polimeles

24
http :// alampasis . blogspot . com ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ Του ……………… κατοίκου …………… Αττικής (οδός …….. αρ. ….) ΚΑΤΑ …………………………….. κατοίκου ………. Αττικής (οδός ……. αρ……) 1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ …………………………………………………… 2. ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ……………………………………………. 3. Αοριστία της αγωγής (βλ. και Κ.Θ Μακρίδου η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της). Επί περιπτώσει διάγνωσης από το δικαστήριο αοριστίας της αγωγής μου : I. Το ίδιο το άρθρο 236 ΚΠολΔ καθιερώνει την υποχρέω - ση του δικαστή να φροντίζει, ώστε όλα τα πρόσωπα που μετέχουν στη συζήτηση «να εκφράζονται σαφώς για όλα τα

Transcript of polimeles

Page 1: polimeles

http :// alampasis . blogspot . com

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Του ……………… κατοίκου …………… Αττικής (οδός ……..

αρ. ….)

ΚΑΤΑ

…………………………….. κατοίκου ………. Αττικής (οδός …….

αρ……)

1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ

……………………………………………………

2. ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

…………………………………………….

3. Αοριστία της αγωγής (βλ. και Κ.Θ Μακρίδου η αόριστη αγωγή

και οι δυνατότητες θεραπείας της).

Επί περιπτώσει διάγνωσης από το δικαστήριο αοριστίας της

αγωγής μου :

I. Το ίδιο το άρθρο 236 ΚΠολΔ καθιερώνει την υποχρέω ση

του δικαστή να φροντίζει, ώστε όλα τα πρόσωπα που

μετέχουν στη συζήτηση «να εκφράζονται σαφώς για όλα τα

ουσιώδη πραγματικά γεγονότα». Ως «ουσιώδη» θα πρέπει να

εκλαμβάνονται όσα γεγονότα έχουν νομική σημασία, θεωρούνται

δηλαδή, απαραίτητα, κατά την κρίση του δικαστηρίου, για τη

Page 2: polimeles

θεμελίωση της δικαστικής αποφάσεως. Ο όρος «σαφής» έκφραση

των γεγονότων συναντάται, επίσης, και στη διάταξη του άρθρου

216 § Ια ΚΠολΔ, όπου ο ενάγων οφείλει να περιλάβει στην αγωγή

του «σαφή» έκθεση των γεγονότων τα οποία πληρούν το εμπειρικό

του σιωπηρά επικαλούμενου κανόνα δικαίου. Όπως αναφέρθηκε

ανωτέρω, η σαφήνεια αυτή αφορά στην εξειδίκευση των κρίσιμων

περιστατικών η δε έλλειψη της γεννά «πραγματική αοριστία» της

αγωγής. Υπό την ίδια έννοια, η «σαφής έκφραση» στα πλαίσια

του άρθρου 236 ΚΠολΔ, περιορίζεται σε ένα «πραγματικά

αόριστο» δικόγραφο και δεν επιτρέπει παρέμβαση του

δικαστή, ώστε να υποβληθούν από τον ενάγοντα νέοι

αγωγικοί ισχυρισμοί, ικανοί να θεραπεύσουν τη νομική

αοριστία της αγωγής. Αλλά και η τελική φράση της διατάξεως,

όπου απεικονίζεται ο σκοπός της «... και γενικά να παρέχουν τις

αναγκαίες διασαφηνίσεις για την εξακρίβωση της αλήθειας των

προβαλλομένων ισχυρισμών», ενδυναμώνει την άποψη ότι η

δικαστική πρωτοβουλία κινείται υποχρεωτικά στα πλαίσια

των πραγματικών περιστατικών που προσκόμισαν στη δίκη

οι διάδικοι.

Πρώτη, η υπ' αριθ. 1439/1990 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς

(Α. Παπαμιχαλόπουλος, Δ 1991.253 με παρατ. Μητσόπονλου - ΝοΒ

1991.418), επιστράτευσε τη διάταξη του άρθρου 236 ΚΠολΔ,

επιφυλάσσοντας, με αξιοπρόσεκτη σαφήνεια, μία διαφορετική

μεταχείριση στην πραγματική από τη νομική αοριστία. Το σκεπτικό

της αποφάσεως αξίζει να παρατεθεί αυτούσιο: «…Όταν όμως τα

αναγόμενα στην προϋπόθεση αυτή πραγματικά περιστατικά

περιέχονται μεν στην αγωγή, αλλά όχι με πληρότητα, σε

τρόπον ώστε αυτή, από το λόγο αυτό, να είναι αόριστη εκ

του πράγματος, τότε η αορι στία αυτή μπορεί να θεραπευθεί

με την συμπλήρωση της αγωγής (η οποία περιέχει τα από

τον κανόνα του δικαίου απαιτούμενα στοιχεία, αλλά όχι με

πληρότητα), με τις προτάσεις, την οποία (συμπλήρωση) ο

δικαστής, t έχει όχι μόνον την εξουσία, αλλά και

Page 3: polimeles

υποχρέωση να υποδεικνύει στους διαδίκους,

σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 236 ΚΠολΔ » .

Επομένως, η διάταξη του άρθρου 236 ΚΠολΔ εφαρμόζεται μεν στη

συμπλήρωση των αόριστων αγωγών, περιορίζεται, όμως, στην

πάθηση της πραγματικής αοριστίας του εισαγωγικού δικογράφου

(αντίθετα, κατά τον Μητσόπουλο, ΝοΒ 1986.762· τον ίδιο, ΕλλΔνη

1995.9, η συμπλήρωση μπορεί να αφορά σε όλα τα αναγκαία, για τη

θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος, στοιχεία. Την ίδια άποψη

φαίνεται να υιοθετεί και ο Μπέης, παρατ. υπό ΜονΠΑΘ 1310/1971, Δ

1972.286/287, υπό το καθεστώς που ίσχυε, όμως, προ των

τροποποιήσεων του ν.δ. 958/1971, υποστηρίζοντας ότι «... δύναται

η υπόδειξις να αφορά και στη συμπλήρωσιν ελλειπόντων στοιχείων

εκ των κατά νόμου αναγκαίων διά την θεμελίωσιν του σχετικού

αιτήματος»). Τότε, πράγματι, η διατύπωση του άρθρου 244

ΚΠολΔ/1968, επέτρεπε ανάλογη ερμηνεία).

Η εκδοχή αυτή επιβεβαιώνεται, ήδη, από την πλέον

πρόσφατη νομολογία (ΑΠ 1374/1994, ΕλλΔνη 1996.683·

190/2001, Τράπεζα νομικών πληροφο ριών ΝΟΜΟΣ·

989/2002, ΕλλΔνη 2003.1348· 167/2002, Τράπεζα νομικών

πληροφο ριών ΝΟΜΟΣ· 842/2005, Τράπεζα νομικών

πληροφοριών ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 6026/2001, ΕλλΔνη 2004.819·

ΕφΔωδ 323/2005, Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ.) ,

η οποία, με οδηγό σειρά απο φάσεων του Ακυρωτικού, ορθά

οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 236 ΚΠολΔ ως

προς τη θεραπεία της αοριστίας σε συνάρτηση προς το

πεδίο εφαρμογής του άρθρου 224 ΚΠολΔ. Με την

στερεότυπη πλέον δια τύπωση « Μπορεί δηλαδή ο ενάγων,

βάσει των διατάξεων 224 εδ. β ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με

εκείνη του άρθρου 236 ΚΠολΑ, να συμπληρώσει με τις

προτάσεις του την ατελή έκθεση των πραγματικών

ισχυρισμών, θεραπεύο ντας την πραγματική, αλλά όχι τη

νομική αοριστία της αγωγής...» εύστοχα υποδηλώνεται η

ανάγκη εναρμονισμού του άρθρου 236 ΚΠολΔ προς την

Page 4: polimeles

ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 224 εδ. β ΚΠολΔ, στο

πλαίσιο του οποίου, αναγνωρίσθηκε η δυνατότητα στον

ενάγοντα να συμπληρώνει, με τις προτάσεις του, μόνον την

πραγματική αοριστία της αγωγής του. Είτε με

παρότρυνση του δικαστηρίου, με τη βοήθεια,

δηλαδή, του άρθρου 236 ΚΠολΔ, είτε με πρωτοβουλία

του ίδιου του ενάγοντος, με άξονα το άρθρο 224 εδ. β

ΚΠολΔ, η εξειδίκευση των ουσιωδών γεγονότων είναι εφικτό

να επιτευχθεί με τις προτάσεις.

Η διάκριση, βέβαια, μεταξύ πραγματικής και νομικής αοριστίας

της αγωγής ενδιαφέρει, αποκλειστικά, την ιστορική βάση της

εισαγωγικής διαδικαστικής πράξεως. Όταν η αοριστία

εντοπίζεται στο αγωγικό αίτημα ή στο υλικό αντικείμενο

της διαφοράς, τότε η ρητή διατύπωση του άρθρου 236

ΚΠολΔ, που επιτρέπει τη δικαστική καθοδήγηση των

διαδίκων για την υποβολή των αναγκαίων αιτήσεων, οδηγεί,

ευχερέστερα, στο συμπέρασμα ότι ο δικαστής υποχρεούται

να καθοδηγεί τον ενάγοντα ώστε να θεραπευθεί η αόριστη

αγωγή .

Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση, ενθαρρύνει την εφαρμογή του

άρθρου 236 ΚΠολΔ για τη θεραπεία των «πραγματικά» αόριστων

αγωγικών ισχυρισμών, αποτελεί το πρώτο και σπουδαιότερο βήμα

προς την ενεργοποίηση της διατάξεως. Προς την κατεύθυνση αυτή

κινείται εξάλλου τα τελευταία χρόνια το Ακυρωτικό, όπως

παραπάνω επισημάνθηκε (ΑΠ 1374/1994, ΕλλΔνη 1996.683·

190/2001, Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ· 989/2002,

ΕλλΔνη 2003.1348· 167/2002, Τράπεζα νομικών πληροφοριών

ΝΟΜΟΣ· 842/2005, Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ

6026/2001, ΕλλΔνη 2004.819· ΕφΔωδ 323/2005, Τράπεζα νομικών

πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εάν τα δικαστήρια της ουσίας

επιστρατεύσουν το άρθρο 236 ΚΠολΔ για την άρση της

πραγματικής αοριστίας της αγωγής, αλλά και των ενστάσεων,

τότε προμηνύεται ότι ο μισός, τουλάχιστον, από τον όγκο

Page 5: polimeles

των αποφάσεων που απορρίπτουν ως αόριστες τις σχετικές

αγω γές, θα αντικατασταθεί από αποφάσεις που θα

συμβάλλουν στη διάσωση του ελαττωματικού δικογράφου,

με τη βοήθεια του άρθρου 236 ΚΠολΔ και άρα το όφελος θα

ήταν , αδιαμφισβήτητα μεγάλο .

Ο δικαστής ο οποίος διευθύνει τη συζήτηση,

καθίσταται, επομένως, συνυπεύθυνος για τη διαμόρφωση

του υλικού της δίκης, όσον αφορά στην εξειδίκευση των

προβληθέντων ισχυρισμών. Δεν πρόκειται, ασφαλώς, ούτε για

τον μόνο ούτε για τον κυρίως υπεύθυνο. Όταν ο πληρεξούσιος

δικηγόρος του ενάγοντος ανταποκρίνεται απολύτως στις

υποχρεώσεις του, συντάσσοντας ένα πλήρες και ορισμένο εισαγωγι-

κό δικόγραφο, τότε, ο δικαστής «καταδικάζεται» σε απραξία.

Μόνον όταν δεν προβληθούν τα πραγματικά γεγονότα με τη

δέουσα σαφήνεια ενεργόποιείται επιβοηθητικά η δικαστική

καθοδήγηση. Υπό την έννοια αυτή, πρόκειται για επικουρική

υποχρέωση, διότι το κύριο και πρωταρχικό βάρος ως προς τη

διάπλαση του πραγματικού υλικού της δίκης εξακολουθεί να

βαρύνει τους διαδίκους. Το μονοπώλιο των διαδίκων όσον αφορά

στη διαμόρφωση του πραγματικού υλικού διασπάται στον τομέα

της εξειδικεύσεως των ουσιωδών γεγονότων, μόνον εφόσον οι ίδιοι

οι διάδικοι δεν ανταποκριθούν στην κύρια υποχρέωση τους για

σαφή και εμπεριστατωμένη αναφορά των κρίσιμων πραγματικών

περιστατικών.

Περαιτέρω, η ίδια η διατύπωση του άρθρου 236 ΚΠολΔ

προδίδει τα όρια της δικαστικής παρεμβάσεως, η οποία φέρει

«καθοδηγητικό χαρακτήρα». Ο δικαστής που διευθύνει τη

συζήτηση, κατευθύνει τον ενάγοντα για συμπλήρωση της

πραγματικής αοριστίας, ουδέποτε, όμως, προβαίνει μόνος του

στην εν λόγω συμπλήρωση. Αλλιώς, θα επρόκειτο για «εκ βάθρων»

ανατροπή του ισχύοντος συζητητικού συστήματος. Ο δικαστής

παρέχει στον ενάγοντα μία δεύτερη ευκαιρία να θεραπεύσει

την πραγματική αοριστία της αγωγής, ώστε η συμπλήρωση

Page 6: polimeles

των ελλείψεων να εξαρτάται, αποκλειστικά, από τη βούληση

και τις ενέργειες του τελευταίου. Σύμφωνα με τα ανωτέρω ο

δικαστής ουδέποτε θεραπεύει την αγωγική αοριστία, αλλά μόνον

παρακι νεί τον διάδικο προς αυτή την κατεύθυνση. Η

δικαστική, λοιπόν, συμβολή εξαντλείται στην καταβολή

κάθε νόμιμης, δικονομικής επιμέλειας αλλά όχι στην επίτευξη

συγκεκριμένου αποτελέσματος, αφού το αποτέλεσμα της θεραπείας

της αγωγικης αοριστίας εξαρτάται τελικώς από το διάδικο.

Η παραμέληση από τον δικάζοντα δικαστή της

υποχρεώσεως που απορρέει από το δικό μας άρθρο 236

ΚΠολΔ, οδηγεί σε ανάλογες, με το γερμανικό δίκαιο,

συνέπειες ως προς την προσβολή της οριστικής αποφάσεως

με έφεση. Η οριστική απόφαση με την οποία

απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω

πραγματικής αοριστίας είναι εσφαλμένη, εάν

προηγουμένως δεν φρόντισε ο δικαστής να

καθοδηγήσει τον ενάγοντα. Προσβάλλεται, επομένως,

με έφεση από τον ενάγοντα με λόγο εφέσεως την παράβαση

της διατάξεως του άρθρου 236 ΚΠολΔ . Μετά την

τροποποίηση του άρθρου 535 ΚΠολΔ από το ν. 2915/2001,

το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εξαφανίζοντας την

πρωτοβάθμια απόφαση που είχε απορρίψει την αγωγή λόγω

αοριστίας, κρατεί σε κάθε περίπτωση την υπόθεση και τη

δικάζει στην ουσία της. Κατ' εξαίρεση, και ενώ το πεδίο

εφαρμογής του άρθρου 236 ΚΠολΔ είναι, χωρίς αμφιβολία

εκείνο της πρωτοβάθμιας δίκης, εδώ το εφετείο

υποχρεούται να καλέσει τον εκκαλούντα-ενάγοντα

σε συμπλήρωση των αόριστων σημείων της

αγωγής στον δεύτερο βαθμό. Η αναπόφευκτη παραβίαση

των χρονικών ορίων που θέτει το άρθρο 224 ΚΠολΔ θα πρέπει να

γίνει στην εξαιρετική αυτή περίπτωση αποδεκτή, διότι μόνον έτσι

Page 7: polimeles

μπορεί να επιτραπεί η άσκηση εφέσεως με λόγο την παραβίαση του

άρθρου 236 ΚΠολΔ.

Όπως συμβαίνει στο γερμανικό δίκαιο , έτσι και η δική

μας διάταξη του αρθ. 236 ΚΠολΔ , καθιερώνει χωρίς

αμφιβολία , ένα γνήσιο δικονομικό καθήκον του δικαστή

που διευθύνει τη συζήτηση. Το καθήκον αυτό έγκειται στην

καθοδήγηση του δικαστή προς τους διαδίκους και ει-

δικότερα προς τον ενάγοντα, ώστε να θεραπευθεί η

πραγματική αοριστία της αγωγής του. Σε «δικονομική

ευθύνη» του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση αναφέρεται

η ΕφΘεσ 1278/2001, της οποίας οι σκέψεις, εξαιρετικά

εύστοχες και απολύτως θεμελιωμένες στις ισχύουσες δικονο -

μικές διατάξεις, αξίζει να παρατεθούν αυτούσιες. «Αν ο

δικαστής παρα λείψει την κατά τα ανωτέρω

συναγωγή των αναγκαίων διασαφηνίσεων, δεν είναι

θεμιτό, μετά την ολοκλήρωση της προφορικής

συζήτησης να επιρρίψει στον διάδικο τις συνέπειες

της δικής του παράλειψης (του δικαστή, ΚΠολΔ

236), απαγγέλλοντας το απαράδεκτο του σχετικού

ισχυρισμού λόγω αορι στίας, αλλά διατηρεί ως μόνη

διέξοδο τη δυνατότητα επανάληψης της συζήτησης

(ΚΠολΔ 254)».

II. Στην τακτική διαδικασία του Πολυμελούς

Πρωτοδικείου, ο εισηγητής της υποθέσεως οφείλει να διαπιστώσει

από την μελέτη του φακέλου, ο οποίος του παραδίδεται

δεκαπέντε ημέρες προ της συζητήσεως, ότι η αγωγή είναι

αόριστη. Αν μεν πρόκειται γα αθεράπευτη αοριστία, τότε το ισχύον

δικονομικό σύστημα δεν επιτρέπει στο δικαστήριο να αποφανθεί

προφορικά για το απαράδεκτο της αγωγής, αλλά, σε βάρος της

οικονομίας της δίκης, υποχρεούται, εφόσον οι διάδικοι το

επιθυμούν, να εξετάσει κανονικά μάρτυρες. Έχει, ασφαλώς, το

Page 8: polimeles

δικαστήριο το δικαίωμα να επισημάνει προφορικά στον

ενάγοντα -όπως και στον εναγόμενο ως προς τις ενστάσεις του-,

ότι η αγωγή πάσχει από αοριστία, ώστε να κάνει ο

τελευταίος χρήση του δικαιώματος του να παραιτηθεί εκείνη

τη στιγμή από το αγωγικό δικόγραφο (αρθρ. 297 ΚΠολΔ). Αν

πρόκειται για θεραπεύσιμη αοριστία, τότε, ο δικαστής που

διευθύνει τη συζήτηση οφείλει να υποδείξει προφορικά στον

ενάγοντα, δυνάμει του άρθρου 236 ΚΠολΔ, τα σημεία που

χρήζουν διευκρινίσεως. Ωστόσο, η προθεσμία καταθέσεως των

προτάσεων, με τις οποίες θα μπορούσε το ελάττωμα να επουλωθεί,

έχει προ πολλού παρέλθει, αφού αυτές κατατίθενται ενώπιον του

Πολυμελούς Πρωτοδικείου είκοσι ημέρες πριν από τη συζήτηση

(αρθρ. 2371 ΚΠολΔ), οποιαδήποτε δε συμπλήρωση επιχειρηθεί με

την προσθήκη, η οποία περιορίζεται στην αξιολόγηση των

αποδείξεων (αρθρ. 270 VI ΚΠολΔ), δεν λαμβάνεται υπόψη. Έτσι, η

προ φορική υπόμνηση του Προέδρου περί θεραπεύσιμης

αοριστίας παρέχει καταρχήν στον ενάγοντα τη διέξοδο της

αναβολής μετά από σχετικό αίτη μα του, κατ' αρθρ. 241

ΚΠολΔ. Σπουδαίος λόγος αναμφίβολα συντρέχει στην εν λόγω

περίπτωση, διότι στη συζήτηση που αρχικά προσδιορίστηκε, δεν

υπάρχει δικονομική δυνατότητα θεραπείας της αοριστίας. Οπως

είναι γνωστό, ως συζήτηση της αγωγής εκλαμβάνεται η μετ'

αναβολή συζήτηση (αρθρ. 281 ΚΠολΔ). Έτσι και οι νέες προτάσεις,

οι οποίες θα πρέπει να αποτελέσουν διαφορετικό κείμενο,

συμπληρωματικό των αρχικών προτάσεων, που, πάντως, δεν

αποσύρονται από τον διάδικο αλλά παραμένουν στη δικογραφία,

αποτελούν προτάσεις της μοναδικής συζητήσεως. Η εξειδίκευση,

επομένως, των αγωγικών ισχυρισμών είναι απόλυτα παραδεκτή,

καθώς σέβεται τα χρονικά όρια που προδιαγράφει ο νόμος, στα

πλαίσια του άρθρου 224 ΚΠολΔ. Η αναβολή, βεβαίως, επιβραδύνει

την έκδοση οριστικής αποφάσεως, σε βλάβη των συμφερόντων του

ενάγοντος. Αποτελεί, όμως, δίκαιο αντίτιμο, αφού ο ίδιος ο ενάγων

προκάλεσε, με τη σύνταξη ενός αόριστου εισαγωγικού δικογράφου,

Page 9: polimeles

τη διαδικαστική αυτή καθυστέρηση. Αν, πάντως, ο ενάγων δεν

υποβάλει αίτημα αναβολής, τότε ενεργοποιείται η εξουσία

του δικαστηρίου, κρίνοντας κυριαρχικά να διατάξει

επανάληψη της συζητήσεως, επιστρατεύοντας τη διάταξη

του άρθρου 254 ΚΠολΔ. Η ενεργοποίηση της με σκοπό τη θερα-

πεία της πραγματικής αοριστίας δεν εμποδίζεται ούτε από τη

διατύπωση της ούτε από την πρόθεση του δικονομικού νομοθέτη. Ο

ενάγων έχει έτσι τη δυνατότητα να θεραπεύσει την αγωγική

αοριστία με το σημείωμα που καταθέτει πέντε ημέρες πριν από την

επαναλαμβανόμενη συζήτηση (αρθρ. 254 II ΚΠολΔ). Μολονότι δεν

πρόκειται για ορθόδοξη επιστράτευση του άρθρου 254 ΚΠολΔ,

αφού το Πολυμελές Πρωτοδικείο αντιλαμβάνεται τα αόριστα

σημεία της αγωγής πριν συζητηθεί η υπόθεση και όχι κατά

τη διάσκεψη, ωστόσο η επανάληψη αποτελεί σήμερα την

μοναδική οδό για τη λειτουργία του άρθρου 236 ΚΠολΔ.

III. Η περίπτωση της έκδοσης απορριπτικής λόγω

αοριστίας απόφασης , σε συνδυασμό με την προ της

έκδοσης προσκόμιση του δικαστικού ενσήμου καθώς και

την καταβολή των εξόδων και τελών για την άσκηση της

διαδικαστικής πράξεως

Κατά το άρθρο 173 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όποιος προκαλεί

κύρια ή παρεμπίπτουσα δίκη προκαταβάλλει τα τέλη για τη

συζήτηση της δίκης αυτής. Παρ. 3. Ο διάδικος που προκαλεί

διαδικαστική πράξη προκαταβάλλει τα έξοδα και τα τέλη της. Από

τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα έξοδα και τέλη για την άσκηση

οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξεως, είναι το τέλος δικαστικού

ενσήμου, η εισφορά υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ, οι εισφορές στο ΤΝ

(το τέλος χαρτοσήμου καταργήθηκε με το άρθρο 20 Ν. 2873/2000

(ΦΕΚ Α` 285), ενώ το άρθρο 5 παρ. 5 του καταστατικού του

Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, (το οποίο ιδρύθηκε κατά το

άρθρο 1 παρ. 1, 2 και 3 περ. β` και ε του ΑΝ 87/1936, με το Β.Δ. της

16/20.1.1941 και το καταστατικό του κωδικοποιήθηκε με το από

6/22.9.1956 ΒΔ, όπως αντικατ. με το άρθρο 3 του ΠΔ 90/1984) το

Page 10: polimeles

οποίο προβλέπει την επικόλληση ειδικού ενσήμου του

ταμείου σε δικαστικά και εξώδικα έγγραφα .

Ομοίως , οφείλει να καταβάλλει το γραμμάτιο

προεισπράξεως δικηγορικής αμοιβής αν και έχει κριθεί ότι

αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 96

παρ. 6 του Κωδ. Δικηγόρων όπως ισχύει κατά το οποίο λογίζεται

ερήμην δικαζόμενος ο διάδικος που δεν καταβάλλει γραμμάτιο

προεισπράξεως δικηγορικής αμοιβής (ΑΕΔ 33/95 ΕλλΔνη 36. 571).

Σχετικώς με την εισφορά υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ και του ταμείου

Νομικών πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: Με το άρθρο 10

παρ. 1 Ααβ του ΝΔ 1017/1971 "περί συστάσεως ταμείου

χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων", καθορίστηκαν για την

πραγματοποίηση της αποστολής του εν λόγω ταμείου,

υποχρεωτικές εισφορές, οι οποίες με την υπ` αριθ. ΥΑ 63930

(Δικαιοσύνης και Οικονομικών) της 3/16.1.1992 "Αύξηση των

πόρων του ταμείου χρηματοδοτήσε ως Δικαστικών Κτιρίων από

αναπροσαρμογή των ενσήμων", αναπροσαρμόστηκαν σε δραχμές

200 για την παράσταση ενώπιον του εφετείου και ομοίως 200

δραχ. για τις προτάσεις ενώπιον του αυτού δικαστηρίου.

Περαιτέρω με την ΥΑ 441/1192 (Κοινωνικών Ασφαλίσεων) της

21.10/3.11.1994 "Ενοποίηση και αναπροσαρμογή αξίας ενσήμων

παραστάσεων Δικηγόρων Ταμείου Νομικών και Κλάδου Επικουρικής

Ασφαλίσεως Δικηγόρων", αναπροσαρμόστηκαν από 1.1.1995 τα

χρηματικά ποσά που προβλέπονται από τις διατάξεις του εδ. ιγ`

και ιδ` της παρ. 1 του άρθρου 10 του ΝΔ 4114/1960, καθώς και

από τις διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 2 του ιδίου Ν.Δ/τος, όπως

τροποποιήθηκε από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Β.Δ. 798/1961

ως αυτά έχουν αντίστοιχα διαμορφωθεί με την 441/0ίκ.

776/6.4.1988 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και

Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθώς και την 135889/20.7.1988 κοινή

απόφαση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών

Ασφαλίσεων και Οικονομικών σε δρχ. 1.600 για παράσταση ενώπιον

του Εφετείου. Περαιτέρω , η καταψηφιστική αγωγή υπόκειται στην

Page 11: polimeles

καταβολή αναλόγου δικαστικού ενσήμου ή αγωγωσημου . Η

σχετική υποχρέωση επιβάλλεται σε αγωγή ή ανταγωγή με

αντικείμενο αξίας πάνω από 15.000 δρχ. από το αρθ. 2 Ν. Γ σαμπι

ΟΗ/1912 όπως αυθεντικά ερμηνεύθηκε με το ΝΔ 1544/1942 και

τροποποιήθηκε με το ΝΔ 4189/1961.

Αν το δικαστικό ένσημο δεν καταβληθεί καθόλου ή

καταβληθεί ελλιπές , δημιουργείται πλάσμα ερημοδικίας του

ενάγοντος (ΚΠολΔ 175, ΕίσΝΚΠολΔ 3§ 1). Η ΚΠολΔ 672

περιλαμβανόμενη μεταξύ των εφαρμοστέων διατάξεων σύμφωνα

με την ΚΠολΔ 681 Α', κατά την άποψη που κρατεί στη νομολογία όχι

όμως και στη θεωρία, δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση μη καταβολής

τέλους δικαστικού ενσήμου. Για να επέλθει όμως η άνω συνέπεια

πρέπει να παρίσταται νόμιμα ο εναγόμενος γιατί διαφορετικά αν και

αυτός είναι δικονομικά απών, τότε ματαιώνεται η συζήτηση κατά

την ΚΠολΔ 260. Αν δεν καταβληθεί το ανάλογο τέλος

δικαστικού ενσήμου, τότε η αγωγή απορρίπτεται για

ουσιαστικούς λόγους . Ο ενάγων τον οποίου απορρίπτεται η

αγωγή για τον άνω λόγο δεν έχει πλέον την ευχέρεια όπως

συνέβαινε υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς

καταβάλλοντας το ένσημο, να ασκήσει αιτιολογημένη

ανακοπή ερημοδικίας, η οποία και μόνο επιτρέπεται μετά το Ν.

2145/1993, εκτός αν συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας (βλ.

ΚΠολΔ 501) .

Το ως άνω τέλος, ως αναγόμενο στη φορολογία του

αντικειμένου της δίκης, επί του οποίου προκαλείται η απόφαση

του δικαστηρίου, δεν θεωρείται αναλωθέν εάν η αγωγή

απορριφθεί με απόφαση του δικαστηρίου όχι ουσιαστικά,

αλλά μόνον ως τυπικά απαράδεκτη (Α.Π. 273/1985 Ελλ.Δνη,

1985, 466). Τούτο συμβαίνει και όταν η αγωγή απορριφθεί

λόγω ακυρότητας του δικογράφου ταύτης ως αόριστου, επειδή δεν

περιέχει τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία (Τούση, Γεν. Αρχαί

1962 par. 167, sel. 766, shm. 14, AP 80/1955 NoB, 3,385). Ο

χαρακτηρισμός, συνεπώς, της αόριστης αγωγής ως απαράδεκτης,

Page 12: polimeles

σημαίνει, ειδικότερα, ότι το καταβληθέν αγωγόσημο θεωρείται μη

αναλωθέν, κατά τη νέα, δε, ορισμένη αγωγή η οποία θα ασκηθεί

μετά την απόρριψη της αόριστης δεν απαιτείται καταβολή άλλου

δικαστικού ενσήμου. Εάν, βεβαίως, σύμφωνα με την αντίθετη

άποψη, η νομικά αόριστη αγωγή θεω ρηθεί ως νόμω αβάσιμη,

τότε, αφού θα πρόκειται για απόρριψη, η οποία θα τέμνει

στην ουσία της διαφοράς, θα πρέπει , συνακόλουθα, να

υποχρεωθεί ο ενάγων και σε νέα καταβολή του δικαστικού

ενσήμου (βλ. Κ.Θ Μακρίδου η αόριστη αγωγή σελ. 138).

Περαιτέρω , κατά την παρ. 1 του άρθρου 17 του

Συντάγματος «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του

Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν

μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος», ενώ

κατά την παρ 1 του αρθ. 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ

περί πρoστασίας της ιδιoκτησίας «παv φυσικόv ή voµικόv πρόσωπov

δικαιoύται σεβασµoύ της περιoυσίας τoυ. Ουδείς δύvαται vα

στερηθή της ιδιoκτησίας αυτoύ ειµή δια λόγoυς δηµoσίας ωφελείας

και υπό τoυς πρoβλεπoµέvoυς, υπό τoυ vόµoυ και τωv γεvικώv

αρχώv τoυ διεθvoύς δικαίoυ όρoυς» , ενώ κατά το άρθρο 8 του

Συντάγματος «κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το

δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος» ενώ κατά το αρθ. 6 της

ΕΣΔΑ , «παv πρόσωπov έχει δικαίωµα όπως η υπόθεσίς τoυ

δικασθή δικαίως, δηµoσία και εvτός λoγικής πρoθεσµίας υπό

αvεξαρτήτoυ και αµερoλήπτoυ δικαστηρίoυ, voµίµως

λειτoυργoύvτoς, τo oπoίov θα απoφασίση είτε επί τωv

αµφισβητήσεωv επί τωv δικαιωµάτωv και υπoχρεώσεώv τoυ

αστικής φύσεως, είτε επί τoυ βασίµoυ πάσης εvαvτίov τoυ

κατηγoρίας πoιvικής φύσεως».

Τέλος είναι γνωστό τοις πάση ότι η καθυστέρηση

απονομής της δικαιοσύνης , φθάνει στην Ελλάδα στα όρια της

συστημικης αρνησιδικίας λόγω του υπέρμετρου αριθμού των

υποθέσεων προς εκδίκαση σε συνδυασμό με τις δομικές αδυναμίες

του συστήματος . Έχει προς αυτή την κατεύθυνση

Page 13: polimeles

νομολογηθεί από το ΕΔΔΑ , ότι η αυτού του είδους

συστημική αρνησιδικία των οργάνων της πολιτείας συνιστά

την παραβίαση του αρθ. 6 της ΕΣΔΑ, διότι η διάρκεια της

εδώ διαδικασίας είναι υπερβολική και δεν ανταποκρίνεται

στην περί "ευλόγου προθεσμίας" επιταγή (βλ. μεταξύ πολλών

άλλων, Απόφαση 19-5/2005 ΕΔΔΑ κατά της Ελλάδος , Frydlender

κατά της Γαλλίας [GC], η° 30979/96, § 43, CEDH 2000-VII κλπ) .

Εξάλλου προς αυτή την κατεύθυνση, απουσιάζει από την Ελληνική

έννομη τάξη κάθε ένδικο μέσο ή βοήθημα που κατ αρθ. 13 ΕΣΔΑ

να εγγυάται πραγματική προσφυγή ενώπιον εθνικής αρχής,

η οποία επιτρέπει τη διατύπωση παραπόνων όσον αφορά τη μη

εκπλήρωση της επιβαλλόμενης από το άρθρο 6 § 1 υποχρεώσεως

προς εκδίκαση των υποθέσεων εντός ευλόγου προθεσμίας

{βλ. ΕΔΔΑ, Κόντη-Αρβανίτη κατά της Ελλάδος, η° 53401/99, §§ 29-

30, 10 Απριλίου 2003, Απόφαση 19-5/2005 κατά της Ελλάδος,

Kudla κατά της Πολωνίας [GC], η° 30210/96, § 156, CEDH 2000-

ΧΙ}.

Προκύπτει από τα ανωτέρω , ότι

Η περίπτωση της παράλειψης της από το άρθρο 236

δικονομικής υποχρέωσης του Δικαστηρίου ήτοι της - προ

της ενάρξεως της εκδικάσεως- υπόδειξης ότι η αγωγή πάσχει

από τυχόν αοριστία σε συγκεκριμένα σημεία της ώστε εγκαίρως να

σπεύσει ο ενάγων να τη θεραπεύσει , η οποία (παράλειψη) θα

έχει ως επακόλουθη συνέπεια α) την απόρριψη της αγωγής

(ως πάσχουσας από αοριστία) κατόπιν όμως διαδικασίας

που είναι υπερβολικά χρονοβόρα και δεν ανταποκρίνεται

στην περί "ευλόγου προθεσμίας" επιταγή , καθώς και β) η μετά

την έκδοση της απορριπτικής (λόγω αοριστίας) απόφασης

επανεγερση με νέα βελτιωμένη αγωγή που δεν θα πάσχει

από αοριστία, επί της οποίας ομοίως θα εκδοθεί απόφαση

μετά από διαδικασία που είναι υπερβολικά χρονοβόρα και

δεν ανταποκρίνεται στην περί "ευλόγου προθεσμίας"

Page 14: polimeles

επιταγή , παραβιάζει ευθέως το αρθ. 6 της ΕΣΔΑ , διότι η

διάρκεια της ΟΛΗΣ ΑΥΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ είναι για τον

ενάγοντα όχι απλώς υπερβολική και μη ανταποκρινόμενη

στην περί "ευλόγου προθεσμίας" επιταγή , αλλά εξοντωτική.

Να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο ήδη από δεκαπενθημέρου προ

της εκδικάσεως της υπόθεσης γνωρίζει άλλως -από την

επισκόπηση του δικογράφου- οφείλει να γνωρίζει ότι η αγωγή

πάσχει από τυχόν αοριστία (ποσοτική ή νομική) και επομένως ήδη

κατά το χρόνο της εκδίκασης γνωρίζει ότι η αγωγή

πρόκειται να απορριφθεί (6-8 μήνες μετά τη συζήτησή της)

λόγω αοριστίας … Έχει επομένως από το αρθρ. 236 ΚΠολΔ

τη δικονομική υποχρέωση , κατά την ημερομηνία της δικασίμου

και προ της ενάρξεως της εκδικάσεως , να με ενημερώσει επ

αυτού ώστε εφόσον το επιθυμώ α) να παραιτηθώ του

δικογράφου της αγωγής αν αυτή πάσχει από νομική

αοριστία ή β) αν η αγωγή πάσχει από πραγματική αοριστία

να αιτηθώ κατ' αρθρ. 241 ΚΠολΔ αναβολή ώστε παραδεκτά

βάσει των διατάξεων 224 εδ. β ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο

236 ΚΠολΔ, στη μετ' αναβολή συζήτηση (αρθρ. 281 ΚΠολΔ), με

νέες προτάσεις μου , συμπληρωματικές των αρχικών , να

συμπληρώσω την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών μου,

θεραπεύοντας με τον τρόπο αυτό την πραγματική αοριστία . Σε

διαφορετική περίπτωση στοιχειοθετείται η παραβίαση του

αρθ. 8 παρ 1 Σ , του αρθ. 6 ΕΣΔΑ και του αρθρ. 236 ΚΠολΔ .

Η προ της έκδοσης τυχόν απορριπτικής λόγω

αοριστίας απόφασης καταβολή των εξόδων και τελών για

την άσκηση της διαδικαστικής αυτής πράξεως , καθώς και ιδίως

η προσκόμιση του δικαστικού ενσήμου , τούτο δε παρά την

από δεκαπενθημέρου προ της εκδικάσεως γνώση του

δικαστηρίου της αοριστίας της αγωγής (και άρα της έκδοσης

απορριπτικής για το λόγο αυτό απόφασης) , στοιχειοθετεί την

παραβίαση του αρθ. 17 παρ 1 Σ , του αρθ. 1 παρ. 1 του

πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ καθώς και του αρθ. 236

Page 15: polimeles

ΚΠολΔ. Και αυτό γιατί η προ της ενάρξεως της εκδικάσεως

μη επισήμανση από το δικαστή τυχόν αοριστίας της

αγωγής δημιουργεί στον ενάγοντα την εύλογη πεποίθηση

ότι η υπό έκδοση απόφαση θα γίνει αφού το δικαστήριο

εξετάσει την ουσία της υποθέσεως (δεν αναμένει δηλ. ο ενάγων

την έκδοση απορριπτικής λόγω αοριστίας απόφασης) . Δεδομένης

δηλαδή της από το αρθ. 236 δικονομικής υποχρέωσης του δικαστή ,

άπαξ και αυτός (ο δικαστής) δεν υποδείξει προ της ενάρξεως της

εκδικάσεως στον ενάγοντα , ότι η αγωγή είναι αόριστη , ο

ενάγων αναμένει την έκδοση αποφάσεως που θα κρίνει την

ουσία της υποθέσεως . Σε διαφορετική περίπτωση δεν θα υπήρχε

λόγος να καταβάλει τα έξοδα και τέλη για την άσκηση της

διαδικαστικής πράξεως , ούτε βεβαίως το δικαστικό ένσημο.

Συνεπώς , όταν προ της έναρξης της εκδίκασης της

υπόθεσης , το δικαστήριο δεν επισημαίνει στον ενάγοντα

τυχόν αοριστία της αγωγής του , όταν αυτός εντός του

τριημέρου προβαίνει στην καταβολή του αντιτίμου για την έκδοση

και προσκόμιση του δικαστικού ενσήμου , τούτο το κάνει

με τη βεβαιότητα ότι ο δικαστής θα αποφανθεί επί της

ουσίας της αγωγής του. Όταν όμως η εκδοθείσα απόφαση

δεν αποφαίνεται επί της ουσίας του καταψηφιστικου της

αγωγής αιτήματος αλλά απορρίπτει τη νομικά αόριστη

αγωγή ως νόμω αβάσιμη και μάλιστα η έκδοση αυτής

λαμβάνει χώρα παρά την προηγούμενη γνώση του

δικαστηρίου της αοριστίας της αγωγής , σε αυτή την

περίπτωση στοιχειοθετείται η παραβίαση του αρθ. 17 παρ 1 Σ

και του αρθ. 1 παρ. 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ

, για το λόγο ότι στην περίπτωση που ο ενάγων

επανέλθει με νέο «βελτιωμένο» δικόγραφο , το

δικαστικό ένσημο αναλώνεται. Η εκ νέου υποχρέωση

της καταβολής από τον ενάγοντα του χρηματικού ποσού

που απαιτείται για την εκ νέου έκδοση και προσκόμιση

Page 16: polimeles

του δικαστικού ενσήμου , καθώς και η εκ νέου καταβολή

των εξόδων και τελών για την άσκηση της ίδιας

διαδικαστικής πράξεως ώστε παραδεκτά το δικαστήριο να

προβει εκ νέου στην εξέταση του καταψηφιστικου

αιτήματος της νέας «βελτιωμένης» και «μη πάσχουσας από

αοριστία» αγωγής , αποστερεί από τον ενάγοντα το

δικαίωμα όχι μόνο της πρόσβασης σε δίκαιη δίκη αλλά και

το δικαίωμα της πρόσβασης σε δίκη γενικώς , αφού δεν

μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση ο ενάγων να αδυνατεί

να καταβάλλει εκ νέου , τα έξοδα και τέλη της δίκης και το

δικαστικό ένσημο… Σημειωτέων , ότι η επιστράτευση της

διάταξης του άρθρου 236 ΚΠολΔ σε σχέση α) με την καταβολή

των τελών και εξόδων της δίκης καθώς και του αντιτίμου για την

έκδοση και προσκόμιση του δικαστικού ενσήμου , β) την

απορριπτική λόγω αοριστίας απόφαση , καθώς και γ) την ανάλωση

για το λόγο αυτό (νομική αοριστία - νόμω αβάσιμο) του δικαστικού

ενσήμου όταν ο ενάγων προβαίνει σε επανέγερση της αγωγης με

νέο βελτιωμένο δικόγραφο , αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στις

αγωγές που απευθύνονται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο αφού

σε αυτές τις αγωγές το χρηματικό ποσό που απαιτείται για

τα έξοδα και τέλη της δίκης και για την έκδοση του

δικαστικού ενσήμου, είναι από ιδιαίτερα υψηλό έως

υπέρογκο.

Συμπερασματικά:

Α. Η τυχόν διάγνωση από το δικαστήριο αοριστίας της

αγωγής μου (και μάλιστα από δεκαπενθημέρου προ της

δικασίμου) σε συνδυασμό με την προκαταβολή των εξόδων και

τελών της δίκης [γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής

ποσού, (2.310€), πλέον χαρτοσήμανση εισαγωγικού δικογράφου και

προτάσεων, ποσού τριάντα (30€) ευρώ, πλέον δαπάνης επίδοσης,

ποσού πενήντα (50€)] συνολικού ποσού 2.390 (€) ευρώ, καθώς και

του ποσού των έξι χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα έξι

Page 17: polimeles

ευρώ (6.476 €) για την έκδοση και προσκόμιση του

δικαστικού ενσήμου , ήτοι συνολικού ποσού εξόδων και

τελών της δίκης οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα έξι ευρώ

(8.866€) που αποτελούν προϋπόθεση προκειμένου να εκδικασθεί η

υπόθεσή μου , επιφορτίζει το δικαστήριο με την από το αρθρ.

236 δικονομική υποχρέωση να μου επισημάνει εγκαίρως

τυχόν αοριστία της αγωγής μου , ώστε α) να ενεργήσω προς

την κατεύθυνση της θεραπείας της ποσοτικής αοριστίας με

υποβολή αιτήματος αναβολής για τη συμπλήρωση των αόριστων

στοιχείων της αγωγής με επανυποβολή νέων βελτιωμένων

προτάσεων , είτε β) να παραιτηθώ από το δικόγραφο , αν η

αοριστία είναι νομική . Σε διαφορετική περίπτωση το

δικαστικό ένσημο καθώς και τα προκαταβαλλόμενα έξοδα

και τέλη της δίκης είναι ήδη -κατά το χρόνο της δικασίμου-

αναλωμένα , πράγμα που το δικαστήριο το γνωρίζει από την

προηγούμενη επισκόπηση του δικογράφου (το δικαστικό

ένσημο αναλώνεται στην περίπτωση διάγνωσης νομικής

αοριστίας με νομω αβάσιμο , ενώ τα έξοδα και τέλη σε κάθε

περίπτωση ) . Στην περίπτωση δηλ. που δεν τηρηθεί η

δικονομική αυτή υποχρέωση του δικαστηρίου θα υποστώ

περιουσιακή ζημία ανερχόμενης μέχρι του ποσού των 8.866

ευρω. Συνεπώς η άσκηση νέας «βελτιωμένης» αγωγής κατά

τρόπο που να μην πάσχει από αοριστία και επομένως η ανάλωση

του δικαστικού ενσήμου (στην περίπτωση διάγνωσης

νομικής αοριστίας – νομω αβάσιμο), καθώς και η ανάλωση

των τελών και εξόδων της δίκης σε κάθε περίπτωση ,

συνεπάγεται ότι υφίσταμαι περιουσιακή βλάβη , αφού η

υποχρέωση της εκ νέου καταβολής του ποσού των 8.866

ευρω προκειμένου να επανέλθω με νέα διορθωμένη αγωγή

που δεν θα πάσχει από αοριστία ώστε να εξεταστεί εκ νέου

το καταψηφιστικο αυτής αγωγικό αίτημα των ….000.000

ευρώ, συνιστά βλάβη της περιουσίας μου (αρθ. 1 πρόσθετου

πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ κλπ).

Page 18: polimeles

Τυχόν δε αδυναμία καταβολής αυτού του ποσού ,

συνιστά επιπρόσθετα αποστέρηση του δικαιώματός μου της

εκδίκασης της υπόθεσής μου (βλ. αρθρ. 8 Σ «κανένας δεν

στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο

νόμος»). Επομένως στην περίπτωση μη έγκαιρης

επισήμανσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι η αγωγή

μου πάσχει από αοριστία θα μου αποστερηθεί η

δυνατότητα να επανέλθω με νέα διορθωμένη αγωγή

(έχουσα ομοίως με την τυχόν απορριφθείσα καταψηφιστικο

αίτημα των …..000.000 €.

Β. Η περίπτωση της παράλειψης της από το άρθρο 236

δικονομικής υποχρέωσης του Δικαστηρίου στο οποίο

απευθύνεται η παρούσα ήτοι της - προ της ενάρξεως της

εκδικάσεως- υπόδειξης ότι η αγωγή μου πάσχει από τυχόν

αοριστία σε συγκεκριμένα σημεία της ώστε να σπεύσω να τη

θεραπεύσω εγκαίρως , η οποία (παράλειψη) θα έχει ως

επακόλουθη συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως

πάσχουσας από αοριστία κατόπιν όμως διαδικασίας που

είναι υπερβολικά χρονοβόρα και δεν ανταποκρίνεται στην

περί "ευλόγου προθεσμίας" επιταγή , καθώς και η μετά την

έκδοση της απορριπτικής (λόγω αοριστίας) απόφασης

επανεγερση με νέα βελτιωμένη αγωγή μου που δεν θα

πάσχει από αοριστία, επί της οποίας ομοίως θα εκδοθεί

απόφαση μετά από διαδικασία που είναι υπερβολικά

χρονοβόρα και δεν ανταποκρίνεται στην περί "ευλόγου

προθεσμίας" επιταγή , παραβιάζει ευθέως το αρθ. 6 της

ΕΣΔΑ, διότι η διάρκεια της ΟΛΗΣ ΑΥΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ είναι

για το πρόσωπό μου όχι απλώς υπερβολική και μη

ανταποκρινόμενη στην περί "ευλόγου προθεσμίας"

επιταγή , αλλά εξοντωτική !!!

Επειδή κατά τα ανωτέρω η παρούσα είναι νόμιμη ,βάσιμη και

αληθινή

Page 19: polimeles

Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ

και όσα προστεθούν κατά την συζήτηση με την ρητή επιφύλαξή

μας για κάθε νόμιμο δικαίωμά μου

Ζ Η Τ Ω

Να γίνει δεκτή η αγωγή μου.

Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να μου καταβάλλει για την στο

ιστορικό της παρούσης αναφερόμενη αιτία, το ποσό των

……………………. [...000.000] με τους νόμους τόκους από την επίδοση

της παρούσας .

Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή.

Να καταδικαστεί η εναγόμενη στην εν γένει δικαστική μου

δαπάνη.

Επί περιπτώσει διάγνωσης νομικής αοριστίας της αγωγής

μου αυτό να μου γνωστοποιηθεί προ της ενάρξεως της

εκδικάσεώς της ώστε να κάνω χρήση του δικαιώματός μου να

παραιτηθώ του δικογράφου με προφορική δήλωσή μου στο

ακροατήριο (αρθρ. 297 ΚΠολΔ).

Επί περιπτώσει διάγνωσης ποσοτικής αοριστίας της αγωγής

μου αυτό να μου γνωστοποιηθεί προ της ενάρξεως της

εκδικάσεώς της και να μου υποδειχθούν ποια συγκεκριμένα

σημεία της χρήζουν συμπλήρωσης ώστε παραδεκτά βάσει των

διατάξεων 224 εδ. β ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 236 ΚΠολΔ,

να αιτηθώ κατ' αρθρ. 241 ΚΠολΔ αναβολή , προκειμένου στη

μετ' αναβολή συζήτηση (αρθρ. 281 ΚΠολΔ), με νέες προτάσεις

μου , οι οποίες θα αποτελέσουν διαφορετικό κείμενο,

συμπληρωματικό των από ………… αρχικών προτάσεών μου , να

συμπληρώσω την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών

μου, θεραπεύοντας με τον τρόπο αυτό την πραγματική

αοριστία .

Επί περιπτώσει διάγνωσης ποσοτικής αοριστίας της αγωγής

μου με μη γνωστοποίηση αυτού προ της ενάρξεως της

Page 20: polimeles

εκδικάσεώς της (αναφορικά με ποια συγκεκριμένα σημεία

της χρήζουν συμπλήρωσης) και επομένως μη υποβολής από

εμένα αιτήματος αναβολής, κρίνοντας το Δικαστήριο

κυριαρχικά , να διατάξει επανάληψη της συζητήσεως,

επιστρατεύοντας τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ.

Αθήνα, …. Νοεμβρίου 2009

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος