Riko kai oskar

23
ΑΝΤΡΕΑΣ ΣΤΑΪΝΧΕΦΕΛ ΡΙΚΟ ΚΑΙ ΟΣΚΑΡ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΡΙΓΚΑΤΟΝΙ 1

Transcript of Riko kai oskar

Α Ν Τ Ρ Ε Α Σ Σ Τ Α Ϊ Ν Χ Ε Φ Ε Λ

ΡΙΚΟ ΚΑΙ ΟΣΚΑΡΤΟ ΜΥΣΤΗΡ ΙΟ ΤΟΥ Ρ Ι ΓΚΑΤΟΝΙ

Με λένε Ρίκο. Και είμαι ντετέκτιβ.Προσέχω πράγματα που κανένας άλλος δε βλέπει.

Όπως, ας πούμε, ένα μακαρόνι πεσμένο στο πεζοδρόμιο.Κι όλα όσα γίνονται μέσα στην πολυκατοικία μας.

Που είναι πολλά… Το πρόβλημα είναι… το πώς σκέφτομαι.Μη νομίσετε ότι σκέφτομαι λιγότερο από τους άλλους ανθρώπους.

Απλώς σκέφτομαι λίγο πιο αργά. Εντάξει. Αρκετά πιο αργά.Ο Όσκαρ πάλι είναι το εντελώς αντίθετο από μένα.Σκέφτεται σαν αστραπή. Ο Όσκαρ είναι ιδιοφυΐα.

Εγώ είμαι… ιδιομορφία.Αλλά μαζί και οι δυο μας μπορούμε να ρίξουμε φως

και στην πιο μυστήρια υπόθεση.

Μια ιστορία τρυφερή, συναρπαστική, αστεία και ανατρεπτική…Μια ωραία φιλία, απ’ αυτές που κρατούν μια ζωή. Ένα μυθιστόρημαπου μιλάει ίσια στην καρδιά, ένα βιβλίο που δεν το ξεχνάς εύκολα!

«Ο Αντρέας Σταϊνχέφελ είναι ένας από τους καλύτερους συγγραφείς

παιδικών κι εφηβικών βιβλίων της Γερμανίας». Die Zeit

ΑΝ

ΤΡ

ΕΑ

Σ

ΣΤ

ΑΪΝ

ΧΕ

ΦΕ

Λ

ΡΙΚ

Ο Κ

ΑΙ

ΟΣ

ΚΑ

Ρ •

ΤΟ

ΜΥ

ΣΤΗ

ΡΙΟ

ΤΟ

Υ Ρ

ΙΓΚ

ΑΤΟ

ΝΙ

ISBN: 978-960-501-975-4

ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 5975

11

2914_013KP_RIKOSKAR_CV.indd 1 22/02/2013 1:17 μ.μ.

ΣΑΒΒΑΤΟ

ΤΟ ΜΑΚΑΡΟΝΙ ΣΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ

Α Ν Τ Ρ Ε Α Σ Σ Τ Α Ϊ Ν Χ Ε Φ Ε Λ

ΡΙΚΟ ΚΑΙ ΟΣΚΑΡΤΟ ΜΥΣΤΗΡ ΙΟ ΤΟΥ Ρ Ι ΓΚΑΤΟΝΙ

Με λένε Ρίκο. Και είμαι ντετέκτιβ.Προσέχω πράγματα που κανένας άλλος δε βλέπει.

Όπως, ας πούμε, ένα μακαρόνι πεσμένο στο πεζοδρόμιο.Κι όλα όσα γίνονται μέσα στην πολυκατοικία μας.

Που είναι πολλά… Το πρόβλημα είναι… το πώς σκέφτομαι.Μη νομίσετε ότι σκέφτομαι λιγότερο από τους άλλους ανθρώπους.

Απλώς σκέφτομαι λίγο πιο αργά. Εντάξει. Αρκετά πιο αργά.Ο Όσκαρ πάλι είναι το εντελώς αντίθετο από μένα.Σκέφτεται σαν αστραπή. Ο Όσκαρ είναι ιδιοφυΐα.

Εγώ είμαι… ιδιομορφία.Αλλά μαζί και οι δυο μας μπορούμε να ρίξουμε φως

και στην πιο μυστήρια υπόθεση.

Μια ιστορία τρυφερή, συναρπαστική, αστεία και ανατρεπτική…Μια ωραία φιλία, απ’ αυτές που κρατούν μια ζωή. Ένα μυθιστόρημαπου μιλάει ίσια στην καρδιά, ένα βιβλίο που δεν το ξεχνάς εύκολα!

«Ο Αντρέας Σταϊνχέφελ είναι ένας από τους καλύτερους συγγραφείς

παιδικών κι εφηβικών βιβλίων της Γερμανίας». Die Zeit

ΑΝ

ΤΡ

ΕΑ

Σ

ΣΤ

ΑΪΝ

ΧΕ

ΦΕ

Λ

ΡΙΚ

Ο Κ

ΑΙ

ΟΣ

ΚΑ

Ρ •

ΤΟ

ΜΥ

ΣΤΗ

ΡΙΟ

ΤΟ

Υ Ρ

ΙΓΚ

ΑΤΟ

ΝΙ

ISBN: 978-960-501-975-4

ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 5975

11

2914_013KP_RIKOSKAR_CV.indd 1 22/02/2013 1:17 μ.μ.

13

Το μακαρόνι ήταν πεσμένο στο πεζοδρόμιο. Ήταν χο-ντρό και κοντό και με ρίγες, και με μια τρύπα στη

μέση από τη μιαν άκρη του ως την άλλη. Είχε ξεραμένη σάλτσα από τυρί, είχε και βρoμιές κολλημένες πάνω του. Το σήκωσα, τίναξα τις βρoμιές και κοίταξα την πρόσοψη της πολυκατοικίας που βρισκόταν στο νούμερο 93 της οδού Ντίφε. Ανέβηκα παράθυρο παράθυρο ως τον καλοκαιρινό ουρανό. Ούτε ένα συννεφάκι. Ούτε μια από τις άσπρες ουρές που αφήνουν πίσω τους κάτι αεροπλάνα που τα λένε αεριωθούμενα. Έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκα, οι επιβάτες των αεροπλάνων δεν μπορούν ν’ ανοίξουν το παραθυράκι τους και να πετάξουν έξω το φαγητό τους.

Μπήκα στην πολυκατοικία, όρμησα στο κλιμακοστάσιο με τους κίτρινους βαμμένους τοίχους, ανέβηκα τρέχοντας ως τον τρίτο όροφο και χτύπησα το κουδούνι της κυρίας Ντάλινγκ. Είχε τα μαλλιά της τυλιγμένα σε μεγάλα πολύ-χρωμα μπικουτί, όπως κάθε Σάββατο.

«Σαν ριγκατόνι μού φαίνεται. Η σάλτσα πάντως είναι σίγουρα γκοργκοντζόλα» είπε. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που μου το ’φερες, καρδούλα μου, αλλά δεν το πέταξα εγώ στο πεζοδρόμιο. Ρώτα καλύτερα τον Φίτσκε».

Και μου χαμογέλασε συνωμοτικά ρίχνοντας μια λοξή ματιά προς τα πάνω. Ο Φίτσκε μένει στον τέταρτο. Δεν τον χωνεύω. Κι έτσι κι αλλιώς δεν το πίστευα ότι ήταν δικό του το μακαρόνι. Η κυρία Ντάλινγκ ήταν η πρώτη μου σκέψη, γιατί πετάει συχνά διάφορα από το παράθυρο – πέρυσι τον χειμώνα, ας πούμε, είχε πετάξει την τηλεόραση στον δρό-μο. Πέντε λεπτά αργότερα πέταξε έξω και τον άντρα της,

14

αυτόν όμως από την πόρτα, όχι από το παράθυρο. Ύστερα ήρθε και μας χτύπησε, και η μαμά μου της έβαλε μια γου-λιά τονωτικό, να συνέλθει.

«Έχει αγαπητικιά!» είχε εξηγήσει απελπισμένη η κυρία Ντάλινγκ στη μαμά μου. «Και να ’τανε τουλάχιστον η βρο-μιάρα νεότερη από μένα! Βάλε μου μια γουλίτσα ακόμα, κορίτσι μου!»

Την άλλη μέρα, με το χαζοκούτι στα σκουπίδια και τον άντρα της φευγάτο, η κυρία Ντάλινγκ αγόρασε μια σούπερ μοντέρνα τηλεόραση με επίπεδη οθόνη και DVD. Από τό-τε πηγαίνουμε συχνά και βλέπουμε μαζί της ταινίες, αισθη-ματικές ή αστυνομικές – αλλά μόνο τα Σαββατοκύριακα, όταν δε δουλεύει και μπορεί να κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Τις καθημερινές η κυρία Ντάλινγκ εργάζεται στο σουπερ-μάρκετ της Χέρμανπλατς, στον πάγκο με τα κρεατικά. Τα χέρια της είναι πάντα κατακόκκινα, γιατί πίσω από τον πάγκο της κάνει φοβερό κρύο.

Όταν βλέπουμε τηλεόραση, τρώμε σαντουιτσάκια με ζαμπόν, με αυγό ή με σολομό καπνιστό. Αν το έργο είναι αισθηματικό, η κυρία Ντάλινγκ κάνει μούσκεμα τουλάχι-στον δέκα χαρτομάντιλα· μα στο τέλος θυμώνει, ακούς εκεί, ο άντρας και η γυναίκα έγιναν ζευγάρι, αλλά τώρα θ’ αρχίσουν τα βάσανα, κι ας μην το δείχνει αυτό η ταινία, ποτέ δεν το δείχνουν αυτό οι ταινίες, είναι ψεύτρες με πε-ρικεφαλαία – θέλεις άλλο ένα σαντουιτσάκι, Ρίκο;

«Είμαστε εντάξει για σήμερα το βράδυ;» φώναξε πίσω μου η κυρία Ντάλινγκ, καθώς συνέχιζα τρεχάτος προς τον τέταρτο, ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά.

15

«Και βέβαια!»Η πόρτα της έκλεισε κι εγώ χτύπησα την πόρτα του

Φίτσκε. Όποιος θέλει τον Φίτσκε πρέπει να χτυπάει την πόρτα του, το κουδούνι του έχει χαλάσει, από το 1910 μάλ-λον. Νωρίτερα δεν το πιστεύω – το 1910 χτίστηκε η πολυ-κατοικία μας.

Περιμένω, περιμένω, περιμένω. Μετά ακούω τα βήματά του να σέρνονται, να σέρνονται,

να σέρνονται πίσω από τη βαριά πόρτα.Μετά, επιτέλους, βλέπω τον Φίτσκε τον ίδιο, φοράει

όπως πάντα τις σκούρες μπλε πιτζάμες με τις γκρίζες ρίγες. Το ζαρωμένο πρόσωπό του είναι αξύριστο και τα γκρίζα μαλλιά του αχτένιστα και λαδωμένα.

Τα χάλια του έχει το κεφάλι του!Μυρωδιά κλεισούρας και μούχλας με χτυπάει στα ρου-

θούνια. Ποιος ξέρει τι έχει στοιβαγμένο εκεί μέσα ο Φί-τσκε. Μέσα στο διαμέρισμα, θέλω να πω. Όχι μέσα στο κεφάλι του. Προσπάθησα να ρίξω μια ματιά στο εσωτερι-κό, αλλά στάθηκε μπροστά μου και δε μ’ άφησε. Επίτηδες! Έχω μπει σ’ όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας μας, μόνο στου Φίτσκε δεν έχω μπει. Δε μ’ αφήνει να μπω στο σπίτι του, επειδή δε με χωνεύει.

«Μπα! Ο χαζούλιακας!» γρύλισε. Εδώ θα πρέπει μάλλον να εξηγήσω ότι με λένε Ρίκο και

είμαι μια ιδιομορφία. Το μυαλό μου είναι λίγο αργό. Αυτό δε θα πει ότι έχω λιγότερο μυαλό από τους άλλους ανθρώ-πους. Έχω όσο μυαλό έχουν όλοι. Το μυαλό μου σκέφτε-ται, και μάλιστα πολύ. Απλώς σκέφτεται αργά. Κι έτσι οι

16

σκέψεις μου κρατάνε περισσότερη ώρα απ’ όσο οι σκέψεις των άλλων ανθρώπων. Δε φταίει το μυαλό μου, το μυαλό μου δουλεύει μια χαρά. Αλλά να, μερικές φορές κάτι ξε-φεύγει από τη θέση του και δεν το βρίσκω. Κι ούτε ξέρω ποτέ από πριν τι θα ξεφύγει ή από πού. Έπειτα είναι και το άλλο: δυσκολεύομαι να συγκεντρωθώ όταν λέω κάτι. Και συχνά χάνω την κόκκινη κλωστή, δηλαδή εγώ νομίζω ότι είναι κόκκινη, αλλά η κλωστή μπορεί να είναι και πράσινη ή μπλε – κι ακριβώς αυτό είναι το πρόβλημα.

Μέσα στο κεφάλι μου γίνεται καμιά φορά μεγάλο μπέρ-δεμα. Πώς γυρίζουν οι λαχνοί μέσα στη μεγάλη γυάλα που βγάζει τα νούμερα στο μπίνγκο; Έτσι. Μπίνγκο παίζουμε κάθε Τρίτη με τη μαμά μου στη λέσχη των συνταξιούχων «Οι Γκριζομπάμπουρες». Οι Γκριζομπάμπουρες μαζεύονται στην αίθουσα εκδηλώσεων της εκκλησίας. Δεν ξέρω γιατί της αρέσει τόσο πολύ της μαμάς μου το μπίνγκο με τους Γκριζομπάμπουρες – μόνο συνταξιούχοι πάνε εκεί. Άσε που μερικοί μάλλον μένουν εκεί: εγώ τους βλέπω κάθε Τρίτη με τα ίδια ρούχα, δεν αλλάζουν ποτέ, όπως δεν αλλάζει κι ο Φίτσκε τις πιτζάμες του – και υπάρχουν κάποιοι που μυρί-ζουν περίεργα. Μπορεί να της αρέσει, επειδή χαίρεται που κερδίζει συχνά. Λάμπει ολόκληρη όποτε ανεβαίνει στην εξέδρα και παίρνει άλλη μια φτηνή πλαστική τσάντα – τις περισσότερες φορές φτηνές πλαστικές τσάντες κερδίζει.

Οι συνταξιούχοι δεν παίρνουν χαμπάρι, πολλοί κοιμού-νται σκυμμένοι πάνω στις κάρτες τους, ή τα ’χουν χαμένα έτσι κι αλλιώς. Πριν από λίγες βδομάδες ένας καθόταν ακούνητος κι αμίλητος όσο έβγαιναν τα νούμερα. Όταν το

17

παιχνίδι τελείωσε και οι άλλοι έφυγαν, αυτός δε σηκώθηκε. Κι όταν η καθαρίστρια προσπάθησε να τον ξυπνήσει, τον βρήκε πεθαμένο. Η μαμά μου αναρωτήθηκε τότε μήπως είχε πεθάνει από την προηγούμενη Τρίτη κιόλας. Ούτε εγώ τον είχα προσέξει, για να πω την αλήθεια.

«Καλημέρα, κύριε Φίτσκε» είπα. «Δε σας ξύπνησα, ελ-πίζω».

Ο Φίτσκε μοιάζει πιο γέρος από τον συνταξιούχο που πέ-θανε στο μπίνγκο. Και πιο βρόμικος. Μάλλον θα πεθάνει κι αυτός όπου να ’ναι, γι’ αυτό και φοράει συνέχεια την πιτζάμα του – ακόμα κι όταν πάει ως τη γωνία να ψωνίσει. Έτσι και πέσει, θα είναι τουλάχιστον σωστά ντυμένος. Από μικρός εί-χε πρόβλημα με την καρδιά του, το ’χει πει ο ίδιος στην κυρία Ντάλινγκ, γι’ αυτό και λαχανιάζει μόλις κάνει δυο βήματα και ξαφνικά, είναι σίγουρος, ΜΠΑΜ, θα σωριαστεί κάτω ξερός! Αμ, αν είναι να πεθάνει, σκέφτομαι εγώ, γιατί να μην πεθάνει κανονικά ντυμένος σαν άνθρωπος; Αν πάλι είναι αποφασι-σμένος να φοράει πιτζάμα, γιατί δεν την πλένει αυτή την πιτζάμα πότε πότε; Κάθε Χριστούγεννα, ας πούμε. Εγώ, δη-λαδή, δε θα ’θελα να πέσω ξερός μέσα στο σουπερμάρκετ, μπροστά στον πάγκο με τα τυριά, και να βρομοκοπάω απαί-σια, παρόλο που θα ’χω πεθάνει πριν από ένα μόλις λεπτό.

Ο Φίτσκε με κοιτάζει αμίλητος. Κι έτσι του δείχνω το μακαρόνι. «Δικό σας είναι;»

«Πού το βρήκες;»«Στο πεζοδρόμιο. Η κυρία Ντάλινγκ είπε ότι είναι μάλ-

λον ριγκατόνι. Η σάλτσα πάντως είναι σίγουρα γκοργκο-ντζόλα».

18

«Ήταν πεσμένο κατάχαμα;» με ρωτάει δύσπιστα. «Έτσι σκέτο;»

«Ποιο πράγμα;»«Άντε ν’ αγοράσεις πέντε δράμια μυαλό, βλάκα! Για το

μακαρόνι ρωτάω!»«Τι ρωτήσατε;»Ο Φίτσκε παίρνει βαθιά ανάσα. Για να μη σκάσει. «Ρώ-

τησα αν το βρήκες έτσι πεσμένο στο πεζοδρόμιο, το πα-λιομακάρονο! Σκέτο και μόνο του. Ή ανακατεμένο με τί-ποτ’ άλλο. Με ακαθαρσίες σκύλου, ας πούμε».

«Σκέτο και μόνο του» απάντησα. «Τότε για φέρε να δω». Μου πήρε το μακαρόνι από το χέρι και το στριφογύρι-

σε στα δάχτυλά του. Μετά το έβαλε στο στόμα του –το μακαρόνι που είχα βρει εγώ!– και το κατάπιε. Χωρίς να το μασήσει.

ΜΠΑΜ! Μου ’κλεισε και την πόρτα στα μούτρα. Δεν είναι στα καλά του ο άνθρωπος! Το επόμενο μακα-

ρόνι που θα βρω, το πήρα απόφαση, θα το πασαλείψω πρώτα με ακαθαρσίες σκύλου και ύστερα θα το πάω στον Φίτσκε κι όταν με ρωτήσει αν το βρήκα σκέτο και μόνο του, θα του πω ότι έτσι το βρήκα κι αυτά που έχει πάνω είναι σάλτσα μπολονέζ, με κιμά.

Α, πα, πα, πα!

19

Είχα σκοπό να ρωτήσω πόρτα πόρτα όλη την πολυκα-τοικία για το μακαρόνι, αλλά τώρα το μακαρόνι μου είχε εξαφανιστεί, μέσα στο βρομερό στόμα του Φίτσκε. Στενοχωρήθηκα. Έτσι στενοχωριόμαστε όλοι όταν χά-νουμε κάτι: στην αρχή δε μας φαίνεται και τόσο σπου-δαίο, μετά όμως καταλαβαίνουμε ότι ήταν το καλύτερο μακαρόνι του κόσμου. Το ίδιο έπαθε και η κυρία Ντά-λινγκ. Πέρυσι όλο τον χειμώνα έβριζε τον άντρα της, επειδή είχε πιάσει αγαπητικιά ο καταραμένος, αλλά τώρα βλέπει τη μια αισθηματική ταινία μετά την άλλη και αν ο καταραμένος γύριζε πίσω, θα τον καλωσόριζε με ανοιχτές αγκάλες.

Ετοιμάστηκα να κατέβω από του Φίτσκε στον δεύτε-ρο, αλλά μετάνιωσα και τελικά χτύπησα το κουδούνι στο απέναντι διαμέρισμα. Εκεί μένει ο καινούριος, που με-τακόμισε πριν από δυο μέρες. Δεν τον έχω δει ακόμη. Το μακαρόνι βέβαια δεν το είχα πια – αλλά ήταν ευκαι-ρία να πω ένα γεια. Μπορεί και να με καλέσει να μπω μέσα. Μ’ αρέσει πολύ να μπαίνω στα διαμερίσματα των άλλων.

Αυτό εδώ το διαμέρισμα ήταν άδειο καιρό, επειδή ήταν ακριβό. Η μαμά σκέφτηκε να το νοικιάσει για μας, επειδή στον τέταρτο έχει πιο πολύ φως απ’ ό,τι στον δεύτερο – και πιο πολλή θέα: βλέπει κανείς πάνω από τα δέντρα και πά-νω από το παλιό νοσοκομείο, που είναι στην απέναντι με-ριά του δρόμου. Αλλά όταν άκουσε πόσο ήταν το νοίκι, σταμάτησε να το σκέφτεται. Ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί, αν μετακομίζαμε στον τέταρτο, θα είχαμε δίπλα μας τον Φί-

20

τσκε. Τον φαταούλα. Τον βρομιάρη που καταπίνει ξένα μακαρόνια.

Τον καινούριο τον λένε Ντεξ-Ιάρ, το γράφει το καρτε-λάκι στο κουδούνι του. Δεν ήταν σπίτι του – και εδώ που τα λέμε, ανακουφίστηκα λιγάκι. Θα ζοριστώ όταν θα πρέ-πει να τον πω με το όνομά του τον καινούριο. Γιατί εγώ το αριστερό και το δεξί πάντα τα μπερδεύω. Όταν ακούω δεξιά κι αριστερά, αρχίζει αμέσως το ανακάτεμα μέσα στο μυαλό μου.

Θύμωσα την ώρα που κατέβαινα τις σκάλες. Αν δε μου είχε φάει ο Φίτσκε το αποδεικτικό μου στοιχείο, θα μπο-ρούσα μια χαρά να ερευνήσω την υπόθεση. Ο αριθμός των υπόπτων, βλέπετε, ήταν πολύ μικρός. Στο πέμπτο πάτωμα, με τα δύο πολυτελή ρετιρέ, ούτε που θα ανέβαινα. Οι Ρούν-γκε-Μπλαβέτσκι έφυγαν χτες για διακοπές. Κι ο Μάρακ, που μένει δίπλα τους, έχει δυο μέρες να φανεί. Μάλλον έμεινε πάλι στη φιλενάδα του, που του πλένει και τα ρούχα. Βδομάδα παρά βδομάδα τον βλέπουμε τον Μάρακ να κου-βαλάει μια πελώρια σακούλα γεμάτη ρούχα, πέρα δώθε, πέρα δώθε τα πάει τα ρούχα του. Η κυρία Ντάλινγκ είπε μια μέρα ότι έχει παραγίνει το κακό με τους νεαρούς σή-μερα, στα νιάτα της έπαιρναν μόνο την οδοντόβουρτσά τους όταν πήγαιναν να ξενοκοιμηθούν, τώρα κουβαλάνε τη μισή τους ντουλάπα. Ο Μάρακ πάντως λείπει. Στο γραμ-ματοκιβώτιό του, κάτω στην είσοδο, είναι ακόμη τα διαφη-μιστικά τα χτεσινά μέσα. Εμένα μ’ αρέσουν τα αστυνομικά έργα καλύτερα από τα αισθηματικά. Τέτοιες λεπτομέρειες τις προσέχω.

21

Εντάξει λοιπόν. Ο πέμπτος όροφος αποκλείστηκε. Στον τέταρτο μένει ο Φίτσκε και ο καινούριος με το μπερδευτι-κό όνομα. Στον τρίτο, απέναντι από την κυρία Ντάλινγκ, μένει ο Κίσλινγκ. Που έτσι κι αλλιώς όλη μέρα λείπει, είναι οδοντοτεχνίτης και δουλεύει ως αργά σε ένα εργαστήριο στο Τέμπελχοφ.

Στο αποκάτω πάτωμα: η μαμά κι εγώ. Κι απέναντί μας οι έξι Κέσλερ, που λείπουν επίσης διακοπές. Από το δια-μέρισμα των Κέσλερ στον δεύτερο υπάρχει σκάλα που οδηγεί στο ακριβώς αποκάτω διαμέρισμα, γιατί κι αυτό είναι δικό τους. Ο κύριος και η κυρία Κέσλερ χρειάζονται χώρο για τα τέσσερα παιδιά τους.

Πιο πολύ είχα χαρεί επειδή θα πήγαινα να ρωτήσω και στο διαμέρισμα του πρώτου απέναντι από τους Κέσλερ, στο διαμέρισμα δηλαδή κάτω από μένα και τη μαμά. Εκεί μένουν ο Μπερτ, η Γιούλε κι ο Μασούντ. Είναι και οι τρεις φοιτητές. Αλλά χωρίς το μακαρόνι, δεν μπορούσα να πάω να τους χτυπήσω. Ο Μπερτ είναι πολύ εντάξει. Τον Μα-σούντ όμως δε θέλω ούτε να τον βλέπω, γιατί η Γιούλε αγαπάει αυτόν αντί για μένα. Αυτά κι άλλο τίποτα δε θέλω να πω γι’ αυτό το θέμα. Κρίμα που δεν άρχισα τις έρευνες από το δικό τους διαμέρισμα, ή από τον γερο-Μόμσεν, τον θυρωρό μας, που μένει στο ισόγειο.

Τώρα ήταν αργά. Πίσω στον δεύτερο λοιπόν. Στο σπίτι.Όταν μπήκα μέσα, βρήκα τη μαμά στον διάδρομο,

μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη με τη χρυσή κορνίζα, που έχει σκαλιστά γυμνά παχουλά αγγελάκια. Είχε σηκώσει το

22

μπλε μπλουζάκι της ως το σαγόνι και κοίταζε ανήσυχη το στήθος της, ποιος ξέρει από πόσην ώρα. Είδα το σκεφτικό της πρόσωπο στον καθρέφτη.

Πολλοί άνθρωποι, κυρίως άντρες, γυρίζουν και την κοιτάζουν τη μαμά μου στον δρόμο. Στον δρόμο βέβαια δεν περπατάει με ανασηκωμένο το μπλουζάκι της. Αλλά και με το μπλουζάκι στη θέση του είναι πολύ όμορφη. Φοράει πάντα πολύ κοντές και στενές φούστες και στενά μπλουζάκια με βαθύ ντεκολτέ. Φοράει ψηλοτάκουνα πέδιλα, με ασημένια ή χρυσά λουράκια. Έχει μαλλιά ξανθά και μακριά και ίσια, που τ’ αφήνει να πέφτουν στους ώμους της. Και φοράει ένα σωρό βραχιόλια και αλυσιδίτσες στον λαιμό και σκουλαρίκια. Πιο πολύ απ’ όλα μ’ αρέσουν τα νύχια της, που είναι πολύ μακριά. Κάθε βδομάδα η μαμά κολλάει και κάτι άλλο πάνω στα νύχια της, μικρούλικα γυαλιστερά ψαράκια ή σε κάθε νύχι μια τοσηδά πασχαλίτσα. Λέει ότι στους άντρες αρέ-σουν πολύ τα νύχια της – και γι’ αυτό τα πάει τόσο καλά στη δουλειά της.

«Κάποια στιγμή θα κρεμάσουν» λέει η μαμά στον εαυτό της μέσα στον καθρέφτη – και σ’ εμένα. «Σε δυο, τρία χρό-νια το πολύ, θα τα νικήσει η βαρύτητα. Η ζωή είναι ένα ημερολόγιο και μία μία σβήνουν οι μέρες».

Τη λέξη βαρύτητα δεν την ήξερα, την κοίταξα στο λε-ξικό. Όταν δεν ξέρω κάτι, το κοιτάζω πάντα στο λεξικό, για να γίνω πιο έξυπνος. Ή ρωτάω τη μαμά ή την κυρία Ντάλινγκ ή τον δάσκαλό μου, τον κύριο Μάγιερ. Ύστερα σημειώνω ό,τι βρίσκω. Κάπως έτσι:

23

ΒΑΡΥΤΗΤΑ: Όταν κάτι είναι πιο βαρύ από κάτι άλλο, τραβάει το κάτι άλλο προς το μέρος του. Η Γη, για παράδειγμα, είναι πιο βαριά απ’ όλα σχεδόν τα άλλα πράγματα, γι’ αυτό και κανείς μας δεν ξεκολλάει από πάνω της. Τη δύναμη της βαρύτητας την ανακάλυψε κάποιος που τον έλεγαν Ισαάκ Νεύτωνα. Είναι επικίν-δυνη για τα στήθη και για τα μήλα. Ίσως και γι’ άλλα στρογγυλά πράγματα.

«Και τότε;» ρώτησα.«Τότε θα πάρω καινούρια» δήλωσε η μαμά μου απο-

φασιστικά. «Μην ξεχνάμε πως είναι το κεφάλαιό μου, χάρη σ’ αυτά δουλεύω». Αναστέναξε, κατέβασε το μπλου-ζάκι της και γύρισε προς το μέρος μου. «Πώς πήγε το σχολείο;»

«Καλά».Δε λέει ποτέ κέντρο για άτομα με ειδικές ανάγκες, επει-

δή ξέρει ότι το σιχαίνομαι. Ο κύριος Μάγιερ προσπαθεί εδώ και χρόνια μάταια να τακτοποιήσει τα μπαλάκια του μπίνγκο μέσα στο κεφάλι μου. Κάποτε σκέφτηκα να του προτείνω να σταματήσει πρώτα τη γυάλα, ώστε να μη γυ-ρίζει, κι ύστερα να τακτοποιήσει τα μπαλάκια με τους αριθμούς. Δεν το έκανα. Αφού δεν το σκέφτηκε από μόνος του, δικό του το πρόβλημα.

«Τι σε ήθελε ο Μάγιερ;» ρώτησε η μαμά. «Αφού χτες ήταν η τελευταία μέρα, σήμερα άρχισαν οι διακοπές».

«Για μια εργασία που πρέπει να γράψω στις διακοπές».

24

«Εσύ; Εσύ θα γράψεις εργασία;» Η μαμά ζάρωσε τα φρύδια της. «Τι εργασία;»

«Μια έκθεση» μουρμούρισα. Δεν ήταν και τόσο απλό βέβαια. Αλλά δεν ήθελα να μιλήσω στη μαμά, πριν δοκι-μάσω, ή μάλλον πριν τα καταφέρω.

«Μάλιστα, εντάξει». Τα φρύδια της ξεζάρωσαν. «Έχεις φάει τίποτα; Πήρες ντονέρ;» Με το ένα της χέρι μού ανα-κάτεψε τα μαλλιά, έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο.

«Όχι». «Πεινάς δηλαδή;»«Ε, βέβαια πεινάω». «Οκέι. Θα φτιάξω ψαροκροκέτες» είπε και πήγε στην

κουζίνα. Πέταξα το σακίδιό μου από την ανοιχτή πόρτα στο δωμάτιό μου και την ακολούθησα, κάθισα στο τραπέ-ζι και την κοίταζα.

«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, Ρίκο» είπε η μαμά κι έβαλε λίγο βούτυρο στο τηγάνι να λιώσει.

Το κεφάλι μου χώθηκε αυτόματα ανάμεσα στους ώμους μου. Όταν η μαμά με λέει με το όνομά μου και λέει πως θέλει κάτι να με ρωτήσει, αυτό θα πει πως έχει σκεφτεί διάφορα πράγματα. Διάφορα σοβαρά πράγματα. Σοβαρά θα πει δύσκολα. Και δύσκολα θα πει μπάλες του μπίνγκο.

«Τι;» ρώτησα, όσο πιο προσεκτικά μπορούσα.«Για τον Μίστερ 2.000». Μακάρι να ’ταν έτοιμες οι ψαροκροκέτες. Ακόμα κι

ένας βλάκας θα καταλάβαινε πού πήγαινε αυτή η κουβέ-ντα. Η μαμά άνοιξε το ψυγείο κι άρχισε να παλεύει μ’ ένα μαχαίρι μέσα στο ράφι της κατάψυξης, όπου βρισκόταν

25

το κουτί με τις ψαροκροκέτες, κάτω από ένα γαλάζιο στρώ-μα πάγου. «Άφησε πάλι ένα παιδί ελεύθερο» συνέχισε. «Ένα από το Λίχτενμπεργκ. Είναι το πέμπτο. Το προηγού-μενο ήταν από…»

«Από το Βέντινγκ, ξέρω». Και τα τρία προηγούμενα από το Κρόιτσμπεργκ, από

το Τέμπελχοφ και το Σαρλότενμπουργκ. Ο Μίστερ 2.000 έχει κόψει την ανάσα του Βερολίνου εδώ και τρεις μή-νες. Στην τηλεόραση είπαν ότι είναι ο πιο πονηρός απα-γωγέας παιδιών στην ιστορία του κόσμου. Κάποιοι τον λένε και Άλντι, επειδή έτσι λένε και τα φτηνά σουπερ-μάρκετ. Κι αυτός ο τύπος ζητάει πολύ λίγα χρήματα. Είναι φτηνός δηλαδή. Ξεγελάει μικρά αγόρια και κορί-τσια, τα μπάζει στο αυτοκίνητό του και φεύγει. Ύστερα γράφει γράμμα στους γονείς τους: «Αγαπητοί γονείς, αν θέλετε να ξαναδείτε τη μικρούλα Λουσίλ-Μαρί, θα σας στοιχίσει 2.000 ευρώ. Σκεφτείτε καλά αν αξίζει τον κόπο να ειδοποιήσετε την αστυνομία για ένα τόσο μικρό πο-σό. Αν το κάνετε, να ξέρετε ότι θα πάρετε πίσω το παιδί σας… κομμάτια».

Μέχρι τώρα όλοι οι γονείς ειδοποίησαν την αστυνομία, αφού πρώτα πλήρωσαν και πήραν πίσω το παιδί τους ολό-κληρο. Το Βερολίνο σύσσωμο όμως περιμένει με κομμένη την ανάσα τη μέρα που μια μικρή Λουσίλ-Μαρί ή κάποιος Μαξιμίλιαν θα γυρίσει σπίτι του σε δύο ή περισσότερα κομμάτια, επειδή οι γονείς του θα κάνουν το μοιραίο λά-θος. Μη νομίζετε! Μπορεί κάποιοι γονείς να χαρούν που το παιδί τους το βούτηξε ο απαγωγέας. Και να μη δώσουν

26

ούτε δεκάρα για να το πάρουν πίσω. Μπορεί άλλοι να είναι φτωχοί και να μην έχουν ούτε πενήντα ευρώ. Άμα δώσεις στον Μίστερ 2.000 πενήντα ευρώ μόνο, μπορεί το πενη-ντάρικο να φτάνει μόνο για το χέρι του παιδιού σου. Το ερώτημα τότε είναι: τι θα σου στείλει; Το χέρι ή το υπόλοι-πο παιδί; Μάλλον το χέρι, θα είναι πιο εύκολο. Άσε που για ένα πακέτο μ’ ένα σχεδόν ολόκληρο παιδί μέσα, τα πενήντα ευρώ θα του τα πάρουν όλα στο ταχυδρομείο.

Εμένα πάντως τα 2.000 ευρώ μού φαίνονται πολλά λε-φτά. Στην ανάγκη όμως, μου το εξήγησε ο Μπερτ, ο καθέ-νας μπορεί να τα βρει. Ο Μπερτ σπουδάζει Όμικρον Δέλ-τα Έψιλον, που έχει σχέση με λεφτά, κι έτσι ξέρει.

«Έχεις 2.000 ευρώ;» ρωτάω τη μαμά. Γιατί καμιά φορά δεν ξέρεις. Στην ανάγκη θα της πω να σπάσει τον κουμπα-ρά μου. Είναι ένα γυάλινο κουτί με μια σχισμή στο πάνω μέρος απ’ όπου ρίχνω μέσα κέρματα. Τον έχω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, και τα μαζεμένα μου λεφτά σίγουρα θα φτάνουν για ένα χέρι ή για ένα πόδι. Με είκοσι, τριάντα το πολύ ευρώ, θα έχει έτσι κάτι η μαμά, να με θυμάται.

«2.000 ευρώ;» ρωτάει η μαμά. «Σου φαίνομαι άνθρωπος που έχει 2.000 ευρώ;»

«Θα μπορούσες να τα βρεις;»«Για χάρη σου; Ακόμα κι αν έπρεπε να κάνω φόνο, αγά-

πη μου». Ένας κρότος ακούστηκε κι ένα μεγάλο κομμάτι πάγου προσγειώθηκε στο πάτωμα της κουζίνας. Η μαμά το σήκωσε, έβγαλε μια φωνή σαν ουουουχ ή πουουουουφ και το ’ριξε μέσα στον νεροχύτη. «Πρέπει απαραιτήτως να κάνω απόψυξη. Επειγόντως».

27

«Είμαι πιο ψηλός από τα παιδιά που έχει αρπάξει μέχρι τώρα ο Μίστερ 2.000. Και πιο μεγάλος».

«Ναι, το ξέρω». Έσκισε το παγωμένο χαρτόνι κι άνοιξε το κουτί. «Αλλά θα έπρεπε να σε πηγαινοφέρνω εγώ στο σχολείο αυτές τις τελευταίες εβδομάδες».

Η μαμά δουλεύει νύχτα, μέχρι το πρωί. Όταν γυρίζει σπίτι, μου δίνει το φρέσκο κρουασάν που έχει πάρει από τον φούρνο, μου δίνει κι ένα φιλί και φεύγω για το σχολείο. Εκείνη πέφτει τότε για ύπνο και κοιμάται ως το απόγευμα, όταν εγώ έχω γυρίσει από ώρα. Δε θα μπορούσε να με πηγαίνει και να με φέρνει στο σχολείο.

Κοντοστέκεται και ζαρώνει τη μύτη της. «Μήπως είμαι ανεύθυνη μαμά, Ρίκο;»

«Μη λες κουταμάρες!»Με κοιτάζει για μια στιγμή σκεφτική, ύστερα ρίχνει τις

κατεψυγμένες ψαροκροκέτες από το κουτί στο τηγάνι. Το βούτυρο είχε κάψει τόσο, που πετάχτηκαν παντού πιτσιλιές τσιτσιρίζοντας. Η μαμά έκανε πίσω μ’ ένα πήδημα. «Να πάρει! Τώρα θα μυρίζω ψαρίλα!»

Έτσι κι αλλιώς θα έκανε ντους πριν φύγει το βράδυ για το κλαμπ. Όταν τρώμε ψαροκροκέτες, κάνει πάντα ντους. Ακόμα και το ακριβότερο άρωμα του κόσμου, μου είπε κάποτε, δεν είναι τόσο επίμονο και διαπεραστικό, όσο η ψαρίλα. Κι ενώ οι ψαροκροκέτες μας τηγανίζονταν, της είπα για το μακαρόνι που είχα βρει και για τον Φίτσκε, που το είχε φάει, και για μένα που τώρα δεν μπορούσα να βγάλω άκρη και να μάθω τίνος ήταν.

«Α, ο γερο-ξεκούτης» μουρμούρισε.

28

Η μαμά δεν τον αντέχει τον Φίτσκε. Πριν από μερικά χρόνια, όταν μετακομίσαμε στην οδό Ντίφε, με πήρε και πήγαμε σ’ όλα τα διαμερίσματα να γνωρίσουμε τους και-νούριους μας γείτονες. Το χέρι της, που έσφιγγε το δικό μου, ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Η μαμά είναι θαρ-ραλέα, αλλά όχι ψύχραιμη. Φοβόταν πως οι άνθρωποι δε θα μας συμπαθούσαν όταν θα μάθαιναν ότι εκείνη δού-λευε σε νυχτερινό κέντρο κι ότι εγώ ήμουν λιγάκι αργό-στροφος. Ο Φίτσκε μάς άνοιξε και στάθηκε μπροστά μας με την πιτζάμα του. Σε αντίθεση με τη μαμά, που δεν αντέδρασε, εγώ χαμογέλασα. Αυτό ήταν το λάθος. Η μα-μά είπε τότε (στο περίπου), Καλημέρα, είμαι η καινούρια ενοικιάστρια κι αυτός είναι ο γιος μου ο Ρίκο, είναι λιγά-κι αργόστροφος, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυ-τό. Αν τύχει να κάνει καμιά κουταμάρα, λοιπόν…

Ο Φίτσκε μισόκλεισε τα μάτια και στράβωσε τα χείλια του, σαν να ’χε δαγκώσει κάτι πικρό και απαίσιο στη γεύ-ση. Ύστερα μας έκλεισε την πόρτα στα μούτρα, χωρίς να πει λέξη. Από τότε με φωνάζει χαζό.

«Σε είπε χαζό;» ρώτησε η μαμά. «Όχι». Δεν ωφελεί να συγχύζεται.«Ο γερο-ξεκούτης» ξανάπε. Δε με ρώτησε γιατί ήθελα πάση θυσία να μάθω τίνος

ήταν το μακαρόνι. Για κείνη ήταν μια από τις ιδέες του Ρίκο. Και πράγματι έτσι ήταν. Ρωτώντας δε θα έβγαζε τίποτα.

Την παρακολουθούσα καθώς γύριζε τις ψαροκροκέτες στο τηγάνι. Σιγομουρμούριζε ένα τραγουδάκι, άλλαζε το βάρος της από το αριστερό πόδι στο δεξί και ξανά πίσω.

29

Στο μεταξύ έστρωσε και το τραπέζι. Ο ήλιος έμπαινε από το παράθυρο και ο αέρας μύριζε νόστιμα: μύριζε καλοκαί-ρι και ψάρι. Ένιωθα πολύ καλά. Μ’ αρέσει όταν η μαμά ετοιμάζει κάτι να φάμε. Ή όταν κάνει κάτι άλλο απ’ αυτά τα φροντιστικά που κάνουν οι μαμάδες.

«Πουρέ από αίμα θέλεις;» με ρώτησε όταν τελείωσε. «Ναι-ναι-ναι».Ακούμπησε το μπουκάλι με την κέτσαπ στο τραπέζι κι

έσπρωξε το πιάτο μου προς το μέρος μου. «Να μη σε πη-γαινοφέρνω λοιπόν στο σχολείο;»

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Έτσι κι αλλιώς τώ-ρα μόλις άρχισαν οι διακοπές. Ώσπου να ξαναρχίσουν τα σχολεία, μπορεί να τον πιάσουν».

«Είσαι σίγουρος;»«Ναι-ναι-ναι».«Εντάξει». Καταβρόχθισε τις ψαροκροκέτες της βιαστικά. «Πρέπει

να φεύγω» μου εξήγησε όταν την κοίταξα απορημένος. «Θα πάω με την Ιρίνα στο κομμωτήριο». Η Ιρίνα είναι η καλύτερή της φίλη. Δουλεύει κι αυτή στο κλαμπ. «Ξανθό της φράουλας. Τι λες;»

«Κόκκινο, δηλαδή;»«Όχι. Ξανθό, με μια υποψία προς το κοκκινωπό». «Και τι σχέση έχει με τις φράουλες;»Και τι θα πει υποψία;«Έχουν κι αυτές μια μικρή υποψία κόκκινο».«Οι φράουλες είναι εντελώς κόκκινες». «Όταν είναι ώριμες».

30

«Πριν ωριμάσουν είναι πράσινες. Τι θα πει υποψία;»«Έτσι το λένε».Της μαμάς δεν της αρέσει όταν τη ζαλίζω με τέτοιες

ερωτήσεις. Κι εμένα δε μ’ αρέσει όταν μιλάει με λέξεις που δεν τις καταλαβαίνω. Μερικά πράγματα έχουν πολύ χαζά ονόματα. Πώς να μη ρωτάω λοιπόν γιατί τα λένε έτσι όπως τα λένε; Δεν μπορώ να καταλάβω, ας πούμε, πώς είναι δυ-νατόν οι φράουλες να έχουν υποψίες. Αφού είναι φρούτα.

Η μαμά έσπρωξε από μπροστά της το άδειο πιάτο. «Πρέπει να πάρουμε δυο τρία πραγματάκια για το Σαβ-βατοκύριακο. Θα μπορούσα να πεταχτώ εγώ να ψωνίσω, αλλά…»

«Θα πάω εγώ». «Είσαι το καλύτερο παιδί του κόσμου». Χαμογέλασε

με ανακούφιση, σηκώθηκε και ψαχούλεψε βιαστικά τις τσέπες της. «Κάπου έβαλα τη λίστα, περίμενε…»

Τα παντελόνια της μαμάς είναι τόσο στενά, που καμιά φορά σκέφτομαι ότι θα πρέπει να ψαλιδίσω το ύφασμα για να τη βοηθήσω να γδυθεί. Παρ’ όλα αυτά χώνει τα πάντα στις τσέπες της – κι αναρωτιέμαι γιατί. Έχει κερ-δίσει τουλάχιστον δέκα πλαστικές τσάντες στο μπίνγκο, αλλά δεν τις χρησιμοποιεί ποτέ. Δεν τις κρατάει καν. Τις πουλάει στο eBay.

«Δεν είναι πολλά». Επιτέλους καταφέρνει να ψαρέψει από την τσέπη της το τσαλακωμένο χαρτάκι. «Λεφτά έχει στο συρτάρι. Το κυριότερο είναι η οδοντόπαστα. Βούτυ-ρο δεν έχω γράψει, αλλά να πάρεις, γιατί τελείωσε. Θα το θυμηθείς ή να το…»

31

Κάρφωσα με το πιρούνι μου την πρώτη ψαροκροκέτα και τη βούτηξα με σούπερ άνετη κίνηση και σούπερ άνε-το ύφος στον πουρέ από αίμα. «Θα το θυμηθώ» είπα.

Ελπίζω.

Α Ν Τ Ρ Ε Α Σ Σ Τ Α Ϊ Ν Χ Ε Φ Ε Λ

ΡΙΚΟ ΚΑΙ ΟΣΚΑΡΤΟ ΜΥΣΤΗΡ ΙΟ ΤΟΥ Ρ Ι ΓΚΑΤΟΝΙ

Με λένε Ρίκο. Και είμαι ντετέκτιβ.Προσέχω πράγματα που κανένας άλλος δε βλέπει.

Όπως, ας πούμε, ένα μακαρόνι πεσμένο στο πεζοδρόμιο.Κι όλα όσα γίνονται μέσα στην πολυκατοικία μας.

Που είναι πολλά… Το πρόβλημα είναι… το πώς σκέφτομαι.Μη νομίσετε ότι σκέφτομαι λιγότερο από τους άλλους ανθρώπους.

Απλώς σκέφτομαι λίγο πιο αργά. Εντάξει. Αρκετά πιο αργά.Ο Όσκαρ πάλι είναι το εντελώς αντίθετο από μένα.Σκέφτεται σαν αστραπή. Ο Όσκαρ είναι ιδιοφυΐα.

Εγώ είμαι… ιδιομορφία.Αλλά μαζί και οι δυο μας μπορούμε να ρίξουμε φως

και στην πιο μυστήρια υπόθεση.

Μια ιστορία τρυφερή, συναρπαστική, αστεία και ανατρεπτική…Μια ωραία φιλία, απ’ αυτές που κρατούν μια ζωή. Ένα μυθιστόρημαπου μιλάει ίσια στην καρδιά, ένα βιβλίο που δεν το ξεχνάς εύκολα!

«Ο Αντρέας Σταϊνχέφελ είναι ένας από τους καλύτερους συγγραφείς

παιδικών κι εφηβικών βιβλίων της Γερμανίας». Die Zeit

ΑΝ

ΤΡ

ΕΑ

Σ

ΣΤ

ΑΪΝ

ΧΕ

ΦΕ

Λ

ΡΙΚ

Ο Κ

ΑΙ

ΟΣ

ΚΑ

Ρ •

ΤΟ

ΜΥ

ΣΤΗ

ΡΙΟ

ΤΟ

Υ Ρ

ΙΓΚ

ΑΤΟ

ΝΙ

ISBN: 978-960-501-975-4

ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 5975

11

2914_013KP_RIKOSKAR_CV.indd 1 22/02/2013 1:17 μ.μ.