκειται για μια άποψη που ολοκληρώθηκε εν συνεχεία από τον Ι. Αυγουστίνο (354-430) και τον Bonaventura (1221-1274). 115 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 292-301.

Page 47: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ανέλαβε τη διδασκαλεία του φιλοσοφικού τμήματος της Σχολής σύμφωνα με την παιδαγωγική σύσταση του Πλάτωνα: άρχιζε με γραμματική, ρητορική και διαλεκτική, συνέχιζε με αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και αστρονομία και κατέληγε με τη φιλοσοφία ως επιστέγασμα του κύκλου σπουδών. Ειδικότερα δίδασκε τη μεταφυσική του Πλάτωνα και του Πλωτίνου και τη λογική και τη διαλεκτική του Αριστοτέλη 116. Τον 12ο αιώνα ιδιαίτερη κρίνεται η προσφορά του Θεόδωρου Μετοχίτη (1270-1332), ο οποίος χρησιμοποίησε επιχειρήματα των Στωικών για τη λογική τεκμηρίωση του Χριστιανισμού, εγκατέλειψε τον δογματισμό, και μελετά κυρίως τις πολιτειακές αντιλήψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Θεωρούσε το δημοκρατικό πολίτευμα ανεφάρμοστο και πρότεινε την έννομο βασιλική μοναρχία, ενώ επέκρινε την «κοινοπολιτεία» (Socialismus) ως το πλέον άδικο πολίτευμα, καθώς δεν διακρίνεται το άξιο από το ανάξιο. Το ευρύτατο εγκυκλοπαιδικό έργο του έγινε ο προάγγελος της Αναγέννησης στη Δύση και ο πρόδρομος του νεοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού 117. Λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως επικράτησε μια εκ νέου αναλαμπή του μοναχικού μυστικισμού και του μυστικιστικού ησυχασμού, ενώ τα διάσπαρτα μοναστήρια εξελίχθηκαν σε κέντρα πνευματικής κίνησης και προπύργια του ελληνισμού 118. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι κεντρικό στοιχείο της βυζαντινής φιλοσοφίας υπήρξε ο θεοκεντρισμός, εγκαθιδρύοντας έναν κάθετο άξονα σύνδεσης του ανθρώπου με το Θείο. Αναπτύχθηκε επομένως το όραμα μιας παγκόσμιας τάξης μέσα σε ένα γενικότερο πνευματικό κλίμα που διέπετο από την εσχατολογική αντίληψη 119 σύμφωνα με την οποία ο πολιτικός πολιτισμός καθοριζόταν από αξίες και ιδεώδη μη κοσμικού χαρακτήρα με άμεση επίδραση στον χαρακτήρα του πολιτεύματος όσο στην τέχνη. Ειδικότερα ο Αυτοκράτορας θεωρούνταν ο εκλεκτός του Θεού 120 και μόνο στην ύστερη περίοδο της Αυτοκρατορίας εμφανίστηκε μια αμφισβήτηση της θεοκρατικής προέλευσης της εξουσίας και η απαρχή μιας εκκοσμίκευσης σε φιλοσοφικό επίπεδο της μορφής του πολιτεύματος. Ωστόσο η σύνθεση της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας με τον Χριστιανισμό και η διατήρηση της ολιστικής σκέψης επέδρασαν δημιουργικά στη μορφή και λειτουργία του πολιτεύματος, δημιουργώντας ένα συγκεντρωτικό Κράτος με μηχανισμούς και αντανακλαστικά που προστάτευαν το πολίτευμα από τις ακρότητες της ρωμαϊκής εποχής, διαιωνίζοντας το επί 11 αιώνες.

μορφή του πολιτεύματος

116 Κωσταράς Γ. Φ. όπ. αν., σ. 306-311.117 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 314.118 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 315. 119 Κώτση Α., όπ. αν.120 «Atlas historique», όπ. αν., σ. 171.

Page 48: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Η πολιτειακή μορφή του Βυζαντίου, η οποία ήταν συνυφασμένη με μια διοικητική οργάνωση προερχόμενη άμεσα από το Ρωμαϊκό Κράτος έμμεσα όμως από τα ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής και ιδίως από τα δύο ενδοξότερα της Αιγύπτου και της Συρίας 121, περιελάμβανε αρκετά στοιχεία της πολιτειακής οργάνωσης του σύγχρονου Κράτους με κυριότερα την παρεμπόδιση φαινομένων καισαροπαπισμού και τη λειτουργία ενός συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Παρά τον ιερό χαρακτήρα της εξουσίας του Αυτοκράτορα ως τοποτηρητή του Θεού επί της γης, το ύπατο αξίωμα, όπως και κάθε άλλο, δεν ήταν κληρονομικό με αποτέλεσα να διασφαλίζεται η ελεύθερη πρόσβαση ανεξάρτητα της καταγωγής 122, όπως εξάλλου μαρτυρεί και η ταπεινή καταγωγή του Ιουστινιανού 123. Ο Πατριάρχης, ίσος θεσμικά προς τον Αυτοκράτορα δεν απέκτησε την κοσμική εξουσία του Πάπα, και περιορίστηκε σε έναν θεσμικό ρόλο συμμετοχής στη στέψη του αρχηγού του Κράτους, ελέγχου της ηθικής συμπεριφοράς του τελευταίου και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Ομοίως ο ανέλεγκτος χαρακτήρας της αυτοκρατορικής εξουσίας σχετικοποιήθηκε, καθώς αυτή υπόκειτο στον έλεγχο του ιδιαίτερου συμβουλίου, της συγκλήτου και της κοινής γνώμης, όπως αυτή εκφραζόταν στον Ιππόδρομο 124. Το κυριότερο όμως στοιχείο αναφοράς στις σύγχρονες κρατικές δομές αποτελεί η λειτουργία του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας υπό την αιγίδα του Κράτους, αποτέλεσμα της υιοθέτησης του χριστιανικού ανθρωπισμού από την κεντρική εξουσία. Ειδικότερα υπήρχαν μεγάλες δημόσιες αποθήκες σίτου για τη διανομή του σε περιόδους σιτοδείας, ενώ σε περίπτωση βαρύ χειμώνα με εντολή της Διοίκησης έκλειναν με ξύλινα φράγματα οι δημόσιες στοές της πρωτεύουσας για την προστασία των αστέγων. Σε κάθε τμήμα της Κωνσταντινούπολης υπήρχε γιατρός για τη δωρεάν θεραπεία των πτωχών, ενώ σε ολόκληρη την επικράτεια επί Ιουστινιανού και Θεοδώρας ανεγέρθησαν ξενώνες, νοσοκομεία γηροκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, βρεφοκομεία και παντός είδους φιλανθρωπικά ιδρύματα προικοδοτούμενα επαρκώς από το Κράτος. Παρόμοια ιδρύματα χτίζονταν από την εκκλησία, πλούσιους ιδιώτες αλλά κυρίως από το Κράτος επί όλων των αυτοκρατόρων και ιδίως επί Κομνηνών. Η διοικητική και οικονομική οργάνωση αυτών των δημόσιων ιδρυμάτων τελούσε υπό την επίβλεψη του Κράτους, καθώς ο προϊστάμενος

121 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Ζ, όπ. αν., σ. 874.122 Πριν την αυτοκρατορική στέψη στην Αγία Σοφία έπρεπε να προηγηθούν η αναγόρευση του βασιλέα από τη σύγκλητο και η αποδοχή της εκλογής από τον στρατό και τον λαό μέσω των δήμων.123 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Ζ, όπ. αν., σ. 883.124 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Ζ, όπ. αν., σ. 876, 880.

Page 49: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

όλων αυτών, ο Μέγας Ορφανοτρόφος ήταν ένας από τους ανώτατους άρχοντες της Αυτοκρατορίας 125.

Η άνω δομή του πολιτικού συστήματος, προϊόν της βυζαντινής φιλοσοφίας, ακολούθησε την ιδιαίτερη πορεία της κατά τον μακραίωνο βίο του Κράτους. Ειδικότερα το πολιτικό σύστημα του Βυζαντίου έως τα μέσα του 7ου αιώνα χαρακτηρίστηκε από τη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στον Αυτοκράτορα με σκοπό την ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας με την καταστολή των εξεγέρσεων, τη στενότερη σύνδεση των επαρχιών με την κεντρική κυβέρνηση, τη συλλογή των φόρων και την αποτελεσματική άσκηση της κυριαρχίας του Κράτους στο σύνολο των εδαφών του με την αναδιοργάνωση του στρατού 126. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν θετικό καθώς απομακρύνθηκαν προς τη Δύση τα εχθρικά φύλα ενώ αναγεννήθηκαν η επαρχιακή κοινωνία και το δίκτυο των πόλεων. Ταυτόχρονα τη θέση των κυριότερων ελληνορωμαϊκών αστικών θεσμών διαδέχθηκαν άλλοι 127. Ανακαινίστηκε ο κρατικός μηχανισμός με την οργάνωση της διοίκησης των περιφερειών (θέματα) και τη δημιουργία εθνικού στρατού 128. Ταυτόχρονα η περίοδος της εικονομαχίας σήμανε μια περίοδο κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων με τη θέσπιση μέτρων υπέρ της προστασίας των μικρών τάξεων, ανάπτυξης της εμπορικής ναυτιλίας, βελτίωσης της απονομής της δικαιοσύνης και εισαγωγής ενός πνεύματος φιλανθρωπίας και ισότητας στην νομοθεσία. Επιπλέον σε ένα πρωτοποριακό πνεύμα για την εποχή η εκπαίδευση προσανατολίστηκε στη διάδοση των αρχών της ελευθέριας της σκέψης και της συνείδησης 129. Μετά το πέρας της περιόδου αυτής το συγκεντρωτικό σύστημα κατέρρευσε και έως τον 11ο αιώνα επικράτησε μια λειτουργική και διοικητική αποκέντρωση με την άσκηση της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας από τον στρατηγό του

125 Σύμφωνα με το σωζόμενο τυπικό της Μονής Παντοκράτορος, η οποία ιδρύθηκε υπό του αυτοκράτορα Ιωάννη Β Κομνηνού (1118-1143), ένας ξενώνας ήταν προσαρτημένος σε κάθε μονή περί του νοσοκομείου. Το νοσοκομείο της εν λόγω μονής ήταν πενήντα κλινών, διέθετε τμήμα θεραπείας εξωτερικών αρρώστων και το κυρίως νοσοκομείο ήταν διαιρεμένο σε πέντε τμήματα: ένα χειρουργικό με πέντε κλίνες, ένα βαρέων νοσημάτων με οκτώ, δύο τμήματα συνήθων νοσημάτων με δέκα κλίνες το καθένα και ένα γυναικολογικό τμήμα με δώδεκα κλίνες. Σε κάθε τμήμα υπήρχαν δύο γιατροί, πέντε βοηθοί και δύο υπηρέτες. Στο γυναικολογικό υπήρχε και μία ιάτραινα. Διανυκτέρευαν μόνο οι βοηθοί, το προσωπικό ήταν έμμισθο και σε ειδικές περιστάσεις, όπως η εορτή των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού, ελάμβανε δώρα. Επιπλέον το νοσοκομείο διέθετε φαρμακείο, λουτρώνα, αρτοποιείο και εκκλησία. Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Ζ, όπ. αν., σ. 888-889. 126 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Ζ, όπ. αν., σ. 860.127 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 199.128 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 190.129 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Ζ, όπ. αν., σ. 859-860.

Page 50: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

θέματος ή τους αντιπροσώπους του. Στη διοίκηση της πόλης συμμετείχαν και οι εκκλησιαστικοί άρχοντες, ενώ λειτουργούσαν και επισκοπικά δικαστήρια 130. Τέλος από τα μέσα του 11ου αιώνα έως τα μέσα του 15ου, παρά τις ανορθωτικές προσπάθειες των δυναστειών των Κομνηνών και των Παλαιολόγων, η Αυτοκρατορία γνώρισε, λόγω της φραγκικής άλωσης της Κωνσταντινούπολης, μια περίοδο πολιτικού κατακερματισμού με την ίδρυση ελληνοβυζαντινών κρατών, όπως η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στον Εύξεινο Πόντο, η αυτοκρατορία της Νίκαιας, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και το Δεσποτάτο του Μυστρά. Παρά την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1261 με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η Παλαιολόγο 131 η συρρίκνωση των εδαφών της Αυτοκρατορίας και η πτώση της υπήρξαν αναπόφευκτες 132.

τέχνη - αρχιτεκτονική

Υπό την επίδραση της βυζαντινής φιλοσοφίας η τέχνη στο Βυζάντιο υπηρέτησε τον ελληνοχριστιανικό χαρακτήρα του Κράτους συνθέτοντας στοιχεία από την αρχαιοελληνική την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή τέχνη. Το στοιχείο της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής που πρωταγωνίστησε στην Βυζαντινή περίοδο ήταν ο ρωμαϊκός τρούλος, η χρήση του οποίου καθιερώθηκε στις εκκλησίες. Μετά την επίλυση του δομικού προβλήματος κατασκευής κυκλικών τρούλων πάνω από τετράγωνους χώρους ήταν δυνατό το άνοιγμα των πλευρών του τετραγώνου με τόξα, οδηγώντας σε άλλα τετράγωνα, κάθε ένα εκ των οποίων μπορούσε να συνεχίζεται με ένα δεύτερο και να σκεπάζεται με τον δικό του τρούλο. Με τον τρόπο αυτόν η διάταξη των χώρων έγινε πιο ευέλικτη, καθώς συνδυάζονταν ο κεντρικός χώρος, η κόγχη με τεταρτοσφαίριο και τα κλίτη με θόλους 133. Εκτός από τον μοναδικό κεντρικό τρούλο, στον οποίο υποτάσσονταν όλοι οι άλλοι χώροι, όπως τα κλίτη και οι κόγχες 134, ο σχεδόν ισοσκελής ελληνικός σταυρός καλυπτόμενος με τρούλους 135 αποτέλεσε το δεύτερο στοιχείο της τυπικής βυζαντινής

130 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 203.131 Η αυτοκρατορία της Νίκαιας θεωρούνταν ως το νόμιμο κληρονόμο Κράτος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθώς ο ιδρυτής της Θεόδωρος Λάσκαρης είχε κατορθώσει να περιστοιχισθεί από τον Πατριάρχη και τους άρχοντες της Κωνσταντινούπολης. Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Ζ, όπ. αν., σ. 869.132 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 192.133 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 98-99.134 Το στοιχείο αυτό σε μεγάλη κλίμακα είναι ορατό στον ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.135 Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα αντιληπτό στον ναό του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Ο εν λόγω ναός, η κατασκευή του οποίου άρχισε το 1063, είναι ενδεικτικός της διατήρησης του μεγέθους και των βαριών μαζών των ρωμαϊκών κατασκευών στις τυπικές βυζαντινές

Page 51: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κάτοψης 136. Η Ανατολική Αυτοκρατορία ήδη πριν τον Ιουστινιανό ήταν ιδιαίτερα δημιουργική σε αρχιτεκτονικές επινοήσεις και σε ποικιλία εκκλησιαστικών κατόψεων μέχρι την εισβολή των Αράβων. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε την Εκκλησία της Γέννησης, η οποία κτίστηκε επί Κωνσταντίνου στη Βηθλεέμ και συνδύαζε μια πεντάκλιτη βασιλική με ένα οκτάγωνο, την Παναγία της Εφέσου των αρχών του 5ου αιώνα, η οποία ήταν μια τρίκλιτη βασιλική με τρίκλιτα εγκάρσια κλίτη και ένα μακρύ πεντάκλιτο ιερό, καθώς και πολλές εκκλησίες της Αιγύπτου του 5ου αιώνα στις οποίες συνδυαζόταν μια βασιλική με ένα τρίβολο ανατολικό άκρο και εγκάρσια κλίτη 137. Επί Ιουστινιανού η λειτουργία της βυζαντινής εκκλησίας, η κάτοψη του ναού, η δομή και η διακόσμηση συνδέθηκαν, αποτελώντας ένα ενιαίο σύνολο, όπως συνέβαινε και στην κλασσική εποχή όπου η τέχνη εξέφραζε το ολιστικό πνεύμα της πλατωνικής φιλοσοφίας. Σκοπός αυτής της συνένωσης του αρχιτεκτονικού έργου με το εικαστικό και το τελετουργικό ήταν η ανάδειξη του βυζαντινού ναού στον «υπερουράνιο τόπο» επί της γης, εκφράζοντας τη νέα αντίληψη για τον χώρο, σύμφωνα με την οποία ο χώρος είχε προσλάβει ευρύτερο χαρακτήρα καθώς εκτός από κοσμικός, ενιαίος και δεδομένος ήταν συγχρόνως άπειρος, όπως και ο Θεός ως ο δημιουργός του 138. Ειδικότερα κατά την τέλεση της Θείας λειτουργίας στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη 139 ο λαός ήταν συγκεντρωμένος στα πλάγια κλίτη και τον γυναικωνίτη, πίσω από το παραπέτασμα της μακρινής κόγχης του ιερού τελούνταν μυστικά η Θεία Ευχαριστία, ενώ το μαρμάρινο δάπεδο του μεγάλου κεντρικού χώρου ήταν άδειο για να υποδεχτεί την πομπή με τον Πατριάρχη, τον κλήρο και τους ακολούθους. Εν συνεχεία ο Αυτοκρατορικός Οίκος έπαιρνε τη θέση του κάτω από τον τρούλο, το μαρμάρινο δάπεδο γέμιζε από χρυσοποίκιλτα άμφια και χιτώνες για να ακολουθήσει η ανταλλαγή του Ασπασμού της Ειρήνης μεταξύ του

εκκλησίες, η κάτοψη των οποίων είχε σχήμα ελληνικού σταυρού. Μεγάλοι τρούλοι, στηριζόμενοι σε τεράστιους πεσσούς, καλύπτουν τη διασταύρωση και τα τέσσερα λίγο-πολύ ίσα σκέλη, ενώ το δυτικό άκρο περιβάλλεται από χαμηλό νάρθηκα. Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 103.136 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 102.137 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 117.138 Κώτση Α., όπ. αν., σ. 80.139 Ο ναός της Αγίας Σοφίας, αποκορύφωμα του δομικού, διακοσμητικού και λειτουργικού βυζαντινού συστήματος, οικοδομήθηκε αρχικώς το 360 από τον Κωνσταντίνο, κάηκε εντελώς το 532 στη Στάση του Νίκα για να ανοικοδομηθεί το 537 επί Ιουστινιανού. Ο μεγάλος κεντρικός τρούλος με διάμετρο 32,6 μέτρα είναι κτισμένος πάνω από ένα τετράγωνο και στηρίζεται σε τέσσερα λοφία και τέσσερα τεράστια τόξα, η ώθηση των οποίων προσλαμβάνεται ανατολικά και δυτικά από δύο τεταρτοσφαίρια, με τα οποία επεκτείνεται ο καλυπτόμενος από τον κεντρικό τρούλο χώρος. Τα τεταρτοσφαίρια επεκτείνονται με τη σειρά τους από ημικυκλικούς χώρους που ονομάζονται εξέδρες. Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 105-108.

Page 52: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Πατριάρχη και του Αυτοκράτορα, πράξη που αποτελούσε την κορυφαία τελετουργία για την οποία είχε προβλεφθεί ο τρούλος 140. Σκοπός δε της διακόσμησης των ναών με εικονογραφήσεις και ψηφιδωτά, ιδιαίτερα μετά την επάνοδο των εικονολατρών, ήταν η μυστηριώδης αντανάκλαση του μεταφυσικού κόσμου. Η εμμονή των Βυζαντινών στην απόλυτη τήρηση των παλαιών προτύπων συνέβαλε στη διάσωση των ιδεών και επιτευγμάτων της ελληνικής τέχνης σχετικά με τους τύπους που χρησιμοποιήθηκαν για τις πτυχές, τα πρόσωπα και τις χειρονομίες. Κατά συνέπεια η διάταξη των πτυχών γύρω από το σώμα της Παρθένου σε μια βυζαντινή εικόνα, ο τρόπος με τον οποίο αυτές απλώνονται ακτινωτά γύρω από τα γόνατα και τους αγκώνες, η μέθοδος με την οποία πλάθονται το πρόσωπο και τα χέρια με τη χρήση της σκιάς, όπως και η πλούσια καμπύλη στο θρόνο της Θεοτόκου, αποτελούν εξέλιξη της ελληνικής και ελληνιστικής τέχνης, παραμένοντας πιο κοντά στη φύση απ’ ό,τι η τέχνη της Δύσης σε μεταγενέστερες περιόδους. Ωστόσο η αυστηρή τήρηση των άνω προτύπων δεν εμπόδισε την εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης, καθώς οι απλές παραστάσεις της πρωτοχριστιανικής τέχνης μεταμορφώθηκαν στους μεγάλους κύκλους των επιβλητικών και επίσημων συνθέσεων που δεσπόζουν στο εσωτερικό της βυζαντινής εκκλησίας 141. Στη Δύση η βυζαντινή τέχνη απέκτησε ένα προγεφύρωμα στη Βενετία, με την κατασκευή του Αγίου Μάρκου, ενώ εξαπλώθηκε στη Ρωσία με την επίσημη επικράτηση του Χριστιανισμού στο Κίεβο το 988.

πολεοδομική πολιτική

Παρά την ευρεία διάδοση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα του Κράτους η παρεμβατική πολεοδομική πολιτική σε θέματα αστικού σχεδιασμού δεν αποτελούσε τον κανόνα. Μια σημαντική νομοθετική παρέμβαση στο δομημένο περιβάλλον με ευρύτερες διαστάσεις στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της πόλης συνιστά η διάταξη των αυτοκρατόρων Αρκαδίου και Ονωρίου του έτους 398 περί κατεδαφίσεως οικοδομημάτων που στένευαν τις πλατείες ή καταργούσαν τις στοές, η οποία περιλήφθηκε στα «Βασιλικά» 142. Η βυζαντινή πολεοδόμηση χαρακτηρίστηκε γενικώς από την έλλειψη αυστηρής διάταξης, την απουσία ενός ολοκληρωμένου σχεδίου πόλης και τη χρησιμοποίηση της κτιριολογικής κληρονομιάς των προκατόχων πόλεων143. Στο πλαίσιο αυτό προωθήθηκε μια

140 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 105-106.141 Gombrich E. H., όπ. αν., σ. 138.142 C. 8.11.14, «Bασιλικά» 58.12.14 «Τα παραπίσσια καλούμενα οικήματα ή και άλλα οιαδήποτε συνημμένα ή τείχεσι ή οίκοις ιδιωτικοίς και αίτια γινόμενα εμπρησμών ή κλοπών ή στενούντα τας πλατείας ή στοάς καταλυέσθω». 143 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 51.

Page 53: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

πολιτική αποκέντρωσης της πόλης, η οποία συνοδεύτηκε από την κατασκευή κοινόχρηστων και κοινωφελών κτιρίων στο επίπεδο της γειτονιάς 144. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το στοιχείο αυτό είναι ένα άλλο στοιχείο της σύγχρονης πόλης που παρατηρείται ήδη στην Βυζαντινή εποχή. Ωστόσο η ανοικοδόμηση δεν ήταν τυχαία, καθώς αφενός αυτή έπρεπε να είναι σύμφωνη με ορισμένους κτιριοδομικούς κανόνες 145 και αφετέρου στον αστικό ιστό υπήρχαν ευδιάκριτες περιοχές με αποκλειστικές ή μεικτές χρήσεις. Ενδεικτικά στη Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα διακρίνεται το Διοικητικό κέντρο της πόλης, αποτελούμενο από την περιοχή των βυζαντινών ανακτόρων, το οποίο συνόρευε με το εμπορικοπολιτιστικό κέντρο, όπου βρίσκονταν η μεγάλη αγορά (ΝΔ) και το στάδιο (ΒΔ). Εν συνεχεία ακολουθούσε το οικονομικό κέντρο με το λιμάνι. Η περιοχή της «Άνω Πόλης περιελάμβανε πολλές εκκλησίες και μονές, ενώ στα όρια αυτής προς την περιφέρεια της πόλης υπήρχε μια περιοχή αδόμητη. Τα δε χριστιανικά νεκροταφεία ήταν συγκεντρωμένα προς την έξοδο της πόλης 146.

προστασία του περιβάλλοντος

Επιπλέον κανόνες προστασίας του δομημένου, του πολιτιστικού και του φυσικού περιβάλλοντος είχαν ήδη θεσπισθεί από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Ενδεικτικά σύμφωνα με διάταξη του αυτοκράτορα Ζήνωνα (474/475 και 476-491), η οποία μνημονεύεται ρητά στις νεαρές 63 και 165 του Ιουστινιανού και έμμεσα στη νεαρά 113 του Λέοντος του Σοφού, προβλεπόταν ο εξωτερικός «καλλωπισμός» κεντρικών καταστημάτων στην Κωνσταντινούπολη 147. Στο ίδιο πνεύμα, με σκοπό τη μη αλλοίωση της αισθητικής μορφής των επιμέρους οικοδομημάτων και κατ’ επέκταση του συνόλου της πόλης, επετράπη η μεταφορά μαρμάρων από μια οικοδομή σε άλλη στην ίδια πόλη, μόνο αν η έκτασή της μεταφοράς δεν παραμόρφωνε την πρόσοψη του αρχικού κτίσματος 148. Κρατική μέριμνα είχε επίσης προβλεφθεί

144 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο δεύτερο, 2.1.145 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο δεύτερο, 2.1.146 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 211.147 «Καλλωπίζεσθαι τα τοιαύτα οικήματα ήτοι εργαστήρια μαρμάροις έξωθεν, ώστε κάλλος μεν διδόναι τη πόλει, ψυχαγωγήν δε τοις βαδίζουσι» (C. 8. 10. 12. 6 b). Η διάταξη αυτή του Ζήνωνος περιλήφθηκε, με συνοπτική διατύπωση, και στα «Βασιλικά» (58. 12. 23) και από εκεί στη Μεγάλη Σύνοψη των Βασιλικών (Κ 9. 43), μαρτυρώντας τη σημασία της και στους επόμενους αιώνες. Τρωιάνος Σ. Ν., όπ. αν. Για τη Μεγάλη Σύνοψη των Βασιλικών βλ. Ζέπος Ι και Π., «Jus graecoromanum», Αθήναι 1931 (ανατύπ. Aelen 1962), τ. Ε, σ. 240, Τρωιάνος Σ.,«Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου», Αθήνα-Κομοτηνή 1986, σ. 122 επ. 148 Πρόκειται για διάταξη του ρωμαίου αυτοκράτορα Σευήρου Αλέξανδρου του έτους 222, η οποία περιλήφθηκε στα «Βασιλικά». (Β. 58.11.2) «Πραγματείας χάριν ουκ ώφελον τα οικήματα καταστρέφεσθαι και τα μάρμαρα αποσπάσθαι. Από οίκου μέντοι εις έτερον οίκον

Page 54: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Σύμφωνα με τον θεοδοσιανό Κώδικα παλιά οικοδομήματα τα οποία χαρακτηρίζονταν ως «ευγενή έργα» (opera nobilia) απολάμβαναν ιδιαίτερης προστασίας όχι μόνο για λόγους αισθητικής αλλά και χάρη της πολιτιστικής τους σημασίας. Είναι ενδεικτική η διάταξη του ίδιου κώδικα με την οποία δινόταν προτεραιότητα στην επισκευή ή την αναστήλωση παλιών μνημείων έναντι της ανέγερσης νέων 149. Εντούτοις πολλές από τις σχετικές διατάξεις του θεοδοσιανού Κώδικα δεν διατηρήθηκαν στον ιουστινιάνειο ούτε στην κωδικοποίηση της μεσοβυζαντινής εποχής, εξαιτίας κυρίως της μετατροπής πολλών αρχαίων ναών σε χριστιανικούς τόπους λατρείας, καθώς και της γενικότερης αποστροφής της Εκκλησίας προς τα μνημειώδη ειδωλολατρικά οικοδομήματα της αρχαιότητας 150. Αντιθέτως με τη σταδιακή επικράτηση του χριστιανισμού εφαρμόστηκε μια πολιτική ανάδειξης και προστασίας της χριστιανικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Το βάρος δόθηκε στην κατασκευή εκκλησιών, όπως η Αγία Σοφία ή η Αγία Ειρήνη στην Κωνσταντινούπολη, και Παλατιών, συμβόλων του κλέους της αυτοκρατορικής εξουσίας, όπως το Παλάτι του Πορφυρογέννητου στην Κωνσταντινούπολη. Ενδεικτική της πολιτικής βούλησης προστασίας των μνημείων της Ορθοδοξίας θεωρείται η ταχύτατη ανοικοδόμηση του ναού της Αγίας Σοφίας το 537, μετά την καταστροφή του στη Στάση του Νίκα το 532 151. Τέλος μεταξύ των διατάξεων της βυζαντινής νομοθεσίας για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος χαρακτηριστικές είναι η αναφορά στο κεφάλαιο 45 του βιβλίου Β των «Γεωπονικών» 152 στη σημασία του δάσους και σε οδηγίες προς τους γεωργούς για τη δεντροφύτευση των γειτονικών τους λόφων ή βουνών, η ανάδειξη στο έργο του Θεόδωρου Μετοχίτη (13ος/14ος αι.) με τίτλο «Υπομνηματισμοί και σημειώσεις γνωμικαί» 153 της αισθητικής πλευράς του φυσικού περιβάλλοντος και η επίδρασή του στο θυμικό των ανθρώπων, η μέριμνα για την επάρκεια του ύδατος στον τίτλο 20 του βιβλίου 58 των «Βασιλικών» με επικεφαλίδα «περί καθημερινού ύδατος και θερινού και περί ρείθρων» και η προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος με την εισαγωγή στη

μετεφέρειν έξεστιν, εν ω μη σώος εστιν΄ επεί κεκώλυται δια την ευκοσμίαν της πόλεως και την πρόσοψιν».149 C. Th. 15.1.29.150 Τρωιάνος Σ. Ν., «Η προστασία…», όπ. αν. 151 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 106.152 Πρόκειται για ένα κείμενο γραμμένο από άγνωστο συμπιλιτή γύρω στα μέσα του 10ου αι. με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ζ του Πορφυρογέννητου στο πλαίσιο της προσπάθειάς του για την «κωδικοποίηση» των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων. Γεωπωνικά, Geoponicorum sive de re rustica libri XX (…) post Petri Needhami curas (…) ab Io. Nicolao Niclas, Λειψία 1781, τ. Ι, σ. 203 επ.153 Metochitae Theodori, «Miscellanea philosophica et historica», εκδ. Th. Kiessling, Λειψία 1821, ανατύπ. Άμστερνταμ 1966.

Page 55: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

νομοθεσία της έννοιας του «ζώντος ύδατος». Η έννοια αυτή χαρακτηρίζεται από τη διηνεκή αιτία των υδάτων, παραπέμποντας στα αενάως ρέοντα ύδατα του σύγχρονου θετικού δικαίου, σε αντίθεση με τα ευκαιριακά υδάτινα αποθέματα που δημιουργούνται από τις βροχοπτώσεις 154.

5. Ο Μεσαίωνας στη Δυτική Ευρώπη

ιστορικά γεγονότα

Την ίδια περίοδο η Δυτική Ευρώπη διένυε τον Μεσαίωνα. Η περίοδος από τον 4ο έως τον 7ο αι. χαρακτηρίσθηκε από μια σειρά ιστορικών γεγονότων, με κυριότερα τις επιδρομές και την εγκατάσταση γερμανικών φύλων και Αράβων, έντονων φυσικών φαινομένων, όπως καταιγίδες και πλημμύρες, και την εξάπλωση της βουβωνικής πανώλης το 542. Από τον 7ο έως τον 10ο αι. κυριαρχούσαν οι επιδρομές των γερμανικών φύλων, των Αράβων και των Βίκινγκς με μια μακρά περίοδο σταθερότητας μεταξύ 8ου και 9ου αι. που κορυφώθηκε με την ίδρυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας 155. Η στέψη του Όθωνα Α της Γερμανίας ως αυτοκράτορα στη Ρώμη το 962 σήμανε την απαρχή του μέσου Μεσαίωνα (10ο-14ο αι.), που χαρακτηρίστηκε από τη δημιουργία του δικτύου των πόλεων και από μια οικονομική και πνευματική ανάπτυξη. Τέλος με τον ύστερο Μεσαίωνα (14ο-16ο αι.) η ευρωπαϊκή Δύση εισήλθε σε μια περίοδο παρακμής, αποτέλεσμα της «μεγάλης πανούκλας» και των πολεμικών συγκρούσεων, με σημαντικότερη τον εκατονταετή πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας (1337-1453) 156. Τα άνω ιστορικά και φυσικά γεγονότα στον Μεσαίωνα διαδραμάτισαν με τη σειρά τους καθοριστικό ρόλο στην κοινωνία και την οικονομία των οικισμών και τη δημιουργία των σύγχρονων πόλεων της Δυτικής Ευρώπης.

154 Βλ. τίτλο 13 του βιβλίου 58 των «Βασιλικών» με επικεφαλίδα «περί ύδατος και ύδατος ομβριμαίου κωλύσεως», τίτλο 16 του ίδιου βιβλίου με επικεφαλίδα «Περί του μή τι εν ποταμώ δημοσίω ή εν τη αυτού όχθη γένηται, ίνα χείρον πλευσθή ή ρεύσει παρό τω πρώτω θέρει έρεε, και περί όχθης ασφαλείας». Ο εν λόγω τίτλος είχε ως προέλευση τον τίτλο 12 του βιβλίου 43 του Πανδέκτη. Επιπλέον μια διάταξη για την προστασία των ποταμών από τη ρύπανση η οποία είχε εκδοθεί το 391 από τους αυτοκράτορες Θεοδόσιο Α, Αρκάδιο και Ονώριο υιοθετήθηκε από το θεοδοσιανό Κώδικα (7.1.13), τον ιουστινιάνειο Κώδικα (12.35.12) , τα «Βασιλικά» (57.3.12) και τέλος τη Μεγάλη Σύνοψη των Βασιλικών (κεφάλαιο Σ 4.18). Τρωιάνος Σ. Ν., «Η προστασία…», όπ. αν. 155 Την ημέρα των Χριστουγέννων το 800 ο Καρλομάγνος στέφθηκε από τον Πάπα Λέοντα Γ πρώτος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. «Atlas historique», όπ. αν., σ. 119.156 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 19-21, 100, Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 139-140.

Page 56: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κοινωνία – οικονομία

Οι συνεχείς επιδρομές και πολεμικές συγκρούσεις προκάλεσαν μια διαρκή ανασφάλεια στους λαούς με αποτέλεσμα την κοινωνική διαστρωμάτωση των οικισμών της υπαίθρου σύμφωνα με το φεουδαρχικό σύστημα γύρω από τρεις τάξεις: ιερείς, πολεμιστές και αγρότες 157. Κύριος κάθε οικισμού ήταν συνήθως ένας στρατιωτικός αρχηγός, ο οποίος παραχωρούσε τη νομή της γης σε έναν ακόλουθό του με αντάλλαγμα την στρατιωτική και νομική υποτέλεια του τελευταίου προς τον κύριο. Η εκτεταμένη έκταση των οικισμών επέτρεψε τη δημιουργία διαδοχικών φέουδων και αντίστοιχων βαθμών υποτέλειας με αποτέλεσμα τον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών του λαού, καθώς οι χωρικοί, δουλοπάροικοι, ήταν υποχρεωμένοι νομικά να διαμένουν εφ’όρου ζωής στο κτήμα που καλλιεργούσαν, προσφέροντας συγχρόνως τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες στον φεουδάρχη, ενώ μόνο μια μειοψηφία της ανώτερης κοινωνικής τάξης απολάμβανε προσωπικές ελευθερίες. Οι δε κάτοικοι των πόλεων για να αντιμετωπίσουν την τυραννία των χωροδεσποτών συγκροτήθηκαν και αυτοί κατά ένα αντίστοιχο σύστημα, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση εκτέλεσης των στρατιωτικών καθηκόντων τους υπέρ της κοινότητας. Ταυτόχρονα η αύξηση της περιουσίας των μοναστηριών, κυρίως χάρη σε κληροδοτήματα και δωρεές ευσεβών, επέτρεψε την εφαρμογή του φεουδαρχικού συστήματος και στους μοναστηριακούς οικισμούς με επικεφαλής έναν κληρικό 158. Η προαναφερόμενη οικονομική και κοινωνική οργάνωση διευκόλυνε τον εκχριστιανισμό των λαών της Δυτικής Ευρώπης και επέτρεψε τη διάδοση της θεοκρατικής χριστιανικής φιλοσοφίας. Ειδικότερα από τον 5ο έως και τον 10ο

αιώνα η ερήμωση και ο θρυμματισμός των πόλεων και η συνακόλουθη παρακμή των βιοτεχνικών και εμπορικών δραστηριοτήτων προς όφελος της αγροκαλλιέργειας κατέστησαν δυσχερή την παραγωγή νέων φιλοσοφικών ιδεών, αναδεικνύοντας τον θεοκεντρισμό του ιερού Αυγουστίνου της ύστερης ρωμαϊκής εποχής σε κυρίαρχη φιλοσοφική τάση 159. Η γνώση ταυτιζόταν με την πίστη, ώστε η γνώση και η αλήθεια να συμφωνούν με τη γνώση και την αλήθεια της Εκκλησίας. Αυτή η ταύτιση αποτέλεσε την κύρια αιτία της μεγάλης ενότητας του Σχολαστικισμού, της φιλοσοφίας που κυριάρχησε στη Δύση από το 1200-1453 160. Στη διάδοση του Σχολαστικισμού συνέβαλε μια

157 Lallement M., όπ. αν., σ. 33.158 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος ΙΣΤ, όπ. αν., σ. 930-931. 159 Lallement M., όπ. αν., σ. 32-33.160 Αρχικώς σχολαστικός αποκαλείτο ο δάσκαλος των «επτά ελευθέρων τεχνών» σε ένα από τα σχολεία των Ι. Ναών ή Μοναστηρίων που ιδρύθηκαν επί Καρλομάγνου (814). Εν συνεχεία ο χαρακτηρισμός αυτός αποδόθηκε στους δασκάλους της θεολογίας. Η Σχολαστική φιλοσοφία αποτελούσε τη σχολική φιλοσοφία της Δυτικής Μεσαιωνικής

Page 57: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κοινωνιολογική αλλαγή που άρχισε να συντελείται από τον 12ο αι. με την οργάνωση των πρώτων αστικών κοινοτήτων, την ανάπτυξη του εμπορίου και νέων τεχνικών αγροκαλλιέργειας, καθώς και με τη διαμόρφωση μιας καινούργιας αριστοκρατίας, των ιπποτών (bellatores) 161. Αυτή η αστικοποίηση οδήγησε στη δημιουργία πόλεων, πανεπιστημίων, της πρακτικής του δανεισμού με τόκο και στις σταυροφορίες, οι οποίες αποτέλεσαν πηγή πλουτισμού της Δυτικής αστικής τάξης.

φιλοσοφικά ρεύματα

Η επίδραση της άνω εξέλιξης στο φιλοσοφικό επίπεδο ήταν αφενός η εκ νέου ανάγνωση των έργων του Αριστοτέλη, αν και προοδευτικά αυτή προσέλαβε κανονιστικό χαρακτήρα, και αφετέρου ο κλονισμός του χριστιανικού δόγματος στα ιδεαλιστικά και ασκητικά του θεμέλια 162. Κύριος εκπρόσωπος του αριστοτελισμού στον Μεσαίωνα θεωρείται ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης (1225-1274), μαθητής του Αλβέρτου του Μέγα (1193-1280), με το έργο του Summa Theologiaie, που έγραψε μετά από αίτημα του πάπα. Επανεπικυρώνοντας την αρχή του πλάστη Θεού, επιχείρησε να τεκμηριώσει την ύπαρξη του Θεού με νέες θεωρητικές αποδείξεις, δίχως να διαχωρίζει, όπως και ο Αριστοτέλης, το σώμα από την ψυχή 163. Με την ενσωμάτωση των αριστοτελικών αρχών μέσα σε ένα αυστηρό και ορθολογικό θεολογικό σύστημα γεφύρωσε τη γνώση και την πίστη. Ειδικότερα σύμφωνα με τον Ακινάτη η γνώση και η πίστη, αν και διαφέρουν ως προς το περιεχόμενο, δεν είναι αντιφατικές καθώς και οι δύο πηγάζουν από εκδηλώσεις του Θείου: η γνώση από τον Λόγο και η πίστη από την Αποκάλυψη 164. Συμπερασματικά είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η φιλοσοφία κατά τον Μεσαίωνα στη Δύση χαρακτηρίστηκε από τη σύγκρουση δύο κατευθύνσεων μια πλατωνική με κύριο εκφραστή τον Ιερό Αυγουστίνο και συνεχιστή του, τον Bonaventura (1221-1274) και μια αριστοτελική με κύριο εκφραστή τον άγιο Θωμά τον Ακινάτη 165. Ως αντίδραση στην άνω διαμάχη και κατά την ύστερη περίοδο

Εκκλησίας (11ο -15ο αι.). Στην ουσία πρόκειται για τη Μεσαιωνική ελληνική φιλοσοφία που αναπτύχθηκε κυρίως στην Ανατολή και διαδόθηκε βαθμιαία στις χώρες της Δύσης. Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 286,318, 320.161 Lallement M., όπ. αν., σ. 34.162 Lallement M., όπ. αν., σ. 33.163 Lallement M., όπ. αν., σ. 35.164 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 336-337.165 Η αντιπαράθεση αυτή εκφράστηκε μέσω της ιδεολογικής διαμάχης δύο ταγμάτων: των Δομινικανών, αριστοτελικών, και των Φραγκισκανών, πλατωνικών. Πρόκειται για μοναστικά τάγματα, τα οποία ιδρύθηκαν από τον άγιο Δομίνικο (1172-1221) και τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης (1181-1226) αντίστοιχα, χωρίς περιουσιακά δικαιώματα, τα οποία απέκτησαν αυξημένη επιρροή, καθώς και το αποκλειστικό προνόμιο να μεταβαίνουν από

Page 58: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

της Σχολαστικής φιλοσοφίας ταυτόχρονα με την άνθηση του μοναχισμού αναπτύχθηκε ο Μυστικισμός 166 με αναφορές στην μετακλασική φιλοσοφία, όπως η απάθεια από τον υλικό κόσμο του Μάιστερ Έκκαρτ (1260-1327) η οποία παραπέμπει στην απάθεια των σκεπτικών. Παρατηρείται επομένως μια σπειροειδής εξέλιξη της Μεσαιωνικής φιλοσοφίας με βάση αναφοράς την εξέλιξη της κλασικής και μετακλασικής φιλοσοφίας, επιδρώντας άμεσα στη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος και της τέχνης.

μορφή της πολιτικής εξουσίας

Η κύρια συμβολή του θεοκεντρισμού στη διαμόρφωση της πολιτικής εξουσίας στη Δυτική Ευρώπη συνίσταται αφενός στη ραγδαία άνοδο της παπικής εξουσίας και αφετέρου στην αναγνώριση από τον άγιο Θωμά τον Ακινάτη της μοναρχίας ως το καλύτερο πολίτευμα με το σκεπτικό ότι με αυτήν, όπως και με το Θεό, διασφαλίζεται η ενότητα στην πολλαπλότητα167. Ταυτόχρονα η πολιτική αστάθεια ευνόησε την παπική εξουσία με την καλλιέργεια του καισαροπαπισμού και την ανάδειξη του Πάπα σε ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων, καθώς μόνο αυτός, ως εκπρόσωπος του Θεού, μπορούσε να δίνει το χρίσμα στον εκάστοτε μονάρχη, και ιδιαίτερα στον διάδοχο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μετά τον 11ο αι. η ηγετική θέση της παπικής εξουσίας οδήγησε την Αγία Έδρα στην ανάληψη της οργάνωσης των σταυροφοριών. Στο πλαίσιο του καισαροπαπισμού ο πάπας Γρηγόριος Ζ (1073-1085) εκστράτευσε κατά της σιμωνίας, της εμπορευματοποίησης δηλαδή των εκκλησιαστικών αξιωμάτων και υπέρ της αγαμίας των ιερωμένων. Το έργο του συνεχίστηκε από τον Ιννοκέντιο Γ (1198-1216), τον ισχυρότερο ίσως πάπα κατά τον Μεσαίωνα, ενώ ο Βονιφάτιος Η το 1302 εισηγήθηκε τη θεωρία των «δύο ξιφών», σύμφωνα με την οποία τόσο η κοσμική όσο και η πνευματική ηγεσία της χριστιανοσύνης όφειλαν να τελούν υπό τον έλεγχο της παπικής Εκκλησίας168. Ο Μυστικισμός την ύστερη περίοδο του Μεσαίωνα ευνόησε τη δημιουργία κινημάτων διαμαρτυρίας κατά του πλουτισμού της Εκκλησίας όσο και ορισμένων

τόπο σε τόπο για να διδάσκουν. Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 336-339, Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος ΙΣΤ, όπ. αν., σ. 930-931, «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 100.166 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 340-346.167 Εκτός από τις πολιτικές επιδράσεις, ο Θωμισμός επέδρασε και στον οικονομικό τομέα με τη νομιμοποίηση της ιδιοκτησίας, την αποκατάσταση της χειρονακτικής εργασίας, τον καθορισμό μιας αντικειμενικής τιμής στις συναλλαγές, σύμφωνα με το δόγμα της δίκαιης τιμής, και την απαγόρευση του επιτοκίου, καθώς δεν θεωρήθηκε αποδεκτή η αποζημίωση μέσω του επιτοκίου του χρόνου, ο οποίος ανήκει μόνο στον Θεό. Lallement M., όπ. αν., σ. 35, «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 100.168 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 100.

Page 59: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

διδαχών της, με ενδεικτικό αυτό του Τζων Γουίκλιφ (1330-1984). Ταυτόχρονα το αίτημα για αναμόρφωση της Εκκλησίας εντάθηκε μετά το παπικό σχίσμα (1378-1415) κατά το οποίο δύο συνδιεκδικητές του παπικού τίτλου υποστηρίζονταν από διαφορετικό κοσμικό ηγέτη 169.

τέχνη – αρχιτεκτονική

Στην τέχνη διαμορφώθηκαν δύο αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, ο Ρωμανικός ή Νορμανδικός 170 και ο Γοτθικός, που αποτελεί εξέλιξη του πρώτου επηρεαζόμενη από την επικράτηση του καισαροπαπισμού στη Δυτική Ευρώπη. Η ρωμανική αρχιτεκτονική δανείστηκε τρία στοιχεία από τη ρωμαϊκή: α) το μήκος της βασιλικής, με τον ίδιο τρόπο που ο ρωμαϊκός τρούλος επηρέασε τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, β) το σταυροθόλιο από τις θέρμες και γ) το ημικυκλικό τόξο από την οικοδομική 171. Το αποτέλεσμα ήταν μια εκκλησία ψηλή με αρθρωτά και γεμάτα ραβδώσεις υποστυλώματα και τόξα, με χοντρούς τοίχους και περιορισμένη διακόσμηση με τη λάξευση των λίθων της οικοδομής με «φάλτσα», ραβδώσεις και με στοιχεία ενσωματωμένων ημικιόνων 172. Θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε την επίδραση του θεοκεντρισμού στο ύψος και την οξεία κορυφή των πύργων του ναού, δημιουργώντας την εντύπωση ενός ρωμαλέου οικοδομήματος που άγγιζε το Θείο. Αυτός ήταν άλλωστε και ο κεντρικός σκοπός που υπηρετούσαν η λειτουργία, η δομή και η διακόσμηση του ναού, εκφράζοντας την ταύτιση της γνώσης με την πίστη. Από τον 12ο αι. η επικράτηση του σχολαστικισμού με πολιτική έκφανση τον καισαροπαπισμό και ειδικότερα την εκδήλωσή του μέσω του κεντρικού κράτους της Ile de France, το οποίο εξάλλου περιβαλλόταν από ιδιαίτερο θρησκευτικό κύρος,173 αποτέλεσε τον κύριο λόγο μετάβασης από τον ρωμανικό στον γοτθικό ρυθμό 174, μέσω της χρησιμοποίησης ελαφρότερων ξύλινων οδηγών175. Τα βασικά χαρακτηριστικά της γοτθικής αρχιτεκτονικής ήταν: α) το οξυκόρυφο τόξο, β) η κατά κανόνα επίστεγη ή μετέωρη αντηρίδα, γ) η νεύρωση ή βεργίο του θόλου και δ) οι ραβδώσεις. Το καθοριστικό όμως αρχιτεκτονικό άλμα για τη μετάβαση στον γοτθικό ρυθμό εντοπίζεται στην εκμετάλλευση των διαφόρων δυνατών μεταβολών της γωνίας της κορυφής των οξυκόροφων τόξων και των 169 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν, σ. 101.170 Η ονομασία Νορμανδικός χρησιμοποιείται για τον Ρωμανικό ρυθμό στην Αγγλία.171 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 128-134.172 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 134, 140.173 Οι δομικές και αισθητικές αρχές του Γοτθικού ρυθμού ξεκίνησαν από τους καθεδρικούς ναούς του Saint Denis, του Lan, της Sartre, της Αμιένης, του Beauvais, του Leman και της Bοurges και μεταδόθηκαν σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 167174 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 165-167.175 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 135.

Page 60: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

νευρώσεων ώστε το άνοιγμα του σταυροθολίου να προσλαμβάνει σχεδόν οποιοδήποτε σχήμα ανάλογα με τη λειτουργία της κάτοψης 176.

πολεοδόμηση

Ο συνδυασμός του συνόλου των άνω παραγόντων επηρέασε την εξέλιξη της πολεοδόμησης με την αναγωγή της πόλης στο κέντρο αγοράς της αγροτικής υπαίθρου, καθώς και στον τόπο άσκησης της εμπορικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας από τις συντεχνίες. Ειδικότερα η εκκλησία και το κτίριο κατοικίας του επισκόπου αναδείχθηκαν στα κυριότερα στοιχεία του δομημένου περιβάλλοντος. Ο καθεδρικός ναός κατασκευαζόταν στην κεντρική πλατεία, κυριαρχώντας στον ορίζοντα του αστικού τοπίου, ενώ μαζί με τα άλλα διασκορπισμένα εκκλησιαστικά κτίρια, όπως τα μοναστήρια, προσέδιδαν μια μυστηριακή θρησκευτική αίσθηση, ενισχύοντας την ιερότητα της φυσιογνωμίας της πόλης 177. Ταυτόχρονα για λειτουργικούς λόγους το διοικητικό κέντρο ή διοικητήριο (Δημαρχείο) χωροθετούνταν στο κέντρο της πόλης, ενώ το κτίριο των εμπόρων, όπου ελάμβαναν χώραοι συναντήσεις και οι διαπραγματεύσεις, βρισκόταν κοντά στην εμπορική αγορά 178.

Επιπλέον η διαδικασία ανανέωσης και ανάπτυξης της μεσαιωνικής πόλης προϋπέθετε τη συνέχεια των δύο σημαντικότερων λειτουργιών της πόλης: α) της αμυντικής, με την ανάπτυξη του κάστρου (castrum), και της εμπορικής, με την ανάπτυξη της αγοράς και της συνοικίας των εμπόρων (bourg). Η απουσία όμως έως τον 11ο αι. μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη συντονισμού κατά την ανάπτυξη των δύο άνω λειτουργιών, καταλήγοντας σε έναν μη γεωμετρικό σχεδιασμό. Παράλληλα η εδραίωση του καισαροπαπισμού και της πολιτικής εξουσίας από τον 11ο αι. οδήγησε στην ίδρυση νέων πόλεων υπό την προστασία της βασιλικής ή εκκλησιαστικής εξουσίας με την εκπόνηση σχεδίων από έμπειρους πολεοδόμους (locatores). Δημιουργήθηκαν αφενός μικρής κλίμακας οικισμοί, οι οποίοι λειτουργούσαν ως τοπικές αγορές (forum), και αφετέρου κύριοι οικισμοί, ως κέντρα υπερτοπικού εμπορίου μεγάλων αποστάσεων στην

176 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 173-176.177 Ο σεβασμός και η ιερότητα ενός τόπου διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τόπο, ενώ η βαρύτητά τους στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου χαρακτήρα του τόπου πρέπει να συνεκτιμηθεί με αυτή των λοιπών ιδιοτήτων που αποτελούν εκφάνσεις του «καλού», όπως η αντιληπτική καθαρότητα, το συγκινησιακό στοιχείο, το στοιχείο της προσφοράς (επικοινωνία, συναλλαγή), της χρησιμότητας (παροχή ωφέλειας) ή της καλής εφαρμογής της νομιμότητας. Στεφάνου Ιωσήφ και Ιουλία, όπ. αν., σ. 38. 178 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 185.

Page 61: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κορυφή του αναπτυσσόμενου αστικού συστήματος 179. Στις αρχές του 14ου αι. με την ανάπτυξη του Μυστικισμού την άνθηση των μοναστηριών και την παρακμή των πόλεων, το 80% του πληθυσμού κατοικούσε και εργαζόταν σε αγροτικούς οικισμούς χωρίς κατά κανόνα ιδιαίτερη οχύρωση, χωροθετημένοι συνήθως κοντά στο κάστρο του τοπικού φεουδάρχη. Η εκκλησία, ως η μόνη πέτρινη κατασκευή, χρησίμευε για την ύστατη προστασία της κοινότητας από τις μετακινούμενες επικίνδυνες ομάδες, όπως οι ληστές 180. Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη ότι η μετάβαση κατά τον Μεσαίωνα από το αποκεντρωτικό φεουδαρχικό σύστημα σε ισχυρά βασίλεια και από το ρωμανικό ρυθμό στον γοτθικό οδήγησαν σε μια μεγάλη ποικιλία πολεοδομικών μορφών και προσανατολισμού, από μια ελαστικότερη συγγενή μορφή του ιπποδάμειου συστήματος 181 έως έναν μη γεωμετρικό σχεδιασμό της πόλης, με συνηθέστερο το ακτινωτό σχέδιο με κέντρο την εκκλησία, δείγμα της έλξης και της εξουσίας που αυτή ασκούσε 182.

Οι εξελίξεις του ύστερου Μεσαίωνα έγιναν αντιληπτές στον ελλαδικό χώρο μεταξύ 13ου και 15ου αι., παρά το βραχύβιο της Λατινικής Ανατολικής Αυτοκρατορίας, με την ίδρυση ελληνικών Δεσποτάτων υποτελών στα Λατινικά Κράτη στην περιοχή της Αττικής, της Βοιωτίας, της Ηπείρου της νότιας Θεσσαλίας, της Θράκης, της Μακεδονίας, της Δυτικής Πελοποννήσου και του μεγαλύτερου μέρους της νησιωτικής χώρας. Ειδικότερα η περίοδος της Λατινικής Ελλάδας δέχθηκε αρχικώς την γαλλική επίδραση με τις δυναστείες των des la Roche και Villehardouin κατά τον 13ο αι., εν συνεχεία την καταλανική με τους Καταλανούς μισθοφόρους και τελικά την ιταλική υπό το καθεστώς των Τοσκανών τραπεζιτών Acciaiuoli κατά τον 14ο αι. 183.

6. Η Περίοδος της Τουρκοκρατίας

179 Ενδεικτικά στη Γερμανία κατά τον 11ο αι. ιδρύθηκαν περίπου 120 πόλεις, ενώ μεταξύ 1200-1400 χτίστηκαν 1500 νέες πόλεις. Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 174.180 Στη Γερμανία η ανάπτυξη των οικισμών αυτών ήταν γραμμική ή παρόδια, στη ζώνη επιρροής των Γερμανών-Σλάβων, στην κάτω κοιλάδα του Έλβα επικρατούσε ο τύπος του κυκλοτερού χωριού, γύρω από έναν ελεύθερο χώρο για περιπτώσεις ανάγκης, ενώ στη νότια Ευρώπη εμφανίστηκε ένας συνδυασμός των δύο προαναφερόμενων τύπων οικιστικής ανάπτυξης με τη χωροθέτηση των σπιτιών γύρω από έναν ελλειψοειδή χώρο με χωράφια στο πίσω μέρος του χωριού. Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 181.181 Κατά τον Lavedan το μεσαιωνικό ιπποδάμειο σύστημα γεννήθηκε τον Μεσαίωνα ως σχηματοποίηση των συγγενών του μη γεωμετρικών μορφών ή και ως μίμηση κήπων ή ακόμα ως αποτέλεσμα στρατιωτικών αναγκών. Lavedan, 1926, σ. 252-4, 442-3.182 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 158, 169, Lavedan, 1926a, σ. 227-269, 1926, σ. 252-4, 442-3.183 Loriot D., «Les Princes d’Orient. Histoire de la Grèce franque (1204-1430)», εκδ. Librairie Kauffmann, Αθήνα 2004, σ. 159, 252.

Page 62: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ιστορικά γεγονότα

Το μείζων ιστορικό γεγονός στον ελληνικό χώρο από τα μέσα του 15ου αι. έως τον 19ο αι. αποτελεί η οθωμανική κατοχή με τη δημιουργία μιας ενιαίας αυτοκρατορίας, η οποία κατά την περίοδο της ακμής της εκτείνονταν από τη Μεσοποταμία έως και την Αλγερία και από τη βόρειο Αφρική έως την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα που συνέβαλαν στην ακμή και την παρακμή της αυτοκρατορίας ήταν η άλωση της Κωνσταντινούπολης επί Μωάμεθ Β το 1453, η περίοδος των μεταρρυθμίσεων επί βασιλείας του Σουλεϊμάν του Μέγα (1520-1566), ενώ η περίοδος από το 1567 έως το 1661 184 σήμανε την απαρχή της παρακμής της αυτοκρατορίας μέχρι την οριστική διάλυσή της μετά το τέλος του Α Παγκόσμιου πολέμου 185.

κοινωνία - οικονομία

Η εδραίωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας με επικρατές στοιχείο τον ισλαμικό πληθυσμό και με ισχυρές μειονότητες κυρίως Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων και Αράβων. Η συνύπαρξη αυτή δεν ήταν ομοιογενής σε κάθε πόλη αλλά μεταβαλλόταν ανάλογα με τη γεωστρατηγική της θέση και τις ιστορικές εξελίξεις. Ενδεικτικά η Αθήνα το 1530 εμφάνιζε μια μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση της τάξης των 3000 περίπου νοικοκυριών στα οποία πλειοψηφούσε κατά 99% ο χριστιανικός πληθυσμός 186. Αντίθετα στη Σμύρνη από το 1653 έως το 1836 το τουρκικό στοιχείο ήταν το επικρατές, σε ένα σύνολο πληθυσμού που κυμαινόταν από 90.000 έως 150.000 κατοίκους και μόνο μετά το 1837 άρχισε να επικρατεί το ελληνικό στοιχείο187. Στη

184 1571: Ναυμαχία της Ναυπάκτου, 1591: Νέος Αυστροτουρκικός πόλεμος, 1606: Συνθήκη ειρήνης του Σιτβατόροκ μεταξύ Αυστρίας και Τουρκίας.185 Την 1η Νοεμβρίου 1922 καταργήθηκε το σουλτανάτο. Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος ΚΓ, όπ. αν., σ. 198-199, 223, «Atlas historique», όπ. αν., σ. 204-205, 363. 186 Την εποχή εκείνη η Αθήνα ήταν η 4η μεγαλύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας μετά την Κωνσταντινούπολη, την Ανδριανούπολη και τη Θεσσαλονίκη με 10,2% μέσο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού την περίοδο από το 1529 έως το 1570. Καρύδης Δ.Ν. «Αθήνα-Αττική στον πρώτο αιώνα Οθωμανικής κατοχής», «Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος», εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Α Τόμος, Αθήνα 1985, σ. 52187 Το 1837 στην πόλη της Σμύρνης κατοικούσαν 55.000 Έλληνες, 45.000 Τούρκοι, 13.000 Εβραίοι, 5.000 Αρμένιοι και 12.000 Ευρωπαίοι. Ο συνολικός πληθυσμός της πόλης ανερχόταν σε 130.000 κατοίκους. Fragakis E., “The “Raya” Communities of Smyrna in the 18th century (1690-1820). Demography and economic activities”, «Πρακτικά…», όπ. αν., σ. 28-29.

Page 63: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Σμύρνη τον 18ο αι. οι Έλληνες ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και τη ναυτιλία, οι Αρμένιοι με το εμπόριο και κτηματομεσιτικά θέματα, οι Εβραίοι με εμπορικές και χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, οι Ευρωπαίοι με εξαγωγές, ενώ οι Τούρκοι ήταν ως επί το πλείστον γαιοκτήμονες 188. Ωστόσο η μεγάλη υπεροχή του ισλαμικού πληθυσμού στο σύνολο της Αυτοκρατορίας, κυρίως λόγω της συνύπαρξης Τούρκων και Αράβων είχε ως αποτέλεσμα την διάδοση και επικράτηση του Ισλάμ και την ανάδειξή του σε κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα.

θρησκεία

Με το τουρκικό σουνιτικό Ισλάμ προωθήθηκε η παραδοσιακή, ορθόδοξη θρησκεία 189 και επιβλήθηκε μια αυστηρή πειθαρχία στην πνευματική έκφραση 190. Η ισλαμική διδασκαλία στηρίζεται στην τήρηση πέντε θεμελιωδών καθηκόντων από κάθε πιστό, τα οποία είναι καταγεγραμμένα στον κανονικό νόμο (σαρία): α) πίστη στον έναν Θεό, τον Αλλάχ, και στον προφήτη του, τον Μωάμεθ, β) καθημερινή προσευχή πέντε φορές την ημέρα σύμφωνα με καθορισμένο τύπο και με το πρόσωπο στραμμένο στη Μέκκα, γ) ελεημοσύνη, δ) νηστεία την ημέρα κατά τη διάρκεια του Ραμαζανίου και ε) ιερό προσκύνημα στη Μέκκα τουλάχιστον μια φορά κατά τη διάρκεια της ζωής κάθε πιστού 191. Πρόκειται για μια μονοθεϊστική θρησκεία με άμεση επίδραση στη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος και την τέχνη.

πολίτευμα

Η αποδοχή του Ισλάμ από τους Οθωμανούς οδήγησε στην διαμόρφωση ενός θεοκρατικού πολιτεύματος με την επιβολή ενός απολυταρχικού καθεστώτος με μια πολυσχιδή αυταρχική γραφειοκρατία, ικανή να συντάσσει λεπτομερείς καταγραφές, να εκπονεί μια ομοιογενή εσωτερική πολιτική, να επιβάλει ένα

188 Fragakis E., όπ. αν., σ. 30-32.189 Η κυριότερη αίρεση είναι αυτή των σχιιτών, η οποία επικράτησε από τον 6ο αι. στην Περσία, σύμφωνα με την οποία νόμιμος ιμάμ, δηλαδή επικεφαλής της Εκκλησίας, θεωρείται ο γαμπρός του Μωάμεθ, Αλή, με αποτέλεσμα τη συνέχεια της θείας αποκάλυψης με τον Αλή και την οικογένειά του. Καθώς ο Αλή θεωρείται πεπιστευμένος (βαλής) υπό του Θεού και ανώτερος του Μωάμεθ, ο εκάστοτε διάδοχος του Αλή αποτελεί συνεχή ενσάρκωση του Θείου. Αντίθετα σύμφωνα με την παραδοσιακή σουνιτική διδασκαλία, ο Μωάμεθ υπήρξε ο τελευταίος και μέγιστος των προφητών, με αποτέλεσμα το αιώνιο κύρος και το αλάθητο του Κορανίου. Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος ΙΓ, όπ. αν., σ. 218.190 Braudel F., «Γραμματική των Πολιτισμών», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης», Αθήνα 2003, σ. 157.191 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος ΙΓ, όπ. αν., σ. 218.

Page 64: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

σύστημα υποχρεωτικής εργασίας και να συγκεντρώνει τεράστια αποθέματα χρυσού και αργύρου. Ταυτόχρονα για την ενίσχυση της άμυνας της Αυτοκρατορίας εγκαθίσταντο συστηματικά νομάδες, έποικοι, στα Βαλκάνια, ενώ ο στρατός ήταν σκληρά εκπαιδευμένος 192. Ειδικότερα η επίδραση του Ισλάμ είναι εμφανής στις δύο σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις του Οθωμανικού κράτους: αυτήν του Μωάμεθ Β και αυτήν του Σουλεϊμάν του Μέγα. Σύμφωνα με τη νέα συλλογή νόμων (κανουνναμέ), που εξεδόθη επί Μωάμεθ Β και η οποία αποτέλεσε τη βάση της διοίκησης μέχρι τις αρχές του 19ου αι., ο ιερός αριθμός 4, προς τιμήν των τεσσάρων αγγέλων φρουρών του Κορανίου, και των τεσσάρων πρώτων χαλιφών, αποτέλεσε τη βάση της οργάνωσης και της ιεραρχικής τάξης της κυβέρνησης. Η οργάνωση του Κράτους εξομοιώθηκε με μια σκηνή, με την είσοδο να αντιστοιχεί στην κυβέρνηση (θύρα, πύλη, και κατόπιν Υψηλή Πύλη), και τους τέσσερις στύλους να αντιστοιχούν στους τέσσερις πρώτους αξιωματούχους του Κράτους: τον πρωθυπουργό (βεζύρη), τον στρατοδίκη (καζασκέρη), τον υπουργό Οικονομικών (δεφτερδάρη) και τον φύλακα της υπογραφής του σουλτάνου (νισαντζή). Άλλο σημαντικό δείγμα του θεοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος αποτελούσε η εξουσία των ιερονομολόγων και ιεροδικών (ουλεμάδες), ενώ ο μουφτής της Κωνσταντινούπολης, επικεφαλής των μουφτήδων των επαρχιών, έφερε τον τίτλο του πρύτανη του ισλαμισμού (σεϊχ-ουλ-ισλάμ) και είχε επιπλέον αρμοδιότητες αρχιδικαστή (καδή) 193. Το ίδιο θεοκρατικό πνεύμα διέπνεε τη νομοθετική μεταρρύθμιση του Σουλεϊμάν του Μέγα με την επέκταση μεταξύ άλλων των προνομίων και της δικαιοδοσίας των ιερονομολόγων, την ανάδειξη του σουλτάνου σε χαλίφη, διάδοχο του Μωάμεθ και αρχηγό των Μουσουλμάνων όλου του κόσμου, την ίδρυση ενός νέου θρησκευτικού αξιώματος (σαντρι-ρουμ) στο οποίο υπήχθησαν μέχρι το 1730 οι ιεροδικαστές και οι θρησκευτικοί λειτουργοί της Τρίπολης, της Τύνιδας, του Αλγερίου και της Κριμαίας, και κυρίως με την επέκταση των αρμοδιοτήτων του μουφτή της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος κατέληξε βαθμιαία να θεωρείται ίσος προς τον βεζύρη 194.

Στο πλαίσιο αυτό θεσπίστηκε ένα αποκεντρωτικό σύστημα κρατικής οργάνωσης με τρεις διοικητικές υποδιαιρέσεις, τον καζά (νομός), τον οικισμό ή δήμο (nahiye, συνήθως μια πόλη ή κωμόπολη με τη γύρω περιοχή της) και τη συνοικία (mahalle), ενώ οι εθνικοθρησκευτικές μειονότητες, οι συντεχνίες ή τα θρησκευτικά τάγματα, (millet) ήταν αρμόδια για επιμέρους τομείς κοινωνικής πολιτικής, όπως η δημόσια υγεία, η παιδεία και η κοινωνική πρόνοια. Το αποκεντρωτικό αυτό σύστημα, που ίσχυσε έως τις 192 Braudel F., όπ. αν., σ. 159. 193 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος ΚΓ, όπ. αν., σ. 198.194 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος ΚΓ, όπ. αν., σ. 199.

Page 65: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

μεταρρυθμίσεις του 1839, γνωστές ως πολιτική του Τανζιμάτ, εφαρμοζόταν και στη διοίκηση του αστικού χώρου των επαρχιών. Σε κάθε πόλη το σύνολο της δημόσιας, δημοτικής και δικαστικής εξουσίας ανήκε στην αρμοδιότητα του καδή της πόλης, ο οποίος διοριζόταν από την κυβέρνηση για ένα ή περισσότερα χρόνια και ασκούσε τα καθήκοντά του σύμφωνα με τον θρησκευτικό νόμο. Κύρια φροντίδα του αποτελούσαν η εποπτεία και ο έλεγχος των συντεχνιών, η είσπραξη των φόρων και η αστυνόμευση της πόλης. Μόνο τα δημόσια έργα και τα έργα κοινής ωφέλειας κρατικής σημασίας, όπως γέφυρες, υδραγωγεία και κτίρια για τη στέγαση φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων ελέγχονταν είτε από έναν αρχιτέκτονα επικεφαλής ή επιστάτη των μαστόρων (mimarbasi ή mimar aga) είτε από έναν αξιωματούχο επιφορτισμένο με τη φροντίδα της πόλης (sehiremini) 195.

τέχνη – αρχιτεκτονική

Οι αρχές του παραδοσιακού θεοκεντρικού Ισλάμ εκφράστηκαν και στην οθωμανική τέχνη, καθώς αναπτύχθηκαν μόνο οι τέχνες που υποστηρίχθηκαν από τη θρησκεία με κριτήριο τη συνεισφορά τους στην κατασκευή και διακόσμηση των τζαμιών. Κατά συνέπεια δεν αναπτύχθηκαν η γλυπτική και η ζωγραφική, καθώς απαγορευόταν από το Ισλάμ η απεικόνιση προσώπων, ούτε η μουσική, καθώς αυτή δεν συνοδεύει την προσευχή. Αντιθέτως εξελίχθηκαν τέχνες, όπως η καλλιγραφία, η κατασκευή βιτρώ, το λάξευμα των λίθων και των ξύλων, η κατασκευή τσινιών (φαγιαντινών), ταινιών, καθώς και η υφαντουργία 196. Τα σχέδια που χρησιμοποιούνταν ήταν συνήθως γεωμετρικά εμπνευσμένα από τη φύση, τονίζοντας το θεοκεντρικό χαρακτήρα της θρησκείας 197. Επρόκειτο κυρίως για κλαδιά, φύλλα, βλαστάρια, μπουμπούκια, τουλίπες, τριαντάφυλλα, υακίνθους, γαρύφαλλα, ροϊδολούλουδα και τσαμπί σταφυλιού. Την εξυπηρέτηση των επιταγών του Ισλάμ με σκοπό την ανάδειξη του θείου μεγαλείου υπηρετούσε και η αρχιτεκτονική με την κατασκευή μεγαλεπήβολων τζαμιών με εμφανή την επίδραση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Η σύνδεση του δομικού στοιχείου, του λειτουργικού και του διακοσμητικού για την καλύτερη δυνατή έκφραση του θεοκεντρισμού του ορθόδοξου Ισλάμ είναι ιδιαίτερα ορατή στο Μπλε Τζαμί της Κωνσταντινούπολης, το μοναδικό τζαμί με έξι μιναρέδες 198.

195 Καραδήμου Γερόλυμπου Α. «Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Θεσσαλονίκη και Βορειοελλαδικές Πόλεις στο τέλος του 19ου αιώνα» εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 20, 23, 24.196 www . enduro . gr / files / contact _ gr . shtml 197 «Le Petit Larousse illustré», εκδ. Larousse, Παρίσι 1992, σ. 553.198 Κτίσθηκε από τον αρχιτέκτονα Μεχμέτ Αγά μέσα σε 7 χρόνια (1603-1617). Αποτελεί το μεγαλύτερο τζαμί που κατασκευάστηκε από τους Οθωμανούς. Ειδικότερα ο κεντρικός

Page 66: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Σκοπός του αρχιτέκτονα ήταν η επίτευξη μιας εξωτερικής αρμονίας μεταξύ του ημισφαιρικού θόλου και των θολίσκων ώστε να προκαλείται μια αίσθηση ψυχικής ανάτασης των πιστών. Ταυτόχρονα στην κύρια πύλη της εξωτερικής αυλής που βλέπει προς τον Ιππόδρομο κρεμάστηκε μια αλυσίδα για το άλογο του σουλτάνου, ο οποίος από το σημείο αυτό πήγαινε πεζός στο τζαμί. Στο εσωτερικό του, που είναι διακοσμημένο με τσινιά και χειροποίητα χαλιά, επικρατεί το μπλε χρώμα, αποτέλεσμα των πέντε σειρών παραθύρων με βιτρώ, που επιτρέπουν την είσοδο του φωτός 199.

διαμόρφωση του χώρου

Στο πλαίσιο αυτό ο αστικός χώρος διακρίθηκε σε δημόσιο και ιδιωτικό με την υπαγωγή του πρώτου στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης και του δεύτερου σε αυτήν των εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων (millet). Σε ό,τι αφορά στον δημόσιο χώρο η έμφαση της πολιτείας δινόταν στην κατασκευή του μεγάλου κεντρικού τζαμιού και της κεντρικής αγοράς, σε αντίθεση με τη χωροθέτηση του διοικητικού κέντρου, η θέση του οποίου δεν ήταν σταθερή, ενώ συχνά, όπως στην περίπτωση της Βαγδάτης, της Τύνιδας και του Αλγερίου, αυτό τοποθετούνταν προς την έξοδο της πόλης. Η γενική τάση των Οθωμανών διατήρησης της προγενέστερης χωροθέτησης του πολιτικού κέντρου είναι εξάλλου ενδεικτική της μειωμένης βαρύτητας της πολιτικής εξουσίας σε σχέση με τη θρησκευτική 200. Αντιθέτως το μεγάλο τζαμί αποτελούσε τον πυρήνα ενός βακουφικού συγκροτήματος, το οποίο είχε αναδειχθεί σε κεντρικό συστατικό στοιχείο της οθωμανικής πόλης. Ειδικότερα τα βακούφια αποτελούσαν θρησκευτικά καταρχήν ιδρύματα, τα οποία είχαν ιδρυθεί από τον σουλτάνο και την οικογένειά του, υψηλούς αξιωματούχους, επαρχιακούς διοικητές και ιδιώτες, και περιελάμβαναν έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό ιδρυμάτων και έργων κοινής ωφέλειας, όπως τεμένη, σχολεία, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, υδραγωγεία, οδικά έργα και γέφυρες. Για την οικονομική συντήρηση των βακουφίων κατασκευάζονταν επίσης προσοδοφόρα οικοδομήματα, όπως χάνια, λουτρά, καταστήματα και εργαστήρια 201. Επιπλέον η επικράτηση του ισλαμικού και εμπορικού

τρούλος του τζαμιού έχει ύψος 43 μ. και διάμετρο 23,5 μ., ενώ ο κεντρικός ημισφαιρικός θόλος, στηριζόμενος σε πελώριους κίονες με διάμετρο 5 μ., πλαισιώνεται από τέσσερις θολίσκους. Το τζαμί είναι σχεδόν τετράγωνο με διαστάσεις 51 μ. επί 53 μ. www.enduro.gr/files/contact_gr.shtml 199 www.enduro.gr/files/contact_gr.shtml 200 Raymond A., «Les caractères généraux des villes arabes à l’époque moderne», «Πρακτικά…», όπ. αν., σ. 15-25.201 Καραδήμου Γερόλυμπου Α. όπ. αν., σ. 24. Ενδεικτικά το συγκρότημα του Μπλε Τζαμιού στην Κωνσταντινούπολη περιελάμβανε ένα ιεροδιδασκαλείο, ένα πτωχοκομείο, ένα σχολείο, ένα μαυσωλείο σουλτάνου, μια μνημειώδη κρήνη για το κοινό και μια αγορά με

Page 67: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

στοιχείου της πόλης διαφαινόταν και από τον σχεδιασμό της, ο οποίος είχε ακτινοκεντρική μορφή γύρω από το κεντρικό τζαμί, ενώ οι εμπορικές χρήσεις ήταν χωροθετημένες κατά ομόκεντρους πέριξ αυτού κύκλους202. Ειδικότερα συνήθως παρατηρούνταν ένας ατρακτοειδής σχηματισμός του δικτύου των δρόμων, ενώ το κέντρο της πόλης προσεγγιζόταν έμμεσα και πολλαπλώς με τη διαδοχική διαίρεση των εισερχόμενων στην πόλη αρτηριών σε δύο κλάδους, ώστε να σχηματίζεται τελικώς ένα πλέγμα στενών και καμπύλων δρόμων, που αποτελούσαν τον πολεοδομικό ιστό 203. Θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι το πνεύμα των πολεοδομικών διατάξεων διαπνεόταν από την εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής λειτουργικότητας, ενώ θέματα εξωραϊσμού του αστικού χώρου 204 και προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς δεν απασχολούσαν την οθωμανική νομοθεσία.

Αντίθετα με τα ισχύοντα για τον δημόσιο χώρο, ο ιδιωτικός χώρος σχεδιαζόταν από τις εθνικοθρησκευτικές κοινότητες με αποτέλεσμα την άναρχη δόμηση και τη διαμόρφωση ενός περίπλοκου αστικού ιστού, όπου συχνά ο δρόμος αποτελούσε προέκταση της ιδιωτικής αυλής. Ενδεικτική είναι η πολεοδόμηση της εβραϊκής συνοικίας της Θεσσαλονίκης κατά τον 17ο

και 18ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός περιπεπλεγμένου ιστού με αδιέξοδα και κρυφές εξόδους, στοές υποβαστάζουσες κτίρια και περιφρόνηση κάθε σχεδίου ή οικοδομικής γραμμής 205. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολεοδόμηση των Ελλήνων στη Βόρεια Ελλάδα παρουσιάζει η συλλογή κανονισμών «Νομικόν» (1788) του Θεόφιλου Ιωαννίνων, επισκόπου Καμπανίας, η οποία εφαρμόστηκε ευρύτατα στις περιοχές της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Ειδικότερα το 28ο κεφάλαιο αυτής της συλλογής, με επικεφαλίδα «Περί σπητίων κτήσεως και των άλλων εν αυτοίς περιστατικών», περιελάμβανε διατάξεις σχετικές με την οικοδόμηση κατοικιών και άλλων κτισμάτων, εμπνευσμένες από τη βυζαντινή πολεοδομική νομοθεσία 206 και κυρίως περιορισμούς κυριότητας λόγω του γειτονικού δικαίου 207.

7. Η Δυτική Ευρώπη από τον 16ο αι. έως τον 19ο αι.

ομοειδή καταστήματα. www . enduro . gr / files / contact _ gr . shtml 202 Raymond A., όπ. αν.203 Τσακόπουλος Π., «Τρίπολη: Πολεοδομική, μορφολογική μελέτη της μετάβασης από την οθωμανική στη νεοελληνική πόλη», «Πρακτικά…», όπ. αν., σ. 297 επ.204 Καραδήμου Γερόλυμπου Α. όπ. αν., σ. 32.205 Nehama J., «Histoire des Israélites de Salonique», t. VI, VII, εκδ. Communauté Israélite de Théssalonique, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 19, 381-419.206 Καραδήμου Γερόλυμπου Α., όπ. αν., σ. 35-36.207 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο δεύτερο, 3.2.

Page 68: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ιστορικά γεγονότα

Η περίοδος αυτή είναι αρκετά πλούσια σε ιστορικά γεγονότα με έντονες αλληλεπιδράσεις μεταξύ της θρησκείας και της πολιτικής. Ειδικότερα κατά τη διάρκεια του 16ου και του 17ου αι. οι μοναρχίες της Δυτικής Ευρώπης κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μια σειρά εξεγέρσεων κατά της αυταρχικής πολιτικής της κεντρικής εξουσίας. Ταυτόχρονα το μείζον ιστορικό γεγονός αποτέλεσε ο κατακερματισμός του χριστιανικού κόσμου με την εξάπλωση του προτεσταντισμού και την ανάδειξή του σε επίσημη θρησκεία σε μεγάλα τμήματα της βόρειας Γερμανίας, στη Σουηδία, τη Δανία, τη Σκωτία και τη Βρετανία. Το αίτημα για Μεταρρύθμιση της μορφής της παπικής εξουσίας, όπως εκφράστηκε από τον Λούθηρο (1483-1546) και τον Καλβίνο (1509-1564) στόχευε στην απόρριψη της αυθεντίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και οδήγησε σε αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις, όπως οι θρησκευτικοί πόλεμοι στη Γαλλία (1562-1598) και ο Τριακονταετής πόλεμος (1618-1648). Η έκταση του κινήματος της Μεταρρύθμισης οριοθετήθηκε από τη ραγδαία ανάκαμψη του ρωμαιοκαθολικισμού, γνωστή ως Αντιμεταρρύμιση μετά το Συμβούλιο του Τριδέντο (1563), στο οποίο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επαναβεβαίωσε το δόγμα της. Στο πολιτικό επίπεδο οι θρησκευτικοί αυτοί πόλεμοι αφενός αποτέλεσαν την αφορμή για την έκφραση της αντιπαλότητας μεταξύ των δύο κυρίαρχων μοναρχιών, των Γάλλων και των Αψβούργων, και αφετέρου οδήγησαν σε δυσπραγία την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία μετά τη λήξη του Τριακονταετούς πολέμου (1648) και έως την κατάλυσή της το 1806, συνεπεία της παρέμβασης του Ναπολέοντα, εξελίχθηκε στο φυσικό πολιτικό πλαίσιο της Γερμανίας. Την ίδια περίοδο η γεωγραφική επέκταση της Γαλλίας σε συνδυασμό με την πολιτιστική και οικονομική της άνθιση την ανέδειξαν στο ισχυρότερο κράτος της Ευρώπης υπό δύο διαφορετικά καθεστώτα, αυτό της απόλυτης μοναρχίας επί Λουδοβίκου ΙΔ (1661-1715) και αυτό της αυτοκρατορίας επί Ναπολέοντα (1800-1814), ενώ η γαλλική επανάσταση του 1789 σήμανε την απαρχή μιας σειράς εθνικών επαναστάσεων με αίτημα την πολιτική ελευθερία. Η εξεταζόμενη περίοδος λήγει το 1815 με την οριστική ήττα του Ναπολέοντα και τον έλεγχο των στρατηγικής σημασίας αποικιών από τους Βρετανούς, αναδεικνύοντάς τους σε κυρίαρχη δύναμη παγκοσμίως 208. Τα προαναφερόμενα θρησκευτικά και πολιτικά γεγονότα επηρέασαν καθοριστικά την κοινωνία και την οικονομία της Δυτικής Ευρώπης.

κοινωνία – οικονομία

208 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 182-187, 190-193, «Atlas historique», όπ. αν., σ. 309.

Page 69: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Στις αρχές του 16ου αι. το 80% του πληθυσμού της Δυτικής Ευρώπης ήταν αγροτικός υπό το καθεστώς των ανελεύθερων, οι πόλεις ήταν μικρές, οι χειροβιοτεχνίες μικρής κλίμακας και οικογενειακής δομής, και η τεχνολογία είχε σημειώσει μικρή πρόοδο στη βιομηχανία και τη γεωργία 209. Εντούτοις πάνω από 15% του πληθυσμού κατοικούσε σε πόλεις ή μεγάλα χωριά, ενώ στην Κάτω και Βόρεια Ιταλία και τις Κάτω χώρες το ποσοστό αυτό ήταν μεγαλύτερο. Επομένως είχε ήδη ξεκινήσει η σταδιακή ανάπτυξη μιας αστικοποίησης μέσα στα πλαίσια ενός δικτύου αγροτοποιημένων έως ένα βαθμό οικισμών 5-6.000 πόλεων και κωμοπόλεων με πληθυσμό συνήθως από 5 έως 10.000 κατοίκους με ελάχιστους σημαντικούς οικισμούς, όπως η Ρώμη, η Πράγα και η Αμβέρσα, με πληθυσμό περίπου 50.000 κατοίκους. Η μεγαλύτερη αστική συγκέντρωση, που μπορούσε να συγκριθεί με αυτήν της Κωνσταντινούπολης παρατηρούνταν στο Παρίσι και τη Νεάπολη με πληθυσμό που υπερέβαινε τις 200.000 κατοίκους 210. Ο αστικός πληθυσμός δεν ήταν σταθερός και, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, προερχόταν από την ενδοχώρα, με αποτέλεσμα μια μεγάλη κινητικότητα 211. Με το ξέσπασμα των θρησκευτικών πολέμων, η θρησκεία αποτέλεσε ένα βασικό κριτήριο της πληθυσμιακής σύνθεσης των πόλεων, καθώς σε πόλεις που είχαν προσχωρήσει στη Μεταρρύθμιση, όπως η Ζυρίχη ή η Γενεύη ένας καθολικός ήταν ανεπιθύμητος 212. Ταυτόχρονα η τεχνολογική πρόοδος και η επιταχυνόμενη ανάπτυξη του εμπορίου, κυρίως λόγω της αποικιοκρατίας και του χρηματοοικονομικού τομέα, βελτίωσαν τη γεωργία και τη βιομηχανία με αποτέλεσμα την εντατικοποίηση της αστικοποίησης 213, η οποία εξακολούθησε παρά τις συνέπειες των συνεχόμενων πολεμικών διενέξεων. Ενδεικτικά γύρω στα 1700 ο πληθυσμός στο Λονδίνο και το Παρίσι υπερέβαινε το μισό εκατομμύριο, ενώ ο βιομηχανικός άξονας μετατοπίστηκε από την Αμβέρσα, την Μπρυζ, τη Φλωρεντία και το Μιλάνο βορειότερα σε

209 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 252.210 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 252-253. «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 180.211 Στη Λυών μεταξύ 1529 και 1531 το 60% των κατοίκων είχε γεννηθεί εκτός πόλης. Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 258.212 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 258.213 Η ανάπτυξη των πόλεων απαιτούσε όλο και μεγαλύτερη εξειδίκευση στην παραγωγή τροφίμων. Έτσι περί το 1700, η ολλανδική παραγωγή εστιάστηκε στα γαλακτοκομικά, η δανέζικη στην εκτροφή βοοειδών, ενώ με γοργούς ρυθμούς αναπτύχθηκε η ανταλλαγή δημητριακών και ξυλείας από τη Βόρειο Ευρώπη με φρούτα, λάδι και κρασί της Μεσογείου. Ταυτόχρονα η γερμανική και ιταλική υφαντουργία στηρίζονταν στην εισαγωγή μαλλιού από την Ισπανία. «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 178.

Page 70: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

μια ζώνη που εκτεινόταν από τη Βρετανία και την Ολλανδική Δημοκρατία έως τη Σαξωνία, τη Βοημία, τη Σιλεσία και περιοχές του Ρήνου 214.

Παράλληλα, υπό την πίεση των κοινωνικών εξεγέρσεων και της βελτίωσης της παραγωγικότητας, μεταβλήθηκε το καθεστώς των δουλοπάροικων, σηματοδοτώντας την κατάλυση της φεουδαρχίας. Ειδικότερα οι δουλοπάροικοι, ιδίως στην Αγγλία και τις Κάτω χώρες, απέκτησαν το δικαίωμα ενοικίασης της γης, ενώ στη Γαλλία και νοτιότερα υιοθετήθηκε η επίμορτος καλλιέργεια, σύμφωνα με την οποία οι δουλοπάροικοι αμείβονταν με μέρος της σοδειάς. Μετά δε τη γαλλική επανάσταση αυτοί απελευθερώθηκαν σταδιακά και από τις επαχθείς τους υποχρεώσεις 215. Συνοψίζοντας, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι την περίοδο από τον 16ο

έως τις αρχές του 19ου αι. η ανάπτυξη της αστυφιλίας ευνοήθηκε από την κατάλυση της φεουδαρχίας, τη βελτίωση της γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής, την άνθηση του εμπορίου και από την ένταξη των πόλεων στον ευρύτερο χώρο μεγάλων γεωγραφικά κρατών, όπως η Γαλλία, η Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και η Βρετανία, που εμπλέκονταν σε διαρκείς πολεμικές συγκρούσεις. Επιπλέον οι κοινωνικές εξεγέρσεις και οι θρησκευτικές συγκρούσεις επηρέασαν τη διαμόρφωση και τα δικαιώματα τόσο του αστικού όσο και του αγροτικού πληθυσμού.

φιλοσοφικά ρεύματα

Η ενίσχυση της αστικοποίησης στα πλαίσια σύγχρονων αυτοκρατορικών αποικιακών δυνάμεων προσέφερε το αναγκαίο υπόβαθρο για την άνθιση της φιλοσοφίας με τη μετάβασή της από τον Ανθρωπισμό της Αναγέννησης, στον Ορθολογισμό, τον Διαφωτισμό και τον Ιδεαλισμό. Με τον Ανθρωπισμό σηματοδοτείται η επιστροφή στην αρχαία κλασσική σκέψη και η έναρξη ενός γόνιμου διαλόγου μεταξύ του αρχαίου πολιτισμού και του χριστιανισμού 216. Ειδικότερα με την επαφή των ελλήνων λογίων της Ανατολής με τους λόγιους της Δύσης επ’ ευκαιρία της Συνόδου της Φλωρεντίας (1439) θεμελιώθηκε η αναγέννηση των ανθρωπιστικών σπουδών. Κατά συνέπεια εκδηλώθηκε εκ νέου η σπειροειδής εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης με φορά από την κλασσική φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, στην μετακλασική των σκεπτικών και νεοπλατωνικών. Η ίδρυση στη Φλωρεντία από τον Κόσιμο των Μεδίκων μετά από παραίνεση του Γεωργίου Γεμιστού (1355-1452) μιας Ακαδημίας του Πλάτωνα σηματοδότησε την αναβίωση της

214 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 180.215 Αντίθετα η φεουδαρχία ενισχύθηκε στην Ανατολική Ευρώπη, όπου η θέση των αγροτών άγγιζε τα όρια της δουλείας. «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 178.216 Braudel F., όπ. αν., σ. 467.

Page 71: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

πλατωνικής σκέψης με την συμφιλίωση του όντος και της ανθρώπινης ύπαρξης 217. Την ίδια περίοδο το Πανεπιστήμιο της Πάδουα εξελίχθηκε σε κέντρο του αριστοτελισμού με τη δημιουργία δύο ρευμάτων: αυτό των «Αββεροϊστών» με εκπρόσωπο τον Α. Niphus (1473-1546) και αυτό των «Αλεξανδρινών» με εκπρόσωπο τον P. Pomponatius (1462-1525) 218. Τέλος ο νεοπλατωνισμός εκφράστηκε μέσω της αναβίωσης των θέσεων του Πλωτίνου από πλήθος λογίων, όπως ο J. Reuchlin (1455-1552), ο οποίος διέδωσε τον Ανθρωπισμό από την Ιταλία στη Γερμανία. Όπως συνέβη και στην αρχαιότητα, αλλά και στον Μεσαίωνα, το σύνολο των αντιτιθέμενων απόψεων οδήγησε σε μια σκεπτική φιλοσοφική προσέγγιση με κύριο εκφραστή αυτήν τη φορά τον Μ. Montaigne (1533-1592), προσανατολισμένο προς τις αντιλήψεις του Κικέρωνα 219. Με το πέρας των θρησκευτικών συγκρούσεων και τις μεταβολές που αυτές επέφεραν στην κοινωνία και την οικονομία των πόλεων δημιουργήθηκε η κοινωνική ανάγκη επαναφοράς αντικειμενικών αξιών και ενός γενικού συστήματος αναφοράς στην προσπάθεια άφιξης στην αλήθεια 220. Η φιλοσοφική αυτή τάση εκφράστηκε μέσω του Ορθολογισμού με κύριο εκπρόσωπο τον Καρτέσιο (1596-1650), ο οποίος πρότεινε μια γεωμετρική μέθοδο, με σκοπό την άφιξη στην αλήθεια με μοναδική βοήθεια αυτήν του ορθού λόγου. Σύμφωνα με την καρτεσιανή μεθοδολογία τέσσερα είναι τα βασικά γνωρίσματα του ορθού λόγου: α) η μη αποδοχή του μη προφανώς αληθινού, β) η διαίρεση των σύνθετων σε απλά, γ) η ταξινόμηση των εννοιών με αφετηρία τις απλούστερες και δ) η επίγνωση της ύπαρξης των σημαντικότερων πραγμάτων στα πιο ασήμαντα221. Ωστόσο ο Καρτέσιος αποδεχόταν την ύπαρξη έμφυτων ιδεών, όπως η ανθρώπινη ψυχή και ο Θεός, τον οποίο θεωρούσε ως τη μόνη καθαρή υπόσταση η οποία είναι η έμφυτη ιδέα ενός άπειρου και τέλειου Όντος 222. Εκτός από τον Καρτέσιο η φιλοσοφία του ορθολογισμού εκφράστηκε από τον Spinoza (1632-1677) και τον Leibniz (1646-1716), ο οποίος, αν και ορθολογιστής, αποδεχόταν την ύπαρξη εμπειρικών ιδεών, προετοιμάζοντας το έδαφος για τον αγγλικό Διαφωτισμού του 18ου αι., που εκφράστηκε με τον Εμπειρισμό 223. Η κύρια διαφορά του Εμπειρισμού από τον Ορθολογισμό έγκειται αφενός στην θεώρηση της εμπειρίας και όχι του ορθού λόγου ως πηγή της γνώσης και αφετέρου στην απόρριψη κάθε έμφυτης ιδέας εκτός από τη διανοητική 217 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 348.218 Σημείο διαμάχης των δύο ρευμάτων ήταν η αθανασία της ψυχής. Οι «Αββεροϊστές» δέχονταν την αθανασία της καθολικής ψυχής, ενώ οι «Αλεξανδρινοί» αρνούνταν κάθε μορφή συνέχισης της ζωής. 219 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 349.220 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 356-357, Braudel F., όπ. αν., σ. 494.221 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 357.222 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 358.223 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 359-362.

Page 72: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

λειτουργία. Οι αντιλήψεις αυτές προήλθαν από μια κοινωνία που γνώριζε τα αποτελέσματα της επιστημονικής προόδου κυρίως στον βιομηχανικό τομέα με κύριους εκφραστές τον Lock (1632-1704), ο οποίος μεταξύ άλλων διατύπωσε τη θεωρία της tabula rasa, τον Berkeley (1685-1753) και τον Hume (1711-1776), που πρότεινε έναν εμπειρικό σκεπτικισμό 224. Οι άνω φιλοσοφικές ιδέες επεκτάθηκαν στη Γερμανία και τη Γαλλία, όπου εξελίχθηκαν και εκφράστηκαν μέσω του Μοntesquieu (1689-1755), του Βολταίρου (1694-1778), των Εγκυκλοπαιδιστών, του Wolff (1679-1754), του Lessing (1729-1781) και του Hamann (1730-1788) 225. Συμπερασματικά θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη ότι οι σκοποί του Διαφωτισμού ήταν α) η διάγνωση και κατανόηση όλων των τομέων της ζωής μέσω του ανθρώπινου λόγου, β) η εξασφάλιση αυτοτέλειας, ελευθερίας σκέψης και δράσης και γ) η ορθολογική διεργασία των δεδομένων για τη διαμόρφωση μιας κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας σύμφωνης με τις αξιώσεις της νόησης 226. Ωστόσο το αίτημα για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και η έντονη αστικοποίηση του 18ου αι. προκάλεσαν μια φιλοσοφική αντίδραση κατά του Διαφωτισμού, η οποία στη Γαλλία εκφράστηκε αρχικά από τον Ρουσσώ (1712-1778), ο οποίος μεταξύ άλλων διακήρυξε τις αρχές της κοινωνικής μεταρρύθμισης και υποστήριξε την υπεροχή της άμεσης, συναισθηματικής, διαισθητικής γνώσης έναντι της συλλογιστικής. Τέθηκαν έτσι οι βάσεις του ρομαντισμού, που κυριάρχησε στη Γαλλία τον επόμενο αιώνα. Σύμφωνα με τον Ρουσσώ το συναίσθημα είναι ο γνώμονας όχι μόνο των ηθικών και θρησκευτικών αξιών αλλά εν μέρει και των διανοητικών 227. Στη Γερμανία η αντίδραση στον Διαφωτισμό εκφράστηκε μέσω του ιδεαλισμού με κύριο εκπρόσωπο τον Kant (1724-1804), ο οποίος επιχείρησε να εντοπίσει τα όρια της λογικής προσέγγισης. Υιοθετώντας μια σκεπτική καταρχήν θέση, ο Kant εξέφρασε την αντίληψη σύμφωνα με την οποία η γνώση, η οποία δεν είναι απόλυτη αφού περιορίζεται στο επίπεδο της εμπειρίας του ανθρώπου, προκύπτει από την ενωμένη δράση της νόησης και της αίσθησης 228. Η μετάβαση από τον Ανθρωπισμό, στον Ορθολογισμό, τον Διαφωτισμό και τις αντιλήψεις του Ρουσσώ χαρακτήρισαν ανάλογα την εξέλιξη της μορφής του πολιτεύματος και της τέχνης.

εξέλιξη της πολιτικής εξουσίας

224 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 364-367.225 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 368-374.226 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Θ, όπ. αν., σ. 299. 227 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Θ, όπ. αν., σ. 299. 228 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 374-377.

Page 73: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Ο Ανθρωπισμός της Αναγέννησης είχε ως πολιτική έκφραση την αντίδραση κατά της κεντρικής εξουσίας και του παπισμού. Ο Machiavelli (1469-1527) στους «Λόγους» περιγράφει μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων και θεωρεί το δημοκρατικό πολίτευμα που βασίζεται στην στρατιωτική ισχύ και όχι στις χριστιανικές αρετές ως το καλύτερο. Παράλληλα ο Hobbes (1508-1679) στο έργο του «Λεβιάθαν» προσομοιάζει το Κράτος με έναν φανταστικό δράκοντα ο οποίος απειλεί να καταπιεί κάθε δικαίωμα του πολίτη, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την ολοκληρωτική και ανελεύθερη πολιτεία όπου η θρησκεία, χαρακτηριζόμενη ως δεισιδαιμονία, παρουσιάζεται ως δημιούργημα του φόβου άγνωστων δυνάμεων 229. Θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η κύρια πολιτική επίπτωση του Ανθρωπισμού συνίσταται στην εκδήλωση της Μεταρρύθμισης, τον κλονισμό της φεουδαρχίας και τις εξεγέρσεις στη Δυτική Ευρώπη, όπως η Ολλανδική (1572-1648), οι εξεγέρσεις κατά της Ισπανίας στην Πορτογαλία (1640-1668) και την Καταλωνία (1640-1652) και η εξέγερση της Σφενδόνης (1648-1653) κατά του γαλλικού θρόνου 230. Με τη σειρά του ο Ορθολογισμός ως αντίδραση στον Ανθρωπισμό εκφράστηκε πολιτικά με την Αντιμεταρρύθμιση, τον θρησκευτικό φανατισμό και την απόλυτη μοναρχία με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ. Το πέρασμα στον Διαφωτισμό συνοδεύτηκε αφενός από την αντιπολιτευτική τακτική του Montesquieu εναντίον της Πολιτείας, της εκκλησίας και των ανελεύθερων και διεφθαρμένων ηθών και αφετέρου από τις θέσεις του Βολταίρου κατά της εκκλησίας και του Κράτους και υπέρ της συνταγματικής μοναρχίας και των ατομικών ελευθεριών 231. Οι θέσεις αυτές οδήγησαν σε έναν μετριασμό του απόλυτου χαρακτήρα των μοναρχιών, ενώ, συνδυαζόμενες με τις ριζοσπαστικές πολιτικές αντιλήψεις του Ρουσσώ υπέρ της λαϊκής κυριαρχίας και του Κοινωνικού Συμβολαίου των ελεύθερων πολιτών με το Κράτος, κατέληξαν στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την ανατροπή του πολιτεύματος στη Γαλλία με τη γαλλική επανάσταση του 1789.

εξέλιξη της τέχνης – αρχιτεκτονικής

Στην τέχνη η άνω φιλοσοφική πορεία εκδηλώθηκε με τη μετάβαση από την Αναγέννηση στον Μανιερισμό, το Μπαρόκ και τον Κλασικισμό. Η Αναγέννηση, ο Μανιερισμός και το Μπαρόκ γεννήθηκαν στην Ιταλία, καθώς η χώρα αυτή αφενός είχε επηρεαστεί λιγότερο από τη γοτθική αρχιτεκτονική και αφετέρου διέθετε έναν μεγάλο αριθμό ρωμαϊκών και ελληνικών μνημείων που διατηρούσαν ζωντανή τη μνήμη του μεγαλείου της Ρωμαϊκής 229 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 352-354. 230 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 184.231 Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 368-371.

Page 74: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Αυτοκρατορίας. Η επαφή με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, που συντελέστηκε με τον Ανθρωπισμό, οδήγησε σε μια γόνιμη αναβίωση της αρχιτεκτονικής παράδοσης της Αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης με αφετηρία τη Φλωρεντία επί Μεδίκων. Η εποχή της Αναγέννησης σήμανε την απομάκρυνση από την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική προς μια ανθρωποκεντρική στην υπηρεσία κατά βάση των μοναρχών και των εμπόρων. Προάγγελος της νέας αυτής τάσης θεωρείται ο τρούλος που κατασκευάστηκε από τον Brunelleschi (1377-1446) στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας. Ο Brunelleschi είχε εφεύρει μια νέα μέθοδο στήριξης του οδηγού, στήνοντάς τον σε μια ξύλινη πλατφόρμα κρεμασμένη με σιδερένιες αλυσίδες από το τύμπανο του τρούλου. Με την τεχνική αυτήν ο τρούλος δεν είχε ιδιαίτερη αντιστήριξη στη βάση του, παρά την αύξηση του βάρους του εξαιτίας της τοποθέτησης ενός φανού στην κορυφή του. Το αισθητικό αποτέλεσμα ήταν η κομψότητα του κατασκευάσματος και η δημιουργία μια νέας γραμμής στον ορίζοντα 232. Εκτός από την εισαγωγή της νέας τεχνικής στην κατασκευή του τρούλου, οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, επηρεαζόμενοι από την Νεοπλατωνική θεώρηση του κύκλου ως το τέλειο και θείο σχήμα, πρότειναν την περίκεντρη κάτοψη των ναών, ερχόμενοι σε ρήξη με τις αντιλήψεις των κληρικών, καθώς με τη νέα κάτοψη η αρχιτεκτονική λειτουργία δεν συνέπιπτε πλέον με την εκκλησιαστική τελετουργία 233. Ο κύκλος κατά τον Leone Battista Alberti (1404-1472) αποτελούσε τη βάση της θεϊκής αρμονίας με τη φύση 234. Ωστόσο ο προσανατολισμός της αρχιτεκτονικής προς τον κοσμικό χαρακτήρα υπό την επίδραση του Ανθρωπισμού επιτεύχθηκε κυρίως με την κατασκευή επαύλεων και μεγάρων (palazzi) για τις πριγκηπικές και εμπορικές οικογένειες, όπως οι Μέδικοι, οι Pitti, οι Strozzi και οι Pandolfini. Ειδικότερα τα palazzi αποτέλεσαν την αρχιτεκτονική πρόταση της Αναγέννησης για τη δημιουργία ενός νέου τύπου αστικού κτιρίου, το οποίο καταλάμβανε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο με την οικοδομική του γραμμή να φθάνει στο όριο του δρόμου. Διαθέτουν εσωτερικές αυλές με σκιερές κιονοστοιχίες, ένα ισόγειο για δευτερεύουσες χρήσεις, όπως γραφεία, στάβλοι, κουζίνες και αίθουσες φρουράς, ενώ τα πολυτελή διαμερίσματα με θολωτά ζωγραφισμένα ταβάνια βρίσκονται στον δεύτερο όροφο 235. Η άφιξη της Αναγεννησιακής τέχνης στη Ρώμη οδήγησε στην προσαρμογή του πρωτοποριακού αυτού κινήματος της τέχνης σε

232 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 219-224.233 Η ματαίωση των αρχικών σχεδίων του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη και του Αγίου Παύλου στο Λονδίνου, τα οποία προέβλεπαν περίκεντρες οκταγωνικές εκκλησίες, είναι ενδεικτική της διαμάχης μεταξύ κληρικών και αρχιτεκτόνων σχετικά με την περίκεντρη κάτοψη. Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 227.234 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 227-228.235 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 227-228.

Page 75: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

οικοδομήματα μεγαλύτερης κλίμακας, υπό την επίδραση του ένδοξου ιστορικού παρελθόντος της πόλης. Χαρακτηριστικά αναγεννησιακά οικοδομήματα της νέας, μεγαλύτερης κλίμακας θεωρούνται το Palazzo della Cancelleria και ο Άγιος Πέτρος. Ανακεφαλαιώνοντας, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την ισορροπία, την αρμονία και τη Ρωμαϊκή σοβαρότητα ως τα βασικά γνωρίσματα της Αναγέννησης, τα οποία μεταβλήθηκαν σταδιακά κατά τη μετάβαση προς το Μπαρόκ, με την χρησιμοποίηση της εσκεμμένης ασυμφωνίας, της συναισθηματικής έντασης, της κομψότητας, των σκηνικών τεχνασμάτων και της σχετικά φανταχτερής διακόσμησης που χαρακτήριζαν τον Μανιερισμό 236. Τη στροφή αυτήν στην τέχνη, έκφραση της αστικής αίγλης 237, ενστερνίστηκε και ο Μιχαήλ Άγγελος με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη (των Μεδίκων) στη Φλωρεντία 238.

Η οριστική μετάβαση στον ορθολογισμό συνοδεύτηκε από την επικράτηση του Μπαρόκ, όπου η πλαστικότητα περιορίστηκε, ενώ χρησιμοποιούνταν αυθαίρετα κάποια κλασσικά στοιχεία για την επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού 239. Στο πλαίσιο αυτό εισήχθησαν τολμηρά και ασυνήθιστα τεχνάσματα, όπως καμπύλες και έλικες με μοναδικό σκοπό την επίτευξη της απαραίτητης ενότητας σε μεγάλες επιφάνειες. Ένα χαρακτηριστικό δημιούργημα του πρώιμου Μπαρόκ αποτελεί η Εκκλησία του Ιησού στη Ρώμη, η πρώτη εκκλησία των Ιησουϊτών, που κατασκευάστηκε από τον Della Porta. Το κύριο γνώρισμα του έργου αποτελεί μια μορφή έλικας που χρησιμοποιήθηκε από τον αρχιτέκτονα για τη σύνδεση των άνω πατωμάτων με τα κάτω, πράγμα που αποτελούσε τον επιδιωκόμενο αντικειμενικό σκοπό 240. Η νέα αρχιτεκτονική πρόταση συνοδεύτηκε από την ευρεία χρήση της ωοειδούς κάτοψης εξαιτίας κυρίως της μεγάλης ικανότητας προσαρμογής και της πλαστικότητας και της ευελιξίας που προσέφερε 241. Η ιταλική αυτή επιρροή και εξέλιξη των κινημάτων τέχνης επηρέασε και τον ευρύτερο δυτικοευρωπαϊκό χώρο κατά ακανόνιστα κύματα ανάλογα με τις αντιστάσεις του γοτθικού ρυθμού. Έτσι οι Κάτω χώρες δέχθηκαν την επίδραση του Μανιερισμού και του Μπαρόκ εν συνεχεία χωρίς να έχει μεσολαβήσει μια αναγεννησιακή περίοδος, ενώ στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Γερμανία 236 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 244.237 Μωραϊτης Κ., «Αισθητική Αντιμετώπιση», «Η φυσιογνωμία…», όπ. αν., σ. 49.238 Ο προθάλαμος της βιβλιοθήκης περιλαμβάνει μια ψηλοτάβανη αίθουσα με σκάλες. Οι κίονες είναι από γκρίζο μάρμαρο, τοποθετημένοι σε εσοχές ανοιγμένες στο πάχος του τοίχου, και στέκονται πάνω σε κιονίσκους κάπως έκκεντρα τοποθετημένοι ως προς αυτούς. Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 249-250. 239 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 249. Κωσταράς Γ. Φ., όπ. αν., σ. 356.240 Gombrich E.H., όπ. αν., σ. 389-390.241 Η ωοειδής κάτοψη είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά στο αρχικό σχέδιο του Μιχαήλ - Άγγελου για τον τάφο του Ιουλίου Β., Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 271-272.

Page 76: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

παρατηρείται μια ανάμεικτη αναγεννησιακή τέχνη 242. Ταυτόχρονα στη Γαλλία ο Ορθολογισμός και αργότερα ο Διαφωτισμός εκφράστηκαν από τη νεοκλασική αρχιτεκτονική συνδυαζόμενη με το Μπαρόκ. Οι Βερσαλλίες, το Λούβρο και η Εκκλησία των Απομάχων στο Παρίσι είναι ενδεικτικά οικοδομήματα αυτής της αρχιτεκτονικής σύνθεσης που επηρέασε κυρίως τη βόρειο Ευρώπη 243. Ο Κλασικισμός περιόρισε τις αρχιτεκτονικές υπερβολές του Μπαρόκ και αποτέλεσε τον περισσότερο ορθολογιστικό, Ρωμαϊκό, καθορισμένο ρυθμό. Εξέφραζε την γενικότερη τάση για ξεκάθαρους κανόνες σε όλες τις τέχνες, από τη μουσική έως τη λογοτεχνία και την ποίηση στα πρότυπα των Ελλήνων και Λατίνων κλασικών. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα του Κλασικισμού αποτελεί η Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι, με την οποία επιχειρήθηκε μια επιστροφή, σε μεγαλύτερη κλίμακα, στη Ρωμαϊκή μνημειακή αρχιτεκτονική, ενδεικτική των προθέσεων της Ναπολεόντειας πολιτικής 244.

πολεοδομικός σχεδιασμός

Στο πλαίσιο αυτό ο πολεοδομικός σχεδιασμός της αναγεννησιακής πόλης αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης των αρχιτεκτόνων και των γεωμετρών, εκφράζοντας τον ανθρωποκεντρισμό της αρχιτεκτονικής και την ενίσχυση του κοσμικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Η επαφή με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό είχε ως αποτέλεσμα την αναβίωση των πολεοδομικών απόψεων του Βιτρούβιου, ο οποίος εισήγαγε απαιτήσεις υγιεινής και αισθητικής, παρακάμπτοντας τη θρησκευτική βάση για την οργάνωση της πόλης 245. Σε επίπεδο σχεδιασμού του αστικού χώρου η αναβίωση των άνω αντιλήψεων εκφράστηκε καλύτερα μέσω του ακτινοκεντρικού σχεδίου της πόλης με επίκεντρο το ανάκτορο, το οποίο χωροθετούνταν στο κέντρο μιας μεγάλης πλατείας. Με τον τρόπο αυτόν αφυπνίστηκε η ηρωοποίηση του αρχηγού του Κράτους, η οποία ήταν ένδειξη του Ρωμαϊκού κόσμου, προετοιμάζοντας το έδαφος για την απόλυτη μοναρχία, όπου ο μονάρχης θεωρούνταν υπεράνθρωπος 246. Ωστόσο η τοποθέτηση του καθεδρικού ναού στην κεντρική πλατεία είναι ενδεικτική αφενός του αρμονικού πνεύματος του Αναγεννησιακού 242 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 279.243 Ειδικότερα στην Εκκλησία των Απομάχων στο Παρίσι (1679) συνυπάρχει ο χαρακτηριστικός Μπαρόκ τρούλος και η πρόσοψη με τον πολύ αυστηρό ρυθμό των δίδυμων κιόνων, ενώ οι έλικες καταργήθηκαν. Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 300-316. 244 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 343. 245 Vitruve, «De l’architecture», τόμος Ι, κεφ. ΙV, εκδ. Les Belles Lettres, Παρίσι 1990.246 Mumford L., «The city in history. Its origins, its transformations and its prospects», εκδ. Harcourt, Brace and World, Inc, Νέα Υόρκη 1961, σ. 348, 351. Lagopoulos A. Ph., «From the stick to the region: Space as a social instrument of semiosis», Semiotica 1996 (1/2), σ. 99-105. Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 259-264.

Page 77: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Ανθρωπισμού και αφετέρου του σημαντικού ρόλου που εξακολουθούσε να διαδραματίζει η εκκλησία ως φορέας εξουσίας 247. Σε εφαρμογή δε της θέσης του Βιτρούβιου περί προσαρμογής των κατευθύνσεων των δρόμων της πόλης ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες, οι αναγεννησιακοί αρχιτέκτονες κατέληξαν στην τομή του ακτινοκεντρικού σχεδίου της πόλης από οχτώ ακτίνες με κατεύθυνση από το κέντρο προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και τις τέσσερις ενδιάμεσες κατευθύνσεις τους. Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο με την οργάνωση της πόλης στους οχτώ τομείς του ακτινοκεντρικού συστήματος εξασφαλίζεται η εξυγίανσή της μέσω των οχτώ κατευθύνσεων των ανέμων 248. Ταυτόχρονα στρατιωτικές ανάγκες για την προστασία της πόλης, οι οποίες προέκυψαν από τη χρήση του πυροβόλου, ελήφθησαν υπόψη από την πολιτική εξουσία για την ενσωμάτωση στον αστικό σχεδιασμό των επιταγών των αρχών της αναγκαιότητας (necessitas) και της προσαρμογής (commoditas) μέσω κυρίως της συμμετρίας, της αρμονίας και της αναλογίας. Για τον σκοπό αυτόν εισήχθη από τους γεωμέτρες η προοπτική αντίληψη του χώρου ως μια νέα θέαση της πραγματικότητας από έναν ακίνητο παρατηρητή, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο των εστιακών γραμμών της όρασής του 249. Επιπλέον η επαφή με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη της αισθητικής απόλαυσης της πόλης (voluptas) σε μια τρίτη αρχή, συνδέοντας την αισθητική με τη λειτουργικότητα στον αστικό σχεδιασμό 250. Το πλέγμα των τριών αυτών αρχών περιλήφθηκε εξάλλου στη θεωρητική πραγματεία του Alberti (1404-1472) «De Aedificatoria» 251 και εκφράστηκε στην ιδεατή αναγεννησιακή πόλη Sforinda, η οποία σχεδιάστηκε από τον Filarète (1404-1472) 252. Υπό την άμεση επίδραση της Sforida σχεδιάστηκαν πόλεις που είτε δημιουργήθηκαν σε στρατιωτικές ζώνες, όπως η Palma Nuova (1593), που ιδρύθηκε από τους Βενετούς ως προωθημένο οχυρό κατά τον Τούρκων, είτε ιδρύθηκαν με

247 Για τον λόγο αυτόν ο Lavedan θεωρεί το ακτινωτό σχέδιο ως σύμβολο ιεραρχίας περισσότερο με φορέα την εκκλησία παρά τον μονάρχη. Lavedan P., «Histoire de l’urbanisme. Renaissance et temps modernes.», εκδ. Henris Laurens 1959, Παρίσι 1959, σ. 32-33.248 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 260.249 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 259, 261-262.250 Lavedan P., «Histoire…», όπ. αν., σ. 12. Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 261.251 Ο Leon Battista Alberti θεωρείται ο πρώτος θεωρητικός της αστικής τέχνης. Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 261.252 Η μορφή της πόλης αυτής είναι ένα γεωμετρικό δεκαεξάγωνο με οχτώ εξέχουσες γωνίες, στις οποίες τοποθετήθηκαν οχτώ πύργοι, και οχτώ εισέχουσες, όπου τοποθετήθηκαν οχτώ πύλες. Στο κέντρο χωροθετήθηκε η κεντρική πλατεία με το παλάτι του δούκα, τον καθεδρικό ναό, την κύρια πλατεία των εμπόρων του οικισμού και έναν πύργο. Από το κέντρο της πλατείας ξεκινούσαν δεκαέξι ακτινικοί δρόμοι, οι οποίοι κατέληγαν στις δεκαέξι γωνίες του περιγράμματος. Επιπλέον σχεδιάστηκε μια κυκλική αρτηρία που περιβάλλει τον οικισμό, με τον σχηματισμό δεκαέξι πλατειών στα σημεία τομής της με τις δεκαέξι ακτινικές αρτηρίες. Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 263.

Page 78: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

θρησκευτικά κριτήρια την εποχή των θρησκευτικών συγκρούσεων, όπως το Freudenstadt (1599), πόλη καταφύγιο για τους προτεστάντες στην περιοχή του μέλανα δρυμού, είτε τέλος με πολιτικά κριτήρια ως πρωτεύουσες ή τόποι κατοικίας μοναρχών, όπως το Charlesville, πρωτεύουσα του Charles, Δούκα του Nevers και της Mantua 253.

Εξάλλου ήδη από τον 16ο αι. το ιπποδάμειο σύστημα θεσμοθετήθηκε εκ νέου στον Δυτικό κόσμο με πιθανή απαρχή τα ισπανικά βασιλικά διατάγματα του 1573, «νόμοι για τις Ινδίες», βάσει των οποίων ιδρύθηκαν εκατοντάδες αμερικανικές πόλεις κατά τον 16ο, 17ο και 18ο αιώνα. Όπως και στην κλασική εποχή, το σύστημα αυτό χρησιμοποιήθηκε είτε σε περιοχές όπου προωθήθηκε ο εποικισμός, όπως στην Αφρική και την Αυστραλία, είτε σε περιπτώσεις επανασχεδιασμού πόλεων μετά από καταστροφές, όπως μαρτυρούν οι προτάσεις για ανοικοδόμηση του Λονδίνου το 1666 και της Λισσαβόνας το 1756. Επιπλέον η διάδοση του ιπποδάμειου συστήματος στην ευρωπαϊκή πολεοδομία μετά τον 16ο αιώνα είχε ως συνέπεια την εφαρμογή του στη δημιουργία νέων πόλεων στην Νότια και Ανατολική Ευρώπη κατά τον 17 ο, 18 ο και 19 ο αιώνα 254. Η έλευση του Μανιερισμού εκφράστηκε στον χώρο με τη μετάβαση από τις διάσπαρτες μικρές πλατείες σε μία κεντρική μεγάλη πλατεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, όπου εκφράστηκε η ναυτική και διπλωματική ισχύς της πόλης, που είχε μετεξελιχθεί σε ένα ισχυρό πολιτικοοικονομικό κέντρο. Η ίδια αστική αίγλη εκφράστηκε και στη διαμόρφωση από τον Μιχαήλ Άγγελο του άμορφου αστικού χώρου του λόφου του Καπιτωλίου στη Ρώμη, προσδίδοντάς του μια θριαμβική κλίμακα, προάγγελο του Μπαρόκ 255. Με τη μετάβαση στο Μπαρόκ η πόλη θεωρείται ως παράρτημα του ανακτόρου. O ακτινοκεντρικός σχεδιασμός γύρω από το ανάκτορο, σύμβολο της απόλυτης μοναρχίας, υποδήλωνε την υποταγή του αστικού χώρου στην πολιτική εξουσία. Για τον σκοπό αυτόν υιοθετήθηκε η αυστηρή γεωμετρική οργάνωση της πόλης, η πόλη-πάρκο και γενικότερα η έννοια της τάξης. Ενδεικτικά η πολεοδομική αντίληψη του Μπαρόκ περιέλαβε τη δημιουργία νέων ευθύγραμμων λεωφόρων και αστικών κέντρων, όπως η Piazza del Popolo 256, 253 Lavedan P. , «Histoire…», όπ. αν, σ. 76-118. Ε. Π. Δημητριάδης, όπ. αν., σ. 265.254 Καραδήμου-Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός και ανάκτηση του χώρου της πόλης. Χαρακτήρας της πολεοδομικής παρέμβασης του κράτους κατά την μετάβαση από την Οθωμανική στην Νεοελληνική πόλη», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, Β τόμος, όπ. αν., σ. 393.255 Μωραϊτης Κ., όπ. αν., σ. 49-50.256 Η Piazza del Popolo αποτελεί μια πολύ μεγάλη πλατεία, όπου συναντώνται πολλοί δρόμοι, και συγχρόνως είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στους κήπους του λόφου του Πίντσιο και την πόλη του Βατικανού.

Page 79: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

η Piazza Navona και η Πλατεία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, έργα που υπάγονταν σε ένα φιλόδοξο σχέδιο του Πάπα Σίξτου Ε 257. Άλλη χαρακτηριστική πόλη μπαρόκ θεωρείται η Καρλσρούη (1715), ενώ σε περιπτώσεις περιορισμού του απόλυτου χαρακτήρα της μοναρχίας, όπως στο Λονδίνο 258, ο σχεδιασμός της μπαρόκ πόλης επιδεχόταν μιας μεγαλύτερης ευκαμψίας και φαντασίας 259. Η ίδια συμμετρική πολεοδομική αντίληψη παρατηρείται και στον Κλασικισμό, όπου οι ευθυγραμμίες των οδών εξέφραζαν τον ηγετικό ρόλο της κεντρικής εξουσίας μέσα από την κλασσική λιτότητα των γραμμών. Ωστόσο η κύρια διαφορά ανάμεσα στην πολεοδομική αντίληψη του Μπαρόκ και σε αυτήν του Κλασικισμού έγκειται στην υποταγή του μερικού στο γενικό με την τυποποιημένη παράθεση σε σειρά χώρων με διαφορετική εμφάνιση. Χαρακτηριστικά δείγματα του Κλασικισμού ως εκδήλωση του πνεύματος της απόλυτης μοναρχίας στον αστικό χώρο αποτελούν το Παρίσι, οι Βερσαλλίες και κυρίως η πόλη της Νανσύ, η οποία οικοδομήθηκε τον 18ο αι. από τον εξόριστο βασιλιά της Πολωνίας και Δούκα της Λωραίνης, Στανισλάς 260.

Ταυτόχρονα η περίοδος της Αναγέννησης θεωρείται ως η απαρχή της προστασίας των ιστορικών μνημείων, όπως αυτή νοείται στον σύγχρονο κόσμο. Ήδη από το 1462 είχε καθιερωθεί από τον Πάπα Πίο Β η αρχή της προστασίας των μνημείων με την πρόβλεψη αυστηρών ποινών σε όσους τα κατέστρεφαν ή τα λεηλατούσαν, ενώ με την εμφάνιση του Κλασικισμού η τάση αυτή κορυφώθηκε με την ίδρυση μουσείων, αρχαιολογικών εταιρειών και με τη συστηματική αρχαιολογία 261.

8. Η Δυτική Ευρώπη από τον 19ο αι. έως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.

ιστορικά γεγονότα

257 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 264-265. 258 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 266.259 Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί ο σχεδιασμός του Λονδίνου μετά την πυρκαγιά του 1666. Reddway Τ.Ε., «The rebuilding of London after the Great Fire», Λονδίνο 1951., Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 267-269. 260 Στην πόλη της Νανσύ ανοίχτηκε ένας καινούργιος δρόμος μέσα από την παλιά πόλη, με κατεύθυνση από τον βορρά προς τον νότο, από τον οποίο αρχίζει ένα πολεοδομικό συγκρότημα που τον συνδέει με το ανάκτορο. To σχετικό πολεοδομικό συγκρότημα αποτελείται από την τυποποιημένη πλατεία Place Royal, ακολουθεί η μακρόστενη και δενδροφυτεμένη πλατεία Place de la Carrière, η οποία καταλήγει στο μικρό ανάκτορο με το προαύλιό του. Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 345. 261 Τροβά Ε., όπ. αν., σ. 44 επ.

Page 80: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Η εξεταζόμενη περίοδος ξεκινά από το Συνέδριο της Βιέννης (1815), μετά την ήττα του Ναπολέοντα, με το οποίο εγκαινιάστηκε το λεγόμενο ευρωπαϊκό σύστημα κρατών. Επρόκειτο για ένα σύστημα που βασιζόταν σε μια ολιγαρχία πέντε δυνάμεων, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας (από το 1867 Αυστροουγγαρίας), της Ρωσίας και της Πρωσίας (από το 1871 Γερμανίας) 262, με σκοπό την περιφρούρηση της πολιτικής και κοινωνικής τάξης αφενός με την αποτροπή του κινδύνου των επαναστάσεων και αφετέρου με τη διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ των άνω δυνάμεων. Με τον τρόπο αυτόν εγκαινιάστηκε η Ευρωπαϊκή Συμφωνία με βασική αρχή τη συγκατάθεση όλων των μερών πριν από κάθε σημαντική αλλαγή στην πολιτική και εδαφική τάξη. Η ομαλή λειτουργία του συστήματος της Βιέννης αποτελεί το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός του 19ου αι., καθώς εξασφαλίστηκε μια περίοδος σχετικής ειρήνης και σταθερότητας, συμβάλλοντας στην καθιέρωση ισχυρών εθνικών κρατών, παρά το ξέσπασμα το 1848 αποτυχημένων φιλελεύθερων και επαναστατικών κινημάτων με καθοριστικότερο την Κομμούνα του Παρισιού. Το δεύτερο σημαντικό γεγονός θα μπορούσε να θεωρηθεί η ήττα του Ναπολέοντα Γ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ολοκλήρωση της Ιταλικής ενοποίησης το 1870 και την ίδρυση το επόμενο έτος της Γερμανικής αυτοκρατορίας, «δεύτερο Reich», που συνοδεύτηκε από την απόκτηση των γαλλικών επαρχιών της Αλσατίας και της Λωραίνης από τη νέα Γερμανία του Bismarck. Ταυτόχρονα ο 19ος αι. ήταν ο αιώνας κατά τον οποίο κορυφώθηκε η αποικιοκρατία με την όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, καταλήγοντας στο ξέσπασμα του Α Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918) 263. Οι ιστορικές αυτές εξελίξεις αποδείχθηκαν καθοριστικές για την κοινωνία και την οικονομία της γηραιάς ηπείρου.

κοινωνία – οικονομία

Η πολιτική σταθερότητα δημιούργησε τις κατάλληλες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες για την εκβιομηχάνιση της ηπείρου. Αρχικά μέχρι τα μέσα του αιώνα επικρατούσε μια συνύπαρξη των παραδοσιακών μεθόδων παραγωγής με τη βιομηχανική, ενώ με την επέκταση του σιδηρόδρομου και τη θέσπιση ενός σύγχρονου τραπεζικού συστήματος τις δεκαετίες 1840-1850, εκτινάχθηκε η βιομηχανική παραγωγή με την ταυτόχρονη εκμετάλλευση σιδήρου και χάλυβα 264. Κατά συνέπεια μέχρι τα μέσα του 19ου αι.

262 Συζητήσιμη ήταν η προσθήκη της Ιταλίας μετά το 1871.263 Στεφανίδης Γ. Δ., «Ο Τελευταίος Ευρωπαϊκός Αιώνας. Διπλωματία και Πολιτική των Δυνάμεων (1871-1945), εκδ. Προσκήνιο, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 41-58, «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 216-217.264 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 210-211.

Page 81: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

παρατηρείται μια αύξηση του αστικού πληθυσμού, ιδίως στις μεγάλες πόλεις, με τη δημιουργία μιας ζώνης σχετικά υψηλής πληθυσμιακής πυκνότητας κατά μήκος της Βόρειας Γαλλίας, των Κάτω Χωρών και της Κάτω Ρηνανίας, ενώ η Βρετανία εμφανίζεται ως η πιο αστικοποιημένη χώραμε το 30% του πληθυσμού της να ζει σε πόλεις άνω των 10.000 κατοίκων 265. Ενδεικτικά στη Γαλλία, μεταξύ 1815 και 1851, διαπιστώθηκε συντελεστής ετήσιας βιομηχανικής ανάπτυξης της τάξης του 2,5% με συνέπεια την επιτάχυνση της ανάπτυξης των πόλεων και την αλλοίωση του αστικού πληθυσμού. Φαινόμενα, όπως η εξαθλίωση, η εγκληματικότητα, τα παιδιά του δρόμου και οι επιδημίες ανησυχούσαν την κοινή γνώμη, όπως διαφαίνεται και από τα έργα των Balzac, Hugo και Zola266. Ωστόσο η δραστική αύξηση των άνω μεγεθών πραγματοποιήθηκε μετά το 1850 με τη δημιουργία νέων πόλεων ως περιφερειακές πρωτεύουσες, βιομηχανικά κέντρα, κόμβοι σε άξονες επικοινωνίας ή σε περιοχές αξιοποιήσιμης ενέργειας, καθώς και ως νέοι αναπτυσσόμενοι περιφερειακοί πόλοι. Αυτή η δυναμική συνοδεύτηκε από τη μείωση του πρωτογενούς τομέα, την άνοδο του τριτογενούς και την κυριαρχία του δευτερογενούς. Ταυτόχρονα αυξήθηκαν υπέρμετρα σε πληθυσμό οι πολιτικές πρωτεύουσες με τη δημιουργία προαστίων με χρήση κατοικίας για την άρχουσα και τη μεσαία τάξη, ενώ δημιουργήθηκαν και οι πόλεις θέρετρα. Η ζώνη υψηλής αστικοποίησης διευρύνθηκε, περιλαμβάνοντας τη Μ. Βρετανία, τις Κάτω Χώρες, τη ΒΔ Γερμανία για να επεκταθεί στις αρχές του αιώνα στην κεντρική Ευρώπη και τη Σιλεσία. Συνεπώς η βιομηχανική επανάσταση οδήγησε σε μια πρωτοφανή αύξηση του πληθυσμού και στην εντονότερη αστικοποίηση της ηπείρου 267 με την εμφάνιση της πολυάριθμης τάξης των εργατών στα βιομηχανικά συγκροτήματα των πόλεων (προλεταριάτο).

φιλοσοφικά ρεύματα

Η έντονη αστικοποίηση και εκβιομηχάνιση της ευρωπαϊκής κοινωνίας είχε ως συνέπεια την γένεση των δύο σημαντικότερων φιλοσοφικών ρευμάτων, του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Ο φιλελευθερισμός αποτέλεσε τη φιλοσοφική έκφραση του αντίποδα της αντιδραστικής τοποθέτησης κατά των 265 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 287-288.266 Braudel F., όπ. αν., Αθήνα 2003, σ. 529. Στο έργο του Zola «Au Bonheur des Dames» αποτυπώνονται η κοινωνική αλλοίωση, οι επιπτώσεις στην τοπική οικονομία και η αλλαγή στη φυσιογνωμία της πόλης, που επιφέρει η ίδρυση του ομώνυμου σύγχρονου πολυκαταστήματος σε μια περιοχή του Παρισιού στα τέλη του 19ου αι. Μεταξύ άλλων αναδεικνύονται θέματα, όπως η αξιοπρέπεια των εργαζομένων και η καταναλωτική συμπεριφορά της νεοανερχόμενης μεσοαστικής τάξης. 267 Κατά τον 19ο αι. ο συνολικός πληθυσμός της Ευρώπης αυξήθηκε κατά 140% και ο αστικός πληθυσμός δωδεκαπλασιάστηκε. Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 306-308.

Page 82: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αξιών και των θεσμών που προήλθαν από τη γαλλική επανάσταση με κεντρικό θέμα του την ανάδειξη και προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων με σημαντικότερο την ατομική ελευθερία. Σύμφωνα δε με τον B. Constant η ελευθερία του ατόμου στη σύγχρονη κοινωνία πρέπει να εξασφαλίζει και να παρέχει ελεύθερη διέξοδο στους πόλους προσωπικών συμφερόντων, όπως η βιομηχανία και η θρησκεία. Στα πλαίσια αυτά ο ρόλος του Κράτους θα έπρεπε να περιοριστεί στην εγγύηση των ατομικών δικαιωμάτων 268.

Στον αντίποδα αυτής της φιλοσοφικής θέσης γεννήθηκε στην Αγγλία ο σοσιαλισμός ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης ενός αστικού προλεταριάτου, ένα φιλοσοφικό ρεύμα που διαδόθηκε στη συνέχεια στη Γαλλία και τη Γερμανία. Ιδιαίτερη πνοή στη σοσιαλιστική φιλοσοφία έδωσε ο Saint Simon, ο οποίος επικαλούμενος τις χριστιανικές αρχές της αδελφοσύνης καλούσε τους ανθρώπους να συνδράμουν ως αδέλφια στην αμοιβαία ευζωία269. Πιο ριζοσπαστικός ακόμα ο Proudhon κατάγγειλε την οργάνωση της ιδιοκτησίας, καθώς αυτή παρεμπόδιζε το δικαίωμα της ελευθερίας, που συνίσταται στην ελεύθερη διάθεση των καρπών της αποταμίευσης και της εργασίας 270. Επηρεαζόμενοι από τις θέσεις του Saint Simon και του Proudhon, ο Ηegel και ο Marx εισήγαγαν τις σοσιαλιστικές ιδέες στη Γερμανία, εξελίσσοντάς τες. Ειδικότερα ο Marx προχώρησε σε ριζοσπαστικότερες θέσεις εναντιούμενος μεταξύ άλλων στην ατομική ιδιοκτησία, ως υλική και αισθητή έκφραση της αλλοτριωμένης ανθρώπινης ζωής, με το σκεπτικό ότι εμποδίζεται η ατομική ελευθερία. Η φιλοσοφική τοποθέτηση του Marx τον οδήγησε στη διατύπωση της σημαντικότερης θεωρίας του, αυτής περί της πάλης των τάξεων 271.

Η άνω σπειροειδής εξέλιξη των φιλοσοφικών ιδεών από την αριστοτελική προσέγγιση του φιλελευθερισμού και την πλατωνική του σοσιαλισμού κατέληξε στον σκεπτικό θετικισμό που διατυπώθηκε από τον A. Compte ενόψει της μετάβασης από τη στρατιωτική και θεοκρατική κοινωνία των προηγούμενων αιώνων σε μια κοινωνία βιομηχανική και επιστημονική. Ο A. Comte, ο οποίος είναι ο επινοητής του νεολογισμού «κοινωνιολογία», πρότεινε με τον θετικισμό μια επιστημονική προσέγγιση βασιζόμενη αφενός

268 Lallement M., όπ. αν., σ. 65-66. 269 Saint Simon, «Du système industriel», Παρίσι 1821, επανέκδ. στο Le Nouveau Christianisme, εκδ. Point-Seuil, Παρίσι 1969, σ. 103-105. 270 Proudhon P.–J., «Qu’est-ce que la propriété ? », εκδ. Verboeckhoven & Cie, Παρίσι 1867, σ. 13-15. 271 Lallement M., όπ. αν., σ. 105-111. Marx K., Engels F., «Manifeste du parti communiste», εκδ. Librio, Παρίσι 1998, σ. 26-41.

Page 83: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

στην ανεξάρτητη παρατήρηση των γεγονότων από κάθε αξιολογική κρίση και αφετέρου στη διατύπωση των νόμων των φαινομένων 272.

πολιτικές επιδράσεις

Στο πλαίσιο αυτό η πολιτική πλευρά του φιλελευθερισμού εκφράστηκε κυρίως από τον A. De Tocqueville (1805-1859) o οποίος, λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς την αμερικανική δημοκρατία, υποστήριζε ότι στο δημοκρατικό πολίτευμα εκφράζεται καλύτερα η ισότητα μέσω της ελεύθερης πρόσβασης στα αξιώματα και της εξασφάλισης της κοινωνικής κινητικότητας 273. Μείζονα απειλή κατά της αποτελεσματικής λειτουργίας της δημοκρατίας στη Γαλλία, αυτός θεωρούσε την ανάδυση μιας εξατομικευμένης κοινωνίας ανίκανης να αντισταθεί στην εξουσιαστική τάση του Κράτους. Για την αποφυγή αυτού του κινδύνου ο Tocqueville πρότεινε τη δημιουργία ενός ισχυρού και ανεξάρτητου δικαστικού σώματος, τις συνενώσεις των πολιτών και την πολιτική αποκέντρωση 274. Αποτέλεσμα των φιλελεύθερων ιδεών στη Γαλλία ήταν ο σεβασμός των αρχών της γαλλικής επανάστασης ακόμα και κατά την περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας (1814-1848) με την ενσωμάτωση των ατομικών ελευθεριών στη συνταγματική Χάρτα του 1814 (Παλινόρθωση) και του 1830 (Μοναρχία του Ιουλίου) και τη γένεση του κοινοβουλευτισμού. H επόμενη σημαντική πολιτική επίδραση του φιλελευθερισμού σημειώθηκε μετά την Κομμούνα του Παρισιού, με την συνταγματική πρόβλεψη το 1848 για πρώτη φορά της άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό, ενός μέτρου που εντασσόταν εξάλλου στην πολιτική θέση του Ρουσσώ περί λαϊκής κυριαρχίας 275. Ειδικότερα με το Σύνταγμα της 4ης Νοεμβρίου 1848 θεσπίστηκε η βραχύβια Δεύτερη γαλλική Δημοκρατία με την εκλογή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στο Προεδρικό αξίωμα. Το νέο πολίτευμα όμως έληξε με πραξικόπημα του οποίου ηγήθηκε ο ίδιος στις 2 Δεκεμβρίου 1851 και την υιοθέτηση στις 14 Ιανουαρίου 1852 ενός βοναπαρτικού Συντάγματος, που θέσπισε τη Δεύτερη Αυτοκρατορία (1852-1870) 276. Στο πολιτικό αυτό καθεστώς υιοθετήθηκε αφενός μια μη παρεμβατική κρατική πολιτική κατά τα πρότυπα του φιλελευθερισμού και αφετέρου μια οικονομική πολιτική επηρεαζόμενη από

272 Compte A., «Discours sur l’esprit positif (1844) », La Science Sociale, εκδ. Gallimard, Παρίσι 1972, σ. 235-237. Lallement Μ., όπ. αν., σ. 68-71. 273 De Tocqueville Α., “De la démocratie en Amérique”, εκδ. Gallimard, Παρίσι 1961, ΙΙ, σ. 138 επ.274 Lallement Μ., όπ. αν., σ. 66-68. 275 Άρθρο 45 του γαλλικού Συντάγματος της 4ης Νοεμβρίου 1948. Gicquel J., «Droit constitutionnel et institutions politiques», εκδ. Montchrestien, Παρίσι 1989, σ. 513-544.276 Gicquel J., όπ. αν., σ. 513-544.

Page 84: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

τις αντιλήψεις του Saint Simon σχετικά με τον ηγετικό ρόλο των βιομηχάνων με στόχο την ανάληψη της διεύθυνσης της κοινωνίας από το βιομηχανικό και επιστημονικό σύστημα277. Η εντεινόμενη επίδραση του φιλελευθερισμού στο πολιτικό σύστημα της Γαλλίας εξακολούθησε και κατά την Τρίτη Δημοκρατία (1870-1946) με την καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού, ιδίως μετά το πέρας της θεσμικής κρίσης σχετικά με τη μορφή του (1876-1879) 278. Η άνοδος των φιλελεύθερων αντιλήψεων οδήγησε τελικά στη συνταγματική μεταρρύθμιση του 1884 με αποτέλεσμα την υπέρμετρη ενίσχυση του ρόλου της νομοθετικής εξουσίας εις βάρος της εκτελεστικής. Συγχρόνως είχε σημειωθεί μια εξίσου έντονη φιλελεύθερη εξέλιξη στο πολιτικό σύστημα της Βρετανίας με την εκλογή το 1830, μετά από πενήντα περίπου έτη, των Φιλελεύθερων. Η εκλογή αυτή συνοδεύτηκε από την κοινοβουλευτική αναθεώρηση με την Πράξη του 1832, με την οποία επεκτάθηκε το δικαίωμα ψήφου στους εμπόρους και τη μεσοαστική τάξη 279. Ταυτόχρονα είχε αρχίσει να γίνεται πιο εμφανής η επίδραση των σοσιαλιστικών ιδεών στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Ήδη στη Γαλλία, κατά τη Δεύτερη Αυτοκρατορία, βελτιώθηκαν σημαντικά οι συνθήκες διαβίωσης των εργατών. Τα πρώτα όμως ουσιαστικά βήματα σημειώθηκαν προς τα τέλη του 19ου αι. με την ίδρυση το 1887 των πρώτων εργατικών κέντρων. Το 1890 εορτάστηκε για πρώτη φορά η Πρωτομαγιά ως ημέρα της εργασίας, ενώ το 1895 ιδρύθηκε η Γενική Εργατική Συνομοσπονδία (CGT) 280. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1898, ψηφίστηκαν οι πρώτοι εργατικοί νόμοι, καλύπτοντας το νομοθετικό κενό σχετικά με τα εργατικά ατυχήματα 281, ενώ το 1901 δημιουργήθηκαν δύο σοσιαλιστικά κόμματα, τα οποία συγχωνεύτηκαν στο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα (Parti socialiste unifié) το 1906. Ανάλογες ήταν οι εξελίξεις στην Αγγλία και τη Γερμανία με την ίδρυση των αγγλικών συνδικάτων (Trade Unions) μεταξύ 1858-1867 και του γερμανικού Εργατικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, μαρξιστικής ιδεολογίας, το 1869 282. Εντούτοις μετά την αποτυχία του σοσιαλισμού να αποτρέψει τον Α Παγκόσμιο πόλεμο, η πολιτική επιρροή των σοσιαλιστικών θέσεων

277 «Le Petit Larousse illustré», όπ. αν., σ. 1300. Saint Simon «Du Système industriel», Παρίσι 1821, επανεκδ. στο «Le Nouveau Christianisme», εκδ. Point-Seuil, Παρίσι 1969, σ. 103-105.278 Επρόκειτο για τη σημαντικότερη συνταγματική κρίση της τρίτης γαλλικής Δημοκρατίας (1875-1946), σχετικά με την επικράτηση του δυαδικού (dualiste) ή μονιστικού (moniste) κοινοβουλευτισμού. Η κρίση αυτή κατέληξε υπέρ της δεύτερης μορφής, καθιστώντας την κυβέρνηση υπεύθυνη μόνο ως προς το κοινοβούλιο. 279 «Factbook of British History» Rainbow Books Λονδίνο, 1993, σ. 160-161.280 Braudel F., όπ. αν., σ. 532.281 Rosanvallon P., «La nouvelle question sociale. Repenser l’Etat-providence.», εκδ. Seuil, Παρίσι 1998, σ. 31.282 Braudel F., όπ. αν., σ. 532.

Page 85: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κορυφώθηκε ανατολικότερα με την εκδήλωση της ρωσικής επανάστασης του 1917 και την επικράτηση των μπολσεβίκων στο πολιτικό σκηνικό της Ρωσίας.

τέχνη – αρχιτεκτονική

Στον χώρο της τέχνης η αντίδραση κατά του Διαφωτισμού και του Κλασικισμού εκδηλώθηκε κυρίως με την εμφάνιση του ρομαντισμού με κύρια αιτήματα αφενός την επικράτηση του συναισθήματος έναντι της λογικής και του κλασικού ιδεώδους, και αφετέρου τη φυγή από την πραγματικότητα μέσω του ονείρου, του εξωτισμού, του παρελθόντος, του μυστηρίου και του φανταστικού. Ξεκινώντας από την Αγγλία, ο ρομαντισμός διαδόθηκε στη Γερμανία, ιδίως με τα έργα των Richardson (Clarisse Harlowe, 1747), και Goethe (Werther, 1774), και επικράτησε στη Γαλλία του 19ου αι. με τα έργα κυρίως των Lamartine, Hugot και Chateaubriand και την εξέλιξη του Παρισιού στο κέντρο του εν λόγω κινήματος της τέχνης, επηρεάζοντας τον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Επιπλέον την περίοδο των φιλελεύθερων εξεγέρσεων (1830-1848) το ως άνω κίνημα επιβλήθηκε ως τρόπος αντίληψης στην Ιταλία (Manzoni, Leopardi) και την Ισπανία (J. Zorilla). Υπερβαίνοντας τον χώρο της λογοτεχνίας, ο ρομαντισμός επηρέασε τη μουσική με τη διάσπαση του τύπου και την αναζήτηση της αντίθεσης, όπως διαφαίνεται από τα έργα των Berlioz (Η φανταστική συμφωνία) και Beethoven (Η σονάτα του σεληνόφωτος), καθώς και τη ζωγραφική και τη γλυπτική, όπου αντιτέθηκε στον κλασικισμό της Σχολής του David με κύριους εκφραστές τον Delacroix και τον David d’Angers. Οι ρομαντικοί ζωγράφοι, όπως ο Gaspar David Friedrich (1774-1840), αντλούσαν τη θεματολογία τους από τη φύση, καθώς μέσω των φυσικών τοπίων εξέφραζαν τις ψυχική τους διάθεση, όπως συνέβαινε και με τη ρομαντική λυρική ποίηση της εποχής με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Lamartine 283. Η έμπνευση του ρομαντισμού από τη φύση και τον εξωτισμό, όπως και πολλά από τα στοιχεία του, με διαφορετική όμως προσέγγιση, υιοθετήθηκαν από τον ιμπρεσιονισμό 284.

Στην αρχιτεκτονική η επίδραση του ρομαντισμού εκφράστηκε μέσω της φυγής προς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς του παρελθόντος. Ειδικότερα έως τα μέσα του 19ου αι. παρατηρήθηκε μια επιστροφή προς την αρχιτεκτονική κληρονομιά που εξέφραζε καλύτερα την πολιτισμική ταυτότητα των ευρωπαϊκών λαών και ιδιαίτερα προς τη γοτθική αρχιτεκτονική του Μεσαίωνα στη Βόρειο Ευρώπη την ελληνορωμαϊκή αρχιτεκτονική στη

283 «Le Petit Larousse illustré», όπ. αν., σ. 873. E.H. Gombrich, όπ. αν., σ. 497.284 «The Impressionists», Collins, UK 2002, σ. 8-12.

Page 86: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

μεσογειακή. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι., με την υποστήριξη των τεχνικών δυνατοτήτων της βιομηχανικής επανάστασης, η φυγή προς την αρχιτεκτονική προγενέστερων εποχών μεταβλήθηκε ποιοτικά, με τη μετατροπή του κριτηρίου επιλογής από ιδεολογικό σε λειτουργικό, εγκαινιάζοντας μια τάση γνωστή ως ιστορικός εκλεκτισμός. Ενδεικτικά οι εκκλησίες υιοθετούσαν κυρίως τον γοτθικό ρυθμό, οι τράπεζες και τα εργοστάσια τον νεορωμανικό, λόγω της στιβαρότητας του, και τα κτίρια κατοικιών και οι κήποι, τον νεοαναγεννησιακό 285. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η εξέλιξη της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής του 19ου αι. προς την πιστή αναβίωση κλασσικών προτύπων σε μεγαλύτερη κλίμακα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, στο εξωτερικό του οποίου κυριαρχεί απόλυτα μια ιωνική κιονοστοιχία, και η Γλυπτοθήκη του Μονάχου 286. Προς το τέλος του 19ου αι. η αντίδραση στη ρομαντική αρχιτεκτονική, η οποία είχε καταλήξει σε μια πιστή αναπαραγωγή προγενέστερων προτύπων με μοναδική εξαίρεση την προσθήκη νέων υλικών, όπως ο σίδηρος, το γυαλί, το ατσάλι και το σκυρόδεμα, οδήγησε στη μετάβαση στην Art Nouveau ή Liberty, η οποία χαρακτηριζόταν από ένα καινοτόμο διακοσμητικό ύφος. Η νέα αυτή τάση συνόδευσε την ευρωπαϊκή Belle époque και οδήγησε στη γένεση του βιομηχανικού σχεδίου του 20ου αι. 287.

πολιτικές για το δομημένο περιβάλλον και την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς

Το πνεύμα του ρομαντισμού επηρέασε και την πολιτική των ισχυρών φιλελεύθερων κυβερνήσεων σχετικά με τον χώρο και το δομημένο περιβάλλον. Αρχικώς η φυγή προς το παρελθόν και ιδίως προς την αρχιτεκτονική του Μεσαίωνα, οδήγησε στην ανάδειξη για πρώτη φορά στις αρχές του 19ου αι. στη Γαλλία του θέματος της συντήρησης της μεσαιωνικής πολιτιστικής κληρονομιάς και ιδίως της αναστήλωσης εκκλησιών και καθεδρικών ναών από τις καταστροφές που είχαν υποστεί ιδιαίτερα κατά την περίοδο της γαλλικής επανάστασης. Κατά συνέπεια αναπτύχθηκαν δύο αντικρουόμενες τεχνικές θέσεις με άμεση επίπτωση στην προστασία του δομημένου περιβάλλοντος: αυτή του Γάλλου αρχιτέκτονα Viollet Le Duc, που υποστήριζε την παρέμβαση στο μνημείο με στόχο την επαναφορά του στην αρχική του κατάσταση, και αυτή του άγγλου John Ruskin, ο οποίος αντιπρότεινε την επιλεκτική παρέμβαση επικεντρωμένη στην συντήρηση του μνημείου. Από τις άνω θέσεις επικράτησε η πρώτη, που έδινε έμφαση στην αισθητική και καλλιτεχνική διάσταση του μνημείου, έναντι της δεύτερης, 285 Storia dell’architettura –IV, www.francescomorante.it/pag_a/a004.htm. 286 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 371, 382. 287 Storia dell’architettura –IV, www.francescomorante.it/pag_a/a004.htm

Page 87: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

που τόνιζε περισσότερο την ιστορικότητα 288. Στο πλαίσιο αυτό ιδρύθηκε το 1830 στη Γαλλία η Γενική Επιθεώρηση Ιστορικών Μνημείων (Inspection Générale des Monuments Historiques). Ανάλογες πρωτοβουλίες σημειώθηκαν στο Βέλγιο με την οργάνωση το 1835 της Βασιλικής Επιτροπής των Μνημείων, μετονομαζόμενης σε Επιτροπή Μνημείων και Τοποθεσιών το 1912, και στη Μεγάλη Βρετανία με την ψήφιση της Πράξης των Αρχαίων Μνημείων (Ancient Monuments Act) 289.

Εντούτοις η μέριμνα για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς με εφαλτήριο τη Γαλλία του ρομαντισμού προσέκρουσε στην επεμβατική πολεοδομία υπό του νομάρχη του Παρισιού επί Ναπολέοντα Γ, Βαρόνου G. Haussmann, με σκοπό την μετατροπή της πόλης του Παρισιού σε μια σύγχρονη μητρόπολη με αυξημένη ασφάλεια και δυνατότητα αποτροπής και καταστολής των εξεγέρσεων. Για την υλοποίηση αυτής της φιλόδοξης πολεοδομικής παρέμβασης ψηφίστηκε το διάταγμα (decret-loi) της 26ης

Μαίου 1852, περί των δρόμων του Παρισιού, με το οποίο αφενός επετράπη η αναγκαστική απαλλοτρίωση προκειμένου για διαπλατύνσεις και ευθυγραμμίσεις δημόσιων δρόμων και αφετέρου προβλέφθηκε η υποχρέωση έκδοσης οικοδομικής άδειας του κατασκευαστή ακινήτου με σκοπό τον σεβασμό των διατάξεων σχετικών με την ασφάλεια και την υγιεινή και γενικότερα με την καλύτερη ενσωμάτωση του ακινήτου στο ευρύτερο αστικό περιβάλλον 290. Το αποτέλεσμα αυτής της πολεοδομικής πολιτικής ήταν η κατεδάφιση οικοδομικών συνόλων της μεσαιωνικής πόλης, η κατασκευή κτιρίων μεγάλης κλίμακας με χρήση κατοικίας για τη μεσοαστική τάξη και επιβλητικών δημόσιων κτιρίων, όπως μνημειακών σιδηροδρομικών σταθμών, και η χάραξη μακριών δενδροφυτεμένων σε σειρά boulevards με φαρδιά πεζοδρόμια, όπου παρατάσσονταν καφέ, εστιατόρια, θέατρα και αίθουσες χορού 291. Θα μπορούσε να παρατηρηθεί μια αντιστοιχία ανάμεσα στην πολεοδόμηση των μεγάλων ελληνιστικών πόλεων με την επεμβατική πολεοδομική πολιτική του Haussmann, ενδεικτική της αυτοκρατορικής μορφής του πολιτεύματος. Η αλλαγή του πολεοδομικού σχεδιασμού και της φυσιογνωμίας της πόλης ενέπνευσε και τους ιμπρεσιονιστές, όπως τον Caillebotte και τον Pissarro, με την ανάδειξη της πόλης σε ένα από τα βασικά

288 Storia dell’architettura –IV, όπ. αν., Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., «Αστική Ανάπλαση», εκδ. ΤΕΕ, Αθήνα 1995, σ. 27.289 «Πρότυπη Πολεοδομική Αντιμετώπιση Ιστορικής Πόλης. Πιλοτική Εφαρμογή στον Πολεοδομικό Σχεδιασμό της Ερμούπολης Σύρου. Α Φάση Έρευνας», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, εκδ. Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κυκλάδων-Δήμος Ερμούπολης, Σύρος 2001, σ. 22 επ.290 Jacquot Η., Priet F., «Droit de l’urbanisme» εκδ. Dalloz, Παρίσι 2001, σ. 21.291 «The Impressionists», όπ. αν., σ. 9.

Page 88: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

θέματά τους 292. Μια αντίστοιχη προσέγγιση του αστικού τοπίου παρατηρείται και στη Μ. Βρετανία με τον βικτωριανό σχεδιασμό, όπως αυτός εκφράστηκε το 1849 από την περιγραφή της ιδανικής βικτωριανής πόλης του Buckingham. Ειδικότερα προτάθηκε η δημιουργία μιας σειράς εννέα ομόκεντρων αστικών τετραγώνων για μια πόλη 10.000 κατοίκων. Στο κέντρο του εσώτατου τετραγώνου τοποθετήθηκε ένας οκταγωνικός πύργος για την παροχή φωτισμού στις γαλαρίες με ένα ρολόι στην κορυφή, σύμβολο του βικτωριανού δημόσιου κτιρίου. Το κυκλοφοριακό δίκτυο ήταν ακτινοκεντρικό, βασισμένο σε οχτώ ακτινικές αρτηρίες με σημείο αφετηρίας το κέντρο των τετραγώνων και σημείο κατάληξης τα μέσα των πλευρών και τις γωνίες των τετραγώνων. Οι δε κοινωνικές τάξεις ήταν διαχωρισμένες από έξω προς τα μέσα ξεκινώντας από την εργατική τάξη στο εξωτερικό αστικό τετράγωνο και καταλήγοντας στη δημόσια Διοίκηση στο κέντρο. Ομοίως διαχωρισμένες εμφανίζονταν και οι χρήσεις γης με κεντρική διάκριση αυτήν του τόπου κατοικίας από τον τόπο εργασίας, γνώρισμα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων 293. Είναι δυνατόν να διατυπωθεί η άποψη ότι, όπως και στην περίπτωση του Hausmann, με τον πολεοδομικό σχεδιασμό της ιδανικής βικτωριανής πόλης επιδιώχθηκε αφενός η μέγιστη ασφάλεια και αφετέρου ο μνημειακός συμβολισμός της αυτοκρατορικής μορφής του πολιτεύματος. Ταυτόχρονα για την αντιμετώπιση της μόλυνσης και την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος προτάθηκε η χωροθέτηση της μεταποιητικής βιομηχανίας έξω από την πόλη 294.

Τέλος, η αλλαγή του πολιτεύματος στη Γαλλία με τη θέσπιση της Τρίτης γαλλικής Δημοκρατίας και την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού συνδυαζόμενη με την επιρροή του ρομαντισμού οδήγησε στην ψήφιση των πρώτων νόμων με αντικείμενο την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς: αυτού της 30ης Μαρτίου 1887, περί προστασίας των ιστορικών μνημείων, ο οποίος τροποποιήθηκε το 1913, και εκείνου της 21ης Απριλίου 1906, περί προστασίας των τόπων (sites), ο οποίος τροποποιήθηκε το 1930, εισάγοντας στη γαλλική έννομη τάξη ένα νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία του δομημένου και του φυσικού περιβάλλοντας 295. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε το 1909 στην κατάθεση στη γαλλική Βουλή προτάσεων νόμου με σκοπό την ψήφιση του πρώτου πολεοδομικού νόμου, όπως είχε ήδη συμβεί στη Σουηδία, τις Κ. Χώρες και τη Μ. Βρετανία 296.

292 «The Impressionists», όπ. αν., σ. 9.293 Carter E., «An introduction to urban historical geography» εκδ. Edward Arnold, Βαλτιμόρη 1983, σ. 126-127. Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 319-318.294 Δημητριάδης Ε. Π., όπ. αν., σ. 319.295 Jacquot Η., Priet F. , «Droit de l’urbanisme» εκδ. Dalloz, Παρίσι 2001, σ. 22.

Page 89: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

9. Η Ελλάδα από τον 19ο αι. έως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο

ιστορικά γεγονότα

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από μια σειρά ριζοσπαστικών ιστορικών γεγονότων με αφετηρία την ελληνική επανάσταση του 1821, η οποία οδήγησε στη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού Κράτους 297 με την ανακήρυξη το 1834 της Αθήνας ως πρωτεύουσας. Ωστόσο η υλοποίηση των αλυτρωτικών επιδιώξεων συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ου αι. Ειδικότερα μέχρι το τέλος του 19ου αι. η ελληνική κυριαρχία είχε επεκταθεί στα Ιόνια νησιά 298, τη Θεσσαλία και τον νομό Άρτας 299, ενώ με τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913) στα όρια του ελληνικού Κράτους προστέθηκαν η Ήπειρος, η Μακεδονία, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και η Κρήτη. Τέλος η συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918) οδήγησε, μετά τη νικηφόρο έκβασή του, στην υπογραφή στις 28 Ιουλίου 1920 της Συνθήκης των Σεβρών, με την οποία παραχωρήθηκε στην Ελλάδα η Δυτική και Ανατολική Θράκη, ενώ αναγνωρίστηκε καθεστώς αυτοδιοικήσεως στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης 300. Αυτή η σταδιακή απελευθέρωση των εδαφών από τον ελληνικό στρατό είχε ως αποτέλεσμα την υπαγωγή των ελληνικών πόλεων υπό δύο διαφορετικές εθνικές κυριαρχίες, γεγονός που επηρέασε καθοριστικά μεταξύ άλλων την κοινωνία και την οικονομία του υπό διαμόρφωση ελληνικού χώρου.

κοινωνία - οικονομία

Κεντρικές τάσεις της ελληνικής κοινωνίας αποτέλεσαν η ανάπτυξη μιας ιδιότυπης και ασύμμετρης αστικοποίησης και η σταδιακή αποσύνθεση του

296 Αρχικά το 1874 στη Σουηδία ψηφίστηκε ένας νόμος σχετικά με την ανοικοδόμηση των πόλεων. Εν συνεχεία το 1901 οι Κ. Χώρες απέκτησαν μια νομοθεσία που προέβλεπε τα πολεοδομικά σχέδια των πόλεων (plans d’urbanisme) για να ακολουθήσει το 1909 η Μ. Βρετανία με την ψήφιση του Town Planning Act. Στη Γαλλία οι άνω προτάσεις νόμου κατέληξαν στην ψήφιση του πρώτου πολεοδομικού νόμου το 1919 (νόμος της 14ης

Μαρτίου 1919, «loi Cornudet»). Jacquot Η., Priet F., όπ. αν., σ. 22.297 Πρωτόκολλο του Λονδίνου 3/2/1830.298 Συμφωνία του Λονδίνου 1864.299 Συνέδριο του Βερολίνου 1884.300 «Λεύκωμα της Ελληνικής Ιστορίας», εκδ. Φυτράκη, Αθήνα 1976. Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Ι, όπ. αν., σ. 324-325. «Le Petit Larousse illustré», όπ. αν., σ. 1329-1330. Τραυλός Ι., «Πολεοδομική εξέλιξη των Αθηνών: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως τις αρχές του 19ου αι., Αθήνα 1960.

Page 90: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αγροτικού πληθυσμού, ο οποίος στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας αποτελούσε το 80% περίπου του συνόλου. Επιπλέον ο αργός ρυθμός εκβιομηχάνισης κατά τον 19ο αι. επέτρεψε την ανάδειξη του μεταπρατισμού σε κυρίαρχη κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα των πόλεων με αποτέλεσμα η δημιουργία της αστικής τάξης να μην συνοδεύεται από τη δημιουργία ενός αξιόλογου προλεταριάτου. Ως εκ τούτου η Ελλάδα εξελίχθηκε σε μια από τις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας 301. Ο ασύμμετρος χαρακτήρας της ανάπτυξης του αστικού χώρου ισχυροποιήθηκε από την απουσία, κατά το μεγαλύτερο τμήμα του 19ου αι., πόλεων με πληθυσμό άνω των 50.000 κατοίκων 302. Συγχρόνως η αποδιάρθρωση του αστικού δικτύου της χώραςεξακολούθησε, παρά την εδαφική επέκταση του ελληνικού Κράτους την εικοσαετία 1870-1890, αφενός με την υπεροχή της Αθήνας, ο πληθυσμός της οποίας δεκαπλασιάστηκε, και αφετέρου με την επιλεκτική ενδυνάμωση αστικών κέντρων, όπως η Πάτρα, ο Πύργος και η Καλαμάτα ως κέντρα εξαγωγικού εμπορίου, και με τη στασιμότητα ή παρακμή των πόλεων της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου που στερούνταν πρόσβασης στη θάλασσα ή σε οδικές αρτηρίες 303.

Ταυτόχρονα έως το 1870 οι επιπτώσεις της ελληνικής επανάστασης στις πόλεις της Βορείου Ελλάδας υπό οθωμανική κυριαρχία ήταν οδυνηρές για τις παραγωγικές δραστηριότητες και την κοινωνική δομή των οικισμών. Ειδικότερα στο διάστημα 1820-1840 η καταστροφή πόλεων, όπως της Νάουσας και των Ιωαννίνων, και η τρομοκρατία κατά των Ελλήνων οδήγησαν στη φυγή ελληνικών πληθυσμών από τη Θεσσαλονίκη και στην οριστική παρακμή των δραστήριων κατά τον 18ο αι. κέντρων του ορεινού μακεδονικού, θεσσαλικού και ηπειρωτικού χώρου. Εντούτοις μετά το 1840 και ιδίως μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1855) παρατηρήθηκε μια αναπτυξιακή δυναμική, η οποία οφειλόταν κυρίως στην αυστριακή εμπορική διείσδυση και την ακτοπλοϊκή σύνδεση της Θεσσαλονίκης με τα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε μια διττή διχοτόμηση ως προς την κοινωνική σύνθεση των πόλεων αφενός μεταξύ των πόλεων της Δυτικής Μακεδονίας, που διαχωρίστηκαν σε ορεινές-χριστιανικές και σε πεδινές-μουσουλμανικές, και αφετέρου μεταξύ των δυναμικών παράκτιων πόλεων, όπως ο Βόλος και η Καβάλα, και των στάσιμων μεσόγειων, όπως η Λάρισα

301 Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 99-100.302 Ενδεικτικά στα 1870 μόνο η Ερμούπολη, ως εμποροβιομηχανικό και ναυτιλιακό κέντρο, είχε πληθυσμό άνω των 20.000 κατοίκων, ενώ ο πληθυσμός της Αθήνας από 9.000 κατοίκους το 1821 είχε φτάσει τους 44.510, το 1870, σε ένα σύνολο πληθυσμού περίπου 1,5 εκ. κατοίκων. Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 101,149. Στατιστική επετηρίς της Ελλάδος, Αποτελέσματα γενικής απογραφής πληθυσμού 1890, 1921, ΓΣΥΑ, ΕΣΥΑ, Αθήνα 1978. 303 Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 102.

Page 91: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

και η Δράμα 304. Επιπλέον λόγω της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ 305 σημειώθηκε ένα ρεύμα αστυφιλίας, το οποίο συνοδεύτηκε από την εγκατάσταση Ελλήνων σε απαγορευμένες μέχρι πρότινος πόλεις, όπως συνέβη με την πόλη της Καρδίτσας 306. Η πολιτική των μεταρρυθμίσεων της Υψηλής Πύλης συνέβαλε στην εκβιομηχάνιση της Βορείου Ελλάδας και ιδίως των πόλεων της Ημαθίας (Βέροια, Νάουσα, Έδεσσα), οι οποίες με την παρουσία βιομηχανικών κτιρίων και σιδηροδρομικών σταθμών εξελίχθηκαν στα πλέον δραστήρια παραγωγικά κέντρα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Στα πλαίσια αυτά στα 1910 ανορθώθηκε η Κοζάνη, ενώ η Ξάνθη και η Κομοτηνή αναπτύχθηκαν χάρη στη λειτουργία το 1896 της σιδηροδρομικής σύνδεσης μεταξύ της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης 307.

Επομένως μέχρι της αρχές του 20ου αι. η κοινωνία και η οικονομία του Ελληνικού Κράτους χαρακτηρίστηκε από την κατάρρευση των αγροτικών δομών 308, την υπερπόντια μετανάστευση, ως αποτέλεσμα της αδυναμίας άμεσης απορρόφησης του αγροτικού πληθυσμού από τα μεγάλα αστικά κέντρα, τη στασιμότητα και παρακμή των μικρών αστικών κέντρων, τον αργό ρυθμό εκβιομηχάνισης με επίκεντρο την περιοχή των Αθηνών και την αλματώδη επέκταση του διπόλου Αθηνών-Πειραιά. Αντίθετα στις πόλεις της Βορείου Ελλάδας που βρίσκονταν υπό τουρκική κυριαρχία η εκβιομηχάνιση ήταν εντονότερη και δεν περιορίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Κατά τη διάρκεια του 19ου αι. σημειώθηκε μια σταδιακή υποχώρηση του αγροτικού τομέα προς όφελος του εμπορικού και του βιομηχανικού με την ταυτόχρονη διατήρηση του πολυεθνικού χαρακτήρα των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως της Θεσσαλονίκης. Αυτή η εξέλιξη συνοδεύτηκε από ένα έντονο κύμα αστυφιλίας, το οποίο μετά το 1880 ήταν εντονότερο στις παράκτιες πόλεις,

304 Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ…», σ. 61-63.305 Το αναμορφωτικό κίνημα Τανζιμάτ, το οποίο προωθήθηκε το 1839 από μια γενιά φιλελεύθερων αξιωματούχων και διοικητικών υπαλλήλων, κορυφώθηκε το 1876 με τη δημιουργία κοινοβουλευτικού συντάγματος. Ωστόσο αυτό καταργήθηκε το 1877 από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β μετά την ήττα των Τούρκων από τη Ρωσία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ανεξαρτησία το 1878 της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Ρουμανίας. Έκτοτε ο σουλτάνος κυβέρνησε επί τριάντα χρόνια ως σύγχρονος απόλυτος μονάρχης, εκχωρώντας το 1881 σε ευρωπαϊκές δυνάμεις το προνόμιο είσπραξης των φόρων εκ μέρους της αυτοκρατορίας. Τελικά ο σουλτάνος εκτοπίστηκε το 1908 από την επανάσταση των «Νεοτούρκων», οι οποίοι προέρχονταν από τις τάξεις φιλελεύθερων διανοουμένων και εθνικιστών αξιωματικών. «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 228. 306 Η πόλη της Καρδίτσας ιδρύθηκε ενδεχομένως από Τούρκους κατά τον 15ο αι., από τους οποίους κατοικούνταν αποκλειστικά μέχρι το 1845, έτος κατά το οποίο εκδόθηκε ένα αυτοκρατορικό διάταγμα (φιρμάνι) με το οποίο επετράπη η εγκατάσταση χριστιανών στην πόλη. Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ…», όπ. αν., σ. 67. 307 Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ…», σ. 184-186.308 Στο διάστημα 1890-1909 το 1/3 των αγροτών εγκατέλειψαν την ύπαιθρο.

Page 92: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

όπως η Θεσσαλονίκη και η Καβάλα 309. Στα 1905, με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη η οποία ξεχώριζε ως το μεγαλύτερο αστικό κέντρο, η διάχυση της αστικής ανάπτυξης ήταν ομοιόμορφη. Σε κάθε καζά υπήρχαν πόλεις άνω των 5.000 κατοίκων, ο αγροτικός πληθυσμός κάλυπτε το 56,7% του συνόλου, οι πόλεις 2.000-10.000 κατοίκων το 22,3% και αυτές με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων το 21% 310. Η ενσωμάτωσή τους στο Ελληνικό Κράτος μετά τους βαλκανικούς πολέμους συνέβαλε στην επιτάχυνση της εκβιομηχάνισης, που είχε ωστόσο ξεκινήσει από το 1880, με αποτέλεσμα την αύξηση της βιομηχανικής δραστηριότητας, η οποία χωρίς να προσεγγίζει τα επίπεδα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών οδήγησε στον πολλαπλασιασμό των βιομηχανικών επιχειρήσεων στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών και τη δημιουργία μιας βιομηχανικής εργατικής τάξης. Ειδικότερα το 1920 ο πληθυσμός της Αθήνας πλησίασε τους 300.000 κατοίκους σε ένα σύνολο πληθυσμού λίγο ανώτερο των 5,5 εκ., με το 33,4% της βιομηχανικής εργατικής τάξης να έχει εγκατασταθεί στον άξονα Αττικής-Βοιωτίας. Αυτή η διαδικασία εκβιομηχάνισης σε συνδυασμό με τον εμπορευματικό χαρακτήρα της πρωτεύουσας, ο οποίος κυριαρχούσε έως τα τέλη του 19ου αι., είχαν ως αποτέλεσμα την εντατικοποίηση της αστικοποίησης στον ελληνικό χώρο 311, διευκολύνοντας την καλλιέργεια και διάδοση των ευρωπαϊκών φιλοσοφικών ρευμάτων.

φιλοσοφικά ρεύματα

Ο ελληνικός χώρος δέχθηκε την επίδραση αρχικώς του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και εν συνεχεία του ρομαντισμού. Ήδη από τα μέσα του 17ου αι. έως το 1830 οι ιδέες του γαλλικού Διαφωτισμού επηρέασαν την ελληνική πνευματική τάξη, ιδίως τους Φαναριώτες λόγω της επαφής τους με τη γαλλική γλώσσα η οποία επικράτησε στην ευρωπαϊκή διπλωματία. Η επαφή αυτή με το γαλλικό πνευματικό έργο είχε ως αποτέλεσμα τη γένεση του ελληνικού Διαφωτισμού, ο οποίος διακρίνεται σε τρεις περιόδους: την πρώτη ή προδρομική με την προβολή των αντιλήψεων του Βολταίρου κυρίως μέσω του Ε. Βούλγαρη και του Θ. Μανδασάκη, τη δεύτερη, η οποία χαρακτηρίστηκε από την ισχυρή επίδραση της γαλλικής Εγκυκλοπαίδειας με τυπικό εκπρόσωπο τον φαναριώτη Δ. Φωτιάδη ή Καταρτζή, μεταξύ των οπαδών του οποίου συγκαταλέγεται ο Ρήγας Βελεστινλής, και την τρίτη με σημαντικότερο εκφραστή τον Α. Κοραή, κατά την οποία εκφράστηκαν οι απόψεις της γαλλικής ομάδας των Ιδεολόγων, οι οποίοι παρέμεναν προσηλωμένοι στο θεωρητικό πεδίο των αρχών της ελευθερίας και της ισότητας, αποδοκιμάζοντας την 309 Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ…», σ. 151.310 Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ…», σ. 163.311 Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 102, 110-112.

Page 93: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

εφαρμογή τους. Μετά το 1830 και έως το τέλος του 19ου αι. η εδραίωση του ελληνικού Κράτους και η ενίσχυση της αστικοποίησης οδήγησε στην αμεσότερη πολιτιστική επαφή με τα τεκταινόμενα στην Δυτική Ευρώπη και κατά συνέπεια με τον ρομαντισμό312. Είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι, δεδομένης της συγγένειας των άνω φιλοσοφικών ρευμάτων με την αρχαιοελληνική παράδοση, αυτά συνέβαλαν στη σύνθεση της εθνικής ταυτότητας του νεοελληνικού έθνους. Ειδικότερα με τον ελληνικό Διαφωτισμό επιχειρήθηκε η δημιουργική αναβίωση των φιλοσοφικών αρχών της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, ενώ με τον ρομαντισμό σημειώθηκε μια εντονότερη επιστροφή στις ρίζες του ελληνικού πολιτισμού 313, καθώς οι απελευθερωμένες περιοχές ήταν πλούσιες κυρίως σε αρχαιοελληνικά μνημεία με συμβολικότερο τον Παρθενώνα, σηματοδοτώντας μια μετατόπιση της συλλογικής μνήμης από το Βυζάντιο στην αρχαία Ελλάδα. Η επίδραση των άνω φιλοσοφικών ρευμάτων καθόρισε την πολιτειακή μορφή και την τέχνη στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος.

πολιτεύματα

Η πολιτική επίδραση του ελληνικού Διαφωτισμού έγκειται στην προετοιμασία και εκδήλωση της ελληνικής επανάστασης με κορυφαία στιγμή την ίδρυση του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους. Από τα συντάγματα που καταρτίστηκαν κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού Αγώνα το πνεύμα του ελληνικού Διαφωτισμού εκφράστηκε πληρέστερα στο Σύνταγμα του 1827 με τη διακήρυξη της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και της λαϊκής κυριαρχίας 314. Η επιβολή της απόλυτης μοναρχίας με τον Όθωνα (1833-1843) σε συνδυασμό με τη διάδοση του ρομαντισμού είχε ως αποτέλεσμα την εντονότερη φιλελεύθερη αντίδραση με κορύφωση την επανάσταση των Αθηνών στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 με αίτημα την κατάρτιση Συντάγματος. Κατά συνέπεια το πολίτευμα μεταβλήθηκε σε συνταγματική μοναρχία (1843-1862) με την υιοθέτηση από το Σύνταγμα του 1844 της αρχής της διάκρισης των εξουσιών 315 κατά το πρότυπο του γαλλικού Συντάγματος του 1830 και του βελγικού του 1831 316. Εντούτοις οι

312 Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Ι, όπ. αν., σ. 297-301.313 Ήδη το 1812 ο Ν. Δούκας, αποδεχόμενος τις αρχές της αισθησιοκρατίας, υποστήριζε την επαναφορά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Η άποψη αυτή θεωρήθηκε προοδευτική για την εποχή της, καθώς προηγείτο της ανόδου του ρομαντισμού στην Ελλάδα. Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», Τόμος Ι, όπ. αν., σ. 300.314 Άρθρα 36 και 5 αντίστοιχα. Το Σύνταγμα αυτό καταργήθηκε από τον Καποδίστρια με το ψήφισμα της Βουλής στις 18/1/1828.315 Άρθρα 15, 20 και 21.316 Γεωργόπουλος Κ. Λ., «Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1998, σ. 175.

Page 94: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

συστηματικές παραβάσεις του πνεύματος των συνταγματικών διατάξεων από τη διακυβέρνηση του Όθωνα και η ενίσχυση του φιλελευθερισμού κατέληξαν στην επανάσταση των Αθηνών στις 11 Οκτωβρίου 1862, η οποία οδήγησε σε μεταβολή της δυναστείας και του πολιτεύματος από συνταγματική μοναρχία σε βασιλευόμενη δημοκρατία (1862-1924) 317. Με το νέο Σύνταγμα της 17ης

Νοεμβρίου 1864 υιοθετήθηκαν περαιτέρω φιλελεύθερες θέσεις, όπως α) η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας 318, β) ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας με τη θέσπιση του τεκμηρίου της αρμοδιότητας υπέρ του νομοθετικού σώματος και την καθιέρωση της ποινικής ευθύνης των υπουργών 319, και γ) ο κατάλογος των ατομικών δικαιωμάτων της Γαλλικής επανάστασης 320. Υπό την πίεση του φιλελευθερισμού, το 1875, με τον «Λόγο του Θρόνου», τον οποίο απηύθηνε ο Βασιλεύς Γεώργιος Α, μετά από εισήγηση του τότε Πρωθυπουργού Χ. Τρικούπη, αναγνωρίστηκε η αρχή της δεδηλωμένης 321, σηματοδοτώντας την απαρχή του κοινοβουλευτισμού. Τέλος οι φιλελεύθερες αντιλήψεις οδήγησαν στην παροχή πρόσθετων εγγυήσεων των ατομικών ελευθεριών στο Σύνταγμα της 1ης Ιουνίου 1911. Ειδικότερα δόθηκαν περισσότερες εγγυήσεις για την προστασία της προσωπικής ελευθερίας και του ασύλου κατοικίας 322 και προβλέφθηκαν μεταξύ άλλων α) η υποχρέωση των αρχών να ενεργούν γρήγορα και εγγράφως στις αναφορές των πολιτών 323, β) η διάλυση συνεταιρισμού με δικαστική απόφαση 324, γ) η υποχρεωτική στοιχειώδης εκπαίδευση και η δωρεάν παροχή της από το Κράτος 325, δ) κυρώσεις για κατάχρηση της ελευθερίας του τύπου 326, και ε) λεπτομερέστερες ρυθμίσεις σχετικά με την αναγκαστική απαλλοτρίωση 327.

Οι φιλελεύθερες τοποθετήσεις του 19ου αι. έγιναν εξίσου αντιληπτές και στο πολιτικό καθεστώς των πόλεων της Βορείου Ελλάδας που βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία. Ειδικότερα κατά την υλοποίηση του γενικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος του Τανζιμάτ αφενός εισήχθησαν νέοι θεσμοί στη Δημόσια Διοίκηση της αυτοκρατορίας με σημαντικότερο αυτόν της δημοτικής αυτοδιοίκησης (belediye) και αφετέρου διακηρύχθηκαν και

317 Γεωργόπουλος Κ. Λ., όπ. αν., σ. 176.318 Άρθρο 66.319 Άρθρα 44 και 78 αντίστοιχα.320 Άρθρα 3-20.321 Γεωργόπουλος Κ. Λ., όπ. αν.322 Άρθρα 5 και 12.323 Άρθρο 9.324 Άρθρο 11.325 Άρθρο 16.326 Άρθρο 14.327 Άρθρο 17.

Page 95: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

εφαρμόστηκαν οι αρχές της πολιτικής και αστικής ισότητας όλων των υπηκόων ανεξαρτήτως φυλής ή θρησκεύματος 328.

τέχνη - αρχιτεκτονική

H συμβολή του ελληνικού Διαφωτισμού και του ρομαντισμού στη διαμόρφωση της τέχνης και ιδιαίτερα της αρχιτεκτονικής ήταν εξίσου καθοριστική. Στην Αθήνα η επίδραση του νεοκλασικισμού στην αρχιτεκτονική, όπως αρχικά αυτή εκφράστηκε στα σχέδια των Ανακτόρων των K. Schinkel (1834), L. Klenze (1834) και T. Hansen (1889), είχε ως αποτέλεσμα την κατασκευή κτιρίων από λευκό πεντελικό μάρμαρο, όπως τα κλασικά μνημεία. Ανάμεσα στα πιο αντιπροσωπευτικά κτίρια νεοκλασικού ρυθμού συγκαταλέγονται το Πανεπιστήμιο, η Σιναία Βιβλιοθήκη ιωνικού ρυθμού και η Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη δωρικού, έργα του Τ. Hansen, τα Ανάκτορα του F. von Gaertner, το Αρχαιολογικό Μουσείο και το Ζάππειο. Παράλληλα υπό την επίδραση του ρομαντισμού οικοδομήθηκαν κτίρια με αναφορές στον βυζαντινό ρυθμό, όπως το Οφθαλμιατρείο και το «Βασιλικό Φαρμακείο», η μετέπειτα Στρατιωτική Φαρμακαποθήκη, ενώ σε μερικές περιπτώσεις επιχειρήθηκε ο συνδυασμός βυζαντινών στοιχείων με γοτθικά, όπως τα Παλάτια της Δουκίσσης Πλακεντίας του Σ. Κλεάνθη, ή η αναφορά σε αναγεννησιακά πρότυπα, όπως στην περίπτωση του Αστεροσκοπείου, έργο και αυτό του Τ. Hansen. Υπό το πνεύμα του ρομαντισμού ανεγέρθησαν επίσης το Αρσάκειο και το Τοσίτσειο Πολυτεχνείο, έργα του Λ. Καυταντζόγλου, καθώς και πολλά κτίρια του E. Ziller. Κατά συνέπεια δημιουργήθηκε μια ιδιαίτερη νεοκλασική και ρομαντική αρχιτεκτονική με κύριο γνώρισμα την απλότητα. Κοινά αρχιτεκτονικά στοιχεία των κτιρίων αποτελούσαν η πέτρινη ή μαρμάρινη βάση, τα ατόφια μαρμάρινα σκαλοπάτια, οι «πορτοσιές», τα μπαλκόνια με τα διακοσμητικά «φουρούσια» και οι διακοσμητικοί πήλινοι ακροκέραμοι 329. O συνδυασμός του νεοκλασικισμού και του ρομαντισμού χαρακτήρισε την αρχιτεκτονική και των άλλων ελληνικών πόλεων, οι οποίες δέχονταν τις επιρροές της πρωτεύουσας. Ενδεικτικά η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1890 σύμφωνα με τις άνω αρχιτεκτονικές τάσεις προσέδωσε στη φυσιογνωμία της πόλης έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα 330.

προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς

328 Διακήρυξη του Χάτι Χουμαγιούν το 1856. Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ…», όπ. αν., σ. 23, 78.329 «Νεοκλασσική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1967, σ. 11-39.330 Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ…», σ. 165-167.

Page 96: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Η συνύπαρξη του νεοκλασικού πνεύματος κατά τη διάρκεια ιδίως της απόλυτης μοναρχίας και της ρομαντικής αρχιτεκτονικής των πιο φιλελεύθερων καθεστώτων εκφράστηκαν κατά συνέπεια στην προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και την πολεοδόμηση. Η ιδέα της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς είχε διατυπωθεί για πρώτη φορά κατά την προεπαναστατική περίοδο στα πλαίσια του ελληνικού Διαφωτισμού από τον Α. Κοραή, ο οποίος είχε προτείνει ένα θεωρητικό πλαίσιο για τη διαφύλαξη των «προγονικών κτημάτων». Οι άνω φιλοσοφικές εξελίξεις επηρέασαν και το νεοσύστατο ελληνικό Κράτος από τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1822 η Γερουσία της Ανατολικής Ελλάδας όρισε για πρώτη φορά τα καθήκοντα του «Εφόρου της Πολιτικής» και την υποχρέωσή του να φροντίζει για τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων, ενώ το 1826 εκδόθηκε διάταγμα από τον Γεώργιο Κουντουριώτη, με το οποίο προβλέφθηκε η κατεδάφιση στην περιοχή των Αθηνών όσων οικοδομών γειτνίαζαν με τις αρχαιότητες με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πιθανή η βλάβη ή καταστροφή των μνημείων σε περίπτωση πυρκαγιάς. Στο ίδιο διάταγμα περιελήφθησαν και οι πρώτες πολεοδομικές ρυθμίσεις για την προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων, καθώς προβλέφθηκε η δυνατότητα διόρθωσης και ρύθμισης των αναγκαιότερων δρόμων και πλατειών της πόλης με μικρή μεταβολή ή αποχωρισμό των «εθνικών οσπιτότοπων ή οικοδομών». Τέλος επικυρώθηκε μια διαταγή από την Γ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, με την οποία ορίστηκε η υποχρέωση του Διοικητή να φροντίζει ώστε να μην πωλούνται ή να μη μεταφέρονται οι αρχαιότητες εκτός Επικράτειας 331. Υπό το ίδιο φιλοσοφικό πλαίσιο, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ι. Καποδίστρια ιδρύθηκε στην Αίγινα το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ ταυτόχρονα απαγορεύτηκε η πώληση και εξαγωγή αρχαιοτήτων έξω από την επικράτεια, δόθηκαν εντολές για την καταγραφή των αρχαίων και καθορίστηκαν οι διαδικασίες αφενός σχετικά με την αγορά και απαλλοτρίωσή τους από το Κράτος και αφετέρου σχετικά με τη διενέργεια νόμιμων ανασκαφών 332.

Εν συνεχεία, την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας και του νεοκλασικισμού, ιδρύθηκε στις 3/15 Απριλίου 1833 η πρώτη μορφή της Αρχαιοελληνικής Υπηρεσίας, ενώ στις 10/22 Μαΐου 1834 με πρωτοβουλία του L. von Maurer ψηφίστηκε ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος «περί των επιστημονικών και τεχνολογικών συλλογών, περί της ανακαλύψεως και διατηρήσεως των

331 Χριστοφίδου Α., «Το θεσμικό πλαίσιο της προστασίας των μνημείων και η οργάνωση των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού», Σημειώσεις του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών ΕΜΠ «Προστασία Μνημείων», σ. 1-2.332 Μαλλούχου-Tufano Φ., «Η Αναστήλωση των Αρχαίων Μνημείων στη Νεώτερη Ελλάδα (1834-1939), εκδ. Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα 1998, σ. 16.

Page 97: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών» 333. Με τον νόμο αυτόν καθορίστηκε η ίδρυση μουσείων και άλλων συλλογών στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις και ρυθμίστηκαν θέματα σχετικά με την ανασκαφή, αποκάλυψη, διατήρηση και ιδιοκτησία των αρχαίων. Ειδικότερα τα αρχαία που βρίσκονταν σε δημόσιο έδαφος, τον πυθμένα της θάλασσας, τους ποταμούς, τους χειμάρρους, τις λίμνες και τα τέλματα αποτελούσαν ιδιοκτησία του Κράτους. Ταυτόχρονα προβλέφθηκε η υποχρέωση δήλωσης των ανακαλυπτόμενων σε ιδιωτικά κτήματα αρχαιοτήτων, οι οποίες θα ήταν ιδιοκτησία κατά το ήμισυ του Κράτους και του κυρίου του εν λόγω κτήματος 334. Την ίδια περίοδο ανέκυψε για πρώτη φορά το θέμα της συντήρησης, αποκατάστασης και ανάδειξης των κλασικών μνημείων με αναστηλώσεις ως αναπόσπαστο μέρος της κρατικής μέριμνας. Ειδικότερα υπό την επίδραση του νεοκλασικισμού και του ρομαντισμού διαμορφώθηκαν δύο διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με την αναστήλωση των μνημείων: α) η κλασικιστική με έμφαση στην προβολή της τέχνης και του διδακτικού δυναμικού διαμέσου επεμβάσεων απελευθέρωσης των μνημείων από τις επικαλύπτουσες επιχώσεις και προσκτίσματα ή και άλλες μεταγενέστερες προσθήκες. Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα στόχευε στην ανάδειξη του αρχετυπικού σχεδίου του μνημείου με ανορθώσεις των πεσμένων μελών του και τις απολύτως αναγκαίες διακριτές από τα αρχαία μέρη συμπληρώσεις, και β) η ρομαντική με κύρια μέριμνα τον σεβασμό, κατά την επέμβαση, του γραφικού ερειπιώδους χαρακτήρα του μνημείου 335. Το καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας με προτίμηση στον νεοκλασικισμό πρόκρινε τις προτάσεις αναστήλωσης του Klenze για την αναστήλωση των αρχαίων μνημείων και ιδιαίτερα της Ακρόπολης. Οι προτάσεις αυτές, που διατυπώθηκαν το 1834 και υιοθετήθηκαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία μετά το 1837, ίσχυσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου 336. Η ιδέα της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ενισχύθηκε με τη σταδιακή διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της νεοελληνικής πόλης με αποτέλεσμα τη λήψη πρόσθετων μέτρων επί των πιο φιλελεύθερων πολιτευμάτων του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αι. Κατά συνέπεια στα 1899 εκδόθηκε ο Ν ΒΧΜΣΤ (24/27 Ιουλίου) «Περί αρχαιοτήτων» 337 με τον οποίο αναγνωρίστηκε στο Κράτος απεριόριστο δικαίωμα κυριότητας εφ’ όλων των αρχαίων σε ελληνικό έδαφος, περιορίζοντας τα δικαιώματα του ιδιώτη κυρίου του οικοπέδου όπου

333 Μαλλούχου-Tufano Φ., όπ. αν., σ. 16. Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 171. 334 Ζέπος Π., «Ζητήματα νομοθεσίας περί Αρχαιοτήτων», Χαριστήριον εις Αναστ. Ορλάνδον, τ. Γ, Αθήναι 1966, σ. 198-207.335 Μαλλούχου-Tufano Φ., όπ. αν., σ. 281.336 Μαλλούχου-Tufano Φ., όπ. αν., σ. 16.337 Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 171.

Page 98: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ανακαλύφθηκαν τα αρχαία σε ένα δικαίωμα αποζημίωσης ως αμοιβή για την ανακάλυψη και παράδοσή τους 338. Στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού της Δημόσιας Διοίκησης στα 1910 ψηφίστηκαν οι νόμοι 3721, 3729 και 3730 με τους οποίους περιορίστηκαν οι αρμοδιότητες της Αρχαιολογικής Εταιρείας σε θέματα ανασκαφών και δημοσιεύσεων. Επιπλέον αναδιαρθρώθηκε η Αρχαιολογική Υπηρεσία αφενός με την κατάργηση της Γενικής Εφορίας Αρχαιοτήτων και τη δημιουργία του Γραφείου Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του Αρχαιολογικού Συμβουλίου στο Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας εκπαίδευσης και αφετέρου με την ίδρυση ειδικού Αρχαιολογικού Ταμείου με σκοπό τη συντήρηση, διάσωση, ανεύρεση και εποπτεία των εν Ελλάδι αρχαιοτήτων και την ικανοποίηση των λοιπών αναγκών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε για πρώτη φορά θέση Εφόρου Χριστιανικών και Μεσαιωνικών Αρχαιοτήτων 339.

πολεοδόμηση

Ανάλογες ήταν και οι εξελίξεις σχετικά με την πολεοδόμηση. Κατά την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας και του νεοκλασικισμού εκπονήθηκαν τα πρώτα σχέδια των Αθηνών με κυρίαρχο πνεύμα την ανάδειξη του κλασικού ιδεώδους. Το πρώτο σχέδιο των Σταμ. Κλεάνθη και E. Schaubert προέβλεπε φαρδείς και ελεύθερους για μελλοντική επέκταση δρόμους, τη διάνοιξη μεγάλων αρτηριών μέσα από την παλιά πόλη, τις οδικές αρτηρίες, Σταδίου, Πειραιώς και Αθηνάς, μεγάλες πλατείες και την απαλλοτρίωση μεγάλων εκτάσεων γύρω από την Ακρόπολη για την εκτέλεση ανασκαφών και την αποκάλυψη μέρους της αρχαίας πόλης. Εντούτοις η υλοποίησή του, κυρίως λόγω των εκτεταμένων απαλλοτριώσεων, προσέκρουσε στις αντιδράσεις των κατοίκων και τις αυξανόμενες στεγαστικές ανάγκες. Εν συνεχεία το 1834 έγινε αποδεκτό το σχέδιο του Leo von Klenze, το οποίο χωρίς να διαφέρει επί της αρχής από το προγενέστερο, προχώρησε σε ορισμένες τροποποιήσεις του σχεδίου των Κλεάνθη και Schaubert με σημαντικότερη τη μεταφορά των Ανακτόρων, από τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, απέναντι από την Ακρόπολη στην κορυφή του μεγάλου τριγώνου που δημιουργούσαν οι τρεις βασικές οδικές αρτηρίες: Ερμού, Πειραιώς και Σταδίου. Εντούτοις τελικώς επικράτησε η πρόταση του F. von Gaertner με τη χωροθέτησή τους στην ανατολική γωνία του εν λόγω τριγώνου και τη δημιουργία μπροστά από τα Ανάκτορα, στον άξονα της οδού Ερμού, της πλατείας Συντάγματος. Η μη εφαρμογή του σχεδίου του Klenze οφείλεται στο έντονο πρόβλημα στέγασης των δημόσιων υπηρεσιών μετά τη βιαστική μεταφορά των αρχών από το

338 Ζέπος Π., ό.π., σ. 198-207.339 Μαλλούχου-Tufano Φ., όπ. αν., σ. 162. Χριστοφίδου Α., όπ. αν., σ. 8-9.

Page 99: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Ναύπλιο στην Αθήνα 340, καθώς και στον περιορισμό, υπό την πίεση των αιτημάτων των κατοίκων, της έκτασης των δρόμων, των πλατειών και της περιοχής των ανασκαφών 341. Παρά τις δυσχέρειες εφαρμογής των άνω σχεδίων, εκπονήθηκαν αρκετά ρυμοτομικά σχέδια που επικεντρώθηκαν στην απεικόνιση των δομήσιμων και κοινόχρηστων χώρων σε διάφορες πόλεις όπως στο Ναύπλιο (1834), τη Μονεμβασιά (1836), τη Ναύπακτο (1898), τη Θήβα (1850) και την Καλαμάτα (1860) 342. Ωστόσο ο πολεοδομικός σχεδιασμός ως μορφή του κρατικού παρεμβατισμού είναι σχεδόν ανύπαρκτος στο Ελληνικό Κράτος μέχρι το 1917. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την απουσία νομοθετικού πλαισίου πολεοδομικού σχεδιασμού και η επέμβαση του Κράτους περιοριζόταν, σύμφωνα με τις πολιτικές θέσεις του φιλελευθερισμού, σε διατάξεις που ρυθμίζουν τη δόμηση, δηλαδή το ίδιο το κτίριο, θέτοντας κανόνες αστυνομικού χαρακτήρα σχετικά με την ασφάλεια και την υγιεινή των κτιρίων. Το διάταγμα της 5-6-1842 για την Αθήνα και την Ερμούπολη και ο Ν ΣΚΒ του 1867 για την υπόλοιπη Ελλάδα αποτελούν τα σημαντικότερα νομοθετήματα της εξεταζόμενης περιόδου 343.

Σε αντίθεση με την απουσία τολμηρών μέτρων πολεοδομικής παρέμβασης στην Παλιά Ελλάδα, στις πόλεις της Βορείου Ελλάδας που αποτελούσαν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υλοποιήθηκε, υπό την επίδραση του μεταρρυθμιστικού κινήματος Τανζιμάτ, μια σειρά μέτρων επεμβατικής πολεοδομίας, μεταξύ των οποίων συμπεριλήφθηκε ο ορθογωνικός σχεδιασμός. Ενδεικτικά στη Θεσσαλονίκη από το 1880 διατυπώθηκε η πρόθεση των δημοτικών αρχών για συνεχή έλεγχο και παρακολούθηση των επεμβάσεων στο σύνολο του αστικού χώρου, οι οποίες συνίσταντο στην επιβολή οικοδομικών γραμμών, σε διανοίξεις και λιθοστρώσεις δρόμων, στον στοιχειώδη έλεγχο των επικίνδυνων χρήσεων, στην οργάνωση υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, στην εγκατάσταση δικτύων υποδομών και στον σχεδιασμό των επεκτάσεων 344. Μετά την πυρκαγιά του 1890 έγινε μια προσπάθεια επανασχεδιασμού ενός σημαντικού τμήματος της πόλης, εκτάσεως περίπου 20 εκταρίων, επιδρώντας άμεσα στη μορφολογία της. Σύμφωνα με το νέο σχέδιο, το οποίο είχε ως υπόδειγμα τις χαράξεις του Luigi Storari το 1856 στο Aksaray της Κωνσταντινούπολης, κατασκευάστηκαν νέοι δρόμοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων διαπερνούσαν πλήρως την πόλη, σχηματίζοντας κανονικά οικοδομικά τετράγωνα με κτίρια, η κύρια όψη των οποίων

340 «Νεοκλασσική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», όπ. αν., σ. 17-18. Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 1997, σ. 18.341 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 18.342 Αραβαντινός Α., «Πολεοδομικός Σχεδιασμός», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 1986, σ. 113.343 Χατζοπούλου Α.., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 18.344 Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ...», σ. 141.

Page 100: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

βρισκόταν στην οικοδομική γραμμή. Η εισαγωγή της έννοιας του οικοδομικού τετραγώνου αποτέλεσε το καινοτόμο οργανωτικό στοιχείο του αστικού ιστού. Κατά συνέπεια η πόλη έμοιαζε με έναν ορθογωνικό κάναβο, με το οδικό δίκτυο να είναι παράλληλο και κάθετο προς την παραλία. Επιπλέον η Θεσσαλονίκη απέκτησε νέους φαρδείς δρόμους, όπως την οδό Aya Sofia Cami’ι (Αγίας Σοφίας), πλάτους 18 μέτρων, και τις Capanaca και Hamam Matalon (Τσιμισκή και Βασιλέως Ηρακλείου), πλάτους 12 μέτρων. Η σύνδεση του νέου δικτύου με το προϋπάρχον στις περιοχές που δεν επλήγησαν από τις φωτιές επιτεύχθηκε με απότομες τεθλασμένες χαράξεις. Υπό το πνεύμα αυτής της επεμβατικής πολεοδομίας διαμορφώθηκαν κοινόχρηστοι χώροι μπροστά στην Αγία Σοφία και στις διασταυρώσεις τεσσάρων οδών, αυξάνοντας το ποσοστό του δημόσιου χώρου από 19% σε 29%. Ταυτόχρονα σύμφωνα με τον οικοδομικό κανονισμό επετράπη η ανέγερση κτιρίων τεσσάρων και τριών ορόφων 345 με αποτέλεσμα την ανάδειξη του νεοκλασικού χαρακτήρα της νέας πόλης. Η δυναμική αυτή συνεχίστηκε και λίγο πριν τους βαλκανικούς πολέμους με τη διαπλάτυνση της παραλιακής οδού και την οικοδόμηση του εντυπωσιακού κτιρίου του τελωνείου από τον μηχανικό Ελί Μοδιάνο στα 1910. Τα έργα αυτά σε συνδυασμό με την κατεδάφιση των παλιών παραπηγμάτων τόνιζαν τον συνεχιζόμενο παραδοσιακό ρόλο της πόλης ως κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου346. Η διαμορφωθείσα κοσμοπολίτικη φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης, χάθηκε στα 1917 με τη μεγάλη πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στην πόλη. Το γεγονός αυτό, συνεπικουρούμενο από την ένταξη της πόλης στη συγκεντρωτική διοίκηση του σύγχρονου ελληνικού Κράτους και τη διάσπαση του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου των Βαλκανίων με τη δημιουργία διαφορετικών εθνικών κρατών, περιόρισε σημαντικά τον γεωστρατηγικό της ρόλο.

10. Το Ελληνικό Κράτος στα πλαίσια του ευρωπαϊκού χώρου κατά τη διάρκεια του 20ου αι.

ιστορικά γεγονότα

Μετά τη λήξη του Α Παγκοσμίου πολέμου το μείζον ιστορικό γεγονός για το Ελληνικό Κράτος αποτέλεσε η Μικρασιατική καταστροφή του 1922, αφενός με την απώλεια της Ανατ. Θράκης και της Ιωνίας ως συνέπεια της ήττας του ελληνικού μετώπου και αφετέρου με την οριστική διαμόρφωση των συνόρων το 1923 με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Ακολούθησαν ο Β

345 Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ…», σ. 170-171. 346 Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ…», σ. 175.

Page 101: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Παγκόσμιος πόλεμος (1941-1945), η ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην ελληνική επικράτεια (1946) και ο εμφύλιος (1946-1949). Καθοριστικό ιστορικό γεγονός ευρωπαϊκής εμβέλειας θεωρείται η προσπάθεια υλοποίησης του οράματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ειδικότερα η ιδέα της Ένωσης της Ευρώπης τέθηκε για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία, μετά τη λήξη του Α Παγκοσμίου πολέμου, το 1923, με την ίδρυση του σωματείου «Πανευρωπαϊκή Ένωση» από τον αυστριακό, ελληνικής καταγωγής, Ριχάρδο Νικόλαο Γκουτενχόβε-Καλλέργη, και τη δημοσίευση μιας έκκλησης με την οποία υποστήριζε την ιδέα της ένωσης όλων των Ευρωπαίων 347. Εν συνεχεία το 1930 η θέση αυτή υιοθετήθηκε από τον τότε Πρωθυπουργό της Γαλλίας Α. Brian και προβλήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών. Η ιδέα της Ένωσης της Ευρώπης βρήκε ως οπαδούς τον πρώην Πρωθυπουργό της Γαλλίας Herriot και τον υπουργό των Εξωτερικών της Γερμανίας Stresemann. Μεταξύ των πρώτων πολιτικών που προσχώρησαν σε αυτήν την κίνηση ήταν ο Ελ. Βενιζέλος και ο υπουργός του Ν. Πολίτης. Έκτοτε ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώραςακολουθήθηκε από τις περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις. Η πορεία όμως προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δέχθηκε ένα παροδικό αλλά ισχυρό πλήγμα με την αναρρίχηση του Χίτλερ στην εξουσία της Γερμανίας και τον σχηματισμό του Άξονα, οδηγώντας στην έναρξη του Β Παγκοσμίου πολέμου. Με τη λήξη του πολέμου η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης επανατοποθετήθηκε από τον W. Churchill με την ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης στις 19 Σεπτεμβρίου 1946 348. Η επαναφορά του ευρωπαϊκού οράματος είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης, στις 5 Μαΐου 1949, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), στις 18 Απριλίου 1951, μια ιδέα του J. Monnet, η οποία υλοποιήθηκε με πρωτεργάτες τον Πρωθυπουργό της Γαλλίας R. Schumann και τον Καγκελάριο της Γερμανίας Adenauer. Από τότε γεννήθηκε μια δυναμική που οδήγησε στην υπογραφή των δύο Συνθηκών της Ρώμης στις 25 Μαρτίου 1957, με τις οποίες θεσπίστηκαν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ) και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Ακολούθησε μια περίοδος σταδιακής διεύρυνσης, αναθεώρησης των ιδρυτικών συνθηκών 349 και εξέλιξης της

347 Τσάτσος Κ., «Δημοκρατία και Ευρώπη», εκδ. Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα 1982, σ. 55-56.348 Τσάτσος Κ., «Δημοκρατία…», όπ. αν., σ. 56-57.349 Το 1965 υπεγράφη η Συνθήκη Συγχώνευσης των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το 1986 με την Ενιαία Πράξη ορίστηκε ως τελική ημερομηνία για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς η 31/12/1992. Ακολούθησε, το 1992, η Συνθήκη του Μάαστριχτ σύμφωνα με την οποία αφενός η ΕΟΚ μετονομάστηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση και αφετέρου προβλέφθηκε η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Με την Συνθήκη του Άμστερνταμ, το 1997, μεταξύ άλλων, ορίστηκε η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, με ενίσχυση της αστυνομικής και της δικαστικής

Page 102: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

πολιτικής μορφής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις οποίες η Ελλάδα έγινε το δέκατο μέλος το 1981 350. Η διαρκώς εξελισσόμενη ευρωπαϊκή ενσωμάτωση οδήγησε το 2004 στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 25 Κρατών-μελών και στη σύνταξη του πρώτου Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Η πραγματοποίηση αυτού του οράματος αποδείχθηκε ιδιαίτερα ανθεκτική και ευέλικτη, καθώς προσαρμόζεται και υπερβαίνει τα ιστορικά γεγονότα του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου με σημαντικότερα την άνοδο και την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και την παγκοσμιοποίηση. Οι άνω ιστορικές εξελίξεις αποτυπώθηκαν κατά συνέπεια στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση του ελληνικού και του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου.

κοινωνία - οικονομία

Στον ελληνικό χώρο η Μικρασιατική Καταστροφή μετασχημάτισε δραματικά τον γεωγραφικό, πληθυσμιακό και ιδεολογικό χάρτη. Το νέο κοινωνικό τοπίο σημαδεύτηκε από τις αναδιαρθρώσεις στον αστικό και τον ευρύτερο αγροτικό χώρο ως συνέπεια της παρουσίας 1,5 περίπου εκ. προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη χωρίς να υπολογιστούν οι πρόσφυγες από τη Ρωσία μετά τη σοβιετική επανάσταση351. Η προσφυγική παρουσία μεταμόρφωσε τα αστικά κέντρα με τη συγκρότηση της εργατικής τάξης και τη μετεξέλιξη πόλεων, όπως η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, ο Βόλος και η Καβάλα σε βιομηχανικά κέντρα με πυκνό πληθυσμό. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον βιομηχανικό και αστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και τη σταθεροποίηση της θέσης της μεσαίας τάξης στο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό σύστημα της χώρας. Στην Αθήνα μεταξύ 1920-1928, ο πληθυσμός της ευρύτερης περιοχής της διπλασιάστηκε, εμφανίζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 7,4% 352, ενώ με τον πολλαπλασιασμό των προσφυγικών και λαϊκών συνοικιών αφενός ενοποιήθηκε σταδιακά η Αθήνα με τον Πειραιά και αφετέρου επεκτάθηκε η αυθαίρετη δόμηση. Ταυτόχρονα στη Θεσσαλονίκη η μαζική εγκατάσταση προσφύγων και η συνακόλουθη εγκατάλειψη της πόλης από άλλες εθνότητες,

συνεργασίας και ενσωματώθηκε η Συνθήκη Schengen στις κοινοτικές διαδικασίες. Τέλος με τη Συνθήκη της Νίκαιας, το 2001, επιδιώχθηκε κυρίως η επίλυση θεσμικών προβλημάτων της ΕΕ ενόψει της επερχόμενης διεύρυνσης. Χατζοπούλου Α, «Στοιχεία Δικαίου. Εθνικό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2004, σ. 266-269.350 Boulouis J., «Droit institutionnel des communautés européennes», εκδ. Montchrestien, Παρίσι 1993, σ. 30-35.351 Πολύζος Γ., «Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τεράστια οικονομική δύναμη. Η πολεοδομική διαμόρφωση με την προσφυγική πλημμυρίδα», Οικ. Ταχ. 26/4/1973.352 www . ime . gr

Page 103: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ιδίως Τούρκους και Εβραίους, είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή απώλεια της κοσμοπολίτικης φυσιογνωμίας της 353.

Στην Ευρώπη η περίοδος μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη οικονομική ύφεση συνεπεία της αποδυνάμωσης της οικονομίας από τη δημιουργία υπέρογκων χρεών λόγω του Α Παγκοσμίου πολέμου. Ειδικότερα η διάσταση μεταξύ της αυξανόμενης παραγωγής και της περιορισμένης αγοραστικής ικανότητας των ευρέων λαϊκών μαζών οδήγησε στην κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης στις 29/10/1929, επηρεάζοντας την οικονομία των αναπτυγμένων κρατών με τη δημιουργία 23 εκατ. ανέργων έως το 1932 354. Ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 οι πολυμερείς συναλλαγές αντικαταστάθηκαν από διμερείς εμπορικές συμφωνίες, οι οποίες δεν έφτασαν το επίπεδο του 1929 355. Τα κινήματα διαμαρτυρίας τα οποία εκδηλώθηκαν σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης συνοδεύτηκαν από την υπογεννητικότητα και τη δημιουργία μεταναστευτικού ρεύματος, κυρίως προς τη Γαλλία 356. Στην Ελλάδα οι συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης αποφεύχθηκαν πρόσκαιρα χάρη στην πολιτική υπεράσπισης της δραχμής και της νομισματικής σταθεροποίησης που υιοθετήθηκε από την Πολιτεία κατά την τετραετία 1928-1932, συνιστώντας την πρώτη απόπειρα οργάνωσης της οικονομίας σε ορθολογικά και σύγχρονα για την εποχή αυτήν πρότυπα 357. Ωστόσο, από τα τέλη του 1931 οι επιπτώσεις της κρίσης έγιναν αντιληπτές και στο Ελληνικό Κράτος 358.

Η δυσχερής αυτή οικονομική και κοινωνική κατάσταση επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου πολέμου, το πέρας του οποίου οδήγησε σε μια Ευρώπη εξαθλιωμένη και ιδεολογικά διχασμένη με περισσότερους από 30 εκατ. νεκρούς και 16 εκατ. εκτοπισμένους κατοίκους. Μεγάλες πόλεις ήταν ερειπωμένες, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε στο 1/3 της προπολεμικής και η αγροτική στο μισό 359. Στην Ελλάδα ο πόλεμος επέφερε εξίσου

353 Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 104, 119. 354 Ενδεικτικά, το 1932, η ανεργία τις ΗΠΑ εκτινάχθηκε στο 24,9% και στη Γερμανία στο 28%. Η βιομηχανική παραγωγή στις χώρες αυτές μειώθηκε αντίστοιχα κατά 38% και 62%. Ρουσσος Γ., «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. 1826-1974», τόμος 6, εκδ. Ελληνική Μορφωτική Εστία, Αθήνα 1975, σ. 484.355 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 264. 356 Στα 1930 οι μετανάστες εκπροσωπούσαν 7% του γαλλικού πληθυσμού. 30% εξ αυτών ήταν Ιταλοί και 19% Πολωνοί. «Atlas historique», όπ. αν., σ. 425. 357 www . ime . gr 358 Ρουσσος Γ., «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. 1826-1974», τόμος 6, όπ. αν., σ. 484-485.359 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 272 επ.

Page 104: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

καταστροφικές συνέπειες: 500.000 νεκροί, 155.000 καμένα κτίρια, 111.000 πυροπαθείς οικογένειες, 1.700 ολοκληρωτικά πυρπολημένα χωριά. Επιπλέον η γεωργική παραγωγή μειώθηκε κατά 40-80% σε διάφορα αγροτικά προϊόντα, το κτηνοτροφικό κεφάλαιο κατά 50% για τα μεγάλα ζώα και 30% για τα μικρά, τα δάση ελαττώθηκαν κατά 20%, οι μεταλλευτικές εγκαταστάσεις καταστράφηκαν, ενώ η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 50%. Την εικόνα της ουσιαστικής καταστροφής συμπληρώνουν η καταστροφή των συγκοινωνιών, των λιμανιών και της διώρυγας της Κορίνθου, η αρπαγή του 70% των αυτοκινήτων και η απώλεια κατά 73% της εμπορικής και επιβατηγού ναυτιλίας της χώρας360. Δυστυχώς ο πολιτικός διχασμός και ο ακολουθούμενος εμφύλιος πόλεμος επέτειναν την καταστροφή, καθώς πάνω από 100.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, τουλάχιστον 700-750.000 μετακινήθηκαν, κυρίως από τους ορεινούς όγκους της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας, ένας μεγάλος αριθμός πολιτών εξορίστηκε και περίπου 80.000 κατέφυγαν στις Ανατολικές χώρες 361. Τα παλιρροιακά κύματα αστυφιλίας προκάλεσαν διόγκωση των αστικών κέντρων, με τα επαρχιακά αστικά κέντρα να διπλασιάζονται σε διάστημα 2-3 ετών 362. Η καταστροφή της ελληνικής επαρχίας και η συσσώρευση των παραγωγών στα αστικά κέντρα σήμαναν την έναρξη της κατάρρευσης του οικιστικού ιστού της χώρας. Η ανάκαμψη της οικονομίας και των κοινωνιών της Ευρώπης επήλθε τη δεκαετία του ’50, στηριζόμενη στη συμβολή των νέων υπερδυνάμεων (ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ) 363, με τη Δυτική Ευρώπη να παρουσιάζει το 1950 παραγωγή αγαθών υψηλότερη κατά 35% σε σχέση με το 1938, ενώ το 1964 η αύξηση αυτή άγγιξε το 250% 364. Ενδεικτικά έως το 1973 το ΑΕΠ της Γαλλίας παρουσίαζε μια ετήσια αύξηση 6% ετησίως. Αυτή η οικονομική ευφορία επέτρεψε στις ευρωπαϊκές χώρες να εκσυγχρονίσουν τα δίκτυα υποδομής με αποτέλεσμα τη σταδιακή μετεξέλιξη της κοινωνίας σε καταναλωτική, μια τάση που επιβεβαιώνεται και από την εμφάνιση την ίδια περίοδο των μεγάλων αλυσίδων πολυκαταστημάτων και την επέκταση της τραπεζικής πίστης 365. Ωστόσο η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, συνδυαζόμενη με την ενίσχυση της αστικοποίησης, προκάλεσε μια υποβάθμιση του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος, η οποία ήταν

360 www . ime . gr 361 www . ime . gr 362 Πρακτικά Ν 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και άλλες σχετικές ρυθμίσεις».363 Στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης η αμερικανική οικονομική βοήθεια υλοποιήθηκε μέσω του σχεδίου Marshall. Ενδεικτικά στα πλαίσια του εν λόγω σχεδίου η οικονομική βοήθεια που δέχθηκε η Γαλλία μεταξύ 1948 και 1952 υπερέβη τα 2,8 δις. δολάρια. fr.encyclopedia.yahoo.com/articles/ni/ni_3091_p0.html 364 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 272 επ.365 fr.encyclopedia.yahoo.com/articles/ni/ni_3091_p0.html

Page 105: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

εντονότερη στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Παράλληλα η αυξημένη ρύπανση της ατμόσφαιρας απειλούσε πλέον σοβαρά τα μνημεία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.

Τα φαινόμενα αυτά εκδηλώθηκαν και στην Ελλάδα, όπου κατά την περίοδο 1952-1963 ανετράπη η αναλογία αγροτικού-αστικού τομέα υπέρ του δεύτερου με κύριο τόπο απορρόφησης το πολεοδομικό συγκρότημα των Αθηνών. Η κοινωνική φυσιογνωμία της χώραςείχε μεταβληθεί με τον κοινωνικό ιστό να έχει διαρραγεί οριστικά, καθώς πολλοί από όσους είχαν εγκαταλείψει τις ορεινές περιοχές δεν θα επέστρεφαν, εθνοφυλετικές μειονότητες στη Δυτική Μακεδονία και τη Θράκη εγκατέλειπαν τη χώρακαι ο ορεινός αγροτικός πληθυσμός ακολουθούσε τον δρόμο της εσωτερικής ή εξωτερικής μετανάστευσης. Παρά την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και τους υψηλούς ρυθμούς ανόδου του Α.Ε.Π. (7% ετησίως) εξακολουθούσε η βιομηχανική στασιμότητα και η έλλειψη κεντρικού προγραμματισμού στον τομέα της γεωργίας, ο οποίος εκπροσωπούσε ακόμα τον κυριότερο παραγωγικό τομέα 366. Η οικονομική ευρωστία ήταν επίπλαστη, καθώς βασιζόταν κυρίως στη νομισματική σταθερότητα με τη ροή συναλλάγματος από τα εμβάσματα των μεταναστών, τη διεύρυνση των εισαγωγών και τη χρηματοδότηση της εκβιομηχάνισης, καταλήγοντας σε μια έντονη περιφερειακή πόλωση του ελλαδικού χώρου και σε μια αποδιάρθρωση των κοινωνικών του δομών 367. Ταυτόχρονα η ανάπτυξη των επικοινωνιακών δικτύων, η διάδοση του κινηματογράφου και η ανάδυση του τουρισμού έφεραν σε επαφή ευρύτερα κοινωνικά στρώματα με τον τρόπο ζωής της βιομηχανικής κοινωνίας. Κατά την περίοδο 1965-1970 κύριους αναπτυξιακούς άξονες αποτελούν η μεταποίηση και η οικοδομή, ενώ ο ρυθμός αύξησης των υφαντουργικών, χημικών και μεταλλουργικών βιομηχανιών προσέγγισε το 11% 368. Εντούτοις οι διαπεριφερειακές ανισότητες του ελλαδικού χώρου οξύνθηκαν με την αστικοποίηση του αγροτικού χώρου και την τουριστική ανάπτυξη 369. Στην Αθήνα δημιουργήθηκε μια πολυάριθμη τάξη μικρομεσαίων επιχειρηματιών, η οποία σε συνδυασμό με την ισχυροποίηση του βιομηχανικού άξονα Αθήνας-Πειραιά 370, συνέβαλε στον υδροκεφαλισμό της πρωτεύουσας και τη γεωμετρική αύξηση του πληθυσμού της. Ειδικότερα το 1951 ο πληθυσμός της Αθήνας αντιπροσώπευε το 17% του συνολικού πληθυσμού, το 1961 το

366 www . ime . gr 367 Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 122.368 www . ime . gr 369 Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 123.370 Το 1951 η Αθήνα συγκέντρωνε τα 2/5 της οικονομικής δραστηριότητας. Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 128-129.

Page 106: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

22%, το 1971 το 29% και το 1978 το 38%. Η Ελλάδα την εικοσαετία 1950-1970 εμφάνισε έναν από τους μεγαλύτερους δείκτες αστικοποίησης στην Ευρώπη, γεγονός στο οποίο συνέβαλε και η παλιννόστηση των μεταναστών 371. Η μεταβολή προς την αστικοποίηση, της τάξης του 41%, ήταν συγκρίσιμη μόνο με την αντίστοιχη μεταβολή στη Γαλλία (50%), τη Γιουγκοσλαβία (48%) και την Ιταλία (45%) 372. Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη πληθυσμιακή αύξηση παρουσίασαν επαρχιακά αστικά κέντρα, όπως η Πάτρα, το Αίγιο, η Σπάρτη, το Ηράκλειο, τα Χανιά, η Κοζάνη, η Καβάλα, η Αλεξανδρούπολη, η Λάρισα και ο Βόλος 373.

Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973, αποτέλεσμα την αντίδρασης των αραβικών πετρελαιοπαραγωγών χωρών κατά της ευρωπαϊκής υποστήριξης στο Κράτος του Ισραήλ κατά τον πόλεμο του Κιπούρ τον Οκτώβριο του 1973 374, η οικονομική ακμή στη Δυτική Ευρώπη ανακόπηκε με την εμφάνιση χαμηλών δεικτών ανάπτυξης, έντονου πληθωρισμού και απότομης αύξησης της ανεργίας, με συνέπεια την συνειδητοποίηση από τους ευρωπαίους της αναγκαιότητας της ολοκλήρωσης της οικονομικής ένωσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 375. Μεταξύ 1970-1990 η μείωση του αγροτικού πληθυσμού εξακολούθησε με εντυπωσιακούς ρυθμούς, συνοδευόμενη από μια έντονη αστυφιλία, καθώς και από μια εξίσου σημαντική αύξηση του αριθμού των φοιτητών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1985 στις παραδοσιακά αγροτικές χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης το ποσοστό των αγροτών δεν υπερέβαινε το ένα τρίτο του εργατικού τους δυναμικού και μόνο 3 στους 100 Βρετανούς ή Βέλγους απασχολούνταν στον αγροτικό τομέα. Ωστόσο σταδιακά σημειώθηκε μια εξάπλωση και αποκέντρωση των μεγαλουπόλεων του αναπτυγμένου κόσμου, τάσεις στις οποίες συνέβαλαν η δημιουργία εμπορικών κέντρων και κέντρων παροχής υπηρεσιών σε επίπεδο κοινοτήτων ή προαστιακών συγκροτημάτων, καθώς και η κατασκευή συγκοινωνιακών προαστιακών δικτύων 376. Ταυτόχρονα η ευρωπαϊκή

371 Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 126.372 Πρακτικά Ν. 880/1979, περί μεταφοράς συντελεστή δόμησης. 373 Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 123.374 fr.encyclopedia.yahoo.com/articles/ni/ni_3091_p0.html 375 «Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», όπ. αν., σ. 300.376 Η τάση αυτή παρατηρήθηκε παγκοσμίως με εξαίρεση την υπο-σαχάρια Αφρική, την ηπειρωτική Νοτιοανατολική Ασία και την Κίνα. Έτσι τη δεκαετία του ’80 τα πιο γιγαντιαία αστικά συγκροτήματα βρίσκονταν στον Τρίτο κόσμο: το Κάιρο, η πόλη του Μεξικού, το Σάο Πάολο και η Σαγκάη είχαν πληθυσμό οκταψήφιο. Η απουσία παρόμοιων επενδύσεων στις μεγαλουπόλεις του Τρίτου κόσμου και η επικράτηση της αυθαίρετης δόμησης διαμόρφωσαν τον άναρχο, διάσπαρτο και αδόμητο χαρακτήρα των πόλεων αυτών. Hosbawm Ε., «Η εποχή των άκρων. Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σ. 368 επ.

Page 107: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

βιομηχανική εργατική τάξη μειώθηκε σε σημαντικό βαθμό, θύμα της ενίσχυσης του τριτογενούς τομέα της οικονομίας και των νέων τεχνολογιών. Οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες που κυριαρχούσαν στην έως τότε κοινωνικοοικονομική ζωή της πόλης αντικαταστάθηκαν από δίκτυα επιχειρήσεων αποτελούμενα από μικρά εργαστήρια και βιομηχανικές μονάδες μετρίου μεγέθους αλλά υψηλής τεχνολογίας, διάσπαρτα στις πόλεις και την ύπαιθρο. Η άνω εξέλιξη σε συνδυασμό με τις οικονομικές κρίσεις των αρχών της δεκαετίας του’80 προκάλεσαν εκ νέου μαζική ανεργία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ενδεικτικά την περίοδο 1980-1984 η Μεγάλη Βρετανία έχασε το 25% της μεταποιητικής της βιομηχανίας, ενώ η ανεργία στη Δυτική Ευρώπη ανήλθε από το 1,5% κατά μέσο όρο τη δεκαετία του ’60 στο 9,2% στην ΕΕ τη δεκαετία του ’80 377. Ταυτόχρονα κατέστη εντονότερη η ανάγκη συνδυασμού της οικονομικής ανάπτυξης με την προστασία του περιβάλλοντος.

Ειδικότερα την εικοσαετία 1970-1990 στον ελληνικό χώρο τα γεωργικά εδάφη περιορίστηκαν στο 24% σε σχέση με το 1960 (29,6%), ενώ τα βιομηχανικά αυξήθηκαν από 5,2% τη δεκαετία του ’60 σε 5,8% και οι τουριστικές βιομηχανίες κάλυπταν το 2% του συνόλου. Εντούτοις μόλις το 27% του πληθυσμού και το 7% των οικισμών εξυπηρετούνταν από δίκτυα υπονόμων 378. Σε αντιστοιχία με την ευρωπαϊκή τάση περιορίστηκε για πρώτη φορά η τάση συγκέντρωσης του πληθυσμού στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, κυρίως λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης, προς όφελος των μεγάλων επαρχιακών βιομηχανικών και τουριστικών αστικών κέντρων. Παρά την άνω μεταβολή η συρρίκνωση των μικρών επαρχιακών πόλεων δεν κατέστη αναστρέψιμη 379.

Τη δεκαετία του 1990 η κοινωνική σύνθεση των ευρωπαϊκών πόλεων καθορίστηκε κυρίως από τη συμμετοχή τους στην αναπτυξιακή πορεία της ΕΕ, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τη δημιουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Ο ευρωπαϊκός χώρος στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αποτελούνταν από τρία διαφορετικά υποσύνολα: την Ευρώπη της ανάπτυξης (του κέντρου ή των μητροπόλεων), τις αναπτυγμένες περιοχές της Νότιας Ευρώπης (λατινικό τόξο) και τις απομακρυσμένες και σε καθυστέρηση περιοχές 380. Ταυτόχρονα

377 Hosbawm Ε., όπ. αν., σ. 368 επ.378 Πρακτικά Ν. 1650/1986 «για την προστασία του περιβάλλοντος».379 Ενδεικτικά η πληθυσμιακή αύξηση του πληθυσμού της πρωτεύουσας μειώθηκε από 37,1% τη δεκαετία του ’60 σε 19,2% τη δεκαετία του ’70. Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 122, 127.380 Εισηγητική Έκθεση Ν 2742/1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη».

Page 108: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία οι πόλεις της ΕΕ γνώρισαν ένα έντονο μεταναστευτικό ρεύμα από την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, το οποίο, συνδυαζόμενο με την άφιξη οικονομικών μεταναστών από τις χώρες του Τρίτου κόσμου, είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της πολυπολιτισμικότητας και της αστικοποίησης. Ειδικότερα στα τέλη του 20ου αι. η Ευρώπη αποτελούσε την ήπειρο με τον πλέον αστικό χαρακτήρα, καθώς 80% του πληθυσμού της κατοικούσε σε πόλεις: 20% σε πόλεις άνω των 250.000 κατοίκων, 20% σε πόλεις μεσαίου μεγέθους (50.000-250.000 κατοίκων) και 40% σε πόλεις 10.000-50.000 κατοίκων. Σε αυτό το δίκτυο των ευρωπαϊκών αστικών κέντρων μόνο το Παρίσι και το Λονδίνο αριθμούσαν 10 εκατ. κατοίκους. Ταυτόχρονα το 60-80% των θέσεων εργασίας στις πόλεις αφορούσαν στον τριτογενή τομέα, το 1/3 του οποίου καλυπτόταν από μη εμπορικές δραστηριότητες, όπως η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση και η υγεία 381. Στην αυγή του 21ου αι. η σημασία των ευρωπαϊκών μητροπολιτικών κέντρων δεν προκύπτει τόσο από το πληθυσμιακό τους μέγεθος όσο από το ειδικό βάρος των φιλοξενούμενων σε αυτές δραστηριοτήτων σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Συγχρόνως, ο ρόλος των πόλεων μεσαίου μεγέθους κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς αυτές καλούνται να διαδραματίσουν έναν αντισταθμιστικό ρόλο στα πλεονεκτήματα των μητροπολιτικών περιοχών, αφενός με τη διατήρηση του πληθυσμού τους και αφετέρου με την παρεμπόδιση των πληθυσμιακών μετατοπίσεων από τις αγροτικές περιοχές και τις μικρές πόλεις προς τα μητροπολιτικά κέντρα382. Οι τάσεις αυτές αναμένονται να αυξηθούν περαιτέρω με την διεύρυνση της ΕΕ και την επέκταση της ισχύος του κοινοτικού κεκτημένου στο σύνολο σχεδόν της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Η κοινωνική δομή των ευρωπαϊκών αστικών κέντρων χαρακτηρίζεται από την υπογεννητικότητα, τη γήρανση του πληθυσμού, την πολυπολιτισμικότητα και μια αυξανόμενη υποστήριξη της περιοριστικής πολιτικής σε θέματα μετανάστευσης 383, ενώ η περαιτέρω ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα προσανατολίζεται σε νέες δραστηριότητες υπηρεσιών, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι βιοτεχνολογίες και το διεθνές εμπόριο 384.

381 «Το ζήτημα των πόλεων:προσανατολισμοί για μία ευρωπαϊκή συζήτηση», SCADPlus: Towards an urban agenda in the European Union.ht382 Πετράκος Γ., Οικονόμου Δ., «Διεθνοποίηση και διαρθρωτικές αλλαγές στο Ευρωπαϊκό σύστημα αστικών κέντρων», «Η Ανάπτυξη των Ελληνικών Πόλεων. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις Αστικής Ανάλυσης και Πολιτικής», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας-Gutenberg, Βόλος 2004, σ.σ. 25, 30.383 Η τάση αυτή αυξήθηκε από 7% τη δεκαετία του ’70 σε 40% το 2004. Turlin J.-L., «Une planète a majorité urbaine en 2007», Le Figaro. 26.03.04.384 «Το ζήτημα των πόλεων:προσανατολισμοί για μία ευρωπαϊκή συζήτηση», SCADPlus: Towards an urban agenda in the European Union.ht

Page 109: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

φιλοσοφικά ρεύματα

Οι άνω εξελίξεις στην κοινωνία και την οικονομία συνέβαλαν με τη σειρά τους στη διαμόρφωση των φιλοσοφικών ρευμάτων του 20ου αιώνα. Η οικονομική ύφεση, η κοινωνική δυσαρέσκεια και η αυξημένη αστικοποίηση του Μεσοπολέμου οδήγησαν στην διάδοση και επικράτηση του υπερρεαλισμού, του λογικού θετικισμού και του υπαρξισμού. Ο υπερρεαλισμός, με επίκεντρο τη Γαλλία, τάχθηκε εναντίον κάθε μορφής τάξης και λογικών, ηθικών ή κοινωνικών συνθηκών. Το κίνημα αυτό, όπως αναγγέλθηκε από τον Apollinaire (l’Esprit nouveau, 1917) και εκφράστηκε από τον Α. Breton (Μανιφέστο του υπερρεαλισμού, 1924), αποτέλεσε μια έκκληση για την αναβίωση της φαντασίας στη βάση του Ασυνείδητου, του ονείρου, του μαγικού, των συμβόλων, της επιθυμίας, του ενστίκτου, της ανορθολογικότητας, και της εξέγερσης 385. Θα ήταν επομένως δυνατός ο χαρακτηρισμός του ως ένα ρεύμα το οποίο εντασσόταν στην αναβίωση των ρομαντικών αντιλήψεων στον 20ο αι., καθώς και τα δύο ρεύματα επαγγέλονταν τη φυγή από την πραγματικότητα. Η επίδρασή του ήταν εξίσου σημαντική στον ελλαδικό χώρο, κυρίως μέσω των έργων του Εγγονόπουλου και του Εμπειρίκου. Ανάλογη αντίδραση κατά των ηθικών αξιών, τις οποίες επαγγελόταν η άνοδος του φασισμού, εξέφρασαν ο λογικός θετικισμός και ο υπαρξισμός. Με τον λογικό θετικισμό, προτάθηκε μια επιστροφή στις θέσεις της επιστήμης και της λογικής του Διαφωτισμού απαλλαγμένες από τον παράγοντα της ηθικής, ενώ με τον υπαρξισμό, όπως εκφράστηκε κυρίως από τον Heidegger, υποστηρίχθηκε η απόρριψη της αστικής αντίληψης περί ηθικής συνοδευόμενη από μια επιστροφή στην ολιστική θεωρία με την άρνηση του δυϊσμού πνεύματος και σώματος και την αναζήτηση της αυθεντικότητας 386. Ταυτόχρονα οι έντονες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της Μεγάλης Ύφεσης οδήγησαν τον Keynes στην πρόταση της ηθικής και κοινωνικής μετεξέλιξης του ρόλου του Κράτους σε Κράτος-πρόνοιας με σκοπό τη δημιουργία απασχόλησης και την εξασφάλιση του εισοδήματος των εργαζομένων. Βασικά συστατικά του Κράτους-πρόνοιας αποτελούν αφενός η θέσπιση της κοινωνικής ασφάλισης και αφετέρου η κρατική παρέμβαση στην κατανάλωση και την παραγωγή με μεγάλα αναπτυξιακά έργα και επιδοτήσεις. Η κοινωνική ασφάλιση αποτέλεσε επομένως το σημείο συνάντησης του σοσιαλισμού με τον φιλελευθερισμό, καθώς αναδείχθηκε σε μέσο τροφοδότησης της ασφάλειας και της αλληλεγγύης των πολιτών, διασφαλίζοντας την ατομική ελευθερία 387.

385 Hosbawm Ε., όπ. αν., σ. 231 επ., «Le Petit Larousse illustré», όπ. αν., σ. 948.386 Σόλομον Ρ., Χίγκινς Κ., «Μια Σύντομη Ιστορία της Φιλοσοφίας.», εκδ. φιλίστωρ, Αθήνα 1999, σ. 184-186.

Page 110: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Οι κοινωνιολογικές επιπτώσεις του Β Παγκοσμίου πολέμου και η επικράτηση των καταναλωτικών προτύπων στη Δυτική Ευρώπη είχαν με τη σειρά τους ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του Κράτους-πρόνοιας και του ατομισμού, ο οποίος εξελισσόμενος σε κομφορμισμό προκάλεσε στα τέλη τις δεκαετίας του ’60 την αντίδραση του υπαρξισμού. Ειδικότερα οι υπαρξιστικές ανησυχίες συνδυάστηκαν με τις σοσιαλιστικές αντιλήψεις αριστερών φιλοσόφων, όπως του Κafka (1883-1924), του Camus (1913-1960), του Sartre (1905-1980) και της Simone de Beauvoir (1908-1986), δημιουργώντας μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τον φιλοσοφικό προσανατολισμό της Ευρώπης. Εντούτοις πρόσκαιρα ο φιλοσοφικός αυτός συνδυασμός παρήκμασε κατά τη δεκαετία του’80, καθώς η υπογεννητικότητα, η αύξηση του μέσου όρου ζωής και η εκτίναξη του κόστους των υπηρεσιών υγείας κατέστησαν μη βιώσιμη την περαιτέρω εφαρμογή του Κράτους-πρόνοιας. Ταυτόχρονα με την παγκοσμιοποίηση επεβλήθη μια νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, η οποία κρίνεται ωστόσο ανεπαρκής, ιδίως κατά την εφαρμογή της στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, καθώς συνοδεύτηκε από ένα δυσανάλογο κοινωνικό κόστος. Η περίοδος των δύο τελευταίων δεκαετιών του 20ου αι., χαρακτηριζόμενη από την κορύφωση της αστικοποίησης και τις ριζικές και άμεσες κοινωνικές αλλαγές που επέφεραν η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και η παγκοσμιοποίηση, αποτελεί μια μεταβατική φιλοσοφική περίοδο κριτικής θεώρησης των προαναφερόμενων τάσεων, στην οποία κυριαρχούν οι περιβαλλοντικές προσεγγίσεις με σημαντικότερη την αρχή της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία συνιστά κεντρικό φιλοσοφικό άξονα της σύγχρονης ευρωπαϊκής σκέψης 388. Ειδικότερα ως βιώσιμη ανάπτυξη ορίζεται η φιλική προς το περιβάλλον ανάπτυξη χωρίς εξάντληση των φυσικών πόρων ώστε αυτοί να διαφυλαχθούν για τις παρούσες και τις μελλοντικές γενιές. Η εν λόγω αρχή βασίζεται σε τρεις πυλώνες: το περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία, και σε δύο επιμέρους αρχές: α) την αρχή της σφαιρικής θεώρησης, η οποία επιτάσσει την εκτίμηση και αξιολόγηση των επιπτώσεων μιας τομεακής πολιτικής στις άλλες πολιτικές (περιβάλλοντος, βιομηχανίας, μεταφορών, ενέργειας, γεωργίας, τουρισμού…) και β) την αρχή της αλληλοσυσχέτισης και αλληλεξάρτησης της πολιτικής περιβάλλοντος με τις άλλες τομεακές πολιτικές. Συνέπεια αυτής της προσέγγισης αποτελεί η αντικατάσταση της προστατευτικής και κατασταλτικής αντίληψης σε ζητήματα περιβάλλοντος από αυτήν της διαχείρισης, της πρόληψης και της προφύλαξης 389. Η

387 Ρουσσος Γ., «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. 1826-1974», τόμος 6, όπ. αν., σ. 484. Ewald F., «L’Etat-providence», εκδ. Grasset, Παρίσι 1986, σ. 177.388 Βλ. Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο πρώτο , 2.

Page 111: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

εξελικτική αυτή πορεία των φιλοσοφικών ιδεών επηρέασε την πολιτειακή μορφή των χωρών της Δυτικής Ευρώπης και τα κινήματα της τέχνης.

πολιτικές επιδράσεις

Αρχικώς με τον υπερρεαλισμό μειώθηκε το ενδιαφέρον των πολιτών για τα πολιτικά δρώμενα, καθώς αυτά συνιστούσαν μια εκδήλωση της απευκταίας πραγματικότητας, ευνοώντας αφενός την πολιτική αστάθεια και αφετέρου την άνοδο του φασισμού. Στο ίδιο αποτέλεσμα κατέληξαν και οι αντιφασιστικές ιδεολογίες του λογικού θετικισμού και του υπαρξισμού, οι οποίες δεν μπόρεσαν να εκδηλωθούν αποτελεσματικά σε συλλογικό επίπεδο. Ενδεικτικά το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας γνώρισε μια περίοδο έντονης κυβερνητικής αστάθειας με την εκχώρηση για περιορισμένο χρονικό διάστημα αρμοδιοτήτων της νομοθετικής εξουσίας προς την κυβέρνηση 390. Αντιθέτως, στη Γερμανία και την Ιταλία, παρά τη θέσπιση δημοκρατικών θεσμών, το άνω φιλοσοφικό πλαίσιο συνδυαζόμενο με την ένταση των κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων, την έλλειψη δημοκρατικής παράδοσης και την αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας, εξαιτίας της πρόσφατης ίδρυσής των χωρών αυτών στα τέλη του 19ου αι., οδήγησε στην άνοδο του φασισμού. Στην Ελλάδα η περίοδος του μεσοπολέμου χαρακτηρίστηκε από μια έντονη κυβερνητική αστάθεια με δύο δικτατορίες, του Παγκάλου το 1925 και του Μεταξά το 1935. Μοναδική εξαίρεση, μεσούσης ωστόσο της Μεγάλης Ύφεσης, αποτέλεσε η πρωτοποριακή διακυβέρνηση της χώραςαπό τον Ελ. Βενιζέλο μεταξύ 1917-1920 και 1928-1932. Υπό την επίδραση της νέας σοσιαλιστικής φιλοσοφίας υπέρ του κρατικού παρεμβατισμού και της δημιουργίας του Κράτους-πρόνοιας, ψηφίστηκε επί Ελ. Βενιζέλου ο Ν 5733/1932 «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» 391, εισάγοντας στην ελληνική έννομη τάξη την έννοια της κοινωνικής ασφάλισης 392. Με το μέτρο αυτό η Ελλάδα αναδείχθηκε πρωτοπόρος στην υιοθέτηση των νέων φιλοσοφικών αντιλήψεων, στις οποίες οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες προσαρμόστηκαν μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Ενδεικτικά στη Γαλλία η κοινωνική ασφάλιση θεσπίστηκε νομοθετικά το 1945 393. Μετά τον Β

389 Τολέρης Επ., «Αειφορία: Η έναρξη μιας νέας εποχής για την περιβαλλοντική πολιτική», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση , εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002. 390 Gicquel J., «Droit constitutionnel et institutions politiques», εκδ. Montchrestien, Παρίσι 1989, σ. 545-546.391 ΦΕΚ Α, 364.392 Ρούσσος Γ., «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. 1826-1974», τόμος 6, όπ. αν., σ. 486.393 Rosanvallon P., «La nouvelle question sociale. Repenser l’Etat-providence.», εκδ. Seuil, Παρίσι 1998, σ. 27.

Page 112: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Παγκόσμιο πόλεμο η εκδήλωση του ατομισμού και των υπαρξιστικών-σοσιαλιστικών θέσεων είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία κοινοβουλευτικών δημοκρατικών πολιτευμάτων με μια μεταβαλλόμενη σύνθεση στοιχείων σοσιαλισμού και νεοφιλελευθερισμού. Η σύνθεση αυτή αντανακλάται και στον προσανατολισμό ΕΕ υπέρ της διασφάλισης αφενός των ατομικών ελευθεριών και αφετέρου των κοινωνικών δικαιωμάτων. Τέλος η διάδοση των περιβαλλοντικών τοποθετήσεων είχε ως αποτέλεσμα την αναγωγή του περιβάλλοντος σε προστατευτέο έννομο αγαθό 394.

τέχνη - αρχιτεκτονική

Στον χώρο της τέχνης η έκφραση του υπερρεαλισμού οδήγησε στην απομάκρυνση της λογικής και την έκφραση της ονειρικής κατάστασης και του υποσυνείδητου. Υπό την επίδραση κυρίως των αντιλήψεων του Freud επιτεύχθηκε η αντικατάσταση των συνειδητών σκέψεων από την παιδική και πρωτόγονη υπόσταση του ανθρώπου. Το βήμα αυτό εκφράστηκε από τους υπερρεαλιστές ζωγράφους, όπως ο S. Dali (1904-1989) με τη σύγχυση στα έργα τους της ζωής και του ονείρου. Ενδεικτικά στο έργο του S. Dali «εμφάνιση προσώπου και φρουτιέρας σε παραλία, 1938» 395 το αποτυπώμενο στο έργο ονειρικό τοπίο, ο κόλπος με τα κύματα και το βουνό με τη σήραγγα παριστάνουν συγχρόνως το κεφάλι ενός σκυλιού, το περιλαίμιο του οποίου είναι ταυτόχρονα ένα γεφύρι τραίνου που περνά από τη θάλασσα. Το κεντρικό μέρος του σώματος του αιωρούμενου στο κενό σκυλιού σχηματίζεται από μια φρουτιέρα με αχλάδια, η οποία συμπίπτει με το πρόσωπο ενός κοριτσιού, τα μάτια του οποίου αποτελούν δύο παράξενες αχιβάδες σε μια αμμουδιά γεμάτη αινιγματικά φαντάσματα. Σε πλήρη αντιστοιχία με την ονειρική κατάσταση η προβολή μερικών αντικειμένων, όπως του σκοινιού και του υφάσματος, επιχειρήθηκε με απροσδόκητη διαύγεια, ενώ αυτή άλλων σχημάτων είναι αόριστη και φευγαλέα 396.

Η ρήξη με τις παραδοσιακές αντιλήψεις που επαγγελόταν η φιλοσοφία του Μεσοπολέμου, εκφράστηκε στην αρχιτεκτονική, αρχικώς στην Αμερική, όπου η απουσία παράδοσης λειτούργησε ευεργετικά για την έμπνευση και αποδοχή των έργων αρχιτεκτόνων, με σημαντικότερα αυτά του Wright, ο οποίος πρότεινε την «Οργανική Αρχιτεκτονική», σύμφωνα με την οποία το κτίριο πρέπει να διαπλάθεται σαν ζωντανός οργανισμός, ικανοποιώντας τις ανάγκες των

394 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος», εκδ. Α. Ν Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 27 επ.395 Βλ. Παράρτημα 1.396 Gombrich E.H., όπ. αν., σ. 593-594.

Page 113: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ανθρώπων σε συνάρτηση με τη φυσιογνωμία του τόπου 397. Αυτή η τοποθέτηση προοιώνιζε τη γένεση του μοντέρνου λειτουργισμού, του Bauhaus398, του σημαντικότερου κινήματος τέχνης του 20ου αι. Βασικός του άξονας ήταν η απομάκρυνση από την παράδοση με την εφαρμογή ενός σχεδιασμού επικεντρωμένου στην πρακτική χρησιμότητα και τη βιομηχανική παραγωγή. Στόχος του Βauhaus ήταν ο συνδυασμός της λειτουργικότητας και της αισθητικής των σκληρών σχημάτων με την αφαίρεση σε μια πληθώρα αντικειμένων από ένα φωτιστικό μέχρι ένα κτίριο με χρήση κατοικίας. Το κτίριο, ως τελικός σκοπός κάθε δημιουργικής δραστηριότητας, είναι απαλλαγμένο από κάθε έννοια διακόσμησης και αποτελεί το έργο μιας συνειδητής συνεργασίας και σύμπραξης τεχνιτών κάθε είδους. Με την πρωτοποριακή αυτήν αντίληψη του κτιρίου συνδυάστηκε η αρχιτεκτονική, η γλυπτική και η ζωγραφική σε έναν ενιαίο τύπο μορφοποιημένο από τα χέρια αναρίθμητων εργατών. Πρεσβεύοντας δε την κατάργηση των διακρίσεων μεταξύ καλλιτεχνών και τεχνιτών το κίνημα του Βauhaus τάχθηκε πολιτικά υπέρ της κατάργησης των ταξικών διακρίσεων399. Ο μοντερνισμός απορροφήθηκε από τον ιστό της καθημερινής ζωής, επέδρασε στον εμπορικό κινηματογράφο, τη μουσική (jazz), το μπαλέτο και στην αρχιτεκτονική, σημαδεύοντας τη ζωή και τη φυσιογνωμία των μητροπόλεων του δυτικού κόσμου ακόμα και στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, χώρες διόλου δεκτικές στο κίνημα αυτό τη δεκαετία του ’20. Αρχικώς, την περίοδο του μεσοπολέμου, η επίδραση του μοντερνισμού εκδηλώθηκε κυρίως στο βιομηχανικό σχέδιο, τα διαφημιστικά πρακτορεία, τα λιγότερο σημαντικά εξαρτήματα της καθημερινής ζωής και στην αποστροφή προς τη διακόσμηση των κτιρίων 400. Μετά όμως τη λήξη του Β Παγκοσμίου πολέμου, και για δύο δεκαετίες, ο μοντερνισμός εξελίχθηκε στην κυρίαρχη διεθνώς αρχιτεκτονική τάση, διαμορφώνοντας αποφασιστικά τη φυσιογνωμία της πόλης. Για τον σκοπό αυτόν καθοριστική θεωρείται η ευρεία χρήση του σκυροδέματος, καθώς αυτό προσέδωσε μια νέα ελευθερία στη διακόσμηση, τη λειτουργία και τη στατική, διακόπτοντας τη μονοτονία και επανάληψη των δομημένων οικοδομικών τετραγώνων του αστικού χώρου. Μεταξύ των πιο αντιπροσωπευτικών κτιρίων του μοντερνισμού

397 Gombrich E.H., όπ. αν., σ. 557-558.398 Πρόκειται για τη Σχολή Τεχνών και Σχεδιασμού στη Βαϊμάρη και αργότερα στο Dessau της Κεντρικής Γερμανίας (1915-1933), η ύπαρξη της οποίας συνέπεσε με τη διάρκεια ζωής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Άρχισε ως κέντρο πολιτικής και καλλιτεχνικής πρωτοπορίας για να δώσει τον τόνο στην αρχιτεκτονική και τις εφαρμοσμένες τέχνες για τις επόμενες δύο γενιές. Ανάμεσα στους κύριους εκφραστές του συγκαταλέγονται o Gropius, o Mies van der Roche, o Lyonel Feininger, o Johannes Itten, o Oskar Schlemmer, o Paul Klee, o Wassily Κadinsky, o Malevich, o El Lissitzky, o Moholy-Nagy, O Bruno Taut, o Le Corbusier, o Hannes Meyer κ.α.399 Gropius W., Bauhaus Manifesto 1919-1933, Bauhaus-archive museum of design.400 Hosbawm Ε., όπ. αν., σ. 560-562.

Page 114: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

θεωρούνται, το Μεγάλο Θέατρο του Βερολίνου, το Μουσείο Guggenheim στη Ν. Υόρκη, η εκκλησία Notre Dame στο Le Raincy, το Δικαστικό Μέγαρο του Τσαντιγκάρ και η μικρή εκκλησία των προσκυνητών στο Le Ronsan, έργα και τα δύο του Le Corbusier, το κυκλικό κλειστό γυμναστήριο, του Nervi, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, τα κτίρια της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας στη Μπραζίλια, καθώς και η Όπερα του Σύδνεϋ 401.

Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης την περίοδο του μεσοπολέμου επηρεάστηκε από τον μοντερνισμό και τη νεοεμφανιζόμενη λαϊκότροπη αρχιτεκτονική. Ο μοντερνισμός εφαρμόστηκε κυρίως για την κατασκευή των αστικών πολυκατοικιών της μεσοπολεμικής Αθήνας, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ 1932-1941 με την οργάνωση της διαδικασίας παραγωγής πολυώροφων οικοδομών 402. Ταυτόχρονα, την περίοδο του Μεσοπολέμου, ως αντίδραση στην εδαφική συρρίκνωση του ελληνισμού, διατυπώθηκε το αίτημα επιστροφής στις ρίζες, με έμφαση στη λαϊκή παράδοση. Η λαϊκότροπη τάση της αρχιτεκτονικής με την επαναφορά βυζαντινών στοιχείων, εκφράστηκε κυρίως από τον Δ. Πικιώνη, ο οποίος πειραματίστηκε με νέες μορφές, συνθέτοντας σε ένα δημιουργικό σύνολο τις κατακτήσεις της λαϊκής παράδοσης και διαφορετικών εποχών της ιστορίας του ελληνικού χώρου. Την περίοδο αυτήν η ελληνική πόλη εξελίχθηκε σε έναν κόμβο επικοινωνίας μέσα από τον οποίο διαχέονταν τα μηνύματα της νεοτερικότητας σε όλη την ελληνική κοινωνία 403. Μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου η πολυκατοικία αποτέλεσε την κυρίαρχη αρχιτεκτονική πρόταση στην ελληνική πόλη, ενώ ο συνδυασμός της αναζήτησης της ελληνικότητας στην αρχιτεκτονική με τις επιταγές του μοντερνισμού εκφράστηκαν στο Hilton των Αθηνών και την Αμερικανική Πρεσβεία. Τα κτίρια αυτά με σαφείς αναγωγές στην κλασικότητα αποτέλεσαν το πρότυπο της ελληνικής αρχιτεκτονικής την τελευταία περίοδο του 20ου αιώνα 404.

Ταυτόχρονα κατά τη δεκαετία του ’60 η εξάπλωση του κομφορμισμού συνοδεύτηκε από την pop art, η οποία αποτέλεσε το νέο καλλιτεχνικό ρεύμα που επηρέασε τη Δυτική Ευρώπη, έχοντας ως πηγή έμπνευσης τα σύμβολα της καταναλωτικής αμερικανικής κοινωνίας, όπως το μπουκάλι της Coca-

401 Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 428-451. 402 Μαρμαράς Μ. Β., «Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας. Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους.», εκδ. Πολιτιστικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1991, σ. 93403 www . ime . gr 404 Φιλιπίδης Δ., «Σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική και ελληνικότητα», «Ελληνισμός Ελληνικότητα», εκδ. Ι. Δ. Κολλάρου και Σιας ΑΕ, Αθήνα 2001, σ. 220.

Page 115: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

cola. Η απρόσωπη αναπαράσταση των εικόνων που προέρχονταν από τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τις διαφημίσεις, καθώς και η προαγωγή των αξιών της καταναλωτικής κοινωνίας μαζί με την έλλειψη αισθητικής και κάθε κριτικής στάσης αποτέλεσαν τα κυριότερα χαρακτηριστικά του νέου ρεύματος. Η προσέγγιση αυτή εκδηλώθηκε στη φυσιογνωμία της πόλης με την κυρίαρχη παρουσία τεράστιων διαφημιστικών πινακίδων, συμβόλων της μαζικής κατανάλωσης, σε κεντρικά σημεία των αστικών κέντρων, όπως στις πλατείες και τους κεντρικούς δρόμους 405. Η υπαρξιστική σοσιαλιστική αντίδραση στα τέλη της δεκαετίας του ’60, εκφράστηκε με τον μεταμοντερνισμό, που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να επηρεάζει τον χώρο των εικαστικών τεχνών. Το κίνημα αυτό θεωρεί υπεύθυνη τη μοντερνιστική προσέγγιση για την καταστροφή της ζωτικότητας και της ποικιλομορφίας της παραδοσιακής πόλης και προτάσσει συγχρόνως την ανάγκη ανεύρεσης ενός νέου τρόπου ερμηνείας και κατανόησης του αστικού χώρου 406. Στο πλαίσιο αυτό ο μεταμοντερνισμός εμμένει στην άρνηση της αποδοχής οποιουδήποτε προκαθορισμένου κριτηρίου αποτίμησης και αξιολόγησης των τεχνών, προτείνοντας την επιστροφή σε πιο παραδοσιακές μορφές έκφρασης, όπως η ζωγραφική και η γλυπτική. Η μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική ανακάλυψε τις αρετές του ολότελα αδόμητου όπου τα πάντα είναι επιτρεπτά με αναφορές σε ιστορικά σύμβολα. Αδιαφορώντας για τις τοπικές ιδιαιτερότητες δόθηκε έμφαση στη διακόσμηση και την ανάμειξη προγενέστερων ρευμάτων 407.

Επιπλέον με την αναγωγή της προστασίας του περιβάλλοντος και της βιώσιμης ανάπτυξης σε κεντρικά φιλοσοφικά θέματα σηματοδοτήθηκε η επιστροφή της αρχιτεκτονικής σε μια θεματολογία εμπνευσμένη από τη φύση μετά από έναν αιώνα περίπου απομάκρυνσης. Αυτή η τάση εκφράζεται ήδη και κατά την κατασκευή δημόσιων κτιρίων σε ευρωπαϊκά μητροπολιτικά κέντρα, με αντιπροσωπευτικό παραδείγμα τα έργα του Calatrava 408 στο Ολυμπιακό συγκρότημα των Αθηνών. Πρόκειται ωστόσο για μια επαναλαμβανόμενη αρχιτεκτονική η οποία, λόγω της μεγάλης κλίμακας των έργων της, επεμβαίνει καθοριστικά στη φυσιογνωμία των πόλεων χωρίς ωστόσο να αναδεικνύεται ή να συνυπολογίζεται η πολιτισμική ιδιαιτερότητα των αστικών κέντρων. Ταυτόχρονα οι περιβαλλοντικές ανησυχίες επέβαλαν τη χρήση μιας τεχνοτροπίας και τεχνολογίας φιλικής προς το περιβάλλον,

405 www . francescomorante . it / pag _3/316. htm 406 Κούρκουλας Α., όπ. αν., σ. 64.407 www . francescomorante . it / pag _3/316. htm , Hosbawm Ε., όπ. αν., σ. 656-657.408 Fantini M., «Calatrava… e un problema culturale», www.labacheca.re.it/ sez.asp?id_sezione=51

Page 116: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, οι τάσεις της οποίας εκφράστηκαν από το Συμβούλιο των Αρχιτεκτόνων της Ευρώπης (C.A.E.). Αρχικώς, το 1991, εξεδόθη από το εν λόγω συμβούλιο η «Λευκή Βίβλος για την αρχιτεκτονική της Ευρώπης του αύριο», στην οποία αφενός επιχειρήθηκε η περιγραφή των βασικών προβλημάτων της σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης και η καταγραφή πολλών στοιχείων της φυσιογνωμίας της και αφετέρου προτάθηκαν λύσεις για ένα βιώσιμο μέλλον. Επίσης, διατυπώθηκαν οι γενικές κατευθύνσεις και ορισμένες γενικές αρχές της αρχιτεκτονικής έκφρασης και δημιουργίας, με σκοπό την προστασία και διατήρηση της φυσιογνωμίας της πόλης. Ειδικότερα, στην προσπάθεια σύγκλισης και ομαδοποίησης των κοινών προβλημάτων των Κρατών-Μελών της ΕΕ, τονίστηκε ο κίνδυνος απώλειας της τοπικής ιδιαιτερότητας και προσωπικότητας της ευρωπαϊκής πόλης εξαιτίας της αυξανόμενης ξένης επίδρασης και επιρροής στον τρόπο δόμησής της. Υπογραμμίστηκε ο κίνδυνος διακύβευσης της πολιτισμικής ποιότητας της πόλης με την καταστροφή του οικοδομικού της πλούτου σε περίπτωση αντιμετώπισης της δόμησης αποκλειστικά ως μιας οικονομικής διαδικασίας. Για την αναστροφή αυτής της τάσης προτάθηκε η συντήρηση και επαναχρησιμοποίηση της αρχιτεκτονικής του παρελθόντος με έμφαση στην επιλογή των τοπικών και ανθεκτικών υλικών και τεχνοτροπιών. Συγχρόνως διατυπώθηκαν μέτρα βελτίωσης του αστικού τοπίου, όπως η αρμονική ένταξη των κατασκευών και της επίπλωσης του αστικού χώρου στο περιβάλλον, ο σεβασμός των φυσικών και αστικών τοπίων, η επέκταση των χώρων πρασίνου, η προστασία της τοπικής χλωρίδας και πανίδας, η προσβασιμότητα των αστικών υποδομών, όπως δρόμων, μονοπατιών, υπηρεσιών, αστικών πάρκων και ακάλυπτων χώρων, η πρόσμιξη των χρήσεων γης με στόχο τη μείωση της χρήσης του ιδιωτικού αυτοκινήτου, καθώς και ο προσανατολισμός των δημόσιων πολιτικών της ΕΕ, των Κρατών-Μελών και των ΟΤΑ προς την υλοποίηση αυτών των στόχων. Μεταξύ των γενικών αρχών κεντρικό ρόλο θεωρήθηκε ότι κατέχουν (α) η προώθηση της βιομηχανοποίησης μόνο στο μέτρο που βελτιώνεται το δομημένο περιβάλλον και η απόρριψή της όταν έχει ως αποτέλεσμα την κατασκευή τυποποιημένων οικιστικών συγκροτημάτων απάνθρωπης κλίμακας ή την καταστροφή του τοπικού πολιτιστικού υποβάθρου, (β) η διάσωση της δεξιοτεχνίας των ειδικευμένων τεχνιτών και (γ) η επαναχρησιμοποίηση και αναπαλαίωση υφισταμένων κτιρίων 409.

Μια εξειδίκευση των άνω θέσεων σημειώθηκε, το 1998, εκ νέου από το Συμβούλιο των Ευρωπαίων Αρχιτεκτόνων (C.A.E.) με την έκδοση του

409 Μητούλα Ρ., «Οι επιπτώσεις της Ευρωπαϊκής ενοποίησης στη φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», Διδακτ. Διατριβή ΕΜΠ, Αθήνα 2000, σ.σ. 135-150.

Page 117: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

«Πράσινου Βιτρούβιου», ο οποίος αποτελεί ένα χρήσιμο επιστημονικό εγχειρίδιο για τους Ευρωπαίους αρχιτέκτονες σε θέματα κατασκευής κτιρίων με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος και την εξοικονόμηση ενέργειας. Ειδικότερα προτείνονται αρχιτεκτονικές λύσεις και μορφές πιο φιλικές στο περιβάλλον και οικονομικότεροι από πλευράς κατανάλωσης ενέργειας τρόποι κατασκευής με τη χρησιμοποίηση ανακυκλώσιμων υλικών προσαρμοσμένων στις κλιματικές και περιβαλλοντικές συνθήκες των τόπων410. Για λόγους οικονομίας της κατανάλωσης των φυσικών πόρων επιχειρείται μια συνολική θεώρηση του αστικού ζητήματος, με τη μελέτη του κτιρίου σε σχέση με την κλίμακα του συνόλου της πόλης και του οικοδομικού τετραγώνου στο πρωταρχικό στάδιο κατασκευής του οικοδομήματος. Απαιτείται επομένως συνολική και σε βάθος μελέτη της πόλης σε συνδυασμό με τα στοιχεία και τους καθοριστικούς παράγοντες που τη διαμορφώνουν και τη συνθέτουν, όπως ο οικονομικός, ο κοινωνικός, ο πολιτιστικός και ο πολιτικός. Ταυτόχρονα καλούνται οι αρχιτέκτονες να λαμβάνουν υπόψη τους τις παγκόσμιες αλλά κυρίως τις τοπικές επιδράσεις για την κατασκευή ενός κτιρίου με στόχο τη διατήρηση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας των πόλεων με την αναπαραγωγή της, μέσω της τεχνοτροπίας, του ύφους, των υλικών και των παραδοσιακών εμποροοικονομικών συνηθειών. Το κτίριο, ως οικολογική κατασκευή, μπορεί να συμβάλλει στη συγκέντρωση θερμικής μάζας, την ενίσχυση της μόνωσης και την αισθητική προστασία του οικοδομικού τετραγώνου και του περιβάλλοντος. Εξάλλου το θερμικό ισοζύγιο του κτιρίου μπορεί να βελτιωθεί με την ύπαρξη πρασίνου ή ειδικών εγκαταστάσεων, ενώ ταυτόχρονα με τη δημιουργία περισσότερων φυσικών περιοχών στο περιβάλλον της πόλης, όπως δενδροφυτεύσεων, κήπων, πάρκων και σιντριβανιών, επηρεάζεται το αισθητικό αποτέλεσμα, η φυσιογνωμία της πόλης και διευκολύνεται η χρήση μεταφορικών μέσων φιλικών προς το περιβάλλον. Για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας προτάθηκε ο συνυπολογισμός της κατεύθυνσης και της τακτικότητας εμφάνισης του ανέμου καθώς και παράγοντες που καθορίζουν τη φορά του ή αποδυναμώνουν την ισχύ του, όπως η τοπογραφία, η υπάρχουσα δόμηση και η βλάστηση. Απώτερος στόχος θεωρείται η κατασκευή κτιρίων με τρόπο ώστε να μειώνεται η ταχύτητα των ανέμων και να επιτυγχάνεται η μικρότερη δυνατή κατανάλωση ενέργειας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αυτήν την κατεύθυνση παρατηρείται στη δόμηση πολλών ελληνικών νησιών στις Κυκλάδες, όπου οι κατοικίες βρίσκονται σε κοντινή απόσταση και διαθέτουν τον κατάλληλο προσανατολισμό, ενώ το πλάτος των δρόμων έχει περιορισθεί

410 Architect’s Council of Europe, “The Green Vitrouvious”, πρώτη παρουσίαση, Βαρκελώνη, 27-29 Φεβρουαρίου 1998.

Page 118: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κατά το δυνατόν 411. Τέλος στο εν λόγω εγχειρίδιο θίγονται εξίσου σημαντικά θέματα για την υγιεινή και προστασία της αισθητικής και της φυσιογνωμίας της πόλης, όπως η προστασία του νερού και η αποφυγή λυμάτων, η προστασία της τοπικής χλωρίδας και πανίδας, καθώς και η διαχείριση των απορριμμάτων. Προτείνεται σε πρώτη φάση μείωση του όγκου των αστικών απορριμμάτων στην πηγή τους και σε δεύτερη φάση αποτελεσματικότερη διαχείρισή τους μέσα από λογικές ανακύκλωσης και επαναχρησιμοποίησης των στοιχείων τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αντοχή και διάρκεια του κτιρίου και την ανακύκλωση των υλικών του στο τέλος της ζωής του. Συνοψίζοντας, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι με τον Πράσινο Βιτρούβιο προωθείται ένα πλαίσιο αρχών γύρω από την οικονομία στην ενέργεια και τους φυσικούς πόρους, το οποίο οδηγεί στη σταθεροποίηση του ύφους και του χαρακτήρα της ευρωπαϊκής πόλης, της έκτασης του δομημένου περιβάλλοντος και των χρήσεών του αστικού χώρου, με τη συνακόλουθη μείωση των δραματικών αλλαγών στη φυσιογνωμία της πόλης 412.

Παράλληλα, ακολουθώντας τις ιστορικές, κοινωνικοοικονομικές, φιλοσοφικές, πολιτικές και καλλιτεχνικές αλλαγές, οι αντιλήψεις σχετικά με την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και το δομημένο περιβάλλον μεταβλήθηκαν αναλόγως.

προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς

Ως σημαντικότερο γεγονός για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου θεωρείται η Διεθνής Συνδιάσκεψη των Αθηνών τον Οκτώβριο του 1931, η οποία κατέληξε στον πρώτο διεθνή καταστατικό Χάρτη Αποκατάστασης των Μνημείων της Τέχνης και της Ιστορίας. Ο χάρτης αυτός επικυρώθηκε από τη Γενική Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών και επηρέασε τη Χάρτα του 4ου

Διεθνούς Συνεδρίου Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (CIAM) της Αθήνα (1933) σχετικά με τις οδηγίες αντιμετώπισης της ιστορικής κληρονομιάς των πόλεων. Το πνεύμα των άνω διασκέψεων τελούσε σε πλήρη εναρμόνιση με τον ανατρεπτικό χαρακτήρα του μοντέρνου κινήματος, σηματοδοτώντας μια ρήξη με την ακολουθούμενη πρακτική κατά την αποκατάσταση των μνημείων. Ειδικότερα, στη Διεθνή Συνδιάσκεψη των Αθηνών τον Οκτώβριο του 1931 αποφασίστηκαν: α) η εγκατάλειψη του ακολουθούμενου για έναν αιώνα περίπου δόγματος της ολικής στυλιστικής αποκατάστασης, β) η κατάργηση της θεωρητικής διάκρισης μεταξύ νεκρών και ζώντων μνημείων, 411 Στεφάνου Ι., Μητούλα Ρ., «Ο Πράσινος Βιτρούβιος: Κριτική επάνω στα Θετικά Στοιχεία και τις Ελλείψεις του», Τεχν. Χρον. Επιστ., τεύχ. 1-2, εκδ. ΤΕΕ 2000, σ. 69-75.412 Στεφάνου Ι., Μητούλα Ρ., όπ. αν., σ. 69-75.

Page 119: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

γ) η καταδίκη της πρακτικής της διάλυσης, μεταφοράς και μετεμφύτευσης των μνημείων σε περιβάλλον ξένο από εκείνο για το οποίο αρχικά είχαν δημιουργηθεί, δ) η αποφυγή σκηνογραφικών, ρητορικών διαμορφώσεων για την αναβάθμιση μνημείων στα οποία έχουν αλλοιωθεί οι αρχικές περιβαλλοντικές συνθήκες και ε) η ρητή απαγόρευση της οικοδόμησης σε ιστορικά σύνολα ή μη νέων κτιρίων με χρήση ιστορικών ρυθμών. Οι καινοτόμες αντιλήψεις αντιπρότειναν μεταξύ άλλων: α) την επικέντρωση των προσπαθειών στην τακτική συντήρηση των μνημείων, β) την αναστήλωση των αρχαίων ερειπίων, γ) την επιλογή νέων χρήσεων συμβατών με τον χαρακτήρα των υπό αποκατάσταση μνημειακών κτιρίων, δ) τη διαφύλαξη του άμεσου περιβάλλοντος των μνημείων, ε) την υιοθέτηση, με κριτικό πνεύμα, της σύγχρονης τεχνολογίας για την επίλυση ειδικών προβλημάτων, στ) την διεπιστημονική και διακρατική συνεργασία και ι) τη διενέργεια προγραμμάτων με στόχο την εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των νέων σε θέματα προστασίας και διαφύλαξης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς 413.

Υπό το άνω ριζοσπαστικό για την εποχή πνεύμα, οι πρωτοποριακές κυβερνήσεις του Ελ. Βενιζέλου ψήφισαν αφενός τον Ν 4212/29 «Περί κυρώσεως του από 23 Μαρτίου 1929 ΝΔ/τος περί χαρακτηρισμού ως αρχαιολογικού χώρου τμήματος της πόλεως Αθηνών» 414, ενδεικτικό της επικέντρωσης των αναστηλωτικών προσπαθειών στα μνημεία της Ακροπόλεως λόγω του ιδιαίτερου συμβολισμού τους, και αφετέρου τον βασικό νόμο προστασίας μνημείων Ν 5351/32 «Περί τροποποιήσεων και προσθηκών εις τον νόμον ΒΧΜΣΤ «Περί αρχαιοτήτων» 415 με τον οποίο αναθεωρήθηκε η αρχαιολογική νομοθεσία και κωδικοποιήθηκαν προγενέστερες σχετικές διατάξεις. Σύμφωνα με τον πρώτο νόμο η περιοχή γύρω από την Ακρόπολη ορίστηκε ως αρχαιολογικός χώρος και περιοχή ανασκαφών από την Αμερικανική Σχολή κλασσικών σπουδών. Κύριο αντικείμενο προστασίας του νόμου αυτού αποτέλεσαν τα αρχαία μνημεία, τα μνημεία της αρχαιότατης εποχής του χριστιανισμού και του μεσαιωνικού ελληνισμού, καθώς και τα καλλιτεχνικά και ιστορικά μνημεία και οικοδομήματα πριν το 1830 416. Ταυτόχρονα με τον πρώτο ΓΟΚ του 1929417

προβλέφθηκαν τα ακόλουθα μέτρα για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς: α) η διαφύλαξη και έξαρση των αρχαιολογικών και ιστορικής σημασίας μνημείων πρέπει εφεξής να προβλέπεται από την μελέτη του

413 Μαλλούχου-Tufano Φ., όπ. αν., σ. 280-281. 414 ΦΕΚ Α, 240.415 ΦΕΚ Α, 93.416 Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαίδου Σ., όπ. αν., σ. 171.417 ΠΔ της 22/4/1929, ΦΕΚ Α, 155.

Page 120: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

σχεδίου ρυμοτομίας και του συναφούς ειδικού κανονισμού 418 και β) για τον καθορισμό των υψών των οικοδομών σε περιοχές πέριξ των αρχαιολογικών χώρων απαιτείται στο εξής έγκριση της αρμόδιας αρχής. Ο δεύτερος νόμος υιοθέτησε μια διασταλτική ερμηνεία της έννοιας των αρχαίων, προβαίνοντας σε μια ενδεικτική απαρίθμηση των στοιχείων που συγκαταλέγονται στην κατηγορία αυτήν, όπως τα έργα της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής, της γραφικής και κάθε άλλης τέχνης, οικοδομήματα και αρχιτεκτονικά μνημεία, βάθρα, οδοί, τείχη τάφοι, αγάλματα, ζωγραφιές, ψηφοθετήματα, νομίσματα, καθώς και αντικείμενα προερχόμενα από την αρχαιότατη εποχή του χριστιανισμού και του μεσαιωνικού ελληνισμού 419. Ταυτόχρονα προβλέφθηκε η προστασία του περιβάλλοντος του αρχαίου χώρου με την απαγόρευση, χωρίς την άδεια του Υπουργείου, ορισμένων δραστηριοτήτων, όπως της δημιουργίας λατομείων ή οποιαδήποτε εργασίας επί κτιρίων, λειψάνων ή ερειπίων αρχαίων 420. Ωστόσο με το άνω νομοθετικό πλαίσιο δημιουργήθηκε ένα νομικό κενό σχετικά με τα μεταγενέστερα του 1830 μνημεία. Υπό την επίδραση όμως αφενός της διάδοσης της λαϊκότροπης αρχιτεκτονικής και της τάσης για αναζήτηση της ελληνικότητας στην τέχνη και αφετέρου της εντεινόμενης υποβάθμισης του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος λόγω του πολλαπλασιασμού των αστικών πολυκατοικιών, το προαναφερόμενο νομικό κενό καλύφθηκε με τον Ν 1469/1950 «Περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενέστερων του 1830» 421. Ειδικότερα με τον νόμο αυτόν διευρύνθηκε το αντικείμενο προστασίας σε οικοδομήματα και μνημεία μεταγενέστερα του 1830 τα οποία χαρακτηρίζονται ως έργα τέχνης ή έχουν ιστορική σπουδαιότητα, καθώς και σε τόπους που χαρακτηρίζονται ιστορικοί ή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Στην κατηγορία αυτήν εντάχθηκαν έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, προηγμένης βιοτεχνίας ή αξιόλογης λαϊκής τέχνης. Επιπλέον εισήχθησαν οι έννοιες του «έργου τέχνης χρήζοντος ειδικής κρατικής προστασίας» και του «ιστορικού κτιρίου» για τα μεμονωμένα κτίρια.Ο νόμος αυτός μαζί με τον Ν 5351/1932 αποτέλεσαν τη βασική νομοθεσία με την οποία προστατεύτηκαν αποτελεσματικά από το Υπουργείο Πολιτισμού πλήθος μνημείων όλων των εποχών, οικισμοί, αρχαιολογικοί χώροι και τοποθεσίες μέχρι το 1984. Εντούτοις αυτή η νομοθεσία στερούνταν σαφών ορισμών των προστατευτέων πολιτιστικών αγαθών,

418 ΓΟΚ 1929, άρθρο 20.419 Ν 5351/32, όπ. αν., άρθρο 1.420 Ν 5351/32, όπ. αν., άρθρο 1. 421 ΦΕΚ Α, 169.

Page 121: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κριτηρίων χαρακτηρισμού τους και διατάξεων προστασίας των διατηρητέων αρχιτεκτονικών συνόλων 422. Στο πλαίσιο της πολιτικής βούλησης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για στενότερη συνεργασία με απώτερο στόχο την Ένωση της Ευρώπης υπεγράφη το 1954 στο Παρίσι, στους κόλπους του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Μορφωτική Σύμβαση 423, η πρώτη διακρατική συμφωνία για πολιτιστικά θέματα, στην οποία τα συμβαλλόμενα μέρη κλήθηκαν μεταξύ άλλων να λάβουν μέτρα προστασίας των αγαθών της ευρωπαϊκής πολιτιστικής αξίας. Εξάλλου με την εμφάνιση του μεταμοντερνισμού, προτάθηκε η ανάγκη προστασίας του αρχιτεκτονικού πλούτου των ευρωπαϊκών πόλεων από τις ευρείες κατεδαφίσεις που είχαν προηγηθεί κατά την ακμή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Η θέση αυτή υιοθετήθηκε τον Μάιο του 1964 στη Βενετία από το 2ο συνέδριο των αρχιτεκτόνων και αναστηλωτών ιστορικών μνημείων. Ειδικότερα στο συνέδριο αυτό συμπληρώθηκε η Χάρτα των Αθηνών με την πρόβλεψη στο άρθρο 1 της διευρυμένης έννοιας του ιστορικού μνημείου, το οποίο δεν αφορά πλέον μόνο στη μεμονωμένη αρχιτεκτονική δημιουργία, αλλά και στο αστικό ή αγροτικό τοπίο ή σύνολο ως μαρτυρία πολιτισμού, επιβεβαιώνοντας τη σημασία των ιστορικών κέντρων των πόλεων. Ακολούθησε η υπογραφή το 1969 στο Λονδίνο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς 424 με την οποία ρυθμίστηκαν θέματα σχετικά με τις ανασκαφές και τη διακίνηση των αρχαιολογικών ευρημάτων. Οι προαναφερόμενες τάσεις ενισχύθηκαν το 1975, έτος αφιερωμένο στην προστασία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, με τη Διακήρυξη του Συνεδρίου του Άμστερνταμ, στην οποία επαναβεβαιώθηκε το περιεχόμενο της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς το οποίο επεκτάθηκε πέραν του μεμονωμένου κτιρίου στο άμεσο περιβάλλον του, σε πόλεις και χωριά ιστορικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Επιπλέον με τη Διακήρυξη του Συνεδρίου του Άμστερνταμ η διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς τέθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους στόχους του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με την ταυτόχρονη επίδραση του κοινωνικού παράγοντα μέσω μέτρων ενθάρρυνσης των πολιτών για την ενεργό συμμετοχή τους στην προσπάθεια αυτήν 425.

Η επιρροή των θέσεων αυτών στην ελληνική έννομη τάξη είχε ως αποτέλεσμα τη θέσπιση μέτρων προστασίας του διευρυμένου πλέον

422 Χριστοφίδου Α., όπ. αν., σ. 13-14.423 Η σύμβαση αυτή κυρώθηκε από τη χώραμας με το ΝΔ 4194/1961, ΦΕΚ Α, 166.424 Η σύμβαση αυτή κυρώθηκε από τη χώραμας με τον Ν 1127/1981, ΦΕΚ Α, 32.425 «Πρότυπη Πολεοδομική…», όπ. αν., σ. 60-63. Βλ. Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 1.

Page 122: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αντικειμένου της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Αρχικώς με τον ΓΟΚ του 1955426 προβλέφθηκε η δυνατότητα επέμβασης στον περιβάλλοντα χώρο αξιόλογου κτιρίου, σε ιστορικά ή παραδοσιακά σύνολα και σε παραδοσιακούς οικισμούς, οι οποίοι προστατεύονταν μέσω του αρχιτεκτονικού ελέγχου των κελυφών 427. Εν συνεχεία με τον ΓΟΚ του 1973 ΓΟΚ 428 επεκτάθηκε περαιτέρω το προστατευτέυο αντικείμενο, καθώς περιλήφθηκε η δυνατότητα χαρακτηρισμού οικισμών ή τμημάτων τους ή κτιρίων ως παραδοσιακών, λόγω του ιδιαίτερου ιστορικού, λαογραφικού, πολεοδομικού, αισθητικού ή αρχιτεκτονικού τους χαρακτήρα, με την έκδοση διατάγματος του τότε Υπουργού Δημόσιων Έργων. Ειδικότερα προβλέφθηκε η σύνταξη ειδικής Πολεοδομικής Μελέτης, με την οποία ήταν δυνατή η επιβολή ειδικών περιορισμών ως προς την εμφάνιση των κτιρίων, καθώς και η σύσταση των Επιτροπών Ενάσκησης Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (ΕΠΑΕ). Παράλληλα δόθηκε η δυνατότητα αφενός καθορισμού ειδικών μειωμένων υψών σε ορισμένες περιοχές για την προστασία αρχαιολογικών χώρων ή τοπίων, και αφετέρου χαρακτηρισμού ακινήτων ή τμημάτων τους ως διατηρητέων. Με βάση τις διατάξεις αυτές του ΓΟΚ κηρύχθηκαν 421 οικισμοί ως παραδοσιακοί 429 υποκείμενοι σε ιδιαίτερη προστασία σύμφωνα με ειδικές Πολεοδομικές Μελέτες και υπό τον έλεγχο των άνω επιτροπών 430.

Η θεσμική όμως κατοχύρωση της προστασίας των μνημείων και των παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων επήλθε με το Σύνταγμα του 1975. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αναγνωρίστηκε ως υποχρέωση του Κράτους, η οποία προσδιορίστηκε στη λήψη από μέρους του ιδιαίτερων προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων 431. Ταυτόχρονα με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία τέθηκαν υπό την προστασία του Κράτους. Με τις άνω διατάξεις το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον ως προστατευτέα από το Σύνταγμα έννομα αγαθά τέθηκαν υπό τον έλεγχο νομιμότητας του ΣτΕ. Η Πολιτεία στην προσπάθειά της αυτήν νομοθέτησε κίνητρα, όπως χαμηλότοκα δάνεια για την επισκευή διατηρητέων κτιρίων και φορολογικές απαλλαγές, με σημαντικότερο μέτρο την αναγνώριση του δικαιώματος μεταφοράς του

426 ΒΔ της 30/9/1955, ΦΕΚ Α, 266.427 ΓΟΚ 1955, άρθρο 47.428 ΝΔ της 9/6/1973 «Περί ΓΟΚ».429 ΠΔ «Περί χαρακτηρισμού ως παραδοσιακών οικισμών τινών του Κράτους και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτών» της 13/11/1978. 430 Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαίδου Σ., όπ. αν., σ. 172.431 Για τους περιορισμούς της κυριότητας που συνεπάγεται αυτή η διάταξη βλ. Μέρος ΙΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 1.4.

Page 123: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

συντελεστή δόμησης 432. Για την αποτελεσματικότερη προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς με τον Ν 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις» 433

προτάθηκαν τα ακόλουθα μέτρα: α) η δυνατότητα απαλλοτρίωσης για λόγους δημόσιας ωφέλειας υπέρ του ΕΤΕΡΠΣ, με δαπάνες του ιδίου, διατηρητέων κτιρίων ή τμημάτων τους που βλάπτουν υπέρμετρα το περιβάλλον, β) η καταβολή από το ΕΤΕΡΠΣ των δαπανών συντήρησης κτιρίων και διαμόρφωσης εσωτερικών χώρων παραδοσιακών κτιρίων με σκοπό αυτά να ανταποκριθούν στις επιβαλλόμενες κατά περίπτωση χρήσεις τους κατά την κρίση της αρχής, γ) η εφαρμογή του άνω μέτρου σχετικά με την εξωτερική διαμόρφωση κτιρίων, η θέση των οποίων επηρεάζει σημαντικά το άμεσο ή πλατύτερο περιβάλλον, δ) η με διάταγμα επιβολή του δικαιώματος προτίμησης υπέρ του Δημόσιου για την αγορά ακινήτων σε όλο ή μέρος του παραδοσιακού οικισμού ή στο χαρακτηριζόμενο ως παραδοσιακό τμήμα και ε) η υποχρέωση των ιδιοκτητών ή νομέων διατηρητέων κτιρίων συντήρησης και ανακατασκευής των καλλιτεχνικών, αρχιτεκτονικών και στατικών στοιχείων τους σύμφωνα με τις υποδείξεις της αρμόδιας Επιτροπής Ενάσκησης Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, έστω και αν η καταστροφή οφείλεται σε ανωτέρα βία. Σε αντίθετη περίπτωση προβλέφθηκε η δυνατότητα επέμβασης του Δημόσιου ή του οικείου ΟΤΑ με καταλογισμό της σχετικής δαπάνης σε βάρος των υπόχρεων, ενώ σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας των τελευταίων είναι δυνατή η ανάληψη του συνόλου ή μέρους της δαπάνης από τους άνω φορείς434. Οι ρυθμίσεις αυτές εφαρμόζονται εξίσου για τις επιβαλλόμενες επισκευές σε ιδιωτικά αρχαία ή σε ιστορικά κέντρα μετά από γνωμοδότηση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Η πρόβλεψη από τον εν λόγω νόμο του χαρακτηρισμού μιας περιοχής ως ΖΕΕ ή ΖΕΚ στόχευε μεταξύ άλλων στην αποτελεσματική προστασία και ανάπλαση των οικιστικών συνόλων ή των ιστορικών κέντρων 435. Επίσης προκειμένου να προστατευθεί το περιβάλλον και να εμποδιστούν οι επεκτάσεις των σχεδίων πόλεων εφόσον αυτές είναι αντίθετες με τους όρους προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος θεσμοθετήθηκαν οι ΖΟΕ 436. Ταυτόχρονα η ανάγκη αποτελεσματικότερης προστασίας παραδοσιακών οικισμών και διατηρητέων κτιρίων, κατέληξε στον προσδιορισμό από τον ΓΟΚ του

432 Βλ. Μέρος ΙΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 1.1.4. Παραράς Ι., «Η εξέλιξη του θεσμού της μεταφοράς συντελεστή δόμησης και ο νέος νόμος ν. 3044/2002», ΠερΔικ 3/2002, σ. 461 επ.433 ΦΕΚ Α, 33.434 Ν 1337/1983, όπ. αν., άρθρο 32.435 Ν 1337/1983, όπ. αν., άρθρο 11.436 Ν 1337/1983, όπ. αν., άρθρο 29.

Page 124: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

1985437 της διαδικασίας χαρακτηρισμού ενός οικισμού ή τμήματός του ως παραδοσιακού και ενός κτιρίου ως διατηρητέου438. Τέλος ο ΓΟΚ του 2000439

διεύρυνε το αντικείμενο της προστασίας και επέβαλε αυστηρότερους όρους για τη διατήρηση των διατηρητέων κτιρίων που έχουν κατεδαφιστεί.

Η υλοποίηση των προαναφερόμενων θέσεων περί προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς οδήγησε, ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό χώρο, σε μια σειρά οργανωμένων μεγάλων επιχειρήσεων αναπλάσεων, ανακατασκευών και επισκευών συντήρησης. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα επιτυχών αναπλάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελούν η περίπτωση των Halles στο Παρίσι, αυτή των εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών εκτάσεων έξω από το Παρίσι (friches industrielles) και η επιχείρηση αναζωογόνησης των Docks του Λονδίνου 440. Συγχρόνως επιχειρήθηκαν αναπλάσεις του ιστορικού κέντρου των πόλεων, με στόχο την προστασία και διαφύλαξη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, όπως συνέβη με το Urbino και την Bologna 441. Ήδη όμως από τη δεκαετία του ’80 και μετά άρχισε να προωθείται μια επιλεκτική ανάπλαση στην περιορισμένη κλίμακα της γειτονιάς ή της συνοικίας με έμφαση στους χρήστες των ανακαινισμένων κελυφών 442.

Σε εθνικό επίπεδο σημαντική θεωρείται η οργανωμένη προσπάθεια προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς από τον ΕΟΤ με τα προγράμματα αξιοποίησης παραδοσιακών οικισμών, όπως της Βάθειας στη Μάνη, της Οίας στη Σαντορίνη, και της Μακρινίτσας στο Πήλιο 443. Με τις αναπλάσεις αυτές αποκαταστάθηκαν, σε περιορισμένη όμως κλίμακα, σημαντικά σύνολα στους εν λόγω οικισμούς με τη μετατροπή τους σε ειδικού τύπου ξενοδοχειακές μονάδες. Η επιτυχία του εγχειρήματος, το οποίο αποδείχθηκε και οικονομικά αποδοτικό, αναγνωρίστηκε και σε ευρωπαϊκό

437 Ν 1577/1985, ΦΕΚ Α, 210.438 ΓΟΚ 1985, άρθρο 4. Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαίδου Σ., ό. π., σ. 176-178.439 Ν 2831/2000, ΦΕΚ Α, 140,440 Για περισσότερα βλ. Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαίδου Σ., όπ. αν., σ. 88 επ.441 Για περισσότερα βλ. Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαίδου Σ., όπ. αν., σ. 102 επ.442 Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαίδου Σ., όπ. αν., σ. 137.443 Πρόκειται για οικισμούς που δημιουργήθηκαν στα τουρκοκρατούμενα Βαλκάνια γύρω στα 1600, ήκμασαν στα χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού (1770-1820) και διαμορφώθηκαν χωρίς προσχεδιασμό ή όρους δόμησης αλλά με ντόπια υλικά προσαρμοσμένα στο τοπίο και την ανθρώπινη κλίμακα. Πετρονώτης Α.,«Παραδοσιακοί οικισμοί Πελοποννήσου και νοτίων Επτανήσων», Πρακτικά τριήμερης συνάντησης 5,6,7 Φεβρουαρίου 1975 με θέμα την Προστασία των μνημείων και των παραδοσιακών οικισμών, εκδ. Ελληνική Εταιρεία, Αθήνα 1975, σ. 72-73.

Page 125: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

επίπεδο με τη βράβευσή του από την Europa Nostra 444. Για την αξιολόγηση των οικισμών λαμβάνονται υπόψη η ιστορική, αισθητική και πολιτιστική τους αξία, οι δυνατότητες αξιοποίησης και απόδοσης των αναμενόμενων από την προστασία τους ωφελειών, οι οποίες μπορεί να είναι εθνικής, πολιτιστικής, κοινωνικής και οικονομικής φύσης, καθώς και διάφορα κριτήρια δυνατότητας προστασίας, όπως ο βαθμός διατήρησης ή αλλοίωσης, η δυνατότητα επαναφοράς στην αρχική κατάσταση και η δυνατότητα συντήρησης και συνεχούς προστασίας 445. Εκτός από τον ΕΟΤ, οι ΟΤΑ σε συνδυασμό με άλλα ΝΠΔΔ ασχολήθηκαν με την ανάπλαση ιστορικών κέντρων πόλεων και παραδοσιακών οικισμών, όπως μαρτυρούν τα παραδείγματα της Άνω πόλης Θεσσαλονίκης και της Παλιάς Πόλης της Ρόδου. Στη δε περιοχή των Αθηνών υπήρξαν τα μεμονωμένα προγράμματα ανάπλασης της Πλάκας, των Εξαρχείων, του Μεταξουργείου, του Θησείου και του Ψυρρή, με πιο ολοκληρωμένη μορφή ανάπλασης αυτή της Πλάκας446. Επιπλέον το 1997 συστάθηκε από τα Υπουργεία Πολιτισμού και ΠΕΧΩΔΕ η ΕΑΧΑ Α.Ε. (Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας), η οποία με αφορμή την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της πρωτεύουσας προέβη στη μεγαλύτερη πολεοδομική παρέμβαση που έχει γνωρίσει η πόλη των Αθηνών με στόχο την αστική ανάπλαση και ανάδειξη της φυσιογνωμίας της 447.

Τη δεκαετία του ’80 η ευαισθητοποίηση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, συνδυαζόμενη με τον σταθερό προσανατολισμό των κυβερνήσεων στην υλοποίηση των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης στα πλαίσια της ΕΕ, είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή το 1985 της Σύμβαση της Γρανάδας «για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης», η οποία κυρώθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο με τον Ν 2039/92 448. Στη σύμβαση αυτήν εκφράστηκε η σύγχρονη περισσότερο διευρυμένη έννοια της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, στην οποία εντάσσονται τρεις κατηγορίες ακίνητων αγαθών, σημαντικών λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος: τα μνημεία, τα αρχιτεκτονικά σύνολα και οι τόποι. Ειδικότερα α) ως μνημείο νοείται «κάθε κατασκευή ιδιαίτερα

444 «Πρότυπη Πολεοδομική…», όπ. αν., σ. 14.445 Στεφάνου Ι., «Περί μελέτης εντοπισμού, καταγραφής και αξιολόγησης παραδοσιακών οικισμών» Πρακτικά τριήμερης…, όπ. αν., σ. 89.446 Για περισσότερα βλ. Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαίδου Σ., όπ. αν., σ. 203 επ.447 Χατζοπούλου Α., Γερασίμου Σ., «Κριτική θεώρηση του νομικού πλαισίου του χωροταξικού σχεδιασμού», Εισήγηση στο Διήμερο της Ρόδου «Χωροταξικός και Πολεοδομικός Σχεδιασμός», 26-27 Νοεμβρίου 2004, ΠερΔικ 1/2005, σ. 55-61. 448 ΦΕΚ Α, 61.

Page 126: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

σημαντική λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού της ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ή διακοσμητικών στοιχείων που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους», β) ως αρχιτεκτονικά σύνολα ορίζονται τα «ομοιογενή σύνολα αστικών ή αγροτικών κατασκευών, τα οποία κρίνονται σημαντικά λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος». Επιπλέον τα άνω σύνολα πρέπει να είναι συναφή μεταξύ τους «ώστε να σχηματίζουν ενότητες, οριοθετούμενες τοπογραφικά» και γ) ως τόποι θεωρούνται τα «σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης, εν μέρει κτισμένα, τα οποία αποτελούν εκτάσεις τόσο χαρακτηριστικές και ομοιογενείς, ώστε να μπορούν να οριοθετηθούν τοπογραφικά». Τα εν λόγω έργα θεωρούνται σημαντικά λόγω του ιστορικού, αρχαιολογικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού, κοινωνικού ή τεχνικού τους ενδιαφέροντος449. Επιπλέον θεσπίστηκαν υποχρεωτικές κοινές διαδικασίες και καθιερώθηκαν δίαυλοι επικοινωνίας και συνεργασίας των Ευρωπαϊκών κρατών σε θέματα προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1992 με το άρθρο 128 της Συνθήκης του Μάαστριχτ η διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ευρωπαϊκής σημασίας αναδείχθηκαν σε πεδίο ενδιαφέροντος της Ένωσης450. Στη συνθήκη περί ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 451, όπως τροποποιήθηκε με τις συνθήκες του Μάαστριχτ 452, του Άμστερνταμ (1997) 453 και της Νίκαιας (2001) 454, περιλαμβάνονται διατάξεις σχετικές με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς που έχουν άμεση εφαρμογή στις έννομες τάξεις των Κρατών μελών. Ειδικότερα στο άρθρο 3 (π) προβλέπεται η συμβολή της δράσης της Κοινότητας στην ανάπτυξη των πολιτισμών των Κρατών μελών. Επιπλέον σύμφωνα με το άρθρο 87.3 (δ) θεωρούνται ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι χορηγούμενες υπό οποιαδήποτε μορφή ενισχύσεις από τα Κράτη μέλη ή με κρατικούς πόρους όταν στοχεύουν στην προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Δεν θα πρέπει όμως να αλλοιώνονται οι όροι συναλλαγών και ανταγωνισμού στην Κοινότητα σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Τέλος στο άρθρο 151 του τίτλου ΧΙΙ, αφιερωμένο στον πολιτισμό, διατυπώνεται η

449 Σύμβασης της Γρανάδας, άρθρο 1.450 «Πρότυπη Πολεοδομική…», όπ. αν., σ. 60-63.451 Βλ. Ν 945/1979 «Προσχώρηση της Ελλάδος στις Ευρωπαϊκές Οικονομικές Κοινότητες και Τελική Πράξις», ΦΕΚ Α, 170.452 Η συνθήκη αυτή κυρώθηκε από τη χώραμας με τον Ν 2077/1992, ΦΕΚ Α, 136.453 Η άνω συνθήκη κυρώθηκε από το Ελληνικό Κράτος με τον Ν 2691/1999, ΦΕΚ Α, 478.454 Η εν λόγω συνθήκη κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν 3001/2002, ΦΕΚ Α, 73.

Page 127: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

συμβολή της Κοινότητας στην ανάπτυξη των πολιτισμών των Κρατών μελών με σεβασμό στην εθνική και περιφερειακή πολυμορφία τους, και με προβολή της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς. Εξάλλου σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η δράση της Κοινότητας με στόχο την ενθάρρυνση της συνεργασίας των Κρατών μελών υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στους ακόλουθους τομείς: (α) βελτίωση της γνώσης και της διάδοσης του πολιτισμού και της ιστορίας των ευρωπαϊκών λαών, (β) διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ευρωπαϊκής σημασίας, (γ) μη εμπορικές πολιτιστικές συναλλαγές και (δ) καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργία, συμπεριλαμβανομένου και του οπτικοακουστικού τομέα. Για την υλοποίηση των άνω στόχων το Συμβούλιο θεσπίζει δράσεις ενθάρρυνσης και διατυπώνει συστάσεις με πρόταση της Επιτροπής, αποφασίζοντας ομόφωνα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της αυτής συνθήκης.

Για τον εναρμονισμό της ελληνικής νομοθεσίας περί προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς με τις ευρωπαϊκές επιταγές εκδόθηκαν τρεις σημαντικοί νόμοι από τον έλληνα νομοθέτη:1) ο Ν 1892/90 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» 455, σε αντικατάσταση του Ν 1262/82 «για την παροχή κινήτρων ενίσχυσης της Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης της Χώρας». Σύμφωνα με τον Ν 1892/90, οι δαπάνες επισκευής διατηρητέων κτιρίων θεωρήθηκαν ως παραγωγικές επενδύσεις. Ειδικότερα σε αυτήν την κατηγορία περιελήφθησαν: α) οι δαπάνες επισκευής, αποκατάστασης και μετατροπής διατηρητέων παραδοσιακών οικιών ή κτιρίων σε ξενώνες ή ξενοδοχειακές μονάδες εντός ή εκτός παραδοσιακών ή διατηρητέων οικισμών, β) οι δαπάνες ανακαίνισης παραδοσιακού χαρακτήρα ξενοδοχειακών μονάδων ή προστατευτέων από ειδικό νομικό καθεστώς όρων δόμησης και γ) οι δαπάνες ανακαίνισης διατηρητέων παραδοσιακών ή ιστορικών κτιρίων από μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα με σκοπό τη μετατροπή των εν λόγω κτιρίων σε αναγκαίους χώρους κοινωνικών και πολιτιστικών λειτουργιών, 2) ο Ν 2947/2001 «Θέματα Ολυμπιακής Φιλοξενίας, Έργων Ολυμπιακής Υποδομής και άλλες διατάξεις» 456 με τον οποίο προβλέφθηκαν έργα με αντικείμενο α) την ανάκτηση και ανάπλαση του παράκτιου μετώπου της Αθήνας β) τις αναπλάσεις των πυλών εισόδου προς την πόλη, γ) την ανάδειξη των ιστορικών κέντρων της Αθήνας και του Πειραιά, δ) τις αναπλάσεις στον περιβάλλοντα χώρο των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων και ε) τις δράσεις

455 ΦΕΚ Α, 101.456 ΦΕΚ Α, 228.

Page 128: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

βελτίωσης της εικόνας της πόλης, όπως ο φωτισμός, ο χρωματισμός όψεων κτιρίων και οι φυτεύσεις 457 και 3) ο Ν 3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς» 458, με τον οποίο επιχειρήθηκε η κάλυψη των επιταγών του Συντάγματος, των διεθνών συνθηκών και της νομολογίας του ΣτΕ στα θέματα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Διευρύνθηκε το αντικείμενο της πολιτιστικής κληρονομιάς ώστε να καλύπτει το σύνολο των πολιτιστικών αγαθών, μεμονωμένων ή συνόλων, στην ελληνική επικράτεια από την αρχαιότητα έως σήμερα. Στην έννοια της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς περιλήφθησαν ακόμα και μνημεία άλλων πολιτισμών που θεωρούνται σημαντικά για την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, ενώ για πρώτη φορά προστατεύονται άυλα πολιτιστικά αγαθά 459, όπως τα πανηγύρια και τα τραγούδια. Ειδικότερα προσδιορίστηκε το αντικείμενο της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, το οποίο αποτελείται από τα μνημεία, τους αρχαιολογικούς χώρους και τους ιστορικούς τόπους. Τα μνημεία διακρίθηκαν σε αρχαία και νεότερα, ακίνητα και κινητά. Τα αρχαία μνημεία ή αρχαία ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους έως το 1830, με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων περί κινητών μνημείων 460, ενώ τα νεότερα μνημεία είναι μεταγενέστερα του 1830. Ως αρχαιολογικοί χώροι νοούνται εκτάσεις στην ξηρά, στη θάλασσα, στις λίμνες και τους ποταμούς, στις οποίες περιέχονται ή υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται αρχαία μνημεία ή αποτέλεσαν ή υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν από τους αρχαιότατους χρόνους έως και το 1830 μνημειακά, οικιστικά ή ταφικά σύνολα. Στους αρχαιολογικούς χώρους περιλήφθηκε και το απαραίτητο ελεύθερο περιβάλλον, που επιτρέπει την ιστορική, αισθητική και λειτουργική σύνθεση των σωζόμενων μνημείων. Τέλος οι ιστορικοί τόποι αποτελούνται από εκτάσεις στην ξηρά, τη θάλασσα, τις λίμνες και τους ποταμούς, οι οποίες αποτέλεσαν ή για τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν τον χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων ή εκτάσεις όπου περιέχονται ή στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχονται μνημεία ή σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης μεταγενέστερα του 1830. Η προστασία των μνημείων αυτών, τα οποία συνιστούν χαρακτηριστικούς και ομοιογενείς χώρους δυνάμενους να οριοθετηθούν τοπογραφικά, επιβάλλεται λόγω της λαογραφικής, εθνολογικής, κοινωνικής, τεχνικής, αρχιτεκτονικής, βιομηχανικής ή εν γένει ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής τους σημασίας 461. Επιπλέον με τον εν λόγω νόμο διευρύνθηκε το περιεχόμενο της

457 Εισηγητική έκθεση Ν 2947/2001, όπ. αν. 458 ΦΕΚ Α, 153.459 Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρο 3.460 Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρο 20.461 Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρο 2.

Page 129: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

προστασίας και ενσωματώθηκαν νέες λειτουργίες που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συνθήκες, όπως η χρήση του μνημείου και η ένταξή του στην κοινωνική ζωή, ενώ θεσμοθετήθηκε το Εθνικό Αρχείο Μνημείων με σκοπό την καταγραφή όλων των αξιόλογων μνημείων. Ταυτόχρονα ρυθμίστηκαν θέματα σχετικά με την ιδιοκτησία και κατοχή των μνημείων σε νέα βάση, εισήχθησαν διαδικασίες διαφάνειας για τις ανασκαφές και τις συνακόλουθες δημοσιεύσεις, προβλέφθηκε η συγκρότηση Συμβουλίου Μουσείων για τη χάραξη μουσειακής πολιτικής, και καθιερώθηκαν νέα ειδικά ποινικά αδικήματα που αφορούν σε στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς 462.

Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η εξέλιξη της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς χαρακτηρίζεται από μια πορεία διαρκούς διεύρυνσης του αντικειμένου προστασίας. Ειδικότερα η έννοια της προστασίας επεκτάθηκε από τα αρχαία μνημεία, στον περιβάλλοντα χώρο τους, σε οικιστικά σύνολα και σε ιστορικά τοπία. Η συνεχής αυτή διεύρυνση των προστατευτέων αγαθών είχε ως αποτέλεσμα την θεσμοθέτηση στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν 3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς» της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία εκτός της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς καλύπτει και τα άυλα πολιτιστικά αγαθά. Η άνω εξέλιξη συνοδεύτηκε συγχρόνως από μια σταδιακή μεταβολή των στόχων της αστικής ανάπλασης στον ευρωπαϊκό χώρο. Μετά το πέρας του Β Παγκοσμίου Πολέμου έως το 1970 ακολουθήθηκε η πολιτική της αστικής ανανέωσης με συνολικές ολοκληρωμένες παρεμβάσεις στο δομημένο περιβάλλον και κύρια χαρακτηριστικά α) την έντονη ανοικοδόμηση των κέντρων των πόλεων, β) την κατασκευή εμπορικών κέντρων, γ) κατεδαφίσεις για τη δημιουργία πλατειών και λεωφόρων πλαισιωμένων από κτίρια γραφείων, δ) την επιβάρυνση των κατοίκων των πόλεων, και ε) την έλλειψη συντήρησης των υπαρχόντων στα αστικά κέντρα κτισμάτων. Την δεκαετία του ’70 εφαρμόστηκε η πολιτική της αστικής επανάχρησης (1970-1985) με έμφαση α) στη διατήρηση των υφιστάμενων παραδοσιακών δομών και γραφικών τόπων, β) στη βελτίωση των κοινόχρηστων χώρων, γ) στην επανανάπτυξη των βιομηχανικών ζωνών ή των ζωνών των λιμένων με αλλαγή των χρήσεων γης σε επαγγελματικές ή κατοικίας, δ) στην κοινωνική κατοικία μέσω της επανάχρησης και επανακατασκευής κατοικιών και ε) σε μικρά σχέδια γειτονιάς με βάση την αρχή των Ζωνών. Τέλος από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 υλοποιείται η πολιτική της αστικής επανάκτησης με στόχο α) τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου κέντρου-πόλης, β) την τόνωση της τουριστικής ανάπτυξης και της πολιτιστικής λειτουργίας, γ) επενδύσεις σε

462 Χατζοπούλου Α., «Η εξέλιξη…», όπ. αν., σ. 17-18.

Page 130: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

προγράμματα υποδομής οδικού εξοπλισμού και ηλεκτρονικών επικοινωνιών και δ) τη βελτίωση της ποιότητας του αστικού περιβάλλοντος 463.

πολεοδομικός σχεδιασμός έως το 1975

Εξίσου σημαντικές αλλαγές σημειώθηκαν σε θέματα πολεοδομικού σχεδιασμού. Με τον μοντερνισμό μετεβλήθη η αντίληψη για τον χώρο και κατά συνέπεια για τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αυτής της μεταβολής αποτελεί το πολεοδομικό σχέδιο του Le Corbusier «Plan Voisin» (1925) για το Παρίσι. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε την κατασκευή ουρανοξυστών πάνω σε pilotis ανάμεσα στα δέντρα, εξασφαλίζοντας αφενός καλύτερη εκμετάλλευση της γης και αφετέρου ένα περιβάλλον ευήλιο και ευάερο για τους κατοίκους. Μια πρακτική και οικονομική εφαρμογή του «Plan Voisin» υλοποιήθηκε στο Roechampton Estate στο Λονδίνο (1952-1959) από το Αρχιτεκτονικό Τμήμα του Συμβουλίου της Κομητείας της πόλης. Ειδικότερα το πολεοδομικό σχέδιο προέβλεψε την οικοδόμηση ουρανοξυστών μαζί με χαμηλότερα κτίρια σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους ανάμεσα σε κήπους προερχόμενους από κατεδαφισμένες βίλες 464. Είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η λειτουργική προσέγγιση του κελύφους της πόλης εφαρμοζόμενη στον αστικό χώρο οδήγησε στην επεμβατική πολεοδομία με την εφαρμογή μέτρων, όπως ο αστικός αναδασμός και η κτηματική ομάδα, με στόχο την αποδοτικότερη εκμετάλλευση της γης. Τα μέτρα αυτά εφαρμόστηκαν αρχικά από την κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου (1917-1920) με τη σύσταση ειδικής επιτροπής για την εκπόνηση του ρυθμιστικού σχεδίου των Αθηνών 465 και με τον επανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης 466. Ειδικότερα μετά την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης του 1917 αναζητήθηκε ένα μοντέλο πιο σύνθετο από το ιπποδάμειο σύστημα, ικανό να υποκαταστήσει την πολύπλευρη πολιτιστική παράδοση της πόλης με ένα νέο διεθνές στυλ, προωθώντας συγχρόνως την ελληνοποίησή της.

463 Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαίδου Σ., όπ. αν., σ. 69-141.464 Ρ. Φυρνώ-Τζόρνταν, «Ιστορία της Αρχιτεκτονικής», εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1981, σ. 431-433. 465 Η επιτροπή αυτή, της οποίας προήδρευσε ο αρχιτέκτων Π. Καλλιγάς, συστάθηκε με τον Ν 1709/1918 και διαλύθηκε το 1924. Έκθεση της Επιτροπής για την Εκπόνηση του Ρυθμιστικού σχεδίου της πόλεως των Αθηνών, της Καλλιθέας, του Φαλήρου και του Πειραιά, εκδ. Υπουργείο Συγκοινωνιών, Δ/νση Δημόσιων Έργων, Αθήνα 1924. 466 Ν 1394/1918. Την ίδια περίοδο σχεδιάστηκε η παραλιακή αρτηρία Παλαιού Φαλήρου-Γλυφάδας-Βουλιαγμένης-Σουνίου, χωρίς ωστόσο να προχωρήσει η κατασκευή της. Γιανακούρου Γ. «Το θεσμικό πλαίσιο του σχεδιασμού των πόλεων στην Ελλάδα: Ιστορικές μεταμορφώσεις και σύγχρονα αιτήματα», «Η Ανάπτυξη των Ελληνικών Πόλεων…», όπ. αν. σ. 460.

Page 131: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Ταυτόχρονα το αναζητούμενο σχέδιο έπρεπε να προσαρμοστεί στις πολεοδομικές ανάγκες μιας πόλης με έντονη χρηματική ρευστότητα. Ως σημαντικότερες πολεοδομικές ανάγκες θεωρήθηκαν η ανάγκη προσαρμογής των δικτύων της πόλης στην κίνηση με αυτοκίνητο και η υιοθέτηση νέων τεχνικών για πολυώροφα κτίρια λόγω της εκούσιας αύξησης των αξιών της γης. Η πολεοδομική επέμβαση που σχεδιάστηκε από την Πολιτεία εξέφρασε την εκσυγχρονιστική, μεταρρυθμιστική πολεοδομία με έμφαση στην κοινωνικοποίηση της υπεραξίας της πολεοδόμησης και τον ενεργό ρόλο του Κράτους στην οργάνωση του χώρου. Επιτεύχθηκε απόλυτος έλεγχος του χώρου και της οικονομίας της πόλης για σειρά ετών, επιβλητική παρουσία της ελληνικής διοίκησης, διεθνής ακτινοβολία χάρη στο μεγαλεπήβολο χαρακτήρα του έργου και κινητοποίηση οικονομικών συμφερόντων άλλων ελληνικών περιοχών για επενδύσεις στην πόλη 467.

Το πνεύμα αυτό υιοθετήθηκε από το ΝΔ της 17/7/1923 «Περί Σχεδίων Πόλεων, Κωμών και Συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών»468, το οποίο σηματοδότησε την απαρχή μιας πλήρους αναμόρφωσης της κρατικής παρέμβασης στον χώρο, εισάγοντας σε πανελλαδική κλίμακα τις εκσυγχρονιστικές αντιλήψεις της επεμβατικής (ενεργού) πολεοδομίας, της συμμετοχής των πολιτών και της θεώρησης του οικόπεδου ως βάσης του τρόπου εκμετάλλευσης του εδάφους 469. Στο πλαίσιο αυτό με το εν λόγω ΝΔ προβλέφθηκε η τακτοποίηση των οικοπέδων, η προσκύρωση και η κτηματική ομάδα. Η τακτοποίηση, η οποία τέθηκε ως προϋπόθεση για την εκτέλεση οποιαδήποτε οικοδομικής εργασίας στο οικόπεδο, μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή της θέσης, του σχήματος και του μεγέθους του οικοπέδου, ώστε αυτό να αποκτήσει μια διάταξη που να ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες της πόλης. Εντούτοις, υπό το πνεύμα εξορθολογισμού των πολιτικών για τη διευθέτηση του χώρου, η τακτοποίηση αποκλείσθηκε σε περίπτωση ύπαρξης ήδη οικοδομών στο εν λόγω οικόπεδο και προβλέφθηκε αποζημίωση των βαρυνόμενων ιδιοκτητών από τους ωφελούμενους 470. Ο κανόνας αυτός εφαρμόστηκε και στην προσκύρωση 471. Ειδικότερα όταν το υπολειπόμενο τμήμα οικοπέδου μετά την ρυμοτομία στερείται του απαιτούμενου εμβαδού ή των απαιτούμενων διαστάσεων ή της κατάλληλης θέσης ή προσώπου επί

467 Ν. 1394/1918 σχετικά με την εφαρμογή του σχεδίου της επιτροπής Ηébrard E.. Για περισσότερα σχετικά με τη νομοθεσία για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης βλ. Pierron B., «Εβραίοι και Χριστιανοί στη νεότερη Ελλάδα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004, σ. 117-136 και Καραδήμου Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός…», όπ. αν., σ. 390-392.468 ΦΕΚ Α, 228. Καραδήμου Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός…», όπ. αν., σ. 392.469 Χατζοπούλου Α., «Η εξέλιξη…» σ. 7-18.470 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρο 42. 471 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρα 43, 44, 45.

Page 132: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

οδού, με αποτέλεσμα να θεωρείται μη οικοδομήσιμο, αυτό προσκυρώνεται σε ένα από τα γειτονικά οικοδομήσιμα γήπεδα 472. Τέλος η κτηματική ομάδα, που θεωρείται μια μορφή της σύγχρονης οργανωμένης δόμησης, είναι ένα ΝΠΔΔ, εκπροσωπούμενο συνήθως από το Δημόσιο ή τον οικείο Δήμο ή Κοινότητα, το οποίο συστήνεται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιων Έργων. Στο εν λόγω ΝΔ προβλέφθηκε η σύσταση κτηματικής ομάδας ενόψει της ταυτόχρονης τακτοποίησης πολλών παρακείμενων εφαπτόμενων ή μη οικοπέδων για δύο λόγους: α) για κοινωνικοοικονομικούς, με σκοπό τη δίκαιη κατανομή των μελλοντικών μεταβολών της αξίας των ακινήτων από την εφαρμογή εγκεκριμένου σχεδίου. Στην περίπτωση αυτήν οι κοινόχρηστοι χώροι περιλαμβάνονται στην κτηματική ομάδα και β) για την εφαρμογή σχεδίου λόγω εξαιρετικών καταστάσεων, όπως συνέβη στα Ιόνια νησιά μετά τους σεισμούς του 1954473. Όταν συντρέχει ο άνω λόγος η κτηματική ομάδα αποτελείται από τα τακτοποιητέα και προσκυρωτέα κτήματα μετά την αφαίρεση των κοινόχρηστων χώρων 474. Επιπλέον όλη η έκταση της κτηματικής ομάδας θεωρείται απαλλοτριούμενη ως ενιαίο σύνολο υπέρ των ιδιοκτητών των ακινήτων που περιλαμβάνονται σε αυτήν, με σκοπό τη μεταξύ τους διανομή των οικοδομήσιμων χώρων με τις εκτάσεις που έχουν ορισθεί με την εφαρμογή του σχεδίου. Για τη διαίρεση και παραχώρηση των οικοπέδων προβλέφθηκε η σύνταξη πράξης αναδασμού, κατά της οποίας οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να υποβάλουν ενστάσεις, επί των οποίων αποφαίνεται αιτιολογημένα και αμετάκλητα ο Υπουργός. Δόθηκε επίσης η δυνατότητα πραγματοποίησης αναδασμού της όλης περιοχής της κτηματικής ομάδας χωριστά κατά ζώνες. Επιπλέον επετράπη η χρησιμοποίηση των παραχωρούμενων οικοπέδων από τους δικαιούχους για την ανέγερση οικοδομής από την έκδοση της σχετικής υπουργικής απόφασης, πριν ακόμα από τη μεταγραφή της μεταβίβασης της κυριότητας στους δικαιούχους. Τέλος προβλέφθηκε η επιβάρυνση κάθε ιδιοκτήτη της κτηματικής ομάδας με την καταβολή αποζημίωσης, ίσης με το ποσοστό επί της συνολικής αξίας των ακινήτων του σε αυτήν, για τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων, σύμφωνα με το σχέδιο ρυμοτομίας. Συνεπώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί

472 Χατζοπούλου Α., «Θεσμικά πλαίσια ρυθμιστικού σχεδίου Αθηνών», Φάση Β, εκδ. Υπουργείο Δημόσιων Έργων-Υπηρεσία Οικισμού, Αθήνα 1971, σ. Δ-37.473 Με το ΝΔ 2934 της 22/27 Ιουλίου 1954 «περί τροποποίησης των περί σχεδίων, διατάξεων και ειδικών τινών διατάξεων σχετικών προς την ανοικοδόμηση των Ιόνιων Νήσων» προβλέφθηκε κτηματική ομάδα με αναδασμό και σύνταξη Κτηματολογίου. Υπάρχουν παραδείγματα εφαρμογής της κτηματικής ομάδας σε περιπτώσεις επείγουσας ανάγκης, προγενέστερα του ΝΔ του 1923, όπως μετά τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης με τους νόμους 2633, 2777, 3021 περί σχεδίων πόλεων Θεσσαλονίκης, όπως κωδικοποιήθηκαν με το ΒΔ 10/18 Νοεμβρίου 1922. Βλ. Χατζοπούλου Α. « Θεσμικά…», όπ. αν., σ. Δ-38. 474 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρο 49.

Page 133: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ότι η σύνδεση του πολεοδομικού σχεδιασμού με την κοινωνική πολιτική, πριν ακόμα από την προβολή της έννοιας του Κράτους-πρόνοιας, συμβάλλει στον πρωτοποριακό χαρακτήρα του σχετικού ΝΔ/τος. Μια από τις κύριες αιτίες αυτής της νομοθετικής επιλογής αποτέλεσε η ανάγκη επίλυσης του έντονου στεγαστικού προβλήματος με την άφιξη των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Πρόκειται για ένα κοινωνικό φαινόμενο που οδήγησε σε μια πρόωρη, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό χώρο, γένεση της φιλοσοφικής αντίληψης του κρατικού παρεμβατισμού και της κοινωνικής ανταποδοτικότητας μέσω της πολιτικής του σχεδιασμού του χώρου. Επιπλέον με το προκείμενο ΝΔ προβλέφθηκε η διάκριση του χώρου σε περιοχές εντός σχεδίου, σε οικισμούς προ του 1923 και σε περιοχές εκτός σχεδίου, για τις οποίες τέθηκαν περιορισμοί δόμησης, ώστε να αποτραπεί η δημιουργία ιδιωτικών συνοικισμών. Στο πλαίσιο αυτό προσδιορίστηκε το περιεχόμενο του σχεδίου πόλεως. Ενδεικτικά το άνω σχέδιο πρέπει να προβλέπει: α) περιορισμούς κατά την ανάπτυξη της πόλης/κώμης για τη διασφάλιση της υγιεινής, της ασφάλειας, της οικονομίας και της αισθητικής, οι οποίοι δεσμεύουν, τόσο τους κυρίους των ακινήτων όσο και την τοπική αυτοδιοίκηση, β) τον καθορισμό των κοινόχρηστων χώρων και περιορισμούς ως προς τις χρήσεις τους. Ειδικότερα απαγορεύτηκε κάθε εργασία δόμησης και κάθε προσωρινή ή μόνιμη εγκατάσταση για την εξυπηρέτησή τους. Ο γενικός αυτός κανόνας επιδέχεται εξαιρέσεις στην περίπτωση πάσης φύσεως εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας και της προσωρινής τοποθέτησης φορητών σκευών πλανόδιων μικρεμπόρων, καθισμάτων και τραπεζών των υπαίθριων κέντρων αναψυχής. Ομοίως επετράπη η προσωρινή τοποθέτηση αντικειμένων, όπως οικοδομικών υλικών, μηχανών και ικριωμάτων, αναγκαίων για την εκτέλεση εργασιών δόμησης, καθώς και η κατασκευή εξοχών επί των κτιρίων, όπως προστεγασμάτων εξωστών, προπυλαίων και άλλων αρχιτεκτονικών εξοχών. Σε καμία όμως περίπτωση δεν δικαιολογείται ζημία στους κοινόχρηστους χώρους 475, γ) τον υψομετρικό καθορισμό των οδών, πλατειών και λοιπών κοινόχρηστων χώρων ως προϋπόθεση για την εφαρμογή του εγκεκριμένου σχεδίου 476, δ) τους αναγκαίους οικοδομήσιμους χώρους και οικόπεδα για την ανέγερση δημόσιων, δημοτικών, θρησκευτικών κτιρίων και γενικότερα κτιρίων κοινής ωφέλειας, καθώς και τους αρχαιολογικούς χώρους 477. Σε περίπτωση μη πρόβλεψης θέσεων για την ανέγερση δημόσιων, δημοτικών και κοινής ωφέλειας κτιρίων επιβάλλεται η προηγούμενη τροποποίηση του σχεδίου με σκοπό τον καθορισμό τους 478 και

475 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρο 22. 476 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρα 5-6. 477 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρα 1-2.478 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρο 29.

Page 134: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ε) κανόνες σχετικά με τις εργασίες δόμησης εντός και εκτός ζώνης πόλεως 479, με τη δυνατότητα επιβολής ολικής ή μερικής αναστολής των εργασιών δόμησης ή την υπό όρους εκτέλεση των άνω εργασιών στο σύνολο της πόλης/κώμης μετά της περιοχής της ή σε τμήμα αυτής κατά την προδικασία εκπόνησης νέου σχεδίου πόλεως ή τροποποίησής του. Το μέτρο αυτό, που δεν συνεπαγόταν αξίωση αποζημίωσης από το Δημόσιο ή τους ΟΤΑ, μπορούσε να διαρκέσει έως ένα έτος ή και να παραταθεί για δύο ακόμα έτη εφόσον διαπιστωνόταν σημαντική πρόοδος των εργασιών εκπόνησης του νέου σχεδίου 480. Παρείχετο δε στους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες η δυνατότητα υποβολής ενστάσεων εντός δεκαπέντε ημερών από την έκθεση του σχεδίου πόλεως, μετά του σχετικού τοπογραφικού χάρτη, στο Δημαρχείο ή το Κοινοτικό κατάστημα, για την τύχη των οποίων αποφάσιζε ανέκκλητα ο Υπουργός Δημόσιων Έργων μετά από γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων 481.

Τέλος με το εν λόγω ΝΔ προβλέφθηκαν περαιτέρω ρυθμίσεις στο πνεύμα της ενεργού πολεοδομίας με κυριότερες: α) τη διάκριση των χρήσεων γης, χωρίς συστηματική κατοχύρωσή τους, σε αυτές που μπορούν να ενταχθούν στο σχέδιο πόλεως και σε εκείνες, οι οποίες λόγω των προκαλούμενων οχλήσεων πρέπει να εγκαθίστανται εκτός σχεδίου. Ταυτόχρονα ακολουθήθηκε μια διάκριση μεταξύ των χρήσεων γης που εξυπηρετούσαν και συνδέονταν άμεσα με το κοινωνικό σύνολο και αυτών που σχετίζονταν με την ελεύθερη εκμετάλλευση κάθε ιδιοκτησίας. Μια από τις βασικές μέριμνες του νομοθέτη υπήρξε η διασφάλιση των περιοχών κατοικίας από οχλούσες χρήσεις με την πρόβλεψη βιομηχανικών ζωνών εκτός πόλης, εφόσον για λόγους υγιεινής και ασφάλειας οι προοριζόμενες βιομηχανικές εγκαταστάσεις δεν δύνανται να βρίσκονται κοντά σε κατοικημένες περιοχές482. Όμως η κατάταξη των χρήσεων γης ήταν πρόωρη αφού δεν απαντούσε σε ανάλογη κοινωνική αναγκαιότητα. Ο αστικός χώρος χαρακτηριζόταν ακόμη από έναν χαμηλό βαθμό έντασης και πυκνότητας των χρήσεων, ενώ οι περιορισμοί της κυριότητας δεν ήταν εύκολα αποδεκτοί από την κρατούσα αντίληψη 483, β) την απαγόρευση επί ποινής ακυρότητας της μεταβίβασης της κυριότητας τμημάτων γης εντός ζώνης πόλεως με έκταση μικρότερη των 1000 τ.μ., έστω και αν αυτά αποτελούν μέρος μεγαλύτερης ενιαίας έκτασης, ανήκουσα στον

479 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρα 14, 17.480 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρο 8.481 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρο 3. Η διάταξη αυτή συμπεριλήφθηκε και στον ΓΟΚ του 1929, άρθρο 21, παρ. 1-4.482 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρο 12.483 Βλάντου Αλ., «Ζητήματα άσκησης της πολιτικής χρήσεων γης στον αστικό χώρο από τη διαμόρφωση και εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας», ΠερΔίκ 1/1997, σ. 33 επ.

Page 135: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ίδιο ιδιοκτήτη 484 και γ) την επιβολή όρων, περιορισμών και εγγυήσεων, κατά την έγκριση σχεδίων προς ίδρυση εξοχικών ή και αστικών συνοικισμών σε κτήματα εκτάσεως μεγαλύτερης των 6000 τ.μ. γύρω από την πόλη/κώμη, τον οικείο Δήμο ή το Δημόσιο, στους ιδιοκτήτες των κτημάτων και στα περιλαμβανόμενα ακίνητα. Η ρύθμιση των άνω μέτρων αποτελεί αντικείμενο σύμβασης μεταξύ του ενδιαφερόμενου και του Δήμου ή του Δημόσιου 485. Με τις άνω διατάξεις ήταν δυνατή η άσκηση κοινωνικής πολιτικής, αφενός με την κοινωνικοποίηση και ανακατανομή μέρους της υπεραξίας που αποκτούν τα εντασσόμενα στο σχέδιο πόλεως ακίνητα και αφετέρου με τη διάθεση της υπεραξίας για τις συλλογικές ανάγκες της πόλης 486. Εντούτοις η μη ένταξη του αστικού χώρου σε έναν ευρύτερο πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό περιόρισε τους στόχους του ΝΔ/τος της 17/7/1923 στην ικανοποίηση των αστικών αναγκών που άπτονται κυρίως θεμάτων ασφάλειας, υγιεινής και ορθολογικής διάταξης των ιδιόκτητων και κοινόχρηστων χώρων 487. Επιπλέον η παράλειψη ρητής απαγόρευσης της δόμησης στις εκτός σχεδίου περιοχές συνιστά τη σοβαρότερη αδυναμία του άνω διατάγματος, η οποία είχε ως αποτέλεσμα, δεδομένης της κρατικής αναποτελεσματικότητας να επιλύσει ικανοποιητικά το στεγαστικό πρόβλημα, τη γενικευμένη πρακτική της αυθαίρετης δόμησης.

Υπό αυτές τις συνθήκες και με σκοπό την οριοθέτηση της αυθαίρετης δόμησης, ψηφίστηκε το ΝΔ της 23/10/1928 «Περί καθορισμού των όρων και περιορισμών της εντός και εκτός ζώνης των πόλεων κλπ., ανεγέρσεως οικοδομών» 488, με το οποίο τέθηκαν περιορισμοί ως προς τις χρήσεις των κτιρίων και τους όρους δόμησης εκτός σχεδίου. Για την ανέγερση εντός ζώνης κτισμάτων, όπως βιομηχανικών εγκαταστάσεων, νοσοκομείων, ξενοδοχείων, διδακτηρίων, ορφανοτροφείων, ασύλων, αποθηκών και κτιρίων για τη στέγαση εκκλησιαστικών οργανισμών, τέθηκαν περιορισμοί σχετικά α) με την επιφάνεια του οικοπέδου, β) με τη διατήρηση μιας ελάχιστης ακάλυπτης απόστασης μεταξύ των ορίων του και των κτιρίων, ανάλογα με τη

484 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρο 14. Με το άρθρο 2 του ΝΔ 690/1948 «περί συμπληρώσεως των περί σχεδίων πόλεως διατάξεων» απαγορεύτηκε η μεταβίβαση της κυριότητας μέρους του οικοπέδου μετά της οικοδομής του εφόσον το οικόπεδο καθίσταται μη άρτιο ή οι ακάλυπτες αποστάσεις μεταξύ των ορίων του οικοπέδου και της οικοδομής ή ο ακάλυπτος χώρος υπό της οικοδομής μειώνονται κάτω από τα επιτρεπόμενα, από τις κείμενες διατάξεις, όρια. 485 ΝΔ 17/7/1923, όπ. αν., άρθρο 7. 486 Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταρρυθμιστικές αντιλήψεις στην οργάνωση των αστικών χώρων. 1917-1920», Σύγχρονα Θέματα, Τεύχος 39. σ. 55-60. Γιανακούρου Γ., όπ. αν., σ. 459-460.487 Χατζοπούλου Α., «Η εξέλιξη…», όπ, αν., σ. 7-18. 488 ΦΕΚ Α, 231.

Page 136: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

χρήση τους και γ) με το ύψος των οικοδομών. Επιπλέον τέθηκε ως προϋπόθεση η χορήγηση σχετικής άδειας από την αρμόδια αρχή. Για την ανέγερση εκτός ζώνης τέθηκαν οι ακόλουθοι περιορισμοί: α) η επιφάνεια των οικοπέδων πρέπει να είναι τουλάχιστον 4.000 τ.μ. και β) η οικοδομή να είναι ενιαία, να μην καταλαμβάνει χώρο μεγαλύτερο του 1/10 της συνολικής επιφάνειας του οικοπέδου και να αφίσταται τουλάχιστον 15 μέτρα των ορίων του οικοπέδου. Στην περίπτωση ανέγερσης γραφείων τέθηκαν αυστηρότεροι περιορισμοί, οι οποίοι δεν ισχύουν σε ορισμένες περιπτώσεις αναφερόμενες στον νόμο. Η ενιαία οικοδομή δεν πρέπει να καλύπτει χώρο μεγαλύτερο των 3.000 τ.μ., το ύψος της ορίστηκε στα 11 μέτρα και οι όροφοι σε τρεις. Εντούτοις οι περιορισμοί κατά της αυθαίρετης δόμησης αναιρέθηκαν σταδιακά με την έκδοση κανονιστικών πράξεων που είτε επιτρέπουν τη δόμηση κατά μήκος των οδικών δικτύων (γραμμική ανάπτυξη) είτε θεσπίζουν παρεκκλίσεις, όπως στην περίπτωση των ξενοδοχείων 489.

Ανακεφαλαιώνοντας, με τα δύο αυτά ΝΔ ο χώρος διακρίθηκε σε περιοχές εντός σχεδίου πόλεως, με όρους δόμησης, δυνατότητες διαφόρων χρήσεων και έργα υποδομής, και σε περιοχές εκτός σχεδίου οι οποίες δεν πρέπει να αστικοποιούνται. Για τον λόγο αυτόν στις εκτός σχεδίου περιοχές τίθενται περιορισμοί και δεσμεύσεις, τόσο ως προς τη δυνατότητα δόμησης, δεδομένης της απουσίας έργων υποδομής, όσο και ως προς τις χρήσεις που πρέπει να είναι σύμφωνες με τη φύση αυτών των περιοχών (αγροτικές, κτηνοτροφικές, βιοτεχνικές κλπ.). Οι διατάξεις των άνω ΝΔ, ενδεικτικές του οράματος του νομοθέτη της εποχής για τη μελλοντική ανάπτυξη και διαμόρφωση του χώρου, έθεσαν τις πρώτες βάσεις του πολεοδομικού σχεδιασμού 490.

Κατά τη διάρκεια της τετραετούς διακυβέρνησης από τον Βενιζέλο (1928-1932) ο συνδυασμός των αντιλήψεων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής με την πολιτική βούληση για επίλυση του στεγαστικού προβλήματος οδήγησε στην ψήφιση του Ν 3741/1929 «Περί οριζοντίου ιδιοκτησίας» 491, δημιουργώντας το νομοθετικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της αντιπαροχής492. Συγχρόνως, με σκοπό τη ρύθμιση των επερχόμενων ριζικών αλλαγών στην πολεοδόμηση, το 1929, τέθηκε σε ισχύ ο πρώτος ΓΟΚ 493, με τον οποίο α) εξειδικεύθηκαν για πρώτη φορά έννοιες, όπως της πόλης και της κώμης, του οικοπέδου, των οικοδομικών συστημάτων (συνεχούς ή κλειστού, ασυνεχούς

489 Χατζοπούλου Α., «Η εξέλιξη…», όπ, αν., σ. 7-18. 490 Χατζοπούλου Α., «Η εξέλιξη…», όπ, αν., σ. 7-18. 491 ΦΕΚ Α, 4.492 Βλ. Μέρος ΙΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 1.1.2.493 ΠΔ της 22/4/1929. ΦΕΚ Α, 155.

Page 137: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ή ανοικτού, μικτού και πανταχόθεν ελεύθερου), του οικοδομικού τετραγώνου, των οικοδομικών γραμμών, των κοινόχρηστων χώρων και των οδών, β) δόθηκαν οι ορισμοί του κτιρίου με αναφορά στα επιμέρους στοιχεία του, στις προεξοχές και το ύψος του 494, στις όψεις των οικοδομών και τη διάκρισή τους σε κύριες και δευτερεύουσες, καθώς και σε βιομηχανικά και ειδικά κτίρια, γ) προσδιορίστηκαν οι έννοιες των βόθρων, της απευθείας θέας του διαμερίσματος, του φωτισμού των ανοιγμάτων 495 και του ανώτατου ύψους ανάλογα με το πλάτος των οδών 496. Στις πρωτεύουσες οδούς των πόλεων απαγορεύτηκε η ανέγερση μονώροφων οικοδομών και επιβλήθηκε η κατασκευή τουλάχιστον διώροφων και τριώροφων όταν οι άνω δρόμοι διασχίζουν τα εμπορικά τμήματα. 497, δ) προβλέφθηκαν οι γενικοί κανόνες σύνταξης και έγκρισης, καθώς και το περιεχόμενο των ρυμοτομικών σχεδίων 498, ε) καθορίστηκαν οι υποχρεώσεις των δήμων, κοινοτήτων και ιδιοκτητών ως προς τη δημιουργία και συντήρηση κοινόχρηστων πραγμάτων. Ειδικότερα προβλέφθηκε η επιβάρυνση των ΟΤΑ με την υποχρέωση διαμόρφωσης οδών, διάνοιξης νέων οδών, οδοστρωσίας, συντήρησης, καθαριότητας και φωτισμού των οδών, ύδρευσης και αποχέτευσης, εξαφάνισης των απορριπτόμενων υλικών, καθώς και δημιουργίας και συντήρησης νεκροταφείων. Οι ιδιώτες με τη σειρά τους επιβαρύνθηκαν με τη δημιουργία πεζοδρομίων και την περίφραξη οικοπέδων 499. Οι διατάξεις αυτές οδήγησαν δύο χρόνια αργότερα στην εισαγωγή του θεσμού της αυτοαποζημίωσης των ιδιοκτητών των ρυμοτομούμενων ακινήτων 500, ένα μέτρο που συνιστά μια πρώιμη μορφή εισφοράς σε γη 501, στ) περιλήφθησαν ρυθμίσεις για την 494 Προσδιορίστηκε επίσης το μέγιστο ύψος των κτιρίων και των ορόφων, άρθρα 88 και 93.495 ΓΟΚ 1929, Κεφ. Ι, άρθρα 1-17.496 Βλ. Μέρος ΙΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 1.2.497 ΓΟΚ 1929, άρθρο 43, παρ. 1.498 ΓΟΚ 1929, Κεφ. ΙΙ, άρθρα 18-22.499 ΓΟΚ 1929, Κεφ. ΙΙΙ, άρθρα 23-27.500 ΝΔ της 17/7/1923, όπ. αν., άρθρο 47.501 Ειδικότερα ο θεσμός της αυτοαποζημίωσης από τους παρόδιους ιδιοκτήτες εισήχθη με το άρθρο 6 του Ν 5269/1931 «περί αδειών οικοδομής επί των ρυμοτομούμενων ακινήτων», το οποίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν 653/1977. Σύμφωνα με το άνω νομικό πλαίσιο η συμμετοχή των ωφελούμενων παρόδιων ιδιοκτητών στη δαπάνη απαλλοτρίωσης του αναγκαίου χώρου για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων συνίσταται στην καταβολή αποζημίωσης, η οποία για τα εντός σχεδίου πόλεως ακίνητα αναλογεί σε έκταση 30 μέτρων (15 μέτρων ανά πλευρά) για τη διάνοιξη οδών και 20 μέτρων ανά πλευρά για τη διάνοιξη αλσών, πλατειών, διασταυρώσεων οδών και διευρύνσεων. Για το επιπλέον τμήμα επιβαρύνονται ο οικείος Δήμος ή Κοινότητα. Για τα εκτός σχεδίου ακίνητα η άνω επιβάρυνση αντιστοιχεί σε ζώνη πλάτους 30 μέτρων (15 μέτρων ανά πλευρά) και προκειμένου για διάνοιξη εθνικής οδού μέχρι 30 μέτρων. Σε περίπτωση διάνοιξης πλατύτερων οδών οι κύριοι ή οι συγκύριοι των ακινήτων που βρίσκονται μέσα στις λωρίδες επιρροής επιβαρύνονται για το τμήμα από τα 30 μέτρα έως τα 80, ενώ για το τμήμα πέρα των 80 μέτρων επιβαρύνεται το Δημόσιο. Ν 653/1977, άρθρα 1,2. Για

Page 138: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

τακτοποίηση οικοπέδων, απαγορεύοντας τη μετατροπή, δια αυτής, άρτιων οικοπέδων σε μη άρτια 502, ζ) προσδιορίστηκαν οι επιτρεπόμενες κατασκευές στους υποχρεωτικώς ακάλυπτους χώρους των οικοδομών, όπως ισόγεια διαμερίσματα βοηθητικά της όλης οικοδομής 503, η) απαγορεύτηκε η περίφραξη στις κοινές εσωτερικές αυλές, η χρήση των οποίων εξειδικεύτηκε στον αερισμό, το φωτισμό και τον περίπατο 504, θ) προσδιορίστηκαν η χρήση των υπογείων και ισογείων χώρων 505, ο ελάχιστος αριθμός αποχωρητηρίων, η υποχρεωτική κατασκευή αγωγών καθαριότητας σε κάθε οικοδομή 506 και η θέση και διάταξη εγκαταστάσεων για τα ζώα 507, ι) τέθηκαν μέτρα αφενός κατά του κινδύνου του πυρός, όπως η απαγόρευση χρήσης εύφλεκτων υλικών για την κατασκευή των τοίχων της οικοδομής 508 και αφετέρου υπέρ της ασφάλειας των οικοδομών από άποψη στατικής και δομικής 509, ια) περιλήφθησαν διατάξεις για την προστασία της αισθητικής, όπως η απαγόρευση της τυχαίας επικόλλησης και της προσάρτησης διαφημίσεων και ειδοποιήσεων επί των προσόψεων των κτιρίων 510 και οι περιορισμοί στον χρωματισμό των ορατών επιφανειών και ιβ) προβλέφθηκε ο εξαιρετικός χαρακτήρας της αναστολής των οικοδομικών εργασιών ενόψει τροποποίησης εγκεκριμένου σχεδίου. Ειδικότερα αυτή επετράπη πλέον μόνο σε περίπτωση μελέτης νέου σχεδίου για τμήματα για τα οποία δεν υπήρχε εγκεκριμένο σχέδιο, ή αναθεώρησης εγκεκριμένου σχεδίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 80 του ΝΔ 27/7/1923, ή τέλος αναθεώρησης εγκεκριμένου σχεδίου οικισμών για τους οποίους συντρέχουν προδήλως προϋποθέσεις που επιβάλλουν ριζική αναθεώρηση, οφειλόμενες σε θεομηνίες ή σε ραγδαίες εξελίξεις 511.

Οι τάσεις της μοντέρνας πολεοδόμησης για τη μέγιστη εκμετάλλευση του χώρου εντασσόμενες στο πεδίο της αναπτυξιακής πολιτικής της καταναλωτικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’50 επηρέασαν τον έλληνα νομοθέτη, ο οποίος με τον ΓΟΚ του 1955 512, τροποποιώντας τον προγενέστερο του 1929, προέβλεψε μεταξύ άλλων: α) το σύστημα των

περισσότερα βλ. Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», ο.π. αν., σ. 111. 502 ΓΟΚ 1929, Κεφ. ΙVάρθρα 44, παρ. 5.503 ΓΟΚ 1929, Κεφ V, άρθρο 45, παρ. 1.504 ΓΟΚ 1929, άρθρο 47, παρ. 1.505 ΓΟΚ 1929, Κεφ. VΙΙ.506 ΓΟΚ 1929, Κεφ. VΙΙΙ.507 ΓΟΚ 1929, Κεφ. ΙΧ, άρθρα 64-68.508 ΓΟΚ 1929, άρθρο 69.509 ΓΟΚ 1929, Κεφ.ΧΙ510 ΓΟΚ 1929 άρθρο 105.511 ΓΟΚ 1929, άρθρο 19, παρ. 1-6.512 ΒΔ της 30/9/1955, ΦΕΚ Α, 266..

Page 139: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

πτερύγων 513, β) μέγιστο ποσοστό κάλυψης του οικοπέδου 70% για το συνεχές σύστημα και το σύστημα των πτερύγων, 60% για το ασυνεχές και το μικτό και 50% για το πανταχόθεν ελεύθερο 514, γ) τον μέγιστο συντελεστή κατ’ όγκον εκμετάλλευσης του οικοπέδου 515, δ) τον προσδιορισμό του ύψους των οικοδομών σε ακέραιο αριθμό ορόφων ανάλογα με το πλάτος των οδών, ε) την κατάργηση του διαχωρισμού των οδών σε κεντρικές και μη και στ) την έννοια του άρτιου και οικοδομήσιμου οικοπέδου 516. Επιπλέον έγινε αναφορά σε σχέδιο οικισμού ή σχέδιο πόλεως και επαναδιατυπώθηκε ο γενικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο η διαμόρφωση, συντήρηση και ανακαίνιση των πεζοδρομίων και των κρασπέδων βαρύνει τους παρόδιους ιδιοκτήτες εκτός από την περίπτωση εκσκαφών που δεν ζητήθηκαν από αυτούς 517. Για τη διαμόρφωση των λοιπών κοινόχρηστων χώρων η υποχρέωση βαρύνει τον οικείο Δήμο ή Κοινότητα 518. Κατ’ εξαίρεση επετράπη η τοποθέτηση σε κοινόχρηστους χώρους: α) διακοσμητικών ή καλλωπιστικών εγκαταστάσεων από τους δήμους, τις κοινότητες ή ειδικά εντεταλμένα πρόσωπα. Σε περίπτωση όμως που θίγεται η διάνοιξη του συγκοινωνιακού δικτύου απαιτείται έγκριση της αρχής, β) εγκαταστάσεων, όπως περίπτερα εφόσον ανεγείρονται σύμφωνα προς τα εγκριθέντα σχέδια και διατηρούνται ευπρόσωπα και σε καλή κατάσταση, γ) μόνιμων εγκαταστάσεων κοινής ανάγκης, όπως ύδρευσης και φωτισμού, εφόσον καθίσταται αναγκαία η τοποθέτησή τους για τεχνικούς λόγους ή λόγω του προορισμού τους, δ) προσωρινών κατασκευών λόγω εορτών ή πανηγύρεων και ε) καθισμάτων και τραπεζών κέντρων αναψυχής μετά από άδεια του Δήμου ή της Κοινότητας και εφόσον δεν παρεμποδίζεται η κυκλοφορία 519.

Οι εντεινόμενες πιέσεις για μια περισσότερο εμπορική εκμετάλλευση της γης είχαν ως αποτέλεσμα τη δημοσίευση το 1968 του ΑΝ 395/68 «Περί του ύψους των οικοδομών και του συστήματος της Ελευθέρας Δομήσεως»520, με το οποίο επετράπη η αύξηση των υψών κατά έναν όροφο με συνέπεια την περαιτέρω επιβάρυνση του δομημένου περιβάλλοντος 521. Επιπλέον εισήχθη η έννοια του συντελεστή δόμησης 522, η προσαύξηση του οποίου απέκτησε ευρύτατη έκταση, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει το επιτρεπόμενο κατά

513 ΓΟΚ 1955, άρθρα 6, 18, 22.514 ΓΟΚ 1955, άρθρο 16.515 ΓΟΚ 1955, άρθρο 6.516 ΓΟΚ 1955, άρθρο 24.517 ΓΟΚ 1955, άρθρο 73.518 ΓΟΚ 1955, άρθρο 72.519 ΓΟΚ 1955, άρθρο 45.520 ΦΕΚ Α, 95.521 Χατζοπούλου Α., Μητούλα Ρ. «Το γενικό θεσμικό πλαίσιο για την προστασία και ανάδειξη της φυσιογνωμίας της πόλης», «Η φυσιογνωμία…», όπ. αν., σ. 169.

Page 140: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

περιοχές ποσοστό κάλυψης των οικοπέδων, και καθιερώθηκε το σύστημα της ελευθέρας δομής 523. Ειδικότερα η προσαύξηση του συντελεστή δόμησης ορίστηκε α) σε 40% αφενός σε περιοχές διώροφων και αφετέρου στην περιοχή του λεκανοπεδίου Αθηνών και τις περιοχές της χώραςμε συντελεστή δόμησης και ύψος οικοδομών έως 11 μέτρα, β) σε 30% σε περιοχές τριώροφων, γ) σε 25% σε περιοχές τετραώροφων και δ) σε 20% σε περιοχές πενταόροφων. Δεν προβλέφθηκε προσαύξηση σε περιοχές εξαώροφων κτιρίων και δεν επετράπη για τα γωνιαία οικόπεδα η υπέρβαση συντελεστή δόμησης 5.00 και για τα μη γωνιαία 4.00. Στο ίδιο πνεύμα, με το σύστημα της ελεύθερης δόμησης επετράπη η ελεύθερη ανάπτυξη της οικοδομής εντός του χώρου, με την καταλληλότερη και καλύτερη αξιοποίηση της οικοδομής ανάλογα με τη χρήση της. Συνδυαζόμενη μάλιστα με την προσαύξηση του συντελεστή δόμησης, δόθηκε η δυνατότητα, ιδιαίτερα σε περιοχές υψηλής πυκνότητας, δημιουργίας υψηλών κτιρίων, κοινόχρηστων χώρων και ευρέων λεωφόρων. Ωστόσο για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος εξαιρέθηκαν της προσαύξησης οι περιοχές αρχαιολογικών ιστορικών χώρων και μνημείων, οι περιοχές προς προστασία τοπίου, οι περιοχές προαστίων και κηπουπόλεων, καθώς και οι περιοχές για τις οποίες είχαν θεσπιστεί ειδικά ύψη. Από το περιεχόμενο του άνω διατάγματος διαφαίνεται αφενός η νομοθετική πρόθεση της διαφοροποίησης των συντελεστών με βάση τη χρήση γης, δημιουργώντας ζώνες με μικρό συντελεστή δόμησης, και αφετέρου ο σκοπός της ελεύθερης δόμησης για την ανάπτυξη μεγάλων μονάδων κτιρίων, κυρίως μέσω της οργανωμένης και μεμονωμένης δόμησης και τη δημιουργία γύρω από αυτά μεγάλων κοινόχρηστων χώρων και χώρων πρασίνου 524. Με τον μεταμοντερνισμό εκδηλώθηκε μια αντίδραση κατά της επεμβατικής πολεοδομίας, τονίζοντας την ανάγκη λήψης μέτρων προστασίας του δομημένου περιβάλλοντος. Οι τάσεις αυτές συνεπικουρούμενες από την ευαισθητοποίηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων σε θέματα προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς εκφράστηκαν και στην πολεοδομική νομοθεσία. Αρχικώς με τον ΓΟΚ του 1973 τροποποιήθηκε ο ΓΟΚ του 1955, με κυριότερες προσθήκες: α) την εισαγωγή των συστημάτων της ελεύθερης σύνθεσης και της ελεύθερης δόμησης 525, β) την καθιέρωση του συντελεστή

522 Συντελεστής δόμησης είναι ο λόγος του αθροίσματος των επιφανειών του ισογείου και των υπέρ αυτού ορόφων που μπορούν να κατασκευαστούν βάσει των κείμενων διατάξεων προς την επιφάνεια του οικοπέδου. Επομένως το γινόμενο του συντελεστή δόμησης με την επιφάνεια του οικοπέδου αποτελεί το σύνολο των επιφανειών όλων των ορόφων που επιτρέπεται να δομηθεί στο οικόπεδο.523 Χατζοπούλου Α., «Θεσμικά…», όπ. αν., σ. Δ-19-Δ-22. 524 Χατζοπούλου Α., «Θεσμικά…», όπ. αν., σ. Δ-20-Δ-22.525 ΓΟΚ 1973, άρθρο 6.

Page 141: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

δόμησης 526, ο οποίος σε συνάρτηση με το ποσοστό κάλυψης και το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος απέβλεπε στον αποτελεσματικότερο έλεγχο της δόμησης και γ) της έννοιας των στοών και των περιορισμών ως προς τη δόμησή τους 527. Ωστόσο στο σύνολό του ο ΓΟΚ του 1973 διαπνεόταν κυρίως από το πνεύμα του μοντερνισμού, όπως μαρτυρούν οι διατάξεις του σχετικά με την προαιρετική κατασκευή πυλωτής με κίνητρο την προσαύξηση του ύψους της οικοδομής και τους υψηλούς συντελεστές δόμησης. Τελικώς η αντίδραση κατά των μοντέρνων αντιλήψεων εκδηλώθηκε με την αποκατάσταση της δημοκρατίας κατά τη Μεταπολίτευση.

χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός μετά το 1975

Σημείο αναφοράς των νέων αντιλήψεων αποτέλεσε το Σύνταγμα του 1975, το οποίο σηματοδότησε την πρώτη καθοριστική νομοθετική παρέμβαση στη χωροταξική και πολεοδομική πολιτική. Ειδικότερα με το άρθρο 24 του Συντάγματος του 1975 αφενός προβλέφθηκαν τα δύο στάδια σχεδιασμού, χωροταξικού και πολεοδομικού και αφετέρου η χωροταξική διάρθρωση της χώρας, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών περιοχών τέθηκαν υπό τη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους. Σε στόχους του πολεοδομικού σχεδιασμού αναδείχθηκαν η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της ανάπτυξης των οικισμών, καθώς και η εξασφάλιση καλύτερων όρων διαβίωσης. Για την εξυπηρέτηση των άνω επιδιώξεων προβλέφθηκε η υποχρεωτική εισφορά σε γη των ιδιοκτητών κατά την εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδίου, καθώς και ο θεσμός του αστικού αναδασμού 528. Με τις διατάξεις του άρθρου 24 ο χωροταξικός και ο πολεοδομικος σχεδιασμός έπαψαν να αποτελούν αμιγώς τεχνικά αντικείμενα και τέθηκαν, ως προστατευτέα έννομα αγαθά, υπό τον έλεγχο νομιμότητας του ΣτΕ 529. Σε εφαρμογή των προαναφερόμενων συνταγματικών επιταγών ψηφίστηκαν μια σειρά από νόμους, οι οποίοι αντανακλούν την προσπάθεια της Πολιτείας προσαρμογής της στα νέα δεδομένα.

Αρχικώς ψηφίστηκε ο Ν 360/1976 «Περί Χωροταξίας και Περιβάλλοντος» 530, ο οποίος αποτέλεσε τον πρώτο χωροταξικό νόμο της Χώρας. Ο κεντρικός σκοπός του νόμου αυτού ήταν η χάραξη του νομικού πλαισίου για την εκπόνηση και εφαρμογή των Χωροταξικών Σχεδίων και Προγραμμάτων. Ειδικότερα καθορίστηκαν οι διαδικασίες σύνταξης, έγκρισης, εφαρμογής,

526 ΓΟΚ 1973, άρθρο 5.527 ΓΟΚ 1973, άρθρο 25.528 ΣτΕ 2149/1986 (Ολομ.), Xατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 47.529 Χατζοπούλου Α., Γερασίμου Σ., όπ. αν.530 ΦΕΚ Α, 51.

Page 142: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

τροποποίησης, αναθεώρησης και εναρμόνισης των εθνικών, περιφερειακών και ειδικών χωροταξικών σχεδίων, και καθιερώθηκαν ως αρμόδια όργανα για τη χάραξη της χωροταξικής πολιτικής το Υπουργείο Συντονισμού και Προγραμματισμού και το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας και Περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα για τη διευκόλυνση της πραγματοποίησης των στόχων και επιδιώξεων της χωροταξικής πολιτικής και της προστασίας του περιβάλλοντος επιχειρήθηκε η σύνδεση της χωροταξικής πολιτικής με τις εκδηλούμενες μέσω του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων παρεμβάσεις του Δημόσιου 531. Εντούτοις η έλλειψη πολιτικής βούλησης και οικονομικών δυνατοτήτων και ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του Κράτους ευθύνονται για την μη εφαρμογή του πρώτου χωροταξικού νόμου. Δεδομένης της άρνησης της Πολιτείας να προβεί στην εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης χωροταξικής πολιτικής, της πίεσης των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων και της εξακολουθούμενης αστυφιλίας, επελέγη τελικώς από τον νομοθέτη η επικουρική θέσπιση χωροταξικών κανόνων δικαίου στα πλαίσια πολεοδομικών νόμων. Εν συνεχεία το 1979 εισήχθη με τον Ν 947/1979 «Περί οικιστικών περιοχών» 532 στην ελληνική έννομη τάξη η έννοια της οικιστικής περιοχής, με την οποία διευρύνθηκε το κύτταρο του σχεδιασμού, που ήταν μέχρι τότε η πόλη, και κυρίως η ρύθμιση του τρόπου εκμετάλλευσης του οικόπεδου. Η κήρυξη και οριοθέτηση της οικιστικής περιοχής βασίστηκε σε αντικειμενικά και λειτουργικά κριτήρια και δεδομένα, καθώς και στην ισόρροπη ανάπτυξη όλων των κοινωνικοοικονομικών δραστηριοτήτων στον εθνικό χώρο. Επρόκειτο για μια διευρυμένη βάση σχεδιασμού που θα επέτρεπε στην Πολιτεία την ταυτόχρονη άσκηση πολεοδομικής και χωροταξικής πολιτικής, καθώς συνυπολογίζονταν οι γενικότερες δημογραφικές και χωροταξικές κατευθύνσεις και οι επιθυμητές λύσεις σε συνάρτηση με την ισόρροπη ανάπτυξη του εθνικού χώρου και την προστασία του περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα προσδιορίστηκαν οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν οικιστικό χαρακτήρα 533, ενώ, σε μια προσπάθεια υπέρβασης των οικονομικών δυσχερειών που συνεπαγόταν για το Κράτος η εφαρμογή του νόμου εξαιτίας του έντονου παρεμβατικού του χαρακτήρα, επετράπη η κίνηση της διαδικασίας χαρακτηρισμού μιας περιοχής ως οικιστικής, εκτός από πρωτοβουλία της κρατικής διοίκησης, από τους ΟΤΑ ή από ιδιώτη ή νομικό προσώπου ιδιωτικού δικαίου. 534. Επιχειρήθηκε επομένως ένα βήμα αποκέντρωσης και συμμετοχής ιδιωτικών φορέων στην υλοποίηση της

531 Εισηγητική έκθεση Ν 360/1979, όπ. αν.532 ΦΕΚ Α, 169.533 Βλ. Μέρος ΙΙΙ, κεφάλαιο πρώτο 1.2.3. Δ.534 Εισηγητική έκθεση Ν 947/1979, όπ. αν.

Page 143: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

πολεοδομικής πολιτικής, η οποία λόγω του διευρυμένου χαρακτήρα του νόμου οδηγούσε ουσιαστικά και στην άσκηση χωροταξικής πολιτικής. Εντούτοις, πολλοί λόγοι οδήγησαν στην μη εφαρμογή του νόμου αυτού. Αρχικώς δεν είχε θεσμοθετηθεί ακόμα το νομικό πλαίσιο της διοικητικής και λειτουργικής αποκέντρωσης του Κράτους, ενώ ήταν χρονικά και πολιτικά ανεπίκαιρη η πρόταση συμμετοχής ιδιωτικών φορέων στην υλοποίηση της χωροταξικής πολιτικής. Ο κυριότερος όμως λόγος σχετικά με την αδυναμία της Πολιτείας ήταν η απουσία γενικότερων προγραμμάτων χωροταξικής ανάπτυξης στα οποία θα έπρεπε να εντάσσονται οι οικιστικές περιοχές. Κατά συνέπεια, ο προγραμματισμός των οικιστικών περιοχών προσφερόταν κυρίως για την υλοποίηση του πολεοδομικού σχεδιασμού ευρύτερων αστικών κέντρων 535.

Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με τον Ν 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και άλλες σχετικές ρυθμίσεις» 536, με τον οποίο αφενός η βάση του σχεδιασμού περιορίστηκε με τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ) στα όρια ενός δήμου και αφετέρου προβλέφθηκε η δημιουργία των Ζωνών Οικιστικού Ελέγχου γύρω από τις πόλεις και κατά μήκος των ακτών με την απαγόρευση της κατάτμησης της γης, και τον αυστηρό έλεγχο των χρήσεων, των κατασκευών, κτισμάτων και περιφράξεων. Αρχικός στόχος των ΖΟΕ, ο οποίος ελάχιστα επιτεύχθηκε, ήταν η πρόληψη της άναρχης επέκτασης των οικισμών στον περιαστικό χώρο κατά τη διάρκεια της εκπόνησης των Πολεοδομικών Μελετών. Μετά από ακυρώσεις περιαστικών ΖΟΕ από το ΣτΕ, ελάχιστες εγκρίθηκαν, και η Πολιτεία επεξέτεινε τους στόχους των ΖΟΕ ώστε να επέχουν θέση ειδικών χωροταξικών σχεδίων 537. Πρόκειται όμως για ένα μέσο άσκησης πολεοδομικής πολιτικής, καθώς αυτές αποσκοπούν στην προστασία και τον έλεγχο της περιοχής από πολεοδομική και οικονομική άποψη και στην προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος 538. Ελλείψει όμως άλλων νομοθετημένων μέσων άσκησης χωροταξικής πολιτικής και δεδομένης της άρνησης της Πολιτείας να εφαρμόσει τον Ν 360/1976 «Περί Χωροταξίας και Περιβάλλοντος», τα ΓΠΣ και οι ΖΟΕ χρησιμοποιήθηκαν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται αντίθετα με τον προορισμό τους. Το βασικό μειονέκτημα αυτής της παράδοξης πρακτικής είναι ορατό εκ του

535 Χατζοπούλου Α., Γερασίμου Σ., όπ. αν. 536 ΦΕΚ Α, 33.537 Λιακόπουλος Κ., «ΓΠΣ νέου τύπου και ΣΧΟΟΑΠ ένας θεσμός υπό δοκιμή; Ή μια νέα ΕΠΑ», εισήγηση στη διημερίδα του ΤΕΕ Ρόδου με θέμα τον Χωροταξικό και Πολεοδομικό Σχεδιασμό, 26-27/11/2004.538 Για περισσότερα βλ. Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 133.

Page 144: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αποτελέσματος, καθώς αυτό δεν ανταποκρίνεται στους στόχους του χωροταξικού σχεδιασμού. Η αναποτελεσματικότητα του άνω νομοθετικού πλαισίου οδήγησε στην απρογραμμάτιστη και συνεχώς αυξανόμενη πολεοδομική ανάπτυξη, στην αλόγιστη χρήση και απρογραμμάτιστη εμπορευματοποίηση της γης με φαινόμενα, όπως η αυθαίρετη κατάτμηση και δόμηση, και στη δημιουργία προβλημάτων φυσικής και κοινωνικής ισορροπίας με συνέπεια την καταστροφή και αλλοίωση του φυσικού πολιτιστικού και δομημένου περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς 539. Στην αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων στόχευσε η νομοθετική παρέμβαση της Πολιτείας με την ψήφιση των Ν 1515/1985 «Ρυθμιστικό Σχέδιο και Προστασία του Περιβάλλοντος της Ευρύτερης Περιοχής της Αθήνας» 540 και 1561/1985 «Ρυθμιστικό σχέδιο και Πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης» 541. Με τους νόμους αυτούς θεσμοθετήθηκαν για τις μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης Ρυθμιστικά Σχέδια και Προγράμματα Προστασίας του Περιβάλλοντος με πιο εξειδικευμένο περιεχόμενο, τα οποία αποτελούν ένα χρήσιμο μέσο άσκησης πολεοδομικής και χωροταξικής πολιτικής, καθώς σε αυτά περιλαμβάνεται το σύνολο των αναγκαίων μέτρων για την πολεοδομική και χωροταξική οργάνωση των εν λόγω περιοχών. Για τη δε μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητάς τους αυτά είχαν ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο των πενταετών προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης 542. Τα ως άνω σχέδια στοχεύουν α) στον σχεδιασμό και προγραμματισμό των προαναφερόμενων ευρύτερων περιοχών μέσα στο πλαίσιο της εθνικής χωροταξικής πολιτικής, β) στη χωροταξική διάρθρωση των τομέων παραγωγής, του συστήματος μεταφορών, της λοιπής τεχνικής υποδομής και του κοινωνικού εξοπλισμού, και γ) στη λήψη μέτρων για τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, εξασφαλίζοντας συγχρόνως την προστασία του περιβάλλοντος και τον συντονισμό των συναφών προγραμμάτων και μελετών 543. Ταυτόχρονα με την αναγωγή της προστασίας του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος, της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και της προστασίας του τοπίου σε καίριους άξονες του Προγράμματος Προστασίας του Περιβάλλοντος, που συνοδεύει τα Ρυθμιστικά Σχέδια 544, θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο για την

539 Εισηγητική έκθεση Ν 1577/1985, όπ. αν.540 ΦΕΚ Α, 18.541 ΦΕΚ Α, 148.542 Ν 1561/1985, όπ. αν., και Ν 1515/1985, όπ. αν., άρθρο 1.543 Ν 1561/1985, όπ. αν., άρθρο 1.544 Ν 1561/1985, όπ. αν., και Ν 1515/1985, όπ. αν., άρθρο 2.

Page 145: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

προστασία και ανάδειξη της φυσιογνωμίας των ευρύτερων περιοχών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης 545. Για την επίτευξη των στόχων αυτών έχουν συσταθεί δύο οργανισμοί Ρυθμιστικών Σχεδίων και Προστασίας του Περιβάλλοντος, Αθήνας και Θεσσαλονίκης αντιστοίχως, οι οποίοι διοικούνται από τις Εκτελεστικές τους Επιτροπές. Εντούτοις τα αποτελέσματα των εν λόγω Επιτροπών δεν ανταποκρίνονται στις φιλοδοξίες του νομοθέτη, καθώς αυτές αναλώνονται με την άσκηση πολεοδομικής πολιτικής, συχνά μάλιστα σημειακής, και στη χρήση των ΖΟΕ ως μέσο άσκησης χωροταξικής πολιτικής 546.

Ιδιαίτερα σημαντικές αλλαγές στις πολιτικές για τη διευθέτηση του χώρου εισήχθησαν με την ψήφιση του ΓΟΚ του 1985 547, με τον οποίο, όπως τροποποιήθηκε το 1988 και το 2000 548, το οικοδομικό τετράγωνο έγινε το πεδίο αναφοράς του πολεοδομικού σχεδιασμού και της αστικής ανάπλασης, αντί του οικοπέδου, μεταβάλλοντας τη φιλοσοφία του γενικότερου πλαισίου του πολεοδομικού σχεδιασμού. Ταυτόχρονα με την κατάργηση των συστημάτων δόμησης και την καθιέρωση της ελεύθερης τοποθέτησης του κτιρίου εντός ιδεατού στερεού 549 δόθηκαν περισσότερες εκδοχές στον τρόπο εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας.

Παράλληλα ακολουθώντας τις επιλογές της ευρωπαϊκής πολιτικής και νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, το οποίο κατ’ εξοχήν πρέπει να προστατεύεται μέσω της χωροταξικής πολιτικής, η Πολιτεία ψήφισε τον Ν 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» 550. Με τον νόμο αυτόν συνδέθηκε για πρώτη φορά η προστασία του περιβάλλοντος με τον αναπτυξιακό σχεδιασμό, καθώς η πολιτική για την προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί πλέον συστατικό στοιχείο κάθε άλλης τομεακής πολιτικής και ειδικότερα της οικονομικής ανάπτυξης 551. Για τον λόγο αυτόν θεσμοθετήθηκαν οι Ζώνες Ειδικών Περιβαλλοντικών Ενισχύσεων (ΖΕΠΕ) και οι Ζώνες Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων. Στόχος των ΖΕΠΕ είναι η ειδική ώθηση στην περιβαλλοντική προστασία και αναβάθμιση περιοχών με κρίσιμα περιβαλλοντικά προβλήματα με την επιβολή αφενός περιορισμών στις χρήσεις γης και αφετέρου ενός συντονισμένου

545 Για περισσότερα σχετικά με το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία και ανάδειξη της φυσιογνωμίας της πόλης βλ. Χατζοπούλου Α., Μητούλα Ρ., όπ. αν. 546 Χατζοπούλου Α., Γερασίμου Σ., όπ. αν.547 Ν 1577/1985, όπ. αν., ΦΕΚ Α, 210.548 Ν 1772/1988, όπ. αν., ΦΕΚ Α, 91, και Ν 2831/2000, όπ. αν., ΦΕΚ Α, 140, αντιστοίχως.549 Α. Χατζοπούλου, «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2002, σ. 5-6.550 ΦΕΚ Α, 160.551 Εισηγητική έκθεση Ν 1650/1986, όπ. αν.

Page 146: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

προγράμματος λοιπών περιορισμών και μέτρων αντιμετώπισης των αντίστοιχων περιβαλλοντικών προβλημάτων 552. Οι Ζώνες Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων, οι οποίες μετονομάστηκαν σε Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ) με το άρθρο 10 του Ν 2742/1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη», συνιστούν ένα σημαντικό νομοθετικό εργαλείο άσκησης χωροταξικής πολιτικής και για τον λόγο αυτόν μπορούν να εξειδικευτούν σε ζώνες βιομηχανικές, τουριστικές, μεταλλευτικές, λατομικές και αγροτικές και διακρίνονται σε ζώνες αποκλειστικής χρήσης και κύριας χρήσης. Ο στόχος των άνω ζωνών είναι ο ορθολογικός έλεγχος των χρήσεων γης, η αποφυγή των συγκρούσεων στις εκδηλούμενες για την ανάπτυξη μιας περιοχής πιέσεις και η αποτελεσματική προστασία των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση για την κήρυξη της ζώνης αποτελεί η ύπαρξη αναπτυξιακής ή χωροταξικής μελέτης με την οποία να τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα της ζώνης σε συνάρτηση με το σύνολο των δραστηριοτήτων, των πόρων, των δυνατοτήτων, και των επιθυμητών κατευθύνσεων ανάπτυξης της περιοχής 553. Οι Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων είναι ευρύτερες των αντίστοιχων ζωνών του Ν 1650/1986, καθώς συμπεριλαμβάνονται σε αυτές θαλάσσιες και χερσαίες περιοχές πρόσφορες, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του περιφερειακού χωρικού σχεδιασμού, για την ανάπτυξη οργανωμένων υποδοχέων αφενός δραστηριοτήτων του πρωτογενούς, δευτερογενούς ή τριτογενούς τομέα και αφετέρου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή πρωτοβουλιών καινοτομικού ή συμβουλευτικού χαρακτήρα. Επιπλέον στις ΠΟΑΠΔ ισχύει ένα ειδικό καθεστώς πολεοδόμησης, ώστε αυτό να λειτουργεί ως κίνητρο για την προσέλκυση της δημόσιας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας στο πλαίσιο των ειδικών λειτουργικών και διαχειριστικών αναγκών των εν λόγω περιοχών. Ο προκείμενος θεσμός λειτουργεί συμπληρωματικά προς άλλους συγγενείς ή παρεμφερείς, όπως οι ΒΙΠΕ, οι ΠΟΤΑ και οι λατομικές και μεταλλευτικές ζώνες του Ν 2545/1997 «Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές Περιοχές και άλλες διατάξεις» 554, των οποίων δεν θίγεται η αυτοτέλεια 555.

Τέλος στον Ν 1650/1986, σε συμφωνία με τις περιβαλλοντικές αντιλήψεις της ΕΕ, προβλέφθηκε η έγκριση περιβαλλοντικών όρων, με σκοπό τη χωροθέτηση έργων και δραστηριοτήτων και την αδειοδότηση της εγκατάστασής τους. Για την αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος τα έργα και οι δραστηριότητες κατατάσσονται πλέον ανάλογα

552 Ν 1650/1986, όπ. αν., άρθρο 23.553 Ν 1650/1986, όπ. αν., άρθρο 24.554 ΦΕΚ Α, 254.555 Εισηγητική έκθεση Ν 2742/1999, όπ. αν.

Page 147: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον σε τρεις κατηγορίες: πρώτη, δεύτερη και τρίτη, ενώ για τα έργα της πρώτης κατηγορίας απαιτείται η υποβολή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη κάθε λειτουργία και εγκατάσταση οιασδήποτε φύσης έργων πρέπει να είναι σύμφωνη με τα εγκεκριμένα χωροταξικά, ή ρυθμιστικά και πολεοδομικά σχέδια, με τις ζώνες χρήσεων γης ή με τομεακές μελέτες για την προστασία του περιβάλλοντος 556.

Ιδιαίτερη όμως επίδραση δέχθηκε ο έλληνας νομοθέτης στα τέλη της δεκαετίας του ’80 από την ευρωπαϊκή περιφερειακή πολιτική, ιδίως μετά την ίδρυση το 1994 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ της Επιτροπής των Περιφερειών. Το όργανο αυτό έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα για όλα τα βασικά θέματα και κείμενα σχετικά με την πολιτική συνοχής και τη χωροταξία, όπως η έκθεση «Ευρώπη 2000+», «το Σχέδιο Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου» και η «εδαφική συνοχή», νεοεισαχθείσα έννοια με το Σύνταγμα της Ευρώπης. Η περιφερειακή πολιτική της Ένωσης βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη και βασίζεται στην εταιρική σχέση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Εθνικών, περιφερειακών και τοπικών αρχών, ενώ είναι δυνατή και η συμμετοχή οικονομικών και κοινωνικών εταίρων, λοιπών σχετικών φορέων ή και μη κυβερνητικών οργανώσεων. Η υλοποίηση της περιφερειακής πολιτικής πραγματοποιείται μέσω του προγραμματισμού, της παρακολούθησης, της διαχείρισης και της αξιολόγησης, αφενός των Σχεδίων Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΣΠΑ), των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ), των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων (τομεακών ΕΠ και περιφερειακών ΠΕΠ) και των Συμπληρωμάτων Προγραμματισμού και αφετέρου των διαπεριφερειακών συνεργασιών. Ειδικότερα οι τελευταίες διακρίνονται στις κοινοτικές πρωτοβουλίες και τις καινοτόμες ενέργειες 557. Οι κοινοτικές πρωτοβουλίες ανέρχονται σε τέσσερις με διαφορετικούς στόχους για την κάθε μία: η Intereg αφορά στη διασυνοριακή συνεργασία, η Urban στην αναζωογόνηση πόλεων και συνοικιών σε κρίση, η Leader+ σε ολοκληρωμένα σχέδια αγροτικών περιοχών και η Equal στην διακρατική συνεργασία για την καταπολέμηση των διακρίσεων και ανισοτήτων στην αγορά εργασίας 558. Παράλληλα συμπληρωματικοί τομείς της πολεοδομικής και χωροταξικής πολιτικής καλύπτονται από το πεδίο δράσης των καινοτόμων ενεργειών, οι οποίες αναφέρονται σε πιλοτικές δράσεις αστικής ανάπτυξης και χωροταξίας, όπως τα περιφερειακά ή χωροταξικά σχέδια, οι

556 Ν 1650/1986, όπ. αν., άρθρο 4, Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 40-41.557 Ανδρικοπούλου Ε., «Οι Περιφέρειες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: τρόπος λειτουργίας τους ως τμήμα του ευρωπαϊκού χώρου», Τεχνικά Χρονικά, Ιούλιος-Αύγουστος 2004.558 Ανδρικοπούλου Ε., «όπ. αν.

Page 148: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

νέες πηγές απασχόλησης, η κοινωνία της πληροφορίας, η πολιτιστική κληρονομιά και η αστική ανάπτυξη.

Συγχρόνως με στόχο την υλοποίηση αρχής της αειφορίας ψηφίστηκαν δύο νόμοι: ο 2508/1997 «Για τη βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώραςκαι σχετικές ρυθμίσεις» 559 και ο 2742/1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη» 560. Με τον πρώτο νόμο αφενός τέθηκε η αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος με μακροπρόθεσμο όραμα μια πόλη «μη ρυπαίνουσα» με κοινωνική και παραγωγική συνοχή, με πολιτισμική και περιβαλλοντική ταυτότητα και με βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη ως βασική παράμετρο του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού και αφετέρου θεσμοθετήθηκε η λειτουργική αποκέντρωση σε θέματα πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού. Επί της ουσίας όμως με τον νόμο αυτόν επιχειρήθηκε μια συρρίκνωση του πεδίου του χωροταξικού σχεδιασμού προς όφελος του πολεοδομικού, το αντικείμενο του οποίου διευρύνθηκε όχι μόνο σε όλες τις ενότητες του αστικού χώρου, αλλά και στον μεγαλύτερο αριθμό των χωρικών ενοτήτων του μη αστικού-αγροτικού χώρου 561. Στο ως άνω αποτέλεσμα συμβάλλει η υποχρέωση εκπόνησης α) των Ρυθμιστικών Σχεδίων και Προγραμμάτων Προστασίας του Περιβάλλοντος για όλα τα πολεοδομικά συγκροτήματα και τις ευρύτερες περιοχές τους με διεθνή, διαπεριφερειακή ή ειδική εθνική σημασία, όπως η Πάτρα, το Ηράκλειο, η Λάρισα, τα Ιωάννινα, ο Βόλος και η Καβάλα, και β) των διευρυμένων ΓΠΣ με σκοπό την πολεοδομική ρύθμιση ολόκληρου του αστικού και περιαστικού χώρου κάθε οικισμού με πληθυσμό πάνω από 2.000 κατοίκους, περιλαμβάνοντας πλέον το σύνολο της εντός σχεδίου πόλεως περιοχής (παλιές περιοχές, προ του 1923) και τις νέες ή υπό ένταξη ή υπό επέκταση περιοχές. Ταυτόχρονα θεσπίστηκε και ένα χωροταξικό νομοθετικό εργαλείο, τα Σχέδια Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης της Ανοικτής Πόλης (Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π.). Πρόκειται για τα επιτελικά σχέδια χωρικής οργάνωσης για κάθε υπάρχουσα ή εν δυνάμει ενότητα-ομάδα γειτονικών Κοινοτήτων του μη αστικού χώρου με σκοπό τη βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη του αγροτικού χώρου, την ορθολογική χωροθέτηση του παραγωγικού και κοινωνικού εξοπλισμού κάθε ομάδας μικρών οικισμών που αποτελούν την Ανοιχτή Πόλη, καθώς και την ενιαία οριοθέτηση των επεκτάσεών τους 562. Ως Ανοικτή Πόλη νοείται το σύνολο γειτονικών οικισμών του μη αστικού χώρου, καθένας από τους οποίους έχει πληθυσμό μέχρι 2.000 κατοίκους,

559 ΦΕΚ Α, 124.560 ΦΕΚ Α, 207.561 Εισηγητική έκθεση Ν 2508/1997, όπ. αν.562 Εισηγητική έκθεση Ν 2508/1997, όπ. αν.

Page 149: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

σύμφωνα με την εκάστοτε τελευταία απογραφή 563. Μετά τον νέο διοικητικό χάρτη της χώραςοι ως άνω γειτονικές πρώην Κοινότητες του μη αστικού χώρου πρέπει να ανήκουν στον ίδιο Καποδιστριακό Δήμο 564.

Με τον 2742/1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη», ο οποίος αποτελεί τον δεύτερο χωροταξικό νόμο, επιχειρήθηκε η συσχέτιση του ελληνικού νομοθετικού πλαισίου με τα νεότερα κοινοτικά και εθνικά νομοθετήματα για την προστασία του περιβάλλοντος και την πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης 565. Με τον νόμο αυτόν τέθηκε ένα πλαίσιο έξι αρχών του χωροταξικού σχεδιασμού:α) «η ανάδειξη του χωροταξικού σχεδιασμού σε ένα πλαίσιο ενίσχυσης και ανάδειξης της ποικιλότητας και ποικιλομορφίας του εθνικού χώρου, ισόρροπης διάχυσης της ανάπτυξης, προώθησης της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής καθώς και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού χώρου στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον»,β) «η συλλογική δράση και η κοινή ευθύνη για τη διαμόρφωση και αποτελεσματική εφαρμογή του χωροταξικού σχεδιασμού με τη συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Βιώσιμης Ανάπτυξης», γ) «η διεύρυνση, ο εμπλουτισμός και η ανανέωση των εργαλείων και μηχανισμών άσκησης του χωροταξικού σχεδιασμού», δ) «η διασφάλιση του δυναμισμού, και της ευελιξίας του χωροταξικού σχεδιασμού, καθώς και η έγκαιρη και αξιόπιστη παρακολούθηση των χωρικών εξελίξεων στο ευρωπαϊκό, δια-περιφερειακό, ενδο-περιφερειακό επίπεδο και στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες και δεδομένα»,ε) «η κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της εμπιστοσύνης στη χωροθέτηση ιδιωτικών και δημόσιων έργων και δραστηριοτήτων» και στ) «η υποστήριξη, μέσω του χωροταξικού σχεδιασμού, της διοικητικής και οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας» 566.Σε εφαρμογή της ολοκληρωμένης και σύγχρονης αυτής νομοθετικής προσέγγισης του χωροταξικού σχεδιασμού εκπονήθηκαν και δημοσιεύτηκαν το 2003 περιφερειακά χωροταξικά σχέδια για το σύνολο της επικράτειας εκτός της Αττικής.

563 Ν 2508/1997, όπ. αν., άρθρο 5, παρ. 1.564 Τσουκαλά Αικ., «Προβλήματα εφαρμογής των εργαλείων πολεοδομικού σχεδιασμού», εισήγηση στη διημερίδα του ΤΕΕ Ρόδου με θέμα τον Χωροταξικό και Πολεοδομικό Σχεδιασμό, 26-27/11/2004.565 Εισηγητική έκθεση Ν 2742/1999, όπ. αν.566 Εισηγητική έκθεση Ν 2742/1999, όπ. αν.

Page 150: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Συνοψίζοντας, είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι η μετάβαση από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό και τις σύγχρονες περιβαλλοντικές αντιλήψεις, συνδυαζόμενη με την εξέλιξη της υλοποίησης του στόχου της ενσωμάτωσης της Χώραςστην ΕΕ, εκφράστηκε σε επίπεδο πολεοδόμησης μέσω μιας αλλαγής στον τρόπο εκμετάλλευσης του εδάφους. Ειδικότερα η βάση της πολεοδομικής πολιτικής, η οποία ήταν σύμφωνα με το ΝΔ 17/7/1923 «Περί Σχεδίων Πόλεων, Κωμών και Συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών» το οικόπεδο, διευρύνθηκε με τον Ν 947/1979 «περί οικιστικών περιοχών» στα όρια της οικιστικής περιοχής για να περιοριστεί στη συνέχεια με τον Ν 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και άλλες σχετικές ρυθμίσεις» στα όρια του Δήμου, με το οικοδομικό τετράγωνο, σύμφωνα με τον ΓΟΚ του 1985, ως πεδίο αναφοράς του πολεοδομικού σχεδιασμού. Η ανάδειξη του Δήμου σε βάση για την πολεοδόμηση σηματοδοτεί τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της σύγχρονης πολεοδομικής πολιτικής και συνάδει προς την αποκεντρωτική αντίληψη που διέπει την ΕΕ με τη δημιουργία ισχυρών ΟΤΑ στα πλαίσια των Περιφερειών της Ένωσης, υιοθετώντας κατά συνέπεια την αριστοτελική αντίληψη περί συμμετοχής του πολίτη στη διαμόρφωση της πολιτικής.

Συμπεράσματα

Από τη διενεργηθείσα έρευνα είναι δυνατή η διατύπωση των ακόλουθων συμπερασμάτων. Πρώτον επιδιώχθηκε η συστηματοποίηση της λειτουργίας της προτεινόμενης σχέσης αναφορικά με την αλληλεπίδραση των γενεσιουργών παραγόντων των κανόνων του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου του Περιβάλλοντος:

[Α »»» Β »»» Γ »»» (Δ, Ε)] »»» Ζ

όπου Α: τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα,Β: τα οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα, Γ: τα φιλοσοφικά ρεύματα,Δ: τα πολιτειακά χαρακτηριστικά,Ε: η εκδήλωση των κινημάτων της τέχνης και η επίδρασή τους στη φυσιογνωμία της πόλης και Ζ: οι πολιτικές για τον χώρο και το δομημένο περιβάλλον.

Δεύτερον διαφάνηκε ότι η σχέση αυτή εκφράζει τη φορά της σπειροειδούς εξέλιξης των άνω παραγόντων. Ειδικότερα, η εναλλαγή της δημιουργίας, διάλυσης και εκ νέου δημιουργίας ενός ενιαίου γεωγραφικά και πολιτιστικά

Page 151: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

χώρου με κοινή πολιτική οργάνωση εκφράζεται στην οικονομική και κοινωνική του κατάσταση με την ανάπτυξη αντίστοιχα της αστικοποίησης, εν συνεχεία με την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού και τελικώς με τον επανασχηματισμό του. Η εξέλιξη αυτή επιδρά στη διαμόρφωση της φιλοσοφίας με σημείο αφετηρίας την κλασσική φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη κατά την περίοδο της ακμής της πόλης, τη μετάβαση σε θέσεις που εκφράζουν τις αντιλήψεις των κυνικών, των σκεπτικών και των επικούρειων κατά την αποσύνθεση της κοινωνικής οργάνωσης και την αναβίωση των θέσεων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη κατά την συγκρότηση ενός νέου ενιαίου χώρου. Η σπειροειδής πορεία της φιλοσοφίας εκδηλώνεται στα χαρακτηριστικά του πολιτεύματος με την εναλλαγή της πολιτειακής σταθερότητας σε πολιτειακή αστάθεια και εκ νέου σε σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος. Αντιστοίχως επηρεάζεται η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών εποπτείας και εφαρμογής των πολιτικών διευθέτησης του χώρου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί η αμφίδρομη σχέση μεταξύ των φιλοσοφικών ρευμάτων και των πολιτειακών χαρακτηριστικών. Παράλληλα η εξέλιξη της φιλοσοφίας εκφράζεται στον σκοπό, τη θεματολογία και τις μορφές έκφρασης της τέχνης, η οποία με αφετηρία το Θείο και τον άνθρωπο ως εκπρόσωπο του Θείου και με σκοπό τη μέθεξη, επικεντρώνεται στη φυγή από την πραγματικότητα, αντλώντας τη θεματολογία της συνήθως από τη φύση και το υποσυνείδητο, για να καταλήξει σε μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση του κόσμου. Ο συνδυασμός της σπειροειδούς εξέλιξης των πολιτειακών χαρακτηριστικών με αυτήν της τέχνης και των λοιπών παραγόντων επηρεάζει τις πολιτικές με αντικείμενο τον χώρο της πόλης και το δομημένο περιβάλλον, οι οποίες δημιουργούνται κατά την περίοδο της πολιτειακής σταθερότητας και του προσανατολισμού της τέχνης προς την προσέγγιση του Θείου, παρακμάζουν κατά την περίοδο της πολιτειακής αστάθειας και της συστράτευσης της τέχνης υπέρ της φυγής από την πραγματικότητα για να παραχθούν εκ νέου με την αποκατάσταση της πολιτειακής σταθερότητας και τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό της τέχνης.

Τρίτον επιχειρείται η ανάδειξη της συσχέτισης των άνω παραγόντων στους διαδοχικούς ιστορικούς κύκλους του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ενδεικτικά επιδιώχθηκε η κατανόηση της σχέσης μεταξύ: α) των Αθηναϊκών Συμμαχιών της κλασσικής εποχής, της αστικοποίησης της Αθήνας και της Μιλήτου, της κλασσικής φιλοσοφίας, του δημοκρατικού πολιτεύματος, του συνδυασμού της ελευθερίας και του μέτρου στην τέχνη, της χωροθέτησης των οργάνων της Αθηναϊκής δημοκρατίας γύρω από τον Ιερό Βράχο, του ιπποδάμειου σχεδιασμού και της ανοικοδόμησης του Παρθενώνα και του ναού του Απόλλωνος στους Διδύμους της Μιλήτου,

Page 152: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

β) των Ελληνιστικών Βασιλείων, της πολυπολιτισμικότητας, της στωικής φιλοσοφίας, του επιμερισμού αρμοδιοτήτων μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των περιφερειακών τοπικών διοικήσεων, του εκλεπτυσμένου αστικού χαρακτήρα της τέχνης, της αυτοκρατορικής διάστασης των πόλεων, με τις μεγάλες λεωφόρους και τα επιβλητικά κτίρια, και της πολιτικής συλλογής και διαφύλαξης θησαυρών,γ) της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της επέκτασης της αστικοποίησης, του εκλεκτισμού του Κικέρωνα και του θεοκεντρισμού του Ιερού Αυγουστίνου, της περιφερειακής διαίρεσης με τη δημιουργία της πόλης-περιφέρειας και της πόλης-πρωτεύουσας, του κυκλικού τόξου στην αρχιτεκτονική με τις παραλλαγές του, του πολεοδομικού σχεδιασμού εμπνευσμένου από την εξουσία του αυτοκράτορα και τη στρατιωτική πειθαρχία και της νομοθετικής προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς,δ) της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της συνύπαρξης αστικών κέντρων με αγροτικούς οικισμούς, της θεοκεντρικής φιλοσοφίας, του συγκεντρωτικού πολιτεύματος με βάση τον Αυτοκράτορα, του τρούλου στην αρχιτεκτονική, της πολεοδομικής αποκέντρωσης με την κατασκευή κοινωφελών και κοινόχρηστων χώρων στο επίπεδο της γειτονιάς και της ανοικοδόμησης της Αγίας Σοφίας μετά τη Στάση του Νίκα,ε) της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της φεουδαρχίας, του θεοκεντρισμού, του καισαροπαπισμού, του σταυροθόλιου και της ποικιλίας των πολεοδομικών μορφών και προσανατολισμών, στ) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της πληθυσμιακής υπεροχής των μουσουλμάνων, του σουνιτικού Ισλάμ, του αποκεντρωτικού συστήματος στα πλαίσια του θεοκρατικού πολιτεύματος, της επίδρασης της φύσης στην αρχιτεκτονική σε συνδυασμό με τη σύνδεση του δομικού, του λειτουργικού και του διακοσμητικού στοιχείου στην υπηρεσία του θεοκεντρισμού και της εμφάνισης του βακουφικού συγκροτήματος ως κέντρου ενός ακτινωτού σχεδιασμού με έμφαση στη λειτουργικότητα,ζ) της εμφάνισης των ισχυρών μοναρχιών, της αστικοποίησης, του ορθολογισμού, του απολυταρχισμού, του Μπαρόκ και της αυστηρής γεωμετρικής οργάνωσης της πόλης,η) των εθνικών κρατών, της εκβιομηχάνισης, του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, του κοινοβουλευτισμού, του ρομαντισμού και της ίδρυσης των πρώτων μουσείων,θ) της ευρωπαϊκής ενοποίησης, της αστικοποίησης και της παγκοσμιοποίησης, της βιώσιμης ανάπτυξης, της περιφερειακής αποκέντρωσης στα πλαίσια μιας υπό εξέλιξη ομοσπονδίας, της υιοθέτησης περιβαλλοντικών αντιλήψεων στην αρχιτεκτονική, του πολεοδομικού σχεδιασμού με βάση τον δήμο με τη συμμετοχή των τοπικών αρχών, της επιστροφής στις αριστοτελικές αξίες της κλασσικής Αθήνας περί ευταξίας

Page 153: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

και ευρυθμίας της πόλης, των αστικών αναπλάσεων και της διεύρυνσης της έννοιας της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.

Τέλος, σκοπός αυτού του θεωρήματος είναι η ανάδειξη της αισθητικής, ως κεντρικού προσανατολισμού των κανόνων του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου του Περιβάλλοντος, ώστε το αστικό τοπίο να αποτελεί πηγή έμπνευσης των πολιτών με τη δημιουργία των ερεθισμάτων και των προϋποθέσεων για τη σύλληψη και έκφραση του ωραίου, καθώς αυτό ενσαρκώνει ένα βαθύτατο μεταφυσικό νόημα ως το μέσο της ψυχικής ανάτασης που διαπλάθει τον άνθρωπο ηθικά, πνευματικά και ψυχικά. Έχοντας φτάσει σε αυτό το επίπεδο οι ψυχικές δυνάμεις, ο νους και η αίσθηση εναρμονίζονται σε μια κοινή κατεύθυνση προς την ελευθερία από τις καθημερινές δεσμεύσεις, συμμετέχοντας στην ολοκλήρωση και την τελειότητα 567. Στην πορεία αυτήν η πολεοδομία καλείται να διαδραματίσει έναν ουσιαστικό ρόλο ως η τέχνη της μύησης στο ωραίο, συμβάλλοντας στην αισθητική παιδεία του συνόλου των πολιτών.

Βιβλιογραφία

Ελληνική βιβλιογραφία

Ανδρικοπούλου Ε., «Οι Περιφέρειες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: τρόπος λειτουργίας τους ως τμήμα του ευρωπαϊκού χώρου», Τεχνικά Χρονικά, Ιούλιος-Αύγουστος 2004.Αριστοτέλης, «Άπαντα, Τόμος 2, Πολιτικά 2, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993.«Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», εκδ. Η Καθημερινή, Αθήνα 2000.Βασιλειάδης Π. Ι., «Η Πλατωνική Μεταφυσική ως Μεταφυσική Επιστήμη», εκδ. Ιδεοθέατρον, Αθήνα 1998.Βλάντου Αλ., «Ζητήματα άσκησης της πολιτικής χρήσεων γης στον αστικό χώρο από τη διαμόρφωση και εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας», ΠερΔίκ 1/1997, σ. 33 επ.Γιανακούρου Γ. «Το θεσμικό πλαίσιο του σχεδιασμού των πόλεων στην Ελλάδα: Ιστορικές μεταμορφώσεις και σύγχρονα αιτήματα», «Η Ανάπτυξη των Ελληνικών Πόλεων. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις Αστικής Ανάλυσης και Πολιτικής», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας-Gutenberg, Βόλος 2004, σ. 457-480.Δημοσθένης, Κατά Καλλικλή, 55, 1.Δημητριάδης Ε. Π., «Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας», εκδ. Αφοι Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 1995.

567 Βλ. παράρτημα 2.

Page 154: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» εκδ. «Ο Φοίνιξ ΕΠΕ», Αθήνα.Εγκυκλοπαίδεια Δομή, εκδ. Δομή ΑΕ, Αθήνα 2003.Εισηγητική έκθεση Ν 360/1979 «Περί Χωροταξίας και Περιβάλλοντος».Εισηγητική έκθεση Ν 2508/1997 «για τη βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώραςκαι σχετικές ρυθμίσεις».Εισηγητική Έκθεση Ν 2742/1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη».Εισηγητική έκθεση Ν 2947/2001 «Θέματα Ολυμπιακής Φιλοξενίας, Έργων Ολυμπιακής Υποδομής και άλλες διατάξεις». Ζακυνθηνός Δ., «Η Βυζαντινή Ελλάς, 392-1204. Αθήνα.Καραδήμου Γερόλυμπου Α. «Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Θεσσαλονίκη και Βορειοελλαδικές Πόλεις στο τέλος του 19ου αιώνα» εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004.Καραδήμου-Γερόλυμπου Α., «Μεταρρυθμιστικές αντιλήψεις στην οργάνωση των αστικών χώρων. 1917-1920», Σύγχρονα Θέματα, Τεύχος 39, σ. 55-60.Καραδήμου-Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός και ανάκτηση του χώρου της πόλης. Χαρακτήρας της πολεοδομικής παρέμβασης του κράτους κατά την μετάβαση από την Οθωμανική στην Νεοελληνική πόλη», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, Β τόμος, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1985, σ. 392.Καρύδης Δ. Ν. «Αθήνα-Αττική στον πρώτο αιώνα Οθωμανικής κατοχής», «Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος», εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Α Τόμος, Αθήνα 1985, σ. 52Κούρκουλας Α., «Ο λόγος του τόπου-Θεώρηση του τοπικού νοήματος», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», εκδ. Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, Αθήνα 2000, σ. 66. Κωσταράς Γ. Φ. «Φιλοσοφική προπαιδεία», 5η εκδ, Αθήνα 1998. Κωτσή Α., «Ο μύθος του τόπου-χώρος και μύθος», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης, εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2000, σ. 69 επ. Λιακόπουλος Κ., «ΓΠΣ νέου τύπου και ΣΧΟΟΑΠ ένας θεσμός υπό δοκιμή; Ή μια νέα ΕΠΑ», εισήγηση στη διημερίδα του ΤΕΕ Ρόδου με θέμα τον Χωροταξικό και Πολεοδομικό Σχεδιασμό, 26-27/11/2004.Μαλλούχου-Tufano Φ., «Η Αναστήλωση των Αρχαίων Μνημείων στη Νεώτερη Ελλάδα (1834-1939), εκδ. Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα 1998.Μαρμαράς Μ. Β., «Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας. Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους.», εκδ. Πολιτιστικό

Page 155: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1991Μαστραπάς A.N., «Ελληνική Αρχιτεκτονική», εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994.Μητούλα Ρ., «Οι επιπτώσεις της Ευρωπαϊκής ενοποίησης στη φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», Διδακτ. Διατριβή ΕΜΠ, Αθήνα 2000.Μωραϊτης Κ., «Αισθητική Αντιμετώπιση», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, εκδ. ΕΜΠ & ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα 2000, σ. 41 επ.«Νεοκλασσική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1967, σ. 11-39.Νικολαϊδου Σ., «Η Κοινωνική Οργάνωση του Αστικού Χώρου», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1993.Παναγοπούλου-Μπέκα Γ., «Το έννομο αγαθό περιβάλλον. Προβλήματα εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας», εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1992.Παραράς Ι., «Η εξέλιξη του θεσμού της μεταφοράς συντελεστή δόμησης και ο νέος νόμος ν. 3044/2002», ΠερΔικ 3/2002, σ. 461 επ.Πετράκος Γ., Δ. Οικονόμου, «Διεθνοποίηση και διαρθρωτικές αλλαγές στο Ευρωπαϊκό σύστημα αστικών κέντρων», «Η Ανάπτυξη των Ελληνικών Πόλεων. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις Αστικής Ανάλυσης και Πολιτικής», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας-Gutenberg, Βόλος 2004, σ. 25, 30.Πετρονώτης Α., «Παραδοσιακοί οικισμοί Πελοποννήσου και νοτίων Επτανήσων», Πρακτικά τριήμερης συνάντησης 5,6,7 Φεβρουαρίου 1975 με θέμα την Προστασία των μνημείων και των παραδοσιακών οικισμών, εκδ. Ελληνική Εταιρεία, Αθήνα 1975, σ. 72-73.Πλάτωνα «Πολιτεία», ΙΙΙ.Πολύζος Γ. «Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τεράστια οικονομική δύναμη. Η πολεοδομική διαμόρφωση με την προσφυγική πλημμυρίδα», Οικ. Ταχ. 26/4/1973 Στατιστική επετηρίς της Ελλάδος, Αποτελέσματα γενικής απογραφής πληθυσμού 1890, 1921, ΓΣΥΑ, ΕΣΥΑ, Αθήνα 1978. «Πρότυπη Πολεοδομική Αντιμετώπιση Ιστορικής Πόλης. Πιλοτική Εφαρμογή στον Πολεοδομικό Σχεδιασμό της Ερμούπολης Σύρου. Α Φάση Έρευνας», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, εκδ. Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κυκλάδων-Δήμος Ερμούπολης, Σύρος 2001.Ρούσσος Γ., «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. 1826-1974», εκδ. Ελληνική Μορφωτική Εστία. Αθήνα 1975Σιούτη Γλ. Π. «Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος», εκδ. Α. Ν Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003.Σόλομον R., Χίγκινς K., «Μια Σύντομη Ιστορία της Φιλοσοφίας.», εκδ. φιλίστωρ, Αθήνα 1999.Στεφανίδης Γ. Δ., «Ο Τελευταίος Ευρωπαϊκός Αιώνας. Διπλωματία και Πολιτική των Δυνάμεων (1871-1945), εκδ. Προσκήνιο, Θεσσαλονίκη 1997.

Page 156: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Στεφάνου Ι., «Περί μελέτης εντοπισμού, καταγραφής και αξιολόγησης παραδοσιακών οικισμών» Πρακτικά τριήμερης συνάντησης 5,6,7 Φεβρουαρίου 1975 με θέμα την Προστασία των μνημείων και των παραδοσιακών οικισμών, εκδ. Ελληνική Εταιρεία, Αθήνα 1975, σ. 89.Στεφάνου Ι., Μητούλα Ρ., «Ο Πράσινος Βιτρούβιος: Κριτική επάνω στα Θετικά Στοιχεία και τις Ελλείψεις του», Τεχν. Χρον. Επιστ., τεύχ. 1-2, εκδ. ΤΕΕ 2000, σ. 69-75.Στεφάνου, Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., «Αστική Ανάπλαση», εκδ. ΤΕΕ, Αθήνα 1995.Στεφάνου Ιωσήφ και Ιουλία, «Μια πιθανή μέθοδος αισθητικής αξιολόγησης της φυσιογνωμίας ενός τόπου», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», εκδ. Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, & ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα 2000, σ. 38 επ.Στράβωνας, «Γεωφραφικά».«Το ζήτημα των πόλεων:προσανατολισμοί για μία ευρωπαϊκή συζήτηση», SCADPlus: Towards an urban agenda in the European Union.ht Τολέρης Επ. «Αειφορία: Η έναρξη μιας νέας εποχής για την περιβαλλοντική πολιτική», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002. Τρωιάνος Σ. Ν., «Η προστασία του περιβάλλοντος στο Βυζάντιο», Νόμος+Φύση 1995, τόμος 2, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, σ. 349-371. Τροβά Ε., «Το πολιτιστικό περιβάλλον κατά το Σύνταγμα του 1975/86/2001», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003.Τσακόπουλος Π., «Τρίπολη: Πολεοδομική, μορφολογική μελέτη της μετάβασης από την οθωμανική στη νεοελληνική πόλη». Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, Α τόμος, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1985, σ. 297 επ.Τσάτσος Κ., «Η Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων», εκδ. Εστία, Ι.Δ. Κολλάρου και Σια Α.Ε., Αθήνα 1996.Τσουκαλά Αικ., «Προβλήματα εφαρμογής των εργαλείων πολεοδομικού σχεδιασμού», εισήγηση στη διημερίδα του ΤΕΕ Ρόδου με θέμα τον Χωροταξικό και Πολεοδομικό Σχεδιασμό, 26-27/11/2004.Εισηγητική έκθεση N 2742/1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη».Φιλιπίδης Δ., «Σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική και ελληνικότητα», «Ελληνισμός Ελληνικότητα», εκδ. Ι. Δ. Κολλάρου και Σιας ΑΕ, Αθήνα 2001, σ. 220.Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., «Ιστορία της Αρχιτεκτονικής», εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1981.

Page 157: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Φωκά Ι,. Βαλαβάνης Π., «Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1992.Χατζοπούλου Α., «Στοιχεία Δικαίου. Εθνικό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2004.Χατζοπούλου Α., «Η εξέλιξη της ιδεολογίας του δικαίου που αφορά στην πόλη και το δομημένο περιβάλλον (φυσικό, δομημένο, πολιτιστικό)», Πυρφόρος 7/2003, σ. 7-18. Χατζοπούλου Α., «Η επίδραση των κανόνων δικαίου στο δομημένο περιβάλλον και στη φυσιογνωμία της πόλης», Αρχαιολογία, τεύχος 79, Ιούνιος 2001.Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 1997.Χατζοπούλου Α., «Θεσμικά πλαίσια ρυθμιστικού σχεδίου Αθηνών», Φάση Β, εκδ. Υπουργείο Δημόσιων Έργων-Υπηρεσία Οικισμού, Αθήνα 1971. Χατζοπούλου Α., Γερασίμου Σ., «Κριτική θεώρηση του νομικού πλαισίου του χωροταξικού σχεδιασμού», Εισήγηση στο Διήμερο της Ρόδου «Χωροταξικός και Πολεοδομικός Σχεδιασμός», 26-27 Νοεμβρίου 2004, ΠερΔικ 1/2005, σ. 55-65. Χατζοπούλου Α., Μητούλα Ρ. «Το γενικό θεσμικό πλαίσιο για την προστασία και ανάδειξη της φυσιογνωμίας της πόλης», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», εκδ. Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, Αθήνα 2000, σ. 166 επ. Χριστοφίδου Α., «Το θεσμικό πλαίσιο της προστασίας των μνημείων και η οργάνωση των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού», Σημειώσεις του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών ΕΜΠ «Προστασία Μνημείων». www . ime . gr

Αλλοδαπή βιβλιογραφία

Architect’s Council of Europe, “The Green Vitrouvious”, πρώτη παρουσίαση, Βαρκελώνη, 27-29 Φεβρουαρίου 1998. «Atlas historique», εκδ. Perrin, Παρίσι, 1987.Braudel F., «Γραμματική των Πολιτισμών», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης», Αθήνα 2003.Boulouis J., «Droit institutionnel des communautés européennes», εκδ. Montchrestien, Παρίσι 1993.Carter E. «An introduction to urban historical geography» εκδ. Edward Arnold, Βαλτιμόρη 1983.Compte A., «Discours sur l’esprit positif (1844) », La Science Sociale, εκδ. Gallimard, Παρίσι 1972.

Page 158: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

De Tocqueville Α., “De la démocratie en Amérique” II, εκδ. Gallimard, Παρίσι 1961. Despotopoulos J., «La structure idéologique des cités», NTUA Press, Αθήνα 1997.Fantini M., «Calatrava… e un problema culturale» www.labacheca.re.it/sez.asp?id_sezione=51Fragakis E., “The “Raya” Communities of Smyrna in the 18th century (1690-1820). Demography and economic activities”, «Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος», εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Α Τόμος, Αθήνα 1985, σ. 28-29.Gaarder J., «Ο κόσμος της Σοφίας», εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1994. Gombrich E. H., «Το Χρονικό της Τέχνης», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994.Gicquel J., «Droit constitutionnel et institutions politiques», εκδ. Montchrestien, Παρίσι 1989. Gropius W., Bauhaus Manifesto 1919-1933, Bauhaus-archive museum of design.Hammond N. G. H., «Το Μακεδονικό Κράτος. Γένεση, Θεσμοί και Ιστορία», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1999.Hosbawm E., «Η εποχή των άκρων. Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995.Jacquot H., PrietF., «Droit de l’urbanisme» εκδ. Dalloz, Παρίσι 2001.Lagopoulos A. Ph., «From the stick to the region: Space as a social instrument of semiosis», Semiotica 1996 (1/2), σ. 99-105.Lallement M., «Ιστορία των κοινωνιολογικών ιδεών», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2001. «Le Petit Larousse illustré», εκδ. Larousse, Παρίσι 1992.Lavedan P., «Histoire de l’urbanisme. Renaissance et temps modernes.», εκδ. Henris Laurens 1959, Παρίσι 1959 Lavedan P., «Histoire de l’urbanisme.Loriot D., «Les Princes d’Orient. Histoire de la Grèce franque (1204-1430)», εκδ. Librairie Kauffmann, Αθήνα 2004.Marx K.,Engels F., «Manifeste du parti communiste», εκδ. Librio, Παρίσι 1998.Metochitae Theodori, «Miscellanea philosophica et historica», εκδ. Th. Kiessling, Λειψία 1821 (ανατύπ. Άμστερνταμ 1966). Mumford L., «The city in history. Its origins, its transformations and its prospects», εκδ. Harcourt, Brace and World, Inc, Νέα Υόρκη 1961.Nehama J., «Histoire des Israélites de Salonique», t. VI, VII, εκδ. Communauté Israélite de Théssalonique, Θεσσαλονίκη 1978.

Page 159: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Pierron B., «Εβραίοι και Χριστιανοί στη νεότερη Ελλάδα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004Proudhon P.–J., «Qu’est-ce que la propriété ? », εκδ. Verboeckhoven & Cie, Παρίσι 1867Raymond A., «Les caractères généraux des villes arabes à l’époque moderne», «Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος», εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Α Τόμος, Αθήνα 1985, σ.σ. 15-25.Reddway E., «The rebuilding of London after the Great Fire», Λονδίνο 1951Rosanvallon P., «La nouvelle question sociale. Repenser l’Etat-providence.», εκδ. Seuil, Παρίσι 1998Saint Simon, «Du système industriel», Παρίσι 1821, επανέκδ. στο Le Nouveau Christianisme, εκδ. Point-Seuil, Παρίσι 1969.Stefanou J., Hatzopoulou A., «Approche pluridisciplinaire de l’espace; vers une anthropologie des lieux ». Recueil des textes sur l’anthropologie des lieux, εκδ. ΕΠΜ, Αθήνα, 1991. Storia dell’architettura –IV, www.francescomorante.it/pag_a/a004.htm «The Impressionists», Collins, UK 2002.Turlin J.-L. «Une planète a majorité urbaine en 2007», Le Figaro. 26.03.04.Vitruve, «De l’architecture», τόμος Ι, κεφ. ΙV, εκδ. Les Belles Lettres, Παρίσι 1990.fr.encyclopedia.yahoo.com/articles/ni/ni_3091_p0.htmlwww.enduro.gr/files/contact_gr.shtml

Page 160: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005
Page 161: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

«ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΩ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ»

Από την ελληνική αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή η εξέλιξη των κανόνων διευθέτησης του χώρου σχετίστηκε άμεσα με τη γένεση, το περιεχόμενο και την έκταση του δικαιώματος της κυριότητας, το οποίο νοείται ως η αναγνωριζόμενη από τον νόμο άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο πράγμα 568. Ο σκοπός του παρόντος κεφαλαίου συνίσταται στην ανάδειξη του διαχρονικού χαρακτήρα αυτής της σχέσης μέσα από μια ιστορική αναδρομή στους σημαντικότερους πολιτισμούς που εκδηλώθηκαν στον ελληνικό χώρο, από την αρχαιότητα έως τις αρχές του 20ου αι. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στους κανόνες που διέπουν τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων και σε εκείνους που επιβάλλουν περιορισμούς δόμησης.

1. Ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός

1.1. Η διαμόρφωση κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων Στην αρχαία πόλη, ελληνική και ρωμαϊκή, το δικαίωμα της κυριότητας εξελίχθηκε ανάλογα με τον σχεδιασμό του χώρου, τη χωροθέτηση των κοινόχρηστων και κοινωφελών πραγμάτων και την επιβολή καθορισμένων χρήσεων γης σε αστικές ή περιαστικές περιοχές. Η χάραξη και η διαμόρφωση των δρόμων, των κεντρικών οδικών αρτηριών, όπως η οδός Παναθηναίων στην Αθήνα που ένωνε την Ακρόπολη με την Αρχαία Αγορά και την Αγορά του Σόλωνα, και της Αγοράς ήταν συνάρτηση του σχεδίου της πόλης, ακτινωτού, όπως στην Αθήνα, ή ιπποδάμειου, όπως στη Μίλητο. Ειδικότερα η εφαρμογή του ιπποδάμειου συστήματος οδήγησε στη δημιουργία όμοιων οικοδομικών τετραγώνων με κατοικίες σε κάθετα τεμνόμενους δρόμους 569, σχηματίζοντας, με κέντρο την αγορά, μια σχαρωτή άκαμπτη μορφή με κυρίαρχο στοιχείο την ορθογωνικότητα 570. Οι διαστάσεις του χώρου της

568 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο Δίκαιο Ι», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1991, σ. 258.569 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 23.570 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 92. Τυπικό παράδειγμα προδιαγεγραμμένου σχεδιασμού αγοράς της κλασικής περιόδου, ενταγμένης στο πλαίσιο του ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος, αποτελεί η μεγάλη αγορά της Πέλλας, η οποία εντασσόταν στον ρυμοτομικό

Page 162: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αγοράς και των κτιρίων της έπρεπε να συμφωνούν με τη γενικότερη οργάνωση του πολεοδομικού σχεδίου. Η επικράτηση του ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή 571 είχε ως αποτέλεσμα την μεταβολή της προσδιδόμενης βαρύτητας σε βασικούς κοινωφελείς ή κοινόχρηστους χώρους ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις κάθε εποχής. Ενδεικτικά, η σημασία της αγοράς, η οποία κυριαρχούσε έναντι του παλατιού στα κοσμοπολίτικα αστικά κέντρα της Αλεξανδρινής εποχής (336-323 π.Χ.), όπως η Αλεξάνδρεια, υποχώρησε σε πολεοδομική βαρύτητα κατά την εποχή των επιγόνων με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Πέργαμο. Στη ρωμαϊκή πόλη η χωροθέτηση της Αγοράς, forum μετατοπίστηκε, από το κέντρο του σχεδιασμού, στην εσωτερική γωνία των δύο βασικών αξόνων 572. Η άνω εξέλιξη εξέφραζε τη γενικότερη υποβάθμιση των δημοκρατικών θεσμών και συμφωνούσε με την τετραμέρεια της ρωμαϊκής πόλης, σύμβολο της στρατιωτικής πειθαρχίας της αυτοκρατορίας 573. Γενικότερα κατά τη ρωμαϊκή περίοδο η κατασκευή των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων υποτασσόταν στο πολεοδομικό πρότυπο με τη χωροθέτηση των forum, ναών, βασιλικών, λουτρών, αμφιθεάτρων και γυμναστηρίων στον κεντρικό χώρο της πόλης 574.

Η εκλογή της θέσης του θεάτρου ήταν συνάρτηση της καταλληλότητας κάποιας πλαγιάς λόφου με κριτήριο τον περιορισμό των εργασιών εκσκαφής και επιχωμάτωσης, καθώς και την αισθητική εναρμόνιση του θεάτρου με τα γειτονικά κτίσματα. Συνήθως τα θέατρα βρίσκονταν σε ιερά του Διονύσου, σε Ασκληπιεία ή στο εσωτερικό των πόλεων, στην πλαγιά μιας ακρόπολης ή

ιστό της πόλης, βρισκόταν περίπου στο μέσον και καταλάμβανε τον χώρο δέκα οικοδομικών τετραγώνων. Αντίθετα οι προγενέστερες αγορές που δημιουργήθηκαν κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, όπως η Αρχαία Αγορά των Αθηνών και η αγορά της Θάσου, αποτελούσαν χώρους δομημένους με ένα ελεύθερο σχέδιο, η διαμόρφωση των οποίων εξελίχθηκε ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον ή τις κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες. Τέλος οι αγορές των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, όπως η αγορά της Περγάμου, η Ρωμαϊκή Αγορά των Αθηνών και οι αγορές της Δήλου, ακολουθούσαν πάντα συγκεκριμένο σχέδιο δόμησης ανεξάρτητα από την αρχική διαμόρφωση του εδάφους. Μαστραπάς Α, όπ. αν., σ. 159-160. 571 Εκτός από το ιπποδάμειο σύστημα, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, χρησιμοποιήθηκαν και άλλα πολεοδομικά συστήματα, όπως στον Πέργαμο της Μ. Ασίας, όπου δημιουργήθηκε ένα οργανωμένο σχέδιο προσαρμοσμένο στον φυσικό χώρο. Ειδικότερα κατασκευάστηκαν άνδηρα πάνω σε ένα λόφο, η πόλη αναπτύχθηκε στο κάτω μέρος και ψηλότερα δημιουργήθηκαν άνδηρα για την αγορά, τους αθλητικούς χώρους, τα ιερά, το θέατρο και το συγκρότημα του μεγάλου βωμού. Μαστραπάς Α., όπ. αν., σ. 201. 572 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 49.573 Χαρακτηριστικό θεωρείται το παράδειγμα της Αόστας. Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 110.574 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 116.

Page 163: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κοντά στην αγορά ώστε να εξυπηρετούνται συγχρόνως οι συγκεντρώσεις των πολιτών. Υπήρχε και η περισσότερο δαπανηρή περίπτωση κατασκευής θεάτρου σε επίπεδο χώρο, όπως στη Μαντίνεια με την ανέγερση ενός μεγάλου αναλημματικού τοίχου 575. Ωστόσο κατά τη ρωμαϊκή εποχή, εξαιτίας της έλλειψης επαρκούς χώρου, τα θέατρα βρίσκονταν στην περιφέρεια της πόλης 576. Συνεπώς, η πολλαπλότητα των χρήσεων του θεάτρου επέφερε μια διεύρυνση της έννοιας της κοινής ωφέλειας, προσφέροντας μια βιώσιμη λύση στην έλλειψη χώρου και τις αυξημένες ανάγκες της κοινωνικής ζωής της πόλης, ιδίως κατά την κλασσική εποχή 577.

Τα γυμνάσια εκτός από την καθημερινή άθληση των αθλητών και την προετοιμασία για τους αγώνες εξελίχθηκαν σε κέντρα πνευματικής αγωγής όλων των πολιτών για να ταυτιστούν στην ύστερη αρχαιότητα με διδακτήρια ή σχολεία. Η σταδιακή διεύρυνση του αντικειμένου τους επηρέασε τη χωροθέτηση και την αρχιτεκτονική τους. Ειδικότερα από έναν ανοικτό χώρο με κάποιες μικρές κατασκευές για την εξυπηρέτηση των αναγκών των αθλουμένων, όπως τα αποδυτήρια, τα γυμνάσια φιλοξενήθηκαν σταδιακά σε κτίρια με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή και πολλούς χώρους, όπως στοές 578, λουτρά, αποδυτήρια, αποθήκες, αναπαυτήρια και αίθουσες διδασκαλίας ή ομιλιών. Η ανάγκη για περισσότερη ευρυχωρία είχε ως αποτέλεσμα την κατασκευή γυμνασίων συνήθως έξω από τα τείχη, αν και υπάρχουν παραδείγματα γυμνασίων εντός της πόλης, όπως η Ακαδημία Πλάτωνος και το Διογένειο στην πόλη των Αθηνών. Επιπλέον με σκοπό την προετοιμασία και την

575 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 44 επ.576 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 116.577 Η ίδια αρχή ίσχυε για τα ωδεία και τις δημόσιες βιβλιοθήκες. Τα πρώτα ήταν κτίρια με παρόμοια μορφή με τα θέατρα αλλά μικρότερα και στεγασμένα, όπου εκτός των μουσικών αγώνων φιλοξενούσαν συνεδριάσεις δικαστηρίων ή φιλοσοφικές συζητήσεις για το ευρύ κοινό. Οι δημόσιες βιβλιοθήκες, που χρονολογούνται από τον 4ο αι. π.Χ., παρουσίασαν ιδιαίτερη άνθηση στα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια. Εκτός από χώρους μελέτης χρησίμευαν συνήθως και ως χώροι διαλέξεων, καθώς ήταν εξοπλισμένες με κατάλληλες αίθουσες. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις της βιβλιοθήκης της Περγάμου και του Αδριανού στην Αθήνα. Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 46, 48.578 Οι στοές ήταν επιμήκη οικοδομήματα, αυτοτελή ή μέρη άλλου κτιρίου, με μία μακρά πλευρά κλεισμένη με τοίχο και μία άλλη με κιονοστοιχία, που στήριζε τη στέγη. Αποτελούσαν κατεξοχήν κτίρια πολλαπλών χρήσεων, καθώς χρησίμευαν για τη στέγαση δημόσιων υπηρεσιών, είτε ως εντευκτήρια φιλοσόφων είτε ως εμπορικά κέντρα. Η διάδοση αυτής της καθαρά ελληνικής αρχιτεκτονικής επινόησης οφείλεται στην απόλυτη προσαρμογή τους στο κλίμα της Ελλάδας και τις συνήθειες των κατοίκων. Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 36-37.

Page 164: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

άσκηση των αθλητών που λάβαιναν μέρος στους αγώνες οικοδομήθηκαν γυμνάσια στα μεγάλα και μικρά ιερά 579.

Τόσο στην ελληνική όσο και στην ρωμαϊκή πόλη τα στάδια και οι ιππόδρομοι, λόγω του απαιτούμενου χώρου, κατασκευάζονταν έξω από τα τείχη της πόλης 580. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το Παναθηναϊκό στάδιο στην Αθήνα. Για την κατασκευή τους επιλεγόταν ένας ισόπεδος χώρος κοντά ή ανάμεσα σε πλαγιές λόφων, ο οποίος διαμορφωνόταν κατάλληλα σε κονίστρα (στίβο) για τους αθλητές και σε αμφιθεατρικό χώρο για τους θεατές. Οι ιππόδρομοι ήταν μεγαλύτερα στάδια προορισμένα για ιπποδρομίες και αρματοδρομίες και για τον λόγο αυτόν υπήρχε πάντα σφενδόνη για τη στροφή των αλόγων και των αρμάτων 581. Για την οικοδόμηση ιερών και ναών η εκπόνηση συγκεκριμένου χωροταξικού σχεδίου δεν ήταν πάντα ο κανόνας αλλά σε περίπτωση απουσίας αντίστοιχου σχεδιασμού λαμβάνονταν υπόψη οι εδαφικές συνθήκες και οι πρακτικές ανάγκες 582. Ειδικότερα μέχρι το τέλος του 5ου αι. π.Χ. δεν ακολουθούνταν προδιαγεγραμμένο σχέδιο σύνθεσης των ιερών μέσα στον χώρο, όπως μαρτυρούν η Ακρόπολη των Αθηνών πριν από την περσική καταστροφή, οι Δελφοί, η Άλτις της Ολυμπίας και το ιερό του Απόλλωνος της Δήλου. Δύο ήταν τα απαραίτητα στοιχεία κάθε ιερού: ο περίβολος και ο βωμός. Με τη σταδιακή όμως αύξηση των πιστών και την υιοθέτηση της λατρείας από την πόλη δίπλα από το ιερό κατασκευαζόταν ο ναός, όπου στεγαζόταν το λατρευτικό άγαλμα. Ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. παρατηρούνται μνημειώδεις ναοί με έμφαση, κατά τον Βιτρούβιο, στη συμμετρία και τις αναλογίες. Ταυτόχρονα προσδιορίστηκαν οι χρήσεις γης στην ευρύτερη περιοχή του ιερού, σε μικρή απόσταση από το οποίο κατασκευάζονταν συμπληρωματικά οικοδομήματα, όπως θέατρα και στάδια για μουσικούς, θεατρικούς και αθλητικούς αγώνες, ή οικοδομήματα για την εξυπηρέτηση των αναγκών των επισκεπτών, όπως εστιατόρια, ξενοδοχεία και κατοικίες, σχηματίζοντας μερικές φορές μεγάλους οικισμούς. Άλλα χαρακτηριστικά κτίσματα των ιερών ήταν οι θησαυροί και τα λοιπά αναθήματα των πιστών, όπως μικρά κτίρια, αγάλματα, πολύτιμα αντικείμενα ή ευχαριστήριες επιγραφές, τοποθετημένα σε βάθρα σε ειδικές περιοχές του ιερού. Συχνά για λόγους ασφαλείας, ιδιαίτερα γύρω από τα ιερά που βρίσκονταν μακριά από την πόλη, υπήρχαν ψηλά τείχη με μια μεγαλοπρεπή είσοδο, το πρόπυλο,

579 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 50.580 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 116.581 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 52.582 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 74.

Page 165: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αντικείμενο συνήθως καλλιτεχνικής και αρχιτεκτονικής δημιουργίας 583. Κατά συνέπεια οι χωρικές απαιτήσεις και η ανάγκη προσδιορισμού των χρήσεων γης στον χώρο γύρω από το ιερό οδήγησαν στη χρησιμοποίηση από τον 4ο αι. π.Χ. ενός συγκεκριμένου συστήματος διαμόρφωσης και σύνθεσης του εν λόγω χώρου.

Η πρακτική αυτή γενικεύτηκε κυρίως τους ελληνιστικούς χρόνους, με αντιπροσωπευτικά παραδείγματα το ιερό της Λινδίας Αθηνάς στη Ρόδο, το Ασκληπιείο της Κω, που οικοδομήθηκε σε τρία άνδηρα, και το Ασκληπιείο ή «αγορά» της Μεσσήνης 584. Τέλος τη ρωμαϊκή περίοδο ο ναός μετεξελίχθηκε σε ένα αστικό μνημείο, χτιζόταν πάνω στον δρόμο με μια μεγαλειώδη πρόσοψη, που οδηγούσε σε μια πλούσια λαξευμένη Κορινθιακή στοά 585.

Με την εξέλιξη της αρχαίας πόλης η χωροθέτηση των τάφων κατά μήκος των εισόδων της, μετέτρεψε τον χώρο αυτόν σε περιοχή με επιβλητικά μνημεία, ενδεικτικά του κλέους της πόλης. Αρχικώς στις Μυκήνες κατά την περίοδο του ορείχαλκου υπήρχε γειτνίαση των σπιτιών με τους τάφους, ενώ αργότερα δημιουργήθηκε ειδικός χώρος για αυτούς 586. Ωστόσο παρά την απουσία ειδικής περιοχής αντίστοιχης με το σημερινό νεκροταφείο, οι τάφοι ήδη πριν από την κλασσική εποχή βρίσκονταν κατά μήκος των εισόδων της πόλης σχηματίζοντας νεκροπόλεις. Ενδεικτικά αναφέρονται ο Κεραμικός και το Δίπυλο στην Αθήνα, περιοχές έξω από τα τείχη της πόλης, με τάφους εκατέρωθεν των οδών που τις διέσχιζαν, πολλοί από τους οποίους ήταν γνωστοί για τη μεγαλοπρέπειά και τα επιτύμβια μνημεία τους 587. Ειδικότερα στην περιοχή του Κεραμικού, εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγούσε στην Ακαδημία, υπήρχε το Δημόσιο Σήμα, αποτελούμενο από τάφους πολιτικών, στρατιωτών που έπεσαν στις μάχες και πολιτών που προσέφεραν εξέχουσες υπηρεσίες στην πατρίδα 588. Στα κλασσικά, αλλά κυρίως στα επόμενα χρόνια, οι τάφοι ήταν στολισμένοι με σήματα διαφόρων σχημάτων, όπως ναΐσκοι, στήλες, αγάλματα, ανάγλυφα με επεξηγηματικές παραστάσεις ή επιγραφές για την αξία ή το επάγγελμα του θανόντα. Η ίδια πρακτική εξακολούθησε και στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, όπου οι τάφοι περιείχαν ακόμα και

583 Τα Προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών που κατασκευάστηκαν από τον Μνησικλή έγιναν τόσο γνωστά για το κάλλος τους, ώστε 400 χρόνια αργότερα αντιγράφηκαν στο ιερό της Ελευσίνας. Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., 1992, σ. 74, 78, 79.584 Μαστραπάς Α, όπ. αν., σ. 160.585 Παρόμοια χωροθέτηση εμφανίζουν οι εκκλησίες Μπαρόκ στις πόλεις της Δυτικής Ευρώπης. Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., όπ. αν., σ. 63.586 Στεφάνου Ιωσήφ και Ιουλία, «Ο Χώρος των Νεκρών», εκδ. Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, Αθήνα 2000, σ. 38.587 Στεφάνου Ιωσήφ και Ιουλία, «Ο Χώρος…», όπ. αν., σ. 39.588 Στεφάνου Ιωσήφ και Ιουλία, «Ο Χώρος…», όπ. αν., σ. 9.

Page 166: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

γλυπτά ή πολύτιμα κτερίσματα 589. Κατ’ εξαίρεση κατασκευάζονταν μεμονωμένα ταφικά οικοδομήματα, όπως ηρώα ή μαυσωλεία μέσα στις πόλεις 590. Τελικώς η εγκατάσταση νεκροταφείων στο εσωτερικό τους απαγορεύτηκε ρητώς για υγειονομικούς λόγους στη Ρώμη με τους πρώτους πολεοδομικούς κανονισμούς, οι οποίοι έδιναν ιδιαίτερο βάρος στη δημόσια υγιεινή 591. Ο κανόνας αυτός εντάσσεται στο νεωτεριστικό πνεύμα των πολεοδομικών όρων που τέθηκαν από τον Βιτρούβιο, κατά τον 1ο αι. μ.Χ., αφενός με τον προσανατολισμό της πολεοδομίας σε θέματα που άπτονται της υγιεινής, της αισθητικής και της άνεσης 592 και αφετέρου με την επικράτηση της δημόσιας υγιεινής έναντι των άλλων παραμέτρων, όπως εμπορικών ή στρατιωτικών 593.

Εξάλλου λόγοι δημόσιας υγιεινής επέβαλαν την κατασκευή χώρων υγιεινής σε συγκεκριμένα τμήματα της πόλης. Ειδικότερα η απουσία αντίστοιχων χώρων στα περισσότερα σπίτια επέβαλε τη χωροθέτηση δημοσίων αποχωρητηρίων στο κέντρο της πόλης, συνήθως στην αγορά, με την κατασκευή ενός ιδιαίτερα κομψού κτιρίου, όπως συνέβη στη Ρωμαϊκή Αγορά της Αθήνας 594. Αντιθέτως τα δημόσια λουτρά ή βαλανεία και οι κρήνες κατασκευάζονταν συνήθως έξω από την πύλη της πόλης διότι προορίζονταν κυρίως για τους επισκέπτες και τους οδοιπόρους. Τα κτίρια αυτά παρείχαν τη δυνατότητα ψυχρού και θερμού λουτρού και διέθεταν χωριστούς χώρους για άνδρες και γυναίκες. Στη ρωμαϊκή εποχή, αυτά επεκτάθηκαν, αποκτώντας μεγάλους χώρους στολισμένους με μωσαϊκά, μάρμαρα και αγάλματα 595, εξέλιξη που συνάδει προς τις γενικές αρχιτεκτονικές τάσεις της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, από τα Μινωικά ακόμα χρόνια, είχε δοθεί ιδιαίτερη σημασία στα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, καθώς ήταν ήδη γνωστές οι αρχές της υδραυλικής. Τα έργα αυτά τύχαιναν της ιδιαίτερης φροντίδας της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, όπως μαρτυρεί η εκλογή με ψηφοφορία ανά τετραετία στην Αθήνα των επιμελητών κρηνών, υπεύθυνων για τη συντήρηση των εγκαταστάσεων ύδρευσης και αποχέτευσης 596. Χαρακτηριστικά παραδείγματα θεωρούνται το υδραγωγείο του Ευπάλινου στη Σάμο, του 6ου αι. π.Χ., η Εννεάκρουνος κρήνη στην αρχαία Αγορά των Αθηνών, της ίδιας περιόδου, γνωστή για την αρχιτεκτονική της κομψότητα, 589 Στεφάνου Ιωσήφ και Ιουλία, «Ο Χώρος…», όπ. αν., σ. 42.590 Φωκά Ι., Π. Βαλαβάνης, όπ. αν., σ. 69.591 Στεφάνου Ιωσήφ και Ιουλία, «Ο Χώρος…», όπ. αν., σ. 49.592 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 50.593 Η ιδέα της υγιεινής προϋπήρχε στην αρχαία Ελλάδα, όπως μαρτυρούν ο Ιπποκράτης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Vitruve, «De l’architecture», όπ. αν., σ. XCVIII.594 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 55.595 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 55.596 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 56 επ.

Page 167: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

και το αποχετευτικό σύστημα στην Αγορά των Αθηνών, το οποίο κατέληγε στον ποταμό Ηριδανό με έναν κτιστό αγωγό. Ανάλογα με τις κλιματολογικές και τις ειδικές γεωγραφικές συνθήκες και κοινωνικές ανάγκες κάθε πόλης εφαρμόζονταν ειδικοί κανόνες για την κατασκευή του δικτύου υδροδότησης και αποχέτευσης με τη χρήση πήλινων και ενίοτε μολύβδινων σωλήνων, κρηνών, πηγαδιών 597, στερνών και δεξαμενών ώστε να εξυπηρετούνται οι ανάγκες του κέντρου της πόλης και των κατοίκων. Σε περιοχές με λειψυδρία, όπως οι Κυκλάδες, η βαρύτητα δινόταν στις στέρνες και τις δεξαμενές, επιχρισμένες με κονίασμα για λόγους στεγανότητας 598. Με την πρόοδο των τεχνικών γνώσεων κατά τη ρωμαϊκή εποχή χρησιμοποιήθηκαν κατασκευές για την τροφοδότηση νερού από τις γειτονικές πηγές με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου υδροδότησης, όπως αυτό της Λυόν, συνολικού μήκους 110 μιλίων, και του ρωμαϊκού Παρισιού, μήκους 15 μιλίων 599.

1.2. Οι κανόνες πολεοδόμησης που εξέφραζαν θρησκευτικές αντιλήψεις ή εξυπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον

Εκτός από τους κανόνες που ρύθμιζαν τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, το δικαίωμα της κυριότητας στην αρχαία πόλη διαμορφώθηκε σε συνάρτηση με την εξέλιξη κανόνων πολεοδόμησης που εξέφραζαν θρησκευτικές αντιλήψεις ή εξυπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ δύο παράλληλων περιόδων στην Ελλάδα και την Ιταλία. Στην πρώτη περίοδο η πώληση της ιδιοκτησίας απαγορευόταν, καθώς η ιδιοκτησία ήταν συνυφασμένη με την οικογενειακή θρησκεία.Αντίθετα η δεύτερη περίοδος, που ξεκινά από την εποχή του κώδικα του Σόλωνα στην Αθήνα και της Δωδεκαδέλτου στη Ρώμη, έργα παρόμοιων κοινωνικών επαναστάσεων 600, χαρακτηρίστηκε από τη βαθμιαία σταθεροποίηση των πόλεων και την αντικατάσταση της οικογενειακής συνιδιοκτησίας από την ατομική, καθιστώντας νόμιμη τη μεταβίβαση της κυριότητας. Ήδη από την πρώτη περίοδο εφαρμοζόταν ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο κάθε αγρός και κάθε σπίτι έπρεπε να διαθέτουν έναν ιερό περίβολο ώστε να χωρίζονται από τις όμορες ιδιοκτησίες. Επρόκειτο για μια λωρίδα γης πλάτους λίγων ποδιών, η οποία έπρεπε να μένει ακαλλιέργητη. Πάνω στη λωρίδα αυτήν τοποθετούνταν κατά διαστήματα μερικές μεγάλες πέτρες ή κορμοί δέντρων, αποτελώντας τα απαράγραπτα ιερά όρια γνωστά ως όροι στους

597 Τετρακόσια πηγάδια ανοίχτηκαν στην Αγορά της Αθήνας σε διάστημα 1000 ετών.598 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 56 επ.599 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 117.600 De Coulanges Fustel «Η αρχαία πόλη», εκδ. Ειρμός, Αθήνα 1991, σ. 474.

Page 168: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Έλληνες και τέρμονες στους Ρωμαίους 601. Με την αύξηση της πληθυσμιακής πυκνότητας των πόλεων η έκταση του ιερού περιβόλου περιορίστηκε συχνά σε ένα χαμηλό τοίχο, ένα χαντάκι, ένα αυλάκι ή σε μια σκέτη λωρίδα γης πλάτους λίγων ποδιών, εμποδίζοντας την εμφάνιση της μεσοτοιχίας 602. Ειδικότερα στη Ρώμη και την Αθήνα το πλάτος του ακάλυπτου χώρου μεταξύ δύο σπιτιών προσδιορίστηκε νομοθετικά: στη Ρώμη αυτό καθορίστηκε σε δυόμισι πόδια και στην Αθήνα, σύμφωνα με νόμο, κατά πάσα πιθανότητα του Σόλωνα, αναγνωρίστηκε στην πόλη το δικαίωμα καθορισμού των αποστάσεων μεταξύ των ανεγειρομένων κτιρίων 603.

Ταυτόχρονα η θρησκευτική επιταγή της τοποθέτησης της εστίας στο κέντρο του οικοπέδου οδήγησε σε δύο διαφορετικούς τρόπους διευθέτησης του ιδιόκτητου χώρου. Στην Ελλάδα ο τετράγωνος χώρος που περικλείετο από τον ιερό περίβολο χωριζόταν σε δύο τμήματα, την αυλή και το σπίτι, στο κέντρο των οποίων, κοντά στην είσοδο του σπιτιού, βρισκόταν η εστία, ενώ στη Ρώμη τα κτίσματα υψώνονταν γύρω από την εστία, δημιουργώντας μια μικρή αυλή 604.

Στη δεύτερη περίοδο η αναγνώριση της μεταβίβασης της ιδιοκτησίας συνοδεύτηκε από την αναγνώριση στην πόλη του δικαιώματος απαλλοτρίωσης ορισμένων ιδιωτικών κτημάτων για λόγους δημόσιου συμφέροντος με την καταβολή ανάλογης αποζημίωσης στους κυρίους. Επιπλέον η πόλη είχε το δικαίωμα αφενός καθορισμού του τρόπου καλλιέργειας των αγρών ανάλογα με την εποχή και την περιοχή και αφετέρου αναδιανομής της γης. Ενδεικτικά στην Κρήτη σε όποιον παρεχωρείτο ένας γεωργικός κλήρος, αυτός αναλάμβανε την υποχρέωση επί ποινή προστίμου να φυτέψει τουλάχιστον μία ελιά 605. Η αναδιανομή της γης αποτελεί υπόλειμμα της αρχικής αντίληψης που θεωρούσε την ακίνητη περιουσία ανήκουσα στην κυριότητα του συνόλου. Πρόκειται για τον πολεοδομικό κανόνα του αναδασμού, στον οποίο κατέφευγε η πόλη όταν το

601 De Coulanges Fustel όπ. αν., σ. 106-108.602 De Coulanges Fustel όπ. αν., σ. 101.603 Biscardi A., «Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο», εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1991, σ. 301-302. 604 De Coulanges Fustel, όπ. αν., σ. 102. 605 Biscardi A., όπ. αν., σ. 301-302. Ειδικότερα στην Αθήνα τα ελαιόδενδρα αποτελούσαν αντικείμενο περιορισμού, καθώς συνδέονταν με τη θεά Αθηνά. Ορισμένα θεωρούνταν ιερά και ανήκαν στη θεά και την πόλη της Αθήνας. Ο καρπός των ιερών ελαιόδενδρων ανήκε στην πολιτεία και όποιος τα έκοβε δικαζόταν ενώπιον του Αρείου Πάγου με ποινή θανάτου. Ομοίως στην κυριότητα της πολιτείας ανήκε ο υπόγειος χώρος των ορυχείων. Για περισσότερα βλ. MacDowell C.D., «Το Δίκαιο στην Αθήνα των κλασσικών χρόνων», εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1996, σ. 208-212.

Page 169: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

καλλιεργήσιμο έδαφος κατέληγε στα χέρια λίγων μεγαλοϊδιοκτητών με σκοπό την αναδιανομή της γης σε ίσα τεμάχια.

Το πολεοδομικό αυτό μέτρο άσκησης κοινωνικής πολιτικής εφαρμόστηκε από πολλούς νομοθέτες της αρχαιότητας, όπως ο Φείδων, ο πιο παλιός νομοθέτης της Κορίνθου 606, και ο Δημώναξ, νομοθέτης που οι Κυρηναίοι έφεραν στην πόλη τους κατ’υπόδειξη της Πυθίας από την αρκαδική Μαντίνεια 607. Κατά τον Ηρόδοτο ο Δημώναξ αφού δήμευσε όλη τη γη της πόλης προέβη σε διανομή της κατά ίσα μερίδια σε όλους τους πολίτες. Αναδασμός είχε εφαρμοστεί επίσης στη Σπάρτη, όπου παραδόθηκε τελικά από τον Λυκούργο σε κάθε πολίτη ένα αγροτεμάχιο ικανό για τη συντήρησή του 608, και στην Αθήνα με τη σεισάχθεια του Σόλωνα 609.

1.3. Οι δουλείες και οι χρήσεις γης

Ως προς την ύπαρξη δουλειών θα περιοριστούμε στην αρχαία Ελλάδα, καθώς οι σχετικές ρυθμίσεις του ρωμαϊκού δικαίου ερευνώνται στο πλαίσιο της βυζαντινής νομοθεσίας. Σύμφωνα με έναν νόμο, αποδιδόμενο στον Σόλωνα, ο κύριος αγρού, στο υπέδαφος του οποίου δεν υπήρχε νερό είχε το δικαίωμα άντλησης νερού από το γειτονικό κτήμα δύο φορές την ημέρα σε τέτοια ποσότητα ώστε να γεμίζεται κάθε φορά ένα δοχείο μιας ορισμένης περιεκτικότητας 610. Ομοίως σύμφωνα με νόμο του Σόλωνα τα απαιτούμενα όρια για τη φύτευση δέντρων από το γειτονικό οικόπεδο ήταν: πέντε πόδια, ή εννέα σε περίπτωση φύτευσης ελιάς ή συκιάς. Στο ίδιο πνεύμα για την εκσκαφή λάκκων ή χαντακιών έπρεπε να τηρηθεί απόσταση ίση προς το βάθος του ορύγματος, ενώ για την τοποθέτηση κυψελών τριακόσια πόδια από τις υπάρχουσες κυψέλες άλλου 611. Ταυτόχρονα στην Αθήνα προβλέφθηκαν συγκεκριμένες χρήσεις γης με κριτήριο τη λειτουργικότητα. Ειδικότερα οι βιοτεχνικές δραστηριότητες συγκεντρώθηκαν σε προκαθορισμένους δρόμους, όπως στην περιοχή του Κεραμικού, κοντά στους οποίους υπήρχαν οι κατοικίες των βιοτεχνών, κυρίως υφαντών, βαφέων και κεραμοποιών. Αντιστοίχως στην περιοχή των λιμένων έπρεπε να υπάρχει επαρκής χώρος για τον απαραίτητο εξοπλισμό, όπως οι νεώσοικοι και οι σκευοθήκες με πιο γνωστή αυτήν του Φίλωνος στον Πειραιά. Οι νεώσοικοι στο λιμάνι του Πειραιά, της Ζέας και στο Σούνιο ήταν στεγασμένοι χώροι πάνω στην ακτή,

606 Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 2, 1265 β. 607 Ηρόδοτος, 4, 161.608 Πλούταρχος, Λυκούργος, 8.609 Biscardi A., όπ. αν., σ. 290-292, 376 επ.610 Biscardi A., όπ. αν., σ. 301-302.611 Πλουτάρχου, Σόλων 23. MacDowell C.D., όπ. αν., σ. 210.

Page 170: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

όπου άραζαν τα πολεμικά πλοία το χειμώνα με τη λήξη των επιχειρήσεων, ενώ στη σκευοθήκη αποθηκεύονταν και φυλάσσονταν τα κινητά στοιχεία και εξαρτήματα των πολεμικών πλοίων, όπως τα ιστία, τα πανιά, οι άγκυρες, τα σχοινιά και οι αλυσίδες 612.

2. Το Βυζάντιο

2.1. Η δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων

Με τη βυζαντινή πολεοδομία αναδείχθηκε ο πρωταγωνιστικός ρόλος αφενός του ιπποδρόμου, ως κέντρου του λαού και διαμόρφωσης της δημόσιας γνώμης, και αφετέρου των αύλειων χώρων των εκκλησιών σε αντικατάσταση της αρχαιοελληνικής αγοράς. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κωνσταντινούπολης, η οποία αποτέλεσε για μια χιλιετηρίδα πρότυπο πολεοδομικής οργάνωσης, με την Αγία Σοφία να διαδραματίζει τον ρόλο ενός «κεκαλυμμένου χριστιανικού forum» 613 και τον ιππόδρομο, χωρητικότητας περίπου 40.000 θεατών, να αποτελεί τον χώρο διεξαγωγής των αγώνων και διαμόρφωσης των δημοσίων σχέσεων μεταξύ του αυτοκράτορα και του λαού 614. Με τη βαθμιαία όμως εξαφάνιση των ιπποδρόμων ενισχύθηκε η σημασία των αύλειων χώρων των εκκλησιών με την ανάδειξή τους στον σημαντικότερο κοινόχρηστο χώρο συνάθροισης των κοινοτήτων της πόλης, μια χρήση που εξακολουθεί και σήμερα στις πόλεις της νοτιοανατολικής Ευρώπης 615. Για τον λόγο αυτόν κατασκευάζονταν πολλές μικρές εκκλησίες, μία κατά κανόνα για κάθε συνοικία της πόλης, προσαρμοσμένες στον πολεοδομικό ιστό του οικισμού και την κατασκευαστική του μορφή. Η τάση αυτή, ενδεικτική της πολεοδομικής αποκέντρωσης της βυζαντινής πόλης, επηρέασε τη χωροθέτηση των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, καθώς λουτρά, ιδρύματα σχετικά με την κοινωνική πρόνοια και υδραγωγεία κατασκευάστηκαν σε σημαντικούς οικισμούς της πόλης 616.

Ταυτόχρονα αναδείχθηκε ο κεντρικός χώρος που φιλοξενούσε το «παζάρι» της γεωργικής οικονομίας, στην οποία στηριζόταν κατά βάση η Βυζαντινή αυτοκρατορία. Συνήθως ήταν μια πλατεία ελευθέρου σχήματος, γύρω από την οποία οργανώνονταν κάποια καταστήματα και εργαστήρια, συνδυαζόμενα με κατοικίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο χώρος της βιβλιοθήκης του Αδριανού στην Αθήνα ή ο χώρος μπροστά στο

612 Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., όπ. αν., σ. 61.613 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 51.614 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 117.615 Δημητριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 51.616 Δημιτριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 215.

Page 171: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Παλάτι του Δεσπότη στον Μυστρά. Επιπλέον η περιοχή του «παζαριού» αρθρωνόταν με έναν βασικό, εμπορικό κυρίως, άξονα του οικισμού, γνωστό ως «μέση οδό», όπως η Εγνατία οδός στη Θεσσαλονίκη 617, και η μέση οδός στο νότιο τμήμα της Κωνσταντινούπολης 618, γύρω από τον οποίο αναπτύσσονταν καταστήματα και εργαστήρια.

Επιπλέον, η συμμετοχή του Κράτους στην κατασκευή δημοσίων έργων σε συνδυασμό με την εξέλιξη των κοινωνικών δομών επέβαλαν την εφαρμογή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ως μέσου υλοποίησης των δημοσίων έργων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ιουστινιάνιου Κώδικα, παρείχετο η εξουσία στον νομάρχη της πόλης να διατάζει την κατεδάφιση σπιτιών αξίας κατώτερης των 50 λιρών χωρίς την καταβολή αποζημίωσης για την εκτέλεση έργων μετά από εντολή του αυτοκρατορικού Κράτους. Αντιθέτως για την κατεδάφιση κτιρίων μεγαλύτερης αξίας, για τον ίδιο σκοπό, απαιτούνταν άδεια του Αυτοκράτορα και καταβολή αποζημίωσης που αντιστοιχούσε στην αξία των κτιρίων 619. Η καταβολή υπό όρους της αποζημίωσης μαρτυρεί την μεγάλη έκταση του περιορισμού του δικαιώματος της κυριότητας για πολεοδομικούς σκοπούς, κάτι το οποίο συνάδει εξάλλου με τον απολυταρχικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Ομοίως στο Δημόσιο Δίκαιο της Αναγέννησης αναγνωριζόταν το κυριαρχικό δικαίωμα του Κράτους (ius eminens) στέρησης της ατομικής ιδιοκτησίας είτε ως ποινή είτε για λόγους δημόσιας ωφέλειας (utilitas publica) έναντι αποζημίωσης βάσει συλλογισμών του φυσικού δικαίου 620.

2.2. Οι δουλείες

Περιορισμοί ως προς το ύψος και την εγγύτητα των κτιρίων με σκοπό την εξασφάλιση φωτισμού και ακώλυτης θέας υπήρχαν και πριν από τον 5ο αι. Με την ενσωμάτωσή τους όμως στον Πανδέκτη (8.2.1. επ.), αυτοί έπρεπε να αποτελούν περιεχόμενο δουλείας, εξαρτώμενοι κατά συνέπεια από τη βούληση των συμβαλλομένων γειτόνων. Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, στην εγγύτητα των οικοδομών αναφέρεται μια διάταξη του Ζήνωνος (474/475 και 476-491) σύμφωνα με την οποία για την εξασφάλιση του φωτισμού και της θέας της θάλασσας, προφανώς στις παραθαλάσσιες περιοχές και ιδίως στην Κωνσταντινούπολη, η απόσταση μεταξύ γειτονικών

617 Δημιτριάδης Ε.Π.., όπ. αν., σ. 215.618 Δημιτριάδης Ε.Π., όπ. αν., σ. 209.619 Ιουστινιάνιος Κώδικας, Νόμος 9, De operibus publicis. Auby Jean Marie, Bon Pierre, «Droit Administratif des Biens. Domaine, Travaux Publics, Expropriation», 2η εκδ., εκδ. Précis Dalloz, Παρίσι 1993, σ. 314. 620 Grotius H., «De iure belli ac pacis libri tres», Άμστερνταμ 1626.

Page 172: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κτισμάτων ορίστηκε σε τουλάχιστον 12 πόδες 621. Ωστόσο η πρακτική καταστρατήγησης των άνω διατάξεων οδήγησε στην ένταξή τους στο Δημόσιο Δίκαιο με συνέπεια αυτές να μετατραπούν σε κανόνες αναγκαστικού δικαίου και να επιβάλλονται αυστηρότερες ποινές. Ειδικότερα στη νεαρά 63 (ετ. 538) του Ιουστινιανού 622 ορίστηκε ως ποινή κατά των παραβατών όχι μόνο η κατεδάφιση του «αυθαίρετου» κτίσματος αλλά και η καταβολή δέκα λιτρών χρυσού. Επιπλέον με τη διάταξη αυτήν η δόλια αφαίρεση ενός άυλου αγαθού, της θέας προς τη θάλασσα, εξομοιώθηκε με τη βίαιη αφαίρεση («αρπαγή») ενός υλικού αγαθού, ακόμα και μικρής αξίας. Εξάλλου στις ιουστινιάνειες «Εισηγήσεις» (2.3.1) διευκρινίστηκε ο ευρύτερος χαρακτήρας της δουλείας απόψεως από τη δουλεία φωτισμού. Οι ίδιοι περιορισμοί διατυπώθηκαν και στη νεαρά 113 του Λέοντος του Σοφού με διαφορετικό όμως σκοπό, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της ιδιωτικής ζωής από τα αδιάκριτα βλέμματα ανεπιθύμητων παρατηρητών. Οι άνω δουλείες διατηρήθηκαν με την εξέλιξη της βυζαντινής νομοθεσίας 623, όπως συνάγεται από τα «Βασιλικά», στα οποία περιλήφθηκαν αφενός η νεαρά 63 του Ιουστινιανού αυτούσια (58. 11. 14) και αφετέρου αποσπάσματα από την προαναφερόμενη διάταξη του Ζήνωνος (58. 11. 11). Τέλος παρόμοιες διατάξεις συναντώνται σε ένα χωρίο της «Μικρής Συνόψεως» (στοιχείο Κ, κεφ. 25) σύμφωνα με το οποίο «τα περί των κτισμάτων νομοθετηθέντα τα μεν άλλα πάντα εν πάσαις χώραις και πόλεσι τα αυτά εστι, [ένια δε ου, οίον] τα περί της απόψεως της εις θάλασσαν. Εστί δε άποψις η απόβλεψις [ήτις] ιδία εστίν εν Κωνσταντινουπόλει και τοις περί αυτήν, και ιδία εν ταις εταίρας χώραις και πόλεσιν` επιπλέον γαρ εις εν Κωνσταντινούπολιν και τα περί αυτήν ή εν τοις άλλοις τόποις, η ρηθείσα άποψις οφείλει φυλάττεσθαι» 624.

Εκτός από τις δουλείες για την εξασφάλιση φωτισμού και θέας, η βυζαντινή νομοθεσία, ακολουθώντας τη ρωμαϊκή, περιέλαβε ρυθμίσεις για δουλείες που βασίζονται στο γειτονικό δίκαιο. Στο βυζαντινό δίκαιο δεν επιτρεπόταν, η υπέρμετρη παρενόχληση ενός ακινήτου από εκπομπές (immissiones) γειτονικού ακινήτου αφενός αστάθμητων στοιχείων, όπως ο καπνός, οι αναθυμιάσεις, ο θόρυβος, η θερμότητα, ο ατμός ή άλλες δυσοσμίες από

621 «Μηδαμώς εκ τούτου του διαστήματος συγχωρείσθαι αφαιρείν του γείτονος άποψιν θαλάσσης, ευθείαν και ου βεβιασμένην εξ οιουδήποτε πλευρού της οικίας, ήν ο γείτων εστώς ένδον εν τοις ιδίοις ή και καθήμενος έχει, μη παρατρέπον εαυτόν εν τω παρακύπτειν εις το πλάγιον και βιαζόμενος, ώσπερ ιδείν θάλασσαν» (C. 8. 10. 12. 2a).622 Το ίδιο αντικείμενο έχει η νεαρά 165 του Ιουστινιανού.623 Τρωιάνος Σ. Ν., «Η προστασία…», όπ. αν.624 Ζέπος, όπ.αν., τ. ΣΤ, σ. 424.

Page 173: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αστάθμητα στοιχεία 625 και αφετέρου αντικειμένων με συγκεκριμένη υλική υπόσταση, όπως το νερό.

Με σκοπό την αναζήτηση του συνηθισμένου μέτρου ώστε να καθίσταται δυνατή η χρήση των γειτονικών ακινήτων διατυπώθηκαν «γνωμοδοτήσεις» ως προς την έκταση των επιτρεπομένων δουλειών, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των εκπομπών που διακρίθηκαν σε δυσάρεστες και ευχάριστες. Πολλές «αποκρίσεις» που κωδικοποιήθηκαν στον Πανδέκτη του Ιουστινιανού εντάχθηκαν στα «Βασιλικά». Επίσης παρόμοιες ρυθμίσεις εμφανίζονται στις δύο νομοθετικές συλλογές «Εισαγωγή» και «Πρόχειρο Νόμο» των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, καθώς και στο «Επαρχιακόν Βιβλίον» 626. Ενδεικτικά σύμφωνα με τον Πρόκουλο, αεραγωγοί (καπνοδόχοι) λουτρών δεν είναι ανεκτό να περνούν μέσα από κοινό τοίχο γιατί προκαλούνται βλάβες από τη διοχετευόμενη θερμότητα 627. Ο Παύλος έκρινε ότι σωλήνας που συγκεντρώνει βρόχινο νερό ή διοχετεύει νερό δεξαμενής δεν επιτρέπεται να είναι εντοιχισμένος σε μεσότοιχο. Αντιθέτως επιτρέπεται η λειτουργία λουτρού δίπλα σε κοινό τοίχο, έστω και αν διαχέεται υγρασία. Το ίδιο ισχύει και για νερά προερχόμενα από κοιτώνες ή μαγειρεία. Σε περίπτωση όμως βλάβης του γειτονικού ακινήτου από τη συνεχή υγρασία, ο κύριός του μπορεί να απαιτήσει τη διακοπή της «διατάραξης» 628. Κατά τον Ουλπιανό είναι σύννομη η εισροή νερών σε γειτονικό αγρό, εφόσον αυτά δεν είναι ακάθαρτα 629. Αναφορικά με τις ευχάριστες εκπομπές, σύμφωνα με το «Επαρχιακόν Βιβλίον», σε ένα νομοθέτημα του τελευταίου ίσως χρόνου της βασιλείας του Λέοντος ΣΤ ορίστηκε ότι οι «μυρεψοί», δηλαδή οι αρωματοπώλες, έπρεπε να είναι εγκατεστημένοι με τα μαγαζάκια τους κοντά σε μια εκκλησία με την εικόνα του Χριστού και στο προαύλιο των ανακτόρων, ώστε να ευωδιάζει η περιοχή 630.

625 Digesta, 8.5.8.5 (Ulpianus), 8, 5, 14 (Pomponius), 17,2 (Alfenus).626 Ως προς τη φύση του «Επαρχιακού Βιβλίου» υποστηρίζονται διάφορες απόψεις πέρα από εκείνη του νόμου. Κατά τον P. Speck, το έργο αυτό ήταν μια (ιδιωτική) συλλογή διαφόρων συντεχνιακών κανονισμών, προερχόμενη από τον έπαρχο Φιλόθεο με πιθανό σκοπό να χρησιμεύσει ως διδακτικό εγχειρίδιο για τον Κωνσταντίνο Ζ. Speck P., (Erlassenes) Gesetz oder ein weitere Schulbuch? Überlegungen zur Entstehung des Eparchenbuchs, Varia III. [Freie Universität Berlin. Byz.- Neugriech. Seminar. Ποικίλα Βυζαντινά, 11], Βόννη 1991, σ. 293-306.627 Πανδέκτης (8. 2. 13 προίμ.), «Βασιλικά» (58. 2. 13).628 Πανδέκτης (8. 2. 19 προίμ.), «Βασιλικά» (58. 2. 19).629 Πανδέκτης (39. 3 3 προίμ.). Η διατύπωση της διάταξης αυτής στα «Βασιλικά» δε έχει περισωθεί.630 J. Koder, Das Eparchenbuch Leons des Weisen, [C.F.H.B., 33], Βιέννη 1991, σ. 110, στίχ. 465-468. Τρωιάνος Σ. Ν., «Η προστασία…», όπ. αν.

Page 174: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

3. Η τουρκοκρατία

3.1. Η δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων

Στην οθωμανική πόλη σημαντικότερη αλλαγή στη διευθέτηση του χώρου συνιστά η οργάνωσή του κατά ομόκεντρους κύκλους. Το κέντρο της πόλης περιβαλλόταν από έναν δεύτερο δακτύλιο, αποτελούμενο από μια ζώνη πυκνού ιστού με στενούς εμπορικούς δρόμους, και από ένα τρίτο δακτύλιο με περίκλειστους ελεύθερους χώρους, όπως αυλές τζαμιών, εκκλησιών και νεκροταφείων. Ακολουθούσαν ένας δακτύλιος με το λιγότερο πυκνό ιστό των συνοικιών, και ο πέμπτος δακτύλιος με μεγάλες εκτάσεις και κοινόχρηστους χώρους, όπως αγροί και κήποι, κοντά στο τείχος 631. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θεωρείται το κέντρο της Τρίπολης, όπου βρισκόταν ένα συγκρότημα θρησκευτικών κτιρίων, κτιρίων κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα και οι αγορές. Ιδρύματα, όπως τζαμιά, νοσοκομεία, δημόσιες κουζίνες συντηρούνταν από τα έσοδα εργαστηρίων, μαγαζιών, αγορών και λουτρών, παραπέμποντας στον οθωμανικό θεσμό των kulilliés, που έμοιαζε με τα βακούφια. Ήταν ένα σύμπλεγμα οικοδομημάτων με σκοπό τη διαρκή εξυπηρέτηση διαφορετικών αναγκών κοινής ωφέλειας. Η πρωτότυπη αυτή ανάγκη επέβαλε την ανάμειξη των χρήσεων γης, περιλαμβάνοντας ακόμη εμπορικές δραστηριότητες 632. Είναι σημαντικό να σημειωθεί η συνύπαρξη για πρώτη φορά στο κέντρο της πόλης στον ελλαδικό χώρο θρησκευτικών, κοινωφελών και εμπορικών χρήσεων στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα, με την εμπορική χρήση προσανατολισμένη στην οικονομική στήριξη των δύο άλλων. Οι αγορές στο πλαίσιο της άνω διευθέτησης του χώρου διακρίνονταν στην κλειστή αγορά (bezesten), έναν τόπο αγοραπωλησίας και φύλαξης πολύτιμων εμπορευμάτων, το τσαρσί, έναν τύπο σκεπαστών εμπορικών δρόμων, και το παζάρι, την ανοιχτή εβδομαδιαία αγορά, που δανειζόταν τον κοινόχρηστο ελεύθερο χώρο κοντά στο χάνι ή σε ένα από τα κεντρικά τζαμιά. Ενδεικτικά στην Τρίπολη υπήρχαν τέσσερα τζαμιά με την ανοιχτή αγορά σκιασμένη από πλατάνους και τη λειτουργία δημοσίων βρυσών για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λατρείας. Το μοναδικό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της επίδρασης της ελληνικής πολεοδομικής αντίληψης στη διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων αποτελούσε ο κεντρικός πλακόστρωτος δρόμος, πλαισιωμένος με αρκετά όμορφα σπίτια, ο οποίος διέσχιζε την πόλη με κατεύθυνση συνήθως από το νότο προς το βορρά. 633

3.2. Οι περιορισμοί δόμησης631 Τσακόπουλος Π., όπ. αν., σ. 311.632 Τσακόπουλος Π., «Τρίπολη…», όπ. αν., σ. 297 επ. 633 Τσακόπουλος Π., «Τρίπολη…», όπ. αν., σ. 306.

Page 175: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Ταυτόχρονα, πολεοδομικές διατάξεις επέβαλαν περιορισμούς της κυριότητας, οι οποίοι αφορούσαν κυρίως στη δόμηση των κτιρίων. Από τον 16ο αι. έως τις αρχές του 19ου αι. είχε τεθεί σε ισχύ ένας μεγάλος αριθμός διαταγμάτων, που αφορούσαν μόνο στην Κωνσταντινούπολη, και τα οποία, μεταξύ άλλων, προσδιόριζαν τα χαρακτηριστικά των οικοδομών, όπως τα ύψη, τις προεξοχές, τα υπόστεγα και τα προσκτίσματα, τα καταστήματα και τις καταπατήσεις δρόμων. Επιπλέον προβλεπόταν η απαγόρευση οικοπεδικών κατατμήσεων και οικοδόμησης δίπλα σε τεμένη και οχυρώσεις. Ο μεμονωμένος χαρακτήρας των άνω ρυθμίσεων είχε ως αποτέλεσμα αφενός την μη ένταξή τους σε ένα συνολικό σχέδιο ελέγχου και αφετέρου την αδυναμία επιβολής τους, όπως καταδεικνύουν η πληθώρα τους και οι συχνές επαναλήψεις του περιεχομένου τους 634. Ενδεικτικά σύμφωνα με το διάταγμα της 29ης Ιουνίου 1559, το ύψος των κτιρίων περιοριζόταν σε δύο ορόφους αδιακρίτως θρησκεύματος του κυρίου και μόνο το 1719 635 απαγορεύτηκε στα σπίτια χριστιανών και εβραίων να ξεπερνούν τους δύο ορόφους. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1725, καθορίστηκε μέγιστο ύψος των κτιρίων 12 πήχεων (9,12 μ.) για τα σπίτια των μουσουλμάνων, που αντιστοιχούσε σε ένα ισόγειο και δύο ορόφους, και 9 πήχεων (6,84 μ.) για τα σπίτια των χριστιανών και εβραίων 636.

Ειδικά στις ελληνικές πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας περισσότεροι περιορισμοί της κυριότητας προβλέφθηκαν από τις πολεοδομικές διατάξεις της συλλογής κανονισμών «Νομικόν» του 1788 με σαφείς επιδράσεις της βυζαντινής νομοθεσίας. Ρυθμίζονταν θέματα σχετικά με τις αποστάσεις των κτισμάτων και τα ανάλογα ύψη σε σχέση με τα διπλανά, τη ροή υδάτων και τις ανακαινίσεις. Επίσης επετράπησαν διαφοροποιήσεις σε περιπτώσεις προεξοχών ή τυφλών τοίχων για τη διαφύλαξη της ιδιωτικότητας, διασφαλίστηκε το δικαίωμα στη θέα των κατοικιών με την επιβολή διαφορετικών αποστάσεων ανάλογα με το είδος της (προς τη θάλασσα ή το βουνό) και καθορίστηκαν ορισμένες υποχρεώσεις κατά την κατασκευή φούρνων με σκοπό την αποφυγή των πυρκαγιών 637.

634 Yerasimos S., (1989a) «Lα réglementation urbaine ottomane, XVIe-XIXe siècles», in Proceedings of the 2nd International Meeting on Modern Ottoman Studies and the Turkish Republic, Nederlands Instituut voor het Nabije Oosten, Leiden. 635 Διάταγμα της 29/6/1719 ή 8/7/1719.636 Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ…», όπ. αν., σ. 29-30.637 Καραδήμου Γερόλυμπου A., «Μεταξύ…», όπ. αν., σ. 36.

Page 176: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

4. Η μεταβατική περίοδος της διαμόρφωσης του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους

Κατά τη σταδιακή μετάβαση από την Οθωμανική στην νεοελληνική πόλη σημειώθηκε ένα γενικότερο κλίμα εξορθολογισμού του πολεοδομικού σχεδιασμού με την επαναφορά της ορθογωνικής ρυμοτομίας. Απώτερος σκοπός της εν λόγω εξέλιξης ήταν η διαφοροποίηση των νέων ελληνικών πόλεων από τις άτακτες και δαιδαλώδεις κληρονομημένες πόλεις με έντονα τουρκικά στοιχεία 638. Στο πλαίσιο αυτό υιοθετήθηκαν από την Πολιτεία πολεοδομικά μέτρα που οριοθετούσαν το δικαίωμα της κυριότητας, όπως: α) η αρτιότητα του οικοπέδου, η οποία συνίσταται στην υποχρέωση ορθογωνισμού της πρόσοψής του και την απαίτηση ενός ελάχιστου εμβαδού για την ανοικοδόμησή του 639, β) η απαγόρευση πώλησης του οικοπέδου ή του κτίσματος ελλείψει αρτιότητας, γ) η υποχρέωση ανέγερσης κτίσματος μέσα σε ένα χρόνο από την έναρξη των εργασιών 640, δ) η κατεδάφιση επισφαλών ή κατά παράβαση ανεγειρομένων οικοδομών για την αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης και ε) η δημιουργία μη οικοδομήσιμων ζωνών στα όρια των οικισμών 641. Ταυτόχρονα η ελληνική έννομη τάξη αναγνώρισε τον θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Ειδικότερα από το 1870 και μετά ψηφίστηκε από το νομοθετικό σώμα το θεσμικό πλαίσιο 642 για τις απαλλοτριώσεις με σκοπό τη δημιουργία των μεγάλων δικτύων κυκλοφορίας της εικοσαετούς διακυβέρνησης της χώρας από τον Τρικούπη 643. Με τον τρόπο αυτόν ο έλληνας νομοθέτης ευθυγραμμίστηκε με τα τεκταινόμενα στον ευρωπαϊκό χώρο, όπου η θεμελίωση της κρατικής υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης είχε ήδη αναγνωριστεί στο θετικό δίκαιο κατά την περίοδο του ορθολογισμού με την κατάργηση της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας και την επικράτηση της σαφούς διάκρισης μεταξύ imperium και dominium 644. Ωστόσο ιδιαίτερα καθοριστικό σταθμό για την καθιέρωση του προκείμενου θεσμού αποτέλεσε η διακήρυξη της ατομικής, αστικής ιδιοκτησίας από τη γαλλική επανάσταση

638 Καραδήμου Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός…», σ. 386. 639 Ν ΡΜΘ, «περί Συνικοισμών» της 15/1/1866, ΦΕΚ 8.640 Καραδήμου Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός…», όπ. αν., σ. 383.641 ΒΔ της 20/9/1852 «περί της κατεδαφίσεως επισφαλών οικοδομών». ΒΔ της 9/10/1852 «περί της κατεδαφίσεως των κατά παράβασιν ανεγειρομένων οικοδομών κ.λ.π.». Νόμος ΤΗΝ του 1856, άρθρο 9: θέσπιση ζώνης στα όρια του οικισμού.642 Ν ΣΞΓ του 1868 περί οδοποιίας και τροποποιήσεις του με το Ν ΨΙΒ του 1878, τον ΑΧΜΒ του 1888, τον ΓΥΚΓ του 1909. 643 Καραδήμου Γερολύμπο Α., «Σχεδιασμός…», όπ. αν., σ. 390.644 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 7.

Page 177: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

645, αρχές που ενσωματώθηκαν στα γαλλικά Συντάγματα και σε όλα σχεδόν τα ελληνικά, από την προκήρυξη του Ρήγα Φεραίου το 1797 646.

Επιπλέον κατά την εξεταζόμενη περίοδο προβλέφθηκε η διαδικασία της προσκύρωσης των μη άρτιων οικοπέδων και αποζημίωσης των καταλαμβανόμενων κτημάτων για την πραγματοποίηση διανοίξεων ή διαπλατύνσεων δρόμων. Εντούτοις η εφαρμογή του μέτρου αυτού ήταν αναποτελεσματική, καθώς το βάρος της αποζημίωσης ανατέθηκε στους παρόδιους οικοπεδούχους και κατ’ εξαίρεση στο Δημόσιο. Πρόκειται για μια επιλογή ενδεικτική της βούλησης του νομοθέτη της εποχής για ανάδειξη της χρηστικής αξίας της ιδιοκτησίας της γης χωρίς καμία προοπτική ανταποδοτικότητας 647. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της πόλης της Χαλκίδας, όπου η διαμόρφωση των νέων οικοδομικών νησίδων προσαρμόστηκε απόλυτα στην υπάρχουσα κατάσταση με την επιβολή μικρών μόνο διανοίξεων, ασήμαντων διαπλατύνσεων και τμηματικών ευθυγραμμιών 648. Ταυτόχρονα με τον Ν της 26/5/1835 «Περί προικοδοτήσεων των ελληνικών οικογενειών» αποφασίσθηκε η διάθεση εθνικών γαιών για τη δημιουργία χώρων για τις κοινόχρηστες λειτουργίες των οικισμών 649 και καθορίστηκε η ορθογωνική μορφή των ρυμοτομικών σχεδίων. Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, η νέα μορφή της πόλης απαιτούσε δρόμους όχι πολύ φαρδείς ώστε να σκιάζονται αλλά ούτε και στενότερους των 6 μέτρων, αρκετές πλατείες συμμετρικά κατανεμημένες αλλά όχι πολύ μεγάλες, για λόγους σκιάς. Στοές και δέντρα επιτρέπονταν μόνο στους μεγαλύτερους δρόμους και πλατείες. Τέλος κοινωφελείς χώροι, όπως η εκκλησία, το σχολείο και το πρεσβυτερείον έπρεπε να βρίσκονται στο μέσον της πόλης για την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναπτυσσομένων, γύρω από αυτούς, κατοικιών, σε τετραγωνικό σχήμα για τις πόλεις και σε κυκλικό για τα χωριά 650. Θα μπορούσαμε επομένως να παρατηρήσουμε ότι κατά τη μετάβαση από την οθωμανική πόλη στη νεοελληνική η χωροθέτηση κοινωφελών χώρων παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη σε αντίθεση με τη χρήση τους, η οποία ακολούθησε την ευρύτερη πολιτισμική αλλαγή. Το τζαμί αντικαταστάθηκε από την εκκλησία και τα δημόσια λουτρά (χαμάμ) σταδιακά καταργήθηκαν.

645 Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα», τόμος Β, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα. Αθήνα-Κομοτηνή 1991., σ. 893.646 Άρθρα 16, 19, 20, Δαγτόγλου Π. Δ., όπ. αν., σ. 893. Για το ισχύον καθεστώς της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για λόγους δημόσιας ωφέλειας βλ. Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο πρώτο 9.647 Καραδήμου Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός…», όπ. αν., σ. 386-387. 648 Καραδήμου Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός…», όπ. αν., σ. 387. 649 Ρόκος Δ., «Κτηματολόγιο και αναδασμός, Πολιτική γης, εκδ. Μαυρομάτη, Αθήνα 1981, σ. 184.650 Άρθρα 6-10 του νόμου. Καραδήμου Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός…», όπ. αν., σ. 384.

Page 178: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Ομοίως, η μορφή των κοινόχρηστων χώρων άλλαξε καθοριστικά στην πόλη, ενώ στα χωριά παρέμεινε ο κυκλικός τουρκικός σχεδιασμός.

Μια σημαντική παράμετρο στη διαμόρφωση του δικαιώματος της κυριότητας αποτελεί ο τρόπος εφαρμογής των άνω πολεοδομικών αντιλήψεων ανάλογα με τη φύση του οικισμού. Ειδικότερα κατά τη δημιουργία νέων οικισμών επικράτησε μια απλή, επαναλαμβανόμενη ορθογωνική ρυμοτομία, κανονικά σχήματα οικοπέδων με πρόσωπο στο δρόμο και οι πλατείες ήταν κενοί χώροι που προέκυπταν συνήθως με την αφαίρεση ενός οικοδομικού τετραγώνου 651. Αντίθετα κατά την ανανέωση υπαρχόντων τμημάτων πόλεων προηγείτο ο καθορισμός των τριών σημαντικότερων δρόμων για να ακολουθήσει μια προσπάθεια διαπλάτυνσης και ευθυγράμμισής τους. Ο ορθογωνισμός των οικοπέδων στο κέντρο της πόλης συνοδευόταν από την επιβολή σχετικά μεγάλων εμβαδών, περί των 100 τ.μ., ενώ στο υπόλοιπο ιστορικό τμήμα της πόλης σχηματίζονταν μικρότερα και λιγότερα κανονικά οικόπεδα, έως 50 τ.μ., αναπαράγοντας μια απλούστερη μορφή του παλιότερου ιστού. Για τη διάνοιξη της κεντρικής πλατείας απαιτούνταν υψηλές δαπάνες του τοπικού δήμου. Υπό αυτό το πνεύμα ο χώρος της αγοράς μεταφέρθηκε σε ξεχωριστή περιοχή με αποκλειστική εμπορική χρήση και με ελαστικότερους περιορισμούς της κυριότητας, καθώς, όπως μαρτυρούν και οι σχετικές διατάξεις για την Ερμούπολη 652 και τη Λάρισα 653, επετράπησαν πολύ μικρά εμβαδά οικοπέδων της τάξης των 15 τ.μ. για τη στέγαση των καταστημάτων 654.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι περιπτώσεις επανασχεδιασμού της Λάρισας και των Σερρών. Στη Λάρισα, μετά την πυρκαγιά του 1882, στην προσπάθεια εφαρμογής του ιπποδάμειου συστήματος αναδείχθηκαν εμπόδια, όπως αφενός το υψηλό κόστος των απαιτούμενων από τους κατοίκους αποζημιώσεων για τις ρυμοτομήσεις και τις ιδιότυπες κατατμήσεις οικοπέδων χωρίς τις απαιτούμενες διαστάσεις αρτιότητας και αφετέρου η έλλειψη ενδιαφέροντος εγκατάστασης κατοίκων και επένδυσης των αναγκαίων κεφαλαίων. Το αδιέξοδο αυτό οδήγησε στη δεκαετή καθυστέρηση της ανοικοδόμησης της πόλης, στην αναμόρφωση του σχεδίου με τη θέσπιση ειδικών, ευεργετικών αρτιοτήτων 655 και στην κρατική χρηματοδότηση με τη σύναψη από το δήμο ενός δανείου ύψους 500.000 δρχ 656. Στην περίπτωση

651 Ν ΡΜΘ, όπ. αν.652 ΒΔ της 20/11/1840.653 ΒΔ της 4/9/1884.654 Καραδήμου Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός…», όπ. αν., σ. 392.655 ΒΔ της 4/8/1884 «περί των ορίων αρτιότητας των εν Λαρίσση οικοπέδων».656 Καραδήμου Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός…», όπ. αν., σ. 390-392.

Page 179: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

των Σερρών έγινε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν παρόμοια εμπόδια, που προέκυπταν από την αντίθεση μεταξύ των πολεοδομικών μεταρρυθμιστικών μέτρων και του δικαιώματος της κυριότητας. Μετά την πυρκαγιά της πόλης το 1913, κατά την υποχώρηση του βουλγαρικού στρατού, η άμεση ανάγκη επανασχεδιασμού του αστικού χώρου οδήγησε στην εισαγωγή του αστικού αναδασμού, παραμερίζοντας το ζήτημα των χρηματικών αποζημιώσεων από τους ιδιώτες και το δήμο. Το μέτρο αυτό στόχευε στην αναδιάρθρωση ολόκληρης της πόλης με την κατάθεση ως τίμημα της γης του δημοσίου 657. Με τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, που επήλθε με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης, ο νομοθέτης, διαθέτοντας την χρήσιμη εμπειρία από την εφαρμογή των προγενέστερων πολεοδομικών κανόνων σε πόλεις όπως η Λάρισα, οι Σέρρες και κυρίως η Θεσσαλονίκη 658, προχώρησε στη σύνταξη του ΝΔ της 17.7/16.8 1923 «Περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του κράτους και οικοδομής αυτών», το οποίο σηματοδοτεί την αφετηρία του θετικού δικαίου σε θέματα διευθέτησης του χώρου.

Συμπεράσματα

Από τη διενεργηθείσα ιστορική αναδρομή στον ελληνικό χώρο διαφαίνεται ο διαχρονικός χαρακτήρας της συμβολής των κανόνων διευθέτησης του χώρου στη διαμόρφωση του δικαιώματος της κυριότητας. Στην αρχαία πόλη η ρυμοτομία, το σχήμα των οικοπέδων και η χωροθέτηση των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων εξαρτιόταν από την ακτινωτή ή ορθογωνική μορφή του σχεδίου πόλεως. Συχνά, όπως στην περίπτωση των ιερών και των ναών, ο χωροταξικός σχεδιασμός κάλυπτε μια ευρύτερη περιαστική περιοχή στην οποία επιτρέπονταν χρήσεις που εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές ανάγκες των πολιτών. Κάτι ανάλογο συνέβαινε με τις νεκροπόλεις κατά μήκος των εισόδων της πόλης, οι οποίες εξελίχθηκαν σε μνημειακό χώρο, σύμβολο του κλέους της. Επιπλέον για λειτουργικούς λόγους είχαν επιβληθεί καθορισμένες χρήσεις γης για τις βιοτεχνικές δραστηριότητες και για τις ανάγκες των λιμένων. Τέλος η μορφή δόμησης και η κυριότητα είχαν επηρεαστεί από την ύπαρξη του ιερού περιβόλου και της εστίας στο κέντρο του σπιτιού, με ενδεικτικό παράδειγμα την αδυναμία εμφάνισης της μεσοτοιχίας, καθώς και από δουλείες χάριν του γειτονικού δικαίου, γνωστές ήδη από την εποχή του Σόλωνα. Παρόμοιες ρυθμίσεις σχετικά με τις δουλείες συναντώνται στο ρωμαϊκό και το βυζαντινό δίκαιο, τα οποία προέβλεπαν επιπλέον δουλείες για την εξασφάλιση φωτισμού και ακώλυτης θέας.

657 Ν. 455 «περί ανοικοδομήσεως του εμπρησθέντος τμήματος της πόλεως των Σερρών», ΦΕΚ 372 της 11/12/1914.658 Για τον επανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917 βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10.

Page 180: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Ταυτόχρονα με τους βυζαντινούς κανόνες διευθέτησης του χώρου αναδείχθηκε ο κεντρικός ρόλος του ιπποδρόμου, του αύλειου χώρου των εκκλησιών και της περιοχής του «παζαριού», η οποία αρθρωνόταν με τον βασικό εμπορικό δρόμο της πόλης, γνωστός, συνήθως, ως μέση οδός. Σταδιακά η υποβάθμιση της σημασίας του ιπποδρόμου προς όφελος του αύλειου χώρου των εκκλησιών οδήγησε στη δημιουργία χριστιανικών ναών στις σημαντικότερες συνοικίες της πόλης με αποτέλεσμα την πολεοδομική αποκέντρωση, σε αυτές καθώς κατασκευάστηκαν κοινωφελή κτίρια, όπως λουτρά, ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας και υδραγωγεία.

Εξάλλου, για την εξυπηρέτηση της κατασκευής των δημόσιων έργων εφαρμοζόταν ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, χωρίς ωστόσο να αποζημιώνονται οι χαμηλές σε αξία ιδιοκτησίες. Επί τουρκοκρατίας καθοριστικής σημασίας θεωρείται η οργάνωση του χώρου κατά ομόκεντρους κύκλους και η επιβολή μετά το 1719 περιορισμών δόμησης ανάλογα με το θρήσκευμα του κυρίου. Τέλος η μεταβατική περίοδος από την ίδρυση του νεοελληνικού Κράτους έως το 1923 χαρακτηρίστηκε από μια προσπάθεια εξορθολογισμού της πολεοδόμησης με την εφαρμογή της ορθογωνικότητας στον σχεδιασμό του χώρου των αστικών κέντρων. Η αλλαγή αυτή συνοδεύτηκε από μέτρα περιοριστικά της κυριότητας, με σημαντικότερα α) την αρτιότητα του οικοπέδου και την απαγόρευση πώλησης σε αντίθετη περίπτωση, β) την προσκύρωση των μη άρτιων οικοπέδων και την καταβολή αποζημίωσης, κατά κανόνα από τους παρόδιους οικοπεδούχους των καταλαμβανόμενων κτημάτων, για την πραγματοποίηση διανοίξεων ή διαπλατύνσεων δρόμων, γ) την υποχρέωση ανέγερσης κτίσματος μέσα σε ένα χρόνο από την έναρξη των εργασιών, δ) την κατεδάφιση επισφαλών ή κατά παράβαση ανεγειρομένων οικοδομών για την αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης, ε) τη δημιουργία μη οικοδομήσιμων ζωνών στα όρια των οικισμών, στ) την αποσπασματική εισαγωγή του αστικού αναδασμού, όπως στον επανασχεδιασμό της πόλης των Σερρών μετά την πυρκαγιά του 1913 και ζ) την ψήφιση από το νομοθετικό σώμα του θεσμικού πλαισίου για τις απαλλοτριώσεις με σκοπό τη δημιουργία των μεγάλων δικτύων κυκλοφορίας της εικοσαετούς διακυβέρνησης της χώρας από τον Τρικούπη. Βιβλιογραφία

Ελληνική βιβλιογραφία

Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο Δίκαιο Ι», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1991.

Page 181: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα», τόμος Β, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα. Αθήνα-Κομοτηνή 1991.Δημητριάδης Ε.Π., «Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας», εκδ. Αφοι Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 1995.Ιουστινιάνιος Κώδικας, Νόμος 9, De operibus publicis. Καραδήμου-Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός και ανάκτηση του χώρου της πόλης. Χαρακτήρας της πολεοδομικής παρέμβασης του κράτους κατά την μετάβαση από την Οθωμανική στην Νεοελληνική πόλη», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, Β τόμος, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1985, σ. 392.Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Θεσσαλονίκη και Βορειοελλαδίκές πόλεις στο τέλος του 19ου αιώνα.», εκδ. University studio Press, Θεσσαλονίκη 2004.Μαστραπάς Α, «Ελληνική Αρχιτεκτονική», εκδ. Καρδαμιτσα, Αθήνα 1994.Ρόκος Δ., «Κτηματολόγιο και αναδασμός, Πολιτική γης, εκδ. Μαυρομάτη, Αθήνα 1981.Στεφάνου Ιωσήφ και Ιουλία, «Ο Χώρος των Νεκρών», εκδ. Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, Αθήνα 2000.Τρωιάνος Σ. Ν., «Η προστασία του περιβάλλοντος στο Βυζάντιο», Τσακόπουλος Π., «Τρίπολη: Πολεοδομική, μορφολογική μελέτη της μετάβασης από την οθωμανική στη νεοελληνική πόλη». Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, Α τόμος, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1985, σ. 306. Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., «Ιστορία της Αρχιτεκτονικής», εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1981.Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., «Ανακαλύπτω την αρχαία Ελλάδα. Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία», εκδ. Κέδρος, 1992.

Αλλοδαπή βιβλιογραφία

Auby Jean Marie, Bon Pierre «Droit Administratif des Biens. Domaine, Travaux Publics, Expropriation», 2η εκδ., εκδ. Précis Dalloz, Παρίσι 1993.Biscardi A., «Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο», εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1991. De Coulanges Fustel, «Η αρχαία πόλη», εκδ. Ειρμός, Αθήνα 1991.MacDowell C.D. «Το Δίκαιο στην Αθήνα των κλασσικών χρόνων», εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1996.Vitruve, «De l’architecture», τόμος 1, εκδ. Les Belles Lettres, Παρίσι 1990.Yerasimos S., (1989a) «Lα réglementation urbaine ottomane, XVIe-XIXe siècles», in Proceedings of the 2nd International Meeting on Modern Ottoman

Page 182: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Studies and the Turkish Republic, Nederlands Instituut voor het Nabije Oosten, Leiden.

Page 183: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΜΕΡΟΣ ΙΙ

«Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΟ

ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ»

Page 184: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005
Page 185: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

«Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΝΩ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ»

1. Το Σύνταγμα και η ευαισθητοποίηση της διεθνούς και ευρωπαϊκής έννομης τάξης υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος

Το Σύνταγμα συνιστά τον θεμελιώδη και ανώτατο νόμο μιας κρατικά οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης, ο οποίος ρυθμίζει τη συγκρότηση, την οργάνωση, την άσκηση της κρατικής εξουσίας, καθώς και τις σχέσεις της με τους πολίτες και τη διεθνή έννομη τάξη 659. Το Σύνταγμα του 1975, το οποίο είναι γραπτό, αυστηρό και τυπικό, θεσμοθέτησε την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία και περιέλαβε, για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία, ρητές διατάξεις για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, καθώς και θεμελιώδεις αρχές και κανόνες που στοχεύουν στον ορθολογισμό της χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής.

Ο συντακτικός νομοθέτης επηρεάστηκε από την ευαισθητοποίηση σε παγκόσμιο επίπεδο σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς είχαν προηγηθεί μια σειρά σχετικών διεθνών συμβάσεων και πρωτοβουλιών. Ειδικότερα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είχαν υπογραφεί η Ευρωπαϊκή Μορφωτική Σύμβαση (Παρίσι 1954) και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς (Λονδίνο 1969), οι οποίες αποτελούν τους θεμέλιους λίθους της ευρωπαϊκής πολιτιστικής πολιτικής 660. Ταυτόχρονα η αναγνώριση της οικουμενικότητας των οικολογικών προβλημάτων είχε οδηγήσει στην πραγματοποίηση της Α΄ παγκόσμιας συνάντησης για το περιβάλλον, που πραγματοποιήθηκε από τον Ο.Η.Ε στη Στοκχόλμη, τον Ιούνιο του 1972, σκοπός της οποίας ήταν ο καθορισμός μορφών συλλογικής δράσης για την προστασία του περιβάλλοντος και η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων προς την κατεύθυνση αυτήν. Στο προοίμιο της Διακήρυξης που ακολούθησε, γνωστή ως Διακήρυξη της Στοκχόλμης, υπογραμμίστηκαν ο επείγων χαρακτήρας, το μέγεθος και οι δυσκολίες του άνω στόχου, τέθηκε για πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο το πρόβλημα των ορίων της ανάπτυξης 661 και

659 Κρατερός Μ. Ιωάννου, «Νομικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1998, σ. 959-961. 660 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10.661 Δεκλερής Μ., «Ο Δωδεκάδελτος του Περιβάλλοντος. Αρχές της Βιωσίμου Αναπτύξεως», Νόμος +Φύση 1995, τόμος 2, εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σ. 282-347.

Page 186: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

δηλώθηκε η απόλυτη εμπιστοσύνη στην επιστήμη και την τεχνική, παράγοντες που μπορούν να βοηθήσουν τον άνθρωπο στην προσπάθεια του για βελτίωση και προστασία του περιβάλλοντος. Η Διακήρυξη της Στοκχόλμης δεν είναι ένα κείμενο υποχρεωτικό, νομικά δεσμευτικό. Συνιστά μια πράξη αφύπνισης της παγκόσμιας συνείδησης και αναπροσανατολισμού της, θέτοντας κοινά πλαίσια δράσης και υιοθετώντας ορισμένες αρχές ώστε να αποτελέσουν πηγές έμπνευσης των λαών για την προστασία του περιβάλλοντος. Ενδεικτικά στη Διακήρυξη της Στοκχόλμης προβλέπεται μεταξύ άλλων το θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα στην ελευθερία, την ισότητα, καθώς και το δικαίωμα για ικανοποιητικές συνθήκες ζωής και για ένα ποιοτικό περιβάλλον, εξασφαλίζοντας στον άνθρωπο έναν αξιοπρεπή τρόπο ζωής και ευημερία. Παράλληλα διατυπώνεται η ατομική υποχρέωση προστασίας και βελτίωσης του περιβάλλοντος προς όφελος του ανθρώπου και των απογόνων του. Έκτοτε δόθηκε μια γενικότερη ώθηση, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο, καθώς ακολούθησαν μια σειρά από Διεθνείς Συμβάσεις και αρκετές εθνικές νομοθετικές πράξεις για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως η Σύμβαση των Παρισίων (1972) για την προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής κληρονομιάς 662, η Σύμβαση της Ουάσιγκτον (1973) για την προστασία των απειλουμένων ειδών πανίδας και χλωρίδας 663, η Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1975) για την ασφάλεια και τη συνεργασία στην Ευρώπη, η Σύμβαση της Βαρκελώνης (1976) για την προστασία της Μεσογείου 664, και δύο συμβάσεις για την προστασία του ποταμού Ρήνου (1976).

Μείζον όμως γεγονός για την ευρωπαϊκή πολιτική αποτέλεσε η Συνάντηση Κορυφής των αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Κοινότητας στο Παρίσι, το 1972, όπου υιοθετήθηκε μια επίσημη Πολιτική για το Περιβάλλον από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα 15 χρόνια μετά από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης (1957). Μέσα σε κλίμα σχετικής ευημερίας και σταθερότητας, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, κατά τη συνάντησή τους αυτήν, έκριναν ότι η οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να καταλήγει συγχρόνως σε βελτιώσεις στην ποιότητα ζωής και ότι για τον σκοπό αυτόν επιβάλλεται να δοθεί μία ιδιαίτερη προσοχή στο περιβάλλον. Επιπλέον τα Κοινοτικά Όργανα κλήθηκαν να

662 Η σύμβαση αυτή κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον Ν 1126/1981, ΦΕΚ Α, 32.663 Η εν λόγω σύμβαση κυρώθηκε από το Ελληνικό Κράτος με τον Ν 2055/1992, ΦΕΚ Α, 105.664 Η άνω σύμβαση, η οποία τροποποιήθηκε στη Βαρκελώνη στις 10/6/1995, κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον Ν 855/1978, ΦΕΚ Α, 235. Για την προστασία της Μεσογείου από χερσαίες πηγές ρύπανσης υπεγράφη το 1980 σχετικό πρωτόκολλο, το οποίο, όπως τροποποιήθηκε στις Συρακούσες στις 7/3/1996, κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν 3022/2002, ΦΕΚ Α, 144.

Page 187: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

καταρτίσουν ένα πρώτο πρόγραμμα περιβαλλοντικής δράσης (1973-1976). Ακολούθησαν και άλλα τέτοια προγράμματα, το καθένα από τα οποία καλύπτει, συνήθως, μία χρονική περίοδο 5 ετών. Στα προγράμματα αυτά, που υιοθετούνται εν συνεχεία από το Συμβούλιο των Υπουργών ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, καθορίζεται και περιγράφεται το σύνολο των μέτρων και δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται από την Κοινότητα στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος. Εξίσου σημαντική για την ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική υπήρξε και η Συνέλευση των Κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης τον Ιούνιο του 1974, όπου αναγνωρίστηκε η αναγκαιότητα μιας κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Περιβάλλοντος και υποστηρίχθηκε με διακήρυξη η αρχή της ενσωμάτωσης της περιβαλλοντικής πολιτικής στην οικονομική και χωροταξική. Το επόμενο έτος, αφιερωμένο στην προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, παρουσιάστηκαν στο προαναφερθέν Διεθνές Συνέδριο του Άμστερνταμ τα πλέον προχωρημένα σε ιδεολογία και τεχνικές παραδείγματα αστικών αναπλάσεων με κεντρικό άξονα την προστασία των ιστορικών κέντρων 665. Ταυτόχρονα σε εθνικό επίπεδο, αρκετές χώρες, όπως η Γαλλία, η Σουηδία, η Ιαπωνία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία και η Ουγγαρία εμφάνισαν θεσμικές και εξειδικευμένες νομοθετικές ρυθμίσεις για το περιβάλλον 666.

Εκτός της επιρροής που άσκησαν οι άνω διεθνείς εξελίξεις στον Έλληνα συντακτικό νομοθέτη του 1975, εξίσου ουσιαστικό υπήρξε το κοινωνικό αίτημα και η ανάγκη επίλυσης, την ίδια περίοδο, των σωρευμένων και διογκούμενων περιβαλλοντικών και πολεοδομικών προβλημάτων στον ελλαδικό χώρο. Ειδικότερα στην Ελλάδα, τη δεκαετία του ’70, ήταν ήδη αισθητά προβλήματα, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, το νέφος της Αθήνας, η ρύπανση της θάλασσας, η καταστροφή και οι καταπατήσεις των δασών, καθώς και η αυθαίρετη δόμηση. Παρατηρήθηκε μια εντατική, πυκνή και ως επί το πλείστον άναρχη δόμηση, η οποία δημιούργησε πόλεις και οικισμούς χωρίς ταυτότητα και φυσιογνωμία, καθώς συνοδεύτηκε από τη σταδιακή εξαφάνιση των παραδοσιακών κτιρίων, τον περιορισμό των τόπων ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και τον κατ’εξαίρεση σεβασμό του αρχιτεκτονικού ρυθμού, της αρμονίας, της παράδοσης και της ιδιαιτερότητας των οικισμών. Αποτέλεσμα των άνω επιδράσεων και επιλογών του συντακτικού νομοθέτη ήταν η δημιουργία το 1975 ενός «οικολογικού» Συντάγματος πρωτοποριακού για την εποχή του, συμπεριλαμβάνοντας διατάξεις για την προστασία του φυσικού, του οικιστικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος, των δασών, καθώς και για τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της Χώρας. 665 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10.666 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 15-23.

Page 188: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Από το 1975 έως το 2001 η διεθνής κοινότητα οδηγήθηκε στην υιοθέτηση νέων αρχών και θέσεων στην προσπάθεια προστασίας του περιβάλλοντος και διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς εξαιτίας της διόγκωσης των οικολογικών προβλημάτων, της παγκοσμιοποίησης και της πορείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μεσολάβησαν α) η Έκθεση της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον με τίτλο «Το Κοινό μας Μέλλον», ευρύτερα γνωστή ως Έκθεση Brundtland (1987), η οποία εισήγαγε τον όρο και την έννοια της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης (sustainable development), β) η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη το 1992 και γ) η Διακήρυξη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, την ίδια χρονιά, ανάγοντας την αειφορία σε μείζονα στόχο μιας ποιοτικής ανάπτυξης μέσω της ισόρροπης και εναρμονισμένης με τη φύση επιδίωξης του συνόλου των ανθρώπινων υλικών και άυλων αξιών. Ταυτόχρονα υιοθετήθηκαν αρχές, όπως η αρχή της προφύλαξης, της ενσωμάτωσης, της συμμετοχής και της πληροφόρησης, σύμφωνα με τις οποίες αφενός επιδιώκεται μια αναπτυξιακή πολιτική που να λαμβάνει υπόψη της τις επιμέρους και συνολικές επιπτώσεις της στο περιβάλλον και αφετέρου εντάσσεται ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός στον σχεδιασμό των επί μέρους πολιτικών ανάπτυξης. Επιπλέον με το άνω πλαίσιο αρχών προτείνεται η συμμετοχή και ενημέρωση των πολιτών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Η Διάσκεψη του Ρίο συμπληρώθηκε με την Agenda’21 «Τα πρακτέα κατά τον 21ο αιώνα», η οποία αποτελεί το συστημικό πρόγραμμα βιώσιμης ανάπτυξης για την ανθρωπότητα, συνενώνοντας το Δίκαιο της Ανάπτυξης με το Δίκαιο του Περιβάλλοντος 667. Δεδομένης της όξυνσης της περιβαλλοντικής κρίσης, στην Παγκόσμια Διάσκεψη για την αειφόρο ανάπτυξη, στο Γιοχάνεσμπούργκ τον Σεπτέμβριο του 2002, συμφωνήθηκε το σχέδιο εφαρμογής για την βιώσιμη ανάπτυξη (Plan of Implementation). Εντούτοις η αποτελεσματικότητά του είναι αμφίβολη, καθώς δεν συμπεριλήφθησαν αφενός μηχανισμοί ελέγχου και παρακολούθησης σχετικά με την υλοποίησή του και αφετέρου συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και στόχοι για βασικούς τομείς 668.

Την ίδια περίοδο στο επίπεδο της ευρωπαϊκής πολιτικής και έννομης τάξης η αρχή της αειφορίας και οι θεμελιώδεις αρχές του δικαίου του περιβάλλοντος καθιερώθηκαν με τις συνθήκες του Μάαστριχτ 669 και του Άμστερνταμ, τη

667 Δεκλερής Μ. όπ. αν.,σ. 282-347. European Commission, “Sustainable Development”, http :// europa . eu . int / comm / sustainable /_ en . htm 668 Καραγεώργου Β., «Η αειφόρος ανάπτυξη ως βάση της σύγχρονης περιβαλλοντικής πολιτικής-Βασικοί άξονες και εργαλεία με βάση τα νέα δεδομένα», ΠερΔικ 3/2004, σ. 324-333. 669 Άρθρα Β, 2 και 130Ρ.

Page 189: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

νομολογία του ΔΕΚ και το παράγωγο Ευρωπαϊκό δίκαιο 670. Ειδικότερα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ καθιερώθηκε η υποχρέωση ενσωμάτωσης της προστασίας του περιβάλλοντος σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ και με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ αναδείχθηκε η βιώσιμη ανάπτυξη ως κεντρικό στοιχείο και καταστατική αρχή της ευρωπαϊκής πολιτικής.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 2001, στο Γκέτεμποργκ διατυπώθηκε η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη Βιώσιμη ανάπτυξη, με σαφή προσθήκη και εξειδίκευση της περιβαλλοντικής διάστασης 671. Βασική επιδίωξη του ευρωπαίου νομοθέτη αποτελεί η υλοποίηση της αειφορίας μέσω των τριών πυλώνων της: της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής και της περιβαλλοντικής προστασίας, εξασφαλίζοντας μια ισορροπία ανάμεσά τους. Ωστόσο η αναζήτηση της άνω ισορροπίας είχε ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο μιας χαλαρής προσέγγισης της βιώσιμης ανάπτυξης (weak sustainability), σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η οριακή υποκατάσταση του φυσικού κεφαλαίου με τεχνητό, ενώ θα πρέπει να αποφεύγονται οι ανεπανόρθωτες βλάβες στο περιβάλλον. Για την επίτευξη των στόχων αυτών ο ευρωπαίος νομοθέτης έχει προσανατολιστεί προς τις καθαρές τεχνολογίες και τις φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογικές καινοτομίες 672. Στο πλαίσιο αυτό καταστρώνεται μια εθνική στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη από κάθε Κράτος μέλος, ενώ συγχρόνως, σε κοινοτικό επίπεδο, προωθείται η ολοκλήρωση ενός δικτύου προστατευόμενων περιοχών και διαχείρισης της φυσικής κληρονομιάς, γνωστό ως Natura 2000 673. Επίσης ελήφθησαν διάφορες πρωτοβουλίες για την υλοποίησή των θεμελιωδών αρχών του Δικαίου του Περιβάλλοντος, όπως το Πέμπτο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον, η υπογραφή της Συνθήκης του Άαρχους (25/06/1998) για την Πρόσβαση στην πληροφόρηση, τη Δημόσια Συμμετοχή στη Διαδικασία λήψης Αποφάσεων και την Πρόσβαση στη Δικαιοσύνη για Περιβαλλοντικά θέματα 674, καθώς και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση των Ακτών (1997) 675. Τέλος στον τομέα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς στη Μάλτα, το 1992, αναθεωρήθηκε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς, ενώ το 1985

670 Τολέρης Επ., «Αειφορία: Η έναρξη μιας νέας εποχής για την περιβαλλοντική πολιτική», «Το άρθρο 24 του Συντάγματος…», όπ. αν., σ. 143-145. 671 Δεκλερής Μ., όπ. αν., σ. 282-347. 672 Καραγεώργου Β., όπ. αν., σ. 324-333. 673 Βρετού Β., «Η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης», ΠερΔικ 1/2003, σ. 73 επ. 674 Η συνθήκη αυτή, η οποία υπεγράφη στους κόλπους των Ηνωμένων Εθνών, δεν έχει ακόμα κυρωθεί από τη χώρα μας.675 Σηφάκης Α., «Η αναγκαιότητα της αναθεώρησης του άρθρου 24 του Συντάγματος», ΠερΔικ 4/2000, σ. 586 επ.

Page 190: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

μεσολάβησε η υπογραφή στη Γρανάδα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς 676. Επιπλέον το 2000 εκδόθηκαν από το νομικό τμήμα του Συμβουλίου της Ευρώπης οδηγίες για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής, Αρχαιολογικής και Κινητής Κληρονομιάς με σκοπό τη διευκόλυνση της διαδικασίας προσαρμογής των εθνικών νομοθεσιών στο πλαίσιο των αρχών της ολοκληρωμένης Προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Η ανάγκη προσαρμογής του Συντάγματος στην εξέλιξη των αρχών και των κατευθύνσεων της πολεοδομίας και της προστασίας του περιβάλλοντος μετά το 1975 οδήγησε τον αναθεωρητικό νομοθέτη, το 2001, στην τροποποίηση διατάξεων του Συντάγματος που άπτονται της περιβαλλοντικής, χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής, ενισχύοντας τον οικολογικό του χαρακτήρα 677. Πρόκειται για τη δεύτερη συνταγματική αναθεώρηση μετά το 1975, καθώς είχε προηγηθεί αυτή του 1986 με αντικείμενο τη μείωση των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αντιθέτως ένα από τα καίρια μελήματα του αναθεωρητικού νομοθέτη το 2001 ήταν η υιοθέτηση αρκετών θέσεων της νομολογίας του ΣτΕ σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. Τελικώς τροποποιήθηκαν τα δύο τρίτα σχεδόν των άρθρων του Συντάγματος με επίκεντρο την αναθεώρηση του άρθρου 24, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ επανεξετάστηκαν αρκετές διατάξεις που αφορούσαν σε πολεοδομικά και χωροταξικά ζητήματα 678.

2. Η αναγνώριση της αρχής της αειφορίας ή της βιώσιμης ανάπτυξης

Σύμφωνα με την Έκθεση Brundtland της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών του 1987 «Το κοινό μας μέλλον» ως βιώσιμη ανάπτυξη ορίζεται «η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες της παρούσας γενεάς, χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες». Αρχικά η αρχή της αειφορίας εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη μέσω της νομολογίας. Ειδικότερα το ΣτΕ προέβη στην αναγνώριση της άνω αρχής ως συνταγματικά κατοχυρωμένης, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τις αποφάσεις της Ολομέλειας και του Ε τμήματος 679 καθ’ερμηνεία του άρθρου 24 του Συντάγματος του 1975. Είναι ενδεικτική η απόφαση ΣτΕ 50/1993 με αφορμή τη σύγκρουση οικονομικών-τουριστικών και

676 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10.677 Ζήση Ρ., «Το αναθεωρημένο άρθρο 24 του Συντάγματος: Βάση για ένα σύγχρονο Οικολογικό Συνταγματικό Κράτος Δικαίου», «Το άρθρο 24 του Συντάγματος…», όπ. αν., σ. 21-25. 678 Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001. 679 ΣτΕ 2755/1994 (Ολομ.), 2537/1996, 3478/2000.

Page 191: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

περιβαλλοντικών συμφερόντων τα οποία συνδέονται με τον ιδιαίτερο φυσικό χαρακτήρα μιας περιοχής. Σύμφωνα με την απόφαση αυτήν η Διοίκηση οφείλει να αποβλέπει αφενός στην ορθολογική κατανομή της τουριστικής δραστηριότητας στον ελλαδικό χώρο στο πλαίσιο μιας σχεδιασμένης ρύθμισης χρήσεων γης και αφετέρου στην ανάπτυξη μονάδων χωρίς υπέρβαση των ορίων κορεσμού κάθε περιοχής. Ακολούθησε η υπόθεση Πετρόλα 680, μετά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που είχε διαταχθεί στο στάδιο της αναστολής εκτέλεσης, στην οποία διακηρύχθηκε για πρώτη φορά η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης 681, η οποία προσδιορίστηκε περαιτέρω στην απόφαση ΣτΕ 304/1993 σχετικά με την εγκατάσταση ιχθυοτροφείου. Με την απόφαση αυτήν πραγματοποιήθηκε μια νομολογιακή στροφή ως προς την αντιμετώπιση της σύγκρουσης μεταξύ της προστασίας του περιβάλλοντος και της οικονομικής ανάπτυξης. Ειδικότερα σύμφωνα με την έως τότε ισχύουσα νομολογία ελλείψει γενικότερου χωροταξικού σχεδιασμού ακολουθούνταν από το ΣτΕ η σημειακή χωροθέτηση της μονάδας, καθώς οποιαδήποτε άλλη λύση θα επέφερε οικονομική στασιμότητα στη χώρα. Η νέα νομολογία, συνδυάζοντας τα άρθρα 24 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος 682, κατέληξε στην αρχή της συνδυαστικής άσκησης της αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής με την πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος, προσδίδοντας προέχουσα μέριμνα στην πρόληψη της βλάβης του περιβάλλοντος 683. Σύμφωνες με την άνω νομολογία είναι οι αποφάσεις ΣτΕ 2755/1994 (Ολομ.), η οποία αφορούσε στην εγκατάσταση και τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενων βιομηχανικών μονάδων, και ΣτΕ 2760/1994 σχετικά με την εκτροπή του ποταμού Αχελώου 684. Ειδικά στη δεύτερη απόφαση ορίζεται ότι με το άρθρο 24 του Συντάγματος θεσπίζεται η αρχή της πρόληψης της βλάβης του περιβάλλοντος και της διατήρησης των φυσικών πόρων για την παρούσα και τις επόμενες γενιές. Ακολούθησαν αρκετές αποφάσεις που επέβαλαν τον σεβασμό της αειφορίας σε ποικίλες δραστηριότητες, με αποτέλεσμα είτε να τις οριοθετούν είτε να τις ακυρώνουν. Ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν η διάνοιξη τμήματος της Εγνατίας οδού, η μεταφορά ρεύματος υψηλής τάσης σε μικρά νησιά, η ίδρυση βιομηχανικών μονάδων, η μεταλλευτική και εν γένει η εξορυκτική δραστηριότητα, καθώς και η

680 ΣτΕ 53/1993, ΕΑ 4/1992.681 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 115.682 Τα άνω άρθρα αναφέρονται αντιστοίχως στην υποχρέωση του Κράτους προστασίας του περιβάλλοντος και στην ανάθεση σε αυτό του προγραμματισμού και συντονισμού της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, με σκοπό την εξασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας.683 Σιούτη Γλ. Π., «Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης ή της αειφορίας», «Το άρθρο 24 του Συντάγματος …», όπ. αν., σ. 118-127.684 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν. σ. 116-117.

Page 192: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων 685. Συνεπώς ως επιδίωξη της εν λόγω αρχής είναι δυνατόν να θεωρηθεί η σταθερή συνέλιξη ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων 686. Λόγω της ευρύτητας του στόχου αυτού, έχει προταθεί από τη θεωρία η συστηματική ανάλυσή της αειφορίας σε δώδεκα επιμέρους αρχές, κάποιες από τις οποίες επιδρούν στο φυσικό περιβάλλον, άλλες στο δομημένο και άλλες και στα δύο 687. Ειδικότερα το πλαίσιο των δώδεκα αρχών αποτελείται από: α) τη δημόσια οικολογική τάξη σύμφωνα με την οποία η βιώσιμη ανάπτυξη υπάγεται στην ευθύνη του Κράτους μέσω ενός υποχρεωτικού συστήματος ελέγχου με σκοπό το γενικό συμφέρον της παρούσης γενεάς και των επόμενων,β) την απαγόρευση κάθε περαιτέρω μείωσης ή υποβάθμισης του φυσικού κεφαλαίου,γ) τον σεβασμό της φέρουσας ικανότητας των ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων ώστε να προλαμβάνεται η κατασκευή θνησιγενών υπερτροφικών ανθρωπογενών συστημάτων τα οποία συμπαρασύρουν στην αποσύνθεσή τους τα οικοσυστήματα. Η αρχή αυτή σχετίζεται με τον αριθμό των ειδών ή μονάδων είδους που μπορούν να συντηρηθούν επ’ άπειρο από ένα οικοσύστημα χωρίς υποβάθμισή του. Αποτελεί έναν περιορισμό στην ανάπτυξη των οικοσυστημάτων και ιδίως του δομημένου περιβάλλοντος, καθώς η φέρουσα ικανότητα σηματοδοτεί το απαραβίαστο όριο της ανάπτυξής τους 688. Προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην προαναφερθείσα Διακήρυξη της Στοκχόλμης για το Περιβάλλον (1972) και αναγνωρίστηκε ρητώς από τη νομολογία του ΣτΕ στις αρχές τις δεκαετίας του’90 689. Έκτοτε η φέρουσα ικανότητα εφαρμόζεται κυρίως σχετικά με την ανάπτυξη τουριστικών περιοχών ή ευαίσθητων οικοσυστημάτων, καθώς αφενός αυτή θα πρέπει να είναι σύμφωνη με την ικανότητα της περιοχής φιλοξενίας τουριστών και αφετέρου οι ξενοδοχειακές μονάδες θα πρέπει προσαρμόζονται στον περιβάλλοντα χώρο690. Ειδικότερα για τα νησιά των Κυκλάδων η νομολογία του ΣτΕ έκρινε ότι η οικιστική, τουριστική και γενικώς η οικονομική ανάπτυξη πρέπει να συνδέεται με τη διατήρηση του χαρακτήρα τους και του νησιωτικού ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος και τοπίου χωρίς να παραβιάζεται η φέρουσα ικανότητά τους, ως παραδοσιακών ανθρωπογενών συστημάτων και ευαίσθητων οικοσυστημάτων. Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίος όρος για την προστασία των

685 ΣτΕ 2731/1997, 2805/1997, 4207/1997, 637/1998, 772/1998, 2818/1997.686 Δεκλερής Μ., όπ. αν., σ. 282-347. 687 Δεκλερής Μ., όπ. αν., σ. 282-347. 688 Δεκλερής Μ., όπ. αν., σ. 282-347. 689 ΠΕ 246, 586/1992, ΣτΕ 2844/1993.690 ΣτΕ 50/1993.

Page 193: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

νησιών θεωρήθηκε η εκπόνηση ειδικών χωροταξικών σχεδίων, που να διέπονται από την αρχή αυτήν 691, δ) την αποκατάσταση του διαταραχθέντος οικοσυστήματος, αποτρέποντας τη μείωση του φυσικού κεφαλαίου,ε) την προστασία της βιοποικιλότητας, η οποία θεωρείται απαραίτητη για τη διατήρηση της ευστάθειας των οικοσυστημάτων, στ) την κοινή φυσική κληρονομιά, με την οποία επιδιώκεται η διασφάλιση της άγριας φύσης, καθώς αυτή αποτελεί τον ζωτικό πυρήνα του φυσικού κεφαλαίου,ζ) την ήπια ανάπτυξη των ευπαθών οικοσυστημάτων. Ως ήπια θεωρείται η ανάπτυξη η οποία δεν επιφέρει μεγάλη επιβάρυνση και ένταση του περιβάλλοντος είτε λόγω της εξόρυξης φυσικών πόρων είτε λόγω χρήσεως είτε λόγω αποβλήτων 692. Κατ’εφαρμογή της αρχής αυτής, απαγορεύτηκε από τη νομολογία του ΣτΕ η οικιστική ανάπτυξη των δασών ή των δασικών εκτάσεων, καθώς και η κατασκευή και λειτουργία νεκροταφείων, βιομηχανιών, κοινωφελών ιδρυμάτων και πάγιων εγκαταστάσεων παιδικών κατασκηνώσεων 693. Στο ίδιο πνεύμα αποφασίστηκε από το ΣτΕ αφενός ότι οι οικιστικές ρυθμίσεις στις ακτές ως θέμα εθνικής σημασίας ανήκουν στην αρμοδιότητα του αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας και όχι του νομάρχη και αφετέρου ότι τα τεχνικά έργα στις ακτές επιτρέπονται μόνο για λόγους δημόσιου συμφέροντος, εντασσόμενα σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό. Επιπλέον με την ίδια νομολογία προστατεύεται το αισθητικό κάλλος των ακτών. Τέλος σχετικά με τις τοποθεσίες ιδιαίτερου φυσικού κάλλους απαγορεύτηκε η ανθρώπινη παρέμβαση σε όσες έχουν περιορισμένη έκταση, ενώ σε εκείνες με μεγάλη έκταση επετράπη ήπια οικιστική ανάπτυξη, όπως η ομαλή δημογραφική εξέλιξη προϋφιστάμενων οικισμών αλλά όχι η δημιουργία νέων 694, η) τη χωρονομία, η οποία συνίσταται στη λειτουργική διαίρεση και κατανομή του χώρου αναλόγως των χρησιμοτήτων του, επιτάσσοντας τον συνολικό σχεδιασμό της ισορροπίας μεταξύ ανθρωπογενών συστημάτων και οικοσυστημάτων, ώστε να ελέγχεται και να επιτηρείται η ευστάθειά τους και η ποιοτική βελτίωση των πρώτων 695. Η αρχή αυτή χρησιμοποιήθηκε από τη νομολογία του ΣτΕ αφενός για την προσωρινή αποδοχή της χρήσης των θεσμοθετημένων μέσων πολεοδομικού σχεδιασμού για την άσκηση χωροταξικής πολιτικής, όπως οι ΖΟΕ και τα ΓΠΣ, και αφετέρου ως μοχλός πίεσης της εκτελεστικής εξουσίας προκειμένου να θεσμοθετηθούν και να

691 ΣτΕ 2479/2003 σχετικά με τον καθορισμό ΖΟΕ στις Κυκλάδες.692 Δεκλερής Μ., όπ. αν., σ. 282-347. 693 ΠΕ 314/1995, 105/1993. στο παρακάτω στο ίδιο κεφάλαιο 8.694 ΠΕ 307/1995.695 Δεκλερής Μ., όπ. αν., σ. 282-347.

Page 194: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

υλοποιηθούν αμιγώς χωροταξικά μέσα σχεδιασμού 696. Αρχικώς δόθηκε από το ΣτΕ στο Κράτος μια εύλογη προθεσμία χάριτος για τη σύνταξη χωροταξικών σχεδίων κατά την οποία η νομολογία δεχόταν την κατάρτιση πολεοδομικών σχεδίων 697. Σταδιακά όμως η στάση του ΣτΕ μεταβλήθηκε με αποτέλεσμα να μην δέχεται πλέον τις ευκαιριακές «σημειακές» χωροθετήσεις ανθρωπογενών συστημάτων, όπως οικισμών, ιχθυοτροφείων ή λατομείων, αξιώνοντας έναν χωροταξικό σχεδιασμό σε επίπεδο νομού με την απεικόνιση των χωροταξικών δεδομένων και επιλογών της Διοίκησης επί χάρτου, υποβαλλομένου στο ΣτΕ 698. Εξάλλου ελέγχονται αυστηρά τα θεσμοθετημένα μέσα πολεοδομικού σχεδιασμού που χρησιμοποιούνται για την άσκηση χωροταξικής πολιτικής 699, θ) την πολιτιστική κληρονομιά, με την οποία επιδιώκεται η σταθερή συνέχεια των ανθρωπογενών οικοσυστημάτων και ο ποιοτικός χαρακτήρας της ανάπτυξης. Το ΣτΕ, πριν ακόμα από την ψήφιση του Ν 3028/2002 «για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς», προχώρησε σε διεύρυνση του αντικείμενου της πολιτιστικής κληρονομιάς. Αρχικώς το Ε τμήμα του έκρινε ότι η προστασία των Δελφών, ως μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, απαιτεί ποιότητα περιβάλλοντος χώρου και κατ’ ακολουθία εκτεταμένη ακάλυπτη ζώνη γύρωθεν 700. Ομοίως η ανάγκη προστασίας της ιεράς μονής της Πάτμου οδήγησε τη νομολογία του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου να θεωρήσει ως οικοδομήσιμα μόνο τα οικόπεδα επί των οποίων υφίστατο αποδεδειγμένα παλαιά οικοδομή, με σκοπό τη διατήρηση του μνημειακού χαρακτήρα ολόκληρης της κωμόπολης 701. Στο ίδιο πνεύμα οι παραδοσιακοί οικισμοί ως προϊόντα λαϊκής αρχιτεκτονικής θεωρήθηκαν ουσιώδες μέρος της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς με αποτέλεσμα την επέκταση της συνταγματικής προστασίας τους, εκτός από τη διατήρηση του χαρακτήρα τους, στην περιμετρική ζώνη, η οποία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη και αναδιάταξη της φυσιογνωμίας τους 702. Ταυτόχρονα, προβαίνοντας σε μια ιεράρχηση των σκοπών του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών, το Ε τμήμα του ΣτΕ ανήγαγε τη διατήρηση της φυσιογνωμίας της πόλης των Αθηνών στον βασικότερο στόχο του εν λόγω σχεδίου 703,

696 Χατζοπούλου Α., Γερασίμου Σ., όπ. αν. 697 ΠΕ 304/1994.698 ΠΕ 586/1992, ΣτΕ 2844/1993, 2435/1993.699 Δεκλερής Μ., όπ. αν., σ. 282-347. 700 ΣτΕ 2182/1994.701 ΣτΕ 1529/1993.702 ΠΕ 703/1994: Οικισμοί Ρεθύμνου.703 ΠΕ 37/1991.

Page 195: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ι) το βιώσιμο αστικό περιβάλλον μέσω της ισόρροπης κατανομής των παραγωγικών δραστηριοτήτων 704, με σκοπό την ανατροπή της παρακμής των σύγχρονων οικισμών, ιδίως των μεγαλουπόλεων, επαναφέροντας την ποιότητα ζωής στην πόλη. Σύμφωνα με την αρχή αυτήν η βιωσιμότητα πρέπει να χαρακτηρίζει τη ζωή στους οικισμούς και τα οικοσυστήματα που τους στηρίζουν. Ειδικότερα αυτή αναλύεται σε οκτώ επιμέρους βασικούς κανόνες: 1) ένταξη της ίδρυσης και επέκτασης των οικισμών στη σχεδίαση του οικιστικού υποσυστήματος του αντίστοιχου χωροταξικού σχεδίου, ώστε να ελέγχεται η κερδοσκοπία της γης και η άναρχη δόμηση. Στο πλαίσιο αυτό η ίδρυση οικισμών από ιδιωτικούς συνεταιρισμούς θεωρείται νόμιμη από το ΣτΕ μόνο αν αυτή έχει ενταχθεί αποδεδειγμένα στον οικείο χωροταξικό σχεδιασμό βάσει αφενός ενός επίσημου χάρτου υποβαλλόμενου στο δικαστήριο και αφετέρου των αρχών της βιωσιμότητας και της φέρουσας ικανότητας 705, 2) ορθολογικός χαρακτήρας των σχεδίων πόλεως, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του οικισμού με τους καλύτερους δυνατούς όρους διαβίωσης. Κατ’εφαρμογή αυτού του κανόνα το ΣτΕ απέκλεισε τις καταστρατηγήσεις της αρτιότητας με τη μέθοδο των παρεκκλίσεων 706 και δεν δέχθηκε ως λόγο απόκλισης τυχόν προηγηθείσα κατάτμηση γης ή αυθαίρετη δόμηση 707. Επιπλέον την παραβίαση της ορθολογικής και προγραμματισμένης χωροταξικής και πολεοδομικής διαμόρφωσης επικαλέστηκε το ΣτΕ για να κρίνει ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις του Ν 2300/1995, σχετικά με την επανεισαγωγή για δεύτερη φορά στην ελληνική έννομη τάξη του θεσμού της μεταφοράς συντελεστή δόμησης 708, οι οποίες προέβλεπαν τη μετατροπή των Ζωνών Αγοράς Συντελεστού (ΖΑΣ) του Ν 880/1979, πρώτου νόμου περί μεταφοράς συντελεστή δόμησης, σε Ειδικές Ζώνες Υποδοχής Συντελεστή (ΕΖΥΣ) 709, 3) απαγόρευση της επιδείνωσης των όρων δόμησης. Στο πλαίσιο αυτό απαγορεύτηκε η αντικατάσταση του πανταχόθεν ελευθέρου οικοδομικού συστήματος με άλλο δυσμενέστερο 710, η αύξηση του συντελεστή δόμησης711 και η υπέρβαση κατά την εφαρμογή της μεταφοράς συντελεστή δόμησης του αμέσως ή εμμέσως συναγόμενου συντελεστή οικιστικής πυκνότητας της περιοχής υποδοχής, αξιώνοντας η μεταφορά να μη θίγει τον άριστο για την περιοχή συντελεστή δόμησης 712, 4) αναχαίτιση της περαιτέρω ανάπτυξης των μεγαπόλεων και, 704 ΣτΕ 4207/1997.705 Δεκλερής Μ., όπ. αν., σ. 282-347. 706 ΣτΕ 286/1993.707 Δεκλερής Μ., όπ. αν., σ. 282-347. 708 Βλ. Μέρος ΙΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 1.1.4.709 ΣτΕ 4572, 4573/1996.710 ΣτΕ 10/1988.711 ΣτΕ 1310/1993.712 ΠΕ 441/1991.

Page 196: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

επομένως, απαγόρευση της καθ’οιονδήποτε τρόπο επέκτασης των οικείων σχεδίων πόλεων, 5) κατά προτεραιότητα βελτίωση των υποβαθμισμένων περιοχών των μεγαπόλεων, 6) διασφάλιση επαρκών ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων, 7) διασφάλιση του αστικού πρασίνου ως της ελάχιστης βιόσφαιρας η οποία κρίνεται απαραίτητη για την υγεία των κατοίκων των πόλεων 713 και 8) βιώσιμη συγκοινωνία και κυκλοφορία στην πόλη 714, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να επιδιώκεται η ακώλυτη λειτουργία του βασικού οδικού δικτύου με αποφυγή της επαύξησης και παρακώλυσης της κυκλοφορίας ως αποτέλεσμα της επιβάρυνσης των μεγάλων οδικών αρτηριών που συνδέουν την κυρίως πόλη με τα προάστια με παρόδιες χρήσεις 715. Επιπλέον προωθείται η δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου πεζοδρόμων και δρόμων ήπιας κυκλοφορίας στον αστικό ιστό με την ταυτόχρονη ενθάρρυνση της χρήσης μέσων μαζικής μεταφοράς για τις μεγαλύτερες διαδρομές. Πρόκειται για μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση του χώρου της πόλης, αποβλέποντας στη βελτίωση της ποιότητας ζωής με την ανάδειξη των κοινόχρηστων χώρων και την ενίσχυση της προσβασιμότητας, της ασφάλειας και της διευκόλυνσης της κυκλοφορίας των πολιτών 716,ια) το φυσικό κάλλος, το οποίο συνδέεται με την ποιοτική ανάπτυξη καιιβ) την καθιέρωση της οικολογικής συνείδησης των ανθρώπων ως πραγματικής εγγύησης του συνολικού συστήματος ελέγχου 717.

Τη νομολογιακή εισαγωγή και ανάπτυξη της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης από το ΣτΕ 718 ακολούθησε μια ανάλογη νομοθετική πρωτοβουλία με την ψήφιση των Ν 2508/1997 «για τη βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώρας και σχετικές ρυθμίσεις» και Ν 2742/1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη» 719. Η εξέλιξη αυτή του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου του Περιβάλλοντος προσέλαβε μια τέτοια δυναμική ώστε να επηρεάσει και τον αναθεωρητικό νομοθέτη, με 713 Βλ. στο ίδιο κεφάλαιο, 6.2.714 Βλ. στο ίδιο κεφάλαιο, 2.715 Για το λόγο αυτό δεν επετράπη η μετατροπή της ισχύουσας χρήσης γης αμιγούς κατοικίας σε χρήσεις γενικής κατοικίας και πολεοδομικού κέντρου κατά μήκος της Λεωφόρου Μαραθώνος στην περιοχή του Δήμου Νέας Μάκρης (ΠΕ 135/1997). Δεκλερής Μ., «Η αρχή του Βιώσιμου Αστικού Περιβάλλοντος», «Το Δίκαιο της Βιωσίμου Αναπτύξεως», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, σ. 226.716 Martincigh L. «Qualità urbana e mobilità sostenibile», Urbanistica tre, Università degli Studi Roma Tre, Σεπτέμβριος 1998 σ. 2. 717 Δεκλερής Μ., «Ο Δωδεκάδελτος…», όπ. αν., σ. 282-347. 718 Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εισάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο, με σκοπό την προστασία της κοινοχρησίας και της κοινής ωφέλειας, μέσω της ερμηνείας της διάταξης ΑΚ 281 «Κατάχρηση Δικαιώματος». Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον και Δίκαιο», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ. 323-330. 719 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10.

Page 197: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αποτέλεσμα τη ρητή αναφορά της αειφορίας στο αναθεωρημένο, το 2001, δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος, διευρύνοντας κατά συνέπεια την περιβαλλοντική οπτική γωνία του Συντάγματος, καθώς η αειφορία αποτελεί πλέον και τυπικά μια προβλεπόμενη από αυτό αρχή. Σύμφωνα με την αναθεωρημένη διάταξη «για τη διαφύλαξη του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας». Η κατοχύρωση σε συνταγματικό επίπεδο της άνω αρχής συνιστά αναμφισβήτητα μια σημαντική τομή στην έννομη τάξη, καθώς αφενός επηρεάζεται η ερμηνεία άλλων συνταγματικών αρχών, όπως της ελευθερίας της οικονομικής δραστηριότητας, του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, της ενίσχυσης της περιφερειακής ανάπτυξης και της διασφάλισης της οικονομικής ανάπτυξης και αφετέρου συνεπάγονται περιορισμοί των πολιτικών και των δραστηριοτήτων των ιδιωτών στο μέτρο που αυτές επιφέρουν υποβάθμιση του περιβάλλοντος, ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ανάπτυξη των επόμενων γενεών και την ικανότητα των φυσικών πόρων κάλυψης των παρουσών αναγκών. Επιπλέον με τη θέση αυτήν του συντακτικού νομοθέτη επικυρώθηκε η νομολογιακή ερμηνεία του άρθρου 24 του Συντάγματος με την οποία συνδέθηκε σταδιακά η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης με την αρχή της πρόληψης 720. Εντούτοις ο δικαστικός έλεγχος της τήρησής της αειφορίας καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής, δεδομένης της ελαστικότητας και της μεταβλητότητας της έννοιας αυτής ανάλογα με τις εκάστοτε αντιλήψεις και την τεχνολογική εξέλιξη. Πρόκειται για έλεγχο ορίων ο οποίος περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας και όχι ουσίας. Αυτή εξάλλου είναι και η θέση της νεότερης νομολογίας του ΣτΕ 721, από την οποία συνάγεται ότι ο έλεγχος ουσίας της τήρησης της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης εξέρχεται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου λόγω των απαιτούμενων εξειδικευμένων επιστημονικών-τεχνικών γνώσεων 722.

3. Το δικαίωμα στο περιβάλλον

Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος του 1975 «η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση

720 ΣτΕ 2755/1994, 2537/1996, 637/1988, 3478/2000. Καραγεώργου Β., όπ. αν. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται ρητώς από το ΣτΕ ως θεμελιώδης για την προστασία του περιβάλλοντος βάσει του άρθρου 24 του Συντάγματος, της Συνθήκης του Μάαστριχτ, της Διακήρυξης του Ρίο και της Ατζέντας 21. ΣτΕ 2759/1994, 860/1998.721 ΣτΕ 3478/2000.722 Μενουδάκος Κ., «Η αναθεώρηση του Συντάγματος και η βιώσιμη ανάπτυξη», «Το άρθρο 24 του Συντάγματος…», όπ. αν., σ. 31-55.

Page 198: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

του Κράτους. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα». Η ρητή αυτή καθιέρωση της υποχρέωσης του Κράτους δεσμεύει τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Ειδικότερα οι δύο πρώτες οφείλουν να προβαίνουν στις απαιτούμενες θετικές ενέργειες για την προστασία του περιβάλλοντος. Επιπλέον η Διοίκηση οφείλει να απέχει από την έκδοση δυσμενών για το περιβάλλον πράξεων ελλείψει ειδικής προστατευτικής νομοθεσίας. Με βάση αυτήν τη συνταγματική διάταξη η νομολογία του ΣτΕ αναγνώρισε την ύπαρξη ενός συνταγματικού δικαιώματος στο περιβάλλον 723, άρρηκτα συνδεδεμένου με τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της προστασίας της αξίας του ανθρώπου και με το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Το δικαίωμα στο περιβάλλον θα μπορούσε να ορισθεί ως το δικαίωμα του ανθρώπου για τη δημιουργία, διατήρηση και αποκατάσταση συνθηκών οι οποίες εξασφαλίζουν τη ζωή, την υγεία, την ποιότητα ζωής, φυσικής, ηθικής, πνευματικής και κοινωνικής, καθώς και το ίδιο το περιβάλλον ως άμεσα προστατευτέο έννομο αγαθό 724.

Εξάλλου η νομολογία προσδιόρισε τον μικτό χαρακτήρα του εν λόγω δικαιώματος, καθώς αυτό φέρει στοιχεία ατομικού, πολιτικού και κυρίως κοινωνικού δικαιώματος 725. Η σημασία του άνω χαρακτηρισμού έγκειται στην οριοθέτηση της δέσμευσης των εξουσιών που το εν λόγω δικαίωμα παρέχει στον φορέα του. Ειδικότερα η θεώρησή του ως ατομικού διασφαλίζει τη σφαίρα ελευθερίας του ατόμου από παρεμβάσεις της Πολιτείας, περιορίζοντας το περιεχόμενο του δικαιώματος αφενός στην αγώγιμη αξίωση του πολίτη έναντι του Κράτους για αποχή από πράξεις οι οποίες προσβάλλουν το περιβάλλον και αφετέρου στην υποχρέωση της Πολιτείας διαμόρφωσης ενός προστατευτικού κανονιστικού πλαισίου και ελλείψει αυτού στην άμεση εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων από τη Διοίκηση. Ο χαρακτηρισμός του ως κοινωνικού δεν συνεπάγεται κατά κανόνα αγώγιμη αξίωση παρά μόνο αν αυτή αφορά στην κατάργηση ή μείωση της ήδη παρασχεθείσας από το Κράτος προστασίας, η οποία αποτελεί κοινωνικό κεκτημένο. Κατά συνέπεια η αξίωση του φορέα του δικαιώματος συνίσταται στη λήψη θετικών μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος από το Κράτος 726. Ως κοινωνικό δικαίωμα το περιβάλλον αποτελεί συγκεκριμενοποίηση του δικαιώματος ανάπτυξης της προσωπικότητας 727. Τέλος ως πολιτικό δικαίωμα το δικαίωμα στο περιβάλλον παρέχει την

723 ΣτΕ 3682/1986.724 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 28.725 ΣτΕ 3682/1986.726 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 63. 727 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 32, ΕΑ 219/1983, ΣτΕ 4617/1986, 3682/1986.

Page 199: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

εξουσία στον πολίτη θεμελίωσης σε αυτό αξιώσεων πληροφόρησης και συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων σχετικών με το περιβάλλον με νομιμοποιητικό έρεισμα τα άρθρα 25 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, τα οποία αφορούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου και στο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας αντιστοίχως 728.

Ταυτόχρονα νομολογιακά αναγνωρίστηκε και προστατεύεται το περιβαλλοντικό κεκτημένο ως ο απαραβίαστος πυρήνας του δικαιώματος στο περιβάλλον. Σύμφωνα με την αρχή αυτήν, που υπάρχει και στο γερμανικό δίκαιο 729, πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια να αποφεύγεται η περαιτέρω επιδείνωση του περιβάλλοντος έτσι ώστε, εάν δεν είναι δυνατή η βελτίωσή του, να διατηρείται τουλάχιστον το υπάρχον status quo 730. Η αρχή αυτή συνδυαζόμενη με εκείνη της προφύλαξης χαράσσει τα κατώτερα όρια της ρύπανσης του περιβάλλοντος 731. Ειδικότερα σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης, η οποία προβλέφθηκε ρητώς το 1993 στο άρθρο 174 της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η διαχείριση των οικολογικών διακινδυνεύσεων επαφίεται στη λήψη προληπτικών μέτρων, ακόμα και εάν οι κίνδυνοι και τα αρνητικά αποτελέσματα ενός έργου ή μιας δραστηριότητας δεν μπορούν να θεμελιωθούν από επιστημονικής απόψεως κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Η ταυτοποίηση των δυνητικών κινδύνων επαρκεί για την υιοθέτηση προληπτικών μέτρων με σκοπό την αποφυγή της ρύπανσης ή της υποβάθμισης εν γένει του περιβάλλοντος. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν πιθανές υπερβολές από την εφαρμογή αυτής της αρχής είναι δυνατή η εφαρμογή της σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενυπάρχει στο άρθρο 174.3 της ΣυνθΕΚ 732. Ωστόσο, με αφορμή την ΣτΕ 150/1990 (Ολομ.), η απόλυτη μορφή του περιβαλλοντικού 728 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 63, Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 29-36.729 Κουτούπα-Ρεγκάκου Ε., «Δίκαιο του Περιβάλλοντος», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005, σ. 61.730 ΣτΕ 10/1988 (Ολομ.).731 Κουτούπα-Ρεγκάκου Ε., όπ. αν., σ. 61.732 Η προκείμενη αρχή έχει τις ρίζες της σε διεθνές επίπεδο στην Παγκόσμια Χάρτα για τη φύση, που υιοθετήθηκε από τη ΓΣ των ΗΕ το 1982. Ρητά εμφανίστηκε το 1987, στις διϋπουργικές συναντήσεις για την προστασία της Βόρειας Θάλασσας και στη Σύμβαση των Παρισίων του 1992 για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του Ατλαντικού. Καθιερώθηκε το 1992 στη Συνδιάσκεψη του Ρίο για το περιβάλλον και την ανάπτυξη και υιοθετήθηκε από το Πρωτόκολλο για τη Βιοασφάλεια, στο Μόντρεαλ το 2000. Σιούτη Γλ. Π., «Η αρχή της προφύλαξης και η διαχείριση των περιβαλλοντικών κινδύνων», ΠερΔικ 4/2004, σ. 455-459. Για την εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης στον έλεγχο νομιμότητας βλ. Μπάλιας Γ., «Η αρχή της προφύλαξης - Μια νέα σχέση μεταξύ δικαίου και επιστήμης και η επίδρασή της στον έλεγχο νομιμότητας», ΠερΔικ 1/2004, σ. 37-45 και Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο δεύτερο, 3.

Page 200: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κεκτημένου άρχισε να αμφισβητείται από τη νομολογία, όταν αυτό συγκρούεται με την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος 733. Ειδικά στην άνω απόφαση το ΣτΕ δέχθηκε ότι η επιλογή μιας κηπούπολης για την εγκατάσταση κτιρίων, όπως πρεσβείες, με επιδείνωση των οικιστικών συνθηκών της, είναι ανεκτή και θεμιτή μόνο αν αυτή υπαγορεύεται από εξειδικευμένους και τεκμηριωμένους λόγους δημόσιου συμφέροντος 734.

Με την αναθεώρηση του 2001 η παρ. 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος επαναδιατυπώθηκε ως εξής «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας». Επομένως, συμβαδίζοντας με τις νομολογιακές εξελίξεις σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, ο αναθεωρητικός νομοθέτης αναγνώρισε ρητώς το ατομικό δικαίωμα στο περιβάλλον, σύμφωνα με το οποίο η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος εναπόκειται σε κάθε πολίτη, στον οποίο κατοχυρώνεται η δυνατότητα αυτοτελούς ελέγχου των παρεμβάσεων στο περιβάλλον όπου αναπτύσσει την προσωπικότητά του. Στοιχειοθετείται κατά συνέπεια έννομο συμφέρον για περιβαλλοντικά ζητήματα και σε μεμονωμένους πολίτες, διευρύνοντας τη θέση της νομολογίας, που το δικαιολογούσε μόνο σε νομικά πρόσωπα ή σε ομάδες προσώπων 735. Εξάλλου με τη ρητή αναγνώριση του ατομικού χαρακτήρα του δικαιώματος στο περιβάλλον από το Σύνταγμα αποδεσμεύτηκε η άσκησή του από την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος ή από την ύπαρξη ειδικού νόμου 736. Επιπλέον με την αναθεώρηση του 2001 η αρχή της αειφορίας ορίστηκε ως το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να λαμβάνονται τα «ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα του Κράτους για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος» 737. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής από το Κράτος εξακολουθεί, και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, να γίνεται με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.

Παράλληλα, σύμφωνα με την αναθεωρημένη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος, το ατομικό δικαίωμα στο περιβάλλον περιβάλλεται από την

733 ΣτΕ 150/1990 (Ολομ.).734 Για περισσότερα βλ. Τροβά Ε., «Το πολιτιστικό περιβάλλον κατά το Σύνταγμα του 1975/86/2001, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 152-153. 735 Κουφάκη Ι., «Η αναγωγή του δικαιώματος στο περιβάλλον σε ατομικό δικαίωμα», «Το άρθρο 24 του Συντάγματος…», όπ. αν., σ. 84-86.736 Τασόπουλος Γ. Α., «Το ατομικό δικαίωμα στο περιβάλλον και το περιβαλλοντικό κεκτημένο», «Το άρθρο 24 του Συντάγματος…», όπ. αν., σ. 109-112. 737 Βλ. στο ίδιο κεφάλαιο, 2.

Page 201: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ισχύ της τριτενέργειας, καθώς αυτό ισχύει και έναντι τρίτων. Οι περιορισμοί του άνω δικαιώματος «πρέπει να προβλέπονται είτε απ’ευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας» 738. Επομένως η όποια προσβολή του άνω δικαιώματος στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, απουσία ειδικότερης διάταξης νόμου, επάγεται παράνομη πρόκληση ζημίας σύμφωνα με το άρθρο 914 ΑΚ, σχετικά με την αδικοπρακτική ευθύνη, θεμελιώνοντας αξίωση προς αποζημίωση 739. Εναπόκειται στην ευχέρεια του δικαστή, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης κατά το άρθρο 298 εδ. β΄ ΑΚ, σχετικά με το διαφυγόν κέρδος 740, μετά από μια in concreto στάθμιση μεταξύ των αντικρουόμενων συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας ή της οικονομικής ελευθερίας 741.

4. Ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός

4.1. Ο σχεδιασμός της ανάπτυξης από το Κράτος

Η αναγκαιότητα ενός ορθολογικού και αποτελεσματικού σχεδιασμού του χώρου με σεβασμό προς το περιβάλλον οδήγησαν για πρώτη φορά τον συντακτικό νομοθέτη το 1975 στην πρόβλεψη στο άρθρο 24 του Συντάγματος των δύο σταδίων του σχεδιασμού, του χωροταξικού σχεδιασμού και προγραμματισμού και του πολεοδομικού σχεδιασμού. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 24 με τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό επιδιώκεται η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της ανάπτυξης των οικισμών, καθώς και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης. Κατά τη νομολογία του ΣτΕ ο χωροταξικός σχεδιασμός της Χώρας και η πολεοδομική διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών αποτελούν υποχρέωση της Πολιτείας 742. Οι σχετικές ρυθμίσεις τελούν υπό τον άμεσο έλεγχο, την εποπτεία και τη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους, η οποία εκδηλώνεται με τη θέσπιση κανόνων προστατευτικών του περιβάλλοντος. Στόχους των κανόνων αυτών, που περιλαμβάνονται σε νόμους ή σε κανονιστικές πράξεις, εκδιδόμενες βάσει ειδικής εξουσιοδότησης, αποτελούν η ορθολογική τακτοποίηση των ατομικών δραστηριοτήτων και η εξασφάλιση της λειτουργικότητας και της αισθητικής εμφάνισης των οικισμών,

738 Άρθρο 25, παρ. 1 του Συντάγματος.739 Βροντάκης Μ., «Το αναθεωρημένο άρθρο 24 του Συντάγματος: Υποχρεώσεις της Διοίκησης», «Το άρθρο 24 του Συντάγματος…», όπ. αν., σ. 146-148. 740 Βλ. Μέρος ΙΙΙ, κεφάλαιο δεύτερο, 1.741 Για περισσότερα βλ. Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 107-109. 742 ΣτΕ 2057/1994 (Ολομ.), 602/2002.

Page 202: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής. Με βάση τη συνταγματική διάταξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 24, η νομολογία του ΣτΕ διαμόρφωσε την αρχή του πολεοδομικού ή οικιστικού κεκτημένου, η οποία αποτελεί συνταγματικό κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο οι τροποποιήσεις των ισχυουσών πολεοδομικών ρυθμίσεων πρέπει να επιδιώκουν τη βελτίωση των όρων διαβίωσης και σε περίπτωση υποβάθμισής τους οι εν λόγω τροποποιήσεις κρίνονται από τον ακυρωτικό δικαστή αντισυνταγματικές και ανεφάρμοστες 743. Σε εφαρμογή της προκείμενης αρχής θεωρήθηκαν αντισυνταγματικές αρκετές διατάξεις, όπως αυτές του ΓΟΚ/1985 με τις οποίες αυξήθηκε κατά 30% το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσοστό κάλυψης του οικοπέδου και επετράπη η ελεύθερη τοποθέτηση των κτιρίων μέχρι και των πλαγίων και οπισθίων ορίων του οικοπέδου σε περιοχές όπου ίσχυε προηγουμένως το σύστημα της πανταχόθεν ελεύθερης δόμησης, καθώς μειωνόταν ο ηλιασμός, ο φωτισμός και ο αερισμός των ήδη οικοδομημένων ακινήτων 744. Ωστόσο, όπως συνέβη με το περιβαλλοντικό κεκτημένο, η απόλυτη μορφή του οικιστικού κεκτημένου άρχισε να αμφισβητείται από τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατές, υπό όρους, παρεκκλίσεις ή αποκλίσεις από αυτό. Η κρίση περί της συνταγματικότητας των εν λόγω παρεκκλίσεων ή αποκλίσεων προκύπτει από τη σχετική δικαιική και αξιακή στάθμευση των διακυβευόμενων αγαθών 745.

Εκτός από τη χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, τη διαμόρφωση, την ανάπτυξη, την πολεοδόμηση και την επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών, το Κράτος, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 106, προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα της Χώρας και λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή ιδίως της οικονομίας των ορεινών, νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών. Κατά τη νομολογία του Ε΄ τμήματος του ΣτΕ ο σχεδιασμός της ανάπτυξης πλέον κατέχει προέχουσα θέση, με αποτέλεσμα ελλείψει εθνικού ή περιφερειακού χωροταξικού σχεδίου να θεωρείται αδύνατη η χωροθέτηση για την ανάπτυξη μιας οποιαδήποτε δραστηριότητας. Ομοίως ελλείψει συνολικού σχεδιασμού του δικτύου των τουριστικών λιμανιών της χώρας είναι αδύνατη η εκτέλεση

743 Βλ. Σιούτη Γλ. Π., όπ. αν., σ. 129-132.744 ΣτΕ 10/1988, ΣτΕ 1159/1989 (Ολομ.), 3688/1990. Σύμφωνες με την ΣτΕ 10/1988 είναι οι αποφάσεις ΣτΕ 511, 521, 643, 774, 782, 783, 948, 3351, 3933, 3935/1988, 731, 769, 2777, 2940, 3033, ΣτΕ 3468 (Ολομ.), ΣτΕ 3710, 4036/1989, ΣτΕ 150/1990 (Ολομ.), ΣτΕ 1872, 1875, 2820/1990. Για τις επιπτώσεις του πολεοδομικού κεκτημένου στη διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων βλ. στο ίδιο κεφάλαιο 6.1 και 6.2. 745 ΣτΕ 1528/2003 (Ολομ.), 2002/2003. Νόμος+Φύση Αύγουστος 2003, www . nomosphysis . org . gr .

Page 203: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

οποιουδήποτε λιμενικού έργου στις ακτές της χώρας 746. Ο δικαστικός έλεγχος στις άνω περιπτώσεις αποβλέπει στην προστασία του περιβάλλοντος με τη στάθμιση της φέρουσας ικανότητας μιας περιοχής 747, της ιδιαιτερότητας και της φυσιογνωμίας της. 4.2. Η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων πολεοδομικού σχεδιασμού στους ΟΤΑ

Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 102 του Συντάγματος του 1975 «η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους ΟΤΑ, των οποίων πρώτη βαθμίδα αποτελούν οι δήμοι και οι κοινότητες. Οι λοιπές βαθμίδες ορίζονται με νόμο» Η αναθεώρηση της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 102 του Συντάγματος, το 2001, έλαβε χώρα μετά από τη θέσπιση του δεύτερου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης και την αύξηση των αρμοδιοτήτων της τοπικής αυτοδιοίκησης ως αποτέλεσμα του κοινωνικού και πολιτικού αιτήματος της ενίσχυσης της λειτουργικής αποκέντρωσης. Ειδικότερα, επί θεμάτων πολιτικής του χώρου, αυτή συνίσταται στην ανάθεση στους ΟΤΑ ενός αποφασιστικού ρόλου στην προστασία του περιβάλλοντος και τη χωροταξική και πολεοδομική πολιτική 748. Το αναθεωρημένο Σύνταγμα στην παράγραφο 1 του άρθρου 102 αφενός προβλέπει την με νόμο ανάθεση στους ΟΤΑ της άσκησης «αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους» και αφετέρου καθιερώνει τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ των ΟΤΑ για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Η νέα διατύπωση του άρθρου εντάσσεται σε μια προσπάθεια ορθολογικής κατανομής μεταξύ εθνικού και περιφερειακού σχεδιασμού και ανάθεσης της προστασίας του περιβάλλοντος στους τοπικά αρμόδιους φορείς. Η ερμηνεία της αναθεωρημένης διάταξης υπό την παράγραφο 2 του άρθρου 43, η οποία επιτρέπει την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, μετά από πρόταση του αρμόδιου υπουργού, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όρια αυτής, καθιστά σύννομη την άνω μεταβίβαση κανονιστικών αρμοδιοτήτων στους ΟΤΑ υπό την προϋπόθεση ότι επιδιώκεται η ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων ή θεμάτων με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό 749.

Το θέμα αυτό είχε ήδη απασχολήσει την ελληνική έννομη τάξη, καθώς προσέκρουε στην αρνητική θέση του ΣτΕ με έρεισμα τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία

746 Δεληγιάννης Γ., «Ζητήματα σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος», Το Σύνταγμα 6/2000, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα 2000.747 Βλ. στο ίδιο κεφάλαιο 2.748 Για τη διεύρυνση του έννομου συμφέροντος στην περίπτωση των ΟΤΑ στα πλαίσια της ακυρωτικής δίκης βλ. Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο δεύτερο, 2.3.749 Βρετού Β., όπ. αν.

Page 204: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

«η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης».

Με βάση τη διάταξη αυτήν η νομολογία του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, αποβλέποντας στη συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων των ΟΤΑ σε θέματα πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού, αποφάσισε αφενός ότι ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός ανατίθενται αποκλειστικά στο Κράτος και αφετέρου ότι οι σχετικές αρμοδιότητες δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως τοπικές υποθέσεις κατά το άρθρο 102 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος με εξαίρεση τις πράξεις οι οποίες αφορούν στην εφαρμογή του σχεδίου, όπως οι πράξεις αναλογισμού, εφαρμογής και η έκδοση οικοδομικών αδειών 750. Ως τοπικές υποθέσεις θεωρούνται κατά το ΣτΕ όσες διοικούνται ορθολογικότερα στο πλαίσιο ενός Δήμου, μιας Κοινότητας ή ενός συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων, σε αντίθεση με αυτές που διοικούνται ορθολογικότερα σε υπερτοπικό επίπεδο ή με εκείνες που έχουν αναπόφευκτα υπερτοπικές επιπτώσεις και συνέπειες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μη τοπικών υποθέσεων αποτελούν τα θέματα περιβάλλοντος, χωροταξίας, πολεοδομίας, υγείας, παιδείας και αθλητισμού. Επιπλέον, η νομολογία του ΣτΕ τείνει να περιορίζει την έννοα της τοπικής υπόθεσης, επικυρώνοντας τον νομοθετικό της χαρακτηρισμό ως αποκλειστικώς ή συντρεχόντως κρατικής αρμοδιότητας 751. Επομένως σύμφωνα με την πάγια αυτήν θέση, σε αντιδιαστολή με τα περισσότερα ευρωπαϊκά Κράτη, φορείς του πολεοδομικού σχεδιασμού στην Ελλάδα είναι ο Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ και ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας ως περιφερειακό όργανο ανάλογα με τη σημασία και τον τομέα της αρμοδιότητάς τους 752. Η άνω νομολογία έχει ως αποτέλεσμα να κρίνονται κατ’ επανάληψη ως αντισυνταγματικές εξουσιοδοτικές νομοθετικές διατάξεις μεταβίβασης αρμοδιοτήτων πολεοδομικού σχεδιασμού προς τους ΟΤΑ 753.

750 ΣτΕ 2774 και 4033/1998, 2317-2319/1999, 1227, 1242 και 2446/2000, 285/2001, ΠΕ 2/1996 και 508/1997.751 Ευστρατίου Π.-Μ., «Η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους από τους Οργανισμούς Τοπικής αυτοδιοίκησης. Η ανάθεση αρμοδιοτήτων πολεοδομικού σχεδιασμού στους νομάρχες με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν 3044/2002 (ΣτΕ ΠΕ 601-602/2002)», ΠερΔικ 1/2003, σ. 24-35.752 Ευστρατίου Π.-Μ., όπ. αν.753 Πρόκειται για τα άρθρα 61 παρ. 3 του Ν 947/1979 «Περί οικιστικών περιοχών», 33 παρ. 3 του Ν 1337/1983 «Επέκταση πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις», 25 παρ. 7 του Ν 2508/1997 «Βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώρας και άλλες διατάξεις», 3 παρ. 1 του Ν 2218/1994, όπως τροποποιήθηκε

Page 205: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Με αφορμή την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 η στάση του νομοθέτη χαρακτηρίστηκε από μια αντίφαση σχετικά με το ως άνω θέμα. Ενώ με το άρθρο 29 του Ν 2831/2000 «Τροποποίηση των διατάξεων του Ν 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός κανονισμός» υιοθετήθηκαν οι απόψεις του ΣτΕ αναφορικά με τη μεταβίβαση στους ΟΤΑ αρμοδιοτήτων πολεοδομικού σχεδιασμού με μια ριζική αναμόρφωση του συστήματος υπέρ των κεντρικών και περιφερειακών οργάνων 754, εν συνεχεία, μετά τη μεσολάβηση της Συνταγματικής αναθεώρησης, ο νομοθέτης μετέβαλε τη θέση του, τροποποιώντας την άνω διάταξη με το άρθρο 10 παρ.1 του Ν 3044/2002 «Μεταφορά συντελεστή δόμησης και ρυθμίσεις άλλων θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων» 755.

μεταγενέστερα (άρθρο 8 παρ. 1 του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, κωδ. ΠΔ 30/1996). Βλ. ΣτΕ 263, 376-377 και 888/1997, 3440-3444/1998, 2317-2319/1999, 1227 και 2446/2000. Ευστρατίου Π.-Μ., όπ. αν.754 Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 29 του Ν 2831/2000 (ΦΕΚ Α, 140) η τροποποίηση εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, ο καθορισμός των ορίων, των όρων και των περιορισμών δόμησης, καθώς και η έγκριση των πολεοδομικών μελετών γίνονται είτε με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας μετά από γνώμη του περιφερειακού ΣΧΟΠ είτε με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ και γνώμη του ΚΣΧΟΠ (παρ. Α, Β, και Γ). Επιπλέον προβλέφθηκε αφενός η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του ΚΣΧΟΠ αντί του νομαρχιακού ΣΧΟΠ για την έκδοση προεδρικού διατάγματος, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, και αφετέρου η κατάργηση κάθε αντίθετης διάταξης και κάθε διάταξης η οποία προέβλεπε τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων πολεοδομικών ρυθμίσεων στους νομάρχες και σε δημοτικά ή κοινοτικά συμβούλια (παρ. Δ 3).755 Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 29 του Ν 2831/2000, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν 3044/2002, (ΦΕΚ Α, 197), με απόφαση του οικείου νομάρχη γίνονται οι ακόλουθες πολεοδομικές ρυθμίσεις: α) η έγκριση και τροποποίηση ρυμοτομικών σχεδίων και ο καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησης σε αγροτικούς οικισμούς σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν 1337/1983, «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις», β) η τροποποίηση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και οικισμών, ο καθορισμός και η τροποποίηση σε αυτά όρων και περιορισμών δόμησης, καθώς και η έγκριση πολεοδομικής μελέτης ανάπλασης και αναμόρφωσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 11 και 15 παρ. 4 του Ν 2508/1997, «Βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώρας και άλλες διατάξεις». Για τις ρυθμίσεις αυτές προβλέφθηκε αφενός η γνωμοδότηση του οικείου Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος και αφετέρου η επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των οικείων Γενικών Γραμματέων Περιφέρειας και του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ. Επιπλέον οι άνω πολεοδομικές ρυθμίσεις δεν πρέπει να επιφέρουν α) μείωση της συνολικής επιφάνειας των κοινόχρηστων και αναγκαίων κοινωφελών χώρων σύμφωνα με τα γενικά πλαίσια χρήσεων γης (ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ), β) αύξηση του ισχύοντος συντελεστή δόμησης ή δυσμενέστερη για το φυσικό και δομημένο περιβάλλον αλλαγή των γενικών κατηγοριών χρήσεων της περιοχής. Τέλος οι εν λόγω πολεοδομικές ρυθμίσεις δεν πρέπει να είναι αντίθετες με τις διατάξεις και τις κατευθύνσεις των εγκεκριμένων ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ.

Page 206: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Παρά την ψήφιση του άρθρου αυτού, κατ’ εξουσιοδότηση της αναθεωρημένης διάταξης του άρθρου 102, παρ.1, εδ. β του Συντάγματος, δεν έχει αρθεί το νομολογιακό εμπόδιο που προέκυψε από τις αποφάσεις του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ 756 με την αντισυνταγματικότητα της μεταβίβασης αρμοδιοτήτων πολεοδομικού σχεδιασμού στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις και τους Δήμους. Σύμφωνα με δύο πανομοιότυπα ΠΕ επί μιας σειράς σχεδίων κανονιστικών διαταγμάτων πολεοδομικού περιεχομένου το Ε Τμήμα του ΣτΕ, εξετάζοντας τη συνταγματικότητα του άρθρου 10, παρ. 1, του Ν 3044/2002 757, κατέληξε στα εξής συμπεράσματα: α) η άσκηση αρμοδιοτήτων πολεοδομικού σχεδιασμού, όπως η έγκριση ή τροποποίηση σχεδίων πόλεων, δεν αποτελεί τοπική υπόθεση κατά την έννοια του άρθρου 102 παρ. 1 του Συντάγματος, β) ως κρατική υπόθεση είναι δυνατή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 43, παρ. 2, και 102, παρ. 1, εδ. δ. του αναθεωρημένου Συντάγματος, η ανάθεση με νόμο της άσκησης των εν λόγω αρμοδιοτήτων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή σε άλλα όργανα της Διοίκησης, γ) για την άσκηση κανονιστικών αρμοδιοτήτων από τους ΟΤΑ απαιτείται αφενός ο τοπικός χαρακτήρας του θέματος και αφετέρου ο ειδικότερος χαρακτήρας του, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ζητήματος εντός των εδαφικών ορίων των ΟΤΑ και την απουσία γενικότερης ή εθνικής σημασίας για τη μορφή των οικισμών και το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Με βάση τα άνω συμπεράσματα κρίθηκαν μερικώς συνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 29, παρ. 4, του Ν 2831/2000, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν 3044/2002. Ειδικότερα το ΣτΕ δέχθηκε την ανάθεση στον νομάρχη α) της έγκρισης και τροποποίησης ρυμοτομικών σχεδίων και τον καθορισμό όρων και περιορισμών δόμησης σε αγροτικούς οικισμούς, ενόψει της κλίμακας και του χαρακτήρα τους, β) της τροποποίησης εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και οικισμών οι οποίοι δεν είναι παράκτιοι ούτε έχουν γενικότερη σημασία και γ) της εντελώς εντοπισμένης και σημειακής τροποποίησης όρων και περιορισμών δόμησης υπό την προϋπόθεση της θέσπισης προληπτικής διαδικασίας ελέγχου νομιμότητας των εκδιδόμενων πράξεων από τα αρμόδια κρατικά όργανα προκειμένου να αποκλειστεί ο κίνδυνος διάσπασης της ενότητας του πολεοδομικού σχεδιασμού στον εθνικό χώρο. Αντιθέτως Θεωρήθηκε αντισυνταγματική η

756 ΣτΕ 2317/1999, 2318/1999.757 ΠΕ 601/2002 «Έγκριση τοπικού ρυμοτομικού σχεδίου στην εκτός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου περιοχή «Φρούδα Χαλέπας»του Δήμου Χανίων (Ν. Χανίων) για τον καθορισμό χώρου ανέγερσης σχολείων και καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησης αυτού», ΠΕ 602/2002 πολεοδομικής μελέτης τμημάτων των πολεοδομικών ενοτήτων 6 «Άγιος Ανδρέας» και 7 «Άνοιξη» του Δήμου Παιανίας (Ν. Αττικής) και επικύρωση του καθορισμού οριογραμμών ρεμάτων».

Page 207: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ανάθεση στον νομάρχη της έγκρισης πολεοδομικής μελέτης ανάπλασης και αναμόρφωσης προβληματικών περιοχών εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως ή οικισμών προ του 1923 των άρθρων 11 και 15 παρ. 4 αντίστοιχα του Ν 2508/1997 «Βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώρας και άλλες διατάξεις», δεδομένου ότι πρόκειται για εκτεταμένη αναθεώρηση σχεδίου πόλεως, η οποία πρέπει να γίνεται με προεδρικό διάταγμα 758.

Υιοθετώντας την ως άνω τεκμηριωμένη γνώμη των ΠΕ του Ε τμήματος, η Ολομέλεια του ΣτΕ, με νεώτερη απόφασή της 759, έκρινε ως αντισυνταγματικές τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν 3044/2002, αναγνωρίζοντας τεκμήριο αρμοδιότητας επί θεμάτων πολεοδομικού σχεδιασμού στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο κανόνας αυτός, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, αφορά τόσο στις αμιγώς κανονιστικές πράξεις, όσο και στις ατομικές και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα, καθώς ο πολεοδομικός σχεδιασμός, λόγω του μεγάλου βαθμού της εσωτερικής συνοχής του, συνδέει άρρηκτα τις προαναφερόμενες κατηγορίες πράξεων. Αρμοδιότητες, ωστόσο, εφαρμογής πολεοδομικών σχεδίων και λοιπές συναφείς εκτελεστικές μπορούν να ανατεθούν σε άλλα, πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα, καθώς αυτές στερούνται γενικού χαρακτήρα. Προς τις αρμοδιότητες εφαρμογής πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώθηκε, με την εν λόγω απόφαση, η όλως εντετοπισμένη τροποποίηση πολεοδομικών σχεδίων, η οποία όμως παύει να διατηρεί τον ειδικότερο χαρακτήρα της όταν αναφέρεται σε προστατευόμενες περιοχές φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος. Παρατηρείται, επομένως, μια επιλογή του ΣτΕ υπέρ του συγκεντρωτικού χαρακτήρα της διακυβέρνησης σε θέματα πολεοδομικού σχεδιασμού με την αποκλειστική ενίσχυση των σχετικών αρμοδιοτήτων του Πρόεδρου της Δημοκρατίας εις βάρος των άλλων οργάνων της κεντρικής ή περιφερειακής Διοίκησης, καθώς και της τοπικής αυτοδιοίκησης 760. Εκτός των ως άνω νομικών επιχειρημάτων, θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη ότι η θέση αυτή της νομολογίας αποτελεί μια αντίδραση στην ακολουθούμενη πρακτική, η οποία έχει να επιδείξει σημαντικά προβλήματα που παρεμποδίζουν την ορθολογική επίλυση των ζητημάτων τοπικού ενδιαφέροντος από τους ΟΤΑ. Ως κυριότερα θεωρούνται η έλλειψη κατάλληλης στελέχωσης και υποδομής, η απουσία ικανοποιητικών πόρων για

758 ΠΕ 601 και 602/2002.759 ΣτΕ 3661/2005 (Ολομ.), ΠερΔικ 4/2005, σ. 633-644.760 Ευστρατίου Π-Μ Ε. «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως φορέας άσκησης αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του κράτους (άρθρο 102 παρ. 1 Σ). Η αντισυνταγματικότητα της ανάθεσης αρμοδιοτήτων πολεοδομικών ρυθμίσεων σε άλλα όργανα της διοίκησης με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν 3044/2002 (ΣτΕ Ολ 3661/2005).», ΠερΔικ 4/2005, σ. 544-551.

Page 208: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

την προώθηση μεγάλων έργων, όπως απαλλοτριώσεις και κατασκευή οδών, καθώς και η εγγύτητα των σχέσεων και συμφερόντων των μικρών, ιδίως τοπικών, κοινωνιών 761.

4.3. Οι τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις

Οι τεχνικές κρίσεις της Διοίκησης προκειμένου αυτή να καταλήξει σε μια διοικητική πράξη θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικές για την προστασία του περιβάλλοντος και την ανάπτυξη της Χώρας. Οι εν λόγω κρίσεις δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο, καθώς αυτός περιορίζεται αφενός στην πληρότητα της αιτιολογίας και αφετέρου στην ορθή εφαρμογή του νόμου. Σε αντίθετη περίπτωση η υποκατάσταση των δικαστικών εκτιμήσεων στην τεχνική κρίση της Διοίκησης αντιστρατεύεται την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια μεταξύ του ελέγχου των τεχνικών κρίσεων και της σκοπιμότητας, όπως και του ελέγχου της νομιμότητας μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα ρευστά, με αποτέλεσμα συχνά να παρατηρούνται διαφοροποιήσεις ως προς τον χαρακτηρισμό μιας κρίσης διοικητικού οργάνου ως τεχνικής ή μη. Σε παρόμοιες περιπτώσεις ο δικαστής, υποβοηθούμενος από τυχόν υπάρχουσα ΜΠΕ, προσφεύγει στον μηχανισμό της πραγματογνωμοσύνης και της αντιπραγματογνωμοσύνης, ο οποίος όμως δεν αποδεικνύεται ικανοποιητικός από επιστημονικής απόψεως, καθώς με τα δεδομένα της κοινής πείρας μόνο αντιφάσεις, κενά ή ανεπάρκειες της αιτιολογικής βάσης των τεχνικών κρίσεων μπορούν να επισημανθούν. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της ΣτΕ 2392/2000 (Ολομ.), κατά την οποία, με οριακή πλειοψηφία μιας ψήφου, επικυρώθηκε η νομολογία του Ε΄ Τμήματος, απαγορεύοντας την ηλεκτροδότηση των μικρών νησιών με ρεύμα υψηλής τάσης γιατί βλάπτεται η βιωσιμότητά τους. Η απόφαση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μια περίπτωση αυθαιρεσίας, καθώς οδηγεί σε υπέρβαση των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου 762. Την ορθότερη άποψη υιοθέτησε νεώτερη νομολογία, σύμφωνα με την οποία, με αφορμή την εκτροπή του Αχελώου 763, «η ευθεία αξιολόγηση από μέρους του δικαστή των συνεπειών ορισμένου έργου ή δραστηριότητας και η κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου, διότι προϋποθέτουν διαπίστωση πραγματικών καταστάσεων, διερεύνηση τεχνικών θεμάτων, ουσιαστικές εκτιμήσεις και στάθμευση στηριζόμενη σε αυτές» 764.

761 Βρετού Β., όπ. αν. 762 Δεληγιάννης Γ., όπ. αν.763 ΣτΕ 3478/2000.764 Σιούτη Γλ. Π. «Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης ή της αειφορίας», «Το άρθρο 24 του Συντάγματος…», όπ. αν., σ. 118-127.

Page 209: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Αντιδρώντας στον δικαστικό έλεγχο με τον προαναφερόμενο τρόπο των τεχνικών κρίσεων και δεδομένης της διαρκούς αύξησης της προσφυγής της Διοίκησης στις άνω κρίσεις λόγω του τεχνικού και σύνθετου χαρακτήρα πολλών αποφάσεων, ο αναθεωρητικός νομοθέτης, το 2001, προέβλεψε ότι «οι τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις σε θέματα χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού γίνονται σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης» 765. Με την προσθήκη της διάταξης αυτής επιδιώκεται ο περιορισμός του εύρους του ακυρωτικού ελέγχου, κάτι που δε έχει ακόμα καθιερωθεί στην πράξη, όπως διαφαίνεται στη νεώτερη απόφαση του ΣτΕ σχετικά με τα προσφυγικά κτίρια της Λ. Αλεξάνδρας 766. Στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο, έχοντας να κρίνει επί αντίθετων τεχνικών κρίσεων και επιστημονικών απόψεων για την ανάγκη ή μη διατήρησης του συνόλου των πολυκατοικιών που περιλαμβάνει το επίδικο συγκρότημα, φαίνεται να υιοθετεί διαισθητικά ένα «τεκμήριο» υπέρ του περιβάλλοντος, ως εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης στον τομέα του πολιτιστικού περιβάλλοντος 767.

5. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς

Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς θεμελιώθηκε ήδη από το 1975 στις παραγράφους 1 και 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος. Ειδικότερα στην πρώτη παράγραφο αναγνωρίζεται το ατομικό δικαίωμα της προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος και η αντίστοιχη υποχρέωση του Κράτους, ενώ στην παράγραφο 6, η οποία δεν αναθεωρήθηκε από το 1975, επιχειρείται μια ενδεικτική απαρίθμηση των προστατευόμενων αγαθών, όπως τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία.

Η θέση της νομολογίας υπήρξε ανέκαθεν υπέρ μιας συνδυαστικής προστασίας του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδιασμού, λόγω της αλληλεπίδρασης και της αλληλεξάρτησής τους 768. Εξάλλου στη σύγχρονη πόλη η ποιότητα του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος του αστικού και του περιαστικού χώρου, καθώς και η ευκολία πρόσβασης σε αυτόν συνιστούν αναπόσπαστα στοιχεία της ποιότητας ζωής των κατοίκων. Η έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι ευρύτατη καθώς, εκτός των μνημείων, αυτή περιλαμβάνει κάθε στοιχείο προερχόμενο από την ανθρώπινη δραστηριότητα, και το οποίο συνθέτει την ιστορική, καλλιτεχνική,

765 Άρθρο 24, παρ. 2 εδάφιο β του Συντάγματος.766 ΣτΕ 3050/2004.767 Σχόλιο στην ΣτΕ 3050/2004, Νόμος+Φύση Νοέμβριος 2004, www . nomosphysis . org . gr .768 ΣτΕ 637/1998 ΣτΕ 637/1998.

Page 210: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της χώρας769. Ανάλογη τάση διεύρυνσης του αντικειμένου της πολιτιστικής κληρονομιάς υιοθετήθηκε από τον νομοθέτη, από τη σύσταση του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους έως τον τελευταίο Ν 3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς»770. Ενδεικτικά στην πολιτιστική κληρονομιά της χώρας περιλαμβάνονται ήδη 25.000 μνημεία διαφόρων εποχών και αρχαιολογικών χώρων, 3260-3450 κηρυγμένοι παραδοσιακοί οικισμοί, διατηρητέα κτίσματα, 400 χαρακτηρισμένα ανθρωπογενή τοπία ιδιαίτερου κάλλους, ήθη, έθιμα, λαϊκές παραδόσεις, καθώς και η γλώσσα και οι φιλοσοφικές αντιλήψεις της κλασσικής αρχαιότητας 771. Παράλληλα, για την αποτελεσματικότερη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, στην παράγραφο 6 του άρθρου 24 του Συντάγματος παρέχεται εξουσιοδότηση στον κοινό νομοθέτη λήψης των απαραίτητων περιοριστικών της ιδιοκτησίας μέτρων ως προς τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος σχετικά με την αναγκαστική απαλλοτρίωση, θέση που έχει εξάλλου διατυπωθεί και από τη νομολογία772. Επιπλέον έχει αναγνωριστεί νομολογιακά η απευθείας εφαρμογή της σχετικής συνταγματικής διάταξης 773.

Με σκοπό την αποτελεσματική προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, η αρχή του πολεοδομικού κεκτημένου εφαρμόζεται από το ΣτΕ για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς 774, καλύπτοντας στοιχεία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, όπως η ποιότητα ζωής και η αισθητική ενός παραδοσιακού οικισμού 775. Στο πλαίσιο αυτό κρίθηκε από το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο ότι διάταξη νόμου με την οποία αντικαθίστανται όροι και περιορισμοί δόμησης οικισμού, που είχαν καθοριστεί ενόψει του χαρακτηρισμού του ως παραδοσιακού, με επαναφορά απλώς σε ισχύ του προγενέστερου πολεοδομικού καθεστώτος χωρίς αξιολόγηση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του οικισμού, αντίκειται στο άρθρο 24, παρ. 6 του Συντάγματος. Κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια την υπαγωγή του εν λόγω οικισμού σε κανόνες δόμησης που είχαν επιβληθεί με γενικά πολεοδομικά κριτήρια χωρίς αυτά να 769 ΣτΕ 2801/1998 (Ολομ.).770 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10. 771 Αθανασούλη Ρογκάκου Α., «Πολιτικές προστασίας πολιτιστικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Μέσα και εργαλεία.», ΠερΔικ 3/2000, σ. 399 επ.772 ΣτΕ 3146/1986, ΑΠ 1097/1987 (Ολομ.). Βλ. Μέρος ΙΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 1.4.3. 773 ΣτΕ 1098/1987 (Ολομ.). Δαρζέντα Ε., «Ερμηνεία, Πραγμάτωση και άμεση από το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμογή του Συντάγματος», ΝοΒ 37, σ. 401 επ.774 Σχόλιο στην ΣτΕ 178/2003, Νόμος+Φύση, www . nomosphysis . org . gr . 775 Παπαπετρόπουλος Ανδρέας Δ., «Η νομολογία του ΣτΕ για την προστασία των νεώτερων μνημείων μέχρι την έκδοση του Ν 3028/2002», ΠερΔικ 4/2003, σ. 686.

Page 211: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

συναρτώνται με τον χαρακτηρισμό του ως παραδοσιακού 776. Ομοίως, με αφορμή τον αποχαρακτηρισμό μέρους χαρακτηρισμένης περιοχής ως παραδοσιακού οικισμού στο Καρπενήσι Ευρυτανίας, το ΣτΕ αναφέρθηκε στην υποχρέωση του Κράτους να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν τη διηνεκή προστασία παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων, ώστε να διατηρηθεί η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και για τις μελλοντικές γενεές 777. Ανάλογη είναι η περίπτωση του ΠΕ 372/1990, για τον καθορισμό ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης παραδοσιακών οικισμών του Νομού Κυκλάδων, και ειδικά των οικισμών της Ίου 778. Στο ίδιο πνεύμα απαγορεύτηκε η λειτουργία λατομείων και κάθε έργου ή δραστηριότητας ικανών να προκαλέσουν άμεση ή έμμεση βλάβη στα αρχαία ή απειλή κατά αυτών, όπως βιομηχανίες ορυκτών και μαρμάρων 779, α) σε περιοχές που χαρακτηρίζονται συνδυαστικά ως ιστορικοί τόποι, εξαιτίας των συμπεριλαμβανόμενων σημαντικών αρχαίων μνημείων, και ως τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους 780 και β) σε παρακείμενες τοποθεσίες. Το σκεπτικό αυτής της απαγόρευσης βασίζεται στον άμεσο και πρόδηλο κίνδυνο για τα αρχαία και την αλλοίωση του περιβάλλοντος χώρου, αφού η λειτουργία λατομείου καθίσταται ασυμβίβαστη προς τις απαιτήσεις της αισθητικής ανάδειξης των αρχαίων 781. Τέλος ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα θεωρείται η απόφαση ΣτΕ 3050/2004 σχετικά με τα προσφυγικά κτίρια της Λ. Αλεξάνδρας καθώς το ΣτΕ φαίνεται να θέτει την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος εκτός δικαιικής στάθμισης σε σχέση με διακυβευόμενα ατομικά και υπερατομικά αγαθά και συμφέροντα, όπως η ιδιοκτησία, η οικονομική ελευθερία και η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, προσδίδοντας στο πολιτιστικό περιβάλλον αυξημένη συνταγματική ισχύ 782. Ειδικότερα σύμφωνα με τη σχετική απόφαση κατά τον χαρακτηρισμό ενός νεώτερου μνημείου «δεν εξετάζονται ούτε η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους

776 ΣτΕ 178/2003, (: κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 5 του Ν 2940/2001, με τις οποίες καταργήθηκαν οι όροι και περιορισμοί δόμησης του οικισμού της Ερμούπολης Σύρου οι οποίοι είχαν θεσπιστεί ενόψει του χαρακτηρισμού του ως παραδοσιακού, επαναφέροντας σε ισχύ, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, τους θεσπισμένους πριν από τον χαρακτηρισμό του οικισμού κανόνες δόμησης, χωρίς να στηρίζεται η μεταβολή αυτή σε εκτίμηση της φυσιογνωμίας και των ειδικών χαρακτηριστικών του οικισμού). Για το ίδιο θέμα ΣτΕ 2526/2003 (Ολομ.), ΠερΔικ 2/2004, σ. 229 επ.777 ΠΕ 28/1991.778 Τροβά Ε., όπ. αν., σ. 149-150. 779 Γνωμ ΝΣΚ 339/2001, ΔΔΝΝ 2003, σ. 763.780 ΣτΕ 6485/1995 (Ε Τμήμα).781 Μαριά.Ε.-Α., «Η νομική προστασία των δασών», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1998, σ. 333.782 Σχόλιο στην ΣτΕ 3050/2004, Νόμος+Φύση Νοέμβριος 2004, www . nomosphysis . org . gr .. ΣτΕ 637/1998 ΣτΕ 637/1998.

Page 212: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ενδιαφερόμενους ούτε οι συνέπειες του χαρακτηρισμού στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών».

Τα στοιχεία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, εκτός της προστασίας μέσω των ρυθμίσεων του άρθρου 24 του Συντάγματος, της αρχής του πολεοδομικού κεκτημένου και των ειδικών νόμων 783, ως κοινόχρηστα πράγματα προστατεύονται και από τις διατάξεις του ΑΚ σχετικά με το δικαίωμα στην προσωπικότητα. Ειδικότερα το άνω δικαίωμα διευρύνθηκε νομολογιακά με την ένταξη σε αυτό αγαθών του πολιτιστικού περιβάλλοντος, όπως η αισθητική του τοπίου, το δικαίωμα αερισμού, φωτισμού και διατήρησης της αισθητικής των παραδοσιακών οικισμών 784. Κατά συνέπεια, η προσβολή τους γεννά αξίωση προστασίας βασιζόμενη στο άρθρο 57 ΑΚ. Με αφορμή την ΜΠρΝάξου 58/1989 (ασφαλιστικά μέτρα) για πρώτη φορά παρέχεται προστασία, στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης, του δικαιώματος χρήσεως του αέρος και του φωτός σε δομημένο περιβάλλον και συγκεκριμένα σε παραδοσιακό οικισμό. Με την παρεμπόδιση της θέας και του αερισμού από την ανέγερση οικοδομής σε παραδοσιακό οικισμό, κατά παράβαση των θεσπισθέντων για την προστασία του όρων δόμησης, κρίθηκε ότι αλλοιώνεται σημαντικά η αισθητική και η τεχνική του εν λόγω οικισμού. Για πρώτη φορά η αισθητική πλευρά του περιβάλλοντος αναγορεύτηκε σε αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό στο πεδίο των ιδιωτικού δικαίου περιβαλλοντικών διαφορών και επετράπη η άσκηση ουσιαστικού ελέγχου από μέρους του δικαστηρίου ως προς την τήρηση των όρων δόμησης με σκοπό την προστασία παραδοσιακού οικισμού, παρά την ύπαρξη άδειας οικοδομής (έγκυρης δηλ. διοικητικής πράξης). Επιπλέον αναγνωρίστηκε νομολογιακά δικαίωμα ιδιωτικού δικαίου πάνω στο δομημένο περιβάλλον και ειδικότερα στη διατήρηση και προστασία παραδοσιακών οικισμών, την καθαριότητα, τη μη ρύπανση και την προσήκουσα πολεοδομική ανάπτυξη 785. Πρόκειται για ένα δικαίωμα που επεκτείνεται σε όλα ανεξαιρέτως τα περιβαλλοντικά αγαθά είτε πρόκειται για πράγματα κοινά σε όλους είτε για κοινόχρηστα. Ομοίως αναγνωρίστηκε δικαίωμα χρήσης, ωφέλειας και απόλαυσης των πολιτιστικών αγαθών, όπως τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί θησαυροί, τα οποία χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντικά αγαθά προστατευόμενα από το άρθρο 57 ΑΚ 786. Ειδικότερα σύμφωνα με τη νομολογία θίγεται το δικαίωμα στην προσωπικότητα στην περίπτωση ανέγερσης οικοδομής κατά παράβαση των όρων δόμησης που

783 Βλ. Μέρος Ι κεφάλαιο πρώτο, 10.784 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 174-175.785 Καράκωστας Ι. Κ., «Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών μέσα από τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων», ΝοΒ 41, σ. 53.786 ΜονΠρΑθ. 10691/1997.

Page 213: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

θεσπίστηκαν για την προστασία χώρου κηρυχθέντος ως αρχαιολογικού ή ως διατηρητέου μνημείου ή τόπου ιδιαίτερου φυσικού κάλλους ή ιερού, καθώς αλλοιώνεται η φυσιογνωμία του τόπου και προσβάλλεται το δικαίωμα στη χρήση, την αισθητική και οπτική απόλαυση του εν λόγω χώρου 787.

6. Οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι

Η κοινοχρησία παράγει μια διφυή σχέση με το πράγμα. Αφενός μια σχέση της Πολιτείας με αυτό, δεδομένου ότι τα κοινόχρηστα πράγματα εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, και αφετέρου μια σχέση του ατόμου, συνισταμένη σε μια χρήση εξουσίας επί του πράγματος, η οποία είναι «απόρροια του διαλειφθέντος επί της ιδίας προσωπικότητος ιδιωτικού δικαιώματος» 788. Ως εκ τούτου τα κοινόχρηστα πράγματα προστατεύονται τόσο από τις διατάξεις του Δημόσιου Δικαίου όσο και από αυτές του δικαιώματος στην προσωπικότητα του Αστικού Δικαίου.

6.1. Η συνταγματική ρύθμιση για τη δημιουργία τους

Οι κοινόχρηστοι χώροι εφόσον δεν αποτελούν δημόσια περιουσία του Κράτους ή των ΟΤΑ διαμορφώνονται:α) με την εισφορά σε γη και σε χρήμα στις εντάξεις ή επεκτάσεις του σχεδίου της πόλης 789,β) με αυτοαποζημίωση από τους παρόδιους ωφελούμενους ιδιοκτήτες, σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου 790,γ) με αναγκαστική απαλλοτρίωση, καθώς η δημιουργία τους θεωρείται ως έργο δημόσιας ωφέλειας 791,δ) με τη θέληση των ιδιωτών, οι οποίοι ζητούν την ένταξη της περιοχής τους στο σχέδιο ή την τροποποίησή του για την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας τους, οπότε αυτοί είναι υποχρεωμένοι να προσδιορίζουν τους κοινόχρηστους χώρους που αφήνουν,ε) με την κατάσταση κοινοχρησίας από μακρού χρόνου 792 και στ) με χρησικτησία 793.

787 ΜΠρΤρικ 496/2001 (ασφαλιστικά μέτρα: περίπτωση ανέγερσης αυθαίρετου κτίσματος επί της αδόμητης ζώνης των Μετεώρων), ΠερΔικ 4/2001 σ. 572 επ., ΝοΒ 50, σ. 153 επ..788 ΑΠ 244/1959 (: περίπτωση φθοράς κοινοτικής οδού).789 Ν 1337/1983, όπ. αν., άρθρα 8 και 9.790 ΝΔ της 17.7/16.8.1923, όπ. αν., άρθρα 22-23, βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10.791 Βλ. στο ίδιο κεφάλαιο 9.792 Βλ. Μέρος ΙΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 2.2.2.793 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 109 επ.

Page 214: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες του συντακτικού νομοθέτη το 1975 υπήρξε η επιβολή α) της εισφοράς γης, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στους ιδιοκτήτες ακινήτων σε περιοχές που αναγνωρίζονται ως οικιστικές ή αναπλάθονται με σκοπό τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων ή την παραχώρηση οικοπέδων σε πολίτες των οποίων οι ιδιοκτησίες ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου και β) της συμμετοχής των άνω ιδιοκτητών στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων. Ως αντάλλαγμα της υποχρεωτικής παραχώρησης αστικών εκτάσεων θεωρείται η αξιοποίηση και ανατίμηση της περιοχής, οι οποίες προκύπτουν από την αναγνώρισή της ως οικιστικής ή την πολεοδομικής της ενεργοποίηση 794. Στο πλαίσιο αυτό προβλέφθηκε μάλιστα η δυνατότητα της συμμετοχής σε γη με τη μορφή αντιπαροχής ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικώς ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της οικιστικής περιοχής 795. Με τις άνω διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 24 του Συντάγματος επιχειρήθηκε να ξεπεραστεί η έως τότε αδυναμία ορθολογικού σχεδιασμού και δημιουργίας των κοινόχρηστων χώρων, καθώς, υπό το προϊσχύον πολεοδομικό καθεστώς αυτή γινόταν αποσπασματικά με την καταβολή αυτοαποζημιώσεως και απαιτείτο συνήθως η κήρυξη ως απαλλοτριωτέου του χώρου που αυτοί κατελάμβαναν, με αποτέλεσμα τη συχνή ματαίωσή τους λόγω αδυναμίας συντέλεσης των σχετικών απαλλοτριώσεων 796. Αντίθετα με την πρόβλεψη της εισφοράς σε γη και σε χρήμα ενισχύεται η προσπάθεια ορθολογικού σχεδιασμού, επειδή διευκολύνεται η δημιουργία της αναγκαίας υποδομής για την ορθολογική οργάνωση της πολεοδόμησης 797. Η ανάγκη δημιουργίας του απαραίτητου αποθέματος γης, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 24 του Συντάγματος, οδήγησε τη νομολογία του ΣτΕ στην αναγνώριση του ανακλητού της εισφοράς σε γη, για λόγους νομιμότητας, μέχρι τη δημιουργία των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων 798. Έτσι ανετράπη η ΣτΕ 1730/2000 (Ολομ.), σύμφωνα με την οποία η πράξη εφαρμογής της πολεοδόμησης θεωρήθηκε οριστική και αμετάκλητη μετά την κύρωσή της, με συνέπεια αυτή να μην υπόκειται σε ανάκληση ούτε σε εφαρμογή των γενικών αρχών περί ανακλήσεως των παρανόμων πράξεων. Με τον τρόπο αυτόν ήταν δυνατόν ιδιοκτησίες ωφελούμενες από το πολεοδομικό σχέδιο να διαφύγουν τη νόμιμη εισφορά γης, εκμεταλλευόμενες σφάλματα στη διαδικασία

794 Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα», Β τόμος εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ. 986. 795 Βλ. στο ίδιο κεφάλαιο, 10.796 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10, κεφάλαιο δεύτερο, 4.797 Βλ. στο ίδιο κεφάλαιο 6.1 και Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10. 798 Δεληγιάννης Γ., όπ. αν.

Page 215: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

υπολογισμού της εισφοράς, με αποτέλεσμα τη μείωση του αποθέματος για τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων και τη ματαίωσή της 799.

Ταυτόχρονα, με τη νομολογιακή επέκταση από το ΣτΕ, ήδη από τη δεκαετία του ’90, της προστασίας του περιβάλλοντος στο οικιστικό περιβάλλον με τον χαρακτηρισμό του ως συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό 800, η διατήρηση των κοινόχρηστων χώρων στο δομημένο περιβάλλον κρίνεται ουσιώδης, καθώς η ελάχιστη μείωση της έκτασης που αυτοί καταλαμβάνουν θεωρείται ως ανεπίτρεπτη επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος, παραβιάζοντας το πολεοδομικό κεκτημένο 801. Η διευρυμένη αυτή θέση της νομολογίας επηρέασε άμεσα και τον ίδιο τον πολεοδομικό σχεδιασμό, καθώς η επιβαλλόμενη για πολεοδομικούς λόγους αναδιάταξη των κοινόχρηστων χώρων στο πλαίσιο των αστικών αναπλάσεων πρέπει να συνεπάγεται διατήρηση του καθαρού ποσοστού των κοινόχρηστων χώρων 802. Ειδικότερα, το ποσοστό αυτό κατά την τροποποίηση εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων πρέπει να αντισταθμίζεται από τη δημιουργία τουλάχιστον ίσης έκτασης άλλων τέτοιων χώρων 803. Επιπλέον, επί νέων ιδιωτικών οικισμών το ποσοστό των ελεύθερων χώρων δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο του 50% της πολεοδομούμενης έκτασης804. Διατάξεις δε που προβλέπουν την παραχώρηση δικαιωμάτων ιδιαίτερης χρήσης σε κοινόχρηστους χώρους είναι συνταγματικές μόνο εφόσον α) η εξαιρετική ιδιαίτερη χρήση είναι συμβατή προς τη χρήση του κοινόχρηστου χώρου, β) δεν εμποδίζεται η κοινή χρήση, γ) δεν συνεπάγονται μόνιμες ή μη εγκαταστάσεις επί του εδάφους και δ) η εν λόγω χρήση περιορίζεται στο ελάχιστο ποσοστό σε σχέση προς τη συνολική έκταση του κοινόχρηστου χώρου 805.

6.2. Το αστικό πράσινο

Στην έννοια του αστικού πρασίνου περιλαμβάνονται τα πάρκα, τα άλση, οι ιδιωτικοί κήποι που έχουν παραχωρηθεί στην κοινή χρήση, καθώς και οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου εντός ρυμοτομικών σχεδίων με σκοπό την ικανοποίηση των αστικών αναγκών. Οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου, τα πάρκα και τα άλση αποτελούν από τη φύση τους χώρους προσιτούς σε όλους,

799 Δεληγιάννης Γ., όπ. αν.800 ΣτΕ 2242/1994.801 Βλ. στο ίδιο κεφάλαιο 4.1. 802 ΣτΕ 3691/1998, 4213/1997, 5358/1995, 2242/1994, Το Σ 1995, σ. 182.803 ΣτΕ 1869/2002, ΠερΔικ 2/2003, σ. 371-372.804 ΠΕ 114/1994.805 Κοινό σχόλιο στις αποφάσεις ΣτΕ 2242/1994, 880/1995 και τα ΠΕ 642/1994, 128/1994, 102/1995, Νόμος και Φύση 1995, σ. 144.

Page 216: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

χωρίς περιορισμούς 806 για την εξυπηρέτηση του κοινού. Αυτοί θεωρούνται απαραίτητοι, αφενός για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στο δομημένο περιβάλλον και αφετέρου για την υγεία κυρίως των κατοίκων των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, καθώς αντικαθιστούν το φυσικό περιβάλλον στον αστικό χώρο 807. Για τους άνω λόγους η προστασία των κοινόχρηστων πάρκων ή αλσών συνιστά πλέον λόγο δημόσιου συμφέροντος 808.

Στα αστικά πάρκα και τα άλση επεκτάθηκε νομολογιακά η ειδική συνταγματική προστασία των δασικών οικοσυστημάτων με το σκεπτικό ότι αυτά αποτελούν πνεύμονες πρασίνου ή δασικούς θύλακες μέσα στις σύγχρονες πόλεις 809. Κατά συνέπεια οι εγκαταστάσεις στα αστικά πάρκα και άλση δεν επιτρέπεται να επιφέρουν μεταβολή της, κατά τον προορισμό τους, χρήσης, η οποία συνίσταται στην εξυπηρέτηση του δασικού και του κοινόχρηστου χαρακτήρα τους 810. Εξαιρετική μεταβολή της χρήσης και του προορισμού τους επιτρέπεται μόνο για τη διάνοιξη δια μέσου αυτών δημόσιας οδού 811, προκειμένου να εξυπηρετηθεί σπουδαία ανάγκη επικοινωνίας 812. Επιπλέον η ειδική συνταγματική προστασία των δασικών οικοσυστημάτων επεκτάθηκε και στα πάρκα ή άλση τα οποία δεν κατεγράφησαν ως κοινόχρηστοι χώροι από παράλειψη ή αδράνεια της Διοίκησης αλλά απέκτησαν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα εν τοις πράγμασι, καθώς ανέκαθεν καλύπτονταν από δασική βλάστηση, αποτελώντας πνεύμονες πρασίνου με όμοια διαχείριση με εκείνη του κοινόχρηστου πάρκου ή άλσους 813. Σε περίπτωση μάλιστα σύγκρουσης των συνταγματικών

806 ΠΕ ΣτΕ 642/1994, Νόμος και Φύση 1/1995. σ. 141 επ και ΠΕ ΣτΕ 94/1996.807 ΣτΕ 2242/1994 Τμ. Ε (: Πάρκο Ελευθερίας), Νόμος και Φύση 1/1995, σ. 121 επ.808 ΕΑ 450/1991 (:αίτηση αναστολής εκτέλεσης οικοδομικής άδειας της Πολεοδομίας Αθηνών για την ανέγερση κλειστού γυμναστηρίου εντός του άλσους του «Λόφου Στρέφη»), ΕΑ 292/1990, ΕΑ 181/1989 (: αίτηση αναστολής εκτέλεσης οικοδομικής άδειας για την ανέγερση ανοικτού θεάτρου στο Άλσος Αιγάλεω), ΣτΕ 2242/1994 και ΠΕ 102/1994 (: η χρήση και κατασκευή δημόσιων υπόγειων χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων κρίθηκαν ασυμβίβαστες και ανεπίτρεπτες). Για περισσότερα σχετικά με τους υπόγειους χώρους στάθμευσης κάτω από κοινόχρηστους χώρους βλ. Μαριά Ε.-Α., «Η νομική…», όπ. αν., σ. 380 επ. 809 ΣτΕ 89/1981, Αρμενόπουλος 1981, 5 σ. 403-404, ΤοΣ 1981, σ. 484-486.810 ΣτΕ 2568/1981, ΤοΣ 1982, σ. 287 επ. (: σχετικά με τις εγκαταστάσεις δύο θεάτρων και ενός κέντρου διασκέδασης στο Πεδίο του Άρεως).811 Με τον Ν 998/1979 προβλέπονταν επιπλέον και η περίπτωση της δημιουργίας αθλητικών χώρων και εγκαταστάσεων (άρθρο 52 παρ. 1), η οποία καταργήθηκε με τον Ν 1734/1987 (άρθρο 18 παρ. 9). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ΣτΕ 718/1984 σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η μεταβολή του δασικού χαρακτήρα και στην περίπτωση διάνοιξης δημόσιας οδού, ΕλλΔνη 1986, σ. 396.812 ΣτΕ 2588/1992, ΣτΕ 1118/1993.813 ΣτΕ 1118/1993.

Page 217: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

δικαιωμάτων της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και της Τέχνης το ΣτΕ, μετά από μια αφηρημένη ιεράρχηση τους, κατέληξε στην επικράτηση του πρώτου 814, κάτι το οποίο δεν συνέβη στην περίπτωση της σύγκρουσης του συνταγματικού δικαιώματος της προστασίας των δασών με το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας της λατρείας 815, ούτε κατά τη σύγκρουση της συνταγματικής προστασίας των κοινόχρηστων χώρων με αυτήν της πολιτιστικής κληρονομιάς 816. Τα προκείμενα δικαιώματα θεωρούνται ισοδύναμα, με αποτέλεσμα την ad hoc στάθμισή τους, σύμφωνα με την αρχή της πρακτικής αρμονίας.

Η συνταγματική προστασία των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου ως ζωτικών παραγόντων του αστικού περιβάλλοντος ανάγεται στην ΣτΕ 2242/1994, με την οποία αφενός οι άνω χώροι αναγνωρίστηκαν ως περιβαλλοντικό αγαθό προστατευτέο από το άρθρο 24 του Συντάγματος 817 και αφετέρου η αρχή της αντιστάθμισης ή ανταλλαγής 818 τέθηκε ως προϋπόθεση της ελεύθερης μεταβολής των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου για την ικανοποίηση των αναγκών των αστικών αναπλάσεων 819. Η προστασία των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου αποτελεί πλέον μια νομολογιακή αρχή αυξημένης συνταγματικής ισχύος, η οποία κατισχύει σε περίπτωση σύγκρουσης με άλλου είδους δημόσιο συμφέρον, όπως η ανάγκη αστικών αναπλάσεων 820. Ειδικότερα, σε αντίθεση με τα πάρκα και τα άλση τα οποία αποτελούν ενιαίο

814 ΣτΕ 2242/1994. Σιούτη Γλ. Π., «Η προστασία των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου», Κριτική Επιθεώρηση 2/1994, σ. 336. Η απόφαση αυτή σηματοδότησε μια στροφή της νομολογίας, εγκαταλείποντας την ad hoc στάθμιση των συμφερόντων αυτών στην οποία προέβη το ΣτΕ στην ΣτΕ 2568/1981 (: σχετικά με τις εγκαταστάσεις δύο θεάτρων και ενός κέντρου διασκέδασης στο Πεδίο του Άρεως).815 ΣτΕ 1118/1993 (: απαγόρευση της εν όλω ή εν μέρει μεταβολής της χρήσης τμήματος του άλσους Φιλοθέης για την ανέγερση εντός αυτού ιερού ναού).816 ΣτΕ 2242/1994 (: Πάρκο Ελευθερίας).817 Το άνω αγαθό θεωρείται ισοδύναμο μεν με το αγαθό της πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά ισχυρότερο σε αφηρημένο επίπεδο ως προς άλλα προστατευόμενα από το Σύνταγμα αγαθά, όπως η ανάπτυξη και προαγωγή της Τέχνης. ΣτΕ 2242/1994. Σιούτη Γλ. Π., «Η προστασία των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου», Κριτική Επιθεώρηση 2/1994, σ. 337.818 Η αρχή αυτή εφαρμόστηκε αρχικά σε θέματα μεταφοράς συντελεστή δόμησης (ΣτΕ 1310/1993) Σύμφωνα με την αρχή της αντιστάθμισης, κοινόχρηστος χώρος αποχαρακτηριζόμενος καθίσταται οικοδομήσιμος έναντι αφορισμού ίσης έκτασης οικοδομήσιμου χώρου σε κοινόχρηστο. Στο πλαίσιο της ΣτΕ 2242/1994 η εφαρμογή της συνδέθηκε με τον όρο συντέλεσης και όχι απλώς κήρυξης της απαλλοτρίωσης του οικοδομημένου ή οικοδομήσιμου κοινόχρηστου χώρου, ο οποίος έχει αφοριστεί σε αντικατάσταση του κοινόχρηστου χώρου που καταργείται. 819 Σιούτη Γλ. Π., «Η προστασία…», όπ. αν., σ. 332. 820 ΣτΕ 2242/1994 (: ο κοινωφελής σκοπός της επέκτασης του Μεγάρου Μουσικής, αν και συνιστά θεμιτό δημόσιο πολιτιστικό σκοπό, δεν κατισχύει της συνταγματικής προστασίας των κοινόχρηστων χώρων).

Page 218: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

οργανικό σύνολο, οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου εντός των ρυθμιστικών σχεδίων προστατεύονται ευθέως από το άρθρο 24 του Συντάγματος ως ουσιώδη στοιχεία του οικιστικού περιβάλλοντος 821, καθώς, στερούμενοι του χαρακτήρα του ενιαίου οργανικού συνόλου, αυτοί δεν αποτελούν δάση αλλά προορίζονται για την ικανοποίηση αστικών αναγκών, όπως η ανάπαυση, η αναψυχή των κατοίκων και η επαφή τους με ένα υποκατάστατο του φυσικού περιβάλλοντος στην πόλη 822. Η θέση αυτή της νομολογίας εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της συνταγματικής προστασίας της αισθητικής απόδοσης του χώρου, όπως αυτή αποδίδεται μέσα από τη μορφή, την τάξη και το μέγεθος του χώρου, με σκοπό τη λειτουργικότητα, την ανάπτυξη και την εξασφάλιση των καλλίτερων δυνατών όρων διαβίωσης εντός του οικιστικού συνόλου 823. Εξάλλου η υπακοή της διάταξης των μερών του συνόλου σε νόμους και στη μη αυθαίρετη διάσταση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του ωραίου 824.

Τέλος το αστικό πράσινο προστατεύεται και από το δικαίωμα στην προσωπικότητα, καθώς κάθε προσβολή της χρήσης του συνιστά αλλοίωση και υποβάθμιση του περιβάλλοντος εντός του οποίου αναπτύσσεται η προσωπικότητα των κατοίκων ενός οικισμού. Ενδεικτικά αναγνωρίστηκε προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας από τις ενέργειες διάνοιξης οδού στην πόλη της Χαλκίδας, καθώς καταστρεφόταν το μοναδικό αλσύλιο της περιοχής. Η αξίωση των ατόμων χρήσης του εν λόγω άλσους, ως κοινόχρηστου πράγματος, αναγνωρίστηκε νομολογιακά ως ιδιωτικού δικαίου, απορρέουσα από το δικαίωμα στην προσωπικότητα 825. Κατά συνέπεια έστω και η μερική αλλαγή της χρήσης του άλσους και η συναγόμενη παρεμπόδιση άσκησης του δικαιώματος χρήσης και απόλαυσής του στοιχειοθετούν προσβολή της προσωπικότητας 826.

Καταλήγοντας, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι ο συνδυασμός της συνταγματικής προστασίας του αστικού πρασίνου και της εφαρμογής των διατάξεων του ΑΚ περί του δικαιώματος στην προσωπικότητα μαρτυρεί την αντιμετώπιση από τη νομολογία της φύσης και της κοινωνίας ως συστήματα

821 ΠΕ 537/1993, ΠΕ 642/1994.822 ΣτΕ 2233/1979, ΝοΒ 1983, σ. 106 επ.823 Χατζοπούλου Α., «Η συνταγματική προστασία της αισθητικής του οικιστικού περιβάλλοντος», ΝοΒ 37, σ. 1016 επ. 824 Αριστοτέλης, Ποιητική ΙΙΙ.825 ΜΠρΧαλκ 336/1992 (ασφαλιστικά μέτρα).826 ΕιρΤήνου 30/1991(ασφαλιστικά μέτρα), 19/1992 (ασφαλιστικά μέτρα).

Page 219: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

με αμοιβαία συσχέτιση, τα οποία καθορίζουν τους όρους ζωής του ανθρώπου 827.

6.3. Οι αιγιαλοί, οι λιμένες και οι όρμοι Οι αιγιαλοί ορίζονται ως οι ζώνες της ξηράς που βρέχονται από τη θάλασσα, από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της 828. Ως κοινόχρηστος χώρος ο αιγιαλός βρίσκεται στην άμεση διάθεση κάθε ατόμου για χρήση σύμφωνα με τον προορισμό του, η οποία συνίσταται στην επαφή του ανθρώπου με τη θάλασσα, εκεί όπου αυτή συναντάται με την ξηρά, διευκολύνοντας αφενός την πρόσβαση στη θάλασσα και αφετέρου την απόλαυση των λοιπών χρήσεών της 829. Υπό αυτήν την έννοια και ως απόρροια της κοινοχρησίας ο αιγιαλός καθίσταται υποχρεωτικά αδόμητος830. Στο πλαίσιο της προστασίας του περιβάλλοντος διευρύνθηκε ο προστατευόμενος από τον αιγιαλό χώρος, με αποτέλεσμα να περιληφθούν σε αυτόν, εκτός της αμμώδους λωρίδας γης που περιβάλλει τη θάλασσα, βράχοι, απόκρημνες και μη ακτές, καθώς και το τμήμα που τυχόν προστέθηκε με κρηπιδώματα. Δεν ανήκουν όμως στον αιγιαλό η αμμώδης παραλιακή έκταση που καλύπτεται από χερσαία φυτά ούτε οι χώροι που περιβρέχονται από τα κύματα μετά την εκτέλεση έργων, ούτε η προσαύξηση του υπάρχοντος αιγιαλού συνεπεία προσχώσεως 831. Σε μια προσπάθεια να διασφαλιστεί η προστασία του, η νομολογία του ΣτΕ οδηγήθηκε στο συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο ο αιγιαλός δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας, αλλά προκύπτει από το φυσικό φαινόμενο της μέγιστης, συνήθους ανάβασης των κυμάτων 832. Κατά συνέπεια η εκδιδόμενη για τον καθορισμό του σχετική διοικητική πράξη έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα ως προς τη συνδρομή του άνω φυσικού φαινομένου. Εξαιτίας όμως των μεταβολών με το χρόνο των μέγιστων συνήθων αναβάσεων των κυμάτων, ο καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού δεν επιτρέπεται να γίνεται μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την επιτόπια εξέταση του φαινομένου 833.

827 Μωραϊτης Κ., «Πολιτιστικά οικοσυστήματα και εικονικό τοπίο: Η σύγχρονη φυσιογνωμία του αστικού τοπίου και οι δυνατότητες διερεύνησής της», «Η φυσιογνωμία ενός τόπου. Ο χαρακτήρας της ελληνικής πόλης τον 21ο αιώνα», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, εκδ. ΕΜΠ & ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα 2001, σελ. 27. 828 Ν 2971/2001 «Αιγιαλός. Παραλία και άλλες διατάξεις», άρθρο 1 παρ. 1, ΦΕΚ Α, 285.829 ΣτΕ 2161/1994, Νόμος και Φύση 2/1995, σ. 449 επ. με σχόλιο Φλώρου.830 ΣτΕ 2161/1994, Νόμος και Φύση 2/1995, σ. 449 επ. με σχόλιο Φλώρου.831 ΣτΕ 3143/1992, 1585/1990, 482/1990, 4563/1987, Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 104.832 ΣτΕ 377/2002, 156/1984, 1191/1983.833 ΣτΕ 2663-66/1985.

Page 220: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Σε περίπτωση ανυπαρξίας ή ανεπάρκειας του υφιστάμενου αιγιαλού 834, απαιτείται η δημιουργία από την Πολιτεία παραλίας 835, τηρούμενης της νόμιμης διαδικασίας με την έκδοση διοικητικής πράξης και της προηγούμενης δημοσίευσης της σχετικής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών στην ΕτΚ 836. Ανεξάρτητα όμως από τον νομικό χαρακτηρισμό των επιμέρους στοιχείων της παράκτιας ζώνης, η νομολογία του ΣτΕ, επηρεαζόμενη από την τάση αυξημένης προστασίας του περιβάλλοντος στη διεθνή πρακτική, προβαίνει σε μια συνολική αντιμετώπιση της παράκτιας ζώνης ως ενιαίο οικοσύστημα. Παρατηρείται επομένως μια αντίθεση με την ακολουθούμενη νομοθετική πρακτική απομόνωσης των στοιχείων του παράκτιου περιβάλλοντος και ένταξής τους σε νοητές ζώνες, ιδίως τον αιγιαλό και την παραλία ή την ακτή 837. Ειδικότερα κατά τη νομολογία ο παράκτιος χώρος αντιμετωπίζεται ως ενιαίο οικοσύστημα τόσο ως φυσικό αγαθό, αφού αυτός αποτελεί ένα ευπαθές οικοσύστημα με στενή λειτουργική αλληλεξάρτηση της θαλάσσιας και χερσαίας ζώνης με την αντίστοιχη χλωρίδα και πανίδα, όσο και ως πολιτιστικό, καθώς συνιστά έναν πολύτιμο οπτικό πόρο, λόγω του αισθητικού του κάλλους και της γεωμορφολογίας του838. Επομένως με βάση το άρθρο 24 του Συντάγματος μόνο ήπια ανάπτυξη μπορεί να επιτραπεί, ενώ δραστηριότητες, όπως η εκμίσθωση σκαφών για την πραγματοποίηση θαλάσσιων αθλημάτων, και τεχνικές παρεμβάσεις στις ακτές, όπως η κατασκευή λιμανιού προς εξυπηρέτηση τουριστικών σκαφών, επιτρέπονται μόνο για λόγους δημόσιου συμφέροντος στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδιασμού εφόσον δεν προσβάλλεται η αισθητική της ακτής 839.

Επιπλέον για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας του αιγιαλού και της νομιμότητας οποιουδήποτε έργου κοντά στις ακτές προαπαιτείται και κρίνεται αναγκαίος ο διοικητικός καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού 840, ελλείψει της οποίας το δικαστήριο δύναται να προβεί στον καθορισμό της, παρεμπιπτόντως, με βάση τα εννοιολογικά στοιχεία του αιγιαλού, όπως αυτά

834 ΣτΕ 4342/1986, 3094/1989, 1585/1990.835 Ως παραλία ορίζεται η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό και η οποία καθορίζεται σε πλάτος μέχρι και πενήντα (50) μέτρων από την οριογραμμή του αιγιαλού, προς εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα και αντίστροφα», (άρθρο 1 παρ. 2 του Ν 2971/2001, όπ. αν.). 836 ΣτΕ 377/2002 Τμ. Δ, ΠερΔικ 4/2002, σ. 779-781. 837 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 103.838 ΣτΕ 2993/1998 (: ακύρωση διοικητικών πράξεων που επέτρεπαν την εγκατάσταση εξέδρας αναψυχής λουομένων συνδεόμενης με πλωτή εξέδρα προσδέσεως ταχυπλόων σκαφών στην ακτή των Αγκαθωτών Σύρου), ΠερΔικ 3/1998.839 ΠΕ ΣτΕ 668/1995, Νόμος και Φύση 2/1996, σ. 481, ΣτΕ 321/1999, ΠερΔικ 1/1999, σ. 15, Νόμος και Φύση 2/1998, σ. 404.840 ΣτΕ 5103/1987, ΣτΕ 3682/1986, ΣτΕ 3143/1992, ΣτΕ 2161/1994.

Page 221: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

προκύπτουν από το άρθρο 9 του Ν 2971/2001 «Αιγιαλός. Παραλία και άλλες διατάξεις» 841. Η παρεμπίπτουσα προσωρινή χάραξη της οριογραμμής του από τη Διοίκηση συμβαίνει συνήθως όταν επίκειται η έκδοση οικοδομικής άδειας για ανοικοδόμηση παραθαλάσσιου ακινήτου. Η ικανοποίηση της σχετικής αίτησης είναι δυνατή μόνο αν διαπιστωθεί ότι με βάση την υφιστάμενη κατάσταση δεν θίγεται ο αιγιαλός842. Εντούτοις η προσωρινή οριοθέτηση κρίνεται ανεπαρκής στις περιπτώσεις που η επικείμενη παραθαλάσσια επέμβαση είναι τεχνικό έργο υποδομής με εκτεταμένη χωρική ανάπτυξη, όπως η διάνοιξη παραλιακής οδού και η διαμόρφωση της παραλίας 843.

Περιβαλλοντικές επιταγές οδήγησαν επίσης στη νομοθετική οριοθέτηση με αντικειμενικά κριτήρια της έννοιας και της χρήσης των λιμένων. Αυτοί αποτελούνται από τη ζώνη ξηράς και θάλασσας μαζί με έργα και εξοπλισμό ώστε να επιτρέπεται κυρίως η υποδοχή κάθε είδους πλωτών μέσων και σκαφών αναψυχής, η φορτοεκφόρτωση, αποθήκευση, παραλαβή και προώθηση των φορτίων τους, η εξυπηρέτηση επιβατών και οχημάτων και η ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων συνδεόμενων άμεσα ή έμμεσα με τις θαλάσσιες μεταφορές 844. Αποτελούνται από μια χερσαία ζώνη, στην οποία περιλαμβάνονται ο αιγιαλός και οι αναγκαίοι συνεχόμενοι παραλιακοί χώροι για την εκτέλεση των δημόσιων έργων για την εύρυθμη λειτουργία του λιμένα, και από μια θαλάσσια ζώνη, στην οποία περιλαμβάνονται οι λεκάνες των λιμένων και έκταση θάλασσας μέχρι απόστασης πεντακοσίων (500) μέτρων από τις ακτές της χερσαίας ζώνης. Ειδικότερα οι συνεχόμενες λεκάνες των λιμένων μπορεί να είναι συνεχόμενες με τον αιγιαλό ή τυχόν κατασκευασμένα κρηπιδώματα, μώλοι ή προβλήτες 845.

Ομοίως λόγοι προστασίας του περιβάλλοντος συνέβαλαν στη νομοθετική διεύρυνση της έννοιας των όρμων. Ως όρμοι χαρακτηρίζονται τα τμήματα του φυσικού χώρου τα οποία περικλείονται μεταξύ δύο ακρωτηρίων και είναι κατάλληλα για την αγκυροβόληση πλοίων δίχως να διαθέτουν τεχνικό εξοπλισμό και εγκαταστάσεις. Ο νομοθέτης υιοθέτησε μια ευρεία ερμηνεία της άνω έννοιας, καθώς έθεσε ως προϋπόθεση η μεταξύ των δύο ακρωτηρίων απόσταση να είναι μεγαλύτερη των είκοσι μέτρων με ανώτατο όριο τα είκοσι μίλια 846.

841 ΦΕΚ Α, 285, ΑΠ 228/1998, ΠερΔικ. 1/1998, σ. 115.842 ΣτΕ 5103/1987.843 ΣτΕ 2161/1994, Νόμος και Φύση 2/1995, σ. 449 επ. με σχόλιο Φλώρου.844 Ν 2971/2001, άρθρο 1, παρ.7.845 Ν 2971/2001, όπ. αν., άρθρο 19, παρ.1 και 20, παρ. 1.846 Νόμος ΔΜΑ/1913 «περί διάπλου και διαμονής εμπορικών πλοίων παρά τας ελληνικάς ακτάς», ΦΕΚ Α, 68.

Page 222: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

6.4. Τα αενάως ρέοντα ύδατα

Ως κοινόχρηστα αενάως ρέοντα ύδατα θεωρούνται τα δημόσια ύδατα που τρέχουν ελεύθερα και αδιάκοπα 847 μαζί με την κοίτη τους, όπως ποταμοί, μικροί ή μεγάλοι, πλεύσιμοι ή μη 848, μεγάλες φυσικές λίμνες, πλεύσιμες διώρυγες, λιμνοθάλασσες και αλυκές που συγκοινωνούν με την θάλασσα, τα ρεύματα και οι υγρότοποι. Σχετικά με τους υγρότοπους πρέπει να γίνει μια διάκριση γιατί εάν αυτοί επικοινωνούν με τη θάλασσα οριοθετούνται από τη γραμμή του αιγιαλού, με αποτέλεσμα το τμήμα τους μετά τον αιγιαλό προς την ανοικτή θάλασσα να θεωρείται πράγμα κοινό σε όλους 849. Σύμφωνα με τη νομολογία και τη θεωρία, στην κατηγορία των κοινόχρηστων υδάτων δεν περιλαμβάνονται οι χείμαρροι, η ροή δηλαδή βρόχινου νερού 850, τα ρυάκια, τα βρόχινα ή στάσιμα νερά, καθώς και τα ελκόμενα νερά 851, δηλαδή εκείνα που τίθενται μέσα σε αυλάκι, οχετό ή σωλήνα, που κατασκευάζεται τεχνητώς για αυτόν τον λόγο, και διοχετεύονται για ορισμένη χρήση 852. Ο χείμαρρος και η κοίτη του θεωρούνται ότι ανήκουν στο Δημόσιο μόνο αν η κοίτη του έχει εγκαταλειφθεί εξ αμνημονεύτου χρόνου στην κοινή χρήση 853, εκτός αν εκτελέστηκαν έργα επί αυτών από την ΕΥΔΑΠ ή τον ΟΑΠ 854. Ομοίως, δεν αποτελούν κοινόχρηστα ύδατα τα υπόγεια ύδατα με ελεύθερη και αέναη ροή, καθώς αυτά δεν βγαίνουν στην επιφάνεια. Σε περίπτωση όμως κατά την οποία τα νερά των πηγών αποκτήσουν φυσική κοίτη, ρέοντας σε αυτήν αδιάκοπα και ελεύθερα, αυτά θεωρούνται κοινόχρηστα. Ωστόσο, ο κοινόχρηστος χαρακτήρας δεν επεκτείνεται στο τμήμα του ακινήτου μέσα από το οποίο ρέουν τα νερά των πηγών 855. Τέλος οι πηγές αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του ακινήτου επί του οποίου υπάρχουν, είναι δεκτικές ιδιωτικής συναλλαγής και υπόκεινται ακόμα και σε αναγκαστική απαλλοτρίωση 856. 6.4.1. Οι υγρότοποι

847 ΑΠ 238/1992, ΕλλΔνη 33, 1310, ΕφΑθ 1324/1995, ΝοΒ 44, σ. 679 επ. 848 ΑΠ 1068/1972, ΝοΒ 21, 634. ΣτΕ 2963/1978.849 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 146-147.850 ΑΠ 207/1993 ΕλΔ 35, 1067.851 Μπόσδα, «περί υδάτων», ΕΕΝ, σ. 517 επ. 852 ΣτΕ 412/1960, ΑΠ 522/1973, ΝοΒ 21, σ. 1423.853 ΑΠ 1483/1983 ΝοΒ 32, 1208, ΑΠ 1836/1981 ΝοΒ 30, 1077, ΕφΑθ 3622/1980 ΝοΒ 28, 1558, ΑΠ 1261/1976 ΝοΒ 25, 889, ΕφΑθ 5156/1976 Νοβ 25, 85.854 Άρθρο 6, παρ. 1 εδ. β ΝΔ 2722/1953,Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 147. 855 ΑΠ 768/1980, ΝοΒ 29, σ. 44. ΣτΕ 742/1983.856 ΣτΕ 412/1960, 2714/1967, ΕιρΑργ 2/1993 ΑρχΝ 45, 286.

Page 223: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Οι υγρότοποι ή υγροβιότοποι ορίζονται ως οι υδάτινες ή μικτού χαρακτήρα περιοχές, στις οποίες διατηρείται ένας μεγάλος αριθμός αξιόλογων βιολογικών, οικολογικών, γεωμορφολογικών και αισθητικών στοιχείων. Ειδικότερα απαρτίζονται από έλη, τέλματα, περιοχές τύρφης ή νερών φυσικής ή τεχνικής προέλευσης μόνιμων ή πρόσκαιρων, όπου το νερό γλυκό ή υφάλμυρο ή αλμυρό ρέει ή είναι στατικό. Συμπεριλαμβάνονται επίσης και εκτάσεις οι οποίες καλύπτονται από θαλάσσιο νερό, βάθους σε αμπώτιδα όχι μεγαλύτερου από έξι (6) μέτρα 857. Οι υγρότοποι αναγνωρίζονται ως φυσικοί μηχανισμοί ανυπολόγιστης αξίας για τη ρύθμιση και συντήρηση του υδροβιολογικού κύκλου 858. Εκτός από τη Σύμβαση του Ραμσάρ, που έγινε εσωτερικό δίκαιο με το ΝΔ 191/1974 859, διατάξεις για την προστασία των υγρότοπων περιλαμβάνονται στον 1650/86 «Για την προστασία του περιβάλλοντος», σε κοινοτικές οδηγίες 860 και διεθνείς συμβάσεις 861. Σύμφωνα με τον Ν 1650/1986 εκτάσεις με εξαιρετικά ευαίσθητα οικοσυστήματα, βιότοποι ή οικότοποι σπάνιων ή απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών της αυτοφυούς χλωρίδας ή άγριας πανίδας ή εκτάσεις με αποφασιστική θέση στον κύκλο ζωής σπάνιων ή απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών της άγριας πανίδας χαρακτηρίζονται ως περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης. Στις περιοχές αυτές απαγορεύεται κάθε δραστηριότητα και μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών και η εκτέλεση εργασιών με στόχο τη διατήρηση των χαρακτηριστικών τους υπό την προϋπόθεση της εξασφάλισης υψηλού βαθμού προστασίας 862. Με τη ρύθμιση αυτήν επιδιώκεται η προστασία και διατήρηση της φύσης και του τοπίου, καθώς και η διασφάλιση των φυσικών διεργασιών, της αποδοτικότητας των φυσικών πόρων, της ισορροπίας, της εξέλιξης, της ποκιλομορφίας, της ιδιαιτερότητας και της μοναδικότητας των οικοσυστημάτων 863.

Στο ίδιο προστατευτικό πνεύμα κινείται και η νομολογία. Ενδεικτικά απαγορεύτηκε η εγκατάσταση και λειτουργία μονάδων βαριάς βιομηχανίας,

857 ΝΔ 191/1974, Διεθνής Σύμβαση του Ράμσαρ, άρθρο 1, παρ. 1.858 Για περισσότερα βλ. Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 107 επ. 859 ΦΕΚ Α, 350.860 Οδηγία 92/43 ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας χλωρίδας και πανίδας, γνωστή ως Natura 2000 (Habitat Directive), Οδηγία 79/409/ΕΟΚ «Περί διατήρησης των άγριων πτηνών» (Bird Directive), όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 81/854/ΕΟΚ. 861 Η Διεθνής Σύμβαση για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης υπεγράφη στη Βέρνη στις 19/9/1979.862 Ν 1650/1986, όπ. αν., άρθρο 19, παρ. 1.863 Ν 1650/1986, όπ. αν., άρθρο 18, παρ. 1.

Page 224: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

όπως διαλυτηρίων πλοίων, καθώς αυτές αντιβαίνουν τη Σύμβαση του Ραμσάρ, οδηγώντας σε βέβαιη υποβάθμιση ή καταστροφή του υγρότοπου864. Ομοίως απαγορεύτηκε κάθε ζημιογόνος δραστηριότητα στον υγρότοπο του Αμβρακικού κόλπου 865, ενώ επετράπη κατ’ εξαίρεση ο ψεκασμός από τον αέρα για την καταπολέμηση του δάκου της ελιάς κατόπιν ειδικά τεκμηριωμένης μελέτης για την αποτροπή κινδύνων για τη δημόσια υγεία και τα ευπαθή οικοσυστήματα 866. Επιπλέον με την ΣτΕ 3956/1995 κρίθηκε παράνομος ο καθορισμός ορίων οικισμών μέχρι 2000 κατοίκων επειδή συμπεριλήφθησαν στα όριά τους μέρος προστατευόμενου βιότοπου μετά του αντίστοιχου οικοσυστήματος.

6.4.2. Τα ρεύματα

Τα ρεύματα τυγχάνουν ιδιαίτερης προστασίας ως στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα για την αναγνώριση του κοινόχρηστου χαρακτήρα των ρευμάτων πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία, α) να ρέουν σε αυτά συνεχώς και αδιάλειπτα (αενάως) ύδατα ή β) να αφέθηκαν στην κοινή χρήση από αμνημόνευτο χρόνο κατά τη βούληση του ιδιοκτήτη 867. Η στάθμιση περιβαλλοντικών και πολεοδομικών επιδιώξεων οδήγησε στην οριοθέτηση της ένταξης του ρεύματος σε πολεοδομική ρύθμιση. Ειδικότερα αυτή είναι επιτρεπτή μόνο όταν επιβάλλεται από επιτακτικές ανάγκες ενός ευρύτερου πολεοδομικού σχεδιασμού, βασιζόμενου σε όρους και προϋποθέσεις που διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη επιτέλεση της φυσικής του λειτουργίας. Πρωταρχικό όρο για την ένταξη αυτήν αποτελεί η προηγούμενη αποτύπωση και ο καθορισμός της οριογραμμής του. Μέχρι την ολοκλήρωση της οριοθέτησης του ρεύματος, η Διοίκηση έχει δέσμια αρμοδιότητα, η οποία θεμελιώνεται ευθέως στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, να αναστείλει τη χορήγηση οικοδομικών αδειών και τη συνέχιση των οικοδομικών εργασιών σε όλο το μήκος του ρεύματος εντός του οικισμού 868. Σε κάθε περίπτωση όμως ο χώρος αυτός μετά την οριοθέτησή του δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως οικοδομήσιμος ή προορισμένος για την ανέγερση κοινωφελών κτιρίων αλλά αποκλειστικά ως κοινόχρηστος ανεξάρτητα από το νομικό του καθεστώς 869, Επιπλέον αποκλείεται κάθε εργασία επιχώσεως ή κάλυψής του 870. Κατά συνέπεια η μερική κατάληψή του με χωματουργικά έργα από τους

864 ΣτΕ 2343/87. 865 ΣτΕ 1340/92.866 ΣτΕ 3953/95.867 ΑΠ 1483/1982, ΝοΒ 32, 1208.868 ΣτΕ 5930/1996, Νόμος και Φύση 3/1997, σ. 638, με σχόλιο Δρούγκα.869 ΣτΕ 2163/1994 Τμ Ε, Σ 1995, 186. 870 ΣτΕ 509/1994, ΑρχΝ 45, 703.

Page 225: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

παρόχθιους δεν τους προσπορίζει κανένα εμπράγματο δικαίωμα, καθώς δεν δημιουργείται χρησικτησία σε βάρος του Δημόσιου ούτε των Δήμων και Κοινοτήτων 871, αλλά στοιχειοθετείται αδίκημα ως αυθαίρετη κατάληψη δημόσιου ή κοινοτικού ακινήτου 872. Πρόκειται για μια εξαίρεση από τους κανόνες του εμπραγμάτου δικαίου χάριν της προστασίας του περιβάλλοντος με σκοπό την προστασία κοινόχρηστου πράγματος. Τέλος η ΕΥΔΑΠ μπορεί να παρεμβαίνει στην κοίτη των ρευμάτων, για την προστασία από τα όμβρια ύδατα, μόνο αφού προηγουμένως έχει μελετηθεί το ζήτημα από τα αρμόδια διοικητικά όργανα και έχει εκδοθεί η σχετική διοικητική πράξη για το κατ’ αρχήν επιτρεπτό της επέμβασης στο περιβάλλον και την εναρμόνισή της με τα γενικά χωροταξικά δεδομένα 873.

7. Η υποχρέωση του Κράτους σύνταξης Κτηματολογίου

Το Εθνικό Κτηματολόγιο αποτελεί ένα σύστημα νομικών, τεχνικών και άλλων πρόσθετων πληροφοριών για όλα τα ακίνητα της Χώρας, οργανωμένο σε κτηματοκεντρική βάση 874. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνονται η αμετάκλητη οριοθέτηση της δημόσιας και δημοτικής περιουσίας, ο ακριβής καθορισμός των ορίων των ακινήτων και η δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών 875. Η ίδρυσή του εντάσσεται στο πλαίσιο της ορθολογικής οργάνωσης της πολεοδομικής διαδικασίας, καθώς το Εθνικό Κτηματολόγιο συμβάλλει στην υλοποίηση της κοινωνικής επιταγής για διασφάλιση των συναλλαγών με την οριστική και αμετάκλητη κατοχύρωση των τίτλων ιδιοκτησίας, για χάραξη και εφαρμογή της χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής, όπως και για καταγραφή και προστασία της δημόσιας περιουσίας. Παράλληλα εξασφαλίζεται η αναβάθμιση του περιβάλλοντος, αφενός με τον περιορισμό των πυρκαγιών, των καταπατήσεων και των αυθαιρεσιών και αφετέρου με την αξιοποίηση και προστασία των δασών και των λοιπών φυσικών πόρων 876.

Η ανυπαρξία ενός Εθνικού Κτηματολογίου στον ελληνικό χώρο συνοδεύτηκε από την απουσία ενός αξιόπιστου και ολοκληρωμένου συστήματος πληροφοριών για τη γη με κύρια αποτελέσματα την ασύμμετρη διόγκωση των αστικών κέντρων εις βάρος της υπαίθρου, τη γενικότερη υποβάθμιση

871 ΝΔ 31/1968.872 ΕφΘεσ 356/1979, ΝοΒ 29, 571.873 ΣτΕ 1801/1995, ΕλλΔνη 36, 1177.874 Ν 2664/1998, όπ. αν., άρθρο1, παρ. 1.875 Ν 2664/1998, όπ. αν., άρθρο 1, παρ. 2.876 Εισηγητική Έκθεση Ν 1647/1986 «Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας (ΟΚΧΕ) και άλλες σχετικές διατάξεις».

Page 226: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

των οικιστικών περιοχών, τον κατακερματισμό της αγροτικής και της αστικής γης σε μεγάλες εκτάσεις, τις καταπατήσεις των κτημάτων του Δημόσιου, τα μεγάλα προβλήματα εφαρμογής των εγκεκριμένων σχεδίων και του σχεδιασμού γενικότερα, καθώς και την αλλαγή των χρήσεων γης και της εκμετάλλευσής της 877. Μεμονωμένη εξαίρεση αποτελεί η ίδρυση Κτηματολογικών γραφείων στην Καλλιθέα και το Παλαιό Φάληρο Αττικής, καθώς και στα Δωδεκάνησα. Ειδικότερα τα Κτηματολόγια στους δύο αυτούς Δήμους του νομού Αττικής ιδρύθηκαν το 1923, καλύπτοντας ένα τμήμα των ορίων τους, και το 1993 εκπονήθηκαν οι μελέτες ένταξής τους στο Εθνικό Κτηματολόγιο. Παράλληλα στα Δωδεκάνησα το 1926 και το 1929, επί Ιταλών, ιδρύθηκαν τα Κτηματολόγια της Ρόδου και της Κω αντίστοιχα, τα οποία εξακολουθούν να ισχύουν δυνάμει του άρθρου 8, παρ. 2 του Ν 510/1947 «Περί της εν Δωδεκανήσω εφαρμοστέας Δικαστικής Νομοθεσίας» 878. Από το διάταγμα 2.12.1836 «Περί κτηματολογίου» 879, επί Όθωνα, έως το 1986 είχαν ψηφιστεί και δημοσιευτεί περίπου 450 νόμοι και διατάγματα και είχαν εκδοθεί 800 περίπου αποφάσεις του ΣτΕ, του ΑΠ και άλλων δικαστηρίων, γνωμοδοτήσεις του ΝΣΚ και εισαγγελιών σχετικά με τον πολύτιμο εθνικό φυσικό πόρο και τη δημόσια γη χωρίς ωστόσο την αποτελεσματική της προστασία από τις καταπατήσεις 880. Το 1986 αποτέλεσε ένα καθοριστικό έτος για το Εθνικό Κτηματολόγιο με την ψήφιση του Ν 1647/1986 «Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας (ΟΚΧΕ) και άλλες σχετικές διατάξεις» 881. Η ανάγκη συμμόρφωσης της Χώρας με την Ευρωπαϊκή έννομη τάξη, δεδομένου ότι αποτελεί τη μοναδική χώρα της ΕΕ που στερείται Κτηματολογίου, ενεργοποίησε μια ουσιαστικότερη προσπάθεια, η οποία ξεκίνησε το 1994 με τις ενέργειες του ΥΠΕΧΩΔΕ και τη συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του Δεύτερου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, και του Ελληνικού Κράτους. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής, η οποία οδήγησε στην ψήφιση το 1998 του Ν 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις» 882, εντάσσεται και η αναθεωρημένη το 2001 σχετική συνταγματική διάταξη του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «η σύνταξη εθνικού κτηματολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους». Η πρωτοβουλία αυτή του αναθεωρητικού νομοθέτη μαρτυρεί την επιτακτική ανάγκη αφενός της χρήσης και αξιοποίησης της γης προς το

877 Εισηγητική Έκθεση Ν 1647/1986, όπ. αν.878 ΦΕΚ Α, 298. ΑΠ 163/1985 ΕΕΝ 1985, σ. 860, ΑΠ 458/1972 ΝοΒ 20, σ. 1280.879 ΦΕΚ 70.880 Εισηγητική Έκθεση του Ν 1647/1986, όπ. αν. Χορομίδης Κ. Γ., «Το Δίκαιο της Ρυμοτομίας και του Πολεοδομικού Σχεδιασμού», β έκδ., Θεσσαλονίκη 2002, σ. 141-142.881 ΦΕΚ Α, 141.882 ΦΕΚ Α, 275.

Page 227: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

συμφέρον του κοινωνικού συνόλου σε τοπικό-περιφερειακό και εθνικό επίπεδο και αφετέρου της οριοθέτησής της. Παράλληλα η εν λόγω συνταγματική διάταξη θα μπορούσε να αποτελέσει το νομικό έρεισμα για τη στοιχειοθέτηση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας εις βάρος της Διοίκησης σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης του Κτηματολογίου σε εύλογο χρόνο, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Δασολογίου 883.

8. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις

Η διαρκής μείωση των δασών στην ελλαδική επικράτεια, κυρίως λόγω των καταστροφικών πυρκαγιών και της νομοθετικής αναποτελεσματικότητας σχετικά με την προστασία του δάσους, κατέστησε ιδιαίτερα έντονη την ανάγκη ενίσχυσης της προστασίας τους. Η Ελλάδα καλύπτεται σήμερα κατά 19% από «δασικές εκτάσεις» (με αληθινά «δάση» μόνο κατά 8%), ενώ πριν από ένα μόλις αιώνα η δασοκάλυψη υπερέβαινε το 50% της έκτασης της Χώρας. Παράλληλα τα προστατευόμενα αποτελεσματικά από την Πολιτεία δάση δεν ξεπερνούν το 3% της συνολικής δασοκάλυψης, ενώ από τους 10 Εθνικούς Δρυμούς μόνο αυτός της Σαμαριάς στην Κρήτη προστατεύεται επαρκώς 884. Η οξύτητα του άνω φαινομένου ευαισθητοποίησε τον συντακτικό νομοθέτη το 1975 και τον αναθεωρητικό το 2001, με αποτέλεσμα τη θέσπιση ενός συνταγματικού πλαισίου για την προστασία των δασών με τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 24 σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος και του άρθρου 117 (παρ. 3 και 4) του Συντάγματος αναφορικά με τα αναδασωτέα δάση και δασικές εκτάσεις και την αναγκαστική απαλλοτρίωση των δημόσιων και ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων. Σε αντίθεση όμως με τις άνω διατάξεις του άρθρου 117, οι ρυθμίσεις του άρθρου 24 αναθεωρήθηκαν το 2001.

Η αναφορά του συντακτικού νομοθέτη στην προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συγκεκριμενοποίηση μιας ειδικής έκφανσης του φυσικού περιβάλλοντος, συνηγορώντας στην αναγνώριση ενός δικαιώματος στο δασικό περιβάλλον με ανάλογη νομική φύση προς το δικαίωμα στο περιβάλλον 885. Επιπλέον η νομολογία προέβη στην αναγωγή της προστασίας του δάσους σε λόγο δημόσιου συμφέροντος, δικαιολογώντας κατά συνέπεια την ανάκληση ακόμα και νόμιμης διοικητικής

883 Μενουδάκος Κ., όπ. αν., σ. 31-55.884 Μπάτλας Κ., «Η καταστροφή των δασών», Οικοενημέρωση, Τεύχος 5, Ιούνιος 1998, www.oikoen.gr885 Βλ. Μαριά Ε.-Α.., «Η νομική…», όπ. αν., σ. 220-247 και παραπάνω, στο ίδιο κεφάλαιο 3.

Page 228: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

πράξης παρά την όποια δημιουργία διοικητικών καταστάσεων και την πάροδο εύλογου χρόνου 886.

8.1. Ο ορισμός των εννοιών του δάσους και της δασικής έκτασης

Με τη συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 24 προστέθηκε σε αυτό μια ερμηνευτική δήλωση η οποία περιλαμβάνει τον ορισμό των εννοιών του δάσους και της δασικής έκτασης. Αρχικώς «ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα), και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές)». Αντίθετα στην περίπτωση της δασικής έκτασης το άνω σύνολο χαρακτηρίζεται από αραιά άγρια ξυλώδη βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδη. Πρόκειται για τον ορισμό που είχε συμπεριληφθεί στην απόφαση 27/1999 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, κατά πλήρη αποδοχή της νομολογίας του ΣτΕ 887, με τη διαφορά της προσθήκης του όρου «αναγκαία» στη συνταγματική διάταξη, αποσκοπώντας στη μη απόδοση του δασικού χαρακτήρα σε πολύ μικρού εμβαδού εκτάσεις με δασική βλάστηση. Ο ίδιος ορισμός συμπεριλήφθηκε εν συνεχεία στο άρθρο 1 του Ν 3208/2003 «Προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις».

8.2. Το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων

Σε εκτέλεση της νομοθετικής εξουσιοδότησης που προβλέπεται στο άρθρο 24, παρ. 1, εδ. γ του Συντάγματος ψηφίστηκαν δύο νόμοι για την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων: ο Ν 998/1979 «Περί προστασίας

886 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 83-89.887 Σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ αρκεί η οργανική ενότητα της δασικής μορφής για την ύπαρξη δάσους ή δασικής έκτασης (ΣτΕ 2086/1996, 3273/1996). Επομένως, κατά την αληθινή έννοια του ορισμού του δάσους και της δασικής έκτασης του άρθρου 3 του Ν 998/1979 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας», αρκεί μόνο μία προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό τους. Αντίθετα η νομολογία του ΑΠ οδηγούσε σε συρρίκνωση της έννοιας του δάσους και της δασικής έκτασης, καθώς σύμφωνα με αυτή απαιτούνταν η αθροιστική συνδρομή δύο προϋποθέσεων: α) του στοιχείου της δασοκάλυψης και β) των λειτουργιών του δάσους και της δασικής έκτασης, δηλαδή της παραγωγής προϊόντων ή της συμβολής στη διατήρηση της ισορροπίας και στην εξυπηρέτηση της διαβίωσης του ανθρώπου (ΑΠ 1874/1994, 283/1996). Για περισσότερα βλ. Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 53-56.

Page 229: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας» 888, ο οποίος τροποποιήθηκε με τον Ν 3208/2003 «Προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις» 889. Η ψήφιση του νέου νόμου έγινε υπό το φως της συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 24 του Συντάγματος 890. Ειδικότερα σύμφωνα με τις κυριότερες διατάξεις του δεύτερου νόμου α) εξειδικεύονται οι ορισμοί του δάσους και της δασικής έκτασης σύμφωνα με τη νομολογία και την επιστήμη της δασολογίας, β) προβλέπονται ρυθμίσεις για την προστασία των δασών, όπως η λήψη ειδικών μέτρων προστασίας δασών και δασικών εκτάσεων που περιλαμβάνονται στα δίκτυα και τις περιοχές ειδικής προστασίας επιβαλλόμενες από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο (ειδικές ζώνες διατήρησης του δικτύου Natura 2000, περιοχές ειδικής προστασίας και περιοχές σημαντικές για τα πτηνά της οδηγίας 79/409), γ) διασφαλίζονται σταθεροί πόροι για τη χρηματοδότηση της δασοπονίας με σκοπό την ανάπτυξη και προστασία των δασών και την απρόσκοπτη κατάρτιση του Δασολογίου, δ) προβλέπονται οι αναγκαίες διατάξεις για την κατάρτιση του Δασολογίου, ε) επιλύεται το χρόνιο πρόβλημα των διασωθέντων αγρών, στ) ορίζονται αναλυτικά οι περιπτώσεις όπου το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαίωμα κυριότητας επί δασών και δασικών εκτάσεων, ζ) τίθενται σε ίση μοίρα, ως προς τη διαχείριση και τις επιτρεπτές επεμβάσεις, τα ιδιωτικά δασοκτήματα με τα δημόσια δάση κατ’ επιταγή του Συντάγματος, η) επιλύεται το θέμα των διακατεχομένων δασών και δασικών εκτάσεων είτε με τη θέσπιση της δυνατότητας κατάργησης των δικαιωμάτων διακατοχής υπέρ του Δημόσιου έναντι αποζημίωσης είτε με την απόδοση της κυριότητας στους διακατόχους έναντι ανταλλάγματος θ) αντιμετωπίζονται χρόνια προβλήματα πολιτών, όπως οι παραχωρήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε γεωργούς για γεωργική και δενδροκομική εκμετάλλευση για συμπλήρωση του βιώσιμου κλήρου, από το 1924 έως την ισχύ του Ν 998/1974 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας». Οι άνω παραχωρήσεις αντιμετωπίζονται με τον νέο νόμο, όπως και οι λοιπές με την εφαρμογή των διατάξεων του Αγροτικού Κώδικα, ι) παρέχεται η δυνατότητα ανταλλαγής των κατεχομένων από τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς δασών και δασικών εκτάσεων με διαθέσιμες ή κοινόχρηστες εποικιστικές εκτάσεις, καθώς και με δημόσιες μη δασικές εκτάσεις και ια) αντιμετωπίζονται μερικώς τα αυθαίρετα κτίσματα. Ειδικότερα παρέχεται η δυνατότητα ανάκλησης του πρωτοκόλλου ειδικής αποζημίωσης εφόσον οι

888 ΦΕΚ Α, 289.889 ΦΕΚ, 303.890 Για περισσότερα βλ. Μαριά Ε.-Α., «Ο Ν 3208/2003 για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων ένα χρόνο μετά τη θέση του σε ισχύ», ΠερΔικ 4/2004, σ. 460-470.

Page 230: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ενδιαφερόμενοι, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας έξι μηνών από τη δημοσίευση του νόμου, προβούν είτε στην κατεδάφιση των αυθαίρετων κτισμάτων που ανεγέρθηκαν σε ιδιόκτητα δάση ή δασικές εκτάσεις είτε στην παράδοση στην οικεία δασική αρχή αυθαίρετων κτισμάτων ανεγερθέντων σε δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Εντούτοις, παρά τη θετική κατεύθυνση στην οποία κινείται ο νέος νόμος, δεν προβλέπεται ρύθμιση για τις εκτάσεις οι οποίες διαπιστώνεται ότι υπήρξαν κάποτε δασικές και άλλαξαν αυθαίρετα χρήση προ του 1975 891.

8.3. Η νομολογιακή προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων

Ακολουθώντας τις επιταγές για πιο αποτελεσματική προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, η νομολογία προέβη στην αυστηρότερη ερμηνεία της ρήτρας του άρθρου 24, παρ.1, εδάφιο δ του Συντάγματος. Ειδικότερα, ενώ σύμφωνα με το γράμμα του Συντάγματος η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων είναι δυνατή αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση τους που επιβάλλεται για λόγο δημόσιου συμφέροντος, η νομολογία αξιώνει τη συνδρομή σπουδαίου 892 ή σοβαρού 893 ή υπέρτερου 894 ή εξαιρετικού 895 ή όλως εξαιρετικού 896 λόγου δημόσιου συμφέροντος 897. Επιπλέον απαιτείται η θυσία της δασικής βλάστησης να αποτελεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, το μόνο αποδεδειγμένα πρόσφορο μέσο για την ικανοποίηση του σχετικού λόγου δημόσιου συμφέροντος με τη μικρότερη δυνατή απώλεια δασικού πλούτου 898. Η αναφορά του συντακτικού νομοθέτη στην Εθνική Οικονομία εξειδικεύεται στην ικανοποίηση ζωτικών αναγκών της ή κρίσιμων παραμέτρων της εθνικού επιπέδου 899. Από τη στάση της νομολογίας είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αφενός η αυστηρότερη τάση του ακυρωτικού δικαστή ως προς τη διαφύλαξη του δασικού χαρακτήρα των δασών και δασικών εκτάσεων και αφετέρου η in concreto κρίση της επιμέρους

891 Νέος Δασικός Νόμος. Κωδικοποίηση-Ερμηνεία, τόμος Α, εκδ. Πολυεκδοτική, Αθήνα 2004, σ. 1-4.892 ΣτΕ 772/1992, ΕλλΔνη 1993, σ. 745.893 ΣτΕ 2435/1993, Νόμος και Φύση 2/1994, σ. 445, ΣτΕ 951-2/1996.894 ΣτΕ 1/1993.895 ΣτΕ 4739/1995.896 ΣτΕ 666/1994, Αρμενόπουλος 1994/8, σ. 992, 2829/1993, Νόμος και Φύση 2/1994 σ. 471.897 Χορομίδης Κ., «Ιδιωτικά δάση, δασικές εκτάσεις και το Σύνταγμα του 1975», Το άρθρο 24 του Συντάγματος…», όπ. αν., σ.128-133.898 ΣτΕ 3277/1987, 772/1992, 1/1993, 2435/1993, 666/1994, 4739/1995, 951-2/1996, 951-2/1996.899 ΣτΕ 2465/1993, ΣτΕ 2829/1993.

Page 231: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

στάθμευσης των συγκρουόμενων συμφερόντων 900. Σύμφωνα με τη γενική θέση της νομολογίας απαγορεύεται η μεταβολή της χρήσης των δασών και δασικών εκτάσεων για οικιστικούς σκοπούς, ακόμα και για κοινωφελή σκοπό 901, καθώς συνεπάγεται ολική ή μερική εκχέρσωση και μεταβολή της μορφής και του προορισμού τους ως οικοσυστημάτων 902. Ομοίως απαγορεύεται η ανέγερση οικοδομών στα εντός των δασών και δασικών εκτάσεων διάκενα (ξέφωτα), τα οποία θεωρούνται δάση ή δασικές εκτάσεις 903, καθώς και η ένταξη δασικών οικοσυστημάτων εντός οικιστικής περιοχής ή γενικού πολεοδομικού σχεδίου ή σχεδίου πόλεως οικισμού έστω και με το πρόσχημα δημιουργίας κοινόχρηστων χώρων με διατήρηση του δασικού τους χαρακτήρα 904. Η ίδια απαγόρευση ισχύει και σε περίπτωση επέκτασης ρυμοτομικών σχεδίων σε περιοχές με δασικό χαρακτήρα 905.Ο κανόνας όμως της γενικής απαγόρευσης της μεταβολής της χρήσης των δασών και δασικών εκτάσεων για οικιστικούς και κοινωφελείς σκοπούς

900 Κάποιες επεμβάσεις κρίθηκαν μη επιτρεπτές, όπως οι θεσπιζόμενες με ΠΔ χρήσεις αναψυκτηρίων, εγκαταστάσεων πολιτιστικών εκδηλώσεων, υπαίθριων αθλητικών εγκαταστάσεων και των βοηθητικών τους κτισμάτων, κατασκηνώσεων και camping ή παιδικών εγκαταστάσεων χωρίς κτίσματα (ΠΕ 265/1997). Ομοίως απαγορεύτηκαν χρήσεις, όπως βιομηχανίας, λατομείων (ΣτΕ 3164/1981), βιοτεχνίας, μεταφόρτωσης ή ανακύκλωσης απορριμμάτων, χώρων στάθμευσης και εξυπηρέτησης φορτηγών αυτοκινήτων (ΣτΕ 4739/1995), καθώς και ο εντός των δασών και δασικών εκτάσεων καθορισμός χώρων νεκροταφείων (ΣτΕ 4739/1995) και εγκαταστάσεων υγειονομικής ταφής απορριμμάτων και βιολογικού καθαρισμού (ΠΕ 265/1997). Στην περίπτωση των νεκροταφείων και των εγκαταστάσεων βιολογικού καθαρισμού παρατηρείται μια αλλαγή της θέσης της νομολογίας. Αρχικώς είχε αναγνωριστεί η ύπαρξη σπουδαίου λόγου δημόσιου συμφέροντος σχετικά με την άδεια επέκτασης νεκροταφείου (ΣτΕ 3781/1995), ενώ η ανάγκη εγκατάστασης σταθμών βιολογικού καθαρισμού εντός δασικών εκτάσεων ήταν θεμιτή μόνο αν ήταν απολύτως αναγκαία και εμφανιζόταν ως αναπόφευκτη θυσία. Ειδικότερα για την εγκατάσταση σταθμών βιολογικού καθαρισμού, σύμφωνα με την προγενέστερη νομολογία, πρώτα έπρεπε να αναζητηθεί κατάλληλος χώρος εντός των ορίων του οικισμού, εν συνεχεία σε ακάλυπτους χώρους εκτός των ορίων του οικισμού, άλλως σε γεωργική γη. Η χρησιμοποίηση δάσους ή δασικής έκτασης για τον σκοπό αυτό ήταν επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση εξάντλησης των προαναφερόμενων δυνατοτήτων (ΣτΕ 2829/1993: συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 13 του Ν 1734/1987, με το οποίο προβλέπεται η εγκατάσταση σταθμών βιολογικού καθαρισμού εντός δασικών εκτάσεων και η αναγκαία συναγόμενη αλλαγή χρήσης τους). Ομοίως, σε αντίθεση με την διαμορφούμενη θέση της νομολογίας, είχε αναγνωριστεί η ύπαρξη σπουδαίου λόγου δημόσιου συμφέροντος σε μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως η εγκατάσταση βιομηχανίας ξύλου (ΣτΕ 4296/1998). Μαριά Ε-Α., «Η νομική…», όπ. αν., σ. 317, 323 επ.901 ΠΕ 105/1993. Ομοίως και για περιαστικές δασικές εκτάσεις (ΣτΕ 8197/1993 για την Πεντέλη, ΠΕ 444/1993 για τον Υμηττό και ΠΕ 314/1995 για το Όρος Αιγάλεω).902 ΣτΕ 1/1993.903 ΣτΕ 3774/1985 (Δ Τμήμα).904 ΣτΕ 1589/1999.905 ΣτΕ 1403/1990.

Page 232: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

επιδέχεται κάποιες εξαιρέσεις για την ικανοποίηση των αναγκών της πολεοδόμησης. Ειδικότερα χάριν της ενότητας του πολεοδομικού σχεδιασμού είναι δυνατή η κατ’ εξαίρεση ένταξη μικρών τμημάτων δάσους ή δασικής έκτασης στο σχέδιο πόλης υπό την προϋπόθεση της διατήρησης του δασικού τους χαρακτήρα 906. Για την εκτίμηση του επιτρεπτού και του θεμιτού των επεμβάσεων στα δάση και τις δασικές εκτάσεις ο ακυρωτικός δικαστής προέβη στην αρχή της στάθμισης των συμφερόντων, προκειμένου να αξιολογηθεί η ύπαρξη ή μη σπουδαίου δημόσιου συμφέροντος. Ως σπουδαίος λόγος δημόσιου συμφέροντος θεωρήθηκε η στεγαστική αποκατάσταση ενδεών οικιστών, εργαζομένων και γενικότερα η κάλυψη των στεγαστικών αναγκών μονίμων ενδεών κατοίκων οικισμού, με αποτέλεσμα να κριθεί σύννομη και σύμφωνη με το γράμμα του Συντάγματος (άρθρο 24, παρ. 1, εδάφιο δ) η επερχόμενη, με την έγκριση ρυμοτομικού σχεδίου κύριας κατοικίας, μεταβολή του προορισμού δασικών εκτάσεων 907. Άλλοι σπουδαίοι λόγοι δημόσιου συμφέροντος συνιστούν η πυρασφάλεια του δάσους, η οποία καθιστά επιτρεπτή τη διάνοιξη δημόσιων οδών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι κοινοτικές 908, σε δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις 909, η δασοπυρόσβεση και η ανάγκη επικοινωνίας της νήσου, οι οποίες επιτρέπουν την κατασκευή ελικοδρομίου στη νήσο 910, καθώς και οι ανάγκες εθνικής άμυνας, οι οποίες επιτρέπουν την εκτέλεση στρατιωτικών έργων εντός δημόσιων δασών και δασικών εκτάσεων 911. Επίσης στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης, αναγνωρίστηκε σπουδαίος λόγος δημόσιου συμφέροντος για τις εγκαταστάσεις παραγωγής αιολικής ενέργειας (ήπιες μορφές ενέργειας), μετεωρολογικών και γεωδυναμικών σταθμών (μικρού εμβαδού και ελαφράς κατασκευής), επιτρέποντας όμως την αλλαγή χρήσης μόνο των δημόσιων δασικών εκτάσεων και όχι των δημόσιων δασών 912.

8.4. Η προστασία της αισθητικής του δασικού τοπίου

Ιδιαίτερα σημαντική μπορεί να χαρακτηριστεί η προστασία της αισθητικής του δάσους, τόσο από τα διοικητικά όσο και από τα πολιτικά δικαστήρια. Με

906 ΠΕ 667/1994, Νόμος και Φύση 1/1995, σ.108. Σύμφωνα με τη ΣτΕ 281/1990 η πράξη με την οποία τροποποιείται το σχέδιο πόλης για την ένταξη δασικών εκτάσεων σε οικοδομήσιμη περιοχή αποτελεί ατομική διοικητική πράξη, το κύρος της οποίας δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως. Για περισσότερα βλ. Μαριά Ε.-Α., «Η νομική…», όπ. αν., σ. 343 επ. 907 ΠΕ 188/1992 (Ε Τμήμα).908 ΣτΕ 2324/1984, 948/1991. 909 ΣτΕ 772/1992, ΕλλΔνη 1993, σ. 745.910 ΣτΕ 943/1996.911 ΣτΕ 2453/1994 (Ολομ.). 912 ΠΕ 265/1997 (Ε Τμήμα).

Page 233: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

την απόφαση του ΜΠρΚορίνθου 2145/2002 (ασφαλιστικά μέτρα), με την οποία απαγορεύτηκαν προσωρινά η χρήση ηχητικών οργάνων και η μετάδοση μουσικής εντός του αισθητικού δάσους 913 «Πευκιά», εκτάσεως 273 στρεμμάτων, αναδείχθηκε και προστατεύτηκε ο ήχος ως στοιχείο του αισθητικού τοπίου, και δη ως αισθητική ποιότητα που συμμετέχει στη συγκρότηση και προβολή της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του 914. Με τον τρόπο αυτόν καλύπτεται ένα κενό στην κείμενη νομοθεσία, η οποία επικεντρώνεται στην καταπολέμηση της ηχορύπανσης, χωρίς να προβλέπεται η ρητή προστασία της ηχητικής διάστασης του τοπίου. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, οι φυσικοί ήχοι του δάσους και της βιοκοινότητάς του, συμβάλλοντας στη διαφύλαξη της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας, περιλαμβάνονται στα στοιχεία που συνθέτουν τον προορισμό του αισθητικού δάσους ως τόπου αναψυχής, υγείας, περιπάτου και ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Με τη χρήση όμως μουσικής από αναψυκτήριο εντός του αισθητικού δάσους παρεμποδίζεται το άκουσμα των φυσικών του ήχων, όπως το θρόισμα των φύλλων και το κελάηδισμα των πουλιών, με αποτέλεσμα να παρακωλύεται το ατομικό δικαίωμα χρήσης και απόλαυσης του περιβαλλοντικού αγαθού του αισθητικού δάσους σύμφωνα με τον προορισμό του 915. Με ανάλογο σκεπτικό ακυρώθηκε από το ΣτΕ άδεια γεώτρησης στο αισθητικό δάσος της Καισαριανής, καθώς θίγεται ο υδροφόρος ορίζοντας και η ισορροπία του. Εξάλλου με τη γειτνίασή του άνω δάσους με οικιστικά κέντρα, αυτό ανάγεται σε εξαιρετικά ευαίσθητη περιοχή που χρήζει ιδιαίτερης προστασίας ώστε να διαφυλάσσεται η χρήση του έναντι των αναγκών ή λειτουργιών των παρακείμενων οικιστικών κέντρων 916. Ομοίως λόγοι προστασίας της αισθητικότητας του τοπίου, του βιότοπου και της οικολογικής ισορροπίας απαγορεύουν τη χορήγηση άδειας λατομείου σε αισθητικό δάσος, καθώς οι συνέπειες για το περιβάλλον θεωρούνται

913 ΠΔ 198/12.3.1974 (ΦΕΚ Α, 70). Πρόκειται για δάση αναψυχής υγείας και περιπάτου ή τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους κατά την έννοια του άρθρου 18 του Ν 1650/1986, όπ. αν. Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 4, παρ. 1 του Ν 998/1979, όπ. αν., πρόκειται για δάση ή δασικές εκτάσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερο επιστημονικό, αισθητικό, οικολογικό ή γεωμορφολογικό ενδιαφέρον και έχουν κηρυχθεί αισθητικά δάση δυνάμει του άρθρου 78 παρ. 2 του ΝΔ 996/1971.914 Για περισσότερα σχετικά με την αναγωγή του ήχου σε μια από τις αισθητικές ποιότητες του τοπίου βλ. Στεφάνου Ιωσήφ και Ιουλία «Συστηματική καταγραφή των στοιχείων που εμφανίζουν τη φυσιογνωμία της πόλης», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης…», όπ. αν., σ. 150-152. 915 Επιπλέον το δικαίωμα αυτό, ως αυτοτελής εκδήλωση του δικαιώματος στην προσωπικότητα, τριτενεργεί έμμεσα δια των ΑΚ 57 «Δικαίωμα στην προσωπικότητα» και 966 «Πράγματα εκτός συναλλαγής» επ. Καράκωστας Ι., Ξενογιάννης Ν., Σχόλιο στην ΜΠρΚορίνθου 2145/2002 (Ασφαλιστικά μέτρα), ΠερΔικ 4/2002, σ. 773 επ. 916 ΣτΕ 3557/1994, Νόμος και Φύση 2/1995, σ. 445 επ., με σχόλιο Χλέπα.

Page 234: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ανεπανόρθωτες 917. Ακόμα όμως και σε περίπτωση απουσίας ειδικού προστατευτικού καθεστώτος η Πολιτεία υποχρεούται να προστατεύει ενιαία και αυτοτελή συστήματα τοπίου φυσικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, στα οποία περιλαμβάνονται οικοσυστήματα δάσους, λοιπής βλάστησης και ακτών, καθώς και πολιτιστικά στοιχεία, με ιδιαίτερη αισθητική αξία, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται να γίνουν αντικείμενα πολεοδόμησης ούτε να ενταχθούν στον οικιστικό ιστό της πόλης ως χώροι πρασίνου 918.

8.5. Το κοινό καθεστώς προστασίας των δημόσιων και ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων

Τα ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις θεωρούνται ότι αποτελούν αγαθά, ο προορισμός των οποίων συνίσταται στην εξυπηρέτηση της κοινής ωφέλειας. Αν και δεν είναι δυνατή η ελεύθερη και χωρίς περιορισμούς χρήση τους από το κοινωνικό σύνολο, το δικαίωμα απόλαυσής τους εκφράζεται από το δικαίωμα ωφέλειας, το οποίο συνίσταται στο όφελος που προκύπτει για το κοινωνικό σύνολο από την ύπαρξη και τη διατήρηση αναλλοίωτης της δασικής τους μορφής 919. Το άρθρο 24, παρ. 1, εδ. ε. του Συντάγματος του 1975 αναφερόταν ρητώς μόνο στα δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις, δημιουργώντας ένα κενό ως προς τη δυνατότητα μεταβολής του προορισμού των ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων. Ωστόσο με την ΣτΕ 3754/1981 (Ολομ.) τα ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις προστατεύονταν αυστηρότερα από τα δημόσια, καθώς, σύμφωνα με το ΣτΕ, οι κατ’ εξαίρεση περιπτώσεις μεταβολής του δασικού χαρακτήρα του άρθρου 24 αφορούσαν μόνο στα δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις. Η νομολογιακή αυτή θέση διατηρήθηκε μέχρι το 1999, οπότε και μεταβλήθηκε μερικώς με την ΣτΕ 1675/1999 (Ολομ.), με την οποία επετράπη η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων για την πραγματοποίηση έργου δημόσιας ωφέλειας. Όμως η απόφαση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στο πλαίσιο της παραγράφου 4 του άρθρου 117 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η αναγκαστική απαλλοτρίωση δασών ή δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου, επιτρέπεται μόνο υπέρ του Δημόσιου», σύμφωνα με τις σχετικές με την αναγκαστική απαλλοτρίωση διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος, για λόγους δημόσιας ωφέλειας και χωρίς μεταβολή της δασικής τους μορφής.

917 ΔιοικΠρωτΑθ. 9501/1985 και ΣτΕ 2187/1991 (: απόρριψη χορήγησης άδειας λατομείου μαρμάρων μέσα στο αισθητικό δάσος της Όσσας και τον εκεί υπάρχοντα βιότοπο).918 ΣτΕ 2164/1994 (: απαγόρευση ένταξης ενιαίου και αυτοτελούς συστήματος τοπίου φυσικού και πολιτιστικού χαρακτήρα σε πολεοδομικό σχέδιο περιοχής της Ν. Κρήνης Καλαμαριάς).919 Μαριά Ε.-Α., «Η νομική…», όπ. αν., σ. 256.

Page 235: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Ακολουθώντας το πνεύμα της νομολογίας ο αναθεωρητικός νομοθέτης το 2001 θέσπισε ένα κοινό καθεστώς προστασίας των δημόσιων και ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων με την απάλειψη του επιθέτου «δημόσιων» από τη σχετική διάταξη του άρθρου 24. Επιπλέον με κάθε προσπάθεια μεταβολής του προορισμού των ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων με υλικές πράξεις ιδιωτών, όπως η αποψιλωτική υλοτομία ή η παράνομη εκχέρσωση, προσβάλλεται συγχρόνως το δικαίωμα στην προσωπικότητα (άρθρα 57 επ. ΑΚ) 920. Σε περίπτωση τέλος προσβολής προερχόμενης από τη Διοίκηση με έκδοση ή παράλειψη έκδοσης κάποιας διοικητικής πράξης είναι δυνατή η άσκηση αίτησης ακύρωσης στο ΣτΕ, με σκοπό την ακύρωση της πράξης ή της παράλειψης και την αποκατάσταση της κοινής χρήσης 921.

8.6. Το καθεστώς προστασίας των αναδασωτέων εκτάσεων

Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 117 απαγορεύεται η αποβολή του δασικού χαρακτήρα των κατεστραμμένων ή υπό καταστροφή δημόσιων ή ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων, καθώς και όσων αποψιλώνονται ή αποψιλώθηκαν με άλλο τρόπο. Τα εν λόγω δάση ή δασικές εκτάσεις «κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέα και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό» 922. Κατά τη νομολογία του ΣτΕ αφενός η διάταξη αυτή έχει άμεση εφαρμογή, καθώς δεν εξαρτάται από την έκδοση νόμου 923 και αφετέρου η κήρυξη της αναδάσωσης αποτελεί δέσμια αρμοδιότητα και δεν ανήκει στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης 924. Επιπλέον δεν υφίσταται χρονικό όριο στο παρελθόν για την υποχρέωση αναδάσωσης, η οποία εξάλλου δεν εμποδίζεται από την παράνομη καταστροφή ή αποψίλωση του δάσους 925. Συνεπεία της υποχρέωσης αυτής οι αναδασωτέες εκτάσεις τίθενται υπό καθεστώς μείζονος προστασίας με απόλυτη απαγόρευση κάθε επέμβασης σε αυτές ή διάθεσής τους για άλλο σκοπό δημόσιου συμφέροντος, ανεξαρτήτως εάν η πράξη κήρυξης της αναδάσωσης έχει εκδοθεί πριν ή μετά την ισχύ του Συντάγματος 926.

920 Μαριά Ε.-Α., «Η νομική…», όπ. αν., σ. 256. 921 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 125.922 Άρθρο 117, παρ. 3 του Συντάγματος.923 ΣτΕ 1968/2000.924 ΣτΕ 2729/1997. Η κρίση της Διοίκησης σχετικά με τον δασικό χαρακτήρα της αίτησης που κηρύσσεται αναδασωτέα πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 1835/1992, 679, 3914/1994, 5232/1996, 2127/1998, 390, 903, 3060, 3894/2000, 1497, 1646/2002). Για περισσότερα βλ. Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 73-77. 925 ΣτΕ 939/2002.926 ΣτΕ 2778/1988, 63/1989, 1968/2000.

Page 236: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

8.7. Η σύνταξη Δασολογίου

Παράλληλα το 2001 προστέθηκε ένα νέο τρίτο εδάφιο στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 24 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους». Το Δασολόγιο, που καταρτίζεται με τη μορφή Βιβλίου Γενικού Δασολογίου στο οποίο καταχωρούνται τα εμφαινόμενα στον δασικό χάρτη δάση και δασικές εκτάσεις κατά μερίδες και κατά τρόπο ώστε να είναι ευχερής η τήρησή τους και σε ηλεκτρονική μορφή, αποσκοπεί στην κτηματογράφηση των δασών και δασικών εκτάσεων και τη διοικητική διερεύνηση των εμπράγματων δικαιωμάτων με τη σύνταξη του φύλλου καταγραφής (κτηματικός χάρτης) και του μητρώου ιδιοκτησίας (κτηματολογικός πίνακας). Η σύνταξη Δασολογίου είχε αρχικά προβλεφθεί με τον Ν 248/1976 «Περί φύλλου καταγραφής, Μητρώου ιδιοκτησίας και οριοθεσίας των δασικών εκτάσεων και προστασίας των δημόσιων δασικών εκτάσεων» 927, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 998/1979 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας», οι ρυθμίσεις του οποίου συμπληρώθηκαν με το ΠΔ 1141/1980 «Περί φωτογραφήσεως και χαρτογραφήσεως των δασών και δασικών εκτάσεων και δασολογίου της Χώρας» 928 και με τον Ν 3208/2003 «Προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτιση δασολογίου, ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλες διατάξεις». Εντούτοις από τη θεσμοθέτησή του το Δασολόγιο παραμένει ανενεργό, καθώς τα συνεργεία που προβλέπονται για την κατάρτιση των δασικών χαρτών ουδέποτε συγκροτήθηκαν ελλείψει πιστώσεων και προσωπικού 929. Η άνω αδράνεια και η αυξανόμενη ανάγκη προστασίας των δασών από καταπατήσεις οδήγησαν το Ε΄ τμήμα του ΣτΕ να θεωρήσει τη μη σύνταξη Δασολογίου, παρά την πάροδο εύλογου χρόνου από την ολοκλήρωση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, ως παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας της Διοίκησης υπαγόμενης στον ακυρωτικό έλεγχο του ΣτΕ 930. Επομένως προέκυψε η υποχρέωση της Διοίκησης σύνταξης Δασολογίου στον αναγκαίο για την ολοκλήρωση των εργασιών χρόνο, με συνέπεια, σε αντίθετη περίπτωση, την απαγόρευση της προβλεπόμενης στο άρθρο 14 του Ν 998/1979 διαδικασίας χαρακτηρισμού εκτάσεων αντί του Δασολογίου. Η εξέλιξη αυτή επηρέασε τον αναθεωρητικό νομοθέτη το 2001, ο οποίος αναγνώρισε την υποχρέωση του Κράτους σύνταξης Δασολογίου. Στο ίδιο πνεύμα στο άρθρο 3 του Ν 3208/2003 προβλέπεται η κατάρτιση Δασολογίου

927 ΦΕΚ Α, 6.928 ΦΕΚ Α, 288.929 Μενουδάκος Κ., όπ. αν.930 ΣτΕ 2818/1997.

Page 237: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

σε κάθε Νομό μέσα σε προθεσμία 5 μηνών από την κύρωση του δασικού χάρτη με μέριμνα της Διεύθυνσης Δασών της νομαρχίας.

9. Ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για λόγους δημόσιας ωφέλειας υπέρ του δημόσιου

Ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για λόγους δημόσιας ωφέλειας υπέρ του δημόσιου με την προηγούμενη καταβολή πλήρους και δικαστικά καθοριζόμενης αποζημίωσης προβλέπεται ρητά στο άρθρο 17 του Συντάγματος και θεωρείται το κύριο αντίβαρο της συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος της ιδιοκτησίας 931. Η κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης συνιστά μια μονομερή ατομική διοικητική πράξη, η συντέλεσή της οποίας επέρχεται από την καταβολή στον δικαιούχο της καθορισθείσας αποζημίωσης ή από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της κατάθεσης της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων 932. Επιπλέον σύμφωνα με τη νομολογία απαιτείται, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης που επιβάλλει την αναγκαστική απαλλοτρίωση 933. Στο σημείο αυτό κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί η θέσπιση, τόσο σε συνταγματικό όσο και σε νομοθετικό επίπεδο, δύο ειδικών καθεστώτων αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αφενός για πολεοδομικούς σκοπούς, για την εφαρμογή των σχεδίων πόλεων και οικισμών 934, και αφετέρου χάριν των αναγκών των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 935.

Αρχικώς με στόχο την εξυπηρέτηση πολεοδομικών αναγκών προβλέφθηκαν ειδικοί κανόνες στη μη αναθεωρηθείσα παράγραφο 6 του άρθρου 17 του Συντάγματος του 1975. Ειδικότερα σε περίπτωση εκτέλεσης έργων κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Χώρας είναι δυνατή η με νομοθετική ρύθμιση «απαλλοτρίωση υπέρ του δημόσιου ευρύτερων ζωνών, εκτός των αναγκαίων για την κατασκευή των έργων». Με την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου παρέχεται η δυνατότητα στο νομοθέτη, «για την εκτέλεση έργων

931 Δαγτόγλου Π. Δ., όπ. αν., σ. 919.932 Για περισσότερα βλ. Χατζοπούλου Α., «Στοιχεία…», όπ. αν., σ. 122-132.933 ΣτΕ 1917/1992,3152/1993.934 Κ.Α.Α.Α. (Ν 2882/2001, ΦΕΚ Α, 17), άρθρο 29 παρ. 9 εδ. α.935 Ν 2730/1999 «Σχεδιασμός, ολοκληρωμένη ανάπτυξη και εκτέλεση Ολυμπιακών Έργων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α, 130) άρθρα 6 έως 10, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 24 του Ν 2741/1999 «Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων, άλλες ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Ανάπτυξης και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α, 199), 4 του Ν 2819/2000 «Ίδρυση Εταιρείας Ολυμπιακό Χωριό 2004 ΑΕ προστασία Ολυμπιακών Συμβόλων και Σημάτων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α, 84) και 4 του Ν 2833/2000 «Θέματα προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α, 150).

Page 238: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

με προφανή κοινή ωφέλεια υπέρ του δημόσιου, νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, ΟΤΑ, οργανισμών κοινής ωφέλειας και δημόσιων επιχειρήσεων», να επιτρέπει τη διάνοιξη υπόγειων σηράγγων στο επιβαλλόμενο βάθος, χωρίς αποζημίωση, υπό τον όρο ότι δεν θα επέρχεται βλάβη της συνήθους εκμετάλλευσης του υπερκείμενου ακινήτου. Εξάλλου, επιδιώκοντας την απεμπλοκή της εφαρμογής της μεταφοράς συντελεστή δόμησης για την αποζημίωση ιδιοκτητών απαλλοτριούμενων, άρα και ρυμοτομούμενων, ακινήτων, λόγω του σχετικού περιορισμού που είχε επιβληθεί με τις ΣτΕ1071/1994 (Ολομ.) και 6070/1994 936, προστέθηκε, το 2001, ένα εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο με τη συναίνεση του δικαιούχου η καταβολή της αποζημίωσης μπορεί να είναι σε είδος, «ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου». Ταυτόχρονα, αποβλέποντας στην υπέρβαση των χρονοβόρων δικαστικών και γραφειοκρατικών διαδικασιών εν όψει της έναρξης των εργασιών σε έργα μείζονος σημασίας για την Εθνική οικονομία, όπως τα απαραίτητα για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, προστέθηκε, με την δεύτερη συνταγματική αναθεώρηση, ένα εδάφιο στην παράγραφο 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη για την εκτέλεση έργων γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Χώρας «είναι δυνατή η μετά από δικαστική απόφαση πραγματοποίηση εργασιών, πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, με την καταβολή εύλογου τμήματος αυτής και την παροχή πλήρους εγγύησης υπέρ του δικαιούχου».

Στο νομοθετικό επίπεδο οι διαφορές των ειδικών ρυθμίσεων από το γενικό νομικό πλαίσιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης 937 εστιάζονται κυρίως στη διαδικασία κήρυξης της απαλλοτρίωσης. Ως σημαντικότερες παρεκκλίσεις μπορούν να θεωρηθούν: α) η επίσπευση πολεοδομικών απαλλοτριώσεων από το Δημόσιο σε περιπτώσεις διάνοιξης ή διεύρυνσης κοινόχρηστων χώρων προβλεπόμενων από εγκεκριμένο σχέδιο. Στις άνω περιπτώσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως επείγουσες, το Δημόσιο αναλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κατά τόπο αρμόδιων ΟΤΑ, καθίσταται διάδικος στις δίκες απαλλοτρίωσης και νομιμοποιείται αποκλειστικά, ενεργητικά ή παθητικά, στη διαδικασία καθορισμού της αποζημίωσης. Η επίσπευση της δίκης εκδηλώνεται με την παρακατάθεση της αποζημίωσης και αφορά μόνο στα ακίνητα για τα οποία έγινε η παρακατάθεση 938. Στην περίπτωση των Ολυμπιακών έργων το δικαίωμα επίσπευσης της δίκης παρέχεται στην Οργανωτική Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων ΑΕ Αθήνα 2004 ή τον 936 Βλ. Μέρος ΙΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 1.1.4.937 ΝΔ 797/1971, Κ.Α.Α.Α. (Ν 2882/2001).938 ΑΠ 536/1990, ΕλλΔνη 1990, σ. 998.

Page 239: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

φορέα του έργου. Το σχετικό δικαίωμα αναφέρεται στην επίσπευση της κήρυξης και συντέλεσης των ρυμοτομήσεων που διευκολύνουν την τέλεση της Ολυμπιάδας 939.

10. Η θέσπιση μέτρων χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής

Στο Σύνταγμα του 1975 περιλαμβάνονται έννοιες συγγενείς με την αναγκαστική απαλλοτρίωση, όπως ο αγροτικός και αστικός αναδασμός και η αναγκαστική συνιδιοκτησία συνεχόμενων ιδιοκτησιών αστικών περιοχών, δύο σημαντικά μέτρα χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής. Ο αναδασμός ορίζεται ως η συνένωση και αναδιανομή ακινήτων στους ιδιοκτήτες τους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων ακίνητων ιδιοκτησιών, ισάξιων με τις αρχικές αλλά διαμορφωμένων κατά ορθολογικό τρόπο. Στην παραδοσιακή του μορφή, ο αναδασμός αφορά σε αγροτικά ακίνητα και αποτελεί σημαντικό μέσο θεραπείας της υπερβολικής κατάτμησης και ορθολογικής αναδιαμόρφωσης της αγροτικής ιδιοκτησίας. Σε αντίθεση με την αναγκαστική απαλλοτρίωση, με την οποία ο κύριος στερείται της ιδιοκτησίας του για χάρη τρίτου, με τον αναδασμό αναδιπλασιάζεται η ιδιοκτησία χάριν όχι μόνο του γενικού συμφέροντος αλλά και του συμφέροντος του ιδιοκτήτη 940. Το Σύνταγμα του 1975, όπως και προγενέστερα Συντάγματα 941, στην παράγραφο 4 του άρθρου 18 προβλέπει, σύμφωνα με διαδικασία που καθορίζει ειδικός νόμος, τον αναδασμό αγροτικών εκτάσεων «για την επωφελέστερη εκμετάλλευση του εδάφους, καθώς και τη λήψη μέτρων για την αποφυγή της υπέρμετρης κατάτμησης ή για τη διευκόλυνση της ανασυγκρότησης της κατατμημένης μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας». Εντούτοις η καινοτομία του συντακτικού νομοθέτη του 1975 αναφορικά με τον αναδασμό έγκειται στην πρόβλεψη στην παράγραφο 4 του άρθρου 24 του αστικού αναδασμού. Ως αστικός αναδασμός χαρακτηρίζεται το σύνολο των διαδικασιών με τις οποίες επιδιώκεται η πολεοδομική ενεργοποίηση μιας περιοχής με εισφορά, από όλους τους ιδιοκτήτες των ιδιοκτησιών τους για τη δημιουργία ή τη διαμόρφωση και παραχώρηση σε αυτούς νέων οικοπέδων ίσης αξίας με τα παλιά, μετά την αφαίρεση της εισφοράς σε γη 942. Ειδικότερα «νόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην αξιοποίηση και γενική διαρρύθμισή της σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικά ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της

939 Χορομίδη Κ. Γ., «Το Δίκαιο…», όπ. αν. σ. 872-873.940 Δαγτόγλου Π. Δ., όπ. αν., σ. 984-985.941 Άρθρο 21, παρ. 10 του Συντάγματος του 1973 και του 1968. 942 Για περισσότερα βλ. Χατζοπούλου Α., όπ. αν., σ. 121 επ.

Page 240: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

περιοχής αυτής» 943. Σε εφαρμογή της άνω συνταγματικής διάταξης προβλέφθηκε από τον νομοθέτη η δημιουργία Ζωνών Αστικού Αναδασμού 944. Λόγω του έντονου παρεμβατικού χαρακτήρα του αστικού αναδασμού, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, ο νόμος πρέπει να προβλέπει ένα πλήρες διαδικαστικό σύστημα για την εκπόνηση της πολεοδομικής μελέτης ώστε να είναι δυνατόν να προστατευθούν αποτελεσματικά τόσο η ατομική ιδιοκτησία όσο και το περιβάλλον 945. Έννοια συγγενή με τον αστικό αναδασμό θεωρείται η αναγκαστική συνιδιοκτησία συνεχόμενων ιδιοκτησιών αστικών περιοχών, εφόσον η αυτοτελής ανοικοδόμηση αυτών ή μερικών από αυτές δεν ανταποκρίνεται στους όρους δόμησης που ισχύουν ή πρόκειται να ισχύσουν σε μια περιοχή 946. Τα δύο αυτά μέτρα αποβλέπουν στην ορθολογική πολεοδομική διαμόρφωση, ανάπτυξη, ανάπλαση και προστασία ενός οικισμού ή τμήματός του. Η πρόβλεψη του θεσμού της αναγκαστικής συνιδιοκτησίας στην παράγραφο 7 του άρθρου 18 του Συντάγματος συνιστά άλλη μια καινοτομία του συντακτικού νομοθέτη στο πλαίσιο της επεμβατικής πολεοδομίας 947. Όμως η μη έκδοση έως σήμερα νόμου κατ’ εφαρμογή της σχετικής διάταξης δεν κρίνεται απαραίτητη για την εφαρμογή της, καθώς αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί βασιζόμενη στη θεσπισμένη, ήδη από το ΝΔ του 1923 περί σχεδίων πόλεων, έννοια της κτηματικής ομάδας 948. Ειδικότερα στο εν λόγω ΝΔ προβλέπεται μεταξύ άλλων η δημιουργία κτηματικής ομάδας για πολεοδομικούς λόγους σε περίπτωση κατά την οποία επιβάλλεται η ταυτόχρονη τακτοποίηση παρακείμενων εφαπτόμενων ή μη οικοπέδων 949. Παράλληλα, υπό το πνεύμα της επεμβατικής πολεοδομίας και της σύνδεσης της πολεοδομικής πολιτικής με την κοινωνική, προβλέφθηκε στην παράγραφο 6 του άρθρου 18 του Συντάγματος η νομοθετική ρύθμιση της

943 Άρθρο 24, παρ. 4 του Συντάγματος. Σε περίπτωση συμπλήρωσης της αντιπαροχής με καταβολή αποζημίωσης λόγω αδύνατης αντιπαροχής ακινήτου ίσης αξίας πρόκειται, κατά τούτο, για μερική αναγκαστική απαλλοτρίωση Δαγτόγλου Π. Δ., όπ. αν., σ. 985.944 Άρθρα 20, παρ. 1, περ. α και β, και 35 του Ν 947/1979, όπ. αν., άρθρο 10, παρ. 1-7 πλην τελ. εδ., παρ. 5 του Ν 1337/1983, όπ. αν., άρθρο 8, παρ. 3 του Ν 1512/1985, όπ. αν., και άρθρο 98, παρ. 6, εδ. α του Ν 1892/1990, όπ. αν., άρθρα 63 επ. ΠΔ της 14.7/27.7/1999 «Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας».945 ΣτΕ 2149/1986 (Ολομ.). Βλ. Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό… Δίκαιο», όπ. αν., σ. 129-131.946 Άρθρο 18 παρ. 7 του Συντάγματος.947 Η επεμβατική πολεοδομία εκφράζεται με την ενεργό συμμετοχή του Κράτους στη διευθέτηση του χώρου και εκδηλώνεται είτε με ενιαίο σχεδιασμό και οργανωμένη δόμηση, όπως στην περίπτωση της Κτηματικής Ομάδας, της Ζώνης Ενεργού Πολεοδομίας και της Ζώνης Αστικού Αναδασμού, είτε μόνο με ενιαίο σχεδιασμό και τη χορήγηση κινήτρων ή οικονομικών, πολεοδομικών, φορολογικών απαλλαγών. Για περισσότερα βλ. Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 121 επ.948 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10. 949 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 121 επ., Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 157-170. Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο 10.

Page 241: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

διάθεσης εγκαταλελειμμένων εκτάσεων για την αξιοποίησή τους υπέρ της εθνικής οικονομίας και αποκατάστασης ακτημόνων. Σε εφαρμογή της διάταξης αυτής εκδόθηκε ο Ν 1201/1980 «Περί αξιοποίησης εγκαταλελειμμένων εκτάσεων».

Επιπλέον, σε μια προσπάθεια σύνδεσης της προστασίας του περιβάλλοντος με την οικονομική ανάπτυξη της Χώρας, ο συντακτικός νομοθέτης του 1975, όπως συνέβη και με προγενέστερα Συντάγματα 950, προέβλεψε στις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου 18 του Συντάγματος ένα ειδικό καθεστώς για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, τους αρχαιολογικούς χώρους και θησαυρούς, τα σπήλαια, τον υπόγειο πλούτο γενικά, καθώς και για τις λιμνοθάλασσες και τις μεγάλες λίμνες, λόγω του αυξημένου κρατικού ενδιαφέροντος που αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερα για την εθνική οικονομία. Πρόκειται για απόκλιση από το πάγιο καθεστώς προστασίας της ιδιοκτησίας, όπως αυτό ορίζεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος, ώστε να είναι σύννομη και συνταγματική μια ευρύτερη νομοθετική παρέμβαση στα απορρέοντα από την ιδιοκτησία των άνω χώρων δικαιώματα. Ειδικότερα στην παράγραφο 1 του άρθρου 18 του Συντάγματος προβλέπεται η ρύθμιση με ειδικούς νόμους της ιδιοκτησίας και διάθεσης των μεταλλείων, ορυχείων, σπηλαίων, αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών, ιαματικών, ρεόντων και υπογείων υδάτων και γενικά του υπογείου πλούτου. Στο ίδιο πνεύμα η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου αναφέρεται στη με νόμο ρύθμιση θεμάτων σχετικών με την ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση και διαχείριση των λιμνοθαλασσών και μεγάλων λιμνών, καθώς και με τη διάθεση των εκτάσεων που προκύπτουν από την αποξήρανσή τους. Η σημασία της διάταξης αυτής αναδεικνύεται εξάλλου από τον ιδιαίτερο φυσικό πλούτο της Ελλάδας, καθώς έχουν καταμετρηθεί 378 υγρότοποι (δέλτα ποταμών, λίμνες, λιμνοθάλασσες, έλη) συνολικής έκτασης πάνω από δύο εκατομμύρια στρέμματα (ΕΚΒΥ, 1995), 11 εκ των οποίων, έκτασης 400.000 στρεμμάτων περίπου, έχουν καταχωρηθεί στον Κατάλογο Υγρότοπων Διεθνούς σημασίας σύμφωνα με τη Σύμβαση Ραμσάρ (Σύμβαση για τους Υγρότοπους Διεθνούς Σημασίας ως Ενδιαιτήματος Υδροβίων Πουλιών), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 21/12/1975 μετά την κύρωσή της από την Ελλάδα ως έβδομο Κράτος μέλος 951. Ο αναπτυξιακός ρόλος των υγροτόπων κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός για την τοπική οικονομία και το κοινωνικό σύνολο γενικότερα με την εγκατάσταση βιολογικών καλλιεργειών,

950 Βλ. ενδεικτικά άρθρο 21, παρ. 5 και 6 των Συνταγμάτων του 1973 και του 1968, άρθρο 17, παρ. 2 και 3 του Συντάγματος του 1952, άρθρο 23, παρ. 2 του Συντάγματος του 1948, καθώς και άρθρο 19, παρ. 2 του Συντάγματος του 1927.951 Αραμπατζής Γ., Τζαφέρος Σ., Βαρράς Γ., «Υγρότοποι: Νομοθετικό πλαίσιο και αναπτυξιακές συνιστώσες», ΠερΔικ 1/2003, σ. 52 επ.

Page 242: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

μικρών οικοτεχνιών και βιοτεχνιών μεταποίησης, με τη χρησιμοποίηση της τοπικής χλωρίδας και πανίδας για τη δημιουργία αποδοτικότερων φυτών και ζώων στη γεωργία, κτηνοτροφία, δασοπονία και αλιεία, καθώς και με την ανάπτυξη του οικοτουρισμού 952.

Συμπεράσματα

Η επίδραση των κανόνων διευθέτησης του χώρου, τόσο στον συντακτικό νομοθέτη, το 1975, όσο και στον αναθεωρητικό, το 2001, είχε ως αποτέλεσμα τη συνταγματική αναφορά σε βασικές αρχές και κατευθύνσεις της χωροταξίας, της πολεοδομίας και της προστασίας του περιβάλλοντος, καθιστώντας τον Καταστατικό Χάρτη της Χώρας ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένο και πρωτοποριακό στους εν λόγω τομείς και καθιερώνοντας την ποιότητα ζωής ως ένα προστατευτέο αγαθό. Ειδικότερα η άνω επίδραση μπορεί να θεωρηθεί ότι συνίσταται: α) στην αναγνώριση 1) της υποχρέωσης του Κράτους για την προστασία του περιβάλλοντος στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας, η οποία, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τη διεθνώς αποδεκτή άποψη, στοχεύει στην ισορροπημένη ανάπτυξη των τριών πυλώνων της, της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής και της προστασίας του περιβάλλοντος, 2) του δικαιώματος του πολίτη στο περιβάλλον ως ατομικού, κοινωνικού και πολιτικού, 3) της υποχρέωσης του Κράτους σύνταξης Κτηματολογίου και Δασολογίου και 4) των δύο σταδίων του σχεδιασμού, του χωροταξικού και του πολεοδομικού, με την υπαγωγή τους στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, β) στη διεύρυνση του αντικειμένου και του περιεχομένου της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς γ) στην εξέλιξη του θεσμού της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για λόγους δημόσιας ωφέλειας υπέρ του Δημόσιου με την πρόβλεψη ειδικών διατάξεων αναφορικά με την απαλλοτρίωση για την κάλυψη μελλοντικών αναγκών (τράπεζα γης) και την εκτέλεση έργων γενικότερης σημασίας για την οικονομία της Χώρας, δ) στη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων πολεοδομικού σχεδιασμού στους ΟΤΑ, ε) στον προσδιορισμό των τεχνικών επιλογών και σταθμίσεων σε θέματα χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, στ) στη θέσπιση μέτρων χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής, όπως ο αστικός κυρίως αναδασμός και η αναγκαστική συνιδιοκτησία, ζ) στην πρόβλεψη ενός ειδικού καθεστώτος για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, τους αρχαιολογικούς χώρους και θησαυρούς, τα σπήλαια, τον υπόγειο πλούτο γενικά, καθώς και για τις λιμνοθάλασσες και τις μεγάλες λίμνες, η) στην επιβολή της εισφοράς σε γη για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, θ) στον προσδιορισμό της έννοιας του δάσους και των δασικών

952 Βλ. στο ίδιο κεφάλαιο, 6.4.1.

Page 243: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

εκτάσεων και ι) στη θέσπιση ενός κοινού καθεστώτος προστασίας των δημόσιων και ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων.

Παρά τη θέσπιση του άνω συνταγματικού πλαισίου παρατηρήθηκε μια όξυνση των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων, η οποία οδήγησε στην ανάδειξη του παράδοξου της αναντιστοιχίας του Συντάγματος με την ακολουθούμενη πρακτική. Υπέρ του ίδιου αποτελέσματος συνηγορεί και η μη εφαρμογή πολλών νόμων ιδίως σε θέματα χωροταξίας, ενισχύοντας την αναποτελεσματικότητα των κανόνων δικαίου 953. Για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η στάση της νομολογίας του ΣτΕ, αναγνωρίζοντας προτεραιότητα στην προστασία του περιβάλλοντος έναντι άλλων συνταγματικά προστατευόμενων δικαιωμάτων, όπως το ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας και της οικονομικής ελευθερίας. Ειδικότερα στη νομολογία του ΣτΕ είναι αποδεκτή η επικράτηση των περιορισμών της ιδιοκτησίας με βάση το άρθρο 24 του Συντάγματος έναντι εκείνων του άρθρου 17. Η άποψη αυτή στηρίζεται είτε στο ευρύτερο περιεχόμενο των πρώτων είτε στην ιεράρχηση των συνταγματικών αξιών είτε στην αναγνώριση του ειδικότερου χαρακτήρα του άρθρου 24 σε σχέση με το άρθρο 17 954. Ανάλογη είναι και η θέση του ΣτΕ σχετικά με τη σύγκρουση της οικονομικής ελευθερίας, ως ατομικού δικαιώματος συμμετοχής στην οικονομική ζωή της Χώρας, (άρθρο 5 παρ. 1) και της προστασίας του περιβάλλοντος (άρθρο 24). Αρχικά αναγνωριζόταν από τη νομολογία του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης για τον προσδιορισμό της προκρινόμενης ανά περίπτωση συνταγματικής αξίας 955. Εν συνεχεία όμως ακολούθησε μια νομολογιακή στροφή με την αναγωγή της προστασίας του περιβάλλοντος σε ύψιστη αξία, η οποία επικρατεί σε κάθε περίπτωση που αυτή συγκρούεται με άλλες συνταγματικές διατάξεις 956. Καθοριστική όμως αλλαγή στο πρόβλημα της μη εφαρμογής και της αναποτελεσματικότητας των άνω ρυθμίσεων θα μπορούσε να επιφέρει η ευαισθητοποίηση του πολίτη και η ενεργός συμμετοχή του στην προάσπιση του δικαιώματός του για βελτίωση του φυσικού, πολιτιστικού και οικιστικού περιβάλλοντος στο οποίο ζει, με την ευρύτερη διάδοση της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης στα κοινωνικά στρώματα. Για τον λόγο αυτόν κρίνεται αναγκαία η επίδραση των άνω αξιών στο επίπεδο της καθημερινότητας του πολίτη από το σχολικό περιβάλλον, στους χώρους εργασίας κατοικίας και αναψυχής. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται αφενός η προσπάθεια ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων στην Αθήνα και

953 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10.954 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 124.955 ΣτΕ 811/1977 (Ολομ.).956 ΣτΕ 53/1993, 1311/1993.

Page 244: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αφετέρου η ευρύτερη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου πεζοδρόμων σε συνδυασμό με την αστική ανάπλαση σε σημαντικές πόλεις, όπως η Λάρισα και η Πάτρα. Η επιχειρούμενη αισθητική αναβάθμιση υποσυνείδητα αλλάζει τη νοοτροπία του πολίτη και διαμορφώνει τις παιδικές, προεφηβικές και εφηβικές αντιλήψεις σε θέματα ποιότητας ζωής και προστασίας του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Με τον τρόπο αυτόν η προάσπιση των εν λόγω αξιών μπορεί να μετεξελιχθεί σε κοινωνικό αίτημα, υιοθετούμενο κατά συνέπεια από τα πολιτικά κόμματα, ως ενδιάμεσοι φορείς μεταξύ της κοινωνίας και της εξουσίας. Πρόκειται για μια εξέλιξη που έχει ήδη δρομολογηθεί, επηρεαζόμενη κυρίως από τις αντίστοιχες πρακτικές και πολιτικές της ΕΕ και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 957. Η διαφύλαξη της άνω πορείας οφείλεται σε μεγάλο κυρίως βαθμό στο ρόλο της εκπαίδευσης, καθώς αυτή αποτελεί τον μηχανισμό μετατροπής των εξωτερικών ερεθισμάτων σε έλλογα αιτήματα με ευρεία διάδοση. Μετά την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών, πολεοδομικών και χωροταξικών επιταγών από τον συντακτικό νομοθέτη καλούνται επομένως οι επιμέρους κοινωνικοί φορείς και θεσμοί να διαδραματίσουν τον προσήκοντα ρόλο για την αισθητική αναβάθμιση της πόλης σε συνδυασμό με την ψυχική καλλιέργεια των πολιτών.

Βιβλιογραφία

Ελληνική βιβλιογραφία

Αθανασούλη Ρογκάκου Α., «Πολιτικές προστασίας πολιτιστικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Μέσα και εργαλεία.», ΠερΔικ 3/2000, σ. 399 επ.Αραμπατζής Γ., Τζαφέρος Σ., Βαρράς Γ., «Υγρότοποι: Νομοθετικό πλαίσιο και αναπτυξιακές συνιστώσες», ΠερΔικ 1/2003, σ. 52 επ.Βιδάλης Τ. Κ., «Το ατομικό δικαίωμα στο περιβάλλον κατά το Σύνταγμα του 2001, Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 55-65. Βρετού Β., «Η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης», ΠερΔικ 1/2003, σ. 73 επ.Βρετού Β., «Βιώσιμη ανάπτυξη, αναθεώρηση του Συντάγματος και ο Συνήγορος του Πολίτη», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την

957 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10.

Page 245: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 78-83. Βροντάκης Μ., «Το αναθεωρημένο άρθρο 24 του Συντάγματος: Υποχρεώσεις της Διοίκησης», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ.146-148. Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα», τόμος Β, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα. Αθήνα-Κομοτηνή 1991.Δαρζέντα Ε., «Ερμηνεία, Πραγμάτωση και άμεση από το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμογή του Συντάγματος», ΝοΒ 37, σ. 401 επ.Δεκλερής Μ., «Το Δίκαιο της Βιωσίμου Αναπτύξεως», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή.Δεκλερής Μ., «Ο Δωδεκάδελτος του Περιβάλλοντος. Αρχές της Βιωσίμου Αναπτύξεως», Νόμος +Φύση 1995, τόμος 2, εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σ. 282-347. Δεληγιάννης Γ., «Ζητήματα σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος», Το Σύνταγμα 6/2000, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα 2000.Εισηγητική Έκθεση Ν 1647/1986 «Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας (ΟΚΧΕ) και άλλες σχετικές διατάξεις».Ευστρατίου Π-Μ Ε. «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως φορέας άσκησης αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του κράτους (άρθρο 102 παρ. 1 Σ). Η αντισυνταγματικότητα της ανάθεσης αρμοδιοτήτων πολεοδομικών ρυθμίσεων σε άλλα όργανα της διοίκησης με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν 3044/2002 (ΣτΕ Ολ 3661/2005).», ΠερΔικ 4/2005, σ. 544-551.Ευστρατίου Π.-Μ. Ε., «Η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους από τους Οργανισμούς Τοπικής αυτοδιοίκησης. Η ανάθεση αρμοδιοτήτων πολεοδομικού σχεδιασμού στους νομάρχες με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν 3044/2002 (ΣτΕ ΠΕ 601-602/2002)», ΠερΔικ 1/2003, σ. 24-35.Ζήση Ρ., «Το αναθεωρημένο άρθρο 24 του Συντάγματος: Βάση για ένα σύγχρονο Οικολογικό Συνταγματικό Κράτος Δικαίου», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 21-25.Κρατερός Ι. Μ., «Νομικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1998.Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον και Δίκαιο», εκδ. Α.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2000.Καράκωστας Ι. Κ., «Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών μέσα από τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων», ΝοΒ 41, σ. 53 επ.Καράκωστας Ι., Ξενογιάννης Ν., Σχόλιο στην ΜΠρΚορίνθου 2145/2002 (Ασφαλιστικά μέτρα), ΠερΔικ 4/2002, σ. 773 επ.

Page 246: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Καραγεώργου Β., «Η αειφόρος ανάπτυξη ως βάση της σύγχρονης περιβαλλοντικής πολιτικής-Βασικοί άξονες και εργαλεία με βάση τα νέα δεδομένα», ΠερΔικ 3/2004, σ. 324-333. Κουτούπα-Ρεγκάκου Ε., «Δίκαιο του Περιβάλλοντος», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005.Κουφάκη Ι., «Η αναγωγή του δικαιώματος στο περιβάλλον σε ατομικό δικαίωμα», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 84-86. Μενουδάκος Κ., «Η αναθεώρηση του Συντάγματος και η βιώσιμη ανάπτυξη», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 31-55. Μαριά. Ε.-Α., «Η νομική προστασία των δασών», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1998.Μαριά. Ε.-Α., «Ο Ν 3208/2003 για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων ένα χρόνο μετά τη θέση του σε ισχύ», ΠερΔικ 4/2004, σ. 460-470.Μπάλιας Γ., «Η αρχή της προφύλαξης - Μια νέα σχέση μεταξύ δικαίου και επιστήμης και η επίδρασή της στον έλεγχο νομιμότητας», ΠερΔικ 1/2004, σ. 37-45. Μπάτλας Κ., «Η καταστροφή των δασών», Οικοενημέρωση, Τεύχος 5, Ιούνιος 1998, www . oikoen . gr Νέος Δασικός Νόμος. Κωδικοποίηση-Ερμηνεία, τόμος Α, εκδ. Πολυεκδοτική, Αθήνα 2004.Σηφάκης Α., «Η αναγκαιότητα της αναθεώρησης του άρθρου 24 του Συντάγματος», ΠερΔικ 4/2000, σ. 586 επ.Παπαγρηγορίου Β. Ι., «Πολεοδομία, Περιβάλλον, Απαλλοτρίωση», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2003.Παραράς Π., «Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτινή 2001.Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., «Αστική Ανάπλαση», εκδ. ΤΕΕ, Αθήνα 1995.Σιούτη Γλ. Π., «Η αρχή της προφύλαξης και η διαχείριση των περιβαλλοντικών κινδύνων», ΠερΔικ 4/2004, σ. 455-459. Σιούτη Γλ. Π. «Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης ή της αειφορίας», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 118-127. Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003.

Page 247: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Τασόπουλος Γ. Α., «Το ατομικό δικαίωμα στο περιβάλλον και το περιβαλλοντικό κεκτημένο», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 109-112.Τολέρης Επ., «Αειφορία: Η έναρξη μιας νέας εποχής για την περιβαλλοντική πολιτική», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 143-145. Τροβά Ε., «Το πολιτιστικό περιβάλλον κατά το Σύνταγμα του 1975/86/2001, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003. Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 1997.Χατζοπούλου Α., «Στοιχεία Δικαίου. Εθνικό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2004.Χατζοπούλου Α., Γερασίμου Σ., «Κριτική θεώρηση του νομικού πλαισίου του χωροταξικού σχεδιασμού», Εισήγηση στη Διημερίδα της Ρόδου, 26-27 Νοεμβρίου 2004 με θέμα «Χωροταξικός και Πολεοδομικός σχεδιασμός», ΠερΔικ 1/2005, σ. 55-65.Χορομίδης Κ. Γ., «Το Δίκαιο της Ρυμοτομίας και του Πολεοδομικού Σχεδιασμού», β έκδ., Θεσσαλονίκη 2002. Χορομίδης Κ., «Ιδιωτικά δάση, δασικές εκτάσεις και το Σύνταγμα του 1975», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 128-133.

Αλλοδαπή βιβλιογραφία

European Commission, “Sustainable Development”, http :// europa . eu . int / comm / sustainable /_ en . htm Grotius H., «De iure belli ac pacis libri tres», Άμστερνταμ 1626.Martincigh L. «Qualità urbana e mobilità sostenibile», Urbanistica tre, Università degli Studi Roma Tre, Σεπτέμβριος 1998, σ. 2.

Page 248: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

«Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΝΩ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ»

Οι κανόνες διευθέτησης του χώρου συνέβαλαν καθοριστικά στην εξέλιξη εννοιών και τομέων του Διοικητικού Δικαίου, όπως η διοικητική πράξη, το έννομο συμφέρον, οι λόγοι ακύρωσης λόγω παράβασης νόμου και οι περιπτώσεις χορήγησης αναστολής εκτέλεσης.

1. Η διεύρυνση της έννοιας της διοικητικής πράξης

Οι θεσπιζόμενοι με τις διοικητικές πράξεις κανόνες δικαίου διακρίνονται αφενός, με βάσει τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται, σε ατομικούς και απρόσωπους και αφετέρου, ανάλογα με το περιεχόμενό τους, σε γενικούς και ειδικούς. Οι ατομικοί κανόνες δικαίου απευθύνονται σε πρόσωπα ορισμένα ατομικώς και κατά τρόπο συγκεκριμένο, με αναφορά των στοιχείων που καθορίζουν την ταυτότητα των αποδεκτών τους, ενώ οι απρόσωποι κανόνες δικαίου εφαρμόζονται σε κάθε πρόσωπο το οποίο συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού της κατηγορίας προσώπων στην οποία απευθύνεται ο θεσπιζόμενος κανόνας. Παράλληλα οι απόλυτα ειδικοί κανόνες δικαίου αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη μοναδική κατάσταση ορισμένης χρονικής στιγμής, ενώ οι γενικοί καθορίζουν μια ορισμένη συμπεριφορά για κάθε περίπτωση ή ενόψει πολλών συγκεκριμένων περιπτώσεων, για περιορισμένο ή απεριόριστο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια οι βαθμοί γενικότητας των κανόνων δικαίου είναι άπειροι 958. Με κριτήριο τη διάκριση των κανόνων δικαίου σε ατομικούς και απρόσωπους οι διοικητικές πράξεις διακρίνονται σε ατομικές και κανονιστικές. Ειδικότερα με τις ατομικές διοικητικές πράξεις θεσπίζονται ατομικοί γενικοί ή ειδικοί κανόνες δικαίου, ενώ με τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις καθιερώνονται απρόσωποι γενικοί ή ειδικοί κανόνες δικαίου 959. Η διάκριση αυτή των διοικητικών πράξεων είναι συχνά οριακή στα πλαίσια του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου του Περιβάλλοντος. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση πράξεων που αναφέρονται σε συγκεκριμένο ακίνητο, όπως η πράξη χαρακτηρισμού του ως αυθαίρετου 960 και κατεδαφιστέου ή ως έργου τέχνης «χρήζοντος ειδικής προστασίας», καθώς οι θεσπιζόμενοι με τις σχετικές διοικητικές πράξεις κανόνες δικαίου απευθύνονται προς το πρόσωπο

958 Σπηλιωτόπουλος Επ. Π., «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σ. 111-112.959 Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 112-113.960 ΣτΕ 2682, 3466/1985.

Page 249: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

το οποίο κάθε φορά ασκεί εμπράγματα ή άλλα δικαιώματα στο εν λόγω ακίνητο 961. Τελικώς η νομολογία του ΣτΕ τάχθηκε υπέρ του ατομικού χαρακτήρα των άνω πράξεων 962. Άλλες οριακές περιπτώσεις κατά τις οποίες το ΣτΕ αναγνώρισε τον ατομικό χαρακτήρα της πράξης αποτελούν το διάταγμα τροποποίησης των σχεδίων πόλεων με καθορισμό χώρου για την ανέγερση δημόσιου κτιρίου 963, ή με καθορισμό μιας διόδου ως κοινόχρηστου χώρου 964, καθώς και το διάταγμα χαρακτηρισμού ενός χώρου ως αρχαιολογικού 965.

Η ιδιαιτερότητα του αντικειμένου των πολεοδομικών κανόνων και της προστασίας του περιβάλλοντος συνέβαλε στη διεύρυνση της έννοιας της διοικητικής πράξης μέσω της νομολογιακής εφαρμογής της ατομικής πράξης γενικού περιεχομένου και της σωρευτικής διοικητικής πράξης, η χρήση των οποίων συναντάται σε διαφορετικούς τομείς της Δημόσιας διοίκησης 966. Οι ατομικές πράξεις γενικού περιεχομένου συνιστούν σύνολο ατομικών πράξεων και πρέπει να δημοσιεύονται, ενώ η σωρευτική διοικητική πράξη αποτελεί σώρευση περισσότερων ατομικών διοικητικών πράξεων σε ένα ενιαίο κείμενο 967. Ως ατομικές πράξεις γενικού περιεχομένου χαρακτηρίστηκαν από τη νομολογία οι διοικητικές πράξεις έγκρισης των γενικών πολεοδομικών σχεδίων και των σχεδίων πόλεως, κατά το τμήμα τους που δεν καθορίζουν όρους δόμησης 968, καθώς και των πράξεων ορισμού μιας περιοχής ως οικιστικής 969. Επιπλέον στην ίδια κατηγορία εντάχθηκαν οι πράξεις με τις οποίες επιβάλλεται υποχρεωτικός αναδασμός 970, οι πράξεις κήρυξης του αναδασμού 971, καθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού 972, οι

961 Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 113.962 ΣτΕ 3539, 1930/1978 αντιστοίχως.963 ΣτΕ 1253/1979.964 ΣτΕ 2640/1983.965 ΣτΕ 969/1998.966 Ενδεικτικά, εκτός των πλαισίων του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου Περιβάλλοντος, ως ατομική πράξη γενικού περιεχομένου θεωρούνται η διαταγή με την οποία καλούνται προς κατάταξη στρατολογικές κλάσεις ή κατηγορίες στρατευσίμων (ΣτΕ 480/1987) και η απόφαση για την αναπροσαρμογή των συντάξεων (ΣτΕ 1249/1994), ενώ σωρευτική διοικητική πράξη συνιστούν το διάταγμα διορισμού περισσότερων δημόσιων υπαλλήλων ή το συνταγολόγιο του ΙΚΑ (ΣτΕ 534/1995). Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 113, αρ. υπ. 22.967 Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 113, αρ. υπ. 22.968 ΣτΕ 4046/1980, 488/1991, 2281/1992.969 ΣτΕ 1643/1991.970 ΣτΕ 1739/1972, 1477/1978, 4067/1981.971 ΣτΕ 3456/1983.972 ΣτΕ 3333/1983, 1733/1986, 1598/1990.

Page 250: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

πράξεις περί αναδάσωσης 973 και οι αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου για την απομάκρυνση μνημείων και την απομάκρυνση νεκρών από νεκροταφείο 974. Παράλληλα χαρακτηριστική περίπτωση σωρευτικής διοικητικής πράξης αποτελεί το διάταγμα χαρακτηρισμού περισσότερων ακινήτων ως διατηρητέων 975.

Αφετηρία της νομολογίας σχετικά με την ατομική πράξη γενικού περιεχομένου αποτέλεσε η διάκριση των σχεδίων πόλεων του ΝΔ της 17/7/1923 «Περί σχεδίων πόλεων κλπ» αφενός σε σχέδια με τα οποία οριοθετούνται και διαχωρίζονται οι κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι από τους ιδιόκτητους και οικοδομήσιμους 976 και αφετέρου σε σχέδια με τα οποία επιβάλλονται, για λόγους υγιεινής, ασφάλειας, γενικής οικονομίας και αισθητικής της πόλης, όροι στις εργασίες δόμησης και περιορισμοί επί των οικοπέδων, καθώς και επί των ανεγειρόμενων ή επισκευαζόμενων σε αυτά οικοδομών είτε στις πόλεις είτε εκτός αυτών 977. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ με τα πρώτα σχέδια προσδιορίζεται η διαφορετική σχέση κάθε συμπεριλαμβανομένου σε αυτά οικοπέδου προς τους κοινόχρηστους χώρους και παράλληλα διευκρινίζεται ο οικοδομήσιμος ή μη χαρακτήρας αυτού με ατομική αναφορά στον ιδιοκτήτη του. Η εν λόγω προσέγγιση σε συνδυασμό με την απουσία συνολικής αναφοράς στα συμπεριλαμβανόμενα στο σχέδιο πόλης οικόπεδα οδήγησαν το ΣτΕ στον χαρακτηρισμό των άνω σχεδίων ως ατομικές πράξεις γενικού περιεχομένου ή γενικές διοικητικές πράξεις 978. Αντιθέτως τα σχέδια πόλης που εμπίπτουν στη δεύτερη κατηγορία κρίθηκαν από το ΣτΕ ότι έχουν γενικό και αφηρημένο περιεχόμενο, συνιστώντας κανονιστικές πράξεις, καθώς δεν απευθύνονται ατομικώς στους ιδιοκτήτες των οικοπέδων 979.

Η διάκριση αυτή της νομολογίας του ΣτΕ επέφερε σημαντικές επιπτώσεις με κυριότερες τις ακόλουθες: α) μόνο τα διατάγματα των σχεδίων πόλεων με

973 ΣτΕ 4730/1995.974 ΣτΕ 3378/1995.975 ΣτΕ 1097/1987.976 ΝΔ της 17/7/1923, όπ. αν., άρθρο 2.977 ΝΔ της 17/7/1923, όπ. αν., άρθρο 9, παρ. 1.978 ΣτΕ 105/1933, 789/1939, 1077, 1215, 2108/1956, 3505/1977, 1253, 3621/1979, 1496, 1615, 2135, 3731, 4067/1980, 1115/1984, 703/1986, 802, 3996, 4803/1987, 46/1990, 488/1991. Ο Τάχος ομιλεί για διοικητική πράξη γενικής εφαρμογής, ο Δαγτόγλου για γενική διοικητική πράξη και ο Σπηλιωτόπουλος για ατομική πράξη γενικού περιεχομένου. Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 99-100, Σκουρής Β., Τάχος Α., «Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη 1997, σ. 74-76. 979 ΣτΕ 1206/1977, 1092, 1341, 1342, 3340/1979, 372, 1195-1198, 1518/1980, 25/1982, 695, 696/1986, 802/1987.

Page 251: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κανονιστικό χαρακτήρα υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο νομιμότητας μέσω της επεξεργασίας τους από το ΣτΕ 980, β) η δημοσίευσή τους στο ΦΕΚ, ως αναγκαίος τύπος της δήλωσης βουλήσεως του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, αποτελεί αφενός συστατικό στοιχείο της έκδοσής τους 981 και αφετέρου το χρονικό σημείο έναρξης της προσβολής τους με την άσκηση αίτησης ακύρωσης 982. Ως γνωστόν οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ελλείψει αντίθετης διάταξης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των κανονιστικών πράξεων των Νομαρχών, οι οποίες δημοσιεύονται σε μία τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφέρειας του νομού και καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο ή φάκελο που τηρείται στη Νομαρχία 983. Αντιθέτως οι ατομικές διοικητικές πράξεις κοινοποιούνται στους ενδιαφερόμενους εκτός εάν προβλέπεται ρητά η δημοσίευσή τους από τις σχετικές διατάξεις, όπως συμβαίνει με τις ατομικές πράξεις γενικού περιεχομένου 984. Η προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης για τις δημοσιευτέες ατομικές πράξεις αρχίζει από τη δημοσίευσή τους μόνο για τους τρίτους 985, ενώ για τις κοινοποιητέες από την κοινοποίησή τους ή την καθ’ οιονδήποτε βέβαιη γνώση του περιεχομένου τους 986. Ωστόσο σε περίπτωση τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου με επιβάρυνση πολλών ιδιοκτησιών, αγνώστου στη Διοίκηση αριθμού, καθώς και με άγνωστη την ταυτότητα των δικαιούχων με έννομο συμφέρον για την προσβολή του σχετικού ΠΔ/τος, πολλές αποφάσεις του ΣτΕ δέχονται ως σημείο αφετηρίας της εν λόγω προθεσμίας τη δημοσίευση του ΠΔ/τος στο ΦΕΚ 987, γ) οι αρχές σχετικά με την ανάκληση των διοικητικών πράξεων 988 αφορούν μόνο στις ατομικές πράξεις της Διοίκησης και δ) η αιτιολόγηση των κανονιστικών πράξεων, κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, δεν είναι αναγκαία εκτός αν αυτή απαιτείται ρητώς από τον νόμο 989. Εντούτοις υπάρχουν και αντίθετες αποφάσεις του ΣτΕ σύμφωνα με τις οποίες οι λόγοι θέσπισης των όρων δόμησης και της τυχόν διαφορετικής μεταχείρισης των ακινήτων κατά τομείς πρέπει να αναφέρονται στη σχετική

980 Άρθρο 95 παρ. 1δ του Συντάγματος, άρθρο 15 επ. ΠΔ Φ. 18/1989.981 Ν 301/1976 «περί της εις Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιευόμενης ύλης κλπ», άρθρο 1, παρ. 1, β και γ.982 ΠΔ 18/1989, άρθρο 46, παρ. 1.983 Χατζοπούλου Α., «Στοιχεία…», όπ. αν., σ. 55-56.984 ΣτΕ 3378/1995.985 ΣτΕ 2023/1986, 311, 969/1989. Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 484.986 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 101.987 ΣτΕ 810/1963, 3094/1968, 3452/1979, 1096, 1615, 2135, 3731/1980, 2780/1986, 3996, 4803/1987. Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 484, αρ. υπ. 40. 988 Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 187 επ.989 ΣτΕ 1239/1961, 439, 1502, 3462/1984, 400, 691, 695-696, 2777/1986, 509, 1313-1314, 2711/1987.

Page 252: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων (νυν ΥΧΟΠ) 990. Στο ίδιο πνεύμα κρίθηκε από το ΣτΕ ότι οι συγκεκριμένοι περιορισμοί δόμησης μπορούν να γίνουν αποδεκτοί μόνο εφόσον δικαιολογούνται πλήρως από ειδικούς πολεοδομικούς λόγους που πρέπει να προκύπτουν από τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η έκδοση του οικείου διατάγματος 991.

Τέλος στο σημείο αυτό θα μπορούσε να επισημανθεί ότι, παρά την καθιερωμένη νομολογιακή διάκριση των σχεδίων πόλεων σε κανονιστικές πράξεις και σε ατομικές γενικού περιεχομένου, υποστηρίζεται η άποψη τάση υπέρ της ένταξης όλων των σχεδίων πόλεων στις κανονιστικές πράξεις, καθώς αφενός με αυτά επιβάλλονται σημαντικές δεσμεύσεις στην ατομική ιδιοκτησία και αφετέρου σε αυτά περιλαμβάνονται κανόνες υπερατομικής οικιστικής συμπεριφοράς και δράσης, η παράβαση των οποίων επισύρει ποινές και δημιουργεί την αυθαίρετη δόμηση 992.

2. Η διεύρυνση του έννομου συμφέροντος στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη

Το έννομο συμφέρον, ως μια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης κατά ορισμένης διοικητικής πράξης 993, μπορεί να είναι είτε υλικό, σε περίπτωση βλάβης που αφορά σε περιουσιακά δικαιώματα και μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, είτε ηθικό σε περίπτωση βλάβης σε καταστάσεις με ηθική αξία για τον αιτούντα 994. Επιπλέον το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι προσωπικό, άμεσο και ενεστώς. Ως προσωπικό, αυτό αναφέρεται στον ειδικό δεσμό μεταξύ του αιτούντος και της προσβαλλόμενης πράξης με αποτέλεσμα να αποκλείεται η μετεξέλιξη της αίτησης ακύρωσης σε λαϊκή αγωγή 995. Κατά συνέπεια για την προσβολή της

990 Δεληγιάννη Γ., «Σκέψεις για την έννοια και το δικαστικό έλεγχο των κανονιστικών πράξεων», ΣτΕ Ι, σ. 604-605.991 ΣτΕ 25/1982, 1503/1992. Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 101-102.992 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 102, Χατζοπούλου Α., Γνωμοδότηση «για την εφαρμογή των γενικών ρυθμίσεων του ΓΟΚ 1985 σχετικά με τη θέση του κτιρίου, τον συντελεστή δόμησης, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος και το ποσοστό καλύψεως», ΕΔ ΔΔ τ. 4, 1987, σ. 337.993 Άρθρο 47 του Δ/τος 18/1989. Εκτός του έννομου συμφέροντος για το παραδεκτό της αίτησης ακυρώσεως απαιτούνται η άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εντός ορισμένης προθεσμίας, κατά κανόνα εξήντα ημερών, από τη δημοσίευση, την κοινοποίηση ή τη γνώση της πράξης, η υποχρεωτική υποβολή ενδικοφανούς προσφυγής, σε περίπτωση κατά την οποία η άσκησή της προβλέπεται από συγκεκριμένη διάταξη, η διοικητική και εκτελεστή φύση της προσβαλλόμενης πράξης και η έλλειψη παράλληλης προσφυγής. Βλ. άρθρο 45 παρ. 1 και 2 και άρθρο 46 παρ. 1 του Δ/τος 18/1989.994 ΣτΕ 3167/1998.995 Σπηλιωτόπουλος Επ. Π., όπ. αν., σ. 479-480.

Page 253: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

πράξης με την οποία κηρύσσεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση έννομο συμφέρον θεωρείται ότι έχουν μόνο οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες της απαλλοτριούμενης έκτασης 996. Εκτός από τα φυσικά πρόσωπα, έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακύρωσης αναγνωρίζεται και στα νομικά πρόσωπα όταν προξενείται βλάβη είτε στα συμφέροντά τους, υλικά ή ηθικά, είτε στα συμφέροντα του συνόλου των μελών τους, υπό την προϋπόθεση ότι η προάσπιση ή η προαγωγή των άνω συμφερόντων περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις ή το καταστατικό, στους σκοπούς του νομικού προσώπου 997. Ως άμεσο το έννομο συμφέρον πρέπει να συνδέεται απευθείας με το πρόσωπο του αιτούντος και ως ενεστώς πρέπει να συνεπάγεται την ύπαρξη της νομικής ή πραγματικής κατάστασης με την οποία συνδέεται ο αιτών, καθώς και της βλάβης τόσο κατά τον χρόνο της έκδοσης της πράξης ή της συντέλεσης της παράλειψης όσο και κατά την άσκηση ή συζήτηση της αίτησης ακύρωσης 998. Επιπλέον αναγνωρίζεται ως ενεστώς το έννομο συμφέρον όταν η βλάβη δεν έχει επέλθει αλλά απειλείται με βεβαιότητα ή θεωρείται λογικώς αναπόφευκτη στο μέλλον 999. Παράλληλα για την ύπαρξη του έννομου συμφέροντος θεωρείται απαραίτητη η συνδρομή των ακόλουθων σωρευτικών προϋποθέσεων: α) η πρόκληση ηθικής ή υλικής βλάβης στον αιτούντα από την προσβαλλόμενη πράξη και β) η ύπαρξη μιας ειδικής έννομης σχέσης μεταξύ του αιτούντος και της προσβαλλόμενης πράξης 1000. Επίσης το έννομο συμφέρον κρίνεται αναγκαίο να υπάρχει σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία: α) κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, β) κατά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης και γ) κατά την πρώτη συζήτηση αυτής 1001. Τέλος αυτό εκλείπει από αντικειμενικούς λόγους αν μεσολαβήσει είτε διακοπή του νομικού δεσμού μεταξύ του αιτούντα και της προσβαλλόμενης πράξης 1002

είτε αποδοχή αυτής από τον αιτούντα 1003. Ειδικότερα σε περίπτωση περιβαλλοντικής βλάβης η νομολογία προέβη σε μια σταδιακή διεύρυνση της έννοιας του έννομου συμφέροντος των φυσικών αλλά κυρίως των νομικών προσώπων.

2.1. Στα φυσικά πρόσωπα

996 ΣτΕ 2097/1978, 3702/1982.997 ΣτΕ 2999/1983.998 ΣτΕ 3104/1987, 4045/1996.999 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 80.1000 ΣτΕ 86/1998, 2998, 4045/1998.1001 ΣτΕ 280/1996, 2973/1989, 182, 379/1998.1002 ΣτΕ 2473/1970.1003 Άρθρο 29 του Δ/τος 18/1989.

Page 254: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Αρχικώς στην περίπτωση των φυσικών προσώπων η διεύρυνση είχε ως άξονα την έννοια της «οικολογικής γειτνίασης» και την ιδιότητα του περίοικου 1004. Στο πλαίσιο αυτό έγινε δεκτή η ύπαρξη έννομου συμφέροντος για την προσβολή πράξεων που βλάπτουν το περιβάλλον στους κατοίκους και δημότες μιας περιοχής 1005, στους κατοίκους γειτονικής περιοχής 1006, στους περίοικους 1007, στους ιδιοκτήτες ακινήτων «κειμένων εντός του χώρου» 1008, «εντός ζώνης» 1009, «εκείθεν και πέριξ του χώρου», «πλησίον της ρυπογόνου εγκατάστασης» 1010, ή «της περιοχής γενικώς» 1011 και στους ιδιοκτήτες των θερινών κατοικιών 1012 ή σε όσους πιθανολογούνται μόνο από τα στοιχεία του φακέλου ως ιδιοκτήτες χωρίς να είναι απαραιτήτως κάτοικοι της επίδικης περιοχής 1013. Σύμφωνα με τη νομολογιακή πρακτική επί θεμάτων ιδιοκτητών και κατοίκων η διεύρυνση του έννομου συμφέροντος περιοριζόταν συνήθως στα όρια του οικείου ΟΤΑ όπου βρισκόταν η ιδιοκτησία ή η κατοικία. Ωστόσο με αφορμή την προστασία του δασικού περιβάλλοντος, του αστικού πρασίνου 1014 και των ακτών του λεκανοπεδίου Αττικής 1015 διευρύνθηκε περαιτέρω η έκταση του έννομου συμφέροντος. Ειδικότερα αναγνωρίστηκε έννομο συμφέρον σε κάτοικο του κέντρου της Αθήνας, ως κατοίκου του λεκανοπεδίου της Αττικής, για την προσβολή πράξεων με τις οποίες επεχειρείτο εκχέρσωση του δάσους των υπωρειών του Πεντελικού όρους,

1004 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 82.1005 ΣτΕ 2233/1979, 89/1981, 2663, 4884/1987, 376/1988, 150/1989, 4766/1995. Βλ. επίσης ΣτΕ 6478/1995 με την οποία έγινε δεκτό το έννομο συμφέρον κατοίκων των Αθηνών σχετικά με τη μη διατήρηση κτίσματος στο κέντρο της πόλης, και ΣτΕ 3818/1995 με την οποία αναγνωρίστηκε το έννομο συμφέρων των κατοίκων νησιών επί τεχνικών έργων τα οποία προκαλούσαν αλλοίωση της μορφολογίας των ακτών. Ομοίως με τις ΣτΕ 376/1988 και 2739/1987 έγινε δεκτό το έννομο συμφέρον των κατοίκων ορισμένης περιοχής κατά της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας βιομηχανίας σε τμήμα της περιοχής που έχει χαρακτηρισθεί ως τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, καθώς και κατά της πράξης κατασκευής δημόσιου έργου που έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση του περιβάλλοντος αντιστοίχως. 1006 ΣτΕ 4576/1977.1007 ΣτΕ 1491/1978, 930/1982, 3781/1985, 1322/1989. Βλ. επίσης ΣτΕ 1944/1972 και 470/1982 με τις οποίες αναγνωρίστηκε το έννομο συμφέρον των περίοικων για την προσβολή άδειας λειτουργίας εργοστασίου.1008 ΣτΕ 563/1978, 3794/1978, 2741/2001, 148/2002.1009 ΣτΕ 1518/1980 σχετικά με την προστασία κοινόχρηστου χώρου πρασίνου και ΣτΕ 2189/1982, 1322/1989, 2242/1994 σχετικά με την προστασία άλσους.1010 ΣτΕ 2249/1979, 4996/1986, 2498/1992, 2242/1994, 4726/1995.1011 ΣτΕ 2233/1979, 89/1981, 2586/1992.1012 ΣτΕ 3047/1980.1013 ΣτΕ 797/1981, 561/1993.1014 ΣτΕ 1491/1978.1015 ΣτΕ 1709/1999 με την οποία η απόλαυση των ακτών του λεκανοπεδίου Αττικής χαρακτηρίστηκε ως προστατευτέο έννομο αγαθό όλων των κατοίκων της πρωτεύουσας.

Page 255: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

καθώς και σε κάτοικο του Πειραιά για την προσβολή πράξεων σχετικά με την εγκατάσταση του Ολυμπιακού χωριού στον Δήμο Αχαρνών1016. Ομοίως έγινε δεκτή η ύπαρξη έννομου συμφέροντος στις περιπτώσεις α) κατοίκων των Αθηνών και του Λαυρίου για την προσβολή πράξης αναφορικά με την εκχέρσωση δασικών εκτάσεων του Σουνίου 1017, β) κατοίκων διαφόρων Δήμων του λεκανοπεδίου Αττικής για την προσβολή της πράξης ανάκλησης της αναδάσωσης μεγάλης έκτασης στην ανατολική Αττική 1018, καθώς και γ) κατοίκων γειτονικών Δήμων οι οποίοι εμπίπτουν στην ενιαία οικιστική ενότητα της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης για τη διαφύλαξη του δασικού χαρακτήρα μεγάλης δασοσκεπούς έκτασης της Κοινότητας Χορτιάτη 1019. Στις άνω αποφάσεις η διεύρυνση του έννομου συμφέροντος βασίστηκε στην αντιμετώπιση του λεκανοπεδίου της Αττικής ή της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης ως αδιάλειπτες οικιστικές ενότητες με λιγοστούς και διαρκώς μειούμενους χώρους πρασίνου, με αποτέλεσμα η περιβαλλοντική βλάβη να γίνεται αισθητή όχι μόνο από τους κατοίκους οι οποίοι έχουν άμεση γειτνίαση με τον γενεσιουργό τόπο της άνω βλάβης αλλά και από τους κατοίκους μακρινότερων και περισσότερο υποβαθμισμένων συχνά περιοχών 1020.

Επιπλέον, η αναγνώριση του έννομου συμφέροντος των αιτούντων ως κατοίκων ή ιδιοκτητών στοιχειοθετείται διαφορετικά ανάλογα με την ανάμειξή τους ή όχι στη διοικητική διαδικασία. Ειδικότερα το έννομο συμφέρον απλώς ενισχύεται σε περίπτωση που έχει προηγηθεί η εναντίωση των αιτούντων στην επίδικη πράξη με την υποβολή υπομνημάτων, ενώ σε αντίθετη περίπτωση αυτό διαπλέκεται με άλλα δικαιώματα, όπως η προστασία της υγείας, της κυριότητας ή της νομής. Κατά συνέπεια αναγνωρίστηκε έννομο συμφέρον των κατοίκων οι οποίοι αγοράζουν και ανοικοδομούν ακίνητα σε περιοχές εκτός σχεδίου προορισμένες, εν πλήρη γνώση τους, για τη διέλευση εναέριων καλωδίων ρεύματος υψηλής τάσης με το σκεπτικό ότι το έννομο συμφέρον των κατοίκων στην προκειμένη περίπτωση διαπλέκεται με το δικαίωμα προστασίας της υγείας τους, το οποίο, ως θεμελιώδες συστατικό της προσωπικότητας, δεν είναι δεκτικό παραίτησης 1021.

1016 ΣτΕ 1157/2992, ΣτΕ 2281/1992 (Ολομ.), 2274/2000.1017 ΣτΕ 2381/1994.1018 ΣτΕ 2539/1996 (Ολομ.).1019 ΣτΕ 2756/1994 (Ολομ.).1020 ΣτΕ 1157/2992, ΣτΕ 2281/1992 (Ολομ.), 2274/2000, Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 82-84.1021 ΣτΕ 2586/1992, 4503/1997.

Page 256: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Ομοίως, σε περίπτωση προσβολής της οικοδομικής άδειας ακινήτου έγινε δεκτό το έννομο συμφέρον του κυρίου ή του νομέα όμορου προς αυτό ακινήτου, ανεξάρτητα από την παράβαση από μέρους του αιτούντος πολεοδομικών διατάξεων κατά την ανέγερση του δικού του ακινήτου 1022.

Στο σημείο αυτό κρίνεται σημαντικό να επισημανθεί μια αυστηρότερη στάση της νομολογίας ως προς την αναγνώριση του έννομου συμφέροντος στις περιπτώσεις που αφορούν στο δομημένο περιβάλλον σε αντίθεση με το φυσικό, καθώς απαιτείται η συνδρομή δύο σωρευτικών προϋποθέσεων 1023: α) του κατοίκου ή του γείτονα της περιοχής και β) του όμορου ο οποίος θίγεται κατά συνέπεια άμεσα και αναμφισβήτητα 1024. Επομένως δεν θεμελιώνεται έννομο συμφέρον του αιτούντος όταν η κατοικία του βρίσκεται σε άλλο οικοδομικό τετράγωνο, απέναντι από το επίμαχο οικόπεδο 1025, ή όταν τα επίμαχα τμήματα της οικοδομής προβάλλουν στο πλάγιο όριο, το οποίο είναι κοινό με άλλα συνεχόμενα ακίνητα αλλά όχι με αυτό του αιτούντος 1026. Η διαφορετική αυτή νομολογιακή τοποθέτηση δικαιολογείται από τη λιγότερο συλλογική φύση του οικιστικού περιβάλλοντος σε σχέση με το φυσικό, το οποίο είναι κοινό σε όλους τους κατοίκους μιας περιοχής 1027.

Τέλος, μετά από μια περίοδο σταδιακής διεύρυνσης της έννοιας του έννομου συμφέροντος παρατηρούνται τάσεις συρρίκνωσής του προκειμένου να αποφευχθεί η μετατροπή της αίτησης ακύρωσης σε λαϊκή αγωγή. Ενδεικτικά κατά την εκδίκαση αίτησης ακύρωσης κατά πράξης σχετικά με τον βιολογικό καθαρισμό σε νησί απαιτήθηκε η πλήρωση τριών σωρευτικών προϋποθέσεων για την αναγνώριση του έννομου συμφέροντος: α) της ιδιότητας των αιτούντων ως κατοίκων της περιοχής, β) του προσδιορισμού της απόστασης της ιδιοκτησίας τους από την τοποθεσία όπου πιθανολογείται η περιβαλλοντική βλάβη και γ) της θεμελίωσης της προσωπικής τους βλάβης. Ωστόσο στην ίδια απόφαση η επιχειρούμενη συρρίκνωση του έννομου συμφέροντος αποδυναμώνεται, καθώς σύμφωνα με το ΣτΕ η θεμελίωση της συγκεκριμένης βλάβης των αιτούντων πρέπει να συνδέεται με τη φύση του έργου, το οποίο «προδήλως ωφελεί όλους τους κατοίκους του νησιού» 1028. Στο ίδιο πλαίσιο κυμαίνεται και η απόφαση του ΣτΕ αποδοχής του έννομου

1022 ΣτΕ 3973/1990, 2187/1994, ΣτΕ 6070/1996 (Ολομ.), 1908/2001, ΣτΕ 3095/2001 (Ολομ.).1023 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 86.1024 ΣτΕ 2155, 643, 3343/1988, 1647, 4036, 3487/1989.1025 ΣτΕ 878/1995.1026 ΣτΕ 2251/1997.1027 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 86.1028 ΣτΕ 1482/1999 (Ολομ.).

Page 257: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

συμφέροντος ορισμένων κατοίκων και Δήμων των Κυκλάδων στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση διασύνδεσης των νησιών τους και άλλων με υποβρύχια και εναέρια καλώδια μεταφοράς ρεύματος υψηλής τάσης αφορούσε στα δικά τους μόνο νησιά 1029. Η αυστηρότερη αποδοχή του έννομου συμφέροντος συχνά εκδηλώνεται σε θέματα αποδείξεώς του. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του ΣτΕ με την οποία κρίθηκε ότι ο ιδιοκτήτης ακινήτων ο οποίος επεδίωκε την ακύρωση πράξης περιβαλλοντικών όρων για τη διέλευση καλωδίων μεταφοράς ρεύματος υψηλής τάσης πάνω από τα ακίνητά του δεν απέδειξε αυτήν την ιδιότητά του, καθώς αφενός την στήριζε σε μη επικυρωμένα φωτοαντίγραφα συμβολαίων αγοράς των ακινήτων και αφετέρου δεν προέκυπτε η συγκεκριμένη θέση των ακινήτων από τα στοιχεία του φακέλου 1030. Ομοίως, θεωρήθηκε αόριστη και αναπόδεικτη η επίκληση των ιδιοτήτων του κατοίκου, του δημότη και του ιδιοκτήτη απαλλοτριωθέντος ακινήτου, τουριστικών εγκαταστάσεων, οικιών και παραλιακών εκτάσεων που γειτνιάζουν με το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» 1031. Στο ίδιο πνεύμα, ελλείψει νομότυπης απόδειξης της ιδιότητας της αιτούσας ως κατοίκου Πειραιά, απορρίφθηκε η υποβληθείσα αίτηση ακύρωσης κατά του Ολυμπιακού χωριού 1032.

2.2. Στα νομικά πρόσωπα

Εντονότερη απεδείχθη η επίδραση της προστασίας του περιβάλλοντος κατά την εκτίμηση του έννομου συμφέροντος των νομικών προσώπων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ για τη θεμελίωση του έννομου συμφέροντος αρκεί η προστασία του περιβάλλοντος να συμπεριλαμβάνεται είτε ως πρωτεύων είτε ως δευτερεύων σκοπός στο καταστατικό του νομικού προσώπου, ασχέτως του τόπου της έδρας του και της χωρικής σχέσης που αυτή έχει με την περιοχή όπου εκδηλώθηκε η περιβαλλοντική προσβολή. Η αποσύνδεση του χωρικού στοιχείου από τις προϋποθέσεις αναγνώρισης του έννομου συμφέροντος, σε αντίθεση με την περίπτωση των φυσικών προσώπων, επέτρεψε τη μεγαλύτερη διεύρυνση της έννοιας του έννομου συμφέροντος στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη 1033. Με βάση τη θέση αυτήν έγινε αποδεκτό το έννομο συμφέρον ανώνυμης εταιρείας με έδρα την Αθήνα, ιδιοκτήτριας ακινήτου στην περιοχή της τότε

1029 ΣτΕ 2939/2000, ΣτΕ 2940/2000 (Ολομ.).1030 ΣτΕ 2151/2000 (Ολομ.).1031 ΣτΕ 3721/2000.1032 ΣτΕ 2274/2000 (Ολομ.).1033 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 89, ΣτΕ 944/1985, 695/1986, 2662, 4808/1987, 150/1989, 640/1990.

Page 258: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κοινότητας Καλαμακίου, για την προσβολή ΠΔ/τος με το οποίο οριζόταν ως ΖΟΕ η περιοχή όπου βρισκόταν η ιδιοκτησία της. Το έννομο συμφέρον της αιτούσας θεμελιώθηκε στον περιορισμό της ιδιοκτησίας της εταιρείας από τον καθορισμό, με την προωθούμενη ΖΟΕ, ειδικών χρήσεων γης, κατώτατου ορίου κατάτμησης και άλλων όρων και περιορισμών δόμησης με σκοπό την προστασία της θαλάσσιας χελώνας 1034.

Στο πρώτο στάδιο της επιχειρούμενης διεύρυνσης αναγνωρίστηκε έννομο συμφέρον σε πάσης φύσεως ενώσεις και συλλόγους με νομική προσωπικότητα, οι οποίοι επιδιώκουν την προστασία του περιβάλλοντος και συνήθως του δασικού πλούτου της Χώρας 1035. Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίστηκε έννομο συμφέρον σε ποικίλες ενώσεις και συλλόγους, οι σκοποί των οποίων αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στην προστασία του περιβάλλοντος. Σημείο αφετηρίας αποτέλεσε η αναγνώριση έννομου συμφέροντος στη Φιλοδασική Ένωση Αθηνών για την προσβολή πράξεων με τις οποίες επιτρεπόταν η εγκατάσταση ναυπηγοεπισκευαστικής μονάδας στον όρμο της Πύλου, καθώς θα επερχόταν βλάβη του εξαιρετικού κάλλους τοπίου. Η απόφαση του ΣτΕ βασίστηκε στην αναφορά της προστασίας της φύσης, των φυσικών μνημείων, του ελληνικού τοπίου και του πρασίνου γενικώς μεταξύ των σκοπών της ένωσης 1036. Εν συνεχεία το ΣτΕ σε άλλη του απόφαση αναγνώρισε το έννομο συμφέρον των δικηγορικών συλλόγων για κάθε θέμα που, σύμφωνα με το καταστατικό τους, ενδιαφέρει το δικηγορικό σώμα ή τα μέλη του ως επαγγελματική τάξη ή για κάθε γενικότερο ζήτημα εθνικού ή κοινωνικού περιεχομένου μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η κατοχυρωθείσα προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, με σκοπό την αποτροπή του υποβιβασμού της ανθρώπινης ζωής. Με βάση το σκεπτικό αυτό έγινε αποδεκτό το έννομο συμφέρον του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου για την προσβολή πράξης με την οποία επιτρεπόταν η εγκατάσταση εργοστασίου στον νομό Μαγνησίας, υποβαθμίζοντας κατά συνέπεια το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον του νομού 1037. Ακολούθησαν οι περιπτώσεις της Εταιρείας Θεσσαλικών Μελετών και του σωματείου «Πανθεσσαλική Στέγη» για την προστασία του ποταμού Αχελώου και τη ματαίωση της εκτροπής του 1038, του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών για τη ματαίωση της ανέγερσης κτισμάτων στο κέντρο της Αθήνας 1039, του Οικολογικού Ινστιτούτου

1034 ΣτΕ 4952/1995, ΣτΕ 4953/1995 (Ολομ.).1035 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 88-91.1036 ΣτΕ 810/1977. 1037 ΣτΕ 4576/1977.1038 ΣτΕ 2759/1994.1039 ΣτΕ 1865/1994, ΣτΕ 4947/1995 (Ολομ.).

Page 259: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

περιβαλλοντικής επαγγελματικής εκπαίδευσης για την ακύρωση αφενός της παραχώρησης δασικής έκτασης στη Σταμάτα Αττικής και αφετέρου της ανάκλησης της απόφασης με την οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα μεγάλη έκταση στην περιφέρεια του νομού Αττικής 1040, του σωματείου «Οικολογική Κίνηση Θεσσαλονίκης» για την προστασία του δάσους στην κοινότητα Χορτιάτη 1041 και του σωματείου «Φιλοδασική Ένωση Αθηνών» για την προστασία του αισθητικού δάσους της Καισαριανής και του απολιθωμένου δάσους στη Λέσβο 1042. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν οι αποφάσεις με τις οποίες αναγνωρίστηκε το έννομο συμφέρον του «Φυσιολατρικού Ομίλου Παραλιακής Φωκίδος» για την προστασία των ακτών του ομώνυμου νομού 1043, του σωματείου «Σύλλογος Ελλήνων Χωροτακτών και Πολεοδόμων» για τη ματαίωση της ανέγερσης του Μουσείου Γουλανδρή στο κέντρο της Αθήνας 1044, του «Παγκόσμιου Ταμείου για τη Φύση» σε διάφορες περιπτώσεις 1045, της «Πανελλήνιας Κίνησης Δασολόγων» 1046, του «Ορειβατικού Συνδέσμου Αθηνών» 1047 και του «Εξωραϊστικού, Πολιτιστικού και Αθλητικού Ομίλου Βαρκίζης Αττικής» 1048.Εξάλλου μετά την εισαγωγή της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης στην ελληνική έννομη τάξη 1049, διευρύνθηκε περαιτέρω η έννοια του έννομου συμφέροντος στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη, καθώς η εν λόγω αρχή λαμβάνεται υπόψη από τη νομολογία για την ερμηνεία των σκοπών των νομικών προσώπων. Είναι χαρακτηριστική η απόφαση του ΣτΕ με την οποία αναγνωρίστηκε έννομο συμφέρον στο σωματείο «Ένωση βιομηχανιών ψύχους» για την προσβολή της πράξης με την οποία ιδρύθηκε βιομηχανική μονάδα επεξεργασίας, συσκευασίας και τυποποίησης αλιευμάτων στην περιφέρεια Αττικής. Ειδικότερα το ΣτΕ, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, αρχικώς έκρινε ότι η παρακολούθηση των γενικών και ειδικών μέτρων του Κράτους για τον κλάδο των βιομηχανιών ψύχους και η σύμμετρη ανάπτυξή τους στον χώρο συγκαταλέγονται μεταξύ των σκοπών του αιτούντος σωματείου και στη συνέχεια απεδέχθη τον λόγο ακύρωσης που αφορούσε στην προστασία του αστικού περιβάλλοντος και τη βιώσιμη ανάπτυξη 1050.

1040 ΣτΕ 2753/1994 (Ολομ.) και 2539/1996 (Ολομ.) αντιστοίχως.1041 ΣτΕ 2756/1994, ΣτΕ 2757/1994 (Ολομ.).1042 ΣτΕ 3557/1994 και ΣτΕ 491/1994 (Ολομ.) αντιστοίχως.1043 ΣτΕ 2161/1994.1044 ΣτΕ 4946/1995 (Ολομ.).1045 ΣτΕ 2759/1994, ΣτΕ 2301/1995 (Ολομ.), ΣτΕ 2731/1997.1046 ΣτΕ 2282/1992 (Ολομ.).1047 ΣτΕ 1158/1991.1048 ΣτΕ 686/1994.1049 Βλ. Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 2. 1050 ΣτΕ 4207/1997.

Page 260: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Στο δεύτερο στάδιο της διεύρυνσης έγινε αποδεκτό από τη νομολογία του ΣτΕ το έννομο συμφέρον ενώσεων προσώπων οι οποίες στερούνται νομικής προσωπικότητας υπό την προϋπόθεση της αναγνώρισής τους από την έννομη τάξη ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε ορισμένο κύκλο σχέσεων ή δραστηριοτήτων στον οποίο εμπίπτει το συναφές με το περιβάλλον αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης 1051.

2.3. Στους ΟΤΑ

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η νομολογιακή διεύρυνση του έννομου συμφέροντος στους ΟΤΑ, η οποία ακολούθησε ανάλογη εξέλιξη με αυτήν σε θέματα ιδιοκτητών και κατοίκων 1052. Ειδικότερα, δεδομένων των αρμοδιοτήτων των ΟΤΑ σε πολεοδομικά και περιβαλλοντικά θέματα 1053, η νομολογία σε ένα πρώτο στάδιο έθεσε ως βασικό κριτήριο την συμπερίληψη του προστατευτέου περιβαλλοντικού στοιχείου εντός των διοικητικών ορίων του αιτούντος ΟΤΑ 1054. Ενδεικτικά έγινε αποδεκτό το έννομο συμφέρον των ΟΤΑ με βάση το χωρικό κριτήριο για την ακύρωση πράξης με την οποία επερχόταν περιβαλλοντική βλάβη σε θέματα σχετικά με την οικιστική ανάπτυξη 1055, την εγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων και την περιβαλλοντική υποβάθμιση της περιοχής 1056, το πολιτιστικό περιβάλλον1057, την προστασία της χλωρίδας και της πανίδας 1058, καθώς και τη διατήρηση της δασικής βλάστησης 1059. Εν συνεχεία το έννομο συμφέρον επεκτάθηκε και σε άλλους ΟΤΑ οι οποίοι βρίσκονται στα όρια της ευρύτερης περιοχής όπου εκδηλώνεται η περιβαλλοντική βλάβη. Είναι χαρακτηριστικές οι αποφάσεις ΣτΕ 304/1993 παραπ. και 2846/1993 επταμ. με τις οποίες έγινε δεκτό το έννομο συμφέρον κοινοτήτων για την προσβολή της πράξης χωροθέτησης και της άδειας λειτουργίας ιχθυοτροφείου το οποίο θα εγκαθίστατο στη θαλάσσια περιοχή άλλης γειτονικής κοινότητας. Επιπλέον, δεδομένων των επιπτώσεων στην ευρύτερη θαλάσσια και χερσαία περιοχή, η αναγνώριση του έννομου συμφέροντος των αιτουσών κοινοτήτων κρίθηκε ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι θαλάσσιου χώρου στα διοικητικά όρια εκάστης. Στο

1051 ΣτΕ 4037/1979, 18/1983, 2923/1986, 878/1988, 3706/1989, 50/1993, ΣτΕ 2302/1995 (Ολομ.).1052 Βλ. αν.1053 Βλ. Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 4.2. 1054 ΣτΕ 2196/1982, 312/1983, 944/1985, 3682/1986, 1615/1988, 150/1990, 2586/1992, 2690/1994, ΣτΕ 2301/1995 (Ολομ.), 1495/2002 (Ολομ.).1055 ΣτΕ 2690/1994, ΣτΕ 1071/1994 (Ολομ.).1056 ΣτΕ 2755/1994 (Ολομ.).1057 ΣτΕ 2182/1994.1058 ΣτΕ 2301/1995 (Ολομ.).1059 ΣτΕ 1/1993.

Page 261: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ίδιο πνεύμα θεμελιώθηκε έννομο συμφέρον του δήμου Καλαμαριάς για την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της εγκατάστασης σταθμού μεταφόρτωσης οικιακών απορριμμάτων εντός των ορίων του γειτονικού δήμου Θεσσαλονίκης λόγω της επαφής του επίδικου σταθμού με το όριο του ρυμοτομικού σχεδίου του αιτούντος δήμου 1060.

Ωστόσο παρά την κυρίαρχη τάση της νομολογίας υπέρ της διεύρυνσης του έννομου συμφέροντος των νομικών προσώπων στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη εκδόθηκαν και περιορισμένες αποφάσεις συρρίκνωσης αυτού 1061. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση ΣτΕ 50/1993 με την οποία, σε αντίθεση με την ακολουθούμενη διασταλτική ερμηνεία των σκοπών του νομικού προσώπου, όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου, δεν αναγνωρίστηκε έννομο συμφέρον στο σωματείο «Σύλλογος Διδακτικού Εργατικού Προσωπικού Πανεπιστημίου Ιωαννίνων» σε υπόθεση αναφορικά με την προστασία του τοπίου ιδιαίτερου φυσικού κάλλους στο Πάπιγκο Ιωαννίνων. Ειδικότερα παρά το γεγονός ότι μεταξύ των σκοπών του παρεμβαίνοντος σωματείου 1062 συγκαταλεγόταν «η ενεργός και υπεύθυνη τοποθέτηση απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα», το ΣτΕ θεώρησε ότι η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος δεν περιλαμβανόταν στους σκοπούς του σωματείου. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η απόφαση ΣτΕ 4664/1997 με την οποία δεν αναγνωρίστηκε έννομο συμφέρον σε σωματείο, με σκοπό, κατά το καταστατικό του, την προστασία του χερσαίου και θαλάσσιου περιβάλλοντος, για την προσβολή οποιαδήποτε πράξης επέτρεπε την ανοικοδόμηση στην περιοχή. Το έννομο συμφέρον του εν λόγω σωματείου περιοριζόταν σύμφωνα με τη σχετική απόφαση στην προσβολή πράξεων οι οποίες επιφέρουν ευθεία βλάβη του περιβάλλοντος.

2.4. Η εθνική νομολογία σε σχέση με τη θέση του ΔΕΚ

Η άνω νομολογία του ΣτΕ θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρωτοποριακή σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι ενδεικτικό ότι έως τη διεύρυνση της ΕΕ του 2004, μεταξύ των 15 κρατών-μελών και σε αντίθεση με την κρατούσα νομολογία του ΔΕΚ, μόνο η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία αναγνώριζαν ένα διευρυμένο έννομο συμφέρον επί του θέματος 1063. Σύμφωνα με το άρθρο 230 παρ. 4 της Συνθήκης Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως αυτή έχει

1060 ΣτΕ 4938/1995 (Ολομ.).1061 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 92.1062 Το έννομο συμφέρον αφορούσε στην άσκηση παρέμβασης υπέρ πράξης η οποία προστάτευε το περιβάλλον. 1063 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 98.

Page 262: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

τροποποιηθεί έως σήμερα, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, επικαλούμενο έναν από τους προβλεπόμενους λόγους, «να ασκήσει προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σε αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά».Επομένως σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ, η οποία ισχύει και σε περιβαλλοντικές υποθέσεις, έννομο συμφέρον ενώπιον των ευρωπαϊκών δικαστικών αρχών αναγνωρίζεται αφενός στους αποδέκτες των ατομικών αποφάσεων και αφετέρου στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία χωρίς να είναι αποδέκτες θίγονται κατά τρόπο εξατομικευμένο αντιστοίχως με αυτόν των αποδεκτών 1064. Ειδικότερα για των προσδιορισμό της δεύτερης κατηγορίας λαμβάνονται υπόψη δύο κριτήρια: α) ο άμεσος χαρακτήρας της προσβαλλόμενης πράξης αναφορικά με την εφαρμογή της και β) ο ατομικός χαρακτήρας της πράξης στο μέτρο που ο προσφεύγων είχε δικαίωμα λήψης πληροφοριών και συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία έκδοσης της πράξης. Σε περίπτωση μη πλήρωσης των άνω κριτηρίων, δεν αναγνωρίζεται από τη νομολογία του ΔΕΚ έννομο συμφέρον στις ενώσεις προσώπων με σκοπό την προάσπιση συλλογικών συμφερόντων ή του γενικού συμφέροντος 1065. Εντούτοις, υπό την επίδραση της νομολογιακής εξέλιξης του ΣτΕ σχετικά με τη διεύρυνση του έννομου συμφέροντος στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη, στην απόφαση του ΔΕΚ της 2/4/1998 σχετικά με την υπόθεση C-321/95P, Stichting Greenpeace Council, προτάθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα Γ. Κοσμά μια νομολογιακή διεύρυνση του έννομου συμφέροντος σε θέματα σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, δεδομένης της σημασίας αφενός του χωρικού κριτηρίου της γειτνίασης προς το σημείο εκδήλωσης της προσβολής των περιβαλλοντικών στοιχείων και αφετέρου της επιδείνωσης του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής ενός κλειστού κύκλου προσώπων που εντοπίζονται εγγύτερα προς το άνω σημείο, προτάθηκε η αναγνώριση μιας εξατομικευμένης σχέσης μεταξύ των άνω προσφευγόντων προσώπων και της προσβαλλόμενης πράξης. Επιπλέον αυτοί θα πρέπει να απολάμβαναν τα ενδεχομένως προσβαλλόμενα περιβαλλοντικά αγαθά πριν από την έκδοση της πράξης της οποίας ζητείται η ακύρωση 1066.

3. Ο εμπλουτισμός των λόγων ακύρωσης για παράβαση νόμου

Η αναρμοδιότητα της διοικητικής αρχής που εξέδωσε τη διοικητική πράξη, η παράβαση του ουσιώδους τύπου που έχει ταχθεί για την ενέργεια της πράξης, η παράβαση κατ’ουσία, διάταξης νόμου και η κατάχρηση εξουσίας 1064 C-321/95P, Stichting Greenpeace Council, απόφαση ΔΕΚ της 2/4/1998.1065 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 95.1066 Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 97-98.

Page 263: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αποτελούν τους λόγους ακύρωσης της διοικητικής πράξης 1067. Η παράβαση νόμου αναφέρεται στην εσωτερική νομιμότητά της πράξης και ειδικότερα στον θεσπιζόμενο κανόνα δικαίου και στα νομικά και πραγματικά δεδομένα που οδήγησαν σε αυτόν. Με τον λόγο αυτόν εξασφαλίζεται ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης από τη Διοίκηση της αρχής της νομιμότητας υπό την ευρεία έννοια, με βάση δηλαδή το σύνολο των κανόνων δικαίου, από όποια πηγή και αν αυτοί προέρχονται, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στην αρμοδιότητα των οργάνων και τη διαδικασία έκδοσης της διοικητικής πράξης 1068. Η νομιμότητα της πράξης, ελλείψει αντίθετης διάταξης, κρίνεται σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου οι οποίοι ισχύουν κατά τον χρόνο έκδοσής της 1069.

Ο έλεγχος της παράβασης νόμου διαφέρει ανάλογα με τη φύση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Στην περίπτωση ατομικής διοικητικής πράξης η οποία εκδίδεται βάσει δέσμιας αρμοδιότητας της Διοίκησης, αυτός περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης του συλλογισμού του αρμόδιου οργάνου. Ειδικότερα εξετάζονται η εφαρμογή του προσήκοντος απρόσωπου κανόνα δικαίου, η σωστή ερμηνεία του, η απουσία πλάνης περί τα πράγματα ή εσφαλμένου νομικού χαρακτηρισμού αυτών και η ορθότητα του συμπεράσματος. Στην περίπτωση ατομικής διοικητικής πράξης στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, στον ακυρωτικό έλεγχο περιλαμβάνεται επιπλέον η κρίση για την καλή ή κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας 1070. Κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας υπάρχει όταν ο θεσπιζόμενος με την ατομική πράξη κανόνας δικαίου δεν βρίσκεται σε αρμονία προς τον απρόσωπο κανόνα δικαίου με τον οποίο παρέχεται στο διοικητικό όργανο η διακριτική ευχέρεια να εκδώσει την εν λόγω πράξη 1071. Ειδικότερα σύμφωνα με γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου η Διοίκηση υποχρεούται να ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια εντός των άκρων ορίων αυτής, η υπέρβαση των οποίων συνιστά κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας 1072. Στην περίπτωση αυτήν ο ακυρωτικός έλεγχος της παράβασης νόμου έγκειται στην έρευνα της υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, λαμβάνοντας υπόψη α) το λογικό, κατά την κοινή πείρα και αντίληψη,

1067 Άρθρο 48 του Δ/τος 18/1989.1068 Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 520.1069 ΣτΕ 8/1984, 2348/1987, 3755/1996, 807/1987.1070Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 526. 1071 Ο σχετικός λόγος ακύρωσης πρέπει να προβληθεί από τον αιτούντα. Σε περίπτωση που δεν αποδεικνύεται ή προβάλλεται αόριστα και είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης απορρίπτεται ΣτΕ 843, 1067/1978, 3245/1984. 1072 Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 530-531.

Page 264: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

περιεχόμενο της αόριστης αξιολογικής έννοιας, β) την ισότητα, δηλαδή την ίδια κρίση ομοειδών νομικών και πραγματικών καταστάσεων 1073 και γ) τις αρχές της χρηστής διοίκησης 1074, της αναλογικότητας 1075, η οποία προβλέπεται εξάλλου και από το Σύνταγμα 1076, και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου 1077. Στην κανονιστική πράξη, η παράβαση νόμου συνίσταται στον έλεγχο αφενός της υπαγωγής του θεσπιζόμενου απρόσωπου κανόνα δικαίου στα όρια της κανονιστικής αρμοδιότητας η οποία πηγάζει από το Σύνταγμα ή από νομοθετική εξουσιοδότηση 1078 και αφετέρου της τήρησης των προϋποθέσεων που ορίζονται από την εξουσιοδοτική διάταξη 1079, χωρίς έλεγχο της σκοπιμότητας της θεσπιζόμενης ρύθμισης 1080.

Με σκοπό την αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος, οι λόγοι ακύρωσης για παράβαση νόμου, στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη, εμπλουτίστηκαν αφενός με τη διεύρυνση της έκτασης του ελέγχου νομιμότητας της κρίσης του διοικητικού οργάνου και αφετέρου με την εφαρμογή επιπρόσθετων αρχών κατά τον έλεγχο των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας1081. Ειδικότερα στον έλεγχο νομιμότητας διευρύνθηκαν οι περιπτώσεις τεκμηρίωσης της πλάνης περί τα πράγματα 1082 και της νομικής πλάνης 1083. Πλάνη περί τα πράγματα και νομική πλάνη στοιχειοθετούνται στο πλαίσιο του ελέγχου των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας 1084 σε περίπτωση αντικειμενικής ανυπαρξίας των πραγματικών ή νομικών καταστάσεων αντιστοίχως που ελήφθησαν υπόψη από το διοικητικό όργανο για την εφαρμογή του κανόνα ο οποίος προέβλεπε την έκδοση της πράξης 1085. Για να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης η πλάνη περί τα πράγματα και η νομική πλάνη πρέπει α) να προτείνονται από τον αιτούντα 1086, β) να είναι ουσιώδεις, δηλαδή να έχουν επίδραση στην κρίση του διοικητικού

1073 ΣτΕ 1973/1986, 3641/1987.1074 ΣτΕ 810/1983.1075 ΣτΕ 2537/1940, 289/2000. 1076 Άρθρο 25, παρ. 1 του Συντάγματος.1077 ΣτΕ 907/1997, 12/1999. Σύμφωνα με τις ΣτΕ 2845/1994, 1709/1997 και 542/1999, η εν λόγω αρχή συνάγεται από το Σύνταγμα.1078 ΣτΕ 3005/1980. 1433/1986, 1821/1995.1079 ΣτΕ 4570/1987, 4025/1998.1080 ΣτΕ 2184, 3462/1984, 2740/1988.1081 Κουτούπα-Ρεγκάκου Ε., όπ. αν., σ. 146-151. 1082 ΣτΕ 613/2002 (Ολομ.), 2511/2002 (Ολομ.). 1083 ΣτΕ 1521/2002.1084 ΣτΕ 2702/1970, 1303/1977.1085 ΣτΕ 143/1954, 3821/1990, ΣτΕ 3478/2000 (Ολομ.), 2173/2002 (Ολομ.), ΣτΕ 2889/2002.1086 Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 529, 533.

Page 265: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

οργάνου 1087 και γ) να αποδεικνύονται από τα στοιχεία του φακέλου ή από επαρκή στοιχεία που υποβάλλει ο αιτών την αίτηση ακύρωσης 1088. Ειδικά στην περίπτωση των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων εξετάζεται μεταξύ άλλων αφενός αν η άνω μελέτη ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του νόμου και αφετέρου αν το περιεχόμενό της είναι επαρκές ώστε να παρέχεται στα αρμόδια διοικητικά όργανα η δυνατότητα διακρίβωσης και αξιολόγησης των συνεπειών του έργου ή της δραστηριότητας, καθώς και εκτίμησης της πραγματοποίησής τους σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας 1089.

Επιπλέον ο έλεγχος των ακραίων ορίων εμπλουτίσθηκε με τις ακόλουθες αρχές: α) την αρχή της στάθμισης κόστους οφέλους, η οποία αποτελεί εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Ειδικότερα σε περίπτωση αντιμετώπισης από τη Διοίκηση ισότιμων εννόμων αγαθών η στάθμιση συνίσταται αφενός στη συγκέντρωση των πραγματικών και νομικών παραμέτρων της υπόθεσης και αφετέρου στην αντικειμενική αξιολόγηση των δεδομένων της υπόθεσης με σκοπό την τεκμηριωμένη επιλογή της προσφορότερης λύσης 1090. Με την αρχή αυτήν, η οποία εφαρμόστηκε αρχικώς από τη γαλλική νομολογία του Conseil d’Etat για την αξιολόγηση της δημόσιας ωφέλειας κατά την αναγκαστική απαλλοτρίωση 1091, ελέγχεται η αναλογία μεταξύ του προσδοκώμενου από μια απόφαση οφέλους και της τυχόν επαπειλούμενης βλάβης του φυσικού περιβάλλοντος 1092, β) την αρχή της αναζήτησης της προσφορότερης για το περιβάλλον τεχνικής λύσης, με το μικρότερο δηλαδή δυνατό περιβαλλοντικό κόστος 1093, γ) την αρχή του πρόδηλου σφάλματος εκτίμησης, η οποία συνίσταται στη δικαστική επαλήθευση του πρόδηλου σφάλματος της διοικητικής πράξης η οποία ελήφθη στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής ευχέρειας. Πρόκειται για μια

1087 ΣτΕ 1664/1962.1088 ΣτΕ 2924/1983, 2228/1987.1089 ΣτΕ 613/2002 (Ολομ.).1090 ΣτΕ 1675/1999 (Ολομ.) (: «Η διοίκηση δεν προέβη σε στάθμιση των εκ της απαλλοτριώσεως επιπτώσεων στο δασικό περιβάλλον και δεν έλαβε υπόψη της τη σημασία της διαφύλαξης του δάσους και του υπό απαλλοτρίωση τμήματός του»). 1091 CE 28/05/1971 «Ville Nouvelle est» Rec. Cons, d’Et., σ. 409, CE 20/10/1972 «Société civile Sainte-Marie de l’Assomption» Rec. Cons. D’Et. σ. 657, Auby J.-M., Bon P., «Droit administrative des biens. Domaine, Travaux Publics, Expropriation», εκδ. Dalloz, Παρίσι 1993, σ. 392-396.1092 ΣτΕ 613/2002 (Ολομ.), 2511/2002 (Ολομ.) (: Για τον ακριβή τρόπο κατασκευής των σιδηροδρομικών προσβάσεων στο Σιδηροδρομικό Κέντρο Αχαρνών από τις πέντε εναλλακτικές λύσεις που μελετήθηκαν επελέγη εκείνη που παρουσίαζε, κατά την εκτίμηση της Διοίκησης, τα περισσότερα συγκοινωνιακά πλεονεκτήματα χωρίς τη μεγαλύτερη περιβαλλοντική επιβάρυνση).1093 ΣτΕ 1035, 1038, 1040/1993.

Page 266: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αρχή που εφαρμόζεται ευρέως στη γαλλική νομολογία 1094, καθώς και από το ΔΕΚ 1095, δ) την αρχή της εμπεριστατωμένης μελέτης του φακέλου σε συνδυασμό με την ανάγκη ελέγχου από τους αρμόδιους επιστήμονες. Σύμφωνα με την αρχή αυτήν, η οποία εφαρμόζεται εξάλλου και από τον κοινοτικό δικαστή 1096, κρίθηκε υποτυπώδης η διερεύνηση των επιδράσεων από την αυξημένη κίνηση αεροδρομίου σε όμορο παραδοσιακό οικισμό, καθώς η διερεύνηση υλοποιήθηκε από μια ομάδα επιστημόνων η οποία περιελάμβανε άλλες ειδικότητες εκτός εκείνης του αρμόδιου εξειδικευμένου στο εν λόγω θέμα αρχαιολόγου 1097 και ε) την αρχή της προφύλαξης 1098, βασικό εργαλείο εφαρμογής της οποίας αποτελούν η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) και η Μελέτη Επικινδυνότητας. Στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή μέσω του ελέγχου της αιτιολογίας ή γενικότερα της παράβασης νόμου υπάγονται η πληρότητα του περιεχομένου των άνω μελετών, δηλαδή η αντικειμενικότητα και η αρτιότητά τους, και η εξέτασή τους σε σχέση με τα κριτήρια που απαιτεί ο νόμος και τα διδάγματα της κοινής πείρας.Επιπλέον αυτές θα πρέπει, ως στοιχείο νομιμότητας, να περιέχουν εκτός από την κρατούσα και τη μειοψηφούσα επιστημονικά θεμελιωμένη άποψη περί επικινδυνότητας 1099. Η προκείμενη αρχή βρήκε εφαρμογή από την εθνική νομολογία σε περιπτώσεις όπως η εναέρια διέλευση καλωδίων ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσης πάνω από κατοικημένες περιοχές 1100, η κατασκευή και λειτουργία εγκαταστάσεων παραγωγής χρυσού 1101 και οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας 1102.

Τέλος υπό την πίεση της ιδιαιτερότητας του προσδιορισμού της περιβαλλοντικής βλάβης, λόγω των απαιτούμενων ειδικών τεχνικών γνώσεων και μελλοντολογικών ερευνών, προτείνεται από μερίδα της εθνικής και ευρωπαϊκής θεωρίας και νομολογίας 1103 η εξέλιξη του ακυρωτικού ελέγχου 1094 Kornprobst B., «L’erreur manifeste», D. 1965, 121.1095 ΔΕΚ 25/01/1979, 98/78, Racke, 11/07/1989, 265/87, Schrader, 21/02/1990, C-267/88 έως -285/88, Wuidart.1096 ΔΕΚ 21/11/1991, C-269/90, Technische Universität München, 25/01/1994, C-212/91, Angelopharm.1097 ΣτΕ 1950/1999.1098 Βλ. Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 3.1099 Σιούτη Γλ. Π., «Η αρχή της προφύλαξης…», όπ. αν. Η διαθεσιμότητα των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων στα οποία στηρίζεται η μελέτη υπάγεται στον εξωτερικό έλεγχο της νομιμότητας, ενώ η αξιοπιστία του περιεχομένου της στον εσωτερικό. Βλ. Μπάλιας Γ., όπ. αν. 1100 ΜΠρΣύρου 438 ΑΜ/2001, ΣτΕ 4530/1997.1101 ΣτΕ 613/2002 (Ολομ.).1102 ΣτΕ 1782, 3056/2003.1103 ΣτΕ 2511/2002 (Ολομ.), ΔΕΚ 24/11/1993, C-405/92, Mondiet.

Page 267: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

σε περιβαλλοντικές υποθέσεις προς έναν δικαστικό έλεγχο της ευλογοφάνειας ή πειστικότητας του διοικητικού μέτρου 1104. Ο έλεγχος αυτός έγκειται στην επαλήθευση των γενικών αρχών άσκησης της διακριτικής ευχέρειας με τη στοιχειώδη αναζήτηση του εύληπτου δεσμού μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της ελεγχόμενης πράξης 1105 με ανάλογο τρόπο με αυτόν που επιχειρείται με την εφαρμογή της τεχνικής των διδαγμάτων της κοινής πείρας 1106.

4. Ο εμπλουτισμός των περιπτώσεων χορήγησης αναστολής εκτέλεσης

Η δικαστική αναστολή εκτέλεσης των διοικητικών πράξεων κατόπιν ειδικής αίτησης του αιτούντος αποτελεί ένα μέσο προσωρινής προστασίας έναντι των πράξεων αυτών 1107. Η αίτηση αναστολής ασκείται καταρχήν εναντίον ρητής ατομικής πράξης, η οποία δεν έχει ακόμα εκτελεσθεί κατά το σημαντικότερο μέρος της 1108. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης αφενός επί αρνητικών πράξεων με τις οποίες η Διοίκηση αρνείται να επιτρέψει τη συνέχιση μιας κατάστασης που έχει νόμιμα δημιουργηθεί 1109 και αφετέρου μερικώς επί κανονιστικής πράξης ως προς εκείνους που προβάλλουν και αποδεικνύουν ότι θα υποστούν συγκεκριμένη και ανεπανόρθωτη ή δύσκολα επανορθώσιμη ζημία από την άμεση εφαρμογή της προσβαλλόμενης πράξης 1110. Αίτηση αναστολής δεν χωρεί σχετικά με την εφαρμογή νομοθετικής πράξης ή δικαστικής απόφασης 1111. Η αναστολή εκτέλεσης μπορεί να ασκηθεί: α) μετά την άσκηση της προσφυγής ή της ανακοπής από τον προσφεύγοντα ή τον ανακόπτοντα αντίστοιχα 1112. Στις περιπτώσεις αυτές είναι επίσης δυνατή η έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης

1104 Κουτούπα-Ρεγκάκου Ε., όπ. αν. σ. 150-151.1105 ΠΕΚ 15/12/1999, Τα-27/98, Nardone κατά Επιτροπής (: «…ο δικαστής έχει αρμοδιότητα μόνο να επαληθεύσει αν η αιτιολογία της γνώμης παρέχει τη δυνατότητα να αξιολογηθούν οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται και αν, με τη γνώμη αυτήν, αποδεικνύεται εύληπτος δεσμός μεταξύ των ιατρικών και/ή επιστημονικών διαπιστώσεων και συμπερασμάτων που προκύπτουν»).1106 ΣτΕ 1682/2002 (Ολομ.).1107 Νομικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, όπ. αν., σ. 74-771108 ΣτΕ 99, 506, 520/1999.1109 ΕΑ του ΣτΕ 376, 548/1990, ΔΕΑθ. 342/1996.1110 ΕΑ του ΣτΕ 314, 331/1984, 188/1996.1111 ΕΑ 641/1988 και 14/1999 αντιστοίχως. Κατ΄εξαίρεση προβλέπεται από ειδικές διατάξεις διαδικασία αναστολής της εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης που έχει αναιρεσιβληθεί. ΕΑ 4/1999, Ν 1934/1991, άρθρο 8, παρ. 1, 2 και 4 και Ν 2940/2001, άρθρο 3, παρ. 2.1112 ΚΔΔ/μίας, άρθρα 69 και 228.

Page 268: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

πράξης από τον πρόεδρο του αρμόδιου τμήματος ή από δικαστή που αυτός ορίζει. Η ισχύς της άνω διαταγής διαρκεί έως την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αναστολής 1113, β) μεσούσης της προθεσμίας της έφεσης κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακύρωσης κατά διοικητικής πράξης 1114. Στην περίπτωση αυτήν είναι δυνατή η απόρριψη της αίτησης αναστολής αν κριθεί κατά τη στάθμιση της βλάβης ότι η αποδοχή της αίτησης θα προκαλέσει μεγαλύτερη βλάβη στο δημόσιο συμφέρον ή σε συμφέροντα τρίτων 1115. Ενδεικτικά λόγοι δημόσιου συμφέροντος μπορεί να αποτελέσουν η δημόσια τάξη και υγεία, η εύρυθμη λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας, η δημόσια λατρεία, η στρατιωτική πειθαρχία, η ασφάλεια των οδικών συγκοινωνιών και των δομικών κατασκευών, η κυκλοφορία πεζών και οχημάτων, καθώς και η προστασία του περιβάλλοντος. Ομοίως και στην περίπτωση αυτήν είναι δυνατή η έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης από τον Πρόεδρο του ΣτΕ ή του αρμόδιου τμήματος 1116.

Η εκδίκαση της αίτησης αναστολής γίνεται από επιτροπή η οποία συγκροτείται κάθε φορά από τον Πρόεδρο του ΣτΕ ή του αρμόδιου τμήματος και απαρτίζεται από τον ίδιο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και έναν σύμβουλο 1117. Για τη χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης απαιτείται η δημιουργία από την εφαρμογή της προσβαλλόμενης πράξης μιας πραγματικής κατάστασης που να προκαλεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, η οποία με τη σειρά της πρέπει α) να είναι άμεση και συγκεκριμένη, β) να μην στηρίζεται σε δικαιώματα τρίτου και γ) να αποδεικνύεται από τον αιτούντα ή να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου 1118. Σε περίπτωση που η αίτηση ακύρωσης εκτιμάται από την Επιτροπή Αναστολών ως προδήλως βάσιμη είναι δυνατόν η αίτηση αναστολής να γίνει αποδεκτή ακόμα και αν η βλάβη του αιτούντος δεν κρίνεται ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Αντιθέτως αν η αίτηση ακύρωσης θεωρηθεί προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη η αίτηση αναστολής απορρίπτεται. Ωστόσο η Επιτροπή έχει το δικαίωμα εκτός της αναστολής εκτέλεσης να διατάξει κάθε κατάλληλο μέτρο χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων 1119. Η απόφαση της Επιτροπής αναστολών δεσμεύει

1113 ΚΔΔ/μίας άρθρο 204, παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29, παρ. 3 του Ν 2915/2001.1114 Άρθρα 52 και 65 του Δ/τος 18/1989, ΣτΕ 14/1999.1115 Άρθρο 52 του ΠΔ 18/1989 περί αναστολής εκτέλεσης, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 του Ν 2721/1999. 1116 Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 569. 1117 Άρθρο 52 του Δ/ματος 18/1989.1118 Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 568-569.1119 Άρθρο 52 του ΠΔ 18/1989 περί αναστολής εκτέλεσης, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 του Ν 2721/1999.

Page 269: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

τη διοίκηση και δεν επιτρέπεται η έκδοση νέας διοικητικής πράξης η οποία, χωρίς να αντικαθιστά την προσβληθείσα, αποσκοπεί στην εξουδετέρωση του ανασταλτικού αποτελέσματος 1120.

Ειδικά επί περιβαλλοντικών διαφορών, οι περιπτώσεις χορήγησης αναστολής εκτέλεσης εμπλουτίστηκε νομολογιακά. Η σχετική νομολογία μπορεί να διακριθεί σε δύο κατηγορίες: α) στην πρώτη η προσβολή του περιβάλλοντος θεωρήθηκε ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, επιβάλλοντος την αναστολή εκτέλεσης και β) στη δεύτερη η προσβολή του περιβάλλοντος θεωρήθηκε λόγος δημόσιου συμφέροντος, με αποτέλεσμα την αποδοχή ή συνηθέστερα την απόρριψη της αίτησης αναστολής ή ακόμα την επιβολή άλλου καταλληλότερου μέτρου 1121. Ως ανεπανόρθωτη βλάβη θεωρήθηκαν η καταστροφή φυτειών και καλλιεργειών 1122, η καταστροφή ή κοπή δένδρων, όπως οπωροφόρων και ελαιόδενδρων 1123, η καταστροφή δάσους 1124, ο κίνδυνος αποψίλωσης δασικής έκτασης 1125, η αλλοίωση του δασικού χαρακτήρα 1126, η παύση περιποίησης φυτευθέντων δένδρων 1127, η πρόκληση βλάβης στην υγεία των κατοίκων μιας περιοχής και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος από τη λειτουργία χοιροτροφικής μονάδος 1128, η ουσιώδης μεταβολή του περιβάλλοντος με την αλλοίωση της φυσικής μορφής του χώρου 1129, η επιδείνωση των όρων διαβίωσης στο οικοδομικό τετράγωνο λόγω στέρησης του ηλιασμού, του φωτισμού και του αερισμού 1130, καθώς και

1120 ΣτΕ 2044/1988, 4329/1998.1121 Είναι χαρακτηριστικές οι ΕΑ 129/2000 και 123/2003 με τις οποίες απορρίφθηκε το αίτημα αναστολής εκτέλεσης κατά της άδειας παραγωγής αιολικής ενέργειας και προτάθηκε ως πρόσφορο μέτρο η διενέργεια από τον αιτούντα ανεμολογικών μετρήσεων στον επίδικο χώρο και η εκπόνηση βάσει αυτών των αναγκαίων για τη χορήγηση της άδειας μελετών. Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 100-106.1122 EA του ΣτΕ 6/1976, 38/1978.1123 ΕΑ του ΣτΕ 84/1976, 66, 79/1977, 62, 78, 302/1979, 219/1980, 185, 188/1987, 123, 134, 244/1989, 265/1991. Βλ. επίσης ΕΑ του ΣτΕ 268/1992 με την οποία χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης για την αποτροπή κοπής δένδρων από επικείμενη κατασκευή νεκροταφείου, καθώς και ΕΑ 729/2001 με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αναστολής εκτέλεσης για τη διάσωση ευκαλύπτων από την κατασκευή οδικού κόμβου.1124 ΕΑ του ΣτΕ 125/1977, 289, 290/1991. Βλ. επίσης ΕΑ 499/1997 με την οποία χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης για την προστασία δάσους χαλεπίου, πεύκης και μόνιμου καταφυγίου θηραμάτων στην Πάρνηθα από την εγκατάσταση ΧΥΤΑ, καθώς και ΕΑ 779/1998 με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αναστολής εκτέλεσης για την προστασία δασικής περιοχής από την ασφαλτόστρωση οδού.1125 ΕΑ του ΣτΕ 29/1981.1126 ΕΑ του ΣτΕ 250, 408, 479/1992.1127 ΕΑ του ΣτΕ 284/1979.1128 ΕΑ του ΣτΕ 150/1981.1129 ΕΑ του ΣτΕ 205/1984, 284/1992, 290/1992.1130 ΕΑ του ΣτΕ 18/1988, 43, 153, 176, 200/1991, 484/1992.

Page 270: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

η κατάληψη απαλλοτριωμένης ή ρυμοτομούμενης έκτασης και η κατεδάφιση υφισταμένων κτισμάτων 1131. Άλλα παραδείγματα ανεπανόρθωτης βλάβης αποτελούν η μόλυνση και η ηχορύπανση από την κατασκευή πίστας αγώνων αυτοκινήτου στο Ελληνικό 1132, η αλλοίωση του τοπίου και της μορφολογίας της παραλίας 1133, η καταστροφή κόλπου από την παροχέτευση λυμάτων προερχόμενων από χώρο διάθεσης αποβλήτων 1134, καθώς και η αλλοίωση και προσβολή του θαλάσσιου και παράκτιου οικοσυστήματος από τη χωροθέτηση αγκυροβολίου σκαφών 1135. Τέλος στο ίδιο πνεύμα χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης για την προστασία υγροβιότοπου άγριας πτηνοπανίδας απειλούμενης με εξαφάνιση από την κατασκευή γηπέδων γκολφ 1136, καθώς και για τη διασφάλιση της επιφανειακής ροής ποταμού και την προστασία ποτάμιων οικοσυστημάτων από την κατασκευή φράγματος1137.

Ως λόγοι δημόσιου συμφέροντος αναγνωρίστηκαν α) η προστασία της οικιστικής φυσιογνωμίας, του περιβάλλοντος και της αισθητικής ενός προαστίου 1138, β) η προστασία της οικιστικής ανάπτυξης της πόλης και του περιβάλλοντος με σκοπό την αποτροπή του τραυματισμού του τοπίου, της ρύπανσης της περιοχής και της βλάβης του φυσικού περιβάλλοντος 1139, γ) η αποτροπή αφενός δυσμενών συνθηκών και προβλημάτων περιβάλλοντος σε μια περιοχή1140 και αφετέρου επιβάρυνσης του ήδη υποβαθμισμένου περιβάλλοντός της 1141, δ) η προστασία του τοπίου ως ιδιαίτερου φυσικού κάλλους από τη λειτουργία ή τη συνέχιση της εκμετάλλευσης λατομείου 1142, ε) η παύση των οχλήσεων στους περίοικους και της ρύπανσης της γύρω περιοχής με καυσαέρια, αιθάλη, σκόνη και δυσοσμία από τη λειτουργία εργοστασίου 1143, στ) η αποφυγή της μόλυνσης των πηγών ύδρευσης της πόλης από την κατεδάφιση κτίσματος 1144, ζ) η αποτροπή της παρακώλυσης και μεταβολής της φυσικής ροής των υδάτων από την έκδοση και εκτέλεση

1131 Σπηλιωτόπουλος Επ. Π.,όπ. αν., σ. 568.1132 ΕΑ 310/1997.1133 ΕΑ του ΣτΕ 209/1981.1134 ΕΑ 167/1997.1135 ΕΑ 51/1998.1136 ΕΑ 732/1998.1137 ΕΑ 46/2001.1138 ΕΑ του ΣτΕ 296/1977.1139 ΕΑ του ΣτΕ 197/1977.1140 ΕΑ του ΣτΕ 174, 314/1982.1141 ΕΑ του ΣτΕ 249, 250/1983.1142 ΕΑ του ΣτΕ 72/1976, 283/1977. Βλ επίσης ΕΑ του ΣτΕ 202 και 203/1977 με τις οποίες η σοβαρή αλλοίωση του φυσικού κάλλους του τοπίου και η ρύπανση της ατμόσφαιρας μιας περιοχής θεωρήθηκαν λόγοι δημόσιου συμφέροντος. 1143 ΕΑ του ΣτΕ 24/1983.1144 ΕΑ του ΣτΕ 25/1977.

Page 271: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

άδειας επιχωματώσεων 1145, καθώς και η) η προστασία της μορφής του εδάφους και του αγροτικού χαρακτήρα της περιοχής από την έκδοση αδειών οικοδομής και την εκτέλεσή τους 1146. Επίσης λόγο δημόσιου συμφέροντος συνιστά η προστασία του δασικού χαρακτήρα μιας περιοχής αφενός από την ανέγερση παραθεριστικού οικισμού 1147 ή τη μη κατεδάφιση παράνομου κτίσματος σε αναδασωτέα έκταση 1148 και αφετέρου με την αναδάσωση παρανόμως εκχερσωθεισών δημόσιων εκτάσεων 1149 ή την κήρυξη αναδάσωσης και απαγόρευσης βοσκής ζώων σε αναδασωτέα έκταση 1150. Τέλος λόγοι δημόσιου συμφέροντος αποτέλεσαν α) η έγκριση περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή λεωφόρου η οποία εξυπηρετεί τη διαμπερή και συνεχή κυκλοφορία οχημάτων στον ολυμπιακό δακτύλιο 1151, καθώς και για τη διέλευση εναέριων καλωδίων υψηλής τάσης για την ομαλή λειτουργία της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην περιοχή της Αττικής 1152, β) η διέλευση υποθαλάσσιων καλωδίων και γραμμών υψηλής τάσης στη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου εφόσον δεν αποδείχθηκε βλάβη για την επικινδυνότητα της μη ιονίζουσας ακτινοβολίας ούτε κίνδυνος αλλοίωσης της παραλίας 1153, γ) η εγκατάσταση αφενός ραντάρ για την κάλυψη των αναγκών και την ασφάλεια αεροδρομίου 1154 και αφετέρου βιολογικού καθαρισμού για την προστασία της ανθρώπινης υγείας 1155, καθώς και δ) η κατασκευή κεντρικού αγωγού ακαθάρτων για την προστασία της υγείας των κατοίκων 1156.

Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η επίδραση των πολεοδομικών επιταγών και της προστασίας του περιβάλλοντος στο Διοικητικό Δίκαιο συνίσταται:α) στη διεύρυνση της έννοιας της διοικητικής πράξης με τη συμβολή των προαναφερόμενων κλάδων δικαίου στη διαμόρφωση από τη νομολογία και

1145 ΕΑ του ΣτΕ 96/1979.1146 ΕΑ του ΣτΕ 95/1979, 254/1981.1147 ΕΑ του ΣτΕ 219/1983.1148 ΕΑ του ΣτΕ 261/1983, ΕΑ 14/1999.1149 ΕΑ του ΣτΕ 82/1980.1150 ΕΑ του ΣτΕ 67/1984.1151 ΕΑ 743/2001.1152 ΕΑ 774/1998.1153 ΕΑ 562/1999.1154 ΕΑ 187/1998.1155 ΕΑ 762/1993.1156 ΕΑ 593/1998.

Page 272: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

τη θεωρία της ατομικής πράξης γενικού περιεχομένου και της σωρευτικής διοικητικής πράξης,β) στη διεύρυνση του έννομου συμφέροντος στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη. Στο επίπεδο των φυσικών προσώπων η άνω διεύρυνση, έχοντας ως άξονα τις έννοιες της οικολογικής γειτνίασης και του περίοικου, οριοθετήθηκε επί θεμάτων ιδιοκτητών και κατοίκων αρχικώς στη γεωγραφική έκταση του οικείου ΟΤΑ όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία ή η κατοικία για να επεκταθεί στη συνέχεια, με αφορμή την προστασία του δασικού περιβάλλοντος, του αστικού πρασίνου και των ακτών, στα όρια ευρύτερων οικιστικών περιοχών, όπως αυτές του λεκανοπεδίου Αττικής και της Θεσσαλονίκης. Στο επίπεδο των νομικών προσώπων η διεύρυνση του έννομου συμφέροντος ακολούθησε δύο φάσεις. Σε μια πρώτη φάση αυτό αναγνωρίστηκε, με αποσύνδεση του χωρικού στοιχείου, δηλαδή του τόπου της έδρας του νομικού προσώπου, σε πάσης φύσεως ενώσεις και συλλόγους με άμεσο ή έμμεσο σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος και οι οποίοι διέθεταν νομική προσωπικότητα. Σε μια δεύτερη φάση έγινε δεκτό από τη νομολογία του ΣτΕ το έννομο συμφέρον ενώσεων προσώπων οι οποίες στερούνται νομικής προσωπικότητας, υπό την προϋπόθεση της αναγνώρισής τους από την έννομη τάξη ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε ορισμένο κύκλο σχέσεων ή δραστηριοτήτων στον οποίο εμπίπτει το συναφές με το περιβάλλον αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης. Ειδικότερα στην περίπτωση των ΟΤΑ αρχικώς το έννομο συμφέρον αυτών έγινε δεκτό με βάση το χωρικό κριτήριο της ένταξης του προστατευτέου περιβαλλοντικού στοιχείου στα όριά τους για να επεκταθεί στη συνέχεια και σε ΟΤΑ οι οποίοι βρίσκονται στα όρια της ευρύτερης περιοχής όπου εκδηλώνεται η περιβαλλοντική βλάβη,γ) στον εμπλουτισμό των λόγων ακύρωσης για παράβαση νόμου στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη αφενός με τη διεύρυνση των περιπτώσεων της πλάνης περί τα πράγματα και της νομικής πλάνης και αφετέρου με την προσθήκη γενικών αρχών δικαστικού ελέγχου κατά τον έλεγχο των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας. Πρόκειται για τις αρχές της προφύλαξης, της στάθμισης κόστους-οφέλους, της αναζήτησης της προσφορότερης για το περιβάλλον τεχνικής λύσης, του πρόδηλου σφάλματος της διοικητικής πράξης, η οποία ελήφθη στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής ευχέρειας, και της εμπεριστατωμένης μελέτης του φακέλου σε συνδυασμό με την ανάγκη ελέγχου από τους αρμόδιους επιστήμονες και τέλοςδ) στον εμπλουτισμό των περιπτώσεων χορήγησης αναστολής εκτέλεσης με τη θεώρηση της προσβολής του περιβάλλοντος είτε ως ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης είτε ως λόγου δημόσιου συμφέροντος με αποτέλεσμα την αποδοχή ή συνηθέστερα στη δεύτερη περίπτωση την

Page 273: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

απόρριψη της αίτησης αναστολής ή ακόμα την επιβολή από την Επιτροπή Αναστολών άλλου καταλληλότερου μέτρου. Βιβλιογραφία

Ελληνική βιβλιογραφία

Δεληγιάννη Γ., «Σκέψεις για την έννοια και το δικαστικό έλεγχο των κανονιστικών πράξεων», ΣτΕ Ι, σ. 604-605. Κουτούπα-Ρεγκάκου Ε.,«Δίκαιο του Περιβάλλοντος», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005. Μπάλιας Γ., «Η αρχή της προφύλαξης - Μια νέα σχέση μεταξύ δικαίου και επιστήμης και η επίδρασή της στον έλεγχο νομιμότητας», ΠερΔικ 1/2004, σ. 37-45. Νομικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1998.Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003.Σιούτη Γλ. Π., «Η αρχή της προφύλαξης και η διαχείριση των περιβαλλοντικών κινδύνων», ΠερΔικ 4/2004, σ. 455-459. Σκουρής Β., Τάχος Α., «Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη 1997.Σπηλιωτόπουλος Επ. Π., «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005. Χατζοπούλου Α., «Στοιχεία Δικαίου. Εθνικό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2004.Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 1997. Χατζοπούλου Α., Γνωμοδότηση «για την εφαρμογή των γενικών ρυθμίσεων του ΓΟΚ 1985 σχετικά με τη θέση του κτιρίου, τον συντελεστή δόμησης, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος και το ποσοστό καλύψεως», ΕΔ ΔΔ τ. 4, 1987, σ. 337.

Αλλοδαπή βιβλιογραφία

Auby J.-M., Bon P., «Droit administratif des biens. Domaine, Travaux Publics, Expropriation», εκδ. Dalloz, Παρίσι 1993.Kornprobst B., «L’erreur manifeste», D. 1965, 121.

Page 274: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ

«Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΗΣΗΣ ΚΑΙ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ»

Page 275: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

«Η ΕΠΑΝΑΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ»

Το Εμπράγματο Δίκαιο επηρεάζεται άμεσα με τους κανόνες πολεοδόμησης και προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς η έγγειος ιδιοκτησία διαμορφώνεται σε συνάρτηση με αυτούς. Με το παρών κεφάλαιο επιδιώκεται η ανάδειξη της επανατοποθέτησης του Εμπράγματου Δικαίου, υπό την πίεση των επιταγών της διευθέτησης του χώρου στο θετικό δίκαιο, με κεντρικό αντικείμενο μελέτης τους περιορισμούς στο δικαίωμα της κυριότητας και τα κοινόχρηστα πράγματα.

1. Οι περιορισμοί της κυριότητας

Το δικαίωμα της κυριότητας συνίσταται στην απεριόριστη και αποκλειστική εξουσία πάνω στο πράγμα, η οποία εκφράζεται αφενός από την εξουσία διάθεσης του πράγματος και του δικαιώματος (θετικό στοιχείο) και αφετέρου από την απόλυτη προστασία του κυρίου από ενέργειες τρίτων (αρνητικό στοιχείο) 1157 μέσω των προβλεπόμενων από τον νόμο ένδικων βοηθημάτων της διεκδικητικής αγωγής 1158, της αρνητικής αγωγής 1159, της αγωγής της αναζήτησης κινητού που περιήλθε σε ξένο ακίνητο 1160 και της πουβλικιανής αγωγής 1161. Το περιεχόμενο όμως της κυριότητας κατά τον ΑΚ (1000) περιορίζεται από τον νόμο από δικαιώματα τρίτων. Ως νόμος νοείται κάθε κανόνας Ιδιωτικού ή Δημοσίου Δικαίου που δεσμεύει ή περιορίζει την εξουσία του κυρίου πάνω στο πράγμα, ενώ ως δικαιώματα τρίτων νοούνται τα περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα, δηλαδή οι δουλείες, το ενέχυρο και η υποθήκη, με τα οποία δημιουργούνται σε βάρος του κυρίου υποχρεώσεις για ανοχή ή παράλειψη 1162 και κατ’εξαίρεση για πράξη 1163. Ειδικότερα οι περιορισμοί από τον νόμο συνίστανται α) σε ενοχικά δικαιώματα υπέρ τρίτου, τα οποία στοιχειοθετούν ενοχική αξίωση κατά του

1157 ΑΠ 1855/1984 ΕΕΝ 1985, 745. Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 263 επ1158 ΑΚ 1094.1159 ΑΚ 1108.1160 ΑΚ 1109.1161 ΑΚ 1112.1162 ΑΚ 1118-1120 (Πραγματικές δουλείες), 1142, 1183 (Προσωπικές δουλείες).1163 ΑΚ 1126 εδ. 2, 1127 (Διατήρηση κατασκευάσματος στο δουλεύον).

Page 276: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κυρίου του πράγματος κυρίως για πράξη 1164, και κατ’εξαίρεση για παράλειψη1165 ή ανοχή 1166 ή β) σε απαγόρευση χωρίς τη δημιουργία δικαιωμάτων υπέρ τρίτου, με συνέπεια την επιβολή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασής της, όπως συμβαίνει με τους περιορισμούς από την πολεοδομική νομοθεσία ή τον ΓΟΚ. Κατά την κρατούσα όμως άποψη οι περιορισμοί από τον νόμο αποτελούν στην ουσία προσδιορισμούς της κυριότητας και μόνο τα περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα δημιουργούν πραγματικούς περιορισμούς της κυριότητας 1167. Ειδικότερα υπάρχουν τρεις θέσεις σχετικά με τη φύση των περιορισμών της κυριότητας. Κατά την πρώτη, αυτοί δεν ενυπάρχουν στην έννοια της κυριότητας αλλά επιβάλλονται από εξωγενείς παράγοντες, με αποτέλεσμα να μην παρατηρείται καμία διαφορά ως προς τη φύση τους από τους περιορισμούς που απορρέουν από τη σύσταση περιορισμένων εμπράγματων δικαιωμάτων. Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη οι νόμιμοι περιορισμοί ενυπάρχουν και είναι σύμφυτοι με την έννοια της κυριότητας, συμβάλλοντας στον καθορισμό του περιεχομένου της 1168, ενώ κατά την τρίτη και ορθότερη ενδιάμεση θέση, με αυτούς περιστέλλεται μόνο η άσκηση της εξουσίας του κυρίου πάνω στο πράγμα και όχι η εν λόγω εξουσία 1169.

1.1. Οι ιδιαίτερες μορφές κυριότητας

Η εξέλιξη των αναγκών της πολεοδόμησης και της προστασίας του περιβάλλοντος, επέδρασε στη διαμόρφωση του δικαιώματος της κυριότητας με την πρόβλεψη από τον νομοθέτη ιδιαίτερων μορφών κυριότητας, όπως η μεσοτοιχία, η οροφοκτησία, η κάθετη ιδιοκτησία, η μεταφορά συντελεστή δόμησης και η χρονικά διαιρεμένη ιδιοκτησία. Από αυτές σημαντικότερες ως προς την επίδρασή τους στη φυσιογνωμία της πόλης κρίνονται η οριζόντια και η κάθετη ιδιοκτησία. Και στις δύο αυτές μορφές κυριότητας η αποκλειστική χωριστή κυριότητα σε ένα μέρος του οικοδομήματος ή στο σύνολό του αποτελεί το κύριο στοιχείο, ενώ η συγκυριότητα στους κοινόχρηστους χώρους αποτελεί το παρεπόμενο στοιχείο 1170.

1.1.1. Ο μεσότοιχος

1164 ΑΚ 1006 «Κίνδυνος πτώσης οικοδομής».1165 ΑΚ 1004 «Επιβλαβείς εγκαταστάσεις», 1007 «Ανόρυξη κοντά στα θεμέλια του γείτονα».1166 ΑΚ 1003 «Περιορισμοί κυριότητας, εκπομπές», 1018 «Ανοχή επισκευών».1167 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 265-268.1168 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 277.1169 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 277.1170 ΑΠ 2142/1984 ΕΕΝ 52, 819.

Page 277: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Η έννοια της μεσοτοιχίας αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση πολεοδομικής πρακτικής με άμεση επίδραση στις εμπράγματες σχέσεις που ξεπεράστηκε με τη σταδιακή αλλαγή της φυσιογνωμίας της πόλης, των χρήσεων γης και των κοινωνικών συνηθειών των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Ο μεσότοιχος συνιστά μια ιδιαίτερη μορφή συγκυριότητας, η οποία δεν είναι πλέον εν ισχύ και θεσπίστηκε από πολεοδομικές διατάξεις, οριοθετώντας το δικαίωμα κυριότητας των παρακείμενων επί αυτού ιδιοκτητών. Το δε εύρος της οριοθέτησης μεταβλήθηκε ανάλογα με την εξέλιξη του Πολεοδομικού Δικαίου, όπως αυτή υπαγορεύτηκε από τις κοινωνικές πρακτικές. Το νομοθετικό καθεστώς του μεσότοιχου είχε αρχικώς θεσπιστεί με το ΒΔ της 9/21.4.1836 «Περί εκτελέσεως του σχεδίου της πόλεως των Αθηνών» 1171, σύμφωνα με το οποίο η δαπάνη οικοδόμησης του μεσότοιχου βάραινε εξ ημισείας τους όμορους ιδιοκτήτες, οι οποίοι επιπλέον δεν είχαν το δικαίωμα να ανοίξουν θύρα ή άλλο άνοιγμα σε αυτόν 1172. Η άνω διάταξη εν συνεχεία επεκτάθηκε και στις λοιπές πόλεις της Χώρας με το ΒΔ της 8.5/25.6.1842 «Περί εφαρμογής των επί του σχεδίου πόλεως Αθηνών διατάξεων ως προς τας λοιπάς του Βασιλείου πόλεις, κώμας και χωρία» 1173

και με τον Ν ΣΚΒ/1867 «Περί εκτελέσεως των σχεδίων των πόλεων και κωμών του Βασιλείου» 1174 για να καταργηθεί τελικώς το 1923 με το ΝΔ της 17.6/16.8.1923 «Περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του κράτους και οικοδομής αυτών» 1175, χωρίς να θιγεί ωστόσο η νομική έννοια της μεσοτοιχίας, η οποία εξειδικεύτηκε περαιτέρω με τους ΓΟΚ του 1929 και του 1955, μέχρι την οριστική της κατάργηση.

Ειδικότερα ο ΓΟΚ του 1929 όριζε ως μεσότοιχο ή κοινό τοίχο «τον ανεγειρόμενο επί του κοινού ορίου τοίχο των δύο όμορων ιδιοκτησιών και καταλαμβάνων μέρος εξ εκατέρας τούτων» 1176. Ο ιδιοκτήτης που οικοδομούσε πρώτος όφειλε να καταβάλει το σύνολο των δαπανών για την κατασκευή του μεσότοιχου, ενώ ο ιδιοκτήτης του όμορου ακινήτου που οικοδομούσε δεύτερος υποχρεούταν να του καταβάλει την αναλογούσα δαπάνη με βάση τους όγκους τοιχοποιίας και την αξία του μεσότοιχου κατά τον χρόνο που αυτός τον χρησιμοποιούσε 1177. Η χρήση του μεσότοιχου από

1171 ΦΕΚ 20.1172 Άρθρο 8.1173 ΦΕΚ 14.1174 ΦΕΚ 27.1175 Άρθρο 142, παρ. 5, εδ. β.1176 ΓΟΚ 1929, άρθρο 11, παρ. 6.1177 ΓΟΚ 1929, άρθρα 123-125, ΑΠ 680/1953 ΝοΒ 2, 361, ΕφΠατρ. 155/1952 Θέμ. ΞΓ, 823.

Page 278: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

τους όμορους ιδιοκτήτες έπρεπε να μη συνιστά ολική ή μερική αποβολή του άλλου ιδιοκτήτη από το τμήμα που του ανήκε. Καθένας είχε αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης της αντιστοιχούσης στο ακίνητό του επιφάνειας του μεσότοιχου δίχως να τίθεται σε κίνδυνο η στερεότητα του τοίχου. Στο πλαίσιο της δέουσας χρήσης του μεσότοιχου, κάθε ιδιοκτήτης μπορούσε να στηρίξει σε αυτόν κλίμακα χωρίς υπέρβαση του ύψους του τοίχου, να προβαίνει σε τοιχοκολλήσεις ή ακόμα και σε εκχώρηση του σχετικού του δικαιώματος σε τρίτους, όπως με εκμίσθωση 1178. Με τον ΓΟΚ του 1955 διατηρήθηκε ο μεσότοιχος 1179 και παρεχόταν στους όμορους ιδιοκτήτες η δυνατότητα είτε «ανέγερσης κοινού τοίχου, ικανού να φέρει τα φορτία και των δύο οικοδομών, τα οποία προέκυπταν από την πλήρη καθ’ύψος και κατ’επιφάνεια οικοδομικής εκμετάλλευσης αμφότερων των οικοδομών, είτε κατασκευής κοινού φέροντος σκελετού, ικανού να παραλάβει τα ως άνω υπολογιζόμενα φορτία αμφότερων των οικοδομών». Απαραίτητες προϋποθέσεις ήταν ο συμβολαιογραφικός τύπος της σχετικής συμφωνίας των ιδιοκτητών, η μεταγραφή της, και η υποβολή της συμφωνίας μετά του πιστοποιητικού μεταγραφής της στην αρμόδια πολεοδομική αρχή 1180. Αυτή η ρύθμιση του ΓΟΚ του 1955 σχετικά με τη μεσοτοιχία καταργήθηκε λίγο αργότερα με το ΒΔ της 26.7.1959 1181. Η άνω κατάργηση επαναλήφθηκε με τον ΓΟΚ του 1973 1182 και με τον ΓΟΚ του 1985 1183, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 1772/1988 και τον Ν 2831/2000. Εντούτοις για τους υπάρχοντες μεσότοιχους εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του ΓΟΚ του 1955, οι διατάξεις του ΑΚ για την κοινωνία και τα άρθρα 1021 «Διαχώρισμα συνεχόμενων ακινήτων» - 1022 του ΑΚ. Σύμφωνα με αυτά η κυριότητα για κάθε τοίχο, φράκτη, τάφρο, μονοπάτι, λωρίδα γης ή κάθε άλλο κατασκεύασμα με το οποίο χωρίζονται και εξυπηρετούνται δύο συνεχόμενα ακίνητα ανήκει αποκλειστικά σε καθένα από τους όμορους ιδιοκτήτες κατά το μέρος που βρίσκεται στην ιδιοκτησία του. Επιπλέον υπάρχει τεκμήριο κοινής χρήσης, εφόσον δεν προκύπτει αποκλειστική χρήση ενός εκ των ιδιοκτητών από τα εξωτερικά σημεία ή την τοπική συνήθεια. Σε περίπτωση κοινής χρήσης, αυτή πρέπει να είναι σύμφωνη με τον προορισμό του κατασκευάσματος, χωρίς να παρακωλύεται η χρήση του άλλου ιδιοκτήτη και

1178 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 658.1179 ΓΟΚ 1955, άρθρο 11, παρ. 4.1180 ΓΟΚ 1955, άρθρο 50, παρ. 7 εδ 1.1181 Άρθρο 4, ΦΕΚ Α, 276.1182 ΓΟΚ 1973, άρθρο 26.1183 ΓΟΚ 1985, άρθρο 31.

Page 279: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

οι δαπάνες για τη συντήρησή του να βαραίνουν εξίσου και τους δύο ιδιοκτήτες 1184.

1.1.2. Η οροφοκτησία ή οριζόντια ιδιοκτησία

Με την οροφοκτησία συστήνεται αποκλειστική κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα αυτής και αναγκαστική συγκυριότητα στα κοινά μέρη του όλου ακινήτου. Ο θεσμός αυτός, άγνωστος στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο η οικοδομή ως συστατικό του εδάφους ανήκε αναγκαστικώς στον κύριο του εδάφους, δημιουργήθηκε εθιμικά κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση σε διάφορες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης, όπως η Grenoble και η Rennes. Το περιτείχισμα των πόλεων με φρούρια και τείχη λόγω των επιδρομών και των λεηλασιών, σε συνδυασμό με την αύξηση του αστικού πληθυσμού είχε ως αποτέλεσμα αφενός την αδυναμία διεύρυνσης των πόλεων σε πλάτος και αφετέρου την εμφάνιση έντονου στεγαστικού προβλήματος για την επίλυση του οποίου επινοήθηκε η αύξηση των οικοδομών σε ύψος. Η οροφοκτησία ρυθμίστηκε για πρώτη φορά από τον γαλλικό ΑΚ του1804 1185 και τον ιταλικό του 1865, ρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν αργότερα από τον Ιόνιο ΑΚ 1186, το Σαμιακό Κώδικα 1187 και τον Κρητικό ΑΚ 1188. Επρόκειτο όμως για μεμονωμένες ρυθμίσεις με περιορισμένη τοπική εφαρμογή 1189. Οι αυξημένες ανάγκες στέγασης μετά τη Μικρασιατική καταστροφή οδήγησαν την Πολιτεία στη ρύθμιση του θεσμού της οροφοκτησίας με τον Ν 3741/1929 «Περί της ιδιοκτησίας κατ’ορόφους» 1190, με τον οποίο καταργήθηκαν οι προϋπάρχουσες διατάξεις. Η ισχύ του νόμου εξακολουθεί και μετά την εισαγωγή του ΑΚ 1191, με

1184 ΑΚ 1021 «Διαχώρισμα συνεχόμενων ακινήτων» και 1022.1185 Η εν λόγω διάταξη, η οποία δεν είναι πλέον σε ισχύ (άρθρο 664), αποτελούσε τη μοναδική αναφορά του γαλλικού ΑΚ στην συγκυριότητα ακινήτων. Σύντομα όμως ξεπεράστηκε από τις πολεοδομικές εξελίξεις, καθώς η ευρεία χρήση της οριζόντιας ιδιοκτησίας κατά τον 19ο αιώνα δημιούργησε ένα νομικό κενό στη γαλλική έννομη τάξη μέχρι την αναγνώριση της οριζόντιας ιδιοκτησίας με τον Ν της 28/6/1938, ο οποίος με τη σειρά του αντικαταστάθηκε με τον Ν της 10/7/1965 και με αυτόν της 31/12/1985. (Cornu G., «Droit Civil. Introduction. Les personnes. Les Biens», 4η εκδ., εκδ. Montchrestien, Παρίσι 1990, σ. 480) Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε μια παράλληλη νομοθετική εξέλιξη της εισαγωγής του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας στην ελληνική και τη γαλλική έννομη τάξη, ενδεικτική της αλληλεπίδρασης των πολεοδομικών εξελίξεων στον ευρωπαϊκό χώρο. 1186 Άρθρο 544.1187 Άρθρο 596.1188 Άρθρα 342-344.1189 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 660-661.1190 ΦΕΚ Α, 4.1191 ΕισΝΑΚ άρθρο 54.

Page 280: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αποτέλεσμα να αποτελεί την κυριότερη πηγή του ισχύοντος δικαίου για την οροφοκτησία σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΑΚ 1192, το ΝΔ 1024/1971 «Περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου» 1193 και τον Ν 1562/1985 «Οικοδόμηση συνιδιόκτητων ακινήτων και τροποποίηση διατάξεων του κώδικα πολιτικής δικονομίας για τη διανομή και άλλες διατάξεις» 1194. Επικουρικά εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΑΚ για τη συγκυριότητα και την κοινωνία 1195.

Α. Η σύσταση της οροφοκτησίας

Η σύσταση της οριζόντιας ιδιοκτησίας είναι δυνατή με σύμβαση 1196, με μονομερή εν ζωή δικαιοπραξία του κυρίου του όλου ακινήτου 1197, με διαθήκη του κυρίου του όλου οικοπέδου 1198 ή με δικαστική απόφαση μετά από δίκη διανομής κοινού οικοπέδου όπου υπάρχει οικοδομή 1199 αλλά όχι με χρησικτησία 1200. Στον Ν 3741/1929 «Περί της ιδιοκτησίας κατ’ορόφους» προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, ως τρόπος σύστασης της οροφοκτησίας η σύμβαση μεταξύ του κυρίου του όλου ακινήτου και του αποκτώντος το διαμέρισμα 1201, συνηθέστερη περίπτωση της οποίας αποτελεί η σύμβαση μεταξύ του κυρίου του οικοπέδου και του εργολάβου που αναλαμβάνει την κατασκευή της πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής. Ειδικότερα ο μεν εργολάβος προβαίνει με δικά του έξοδα στην κατασκευή της οικοδομής, διαιρούμενης σε οριζόντιες ιδιοκτησίες, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα ορισμένα ποσοστά εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο, τα οποία αντιστοιχούν σε έναν αριθμό οριζόντιων ιδιοκτησιών. Ο δε οικοπεδούχος λαμβάνει αποπερατωμένες ορισμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες ή και χρηματικό αντάλλαγμα. Συνεπώς πρόκειται για συμβατικούς περιορισμούς της κυριότητας, οι οποίοι προστίθενται σε μια σειρά έννομων περιορισμών, ενώ οι επιμέρους σχέσεις των οροφοκτητών ρυθμίζονται από τον κανονισμό

1192 ΑΚ 1002 «Ιδιοκτησία ορόφου», και 1117 «Αναγκαία συγκυριότητα σε περίπτωση ιδιοκτησίας ορόφου».1193 ΦΕΚ Α, 232.1194 ΦΕΚ Α, 150.1195 ΑΚ 1113 επ. και 785 επ.1196 ΑΚ 1002, εδ. 1, Ν 3741/1929, όπ. αν., άρθρο 14.1197 ΝΔ 1024/1971, όπ. αν., άρθρο 2.1198 ΑΚ 1002 εδ. 1, Ν 3741/1929, όπ. αν., άρθρο 14, ΝΔ 1024/1971, όπ. αν., άρθρο 2.1199 ΚΠολΔ 480 Α, όπως προστέθηκε με το άρθρο 11 του Ν 1562/1985. Αντίθετη η προγενέστερη νομολογία (ΑΠ 1257/1977, ΝοΒ 26, 1041, ΑΠ 92/1974, ΝοΒ 22, 906, ΑΠ 653/1971, ΝοΒ 20, 206).1200 ΑΠ 602/2001, 1/1984.1201 Ν 3741/1929, όπ. αν., άρθρο 14, ΑΚ 1002 «Ιδιοκτησία ορόφου».

Page 281: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

οροφοκτησίας, υπό τη γενική αρχή του σεβασμού της χρήσης και της ασφάλειας του κάθε οροφοκτήτη, καθώς και του οικοδομήματος 1202.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η πολιτική επιλογή υλοποίησης αστικών αναπλάσεων και η ανάγκη ανανέωσης του κτιριακού πλούτου της χώρας οδήγησαν στην ψήφιση του Ν 1562/1985 «Οικοδόμηση συνιδιόκτητων ακινήτων και τροποποίηση διατάξεων του κώδικα πολιτικής δικονομίας για τη διανομή και άλλες διατάξεις», με τον οποίο προβλέφθηκε η σύσταση της οροφοκτησίας με δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτημα της πλειοψηφίας του 65% των συγκυρίων του οικοπέδου ή γηπέδου σύμφωνα με το σύστημα της αντιπαροχής, 1203. Με τη ρύθμιση αυτήν επιχειρήθηκε η επίλυση χρόνιων προβλημάτων που προκύπτουν σε περίπτωση συγκυριότητας ακινήτων, όπως οικοπέδου ή οικοδομής νομίμως χαρακτηρισμένης ως κατεδαφιστέας ή επικίνδυνης ή ετοιμόρροπης. Τα ίδια ισχύουν και σε περίπτωση ασύμφορης για τους συγκυρίους διατήρησης του κτιρίου λόγω παλαιότητας ή σημαντικών ζημιών ή μη εξάντλησης του επιτρεπόμενου συντελεστή δόμησης, ή σε περίπτωση συμπληρωματικής οικοδόμησης προκειμένου να εξαντληθεί ο συντελεστής δόμησης 1204. Σε κάθε περίπτωση που πραγματοποιείται ανοικοδόμηση του ακινήτου σύμφωνα με τα ανωτέρω συστήνεται οροφοκτησία με ταυτόχρονη κατάργηση της συγκυριότητας. Για την ικανοποίηση των προαναφερόμενων πολεοδομικών αναγκών στον νέο νόμο περιλήφθησαν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες ρυθμίσεις: α) για την κατάρτιση της σύμβασης σύστασης της οροφοκτησίας αρκεί να συμβληθούν οι ενάγοντες συγκύριοι του ακινήτου οι οποίοι εκπροσωπούν τα 65% της εξ αδιαιρέτου κυριότητας στο ακίνητο. Η σύμβαση αυτή ενεργεί κατ’ επιταγή νόμου υπέρ και κατά της μειοψηφίας των μη συμβεβλημένων συγκυρίων, οι οποίοι γίνονται εκ του νόμου κύριοι των διαμερισμάτων που αντιστοιχούν στα εξ αδιαιρέτου ποσοστά τους 1205. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργείται μια εμπράγματη ενέργεια υπέρ τρίτων της σύμβασης που συνήψαν οι συγκύριοι της πλειοψηφίας του 65% 1206, κατά παρέκκλιση της απαγόρευσης κάθε ουσιώδους μεταβολής του κοινού αντικειμένου με απόφαση της πλειοψηφίας ή με αγωγή 1207. Η σχετική συμφωνία μεταξύ των συνιδιοκτητών οικοδομής που έχει υπαχθεί στην οριζόντια ιδιοκτησία είναι έγκυρη, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, η παράβαση των οποίων συνεπάγεται διοικητικές κυρώσεις, δίχως να θίγεται το κύρος της συμφωνίας

1202 Ν 3741/1929, όπ. αν., άρθρο3, παρ. 1.1203 Ν 1562/1985, όπ. αν., άρθρο 1, παρ. 1.1204 Ν 1562/1985, όπ. αν., άρθρο 1, παρ. 2.1205 Ν 1562/1985, όπ. αν., άρθρο 6, παρ. 1, εδ. γ.1206 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 665.1207 ΑΚ 792 «Ουσιώδεις μεταβολές και προσθήκες».

Page 282: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

και β) επετράπη ο σχηματισμός άνισων χωριστών ιδιοκτησιών ανάλογης αξίας προς τη μερίδα κάθε οροφοκτήτη, σε αντίθεση με την προϊσχύσασα ρύθμιση του σχηματισμού ίσων κατ’αξία μερών προς διανομή 1208.

Τέλος σε περίπτωση ευμενούς ή δυσμενούς μεταβολής των όρων δόμησης, με συνέπεια την αύξηση ή μείωση των επιτρεπόμενων ορόφων, μπορεί να ζητηθεί τροποποίηση της συμφωνίας για την ανακατανομή των ποσοστών δόμησης του κάθε συγκυρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 288 και 388 ΑΚ. Ειδάλλως εξακολουθεί η ισχύς της συμφωνίας σε όλο το περιεχόμενό της, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού κάλυψης της δομούμενης επιφάνειας από κάθε οροφοκτήτη. Το ποσοστό αυτό μπορεί να συμφωνηθεί να είναι διαφορετικό από το ποσοστό συγκυριότητας του κάθε οροφοκτήτη στο κοινό οικόπεδο 1209.

Β. Το αντικείμενο της οροφοκτησίας

Καταρχήν μόνο οι όροφοι, τα διαμερίσματα ορόφων, καθώς και τα εξομοιούμενα από τον νόμο με ορόφους υπόγεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της οριζόντιας ιδιοκτησίας 1210. Οι κοινόχρηστοι χώροι προσδιορίζονται είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία είτε με τις κατ’ιδίαν συμφωνίες των οροφοκτητών για τις οποίες απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή 1211. Σε περίπτωση που δεν ορίζεται τίποτα στις άνω συμφωνίες ισχύει ο προσδιορισμός βάσει του Ν 3741/1929 1212, ενώ σημαντική υπήρξε και η συμβολή της νομολογίας. Ενδεικτικά κοινόχρηστοι χώροι θεωρούνται το οικόπεδο, τα θεμέλια, οι εξωτερικοί τοίχοι, το κλιμακοστάσιο, η στέγη, η αυλή, 1213 η πυλωτή 1214, η αίθουσα κοινωνικών εκδηλώσεων 1215, ο ανοικτός οριζόντιος αγωγός στη βεράντα υπερκείμενου διαμερίσματος εφόσον δέχεται τα όμβρια από το δώμα της πολυκατοικίας και από τους εξώστες των λοιπών

1208 ΚΠολΔ 480 Α. 1209 ΑΠ 598/1992.1210 ΑΠ 725/2002.1211 ΑΠ 1074/2001.1212 ΑΠ 602/2001.1213 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 659.1214 ΑΠ 23/2000 (: Ο χώρος της πυλωτής δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας ούτε πριν από τους Ν 960/1979 και 1221/1981).1215 ΑΠ 288/1999 (: Είναι νόμιμος ο περιορισμός της χρήσης της αίθουσας κοινωνικών εκδηλώσεων με συμφωνία των οροφοκτητών σε όσους οροφοκτήτες θα θελήσουν να καταβάλουν της αξία κατασκευής της που αντιστοιχεί στο ποσοστό κάθε οριζόντιας ιδιοκτησίας επί του οικοπέδου).

Page 283: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ορόφων 1216, καθώς και ο χώρος της πολυκατοικίας που προβλέφθηκε από τον κανονισμό και αφέθηκε προς τούτο για τη διάνοιξη σε αυτόν φρέαρ, με σκοπό τη μελλοντική κατασκευή ανελκυστήρα προς εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών 1217. Εκτός των γενικών υποχρεώσεων που βαραίνουν κάθε συγκύριο 1218, κάθε συνιδιοκτήτης υποχρεούται σε συνεισφορά στα κοινά βάρη ανάλογα με την αξία του ορόφου ή του διαμερίσματος 1219. Ειδικά σε περίπτωση μερικής καταστροφής της οικοδομής κατά ποσοστό μικρότερο των 3/4 της αξίας της, κάθε οροφοκτήτης υποχρεούται, ελλείψει αντίθετης συμφωνίας, σε συνεισφορά για την ανοικοδόμηση των κοινών πραγμάτων ανάλογα με τα δικαιώματά του σε αυτά 1220. Επιπλέον σε κάθε βλάβη ιδιοκτήτη διαμερίσματος από τη χρήση κοινού πράγματος της οικοδομής γεννάται αξίωση επισκευής του είτε από όλους τους λοιπούς συνιδιοκτήτες είτε από ορισμένους από αυτούς, καθώς πρόκειται για αδιαίρετη παροχή, την οποία αφενός κάθε οφειλέτης δικαιούται να εκπληρώσει εις ολόκληρον και αφετέρου ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει από οποιονδήποτε συνοφειλέτη 1221.

Η συγκυριότητα των οροφοκτητών στους κοινόχρηστους χώρους κτάται αυτοδικαίως και πρόκειται για παρεπόμενη αναγκαστική συγκυριότητα 1222. Αγωγή προς διαίρεση των αδιαιρέτων πραγμάτων της οροφοκτησίας επιτρέπεται μόνο μετά την πλήρη καταστροφή του οικοδομήματος ή κατά τα 3/4 της αξίας του 1223. Η άνω πολεοδομική ρύθμιση είναι αναγκαστικού δικαίου και συνιστά έναν ουσιώδη περιορισμό της κυριότητας 1224. Επιπλέον σε περίπτωση αντίθεσης της συστατικής της οροφοκτησίας δικαιοπραξίας ή των ιδιαίτερων συμφωνιών μεταξύ των οροφοκτητών, αναφορικά με τον καθορισμό των κοινόχρηστων χώρων, με πολεοδομικές διατάξεις στις οποίες απαγγέλλεται ρητά η ακυρότητα ως συνέπεια της παράβασής τους, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το μέρος αυτό 1225.

Γ. Το νομικό καθεστώς του χώρου της πυλωτής και οι χώροι στάθμευσης

1216 ΑΠ 1118/1989.1217 ΑΠ 1074/2001.1218 ΑΚ άρθρο 1113.1219 Ν 3741/1929, όπ. αν., άρθρο 5, εδ. β.1220 Ν 3741/1929, όπ. αν., άρθρο 9, παρ. 2.1221 ΑΠ 406/1996.1222 ΑΠ 1027/2002.1223 Ν 3741/1929, όπ. αν., άρθρο 2, παρ. 3.1224 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 668.1225 ΣτΕ 7/1992, ΑΠ 5/1992 (Ολομ.).

Page 284: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Το νομικό καθεστώς του κοινόχρηστου ελεύθερου ημιυπαίθριου χώρου της πυλωτής έχει εξελιχθεί, ακολουθώντας τις κοινωνικές, οικονομικές και στεγαστικές ανάγκες των σύγχρονων αστικών κέντρων, με αποτέλεσμα την υιοθέτηση πολλών παρεκκλίσεων από τον γενικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο ο χώρος της πυλωτής, ως κοινόχρηστος, δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένη ιδιοκτησία και δεν είναι δεκτικός σύστασης χωριστών εμπράγματων δικαιωμάτων 1226. Αρχικώς επετράπη η συμβατική παραχώρηση της χρήσης της πυλωτής αποκλειστικώς σε έναν ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος της οικοδομής όπου υπάρχει η πυλωτή. Με τη συμφωνία αυτήν όλων των συνιδιοκτητών δεν αίρεται ο κοινόχρηστος χαρακτήρας της πυλωτής ή τμήματός της αλλά δημιουργείται ένας συμβατικός περιορισμός της κυριότητας, ο οποίος σύμφωνα με αναγκαστικού δικαίου διάταξη 1227, έχει χαρακτήρα δουλείας 1228. Ο εν λόγω περιορισμός μπορεί εξάλλου να περιληφθεί στην αρχική πράξη σύστασης της οροφοκτησίας. Για τη μεταγενέστερη τροποποίηση ή κατάργησή του απαιτείται η συναίνεση όλων των αρχικώς συμβληθέντων ή των μετέπειτα συνιδιοκτητών της οικοδομής. Όπως για την αρχική συμφωνία και για τη μεταγενέστερη απαιτούνται συμβολαιογραφικός τύπος και μεταγραφή. Επιπλέον είναι δυνατόν να συμφωνηθεί έγκυρα στην αρχική πράξη σύστασης της οριζοντίου ιδιοκτησίας και στον κανονισμό της πολυκατοικίας η αποκλειστική χρήση του κοινόχρηστου χώρου της πυλωτής ή τμήματος αυτού από τους οικοπεδούχους αρχικούς συγκύριους, κατ’αποκλεισμό των μετέπειτα συγκυρίων 1229. Κάθε όμως συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση της κοινοχρησίας και μεταβίβαση της πυλωτής ή τμήματός της σε τρίτους κατ’αποκλειστική τους ιδιοκτησία, με σκοπό την κάλυψη του υποχρεωτικώς από το νόμο ακάλυπτου χώρου ή τη μεταβίβασή του σε τρίτους, θεωρείται απολύτως άκυρη, ως αντίθετη προς την αναγκαστικού δικαίου πολεοδομική διάταξη του Ν 1221/1981 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν 960/1979 «περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτηση των κτιρίων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» και άλλων τινών διατάξεων» 1230.Εν συνεχεία, υπό την πίεση της εμπορικής εκμετάλλευσης του εδάφους, σημειώθηκε άλλη μια απόκλιση από τον γενικό κανόνα, σύμφωνα με την

1226 ΑΠ 1532/2002.1227 Ν 3741/1929, άρθρο 13, Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 668.1228 Δεν πρόκειται για πραγματική δουλεία κατά τις διατάξεις 1118-1119 ΑΚ αλλά για δουλεία κατά το άρθρο 13, παρ. 3 του Ν 3741/1929 (ΑΠ 353/1997). 1229 ΑΠ 1532/2002.1230 ΑΠ 193/2001. ΦΕΚ Α, 292.

Page 285: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

οποία οι κλειστοί χώροι της πυλωτής και οι περίκλειστες θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων σε αυτήν δεν θεωρούνται κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής, με αποτέλεσμα αυτοί να μπορούν να αποτελούν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας, σε αντίθεση με τον ελεύθερο χώρο της πυλωτής ή τα ανοικτά τμήματά της που θεωρούνται κοινόχρηστα 1231. Εξάλλου αν με τη συστατική πράξη της οροφοκτησίας προβλέπεται ότι τμήμα του ακάλυπτου χώρου του ισογείου της οικοδομής, το οποίο αρχικά προορίζεται για τις θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων αποκλειστικά υπέρ του οικοπεδούχου ή του εργολάβου, πρόκειται να οικοδομηθεί και παρακρατούνται εξαρχής ποσοστά εξ αδιαιρέτου επί όλου του οικοπέδου για μελλοντικές αυτοτελείς (διαιρεμένες) ιδιοκτησίες οι οποίες στη συνέχεια κατασκευάζονται, η συμφωνία αυτή είναι έγκυρη και δεσμεύει τους επιγενόμενους αγοραστές ανεξάρτητων αυτοτελών ιδιοκτησιών 1232.

Για την αντιμετώπιση της έλλειψης χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων και των συνεπειών της, με κυριότερες την υποβάθμιση της αισθητικής του δομημένου περιβάλλοντος και την παρεμπόδιση της χρήσης των κοινόχρηστων χώρων ψηφίστηκε αρχικώς ο Ν 960/1979 «Περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτηση των κτιρίων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» 1233, ο οποίος τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από μεταγενέστερες νόμους και διατάγματα 1234. Ειδικότερα προβλέφθηκε η υποχρέωση του κυρίου του οικοπέδου ή του εργολήπτη, σε περίπτωση αντιπαροχής, δημιουργίας χώρων 1231 ΑΠ 725/2002, 1305/2002.1232 ΑΠ 725/2002.1233 ΦΕΚ Α, 194.1234 Ενδεικτικά αναφέρονται ο Ν 1221/1981 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν 960/1979 «Περί επιβολής υποχρέωσης προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των κτιρίων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α, 292), ο Ν 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α, 101), άρθρο 97, ο Ν 2042/1992 «Μέτρα για την αντιμετώπιση του νέφους και πολεοδομικές ρυθμίσεις», άρθρο 7, το ΠΔ 697/1979 «Περί καθορισμού ειδικών όρων ως προς τη δόμηση και τη διαμόρφωση των χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων» (ΦΕΚ Α, 208), όπως τροποποιήθηκε με το ΠΔ 1339/1981 «τροποποίησις του υπ’αριθ. 697/ 1.9.1979 ΠΔ/τος «Περί καθορισμού ειδικών όρων ως προς την δόμησιν και διαμόρφωσιν των χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων» (ΦΕΚ Α, 335), το ΠΔ 230/1993 «Καθορισμός του απαιτούμενου αριθμού θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων αναλόγως των χρήσεων και του μεγέθους των κτιρίων στην ευρύτερη περιοχή Αθηνών» (ΦΕΚ Α, 94), το ΠΔ 350/1996 «Ρύθμιση των υποχρεώσεων εξασφαλίσεως χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων σε πολλές πόλεις της χώρας, καθώς και στις εντός του εγκεκριμένου σχεδίου περιοχές αυτών» (ΦΕΚ Α, 230) και το ΠΔ 111/2004 «Καθορισμός του απαιτουμένου αριθμού θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων αναλόγως των χρήσεων και του μεγέθους των κτιρίων στο ηπειρωτικό τμήμα της Περιφέρειας Αττικής και κατάργηση του Π Δ/τος 230/1993» (ΦΕΚ Α, 76)

Page 286: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

στάθμευσης για την εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου κτιρίου ή των διαιρεμένων ιδιοκτησιών του. Η εκπλήρωση της άνω υποχρέωσης συνιστά προϋπόθεση για την έκδοση άδειας οικοδομής. Οι χώροι στάθμευσης μπορεί να είναι στεγασμένοι, υπέργειοι, υπόγειοι, ή μη στεγασμένοι υπαίθριοι. Ειδικά στην περίπτωση της οροφοκτησίας οι στεγασμένοι χώροι στάθμευσης αποτελούν χωριστές διαιρεμένες ιδιοκτησίες που μπορούν να μεταβιβασθούν αυτοτελώς 1235. Ο κανόνας αυτός καλύπτει πλέον, σύμφωνα με τα ανωτέρω, και τους κλειστούς χώρους της πυλωτής.

Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει μια σειρά από ρυθμίσεις, με σημαντικότερες: α) την παροχή πολεοδομικών και οικονομικών κινήτρων για τη δημιουργία χώρων στάθμευσης, β) την υποχρεωτική εισφορά σε χρήμα στο ΕΤΕΡΠΣ των οικοδομούντων που απαλλάσσονται της υποχρέωσης κατασκευής χώρων στάθμευσης. Με τη ρύθμιση αυτήν επιδιώκεται η συγκέντρωση πόρων από την Πολιτεία για τη δημιουργία δημόσιων χώρων στάθμευσης, γ) την απαγόρευση δημιουργίας χώρων στάθμευσης για λόγους αισθητικής και προστασίας του περιβάλλοντος σε ορισμένες περιοχές της Μείζονος Περιοχής Πρωτευούσης ή σε ειδικές περιοχές, όπως οι διατηρητέοι οικισμοί και δ) τον καθορισμό του αριθμού των θέσεων στάθμευσης κατά κτίριο, ανάλογα με τη χρήση και τη συνολική επιφάνειά του 1236.

Ανακεφαλαιώνοντας, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η οριζόντια ιδιοκτησία ως προϊόν των οικιστικών και πολεοδομικών αναγκών, ήδη από τον Μεσαίωνα αλλά κυρίως της σύγχρονης πόλης, μαρτυρεί τη δυναμική των σχετικών κανόνων να επανατοποθετούν τη μορφή της κυριότητας και τις εμπράγματες σχέσεις. Πρόκειται για μια δυναμική, το εύρος της οποίας εξαρτάται από τη γενικότερη αποδοχή των άνω κανόνων από το κοινωνικό σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση η κοινωνική ανταπόκριση προσέλαβε καθολική διάσταση, καθώς με τον τρόπο αυτόν οικοδομήθηκαν τα αστικά κέντρα στον ελλαδικό χώρο τον εικοστό αιώνα. Η ευρύτατη διάδοση της οριζόντιας ιδιοκτησίας οφείλεται στο γεγονός ότι αφενός παρέχεται η ευχέρεια απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας ή επαγγελματικής στέγης στην πόλη, ακόμα και για αυτούς που δεν έχουν ρευστότητα μέσω της αντιπαροχής, και αφετέρου αποφεύγεται η αλόγιστη επέκταση των πόλεων, με τα συνακόλουθα προβλήματα συγκοινωνίας, φωτισμού, ύδρευσης, αποχέτευσης και καθαριότητας 1237. Δυστυχώς η ανεξέλεγκτη χρήση του εν

1235 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν. σ. 168 επ., Χατζοπούλου Α., Μητούλα Ρ., όπ. αν. 1236 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν. σ. 168 επ. ΠΔ 111/2004, όπ. αν., άρθρα 1 έως 9.1237 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 661 επ.

Page 287: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

λόγω θεσμού με το σύστημα της αντιπαροχής, χωρίς τη θέσπιση έγκαιρων και επαρκών μέτρων προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, οδήγησε στη ριζική αλλαγή της φυσιογνωμίας της ελληνικής πόλης και ιδίως των μεγάλων αστικών κέντρων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πληθυσμιακής πυκνότητας, την έλλειψη επαρκών κοινόχρηστων χώρων και την αισθητική υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος 1238.

1.1.3. Η κάθετη ιδιοκτησία

Η κάθετη ιδιοκτησία αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή κυριότητας με την οποία συστήνεται χωριστή αποκλειστική κυριότητα σε ένα από τα περισσότερα αυτοτελή οικοδομήματα ή διαμέρισμα ενός οικοδομήματος και αναγκαστική συνιδιοκτησία κατ’ ανάλογα ποσοστά στο ενιαίο οικόπεδο και τους λοιπούς κοινόχρηστους χώρους 1239. Επομένως υπάρχουν αντικείμενα αναγκαστικής συγκυριότητας, όπως το έδαφος και το λεβητοστάσιο 1240, για τα οποία κάθε ιδιοκτήτης βαρύνεται με τις προαναφερόμενες στην οριζόντια ιδιοκτησία υποχρεώσεις, και αντικείμενα χωριστής κυριότητας, όπως τα αυτοτελή οικοδομήματα. Ακολουθώντας τις πολεοδομικές ανάγκες δημιουργήθηκαν τρεις μορφές κάθετης ιδιοκτησίας. Η πρώτη συνίσταται στην ανέγερση πολλών μικρών αυτοτελών οικοδομημάτων σε ενιαίο οικόπεδο, εξυπηρετώντας κυρίως τις σύγχρονες απαιτήσεις παραθεριστικών οικισμών ή πρότυπων οικιστικών μονάδων. Η δεύτερη καταλήγει στη δημιουργία συγκροτημάτων πολυκατοικιών, γραφείων και καταστημάτων, που οικοδομούνται κατά το σύστημα της ελεύθερης δόμησης ή της ενεργού πολεοδομίας 1241. Τα κτίρια αυτά είναι μεγάλα αυτοτελή οικοδομικά συγκροτήματα, διαφορετικού όγκου, σε ενιαίο οικόπεδο με κοινόχρηστους χώρους, όπως κήπους, αυλές, αθλητικές εγκαταστάσεις και χώρους στάθμευσης, ικανοποιώντας τις ανάγκες της σύγχρονης μεγαπόλης. Η τρίτη αφορά στην εφαρμογή της κάθετης ιδιοκτησίας στο ίδιο κτίριο με τη δημιουργία ενός οικοδομήματος χωρίς ορόφους με ανάμειξη των χρήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θεωρούνται τα εμπορικά κέντρα που περιλαμβάνουν καταστήματα, χώρους εστιάσεως, κινηματογραφικές αίθουσες και χώρους στάθμευσης.

1238 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10.1239 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 674.1240 Ανελκυστήρας εγκατεστημένος στο χωριστό τμήμα ενιαίου οικοπέδου (διαιρεμένη κάθετη ιδιοκτησία), στο οποίο έχει συσταθεί νόμιμα κάθετη ιδιοκτησία, αποτελεί συστατικό της χωριστής ιδιοκτησίας και όχι κοινόχρηστο ούτε κοινόκτητο χώρο, ΑΠ 1851/1990. 1241 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 675 επ. Για τη διάκριση της κάθετης ιδιοκτησίας σε απλή και σύνθετη βλ. παρακάτω.

Page 288: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της κάθετης ιδιοκτησίας εφαρμοζόταν ήδη από την Εργατική Εστία και τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων πριν ακόμα από τη ρύθμισή του με το ΝΔ 1024/1971 «Περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρομένων επί ενιαίου οικοπέδου». Στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο περιλαμβάνονται, εκτός από το προαναφερόμενο διάταγμα, διατάξεις του ΑΚ 1242, του Ν 3741/1929 «Περί ιδιοκτησίας κατ’ορόφους» και η νομοθεσία για τον πολεοδομικό σχεδιασμό και τις ζώνες ενεργού πολεοδομίας 1243. Συστάσεις κάθετης ιδιοκτησίας πριν από την έναρξη ισχύος του ΝΔ 1024/1971 (15.11.71) είναι έγκυρες εφόσον δεν ακυρώθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση μέχρι τον παραπάνω χρόνο, και διέπονται από τις διατάξεις του Ν 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ 1244. Ωστόσο σε αντίθεση με την οροφοκτησία, το πεδίο εφαρμογής της κάθετης ιδιοκτησίας είναι πιο περιορισμένο, καθώς αυτό αφορά σε οικόπεδα εντός σχεδίου πόλεως 1245 και υπό προϋποθέσεις σε εκτός σχεδίου. Ειδικότερα για την εκτός σχεδίου δόμηση θα πρέπει α) η ανέγερση των οικοδομημάτων να γίνεται κατά το σύστημα της ελεύθερης δόμησης και β) να θεσπίζονται ειδικοί όροι δόμησης στην εν λόγω περιοχή, κατά τον ΑΝ 625/1968 «Περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως των γενικών περί σχεδίων πόλεων διατάξεων» 1246, ή να έχει χαρακτηρισθεί η περιοχή ως Ζώνη Ενεργού Πολεοδομίας 1247 ή ως ΠΕΡΠΟ 1248. Κατά συνέπεια η σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας σε αγροτεμάχιο ή οικόπεδο εκτός σχεδίου πόλεως είναι αυτοδικαίως άκυρη 1249.

1242 ΑΚ 1002 «Ιδιοκτησία ορόφου» και 1117 «Αναγκαία συγκυριότητα σε περίπτωση ιδιοκτησίας ορόφου».1243 Ν 947/1979, όπ. αν., και Ν 1337/1983, όπ. αν.1244 ΑΠ 2142/1984, ΕφΑθ 2166/1990, Ν 1024/1971, όπ. αν., άρθρο 3.1245 ΝΔ 1024/1971, όπ. αν., άρθρο 1, παρ. 2. 1246 ΦΕΚ Α, 266.1247 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 678, Γεωργιάδης Α., ΝοΒ 34, 662, Ν 1337/1983, όπ. αν., άρθρο 10, Ν 947/1979, όπ. αν., άρθρα 23-24. Οι ΖΕΠ συνιστούν μια μορφή πολεοδομικής επέμβασης με σκοπό την ανάπτυξη ή την ανάπλαση ενός οικισμού με οποιοδήποτε περιεχόμενο, όπως η προστασία, η ανάκτηση κτιριακού πλούτου η εξυγίανση, η αναβάθμιση και η παροχή στέγης. Βλ. Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 128. 1248 Οι ΠΕΡΠΟ είναι περιοχές που βρίσκονται εκτός σχεδίου ή εκτός οικισμού προ του 1923, καθώς και εκτός οικισμού, με πληθυσμό έως 2.000 κατοίκους. Με αυτές ασκείται η πολεοδόμηση με ιδιωτική πρωτοβουλία. Επιπλέον το ποσοστό των κοινωφελών και κοινόχρηστων χώρων πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε 40% της συνολικής έκτασης. Βλ. Ν 2508/1997, όπ. αν., άρθρο 24, Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 236-239. 1249 ΕφΘεσ. 84/1994.

Page 289: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Α. Ένα σημαντικό εργαλείο της ενεργού πολεοδομίας

Η κάθετη ιδιοκτησία ανεδείχθη σε σημαντικό εργαλείο της ενεργού πολεοδομίας, καθώς κατέστη δυνατή η υλοποίηση στεγαστικών προγραμμάτων από το Κράτος και τους οργανισμούς κοινής ωφέλειας, με τη δημιουργία διοικητικών και πολιτιστικών κέντρων ή πρότυπων οικισμών1250. Ταυτόχρονα εξυπηρετήθηκαν οι στεγαστικές και οικιστικές ανάγκες των αστικών κέντρων μετά τα κύματα αστυφιλίας, καθώς επιτρέπεται η ανέγερση περισσότερων οικοδομημάτων σε άρτιο οικόπεδο, χωρίς να επέρχεται κατάτμηση του οικοπέδου σε περισσότερα μη άρτια, κάτι το οποίο εξάλλου απαγορεύεται νομοθετικά 1251. Η εφαρμογή του θεσμού της κάθετης ιδιοκτησίας στην Ελλάδα επηρεάστηκε, όπως εξάλλου και η γενικότερη εφαρμογή της ενεργού πολεοδομίας, από ανάλογες εμπειρίες στον ευρωπαϊκό χώρο, όπως η ανάπλαση των Halles στο Παρίσι1252, των HLM 1253, των εγκαταλειμμένων βιομηχανικών εκτάσεων «friches industrielles» έξω από το Παρίσι 1254 και του χώρου του παλιού λιμανιού του Λονδίνου «Docks» 1255. Ενδεικτικές περιπτώσεις της χρήσης της κάθετης ιδιοκτησίας ως εργαλείο ενεργού πολεοδομίας στην Ελλάδα θεωρούνται οι προσπάθειες ανάπλασης της Δημόσιας Επιχείρησης Πολεοδομικού Σχεδιασμού (ΔΕΠΟΣ) για λόγους στεγαστικής πολιτικής στη Φιλαδέλφεια, την Καισαριανή και τον Ταύρο 1256.

1250 Χριστοφιλόπουλος Δ., «Κάθετος συνιδιοκτησία», 1976, σ. 33.1251 ΝΔ 690/1948.1252 Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 78-80.1253 Πρόκειται για συγκροτήματα κτιρίων που εξυπηρετούν στεγαστικές και οικιστικές ανάγκες. Ειδικότερα κατασκευάζονται κατοικίες με χαμηλά μισθώματα, η ανέγερση και διαχείριση των οποίων ανήκει σε δύο κατηγορίες νομικών προσώπων. Αρχικά με τον Ν 71-580 της 16/7/1971 συστήθηκε μια κατηγορία νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα «Les Offices Publics d’Aménagement et de Construction, OPAC», οι αρμοδιότητες των οποίων διευρύνθηκαν με τον Ν 85-729 της 18/7/1985. Αργότερα με τον Ν 2008-1208 της 13/12/2000 ιδρύθηκε μια δεύτερη κατηγορία νομικών προσώπων υπό το καθεστώς της ανωνύμου εταιρίας «Les Sociétés Anonymes d’HLM» με ίδιες ακριβώς αρμοδιότητες. Τα άνω νομικά πρόσωπα, εκτός από την κατασκευή HLM είναι αρμόδια και για την υλοποίηση προγραμμάτων στο πλαίσιο της ενεργού πολεοδομίας. (Βλ. Jacquot H., Priet F., «Droit de l’urbanisme», εκδ. Dalloz, Παρίσι 2001, σ. 73-74). Πρόκειται για μια εξέλιξη με αρκετές ομοιότητες με τα τεκταινόμενα στην ελληνική έννομη τάξη, καθώς η δυνατότητα συμμετοχής ιδιωτικών φορέων στο πλαίσιο της ενεργού πολεοδομίας προβλέφθηκε από το ΝΔ 1003/1971 «Περί ενεργού πολεοδομίας» και τον Ν 947/1977, όπ. αν., για να καταργηθεί με τον Ν 1337/1983, όπ. αν. Με τον οικιστικό νόμο 2508/1997, όπ. αν., επιτρέπεται πλέον η οργανωμένη πολεοδοδόμηση με ιδιωτική πρωτοβουλία μέσω των διατάξεων που ρυθμίζουν τις ΠΕΡΠΟ. 1254 Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 84-90.1255 Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., όπ. αν., σ. 92-101.1256 Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., όπ. αν.σ. 232-247. Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10.

Page 290: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Β. Ο συνδυασμός της κάθετης με την οριζόντια ιδιοκτησία

Η ανάγκη μεγαλύτερης εκμετάλλευσης του χώρου οδήγησε στον συνδυασμό της κάθετης με την οριζόντια ιδιοκτησία με την παράλληλη οριζόντια διαίρεση του ακινήτου σε ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων 1257. Ειδικότερα παρέχεται η δυνατότητα στον συγκύριο οικοπέδου που έχει υπαχθεί στην κάθετη ιδιοκτησία σύστασης περαιτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας, ανεγείροντας πολυόροφη οικοδομή στο τμήμα του οικοπέδου που αποτελεί την ανεξάρτητη (κάθετη) ιδιοκτησία του. Πρόκειται εξάλλου για ένα δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί ατομικά χωρίς τη σύμπραξη ή τη συναίνεση των λοιπών συνιδιοκτητών, αρκεί να μην βλάπτονται τα δικαιώματά τους στα τμήματα του οικοπέδου που τους ανήκουν και στα ποσοστά της συγκυριότητάς τους στο ενιαίο οικόπεδο 1258. Η ρύθμιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συνιδιοκτητών του οικοπέδου, όπου έχουν ανεγερθεί περισσότερες οικοδομές κατά το σύστημα της κάθετης και οριζόντιας ιδιοκτησίας, γίνεται με σύμβαση συμβολαιογραφική που μεταγράφεται. Με τον τρόπο αυτόν μπορεί να επιτραπεί σε συνιδιοκτήτη, αποκλειστικό κύριο αυτοτελούς οικοδομήματος, η αποκλειστική χρήση τμήματος του κοινού οικοπέδου με τη συνακόλουθη απαγόρευση της χρήσης του από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες 1259.

Γ. Οι περιορισμοί των δικαιωμάτων των συγκυρίων

Το ποσοστό της αναγκαστικής συγκυριότητας κάθε δικαιούχου μπορεί να καθοριστεί κατά τη σύσταση της κάθετης ιδιοκτησίας ή με μεταγενέστερη συμφωνία όλων των δικαιούχων, περιβεβλημένη τον συμβολαιογραφικό τύπο και μεταγεγραμμένη 1260. Εντούτοις η έλλειψη παρόμοιου καθορισμού δεν επιδρά στο κύρος της σύστασης της κάθετης ιδιοκτησίας 1261. Με τον ίδιο τρόπο ρυθμίζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συγκυρίων, τόσο ως προς τα αναγκαία αδιαίρετα πράγματα όσο και ως προς τις διαιρεμένες ιδιοκτησίες. Επιπλέον η συμφωνία παραχώρησης σε κάθε ιδιοκτήτη του δικαιώματος κάλυψης ορισμένης επιφάνειας του κοινού οικοπέδου έχει τον χαρακτήρα δουλείας 1262. Όπως και στην οριζόντια ιδιοκτησία, παράβαση των διατάξεων του ΓΟΚ, με τη ρύθμιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των

1257 ΝΔ 1024/1971, όπ. αν., άρθρο 1, παρ. 1.1258 Εφ.Θεσ. 5120/1991.1259 ΜΠρΘεσ. 9623/2002.1260 ΑΠ 73/1994.1261 ΑΠ 1677/2000.1262 ΕφΑθ 145/1990, 10230/1990.

Page 291: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

συνιδιοκτητών, συνεπάγεται τις προβλεπόμενες από τον ΓΟΚ διοικητικές κυρώσεις, χωρίς να θίγεται το κύρος των συμφωνιών ούτε τα δικαιώματα των συγκυρίων από τη συσταθείσα διαιρεμένη ιδιοκτησία 1263. Σε περίπτωση όμως ανέγερσης από συγκύριο ξεχωριστής οικοδομής στο κοινό οικόπεδο με υπέρβαση του αναλογούντος σε αυτόν συντελεστή δόμησης, μπορεί να ζητηθεί από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες η κατεδάφιση της υπέρβασης ή αποζημίωση, καθώς προσβάλλεται το εμπράγματο δικαίωμά τους που συνάπτεται με το δικαίωμα συγκυριότητας επί του εδάφους 1264. Τα ίδια ισχύουν σε περίπτωση υπέρβασης του δικαιώματος κάλυψης 1265 και εξάντλησης του προς ανύψωση οικοδομής δικαιώματος των λοιπών συνιδιοκτητών σε βάρος συνιδιοκτήτη του οικοπέδου, ο οποίος στερείται, κατά συνέπεια, του δικαιώματος έγερσης οικοδομής επί του χωριστού τμήματος του οικοπέδου που προορίζεται για αυτόν 1266. Σε περίπτωση όμως κατά την οποία δεν θίγονται τα επί δομήσεως δικαιώματα των συνιδιοκτητών των άλλων αυτοτελών οικοδομημάτων 1267, επιτρέπεται η επέκταση κάθε αυτοτελούς οικοδομήματος. Το σχετικό δικαίωμα είναι αυτοτελές και ανήκει, ελλείψει αντίθετης συμβατικής ρύθμισης της όλης συνιδιοκτησίας του οικοπέδου, κατά παρέκκλιση της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν 3741/1929 «Περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», αποκλειστικώς στον ιδιοκτήτη ή τους συνιδιοκτήτες του ή στους οροφοκτήτες του κτιρίου.

1.1.4. Η μεταφορά συντελεστή δόμησης Ο θεσμός αυτός παρέχει στον ιδιοκτήτη ακινήτου, ο οποίος δεν δικαιούται να εξαντλήσει τον ισχύοντα συντελεστή δόμησης της περιοχής στο ακίνητό του, είτε γιατί αυτό έχει χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο είτε για πολεοδομικούς σκοπούς, τη δυνατότητα μεταφοράς του δικαιώματος δόμησης στο σύνολό του ή τμηματικά σε άλλο ακίνητο ή σε άλλο μέρος του ίδιου ακινήτου 1268. Με τον τρόπο αυτόν ο ιδιοκτήτης δεν στερείται των πλεονεκτημάτων που του παρέχονται από τον συντελεστή δόμησης του ακινήτου του, ενώ ταυτόχρονα ικανοποιούνται αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές ανάγκες, όπως η διάσωση των διατηρητέων κτιρίων, η δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων, η πολεοδομική αναβάθμιση και εξυγίανση των πυκνοδομημένων περιοχών, 1263 ΕφΑθ 10230/1990.1264 ΕφΑθ 11401/1991, 6202/1999, ΑΠ 14/2001.1265 ΑΠ 1046/1991 (: Σύμφωνα με διατάξεις του ΓΟΚ 1973, οι οποίες δεν είναι πλέον εν ισχύ, σε προϋπάρχοντα της ισχύος του εν λόγω ΓΟΚ κτίρια δεν μπορούσε να γίνει προσθήκη κατ’επέκταση (οριζόντια) ούτε καθ’ύψος αν θιγόταν το μέγιστο ποσοστό κάλυψης του οικοπέδου ή το ποσοστό του συντελεστή δόμησης του οικοπέδου αντίστοιχα).1266 ΕφΑθ 14049/1987.1267 ΜΠρΑθ 228/1997.1268 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 147 επ.

Page 292: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

καθώς και η εξοικονόμηση χρημάτων του Κράτους και των ΟΤΑ, αφού η μεταφορά συντελεστή δόμησης συνιστά μια έμμεση μορφή αποζημίωσης στη θέση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Επιπλέον είναι δυνατόν να επιτευχθεί η αραίωση των πυκνοκατοικημένων περιοχών του αστικού κέντρου με ταυτόχρονη πύκνωση μιας άλλης περιοχής, όπου αυτή δεν είναι επιβλαβής. Ειδικότερα οι περιοχές μεταφοράς συντελεστή πρέπει να επιλέγονται με γνώμονα την οικιστική τους ανάπτυξη, τα περιθώρια επιβάρυνσής τους, τη θέση, τις ιδιαιτερότητες και τη φυσιογνωμία τους σε συσχετισμό με τις αξίες που εξυπηρετούνται με την εφαρμογή του θεσμού 1269. Σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο το ωφελούμενο ακίνητο πρέπει να βρίσκεται σε Ζώνη Υποδοχής Συντελεστή (ΖΥΣ) ή σε Ζώνη Αγοράς Συντελεστή (ΖΑΣ).

Γνωστός ήδη στην έννομη τάξη της Γαλλίας και των ΗΠΑ, ο θεσμός της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης εισήχθη στην ελληνική νομοθεσία με τον Ν 880/1979 «Περί καθορισμού ανωτάτου ορίου συντελεστού δομήσεως, εισαγωγής του θεσμού μεταφοράς συντελεστού δομήσεως και ετέρων τινών διαρρυθμίσεων της πολεοδομικής νομοθεσίας» 1270 και τα εκτελεστικά διατάγματα 470/1979 και 510/1979. Αργότερα ψηφίστηκαν οι νόμοι 2300/1995 «Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης και άλλες διατάξεις» 1271 και 3044/2002 «Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης και ρυθμίσεις άλλων θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων» 1272. Εκτός από αυτούς τους τρεις βασικούς νόμους, ο άνω θεσμός επεκτάθηκε από τον νομοθέτη σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Ενδεικτικά αναφέρονται ο Ν 1577/1985, περί ΓΟΚ, για το ποσοστό του συντελεστή δόμησης που δεν χρησιμοποιήθηκε σε χαμηλά κτίρια και για τα οικόπεδα ενεργού οικοδομικού τετραγώνου, ο Ν 1892/1990 «για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις»1273, σχετικά με την κατασκευή υπέργειων στεγασμένων σταθμών αυτοκινήτων και ο Ν 2052/1992 «Μέτρα για την αντιμετώπιση του νέφους και πολεοδομικές ρυθμίσεις» 1274 αναφορικά με απαλλοτριώσεις για την κατασκευή του μετρό της Αθήνας. Με τον τελευταίο νόμο προβλέπεται επίσης η εφαρμογή του θεσμού α) στις νομίμως υφιστάμενες εγκαταστάσεις υψηλής όχλησης στην περιοχή του Ελαιώνα, β) στις εγκαταστάσεις, τα κτίρια ή τα τμήματά τους

1269 Μακρή Ι., «Μεταφορά συντελεστή δόμησης», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2002, σ. 21 επ.1270 ΦΕΚ Α, 58.1271 ΦΕΚ Α, 69.1272 ΦΕΚ Α, 197.1273 ΦΕΚ Α, 101.1274 ΦΕΚ Α, 94.

Page 293: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

που εμπίπτουν σε χώρο κοινόχρηστου πρασίνου στην άνω περιοχή και γ) στην κατασκευή υπέργειων ή και εν μέρει υπόγειων στεγασμένων χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων άνω των πενήντα θέσεων. Ομοίως με τον Ν 2145/1993 προβλέπεται η επέκταση του θεσμού αφενός στην ανέγερση ειδικών κτιρίων σε εντός σχεδίου ωφελούμενα ακίνητα, βρισκόμενα σε περιοχές όπου επιτρέπεται η ανέγερση τέτοιων κτιρίων, και αφετέρου όταν το επιπλέον ποσοστό ρυμοτομούμενου τμήματος ακινήτου είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό εισφοράς σε γη 1275.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 ο θεσμός παρέμεινε σε αδράνεια με εξαιρετικά περιορισμένες περιπτώσεις εφαρμογής. Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στη διστακτική στάση των ιδιοκτητών της γης και στην προτίμηση της Διοίκησης υπέρ της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης1276. Η εκτεταμένη εφαρμογή της μεταφοράς συντελεστή δόμησης, η οποία παρατηρήθηκε τη δεκαετία του 1990, με μια εμφανή επικράτηση κερδοσκοπικών πρακτικών, οδήγησε στην έκδοση αποφάσεων του ΣτΕ, με σημαντικότερες τις ΣτΕ 1071-1074/1994 (Ολομ.), οι οποίες έκριναν τον πρώτο νόμο που εισήγαγε τον προκείμενο θεσμό αντισυνταγματικό 1277. Παρά την πρόθεση του νομοθέτη να συμβάλει στην προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και να διευκολύνει τον πολεοδομικό σχεδιασμό, το εν λόγω μέτρο αποτέλεσε έναν μηχανισμό κερδοσκοπίας και εμπορευματοποίησης των τίτλων μεταφοράς του συντελεστή δόμησης. Η πλημμελής εφαρμογή του θεσμού οδήγησε συχνά σε νόθευση του πολεοδομικού σχεδιασμού και σε περαιτέρω επιβάρυνση του περιβάλλοντος σε οικιστικώς κορεσμένες περιοχές, ιδίως των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ που κατατέθηκαν στη συνεδρίαση της Βουλής της 4.4.1994, από τα 80.800 τ.μ. εγκριθείσας δομήσιμης επιφάνειας 50.000 τ.μ. μεταφέρθηκαν στον νομό Αττικής και 19.000 τ.μ. στον νομό Θεσσαλονίκης 1278.

Στην άνω πλημμελή εφαρμογή αντιτάχθηκε πολλές φορές το ΣτΕ, τονίζοντας την ανάγκη ένταξης της μεταφοράς συντελεστή δόμησης στο πλαίσιο του πολεοδομικού σχεδιασμού και εναρμόνισής του με τις συνταγματικές αρχές της ορθολογικής χωροταξικής και πολεοδομικής ανάπτυξης, της προστασίας του οικιστικού περιβάλλοντος και της διαμόρφωσης καλύτερων όρων διαβίωσης. Η νομολογία του ΣτΕ κατέληξε στην εξαιρετική αποδοχή του

1275 Ευστρατίου Π.-Μ., Ο νέος νόμος για τη μεταφορά συντελεστή δόμησης, ΠερΔίκ 3/2002, σ. 445 επ.1276 Σκουρής Β., «Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη1997, σ. 183.1277 Μακρή Ι., όπ. αν., σ. 14.1278 Ευστρατίου Π.-Μ., όπ. αν.

Page 294: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

θεσμού υπό την προϋπόθεση της διατήρησης αναλλοίωτης της οικιστικής φυσιογνωμίας της περιοχής του ωφελούμενου ακινήτου. Αρχικώς η θέση του ΣτΕ σχετικά με τα ζητήματα που προέκυψαν από την εφαρμογή του Ν 880/1979 υπήρξε αντιφατική. Δύο ήταν τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν το ΣτΕ: η νομική φύση του διατάγματος πραγματοποίησης της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης και η συνταγματικότητα του θεσμού. Αναφορικά με τη νομική φύση του διατάγματος το κρινόμενο ζήτημα ήταν αν επρόκειτο για ατομική ή κανονιστική διοικητική πράξη. Ως κανονιστική πράξη θα έπρεπε να τύχει επεξεργασίας από το ΣτΕ πριν από την έκδοσή της και θα ήταν δυνατός ο παρεμπίπτων έλεγχος ακόμη και μετά την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως. Το ΣτΕ τελικώς αναγνώρισε τον κανονιστικό χαρακτήρα του διατάγματος 1279. Εξίσου αντιφατική υπήρξε η νομολογία του ΣτΕ σχετικά με τη συνταγματικότητα του θεσμού της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης. Η τελική θέση του ΣτΕ διατυπώθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας 1071/1994, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματικός ο Ν 880/1979. Σύμφωνα με το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο ο νόμος αυτός παραβίαζε το άρθρο 24, παρ.2 του Συντάγματος καθώς επέτρεπε τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης ελεύθερα και απρογραμμάτιστα, σε οποιοδήποτε σημείο της Χώρας, χωρίς τη θέσπιση κριτηρίων και την εξέταση των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε περιοχής. Αντίθετα το άρθρο 24, παρ. 2 του Συντάγματος επιτάσσει τον ορθολογικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της χώρας και συνεπώς θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες και ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής, να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος και να προβλέπεται μια λελογισμένη ανάπτυξη των οικισμών, δημιουργώντας τις καλύτερες δυνατές συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων. Το συμπέρασμα αυτό επαναδιατυπώθηκε στις μεταγενέστερες αποφάσεις 1072-73/1994 και 1846-1848/1994 του ΣτΕ, με αποτέλεσμα την αχρησία του Ν 880/1979 1280. Η εγκύκλιος 21/622204/2923/10.5.1994 σήμανε το τέλος εφαρμογής του νόμου 1281.

1279 ΣτΕ 1071/1994 (Ολομ.). Αρχικώς το πρακτικό επεξεργασίας (ΠΕ) 1059/1979 είχε αναγνωρίσει τον κανονιστικό χαρακτήρα του διατάγματος. Η άποψη όμως αυτή ανετράπη με τα ΠΕ 400, 1455 και 1473/1981. Το ΣτΕ επέμενε στην ατομική φύση του διατάγματος με το σκεπτικό ότι επρόκειτο για απλή εξατομικευμένη εφαρμογή των διατάξεων περί μεταφοράς συντελεστή δόμησης. (ΣτΕ 1803/1987, 1034/1989, 1766/1991). Εν συνεχεία παρατηρήθηκε μια αλλαγή της νομολογίας με το σκεπτικό ότι η θέσπιση εξαιρέσεων από τους ισχύοντες σε μια περιοχή κανόνες δόμησης προσδίδει στο εν λόγω διάταγμα κανονιστικό χαρακτήρα. (ΣτΕ Ε τμήμα 1310, 1324-1328/1993, 1523/1993, 1534/1993). Η θέση αυτή του Ε τμήματος επιβεβαιώθηκε τελικά από την απόφαση 1071/1994 της Ολομέλειας του ΣτΕ. Παραράς I., «Η εξέλιξη του θεσμού της μεταφοράς συντελεστή δόμησης και ο νέος νόμος ν. 3044/2002», ΠερΔίκ 3/2002, σ. 461 επ.1280 Παραράς I., «Η εξέλιξη…» όπ. αν.

Page 295: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Η άνω νομολογία οδήγησε τον νομοθέτη στη σύνταξη του δεύτερου βασικού νόμου για τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης. Ο Ν 2300/1995 (άρθρο 25) κατάργησε το άρθρο 2 του Ν 880/1979, το οποίο μεταξύ των άλλων απαιτούσε την έκδοση προεδρικού διατάγματος για τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης, και τα προεδρικά διατάγματα 470/1979 και 510/1979, τα οποία είχαν κριθεί αντισυνταγματικά από το ΣτΕ. Ο νέος νόμος προσπάθησε να εναρμονισθεί με το πνεύμα της νομολογίας, θέτοντας τρία σωρευτικά κριτήρια για τις περιοχές στις οποίες επέτρεπε τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης: α) την ένταξή τους σε σχέδιο πόλεως, β) τον μη χαρακτηρισμό τους ως περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, ιστορικοί τόποι, παραδοσιακοί οικισμοί ή αρχαιολογικοί τόποι και γ) τον μη καθορισμό ειδικών όρων δόμησης. Ο νόμος αυτός διατήρησε τις ΖΑΣ του Ν 880/1979 και θέσπισε τις Περιοχές Υποδοχής Συντελεστή Δόμησης (ΠΥΣΔΟ) και τις Ειδικές Ζώνες Υποδοχής Συντελεστή (ΕΖΥΣ). Οι μεν ΠΥΣΔΟ είναι οι περισσότερες περιοχές εντός σχεδίου πόλεως. Πρόκειται για περιοχές που δεν έχουν χαρακτηριστεί ως Ζώνες Ενεργού Πολεοδομίας ή Ζώνες Αστικού Αναδασμού. Επιπλέον δεν είναι περιοχές οργανωμένης δόμησης και δεν αναπτύσσονται με ιδιωτική πολεοδόμηση ή από οικοδομικούς συνεταιρισμούς. Ταυτόχρονα το συνολικά μεταφερόμενο εμβαδόν δομήσιμων επιφανειών μέσα στα όρια της εντός σχεδίου περιοχής ενός Δήμου ή Κοινότητας έπρεπε να είναι μικρότερο από το 10% του εμβαδού των δομήσιμων επιφανειών που προέκυπτε κατά προσέγγιση από την εφαρμογή των ισχυόντων συντελεστών δόμησης 1282.

1281 Η πρώτη χρονικά απόφαση του ΣτΕ που έκρινε ζήτημα συνταγματικότητας του Ν 880/1979, όπ. αν., ήταν η 3893/1981, στην οποία το ΣτΕ έκρινε σύμφωνο προς το Σύνταγμα τον εν λόγω θεσμό ως τρόπο αποζημίωσης των ιδιοκτητών διατηρητέων κτιρίων. Σύμφωνες με την άποψη αυτήν ήταν και οι μεταγενέστερες αποφάσεις ΣτΕ 2989/1984, 3675/1985, 565/1986, 514/1987, 2776/1989 και 3183/1989. Εν συνεχεία με την ΣτΕ 2434/1990 επιχειρήθηκε μια συσταλτική ερμηνεία του Ν 880/1979, όπ. αν., θέτοντας ως προϋπόθεση της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης το ωφελούμενο και το βαρυνόμενο ακίνητο να ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο. Σε αντίθετη περίπτωση ήταν επιτρεπτή η μεταφορά του συντελεστή δόμησης μόνο αν το ωφελούμενο ακίνητο βρισκόταν σε ΖΑΣ. Με την άνω απόφαση όμως αποδυναμώθηκε η εφαρμογή του θεσμού καθώς είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου απαντάται η προαναφερθείσα προϋπόθεση. Τον επόμενο χρόνο το Δ τμήμα του ΣτΕ με την παραπεμπτική απόφαση 1766/1991 έκρινε συνταγματική τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης μόνο στα διατηρητέα κτίρια, ενώ για τις λοιπές περιπτώσεις του νόμου έθεσε ως προϋπόθεση την αποδοχή της από τον ιδιοκτήτη του βαρυνόμενου ακινήτου, αποσυνδέοντάς τη από το πρόσωπο του ιδιοκτήτη του ωφελούμενου ακινήτου. Τέλος στην ίδια απόφαση θεωρήθηκε αντισυνταγματική η δημιουργία ΖΑΣ σε περιοχή με εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αύξηση της οικιστικής πυκνότητας παραβιάζοντας το άρθρο 24, παρ. 1 και 6 του Συντάγματος. Παραράς I., «Η εξέλιξη…», όπ. αν.1282 Μακρή Ι., όπ. αν., σ. 56

Page 296: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Οι δε ΕΖΥΣ έπρεπε επιπροσθέτως να προβλέπονται από το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, να μην αλλοιώνεται η οικιστική φυσιογνωμία της περιοχής και ο συνολικός συντελεστής δόμησης να μην υπερβαίνει ορισμένα όρια (2,4). Επιπλέον για την πραγματοποίηση της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης στις ΠΥΣΔΟ και στις ΕΖΥΣ προβλέπονταν γενικοί περιορισμοί που αφορούσαν το ποσοστό κάλυψης, το ύψος του κτιρίου, τις αποστάσεις Δ, τις θέσεις στάθμευσης, την αρτιότητα, καθώς και ειδικές ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες απαγορευόταν η μεταφορά συντελεστή δόμησης σε πολλά σημεία μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων 1283. Ειδικότερα η μεταφορά συντελεστή δόμησης απαγορευόταν ρητά από την περιφέρεια στους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης, καθώς αυτοί θεωρούνται μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα, οικιστικά επιβαρημένα 1284. Εκτός από τους άνω περιορισμούς προβλέπονταν και περιορισμοί ανάλογα με τις χρήσεις της περιοχής. Έτσι σε περιοχές με χρήση αμιγούς κατοικίας η μεταφορά του συντελεστή δόμησης αφορούσε στην επαύξηση χώρων κατοικίας ή βοηθητικών χώρων κατοικίας. Ταυτόχρονα η προσαύξηση του μεταφερόμενου συντελεστή δόμησης διέφερε ανάλογα με το ύψος του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στο ωφελούμενο ακίνητο χωρίς ωστόσο το άθροισμα του μεταφερόμενου και του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή να υπερβαίνει το 2,4. Επιπλέον το ωφελούμενο ακίνητο δεν έπρεπε να βρίσκεται σε περιοχή χαρακτηρισμένη ως ιδιαίτερης μορφολογίας με έντονη κλίση, δηλαδή σε περιοχές των οποίων οι δρόμοι να παρουσίαζαν κλίση μεγαλύτερη του 20%. Αντιθέτως αν οι περιοχές αυτές είχαν χρήση γενικής κατοικίας ή βρίσκονταν εντός σχεδίου, χωρίς καθορισμένες χρήσεις με ειδικό κανονισμό, επιτρεπόταν η μεταφορά μέσα στο ισχύον ύψος περιοχής. Στις περιοχές αυτές ομοίως η προσαύξηση του μεταφερόμενου συντελεστή δόμησης εξαρτιόταν από το ισχύον στην περιοχή ύψος, ενώ το άθροισμα των συντελεστών δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 2,4. Τέλος σε περιοχές με χρήση πολεοδομικού κέντρου η προσαύξηση του μεταφερόμενου συντελεστή δόμησης εξαρτιόταν από το ισχύον ύψος στην περιοχή. Το δε άθροισμα των συντελεστών παρέμενε 2,4 για τη χρήση της κατοικίας και 3 για τα ειδικά κτίρια 1285.

Παρά την προσπάθεια του νομοθέτη εναρμόνισης με τη νομολογία του ΣτΕ, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο έκρινε αρκετές διατάξεις του Ν 2300/1995 αντισυνταγματικές. Ειδικότερα θεωρήθηκαν αντισυνταγματικές α) οι μεταβατικές διατάξεις του νόμου που επέτρεπαν την αποπεράτωση οικοδομής η οποία είχε ξεκινήσει βάσει οικοδομικής άδειας, σχετικής με 1283 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 147 επ.1284 Μακρή Ι., όπ. αν., σ.31.1285 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 149.

Page 297: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

μεταφορά συντελεστή δόμησης, που έπαυσε να ισχύει, β) οι διατάξεις που προέβλεπαν τη μετατροπή των ΖΑΣ σε ΕΖΥΣ με το σκεπτικό ότι παραβιαζόταν η συναγόμενη από το άρθρο 24 του Συντάγματος αρχή της ορθολογικής και προγραμματισμένης χωροταξικής και πολεοδομικής διαμόρφωσης 1286 και γ) οι διατάξεις που επέτρεπαν τη μεταφορά συντελεστή δόμησης εκτός ειδικών προκαθορισμένων ζωνών, στο μέτρο που οι ΠΥΣΔΟ περιελάμβαναν το σύνολο σχεδόν των εντός σχεδίου περιοχών. Σκοπός του ΣτΕ ήταν η σταθερότητα της συνολικής οικιστικής πυκνότητας και η ακεραιότητα του πολεοδομικού σχεδιασμού 1287. Τέλος με την ΣτΕ 6070/1996 (Ολομ.) κρίθηκε συνταγματική η μεταφορά του συντελεστή δόμησης μόνο εφόσον το βαρυνόμενο ακίνητο είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο, έργο τέχνης, ιστορικό μνημείο ή αρχαιολογικός χώρος και το βαρυνόμενο και το ωφελούμενο ακίνητο βρίσκονταν στα όρια του ίδιου Δήμου ή Κοινότητας.

Ως αποτέλεσμα της άνω νομολογίας το ΥΠΕΧΩΔΕ με την Εγκύκλιο 5/4.2.1997 ανέστειλε την εφαρμογή του Ν 2300/1995 για να επανεισάγει τον προκείμενο θεσμό με τον Ν 3044/2002. Βασικά χαρακτηριστικά του νέου νόμου αποτελούν η περιοριστική απαρίθμηση των βαρυνόμενων ακινήτων, η αναλυτική ανάπτυξη της έννοιας των Ζωνών Υποδοχής Συντελεστή Δόμησης (ΖΥΣ) και η εκτενής περιγραφή της διοικητικής διαδικασίας πραγματοποίησης της μεταφοράς συντελεστή δόμησης 1288. Ειδικότερα αναφέρονται τέσσερις κατηγορίες βαρυνόμενων ακινήτων: α) διατηρητέα ακίνητα, β) ακίνητα με οικοδομήματα που έχουν χαρακτηριστεί ως μνημεία, γ) ακίνητα χαρακτηρισμένα ως αρχαιολογικοί χώροι ή ιστορικοί τόποι εντός σχεδίου πόλεως ή εντός ορίων οικισμού και τέλος δ) ακίνητα χαρακτηρισμένα ως κοινόχρηστοι χώροι από τα εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια. Στην τελευταία περίπτωση ο νομοθέτης θέτει την προϋπόθεση της αποδοχής της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης από τον ιδιοκτήτη του βαρυνόμενου ακινήτου ως είδος αποζημίωσης. Ταυτόχρονα προβλέπονται οι ΖΥΣ και διατηρούνται οι ΖΑΣ. Ως ΖΥΣ ορίζονται οι περιοχές όπου πρέπει να βρίσκεται υποχρεωτικά το ωφελούμενο ακίνητο και οι οποίες πρέπει να είναι: α) εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου και εκτός των καθορισμένων ορίων ιστορικών τόπων, παραδοσιακών ή αξιόλογων οικισμών, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών κέντρων πόλεων, β) εκτός καθορισμένων ορίων περιοχών χαρακτηρισμένων ως ζωνών προστασίας χώρων ή κτιρίων γ) εκτός των δύο πρώτων οικοδομικών τετραγώνων από τη γραμμή του αιγιαλού ή της όχθης αν πρόκειται για μεγάλες λίμνες ή για

1286 ΣτΕ 4572-4573/1996.1287 Παραράς I., «Η εξέλιξη…» όπ. αν..1288 Μακρή Ι., όπ. αν., σ. 32.

Page 298: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

πλεύσιμους ποταμούς, δ) εκτός περιοχών ενταγμένων σε σχέδιο πόλεως με τις ειδικές διατάξεις για τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς και ε) εκτός περιοχών με έντονη κλίση. Επιπλέον οι ΖΥΣ δεν πρέπει να έχουν χαρακτηριστεί ως Ζώνες Ενεργού Πολεοδομίας (ΖΕΠ), Ζώνες Αστικού Αναδασμού (ΖΑΑ) ή Ζώνες Κοινωνικού Συντελεστή. Ο καθορισμός τους γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας, ύστερα από γνώμη του Περιφερειακού Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΠΣΧΟΠ) και του οικείου ΟΤΑ πρώτου βαθμού, ενώ οι ΖΑΣ καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 880/1979 (άρθρο 2). Επιπλέον ο νέος νόμος, όπως και ο Ν 2300/1995, επιδιώκοντας να παρακάμψει τον προληπτικό έλεγχο του ΣτΕ μέσω της επεξεργασίας των προεδρικών διαταγμάτων, προβλέπει την έκδοση υπουργικής απόφασης για τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης. Συνεπώς, αν και υιοθετήθηκαν κάποιες θέσεις της νομολογίας του ΣτΕ, υπάρχουν αρκετά δυνητικά σημεία αντίθεσης με πάγιες θέσεις της νομολογίας. Ενδεικτικά σημεία τριβής θα μπορούσαν να αποτελέσουν: α) η ενσωμάτωση του δικαιώματος της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης, ως διαιρετό δικαίωμα, σε ονομαστικό τίτλο που μεταβιβάζεται ελεύθερα. Επιτρέποντας την εμπορία των τίτλων μεταφοράς του συντελεστή δόμησης, ο νομοθέτης έρχεται σε αντίθεση με τη θέση του ΣτΕ, όπως αυτή διατυπώθηκε στην απόφαση 6070/1996 της Ολομέλειας, σύμφωνα με την οποία η ενσωμάτωση του δικαιώματος της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης σε εμπορικό τίτλο που κυκλοφορεί ελεύθερα είναι αντισυνταγματική, β) η αναγωγή σε γενικό κανόνα της προϋπόθεσης σύμφωνα με την οποία το ωφελούμενο ακίνητο πρέπει να βρίσκεται σε Δήμο ή Κοινότητα της ίδιας Περιφέρειας με το βαρυνόμενο, σε αντίθεση με τη νομολογία που τον θεωρούσε ως εξαιρετικό 1289, γ) η εφαρμογή της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης ως είδος αποζημίωσης σε ακίνητα χαρακτηρισμένα ως κοινόχρηστοι χώροι από εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια, παραβλέποντας τη νομολογία του ΣτΕ κατά την οποία η μεταφορά του συντελεστή δόμησης ως τρόπος αποζημίωσης είναι συνταγματική μόνο στην περίπτωση διατηρητέων κτιρίων και κτιρίων χαρακτηρισμένων ως έργων τέχνης ή ιστορικών μνημείων ή αρχαιολογικών χώρων. Το ΣτΕ απαιτεί τη στήριξη του θεσμού σε ειδική συνταγματική διάταξη, πράγμα που δεν ισχύει στην συγκεκριμένη περίπτωση 1290 και δ) ο καθορισμός των ΖΥΣ χωρίς διαδικασία έγκρισης ή τροποποίησης της πολεοδομικής μελέτης ή του ρυμοτομικού σχεδίου, παράλειψη που μπορεί να οδηγήσει σε αντιφάσεις και σε νόθευση του πολεοδομικού σχεδιασμού 1291. Ως συνέπεια αυτών των σημείων τριβής ο νέος (τρίτος) 1289 ΣτΕ 6070/1996 (Ολομ.).1290 ΣτΕ 6070/1996 (Ολομ.), 551/2000.1291 Παραράς I., «Η εξέλιξη…», όπ. αν.

Page 299: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

νόμος μένει ανενεργός διότι τα εκτελεστικά του διατάγματα, κατά τον νομοπαρασκευαστικό του έλεγχο, δεν εγκρίνονται από το ΣτΕ.

Ανακεφαλαιώνοντας, διαπιστώνεται η ανάγκη καθορισμού αντικειμενικών πολεοδομικών κριτηρίων κατά την εφαρμογή του εν λόγω θεσμού, με σκοπό τη διάσωση της οικιστικής φυσιογνωμίας της περιοχής του ωφελούμενου ακινήτου. Στο αποτέλεσμα αυτό αποβλέπει εξάλλου η μεταγενέστερη νομοθετική παρέμβαση του άρθρου 14 του Ν 3212/2003 «Άδεια δόμησης, πολεοδομικές και άλλες διατάξεις θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων», με την οποία τέθηκαν περιορισμοί και προϋποθέσεις κατά την πραγματοποίηση μεταφερόμενου συντελεστή σε ωφελούμενο ακίνητο ανάλογα με τη χρήση γης της περιοχής του ωφελούμενου ακινήτου 1292. Ειδικότερα σε περιοχές με χρήση αμιγούς κατοικίας ή μόνο κατοικίας η ποσοστιαία αύξηση του συντελεστή δόμησης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 20% του ισχύοντος στην περιοχή, για συντελεστή δόμησης μέχρι 0,8, το 15% για το τμήμα του συντελεστή δόμησης πάνω από 0,8 μέχρι και 1,2 και το 10% για το τμήμα του συντελεστή δόμησης πάνω από 1,2. Σε περιοχές παραθεριστικής κατοικίας η ποσοστιαία αύξηση του συντελεστή δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% του ισχύοντος συντελεστή. Επιπλέον στις ως άνω περιοχές η ποσοστιαία αύξηση του συντελεστή δόμησης πρέπει να αφορά μόνο στην επαύξηση χώρων κατοικίας ή βοηθητικών χώρων αυτής.Σε περιοχές με χρήση γενικής κατοικίας ή περιοχές εντός σχεδίου στις οποίες δεν έχουν καθοριστεί χρήσεις με δεσμευτικό τρόπο η ποσοστιαία αύξηση του συντελεστή δόμησης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 25% του ισχύοντος στην περιοχή, για συντελεστή μέχρι 0,8, το 20% για το τμήμα του συντελεστή πάνω από 0,8 μέχρι και 1,2, και το15% για το τμήμα του συντελεστή πάνω από 1,2. Σε περιοχές παραθεριστικής κατοικίας, εφόσον προβλέπεται η χρήση γενικής κατοικίας, η ποσοστιαία αύξηση του συντελεστή δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 15% του ισχύοντος συντελεστή.Σε περιοχές με χρήση πολεοδομικού κέντρου η ποσοστιαία αύξηση του συντελεστή δόμησης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 30% του ισχύοντος στην περιοχή, για συντελεστή μέχρι 0,8, το 25% για το τμήμα του συντελεστή πάνω από 0,8 μέχρι και 1,2, και το 20% για το τμήμα του πάνω από 1,2, προκειμένου για κτίρια κατοικίας, και 40%, 35% και 30% αντίστοιχα, για ειδικά κτίρια. Σε περιοχές παραθεριστικής κατοικίας, εφόσον

12921

ΦΕΚ Α, 308.

Page 300: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

προβλέπεται η χρήση πολεοδομικού κέντρου, η ποσοστιαία αύξηση του συντελεστή δόμησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του ισχύοντος στην περιοχή, για κτίρια κατοικίας, και το 30% για ειδικά κτίρια.Τέλος σε περιοχές με ειδικές χρήσεις η ποσοστιαία αύξηση του συντελεστή δόμησης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 20% του ισχύοντος.

Παρά την ως άνω θέσπιση νομοθετικών ορίων κατά την εφαρμογή της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης, για την αποτελεσματικότερη προστασία του πολεοδομικού κεκτημένου, κρίνεται αναγκαία η υλοποίηση της εν λόγω διαδικασίας μέσα στα πλαίσια του πολεοδομικού σχεδιασμού με τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της βαρυνόμενης και της ωφελούμενης περιοχής. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται η ένταξη της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης στα πλαίσια του ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού, διασφαλίζοντας την τήρηση των ισχυουσών πολεοδομικών ρυθμίσεων.

1.1.5. Η χρονικά διαιρεμένη ιδιοκτησία

Η εξέλιξη των κοινωνικών αναγκών με τη συμβολή της νέας τεχνολογίας στον τομέα των μεταφορών και της επικοινωνίας δημιούργησαν τον θεσμό της χρονικά διαιρεμένης ιδιοκτησίας, ο οποίος στηρίζεται σε ένα νέο πρωτότυπο δίκτυο στην παροχή τουριστικών υπηρεσιών, ικανό να επηρεάζει τον πολεοδομικό και κυρίως τον χωροταξικό σχεδιασμό των παραθεριστικών κυρίως περιοχών. Πρόκειται για μια νέα σύλληψη στον τρόπο δημιουργίας τουριστικών περιοχών, η οποία επανατοποθέτησε μερικώς το Εμπράγματο Δίκαιο, μεταβάλλοντας το αντικείμενο του δικαιώματος της κυριότητας και προσαρμόζοντας τις σχέσεις των κυρίων στη λειτουργία ενός παγκοσμιοποιημένου δικτύου παροχής υπηρεσιών. Ειδικότερα με τη χρονικά διαιρεμένη ιδιοκτησία επιχειρείται μια άλλου είδους πολυδιάσπαση του δικαιώματος κυριότητας, καθώς προβλέπεται η ύπαρξη συγκυρίων όχι μόνο εξ αδιαιρέτου αλλά και εξ ολοκλήρου για περιορισμένο, ετήσια επαναλαμβανόμενο, χρονικό διάστημα. Το αντικείμενο του δικαιώματος της κυριότητας είναι ένα ακίνητο ή ένα διαμέρισμα και τα υποκείμενα περισσότεροι κύριοι, οι οποίοι καταβάλλουν εφάπαξ το συμφωνημένο τίμημα και ετησίως ένα συμφωνημένο ποσό για τη συντήρηση του ακινήτου και την παροχή συναφών υπηρεσιών, όπως η καθαριότητα και η φύλαξη. Σε αντάλλαγμα, αυτοί αποκτούν ένα χρονομερίδιο, που τους παρέχει δικαίωμα χρήσης του ακινήτου ή του διαμερίσματος, κατά κανόνα για ορισμένο χρονικό διάστημα κάθε χρόνο ή για ορισμένα χρόνια, χωρίς να αποκλείεται η απουσία κάθε χρονικού περιορισμού. Το περιεχόμενο επομένως της κυριότητας ενσωματώνεται στο χρονομερίδιο, που συνίσταται στη διαμονή του

Page 301: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

δικαιούχου στο συγκεκριμένο δωμάτιο ή διαμέρισμα για το συμφωνημένο χρονικό διάστημα.

Επιπλέον, ακολουθώντας τις νέες συνήθειες στον χώρο του τουρισμού, παρέχεται η δυνατότητα ανταλλαγής των χρονομεριδίων μέσω ειδικών οργανισμών ανταλλαγών, όπως η RCI, με αποτέλεσμα ο δικαιούχος ενός χρονομεριδίου στην Ελλάδα να μπορεί να ανταλλάξει μια εβδομάδα π.χ. διακοπών σε άλλη χώρα 1293.

Η εφαρμογή του θεσμού αυτού σε πλήθος χωρών 1294 οδήγησε σε διαφορετικές διαπιστώσεις ως προς την επίδραση του στην κάθε έννομη τάξη. Ειδικότερα η νομική φύση του χρονομεριδίου ανάλογα με τη βούληση του νομοθέτη μπορεί να είναι εμπράγματη, ενοχική ή και εταιρική. Σε χώρες, όπως η Πορτογαλία καθιερώθηκε ένα νέο εμπράγματο δικαίωμα, αυτό της περιοδικής κατοικίας σε τουριστικό κατάλυμα, ανάλογο προς το δικαίωμα της οριζόντιας ιδιοκτησίας 1295, ενώ στη Γαλλία οι χρονομεριδιούχοι είναι μέτοχοι μιας εταιρείας στην οποία ανήκει το τουριστικό κατάλυμα, της «Société civile d’attribution» 1296. Στην ελληνική έννομη τάξη η νομική φύση του χρονομεριδίου είναι ενοχική, καθώς με τον Ν 1652/1986 «Σύμβαση της χρονομεριστικής μίσθωσης και ρύθμιση συναφών θεμάτων» 1297 η εισαγωγή του θεσμού αυτού έγινε με τη μορφή της χρονικά διαιρεμένης μίσθωσης αντί της χρονικά διαιρεμένης ιδιοκτησίας 1298. Στην πραγματικότητα όμως θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι με την εισαγωγή της χρονικά διαιρεμένης μίσθωσης στην ελληνική έννομη τάξη παρατηρείται μια διττή επίδραση στο Ενοχικό Δίκαιο και το Εμπράγματο. Για την κατάρτιση της σύμβασης απαιτούνται α) συμβολαιογραφικό έγγραφο, β) μεταγραφή και γ) έγγραφη γνωστοποίηση της κατάρτισης από τον εκμισθωτή στον ΕΟΤ 1299. Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις είναι ενδεικτικές

1293 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 680-681.1294 Ο θεσμός αυτός γεννήθηκε στην Ελβετία και τη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του ’60, επεκτάθηκε στη Βόρειο Αμερική τη δεκαετία του ’70, εν συνεχεία στη Ν. Αφρική, την Ιαπωνία, την Αυστραλία, τη Ν. Αμερική και τέλος τη δεκαετία του’80 διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη και κυρίως στην Ισπανία, την Πορτογαλία και το Ην. Βασίλειο. Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν. σ. 681. 1295 Edmonds, «International Timesharing», 2η έκδ, 1986, σ. 239.1296 Biasca, «La Propriété Spatio Temporelle», Gazette du Palais 1976, (2e sem.)σ. 5391297 ΦΕΚ Α, 167.1298 Στόχος του νομοθέτη ήταν αφενός η προσέλκυση σημαντικού αριθμού τουριστών από το εξωτερικό, υψηλής εισοδηματικής στάθμης, σε σταθερή βάση με αντίστοιχη εισαγωγή σημαντικού ποσού συναλλάγματος, και αφετέρου η δυνατότητα επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου. Εισαγωγική έκθεση Ν 1652/1986, όπ. αν.1299 Ν 1652/1986, όπ. αν., άρθρα 1, παρ.2 και 4, παρ. 1.

Page 302: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

της εμπράγματης πτυχής της σύμβασης. Η επανατοποθέτηση όμως του Εμπράγματου Δικαίου έγκειται κατά κύριο λόγο στη δυνατότητα που παρέχεται με το νέο νομοθετικό πλαίσιο 1300 μεταβολής του καθεστώτος των εγγυήσεων επί ακινήτων, οι οποίες βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στις εμπράγματες ασφάλειες, με εγγυητικές επιστολές τραπεζών που μπορεί να προσκομίσει ο επιχειρηματίας στους δανειστές του 1301. Τελικός στόχος της ρύθμισης αυτής είναι η απαλλαγή από εμπράγματα βάρη των υπαγομένων στη χρονομεριστική σύμβαση ακινήτων και κατά συνέπεια και του χρονομεριδίου 1302. 1.2. Οι δουλείες

Οι δουλείες του ΑΚ συνιστούν δικαιώματα που επηρεάζουν τον τρόπο εκμετάλλευσης και δόμησης των ακινήτων 1303. Από αυτές άλλες καταργήθηκαν από την πολεοδομική νομοθεσία και ειδικότερα από τον ΓΟΚ με τη θέσπιση κανόνων αναγκαστικού δικαίου και άλλες διατηρήθηκαν εν ισχύ, γνωρίζοντας μια νομολογιακή διεύρυνση του περιεχομένου τους. Επιπλέον για την κάλυψη πολεοδομικών και οικιστικών αναγκών και την προστασία των πόλεων δημιουργήθηκαν οι διοικητικές δουλείες οι οποίες οριοθετούν τον τρόπο δόμησης του οικοπέδου.

1.2.1 Οι πραγματικές δουλείες του ΑΚ

Ο νομοθέτης στον ΑΚ προέβη σε μια ενδεικτική απαρίθμηση των πραγματικών δουλειών 1304, οι οποίες διακρίνονται σε δουλείες προς ανοχή και σε δουλείες προς παράλειψη 1305. Στις πρώτες παρέχεται η εξουσία στον κύριο του δεσπόζοντος ακινήτου να ενεργεί πάνω στο δουλεύον ακίνητο, υποχρεώνοντας τον κύριο του δουλεύοντος να ανέχεται τις ενέργειες αυτές, ενώ στις δεύτερες υποχρεώνεται ο κύριος του δουλεύοντος να παραλείπει ορισμένες πράξεις, τις οποίες θα είχε δικαίωμα να επιχειρεί ως κύριος.

1300 Ν 1652/1986, όπ. αν., άρθρο 3.1301 Εισηγητική έκθεση Ν 1652/1986, όπ. αν.1302 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο…», όπ. αν., σ. 685.1303 Οι δουλείες συνιστούν περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα με το οποίο παρέχεται στον δικαιούχο εξουσία πορισμού ωφελειών από την ουσία ξένου πράγματος. Διακρίνονται σε προσωπικές δουλείες, οι οποίες υπάρχουν υπέρ ορισμένου προσώπου, σε πραγματικές, υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου, και σε περιορισμένες προσωπικές, οι οποίες είναι πραγματικές δουλείες που έχουν συσταθεί με τη μορφή προσωπικής δουλείας, καθώς δικαιούχος είναι πρόσωπο ατομικά ορισμένο. Χατζοπούλου Α., «Στοιχεία…», όπ. αν., σ. 116-118.1304 ΑΚ άρθρο 1120.1305 ΑΚ άρθρο 1119.

Page 303: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Α. Οι δουλείες προς ανοχή

Ως δουλείες προς ανοχή θεωρούνται: α) η δουλεία οδού, με την οποία παρέχεται στον κύριο του δεσπόζοντος το δικαίωμα να περνά μέσα από το δουλεύον ακίνητο. Επιπλέον είναι δυνατόν στη συστατική πράξη να ορίζεται το τμήμα του δουλεύοντος ή και το πλάτος της λωρίδας γης που δύναται να χρησιμοποιείται από τον δουλειούχο, ή και ο τρόπος με τον οποίο δικαιούται να περνά, όπως πεζή ή με το αυτοκίνητο 1306,β) η δουλεία διοχέτευσης νερού, με την οποία παρέχεται στον κύριο του δεσπόζοντος το δικαίωμα διοχέτευσης νερού στο κτήμα του, διαμέσου του δουλεύοντος ακινήτου 1307,γ) η δουλεία αποχέτευσης νερού, βάσει της οποίας ο κύριος του δεσπόζοντος δικαιούται να αποχετεύει το νερό του κτήματός του στο δουλεύον ακίνητο,δ) η δουλεία άντλησης νερού, με την οποία ο κύριος του δεσπόζοντος δικαιούται να αντλεί νερό από το πηγάδι ή την πηγή του δουλεύοντος 1308, καθώς και να εγείρει κατασκεύασμα στο δουλεύον, αν τούτο απαιτείται για την άντληση του νερού,ε) η δουλεία ποτισμού θρεμμάτων, με την οποία ο δουλειούχος δικαιούται να οδηγεί τα ζώα του δεσπόζοντος ακινήτου στο δουλεύον, χρησιμοποιώντας για τον ποτισμό τους το νερό του δουλεύοντος,στ) η δουλεία βοσκής θρεμμάτων, βάσει της οποίας τα ζώα του δεσπόζοντος ακινήτου μπορούν να βόσκουν στο δουλεύον,ζ) η δουλεία ξύλευσης, με την οποία ο δουλειούχος δικαιούται να κόβει τα απαραίτητα για τις ανάγκες του δεσπόζοντος ακινήτου ξύλα από το δουλεύον ακίνητο, η) η δουλεία σταλαγμών, με την οποία επιτρέπεται η παροχή του νερού που πέφτει από τη στέγη του δεσπόζοντος ακινήτου στο δουλεύον υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για συνεχόμενα ακίνητα. Αξίζει να σημειωθεί η κατάργηση των υπαρχουσών δουλειών σταλαγμών με διάταξη του ΓΟΚ του 1973 1309, θ) η δουλεία εξώστη ή πρόστεγου, με την οποία δίνεται η δυνατότητα στον δουλειούχο να διατηρεί εξώστη ή πρόστεγο στον χώρο του δουλεύοντος ακινήτου,

1306 ΑΠ 244/1982 ΝοΒ 30, 1247, ΑΠ 1661/1983 ΕΕΝ 51, 655. ΕφΘεσ. 129/1960 ΕΕΝ 28, 229. ΕφΠατρ. 1214/1953 Αρμ 1954, 112, ΠρΙωαν. 789/1984 ΝοΒ 34, 258, ΕιρΠύργου 68/1986 ΝοΒ 35, 1076.1307 ΑΠ 440/1904 Θέμ. ΙΣΤ, 262, ΑΠ 308/1933 Θέμ. ΜΔ, 598.1308 ΑΠ 661/1958 ΝΔικ 15,156, ΕΕΝ 26,21.1309 ΓΟΚ 1973, άρθρο 60, παρ. 4

Page 304: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ι) η δουλεία στήριξης οικοδομής, σύμφωνα με την οποία ο δουλειούχος δικαιούται να στηρίζει την οικοδομή του ή τμήμα της σε οικοδόμημα που βρίσκεται στο δουλεύον ακίνητο καιια) η δουλεία υπονόμου, η οποία συνίσταται στη διατήρηση υπονόμου στο δουλεύον ακίνητο 1310.

Β. Οι δουλείες προς παράλειψη

Αντιστοίχως στον ΑΚ προβλέφθηκαν οι ακόλουθες δουλείες προς παράλειψη:α) η δουλεία μη ανέγερσης, με την οποία ο κύριος του δουλεύοντος δεσμεύεται να μην κατασκευάσει οικοδομή ή να μην υψώσει περισσότερο την ήδη υπάρχουσα στο δουλεύον ακίνητο 1311,β) η δουλεία μη παρεμπόδισης φωτός, με την οποία ο κύριος του δουλεύοντος υποχρεούται να μην έχει στο δουλεύον ακίνητο οικοδομή ή και δέντρα που εμποδίζουν τον ήλιο ή γενικά τον φωτισμό του δεσπόζοντος1312

και γ) η δουλεία μη παρεμπόδισης της θέας, το περιεχόμενο της οποίας είναι ευρύτερο από τη δουλεία μη παρεμπόδισης φωτός, καθώς συμπεριλαμβάνεται εκτός του φωτός, η θέα προς τον ορίζοντα ή άλλη ευχάριστη θέα, όπως προς τη θάλασσα, τη λίμνη ή το βουνό 1313. Ταυτόχρονα η έννοια των πραγματικών δουλειών προς ανοχή διευρύνθηκε νομολογιακά, με αποτέλεσμα να ενταχθούν σε αυτήν η δουλεία παραθύρων1314, η δουλεία λατομίας 1315, η δουλεία αμμοληψίας, ακόμα και δασικές δουλείες, σε περίπτωση που το δουλεύον ακίνητο αποτελεί ιδιωτικό δάσος, όπως η δουλεία συλλογής ρητίνης και βελανιδιών.

1.2.2. Η επανατοποθέτηση των άνω δουλειών χάριν πολεοδομικών διατάξεων

Πολεοδομικές διατάξεις του ΓΟΚ, οι οποίες αφορούν στη ρυμοτομία, την οικοδομική τάξη και την αισθητική εμφάνιση των πόλεων περιόρισαν σημαντικά, λόγω του αναγκαστικού τους χαρακτήρα, τις πραγματικές 1310 ΑΚ άρθρο 1120, Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο Δίκαιο ΙΙ», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1991, σ. 16-17.1311 ΑΠ 804/1980 ΝοΒ 29,72,ΠρΘηβ. 111/1984 Αρμ 38, 805.1312 ΑΠ 804/1980 ΝοΒ 29,72.1313 ΕφΠειρ. 643/1981 ΕλλΔνη 23, 504, ΑΚ άρθρο 1120, Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο Δίκαιο ΙΙ», όπ. αν., σ. 17-18.1314 ΠρΙωαν. 40/1975 ΝοΒ 23,784, ΑΠ 279/1985 ΕλλΔνη 26, 1483.1315 ΠρΣυρ. 33/1987 ΕλλΔνη 30,385. ΑΠ 165/1990 ΝοΒ 39,71. Γεωργιάγης/Μητσόπουλος, ΕλλΔνη 30/246.

Page 305: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

δουλείες, καθιστώντας απολύτως άκυρες αντίθετες δικαιοπραξίες. Ειδικότερα σύμφωνα με τον ισχύοντα ΓΟΚ απαγορεύεται η σύσταση δουλειών οι οποίες συνεπάγονται περιορισμό της δυνατότητας ανέγερσης ή επέκτασης των κτιρίων ή εγκαταστάσεων σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Πρόκειται για τις διατάξεις που καθορίζουν τα ανώτατα ύψη των οικοδομών και το ισχύον σε κάθε οικισμό οικοδομικό σύστημα 1316. Στο ίδιο πνεύμα, μετά τον ΓΟΚ του 1985 περιορίστηκε σημαντικά η δυνατότητα σύστασης δουλείας παραθύρων και δεν είναι πλέον δυνατή η σύσταση δουλείας με περιεχόμενο τη δυνατότητα διάνοιξης παραθύρων σε γειτονικό τοίχο ή μεσότοιχο 1317.Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η δουλεία διόδου, εφόσον αυτή αποτελεί τη μοναδική δίοδο προς κοινόχρηστο χώρο οικοπέδου ή κτιρίου ή αυτοτελούς από πλευράς δόμησης ορόφου 1318. Για να υπάρχει όμως τέτοια δίοδος θα πρέπει η επικοινωνία του δεσπόζοντος ακινήτου με τον κοινόχρηστο χώρο είτε να είναι τελείως αδύνατη, όταν για την πραγματοποίησή της απαιτούνται μεγάλα τεχνικά έργα ή δαπάνες δυσανάλογες προς την αξία της ιδιοκτησίας ή προς τις δυνατότητες του ιδιοκτήτη 1319, είτε να μην επαρκεί υφιστάμενη άλλη δίοδος για την εξυπηρέτηση των αναγκών του δεσπόζοντος 1320. Επιπλέον δεν παρεμποδίζεται η έκδοση οικοδομικής άδειας ενόψει κατασκευών ή εγκαταστάσεων στο δουλεύον ακίνητο, με τις οποίες καθίσταται αδύνατη εν όλω ή εν μέρει η άσκηση προϋφιστάμενων δουλειών. Αυτές καταργούνται με την καταβολή της καθορισθείσας από το ειρηνοδικείο της περιφέρειας του δουλεύοντος ακινήτου αποζημίωσης στον δικαιούχο, τον κύριο δηλ. του δεσπόζοντος ακινήτου. Η έναρξη των εν λόγω εργασιών επιτρέπεται με την έκδοση νόμιμης οικοδομικής άδειας και την καταβολή της αποζημίωσης στον δικαιούχο ή την κατάθεσή της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, οπότε και καταργείται η προϋφιστάμενη δουλεία. Συνεπώς οι τρεις προαναφερόμενες για την κατάργηση της δουλείας προϋποθέσεις α) του ασυμβίβαστου χαρακτήρα της ολικής ή μερικής άσκησης της δουλείας με την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών, β) της έκδοσης νόμιμης οικοδομικής

1316 ΑΠ 222/1978 ΝοΒ 27, 50, ΕφΑθ. 2016/1972 ΝοΒ 20, 1460, ΕφΘεσ. 1144/1978 Αρμ 33, 285, ΕφΑθ. 7337/1987 ΕλλΔνη 31, 118, ΕφΑθ. 9299/1986 ΑρχΝ 38, 198.1317 ΑΠ 1352/1989 ΕλλΔνη 32, 770, ΕφΑθ. 7337/1987 ΕλλΔνη 31, 118, ΕφΠειρ. 643/1981 ΕλλΔνη 23, 504.1318 ΓΟΚ άρθρο 25, παρ. 1, ΑΠ 419/1984 ΝοΒ 33, 402, ΕφΑθ. 5806/1982 ΕλλΔνη 23, 407, ΣτΕ 2141/1971 (Ολομ.) ΔΔΝ 1971, 743 (: αν η σύσταση στο ακίνητο δουλείας διόδου συνεπάγεται τη διαίρεση του δουλεύοντος σε τμήματα μη αυτοτελώς οικοδομήσιμα, μπορεί να ζητηθεί από τον κύριό του η προσκύρωσή τους υπέρ των γειτονικών οικοπέδων, η οποία, εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του νόμου, χωρεί υποχρεωτικά).1319 ΑΠ 1028/1988 ΕλλΔνη 32, 328, ΑΠ 222/1978 ΝοΒ 27, 50, ΕφΑθ. 2833/1986 ΕλλΔνη 1986, 1168, ΠΠρΝαυπλ. 34/1988 ΝοΒ 37, 762.1320 Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο Δίκαιο ΙΙ», όπ. αν., σ. 21.

Page 306: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

άδειας και γ) της προηγούμενης καταβολής στον δικαιούχο της σχετικής αποζημίωσης 1321 πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά 1322. Εξαίρεση από αυτόν τον κανόνα αποτελούν η δουλεία κοινού σκελετού και η προαναφερόμενη δουλεία διόδου 1323. Τέλος οι προαναφερόμενοι περιορισμοί εφαρμόζονται μόνο στις περιοχές εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου και σε οικισμούς χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο, ενώ δεν εφαρμόζονται στις περιοχές εκτός εγκεκριμένου σχεδίου, για τις οποίες ισχύει το σύνολο των διατάξεων του ΑΚ σχετικά με τις δουλείες 1324.

1.2.3. Οι διοικητικές δουλείες και οι χρήσεις γης

Α. Οι διοικητικές δουλείες

Ως διοικητικές δουλείες χαρακτηρίζονται οι υποχρεώσεις και περιορισμοί της κυριότητας που θεσπίζονται από οικοδομικούς κανονισμούς και πολεοδομικούς κανόνες σε βάρος ιδιοκτητών ακινήτων προς όφελος του κοινωνικού συνόλου υπέρ νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή και φυσικών προσώπων για πραγμάτωση έργων δημόσιας ή κοινής ωφέλειας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν η διέλευση τηλεγραφικών, τηλεφωνικών γραμμών του Δημοσίου, η τοποθέτηση στύλων, υποστηριγμάτων ή υποστατών από τη ΔΕΗ, καθώς και η υποχρέωση των ιδιοκτητών ή κατόχων αγροτικών ή αστικών ακινήτων να επιτρέπουν την εναέρια ή υπόγεια διάβαση καλωδίων ή γραμμών της ΔΕΗ1325. Η ιδιαιτερότητα αυτών των εμπράγματων επιβαρύνσεων έγκειται στη νομοθετική πρόβλεψή τους στα πλαίσια της κοινωνικής λειτουργίας της ιδιοκτησίας, σε αντίθεση με τις πραγματικές δουλείες που συσταίνονται είτε συμβατικά είτε με χρησικτησία 1326. Ωστόσο οι διοικητικές δουλείες δεν θα πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με το άρθρο 24 του Συντάγματος 1327.

Β. Η έννοια των χρήσεων γης

Ιδιαίτερη κατηγορία διοικητικής δουλείας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστούν οι χρήσεις γης, οι οποίες εκφράζουν τον τρόπο λειτουργικής

1321 ΕφΠειρ. 689/96 ΕλλΔνη 98, 664, ΕιρΚερκ. 43/2001 ΙονΕπιθΔ 2002, 139.1322 ΑΠ 1095/97 ΕλλΔνη 39, 1298.1323 ΓΟΚ άρθρο 25, παρ. 2,3 και 4, ΑΠ 221/2001 ΝοΒ 50, 325.1324 ΓΟΚ άρθρο 28.1325 ΑΝ 1672/1951 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων του Ν 1468/1950 «Περί Δημοσίας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού», ΦΕΚ Α, 36.1326 Χατζοπούλου Α., «Θεσμικά…», όπ. αν., σ. Γ-7. 1327 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 236 επ..

Page 307: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

χρησιμοποίησης τμήματος εδάφους ή κτισμάτων ή έργων υποδομής 1328. Στο πλαίσιο του πολεοδομικού σχεδιασμού, ο χώρος αναφοράς της χρήσης γης μπορεί να είναι ολόκληρη η πόλη ή τμήμα της, ενώ στον χωροταξικό σχεδιασμό αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος της πόλης και προβλέπονται χρήσεις, όπως βοσκότοποι, καλλιεργούμενες εκτάσεις και αγραναπαύσεις, δάση, εκτάσεις καλυπτόμενες από νερά, καθώς και εκτάσεις οικισμών 1329. Οι χρήσεις γης διακρίνονται σε χρήσεις βάσης και σε χρήσεις επικάλυψης ανάλογα με το αν διαθέτουν δικό τους έδαφος ή όχι. Στις χρήσεις βάσης ανήκουν ενδεικτικά η γεωργία, η κτηνοτροφία, η βιομηχανία και οι εκκλησιαστικές χρήσεις, ενώ στις χρήσεις επικάλυψης υπάγονται ο τουρισμός και οι ζώνες στρατιωτικών ασκήσεων. Οι χρήσεις επικάλυψης χρησιμοποιούν παροδικά το έδαφος μιας άλλης χρήσης βάσης, όπως η κατοικία ή οι δασικές περιοχές, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η αυτονόμηση μιας χρήσης επικάλυψης και η μετατροπή της σε χρήση βάσης, εξυπηρετώντας μια ευρύτερη κοινωνικοοικονομική επιταγή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του τουρισμού, με την οικοδόμηση ολόκληρων περιοχών μόνο για τουριστική χρήση σε προγενέστερες ανεκμετάλλευτες χέρσες επιφάνειες. Οι περιοχές αυτές παρουσιάζουν μια έντονη ομοιομορφία, με αποτέλεσμα τη μη προβολή των ιδιαίτερων τοπικών ιστορικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών 1330. Επιπλέον ιδιαιτέρως σοβαρό εμφανίζεται το πρόβλημα της συμβατότητας των χρήσεων γης μιας περιοχής, καθώς συχνά παρατηρείται η συνύπαρξη ανθυγιεινών ή οχλουσών βιοτεχνικών εγκαταστάσεων με κατοικίες 1331. Καθίσταται πλέον σαφής η σημασία των χρήσεων γης, καθώς καθορίζουν τη μορφολογία, τη λειτουργία και την οργάνωση του χώρου, περιορίζοντας άμεσα το δικαίωμα της κυριότητας.

Γ. Ο καθορισμός των χρήσεων γης

Ο καθορισμός των χρήσεων γης ως αντικείμενο του πολεοδομικού σχεδιασμού αποτελεί ένα ουσιαστικό μέσο για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, καθώς και για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας των οικιστικών περιοχών. Ο σκοπός του καθορισμού αυτού έγκειται στην παρουσίαση της κατανομής των πολεοδομικών λειτουργιών και

1328 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 102.1329 «Κατανομή της εκτάσεως της Ελλάδος κατά βασικές κατηγορίες χρήσεως», εκδ. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Αθήνα 1995, σ. 11. 1330 «Παρόδιες χρήσεις γης στο κύριο οδικό δίκτυο. Μέρος Α», εκδ. Σπουδαστήριο Πολεοδομικών ερευνών ΕΜΠ, Αθήνα 1997, σ. 169 επ. 1331 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νέου Κόσμου Αττικής, όπου συνυπάρχουν συνεργεία αυτοκινήτων με κατοικίες.

Page 308: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

της τοπολογικής τους ένταξης στον χώρο 1332. Για τον καθορισμό των χρήσεων γης λαμβάνεται υπόψη μια σειρά από ποιοτικά και ποσοτικά πολεοδομικά χαρακτηριστικά των χρήσεων γης και οι σχέσεις μεταξύ τους. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά διακρίνονται στο είδος, στη θέση και τη μορφή της χρήσης. Το είδος προσδιορίζει τη λειτουργική δραστηριότητα που εξυπηρετεί η χρήση και τις υποκατηγορίες, π.χ. χονδρικό-λιανικό εμπόριο. Η θέση καθορίζει το είδος της πολεοδομικής ζώνης όπου βρίσκεται η χρήση 1333. Επί παραδείγματι, οι χρήσεις γης που εξυπηρετούν τις κεντρικές αστικές λειτουργίες τοποθετούνται στη ζώνη του κέντρου της πόλης. Η μορφή προσδιορίζει τον τύπο της χωρικής μορφής της επιφάνειας ανάπτυξης της χρήσης γης και της πολεοδομικής ζώνης όπου αυτή εντάσσεται. Ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν η σημειακή μορφή (νοσοκομεία), η γραμμική (γραμμικά εμπορικά κέντρα κατά μήκος των αρτηριών), η επιφανειακή (συνήθως η δόμηση της κατοικίας), καθώς και συνδυασμοί των ανωτέρω μορφών. Με τη σειρά τους τα ποσοτικά πολεοδομικά χαρακτηριστικά διακρίνονται στη σύνθεση, το μέγεθος και την ένταση. Με τη σύνθεση προσδιορίζονται οι σχέσεις είδους, μορφής και θέσης μιας κατηγορίας χρήσεων γης σε μια οικιστική περιοχή (πόλη, Δήμος) ή σε ένα επιμέρους στοιχείο της (οδός). Επιπλέον καθορίζονται τα ποσοστά των υποκατηγοριών για κάθε είδος χρήσης, τα οποία εμφανίζονται σε ορισμένη πολεοδομική ζώνη και μορφή της παρόδιας συνήθως δόμησης της χρήσης. Με το μέγεθος προσδιορίζεται η μονάδα του είδους της χρήσης γης ως προς ένα εξωγενές στοιχείο, του οποίου επιθυμείται η συσχέτιση με τη χρήση. Πρόκειται συνήθως για στοιχεία χώρου, όπως η επιφάνεια δόμησης ή το μέγεθος καταστημάτων, και για οικονομικά στοιχεία, όπως το κόστος εγκατάστασης, κατασκευής και λειτουργίας. Τέλος με την ένταση προσδιορίζεται το πλήθος των εξωγενών στοιχείων στη μονάδα μέτρησης των ποιοτικών χαρακτηριστικών της χρήσης. Πρόκειται κυρίως για πληθυσμιακά στοιχεία, όπως η πυκνότητα για την κατοικία ή ο αριθμός των απασχολουμένων ανά κατάστημα στο εμπόριο, για περιβαλλοντικά στοιχεία, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, η αισθητική ρύπανση ή η ρύπανση των υδάτων, και άλλα στοιχεία, όπως οι ίπποι των μηχανημάτων μιας βιομηχανικής μονάδας στη βιομηχανία. Το σύνολο των προαναφερόμενων ποιοτικών και ποσοτικών πολεοδομικών χαρακτηριστικών τυγχάνει ιδιαίτερης εφαρμογής κυρίως στις παρόδιες χρήσεις γης 1334.

1332 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 102.1333 Η πολεοδομική ζώνη ορίζεται από τον ισχύοντα θεσμοθετημένο πολεοδομικό σχεδιασμό. 1334 «Παρόδιες χρήσεις γης στο κύριο οδικό δίκτυο., όπ. αν. σ.169 επ.

Page 309: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Δ. Το νομοθετικό πλαίσιο για τις χρήσεις γης

Η διάκριση των χρήσεων γης σε γενικές και ειδικές εισήχθη στην έννομη τάξη με τον Ν 947/1979 «Περί οικιστικών περιοχών». Οι γενικές χρήσεις προσδιορίζουν τον βασικό πολεοδομικό και λειτουργικό χαρακτήρα μιας περιοχής, ενώ οι ειδικές την επί μέρους λειτουργική εξειδίκευση κάθε κατηγορίας γενικών χρήσεων. Επιπλέον, σύμφωνα με τον άνω νόμο, ο καθορισμός των γενικών χρήσεων γης έπρεπε να γίνει με νόμο, σε αντίθεση με τις ειδικές χρήσεις για τον καθορισμό των οποίων ο νομοθέτης απαιτούσε σχετική εξουσιοδοτική διάταξη. Κατ’εφαρμογή της διάταξης αυτής εκδόθηκε το ΠΔ 81/1980 «Περί ειδικών χρήσεων γης και ανώτατων μεγεθών επιτρεπόμενης εκμετάλλευσης οικοδομήσιμων χώρων» 1335, με το οποίο καθορίστηκαν αφενός οι ειδικές κατηγορίες χρήσεων γης, που αποτελούσαν εξειδικεύσεις των προβλεπόμενων από τον νόμο έξι (6) επιμέρους γενικών κατηγοριών, και αφετέρου οι ανώτατες τιμές αριθμού ορόφων, ποσοστού κάλυψης και συντελεστού δόμησης ανά χρήση 1336. Εν συνεχεία, με τον Ν 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και άλλες σχετικές ρυθμίσεις», ο καθορισμός των χρήσεων γης εντάχθηκε στο περιεχόμενο των ΓΠΣ και των ΠΜ, με διαφοροποίηση των περιοχών σε πρώτης και δεύτερης κατοικίας, βιομηχανικές και βιοτεχνικές και τα πολεοδομικά κέντρα. Με τον Ν 1561/1985 «Ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης και άλλες διατάξεις» προβλέφθηκε η δυνατότητα ρύθμισης των κατηγοριών και του περιεχομένου των χρήσεων γης με ΠΔ, σε συμφωνία με τις σχετικές διατάξεις των ΓΠΣ 1337. Σε εφαρμογή της άνω διάταξης εκδόθηκε το ΠΔ 23.2/6.3.1987 «Κατηγορίες και περιεχόμενο χρήσεων γης» 1338, που στόχευε στη θέσπιση ενός σύγχρονου κώδικα και την παροχή νομικής υπόστασης του σχεδιασμού των χρήσεων γης στα ήδη εγκεκριμένα ή εκπονούμενα ΓΠΣ και ΠΜ. Με το σχετικό διάταγμα καθορίστηκαν οι γενικές και ειδικές κατηγορίες χρήσεων γης που προβλέπονται από τα ΓΠΣ και τις ΠΜ 1339. Ειδικότερα προβλέφθηκαν 9 κατηγορίες γενικών χρήσεων και 27 υποκατηγορίες ειδικών, ο καθορισμός των οποίων έπρεπε να είναι σύμφωνος με τη γενική και την ειδική αντίστοιχα πολεοδομική λειτουργία της περιοχής 1340. Με σκοπό να τύχει καθολικής εφαρμογής, το τελευταίο διάταγμα

1335 ΦΕΚ Α, 27.1336 Χατζοπούλου Α., όπ. αν. «Πολεοδομικό…», σ. 103.1337 Άρθρο 15 του σχετικού νόμου. Βλάντου Αλ., όπ. αν. 1338 ΦΕΚ Δ, 166.1339 Γιαννακούρου Γ., «Ο καθορισμός χρήσεων γης και η αναθεώρηση του Συντάγματος», ΠερΔικ 4/2000, σελ. 468 επ.1340 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 103.

Page 310: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

προέβλεψε την κατάργηση κάθε αντίθετης προς αυτό διάταξης και την εγκυρότητα των χρήσεων γης που είχαν καθοριστεί με εγκεκριμένα ΓΠΣ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ 81/1980. Η ρύθμιση αυτή αρχικώς προσέκρουσε στην αντίθεση του ΣτΕ, το οποίο τάχθηκε κατά της αναδρομικής ισχύος του διατάγματος του 1987 1341, με αποτέλεσμα μέχρι το 1992 την παράλληλη εφαρμογή των ΠΔ 81/1980 και 23.2/6.3.1987. Το μεν πρώτο για τα ΓΠΣ που εγκρίθηκαν πριν από την 6.3.1987 και το δε δεύτερο για τα μεταγενέστερα. Τελικώς το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο άλλαξε τη θέση του 1342, υποστηρίζοντας την κατάργηση του ΠΔ/τος 81/1980 με το ΠΔ 23.2/6.3.1987, με συνέπεια ο καθορισμός χρήσεων γης με βάση το ΠΔ 81/1980 να θεωρείται παράνομος ανεξάρτητα από τον χρόνο κατάρτισης του ΓΠΣ 1343. Εν συνεχεία με τον κτιριοδομικό κανονισμό του 1989 επιχειρήθηκε μια ταξινόμηση των κτιρίων ανάλογα με τη χρήση τους και μια νέα διαφορετική κατηγοριοποίηση γενικών και ειδικών χρήσεων. Ειδικότερα στις γενικές χρήσεις συμπεριλήφθησαν η συνάθροιση κοινού, η υγεία – πρόνοια, ο σωφρονισμός, η στάθμευση αυτοκινήτων και τα πρατήρια υγρών καυσίμων, η εκπαίδευση, το εμπόριο, τα γραφεία και η προσωρινή διαμονή 1344.

Ε. Νομολογιακές αρχές

Ταυτόχρονα απέναντι στην άνω πολυνομία, το ΣτΕ κατέληξε σε ένα σύνολο αρχών που πρέπει να διέπουν την πρόβλεψη των χρήσεων γης με σκοπό την εξασφάλιση ποιοτικών οικιστικών συνθηκών: α) η βασική αρχή συνίσταται στον καθορισμό των χρήσεων γης σύμφωνα με πολεοδομικά κριτήρια και σε πλήρη εναρμόνιση με το ΓΠΣ της περιοχής. Ενδεικτικά θα μπορούσε να αναφερθεί η διάκριση των χρήσεων γης μεταξύ τους και η οριοθέτησή τους στον συγκεκριμένο χώρο, β) αποσαφηνίστηκε ότι η εξυπηρέτηση των ιδιωτικών συμφερόντων και η διευκόλυνση της οικοδομικής ή επενδυτικής δραστηριότητας δεν συνιστούν κριτήρια ορθολογικής χωροταξικής ή πολεοδομικής σχεδίασης, γ) οι μερικότερες χρήσεις πρέπει να είναι συμβατές μεταξύ τους χωρίς να εμποδίζουν ή να αναιρούν τη δεσπόζουσα χρήση. Επί παραδείγματι η κατοικία και τα ξενοδοχεία δεν μπορούν να συνυπάρχουν με βιοτεχνικά εργαστήρια και αγροκτηνοτροφικές χρήσεις 1345, δ) η νόθευση της

1341 Πρακτικό ΣτΕ 197/1987.1342 ΣτΕ 3985/1992.1343 Βλάντου Αλ., όπ. αν., σ. 33 επ.

1344 Οι άνω γενικές χρήσεις γης δεν αναφέρονταν στο ΠΔ 23.2/6.3.1987.1345 ΣτΕ, ΠΕ 173/1992, Μακρής Δ., «Κοινό σχόλιο των ΣτΕ ΠΕ 287/1996, ΠΕ 289/1996», Νομολογία, Νόμος και Φύση 1996, σ. 152 επ.

Page 311: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

γενικής πολεοδομικής λειτουργίας μιας περιοχής από άλλες χρήσεις θεωρείται παράνομη. Η νόθευση μπορεί να είναι αποτέλεσμα της προσθήκης χρήσεων που αποτελούν περιεχόμενο άλλης γενικής πολεοδομικής λειτουργίας ή της μη ισόρροπης ποσοστιαίας σχέσης περισσότερων χρήσεων σε μια περιοχή. Με το ΠΕ 522/1996, το ΣτΕ θεώρησε παράνομη την προσθήκη της μερικότερης χρήσης της εμπορικής έκθεσης σε περιοχή γενικής κατοικίας με το σκεπτικό ότι η εμπορική έκθεση ανήκει στη ξεχωριστή γενική πολεοδομική λειτουργία «πολεοδομικό κέντρο – κεντρική λειτουργία πόλης – τοπικό κέντρο συνοικίας – γειτονιά» 1346. Μια άλλη περίπτωση νόθευσης της γενικής πολεοδομικής λειτουργίας μιας περιοχής αναφέρεται στο ΠΕ 287/1996, με το οποίο το ΣτΕ έκρινε ότι σε περιοχή γενικής κατοικίας το ποσοστό της συνολικής δομήσιμης επιφάνειας για τις μερικότερες χρήσεις πρέπει να ορίζεται ρητά και να μην υπερβαίνει το 40% αυτής. Ομοίως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η νόθευση χρήσης γης αποκλειστικής κατοικίας με προσθήκη άλλων κατηγοριών χρήσεων, όπως αυτή της γενικής κατοικίας, από μόνη τη γειτνίαση της περιοχής αποκλειστικής κατοικίας προς περιοχές βεβαρημένων χρήσεων ή προς μεγάλους οδικούς άξονες της πόλης δίχως να εξετασθούν οι επιπτώσεις της εν λόγω μετατροπής στην ποιότητα ζωής των κατοίκων και στη λειτουργικότητα του οικισμού 1347. Στο ίδιο πνεύμα το ΣτΕ θεωρεί ότι ο καθορισμός συγκεκριμένης χρήσης πρέπει να εναρμονίζεται με την υπερτοπική ή όχι σημασία ενός οικισμού και απαγορεύθηκε η έμμεση μετατροπή ενός Δήμου σε υπερτοπικό με την καθιέρωση χρήσεων που εξυπηρετούν ανάγκες υπερτοπικής σημασίας 1348. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της εκδηλούμενης ευαισθησίας του Ε τμήματος του ΣτΕ υπέρ της προστασίας του οικιστικού περιβάλλοντος παρουσιάζει η απόφαση ΣτΕ 197/2005. Με την εν λόγω απόφαση το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, προβαίνοντας σε μια ιστορική ερμηνεία των διατάξεων του ΠΔ 12/1975 αναφορικά με τις χρήσεις γης στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας στην Αθήνα, έκρινε ότι δεν επιτρέπεται επί της ως άνω λεωφόρου η εγκατάσταση συγκροτήματος πολλαπλών κινηματογραφικών αιθουσών με συναφείς χρήσεις πολυκινηματογράφου, καθώς η χρήση αυτή αφενός δεν προβλέπεται από το εφαρμοστέο προαναφερόμενο ΠΔ και αφετέρου δεν συνάδει, από άποψη πολεοδομικής λειτουργίας και συνεπειών στη φυσιογνωμία της περιοχής, με τον τύπο του κινηματογράφου που είχε υπόψη του ο κανονιστικός νομοθέτης 1349.

1346 ΠΔ 23.2/6.3.1987, όπ. αν., άρθρο 4.1347 ΣτΕ 3720/2005, ΠερΔικ 4/2005, σ. 656- 660.1348 ΠΕ 494/1996, Μακρής Δ., όπ. αν., σ. 152 επ.1349 Σκουρής Π., «Από τα θερινά σινεμά στα πολυσινεμά – Σκέψεις με αφορμή τη ΣτΕ 197/2005, ΠερΔικ 4/2005, σ. 559-563.

Page 312: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Ταυτόχρονα το ΣτΕ έχει προχωρήσει στον ορισμό αντικειμενικών κριτηρίων σχετικά με την τροποποίηση και την αναθεώρηση των χρήσεων γης με σημαντικότερα: α) την απαγόρευση της επιδείνωσης των όρων διαμονής μέσω του σχεδιασμού, αρχή η οποία εξάλλου εκπορεύεται και από το Σύνταγμα 1350και β) την απαγόρευση της ανατροπής της εσωτερικής συνοχής της γενικής πολεοδομικής λειτουργίας της περιοχής 1351. Κατά συνέπεια θεωρείται παράνομη η αντικατάσταση της χρήσης αμιγούς ή γενικής κατοικίας με αυτήν των κοινωνικών εξυπηρετήσεων, καθώς η δημιουργία κλινικών και κτιρίων περίθαλψης σημαίνει υποβάθμιση του περιβάλλοντος λόγω των παραγομένων οχλήσεων. Ομοίως θεωρείται παράνομη η διατήρηση απαγορευμένης εφεξής μερικής χρήσης γης σε μια περιοχή 1352. Κατ’ εξαίρεση έγινε αποδεκτή η εγκατάσταση κτιρίων πρεσβειών σε μια κηπούπολη μόνο αν υπάρχουν εξειδικευμένοι και τεκμηριωμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος 1353.

Ανακεφαλαιώνοντας, θα μπορούσε να υπογραμμισθεί ο σαφής προσανατολισμός του ΣτΕ στις αρχές του διαχωρισμού των χρήσεων γης στις πόλεις και στους οικισμούς και της στάθμευσης των περιβαντολλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων, προδίδοντας στην προστασία του περιβάλλοντος τον σημαντικότερο ρόλο για τον καθορισμό του βιώσιμου χαρακτήρα του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Η ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος και η θεραπεία άλλων μορφών γενικού συμφέροντος αποκτούν ελάσσονα σημασία. Το ΣτΕ εμφανίζεται περισσότερο ευαισθητοποιημένο σε θέματα περιβάλλοντος από την ΕΕ, η οποία, υπό το πρίσμα της βιώσιμης ανάπτυξης, αντιμετωπίζει την προστασία του περιβάλλοντος σε ισότιμη βάση με την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων, την κοινωνική και οικονομική συνοχή και την ισότητα. Η στάση αυτή της ΕΕ βρίσκεται σε αρμονία με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Χωρικής Ανάπτυξης 1354, το οποίο διαπνέεται από το τρίπτυχο προστασία – ανάπτυξη – συνοχή 1355. Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί η γενικότερη αδυναμία χωρικού ελέγχου των πολεοδομικών δεσμεύσεων που χαρακτηρίζει την εφαρμογή των χρήσεων γης. Απόδειξη της εκτίμησης αυτής αποτελεί η περιορισμένη ενεργοποίηση της διάταξης του Ν 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» που επιβάλλει τη σφράγιση των ακινήτων σε περίπτωση που δεν τηρηθεί μια από τις ισχύουσες στην περιοχή χρήσεις

1350 ΣτΕ 150/1990 (Ολομ.), 709/1990, ΠΕ 287/1996.1351 ΠΕ 700/1995.1352 ΠΕ 700/19951353 ΣτΕ 709/1990 (Ολομ.), Μακρής Δ., όπ. αν., σ. 152 επ.1354 Άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Χωροταξίας της ΕΕ, Ποτσδαμ Γερμανίας.1355 Γιαννακούρου Γ., «Ο καθορισμός…», όπ. αν., σ. 468 επ.

Page 313: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

γης 1356. Για τον σκοπό αυτόν απαιτείται βελτίωση της ποιότητας και της συστηματικότητας των σχετικών νόμων σε συνδυασμό με μια αντίστοιχη δυναμική της νομολογίας.

1.3. Το Γειτονικό Δίκαιο

1.3.1. Η διεύρυνση της έννοιας της γειτονίας

Ακολουθώντας τις επιταγές της προστασίας του περιβάλλοντος, διευρύνθηκε η έννοια της γειτονίας, με αποτέλεσμα αυτή να μην περιορίζεται μόνο στα όμορα ακίνητα αλλά να καταλαμβάνει και όσα βρίσκονται σε μια οροθετημένη περιοχή, καθώς λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης οι μορφές των πηγών ρύπανσης έχουν απεριόριστο και διάχυτο χαρακτήρα. Πρόκειται επομένως για μια μορφή οικολογικής γειτνίασης, η οποία καθορίζεται από την ύπαρξη ή μη άμεσων επιπτώσεων από τις εκπομπές και όχι από το κριτήριο της τοπικότητας. Ταυτόχρονα με τη διεύρυνση αυτήν επιχειρήθηκε η εξυπηρέτηση των επιταγών του χωροταξικού σχεδιασμού μέσω της ορθολογικής κατανομής των χρήσεων γης με στόχο την απομάκρυνση των βιομηχανικών, βιοτεχνικών και άλλων συναφών δραστηριοτήτων από τα αστικά κέντρα 1357.

1.3.2. Η συσταλτική ερμηνεία των διατάξεων περί εκπομπών γειτονικού ακινήτου

Σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, οι δύο εναλλακτικές προϋποθέσεις για να θεωρηθούν οι εκπομπές 1358 ενός ακινήτου ως νόμιμοι περιορισμοί της κυριότητας γειτονικού σε αυτό ακινήτου συνίστανται α) στη μη πρόκληση

1356 Βλάντου Αλ., όπ. αν., σ. 33 επ.1357 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 227 επ.1358 Εκτός από τις αναφερόμενες ενδεικτικά στο ΑΚ 1003 εκπομπές καπνού, αιθάλης, αναθυμιάσεων, θερμότητας, θορύβου, δονήσεων ή άλλες παρόμοιες επενέργειες προερχόμενες από γειτονικό ακίνητο, στην έννοια των άνω εκπομπών περιλήφθησαν η εκπομπή φθορίου (ΕφΑθ. 7800/1982, ΕλλΔνη 24, σ. 807), ηλεκτρικής, μαγνητικής ενέργειες και χημικών αερίων (ΕιρΑθ. 1483/1981, ΑρχΝ 32, σ. 404), μολύβδου (ΕιρΑμαρ. 114/1979, ΕλλΔνη 22, σ. 172), τέφρας (ΠρΑθ. 16768/1980, ΝοΒ 29, σ. 1423), καθώς και επενέργειες, όπως η σκόνη, η μουσική, η υγρασία και η δυσοσμία, προερχόμενες είτε από τον άνθρωπο είτε από ζώο, όπως γαυγίσματα σκύλων (ΜονΠρΑθ. 7516/1989 ΕλλΔνη 34, σ. 1544) ή κοάσματα βατράχων (ΠολΠρΑθ. 7516/1989, ΝοΒ 37, σ. 1069).

Page 314: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ουσιώδους βλάβης στη χρήση του γειτονικού ακινήτου ή β) στην προέλευση της εκπομπής από συνήθη 1359 για τα ακίνητα της περιοχής χρήση1360. Ως αποτέλεσμα της νομολογιακής αναγνώρισης του ειδικού χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 24, παρ. 1 του Συντάγματος έναντι αυτής του άρθρου 17, παρ. 1, η νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων και η θεωρία υιοθέτησαν, χάριν της προστασίας του περιβάλλοντος, μια συσταλτική ερμηνεία των προϋποθέσεων προκειμένου να θεωρούνται οι εκπομπές γειτονικού ακινήτου ως νόμιμοι περιορισμοί της κυριότητας,1361. Στις άνω προϋποθέσεις περιλήφθησαν οι ακόλουθες δύο: α) ο σεβασμός των αρχών της βιωσιμότητας και της προστασίας του περιβάλλοντος, με συνέπεια η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του ΑΚ 1362 να πρέπει να αποσκοπεί στον σεβασμό του δικαιώματος του ιδιοκτήτη απόλαυσης της ιδιοκτησίας του σε ένα βιώσιμο περιβάλλον 1363. Στο ίδιο πνεύμα δεν νομιμοποιούνται ως περιορισμοί της κυριότητας εκπομπές, όταν με αυτές προσβάλλονται στοιχεία του περιβάλλοντος, απαραίτητα για την επιβίωση και την υγιή διαβίωση του ανθρώπου, ακόμα και μέσα στο στενό πλαίσιο της ιδιοκτησίας του, καθώς σε αντίθετη περίπτωση επέρχεται αφενός σύγκρουση των σχετικών διατάξεων του ΑΚ με τις ανώτερες διατάξεις του Συντάγματος για την προστασία του περιβάλλοντος 1364 και αφετέρου κατάλυση και αχρήστευση του δικαιώματος της ακινήτου ιδιοκτησίας 1365. Πρόκειται επομένως για μια οιονεί απαλλοτρίωση του δικαιώματος της κυριότητας, καθώς περιορίζεται ή στερείται το δικαίωμα απόλαυσης και χρήσης του ακινήτου, για την οποία ο βλαπτόμενος δικαιούται αποζημίωση ισόποση προς την αξία του ακινήτου του 1366. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η προσβολή του ατμοσφαιρικού αέρα από εκπομπές εργοστασίων ή βιομηχανικών

1359 ΕιρΚιλκ 29/1993 (: η δυσοσμία που προκαλείται από εργοστάσιο επεξεργασίας κοπριάς πτηνών προς παραγωγή οργανοχημικού λιπάσματος υπερβαίνει τη συνηθισμένη δυσοσμία στην περιοχή του βλάπτοντος ακινήτου, η οποία προκαλείται από άλλες μονάδες, όπως χοιροτροφείο και άλλα εργοστάσια). Επιπλέον δεν απαιτείται ο διαρκής ή επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας της επενέργειας ώστε να τεθούν σε εφαρμογή οι διατάξεις του , ΑΠ 240/1967, ΝοΒ 15, σ. 987.1360 Κατά τον Καράκωστα Ι. Κ., ο συνήθης χαρακτήρας της εκπομπής πρέπει κρίνεται εξατομικευμένα από τα πολιτικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από τα τυχόν όρια περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων που έχουν τεθεί με διατάξεις Δημοσίου Δικαίου ή ύστερα από τον διοικητικό χαρακτηρισμό μιας περιοχής ως «Ζώνης Ειδικών Περιβαλλοντικών Ενισχύσεων» ή ως «Ζώνης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων», στις οποίες ευνοείται η ανάπτυξη δραστηριοτήτων, όπως βιομηχανικές, μεταλλευτικές και λατομικές Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν.,, σ. 238.1361 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 227.1362 ΑΚ άρθρα 1003 επ.1363 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 228.1364 Άρθρο 24 του Συντάγματος.1365 ΕφΑθ. 7800/1982, ΕλλΔνη 24, σ. 807.

Page 315: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

εγκαταστάσεων, με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της χρήσης γειτονικών, υπό την έννοια της οικολογικής γειτνίασης, ακινήτων. Τα ίδια ισχύουν καταρχήν, ελλείψει σχετικών διατάξεων Δημοσίου Δικαίου, και στην περίπτωση πρόκλησης επενεργειών, προερχόμενων από ακίνητο χρησιμοποιούμενο από το Κράτος ή τον Δήμο 1367. β) Οι εκπομπές πρέπει να αναφέρονται σε επενέργειες χαρακτηριζόμενες από τη μετάδοση ενέργειας, όπως η θερμότητα, ο θόρυβος, οι δονήσεις, από τη διείσδυση αεριωδών στοιχείων αναμεμειγμένων με τον ατμοσφαιρικό αέρα, όπως ο καπνός και οι αναθυμιάσεις, ή τέλος από την εισαγωγή στερεών σωματιδίων πολύ μικρού μεγέθους 1368. Κατά συνέπεια αποκλείονται εκπομπές από σταθμητά στοιχεία 1369, όπως πέτρες, ποντικοί, μέλισσες 1370 ή από στερεά σώματα μεγαλύτερου μεγέθους, όπως λίθοι, σκουπίδια, ζωύφια ή υγρά στοιχεία 1371.

Στο ίδιο πνεύμα περιορίστηκε νομολογιακά το αντικείμενο της σύμβασης, ενοχικής ή εμπράγματης 1372, μεταξύ του κυρίου του εκπέμποντας ακινήτου και του κυρίου του προσβαλλόμενου σχετικά με την υποχρέωση του δεύτερου ανοχής εκπομπών που υπερβαίνουν τα όρια των θεμιτών 1373. Ειδικότερα, παρά το καταρχήν επιτρεπτό μιας τέτοιας σύμβασης λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της διάταξης 1003 του ΑΚ, δεν είναι δυνατόν να αποκλείεται ή να περιορίζεται σημαντικά το δικαίωμα χρήσης στοιχείου του περιβάλλοντος, καθώς κάτι τέτοιο συνεπάγεται παραίτηση από αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητας 1374 και καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.

1.3.3. Δικονομικές επιπτώσεις

Με τη δικαστική προστασία επιβάλλεται η λήψη μέτρων περιοριστικών των επενεργειών, ως συνέπεια της αντίστοιχης υποχρέωσης που θεμελιώνεται στην κατάχρηση δικαιώματος 1375, την αδικοπρακτική ευθύνη 1376, καθώς και

1366 ΑΠ 231/1979, ΝοΒ 27, σ. 1267 (: επιδικάστηκε αποζημίωση ισόποση με την αξία ακινήτου το οποίο κατέστη παραλίμνιο με αποτέλεσμα τη στέρηση του κυρίου της δυνατότητας προσπέλασης).1367 ΑΠ 495/1972, ΝοΒ 20, σ. 1305, ΑΠ 776/1970, ΝοΒ 19, σ. 338.1368 ΠολΠρΑθ. 16768/1980, ΝοΒ 29, σ. 1423.1369 ΠολΠρΑθ. 16768/1980, ΝοΒ 29, σ. 1423.1370 ΕιρΑθ. 1483/1981, ΑρχΝ 32, σ. 404. 1371 ΕιρΑθ. 1483/1981, ΑρχΝ 32, σ. 404.1372 ΑΚ 1118, 1188 σχετικά με τη δημιουργία πραγματικής ή προσωπικής δουλείας.1373 ΕφΑιγαίου 79/1966, ΝοΒ 15, σ. 991, ΠρΑθ. 285/1955, ΕΕΝ 23/369.1374 ΑΠ 244/1959, ΝοΒ 8, σ. 162, ΕιρΜασ 44/1982, ΝοΒ 31, σ. 261.1375 ΑΚ 281.1376 ΑΚ 914.

Page 316: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

στην άσκηση προληπτικής αρνητικής αγωγής για παράλειψη 1377. Αρχικώς ιδιαίτερα αποτελεσματική σε περίπτωση προσβολής περιβαλλοντικών αγαθών, εξαιτίας κυρίως της οικολογικής γειτνίασης των ακινήτων, θεωρείται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικότερα τα στοιχεία του περιβάλλοντος προστατεύονται από το καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο, που είναι το αρμόδιο για την τακτική αγωγή Ειρηνοδικείο 1378, με βάση τις προστατευτικές διατάξεις της κυριότητας και της νομής 1379. Η αιτιολόγηση της υπαγωγής αυτής έγκειται στην προφανή πλέον εξάρτηση της άσκησης των εξουσιών του νομέα από τον περιβάλλοντα χώρο, καθώς η άσκηση της φυσικής εξουσίασης καθίσταται αδύνατη ή επικίνδυνη μετά από μια σοβαρή προσβολή στοιχείου του περιβάλλοντος, όπως μια σοβαρή μόλυνση του ατμοσφαιρικού αέρα με επενέργειες στο έδαφος. Στην περίπτωση αυτήν η επανεγκατάσταση του νομέα συνίσταται στη λήψη μέτρων είτε από τον ηττηθέντα, είτε από τον ίδιο με δαπάνες του ηττηθέντος, με σκοπό την αποκατάσταση της άσκησης της φυσικής εξουσίασης του πράγματος από τον νομέα 1380.

Επιπλέον είναι δυνατή η άσκηση προληπτικής αγωγής σε περίπτωση βέβαιης πρόβλεψης σοβαρής προσβολής του περιβάλλοντος εξαιτίας της κατασκευής ή διατήρησης εγκατάστασης στο γειτονικό ακίνητο, όπως υπόνομοι, χοιροστάσια, καπνοδόχοι, βόθροι, στάβλοι, κλίβανοι, μηχανολογικές εγκαταστάσεις 1381, και κατά συνέπεια κάθε χειροποίητου έργου ή κατασκευάσματος με κάποιο διαρκή χαρακτήρα πάνω στο ακίνητο1382. Ειδικότερα ο παράνομος χαρακτήρας της επενέργειας στοιχειοθετείται είτε όταν παραβλάπτεται σημαντικά η χρήση του γειτονικού ακινήτου από μη συνήθη για την περιοχή του βλάπτοντος επενέργεια είτε από συνήθη μεν, με την οποία όμως προσβάλλεται σοβαρά κάποιο στοιχείο του περιβάλλοντος 1383. Ειδικότερα με την άσκηση της προληπτικής αγωγής αξιώνεται η

1377 ΑΚ 1108, Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 238.1378 ΚΠολΔ 683 «Αρμόδιο Δικαστήριο». 1379 ΕιρΚιλκ. 29/1993, Αρμ. 46, σ. 1106 (: απόρριψη του αιτήματος περί διακοπής της λειτουργίας εργοστασίου που εξέπεμπε δυσοσμία πέραν των ορίων του ΑΚ 1003, με αιτιολογία ότι η παραδοχή του οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του δικαιώματος κατά παράβαση του ΚΠολΔ 692 «Ευχέρεια του Δικαστηρίου», παρ. 4).1380 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 248-250.1381 ΠρΑθ. 11841/1961, ΕλλΔνη 3, σ. 313, ΠρΕβρ 5404/1965, ΝοΒ 14, σ. 153, ΑΠ 329/1968, ΝοΒ 16, σ. 855, ΑΠ 231/1979, ΝοΒ 27, σ. 1267, ΕιρΑμαρ 267/1980, ΕλλΔνη 22, σ. 63, ΠρΛαρ 46/1992, ΑρχΝ 14, σ. 391.1382 Γεωργιάδης Α., σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο ΑΚ 1004-1005, αρ. 6.1383 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 261. Σε περίπτωση ρύπανσης ή μόλυνσης του νερού μέσω πηγαδιού του γειτονικού ακινήτου γεννάται αξίωση παραμερισμού των προσβλητικών επενεργειών και παράλειψής τους στο μέλλον, καθώς

Page 317: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

απαγόρευση της κατασκευής ή διατήρησης εγκατάστασης στο γειτονικό ακίνητο σε περίπτωση που προβλέπονται με βεβαιότητα, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας1384, επενέργειες από την ύπαρξη ή τη χρήση της 1385, εκτός αν έχει προηγηθεί άδεια της αρχής ή τήρηση ειδικών όρων που προβλέπονται από τον νόμο, οπότε αξίωση για άρση της εγκατάστασης μπορεί να γεννηθεί μόνο μετά την εκδήλωση των παράνομων επενεργειών 1386. Δεν θα πρέπει όμως τμήμα της επιβλαβούς εγκατάστασης να βρίσκεται στο ακίνητο του ενάγοντα 1387. 1.4. Η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς

Ήδη από το 1923 προβλέφθηκαν περιορισμοί της κυριότητας για λόγους αισθητικής, καθώς ήταν δυνατόν να απαγορευθεί η κάλυψη των οποιωνδήποτε ορατών αρχιτεκτονικών εσοχών, εξοχών και προπυλαίων των κτιρίων από προσωρινές ή οριστικές εγκαταστάσεις, όπως και η κατάληψη των μεταξύ τους κενών, ακόμα και αν οι ενδιάμεσοι αυτοί χώροι ήταν οικοδομήσιμοι σύμφωνα με το εγκεκριμένο σχέδιο 1388. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει περιορισμούς της κυριότητας για την προστασία αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, παραδοσιακών οικισμών και διατηρητέων κτιρίων. Οι περιορισμοί αυτοί έχουν εμπλουτιστεί νομολογιακά με την αρχή του παραδοσιακού κεκτημένου, όπως ερευνήθηκε ανωτέρω 1389. Ο χαρακτηρισμός ενός οικισμού ως παραδοσιακού ή μεμονωμένων κτιρίων ως διατηρητέων έχει ως αποτέλεσμα την προστασία όχι μόνο μεμονωμένων διατηρητέων κτιρίων, αλλά οικιστικών συνόλων μετά του ευρύτερου περιβάλλοντός τους, καθώς και στοιχείων του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος που βρίσκονται εκτός προστατευτέων οικισμών, όπως κρήνες ή λιθόστρωτα, ή και φυσικών σχηματισμών που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα τους 1390.

1.4.1. Η προστασία των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων

και απαγόρευσης της λειτουργίας ή αφαίρεσης της εν λόγω εγκατάστασης δηλαδή του πηγαδιού. Πρόκειται για μια συνδυαστική εφαρμογή των ΑΚ 1004 και 1003, με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος Βλ. Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 262-265.1384 ΕιρΑμαρ 267/1980, ΕλλΔνη 22, σ. 63.1385 ΑΚ 1004 «Επιβλαβείς εγκαταστάσεις».1386 ΑΚ 1005.1387 ΑΠ 1066/1987, ΕΕΝ 55, σ. 527.1388 ΝΔ της 17.7/16.8.1923, όπ. αν., Κεφάλαιον Β, άρθρο 28, παρ 2. Η ρύθμιση αυτή, που εξακολουθεί να ισχύει, συμπληρώνεται κυρίως με τον ισχύοντα ΓΟΚ και τη νομολογία του ΣτΕ, παρέχοντας ένα ευρύτερο και πιο αποτελεσματικό πλαίσιο προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 10. 1389 Βλ. Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 5.1390 ΓΟΚ, άρθρο 4.

Page 318: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Σύμφωνα με τον νομοθέτη είναι δυνατός ο καθορισμός ζωνών εντός των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων οικισμών, στις οποίες κατά περίπτωση θα απαγορεύεται παντελώς η δόμηση (ζώνη Α) ή θα επιτρέπεται (ζώνη Β) με όρους και περιορισμούς που ορίζονται από το ΥΠΕΧΩΔΕ, σύμφωνα με τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις, ύστερα από πρόταση του Υπουργείου Πολιτισμού1391. Με την ως άνω παρέμβασή του, ο Υπουργός Πολιτισμού μπορεί αφενός να επιτρέψει τη δόμηση σε ορισμένο ακίνητο με αυστηρότερους όρους εκείνων που διέπουν τις περιοχές εκτός σχεδίου και εκτός των ορίων των νόμιμα υφιστάμενων οικισμών και αφετέρου να την απαγορεύσει, εκτιμώντας τη θέση του δεδομένου ακινήτου και τις επιπτώσεις του κτίσματος στον αρχαιολογικό χώρο 1392. Εξάλλου ο καθορισμός των ζωνών δεν προϋποθέτει την κήρυξη του χώρου ως αρχαιολογικού 1393. Η άνω διαδικασία πρέπει να ολοκληρώνεται σε ένα εξάμηνο από την υποβολή της σχετικής πρότασης από την αρμόδια αρχαιολογική Εφορεία 1394. Επιπλέον το Δημόσιο μπορεί να προβαίνει είτε σε ολική είτε σε μερική απαλλοτρίωση είτε σε απευθείας εξαγορά μνημείου ή οποιουδήποτε ακινήτου μέσα στο οποίο υπάρχουν μνημεία. Το δικαίωμα αυτό επεκτείνεται εάν κρίνεται απαραίτητο για την προστασία των μνημείων και σε παρακείμενα ακίνητα ή μνημεία 1395. Στο ίδιο πνεύμα προβλέφθηκε νομοθετικά η επιβολή από τον Υπουργό Πολιτισμού προσωρινής ή οριστικής στέρησης ή περιορισμού της χρήσεως ακινήτου, με σκοπό την προστασία μνημείων, αρχαιολογικών χώρων, ιστορικών τόπων ή τη διενέργεια ανασκαφών 1396.

1.4.2. Η προστασία των παραδοσιακών οικισμών

Ο χαρακτηρισμός ενός οικισμού ή τμήματός του ως παραδοσιακού με προεδρικό διάταγμα συνοδεύεται κατά κανόνα από τον καθορισμό ειδικών

1391 Ν 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις», άρθρο 91, ΦΕΚ Α, 101. 1392 ΣτΕ 736/1997 ΕλλΔνη 38, σ. 1372, ΔιΔικ 9, σ. 668. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ η απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού με την οποία καθορίζεται ζώνη Α έχει κανονιστικό χαρακτήρα, εφόσον η εν λόγω απόφαση έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό για πρώτη φορά της διαβαθμίσεως της προστασίας της σχετικής έκτασης και συνεπάγεται τον προσδιορισμό για πρώτη φορά της κατηγορίας των προσώπων που βαρύνονται με την απόλυτη απαγόρευση δόμησης. ΣτΕ 1645/2003, Νόμος+Φύση Αύγουστος 2003 www . nomosphysis . org . gr . 1393 ΣτΕ 2182/1994, Νόμος +Φύση 2, σ. 523.1394 Ν 1892/1990, όπ. αν., άρθρο 91. 1395 Ν 3028/2001, όπ. αν., άρθρο 18, παρ. 1.1396 Ν 3028/2001, όπ. αν., άρθρο 19, παρ. 1.

Page 319: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

όρων προστασίας και περιορισμών στη δόμηση και τη χρήση κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων 1397. Πρόκειται για κανονιστικές ρυθμίσεις της αρμοδιότητας του Προέδρου της Δημοκρατίας 1398, με τις οποίες οριοθετείται το δικαίωμα της κυριότητας δίχως να θίγονται οι συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, καθώς κινούνται στα πλαίσια της νομοθετικής εξουσιοδότησης με γνώμονα τον χαρακτήρα του οικισμού ως παραδοσιακού 1399. Ανάκληση της πράξης της Διοίκησης περί χαρακτηρισμού ενός οικισμού ως παραδοσιακού, και κατά συνέπεια των συνακόλουθων περιορισμών της κυριότητας, είναι αδύνατη εκτός αν δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του νόμου και κυρίως αν εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα 1400.

Στο πλαίσιο της ως άνω οριοθέτησης του δικαιώματος της κυριότητας απαγορεύεται η χρήση εμπορικών και επαγγελματικών καταστημάτων στο ισόγειο των κτιρίων παραδοσιακού οικισμού με χρήση αμιγούς κατοικίας1401, όπως και η συνέχιση της λειτουργίας κέντρων διασκέδασης σε παραδοσιακό οικισμό που περιλαμβάνεται σε ζώνη προστασίας και ανάδειξης όπου επιτρέπονται μόνο χρήσεις γενικής κατοικίας 1402. Ομοίως σε περίπτωση παραδοσιακού οικισμού με μνημειακό χαρακτήρα ή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, όπως αυτός της Ύδρας, η ανέγερση και αποκατάσταση κτίσματος εντός του παραδοσιακού οικισμού επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβλάπτεται ο χαρακτήρας του οικισμού 1403. Τέλος άδεια κατεδάφισης κτιρίου ή καθαίρεσης λειτουργικών ή διακοσμητικών στοιχείων κτιρίων παρέχεται μόνο κατόπιν έγκρισης της ΕΠΑΕ και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι το προς κατεδάφιση κτίριο ή το προς καθαίρεση στοιχείο, δεν αποτελούν αξιόλογα ή χαρακτηριστικά (πρότυπα) δείγματα για τον οικισμό. Ειδικά στην περίπτωση κατεδάφισης κτιρίου εντός παραδοσιακού οικισμού απαιτείται επιπροσθέτως η προηγούμενη σωρευτική κρίση αφενός της μη συνδρομής λόγου χαρακτηρισμού του ως διατηρητέου και αφετέρου

1397 ΓΟΚ, άρθρο 4.1398 Άρθρο 43, παρ. 2 του Συντάγματος, ΣτΕ 2072/1997, 1712/1998.1399 ΣτΕ 1913/1994 (: σχετικά με τη ζώνη ΙΙ του παραδοσιακού τμήματος του οικισμού της Κηφισιάς, η οποία έχει χρήση αμιγούς κατοικίας με επιπλέον χρήση γραφείων.). 1400 ΠΕ 557/2001.1401 ΣτΕ 1913/1994. 1402 ΣτΕ 1766/1991.1403 Οικοδομικές εργασίες καθ’υπέρβαση των ισχυόντων στον παραδοσιακό οικισμό όρων δόμησης είναι θεμιτές μόνο προς αποκατάσταση κτίσματος το οποίο εξακολουθούσε να υφίσταται, έστω και ερειπωμένο, κατά τη δημοσίευση του ΠΔ 19-10/13-11/1978 «Περί χαρακτηρισμού ως παραδοσιακών οικισμών τινών του Κράτους και καθορισμού των όρων και περιορισμών δόμησης των οικοπέδων αυτών» και όχι προϋφιστάμενου κτιρίου. (ΣτΕ 950/2002, ΣτΕ 2063/2002 ΠερΔικ 3/2003, σ. 551 επ).

Page 320: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

της μη αλλοίωσης, από την επερχόμενη αφαίρεση, της αισθητικής ενότητας του οικισμού 1404.

1.4.3. Η προστασία των διατηρητέων κτιρίων

Ανάλογοι περιορισμοί της κυριότητας 1405 ισχύουν με τον χαρακτηρισμό με υπουργική απόφαση 1406 ενός κτιρίου ή επιμέρους κτιρίου ή τμημάτων κτιρίων ως διατηρητέων, με σκοπό τη διατήρηση και ανάδειξη του αισθητικού, ιστορικού, λαογραφικού και αρχιτεκτονικού τους χαρακτήρα1407. Η επιβολή πρόσθετων όρων και περιορισμών δόμησης αποβλέπει στην αποκλειστική εξυπηρέτηση της διατήρησης του προστατευτέου κτιρίου, με την προσαρμογή των επιτρεπόμενων επί του κτιρίου και του περιβάλλοντος αυτού χώρου επεμβάσεων στον προστατευόμενο χαρακτήρα του, ώστε να δημιουργείται ένα αρμονικό σύνολο 1408. Σε καμία όμως περίπτωση με τους επιβαλλόμενους περιορισμούς δεν πρέπει να εκμηδενίζεται η ιδιοκτησία 1409. Ειδάλλως δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης του θιγόμενου ιδιοκτήτη, η οποία καθορίζεται από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια 1410. Αρχικώς με τον αναθεωρημένο ΓΟΚ 1411 διασφαλίζεται η ανακατασκευή διατηρητέων κτιρίων κατεστραμμένων από βίαια συμβάντα, όπως σεισμοί και πυρκαγιές, ή ευρισκόμενων σε κατάσταση ετοιμορροπίας 1412. Επιπλέον, κατά τον Ν

1404 ΣτΕ 842/2002, 977/2005, ΠερΔικ 3/2005, σ. 464-465.1405 Οι περιορισμοί αυτοί, οι οποίοι ρυθμίζονται αποκλειστικά από το άρθρο 24 του Συντάγματος, μπορεί να έχουν ευρύτερο χαρακτήρα από τους επιτρεπόμενους από το άρθρο 17 του Συντάγματος γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας. 1406 Εξαιτίας της επιβολής περιορισμών της κυριότητας απαιτείται η αιτιολόγηση της ΥΑ χαρακτηρισμού ενός κτιρίου ως διατηρητέου, η οποία θεωρείται επαρκής αν προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης ότι πραγματοποιήθηκε ξεχωριστή έρευνα για κάθε κτίριο και ότι ελήφθησαν υπόψη αντικειμενικά κριτήρια με συνδρομή πραγματικών δεδομένων ΣτΕ 1743/1985, 4394/2001.1407 ΣτΕ 4394/2001.1408 ΣτΕ 2983/2002, ΠερΔικ 4/2003, σ. 774.1409 ΣτΕ 1743/1985.1410 ΣτΕ 1098/1987 (Ολομ.), Τροβά Ε., όπ. αν., σ. 155.1411 Ν 2831/2000, ΓΟΚ άρθρο 4, παρ. 5 α).1412 ΣτΕ 1097/1987 (Ολομ.), 4284/1999, 2606/2000. Σύμφωνα δε με τη γνωμΝΣΚ 36/2002, η δυνατότητα επιβολής της υποχρέωσης ανακατασκευής διατηρητέου κτιρίου σε περίπτωση καταστροφής του αφορά στα κηρυχθέντα διατηρητέα κτίρια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ΓΟΚ, αρμοδιότητας ΥΠΕΧΩΔΕ, και όχι στα κηρυχθέντα με τις διατάξεις του Ν 1469/1950, αρμοδιότητας ΥΠΠΟ. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την έλλειψη νομοθετικού πλαισίου ή ρυθμίσεων για την εφαρμογή των προβλεπόμενων μέτρων από τη διάταξη του άρθρου 9 της Σύμβασης της Γρανάδας, που κυρώθηκε με το Ν 2039/1992. Ειδικότερα μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται η αποκατάσταση της αρχικής κατάστασης του προστατευόμενου ακινήτου σε περίπτωση παραβίασης της νομοθεσίας περί προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Για περισσότερα βλ. ΓνωμΝΣΚ

Page 321: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» 1413, προβλέπεται δυνητική συμμετοχή του Δημοσίου ή του οικείου ΟΤΑ στις δαπάνες για την εκτέλεση των άνω εργασιών. Η επιβολή των περιοριστικών της κυριότητας μέτρων και της υποχρέωσης των ιδιοκτητών και νομέων των διατηρητέων κτιρίων να τα αποκαταστήσουν στην αρχική τους μορφή, σε περίπτωση φθοράς τους από το χρόνο ή ανθρώπινες ενέργειες ή άλλα περιστατικά 1414, πηγάζει από την ανάγκη διατήρησης στο διηνεκές αναλλοίωτων των διατηρητέων κτιρίων, όπως εξάλλου και κάθε στοιχείου της πολιτιστικής κληρονομιάς. Για τον ίδιο λόγο δεν επιτρέπεται η θέσπιση ευνοϊκότερων για τον ιδιοκτήτη διατηρητέου κτιρίου όρων και περιορισμών δόμησης από τους ισχύοντες στην περιοχή, καθώς κάτι τέτοιο αφενός τίθεται εκτός της εξουσιοδότησης του άρθρου 4 του ΓΟΚ και αφετέρου θα οδηγούσε σε υπέρβασή τους 1415 και σε υποβάθμιση και αλλοίωση του εν λόγω κτιρίου 1416. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται μια τέτοια παρέκκλιση όταν αυτή κρίνεται αναγκαία για την πραγματοποίηση του σκοπού του χαρακτηρισμού, όπως συμβαίνει κατά την αποκατάσταση της αρχικής μορφής κτιρίου που είχε ανεγερθεί υπό διαφορετικό καθεστώς όρων δόμησης. Η εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, όπως η αδυναμία, λόγω του χαρακτηρισμού, κατεδάφισης του κτίσματος και ανέγερσης στη θέση του πολυώροφης οικοδομής προς τον σκοπό της επωφελέστερης εκμετάλλευσής του, δεν λαμβάνονται υπόψη1417. Ομοίως δεν εξετάζονται η έκταση των οικονομικών συνεπειών που μπορεί να προκληθούν στους ενδιαφερόμενους 1418, ούτε η τυχόν επίδραση του χαρακτηρισμού στις έννομες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, όπως αυτές μεταξύ πωλητού και αγοραστού 1419.

Σε περίπτωση ουσιώδους δέσμευσης της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της δημιουργείται δικαίωμα αποζημίωσης ευθέως από το άρθρο 24, παρ. 6 του Συντάγματος, η έκταση του οποίου καθορίζεται από το αρμόδιο δικαστήριο ανεξάρτητα από την έκδοση ειδικού νόμου 1420. Ομοίως δημιουργείται αξίωση του ιδιοκτήτη ή νομέα του ακινήτου, απευθείας από το άρθρο 24, παρ. 6 του Συντάγματος, εις βάρος του Δημοσίου ή του οικείου ΟΤΑ για συμμετοχή στις δαπάνες αποκατάστασης του διατηρητέου ακινήτου, σε ποσοστό

36/2002, ΠερΔικ 4/2003, σ. 796 επ.1413 Άρθρο 32, παρ. 4, εδ. 1 και 4.1414 ΣτΕ 1097/1987 (Ολομ.).1415 ΣτΕ 2987/1998.1416 ΣτΕ 630/1998, 1786/2000, 2983/2002, ΠερΔικ 4/2003, σ. 774.1417 ΣτΕ 1712/2002, ΠερΔικ 3/2003, σ. 547 επ.1418 ΣτΕ 3461/1985, 1188/1983.1419 ΣτΕ 2801/1991 (Ολομ.).1420 ΣτΕ 3148/1986 (Ολομ.), 1097/1987 (Ολομ.).

Page 322: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

καθοριζόμενο από τον δικαστή 1421 σε περίπτωση που αυτές 1422 υπερβαίνουν ένα εύλογο, κατά την κρίση του, όριο. Ταυτόχρονα σε μια προσπάθεια δημιουργίας κινήτρων στους ιδιοκτήτες διατηρητέων κτιρίων, ώστε να μην αποφεύγεται ο χαρακτηρισμός τους ως διατηρητέων, ούτε να επιδιώκεται ο αποχαρακτηρισμός τους, θεσπίστηκε από την πολιτεία ο θεσμός της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης 1423. Επίσης προβλέπεται κρατική επιχορήγηση για την αποκατάσταση και συντήρηση των όψεων κτιρίων και την εν γένει ανάπλαση αυτών και του περιβάλλοντος χώρου, η οποία όμως δεν αφορά στα χαρακτηρισμένα ως επικίνδυνα ή ετοιμόρροπα ακίνητα 1424.

Τέλος στο πλαίσιο της αυστηρής οριοθέτησης του δικαιώματος της κυριότητας χάριν της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς εντάσσεται η απαγόρευση αποχαρακτηρισμού των διατηρητέων κτιρίων, για την οποία ισχύουν οι προαναφερόμενες για τους παραδοσιακούς οικισμούς ρυθμίσεις. Μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η ανάκληση της διοικητικής πράξης αποχαρακτηρισμού λόγω διαφορετικής εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών. Στο ίδιο πνεύμα, κατά πάγια νομολογία, δεν αποκλείεται με την έκδοση άδειας κατεδάφισης και ανέγερσης νέας οικοδομής ο μεταγενέστερος χαρακτηρισμός κτιρίου ως διατηρητέου ή έργου τέχνης 1425.

2. Τα κοινόχρηστα πράγματα

2.1. Η έννοια των κοινόχρηστων πραγμάτων και χώρων

Σύμφωνα με τον ΑΚ ως κοινόχρηστα πράγματα θεωρούνται: α) οι δρόμοι και οι πλατείες, β) οι αιγιαλοί, οι λιμένες και οι όρμοι, γ) τα νερά που τρέχουν ελεύθερα και αδιάκοπα και δ) οι όχθες των πλεύσιμων ποταμών και των μεγάλων λιμνών, καθώς και οι μεγάλες λίμνες 1426. Ως κοινωφελή χαρακτηρίζονται τα προορισμένα πράγματα για την εξυπηρέτηση δημόσιων,

1421 ΣτΕ 1097/1987 (Ολομ.), Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 61.1422 Ν 1337/1983, όπ. αν., άρθρο 32.1423 Βλ. στο ίδιο κεφάλαιο 1.1.4.1424 ΑΥΟικΟικΠΕΧΩΔΕ 21585/27.5.2003, ΦΕΚ Β 734/10.6.2003, ΠερΔικ 3/2003, σ. 452 επ.1425 ΣτΕ 3096/1990, 958, 2935/1989, 3461/1985. Τα χαρακτηριζόμενα ως έργα τέχνης οικοδομήματα πρέπει να συγκεντρώνουν τα ιδιαίτερα εκείνα στοιχεία τα οποία προσδίδουν σε αυτά τον χαρακτήρα του έργου τέχνης, δηλαδή ανθρώπινου δημιουργήματος με καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα που προκαλεί στο θεατή αισθητική απόλαυση (ΣτΕ 564,3027/1986, 6478/1995, εισηγητική έκθεση Ν 1649/1950). Δεν αποκλείεται η υπαγωγή στην κατηγορία αυτήν οικοδομημάτων με σπουδαιότητα για την ιστορία της αρχιτεκτονικής (ΣτΕ 16/2003, ΠερΔικ 2/2003, σ. 362 επ.) 1426 ΑΚ 967.

Page 323: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών 1427. Τέλος ο ΑΚ αναφέρει, χωρίς να προσδιορίζει, τα κοινά σε όλους πράγματα, τα οποία χρησιμεύουν για τις ανάγκες όλων των ανθρώπων. Το πριν από τον ΑΚ δίκαιο θεωρούσε ως τέτοια τον αέρα, τον αιγιαλό και τα αενάως ρέοντα ύδατα. Μετά όμως από την υποβολή των δύο τελευταίων στην κατηγορία των κοινόχρηστων, ως κοινά σε όλους θα πρέπει να θεωρηθούν πλέον ο ατμοσφαιρικός αέρας στην ελεύθερή του κατάσταση και η ανοιχτή θάλασσα 1428. Τα πράγματα που εμπίπτουν στις άνω κατηγορίες, σύμφωνα με ρητή διάταξη του ΑΚ, δεν είναι δεκτικά συναλλαγής 1429.

Κύριο στοιχείο του Πολεοδομικού Δικαίου αποτελεί η διάκριση μέσω του πολεοδομικού σχεδίου των χώρων της πόλης σε κοινόχρηστους, κοινωφελείς και οικοδομήσιμους. Σύμφωνα με τον ΓΟΚ α) κοινόχρηστοι χώροι είναι «οι κάθε είδους δρόμοι, πλατείες, άλση και γενικά οι προορισμένοι για κοινή χρήση ελεύθεροι χώροι που καθορίζονται από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο του οικισμού ή έχουν τεθεί σε κοινή χρήση με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο» και β) κοινωφελείς «είναι οι χώροι του οικισμού, που σύμφωνα με εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, προορίζονται για την ανέγερση κατασκευών κοινής ωφέλειας» 1430. Τέλος οικοδομήσιμοι θεωρούνται οι χώροι όπου επιτρέπεται η δόμηση με πεδίο αναφοράς, σύμφωνα με τον νέο ΓΟΚ, το οικοδομικό τετράγωνο, το οποίο ορίζεται ως «κάθε δομήσιμη ενιαία έκταση, που βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια οικισμού και περιβάλλεται από κοινόχρηστους χώρους» 1431. Ως αποτέλεσμα της άνω διάκρισης τέθηκαν περιορισμοί ως προς τις επιτρεπόμενες κατασκευές στους κοινόχρηστους χώρους, ώστε να διαφυλάσσεται ο χαρακτήρας τους. Ειδικότερα επιτρέπονται κατασκευές α) για τη διαμόρφωση του εδάφους, όπως κλίμακες, τοίχοι, διάδρομοι και κεκλιμένα επίπεδα, β) για τον εξοπλισμό των κοινόχρηστων χώρων, όπως στέγαστρα, αποχωρητήρια, περίπτερα, κιόσκια, τέντες, εγκαταστάσεις παιδότοπων, άθλησης και πάγκοι και γ) για τον εξωραϊσμό τους, όπως

1427 ΑΚ 966.1428 Η θέση αυτή του νομοθέτη δημιούργησε ένα παράδοξο, καθώς ο ατμοσφαιρικός αέρας στην ελεύθερή του μορφή και η ανοιχτή θάλασσα δεν έχουν τον χαρακτήρα του πράγματος, καθώς δεν είναι δεκτικά εξουσίασης. Συνεπώς δεν ακριβολογεί η ΑΚ 966 αναφέροντας τα κοινά σε όλους μεταξύ των πραγμάτων εκτός συναλλαγής. Ωστόσο τμήματα των κοινών σε όλους πραγμάτων μπορούν να έχουν υλική υπόσταση και αυθυπαρξία και συνεπώς να είναι δεκτικά εξουσίασης, όπως το οξυγόνο μέσα σε φιάλες, ο ψυχρός ή θερμός αέρας που διοχετεύεται μέσα από σωλήνες και η θάλασσα σε πισίνα. Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο Δίκαιο Ι», όπ. αν, σ. 121. 1429 ΑΚ 966.1430 ΓΟΚ, άρθρο 2, παρ.2, 3.1431 ΓΟΚ, άρθρο 2, παρ. 8.

Page 324: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

συντριβάνια, ανθοδόχες, εγκαταστάσεις στήριξης φυτών και γενικά κατασκευές για την εξυπηρέτηση του προορισμού τους 1432.

Η νομολογία, σε συμφωνία με τις σύγχρονες περιβαλλοντικές και πολεοδομικές αρχές, υιοθέτησε μια ευρεία ερμηνεία της έννοιας των κοινόχρηστων πραγμάτων με τη συρροή τριών κριτηρίων: α) της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, β) της σημασίας του συγκεκριμένου αγαθού για την κοινή ωφέλεια 1433, και γ) της δυνατότητας χρήσης του πράγματος όχι απαραίτητα από απεριόριστο αλλά από ευρύτερο, αόριστο αριθμό προσώπων 1434.

2.2. Η προστασία τους μέσω του δικαιώματος στην προσωπικότητα

2.2.1. Η διεύρυνση του δικαιώματος στην προσωπικότητα

Το δικαίωμα στην προσωπικότητα αναγνωρίζεται ως ένα ελαστικό δικαίωμα με το οποίο κατοχυρώνεται το σύνολο των αγαθών που συναποτελούν την ουσία και την αξία του ανθρώπου, όπως τα σωματικά αγαθά (ζωή, υγεία, σωματική ακεραιότητα), τα ψυχικά αγαθά (ψυχική υγεία, συναισθηματικός κόσμος), η τιμή κάθε ανθρώπου και η ελευθερία, στην οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα της ακώλυτης ανάπτυξης κάθε ανθρώπινης ενέργειας 1435. Η ελεύθερη ανάπτυξή της προσωπικότητας προϋποθέτει όμως ένα βιώσιμο, υγιεινό και ποιοτικό περιβάλλον, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα κοινά σε όλους πράγματα, τα κοινόχρηστα και τα κοινωφελή 1436. Υπό αυτό το σκεπτικό διευρύνθηκε περαιτέρω το δικαίωμα στην προσωπικότητα με αποτέλεσμα, παρά την απουσία ρητής αναγνώρισης του δικαιώματος στο περιβάλλον από το Ιδιωτικό Δίκαιο, το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον να συγκαταλέγονται πλέον μεταξύ των εννόμων αγαθών που προστατεύονται από το δικαίωμα στην προσωπικότητα. Ειδικότερα τέθηκαν δύο σωρευτικές προϋποθέσεις για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της προστασίας της προσωπικότητας στα ως άνω πράγματα: α) είτε επελθούσα και συνεχιζόμενη προσβολή των εν λόγω αγαθών είτε μη συντελεσθείσα ακόμα προσβολή, η επέλευση όμως της οποίας να απειλείται βάσιμα 1437. Η προσβολή πρέπει να

1432 ΓΟΚ, άρθρο 19, παρ. 1.1433 ΑΠ 1454/1990, ΕΕΝ 58, σ. 617.1434 ΑΠ 2062/1984, ΝοΒ 33, σ. 1163. ΕφΠειρ 1548/1987, ΕλλΔνη 29, σ. 756. Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 150.1435 Καράκωστας Ι. Κ., Ξενογιάννης Ν., όπ. αν.1436 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον και Δίκαιο», εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ. 141-142. 1437 Σούρλα, ΕρμΑΚ άρθρο 57, αριθ. 41 επ.

Page 325: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

οδηγεί στην αλλοίωση ή κατάργηση της κοινής ωφέλειας που πηγάζει από τη χρήση του πράγματος είτε να καθιστά αδύνατη τη χρήση αυτού ή και άλλου πράγματος συνδεόμενου μαζί του 1438, και β) παράνομη προσβολή. Ο παράνομος χαρακτήρας της προσβολής στοιχειοθετείται όταν αυτή πραγματοποιείται είτε χωρίς δικαίωμα είτε κατ’ ενάσκηση δικαιώματος μικρότερης σπουδαιότητας, σύμφωνα με την έννομη τάξη, σε σχέση με το προσβαλλόμενο είτε τέλος υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25, παρ. 3 του Συντάγματος 1439. Κατά συνέπεια θεωρείται παράνομη οποιαδήποτε επέμβαση στο περιβάλλον εφόσον διαταράσσεται, αλλοιώνεται ή καταργείται η κοινή χρήση, ακόμα και αν υπάρχει σχετική άδεια της αρχής με την οποία παραχωρείται ιδιαίτερο δικαίωμα σε κοινόχρηστο πράγμα 1440. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, η προστασία της αισθητικής κάθε στοιχείου του περιβάλλοντος, η οποία συμβάλλει με τη σειρά της στη διάπλαση της προσωπικότητας, στη διαμόρφωση του ατομικού και κοινωνικού πολιτιστικού επιπέδου, καθώς και στην ιστορική ταυτότητα και συνέχεια του λαού και του πολιτισμού του 1441.

Επιπλέον αναγνωρίστηκε από τα πολιτικά δικαστήρια ένα δικαίωμα χρήσης και απόλαυσης των κοινόχρηστων πραγμάτων και άλλων σημαντικών περιβαλλοντικών αγαθών, όπως ο ατμοσφαιρικός αέρας, η θάλασσα, τα νερά, ως αυτοτελής εκδήλωση του δικαιώματος στην προσωπικότητα, και το οποίο μπορεί να οριστεί ως δικαίωμα για ένα περιβάλλον υγιεινό και οικολογικά ισόρροπο 1442. Πρόκειται για την Ιδιωτικού Δικαίου έκφανση του δικαιώματος στο περιβάλλον, το οποίο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, κατοχυρώνεται στο αναθεωρημένο άρθρο 24 του Συντάγματος 1443. Το δικαίωμα στο περιβάλλον, ως έννομο αγαθό σύνθετο, συλλογικό, πρωτογενές και αναντικατάστατο 1444, προστατεύεται και τριτενεργεί έμμεσα μέσω των σχετικών διατάξεων του ΑΚ με την προστασία του δικαιώματος στην προσωπικότητα 1445 και των

1438 Καράκωστας Ι. Κ., «Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών μέσα από τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων», ΝοΒ 41, σ. 45.1439 ΕφΑθ 12154/1990 ΕλλΔνη 32, 1673, ΕφΑθ 10514/1986 ΕλλΔνη 28,1315, Καράκωστας Ι. Κ., Ξενογιάννης Ν., Σχόλιο στην ΜΠρΚορίνθου 2145/2002 (Ασφαλιστικά μέτρα), ΠερΔικ 4/2002, σ. 774.1440 Καράκωστας Ι. Κ., «Η προστασία…», όπ. αν. 1441 Χατζοπούλου Α., «Η συνταγματική προστασία της αισθητικής του οικιστικού περιβάλλοντος», ΝοΒ 37, σ. 1016 επ. 1442 Σιούτη Γλ. Π., «Η συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος», 1986, σ. 38.1443 Βλ. Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 3. 1444 Τάχος, «Δίκαιο Προστασίας Περιβάλλοντος», 1988, σ. 45.1445 ΑΚ 57.

Page 326: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

πραγμάτων εκτός συναλλαγής 1446. Η προστασία αυτή καθίσταται ταχεία και αποτελεσματική μέσω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων 1447. Συνεπώς η προσβολή του άνω δικαιώματος γεννά αξίωση ελεύθερης χρήσης των κοινόχρηστων πραγμάτων από τον πολίτη, η οποία θεωρείται Ιδιωτικού Δικαίου αξίωση, θεμελιούμενη στο γενικότερο δικαίωμα της προσωπικότητας 1448. Οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Δικαίου, εκτός από το αστικό πράσινο, τους αιγιαλούς, τους λιμένες, τους όρμους, τα αενάως ρέοντα ύδατα και τα στοιχεία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, που έχουν ήδη εξετασθεί 1449, καλύπτουν επίσης τη διευρυμένη πλέον έννοια της οδού. 2.2.2. Η προστασία της οδού υπό την ευρεία έννοια από τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ

Στην κατηγορία των οδών και πλατειών του ΑΚ 967 υπάγονται όλες οι οδοί αδιακρίτως. Το στοιχείο αυτό αποτέλεσε το έρεισμα για τη νομολογία και τη θεωρία προκειμένου να ερμηνευθεί η εν λόγω διάταξη και οι συναφείς της υπό το πρίσμα της προστασίας του περιβάλλοντος και της βιώσιμης κινητικότητας 1450. Με βάση τις άνω αρχές, περιλήφθηκε από τη νομολογία στην υποκατηγορία των δρόμων και πλατειών 1451 του ΑΚ 967 κάθε είδους δρόμος που χρησιμεύει για την εξυπηρέτηση του κοινού 1452. Επομένως, εκτός από τις εθνικές, επαρχιακές, δημοτικές, κοινοτικές, αγροτικές οδούς1453 και τους αυτοκινητόδρομους, προστατεύονται ως κοινόχρηστα πράγματα τα

1446 ΑΚ 966 επ.1447 ΠρΑθ 702/1981 (: δικαίωμα χρήσης κοινόχρηστης έκτασης) / ΜΠρΝαυπλίου 163/1991 (: ρύπανση της θάλασσας), ΜΠρΒόλου 1097/1989 (: ρύπανση της θάλασσας με βιομηχανικά λύματα), ΜΠρΙωαν 471/1996(: έμμεση τριτενέργεια του 24 Σ στα 57 και 966 επ.ΑΚ, απαγόρευση καθέλκυσης πλοίου στη λίμνη των Ιωαννίνων), ΜΠρΜεσολ 134/1997 (: προστασία υγρότοπων, δυνατότητα επίκλησης από ιδιώτες της Διεθνούς Σύμβασης του Ραμσάρ), ΠΠρΜεσολ 77/2000 (: τακτική διαδικασία, δυνατότητα επίκλησης της Διεθνούς Σύμβασης Ραμσαρ), ΜΠρΤρικ 496/2001 (: προσβολή του άρθρου 57 ΑΚ από ανέγερση οικοδομής που παραβιάζει τους όρους δόμησης χώρου αρχαιολογικού ή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, Μετέωρα), ΜΠρΑθ 1727/2001 (: πότε συντρέχει παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, περίπτωση μίσθωσης κοινοτικού χώρου για αναψυκτήριο), ΜΠΡΚορίνθου 2145/2002 (: προσωρινή απαγόρευση χρήσης ηχητικών οργάνων και μετάδοσης μουσικής από αναψυκτήριο εντός αισθητικού δάσους), Καράκωστας Ι. Κ., Ξενογιάννης Ν., όπ. αν., σ. 777.1448 ΜΠρΧαλκ 306/1992 (ασφαλιστικά μέτρα).1449 Βλ. Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 5, 6.2, 6.3, 6.4.1450 Βλ. Μέρος ΙΙ, κεφάλαιο πρώτο, 2. 1451 ΑΠ 134/1995 Τμ. Γ, ΕΕΝ 1996, 146, ΕλλΔνη 37, 658.1452 ΕιρΒολ 750/1991, Αρμ. 1991, σ. 1086. 1453 ΑΠ 1206/1981, ΝοΒ 30, 804.

Page 327: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

πεζοδρόμια 1454, οι εξωτερικές στοές, οι υπόγειες διαβάσεις, οι γέφυρες 1455

και οι πεζόδρομοι. Ειδικότερα οι αγροτικές οδοί, οι οποίες οδηγούν από χωριά σε κτηματικές περιφέρειες αυτών 1456, αρχικώς ήταν ιδιωτικοί δρόμοι, που είχαν δημιουργηθεί με συνεισφορές των όμορων ιδιοκτητών, αλλά μεταβλήθηκαν σε κοινόχρηστους εξαιτίας της παράδοσής τους στη δημόσια χρήση, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η μεταβολή αυτή κατά την νομολογία πρέπει να έλαβε χώρα «εξ αμνημονεύτων χρόνων, ώστε να μην πιστούται ένεκα τούτου ότι εκ συνεισφοράς κατασκευάσθησαν» 1457. Με την παραγραφή του αμνημονεύτου χρόνου επιτυγχάνεται η νομική κύρωση της κοινής χρήσης του πράγματος επί δύο συνεχόμενες γενιές. Ο χρόνος παραγραφής πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (23/2/1946), καθώς ο θεσμός αυτός δεν προβλέπεται από το ισχύον δίκαιο 1458. Μετά την εισαγωγή του ΑΚ, σύμφωνα με τη νομολογία, με τη μακρόχρονη κοινή χρήση του πράγματος καθίσταται καταχρηστική η αξίωση του κυρίου απόσυρσης του πράγματος από την κοινή χρήση. Ο κύριος δεν χάνει την κυριότητά του αλλά αυτή περιορίζεται 1459. Με τον τρόπο αυτόν καθίσταται δυνατή η απόκρουση μεταγενέστερου αποκλεισμού της κοινής χρήσης πράγματος που είχε αφεθεί επί μακρόν στην κοινή χρήση. Η άνω παραγραφή εφαρμόζεται ιδίως για τον χαρακτηρισμό και την ανακήρυξη δημοτικών και κοινοτικών οδών. Εξάλλου ο εν λόγω χαρακτηρισμός, ελλείψει ειδικής σχετικής διαδικασίας 1460, μπορεί να επιτευχθεί και έμμεσα με την προβολή στον κύριο της ένστασης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος σε περίπτωση κατά την οποία οι ιδιωτικές οδοί έχουν αφεθεί επί μακρό χρόνο από τον κύριο και χρησιμοποιούνται ως δημοτικές ή κοινοτικές 1461. Αντιθέτως ο χαρακτηρισμός των εθνικών και επαρχιακών οδών γίνεται με διοικητική πράξη.

Στο καθεστώς προστασίας των κοινόχρηστων πραγμάτων τέθηκαν από τη νομολογία και οι εκτός σχεδίου πόλεως ιδιωτικοί δρόμοι, οι οποίοι σχηματίζονται για την εξυπηρέτηση των εκατέρωθεν όμορων κτημάτων, παρέχοντας στους όμορους συνιδιοκτήτες δικαίωμα ελεύθερης χρήσης των

1454 ΕφΘεσ 739/1993, Αρμ.43, σ. 227, ΕιρΘεσ 739/1993 (ασφαλιστικά μέτρα), Αρμ. 47, σ. 1037. 1455 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 149. 1456 Άρθρο α παρ. 2 Ν 3406 της 16/20/9/1927, όπως κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 25/28/11/1929.1457 ΕιρΧαλκ 25/1986, ΕλλΔνη 27, σ. 931.1458 ΑΠ 134/1995, ΕΕΝ 63,σ. 163.1459 ΑΠ 190/1993.1460 ΕφΘεσ 1710/1990, ΕλλΔνη 31, σ. 1332.1461 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 148.

Page 328: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

εν λόγω δρόμων 1462. Το σκεπτικό του ΑΠ βασίστηκε στη χρήση της διόδου όχι μόνο από τους ιδιοκτήτες των παρακείμενων κτημάτων, αλλά και από τους εργάτες, τους επισκέπτες και από οποιονδήποτε τρίτο, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της σε κοινόχρηστη ιδιωτική οδό 1463. Οι επιταγές εξάλλου του πολεοδομικού σχεδιασμού και της προστασίας του περιβάλλοντος οδήγησαν τη νομολογία του ΣτΕ 1464 και του ΑΠ 1465 να θεωρήσουν συνταγματική τη διάταξη του άρθρου 28 του Ν 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις» σύμφωνα με την οποία «ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως που έχουν σχηματιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, έστω και κατά παράβαση των κείμενων πολεοδομικών διατάξεων, και οι οποίοι βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, θεωρούνται κοινόχρηστοι και ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα». Η συναγόμενη απώλεια του δικαιώματος της κυριότητας δίχως την καταβολή αποζημίωσης λόγω ρυμοτομίας έγινε αποδεκτή από τη νομολογία υπό δύο εναλλακτικές προϋποθέσεις: α) η κοινοχρησία να είναι αποτέλεσμα της ρητής ή σιωπηρής βούλησης του ιδιοκτήτη ή β) η κοινοχρησία να είναι προϊόν της διατηρούμενης επί μακρό χρόνο πραγματικής κατάστασης με την ανοχή του ιδιοκτήτη 1466. Τέλος, με βάση το δικαίωμα ελεύθερης χρήσης του κοινόχρηστου πράγματος που απορρέει από την προσωπικότητα του πολίτη 1467, επετράπη η παραχώρηση με νομοθετική ρύθμιση 1468 της χρήσης πεζοδρομίων, οδών, πλατειών και γενικά κοινόχρηστων χώρων σε ιδιώτες. Με αφορμή περιπτώσεις φθοράς ή παρεμπόδισης της χρήσης κοινόχρηστης οδού διατυπώθηκε από τη νομολογία η θέση σύμφωνα με την οποία με την κοινοχρησία παράγεται μια διφυής σχέση με το πράγμα: μια σχέση της πολιτείας με αυτό και μια σχέση του ατόμου, συνιστάμενη σε μια χρήση εξουσίας του πράγματος 1469 η οποία δεν αποτελεί άμεση εξουσία επί του πράγματος, όπως η νομή, η οιονεί νομή ή η κατοχή, αλλά είναι «απόρροια

1462 ΑΠ 1214/1993, ΕΕΝ 61, σ. 736.1463 Η δίοδος εξυπηρετεί μόνο τον κύριο γειτονικού ακινήτου στερούμενου αναγκαίας διόδου προς το δρόμο (ΑΚ 1012). 1464 ΣτΕ 774/1987 (Ολομ.), ΕΔΔΔ 1987, σ. 235, ΣτΕ 3222/1988, Αρμ. 41, σ. 916.1465 ΑΠ 1200/1993, ΕΕΝ 61, σ. 731.1466 Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό…», όπ. αν., σ. 112. Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 153.1467 ΑΠ 31/1967 (: παρεμπόδιση χρήσης κοινόχρηστης οδού).1468 Ν 1080/1980 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών της περί των προσόδων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης νομοθεσίας και άλλων τινών συναφών διατάξεων», άρθρο 3, ΦΕΚ Α, 246. 1469 ΕιρΦλώρ 75/1979.

Page 329: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

του διαλειφθέντος επί της ιδίας προσωπικότητος ιδιωτικού δικαιώματος»1470. Ειδικότερα προβλέπεται η χρήση των πλατειών σε όσους εκμεταλλεύονται καφενεία, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, παρεμφερείς επιχειρήσεις και καταστήματα περί των πλατειών. Για την παραχώρηση της χρήσης της πλατείας λαμβάνεται υπόψη η πρόσοψη του καταστήματος, καθώς παραχωρείται τμήμα του κοινόχρηστου χώρου ίσο προς το 70% του αντιστοιχούντος στην προβολή της πρόσοψης στον χώρου, ενώ η παραχώρηση του υπολοίπου 30% επαφίεται στην κρίση του δημάρχου ή προέδρου της Κοινότητας αρκεί να μην παρακωλύεται ουσιωδώς η ελεύθερη χρήση της πλατείας. Η ρύθμιση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί γενικότερα επί συνεχόμενου κοινόχρηστου χώρου. Κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων απαιτείται από τη νομολογία η στάθμιση του δικαιώματος συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας και του δικαιώματος χρήσης των περιβαλλοντικών αγαθών με γνώμονα την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Εξάλλου, με την αναγωγή της προστασίας του περιβάλλοντος σε συνταγματική αρχή, ο περιορισμός της κοινής χρήσης κοινόχρηστων πραγμάτων θεωρείται σύννομος κατ’ εξαίρεση μόνο αν εξυπηρετείται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, καθώς η κοινή χρήση περιβαλλοντικών αγαθών και η συναγόμενη ωφέλεια έχουν αναχθεί σε δημόσιο συμφέρον 1471. Η αυξημένη αυτή προστασία της κοινοχρησίας αποκτά ιδιαίτερη σημασία ενόψει της συχνής καταχρηστικής άσκησης των παραχωρηθέντων δικαιωμάτων και της επακόλουθης φαλκίδευσης του δομημένου περιβάλλοντος.

Ανακεφαλαιώνοντας, είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι, στο πλαίσιο του ορθολογικού σχεδιασμού και της προστασίας του περιβάλλοντος, αφενός διευρύνθηκε η έννοια της οδού κατά τον ΑΚ και αφετέρου προβλέφθηκαν νέες ρυθμίσεις ως προς τη χρήση των συνεχόμενων κοινόχρηστων χώρων στο δομημένο περιβάλλον χωρίς να απειλείται ο κοινόχρηστος χαρακτήρας τους.

Συμπεράσματα

Η επίδραση των κανόνων πολεοδόμησης και προστασίας του περιβάλλοντος στο Εμπράγματο Δίκαιο οδήγησε στην επανατοποθέτηση του με βασικό πεδίο αναφοράς το δικαίωμα της κυριότητας και τους περιορισμούς του. Αρχικώς επηρεάστηκε η εκδήλωση του εν λόγω δικαιώματος από ιδιαίτερες μορφές κυριότητες και ειδικότερα από τους θεσμούς της μεσοτοιχίας, της οριζόντιας και κάθετης ιδιοκτησίας, της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης

1470 ΑΠ 244/1959 (: περίπτωση φθοράς κοινοτικής οδού).1471 Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 165.

Page 330: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

και της χρονικά διαιρεμένης ιδιοκτησίας. Δημιουργήθηκαν νέα πράγματα δεκτικά εξουσίασης, όπως τα οροφοδιαμερίσματα και τα κτίρια πολλαπλών χρήσεων χωρίς ορόφους, με συνακόλουθους περιορισμούς κυριότητας στα κοινά μέρη του ακινήτου. Επιπλέον από τις δουλείες του ΑΚ, άλλες καταργήθηκαν από την πολεοδομική νομοθεσία και ειδικότερα από τον ΓΟΚ με τη θέσπιση κανόνων αναγκαστικού δικαίου, όπως συνέβη με τη δουλεία σταλαγμών και τη διάνοιξη παραθύρων σε γειτονικό τοίχο ή μεσότοιχο, και άλλες διατηρήθηκαν εν ισχύ, γνωρίζοντας μια νομολογιακή διεύρυνση του περιεχομένου τους. Επιπλέον για την κάλυψη πολεοδομικών και οικιστικών αναγκών και την προστασία των πόλεων δημιουργήθηκαν οι διοικητικές δουλείες και οι χρήσεις γης, οι οποίες οριοθετούν τον τρόπο δόμησης του οικοπέδου και προσδιορίζουν τον τρόπο εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας αντίστοιχα. Ταυτόχρονα διευρύνθηκε νομολογιακά η έννοια της γειτονίας, λαμβάνοντας υπόψη την οικολογική προσέγγιση κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων των εκπομπών από γειτονικό ακίνητο, και υιοθετήθηκε από τα πολιτικά δικαστήρια μια συσταλτική ερμηνεία των άνω εκπομπών προκειμένου αυτές να θεωρηθούν ως νόμιμοι περιορισμοί της κυριότητας. Επίσης, στο πλαίσιο της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, τέθηκαν περιορισμοί δόμησης σε παραδοσιακούς οικισμούς, διατηρητέα κτίρια και σε περιοχές εντός των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων οικισμών, προβλέποντας μέχρι τον αποκλεισμό της δόμησης ή την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή την απευθείας εξαγορά από το Δημόσιο μνημείου ή οποιουδήποτε ακινήτου μέσα στο οποίο υπάρχουν μνημεία. Τέλος επεκτάθηκε νομολογιακά το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος στην προσωπικότητα σε κοινόχρηστους χώρους, όπως οι δρόμοι, το αστικό πράσινο, οι αιγιαλοί, οι λιμένες, οι όρμοι, τα αενάως ρέοντα ύδατα και τα στοιχεία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, οι οποίοι, ως στοιχεία του περιβάλλοντος, προστατεύονται συγχρόνως από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Βιβλιογραφία

Ελληνική βιβλιογραφία

Αριστοτέλης, Ποιητική ΙΙΙ.Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 2.Βλάντου Αλ., Ζητήματα άσκησης της πολιτικής χρήσεων γης στον αστικό χώρο από τη διαμόρφωση και εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας, ΠερΔίκ 1/1997, σ. 33 επ. Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο Δίκαιο Ι», εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, 1991.Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο Δίκαιο ΙΙ», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1991.

Page 331: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Γιαννακούρου Γ., «Ο καθορισμός χρήσεων γης και η αναθεώρηση του Συντάγματος», ΠερΔικ 4/2000, σ. 468 επ.Δαγτόγλου, «Γενικό διοικητικό δίκαιο.Ευστρατίου Π.-Μ., Ο νέος νόμος για τη μεταφορά συντελεστή δόμησης, ΠερΔίκ 3/2002, σ.445 επ.Καράκωστας Ι. Κ., «Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών μέσα από τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων», ΝοΒ 41, σ. 45.Καράκωστας Ι. Κ., «Περιβάλλον και Δίκαιο», εκδ, Α.Ν. Σάκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2000.«Κατανομή της εκτάσεως της Ελλάδος κατά βασικές κατηγορίες χρήσεως», εκδ. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Αθήνα 1995.Μακρής Δ., «Κοινό σχόλιο των ΣτΕ ΠΕ 287/1996, ΠΕ 289/1996», Νομολογία, Νόμος και Φύση 1996, σ. 152 επ.Μακρή Ι., «Μεταφορά συντελεστή δόμησης», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2002, σ. 21.Μαριά Ε.-Α., «Η νομική προστασία των δασών», εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1998.Μπόσδα, «περί υδάτων», ΕΕΝ, σ. 517 επ. Μωραϊτης Κ., «Πολιτιστικά οικοσυστήματα και εικονικό τοπίο: Η σύγχρονη φυσιογνωμία του αστικού τοπίου και οι δυνατότητες διερεύνησής της», «Η φυσιογνωμία ενός τόπου. Ο χαρακτήρας της ελληνικής πόλης τον 21ο

αιώνα», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, εκδ. ΕΜΠ & ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα 2001, σ. 27. Παπαπετρόπουλος Α.Δ., «Η νομολογία του ΣτΕ για την προστασία των νεώτερων μνημείων μέχρι την έκδοση του Ν 3028/2002», ΠερΔικ 4/2003, σ. 686.Πλούταρχος, Λυκούργος, 8.Παραράς I., «Η εξέλιξη του θεσμού της μεταφοράς συντελεστή δόμησης και ο νέος νόμος ν. 3044/2002», ΠερΔίκ 3/2002, σ. 461 επ.«Παρόδιες χρήσεις γης στο κύριο οδικό δίκτυο. Μέρος Α», εκδ. Σπουδαστήριο Πολεοδομικών ερευνών ΕΜΠ, Αθήνα 1997. Ρόκος Δ., «Κτηματολόγιο και αναδασμός, Πολιτική γης, εκδ. Μαυρομάτη, Αθήνα 1981.Σιούτη Γλ. Π., «Η προστασία των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου», Κριτική Επιθεώρηση 2/1994, σ. 332.Σιούτη Γλ. Π., «Η συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος», 1986.Σκουρής Β., «Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1997.Σκουρής Π., «Από τα θερινά σινεμά στα πολυσινεμά – Σκέψεις με αφορμή τη ΣτΕ 197/2005, ΠερΔικ 4/2005, σ. 559-563.

Page 332: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Σούρλα, ΕρμΑΚ άρθρο 57, αριθ. 41 επ.Στεφάνου Ιωσήφ, Στεφάνου Ιουλία «Συστηματική καταγραφή των στοιχείων που εμφανίζουν τη φυσιογνωμία της πόλης», Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης, Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, εκδ. ΕΜΠ και ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα 2000. Στεφάνου Ιωσήφ, Στεφάνου Ιουλία, «Ο Χώρος των Νεκρών», εκδ. Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, Αθήνα 2000. Στεφάνου Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., «Αστική Ανάπλαση», εκδ. ΤΕΕ, Αθήνα 1995.Τάχος Α., «Δίκαιο Προστασίας Περιβάλλοντος», 1988.Τσακόπουλος Π., «Τρίπολη: Πολεοδομική, μορφολογική μελέτη της μετάβασης από την οθωμανική στη νεοελληνική πόλη». Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, Α τόμος, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1985, σ. 306.Χατζοπούλου Α., «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2002.Χατζοπούλου Α., «Θεσμικά πλαίσια Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών», Φάση Β, εκδ. Υπουργείο Δημοσίων Έργων-Υπηρεσία Οικισμού. Ρυθμιστικόν Σχέδιον Αθηνών, Αθήνα 1971. Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 1997. Χατζοπούλου Α., «Η συνταγματική προστασία της αισθητικής του οικιστικού περιβάλλοντος», ΝοΒ 37, σ. 1016 επ. Χατζοπούλου Α., «Στοιχεία Δικαίου. Εθνικό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2004.Χριστοφιλόπουλος Δ., «Κάθετος συνιδιοκτησία», Αθήνα 1976.Φωκά Ι., Βαλαβάνης Π., «Ανακαλύπτω την αρχαία Ελλάδα. Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1992.

Αλλοδαπή βιβλιογραφία

Auby Jean Marie, Pierre Bon, «Droit Administratif des Biens. Domaine, Travaux Publics, Expropriation», 2η εκδ., εκδ. Précis Dalloz, Παρίσι 1993. Biasca, «La Propriété Spatio Temporelle», Gazette du Palais 1976, (2e sem.), σ. 539.Cornu G. «Droit Civil. Introduction. Les personnes. Les Biens», 4η εκδ., εκδ. Montchrestien, Παρίσι 1990.Edmonds, «International Timesharing», 2η έκδ, 1986, σ. 239.Jacquot H., Priet F.,«Droit de l’urbanisme», εκδ. Dalloz, Παρίσι 2001.

Page 333: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

«Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΤΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ»

Η επίδραση των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στο Ενοχικό Δίκαιο φαίνεται ότι επικεντρώνεται σε δύο επιμέρους τομείς: την ευθύνη από αδικοπραξία και την ευθύνη από διακινδύνευση.

1. Στην ευθύνη από αδικοπραξία

Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία άποψη ως αδικοπραξία θεωρείται κάθε άδικη πράξη ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη υπαιτιότητας 1472. Ωστόσο κατά τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ η υπαιτιότητα και ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης αποτελούν τα δύο συστατικά στοιχεία της αδικοπραξίας. Η επιχειρούμενη αυτή διάκριση του ΑΚ είχε ως πρότυπο το Ελβετικό Δίκαιο, το οποίο προβλέπει σε μια γενική ρήτρα την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά ως προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης 1473. Η επιλογή του έλληνα νομοθέτη εκφράζει την πρόθεσή του διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του άνω άρθρου ώστε να καλύπτονται από αυτό

1472 Γεωργιάδης A. Σ. «Ενοχικό Δίκαιο. Γενικό μέρος», εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1999, σ. 581.1473 Ανάλογη θέση υιοθέτησε το γαλλικό δίκαιο χωρίς όμως να προβαίνει σε σαφή διάκριση ανάμεσα στο στοιχείο του παρανόμου και σε αυτό της υπαιτιότητας. Αντίθετα το αγγλικό και το γερμανικό δίκαιο, όπως και το ρωμαϊκό, ακολουθούν το περιπτωσιολογικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο προσδιορίζονται μόνο οι κυριότερες περιπτώσεις αδικοπρακτικής ευθύνης, περιορίζοντας κατά συνέπεια το εύρος της. Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 587-591.

Page 334: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

μελλοντικές κοινωνικές ανάγκες, όπως συνέβη με την ευθύνη που απορρέει από την προσβολή του πολεοδομικού και του περιβαλλοντικού κεκτημένου1474. Εξάλλου στο πλαίσιο αυτό εφαρμόζεται από τη νομολογία η θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου, κατά την οποία δημιουργείται ευθύνη προς αποζημίωση σε περίπτωση που το προσβληθέν αγαθό εμπίπτει σε αυτά που είχε σκοπό να προστατεύσει ο νόμος 1475.

Η νομική θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης στην αρχή της υπαιτιότητας έχει ως αποτέλεσμα την αναγωγή του πταίσματος του ζημιώσαντος, το οποίο συνίσταται σε δόλο ή αμέλεια, σε αναγκαστική προϋπόθεση της ευθύνης, καθιερώνοντας με αυτόν τον τρόπο το σύστημα της υποκειμενικής ευθύνης σύμφωνα με το οποίο ο ζημιωθείς φέρει το βάρος της απόδειξης των περιστατικών τα οποία στοιχειοθετούν το πταίσμα του ζημιώσαντος 1476. Ειδικότερα αντικείμενα απόδειξης συνιστούν α) η ανθρώπινη συμπεριφορά, β) η παράνομη συμπεριφορά, γ) η υπαίτια συμπεριφορά, δ) η επέλευση ζημίας και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Ακολουθώντας τη διεύρυνση του περιεχομένου των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τη διευθέτηση του χώρου, οι άνω έννοιες εξελίχθηκαν ανάλογα.

1.1. Η ανθρώπινη συμπεριφορά

Αρχικώς ως ανθρώπινη συμπεριφορά νοείται η εξωτερική και εκούσια συμπεριφορά η οποία μπορεί να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράνομη παράλειψη ορισμένης ενέργειας 1477. Ο παράνομος χαρακτήρας της παράλειψης προϋποθέτει την ύπαρξη υποχρέωσης για πράξη προερχόμενης από δικαιοπραξία, από τον νόμο, από τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και την καλή πίστη, από προηγούμενη συμπεριφορά εκείνου που παρέλειψε ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου 1478. Σε περίπτωση προσβολής του πολεοδομικού ή του περιβαλλοντικού κεκτημένου η ανθρώπινη συμπεριφορά κρίνεται με βάση τις ειδικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες επιβάλλονται η

1474 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 268.1475 Καράκωστας Ι. Κ. «Περιβάλλον…», όπ. αν., σ. 268. Για περισσότερα σχετικά με τη θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου, η οποία διατυπώθηκε κυρίως από τους Γερμανούς Rabel και von Caemmerer και τον Αυστριακό Wilburg, βλ. Σπυριδάκη Ι. Σ., «Γενικό ενοχικό Δίκαιο, σ. 149 επ. 1476 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 582-583.1477 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 594-595.1478 ΕφΑθ 265/1979, Αρμ. 34, σ. 289, ΕφΘεσ 1787/1980, Αρμ. 35, σ. 112, ΕφΑθ 3699/1992, ΕλλΔνη 34, σ. 232, ΕφΑθ 5140/1993, ΕλλΔνη 1995, σ. 1579, ΟλΑΠ 4/1993, ΕλλΔνη 35, σ. 329, ΑΠ 1081/1993.

Page 335: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

λήψη μέτρων ή μια συγκεκριμένη συμπεριφορά 1479 για την αποτροπή της υποβάθμισης του περιβάλλοντος.

1.2. Η παράνομη συμπεριφορά

Για τη στοιχειοθέτηση της παράνομης συμπεριφοράς διατυπώθηκαν δύο απόψεις: α) η υποκειμενική θεωρία κατά την οποία ως παράνομη πράξη θεωρείται κάθε ζημιογόνος ενέργεια που επιχειρείται χωρίς δικαίωμα, και β) η κρατούσα αντικειμενική θεωρία σύμφωνα με την οποία παράνομη χαρακτηρίζεται κάθε συμπεριφορά η οποία αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου. Με την επικράτηση της αντικειμενικής θέσης αφενός αποφεύχθηκε μια υπέρμετρη διεύρυνση της αδικοπρακτικής ευθύνης και αφετέρου εξασφαλίστηκε η υπό προϋποθέσεις διεύρυνση της αδικοπρακτικής ευθύνης, καθώς δεν προσδιορίζεται το περιεχόμενο της απαγορευτικής ή της επιτακτικής διάταξης. Επιπλέον απαιτείται η προσβολή έννομου ιδιωτικού συμφέροντος 1480. Για την αποτελεσματικότερη όμως προστασία του πολεοδομικού και του περιβαλλοντικού κεκτημένου διευρύνθηκε η έννοια του παρανόμου με αποτέλεσμα να αρκεί πλέον η αποδοκιμασία της ανθρώπινης συμπεριφοράς από το θετικό δίκαιο και τους σκοπούς του. Η διεύρυνση αυτή συνδυάστηκε με την αναγνώριση μιας γενικής υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των άλλων και των αγαθών τους, βάσει είτε του άρθρου ΑΚ 281 «Κατάχρηση δικαιώματος» είτε ειδικών ρυθμίσεων 1481. Ειδικότερα η άνω υποχρέωση στον τομέα του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου του Περιβάλλοντος βασίζεται στο σύνολο της εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας μέσω της οποίας επιδιώκονται αφενός η διαφύλαξη των περιβαλλοντικών αγαθών και αφετέρου η προστασία των ιδιωτικών έννομων αγαθών και συμφερόντων. Επίσης η προστασία του πολεοδομικού και του περιβαλλοντικού κεκτημένου επιτυγχάνεται μέσω των συναλλακτικών υποχρεώσεων των φορέων, οι δραστηριότητες των οποίων ενέχουν κινδύνους για την προστασία της ανθρώπινης ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας 1482. Για τον καθορισμό των μέτρων ασφάλειας και πρόνοιας χρησιμοποιούνται ως κριτήρια μεταξύ άλλων:α) διατάξεις Δημοσίου Δικαίου, όπως οι σχετικές με τη διάθεση βιομηχανικών αποβλήτων, β) οι επιπτώσεις στην εθνική οικονομία ώστε τα ληφθέντα μέτρα να μην έχουν ως αποτέλεσμα τον αφανισμό μιας νόμιμης

1479Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 270-271.1480 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 595, 596, 598.1481 Δεληγιάννης, ΕΕΝ 23, σ.σ. 154 επ., Δεληγιάννης, ΑΙΔ 15, σ.σ. 153 επ., Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 277.1482 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 272-273.

Page 336: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

δραστηριότητας, γ) η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του απειλουμένου κινδύνου και του κόστους των μέτρων, και δ) ο συνυπολογισμός κατά την πιθανολόγηση της επέλευσης του κινδύνου των ιδιαίτερων συνθηκών και λειτουργιών της συγκεκριμένης πηγής κινδύνου 1483. Ειδικότερα, με τον Ν 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» θεσπίστηκαν ως μέτρα ασφάλειας και πρόνοιας αφενός οι γενικοί και ειδικοί όροι της Διοίκησης και αφετέρου οι περιβαλλοντικοί όροι που υποβάλλονται προς έγκριση σε αυτήν από τον φορέα της επιχείρησης. Η διαδικασία έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων διαφοροποιείται ανάλογα με την κατηγορία στην οποία υπάγεται η συγκεκριμένη δραστηριότητα ή το έργο 1484. Συνοψίζοντας, η μη λήψη των απαραίτητων μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος συνιστά παράνομη συμπεριφορά η οποία στοιχειοθετείται είτε στις διατάξεις του ΑΚ είτε σε ειδική διάταξη είτε σε συναλλακτική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας, με σκοπό την προστασία της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας ή του πολεοδομικού ή περιβαλλοντικού κεκτημένου 1485. Ωστόσο τα θιγόμενα ιδιωτικά έννομα αγαθά πρέπει να εμπίπτουν σε εκείνα τα οποία είχε σκοπό να προστατεύσει η παραβιασθείσα διάταξη 1486. Στο πνεύμα αυτό έγινε δεκτό από τη νομολογία ότι οι πολεοδομικές διατάξεις έχουν σκοπό να προστατεύσουν όχι μόνο «το γενικό συμφέρον της άρτιας πολεοδομικής συγκροτήσεως των πόλεων και συνοικισμών από απόψεως υγιεινής, ασφάλειας και αισθητικής των οικοδομών» αλλά «και το συμφέρον των κυρίων των γειτονικών οικοδομών» 1487. Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στην τελολογική ερμηνεία της διάταξης στην οποία θεμελιώνεται το παράνομο 1488. Επομένως, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος επιχειρείται μια μεταβολή της νομολογίας και της θεωρίας ως προς την στοιχειοθέτηση του παρανόμου από την κρατούσα γνώμη, σύμφωνα με την οποία το παράνομο πρέπει να κρίνεται από το αποτέλεσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, προς την άποψη η οποία θεωρεί τη συμπεριφορά του δράστη ως το καθοριστικό κριτήριο για την εκτίμηση του παράνομου χαρακτήρα της πράξης υπό την ευρεία έννοια 1489.

1.3. Η υπαίτια συμπεριφορά 1483 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 288.1484 Άρθρο 4 «Έγκριση περιβαλλοντικών όρων» του Ν 1650/1986, όπ. αν., Χατζοπούλου Α., «Στοιχεία…», όπ. αν., σ. 67-68. 1485 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 279.1486 ΕφΑθ 775/1960, ΝοΒ 8, σ. 510, ΕφΑθ 348/1977, ΝοΒ 25, σ. 525, ΕφΑθ 3114/1977, ΝοΒ 26, σ. 325.1487 ΑΠ 393/1964 (Ολομ.), ΝοΒ 12, σ. 930, ΑΠ 1855/1984, ΝοΒ 33, σ. 1142-1143.1488 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 281.1489 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 601.

Page 337: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Η υπαιτιότητα ή το πταίσμα αποτελεί μια αυτοτελή προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης και συνίσταται στην απόδοση της ζημιογόνου ανθρώπινης συμπεριφοράς σε μια ιδιαίτερη ψυχική στάση του δράστη η οποία κρίνεται επιλήψιμη και αποδοκιμαστέα από το δίκαιο. Η υπαιτιότητα αναφέρεται επομένως στον ψυχικό δεσμό του προσώπου προς μια ενέργειά του ή προς το αποτέλεσμά της, ο οποίος συνίσταται είτε στην επιδίωξη του ζημιογόνου αποτελέσματος, οπότε πρόκειται για δόλο, είτε στη μη λήψη από μέρους του των επιβαλλόμενων μέτρων ώστε να το αποφύγει, οπότε πρόκειται για αμέλεια. Προϋπόθεση για την ύπαρξη υπαιτιότητας θεωρείται η ικανότητα του δράστη να αντιλαμβάνεται τον δίκαιο ή άδικο χαρακτήρα της πράξης του 1490.

Στην περίπτωση όμως της περιβαλλοντικής ζημίας, δεδομένης της δυσκολίας απόδειξης της υπαιτιότητας του δράστη, καθώς ο ζημιωθείς καλείται συνήθως να αποδείξει την μη λήψη από τον πρώτο των απαραίτητων μέτρων ασφάλειας και πρόνοιας, έγινε δεκτή από την νομολογία η αντιστροφή του βάρους της απόδειξης. Ειδικότερα με σκοπό την ενίσχυση της θέσης του ζημιωθέντος, αυτός ως ενάγων καλείται να αποδείξει αφενός τη ζημία και αφετέρου την προέλευσή της από τη μη λήψη ή την παραβίαση από μέρους του δράστη μέτρων ασφάλειας και πρόνοιας. Η θέση αυτή της νομολογίας βασίστηκε στη θεωρία των σφαιρών επιρροής σύμφωνα με την οποία ο ζημιωθείς οφείλει να αποδείξει μόνο τη ζημία και την προέλευσή της από τη σφαίρα επιρροής του ζημιώσαντος 1491. Είναι δυνατόν επομένως να επισημανθεί ότι για την απόδειξη της υπαιτιότητας του δράστη της ζημιογόνου για το περιβάλλον ενέργειας εφαρμόστηκε αναλογικά η θεωρία των σφαιρών επιρροής με αποτέλεσμα την αντιστροφή του βάρους της απόδειξης. Επιπλέον, για την αποτελεσματικότερη προστασία του πολεοδομικού και περιβαλλοντικού κεκτημένου, θεωρήθηκε ότι η τήρηση των διοικητικών ή άλλων Δημοσίου Δικαίου διατάξεων σχετικών με τα μέτρα ασφάλειας και πρόνοιας δεν αρκεί για τον αποκλεισμό της υπαιτιότητας, καθώς αφενός αυτές θα πρέπει να συνιστούν το κατώτατο επίπεδο ασφάλειας

1490 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 239, 240, 604. ΑΚ 331, 915-918.1491 Η αρχή αυτή προβλέφθηκε ρητά στη διάταξη ΑΚ 925 «Πτώση κτίσματος ή άλλου έργου» και εφαρμόστηκε αναλογικά από τη νομολογία αρχικώς σε διαφορές από τη χρήση ελαττωματικών προϊόντων πριν από την ψήφιση του ειδικού νόμου 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών» ΕφΑθ 7453/1988, ΕλλΔνη 31 (1990), σ. 848 επ. Για περισσότερα βλ. παρακάτω σχετικά με την ευθύνη από διακινδύνευση. Παρόμοια εξέλιξη σημειώθηκε και στη γερμανική έννομη τάξη, στην οποία η αντιστροφή του βάρους της απόδειξης σε περίπτωση περιβαλλοντικής ζημίας έγινε δεκτή από τη νομολογία πριν από την ισχύ του ειδικού νόμου περί αδικοπρακτικής ευθύνης για περιβαλλοντικές ζημίες (Umwelthaftungsgesezt-UHG, 10/12/1990) Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 292-294.

Page 338: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

1492 και αφετέρου τα μέτρα ασφάλειας και πρόνοιας θα πρέπει να ακολουθούν την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας 1493.

1.4. Η επέλευση της ζημίας

Ως ζημία θεωρείται κάθε δυσμενής μεταβολή στα έννομα αγαθά, περιουσιακά ή μη, ενός προσώπου εξαιτίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ζημία διακρίνεται: α) σε περιουσιακή, η οποία αφορά στα αποτιμητά σε χρήμα αγαθά, και σε ηθική βλάβη, όταν αυτή επέρχεται στα ηθικά αγαθά του ατόμου, δηλαδή σε εκείνα που συνδέονται στενά με την προσωπικότητά του, όπως η προσβολή της τιμής, της ελευθερίας ή της ψυχικής και σωματικής υγείας 1494, β) σε θετική, που συνίσταται σε μείωση της υπάρχουσας περιουσίας, και σε αποθετική ή διαφυγόν κέρδος, η οποία καταλαμβάνει τη ματαίωση αύξησης του ενεργητικού ή μείωσης του παθητικού της περιουσίας σε περίπτωση που δεν θα λάμβανε χώρα η ζημιογόνος συμπεριφορά 1495, γ) σε αφηρημένη (αντικειμενική), η οποία επέρχεται κατά τη συνήθη περίπτωση και κατά την κοινή πορεία των πραγμάτων, και σε συγκεκριμένη (υποκειμενική), όταν κατά τον υπολογισμό της ζημίας λαμβάνονται υπόψη και οι τυχόν ιδιαίτερες περιστάσεις σε σχέση με τον ζημιωθέντα. Κατά κανόνα αποκαθίσταται η συγκεκριμένη ζημία και κατ’εξάιρεση η αφηρημένη 1496, δ) σε από διαθέσεως αξία, η οποία συνίσταται στη μη περιουσιακή συναισθηματική αξία που είχε το προσβληθέν αγαθό για τον συγκεκριμένο ζημιωθέντα και η οποία μπορεί να αποκατασταθεί μόνο ως ηθική βλάβη και ε) σε μέλλουσα ζημία, η οποία θεωρείται πιθανή, σύμφωνα με την κοινή πορεία των πραγμάτων, συνεπεία της ζημιογόνου συμπεριφοράς 1497.

Για την αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος διευρύνθηκε η έννοια της ζημίας ώστε να συμπεριληφθεί σε αυτήν η περιβαλλοντική ζημία η οποία νοείται ως η βλάβη που προκαλεί υποβάθμιση του πολεοδομικού και περιβαλλοντικού κεκτημένου. Η ζημία μπορεί να προέρχεται είτε από την

1492 ΑΠ 343/1968, ΝοΒ 16, σ. 943, ΕφΑθ 10668/1984, Δακορώνια «Εκπομπές και περιβαλλοντική ζημία από επιχείρηση με άδεια αρχής», ΠερΔικ 1/1997, σ. 15 επ.1493 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 290.1494 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 133-134, ΑΚ 297, 299.1495 ΑΚ 298, Δεν αποκαθίσταται η αποθετική ζημία λόγω απολεσθέντος κέρδους αν το τελευταίο επρόκειτο να προσέλθει από παράνομη δραστηριότητα ή κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη. ΑΠ 33/1968, ΝοΒ 16, σ. 461.1496 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 150.1497 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 150-151, ΑΠ 1921/1988, ΝοΒ 37, σ. 1035, ΑΚ 920 «Δυσφημιστικές διαδόσεις», ΑΚ 928 «Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου», ΑΚ 929 «Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας», ΑΚ 931, σχετικά με την αναπηρία ή την παραμόρφωση του παθόντα.

Page 339: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

προσβολή του δικαιώματος χρήσεως του περιβάλλοντος είτε από τη δυσμενή μεταβολή άλλου έννομου αγαθού του φορέα του άνω δικαιώματος, όπως η ζωή, η υγεία, η σωματική ακεραιότητα, η νομή ή η κατοχή. Κατά συνέπεια η περιβαλλοντική ζημία είναι δυνατόν να συνίσταται σε περιουσιακή ζημία ή σε ηθική βλάβη 1498. Με το σκεπτικό αυτό κρίθηκε από τη νομολογία ότι η προσβολή του δικαιώματος χρήσης κοινόχρηστης πλατείας έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση αφενός της δυνατότητας παραμονής, κυκλοφορίας και ψυχαγωγίας των πολιτών και αφετέρου του αερισμού, φωτισμού και θέας των γειτονικών κατοικιών, προσβάλλοντας κατά συνέπεια το δικαίωμα στην προσωπικότητα είτε άμεσα, όπως στην πρώτη περίπτωση είτε έμμεσα λόγω του περιορισμού των ωφελειών που συνδέονται με την άσκηση του δικαιώματος της κυριότητας επί του συγκεκριμένου ακινήτου 1499. Είναι δυνατόν να προταθεί η αναλογική εφαρμογή αυτού του σκεπτικού σε κάθε προσβολή στοιχείου του περιβάλλοντος το οποίο συνεπάγεται προσβολή ιδιωτικού έννομου αγαθού. Σε περίπτωση περιουσιακής περιβαλλοντικής ζημίας, αυτή ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος αν δεν μεσολαβούσε η ζημιογόνος συμπεριφορά και αυτής μετά την εκδήλωση της ενέργειας 1500. Για τον υπολογισμό της θα πρέπει να συνυπολογίζονται οι επιπτώσεις όχι μόνο στο δικαίωμα χρήσης του περιβαλλοντικού αγαθού αλλά και στο σύνολο των άμεσα ή έμμεσα συνδεομένων με αυτό έννομων αγαθών, όπως της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος το οποίο εμπίπτει στον προστατευτικό σκοπό του ιδρυτικού της ευθύνης κανόνα δικαίου 1501. Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η δυνατότητα αποκατάστασης της μέλλουσας περιβαλλοντικής ζημίας, η πιθανολόγηση της οποίας επιχειρείται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως τα πορίσματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας 1502.

Ωστόσο η αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας έχει περιορισμένο χαρακτήρα αφενός διότι αποκαθίστανται μόνο οι ζημίες που προκαλούνται ευθέως ή αντανακλαστικά σε ιδιωτικά έννομα αγαθά και συμφέροντα και αφετέρου λόγω της περιορισμένης χρήσης της αυτούσιας αποκατάστασης μέσω της αποζημίωσης in natura. Ειδικότερα η ως άνω αποκατάσταση, παρά το γεγονός ότι αυτή αποτελεί την πλέον προσήκουσα μορφή αποζημίωσης σε περιβαλλοντικές ζημιές, επιβάλλεται από το δικαστήριο μόνο εφόσον το

1498 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 305.1499 ΑΠ 743/1963, ΝοΒ 12, σ. 514, ΑΠ 231/1979, ΝοΒ 27, σ. 1267.1500 Σπυριδάκης Ι. Σ., «Γενικό ενοχικό δίκαιο», σ. 129., ΑΠ 707/1973 (Ολομ.), ΝοΒ 22, σ. 321, ΑΠ 768/1985, ΝοΒ 34, σ. 671, ΑΠ 228/1993, ΕλλΔνη 36, σ. 1057.1501 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 307.1502 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 310.

Page 340: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

επιτρέπουν ειδικές περιστάσεις και εφόσον αυτή δεν προσκρούει στο συμφέρον του ζημιωθέντος 1503. Επομένως για την αποτελεσματικότερη προστασία του πολεοδομικού και περιβαλλοντικού κεκτημένου θα ήταν θεμιτή η αυτεπάγγελτη από το δικαστήριο επιδίκαση της αυτούσιας αποκατάστασης 1504.

1.5. Η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας

Η αιτιώδης συνάφεια ή αιτιώδης σύνδεσμός ορίζεται ως η σχέση αιτίας και αποτελέσματος μεταξύ της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας. Η ανάγκη προσδιορισμού της έκτασης της ευθύνης οδήγησε στην ανάπτυξη τριών θεωριών: της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, της θεωρίας της πρόσφορης αιτιότητας και αυτής του σκοπού του κανόνα δικαίου. Σύμφωνα με τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (condicio sine qua non) κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά χωρίς τη συνδρομή της οποίας δεν θα επερχόταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα θεωρείται ως αίτιο αυτού. Η θεωρία αυτή εγκαταλείφθηκε για τον προσδιορισμό της αστικής ευθύνης γενικότερα, καθώς θεμελιωνόταν ευθύνη προς αποζημίωση και εις βάρος προσώπων που βρίσκονταν σε πολύ μακρινή σχέση με τη ζημιογόνο συμπεριφορά 1505. Η θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας (causa adaequata), με νομοθετικό έρεισμα τη διάταξη ΑΚ 298, εδ. β, σχετικά με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους, βασίζεται στην προβλεψιμότητα του αποτελέσματος, καθώς αναζητείται ο πρόσφορος όρος επέλευσης της ζημίας. Ως τέτοιος θεωρείται εκείνος που είχε την τάση να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα κατά την αντίληψη του μέσου συνετού ανθρώπου βάσει των δεδομένων που αυτός είχε υπόψη του κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η πράξη. Τέλος με τη θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου προτείνεται το κριτήριο του σκοπού του ιδρυτικού της ευθύνης κανόνα δικαίου. Ειδικότερα με τον προσδιορισμό των προστατευόμενων από τον κανόνα συμφερόντων διαμορφώνεται ανάλογα η έκταση της παρεχόμενης έννομης προστασίας 1506. Υπό την επίδραση των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος, επί περιβαλλοντικής ζημίας εφαρμόζονται συνδυαστικά η θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας και αυτή του σκοπού του κανόνα δικαίου, συμβάλλοντας ως εκ τούτου στην εξέλιξη και προσαρμογή του Ενοχικού Δικαίου στο σύγχρονο κοινωνικό αίτημα της

1503 ΑΚ 297 «Διαφέρον».1504 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 308, Μπαλής, «Γενικόν ενοχικόν δίκαιον», παρ. 32, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος, «ΑΚ 297-298», αρ. 15, ΑΠ 334/1954, ΝοΒ 2, σ. 799, ΕφΑθ 1344/1969, Αρμ. 23. σ. 946.1505 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 140-141.1506 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 142-143.

Page 341: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

προστασίας του περιβάλλοντος. Ειδικότερα το αντικείμενο της απόδειξης έγκειται αφενός στην πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας πράξης ή παράλειψης του ζημιώσαντος και του ζημιογόνου αποτελέσματος και αφετέρου στην συμπερίληψη του προσβληθέντος αγαθού και της προκληθείσας ζημίας στον προστατευτικό σκοπό της ειδικής ή γενικής διάταξης που παραβιάστηκε 1507.

Τέλος ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η δυνατότητα θεμελίωσης της αδικοπρακτικής ευθύνης στη διάταξη ΑΚ 281 «Κατάχρηση δικαιώματος». Ειδικότερα πρόκειται για την περίπτωση αρνητικής κατάχρησης, όπως η καταχρηστική άρνηση άσκησης ένδικου μέσου από τον κύριο κοινόχρηστου πράγματος με αποτέλεσμα την προσβολή της κοινής χρήσης και την πρόκληση ζημίας 1508.

2. Στην ευθύνη από διακινδύνευση

Η ευθύνη από διακινδύνευση αποτελεί μια ιδιόμορφη εξωδικαιοπρακτική ευθύνη για την οποία, παρά το γεγονός ότι δεν εντάσσεται στην έννοια της αδικοπρακτικής ευθύνης, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Το βασικό χαρακτηριστικό της ευθύνης από διακινδύνευση συνίσταται στην αποσύνδεσή της από την έννοια της παράνομης και υπαίτιας ανθρώπινης συμπεριφοράς και στη θεμελίωσή της είτε σε φυσικά γεγονότα, όπως η συμπεριφορά ενός ζώου ή η πτώση ενός κτίσματος, είτε σε τεχνικά γεγονότα, όπως η λειτουργία ενός αυτοκινήτου. Το είδος της ευθύνης αυτής δικαιολογείται από την αυξημένη ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου από πηγές φυσικών ή τεχνικών κινδύνων οι οποίες έχουν καταστεί απαραίτητες για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους 1509.

Η αναγνώριση της ευθύνης από διακινδύνευση στα τέλη του 19ου αιώνος από τις έννομες τάξεις αρκετών ευρωπαϊκών χωρών, ως αποτέλεσμα της σταδιακής επικράτησης των σοσιαλιστικών ιδεών, σηματοδότησε μια σημαντική απόκλιση από την αρχή της υπαιτιότητας, η οποία συμβάδιζε με τις φιλελεύθερες ιδέες της ευρωπαϊκής αστικοποιημένης κοινωνίας του 19ου

αιώνος 1510. Στo πλαίσιο αυτό, το 1871, πρώτη η γερμανική έννομη τάξη εισήγαγε την αντικειμενική ευθύνη για ορισμένα εργατικά ατυχήματα και για ζημίες, συνεπεία των σιδηροδρομικών ατυχημάτων. Στον ίδιο νόμο προβλέφθηκε αντικειμενική ευθύνη για θάνατο ή σωματικές βλάβες από την

1507 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 297.1508 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 330.1509 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 677-678.1510 Βλ. Μέρος Ι, κεφάλαιο πρώτο, 8.

Page 342: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

εγκατάσταση και διανομή ηλεκτρισμού, καυσίμων ή υγρών 1511. Η επιβεβαίωση της αναγκαιότητας της διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής της ευθύνης από διακινδύνευση από την επαύξηση των πηγών κινδύνων, ως συνέπεια της βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, οδήγησε τους ευρωπαίους νομοθέτες στην υιοθέτηση αρχών, όπως της τεκμαιρόμενης υπαιτιότητας ή της νόθου αντικειμενικής ευθύνης 1512, ταυτόχρονα με την περιπτωσιολογική κατά κανόνα ρύθμιση της αντικειμενικής ευθύνης σε ειδικές διατάξεις. Η πρακτική αυτή ακολουθήθηκε από το γερμανικό, το αυστριακό, το ελβετικό και το αγγλικό δίκαιο. Αντίθετα, η γαλλική έννομη τάξη, παράλληλα με την υιοθέτηση του περιπτωσιολογικού συστήματος είτε με ειδικές διατάξεις του ΑΚ 1513 είτε με ειδικά νομοθετήματα, όπως ο Ν 85-677 της 5ης Ιουλίου 1985 περί των αυτοκινητιστικών ατυχημάτων, ανήγαγε την αντικειμενική ευθύνη σε γενική αρχή βάσει της διάταξης ΑΚ 1384, εδ. α σχετικά με την ευθύνη για ζημίες που προκαλούνται από πράγματα που κάποιος έχει υπό τον έλεγχό του. Ταυτόχρονα η αναλογική εφαρμογή από την Cour de Cassation του άνω άρθρου στην προστασία των εργατών από τα εργατικά ατυχήματα 1514 οδήγησε στη νομολογιακή καθιέρωση και διεύρυνση της ευθύνης από διακινδύνευση 1515. Επηρεαζόμενος από τη γαλλική έννομη τάξη, ο ιταλικός ΑΚ προέβλεψε την ευθύνη από συμπεριφορά η οποία από τη φύση της ή λόγω των μέσων της ενέχει κινδύνους 1516.

Ακολουθώντας τις εξελίξεις στα ευρωπαϊκά κράτη, η ευθύνη από διακινδύνευση εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη αρχικά με τον Ν ΓΠΝ/1911 «Περί της εκ των αυτοκινήτων ποινικής και αστικής ευθύνης», που καθιέρωσε την ευθύνη από αυτοκίνητο, και με τον Ν 551/1915 «Περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων παθόντων εργατών ή υπαλλήλων» 1517, σχετικά με την ευθύνη του εργοδότη σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος. Εντούτοις το πεδίο εφαρμογής του δεύτερου νόμου 1511 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 679-681.1512 Στην περίπτωση της νόθου αντικειμενικής ευθύνης το πταίσμα του ζημιώσαντος τεκμαίρεται. Πρόκειται για ένα μαχητό τεκμήριο, με αποτέλεσμα την απαλλαγή του ζημιώσαντος αν αποδείξει ότι δεν βαρύνεται με πταίσμα. Σπυριδάκης Ι. Σ., «Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σ. 119.1513 ΓαλλΑΚ 1385 και 1386, σχετικά με την ευθύνη του κατόχου ζώου και την ευθύνη από την πτώση κτίσματος. 1514 Civ. 16 Ιουνίου 1896, D. 1897, 1 433, note Saleilles, concl. contraire Sarrut, S. 1897, 1, 17 note Esmein. Η απόφαση αυτή του γαλλικού ΑΠ προετοίμασε το έδαφος για την ψήφιση του Ν της 9ης Απριλίου 1898, σχετικά με τα εργατικά ατυχήματα. 1515 CCas “Desmares” 21 Ιουλίου 1982, Rev. trim. dr. Civ. 1982, no. 3 σ. 606, Civ. 2e, 6 Απριλίου 1987, Bull. Civ., II, no 86, J.C.P. 1987, II, 20828, Flour J., Aubert J.-L., «Les Obligations, 2. Le fait juridique», εκδ. Armand Colin, Παρίσι 1991, σ. 221-226.1516 ΙταλΑΚ 2050, Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 683.1517 ΦΕΚ Α, 11.

Page 343: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

περιορίστηκε, μετά την ψήφιση του Ν 1846/1951, περί ΙΚΑ 1518, στην αποκατάσταση ζημίας μη υπαγόμενης στην ασφάλιση του ΙΚΑ. Ειδικότερα με τον N 1846/1951 αναγνωρίστηκε η ευθύνη του εν λόγω ιδρύματος για την καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση ανικανότητας για εργασία ή θανάτου ασφαλισμένου ή ασφαλιστέου προσώπου, συνεπεία ατυχήματος από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή αυτήν, απαλλάσσοντας τον εργοδότη από την υποχρέωση αποζημίωσης του Ν 551/1915. Ταυτόχρονα ο ελληνικός ΑΚ, επηρεαζόμενος από τον γαλλικό, αναγνώρισε την ευθύνη από διακινδύνευση στην περίπτωση του κατόχου ζώου 1519 και της πτώσης κτίσματος ή άλλου έργου που συνέχεται με το έδαφος 1520. Ειδικά για την προστασία του πολεοδομικού και περιβαλλοντικού κεκτημένου είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή της διάταξης ΑΚ 925 «Πτώση κτίσματος ή άλλου έργου» σε περιπτώσεις περιβαλλοντικής ζημίας 1521. Επιπλέον στην περίπτωση περιβαλλοντικής ζημίας διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής της ευθύνης από διακινδύνευση με την αναγνώριση αντικειμενικής ευθύνης από την ειδική διάταξη του άρθρου 29 του Ν 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος». Ειδικότερα με την εν λόγω διάταξη προβλέφθηκε ρητώς η υποχρέωση αποζημίωσης εκείνου που προκάλεσε ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προκάλεσε την περιβαλλοντική ζημία μπορεί να απαλλαγεί μόνο αν αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε ανωτέρα βία ή ότι προήλθε από υπαίτια ενέργεια τρίτου που ενήργησε δολίως 1522. Ωστόσο η ευθύνη του άνω άρθρου περιλαμβάνει την αποκατάσταση μόνο της περιουσιακής ζημίας με αποτέλεσμα η ηθική βλάβη να αποκαθίσταται με αναλογική εφαρμογή της διάταξης ΑΚ 932 «Ικανοποίηση της ηθικής βλάβης» 1523.

Επικουρικά η αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας μπορεί να στηριχθεί στη νομική βάση του άρθρου 6 του Ν 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών» 1524 με το οποίο θεσπίζεται γνήσια αντικειμενική ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων. Ειδικότερα σε περίπτωση περιβαλλοντικής ζημίας πρέπει να αποδειχθεί ότι η ασφάλεια του προϊόντος

1518 ΦΕΚ Α, 179.1519 ΑΚ 924.1520 ΑΚ 925.1521 Υπάρχει διάσταση απόψεων στη θεωρία αν με την ΑΚ 925 καθιερώνεται γνήσια ή νόθος αντικειμενική ευθύνη. Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 295-296, Λιτζερόπουλος, ΕρμΑΚ 297.2

Ν 1650/ 1986, όπ. αν., άρθρο 29, Γλ. Π -300, αρ. 31, Διαμαντάκος, ΕΕΝ 32 (1965), σ. 608-610.1522 Ν 1650/1986, όπ. αν., άρθρο 29, Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 224. 1523 Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 702-703.1524 ΦΕΚ Α, 191.

Page 344: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

στο επίπεδο της παραγωγής ή της χρήσης συνδέεται ή σχετίζεται με τις επιπτώσεις του εν λόγω προϊόντος στο περιβάλλον 1525.

Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαίου η ευθύνη από διακινδύνευση εφαρμόζεται σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η οποία συμπεριλήφθηκε στην Πράσινη Βίβλο του 1993, στη Λευκή Βίβλο του 2000 και στο άρθρο 174 της ΣυνθΕΚ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη του Αμστερνταμ. Με την αρχή αυτήν επιδιώκεται η θέσπιση εξατομικευμένης ευθύνης για αποζημίωση εις βάρος του υπεύθυνου προσώπου για τη δραστηριότητα που ενέχει κινδύνους περιβαλλοντικής ζημίας. Υπεύθυνος της ζημίας θεωρείται ο φορέας εκμετάλλευσης της άνω δραστηριότητας, ο οποίος αποτελεί και τον εν τοις πράγμασι ρυπαίνοντα 1526. Συνεπώς τέθηκε ο βασικός άξονας για τη θέσπιση του κοινοτικού καθεστώτος περιβαλλοντικής ευθύνης, σύμφωνα με το οποίο προτείνεται η αντικειμενική ευθύνη σε περίπτωση περιβαλλοντικής ζημίας εκτός από την περίπτωση πρόκλησης ζημιών στη βιοποικιλότητα από μη επικίνδυνη δραστηριότητα, οπότε εφαρμόζεται η υποκειμενική ευθύνη 1527. Ταυτόχρονα στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπό την επίδραση των απαιτήσεων για αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος, υπογράφηκε στις 22 Ιουνίου 1993 η Σύμβαση του Lugano, η οποία αποτελεί τη Διεθνή Σύμβαση αστικής ευθύνης για ζημίες από δραστηριότητες επικίνδυνες για το περιβάλλον 1528. Ως τέτοιες κρίθηκαν: α) όσες ασκούνται κατ’ επάγγελμα χρησιμοποιώντας επικίνδυνες ουσίες ή γενετικά μεταλασσόμενους οργανισμούς και μικροοργανισμούς, και β) δραστηριότητες που στοχεύουν στην προστασία του περιβάλλοντος, όπως η λειτουργία εγκαταστάσεων για την ανακύκλωση, την καύση και γενικότερα τη διαχείριση των απορριμμάτων ή τη λειτουργία χώρων μόνιμης εναπόθεσής τους. Ο στόχος της προστασίας του περιβάλλοντος μέσω της αστικής ευθύνης επέφερε με την εν λόγω σύμβαση μια διεύρυνση της έννοιας της ζημίας, καθώς εκτός από τη ζημία σε πρόσωπα ή πράγματα συμπεριλήφθηκαν σε αυτήν η υποβάθμιση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, καθώς και της πολιτιστικής κληρονομιάς 1529.

Συμπεράσματα

1525 Καράκωστας Ι. Κ., όπ. αν., σ. 361, 362, 364, Γεωργιάδης Α. Σ., όπ. αν., σ. 712.1526 Σιούτη Γλ. Π., όπ. αν., σ. 221.1527 Σιούτη Γλ. Π., όπ. αν., σ. 222. 1528 Η σύμβαση αυτή δεν έχει ακόμα κυρωθεί από τη χώρα μας.1529 Καράκωστας Ι. Κ.,όπ. αν., σ. 359-361, Σιούτη Γλ. Π., όπ. αν., σ. 224.

Page 345: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Ανακεφαλαιώνοντας, είναι δυνατόν να διατυπωθεί η άποψη ότι η επίδραση των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος στο Ενοχικό Δίκαιο επικεντρώνεται στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της ευθύνης από αδικοπραξία και από διακινδύνευση, με σκοπό την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας με τις σχετικές διατάξεις. Πρώτον στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης η ανάγκη προστασίας του πολεοδομικού και του περιβαλλοντικού κεκτημένου οδήγησε α) στη διεύρυνση της έννοιας του παρανόμου και της ζημίας, β) στην αντιστροφή του βάρους της απόδειξης προς όφελος του ζημιωθέντος, και γ) στην εφαρμογή της θεωρίας του σκοπού του κανόνα δικαίου. Δεύτερον στον τομέα της ευθύνης από διακινδύνευση η άνω επίδραση είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση της αντικειμενικής ευθύνης μέσω α) της διάταξης του άρθρου 29 του Ν 1650/1989 «Για την προστασία του περιβάλλοντος», β) του άρθρου 6 του Ν 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», γ) της ευρωπαϊκής αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», και δ) της διεύρυνσης της αστικής ζημίας στα στοιχεία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς με τη Σύμβαση του Lugano.

Βιβλιογραφία

Ελληνική βιβλιογραφία

Γεωργιάδης Α. Σ. «Ενοχικό Δίκαιο. Γενικό μέρος», εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1999.Γεωργιάδης Α. Σ.-Σταθόπουλος, ΑΚ.Δακορώνια «Εκπομπές και περιβαλλοντική ζημία από επιχείρηση με άδεια αρχής», ΠερΔικ 1/1997 σ. 15 επ..Καράκωστας Ι. Κ. «Περιβάλλον και Δίκαιο», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2000.Λιτζερόπουλος Ι.Γ., ΕρμΑΚ. Μπαλής Α., «Γενικόν ενοχικόν δίκαιον».Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003. Σπυριδάκης Ι. Σ., «Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995.Χατζοπούλου Α., «Στοιχεία Δικαίου. Εθνικό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2004.

Αλλοδαπή βιβλιογραφία

Page 346: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Flour J.-Aubert J.-L., «Les Obligations, 2. Le fait juridique», εκδ. Armand Colin, Παρίσι 1991.

Page 347: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΜΕΡΟΣ ΙV

«Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ»

Page 348: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Εισαγωγή

Οι εξελίξεις στο Πολεοδομικό Δίκαιο και το Δίκαιο του Περιβάλλοντος επηρέασαν τις τρεις βασικές έννοιες της Ποινικής Επιστήμης, δηλαδή το έννομο αγαθό, το έγκλημα και την ποινή, επιφέροντας ταυτόχρονα και επιπτώσεις στο Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο. Σύμφωνα με την θεωρία του Ποινικού Δικαίου τα έννομα αγαθά αφορούν σε αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου τα οποία είναι αντιληπτά στις αισθήσεις του ανθρώπου και ικανοποιούν τις βιοτικές ανάγκες των μελών της κοινωνίας. Συνεπώς το Ποινικό Δίκαιο περιορίζεται σε αντικείμενα με υλική υπόσταση στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο άνθρωπος στο μέτρο που αυτός ως υποκείμενο βουλήσεως διαπραγματεύεται και διαθέτει τον εαυτό του με μορφή υλικού αντικειμένου. Το έγκλημα συνίσταται στην προσβολή ή τη διακινδύνευση ενός εννόμου αγαθού. Ειδικότερα με βάση το στοιχείο του αποτελέσματος της μεταβολής στον εξωτερικό υλικό κόσμο, τα εγκλήματα διακρίνονται σε εγκλήματα βλάβης και διακινδύνευσης. Στα μεν εγκλήματα βλάβης η προσβολή έννομων αγαθών συνίσταται είτε σε φθορά της ύλης τους είτε σε βλάβη κάποιας από τις ιδιότητές τους, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η εξυπηρέτηση του βιοτικού συμφέροντος, το οποίο, κατά φυσικό ή κοινωνικό προορισμό, η προσβληθείσα ιδιότητα θεραπεύει 1530. Στα δε εγκλήματα διακινδύνευσης ο κίνδυνος έγκειται σε μια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, η οποία συνεπάγεται τη δημιουργία αιτιακών όρων ή συνθηκών (όρων κινδύνου) για την επέλευση μιας βλάβης (ενός βλαβερού αποτελέσματος) που δεν συνέβη ακόμα γιατί απαιτούνται και άλλοι αιτιακοί όροι 1531. Τα εγκλήματα διακινδύνευσης διακρίνονται σε γνήσια ή συγκεκριμένης διακινδύνευσης και σε μη γνήσια ή αφηρημένης διακινδύνευσης. Στην πρώτη κατηγορία το αποτέλεσμα του κινδύνου αναγράφεται ρητά στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ως στοιχείο της αρχικής αποδοκιμασίας της πράξης, σε αντίθεση με τη δεύτερη όπου η περιγραφή της τυποποίησης του εγκλήματος αρκείται στη μνεία της μυϊκής κίνησης ή ανάσχεσης κίνησης, ώστε το έγκλημα να θεωρείται τελειωμένο πριν από την εμπειρική επέλευση του κινδύνου. Υπάρχει και η ενδιάμεση κατηγορία των εγκλημάτων αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης ή δυνητικής διακινδύνευσης στα οποία αφενός ο εμπειρικός όρος του κινδύνου ελλείπει της αντικειμενικής τους υπόστασης και αφετέρου η κρίση της δυνατότητας επέλευσης του κινδύνου, έστω και αν αυτός τελικά δεν επήλθε, επαφίεται στην in concreto κρίση του δικαστή 1532. Τέλος η ποινή, ως

1530 Μανωλεδάκης Ι., «Ποινικό Δίκαιο. Γενική Θεωρία», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 1-7.1531 Μανωλεδάκης Ι., όπ. αν. σ. 263.1532 Μανωλεδάκης Ι., όπ. αν. σ. 268, 270, 273.

Page 349: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αντίδραση κατά του εγκλήματος, αναφέρεται στην υλική υπόσταση του αντικειμένου και, ελεγχόμενη, περιορίζεται κατά την έκτασή της ή εντοπίζεται σε ορισμένες ιδιότητες αυτού 1533.

1. Η αναγωγή του περιβάλλοντος σε αυτοτελές προστατευτέο ποινικώς έννομο αγαθό

Το περιβάλλον, σύμφωνα με το Ποινικό Δίκαιο, προσεγγίζεται από δύο διαφορετικές αντιλήψεις, τόσο από την ελληνική όσο και από την αλλοδαπή επιστήμη και έννομη τάξη: την ανθρωποκεντρική και την οικολογική. Με την ανθρωποκεντρική προσέγγιση το περιβάλλον προστατεύεται ως χώρος και ως φυσική προϋπόθεση των ατομικών έννομων αγαθών της ανθρώπινης ζωής και υγείας, με τα οποία αυτό συνδέεται άλλοτε δευτερευόντως και επικουρικά και άλλοτε κυριαρχικά 1534. Αντιθέτως κατά την οικολογική αντίληψη οι διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος αντιμετωπίζουν το περιβάλλον ως αυτοτελές κοινωνικό-υπερατομικό έννομο αγαθό, απόρροια του οποίου αποτελούν τα ατομικά έννομα αγαθά, όπως της ανθρώπινης ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας 1535. Στην ελληνική έννομη τάξη για μεγάλο χρονικό διάστημα κυριαρχούσε η ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Η ποινική νομοθεσία προέβλεπε ποινές για εγκλήματα κατά συγκεκριμένων μόνο στοιχείων του περιβάλλοντος, συνδυάζοντάς τα με ατομικά έννομα αγαθά. Αρχικώς ο Ποινικός Νόμος του 1834 1536 τυποποίησε αφενός την πρόκληση πλημμύρας με διόρυξη ή φθορά των προχωμάτων ως διακινδύνευση της ανθρώπινης ζωής και υγείας 1537 και αφετέρου τη δηλητηρίαση βοσκημάτων ή ποτισμάτων ζώων και τη διάδοση μολυντικών νόσων με αποτέλεσμα τη βλάβη ζώων «άλλου» ως βλάβες της ξένης ιδιοκτησίας 1538. Συνεπεία του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα των άνω διατάξεων, ο νομοθέτης αδιαφορούσε για τη διαταραχή της φυσικής ροής του νερού και της βλάβης ή του θανάτου άγριων και αδέσποτων ζώων ως στοιχείων του περιβάλλοντος 1539. Στο ίδιο πνεύμα προβλέφθηκε τιμωρία της παραβίασης των επιβεβλημένων από τις αρχές μέτρων εναντίον μολυντικών

1533 Μανωλεδάκης Ι., όπ. αν. σ. 1-7.1534 Παναγοπούλου Γ., «Ο προσδιορισμός του εννόμου αγαθού υπό την ονομασία περιβάλλον», Ποινική Προστασία Περιβάλλοντος. Πρακτικά Ε Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1996, σ. 11-24.1535 Despax M., «Droit de l’environnement», Lite, 1980, no 310. 1536 Κουράκη Ν., «Ποινική Καταστολή», Αθήνα-Κομοτηνή 1985, σ. 180 επ.1537 Ποινικός Νόμος του 1834, άρθρο 419.1538 Ποινικός Νόμος του 1834, άρθρο 427.1539 Κωστή Κ., «Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου», εκδ. 4η, τομ. Γ, Αθήνα 1929, σ. 246, 247, 267.

Page 350: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

νοσημάτων των ζώων και επιζωοτιών 1540. Επιπλέον με σκοπό την προστασία της κρατικής ιδιοκτησίας προβλέφθηκε πρόστιμο α) έως 50 δρχ. για όποιον βρίσκει αρχαιότητες, είτε με ανασκαφές, είτε με οποιονδήποτε τρόπο και δεν το αναγγέλλει στις αρχές εντός διαστήματος τριών ημερών και β) 50-500 δρχ. για την εξαγωγή ή προσπάθεια εξαγωγής αρχαιοτήτων χωρίς άδεια της Κυβέρνησης 1541. Η ανθρωποκεντρική αντίληψη διαπνέει και τον Ποινικό Κώδικα (ΠΚ) του 1950 1542 με τον οποίο τυποποιούνται αφενός στα εγκλήματα βλάβης: α) η δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων 1543, β) η δηλητηρίαση της νομής των ζώων 1544 και γ) η διάδοση ασθένειας ζώων 1545

και αφετέρου στα εγκλήματα διακινδύνευσης α) η πλημμύρα 1546 και β) η παραβίαση των μέτρων για την πρόληψη ασθενειών και επιζωοτιών 1547. Ειδικότερα με γνώμονα την εξυπηρέτηση του κρατικού και του κοινού συμφέροντος προβλέπεται η τιμωρία, ως εγκλημάτων αφηρημένης διακινδύνευσης, των παραβάσεων των διατάξεων ιδίως των αστυνομικών αρχών αλλά και άλλων αρχών με αντικείμενο α) την προστασία των αιγιαλών, των όχθων των θαλασσών, λιμνών ποταμιών και των φυτειών ή άλλων εγκαταστάσεων σε αυτές 1548 και β) την ασφάλεια, την τάξη, την άνεση, την ησυχία και την καθαριότητα στους δημόσιους δρόμους, τις πλατείες και τα νερά 1549. Παρομοίως για τον ίδιο λόγο τιμωρούνται α) παραλείψεις σχετικές με τη φύλαξη χώρων, όπως πηγάδια, υπόγεια και εκβαθύνσεις 1550, β) η διατάραξη της κυκλοφορίας σε κοινόχρηστους χώρους1551, γ) η παράβαση διατάξεων περί καθαριότητας, θέτοντας σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, και περί πρόληψης πλημμύρων 1552, δ) η ρύπανση σε ξένα σπίτια ή σε άλλα κτίρια ή ξένους περιφραγμένους χώρους 1553, ε) η παρακώλυση της λειτουργίας κοινωφελούς εγκαταστάσεως 1554 και στ) η παράβαση των κανόνων της οικοδομικής 1555. Μοναδική παρέκκλιση από την

1540 Ποινικός Νόμος του 1834, άρθρα 574-575.1541 Ποινικός Νόμος του 1834, άρθρα 701-702.1542 Ν 1492/17.8.1950 (ΦΕΚ Α, 106/31.5.1985).1543 ΠΚ 279. 1544 ΠΚ 282.1545 ΠΚ 283.1546 ΠΚ 268.1547 ΠΚ 284, 285.1548 ΠΚ 421. 1549 ΠΚ 421.1550 ΠΚ 438.1551 ΠΚ 431.1552 ΠΚ 427 και 430 αντιστοίχως.1553 ΠΚ 428.1554 ΠΚ 293.1555 ΠΚ 286. Για την αποφυγή της παραγραφής του εν λόγω εγκλήματος η παραγραφή του αρχίζει από την ημέρα επέλευσης του αποτελέσματος της παραβίασης. Ν 2331/1995 (ΦΕΚ

Page 351: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

κυρίαρχη ανθρωποκεντρική προσέγγιση του ποινικού νομοθέτη σε σχέση με το περιβάλλον αποτέλεσε η τυποποίηση της προσβολής του δάσους με πυρκαγιά 1556.

Ωστόσο μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 η αυξανόμενη επίδραση του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου του Περιβάλλοντος στην ελληνική έννομη τάξη οδήγησε στη σταδιακή αλλαγή της αντιμετώπισης του περιβάλλοντος από τον ποινική επιστήμη και τις ποινικές διατάξεις. Αφετηρία της εγκατάλειψης της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης προς όφελος της οικολογικής αποτέλεσε ο Ν 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» με τον οποίο για πρώτη φορά ένα συστατικό στοιχείο του περιβάλλοντος, η θάλασσα, θεωρήθηκε ως αυτοτελές έννομο αγαθό. Ειδικότερα η ρύπανση της θάλασσας τιμωρήθηκε ως πλημμέλημα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους 1557. Την ίδια τοποθέτηση ακολούθησε και ο Ν 998/1979 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων» με τον οποίον η παραβίαση των προστατευτικών για τα δάση μέτρων τιμωρήθηκε ως πλημμέλημα με φυλάκιση έως ένα έτος 1558. Η αναγνώριση όμως της αυτοτέλειας του περιβάλλοντος ως εννόμου αγαθού προστατευτέου ποινικώς καθιερώθηκε με τον Ν 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» με τον οποίο για πρώτη φορά προστατεύεται ποινικώς το περιβάλλον στο σύνολό του, φυσικό, πολιτιστικό και δομημένο. Σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, ως περιβάλλον νοείται «το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες» 1559. Η παράβαση των διατάξεων του εν λόγω νόμου συνιστά πλημμέλημα και τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών έως δύο ετών και σωρευτικώς με χρηματική ποινή 1560. Η αυταξία του προστατευτέου εννόμου αγαθού έγκειται στο ότι για τον χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως εγκληματικής αρκεί η ρύπανση ή η υποβάθμιση του περιβάλλοντος χωρίς να απαιτείται προσβολή της ζωής ή της υγείας. Ασφαλώς θα πρέπει να συντρέχουν και τα άλλα στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του νόμου, όπως η πρόθεση του δράστη 1561.

Α, 173), άρθρο 20, παρ. 5.1556 ΠΚ. Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο αγαθό περιβάλλον. Προβλήματα εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας.», εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 49-52. 1557 Ν 743/1977, όπ. αν., άρθρο 13 παρ. 1 α, i, β.1558 Ν 998/1979, όπ. αν., άρθρα 68-71.1559 Ν 1650/1986, όπ. αν., άρθρο 2.1560 Ν 1650/1986, άρθρο 28, παρ. 1, εδ. α.1561 Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο…», όπ. αν. σ. 112.

Page 352: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Στο συμπέρασμα της αυτοτελούς προστασίας του περιβάλλοντος οδηγεί και η θεμελίωση της ποινικής του προστασίας στη σημασία που αυτό έχει για την κοινωνική ζωή 1562. Ειδικότερα η προβλεπόμενη προστασία καλύπτει τόσο την υλική όσο και την κοινωνική αξία, την οποία ιστορικά το περιβάλλον εμπεριέχει, ενώ σε δεύτερο επίπεδο καλύπτεται το αγαθό ή συμφέρον που επιβιώνει ή συντηρείται από αυτό 1563.

Ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος της ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος του Ν 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» έχει προβληματίσει τη νομική επιστήμη, καθώς υποστηρίζονται δύο διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη, το εν λόγω έγκλημα αποτελεί έγκλημα βλάβης και όχι έγκλημα διακινδύνευσης. Ειδικότερα με την παρουσία ρύπων στο περιβάλλον, δηλαδή κάθε είδους ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας 1564 επέρχεται βλάβη του περιβάλλοντος η οποία συνίσταται στην αλλοίωση της φυσικής σύστασης των συστατικών του στοιχείων 1565. Ως βλάβη μπορεί να νοηθεί και η ανακοπή της λειτουργικής ικανότητας του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του θορύβου και των κραδασμών1566. Ένα επιπρόσθετο επιχείρημα υπέρ της πρώτης άποψης αποτελεί η πλήρωση μιας «ποσοτικής» προϋπόθεσης βλάβης στο περιβάλλον για τη στοιχειοθέτηση του βασικού εγκλήματος της ρύπανσης ή της υποβάθμισης του περιβάλλοντος 1567. Ειδικότερα η παρουσία ρύπων στο περιβάλλον πρέπει να είναι σε τέτοια «ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια ώστε αυτοί να μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, τους ζωντανούς οργανισμούς και τα οικοσυστήματα ή υλικές ζημιές, καθιστώντας το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του» 1568. Στο ίδιο πνεύμα ως υποβάθμιση θεωρείται «η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιαδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανόν να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες» 1569. Κατά συνέπεια δικαιολογούνται επικίνδυνες για το περιβάλλον πράξεις με άρση του άδικου χαρακτήρα τους σε τομείς αναγνωρισμένων από το δίκαιο ή καθιερωμένων εθιμικά, κοινωνικών, κρατικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, όπως τα

1562 Εισηγητική έκθεση Ν 1650/1986, όπ. αν., Κεφάλαιο Ζ., Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο…», όπ. αν. σ. 115.1563 Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο…», όπ. αν. σ. 117.1564 Ν 1650/1986, άρθρο 2 παρ. 2, εδ. α. 1565 Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο…», όπ. αν. σ. 113. 1566 Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., «Έννοια και προβληματική των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων», Θεσσαλονίκη 1987, 109, σημ. 34.1567 Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο…», όπ. αν. σ. 113. 1568 Ν 1650/1986, άρθρο 2, παρ. 2.1569 Ν 1650/1986, άρθρο 2, παρ. 4.

Page 353: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

μέσα μαζικής μεταφοράς και γενικώς η οδική κυκλοφορία, η χρήση της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς και η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων (λατομεία, ορυχεία, μεταλλεία κλπ.)1570. Ταυτόχρονα η έμμεση νομοθετική πρόβλεψη ενός δυνάμενου για το περιβάλλον κινδύνου αποτελεί το επιχείρημα της δεύτερης άποψης, σύμφωνα με την οποία η προσβολή του περιβάλλοντος, παρά τη διατύπωσή της στον Ν 1650/1986 ως εγκλήματος βλάβης, συνιστά στην ουσία έγκλημα αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης ή δυνητικής διακινδύνευσης, καθώς δεν απαιτείται πραγματική επέλευση του κινδύνου αλλά αρκεί η πράξη να μπορεί να οδηγήσει σε βλάβη του προστατευτέου εννόμου αγαθού 1571.

Σε διεθνές επίπεδο η αυτοτελής προστασία του περιβάλλοντος δεν αποτελεί την κυρίαρχη τάση, καθώς ακόμα και μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Αυστρία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Γερμανία, η Πολωνία και η Σουηδία, που επέλεξαν την προώθηση της αυτονόμησης των εγκλημάτων κατά του περιβάλλοντος από άλλους κλάδους δικαίου, κυρίως από το Διοικητικό Δίκαιο, και την ενσωμάτωση των εν λόγω προσβολών στον Ποινικό Κώδικα, σε ελάχιστες προστατεύεται το περιβάλλον ως αυτοτελές έννομο αγαθό. Μεταξύ των εξαιρέσεων μπορεί να αναφερθεί ενδεικτικά η Σουηδία, όπου τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος τυποποιήθηκαν στον Ποινικό Κώδικα ως αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης 1572.

2. Η διεύρυνση της ποινικής προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς

Ως αποτέλεσμα της αναγωγής του περιβάλλοντος σε αυτοτελές προστατευτέο ποινικώς έννομο αγαθό διευρύνθηκε η ποινική προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, ως συστατικού στοιχείου του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Ειδικότερα με την ψήφιση του Ν 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος» τα πολιτιστικά στοιχεία αντιμετωπίζονται ως διαφορετικές εξειδικεύσεις του εννόμου αγαθού «περιβάλλον» με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη χωροχρονικά προσβολή ενός στοιχείου της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και ενός οικοσυστήματος να συρρέουν αληθινά ως διαφορετικές

1570 Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο…», όπ. αν. σ. 143.1571 Χαραλαμπάκης Α. Ι., «Αξιόποινες προσβολές του περιβάλλοντος. Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα και εγκλήματα διακυνδυνεύσεως», Πρακτικά Ε Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1996, σ. 43-54.1572 Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο…», όπ. αν. σ. 66, Eser A., «Προστασία του περιβάλλοντος: Μια πρόκληση για το Ποινικό Δίκαιο σε εθνικό και διεθνές επίπεδο», Πρακτικά Ε Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1996, σ. 91-123.

Page 354: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

μονάδες του ίδιου εννόμου αγαθού 1573. Εξάλλου η αντίληψη αυτή διέπει και τον Ν 3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς» με τη ρητή ένταξη της προστασίας «των μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων» μεταξύ των στόχων «οποιουδήποτε επιπέδου χωροταξικού, αναπτυξιακού, περιβαλλοντικού και πολεοδομικού σχεδιασμού ή σχεδίων ισοδύναμου αποτελέσματος ή υποκατάστατών τους» 1574. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 382, παρ. 4 του ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε το 1984 1575, η πρόκληση από πρόθεση «φθοράς ή βλάβης αρχαιολογικού ή καλλιτεχνικού ή ιστορικού μνημείου ή αντικειμένου τοποθετημένου σε δημόσιο χώρο» στοιχειοθετεί μια διακεκριμένη περίπτωση φθοράς και τιμωρείται, «ελλείψει αυστηρότερης διάταξης, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους». Εντούτοις μετά την ψήφιση του Ν 3028/2002 η εφαρμογή της διάταξης αυτής περιορίζεται, καθώς στον νόμο αυτόν προβλέπεται αυστηρότερη ποινή σε περίπτωση φθοράς μνημείου με άμεσο ή έμμεσο τρόπο 1576. Εξάλλου τιμωρείται πλέον με ειδική διάταξη η φθορά μνημείου από αμέλεια 1577, η οποία, ελλείψει ειδικής πρόβλεψης, καλυπτόταν από τη γενική διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν 1650/1986. Εξακολουθούν όμως να εμπίπτουν στον Ν 1650/1986 ενδεχόμενες προσβολές από πρόθεση σε στοιχεία του πολιτιστικού περιβάλλοντος οι οποίες συνιστούν υποβάθμιση ή ρύπανση του πολιτιστικού περιβάλλοντος αλλά δεν είναι δυνατόν να υπαχθούν στην έννοια της φθοράς 1578.Με το ίδιο σκεπτικό ο νομοθέτης, στον Ν 3028/2002, αποδεχόμενος την αυτοτέλεια του πολιτιστικού περιβάλλοντος, προβλέπει την επίταση των τυποποιημένων στον ΠΚ εγκλημάτων της κλοπής, της υπεξαίρεσης, της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας με αντικείμενα μνημεία 1579, ανάλογα με τη σημασία του αντικειμένου της πράξης, τη συστηματικότητα της προσβολής πολιτιστικών έννομων αγαθών από τον συγκεκριμένο δράστη ή τον τόπο προέλευσης του

1573 Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο…», όπ. αν. σ. 142. 1574 Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρο 3, παρ. 2. Για περισσότερα βλ. Σιούτη Γλ. Π., «Εγχειρίδιο…», όπ. αν., σ. 189-195.1575 Ν 1419/1984, άρθρο 21, ΦΕΚ Α, 28.1576 Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρο 56.1577 Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρο 57.1578 Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο…», όπ. αν. σ. 142. 1579 ΠΚ 372, 375, 394, παρ. 1 και 382. Επιπλέον το ΠΚ 374, εδ. β τυποποιεί ως διακεκριμένη περίπτωση κλοπής με ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη την αφαίρεση πράγματος καλλιτεχνικής, αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας που βρισκόταν σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο.

Page 355: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αντικειμένου της αξιόποινης πράξης (στο έγκλημα της κλοπής) 1580. Επιπλέον στον ίδιο νόμο συμπεριλαμβάνονται οι γνωστές από τον Ν 5351/32 «Περί τροποποιήσεων και προσθηκών εις τον νόμον ΒΧΜΣΤ «Περί αρχαιοτήτων» εγκληματικές εκδηλώσεις της παράβασης της υποχρέωσης δήλωσης μνημείου, της παράνομης μεταβίβασής του, της παράνομης εμπορίας μνημείων, της παράνομης ανασκαφής και της παράνομης εξαγωγής μνημείων με σημαντικά πιο αυξημένες ποινές. Ανάλογες κυρώσεις εφαρμόζονται και για τους παραβάτες της νομοθεσίας της ΕΕ σχετικά με τη διακίνηση των πολιτιστικών αγαθών 1581. Προβλέφθηκε ακόμα η δήμευση των πολιτιστικών αγαθών που αποτελούν αντικείμενο παράνομης εξαγωγής ή επιχειρούμενης παράνομης εξαγωγής 1582 και τιμωρούνται η παράνομη χρήση ανιχνευτών μετάλλων 1583, η παράνομη επέμβαση ή εκτέλεση έργου σε μνημείο, αρχαιολογικό χώρο ή σε ιστορικό τόπο 1584, καθώς και η πλημμελής φύλαξη, διατήρηση ή συντήρηση μνημείου1585. Τέλος για πρώτη φορά επιβάλλονται ποινές αφενός για την παράνομη εισαγωγή στη χώρα πολιτιστικών αγαθών που προστατεύονται με τη διεθνή σύμβαση της 17ης Νοεμβρίου 1980 σχετικά με «τα ληπτέα μέτρα δια την απαγόρευσιν και παρεμπόδισιν της παρανόμου εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως της κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών», η οποία κυρώθηκε με τον Ν 1103/1980 της 22/29.12.1980 1586, και αφετέρου για την παράνομη μη απόδοση πολιτιστικών αγαθών σε εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ ή διατάξεων διεθνών συμβάσεων που τυχόν κυρώνονται από την Ελλάδα 1587.

3. Οι επιπτώσεις στο Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο

3.1. Η διεύρυνση του θεσμού της πολιτικής αγωγής

Στο γενικότερο πνεύμα της αυξανόμενης σημασίας της προστασίας του περιβάλλοντος από την έννομη τάξη θα μπορούσε να ενταχθεί η διεύρυνση του θεσμού της πολιτικής αγωγής σε δίκες με αντικείμενο την προστασία του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο αναγνωρίζεται στον «αδικηθέντα» από το έγκλημα που τελέστηκε η ιδιότητα του διαδίκου στην ποινική δίκη για την άσκηση των αστικής φύσεως αξιώσεών του περί

1580 Εισηγητική έκθεση Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρα 53-55.1581 Εισηγητική έκθεση Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρα 58-63.1582 Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρο 69.1583 Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρο 62.1584 Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρο 66.1585 Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρο 67.1586 ΦΕΚ Α, 297.1587 Εισηγητική έκθεση Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρα 64-65.

Page 356: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αποζημίωσης και αποκατάστασης της ζημίας από το έγκλημα, καθώς και περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Επομένως η πολιτική αγωγή μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από τους δικαιούχους κατά τις διατάξεις του ΑΚ 1588. Πρόκειται για έναν θεσμό με προεχόντως περιουσιακό χαρακτήρα, ο οποίος επιτελεί και ποινική λειτουργία, καθώς συμβάλλει στην εξισορρόπηση της ενδεχόμενης αδράνειας ή και αδιαφορίας των αρμόδιων κρατικών οργάνων στην πορεία της ποινικής διαδικασίας 1589. Ωστόσο με σκοπό τον περιορισμό των δικαιούχων τέθηκε νομολογιακά η προϋπόθεση της αμεσότητας της ζημίας του πολιτικού ενάγοντος από το έγκλημα 1590. Ειδικότερα σχετικά με το θέμα αυτό υποστηρίζονται δύο απόψεις: Σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία και νομολογία η αμεσότητα της ζημίας εκτιμάται κυρίως από την προσωπική και ευθεία σχέση μεταξύ του «αδικηθέντα» και του εγκλήματος, ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή η αμεσότητα της ζημίας εξαρτάται από το αν η ζημία εμπίπτει ή όχι στον προστατευτικό σκοπό του κανόνα δικαίου που παραβιάζεται 1591. Στο πλαίσιο της δεύτερης άποψης διακρίνονται δύο υποπεριπτώσεις: α) αν με την ποινική διάταξη προστατεύεται αποκλειστικά έννομο αγαθό του κοινωνικού συνόλου, η προκαλούμενη ζημία στον αδικηθέντα είναι έμμεση και αποκλείεται η δυνατότητα να παραστεί αυτός ως πολιτικός ενάγων 1592, β) αντιθέτως αν στην προστατευτική σφαίρα της ποινικής διάταξης περιλαμβάνεται η προστασία γενικών και ιδιωτικών συμφερόντων, οι φορείς τους νομιμοποιούνται να παραστούν ενεργητικά ως πολιτικώς ενάγοντες στις αντίστοιχες ποινικές δίκες 1593. Ωστόσο μέρος της θεωρίας και της νομολογίας έχει δεχθεί μια περισσότερο διασταλτική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων για την αποδοχή της παράστασης της πολιτικής αγωγής στην περίπτωση έννομων αγαθών του κοινωνικού συνόλου, όπως το περιβάλλον, με το σκεπτικό ότι τα αγαθά αυτά αποτελούν επίσης έννομα αγαθά του κάθε πολίτη-μέλους του κοινωνικού συνόλου 1594.

1588 Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) 63.1589 Καρράς Α., «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993/1994, σ. 416.1590 Κανίνια Σ., «Η κρίσις περί του νόμου βασίμου της πολιτικής αγωγής, Π.Χρ. ΙΓ (1963), σ. 83.1591 Ψαρούδα-Μπενάκη Α., «Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομική φύση-Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος», Αθήναι 1982, σ. 72.1592 ΑΠ 518/1975 (Ολομ.), Π. Χρ. ΚΕ (1975), 845, ΑΠ 171/1976, Π. Χρ. ΚΣΤ (1976), 624, ΑΠ 785/1987, Π. Χρ. ΛΖ (1987), 646, Βουλ. Εφ. Αθ. 174/1975, Π. Χρ. ΚΕ (1975, 225. 1593 ΑΠ 283/1955, Π. Χρ. Ε (1955), 497, ΑΠ 115/1959, Π. Χρ. Θ (1959), 395, ΑΠ 300/1971, Π. Χρ. ΚΑ (1971), 662, ΑΠ 509/1971, Π. Χρ. ΚΒ (1972), 64.1594 Καρράς Α., όπ. αν., σ. 419.

Page 357: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Μετά την υιοθέτηση της άνω στάσης από ορισμένες δικαστικές αποφάσεις1595, υποστηρίχθηκε από μερίδα της θεωρίας ότι η προσβολή του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος προκαλεί άμεση ζημία κατά ιδανικό μερίδιο σε κάθε ιδιώτη, ο οποίος δικαιούται και παρακωλύεται στη χρήση των στοιχείων του περιβάλλοντος. Συνεπώς ακόμα και άτομα ή ομάδες ατόμων που δεν θα αποδείκνυαν μια προσωπική συγκεκριμένη ζημία νομιμοποιούνται ενεργητικά ως πολιτική αγωγή 1596. Παράλληλα η διεύρυνση του θεσμού της πολιτικής αγωγής σε περίπτωση προσβολής του περιβάλλοντος καλύπτει και το Δημόσιο, τους ΟΤΑ στην περιφέρεια των οποίων τελέστηκε το έγκλημα και το ΤΕΕ, ανεξάρτητα αν τα άνω νομικά πρόσωπα έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία. Το αίτημά τους επικεντρώνεται στην αποκατάσταση των πραγμάτων, στο μέτρο που αυτή είναι δυνατή 1597.

3.2. Η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του τριμελούς εφετείου σε περίπτωση προσβολής στοιχείων της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς

Με την ψήφιση του Ν 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου υπάγονται τα κακουργήματα της κλοπής μνημείων, της υπεξαίρεσης μνημείων, της φθοράς μνημείων, της αποδοχής και διάθεσης μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος, της παράνομης επέμβασης ή εκτέλεσης έργου σε μνημείο, της παράνομης εξαγωγής πολιτιστικού αγαθού και της παράνομης ανασκαφής. Μετά τη περάτωση της ανάκρισης για τα άνω εγκλήματα η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών ο οποίος α) αν κρίνει ότι δεν συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, εισάγει την υπόθεση με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών και β) αν κρίνει ότι προκύπτουν ενδείξεις και ότι δεν πρέπει να επιστρέψει τη δικογραφία για να συμπληρωθεί, εισάγει, με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών, την υπόθεση στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή 1598.

1595 Η υπ’αριθ. 809/1981 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Πατρών και η υπ’αριθμ. 226/1982 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Μυτιλήνης.1596 Άποψη του Ν. Κουράκη, Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο…», όπ. αν. σ. 210-211. Στο ίδιο κλίμα κινούνται και οι απόψεις των Ρέμελη και Τάχου, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι σε περίπτωση περιβαλλοντικής βλάβης η ποινική διαδικασία θα πρέπει να κινείται από τον έχοντα άμεσο ή και έμμεσο συμφέρον. Ρέμελη Κ., «Η προστασία του περιβάλλοντος από τις βιομηχανικές και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις», Αθήνα-Κομοτηνή 1989, σ. 164, Τάχος Α., «Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος», σ. 73. 1597 Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο…», όπ. αν. σ. 207. 1598 Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρο 71.

Page 358: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

3.3. Η άρση του αδίκου ορισμένων πράξεων

Για την αποτελεσματικότερη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, μετά την ψήφιση του Ν 3028/2002, δεν θεωρείται άδικη η πράξη αστυνομικού, τελωνειακού υπαλλήλου, υπαλλήλου Σ.Δ.Ο.Ε. και λιμενικού υπαλλήλου οι οποίοι, με σκοπό την ανακάλυψη ή σύλληψη προσώπου το οποίο διαπράττει ένα από τα εγκλήματα της κλοπής μνημείων, της υπεξαίρεσης μνημείων, της φθοράς μνημείων, της αποδοχής και διάθεσης μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος, της παράνομης ανασκαφής ή της παράνομης εξαγωγής πολιτιστικών αγαθών, εμφανίζονται με εντολή του αρμόδιου προϊσταμένου τους ως υποψήφιοι αγοραστές ή μεταφορείς ή εν γένει ενδιαφερόμενοι για τη διακίνηση, φύλαξη ή διάθεση των εν λόγω αγαθών. Το ίδιο ισχύει και για τον ιδιώτη που με τον ίδιο σκοπό ενεργεί ύστερα από πρόταση των αρμόδιων, για τη δίωξη, υπηρεσιών. Στην περίπτωση όμως αυτήν, ο επικεφαλής της αρμόδιας υπηρεσίας οφείλει να ειδοποιήσει προηγουμένως, έστω και τηλεφωνικά, τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Επίσης, δεν είναι άδικη η πράξη αστυνομικού, τελωνειακού υπαλλήλου, υπαλλήλου Σ.Δ.Ο.Ε. και λιμενικού υπαλλήλου όταν, ύστερα από βάσιμη καταγγελία ή ισχυρές υπόνοιες, ενεργούν έρευνα σε μεταφορικό μέσο για την ανεύρεση των μνημείων ή στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ωστόσο η ενέργεια του ελεγκτικού οργάνου πρέπει να περιορίζεται στις απολύτως αναγκαίες πράξεις για τη διακρίβωση των άνω εγκλημάτων, τα οποία θα πρέπει να είχαν προαποφασισθεί από τον δράστη 1599.

1599 Ν 3028/2002, όπ. αν., άρθρο 68.

Page 359: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Συμπεράσματα

Ανακεφαλαιώνοντας, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η επίδραση των κανόνων του Πολεοδομικού Δικαίου και του Δικαίου του Περιβάλλοντος στο Ποινικό Δίκαιο συνίσταται: α) στην αναγωγή του περιβάλλοντος σε αυτοτελές προστατευτέο έννομο αγαθό. Η εξέλιξη αυτή, η οποία επήλθε σταδιακά μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και καθιερώθηκε με τον Ν 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος», είναι ενδεικτική της σημασίας που προσδίδει η ελληνική έννομη τάξη στην προστασία του περιβάλλοντος, β) στη διεύρυνση της ποινικής προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ως στοιχείου του πολιτιστικού περιβάλλοντος με τις διατάξεις του Ν 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς». Ενδεικτικά στον νόμο αυτόν προβλέπεται η επίταση των σημαντικότερων εγκλημάτων του ΠΚ και της νομοθεσίας περί προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Επίσης τιμωρούνται για πρώτη φορά η παράνομη εισαγωγή στη χώρα πολιτιστικών αγαθών που προστατεύονται με τη διεθνή σύμβαση της 17ης Νοεμβρίου 1980 σχετικά με «τα ληπτέα μέτρα δια την απαγόρευσιν και παρεμπόδισιν της παρανόμου εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως της κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών», καθώς και η παράνομη μη απόδοση πολιτιστικών αγαθών, σε εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ ή διατάξεων διεθνών συμβάσεων που τυχόν κυρώνονται από την Ελλάδα, γ) στην επέκταση του θεσμού της πολιτικής αγωγής όταν προσβάλλεται το περιβάλλον. Το δικαίωμα της πολιτικής αγωγής αναγνωρίζεται αφενός στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ στην περιφέρεια των οποίων τελέστηκε το έγκλημα και το ΤΕΕ, ανεξάρτητα αν τα άνω νομικά πρόσωπα έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία και αφετέρου, σύμφωνα με μια μερίδα της θεωρίας και της νομολογίας, σε κάθε άτομο ή ομάδα ατόμων που δικαιούνται και παρακωλύονται στη χρήση των στοιχείων του περιβάλλοντος ως εννόμου αγαθού του κοινωνικού συνόλου, ακόμα και αν δεν είναι δυνατή η απόδειξη μιας προσωπικής συγκεκριμένης ζημίας, δ) στην επέκταση των αρμοδιοτήτων του τριμελούς εφετείου κυρίως σε περίπτωση προσβολής των μνημείων και ε) στην άρση του αδίκου των πράξεων ελεγκτικών οργάνων ή ιδιωτών, που ενεργούν ύστερα από πρότασή τους, για τη διακρίβωση εγκλημάτων, προαποφασισμένων από τον δράστη, κυρίως κατά των μνημείων.

Page 360: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Βιβλιογραφία

Ελληνική Βιβλιογραφία

Εισηγητική έκθεση Ν 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς».Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., «Έννοια και προβληματική των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων», Θεσσαλονίκη 1987.Καρράς Α., «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993/1994. Κανίνια Σ., «Η κρίσις περί του νόμου βασίμου της πολιτικής αγωγής, Π.Χρ. ΙΓ (1963), 83.Κουράκη Ν., «Ποινική Καταστολή», Αθήνα-Κομοτηνή 1985.Μανωλεδάκης Ι., «Ποινικό Δίκαιο. Γενική Θεωρία», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004. Παναγοπούλου Γ., «Ο προσδιορισμός του εννόμου αγαθού υπό την ονομασία περιβάλλον», Ποινική Προστασία Περιβάλλοντος. Πρακτικά Ε Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1996, σ. 11-24.Παναγοπούλου-Μπέκου Γ., «Το έννομο αγαθό περιβάλλον. Προβλήματα εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας.», εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1992.Ρέμελη Κ., «Η προστασία του περιβάλλοντος από τις βιομηχανικές και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις», Αθήνα-Κομοτηνή 1989.Σιούτη Γλ. Π., «Το εγχειρίδιο του Δικαίου του Περιβάλλοντος», εκδ. Α. Ν. Σάκκλουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003.Τάχος Α., «Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος». Χαραλαμπάκης Α. Ι., «Αξιόποινες προσβολές του περιβάλλοντος. Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα και εγκλήματα διακυνδυνεύσεως», Πρακτικά Ε Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1996, σ. 43-54.Ψαρούδα-Μπενάκη Α., «Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομική φύση-Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος», Αθήναι 1982.

Αλλοδαπή βιβλιογραφία

Despax M., «Droit de l’environnement», Lite, 1980, no 310. Eser A., «Προστασία του περιβάλλοντος: Μια πρόκληση για το Ποινικό Δίκαιο σε εθνικό και διεθνές επίπεδο», Πρακτικά Ε Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1996, σ. 91-123.

Page 361: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ − ΘΕΣΕΙΣ

Η παρούσα διατριβή καταλήγει σε συμπεράσματα και θέσεις που επιδιώκουν να αναδείξουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στη διαμόρφωση του Δικαίου στα πλαίσια της σύγχρονης πολυσύνθετης κοινωνίας.

Για τον λόγο αυτόν αρχικώς επιχειρήθηκε η αναζήτηση ενός μηχανισμού που να συστηματοποιεί τη γένεση των άνω ρυθμίσεων, λαμβάνοντας υπόψη τους σημαντικότερους παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία τους και εξετάζοντας την εξέλιξη και αλληλεπίδραση των σχετικών παραγόντων στις κυριότερες περιόδους του ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού με αφετηρία την κλασική Ελλάδα. Προτείνεται επομένως η έκφραση του εν λόγω μηχανισμού μέσω της ακόλουθης σχέσης, η οποία συμβολίζει τη φορά της σπειροειδούς εξέλιξης των άνω παραγόντων με απώτερο στόχο την ολοκλήρωση και την τελειότητα 1600.

[Α »»» Β »»» Γ »»» (Δ, Ε)] »»» Ζ

όπου

Α: τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα,Β: τα οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα, Γ: τα φιλοσοφικά ρεύματα,Δ: τα πολιτειακά χαρακτηριστικά,Ε: η εκδήλωση των κινημάτων της τέχνης και η επίδρασή τους στη φυσιογνωμία της πόλης και Ζ: οι πολιτικές για τον χώρο και το δομημένο περιβάλλον.

Με την εξέταση της λειτουργία αυτής της σχέσης στην κλασική Ελλάδα, τα ελληνιστικά χρόνια, τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, τον Μεσαίωνα, την Τουρκοκρατία, τη Δυτική Ευρώπη από τον 16ο αι. έως τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, την Ελλάδα από τον 19ο αι. έως τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και τέλος το σύγχρονο Ελληνικό Κράτος από τη Μικρασιατική καταστροφή έως τις αρχές του 21ου αιώνος στα πλαίσια των εξελίξεων του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου επιδιώχθηκε η συστηματοποίηση της επίδρασης μεταξύ: α) των Αθηναϊκών Συμμαχιών της κλασσικής εποχής, της αστικοποίησης της

1600 Βλ. παράρτημα 2.

Page 362: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Αθήνας και της Μιλήτου, της κλασσικής φιλοσοφίας, του δημοκρατικού πολιτεύματος, του συνδυασμού της ελευθερίας και του μέτρου στην τέχνη, της χωροθέτησης των οργάνων της Αθηναϊκής δημοκρατίας γύρω από τον Ιερό Βράχο, του ιπποδάμειου σχεδιασμού και της ανοικοδόμησης του Παρθενώνα και του ναού του Απόλλωνος στους Διδύμους της Μιλήτου,β) των Ελληνιστικών Βασιλείων, της πολυπολιτισμικότητας, της στωικής φιλοσοφίας, του επιμερισμού αρμοδιοτήτων μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και των περιφερειακών τοπικών διοικήσεων, του εκλεπτυσμένου αστικού χαρακτήρα της τέχνης, της αυτοκρατορικής διάστασης των πόλεων, με τις μεγάλες λεωφόρους και τα επιβλητικά κτίρια, και της πολιτικής συλλογής και διαφύλαξης θησαυρών,γ) της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της επέκτασης της αστικοποίησης, του εκλεκτισμού του Κικέρωνα και του θεοκεντρισμού του Ιερού Αυγουστίνου, της περιφερειακής διαίρεσης με τη δημιουργία της πόλης-περιφέρειας και της πόλης-πρωτεύουσας, του κυκλικού τόξου στην αρχιτεκτονική με τις παραλλαγές του, του πολεοδομικού σχεδιασμού εμπνευσμένου από την εξουσία του αυτοκράτορα και τη στρατιωτική πειθαρχία και της νομοθετικής προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς,δ) της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της συνύπαρξης αστικών κέντρων με αγροτικούς οικισμούς, της θεοκεντρικής φιλοσοφίας, του συγκεντρωτικού πολιτεύματος με βάση τον Αυτοκράτορα, του τρούλου στην αρχιτεκτονική, της πολεοδομικής αποκέντρωσης με την κατασκευή κοινωφελών και κοινόχρηστων χώρων στο επίπεδο της γειτονιάς και της ανοικοδόμησης της Αγίας Σοφίας μετά τη Στάση του Νίκα,ε) της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της φεουδαρχίας, του θεοκεντρισμού, του καισαροπαπισμού, του σταυροθόλιου και της ποικιλίας των πολεοδομικών μορφών και προσανατολισμών, στ) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της πληθυσμιακής υπεροχής των μουσουλμάνων, του σουνιτικού Ισλάμ, του αποκεντρωτικού συστήματος στα πλαίσια του θεοκρατικού πολιτεύματος, της επίδρασης της φύσης στην αρχιτεκτονική σε συνδυασμό με τη σύνδεση του δομικού, του λειτουργικού και του διακοσμητικού στοιχείου στην υπηρεσία του θεοκεντρισμού και της εμφάνισης του βακουφικού συγκροτήματος ως κέντρου ενός ακτινωτού σχεδιασμού με έμφαση στη λειτουργικότητα,ζ) της εμφάνισης των ισχυρών μοναρχιών, της αστικοποίησης, του ορθολογισμού, του απολυταρχισμού, του Μπαρόκ και της αυστηρής γεωμετρικής οργάνωσης της πόλης,η) των εθνικών κρατών, της εκβιομηχάνισης, του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, του κοινοβουλευτισμού, του ρομαντισμού και της ίδρυσης των πρώτων μουσείων,θ) της ευρωπαϊκής ενοποίησης, της αστικοποίησης και της

Page 363: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

παγκοσμιοποίησης, της βιώσιμης ανάπτυξης, της περιφερειακής αποκέντρωσης στα πλαίσια μιας υπό εξέλιξη ομοσπονδίας, της υιοθέτησης περιβαλλοντικών αντιλήψεων στην αρχιτεκτονική, του πολεοδομικού σχεδιασμού με βάση τον δήμο με τη συμμετοχή των τοπικών αρχών, της επιστροφής στις αριστοτελικές αξίες της κλασσικής Αθήνας περί ευταξίας και ευρυθμίας της πόλης, των αστικών αναπλάσεων και της διεύρυνσης της έννοιας της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.

Η ως άνω συστηματοποίηση οδήγησε στα ακόλουθα συμπεράσματα σε σχέση με τη διαμόρφωση και την εξέλιξη των κανόνων διευθέτησης του χώρου. Η εναλλαγή της δημιουργίας, διάλυσης και εκ νέου δημιουργίας ενός ενιαίου γεωγραφικά και πολιτιστικά χώρου με κοινή πολιτική οργάνωση εκφράζεται στην οικονομική και κοινωνική του κατάσταση με την ανάπτυξη αντίστοιχα της αστικοποίησης, εν συνεχεία με την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού και τελικώς με τον επανασχηματισμό του. Η εξέλιξη αυτή επιδρά στην διαμόρφωση της φιλοσοφίας με σημείο αφετηρίας την κλασσική φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη κατά την περίοδο της ακμής της πόλης, τη μετάβαση σε θέσεις που εκφράζουν τις αντιλήψεις των κυνικών, των σκεπτικών και των επικούρειων κατά την αποσύνθεση της κοινωνικής οργάνωσης και την αναβίωση των θέσεων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη κατά την συγκρότηση ενός νέου ενιαίου χώρου. Η σπειροειδής αυτή φιλοσοφική πορεία εκδηλώνεται στα χαρακτηριστικά του πολιτεύματος με την εναλλαγή της πολιτειακής σταθερότητας σε πολιτειακή αστάθεια και εκ νέου σε σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος. Αντιστοίχως επηρεάζεται η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών εποπτείας και εφαρμογής των πολιτικών διευθέτησης του χώρου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί η αμφίδρομη σχέση μεταξύ των φιλοσοφικών ρευμάτων και των πολιτειακών χαρακτηριστικών. Παράλληλα η εξέλιξη της φιλοσοφίας εκφράζεται στον σκοπό, τη θεματολογία και τις μορφές έκφρασης της τέχνης, η οποία με αφετηρία το Θείο και τον άνθρωπο ως εκπρόσωπο του Θείου και με σκοπό τη μέθεξη, επικεντρώνεται στη φυγή από την πραγματικότητα, αντλώντας τη θεματολογία της συνήθως από τη φύση και το υποσυνείδητο, για να καταλήξει σε μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση του κόσμου. Ο συνδυασμός της σπειροειδούς εξέλιξης των πολιτειακών χαρακτηριστικών με αυτή της τέχνης και των λοιπών παραγόντων επηρεάζει τις πολιτικές με αντικείμενο τον χώρο της πόλης και το δομημένο περιβάλλον, οι οποίες δημιουργούνται κατά την περίοδο της πολιτειακής σταθερότητας και του προσανατολισμού της τέχνης προς την προσέγγιση του Θείου, παρακμάζουν κατά την περίοδο της πολιτειακής αστάθειας και της συστράτευσης της τέχνης υπέρ της φυγής από την πραγματικότητα για να παραχθούν εκ νέου με την αποκατάσταση της πολιτειακής σταθερότητας και τον ανθρωποκεντρικό

Page 364: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

προσανατολισμό της τέχνης.

Κινητήριος δύναμη της προαναφερόμενης σπειροειδούς εξέλιξης στο υλικό επίπεδο είναι το ωραίο, στο ψυχικό το καλό και στο πνευματικό το δίκαιο 1601, ως εκφάνσεις του Θείου. Στην πορεία αυτή η αισθητική αναδεικνύεται ως ο κεντρικός άξονας των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών κανόνων δικαίου, ώστε το αστικό τοπίο να αποτελεί πηγή έμπνευσης των πολιτών με τη δημιουργία των ερεθισμάτων και των προϋποθέσεων για τη σύλληψη και έκφραση του ωραίου. Στο πλαίσιο αυτό η πολεοδομία καλείται να διαδραματίσει έναν ουσιαστικό ρόλο ως η τέχνη της μύησης στο ωραίο, συμβάλλοντας στην αισθητική παιδεία του συνόλου των πολιτών.

Δεδομένης της κεντρικής σημασίας που αποδίδει το Δίκαιο στο δικαίωμα της κυριότητας, επιχειρήθηκε η ανάδειξη του διαχρονικού χαρακτήρα της συμβολής των κανόνων διευθέτησης του χώρου στη διαμόρφωση του προκείμενου δικαιώματος μέσα από την έρευνα των σημαντικότερων πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στον ελληνικό χώρο από την αρχαία Ελλάδα έως τον καθορισμό των συνόρων του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους με τη συνθήκη της Λωζάνης. Στην αρχαία πόλη η ρυμοτομία, το σχήμα των οικοπέδων και η χωροθέτηση των κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων ήταν συνάρτηση της ακτινωτής ή ορθογωνικής μορφής του σχεδίου πόλεως. Συχνά, όπως στην περίπτωση των ιερών και των ναών, ο χωροταξικός σχεδιασμός κάλυπτε μια ευρύτερη περιαστική περιοχή στην οποία επιτρέπονταν χρήσεις που εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές ανάγκες των πολιτών. Κάτι ανάλογο συνέβαινε με τις νεκροπόλεις κατά μήκος των εισόδων της πόλης, οι οποίες εξελίχθηκαν σε μνημειακό χώρο, σύμβολο του κλέους της. Εξάλλου για λειτουργικούς λόγους είχαν επιβληθεί καθορισμένες χρήσεις γης για τις βιοτεχνικές δραστηριότητες και για τις ανάγκες των λιμένων. Επιπλέον η μορφή δόμησης και η κυριότητα είχαν επηρεαστεί από την ύπαρξη του ιερού περιβόλου και της εστίας στο κέντρο του σπιτιού, με ενδεικτικό παράδειγμα την αδυναμία εμφάνισης της μεσοτοιχίας, καθώς και από δουλείες χάριν του γειτονικού δικαίου, γνωστές ήδη από την εποχή του Σόλωνα. Παρόμοιες ρυθμίσεις σχετικές με τις δουλείες συναντώνται στο ρωμαϊκό και το βυζαντινό δίκαιο, τα οποία προέβλεπαν επιπροσθέτως δουλείες για την εξασφάλιση φωτισμού και ακώλυτης θέας. Ταυτόχρονα με τους βυζαντινούς κανόνες διευθέτησης του χώρου αναδείχθηκε ο κεντρικός ρόλος του ιπποδρόμου, του αύλειου χώρου των εκκλησιών και της περιοχής του «παζαριού», η οποία αρθρωνόταν με τον βασικό εμπορικό δρόμο της πόλης, γνωστός, συνήθως, ως μέση οδός. Σταδιακά η υποβάθμιση της σημασίας του ιπποδρόμου προς όφελος

1601 Άποψη του Καθηγητή ΕΜΠ Στεφάνου Ι.

Page 365: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

του αύλειου χώρου των εκκλησιών οδήγησε στη δημιουργία χριστιανικών ναών στις σημαντικότερες συνοικίες της πόλης με αποτέλεσμα την πολεοδομική αποκέντρωση, καθώς κατασκευάστηκαν σε αυτές κοινωφελή κτίρια, όπως λουτρά, ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας και υδραγωγεία. Εξάλλου, για την εξυπηρέτηση της κατασκευής των δημόσιων έργων εφαρμοζόταν ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, χωρίς ωστόσο να αποζημιώνονται οι χαμηλές σε αξία ιδιοκτησίες. Επί τουρκοκρατίας καθοριστικής σημασίας θεωρείται η οργάνωση του χώρου κατά ομόκεντρους κύκλους και η επιβολή μετά το 1719 περιορισμών δόμησης ανάλογα με το θρήσκευμα του κυρίου. Τέλος με την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους ξεκίνησε μια προσπάθεια εξορθολογισμού της πολεοδόμησης με την εφαρμογή της ορθογωνικότητας στον σχεδιασμό του χώρου των αστικών κέντρων. Η αλλαγή αυτή συνοδεύτηκε από μέτρα περιοριστικά της κυριότητας, με σημαντικότερα α) την αρτιότητα του οικοπέδου και την απαγόρευση πώλησης σε αντίθετη περίπτωση, β) την προσκύρωση των μη άρτιων οικοπέδων και την καταβολή αποζημίωσης, κατά κανόνα από τους παρόδιους οικοπεδούχους των καταλαμβανόμενων κτημάτων, για την πραγματοποίηση διανοίξεων ή διαπλατύνσεων δρόμων, γ) την υποχρέωση ανέγερσης κτίσματος μέσα σε ένα χρόνο από την έναρξη των εργασιών, δ) την κατεδάφιση επισφαλών ή κατά παράβαση ανεγειρομένων οικοδομών για την αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης, ε) τη δημιουργία μη οικοδομήσιμων ζωνών στα όρια των οικισμών, στ) την αποσπασματική εισαγωγή του αστικού αναδασμού, όπως στον επανασχεδιασμό της πόλης των Σερρών μετά την πυρκαγιά του 1913 και ζ) την ψήφιση από το νομοθετικό σώμα του θεσμικού πλαισίου για τις απαλλοτριώσεις, με σκοπό τη δημιουργία των μεγάλων δικτύων κυκλοφορίας.

Εν συνεχεία, ερευνήθηκαν οι κυριότεροι κλάδοι του ελληνικού θετού Δικαίου με σκοπό την αναζήτηση, συστηματοποίηση και ανάδειξη της συμβολής των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων στη διαμόρφωση και εξέλιξη νομικών κανόνων και εννοιών. Ειδικότερα η έρευνα επικεντρώθηκε στο Συνταγματικό, το Διοικητικό, το Εμπράγματο, το Ενοχικό και το Ποινικό Δίκαιο.

Με το Σύνταγμα του 1975, όπως αναθεωρήθηκε το 1986 και 2001, υιοθετήθηκαν περιβαλλοντικές διατάξεις και χωροταξικές και πολεοδομικές ρυθμίσεις, προσανατολισμένες στην προστασία του περιβάλλοντος και τη βιώσιμη ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός σύγχρονου οικολογικού Συντάγματος. Ειδικότερα αναγνωρίστηκε αφενός η υποχρέωση του Κράτους για την προστασία του περιβάλλοντος στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας, η οποία, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τη διεθνώς αποδεκτή άποψη, στοχεύει στην ισόρροπη ανάπτυξη των τριών πυλώνων της, της οικονομικής

Page 366: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής και της προστασίας του περιβάλλοντος και αφετέρου το δικαίωμα του πολίτη στο περιβάλλον ως ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό. Η αναγωγή του περιβάλλοντος σε προστατευτέο έννομο αγαθό οδήγησε το ΣτΕ στην αναγνώριση και εφαρμογή της αρχής του περιβαλλοντικού κεκτημένου, που αποτελεί τον απαραβίαστο πυρήνα του εν λόγω δικαιώματος, και της αρχής της προφύλαξης, σύμφωνα με την οποία η διαχείριση των οικολογικών διακινδυνεύσεων επαφίεται στη λήψη προληπτικών μέτρων, ακόμα και αν οι κίνδυνοι και τα αρνητικά αποτελέσματα ενός έργου ή μιας δραστηριότητας δεν μπορούν να θεμελιωθούν από επιστημονικής απόψεως κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Στο πλαίσιο της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος προσδιορίστηκαν οι έννοιες του δάσους και των δασικών εκτάσεων, θεσπίστηκε ένα κοινό καθεστώς προστασίας των δημόσιων και ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων και διασφαλίστηκε ο αναδασωτέος χαρακτήρας δασών και δασικών εκτάσεων που έχουν καταστραφεί ή τελούν υπό καταστροφή, όπως και όσων αποψιλώνονται ή αποψιλώθηκαν με άλλο τρόπο. Αποβλέποντας στην προστασία του περιβάλλοντος, ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 αναφέρθηκε στην υποχρέωση του Κράτους σύνταξης Κτηματολογίου και Δασολογίου, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα στοιχειοθέτησης, βάσει της σχετικής συνταγματικής ρύθμισης, παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας εις βάρος της Διοίκησης σε περίπτωση μη ολοκλήρωσής τους σε εύλογο χρόνο. Εξάλλου στο άνω συμπέρασμα είχε ήδη οδηγηθεί η νομολογία του ΣτΕ στην περίπτωση του Δασολογίου 1602.

Ταυτόχρονα με την αναφορά του συντακτικού νομοθέτη στον χωροταξικό σχεδιασμό και προγραμματισμό και τον πολεοδομικό σχεδιασμό, αυτοί τέθηκαν αφενός υπό τον άμεσο έλεγχο, την εποπτεία και τη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους και αφετέρου υπό τον έλεγχο νομιμότητας του ΣτΕ, ως προστατευτέα έννομα αγαθά. Κατά συνέπεια το ΣτΕ διαδραματίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην διαμόρφωση και προστασία και του δομημένου περιβάλλοντος, ιδίως με την αναγνώριση και εφαρμογή της αρχής του πολεοδομικού ή οικιστικού κεκτημένου, σύμφωνα με την οποία οι τροποποιήσεις των ισχυουσών πολεοδομικών ρυθμίσεων πρέπει να επιδιώκουν τη βελτίωση των όρων διαβίωσης και σε περίπτωση υποβάθμισής τους οι σχετικές τροποποιήσεις κρίνονται αντισυνταγματικές και ανεφάρμοστες από τον ακυρωτικό δικαστή. Επιπλέον, σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η έως τότε αδυναμία ορθολογικού σχεδιασμού και δημιουργίας των κοινόχρηστων χώρων, επιβλήθηκαν από τον συντακτικό νομοθέτη του 1975 αφενός η εισφορά γης, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, των

1602 ΣτΕ 2818/1997.

Page 367: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ιδιοκτητών ακινήτων σε περιοχές που αναγνωρίζονται ως οικιστικές ή αναπλάθονται, με σκοπό τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων ή την παραχώρηση οικοπέδων σε πολίτες των οποίων οι ιδιοκτησίες ρυμοτομούνται εξ ολοκλήρου, και αφετέρου η συμμετοχή των άνω ιδιοκτητών στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων. Ως αντάλλαγμα της υποχρεωτικής παραχώρησης αστικών εκτάσεων θεωρείται η αξιοποίηση και ανατίμηση της περιοχής, οι οποίες προκύπτουν από την αναγνώρισή της ως οικιστικής ή την πολεοδομικής της ενεργοποίηση 1603. Στο πλαίσιο αυτό προβλέφθηκε μάλιστα η δυνατότητα της συμμετοχής σε γη με τη μορφή αντιπαροχής ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικώς ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της οικιστικής περιοχής. Στο ίδιο πνεύμα θεσπίστηκαν μέτρα χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής, όπως ο αστικός κυρίως αναδασμός και η αναγκαστική συνιδιοκτησία και προβλέφθηκε ένα ειδικό καθεστώς για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, τους αρχαιολογικούς χώρους και θησαυρούς, τα σπήλαια, τον υπόγειο πλούτο γενικά, καθώς και για τις λιμνοθάλασσες και τις μεγάλες λίμνες. Ομοίως για λόγους δημόσιας ωφέλειας υπέρ του Δημοσίου εξελίχθηκε ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης με την πρόβλεψη ειδικών διατάξεων αναφορικά με την απαλλοτρίωση για την κάλυψη μελλοντικών αναγκών (τράπεζα γης) και την εκτέλεση έργων γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας.

Ταυτόχρονα, σε αρμονία με τις ευρωπαϊκές τάσεις τις δεκαετίας του ’70 υπέρ της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, ο συντακτικός νομοθέτης προέβλεψε την ψήφιση νόμου για την επιβολή των περιοριστικών μέτρων της ιδιοκτησίας, του τρόπου και του είδους της αποζημίωσης των ιδιοκτητών, εισάγοντας μια καινοτόμο εξαίρεση από το άρθρο 17 του Συντάγματος. Εξάλλου, με σκοπό τη διεύρυνση του αντικειμένου και του περιεχομένου της σχετικής προστασίας, αυτός προέβη σε μια ενδεικτική απαρίθμηση των προστατευτέων αγαθών. Η θέση της νομολογίας υπήρξε ανέκαθεν υπέρ μιας συνδυαστικής προστασίας του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδιασμού, λόγω της αλληλεπίδρασης και της αλληλεξάρτησής τους 1604. Η έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι ευρύτατη καθώς, εκτός των μνημείων, αυτή περιλαμβάνει κάθε στοιχείο προερχόμενο από την ανθρώπινη δραστηριότητα και το οποίο συνθέτει την ιστορική,

1603 Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα», Β τόμος εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ. 986. 1604 ΣτΕ 637/1998 ΣτΕ 637/1998.

Page 368: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

καλλιτεχνική, τεχνολογική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της χώρας1605. Ανάλογη τάση διεύρυνσης του αντικειμένου της πολιτιστικής κληρονομιάς υιοθετήθηκε από τον νομοθέτη, από τη σύσταση του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους έως τον τελευταίο Ν 3028/2002 «Για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς».

Επιπλέον με το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 2001, σε μια προσπάθεια ορθολογικής κατανομής μεταξύ εθνικού και περιφερειακού σχεδιασμού και ανάθεσης της προστασίας του περιβάλλοντος στους τοπικά αρμόδιους φορείς, αφενός προβλέπεται η με νόμο ανάθεση στους ΟΤΑ της άσκησης «αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους» και αφετέρου καθιερώνεται τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ των ΟΤΑ για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Ωστόσο το θέμα αυτό αποτελεί ένα σημείο τριβής μεταξύ του ακυρωτικού δικαστή και του νομοθέτη, τόσο του αναθεωρητικού όσο και του κοινού. Τέλος, επιδιώκοντας τον περιορισμό του εύρους του ακυρωτικού ελέγχου, ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001, προέβλεψε ότι «οι τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις σε θέματα χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού γίνονται σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης» 1606. Πρόκειται για μια αντίδραση στην ακολουθούμενη συχνά πρακτική του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος τη ρευστότητα των ορίων μεταξύ του ελέγχου των τεχνικών κρίσεων της Διοίκησης και της σκοπιμότητας, όπως και του ελέγχου της νομιμότητας, προβαίνει σε έλεγχο των προκείμενων κρίσεων δίχως να τις χαρακτηρίζει ως τεχνικές.

Για την προσαρμογή του Διοικητικού Δικαίου στις ανάγκες των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων διευρύνθηκαν αφενός η έννοια της διοικητικής πράξης με τη διαμόρφωση από τη νομολογία και τη θεωρία της ατομικής πράξης γενικού περιεχομένου και της σωρευτικής διοικητικής πράξης και αφετέρου αυτή του έννομου συμφέροντος στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη. Στο επίπεδο των φυσικών προσώπων η άνω διεύρυνση, έχοντας ως άξονα τις έννοιες της οικολογικής γειτνίασης και του περίοικου, οριοθετήθηκε επί θεμάτων ιδιοκτητών και κατοίκων αρχικώς στη γεωγραφική έκταση του οικείου ΟΤΑ όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία ή η κατοικία για να επεκταθεί στη συνέχεια, με αφορμή την προστασία του δασικού περιβάλλοντος, του αστικού πρασίνου και των ακτών, στα όρια ευρύτερων οικιστικών περιοχών, όπως αυτές του λεκανοπεδίου Αττικής και της Θεσσαλονίκης. Στο επίπεδο των νομικών προσώπων η διεύρυνση του έννομου

1605 ΣτΕ 2801/1998 (Ολομ.).1606 Άρθρο 24, παρ. 2, εδάφιο β του Συντάγματος.

Page 369: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

συμφέροντος ακολούθησε δύο φάσεις. Σε μια πρώτη φάση αυτό αναγνωρίστηκε, με αποσύνδεση του χωρικού στοιχείου, δηλαδή του τόπου της έδρας του νομικού προσώπου, σε πάσης φύσεως ενώσεις και συλλόγους με άμεσο ή έμμεσο σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος και οι οποίοι διέθεταν νομική προσωπικότητα. Σε μια δεύτερη φάση έγινε δεκτό από τη νομολογία του ΣτΕ το έννομο συμφέρον ενώσεων προσώπων οι οποίες στερούνται νομικής προσωπικότητας, υπό την προϋπόθεση της αναγνώρισής τους από την έννομη τάξη ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε ορισμένο κύκλο σχέσεων ή δραστηριοτήτων στον οποίο εμπίπτει το συναφές με το περιβάλλον αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης. Ειδικότερα στην περίπτωση των ΟΤΑ αρχικώς το έννομο συμφέρον αυτών έγινε δεκτό με βάση το χωρικό κριτήριο της ένταξης του προστατευτέου περιβαλλοντικού στοιχείου στα όριά τους για να επεκταθεί στη συνέχεια και σε ΟΤΑ οι οποίοι βρίσκονται στα όρια της ευρύτερης περιοχής όπου εκδηλώνεται η περιβαλλοντική βλάβη.

Επιπλέον εμπλουτίστηκαν οι λόγοι ακύρωσης για παράβαση νόμου στην ακυρωτική περιβαλλοντική δίκη, αφενός με τη διεύρυνση των περιπτώσεων της πλάνης περί τα πράγματα και της νομικής πλάνης και αφετέρου με την προσθήκη γενικών αρχών δικαστικού ελέγχου κατά τον έλεγχο των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας. Πρόκειται για τις αρχές της προφύλαξης, της στάθμισης κόστους-οφέλους, της αναζήτησης της προσφορότερης για το περιβάλλον τεχνικής λύσης, του πρόδηλου σφάλματος της διοικητικής πράξης, η οποία ελήφθη στο πλαίσιο της ευρείας διακριτικής ευχέρειας, και της εμπεριστατωμένης μελέτης του φακέλου σε συνδυασμό με την ανάγκη ελέγχου από τους αρμόδιους επιστήμονες. Ομοίως εμπλουτίστηκαν οι περιπτώσεις χορήγησης αναστολής εκτέλεσης με τη θεώρηση της προσβολής του περιβάλλοντος είτε ως ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης είτε ως λόγου δημόσιου συμφέροντος, με αποτέλεσμα την αποδοχή ή, συνηθέστερα στη δεύτερη περίπτωση, την απόρριψη της αίτησης αναστολής ή ακόμα την επιβολή από την Επιτροπή Αναστολών άλλου καταλληλότερου μέτρου.

Η επίδραση των κανόνων πολεοδόμησης και προστασίας του περιβάλλοντος στο Εμπράγματο Δίκαιο οδήγησε στην επανατοποθέτηση του με βασικό πεδίο αναφοράς το δικαίωμα της κυριότητας και τους περιορισμούς του. Αρχικώς, επηρεάστηκε η εκδήλωση του εν λόγω δικαιώματος από ιδιαίτερες μορφές κυριότητες και ειδικότερα από τους θεσμούς της μεσοτοιχίας, της οριζόντιας και κάθετης ιδιοκτησίας, της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης και της χρονικά διαιρεμένης ιδιοκτησίας. Δημιουργήθηκαν νέα πράγματα δεκτικά εξουσίασης, όπως τα οροφοδιαμερίσματα και τα κτίρια πολλαπλών

Page 370: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

χρήσεων χωρίς ορόφους, με συνακόλουθους περιορισμούς κυριότητας στα κοινά μέρη του ακινήτου. Επιπλέον, από τις δουλείες του ΑΚ, άλλες καταργήθηκαν από την πολεοδομική νομοθεσία και ειδικότερα από τον ΓΟΚ με τη θέσπιση κανόνων αναγκαστικού δικαίου, όπως συνέβη με τη δουλεία σταλαγμών και τη διάνοιξη παραθύρων σε γειτονικό τοίχο ή μεσότοιχο, και άλλες διατηρήθηκαν εν ισχύ, γνωρίζοντας μια νομολογιακή διεύρυνση του περιεχομένου τους. Για την κάλυψη πολεοδομικών και οικιστικών αναγκών και την προστασία των πόλεων δημιουργήθηκαν οι διοικητικές δουλείες και οι χρήσεις γης, οι οποίες οριοθετούν τον τρόπο δόμησης του οικοπέδου και προσδιορίζουν τον τρόπο εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας αντίστοιχα. Ταυτόχρονα διευρύνθηκε νομολογιακά η έννοια της γειτονίας, λαμβάνοντας υπόψη την οικολογική προσέγγιση κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων των εκπομπών από γειτονικό ακίνητο, και υιοθετήθηκε από τα πολιτικά δικαστήρια μια συσταλτική ερμηνεία των άνω εκπομπών προκειμένου αυτές να θεωρηθούν ως νόμιμοι περιορισμοί της κυριότητας. Επίσης στο πλαίσιο της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς τέθηκαν περιορισμοί δόμησης σε παραδοσιακούς οικισμούς, διατηρητέα κτίρια και σε περιοχές εντός των αρχαιολογικών χώρων που βρίσκονται εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων οικισμών, προβλέποντας μέχρι τον αποκλεισμό της δόμησης ή την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή την απευθείας εξαγορά από το Δημόσιο μνημείου ή οποιουδήποτε ακινήτου μέσα στο οποίο υπάρχουν μνημεία. Τέλος επεκτάθηκε νομολογιακά το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος στην προσωπικότητα σε κοινόχρηστους χώρους, όπως οι δρόμοι, το αστικό πράσινο, οι αιγιαλοί, οι λιμένες, οι όρμοι, τα αενάως ρέοντα ύδατα και τα στοιχεία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, οι οποίοι, ως στοιχεία του περιβάλλοντος, προστατεύονται συγχρόνως από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Η επίδραση των περιβαλλοντικών κυρίως ρυθμίσεων στο Ενοχικό Δίκαιο επικεντρώνεται στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της ευθύνης από αδικοπραξία και από διακινδύνευση, με σκοπό την αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας με τις σχετικές διατάξεις. Στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης η ανάγκη προστασίας του πολεοδομικού και του περιβαλλοντικού κεκτημένου οδήγησε στη διεύρυνση της έννοιας του παρανόμου και της ζημίας, στην αντιστροφή του βάρους της απόδειξης προς όφελος του ζημιωθέντος και στην εφαρμογή της θεωρίας του σκοπού του κανόνα δικαίου. Στον τομέα της ευθύνης από διακινδύνευση η άνω επίδραση είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση της αντικειμενικής ευθύνης μέσω της διάταξης του άρθρου 29 του Ν 1650/1989 «Για την προστασία του περιβάλλοντος», αυτής του άρθρου 6 του Ν 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών», της ευρωπαϊκής αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» και της

Page 371: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

διεύρυνσης της αστικής ζημίας στα στοιχεία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς με τη Σύμβαση του Lugano, η οποία δεν έχει ακόμα κυρωθεί από τη χώρα μας.

Τέλος, στον κλάδο του Ποινικού Δικαίου αρχικώς αναγνωρίστηκε το περιβάλλον ως αυτοτελές προστατευτέο έννομο αγαθό. Η εξέλιξη αυτή, η οποία επήλθε σταδιακά μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και καθιερώθηκε με τον Ν 1650/1986 «Για την προστασία του περιβάλλοντος», είναι ενδεικτική της σημασίας που προσδίδει η ελληνική έννομη τάξη στην προστασία του περιβάλλοντος. Επιπλέον, διευρύνθηκε η ποινική προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, ως στοιχείο του πολιτιστικού περιβάλλοντος, με τις διατάξεις του Ν 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς». Ενδεικτικά, στον νόμο αυτόν προβλέπεται η επίταση των σημαντικότερων εγκλημάτων του ΠΚ και της νομοθεσίας περί προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Επίσης, τιμωρούνται για πρώτη φορά η παράνομη εισαγωγή στη χώρα πολιτιστικών αγαθών που προστατεύονται με τη διεθνή σύμβαση της 17ης

Νοεμβρίου 1980 σχετικά με «τα ληπτέα μέτρα δια την απαγόρευσιν και παρεμπόδισιν της παρανόμου εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως της κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών», καθώς και η παράνομη μη απόδοση πολιτιστικών αγαθών, σε εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ ή διατάξεων διεθνών συμβάσεων που τυχόν κυρώνονται από την Ελλάδα. Ιδιαίτερα σημαντική σε δικονομικό επίπεδο μπορεί να θεωρηθεί η επέκταση του θεσμού της πολιτικής αγωγής, όταν προσβάλλεται το περιβάλλον, στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ στην περιφέρεια των οποίων τελέστηκε το έγκλημα και το ΤΕΕ, ανεξάρτητα αν τα άνω νομικά πρόσωπα έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία. Εξάλλου σύμφωνα με μια μερίδα της θεωρίας και της νομολογίας, το δικαίωμα της πολιτικής αγωγής αναγνωρίζεται σε κάθε άτομο ή ομάδα ατόμων που δικαιούνται και παρακωλύονται στη χρήση των στοιχείων του περιβάλλοντος ως έννομου αγαθού του κοινωνικού συνόλου, ακόμα και αν δεν είναι δυνατή η απόδειξη μιας προσωπικής συγκεκριμένης ζημίας. Τέλος επεκτάθηκαν οι αρμοδιότητες του τριμελούς εφετείου κυρίως σε περίπτωση προσβολής των μνημείων και προβλέφθηκε η άρση του αδίκου των πράξεων ελεγκτικών οργάνων ή ιδιωτών, που ενεργούν ύστερα από πρότασή τους, για τη διακρίβωση εγκλημάτων, προαποφασισμένων από τον δράστη, κυρίως κατά των μνημείων.

Από τη διενεργηθείσα έρευνα διαφαίνεται η ευρεία επιρροή των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων και αρχών στη διαμόρφωση και εξέλιξη κεντρικών εννοιών του Δικαίου, τόσο του Δημοσίου όσο και του Ιδιωτικού. Θα μπορούσε επομένως να υποστηριχθεί ότι η τάση αυτή είναι

Page 372: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

ενδεικτική μιας σταδιακής αλλαγής του τρόπου προσέγγισης της νομικής επιστήμης με την εγκατάλειψη του κλασικού διαχωρισμού των κανόνων δικαίου σε επιμέρους κλάδους προς όφελος μιας ολιστικής αντίληψης με κεντρικό πυρήνα την προστασία του περιβάλλοντος και της πόλης. Η εν λόγω τάση ενισχύεται διαρκώς, ακολουθώντας την κοινωνική επιταγή της προστασίας του περιβάλλοντος και διάσωσης του πλανήτη από τη ρύπανση και την αλόγιστη σπατάλη των φυσικών πόρων. Πρόκειται κατά συνέπεια για την έκφραση ενός βαθύτερου και αυξανόμενου συλλογικού αιτήματος, το οποίο αρχικώς διατυπώθηκε από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών για να επηρεάσει εν συνεχεία την πολιτική εξουσία. Συγχρόνως επιχειρείται μια υπέρβαση του ατομικισμού, όπως αυτός έχει εδραιωθεί κυρίως την τελευταία εικοσαετία του εικοστού αιώνος στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης, καταναλωτικής κοινωνίας, καθώς απειλείται η ίδια η ύπαρξη του ανθρώπου. Βρισκόμαστε επομένως σε ένα καίριο μεταβατικό στάδιο, όπου η ανθρωπότητα, έχοντας διανύσει την περίοδο της εξειδίκευσης με σημείο αφετηρίας τον Διαφωτισμό, καλείται να επιστρέψει σε αρχές και αντιλήψεις τις κλασικής Ελλάδας με κεντρικό στοιχείο την ολιστική αντιμετώπιση του κόσμου μέσω της συνεργασίας των επιστημών και με κοινό τόπο το περιβάλλον ως έκφανση της Θείας και της ανθρώπινης δημιουργίας. Αυτή η δυναμική αναπόφευκτα είναι πιθανόν να επηρεάζει σταδιακά τη μεθοδολογική προσέγγιση κάθε επιστημονικού κλάδου υπό την πίεση καινοτόμων περιβαλλοντικών ρυθμίσεων, όπως συμβαίνει στο Δίκαιο. Σε αυτό το υπό δημιουργία τοπίο διεπιστημονικής συνεργασίας, το Δίκαιο καλείται να διαδραματίσει έναν πρωτοποριακό και πρωταγωνιστικό ρόλο, θέτοντας το νομικό πλαίσιο στο οποίο θα αναπτύσσονται οι μελλοντικοί καρποί του ανθρώπινου νου.

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνική βιβλιογραφία

Page 373: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Αθανασούλη Ρογκάκου Α., «Πολιτικές προστασίας πολιτιστικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Μέσα και εργαλεία.», ΠερΔικ 3/2000, σ. 399 επ.Ανδρικοπούλου Ε., «Οι Περιφέρειες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: τρόπος λειτουργίας τους ως τμήμα του ευρωπαϊκού χώρου», Τεχνικά Χρονικά, Ιούλιος-Αύγουστος 2004.Αραμπατζής Γ., Τζαφέρος Σ., Βαρράς Γ., «Υγρότοποι: Νομοθετικό πλαίσιο και αναπτυξιακές συνιστώσες», ΠερΔικ 1/2003, σ. 52 επ.Αριστοτέλης, Ποιητική ΙΙΙ.Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 2. Αριστοτέλης, «Άπαντα, Τόμος 2, Πολιτικά 2, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993.«Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας», εκδ. Η Καθημερινή, Αθήνα 2000.Βασιλειάδης Π. Ι., «Η Πλατωνική Μεταφυσική ως Μεταφυσική Επιστήμη», εκδ. Ιδεοθέατρον, Αθήνα 1998.Βιδάλης Τ. Κ., «Το ατομικό δικαίωμα στο περιβάλλον κατά το Σύνταγμα του 2001, Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 55-65. Βλάντου Αλ., «Ζητήματα άσκησης της πολιτικής χρήσεων γης στον αστικό χώρο από τη διαμόρφωση και εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας», ΠερΔίκ 1/1997, σ. 33 επ.Βρετού Β., «Η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης», ΠερΔικ 1/2003, σ. 73 επ.Βρετού Β., «Βιώσιμη ανάπτυξη, αναθεώρηση του Συντάγματος και ο Συνήγορος του Πολίτη», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 78-83. Βροντάκης Μ., «Το αναθεωρημένο άρθρο 24 του Συντάγματος: Υποχρεώσεις της Διοίκησης», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 146-148. Γεωργιάδης Α. Σ. «Ενοχικό Δίκαιο. Γενικό μέρος», εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1999.Γεωργιάδης Α. Σ.-Σταθόπουλος, ΑΚ.Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο Δίκαιο Ι», εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα, 1991.Γεωργιάδης Α., «Εμπράγματο Δίκαιο ΙΙ», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1991.Γιανακούρου Γ. «Το θεσμικό πλαίσιο του σχεδιασμού των πόλεων στην Ελλάδα: Ιστορικές μεταμορφώσεις και σύγχρονα αιτήματα», «Η Ανάπτυξη των Ελληνικών Πόλεων. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις Αστικής Ανάλυσης και Πολιτικής», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας-Gutenberg, Βόλος 2004, σ. 457-480.

Page 374: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Γιαννακούρου Γ., «Ο καθορισμός χρήσεων γης και η αναθεώρηση του Συντάγματος», ΠερΔικ 4/2000, σ. 468 επ.Δαγτόγλου Π. Δ., «Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα», τόμος Β, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα. Αθήνα-Κομοτηνή 1991.ΔαγτόγλουΠ. Δ., «Γενικό διοικητικό δίκαιο, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα. Αθήνα-Κομοτηνή.Δακορώνια «Εκπομπές και περιβαλλοντική ζημία από επιχείρηση με άδεια αρχής», ΠερΔικ 1/1997 σ. 15 επ..Δαρζέντα Ε., «Ερμηνεία, Πραγμάτωση και άμεση από το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμογή του Συντάγματος», ΝοΒ 37, σ. 401 επ.Δεκλερής, «Η αρχή του Βιώσιμου Αστικού Περιβάλλοντος», Το Δίκαιο της Βιωσίμου Αναπτύξεως, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή.Δεληγιάννης Γ., «Ζητήματα σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος», Το Σύνταγμα 6/2000, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα 2000.Δεληγιάννης Γ., «Σκέψεις για την έννοια και το δικαστικό έλεγχο των κανονιστικών πράξεων», ΣτΕ Ι, σ. 604-605. Δημητριάδης Ε.Π., «Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας», εκδ. Αφοι Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 1995.Δημοσθένης, Κατά Καλλικλή, 55, 1.Δρανδάκης Π., «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» εκδ. «Ο Φοίνιξ ΕΠΕ», Αθήνα.«Εγκυκλοπαίδεια Δομή», εκδ. Δομή ΑΕ, Αθήνα 2003.Εισηγητική έκθεση Ν 360/1979 «Περί Χωροταξίας και Περιβάλλοντος».Εισηγητική Έκθεση Ν 1647/1986 «Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας (ΟΚΧΕ) και άλλες σχετικές διατάξεις».Εισηγητική έκθεση Ν 2508/1997 «για τη βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών της χώρας και σχετικές ρυθμίσεις».Εισηγητική Έκθεση Ν 2742/1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη».Εισηγητική έκθεση Ν 2947/2001 «Θέματα Ολυμπιακής Φιλοξενίας, Έργων Ολυμπιακής Υποδομής και άλλες διατάξεις».Εισηγητική έκθεση Ν 3028/2002«Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς».Ευστρατίου Π-Μ Ε. «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως φορέας άσκησης αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του κράτους (άρθρο 102 παρ. 1 Σ). Η αντισυνταγματικότητα της ανάθεσης αρμοδιοτήτων πολεοδομικών ρυθμίσεων σε άλλα όργανα της διοίκησης με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν 3044/2002 (ΣτΕ Ολ 3661/2005).», ΠερΔικ 4/2005, σ. 544-551.Ευστρατίου Π.-Μ., «Η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους από τους Οργανισμούς Τοπικής αυτοδιοίκησης. Η ανάθεση

Page 375: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

αρμοδιοτήτων πολεοδομικού σχεδιασμού στους νομάρχες με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν 3044/2002 (ΣτΕ ΠΕ 601-602/2002)», ΠερΔικ 1/2003, σ. 24-35.Ευστρατίου Π.-Μ., Ο νέος νόμος για τη μεταφορά συντελεστή δόμησης, ΠερΔίκ 3/2002, σ.445 επ.«Πρότυπη Πολεοδομική Αντιμετώπιση Ιστορικής Πόλης. Πιλοτική Εφαρμογή στον Πολεοδομικό Σχεδιασμό της Ερμούπολης Σύρου. Α Φάση Έρευνας», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, εκδ. Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κυκλάδων-Δήμος Ερμούπολης, Σύρος 2001.Ζακυνθηνός Δ., «Η Βυζαντινή Ελλάς, 392-1204. Αθήνα.Ηρόδοτος, 4, 161.Ζήση Ρ., «Το αναθεωρημένο άρθρο 24 του Συντάγματος: Βάση για ένα σύγχρονο Οικολογικό Συνταγματικό Κράτος Δικαίου», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 21-25.Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., «Έννοια και προβληματική των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων», Θεσσαλονίκη 1987.Κανίνια Σ., «Η κρίσις περί του νόμου βασίμου της πολιτικής αγωγής, Π.Χρ. ΙΓ (1963), 83.Καραγεώργου Β., «Η αειφόρος ανάπτυξη ως βάση της σύγχρονης περιβαλλοντικής πολιτικής-Βασικοί άξονες και εργαλεία με βάση τα νέα δεδομένα», ΠερΔικ 3/2004, σ. 324-333. Καραδήμου Γερόλυμπου Α. «Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Θεσσαλονίκη και Βορειοελλαδικές Πόλεις στο τέλος του 19ου αιώνα» εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 20, 23, 24.Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Μεταρρυθμιστικές αντιλήψεις στην οργάνωση των αστικών χώρων. 1917-1920», Σύγχρονα Θέματα, Τεύχος 39., σ. 55-60.Καραδήμου Γερολύμπου Α., «Σχεδιασμός και ανάκτηση του χώρου της πόλης. Χαρακτήρας της πολεοδομικής παρέμβασης του κράτους κατά την μετάβαση από την Οθωμανική στην Νεοελληνική πόλη», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, Β τόμος, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1985, σ. 392. Καράκωστας Ι., Ξενογιάννης Ν., Σχόλιο στην ΜΠρΚορίνθου 2145/2002 (Ασφαλιστικά μέτρα), ΠερΔικ 4/2002, σ. 773 επ. Καράκωστας Ι. Κ., «Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών μέσα από τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων», ΝοΒ 41, σ. 45.Καράκωστας Ι.Κ., «Περιβάλλον και Δίκαιο», εκδ, Α.Ν. Σάκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2000.Καρράς Α., «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993/1994.

Page 376: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Καρύδης Δ. Ν. «Αθήνα-Αττική στον πρώτο αιώνα Οθωμανικής κατοχής», «Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος», εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Α Τόμος, Αθήνα 1985, σ. 52 επ.«Κατανομή της εκτάσεως της Ελλάδος κατά βασικές κατηγορίες χρήσεως», εκδ. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Αθήνα 1995.Κουράκη Ν., «Ποινική Καταστολή», Αθήνα-Κομοτηνή 1985.Κούρκουλας Α., «Ο λόγος του τόπου-Θεώρηση του τοπικού νοήματος», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», εκδ. Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, Αθήνα 2000, σ. 66.Κουτούπα-Ρεγκάκου Ε., «Δίκαιο του Περιβάλλοντος», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005.Κουφάκη Ι., «Η αναγωγή του δικαιώματος στο περιβάλλον σε ατομικό δικαίωμα», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 84-86. Κρατερός Ι. Μ., «Νομικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1998.Κωσταράς Γ. Φ. «Φιλοσοφική προπαιδεία», 5η εκδ, Αθήνα 1998. Κωτσή Α., «Ο μύθος του τόπου-χώρος και μύθος», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης, εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2000, σ. 69 επ. Λιακόπουλος Κ., «ΓΠΣ νέου τύπου και ΣΧΟΟΑΠ ένας θεσμός υπό δοκιμή; Ή μια νέα ΕΠΑ», εισήγηση στη διημερίδα του ΤΕΕ Ρόδου με θέμα τον Χωροταξικό και Πολεοδομικό Σχεδιασμό, 26-27/11/2004.Λεκέα Σ. Γ., «Κοινόχρηστοι χώροι Δημοσίου – ΟΤΑ», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2004.Μακρής Δ., «Κοινό σχόλιο των ΣτΕ ΠΕ 287/1996, ΠΕ 289/1996», Νομολογία, Νόμος και Φύση 1996, σ.152 επ.Μακρή Ι., «Μεταφορά συντελεστή δόμησης», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2002, σ.21 επ.Λιτζερόπουλος Ι.Γ., ΕρμΑΚ. Μαλλούχου-Tufano Φ., «Η Αναστήλωση των Αρχαίων Μνημείων στη Νεώτερη Ελλάδα (1834-1939), εκδ. Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα 1998.Μανωλεδάκης Ι., «Ποινικό Δίκαιο. Γενική Θεωρία», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004. Μαριά. Ε.-Α., «Ο Ν 3208/2003 για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων ένα χρόνο μετά τη θέση του σε ισχύ», ΠερΔικ 4/2004, σ. 460-470.Μαριά Ε.-Α., «Η νομική προστασία των δασών», εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1998.

Page 377: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Μαρμαράς Μ. Β., «Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας. Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους.», εκδ. Πολιτιστικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1991Μαστραπάς A.N., «Ελληνική Αρχιτεκτονική», εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994.Μαστραπάς Α., «Ελληνική Αρχιτεκτονική», εκδ. Καρδαμιτσα, Αθήνα 1994. Μενουδάκος Κ., «Η αναθεώρηση του Συντάγματος και η βιώσιμη ανάπτυξη», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 31-55. Μητούλα Ρ., «Οι επιπτώσεις της Ευρωπαϊκής ενοποίησης στη φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», Διδακτ. Διατριβή ΕΜΠ, Αθήνα 2000.Μπαλής Α., «Γενικόν ενοχικόν δίκαιον».Μπάλιας Γ., «Η αρχή της προφύλαξης - Μια νέα σχέση μεταξύ δικαίου και επιστήμης και η επίδρασή της στον έλεγχο νομιμότητας», ΠερΔικ 1/2004, σ. 37-45. Μπάτλας Κ., «Η καταστροφή των δασών», Οικοενημέρωση, Τεύχος 5, Ιούνιος 1998, www . oikoen . gr Μπόσδα, «περί υδάτων», ΕΕΝ, σ. 517 επ. Μωραϊτης Κ., «Πολιτιστικά οικοσυστήματα και εικονικό τοπίο: Η σύγχρονη φυσιογνωμία του αστικού τοπίου και οι δυνατότητες διερεύνησής της», «Η φυσιογνωμία ενός τόπου. Ο χαρακτήρας της ελληνικής πόλης τον 21ο

αιώνα», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, εκδ. ΕΜΠ & ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα 2001, σελ. 27. Μωραϊτης Κ., «Αισθητική Αντιμετώπιση», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, εκδ. ΕΜΠ & ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα 2000, σ. 41 επ.«Νεοκλασσική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1967.«Νέος Δασικός Νόμος». Κωδικοποίηση-Ερμηνεία, εκδ. Πολυεκδοτική, Αθήνα 2004.Νικολαϊδου Σ., «Η Κοινωνική Οργάνωση του Αστικού Χώρου», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1993.Παναγοπούλου-Μπέκα Γ., «Το έννομο αγαθό περιβάλλον. Προβλήματα εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας», εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1992.Παναγοπούλου Γ., «Ο προσδιορισμός του έννομου αγαθού υπό την ονομασία περιβάλλον», Ποινική Προστασία Περιβάλλοντος. Πρακτικά Ε Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1996, σ. 11-24.Παπαγρηγορίου Β. Ι., «Πολεοδομία, Περιβάλλον, Απαλλοτρίωση», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2003.

Page 378: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Παπαπετρόπουλος Α. Δ., «Η νομολογία του ΣτΕ για την προστασία των νεώτερων μνημείων μέχρι την έκδοση του Ν 3028/2002», ΠερΔικ 4/2003, σ. 686.Παραράς Ι., «Η εξέλιξη του θεσμού της μεταφοράς συντελεστή δόμησης και ο νέος νόμος ν. 3044/2002», ΠερΔικ 3/2002, σ. 461 επ.Παραράς Ι., «Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτινή 2001.«Παρόδιες χρήσεις γης στο κύριο οδικό δίκτυο. Μέρος Α», εκδ. Σπουδαστήριο Πολεοδομικών ερευνών ΕΜΠ, Αθήνα 1997. Πετράκος Γ., Δ. Οικονόμου, «Διεθνοποίηση και διαρθρωτικές αλλαγές στο Ευρωπαϊκό σύστημα αστικών κέντρων», «Η Ανάπτυξη των Ελληνικών Πόλεων. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις Αστικής Ανάλυσης και Πολιτικής», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας-Gutenberg, Βόλος 2004, σ. 25, 30.Πετρονώτης Α., «Παραδοσιακοί οικισμοί Πελοποννήσου και νοτίων Επτανήσων», Πρακτικά τριήμερης συνάντησης 5,6,7 Φεβρουαρίου 1975 με θέμα την Προστασία των μνημείων και των παραδοσιακών οικισμών, εκδ. Ελληνική Εταιρεία, Αθήνα 1975, σ. 72-73.Πλάτωνα «Πολιτεία», ΙΙΙ.«Πολεοδομική Νομοθεσία», εκδ. Νομική Βοβλιοθήκη, Αθήνα 2004.Πολύζος Γ. «Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τεράστια οικονομική δύναμη. Η πολεοδομική διαμόρφωση με την προσφυγική πλημμυρίδα», Οικ. Ταχ. 26/4/1973 Στατιστική επετηρίς της Ελλάδος, Αποτελέσματα γενικής απογραφής πληθυσμού 1890, 1921, ΓΣΥΑ, ΕΣΥΑ, Αθήνα 1978. Πλούταρχος, Λυκούργος, 8.«Πρότυπη Πολεοδομική Αντιμετώπιση Ιστορικής Πόλης. Πιλοτική Εφαρμογή στον Πολεοδομικό Σχεδιασμό της Ερμούπολης Σύρου. Α Φάση Έρευνας», Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, εκδ. Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κυκλάδων-Δήμος Ερμούπολης, Σύρος 2001.

Ρέμελη Κ., «Η προστασία του περιβάλλοντος από τις βιομηχανικές και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις», Αθήνα-Κομοτηνή 1989.Ρόκος Δ., «Κτηματολόγιο και αναδασμός, Πολιτική γης, εκδ. Μαυρομάτη, Αθήνα 1981.Ρουσσος Γ., «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. 1826-1974», εκδ. Ελληνική Μορφωτική Εστία. Αθήνα 1975Στεφανίδης Γ. Δ., «Ο Τελευταίος Ευρωπαϊκός Αιώνας. Διπλωματία και Πολιτική των Δυνάμεων (1871-1945), εκδ. Προσκήνιο, Θεσσαλονίκη 1997.Σηφάκης Α., «Η αναγκαιότητα της αναθεώρησης του άρθρου 24 του Συντάγματος», ΠερΔικ 4/2000, σ. 586 επ.Σιούτη Γλ. Π., «Η αρχή της προφύλαξης και η διαχείριση των περιβαλλοντικών κινδύνων», ΠερΔικ 4/2004, σ. 455-459.

Page 379: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Σιούτη Γλ. Π. «Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος», εκδ. Α. Ν Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003.Σιούτη Γλ. Π. «Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης ή της αειφορίας», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 118-127. Σιούτη Γλ. Π., «Η προστασία των κοινόχρηστων χώρων πρασίνου», Κριτική Επιθεώρηση 2/1994, σ. 332.Σιούτη Γλ. Π., «Η συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος», 1986.Σκουρής Β., «Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1997.Σκουρής Π., «Από τα θερινά σινεμά στα πολυσινεμά – Σκέψεις με αφορμή τη ΣτΕ 197/2005, ΠερΔικ 4/2005, σ. 559-563.Σκουρής Π. - Τροβά Ε., «Προστασία Αρχαιοτήτων και πολιτιστικής κληρονομιάς», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2003. Σκουρής Β., Τάχος Α., «Χωροταξικό και Πολεοδομικό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη 1997.Σόλομον R., Χίγκινς K., «Μια Σύντομη Ιστορία της Φιλοσοφίας.», εκδ. φιλίστωρ, Αθήνα 1999.Σούρλα, ΕρμΑΚ άρθρο 57, αριθ. 41 επ.Σπηλιωτόπουλος Επ. Π., «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005.Σπυριδάκης Ι. Σ., «Εισηγήσεις Αστικού Δικαίου», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995.Στεφάνου Ι., «Περί μελέτης εντοπισμού, καταγραφής και αξιολόγησης παραδοσιακών οικισμών» Πρακτικά τριήμερης συνάντησης 5,6,7 Φεβρουαρίου 1975 με θέμα την Προστασία των μνημείων και των παραδοσιακών οικισμών, εκδ. Ελληνική Εταιρεία, Αθήνα 1975, σελ. 89.Στεφάνου Ι., Μητούλα Ρ., «Ο Πράσινος Βιτρούβιος: Κριτική επάνω στα Θετικά Στοιχεία και τις Ελλείψεις του», Τεχν. Χρον. Επιστ., τεύχ. 1-2, εκδ. ΤΕΕ 2000, σ. 69-75.Στεφάνου Ιωσήφ, Στεφάνου Ιουλία «Συστηματική καταγραφή των στοιχείων που εμφανίζουν τη φυσιογνωμία της πόλης», Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης, Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, εκδ. ΕΜΠ και ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα 2000. Στεφάνου Ιωσήφ, Στεφάνου Ιουλία, «Ο Χώρος των Νεκρών», εκδ. Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, Αθήνα 2000. Στεφάνου Ιωσήφ και Ιουλία, «Μια πιθανή μέθοδος αισθητικής αξιολόγησης της φυσιογνωμίας ενός τόπου», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», εκδ. Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, & ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα 2000, σ. 38 επ..

Page 380: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Στεφάνου, Ι., Χατζοπούλου Α., Νικολαϊδου Σ., «Αστική Ανάπλαση», εκδ. ΤΕΕ, Αθήνα 1995.Στράβωνας, «Γεωφραφικά».«Το ζήτημα των πόλεων:προσανατολισμοί για μία ευρωπαϊκή συζήτηση», SCADPlus: Towards an urban agenda in the European Union.ht Τασόπουλος Γ. Α., «Το ατομικό δικαίωμα στο περιβάλλον και το περιβαλλοντικό κεκτημένο», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 109-112.Τάχος Α., «Δίκαιο Προστασίας Περιβάλλοντος», 1988.Τολέρης Επ., «Αειφορία: Η έναρξη μιας νέας εποχής για την περιβαλλοντική πολιτική», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ.143-145. Τροβά Ε., «Το πολιτιστικό περιβάλλον κατά το Σύνταγμα του 1975/86/2001», εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2003.Τρωιάνος Σ. Ν., «Η προστασία του περιβάλλοντος στο Βυζάντιο», Νόμος+Φύση 1995, τόμος 2, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, σ. 349-371. Τσακόπουλος Π., «Τρίπολη: Πολεοδομική, μορφολογική μελέτη της μετάβασης από την οθωμανική στη νεοελληνική πόλη». Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος, Α τόμος, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1985, σ. 27 επ.Τσάτσος Κ., «Η Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων», εκδ. Εστία, Ι.Δ. Κολλάρου και Σια Α.Ε., Αθήνα 1996.Τσουκαλά Αικ., «Προβλήματα εφαρμογής των εργαλείων πολεοδομικού σχεδιασμού», εισήγηση στη διημερίδα του ΤΕΕ Ρόδου με θέμα τον Χωροταξικό και Πολεοδομικό Σχεδιασμό, 26-27/11/2004.Εισηγητική έκθεση ν. 2742/1999 «Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη».Φιλιπίδης Δ., «Σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική και ελληνικότητα», «Ελληνισμός Ελληνικότητα», εκδ. Ι. Δ. Κολλάρου και Σιας ΑΕ, Αθήνα 2001, σ. 220.Φυρνώ-Τζόρνταν Ρ., «Ιστορία της Αρχιτεκτονικής», εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1981.Φωκά Ι,. Βαλαβάνης Π., «Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία», εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1992.Χαραλαμπάκης Α. Ι., «Αξιόποινες προσβολές του περιβάλλοντος. Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα και εγκλήματα διακυνδυνεύσεως», Πρακτικά Ε Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1996, σ. 43-54.

Page 381: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Χατζοπούλου Α., «Η συνταγματική προστασία της αισθητικής του οικιστικού περιβάλλοντος», ΝοΒ 37, σ. 1016 επ. Χατζοπούλου Α., «Στοιχεία Δικαίου. Εθνικό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2004.Χατζοπούλου Α., «Η εξέλιξη της ιδεολογίας του δικαίου που αφορά στην πόλη και το δομημένο περιβάλλον (φυσικό, δομημένο, πολιτιστικό)», Πυρφόρος 7/2003, σ. 7-18. Χατζοπούλου Α., «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 2002.Χατζοπούλου Α., «Η επίδραση των κανόνων δικαίου στο δομημένο περιβάλλον και στη φυσιογνωμία της πόλης», Αρχαιολογία, τεύχος 79, Ιούνιος 2001.Χατζοπούλου Α., «Πολεοδομικό Δίκαιο», εκδ. ΕΜΠ, Αθήνα 1997.Χατζοπούλου Α., Γνωμοδότηση «για την εφαρμογή των γενικών ρυθμίσεων του ΓΟΚ 1985 σχετικά με τη θέση του κτιρίου, τον συντελεστή δομήσεως, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος και το ποσοστό καλύψεως», ΕΔ ΔΔ τ. 4, 1987, σ. 337.Χατζοπούλου Α., «Θεσμικά πλαίσια ρυθμιστικού σχεδίου Αθηνών», Φάση Β, εκδ. Υπουργείο Δημοσίων Έργων-Υπηρεσία Οικισμού, Αθήνα 1971. Χατζοπούλου Α., Γερασίμου Σ., «Κριτική θεώρηση του νομικού πλαισίου του χωροταξικού σχεδιασμού», Εισήγηση στο Διήμερο της Ρόδου «Χωροταξικός και Πολεοδομικός Σχεδιασμός», 26-27 Νοεμβρίου 2004, ΠερΔικ 1/2005 σ. 55-61. Χατζοπούλου Α., Μητούλα Ρ. «Το γενικό θεσμικό πλαίσιο για την προστασία και ανάδειξη της φυσιογνωμίας της πόλης», «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», εκδ. Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, Αθήνα 2000, σ. 166 επ. Χορομίδης Κ. Γ., «Το Δίκαιο της Ρυμοτομίας και του Πολεοδομικού Σχεδιασμού», β έκδ., Θεσσαλονίκη 2002. Χορομίδης Κ., «Ιδιωτικά δάση, δασικές εκτάσεις και το Σύνταγμα του 1975», Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του. Πρακτικά ημερίδας, Νόμος+Φύση, εκδ. Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ. 128-133.Χριστοφίδου Α., «Το θεσμικό πλαίσιο της προστασίας των μνημείων και η οργάνωση των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού», Σημειώσεις του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών ΕΜΠ «Προστασία Μνημείων». Χριστοφιλόπουλος Δ., «Κάθετος συνιδιοκτησία», 1976.Ψαρούδα-Μπενάκη Α., «Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομική φύση-Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος», Αθήναι 1982.www . ime . gr

Page 382: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Αλλοδαπή βιβλιογραφία

Architect’s Council of Europe, “The Green Vitrouvious”, πρώτη παρουσίαση, Βαρκελώνη, 27-29 Φεβρουαρίου 1998. «Atlas historique», εκδ. Perrin, Παρίσι, 1987.Auby J.-M., Bon P., «Droit administratif des biens. Domaine, Travaux Publics, Expropriation», εκδ. Dalloz, Παρίσι 1993.Braudel F., «Γραμματική των Πολιτισμών», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης», Αθήνα 2003.Boulouis J., «Droit institutionnel des communautés européennes», εκδ. Montchrestien, Παρίσι 1993.Carter E. «An introduction to urban historical geography» εκδ. Edward Arnold, Βαλτιμόρη 1983.Compte A., «Discours sur l’esprit positif (1844) », La Science Sociale, εκδ. Gallimard, Παρίσι 1972.De Tocqueville Α., “De la démocratie en Amérique” II, εκδ. Gallimard, Παρίσι 1961. Despax M., «Droit de l’environnement», Lite, 1980, no 310. Despotopoulos J., «La structure idéologique des cités», NTUA Press, Αθήνα 1997.Eser A., «Προστασία του περιβάλλοντος: Μια πρόκληση για το Ποινικό Δίκαιο σε εθνικό και διεθνές επίπεδο», Πρακτικά Ε Πανελληνίου Συνεδρίου, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1996, σ. 91-123.European Commission, “Sustainable Development”, http://europa.eu.int/comm/sustainable/_en.htmFantini M., «Calatrava… e un problema culturale» www.labacheca.re.it/sez.asp?id_sezione=51Flour J.-Aubert J.-L., «Les Obligations, 2. Le fait juridique», εκδ. Armand Colin, Παρίσι 1991.Fragakis E., “The “Raya” Communities of Smyrna in the 18th century (1690-1820). Demography and economic activities”, «Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος», εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Α Τόμος, Αθήνα 1985, σ. 28-29.Gaarder J., «Ο κόσμος της Σοφίας», εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1994. Gombrich E. H., «Το Χρονικό της Τέχνης», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994.Grotius H., «De iure belli ac pacis libri tres», Άμστερνταμ 1626.

Page 383: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Gicquel J., «Droit constitutionnel et institutions politiques», εκδ. Montchrestien, Παρίσι 1989. Gropius W., Bauhaus Manifesto 1919-1933, Bauhaus-archive museum of design.Hammond N. G. H., «Το Μακεδονικό Κράτος. Γένεση, Θεσμοί και Ιστορία», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1999.Hosbawm E., «Η εποχή των άκρων. Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991», εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995.Jacquot H., PrietF., «Droit de l’urbanisme» εκδ. Dalloz, Παρίσι 2001.Kornprobst B., «L’erreur manifeste», D. 1965, 121.Lagopoulos A. Ph., «From the stick to the region: Space as a social instrument of semiosis», Semiotica 1996 (1/2), σ. 99-105.Lallement M., «Ιστορία των κοινωνιολογικών ιδεών», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2001. «Le Petit Larousse illustré», εκδ. Larousse, Παρίσι 1992.Lavedan P., «Histoire de l’urbanisme. Renaissance et temps modernes.», εκδ. Henris Laurens 1959, Παρίσι 1959 Lavedan P., «Histoire de l’urbanisme.Loriot D., «Les Princes d’Orient. Histoire de la Grèce franque (1204-1430)», εκδ. Librairie Kauffmann, Αθήνα 2004.Martincigh L., «Qualità urbana e mobilità sostenibile», Urbanistica tre, Università degli Studi Roma Tre, Σεπτέμβριος 1998 σ. 2. Marx K.,Engels F., «Manifeste du parti communiste», εκδ. Librio, Παρίσι 1998.Metochitae Theodori, «Miscellanea philosophica et historica», εκδ. Th. Kiessling, Λειψία 1821 (ανατύπ. Άμστερνταμ 1966). Mumford L., «The city in history. Its origins, its transformations and its prospects», εκδ. Harcourt, Brace and World, Inc, Νέα Υόρκη 1961.Nehama J., «Histoire des Israélites de Salonique», t. VI, VII, εκδ. Communauté Israélite de Théssalonique, Θεσσαλονίκη 1978.Pierron B., «Εβραίοι και Χριστιανοί στη νεότερη Ελλάδα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004.Proudhon P.–J., «Qu’est-ce que la propriété ? », εκδ. Verboeckhoven & Cie, Παρίσι 1867.Raymond A., «Les caractères généraux des villes arabes à l’époque moderne», «Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας. Νεοελληνική Πόλη. Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό Κράτος», εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Α Τόμος, Αθήνα 1985, σ. 15-25.Reddway E., «The rebuilding of London after the Great Fire», Λονδίνο 1951Rosanvallon P., «La nouvelle question sociale. Repenser l’Etat-providence.», εκδ. Seuil, Παρίσι 1998

Page 384: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Saint Simon, «Du système industriel», Παρίσι 1821, επανέκδ. στο Le Nouveau Christianisme, εκδ. Point-Seuil, Παρίσι 1969.Stefanou J., Hatzopoulou A., «Approche pluridisciplinaire de l’espace; vers une anthropologie des lieux ». Recueil des textes sur l’anthropologie des lieux, εκδ. ΕΠΜ, Αθήνα, 1991. Storia dell’architettura –IV, www.francescomorante.it/pag_a/a004.htm «The Impressionists», Collins, UK 2002.Turlin J.-L. «Une planète a majorité urbaine en 2007», Le Figaro. 26.03.04.Vitruve, «De l’architecture», τόμος Ι, κεφ. ΙV, εκδ. Les Belles Lettres, Παρίσι 1990.fr.encyclopedia.yahoo.com/articles/ni/ni_3091_p0.htmlwww.enduro.gr/files/contact_gr.shtml

Page 385: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Παραρτήματα

Page 386: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005
Page 387: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Παράρτημα 1.S. Dali, Εμφάνιση προσώπου και φρουτιέρας σε παραλία, 1938.Λάδι πάνω σε μουσαμά, 114,2 x 143,7 εκ.Wadsworth Atheneum, Hartford, Connecticut.

Page 388: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005
Page 389: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005

Παράρτημα 2.Απεικόνιση της προτεινόμενης σχέσης.

[Α»»» Β»»» Γ»»» (Δ, Ε)]»»» Ζ

όπουΑ: τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα,Β: τα οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα,Γ: τα φιλοσοφικά ρεύματα,Δ: τα πολιτειακά χαρακτηριστικά,Ε: η εκδήλωση των κινημάτων της τέχνης και η επίδρασή τους στη φυσιογνωμία της

πόλης καιΖ: οι πολιτικές για τον χώρο και το δομημένο περιβάλλον.

Page 390: STEFANOS GERASIMOU Phd Thesis NTUA 2005