Rebelo e book preview

20

description

PREVIEW, GREEK NOVELA

Transcript of Rebelo e book preview

rEbelo

Ένα σχολικό, σατιρικό, ηθικοπλαστικό ανάγνωσμα

Στέφανος Τζαννετάτος

rEbelo

Ένα σχολικό, σατιρικό, ηθικοπλαστικό ανάγνωσμα

Ανατολικός 2015

Πρόκειται για μια φανταστική ιστορία με σατιρική διάσταση. Η οποιαδή-

ποτε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα, περιστατικά ή καταστάσεις είναι

τυχαία εντελώς.

Copyright © 2015 Στέφανος Γ. Τζαννετάτος Φωτογραφία εξωφύλλου: Στέφανος Γ. Τζαννετάτος

Όλα τα έργα των Εκδόσεων Ανατολικός προστατεύονται από τους

νόμους προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων. Απαγορεύεται η ανα-δημοσίευση, η αναπαραγωγή των έργων (ή τμημάτων αυτών) με οποι-ονδήποτε τρόπο, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη ή/και του συγγραφέα.

Εκδόσεις Ανατολικός Λέκκα 23-25, Αθήνα Τ.: 210.3827910 / 210.6776303 www.anatolikos.gr ISBΝ: 978-618-5136-08-6

Έχουμε δύο ήλιους –

τον ένα στον ουρανό και τον άλλο μέσα στην καρδιά μας.

Ματίς

9

I

Ο ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΛΥΡΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ τέλειωσε, η τάξη έχει αδειάσει -φαιδρολογώντας καθυστερώ λίγο, ώσπου να περάσω στο βιβλίο της ύλης τη σημερινή ενό-

τητα μαζί με κάτι παλιότερα υπόλοιπα- όταν σου πιάνουν την κουβέντα στο διάλειμμα, τι να πρωτοκάμεις κι εσύ;

Ένας παράξενος θόρυβος τραβάει την προσοχή μου – στα πί-σω θρανία ακούγονται τριξίματα.

Η Ανθοδέσμη έχει κάτσει στα πόδια του Παντελή και κουνιέ-ται ρυθμικά πέρα-δώθε.

Ο υιός της απωλείας -πρώτο ανάστημα!- είναι καθισμένος στην άκρη του θρανίου με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο – εκείνη είναι πιο κοντή.

Με κοιτάζουν. Στα μάτια. Πάει πολύ – μάλλον. Ίσως. Το ύφος τους παραπέμπει πιο πολύ σε σκανταλιά, παρά σε ο-

τιδήποτε άλλο. «Ωραία δεν είναι;» της λέω με όλο το θάρρος! Διαμαρτύρεται. «Μα τι νομίσατε, κύριε; Φίλοι είμαστε με τον Παντελή!» Τώρα μάλιστα! Λες κι εδώ είναι το ζήτημα κι όχι ο άγαρμπος

πήδος – ανάμεσα στο αισθητικά και το ερωτικά Ωραίο, στην αρ-χαία Σαπφώ και την τριζάτη νιότη τους!

«Μα, κύριε, φίλοι είμαστε!» επιμένει η Ανθοδέσμη, χωρίς να πάψει να κουνιέται πέρα-δώθε – έχει το πιο αθώο ύφος, μόνο τα μάγουλά της είναι κάπως πιο ρόδινα.

Ο Παντέλαρος τηνε κρατά γερά – δεν έχει φόβο να του πέσει.

Τ

10

Ωραία! Δεν μπορεί καλύτερα! «Σε ποιον τα πουλάς αυτά, Ανθοδέσμη;» της λέω, υψώνοντας

τη φωνή, για να αλεγράρω κάπως την κατάσταση. «Όλος ο κό-σμος έχει φίλους, τι πάει να πει αυτό; Ότι έχουμε δηλαδή το ε-λεύθερο να καθόμαστε πάνω σε όποιον κι όποια θέλουμε;»

Συνελόντι ειπείν – που λένε κι οι γλωσσογνώστες φιλόλογοι... «Τι θα φάμε σήμερα;» «Ψωλιόνους!» Πορεύου και αμάρτανε! Κανονικά, σήμερα δεν θα έπρεπε να ήμουν εδώ, αφού τις δύο

πρώτες ώρες κάθε Τρίτη έχω κενό. Αναγκαίο καλό! Γλιτώνω την πρωινή προσευχή και τα υποκριτικά σταυροκοπήματα.

Στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα υπάρχουν φυσικά κι άλλες πα-ρόμοιες πρωινές τρύπες, που τις εκμεταλλεύομαι, για να κατη-φορίσω με τα πόδια μέχρι το Γυμνάσιο, που απέχει γύρω στα χίλια τόσα μέτρα από το ορεινό χωριό μου.

Όταν δηλαδή δεν παίρνω το ποδήλατο, όπως κάνουν κι οι πε-ρισσότεροι μαθητές που συρρέουν από τα γειτονικά χωριά της Λeιβαθούς.

Λιτός βίος ευρύς. Εδρεύουμε στην Άνω Λeιβαθώ– εκεί όπου τελειώνουν τα

σπίτια του Άι-Δημήτρη. Όσοι γνωρίζουν το ακριβές σημείο, εντοπίζουν από εδώ ψηλά

το κτίριο ανάμεσα σε γηραιές γκαστρωμένες ελιές, περνάρια, θρασείς ποσθάτους αθανάτους, πυκνές μάζες, κυπαρίσσια θηλυ-κά αλλά κι αρσενικά -η αποθέωση της φυσικής αταξίας- που κα-τηφορίζουν σε άναρχη συνύπαρξη μέχρι το Τραπεζάκι και τη θάλασσα.

Οι υπαρκτές διαφορές των μεγεθών, των σχημάτων και των αποχρώσεων ιδίως ενορχηστρώνονται εδώ αρμονικά -στη φιλο-

11

παίγμονα φύση της Κεφαλονιάς αρέσουνε πολύ οι ενορχηστρώ-σεις.

Προσεισμικές λιθιές ορίζουν το προαύλιο του σχολείου μας εδώ κάτω στα Περδικιόνια – αντέξανε ηρωικά στο ταρακούνημα του Εγκέλαδου τον Αύγουστο του 1953.

Κάποιος από εκείνους που ο λόγος τους περνάει θα εκτίμησε σωστά την απλότητα της ισορροπημένης ομορφιάς τους και τις διατήρησε ανέπαφες στη θέση τους – αν δεν του μίλησε μυστικά στο αυτί η φωνή των προγόνων, των «παλαιών», όπως τους λέμε στο νησί.

Όλοι χωριάτες είμαστε. Οι «παλαιοί» έχουν ακουμπήσει εδώ πάνω την ψυχή τους. Το κτίριο είναι διώροφο. Τα παράθυρα βλέπουν προς το

προαύλιο αλλά και προς τον κεντρικό χωματόδρομο. Πέρα από αυτόν, αρχίζουνε τα σπίτια του χωριού, όσοι μας αγαπάνε μάς ακούνε, με λίγη προσπάθεια – αλλά και μας κιαλάρουν μέσα από την αυλή τους ή ψηλά από τον μότζο τους.

Δεν θα μπορούσα να πω ότι δεν μας αγαπά κι ο επιστάτης.

Δεν βάζω όμως το χέρι μου στη φωτιά. Ο κύριος Αντίνοος επι-σκοπεί, ψήνει καφέδες, πουλάει τσίκλες, καραμέλες, αναψυκτικά -ταμ-ταμ και μπιράλ- κι εξομολογεί, φυσικά, τα ατυχήσαντα πρόβατα του μαθητικού ποιμνίου: ηρωικούς κοπανατζήδες, κα-θυστερημένους ιδίως τον χειμώνα με τις ηδονικές βροχές αλλά κι απόβλητους από την τάξη «εν ώρα μαθήματος» – τις ολιγόλεπτες «παιδαγωγικές» αποβολές τις έχουν ορισμένοι για ψωμοτύρι.

Είναι θηρία. Τα παιδιά – «μας». Και δεν σωφρονίζονται εύκολα. Μας πάνε, όσοι μπορούμε, παραπέρα. Σε άμεση οπτική επαφή με το κυλικείο, που θυμίζει έντονα

νοικοκυρεμένο μαγερειό, η αύρα των δύο χώρων είναι ανάλογη,

12

βρίσκονται τα σχολικά αποχωρητήρια– του προσωπικού, των αγοριών, των κοριτσιών. Παραταγμένα με αυτήν ακριβώς τη σειρά.

Όσοι έχουν την ανάγκη τους, τα προσεγγίζουν διασχίζοντας υποχρεωτικά το προαύλιο.

Μια σαύρα στην άκρη του δρόμου με άκουσε να περνάω και

τρέχει να κρυφτεί μέσα στις μάζες -σε σκοίνους, κουμαριές κι ασφυλακτούς- λιαζόταν.

Λέω στη συμπάθειά μου την Τούλα, που την αγαντάρω μερι-

κές φορές, είναι σύμφωνο με τις παιδαγωγικές αρχές μου -μπορεί αυτό το κορίτσι να υστερεί αρκετά σε ανάστημα και κάπως -ευτυχώς!- σε αφυδατωμένη εγκυκλοπαιδικής υφής γνώση, διαθέ-τει όμως σε αντιστάθμισμα περίσσεια δημιουργικής φαντασίας και φιλότιμου- να συνεχίσει ε κ ε ί ν η την ανάγνωση του Λουκή

Λάρα.

Της παραδίδω τη σκυτάλη, τόση ώρα διάβαζα εγώ. Αιφνιδιάζεται, αλλά βρίσκει εν ψυχρώ και σε φ υ σ ι κ ό τ α τ

ο μάλιστα τ ό ν ο τη σωστή δικαιολογία – δεν ξέρει πού ακριβώς βρισκόμαστε, κύριε, επειδή αυτή είχε προχωρήσει παρακάτω.

Μερικοί μαθητές καγχάζουν, ο Δημήτρης ηχηρότερα. «Ψέματα!» Η Τούλα κοκκινίζει και τα χάνει. Τώρα; Πηδάω κι εγώ δελέγκου την παράγραφο που μας χωρίζει και

της δίνω σε τόνο φυσικότατο τη σωτήρια πάσα, για να συνεχίσει εκείνη από το σημείο όπου ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν.

Ο Γρηγόρης διαμαρτύρεται. Δεν πάει να λέει! «Δεν πιστεύω να σας κακοφάνηκε», έρχεται και μου λέει στο

διάλειμμα ο Παντελής. «Εσείς έχετε χιούμορ» συνεχίζει. «Βέ-βαια, μπορεί να το παρατραβήξαμε λίγο».

13

«Μην ανησυχείς» του λέω. «Στη ζωή όλα τα ωραία επιτρέπο-νται».

Το κεφαllονίτικο τοπίο είναι δώρο του φωτός, είτε σε γκρο-

πλαν το δει κανείς είτε σε πλάνο γενικό, αλλά και της ιδιαίτερης διάταξης σχημάτων και μεγεθών.

Είχανε έρθει στο κυλικείο, εκεί που περίμενα για καφέ, χωρίς

να τους αντιληφθώ, και με κεράσανε. «Ό,τι θέλετε, κύριε Τζώρτζη!» «Άραγε, πηδιέται η Ολυμπία τώρα που σουλουπώθηκε– ή τα

παίρνει αλλιώς;» Ο κύριος Αντίνος κάνει ότι βάζει παραπέρα την κουδούνα

του, κάνει ότι δεν προσέχει –είναι όλος αυτιά ο εκατόφθαλμος Άργος.

«Μην κρίνετε, ίνα μην κριθείτε » τους λέω. «Καθηγήτριά σας είναι από τα πέρυσι!»

Κι απομακρύνομαι– για κάθε ενδεχόμενο. «Τα λέμε!» …Στα πολιτιστικά σχόλια, πέφτουμε πάνω στον Δευκαλίωνα. Δευκαλίων; Ποιος;! Πώς?! Ο Δημήτρης Ιαμβίδης ζητάει τον λόγο – συνήθως υπνώττει ή

ονειρεύεται ως άλλος γάτσος. Τον σηκώνω. Του δίνω την κιμωλία. «Πάρε!» Παίρνει την κιμωλία και γράφει. Δευκαλίων – ΔεΚΑΒΛΙων. Του κόβει! Προχθές τους έλεγα για το πώς προέκυψε από το «αιγόκλη-

μα» το νεοελληνικό «αγιόκλημα». Αφομοιώνει. Δημιουργικά. «Δώσε μού τηνε!» Μου την δίνει – τώρα είναι η σειρά του καθηγητή. ΔΕΚΑ-βλίων.

14

«Κέρδισες, Δευκαλίωνα Ιαμβίδη..». γυρίζω και του λέω «...ένα δέκα!».

Ο Δ.. Ι. δεν παρεξηγιέται. Ούτε κι εγώ σοβαρολογώ. Τα πάμε καλά. Άλλωστε, εδώ και

κάτι μήνες, προσπαθεί να μου πασάρει στα ίσα τη θεία του– τό-σον καιρό στο σπαρτινέικο ράφι.

Ένα μυρμήγκι έχει σκαρφαλώσει στον καρπό του χεριού μου

και κόβει βόλτες «στο δάσος». Ποτίζω την αυλή – αν το τινάξω, είναι χαμένο. Εκεί που κάθομαι στο γραφείο των καθηγητών με ένα βιβλίο

καλύπτοντας χρησιμοθηρικά το κενό της τέταρτης διδακτικής ώρας καταφθάνει φουριόζο κι ανήσυχο το τρίο –ο Τζέρης, ο Πα-σχάλης κι ο Σάκης– και με παίρνουν προληπτικά κατά μέρος. Θέλουν «την κυρία Αγραπιδάκη» – είναι μεγάλη ανάγκη! Ο κύ-ριος Κουνάδης που ήτανε στη δίπλα τάξη είχε δει ένα χέρι να πετάει ένα μπουκάλι στον δρόμο και λέει πως ήταν ο Χάρης – ενώ δεν ήταν.

«Ένα χέρι όλο κι όλο φάνηκε, κύριε, στο παράθυρο– ήτανε σώνει και καλά του Χάρη;»

Έχουν τα μανίκια σηκωμένα – βράζει το αίμα τους. «Πόσες απουσίες έχει ο Χάρης;» «Με μια μέρα αποβολή, κόβεται». «Εσύ;» «Εγώ έχω κάτι λίγες». «Εσύ το πέταξες…» «Να πάω μέσα;» «Περιμένετε. Θα πάω πρώτα εγώ, να δω πώς είναι το κλίμα». Τους λέω να αποσυρθούν στο κυλικείο για κανένα τεταρτάκι,

ώσπου να καλμάρει η κ. Μαριολένη από την ημερήσια σύγχυση -όταν πρεσάρεις, στρεσάρεσαι- και θα τους καλούσα ύστερα ο ίδιος – την κατάλληλη στιγμή.

Προπαντός το τάιμιγκ. Μπαίνω στο Γραφείο της Διεύθυνσης.

15

«Εσύ φταις! Που τους δίνεις θάρρος!» μου λέει μόλις με βλέ-πει- τα νέα με είχαν φυσικά προλάβει. «Στις εξετάσεις του Φλε-βάρη, θα σου βάλω ΣΥΝ-ε-ξε-τα-στή, Στράτο Τζώρτζη– ως εδώ και μη παρέκει!»

Με έπνιξε το δίκιο. Δεν είναι η πρώτη φορά που αποθέτει το προσωπείο. Δεν μιλάει σε όλους έτσι!

«Να μου φυλάξεις» της λέω «έναν από εκειούς που επρόπερ-σι, όπως ίσως θα ξέρεις κι εσύ, επούλησε τα θέματα της Γεωμε-τρίας στον Μιχαλάτο – ενώ τον φίλο του τον Μαρκάτο, που δεν του έγραψε ούτε μισή άσκηση σωστή, τον έκοψε. Καθαρές δου-λειές!

»Και κάτι ακόμη – »Μήπως είδες κατά τύχη ετότενες και τον 18χρονο να κλαίει

-εσύ που τα βλέπεις και τα ακούς όλα- γιατί τη φιλία, χέσ’ τηνε! – ξέρουμε τι σημαίνει το συφέρο!».

Άλλους, λοιπόν, να φοβάται… Όταν ύστερα ηρέμησαν κάπως τα πνεύματα, είπαμε κι ένα-

δυο αστεία, κι εβγήκα στην αυλή να παραγγείλω καφέ στον Α-ντίνο, είδα τους τρεις που περίμεναν ακόμη και τους έστειλα μέ-σα να την ενημερώσουν, αφού πήρα πρώτα κατά μέρος τον Σά-κη, τον πιο αψύ κι επίφοβο, για να του πω πώς να φερθεί.

«Τι θα της πεις – πόσα – πώς – λίγες κουβέντες! Πρόσεξε! Σταράτες. Μόνο γεγονότα – ακούς;»

Κι έπιασα την κουβέντα με τον Αντίνο. Επιστρέφοντας στη βάση μου ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο

έξω από την πόρτα του γραφείου με την κ. Αγραπιδάκου που ξεπροβόδιζε μητρικά τον Σάκη – ο μικρός μού φάνηκε ελαφρώς πιο μαραμένος, από όσο θα επέβαλλε η περίσταση. Αδημονούσε να τελειώσουν, έτσι το ερμήνευσα.

Οι άλλοι δύο είχαν γίνει λούηδες. Σεβόμενος τις ιεραρχικές ισορροπίες περίμενα ήσυχος στην

άκρη, ώσπου να τελειώσουν τα εθιμοτυπικά και να απομακρυν-θεί ο μαθητής – νικητής και τροπαιούχος.

Περνώντας, ο Σάκης δεν άντεξε και μου είπε, ρίχνοντας μια λοξή ματιά:

16

«Κύριε, ευχαριστούΜΕ!» Δεν το έλεγε τουλάχιστον σιγότερα! Ένα μικροσκοπικό έντομο σκούρου χρώματος, με τέσσερις

πορτοκαλί ραβδώσεις στην ιδεατή ραχοκοκαλιά του (κάθετες εντελώς δεν ήταν, συνεχιζόμενες προοπτικά σχημάτιζαν ανά δύο ευρεία γωνία) και με μια πέμπτη ράβδωση σπαστή στο σβέρκο -παρόμοια με το γράμμα «νι»-, σαν σύνοψη και ως προϊδεασμός του βασικού διακοσμητικού μοτίβου της φύσης, σαν μια αναπο-φάσιστη μολυβιά, που τραβάει ο αναγνώστης στη σελίδα που διαβάζει, προσγειώνεται από τα μαλλιά στο χέρι μου κι αρχινάει δελέγκου την εξερεύνηση του κόσμου από τον «δασωμένο» δεί-κτη στους επίσης «δασωμέσους» μέσο και παράμεσο.

Διακόπτω τη διόρθωση των εκθέσεων και βγαίνουμε μαζί στον ήλιο.

ΕΝΑ ΓΙΔΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΡΓΙΔΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΡΧΙΔΙ «Μερικά από τα πιο ωραία σημεία των βιβλίων που μας αρέ-

σουνε και τα έχουμε κλείσει στην καρδιά μας, έχουν γραφτεί μέσα στο αποχωρητήριο», λέω στην Πέλη, για να την προβοκά-ρω.

«Το αποχωρητήριο του σπιτιού μας είναι ο ιδεώδης χώρος για αυτοσυγκέντρωση. Κλείνουμε πίσω μας την πόρτα, κλειδώνουμε από μέσα αν θέλουμε ή βάζουμε ωραία και καλά τον καδινάτσο -στην περίπτωση που το αποχωρητήριό μας βρίσκεται έξω στην αυλή ή και πιο πέρα κάπου στο σώχωρο- και δεν μας ενοχλεί κανείς εκεί στην ευλογημένη μοναξιά μας».

«Τι είναι αυτά που λέτε, κύριε;» διαμαρτύρεται, έτσι, για το ονόρε, η Πέλη!

Δεν φαίνεται να την απωθεί και τόσο η ιδέα… «Μα είναι δυνατόν!» υψώνει από δίπλα τους τόνους η Πιπί-

τσα, μόνο που δεν σταυροκοπιέται. «Και γιατί δεν είναι;» μου λέει ο Αριστοτέλης. «Θα μπορού-

σε να γράψει εκεί μέσα μια ωραία έκθεση».

17

«Ναι! Κι ύστερα να σκουπιστώ κιόλας με δαύτη!» Δύο-ένα το σκορ των αξίων – η Πέλη δεν μασάει τα λόγια

της. Ετοιμάζομαι να εξετάσω στη σχολική Ιστορία των Νεωτέρων

Χρόνων έναν πελαγωμένο παραλίγο απόφοιτο – παλιότερα τον είχανε αφήσει στάσιμο στην έκτη.

Δεν θυμάται τίποτα! Μας τον έστειλε πίσω η ανάγκη – του χρειάζεται το χαρτί. «Έχω διαβάσει, κύριε» μου λέει «μη νομίζετε, αλλά τώρα δεν

θυμάμαι τίποτα». Τον πιστεύω -ΤΟΥ πιστεύω- δεν θυμάται τίποτα... Στα προφορικά κουτσά-στραβά κάτι καταφέρνει να πει, αφού

του έκαμα την ύλη νιανιά. Αλλά, τι να το κάμει το δεκαράκι; «Πες μου, ωρέ Μπεκατώρε» του λέω «ποιοι λαοί συμμετεί-

χαν στους Βαλκανικούς Πολέμους;» Απλά πράγματα ρωτάω. Βοηθάνε. Κομπιάζει. «Ποια κ ρ ά τ η υπάρχουν σήμερα εκεί πάνω βορειότερα από

εμάς; Πάνω από τη Θεσσαλονίκη και τη Φλώρινα και την Καβά-λα… Για θυμήσου!»

Δεν ξέρει να απαντήσει – με τη Γεωγραφία δεν τα πήγαινε ποτέ καλά.

Επιμένω. «Πες μου, τότε, έναν-δύο από τους λ α ο ύ ς που κατοικούν

σήμερα στη Βαλκανική -τώρα-στην εποχή που ζούμε- το 1965. Οι Έλληνες – ποιοι άλλοι;».

Τον αφήνω να το σκεφτεί. «Οι Μακεδόνες; Οι Θράκες;». «...να μην ξεχάσουμε και τους θεσσαλούς» του λέω σοβαρά

«και τους ληξουριώτες». Και τον έδιωξα.

18

Τον τελειόφοιτο, βάζοντάς του -με το χέρι στην καρδιά- ένα δεκατεσσάρι.

Έπρεπε να είχε αποφοιτήσει. Ένα διάφανο φως, τώρα που βραδιάζει, διάχυτο πάνω από τη

διακριτή γραμμή του ορίζοντα, εμποδίζει τον βαρύ θόλο του ου-ρανού να ακουμπήσει ερμητικά επάνω της.

Ο Κόσμος δεν τελειώνει εδώ. Ο Κόσμος είναι και παραπέρα. Ρωτάω κάτι την «αρκούδα» – δεν ξέρει την απάντηση και τα

χάνει. Στην τάξη σημαίνει συναγερμός! ΑνασκουμπΩΝΟΝΤΑΙ! Η Φιοράτου είναι όλη αυτιά. Έχει την άχαρη χάρη της εφηβείας και της άγνοιας. Το υποβολείο τα καταφέρνει με τα πολλά να συνεννοηθεί μα-

ζί της. «Σωστά», ΤΗΣ λέω «αυτό είναι!» και συνεχίζω κανονικά την

παράδοση. Το είπΕ. Αυτό ήταν. Αυτό επέλεξα να ακούσω μόνο. Ένα ζ ε σ τ ό κ ύ μ α ηδονικό με κατακλύζει. Ο «καιρός» είναι από τη μεριά της τάξης, από εκεί «φυσάει»,

αισθάνομαι τους παφλασμούς μέσα μου, αντάμα με τους σφυγ-μούς μου.

Με τρώει το αίμα μου! Πομπός και δέκτης συγχέονται. Η «αρκούδα» μπορεί να μην έμαθε σωστά -ούτε και σήμερα-

την κλητική των σιγμόληκτων περιττοσύλλαβων, θα πρέπει όμως κ ά τ ι να έχει κι αυτή αποκομίσει.