Pontiki Art 142

16
Η ΤΕΧΝΗ / ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ / ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ / Η ΖΩΗ... ΣΤΟΝ ΑΦΡΟ ΠΕΜΠΤΗ 4 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010 n.142 ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ Αυτοκτονούν τα καρτούν; Χ. Δήμας: Η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση Όταν το σανίδι γίνεται ψάθα Κ. Βήτα: Οι 10 δίσκοι της ζωής μου Η γρήγορη ενηλικίωση του Design Walk art ΠΟΝΤΙΚΙ

description

Pontiki Art

Transcript of Pontiki Art 142

Η Τ

ΕΧΝ

Η /

ΟΙ

ΤΑΣ

ΕΙΣ

/ Ο

Ι Α

ΠΟ

ΨΕ

ΙΣ /

Η Ζ

ΩΗ

...

ΣΤ

ΟΝ

ΑΦ

ΡΟ

ΠΕ

ΜΠ

ΤΗ

4 Φ

ΕΒ

ΡΟΥΑ

ΡΙΟ

Υ 2

010

n.14

2

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥΑυτοκτονούν τα καρτούν;

Χ. Δήμας: Η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκησηΌταν το σανίδι γίνεται ψάθα

Κ. Βήτα: Οι 10 δίσκοι της ζωής μουΗ γρήγορη ενηλικίωση του Design Walk

artΠΟΝΤΙΚΙ

TA ΠΡΟΣΩΠΑ2/26

ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΥΝ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΕΝΩΝΕΙ Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΞΙΑ

ΑΝΝΑ ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ

DESIGN ART DIRECTOR

ΚΥΡΙΑΚΟς

ΚΟΥτςΟγΙΑΝΝΟπΟΥΛΟς

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Μαρία Βασιλάκη

ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ:

γιώργος Ι. Αλλαμανής

Λεωνίδας Αντωνόπουλος

Xαρά Αργυρίου

Δημήτρης Κανελλόπουλος

τατιάνα Καποδίστρια

γιώργος Ν. Κορωναίος

γιάννης Κουκουλάς

Μάκης Μηλάτος

Ελίνα Μπέη

Αγγελική Μπιλλίνη

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

Χρυσούλα παπαϊωάννου

Δημήτρης Ρηγόπουλος

Όλγα ςελλά

Ναταλί ΧατζηαντωνίουΠΟΝΤΙΚΙart

Ο ρόλος της στη νέα τηλεοπτική σειρά «Ονειροπαγίδα» δεν είναι κάτι το πρωτότυπο, ούτε κάτι ξένο προς την προσωπικότητα την οποία ήδη έχει εμφανίσει η Μαρία Σολωμού προς τα έξω. Η ηθοποιός υποδύεται μία δύστροπη διευθύντρια περιοδικού μόδας. Ο ρόλος είναι ξεπατικω-τούρα από την ταινία «Ο διάβολος φοράει Prada», η ερμηνεία όμως της ελληνίδας ηθοποιού βρίσκεται, όπως είναι φυσικό, έτη φωτός πίσω από την αντίστοιχη της Μέριλ Στριπ στην ταινία. Δεν μπορεί κανείς να ψέξει τη Σολωμού για την υστέρησή της σε σχέση με τη μεγαλύτε-ρη ηθοποιό του Χόλιγουντ. Είναι άλλα τα μεγέθη. Εκείνο όμως για το οποίο ευθύνεται η Σολωμού στην καριέρα της είναι η αδυναμία της να ισορροπήσει ρόλους και δημόσιο λόγο. Από έναν ρόλο τη γνωρίζει το κοινό, αυτόν στο πολυπρόσωπο σίριαλ «Singles». Τώρα, με την «Ονει-ροπαγίδα», έρχεται ο δεύτερος. Αντιθέτως, το ίδιο κοινό τη γνωρίζει από δεκάδες συνεντεύξεις, με τις οποίες τροφοδοτεί κατά καιρούς την αγορά του κίτρινου ή υποκίτρινου Τύπου και τροφοδοτείται και η ίδια από αυτήν, ανταμειβόμενη με εξώφυλλα και δημοσιότητα. Έχουμε μάθει για τη σχέση της, γιατί δεν παντρεύεται, πώς ένιωσε όταν ήταν έγκυος, πώς ένιωσε όταν γεννήθηκε το παιδί της, γιατί χώρισε, πόσο δύσκολα τα βγάζει οικονομικά πέρα, ποιους απάτησε και ποιοι την απάτησαν. Όχι από φήμες, όχι από ράδιο-αρβύλα, όπως γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις δημοσίων προσώπων, αλλά από δικές της δηλώσεις. Αφού λοιπόν μάθαμε τη ζωή της από τα μίντια, καιρός να μάθουμε και πώς παίζει. Μη μου πείτε ότι περιμένατε κάτι καλύτερο!

Από κωμική σειρά («Είσαι το ταίρι μου») χρίσθηκε σεξ σίμπολ κι αυτό τον διαφο-ροποίησε σε σχέση με τους σέξι πρωταγωνιστές του σω-ρού. Το καλό ξεκίνημα του έτυχε, την αδιάφορη συνέ-χεια τη διάλεξε μόνος του. Ασήμαντοι ρόλοι, εφησυχα-σμός στην εικόνα του ωραίου (το να αφήσεις είκοσι εκατο-στά μούσι δεν είναι παρά η κατά Μπραντ Πιτ διαχείριση της ομορφιάς) και συμπερι-φορές που θυμίζουν τη... διε-θνή καριέρα της Άννας Βίσση σημάδεψαν την πορεία του Αλέξη Γεωργούλη. Επένδυσε πολλά στις κολακείες των άλ-λων, νόμισε ότι το Χόλιγουντ στερείται ζεν πρεμιέ και τον

περιμένει με ανοιχτές αγκάλες, συνεργάστηκε με την Ελληνοκαναδή κιτς πρωταγωνίστρια Νία Βαρντάλος σε μία απίστευτα κακόγουστη ται-νία, το «My Life In Ruins» και ενώ περίμενε διεθνή καταξίωση είδε την καριέρα του στα ερείπια. Η ταινία ήταν παταγώδης αποτυχία, όχι μόνο στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα και ο ωραίος της ημέρας δεν μπό-ρεσε να γίνει ωραίος της χρονιάς. Η λύση, σε τέτοιες περιπτώσεις, εί-ναι φθηνή αλλά καθόλου υπεύθυνη: μία τηλεοπτική διαφήμιση. Έτσι, ο Αλέξης Γεωργούλης έγινε από ηθοποιός κονφερασιέ, αφού σε τέτοια περίπου λογική εμφανίζεται στις τηλεοπτικές διαφημίσεις γνωστής εται-ρείας κινητής τηλεφωνίας. «Γεια σας», μας λέει στο ένα σποτ, «γεια σας και πάλι» στο άλλο, και στη συνέχεια μας περιγράφει πώς θα μιλήσουμε όσο χρόνο θέλουμε, με όποιον θέλουμε. Για αστικές κλήσεις μιλάμε βέ-βαια. Τα υπεραστικά κομμένα. Η Αμερική δεν καλεί Αλέξη πια.

Μάπα το φαγητό!

Τελικά οι «Επικίνδυνες μαγειρικές» μπορούν να αποδειχθούν για ορι-σμένους ακόμη και θανατηφόρες! Δεν αναφερόμαστε μόνο στους ταλαί-πωρους που παρακολούθησαν πλήττοντας μέχρι θανάτου τη μεταφορά στον κινηματογράφο του ομώνυμου βιβλίου του Ανδρέα Στάικου από τον Βασίλη Τσελεμέγκο. Μιλάμε για το θάνατο της υποκριτικής τέχνης μέσα από την ερμηνεία της Κάτιας Ζυγούλη. Της πανέμορφης κυρίας Ρουβά, η οποία στην πρώτη (και τελευταία, ελπίζουμε) εμφάνισή της ως ηθοποιός επιβεβαίωσε ότι η μέχρι πρότινος επιλογή της να περιφέρεται μουγκή στις πασαρέλες ήταν ό,τι πιο έξυπνο είχε κάνει στη ζωή της. Δυστυχώς, όμως, για εκείνην, ο κινηματογράφος είναι εδώ και πολλά, πάρα πολλά χρόνια ομιλών, και απαιτεί να τα λες, πράγμα που όσο και αν το προσπάθησε δεν κατάφερε. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες λένε ότι και η ίδια έχει μετανιώσει για το απονενοημένο βήμα να βγει στο πανί. Και ότι σκοπεύει να ξαναγίνει η Κάτια της σιωπής στο πλευρό του Σάκη της. Το ευχόμαστε με όλη την καρδιά μας, για το καλό της. Και για το καλό της τέχνης.

Κάτια Ζυγούλη

Τελικά, μια «Σουίτα στο Πλάζα» είχε ανάγκη η Μίρκα Παπα-

κωνσταντίνου για να μας κάνει τη χάρη να πατήσει ξανά στο

θεατρικό σανίδι. Ευτυχώς της την έδωσαν, και η σπουδαία αυτή

ηθοποιός (που για λόγους… επιστημονικής φαντασίας δεν παί-

ζει κάθε χρόνο) λάμπει πρωταγωνιστώντας στη Θεσσαλονίκη

στην ομώνυμη κωμωδία του Νιλ Σάιμον, στο πλευρό του Αντώ-

νη Καφετζόπουλου. Και έχει η λάμψη που εκπέμπει μια ζεστα-

σιά, μια γοητεία που σε παγιδεύει, αν κρίνουμε από τα πλήθη

των θεατών που προσελκύει στο θέατρο. Το κοινό της Βόρειας

Ελλάδας γεμίζει ασφυκτικά την αίθουσα και καταχειροκροτεί

την πρωταγωνίστρια, η οποία κάνει ως φαίνεται την επιτυχία

της χρονιάς. Να ελπίσουμε ότι θα γλυκαθεί και θα σταματή-

σει να είναι τόσο ακριβοθώρητη; Αλλά και ότι οι σκηνοθέτες

και οι θεατρικοί παραγωγοί που ρυθμίζουν το παιχνίδι θα της

δώσουν τα έργα που ονειρεύεται για να απολαμβάνουμε το

πληθωρικό ταλέντο της;

Οποία σύμπτωση: Με το που οι θεαματικότητες της εκπο-μπής της πήραν την κατρα-κύλα, το διαζύγιό της ήρθε για τις ανεβάσει εκ νέου. Ο λόγος για τη βασίλισσα (σε πτώση) της πρωινής ψυχα-γωγίας Ελένη Μενεγάκη. Τα νέα του χωρισμού της έγιναν πρώτη είδηση σε όλες τις εκ-πομπές καλόπιστης (πάντα) κοινωνικής κριτικής και όχι μόνο. Η τεθλιμμένη (λένε) σταρ αναδείχθηκε από τα ΜΜΕ σε εθνική ζωντοχήρα μέσα σε λίγες μόλις ώρες. Για να αποθεωθεί από όλους, ή

σχεδόν όλους, για την αξιοπρέπειά της, για τις χάρες της τις σπάνιες, για, για, για… Αλλά και για να σχολιαστεί αρνητικά (από τους ζηλόφθο-νους) για τον τρόπο με τον οποίο κοινοποίησε την οικογενειακή τραγω-δία της – με δημόσια ανακοίνωση, όπως κάθε εστεμμένη που σέβεται τον εαυτό της. Βεβαίως, ο τελευταίος λόγος ανήκει στην AGB, καθώς η Ελένη έχει συχνά-πυκνά χρησιμοποιήσει την προσωπική ζωή της (γά-μος, γέννες, βαφτίσεις…) για να σπρώξει προς τα πάνω τις θεαματικό-τητες. Όσο για τους δύσπιστους, ας δουν το όλο συμβάν ως άλλη μια ένδειξη του πόσο ευνοϊκή είναι η θεά Τύχη για την ωραία Ελένη, του-λάχιστον σε θέματα καριέρας: Ακόμη και το διαζύγιο –μια μικρή δοκι-μασία στον στρωμένο με ρόδα δρόμο της– της το στέλνει την πιο κα-τάλληλη στιγμή…

Μαρία ΣολωμούΑπό το «μιλάω» στο «παίζω» Μίρκα

ΠαπακωνσταντίνουΟ θρίαμβος της Μίρκας

Αλέξης ΓεωργούληςMy career in ruins

Ελένη ΜενεγάκηΗ πιο κατάλληλη στιγμή!

4/28 ΤΣΟΥΝΑΜΙ

Κάτι σαν εθνική υστερία ξέσπασε στις τηλεοράσεις μετά την ανακοίνωση του «διαζυγίου της χρονιάς», του χωρισμού

δηλαδή από κλίνης και από κοί-της μιας τηλεπαρουσιάστριας από τον σύζυγό της. Είναι τέτοιος ο

βομβαρδισμός του κοινού με ασήμαντες ανοησίες ώστε ενδέχεται να πνιγούμε όλοι μέσα σε ένα βόρβορο ηλιθιότητας. Ευτυχώς, υπάρχει αντίδοτο και το δίνει γιατρός, ο Σταμάτης Κραουνάκης, λα-κωνικότατα, στον «Ελεύθερο Τύπο» της περασμένης Δευτέρας: «Απλώς, κλείστε την τηλεόρασή σας», λέει. Do it!

Με το ποσό των 744.470 ευρώ μα-θαίνουμε, από δημοσίευμα της «Ελευ-θεροτυπίας» (29/1), ότι επιχορηγήθηκε η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών από κονδύλια του Υπουργείου Πο-λιτισμού, το διάστημα 2005-2009. Το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό σωματείο της χώρας δηλαδή, που υπό κανονικές συνθήκες έχει ήδη αρκετά έσοδα από τις εισφορές των μελών του, πληρώνεται αδρά από τον δημόσιο προϋπολογισμό. Εκτός από τη γραφειοκρατία της, ωστόσο, ποιο άλλο έργο έχει να επιδείξει η εται-ρεία; Έργο! Που σημαίνει εκδηλώσεις, ίσως εκδόσεις, δραστηριότητα με στόχο το δημόσιο όφελος. Διότι αν όλο αυτό το ποσόν ξοδεύτηκε στη γραφειοκρατία της εταιρείας, στις δημόσιες σχέσεις και δεν ξέρω πού αλλού, το εξωπραγματικό ποσό της επιχορήγησης μαρτυρά κακο-διαχείριση.

αχινοί...

Λία παραλία

Εντάξει, βρε Βάσω,

αυτές τις μέρες παρά το να φουσκώνουν το τίποτα και να το κάνουν σαν βαρέλι.

Β αρέλι είπα και θυμήθηκα τις στρουμπουλές αστρολόγους που αυτό το διάστημα έχουν

δουλειές με φούντες. Περνάνε τις γυάλινες σφαί-ρες τους με καθαριστικό και βετέξ προκειμένου να δουν καθαρότερα μέσα στη θολή εικόνα της τηλεο-πτικής σκυλοπαρέας: Ποιο είναι το τρίτο πρόσωπο, πώς θα μοιραστούν τα περιουσιακά και τι θα γίνει με τη μάχη της εικόνας.

Ω ς προς την τελευταία, μητέρα όλων των μαχών, έσπευσαν οι εκ του προχείρου σημει-

ολόγοι να ερμηνεύσουν κατά τη φτωχή κρίση τους

Έ καστος στο είδος του κι ο Λουμίδης στους καφέδες. Οι «Financial Times» παίρνουν στο

κατόπι τον Γιώργο Παπανδρέου για να μάθουν αν η Ελλάδα καταφύγει στα Αραβικά Εμιράτα για οικο-νομική στήριξη και τα σαΐνια του Star κυκλώνουν το σπίτι της Ελένης Μενεγάκη για να δουν πώς παρκάρει ο Λάτσιος στο υπόγειο γκαράζ. Με την όπισθεν ή μήπως με τη μούρη;

Α ν πάντως θες τη γνώμη μου, Βάσω, το καλύτε-ρο παρκάρισμα ever γίνεται με τον ήχο. Όταν

ακούσεις γκαπ ή, ακόμη καλύτερα, σκρααατς, τότε πάρ’ το αλλιώς και ίσιωνε. Για τ’ άλλα σιωπώ για να μην αναμιχθώ με την χλεμπουριά των καναλιών και της μπλογκόσφαιρας, που άλλο δεν κάνουν

Σ τα οικόπεδα των ημερών να μην ξεχάσω να συμπεριλάβω το προνομιακό με θέα

ανεμπόδιστη στον δημόσιο κορβανά που αφήνουν πίσω τους φεύγοντας οι Λυριτζής και Οικονόμου. Αυτό το φιλέτο ποιος θα το χτυπήσει; Κι αν ρωτάς για μένα, Βάσω, ευχαριστώ αλλά δεν θα πάρω. Το ξέρεις δα πως είμαι χρόνια βετζετέριαν και, ως γνωστόν, βοσκάει καλύτερα όποιος βοσκάει τελευταίος, μπεεεε.

Η ποντικίνα των καναλιών

ΩΡΑ ΓΙΑ ZAPPING

το πώς και το γιατί η Μενεγάκη φόρεσε σκούρο ρούχο στην πρώτη μετά Λάτσιον εκπομπή της, ωχού και δε με νοιάζει.

Ό σο για το μοίρασμα των περιουσιακών, εκεί είναι που δεν έχω καμία αμφιβολία,

βρε Βάσω. Όχι μόνο γιατί είναι όλα γραμμένα πάνω σου, από το μίξερ μέχρι το mouse pad του υπολογιστή, αλλά γιατί προσωπικά δεν έχω την παραμικρή αξίωση άπαξ και το αποφασίσεις να μου αδειάσεις επιτέλους τη γωνιά. Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας και δίνε του μια ώρα αρχύτερα ν’ αδειάσει το οικόπεδο να έρθουν τα καινούργια.

Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα είναι ένας χώρος με μεγάλη άπλα, όπου οι άνθρωποι μπορούν να τσακώνονται εύκολα, ακόμα

και χωρίς σοβαρό λόγο. Κατά καιρούς έχουν επι-νοηθεί υψηλά κίνητρα για να δικαιολογηθούν οι τσακωμοί αυτοί. Σπανίως αυτά τα κίνητρα ισχύουν στην πραγματικότητα – για να ισχύουν, άλλωστε,

πρέπει κανείς να τα υπερασπίζεται με το προσωπικό του παράδειγμα, κι αν εξαιρέσεις τον Τορνέ, τον Σφήκα, τον Τσιώλη, τον Θέο (επίτηδες επικαλούμαι μερικούς παλιότερους που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προέταξαν εν είδει μανιφέστου συγκροτη-μένα αιτήματα, ταυτόχρονα αισθητικά και πολιτικά), οι υπόλοιποι που ξέρω απλώς θέτουν τα αιτήματα και έτσι βρίσκονται στην επικαιρότητα. Δείτε, φερ’ ειπείν, τι συμβαίνει με τους Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη – που ξεκίνησαν ως διεκδικητές μιας θεσμι-κής αναμόρφωσης και εξελίσσονται σε ομάδα συμ-φερόντων που αυτοτοποθετείται στην περιοχή της ελίτ του ελληνικού οπτικοακουστικού. Ο Χρήστος Δήμας είναι έλληνας κινηματογραφιστής. Κατάγεται από την Ελευσίνα, δεν είναι από τζάκι, δεν έχει λεφτά ούτε άνεση… Δούλεψε λίγο εδώ, έφυγε στην

Αμερική και εντυπωσίασε στη Δράμα το 1999 με την ταινία του «Αμερικάνος», που αποθεώθηκε για τις μοντέρνες ιδέες της, το πάθος και την αλήθεια της. Ήταν καλή αφορμή να επιστρέψει στη χώρα του, ελπίζοντας να κάνει «την ταινία που θα άλλαζε τον ελληνικό κινηματογράφο» – άλλωστε πολλοί τον έβλεπαν τότε ως ελπιδοφόρο δημιουργό και

πίστευαν ότι θα τα κατάφερνε. Έλα που δεν, όμως. Σκηνοθέτησε μια δική του ιστορία, τους «Ακροβάτες του κήπου», που δεν τον έβγαλε πουθενά. Όσο ο χώρος δοξάζει έναν κινηματογραφιστή, είναι μια περίοδος ελπίδων γι’ αυτόν. Όταν παύει να το κάνει, και ο κινηματογραφιστής δεν διαθέτει προνομι-ούχο σχέση με τις ομάδες επιρροών στα κέντρα αποφάσεων (συνδικαλιστικά στελέχη, μοδάτους παραγωγούς, γενικώς επαναστάτες, παιδιά διάση-μων γονιών…), παραδίδεται βορά στην αγορά. Για τους περισσότερους, η αγορά αποδεικνύεται όντως αδηφάγος. Συνήθως, για να επιβιώσει, ο ανερμά-τιστος καλλιτέχνης (η τυπική περίπτωση, δηλαδή, του μέσου σκηνοθέτη της προηγούμενης γενιάς) είναι έτοιμος, αν δεν βρει δουλειά στη διαφήμιση, στην τηλεόραση είτε στον λεγόμενο εμπορικό κι-

νηματογράφο, που προβάλλουν ως εναλλακτικές επαγγελματικές λύσεις, να κάνει τη μεγαλύτερη αρκουδιά. Ο Δήμας βγήκε στην αγορά. Αλλά ενώ του ζητούσαν αρκουδιές, αυτός συνέχιζε να κάνει καλοφτιαγμένα, κομψά και, εν τέλει, επιτυχημένα προϊόντα: «Κόκκινος κύκλος», «Λύσε τη σιωπή», «10η Εντολή», «Το κλειδί του Παραδείσου». Δεν

πείραξε τη συνταγή, δεν προκάλεσε το παραγωγικό σύστημα, δεν το έπαιξε αδικημένος δημιουργός που θα έπαιρνε εκδίκηση από μέσα. Έσκυψε το κεφάλι και δούλεψε – χωρίς να βαριέται. Αποφεύγοντας τις φτήνιες. Κι η αγορά του το αναγνώρισε και με το παραπάνω. Έτσι ο Χρήστος Δήμας βρέθηκε να σκηνοθετεί την επιτυχημένη ταινία «Νήσος» (κα-μιά σχέση με την προσβλητική μπαλαφάρα «I love Karditsa») και να την απογειώνει εισπρακτικά, παρά τις αρνητικές κριτικές όσων τον έχουν συνδέσει με την γκράντε κουλτούρα. Ευτυχώς, ο Χρήστος Δήμας έχει χαλυβδωθεί καλλιτεχνικά όχι στις αυλές και στα σαλόνια αλλά στα αλώνια. Εκεί που μαθαίνει κανείς να εμπιστεύεται τις δυνάμεις του κι όχι τους κόλακες.

Χρήστος Δήμας Η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση

Ο σκηνοθέτης της ταινίας «Νήσος» έχει χαλυβδωθεί καλλιτεχνικά όχι στις αυλές και στα σαλόνια αλλά στα αλώνια. Εκεί που μαθαίνει κανείς να εμπιστεύε-ται τις δυνάμεις του κι όχι τους κόλακες

Όταν το σανίδι γίνεται ψάθα

Από το 2003 ο άνθρωπος που τόλμησε να ανεβάσει στην Αθήνα ως μιούζικαλ την πασίγνωστη ροκ όπερα «Jesus Christ

Super Star» εκμετρούσε το ζην πάμπτωχος, φιλοξενούμενος στους ξενώνες του Ιδρύματος Αστέγων του Δήμου Αθηναίων. Ακόμη και οι παλαιότεροι θα δυσκολευτούν να θυμηθούν τις ορδές των φανατισμένων οπαδών της «θρη-σκείας της αγάπης» έξω από το Θέατρο Άννα-Μαρία Καλουτά, το μακρινό 1979. Ρασοφόροι, γυναικούλες και νοικοκυραίοι, έχοντας μόλις απολέσει την καθεστωτική ομπρέλα της χούντας, να καταριούνται και να ωρύονται για τη βλασφη-μία. Η μισαλλοδοξία δεν έχει λόγο. Έχει μόνον κραυγή. Και οι φανατισμένοι ορθόδοξοι του ’79 έστριψαν δεξιά το τιμόνι του μεταπολιτευτικού μας πολιτισμού, μεγαλώνοντας την αλυσίδα που έμελλε να αποκτήσει αργότερα κι άλλους κρίκους: τις κινητοποιήσεις για την ταινία «Ο τελευταίος πειρασμός» του Μάρτιν Σκορσέζε, τη λογοκρισία στο κατά Λένα Πλάτωνος δισκογρα-φηθέν «Σύμβολο της Πίστεως», στο αντιευρω-παϊκό παραλήρημα για το 666 στους κωδικούς των προϊόντων, στο πανηγύρι του Χριστόδουλου για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Κι έχει ο Θεός. Αυτός ο νόμος του όχλου έδωσε τη χαριστική βολή στον Μάριο Σταυρολαίμη, τον θεατρώνη που τίναξε στον αέρα την περιουσία του στο όνομα ενός επισφαλούς οράματος: να ανεβάσει στην Ψωροκώσταινα το έργο του Τιμ Ράις και του Άντριου Λόιντ Βέμπερ. Ο Σταυρολαίμης πέθανε προ ημερών στην ψάθα, στα 88 του χρόνια. Ξεχασμένος από όλους. Κατά ειρωνεία της τύχης, λίγες μέρες πριν το θάνατό του μια γνωστή κουτσομπολίστικη εφημερίδα τού έκανε ένα μικρό αφιέρωμα. Η μοίρα αποφάσισε να τον ράνει με ακόμη λίγη χρυσόσκονη δημοσιότητας πριν του δείξει το μονοπάτι για την Αχερουσία. Σήμερα λείπουν οι θεατρικοί επιχειρηματίες που πουλάνε ποιότητα και υπολογίζουν μόνο στο ταμείο. Οι θιασάρχες παίζουν κλεφτοπόλεμο με τους γραφειοκράτες για να εισπράξουν, με το σταγονόμετρο και τεράστιες καθυστερήσεις, τις επιχορηγήσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς προτείνουν επηρμένα «να καταργηθεί η κρατική ελεημοσύνη», λες και θα μπορούσαν να επιβιώσουν στην ελεύθερη αγορά. Ας μην παρεξηγηθούμε. Δεν είμαστε κατά του θεσμού

των επιχορηγήσεων. Αλλά όποιος έχει καεί στον Ζαχόπουλο φυσάει και το γιαούρτι. Πώς, πόσα και σε ποιους; Πού ακούστηκε να δίνονται χρήματα του Δημοσίου και να μην ακολουθεί στο τέλος κάθε χρήσης λεπτομερής απολογισμός από τους επιχορηγούμενους; Άλλη όμως ήταν η αφορμή μας: η διαπίστωση ότι το σανίδι γίνεται (και) ψάθα. Και σήμερα η ψάθα έχει γίνει βάλτος, στη λάσπη του οποίου μισοβυθίζονται τα νιάτα πολλών επίδοξων ηθοποιών, σκηνοθετών, μουσικών, σκηνογράφων, ενδυματολόγων, τεχνικών. Γύρω στα 3.000 μέλη έχει ο Σύλλογος Ελλήνων Ηθοποιών. Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες ημιενεργοί ή ανενεργοί απόφοιτοι δραματικών σχολών (κάπου είχα διαβάσει γύρω στους 25.000!), οι οποίοι σερβίρουν σε μπαρ ή κάνουν τους κλόουν σε παιδικά πάρτι, όταν δεν δουλεύ-ουν ταξί ή στο μαγαζί του μπαμπά τους. Αυτός ο αργός θάνατος είναι πιο βασανιστικός από τη λαιμητόμο που έκοψε μέσα σε μία σεζόν το βήχα στον μακαρίτη Σταυρολαίμη. Η επιστροφή στο πνεύμα του Καρόλου Κουν για την ταγμένη στον ιερό σκοπό της θεατρική ομάδα απαιτεί αντοχές ισλαμιστή «τζιχαντίστα» και συνοδεύεται από την καθιερωμένη ντροπή του μη απογαλατισμού από την οικογένεια, ενίοτε και από τη φτώχεια. Η τηλεόραση θέτει σαχλές νόρμες υποκριτικής και από πουθενά δεν φαίνεται κάποιο σημάδι ότι θα κάνει στροφή επί το ποιοτικότερο στη νέα, ψηφιακή της «πλατφόρμα». Ο κανόνας είναι απλός: κωμωδία ίσον «Λάκης ο γλυκούλης» και δράμα ίσον Χριστόφορος Παπακαλιάτης. Τι απομένει στους εικοσάρηδες επίδοξους εργάτες της υποκριτικής τέχνης; Η ελπίδα ότι θα τους αγγίξει τον ώμο το μαγικό ραβδί ενός Λευτέρη Βογιατζή ή της παραγωγής κάποιου από τα ελάχιστα σοβαρά σίριαλ. Και μέχρι τότε διαφημί-σεις, περάσματα σε μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες, άντε καμιά παράσταση «Δευτερότριτα» ή κανένα ΔΗΠΕΘΕ. Χιλιάδες νέοι και νέες ποντά-ρουν ξανά και ξανά στο απατηλό λόττο τού να κάνεις με αξιώσεις θέατρο και σινεμά εν Ελλάδι. Ο Μάριος Σταυρολαίμης έπαιξε πολύ πριν από αυτούς. Κι έχασε τα πάντα. Κακό σημάδι.

Χιλιάδες νέοι και νέες ποντάρουν ξανά και ξανά στο απατηλό λόττο τού να κάνεις με αξιώσεις θέατρο και σινεμά εν Ελλάδι. Ο Μάριος ςταυρολαίμης έπαιξε πολύ πριν από αυτούς. Κι έχασε τα πάντα

Του Γιώργου Ι. Αλλαμανή [[email protected]]

ΜΠΑ; ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ;

6/30 cover sTory «»

Ο κόσμος της είναι ούτως ή άλλως «παραμυθένιος». Έχει λ.χ. μια Μικρή πόρτα, που αν την πλησιάσεις μεταμορφώνεται σε μεγάλη πύλη-είσοδο στο θέατρο. Έχει παιδάκια που ξαφνικά ξεστομίζουν σοφές φράσεις. Έχει μαμάδες που σ’ ένα μαγικό Εργαστήριο γίνονται δέντρα για να σκαρφαλώσουν τα μπομπιράκια τους. Αυτή η μαγεία είναι βέβαια κυρίως θέμα επιλογών και μιας άποψης που κατορθώνει με λίγα μέσα και λίγους σταθερούς συνεργάτες να χτίζει σπουδαία πράγματα. Και τέτοια δεν είναι μόνο παραστάσεις, όπως το «Grimm & Grimm», που με το κείμενο που έγραψε η ίδια, βασισμένη σε τέσσερα γνωστά παραμύθια των αδελφών γκριμ και με τη σκηνοθεσία της Ιταλίδας Λίλο Μπάουρ, είναι η φετινή πρόταση της Μικρής πόρτας. Είναι και το Εργαστήρι Θεατρικού παιχνιδιού και Θεατρικής Αγωγής, με την απολαυστικότερη εκπαίδευση που μπορεί να φανταστεί ένας ενήλικος ή ένα ανεξαρτήτως ηλικίας παιδί. Μικραίνοντας την κλίμακα, η Ξένια Καλογεροπούλου ετοιμάζει, με τη χορογράφο Μάρθα Κλου-κίνα και την κινηματογραφίστρια Νάνσυ Μπινιαδάκη, και την παράσταση «Έλα-Έλα». Με πρωταγωνίστρια την ίδια και παρτενέρ το... φεγγάρι θα παρουσιαστεί τον Ιούνιο, ενταγμένη στο Φεστιβάλ Αθηνών. Εύγλωττο κι όμως χωρίς λόγια, το έργο θα είναι κατάλληλο για βρέφη ή για ενηλίκους!

Πέρυσι ανεβάσατε τέσσερα παραδοσιακά ιταλι-κά παραμύθια. Φέτος, τέσσερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ. Αλλά οι δυο παραστάσεις είναι εντελώς διαφορετικές.Ξ.Κ.: Ό,τι σαφώς τις διαφοροποιεί είναι πως το μεν «Παραμυθ...issimo!» είχε τρομερή ταχύτητα, ώρες ώρες στο όριο της υπερβολής, ενώ η Λίλο Μπάουρ φέτος ήθελε άλλους, πιο αργούς ρυθμούς, ώστε να προλαβαίνουν να γίνονται τα πράγματα. Διατη-ρήσαμε επίσης μια διαφορά που υπάρχει και στα παραμύθια. Τα ιταλικά είναι πολύ πιο «ηλιόλου-στα», των Γκριμ πιο σκοτεινά. Η σκηνοθεσία μπορεί να δώσει σε ένα λίγο μεγαλύτερο παιδί τις βάσεις για να μάθει πε-ρισσότερα για την ιστορία, τα ήθη κάθε εποχής και κάθε χώρας;Ξ.Κ.: Δεν νομίζω. Τα παιδιά έχουν άλλες ευκαιρίες να ρωτήσουν και να μάθουν τέτοια πράγματα. Γενικά, δεν πρέπει να τους εξηγεί κανείς πολλά. Όπως λέει κι ο Πέτερ Χάιμ, δεν πρέπει καν να ρωτάς τα παιδιά πώς τους φάνηκε η παράσταση ή τι κατάλαβαν. Αν πουν, θα πουν μόνα τους. Και συνήθως ό,τι παίρνουν μένει μέσα τους και δου-λεύεται σιγά σιγά.

Τι από την καθημερινότητά μας θα μπορούσε να ανήκει στο σύμπαν των αδελφών Γκριμ;Ξ.Κ.: Η απληστία, η σκληράδα, ο πόνος, η περιέρ-γεια. Όλα αυτά. Κι ύστερα, οι ιστορίες των Γκριμ έχουν πολύ μεγάλη σχέση με τον οικονομικό αγώ-να για τη ζωή και με τη διαφορά των κοινωνικών τάξεων. Οι Γκριμ εμπεριέχουν και τη σκιά ενός μόνιμου υπαινικτικού φόβου...Ξ.Κ.: Αυτός ο φόβος υπάρχει σε όλους μας και ιδι-αίτερα στα παιδιά. Ένας τρόπος να τον υπερνικούν τα παιδιά είναι το παραμύθι που έχει συνήθως καλό τέλος κι έναν ήρωα με τον οποίο ταυτίζονται. Τελικά το παραμύθι είναι κάτι πολύ υγιές. Αυτή η γενιά που έρχεται τώρα στο θέατρο είναι αυτή που ξεκινάει τη ζωή της με το «Avatar».

άρεσε και σ’ εκείνα. Όπου βαριόμουν, βαριόντου-σαν. Είχαμε μια απόλυτη ταύτιση εξαρχής. Το παιδικό μας θέατρο πώς το βλέπετε;Ξ.Κ.: Δεν το βλέπω. Το λέω κυριολεκτικά. Παλιά έβλεπα πολλές παραστάσεις. Τώρα πια δεν έχω χρονικά περιθώρια, ίσως ούτε και ψυχολογικά. Αντιθέτως, βλέπω όσο μπορώ διαφορετικά πράγ-ματα στο εξωτερικό. Ειδικά στην Ιταλία. Τελευταία φορά είχαμε πάει με τη Μάρθα Κλουκίνα στην Μπολόνια και παρακολουθήσαμε ένα εκπληκτικό φεστιβάλ θεάτρου μόνο για βρέφη. Ένα θέαμα για πολύ μικρά παιδιά, το «Έλα-Έλα», θα παρουσιάσετε φέτος εσείς προσωπι-κά ενταγμένο στο Φεστιβάλ Αθηνών.Ξ.Κ.: Ελπίζω και πιστεύω ότι θα απευθύνεται σε παιδιά που δεν μιλούν ακόμα, αλλά ότι θα είναι πολύ ωραίο και για τους ενήλικες – και δεν εννοώ μόνο τους συνοδούς των παιδιών. Κατά τα άλλα, η προετοιμασία είναι συναρπαστική. Είχα επιθυμή-σει να κάτσω να γράψω κάτι... Κι αυτό είναι τελεί-ως δικό μου, μοναχικά φτιαγμένο και μοναχικά παιγμένο. Στη σκηνή θα είμαι μόνο εγώ, με παρτε-νέρ ένα φεγγάρι! Θα είναι όπως όταν παίζουμε με κείμενο, αλλά χωρίς κείμενο. Η κάθε στιγμή του έργου εμπεριέχει μια φράση που είναι μέσα μου, αλλά δεν λέγεται. Σε τέτοια έργα πώς ανταποκρίνονται τόσο μι-κρά παιδιά σε ό,τι συμβαίνει στη σκηνή;Ξ.Κ.: Το ωραιότερο, από όσα ανάλογα έχω δει, ήταν σε μια παράσταση από το Θέατρο Κισμέτ, το οποίο είχαμε φέρει κι εδώ. Στη σκηνή ήταν μόνον μια κοπέλα που υποτίθεται ότι ζύμωνε ψωμί και το έβαζε στο φούρνο. Όταν το έψηνε, έκοβε κομμάτια από το φανταστικό ψωμί και τα άφηνε μπροστά από όλα αυτά τα μπομπιράκια, ηλικίας 1-2 ετών, που κάθονταν γύρω γύρω. Μετά έκανε παύση και σιωπηλή κοίταζε τα παιδάκια. Και τότε, ξαφνικά, ένα από αυτά έσκυβε, έκανε ότι έπαιρνε ένα κομ-μάτι κι άρχιζε να μασάει. Μετά από λίγο έβλεπες τριάντα παιδάκια, σιωπηλά, να κάνουν ότι μασούν ένα κομμάτι ψωμί. Έκλαιγες από τη συγκίνηση! Θητεύοντας σε τέτοια παιδικά θεάματα ανακα-λύψατε ακόμα περισσότερες δυνατότητες του θεάτρου γενικώς; Ξ.Κ.: Σίγουρα. Συμβαίνει ό,τι έλεγε ο Βιτέζ, που επέμενε ότι το θέατρο για παιδιά πρέπει «να βρί-σκει καινούργιους δρόμους, μπροστά στα μάτια των παιδιών και μέσα από τα μάτια τους». Αν το παιδικό θέατρο σου παρέχει μεγάλη ελευθερία, το θέατρο για βρέφη σου παρέχει ακόμα μεγαλύτερη, γιατί δεν έχεις καν τον περιορισμό του κειμένου. Ξεκινήσατε με ενήλικους θεατές και τώρα απευθύνεστε στα βρέφη. Κάνετε μια αντίστρο-φη πορεία.Ξ.Κ.: Δεν με έχει απασχολήσει έτσι. Ό,τι κάνω τώρα θα μπορούσε να μην απευθύνεται σε μωρά. Ούτε διαφέρει τόσο πολύ απ’ ό,τι έχω κάνει. Και στον Βογιατζή, όταν έπαιζα στο «Μπέλα Βενέτσια», είχα στην αρχή ένα μεγάλο κομμάτι που δεν μιλούσα

καθόλου. Έκανα κι εκεί πράγματα με πολύ μεγάλη ακρίβεια κι ήταν εξίσου ευχάριστο. «Κάθομαι και κάνω αυτή τη γυναίκα και δεν ξέρω ποια είναι ούτε πού βρίσκεται», είπα μια μέρα στον άντρα μου. «Γιατί δεν ψάχνεις να μάθεις;» με ρώτησε εκείνος. «Δεν θέλω», του απάντησα. Μου άρεσε που δεν ήξερα. Δεν συμμετέχετε πάντως συχνά σε παραστά-σεις άλλων.Ξ.Κ.: Τα τελευταία χρόνια μου προτείνουν συχνά καλοί θίασοι εξαιρετικούς ρόλους. Όμως, ξέρω από πριν τι θα είναι. Ξέρω πόσο ευπρεπή θα είναι τα πράγματα, αλλά μέσα μου δεν χοροπηδάει κάτι που να με κινητοποιεί. Τι σας κινητοποιεί;Ξ.Κ.: Οι άνθρωποι που θα ’χω γύρω μου. Δεν εννοώ το αν θα είναι καλοί ή σοβαροί, γιατί όσοι μου έκαναν προτάσεις ήταν και καλοί και σοβαροί. Εννοώ ανθρώπους που κάτι να με συνδέει μαζί τους, όπως λ.χ. συνέβη στις «Μεταμορφώσεις». Δεν έχω πια πολλά περιθώρια να κάνω στη ζωή μου πολλά πράγματα. Γι’ αυτό θέλω ό,τι κάνω να είναι ιδιαίτερο. Για το παιδικό θέατρο δεν δέχεστε προτάσεις;Ξ.Κ.: Μου έχουν προτείνει πολλές φορές να αναλά-βω το παιδικό του Εθνικού Θεάτρου ή τα παιδικά προγράμματα στην ΕΡΤ. Αρνούμαι, γιατί εγώ δεν μπορώ να λειτουργήσω έτσι. «Μα θα σας δώσουμε πολλά λεφτά», μου λένε μερικοί. «Μα δεν θέλω», απαντώ. Παλιότερα, όχι επί Λούκου, μου είχαν προτείνει να κάνω παραστάσεις στο Ηρώδειο. Μα ποιο παιδάκι μπορεί να παρακολουθήσει μια πα-ράσταση στο Ηρώδειο επικοινωνώντας πραγματι-κά; Δεν γίνεται. Εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να το κάνω. Ενώ μπορώ να κάνω αυτό, σ’ αυτή τη μικρή κλίμακα, με αυτούς τους συγκεκριμένους συνεργά-τες, κάθε φορά και πιο μαζεμένο. Ποια ήταν η πρώτη φορά που, παιδί ακόμα, στήσατε μια παράσταση;Ξ.Κ.: Ήταν στην Κατοχή, τόσο παλιά! Για κάποιο λόγο είχα μείνει μόνη μου στο σπίτι, προφανώς κάπου είχαν πεταχτεί για λίγο οι γονείς μου. Ξαφ-νικά χτυπάει το κουδούνι, ανοίγω και βλέπω έναν Ιταλό που άρχισε κάτι να μου λέει στα ιταλικά. Τον κοιτάω και λέω μέσα μου «αυτός είναι Μακαρονάς, εχθρός. Τι θα κάνω τώρα;». Του κάνω νόημα, κλεί-νω την πόρτα, τρέχω και βάζω τη ρεπούμπλικα του μπαμπά μου, παίρνω τη μαγκούρα του και φοράω και την καμπαρντίνα του που κρεμόταν πίσω. Μετά, ξανανοίγω την πόρτα και του λέω στα ελλη-νικά: «Άκου να σου πω, παλιομακαρονά. Εγώ είμαι ο Καλογερόπουλος και αν δεν φύγεις αμέσως, δεν σε βλέπω καλά». Ο άνθρωπος είδε ένα μεταμφιε-σμένο πιτσιρίκι και σηκώθηκε κι έφυγε. Εγώ όμως ήμουν σίγουρη ότι τον έπεισα και τον φόβισα. Πότε συνειδητοποιήσατε ότι σας ενδιαφέρει πραγματικά η μεταμφίεση;Ξ.Κ.: Στο Γυμνάσιο. Κάθε χρόνο γράφαμε μαζί με τη Μαρίνα Καραγάτση ένα έργο και το παίζαμε. Όλη

Ξ.Κ.: Εάν ήταν να ανταγωνιστούμε το «Avatar» ή οτιδήποτε τέτοιο, δεν θα είχε νόημα να κάνουμε θέατρο για τα παιδιά. Δεν έχει επίσης κανένα νόη-μα να πας προς τα εκεί. Αναγκαστικά θα πας προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή την απλότητα, την ανθρώπινη επαφή, τα λίγα μέσα, και στο παίξι-μο υπέρ μιας μεγαλύτερης ακρίβειας, καθαρότητας κι ευαισθησίας. Κινδυνεύει, ωστόσο, το παιδικό θέατρο από τέτοιου τύπου εντυπωσιακά κινηματογραφικά και τεχνολογικά υπερθεάματα; Ξ.Κ.: Δεν νομίζω. Θα ’χε φανεί άλλωστε, γιατί τέτοιου τύπου θεάματα υπάρχουν εδώ και καιρό. Μεγάλη διαφορά υπήρχε όταν ήμουν εγώ παιδί και δεν είχαμε τίποτα τέτοιο. Αν τότε έβλεπα μια παράσταση σαν αυτές που κάνουμε, θα έμενα με το στόμα ανοιχτό. Αργότερα, όταν άρχισα πια να πηγαίνω στο θέατρο για μεγάλους, η κλειστή αυλαία ήταν κάτι που έκανε την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Ε, τώρα πια δεν χτυπάει έτσι η καρδιά κανενός παιδιού. Το θέμα είναι αν εσύ θα τα «τσακώσεις» και θα τα κάνεις να σιωπήσουν. Αν μπορείς να ’χεις τετρακόσια παιδιά σε μια αίθουσα και να μην ακούγεται «κιχ», τότε έχεις κερδίσει το παιχνίδι. Απ’ όλο αυτό το κοινό που περνάει από τη Μικρή Πόρτα τι σας συγκινεί περισσό-τερο;Ξ.Κ.: Οι ενήλικοι που έρχονται με τα παιδιά τους και είναι κι οι ίδιοι παιδιά. Μια μέρα, μια κυρία της ηλικίας μου με πήρε απ’ το χέρι για να μου συστήσει τέσσερις θεατές. «Αυτός ο κύριος», μου είπε, «είναι ο άντρας μου. Αυτοί οι τρεις κύριοι δίπλα του είναι οι γιοι μου. Ερχόμαστε από τότε που ήταν παιδιά. Κι εξακολουθούμε να ερχόμαστε οικογενειακά». Απίστευτο! Πώς φτάσατε από το ενήλικο κοινό να καταλά-βετε το παιδικό;Ξ.Κ.: Δεν είχα κανένα πρόβλημα. Ήμουν σίγουρη από την πρώτη παράσταση, το 1972, τι θα αρέσει στα παιδιά και τι όχι. Γιατί ό,τι μου άρεσε κι εμένα

Ξένια Καλογεροπούλου«Δεν ανταγωνιζόμαστε το “Avatar”»

«Εμένα ο Κουν θα μου πήγαινε. Τέλος πάντων, ποτέ δεν ξέρεις τι είναι για καλό ή για κακό. Το θέμα είναι ότι πέρασα κάποια χρόνια που δεν λειτουργούσα καλά ως ηθοποιός. Έκανα λ.χ. ταινίες που δεν ήταν καλές. Όταν τις ξαναβλέπω καμιά φορά, τυχαία, ζαπάροντας, νιώθω λίγο σαν να μην είμαι εγώ. Ήταν βέβαια και μια άλλη εποχή. Εγώ τώρα θα ήθελα να ξεκινούσα. Γιατί τώρα οι ηθοποιοί αλλιώς μαθαίνουν τα πράγματα».

ΣυνέντευξηΣτη Ναταλί Χατζηαντωνίου

Φωτ. Μαριλένα Σταφυλίδου

Η Ξένια Καλογεροπούλου αφηγείται ήσυχα. Ωραία. Με χιούμορ. Σαν να λέει ένα παραμύθι.art

ΠΟΝΤΙΚΙart 4-10.2.10 31/7

αυτή η ιστορία μου άρεσε πάρα πολύ. Αλλά επειδή μου άρεσαν κι άλλα πράγματα, δεν ήμουν καθό-λου σίγουρη ότι αυτό θα κάνω. Πώς βεβαιωθήκατε;Ξ.Κ.: Πριν ακόμα τελειώσω το σχολείο θέλησα να πάω κάπου που θα μπορούσαν να μου πουν αν κάνω γι’ αυτό. Κάποιος μου είπε: «ένας Κουν κάνει κάτι ωραία πράγματα». Δεν τον ήξερα, τότε δεν έπαιζε, αλλά πήγα και τον βρήκα. Του είπα τι ήθε-λα κι ο Κουν με κοίταξε πολύ περίεργα. Φαίνεται πως κάτι είδε σ’ εμένα, γιατί μου είπε: «Αν θέλεις θα σε πάρω στη σχολή μου κι ας είσαι ακόμα μαθήτρια. Φτάνει να μου φέρεις μια βεβαίωση ότι θα τελειώσεις το σχολείο». Έφυγα περιχαρής. Αλλά δεν μ’ άφησαν οι γονείς μου να πάω εκεί. «Θα πας στο Εθνικό», μου είπαν. Πήγα και δεν έκανα τίποτα, δεν γινόταν και τίποτα σπουδαίο εκεί μέσα. Κι ύστερα είπα να πάω στην Αγγλία, να μάθω τουλάχιστον εγγλέζικα. Πήγα στη Βασιλική Σχολή Δραματικής Τέχνης και ήταν άθλια. Δυστυχώς δεν πήγα ποτέ στον Κουν. Κι έχω ακόμα καημό, γιατί νομίζω πως θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγμα-τα αν είχα πάει. Πώς θα ήταν διαφορετικά;Ξ.Κ.: Δεν ξέρω, αλλά αισθάνομαι ότι ξεκίνησα με πολύ λάθος τρόπο. Στην Αγγλία έμαθα άλλα πράγ-ματα, αλλά σαν ηθοποιός τίποτα. Αργότερα πήγα σ’ έναν γαλλικό θίασο με τον οποίο γυρίζαμε την Αγγλία παίζοντας στα γαλλικά. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά ούτε κι αυτό ήταν τίποτα. Όταν γύρισα πήγα και δούλεψα ένα χειμώνα με τον Μίμη Φωτόπου-λο. Δεν μου ταίριαξε καθόλου η ατμόσφαιρα. Ούτε και με τον Διαμαντόπουλο, τον οποίο θαύμαζα πολύ κι έμεινα μαζί του τρία χρόνια, έμαθα πολλά. Τελικά, έμαθα πολύ αργότερα. Με τον Βολανάκη, με τον Φασουλή ή και μόνη μου. Ωρίμασα πολύ πιο αργά απ’ ό,τι θα έπρεπε. Αλλά δεν πειράζει. Πρόλαβα τουλάχιστον κι έκανα μερικά πράγματα που μου αρέσουν. Ο Κουν ήταν και μια προσωπικότητα που απ’ ό,τι φαντάζομαι θα σας χάραζε άλλο δρόμο.Ξ.Κ.: Ναι, εμένα ο Κουν θα μου πήγαινε. Τέλος πάντων, ποτέ δεν ξέρεις τι είναι για καλό ή για κακό. Το θέμα είναι ότι πέρασα κάποια χρόνια που δεν λειτουργούσα καλά ως ηθοποιός. Έκανα λ.χ. ταινίες που δεν ήταν καλές. Όταν τις ξαναβλέπω καμιά φορά, τυχαία, ζαπάροντας, νιώθω λίγο σαν να μην είμαι εγώ. Ήταν βέβαια και μια άλλη επο-χή. Εγώ τώρα θα ήθελα να ξεκινούσα. Γιατί τώρα οι ηθοποιοί αλλιώς μαθαίνουν τα πράγματα. Αλήθεια, έχει έρθει ποτέ σε επαφή μαζί σας το Υπουργείο Παιδείας να σας ζητήσει κάποιου τύπου συνεργασία;Ξ.Κ.: Όχι. Ούτε προσπαθώ πια. Τα πρώτα χρόνια προσπαθούσα να πείσω τις επιτροπές ότι πρέπει να έρχονται στις παραστάσεις μας τα σχολεία. Πή-γαινα λοιπόν και στηνόμουν στα υπουργεία ώρες. Μπαινοβγαίνανε παπάδες, ηθοποιοί..., ατμόσφαι-ρα Γκόγκολ. Τα παράτησα. Τώρα πια το Υπουργείο Παιδείας το μόνο που κάνει είναι να εγκρίνει ή να απορρίπτει τις παραστάσεις μας για τα σχολεία. Πρόπερσι, π.χ., δεν ενέκριναν το «Δρακούδι». Ευ-τυχώς όμως κοινοποίησαν την απόφαση όταν πια το έργο είχε ολοκληρώσει τις παραστάσεις του! Σε κάποια άλλη χώρα, μια περίπτωση σαν τη δική σας θα την είχαν προσεγγίσει ζητώντας μια πρόταση, μια ιδέα.Ξ.Κ.: Καταρχήν το Υπουργείο Παιδείας δεν συνερ-γάστηκε ποτέ με το Υπουργείο Πολιτισμού, πράγμα τερατώδες. Κατά τα άλλα, ουδείς μας ζήτησε συ-νεργασία. Θα θέλαμε όμως πολύ να μας βοηθούσε οικονομικά κάποιος, έστω και λίγο.

8/32 ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ >>

γιώργος Κουρουπός

>Η γρήγορη ενηλικίωση του Design Walk

Δεν χρειαζόταν να «αλλάξει» το Design Walk για να επιβεβαιώσει την ηγεμονική του θέση στη γραφιστική σκηνή της Αθήνας. Αλλά από τον πρώτο του κιόλας χρόνο, το 2007, κατόρθωσε να ξεφύγει από τα στενά όρια μιας επαγγελματικής ομάδας, όσο cool και «προχωρημένη» κι αν θεωρείται. Το Design Walk έγινε αμέσως αυτό που λέμε «θεσμός της πόλης», μια ανέμελη βόλτα στα δημιουργικά γραφεία της Αθήνας, που ευτυχώς γεωγραφικά συγκεντρώνονται στου Ψυρρή. Τα περισσότερα τουλάχιστον. Αλλά αυτό που «αλλάζει» φέτος δεν είναι η διάθεση ή η αίσθηση της ανάλαφρης βόλτας κάποιου Σαββατοκύριακου του Φλεβάρη (5, 6 και 7 του μηνός). Φέτος το Design Walk έχει για πρώτη φορά επιμελητές (τη Μελίτα Σκαμνάκη και τον Wilhelm Finger), ενώ τα γραφεία, δεκατρία τον αριθμό, δεν θα παρουσιάζουν σκόρπιες δουλειές τους αλλά μικρές εκθέσεις με κάποια κεντρική ιδέα. Η ιδέα είναι τα «αντίθετα σημεία». Αν συμφωνή-σουμε ότι η δημιουργική διαδικασία είναι μια διαδρομή κατά τη διάρκεια της οποίας ο graphic designer αντιμετωπίζει ισχυρά δίπολα, σημεία αντιθέσεων, τα οποία πρέπει να προσεγγίσει και να ξεπεράσει, ο δημιουργός οφείλει να διαλέξει, να ταυτιστεί με το ένα, προκειμένου να προχωρήσει στον σχεδιασμό. Σε αυτά ακριβώς τα σημεία των αντιθέσεων που προκύπτουν καθημερινά στηρίζεται η ιδέα για το Design Walk 2010, με αποκλειστικό χορηγό στη βόλτα το Bombay Sapphire Gin. Ας πούμε, στο γραφείο «I AM design, etc.» (Αριστοφάνους 14-16) θα παρακολουθήσετε τη «σύγκρουση» ανάμεσα στο «αυθεντικό» και την «αντιγραφή». Το Original vs Copy ξεφεύγει από τα όρια της δημιουργίας και μπαίνει στη σφαίρα του δημιουργού. Οι οικογενειακές, κοινωνικές και γεωγραφικές επιρροές, οι ρόλοι στους οποίους καλούμαστε να μπούμε, τα όρια τα οποία δεν πρέπει να ξεπεράσουμε και τελικά ο βαθμός αυθεντικότητας της κάθε απόφασής μας, σε συνάρτηση με την αντίληψη του παρατηρητή που μας εξετάζει. Οι επισκέπτες καλού-νται να γνωρίσουν τον απέναντί τους και να αναγνωρίσουν τα αυθεντικά ή μη στοιχεία της συμπεριφοράς του, φέρνοντας τελικά και τον ίδιο τους τον εαυτό αντιμέτωπο με την αυθεντικότητά τους. Εργαλείο για αυτή την αναζήτηση αποτελεί μια τρισδιάστατη οπτικοακουστική μαθηματική εξίσωση. Το Design Walk 2010, εκτός από επιμελητές και κεντρική ιδέα, διαθέτει μια σειρά παράλληλων εκδηλώσεων, με στόχο να προσφέρουν στο κοινό μια πιο ολοκληρωμένη εμπειρία. Τα ντοκιμαντέρ που θα προβληθούν στο TAF (The Art Foundation, Νορμανού 5, Μοναστηράκι), με ελεύθερη είσοδο, περιλαμβάνουν ανάμεσα σε πολλά άλλα και το κινηματογραφικό πορτρέτο του σημαντικού graphic designer Milton Glaser. Σημειώστε επίσης τα δύο θεματικά εργαστήρια γραφιστικής για σπουδαστές (σε συνεργασία με την Ένωση Γραφιστών Ελλάδας) και το πάρτι του Design Walk, το πρώτο Silent Sound Show στην Ελλάδα, το οποίο θα γίνει στο Bios, την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου. Το SSSh είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία γι’ αυτούς που παίρνουν μέρος, αλλά και για εκείνους που απλώς το παρακολουθούν. Οι επισκέπτες φορούν ειδικά ακουστικά με δυο κανάλια, τα οποία παίζουν αντίθετου είδους μουσική από δυο DJs. Όσοι φορούν τα ακουστικά μπορούν να αλλάζουν κανάλι και να χορεύουν τη μουσική από τον DJ που διαλέγουν κάθε φορά. Με το Silent Sound Show τελικά ο καθένας μπορεί να ακούει και να χορεύει με τη μουσική της επιλογής του. Όσοι δεν φορούν ακουστικά αντιμετωπίζουν το αξιοπερίεργο θέαμα εκείνων που χορεύουν χωρίς να ακούγεται μουσική. Καλές βόλτες! Και προσοχή στο ωράριο. Την Παρασκευή από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 10 το βράδυ και το Σαββατοκύριακο από τις 12 το μεσημέρι έως τις 7 το απόγευμα.

| Δημήτρης Ρηγόπουλος

>Όπερα σε παγκόσμια πρώτη

Ήταν στις αρχές του χρυσού ισπανικού αιώνα, συγκε-κριμένα το 1614, που ο συγγραφέας του «Δον Κιχώτη» Μιγκέλ Ντε Θερβάντες έγραψε ένα ιντερμέδιο για τον ρα-τσισμό και τη μισαλλοδοξία, τη «Σκηνή των Θαυμάτων». Σήμερα, εν έτει 2010, ο συνθέτης Γιώργος Κουρουπός κοιτά ξανά το κείμενο του ισπανού λογοτέχνη, επιλέγει την κιθάρα, το κατεξοχήν όργανο της ισπανικής μουσι-κής, για να δομήσει τη σύνθεσή του, και το παρουσιάζει, σε παγκόσμια πρώτη, υπό τη μορφή όπερας δωματίου (9, 10 και 11 Φεβρουαρίου, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών). Ο ίδιος λέει πως πρόκειται για μία μαύρη και ανήσυχη κωμωδία, η οποία μιλάει για τον φόβο του άλλου και τη δαιμονοποίηση του διαφορετικού. Και δεν έχει άδικο, αφού πρόκειται για την ιστορία ενός περιφερόμενου θιάσου που εξαπατά ένα ολόκληρο χωριό, με τους καλ-λιτέχνες να ανακοινώνουν στους κατοίκους πως όσα θα παρουσιάσουν στη σκηνή –δηλαδή τίποτα– δεν θα μπορέσουν να τα δουν όσοι έχουν μέσα τους έστω και μια στάλα εβραϊκό αίμα ή είναι νόθοι. Έτσι, οι χωρικοί αυθυποβάλλονται για να αποδείξουν την «καθαρότητά» τους και πιστεύουν όσα τους αναγγέλλει ο θεατρώνης ότι συμβαίνουν μπροστά στα μάτια τους. Τη σκηνοθε-τική μπαγκέτα στη «Σκηνή των Θαυμάτων» κρατά ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος που μπαίνει για πρώτη φορά επαγγελματικά στον κόσμο της όπερας. «Πάντα είχα τον φόβο αν θα τα καταφέρω, γιατί πρόκειται για ένα μουσικό είδος, αλλά το τόλμησα έχοντας εμπιστοσύνη στο χιούμορ μου». Σύμφωνα με τον Θεοδωρόπουλο, το ίδιο το κείμενο του Θερβάντες, η φόρμα στην ισπανική του εκδοχή, είναι βασισμένο τόσο πάνω στην commedia dell arte όσο και, κατά τη γνώμη του, στο κουκλοθέατρο και τις μαριονέτες. Αυτός είναι και ο λόγος που το σκη-νικό είναι ένα μεγάλο πατάρι κουκλοθέατρου (Αντώνης Δαγκλίδης), τα ρούχα πολύχρωμα, φτιαγμένα από χαρτί (Clare Bracewell) και η κίνηση απολύτως στυλιζαρισμένη (Αγγελική Στελλάτου).

| Αγγελική Μπιλλίνη

>Όνειρα με μάτια ανοιχτά

Στα μάτια ίσως, στο αγωνιώδες, διερευνητικό, ανήσυχο, σπινθηροβόλο βλέμμα διακρίνονται καλύτερα από οπουδήποτε αλλού οι διαθέσεις και οι προθέσεις: η απόπειρα ερμηνειών, η κατα-νόηση, η απορία. Στην ελπίδα και στα μάτια των παιδιών, όπως τραγουδούσε και ο Σαββόπουλος («...δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά, στην αγορά, στο Λαύριο») ή η Λένα Πλάτωνος («Τα μεγάλα του μάτια μού φάνηκαν χοάνες που από μέσα τους μπορούσε ο καθένας να διακηρύξει τ’ ανθρώ-πινα δικαιώματα»), καθρεφτίζεται η ενοχή του μεγάλου. Σ’ αυτά τα μάτια παιδιών, που θυμίζουν manga φιγούρες και παραπέμπουν στα αλλόκοτα πλάσματα της οργιώδους δημιουργικότητας του Τιμ Μπάρτον, εστιάζει η Σοφία Παρασκευοπού-λου στην έκθεση ζωγραφικής και κατασκευών «Ήμασταν κάποτε παιδιά», στο πρώτο επίπεδο της Γκαλερί Αστρολάβος-Δεξαμενή (Ξανθίππου 11, Κολωνάκι, 4 Φεβρουαρίου - 6 Μαρτίου), με έντο-νες αναφορές στην αισθητική των κόμικς και του γκράφιτι, με ποπ φιγούρες σε ένα σύγχρονο gothic παραμύθι διαφυγής, σε μια αναζήτηση διεξόδου από το σκοτάδι προς το φως και το χρώμα του ονείρου και της φαντασίας. Ταυτόχρονα και πα-ράλληλα, στο δεύτερο επίπεδο του Αστρολάβου, η Άννα Μαρία Παπαδημητρίου παρουσιάζει την έκθεση ζωγραφικής «Light-scapes», με έργα στα οποία κυριαρχούν το χρώμα και το φως ως συ-στατικά στοιχεία τοπίων του ονείρου, ως εργαλεία αφαίρεσης και επαναδημιουργίας ενός υπερρε-αλιστικού κόσμου με ιμπρεσιονιστικές πινελιές. Με λάδια σε καμβά και χαρτί, η Παπαδημητρίου, τρία χρόνια μετά τη συμμετοχή της στην έκθεση Σύγχρονοι Δημιουργοί της Αφαίρεσης, έλκεται από την ανάμιξη χρωμάτων που συνθέτουν κό-σμους του ασυνείδητου, ακολουθεί συνειρμικές διαδρομές όπου ο προσανατολισμός δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά η κατάδυση στο όνειρο και η ανάδυση από αυτό. Και οι δυο αυτές εκθέσεις, από νέες γυναίκες δημιουργούς μάλιστα, σε συνύ-παρξη και ίσως συνομιλία μεταξύ τους, έχουν και ένα επιπλέον ενδιαφέρον στοιχείο, υπενθυμίζουν πως τα όνειρα δεν είναι μόνο εφιάλτες. Αρκεί να μην τα βλέπεις μόνο με κλειστά μάτια.

| Γιάννης Κουκουλάς

Έργο της ςοφίας παρασκευοπούλου

Poor Designers

ΠΟΝΤΙΚΙart 4-10.2.10ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

4 Φεβρουαρίου. Εβδομάδα

γελοιοτήτων. Ποιον χωρισμό

να διαλέξω; Της Ελένης ή της

Τζούλιας; Μήπως ν’ ασχοληθώ

με την Αντζελίνα και τον Μπραντ

που είναι πιο σικ; Ωραία μίντια

έχουμε! Εδώ ο κόσμος καίγεται

και οι ξανθές των β΄ ρόλων και-

ροφυλακτούν για κανένα ρετάλι,

σε είδηση, των άλλων ξανθών,

που όμως είναι πρωταγωνίστριες.

Μόνο εγώ δεν τοποθετήθηκα

για το «εθνικό» μας διαζύγιο.

Μέχρι και η Καλομοίρα είπε τη

γνώμη της! Σ’ αυτές τις περι-

πτώσεις κλείνεις την τηλεόραση

και βγαίνεις στην πόλη. Δεν

κοιτάς τα περιοδικά που κρέμο-

νται στα περίπτερα, γιατί κι εκεί

σ’ την έχουν στημένη, και σφυ-

ρίζεις αμέριμνα. Είναι όντως

2010; Είδα στο Θέατρο Χώρα

μια εξαιρετική παράσταση και

σας τη συστήνω ανεπιφύλακτα.

Η «Πέτρα της υπομονής», αρ-

χικά ήταν βιβλίο του Ατίκ Ραχίμι,

αλλά τώρα είναι παράσταση σε

διασκευή-σκηνοθεσία Γιώργου

Νανούρη. Μια γυναίκα εξο-

μολογείται στον άνδρα της –που

είναι σε κώμα– τις φοβίες της, τις

επιθυμίες, τις διαψεύσεις, τα ψέ-

ματά της, τις ανάγκες της… Η

εσωτερική ζωή φανερώνεται και

η πληγή ανοίγει. Η Νεκταρία

Γιαννουδάκη είναι τόσο τραγική

και τόσο μινιμαλιστική όσο χρειά-

ζεται για να απογειώσει τον ρόλο

της Αφγανής που τολμά να σηκώ-

σει κεφάλι. Η μουσική βοηθάει

πολύ τη φόρτιση συναισθήματος

και η σκηνοθεσία του Νανούρη

(πρώτη του δουλειά το επίσης πε-

τυχημένο «Εδώ») δεν αφήνει τον

θεατή να μείνει έξω από την ιστο-

ρία. Μια σφιχτή παράσταση 70

λεπτών, με εντάσεις, ανατροπές

και πολύ δυνατό φινάλε. Αντι-

θέτως, η παράσταση του Θωμά

Γύρω γύρω πόλη...Της Άννας Βλαβιανού

Μοσχόπουλου, στο Θέατρο Αλί-

κη, είναι ένα big θέαμα τεσσάρων

ωρών, συν τα διαλείμματα, αν

φυσικά επιλέξετε να δείτε και τις

δυο παραστάσεις μαζί («Τι είδε ο

μπάτλερ» και «Δωδεκάτη νύχτα»).

Ένας εικαστικός θρίαμβος

επί σκηνής, με τους ηθοποιούς

σε πολύ καλές επιδόσεις – κυρίως

στο έργο «Τι είδε ο μπάτλερ».

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, που

σκηνοθέτησε και τα δυο έργα,

άφησε τη φαντασία του να καλπά-

ζει και παρέδωσε στον θεατή μια

υψηλότατη αισθητικά δουλειά,

απ’ αυτές που σου δημιουργούν

ευφορία με το που ανοίγει η αυ-

λαία. Πολλές ενστάσεις μπορεί

να εγείρει ένας εξειδικευμένος

θεατής. Πού αρχίζει η φάρσα

και πού τελειώνει η κωμωδία

κ.λπ., κ.λπ. Ίσως πράγματι η

τόση εικαστική επιτήδευση να

«κατάπιε» εν μέρει τα έργα.

Όμως, σαν πταίσματα θα τα έλε-

γα, όταν μπορείς να δεις μια τόσο

φροντισμένη δουλειά. Διαβάζω

το βιβλίο του Ορχάν Παμούκ,

το τελευταίο του, «Το μουσείο

της αθωότητας», τόσο απλό και

τόσο βαθύ. Ένα βιβλίο για τον

έρωτα, την αφοσίωση, το πάθος,

τη φιλία, το χρόνο, το δικαίωμα

στην ευτυχία. Θέλετε τίποτα

άλλο από ένα ανάγνωσμα;

Μην περιμένετε τις διακοπές για

να διαβάσετε. Άλλωστε, τώρα

που οι τηλεοράσεις ή σου σπάνε

τα νεύρα με τις ηλιθιότητες ή σε

φοβίζουν με τις καταστροφολο-

γικές προβλέψεις, ένα βιβλίο σε

ταξιδεύει μακριά. Το συγκεκρι-

μένο, δίπλα στην Ιστανμπούλ.

Ένα τσιγάρο δρόμος. Κι

ένας πολιτισμός… μακριά. Πέ-

μπτη, Τσικνοπέμπτη. Όλα στα

κάρβουνα... Εκτός απ’ αυτά

που πρέπει!

33/9>>

>το παρελθόν (ξανά) μας χτυπά την πόρτα

Από τη μία οι Uriah Heep (την Παρασκευή στο Block 33 της Θεσσαλονίκης, το Σάββατο στο Gagarin) και από την άλλη οι And Also The Trees (Σάββατο και Κυριακή, στο Rodeo). Επιστροφή στο παρελθόν της μουσικής με άλλα λόγια, ίσως γιατί το παρόν φαντάζει πλέον πολύ αδιάφορο. Οι Uriah Heep έρχονται από τα βάθη της δεκαετίας του ’70, τότε που μεσουρανούσαν ονόματα όπως οι Led Zeppelin και οι Black Sabbath. Ενώ οι And Also The Trees ξεκίνησαν στις αρχές των eighties, εποχές που κυριαρχούσε η σκοτεινή ποπ των Cure και των Joy Division. Θυμάμαι μία από τις πρώτες φορές που είδαμε τους Uriah Heep στο ένδοξο Ρόδον Club. Νομίζω πως ήταν 1988 και ήδη ακούγονταν εντελώς ξεπερασμένοι. Έκαναν όμως ένα σπιντάτο live. Όπως και συνεχίζουν να δίνουν καλές συναυλίες μέχρι και σήμερα. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τα συγκροτήματα της γενιάς εκείνης. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν μεγαλώσουν ή βγουν εκτός μόδας τα μέλη τους, στη σκηνή μεταμορφώνονται. Ξανανιώνουν. Το υπόσχεται άλλωστε και ο Μικ Μποξ, από τα ιδρυτικά μέλη του συγκροτήματος: «Οι συναυλίες μας στην Ελλά-δα θα είναι ουσιαστικά μια παρουσίαση του "Celebration",

δηλαδή των 40 χρόνων μας στη μουσική». Όσο για τους And Also The Trees, αυτοί μας έρχονται με ολοκαίνουργιο άλμπουμ στις αποσκευές τους. Το «When The Rains Come». Και, ευτυχώς, θα παρουσιάσουν ένα εντελώς διαφορετικό πρότζεκτ από αυτό που είδαμε πέρυσι. Τώρα θα έχουν με-λόντικες, ακορντεόν, κοντραμπάσα και ακουστικές κιθάρες. Θα λείπουν τα ντραμς και ο... θόρυβος. Η ένταση θα είναι πιο χαμηλών τόνων...

>Μπαλέτα με ιστορία

Ένας αιώνας ιστορίας, το όνομα του Ντιαγκίλεφ στον οποίο τη χρωστούν και ένα από τα πιο δημοφιλή έργα κλασικού χορού είναι αρκετά για να κάνουν τουλάχιστον άκρως εν-διαφέρουσα την εμφάνιση των διάσημων μπαλέτων του Μόντε Κάρλο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η ιστορία των μπαλέτων αρχίζει το 1909, όταν ο διάσημος ιμπρεσάριος Σεργκέι Ντιαγκίλεφ παρουσίασε στο Παρίσι μια ομάδα με τους καλύτερους χορευτές των αυτοκρατορικών μπαλέτων της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης, με επικεφαλής τον Νιζίνσκι και την Άννα Πάβλοβα. Έτσι, παρουσίασε για πρώτη φορά στον δυτικό κόσμο μια χορευτική παράσταση ως αυτόνομο θέαμα και όχι ως συμπλήρωμα σε κάποια όπερα. Ο θάνατος του Ντιαγκίλεφ και το κραχ του 1929 οδήγησαν στη διάλυση της ομάδας, η οποία συγχωνεύτηκε με τα Μπαλέτα της Ρωσικής Όπερας του Παρισιού και αργότερα

διαλύθηκε. Το 1985 δημιουργήθηκε ξανά με πρωτοβουλία της πριγκίπισσας Γκρέις του Μονακό και σήμερα επικεφαλής είναι η κόρη της, Πριγκίπισσα Καρολίνα του Ανόβερου. Στο Μέγαρο, στην Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», 5, 6 και 7 Φεβρουαρίου, θα παρουσιάσουν το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» σε μουσική Προκόφιεφ. Τη χορογραφία υπογράφει ο Ζαν Κριστόφ Μαγιό, καλλιτεχνικός διευθυντής των μπαλέτων από το 1993 και ένας από τους κορυφαίους χορογράφους της εποχής μας. Στη δική του ερμηνεία του σαιξπηρικού έργου, η θεματική της πολιτικοκοινωνικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στις οικογένειες των Μοντέγων και των Καπουλέτων παρα-μερίζεται, για να προβληθούν τα ακραία συναισθήματα και οι αμφιβολίες των δυο ερωτευμένων νέων. Οι παραστάσεις είναι αφιερωμένες στην ευαισθητοποίηση του κοινού για την πρόληψη και θεραπεία του καρκίνου.

| Ελίνα Μπέη

| Δημήτρης Κανελλόπουλος

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Αnd Αlso The Trees

10/34 ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ >>

>ςπουδαία ορχήστρα, σπουδαία σάουντρακ

Ο κινηματογράφος είναι σαν τη ζωή, με τη διαφορά πως ό,τι διαδραματίζεται στο πανί διαθέτει και σάουντρακ, νότες που έρχονται την καίρια στιγμή για να κορυφώσουν το συναίσθημα, να τρομάξουν, να εντείνουν την αγωνία. Στους ήχους του σινεμά, λοιπόν, είναι αφιερωμένο το Σαβ-βατοκύριακο 6 και 7 Φεβρουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, φιλοξενώντας δύο συναυλίες με τη Συμφωνική του Μονάχου υπό τη μουσική διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ, δύο εκδηλώσεις με τίτλο «Πάμε σινεμά;». Η δι-εθνούς φήμης ορχήστρα, η οποία ιδρύθηκε το 1945 και συνέδεσε το όνομά της με περισσότερα από 500 φιλμ στη Γερμανία και δεκάδες άλλα διεθνούς παραγωγής (π.χ. «Η σιωπή των αμνών»), θα ερμηνεύσει κινηματογραφι-κά θέματα γραμμένα από διάσημους συνθέτες, όπως οι: Άλφρεντ Νιούμαν, Μαξ Στάινερ, Τζον Γουίλιαμς, Μορίς Ζαρ, Ένιο Μορικόνε, Αλέν Ντεπλά, Φίλιπ Γκλας, Ελένη Καραΐνδρου, Χανς Τζίμερ κ.ά. Μετά από αυτό το γεμάτο κινηματογραφική μουσική διήμερο στο Μέγαρο, ένα εί-ναι σίγουρο, πως οι σινεφίλ θα μπουν στον πειρασμό να ξαναδούν σε DVD κλασικές ταινίες όπως: «Όσα παίρνει ο άνεμος», «Ιντιάνα Τζόουνς», «Η λίστα του Σίντλερ», «Τζουράσικ Παρκ», «Τα σαγόνια του καρχαρία», «Κάποτε στην Αμερική», «Σινεμά ο Παράδεισος», «Ο Λόρενς της Αραβίας», «Δόκτωρ Ζιβάγκο», «Οι ώρες», «Υπερηφάνεια και Προκατάληψη», «Οι πειρατές της Καραϊβικής», «Η Αποστολή» κ.ά. Σημειωτέον πως η συναυλία του Σαββάτου έχει σολίστ τον Χρίστο Παπαγεωργίου.

| Αγγελική Μπιλλίνη

>Μια φορά δεν ήταν αρκετή

Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη και ο Στέφανος Κορκολής είναι και πάλι μαζί. Δεν εννοούμε τη φιλική τους σχέση, που είναι ούτως ή άλλως θεμελιωμένη γερά, αλλά τη συνύπαρξή τους στη σκηνή του Gazarte από τις 6 Φεβρουαρίου (κάθε Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα, Βουτάδων 32-34, Γκάζι). Η χημεία τους δοκιμάστηκε ήδη πέρυσι και μάλιστα στην πιο λιτή της εκδοχή: μία φωνή και ένα πιάνο. Φέτος όμως η παρέα τους ανοίγει την αγκαλιά της και σε ένα νέο μέλος, τον κρουστό Ζε Λουί Νασιμέντο, ο οποίος έρχεται από τη χώρα του ποδοσφαίρου, τη Βραζιλία. Έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με τη Σεζάρια Εβόρα, τον Ζορζ Μουστακί κ.ά. Θα επιστρατεύσει όλη τη δεξιοτεχνία του για να «σιγοντάρει» μια φωνή και ένα πιάνο. Η διαδρομή της Άλκηστης Πρωτοψάλτη και του Στέφανου Κορκολή εγγυάται καταρχήν ένα καλό ρεπερτόριο. Εκτός όμως από μία ανθολόγηση των ξεχωριστών σταθμών

στην προσωπική διαδρομή του καθενός, δεν θα λείψουν οι πειραμα-τισμοί με ξένα τραγούδια. Θα δοκιμαστεί live και ένας καινούργιος δίσκος, που θα κυκλοφορήσει σύντομα και θα σφραγίσει και τυπικά τη συνεργασία τους. Οκτώ από τα νέα τραγούδια έχουν την υπογραφή του Στέφανου Κορκολή, ενώ τα υπόλοιπα νέων συνθετών. Τους στί-χους υπογράφουν οι Λίνα Νικολακοπούλου, Νίκος Μωραΐτης, Ρεβέκκα Ρούσση, Γιάννης Γούνας, Βίκυ Παπαθεοχάρη, Δάφνη Αλεξανδρή. Το στίγμα του καινούργιου υλικού μυρίζει φρεσκάδα και παιχνιδιάρικη διάθεση, αφού πατά σε ελληνοβραζιλιάνικες μελωδίες και χορευτικούς ρυθμούς. Πάντως, στην Άλκηστη των μεγάλων στιγμών και των σουξέ, ταιριάζουν οι χώροι σαν το Gazarte, χαμηλόφωνοι και οικείοι, οι οποίοι συσπειρώνουν εκλεκτικούς ακροατές που γίνονται μια παρέα γύρω από ένα μεγάλο σαλόνι.

>Oλοκαίνουργιος ΜαντζαβίνοςΟ Τάσος Mαντζαβίνος αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση στην ελληνική ζωγραφική, κα-θώς καταφέρνει να συνταιριάζει την ευρωπαϊκή του παιδεία, τα νεοελληνικά ερεθίσματα και ένα πιο λαϊκό ένστικτο. Η ζωγραφική του πορεία τον έχει οδηγήσει στη διατύπωση ενός πιο προσωπικού ιδιώματος όλο πιο κοντά σε έναν προσωπικό, ανθρωποκεντρικό σουρεαλισμό. Την Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου εγκαινιάζεται στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη η έκθεση με τη νέα του δουλειά. Όπως αναφέρει στο κείμενό της η Ελισάβετ Πλέσσα «Σε μεγαλύτερα και μικρότερα έργα, λάδια σε καμβά, πολυάριθμα έργα σε χαρτί και ξύλινες κατασκευές, και μαζί με τις γνώριμες εμμονές του Μαντζαβίνου με τα καράβια, τα τάματα, τους καβαλάρηδες και τους εραστές, και, κυρίως με την ίδια του τη μορ-φή, κάνουν την εμφάνισή τους τώρα σύγχρονες Καρυάτιδες με πρόσωπα-μάσκες και βαρυφορτωμένα καπέλα, γιγαντιαία δέντρα με κουφάλες-μήτρες που προστατεύουν

τη φιγούρα του ζωγράφου, και άλλα που στον κορμό τους φέρουν σαν χαραγμένο το μοναχικό περίγραμμα μιας όρθιας γυμνής γυναίκας. Συνεπής με την ιδιοσυγκρασία και τις αναζητήσεις του καλλιτέχνη, η πληθωρική ζωγραφικότητα της νέας δουλειάς του Μαντζαβίνου διακατέχεται από τη δύναμη του χρώματος και κυριαρχείται από το πάθος του για το σχέδιο». Ο ίδιος ο ζωγράφος είχε γράψει με αφορμή προηγούμενη έκθεσή του στην Γκαλερί TinT στη Θεσσαλονίκη: «Το τετράδιο της ζωγραφικής που στα χρόνια του Δημοτικού ζωγράφιζα, όπως και η μοναξιά μου, ήταν η αιτία να γίνω ζωγράφος. Η ζωγραφική ήταν αγκάλη, μετά έγινε γυναίκα πάντα διαθέσιμη για μένα. Μέχρι τώρα ταξιδεύω στη ζωή αγκαζέ μαζί της. Με δίδαξε να βλέπω επί της ουσίας και τελευταίως να διαβάζω ποίηση. Τώρα, στα πενήντα μου λέω: Ας είναι ευλογημένες οι δυσκολίες της ζωής μου». Τι ωραία κουβέντα!

| Δημήτρης Ρηγόπουλος

| Χρυσούλα Παπαϊωάννου

ςκηνή από την ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος»

Άλκηστις πρωτοψάλτη, ςτέφανος Κορκολής

ΠΟΝΤΙΚΙart 4-10.2.10

>ποτέ δεν τον χορταίνεις

Δεν του ταιριάζει ο χαρακτηρισμός του παλαίμαχου και σε κάθε του ζωντανή εμφάνιση το αποδεικνύει. Εντούτοις, ο σαξοφωνίστας από το Καμερούν Μανού Ντιμπάνγκο, που θα εμφανιστεί και πάλι φέτος για τρεις βραδιές στο Gazarte στο Γκάζι (10, 11 και 12 Φεβρουαρίου) είναι μάλλον ο παλαιότερος εν ενεργεία αφρικανός μουσικός με παγκόσμια εμβέλεια. Και αν ως αιτία για αυτό το τελευταίο πολλοί δείχνουν την αθάνατη επιτυχία του τραγουδιού «Soul Makossa», υπάρχουν άλλοι τόσοι που μπορούν να απαγγείλουν έναν ατελείωτο κατάλογο από μουσικά επιτεύγματα, συνεργα-σίες, δηλώσεις εκτίμησης και αποδοχής από διακεκριμένους συναδέλφους και ούτω καθεξής. Ο Μανού Ντιμπάνγκο στη διάρκεια μιας πολύχρονης καριέρας κατόρθωσε να μην επαναλάβει τον εαυτό του. Να μην κάνει ποτέ αυτό που όλοι περίμεναν από εκείνον. Και να το κάνει καλά και καλύτερα. Αντί να επαναπαυθεί στις δάφνες του πιο διάσημου αφρικανού μουσικού στο εξωτερικό και να παίζει την όμορφη makossa του, εκείνος άρχισε να πειραματίζεται με την τζαζ, τη ρέγκε, την ηλεκτρονική μουσική και σε ηλικία 50 ετών, το 1984, άρχισε να εξερευνά και το χιπ-χοπ! Πλησιάζει τα 80 και παρ’ όλα αυτά συνεχίζει ακάθεκτος όχι να διαδίδει τη μουσική της πατρίδας του, αλλά να αναζητά το σύγχρονο πρόσωπο της αφρικα-νικής μουσικής. Δεν είναι βέβαια και η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αφρικανού μουσικού και άλλωστε η ζωή του ήταν πάντοτε μοιρασμένη μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής. Στην Ελλάδα τον υποδεχόμαστε συχνά εδώ και 20 χρόνια, αλλά, πιστέψτε με, όσες φορές κι αν έρθει ποτέ δεν αρκούν για να τον χορτάσεις. Με έναν τρόπο που μόνο εκείνος κατέχει έχει κερδίσει με τη μουσική του αίσθηση, το χιούμορ και τη γλύκα του τη μάχη με τον χρόνο.

| Λεωνίδας Αντωνόπουλος

35/11>>

Συχνά, ομολογώ, τα σλόγκαν του

Jumbo δεν είναι του γούστου μου.

Αυτό, όμως, το «με τον κουραμπιέ στο

στόμα θα τσικνίσουμε», ε, εύστοχο

το λες. * Με την τσίκνα στο στόμα,

αύριο στο Fuzz club ο ανένδοτα sui

generis Κωνσταντίνος Βήτα παρου-

σιάζει το νέο του άλμπουμ, «Ένωση».

* Και μια κι ο λόγος περί ένωσης: οι

Κατσιμιχαίοι επιστρέφουν, λέει, τον

Μάρτη για δυο μόνο

συναυλίες σε Αθή-

να και Θεσσαλονίκη.

Ίπτανται ήδη κάτι μεμ-

ψίμοιροι ψίθυροι για

τα «ποταπά» ελατήρια

της αδελφικής επανέ-

νωσης, αλλά προσω-

πικά χέστηκα για τα

ντεσού. Τα τραγούδια

μού φτάνουν. * Καταφθάνουν στην

πόλη –με σειρά εμφάνισης– η Ούτε

Λέμπερ, η Μίσια, οι δερβίσηδες Με-

βλεβί. Δε λέω, καλοί και άξιοι απα-

ξάπαντες, ζήτω και εύγε τους. Αλλά

πόσες φορές ν’ αντέξει πια να τους

(ξαν)απολαύσει κι ο έρμος ο Έλλην

θεατής; Πάλι καλά που διαλύθηκαν

κι οι Scorpions, δηλαδή... Danke, ρε

Κλάους. * Η νέα ταινία του Πολάν-

σκι «Ο συγγραφέας-φάντασμα» ντε-

μπουτάρει σε λίγες μέρες στην πάντα

εστέτ Μπερλινάλε. Ο ίδιος ο Ρομάν,

βέβαια, πάντα σε κατ’ οίκον περιο-

ρισμό στο σαλέ του. * Κι αν τα ξε-

φτιλισμένα εθνικά spread σάς έχουν

κλείσει οσαύτως κατ’

οίκον, έρχεται, λέει,

η «Παταγονία» στο

Mega. Exreme δράση,

reality ξεκατινιάσμα-

τα, φυσιολατρικό μπα-

νιστήρι στις εσχατιές

του νότιου ημισφαιρί-

ου. Να το επιχειρήσω;

* Καλέ, habemus τη-

λεκεφαλές: νέος πρόεδρος-διευθύνων

σύμβουλος της ΕΡΤ ο Γιώργος Γαμπρί-

τσος, πρόεδρος εν (νομοθετική) ανα-

μονή ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ο

γνωστός και μη εξαιρεταίος «Γάτος»

του προσημιτικού ΠΑΣΟΚ.

Τελευταίο δεκαήμερο της Αποκριάς·

αλλά οι μάσκες μερικών-μερικών να

μην πέφτουν με τίποτα, αδελφέ μου.

* Έφυγε ο Τζερόμ Σάλιντζερ – μό-

νος και μονόχνωτος,

όπως το θέλησε, στα

91 του. «Ο φύλακας

στη σίκαλη», ωστόσο,

να μην φεύγει με τίπο-

τα... Διότι υπάρχουν

βιβλία «μιας ολόκλη-

ρης γενιάς» και βιβλία

«πασών των γενεών».

* Αναρωτιέμαι: τώρα

που «έφυγε» ο Λαμπράκης κι ήρθε

ο Ιωάννης Μάνος στο τιμόνι του Με-

γάρου, θα ξεκολλήσει, άραγε, ο μο-

ναδικός γαμάτος συναυλιακός χώρος

της πρωτεύουσας από τις αγκυλωτι-

κές μετακλήσεις - φετίχ του σπου-

δαίου εκλιπόντα; * Νίκος Καρβέ-

λας, Γιάννης Κότσιρας – η πληροφο-

ρία περί Μπρους Σπρίνγκστιν ελέγ-

χεται ως ανακριβής...

Οι κριτικοεπιτροπάρ-

χες τού Greek Idol

στον Alpha φεύγουν

πριν καν έρθουν.

Να ξέρουν κάτι που

αγνοούμε όλοι εμείς;

* Και κάτι τελευταίο:

να έμαθαν τίποτις,

άραγε, οι σπουδαστές

υποκριτικής της σχολής Ντενίση από

την Ολυμπία Δουκάκη που αναχω-

ρεί την Κυριακή απ’ το patrida; Εύ-

χομαι, τίποτα απολύτως περί νεοελ-

ληνικής πολιτικής ιστορίας...

έρχονται

φεύγουν

Ολυμπία Δουκάκη

π. και Χ. Κατσιμίχας >Εκλεκτοί καλεσμένοι

Το ελληνικό κοινό γνώρισε το Scharoun Ensemble το 2006, όταν επισκέφθηκε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για μια συναυλία. Το μουσικό σύνολο που σχηματίστηκε το 1983, από μέλη της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, κατέκτησε με την ερμηνεία του τόσο τους κριτικούς όσο και το κοινό. Σε σύνθεση οκτέτου (κλαρινέτο, κόρνο, φαγκότο, δυο βιολιά, βιόλα, τσέλο, κοντραμπάσο) οι μουσικοί του έδωσαν στο συγκρότημά τους το όνομα του Χανς Σαρούν, του γερμανού αρχιτέκτονα που δημιούργησε το κτίριο της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, συμβολίζοντας έτσι τη δέσμευσή τους στη μου-σική κληρονομιά του παρελθόντος, αλλά και στις αισθητικές προκλήσεις του παρόντος. Το εξαιρετικά ευρύ ρεπερτόριο του συνόλου περιλαμβάνει κλασικούς και ρομαντικούς συνθέτες (Σούμπερτ, Μπετόβεν, Μότσαρτ, Μπραμς), αλλά και λιγότερο γνωστούς με εξίσου ενδιαφέροντα έργα. Με σολίστ την κα-ναδή σοπράνο Μπάρμπαρα Χάνιγκαν, θα εμφανισθούν στην

Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», την Τρίτη 9 Φεβρουαρίου, στις 20.30, στο πλαίσιο της σειράς του Μεγάρου «Μεγάλοι ερμηνευτές». Το πρόγραμμα περιλαμβάνει κομμάτια του Μπετόβεν και του Ντβόρζακ, καθώς και γνωριμία με τη μυστικίστρια ρωσίδα συνθέτρια Σοφία Γκουμπαϊντούλινα. Το έργο της «Φόρος τιμής στον Τ. Σ. ΄Ελιοτ» –εμπνευσμένο από τον Μπαχ, τον Βέμπερν και τον Τζον Κέιτζ, με μουσική γεμάτη ανορθόδοξους ήχους και παράδοξους συνδυασμούς οργάνων που η ίδια αποκαλεί «μεταμορφώσεις»– θα τραγου-δήσει η Χάνιγκαν. Τα άλλα δυο έργα που θα παρουσιασθούν είναι η «Τσέχικη σουίτα», έργο 39, του Αντονίν Ντβόρζακ, σε μεταγραφή για οκτέτο από τον Ουλφ Γκουίντο Σέφερ, και το «Σεπτέτο», έργο 20 του Μπετόβεν, συνθέσεις που χαρακτηρίζουν τόσο τους δημιουργούς τους όσο και την εποχή τους.

Μπάρμπαρα Χάνιγκαν

Μανού Ντιμπάνγκο

| Ελίνα Μπέη

Της Τατιάνας Καποδίστρια

12/36 ΘΕΑΤΡΟ Της Χαράς Αργυρίου

ΜΟΥΣΙΚή Του Μάκη Μηλάτου [[email protected]]

Κωνσταντίνος Βήτα Οι 10 δίσκοι της ζωής μου

έχει ακόμα εκείνο το ωραίο μπλε χρώμα; Κι αν όχι, τι πήγε στραβά; Θυμάστε πώς λεγόταν ο πράσινος τύπος που τους πλάκωνε όλους; Χουλκ ή Χαλκ; Πόσες σφαίρες να έριχνε στην καθισιά του ο Λούκι Λουκ; Γνω-ρίζατε πως το πραγματικό όνομα της Barbie είναι Βαρβάρα; Τι να έδειξε άραγε η τελευταία λιπο-μέτρηση του Οβελίξ; Έσπασε κάθε ρεκόρ ο χοντρούλης; Πόσο τελικά έχουν αλλάξει όλοι αυτοί, από τότε που ήταν οι καλύτεροί μας φίλοι; Και πόσο εμείς; Οι θεατές ίσως να μην καλούνται να απαντήσουν άμεσα στα παραπάνω ερωτήματα, ωστόσο συμμετέχουν στην παράσταση με τον δικό τους τρόπο. Αρχικά

καλούνται να επιδοθούν σε… προνηπιακά παιχνίδια. Κατόπιν διαπι-στώνουν ότι η αίθουσα έχει μετατραπεί σε μια χώρα παραμυθιού με αυτοφωτιζόμενα αντικείμενα. Σκηνή και κλασικά θεατρικά καθίσματα δεν υπάρχουν, παρά μόνο ένας τάφος, μια πισίνα και… γκαζόν στο οποίο ξαπλώνουν για να παρακολουθήσουν τα δρώμενα. Όχι. Η βου-τιά στην πισίνα του σκηνικού δεν είναι υποχρεωτική!

i «Lonely Tunes» του Νικόλα Στραβοπόδη. Κείμενο - σκηνο-θεσία - σκηνικά: Νικόλας Στραβοπόδης. Χορογραφίες:

Κωνσταντίνος Ρήγος. Κοστούμια: Έλενα Παπανικολάου. Παίζουν: Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Μαριέττα Βέττα, Ζωή Καραβασίλη, Δη-μήτρης Σαμόλης, Μαίρη Τσώνη.Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (αίθουσα Βlack Box). Προγραμμα-τισμένη πρεμιέρα: 8 Φεβρουαρίου.

Η Κάντι Κάντι, ο αστυνόμος Σαΐνης, η Ποκαχόντας, ο Δρακου-μέλ, η Μπέτι Μπουπ, η Τζέσικα Ράμπιτ. Οι παιδικοί μας ήρω-ες, πολύχρωμοι, ευέλικτοι και αειθαλείς, δραπετεύουν από

τα στριπ και την οθόνη και ανεβαίνουν στη σκηνή. Αναγνωρίσιμοι εμφανισιακά, με τις ίδιες ανησυχίες, αλλά δίχως την ίδια ξεγνοιασιά και την «αθωότητα». Ο χρόνος τούς έχει προλάβει. Κι αν οι «ρυτίδες» τους δεν φαίνονται τόσο εκείνοι τις νιώθουν βαθιά μέσα τους. Στην τρίτη τους διάσταση επιστρέφουν με σάρκα και οστά, γερασμένοι, μόνοι, δυστυχισμένοι όσο ποτέ. Μοναχικά καρτούν πλέον, ξεπερνούν τα στερεότυπά τους και επιχειρούν να βιώσουν τη δική τους βαθιά κρυμμένη αλήθεια. Αποκαλύψεις, επιλογές ζωής, βιώματα και ανα-μνήσεις ζωντανεύουν στο «Lonely Tunes», μία σουρεαλιστική μαύρη κωμωδία, εκ διαμέτρου αντίθετη με την ευτυχισμένη περιπετειώδη εικόνα σκίτσων που ποτέ δεν πεθαίνουν, μέσα από την πένα και τη σκηνοθετική ματιά του Νικόλα Στραβοπόδη, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (αίθουσα Βlack Box), από τις 8 Φεβρουαρίου. Ήρωες σε κρίση εθελοτυφλούν στη φθορά, βιώνοντας ακραίες και σκληρές καταστάσεις, σε ένα πλαίσιο τρελής ευτυχίας. Πιο κυνικοί, λιγότερο αθώοι, συναντιούνται για ένα και μόνο ξέφρενο reunion δίπλα στην πισίνα και δίνουν το πιο τρυφερό αποχαιρετιστήριο πάρτι πριν πά-ρουν μια τελευταία ανάσα και… βουλιάξουν. Πρόθεση της παραγω-γής δεν είναι να δείξει πόσο γέρασε ο αστυνόμος Σαΐνης ή με τι κατα-πιάνεται αυτόν τον καιρό η Κοκκινοσκουφίτσα, αλλά το πόσο άλλαξε ο ίδιος ο θεατής από τότε που έβλεπε αυτά τα καρτούν. Τα καρτούν

«παίζουν» με τις αναμνήσεις του και τον οδηγούν στο μονοπάτι της αναπόφευκτης ενηλικίωσης, με σκέψεις και συναισθήματα, μέσα από τα τελευταία επεισόδια ιστοριών που ποτέ δεν μας έδειξαν ή και δεν έγραψαν οι αρχικοί δημιουργοί. Η παράσταση σηκώνει έναν κα-θρέφτη για να δούμε τη φθορά του χρόνου που δεν εντοπίζεται στις ρυτίδες μας. Χωρίς το «ζαχαρένιο» τους περιτύλιγμα, οι χάρτινοι πρω-ταγωνιστές των παιδικών μας χρόνων αποκαλύπτουν τη σκληρότητά τους και φαίνονται απολύτως ρεαλιστικοί και τόσο βγαλμένοι μέσα από τη ζωή. Ήταν στ’ αλήθεια ορφανή η Κάντι Κάντι; Ήταν πια τόσο αφελής ο αστυνόμος Σαΐνης; Ήταν πραγματικά τόσο κακός ο Δρακου-μέλ; Γνωρίζετε ότι η Ποκαχόντας τα κούρεψε; Ότι η Κοκκινοσκουφί-τσα τα ’χει καιρό με την Μπέτι Μπουπ; Ότι η Τζέσικα Ράμπιτ χήρεψε πρόωρα; Θα ακούσατε ότι ο Αστερίξ τρελάθηκε. Μήπως το κάνει στα ψέματα; Μπορείτε να πείτε με βεβαιότητα αν ο Μπαρμπαστρούμφ

ςτο «Lonely Tunes», μία σουρεαλιστική μαύρη κωμωδία, χάρτινοι ήρωες κυνικοί και λιγότερο αθώοι συναντιούνται για ένα τρυφερό αποχαιρετιστήριο πάρτι πριν πάρουν μια τελευταία ανάσα και… βουλιάξουν στην πισίνα

Αυτοκτονούν τα καρτούν;

Μαριέττα Βέττα

ΠΟΝΤΙΚΙart 4-10.2.10 37/13

«Παραδοθήκαμε στον ψυχαναγκασμό να φτιάξουμε μια παράσταση μόνο και μόνο για να την αφιερώσουμε στην επίμονα αόρατη μελαγχολία των καιρών». Κάπως έτσι

«αιτιολογεί» ο σκηνοθέτης Βασίλης Νούλας την επιλογή της ομάδας Nova Melancholia να παρουσιάσει την περφόρμανς «Πένθος και με-λαγχολία». Πρόκειται για μια δουλειά βασισμένη στο ομώνυμο κείμενο του Σίγκμουντ Φρόιντ, που περιέχεται στη συλλογή μελετών «Μεταψυ-χολογικά κείμενα του 1915». «Μοιάζει να έχουμε ξεχάσει την ενόχληση και τη δυσφορία που προκάλεσε η σκέψη του Φρόιντ, όταν πρωτοδι-ατυπωνόταν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα», εξηγεί ο Μανώλης Τσίπος, ο οποίος συνεργάζεται στην σκηνοθεσία της παράστασης. Σήμερα η ψυχαναλυτική διαδικασία είναι κοινό βίωμα. Οι φροϊδικοί όροι έχουν εκλαϊκευθεί, σε πλήρη αντίθεση με τη δυσκολία αποδοχής που συνάντησαν από τους σύγχρονους του Φρόιντ, κυρίως επειδή τα πάντα φαίνονταν να συνδέονται με το ερωτικό ένστικτο. «Και συμβαίνει το πλέον ανεπίτρεπτο: ο “παράλογος” και εν πολλοίς “αυθαίρετος” λόγος του αξίωνε να καταστεί επιστημονικός, συνεπώς αδιαμφισβήτητη αλήθεια». Η παράσταση επιχειρεί να επαναφέρει στο προσκήνιο αυτό το πρώτο «παραξένεμα», το ενοχλητικό, βέβηλο, πρόστυχο «ανοίκειο» του φροϊδικού στοχασμού. Και αυτό θέλει να το επιτύχει αρθρώνοντας ταυτόχρονα μια απόπειρα κριτικής. Στο κείμενο μαθαίνουμε για περι-πτώσεις μελαγχολικών ασθενών, τους σημερινούς καταθλιπτικούς. Όλοι παρουσιάζουν το εξής ίδιο χαρακτηριστικό: είναι γυναίκες. Έχουμε την περίπτωση της «εγκαταλελειμμένης συζύγου», την περίπτωση της «ανί-κανης γυναίκας» κ.ο.κ. Είναι σαν να δηλώνεται, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η μελαγχολία αφορά τις γυναίκες, όχι τους άντρες. Αυτό μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούμε να ισχυριστούμε πως όταν ένας άντρας εκδηλώνει μελαγχολία, αυτό συνιστά (κατά Φρόιντ) μία μορφή εκθήλυνσης. Στην περφόρμανς «Πένθος και μελαγχολία» ο φροϊδικός (ανδρικός) λόγος ακούγεται αποκλειστικά από γυναικεία χείλη. Η ανά-λυση του άνδρα-Φρόιντ για τη γυναικεία μελαγχολία εκφέρεται από τρεις γυναίκες. Κάθε μία είναι συμπληρωματική των άλλων δύο· βρίσκο-νται σε κάποιου είδους αναλογία με τους τρεις τόπους του ανθρώπινου ψυχισμού, το Εγώ, το Υπερεγώ και το Αυτό. Μιλούν σε διαφορετική τονική γκάμα, κανονική φωνή (ο ρεαλισμός του Εγώ), ψιλή φωνή (η

διαρκής «λογοκρισία» από το Υπερεγώ) και μπάσα φωνή (ο ηδονικός αυτισμός του Αυτού). Οι τρεις τόποι κινούνται και συμπεριφέρονται δι-ακριτά, όμως σταδιακά τα όρια θολώνουν. Η παράσταση μεταβάλλεται σε ένα αιμορραγούν ψυχικό τοπίο, σε μια ανοιχτή πληγή. Υποτροπιάζει σε πρώιμα στάδια του ψυχισμού, σε κανιβαλιστικές τάσεις, ηδονίζεται και παλιμπαιδίζει, παραδίδεται σε φοβίες και σε αναπάντητες ανάγκες, γελοιοποιείται και προκαλεί το γέλιο συνειδητά και επαναλαμβανόμε-να, καθηλώνεται στον πρωταρχικό ναρκισσισμό, μασκαρεύεται τα φύλα και τους ρόλους. Στο τέλος εισβάλλει στη σκηνή μια τέταρτη γυναίκα. Εκείνη θα μιλήσει για τη μανία –το συμπληρωματικό αντίθετο της με-λαγχολίας– και θα κλειδώσει ξανά αυτό το τοπίο στη «σφαίρα των ιχνών ανάμνησης των πραγμάτων». Ο άντρας, το αδιάκοπο «Άλλο», εκείνος που κατά Λακάν φέρει τον φαλλό (και σε αντίθεση με τη γυναίκα που είναι ο φαλλός), κινείται κρυμμένος πίσω από παραπετάσματα, ίσως εικονοποιήσεις του φλοιού του ανθρώπινου εγκεφάλου. Συχνά λειτουρ-γεί ως σεξουαλικό αντικείμενο-σκιά ενός βασανιστικού πόθου και δεν εκφέρει ποτέ τον λόγο του Φρόιντ. Δημιουργεί ένα παρόν-απόν, είναι το φροϊδικό Αντικείμενο, το αγαπώμενο Αντικείμενο, το απολεσθέν Αντικείμενο, η σκιά που πέφτει αδυσώπητη πάνω στο μελαγχολικό Εγώ. «Εν τέλει, η φροϊδική ανάλυση του ψυχισμού μπορεί να ιδωθεί ως μια πειραματική κατασκευή, μια τολμηρή μυθοπλασία που ορίζει αόρατους τόπους και προβαίνει σε εικασίες. Ένας χώρος ελευθερίας και βασιλείας των εμμονών και των ανοιχτών πληγών του έρωτα. Η παράστασή μας φιλοδοξεί να είναι ακριβώς αυτό», συμφωνούν οι Β. Νούλας και Μ. Τσί-πος. Η ομάδα Nova Melancholia ιδρύθηκε το 2006 στην Αθήνα και έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα επτά θεατρικές παραγωγές και μία μικρού μήκους ταινία. Οι κώδικες του σωματικού θεάτρου και της εικαστικής περφόρμανς, η γλυπτική αντιμετώπιση του σώματος του ηθοποιού και η εμπλοκή κειμένων ξένων προς το θέατρο, αποτελούν πυλώνες εργασίας της ομάδας.

i «Πένθος και μελαγχολία» από τη Nova Melancholia. Μετά-φραση: Ν. Σιουζουλή. Σκηνοθεσία: Β. Νούλας. Σκηνοθετική

συνεργασία: Μ. Τσίπος. Σκηνικά - κοστούμια: Ν. Οικονόμου. Booze Cooperativa. Έως 2/3 και για 13 παραστάσεις.

Η ομάδα Nova Melancholia παρουσιάζει την περφόρμανς «πένθος και μελαγχολία», βασισμένη στο ομώνυμο κείμενο του Φρόιντ

Α ραιές εμφανίσεις, χαμηλό προφίλ, τραγουδοποιία αλλά και μουσική για παραστάσεις, ο Κωνσταντίνος Βήτα μετά τους Στέρεο Νόβα διαγράφει τη

δική του μοναδική και ιδιοσυγκρασιακή πορεία, που μετράει ήδη έξι άλμπουμ από το 1999 (το «Ένωση» μόλις κυκλοφόρησε) γεμάτα από φολκ μπαλάντες, ηλεκτρονικά τοπία, χορευτικούς ρυθμούς, από ηχοχρώματα (άλλωστε έχει σπουδάσει ζωγραφική), από μελαγχολική διάθεση κι από λέξεις που συναρμολογούνται μοναδικά για να αποτελέσουν σύγχρονη αστική ποίηση. Όπως σημειώνει ο ίδιος για τον πρόσφατο δίσκο του: «Ο τίτλος προέκυψε καθώς ταξίδευα με το τρένο. Σκέφτηκα τη λέξη “Ένωση” καθώς έβλεπα τους ανθρώπους γύρω μου να χάνονται στις σκέψεις τους, να συνομιλούν, να κοιμούνται, να κοιτάζουν έξω απ' το παράθυρο. Όλοι έμοιαζαν ασύνδετοι, αλλά και ίδιοι κατά έναν περίεργο τρόπο». Στις 5 Φεβρουαρίου ο Κωνσταντίνος θα βρεθεί στη σκηνή του Fuzz για να παρουσιάσει ζωντανά το καινούργιο του άλμπουμ, μα και να μας θυμίσει σύγχρονες αστικές ιστορίες από την 25χρονη μουσική του διαδρομή, που είναι προσωπική, γοητευτική και κυρίως με καλλιτεχνικό υπόβαθρο. Ο ιδιαίτερος μουσικός του κόσμος αντικατοπτρίζεται εξάλλου και στις επιλογές για τους αγαπημένους του δίσκους αλλά και στα σχόλια που τους συνοδεύουν:

Hejira / Joni Mitchell (1976) «Ίσως είναι το άλμπουμ που έχω αγοράσει έξι φορές γιατί έχει χιλιοπαιχτεί στο πικάπ μου. Είναι από τα άλμπουμ που μου μίλησαν στην ψυχή κι έρχεται πάντα κάθε φορά νούμερο 1 στα αγαπημένα μου. Μου αρέσει η απλότητα και η φιλοσοφία του. Είναι σαν τραγούδια απέραντης ευθείας, γεμάτα αναζήτηση και βαθιά συνείδηση».

Blonde on Blonde / Bob Dylan (1966) «Κυλάει ακόμα στις φλέβες μου, είναι πίσω από τους ώμους μου».

Low / David Bowie (1977) «Είναι η εφηβεία μου όλη, το θεωρώ από τα πιο περίεργα άλμπουμ που άκουσα ποτέ. Είναι το άλμπουμ που έπεσε από τον ουρανό».

Αnother Green World / Brian Eno (1975) «Είναι σαν τα όνειρα. Έτσι όπως θέλεις να είναι ο κόσμος γύρω σου».

Hounds of Love / Kate Bush (1985) «Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω πώς φτιάχτηκε. Ξαφνικά ξυπνάνε όλα γύρω σου».

Gone to Earth / David Sylvian (1986) «Με συντρόφευε όπου κι αν πήγα σε όλη τη δεκαετία του ’80. Διέσχισα την Ευρώπη μαζί του – απλά μαγευτικό».

Exit / Pat Martino (1977) «Σαν η νύχτα να κόλλησε πάνω στα δάχτυλα αυτού του μαγικού κιθαρίστα της τζαζ. Ήταν από τους δίσκους που έμειναν μήνες πάνω στο πικάπ. Αστι-κό, βαθύ, και σκοτεινό μ’ έναν πολύ γλυκό τρόπο».

Drumming the Beating Heart / Eyeless in Gaza (1982) «Όταν το άκουσα κατάλαβα ότι έρχεται μια μεγάλη περίεργη δεκαετία μπροστά μου. Έχει ένα ηχόχρωμα που δεν ακούστηκε ποτέ ξανά. Το θεωρώ μοναδικό».

Maximizing the Αudience / Wim Mertens (1985) «Θα έλεγα ότι είναι φτιαγμένο από την υγρασία και την ανα-γέννηση. Ο πιο βαθύς και ουσιαστικός μινιμαλισμός που άκουσα ποτέ».

Blues Run the Game / Jackson C. Frank (1965) «Μου είχε φέρει το βινύλιο ένας ξάδερφός μου από τη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’70. Έχει ακόμα, παρ’ όλα τα χρόνια που πέρασαν, μια περίεργη οπτική και κάτι ακατανόητο και συνάμα απλό που μπορεί να σου αλλάξει τον κόσμο. Ένα βαθύ φολκ άλμπουμ».

i Ο Κωνσταντίνος Βήτα εμφανίζεται στο Fuzz, την Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου.

Κωνσταντίνος Βήτα Οι 10 δίσκοι της ζωής μου

Λίγο πριν τη συναυλία του στο Fuzz μας ξεναγεί στον δικό του μουσι-κό κόσμο, πα-ρουσιάζοντας δέκα δίσκους που επέδρασαν καταλυτικά στη ζωή του

Η ελευθερία των εμμονών

Δέσποινα Χατζηπαυλίδου

ςωτήρης Δημητρίου τα ζύγια του προσώπουΕκδόσεις ΠατάκηςΣελ. 161

Συγγραφέας της παρακατιανής ζωής, ο Δη-μητρίου διαλέγει και σ’ αυτή τη συλλογή διηγημάτων του για ήρωές του ανθρώπους χτυπημένους από μια μοίρα στραβή. Τους τοποθετεί στην ύπαιθρο και στην πόλη, με τα χαρακτηριστικά τους που έρχονται σε σύγκρουση, θαρρείς, με το τοπίο και τον υπόλοιπο κόσμο, λες και είναι ξωτικά, πλάσματα ενός κακού ονείρου, που από την καθημερινότητά τους έχει αποκλει-στεί η ελπίδα. Μέσα από τρυφερές και τρέχουσες ιστορίες, όπου το ζητούμενο τις περισσότερες φορές είναι η αγάπη, η στορ-γή, θα έλεγε κανείς, η κανονικότητα, αυτό το μέσο αίσθημα που διεκδικούν όλοι οι άνθρωποι από τη ζωή τους, καταφέρνει να πλέκει έναν πραγματικό εφιάλτη, όπου η κυριαρχία των ενστίκτων κάνει τους ταπεινούς ήρωες τραγικά πρόσωπα. Η διήγηση είναι ζυγιασμένη, ευρηματική και μας μεταφέρει σε μιαν ατμόσφαιρα νοσηρότητας, σ’ ένα περιβάλλον άβολο για «κανονικούς» ανθρώπους. Και σε αυτό του το βιβλίο, όπως και στα προηγούμενα, κυριαρχεί η αφοσίωση του συγγραφέα στα σκοτεινά ένστικτα· το βασίλειο της ασχήμιας γίνεται έμμονη ιδέα και κυριαρ-χούν οι εντάσεις. Ο Δημητρίου αφηγείται ωραία, συμπυκνωμένα, με αφαιρέσεις. Στα περισσότερα διηγήματα αυτό που υπονο-είται, αυτό που αποσιωπάται, κάθε τι που απουσιάζει γίνεται παρόν μέσα από μια παρελκόμενη αίσθηση. Πρόκειται για μια σειρά απλών ιστοριών, που η επινοητικό-τητα και η ευαισθησία του συγγραφέα τα μετατρέπει σε μοναδικά συμβάντα. Η αποσπασματικότητα των επεισοδίων της ζωής απλώνει τα χαρίσματά της εκεί που τα ζύγια επιτρέπουν στον αφηγητή την υπέρβαση που επιδιώκει.

Ένα σημαντικό μυθιστόρημα μεγάλης πνοής, από τα έργα που κυριάρχησαν στη λογοτεχνία το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, το «Αλεξανδρινό Κουαρτέτο» αποτελείται από τέσσερα μέρη εκ των οποίων τα τρία πρώτα, καθώς μας διευκολύνει στο προλογικό του σημείωμα ο ίδιος ο συγγραφέας, «συνδέο-νται διαπλεκόμενα –όντας συμπληρωματικά μεταξύ τους– και όχι κατ’ ακολουθίαν». Το τέταρτο και τελευταίο μέρος προοριζόταν από τον συγγραφέα να «λειτουργήσει ως συνέ-χεια». Το έργο αυτό ο Ντάρελ άρχισε να το γράφει όταν εγκαταστάθηκε στην Προβηγκία. Το πρώτο βιβλίο της σειράς φέρει τον τίτλο Τζάστιν (Ιουστίνη). Αφηγητής του πρώτου

μέρους είναι ο νεαρός, γι’ αυτό και ευεπί-φορος στις εκπλήξεις, συγγραφέας Ντάρλι, ο οποίος είναι βασικός πρωταγωνιστής του μύθου. Κυρίαρχη φιγούρα, η Τζάστιν, μια παράφορη Εβραία, μαζί με τη Μελίσα, τη χορεύτρια, και τον τραπεζίτη Νεσίμ. Στη συ-νέχεια, ο Μπαλτάζαρ, με το επιστημονικό του κύρος (είναι γιατρός), θα αντικαταστήσει τη φωνή του αφηγητή και θα βάλει σε τάξη τις αμφιβολίες του Ντάρλι αναθεωρώντας κατ’ αυτό τον τρόπο το πρώτο μέρος. Τα Moeurs του Αρναούτη λειτουργούν ψυχαναλυτικά πάνω στην εμβληματική προσωπικότητα της Τζάστιν. Στο τρίτο βιβλίο αναλαμβάνει ο απρόσωπος αφηγητής, αυτός δηλαδή που

γνωρίζει τα πάντα. Σε αυτό το μέρος προ-κύπτουν πολιτικά και ιστορικά θέματα και ταυτόχρονα κάνουν την εμφάνισή τους νέα πρόσωπα, όπως ο Μαουντόβιλ, που χαρίζει και τον τίτλο στο τρίτο βιβλίο, καθώς και ο Ναρούζ και ο Φάλταους. Στο τέταρτο μέρος «Κλέα» εμφανίζεται ο Ντάρλι σαφώς ωρι-μότερος, και περισσότερο οξύνους. Μέσα σ’ όλα αυτά, βασική ηρωίδα, η πόλη της Αλεξάνδρειας, με το μεγαλείο και τη βαθύ-τητα της παρακμής της, πολύ Ελλάδα, ο Κ. Καβάφης και όλη η μεταβατική και εξόχως ενδιαφέρουσα περίοδος του Μεσοπολέμου που θα καταλήξει στη σφαγή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Λόρενς ΝτάρελΑλεξανδρινό ΚουαρτέτοΜετάφραση: Μαριάννα

Παπουτσοπούλου

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Σελ. 1.000

Ρομπέρτο Μπολάνιο Οι άγριοι ντετέκτιβΜετάφραση: Κώστας ΑθανασίουΕκδόσεις Καστανιώτης Σελ. 712

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το πολυσέλιδο αυτό μυθιστόρημα δεν είναι παρά μια ελεύθερη αυτοβιογραφική εκδο-χή της ζωής του συγγραφέα. Ο Μπολάνιο πριν απ’ όλα ταυτίζεται με τους αλλόκο-τους ήρωές του, με το να μην τον κρατάει κανένας τόπος. Ο ίδιος γεννήθηκε στη Χιλή και βρέθηκε σε μικρή ηλικία, μαζί με την οικογένειά του, μετανάστης στην Πόλη του Μεξικού. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε τις εγκύκλιες σπουδές του προκειμένου να γίνει δημοσιογράφος. Από τότε η ζωή του έγινε συνώνυμο της περιπλάνησης. Στους «Άγριους ντετέκτιβ», έργο που εκδόθηκε μόλις πέντε χρόνια πριν τον θάνατό του από κίρρωση του ήπατος σε νοσοκομείο της Βαρκελώνης, δυο ποιητές ιδρύουν στην Πόλη του Μεξι-κού το κίνημα του «ενστικτορεαλισμού». Αυτό χρονικά συμβαίνει τη δεκαετία του 1970 και το σκεπτικό είναι να χρωματί-σουν με την ποικιλότητα της ποίησης τη σκοτεινή πραγματικότητα της ζωής. Οι πρακτικές τους μοιάζουν πολύ με αυτές των υπερρεαλιστών. Το σκηνικό μέσα στο οποίο κινούνται ο Αρτούρο Μπελάνο και ο Ουλίσες Λίμα είναι φορτωμένο με σύννεφα μαριχουάνας, με υγρασία από την τεκίλα και εξωφρενικό από την πολυ-μορφία των χαρακτήρων, που μοιάζουν να ξεθάφτηκαν από ένα απίθανο εργαστήρι της πραγματικότητας. Αυτός ο γεμάτος πάθος και ονειροπολήσεις μικρόκοσμος δίνεται μέσα από μια δαιδαλώδη περιπλά-νησή του ανά τον κόσμο και μοιάζει σαν ένα ποιητικό ξέσπασμα, ένα ανατρεπτικό μανιφέστο που γράφεται με τις ζωές κι όχι με το μελάνι. Στην ουσία, ο συγγραφέας επιστρέφει στα χρόνια της δικής του αθω-ότητας, ξαναζώντας τις εντάσεις της μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων του.

14/38 ΝΕΕΣ ΕΚδΟΣΕΙΣ Του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη [[email protected]]

Δημήτριος Ευθ. ΑκριβούληςΟ Ελευθέριος Βενιζέλος, οι μεγάλες δυνάμεις και τα Βαλκάνια, 1928-1932Εκδόσεις ΕπίκεντροΣελ. 302

Όλοι πια γνωρίζουμε ότι η τύχη της δι-ακυβέρνησης αυτού του κράτους, από την ίδρυσή του έως και τις μέρες μας, ήταν άρρηκτα δεμένη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με διάφορες κατά καιρούς προστάτιδες δυνάμεις, όπως κομψά έχει επικρατήσει να τις ονομάζουμε. Η πολιτική τους απέναντι στα εσωτερικά και εξωτε-ρικά μας ζητήματα σε πολλές περιόδους δυστυχώς αποδείχθηκε καθοριστική. Ο παρών τόμος παρουσιάζει, μέσα από τις υπάρχουσες πηγές, τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας μας με τις Μεγάλες Δυνάμεις και τα Βαλκάνια, γεωγραφική περιοχή που πάντα κρατούσε αμείωτο το ενδιαφέρον των μεγάλων. Ο χρονικός ορίζοντας που εξετάζεται αρχίζει από το 1928 και ολο-κληρώνεται το 1932, δηλαδή εξετάζει τις διεθνείς σχέσεις μας επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου. Τις επιλογές του Εθνάρχη στα μεγάλα ζητήματα της εποχής του θέτει υπό το φως της σύγχρονης έρευ-νας ο καθηγητής Δημήτρης Ακριβούλης, μελετώντας το διεθνές περιβάλλον. Στην επίμαχη περίοδο, κυρίαρχα θέματα ήταν η υπογραφή του ελληνοϊταλικού συμφώνου και η διαχείριση της παγκόσμιας οικονο-μικής κρίσης. Την εποχή εκείνη μάλιστα, όπως μαθαίνουμε, συζητήθηκε θεσμικά η ιδέα μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, θέτοντας έτσι τις βάσεις για την καλλιέρ-γεια και εξέλιξη της ευρωπαϊκής ιδέας. Στο πλαίσιο της κυβερνητικής τετραετίας του Βενιζέλου εξετάζονται οι διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες στον χώρο της Βαλκανικής, επιβεβαιώνοντας ακόμη μια φορά ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται ακούραστα, μιας και στις μέρες μας προ-ωθείται σε ευρωπαϊκό πλαίσιο η λεγόμενη διαβαλκανική συνεργασία. Με την ευκαι-ρία σημειώνουμε ότι η παρούσα μελέτη υποβλήθηκε το 1995 στον ετήσιο διαγωνι-σμό της Βουλής των Ελλήνων στη μνήμη του Ελευθερίου Βενιζέλου αποσπώντας το δεύτερο βραβείο.

Yair LapidΔιπλό παιχνίδιΜετάφραση: Στεργία ΚαββάλουΕκδόσεις ΠόλιςΣελ. 280

Ένα ενδιαφέρον νουάρ, πρώτον γιατί εκτυ-λίσσεται στο Τελ Αβίβ, δίχως να στηρίζεται στις «πλάτες» της Μοσάντ και, δεύτερον, γιατί καταφέρεται με αποκαλυπτικό τρόπο ενάντια στον θρησκευτικό φανατισμό που τόσο ακριβά έχει πληρώσει η ευρύτερη περιοχή. Συγγραφέας αυτού του νουάρ μυθιστορήματος είναι ένας ισραηλινός δημοφιλής δημοσιογράφος της τηλεό-ρασης, που δεν διστάζει να αποκαλύψει μέσα από αυτή την αστυνομική ιστορία το δυσάρεστο πρόσωπο της χώρας του, όπως αυτό εκπροσωπείται από τους φανατικούς και πανίσχυρους ραβίνους. Όλα ξεκινούν όταν μια ευκατάστατη κυρία βασανίζεται από τη σχεδόν πάντα βάσιμη γυναικεία υποψία ότι ο άντρας της την απατά. Στην απόγνωσή της δεν διστάζει να προστρέξει στη βοήθεια ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ, του Τζος Σίρμαν, ο οποίος διαθέτει άπλετο ελεύθερο χρόνο, μιας και οι υποθέσεις δεν φαίνεται να του περισσεύουν. Καθώς πιά-νει δουλειά και αρχίζει την παρακολούθη-ση του άπιστου συζύγου, οι συγκυρίες τον ρίχνουν πάνω σε μια λιπόθυμη κοπέλα, που όπως όλα δείχνουν, έχει πέσει θύμα βιασμού. Με τα πολλά, ο συμπαθής Τζος ανακαλύπτει ότι το θύμα είναι κόρη ενός πανίσχυρου ορθόδοξου ραβίνου. Εδώ τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν μια άλλη τροπή από αυτή της απλής υπόθεσης που είχε αναλάβει ο ιδιωτικός αστυνομικός. Στο φως έρχονται ύποπτες όσο και ανίερες διασυνδέσεις ανάμεσα στους ραβίνους και τους χρηματιστές, αλλά και τον υπόκοσμο της τελευταίας υποστάθμης. Το βιβλίο αποκτά πολιτικές και κοινωνικές διαστά-σεις, καθώς καταγγέλλει ξεκάθαρα τον θρησκευτικό φανατισμό, την απληστία και την υποκρισία, κατατάσσοντας τους θρη-σκευτικούς ταγούς της κοινωνίας στους κοινούς εγκληματίες.

ΠΟΝΤΙΚΙart 4-10.2.10 39/15cINe ΠΟΝΤΙΚΙ Του Γιώργου Ν. Κορωναίου

Ραντεβού στον αέρα

Τρίτη ταινία για τον Τζέισον Ράιτμαν που δείχνει να βαδίζει με σταθερό, σχεδόν προμελετημένο τρόπο προς το χτίσιμο μιας καριέρας που να κάνει τη σκηνοθετική του υπογραφή αναγνωρίσιμη και εύκολα διακριτή. Το πρώτο του φιλμ «Thank you for Smoking» ήταν μια ελαφρώς κυνική, αλλά και κομψή συγχρόνως ματιά στην αμερικανική εμμονή με την πολιτική ορθότητα και στον κόσμο των πολυεθνικών, των δεσμών τους με την πολιτεία και των πρακτικών lobbying, που ισορροπούσε ανάμεσα στον κυνισμό και την αθώα κωμωδία. Το «Juno», ένα φιλμ που άγγιζε με τρόπο χαριτωμένο το σχεδόν εμπρηστικό για την αμερικανική κοινω-νία θέμα της εφηβικής εγκυμοσύνης, βασίστηκε πάνω στο εξαιρετικό –ίσως μια ιδέα περισσότερο hip απ’ ό,τι θα έπρεπε– σενάριο της Ντιάμπλο Κό-ντι, για να στήσει μια ανάλογα μοντέρνα σάτιρα, η οποία εν τέλει είναι πολύ λιγότερο εμπρηστική απ’ όσο το αρχικό υλικό προμήνυε. Με έναν παρόμοιο τρόπο, το «Ραντεβού στον αέρα», τοποθετημένο εν μέσω μιας οικονομικής κατάστασης που δεν μπο-ρείς να αγνοήσεις, παίρνει μια ακανθώδη βασική ιδέα και την εξομαλύνει σε μια ταινία που φαίνε-ται πως θέλει να κρατήσει ικανοποιημένους τους πάντες και να μην προσβάλλει απολύτως κανέναν. Το μεγαλύτερο ατού στο να καταφέρει κάτι τέτοιο είναι φυσικά ο Τζορτζ Κλούνεϊ, ένας ηθοποιός που με την αβίαστη γοητεία του και τη φιλική προς τον θεατή ερμηνεία του κάνει συμπαθητικό έναν ήρωα που δεν έχει παρά ελάχιστα στοιχεία να εκτιμήσεις. Ο Ράιαν Μπίνγκχαμ βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στον αέρα, πετώντας από προορισμό σε προορισμό. Η δουλειά του είναι να επισκέπτεται εταιρείες που σκοπεύουν να απολύσουν υπαλλήλους και μεταφέρει εκείνος τα άσχημα νέα εξ ονόματος των αφεντικών, οι οποίοι αποφεύγουν να βρεθούν αντιμέτωποι με τον θυμό ή την απογοήτευση των υπαλλήλων τους. Το σπίτι του είναι τα δωμάτια των ξενοδοχείων και οι κα-μπίνες των αεροπλάνων και ο απόλυτος σκοπός της ζωής του είναι να αθροίσει τον μεγαλύτερο αριθμό αεροπορικών μιλίων που συγκέντρωσε ποτέ κα-νείς. Η ζωή του μοιάζει κενή στα μάτια των περισ-σότερων θεατών που προτιμούν να αναζητούν τη σταθερότητα και μια μόνιμη βάση στο έδαφος, αλλά και μαζί ελκυστική για όλους εκείνους που κρυφά επιθυμούν την ελευθερία του ταξιδιού και τη δυνατότητα να χωράνε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή τους σε μια μικρή βαλίτσα. Η ζωή του Ράιαν όμως πρόκειται να αλλάξει ριζικά, πρώτα όταν θα γνωρίσει μια εξίσου ταξιδιάρα businesswoman, με την οποία θα ξεκινήσουν ερωτική σχέση με-ταξύ αεροδρομίων, αλλά κυρίως όταν μια νεαρή συνάδελφός του θα προωθήσει την ιδέα της τηλε-απόλυσης, γεγονός που θα μειώσει τα δρομολόγια των υπαλλήλων της εταιρείας, προσγειώνοντάς τους σχεδόν μόνιμα στην έδρα τους. Ο Κλούνεϊ μπορεί να κάνει ακόμη κι έναν τόσο κενό, σχεδόν ρομποτικό χαρακτήρα ενδιαφέροντα, όμως κοιτώ-ντας λίγο πιο βαθιά, πίσω από την επιφάνεια της αδιαμφισβήτητης γοητείας του, δεν μπορείς να μην αντιληφθείς ότι ελάχιστες ανθρώπινες αρετές τον διακρίνουν. Μπορείς να συμπάσχεις με την ιστορία ενός ανθρώπου που βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει και τη συναισθηματική του γαλήνη να συνταράσσεται, ωστόσο, σε δεύτερη σκέψη, δεν μπορείς παρά να νιώσεις ότι ένας άνθρωπος σαν τον Ράιαν Μπίνγκχαμ δεν υφίσταται παρά μόνο ως πρωταγωνιστής μιας ταινίας. Με τον ίδιο τρόπο το φιλμ του Ράιτμαν μπορεί να αγγίζει την οικονομική

κατάσταση που αλλάζει το πρόσωπο του κόσμου μας όπως τον γνωρίζουμε, αλλά ελάχιστα δείχνει να νοιάζεται για την ουσία του προβλήματος. Οι άνθρωποι που απολύονται στη διάρκεια του φιλμ δεν είναι εκεί παρά μόνο για να χρησιμοποιηθούν σαν αντανακλαστικές επιφάνειες για τον ήρωά του, απλοί κομπάρσοι με μερικές συγκινητικές ατάκες. Μπορεί οι προθέσεις του Ράιτμαν και της ταινίας του να είναι ειλικρινείς, η προσπάθειά του να απεικονίσει τη γοητεία αλλά και την απάτη του καπιταλιστικού ονείρου αξιοπρόσεκτη, όμως το «Ραντεβού στον αέρα» αφήνει σε δεύτερη μοίρα την αληθινή ιστορία για να ασχοληθεί με μια άλλη, ίσως πιο γοητευτική και αναμφίβολα εντελώς επι-φανειακή. Το τίμημα που θα πρέπει να πληρώσει είναι ότι έτσι και το φιλμ παραμένει επιφανειακό, μια απλή αφήγηση της ιστορίας δίχως τίποτα σχε-δόν να σκεφτείς, δίχως να πάρεις μαζί σου κανένα ερώτημα, εν είδει αποσκευής, εγκαταλείποντας την αίθουσα.

Σκηνοθεσία: Τζέισον Ράιτμαν. Πρωταγωνι-στούν: Τζορτζ Κλούνεϊ, Βέρα Φαρμίγκα, Άννα Κέντρικ, Τζέισον Μπέιτμαν κ.ά. Χώρα: ΗΠΑ. Διάρκεια: 109΄

Η εκδίκηση της Κάταλιν Βάργκα

Γυρισμένη στην Τρανσυλβανία από έναν βρετανό σκηνοθέτη, η «Κάταλιν Βάργκα» υπήρξε μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις στο περσινό Φε-στιβάλ του Βερολίνου, ένα φιλμ που είναι ταυτό-χρονα κρυπτικό και προσπελάσιμο, ένα υπαρξιακό θρίλερ και μαζί μια α-τυπική ταινία εκδίκησης. Η ηρωίδα του, μαζί με τον εντεκάχρονο γιο της, εγκαταλείπουν το σπίτι, όταν ο άντρας της ανακα-λύπτει ότι το παιδί δεν είναι δικό του και ξεκινούν ένα ταξίδι για να βρουν τον αληθινό του πατέρα. Ωστόσο, ο λόγος που οδηγεί την Κάταλιν στο δρό-

Ο τζορτζ Κλούνεϊ στο «Ραντεβού στον αέρα» παίζει χωρίς αντίπα-λο αυτή την εβδομάδα, όμως το πλατύ κοινό μάλλον θα προτιμήσει τη γεύση των «Επικίνδυνων μαγειρικών» – δοκιμάστε με δικό σας ρίσκο. Οι πιο περιπετειώδεις όμως ποντάρετε στον τρίτο δρόμο της Κάταλιν Βάργκα. Είναι κι ο πιο συναρπαστικός…

«Η εκδίκηση της Κάταλιν Βάργκα» / «Ραντεβού στον αέρα»

μο είναι πιο βαθύς, πιο σκοτεινός και θαμμένος σε ένα παρελθόν που προσπαθούσε να ξεχάσει. Η πορεία της ανάμεσα σε γοτθικής σχεδόν ομορφιάς τοπία, δίπλα σε σκοτεινά υγρά δάση, είναι μαζί το δικό της ταξίδι προς εκείνο το παρελθόν και συγχρόνως το ταξίδι μας προς την αποκάλυψη της αλήθειας. Ο ελληνικός τίτλος μπορεί να αποκα-λύπτει περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε να ξέρει ο υποψήφιος θεατής αυτής της ταινίας, όμως το φιλμ του Στρίκλαντ δεν στηρίζεται πάνω σε σεναριακές ανατροπές για να αυξήσει τον αντίκτυπό του. Αν και τοποθετημένο στο παρόν, δείχνει σχεδόν άχρο-νο, ικανό να εξελίσσεται πέρα από τον χρόνο και τον τόπο, παίρνει τη μορφή ενός λαϊκού θρύλου ή μιας παραβολής για την εκδίκηση ή τη συγχώρε-ση, για τον πόνο ή την εμμονή. Μπορεί η ιστορία της να είναι λιγοστή, οι λέξεις να μην περισσεύουν στους ήρωες, όμως η υπνωτική σχεδόν γοητεία που ασκεί η ταινία είναι ακαταμάχητη. Η αρχική αβεβαιότητα για το τι ακριβώς συμβαίνει, για την αιτία που φέρνει την Κάταλιν και τον μικρό της γιο στο δρόμο, τους λόγους που η αστυνομία δείχνει να βρίσκεται στο κατόπι της, δίνει στο φιλμ την οσμή ενός θρίλερ, μόνο και μόνο για να αποκτήσει στη συνέχεια την αλήθεια και το βάθος μιας ιστο-ρίας αληθινά συγκλονιστικής. Ο Στρίκλαντ ενώνει με μαεστρία τις γραμμές της αφήγησης, γεμίζει την οθόνη με εικόνες που μοιάζουν βγαλμένες από σκοτεινό παραμύθι, ενώ οι πρωταγωνιστές του μεταφέρουν μια αλήθεια που πηγάζει όχι από ερ-μηνευτικά τεχνάσματα αλλά από ερμηνείες σχεδόν βιωμένες. Το αποτέλεσμα συνθέτει ένα σκηνοθετι-κό ντεμπούτο συναρπαστικό. Σκηνοθεσία: Πίτερ Στρίκλαντ. Πρωταγωνι-στούν: Χίλντα Πέτερ, Τιμπόρ Πάλφι, Νόρμπετ Τάνκο, Μελίντα Κάντορ κ.ά. Χώρα: Ρουμανία, Μεγάλη Βρετανία. Διάρκεια: 84΄

Επικίνδυνες μαγειρικές

Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Αντρέα Στάικου, η ταινία του Βασίλη Τσελεμέγκου είναι φτιαγμένη με ιδιαίτερη προσοχή σε ό,τι αφορά το τεχνικό της μέρος. Κινηματογραφημένη με την κα-θαρότητα και τη γυαλάδα μιας διαφημιστικής κα-μπάνιας μεγάλου μήκους, με ελκυστικούς πρωτα-γωνιστές που θα μπορούσαν να είναι μοντέλα και πιάτα καλομαγειρεμένα και λαχταριστά, δείχνει να έχει όλα τα σωστά υλικά στις σωστές δόσεις. Μόνο που η ιστορία μιας γυναίκας (είναι μάλλον ιδέα παρά υπαρκτό πρόσωπο) η οποία αναστατώνει τις ζωές δύο ανδρών, που και οι δυο ζουν από την κουζίνα, είναι μάλλον ανάλατη και λίγη για να στηρίξει ένα χορταστικό κινηματογραφικό πιάτο. Η Νανά της ιστορίας διχάζεται ανάμεσα στον κοσμο-πολίτη Δαμοκλή και τον παραδοσιακό Δημήτρη, ενώ η ταινία μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στις κουζίνες και τις κρεβατοκάμαρες των δύο, δίχως ποτέ όμως να ερεθίζει ούτε τον ουρανίσκο ούτε τις αισθήσεις μας. Οι ηθοποιοί δεν έχουν την απαραί-τητη ερμηνευτική πειθώ για να στηρίξουν το ισχνό σενάριο και το όλο πράγμα είναι περισσότερο πρόφαση για ωραία πλάνα παρά ολοκληρωμένη ταινία, αφήνοντας τελικά πίσω του μόνο τη μάλλον πικρή γεύση μιας χαμένης ευκαιρίας.Σκηνοθεσία: Βασίλης Τσελεμέγκος. Πρωταγω-νιστούν: Γιώργος Χωραφάς, Κάτια Ζυγούλη, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Μυρτώ Αλικάκη, Θεοφανία Παπαθωμά. Χώρα: Ελλάδα. Διάρκεια: 93΄

16/40 ΣΥΝΠΛήΝ

ΠΟΝΤΙΚΙart

– Οι κριτικές περί «απουσίας λαϊκού προφίλ» που γράφτηκαν για τις

συναυλίες της Χαρούλας Αλεξίου στο Παλλάς (φαίνεται θα ήθελαν μαζί με το ραπ «Μεγάλωσα» να τραγουδάει και τη «Δημητρούλα» σε αχταρμά-mix). Μου θύμισαν την εποχή του «Δι’ ευχών» που η Αλεξίου έχτιζε σπουδαία δεύτερη καριέρα και οι κριτικοί τη λοιδορούσαν. Τελικά, πάντα το κοινό βρίσκεται πιο μπροστά από τους κρίνοντες.

– Τον Γιώργο Καπουτζίδη επιστράτευσε η σεναριογράφος Μυρτώ Κοντοβά

ως guest star, μήπως και ανεβάσει τα νούμερα του σίριαλ «Μίλα μου βρώμικα». Δυστυχώς, τον χρησιμοποίησε σε λάθος ρόλο. Τον έβαλε να παίξει σε ένα επει-σόδιο. Αν τον είχε βάλει να γράψει ένα επεισόδιο, ίσως να είχε επιτύχει τον στόχο της.

– Στον Γιάννη Λεοντάρη για τη σκηνο-θεσία του στη «Βεγγέρα» του Ηλία

Καπετανάκη. Ευφυές το γκροτέσκο που χρησιμοποίησε, η υπερβολή, το γελοίο, το πώς διαχειρίστηκε ένα κείμενο το 19ου αιώνα στο σήμερα. Εξαιρετικό το ότι απο-δόμησε το κείμενο δίχως να κάνει καμιά

παρέμβαση στη γλώσσα (καθαρεύ-ουσα), το εικαστικό, το κινησιολογικό και το ερμηνευτικό κομμάτι της παρά-στασης. Ωστόσο το σχόλιο, το από κάτω, αυτό που

ουσιαστικά ήθελε να πει, κάπου χανόταν, κάπου μπερδευόταν, κάπου άφηνε μετέωρο το όλον. Κι έμοιαζε να καπελώνει το κείμενο, να θέλει να το υποτάξει ντε και καλά σε μια ιδέα ανεβάσματος που είχε ο σκηνοθέτης στο μυαλό του.

– Αν όμως η ίδρυση του τμήματος ελληνικών παραγωγών της εταιρείας

Audio Visual επιβεβαιώνει τη δυναμική του ελληνικού σινεμά και ο επικεφαλής της Ρένος Χαραλαμπίδης αφήνει προσδοκίες, οι πρώτες ταινίες που θα βγάλει στις αίθουσες μάλλον παγώνουν το χαμόγελο στα χείλη. Όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχαν γίνει ακόμη οι επίσημες ανακοινώσεις, αλλά οι τρεις πρώτες ταινίες της εταιρείας φέρουν τις υπογραφές του Νίκου Ζερβού, του Νίκου Τζήμα (ναι, του σκηνοθέτη τού ο «Άνθρω-πος με το γαρύφαλλο») και του Σταμάτη Τσαρουχά. Με δυο λόγια, όχι ακριβώς οι επιλογές που σε γεμίζουν ελπίδες για φρέσκες, ποιοτικές ταινίες.

– Στους Blitz για το ντοκουμενταρίστικο ύφος της παράστασης «Guns! Guns!

Guns!». Μας βομβάρδισαν με πληροφορί-ες, πολύ λίγες φιλτραρισμένες μέσα από έξυπνο χιούμορ και σκηνοθετικά ευρή-ματα. Μια ωραία ιδέα, μια ανάγνωση της Ιστορίας μέσα από τη ματιά της ομάδας, αλλά όχι τόσο καλά επεξεργασμένη.

– Στους υπεύθυνους του Θεάτρου Τέ-χνης, οι οποίοι είχαν την «ωραία ιδέα»

να παρουσιάσουν ένα αφιέρωμα στον Έντγκαρ Άλαν Πόε με αφορμή, λέει, τα… «201 χρόνια από τη γέννησή του»! Όχι τα 200 ακριβώς, στρογγυλή επέτειο να το καταλάβουμε, αλλά τα 201. Δηλαδή του χρόνου, στα 202, τι θα κάνουν; Φεστιβάλ; Και στα 203 παγκόσμιο συνέδριο;

– Δεκάδες χιλιάδες έχουν κατεβάσει δωρεάν από το Ίντερνετ το άλμπουμ

των «Φανταστικών Ήχων». Κι όμως, στη συναυλία τους στον Σταυρό του Νότου δεν βρέθηκαν ούτε 200 θεατές. Καλά, το γνωρίζαμε πως η γενιά του Ίντερνετ έχει μάθει να βρίσκει τη μουσική στο Διαδίκτυο σταματώντας προ πολλού να αγοράζει cd. Βλέπουμε όμως πως μάλλον έχει μάθει και να ακούει τη μουσική μόνον εκεί, μοναχικά, με τα ακουστικά μπροστά στην οθόνη. Αλλά-ζουν οι εποχές.

– Είμαστε το πιο ανάδελφο συναυλιακό κοινό του κόσμου. Έρχονται από

το εξωτερικό καινούργια ονόματα της μουσικής για συναυλίες στα μέρη μας, ελπιδοφόρα και με εξαιρετικά ενδια-φέρουσες καινούργιες προτάσεις, αλλά πηγαίνουν άπατα. Έρχεται ένα αντίγραφο της Εντίθ Πιαφ στο Μέγαρο Μουσικής που ερμηνεύει τραγούδια της σπουδαίας γαλλίδας τραγουδίστριας και κάνει τρία sold out. Μας αρέσουν οι ιμιτασιόν καταστάσεις προφανώς.

– Στον Γιώργο Κωνσταντίνου, γιατί (πάντως, με παρρησία) ομολογεί ότι

δεν τόλμησε να δοκιμαστεί στην τρέλα του έρωτα. «Πολύ νωρίς ανακάλυψα ότι ο έρωτας είναι ένα στοιχείο πάρα πολύ εφήμερο, φευγαλέο. (…) Δεν μπορώ να πω ότι με απασχόλησε ιδιαίτερα ή ότι υπήρξα ερωτευμένος έτσι που να υποφέρω, να κλαίω, να ξενυχτάω, να μην κοιμάμαι». Αμαρτία να απεμπολεί κανείς την πιο ηδονική επίγεια κόλαση.

+ Κατάμεστο το Fuzz Παρασκευή και Σάββατο στις δύο συναυλίες του Γιάν-

νη Αγγελάκα. Για μια πανδαισία ροκ και παραδοσιακών ήχων βαλκανικής υφής. Δίπλα στον μπαγλαμά μπήκαν οι κιθάρες και έτσι έβλεπες ένα αμιγώς ροκ κοινό σε ένα καθαρόαιμο ροκ κλαμπ να τη «βρί-σκει» με ήχους αλλιώτικους από εκείνους που έχει συνηθίσει να ακούει…

+ Την ώρα που ο Βασίλης Παπακωνστα-ντίνου νομίζει πως παραμένει έφηβος

τραγουδώντας (ας το πούμε) ροκ, ο Γιάννης Αγγελάκας δεν σταματάει ούτε στιγμή να το ψάχνει (το πράγμα) μου-σικά, πηγαίνοντάς το ένα βήμα πιο μπροστά. Και την

ώρα που ο Διονύσης Σαββόπουλος αναμα-σάει τα σπουδαία όντως πεπραγμένα του από τα 60s, ο Γιάννης Αγγελάκας αρνείται πεισματικά να εξαργυρώσει την επιτυχία από τις Τρύπες, το παλιό του συγκρότημα. Σημεία των καιρών…

+ Στα μέλη του θιάσου Κανικούντα, για-τί σε εποχές όπου κυριαρχεί το ατομι-

κό και το «εγώ», σε οικονομικά δύσκολες ημέρες, συνεχίζουν να συμπορεύονται και να δημιουργούν συλλογικές παραστάσεις. Στη «Βεγγέρα», την πιο συλλογική έως τώρα δουλειά τους, είδαμε έναν θίασο δεμένο, συμπαγή σαν μια γροθιά, όπου όλοι λειτουργούσαν σαν ένας και ο ένας σαν όλοι.

+ Στις εκδηλώσεις που διοργανώνει με απόλυτη επιτυχία η Λέσχη Φίλων

Κόμικς στο διώροφο κτίριό της στο Μοναστηράκι (Αγ. Ειρήνης 5). Εκτός από τη σπουδαία βιβλιοθήκη που έχει δημι-ουργήσει και τα πάρτι που διοργανώνει, σχεδόν κάθε εβδομάδα εξελίσσεται μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με σημαντικούς καλεσμένους (σκιτσογράφους, σεναρι-ογράφους, πανεπιστημιακούς, εκδότες κ.ά.) Και πάντα δημιουργείται το αδιαχώ-ρητο, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει πεδίο ανοιχτό για εναλλακτικές προσπάθειες, μακριά από την πεπατημένη.

+ Ο κόσμος που μαθαίνει την επιτυχία «στόμα με στόμα». Αν περάσετε από

το ταμείο του Θεάτρου Αθηνών, όπου Κιμούλης - Μαρκουλάκης ανεβάζουν το «Sleuth», θα δείτε ουρές που δεν συνηθί-ζονται σε καιρό κρίσης. Κι ο κόσμος, που ξέρει πολύ καλά ότι η παράσταση είναι sold out, δεν ζητάει εισιτήριο για την ίδια μέρα αλλά «για όποτε έχετε».

+ Είθισται την περίοδο μετά τις γιορτές η μουσική σκηνή της πόλης να φοράει

ό,τι ρετάλια κυκλοφορούν στην πιάτσα. Φωτεινή εξαίρεση οι τρεις νύχτες του σαξοφωνίστα Μανού Ντιμπάνγκο στο Gazarte. Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του... Mr. Soul Makossa!

+ Ξάφνου, στην παγωμένη Αθήνα της μεθεόρτιας ψυχαγωγικής ραστώνης,

το live του ντράμερ Άνταμ Νούσμπαουμ (με τους Γ. Κοντραφούρη και Γ. Παυλίδη) γέμισε με κόσμο το Bacaro της Σοφοκλέ-ους. Εντυπωσιακό το live, αλλά ακόμη πιο εντυπωσιακό το ότι σε τέτοιες δύσκολες εποχές τα καθημερινά τζαζ live του Bacaro μαζεύουν πολύ και καλό κόσμο με το ιδανικό τρίπτυχο: καλή μουσική, ποτό και ανεπιτήδευτη ατμόσφαιρα.

+ Στον νέο τραγουδοποιό Rous, κατά κόσμον Γιώργο Γεωργιάδη, ο οποίος

ετοιμάζεται να βγάλει δίσκο με τον αέρα ενός ιντερνετικού σουξέ. Το τραγούδι του «Εξαιρέσεις» μετράει ήδη εκατοντάδες χιλιάδες «χτυπήματα» στο Διαδίκτυο, ο ίδιος όμως πατάει στη γη. «Η ζωή, όπως άλλωστε και η μουσική, είναι ένα ταξίδι», δηλώνει. «Δεν θέλω να τη βλέπω ως επάγγελμα. Αν δεν μπορέσω για κάποιον λόγο να συνεχίσω, θα κάνω κάτι άλλο για να πληρώσω το νοίκι μου».

+ Στους δύο πρωτεργάτες, τη Βίκυ Μα-ραγκοπούλου και τον Σταύρο Μπένο,

που οραματίστηκαν, μαζί με άλλους, το υπερσύγχρονο Μέγαρο Χορού της Καλα-μάτας. Το κτίριο βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την ολοκλήρωσή του, εκεί, κοντά στο λιμάνι της πόλης. Τι λείπει; Το τελευταίο κονδύλι, ύψους τεσσάρων εκα-τομμυρίων ευρώ, το οποίο η ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού έχει δεσμευτεί να εκταμιεύσει από το ΕΣΠΑ.

+ Τμήμα ελληνικών παραγωγών αποκτά η κινηματογραφική εταιρεία διανομής

Audio Visual, προφανώς παίρνοντας θάρρος από την τεράστια επιτυχία της φετινής της ταινίας η «Κληρονόμος». Ελπίζουμε όμως ότι οι φιλοδοξίες της δεν θα εξαντλούνται σε αυστηρά εμπορικές, προορισμένες για το κοινό των multiplex, παραγωγές κι ότι στις επιλογές της θα χω-ράνε και ταινίες που δεν στοχεύουν μόνο στις εισπράξεις. Το γεγονός ότι υπεύθυνος για το κομμάτι αυτό της εταιρείας αναλαμ-βάνει ο Ρένος Χαραλαμπίδης μας κάνει να αισιοδοξούμε ότι η νέα «ελληνική» Audio Visual θα έχει χώρο και για ένα διαφορετι-κό ελληνικό σινεμά.