Poetry

40
ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ Inna Panasenko – wild passion “Χωρίς τό δηλητήριο καί τό δάκρυ δέ θά ‘χέ τόση γλύκα ζωή...” -1-

Transcript of Poetry

Page 1: Poetry

ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ

Inna Panasenko – wild passion

“Χωρίς τό δηλητήριο καί τό δάκρυδέ θά ‘χέ τόση γλύκα ἡ ζωή...”

-1-

Page 2: Poetry

Ἀπό μίαν ἀρχή, μία συγκυρία, ξεκινοῦν ὅλα κι ὕστερα καταλήγουν στό ἄπειρο.Ὅπως πιάνεις τό μολύβι νά περιγράψεις κάτι ἀπ’ τή ζωή σου, μ’ ἕνα ποίημακαί φτάνεις νά γράψεις ἕνα βιβλίο πεντακοσίων σελίδων. Γεμίζεις τίς σελίδεςμέ μποῦρδες, ἀθυροστομίες, ἄλλοτε μέ μίσος κι ἄλλοτε μ’ ἀλήθειες κι ἔρωταὅπως μαθαίνεις νά μοιράζεσαι τήν ἀγάπη καί τή λατρεία.

Τή λάτρευα, εἶναι ἀλήθεια, ἀπό τότε πού πρωτοσυστήθηκε στήν παρέα καί πιάσαμε τήν κουβέντα καί μιλούσαμε γιά τά πάντα μέ τά λόγια του ἀέρα. Κάπνιζε θυμᾶμαιἐλαφριά τσιγάρα καί ζήτησε ἀπό κάποιον νά πεταχτεῖ στό πλησιέστερο περίπτερονά τῆς ἀγοράσει ἕνα πακέτο. Ἄν τήν ἤξερα ἀπό νωρίτερα, θά ἔτρεχα σάν ἄνεμοςπετώντας, νά ἤμουν ὁ πρῶτος πού θά ἱκανοποιοῦσε τήν ἐπιθυμία της.

Ἡ Κυρία, ἡ Ἀφέντρα, ἡ ἀπόλυτη Mistress, ἡ Κυρίαρχός του παιχνιδιοῦ τῆς ὑποταγῆςἡ Ἱέρεια τοῦ ἔρωτα, ἡ Πριγκίπισσα μέ τά χρυσά, τά ξανθά μαλλιά καί τά δεκαπέντεχρυσά στέμματα στό κεφάλι. Μέ τούς εἴκοσι θρόνους ἀπό ἐλεφαντόδοντο καί διαμάντια, μέ τούς ἱπποκόμους καί τούς αὐλικούς ὁλόγυρά της, μέσα στό παλάτι της.

Κι ἐγώ ἔμενα νά φαντάζω ταπεινός, ἕνα σκουλήκι πού σερνόταν γιά οἶκτο στά πόδια της, παρακαλώντας τήν, νά προλάβει τό βέβαιο θάνατο ἀπό τό ἑπόμενο βῆμα της.Ντυμένη πάντα μ’ ἕνα κοριτσίστικο ροζέ μπλουζάκι, κολλημένο πάνω στά στήθια τηςποῦ ἄφηνε νά φαίνεται ἕνα τμῆμα τῆς κοιλιακῆς της χώρας μονάχα, ἔτσι πού νά σέ κάνει νά τό κοιτάζεις, νά τό θαυμάζεις, νά τό τρῶς μέ τά μάτια σου, νά θέλεις νά τό ἀγγίξεις νά τό ἀγκαλιάσεις, νά τό προσκυνήσεις. Ἡ κοιλίτσα της. Καί στά πόδια μ’ ἕνα στενό ξεβαμμένο τζινάκι, φτηνιάρικο καί τόσο κολλημένο πάνω της, πού ζωγράφιζαν οἱ καμπύλες της, τόν Παράδεισο καί τή Γῆ τῆς ἐπαγγελίας.

Τήν πρώτη φορά πού ἔτυχε νά συναντηθοῦμε, μοῦ κίνησε τό ἐνδιαφέρον, δέν ἐμοιαζεμέ τήν πριγκίπισσα τοῦ παραμυθιοῦ, οὔτε μέ κάποια ὀνειρεμένη νεράιδα τῆς φαντασίας μου, ἀλλά μ’ ἕνα ἁπλό κορίτσι πού βρέθηκε στό δρόμο μου, τυχαίακι ἦταν σά νά κατέβηκε ἀπ’ τά οὐράνια, ἕνας ἄγγελος, νά μέ τροφοδοτήσει μέ εἰκόνεςνά τίς πάρω μαζί μου, νά τίς βάλω στήν τσέπη μου, νά τή θυμᾶμαι ὅπως τή γνώρισα.

Ἦταν ὅπως τότε, πού ἔβγαλα ἀπό τήν τσέπη ἕναν κόκκινο ἀναπτήρα γεμάτο μέ παπαροῦνες τῆς Ἄνοιξης, λές καί μόλις τίς εἶχε κόψει κάποιος ἀπό τόν ἀγρόνά τίς χαρίσει στήν ἀγαπημένη του, κι ἐγώ τῆς χάρισα τόν φτωχικό ἀναπτήρα μουἀνάβοντάς της τό τσιγάρο καί τήν ἡδονή μου, στά ὑψηλότερα ἐπίπεδά του ἔρωτα.Τόν εἶχε πάντοτε μαζί της, σᾶ φυλακτό, τόν κινοῦσε ἐπιδεικτικά μπροστά ἀπ’ τά μάτια μου ἀναμμένο, κι ἔβγαζε ἐκείνη τή ζεστή φλόγα τοῦ πάθους, τήν πορφυράδα.

Μέθαγα ἀπ’ τή φωνή της, μέ τή βραχνάδα ἐκείνη πού δημιουργοῦσε ὁ καπνός καθώς στροβιλιζόταν στόν οὐρανίσκο της. Ἔπινα δροσιά ἀπ’ τά μάτια της, ὅπως μέ κοιτοῦσεμ’ ἐκεῖνα τά γαλαζοπράσινα μάτια, μέσα ἀπ’ τά πεντακάθαρα γυαλάκια τῆς μυωπίας λές καί βρίσκονταν πίσω ἀπό μία κρυστάλλινη τζαμαρία φύλαξης ἑνός πολύτιμου καί σπάνιου θησαυροῦ, σέ μουσεῖο Ἀρχιτεκτονικῶν θαυμάτων.

Λές καί εἶχε ἀνακαλυφθεῖ πρόσφατα τό γονίδιό της, σέ κάποιο δυσπρόσιτο ὀρεινό σημεῖο τῆς Σουηδίας καί μεταφέρθηκε στή χώρα μας, προκειμένου νά παραχθεῖ τό ἐμβόλιο διάσωσης τῶν πεσόντων στήν ἐρωτική μάχη.

Κι ὅταν μέ κοίταζε στά μάτια, ἐγώ ἔλιωνα, πέθαινα καί ξέχναγα τά λόγιά μου

-2-

Page 3: Poetry

κι ἀπαντοῦσα ὀρθοκοφτά, μ’ ἕνα ναί, ἕνα ὄχι, ἕνα καλημέρα κι ἕνα καληνύχτα.“Σκλάβος σᾶς Κυρία” ἔτσι ἔπρεπε νά ἀπαντήσω, “λιῶστε μέ κάτω ἀπό τά πέλματά σας, σά σκουλήκι πού γυρεύει τήν ἡδονή τοῦ φιλιοῦ σας καί τό χάδι τῆς παλάμης σας, χαρίστε μου τήν αἰώνια ζωή τοῦ Παραδείσου Κυρία μέ τίς προσταγές πού διατάζει ἡ Ἁγιοσύνη σας”. Κι ὕστερα ἄχνα, μέχρι ν’ ἀκούσω τίς ἐντολές της.

Ἤμουν τόσο αὐστηρός μαζί της, πού ὅσες φορές μέ καλοῦσε στό τηλέφωνο δέ τό σήκωνα, κι ὕστερα ξανακαλοῦσε μέχρι νά τό σηκώσω γιά νά ἀπαντήσω. Κι ὅταν τῆς τηλεφωνοῦσα ἐγώ, ἔκανε τά ἴδια κι ἐκείνη, καί τά ἴδια καί τά ἴδιακι ἡ καρδιά μου εἶχε χτυπηθεῖ ἀπό τά βέλη τῆς ἀνεπανόρθωτα, κι ἔλιωνε ἀπ’ τόνἔρωτα, φλόγες καί φωτιές ξεπηδοῦσαν, σάν Ἰνδιάνοι πού στήσανε χορό γιά νά κατέβει τό μπουρίνι στίς φυτεῖες τους. Κι ἔπεφταν μέ τεράστια ταχύτητα καί μέ κάρφωναν ὁλοένα, κι ἡδονιζόμουν στή θύμησή της.

Προσπαθοῦσα νά κρύψω τήν ἡδονή καί τόν πόθο, κοιτάζοντας τά πουλάκια στά δέντρα, θαυμάζοντας τή λιακάδα τοῦ πρωινοῦ καί τίς σταγόνες δροσιᾶς πάνω στά φύλλα τῶν λουλουδιῶν κι ὁ ἦχος τῶν αὐτοκινήτων στό δρόμο, στροβίλιζε τό μυαλό μου ἀπ’ τίς σκέψεις καί τίς ἐνοχές. Κι ὅπως ἔτρεχαν λίγα μέτρα μακρύτερα, ἔπαιρναν κοντά τούς τήν ἀγαπημένη μου.

Ἀνέβηκε σέ κάποιο ἀπ’ τά αὐτοκίνητα ἕνα ὡραῖο πρωινό καί χάθηκε μέσα στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας, σᾶ σφαίρα, ἀνάμεσα στά λεωφορεῖα καί τ’ ἀσθενοφόρα.Κι ἀπό τότε δέν τήν ξαναεῖδα. Κι ὅταν τόλμησα μετά ἀπό ἕνα ἑξάμηνο νά τηλεφωνήσω στόν ἀριθμό της, νά μάθω τά νέα της, κόπηκε ἡ γραμμή μας.Ἀναρωτιέμαι ἄν κρατάει ἀκόμα τόν ἀναπτήρα μου, μέ τίς παπαροῦνες

~~~

Τό ἀπόγευμα ἐκεῖνο, πού πρωτοκοίταξα τά μάτια σουκαί βρῆκα μέσα τους, ἕνα φεγγάρι ὁλόγιομογεμάτο, δροσερό, σά ρόδα πορτοκάλι νά γυρνάεικαί τή ζωή νά μοῦ γελάει, σάν ἄλλαζε ἡ δική μου

γιατί τόν κόσμο, μοῦ τόν χάρισες κι ἄλλη μισῆ ζωήγιατί δεθήκαμε αὐτόματα, ἀπό τό πρῶτο βλέμμαστῆς ἀγκαλιᾶς τή φυλακή, πού κλείναμε τά ὄνειραμήν ὀρφανέψουν

γιατί στήν πρώτη μας στροφή, ἔτσι ἀντάμα κλάψαμεσά νιώθαμε ὁ ἔρωτας πώς σβήνει

σά νέοι πού γεννήθηκαν ταυτόχρονα, νά βασιλέψουνσ’ ἕνα παλάτι μέ ρακένδυτους ἰνδιάνους τῆς φυλῆςὅπου ὁ ἕνας, συμπληρώνει τή ζωή πού χάθηκεκι ὁ ἄλλος ρίχνει ζάχαρη καί μέλι νά στεριώσει

κι ἤθελα τόσα νά σού πῶ κι ἄλλα νά σού μιλήσωμά δέ τά πρόλαβα μικρό μου, ὁ ἐφιάλτης μέ νικοῦσεκαί τά μαχαίρια στήσανε χορό, νά κόψουν τήν ἀγάπημέ τά πιστόλια ἀπ’ τίς θῆκες νά τσοντάρουν στό χορό

-3-

Page 4: Poetry

κι ἤθελα τόσα νά σού πῶ κι ἄλλα νά σού μιλήσωμά μέ τήν πρώτη ἀναποδιά, σχίστηκαν τά καλώδιακαί τώρα κρέμουν στό κενό

τώρα, ἡ ἐπαφή ζυγιάζεται ἀπ’ τίς λέξεις σουκι ἀπό τά γράμματα, φαρμάκι χύνεται στό στόμαμά τώρα πιά, σέ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπ’ τό σήμερακι ἀπό τό τώρα κόβω ἀγάπη νά τή δώσω στό παρόν

ποιές ἁμαρτίες μᾶς πληρώνουμε μέ δάκρυ;ὅπως μου σμίγουνε τά βλέφαρα μές τό βουβό λυγμόἔτσι ξεκίνησε νά βρέχει τή Δευτέραἀπό ‘νά Σάββατο τοῦ Ἰούνη μέ τόν ἥλιο τό ζεστό

καί δέ μ’ ἀντέχει ἡ ψυχή, νά ὑποφέρεις μακριά μουοὔτε τό ἄρχισα ἐγώ, μήτε τό θέλησαεἰν’ ἕνα διάλειμμα, ἄς ποῦμε, τωρινό

σάν ξαφνικό μπουρίνι, πού πιάνει στό λεπτόκι ἁπλώνεται ἡ ὁρμή του ὡς τή θάλασσατή γαλανή τή θάλασσα, πού πόθησα μαζί σουκι εἶδα στά μάτια σου λευκό τόν οὐρανό

ὡς τή στιγμή πού τά μαχαίρια τῶν βλαχάδωνποῦ μέ τόν πλοῦτο ἔχτιζαν στά δύο τόν χωρισμόμές τά τσαντίρια τους δέ μάθαιναν γι’ ἀγάπημέ τά πτυχία τῶν χρημάτων προκαλέσαν τό θυμό

δέ φταίω ἐγώ, μήτε κι ἐσύ καρδιά μου φταῖςἐσύ ἐρωτᾶ μου νά κοιτάζεις τήν ἀλήθειαὅπου κι ἄν κρύβεται στά τόσα παραμύθιακι ὅπου τό ψέμα συναντᾶς, θά τό νικῶ

γίνηκε ὁλόγιομη, τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀγάπη μαςκι ὅλες τίς νύχτες πού σ’ ἀγκαλίαζατρομάζαν οἱ ἐφιάλτες

τώρα, ἡ ἐπαφή ζυγιάζεται σέ ξύλινες τραμπάλεςποῦ παρασέρνεις μέ τό διάβα σουκαί σχίζεις τά ὄνειρά μου

δέν προτιμῶ, μήτε νά φύγειςοὔτε καί νά ‘ρθεῖς πιό κοντά μουγιατί τά ὄνειρα εἶναι τόσα πού μπερδεύω τό σκοπό

μόνο γιατί σ’ ἀγάπησα, μέ πάθος θά φωνάζωὅπου ὑπάρχει ἀνθρώπου αὐτί νά τό ἀκούσεικι ἅμα ξυπνήσω ἕνα πρωί, νά λείπεις μακριά μουπρῶτος θά δώσω ἔναυσμα στό Χάρο νά δοθῶ

-4-

Page 5: Poetry

μόνο, πού ὅσο θά ‘χῶ τό θάνατο γιά ἐχθρόδέ θά μ’ ἀρέσει νά τόν βλέπωμετά θά γίνω φίλος του, νά τόν προσμένω

κι ὁ πόνος, ἄν θά σβηστεῖ ἀπ’ τό μυαλό νά τριγυρνάειπάει νά πεῖ, πώς δέν ἀξίζαμε ἕνα στρέμμαἀπ’ αὐτό τόν οὐρανό

ποῦ τόν κοιτάζαμε βραδιές, νά φέγγει μέ τ’ ἀστέριακαί στήν ἀγκάλη του νά λάμπουνετ’ ἀνθάκια του, σωρό

κι ἀπό τά λίγα πού μέ γνώρισεςμ’ ἀγάπησες, μέ πόθησεςπρώτη μου κράτησες τό χέρι, πρώτη μέ ζωγράφισεςπρώτη μου ἔδωσες τό πρῶτο μας φιλί

κι ἄρχισε ὁ κύκλος νά διαγράφεταιμέ μαύρη κιμωλίαμέρα τή μέρα, σέ ζωγράφιζα μέ λέξεις κι ὑποσχέσειςπρῶτος σου μίλησα, τό πρῶτο σ’ ἀγαπῶ

τώρα μου λείπει, κοίτα μένά μέ ζαλίζουνε τά χείλη σου, μοῦ λείπειεἰν’ ἕνα διάλειμμα, ἄς ποῦμε, τωρινό

μέ τίς κινήσεις τῆς παλάμης μαςκαί τῶν στραβῶν δακτύλωνστά νοτισμένα τζάμια τῶν γυαλιῶν, μιλούσαμεὅπως μιλοῦν οἱ ἐρωτευμένοι

τά ἡδονισμένα μάτια μας, φωνάζανεὅπως σχεδιάζαμε τόν πόθο μ’ ἕνα τρόπο ἐρωτικό

Τώρα, Μαρία τί μένει;ἕνα στερνό, κλεφτό φιλί γιά καληνύχτακι ἕνα χαρτί τσαλακωμένο στό κλειστό συρτάριμελανωμένο ἀπό στυλό πού βράχηκε μέ δάκρυα

γιατί ἡ ἀγάπη δέν τελείωσε, μόλις γεννήθηκεκι οὔτε πού βρέθηκε τό φάρμακο, νά πνίξει τόν καημόγιατί ἡ ἀγάπη μᾶς μεγάλωσε, δυνάμωσεκι ἀπό τό διάλειμμα θά σβήσουμε, στοῦ πάθους τό χορό

μά δέ μ’ ἀντέχει ἡ ψυχή, νά ὑποφέρεις μακριά μουοὔτε τό ἄρχισα ἐγώ, μήτε τό θέλησαεἰν’ ἕνα διάλειμμα, ἄς ποῦμε, τωρινό

~~~

-5-

Page 6: Poetry

Ἦρθε ἡ ὥρα νά κυλιστοῦμε στήν ἁμαρτίαμή φοβηθεῖς!ἁπλά θά βουτήξουμε μέσα στή σοκολάτα...

θά κολυμπήσουμε στά λασπόνερα τῆς ἀγάπης μαςγιατί μέσα τούς κρύβεται ἡ εὐτυχίασκουρόχρωμη, ἀδιαφανής, κόκκινη σάν τόν ἔρωτα

κι ἔπειτα θά καθαρίσω τό κορμί σουἀπό κάθε ἴχνος μικρόκοκκου, ντροπῆς ἤ ἀπορίαςμέ τά φιλιά μου, ἀπ’ τόν πυθμένα σου ὡς τήν κορφή

θά εὐλογήσω τά μάτια σου, ὅσο θά μέ λατρεύουνὅπως μ’ ἀγάπησαν, τήν πρώτη φορά πού μέ κοίταξανκι ὅπως τά φίλησα, τήν πρώτη φορά πού τά βρῆκα

θά χαϊδεύω τά χέρια σου, ὅσο θά μέ χαϊδεύουνκι ὅσο θά ζῶ, θά σ’ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπ’ τό σήμεραγιατί τό αὔριο τό χτίσαμε, πιό κόκκινο ἀπ’ τό τώρα

μή φοβηθεῖς!ἁπλά σ’ ἐρωτεύτηκα ἀστραπιαῖα γι’ αὐτό πού ἤσουνσ’ ἀγάπησα παντοτινά γι’ αὐτό πού ἔμαθα ὅτι εἶσαι

κι ὅταν μου ψέλλισες τήν ἀλήθεια, ἀπ’ τά χείλη σουἁπλά κατέβασα τό βλέμμα καί σέ φίλησακλειδώνοντας τήν ψυχή σου, μέσα στήν ἀγκαλιά μου

~~~

Βρῆκα μί’ ἀπόσταση ἐλάχιστη τό αὔριο νά μᾶς ὁρίζειτό σήμερα νά γίνεται ὁ κόσμος μαςτό χθές νά πλάθεται ἀπ’ τήν πνοή μας

καυτές ἀνάσες, μάτια μισόκλειστα, χείλη μπλεγμένακι ἐγώ μυρίζω στά παπλώματατό θηλυκό σου ἄρωμα - Μαρία -

δέ φεύγει ὀσμή ἀπό τά ροῦχα ἤ τό κορμί μουκι οὔτε πού θέλω νά τή βγάλω ἀπ’ τό μυαλόγιατί στά χείλη βρῆκα ὁλοφτυστό τόν ἑαυτό μουστίς μεθυσμένες κόρες τῶν ματιῶν, τά ναῦλα μου

μά τό ταξίδι αὐτό θά σύρουμε παρέα- μή φεύγεις - μήτε λεπτό μή χάνεσαι ἀπ’ τή ζωή μουγιατί καί τό μικρό, τό δευτερόλεπτο πού φεύγει εἶναι κόστος ἕνα φιλί λιγότερο στήν πανδαισία

κι ἔχει τό χρῶμα γαλανό, μέ πιτσιλιές πινέλου ἡ ὀροφή του

-6-

Page 7: Poetry

καί δέ μᾶς νοιάζει πιότερο, παρά στόν ἔρωτά μαςνά ‘χεῖ δροσιά τό πρωινό πού θά ξυπνοῦμεχαράματα νά σμίγουμε στό ΕΝΑ τή μαγεία

κι ἔχει τό χρῶμα καστανό, στά μάτια καί τά χείληποῦ ὅταν ματώσουν γίνονται τριαντάφυλλα στό πάθοςκαί δέ μᾶς μέλλει ἡ ζωή ἄν γίνει μερτικό τουςπαρά μονάχα τό κορμί νά μαρτυράει “Μαρία”

~~~

Περνάει τή γέφυρα, τό τρένο γιά Χαλκίδαστό παραθύρι ἐσύ νά μέ κοιτάζεις

ἀνήμπορος ὁ χειριστής νά σταματήσεικι ἀπ’ τή βραχνή ντουντούκαὁ σταθμάρχης νά φωνάζει:

“ προσοχή-προσοχήπαρακαλοῦνται οἱ κύριοι ἐπιβάτεςἄλλοι νά γαμιοῦνται στή διαδρομή τῆς ζωῆςκι ἄλλοι νά κοιτιοῦνται εὐθεία στά μάτια ”

ἴσα πού πρόλαβα νά δῶ τά μάτια σουπαίρναν τό χρῶμα τοῦ μελιοῦὅταν τά φίλαγα στόν ἥλιο

μόλις πού ἄγγιξα τά τρυφερά σου χείληπέρασες πάνω ἀπ’ τό κορμί μουσάν ταχεία στό φεγγαρόφωτο

θυμίζεις ἔρωτα, γλυκόφωτη ἠλιακτίδαμεταλλικό νερό μέ ἄρωμα τριαντάφυλλο

θυμίζεις ὄνειρο ἀλλόκοτο, σάν καταιγίδαποῦ τό μπουρίνι ξέσπασε πρίν ἔρθει τό Φθινόπωρο

δέν περιμένω ἕναν Ὀκτώβρη γιά νά βγῶ ἀπ’ τή φωλιά μουμήτε πού θέλω πιά νά δῶ, τά φύλλα τῆς μουριᾶςνά κιτρινίζουν καί νά πέφτουν

τό τρένο τῆς ἀγάπης, ἄγγιξε Φθινόπωρομά στά μισά του δρόμου ἐκτροχιάστηκε καί πάει

περνάει τή γέφυρα, τό τρένο γιά Χαλκίδασέ βλέπω νά ‘χεῖς ντύσει τά μαλλιά σου μέ χρυσή ἀκτίδακι ἕνα κατάμαυρο μαντήλι

κι αὐτές οἱ λέξεις πού μιλάω τώρα, μαῦρες εἶναιμά περιμένω ὅλου του κόσμου τό λευκό νά μᾶς στολίσει

-7-

Page 8: Poetry

τουλάχιστον νά δώσει κάποιο νόημα στίς μαῦρες μας ἡμέρες

- ἀνήμπορος κι ὁ βιαστικός καιρός νά σταματήσει -

~~~

Ἡ ζωή μου εἶναι μία μπάλα πού ὅλο τρέχεικάποιοι βρέθηκαν στό δρόμο καί τήν κλώτσησανοἱ πληγές μου πόσο μάτωσαν, δέ ρώτησανκι ἡ ψυχή μου, ἄν τούς βαστᾶ κι ἄν τούς ἀντέχει

περιθώρια δέν ὑπάρχουν γιά μπαλώματαπῆρα προίκα ἀπ’ τήν πίκρα τά διπλώματακι ὅλο τρέχω καί γυρνῶ στίς κατηφόρεςἕνα μέρος νά πλαγιάσω ψάχνω ὧρες

φαίνεται πώς ξέχασες τ’ ἀγέρι στά μαλλιάτίς Κυριακές πού ἄλειφε τά χείλη ἡ δροσιάὁ ἥλιος μοσχοβόλαγε τ’ ἀγέννητα φιλιά σουκαί στῶν ματιῶν τίς ἄκρες κυλοῦσε ἡ πεθυμιά

φαίνεται πώς χάθηκα γιά πάντα ἀπ’ τή θωριά σουτά χέρια μου ζωγράφισαν ρόδινα τά φτερά σουἀπ’ ὅπου κι ἄν περάσαμε, τά χνάρια μᾶς ζεστάτή χαραυγή πού σ’ ἕντυσα λευκόχρυσα φιλιά

ἡ ζωή μου εἶναι μία μπάλα πού ὅλο τρέχεικάποιοι βρέθηκαν στό δρόμο καί τήν ἅρπαξαντά ὄνειρά μου πόσο ράγισαν, δέν ἄργησανκι ἡ ψυχή μου ἕνα χαλί στά καθωσπρέπει

~~~

Ἐσύ ἀγόρασες φιλί καί κεχριμπάρι ἀπ’ τή Συρίαχρυσό ἀπ’ τό Λίβανο- ἐγώ τό δάκρυ σου -παντρέψαμε τό μίγμα καί μᾶς βγῆκε προδοσίακι ἡ μοναξιά τίς κρύες νύχτες περιμένει στή γωνίαδέν ἀγοράσαμε ἀγάπη ἀπ’ τίς μακρινές Ἰνδίεςμονάχα δύο πλαστικά φιλιά ποῦ κλέψαμε ἀπ’ τόν ἄνεμοεἴκοσι-τρία χάδια ἀπ’ τόν οἶστρο μίας ποιητικῆς μαγείαςἤσουν ἡ μάνα μου στήν παγωμένη Καισαρείακι ἐγώ μικρός Χριστός νά περιμένει ντάντεμα ἀπ’ τά μάτια καί τή γλύκα τῶν χειλιῶν σουπερνώντας ὁ Βασίλης ἀπ’ τή στέγη μου, δέν πρόλαβε παρά ν’ ἀφήσει δύο κέρινα φιλιά στό τζάκι, γιά νά σέ θυμᾶμαισέ περιμένει ἕνα κεράκι φράουλας στό δῶμα ποῦ δέ λέει ν’ ἀνάψεισέ περιμένει κι ἕνα πήλινο κερί τοῦ Halloween, ποῦ γύρω ἀπ’ τό φιτίλι τοῦ στήσαν χορό παραμονή Χριστούγεννα, κομμάτια πεθαμένου ἔρωτα μέ ἄρωμα βανίλιακάποιο Χειμώνα μου ‘ταξες, θά ‘ρθεῖς γιά νά τό δεῖς νά σιγοκαίει

-8-

Page 9: Poetry

κι ὅσο θυμᾶμαι τά τριαντάφυλλα ποῦ πέθαναν λησμονημένα, κάτι μου λέει πῶς δέ θά ‘ρθεῖςτότε λοιπόν σέ ποιόν νά τά χαρίσω αὐτά ποῦ ζήλεψα; κι αὐτά ποῦ μέ τό μόχθο μου τά φρόντισα νά μή γεράσουν ἀπ’ τό χρόνο- τώρα ποῦ θά ‘σαί ἀλλιώτικη ἐκεῖ στά ξένα -δέ θά ‘ναί πέτρινα παλάτια πιά τά μάτια σου, δίπλα στή θάλασσαγιά κάποιον ἄλλο τά ὄνειρά σου θά κυλοῦνε σάν τά κύματατό καρδιοχτύπι τῆς ψυχῆς ποῦ πόθησε τό βλέμμα μου, θά ‘χεῖ ὀρφανέψειπασπαλισμένο μ’ ἐλαιόλαδο ψωμί, γλυκαίνει τόν ξερό μου οὐρανίσκοτά χείλη στέγνωσαν κι ἡ γλώσσαπᾶνε μῆνεςφαρμάκι στό λαιμό ἡ λαβωμένη ἀγάπηπικρές οἱ λέξεις ποῦ ‘κονόμησα γι’ ἀντάλλαγμα ἀπ’ τά κάλαντα τῆς μέραςμοῦ ἔγραφες, ἀγόρασες κουράγιο μέ τά τελευταία χρήματακαί βάζο γιά τά κόκκινα τριαντάφυλλα ποῦ σου ‘δωσαλεφτά δέν περισσέψαν γιά μία στάλα ἀγάπη; γνωρίζεις πῶς κι οἱ δύο πληρώσαμε τή μοναξιά χρυσάφιθετούς γονεῖς ζητήσαμε καί φτάσαν’μητέρα ἡ ἀπομόνωση, πατέρας ὁ καημόςἀδέρφια μας ἡ πίκρα, ἡ μιζέρια, ὁ στεναγμόςἐγγόνια τ’ ἀνεκπλήρωτα κρυφά ἀπωθημένα ποῦ λουφάξανε στ’ ἀζήτηταὁ ἥλιος π’ ἀνατέλλει, πιά γιά μᾶς δέν ἔχει ἀξίατό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ κατρακυλάει ὡς τήν πόρτα μας- ποιός θέλει μία παρόμοια ζωή δίχως καμία σημασία; -σέ περιμένει ἕνα κεράκι φράουλας στό δῶμα ποῦ δέ λέει ν’ ἀνάψεισέ περιμένει κι ἕνα πήλινο κερί τοῦ Halloween, ποῦ γύρω ἀπ’ τό φιτίλι τοῦ στήσαν χορό παραμονή Χριστούγεννα, κομμάτια πεθαμένου ἔρωτα μέ ἄρωμα βανίλια

φταίει πού καίω τίς ἀναμνήσεις μου στή φλόγα τοῦ κεριοῦκι εἶναι τά φῶτα ὅλης της γής τώρα σβησμέναεἶναι τά λόγια της ἀγάπης εἰπωμέναμά τρόπο ἄλλο δέ βρήκανε νά ξαναειπωθοῦν

εἶναι Χριστούγεννα, γιά δῶς μου ἕνα φιλίἴσα ν’ ἀνάψει ἀπ’ τήν ἀρχή ἕνα κεράκιἀπ’ τῶν χειλιῶν σου τήν πνοή καί ἀπ’ τό δάκρυποῦ ἤξερα νά κρύβω πρίν στά μάτια σου φανεῖ

φύσα ν’ ἀνάψει ἕνα κερίνά δῶ πού κρύβεις τόση ἀπύθμενη ἀγάπησβήσαν τά ὄνειρα καί χάσαμε τό χάρτηἐνῶ ἑτοιμάζαμε ταξίδια στό χαρτί

φύσα ν’ ἀνάψει ἕνα κερίνά δῶ ἀκόμα ἄν ἀγκαλιάζεις τά κομμάτια μουἔτσι μου τό ‘γραφές, μέ νότες εὐτυχίαςἀπό ‘νά ἔρωτα πού πέθανε χωρίς ν’ ἀναστηθεῖ

τ’ ἄφησα, ξέρεις πού, στό γωνιακό παρκάκιἐκεῖ πού ἔγραφες “μωρό μου σ’ ἀγαπώ” στό ξύλινο παγκάκι

-9-

Page 10: Poetry

κι ἤθελα ἁπλά ἔτσι γιά λίγο νά στό πῶ

~~~

- ‘Να περνᾶς καλά πριγκίπισσα’

ν’ ἀνεβαίνεις τούς διαδρόμους του κάστρουτίς ὄμορφες μέρεςνά μαζεύεις μέ τά δύο σου χέρια τίς μαργαρίτες

μά ἀνάμεσα στίς πολεμίστρες φυτρώνουν καί βάτατ’ ἀγκάθια τοῦ χωρισμοῦ θά ματώνουν τά δάκτυλαχράτς-χράτς

θά σέ κόβουν σάν πριόνια ἀνέμελων ξυλοκόπωνλίγο πιό μακριά ἀπό τήν ἀμύθητη περιουσία σου

κυλᾶνε ποτάμια μέ διαμάντια κι ὑδράργυροστ’ ἀσημένιο δάσοςποῦ ἀστράφτει τίς νύχτες σάν τό φεγγάρι

- ‘να περνᾶς καλά πριγκίπισσα’στίς μακρινές πολιτεῖες πού δημιούργησες

ἐγώ γνώρισα σήμερα ἕνα χελιδόνιμέ πληγωμένα φτερά

κι ὅπως τό μάζωξα ἀπ’ τό χῶμα καί τό πῆρα στά χέριατό κράτησα ὧρες κλεισμένο στήν ἀγκαλιά μουκι ὕστερα ἔφυγε κι ἄρχισε νά πετάει γιατρεμένο

- ‘να περνᾶς καλά χελιδόνι’φλούτς-φλούτς

τήν ἄλλη μέρα ἐπέστρεψε στό φτωχικό μουκι ἔκανε κύκλους πετώντας στόν ὁρίζοντα

σήμερα εἶναι ἡ τελευταία φορά πού κοιτάζω τόν ἥλιοἡ τελευταία στιγμή πού ἀγγίζω τίς παπαροῦνεςκαί τά κόκκινα τριαντάφυλλα πού μεγάλωνα

στεῖλε τό μήνυμα στήν πριγκίπισσα τοῦ κάστρουσκόπευα νά τῆς χαρίσω ἕνα-ἕνα ὅλα τά τριαντάφυλλακαί νά ‘δινα τό πιό μικρό γιά προίκα στή φαντασία μου

σήμερα εἶναι ἡ τελευταία μέρα πού τραγουδῶπαρέα μέ τόν πιό ὄμορφο φτερωτό ἄγγελο

ἕνας ἄντρας ντυμένος στά μαῦρα προχωρεῖ σκεπτικόςμ’ ἕνα δρεπάνι στούς ὤμους

-10-

Page 11: Poetry

κι ὁ ἄνεμος θερίζει τά στάχυα τῆς προφητείας

γκρᾶν-γκρᾶν

- ‘να περνᾶς καλά πριγκίπισσα’κυλᾶνε ποτάμια, μέ ἱππότες καί ἄλογα πού καλπάζουνστ’ ἀσημένιο δάσος

τρία βήματα ἀριστεράπέντε βήματα εὐθείαδύο βήματα δεξιά

μία φτερούγα χελιδονιοῦτρεῖς ματωμένες μαργαρίτεςἀγκάθια ἀπό κόκκινα τριαντάφυλλακαί κόκκινες παπαροῦνες τοῦ φεγγαριοῦ

ὑδράργυρος ἀπό τά βάθη τῆς Ἀσίαςδιαμάντια ἀπό τά πέρατα τῆς Δύσηςκαί αἷμα ἀπ’ τά δάκτυλα πριγκίπισσας

ποῦ περιμένει γιά χρόνια στίς πολεμίστρες τῆς οὐτοπίαςτόν πρίγκιπά της πού χάθηκε ἕνα πρωί τοῦ Φλεβάρη

κλάπ-κλάπ κλάπ-κλάπ

κι ὁλόγυρα στό ἔδαφος, μαζεύω λίγο χῶμα μέ τίς χοῦφτεςστόν κόρφο μου τριγύρω σάν τήν ἄμμο τό σκορπίζω

καβάλα σ’ ἕνα ἄλογο πιό ἄσπρο ἀπό χιόνι, τώρα βρίσκομαικοιτάζοντας τριγύρω δέν ὑπάρχει πουθενά τό χελιδόνι

στά χέρια μου διαλέγω τά πιό ρόδινα τριαντάφυλλακι εὐθύς θριαμβευτής στό κάστρο σάν ἱππότης ἐπιστρέφω

~~~

Ἀκροπατοῦσα στά στενά ἑνός ὀνείρουκι ἐσύ πού χάιδευες τά καστανά μαλλιά σουἀνέβαινες ἀνέβαινεςἀνέβαινες, τίς σκάλες τ’ οὐρανοῦλίγο-λίγο, τά σκαλοπάτια ἀπό εὐτυχίακι ἐγώ ταξίδευα στά μάτια σου καί μέθαγαμαζί σου δικός σου ἡ ζωή σουκι ἐπίανα τούς χτύπους στό δικό σου τό χορότάκ-τάκ τάκ-τάκ

-11-

Page 12: Poetry

τάκ-τάκ, ἡ μελωδίαμέ σφάζαν τά μαχαίρια σου ἀπό ἔρωτακι εἶχες στά πόδια τά φτερά ἀγγέλουμέ χτύπαγαν μέ πλήγωνανφτερούγιζαν, στά σύνορά της φαντασίαςτίκ-τάκ τίκ-τάκτίκ-τάκ, μία τόση δά εὐκαιρίαδέν βρῆκα γιά ν’ ἀγγίξω τίς παλάμες σουγιά νά διαβάσω πού κρύβεται ἡ χαρά σουκι ἄν δάκρυα ἀπ’ τά μάτια σουκι ἄν στάξανεφυλάξου, θά βρῶ στή δεύτερη ζωή μου γιατρειάνά σού χαρίσω ὅλα τ’ ἀστέριανά πλέξω γύρω ἀπ’ τό κορμί σου ἕνα σύμπαννά φλέγονται νά φλέγονται νά φλέγονταιτά δάκρυα τῆς ψυχῆς, πρίν νά κυλήσουννά κρύβονται σάν ὄρνεα τοῦ θανάτουκι ἀπ’ τό φιλί κι ἀπ’ τό φιλίκι ἀπ’ τό φιλί σουνά σκορπᾶ ἡ εὐτυχία σά ροδόσταμοκαί ποιό τό νόημα τῆς ζωῆς χωρίς τά χείλη σου;σάν ἔρθει ὁ θάνατος χωρίς τήν ἀγκαλιά σουθά’ μαί μισός θά’ μαί μισόςθά’ μαί μισός κι ἀμάθητοςἕνα κοράλλι δίχως θάλασσαἕνα παιδί δίχως ἀγάπηθά’ μαί λουλούδι πού μαράθηκεπροτοῦ ὁ ἥλιος τό κοιτάξειθά’ μαί ἕνα κόκκινοἐρυθρόθά’ μαί ἕνα ρόδινο τριαντάφυλλοποῦ τό ‘κάμαν νά κλάψειθά εἶμαι κι ἔρημο ὀρφανόθά’ μαί ἕνα τίποτα στά πόδια σουμά θά’ μαί ὅλη σου ἡ ζωή

~~~

Πάντοτε φοβόμουν τό μαῦρομά λάτρευα τό κόκκινοτοῦ ἔρωτα καί τῆς ἀγάπης

κι ὅταν κάποιες στιγμές μέ ρωτοῦσαν

-12-

Page 13: Poetry

ποιό χρῶμα σου ἔρχεται στό μυαλό;ἀπαντοῦσα «τό κόκκινο»σάν τά κόκκινα τριαντάφυλλα

ἔτσι ὅπως τά θαύμαζατυλιγμένα σέ μία ἀνθοδέσμη, φρεσκοκομμέναμ’ ἕνα ρόζ φιογκάκι στό περιτύλιγμα

ἐνῶ ἐσύ ἀγαπημένηβρισκόσουν ἐπάνω σέ δεκάδες βιβλίαποῦ μιλοῦσαν γιά σχέσεις καί ἔρωτες κι ἀγάπες

μά γνώρισες τόσο, τό κόκκινοτό γέννησες, τό ‘μαθές, τό φοροῦσεςτό ἀγάπησες, τό ζωγράφισες, τό ‘νιωσεςκαί τ’ ἄφησες πάνω στά χείλη του νά σέ θυμᾶται

κι ὅταν κάποια στιγμή τό νοστάλγησεςτό γεύτηκες πάλι, στά ξένα τά χείλη

ἔτσι ὅπως σου ἀνοίγουνμία πόρτα γιά νά περάσειςκαί πρίν πατήσεις τό ἔδαφοςσού στρώνουνε κόκκινο χαλί

ὕστερα σ’ ἀφήνουν νά δοκιμάσειςὅλα τά παράνομα στό θεωρεῖο σουσού ἐπιτρέπουν νά ἀπολαύσειςμέχρι τόν ἀπαγορευμένο καρπό

ἀγόρασα ἕνα τριαντάφυλλο νά στό χαρίσωμά μαράθηκε στό γυάλινο βάζοκαί μαύρισε- νά τό ‘βλεπες πώς ξεράθηκε -

σκλήρυνε, πέτρωσε, πάγωσε, νέκρωσεκι ὕστερα πέθανε- «τό κόκκινο» φώναζα!Σῶστε τό κόκκινο τριαντάφυλλο -

πάντοτε φοβόμουν τό μαῦροκαί τό ‘βλεπα χρόνια στό πρόσωπονά κυκλώνει, τίς νύχτες, τά μάτιανά τά τσούζει, νά δακρύζουν

ἐπίανα τό μολύβι μου νά σού γράψωκι ὅταν κάτι μέ πλήγωνε, πέθαιναμά ὕστερα ξαναγεννιόμουν

«τό κόκκινο» φώναζα!

-13-

Page 14: Poetry

Σῶστε τό κόκκινο τριαντάφυλλο, ἀπ’ τό θάνατο

~~~

Ἀγόρασα δροσιά ἀπό τή θάλασσακαί ἔκλεψα τά κύματα ἀπ’ τόν ἄνεμοπερπάταγα γιά ὧρες πλάι στήν ἀκροθαλασσιάνά πιάσω ἀπ’ τήν ἀρχή, ὅλο τό νῆμα τοῦ ἔρωτακαί μέτραγα ἕνα-ἕνα τ’ ἀτοπήματα

ποιό νόημα ἔχει ἄλλωστε ἡ ζωή δίχως ἐτοῦτον;

κι εἰν’ ἡ ζωή μία τουφεκιάποῦ κομματιάζονται στ’ ἀγέρι τά τρυγόνιαστά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντασυνθλίβονται τά σύννεφα

καί μένουν ἔρμοι κι ὀρφανοί οἱ μελλοθάνατοινά ὑψώνουν τή φωνή τους δειλοί, μπροστά στό θάνατο

μά πέρα κι ἀπ’ τό θάνατο, τ’ ἀνέφικτοκι ἀνέφικτο θά μένει μέχρι κάποιος νά τό πιάσειἀνέφικτο θά ὑφίσταται πρίν κάποιος τολμηρός νά τό προφτάσει

τρεχάτε νά τό δεῖτε!

τό δῶρο τῆς παραμονῆς δέν ἔφτασε στό τζάκιθά βρεῖτε κρεμασμένη μοναχά μία τρύπια κάλτσαποῦ τήν ἔφαγε ὁ σκόρος

τό χάσαμε τό πλοῖο ἐνῶ πέρναγε ἀπ’ τήν πόρτα μαςκι ἴσως ποτέ νά μή τό δοῦμεἴνα δικαιωθεῖ ἡ ἀγάπη, θά πρέπει νά κοπιάσουμεκαβάλα σ’ ἕνα ἄτι νά γλυτώσουμε τά σύννεφα

βλέπετε, νόμιζα πώς ἤμουν ποιητήςμ’ ἀρχίζω ν’ ἀμφιβάλλωκοιτάζω τά τριαντάφυλλα καί δέ διακρίνω ἔρωτακι ἀπ’ τό χαμένο χρῶμα τουςμαζεύω ὅλο τό κόκκινο γιά νά ‘χῶ καί νά κλαίω

αὔριο, πού θά ‘ρθοῦν κι ἄλλα μαζωμένα

μονάχα τίς παλιές μου ἀναμνήσεις νά ‘χῶ πλάι μουκι αὐτές, ἀργά παραμονῆς, θά βάλω νά τίς κάψω

τό χιόνι θά καλύπτει τίς φωλιές, πού ἔκτιζε ἡ ἀγάπη μαςφωτιά δέ θά ‘χεῖ μείνει νά τό λιώσει

-14-

Page 15: Poetry

κι ἀπάνω στά παγκάκια πού μεθούσαμε ἀπ’ τόν ἔρωτασκυλιά θά τρέχουν τώρα νά κρυφτοῦνε

στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντασυνθλίβονται τά σύννεφαἴνα δικαιωθεῖ ἡ ἀγάπη, θά πρέπει νά κοπιάσουμεκαβάλα σ’ ἕνα ἄτι νά γλυτώσουμε τά σύννεφα

~~~

Ξεκίνησα μίαν ὥρα γιά ἕνα μακρύ ταξίδιπιό μακριά νά φτάσω ἀπ’ τή δική μου Ἰθάκηἐφόδια δέν κράταγα στούς ὤμους, μήτε στίς τσέπες μου ψωμί

ἀγάπη εἶχα φορτώσει τίς βαλίτσες μουλατρεία ἀπ’ τή λατρεία μου, στό κόκκινο δισάκιτεράστια τ’ ἀποθέματα ὑπομονῆς κι ἐλπίδας μές στά σπλάχνα μουκομμάτια ἐφημερίδας μές τίς τσέπεςποῦ λέγανε γιά μία χαμένη ἀγάπη, πού ἄργησε νά ‘ρθεῖ

ὁ δρόμος πού περπάτησα, χιλιόμετραμέ ὀρθάνοιχτα τά μάτια καί τ’ αὐτιά νά μή τόν χάσω

κι ὅπου ἔβρισκα μικρές τριανταφυλλιέςπροσκύναγα τό χῶμα τους, κάνοντας μίαν εὐχήνά φτάσω μ’ ὅση δύναμή μου ἀπόμεινε τά μάτια σου

θά ἐμοίαζα ἀλλοτινούς καιρούς, σάν κυνηγός πολύτιμων κι ἀστραφτερῶν πλασμάτωνποῦ ὅμοιά τους δέν γέννησε ἡ Γῆ μές τούς καιρούςσάν ἕνας κλέφτης διαμαντιῶν στό ὅρος τοῦ Καυκάσουἐκεῖ πού εἶναι ἀδύνατο νά βρεῖς τριανταφυλλιές

τά πέταλα συνέλεγα μ’ ἀγάπη ἕνα πρός ἕνατά φύλασσα σ’ ἕνα πουγγί πιό ρόζ κι ἀπό τά χείλη σουπιό κόκκινα λουλούδια κι ἀπ’ τό αἷμα τοῦ κορμιοῦ σουπιό πορφυρά κι ἀπ’ τά φιλιά πού μ’ ἔκαναν παιδί

ἀρώματα δέ φτιάχνονται μ’ ὀσμή παραδεισένιαγιατί ὅποιος τό ἄρωμά σου ἔφτασε νά πιεῖστή ζάλη ἀπ’ τό μεθύσι του, κόλλησε ἡ σκιά σουκαί γίνηκε κομμάτι ἀπ’ τό κορμί σου, τό κορμί

συνέλεγα στούς σάκους μου ἀρώματανά δένουν, νά παντρεύονται μ’ ἀγάπη ἀπ’ τήν ἀγάπηνά σμίγουνε, νά ἑνώνονται λατρεία μέ γινάτικουράγιο νά βαπτίζονται, καρτέρι, ἐπιθυμίακι ἐμεῖς κάποια νυχτιά νά τά φορέσουμε στό σῶμα

μά ὁ δρόμος πού κινήσαμε, λέγεται Ἀθανασία

-15-

Page 16: Poetry

πολλά τά σταυροδρόμια καί μᾶς πλάνεψανδεξιά φραγκοσυκιές καί βάτα μέ κοχύλιαπιό πέρα ἡ μαύρη θάλασσα, στήν ἄκρη ἡ ἐλπίδα

στ’ ἀριστερά ἕνα κάστρο μέ ξερόλες αὐλικούςἱπτάμενους γαϊδάρους, χιμπατζῆδες μ’ ἁλυσίδα

στό δρόμο μου δέν εἶδα μήτε ἱππότες ἤ σοφούςπριγκίπισσες μέ στέμματα, παρά μέ μία χλαμύδαποῦ ἔκρυβε ἀνεκτίμητα διαμάντια ἀπ’ τούς ἐχθρούςτριγύρω ἀπ’ τήν καρδιά, μίαν ἡλιαχτίδα

τί ἄλλο νά σού πῶ; περπάτησα χιλιόμετρατ’ αὐτιά μου τυμπανίζουνε ἀκόμα ἀπό φωνέςσκληρά τά λόγια πού εἴπανε σέ μί’ ἄγραφη σελίδακαλύτερα νά μοῦ ἔσχιζαν τό σῶμα ἀπό πετριές

ἀλλά τί λέω! ἔτσι δέ θά ‘βλεπα ποτέ ξανά τά μάτια σουδέ θ’ ἄκουγα τόν ἦχο ἀπ’ τή φωνή σουθά ἐμοίαζα μέ ἄγγελο τριγύρω ἀπ’ τό κορμί σουνά σού φυλάω ὄνειρα πού φτιάχναμε μαζίτά κάλλη σου νά κρύβω, σά γυμνώνεις τήν ψυχή σουστόν τοῖχο, ἡ καρφωμένη προσευχή

τώρα πού ζῶ δέ θά γιορτάσω, γιατί λείπειςλείπω κι ἐγώ σάν πεινασμένος σκύλος ἀπ’ τό σπίτι σουτώρα κι ἄν ζῶ εἶμαι νεκρός μακριά ἀπ’ τή φωνή σουκι ἀπ’ τῶν χειλιῶν σου τό φιλί, ὅσο δέν πίνω, σβήνω

εἶμαι νεκρός γιατί πλησίασα τό ἄπιαστο κι ἤθελα νά τ’ ἁρπάξωκι ἀφοῦ τό ἄπιαστο δέν πιάνεται, κοίτα πώς καταστράφηκα

κράτα μονάχα τό πουγγί νά μέ θυμᾶσαικι ὅταν θά βρίσκεις τμήματα ἀπ’ τίς σάρκες μου στούς δρόμους πού διαβαίνειςπρόσεξε! τ’ ἄπιαστα ὄνειρα νά μή μοῦ τά ζηλεύεις

τώρα πού ζῶ δέ θά γιορτάσω, γιατί λείπειςεἶμαι νεκρός πάνω στόν τοῖχο, ἡ καρφωμένη προσευχή

~~~

Ἀκόμα ἀναρωτιέμαι ἄν μ’ ἀγάπησεςμά κι ἄν ἀγάπησες, πώς μπόρεσες νά σβήσειςνά λησμονήσεις ἀπ’ τή μνήμη, ἔτσι ἁπλάμέσα στό χρόνο τόν ἀσήμαντοτά δάκρυα τῆς ἀνημποριᾶς πού κύλησαν στά μάτια σουν’ ἀφήσεις νά χαθεῖ ἀπ’ τά χέρια σουὅ,τι εἶχες ἀγαπήσεικι ἀνέβαινα σκυφτά τά σκαλοπάτια, βῆμα-βῆμανά φτάσω ὡς τίς ἄκρες τῶν δαχτύλων σου

-16-

Page 17: Poetry

μά ἐσύ ἤσουν πουθενά, ἐσύ ἤσουν πουθενάκι ἐγώ παντοῦ σ’ ἀγνάντευαστό ξεχασμένο παρελθόν πού σμίξαμε οἱ δύο μαςστό πικραμένο τώρα πού ξεχείλισε λυγμούςστό τιποτένιο αὔριο πού θά ‘ρθεῖ κάποιαν ὥρανά σέ ραπίσει μέ τριαντάφυλλα καί μαῦρα λίλιουμποῦ γέμισαν καπνούςἀνέβαινα σκυφτά τά σκαλοπάτιαὁλόλευκος, ἀσάλευτος, μαρμαρωμένος βασιλιάςποῦ γύρισα τυχαία καί καρφώθηκα στά μάτια σουκαί τιμωρήθηκαἤθελα βλέπεις χρόνο νά σέ πάρω ἀπ’ τό χέρινά σού τά πῶ μέ λόγια ἀπό τά χείλη μουὑπῆρξες στή ζωή μου καί ὑπάρχεις, τό πιό λαμπερό ἀστέριμά ἐσύ ἤσουν πουθενά, ἐσύ ἤσουν πουθενάκαί ξέχναγα κι ὁλοένα ἔχανα ξοπίσω τή μορφή σουκι ὁλοένα ἔφευγε, χανόταν ἀπ’ τό βλέμμα μου ἡ ματιά σου

μπορεῖς νά φανταστεῖς πόσο σ’ ἀγάπησε αὐτό τό παλικάρικαί πόσο ἀκόμα μένω ν’ ἀγαπῶ σκυφτόςμετρώντας ἕνα-ἕνα τά σκαλιά τῆς ἀπουσίας σου;

~~~

Ἱστορία μισῆ, σάν κερί παγωμένομεθυσμένο φιλί πού λησμόνησε ἔρωτεςπαρελθόν μία ἀγάπη, φυλαχτό κεντημένοχίλια χάδια πού ἔμειναν ὡς ἀνάμνηση ἁπλή

δέ ζητῶ τώρα τίποτα κι οὔτε ξέρω πού πάωσάν παιδί ἀγαπάω μέ μία ἀγάπη ἁγνήεἶναι ὁ δρόμος γεμάτος μέ ψυχές πού πατάωκι ἄν ἀπόμεινε λίγη, εἶναι ὅλη ἡ ζωή

ξεψυχάω, τό βλέπετε; οἱ καημοί μ’ ἔχουν λιώσειπροδομένοι οἱ ἔρωτες, μαυρισμένοι οἱ τόποιδέ βλασταίνουν λουλούδια ὅπου χύθηκε πόνοςκι ἔτσι κλείνω τά μάτια μου ν’ ἀπομείνω πιά μόνος

ἱστορία μισῆ, σά ζωή μοιρασμένηἔχω ἀλλάξει πολύ, μή ρωτᾶτε, δέ θά μάθετε πόσοκι οἱ ἰδέες μου ὅπλο, πού μπορῶ νά σκοτώσωἱστορία μισῆ, δέ θά μάθετε πόσοκι ἄν ἀγάπησα κάποτε, δέ μπορῶ ἄλλο τόσο

παρελθόν μία ἀγάπη, κεντημένη στά μάτια τηςποῦ μου λέγανε “στάσου, μή μοῦ φύγεις ποτέ”Κι ἄν μου κρύβεις τό βλέμμα σου, ἀγαπῶ τήν καρδιά σού”μά στό ψέμα τῆς κρύφτηκαν, ὅσα εἶπε ἐαυτέ

-17-

Page 18: Poetry

ἱστορία παλιά, μία εὐθεία δεδομένημία ζωή τελειωμένη πρίν ν’ ἀνοίξει πανιάγίναν σκόνη τά ὄνειρα, τώρα πιά τί νά μένει;μία κορνίζα ἡ ἀγάπη μου, νά μοῦ λέει “ἔχε γεια”

~~~

Αὔριο εἶναι ἡ μεγάλη μέρα.Θά πάω νά παραλάβω τό πρῶτο βραβεῖο τῆς καριέρας μου.Θά ντυθῶ, θά βάλω τά καλά μου, θά ξυπνήσω νωρίς.Δούλευα δύο χρόνια σερί γιά νά φτάσει κάποτε αὐτή ἡ στιγμήὄχι ἡ στιγμή τῆς ἀναγνώρισης, πρός Θεοῦ, δέ μέ ἐνδιαφέρειποτέ δέ τό εἶδα ἔτσι. Ἡ στιγμή τῆς ἀλήθειας μόνο.Ἐκεῖ πού πρέπει τά λόγια νά εἶναι ἀτόφια, πεζά, ὄχι ποιητικά.Ἴσως χρειαστεῖ νά ἀπαγγείλω τό ἔργο μου, μπροστά στό κοινό.Πλάκα θά ἔχει, θά πρέπει νά καθαρίσω τό λαιμό μουνά πάρω βαθιές ἀνάσες, νά πάρω δύναμη καί κουράγιο.Ἔγραφα γιά τό “γαμῶτο”, τήν αἰώνια θλίψη μουἔγραφα γιά μένα, γιά ‘κείνους πού ἤθελαν νά μέ ἀκοῦννά μαθαίνουν ἀπό μένα, νά μήν ἐπαναλαμβάνουν τά λάθη.Ἔγραφα γιά ὅσα δέ γνώρισα, ὅσα ἀγάπησα καί δέ μ’ ἀγάπησαν.Ἔγραφα γιά ὅλους, γιά ὅλα, τήν ὥρα πού τά μάτια μου δάκρυζαν.Ἔκλαιγα καί ἐπιανα τό μολύβι, ἄν τό ἄφηνα θά ξεχνοῦσα τί ἤθελα νά γράψω.Ἄνοιγα τόν ὑπολογιστή, νά δῶ τά καινούργια μου emailπάντα ὁ λογαριασμός ἄδειος, ἔκλαιγα, βαλάντωνα κι ἔγραφα.Ἤθελα νά μοιραστῶ αὐτό τό βραβεῖο, μέ τό ἄλλο μισό μουνά μήν ξυπνήσω μόνος, νά ξυπνήσω μαζί της, νά εἶναι γιά ‘κείνη.Ἤθελα νά μοιραστῶ μαζί της τή χαρά μου, νά μέ νιώσεινά γελάσει, νά λάμψει ὅταν θά παραλάμβανα τό βραβεῖο μου.Τό ἔπαθλο θά ἦταν δικό της, θά εἶχε σχεδιαστεῖ γιά τά μέτρα της.Οἱ στίχοι μου, πουλιά πού πετᾶνε στόν οὐρανό κι ἀναζητοῦνε ψυχέςἀναζητοῦνε ἔρωτα καί λατρεία, ὄχι βραβεύσεις καί διαγωνισμούς.Ὑπάρχουν τόσοι ταλαντοῦχοι ποιητές, πού τούς τρώει ἡ ἀφάνεια.Ἴσως ἐπειδή δέ θέλησαν νά δημοσιοποιήσουν τά ἔργα τους, ποτέ.Τά φύλαξαν σέ ἕνα καλά κλειδωμένο ἐρμάριο, γιά χρόνια.Παλίωσαν σάν τό παλιό καλό κρασί, πού ὅσο παλιώνει γλυκαίνει.Κι ὅμως ἐκεῖνα θά ἦταν τά πιό ἀληθινά ποιήματα, τά ἀτόφια, τά πεζά.Ἐκεῖνα θά ἦταν τά πιό ὄμορφα ποιήματα πού γράφτηκαν ποτέ.Ἤθελα νά τῆς κρατήσω τό χέρι, ὅπως γίνεται στίς ἀπονομές βραβείωνὅπου ὁ πρωταγωνιστής τῆς ταινίας, κρατάει σφιχτά τό χέρι τῆς συνοδοῦ τουκι ὅταν ἀνακοινώνεται ἀπό τήν ἐπιτροπή, πώς κέρδισε τό βραβεῖο ἀντρικοῦ ρόλουτῆς δίνει ἕνα γρήγορο φιλί στό στόμα καί πετάγεται ἀπό τή θέση τουκατευθυνόμενος στή σκηνή, γιά νά παραλάβει τό τρόπαιο, γιά ἐκείνη.Ἤθελα νά τήν κοιτάξω στά μάτια καί νά τῆς πῶ “ξέρεις, αὐτό τό ποίηματό ἔγραψα γιά σένα, ναί! γιά σένα, ἐσένα πού μέ κοιτάζεις μ’ αὐτά τά μάτια”.Ὅπως ἀκριβῶς τό λέει τό τραγούδι τῆς Πρωτοψάλτη “τί μέ κοιτάζεις μ’ αὐτάτά μάτια, αὐτό πού ζήσαμε σκοτάδι καί μᾶς πνίγει, ἐσύ μία κούκλα στά σκαλοπάτια, κι ἐγώ τρενάκι πού δέν πρόκειται νά φύγει”.Ἀκούω τώρα τό τραγουδάκι τῶν Scorpions, πού μέ συγκινοῦσε πάντα“maybe I, maybe You, can find the key to the stars,

-18-

Page 19: Poetry

to catch the spirit of hope, to save one hopeless heart”.καί κλαίω ὅπως ἔκλαιγα τά δύο τελευταία χρόνια πού ἔγραφα, ἔγραφα ἀσταμάτητα.Ἐνιωθα πώς ἡ ζωή εἶναι πολύ μικρή γιά νά καθυστερήσω, κι ὅλο ἔγραφαλές καί κάποιος τήν ἑπόμενη χρονική στιγμή, θά ἐρχόταν νά μέ δολοφονήσει.Φοβόμουν ὄχι γιά τή ζωή μου, ἀλλά μήπως δέν προλάβω νά πῶ ὅσα ἤθελακι ὅσα ἤθελα νά πῶ, γέμισαν τόμους ὁλόκληρους, φάνηκαν στήν πορεία.Τρεῖς τόμοι, 270 σελίδων ὁ καθένας, 500 ποιήματα καί 15 ψυχογραφήματα.Καί δέ χώρεσε ὅλη ἡ ζωή μου, χωρέσαν μόνο τά ὄνειρά μου, τά “θέλω” μου.Χώρεσε μόνο ὁ ἀνεκπλήρωτος ἔρωτας, ἡ ἀποτυχία, ἡ μιζέρια, τό κλάμα μουχώρεσε μόνο ἡ ἀλήθειά μου, ναί! ἐκείνη ἡ δική μου, ἡ γνήσια ἀλήθειαἐκείνη πού ὅταν ἀνοίγω τό στόμα νά τήν ἐκφράσω, ὅλοι γύρω μου φεύγουν.Μαρία ἔλεγαν τήν ἀλήθειά μου, ὅλοι σας ἔχετε μία Μαρία, ἔτσι δέν εἶναι;Πάντα κάπου, ὑπάρχει μία Μαρία γιά ὅλους μας, νά μᾶς δίνει τροφή καί κουράγιο.Ἡ δική μου Μαρία, μέ ἔθρεψε μέ 500 ποιήματα καί 15 ψυχογραφήματα.Τή σκεφτόμουν καί ἔγραφα, ὅ,τι ἤθελα νά τῆς πῶ, γιατί γνώριζα πώς ποτέ δέ θά μποροῦσα νά τά ἐκφράσω, ὅπως δέν κατάφερα νά τά ἐκφράσω καί τότε.Ἔμεινε ἡ ἔκφρασή μου μισῆ, κοιτώντας τά μάτια της, συγκινημένα ἀπ’ τό φλέρτ.Τῆς εἶχα πιάσει τό χέρι καί τήν κοίταζα κατάματα, μοῦ εἶπε “ἔχω δουλειά”μοῦ εἶπε “πρέπει νά φύγω”, μά τό βλέμμα τῆς ἔμενε καρφωμένο στό δικό μου.Κι ἐγώ τήν κοίταγα καί τήν κοίταγα, κι ὕστερα ἄφησα τό χέρι της, τήν ἔχασα.Γιά σένα τά ἔγραψα Μαρία, ὅλα γιά σένα, ἐσένα σκεφτόμουν, ἀπό σένα ξεκίνησα.Ἄρχισα ἀπό τά μάτια σου, περιέγραψα τό κορμί σου, ζωγράφισα τίς κινήσεις σουσχεδίασα τά ὄνειρά σου, τά ἔκανα νά ταυτίζονται μέ τά δικά μου, ἴδια, ὁλόιδια.Εἶδες τί μπορεῖς νά κάνεις μέ τό μολύβι σου; Μπορεῖς νά διαλύσεις τόν κόσμοκαί νά τόν φτιάξεις πάλι ἀπό τήν ἀρχή, ὅπως θά ἤθελες ἐσύ νά γίνει.Μπορεῖς νά φτιάξεις κάστρα καί πολιτεῖες στήν ἔρημο, νά βάλεις ἱππότεςστρατιῶτες κι αὐλικούς νά τό φυλᾶνε, γιά νά προσέχουν τήν πριγκίπισσά σουὅταν θά λείπεις σέ ταξίδια μέ τά καράβια, στό ἀπέραντο γαλάζιο της ἱστορίας σου.Γιά σένα τά χάραξα Μαρία, ὅπως χαράζει ἡ ἄμμος τήν πέτρα καί τῆς ἀφήνει σημάδια.Σχεδίασα τόν κόσμο μας, ὅπως θά ἤθελα νά τόν ζήσουμε παρέα, σήμερα, μαζί.Μήν κοιτᾶς πού κλαίω, ψέματα εἶναι, χαίρομαι πού εἶσαι καλά, νά ζεῖς Μαρία!Ἐγώ αὔριο θά ξυπνήσω νωρίς, θά φορέσω τά καλά μου, Κυριακή πρωί στίς 10.Θά πάω νά παραλάβω μόνος μου τό βραβεῖο, πού κέρδισαν τά παλάτια μας.Μήν ἀνησυχεῖς, εἶμαι καλά, δέν ἔχω φίλους νά τραγουδήσω, ἔχω ἐλπίδες ἐγώ.Δέν ἔχω ἄνθρωπο νά πῶ τόν πόνο μου, γιατί ὁ πόνος μου εἶναι σκληρός καί πονάει.Ποιός θέλει νά πονέσει ἀπό τά χείλη μου; Ποιός θέλει νά κλάψει στήν ἀγκαλιά μου;Κλείστηκα μέσα σ’ ἕνα δωμάτιο καί ἔγραφα δύο χρόνια. Τ’ ἄλλα 27 μοῦ μάθαινα.Ἔφτασα τά 30 καί ξέχασα νά ζήσω, νά γλεντήσω, νά ἀγαπήσω, νά ἐρωτευτῶκι ὁ πόνος μου, “μουγγός τραγουδιστής”, ὅπως ἡ συλλογή τοῦ Θανάση.Ἔχτιζα λιθαράκι-λιθαράκι τούς “κήπους στόν παραδεισο” πού ἤθελα νά σβήσω.Κάπως ἔτσι δέν πεθαίνουν ὅλοι; Γράφουν τ’ ἀπωθημένα τους, ὅλη τή ζωήκι ἔρχονται μετά ἀπό 10 χρόνια οἱ κριτικοί της τέχνης καί τά κάνουν σμπαράλια.Ἐφτιαξα τή σχεδία μου νά πηγαίνω ταξίδια στά ὄνειρά μου, τά φτωχικά βράδια.Ξέμεινα τώρα ἀπό πανιά καί κούτσουρα γιά τό Χειμώνα καί ναυάγησα.Δέν εἶναι τίποτα, μήν κοιτᾶτε πού κλαίω τώρα, αὔριο στήν ἀπονομή θά ‘μαί περδίκι.Θά γελάω, θά γελάω μέ τό ψεύτικο χαμόγελο πού βρῆκαν τά χείλη μουἀπό τότε πού ἤμουν παιδί ἀκόμα κι ἔμεινε στό πρόσωπο καί ξεχάστηκε.Ἔχει κολλήσει τό χαμόγελο σάν ρετσινιά, πού δέ λέει νά στερέψει ποτέ.Μήν κοιτᾶτε πού κλαίω τώρα, θά γελάσω ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα μου, ὅταν θά ‘μαίμαζί σας, κάποτε, ἐκεῖ ψηλά, νά πετάω σάν ἄγγελος στόν παράδεισό μου.

-19-

Page 20: Poetry

Τότε θά γελάω καί τό χαμόγελο θά φτάνει μέχρι τ’ αὐτιά μου, ὄχι ὅπως τώρα.Πολλά εἶπα γιά σήμερα, πολύ ἔκλαψα, μή σᾶς πικραίνω ἄλλο.Ἄντε καληνύχτα, στά κρεβάτια σας καί φρόνιμα, νά εἶστε καλά παιδιά.Ἐγώ δέ θά κλείσω μάτι σήμερα, γιατί αὐτή τή νύχτα δέ θά σκέφτομαι τή Μαρία.Θά σκέφτομαι τό ἄδικο, τήν παλιοκοινωνία, τή φτώχεια, τήν καλοπέραση.Κάποιοι θά γλεντᾶνε ὡς τό πρωί, θά κάνουν “μπαρότσαρκες” καί “nightlife”.Κάποιοι θά πεθαίνουν στό δρόμο ἀπό ἀσιτία κι ἀπό ὑπερβολική δόση ἡρωίνης.Κάποια ποιήματα, θά σβήνουν μέσα σέ κλειδωμένα ἑρμάρια, θά πεθαίνουνλίγο-λίγο κάθε μέρα, θά κιτρινίζουν καί θά χάνονται ἀπό τό χρόνο.Κι ἐγώ θά μένω ἄγρυπνος νά σκέφτομαι, νά ἀφουγκράζομαι τήν ἀλήθειά μου

~~~

Κι ἄν τό δάκρυ βουρκώνει τά μάτια σου- ἡ ἀγάπη πονάει -ἄκου λίγο ἡ καρδιά τί ζητάει “ σ’ ἀγαπῶ, νά προσέχεις”

τί κι ἄν φταίξαν οἱ γύρω σου πού σέ εἶχαν γιά φίλητί κι ἄν λόγια σου εἴπανε μέ φαρμάκι στά χείληκᾶνε αὐτό πού ἡ ψυχή σου φωνάζειποῦ τίς νύχτες κρυφά, τό ζητάει κι ἀλλάζει

μί’ ἀγκαλιά, ἕνα χάδι κι ὅ,τι σου ‘λεῖψε τόσοτρέχα βρές ὅ,τι ἀγγίζει τίς σκέψεις σουπρίν σέ λιώσει ἡ κακία τοῦ κόσμου“ σ’ ἀγαπῶ, νά προσέχεις”

τρέχα τώρα κι ἀνέβα τή στέγημή σέ νοιάζει ὁ κόσμος κι ἄν νύχτωσεκάποιος δίπλα σου ὑπάρχει, δυνατά νά φωνάζειμ’ ὅση δύναμη τοῦ ‘μεῖνε ὅ,τι ἡ ἀγάπη προστάζει“ σ’ ἀγαπῶ νά προσέχεις”

εἶναι ἡ Γῆ ἕνα βῆμα πού ἀπάνω της τρέχειςμ’ ἕνα σάλτο μπορεῖς νά σκοτώσεις τίς σκέψειςτίς κακές πού σέ φέρανε, πού σέ πῆραν καί πᾶνεπιό ψηλά κι ἀπ’ τά μάτια σου, τή ζωή σου ζητᾶνε

ἕνα γέλιο, ἕνα κλάμα, ἔτσι εἰν’ ἡ ἀγάπημία λιακάδα πρωί, καταιγίδα τό βράδυτρυφερή ἀγκαλιά, μία φωνή στό σκοτάδι“ σ’ ἀγαπῶ, νά προσέχεις”- ἡ ἀγάπη πονάει –

~~~

Κοιτοῦν τά μάτια μου κι ἀπόψε, μεθυσμέναἡ ὥρα φεύγει, σάν τό τρένο τῆς γραμμῆςμά τό ταξίδι δέ θά κάμει, θά τό δεῖς

-20-

Page 21: Poetry

κι οὔτε στόν πιό μικρό σταθμό θά φτάσειποῦ ‘χεῖ χαράξει ἡ ζωή, γιά νά σταθμεύουν τρένα.Κοιτοῦν τά μάτια μου κι ἀπόψε, ἀπορημέναἤσουνα δίπλα μου, σ’ ἀντάμωσαν νωρίςμά οὔτε πρόλαβα μία λέξη ν’ ἀπαντήσω.- Σώπα -καί πές μου ἄν οἱ μυγδαλιές κι οἱ παπαροῦνες τῆς Ἄνοιξηςἔχουν ἀνθίσει στά περβόλια τοῦ ὀνείρου.Ξυπνῶ νωρίς τά πρωινάκι ἡ μόνη σκέψη μου, ν’ ἀνοίξω τό παράθυρονά εἰδῶ τά πρῶτα τους μπουμπούκια - μπουμπούκι μου -νά ξεπετάγονται σάν κρίνα ἀπ’ τή σιωπή.- Ἄκου - ἀκόμη καί τά ροδοπέταλα, σού ἔστρωσαν χαλίκαί παίζουν μουσικές οἱ σάλπιγγεςσυνθέτουν μελωδίες οἱ καμπανοῦλες.Κι ἐγώ, ἔρημο δένδρο, μές τή νυχτιά νά σβήνων’ ἀργοπεθαίνω, στά λεπτά πού χάνονται.Μέτρα τούς κύκλους στό κορμί μουὅσα τά χρόνια πού ‘χῶ κλάψει, τά μεγάλωσατώρα δέν εἶμαι πιά παιδί, ἐγώ ἔχω νόμουςποῦ μου θερίζουν μέ δρεπάνια, ὅλα τά ὄνειρα.- Πρέπει, δέν πρέπει -κι ἔμεινα τίμιος ἔτσι, ἔρμος καί μόνος.

Ἄν ἤξερα, πώς θά χαμογελοῦσεςσάν ἅπλωνα τό χέρι, νά σ’ ἀγκαλιάσωθά ἐνιωθα εὐτυχισμένος.Θά ἔβλεπα τά λαμπερά σου μάτια νά μοῦ γελοῦν.Ἔτσι θά μοῦ μίλαγαν, χωρίς μήτε γράμματαχωρίς οὔτε λέξεις, χωρίς ἕναν τόνο καί μία τελεία- θαυμαστικό μου -Ἄν ἤξερα, πώς θά μ’ ἀναζητοῦσεςκάθε φορᾶ πού ἔφτανα, στήν ἑπόμενη στάση τῆς ζωῆςθά ἐρχόμουν τρέχοντας πίσω, πηδώνταςπάνω ἀπό φαράγγια, διασχίζοντας βουνά χιονισμέναπερπατώντας πάνω στίς θάλασσεςκόβοντας τά πιό κόκκινα τριαντάφυλλανά στά φέρω γιά δῶρο.- Θέλεις νά γίνεις γυναίκα μου; - θά ρώταγακι ὕστερα, θά μποροῦσες νά πάρεις ἀπ’ τά χέρια μουτά μοσχομύριστα ρόδινα τριαντάφυλλανά τά συνθλίψεις κάτω ἀπό τίς μπότες σουἤ ἁπλά νά μοῦ χαρίσεις ἕνα φιλί.

Ἔχω κάνει τή λατρεία μου, ποίησημά δέν ξέρω πώς θά καταλήξει ἡ θεοποίησή σου.Γνωρίζω πώς τά πάντα, ξεκινοῦν καί τελειώνουν μέ σέναπερπατώντας ἀέρινα, λές καί πατᾶς ἐπάνωσέ ὁλόκληρο τόν κόσμολές καί χορεύεις, καί κινεῖσαι σάν ἄνεμος τοῦ Νοτιά.

-21-

Page 22: Poetry

- Λικνίζεσαι ἰδιόμορφα ὅταν χαμογελᾶς -θά μποροῦσα νά πετάξω, μέχρι τ’ ἀστέριαγιά ἕνα τελευταῖο χαμόγελο ἀπό τά μάτια σου.- Σώπα -δέν ὑπερβάλω, ἔτσι ἐκφράζω ἐγώ τήν ἀγάπη.Γράφω στό ἄψυχο χαρτί, μέ τό μελάνι τῆς ψυχῆςτ’ ἀπωθημένα μουκι ὕστερα ρίχνω μία κλεφτῆ ματιάστό ὕψος τῶν ποδιῶν σουστό τελείωμα τῶν τακουνιῶν σουνά πάρω τίς εἰκόνες, γιά τό ἑπόμενο ποίημα.

- Πρέπει, δέν πρέπει -αὐτοί εἶναι οἱ ἄγραφοι κανόνεςμά ὅσο καί νά ψάξεις, δέ θά τούς βρεῖς.Γιατί ἐσύ, δέν ἔμεινες μόνη τά φτωχικά Σαββατόβραδανά οὐρλιάζεις, νά ὀδύρεσαι ἀπό τόν πόνο.Δέ μάζεψες τά παγωμένα σου δάκρυαἀπό τό ξύλινο πάτωμα, μέ τίς χοῦφτες σουσάν νά ‘τανε χρυσά, πεταγμένα νομίσματα.Δέ ράγισες τήν καρδιά σου, ἀπό εὐαισθησίεςκαί σκέψεις, τίς κρύες νύχτες τοῦ Χειμώναμήτε τίς καυτές ἡμέρες τοῦ Καλοκαιριοῦ.Ἐσύ μονάχα ἔμαθες, νά περπατᾶς σάν κυρίασέ κορμιά ἀνδρικά, στό χαλί πού σου ἔστρωσε ἡ πλάση.Ὄμορφη, γαληνεμένη, ἀστείρευτηπηγή πού τρέχει, χυμούς ἐρωτικούς ἀπό τά χείλη.- Βρῆκα τό νόημα τῆς ζωῆς -ἐσένα, τήν ἀτέρμονη ἀπεραντοσύνη τοῦ ἀνέφικτου

~~~

Σάββατο βράδυκαί τριγυρνῶ στά σοκάκια τῆς πόληςδέν ὑπάρχει ψυχήἐρημιάποῦ πήγανε ὅλοι;θέλω τσιγάρα, ἀναπτήρα, κάτι ν’ ἀνάβει φωτιέςνά πεθαίνει, νά σβήνει, νά καίει, νά καίγεταιθέλω τσιγάρα καί σπίρταπετρέλαιο, βενζίνα, βιτριόλι, ὑδροκυάνιοπεριπτερά; περιπτερά;ποῦ θά ‘βρῶ σήμερα νέα ψυχή νά πάρω;ἐφημερίδεεεεεεεςἔκτακτο παράρτημα, ἐφημερίδεεεεεεςμᾶς γράψανε στά πρωτοσέλιδατυλίχθηκαν στίς φλόγες ἀπ’ τόν ἔρωταπεριπτερά; περιπτερά;πόσο στοιχίζει ἡ ἀγάπη πρίν νά βγάλει τά φτερά;ποῦ πῆγαν ὅλοι;

-22-

Page 23: Poetry

ἐρημιάκαί στό καλώδιο τῆς ΔΕΗκουρνιάζουν τώρα δύο πουλιάεἶναι ἀργάεἶναι ἀργά γιά δάκρυα κι ἔρωτακοστίζει ἡ σχέση ἀκριβάκαί ἡ φιλία, πιό ἀκριβά ἡ φιλίακι ἡ ἐργασία πληρώνεται μέ δίφραγκακανείς στό δρόμο ἀπόψεποῦ εἰν’ ἡ χαρά κι ἡ ξεγνοιασιά;θέλω μονάχα νά σού δώσω δύο φιλιάτό ἕνα στό λαιμό γιά νά κυλήσειτό ἄλλο στά δάκτυλα πού κρατούν’ τό τσιγάρονά καεῖεἶναι ἀργάεἶναι ἀργά γιά νά μιλήσωγιά καλησπέρες, καλημέρες, καληνύχτες, εἶναι ἀργάπάρε φωτιάστήν τελευταία ρουφηξιά νά σβήσωμή μιλᾶςποῦ πῆγαν ὅλοι;ἐρημιάκι ἀπόγνωσηκαί ἡ γνώση μετρημένη στά δάκτυλα τοῦ ἑνός χεριοῦκαί στό κεφάλι πίτουραπεριπτερά; περιπτερά;θέλω νά πνίξω τούς καημούςκαί ν’ ἀγοράσω σπίρτα μέ τή σέσουλαμία ὀκάκαί οἰνόπνευμα, πέντε λίτραποῦ πῆγαν ὅλοι;ἐρημιά;τά σοκάκια τῆς πόλης, φωτίζονται μ’ ἄστρακαί δέν ὑπάρχει μία διαθέσιμη ἀγκαλιά;κάπουκρυμμένηφωλιασμένηπαραδομένηκι ἀπ’ τήν ἡδονή τοῦ πάθους καί τῆς νύχτας, καμωμένηεἶναι ἀργάκοστίζει ἕνα σπίτι, ἕνα γάμο, ἕνα πτυχίο κι ἕνα ἁμάξι ἡ ἀγκαλιάκαί ἡ ζωή δέ μοῦ ‘δωκε, παρά μονάχα σκέψηκαί μία πελώρια ἀποθήκη μέ αἰσθήματαθέλω τσιγάρα καί φωτιάπεριπτερά; περιπτερά;ποῦ πήγανε ὅλοι;ἐρημιά

~~~

-23-

Page 24: Poetry

Μοῦ χτύπησε τήν πόρτα αὐτός ὁ ὄμορφος θεούληςαὐτός ὁ ὀμορφούλης ντέ, μέ τή φαρέτρα τουποῦ ρίχνει τά βελάκια του σ’ ἀνύποπτες στιγμέςστήν κάθε μία καρδιά τῆς οἰκουμένης

συνέβη τό μοιραῖο μόλις ἄγγιξα τά χέρια σουμίαν ὥρα πού δειλά τά χείλη σμίξανθυμᾶμαι ἦταν καλοκαίρι, ναί, Ἰούνιος, ἀπόγευμακαί πίναμε στό λιόγερμα φιλιά! ἄχ, μέ τρελαίνεις

τά λόγιά μου ἀπ’ τό τράκ πώς τρεμοπαίζανε στά χείλημά μές τήν ἀγκαλιά σου ὅλα μου πέρασαννά ξέρεις, εἶσαι φάρμακο πού καί νεκρό ἀνασταίνειςθυμᾶσαι πῶς τά λόγιά μου ξεκίνησαν;;; Μέ θέλεις;

κι ἐσύ ἀστέρι μου ὄμορφο, πνοή ἀπ’ τήν πνοή μουἀμέσως ἀποκρίθηκες μέ μία γλυκιά ἀγκαλιά σουτά χέρια μας, λές χόρευαν, σκοπούς Ἰταλικούςκαί κόλλησε τό πρόσωπο, στό πρόσωπο! μ’ ἀκοῦς;

μοῦ χτύπησε τήν πόρτα αὐτός ὁ ἄπαιχτος θεούληςποῦ κάνει ὅλα τά πλάσματα νά νοιάζονται γιά κάποιοναὐτός πού μου σημάδεψε γιά πάντα τήν καρδιά σουγι’ αὐτό καί ἡ μισή εἶναι δικιά σου... μ’ ἀκοῦς;;;;;

~~~

Πρόσεξε! αὐτή ἡ πόρτα ἔχει φτιαχτεῖ νά τήν ἀνοίξουμεἔχει χτιστεῖ κι ἕνα γιοφύρι ἀπό μετάξι, νά διαβοῦμεστόν πάτο θά κυλᾶ τό γάργαρο νερό, στό πλάι τριαντάφυλλαοἱ ὥριμες, ζεστές, οἱ πορφυρές, τοῦ κόσμου οἱ χλωμές καί βαθυκόκκινες δικές μας παπαροῦνεςμά πίσω ἀπό τήν πύλη, ποιός ξέρει νά μᾶς πεῖ τί θά μᾶς ξημερώσει;γιά σήμερα γεννιέται μία ἀγάπη κι ἀπ’ αὔριο πεθαίνει ἕνα φιλίγατζώνεται μία ἀγκαλιά στό μπράτσο σου καί σβήνεισά νιόβγαλτο, ἀνάπηρο, νιογέννητο παιδί καί σβήνει μέ τό χρόνοκρατιέται ἄραγε κι αὐτό ἀπό ἕνα θόλο βυσσινί;πιάσε τό χέρι μου καί πᾶμε, ποιός ξέρει νά μᾶς πεῖ τί θά μᾶς ξημερώσει;θέλω ν’ ἀκούω τήν πνοή σου στό ταξίδι, γιά τώρα νά σού πῶ μία καληνύχταποῦ ἴσως δέν προλάβω ὅταν πρέπει νά τή βγάλω ἀπ’ τά χείληγι’ ἀπόψε μᾶς ἀρκεῖ ἕνα Ἀντίο, πού ἴσως δέν προλάβουμε κανείς μας νά τό ποῦμε ἀπ’ τά χείλημά θά ‘ναί μία ἀλήθεια, πού ἐσύ νά μήν πιστέψειςμέ τόκο κάποια προκαταβολή γιά ἕνα ὄνειρο πού ζήσαμε καί πάειθά ‘ναί ἕνα ψέμα πού στό λέω ἀπ’ τήν καρδιά μου ὅταν σβήνωμά ἐσύ νά μή μιλᾶς, ὅπως καί τώρα, παρά μονάχα νά συλλέγεις μία-μία τίς πνοές μουπαρά μονάχα νά συλλέγεις στοργικά ἀνάσες, ὡς τήν τελευταίασβῆσε τά δάκρυα ἀπ’ τά μάτια σου καί πᾶμε, θέλω μονάχα νά γελᾶςπιάσε τό χέρι μου! αὐτή ἡ πόρτα ἔχει φτιαχτεῖ νά τήν ἀνοίξουμε

-24-

Page 25: Poetry

~~~

Δύο-τρία πράγματα ἀκόμα πού δέν εἶπα καί θά φύγω ἀπ’ τή ζωή σου. Ποῦ δέ τά μίλησα ποτέ, μήτε μέ γράμματα τά διάβασες, μήτε τά ἄκουσες ποτέ σέ ξένο στόμα. Δύο-τρία γράμματα μέ κόκκινο ἀπό αἷμα καί τοῦ ἔρωτα μελάνι, μέ τά πολύχρωμα στιλάκια πού μου ἔγραφες κι ἐσύ. Τά φύλαγα προσεχτικά ἐν’ ἄλλο Καλοκαίρι, σέ μία κόκκινη καρδιά πού ράγισε ἕναν Αὔγουστο καί πού ἤλπιζα μαζί, πώς θά προλάβουμε τοῦ Αὐγούστου τό φεγγάρι.Ἦταν γιατί, ἤσουν ἐσύ ἡ πρώτη μου ἀγάπη, ἐσύ πού μέ ταξίδεψες σέ τόπο μακρινό.Μά δέν κρατῶ κακία γιά ὅσα πρόσφερες ἁπλόχερα μέ τό ‘νά σού τό χάδι, μά εὐχή μου αὐτή ἡ συμφορά μακριά κι ἀπό ἐχθρό. Ἦταν γιατί, πόσο σέ ἔκλαψα ποτέ δέ θά τό μάθεις, γιατί ἐσύ μου εἶπες πρώτη ἐν’ “Ἀντίο, σ’ ἀγαπώ”. Φόρεσα ἔτσι ἕνα ψεύτικο χαμόγελο στήν πιό στερνή συνάντηση καί εἶπα γιά καλό σου, μεῖνε ἔτσι μήν ἀλλάξεις. Μά ἦρθε καί χαιρέτησα τά μάτια σου, τ’ ἀπόβραδο, μέ πῆρε πίσω ἀπ’ τό κατόπι ὁ ἐφιάλτης. Κρύβοντας ἔντεχνα τά μάτια μου ἀπ’ τό κλάμα, νά μή μέ δεῖς πόσο λυπήθηκα γιά σένα κι ὅ,τι εἶπες, νά μή σκεφτεῖς καθόλου πώς χάνοντας ἐσένα, ἔχασα κι ὅλη τή ζωή.Αὐτή τήν ψεύτικη ἤ τήν κάλπικη πού φτιάχναμε σά θάλασσα γαλάζια καί ρίξαμε τά ὄνειρα, καράβια νά πνιγοῦνε. Σέ ἔχασα καί ἔμαθα πόσο στοιχίζει ἡ ἀγάπη, πόσο κοστίζει ὁ ἔρωτας πού κόπηκε στά δύο. Ἔμαθα πώς στά ψέματα στηρίζεται τό χάδι, γιά νά ‘χεῖ ὁ καθένας μᾶς ἁπλά μία συντροφιά. Γι’ αὐτό κοντά σου τώρα, μή ζητᾶς πάλι νά ἔρθω. Τό παρελθόν εἶναι σκληρό γι’ αὐτούς πού τό θυμοῦνται κι ὅσο γυρίζει πίσω ἡ σκέψη στόν καιρό, πικραίνονται σάν πρῶτα. Μπῆκα στ’ ἁμάξι κι ἔκλεισα τήν πόρτα, μέ τά παράθυρα κλειστά κι ἀμπαρωμένα. Τά δάκρυα δέ νοιάστηκα κι ἄν βρέχανε τά χέρια, γλιστροῦσαν στό τιμόνι μέ σβηστή τή μηχανή. Ἤτανε βλέπεις πάντοτε πού ἀναζητοῦσα ἐμένα, σέ κάποια δίδυμη ψυχή τριγύρω ἀπ’ τή ζωή μου. Ἤθελα βλέπεις νά τή μοιραστεῖ μαζί μου. Τό ξέρω, τή μοιράστηκες. Τόν πόνο στήν ψυχή; Σού εἶχα πεῖ, ἄς ζήσουμε αὐτό πού μᾶς συμβαίνει, γιατί ἴσως δέν προλάβουμε νά δοῦμε τήν αὐγή. Στό σπίτι σύρθηκα ἀργά, εἶχε νυχτώσει, τά μάτια καθώς κλαίγανε καί βάδιζα σκυφτά, νά μή μέ δεῖ ἀνθρώπου ἄλλου μάτι, νά μή μέ νιώσει, νά μή μέ λυπηθεῖ, γι’ αὐτά πού κλαίει ἡ ἀγάπη. Γονάτισα στά τέσσερα καί βρόντηξα τήν πόρτα, δέ μ’ ἐνοίαζε κι ἄν πρόβαλλε θλιμμένο τό φεγγάρι, μονάχα πού μέ πρόδωσε ἡ πρώτη μου ἀγάπη, δέ μ’ ἐνοίαζε πιά τίποτα κι ἄν φύγω ἀπ’ τή ζωή. Καί πλάνταξα καί ἔκλαιγα στά τέσσερα γιά ὧρες, τά μάτια μου πρηστήκανε, μαυρίσαν ἀπ’ τό κλάμα. Θυμᾶμαι τηλεφώνησε ἡ θεία μου ἡ Ντολόρες, μέ ρώτησε τί ἔπαθα, “ἔχασα στά χαρτιά”.

-25-

Page 26: Poetry

Ποτέ δέ τό περίμενα νά’ ναί ἔτσι ἡ ἀγάπη, νά ‘χεῖ βουλιάξει ὁλότελα στήν πίκρα καί στό κλάμα. Τί νά τό κάνω δύο βραδιές κι ἄν πλαγίασα μαζί σου; Ἐκεῖνο πού μου ἔμεινε, μία πίκρα μοναχά. Ρωτᾶς λοιπόν καί σήμερα γιατί δέ σ’ ἀπαντάω; Σέ ἔψαξα, σέ ἔψαχνα βδομάδες μέ τ’ Ἀντίο. Ποῦ ἤσουν καί κρυβόσουνα γλυκό μου ἐσύ θηρίο; Σού ἔγραφα γιά μένα τίς ἀλήθειες πού ‘χά πεῖ. Κι ἐσύ μέ ἕνα ἀντάλλαγμα μέ ἔκοψες στά δύο, πιό μακριά ἀπό μένα νά ζητᾶς γλυκό φιλί

~~~

Φθινοπῶριασε. Πρέπει ν’ ἀλλάξουμε τό ἡμερολόγιο

πάτα τό play νά δοῦμε τήν ταινία πάλι πρός τά πίσωἐκεῖ πού ἄρχισαν τά πάντα νά ὑπάρχουν ἀπ’ τή σιωπή, τό τίποτα, τό πουθενάκαί πές μου ἄν ἔγινα ἡ ζωή μές τή ζωή σουἤ ἁπλά σου κράταγα παρέα δύσκολες μέρες

γεμίσαμε τό ἡμερολόγιο ὄμορφα ὄνειρα καί ὑποσχέσειςχαρτάκια μ’ ἔγχρωμους στιλούς, σημαδεμένα μ’ ὡραῖα λόγιανά μαρτυροῦν πώς κάτι ἀλλάξαμε σέ τοῦτο ἐδῶ τόν κόσμονά γίνει πιό χαρούμενος ἀπ’ ὅσο ἦταν. Ὁ σκατοκόσμος!

κι ἡ παρουσία μας στό τίποτα, στό πουθενά νά ὑπάρχειἡ παρουσία μᾶς ἀποῦσα, τυλιγμένη στή σιωπή

ἡ πλάκα εἶναι πώς στό δικό μας στέκι ἀπουσιάζουμεκι οἱ ἄλλοι πού κάθονται στίς θέσεις πού καθίσαμεἐκεῖ πού ἠπίαμε τόν πρῶτο καί τόν τελευταῖο καφέ μαςκι οἱ ἄλλοι θά λέν’ τά ἴδια...

φθινοπῶριασε. Μά τίς ψυχές πού ἀγαποῦν μελαγχολία δέν τίς σκιάζει

κι ἐγώ νά σκέφτομαι ἀκόμα πόσο πόνεσα καί δάκρυσα νά φτάσω μέχρι ἐδῶκαί πόσο κόπο ἔκανα γιά νά κρατήσει ἡ ἀγάπηνά μή χαθοῦμε σάν ἀστέρια ὅταν φτάσει τό πρωίνά μή σβηστοῦμε ἀπ’ τό ταξίδι αὐτοῦ του χάρτη

ἀπάντησέ μου ἄν τό μπορεῖς, αὐτή ἡ σιωπή, αὐτό τό δάκρυ πού κυλάειαὐτή ἡ ἀπαίσια, ἀλλοπρόσαλλη στιγμή εἶναι τί σόι ἀγάπη;

θά ‘ρκοῦσε ἕνα “σ’ἀγαπώ”, μία συγνώμη, ἕνα κάτι νά σαλεύειμία νότα πένθιμη, ἕνα τραγούδι ἀνάγκης, “σέ χρειάζομαι”θά ‘ρκοῦσε, ὥστε νά μή χαθῶ ἀπ’ τή ζωή σου, ἡ ἀναγνώρισηπῶς ἅρπαξα τό χέρι σου καί μόλις χώθηκες στήν ἀγκαλιά μου, πέταξεςσάν τό πουλί πού βρήκαμε κατάκοιτο στό δρόμο καί τό σώσαμε

θά ‘ρκοῦσε ... συγνώμη, πῆρα φόρα ἀπ’ τόν Αὔγουστο καί γράφω ἀκόμαἦρθε ὁ Σεπτέμβρης κι εἶμαι ἐδῶ. Καλό σου μήνα

-26-

Page 27: Poetry

~~~Δέν εἶναι ὡραῖο νά ἀκούγεται ἡ βροχή τοῦ πρωινοῦ;πάνω στά μάτια καί τό πρόσωπο νά πέφτουν οἱ ψιχάλες τηςπροσμένοντας τό χάδι σου, ἀγάπη μου

μά πιό ὡραῖο τό συναίσθημα νά ἔχεις ἕναν κόσμο κλειδωμένοφυλακισμένο τό ἐγώ σου σέ μηνύματακαί τήν καρδιά παραδομένη σέ σκιρτήματα καί λόγια ἐρωτικά

τίς ἀγκαλιές καί τά φιλιά σου ἀκουμπισμένασέ πλακόστρωτους πεζόδρομους καί ὑπόγεια περάσματαποῦ κάθε ἡμέρα περπατιοῦνται ἀπ’ τοῦ ἔρωτα τά βήματα, τά αἰσθήματα

τό ἴδιο συνεχῶς τό δρομολόγιο. Ἐκάλη - Κηφισιάστή μέση ἡ Τατοΐου νά ὁρίζει τήν ἀπόσταση, ἀγάπη μουκαί οἱ ἄνθρωποι περαστικοί, νά μή μᾶς ξέρουνμονάχα ζευγαράκια ἐρωτευμένα νά καρφώνουνε τό βλέμμα τους μέ μιας πού σέ φιλῶκαί εἶναι μέρες πού ὅλο τοῦτο δέ μᾶς φτάνει…

περάσαμε τά σύννεφα, πατήσαμε οὐρανόδιαλύσαμε καί χτίσαμε ξανά τά ἴδια ὄνειρα γιά νά ‘χοῦμε πορείαφορές πού σφίγγοντας τό χέρι σου στή στάση τοῦ μετρότά κάστανα μετρούσαμε ψημένα, στό σταθμόκι οἱ μνῆμες πάντα ἐρχόντουσαν στήν πρώτη γνωριμία

ὥσπου τά δάκρυα στερέψανε καί πῆγα στό γιατρότοῦ εἶπα, περιέργως ἔχω πάψει πιά νά κλαίωσυνήθισα τά δάκρυα καί τώρα ἀναπολῶτίς μέρες πού τά μάτια μου φλεγόντουσαν γιά ἐσένα

κι ἄν φταίω πού σ’ ἀγάπησα κι ἀκόμα σ’ ἀγαπῶ, συγχώρα μέμά ἔμαθα ν’ ἀφήνομαι ὁλόκληρος ἐγώκαί νά ‘χῶ μίαν ἀπαίτηση παρέα νά ζητῶνά παίρνω ὅσα κέρδισα μέ κόπο χωρίς νά ‘ναί χαρισμένα οὔτε ἕνα

μά ἐσένα πού σέ κέρδισα μέ τήν ἀξία μουκαί στή ζωή σου καί στό θάνατο, μπροστά σου θά μέ βλέπειςτά μάτια μου, τό βλέμμα μου, τά χείλη μουεἴτε γελοῦν, εἴτε σου κλαῖνε, θά σού λένε

τόν κάθε στίχο πού ἔγραψα, τήν κάθε νότα, συλλαβήτήν κάθε λέξη ἐρωτική πού ἀμόλησατήν κάθε στάλα, τήν ὀσμή, τή γεύση τῆς ἀγάπης θά σού λένε

κι ἄν ὅλα αὐτά δέ σού ἀρκοῦν, ἀγάπη μουθυμήσου πόσο ὄμορφα ἀκούγεται τοῦ πρωινοῦ ἡ βροχήκαί πέφτουν οἱ ψιχάλες της στά μάτια μας κι ἀγκαλιασε μέ

~~~

-27-

Page 28: Poetry

Τί χρῶμα μόβ πού ἔχει πάρει ὁ οὐρανός!λές καί ἀρχίζει πένθιμά του πρωινοῦ ἡ νέα μέρα

ΚΑΛΗΜΕΡΑ!

Ξημέρωσε.δέν κελαηδοῦν πουλιάκαί τά λουλούδια στίς αὐλές κοιμοῦνται ἀθώα

σέ μία γωνιά κουλουριασμένα δύο σκυλιάκι ἀπ’ τίς ἀνάσες τῆς Δροσιᾶς πίνουν αἰῶνες μοναξιᾶς- εἴμαστε ζῶα!

σήμερα χάνω ὅ,τι ποθοῦσα πιό πολύμά πιό πολύ ἀπ’ τ’ ἄγγιγμά σου ὅλη ἐσέναἐμοιαζες μ’ ἔρωτα καί ἤτανε γιορτήσκέψη καμιά νά μή γυρνᾶ στά περασμένα

μπλεγμένοι ἄνθρωποι, μπλεγμένες καταστάσειςσχέσεις περίπλοκες καί στοῦ μυαλοῦ τή ζάλη μπλέκονται οἱ χορδές μαςκάπου ὑπάρχουν ἀραγμένες οἱ ψυχές μαςκαί στό μηδέν κάθονται οἱ σκέψεις καί τά πίνουνε

σ’ ἕνα ὑπόγειο γεμάτο ἀπό ὑποσχέσειςκι ἀπό ἐνθύμια καί τάματα πού ἀργήσανεκινοῦνται ἀθόρυβα οἱ δεῖχτες τῶν καιρῶννά προμηνύουν ἕνα ΤΕΛΟΣ πού ἀναπτύσσεται

λίγα λεπτά γιά μία ἀτελείωτη ἀγάπηἀρκοῦν γιά τώρα ὅταν κάποτε δέν ἔφτανανεἰκοσιτέσσερις μονάδες χρονικές γιά ν’ ἀνταμώσουμε

φαίνεται πώς ὅλα στή ζωή προσωρινά ἀναπτύσσονταιπροσωρινά κινοῦνται, ὁδεύουν καί ἑλίσσονταικαθώς περιορισμένα συνεχίζονται καί κάποτε πεθαίνουν

καί καταλήγουν ὅπως τόσο ἁπλά, παροδικά ἀρχίζουνμέ τά ὄνειρα δεμένα μές τή σύντομη ζωή τους!

ἄραγε ξέρει καί κανείς πόσο προσωρινά ὑπάρχουμε κι ἐμεῖς;κι ἄν ὅσα ζήσαμε ἤ κάναμε ἤ ἀφήσαμε ἤ γράψαμεἤ τραγουδήσαμε στούς ἄλλουςθά τά βροῦνε λέτε, προσωρινά ἀφημένα πάνω στό τζάκι τά Χριστούγενναἤ θά τά ρίξουν ἔπειτα στήν ἀναμμένη φλόγα;

καί μέ καημό καί μ’ ἕνα πάθος ἄσβεστο θά τά διαβάσουν ὅπως πρῶταπροσωρινά νά θυμηθοῦν τό παρελθόν τους γιά νά κλάψουνε;

Θαυμαστικό!

-28-

Page 29: Poetry

μεγάλη ἀπορία, παχύ θαυμαστικόδιπλό τεράστιο ξενόφερτο πλατύ ἐρωτηματικό??καί μές τή μέση μία ἄνωθεν τελεία νά ἐλπίζει ἀκόμανά περιμένει κάποιον σά ζεστή φωτιά, παραμονές Χριστούγεννα στό τζάκι

~~~

Τόν τελευταῖο στίχο θά σού γράψωκρυμμένη μένει ἡ λέξη χρόνια σάν πληγῆτή φύλαγα σ’ ἕνα γεμάτο βάζο ἀναμνήσειςστά χείλη μου τήν ἔφερνα τήν κάθε Κυριακήμ’ ἀκόμα δέν τήν πρόφερα ἀντίκρυ πλάι στά χείλη σουἀκόμα δέν τήν ἔστρωσα χαλί στά πέλματά σουβραχιόλι δέν τήν ἔδεσα, πολύτιμη ψυχήποῦ μῆνες ξεροστάλιαζε στήν πόρτα σουν’ ἀνοίξεις τό παράθυρο νά ‘ρθεῖ νά σέ χαρεῖ

τό ποίημά μου γεμάτο ἀπορίεςπολλά θαυμαστικά καί σκόρπιες οἱ τελεῖεςστό πάτωμα ἁπλωμένα κάτι βότσαλα ἀπ’ τή θάλασσαμωσαϊκό ποῦ ἐφτιαξα νά γράφει “σ’ ἀγαπώ”καί γύρω ἕνα τεράστιο στρατόπεδοταλαίπωρων ρητορικῶν ἀσκήσεων ἀπαίδευτωνπαγίδων, ἀπ’ τό ρῆμα “ἀγαπώ”

τά χέρια σου ἁπαλά, ἕνα σεντόνι ἀπό μετάξιοἱ δύο μας σ’ ἕνα ὄνειρο τρελόκατέβαιναν κι ἀνέβαιναν χωρίς νά ἡμερώνειτοῦ πόθου κάποιο ἄγριο ἁρπακτικόκαί γύρω ἕνα τεράστιο κυδώνιγρανίτα σέ χωνάκι παγωτό, σ’ ἕνα μπαλκόνικι ἡ λέξη μου ὅλο ἔμελλε νά λιώνεινά τρίβεται στῆς γλώσσας τό χορό

πυροβολοῦσα ἔτσι ποῦ λές καί ἀδιακρίτωςἔλεγα, ἔλεγες γιά φράουλα χυμόἔλεγα γιά τῆς ζωῆς τό πλῆθοςτό σύστημα, τά χάπια μου καί τόν ἐγωισμόλέγαμε γιά ἕνα μεγάλο μίσοςποῦ φύτρωσε σάν κερασιά στόν κῆπο τοῦ “ἐγώ”κι ἀπέμειναν νά κρέμονται κεράσια γιά τό πλῆθοςκαί γίνηκε ἀλλιώτικος ὁ κόσμος στόν καιρόἀλλάξαμε κι ἐμεῖς λές καί μιμούμασταν τό πλῆθοςποῦ ἔτρεχε στό σῶμα μας νά κρύψει τόν καρπό

κι ἡ λέξη μου ἡ ριμάδα, κατέβηκε στό στῆθοςκαί κρύφτηκε καί φώλιασε, τήν ἔπνιξε ὁ καημόςβαλάντωσε, ἀπηύδησε καί κουρνίασε στό “ἴσως”πῶς κάποτε θά ἔβγαινε στό φῶς

-29-

Page 30: Poetry

ἀρχαιολόγοι ἤρθανε ἀπό τήν Ἀφρικήκουνούσανε τά σώματα λές κάτι νά χορεύουνμοῦ ἔμαθες πῶς λέγεται χορός ἡ φυλακήμά τρόφιμα δέ βρῆκα νά σού φέρωμονάχα κάτι κράκερς γεμιστά μέ σαντιγύκι αὐτά γλυκά πῶς μοιάζουν στό φιλί μουκομμάτι ἀπό μένανε καί σκέψη τῆς στιγμῆςπροδίδουν ἔτσι ἁπλά τόν ἔρωτά μου

τόν τελευταῖο στίχο θά σού γράψωμήν πῶ κι ἄλλα στά μάτια σου καί τά φορέσεις προίκαμήν πῶ ἄλλα στά χείλη σου καί πάψουν νά ρωτοῦνμονάχα θά σού πῶ ὅ,τι ἤθελα τό βρῆκαμετά ἀπό σένα παύει ν’ ἀνασαίνει τό κορμίμετά ἀπ’ τήν ἀγάπη μόνο ὁ θάνατος ὑπάρχεικαί εἶσαι ὅλη γιά μένα ἡ ζωή

~~~

Σταμάτα νά μιλᾶς, πιάνει βροχήτό θρόισμα ν’ ἀκούσω τοῦ ἀνέμουτίς στάλες τῆς βροχῆς θά ἐρωτευτεῖςἄν δεῖς μέ πόσα δάκρυα οἱ πληγές μουμετρήθηκαν, χωρίς νά φοβηθεῖς

ἡ μία στάζει ψέματα, ἡ ἄλλη ὑποκρισίαἡ τρίτη παραπλάνηση κι ἡ τέταρτη οὐσίατή βάπτισα Θεά κι ὅμως γεννήθηκε Κυρίαστυγνά νά μέ διατάζει μέ ὁρμές

γιατί εἶναι κρυμμένη κάθε γλύκα στή ζωήἡ ἀλήθεια φανερώνεται μέ πόνο καί μανία[κι ἄν ἔρθει ἡ στιγμή γιά νά χορέψουμε μαζίὀμπρέλα νά κρατᾶς στήν τρικυμία]

σταμάτα νά μιλᾶς, φυσᾶ τ’ ἀγέριμοῦ παίρνει τά μαλλιά μέ βία ὁ ἄνεμοςμοῦ πῆρε τήν ἀγάπη μέ τήν ἴδια εὐκολίακαί νιώθω πιά χαμένος κι ἀπροστάτευτος

ἀγάπη μου τά μάτια σου ποῦ νά ‘ναί;γιά γύρνα τό κεφάλι νά μέ δεῖςἀπόκαμα καί βρῆκα συνουσίαμέ εὔπλαστα στιχάκια τῆς στιγμῆςποῦ σπάζουν μέ τήν πρώτη δυσκολία

ἀνθρώπους τόσους γνώρισα μέ κάποια ἱστορίαποῦ εἶχε ὁ καθένας τους νά πεῖ μέ τή σειράτίς ἄκουγα ἀλληλένδετες, δεμένες μία-μίακαί πίστεψα πῶς ἔμαθα πολλά

-30-

Page 31: Poetry

μά μία δέν κατάλαβα, χωρίς ἀλληλουχίανά σπάζει ἕναν ἔρωτα στή μέση κεραυνόςποῦ ἔπεσε ἀνέλπιστα σέ μέρα ἐν αἰθρίακαί ἔπνιξε τούς δύο ὁ στεναγμός

ἀλίμονο, τό ψέμα εἶναι γιατρόςκι ἡ ἀλήθεια μία σκληρή ἀφετηρίατοῦ τρένου κάποιος ἔρημος σταθμόςμία ἄδεια, νεκρωμένη πολιτεία

σταμάτα νά μιλᾶς, πές μου τί νιώθειςμά ὄχι ἄν καλύπτω τίς ἀνάγκες σουστά μάτια, τί μέ βλέπεις μ’ ἀπορίαὑπῆρξα ἡ ἀλησμόνητη ἀγάπη σου;

καί σέρνομαι ἀμφιβάλλοντας Κυρίαἄν εἶμαι ἕνα σκουλήκι στίς παλάμες σουἤ μία πεταλούδα στή γωνίαποῦ φτιάχνεται σάν πάλλονται τά χείλη σου σέ κάποια ἐρωτική μας συνουσία

~~~Βρῆκα ἕναν ἄνθρωπο νά κλαίειστήριζε στό πόδι τόν ἀγκώναἔφυγε ἀπ’ τήν Ἄνοιξη τό χρῶμακι ἦρθε ἕνας χειμώνας πιό βαρύς

μαῦρα τά ματάκια τοῦ ἀπ’ τό κλάμακάτι τοῦ ἀμαυρώνει τήν ψυχήνά ‘ναί μία γυναίκα ἡ αἰτίαἤ νά ‘χεῖ λιώσει τώρα τό κερί;

κοίταγε στό ἔδαφος χαμένοςπέρα ἀκουγόταν μουσικήἕνα ἀκορντεόν μές τή βροχήἔπαιζε θλιμμένη μελωδία

δίπλα σ’ ἕνα μπάρ οἱ ναυτικοίπίνανε τά ναῦλα τους σέ μπύρεςκι ἔλιωναν τόν ἄνθρωπο οἱ καημοίσάν ἀνθρωποφάγοι καρχαρίες

ζάρωσε τό πρόσωπο ἀπό θλίψητρέχανε τά χρόνια σάν πουλιάδίπλα του περνοῦσαν φορτηγάγιομάτες οἱ καρότσες ἀπό μίση

φίλοι τόν προδώσανε κι ἀδέρφιατό γλυκό κορίτσι ποῦ ἀγαπᾶ

-31-

Page 32: Poetry

μέσα στήν καρδιά μία μαχαιριάστράφηκε τό χέρι του νά ρίξει~~~

Στό δρόμο μου ὅπως βάδιζα τούς τελευταίους μῆνεςμ’ ἀνθρώπους συναντήθηκα γεμάτους ἀπορίεςμέ ρώταγαν πῶς πέρναγα κι ἄν ἔσβησαν οἱ αἰτίεςὅπου μακριά μέ κράταγαν ἀπό τήν ἀγκαλιά σου

τούς ἔλεγα πῶς πέθανα, πῶς ἔφυγα ταξίδιπιό πέρα κι ἀπ’ τό θάνατο, μακριά ἀπ’ τήν καρδιά σουτούς ἔλεγα πῶς ἔσβησα, πῶς ξέχασα τό ὄνειροπῶς ἔφταιξα, πῶς ἔφταιξαν τούς ἔλεγα, οἱ αἰτίες

μ’ αὐτοί δέ μέ πιστεύανε, μέ νόμιζαν σακάτηπῶς τό μυαλό λωλάθηκε μετά τό χωρισμόπῶς θά περάσει μου ἔλεγαν στό χρόνο, τό γινάτιπῶς θά γιατρέψει τήν πληγή ἕνα ἄλλο θηλυκό

κι ἐγώ τούς ἀπαντοῦσα ἀγάπη μου, μέ γλύκατή γλώσσα μου τήν ἐπλενα μέ ζάχαρη χυμόπασπάλιζα τά λόγιά μου μέ μέλι καί μέ πίκραμακριά της ἔλεγα ἄν θά ζεῖ, μακριά θά ζῶ κι ἐγώὥσπου νά ἔρθει ἡ στιγμή ξανά ν’ ἀνταμωθοῦμε

γιά βέβαιο τό νόμιζα αὐτό τό σκηνικόγιά τώρα, γιά τό αὔριο, στόν πιό γλυκό παράδεισονά σμίξουμε τό ἤθελα, ἀκόμα καί στό θάνατονά ἑνώσουμε τά θραύσματα ποῦ σπάσαν ἀπ’ τούς δύο

ἡ ζάχαρή μου ἔλιωσε ἐπάνω στά γραπτά σουκολλήσανε τά γράμματα καί γίναν φυλαχτόμυρίζουνε οἱ λέξεις σου ἀκόμα τ’ ἄρωμά σουμά πῶς νά γιατρευτεῖ ζωή μου αὐτό τό “σ’ ἀγαπώ”;

ἐγώ τί νά σού πῶ; ὅποιον κι ἄν ρώτησά μου λέει εἶμαι τρελόςτρελά σ’ ἀγάπησα, τρελή ἡ ἀγάπη μας, τρελοί κι οἱ δύο

ἄρρωστος μῆνες, μακριά ἀπό τή φωνή σουνεκρό, ἀκούνητο μωρό μακριά ἀπό τό χάδιθλιμμένος τόσο ποῦ σέ ἄφησα ἀπ’ τά χέρια μουμετανιωμένος καί τρελά ἀπαρηγόρητοςμ’ ἕνα κερί γιά συντροφιά ἀπ’ τά δικά σου

ὥσπου κι ἡ φλόγα τοῦ κεριοῦ μ’ ἀποχαιρέτησεμ’ ἕνα ἀντίο μέ χαιρέτησε γλυκά ἡ ζεστασιά τηςπιό μόνος τώρα ἀπό ποτέ καί κουρασμένος ἐπιβάτηςμέσα στό τρένο μας ποῦ χάλασε κι ἀποκαλούσαμε “ἔρωτα”

-32-

Page 33: Poetry

λοιπόν ἀγάπη μου γλυκιά, γιά πές μου τώραγιά καύσιμα ἔχουμε ἐμᾶς καί τήν ἀγάπη μαςλόγια καί κίνητρο, σιρόπια καί παλάτισκοπό νά ὑπάρχουμε μαζί, τί λές, πῶς ἔχουμε;

πῶς τίποτα ποτέ σ’ αὐτό τόν κόσμο δέ θά ὑπάρξεινά καταστρέψει τό παλάτι μας ποῦ χτίσαμετό ζαχαρένιο παραμύθι νά χαλάσει

πῶς τίποτα ποτέ σ’ αὐτό τόν κόσμο δέ θά ὑπάρξειἄλλος κανείς νά καταστρέψει τούτη τήν ἀγάπημονάχα ἄν εἶναι μόνο ἐμεῖς, ποῦ τήν ποτίσαμε μέ δάκρυκαί τήν ἀνθίσαμε μέ στίχους νά ὁδεύει πρός τό ἄπειρο

~~~

ἐγώ εἶμαι ὁ μπεκρής, ὁ διασκεδαστῆςστά χέρια μου κρατάω τή ζωή σαςσᾶς παίζω καί γελῶ, γελᾶτε, σᾶς κοιτῶκαί στό πιοτό μου πίνω τή μορφή σας

ὁ γελωτοποιός, τοῦ κόσμου ὁ χαζόςτρικλοποδιά θά βάλω στ’ ὄνειρό σαςνά ‘ρθεῖ καμιά νυχτιά, ὁ ἄλλος ἐαυτόςνά δεῖτε τί κακός εἰν’ ὁ ἐχθρός σας

μισῶ τή ζητιανιά, μοιράζω τή χαράστά χέρια μου κρατῶ τή δύναμή σαςτή σφίγγω σά γροθιά, βαράω στά τυφλά[καί ὅποιος δέ γελᾶστό πάτωμα τόν ρίχνω, στά σκουλήκια

ἐγώ εἶμαι ὁ εὐτραφής, ὁ διασκεδαστῆςγεννάει τό μυαλό μου τόσα ἀστείαγιά βάλτα στή σειρά, ποῦ φτάνουν; μακριάπιό πέρα κι ἀπ’ τοῦ σώματος τά τρία

ὁ γελωτοποιός, τοῦ κόσμου ὁ τρελόςβαράει στό ψαχνό μέ τή φωνή σαςκαί κάνει ὅσα πόθησες κι ἀρνήθηκες ἐσύγιατί σάν δικαστής καί σάν ἐκτελεστῆςνωρίς τόν κατηγόρησες κι ἀπέδωσες ποινήνωρίς τόν ἀπαρνήθηκες κι ἐσύ

“σκοτῶστε τόν μπεκρή, τόν διασκεδαστῆποῦ κάνει ὅλο τόν κόσμο νά γελάεισκοτῶστε τόν χαζό, τόν γελωτοποιότρελός εἶναι καί μόνος του μιλάει..”

ραπαπαμ-μπούμ-μπούμ

-33-

Page 34: Poetry

- πιρι-πιρι-τσικαμπουμ- - ραπαπαμ-μπούμ-μπούμ- - - πιρι-πιρι-τσικαμπουμ- - - -ραπαπαμ-μπούμ-μπούμ- - - - - -πιρι-πιρι-τσικαμπουμ….

~~~

Ἦρθαν στιγμές ποῦ μέ ρωτοῦσες ἄν ὑπάρχω καί ἀποροῦσες ἄν ἤμουν μία εἰκόνα ἀκόμαλαθρεπιβάτες σ’ ἕνα ὄνειρο ποῦ τελείωσε ἀγκαλιασμένοι σ’ ἕνα μουσκεμένο στρῶμακαί μέ τσιμποῦσες μέ λαχτάρα στό λαιμό μέ τά φιλιά νά καῖνε χρόνιακλέβοντας μόνο δύο ἀνάσες τελευταῖες ἀπό μένα γιά νά τίς ἔχεις νά πορεύεσαι

ἦρθε ἡ μέρα καί ξημέρωσεμόνο τά δάκρυα μαρτυρᾶνε πῶς ὑπῆρξεςἦρθες καί ἔφυγες, θαρρῶ σέ μία νυχτιά καί ἡ ζωή μου στέρεψε- ἦρθε ἡ μέρα καί ξημέρωσε -μοῦ λείπεις, σ’ ἀγαπῶ ἀκόματί κι ἄν σ’ αἰσθάνομαι κοντά, τί κι ἄν τά χείλη σου φιλῶ σάν πρῶτα;εἶσαι κοντά μου καί μοῦ λείπεις κι εἶσαι τόσο μακριάπάει ἡ εἰκόνα σου. Ξεθῶριασε

τώρα τό ὄνειρο ποῦ κάναμε προσπέρασε καί τρέχει κάπου μακριάκαί δέ μποροῦμε νά τό πιάσουμε σάν πρῶταξένα καλώδια ἀνάμεσά μας μπλέχτηκαν κι ἀνάβουνε φωτιάνά κάψουν κάθε ἀνάμνησή μας ποῦ τή νιώσαμεμέσα στό τρένο, ἔρημοι ἐμεῖς, τῆς συμφορᾶςλίμνες τά δάκρυα καί κοίτα πῶς παγώσανε στό κρύοκι ἄν φταίω ποῦ σ’ ἔκλαψα, σέ ἀγαπῶ τρελάμά φεύγει ὁ ἔρωτας ἀπ’ τό λιμάνι τῆς ἀγάπης μας καί σβήνω

μόνο τά δάκρυα μαρτυρᾶνε πῶς ὑπῆρξεςἦρθες καί ἔφυγες, θαρρῶ σέ μία νυχτιάμέ τά κορμιά μᾶς ξαναμμένα σ’ ἕνα πάθοςκαί τό μυαλό καί ἡ καρδιά ποῦ ἔχει μάθει τί στοιχίζει ἕνα λάθοςμοῦ λείπεις, σ’ ἀγαπῶ τρελάκάποιος χωρίζει καί κάποιος ἀγαπᾶκι εἶναι τῆς μοίρας τό γραμμένο, πῶς τό τρένο δέ θά φτάσει πουθενάλιῶμα ἡ ἀγάπη, σ’ ἕνα πάτωμα γερμένη νά μετράει τά λεπτάκι οἱ νύχτες ὅλες μαζεμένες μία-μία νά γυρεύουνε ἀντίδοτο στό κλάμα

πῶς σέ φαντάζομαι, τί νιώθω, τί γυρεύω τελικά;λαθρεπιβάτης σ’ ἕνα ὄνειρο ποῦ τελείωσε, ἡ ἀγάπηκαί δέ γνωρίζουμε ποτέ ἄν θά γυρίσει τελικάεἶσαι κοντά μου καί μοῦ λείπεις κι εἶσαι τόσο μακριά

-34-

Page 35: Poetry

πάει ἡ εἰκόνα σου. Ξημέρωσε

~~~

Ἀνάμεσα στό ψέμα κι ἡ ἀλήθειά μαςἐκεῖ εἶναι κρυμμένο, τό καλό μές τό κακότῆς ἔχθρας τά παιχνίδια στή μαγεία μαςαἰώνιο τό ἀποτέλεσμα γιά κάποιον χωρισμό

ἀγάπη ποῦ χωρίστηκε στά δύοπαλάτι ποῦ γκρεμίστηκε κι ἀπόμεινε μισόφεγγάρι π’ ἀποκόπηκε νά γίνει φυλαχτό

οἱ στίχοι σου ἀγάπη μου, κορδέλα στό λαιμόμαντήλι στά μαλλάκια σου, λουράκι στόν καρπόνά μ’ ἔχεις κάπου ἐπάνω σου νά φέγγω- ἰδού ἡ τιμωρία μας -μά τώρα εἶναι τό φῶς μου λιγοστό

τά μάτια μου γερμένα, κουρασμένα ἀπ’ τό κρύοστήν ἄκρη π’ ἀνταμώσαμε τά δύογνέθω ἀπόψε ἕνα δικό μας παραμύθι- παραμονή Χριστούγεννα -νά ἔχει ὅσο γίνεται πιό μαυρισμένη τύχη

ὁ Χάρος μέ ἀντάμωσε στήν πόρτατίς περασμένες τίς φορές, τοῦ γλύτωσα ἀπό θαῦμαμά σήμερα ζητοῦσε τήν ψυχή μου ἤ ἐσένακι ἀντάλλαγμα δέ βρῆκα νά τοῦ δώσω, διάλεξα ἐμένα

ἡ ὄμορφη ψυχή σου ἔρωτά μου, ἔτσι ἁπλά δέ χαραμίζεταιδέν δίνεται γι’ ἀστεῖο, δέ χαλιέταιδέ σπαταλιέται ἡ ἀγάπη ν’ ἀπογίνει μαῦρο κλάμαοὔτε κυλάει σά νεκρώσιμο ποτάμιποῦ ἀδειάζει σέ μία λίμνη μέ ξερόχορτα, ἡ ἀγάπη

ἐμμένει, ἐπιμένει, παραμένει καί διαχέεταικαί βρίσκει τρόπο ὅταν φτάσει ἡ στιγμή νά μεταλαμπαδεύεται- γιά ὅλα σου, τοῦ ἔδωσα ἐμένα, ἔρωτά μου -

ἐμένα ποῦ μέ πρόδωσε ἡ ἀχάριστη ζωήζωή φέρνει τά ὄνειρα κι ἐκείνη μας τά παίρνειζωή γεννᾶ ὁ ἔρωτας κι ἄν κάποτε χαθεῖνομίζεις πῶς δέν πρόλαβες, δέν ἐνιωσες ἀκόματῆς εὐτυχίας τίς στιγμές, ποτέ νά τίς γευτεῖς

- τοῦ ἔδωσα ἐμένα, ἔρωτά μου, μή θυμώνεις -νιώθω ἁπλά πῶς δέ γεννήθηκα, δέν ἔφτασα στή Γῆμισός τί νά πρωτόμαθα, μισός τί χάρες εἶδα;μονάχα ἕναν Χάροντα νά μοῦ ζητάει ψυχή

-35-

Page 36: Poetry

κι αὐτή ποῦ παραδίδω ἐδῶ, δέν εἶναι ἡ ψυχή μουπλαστή εἶναι καί κάλπικη, ἀέρινη ψυχήκούφια καί ἄδεια μάτια μου, γιομάτη ἀπό λύπηγιά λύπηση, γιά πέταμα, μία καί μοναδική

~~~

Στό γωνιακό παρκάκι ἀπόψε βρέχειτρέχει ὁ κόσμος νά προλάβει τή δουλειά, περνοῦν τά χρόνιακαί ταχυδρόμο διάλεξε ὁ χάρος, νά σού φέρειστερνά ἕνα ἀντίο, κλάματα, δῶρο τή μοναξιά

ἐκεῖ στό τρίτο τό δικό μας τό παγκάκι, ὄχι τό τέταρτο- στό τέταρτο παίζουν πασιέντζα ἀκόμα οἱ μοῖρες -τό βρόχινο νερό στολίζει μέ Χριστούγεννα τίς μνῆμες

μά ἐμεῖς ἀγάπη μου, ποῦ μέ κρατᾶς γιά πάνταφυλαγμένο στήν καρδιά σου, ἐμεῖς μονάχαἀπουσιάζουμε ἀπ’ τόν πίνακα ποῦ στόλισαν οἱ ἀγάπες

κι ἄν τοῦτο τό γραπτό μιλάει ἀκόμα γιά τά μάτια σουνά μή νοιαστεῖς ἄν πάσχει ἀπό ὁμοιοκαταληξίες ἤ ἐπίθεταθέλω καί τοῦτο, δές τό, νά μιλάει εὐθεία στήν καρδιά σου

στό γωνιακό παρκάκι ἀπόψε κλαίει ὁ Θεόςτόν ρώτησα ἄν εἶναι δάκρυα ποῦ χώρισαν οἱ δρόμοι μαςκι ἀπάντηση δέν πῆρα! θέλω γιά δές θέλω νά πάρω μίαν ἀπάντηση ἀπό σένα

τό σ’ ἀγαπῶ εἶναι μία λέξη τόσο ἁπλή, τόσο φτηνή κι ἀστείατόσο μικρή γιά νά στολίσει ὅ,τι αἰσθάνομαι, ἀκοῦς; τό ἐννοῶκι ἀκούω τώρα τή φωνή σου νά προστάζει ‘μεῖνε λίγο ἀκόμα’‘μεῖνε γιά λίγο ἀκόμα, σέ παρακαλῶ’

στό γωνιακό παρκάκι ἀπόψε βρέχειμά ἐμεῖς ἀγάπη μου, ποῦ μέ κρατᾶς γιά πάνταφυλαγμένο στήν καρδιά σου, ἀπουσιάζουμε ἀπ’ τόν πίνακαποῦ ζωγραφίζουν οἱ ἀγκαλιές μας

βλέπεις, ἀκόμα κι ἄν σταμάτησα νά γράφω γιά τά μάτια σουτίποτα πιά δέ μέ βοηθάει νά σβήσω αὐτό ποῦ ζήσαμεκι ἀκούω τώρα τή φωνή σου νά προστάζει ‘μεῖνε λίγο ἀκόμα’‘μεῖνε γιά λίγο ἀκόμα, σέ παρακαλῶ’

πόσο καιρό, πόση βροχή, πόσα χαμένα μᾶς φιλιά ἀκόμα;πόσες ἡμέρες, πόσες ὧρες γιά νά ‘ρθεῖς;κρατῶ ἡμερολόγιο τό σῶμα, νά σημειώνω τίς σταγόνες τῆς βροχῆς

κι ἄν πίστευα

-36-

Page 37: Poetry

- μά τώρα ἔχουν πεθάνει κι οἱ ἐλπίδες μου μαζί σου -πῶς ἀπό κάπου, ἔστω νεκρός, θά ξαναέβλεπα στά χείληἕνα χαμόγελο ποῦ θά ‘σκαγε δειλά στό πρόσωπό σου

κι ἄν πίστευα πῶς θά γεννιόμουνα ξανά στήν ἀγκαλιά σουἦρθαν Χριστούγεννα καί φέτος κι ἀρρωσταίνω

ἔχω τραβήξει τό λοιπόν, ἕναν πελώριο τοῖχο μπρός τά μάτια μουνά βλέπω τό σκοτάδι κατά μέτωπο, σημάδι πῶς πεθαίνωπαίζουν παράσταση οἱ σκιές στό παρελθόν μαςμία φάρσα, μ’ ἀρχηγό ἕνα ραμολιμέντο

στό γωνιακό παρκάκι ἀπόψε βρέχειτό σ’ ἀγαπῶ εἶναι μία λέξη τόσο ἁπλή, εἶναι μία λέξη κρύατόσο ἄψυχη θά ἔλεγα, γι’ αὐτά ποῦ ‘χῶ νά γράψω

βλέπεις ἐμᾶς, κάτι πιό μακρινό μας ἔφερε νά σμίξουμεκαί κάτι τόσο δίπλα μας, σκιά ἴσως, μᾶς χώρισεκαί τώρα, μέ τόση ἀπόσταση μπροστά μαςπαράλληλα ἀνταλλάσουμε σταγόνες τῆς βροχῆς

~~~

Μέσα στόν ἔρημο σταθμό, πᾶνε καί ἔρχονται τά τρένακι ἀπ’ τά βαγόνια κατεβαίνουν οἱ ἀγάπεςποῦ δέν ἀντέξανε ποτέ τό χωρισμόμέ τά φτερά τούς τά σπασμένα

ἄυλοι ἄνθρωποι, κορμιά ἀγανακτισμέναποῦ ‘μαθαν πρόστυχο πῶς εἶναι πῶς τό φιλίκαί σουλατσάρουνε σκυφτοί στίς ἀποβάθρεςκι ἡ μέρα δέ θά τούς χαρίσει ἄλλο πρωί

κρατοῦν βαλίτσες μέ χιλιάδες ἀναμνήσειςμέ τό κορμί νά κουβαλάει τίς πληγέςτή μνήμη μάτια μου, δέν σβήνεις ὅταν θέςσέ σβήνει ἐκείνη μέ τή μία, ὅταν θελήσειὅταν τό βάρος τῆς κανείς δέ θά κρατήσει

μέσα στόν ἔρημο σταθμό- τί κι ἄν κινοῦνται τόσα δύστυχα κορμιά; - στήν ἀποβάθρα ξαφνικά, σκάει, ἀστράφτει τουφεκιάκαί μία σπασμένη ἀπ’ τίς καρδιές, δέ θά κολλήσει

ὅ,τι κομμάτια ἔχει γίνει, γίνεται ἄνεμοςκαί στό παρόν, τό παρελθόν μας δέν κολλάειὅταν ραγίσει τό γυαλί, ἕνα κομμάτι τοῦ ἀρκεῖσάν τό μαχαίρι ὅλο τό σῶμα νά τρυπάει

μέσα στόν ἔρημο σταθμό

-37-

Page 38: Poetry

φωνάζει κάποιος δυνατά ἕνα “σ’ ἀγαπώ”βουτᾶ στίς ράγες μέ τή μία καί ἡ ταχεία ξεκινᾶἀξίζει ἔτσι νά τελειώνει μία ἀγάπη;

τά λόγια ὄμορφα καί ὄμορφες οἱ ὧρεςμά φεύγουν ἔτσι ἀπό τά μάτια μας, σάν τρέναλές καί φορτῶσαν τίς στιγμές μας καί τίς κλέψανεφιλιά μέ δάκρυ οἱ ἀναμνήσεις, χαρισμένα

μέσα στόν ἔρημο σταθμό, πᾶνε καί ἔρχονται τά τρέναμή μέ ρωτήσεις νά σού πῶ, ἔχω εἰσιτήριο διπλόἁπλά δέν ἔχω προορισμό καί δέν ὑπάρχω γιά κανέναν- ἄν θέλεις ἔλα. Κρατῶ μία θέση καί γιά σένα. –

~~~

Στά χέρια μου κρατῶ ἕνα μικρούλι ραβασάκιγραμμένο μέ μελάνι τῶν φιλιῶντό βάψανε τά μάτια σου μέ αἷμα αὐτό τ’ ἀντίομέ κόκκινο καί ρόζ, τό πότισαν τά χείλη σου

ἀντίο λέμε “γεια χαρά” σάν ἀποχωριζόμαστεσά φίλοι, σά γνωστοί, σάν ξένοι π’ ἀνταμώσαμετυχαία ὅπου ἀφήνουμε ἐλπίδεςμά ἡ ἴδια ἡ ζωή, μᾶς ρίχνει τίς εὐθύνεςκι ἀπάνω πού κοντέψαμε τό στόχο μαςμέ μιας κάποιος ἐχθρός στήνει παγίδες

ἀντίο λέμε, σάν χωρίζουν καί τά μάτια μαςκαί πλέον δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ν’ ἀνταμώσουντί κι ἄν τίς λιγοστές ἐλπίδες μᾶς ζυγίσαμετί λόγια κι ἄν ἀλλάξαμε στά χείλη, τί φιλιάτί ὄνειρα κι ἄν κάναμε πρίν ἀκουστεῖ τ’ ἀντίο

αὐτό ἀποφασίστηκε, ἐδῶ, σέ μία νυχτιάκι ἡ μέρα κοροϊδεύει τίς αἰτίες

στά χέρια μου κρατῶ ἕνα μικρούλι γραμματάκιτό φύλαγα σά θησαυρό πού ‘χά σκοπό νά στείλωκομμένο καί ραμμένο στήν καρδιά σουμέ ἔνδειξη “express” καί “συστημένο”

τό ξέρω, θά ταξίδευε πιό γλήγορα ἀπό μέναθά ἔτρεχε, θά κάλπαζε καί θ’ ἄλλαζε στεριάπιό γρήγορα ἀπ’ τόν ἄνεμο θά ἔφτανε γιά σένανά τρέξει στά ματάκια σου ἕνα δάκρυ ἀπό χαρά

στήν τσέπη κάποιου ἐρωτευμένου ταχυδρόμουστή θήκη μίας πολυτελοῦς ἀποσκευῆςσ’ ἕνα ἀεροδρόμιο, σ’ ἕνα πλοῖο ἤ ἕνα τρένο

-38-

Page 39: Poetry

- σέ ποιόν ἑπόμενο σταθμό θές νά σέ βρῶ; -

δύο λέξεις εἶχα γράψει μές τό φάκελο[ καί νά ‘μαί, ἐπίασα πάλι δουλειά, δουλεύωμοιράζω γράμματα στόν κόσμο κι ὅλο τρέχωγιατί μ’ ἀρέσει νά πετῶ στόν οὐρανό ]δύο λέξεις εἶχα γράψει “ σέ ἀγαπώ”

στό δίπλα ἀπ’ τό γραφεῖο μου δοχεῖοὑπάρχουν κομματάκια ἀπό χαρτίμέ αἷμα εἶναι βαμμένα κι ἀπ’ τούς δύο- ἀγάπη μου νά μείνεις δυνατή -

τό ἀντίο δέ τό γιάτρεψε ὁ χρόνοςκαί δρόμο τώρα ἀλλάζει ὁ ταχυδρόμος

~~~

Μικρό μου λουλουδάκι ἀνθισμένομοῦ χάθηκες, μά ἐγώ σέ περιμένωτά φύλλα σου γερμένα ἀπό τό κρύο, μέ ζητοῦν

τά κόκκινα φιλιά μου ἔχω ἀφήσει στό κορμί σουνά σκέφτεσαι τίς νύχτες πῶς ὑπάρχουμε παντοῦ

οἱ δύο μας μόνο, μόνοικι ἔρημοι οἱ δρόμοικανείς δέ μᾶς χαλάει τή σιωπή

διαβάτης δέν πατᾶ πάνω στά χνάρια ποῦ ἀφήσαμεμονάχα ἡ δροσιά τοῦ πρωινοῦ εἶναι ποῦ τήν ἠπιαμε

κρυστάλλινο ποτήρι αὐτή ἡ ἀγάπηκαί φτάνει μία ἀπρόσεχτη στιγμή γιά νά τό σπάσειἤ ἔστω νά ραγίσει ἕνα κομμάτι τουστό μέρος ποῦ χτυπάει ἡ καρδιά

ἐμᾶς δέ μᾶς χωρίζουνε ἀγάπη μουοἱ ἄνθρωποι, ὁ χρόνος καί οἱ μῆνες ποῦ περνοῦντίς ὧρες μᾶς μετρῶ ποῦ ἀπουσιάζουμετήν ἄκρη ζωγραφίζω τοῦ δικοῦ μας οὐρανοῦ

γαλάζια ἡ ὀροφή, τήν ἀνεβήκαμεστούς τοίχους σκαρφαλώσαμε κι ἄς ἤτανε ὑγροίτά λόγιά μας μέ μέλι τά κολλήσαμεστίς τσάντες κουβαλᾶμε τή ζωή

ἐμᾶς δέ μᾶς χωρίζουνε ἀγάπη μουτά πείσματα, οἱ γκρίνιες κι οἱ τρελοί ἐγωισμοίστό βλέμμα μᾶς αὐτόματα δεθήκαμε

-39-

Page 40: Poetry

κι ἀπάνω ἀγκιστρωθήκαμε νά φύγουμε μαζί

νά τρέξουμε κι ὅπου μας βγάλει ἡ ἄκρη

χωρίς τό δηλητήριο καί τό δάκρυδέ θά ‘χέ τόση γλύκα ἡ ζωή

~~~

Θέλω νά ἀκουμπήσω νά ξαποστάσωθέλω στήν ἀγκαλιά σου νά κοιμηθῶπάνω στά δύο σου χέρια γιά προσκεφάλινά ‘χῶ λίγα φιλιά σου νά ὀνειρευτῶ

θέλω καί τήν ἀγάπη νά σού μετρήσωθέλω μέ τά ὄνειρά σου νά πορευτῶπάνω στά δύο σου πόδια νά ταξιδεύωνά ‘χῶ μαζί τ'ἀστέρια σου, νά κρατῶ

κι ὅταν θά μέ ξυπνήσεις ἄχ, τήν αὐγούλαμ' ἕνα γλυκό φιλί σου νά γλυκαθῶδῶς μου φτερά καί πούπουλα νά πετάξωκι ἴσως ἐν τέλει νά σ' ἐρωτευτῶ

κι ὅταν θά μέ ξυπνήσεις ἄχ, τήν αὐγούλαμ' ἕνα γλυκό φιλί σου νά γλυκαθῶδῶς μου φτερά τοῦ ἔρωτα νά φωνάξωκι ἴσως ἐν τέλει πῶ τό σ' ἀγαπῶ

...σέ φιλῶ γιατί, εἶναι Κυριακήκι ἡ χαρά μεγάλη, στοῦ γιαλοῦ τά κάλλησ’ ἀγαπῶ γιατί, εἶναι μία γιορτήκι εἰμ’ ἕνα ποτάμι, πού ξοπίσω πάλιδέ θά ξαναρθεῖ...

-40-