ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες •...

28
ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ· ’Αριθμός φύλλου 5 _______ Δρχ. 70 ________ Μάιος^982^ Ή φοιτητική εξέγερση του ’68 καί ή νίκη του αυταρχικού κράτους Ζάκ-Πίέρ Άμέτ \ 01 εξομολογήσεις ενός κακομαθημένου παιδιού Ό Χάινριχ Μπέλ μιλάει στους φοιτητές Έρεννα 'Έλληνες λογοτέχνες τής Αυστραλίας Βασίλη Ραφαηλίδη Τό κοινό καί τά κοινά Κινηματογραφικός απολογισμός ’81-’82 Στέφ αν Τσβάιχ Η τραγική ζωή του Μαρσέλ Προύστ Νέο Ελληνικό Θέατρο καί λαϊκός φορμαλισμός Διαγωνισμός Ποίησης Ποίηση · Πεζογραφία Εικαστικά (Βλ. σελ. 20) Βιβλιοκριτική Σχόλια · * Επιστολές

Transcript of ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες •...

Page 1: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες• Μ Η ΝΙΑΙΑ ΕΠ ΙΘ ΕΩ ΡΗ ΣΗ Τ Ε Χ Ν Η Σ , Κ Ρ ΙΤ ΙΚ Η Σ ΚΑΙ Κ Ο Ι Ν Ω Ν ΙΚ Ο Υ Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α Τ Ι Σ Μ Ο Υ · ’Αριθμός φύλλου 5 _______ Δρχ. 70 ________ Μάιος^982^

Ή φοιτητική εξέγερση του ’68 καί ή νίκη του αυταρχικού κράτους

Ζάκ-Πίέρ Ά μ έ τ \01 εξομολογήσεις ενός κακομαθημένου παιδιού

Ό Χάινριχ Μπέλ μιλάει στους φοιτητές

Έ ρεννα'Έλληνες λογοτέχνες τής Αυστραλίας

Βασίλη ΡαφαηλίδηΤό κοινό καί τά κοινά

Κινηματογραφικός απολογισμός ’81-’82

Στέφ αν Τσβάιχ

Η τραγική ζωή του Μαρσέλ Προύστ

Νέο Ελληνικό Θέατρο καί λαϊκός φορμαλισμός

Διαγωνισμός Ποίησης Ποίηση · Πεζογραφία Εικαστικά

(Βλ. σελ. 20) ΒιβλιοκριτικήΣχόλια · * Επιστολές

Page 2: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ 2 ΓΡ Α Μ Μ Α Τ Α ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ

ΓΡΑ Μ Μ Α Τ Α Κ Α Ι Τ Ε Χ Ν Ε ΣΜ η νια ία ‘Ε π ιθ ίώ ρ η σ η Τ έ χ ν η ς , Κ ριτικ ή ςκαί Κ ο ινω νικ ο ύ Π ρ ο β λ η μ α τ ισ μ ο ύ

Στενών Πόρτας 20, ‘Αθήνα (508)Τηλ. 7234122

Ε Κ Δ Ο ΣΗ :Κ.Γ. ΓΤατταγεωργίουΣτενών Πόρτας 20, ’Αθήνα (508)

ΣΥ Ν Τ Α Κ Τ ΙΚ Η Ε Π ΙΤ ΡΟ Π Η :Κώστας ΓουλιάμοςΆ λ έξη ς ΖήραςΑιμη ΜπακούρουΚώστας Γ. ΠαπαγεωργίουΚατερίνα ΠλασσαραΣπύρος Τσακνιας

Φωτοστοιχειοθεσία-’ Εκτύπωση:Γ. Λεοντακιανάκος και Υιοί Δουκισσης Πλακεντίας 31 (Χαλάνδρι) Τηλ. 68.12.ν366

’Αναπαραγωγή φίλμς:Ά ντώ νη ς Σωτηρόπουλος

Κάθε ένυπόγραφο άρθρο έκφράζειτήν προσωπική άποψη του συγγραφέα του

ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ’Ε σ ω τερ ικ ού:Έ ξ α μ . 450 δραχ. — ’Ετήσια 900 δραχ. ’Ετήσια ‘Οργανισμών Τραπεζώ ν κλπ. 2.000 δραχ.’Ε ξω τ ερ ικ ο ύ* Εξαμ. 600 δραχ.’Ετήσια 1200 δραχ.Γ ιά φ ο ιτη τές:Έ ξ α μ . 350 δραχ. — ’Ετήσια 700 δραχ.

’Εμβάσματα — επ ιτα γές — συνεργασίες, έντυπα:

Κ .Γ. Π απαγεωργίου,Στενώ ν Πόρτας 20, ’Αθήνα (508)

Τ ιμή τεύχους: 70 δραχ.

Κ Ε Ν Τ Ρ ΙΚ Η Δ ΙΑ Θ Ε Σ ΗΓιά τά βιβλιοπωλεία:

’Εκδόσεις Νεφέλη,Μαυρομιχάλη 9, τηλ. 36.07.744

ΠΕΡΙΕΧ Ο Μ ΕΝ Α Ζάκ-Πιέρ Άμέτ, Οί ¿ξομολογήσεις ένός κακομαθημέ-

νου π α ι δ ι ο ύ ......................................................... ............ 3Ρόμπερτ Ούίστριτς, Ή φοιτητική έξέγερση τον 68 και

ή νίκη τον αύταρχικον κράτονς .............................Βασίλη Ραφαηλίδη, Τό κοινό κα ί τά κ ο ιν ά ..................Μάξιμ Γκόρκυ, Μέσα στό ιτέλαγο (διήγημα).............. 6Παντελή Καλιότσου, Τό σνμπόσιο (διήγημα) .............. 6Ο Χάινριχ Μπέλ μιλάει ατούς φοιτητές (συνέντευξη) 7

Θάνου Βερέμη, Ό πολιτισμικός κρατήρας τον μεσοπο-λέμον ................................................................................. 8

Στέφαν Τσβάιχ, Ή τραγική ζωή τον Μαρσέλ Π ρούστ 9 Άλέξης Τραϊανός, όνο χρόνια άπό τόν τραγικό θά­

νατό τον ........................................................................... 11“Ινγκεμποργκ Μπάχμαν, δύο ποιήματα........................... 13Γιοόργου Καναράκη, "Ελληνες λογοτέχνες τής Αύστρα-

λ ί α ς ...................................................................................... 14Κατερίνας Γιαννακάκου, 'Αραβικά μνθολογικά περιέ-

χοντα περ ιέργονς διηγήσεις κα ί έξαίσια σνμβεβη-κότα ............................................................................... 16

Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, Τό « Όρνχείο», τό βιβλίο τής Σάρα Λίντμαν πού τάραξε τά νερά μ ιας κοινωνίας 17

Ε. Γ. Άσλανίδη, "Ενας, Οί άσπρες λέξεις τών παιδιών(ποιήματα)......................................................................... 18

Λευτέρη Κυπραίου, Οί ταινίες τής χρονιάς πού π έρ α σε 19Γιάννη Καραχισαρίδη, Νέο έλληνικό θέατρο κα ί λαϊκός

φορμαλισμός ..................................................................... 21Χαράς Καλαϊτζίδου, Μιά ματιά στήν εικαστική κί­

νηση ................................................................................... 22

ΒΙΒΛΙΟΕυγένιου Άρανίτση, Τό σύμπλεγμα τής Μ ήδειας .. 24Πάνου Σκουρολιάκου, Ό πόνος τού έμφύλιον κα ί τό

άπωδημένο τής ήττας ................................................ 24Άλέξη Ζήρα, Ποιητική άνάπλαση τής ιστορίας . . . . 25Βιβλιοταχυδρομεϊο................................................................... 25Ά π ό τόν ξένο τύπο ............................................................. 25Σαλβατόρε Κουασίμοντο, Σ ’ έναν έχθρό ποιητή (ποίη­

μα) ....................................................................................... 26Σχόλια (πολυφωνικά)............................................................. 26'Επιστολές................................................................................. 27

«

ΚυκλοφορείΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΓΤΡΙΟΤ2 έ κάθε τεύχος:

' Η πρώτη μεταπολεμική γενιά

άπό τή σειρά

« Ε λ λ η ν ικ ή π ο ίη σ η »

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Σ Ο Κ Ο Λ Η

• Παρουσίαση τών 30 σημαντικότε- · Ρεπορτάζ γιά τήν κίνηση τού βιβλί- ρων βιβλίων τού μήνα ου στήν Ελλάδα καί στό Εξωτε­

ρικό• Συνεντεύξεις μέ γνωστούς συγ- # Περιλήψεις τών διατριβών πού

γραφείς Ετοιμάζονται στίς άνώτατες^ Λ σχολές• Βιβλιογραφίες γιά θέματα ¿πιστή * ρ,«χ .

μης καί τέχνης # Βι0λι°ΥΡαφικό δελτίο μέ δλες τίςνέες έκδόσεις

• Πορτραΐτα Εκδοτικών οΤκων καί βι- · Κριτικογραφία τού ήμερήσιου καί βλιοπωλείων περιοδικού τύπου

• Τά 0ββί-96ΐΙβΓ τού μήνα · "Αρθρα, σχόλια, χρονογράφημα

Γ ρ α β ια ς 10-12, τη λ . 3605520

πολυσέλιδο — άνανεωμένο — υπεύθυνο

Page 3: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Π ρόσω πα ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ

ενοςΟί εξομολογήσεις

κακ ο μαθημένου παιδιού

’Εκείνη τήν έποχή θέλαμε νά ’μαστέ αυθεντικοί. Θυμάμαι πού δουλεύαμε μέ τά παράθυρα άνοιχτά στη μεριά τού κήπου όσο ό Σάρτρ μίλαγε γιά τόν Τρίτο Κόσμο στη Mutualité. Φράγγο δέ δίναμε γιά τόν Τρίτο Κόσμο καί τό τίκ-τάκ τής γραφομηχανής μας έπαιρ­νε ιστορικές διαοτάσεις.

* Η θυρωρός πού μάς έφερνε τό ταχυδρομείο μάς έλεγε: Πώς πά ει ή έμπνευση; θά 'λεγα πώς άκούω ένα μυδραλιοβόλο. Ποιόν θέλετε νά ακο- τώσετε;

Πώς νά έξηγήσεις ότι βράζαμε μέσα στό ζουμί τών άναμνήσεων... Κάναμε άπογραφή. Αναθυμόμασταν αύτό πού χρωστάγαμε. Λέγαμε καί ξαναλέγαμε αύτό πού είχαμε ζήσει, στά πεταχτά, σέ μορφές άποτελειωμένες. ξανασχεδι- ασμένες, ξανασκαρωμένες μέ συμμε­τρία καί ένδελέχεια.

’ Η εύχάριστη μουσική τής γραφομη­χανής σιγοτραγούδαγε άπαλά στ’ αύ- τιά μας. Αλλά όταν διαβάζαμε αυτά τά κ είμενα , έμοιαζαν μέ ξεκρέμαστα σκαλτσούνια. Ή μάς παρανοούσαν ή μάς καταλάβαιναν περισσότερο άπό όσο θέλαμε.

'Αργότερα παντρευτήκαμε κάποια άπελευθερωμένη, μιά γυναίκα πού ’ξε- ρε νά δουλεύει καλά στό κρεβάτι. Σά νά βάζαμε κάποιο μισομεθυσμένο μέ­σα στά σεντόνια μας* έπρεπε νά προ­σπαθήσουμε νά άποβάλουμε τό συναι­σθηματισμό πού ξεχείλιζε γιά νά τή βγάλοι>με καθαρή.

Δύσκολοι καιροί γιά τούς πολύ εύαί- σθητους. Ό συγγραφέας πρίν άδειάσει τό καλάθι μέ τά πεταμένα χαρτιά έλε­γε: “Οπως κ α ί νά τό κά νεις . γαμώτο, είναι οί αναμνήσεις μου, οί ôμορφές μου θ ύμ η σ ες* Arcachon 1953... Τό κο­λύμπι... Σ κατά , όέν έχεις κανένα σε­βασμό γιά τίς άναμνήσεις σου.

Ό άλλος άπαντούσε μασουλώντας ένα ζαχαρωτό: Τίς άναμνήσεις σου τίς παραμαγείρεψ ες. Μ έ τό σώνει κ α ί καλά νά μιλήσεις τίς έκα νες π ο υ ­ρέ κ α ί κατουρλιό. Κ αί όέν τρώ γον­ται.

ΠΕΘΑΜΕΝΑ ΠΟΥΛΙΑ

Λοιπόν, άρχισες νά κράζεις πάνω στό κλαδί σου. Θέλησες νά ειρωνευτείς τούς Σάρτρ, Σελίν καί τούς πρώτους Σοβιετικούς άντικαθεστωτικούς... κι έ ­κανες σάν τό κοράκι τού μύθου. Γύρι­σες καί κοίταξες άν τά χνάρια σου έμειναν στό χιόνι.

Ό σκύλος σου γρύλιζε κάτω άπό τό γραφείο, ύστερα άναστέναξες περιμέ- νοντας καλύτερες μέρες, έκδότες μέ κατανόηση, μέσα μαζικής ένημέρωσης πού θά σού 'διναν σημασία. Καί σου κόλλαγαν στή μάπα ή τόν Σάρτρ ή τό Κ αινούριο Μ υθιστόρημα, π ού ’χε στρώσει τό τραπέζι καί περίμενε κά­ποιος νά ρθει νά φάει τή σούπα. Αλλά κανένας δέν έρχόταν έκτός άπό

σένα. Θά ’λεγες, άνοίγεις τό στόμα καί χάφτεις τόν άέρα τής έποχής.

Κολοσσιαία ήταν ή Ιστορική σημασία τής στιγμής. Μιλάγαμε άκόμα γιά τά στρατόπεδα συγκέντρωσης, χτίζαμε τά παράθυρα τού Βερολίνου μέ πετραδά- κια.

Ή Γερμανία έπαιζε τά νικητήρια στή λογοτεχνία της κι αύτά άντιλαλούσαν στή φυλακή. Κι έσύ ζάρωνες στό έγώ. Ουτε εύφυής. ούτε αιώνιος, ούτε πρω­τότυπος. ούτε άνατρεπτικός. “Εμεινες ό έαυτός σου, μέ τίς κουτοειρωνίες σου καί σκίρταγες πάνω στά στρωσίδια τής λογοτεχνίας.

Θά 'θελες νά παραζέσταινες τόν τό­νο, νά περάσεις τό ήλεκτρικό ρεύμα τού δράματος μέσα στίς ιστορίες σου, μά δλα σκορπίζονταν σάν ένα σύννεφο σπουργίτια καί κάθε φορά έπρεπε νά μαζεύεις άπό τό πάτωμα τής κάμαράς σου τά ψόφια πουλιά τών προθέσεών σου.

Κάτι μάς λέει: Κάνε το, μά κά νε το γρ ή γο ρα .

Καί μετά ξαναβλέπουμε αύτά τά γλυκόξυνα χρόνια, τόσο έπαρχιώτικα, τόσο γαλλικά, αύτά τά χρόνια τού ’50. Κολυμπάμε στά θολά νερά, άνάμεσα στόν πόλεμο τής Ινδοκίνας πού τελει­ώνει καί τόν πόλεμο τής Αλγερίας πού άρχίζει. Στίς επαρχίες μας, στούς δρό­μους πού παίρνουν τό χρώμα τών μπουκαλιών τού φαρμακείου, τό βρα­δινό άνάβει. Καί κάθε πρωί οί καταχνι­ές καί τό χρυσάφι τών φύλλων, πού πέφτουν στό διάβα τών μονοπατ ιών και τών κήπων. Κάποιος βήχει, ένας κουβάς χτυπάει έπάνω στόν τοίχο καί ή σιωπή του στεφανώνει όλη τή γειτο­νιά. Μήν ξεχνάμε αύτά τά δεκατρία χρόνια μέ τούς βαριούς χειμώνες, τίς παγωμένες άγροτικές αύλές, αύτή τή φωτογραφία τού χωριατόπαιδου στό Aurès. Καί είμαστε έδώ χαϊδεμένοι άπ’ τά σαχλοτράγουδα τού T.S.F.* μέσα στ’ απόγευμα.

ΟΙ έφημερίδες τού Παρισού έρχον­ται άπό σταθμό, άκόμα δεμένες, στά πρακτορεία έφημερίδων. Στούς δρό­μους τά καινούρια αύτοκίνητα, τά λεω­φορεία, τά πελώρια διαφημιστικά πα- νώ, τά πάρκινγκ γύρω άπ’ τίς παλιές έκκλησίες, οί μεγάλες έκπτώσεις τού Σαββάτου κι έκείνη ή όσμή τής άλήθει- ας πού ’ναι δύσκολο νά συγκρατήσεις, έκείνη ή ροή τών γεγονότων πού ’ναι

δύσκολο νά καταλάβεις, σάν άπό τη χαραμάδα μιας πόρτας πού κλείνει, νά καταλαβαίνεις ότι ύπάρχει λίγη ντρο­πή, κάτι πού πρέπει νά σωθεί.

Τί κάνουμε μετά τό θάνατο τού Μπρέχτ; Κυλάμε τά μήλα στούς κοιτώ­νες, κουβαλάμε τά λαθραία Camember­ts** κάτω άπό τίς μπλούζες καί κρυφά κάτω άπ’ τά σεντόνια μιμούμαστε τά ξετινάγματα τού έρωτα.

Κάποια μνησικακία γεννήθηκε αύτά τά χρόνια, μιά δυσπιστία, μιά ύποψία: Κάτι όχι καί τόσο καθαρό κρατούσε τούς ένήλικες. Λές καί τίποτα δέν άλ­λαζε άπό τή Δευτέρα ώς τό Σάββατο, έξω άπό καμιά συνέντευξη τύπου τού στρατηγού Ντέ Γκώλ. Μεγαλόσχημα συναισθήματα, τελεσίγραφα διανοου­μένων: Κάτι -πού σάπιζε. Μπροστά σ’ αύτές τίς συλλογές άρθρων, στά καλέ­σματα, τούς άκαμπτους ήθικολόγους, δέν πολυκαταλαβαίναμε. Μόλις καί με­τά βίας τολμούσαμε νά παραγγείλουμε δυό μπίρες μπροστά σέ όλους σύτούς τούς διανοούμενους πού άρκόντουσαν στίς λέξεις.

Ν τρεπόμασταν λίγο πού ήμασταν έ­φηβοι καί δέν είχαμε κάνει κανένα κακό.

Ά π ό τότε βαλθήκαμε νά άγαπάμε τό τίποτα, τό άχρηστο, τό έπέκεινα, τό έξωτικό, τό ρετρό. Περνάγαμε άπό τό ένα κρεβάτι στό άλλο γιά νά κοιτάζου­με τίς όμοιόμορφες κρύες νύχτες, τά καρποφόρα δέντρα ντυμένα μέ άσπρό- ρουχα, τό φεγγάρι καί τά σοκάκια της γειτονιάς.

Αρχίσαμε νά άλητεύουμε πίσω άπ τά ύπόστεγα, ξέρετε, έκείνες τίς γωνι­ές τίς γεμάτες τσουκνίδες, έκείνα τά παρατημένα αύτοκίνητα μέ τά χορτά­ρια πού βγαίνουν άπό τίς πόρτες, έκεί- νες τίς άγελάδες πού μηρυκάζουν στόν ήλιο, τεμπέλες καί ύγρές μέ τό τραχύ τρίχωμά τους γεμάτο μύγες.

Είχαμε τό πά θο ς τής πλήξης, τού σαρκασμού, της μεσονύχτιας έξομολό- γησης, τό πάθος τού έπιπόλαιου, τό κρυφό γούστο τής σκέτης εύχαρίστη- σης, νά ύπάρχεις στή γωνιά σου.

Λαμπρό μέλλον... καταγγελία έγκλη- μάτων... προοπτικές... πορεία τής ιστο­ρίας... π ρ όοδ ος , τραλαλά... διαδηλώ­σεις... ριζική καταγγελία... ύποψ ίες... μηδέν στό γράψιμο... διασκεδαστικό νεροζούμι... μούσι...

Νιώσαμε τή δυνατή μυρωδιά τού ρετσινιού της πλήξης. Λεπτοί κρύσταλ­λοι τών ώρών πού περνούν καί λιώνουν άνάμεσα στά μάλλινα δάχτυλα τού γαν-

τον Ζάχ-Πιέρ Λμέτ

Ο Μ περτράν Π ουαρό - Ν τελπές στό λογοτεχνικό του άπολογισμό γιά τό 1981 έγραφε: «Γυρνώ ντας τίς πλάτες στίς μ εταπολεμ ικές στρατεύσεις καί τίς συμβατικές έρ ευ νες γιά τό Κ αινούριο Μ υθι­στόρημα τού '50 καί τού '60, οί Γάλλοι συγγράφ εις τω ν 30 ω ς 40 χρόνω ν φ αίνεται νά βρήκαν ένα καινούριο θέμ α έκστασης: του ς έα υ τού ς του ς» .

Ο Ζάκ - Πιέρ Ά μ έ τ , γεννη μ ένος τό 1943, συγγραφ έας το υ η ν ιό τη σέ μ ιά π ό λη τή ς Ν ο ρ μ α νδ ία ς , σέ μιά φανταστική α υ τοβ ιο ­γραφία, αναπολεί τό όδοιπορικό αύτής τή ς γενιάς.

' Η έποχή τών άποφθεγμάτων καί τών τοποθετήσεων είχε περάσει. Κι ύστερα όλοι αύτοί οί συγγραφείς μέ τά μπέζ άδιάβροχα πού ύπόγραφαν τίς καταγγελίες γιά τό Βιετνάμ καί τή Χιλή σέ διασκέδαζαν.

Αύτά δέν έμπόδιζαν κανένα νά λιά­ζεται στήν αύλή τών καφενείων. Ή ταν σά νά μή καίγονταν καρφί σέ κανέναν. Ή φύση ήταν πυκνή καί σκληρή. Ή ­ταν έπίσης καί λίγο κουφή. 'Όσο κι άν καθόσουν στήν άκρη τού πεζοδρόμιου καί κοίταζες τά σύννεφα δέν έβλεπες τίποτα νά ρχεται. Δέν αισθανόσουν τίποτα νά συμβαίνει, μόνο τά έξαίσια σύννεφα πού διαλύονταν σέ όμίχλη

τής χάρης καί τής φτώχειας. Δέν ήταν λίγες οι φορές πού τά πέταξαν όλα γιά μιάν άκάλυπτη έπιταγή.

Μπαφιάσαμε ν’ άκούμε τίς λέξεις νίκη, στράτευση, προλεταριάτο, έπα- νάσταση, κρατούσα τάξη. ’Εμείς πλα­νιόμασταν σέ μιάν έκθεση μέ κατσαρό­λες καί χαλκώματα. Οι δρόμοι γίνονταν παρελάσεις άπό βιτρίνες. Κι έμεϊς ά- πλά θέλαμε νά άγοράσουμε ένα λίτρο γάλα, άπ’ αύτό τό γάλα πού άδειάζαμε σέ ένα τσουκάλι όταν γυρνάγαμε άπό τό σχολείο. Πώς νά μάς χαϊδολογή­σουν; Πώς νά μάς παρηγορήσουν, έμάς πού τρέμαμε τά χτυπήματα; Εμάς πού ό νειρ ευ ό μ α σ τε νά π α ρ α τη ρ ή σ ουμ ε

τούς όμοιους μας γιά τά άσήμαντα γραφτά μας;

ΤΟ ΧΙΟΝΙ

Σήμερα τό χιόνι δέν έλιωσε. Μένει πάνω στίς γρίλλιες, κάτω άπ’ τό παρά­θυρο τής κουζίνας. Τά παιδιά είναι στό σχολείο καί μαθαίνουν τήν Ιστορία τής Γαλλίας. Ή μηχανή κάποιου αύτο- κινήτου δουλεύει άργά καί οί κουρτί­νες στό άντικρυνό κτίριο μένουν άκί- νητες. Είναι αύτό πού λέμε μιά μέρα. μιά συνηθισμένη μέρα. Ανοίγουμε τήν έφημερίδα καί είναι γεμάτη άπειλές. Κάποιες μέρες ύπάρχει άκόμα καί π α ­νικός.

Στό τραπέζι δέ λέμε τίποτα, σβήνου­με στό «δός μου τό ψωμί», μασουλάμε ένα πούρο καί διαβάζουμε στή Libéra­tion ότι ό Βαλέσα στόν τελευταίο λόγο του είπε: «Μέχρι τώρα δέν είχαμε νά κάνουμε παρά μέ μικρά προβλήματα».

Μικρά προβλήματα, λέει. Καί π ρ ο­σθέτει: σήμερα φτάσαμε στίς πολιτικές ύποθέσεις. Λοιπόν, όλες οί χαζομάρες μας, οί διαφυγές μας, οί διφορούμενες όγωγές μας έρχονται στήν έπιφάνεια. Α ισ θ α νόμ α σ τε κ α τ η γ ο ρ ο ύ μ ενο ι καί δειλοί. Κι αύτό βουίζει στ’ αύτιά μας.

πάνω άπ’ τό Παρίσι. Τό καλοκαίρι έπαιρνες τό μονοπάτι μέ τά νεκρά κλαδιά ή άκολουθούσες τή μάντρα κά­ποιου κτήματος καί σκεφτόσουν τούς φίλους σου σκορπισμένους στή σύγ­χρονη Γαλλία, έφήμερη παρουσία δια­κοπών, λές καί ή γεν ιά σου ήταν πνιγμένη μέσα σέ μιά σκόνη εύτυχίας. Λές καί οί φίλοι σου είχαν έξατμιστεί στόν άέρα τού χρόνου.

Ό σαρκασμός ήταν ή ήθική μας.Επρεπε νά είσαι περιθωριακός καί

άγνός: σήμερα είμαστε άπογοητευτικοί καί άπογοητευμένοι. Είμαστε σάν έκεί- νους τούς παλιούς έπαναστάτες πού μετά άπό μερικά ποτηράκια κονιάκ πίστευαν ότι ή έξέγερση θά ρχόταν άγρια. Γλιστράγαμε στήν άνεση μιας ιδεολογίας τού άπόλυτου, σάν έκεί- νους τούς τύπους πού δέν παντρεύον­ται ποτέ γιατί ποτέ δέ βρίσκουν μιά γυναίκα άρκετά καλή. Είδαμε νά περ­νάνε τά γεγονότα σάν τά τρένα. Οί παλιότεροι σκεπασμένοι μέ τή σκόνη τών σοσιαλιστικών βαγονιώ ν οί άλλοι κρεμασμένοι σέ ένα συναίσθημα έξέ- γερσης όλο καί πιό άπίθανης. Κι ύστε­ρα ήταν κι έκεϊνοι πού στό ραδιόφωνο διακήρυτταν πρός όλες τίς κατευθύν­σεις ότι ήθελαν νά φτιάξουν τόν κό­σμο. Εσωτερική σύγκρουση. Μάχες

Page 4: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

[ ΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ 4 Ιδ έες

τιου. Κρύο νερό στό σβέρκο μετά τό μάθημα τής γυμναστικής. Γυμνά δέν­τρα που συμπλέκονται, γκρίζες μέρες, δάση μακριά άπό τίς πόλεις, όπου θάφτηκαν οΐ θόρυβοι, τρύπες γεμάτες ρίζες μιας φωλιάς κουνελιού.

Είχαμε £να συναίσθημα γλυκιάς κα­ταπίεσης. παραποίησης, χώρας σέ με­σημεριανό ύπνο. πτώματος σέ αργή αποσύνθεση. Είχαμε καί κόμπλεξ, κοι­

τάγαμε τήν άνθρωπινη παλίρροια, που κάθε Σάββατο κύλαγε πρός τό κέντρο τών πόλεων. Ποιός θά μιλήσει γιά τήν ομορφιά τής πόλης έκείνη τήν έποχή. όταν τήν κοίταζες άπό τήν πολεμίστρα τού παλιού πύργου:

Τά λαμπρά καί γκρίζα χρόνια τού γκω λισμού π έρ α σ α ν χωρίς νά μάς δούν. Τά περιφέραμε μέσα στή βαλί­τσα τού αόειονχον. Αποκοιμηθήκαμε

στά παλιά κατουρημένα στρώματα τών στρατώνων. Σύντομα θά ρθει τό κα­λοκαίρι. Δύναμη τής τεμπελιάς. ‘Επαρ­χιακή δύναμη αμετακίνητη, μαύρη, ξε­ροκέφαλη. βρώμικη, χαζή καί τραχιά. Ξέραμε δ,τι ξέραμε καί μαζεύαμε κομ­μάτια παλιοσίδερα στά δασάκια. Α- κούγαμε τά μαθήματα γαλλικών σέ άμερικάνικα παραπήγματα. Από τό άνοιχτό π α ρά θυρο , τά λιβάδια τής

Νορμανδίας καί ή θάλασσα καί οί άμ- μόλοφοι καί τίποτα. Τί έξαίσιο τίπο­τα...

*Τ $.Ρ. ί τοι λεγόταν παλιά τΛ ραΛκχρωννχό Λικτνα τής Γαλλίας.••ί'ΛΠίίπι^η*. έχλτκτά Υ ο λ Λ I τνριά.

Μτφρ. ΣΑΒΒΑΣ ΣΛΒΒΟΙΙΟΥΛΟΣ

Ή φοιτητική εξέγερση τοΰ ’68 καί ή νίκη τοΰ αυταρχικού κράτους

Ό Ρόμπερτ Ούίστριτς, συμμέτοχος ατούς φοιτητικούς αγώ νες της δεκαε- τίας τοΰ ‘60, ¿πιχειρεϊ σ’ αύτό τό κείμενο μιά έπανεκτίμηση τώ ν κατα­χτήσεων άλλά καί τώ ν σφ αλμάτω ν τακτικής της έξέγερσης τώ ν νέω ν, πού συγκλόνισε τίς κοινω νίες της Δ υ ­τικής καί της ’Ανατολικής Εύρώπης στίς δυό προηγούμενες δεκαετίες.

Ό πρόσφατος Θάνατος (1980) τοΰ Ρούντι Ντούτσκε συμβόλισε τό τέλος μιας επο­χής γιά εκείνους άπό μας πού πήραμε μέρος στους φοιτητικούς αγώνες ενάντια στή Θεσμοποιημένη γραφειοκρατία καί τόν αύταρχισμό, τό 1968. Ό Ντούτσκε, ό πιό δημοφιλής ηγέτης τοΰ γερμανικού κινήματος, εξέφραζε ένα σημαντικό μέρος αύτής της έκρηξης, μιά στράτευση στόν κριτικό μαρξισμό, εναρμονισμένο στήν π ε­ρίπτωσή του μέ τόν χριστιανικό ούμανι- σμό, άπό τόν όποιο είχει γαλουχηθεί στά παιδικά χρόνια του. Πάντως, κοιτάζοντας πρός τά πίσω, μέσα άπό τη δεκαετία τοΰ ’70, πού έθαψε τόσες πολλές άπατηλές ελπίδες γιά μιά εναλλακτική κοινωνία, ό Νού τσκε εμφανίζεται σάν μιά παράξενη κι άπόμακρη φιγούρα καί τά πάθη πού ξεσήκωνε μοιάζουν με την τελευταία ρο­μαντική εξέγερση μιας γενιάς πού πήγαι­νε νά εξημερωθεί. Τί λοιπόν συνέβη στούς άριστεριστές, στήν « ’Εξωκοινοβουλευτι­κή ’Αντιπολίτευση», στήν επαναστατική αυτή φοιτητική διαμαρτυρία πού πρό- σβλεπε νά δημιουργήσει ένα καινούριο άγραφο χάρτη γιά τήν άνθρωπότητα, άπε- λευθερώνοντάς την δχι μόνο άπό τόν καπιταλισμό άλλά καί άπό τά παραδοσια­κά κόμματα της άριστερας; Ποιό ήταν τό νόημα εκείνης της χρονιάς τών άριστερι- στών δταν ό μανδύας της «παγκόσμιας επανάστασης» περνούσε, σ’ δλο τό δυτικό κόσμο, στά χέρια μιας συνειδητοποιημέ­νης καί επιδεικτικής στις έκδηλώσεις της νεαρής κουλτούρας; Μήπως δέν ήμασταν παρά αργόσχολα παιδιά τής κοινωνίας τής αφθονίας, καταδικασμένα νά ξανανεβά- σουμε επί σκηνής τά έπαναστατικά έργα τοΰ παρελθόντος, χρησιμοποιώντας, α­πλώς καί μόνο, εντυπωσιακά συνθήματα καί ρητορικά σχήματα; Ή , μήπως, οί τρέλες μας προσδιόρισαν κάποιο, άγνω­στο ως τότε, φυτώριο τοΰ μέλλοντος;

Τπήρχαν δυό άντίθετες επιδράσεις στήν εμπειρία μου τοΰ 1968 — 6 μεθυστι­κός ένθουσιασμός τών γεγονότων τοΰ Μάη στό Παρίσι καί ή ψυχρολουσία τών ήμερων τοΰ Αύγούστου στήν Πράγα. Σάν

αύτόπτης μάρτυρας καί έμμεσα, σάν κάποιος πού πήρε μέρος στά γεγονό­τα αύτά, άποκόμισα μιά άμεση γνώση γιά τήν πολιτική. Αυτές νομίζω πώς ήταν καθοριστικές εμπειρίες γιά τή γενιά μας. Τό πιό εντυπωσιακό στοιχείο άπό τά γεγονότα τοΰ Μάη, έπιφανειακά τουλάχι­στον, ήταν ό γιορταστικός τους χαρακτή­ρας. Ό ταν έφτασα στό Παρίσι ή άτμό- σφαιρα ήταν άκόμα φορτισμένη μ’αύτή τήν υπόσχεση τής συναόελφοσύνης, τής γεννημένης στή νύχτα τών οδοφραγμά­των, μέσα άπό σύννεφα δακρυγόνων πού έριχναν οι μονάδες καταστολής έξεγέρσε- ων τοΰ ντέ Γκόλ. Οί τοίχοι καί τά άγάλ- ματα τής Σορβόνης είχαν καλυφθεί μέ

άφίσες τοΰ Μάρξ. τοΰ Λένιν, τοΰ Τσέ καί τοΰ Μάο, μέ σιτουασιονιστικά συνθήματα καί κόκκινες σημαίες. Ή αυλή τοΰ Πανε­πιστημίου ήταν γεμάτη με καλλιτέχνες, μουσικούς, βιβλιοπώλες καί πολιτικούς άκτιβιστές πού πουλοΰσαν τίς πραμάτειες τους. Ή ταν μιά εποχή, άν καί πρόσκαιρη, δπου ή φαντασία πήρε τ’ άπάνω καί όπου «άπαγορευόταν τό άπαγορεύειν». Στήν

στίς πιό ορθόδοξες μαρξιστικές-λενινιστι- κές πολιτικές ομάδες, ο πολλαπλασιασμός τών μικρών, αυτόνομων ομάδων, χωρίς καθορισμένες δομές, ή μάχη γιά τήν άπε- λευθέρωση τής άνθρωπότητας άπό τήν

Ρ ό μ π ερ τ Ούίστριτς

Α φ ίσα το ν Μ άη τοϋ 68

έξαρση τής στιγμής έκείνης τό κάθε τί φαινόταν δυνατό, ή, μάλλον, όπως έλεγε τό σύνθημα, «Τό νά είσαι ρεαλιστής, σημαίνει ν’ άναζητας τό άδύνατο». Υ ­πήρχε τότε ή θέληση ν’ άλλάξει ή ζωή, καί ή θέληση αύτή είχε πάρει τήν προτε­ραιότητα άπό τή θέληση ν’ άλλάξει ό κόσμος.

Αύτό πού φαινόταν γοητευτικό γύρω από τους άρι&τεριοτές ήταν ή συνηγορία τους γιά τήν ελεύθερη δημιουργικότητα ενός πολιτισμού στραμμένου στό παιχνίδι, σ αντικατασταση ενός παραγωγικοΰ καί ύλιστικοΰ τρόπου ζωής, με τίς ίεραρχικές σχεσεις καί τίς στεγανοποιήσεις του. Γιά τούς άριστεριστές, καθώς ήταν άντίθετοι

«κοινωνία τής επίδειξης», έπρεπε νά είναι ή ποίηση τοΰ μέλλοντος. Έ να τέλος στήν αλλοτριωμένη κατανάλωση, στήν επιβίω­ση πού εξασφαλίζεται άπό τό «Κράτος ΓΙρονοίας».

Πάντως, κατά κάποιο τρόπο, ή σοβαρή κριτική πού έκπροσωποΰσε τό κίνημα ή­ταν θαμμένη κάτω άπό μιά μυθολογία πού μπέρδευε τούς «έπαναστατικούς πυ­ρήνες βάσης» τής Σορβόνης μέ τίς μέρες τοΰ Οκτώβρη στό Πέτρογκραντ ή μέ μιά παλιότερη παράδοση πού έφτανε ώς τήν Κομμούνα τοΰ 1848 ή άκόμα καί ως τό 1789. Τό κίνημα εκφυλίστηκε σέ μιά θυελλώδη φανταστική Βαστίλη καί άρχισε νά φετιχοποιεί τά συνθήματά του. Παρα­

σύρθηκε άπό τήν ιδια του τήν επιτυχία νά δημιουργήσει μιά τέτοια μαζική κινητο­ποίηση πού οδήγησε δέκα εκατομμύρια εργάτες σέ άπεργία καί παρέλυσε προσω­ρινά τό πιό αυταρχικό καθεστώς στήν Ευρώπη. ’Αλλά δέν έμελλε νά γίνει καμιά άμεση προλεταριακή επανάσταση στούς δρόμους — τό Κομμουνιστικό Κόμμα καί τά εργατικά συνδικάτα φρόντισαν γι αυ­τό.

Τό νά περάσεις άπό τό Παρίσι στήν Πράγα, εκείνα τά θυελλώδη χρόνια, ήταν σά νά παρακολουθείς ένα φίλμ πού κινεί­ται άντίστροφα πάνω στή μπομπίνα. Γιά τούς Τσέχους φοιτητές οί παραδοσιακές έλευθερίες τοΰ λόγου, τού τύπου καί τών συγκεντρώσεων, πού ήδη τίς είχαν άπο- λαύσει άπό τήν “Ανοιξη τής Πράγας, δέν ήταν μιά «μπουρζουάδικη» μάσκα άλλά ένα πολύτιμο άπόκτημα πού τό είχαν άποσπάσει άπό τούς νεοσταλινικούς κυ­βερνήτες τους. Τό πρόβλημά τους ήταν νά πάνε πέρα άπό τόν κομμουνισμό, κι δχι ο καπιταλισμός. Γι* αυτούς, ή άντίθεση τών ριζοσπαστών τής Δύσης στήν άλλοτριω- μένη κατανάλωση καί τήν κοινωνία τής άφθονίας, ήχοΰσε κούφια καί κοινότοπα. Ό κόσμος εκεί είχε ζήσει είκοσι χρόνια σοσιαλιστικοΰ τρόπου παραγωγής και τί είχαν νά έπιδείξουν γι’ αύτό; Περισσότε­ρη έκμετάλλευση, δχι λιγότερη, καί μιά θλιβερή πτώση τοΰ βιοτικού επιπέδου.

*Όχι λοιπόν άπροσδόκητα, δταν ό Ρού- ντι Ντούτσκε ήρθε στήν Πράγα καί μίλη­σε στούς σπουδαστές γιά τούς κινδύνους τής «φιλελευθεροποίησης» καί τήν άνάγκη νά βαθύνουν περισσότερο τή «σοσιαλιστι­κή δημοκρατία», έκείνοι έμειναν άνεπηρέ- αστοι. Στήν Πράγα, 8λα αύτά τά λόγια περί «συντριβής τοΰ συστήματος» καί άντιμετώπισης τών επιθυμιών τοΰ καθε- νός σάν πραγματικότητα, δλ’ αύτά τά λόγια περιτυλιγμένα μέ εκφράσεις τοΰ συρμού τοΰ &υτικοΰ μαρξισμοΰ, ήχοΰσαν στ αυτιά τών Τσέχων σπουδαστών σάν μηδενιστικές αυταρέσκειες. Δέν ένδιαφε- ρόντουσαν γιά καμιά έπανάσταση «μέσω αντιπροσώπου» —ειτε αύτή γινόταν στ’ όνομα τοΰ δυτικοΰ προλεταριάτου, ειτε τοΰ Βιετνάμ, τοΰ Μάο Τσέ-τούνγκ, τοΰ Τσέ Γκεβάρα ή τοΰ Χέρμπερτ Μαρκούζε.

Εκείνες οί μέρες τοΰ Αύγούστου στήν Πράγα, πριν άπό τή σοβιετική εισβολή, ηταν μιά σοβαρή ύπενθύμιση τών ορίων τοΰ αύθορμητισμοΰ καί τοΰ πραγματικοΰ χάσματος άνάμεσα στήν ’Ανατολή καί στή Δύση. Μαθημένοι, διδαγμένοι άπό τή σταλινική τρομοκρατία, οι Τσέχοι γνώρι­ζαν τό σκοτεινό πρόσωπο της σοσιαλιστι­κής «ουτοπίας» καί τόν καταπιεστικό ρό­λο τής ιδεολογίας, άπό δική τους πείρα.

Ηταν άκατανόητο γι’ αυτούς τό πώς φοιτητές στη Δυση μπορούσαν νά θεω­ρούν τό Πεκίνο, τό Ά νό ι ή τήν Κούβα σάν τή Μέκκα της επαναστατικής άλή-

ειας. Πώς θά μπορούσαμε νά συγκρίνου­με τήν «καταπιεστική άνεκτικότητα» τής

υτικής κοινωνίας μέ τήν πραγματική αδιαλλαξία καί καταπίεση τοΰ κομμουνι­σμού σύμφωνα μέ τό σοβιετικό πρότυπο;

-τ<̂ Λ*να (Π3μ€ΪΟ πού άπό τή δεκαετία του 70 άρχισε νά άπασχολεί προοδευτικά τους πιό σκεπτόμενους καί ευαίσθητους ηγετες τών φοιτητών στή Δύση, μαζί καί του Ρουντι Ντούτσκε.

Page 5: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

5 ΓΡΑ Μ Μ Α ΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ

"Αν είναι κάτι πού μα; έκανε νά με­τριάσουμε τίζ παράλογες υπερβολές μ®ς σχετικά μέ τούς «καταπιεστικούς θε­σμούς» στή Δύση, αύτό ήταν τό κροτάλι- σμα των σοβιετικών τάνκς, που έμπαιναν στούς δρόμους της Π ράγας, το τζρωί της 21ης Αύγούστου. Σέ σύγκριση μ αύτη την ωμή πραγματικότητα δ,τι είχα 5εΐ στό Παρίσι Ζμοιαζε μέ παντομίμα. ’Ακό­μα καί οί Τσέχοι ίμοιαζαν στήν αρχή ζαλισμένοι γιά νά καταλάβουν τί τούς είχε συμβεί. ’Τπηρχε κάτι τό παθητικό στόν τρόπο πού προσπαθούσαν νά πείσουν τούς νεαρούς, ροδαλοπρόσωπους —.οβιετι- κούς στρατιώτες δτι ήταν νομιμόφρονες κομμουνιστές. «Σοσιαλισμός Ναι! Κατο­χή "Οχι!» τραγουδούσαν στούς δρόμους, ενώ οί Ρώσοι κράδαιναν αντίτυπα της Πράβόας, ισχυριζόμενοι δτι είχαν ερθει νά διαλύσουν τίς εστίες τής αντεπανάστασης καί νά προλάβουν μιά «επιστροφή στόν καπιταλισμό». ΤΗταν θλιβερά ξεκάθαρο δτι μόνο τά ιδεολογικά επιχειρήματα δέν μπορούσαν νά είναι άπάντηση στά τάνκς.

Σχεδόν δώδεκα χρόνια αργότερα ό νό-

μθί καί ή πράξη βασιλεύουν ακόμα στην Πράγα καί ή σοβιετιχή Ρτα1.,στ·κη Π ο λ ι τ , -

κή γιόρτασε μιά καινούρια «νίκη» στά βουνά του 'Αφγανιστάν. Η διάβρωση τής αμερικάνικη; δύναμης, τήν όποια καί μόνο όνειρευάταν μιά γενιά ριζοσπαστών, ίγινε πραγματικότητα, καί ό σοβιετικός επε­κτατισμός προχωρεί στό κενό πού 5η- μιουργήΟηκε. Τί απομένει άπό τα συνθή­ματα γιά τήν «αλλαγή τού συστήματος» καί γιά μιά εναλλακτική κοινωνία; ’Ο ουτοπισμός τού φοιτητικού κινήματος ε­ξαντλήθηκε τή δεκαετία του ’70, εξαφα­νίστηκε χωρίς νά αφήσει ίχνη (εκτός κι αν έπιζεί στις προβιομηχανικές νιρβάνες τού οικολογικού κινήματος). Οί λιγότερο τα­λαντευόμενοι έπιζήσαντες άπό τούς αρι­στεριστές τού *60 —ή ομάδα Μπάαντερ Μάινχοφ— έγιναν δλοκαύτωμα σ’ ίνα τρομοκρατικό δργιο εγκληματικής βίας. Τό κίνημα, μέ τίς πολυεκΟειασμένες του τακτικές νά προκαλεΐ τό αστικό κράτος νά δείξει τά νύχια του, εκφυλίστηκε σέ μιά συνωμοτική ύποκουλτούρα —σ’ έναν α­πελπισμένο άγώνα ΰπερμυθοποιημένων ε­

κτός νόμου ενάντια σ' αύτό πού θεωρού­σαν σάν «φασιστικούς» θεσμούς. Αύτό ήταν τό άσχημο τέλος τής «Μεγάλης "Αρνησης» γιά τήν όποια είχε θεωρητικο­λογήσει ό Μαρκούζε. * Η ρομαντική φάση τής ριζοσπαστικής στράτευσης είχε περά­σει πιά, γιά νά άντικατασταθεί άπό τήν προπαγάνδα γιά τούς άθλους καί τίς βόμ­βες τών τρομοκρατών. "Οσο γιά τή γενιά πού ένηλικιώθηκε στή δεκαετία τού ’70, υποψιάζεται κανείς οτι ή ρητορική τού Μάη τού ’68, της άριστερίστικης άντι- κουλτούρας, τών παιδιών τών λουλου- διών, ήδη άκούγεται σάν γρατσουνισμένος δίσκος.

Διαβάζοντας τούς Παρισινούς «νέους φιλόσοφους», αύτά τά παιδιά τού Μάη τού ’68 πού αναγκάστηκαν νά άρνηθουν τή σοσιαλιστική τους πίστη, κάτω άπό τό ψυχρό φώς τού Γκουλάγκ, είναι δύσκολο νά άντισταθεί κανείς στό συμπέρασμα δτι τό άριστερίστικο ίντερλούδιο της δεκαε­τίας τού ’60 ήταν κάτι παραπάνω άπό Ενα μπερδεμένο καί παράξενο δνειρο. ’Α ­φυπνισμένοι άπό τό «δογματικό ύπνο»

τους, μέ τίς αποκαλύψεις τού Σολζενί- τσιν, άποστράφηκαν άηδιασμένοι άπό τις αυταπάτες της νεότητάς τους καί τήν ηγεμονία της σκέψης πού δ μαρξισμός έξάσκησε πάνω στή μεταπολεμική γαλλι­κή κουλτούρα. Γιά πρωτ-η ^ορά στράφη­καν σέ φωνές διαμαρτυρία*; πού έρχονταν άπό τήν ’Ανατολή, γιά νά μάθουν έτσι τήν πραγματικότητα τού κομμουνισμού καί τήν άπατη πού οδήγησε στή χρεοκο­πία αλλεπάλληλες γενιές ίδεαλιστών. ‘Η ελπίδα γιά ένα «σοσιαλισμό μέ ανθρώπινο πρόσωπο» έσβησε στήν Πράγα. Ή νεκρο­λογία πάνω στό «βαρβαρισμό μέ άνθρω- πινο πρόσωπο» συντελεί ται τώρα στό Παρίσι. Α πομένει νά δούμε άν ή κουλ­τούρα τού άριστερισμου θά έπιζήσει άπό αύτό τό σόκ.

Μτφρ. ΠΑΝ ΝΑ ΧΛΑΜΠΕΑ

Τό κοινό καί τά κοινά

“Ενα άμορφ ο, έτερόκ λ ιτο κα ί ιδεολογικά παρδαλό πλή θος ανθρώ πω ν, λέγετα ι μάζα. Μιά π ερ ισ σ ότερο ή λιγότερο εύρ εία όμάδα άνθρώ πω ν, μέ κοινά σ υμ φ έρ οντα , π ο ύ κ α θ ο ­ρ ίζοντα ι άπό τη θέσ η το υ ς στήν παραγω γή, κα ί μέ κοινή ιδεολογία , πού προσ διορ ίζει τό πλαίσιο δράσης το υ ς , λέγε­τα ι τά ξη . Μιά σ τενότερ η , σέ σχέση μέ τή ν προηγούμενη , όμάδα άνθρώ πω ν, μέ έξε ιδ ικ ευμ ένα σ υ μ φ έρ οντα κ α ί ανάγ­κ ες, λέγετα ι (κοινωνικό) στρώ μα. Καί οί π ερ ισ τα σ ια κ ές όμαδοποιήσεις άνθρώ πω ν, πού σ υγκεντρώ νοντα ι σ’ έναν ειδικό χώρο γιά έναν ειδ ικό σκοπό, ά ποτελούν τό κοινό.

τον Βασίλη Ραφαηλίδη

Είναι φανερό πώς τό περίφημο κο ι­νό είναι μιά έννοια τεχνητή καί τελείως άσχετη τόσο μέ τήν οικονομία όσο καί γενικότερα μέ τήν κοινωνιολογία. Μό­νο οί δημαγωγοί μπερδεύουν έσκεμμέ- να τίς έννοιες «μάζα», «τάξη», «κοι­νό«*. Καί μόνο οί καλλιτέχνες πού θά ήθελαν νά δούν διευρυμένο στό μάξι- μουμ τό κοινό τους, θεωρούν ταυτόση­μες τίς έννοιες «μάζα» καί «κοινό».

Στήν πραγματικότητα δέν ύπάρχει ένα καί μόνο κοινό. "Υπάρχουν όμως κοινά (στόν πληθυντικό). Δυστυχώς στήν έλληνική γλώσσα ή χρήση τής λέξης κοινά, σύμφωνα μέ τήν παραπά­νω έννοια, είναι άδόκιμη. Στή δόκιμη μορφή της ή λέξη χρησιμοποιείται πάν­τα μέ τό άρθρο «τά» (τά κοινά), γιά νά δηλώσει έτσι τά «δημόσια» πράγματα, αυτά πού άναφέρονται στό σύνολο τής κοινωνίας.

"Ενα έργο τέχνης δέν έχει κάποιο κοινό, άορίστως. Έ χει τό κοινό το υ , τό αποκλειστικά δικό του κοινό, πού μαζεύτηκε σέ όρισμένους κατάλληλους χώρους γιά νά άποκαταστήσει μιά έπα- φή μ αύτό. ' Η έπαφή αύτή μπορεί νά έπιτεύχθηκε, μπορεί καί όχι, είτε άπό ύπαιτιότητα τού πομπού (δηλ. τού καλλιτέχνη) είτε άπό ύπαιτιότητα τού δέκτη (δηλ. τού θεατή, τού άκροατη, τού αναγνώστη).

Αύτό τό κοινό μπορεί νά έχει έντε- λώς διαφορερική ταξική προέλευση, πού πάντως θά προσδιορίσει σέ μεγά­λο βαθμό τή στάση του άπέναντι στό συγκεκριμένο έργο. Κανείς δημιουρ­γός, όποιαδήποτε καί νά 'ναι ή ταξική του τοποθέτηση, δέ θά "ταν τόσο άνό- ητος, ώστε νά άποκλείσει, όντας κακός παιδαγωγός, τήν έπαφή μέ τό έργο του σέ μιά όσο τό δυνατό μεγαλύτερη όμά­δα άνθρώπων. Οστόσο, γνωρίζει έξαρ- χής πώς άποκλείεται νά έπικοινωνή- σουν όλοι τους τό ίδιο καλά μέ τό έργο. Ή ιδανική έπικοινωνία θά άπο- κατασταθεί μόνο στή σπάνια περίπτω­ση όπου πομπός καί δέκτης είναι συν­τονισμένοι στό ίδιο μήκος κύματος: έχουν δηλ. τίς ίδιες ιδεολογικές (περιε­χόμενο) καί αισθητικές (μορφή) άπό- ψεις.

Φτάνουμε λοιπόν καί πάλι σ' ένα ταξικό-ίδεολογικό καθορισμό τής έν­νοιας «κοινό», άλλά άπό άλλο δρόμο: ό συγκεκριμένος θεατής, πού άναγκα- στικά άνήκει σέ μιά τάξη ή σ ένα κοινωνικό στρώμα, καί ό συγκεκριμέ­νος δημιουργός, πού κι αύτός άναγκα- στικά άνήκει σέ μιά συγκεκριμένη τά­ξη ή κοινωνικό στρώμα, θά άποκατα- στήσουν ή όχι μιά όιαπροσω πική οχέ- οη. Δηλαδή, ό κάθε δέκτης, χωριστά, θά έχει μιά έξατομικευμέ\ή σχέση μέ τόν ίδιο γιά όλους πομπό. Νά λοιπόν γιατί ή έννοια κοινό (σωστότερα, κοι­νά) είναι τεχνητή.

Δυστυχώς όμως γιά τό κοινό ένός

έργου, τό κοινό αύτό πού νοείται σάν μιά περιστασιακή συνάθροιση άνθρώ­πων, ή τέχνη έμφανίζεται πάντα μέ τό ένδυμα μιάς μορφής, όπου είναι άρρη­κτα δεμένο τό περιεχόμενο. Τίς μορ­φές τίς μελετάει ή Αισθητική. Κι άν πιστέψουμε τόν πολύ έγκυρο καί ύ- πεύθυνο Θ. Μ. Μουστοξύδη -καί πρέ­πει νά τόν πιστέψουμε-, «κανείς δέν έχει λιγότερη αισθητική συνείδηση άπ* όση τό κοινό». "Αν τό κοινό έκλάβει αύτή τήν πρόταση σάν προσβολή, τότε τόσο τό χειρότερο γιά τό κοινό, δηλ. γιά τούς άνθρώ πους πού έπιμένουν νά τοποθετούν τόν έαυτό τους στή δια- φοροτρόπο^ς άμορφη μάζα. Γιατί νομί­ζουμε πώς έγινε ήδη άντιληπτό ότι τό κοινό δέν είναι παρά ύποσύνολο τής μάζας, κι όχι τής κοινωνικής τάξης.

Ο Βολταϊρος, στόν όποιο χρωστάει πάρα πολλά ό Διαφωτισμός, καί πού δέν ήταν καθόλου δημαγωγός, έλεγε μέ ειλικρίνεια πού άγγίζει τά όρια τού κυνισμού: «Μέ τόν καιρό ό όχλος πά ν­τα διευθύνεται άπό έναν άριθμό άνω- τέρων πνευμάτων, καί τούτο Ισχύει γιά τή φιλολογία όσο καί γιά τήν πολιτι­κή». Τό κοινό άνήκει στόν όχλο -άς τό πούμε καθαρά, άκολουθώντας τή σκέ­ψη τού Βολταίρου. Ωστόσο, δέ θά θέλαμε νά φτάσουμε ως τήν άκρότητα τών άπόψεων τού Φλωμπέρ, πού ύ- πήρξε ένας μανιώδης έστέτ καί πού έλεγε ότι «τό νά καταλαβαίνει καί νά θαυμάζει ό όχλος ένα έργο είναι άπό-

δειξη τής άσημαντότητας τού έργου». Γιατί ένα έργο είναι δυνατό νά τό καταλαβαίνει καί νά τό θαυμάζει τό ίδιο καλά καί ό όχλος καί οί έστέτ.

Ή μεγάλη προσφορά τής σημειολο­γίας (τής εύρύτερης γλωσσολογίας) εί­ναι ότι μάς έκανε ικανούς νά άπο- σ π ούμ ε νοήματα ά π ό ό π ο υ δ ή π ο τ ε , άπό τό έντελώς εύτελές καί άπό τό τελείως μεγαλειώδες, άπό τό λαϊκό φίλμ τής δεκάρας καί ά πό τήν άρχαία τραγωδία. Τό πρόβλημα πιά δέν είναι «πόσο σημαντικό είναι αύτό καθαυτό ένα έργο», άλλά πόσο σημαντικά είναι τό μυαλό καί ή παιδεία μας. Μέ τή σημειολογία όλη ή εύθύνη μετατέθηκε άπό τόν πομ πό στόν δέκτη, πού άν δέν λειτουργεί καλά τότε όλα είναι

μάταια, ένώ ώς τό 1920 περίπου όλη ή εύθύνη γιά τή μή κατανόηση τού μηνύ­ματος άνήκε στόν πομ πό. δηλ. τόν δημιουργό. Τούς πομ πούς όμως τούς έλέγχουν αύτοί πού άσκούν τήν έξου- σία (καί παρόμοια ό καλλιτέχνης ασκεί εξουσία, καί κανείς δέ θ ά μπορούσε νά τού απαγορέψει νά τήν άσκεί όπως αύτός νομίζει). Ω σπου νά καταργηθεί ή έξουσία, σ’ όλες τίς μορφές της, καί ν’ άποκατασταθεί ή σωστή διαλεκτική σχέση άνάμεσα στόν πομ πό καί στόν δέκτη, δέν έχουμε άλλο τρόπο νά έλέγ- ξουμε τούς «διαμορφωτές τού μηνύμα­τος», πέρα άπό τήν προσωπική στάση μας άπέναντι στό μήνυμα.

Ό Χ άνς-Μ άγκνους Έ ντσενσμπέρ- γκερ τολμάει, έπιτέλους, νά μεταθέσει τήν εύθύνη άπό τόν πομπό στόν δέ­κτη. Κλείνοντας τή μελέτη του γιά τά μέσα έπικοινωνίας, πού ουσιαστικά ά- ποτελεί άναίρεση τής άκρως διαδομέ­νης έπιπόλαιης πρότασης τού Μάκ Λ ιού αν, ότι «τό μήνυμα είναι τό μέ­σον», λέει ό Έ ντσενσμπέργκερ: « Ό συγγραφέας (ό δημιουργός γενικότε­ρα, θ ά προσθέσουμε έμείς) πρέπει νά έργάζεται σάν ύποκινητής τών μαζών. Θά έξαφανιστεί όλοκληρωτικά στίς μά­ζες μόνο όταν οί ίδιες οί μάζες γίνουν συγγραφείς, συγγραφείς τής ιστορίας».

Ως τότε δηλ. ό δημιουργός θά κρατάει τήν προνομιούχο θέση τού δασκάλου καί μείς (τό κοινό) τή μειονεκτική θέση τού μαθητή. Καιρός λοιπόν νά γίνουμε τόσο καλοί μαθητές ώστε νά καταργήσουμε τούς δασκάλους.

Ειδικά στό κινηματογραφικό κοινό ή κατάσταση π ο ύ περιγράψ αμε είναι σχεδόν τραγική. ‘Εδώ ή σύγχιση είναι πλήρης. "Οχι μόνο γιατί τό κοινό είναι έξαιρετικά πλατύ, καί συνεπώ ς άναγ- καστικά άλλοπρόσαλλο, άλλά καί γιατί οί πομποί* στή μέγιστη πλειοψηφία τους, είναι τρισχειρότεροι άπό τούς δέκτες. Καί όταν θέσεις σέ έπικοινω- νία ένα χαλασμένο πομ πό μ ένα χαλα­σμένο δέκτη είναι δύσκολο νά καταλά­βεις ά πό π ού προέρχονται τά παράσι­τα.

ΝΕΦΕΛΗ/ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣΝ Α Ν Ο Σ Β Α Λ Α Ω ΡΙΤ Η Σ M IX Α Δ Η Σ Κ Α ΤΣΑΡΟ Σ

Α πό τά κόκκαλα βγα λμ ένη 3 Μ + 3 Μ = 6Μ

ΒΕ ΡΟ Ν ΙΚ Η Δ Α Α Α Κ Ο Υ Ρ Α ‘Ο νόματα

' Ο ύπ νος Α Μ Α Λ ΙΑ Τ Σ Α Κ Ν ΙΑ

ΕΡΣΗ ΣΩ Τ Η ΡΟ Π Ο Υ Λ Ο Υ Τ ό μ π α λ κ ό νι

Ε ορταστικ ό τρ ιή μ ερο στά Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Ν Ο Λ Λ Α ΣΓ ιά ννενα Η Π ο λ υ ξένη

Μ αυρομιχάλη 9 . Α Θ Η Ν Α 143. τηλ. 3607744

Page 6: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

ΓΡΑ Μ Μ Α Τ Α ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ ()Διήγημα

Μέσα στό πέλαγοΔ ε ΔΙΕΚΡΙΝΕΣ πιά τίποτ' άλλο έξόν 6πό τά φώτα του λιμανιού, πού γίνονταν δλο καί μελαγχολικότερα καί στό μαύρο σάν κινέζικο μελάνι, ούρανό. Φυοούοε ένας κρύος, ύγρός άγέρας. Βλέπαμε τά βαριά σύννεφα άπό πάνω μας καί νιώθαμε τόν πόθο τους νά ξαλαφρώοουν μέ μιά βροχή. ΕΊμασταν ίδρωμένοι κι άς είχε τόσον άγέρα καί κρύο. Εμείς οί ναύτες είχαμε μαζωχτει στό κατάστρωμα καί ρίχναμε ζάρια. ' Ακούγονταν τά δυνατά, μεθυσμένα γέλια άπ' δλη τήν παρέα, λέγανε άστεϊα καί καποιουνού τού ρθε νά φωνάξει σάν κόκκορας

Μικρές άνατριχίλες τρέχανε άπ τόν αύχένα μέχρι τις πατούσες μου, θαρρείς κι είχε τρυπήσει καί κατρακυλούσαν μέσ άπό κεί. σ' δλο μου τό κορμί μικρά, κρύα σκάγια. "Ετρεμα άπ τήν ύγρασία, άλλά καί γιά άλλους λόγους, πού θά σάς τούς πώ άμέσως

Γενικά, ό άνθρωπος - κατά τή γνώμη μου - είναι σιχαμένος! Κι ένας ναυτικός μπορεί - πρέπει νά τ όμολογήσουμε - νά ναι πιό σιχαμένος άπ τό κάθε τί πάνω στή Γή. Ακόμα πιό σιχαμένος κι άπ τό πιό άντιπαθητικό ζώο. Γιατί αυτό έχει πάντα τό δικαιολογη- τικό, δτι κυριαρχείται άπ τά ένστικτά του. Ισως νά πέφτω έξω. γιατί δέν γνωρίζω καλά τή ζωή. μά νομίζω πώς τού ναύτη τού δίνονται περισσότερες εύκαιρίες νά βρίζει καί νά μισεί τήν έαυτό του άπό κάθε άλλον άνθρωπο. Είναι ένα πλάσμα πού μπορεί άπό στιγμή σέ στιγμή νά πέσει άπ' τό κατάρτι στή θάλασσα, νά χαθεί στά κύματα, καί δέ νιώθει καμιά συμπόνια γιά δ,τι γίνεται πάνω στή Γή. ’ Εμείς οί ναυτικοί πίνουμε πολύ βότκα, άφηνόμαστε στις κακίες μας, γιατί δέν ξέρουμε σέ τί καί γιά ποιόν θά μάς χρειαστεί μέσα στή θάλασσα, ή συνείδηση...

Κι δμως θά συνεχίσω.Παίζαμε λοιπόν. Ό λοι - δλοι εϊμασταν είκοσιδύο.

Είχαμε τελέψει τή βάρδια μας κι είχαμε άδεια. Απ' όλους μας μονάχα δύο θά είχαν τήν τύχη ν’ άπολαύ- σουν τό σπάνιο θέαμα!... Νά περί τίνος πρόκειται: Η «καμπίνα τών νιόπαντρων», πού διέθετε τό πλοίο είχε σήμερα τό βράδυ έπιβάτες κι οί τοίχοι της είχαν μόνο δύο τρύπες. Τή μία τήν είχα κάνει έγώ μόνος μου μ' ένα λεπτό πριονάκι. Τήν άλλη, μέ μαχαίρι ό συνάδελ­φός μου. Παιδευόμασταν πάνω άπό μιάν έβδομάδα.

- Η μιά έπεσε σέ σένα!-Σ έ ποιόν;Κι έδειξαν έμένα.-Κι άλλη;-Στόν πατέρα σου.Ό πατέρας μου, γέρος παλαίμαχος ναύτης, μέ

πρόσωπο πού έμοιαζε ψημένο μήλο. μέ πλησίασε καί μού χτύπησε τήν πλάτη:

-Σήμερα είμαστε εύτυχείς. Κι οί δυό μαζί, άγοράκι μου! Ρώτησε μέ άνυπομονησία τί ώρα είναι. Ή ταν μόλις έντεκα τό βράδυ. Άφησα τό κατάστρωμα, άναψα τήν πίπα μου κι άπολάμβανα τή θάλασσα. Ή ταν σκοτεινά κι δμως στά μάτια μου παιχνίδιζαν δλα όσα γίνονταν στήν ψυχή μου. Έβλεπα ότττασίες κι δ,τι έλειπε άπ' τή νεαρή, τότες, μά καταστρεμμένη κι δλας ζωή μου.

Στίς 12 πέρασα άπ τό σαλόνι τού πλοίου κι έριξα μιά ματιά. Ό νιόπαντρος ήταν ένας νεαρός πάστορας μέ ώραίο άνοιχτόξανθο κεφάλι, καθόταν στό τραπέζι καί κρατούσε τήν ‘Αγία Γραφή στά χέρια του. Εξηγούσε κάτι σέ μιά ψηλή κι άδύνατη Άγγλίδα. Ή ντροπαλή

γυναίκα του ήταν νέα καί πολύ ^ ι μ η . κομψή'καθόταν δίπλα στόν άντρα της και δένμάτια της άπ τό ξανθό του κεφάλι. ^ ό σαλόνιπηγαινοερχόταν κι ένας Εγγλέζος, συζυγοςωμένης κυρίας μέ τήν όποια όσχολιόταν όΉταν τραπεζίτης μ' ένα άποκρουστικό κοκκινόξανθο

ΡθΓπάστορες έχουν τή συνήθεια νά κουβεντιάζουν

Μάξιμ Γκόρκν

ώρες όλόκληρες, σκέφτηκα. Δέ θά τελειώσει τήν πάρλα ώς αύριο τό πρωί! Στή 1. μέ πλησίασε ό πατέρας μου καί κουνώντας με άπ' τό μανίκι μού είπε:

-Ώ ρ α είναι! Φύγανε άπ τό σαλόνι!...

Κατέβηκα άμέσως τήν άπότομη σκάλα καί ζύγωσα στό γνωστό τοίχο. 'Ανάμεσα σ’ αύτόν τόν τοίχο καί στό καράβι ήταν ένας χώρος γεμάτος καπνιά, νερά καί ποντίκια. Σέ λίγο άκουσα τά βαριά βήματα τού γερο-πα- τέρα μου. Σκόνταφτε πάνω σέ σακιά, κασόνες μέ πετρέλαιο κι έβριζε.

Βρήκα τήν τρύπα κι έβγαλα ένα μικρό ξύλο πού τήν έκάλυπτε. Άντίκρυσα μία λεπτή, διάφανη μουσελίνα, πού φωτιζόταν άπό ένα μαλακό τριανταφυλλένιο φώς κι ένα δυνατό άρωμα άγγιζε τό ξαναμμένο πρόσωπό μου. Γιά νά βλέπω εύδιάκριτα τήν κρεβατοκάμαρα έπρεπε νά παραμερίσω λίγο τή μουσελίνα μέ τά δυό μου δάκτυλα, δπως καί τό κανα άμέσως. Πολύ κοντά στό

ποόσωπό μου βρισκόταν τό κρεβάτι- % η σ έ με νά κοιτάξω άπ τό δικό σου άνοιγμά, μου

λέει ό πατέρας μου, καί μέ σπρώχνε, δνυπομονα στή μπάντα. - Απ' έδώ τά βλέπεις δλα»

- Εσύ βλέπεις καλύτερα, άγοράκι μου Τι άπό κοντά.τί άπό μακριά γιά σένα!

Ή νύφη καθόταν στήν άκρη τού .κρε^ τιο^ Ι * ποδαράκια της νά κρέμονται πάνω στό Χ ^ κ' , ^ ' τ° ζε τό πάτωμα. Μπροστά της ό άντρας της. ώ πάστορας^ Τής μιλούσε. ΤΙ άκριβώς τής έλεγε, δέν τό παιρνα, ό θόρυβος τού πλοίου μ έμπόδιζε. Μιλούσε μέ θέρμη, χειρονομούσε κι άστραφταν τά μάτια του. Αυτή τόν άκουγε καί κουνούσε άρνητικά τό κεφάλι.

-Διάβολε μέ δάγκωσε ένα ποντίκι, βρυχήθηκε ό πατέρας μου. Έγώ πίεζα δυνατά τό στήθος μου στόν τοίχο σά νά φοβόμουν πώς θά πεταχτει έξω ή καρδιά μου. Τό κεφάλι μου έκαιγε. Οί νιόπαντροι συνέχεια μιλούσαν. Ό πάστορας, τελικά, γονάτισε και μέ άνοιγ- μένα χέρια τήν παρακαλοϋσε! Αύτή κουνούσε άρνητικά τό κεφάλι. Ύ στερα ό πάστορας σηκώθηκε πάνω και άρχισε τό πήγαιν έλα νευρικά στήν καμπίνα.

Ά π τήν έκφραση τού προσώπου του καί τις χειρονο­μίες του καταλάβαινα πώς τήν άπειλούσε...

Ή νιόπαντρη σηκώθηκε, πλησίασε σιγά πρός τόν τοίχο, πίσω άπ’ τόν όποιο τήν παρακολουθούσα καί στάθηκε άκριβώς μπροστά στήν τρύπα. Στεκόταν άκίνη- τη καί σκεφτόταν. Νομίζω πώς ύπέφ ερε. πώς πάλευε μέ τή συνείδησή της. ταλαντευόταν κι ύστερα πάλι τό πρόσωπό της έδειχνε νά χει θυμό Δ έν καταλάβαινα τίποτα. Μπορεί νά πέρασαν πέντε λεπτά πού στεκόμα­σταν έτσι άνάποδα. Ύ στερα γύρισε, σταμάτησε στή μέση τής καμπίνας καί έγνεψ ε στόν πάστορά της, Ισως δτι δέχεται... Αύτός χαμογέλασε, φίλησε τό χέρι της καί βγήκε άπ* τήν καμπίνα.

Μετά άπό λίγο άνοιξε πάλι ή πόρτα τής καμπίνας καί μπήκε μέσα ό πάστορας μαζί μέ τόν ψηλό καί χοντρό Ε γγλέζο , γιά τόν όποιο σάς είχα μιλήσει στήν άρχή...

Ό Ε γ γλ έζο ς πλησίασε στό κρεβάτι καί ρώτησε τήν ώραία κοπέλα κάτι. ’Ωχρή καί δίχως νά τόν κοιτάζει έκανε μιά καταφατική κίνηση μέ τό κεφάλι της.

' Ο ’ Εγγλέζος τραπεζίτης έβγαλε άπ τήν τσέπη του ένα πακετάκι, ίσως ένα μάτσο χαρτονομίσματα καί τά έδωσε στόν πάστορα. Αύτός τά καλοκοίταξε, τά μέτρη­σε καί άπομακρύνθηκε κάνοντας μιά βαθιά ύπόκλιση. Μέ τό έβγα τού πάστορα, ό γ ερ ο -Ε γ γ λ έζο ς κλείδωσε τήν πόρτα τής καμπίνας.

Τότες έγώ άναπήδησα πίσω άπ’ τόν τοίχο σά νά μ είχε τσιμπήσει φαρμακερό φίδι. Μού φάνηκε πώς ό άνεμος είχε χωρίσει τό πλοίο στά δύο κι δτι βυθιζόμα­στε. Ό γέρος μου. αύτός ό μεθύστακας καί γεμάτος έλαττώματα άνθρωπος, μ’ έπιασε άπ’ τό μπράτσο καί μού ’πε:

-Π άμε νά φύγουμε! Δ έν έπιτρέπεται νά βλέπεις τέτοια πράγματα! Είσαι άκόμη δεκαπέντε χρονώ άγό-ρι...

Μόλις καί στεκόταν στά πόδια του. Τόν άνέβασα άπ τήν άπότομη κυκλική σκάλα πάνω στό κατάστρωμα. Εϊχε άρχίσει μιά ραγδαία φθινοπωριάτικη βροχή...

Μτφρ: ΜΑΡΙΑ-ΛΟΥΙΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ

Και τ ω ρ α νά το τό άνθρώπινο σκυλολόι πάλι μαζί, δόξα σοι ό θ ε ό ς . Ό Άντιστρόφας έγινε γιατρός, σέ ξέρω μπαγάσα, οί άρρωστοι περιμένουν σειρά κι έσύ τούς έξετάζεις στά γρήγορα (δέ λέω άσυνείδητα, λέω γρήγορα) καί τούς ξαποστέλνεις τόν ένα πίσω άπ’ τόν άλλον, έστω κι άν βρίσκονται στό τελευταίο στάδιο τού καρκίνου. Τί νά κάνεις; Δ έν έχεις καιρό γιά παραμυθί­ες. περιστροφές καί μισόλογα: γίναμε βλέπεις 4 δισεκατομμύρια ούρά.

Ό Παντελής Καλιότσος έγινε λογοτέχνης καί παρό­λο πού δέν είναι τίποτ' άλλο άπό ένας λογοτέχνης - δηλαδή Σ Κ Α Τ Α καί νά μέ συγχωρείς γιά τήν έκφραση- «πέστε με τουλάχιστο συγγραφέα ρέ παι­διά». μάς λέει. «Έγώ ξεκίνησα γιά προφήτης (ναι, αύτό τό θυμόμαστε) καί κατάντησα έδώ πού κατάντησα». Πράγματι είναι γιά λύπηση. Τόν ένα μετά τόν άλλον χάνει τούς συντρόφους του: Ό Νίκος Καρμίρης πέθανε άφού διέγραψε μιά φωτεινή τροχιά στήν κοινωνία τών άνθρώπων: έγινε Γ ενικός Γ ραμματέας τού Υπουργείου Παιδείας, όταν έμεΐς παίζαμε βώλους

άκόμα, ύστερα καθηγητής Πανεπιστημίου κι ύστερα Υ πουργός. Τόν θυμάστε τό Νίκο; Δ έν άνήκε στό σκυλολόι δπως έμεΐς, ήταν δμως ένας μεγάλος ποιη­τής. Θ εός σχωρέστονε. Ό Παντελής Καλιότσος, τουλάχιστον, δέν θά τόν ξεχάσει ποτέ καί νομίζω δτι, άν έχει κάτι εύχάριστο ό θάνατος, είναι δτι έκεϊ θά τά ξαναπούνε οί δυό τους. δπως τότε πού άρχίσανε τή ζωή.

Ο Γιάννης έγινε έπίσκοπος Ά ρτης Αμβρόσιος. Είναι κρίμα πού τό άξίωμά του δέν τού έπέτρεψ ε νά

λάβει μέρος σ’ ένα συμπόσιο. Ποτέ του δμως αύτός δέν έπαιρνε μέρος στά δργια.

Ό Ήλίας Χριστόπουλος έγινε δάσκαλος τού δημοτι­κού. Τόνε χτύπησε άσχημα ή καθημερινή ζωή (μά καί ή άλλη. δέν άμφιβάλλω) κι έχοντάς τον στριμώξει χωρίς έλπίδα. άναγκάστηκε ν’ άγαπήσει τήν άπελπισία κι έγινε

Τό συμπόσιοτο ν Π αντελή Καλιότσον

μαζόχα. Ό λογοτέχνης άπό δώ μάς λέει δτι μεταμορ­φώθηκε σέ γουρούνι κι έτσι ό μαζοχισμός στό πρόσωπο τού Ήλία έγινε διδασκαλία νά διώσκεται στά γυμνάσια.

Έσύ Ραψωδέ τί έγινες; Ελαιοχρωματιστής έγινε ό Ραψωδός-μπογιατζής-κάτι δηλαδή σάν ζωγράφος -δπως έγώ - καί άρκετά καλύτερος άπό τρεις άπόψεις. πού θά πώ μόνο τή μιά: Οί λεπτομέρειες είναι άχρη­στες. πάρε ένα χοντρό πινέλο καί άσπριζε-βάφ ε. Τό πάν είναι ή ύγεία. Νά γιατί μερικοί μπογιατζήδες γίνονται διχτάτορες. Κι ένας διχτάτορας μπογιατζής δέ θέλει νά καταλάβει δτι δέν είναι δυνατό νά τό λέμε αύτό σ' έναν άρρωστο. Νά πεθαίνει στό κρεβάτι του κι έμεΐς σκυφτοί άπό πάνω του νά τού ψιθυρίζουμε «τό

πάν είναι ή ύγεία, ή ύγεία είναι τό πάν...». Κι έγώ έκείνη τήν έποχή ήμουν άρρωστος, πολύ άρρωστος. Ό μπογιατζής πού περιφρονεΐ τίς άποχρώσεις καί τις παραλλαγές τού χρώματος είναι φυσικό ν’ άγνοει καί τίς περιπλοκές τής άρρώστιας. Γι’ αύτό δταν τόν έβαλα ν' άπαγγείλει τή ραψωδία τής τρέλας, είχε μεσάνυχτα. Βάλε κρασί έδώ. Πιέστε κι έσεΐς. Εβίβα.

Αλλά παρόλο πού έγώ ξέρω τήν άγνοια τού Ραψωδού, ζήτησα τή «συνεργασία» του κι έπιμένω σ' αύτή. έπειδή ένας τρελός δέν μπορεί νά περιγράψει τήν τρέλα ένώ ταυτόχρονα ή περιγραφή θέλει τρέλα.

Αναρωτιέται^ λοιπόν ό μπογιατζής γιατί κάθομαι άκίνητος δυό ώ ρες μές στή σιωπή τής κάμαρας, ένώ αυτός είχε τό κεφάλι του άδειο καί μισοκοιμότανε.

Κατ άρχή είχαμε πέσει σ’ αύτή τήν άδράνεια άπό πλήξη, έτσι δ έν είναι Ραψωδέ; Κι έγώ ήθελα νά κάνουμε κάτι-άκοϋστε πώς όδηγήθηκα στήν περιπλο­κή. ^άπλωσα λοιπόν καί σκεφτόμουνα τί; Νά τηλεφωνή­σω στό Γρηγόρη τό Μπάστα γιά καμιά πόκα; Ή πόκα θά μας γέμιζε τίς ώ ρες καί μάλιστα δχι ώ ρες άμφισβητήσι- μες άλλά γεμάτες πάθος. Συνήθως κρατάει δυό μερόνυχτα κι αύτό μέ κάνει λίγο δισταχτικό, γιατί συντρέχει και ή πυκνή συννεφιά τής νικοτίνης. Έ πρεπε όμως νά πάμε νά βρούμε καί τούς άλλους. Όγτ« 0υ- εΙ?ε περ,σσότεΡθ χρήμα άπό μάς καί δέ χτυπιόταν εύκολα, μέ μιά άπλή κέντα ζητούσε τά ρέστα

Page 7: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Διήγημα 7 ΓΡΑΜ ΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ

σου Τό άλλο πάλι, τό ψιχαλισμένο πεζοδρόμιο, ό Λάκης, μέ είχε κατηγορήσει έμένα καί τό Βαγγέλη (Θεός σχωρέστονε κι αύτόν) ότι κολλήσαμε λέει μιά μέρα στήν άδελφή του. Τό ξεφούρνισε αύτό όταν ό Παπαντρέου του πήρε τά ρέστα του μέ τήν άπλή κέντα σ' ένα δικό του φούλ τού 8 κι αυτό τόν έκανε έξω Φρενών καί ξέσπασε μέ άναμνήσεις Μεγάλες συγκινή­σεις έχει ή πόκα. Δέν υπάρχει λ.χ. ώραιότερη στιγμή άπό κείνη πού περιμένεις τήν άπάντηση τού άλλου «δικαίωμα»* λέει και σιωπή! καί σύ περιμένεις μέ τήν καρδιά σου νά κλωτσάει, γιατί έχεις χτυπήσει ρέστα μέ άφυλλία! ΟΙ λέξεις πού περιμένεις, κι άπό τίς όποιες κυριολεχτικά κρέμεσαι, είναι δύο: «Πήγαγε!...» ( Οχ!) -Πάσσο- (’Αχ!) (Τό ώχ είναι έπκρώνημα απελπισίας Τό άχ εύτυχίας).

Μεγάλες συγκινήσεις έχει ή πόκα. Νά πάμε; Έλεγα μέσα μου νά τηλεφωνήσω στό Γρηγόρη ή όχι; Κι άν όχι, άν δηλαδή δέν κινήσουμε γιά χαρτοπαιξία, μπορούμε νά κινήσουμε γιά μπουρδελότσσρκες, άρκεϊ νά βρούμε τό Βαγγέλη πού συνεχώς τό ρούχου-μούχου έχει στό μυαλό του. Μπορεί καί σέ καμπαρέ, άν καί μάς πέφτει άκριβά. Ή έκσπερμάτωση είναι άλλου εϊδους ιστορία πού άπάνω σέ όρισμένες. έλάχιστες στιγμές, σου φαίνεται - όχι - είναι ¿πιστευτά ώραία. Άπάνω σ αύτές τίς στιγμές βέβαια δέ λειτουργεί ούδεμία άμφιβολία καί άμφισβήτηση δτι θά μπορούσες δηλαδή άντί νά κάνεις αύτό. νά κάνεις κάτι άλλο. καί κάνοντας τό άλλο νά πιστεύεις δπ χάνεις τόν καιρό σου (ό όποιος είναι άνεπανάληπτος) ένώ θά μπορούσες νά κάνεις κάτι ά λλο-τό ένα φέρνει τ' άλλο. Μετά θά βρεθούμε σέ μιά ταβέρνα νά κουτσοπίνουμε ίσαμε τή ζαλάδα, όπου καί θά καυγαδίσουμε. Είναι βέβαια όρισμένες. έλάχι­στες στιγμές, πού δέν ύπάρχουν άμψισβητήσεις, αιω­ρήσεις. Άπάνω σ αύτές τίς στιγμές (άλλά όχι. δέ γεννιέται καμιά άνάγκη νά τό πείς. άφού είναι φώς φανάρι ότι αύτό ήτανε καί τίποτ' άλλο καί άνευ αύτού όλόκληρο τό Σύμπαν χάνει τήν ισορροπία του) λές: αύτό είναι καί τίποτ άλλο! Δέν ύπάρχει δηλαδή ή τρομερή δυσκολία τής έπιλογής. άφού δέν ύπάρχει

δεύτερη ιστορία Ή ιστορία είναι μιά καί μόνη. Ά ν ή Ιστορία είναι μοναδική μέ κεφαλαία καί κόμα, τότε ύπάρχει ένα έπίθετο άδυσώπητο πού χρησιμοποιείται στό άρσενικό γένος, άφού μπαίνει μπροστά σ ένα άρσενικό ουσιαστικό: άδυσώπητος έξαναγκασμός. Αύ­τό ξέρεις τί θά πει; Ό τι ό Γαλιλαίος καταδικάστηκε έπειδή έλεγε δτι ή Γή είναι έπιπεδη σάν ταψί καί άκίνητη καί τσακωνότανε μέ τούς άλλους πού πιστεύα­νε άκράδαντα στήν έλευθερία. τόσο άκράδαντα. ώστε μόλις τούς είπε ό Πρόεδρος τού Συλλόγου τής Επιπέδου Γής (ΣΕΓ) δτι στή ζωή ύπάρχει έξαναγκα-

σμός (άδυσώπητος όπως είπαμε) καί δχι εύχέρεια έπιλογής. διαριγνύσανε (σκίσανε) τά ιμάτιά τους (ρούχα τους) μαζί μέ τά μάγουλά τους, καί πώς θά ξοδευτεί (άναλωθεΐ) μιά τέτοια τρομαχτική άγανάχτηση άν όχι μέ τήν πυρά; Καί μάλιστα νά μήν άρκεστείς νά τόν βλέπεις νά καίγεται μέ όρισμένες σταγόνες τού λίπους άπ* τήν κοιλιά (καί άλλα μέρη τού σώματος φυσικά) νά πέφτουν άπό ψηλά καί πριν άκουμπήσουν στις φλόγες ν’ άρπάζουν φωτιά στόν άέρα, άλλά νά τρέχεις νά κουβαλάς ξύλα. προσανάμματα, ροκανίδια, όσα μπο­ρείς περισσότερα, ώσπου νά γίνεις πτώμα στήν κούρα­ση καί νά ξαπλώσεις μέ ξεχασμένες τίς άντιδικίες καί τό μίσος σου όλοκαύτωμα. Άλλωστε τό δραστήριο αύτό κουβάλημα ξύλων (έν άγνοια τού νυχτοφύλακα τής άποθήκης έντός τής όποιας φυλάσσονται τά όλιγα συνειδητά) σκοπό έχει τήν κούραση.

Τό πρωταρχικό μου πρόβλημα λοιπόν έκείνη τήν ώρα δέν ήταν άν ύπάρχει έλευθερία ή όχι, άλλά νά διαλέξω άνάμεσα στή χαρτοπαιξία καί στή σπερμοδοσία. Καί ξέρετε γιατί; Γιατί χιλίων έτών ιστορία οίκοδομεϊται άπάνω σέ μιά λέξη. Ά ρκεϊ μόνο νά ξαναπείτε «σπερμο­δοσία» γιά νά καταδεχτείτε νά κοιτάξετε μέ γυμνά μάτια τό φως τής άλήθειας, πού άκόμα κι έγώ βλέπω πόσο άντιπαθητικό είναι, άποκρουστικό, άντιαισθητικό. κοινότατο καί αύτονόητο τόσο, ώστε δέ βλέπεται, στραβώνει σάν λάμψη. Τό λέγανε κι οι άρχαίοι: «"Οστις τό φώς τής όξυγονοκολλήσεως άναιδώς θεάται. τάς όψεις αύτού άφαιρείται». Καί άφαιρουμένων τών όψ ε­

ων Καλά1 Πώς νιώθω άδελφέ μου καθώς μπερδεύτη­κα μέσ στά κλαδιά τού γενεαλογικού δέντρου τής Πράξης! τού γενεαλογικού δέντρου τής πράξης έν τή προσπάθεια νά κάνεις άρχή. γιατί κι έμένα μιά λέξη μέ γέννησε ή ένα τηλεφώνημα άπό ένα περίπτερο, χον- τρομπογιατζή! Καλύτερα άς μή σού πώδτι έγώ σήμερα θά είχα ένα μικρότερο άδελφό άν. . (Συγνώμη: ήθελα νά πώ άν τήν είχε πετάξει τήν καπότα ίου) Αντίστρο­φα, αρχίζεις άπό δώ τήν άπολογία-θεμελίωση τής Κακοποιίας έ; Τού έπιλοχία Θεόφιλου Τζάρα: Πού είναι κρυμμένη ή λέξη; Μήπως τήν πατήσω κι έκραγεί; Έγώ όμως δέν είχα τήν τύχη τού Κούρτογλου. Καί γιά νά μήν τά πολυλογώ, κόντεψα νά μαρμαρώσω μέ τό ένα πόδι στόν άέρα. Αύτό έπαθα σάν άποτέλεσμα βέβαια αύτού πού λέει ό λαός: « Η πολλή σκέψη τρώει τόν άφέντη». Κι έτσι τό πάτωμα μού φάνηκε σάν ναρκοπέδιο. Κι αύτό δέν είναι τίποτ* άλλο άπό κείνο πού λένε ψυχασθένεια ή νευροπάθεια ή φρενοβλάβεια. Σάς είπα κιόλας δτι είχα πιό πριν καί συμπτώματα νεκροφάνειας. Θά σάς δώσω ξαφνικά τόν όρισμό τής ψυχασθένειας: Είναι ή έξασθένηση τής θέλησης. (Δέν πιστεύω νά χρειάζεται κι ό όρισμός τής θέλησης). Τώρα σάς δίνω καί τόν όρισμό τής Λογικής: ‘Η λογική είναι μιά σκάλα πού δέν τής λείπει κανένα σκαλοπάτι. Τώρα λοιπόν θά πούμε καί τόν όρισμό τής τρέλας: Τρέλα είναι ή παντελής έλλειψη θέλησης. Παραδείγματος χάρη. ό Ραψωδός λέει δτι μέ είδε «σάν νά μετάνιωνα» στις κινήσεις μου. Αύτό είναι ή άκραία έκδήλωση τής περίσκεψης πού όδηγεί στή νευροπάθεια. Ένιωθα σάν νά χτίζομαι σέ γύψο ή νά μέ τύλιγαν μουμιοταινίες μέ άποτέλεσμα τήν αιώνια ξάπλα μέ μιά προεισαγωγή νεκροφάνειας. Έ λοιπόν μόλις τό κατάλαβα (καί τό κατάλαβα μόλις είδα τό Ραψωδό νά μέ βλέπει μ ένα βλέμμα πού τού άπέδωσα συμπόνια) δίνω μιά καί πετάγομαι πάνω, σπάω τό γύψο: «Πάμε νά βρούμε αύτόν τόν πούστη τό Χατζάκο!» Καί φύγαμε χωρίς καθυστέρηση, μέ άποτέ­λεσμα νά ψηφιστεί ό νόμος περί πορνείων καί τά λοιπά.

Μπροστά μας άνοίγεται ένα μακρύ μέλλον διχτατορί- ας. σκυλολόι μου...

-------------------------------------------------------------------- — ----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------— -------------------------------------------------------Π ρ ό σ ω π α

Ό Χάινριχ Μπέλ μιλάει στους φοιτητές

Σ ' ένα έργο τέχνης θεω ρείτε σάν άπαραίτη- τη προϋπόθεση τήν ήθιχή του ποιότητα;

Θά άπαντούσα ευχαρίστως σ’ αύτήν τήν έρώτηση μέ ένα μονοσήμαντο ναι. Φοβούμαι όμως πώς πρέπει ή άπάντησή μου νά είναι ένα μονοσήμαντο όχι. Ά ν όμως άντιστρέφατε τήν έρώτηση καί λέγατε, άν ή άνηθικότητα είναι άπαραίτητη προϋπόθεση ένός έργου τέχνης, τότε ή άπάντησή μου θά ήταν άνεπι- φύλακτα όχι. Έ νας καλλιτέχνης Ισαμε ένα σημείο είναι άνεύθυνος καί υπεύθυνος συγχρόνως, δπως ένα παιδί πού δέ θά κατακρίναμε γιά κάτι γιά τό όποίο δέν αισθάνεται καμιά ένοχή, ή θά τό έπαινού- σαμε γιά κάτι άλλο, πού αύτό νομίζει πώς δέν τού άξίζει κανένας έπαινος.

Ε χετε τήν άποψη πώς ένα ς σ υγγρ α φ έα ς μέ τό έργο τον π ρ έπ ε ι νά πά ρει μ ιά θέση πάνω στά πολιτικά ή κοινωνικά προβλήματα;

Βέβαια αύτό δέν υποχρεώνει κανένα συγγραφέα νά σταθεί κάπου, πάνω σέ τέτοια προβλήματα. Δέν ύπάρχει κανένας δεσμευτικός κανόνας πού νά ύπο- χρεώνει έναν συγγραφέα νά άκολουθήσει μιά καθο­ρισμένη, έπιφανειακή ή άβασάνιστη δραστηριότητα. Υπάρχουν πολλές βαθμίδες δραστηριότητας δπως

καί πολλοί τρόποι γιά νά γράψεις, καί νομίζω πώς είναι ή δυσκολότερη έρώτηση γιά νά άπαντήσει ένας συγγραφέας.

Ποιό είναι π.χ. τό στύλ τής συγγραφικής δραστη­ριότητας ένός J. P. Satrc ή ένός Ezra Pound; Νομίζω πώς κι οι δυό πήραν μέρος σέ πολιτικοκοινωνικά προβλήματα, άλλά άπό τόσο διαφορετική θέση πού δέν είναι δυνατή καμιά σύγκριση. Αναντίρρητα είναι προτιμότερο άπό τό νά ύπάρχει ή δυνατότητα ένας συγγραφέας νά έχει καί τήν πιό έλάχιστη φανερή δραστηριότητα, κι όταν λέω. φανερή, έννοώ. πώς δέν είναι καί τόσο εύκολο -όσο πιστεύουμε- νά διαπιστώσουμε μιά δραστηριότητα τέτοια στό έργο ένός συγγραφέα.

Θά θέλατε νά γ ίν ε τε όσο τό όννατό δημοφ ι­λής συγγραφ έας, κ α ί ένόεχομένω ς ύ π ο κ ύ - π το ντα ς σ' αύτή τήν έπ ιθ υμ ία νά γρ ά φ ετε σ ’ ένα έντελώ ς λαϊκό στύλ;

‘Απλά, δέν γνωρίζω τί σημαίνει ό όρισμός «λαϊκό». Τόσοι συγγραφείς είναι δημοφιλείς καί μάλιστα τόσο διαφορετικοί, άπό τόν Τολστόι ως τόν Χεμινγουέη, κι ως τόν Σιένγκεβιτς. Καί τό άξιοσημείωτο εΐναι ότι είναι δημοφιλείς σχεδόν στό ιδιο κοινό.

Δέ νομίζω πώς ύπάρχει συγγραφέας πού έπιδιώ- κει τίμια έναν τέτοιο τίτλο, κάνοντας καί τήν παρα- μικρότερη ύποχώρηση.

Σ τίς τελευ τα ίες δ εκ α ετ ίες ανα πτύχθ ηκα ν μέσ α μαζικής ένημέρω σης κ α ί πληρ ο φ ό ρ η­σης -π ρ ο π α ν τό ς τό ραδιόφω νο κ α ί ή τη λεό ­ρ α σ η - π ο ύ έξελίχθηκαν σέ σοβα ρούς κοινω­ν ικ ο ύς π α ρ ά γο ν τες , οί όποιο ι έπ η ρ εά ζο νν έντονα κα ί κα θη μερ ινά τή ζωή μας. Π οιά έπ ίδρα ση π ισ τεύ ε τε πώς θά έχει αύτή ή άνάπτύξη στή λογοτεχνία;

Δέν πιστεύω πώς αύτή ή άνάπτυξη μπορεί νά έπηρεάσει σοβαρά τή φιλολογία. Α ντίθετα έδωσε τή δυνατότητα στούς συγγραφείς νά έχουν καινού­ρια έκφραστικά μέσα, άν καί αύτό δέν άλλαξε την κατάσταση τού συγγραφέα, ό όποιος είναι ύποχρεω- μένος νά κάθεται μόνος μπροστά στό τραπέζι του γιά να γράψει. Ε νδεχομένω ς, μέ τά μέσα έπικοινω- νιας ή λογοτεχνία νά κατακτήσει ένα εύρύτερο κοινό. Αύτό όμως δέ σημαίνει πώς ή λογοτεχνία πρέπει νά γίνει έτσι πού νά άρέσει σ' αύτό τό κοινό. Τά μέσα έπικοινωνίας εΐναι λιγότερο έξαρτημένα άπό τό κοινό τους άπ ότι πιστεύουμε. Είναι άπλώς όργανα δίχως νά παράγουν ιδέες. * Εδώ βρίσκεται ό ρόλος τού συγγραφέα. Πρέπει νά ξέρει τί γράφει καί νά έχει ύπευθυνότητα δίχως νά ένδίδει στό κοινό. Δουλεύοντας έτσι πολλές φορές διαπιστώνουμε πώς

αύτό είναι πού περιμένει τό κοινό, χωρίς νά τό ξέρει.

Π οιός ε ίνα ι κα τά τή γνώμη σας ό ρόλος τής κρ ιτικής, κ α ί έσ ε ϊς έπ η ρ εά ζεσ τε άπό ττ)ν κριτική;

Η κριτική πρέπει νά βλέπει κάθε έργο σέ σχέση μέ τήν πρωτοπορία, καί φυσικά δέν πρέπει νά χάσει τή δυνατότητα νά έκπλήσσεται! Δέν πρέπει άπό έναν συγγραφέα ν<̂ περιμένει συγκεκριμένα πράγματα, νά τόν καθίζει σέ μιά θέση καί νά τού κολλάει μιά έτικέττα.

Δέν έπικρίνω ποτέ κάθε τί άρνητικό πού γράφει ή κριτικτί γιά ένα βιβλίο, ιδιαίτερα γιά τά δικά μου βιβλία. Έ κεΐ πού τήν έπικρίνω είναι σέ δ,τι έπαινεί, γιατί ό έπαινός της μού δείχνει τί άπόψεις έχει ή κριτική γιά τή λογοτεχνία.

Σ τή Σ ο υη δ ία τελ ευ τα ία έχει συζη τη θ εί έντα- τικ ά ή ο ικονομ ική κα τά σ τα σ η τού σ υγγρ α ­φ έα κ α ί ένα /ΐέρ ο ς τών συζητητώ ν π ρ ό τε ινε πώ ς οί σ υ γγρ α φ ε ίς π ρ έπ ε ι νά μ ισ θ ο δο το ύν­τα ι ά π ό τό κράτος.

Δέ γνωρίζω τίποτα γιά μιά τέτοια πρόταση, στήν όποία δέ βλέπω ούτε την παραμικρή δυνατότητα νά βρούμε ένα κριτήριο μέ τό όποιο νά μπορέσουμε νά διαπιστώσουμε ποιός είναι συγγραφέας καί ποιός δέν είναι.

Δέν ύπάρχουν γενικά άποδεκτά ποιοτικά κριτήρια γιά τήν τέχνη. Πού νά σταθεί λοιπόν κανείς; Στήν έπιτυχία π ού δέν έχει άνάγκη τήν ποιότητα; "Ενας μεγάλος άριθμός άπό κακούς συγγραφείς είναι έπι- τυχημένοι καθώς τό ίδιο κι άπό καλούς. Πολλοί κακοί συγγραφείς είναι άποτυχημένοι καί βεβαίως πολλοί καλοί δέν μπορούν νά κερδίσουν ούτε τά άπαραίτητα. Τό νά κάνεις τέχνη είναι ριψοκίνδυνο.

Page 8: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε ΣΠ ρ ό σ ω π α

ήταν πάντα καί θά είναι. Δέν πιστεύω πως ένα δημόσιο μίσθωμα θά έξαφανίσει έναν μεγάλο συγ­γραφέα. άλλά ίσως αυτός δέν θά τό αποδεχόταν, γιατί ό συγγραφέας ριψοκινδυνεύει όχι μόνο τήν τέχνη του μά καί τή ζωή του.

Δέν' πιστεύω έπίσης ότι ένα κράτος είναι υποχρε­ωμένο άπό τή φορολογία τών άπλών ανθρώπων νά χρηματοδοτεί τόν κάθε όνειροπόλο.

Σ έ πολλές άναλύσεις έργων χρ ησ ιμοπο ιεί ται σάν κλειδί κατανόησής τους ή προσωπι- Χ7) ζωή τοϋ συγγραφέα.

Νομίζετε πώς αύτή ή μέδοδος είναι σω­στή, ή έχετε τή γνώμη πώς ή ανάλυση

πρέπει νά περ ιορίζετα ι μονάχα στό έργο τής τέχνης;

Αναμφίβολα υπάρχουν έργα πού ή ζωή τού καλλι­τέχνη είναι τό κλειδί τής κατανόησής τους. άν καί πιστεύω πώς ποτέ κανείς δέν κρατά τό κλειδί στά χέρια του.

Γιά τό μεγαλύτερο μέρος τής φιλολογίας ή ζωή τού καλλιτέχνη δέν έχει κανένα ένδιαφέρον. Τι θά μπορούσε νά είναι ένδιαφέρον στή ζωή έξω άπό τά κοινά -"Ερωτας, Πείνα. Πόλεμος, Αγώ νας, Περιπέ­τεια καί Θρησκεία- πού τά ζεί ό συγγραφέας τό ιδιο δπως καί έκατομμύρια άνθρωποι. Ενδιαφέρον είναι πώς τά περιγράφουν δλα τούτα.

Ύ π ά οχο ι* πολλοί συγγράφεις -όπω ς ό Καφκα- πού ή ζωή τους Εξωτερικά, είναι απελπιστικό χοινό-

Ό Κάφχα όμως δέν f γράψε χανένα κοινότυ­πη βιβλίο Ι'ι αύτό είναι έπίσης λάθος, τό συγγρα­φέα νά τόν ταυτίζουμε μέ έναν ήρωα τοϋ βιβλίου του. Είναι κρυμμένος στό βιβλίο του σέ £ * φ ο ρ α σημεία, φιγούρες, σχήματα, κατα μιά έκ δ ο£ ΐ. κρυ- μένος έτσι. πού κι ό ίδιος δέν τό ξέρει ^ρυ,

Τ ό έ ν δ ι α φ έ ρ ο ν γ ι ά τό πρόσω πο του συγγραφέα έχει τήν άφετηρία του στήν άναγκαιότητα έντυπωσι- ασμου. πού δμως δέν έχει απολύτως καμιά σχέση μέ τήν τέχνη.

Μτφρ. άπό τά γερμανικά: ΜΑΚΗΣ ΛΑΧΑΝΑΣ

Θ εω ρία

Ό πολιτισμικός κρατήρας τοϋ μεσοπολέμουΌ πρώτος παγκόσμιος πόλεμος άφησε πίσω του πολλά έκατομμύρια νεκρούς καί ένα πολλαπλάσιο άριθμό άπό τραυματίες καί άνάπηρους. Τό χειμώνα τού 1918 μιά θανατηφόρα έπιδημία γρίπης καί ή πείνα στή Ρωσία καί τήν Κεντρική Ευρώπη, όλοκλή- ρωσαν τήν εικόνα της καταστροφής.

Τά μεγάλα τραυματικά γεγονότα άφήνουν ΐχνη στίς συνειδήσεις τών λαών. Ό πρώτος παγκόσμιος πόλεμος -ή μεγαλύτερη σύγκρουση n°ú γνώρισε ώς τό 1939 ή άνθρωπότητα- σημάδεψε άποψασιστικά όχι μόνο τήν υλική ζωή τών έμπολέμων άλλά καί τήν πνευματική. Τή φωτεινή αύτοπεποίθηση τών Εύρω- παίων, δπως διαμορφώθηκε άπό τά έπιτεύγματσ τής έπιστήμης καί τής τεχνολογίας τού 19ου ai., διαδέχτηκαν ό φόβος καί ή άπαισιοδοξία. Ή πίστη στίς δυνατότητες τής άνθρώπινης λογικής κλονίστη­κε. “Αν ό νους τού ανθρώπου ήταν ικανός νά μεθοδεύσει καταστροφές τέτοιας κλίμακας, τότε πολλοί θεώρησαν δτι έπρεπε νά άναθεωρηθεϊ καί ή έμπιστοσύνη τών λαών στήν άγαθοποιό δύναμη τής αδέσμευτης λογικής. Τό σκληρό μάθημα τού πολέ­μου ώστόοο δέν έκανε πάντοτε σοφότερους τούς πρωταγωνιστές του, άλλά μερικούς πιό φοβισμένους καί άλλους πιό όργισμένους. Ο κόσμος άπό τό 1914 άλλαξε ριζικά τή στάση του πρός τή ζωή καί έκαιγε μιά-μιά τίς γέφυρες πού τόν συνέδεαν μέ τό παρελ­θόν. Τό βίαιο αυτό ξερίζωμα άποδίδουν οί καθρέ­φτες κάθε έποχής -οί τέχνες. Ο χαρακτηρισμός «μοντέρνα τέχνη» χρησιμοποιήθηκε εύρύτατα κατά τή δεκαετία τού 1910 γιά νά προσδιορίσει τόσο τή μορφή τής λογοτεχνίας, τών εικαστικών τεχνών καί τής μοιισικής όσο καί τό περιεχόμενό τους. Ό χαρακτηρισμός δέν προερχόταν μόνο άπό ένα ένο- χλημένο κοινό που θεωρούσε ότι οί καλλιτέχνες μέ τά δυσνόητα έργα τους τό περιφρονούσαν, άλλά καί άπό τούς ίδιους τούς δημιουργούς, πού μέ τόν όρο «μοντέρνα» προσπαθούσαν νά έξηγήσουν ότι έκ- φράζονταν μέ καινούρια γλώσσα, γιατί άπλούστατα ή άνθρωπότητα βρισκόταν σέ μιά κατάσταση χωρίς προηγούμενο στήν Ιστορία.

Είτε ζητούσαν καταφύγιο στόν κόσμο τής έοωτε- ρικής μόνωσης, είτε έργάζονταν γιά τήν καταστροφή τού παλιού συστήματος καί τή δημιουργία νέου, οί περισσότεροι καλλιτέχνες άρνούνταν τήν πραγματι­κότητα όπως ήταν.

Ό Αμερικανός ποιητής T.S. Eliot πολιτογραφή- θηκε Βρετανός καί άναζήτησε στό πολιτισμικό παρελθόν τής Ευρώπης τίς άξιες πού πίστευε ότι είχαν όλότελα χαθεί άπό τήν έποχή του. Τό 1922 έγραψε στό Λονδίνο ένα άπό τά πιό σημαντικά ποιητικά έργα τού εικοστού ai., τήν Έ ρ ημη Χώρα. Πρόκειται γιά μιά ιδιαίτερα δύσκολη δημιουργία, τήν όποια ό άναγνώστης προσεγγίζει μέ τή βοήθεια σημειωσεων τού συγγραφέα. Καθημερινές σκηνές άπό τό Λονδίνο τού 1920-22 άποκτοΐ)ν τή σκοτεινή σημασία ένός πολιτισμού’ ήθικά κατεστραμμένου. Τά πλήθη πού πλανιόνται, λές μέ χαμένο τόν προσα­νατολισμό μέσα στήν ομίχλη, θυμίζουν στόν Eliot τούς νεκρούς πού περιγράφει ό μεγάλος Ιταλός ποιητής τού 13ου αί., Ντάντε, στή Θεία Κωμωδία του:

Ε ξω πραγματική πόληκάτω άπό τήν χα φ ετιά όμίχλη ένός χειμω νιάτικου

πρω ινούένα πλήδος κυλο ύσε πάνω άπό τήν γέφ υρα τού

Λ ονδίνου, τόσοι πολλο ί όέν είχα φ αντα στεί ότι ό δάνα τος είχε ξακάνει

τόσους πολλούς

Τήν προσωπική του σωτηρία καί γαλήνη ό Eliot έξασφαλίζει έπιατρέφοντας στήν πνευματική θαλ- πιυρή ένός πλούσιου εύρωπαικού παρελθόντος, ό ­πως γυρίζει κανείς στό παλιό άγαπημένο του σπίτι,

τό συλλογικό ωστόσο πρόβλημα τών χτυπημένων άπό τή μεταπολεμική κρίση συνανθρώπων του πα­ραμένει γι’ αύτόν άλυτο.

“Ενας άλλος μεγάλος ποιητής, ό Ρώσος Βλαδίμη­ρος Μαγιακόφσκι, παιδί τής Ρωσικής Ε πανάστασης τού 1917, άναζήτησε τή μελλοντική σωτηρία της

Θάνος Βερέμης

άνθρωπότητας στήν άλλαγή καί θέλησε μάλιστα νά μεταφέρει τήν άνατροπή τών παραδοσιακών άξιών καί στό χώρο τού πνεύματος. Μέλος τής «φουτουρι­στικής» σχολής κοίταζε μόνο πρός τό μέλλον καί άρνιόταν ότιδήποτε είχε σχέση μέ τό παρελθόν καί τό συμβιβασμό.

Έγώ όέν έχω μ ιά ν άσπρη τρίχα στήν ψυχή μου κ α ί ο υδέ σταγόνα γεροντίσ τικης ευ γένε ια ς .Μ έ τήν τραχιά κραυγή μ ο υ κεραυνώ νοντας τόν

κόσμο, ώ ραϊος τραβάω, τραβάω, είκο σ ιδύο χρόνω ν Λ εβέντης.

Μετ. Γ. Ρίτσος

11 άνανεωτική όμως φωνή τού» Μαγιακόφσκι βρέθηκε άντιμέτωπη μέ τή νέα ήγεσία, ή όποία, έχοντας πετύχει τήν άνατροπή τού παλιού συστήμα­τος φρόντιζε πιά γιά τήν κατοχύρωση τού καινούρι­ου. Ηταν άκόμα ό έμφύλιος πόλεμος καί οί έκστρα- τεΐες τών δυτικών δυνάμεων έναντίον τού κομμουνι­στικού συστήματος πού έκαναν τήν ήγεσία πιό καχύποπτη καί αύταρχική. “Εχοντας ξεπεράσει τίς πρώτες μεγάλες δυσκολίες οί Σοβιετικοί βρέθηκαν όλότελα άπομονωμένοι μέσα σέ έναν έχθρικό κόσμο καί γΓ αύτό ήταν πολύ λίγο πρόθυμοι νά άφεθούν στούς πειραματισμούς τών νέων ρευμάτων. Οί ζω­γράφοι δπως ό Καντίνσκι, γλύπτες δπω ς ό Gabo καί αρχιτέκτονες δπως Tatlin, πού άποτέλεσαν τή σχολή τοϋ «κονστρουκτιβισμού», δέν κατάφεραν νά όλο-

κ λ η ρ ώ σ ο υ ν στή χώρα τους τό μεταρρυθμιστικό τους όραμα. Καθώς τό κράτος έδραιωνόταν, ή έπισημη τέχνη στή Σοβιετική "Ενωση γινόταν μνημειακή καί δύσκαμπτη. Ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» άπέβλε- πε κυρίως στή διάδοση της κρατικής ιδεολογίας.

Στή Γαλλία τό πολιτικό καθεστώς της δημοκρατίας καί ή παραδοσιακή άνοχή πρός τούς άντιφρονούν- τες διανοούμενους έπέτρεψε μία πιό ελεύθερη ανά­πτυξη τών τεχνών καί τής σκέψης. Η συστηματικό­τερη έπίθεση κατά τής άστικής κοινωνίας προερχό­ταν άπό τούς «σουρεαλιστές» ποιητές καί ζωγρά­φ ο υ ς . ' Ε ξ ε ρ ευ ν ώ ν τ α ς τ ό ν κ ρ υ φ ό κ ό σ μ ο τού ύποσυνειδητού (πού είχε υποδείξει ό πατέρας τής ψυχανάλυσης Φρόυντ) οί σουρεαλιστές ήθελαν νά ταράξουν τούς ικανοποιημένους άστούς, δείχνοντάς τους μιά εικόνα τού έσυτού τους π ού δέν θ ά ήθελαν νά ξέρουν. Ωστόσο ή ποίηση τών σουρεαλιστών συχνά τέρπει μέ τό λυρισμό της περισσότερο άπό δτι σοκάρει μέ τούς τολμηρούς συνειρμούς της.

Σκότω σαν ένα ν άνδρω πο ",Ε ναν άνδρω πο π ο ύ ή τα ν κ ά π ο τε π α ιδ ί Σ ’ ένα μεγά λο τοπ ίο Μ ιά κη λίδα αίμα Σ ά ν ήλιος π ο ύ βασ ιλεύει

Πώλ Ελυάρ

Στή Γερμανία άλλά καί στή βόρεια Εύρώπη ή σχολή ζωγραφικής μέ τή μεγαλύτερη έπιρροή προ­πολεμικά ήταν ό έξπ ρεσ ιονισ μ ός (έξπ ρ έσ ιο ν= έκ - φραση). Ερευνώντας τήν έκφραστική δύναμη τού άνθρώ που στήν πιό άμεση μορφή της οί καλλιτέχνες τής σχολής αύτής άφ έθη καν όλότελα νά όδηγηθούν ά π ό τό σ υ να ισ θ η μ α τ ικ ό τ ο υ ς κ ό σ μ ο . (Edvard Munch, Emil Noldc, Max Beckmann). Ο πόλεμος πραγματοποίησε τήν πιό άμεση έκφραση τής αν­θρώπινης άγριότητας καί έτσι στάθηκε τό άξεπέρα- στο πρότυπο πού έθεσε τέλος στή μεγάλη άνθηση τής σχολής. Ν έες άνάγκες έκφρασης γεννήθηκαν άπό τή δυστυχία καί τά έρείπια π ού άφησε πίσω του. Ό μεταπολεμικός κριτικός ρεαλισμός τών κα­τεστραμμένων Γερμανών, ό ρεαλισμός τού Otto Dix καί τού Georg Grosz, δέν είχε σχέση μέ τή φωτογρα­φική άπεικόνιση τής πραγματικότητας. Πρόκειται γιά μιά σκληρή σατιρική άποκάλυψη τής άνθρώ πι­νης άνοησίας, τής πλεονεξίας, τού έγωισμού καί τού έγκλήματος. Οί καλλιτέχνες αύτοί, άντίθετα άπό τούς προκατόχους τους. πίστευαν δτι είχαν μιά κοινωνική άποστολή καί ένα μήνυμα γιά τήν άνθρω­πότητα: «όχι άλλους πολέμους, όχι άλλη δυστυχία».

Ο ναζισμός πού έπιβλήθηκε τό 1933 άπαγόρεψ ε τά έργα τους γιατί θεω ρούσε δτι έξευτέλιζαν τή δόξα

Αρίας φυλής καί στή θέση τους έπέβαλε νά ζωγραφίζονται καί νά σμιλεύονται νέοι καί νέες σέ υπεράνθρω πες διαστάσεις π ού άντιπροσώ πευαν τά ιδανικά τού έθνικοσοσιαλιστικού πιστεύω. “Ετσι τό όλοκληρωτικό κράτος έπιστράτευσε τήν τέχνη γιά νά προπαγανδίζει τήν ιδεολογία του.

Στήν άρχιτεκτονική, τήν τέχνη π ού έπηρεάζει περισ­σότερό άπό όποιαδήποτε άλλη τό άστικό μας περι­βάλλον, έπιβλήθηκε άνάμεσα στούς δύο πολέμους ένα διεθνές στύλ μέ κοινές έπιρροές ά π ό διάφ>ορες χώρες συγχρόνως. Σ κοπός τής μοντέρνας άρχιτεκτο- νικής τΊταν νά κάνει περισσότερο λειτουργικά τά κτίρια, ωστε νά έξυπηρετούνται κυρίως οί πρακτι- κ Ç ανάγκες τών άνθρώπων. Ομορφιά θεω ρούσαν οι άρχιτέκτονες αύτοί τή λειτουργικότητα καί τήν πρακτικότητα ένός κτίσματος καί όχι τίς περιττές γι_ αυτους συμμετρίες καί διακοσμήσεις. Η χρήση των νέων υλικών, τού τσιμέντου, τού χάλυβα καί τού

Page 9: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε ΣΘεωρία

γυαλιού σέ μεγάλη κλίμακα, μπήκαν μέ την αρχιτε­κτονική αυτή στή ζωή μας. ' Η πιό γνωστή σχολή της «λειτουργικής* αρχιτεκτονικής ήταν τού «Μπάοχα- ο\»ζ* πού ιδρύθηκε άπό τόν Walter Gropius, στη Βαιμάρη τό 1919. Τή σχολή αυτή κατάργησε ό Χίτλερ γιατί δέν έξυπηρετούσε τά μνημειακά του όράματα. Πολλοί άπό τούς κορυφαίους τής σχολής, όπως καί ό ίδιος ό Ιόρυτής της, έγκαταστάθηκαν και έργάστηκαν στίς Η.Π.Α.

Κανένας ισως συγγραφέας τής μεσο πολεμικής Γερμανίας δέν κατανόησε βαθύτερα τόν γεμάτο άντιφάσεις πολιτισμό τής Δημοκρατίας τής Βαΐμά- ρης άπό ότι ό Thomas Mann. Σέ όλο του τό έργο συγκρούονται τά δύο στοιχεία, τού παραλογισμού καί τών ένστικτων άπό τή μιά και τής λογικής καί τού άνθρωπισμού άπό τήν άλλη. Ή ταν γραφτό νά έ π ι κ ρ α τ ή σ ο ί ' ν τελικά στήν πατρίδα του οί δυνάμεις τού σκοταδιού καί τής βίας. Τήν Αμερική τήν αποδίδει καλύτερα ή νέα τέχνη πού γνώρισε έκεί τή μεγάλη της έξέλιξη -ό κινηματογράφος. "Οσοι έχουν δεϊ τίς ταινίες τού Charlie Chaplin είναι δύσκολο νά μ ή ν α ι σ θ α ν θ ο ύ ν μέσα άπό τά κωμικά έπεισόδια τού ήρωα τή μοναξιά καί τή μελαγχολία τών μεγάλων πόλεων, τόν άγώνα γιά τήν έπιβίωση σέ έναν άγνω­στο κόσμο άλλά και τό αισιόδοξο μ ή ν υ μ α ότι τό καλό πάντα θριαμβεύει στό τέλος.

Στόν τομέα τής διανόησης ό διχασμός τής Εύρωπαϊ- κής σκέψης άντιπροσωπεύτηκε άπό δυό σχολές μέ διαμετρικά άντίθετα ένδιαφέροντα. Ο ύπαρξισμός άσχολήθηκε μέ τήν ταυτότητα τού άλ'θρώπου καί τό ήθικό περιεχόμενο τών έπιλογών καί τών πράξεών του. Θέλησε δηλ. νά βοηθήσει τήν άνθρωπότητα νά

βρει μιά ήθική γραμμή πλεύσης μέσα στήν τρικυμία τού εικοστού αί., καί γι’ αύτό κατάφερε ή σχολή αύτή νά έμπνεύσει τή λογοτεχνία άλλά καί νά προκαλέσει τό ένδιαφέρον ένός ευρύτερου κοινού.Ο λογικός θετικισμός άσχολήθηκε άποκλειστικά μέ

τή σχέση τής φιλοσοφικής μεθοδολογίας μέ' έκείνη τών θετικών έπιστημών, θεωρώντας δτι μόνον ή έμπειρική (πειραματική) έπαλήθευση καί ή έπαγω- γική λογική είναι δυνατόν νά μάς όδηγήσουν σέ ούσιαστικές παρατηρήσεις. Γιά τούς άλλους τομείς τής παραδοσιακής φιλοσοφίας, δηλ. τήν ήθική. τή μεταφυσική, τήν αισθητική κ.λ.π. 'ό λογικός θετικι­σμός δήλωσε άναρμοδιότητα. Θέλοντας νά βάλει τάξη στό χάος τής ανθρώπινης σκέψης καί νά ξεκαθαρίσει τίς άρμοδιότητες, τίς δυνατότητες καί τά όρια τής λογικής, άγνόησε όλους τούς τομείς τών συγχρόνων προβλημάτων, πού άν καί βρίσκονταν έξω άπό τά αύστηρά όρια τής έπιστημονικής πρό­σβασης, δέν έπαψαν όμως νά είναι πολύ σημαντικοί γιά τήν άνθρωπότητα.

Η σχολή τού λογικού θετικισμού ιδρύθηκε στή Βιέννη στίς άρχές τού αί.. άλλά σημαντικοί της έκπρόσιυποι έγκαταστάθηκαν μετά τόν πόλεμο σέ άλλες χώρες. Ή σχολή γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στήν ‘Αγγλία, μέ σημαντικότερο έκπρόσωπο τόν Αύστριακό Λούντβιχ Βιτκενστάιν.

Τό έργο πού πρόσφερε τό θεωρητικό πλαίσιο γιά νά έπιβεβαιωθούν οί άνησυχίες πού ήδη ύπήρχαν διά­χυτες σέ όλόκληρη τήν Εύρώπη καί πού διαβάστηκε άπό 100.000 άναγνώστες, ήταν Ή πα ρα κμή τής Δ ύσης τού Γερμανού "Οσβαλντ Σπέγκλερ. Τό βιβλίο κυκλοφόρησε γιά πρώτη φορά τό 1918 καί ύποστή- ριξε ότι ή πτώση τού ευρωπαϊκού πολιτισμού πα­

ρουσίαζε συμπτώματα άνάλογα μέ τήν παρακμή το\" άρχαίου κόσμου. Κάθε πολιτισμός κατά τόν Σπέγ­κλερ γνώριζε τήν άνοιξη, τό καλοκαίρι, τό φθινόπω­ρο καί τό χειμιόνα. Ό χειμώνας τής Εύρώπης θά έρχόταν φέρνοντας τήν τυραννία και; τόν πόλεμο. *Λέν πιστεύουμε στήν έπιβολή τής λογικής πάνω στή ζωή. Αισθανόμαστε ότι ή ζωή Λΐό βασιλεύει πάνω άπό τή λογική». Ή άντιπαράθεση ζωής καί λογικής στήν άπαισιόδοξη φιλοσοφία τής ιστορίας τού Σπέγκλερ είχε τή σημασία μιάς προφητείας πού ό δημιουργός της βοήθησε νά έπαληθευτεί.

Ένώ ό Σπέγκλερ πρόβλεπε τό ζοφερό τέλος τού πολιτισμού, οί μαρξιστές διανοητές τού μεσοπολέ­μου όραματίζονταν πάντα μιά νέα άρχή παρά τίς ιδιαίτερα άντίξοες συνθήκες πού έπικρατούσαν γι αύτούς. Στή Γερμανία ή Ρόζα Λούξεμπουργκ σκο­τώθηκε σέ μιά άπό τίς έξεγέρσεις τού 1919, στήν Ιταλία ό Ά ντόνιο Γκράμσι ρίχτηκε άπό τόν Μουσο- λίνι στή φυλακή τό 1926 καί πέθανε άπό τίς κακου­χίες τό 1937, στή Σοβιετική Ένωση ό Στάλιν κατέ- στρει^ε όλη σχεδόν τήν έπαναστατική γενιά τών Ρώσων κομμουνιστών καί τό 'Ινστιτούτο Κοινωνι­κής “Ερευνας στή Φρανκφούρτη κυνηγημένο άπό τόν Χίτλερ μεταφέρθηκε στίς ΗΠΑ. ‘Από τήν παρά­δοση τής έποχής αύτής ξαναγεννήθηκε μετά τόν πόλεμο ή έπιρροή τού * Ινστιτούτου τής Φραν­κφούρτης, κυρίως άνάμεσα σέ διανοούμενους, ένώ άπό τήν έκδοση τών έργων τής φυλακής τού Γ’κράμ- σι έμπνεύστηκε όλόκληρο τό ιταλικό κομμουνιστικό κίνημα.

________________________________________________ — ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- ---- Β ιο γρ α φ ία

Ή τραγική ζωή τοΰ Μαρσέλ Προύστ

Γεννήθηκε στό τέλος τού πολέμου, στίς 10 Ιουλίου 1871, στό Παρίσι -γιός φημισμένου γιατρού, άστικής οικογένειας. Μήτε όμως ή έπιστήμη τού) πατέρα, μήτε ή τεράστια περιουσία τής μητέρας μπορούν νά σώσουν τήν ύγεία του. Στά έννιά του κιόλας χρόνια ό μικρός Μαρσέλ, τή χάνει γιά πάντα:

Γυρίζοντας άπ’ τόν περίπατο στό δάσος τής Βου- λώνης πιάνεται άπό άσθματικό άγχος. Κι άπό τότε. οί φριχτές αύτές κρίσεις, τού πιέζουν τό στήθος σ' όλο τό διάστημα τής ζωής του, ώς τήν τελευταία του πνοή. "Ολα σχεδόν, άπ’ τά έννιά του χρόνια, είναι άπαγορευμένα: Ταξίδια, ζωηρά παιχνίδια, κίνηση, πάθος, όλα αύτά πού χαρακτηρίζουν τήν παιδική ήλικία. Κι έτσι έμαθε άπό νωρίς νά είναι ενας παρατηρητής, λεπταίσθητος, αίσθαντικός, ευερέθι­στος, ένα παθιάρικο πλάσμα μέ έξαιρετική ύπερευ- αισθησία τών νεύρων καί τών αισθήσεων. Αγαπάει παθολογικά τό ύπαιθρο, μά πολύ σπάνια τού έπι- τρέπεται νά τό χαρε'ι καί ποτέ τήν άνοιξη. Γιατί ή λεπτή σκόνη άπ’ τή γύρη τών λουλουδιών, ή ύγρασία κι ή κυοφορία τής φύσης έπιδρούν παθολογικά στά ύπερευαίσθητα όργανά του. Τού άρέσουν πάρα πολύ τά λουλούδια. Δέν κάνει όμως νά τά πλησιάσει. Κι όταν κάποιος φίλος μπαίνει στό δωμάτιό του μ ένα γαρούφαλλο στή μπουτονιέρα, τόν παρακαλεί νά τό βγάλει άμέσως! Μιά έπίσκεψη σ’ ένα σαλόνι, όπου στό τραπέζι του είναι ένα βάζο μέ λουλούδια, τόν ρίχνει γιά πολλές ήμέρες στό κρεβάτι! Πότε-πό- τε βγαίνει έξω μ’ ένα κλειστό άμάξι γιά νά θαυμάσει πίσω άπ τά κλεισμένα παράθυρά του τ’ άγαπημένα χρώματα, τά νιόβγαλτα μπουμπούκια. Κι άγοράζει βιβλία, βιβλία, βιβλία γιά νά ταξιδέψει μαζί τους στίς χώρες πού δέν μπορεί ποτέ νά φτάσει.

Μιά φορά πήγε ώς τή Βενετία, μιάν άλλη φορά ίσαμε τή θάλασσα. Κάθε τέτοιο όμως ταξίδι τού στοιχίζει πολλή δύναμη. Γι αύτό θά μείνει πιά γιά πάντα στό Παρίσι!

Η άντίληψή του γιά κάθε άνθρώπινη έκδήλωση γίνεται όλοένα καί πιό ντελικάτη. Μιά συνομιλία, ή άγκράφα στά μαλλιά μιάς κυρίας, ό τρόπος πού κάθεται κανείς καί πού σηκώνεται στό τραπέζι, όλα τά πιό λεπτά στολίδια τής κοινωνίας, σφηνώνονται μέ άπαράβλητη σταθερότητα στή μνήμη του. Τό μάτι του, πάντα ξυπνό, άρπάζει, άνάμεσα άπ’ ένα γρήγορο κλείσιμο τών βλεφάρων του, τήν πιό λεπτο­μερειακή κίνηση. Τό ξεκίνημα, ή έναλλαγή, τό στα- μάτημα καί τ άνάλαφρο πέταγμα τών λέξεων σέ μιά συνομιλία, τού μένουν άναλλοίωτα στ’ αύτί, μ' όλες τους τίς άποχρώσεις. Ετσι συγκροτεί, άργότερα, σ’ ένα του μυθιστόρημα, τήν όμιλία τού κόμητα Νορ- πουά* όλάκερες 150 σελίδες καί δέν τής λείπει ή παραμικρή έκφραση κι ή πιό τυχαία κίνηση, καμιά άτολμία ή μεταφορά! Τό μάτι του είναι άγρυπνο καί άεικίνητο, άντικαθιστώντας όλα τ' άλλα κουρασμένα αισθητήρια όργανα.

Στήν άρχή οί γονείς του τόν προόριζαν γιά έπιστή- μονα καί διπλωμάτη. Μά ή άδύνατη ύγεία του τούς χαλά τά σχέδια. Στό κάτω τής γραφής δέν τούς βιάζει τίποτε: Είναι πλούσιοι, κι ή μητέρα του τόν λατρεύει. "Ετσι κυλούν τά χρόνια τού νεαρού Πρού-

Σ τέφ αν Τσβάιχ

στ σέ συναναστροφές καί στά σαλόνια κι ώς τά 35 χρόνια του κάνει μιά γελοία ζωή, άνεργη καί δίχως νόημα, τέτοια πού δέν έκανε ποτέ μεγάλος συγγρα­φέας. Σέρνει τά βήματά του σά σνόμπ σ’ όλα τά κέντρα πού συχνάζουν οί πλούσιοι τεμπέληδες καί τά λένε κοινωνικές συγκεντρώσεις, δέ λείπει άπό ποι>θενά καί τόν προσκαλούν παντού.

Από 15 χρονών τόν βρίσκεις κάθε βράδι σ’ όλα τά σαλόνια, άκόμα καί στά άπρόσιτα, τούτον τόν τρυφερό, δειλό νέο πού λιγώνεται γιά κάθε κοσμι­κήν έκδήλωση, νά φλυαρεί, νά φλερτάρει πότε χαρούμενος καί πότε βαριεστημένος. Ζαρώνει σέ μιά γωνιά, παίρνει μέρος σέ μιά συζήτηση καί, τό πιό παράξενο, ή ύψηλή άριστοκρατία τού Φωμπούρ- Σαίν-Ζερμαίν άνέχεται τούτον τόν άκαθόριστο πα- ρείσακτο.

Καί τό θεωρεί αύτό ό Προύστ σάν τό μεγαλύτερό του θρίαμβο. Γιατί άπό έξωτερική έμφάνιση δέν τά καταφέρνει καθόλου ό νεαρός Μαρσέλ. Δέν είναι

κανένας έξαιρετικά ώραΐος ούτε καί πολύ κομψός, δέν είναι άριστοκράτης, έπιπλέον γιός μιάς ’ Εβραί­ας. Ούτε κι ή φιλολογική του άξια τού προσθέτει σπουδαία πράματα, γιατί τό μικρό του έργο Les plaisirs et les jeux , παρόλο τόν πρόλογο τού Ά νατόλ Φράνς, δέν έχει ούτε μεγάλο βάρος, ούτε έπιτυχία.

Ε κ είνο πού τόν κάνει συμπαθητικόν είναι μονά­χα ή γενναιοδωρία του: Λούζει κυριολεκτικά όλες τίς γυναίκες μέ άκριβά λουλούδια, χαρίζει σ’ όλο τόν κόσμο πολύτιμα δώρα, προσκαλεϊ στό σπίτι του τόν όποιοδήποτε καί τσακίζεται νά καλοπιάσει καί ν' άποχτήσει τή συμπάθεια καί τού τελευταίου βλάκα τής συντροφιάς.

Στό ξενοδοχείο «Ρίτζ» τόν ξέρουν όλοι γιά τά κεράσματά του καί τά καταπληκτικά πουρμπουάρ του. Δίνει 10 φορές περισσότερα άπ’ τούς ' Αμερικά- νους έκατομμυριούχους κι όταν έμφανιστεϊ μονάχα στό χώλ κατεβαίνουν ολα τά ήμίψηλα μέ σεβασμό. Τά γεύματά του ξεχωρίζουν γιά τή σπάταλη πολυτέ- λειά τους καί τήν άσύγκριτην έκλεκτικότητα. Ά π τά πιό φημισμένα μαγαζιά άγοράζει όλων τών ειδών τίς ειδικότητας. Τά σταφύλια άπ’ τή Rive Gauche, τά πουλερικά άπ’ τό Κάρλτον καί τά «πρώιμα» τά παραγγέλνει στή Νίκαια. Υ ποχρεώ νει έτσι καί σκλαβώνει «Tout Paris», μ ’ εύγένεια καί προθυμία, χωρίς ποτέ ό ίδιος νά ζητήσει έναντι.

Αλλά περισσότερο κι άπ’ τά χρήματά του σκορπά άσυλλόγιστα στόν κύκλο του, έκείνο πού νομιμοποι­εί τήν παρουσία του σ’ αύτή τήν καλή κοινωνία, είναι ό παθολογικός σχεδόν σεβασμός πού δείχνει στούς κανόνες της, ή ένθεη προσήλωσή του στήν έτικέττα, ή σημασία πού δίνει σέ κάθε κοσμικό, σέ όλες τίς γελοιότητες της μόδας. Σάν ιερό καί όσιο τιμά τόν άγραφο νόμο πού ρυθμίζει τίς σχέσεις τής άριστοκρατίας: Μέρες όλάκερες τόν άπασχολεΐ τό πώς πρέπει νά στρώνεται ένα τραπέζι, γιατί ή Πριγκίπισσα X. ¿τοποθέτησε τόν κόμητα Ε. στό τέλος τού τραπεζιού καί τό βαρώνο R. στήν άρχή; Κάθε άπρεπο, καί τό παραμικρότερο σκάνδαλο τόν έκνευρίζει καί τόν άναστατώνει σά νά πρόκειται γιά μιά παγκόσμια καταστροφή. Ρωτά 15 άνθρώπους πώς διοργανώνει τά γεύματά της ή κόμισσα Μ. ή γιά ποιό λόγο κάποια άλλη άριστοκράτισσα έκάλεσε τόν κ. F. στό θεωρείο της. Καί μ’ αύτή τήν παθολογική προσήλωση σ’ όλα τούτα, μέ τό νά παίρνει στά σοβαρά καί τό πιό τιποτένια πράματα -π ο ύ στό τέλος έφτασε νά έπηρεάσει καί τά βιβλία το\>- κερδίζει κι αύτός μιά θέση δασκάλου έπί τής έθιμο- τυπίας άνάμεσα στό γελοΐον αύτό καί έπιπόλαιο κόσμο. Δεκαπέντε όλάκερα χρόνια τό ένοχο αύτό πνεύμα, μιά άπ’ τίς πιό δυνατές μορφές τής έποχής μας, κάνει τήν πιό άνούσια ζωή μέ άργόσχολους καί άριβίοτες. ' Εξουθενωμένος καί φλογισμένος άπ' τόν

Page 10: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Α ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε ΣΒ ιο γ ρ α φ ία

πυρετό κείτεται την ήμέρα στό κρεβάτι καί τό βράόι τρέχει μέ τό φράκο άπό συγκέντρωση σέ συγκέν­τρωση, ξοδεύοντας άνόητα τόν καιρό του σέ προ­σκλήσεις, γράμματα καί διάφορα ιδρύματα, σάν τόν πιό περιττόν άνθρωπο μέσα στόν καθημερινό τούτο χορό τής ματαιότητας. Παντού τόν δέχονται μ εύχαρίστηση. χωρίς όμως καί νά του δίνουν σημα­σία. Πραγματικά δέν είναι παρά ένα φράκο κι ένας άσπρος λαιμοδέτης ανάμεσα στ άλλα φράκα καί τούς άσπρους λαιμοδέτες.

Τό μόνο πού τόν ξεχωρίζει άπ τούς άλλους είναι μιά μικρή έδήλωση: Κάθε βράδι πού γυρίζει στό σπίτι του καί πέφτει στό κρεβάτι, άνίκανος νά κλείσει μάτι ̂ γράφει πάνω σέ μικρά χαρτάκια ό,τι έζησε, ό,τι είδε, δ,τι ακούσε. Μέ τόν καιρό τά γραφτά γίνονται πιό μεγάλα, πιό ταχτικά καί τά φυλάει σέ μεγάλους φακέλους. Κι όπως ό Σαίν-Σι- μόν, φαινομενικά ένας κούφιος αύλικός στό περι­βάλλον τού βασιλιά, μά στά κρυφά ένας παρατηρη­τής καί κριτής μιάς όλάκερης έποχής, έτσι κι ό Μαρσέλ Προύστ καταγράφει σέ σημειώματά του την κουφότητα καί μηδαμινότητα αυτής τής παρισινής ζωής, παρατηρήσεις καί διάφορα σκίτσα, πού θά τόν βοηθήσουν Ισως κάποια μέρα νά φορμάρει τό έφήμερο σέ αιώνιο.

Καί τώρα μιά έρώτηση γιά τόν ψυχαναλυτή: ποιό είναι τό πρωταρχικό κίνητρο; Ό Μαρσέλ Προύστ κάνει τούτη τήν όνούσια ζωή τού άργόσχολου κο­σμικού 15 όλάκερα χρόνια, άνίκανος γιά έργασία κι άρρωστος, μόνο άπό μιάν έσωτερική εύχαρίστηση; Κι αύτές οί σημειώσεις του είναι κάτι τό πάρεργο, μιά τελευταία άπόλαυση άπ τή σύντομη διάρκεια αύτού τού ξεθυμασμένου κοινωνικού παιχνιδιού; “Η μήπως πηγαίνει στά σαλόνια σά χημικός στό έργα- στήριό του, σά βοτανολόγος στούς άγρούς, γιά νά μαζέψει ύλικό γιά ένα μεγάλο καί πρωτότυπο έργο; Υποκρίνεται ή είναι ειλικρινής; Είναι άξεχώριστο

μέλος τής στρατιάς τών άργόσχολων κοσμικών, ή σπιούνος πού τρύπωσε άναμεσά τους άπό έναν άλλον άνώτερο κόσμο; Συμμετέχει στή ζωή αυτή άπό εύχαρίστηση ή άπό ύπολογιομό; Τούτη ή π α θο­λογική άφοσίωσή του στην έθιμοτυπία, είναι γι' αύτόν πραγματική άνάγκη, ή άξιοθαύμαστη υποκρι­σία παθολογικού μελετητή!

Δέν άποκλείεται νά κυριαρχούσαν μέσα του καί τά δυό αύτά στοιχεία τόσο τέλεια καί μαγικά άνακα- τεμένα, πού ποτέ δέ θά έκδηλωνότανε ή καθάρια φύση τού καλλιτεχνικού του έγώ, άν δέν τόν άπο- σπούσε βίαια τό σκληρό χέρι τής μοίρας άπ τό νωθρό καί χωρίς νόημα τούτον κόσμο καί δέν τόν τοποθετούσε στή μοιραία, σκοτεινή σφαίρα τού δικού του κόσμου, π ού φωτιζόταν πότε-πότε άπό ένα έσωτερικό φώς.

Γιατί ξαφνικά ή σκηνοθεσία άλλάζει. Τό 1903 πεθαίνει ή μητέρα του καί λίγο άργότερα οί γιατροί διαπιστώνουν ότι ή άρρώστια του είναι άνίατη κι όσο πάει θά χειροτερεύει. Κι έτσι ό Μαρσέλ Προύστ μ ένα ξαφνικό σάλτο περνάει σ’ έναν άλλο τρόπο ζωής: Κλείνεται στό καταφύγιό του. στό βουλεβάρτο Χόασμαν καί σέ μιά βραδιά μεταβάλλεται άπό άργό-

σχολος κοσμικός σ’ έναν άπό τούς πιό σκληρούς κι άκαταπόνητους δουλευτές τής τέχνης στήν έποχήμας·

Ά π ό ταχτικός θαμώνας τών διασκεδάσεων, ρίχνε­ται στήν πιό μονότονη αύτοσυγκέντρωση. Η εικόνα πού παρουσιάζει ό μεγάλος αύτός ποιητής είναι τραγική: “Ολη τή μέρα στό κρεβάτι, τρέμει άπ* τό κρύο τό άδύναμο, άρρωστο καί ταλαιπωρημένο άπ τούς σπασμούς κορμί του. Φοράει τρία έσώρουχα τό να πάνω στ' άλλο, μπαμπακωτά έπιστήθια, χοντρά

γάντια -κι άκόμα κρυώνει, κρυώνει. Τό τζάκι διαρ­κώς άναμμένο, τό παράθυρο δέν άνοίγει ποτέ, γιατί οί λιγοστές φτωχές καστανιές έξω στή λεωφόρο τού κάνουν κακό έστω καί μέ τό άδύναμο άρωμά τους (πού κανένα στήθος στό Παρίσι δέ νιώθει τή μυρου­διά τους!). Κείτεται σάν πτώμα κουλουριασμένος στό κρεβάτι κι άνασαίνει μέ δυσκολία μέσα στή Φορτωμένη άπό τά φάρμακα άτμόσφαιρα. Ά ρ γά τό βράδι σηκώνεται γιά νά άντικρύσει, έπιτέλους, λίγο φώς, λίγη κίνηση, τήν άγαπημένη του άτμόσφαιρα τής κομψότητας, μερικά πρόσωπα τής άριστοκρατί- ας. Ο υπηρέτης τού φοράει μέ. δυσκολία τό φράκο, τόν τυλίγει στά μάλλινα καί τού σκεπάζει τό παρα- φουσκωμένο σώμα μέ γουναρικά. Πηγαίνει στό Ritz γιά νά κουβεντιάσει μέ δυό-τρείς γνωστούς του, νά ίδεί στήν άποθέω σή του τόν κόσμο του, τήν πολυτέ­λεια. Μπροστά στήν πόρτα περιμένει τό άμάξι του. τόν περιμένει όλη τή νύχτα καί τόν ξαναφ-έρνει π εθαμ ένο άπ' τήν κούραση στό σπίτι του. Ό Μαρσέλ Προύστ δέ συχνάζει πιά σέ συντροφιές. Πηγαίνει δμως μιά καί τελευταία φορά: Τού χρειά­ζονται γιά τό μυθιστόρημά του οί λεπτομέρειες στις κινήσεις κάποιου σπουδαίου άριστοκράτη. "Ετσι σύρθηκε ώς τό σαλόνι τού Χέρτσοκ φόν Σαγκάν, γιά νά μελετήσει πώς φοράει τό μονόκλ του. Κι άκόμα μιά φορά πάει στό σπίτι μιάς περίφημης κοκκότας, γιά νά τήν ρωτήσει αν έχει άκόμα τό καπέλο ποα!> φορούσε πρίν άπό 20 χρόνια στό δάσος τής Βουλώ- νης. Τό χρειαζόταν γιά νά περιγράψει τήν Odette. Κι άπογοητεύεται όταν τήν άκούει νά τού λέει μέ ειρωνικό γέλιο πώς τό χάρισε άπό καιρό στήν ύπηρέτριά της.

Από τό Ritz τό άμάξι φέρνει τόν μισοπεθαμένο Προύστ στό σπίτι. Δίπλα στό τζάκι πού καίει χωρίς διακοπή κρεμασμένα τά νυχτικά του καί τά έπιστή­θια. Είναι καιρός τώρα πού δέν μπορεί νά άκουμπή- σει στό κορμί του κρύα έσώρουχα. Ό ύπηρέτης τόν ντύνει καί τόν φέρνει στό κρεβάτι. Κι έκεί πάνω γράφει τό μεγάλο μυθιστόρημά του Ά π ο ζη τώ ντα ς τό χα μ ένο κα ιρό .

Τό έργο τό άρχισε τό 1905 καί τό 1912 τό λογαριάζει γιά άποτελειωμένο. Στήν άρχή φαίνεται νά περιλαβαίνει 3 χοντρούς τόμους μά άργότερα, μέ τή συνέχισή του κατά τήν έκτύπωση, έφτασε τούς 10 τόμους.

Τώρα τόν βασανίζει τό πρόβλημα τής διάδοσης καί κυκλοφορίας του. Ό Μαρσέλ Προύστ, ό σαραν­τάρης, είναι ένας άγνωστος συγγραφέας. Καί κάτι χειρότερο άκόμα: όχι τόσο άγνωστος όσο άνυπόφο- ρος. Αύτό θά πει στή λογοτεχνική γλώσσα, πώς δέν έχει καλή φήμη. Ό Μαρσέλ Προύστ, αύτός ό σνόμπ τών σαλονιών, αύτός ό μικροσνγγραφέας τής κοσμι­κής κίνησης, πού τού δημοσιεύει π ότε-πότε ό Φιγ- κα ρό κανένα άνεκδοτάκι γύρω άπό τά σαλόνια, (καί τό άπληροφόρητο άναγνωστικό κοινό διάβαζε, χω­ρίς τύψεις, άντί Μαρσέλ Προύστ - Μαρσέλ Πρεβώ!). Ά π ό τούτον λοιπόν δέν μπορεί νά περιμένει τό κοινό τίποτα καλό. Κι ό συγγραφέας, γι' αύτό ξέρει πώς δέν έχει νά περιμένει τίποτε άπό τόν κανονικό δρόμο. Βάλθηκαν, λοιπόν, μερικοί φίλοι νά έπιτύ- χουν τήν έκδοση τού μυθιστορήματος, χάρη στίς κοινωνικές του σχέσεις: Έ νας ύψηλός άριστοκράτης προσκαλεί στό σπίτι του τόν Ά ντρ έ Ζίντ, διευθυντή τής Nouvelle revue Française καί τού δίνει τό χειρό­γραφο. Ά λλά τό έργο τούτο, δέν δέχεται νά τό δημοσιέψει. Τό ίδιο κάνει καί ό Mercure de France κι ό Ollendorf. Στό τέλος βρίσκεται κάποιος θαρραλέος πού άποτολμάει τήν έκδοση. Αύτό, όμως, γίνεται μετά ά πό δυό χρόνια, τό 1913. Ω σπου νά έκδοθεί ό πρώτος τόμος καί τή στιγμή πού ή έπιτυχία ξανοίγει τά φτερά της, ξεσπάει ό πόλεμος καί τού κόβει τήν πτήση.

άνθρώπινο κουρέλι, μιά τρεμάμενη σκιά, ένας κακό- μοιρος άρρωστος, πού προσπαθεί νά συγκεντρώσει τίς δυνάμεις πού τού άπομένουν. μόνο και μόνο για νά χαρεί τήν έκδοση τού έργου του. Εξακολουθεί νά σέρνεται τά βράδια στό Ritz. Εκεί, σ τ* σαλόνι ή στό θυρωρείο, κάνει τίς τελευταίες δ ι α ρ κ ε ί ς του βιβλίου, γιατί στό σπίτι, στό κρεβάτι, νιώθει τόν έαυτό του κλεισμένο σέ τάφο. Μονάχα έδώ, μέσα στήν άγαπημένη του άτμόσφαιρα τής κοσμικής κί­νησης, άναζωογονούνται οί λιγοστές του δυνάμεις, ένώ στό σπίτι ξαπλώνει μέ σπασμένα τά Φ ^ρά. Πέφτει έξουθενω μένος άπό τά ναρκωτικά κι άλλοτε πάλι τονώνεται μέ καφεΓνη γιά νά κουβεντιάσει λιγη ώρα μέ τούς φίλους του, ή γιά νά συνεχίσει τήν έργασία. Η κατάστασή του χειροτερεύει όλοταχως. Αύτός ό αΙώνιος τεμπέλης, δουλεύει τώρα όλοένα καί πιό πυρετώδικα, μέ πραγματική άπληστια, μόνο καί μόνο γιά νά προσπεράσει τό θάνατο. Δέ θέλει νά βλέπει πιά τούς γιατρούς. Π όσο τόν βασάνισαν! Καί ποτέ δέν τόν βοήθησαν. Έ τσι άμύνεται μοναχός του καί τόν βρίσκει ό θάνατος στίς 18 τού Ν οέμβρη στά 1922.

Τίς τελευταίες μέρες, παρόλο π ο ύ είναι ένα πτώμα χωρίς πνοή, άντιμετωπίζει τό ά να πόφ ευκτο μέ τό μοναδικό όπλο τού καλλιτέχνη: τήν παρατήρηση. Α να λύει τόν ΐδιο τόν έαυτό του, τήν πορεία τής κατάστασής του, ήρωικά καί ψύχραιμα, ώς τήν τελευταία στιγμή. Καί τούτες οί σημειώσεις του θέλει νά τόν βοηθήσουν γιά νά δώσει πιό πλαστικά τό θάνατο τού ήρωά του Βερτότ, μέ περισσότερην άληθοφάνεια, θά μπορέσει έτσι νά προσ θέσει μερι­κές πιό έσώψυχες λεπτομέρειες, έκείνες τίς τελευ­ταίες πού δέν μπορούσε νά τίς ξέρει ένας ποιητής καί τίς ξέρει μόνο ό έτοιμοθάνατος. Κι ή τελευταία του κίνηση είναι κι αύτή μιά παρατήρηση: Πάνω στό κομοδίνο τού π εθαμ ένου , λερωμένο ά πό τά γιατρι­κά, βρίσκουν τίς τελευταίες λέξεις πάνω σέ ένα κομμάτι χαρτί, πού μόλις μπορείς νά τίς διαβάσεις, γιατί γράφτηκαν μέ ξυλιασμένα χέρια. Σημειώσεις γιά έναν καινούριο τόμο, π ού θέλει χρόνια γιά νά γραφεί, ένώ έκεινού μονάχα λίγες στιγμές τού μέναν άκόμα. “Ετσι έξευτέλισε κατάμουτρα τό θάνατο. Τελευταία ύπέροχη χειρονομία τού καλλιτέχνη, πού ένίκησε τό φ όβο τού θανάτου, γιατί τόν ύπόταξε στήν παρατήρησή του.

Μτφρ. ΜΑΡΙΑ-ΛΟΥΤ ΖΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ

Μετά τόν πόλεμο, όταν πιά είχαν έκδοθεί πέντε τόμοι τού έργου, ή Γαλλία κι ή Εύρώπη άρχίζουν νά προσέχουν τούτο τό πιό ιδιόρρυθμο έργο τή ς έπο ­χής μας. Αλλά ή δόξα πού τώρα όνομάζεται Μαρσέλ Προύστ. άπό καιρό δέν έχει άπομείνει παρά ένα

εκδόσεις οδυσσεαςΤΣΑΡΑΣ

ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙΤαχυδρομείο

ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ

Ιστορίες μιάς Θαμμένης ζωής

ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΝΤΕΤΙ

Ή άνακωχή

ΑΟΥΓΚΟΥΣΤΙΝ ΓΚΟΜΕΖ ΑΡΚΟΣΤό σαρκοβόρο αρνί

ΓΙΑΝ ΒΑΪΣΤό σπίτι μέ

τά χίλια πατώματα

ΤΖΟΤΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤΟ τυφώνας

ΧΟΥΑΙΟ ΚΟΡΤΑΖΑΡΉ δεσποινίς Κόρα

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣΣΟΛΩΝΟΣ 116 - ΑΘΗΝΑ - ΤΗΛ. 36.19.724

Page 11: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Ά λέξης Τραϊανός, δύο χρόνια αττό τόν τραγικό θά να τό του

Π ρ ό σ ω π α ___________________________________________ π __________________________________ ΓΡΑΜ ΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ

Τό πο ίημα τον κ ν μ α το ν μοιάζει μ έ σνγγενάδι.Κι α ν τό χ ε ι μανα θάλασσα και όράκον δνναμαρι, τή λ έ τ ε μ έσ ' ατό στήθος άγρια καρδιά.Κ ι’ α ντό χει μάνα ά π ό νερό κα ί μάνα απ ό α ιμ α κι' α κ ρ ο π α τε ί στόν κ\>κλο τό ν τρ ισκόταδο τή ς έμορφης γεω μ ετρ ία ς τό ν Αδη.

ποιητές καί τούς μπίτνικς (κυρίως άπό τόν Μ πουκόφσκι). Ιδιαίτερη είναι ή σχέση του μέ τήν Πλάθ, κάτι πού διακρινόταν ήδη άπό τό προηγούμενο βιβλίο του. Οί επιδράσεις όμως αύτές είναι άπόλυτα άφομοιω μένες, άφού

όμως, ό τρόπος διάταξης των στίχων άλλαζε ι. όπως έπίσης καί ό τρόπος λειτουργίας τών λέξεων. Στόν Τραϊανό άρέσει τώρα ή δημιουργία παρηχήσε­ων, λεκτικών παιχνιδιών, άναλογιών πού λειτουργούν μουσικά. Ο φίλος

Ό Αλέξης Τραϊανός γεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη στίς 20 Οκτωβρίου 1044- μιά άπό τίς τελευταίες κατοχικές μέρες της πόλης. Σ' ένα ποίημά του άναφέρεται στό γεγονός αύτό: «Πλη­ροφορίες μέ φέρνουν/Στην πρώτη μέ- QC τής ζωής μου/Πού κύλησε τόσο άποστειρωμένη/· Ανάμεσα σέ ζαχαρένι­ες νοσοκόμες/Κ αί κατοχικά μωρά» (βλ. Ποίηση 79. «Έγνατία», σελ. 122- 124). Στό ΐδιο ποίημα μιλάει γιά *έκεϊ- νο τό στρατιωτικό άπόγεμα* ύπονοών- τας τά πολεμικά περιστατικά τής έπο- χής έκείνης στή Θεσσαλονίκη (οί Γερ­μανοί έφυγαν άπό τήν πόλη στό τέλος τού Οκτωβρίου). Νομίζω ότι μέ τούς στίχους αύτούς θέλει νά συνδέσει τίς ρίζες καί τήν αύγή τής ζωής του μέ μιά άπό τίς πιό σκοτεινές περιόδους τής ιστορίας μας. Τό οικογενειακό του ό­νομα είναι Ά λέκος Ζαβατάρης. Ο πα­τέρας του, συνταξιούχος σήμερα, έργά- σθηκε ώς διοικητικός υπάλληλος στόν Ο.Τ.Ε - λόγω μετάθεσής του στήν Ξάνθη ό ποιητής έζησε τά τελευταία έφηβικά του χρόνια στήν πόλη αύτή, όπου έγραψε καί τά πρώτα του ποιή­ματα. Στή Θεσσαλονίκη έλαβε πτυχίο άπό τή Σχολή Οικονομικών καί Πολιτι­κών 'Επιστημών τού Πανεπιστημίου. Ε π ίσ η ς, παρακολούθησε μαθήματα 'Αγγλικής Φιλολογίας. ‘Υπηρέτησε τή στρατιωτική του θητεία άπό τό 1970 ΐσαμε τό 1972 σέ διάφορες πόλεις καί ένα μέρος στή Αθήνα, όπου είχε έγκα- τασταθεί (άπό τό 1965) ή οίκογένειά του. Τό 1969 παντρεύτηκε άλλά ό γάμος του διαλύθηκε ύστερα άπό τρία χρόνια. Τό 1969 δημοσιεύθηκε ή μετα­φραστική του έργασία 'Ανθολογία Ν έ­γρων Ποιητών («Έγνατία», β' έκδ. 1973). Οί πρώτες γνωστές δημοσιεύ­σεις ποιημάτων του χρονολογούνται άπό τό 1971 στά περιοδικά Ν έα Π ο­ρεία (τεύχη 195-196) καί Τράμ (τεύχη 1 καί 5). Μέ τό τελευταίο περιοδικό συνεργάσθηκε στενά καί στά έπόμενα χρόνια μέ ποιήματα καί μεταφράσεις. Τό 1973 διορίσθηκε διοικητικός ύπάλ­ληλος στήν Υπηρεσία Πολιτικής Αε­ροπορίας ( Άερολιμενικός) στό Αερο­δρόμιο τής Θεσσαλονίκης. Τόν ίδιο χρόνο δημοσίευσε τήν πρώτη ποιητική συλλογή του (έκδόσεις «Τράμ», προμε- τωπίδα Ά . Ίσαρη). Στή συλλογή αύτή είναι φανερές έπιδράσεις άπό τόν "Ελι- οτ, τόν Σεφέρη καί τούς λεγόμενους ούσιαστικούς ποιητές τής Θεσσαλονί­κης (κυρίως άπό τόν Γ. θεμελη). Τό 1975 δημοσιεύει τή δεύτερη συλλογή του Ή Κ λεψ ύδρα μέ τίς Σ τάχτες («Έγνατία»). Διακρίνονται τώρα οί έ- πιδράσεις του άπό τήν ύποστασιακή φιλοσοφία καί άπό συγγραφείς πού έχουν άμεση σχέση μέ τόν προβληματι- σμό της - αύτό είναι κάτι πού ό ποιη­τής τό γνωρίζει καλά (βλ. τό γράμμα του στόν Α. Ζήρα). Τήν ίδια έποχή γνωρίζεται καί κάνει παρέα μέ τούς λογοτέχνες τής όμάδας τού περιοδικού Τράμ , ένώ κατά διαστήματα ταξιδεύει στήν Αθήνα όπου μένουν οι γονείς καί ό άδελφός του. Στά ταξίδια του αύτά έπισκέπτεται τό έξοχικό σπίτι τής οίκογένειάς του στούς 'Αγίους Α­ποστόλους Αττικής, όπου έχει γράψει καί όρισμένα ποιήματά του. Ά π ό τό 1975, ίσως καί νωρίτερα, άσχολείται μέ τή μετάφραση ποιημάτων μεταπολεμι­κών Αμερικανών ποιητών. Η έργασία αύτή κυκλοφορεί τό 1979 (έκδ. ΑΣΕ Θεσσαλονίκης) μέ τίτλο Μ εταπολεμι­κή Α μερ ικα νικ ή Ποίηση καί έκτός άπό τίς μεταφράσεις περιέχει καί μιά

Ν.Δ.ΚΑΡΟΥΖΟΣ

έκτεταμένη είσαγωγή στά μεταπολεμι­κά ρεύματα τής άμερικανικής ποίησης (έδώ είναι φανερή ή προτίμηση του στή Σ. Πλάθ καί τόν Μπουκόφσκι). Ή τρίτη ποιητική του συλλογή: τό Δ εύτε­ρο Μάτι τον Κύκλωπα/οαηΜΓροεηΐϊ (« Έγνατία/Τράμ». 1977), άποτελεϊ ένα σταθμό στήν ΐσαμε τότε έργασία του. Είναι φανερές τώρα οΐ έπιδράσεις άπό τούς Α μερικανούς «έξομολογητικούς»

Ε πιμέλεια παρουσίασης: Σ τέφ ανος Μ πεκα τώ ρος

έκφράζουν καί συγγένειες στήν ιδιο­συγκρασία. τή διάθεση καί τή στάση άπέναντι στή ζωή. Ο Τραϊανός, όμως, άντίθετα άπό τούς Α μερικανούς μπίτ καί σύμφωνα μέ τήν παραδοσιακά έλ- ληνική άνάγκη γιά μορφή, δίνει ιδιαίτε­ρη προσοχή στήν άρχιτεκτονική καί τό λεξιλόγιο τών ποιημάτων του. πράγμα πού είναι φανερό άπό τήν πρώτη κιό­λας συλλογή - στήν τρίτη του συλλογή,

Γ

Ν ά σέ πά ρει γιά μ ιά ακόμα φορά ή νύχταΓιά μ ιά άκόμα φορά ό ούρανός τών πραγμάτω νΝ ά μαζέψ ει έρ είπ ια ματιώνΤό άτέλειω το α ίμα κα ί τήν ατέλειω τη θάλασσαΔική μο ν χίμαιραΠάθος νυχτερινό

14. 6. 73

Μ έσα στόν κόκκινο ούρανό Μ ές στόν έγκέφ αλο τού ποιητή Τίς φ λέβες του άνοιξε Τό γυμνό φ εγγάρι

Τά χέρ ια μου μάζεψ αν σκόνη Τοπία πετρω μένω ν πραγμάτω ν Β αριές σκ ιές του θανάτου

24. 6. 73

24. 6. 73

Είναι τώρα π α ντο ύ τούτοΜ ές στήν α ιφ νίδ ια μεταμόρφω σηΤού α ίμ ατος σέ ήχοΔέ φ τα ίει κα νείς π ο ύ ύ π ά ρ χο υν όλαΓιά νά μ ά ς δ ίνοντα ι μ ές στήν π α ρ α φ ο ρ άΕ ν ό ς πο ιήμ α το ς π ο ύ είναι παίκτου

24. 6. 73

Μή θλίβεσαιΕ ίναι νύχτα σ τεγνή τού Ίο ύνη Κι ή θάλασσα ύπ άρχειΜ ές στή γαλάζια λάμ πα σου π ο ύ τα ξ ιδ εύε ιΠ ερα σμένες ζωέςΤήν άνάμνηση άπαγχονισμένη

24. 6. 73

"Α δεια δω μάτια π ο ύ σού θυμ ίζουν τό τίπ ο τα Δίχως άνθρω ποΚι όμως ό άνθρω πος έκ ε ϊ ’ταν Σ ά ρ κα κλειστού ανέμου Λ ουλούδι άνθ ισμένο σέ γυμνό τοίχο Τώρα κ α ί π ά ντα

2. 1. 74

[Στίς άρχές τού 1980 ό ποιητής χάρισε, μέ ιδιόχειρη άφιέρωσή του στην κυρία Ντόζη Γιούλη ένα δακτυλόγραφο άποτελούμενο άπό δεκαπέντε μικρά άτιτλα ποιήματά του τά όποΐα, όπως φαίνεται άπό τίς χρονολογίες τους, είναι γραμμένα πιθανότατα λίγο πρίν καί λίγο μετά τήν έκδοση τής πρώτης συλλογής. Ο Τραϊανός δέν τά δημοσίευσε ίσως έπειδή είχε ήδη περάσει σέ μιά ώριμότερη φάση, γράφοντας τά ποιήματα τής δεύτερης συλλογής, πού έπρόκειτο νά κυκλοφορήσει μετά άπό δύο χρόνια (τά περισσότερα άπό τά ποιήματα τής συλλογής αύτής είναι γραμμένα μετά τόν Οκτώβριο τού 1973). Μ πορεί εύκολα νά προσέξει κανείς δτι τά ποιήματα αύτά είναι πολύ κοντά στό κλίμα καί τόν τρόπο γραφής τής συλλογής Οί Μ ικρές Μ έρες («Τράμ», 1973). Τά ποιήματα μάς παραχωρή- θηκαν άπό τήν κυρία Γιούλη καί μερικά άπ* αύτά δημοσιεύονται έδώ μέ τήν άδειά της. Σ.Μ.).

του Ά . Βιστωνίτης γράφει ότι στήν καθημερινή του ζωή «¿ξευτέλιζε χαιρέ­κακα τή γλώσσα μισογελώντας, κάνον­τας άπίθανες μεταθέσεις, μυκτηρίζον­τας τή σοβαρότητά της κι ήταν σάν νά έπαιρνε τήν έκδίκησή του γιά τόν κό­σμο πού άντιπροσώπευαν οί λέξεις» (βλ. Χ ρονικό '80, σελ. 118). Οί πειρα­ματισμοί του αύτοί είναι, νομίζω, συνέ­πειες ένός πιό άδυσώπητου τώρα προ­βληματισμού του έπάνω στό μηδέν καί στό θάνατο, στήν έλλειψη αυθεντικό­τητας στή ζωή - θεμάτων πού όπωσδή- ποτε έχουν άμεσες έπιπτώσεις έπάνω στήν ποιητική γραφή καί στή γλώσσα. Ά π ό τήν προμετωπίδα τού βιβλίου του προετοιμάζει τόν άναγνώστη του μέ δύο άποσπάσματα άπό τά «Κείμενα γιά τό τίποτα» τού Μ πέκετ (βλ. Σ π ε ί­ρα, τ. 1, Μάρτης 1975, μετ. "Αρη Μπερλή). Επίσης ή σημασία πού άπο- δίδει στή μουσικότητα τής ποιητικής του άρχιτεκτονικής πρέπει νά προέρ­χεται άπό τή μεγάλη άγάπη του στή σοβαρή μουσική γιά τήν όποία είχε πολλές γνώσεις. Στά ποιήματά του ά- ναφέρει τόν Μάλερ, τόν Μ πετόβεν, τόν Βιβάλντι, τή γαλλική προκλασική μουσική, τόν Σούμαν, τόν Μ προύκνερ, παραπέμπει στόν Βάγκνερ. ένώ άπό τό γράμμα του π ού δημοσιεύεται έδώ φαίνεται ότι γνωρίζει τό έργο τού Μπάχ καί τίς καινοτομίες τής σειραϊ- κής μουσικής τού Σένμπεργκ καί τών μαθητών τον» Μπέργκ καί Βέμπερν. Είναι γνωστό, τέλος, ότι είχε πλούσια δισκοθήκη.

Στά τέλη τού 1979 άποφάσισε νά παντρευθεί μέ τή δημοσιογράφο κυρία Ντόζη Γιούλη· είχε καθορισθεΐ μάλι­στα καί ή ήμερομηνία τού γάμου (8

Ιουλίου 1980). Μολονότι άγαπούσε πολύ τή γενέτειρά τοι». μέ τήν όποία τόν συνέδεαν τά παιδικά του χρόνια (ή «ιερή περιοχή τών ριζών», όπω ς τά όνομάζει) ζητά τή μετάθεσή του στήν Α θ ή να καί κατεβαίνει στά τέλη Ία- νουαρίου 1980. Μένει στή Νέα Σμύρνη καί άρχίζει νά έργάζεται στό αεροδρό­μιο τού Ελληνικού. Έντωμεταξύ στήν Α θ ή να συναντά ποιητές τής γενιάς του. Τό πρωί τής 7ης Μαΐου βρέθηκε άπό τή Χωροφυλακή νεκρός μέσα στό αύτοκίνητό του σέ έρημικό δρόμο στό Καπανδρίτι (περιοχή Αγίων Α π ο σ τ ό ­λων Αττικής). Είναι βέβαιο πώς είχε προμελετήσει τήν αύτοκτονία του* αύ­τό φαίνεται άπό τόν τρόπο πραγματο­ποίησής της πού περιγράφεται σέ άγ- γλικό έγχειρίόιο γιά τό όποίο είχε μιλή­σει σέ συγγενικό του πρόσω πο. Ό θά να τος προή λθε ά πό δηλητηρίαση πού π ρ οξένη σ α ν τά κατάλοιπα τής καύσεως τής βενζίνης - είχαν διοχετευ- θεϊ μέσα στό αύτοκίνητό του μέ πλα­στικό σωλήνα. Ό ποιητής βρέθηκε στό πίσω κάθισμα τού αυτοκινήτου κρατώντας στά χέρια του μιά κασέτα μέ τό «Ταγχώυζερ» τού Βάγκνερ, ένώ στό κασετόφωνο ήταν' τοποθετημένη άλλη κασέτα μέ τό «Τριστάνος καί Ίζόλδη» (τό έργο αύτό τού Βάγκνερ τό ά να φέρει σέ ποίημα τής τρίτης συλ­λογής, σελ. 17: « ‘Ο Τριστάνος κι ή Ίζόλδη πέθαναν/Έ δώ καί καιρό π ο­λύ»). Θά ύπογραμμίσω τά έξής: ό Τραϊ­ανός διάλεξε νά πεθάνει μ έσ α σέ μ ιά μηχανή καί ό θάνατός του νά προέλ- θει άπό αύτή τήν ίδ ια η) μηχανή . Μιλώντας πλάγια - χωρίς έπιφανεια- κούς συσχετισμούς - θέλω νά είπώ ότι μέ τόν τρόπο τής αύτοκτονίας του σημ ά δεψ ε καίρια τήν ποίηση του: για-

Page 12: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε ΣΠ ρ ό σ ω π α

τι ö.Ti βαραίνει σ αύτήν rivai ή όλο ένα καί πιό αδυσώπητη καταγραφή τής ύπαρξιακής αγωνίας τοΟ αυθεντικού άτόμου έμπρός στόν κίνδυνο άφανι- σμού του άπό τό σύγχρονο τεχνολογι- κό καί μαζικοποιημένο πολιτισμό. Λέ­γοντας αύτό δέν άρνοϋμαι τήν ύπαρξη στόν Τραϊανό όρισμένων βιολογικών καταβολών πού καθόρισαν έν μέρει τήν ιδιοσυγκρασία του - άλλά καί ποι- ός άνθρωπος, ποιητής ή μή, είναι «ta­bula rasa»; Θέλω όμως νά τονίσω -καί αύτό είναι σπάνιο- τήν Εκπληκτική συνειδητοποίηση άπό τόν Τραϊανό πραγμάτων πού αφορούσαν τίς ρίζες τής δικής του ζωής -καί, όπως είδαμε - καϊ τού δικού του θανάτου. “Ας παρα­θέσω μόνο ένα δείγμα τής συντριπτι­κής του αύτογνωσίας: «Πρέπει νά χα κάτι τό άσχημο μέσα μου/Πού έπιδει- νώθηκε περισσότερο σ αύτή τή ζω- ή/Μ' όλες τίς μέρες της κρεμασμένες σ’ ένα έρημο τέλος/Γιατί τό τίποτα έγινε πιό πολύ®.

Ό Τραϊανός άφησε μιά συλλογή έ ­τοιμη καί τιτλοφορημένη. «Τό Σύνδρο­μο τού ’Ελπήνορα» (ιατρικός όρος) - αρκετά ποιήματα της δημοσίευσε μετά τό 1977 σέ διάφορα περιοδικά. “Αφη­σε έπίσης μεταφράσεις ποιημάτων τού Hesse καί τού Pavese (οί τελευταίες δημοσιεύθηκαν στό περ. Τό Δ έντρο , τ. 26. Μάρτιος 1982). "Ισιος νά ύπάρχουν καί άλλες έργασίες τον στά κατάλοιπά του πού παρέδωσε ό άδελφός του ‘Ερρίκος στό φίλο του Α. Βιστωνιτη. Ό τελευταίος σέ κείμενό του (βλ. Χ ρονικό *80, σελ. 117) έδωσε τήν πληροφορία 0τι «όλα τά βιβλία τού ποιητή θά έκδοθούν σύντομα άπό τίς έκδόσεις " Έγνατίά* » - πλήν, όμως. κάτι τέτοιο δέν έχει συμβεί πρός τό παρόν. ’Αλλά. νομίζω, θά ήταν προτι­μότερο νά δημοσιευθεί πρώτα ή άνέκ- δοτη συλλογή του κι ύστερα σιγά σιγά νά δημοσιευθούν σέ περιοδικά όσα

άπό τά κατάλοιπά του (ποιήματα, με­ταφράσεις) θά κριθούν άξια γιά δημο­σίευση. Επίσης, γνωστού όντος ότι ο ποιητής διατηρούσε άξιόλογη αλληλο­γραφία μέ όμοτέχνους του, θά επρεπε νά συγκεντρωθούν καί όσα άπό τά γράμματά του παρουσιάζουν γενικότε­ρο ένδιαφέρον. Τότε, μετά άπό μερικά άκόμη χρόνια, θα έχει έλθει καί η ώρα τών ’Απάντων - άς θυμηθούμε ότι τά Ά π α ν τα τού Καρυωτακη έκδόθηκσν δέκα χρόνια μετά τό θάνατό του χωρίς ή μνήμη καί τό έργο τού ποιητή νά πάθει τήν παραμικρότερη φθορά.

Από τιάρα μπορεί νά προεικάσει κανείς ότι ό Τραϊανός θά άναγνωρι- σθεϊ κάποτε σάν ένας άπό τούς σημαν­τικότερους καί πιό αντιπροσωπευτι­κούς ποιητές τής γενιάς μας - τής τρίτης μεταπολεμικής. Οί συνηθισμέ- νες σοφιστικές καί απλοϊκές έπιφυλά- ξεις γιά έργο «πού δέν ολοκληρώθηκε» έκμηδενίζονται άν θυμηθούμε παρα­δείγματα ποιητών μας οί όποιοι, μολο­νότι έφυγαν άπό τή ζωή νέοι, άφησαν έργο σημαντικότερο άπό άλλους όμο­τέχνους των πού έζησαν άρκετά χρό­νια μετά τό θάνατο τών πρώτων. Ας αναφέρω μόνο τά όνόματα τού Καρυ- ωτάκη καί τού Σαραντάρη.

Ό Ά λέξης Τραϊανός είναι ό μοναδι­κός ποιητής τής γενιάς μας πού δέν ζεί. Ό θάνατός του συνέβη στήν άρχή μιας δεκαετίας πού σημαδεύει τό π έ ­ρασμά μας σέ μιά ώριμότερη περίοδο. Τό γεγονός αύτό δέν μπορεί παρά νά είναι δυσοίωνο. Δυό χρόνια τιορα άπό τόν Μάιο τού 1980, συνειδητά ή ασυ­νείδητα, ζούμε καί γράφουμε φορτω­μένοι μέ ένα θάνατο πού μάς άφορά άμεσα, ή. καλύτερα, πού μάς περ ιέχει. Πιστεύω ότι ό Τραϊανός είναι γιά τήν ’ Ελλάδα τής τεχνολογικής έποχής ό πρώτος ποιητής πού συνέδεσε τή ζωή. τό θάνατο (άκόμη καί τήν αύτοκτονία του) καί τήν ποίησή του (πού είναι

άλληλένδετα) μέ τήν άποθηρίωση του κομφορμισμού καί τήν ποιοτική πτώ­ση τού άτόμου. Υ πήρξε τό ίδιο ρεαλι­στής όσο καί ό Καρυωτάκης στήν έπο- χή του: δέν μπόρεσε παρά νά ίδεί τήν έξαφάνιση τής πνευματικής π οιότη ­τας. τόν έξοστρακισμό τού στοχαστι­κού καί εύαϊσθητου άτόμου, τήν ολο­κληρωτική άποπομπή τής γνήσιας π ο ί­ησης καί τής άνώτερης τέχνης άπό μιά κοινωνία φιλισταϊκή -τή μετατροπή τού ποιητή σέ φύλακα έρειπίων (βλ. τό στίχο: «Φύλακας έρειπίων βαλμένος κι’ έσύ σέ μιά νάυλον σακούλα»).

Ο Τραϊανός υπήρξε συνειδητός φ ο­ρέας τής ύπερήφανης. άπόλυτης καί μυστικής άξίας τής άνθρώπινης άτομι- κότητας σέ μιά έποχή που άμφισβητεί- ται, πολτοποιείται καί χειραγο>γείται άπό τούς λογής έκπορνευτές. Ό π ω ς όλοι οί γνήσιοι ποιητές καί όραματι- στές ύπηρέτησε μέ τό ϊδιο του τό σώμα, ύλικό καί πνευματικό, τήν ιδέα τής Απόλυτης Ζωής. Ισως μας άφησε πίσω περισσότερο τήν περιδιάβασή του στά έρείπια τής ζωής καί λιγότερο (γιατί δέν τοϋ δόθηκε ό χρόνος) τό όραμα τής άλλης άπόλυτης πραγματι­κότητας πού υποφώ σκει στήν ποίησή του. Τό βέβαιο είναι ότι άν γιά τίς πλειοψηφίες κάτι τέτοια υπόγεια μηνύ­ματα δέν λογαριάζονται καί πολύ ύ- πάρχουμε έμεΐς, οί μειονεκτούντες καί μειοψηφούντες τής δημοκρατικής μας κοινωνίας, νά προσδεχόμαστε τά λόγια πού στηρίζουν τήν άπελπισία μας στα­θερά πάνω στό βάθρο τής άξιοπρέπει- ας καί τής αυτονομίας τού άτόμου.

Σ.Μ.

Υ.Γ. Τά στοιχεία γιά τό σημείωμα αύτό καθώς καί τίς φο^τογραφίες μάς έδωσε ή κυρία Ντόζη Γιούλη· τήν ευχαριστού­με θερμά.

Μιά επιστολή του Α. ΤραϊανούΘ εσσαλονίκη 10.11.75

'Α γ α π η τέ Ά λ έξ η

Κ αταλαβαίνω π ώ ς είμ α ι α δ ικ α ιο λό ­γη το ς γ ιά τή ν κ α θ υ σ τέρ η σ η νά σου γράψω, αλλά όπ ω ς β λ έ π ε ις δ έν σέ ξέχασα . Δ έν ξέχα σα τό τόσο ση μ α ν­τικ ό κ α ί κα ίρ ιο γρά μ μ α σου, π ο υ όμολογουμέ\>ως ή τα ν γιά μ έν α μ ιά μ εγά λ η χα ρά κ α ί κ ά τ ι τό τόσο σ π ά ­νιο σ τή ν έπ ο χ ή μα ς. Σ υ νη θ ίζο υ μ ε λίγο π ο λ ύ νά γρ ά φ ο υ μ ε δυό τρ ε ις ά ρ ά δες σ έ τ έ τ ο ιε ς π ε ρ ιπ τώ σ ε ις κα ι νά π ο ύ ή έκ τα σ η σέ π λ ά το ς κ α ί σέ βάθος το ϋ γρ ά μ μ α τό ς σου έσ π α σ ε α υ τή ν τή ρ ο ν τ ίν α γ ιά νά κ ά ν ε ι νά νιώσω π ώ ς ή π ο ίη σ ή μ ο υ βρή κε ά ν τα π ό κ ρ ισ η μ έσ α σου. Θά θελα νά σού ά π α ν το ύ σ α άμέσω ς, άλλά οί υ π ο χ ρ ε ώ σ ε ις μ ο υ νά π α ρα δώ σ ω στόν Κ άτο α ύ τή τή δ ο υλε ιά μ ο υ μ έ το ύ ς α μ ερ ιχ α ν ο ύς π ο ιη τ έ ς , ή ά π α - σχόλησή μ ο υ μ ' ένα κ α θ η μ ερ ινό Ö t j -

μ ο σ ιο ύ π α λλη λ ικ ό ω ράριο κ α ί τόσα άλλα κ α θ υ σ τέρ η σ α ν α ύ τή τή ν ά- π ά ντη σ η , άλλά κ α ί μ ’ έκ α ν α ν νά σ κεφ τώ κ α λ ύ τερ α όλα όσα μ ο ύ έ ­γραψ ες.

Λ ά ρ ηκ α π ο ύ στό γρά μμα σου δ έν βρήκα α ύ τό ν τό «φ τηνό» , ά ς π ο ύ ­μ ε , διαχω ρισμό σέ «υ π ο κ ε ιμ ε ν ικ ό ­τ η τ α » κ α ί « ά ν τ ικ ε ιμ εν ικ ό τη τα » , ό ­π ω ς κ α κ ώ ς δ ινό ταν , δ ίν ε τα ι καί, μ ο ύ φ α ίν ετα ι, θά έξα κ ο λο υθ ε ί νά δ ίν ετα ι. Θ εω ρώ ντας οά βάση τή ς κ α λ λ ι τ ε χ ν ι κ ή ς δ η μ ιο υ ρ γ ία ς τό «έγώ» το ύ κ α λ λ ιτ έ χ ν η κ α ί ό τι όλα τά έργα ξ ε κ ιν ο ύ ν α π ό κεϊ, ά λλα μ έν «ά νο ίγο ν τα ς» (α ύ τά τά όνομάζουν «α ν τ ικ ε ιμ ε ν ικ ά », ή π ώ ς ό κ α λ λ ιτέ - Χ ^ ς έχ ε ι μ ιά « ά ν τ ικ ε ιμ εν ικ ή » ή κοινω νική ή «ο ικ ο υ μ ε ν ικ ή » σι>νεί- δηση), άλλα δ έ π α ρ α μ έν ο ν τα ς π ιό π ο λ ύ κ ο ν τά σ τή βάση το ύ «έγώ »,

Ό Λ. Τ ρα ϊανός τό 196Sνιώθω, ίδ ιο α υ γκ ρ α σ ια κ ά έ ΐ'τελώ ς, π λ η σ ιέ σ τε ρ α σ τή δ ε ύ τ ε ρ η π ε ρ ίπ τ ω ­ση. Ό σο γ ι ’ α ύ τή τή ν « π α ρ α μ ο νή » κ οντά σ τή βάση, σ τή ν π η γή , στό ά ρ χ έ τυ π ο , θά ‘θ ελα νά σού πώ π ώ ς έ κ ε ΐ γιά μ έν α σ υ ν τ ε λ ο ύ ν τα ι οί π ιό α π ρ ο σ δ ό κ η τες σ υ ν ε ιδ η το π ο ιή σ ε ις , ά π ό μ ιά ευ α ισ θ η σ ία π ο ύ δ έν έ π α ψ ε π ο τ έ νά ε ίνα ι ό έ α υ τό ς τη ς . Δ έν ξέρω π .χ . π ο λ λ ο ύ ς α νθ ρ ώ π ο υ ς νά βρίσκο ντα ι π ο λ ύ κ ο ν τά σ τή Μ ο υ σ ι­κ ή το ύ Χ ίάλερ (α ύ τή τ ιj μ ο υ σ ικ ή π ο ύ τ ή λ έ ν ε « κ λε ισ τή » , κ ι όμω ς δ έν ε ίν α ι) κα ι δ έν πάω , φ υσ ικ ά , π α ρ α ­π έ ρ α σέ Σ έ ν μ π ε ρ γ κ , Μ π έρ γκ , Β έμ- π ερ ν , Λ ο ντο σ λά β σ κ ι ή Ξ εν ά κ η (ο ύ ­τ ε λό γο ς νά γ ίν ε τα ι) . Οσο γ ιά τή ν π ο ίη σ η ό Ρ ίτσ ο ς κ ι ό Έ λ ύ τ η ς δ ια ­φ ε ν τ ε ύ ο υ ν ά κ ό μ η τ ί ς τ ν χ ε ς μ α ς

ΣημεΖ α’1: I 6 ™άμμα Πού δημοοιτύ«« έ*ώ είναι ή ώπύνΓηση τοϋ πο.ητή οέ γράμμαr«-ri! ηξη ’" “ • Γ τή7 ! 0,ηΤΐκή συλλ°™ " K te W e a μέ τις Σχάχτις («Έγνατία». 19/5). II αραχωρηθηκε άπό τόν Άλέξη Ζήρα.

(π ο ύ ό Σ α χ το ύ ρ η ς κ α ί π ο ύ ό Θ έμ ε-λη ς;)·

Σ υ νη θ ίζο υ ν μ ε ρ ικ ο ί τόσο σ ’ α ύ τή τί/v εύ κ ο λ ία , ένώ α ύ τό π ο ύ χ ρ ε ιά ζ ε ­τα ι ε ίν α ι νά μ ή σ υ ν η θ ίζο υ μ ε σ τό βόλεμα , σ τό ν κο μ φ ο ρμ ισ μ ό . Θ υ μ ά ­μ α ι τ ό ν Κ α μ ύ τ ή ς Π α ν ο ύ κ λ α ς : « Ό λ α γ ίν ο ν τα ι ά π ό σ υ ν ή θ ε ια . Ε ί­μ α σ τε γελο ίο ι α ρ ιθ μ ο ί μ ιά ς κ ο ινω ν ί­α ς π ο ύ έ ν ε ρ γ ε ί ά π ό σ υν ή θ ε ια , μ ι ­σ ο ύ μ ε ή ά γ α π ά μ ε ά π ό σ υ ν ή θ ε ια κ α ί σ κ ε π τ ό μ α σ τ ε τά μ ε γ ά λ α π ρ ο β λ ή μ α ­τα ά π ό σ υν ή θ ε ια » .

Λ ο ιπ ό ν , έκ ε ίν ο π ο ύ π ά ν τ α ά π ό - φ ε υ γ α σ τή ζω ή μ ο υ ε ίν α ι α υ τ ή ή σ υνή θ εια . Α λλά , έ τσ ι μ έ ν ε ι καΛ'είς τρ ο μ ερ ά μό νο ς, κ ι ά φ ο ύ οί άνθρώ - π ιν ε ς ύ π ά ρ ξ ε ις (ά ν ε ίν α ι «άνθρώ - π ιν ε ς » κ α ί « ύ π ά ρ ξ ε ις » ) έ χ ο υ ν ά- π ο σ υ ρ θ ε ί μ έ ς σ τή μ η χ α ν ικ ή ζω ή το υ ς , δ έ μ έ ν ε ι π α ρ ά α ύ τ ό ς ό κ ρ υ ­φ ός δ ιά λο γο ς μ έ τά π ρ ά γ μ α τα . Τά π ρ ά γ μ α τα π ο ύ κ ά π ο τ ε Η ΤΑΝ , ά λλά κ α ί τώ ρα, π ά λ ι, γ ιά μ ιά σ υνε ίδ ΐ]σ 7] σέ έγρ ή γο ρ σ η , έ ξ α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν νά Ε Ι ­Ν Α Ι ή π ρ ο σ π α θ ο ύ ν νά Ε ΙΝ Α Ι, π α ­ρόλο π ο ύ ή σ η μ α σ ία τ ο υ ς έ χ ε ι σ κ ε ­π α σ τ ε ί ά π ό να σωρό λ ο γ ικ έ ς κ α ί ισ το ρ ικ ές π ρ ο σχώ σ εις , ώ σ τε γ ιά τό ν π ο λ ύ κόσμο νά έχ ο υ ν « ά π ω λεσ θ ε ί» .

Α λέξη . έρ χ ο μ α ι τώ ρα σ έ κ ε ίν ο τό σ η μ είο το ύ γ ρ ά μ μ α τό ς σ ο υ ό π ο υ μ ιλ ά ς γ ιά τ ή ν ψ υ χ ρ ό τη τα τ ή ς π ο ιη ­τ ικ ή ς έκ φ ο ρ ά ς . Σ κ έ φ το μ α ι κ α ί τό ν Π ρούστ, π ο ύ τό ν ά ν α φ έ ρ ε ις άλΜο- σ τε , ά λλά κ α ί τό ν Μ α λ λ α ρ μ έ κ α ί τό ν Β α λερ ύ , π ο ύ όμολογώ π ο λ ύ λ ίγα έχω δ ια β α σ ει δ ικ ά το υ ς , ά φ ’ έν ό ς μ έ ν λόγω ά γ ν ο ια ς τ ή ς γ α λ λ ικ ή ς γλω σσάς, ά φ ’ έ τ έ ρ ο υ δ έ λόγω μ ή υ π ά ρ ξ ε ω ς έ π α ρ κ ώ ν μ ε τα φ ρ ά σ ε ω ν σ τή γλω σσά μ α ς . Α ύ τή δ έ τή ν ψψυ­χ ρ ό τη τ α γ ιά τ ή ν ό π ο ια μ ιλ ά ς τή συνδέω : χω ρ ίς κ α ί νά μ α ι σ ίγου- ρ ο ς μ έ τή ν κα θ α ρ ή π ο ίη σ η . Έ κ ε ϊ- νο όμω ς π ο ύ θέλω νά πώ έδώ , ε ίν α ι π ω ς δ έν θέλω να κ λ ε ισ τώ ο έ κ ά τ ι τ έ τ ο ια κ α λ ο ύ π ια . Δ έ ν βάζω π ο τ έ μ π ρ ο σ τά μ ο υ έν α ν δ η μ ιο υ ρ γό νά τό ν

π ρ ο σκ υνώ , ά λλά γ ιά μ έ ν α όλοι σ χ ε ­δόν έ χ ο υ ν π ε ι κ ά τ ι τό σ η μ α ντικ ό . Ά λ λ ο ς β έβα ια π ιό π ο λ ύ , ά λλο ς π ιό λίγο . Α λλά τό σ η μ α ν τικ ό ε ίν α ι π ο ύ μ έ ν δ ια φ έρ ε ι κ ι όχι τό κ α λ ο ύ π ι. Σ τή βάση όμω ς π ά ν τ α +Ηυθω τό ΕΓΩ, κ α ί σ τή δ ίκ ιά μ ο υ π ε ρ ίπ τω σ η ένα μ η δ ε ν ισ τ ικ ό ΕΓΩ. Ε κ ι ι\ ο π ο ύ θά θ ελα νά δ ια κ ρ ίν ε ις , ε ίν α ι π ώ ς δ έν ε ίνα ι ά ν ά γκ η α ύ τό τό ΕΓΩ τό « ριγμ ένο » μ έσ α σ τό τ ίπ ο τ α νά να ι κ α ί ψ υχρό κ α ί νά έ κ φ ρ ά ζ ε τ α ι έ τσ ι. Τ ελ ικ ά « μ η δέν» , « κενό » , « τ ίπ ο ­τα » , ε ίν α ι α υ τό π ο ύ μ ά ς π ε ρ ιβ ά λ ­λε ι, ά λλά π ώ ς θά έ κ φ ρ α σ τ ε ί δλο το ύ το μ έ λ έ ξ ε ι ς - τ ό όργα νο τ ή ς π ο ί ­ησης; Ν ιώ θ ο ν τα ς σ ά ν α μ α ρ τ ία τώ ν έμ ψ υ χ ω ν κ α ί ά ψ υχω ν τό Μ Η -Α Ρ Τ Ι­ΟΝ, δηλ. π α ρ α κ μ ή , άλλο τρ ίω σ η , αρ ­ρώ στια , γ ε ρ α τε ιά , έ ξα φ ά ν ισ η , θ ά ν α ­το , κ α ίγο μ α ι α π ’ όλον το ύ το τό ν ά π ο τρ ό π α ιο έ ξ ε υ τ ε λ ισ μ ό κ α ί γ ι' α ύ ­τό ή π ο ίη σ ή μ ο υ π α ίρ ν ε ι π ο λ λ έ ς φ ο ρ ές μ ιά π υ ρ ε τ ικ ή έ ν τα σ η . Ή δ η ή ύ π α ρ ξ ια κ ή φ ιλο σ ο φ ία δ έ ν θ εω ρ ε ί τό Ε ΙΝ Α Ι σ ά ν κ ά τ ι « σ τα θ ερ ό » κ α ί « τε- λε ιω μ ένο » , ά λ λ ά σάν κ ά τ ι π ο ύ γ ίν ε ­τα ι σ υ ν έχ ε ια . Α ύ τ ή ή έπ ικ ο ινω ν ία , μ ιά κ α ί ε ίν α ι έπ ικ ο ιν ω ν ία ά γά π η ς , ε ίν α ι γ ιά μ έ ν α σ ’ α υ τό τό τω ρινό μ ο υ σ τά δ ιο π ιό π α θ ια σ μ έν η , π ιό ά μ εσ η , π ιό π υ ρ ε τ ικ ή . Κ ά π ω ς έ τσ ι ό π ω ς τό ε ί π ε κ α ί ό Κ ίρ κ εγκ ω ρ : « Υ π ά ρ χ ε ιν σ η μ α ίν ε ι ν ά ε ίσ α ι ά το ­μ ο θ ε λ η μ α τ ικ ό κ α ί π α ρ ά φ ο ρ ο » . Π ρ ό κ ε ιτα ι γ ιά τό π ά θ ο ς π ο ύ γ ε ν ν ιέ ­τα ι ά π ' τ ή ν ά ν τ ίλ η ψ η γ ιά τ ή ν ά ν τ ί- φ α σ η α ν ά μ εσ α σ τό π ε ρ α σ μ έ ν ο κ α ί τό ά π ε ιρ ο .

Ά λΛ ξη , μ π ο ρ ώ νά ό μολογή σω κ α ί π ε ισ μ α τ ικ ά μ ά λ ισ τα , π ώ ς κ ρ α τώ τά π α ιδ ικ ά μ ο υ μ ά τ ια , όσο κ ι ά ν ζώ μ έ ς σ τή δ ια φ θ ο ρ ά . Χ ω ρ ίς α ύ τό , γ ιά μ έν α , δ έν γ ίν ε τ α ι τ ίπ ο τ α . Σ ο ύ ά ν τ ι- γρά φ ω λ ό γ ια τ ο ύ Μ π ω ν τ λ α ίρ ά π ό μ ιά π ε ρ σ ιν ή Δ ο κ ιμ α σ ία , π ο υ έ τ υ χ ε νά δ ιαβάσω α υ τ έ ς τ ί ς μ έ ρ ε ς : «Μ ιά κ ά π ο ια μ ικ ρ ή θ λ ίψ η , μ ιά κ ά π ο ια μ ικ ρ ή ά π ό λ α υ σ η σ τή ν π α ιδ ικ ή ήλι- κ ία , ύ π ε ρ π ο λ λ α π λ α σ ια σ μ έ ν η ά π ό μ ιά β α θ ιά ε υ α ισ θ η σ ία α π ο β α ίν ε ι άρ- γ ό τ ε ρ α γ ιά τό ν έ ν ή λ ικ ο , ά κ ό μ η κ α ί έ ν ά γν ο ια το υ , ή ά ρ χ ή έ ν ό ς έρ γ ο υ τ έ χ ν η ς » . Β έβ α ια γ ιά ό λ ’ α ύ τ ά χ ρ ε ιά ­ζ ε τ α ι κ ά π ο ια μ υ σ τ ικ ο π ά θ ε ια , κ ά ­π ο ια α γ ν ό τ η τα π ο ύ ό δ η γ ε ί σ τό βίω ­μ α το ύ ά χρο νο υ . Α π ' τ ή ν ά λλη , ή λ ο γ ικ ή , ή σ υ ν ε ίδ η σ η ή φ ο ρ τω μ έν η μ έ γνώ ση, μ έ π λ η ρ ο φ ο ρ ίε ς , β ιώ νει μ ό νο ν τό ν έ ξ ω τερ ικ ό χ ρ ό νο . Ή τ ε ­λ ε υ τ α ία υ π ά ρ χ ε ι μ ό ν ο ν σ ’ ε ύ θ ε ία γρ α μ μ ή , ένώ ή π ρ ώ τ η β α θ α ίν ε ι κ α ί ά ν υ ψ ώ ν ε ι τό ν έ α υ τ ό τ η ς τόσο οέ ά ρ χ ε τ υ π ικ έ ς όοο κ α ί ο ' έ κ σ τ α π κ έ ς , δ ρ α μ α τ ικ έ ς κ α τ α σ τά σ ε ις . Σ τ ή ν Κ λε­ψ ύδρα , θ έ λ ο ν τ α ς νά το ν ίσ ω π ιό π ο ­λ ύ τ ή ν υ π α ρ ξ ια κ ή δ ρ ά σ ΐ] -δ η λ . ά- κ ρ α ίε ς ύ π α ρ ξ ια κ έ ς κ α τ α σ τ ά σ ε ις - κ ι όχι έ ν α λ ίγο π ο λ ύ β ιο γρ α φ ικ ό ή μ ερ ο λό γιο , χ ρ η σ ιμ ο π ο ιώ α υ τ έ ς τ ί ς ν ύ ξ ε ις , π ο ύ ε ίν α ι κ α ί τό κ ο ρ ύ φ ω μ α α υ τώ ν τώ ν υ π α ρ ξ ια κ ώ ν κ α τ α σ τ ά σ ε ­ω ν χ ω ρ ίς νά ξ εκ α θ α ρ ίζ ω ά π ό λ υ τ α τ α β ιώ μ α τα , π ο ύ ό μ ω ς - γ ίν ε τ α ι δ ί­χω ς α υ τ ά ; - δ έ ν π α ύ ο υ ν ν α ύ π ά ρ ­χο υ ν . Μ π ο ρ ώ νά π ώ π ώ ς τό σ υ ν θ ε ­τ ικ ό τ ο ύ τ ο έρ γ ο ε ίν α ι τ ό τρ α γ ικ ό Μ ΕΤΑ, ιδ ω μ ένο μ έ ς ά π ' τό Π Ρ ΙΝ κ α ι τό ΤΩΡΑ. Κ ά τ ι σ ά ν π ρ ω θ ύ σ τ ε ­ρο, έκ φ ρ α σ η μ ιά ς κ α τ ά σ τ α σ η ς π ο ύ έ γ ιν ε π ρ ίν σ υ μ β ο ϋ ν τ ά γ ε γ ο ν ό τα π ο ύ τ ή ν π ρ ο κ ά λ ε σ α ν κ α ί γν ω ρ ίζο ν ­τ α ς π ώ ς θά σ υ μ β ο ύ ν , γ ι α τ ί δ έ ν υ ­π ά ρ χ ε ι π ε ρ ίπ τ ω σ η νά μ ή σ υμ βο ϋν . Οσο γ ια τό « Ν ύ χ ι σ τή σ ά ρ κ α » , ε ί ­

να ι μ ιά π ρ ο β ο λ ή τώ ν δ ύ ο ά λλω ν έ ν ο τή τω ν μ έ ς σ τή ν α ν τ ικ ε ιμ ε ν ικ ή π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α , σ' α ύ τ ό ν τό ν ψ εί)· τ ικ ο γ υ ά λ ιν ο κ ό σ μ ο κ α ί τό ό δ υνη ρ ό bέο κ ισ μ α όχι π ιά ά π ό υ π α ρ ξ ια κ έ ς μ ε τ α φ υ σ ι κ έ ς κ ο ρ υ φ ώ σ ε ι ς , α λ λ ά α π ό τ ι ς ΕΔΩ κ α θ η μ ε ρ ιν έ ς κ α τ α σ τ ά ­σ ε ις , τ ι ς σ ά π ιε ς « δ ο μ ές» , τ ή να υ -

ο ^Ο ώ χνει ω ς τό φ α ν τ α σ τ ι ­κ ό έ γ κ λ η μ α σ τό π ο ίη μ α « Ό Μ ά ­γο ς» .

ίε λ ε ιώ ν ο ν τ α ς νο μ ίζω δ έ ν έ γρ α ψ α κ α ι τ ίπ ο τ α π α ρ α π ά ν ω ά π δ ,τ ι δ ιά -<w v “ \ Z Ó TÓ-°° αν ^ α ν τ ιχ ό γρ ά μ μ α■ ■ α μ ο ν φ τ ά ν ε ι π ο ν μ π ό ρ ε σ α

α σου μ ιλή σ ω κ ι έ χ ε ίν ο π ο ύ θέλω σ ο υ δ ια β εβα ιώ α ω ε ίν α ι π ώ ς χ ρ α -

f S Τ-° η α ιδ ίχ ά α ο ν μ ά τ ια . Κ α ί τά ~ Τα^ χ α ι η α ιδ ίχ ά κ α ί ά γ ρ υ π ν α

α ν ΥΧρόνως.

Page 13: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Ποίηση 13ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ

’Ίνγκεμποργχ Μπάχμαν(δύο ποιήματα)

Είσαγωγή-Μετάφραση Άντώνης Τρίφυλλης

Η Ινγκεμποργχ Μ πάχμαν γεννήθηκε τό 1926 ατήν Κλάγκενφοι>ρτ τής Α υστρίας. Σ πούδασε στό Ινσμπουργκ. Γκράτς καί Βιέννη Φ ιλοσοφία. Τό 1953 κυκλοφόρησε ή πρώτη ποιητική συλλογή της μέ τίτλο Ό χρόνος σέ αναβολή. Τό έργο της είχε γρήγορη Αναγνώριση. Ηδη μέ την πρώτη αυτή συλλογή πήρε τό βραβείο τής «'Ο μάδας 47», μετά τού ς Γκύντερ Αιχ, X. Μ πέλ καί "Ιλζε "Αιχινγκερ. Η δεύτερη καί τελευτα ία ποιητική συλλογή της κυκλοφ όρησε τό 1956-57 καί είχε τίτλο ‘Ε π ίκ λη σ η σ τή μ εγά λη ά ρ κτο . Π α υτή ν πή ρε τό βραβείο της πόλης τής Βρέμης. Τό 64 τής άπονεμτ^θηκε τό μεγάλο γερμανικό βραβείο «Γκέοργκ Μ πύχνερ» καί τό 68 τό κρατικό βραβείο τής Α υστρίας.

Τό συγγραφ ικό της έργο είναι μεγάλο, κ\>ρίως στόν πεζό λόγο, όπου όμω ς ή άναγνώριση ήταν μικρότερη. Έ ζη σ ε πολλά χρόνια στήν Ιταλία καί μ ετέφ ρ α σ ε στά γερμανικά ποιήμ ατα τού Ο ύγκαρέτι. Τό 1973 π έθ α νε στήν Ιταλία κάτω άπό αδιευκρί­ν ισ τες σ υ νθή κ ες.

Στην ποίηση ή Μ πάχμαν δέν πειραμ ατίζετα ι. Πολλά ποιήματά τη ς είναι όμοιοκατά- ληκτα. Δ έν έδ ειξε νά έπ η ρ εά ζετα ι άπό τις πειραματικές π ροσ π ά θειες τώ ν Αύστριακών ποιητώ ν τή ς έπ οχή ς τη ς, π ο ύ , μέ κύριο έκπρόσω πο τό ν Γ'ιάντλ, είχαν μεγάλη έπίδραση στους μ ετα π ολεμ ικ ούς γερμ ανόφ ω νους π οιη τές. Μ ετά τό '57 δημοσίευσε λίγα μόνο ποιή μ ατα , όπ ο υ φ αίνεται νά τείνει πρός τή ν κατεύθυνσ η τής γερμανοεβραϊκής σύγχρονης ποίησης, έτσι όπω ς έκφ ράζετα ι άπό τή Νέλλυ Ζάχς καί τόν Π άουλΤ σέλαν, οί όπ οιο ι ήσαν στενοί φίλοι της.

Ο ταν μιλάμε γιά γερμ ανόφ ω νους π ο ιη τές , καλό είναι νά έχουμ ε στό μυαλό μας τό ν φ ιλόσ οφ ο ή τή φιλοσοφική θεώ ρηση π ού άντανακλούν. "Εχουν παράδοση, α ύτοί, ν' ά να φ έροντα ι στό φ ιλοσοφ ικό του ς π ρ ότυ π ο . Ή Μ πάχμαν είναι προσανατολισμένη στίς φ ιλοσ οφ ικ ές αντιλή ψ εις τού Χ άιντεγκερ. 'Α ντίθετα , οί Ζάχς, Τσέλαν καί Ά ο υ σ - λέντερ μ ιλούν ά να φ ερ όμ ενο ι καί στόν έβραικό μυστικισμό (Κ αββάλα), όπω ς διαμορ­φ ώ θη κε στά γκ έτο τη ς Μ εσευρώ πης μετά τό 18ο αιώνα, καί πού έχει κάποια κοινά στοιχεία μέ τή λινγκουιστική ποίηση σέ σχέση μέ τή λειτουργία τώ ν λέξεω ν. Δ ιαισθάνομαι ότι ή ποιητική σιωπή τή ς Μ πάχμαν έχει κάτι τό κοινό μέ τή σιωπή τού Τ σέλαν, μιά σιωπή άπ οτέλεσ μ α το ύ ποιητικού ά διεξόδου το υ ς . Μ όνο π ού ή Μ πάχμαν σιώ πησε ζώ ντας, καί μόνο ώς π ρ ός τή ν ποίηση, γιατί μετά τή ν τελευτα ία της συλλογή έγραψ ε πολλά διηγήματα κ .ά ., ένώ ό Τσέλαν σιώπησε αύτοκ τονώ ντας. Τό τελευ τα ίο τη ς έργο όνομ ά ζετα ι Σ ιμ ο ν λ τά ν καί ά να φ έρετα ι σέ ά διέξοδες σχέσεις γυναικώ ν τής έπ ο χή ς της.

Τό πρώ το ποίημα π ο ύ μ ετα φ ρ ά ζετα ι έχει τίτλο « ‘Επίκληση στή μεγάλη άρκτο». ‘Απ' αύτό π ή ρ ε τ ό ν τίτλο τη ς ή συλλογή. 'Εδώ έμφ ανίζοντα ι τρία πρόσω πα. Στήν πρώτη στροφ ή μέ το ύ ς 11 σ τίχους ό άνθρω πος ά π ευ θ ύ νετ α ι στόν άστερισμό τή ς μεγάλης ά ρκτου. Α ύτή ή «έπίκληση» άντανακλάται συνεχώ ς στή γήινη άρκούδα. 'Ε πιτελεϊται ένα ς π ο ιη τικ ός έξα κ οντισμ ός συ νεχή ς, άπό τή γή στό άπειρο διάστημα. Στή δεύτερη στροφ ή ή άρκούδα ά π ευ θ υ νετ α ι στόν άΐ'θρωπο, όπ ο υ ή άπειλητική της μορφή μ ετα σ χη μ α τίζετα ι διαρκώ ς. Στήν τρίτη στροφή μιλάει ή ποιήτρια κάνοντας ένα ιστορικό άλμα μέσα σ τούς α ιώ νες.

Τό δ εύ τ ερ ο ποίημ α είναι « Ό χρ όνος σέ άναβολή», άπ' όπ ο υ καί ό τίτλος τή ς πρώ της συλλογής τη ς.

Ή ποίηση τή ς Μ πάχμαν έχει μιά σπάνια λυρική όμορφ ιά μέ έντονα νατουραλιστικά στοιχεία - σέ πρώ το έπ ίπ εδ ο - , ένώ παράλληλα ή δομή τη ς είναι περ ίτεχνη .

'Ε π ίκλη σ η σ τή μ εγά λη άρκτο

Μ εγάλη άρκτος, έλα κάτω, νύχτα μαλλιαρή, ζώο μέ τή σ υννεφ ένια γούνα μέ τά γέρ ικα μάτια , άστρων μάτια,λάμποντας δ ια π ερνο ύν τις φυλλωσιές τά πέλμα τά σου μ έ τά νύχια, άστρων νύχια,τούς βοσκούς κρατάμ ε ξύπνιους.Ομως ξορκ ισμένους άπό σένα, κ α ί όυσπ ιστούμ ε στίς κο υρα σ μ ένες σου π λ ευ ρ ές κα ί στά κοφ τερά μισογυμνω μένα δόντια, γρ ιά άρκούδα.

*Ενα κουκουνάρ ι: ό κόσμος σας.Σεις: τά λέπ ια του.Σ άς κουνάω, σάς κυλάωαπό τής Α ρχής τά έλαταώς τά έλατα τού Τέλους,σάς μαλο')νω. δοκιμάζω μέ τό ρύγχοςκ α ί σάς σπρώχνω μέ τό πόδι.

Φ οβηθείτε ή μή φοβάστε!Πληρώστε στό π ο υ γγ ί π ο ύ κουδουνίζει, κ α ί π ε ϊτε στόν τυφλό άνθρω πο μιά καλή κουβέντα , νά κρατήσει τήν ά ρκο ύδα ά π * τό σ κ ο ιν ί Κ αί καλά ν' άλατίσει τό άρνί.

Θά μ π ο ρο ύσε νά ουμβεϊ, αύτή ή άρκούδα νά λυθεί, χω ρίς πλέον ν ' άπειλει τά κουκουνάρ ια , δίχως νά τά κυνηγά ει κάτω άπό τά έλατα, τά μεγάλα , τά φτερωτά, π ο ύ ά π ' τόν Π αράδεισο κύλησαν.

Ό χρόνος σ έ αναβολή

~Ερχονται σκληρότερες μέρες.Ό ύπ ό άνάκληση χρόνος σέ άναβολή είναι ό ρα τό ς στόν ορίζοντα.Σ ύντομα π ρ έπ ε ι νά δ έσ ε ις τό πα π ο ύτσ ι κα ί το ύς σ κύλο υς νά διώξεις στά βαλτοτόπια. Γιατί τά σπλάχνα τών φαριώ ν έχουν κρυώ σει στόν άνεμο.Α χνά φωτίζει τό φώς ά π ' τά λούπ ινα

Τό βλέμμα σου νιώθει μ ές στήν όμίχλη:Ό ύπ ό άνάκληση χρόνος σέ άναβολή είναι όρατός στόν ορίζοντα.

Π έρα βυθίζεται ή καλή σου στην άμμο,Α ύτή άναβαίνει γύρω απ' τά μαλλιά ττ]ςπ ο ύ άνεμίζουν.τής π α ύε ι τή λέξη,τή δ ιατάζει νά σωπάσει.τή βρίσκει θνητήκι έτο ιμη για χωρισμόμ ετά άπό κάθε άγκάλιασμα.Μ ήν κο ιτάς γύρω.Δ έσε τό π α π ο ύτσ ι σου.Διώξε τά σκυλιά.Ρίξε τά ψ άρια στή θάλασσα.Σβήσε τά λο ύ π ινα !

Έ ρχο ντα ι σκληρό τερες μέρες.

ΕΚΔΟΣΕΙΣΚΑΣΤΑΝΚ7ΤΉ

λ ικ τ \ ι ο ι . ο , ».* ! Μ ΓΙ' \ ΚνΙΙΙ Ί( ανί!· - . ' 1,*1 ϊ Κ \Ι» ίΙ ιΛ ι

Μ Λ Ι·Ίιιϊ ΙΙΜΟΙ’Π Ι Ι Ι Κ ι ι - η υ « ι β Ι·~~..'ι\T \l l lH iN T \K \A K r ‘μ ι Κ \ « * . Λ>ηιιτοι ιι \ \£Κ<»αιπιχ ίϊ-,..· .ΛΙΙΚΙΠΤΙΙΙ ΙΙΟΓΛΜίηΐΐ I,Μ\Γΐ;» \ ΛΜυ Ι[Μ I /.·-■« ν1·Λ.

Ι« Λ 1 Ι\ΙΙΪ Κ \Ρ \Π Γ Π ΙΙ I I , . ;Μ ΛΝιΙΙ Τ υ \ ) Μ Ο Ι Ι 1 -V ,Ι·ΧΚΜ" λΚι.-ΠΛ .?4Τ ·.* .

ΙίΤ+Κ» -1 ·ΙΛ^ · Κί»·-: * « /! ,Τ,

1—- Ν 1!ύ4(<βΙ>ν >»···ί·ι Ι Ιμ ^ ·^ .· .Ιΐ"»··. '<·»·< ♦»!«,; ̂Λ ^ Η Γ—*τ»< I-*—«. 1«· :* τ«»}

< < /ιμ · ~ ι γ.-^. ■.. Μ ·~ Λ« 1 ι·*··ι II «, ν» η*·ι

II Τ». 1*9» τ*, ν *Ι< *.1- - <-■’> I ·ι·. -η IΙ1ΤΛ. I

ί-1 Ή'»·μ I

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΤΔΗΣ

ΑΝΟΡΜ έξ Α1ΡΜΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Ε τοιμάζονταιΌ τρόπος τής γλώσσας

καί άλλες έγγραφές Δοκίμια

ΕΠΙΛΟΓΗ I Ποιήματα

Page 14: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Οί πρώτες γνωστές λογοτεχνικές προσπάθειες των παλαιότερων ' Ελλήνων μεταναστών έγιναν στις πρώ­τες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Α κριβείς πληρο­φορίες λείπουν άλλά οί πιό παλιοί συγγραφείς φαί­νεται πώς περιορίζονταν στή σύνθεση σατιρικών στιχουργημάτων, άμφίβολης μάλλον ποιότητας, πού άναφέρονται στά μέλη τών έλληνικών παροικιών καί σέ όρισμένους τρόπους τής έλληνικής ζωής στην Αυστραλία.

Λίγο υλικό έχει παραμείνει άπό αύτές τίς προσπά­θειες καί αυτό πού έχει φτάσει μέχρι έμάς έχει διασωθεί προφορικά γιατί έλάχιστες άπό αυτές τίς έργασίες δημοσιεύονταν άκόμη καί στίς έλληνικές έφημερίδες τών χρόνων έκείνων. Οί πιό γνωστοί στιχοπλόκοι αυτής τής περιόδου τών όποιων ή φήμη έχει διασωθεί είναι ό Νίκος Καλλίνικος (1885- 1975/76), Ιθακήσιος, πού έφθασε στήν Αύστραλία πρό τού 1910 καί έγκαταστάθηκε στή Μελβούρνη, ό Παναγιώτης Κ ριθάρης (;- 1960), πού ήρθε στό Σύδνεϋ άπό τά Κύθηρα γύρω στά 1910 καί έγινε άργότερα ό πρώτος "Ελληνας είρηνοδίκης στή Νέα Νότιο Ούαλλία καί ό Ν ίκος Παίζης (1887-1958), πού μετανάστευε στή Μελβούρνη άπό τήν Ιθ ά κ η τό 1911.

Σ’ αύτό τό σημείο άξίζει νά μνημονεύσουμε τά πρώτα έλληνόφωνα έντυπα τής Αυστραλίας τών χρόνων έκείνων. Αύτά ήταν οί έβδομαδιαϊες έφημε­ρίδες *Ω χεα ν ίς , πού έμφανίστηκε στό Σύδνεύ άπό τό 1914 ώ ςτό 1916 καί ή Α ύστρα λίς , πού τυπώθηκε γιά πρώτη φορά στή Μελβούρνη τό 1914. Τό 1922 ή Α ύστρα λίς μεταφέρθηκε άπό τούς ιδιοκτήτες της, άδελφούς Μαρινάκη, στό Σύδνεύ όπου έκδόθηκε μέ τόν τίτλο Τό 'Εθνικό Βήμα. Αύτή ή έφημερίδα έχει τή διάκριση δτι είναι ή δεύτερη άρχαιότερη ξενό­γλωσση έφημερίδα στήν Αύστραλία πού συνεχίζει νά έκδίδεται.

Τό πρώτο έλληνόγλωσσο βιβλίο πού στοιχειοθετή- θηκε καί τυπώθηκε έξ όλοκλήρου στήν Αύστραλία ήταν Ή ζωή έν Α ύστραλία . Τυπώθηκε στό Σύδνεϋ τό 1916 μέ φροντίδα τού παλιού "Ελληνα μετανάστη καί έπιχειρηματία Γιάννη Δ. Κ ομνηνοΰ (τότε έπίτι- μου προέδρου τής έλληνικής κοινότητας τής Νοτίου Νέας Ούαλλίας) σέ συνεργασία μέ τούς Κ οσμά καί Εμμανουήλ Α νδρόνικο καί Γεώργιο Ε. Κ έντα υ­

ρο. Τό βιβλίο περιείχε γενικές πληροφορίες γιά τήν Αύστραλία, δημογραφικά στατιστικά στοιχεία, έμπο- ρικό όδηγό, πληροφορίες γιά τό κυβερνητικό σύστη­μα. 215 μικρές βιογραφίες μελών τής έλληνικής παροικίας κ λ π .

Τό δεύτερο βιβλίο έμφανίστηκε στό Σύδνεύ τό 1920. Τυπώθηκε στά έλληνικά γιά λογαριασμό τής έλληνικής κοινότητας τού Σύδνεύ μέ τόν τίτλο Ο­δηγός το ν Έ λληνος έ ν Α ύστραλία . Περιείχε έμπο- ρικές νομικές συμβουλές, νόμους γιά τήν έργατική άποζημίωση, κανόνες υγείας καί συμπεριφοράς καί πληροφορίες πάνω σέ θέματα τραπεζικά, έκπαιδευ- τικά, θρησκευτικά, γεωπονικά κΛ.π. Συγγραφέας ήταν ό "Οσκαρ Ε ύθ. Γεω ργσύλας, γεω πόνος καί μέλος τής Βασιλικής Φυτοκομικής ’Εταιρείας τής ’Αγγλίας.

Τό τρίτο βιβλίο, Ό Δ ιεθνής έμ π ο ρ ιχό ς όόηγός τον 1927 , δημοσιεύτηκε έν μέρει στήν έλληνική μέ ένα μικρό τμήμα στή γαλλική, άπό τή Διεθνή Ε κ δ ο ­τική Εταιρεία τής Αδελσΐδας τό 1927. Περιελάμβα-

"Ελληνες λογοτέχνες

Ιω άννης Δ. Κ ομνηνός. έπ ίτιμος π ρ ό εδρ ο ς τού Ν.Ν.Ο. (πρω τεύονσας το ν Σ ύ δν εύ ) στό 1916

Σήμερα υ π ά ρ χου ν π ερ ισ σ ότερ ο ι ά πό τριάμισι εκ α τομ μ ύρ ια Ε λληνες π ο ύ έ χ ο υ ν κ ά νει άλλες χώ ρες δεύτερ η πατρίδα το υ ς . ‘Ε ντυπω σιακοί άρ ιθμ οί Ελλήνων ζο ύ ν σ τη ν Α υστρα- λία, στίς Η .Π .Α., στόν Κ αναδά, στή Ν ότιο Α μερική, στήν Α νατολική κα ί Δ υτική Ευρώ πη καί στή Ν ότιο 'Α φρική, γιά νά μήν ά να φ έρ ο υ μ ε τ ο ύ ς Έ λλη νες π ο ύ ε ίνα ι δ ια σ κ ο ρ π ισ μ ένο ι σέ μ ικρούς θ υ λ ά κ ο υ ς , τ ίς «παροικ ίες» ή «κ ο ινότη τες» , σέ πολλά αλλα μέρη τ ο ύ κ ό σ μ ο υ .

Σ ήμερα ύ π ά ρ χο υ ν 500.000 άτομα έλληνικής καταγω γής (πρώ τη ς καί δ ε ύ τ ε ρ η ς γενιά ς) στήν Α ύστραλία, μιά χώρα π ο ύ τό σύ νολο το ΰ π λη θ υσ μ ού τη ς ύ π ο λ ο γ ίσ τη κ ε π ώ ς τ ό 1978 ήταν λίγο π ερ ισ σ ότερ ο άπό δεκ α τέσ σ ερ α εκ α τομ μ ύρια . Ενώ ό έλλη νικ ός π λ η θ υ σ μ ό ς είναι δ ια σκ ορπισ μ ένος σ’ όλόκληρη τή χώ ρα, ό μισός π ε ρ ίπ ο υ είνα ι έγκ α τε στη μ έ ν ο ς στη Βικτώρια, τής όπ οια ς τή μ εγαλύτερη πόλη , τή Μ ελβούρνη , μ ερ ικ οί θ εω ρ ο ύ ν ώ ς τή ν τρίτη μεγαλύτερτ] πόλη σέ άριθμ ό Ε λ λή νω ν κατοίκω ν μετά τή ν Α-θήνα κ α ί τή Θ εσ σ α λο ­νίκη.

Η έλληνική μετανάστετ^ση στήν Α ύστραλία είνα ι ά ρ κ ετά πα λιά συ γκ ριτικ ά μέ τή βραχεία ιστορία τ ο ύ ν έ ο υ έ θ ν ο υ ς . Ύ π ά ρ χ ο υ ν ένδ ε ίξε ις π ώ ς ο ι π ρ ώ το ι Έ λλ η νες έ φ θ α σ α ν στήν Α ύστραλία στις π ρ ώ τες δ εκ α ετ ίες τ ο ύ δ έκ α του έ ν α τ ο υ αιώ να, ά ν κα ί ή άκριβής ή μερομηνία τή ς άφ ιξή ς τ ο υ ς είνα ι άγνω στη κα ι ο ί π λ η ρ ο φ ο ρ ίες π ο ύ έ χ ο υ μ ε γι’ α ύ τ ο ύ ς είνα ι ά π οσ π α σ μ α τικ ές. Κ αθώ ς λίγη έπίσημη δη μογραφ ική έργα σία ε ίχ ε γ ίνε ι στήν Α ύστραλία τά πρώ τα έκ ε ϊνα χρόνια τ ο ύ έπ ο ικ ισ μ ο ύ κα ί οί π ιό π ο λ λ ο ί α π ό τ ο ύ ς π ρ ω τ ο α φ ιχ θ έντ ες Έ λλη νες ή τα ν π ερ ιπ ετ ειώ δ ε ις τ ύ π ο ι καί να υ τικ ο ί κ υ ρ ίω ς π α ρ ά άτομ α μέ σκ οπ ό τή μόνιμη έγκ ατάστασ η , ο ί π λ η ρ ο φ ο ρ ίες π ο ύ ε ίνα ι δ ια θ έσ ιμ ες σέ κ ά θ ε έρ ευ νη τή είνα ι κατά π ολύ έπ ισ τη μ ονικ ά ά νεπ ιβ εβ α ίω τες κα ί σέ π ο λ λές π ερ ιπ τώ σ εις π ρ ο φ ο ρ ικ ές , π ο ύ στη ρίζονται στή μνήμη τώ ν π α λ α ιότερ ω ν Ελλήνω ν τή ς π α ρ ο ικ ία ς .

Τό ίδιο σ χεδ ό ν ισχύει καί γιά τίς γνώ σεις μας σχετικά μέ τή ν πρώ τη λ ο γ ο τεχ νία τώ ν έλληνικώ ν κ οινοτή τω ν σ τή ν Α ύστραλία . Λ ίγες π λ η ρ ο φ ο ρ ίες έ χ ο υ ν δ ια σ ω θ εί μ έχ ρ ι έμ ά ς γιά τή λογοτεχνικ ή παραγω γή (έά ν ύ π ή ρ ξε) τώ ν Ε λ λ ή νω ν τώ ν π ρώ τω ν μ ετα να σ τευ τ ικ ώ ν έκ είνω ν χρόνω ν. Α ύ τός ό π α ρ ά γοντα ς σ υ νέβ α λ ε σ τή ν π επ ο ίθ η σ η π ο ύ έ π ικ ρ ά τη σ ε άκόμη καί σ του ς ά καδη μαϊκούς κ ύκ λους μ έχρι τά τέλη τ ο ύ 1960, πώ ς δ έ ν ύ π ή ρ χ ε κ α θ ό λ ο υ έλληνική λ ογοτεχνία σ τή ν Α ύστραλία .

Οι άλλοι π α ρ ά γο ντες π ο ύ ύ π ο β ο ή θ η σ α ν αύτή τή ν πλάνη είνα ι κ α τ α φ α νείς:Π ρώτο, ο ί π ερ ισ σ ό τ ερ ο ι άπό τ ο ύ ς ’Έ λλη νες σ υ γγρ α φ είς έγρ α ψ α ν κα ί άκόμ η γ ρ ά φ ο υ ν

στη μητρική τ ο υ ς γλοίσσα. Π ρό τ ο ύ 1960, οί "Ελληνες, μέ μ ερ ικ ές σ π ο ρ α δ ικ ές έξα ιρ έ σ ε ις ,

νε τμήματα γιά τή βιομηχανία, τό έμπόριο, τήν έπιστήμη, τήν ιστορία, τήν ποίηση κ.λ.π., έκτός άπό στατιστικές πληροφορίες, μερικές βιογραφίες καί φωτογραφίες ’ Ελλήνων τής Αυστραλίας.

Η ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ

Τήν πρώτη γενιά συγγραφέων μέ λογοτεχνικές άξιιό- σεις τήν είδαν οί δύο δεκαετίες πού προηγήθηκαν τού Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου. Η λογοτεχνία τής περιόδου αύτής χαρακτηριζόταν κυρίως άπό όρισμένα παραδοσιακά θέματα, όπω ς ή άγάπη γιά τήν Ελλάδα, τά προβλήματα ά πό τήν έμπειρία τού μετανάστη, οί δυσκολίες τής ζωής στήν ξένη γή, ό π όθος γιά τήν πατρίδα καί τήν τελική έπιστροφή στή γενέθλια γή. Πολύ φυσιολογικά, λοιπόν, άντανα- κλούσε μιά νοσταλγία γιά τήν * Ελλάδα καί παρουσί­αζε μιά ρομαντική άποψη γιά τή ζωή καί τούς τόπους πού είχαν μείνει πίσω. Σιγά σιγά όμως ή λογοτεχνία έμπλουτίστηκε μέ νέα θέματα, όπω ς ή φύση, ό έρωτας, τά ταξίδια, κ.λ.π.

Έξι μορφές ξεχωρίζουν στήν έλληνική λογοτεχνία τής Αύστραλίας τής έποχής αύτής. Αύτοί είναι ό Θ ε ό δ ω ρ ο ς Τ ζ ώ ρ τ ζ ε σ ο ν ( Γ ε ω ρ γ α ν τ ό π ο υ λ ο ς ) (1905-1978), ποιητής, χρονογράφος καί μεταφρα­στής Βρετανών ποιητών, ό ποιητής Κ ω στής Μ αλα- ξό ς-Α λ εξά ντερ (1900-1975) ό πεζογράφ ος ‘Α λέκος Δ ούκας (1900-1962), ό δημοσιογράφος Μ ιχάλης Μ αλαχίας (1901-1957), συγγραφέας τού ένός βιλίου Οί α να μ νή σ εις ένό ς μ ε τα ν ά σ τη , ό Γιώργος Παίζης (1890-), ποιητής καί σκηνοθέτης, καί ό διηγηματο- γράφος Τζίμης Γαλάνης (1910-1970).

“Ολοι τους αύτοί οί συγγραφείς έξέφραζαν ύπερη- φάνεια γιά τήν έλληνικότητά τους καί λαχτάρα γιά τή γενέθλια γή άλλά όλοι ήταν μόνιμοι κάτοικοι τής Αύστραλίας καί όχι τυχοδιώκτες ή ταξιδιώτες. ’Επί­σης όλοι τους είχαν άποσπάσει τήν έκτίμηση τής έλληνικής παροικίας γιά τή συμβολή τους τόσο στόν κοινωνικό όσο καί στόν πνευματικό τομέα τής παροικιακής ζωής.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Τό 1940, όταν ό Δ εύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος άπλώθηκε στήν Ελλάδα, ό άγώνας τού έλληνικού λαού συγκίνησε όλους τούς "Ελληνες τής διασποράς, μέ άποτέλεσμα τή δημιουργία ένός άληθινά έθνικι- στικού κινήματος. Περιττό νά πούμε πώς αύτό τό κίνημα άσκησε έπίδραση καί στήν έλληνική λογοτε­χνία τόσο τής Ελλάδας όσο καί τής διασποράς.

Τήν έλληνική λογοτεχνία π ού δημιουργήθηκε στήν Αύστραλία κατά τά χρόνια τού πολέμου, καί μέχρι

ένός σημείου στή δεκαετία πού άκολούθησε, τή χαρακτήριζε μιά νέα έθνικιστική όιάσταση έκτός άπό τήν παραδοσιακή, π ού ήταν άλλωστε πάντοτε ισχυρή. Αύτή έδωσε ώθηση σέ νέα θέμ ατα , όπω ς ό άγώνας γιά λευτεριά, τά ήρωικά κατορθώ ματα τών* Ελλήνων στρατιωτών, τό έλληνικό άντιστασισκό κίνημα κ.λπ. Οί συγγραφείς π ο ύ έγραψαν έργασίες αντιπροσω πευτικές αύτής τής έθνικιστικής τάσης είναι ό ποιητής Σ τάθη ς Ρ α υ τ ό π ο υ λ ο ς καί ό ποιη-

SYDNEY, FRIDAY. 8 OCTOBER, 1915.c· -· . -C-

(;··* % η] OCEANIS GREEK NEWSP,

' ■ '5 »· O v j iPn*I Stdp»r,

O· t r » * v *»■·* n r ( i t D C it Μ Λ ÜKE 1

Ε Β Δ Ο Μ Α Δ ΙΑ ΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ

(V O L . \ No ;| ) ΤΑΧΥΔΡΟ Μ ΙΚΗ ΔΙΕΥ 3Υ Ν Σ ΪΣ : 76

Η ΓΕΝΙΚΗΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ

ε π ι ς τ ρ α τ ε Υ ς μΗ*Ι ‘/ . ' ’» ί V ΐ; ·7Γ > ί τ · μ ; γ | ; 3 λ ·* .' ι ο ί ι ; Ι ρ ’ έν -> ; χ α ΐ ή

χ·ν , ι α·ι»ι; τ ί | ; Ι Λ ο ^ ■[((' -οο:ΐ συνεκεν'το.ι>,Τ? τ«>► μχ3(3^€ων Κρατών ιΐ; την Ά νά τ Λ ^ ν ^

την Γςέλιξιν τώ ν χαΟ ημίρινώ ^ έχτυλιο σ ομένω ν γεγονότω ν είς τήν Β αλχαν\χήν Χ ίροόνησ ον.

Ο,τι είνε αξιον ιδιαιτέρας μνείας είνε δτι 6 Αυστρίακος στρα­τός βαδίζει πράς τήν Σερβίαν βοηθοΰμενος καί ύπό Γ έρμβν** χών >?νι<τχυσ*ων Έ ν ώ δέ τοΟτο γίνεται, ή Ιπιστρα*ι#6εΙ<** Βουλγαρία δεν προεβη είς τϋτοτε είμή διά τής μέχρι τοί>δε στ ίο«* ως της άνακατ ροδίζεται ή υχοπτος χολινυιά,Τ’Κ σχ*>ΛθΓ»<κι οθται

Page 15: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Έ ρ εν ν α 15 ΓΡ Α Μ Μ Α Τ Α ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ

τής Αυστραλίας

τον Γιώργον Καναράκη

αισθάνονται πιό σίγουροι νά έκ φ ρά ζουν τίς ιδέες του ς καί τά συναισθή ματά του ς στη γλώσσα π ού μπορούσαν νά χειρ ιστούν μέ άνεση καί αύ το π επ οίθη σ η . Γι’ α ύ τού ς τού ς λόγους ή αγγλική ήταν ξένη γλώσσα, π ού χρησιμ οποιούσαν μόνον έξω άπό τά όρια τής έλληνικής κοινότητας, στίς έπαγγελματικές καί έμ π ορικ ές το υ ς έπ α φ ές μέ το ύ ς Α ύστρα- λούς.

Δ εύτερο , οι Ελληνες συγγραφ είς δ έν έγρα φ α ν γιά τό αυστραλιανό άναγνω στικό κοινό άλλά γιά τού ς άλλους "Ελληνες πού μπ ορούσαν νά καταλάβουν τ ίς πικρές έμ π ειρ ίες τή ς ξενιτειάς καί νά συμμεριστούν τή νοσταλγία του ς γιά τή ν πατρίδα . Ά λ λ ω σ τ ε , πώ ς θά μπορούσαν νά αισθανθοιη» τή ν άνάγκη νά γράψ ουν γιά τήν πρό- καί μετα-πολεμικ ή αυστραλιανή κοινωνία, ή όποια τ ο ύ ς είχε χαρακτηρίσει, άρνητικά καί σ τ ερ εό τυ π α , άμόρφω τους καί άπροσάρμ οστους ξένο υ ς καί τ ο ύ ς θεω ρ ού σ ε α παράδεκτα στοιχεία τού πληθυσμού;

Τρίτο, τό μεγαλύτερο μ έρος αύτής τής λογοτεχνία ς, έξαιτίας τή ς γλώ σσας π ο ύ ήταν γραμμένη καί τό κοινό στό όπ οιο ά π ευ θ υ νό τα ν , έμ φ α νίζοντα ν στίς ελληνικές έφ η μ ερ ίδ ες τής Μ ελβούρνης καί τού Σ ύδ νεϋ . Α ύτές οι έφ η μ ερ ίδ ες ά π ο τελ ο ύ σ α ν τό μόνο έλ εύ θ ερ ο βήμα πού ήταν διαθέσιμο σέ κ άθε ε ίδ ου ς συγγραφ έα . Ά λ λ ω σ τ ε άρκ ετοί Έ λληνες άπό αύτούς πού προσ πάθη σαν νά γράψ>ουν ποίηση ή π εζό λόγο ή τα ν δη μ οσ ιογρά φ οι ή άρθρογράφ οι π ού δού λ ευ α ν γιά τ ίς έλληνικές έφ η μ ερ ίδ ες τώ ν μεγάλω ν άστικώ ν κέντρω ν. Π εριττό νά π ού μ ε πώ ς ήταν άπόλυτα φυσικό αύτή ή κατάσταση νά κά νει τή ν ελληνική λογοτεχνία άκόμη πιό άπρόσιτη στό αύστραλιανό κοινό μιά καί λίγοι Α ύστραλοί, όν ύπή ρχε πράγματι κα νένα ς, είχαν γνώση τής Ν έας 'Ελληνικής γλώ σσας.

Τ έταρτο, έστω καί όν μερικοί Α ύστραλοί ύ π ο θ έ σ ο υ μ ε πώ ς μ π ορού σ α ν νά έ ρ θ ο υ ν σ έπαφ ή μέ τή λογοτεχνική έργασία τής έλληνικής παροικίας, δέν χω ρεί άμφ ιβολία πώ ς τά θέμ ατα θά άπ οδεικ νύοντα ν χω ρίς ένδ ια φ έρ ον , άν όχι έκνευρ ιστικά , μιά καί οί π ε ρ ισ σ ό τ ε ­ροι συγγραφείς έγραφ αν γιά τίς δυσκολίες τή ς μ ετα να σ τευτικ ή ς ζωής στήν Α ύστραλία , έξέφ ραζαν πίκρα γιά τή στάση τώ ν Α ύστραλώ ν καί έβαζαν τό όδυσ σεια κ ό ό νε ιρ ο τή ς έπ ιστροφ ή ς στήν πατρική γη καί τό θά νατο στό χωριό π ο ύ γεννή θη κ α ν σάν τ ό ν ά πώ τερο σκοπό του ς.

Σ υνεπώ ς, ή έλληνική λογοτεχνία στήν Α ύστραλία ά να π τύχθ η κ ε πάνω στίς ϊδ ιες γνώ ριμες γραμμές όπω ς καί ή λογοτεχνία τώ ν μ ετα να σ τευτικ ώ ν ομάδω ν σέ π ολ λές άλλες χώ ρες.

τής καί πεζογράφος Α νά ρ γ υ ρ ο ς (Ά ν δ ρ έ α ς ) Β. Φ ατσέας, πού είναι γνωστός καί γιά τή μετάφραση τού ποιήματος τού Διονύσιου Σολωμού 'Ύ μνος εις τήν Έ λενδερια ν.

Ό Ρ α υτόπ ου λος καί ό Φ ατσέας έγραψιαν καί σέ παραδοσιακά θέματα, όπως έκαναν καί άλλοι συγ­γραφείς αύτής τής περιόδου. Οί πιό γνωστοί αύτής τής όμάδας ήταν» ό Γιάννης Λίλλης (1916-1969), πού δημοσίευσε πε£ογραφικές έργασίες καί ποιητι-

ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΙ Λ¿νταϊΗ)α ΚυΟηραϊκή παροικία τήν προσεχή Κ ^ίικην ΙΟην

ρίχοντος μηνος, Οέλίΐ toQxdofi ίν τψ Ενταύθα **ς>ψ Ναφ τής Αγίας ΤφιάΛο^ί τήν μνήμην τής *ΥπρροΓ(ίαζ'^<Λό'κον Μνρτι*

μρτα τής συνή^ουί Λρτο*λασίαφ§ J * 4 .' 0 * ν προακα>.οΐνται 4*αντι··ς 0l^K x&W οί φίλί^ρτο} *

^οη^νίΐς ζπακ ημή&ωσι >̂ιά χ?γ; / lÁepfll·

Έ κ τής Κ ύθηρα ικ ή.; Ε π ιτρ ο π ή ς

ΕΛΑ. ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΣΤΛΝΕΤΉ ήμίτέρα Κοινότης φόρον^γνα>μο<?ν»ης άποτίονσα «Ις τάς

Ελλτρρ.» ΔτβποινίΛας ως « ¿ e l; τη* Δα Τζοζτφίτ MdS

κές συλλογές, ό Ά ν τ ώ ν η ς Φ ατσ έας (1909-1961), πού έγραψε ποίηση καί πρόζα άλλά παρέμείνε στη μνήμη μας καί γιά τίς μεταφράσεις του ποιημάτων στήν έλληνική καί ό Θ άνος Ν ικολαΐδης, συγγραφέ­ας τού μυθιστορήματος Οί ξερρ ιζω μένο ι, πού έγρα­ψε έπίσης διηγήματα καί άρθρα σέ έφημερίδες.

ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Στά μέσα τού 1950 οί πύλες της Αύστραλίας ήταν άκόμα διάπλατα άνοιχτές στή μετανάστευση καί μεγάλος άριθμός 'Ελλήνων έφτασε άπό διάφορα ii¿nvi r ñ r 'FXXi^rftrrr Λττό r r iv A7\n ιτττη -τήν KV iivrrcav-r -«s i I I » ----------------- - I ' “ 1 * * · I "τινούπολη καί άλλού. Ή Αύστραλία ήταν, άλλωστε, μιά μεγάλη καί εύημερούσα χώρα μέ τεράστιους πόρους καί συγκριτικά μικρό πληθυσμό. Αύτή ή νέα εισροή 'Ελλήνων μεταναστών συνεχίστηκε ως τά μέσα της δεκαετίας τού '60 καί, μέχρις ένός σημείου, σ' όλα τά μετέπειτα χρόνια, φέρνοντας νέα ζωτικό­τητα στίς έλληνικές κοινότητες καί συμβάλλοντας σημαντικά στό χώρο τής λογοτεχνίας.

Αύτή ή περίοδος έγινε μάρτυρας τής άφιξης στήν Αύστραλία μιάς πιό μορφωμένης όμάδας συγγραφέ­ων άλλά καί μιάς πιό θετικής ύποδοχής τής δουλειάς τους άπό τό αυστραλιανό άναγνωστικό κοινό. Πε­ρισσότεροι Αύστραλοί άρχισαν νά δείχνουν ένδιαφέ­ρον γιά τίς έργασίες τών 'Ελλήνων λογοτεχνών καί οί προσπάθειές τους όλο καί περισσότερο άναγνωρί- ζονταν άπό τούς έπίσημους αύστραλιανούς κυβερ­νητικούς όργανισμούς. Περισσότερες έργασίες «ποι­ητικές καί πεζογραφ ικές- άρχισαν νά μεταφράζον­ται στήν άγγλική. καί περισσότεροι συγγραφείς έν- θαρρύνονταν νά γράφουν, ένώ οί προσπάθειές τους ύποστηρίζονταν άπό χορηγήσεις καί ύποτροφίες. Ε π ιπ λέον, μιά νέα γενιά ‘Ελλήνων συγγραφέων άρχισε νά χρησιμοποιεί τήν άγγλική σάν όργανο έκφρασης ή νά βγάζει δίγλωσσες έκδόσεις, μέ σκο­π ό νά φτάσουν ένα κοινό εύρύτερο άπό έκείνο τών έλληνόφωνων μόνο μελών τής αυστραλιανής κοινό­τητας. Τήν ίδια έποχή νέες λογοτεχνικές τάσεις, νέα θέματα καί ιδέες άρχισαν νά έμφανίζονται καί νά μπολιάζονται μέ τήν κουλτούρα τής νέας χώρας, δημιουργώντας ένα καινούριο δυναμικό στά έλληνι- κά Γράμματα τής Αύστραλίας.

Αύτή ή περίοδος, ιδίως μετά τό 1960, είδε νά έρχονται πολλοί ποιητές καί πεζογράφοι, μερικοί άπό τούς όποιους έχουν πλατιά άναγνωριστεί σάν κύριες μορφές στήν έλληνο-αυστραλιανή λογοτεχνία. Ά λλοι, άκόμη νέοι στήν κονίστρα, έχουν έπιδείξει μεγάλη δυνατότητα γιά μελλοντική έπιτυχία. Μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνονται, σ' αύτές τίς δύο όμά- δες, ή ποιήτρια καί πεζογράφ ος Βάσω Κ αλαμάρα. πού μένει στό Πέρθ, οί ποιητές Δ ημήτρης Τ σαλου-

Ν ίκ Κ αλλίνικος

μάς, Ν ίκος Ν ινολάκης, Χ ρήστος Φ ίφ ης, Γιώργος Β α σ ιλ α κ ό π ο υ λ ο ς , Π αναγιώ της Λ υ σ σ ιό τη ς καί Ά ν δ ρ έ α ς Τ ρια ντα φ υλλόπ ουλος, ή ποιήτρια καί πεζογράφος Ν τίνα Ά μ α να τ ίδ ο υ καί ό πεζογράφος Γιάννης Β ασιλακάκος, όλοι τους στή Μελβούρνη, οί ποιητές Κ ώ στας Σ ταμ ατιάδης, Γιώργος Κ αζού- ρης, Δ ημήτρης Σ υμ εω νίδης, ή ποιήτρια Γιώτα Κ ρίλη-Κ έβανς, ή μυθιστοριογράφος Έ ρα σμ ία Πα- παγεω ργίου καί ό διηγηματογράφος Δ ημήτρης Σ τ α θ ό π ο υ λ ο ς , όλοι στό Σύδνεύ.

Κατά τήν περίοδο όμως αύτή έγιναν σημαντικά έπιτεύγματα όχι μόνο στόν πεζό λόγο καί στήν ποίηση άλλά καί στό θέατρο. Ά ν καί οί πρώτες προσπάθειες σ' αύτό τό είδος έγιναν άπό τόν Α νάργυρο Φ ατσέα στίς άρχές τού ’50, οί πραγμα­

τικές βάσεις τού έλληνικού θεάτρου στήν Αύστραλία μπήκαν τήν περίοδο αύτή άπό τού ςΛ ά μ π η Πασχα- λίδη καί Θ εόδω ρο ΓΙατρικαρέα, πού έχουν μετάξι? τους άρκετά σημεία κοινά. Καί οί δυό είχαν σπουδά­σει σέ μεγάλα άστικά κέντρα τού 'Ελληνισμού, ό Π ασχαλίδης στό Κάιρο καί ό Π ατρικαρέας στήν Α θή να . Καί οί δυό είχαν ήδη καθιερωθεί σάν συγγραφείς προτού μεταναστεύσουν καί είχαν φέρει μαζί τους τόν κοσμοπολίτικο καί πνευματικό άέρα τών έλληνικών κέντρων άπό τά όποϊα είχαν έρθει, δημιουργώντας νέα άτμόσφ*αιρα καί άνανεώ νοντας τόν ένθουσιασμό γιά τό έλληνικό θέατρο της Αύ­στραλίας.

“Αν έξαιρέσουμε τίς προσπάθειες τού Πασχαλίδη καί τού Π ατρικαρέα δέν έγιναν άλλες σπουδαίες άπόπειρες στή συγγραφή έλληνικού θεάτρου μέχρι τή δεκαετία τού '70. Αύτό δέν σημαίνει πώς δέν δίνονταν θεατρικές παραστάσεις, άλλά πώς τά έργα πού άνεβάζονταν τά έφερναν άπό τήν 'Ελλάδα καί εύκαιριακά τά παρουσίαζαν έλληνικοί, μάλιστα, θία­σοι πού περιόδευαν τήν Αύστραλία,

Α νά μ εσ α σ' αύτούς πού γράφουν θέατρο αύτή τήν περίοδο είναι ό Λ άμπης Κ αλπακίδης, ό Κώ­στας Κ ασιμάτης καί ό Γιάννης Β ασιλάκος στή Μελβούρνη, ό Βαγγέλης Μ υγδάλης στό Σύδνεύ, ό Ε. Ε μμανουήλ στό Μπρίσμπαν καί ή Βάσω Κ αλα­μάρα στό Πέρθ.

ΑΓΓΛΟΦΩΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Σ' αύτή τήν έρευνα τής λογοτεχνικής συμβολής πού έχουν κάνει οί "Ελληνες στήν Αύστραλία, πρέπει νά άναφερθεΐ μιά όμάδα συγχρόνων λογοτεχνών πού γράφουν μόνο στήν άγγλική. Αύτούς τούς χαρακτη­ρίζει τό γεγονός ότι είναι είτε πρώτης γενιάς μετανά­στες, γεννημένοι έξω ά πό τήν 'Ελλάδα, σάν τόν Ά ν τ ώ ν η Π αραδείση πού ήρθε άπό τήν Κίνα καί τήν Α ν τ ιγ ό ν η Κ εφ αλά άπό τή Ρουμανία, ή είναι αϋστράλογεννημένα παιδιά Ελλήνων μεταναστών, σάν τόν Τ ιμ οσ ένκ ο Ά σ λ α ν ίδ η , τόν "Άγγελο Λ ου- κάκη, τήν Α γ γ έ λ α Κ ορβισ ιάνου καί τόν Π.Ο. (Πέτρο Ούσταμπασίδη).

Π ρέπει νά τονισθεΐ πώς τό γεγονός ότι γράφουν τά έργα τους στήν άγγλική μπορεί νά ά ποδοθεί στό ότι αισθάνονται ότι δέν κατέχουν τήν έλληνική σέ βαθμό τέτοιο ώστε νά μπορούν νά έκφ ράσουν τίς ιδέες καί τά συναισθήματά τους όπω ς θ ά ήθελαν, άλλά ϊσως καί στό λόγο ότι ή άγγλική γλώσσα τούς διευκολύνει νά έχουν ένα εύρύτερο άναγνωστικό κοινό γιά τή λογοτεχνική τους παραγωγή. Πρέπει ώστόσο νά παρατηρηθεί ότι γιά τόν προσεκτικό άναγνώστη διαφαίνεται συχνά ό έλληνικός παλμός τους μέσα ά πό τά άγγλικά έμμετρα καί πεζά τους.

Η παρουσία πάντως τών άγγλόφωνων αύτών συγγραφέω ν δέν έπισκιάζει τή γενικότερη συγγραφι­κή δραστηριότητα στήν έλληνική τών ' Ελλήνων τής Αύστραλίας. Τουναντίον, ή ζωντάνια τού έλληνικού στοιχείου είναι τέτοια, καί οί έλληνικές καταβολές τόσο ισχυρές, ώστε είναι βάσιμες οί έλπίδες πού έπικρατούν στόν ' Ελληνισμό τής Αύστραλίας πώς οί

Ελληνες θά συνεχίσουν τήν παράδοση τής έλληνι- κής λογοτεχνίας σ’ αύτή τή χώρα, καί μάλιστα έντονότερα τώρα, μέ τή βοήθεια μιάς άνώτερης παιδείας π ού παίρνουν πλέον. ‘'.Αλλωστε, ή έλληνική λογοτεχνική δημιουργία στήν Αύστραλία άποτελεϊ ένα χαρακτηριστικό στοιχείο τής γενικότερης τάσης τών Ελλήνων τής διασποράς όχι μόνο νά διαφυλά­ξουν τήν έλληνική γλώσσα, άλλά καί νά έκφραστούν σ’ αύτήν κατά τρόπο λογοτεχνικό.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 8 ΟΚΤΠΒΡΙΟΥ, 1915.

>ER. PUBLISHED W EEKLY

LNIΣΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ

UAM s r . SYDNEY, N.S.W.________ (ΕΤΟΣ A / AP. )|)

Page 16: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ 16Μ νδολογία

’Αραβικά μυθολογικά περιέχοντα λίαν περιέργους διηγήσεις καί εξαίσια συμβεβηκότα

Σήμερα χωρίζουμε τά άραβικά παραμύθια σέ τέσσερις κατηγορίες: στά σοβαρά, τά μή σοβαρά, τά χιουμοριστικά καί τά περι­γραφικά.

Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τά gissAh καί τά mathÄI (προφέρεται μασάλ). Πρόκειται γιά Ιστορίες διδακτικές. Ιστορι­κές καί θρησκευτικές. Αύτός πού τίς διη­γείται τίς περιγράφει κάπως Ετσι: -δέν έγιναν' πραγματικά, μά θά μπορούσαν νά ’χαν συμβεί» ή «Ιστορίες σοφίας-. Καμιά φορά ό Ιδιος ό παραμυθάς δίνει τόν διδα­κτικό τόνο στό άκροατήριο.

Στή δεύτερη κατηγορία άνήκουν τά μή σοβαρά παραμύθια: τά hikaxah ή haddoo- tah. ‘Ο πρώτος όρος βγαίνει άπό τό κλα­σικό άραβικό ρήμα haka πού σημαίνει διηγούμαι ή μιμούμαι. ΓΓ αύτό καί γενικό­τερα τό είδος αύτό τών διηγημάτων λέγε­ται hakayat. Ή διασκέδαση τού κοινού είναι ό μοναδικός τους προορισμός "Ο­μως, οί άστεΐες Ιστορίες άνήκουν σ’ άλλη κατηγορία. Οί λέξεις nuktah (άστεΐο) καί hadirah (Ανέκδοτο) χρησιμοποιούνται γι’ αύτά τά παραμύθια πού άφηγοϋνται Ιδιαί­τερα στίς άγροτικές περιοχές.

*Η τέταρτη κατηγορία άναφέρεται σάν kalam (κουβέντα) ή haky (διήγηση) καί περιλαμβάνει παραμύθια κάθε είδους- γε­γονότα μέ άνταγωνισμούς. άναφορές σέ γνωμικά, τοπικούς θρύλους ή προσωπικές άναμ νοήσεις.

Σύμφωνα μέ τό κόράνι ή διήγηση πρέπει ν’ άκολουθεΐ τήν υπέρτατη άλήθεια τού θεού. Ό Ιμάμης al-Ghazzali ( 1058-1111) άποφάσισε ότι τά διηγήματα άποτελούν «αίρεση» καί τά άπαγόρευσε αύστηρά, έ- ξαιρώντας μόνο τίς ιστορίες πού μιλάνε γιά προφήτες. Απαράβατος όρος: αύτός πού τίς διηγείται νά ‘ναι άξιόπιστός καί μ’ εύπρεπή συμπεριφορά. Ή ίσλαμική θρη­σκεία, σάν τίς άλλες μονοθεϊστικές, ήταν Εναντίον κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης. Οί προφορικές Ιστορίες Αντιμετώπισαν τούς διωγμούς καί τίς δυσκολίες, πού άντι- μετώπισαν ή ποίηση, τό τραγούδι, ή γλυ­πτική, ό χορός, ή ζωγραφική. Παρόλες τίς αυστηρές άπαγορεύσεις, ή ποίηση συνέχι­σε νά παίζει ένα σημαντικό ρόλο στήν έπίσημη κουλτούρα τών μουσουλμανικών χωρών. ’Αντίθετα ή γλυπτική Εξαφανίστη- κε έντελώς. Ή διήγηση, δ πως καί ή μου­σική. *ό χορός, τά παιχνίδια, Επέζησαν σέ διαφορετικά Επίπεδα — ουσιαστικά Εξω άπό τήν έπίσημη σφαίρα τών ίσλαμικών Αξιών. ΟΙ παραμυθάδες στίς αιγυπτιακές κοινότητες φοβόντουσαν αύτή τήν Απαγό­ρευση κι Επασχαν άπό ένοχές γιά τίς τυχόν Αμαρτωλές παραβάσεις. Έτσι δέν διηγόν- τουσαν παρά Ιστορικά καί θρησκευτικά παραμύθια, ένώ τά διδακτικά άφηναν νά τά διηγούνται στήν οίκογένειά τους. Οί γυ­ναίκες μάθαιναν κι έλεγαν παραμύθια άλλά μόνο στά παιδιά, στίς άλλες γυναίκες τού σπιτιού καί στούς πολύ κοντινούς γείτο­νες. Δέν έπιτρέπεται στή γυναίκα νά δια­σκεδάζει Εναν άντρα μέ παραμύθια. ’Ελά­χιστες περιπτώσεις Εχουμε πού ό Αντρας ένθαρρύνει τή γυναίκα του νά τού διηγηθεί μιά ιστορία.

’Υπάρχουν τά παραμύθια πού βγαίνουν Απ’ τά βιβλία κι αύτά πού βγαίνουν άπ’ τήν προφορική λαϊκή παράδοση. Οί Ιστορίες τών βιβλίων Εχουν συνήθως ιστορικά καί θρησκευτικά θέματα. Παραμύθια άπό τίς ‘Αραβικές Νύχτες, Ενα Εργο πού θεωρείται

σάν «λαϊκό Ανάγνωσμα«, δέν τά διηγούν­ται ποτέ. Τά διαβάζουν στό κοινό. Σέ περιπτώσεις πού Ενα γραπτό κείμενο είναι άκριβώς τό Τδιο μ’ Ενα προφορικό, ό παραμυθάς Επιμένει ν' άρνείται τήν όμοιό- τητά του. «Ναι, είναι τό Ίδιο. λέει, άλλά πάντα διαφέρει. Τό Ενα είναι Από βιβλίο καί τό άλλο είναι κάτι πού μάθαμε». Κανένα άπό τά άρχαϊα αιγυπτιακά παρα­

μύθια τών ιερογλυφικών κειμένων δέν πα­ρουσιάζεται στίς προφορικές διηγήσεις. Είναι όμως άναμφισβήτητο ότι πολλές άπό τίς άρχαΐες Ιστορίες θυμίζουν καταπληκτι- κά τίς σύγχρονες. Είναι σαφές ότι γραπτά καί προφορικά διηγήματα άνήκουν σέ ξε­χωριστά συστήματα κι αύτός ό διαχωρι­σμός πάει πίσω* στό νέο Βασίλειο τής Αρχαίας ΑΙγύπτου. Γενικά ή λαϊκή παρά­δοση καί τά παραμύθια Ιδιαίτερα φαίνεται ότι Εχουν έπιζήσει γιά χιλιετηρίδες χάρη στή μορφωμένη τάξη.

Διαφορετικά είναι τά κοπτικά (χριστια­νικά) άπό τά μουσουλμανικά παραμύθια. Διαφορετικό είναι τό ρεπερτόριο τών άν- τρικών παραμυθιών άπό τά γυναικεία.

Κοινωνικά, τά παιδιά άνήκουν στή γυ­ναικεία τάξη. Μόλις όμως μεγαλώσουν, τ’

«...Κι Ετσι τήν άλλη νύχτα ή Σεχραζάτ (Χαλιμά γιά τούς Έ λληνες) άρχισε την Ιστορία τού βασιλιά Μπεδρεδίν καί τού βεζύρη τού Ταλμούκ, έπωνομα^ομεν^υ μελαγχολικού». Ά λλοτε, μόλις ό ι^λιος Εδυε κι ό μουεζίνης Ελεγι: τήν τελευταία προσευχή τής μέρας μαζεύονταν στ’ άραβικά χωρία μικροί και μεγάλοι ν Ακούσουν τόν παραμυθά. Έρωτες καί περιπετειώδη Επη που. Οπως μας βεβαιώνουν, πολλά Απ’ αύτά κυκλοφορούσαν καί στήν Αρχαία Αίγυπτο. Οπως ή ίστορία τών δύο Αδερφών πού βρέθηκε σέ πάπυρο τής 19ης δυναστείας (1250 π.Χ.) καί θυμίζει πολύ Αραβικές νύχτες. Ή προφορική τέχνη καί τό προσωπικό ύφος στή διήγηση είναι κάτι πού έδώ καί 5.000 χρόνια καλλιεργείται στή χωρα αύτή. Ό ’Ηρόδοτος, περιγράφοντας τούς περσικούς πολέμους. Αναφέρει πολλές Ιστορίες πού Ακούσε όταν ταξίδευε στήν Αίγυπτο, π.χ. τό θρυλικό « Ό θησαυρός τού Ραμσινίμ». «Είναι τόσο ζωντανοί οί μύθοι πού διηγούνται οί ΑΙγύπτιοι, πού μπορούμε νά τούς δεχτούμε σάν ίστορία». Εγραφε. Οί σύγχρονοι Ιστορικοί Εχουν έπανειλημμένα μαζέψει τά παραμύθια τών παπύρων τής Αρχαίας ΑΙγύπτου, μέ πολλή δυσκολία, ώσπου νά κατατάξουν όλους αυτούς τούς περιηγητές καί θαλασσινούς, τούς βασιλιάδες, τούς θεούς καί τούς μάγους.

Κ ατερ ίνα Γ ια νν α χ ά κ ο ν

άγόρια παίρνουν τόν άντρικό τους ρόλο, ένώ τά κορίτσια συνεχίζουν μέ τήν Ίδια όμάδα. Τά γυναικεία παραμύθια άσχολούν- ται περισσότερο μ’ Αντιζηλίες Ανάμεσα σέ μητριές. Ετεροθαλείς άδελφές κ.τ.λ. Τό ρεπερτόριο τών άντρών άποφεύγει τέτοια θέματα κι άσχολεΐται μ’ άνταγωνισμούς ήρώων στόν πόλεμο καί στίς περιπέτειες.

Έξω άπό Ενα λεξιλόγιο πού ξεχωρίζει τό «στυλ» τού παραμυθά άπό τό παραδοσι­ακό προφορικό, οί ΑΙγύπτιοι πού διηγούν­ται χρησιμοποιούν πολλές λεκτικές φόρ­μες κατά τή διάρκεια τής έπικοινωνίας τους μέ τό κοινό.

Συνήθως ό παραμυθάς άρχίζει ζητώντας μιά προσευχή στό όνομα τού προφήτη. Τό κοινό Απαντάει: «'Ας είναι οί προσευχές τού θεού μαζί σου, Προφήτη»». "Αν ό παραμυθΑς Αρχίσει λέγοντας: «Ένας είναι ό θεός·», τό κοινό Απαντάει: «Δέν υπάρχει άλλος θεός άπό τόν ’Αλλάχ». Καί οί δυό αύτές Εκφράσεις Επαναλαμβάνονται στήν καθημερινή ζωή καί Ιδιαίτερα όταν έπανα- φέρεται ή τάξη σέ μιά διένεξη. Είναι Ενα κάλεσμα γιά ήρεμία καί μετριοπάθεια. Οί Κόπτες άρχίζουν συνήθως μ’ Ενα «Δόξασε τόν θεό σου»» ή «προσευχήσου γιά τήν Παναγία». Τό Ίδιο διήγημα μπορεί Επίσης ν’ άρχίζει μέ τή φράση: «Ήταν μιά φορά»». Καμιά φορά περισσότερο Εξελιγμένες φόρ­μες έμφανίζονται μέ ρίμες πού ποικίλλουν

άνάλογα μέ τίς περιοχές. Μιά είσαγωγή πού είναι σχεδόν παντού διαδεδομένη εί­ναι: «’Υπήρχε κάποτε καί ύπήρχε πολύ». Αύτό Εχει πολλές παραλλαγές. Γιά τό μέλος ή πιό συνηθισμένη Εκφραση είναι: «Ήμουνα έκεϊ καί μόλις γύρισα». Στίς άγροτικές περιοχές προσθέτουν συχνά: «καί δέν μού ’δωσαν τίποτα νά φάω». *Ή πάλι: «Κι Εζησαν ήρεμα, σταθερά κι εύτυ- χισμένα καί γέννησαν άγόρια καί κορί­τσια». Αύτό τό λένε μόνο οί γυναίκες ή τά παιδιά όταν διηγούνται...Κι όταν καμιά φορά τό λέει άντρας, τό χρησιμοποιεί λίγο κοροϊδευτικά. Οί γυναίκες τελειώνουν συ­χνά λέγοντας: «Τοοΐ3, Τοοΐ3-, πού σημαί­νει: Τό παραμύθι τελείωσε.

Οί παραμυθάδες τηρούν πάντα τούς πα­ραδοσιακούς κανόνες Ενός προφορικού πρωτόκολλου όταν άπευθύνονται στό Α­κροατήριο. Συχνά πάλι χρησιμοποιούν ά- πολογητικές Εκφράσεις, όταν ή κουβέντα άναφέρεται σέ «γάιδαρο» ή «σκατά». Ό παραμυθάς τότε λέει: «Μήν τά βάζετε μαζί μου*» ή «δέν έννοούσα τίποτα κακό*». ’Εάν ή διήγηση περιέχει μειωτικούς δρους πού θά μπορούσαν νά θίγουν τόν Ακροατή, δπως: «είναι όμοφυλόφιλος», ό παραμυθάς χρησιμοποιεί γιά καλό καί γιά κακό τίς Εκφράσεις: «μακριά Από μάς» ή «ό θεός νά μάς φυλάει»». Τό Ίδιο θά πει όταν άναφέρε- ται σέ άρρώστεια. φόνο, όργή θεού καί

άλλες συμφορές. Ό ταν μιλάει γιά Ενα γεγονός πού ό άκροατής του τό άγνοεϊ, γιά νά μήν τόν κάνει νά νιώθει Ασχημα, λέει: «Είσαι ό κύριος τής γνώσης». Τέτοιες κουβέντες είναι πολύ σημαντικές κατά τή διάρκεια τής διήγησης. Στά κείμενα γρά­φονται σέ παρένθεση. ’Επίσης σέ παρένθε­ση συναντάμε προφορικούς όρους τής πα­ράδοσης. όπως γνωμικά ή κανόνες Από τή θρησκευτική λογοτεχνία.

ΠΕΡΙ ΔΑΙΜΟΝΩΝ

ΤΑ τελώνια (τζίν), πού τΑ ξέρουμε κι Από τό λυχνάρι τού ’Αλαντίν, δέν είναι κάτι πού βγαίνει Από τή φαντασία τού διηγημα- τογράφου ή τού παραμυθά, άλλά άπό μιΑ πίστη πρός αύτό πού ύπΑρχει στήν αιγυ­πτιακή κουλτούρα καί πού Ακόμα καί τό Κοράνι δέχεται.

Τό τελώνιο ζεί στό βάθος τής γής καί ψηλά στόν ούρανό κι έπικοινωνεί μέ τούς μάγους πού ζητούν τή βοήθειά του. Παίρ­νει τή μορφή άνβρώπων, ζώων, τεράτων ή μένει άόρατο. Δέν Αναπαράγονται ούτε μεταξύ τους ούτε μέ θνητούς καί πεθαίνουν μετά άπό ζωή αιώνων. Τά τζίν βγήκαν άπό τή φωτιά, πριν άπό τόν Άδάμ, άντίθετα άπό τούς Αγγέλους πού δημιουργήθηκαν άπό τό φώς. Τό καλό τζίν πιστεύει στό Ίσλάμ. Τό κακό, πού λέγεται άφρίτ ή γκούλ, κατοικεί στούς άρχαίους τάφους καί στούς σκοτεινούς ναούς, τρέφεται Από τό θάνατο, σκοτώνει καί καταβροχθίζει τή ζωή. Πολλοί "Αραβες πιστεύουν ότι τά τζίν Εχτισαν τίς πυραμίδες! Μορφωμένοι άνθρωποι προσεύχονται γιά νά τά Εξημε­ρώσουν ή τ’ άναγνωρίζουν μέσα στό σκύ­λο ή τή γάτα τους. Στήνουν όλόκληρους διαλόγους θεωρώντας ότι είναι ή γάτα πού μιλάει μέ τό τελώνιο ή πιστεύουν ότι θά τούς φέρουν χρυσάφι. Υπάρχει μιά παρά­δοση πού λέει ότι τίς πρώτες δέκα μέρες τού πρώτου μήνα τού χρόνου —περίοδος πού όνομάζεται Μοχαρράτ— τό τζίν με­ταμφιέζεται σέ μουλάρι ή νεροκουβαλητή. Χτυπάει τήν πόρτα τών Ανθρώπων καί ρωτάει: «Είμαι ό sakka, πού ν' άδειάσω τόν κουβά;» κι ό άλλος Απαντάει: «άδειασέ τον στό πυθάρι»· άργότερα βρίσκει τό πυθάρι γεμάτο χρυσάφι! Σάν μουλάρι, τό τελώνιο κουβαλάει σάκους γεμάτους χρυσό. Ενα άνθρώπινο κεφάλι στήν πλάτη του, γύρω άπό τό λαιμό του κουδούνια καί χτυπάει τήν πόρτα μερικών Ανθρώπων. Αύτοί οί τυχεροί Ανοίγουν, μεταφέρουν τό κεφάλι μέσα καί λένε στό μουλάρι: «"Ω! ό θεός νά σ’ εύλογεί». Κι όλοι προσεύχονται αυτόν τό μήνα νά τούς στείλει ό ’Αλλάχ ή τό μουλάρι ή τό νεροκουβαλητή. Σκαρφίζον­ται χίλιους τρόπους γιά νά καλοπιάνουν τά τζίν μπάς καί χτυπήσουν τήν πόρτα τους. Διηγούνται πολύ πειστικά καί σοβαρά ι­στορίες μ’ όλα αύτά τά στοιχεία, πού τούς έπισκέπτονται, πού συζητούν μαζί τους, πού τούς κάνουν παρέα καπνίζοντας κ.τ.λ. Κι όλα αύτά τά Εξωγήινα, ύπερφυσι­κά καί μαγικά όντα δέν σταματούν στά τζίν. 'Υπάρχουν κι όλοι αύτοί πού Ασχο­λούνται μαζί τους: τσαρλατάνοι, προφήτες, μάγοι, άγιοι. "Αλλοτε συναντούσε κανείς στούς δρόμους όλον αύτό τό συρφετό τών θεατρίνων, δερβίσηδων, άκροβατών, πού Εντυπώσιαζαν τόν κοσμάκη μέ τίς γνώσεις καί τίς ίκανότητές τους. 'Ολόκληροι κύ­κλοι παραμυθιών μιλούν γι’ αύτούς τούς φημισμένους μάγους καί τά κατορθώματά τους. Χαλίφες καί πασάδες συμβολευόν- τουσαν πάντα τό μάγο τους.

Μιά άλλη κατηγορία πού Εχει σχέση μέ τούς μάγους καί τίς μαγγανείες είναι οί δερβίσηδες, πού άνήκουν σέ φανατική μουσουλμανική κοινότητα· διαθέτουν Ικα­νότητες θαυματοποιών κι Εχουν φήμη Αγί­ου. Πολλές Ιστορίες διηγούνται γιά τά κατορθώματά τους. Καταπίνουν φίδια καί σκορπιούς, τρυπούν τό σώμα τους μέ σπα­θιά, περνούν βελόνες άνάμεσα στά μάγου­λά τους χωρίς πόνους καί πληγές. Πολλοί δερβίσηδες διασχίζουν τήν Αίγυπτο Επι­δεικνύοντας τίς ταχυδακτυλουργικές τους ικανότητες. Μέ κάποια μυστική δύναμη που διαθέτουν άνακαλύπτουν τήν παρου­σία φιδιών στούς διάφορους χώρους τών σπιτιων Χτυπούν τούς τοίχους τού σπιτιού μ ενα κλαδί δέντρου, σφυρίζουν, κροταλί­ζουν, φτύνουν καί λένε: «Σέ έξοοκίΟο στό πιό Μεγάλο Ό νομα, Αν είσαι υπά­κουο, βγές· κι άν είσαι άνυπάκουο, ψός>α ψόφα, ψόφα». Καί πράγματι, πολύ συχνά ένα φίδι πετιέται εΤτε άπό τόν τοίχο είτε Απ τό ταβανι. Ένας διάσημος... γόης τών φιδιών, γνωστός μέ τό παρατσούκλι «Έ λέ-

Page 17: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Μ νδολογία 17 ΓΡ Α Μ Μ Α Τ Α ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Η Σ

φαντας*, είχε δηλητηριώδη φιόια σ Ενα καλάθι, τά Αφηνε χωρίς φαγητό γιά μερι­κές μέρες καί μετά Εβαζε τό χέρι τοι στό καλάθι καί τους έβγαζε τά δόντια χωρίς νά τόν δαγκώσουν. Κάποια φορά όμως ό κα- τηραμένος όφις τού δάγκωσε ιό δάχτυλο, πρήστηκε τό χέρι του καί σέ λίγες ώρες πέθανε. Επίσης υπάρχουν οΐ μαγκάρμηα (magharbah). δερβίσηδες πού έρχονται άπό τή Δυτική Αίγυπτο κι έχουν ειδικευτεί στους άγριους χορούς πού τούς τονίζουν μέ κραυγές καί κινήσεις όπλων. Βρίσκον­ται σέ τέτοια έκσταση πού μπορεί τή στιγμή τοϋ παροξυσμού νά καταπιούν ά- ναμμένα κάρβουνα ή σπασμένα γυαλιά. "Η στρώνονται στούς δρόμους χίλιοι καί πα­ραπάνω, ένώ άλλοι δερβίσηδες, κρατώντας σημαίες, τρέχουν πάνω τους ούρλιάζοντας καί σεΤχηδες καλπάζουν μέ τ* άλογά τους πάνω στόν Ανθρώπινο δρόμο.

‘Υπάρχει καί μιά άλλη κατηγορία μάγων ot awliya, πού σημαίνι «οί αγνοούμενοι τοΟ ούρανοϋ». Πολλοί τρελοί, βλαμμένοι, Αλα- φροΐσκιωτοι. πού ό κόσμος τούς Αντιμετω­πίζει μέ είδική μεταχείριση, ώσπου κάποια μέρα πιστεύει ότι τό πνεύμα τους έπικοινω-

νεί μέ τόν ουρανό. Δέν είναι λίγοι οί κατεργάρηδες πού παριστάνουν τούς ζα­βούς γιά ν’ Αποκτήσουν τόν τίτλο τοΟ 3\ν1ϊ>'3. Πολλά παραμύθια είναι Αφιερωμέ­να σ’ αύτούς, πού κυκλοφορούν συνήθως γυμνοί ή ντυμένοι κουρέλια. Διηγούνται γιά κάποιον 3\ν1ΐγα πού τού 'κοψαν τό κεφάλι γιά ένα έγκλημα πού δέν έκανε καί τό κεφάλι μου μετά μιλούσε καί διαμαρτυ­ρόταν.

Χιλιάδες Ιστορίες έχουμε καί γιά έρωτι- κές Ιντριγκες στά χαρέμια ή πάθη χορευ­τριών καί πορνών. Μερικές Απ' αύτές είναι τολμηρές καί Ασεμνες καί καμιά φορά συνοδεύονταν μέ ήδονικούς χορούς πού τούς χόρευαν χορευτές τού δρόμου. Μι­λούν οί περισσότερες γιά κρυφούς έρα- στές, συνήθως σκλάβους, στά σπίτια των άφεντικών.

"Αλλα παραμύθια ασχολούνται μέ τή βασκανία καί τό «κακό μάτι»*, πού οί περισσότεροι μεσογειακοί λαοί. καθώς κι οί Σκωτσέζοι κι οΐ Ιρλανδοί, τά πιστεύ­ουν. Είναι Απίστευτο τό τί μηχανεύονται οί Ά ραβες γιά ν* άποφύγουν τό μάτιασμα. ΟΙ Αντρες ντύνονται γυναίκες, οΐ γυναίκες

κυκλοφορούν μέ κουστωδία Αλητών —ώ­στε ή όμορφιά τους νά έπισκιΑζεται άπό τήν άθλιότητα. Ό τα ν καλούν γιά φαγητό, όπάρχέι είδική τελετή πού διώχνει τά κακά πνεύματα. "Οσο γιά τά παιδιά, μιά πανο­πλία Από λεκτικά καί φυσικά ξόρκια τά προστατεύει κι Αν δέν πετύχουν, οί γονείς καΐνε κάρβουνα στό σπίτι. Τή στάχτη τή βάζουν στό φαγητό καί τή δίνουν σ’ ένα μαύρο σκύλο νά τή φάει μήπως καί διαλυ­θεί ή μαγεία.

Μιά καί ό Νείλος άπό αιώνες ήταν τό κέντρο τής ζωής γιά τούς Αίγύπτιους. δέν μπορεί νά λείψουν οί διηγήσεις γύρω άπ τόν συμβολικό του ρόλο.

Ά λ λ α πάλι διηγήματα άσχολούνται μέ τούς Απατεώνες, χωρίς όμως ν’ Ανήκουν σέ ιδιαίτερη κατηγορία. Διάσπαρτοι είναι οί τσαρλατάνοι σέ κάθε είδους παραμύθι.

Ά λλ ά δέν είναι μόνο οί Ιστορίες πού περιγράφουν θαύματα, όνειρα, προφητείες, παράνομους Ερωτες καί σκληρές τιμωρίες, πού γεμίζουν τ* αύτιά τών Αράβων. Ά - κούνε έπίσης Ατέλειωτους μύθους μέ κατα- πληχτικές περιπέτειες πού τις λένε καί τις τραγουδούν οί έπαγγελματίες παραμυθΑδες

στούς καφενέδες. Ιδίως τά βράδια γιορτών. Υ πήρχαν στό Κάιρο περίπου πενήντα πα­ραμυθάδες, πού είχαν ειδικευτεί στό ρο­μάντζο τής ζωής τού Abu Tcid, ήρωα τής κεντρικής Α ραβίας καί τής ’Υεμένης, πού Εζησε τόν τρίτο αΙώνα μετά τόν Μωάμεθ. Είναι μιά ίστορία-Επος σέ δέκα πράξεις, πού οί είδικοί τραγουδςΛ αν τά ποιητικά μέρη, ένώ μέ δραματικές κινήσεις διηγόν- τουσαν άπ' Εξω τά πεζά μέ ίή συνοδεία ένός ή δύο ήθοποιών.

Ά λ λ ο ι τριάντα παραμυθάδες είχαν είδι- κευτεί στά θρυλικά κατορθώματα τού cl Zahir. Αιγύπτιου πρίγκιπα πού βασίλεψε τό 658, Ετος Έγείρας. Μιά όμάδα μόνο Εξι άτόμων αύτή, διηγείται τό Επος τού Aan- tar, δοξασμένου “Αραβα ήρωα, πού τίς φιγούρες του τίς βρίσκουμε σήμερα σέ λαϊκές ζωγραφιές.

Αυτή λοιπόν ήταν ή καθημερινή διασκέ­δαση τών Α ράβω ν πριν έμφανιστεί κι έκεΐ ή τηλεόραση κι ό κινηματογράφος. Ά π ’ όσο ξέρω, μιά όμάδα νέων στή Βηρυττό προσπαθεί σήμερα νά σώσει τό είδος δί­νοντας παραστάσης hakayat σέ διάφορες πόλεις τού Λιβάνου.

........................ ............................... .— ------------------------------------------------------------ Μαρτνρία

Τό ’Ορυχείο, τό βιβλίο τής Σάρα Λίντμαν πού τάραξε μιά ολόκληρη κοινωνίαΤό φθινόπω ρό το ϋ 1967 ή Σ άρα Λ ίν τμ α ν , ώ ς α ν τ ιπ ρ ό σ ω π ο ς τ ο ν « Ρ .Ν .ί.» ·, π ή γ ε σ τή Σ β α π α β ά α ρ α τ ή ς βόρειας Σ ο υη δ ία ς νά μ ιλή σ ε ι γιά τό Β ιετνά μ . Μ ' αυτί) τή ν ε ύ κ α ι- ρία ήρθε γ ιά π ρ ώ τη φορά σέ άμεση έ π α φ ή μ έ το υ ς μ ετα λλω ρ ύ χ ο υ ς τή ς π ό λη ς . Οί άνθρω ποι α ϋ το ί τή σ υ γ - κίνη σα ν κ α ί τή συγκλόν ισα ν . Τό Δ ε ­κέμβρ ιο το ϋ ίδ ιο υ χρ όνου έ π έ σ τρ ε - ψε γ ιά νά ζή σ ε ι ένα δ ιά σ τη μ α κ ο ν τά το υς . Γνώ ρισε τ ή ζωή το υ ς . κ α τ ά ­λαβε τά π ρ ο β λή μ α τά το υς , μ ίλη σε, ά κουσε, π ή ρ ε σ υ ν ε ν τ ε ύ ξ ε ις κ α ί π ά ­νω σ τ ις φ ω το γρ α φ ίες π ο ύ τρ ά β η ξε ό Ό ν τ Ο ϋρμ π ο υμ έ γρ α ψ ε τό βιβλίο τη ς.

Μ έ αφ ορμή τό βιβλίο τ ή ς Σ ά ρ α ς Λ ίν τμ α ν 1Ο ρυχείο θά μ π ο ρ ο ύ σ ε νά σ υζη τή σ ει κ α ν ε ίς τή ν ά π ο ψ η π ώ ς ή Υ. Οίνων ία έ π η ρ ε ά ζ ε ι τό λο γο τεχν ικ ό έργο όσο τό λο γο τεχν ικ ό έργο τή ν κο ινω νία . Ή θέση α ύ τή , ό π ω ς δ ια ­τυ π ώ θ η κ ε α π ό ό ρ ισ μ ένο υς μ ε λ ε τ η ­τέ ς , σημα ίνει ό τι ό σ υ γγρ α φ έα ς π ο ύ κά τω α π ’ ό ρ ισ μ ένες σ υ γ κ υ ρ ίε ς δ έ ­χ ε τ α ι ένα βαθχττερο μ ή ν υ μ α π α ρ ά ­γε ι ένα έργο π ο ύ ά ν τα π ο κ ρ ίν ε τα ι σ τίς π ρ ο σ δ ο κ ίες μ ια ς μ ερ ίδ α ς το ϋ κο ινω νικού συνόλου.

Σ τή δ ε κ α ε τ ία το ϋ 60 έμ φ α ν ίσ τη - κ ε σ τή Σ ο υη δ ία ένα νέο λ ο γο τεχ ν ι­κό είδος, τό μ υ θ ισ το ρ η μ α τ ικ ό ρ ε ­π ο ρ τά ζ . Ή σ τρο φ ή όρισμένω ν σ υ γ ­γρα φ έω ν π ρ ό ς τό ε ίδο ς α ύ τό δ έν π ρ ο έκ υ ψ ε μόνον α π ό τή σ κ έψ η π ώ ς μέσα ά π ό μ ιά π ρ ω τό τυ π η φόρμα προ βά λλο ντα ι ά μ εσ ό τερ α οί ιδ έ ε ς ά λ λ ά κ α ί ά π ό μ ιά δ υ σ α ρ έ σ κ ε ια π ρ ό ς τόν τρ ό π ο π ο ύ οί κο ινω νιολό ­γοι, ιστορικοί, κο ινω νικο ί άνθρω πο- λόγοι π α ρο υσ ιά ζο υν τό α π ο τέ λ ε σ μ α τή ς έρευνας.

Οί σ υγγρ α φ ε ίς π ο ύ έ π έ λ ε ξ α ν τό σ υγκ εκ ρ ιμ ένο τρ ό π ο γρα φ ή ς μ ε λ έ ­τη σ α ν τό θέμα το υ ς μ έ τή βοήθεια τ ή ς έ π ι σ τ ή μ η ς , ά π ο σ κ ο π ώ ν τ α ς στήν τεκ μ η ρ ιω μ ένη άφ ήγηση . Π ρω ­τ ε ρ γ ά τ ε ς θεω ρούντα ι οί σ υ γγρ α φ ε ίς Λ. - Ο. Γιόχανσον, Σ έλγκ ρ εν , Γ ιούν- σον, Λ λίν κ . ά π ο ύ ά φ ιερώ θη κα ν στή σ υγγρ α φ ή -κ α τα γρ α φ ή τώ ν αγώ ­νων τή ς ά γρ ο τικ η ς κ α ί έ ρ γ α τ ικ ή ς τά ξη ς . Η π ρ ο σ π ά θ ε ιά το υ ς δ ικα ιώ ­ν ε τα ι ά π ό τό γεγο νό ς ότι βρ ίσκει κ α ν ε ίς έρ γα το υ ς σ τή β ιβλ ιοθήκη τη ς κο ινω νιολογικής έδρα ς , μ έ τή ν

Οργάνωση συμπαράστασης στόν άγώνα τού Βιετνάμ.

α ιτ ιο λ ο γ ία π ώ ς σ υ μ β ά λ λ ο υ ν σ τή ν κο ινω νική έρευχ'α.

Κ άτω ά π ' α ύ τή τ ή δ ιά σ τα σ η άνοί- γο ν τα ι έ ν το ν ε ς σ υ ζ η τή σ ε ις μ έ θέμα: Λ ο γ ο τε χ ν ία /μ ή λο γο τεχν ία . Τό όριο ε ίν α ι σ υ χ ν ά ά ρ κ ε τ ά ρ ε υ σ τ ό κ α ί μ π ο ρ ε ί κ α ν ε ίς νά π ρ ο σ εγγ ίσ ε ι τό κ ε ίμ εν ο ά π ό π ο λ λ έ ς σ κ ο π ιέ ς . Ό ­μω ς κ α ί γ ιά τά μ υ θ ισ το ρ η μ α τ ικ ά δ ο κ ίμ ια ισ χύο υν έξ ίσ ο υ α ισ θ η τικ ά

κ ρ ιτή ρ ια , π ο ύ σέ κ ά θ ε π ε ρ ίπ τω σ η κα θο ρ ίζο υν τή ν π ο ιό τ η τα τ ο ϋ έ ρ ­γου .

Μ ιλώ ντα ς γ ιά τή Σ άρα Λ ίν τμ α ν ίσω ς θά π ρ ε π ε νά προβώ σέ μ ιά δ ιευκ ρ ίν ισ η . Ή μ υ θ ισ το ρ ιο γρ ά φ ο ς δέν ά ρ χ ε ίτα ι μόνο σ τό νά « κ α θ ρ ε ­

φ τίσ ε ι» τή ν κο ινω νία τώ ν μ ε τα λ λ ω ­ρύχω ν σ τό έρ γο τη ς . Π α ρ εμ β α ίνε ι συχνά μ έ π ρ ο σ ω π ικ έ ς έ κ τ ιμ ή σ ε ις , ε ισ ά γε ι σ κ η ν ές λ υ ρ ικ ή ς όμορφ ιάς, άλλά , συγχρόνω ς, κ α τα λ α β α ίν ε ι κ α ­ν ε ίς π ώ ς οι α ύ τ ο τ ε λ ε ίς δ ιη γή σ ε ις ε ίνα ι έ π ιλ ε γ μ έ ν ε ς μ έ π ρ ο σο χή κ α ί ά π ό λ υ τα δ ε μ έ ν ε ς μ ε τ α ξ ύ το υ ς .

Ό π λ ο τ η ς δ έν ε ίνα ι τ ά σ το ιχ ε ία κ α ί οί σ τ α τ ισ τ ικ έ ς άλλά ή ά π ερ ιό ρ ι- στη εύ α ισ θ η σ ία τ η ς σ τό νά ά π ο μ ο - νώ νει κ ά θ ε τόσο τ ή ν τρ α γ ικ ή άνα-

ζή τη σ η το ϋ ά νθ ρώ π ο υ γ ιά μ ιά ζωή « π ο ιο τ ικ ά » κ α λ ύ τερ η .

Π αρόλο π ο ύ ή σ υ γ γρ α φ έα ς κ ιν ε ί ­τα ι μ έ έρ ω τη μ α το λ ό γ ια κ α ί σ υ ν εν ­τ ε ύ ξ ε ις έ χ ε ι π ά ν τ α τό δ ικα ίω μα , γ ια τ ί δ έν ε ίν α ι ο ύ τ ε δημο σ ιο γρά φ ο ς ο ύ τε ρ ε π ό ρ τε ρ , νά π α ρ ο υ σ ιά σ ε ι έ- κ ε ιν α π ο ύ γ ιά α ισ θ η τικ ο ύ ς , ιδ εο λο ­γ ικ ο ύ ς , π ρ ο σ ω π ικ ο ύ ς ή ά λ λ ο υ ς λ ό ­γο υ ς κ ρ ίν ε ι σ κ ό π ιμ α . Ή Σ ά ρα Λ ίν-

τ μ α ν σ τό βιβλίο τ η ς Ορυχείο γ ρ ά ­φ ει: «Τό κ ε ίμ εν ο ά π ο τ ε λ ε ί τ α ι κ α τά ένα μ εγά λ ο μ έρ ο ς ά π ό ά π ο σ π ά σ μ α - τ α κ α ί κ α μ ιά φ ορά ά π ό π ε ρ ιλ ή ψ ε ις . Χ α ίρ ο μ α ι π ο ύ μ ο ϋ έ μ π ισ τ ε ύ τ η κ α ν τ ί ς σ κ έ ψ ε ις το υ ς . Δ έν μ π ό ρ εσ α ό­μω ς νά μ ε τα φ έρ ω τό λόγο όλων.

Λ υ π ά μ α ι π ο ύ δ έν έ γρ α ψ α κ ά θ ε λ έ ­ξη, άλλά , τ ό τ ε , θά ε ίχα κ ά ν ε ι ένα βιβλίο χ ιλ ιά δω ν σελίδω ν» .

Σ κ ο π ό ς τ η ς ε ίν α ι νά μ ε τα δ ώ σ ε ι σ τό π λ α τ ύ τ ε ρ ο α ν α γν ω σ τικ ό κο ινό τ η ς τή σ υ γκ ίν η σ η π ο ύ ή ίδ ια έν ιω σε ό τα ν π ρ ω το ή ρ θ ε σέ έ π α φ ή μ έ το ύ ς έ ρ γ ά τ ε ς κ α ί νά φ έρ ε ι σ τό σ τεν ό τερ ο ά να γνω σ τικ ό κο ινό τ η ς τ ο ύ ς μ ε τ α λ ­λω ρ ύ χο υ ς τ ο ϋ Κ ίρο υνα κ α ί Μ άλ- μ π ε ρ γ κ ε τ , τ ή ν ά ν α σ τά τω σ η π ο ύ τ ε ­λ ικ ά υ π ή ρ ξ ε κ α ί μ ία ά π ό τ ί ς άφορ-

μ έ ς τ ή ς ά π ε ρ γ ία ς . Ε ίνα ι δύσ κο λο νά μ ε τ ρ ή σ ε ι κ α ν ε ίς τ ή ν έπ ιρ ρ ο ή π ο ύ ά σ κ ε ί έ ν α λ ο γο τέχ ν η μ α σέ μ ιά δ εδο ­μ έν η ισ το ρ ικ ή σ τιγμ ή π ο ύ φ ο ρ τ ίζ ε ­τα ι μ έ π ο λ ιτ ικ ά κ α ί κο ινω ν ικ ά α ι­τή μ α τα . Κ α ί ά κ ό μ α νά σ υ γκ ρ ιθ ε ι τό μ έγ εθ ο ς μ έ ά λ λ ε ς δχτγάμεις έ π ιρ ρ ο - ής. Μ ία π ρ ό τα σ η ε ίν α ι νά έφ α ρμ ο - σ τ ε ί μ ία ά π ό τ ί ς μ εθ ό δ ο υ ς π ο ύ χ ρ η ­σ ιμ ο π ο ιε ίτα ι γ ιά τ ή ν ά ξ ιο λό γη ο η ι­σ το ρ ικώ ν κ α ί π ο λ ιτ ικ ώ ν ά ν α λ ύ σ ε ­ων._____

Σ τ ίς 12 Δ ε κ ε μ β ρ ίο υ τ ο ϋ 1969, σ τή ν έ φ η μ ε ρ ίδ α « Μ ό ρ γκ ο ν εκ ο τ» , ό σ υ ν δ ι κ α λ ι σ τ ι κ ό ς ά ν τ ι π ρ ό σ ω π ο ς τώ ν μ ε τα λ λ ω ρ ύ χ ω ν το ϋ Κ ίρ ο υνα δ ή ­λω σε π ώ ς μ ία ά π ό τ ί ς ά φ ο ρ μ ές π ο ύ ο δή γη σ α ν σ τή ν ά π ε ρ γ ία ή τα ν τό β ι­βλίο Ορυχείο κ α ί τά άρθρα τ ή ς Σ ά ­ρ α ς Λ ίν τμ α ν σ τή μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η ά π ο - γ ε υ μ α τ ι ν ή έ φ η μ ε ρ ί δ α « Ά φ τ ο ν - μ π λ ά ν τ ε τ » . Κ α ί ό ά ν τ ιπ ρ ό σ ω π ο ς τ ή ς ο μ ο σ π ο ν δ ία ς Φ ιλανδώ ν έρ γα - τώ ν σ έ μ ιά ό μ ιλ ία το υ σ υ μ π λ ή ρ ω σ ε: « Ή α τμ ό σ φ α ιρ α σ τό ό ρ υ χε ίο ή τα ν β έβ α ια κ α ί π ρ ίν τη ν έκ δ ο σ η το ϋ β ιβ λ ίο υ τ ε τ α μ έ ν η ά λ λ ά τό έρ γο τ ή ς Σ ά ρ α ς Λ ίν τμ α ν έ π α ιξ ε βα σ ικό ρόλο σ τη ρ η ΐ ϊ , Ζ θ ί ' έτνή λδε» .

Θ ά ή τ α ν έν δ ια φ έρ ο ν ά ν μ π 0 $ 0 ύ - σ α μ ε νά μ ά θ ο υ μ ε π ό σ α ά ν τ ί τ υ π α π ο υ λ ή θ η κ α ν σ τό Κ ίρο υνα κ α ί σ τό Μ ά λ μ π ε ρ γ κ ε τ ά π ό τ ή ν π ρ ώ τη έ κ ­δοση , π ο ύ , ό π ω ς μ ά ς π λ η ρ ο φ ο ρ ε ί ή σ υ γ γ ρ α φ έ α ς , ή τα ν π ο λ ύ ά κ ρ ιβ ή κ α ί π ό σ α ά π ό τΐ) δ ε ύ τ ε ρ η , π ο ύ κ υ κ λ ο ­φ ό ρ η σ ε έ ν α χρ ό νο μ ε τ ά σ έ β ιβλίο τ σ έ π η ς . Π όσα α ν τ ί τ υ π α α γ ο ρ ά σ τη ­κ α ν ά π ό τ ί ς β ιβ λ ιο θ ή κ ες κ α ί π ό σ ο ι γ ρ ά φ τ η κ α ν σ το ύ ς δ α ν ε ισ τ ικ ο ύ ς κ α ­τα λ ό γο υ ς . Σ τό ν έ π ίλ ο γ ο τ η ς δ ε ύ τ ε ­ρ η ς έ κ δ ο σ η ς ή Σ ά ρ α Λ ίν τμ α ν γ ρ ά ­φ ε ι ό τ ι υ π ή ρ χ α ν έ ρ γ ά τ ε ς π ο ύ δ έν μ π ό ρ ε σ α ν ν ά λ ά β ο υ ν μ έ ρ ο ς σ τ ί ς σ υ ­ζ η τ ή σ ε ις π ο ύ δ ιο ρ γά νω σ ε λ ίγο μ ε τ ά τι)ν κ υ κ λ ο φ ο ρ ία τ ή ς π ρ ώ τ η ς έ κ δ ο ­σης, γ ια τ ί δ έ ν ε ίχ α ν ά ρ κ ε τ ά χρίσμα­τ α νά τ ή ν ά γο ρά σ ο υν .

Ο ί έ π ίσ η μ ε ς δ η λώ σ ε ις τώ ν σ υ ν δ ι­κ α λ ισ τ ικ ώ ν σ τ ε λ ε χ ώ ν ά π ο δ ε ικ ν ύ - ο υ ν τό ρόλο π ο ύ μ π ο ρ ε ί ν ά π α ίξ ε ι έ ν α ς μ υ θ ισ το ρ ιο γρ ά φ ο ς σ έ μ ιά σ υ γ ­κ ε κ ρ ιμ έ ν η ισ το ρ ικ ή κ α μ π ή . *Ο μω ς δ έ ν ε ίν α ι δ υ ν α τό ν όλο ι όσοι έ γ ρ α ­ψ α ν μ έ τ η ν π ρ ό θ εσ η τ η ς κ ιν η τ ο π ο ί­ησης, νά το π ο θ ε τη θ ο ύ ν σ τή ν έμ - π ρ ο σ θ ο φ υ λ α κ ή τώ ν άγώ νω ν. Η π ε ­ρ ίπ τω σ η τ ή ς Σ ά ρ α ς Λ ίν τμ α ν π ρ έ π ε ι νά θ εω ρ η θ εί, στί) Σ ο υ η δ ία το υ λ ά χ ι ­σ το ν , σ ά ν έ ξ α ιρ ε τ ικ ή σ έ σ χέσ η μ έ τό π ό σ ο ά μ εσ α σ υ ν έ β α λ ε τό έρ γο τ η ς

Πρόλογος - Μ ετάφ ραση: Μ α ργα ρ ίτα Μ έ λ μ π ε ρ γ κ

Page 18: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε ΣΜ α ρ τ υ ρ ία

στή ν έπ α να σ τα τικ ό π ο ίηση τώ ν μ ε - ταλλω ρύχω ν.

Ε κείνο όμως π ο υ π ρ ο έχε ι στη μ ελ έ τη το ν μ υ θ ισ το ρη μ α τικο ύ δο κ ι­μ ίου ή ρ επ ο ρ τά ζ είνα ι ή σ ύνθ ετη προσφορά το υ ατόμου, ώ ς λ ο γο τέ ­χνη (ή Λ ίν τμ α ν ξεκ ίνη σε κ α ί κ α τα ­ξιώ θηκε σάν σ υγγρ α φ έα ς ά π ό τό κλασικό μ υθ ισ τόρημ α) κ α ί ώ ς έπ α - να σ τά τη (ή (δια ή τα ν ένεργό μ έλο ς τή ς όργάνω σης ί - Ν Ι ) . Και. τέλος.

π ώ ς κ α τα φ έρ ν ε ι μ έ τη δ ιπ λ ή ιδ ιό ­τη τα νά έπ ιβλτ]θεΐ σ' ένα ν κο ινω νι­κό χώρο π ο ύ όρ ίζετα ι ά π ό διάφορα ιδεολο γικά ρ εύ μ α τα , π ο λ ιτ ικ ά σχίσ­μα τα , ο ικονομ ικά συμ φ έρ ο ντα , ξ έ ­να γλω σσικά ιδ ιώ ματα, σάν ά τομο π ο ύ δρά α υτόνομα κ α ί ά νεξά ρ τη τα , σ τρ α τεϋ ο ν τα ς γ ιά τό δ ικό τη ς άγώ- να τή βαθύ'τερη α γά π η κ α ί ευ α ισ θ η ­σία της.

Μ.Μ.

Μιλάει ένας μεταλλωρύχος

Η μάνα μου πέθανε απ' τόν ισπανικό Ιό τό 1920 όταν ήμουν τριών έτων. Μέ τόν πατέρα μου δέν ήταν- παντρεμένοι. “Εχω καί μιά αδερφή.

Στήν άρχή μάς πήγαν στό όρφανο- τροφεϊο τού Κίρουνα. Αλλά δταν έγι­να έφτά χρονών μέ πήραν κοντά τους στή Σβαπαβάαρα ό παππούς καί ή γιαγιά.

'Όταν πήγαινα στό σχολείο οί δρόμοι ήταν γεμάτοι χιόνια καί μιά μέρα μου λέει ό δάσκαλος: «πήγαινε στόν έπι- στάτη» -ό άνθρωπος αυτός είχε πολ­λές άρμοδιότητες- «καί ζήτησέ του ένα ζευγάρι σκί πού προορίζονται γιά σέ­να». Η κοινότητα μοιράζει σκί στά παιδιά πού μένουν μακριά άπ’ τό σχο­λείο. Χάρηκα καί πήγα νά τόν βρώ. Στέκονταν στήν αύλή καί μόλις τόν πλησίασα μου είπε: *Θά σού δώσω ένα ζευγάρι σκί νά τά πάς στόν Ρούντολφ, τό γειτονόπουλό σου». «Μά τά σκί είναι γιά μένα», του είπα. «'Οχι», μού άπαντάει ό δικός τους, «δέν έχω τίπο­τε γιά σένα». Σίγουρα κάποια λαδιά θά είχε χάνει μέ τήν υπόθεση, άργότερα τό κατάλαβα. Πήρα λοιπ όν τά σκί στους ώμους καί τράβηξα γιά τό σπίτι τού Ρούντολφ πού άκόμα δέν είχε άρχίσει νά πηγαίνει σχολείο!

Μέ βάραιναν σ’ όλο τό δρόμο. Είχε πολύ χιόνι. Ό σ ο ήμουν μαθητής δέν άπόχτησα ποτέ σκί.

Καί τά ροΰχα μου ήταν λιγοστά. Μιά φορά μού έδωσε ή γιαγιά μου τό που­κάμισό της. Αλλά ήταν τόσο μεγάλο πού μού έφτανε στά γόνατα. Φ οβό­μουν ότι τά παιδιά θά μέ κορόιδευαν κι έτσι μόλις πέρασα τή γέφυρα τού ποταμού τό ’βγαλα καί τό ’κρυψα άπό κάτω καί συνέχισα τό δρόμο μου χωρίς τό ρούχο άν καί ήταν χειμώνας.

Ε κ είνο τόν καιρό οί γυναίκες φ ο­ρούσαν μυτερά παπούτσια κι δταν κα­νένα ζευγάρι δέν έκανε ούτε γιά τό σταύλο μού τά χάριζαν. Μιά φορά μού δωσαν ένα ζευγάρι γυναικείες μπότες

μέ ψηλά τακούνια. Τά φόρεσα, δέν είχα κι άλλα. Καί τά παιδιά γέλαγαν καί μέ κορόιδευαν. Τό καλοκαίρι τού 1939 άρχισα νά δουλεύω στό ίΚ ΑΒ. Σταμάτησα όμως σχεδόν άμέσως γιά νά καταταγώ στό στρατό καί στά χρό­νια τού πολέμου έμεινα μέσα πάνω άπό χίλιες μέρες. Δέ θά ξεχάσω ποτέ τή χρονιά 39-40. Δέν είχαμε ούτε άρκε- τό φαΓ ούτε ρούχα.

Έ κανα τόν ξυλοκόπο καί άλλες τέτοι­ες δουλειές. Τό 1949 δούλευα στό άεροδρόμιο τού Κίρουνα καί μιά μέρα ήρθαν άπ τά γραφεία τής Ι.Κ.ΑΒ καί μέ ρώτησαν άν είχα ξαναδουλέψει στήν έταιρεία. «Ναι», τούς λέω. « Έ , έλα τότε άμέσως καί θά σέ προσλάβουμε». Δέν ήθελα νά δουλέψω κάτω άπό τή γή καί τό σκεφτόμουν νύχτα μέρα. Δέ μ άρέσουν τά έγκατα. Τελικά όμως τό άποφάσισα καί δέν τό χω μετανιώσει.

Στήν άρχή θεωρούσαμε τούς γερον- τότερους τού όρυχείου ήρωες. * Εκείνοι πάνε τώρα, πέθαναν.

Τό 1939 έπαιρνα γιά νά φορτο.»νω 400 κορώνες τό μήνα. “Οταν άρχισα τό 1949 στό όρυχείο έβγαζα λιγότερα άπ* ότι στό δάσος. Σάν ξυλοκόπος έπαιρνα 30 κορ. τήν ήμέρα, στό όρυχείο 27-28 κορ. Σκέφτηκα όμως ότι μακροπρόθε­σμα ή δουλειά τού όρυχείου είναι πιό σίγουρη. Κι είναι άλήθεια. Πόσο όμως μού λείπει τό δάσος. Ό καθαρός άέ- ρας. Κι όταν' είσαι νέος ή ύπαιθρος είναι ώραία κι ευχάριστη. Ό σο κρύο κι άν κάνει, μ* άρέσει. ΑΙσθάνεσαι τόσο όμορφα μέσα στό δάσος όταν έχεις καί

τό καλυβάκι σου νά μαγειρεύεις λίγο φαγητό. Αύτά βέβαια όταν είσαι νέος. Τώρα δέ μέ συγκινεί πιά γιατί πλησιά­ζω τά πενήντα.

Στήν άρχή όδηγούσα τά βαγόνια άλ-

Τότε τό σκάψιμο ήταν βαρύ κσι ό άέρας πνιγηρός, γεμάτος καυσαέρια άπό τήν άνατίναξη.

“Ημασταν όμως νέοι καί ύγιείς. Είχα­με μάθει στή δουλειά κι έτσι δέν μάς άπασχολούσε τίποτα.

Τδρίόνεις πολύ όταν δουλεύεις μές στά καυσαέρια. Ούτε τώρα είναι καλύ­τερα στά ύπόγεια τής γής. Γιατί άκόμα καίνε πετρέλαιο.

Δουλεύουν μ’ ένα σωρό πετρελαιοκί- νητες μηχανές. Πολλοί διαμαρτύρονται άλλά λένε πώς ό γιατρός συμφωνεί μέ τήν έταιρεία. Δέν πήγα ποτέ στό για­τρό κι έτσι δέν ξέρω.

Οί άνθρωποι είναι μυστήριοι. Θέ­λουν νά δουλέψουν άκόμα κι όταν δέν τούς άφήνει ό βήχας κι ό έμετός. Κερδίζουν περισσότερα κάτω άπό τή γή καί φοβούνται μή χάσουν τή θέση τους. Τό μόνο πού τούς νοιάζει είναι νά βγάζουν λεφτά. Ή ύγεία τους κα­θόλου δέν τούς ένδιαφέρει.

Ε. Γ. Άσλανίδης

"Ενας

Τή μ υγδα λ ιά άν ά γα π ά ς Ά ν θές νά τής Μ ιλήσειςΘά βγάλεις φύλλα ά σ π ρ ο ρ ό δ ινα στά μάτιαΣ τίς άμασχάλεςΣ ονΝ ά χ ο ν ν άνοιξει όφθαλμοί Α πό τή νύχτα

Κ αί τά μαλλιά σον π ρ ά σ ινα Σ έ λ ίγες μ έρ εςΝ ά θρο ϊζονν - μ έ τίς μ έλ ισ σ ες Φ ενγά τες

Μ ήν ά να μ ένε ις μ ύ γδ α λα

Είναι δ ικά τηςΚ α ί το ν Α ϋ γο ν σ το νΓ Ο τα ν το ύς δ ε ις νά ρ ίχνο υν κάτωΤούς χιτώ νεςΞ εχασμένο ι"Ω ρα νά φ εύγε ιςΠιά-Θ ά είσα ι νΕ να ς)

Οί άσπρες λέξεις τών παιδιών

'Ό ταν τελειώ νονν οί ή μ έρ ες Τού κα λοκα ιρ ιού "Ε ρχοντα ι π ά ν τα τά π α ιδ ιά ΠρωίΝ ά γρ ά ψ ο νν ά σ π ρ ες λέξεις Κ λείνοντα ς έξω τά π ο νλ ιά μ έ τζάμ ια Ύ π ο κ ύ α να(Κι ό κόσμος επ α να λα μ β ά νετα ι) π α ρ α ­π λ α ν η τικ ά

Ά λλά π α ρ άΤίς ά φ η γή σεις σ το ύς ύ α λο π ίνα κ ες έπάνω Π αρά τίς φω τεινές Π ρά ξεις τών άποστόλω ν Κ α ί όλωνΤών λογιώ ν τά θα ύματα Οί ά σ π ρ ες λ έξε ις ε ίνα ι τό π ο ς Τής άθ α να σ ία ς "Οπως ή κιμω λία τής φω τιάς Ε ίν ' όνειρο

Κ α ί μ ή ν κο ιτά ς π ο ύ τ ’ όνειρο (π α ρ α ­π λ α ν η τικ ά )Τόν κόσμο ξαναρχίζει ίδιο Π άντοτε

λά τό 1952 μέ στείλαν κάτω στά βάθη τής γής όπου καί έμεινα μέχρι τό περασμένο φθινόπωρο.

Δεκαπέντε χρόνια έφτιαχνα γραμ­μές. Δέν ήταν κι άσχημα άλλά στό τέλος τά πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ. Σκάβαμε πιθαμή πρός πιθαμή καί τό έδαφος ήταν σκληρό. Είχαμε βέβαια σκαφτικές μηχανές, όμως ήταν βαριές, κουβαλούσαμε έπιπλέον καί τίς γραμμές. Μές στούς στενούς δια- δς)όμους, συγκολλούσαμε δυό μέτρα σίδερο. Μετά έρχονταν, άνατίναζαν καί μπαίναμε πάλι νά συγκολλήσουμε.

Γό έπίδομα πού δίνουν λόγω ήλικίας στούς ύπαλλήλους είναι άδικο. Π.χ. στούς έπιστάτες, πού δέν έχουν καί καμιά ιδιαίτερη μόρφωση. Π αρακολού­θησαν κάποια έκπαιδευτικά τμήματα τής έταιρείας καί άφ ού πέρασαν τίς έξετάσεις έγιναν έπιστάτες. Μετά άπό λίγα χρόνια παίρνουν καί έπίδομα ήλι­κίας. Μέ τόν έργάτη όμως τί γίνεται;Οταν άρρωστήσει καί δέν μπορεί πιά

νά δουλέψει στή θέση πού βγάζει άρ- κετά λεφτά καί πρέπει νά γίνει καθα- ριστής ή κάτι τέτοιο, έ, τότε, κατεβαί­νει καί ό μισθός του. Γιά τόν έπιστάτη

όμως χρόνο μέ τό χρόνο ό μισθός άνεβαίνει.

Μερικοί άντέχουν...Ά λλοι πάλι... —έ- ρω έναν. Ηταν νέος· δέν άντεξε πάνω άπό 5 χρόνια. Δέν τόν ένοιαζε ή ύγεία του. Αμέσως μόλις τέλειωνε ή άνατί­ναξη έμπαινε στό θ ά λ α μ ο # π ο υ ό κα­π νός καί τό καυσαέριο Γ ΐρν κάτι τό φοβερό. 'Όρμαγε μέσα μέΐ«* ,ουρούνι (έτσι λέμε τό φορτωτικό μηχάνημα για­τί κάνει τόν ίδιο θόρυβο μέ τό γουρού­νι). Κι άρχιζε νά φορτώνει μέσα σέ καπνούς καί καυσαέρια Ξόδεψε τό κορμί του. Τό γουρούνι ούτε που φαί­νονταν άπ’ τήν κάπνα καί τά καυσαέ­ρια- μόνο άκούγονταν. Κι όταν άγγίζεις τίς πέτρες βγαίνει τό άέριο. Πολλές φορές πού μπαίναμε νά συγκολλήσου­με δηλητηριαζόμασταν. Στήν άρχή δέν τό καταλαβαίνεις γιατί άρχίζει ύπουλα. Σέ λίγο άρχίζει πονοκέφ αλος κι έμε­τός. Τόν είχαμε προειδοποιήσει. Καί τού λέγαμε, «πόσο καιρό νομίζεις πώς θ’ άντέξεις;» Τέλειωσε. Έ δω σε όλο του τό είναι ώ σπου στό τέλος δέν είχε τίποτα νά προσφέρει. Ή τα ν καλός έργάτης. Πού βρίσκεται τώρα ούτε ξέρω. 'Υ πάρχουν δυνατοί καί άδύνα- μοι. Στό όρυχείο βρίσκονταν κάθε λο-γής·

Αύτοί πού χειρίζονται τά κομπρεσέρ είναι σκληροί καί δουλευταράδες. Σάν νά τό παρακάνουν. Είναι όμως κάποιοι πώς άντεξαν ΐσαμε 20 χρόνια.

Ή γυναίκα μου γεννήθηκε στή Φι­λανδία. Παντρευτήκαμε τόν πρώτο χει­μώνα τού πολέμου, όμως μέχρι τό 1952 δέν μπορούσαμε νά ζήσουμε μαζί. Εί­χαμε ένα δωματιάκι στή γιαγιά άλλά έγώ τό μεγαλύτερο διάστημα έλειπα, κοιμόμουν σέ καλύβες καί παράγκες, έτσι ή γυναίκα μου ήταν πάντα μόνη της μέ τά παιδιά. Στό Κίρουνα δέ βρίσκαμε σπίτι. Τό 1952 π ού ή έται- ρεία έβαλε λεωφορείο γιά τούς μεταλ­λωρύχους ά πό τό Σβαπαβάαρα καί τό Βιτάγκι πήγαινα κι έγώ. Μ όνο τότε αίσθάνθηκα παντρεμένος! "Αν καί ζού- σαμε πολύ στενάχωρα, μ άρεσε νά γυρίζω στό σπίτι μετά τό τέλος τής μέρας. Ποτέ δέ θά ξεχάσω τή μέρα πού έφτασε τό πρώτο λεωφορείο. Ή ­ταν στίς 12 ΜαΓου τού 1952. Δέ μάς στοίχιζε καί τίποτα. Π ροσφορά τής ίΚ Α Β .

Ό τα ν άκουσα πώς ή έταιρεία θ’ άνοίξει όρυχείο καί στό Λ εβ εενιέμ ι σκέφτηκα πώς ήρθε ό καιρός νά χτίσω ένα σπιτάκι. Καί τόν πρώτο χειμώνα πού μείναμε στό καινούριο σπίτι μάς ήρθε γράμμα ότι βρέθηκε ένα διαμέρι­σμα γιά μάς στό Κίρουνα. Δ έν είχα πάρει καμιά άδεια οικοδομής καί τό έπιμελητήριο μού ‘κανε μήνυση γιά παράνομη οικοδόμηση. Στείλαν έναν άστυνομικό νά κάνει άνακρίσεις. "Ο­μως πέρασαν τρεις μήνες καί έληξε ή προθεσμία. "Αν είχα ζητήσει άδεια θά

μουνα άκόμα χωρίς σπίτι. Τότε δέν έδιναν άδειες. Ό τ α ν σ’ όλη σου τή ζωή κάνεις οικονομίες καί καταφ έρνεις στό τέλος νά χτίσεις ένα σπιτάκι πώ ς μπο­ρεί νά ρθει ό άλλος καί νά σού πει: «Γκρέμιζε!». Αληθινά δέν ξέρω τί θά γινόταν άν μού τό λέγανε. Δ έν τολμάω νά τό σκεφτώ. Θά ’κανα πάντω ς πολύ δύσκολη τή ζωή αυτών τών κυρίων. Αύτό είναι βέβαιο... Θά κανα όπω ς οί Βιετναμέζοι, στά σίγουρα. Τυχεροί ή- σαν π ού άργησαν νά ρθουν.

Πάντα έπαιρνα τίς δουλειές π ο ύ μού π ρ ό σ φ ερ α ν ποτέ δέν πήγα νά παρα- πονεθώ καί νά πώ «θέλω κάτι καλύτε­ρο». Κ αθόμουν πάντα όσο μέ χρεια- ζόντουσαν. Μ όνο πρό καιρού, δταν τό λεω φορείο έπαψ ε νά είναι τζάμπα - ήθελαν νά πληρώ νουμε κ ά θε μήνα γιά τή διαδρομή - πήγα στό γραφ είο καί τούς είπα, «Βάλτε με όπ ου δ ή π οτε, μό­νο νά είμαι στό Σ βαπαβάαρα». Στό Κίρουνα κέρδιζα 14 κορώ νες τήν ώρα, τώρα βγάζω μόνο 9,50. Σκέφτομαι ό ­μως ότι όσο ήμουν στό όρυχείο τά κατάφ ερνα καλά* κι έτσι δέν π α ρ α π ο ­νιέμαι. “Εχτισα μόνος μου τό σπίτι, μέ δικά μου έξοδα καί χωρίς δάνεια.

Τά παιδιά μεγάλωσαν καί χαίρομαι πού έχουμε χώρο γιά νά τά κρατήσου­με κοντά μας. Ποτέ δέν τούς έλειψαν τά σκί ή άλλα παιχνίδια π ού άρέσουν στά άγόρια.

Page 19: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Μ αρτυρία 19 I ΡΑΜ Μ Α ΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ

Στό Κίρουνα δούλευα διπλή βάρδια, πρωί καί απόγευμα κάθε δυό βδομά­δες* Συνήθισα τόσο πού τώρα μου λείπει. “Εδώ πηγαίνω μόνο πρωί.

Παλιότερα είχαμε μεγαλύτερη Ελευ­θερία στό όρυχείο. Δέν μάς έπιτηρού- σαν καί τόσο τήν ώρα τού φαγητού. Λέ φώναζαν: «Τό διάλειμμα τέλειωσε» κι ούτε μάς κυνηγούσαν στά αναπαυτή­ρια. Τώρα δέν μάς άφήνουν στιγμή χωρίς έπιτήρηση. Μάς έκοψαν και τό διάλειμμα τού* καφέ. Συνηθίζαμε πριν, νά μπαίνουμε στό άναπαυτήριο καί νά πίνουμε τόν καφέ μας. Οί κανονισμοί όμως. άπό τότε πού κρατικοποιήθηκε ή έταιρεϊα. έγιναν πιό αυστηροί. Οταν έβλεπαν κανέναν μέσα έλεγαν: «Δέν είναι διάλειμμα. Δέν έπιτρέπεται νά παίρνεις τόν καφέ σου στήν καντί- να...*.

Μετά άρχίσαμε νά πίνουμε στά κρυ­φτά πλάι στίς μηχανές. Φέρναμε τά θερμός άπό τό σπίτι καί νά μάς έβλε­παν- δέ μιλούσαν. Οί υπομηχανικοί δέν μάς άφηναν νά μπούμε στήν κ αντί να. Είχαν' τέτοιες έντολές νομίζω. Μάς κα­κοφάνηκε νά μήν πηγαίνουμε στό άνα- παυτήριο. Βρέθηκε όμως ή λύση μέ τά θερμός. Καλύτερα όμως νά κάθεσαι μέσα όταν είσαι ίόρωμένος. Νά ταν μακριά καί ή καντίνα, έκεϊ δίπλα τήν είχαν. Εδώ στό Λεβεενιέμι πίνω τόν καφέ μου κατευθείαν άπό τό θερμός καί κανένας δέ μού λέει τίποτα.

Οί ύπάλληλοι στό Κίρουνα διέθεταν γκαζάκια γιά νά ψήνουν τόν καφέ τους. Οί έργάτες όχι. Δέν τούς τό έπέτρεπαν.

Γιά τό συνδικαλισμό δέν ύπάρχει μεγά­λο ένδιαφέρον. Κανένας δέ θέλει ν’ άναλάβει εύθύνες. "Ολοι προσπαθούν νά ξεφ ύγόυν. "Ισως νά σκέφτονται πώς έχουν βολευτεί. Κανένας δέν πει­νάει. Απ' τή δική μου παρέα στό όρυχείο δέν ένδιαφέρονταν κανείς γιά συνδικαλιστική ή πολιτική δραστηριό­τητα. "Οσο γιά μένα, έγώ ζούσα έδώ καί ή δουλειά μου ήταν στό Κίρουνα. Οί συγκεντρώσεις γίνονταν τίς Κυρια­κές, τή μόνη μέρα πού μπορούσα νά κάτσω στό σπίτι. Τελικά αναρωτιέμαι άν ή όμοσπονδία βρίσκεται στό πλευ­ρό μας, όπως π.χ. τότε πού ό συνδικα­λιστικός άντιπρόσωπος άποφάσισε γιά

τόν τρόπο πληρωμής μας χωρίς κάν νά μάς ρωτήσει. Τί ώφελεί νά πεις τή γνώμη σου στή συγκέντρωση; Τό μόνο πού κάνει ό κόσμος είναι νά ψηφίζει γιά τήν έκλογή νέου συμβουλίου. Καί τότε γίνεται τής κακομοίρας μεταξύ κομμουνιστών καί σοσιαλδημοκρατών. Εκλέγεις βέβαια ένα σ υ μ β ο ύ λ ι ο άλλά τήν έξουσια τήν έχει ό άντιπρόσωπος καί ή διοίκηση. Ε μ ά ς δέ μάς πέφτει λόγος. Γιά τό Βιετνάμ δέ μιλήσαμε ποτέ έδώ στό τμήμα μας. Ούτε στό όρυχείο. Δέν θυμάμαι κανέναν νά μίλη­σε γιά τό Βιετνάμ. Φαίνεται πώς δέν άκούω καί τόσο καλά τώρα τελευταία. Καί βέβαια θέλω νά φύγουν οί γιάνκη­δες άπό κεϊ.

Πάντα ήμουν κομμουνιστής. Τώρα όμως όχι καί τόσο ένθουσιώδης. Δέν άκούς πιά κανέναν' νά λέει «Κόκο Μάαιλμαν Κοιχέλιστο ούτχι* («Προλε­τάριοι όλου τού κόσμου ένωθείτε»)·

Στά νιάτα μου οι άνθρωποι ήταν πιό δεμένοι μεταξύ τους. Τώρα είμαστε διασπασμένοι. ΓΙαλιά μαζευόμασταν γιά νά συζητήσουμε τά διεθνή θέματα. Ά κούγαμε πολιτικούς λόγους. Κι είχα­με καλούς όμιλητές, μέ φωνές πού ήχοϋσαν σάν καμπάνες. Τήν Κυριακή τό πρωί μιλούσαν οι Λαεσταντιανοί καί τό βράδυ οί κομμουνιστές. Οί γέροι έτρεχαν άπό τήν προσευχή στήν πολι­τική συγκέντρωση. Φώναζαν οί κατη­χητές: «Ξέρουμε πώς πάτε στίς κομ­μουνιστικές συγκεντριόσεις καί τί ψη­φίζετε. ' Αμαρτάνετει». Κι έκεϊνοι άπαν- τούσαν. «Γεννηθήκαμε κομμουνιστές καί θά πεθάνουμε κομμουνιστές». Αύ- τοί οί άνθρωποι ύπηρετούσαν καί τό θεό καί τό κόμμα. Στό δωματιάκι τους κρέμονταν δίπλα δίπλα οί εικόνες τού Λαεστάντιους καί τού Στάλιν. Στό χω­ριό δέν είχαμε σπουδαίους όμιλητές. Ντρεπόμασταν. Στό Κίρουνα είχαμε καί άπό κεϊ τούς έστελναν καί στά χωριά.

Πάντα κατατρέχονταν οί κομμουνι­στές. τουλάχιστον τά ήγετικά στελέχη. Δέν μπορώ νά τ* άρνηθώ. "Ετσι είναι καί σήμερα.

Δέν έχω σκεφτεϊ ποτέ ότι θά μπο­ρούσα νά κάνω άλλη δουλειά. Γεννή­θηκα έργάτης καί μάλιστα γιά σκληρή δουλειά. Μ’ άρεσε ή δουλειά μου καί ή ζωή μου. Νομίζω, πώς, κι άν άκόμα μού είχαν δοθεί άλλες εύκαιρίες, πάλι

θά μουν έργάτης. ΓΙάντα μ' εύχαριστεϊ νά δουλεύω.

Ή πλάτη μου είναι έντάξει παρ' ότι δούλεψα πολύ σκληρά μέχρι νά μέ βάλουν στίς άποθήκες έδώ στό Λεβεε­νιέμι. Ποτέ δέ μέ κούρασε τό όρυχείο. Καί στόν έλεύθερο χρόνο μου δού­λευα. Τό σπίτι αύτό τό ’χτισα έγώ. Καί τίς ύδραυλικές καί τίς ήλεκτρικές έγ- καταστάσεις μόνος μου τίς έκανα. Μέ βοήθησαν βέβαια στή διαμόρφωση τών χώρων. Πρώτα έχτισα τήν κουζίνα καί τό ύπνοδωμάτιο κάτω κι ένα δωμάτιο πάνω. ΓΙρίν άπό λίγα χρόνια τέλειαχτα τό σαλόνι καί φέτος πρόσθεσα τή βε­ράντα πού βλέπει στό δάσος. Έ κεϊ κάθεται όποιος θέλει νά μείνει μόνος μέ τόν έαυτό του. Τό όρυχείο τής Σβαπαβάαρα σημαίνει πολλά γιά τόν τόπο. “Εχει όμως καί τίς κακές του πλευρές. Ή ζωή άλλαξε κι έμείς πού ήμασταν μαθημένοι στήν ήσυχία τή νοσταλγούμε. Ή ρ θ ε πολύς κόσμος. Ξένοι άπό άνατολικά, δυτικά, νότια, βόρεια. Εύτυχώς πού ύπάρχει δουλειά, άλλά παλιά ήταν καλύτερα. Είχαμε λι- γότερους ξένους. Δύσκολα κάνει κα­νείς γνωριμίες όταν γερνάει. Ιδίω ς ό­ταν δέν άκούς καί τόσο καλά.

Τά καλοκαίρια λοιπόν μ άρέσει νά κάθομαι στή βεράντα.

Τά παλιά χρόνια έβλεπαν πολλά ξω­τικά έδώ. Τίόρα δέν ύπάρχουν. Θυμά­μαι όταν ήμουν μικρός τίς βραδιές πού μαζεύονταν οί γέροι. Οί γριές έκείνη τήν έποχή δέ φορούσαν βρακιά, γύρι­ζαν τόν πισινό τους στή μεριά τής φωτιάς καί σήκα>ναν τίς φούστες. Κι όταν ζεσταίνονταν άρχιζαν νά διηγούν­ται τίς ιστορίες τους. Πώ, πώ, πώς φ οβόμουν, όσο άντεχα όμως, άκουγα.

ΓΙρίν άπό 300 χρόνια άπ' τό παλιό όρυχείο έβγαζαν χαλκό, έτσι τούς Σου­ηδούς τούς ξέραμε άπό παλιά. Κάπο­τε, όταν ή γιαγιά μου ήταν παιδί, ζούσε ένας Λάπωνας, ό Ν ιετσάκα-Ό λι. Βοη­θούσε τίς γυναίκες νά ξεγεννήσουν καί έκανε κι άλλα μαγικά. Μιά φορά πού κοιμήθηκε στό σπίτι τής γιαγιάς μου ξέχασε τό πουκάμισό του καί τό έπό- μενο βράδι άκουγαν φωνές καί όμιλίες γύρω άπ' τό ρούχο. Καί μιλούσαν σου­ηδικά! Στό τέλος πήρε ένας ύπηρέτης μιά μαγκούρα καί πέταξε έξω άπ* τήν πόρτα τό πουκάμισο τού Ό λι. Κι όλα σώπασαν. Οταν ήρθε ό “Ολι νά τό πάρει κι έμαθε τήν ιστορία είπε: «Δέν

είναι καί τόσο παράξενο. Στή τσέπη είχα άφήσει τό μαγικό μου σακούλι μέ λίγο χώμα άπό παλιό κοιμητήριο. Καί βέβαια ήταν κρίμα πού οί ψυχές τών Σουηδών δέν μπορούσαν νά ήσυχά- σουν. Καί οί ζωντανοί ΰμως είχαν προ­βλήματα πού μόνο ό μπορούσε νά λύσει μέ τά μαγικά του. Ολοι στό Σβαπαβάαρα ξέρουν ότι ύπάρχουν σουηδόφωνα ξωτικά καί χώμα πού όταν ένοχληθεί μιλάει σουηδικά.

Οί σχέσεις μεταξύ άγροτών καί Λα- πώνων δέν ήταν πάντα καλές. Οί άγρό- τες μάζευαν κι έδεναν τ' άχυρο στούς άγρούς κι έπρεπε νά τ άφήσουν έξω γιατί τό χιόνι άρχιζε προτού καλά καλά παγώσει τό έδαφος. "Εκαναν φράχτες γύρω άπ τά δεμάτια. Αλλά οί τάραν­δοι πηδούσαν ψηλά καί δέν έφευγαν ούτε άφού είχαν φάει αύτό πού ή θε­λαν. άλλά ποδοπατούσαν τό ύπόλοιπο καί τό κατέστρεφαν. "Ετσι δέν έμενε τίποτα. Μιάν άνοιξη πού κατέβηκαν οί Λάπιονες έγινε μεγάλη φασαρία. "Ενας είχε όπλο, πυροβολούσε καί οί σφαί­ρες σφύριζαν. Εύτυχώς δέν πέτυχε κα­νέναν... "Αλλη φορά πάλι ένας άγρότης συνάντησε έναν Λάπωνα στό δάσος. Καλημέρισε καί τού άπλωσε τό χέρι. Καί ό Λάπωνας τού τ’ άρπαξε καί τού τό σφίξε μέ τέτοια δύναμη, πού τού τό ’βγάλε άπό τή θέση του.

Τώρα δέν ύπάρχουν πιά άγελάδες στό Σβαπαβάαρα καί κανείς δέ φτιά­χνει δεμάτια άπό άχυρο. Κι οί Λάπω- νες πάλι έχουν λιγότερους τάρανδους. “Ετσι συμφιλιώθηκαν. Τήν άνοιξη κα­τεβαίνουν στό χωριό όπως πρώτα, ό ­μως δέν τούς βλέπουμε. Τίς λίγες μέ­ρες πού ξεκουράζονται μένουν σέ νοι­κιασμένα άγροχτήματα καί σταύλους.

Πάντα μ άρεσε νά τραγουδάω. Ό ­ταν ήμουν νέος έλεγα στίς συγκεντρώ­σεις καί άλλού γιά τίς άπεργίες κι όλα τά έπαναστατικά τραγούδια πού ύπήρ- χαν τά ήξερα.

Τώρα όμως δέν γίνονται πολιτικές έκδηλώσεις. "Ετσι τά τελευταία χρόνια δέ μού 'μείνε παρά νά ψέλνω. ‘Ό ταν κανένας σκοτωθεί στό όρυχείο ή κά­ποιος γέρος έργάτης πεθάνει μέ φωνά­ζουν νά τραγουδήσω στήν κηδεία.

"Επρεπε νά ύπάρχει ένας ιδιαίτερος ύμνος γιά τό μεταλλωρύχο πού πεθαί­νει. Τό αισθάνομαι όλοένα καί περισ­σότερο. ^έν ύπάρχει όμως καί έτσι αναγκαστικά ψέλνω.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------Κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς

Οί ταινίες τής χρονιάς πού πέρασε(ένας πρόχειρος άπολογισμός)

το ν Λ εντέρ η Κ ν π ρ α ίο ν

Φ έτο ς τό χειμώ να είχαμε α ρ κ ετές αξιόλογες τα ιν ίες άπό κ ινη μ α τογρ α φ ισ τές ά να μ φ ισ β ή τη τη ς άξίας, π ο ύ , πολλοί ά π α υ το ύ ς, δέν είχαν τό όνομα, είχαν όμω ς στά σ ίγουρα τη χάρη. Είχαν δηλαδή τη ν ικανότη τα νά μΐ] γνω ρίζουν μόνο πώ ς νά ά φ η γοΰντα ι, άλλά κα ί νά έμ φ υσ ού ν σ τίς τα ιν ίες το υ ς , σάν άλλοι Δ ημιουργοί, α υτό τό «είναι» τη ς β α θ ύ τερ η ς ούσ ίας τη ς τα ιν ία ς. Υ πήρχαν, σέ πολλές τα ιν ίες , τά σ το ι­χεία έκεΐνα πού έπ ιτρ έπ ο υ ν σ τόν κ ινη μ α τογρα φ όφ ιλο νά δ ια κρίνει το ύ ς νέους δρ όμ ους πού άνοίγουν γιά τό ν άφ ηγη- ματικό κ ινηματογράφ ο. Θά πα ρ α θ έσ ο υ μ ε τό ένα φ ίλμ πλά ι στ* άλλο, έτσ ι όπω ς μάς έρ χετα ι σ υνειρμ ικά κα ί χω ρίς ιδ ια ίτερ ες βλέψ εις γιά έκ τεν ε ίς κ ρ ιτ ικές .

■ Αύτό τό χειμώνα " Ενας δ ο λ ο φ ό νο ς πέρα σε άπό δίπλα μας, άλλά λίγοι τόν πήραν μυρωδιά... Ό Μισέλ Βιανύ, πρώην ρεπόρτερ, άποδείχτηκε όξυδερ- κής σκηνοθέτης καί δημιούργησε αύτή τήν ταινία πού παίχτηκε μόνο μιά βδο­μάδα, καί πολλοί φίλοι τού κινηματο­γράφου δέν τήν είδαν. Πρόκειται γιά μιά νέα γραφή πάνω στήν παραδοσια­κή τού φίλμ-νουάρ, όπου χωρίς κραυ- γαλεότητες, άπλά, ό σκηνοθέτης, πέρα άπό τή σχετικά άπλή άστυνομική Ιστο­ρία. δημιουργεί μιά ταινία-μελέτη πάνω στό πρόβλημα τής βίας. Καί, όπως άναγράφεται στήν άρχή τής ταινίας, «όλοι μιλάμε γιά τή βία τού ποταμού, κανείς όμως γιά τή βία τής όχθης». Ό άστυνομικός διευθυντής τής ταινίας προστατεύει γνωστή ήθοποιό άπό τίς άπειλές τού δολοφόνου, -αύτό είναι τό περίεργο ιψενικό τρίγωνο τής ταινίας, πού? τό κάθε μέλος του κουβαλάει καί άπό μιά κοινωνική, ψυχολογική, ήθική κληρονομιά. Ό άστυνομικός πού δο­λοφονεί έν ψυχρώ, δέν είναι λιγότερο δολοφόνος άπό τόν μοναχικό δολοφό­νο τής ταινίας. Ό Βιανύ μπόρεσε νά μάς πει πράγματα πού θά χρειαζόν- τουσαν τόμοι βιβλίων γιά νά γραφτούν, καί τά είπε όλα χωρίς πασαλείμματα.

■ Από τήν άλλη όχθη τού 'Ατλαντι­κού τώρα, καί γιά τέταρτη φορά |ΐέσα σέ μερικές δεκαετίες, Ό τα χυ δ ρ ό μ ο ς χ τύ π η σ ε δυ ό φ ο ρ ές , χωρίς όμως αύτή τή φορά νά μάς πείσει γιά τήν έπιτυχία του. Ή ταινία αύτή είχε εισπρακτική έπιτυχία. προφανώς γιά τήν έξαίρετη έρμηνεία τού Τζάκ Νίκολσον.

■ Ελπίζω νά μήν είδατε τό Μ πλόου “Α ουτ τού Μπράιαν Ντέ Πάλμα. Σ' αύτήν τήν ταινία άποδεικνύεται πώς ένας καλός σκηνοθέτης μπορεί νά φ ά­ει τά μούτρα του, ισορροπώντας πάνω στό δίκοπο μαχαίρι πού λέγεται σκηνο­θεσία κιν/φου. Ό ...μπεμπέκος Τζών Ιραβόλτα, συνεχίζει νά είναι κακός

ή θοποιός καί κάτω άπό τήν καθοδή­γηση ένός καλού σκηνοθέτη, τόν ό ­ποιο κυριολεκτικά «κρεμάει» μέ τήν έρμηνεία του. Μετά τίς ‘Α δ ελφ ές , τό “Εκρηξη ό ρ γή ς, τό Π ροετοιμ ασ ία γιά έγκλημα καί τό Γειά σου μαμά, Α μ ε ­ρική πού είδατε φέτος καθυστερημέ­να, γιατί τό Μ πλόου "Αουτ;

■ “Αλλος ένας καλός σκηνοθέτης πού φ έτος δέν τά πήγε πολύ καλά, είναι ό “Αλτμαν, μέ τόν Π οπάυ τ ό ν να ύτη . Μιά άνιση ταινία, πού χωρίς νά είναι κακή, δέν στέκει στό έπ ίπ εδο τών άλλων ταινιών τού “Αλτμαν.

■ Καί μιά καί μιλάμε γιά μεγάλους σκηνοθέτες, ό Μ άρκο Φερέρι ήρθε ό ίδιος καί παρουσίασε τήν ταινία του Ε ρ ω τ ικ έ ς ισ τ ο ρ ίε ς κ α θ η μ ε ρ ιν ή ς τρ έλ α ς στήν ’Αθήνα. Αύτό καθεαυτό τό γεγονός μάς έβαλε σέ υποψ ίες. Στίς προηγούμενες άριστουργηματικές του ταινίες, δέν είχε κουβαληθεί στήν «έ- παρχιώτικη» 'Αθήνα γιά νά τίς προλο­γίσει. Τιάρα, ΐσως ά πό μιά ξαφνική κρίση αύτογνωσίας, ήρθε έδώ, προ­σπαθώ ντας νά μάς ύποβάλει τήν ταινία του, ή όποια δέν τρωγότανε. Γιά όσους είχαν διαβάσει τό όμώνυμο βιβλίο τού

Page 20: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Τσάρλς Μπουκόφσκι, τό μόνο που τους έμενε να κάνοι<ν. βλέποντας τόν Μπέν Γκαζάρα νά Ενσαρκώνει κάποι­ον συμπαθέστατο περιθωριακό, που έννοείται πώς είναι ό Μπουκόφσκι, ήταν νά χαμογελάσουν. Τό έκρηκτικό πάθος τού Μπουκόφσκι, πού δέν μπό­ρεσε νά τό χαλιναγωγήσει ή μέγαιρα Μάμη-Αμερική, πού προσπάθησε νά τόν άγκαλιάσει γιά λίγο. άλλά αυτός τή δάγκωσε σάν διαβολόπαιδο κι έφυγε άπό τήν άγκαλιά της γιά νά συνεχίσει στούς δρόμους τήν άλητεία του. αυτό τό έκρηκτικό καί άνεξάρτητο πάθος, δέν μπόρεσε ούτε στό έλάχιστο νά τό άποδώσει ή ταινία. Ό Μπουκόφσκι στά κείμενά του. δέν είναι ό χαριτωμέ­νος καί γλυκός άλκοολικός που έχει παραδοθεί ήρωικά σέ κάποια διάκο- σμητική παρακμή. Είναι ποιητής και ρωμαλέος, πιό βαθιά άπό τίς λέξεις πού προσπαθούν άπεγνωσμένα νά ά- ποδώσουν μέ νοήματα τήν έκρηκτική προσωπικότητά του. Ούτε ή πόρνη τής ταινίας είναι κάποια «ψυχικάρα* δια­νοούμενη, σάν τό ρόλο πού υποδύεται ή Ορνέλα Μ ονπ, δείχνοντας μεγάλη σιγουριά γιά τά μάτια της και τόν πισινό της (τουλάχιστον σ αύτά τά δύο άκρως άξιοθαύμαστα καί έμπορι- κά στοιχεία, μάς κεντράριζε συνέχεια ό φακός). Ή ταινία αύτή. δέν είναι ό Φερέρι πού ξέραμε, άλλά ούτε ό Μπουκόφσκι πού διαβάζουμε. Εχει όμως έκπληκτική φωτογραφία, πού, σέ τελευταία ανάλυση, «καβαλάει* τή σκηνοθεσία.

■ Καί μιά καί μιλάμε γιά άμερικάνικες παραγωγές, δέτν θά έπρεπε νά λησμο­νήσουμε τήν Πύλη τής Δύσεως τού Μάικλ Τσιμίνο. Μιά ταινία πού προ­βλήθηκε μόνο γιά μιά βδομάδα, λές καί μπούκοταρίστηκε στήν Ελλάδα, όπως καί στήν Αμερική. Τό φίλμ τού Τσιμί­νο. έχει σαφώς μαρξιστική τοποθέτη­ση. καί άγγίζει τά όρια τού άριστουρ- γήματος. Μέ τόν έκπληκτικό της ρυ­θμό. γίνεται μιά σπάνια, γιά άμερικάνι- κη ταινία, τοιχογραφία έποχής, ένα ρωμαλέο έπικό έργο,, πού σέ πολλά πλάνα μας θύμιζε Άιζενστάιν. Ό Τσι­μίνο. μέ τόν ' Ελαφοκυνηγό, μιά σα­φώς άντιδραστική ταινία, άν καί ύπέ- ροχα κινηματογραφημένη, ένιωθε τύ­ψεις, πού τίς ισοφαρίζει καί μέ τό παραπάνω, μέ τήν Πύλη της Δύσεω ς.

■ "Αλλες τρεις φετεινές ταινίες θά μπορούσαν νά ξαφνιάσουν τό θεατή γιά τήν τόλμη τους στήν άσκηση αύ- στηρής κριτικής στό άμερικάνικο σύ­στημα, άν καί μή πολιτικές μέ τή στενή έννοια τού όρου. Πρόκειται γιά τίς ταινίες ’Απόδραση από τή ν Ν έα Ύ - όρκη, Ή τα ν καί οί 4 φίλοι τη ς, Ρόζ σκάνδαλα. Ή πρώτη, πέρα άπό τήν ιδεολογική της θέση, έχει έναν έκπλη­κτικό ρυθμό, πού δένει άπόλυτα μέ τή μουσική ύπόκρουση, πού έχει γράψει ό ίδιος ό σκηνοθέτης, Τζών Κάρπεν- τερ. Είναι ένα άξιόλογο φίλμ έπιστημο- νικής φαντασίας, πού ή σκηνοθεσία του έρχεται νά έναρμονιστεΐ πλήρως μέ τά ύποβλητικά ντεκόρ καί τή μουσική. Γιά τό φίλμ Ή τ α ν καί οί 4 φίλοι της τού "Αρθουρ Πέν. θά μπορούσαμε νά πούμε άρκετά γιά νοσταλγικές άδυνα- μίες καί μελοδραματισμό. Θέτει όμως άπό τήν άλλη, μέ πολύ ξεκάθαρο τρό­πο, τό ξεφούσκωμα τού άμερικάνικου όνείρου «άπό τά μέσα», χωρίς νά συν- θηματολογεί, κριτικάροντας σύστηρά τόν άμερικάνικο τρόπο ζωής. "Οσο γιά τό Sob τού Μπλέικ Έντουαρντς (έλλ. τίτλος Ρόζ σκάνδαλα), ξαφνιάζει, όχι μόνο γιά τήν τόλμη ένός τόσο προσω­πικού ύφους, (έξάλλου μετά τό Ή παράσταση άρχίζει τού Φός, όσο προσωπική καί άν είναι μιά ταινία, συγχωρείται) άλλά καί γιά τήν κριτική πού άσκει στό Χόλλυγουντ, χρησιμο­ποιώντας μιάν άνατριχιαστική μαύρη σάτιρα. Ό "Ε ντουαρντς, μετά τό «μποντερεκοειδές» Δ έκ α, φαίνεται πώς ξαναβρήκε τή συνέχεια τού σκη­νοθέτη τού Πάρτυ

■ Δέν θά είχαμε νά πούμε καί πάρα πολλά γιά άλλες δυό ταινίες, τή Χρυσή Λίμνη, καί τήν Ε ρω μ ένη τού Γάλλου λοχαγού, άν δέν έπαιζαν σ’ αύτές τά ιερά τέρατα Κάθριν Χέπμπορν καί Χένρυ Φόντα στήν πρώτη, καί ή Μέ-

ρυλ Στρήπ στή δεύτερη. Τί άλλο μπο­ρούσε νά κάνει ό Μάρκ Ράιντελ, έκτός άπό τό νά δείχνει γενικά πλάνα τής λίμνης, κι έπειτα ν άφήνει τήν κάμερα νά καταγράφει τίς άφοπλιστικές έρμη- νείες τών δύο ήθοποιών. πού κρατάνε άπό τό τίποτα μιά ταινία δυό ώρών, μαγεύοντας τό θεατή; Τό ΐδιο μπορού­με νά πούμε καί γιά τήν Μέρυλ Στρήπ, πού άφήνει άναυδο τό θεατή, μέ τή δύναμή της νά φορτίζει μέ τεραστια ένταση καί τήν πιό άνεπαίσθητη κίνη­σή της. Σίγουρα, γιά νά δώσει τό ρόλο της μέ* μιά τέτοια τελειότητα, δέν φτά­νει μόνο τό ταλέντο, άλλά θά προηγή- θηκε σκληρή δουλειά. Κι αύτό είναι ένα μάθημα γιά τούς Ελληνες ήθοποι- ούς...

φσκι καί τόν Μιχάλκωφ, πού δέν έπηρεάζονται κακόγουστα άπό τίς ά­μερικάνικες ταινίες.

■ Ή ιταλική ταινία Ή τραγωδία έ ­νός γελοίου άνθρώ που, ήταν μιά τρα­γωδία γιά τόν Μπερτολούτσι -άν καί είχε τήν όμορφιά τής τραγωδίας...

■ Τό Μ οντενέγκρο είναι σίγουρα μιά μεγάλη ταινία, άλλά όχι στό ϊδιο ύψος πού στέκουν οί άλλες ταινίες τού Ντούσαν Μ ακαβέγιεφ. (Μ υστήρια τού όργασμού, Σ ουήτ Μ ουβι).

■ Τόν Βαλέριαν Μπόροβτσικ, τόν εΐ-

Ή Κ άθριν Χ έπ μ π ο ρν σττ) Χρυσή Λίμνη

■ Μετά τά πέντε πρώτα λεπτά τής ταινίας του ‘Εξκάλιμπερ, ό σκηνοθέ­της Τζών Μπούρμαν, μάς νανούρισε κανονικά, ξεχάσαμε πώς ύπάρχει σκη­νοθέτης στήν ταινία, καί θυμόμαστε μόνο τό διευθυντή τής φωτογραφίας, γιά τά κάρτ-ποστάλ πού δημιουργούσε σέ κάθε πλάνο.

■ Μιά άπλή άναφορά είναι άρκετή γιά τή σοβιετική ταινία πού μάς διαβεβαι- ώνει πώς Ή Μ όσχα δ έν π ισ τ εύ ει στά δάκρυα, μαζί μέ τά συγχαρητήριά μας γιά τό "Οσκαρ πού τούς έδωσαν πέρυ­σι οί ’Αμερικανοί. Εύτυχώς πού ύπάρ- χουν σ’ αύτήν τή χώρα, μέ τίς άπεριό- ριστες δυνατότητες γιά τούς κινηματο­γραφιστές, άνθρωποι σάν τόν Ταρκό-

δαμε φέτος σέ τρεις ταινίες του; Γκό- το , Τό κ τή νος, Α πόκρυφ α το ύ Μ ο­ναστηριού. Μέ τό Γκότο, ταινία γυρι­σμένη στή δεκαετία τού '60. κι άπό τίς πρώτες του (ταινίες), ό Μπόροβτσικ μάς δίνει ένα έντυπωσιακό δείγμα ποι­ητικού κινηματογράφου. Μιά ταινία- μελέτη πάνω στό χρόνο καί στήν έπί- δρασή του πάνω στόν άνθρώπινο χώ­ρο, όπου ό έρωτισμός δέν είναι έμφα- νής, άλλά ύποβόσκει, άντίθετα μέ τίς έπόμενες ταινίες του. Στό Κ τήνος, καταπιάνεται μέ τόν καταπιεσμένο έ- ρωτισμό, άνοίγει τομές στό άσυνείδητο τού θεατή, καί γι’ αύτό Ισως νά φαίνε­ται δυσνόητος. Σέ καμιά όπως περί­πτωση τό Κ τήνος δέν είναι πορνό πολυτελείας, όπως είπαν όσοι στάθη-

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Τά «Γράμματα καί Τέχνες» προκηρύσσουν διαγω­νισμό ποίησης. Μ πορούν νά λάβουν μέρος σ’ αύτόν νέοι ποιητές άπό 15 ώς 25 έτών μέ τρία -τό πολύ- ανέκδοτα ποιήματά τους ή μέ ένα μόνο, έφόσον πρόκειται γιά ποιητική ένότητα ή σύνθεση.Η προθεσμία άποστολής τών συμμετοχών τελει­

ώνει στίς 31 Οκτωβρίου, ώστε τ’ αποτελέσματα νά άνακοινωθούν στό τεύχος τού Ίανουαρίου 1983.Ιά δέκα πρώτα καλύτερα ποιήματα-συμμετοχές θά δημοσιευθούν σέ τρία ή καί περισσότερα συνεχόμενα τεύχη τού περιοδικού καί στή συνέ­χεια θά τυπω θούν σέ ένα τόμο. Ή έπιτροπή κρίσης τών συμμετοχών θά είναι ή συντακτική έπιτροπΐ] τού περιοδικού, μέ πιθανή τή σύμπρα­ξη καί άλλου ή άλλων γνωστών προσώπων.Σέ έπόμενα τεύχη θά γίνουν γνωστές περισσότε­ρες λεπτομέρειες γιά τούς ένδιαφερόμενους.

Η Σ Υ Ν Τ Α Κ Τ ΙΚ Η Ε Π ΙΤ Ρ Ο Π Η

καν προσκολλημένοι στίς τολμηρές σκηνές του. Συμβολικός, ψυχαναλυ­τής, καί βέβαια... φετιχιστής, ό Μ πόρο­βτσικ πιάνει τόσα θέματα πού σίγουρα δέν θά μάς έφτανε ή σελίδα τής στήλης γιά νά τά άναλύσουμε.

■ Κι έτσι φτάνουμε στόν έπιτυχημ£ν<> εισπρακτικά Φρανσουά Τρυφώ. Λνό ταινίες φέτος: Τό Τ ελευτα ίο Μ έτρο καί ' Η γυναίκα τή ς διπλανής π ό ρ ­τας. Φινετσάτος, άπαλός, γνώστης τού κινηματογράφου όσο λίγοι, ό σκηνοθέ­της αυτός σίγουρα δέν μάς έδωσε άρι- στουργήματα, δημιούργησε όμως κά­π οιες ...«τρυφω ειδείς» ταινίες, π ού μοιάζουν, μερικές στιγμές, μέ άχαρο όνειροπόλημα.

■ Ή ταινία Μ εφ ίστο τού Ίστβαν Ζάμπο, διαθέτει καί ώραϊο θέμα, καί σιοστή σκηνοθεσία, άλλά, πάνω άπ όλα. διαθέτει τόν έκπληκτικό ήθοποιό Κλάους Μαρία Μ πραντάουερ, στόν κεντρικό ρόλο τού Μ εφιστοφελή-ήθο- ποιού, πού κάνει «τέχνη γιά τήν τέ­χνη», δήθεν άδιάφορος γιά τό ναζισμό πού ύπηρετεί. Τά φώτα όμως αύτά, πού φέρνουν τόν ήθοποιό (άλλά καί γιά τόν καλλιτέχνη γενικά) άπό τό σκοτάδι-άφάνεια στό φώς-χειροκροτή­ματα. όιασημότητα, ταυτίζονται μέ κά­ποιους άλλους προβολείς: Αύτούς τών σταδίων τής Ναζιστικής Γερμανίας άπό τή μιά, καί άπό τήν άλλη τών στρατοπέδων συγκέντρωσης καί τών γηπέδων τής Χιλής, όπου δολοφονούν­ται οί Βίκτωρ Χάρα, όσοι δηλαδή δέν άποδέχονται γιά κανένα λόγο τό ρόλο τού Μεφιστοφελή.

■ Καί κλείνουμε τό πρώτο μέρος τού άφιερώματός μας στήν φετεινή κινημα­τογραφική χρονιά, μέ μιά ταινία πού δέν πρέπει νά χάσουν όσοι άπό τούς φίλους τού κινηματογράφου δέν τήν είδαν. Πρόκειται γιά την ταινία Μιά γυναίκα δαιμονισμ ένη . 'Ένας σκηνο- θέτης-μαίτρ, ό Ζουλάφσκι, δημιουργεί μιά άπό τίς πιό υστερικές ταινίες, άπό τίς πιό άγριες τού κινηματογράφου. "Ενα άπό τά έπιτεύγματά του, ή άπό- δειξη πώς ή άγριότητα δέν ξεπηδάει άπαραίτητα άπό τή βία. Ή κάμερα τρελαίνεται στίς κινήσεις της, παραλη­ρεί, έκστασιάζεται. Τό χρώμα άφύσικα ψυχρό μπλέ, προκαλεϊ τό θεατή μέ τήν άγριότητά του. Καί μέσα σ' όλα μιά Ίζαμπέλ Ά ντζανί. πού δίνει ένα ρεσι­τάλ ήθοποιίας ίσως άνεπανάληπτο μέ­χρι σήμερα γιά τόν κινηματογράφο. Μιά ματιά της, διάρκειας κλασμάτων δευτερολέπτου, άρκούσε νά έξασφαλί- σει στό θεατή τούς έφιάλτες μιάς βδο­μάδας. Έκρηκτική έρμηνεία, έκρηκτι­κή σκηνοθεσία, πού μόνο βλέπεται* δέν περιγράφεται, δέν κριτικάρεται.

■ Σ* αύτό τό άφιέρωμα δέν άναφερ- θήκαμε καθόλου στίς ταινίες τού γερ­μανικού κιν/φου. Κι αύτό γιατί ήταν συνολικά οί πλέον άξιόλογες. Γι’ αύτές τίς ταινίες, καθώς καί γιά τίς έλληνι­κές, θ ’ άναφερθούμε σ* έπόμενο ση­μείωμά μας.

Κυκλοφόρησε τό νέο βιβλίο

τού ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΟΛΛΑ Τό Τρυφερό Δέρμα

Θά κυκλοφορήσει Μιά νουβέλα

μέ τίτλο ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

ΠΑΓΩΝΗ

ΞΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Page 21: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Θέατρο 21 ΓΡΑΜ ΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ

Πρίν αναφέρω τά κύρια χαρακτηριστικά του λαϊκού φορμαλισμού καί αιτιολογήσω αυτόν τόν όρο, θά ”θελα νά σταθώ σύντο­μα σέ ονόματα, έργα καί ημερομηνίες. Οί πρώτες κρούσεις γίνονται ήδη άπό τό ’65. μέ την 'Αγγέλα του Σεβαστίκογλου καί τό Πανηγύρι τού Κεχαίδη. Στήν παρένθεση της δικτατορίας έχουμε τούς Νταντάδες τού Σκούρτη, έργο πού διατηρεί τίς βασ ι­κές συνταγές του παράλογου (μιά κατα­πιεστική κι απρόσωπη εξουσία, μιά κατα­δυνάστευση αόριστη καί χαοτική τής προ­σωπικής έλευθερίας, συμβολισμοί γενικό - λογοι καί ασαφείς...), αλλά συγχρόνως διακρίνουμε τά βασικά χαρακτηριστικά του λαϊκού φορμαλισμού. 'Ακολουθούν ή Βέρα καί τό Τάβλι, Ό Καραγκιόζης παρά λίγο βεζόρης. Πρόσωπα γιά βιολί κι όρχή- στρα. γιά νά φτάσουμε στη «μεγάλη ε π ι­τυχία» τά Κομμάτια θρύψαλα. ’Α πό κεΐ καί πέρα ό δρόμος είναι ανοιχτός... Πόντι ­κας. Δ ιαλεγμένος, Μουρσελάς Χ ασάπο- γλου, Μ ανιώτης καί πολλοί άλλοι, παλιοί καί νέοι. ’Εδώ πρέπει νά κάνω δύο παρα­τηρήσεις. Πολλ,οί συγγράφεις πού παλιό* τερα είχαν επηρεαστεί άπό τό θέατρο τού παράλογου στράφηκαν στόν λαϊκό φορμα­λισμό. όπως δ Μουρσελάς κι ή Ά να γνω - στάκη. ( ’Εδώ θά πρ* .ει νά τονιστεί, ότι αύτό τό κείμενο δέν σκοπεύει στη δραμα- τουργική ανάλυση του έργου των π α ρα π ά ­νω συγγραφέων, άλλά ένδιαφέρεται νά σχολιάσει τό κυρίαρχο ρεύμα, τόν λαϊκό φορμαλισμό, χω ρίς πάλι αύτό νά σημαίνει οτι δέν υπάρχουν άλλες τάσεις).

ΤΙ ε ίνα ι ό λ α ϊκ ό ς φ ο ρ μ α λ ισ μ ό ς

‘Η πορεία τού ελληνικού έργου δέν είναι τυχαία. Ά να ζη τά ει την ταυτότητά του μέσα απ ' όλες τ ίς εμπειρίες τη ς κ α π ιτα λ ι­στικής άνάπτυξης-έξάρτησης καί τού αρι­στερού κινήματος. Προσπαθεί νά έκφρά- σει την εποχή του. Τό θεάτρο είναι ό καθρέφτης της εποχής μας, έχει ειπω θεί. Ή ιστορία, όμως, είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, πού ή κίνησή της έξαρτατα ι άπό κύριες καί δευτερεύουσες άντιθέσεις, με τέτοιο τρόπο πού τό καθρέφτισμα άπεικονίζει κάποιες πλευρές, μά όχι άνα- γκαστικά τήν ίδια τήν εποχή. Έ τ σ ι τό θέατρο μπορεί νά είναι καθρέφτης των παρακμιακών στοιχείων της εποχής, της άνημπόριας καί της άδυναμίας τη ς κοινω­νίας νά προχωρήσει ή, πάλι, μπορεί νά είναι ο καθρέφτης της πάλης πού δ ιεξά γε­ται στήν εποχή μας. Ό λαϊκός φορμαλι­σμός άποτύπω σε τό τοπ ίο της δεκαετίας τού 70 άπό τήν πλευρά τού άδιέξοδου. Δεν κατάφερε σέ καμιά στιγμή νά ξεφύ- γει, νά στοχαστεί τ ίς καινούριες συνθήκες. Κ αυτηρίασε π ολλές φορές νοοτροπ ίες, πάντα, ομω<ς, μέ παθητικό τρόπο.

Η αλλοτρίωση, αγαπημένο θέμα τού λαϊκού φορμαλισμού, έξαρτατα ι άπό συ­γκεκριμένους ιστορικούς όρους. Ό παρα- λογισμός τή ς καπ ιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας είναι πού δημιουργεί π α ρά ­λογες καί άντιανθρώ πίνες σχέσεις. Ά λ λ ά και αυτη η διαπίστω ση δέν είναι άρκετή νά έρμηνέψει τά φαινόμενα της ζω ής καί τω ν κοινωνικών σχέσεων. ‘ Η διαλεκτική σχέση μεταξύ καπιταλιστικής βάσης καί υπερδομής είναι μιά σχέση μέ πολλά παρακλάδια κι αντιφάσεις, φανερές καί κρυφές, πού καλούμαστε νά άνακαλύψου- με μέ κόπο, αν θέλουμε νά πούμε τήν άλ.ηθεια. II όσο μάλλον ό λαϊκός φορμαλι­σμός, πού υπερτονίζει, σχεδόν ηδονικά, τό αδιέξοδο τών άνθρωπινων σχέσεων, χω ρίς νά κάνει ορατές τ ίς ουσιαστικές διασυνδέ­σεις αυτού τού φαινομένου. Μ ’ αύτό τόν τρόπο, όμως, έντοπ ίζει τήν «κακή κ α τά ­σταση» πού μας διαφεντεύει, πού χα ρα ­κτηρίζει τή συμπεριφορά μας, μ ιά κ α τά ­σταση πού περιβάλλεται μέ μιά ήθική χροιά. Οί σκηνικές δ ιαπ ιστώ σεις τού λ.φ. είναι τελεσίδικες κι όριστικές. 'Υ πογρα μ ­μίζουν «τό κακό» της ζωής καί καλούν τό θεατή νά άντιδράσει στήν «κακή» συμπε­ριφορά του (διάβαζε μικροαστική, έγω ι- στικη κλπ.), γ ια νά διορθωθεί τό «κακό». Ά ν κρίνουμε άπό τό τί μας λένε ορισμένα έργα ('Ε σω τερικές εΐόήσεις. Κομμάτια θρύψαλα) κάθε έκφανση τής καθημερινής ζω ής μας είναι άποτρόπαιη κι άποδιοπο-

Νέο ελληνικό Θέατρο καί λαϊκός φορμαλισμός

Ά π ό τή σ τ ιγμ ή πού τό έλ λ η ν ικ ό έρ γο κ υ ρ ιά ρ χη σ ε στή θεατρ ική μα ς ζω ή , ή έπ ιε ίκ ε ια δ ια δ έχ θ η κ ε τή ν α υ σ τη ­ρ ότη τα . Κ άθε κ α ινο ύ ρ ια π ρ ο σ π ά θ ε ια , έξω ά π ό τό έμ πορ ικ ό κ ύ κ λ ω μ α , φ υ σ ικ ά , έπ ρ επ ε τό κ ο ινό κ α ί ή κ ρ ιτ ικ ή νά τή ν ά γκ α λ ιά σ ο υ ν μέ σ υ μ π ά θ ε ια . "Ακόμα κ α ί τά ά δό κ ιμ α έρ γα ά π ο ρ ρ ίπ το ν τα ν , σ υ χ ν ά , μέ Ιδ ια ί­τερη ευ γέν ε ια , μέ π α ρ α ιν έσ ε ις γ ιά τή μ ελ λ ο ν τ ικ ή π ρ ο σ π ά θ ε ια το ύ σ υ γ γ ρ α φ έα . ’Α πό π ρ ώ τ η ά π ο ψ η α ύτη ή στάση φ α ίν ε τ α ι φ υ σ ιο λ ο γ ικ ή κ α ί ά π α ρ α ίτη τη γ ιά τή ν ά νά π τυ ξ η το ύ σ ύ γχ ρ ο νο υ έλ λ η ν ικ ο υ έρ γο υ . Ο ­μ ω ς δέν β ά ζε ι π ο τέ « έπ ί τό ν τύ π ο ν τ ώ ν ή λ ω ν » . Έ ν δ ια φ έ ρ ε τ α ι νά σ υ νεχ ίσ ο υ ν οί σ υ γ γ ρ ά φ ε ις νά γ ρ ά ­φ ο υ ν , ά λ λ ά δέν έν δ ια φ έρ ετα ι τ ί κ α ί π ώ ς τό γ ρ ά φ ο υ ν . ‘Υ π ά ρ χ ε ι κ α ί μ ιά ά λλη σ τά σ η , έ κ ε ίν ω ν π ο ύ έ ν τ υ π ω - σ ιά σ τη κ α ν ά π ό τή σ τρ ο φ ή α ύ τώ ν τ ώ ν έρ γ ω ν σέ « έλ λ η ν ικ ά » θ έμ α τα κ α ί σέ « λ α ϊκ ή » γ λ ώ σ σ α . Ε ίν α ι ά λή θ εια δ τ ι ή τα ν σ η μ α ν τ ικ ό νά γ ν ω ρ ίσ ε ι ή σκηνή μα ς μ ιά ά γ ν ω σ τη , σ τ ίς έ π ιλ ο γ έ ς τη ς , γ λ ώ σ σ α κ α ί θ εμ α το ­λ ο γ ία , πού ά ν τ ίθ ε τα ό κόσ μος (τό κο ινό ) ήδη κ α τ ε ίχ ε κ α ί β ίω ν ε . Α ύτό , γ ιά π ο λ λ ο ύ ς , σ η μ α ίν ε ι έ π α φ ή μέ τό ν σ φ υ γ μ ό τη ς έ π ο χ ή ς μ α ς. Έ τ σ ι α ύ τά τ ά θ εα τρ ικ ά ερ γα , π ο ύ οί φ ίλ ο ι τ ά ε ίπ α ν λ α ϊκ ά , ο ί έ χ θ ρ ο ί λ α ϊκ ί- σ τ ικ α κ α ί π ο ύ α ύ τό τό κ ε ίμ ενο θά τ ά ά π ο κ α λ έσ ε ι, σ υ νο λ ικ ά , λ α ϊκ ό φ ο ρ μ α λ ισ μ ό , α ύ τά τ ά έρ γα , λ ο ιπ ό ν , γ έ μ ισ α ν τ ά τ α μ ε ία κ α ί ώ θη σ α ν δ ο κ ιμ α σ μ ένο υ ς κ α ί ν εό κ ο π ο υ ς σ υ γ γ ρ α φ ε ίς νά έρ γα σ το ύ ν γ ιά τή δ ιά δοσ ή το υ ς . Σ ή μ ερ α , τό έλ λ η ν ικ ό θ εα τρ ικ ό έρ γο τ ή ς τ ε λ ε υ ­τ α ία ς δ ε κ α π ε ν τ α ε τ ία ς , μέ β α σ ικ ό το υ χ α ρ α κ τη ρ ισ τ ικ ό τό ν λ α ϊκ ό φ ο ρ μ α λ ισ μ ό , έ γ ιν ε τό μ ή λο τ ή ς έρ ιδο ς σέ μ ιά μ ά λ λ ο ν ά σ θενική Ιδ εο λ ο γ ικ ή π ά λ η .

Γιάννης Καραχισαρίδης

μπέα. Ό λαϊκός φορμαλισμός ήθικολογεϊ επικίνδυνα. Πολλοί, βέβαια, πέρασαν τήν ήθικολογία τους γ ιά «σύγχρονο προβλη­ματισμό».

— Προπό τ ίπ ο τα , λαχεία τ ίπ ο τα , άλογα τ ίπ ο τα , έ, τί στό διάολο!

— Ά πηύδησ α π ιά , δέν άντέχω άλλο...— Π ότε θά δούμε έπ ιτέλους άσπρη μέ-ρ*5Κλπ. κλπ. κλπ.

Σκηνές δω ματίω ν πόνου καί καθημερι­νών συμφορών, τό άνελέητο σαράκι τού χρόνου πού κατατρώ ει τ ίς σάρκες τών

Π απαγεω ργέου -

προσώ πω ν πού κινούνται στό πάλκο. Π α ­ρατηρώ ντας τή σκηνή νά στενάζει άναρω- τ ιέμ α ι άν τό μελό τού ελληνικού σινεμά δέν ήταν τυχαίο — «Μ άνα γ ια τ ί μέ γέννη­σες». Ό μελοδραματισμός αύτού τού τύ ­που καλλιεργήθηκε γ ιά εμπορικούς σκο­πούς, άλλά έπ ιασε γ ιά ιστορικούς λόγους, ά π ’ τή δεκτικότη τα τού άνατολίτικου συ­ναισθηματισμού μας καί άπ* τόν ραγιαδ ι­σμό πού καλλιέργησε έντεχνα ή άρχουσα τάξη . Καί φτάσαμε, στίς μέρες μας, ό μελοδραματισμός, χω ρίς νά θυμίζει εκεί­νον τού σινεμά, νά άναδύει τήν ΐδ ια γεύση τη ς κακομοιριάς καί τη ς η ττοπ ά θεια ς καί νά τήν καλλιεργεί. Μέ τό γνώ ριμο πρό-

Πρωτοιράλτη, Θεατές

σχήμα ÓTt καυτηριάζεται ή μικροαστική συμπεριφορά εξοντώ νεται έπί σκηνής κ ά ­θε πιθανότητα άνθρώπινης λειτουργίας. Σεβαστή ή πρόθεση νά διαπιστώσουμε καί νά χτυπήσουμε τήν άλλοτρίωση. ' Η χειρότερη μέθοδος όμως είναι νά «τσ ακ ί­ζουμε» μαζί μέ τήν άπανθρω πιά καί τόν άνθρωπο. Λέει κάπου ό Μ πρέχτ: «ό κ α π ι­ταλισμός δέν άπανθρω πίζει μονάχα, δη­μιουργεί καί ανθρωπιά, μέσα άπό τόν ενεργητικό άγώνα ενάντια στήν άπανθρω- πιά». Ό λαϊκός φορμαλισμός όμω ς π ά ­σχει άπό ένα είδος άθεράπευτου ραγιαδ ι­σμού.

Πρίν σχολιάσουμε τό επόμενο χαρακτη­ριστικό τού λ.φ. π ρέπ ει νά πούμε ότι ή π ραγμ ατικότητα δέν είναι ποτέ ταυτόση­μη μέ τή θεατρική πράξη. Ή π ρ α γ μ α τ ι­κότητα έχει προϋπάρξει καί εχει ήδη δημιουργήσει συνειδήσεις στό κοινό πού πρόκειτα ι νά παρακολουθήσει τή σκηνική δράση. Τ ό θεατρικό κοινό πηγαίνοντας στό θέατρο είναι εφοδιασμένο μέ εμ π ε ι­ρίες, μνήμες περιστατικώ ν, κάποια σαφή εικόνα τού κόσμου γύρω του, κάποια τέλος κοσμοθεωρία. Τ ώ ρα , τί έχει νά προσφέρει ό λ.φ. σ’ αύτό τό κοινό... Τ ά θέματα , ό τρόπος επεξεργασ ίας τους καί ή ολη δόμηση τού λ.φ. είναι σέ τέτοιο βαθμό οικεία στό θεατή, ώστε δέν τόν βοηθάει καθόλου νά προσεγγίσει τή ζωή άπό καινούριες πλ,ευρές. Κ άποτε θεο^ρού- νταν ωμός ρεαλισμός νά παρουσιάζονται στή σκηνή αυτούσια περ ιστατικά της ζω ­ής, μέ κάποια, βέβαια, δραματουργική φόρμα. Ό μ ω ς κανένα περ ιστατικό δέν είναι απλό περιστατικό καί ή τέχνη δέν πρέπ ει νά άρκείται στό νά επαναλαμβάνει τό ήδη ορατό, άλλά νά κάνει ορατό ό ,τι καθόλου δέν φαίνεται μέ πρώ τη ματιά . Α λ λ ιώ ς βρισκόμαστε μπροστά σέ κοινο­τοπ ίες . Καί ή κοινοτοπία εύκολα γ ίνετα ι δημοφιλής, άν ένας συγγραφέας τή χρησι­μοποιήσει κατάλληλα, άν δηλ.αδή τήν ε ­πενδύσει μέ μιά γλώ σσα κοινόχρηστη, ένα γλω σσικό Ιδίωμα πού όλοι τό κατηγορού­με καί τό σατιρίζουμε κι όμω ς βρίσκεται στό επίκεντρο της κοινωνικής ζω ής. ' Η κοινοτοπία , βέβαια, δέν παύει νά 'ναι κενόδοξη καί χω ρίς περιεχόμενο, άπλά γ ίνετα ι καταναλω τικό προϊόν...

Καί γ ιά νά περάσω στό επόμενο χαρακτη­ριστικό τού λαϊκού φορμαλισμού θά χρη­σιμοποιήσω ένα παράδειγμα . Σ τό πρώ το επεισόδιο στίς Εσωτερικές είδήσεις ό Π όντικας κατακρίνει τόν τρόπο πού οί μικροαστοί τραπεζώ νοντα ι καί θεοποιούν τή γαστρονομική άπόλαυση. Ή πα ρα τή ­ρηση τού συγγραφέα έχει μιά δόση άλή- θειας, συμβαίνει στή ζω ή καί, κατά συγ­γραφέα πά ντα , είναι κατακριτέο καί π ρ έ­π ει, άρα, νά άπαληφθεΐ άπό τή συμπερι­φορά τού θεατή (τό ήθικό στοιχείο πού λειτουργεί μέσα άπό τήν ένοχή). Ό συγ­γραφέας δείχνει στή σκηνή μιά άλήθεια πού συμβαίνει υπό όρους (ιστορικούς καί ειδικούς) καί δείχνοντάς την γενικευμένη καί οριστική τή μ ετα τρ έπ ει σέ ψέμα. Ό τ α ν ή μονοσήμαντη άλήθεια, όσο κι άν ισχύει γ ιά μεμονωμένα π ερ ισ τα τικά , γ εν ι­κεύεται, τό τε μ ετα τρ έπ ετα ι σέ ψέμα, μέ τήν έννοια ό τι παύει νά ’ναι επ α να σ τα τ ι­κή. Ό Μ π ρ έχτ έλεγε γ ιά τήν άποστασιο- ποίηση οτι είναι ή εξαγγελ ία μ ιας αντίφα­σης στή σκηνή.

' Η άλήθεια, λοιπόν, γ ίνετα ι συγκεκρι­μένη καί κατά συνέπεια επαναστατική μονάχα άν τήν προσεγγίσουμε διαλεκτικά, άν προσδιορίσουμε τό πλέγμ α τώ ν άντι- φάσεων πού τήν καθορίζουν. Γυρνώντας π ίσω , στό παρά δειγμα , διαπιστώ νουμε ότι ή Έδια λογική άκολο<-θείται σ’ ολο τό έργο. Συγκεντρώ νετα ι μιά συλλογή άπό άρνητικές συμπεριφορές πού π α ρατηρού­νται στή ζω ή καί πλασάρονται σέ π ε ν τ ά ­λ επ τα επεισόδια σάν κυρίαρχες καί όρι­στικές κι έτσ ι έχουμε τόν «κακό» δάσκα­λο, τόν «κακό» δημόσιο υπάλληλο, τόν «ρουτινιάρη» εραστή, τήν «πληκτική» π α ­ρέα κλπ. κλπ.

Συνοψίζω τά χαρακτηριστικά τού λ.φ.: ήθικολογία, ραγιαδισμός καί η ττοπ ά θεια , κο ινοτοπίες σάν καταναλω τικό προϊόν, ά-

Page 22: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ 2 2 Θέατρο

λήθειες μονοσήμαντη καί γενικόλογες. Ό μ ω ς τώρα πρέπει νά έξηγήσω γιατί ονόμασα αυτό τό ρεύμα λαϊκό φορμαλι­σμό.... Αυτό τό θέατρο χρησιμοποίησε ένα λαϊκό φραστικό ρυθμό, μιά γλώσσα οι­κεία, μ’ άλλα λόγια τά είπε χύμα. Έ γ ινε αναγνώσιμο θέατρο, μπορούμε νά πούμε δτι άνάδειξε μιά γλώσσα της μόδας, τή γλώσσα του περιθωρίου. Καί εδώ πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε τά πράγματα. Αυτή ή γλώσσα διαδόθηκε σάν μιά αντίδραση σ’ ένα γλωσσικό καθωσπρεπισμό πού επίση­μα κυριαρχούσε, άλλά ήδη Ιχουμε δ ια π ι­στώσει τό πόσο φτωχή είναι σε έννοιες. Μαζί με τή γλώσσα ό λ.φ. έπεξεργάστηκε καί ανάλογη δόμηση των έργων. Ε μ φ ά νι­σε ήρωες-άντιήρωες άπό τό περιθώριο. Καί ακολούθησε μιά τέτοια ίσοπέδωση, ττού σχεδόν κάθε σκηνικό πρόσωπο νά χει περιθωριακές έπιρροές. Καί υπήρξαν κρι­τικοί πού θεώρησαν αύτή τή γλώσσα λαϊκή, κοινόχρηση, ιθαγενή, παραγνωρίζο- ντας Απόλυτα τόν φορμαλισμό της. Έ τσ ι, λοιπόν, ο όρος λαϊκός φορμαλισμός χρησι­μοποιείται γιά νά υποδηλώσει τό αναγνώ­σιμο, τήν πλατιά άνταπόκριση πού έχει αυτό τό θεατρικό ρεΰμα, άλλά καί τήν στερεότυπη φόρμα του, πού τό μ ετατρέ­πουν πλέον σέ όπισθοδρομικό θέατρο.

Ή προσ έγγ ισ η τη ς άστικης α ντ ίλη ψ η ς

Ό αναγνώστης αύτου του κειμένου θά θέσει τό εύλογο ερώτημα, τί θέατρο τα ι­ριάζει στήν έποχή μας κάτω άπό μιά προοδευτική αντίληψη. Πρίν προχωρήσω

■ ’Αρχίζοντας τήν παρουσίαση της εικα­στικής κίνησης στήν ’Αθήνα θά μιλήσω πρώτα γιά τήν εικαστική παράσταση* της Λήδας Παπακωνσταντίνου Χιούζ, της ο­ποίας άλλη μία δραστηριότητα είχαμε δεί πέρσι, στήν γκαλερί «3» καί στό Ζ άππειο καί μιά τρίτη στό φεστιβάλ της «Αυγής» τό Σεπτέμβριο του *81. Μέ οργάνωση της γκαλερί «3» καί μέ τή στενή συνεργα­σία της Γιάννας Τσιώμη ή Λήδα Π απα ­κωνσταντίνου-Χιούζ παρουσίασε στίς 6- 7-8-9 ’Απριλίου ενότητες άπό τίς όποιες άποτελείτο ή εικαστική παράσταση με τίτλο «τοπίο».

Ή πρώτη ενότητα («περιορισμένο το­πίο»») είναι της Γιάννας Τσιώμη. Ή δεύ­τερη («θολό τοπίο»»), πού είναι καί τό επίκεντρο τής δράσης, καί ή τρίτη, τά δρώμενα, είναι της Λήδας Π απακωνστα- ντίνου-Χιούζ. Πρίν άναφερθω στήν εργα­σία των δύο καλλιτέχνιδων θεωρώ πώ ς είναι αναγκαίο νά γίνει μιά ιστορική άνα- δρομή της εικαστικής παράστασης (perfor m anee), τής όποιας, τόσο οί ρίζες όσο καί ή σύγχρονη εξέλιξη, άναπτύσσονται μέσα στήν ιστορία της τέχνης τόσο στήν Ευρώ­πη όσο καί στήν Α μερική.

Ή εικαστική παράσταση, σάν μέσο αυτόνομης καλλιτεχνικής έκφρασης, έχει μόλις πρόσφατα γίνει αποδεκτή.

Αν καί πολλοί άπό τούς προγενέστε­ρους καλλιτέχνες τήν άντιμετώπισαν σάν έναν άπό τούς τρόπους έκφρασης των ιδεών τους, έν τούτοις ή άξιολόγηση του στοιχείου αύτού έχει κατά τρόπο συστη­ματικό παραμεληθεί μέσα στή διαδικασία ανάπτυξης της Ιστορίας της τέχνης, π ε ­ρισσότερο λόγω της δυσκολίας ένταξής του σ αυτήν τή διαδικασία παρά λόγω μιας σκόπιμης παράληψης.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν ν’ άνακαλύ- ψουμε αύτην τήν κρυμμένη ιστορία τής εικαστικής παράστασης, πού όπως καί στήν ιστορία του θεάτρου έχουμε ώς μόνα άποδεικτικά στοιχεία χειρόγραφα κείμε­να, φωτογραφίες καί περιγραφές των ί ­διων τω ν θεατών. Ευτυχώς οί Ρώσοι καί ’Ιταλοί φουτουριστές μας έχουν άφήσει άφθονο υλικό σέ διάφορες μορφές, τό οποίο κάνει δυνατή μιά άρκετά ικανοποιη­τική άνασκόπηση τή ς ιστορίας αύτής. Ά λ λ ά άν ερευνήσουμε καί προηγούμενες ιστορικές περιόδους τής τέχνης, θά δούμε δ τ ι χρησιμοποιείτα ι τό μέσο τής είκαστι-

• μεταφορά στά ελληνικά του όρου performa η ce.

σέ μιά ανάλογη απάντηση θά ’πρεπε να ξεκαθαρίσουμε όρισμένες άποπροσανατο- λισμένες άπόψεις πού καθιέρωσε ή άστική σκέψη καί πού σέ μεγάλο βαθμό έπηρέα- σαν καί τήν προοδευτική αντίληψη.

’Από τό σύστημα τής άστικης άντίλη- ψης τού θεάτρου άπορρέουν δύο βασικά διλήμματα. Ό χαρακτήρας τής άντιφατι- κότητάς τους δέν είναι τυχαίος άλλά ενυ­πάρχει στίς γενικότερες ιδεολογικές άντι- φάσεις τού καπιταλισμού. Τό πρώτο δ ί­λημμα καθορίζεται άπό τήν άντιπαράθεση τής ποιότητας μέ τό έμπορικό. Αύτός ό διαχωρισμός σχετίζεται μέ τή γενικότερα καλλιεργημένη άντίθεση διανόησης-λαού. Θέατρο ποιότητας λοιπόν είναι έκείνο τό ειδικό θέατρο της ελίτ πού δέν έχει προ­σβάσεις στό πλατύ κοινό. Είναι τό θέατρο πού καλλιεργεί τήν άντίθεση του μορφω­μένου θεατή μέ τόν άξεστο. Είναι τό θέατρο πού άνθεί σέ κλειστά κυκλώματα άπό όπου άπορρέουν τά ποικίλα παρακλά­δια άστικού στοχασμού.

Ά π ό τήν άλλη μεριά έχουμε τό εμπο­ρευματοποιημένο «λαϊκό»» θέατρο. Έ να θέατρο πού έχει σοβαρές προσβάσεις στό πλατύ κοινό, σέ άντιπαράθεση μέ τό θέα­τρο ποιότητας. Κι αύτό γ ια τ ί άνάπτυξε εύανάγνωστα σκηνικά μέσα, χρησιμοποίη­σε λαϊκές σημάνσεις, εκμηδενίζοντας σι- γά-σιγά όλες τίς σημασίες, βάζοντας στή θέση τους τήν καθημερινή κοινοτοπία, άρκεί νά γέμ ιζε τά ταμεία σάν προσφερό- μενο καταναλωτικό προϊόν. Σάν παρένθε­ση βλέπουμε κι εδώ κοινά στοιχεία εμ π ο ­ρικότητας μέ τόν λαϊκό φορμαλισμό.

Τό σπουδαιότερο ά π ’ όλα είνα ι Οτι ή

κυρίαρχη ιδεολογία στόν τομέα τής κουλ­τούρας συγχρόνως υποστηρίζει καί ενα­ντιώνεται περίτεχνα καί στά δύο σκέλη του διλήμματος πού προβάλλει, προκαλώ- ντας σύγχιση καί καταλύοντας όποιεσδή- ποτε άρχές οικοδόμησης συνεπών άντιλή- ψεων. Κι άπ* δ,τι είδαμε, τή σύγχιση τήν επέβαλε σέ δύο καίριους αρμούς της καλ­λιτεχνικής πράξης, στό λαϊκό (πλατύ) καί στό στοχασμό (άποψη). Σ ' αυτή τήν άντι- φατικότητα προσπαθεί νά εγκλωβίσει καί τίς άπόπειρες γιά ένα προοδευτικό θέα­τρο. Μιά καί ή κυρίαρχη Ιδεολογία είναι κάτοχος κατάλληλων μηχανισμών, ενσω­ματώνει τό προοδευτικό θέατρο σ’ έναν άπό τούς δύο πόλους τού διλήμματος. Ή τό έκχυδαΐζει (τό εμπορευματοποιεί) ή τού κόβει τίς προσβάσεις του πρός τό πλατύ κοινό. Έ τ σ ι τό κάνει άκίνδυνο καί τό χρησιμοποιεί σάν άλλοθι δημοσιότη­τας. Τό σύστημα άπολαμβάνει τόν φ ιλε­λευθερισμό του καί τό προοδευτικό έργο παλεύει νά ’βρει εΐτε τίς α ιτίες τής άπο- μόνωσής του εΐτε τ ίς α ίτίες του ξεπεσμού του.

Τό δεύτερο βασικό δίλημμα συσπειρώ­νεται γύρω άπό τούς πόλους λαϊκές ρίζες- ξενόφερτο. Έ δ ώ Εχουμε πάλι τήν κυρίαρ­χη Ιδεολογία νά υποστηρίζει καί νά ενα­ντιώ νεται ταυτόχρονα καί στους δύο π ό ­λους. Συμφωνεί μέ τήν έπιστροφή στίς ρίζες, σ’ 0,τι άναπλάθει τόν εθνικισμό της καί ενισχύει τήν ξενόφερτη κουλτούρα σ’ δ ,τ ι στερεώνει τήν ξένη εξάρτηση. Α ν τ ί­θετα διαφωνεί όταν ή έπιστροφή στίς ρίζες εχει σχέση μέ προοδευτικές ιδέες καί όταν ή ξενόφερτη κουλτούρα σχετίζε-

ται μέ τόν διεθνισμό.Δέν θά αναπτύξω παραπάνω αύτό τό

ζήτημα, παρόλο πού Ιχ ε ι άρκετό ζουμί άκόμα. Τό ζήτημα, πάντω ς, τοποθετείτα ι στή σωστή του βάση άν άνα^θουν δλα τά ψευδή διλήμματα σέ δυό βαβΛκους πόθους αναφοράς. Στόν προοδευτυ^^πόλο (εκεί­νον πού προωθεί τ ίς συνειδήσεις καί τή νοοτροπία σέ μιά ουσιαστική αλλαγή) και στόν αντιδραστικό πόλο (έκείνον που έ- μποδίζει καί συγχέει τούς στόχους του άλλου πόλου). Ή κρίση μας πάνω σ’ αύτό τό κυρίαρχο καί ταξικό δίλημμα πρέπει να άναφέρεται καί στή φόρμα καί στο π ερ ιε­χόμενο, συσχετίζοντας τά συμπεράσματα μας μέ τίς κάθε φορά επικρατούσες συνθή­κες, τό κοινωνικό κλίμα.

Ό λαϊκός φορμαλισμός άσχολή&ηκε μέ «καυτά» κοινωνικά προβλήματα και κα- τάφερε νά συγκεντρώσει καί τό κοινό γύρω του κι έτσι βαφτίσθηκε τό προοδευ­τικό θέατρο της εποχής μας. Ό μ ω ς , ήδη αύτό τό κείμενο, θέλω νά ελπ ίζω οτι θεμελίωσε θεωρητικά μιά πρώ τη άμφι- σβήτηση, αποτελώ ντας, συγχρόνως, γιά τούς άνθρώπους του θεάτρου, μ ιά πρόκλη­ση γ ιά συζήτηση.Σημείαχτη: Σέ προσεχές σημείωμα θά άναφερ- Οώ στό θέατρο πού κατά τή γνώμη μου πρέπει νά άντιπαρατεθεί καί νά διαδεχθεί τό λ.φ. ‘Η πρότασή μου θά στηρίζεται σέ 4 σημεία: Στήν ουσιαστική έπίδραση του παρεξηγημένου Μπρέχτ. στήν πραχτική του μεταμπρεχτικού θεάτρου μέ μορφή θεαμάτων, στήν επιθεώρηση καί τί: νέες τάσεις της καί, τέλος, σέ έργα πού στηρίζονται σέ μιά συγκεκριμένη άφομίωση παλιάς λαϊκής φόρμας. Παρόμοιες προσπάθειες ήδη έχουν γίνει άλλά σποραδικές καί άνεμικές.

--------------------- Εικαστικάλιτέχνες οί οποίοι έφεραν τή ρήξη μέ τήν ύπάρχουσα παράδοση— ή εικαστική πα- ράστασση, εχει πρω τοστατήσει σέ κάθε δραστηριότητα μέσα στά κινήματα τού 20 ού αιώνα. Παρ’ όλα αύτά, τά περισσό­τερα κείμενα πού έχουν γραφτεί γ ιά τή δουλειά τω ν κονστρουκτιβιστών, νταντα ϊ- στών ή σουρεαλιστών, συνεχίζουν νά συ­γκεντρώνουν τήν προσοχή τους μόνο πάνω στά έργα καί άντικείμενα τέχνης πού π α ρ ά γο ντα ι τ ις ά ντ ίσ το ιχ ε ς π ερ ιόδους. Ό λ α τά κινήματα πού άναφέραμε, συχνά, βρήκαν τ ίς ρίζες τους καί προσπάθησαν νά έπιλύσουν προβλήματα καί άδιέξοδα μ έ­σω τής εικαστικής παράστασης. Χ ρησιμο­ποιώ ντας αύτό τό μέσον μπορούσαν νά ελέγχουν τ ίς ιδέες τους καί μονάχα άργό- τερα νά τίς εκφράζουν μέ έργα. Ο ί περισ­σότεροι άπό τούς αύθεντικούς νταντα ϊ- στές, τής Ζυρίχης γ ιά πα ράδειγμα , ήταν ποιητές, καλλιτέχνες καμπαρέ καί perfo r­mers (εκτελεστές έργων, ήθοποιοί δηλαδή ή μουσικοί) καί οί περισσότεροι άπό τούς Παρισινούς σουρεαλιστές καί νταντα ϊστές ήταν πρίν πο ιητές, συγγραφείς καί ταρα- χοποιά στοιχεία . Ό Breton επ ιχειρεί, άργοπορημένα. τό 1928, νά βρει λύση γ ιά τή ζωγραφική έκφραση της σουρεαλιστι­κής ιδέας, μέ τό κείμενό του «Σουρεαλι­σμός καί ζωγραφική»», τό οποίο συνέχισε νά θέτει τό έρώ τημα τού τ ί είναι ή σουρεαλιστική ζω γραφική, κάμποσα χρό­νια μετά τήν έκδοσή του. Έ ν ώ τά μανιφέ- στα τής εικαστικής παράστασης άπό τούς φουτουριστές, μέχρι σήμερα, υπήρξαν οί εκφράσεις των διαφωνούντων, οί οποίοι προσπάθησαν νά βρουν άλλους τρόπους ν’ αξιολογήσουν τήν εμπειρ ία τή ς τέχνης στήν καθημερινή ζω ή. Π ροσπάθησαν νά βρουν ένα δρόμο άμεσης επαφής μ’ ένα πλα τύ κοινό κι άκόμα ένα μέσον πού νά κλονίζει τίς άντιλήψεις τού κοινού πάνω στήν τέχνη καί τήν κουλτούρα.

Γ ι αύτόν τό λόγο ή βάση τή ς ε ικ α σ τι­κής παράστασης ήταν πάντα άναρχική. Ε π ιπλέον, άπό τήν ιδια τη ς τή φύση ή

εικαστική παράσταση δέν έπ ιδ έχετα ι ά- κριβη η εύκολο ορισμό πέρα άπό τήν απλή διακήρυξη οτι είναι ζω ντανή τέχνη πού β ιω νετα ι αμεσα και ζω ντανά άπό τούς καλλιτέχνες. Ο ποιοσδήποτε π ιό συγκε- κριμενος ορισμός θα ήταν σάν ν* άρνειται τή δυνατότητα τή ς Ιδ ιας τή ς εικαστικής παράστασης, ή οποία προσ εγγίζει ελεύθε­ρα όλες τ ίς αναφορές τέχνης — λ ο γο τε­χνία, θέατρο, δράμα, μουσική, ά ρχιτεκτο- νική, ποίηση, κ ινηματογράφο — άναπτύσ- σοντάς τες σέ καθε δυνατό συνδυασμό.

Μιά ματιά στήν εικαστική κίνηση

τής Χαράς Καλαϊτζίδον

κής παράστασης στίς μεσαιωνικές δραμα­τικές άναπαραστάσεις των παθών ή σέ τελετουργικά έργα πού άναφέρονται στήν ιστορία τής φυλής. ’Επίσης καί άπό τόν Λεονάρντο ντα Βίντσι, όταν έκτελεί τά πειράματά του μπροστά σέ προσκεκλημέ­νους θεατές, ή στίς θεατρικές άναπαρα- στάσεις ιστορικών επεισοδίων δίπλα στά ποτάμιά και άκόμα στά θεάματα πάνω στή σκηνή τού B ern in i, όπω ς « Σ τή ν πλημμύρα τού Τίβερη», ή άπό τόν «naif» ζωγράφο Henri Rousseau στό στούντιό του ή στή Μονμάρτη. Τ έτο ια γεγονότα έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στή

διαμόρφωση τής ιστορίας τής τέχνης, τό εύρος καί ό πλούτος των όποιων καθι­στούν άκόμα πιό έπ ιτακτικά τά έρω τήμα- τα γύρω άπό τό γεγονός τής παράληψής τους. Δ ιό τ ι οί καλλιτέχνες θεώρησαν π ά ­ντα τήν εικαστική παράσταση σάν ένα τρόπο νά μεταφέρουν στή ζωή τ ίς πολλα­πλές ούσιώδεις συλλήψεις πάνω στίς ο­ποίες βασ ίζετα ι ή δημιουργία τής τέχνης. Ο ί ζω ντα νές χειρονομ ίες έχουν π ά ντα χρη σ ιμ οπο ιη θεί σάν ένα όπλο ενάντια στήν καταξιωμένη τέχνη. ’Ε πιπλέον, στό χώρο τής ιστορίας τή ς avant garde — κι έννοούμε αύτούς τούς πρωτοπόρους καλ-

Page 23: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Εικαστικά 2 3 ΓΡΑ Μ Μ Α ΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ

Τού X. Δημητ&έα

Καμιά Αλλη καλλιτεχνική μορφή έκφρα­σης δέν μπορεί νά λεχθεί δτι έχει ένα τέτοιο απεριόριστο μανιφέστο.

Ό κάθε performer φτιάχνει τόν δικό του όρισμό καί τόν γράφει πάνω στην ιδια τή διαδικασία καί τόν τρόπο τής έκτέλε- σης. Τά μανιφέστα πού συνοδεύουν ϊνα μεγάλο μέρος αύτής τής εργασίας δη­μιουργούν ένα πλαίσιο άναφορας καί μιά ουτοπική θεώρηση γιά μιά τέχνη πού περιέχει όλες τ ίς άλλες καί πού καμιά ζωγραφική, γλυ π τ ικ ή ή ά ρχιτεκτονικό μνημείο δέν μπορεί νά ελπίζει δτι θά επιτελέσει άπό μόνο της.

Οι καλλιτέχνες πού χρησιμοποιούν τήν εικαστική παράσταση προσπαθούν νά βιώσουν καί οι Ιδιοι τίς στιγμές τ ίς όποιες δημιουργούν έργο καλλιτεχνικό, πού θεω ­ρεί τή ζωή σάν τό θέμα του, προσπαθούν έπίσης ν’ άφομιώσουν ολοένα καί περισ­σότερο τόν κόσμο του θεατρικού έργου τή στιγμή πού π α ίζετα ι καί ταυτόχρονα τήν ευχαρίστηση αύτής τής στιγμής τού π α ι­χνιδιού. Δημιουργούν έτσι μιά τέχνη πού τηρεί ολοένα καί λιγότερο τά παραδοσια­κά όρια κατασκευής καλλιτεχνικού έργου μέ τρόπο πού στό τέλος ό καλλιτέχνης νά νιώθει εύχαρίστηση σχεδόν σέ κάθε δρα­στηριότητα. Ε π ίσ η ς αύτοί οι καλλιτέχνες επιθυμούν ν’ άποσπάσουν τό έργο τής τέχνης άπό τό στενό καί περιορισμένο πλαίσιο των μουσείων καί τω ν γκαλερί καί νά τό εγκαταστήσουν άλλου, όπω ς στό θέατρο βαριετέ, στό καμπαρέ, στό καφέ. Προείπαν ότι ή δράση τους θ’ αντιμετω πιζόταν μέ τή «συνηθισμένη π ε ­ριφρόνηση» κι έτσι στό μανιφέστο τών φουτουριστών ζωγράφων, τό 1910, διακη­ρύσσουν ότι ο χαρακτηρισμός του «παρά- φρονα», μέ τόν όποιο προσπάθησαν νά φιμώσουν όλους τούς καινοτόμους, θά ’πρεπε νά θεωρείται σάν ένας τίτλος τιμής. Π ροσανατολίζονται λοιπόν πρός τό θέατρο βαριετέ, τό όποιο έγινε ένα μοντέ­λο χώρου γ ιά τήν εικαστική παράσταση, γ ια τί κατέτρεφε τό Ε π ιβ λ η τ ικ ό , τό Σ ο ­βαρό, τό 'Ιερό, τό ‘Υψηλό, τήν Τέχνη.

Σ τή Γερμανία, οπού τό καμπαρέ χρησι­μοποιείτα ι σάν ένα πολιτικό καί σατιρικό όπλο, ή εικαστική παράσταση παίρνει άλλες, διάφορες μορφές, όπως πολιτική καί ψυχαγωγική. Σ τό Παρίσι, τά καφέ αντικαθιστούν τό καμπαρέ σάν τόπο συ­νάντησης καί γίνονται ό χώρος ά π ’ όπου οί σουρεαλιστές επ ιτίθεντα ι στή διανόηση γιά τήν υπερβολική της προσήλωση στόν ορθολογισμό. Έ ν ω στή Βαϋμάρη, στό Μ παουχάους, ή εικαστική παράσταση λε ι­τουργεί μέσα σέ θεατρικά εργαστήρια.

Τήν δεκαετία τού *30 ή Ιστορία της εικαστικής παράστασης καλύπτετα ι π ιό λεπτομερειακά τόσο στήν ’Α μερική οσο καί στήν Ευρώπη καί στό έξης εμφανίζε­ται ολοένα καί σαφέστερα σάν ένας τρό­πος πού χρησιμοποιείτα ι αύτόνομα κάτω άπό δικούς του νόμους. Σ υνεπώ ς οί δρα- στηριότητές τη ς καί ή συλλογή στοιχείω ν γ ι' αυτές, πολλαπλασιάζοντα ι μ’ έναν συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό. Ό σ ο γ ιά τή δεκαετία τού '70 δύο πόλοι χαρακτηρί­ζουν τήν έκφρασή της: Ά π ό τή μιάέξπρεσιονιστικές πράξεις, συχνά μέ αύτο- ακρωτηριασμούς ώς κάθαρση, καί άπό τήν άλλη ή ψυχαγωγική εργασία τώ ν νεότε­ρων perform ers, πού ήταν άποφασισμένοι νά συνδυάσουν τά π ό π καί ρόκ ιδιώ ματα μέ μιά κριτική τού καλλιτεχνικού κ α τε­στημένου, τού οποίου άποτελούσαν κομ­μάτι.

Καί φθάνουμε στήν εποχή μας, όπου οί εικαστικές παραστάσεις πού λαμβάνουν χώρα στήν Ευρώπη καί στις 'Η νω μ ένες Π ολιτείες έχουν μεγάλη πολλαπλότητα καί γενικές κατευθύνσεις.

Γ ίνεται μιά προσπάθεια άπό διάφορα άτομα μεταξύ τω ν οποίων καί ή Rosalee G oldberg — άπό τό σχετικό βιβλίο τής οποίας πληροφορηθήκαμε τά τεκμηριω μέ­να στοιχεία πού παραθέσαμε— νά σκια­γραφήσουν τήν Ιστορία, αυτής τή ς σύγ- χρονης εικαστικής παράστασης, πού δέν έχει ςαναειπω θεί. Κι αυτό διότι αύτή ή προσπάθεια αναπόφευκτα λειτουργεί έ- λεύθερη άπό τό υλικό της, τό όποιο συνεχίζει νά θέτει ερωτήματα γ ι ' αύτή καθαυτή τή φύση τής τέχνης καί νά κάνει υπαινιγμούς γ ιά τή ζωή.

Στην Ελλάδα δέν έχουμε παρά ελ ά χ ι­στες προσπάθειες εικαστικής παράστασης ή hapem ngs καί δέν είναι τού παρόντος νά τό άναπτύξουμε.

Η Π απακωνσταντίνου - Χ ιούζ καί ή 1 σιωμη, μέ τήν προσπάθειά τους αύτή* ανοίγουν κι έδώ ένα δρόμο. Τήν πρώ τη έχουμε ξαναδει νά συμμετέχει μαζί μέ τόν

Δ ημήτρη Α ληθινό σ' ένα Ιιαρεηίηβ στό δρόμο, τό όποιο άνέσυρε ένα θέμα επ ικ ο ι­νωνίας κι άκολουθούν οί άλλες τρεις εικα­στικές παραστάσεις πού άναφέραμε άριθ- μητικά στήν άρχή.

Σ τή συγκεκριμένη περ ίπτω σ η ή εικα­στική παράσταση ξεκινάει σέ κλειστό χ ώ ­ρο μέσα στόν όποιο μπαίνει ό θεατής καί όπου ή είσοδός του άπό τά χείλη, ακολου­θεί μία διαδικασία άνατομικής φυσιολο­γίας. Σ τή δεύτερη ενότητα, βρίσκεσαι μέσα σ' ένα χώρο πού άναφέρεται κατ’ έξοχήν στή μήτρα τής άναπαραγω γής καί όπου συμβαίνει ή δράση. Τ ό (μουσικό) όργανο πού μάς εισάγει στήν τρ ίτη ενότη­τα είναι μιά βιόλα καί μιά πλεκτομηχανή, μέσω τής όποιας δημιουργείται έπ ιθ ετ ι- κός ήχος. Αύτά τά δύο όργανα δημιουρ­γούν ένα βασικό ρυθμό επαναλαμβανόμε­νο, πού κινεί τή δράση ή όποία π ερ ισ τρέ­φ ετα ι γύρω άπό τή γυναικεία έκφραση, κίνηση καί άπασχόληση.

Βεβαίως δέν είναι τυχαίο π ώ ς τόσο ή βιόλα όσο καί ή πλεκτομηχανή είναι θηλυ­κού γένους. ’Ά λλ ω σ τε οι εργασίες τής Π απακωνσταντίνου — Χ ιούζ έχουν όλες σάν άξονα δράσης στοιχεία γυναικείας δραστηριότητας καί γυναικείας προβολής, όπω ς πλέξιμο, σκούπισμα, μουσική, χορό, άνάγνωση, γοητεία , πλάνη κλπ.

Σ τό δρώμενο πού ά π οτελ είτα ι άπό ε ι­κόνα, λόγο, ήχο καί διαρκεί 30 λεπ τά περίπου, λαβαίνουν μέρος 13 πρόσω πα. Τ ά χρώ ματα καί ο φωτισμός Λυοη κόκκι­να, ό λόγος είναι έρω τικό μυθιστόρημα, διηγήσεις άπό τή «Γένεση» καί σ ιω πές. *0 θεατής αν καί εισέρχετα ι αυτήν τή φορά στό χώρο της δράσης παραμένει παρατηρητής, δέν συμμετέχει σ' αυτήν. Σ τήν προηγούμενη εικαστική παράσταση ό θεατής έμενε έξω άπό τό χώρο καί

βρισκόταν μπροστά σέ μιά διπλή δ ιά σ τα ­ση, μυθοποίησης καί άναίρεσης τού Ιδιου χώρου καί τού ίδιου δρώμενου, κοιτάζο- ντάς το άπό μέσα μέ παραμορφω τικό φακό, πού δημουργούσε κόσμο ωραιότερο άπό τήν πραγμ α τικ ότη τα , ή κοιτάζοντάς το άπό πάνω , όπου καί ξανάβρισκε τήν πραγμ ατική του διάσταση.

Δ έν μου έπ ιτρ έπ ετα ι νά έπεκταθώ περισ­σότερο στό θέμα αύτό, γ ια τ ί κι άλλες έκθέσεις μεγάλου ενδιαφέροντος έγιναν τό μήνα Α π ρ ίλ ιο όπεος αύτή τού μεγάλου άμφιλεγόμενου ζωγράφου Δ ιαμαντή Δ ια - μαντόπουλου στό καλλιτεχνικό π νευ μ α τι­κό κέντρο «"Ωρα», τόν όποιο θά παρου­σιάσουμε μ' ένα κείμενο πού γράφει ό Ιδιος γ ιά τή ζω γραφική του καί τόν εαυτό του:

[...] "Ολοι οί ζωγράφοι πού έργάζονται σοβαρά, ξέρουν πώς τή φύση μπορεί νά τή δει κανείς χρωματικά κατά διαφό­ρους τρόπους, καί πώς θά πρέπει νά άκολουθήσει ζωγραφίζοντας έναν άπ* αύτούς τούς τρόπους, καί φυσικά αύτόν πού τού φαίνεται σωστότερος, δηλαδή άληθινότερος. Εκείνο πού πρέπει νά λεχθεί, είναι, δτι κάθε σοβαρή προσπά­θεια στήν τέχνη, πρέπει νά τείνει πρός κάτι τό σωστότερο, τό άληθινότερο άπ’ αύτό πού υπάρχει καί δχι απλώς πρός τό κάτι άλλο. πρός κάτι τό άλ?.ιώτικο.

Είναι έπίσης γεγονός, πώς ό τρόπος, μέ τόν όποιο βλέπει κανείς τά πράματα, σέ κάθε έποχή άλλάζεί κι έζαρτάται άπό παραδοσιακούς, άπό φυσικούς, άλλά καί άλλους συλλογικούς παράγοντες . Ή ζωγραφική δράση της άναγέννησης

είναι έπηρεασμένη άπό τό συλλογικό παράγοντα τής άνοχής τού φεουδαλι­

σμού καί τού παπισμού. Ή ζωγραφική δράση τού έμπρεσσιονισμού άπό τήν άνετη διαβίαχτη τής καπιταλιστικής τά­ξης. Σήμερα βλέπουμε πιό γυμνά τά πράματα, βλέπουμε τή σκάφη σκάφη καί τά σύκα σύκα. Βλέπουμε δηλαδή τό τοπικό χρώμα τού όγκου τών άντικειμέ- νων καί τό τσπικό^χρώμα τού χώρου μέσα στόν όποϊο βρίσκονται αύτοί ο / όγκοι. Οί άλλοιώσεις πού πάσχει τό τοπικό χρώμα τού άντικειμένου δταν φωτίζεται, σέ συνάρτηση μέ τίς άλλοιώ- σεις πού πάσχουν τά τοπικά χρώματα τών άλλων άντ¡κειμένων καί τό τοπικό χρώμα τού χώρου μέσα στόν όποιο βρίσκονται δ λ ’ αύτά τά άντ ικείμενα υπό τίς Ίδιες φωτιστικές συνθήκες, αύτό είναι τό θέμα τής έρευνας, πού μάς όδηγεΐ σέ μιά καινούργια χρωματική δομή τού ζωγραφικού έργου, σέ μιά καινούργια τεχνική τής κατασκευής τού ζωγραφικού έργου.

Δ ιαμαντής Δ ιαμαντόπουλος Μ άρτιος 1982

■ Συνεχίζουμε μέ τήν παρουσίαση τού καλλιτέχνη Β αγγέλη Δ ημητρέα , ό όποιος εξέθεσε στή γκαλερί τή ς ομάδας τέχνης «4+» στήν Α γ ίο υ Μ ελετίου σχέδιά του καί έργα ζω γραφικής μέ «νέα υλικά». Ό Δ ημητρέας μάς λέει ό Ιδιος γ ιά τή δου­λειά του: «Γύρω στά 1971 στό Π αρίσι άρχισα νά διακρίνω καθαρότερα τόν κίνδυ­νο πού διέτρεχε τή δουλειά μου, στήν προσπάθεια πού έκανα νά εκφραστώ άλλά καί νά συστήσω μία σύνθετη κοινωνική μαρτυρία. Π ιστεύοντας οτι ό κίνδυνος τη ς θεματογραφίας είναι ένας άπό τούς μ εγά ­λους κινδύνους πού ά ντιμ ετω π ίζε ι ό καλ­λ ιτέχνης, καθώς καί ή πεποίθησή μου ότι κάθε γνήσια έρευνητική στάση στό χώ ρο τή ς τέχνης, συνεπάγετα ι άναγκαστικά καί άναδιάρθρωση καί μεταποίηση τώ ν μορ­φοπλαστικώ ν στοιχείω ν πού χρησιμοποιεί ό καλλιτέχνης, άρχισα νά χρησιμοποιώ νέα υλικά (παλιά καί καινούρια), καλώ δια , μέταλλα, λαμαρίνες, λάσ τιχα , σαμπρέλες, π λεξιγκλάς...

Μ ερικές άπό τ ίς κατασκευές αύτης τή ς περιόδου έδειξα στήν έκθεση πού έκανα στό Κ .Ε .Τ . τό Μ άρτιο του 1976.

Φυσικά ή χρησιμοποίηση αυτών τώ ν σχετικά άσυνήθιστων υλικών δέν εξασφα­λ ίζει άπό μόνη της τόν εκσυγχρονισμό τη ς τέχνης, μπορώ νά π ώ μάλιστα οτι ή γραμμική άντίληψη γ ιά τ ίς καλλιτεχνικές έρευνες, πού συνοέεται καί με τη χρήση "νέω ν” υλικών είναι μηχανιστική καί ICQ- π εδω τική .

Χ ω ρίς νά μπορώ νά βρω κάποια ισοδυ­ναμία άνάμεσα στά έργα μου καί στό λόγο, π ισ τεύω οτι ή χρήση τώ ν υλικών αυτών, έχε ι σάν άφετηρία κυρίως τή β ιω ­ματική μου σχέση μέ τόν κόσμο, έτσ ι όπ ω ς αύτή συνυφαίνεται μέ τ ίς α ισθητικο- ιδεολογικές επ ιλογές μου. Ε π ιχ ε ιρ ώ μιά πειθαρχημένη καί συνεπή οργάνωση τή ς δουλειάς μου προσπαθώ ντας νά μήν εξω ­ραΐζω».

■ Σ τή ν έκθεση τού Boyd W ebb στήν γκαλερί « K A R E N & JE A N B ER N IE R d εκτίθεντα ι έργα φω τογραφ ίας πολύ καλής πο ιό τη τα ς πού σπανίω ς βλέπει κανείς στήν 'Ε λλά δα .

■ Σ τή ν Α ίθουσα Τ έχνης Α θη νώ ν έπίσης παρουσιάζοντα ι έργα χαρακτικής καί ζ ω ­γραφικής καί σχέδια τού Δ . Γ αλάνη τά όπο ία έχουν ιστορικό ενδιαφέρον.

■ Τ έλος πολύ ενδιαφέρουσα βρήκαμε τήν έκθεση του γνω σ τότα του ζω γράφου Δ . Μ υταρά στήν γκαλερί «Π ολύπλανο», μέ έργα έμπνευσμ£να άπό τήν κομέντια ντέλ άρτε. Θ ά θέλαμε νά εξηγήσουμε δ τ ι άνα- φορικά μέ τήν επ ιλογή ή τήν επέκταση τή ς παρουσίασης τώ ν εκθετώ ν, καθόλου δέν κάνουμε άξιολογική άναφορά, ά π λώ ς προσπαθούμε νά παρουσιάσουμε χα ρ α κτη ­ρ ισ τικ ούς κ α λ λ ιτέχ ν ε ς μέ δ ια φ ο ρ ετικ ές τάσεις, ώ στε νά δώσουμε στόν άναγνώ στη μια π ιό σφαιρική εικόνα σχετικά μέ τήν εικαστική κίνηση.

Ά λ λ ω σ τ ε , τόν Α π ρ ίλ ιο , π ού ε ίνα ι κα τ’ έξοχήν μήνας φορτισμένος ά π ό καλ­λ ιτεχνικά γεγονότα , είχαμε πολλές ενδια­φέρουσες παρουσίες, πού σέ όλες θά θέλα­με έκτενέστερα ν' άναφερθούμε.

Κυκλοφόρησε τό καινούριο βιβλίο

τοϋ Μανόλη Πρατικάκη άπό τίς εκδόσεις «Μπαρμπουνάκη»

Μ α νώ λη ς Π ρατικάκης

Τό σώμα τής γραφής

Page 24: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Τό σύμπλεγμα τής Μ ήδειαςΜΑΝΟΛΗ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗ Ή παραλοϊσμένη Άκμων, 1980

Υπάρχει κάτι πού συνδέει τήν ποίηση μέ τήν ψυχανάλυση; Προφανώς τό 6τι καί οί δύο μπορούν να ιδωθούν σάν τεχνικές θεμελιωμένες σ' έκείνη τή θολή αινιγματική λύτρωση πού παράγεται απ' τήν έπιστροφή στό παιδικό βίωμα. Αύτή ή συσχέτιση είναι ίσως άναγκαια γιά νά διαβάσει κανείς σωστά τήν Πραλοίσμένη τού Μανόλη Πρατικάκη-βιβλιο πού επεμβαίνει σάν ένα παράξενο πείραμα στή ρίζα τής σύγχρονης προβληματικής τού Λόγου. Ή ποίηση φαίνεται νά είναι πάντα μιά άναφορά στό χαμένο όνειρο τού παράδεισου, δπου τό κορμί πίστευε άκόμα στις δικές του θαρραλαϊες καί μελαγχολικές άλή- θειες: ό ποιητής, σύμφωνα μέ τόν Σάρτρ, είναι κάποιος πού τόν έξόριααν βίαια άπ’ τήν παιδική του ηλικία. Έτσι ή ποίηση φυτρώνει πάντα σάν μιά διαδρομή πρός τό μυθικό άπέναντι τού παιδικού παρελθόντος, διαδρομή πού μπορεί νά είναι νοσταλγική (Προύστ, Ρίτσος), παράδοξη (Λουις Κάρολ), φιλοσοφική (Τόμας Μάν). ένοχη (Καφκα). αισθησιακή (Ζενέ)... Ή ψυχανάλυση μέ τή σειρά της, όντας όπως καί ή ποίηση δεμένη μέ τις έκκεντρικότητες τού Λόγου χάρις σ' ένα μαγικό χειρισμό τής έκμυστήρευσης, όδηγεϊ γιά μιά άκόμη φορά σέ μιά χειραφέτηση τού παιδί* κού βιώματος, ικανή νά φωτίσει, έστω καί διατακτικά, τό περιεχόμενο τής σύγχρονης έ- μπειρίας. ‘Αν (σύμφωνα μ’ ένα Γάλλο θεωρητικό) ή ψυχανάλυση έχει μεγαλύτερη σημασία άπ' τήν παρακέντηση, τό όφειλει στό ότι δέν είναι μόνο μιά μέθοδος άλλα καί μιά σκέψη; μάς βοηθάει νά καταλάβουμε τόν κόσμο πολύ περισσότερο άπ' όσο μάς βοηθάει νά τόν ζήσουμε χωρίς προβλή­ματα. Η ψυχανάλυση (πού όπως καί ή ποίηση αναγνωρίζει στό παιδί τήν πηγή κάθε άλήθειας καί κάθε ηδονής) είναι τελικά μιά τέχνη τού μισόφωτος. λιγάκι παραμυθένια; έπιστρέφει ψη­λαφητά στις ζεστές όνειρώδεις πολιτείες τής άδιαμόρφωτης σεξουαλικότητας, δπου φυλάγο­νται σάν παράξενοι θησαυροί τά φετίχ, τά σύμβολα τού πόθου, τά άρχέτυπα τού ασυνείδη­του. Ένας μυθικός χώρος όπου οι βασιλιάδες, χρεωμένοι μέ άνομολόγητες οικογενειακές κατά- ρες καί διαστροφές, χαρίζουν τ’ όνομά τους όχι má σέ πόλεις καί νησιά αλλά σέ σύνδρομα, συμπλέγματα καί άπωθημένα.

Ή Παραλοϊσμένη είναι λοιπόν ένα πλάσμα πού έρχεται ταυτόχρονα άπ* τήν ποίηση (τή συγκινη­σιακή άναζήτηση τού βιώματος) καί τήν ψυχανά­λυση (τό διαλεκτικό άναποδογύρισμα τής τρέλας μέσα στό Λόγο). Μιά τέτοια συνάντηση (καθόλου τυχαία) κάνει αύτό τό σύντομο έργο ικανό νά έξερευνήσει τή σχέση άνάμεσα στό νοσηρό παραλήρημα (πού εκμαιεύεται άπ' τήν ψυχανάλυ­ση) καί τό παραλήρημα τής ένόρασης (πού ξετυλίγεται μέσα στό ποιητικό κείμενο). Ή έπέμβαση τού ύποσυνείδητου στήν παραγωγή ένός ποιητικού κόσμου είναι φυσικά άρκετά σχολιασμένο θέμα, ιδιαιτέρα σέ συζητήσεις σχε­τικές μέ τούς σουρεαλιστές. Τοποθετούν αύτή τήν έπέμβαση στόν τρόπο πού μεταφέρεται μέσα στό χώρο τής γλώσσας ό συμβολικός πλούτος τού λίμπιντο, ικανός νά διατρέξει, όχι πιά σάν μιά επινόηση άλλό σάν ένα λαμπερός ένστικτώδης αυτοματισμός, τις σκοτεινές πολύ­πλοκες άποστάσεις πού χωρίζουν τό έρωτικό άπ' τό μεταφυσικό, τή φαντασίωση άπ' τήν ένοχή. Στήν Παραλοϊσμένη αύτές οί δύο περιοχές συγχέονται, σάν ή Μήδεια (πού είναι τό πραγμα­τικό ύποκείμενο τού μύθου) νά μήν ήταν μόνο μιά Ίοκάστη άλλά καί μιά Σίβυλα -συνδυασμός που πλουτίζει τό κείμενο μ’ ένα σχεδόν καφκικό φιλοσοφικό περιεχόμενο; έδώ ή ένοχή άλληγορι- κά μόνο σχετίζεται μέ τό έγκλημα, είναι πολύ περισσότερο ή ένοχή τής ύπαρξης. Η τρελή γυναίκα, ταγμένη στή μοίρα τής Πανδώρας μάλ­λον παρά σ’ έκείνη της Γυναίκας-τής-Ζάκυνθος, τής όποιας άποτελεϊ μακρινό άπόηχο, θ' ανοίξει (γιά χάρη όχι βέβαια τής ματαιοδοξίας άλλά τής όνάγκης) τό κουτί των μυστικών τού άνθρώπινου πεπρωμένου, χωρίς νά τής έχει παραχωρηθεϊ καμιά ευκαιρία έκλογής άνάμεσα στό Καλό καί τό Κακό. Ή ταύτιση της ένοχης μέ τήν ανθρώπινη μοίρα προεκτείνει ακαθόριστα τις άντιστοιχίες, κάνοντας αύτό τό ποίημα νά μιλάει δχι πιά γιά μιά γυναίκα άλλά γιά μιά άνθρωπότητα. Δέν είναι ή Μήδεια πού έχοντας σκοτώσει τά παιδιά της προβάλλει τήν ένοχή πάνω στόν κόσμο, άλλά ή ένοχή ένός κόσμου πού σκότωσε τήν αλήθεια του στό πρόσωπο τού Χριστού- ‘Αδωνη (Τ.Σ. Έλιοτ), πού στεγάζεται κάτω άπ- τό συμβολικό δράμα τής Μήδειας. Ή τελευταία, σάν σέ όνειρο

ή σάν σ’ ένα είδος διάλυσης τής προσωπικότη­τας (τόσο όνάλογης μέ τήν τρέλα έξάλλου) δέν θά μπορούσε νά τοποθετήσει μέ σαφήνεια τά όρια τού πραγματικού και τού μυθικού (δυό κόσμων πού γεφυρώνονται έδώ άπ τήν ένοχή) παρά μόνο ρωτώντας σάν τήν 'Αλίκη-στή-χώρα τών θαυμάτων: «...άν έγώ είμαι μονάχα ένα πραγματάκι μέσα στ' όνειρό μου, τότε τί ειοαστε έσεϊς: Πολύ θα θελα νά μάθω!-.

Η Παραλοϊσμένη είναι ή συμβολική ένσαρκω- ση ένός πεπρωμένου τόσο παράλογου δοο καί ή καθημερινή πραγματικότητα. Η άλληγορική μετά­θεση διασχίζει, άποκαλύπτοντας τό θαυμαστό παιγνίδι τών άναλογιών καί τών διπλών προελεύ­σεων. ένα μισοφωτισμένο μυθικό χώρο. φτάνο­ντας ώς τή φιγούρα τής Μήδειας, δηλαδή τής γυναίκας πού είναι έρμαιο τής μοίρας μέ τόν ίδιο άπάνθρωπο τρόπο πού ή Παραλοϊσμένη είναι έρμαιο τής τρέλας. Καί οί δυό τους γνώρισαν τις υποσχέσεις τού έρωτα καί τό σκοτάδι τής ένοχής: ή πρώτη χάφΐ στούς διφορούμενους πειρασμούς τής σάρκας, ή δεύτερη χάρη στις ξαφνικές άναλαμπές τής συνείδησης καί οί δυό τους σκοτώνουν τό Παιδί; ή πρώτη χάρη σέ μιά πρωτόγονη ήθική πού άναποδογυρίζει τό παραμύ­θι τού Οίδίποδα κηρύσσοντας τήν έξουσία τού γυναικείου αίματος πάνω στόν εύνουχισμό τού Πατέρα, ή δεύτερη χάρη σέ μιά ήθική άρκετά -φιλοσοφική», ώστε νά διαλέγει τό θάνατο άντί τής καταδίκης στήν ισόβια ποινή τών συμβιβα­σμών, έγκαθιδρύοντας έτσι ένα αιματηρό ήρωικό κήρυγμα στή θέση τών πονηρών άνσγκών τής επιβίωσης. Ή Μήδεια θυσιάζει τό μικρό άδελφό καί άργότερα τά παιδιά της στό βωμό μιας τρυφερότητας τόσο παράδοξα αύστηρής ώστε νά μιλάει όχι πιά τή γλώσσα τής καταγωγής άλλά τή γλώσσα τής χίμαιρας, δηλαδή τής έλευθερίας. Η Μήδεια σκοτώνει τά παιδιά της γιά νά

έξαφανίσει τά σύμβολα τής δικής της φυλακής, ή Παραλοϊσμένη άρνεΐται άπλώς στά παιδιά της τή φυλακή πού είναι ή ζωή. Απ' τή μυθολογία ώς τήν πραγματικότητα, ό τρόπος μέ τόν όποιο συγχέονται αύτές οί δυό μορφές (καθώς ή πρώτη σάν τό θύμα τής μοίρας καί ή δεύτερη σάν τό θύμα τής τρέλας προεκτείνονται μυστη- ριωδώς ή μιά μέσα στήν άλλη) είναι άκριβώς; ό τρόπος μέ τόν όποιο ή τρέλα συμπίπτει μέ τή σύγχρονη πραγματικότητα. Ή Παραλοϊσμένη ξε­τυλίγει μιά γενική μυθολογία τής ανθρώπινης άποξένωσης; έδώ διακρίνεται καθαρά τό άναρχι- κό μήνυμα πού γοήτευε τούς άντιψυχίατρους; άν ή πραγματικότητα πού μάς περιέχει δέν είναι παρά ένας έφιάλτης γεννημένος άπ' τή μοναξιά, τήν καταστολή τής έπιθυμίας και τήν κατάργηση κάθε τί τού αύθεντικοϋ. τότε ή τρέλα δέν μπορεί παρά νά είναι ή πιό ειλικρινής άπ' όλες τίς πιθανές ματιές άνάμεσα στις όποιες θά μπορού­σαν νά έπιλέξουν τά θύματα αύτής τής υπαρξια­κής κατάρας. Ή τρέλα, όπως καί ή ποίηση, είναι μιά έκφραση τής πραγματικότητας πού γίνεται πιό άκατανόητη άκριβώς γιά νά γίνει πιό ειλικρι­νής· καί είναι βέβαια αύτό τό παράδοξο άντάλ- λαγμα πού υπενθυμίζει κάπως άνησυχητικά σέ μάς τούς ύπόλοιπους ότι τό ύποκείμενο τού βιώματος τής τρέλας ( άκριβώς σάν τό ύποκεί­μενο τής ποίησης) δέν μπορεί νά χαμογελάει πιά σέ καμιά άπ* τίς έξουσίες.[...] Όστόσο, ό μύθος τής Παραλοϊσμένης, παρά τά λαμπερά παιγνίδια του μέ τούς ρυθμούς καί τίς συμβολικές σκηνοθεσίες, είναι ένας μύθος σκοτεινός, καφκικός. Ό λεπτός τραγικός άπόη- χος πού έπιβιώνει μέσα σέ τούτη τήν παράξενη μπαλάντα έρχεται στήν επιφάνεια σάν μιά μάχη άνάμεσα στήν άμμο τής έρήμου καί τό νερό. άνάμεσα στό φως καί τό σκοτάδι. Ό Οίδίπους τυφλώνεται έπειδή έμαθε τήν άλήθεια: ή τρελή γυναίκα είναι τρελή άκριβώς έπειδή γνώρισε τή δίκιά της άλήθεια πίνοντας άπ' τό πηγάδι, κοιτάζοντας τό είδωλό της στά νερά του. Σέ μιά άπ τίς παράξενες έγκυκλοπαίδειες πού φαντά­στηκε ό Μπόρχες ύπάρχει ή μυστική άποψη πώς ό καθρέφτης καί τό σέξ (δηλαδή ή γενετήσια σχέση) είναι πράγματα έξίσσυ άπεχθή γιατί καί τά δυό διπλασιάζουν τό σύμπαν. Ή μυθολογία τής Παραλοϊσμένης περιέχει ένα τέτοιο παράδο­ξο έξορκισμό τού Καλού, πού έντελώς άνεξήγη- τα καλωσορίζει μέσα στή σκηνή τής άνθρώπινης έμπειρίας τή δύναμη τής ένοχής; μιά όλόκληρη φυλή περνάει πάνω άπ' τό ύδάτινο κάτοπτρο γιά νά δεϊ τήν άλήθεια της νά πεθαίνει άκριβώς στή ρίζα τού φόβου τής δημιουργικότητας (πού ή τρελή γυναίκα τήν άρνεϊται σκοτώνοντας τά παιδιά της) και μιας άγάπης χωρίς άνταπόδοση. Τό πηγάδι είναι άρχικά τό σκοτεινό σύμβολο τής άνομολόγητης οικογενειακής (άνθρώπινης) κατά­ρας (όπως στό Κλειδί τού Άποστολίδη)' στή

συνέχεια γίνεται ένα καθρέφτης, μιά έστια διαύγειας πάνω στήν όποια οί μυστικές μεταμορ­φώσεις τής άλήθειας γίνονται εύανάγνωστες μπροστά στά μάτια τής ψύχωσης και τής ήττας. Έδώ. σάν τόν καθρέφτη τού Μπόρχες, τά νερά τού πηγαδιού συμβολίζουν ταυτόχρονα (όπως τό γεράκι πλάι στό περιστέρι στά ρωμαίκά οικόση­μα) δυό έντελώς άντίθετες μορφές τού άδιέξο- δου: τό φόβο τής μοναξιάς καί τό φόβο τής συνύπαρξης. Δυό καθηλώσεις πού φυτρώνουν ή μιά δίπλα στήν άλλη δταν -γιά νά μιμηθώ τή διατύπωση τού Μαίηλερ- «ή ψυχή στέκεται στήν άψίδα τής πράξης καί ό όργασμός γίνεται ό καθρέφτης της», δηλαδή όταν ό έρωτας θ' άρχιζε νά παράγει έναν καινούριο τύπο όνθρώ- που βγαλμένο μέσα άπ' τό ξεπέρασμα τής πραγματικότητας. Αύτό τό ξεπέρασμα δέν τό ύπόσχεται τελικά κανείς, έκτός ίσως άπ τήν ποίηση στις πιό έκκεντρικές της στιγμές.(...)

Βέβαια, άπ' τή στιγμή πού ό Πρατικάκης μάς άναγκάζει νά δούμε τήν ψυχανάλυση άπ' τήν όχθη τήε λογοτεχνίας, θά μπορούσαμε άντίστρο- φα νά δούμε τή λογοτεχνία άπ' τήν όχθη τής ψυχανάλυσης. Αύτή ή καινούρια ματιά μάς όδηγεϊ σέ μιά έπιπλέον έρμηνεία τού έργου: «Φαίνεται», λέει ένας Γάλλος θεωρητικός,4 «πώς οι Άραβες σοφοί, μιλώντας γιά τό κείμενο, χρησιμοποιούν τούτη τή θαυμαστή έκφραση: τό βέβαιο σώμα Ποιό σώμα; (...) Τό κείμενο έχει μήπως άνθρώπι- νη μορφή, είναι σχήμα, άναγραμματιομός τού κορμιού; Ναι, άλλά τού ερωτικού μας κορμιού...». Τό νά τεμαχίζεις αύτό τό κορμί, τό νά τό

ΠΑΥΛΟΥ ¿ΑΤΕΣΙ

'ΕξορίαθέατροΈκδ. « Εστία», 1982

Μνήμες θολές τού έμφυλίου, άποτελοϋν πρό­σφατες καταθέσεις μιάς γενιάς -ή καλύτερα μιας ήλικίας- συγγραφέων. Μνήμες παιδιών πού άντιμετώπισαν έκεϊνον τόν καιρό άνυποψίαστα. Καί πού δέν ξέχασαν ποτέ.

Ό Παύλος Μάτεσις μετά την «Τελετή», τήν «Καθαίρεση», τή «Βιοχημεία», τόν «Ραμόν Νοβά- ρο· καί τήν «Ποδοσφαιρική βραδιά τής Μεγαλειο- τάτης», μάς δίνει ένα νέο θεατρικό έργο. Τίτλος του « Εξορία» καί θέμα του ό πόνος τού έμφυλίου καί τό άπωθημένο μίας ήττας πού έπίμονα ζητούν ο' αύτές τίς μέρες διέξοδο καί κάθαρση καί τέλος.

Μία αύλή μέ δίχως γραφικότητα καί φιοριτού­ρες είναι ό τόπος όπου στεγάζονται οί ήρωες τής « Εξορίας» καί όπου ξετυλίγει ό συγγραφέας τήν ιστορία του. δημιουργώντας στέρεους καί ολοκληρωμένους θεατρικά χαρακτήρες. Πλέκο­ντας περίτεχνα τίς σχέσεις μεταξύ τους καί τοποθετώντας τους μέ γνώση καί ταλέντο στόν κοινωνικό χώρο.

Μέ ταλέντο καί γνώση προεκτείνει ό Μάτεσις τή σπουδή καί τόν προβληματισμό του, ολοκλη­ρώνοντας καί ευρύνοντας τά όρια τής άποψής του γιά τό νεοελληνικό θεατρικό έργο. Μιά άποψη πού ξεκινά άπό τήν «Τελετή», κατοχυρώ­νεται μέ τόν «Ραμόν Νοβάρο» καί δικαιώνεται μέ τό τελευταίο αύτό έργο. Μιά θεατρική οπτική σύγχρονη, δημιουργεί ένα μοντέρνο θεατρικό έργο μέ άρμονικό συνδυασμό πλοκής καί δράσης στόν χώρο ¿κείνο όπου ό νεορρεαλισμός συνα­ντά τίς καλύτερες έμπειρίες τού συγγραφέα άπό τό θέατρο τού παραλόγου.

Τά θεατρικά έργα του Μ. είναι σκηνοθετημέ- να. Και μάλιστα μέ εύαισθησία καί μεράκι. Είναι ένας τρόπος τού συγγραφέα αύτός, νά μάς πλησιάζει κι άπό άλλον δρόμο στά όράματά του. Φοβάμαι δμως πώς δέν πετυχαίνει πάντα. Ή

μεταμορφώνεις σέ μιά διασποοβ, δέν είναι άραγε ηδονικό ούμφωνα μέ τόν Λύκΰν. Αν τό ποιητικό (αφαιρετικό) κείμενο (πού έχει παρα- χθεϊ στό ήμίφως μιάς μαγείας καθαρά ηδονικής) είναι τό τεμαχισμένο κορμί τού Αψυρτου, τότε ή ένοχή τής γραφής, όπως τήν περιέγραψε ή σημειολογία μιλώντας γιά τόν Κάφκα, δέν είναι πιά προϊόν τής Κληρονομιάς άλλά τής Ανάγκης Έτσι καί ή Μήδεια -κάπως μεταφορικά- γίνεται ή ίδια ή λογοτεχνία άντιμέτωπη πάντα μέ τήν ένοχή πού τήν παράγει: τό πρόσωπο πού άπαλάσ- σεται άπ' τή συνείδηση τού Κακού, γιά τό όποιο δέν εύθύνεται, συμφιλιώνοντας τήν έκμυστήρευ- ση μέ τήν ήδονή, τό Λόγο μέ τό πεπρωμένο, τήν τρέλα μέ τήν είλικρίνεια. Ένας έπιπλέον χαρα­κτήρας τής ποιητικής μυθολογίας (άς πούμε κάτι ανάλογο μέ τήν Ελένη τού Σεφέρη) ή μήπως κάτι πολύ πιό σημαντικό, μιά συμβολική φιγούρα στήν οποία τίποτα δέν μάς ¿μποδίζει ν άναγνω- ρίσουμε τήν ίδιο τή μοίρα τής γλώσσας στρατο- πεδευμένη στις παρυφές τής άλήθειας της; Μάλλον τό δεύτερο, γιατί αύτή ή άλήθεια, μοιρασμένη άκριβώς όπως οί πόθοι ένός τρελού ή ένός παιδιού άνάμεσα στήν ψύχωση καί τή γνώση, δέν μπορούν παρά νά έπαναλάβουν γιά μιά άκόμη φορά τά λόγια τού Ζάν Πιέρ Ντυπρέ: «αύτό πού σάς ύπόσχομαι δέν είναι τόσο μιά νέα έκδοχή τής Ιστορίας, όσο ένα σκοτεινό καί κάπως δυσνόητο όνειρο ένοχης ομορφιάς».

1981

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ

ύπόδειξη π.χ. γιά τήν άλλαγή τών σκηνικών μέ τά ζωγραφισμένα σπετσάτα στό σύρμα, νομίζω πώς άδικεί τό ύφος καί τήν ποιότητα τού έργου.Αντίθετα, πετυχημένη είναι έκείνη γιά τή χρησι­

μοποίηση τού προβολέα στό πρόσωπο τής Μα­ρίας. μά καί όλες οί μικρές σημειώσεις γιά τήν ψυχολογία καί τήν πορεία τών ήρώων μέσα στό έργο.

Ό Μ. συνθέτει έδώ ένα τοπίο προσώπων πού ή όρμή της ιστορίας τά συσσώρευσε άτακτα μαζί. Τή Μαρία μέ τό παιδί μιάς πεθαμένης συγκροτούμενης, κι αύτό σαράντα χρονών ά­ντρας πιά νά μήν ξέρει τίποτα. Έναν παλιό άγωνιστή, αλίμονο όμως, γιό παλιού βασανιστή τής έξορίας κι άπό κοντά μιά νύφη γιά τό θετό γιό τής Μαρίας, τετραγωνισμένη, χωρίς πολιτικά φρονήματα καί Ιδεολογίες. Μέ λεπτή δραματουρ- γική εύαισθησία χτίζει ό Μ. τίς σχέσεις μεταξύ τους καί μέ έπιτυχία τίς έξελίσσει, προχωρώντας τό έργο, όλοκληρώνοντας καί δικαιώνοντάς το μέσα άπ αύτές. Περιγράφοντας τόν ψυχισμό τών προσώπων κι άπλώνοντάς τον τόσο, όσο ν’ άγγίξει τά όρια της σχιζοφρένειας καί τού άδιεξόδου τού Ελληνικού Σήμερα, μά καί νά ψηλαφίσει τή σιγουριά γιά μιά διέξοδο, τήν πίστη πώς «... θά δούμε δίκιο».

Η Μοναξιά δεσπόζει στό έργο. Υπάρχει πάντα, άκόμα καί στήν άρχή όπου τά πράγματα θέλουν νά φαίνονται τακτοποιημένα. Ή ένότητα τής άρχής διασαλεύεται στήν πορεία καί ή Μαρία (ό άξονας τού έργου) άποκαλύπτεται τραγικά μόνη. Έρχεται μόνη της μέσα άπό ένα μαύρο παρελθόν σέ ένα άνελέητο παρόν πού δέν τή λυτρώνει καί δέν τή δέχεται. (Ή Εξορία συνεχίζεται στό σήμερα).

Ή Μαρία καί ό Θανάσης κουβαλούν ένα άντάρτικο έναν έμφύλιο καί πολλές έξορίες. Τά παιδιά τους πληρώνουν μαζί τους. Τραυματικά παιδιά πού άποκόβονται άπ' τόν όμφάλιο λώρο

Ό -π ό ν ο ς τοΰ εμφυλίου καί τό άπωθημένο τής ήττας

Page 25: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Βιβλιοκριτική 2 5 ΓΡΑ Μ Μ Α ΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ

κοντά στα σαράντα τους γιά ν άντικρυσουν έπι τέλους τή ζωή. Ταυτόχρονα ή Μαρία άναζητδ τό δρομο. τον λώρο που 8α τήν όδηγήοει πίσω οτή μήτρα Στήν πατρίδα μέ τόν τάφο τής μητέρας καί τήν κούκλα στό παραθυρο μιάς φιλενάδάς παιδικής. Τό διαβατήριο τής δίνεται, μέ ένα φόνο Σκοτώνοντας δ,τι καλό, πληρώνει ένα παλιό κακό καί έξοφλεί, για νό φύγει στό τέλος •μέ δέμα στό ένα χέρι καί πακέτο στό άλλο·. "Ετσι να λήγει άραγε ή έξορια, Τό σίγουρο πάντως είναι πώς ή Μαρία φεύγει πάλι Μόνη.

Τό θέμα τού έργου δέν γίνεται όφορμή γιά κατανάλωση πολιτική ή καλλιτεχνική. Ό συγγρα­φέας δέν γεμίζει μέ αύτό μιάν ιστορία γιά τή •χαμοζωή" τού νεοέλληνα. ΔιεκδικεΙ απλώς μιά λύτρωση καί μιάν άπάντηση, δημιουργώντας ένα ποίημα γιά τή σκηνή, μέ μνήμες καί άποστάγματα άπό μιά δύσκολη συλλογικά ζωή. Γράφει ένα σύγχρονο θεατρικό έργο μέ πολλές άρετές.

ΠΑΝΟΣ ΣΚΟΥΡΟΛΙΑΚΟΣ

Π οιητική ανάπλαση τής ιστορίας

Ε. Γ. ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ

Άναχώρησις διά τήν έκατοστήν ηρώτην πάλινΚέδρος, Αθήνα, 1981.

Μόλο που αύτό θά φανεί Ισως παράξενο, μέ τήν ανάγνωση αυτή τής συλλογής τού Ε Γ Ασλανίδη σκέφτομαι πώς ό ποιητής ξαναπιάνει, μ' ένα εντελώς σύγχρονο καί ιδιότυπο βέβαια τρόπο, τό μίτο πού ακολούθησαν στό παρελθόν οί ποιητά­ρηδες, αυτοί πού διεκτραγωδούσαν, έμμετρα, παθη καί Ιστορίες τής φυλής. Γιατί σίγουρα τά ποιήματα της · Άναχωρήοεως» έχουν ένα βαθύ έλληνικεντρικό χαρακτήρα, κι άκόμα περισσότε­ρο: ή συνοχή τους, ή πλοκή τους. έχει άμεση άναφορα στήν ιστορικότητα τού έλληνικοΰ χώρου ή τού τοπίου. Οί ανθρώπινες μορφές πού παρελαύνουν έκεί μέσα είναι στιγματισμένες άπό μιά μοίρα πού μάς είναι ιδιαίτερα οικεία καί γνωστή- τά πάθη τους, ή δραματοποίηση τής κάθε περίπτωσης χωριστά, τά συστατικά τών τοπίων, δλα κινούνται στό πλάσμα ένός μύθου που ορίζει καί περιορίζει ταυτόχρονα τήν αίσθη­ση τού άναγνώστη, προσανατολίζοντάς την σέ μιά διαχρονική ποιητική άνάπλαση τής ιστορίας του.

Μιά τέτοια προσπάθεια διαχρονικής σύλληψης τού νεοελληνικού κόσμου δέ θά μπορούσε νά εξυπηρετηθεί καλύτερα παρά άπό μιά τεχνική πού φαίνεται ότι έχει μαθητέψει γόνιμα σέ πρότυπα τού έλληνικοΰ ύπερεαλισμού. Ο 'Εγγο- νόπουλος, γιά παράδειγμα, άν δρομολογείται έκ των υστέρων στόν τύπο τού έθνικού ποιητή είναι γιατί μέ ένα τουλάχιστον μέρος τού έργου του Φιλοδόξησε νά συλλάβει τήν ένότητα, τή συλλο­γική ένότητα τής νεότερης ιστορίας μας. μέσα άπό τό πλασματικό ξένο πρόσωπο τού Μπολιβάρ.

Νομίζω όμως ότι ό ύπερεαλισμός δέ χρησίμεψε στόν Ε. Γ. Ασλανίδη μονάχα προτείνοντάς του τεχνικές λύσεις στό θέμα τού ιστορικού χρόνου είναι μάλλον φανερό ότι τού δάνεισε καί γλωσσι­κές προτάσεις . έννοώ έδώ τή χρήση λόγιων λέξεων καί έκφράσεων , πού ύφοποιημένες άπό τόν ποιητή δίνουν έναν ιδιαίτερο τόνο στή δομή τού ποιήματος.

•Λέω νά φύγω άκολουθώντας τέτοιους χάρ­τες / Παμπάλαιους σάν τήν έλευθερία / τών άνθρώπων»; έτσι καταλήγει τό ποίημα «Χάρτες» πού ανοίγει τή συλλογή αυτή καί πού ταυτόχρονα σημαίνει τήν εκκίνηση τού ταξιδιού μέσα στόν ιστορικό έλλαδικό χρόνο. Ή περιπλάνηση τού άνώνυμου ομιλητή άνάμεσα στά πάθη τής χώρας του έχει όλα έκεϊνα τά σημεία τής περιήγησης σέ έποχές μακρινές μεταξύ τους, πού έχουν ώστόσο διασυνδέσεις στενές, άν προσέξουμε τήν έμφάνιση έπώνυμων ή άνώνυμων μορφών καί τόπων (ό Μιαούλης, τό Λαύριο), πόλεων πού έπισκέπτεται ό ποιητής καί πού είναι φανταστι­κές όσο καί πραγματικές. Τό νοητό αύτό ταξίδι στό έσωτερικό τής χώρας είναι συνάμα καί ταξίδι στήν ιστορία της.

Κάτι πού άκόμα πρέπει νά προοεχτεϊ στά ποιήματά αύτά είναι ό τρόπος τής άφήγησης. Ό Ε.Γ. Άσλανίδης, θέλοντας ν' άποσβεσθεί ή φωνή του στήν πολυφωνία τών ιστορικών τόπων, διαλέγει τήν αποστασιοποίησή του άπό τά δρώ­μενα. Τό ύψος του δέν παίρνει ποτέ δραματι­κούς τόνους, πουθενά δέ φαίνεται νά έκλύεται ή συγκίνηση, ή μέθεξη, ή αίσθηση τής σωματικής σύμπραξης. Κι όμως αύτή ή ειρωνική άπόκρυψη τού προσωπικού στό συλλογικό, αύτή ή φαινομε­νικά άμέτοχη περιπλάνηση τού ποιητή-χρονικο- γράφου σ' έναν κόσμο ταραγμένο άπό πάθη καί δεινά, αύτή είναι πού μάς παρακινεί τελικά νά άποκαλύψουμε τό δραματικό ύπόστρωμα τού ιστορικού μύθου.

ΑΛΕΞ. ΖΗΡΑί

ΒιβλιοταχυδρομεΙο

ΠΑΥΛΟΣ ΓΕΡΕΝΗΣΕισαγωγή στήν κατάλυση τής μορφής

Εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1981.

Ποιά μορφή καταλύετοι στή λιγοοέλιδη αύτή συλλογή; Σίγουρα ή μορφή τής ιστορίας μέ τό γνώριμο, χρονολογημένο της πρόσωπο. Υπάρχει ένας μύθος σ’ αύτά τά δεκάξι ποιήματα πού ανελίσσεται βαθμιαία, συμπλέκοντας έσωτερικά, ψυχικά τοπία καί τοπία δπου έχει δράσει ή ιστορία. Καμιά όμως ένδειξη ή υπαινιγμός γιά τή χρονική οτιγμή τους. Οί εικόνες πού συνθέτουν αύτό τό μύθο, έλεγειακές ή δοξαστικές, δροϋν, λειτουργούν, πέρα άπό συμβατικούς χρόνους, μέ κύριο συστατικό τους τό φώς. Όστόσο, παρά τό δραματικό τους ύπόοτρωμα, ή λεκτική σύστασή τους δέν τείνει ποτέ στό πομπώδες. Ό γενικός τόνος είναι χαμηλόφωνος, ουχνά μουσικός. Μιά άξιόλογη ποιητική συλλογή.

ΛΗΔΑ ΠΑΑΛΑΝΤΙΟΥ Τό πορφυρόχρωμο λουλούδι Αθήνα, 1981.

Μιά σειρά άλληλένδετες ποιητικές πράξεις, βα­θιά λυρικές, πού χρησιμοποιούν εικόνες όνείρου καί φαντασίας γιά νά έκφράσουν μέ άλληγορικό

τρόπο τή συνομιλία τής ποιήτριος μέ ένα έρωτικό πρόσωπο. Συχνά ό λόγος της μοιάζει μέ παραλήρημα, όπου χωρούν σπαράγματα μνήμης, Φευγαλέες σκέψεις, δράματα, άποφθέγματα. Κα­μιά φορά όμως όλο αύτό τό άτιθάοευτο υλικό κινδυνεύει, άπό τή μεγάλη συναισθηματική του φόρτιση, νά πάρει μελοδραματικούς τόνους.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΥΚΙΟΤΗΣ Ή νυχτερινή έρινύα Εκδ. Ο.Δ.Ε.Β., Αθήνα, 1982.

Ποιήματα πού άναπτύσσουν παραλλαγές σκέψε­ων πάνω σέ άρχετυπικές καταστάσεις τής ζωής. Υπάρχουν έδώ άφθονες εικόνες άλληγορικών περιγραφών τής άνθρώπινης μοίρας, δοσμένων μ’ ένα τόνο έλεγειακό, χωρίς όμως νά χάνεται ποτέ ή παρουσία τού ποιητή πού στοχάζεται γιά τή διαρκή σύγκρουση κάθε προσπάθειας ν' αλλάξει ό άνθρωπος αύτό πού είναι μέ τις έχθρικές δυνάμεις πού κι αυτές ξεκινούν άπό μέσα του. Ιδιαίτερη σημασία δίνει ό ποιητής στό ρυθμό τού κάθε στίχου, διαλέγοντας συχνά λέξεις όχι κοινόχρηστες, πού δίνουν όμως ένα διδακτικό τόνο στό ποίημα.

ΤΑΚΗΣ ΣΚΑΝΑΤΟΒΙΤΣ Οί λέξεις κι ό βοηθός μου Αθήνα, 1981.

Ποιήματα μέ μορφή άπλή καί θέματα παρμένα άπό μικρά στιγμιότυπα τής καθημερινής ζωής. Κυρίως είναι άναπτύξεις σκέψεων, άλλοτε μέ

όμοιοκστάληκτο καί άλλοτε μέ έλεύθερο τρόπο, πού ξεκινούν άπό προσωπικούς σχολιασμούς μέ τήν πρόθεση νά συλλάβουν τις βαθύτερες σημα­σίες τού πραγματικού ή τού φαινομενικά πραγμα­τικού. Πρόσεξα ιδιαίτερα τό ποίημα ·Μή θές ν άφηγηθώ» (ο. 41-42).

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΛΟΥΚΑΣ ΜΠΑΛΟΥΤΣΟΣΆγκιστρώματαΑθήνα, 1981.

Εδώ έχουμε μιά ποίηση πού θέλει νά τρέφει τήν έμπνευσή της άπό κάθε συμβάν, προσωπικό ή όχι, πού υποκινεί τήν εύαισθησία τού ποιητή. “Οπως καί στις δυό προηγούμενες συλλογές πού σχολιάσαμε, έτσι καί στά · Άγκιστρώματα·, ¿κεί­νο πού προεξάρχει είναι ή άμεση σχέση συγκίνη­σης άνάμεσα στόν ποιητή καί τό θέμα του.

ΤΑΣΟΣ ΜΟΥΖΑΚΗΣ Ηλιοτρόπια στήν Ανδρομέδα Αθήνα, 1981.

Ποιήματα-έπιφωνήματα πού άναφέρονται στήν άνθρώπινη μοναξιά, στό φόβο μπροστά στήν εκλογίκευση καί μηχανοποίηση τών πάντων, στήν ερωτική άγωνία τής προσμονής. Ας τά δούμε

WMπερισσότερο σάν μικρές έπιστολές πρός τήν ελπίδα, πού φαίνεται ότι τελικά κερδίζει τόν ποιητή άν καί τόν θλίβει ή ασυναρτησία τού κόσμου.

ΓΙΩΡΓΟΣ Μ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ θερμοκήπιο

Αθήνα, 1981.

Στό τομίδιο αύτό συμπεριλαμβόνονται μικρές πρόζες καί έξι ποιήματα. Άν καί οί πρόζες έχουν μιά ποιητική δομή στήν άφήγηση, έτσι ώστε τόν κυρίαρχο λόγο νά έχει ή φαντασία ή ή φαντασιακή άνάπλαση τής πραγματικότητας, εύ­κολα ό άναγνώστης διακρίνει πίσω άπό τις ονειρικές είκόνες τών άφηγήσεων τήν τραυματι­κή αίσθηση τού κόσμου πού έχει ό συγγραφέας Παράξενα σίγουρα διηγήματα, μ' ένα κλειστό, σχεδόν ερμητικά, σύμπαν.

A.Z.

’Από τόν ξένο τύποφυγαν στίς χώρες τής Ανατολής, όπου πολλοί άπ αύτούς ζοϋν άκόμα.

Αύτό είναι τό σκηνικό τών δύο μυθιστορημά­των τού Αριστοτέλη Νικολα“ιδη. τής Εξαφάνι­σης τού Άθ. Τηλεκίδη, πού πρωτοπαρουσιάζεται στά γαλλικά, καί τών Συνυπαρχόντων, πού μόλις έπανεκδόθηκαν. Έχοντας έκδοθεί κατά τόν και­ρό τής δικτατορίας τών συνταγματαρχών, άπό έναν ‘Ελληνα τυπογράφο τού Καναδά, οί Συνυ- πάρχοντες, μόλις μπόρεσαν νά κυκλοφορήσουν έλεύθερα στήν 'Ελλάδα, έκαναν τόν συγγραφέα τους πλατιά γνωστό. Ή έξαφάνιση τού Άθ. Τηλεκίδη, πού παρουσιάστηκε στήν Ελλάδα τό 1975. τιμήθηκε μέ ένα άπό τό κυριότερα ελληνι­κά βραβεία λογοτεχνίας.

Στήν πραγματικότητα ό Αριστοτέλης Νικολα'ι- δης μιλάει λίγο γιά τήν άντίσταση, όπου έντού- τοις πήρε ένεργά μέρος (ήταν δεκαοχτώ χρόνων τό 1940), καί γιά τόν έμφύλιο. Αύτή ή εποποιία κι αύτή ή τραγωδία, πού έχουν έκτεθεί πλατιά στά ιστορικά βιβλία, τόν ενδιαφέρουν λιγότερο άπ' ότι τό έσωτερικό δράμα τών άνθρώπων τής άριστεράς πού, όντας σέ διαφωνία μέ τή γραμμή τού Κομμουνιστικού Κόμματος, βρέθηκαν έντε- λώς άπομονωμένοι, καταδιωκόμενοι ταυτόχρονα άπό τις οργανώσεις τής άκρας δεξιάς καί άπό τούς χτεσινούς συντρόφους τους. καταδικασμέ­νοι σέ λίγο πολύ σύντομο διάστημα νά συνθλί­βουν άπό τούς τροχούς τής ιστορίας. Αύτοί πού δημιουργούν τήν ιστορία άπασχολοϋν λιγότερο τήν προσοχή τού μυθιστοριογράφου άπ' δτι αύτοί πού τήν ύφίστανται. Ή μόνη μορφή λόγου πού τόν ένδιαφέρει πραγματικό είναι ό εσωτερι­κός μονόλογος.

0 Άθανάσης Τηλεκίδης, πού είναι παρών καί στά δύο μυθιστορήματα άλλά πού δέν παίζει στούς Συνυπάρχοντες παρά δευτερεύοντα ρόλο, ανήκει «στήν πολυπληθή κατηγορία τών Ελλήνων πού θεωρούνται άνεπανόρθωτα ύποπτοι·. Τού είναι ανάγκη νά κρυφτεί ή νά μεταμφιεστεί.

•Τό καλύτερο», άναλογίζεται, «θά ταν νά κρύβομαι καί νά μεταμφιέζομαι συνάμα·. Κατα­φεύγει κάποια στιγμή στήν άπυρόβλητη ζώνη πού διαχωρίζει τά δυό στρατόπεδα. Υπάρχει όμως στ' άλήθεια αύτός ό χώρος; Ή νεαρή γυναίκα πού συναντάει έκεϊ μοιάζει εύθραυστη, σάν άνάμνηση. Πεθαίνει στά χέρια του. Οί άπειλές πού βαραίνουν πάνω του τόν ταράζουν λιγότερο άπό τις φήμες πού μπορεί νά διαδίδονται γι' αύτόν. Δέν είναι πραγματικά ένα είδος προδότη; Καταλήγει ν' άμφίβάλλει γιά τόν έαυτό του, νά κοιτάζεται μέ δυσπιστία στόν καθρέφτη.

Ενοχλημένος άπ' όλα. νιώθει όλο και περισ­σότερο έγκαταλειμένος άπό τόν έαυτό του. Μήπως γιατί νιώθει κάπως ένοχος έπειδή τόν ευχαριστεί νά ύφίσταται ταπεινώσεις; Ό Αρι­στοτέλης Νικολαίδης. πού είναι ψυχίατρος, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα ο' αύτή τή διανοητική έξέλι-

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑ Ι ΔΗΣ Οί συνυπάρχοντεςΜτφρ.: Λοράνς Ντ' Άλοζιέ, Ζακλίν Ραούλ- Ντιβάλ καί Ρομπερ Σένζ Πρόλογος; Άντρέας Κέδρος Μπελφάν, 318 οελ.

Ή έξαφάνιση τού 'Αθ. Τηλεκίδη Μτφρ.; Πιέρ Κομπερους Μπελφόν, 250 οελ.

Άνάμεσα στό 1940 καί 1950 ή ιστορία τής Ελλάδας πήρε διαδοχικά τήν όψη μιάς επο­

ποιίας καί ύστερα μιάς τραγωδίας. Ή έποποιία άνακαλεϊ τήν άντίσταση πού είχε στήν Ελλάδα μιά εξαιρετική εύρύτητα καί πού έπέτρεψε νά άπελευθερωθεϊ τό μεγαλύτερο μέρος τής χώ­ρας, πολύ πριν νά άποσυρθούν τά στρατεύματα κατοχής. Ή τραγωδία είναι βέβαια αύτή τού εμφύλιου πόλεμου πού ξέσπασε μετά τήν άπε- λευθέρωση, άνάμεσα ατούς άντιστασιακούς κομ­μουνιστές καί τόν τακτικό στρατό μέ τήν ύπο- στήριξη τών Βρετανών. Ήταν ένας άγώνας χαμένος έκ τών προτέρων γιά τούς πρώτους, γιατί, ήδη άπό τό 1944. ό Στάλιν είχε άποδεχτεϊ τήν κυριαρχία τού έλέγχου ύπεροχής τής Μεγ. Βρετανίας στήν Ελλάδα. Μετά τήν ήττα τους, άρκετές δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστών κατέ-

k

Page 26: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ 2C Βιβλιοκριτική

ξη τού Τηλεκίδη. πού μοιάζει νά μεταβάλλεται σε τρέλα.

Σ' αυτούς τούς σκοτεινούς καιρούς άκόμα και οι νεκροί δέν ξεφεύγουν άπό τη δυσφήμιση Κάποιος διαδίδει πώς ό Θεοφάνης, πού πεθαίνει στην άρχή της αφήγησης κάτω άπ τά μάτια τού αναγνώστη, «υποκρίνεται τόν πεθαμένο·* Ενας άλλος πιστεύει πώς «τόν είδε στό φώς ένός φαναριού τοϋ δρόμου, μέ ένα μαλακό καπέλο» Ένας τρίτος διαβεβαιώνει δτι έγινε πράκτορας τής Ασφαλείας. "Ενα έντυπο προπαγάνδας τού καταλογίζει ένα ολόκληρο κύμα συλλήψεων. Ο μύθος πού δημιουργεϊται γύρω άπ' αύτό τόν έξαφανισμένο παίρνει λίγο λίγο μιά τέτοια ευρύ­τητα ώστε ό άναγνώστης καταλήγει ν' άναρωτη- θεΐ αν διάβασε σωστά πώς είναι πεθαμένος.

Ένα πιόνι πού μετακινείται

Οί κομμουνιστές πού κατέφυγαν στις άνατολικές χώρες, μετά τόν έμφύλιο πόλεμο, έτπδίδονταν •σέ κατηγορίες καί σέ αμοιβαίους άποκλεισμούς, σέ δίκες σκοπιμότητας καί σέ τερατώδεις καθαι­ρέσεις·, σημειώνει ό μυθιστοριογράφος καί ιστο­ρικός τής ελληνικής άντίστασης Άντρέας Κέ­δρος στόν πρόλογο των Συνυπαρχόντων Τό

κύριο πρόσωπο ούτού τού μυθιστορήματος είναι ακριβώς ένα θύμα τέτοιων κανονισμών διαφο­ρών Γυρνάει παράνομα στήν Ελλάδα όπου κυριαρχεί ή άστυνομική τρομοκρατία, έπίφορτι- ομένος μέ μιά αόριστη άποστολή Μόλις περνάει τα σύνορα ή έλληνόγλωσση έκπομπή τού ρουμά- νικου ραδιόφωνου τόν καταγγέλλει σάν έχθρό του κόμματος και ειδοποιεί ταυτόχρονα γιά τήν παρουσία του στήν Ελλάδα τήν τοπική άστυνο- μία (φαίνεται πώς ή ήγεσία τού Κ.Κ.Ε. δταν ήταν στό έξωτερικό χρησιμοποιούσε πραγματικά αύτή τή μέθοδο γιά νά άπαλλαχτεί άπό όριομένους άντιπάλους της). Έτσι βρίσκεται ξαφνικά στήν ίδια -κατάσταση άπόλυτης παρανομίας· μέ τόν Αθανάση Τηλεκίδη Φτάνει στήν Αθήνα, δπου

έρχεται σέ έπαφή μέ μερικούς φίλους, πάντοτε προσκείμενος στό κόμμα. Προσπαθεί άπελπισμέ- να νά άκουστεί ή φωνή του, νά άπαλλαχτεί άπό τό ρόλο πού τοϋ έχει άποδοθεϊ. Αρκετές περιπέτειες διαδραματίζονται σ' αύτό τό μυθι­στόρημα. πού θέτει έπί σκηνής ένα μεγάλο άριθμό προσώπων. Κυριαρχείται όμως άπό τόν αγώνα αύτοΰ τοϋ άντρα, πού άρνειται νά είναι ένα πιόνι πού τό μετακινούν κατά πώς θέλουν, άλλοτε πρός τά δεξιά, άλλοτε πρός τά άριστερά, καί πού. έν άνάγκη. τό θυσιάζουν. Ό άγώνας του μάς κάνει νά σκεφτόμαστε τόν άγώνα τού έλληνικού λαού. κατά τήν περίοδο τής κατοχής, γιά τήν αξιοπρέπεια του. καί πού τελικά προδό- θηκε άπό τις μεγάλες δυνάμεις.

Παρόμοια, ό ήρωας τοϋ μυθιστορήματος δέν θά καταφέρει νά διαλύσει τή μηχανορραφία πού άντικείμενό της είναι αύτός ό ίδιος, θά κλειστεί σ' ένα άπομονωμένο σπίτι. Κι έκεΐ, μέ τό πέρασμα τών μηνών καί τών χρόνων, θά άποκτή-

σει κοί πάλι έμπιστοσυνη γιά τόν έαυτό του και θά βαλθεϊ νά γράφει στίχους πού θά τούς τυπώνει σέ μορφή προπαγανδιστικής μπροσού­ρας Η συγκάτοικός του, μέ κίνδυνο νά συλλη- φθεϊ. θά πηγαίνει καί θά τά σκορπάει σ δλη τήν πόλη. Αύτή ή γυναίκα, πού δέν παίζει παρά ένα έπεισοδιακό ρόλο, είναι ίσως τό πιό συγκινητικό πρόσωπο τού βιβλίου.

Μέσα άπό τήν έλληνική πραγματικότητα ό Νικολαιδης άσκεί κριτική στις κοινωνίες έκεϊνες πού άπορρίχνουν τό μοναχικό άνθρωπο, πού τόν θεωρούν, λέει, σάν παρία, σάν λεπρό. Συνηγορεί μέ μιά παραφορά ελάχιστα συνηθισμένη γιά τό δικαίωμα τοϋ καθενός νά διαθέτει όπως θέλει τόν έαυτό του Αναμφίβολα θά ήταν πιό εύκολο νά φτιάξει κανείς ένα κινηματογραφικό σενάριο άπό τούς Συνυπάρχοντες, πού είναι ένα μυθιστό­ρημα μέ πολύ δράση, άπ' δτι άπό τήν Εξαφάνι­ση. πού είναι ένα μάλλον έσωτερικό κείμενο. Μάς άποκαλύπτουν πάντως, καί τό ένα καί τό άλλο, ένα συγγραφέα μέ ταλέντο

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ Lq Monde, 21.6.1981

Μτφρ.: 'Αλεξ. Ζήρας

ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ Ή κάθοδος τών έννιά Έκδ. LCV, Βερολίνο, 1976.

Τελευταία μέχρι τώρα έκδοση τού ΙΧΒ τό νούμερο 44, ένα έργο παρτιζάνικης πρόζας τού Έλληνα Θανάση Βαλτινού: Ή κάθοδος τών έννιά.

Έδώ πρέπει κανείς νά έχει πάρει βαθιά άνάσα

άπό πριν, γιατί, όσο κρατάει τό διάβασμα, αύτό είναι αδύνατο νά γίνει. Ή άτέρμονη πορεία πάνω στις πυρακτωμένες λοφοσειρές της Πελοπονή- σου, διακοπτόμενη κάθε τόσο άπό μπαταριές, ή συνεχής καταδίωξη, τό άσταμάτητο βάσανο τής δίψας - μιά πορεία χωρίς σκοπδ καί έλπίδα άλλά μέ τήν ένστικτώδη συντροφικότατα τών χαμένων πού λειτουργεί καί πέρα άπ αύτούς. Ινα άπομει- νάρι τής γυμνής άλήθειας, ένα ντοκουμέντο τών μεταπολεμικών χρόνων καί συγκεκριμένα άπό τό τέλος τοϋ έμφυλίου στήν Ελλάδα, τό 1948

■Τόσο αίμα κι ύστερα νά μήν έχεις πού νά φτάσεις·.

Ο συγγραφέας, ό μόνος άπό τούς έννιά που έπέζησε αιχμάλωτος, κατέγραψε τήν πικρή πο­ρεία πρός τό θάνατο, δίνοντάς της, μέ μέτρο άλλά αισθητά, τόν τόνο μιάς διαμορφωμένης αύθόρμητα ποιητικής πρόζας. Ο Νικήτας, ό αρχηγός τής όμάδας τών άνταρτών, ό ήρωας χωρίς τις αύταπάτες τής Ιστορίας, έχει έναν πόθο πού γιά πολύ καιρό φαίνεται άνεκπλήρω- τος: τή θάλασσα. Όταν όσοι έχουν άπομείνει στό τέλος, έξουθενωμένοι καί άποκομμένοι, μπορούν νά όρμήσουν στό νερό πού σβήνει τή δίψα, τότε έκεϊ βρίσκεται καί τούς περιμένει ό θάνατος. Ό πληγωμένος Νικήτας στηρίζει τήν κάννη τού αύτόματου στό σαγόνι του καί τραβάει τή σκανδάλη. Ό Χεμινγκουέη τών πρώτων χρό­νων βρήκε έναν Έλληνα συνεχιστή.

Χέντβιγκ Ρόντε Der D agesspiegel, 19.9.76

Πολυφωνιχά

«Δέν θέλω νά τελειώσω. Δέν θέλω·, έλεγε σ' ένα στίχο του ό Δημήτρης Δούκαρης. ‘Ομως ό άγώνας του γιά τό όραμα τής άπελευθέρωσης σταμάτησε όριστιχά στις 5 Απριλίου 1982.

Μιά ολόκληρη ζωή άφιερωμενη στήν ανθρώπι­νη περιπέτεια καί συνείδηση. Στήν ποίηση, πού άπό τό 1950 μέχρι καί τήν τελευταία του πνοή κατέθεσε δεκαεπτά συλλογές. Τριανταδύο δηλα­δή ολόκληρα χρόνια έπίμονης προσφοράς στή λογοτεχνία- στό χώρο της σκέψης μέσα, πάντα, άπό ένα ποιητικό καί εύφάνταστο όραμα άποδε- σμευμένο άπό κάθε είδους δογματισμό.

Ό Δημήτρης Δούκαρης, ένταγμένος στήν άριστερά, γνώρισε τήν έξορία στήν Ικαρία καί στή Μακρόνησο άπό τό 1947 μέχρι τόν Οκτώ­βριο τοϋ 1950 γιά νά έκτοπισθεϊ αργότερα -τόν Ιούνιο τοϋ 1954- στά Σπάτα, μέ τήν εύκαιρία

τής έπίσκεψης τοϋ Τίτο στήν Ελλάδα.Δυό ποιήματα -γιά τόν Πλουμπίδη καί τά

γεγονότα τής Ουγγαρίας- έγιναν άφορμή νά έλθει σέ ρήξη μέ τήν άριστερά καί τόν Ιούλιο τοϋ 1958 νά φύγει άπό τήν Ελλάδα περιφερόμε­νος σέ χώρες τής Κεντρικής καί Νότιας Αφρι­κής καθώς καί σέ χώρες τής Δ. Ευρώπης. Οριστικά έπέστρεψε τό 1971 γιά ν' άρχίσει νά

δημοσιεύει μετά άπό τρία χρόνια έπιφυλλίδες στήν «ΑΥΓΗ·. Τό 1975 δημιούργησε τό περιοδικό «ΤΟΜΕΣ· όπου, στήν πρώτη τουλάχιστον τριετία, φιλοξένησε αξιόλογα κείμενα παλαιών καί νέων συγγραφέων.

Καθώς γράψω έρχονται στό μυαλό μου τέσσε­ρις στίχοι του -χαρακτηριστικοί τοϋ ύφους καί τοϋ ήθους πού τόν διέκριναν:

Εγώ θά πορεύομαι ύπερήφανος μέ τό μέτωπο ψηλά,άκέραιος κι αλώβητος μέ τήν άφθαρτη χαρά νά σκεπάζει τό κορμί μου. Απόψε καταπάτησα έναν άκόμη Νόμο.

* *

Μέ άφορμή τήν παρουσίαση μιάς ποιητικής συλλογής στο τ. 12 τοϋ περιοδικού « Η λέξη» ό ύπογράφων τό κείμενο Θανάσης Νιάρχος. διατύ­πωσε διαφόρων ειδών σκέψεις καί κρίσεις. Από αυτές άπομονώνω δύο βασικές γιά τις όποιες έχω καί τις ζωηρότερες ένστόσεις. Πιό συγκε­κριμένα γράφει ό Θ.Ν.:1) Μέ τό νά χαρακτηρίζεται μιά περίοδο (της

ποίησης) ή μιά μορφή της ώς «ποίηση τής ήττας» είναι σά ν* αναγνωρίζεται ότι κάποια στιγμή άπόβλεψε σέ κάποια νίκη, γεγονός πού τήν κ α θ α ι ρ ε ί άπό π ο ί ησ η , άκόμα καί στήν άντιμετώπισή της ώς ιστορικού φαινομένου (οί ύπογραμμίσεις δικές μου).

2) Οί χαρακτηρισμοί «ποίηση τής ήττας», τής «αμφισβήτησης», οργισμένη ποίηση, δπως παλιό- τερα «τού βουνού καί τοϋ λόγγου», μπορεί νά έχουν κάποιο άντίκρυομα τήν ώρα πού πρωτογί- νονται, μέ τό ν' άναπαράγονται όμως άπό άνθρώπους πού δέν έχουν κ α μ ι ά β ι ω μ α ­τ ι κ ή σ χ έ σ η μ' α ύ τ ο ύ ς , δσο κι άν τείνουν νά καλύψουν συγκεκριμένες τάσεις καί κινήσεις τούς άφαιρείται κάθε δυναμική.

Δέν άμφιβάλλω. Ή λογοτεχνία μας ζεΐ περίο­δο άνταλλαγής λέξεων ζαχαροπλαστείου. Πολλοί δέ άπό τούς άνθρώπους πού τήν άσκοϋν έχουν άφομοιώσει πλήρως τις κατηγορικές προσταγές

τών δημοσίων σχέσεων. Έτσι μ' ένα σμπάρο πετυχαίνουν δυό καί περισσότερα τρυγόνια. Ή γνωστή ιστορία. Από τό ένα μέρος χαϊδεύουν ίδιοτελώς. Από τό άλλο μπήγουν βαθιά τό μαχαίρι στήν πλάτη, έπειδή πρώτον δέν πι­στεύουν σ' αύτό πού χαϊδεύουν καί δεύτερον ό

χρόνος έχει γυρίσματα, γιατί νά μήν προστατεύ­σουν τά νώτα τους;

Όποιες δικαιολογίες διατυπωθούν -ότι αύτό σημαίνει πλουραλισμό κι έλεύθερη διακίνηση ιδεών- είναι τουλάχιστον άστεΐες άν όχι έρμα- φρόδιτες. Γιατί ή διαθέτει κανείς δικό του αίμα καί πρόσωπο ή ζητά ένέσεις νά έπενδύσει τήν παρουσία του μ’ έκ τοϋ πονηρού μεθόδους.Ακριβώς ή δεύτερη περίπτωση συνιστά καί τόν

κυρίως κίνδυνο. Είναι μιά παιδική άρρώστια πού υπονομεύει τό διάλογο, τή διαλεκτική καί τό ήθος τό όποιο, κατά πάσα πιθανότητα, κανείς μπορεί νά έπικαλεσθεϊ στ' όνομα ένός κατ'

--------------- Σχόλιαεπίφαση πλουραλισμού ή φιλελευθερισμού.

Ξέχωρα άπ' αύτό ό Θ.Ν., ώς άνθρωπος τών γραμμάτων, θά έπρεπε νά γνωρίζει ότι τό ζήτημα «ποίηση τής ήττας» έθεσε, κατά τρόπο εύστοχο, σέ άρθρο του τό 1963 στήν «Επιθεώρηση Τέχνης» ό Βύρων Λεοντάρης.

Κατά συνέπεια, προήλθε ένας όρος άπό έναν άνθρωπο πού δέν είχε καμιά βιωματική σχέση μ* αύτόν;

Καί κάτι άκόμα’ ποιοι είναι, αλήθεια, εκείνοι πού τόν άναπαράγουν χωρίς νά έχουν αύτή τή βιωματική σχέση; Μήπως πρόσωπα πού δέν έχουν καμιά σχέση μέ τήν άριστερά, οπότε καί κάτι τέτοιο άποτελεϊ ολέθρια άντίφαση; Μήπως άπό άτομα πού «χρησιμοποιούν τις ιδέες» -είναι λέξεις τοϋ Θ.Ν. άπό βιβλίο του- τής άριστεράς, μόνο καί μόνο γιά νά κατοχυρώσουν τις καθημε­ρινές συναλλαγές τους;

Γράφει ό Θ.Ν. ότι ή «ποίηση τής ήττας» έπειδή άπόβλεψε σέ κάποια νίκη καθαιρεϊται άπό ποίηση. Οπωσδήποτε αύτή ή άποψη καί άτυχής καί νοσηρά είναι. Δέν έχω στόχο νά δώσω άπάντηαη μέ γλώσσα θεωρίας. Άλλωστε θά άπομακρυνόμουν άρκετά άπό τό σκοπό αύτού έδώ τοϋ σχόλιου. Μόνο τοϋτο θά πώ: ή ιδεολογία καί ή πρακτική τοϋ Θ.Ν. σέ δυό γραμμές, δίκην λαιμητόμου, καθαίρεσε τόν Άναγνωστάκη. τόν Αλεξάνδρου, τόν Λειβαδίτη, τόν Κύρου, τόν

Πατρίκιο, τόν Λεοντάρη, τόν Δούκαρη, τόν Σαρα- ντή. τόν Κατσαρό, τόν Κουλουφάκο κ.ά. Χωρίς καμιά άνάλυση, χωρίς καμιά απόδειξη, ώμά κι επιπόλαια, διατύπωσε έναν επικίνδυνο λόγο. "Ας θυμόμαστε τόν μικρο-ορίζοντά του. Αύτή ή βίαιη άρνηση - καθαίρεση γιά μιά ποίηση πού ό,τι έγραψε δέν τό έγραψε μέ τό μελάνι καί έκ τού άσφαλούς άλλά μέ τό αίμα, προετοιμάζει θεω­ρίες πού βαδίζουν σέ μαύρους δρόμους.

Ό τύπος τής δραστηριότητας ορισμένων άνθρώπων καί ή αποδεδειγμένη κλίση καί Ιδεολο­γία τους δέν μπορούν νά μάς βυθίσουν σέ εύφορία. Γιατί ή λογοτεχνία δέν άποτελεϊ κείμε­να διαφήμισης πού δλα λειτουργούν άψογα καί ναρκισσιστικά.

Από τό άλλο μέρος οί έλιγμοί καί τά ιδιωτικά τοϋ καθενός δέν μπορούν νά όδηγήσουν σέ θεσμικές καταστάσεις. Αύτές μόνο τό έργο τις βγάζει. Στήν αντίθετη περίπτωση πρόκειται γιά πλάνη περί τό δίκαιο καί τά πράγματα. Τώρα, άν κάποιοι έχουν τήν άνάγκη νά μεταμφιεσθοϋν γιά νά επιβιώσουν, αυτό είναι προσωπικό θέμα καί κανείς δέν μπορεί νά τούς καθαιρέσει άπό ποιητές ή δοκιμιογράφους.

Σαλβατόρε Κονασίμοντο

Σ ’ εναν εχθρό ποιητήΣ τή ν άμμο τή ς Γ έλα ς μ έ τό χρώ μα τού άχυρ ο υ π α ιδ ί ξάπλω να δ ίπλα σ τήν άρχα ία θάλασσα τής Ε λλά δα ς μ έ όνειρα σ τίς σ φ ιγμ ένες φ ο ύχτες κ α ί στό στήθος. Ε χε ι ό Α ισ χύλο ς έξό ρ ισ το ς μ ετρ ο ύ σ ε στίχους χ α ί βήματα ά π α ρ η γό ρη τα .Σ ’ έχε'ινο τόν ά να μ μ ένο χό λπ ο τόν ε ίδ ε ό α ετό ς χι ή τα ν ή τελ ευ τα ία του μέρα .’Ά νθ ρω π ε τού Β ορρά π ο ύ μ έ θ έλ ε ις μ ιχ ρ ό ή ν εχρ όγιά τή γαλήνη σου, νά έλπ ίζεις:ή μ ά ν α τού π α τέρ α μ ο υ θά ’ναι έχα τό χρονώτήν άλ.λη άνοιξη. Ν ά έλπ ίζεις:μ ή ν αύρ ιο παίζω μ έ ς στή βροχήμ έ τό κ ίτρ ινο κρα νίο σου στά χέρ ια μου.

Μ τφρ: Ν ΑΣΟ Σ Β ΑΓΕΝ ΑΣ

Page 27: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Σχόλια - Ε πιστολές 2 7 ΓΡΑ Μ Μ Α ΤΑ ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ

Οστόσο δέν μπορεί ν' αγνοήσει κανείς και ταυτόχρονο νά παραγνωρίσει τούς άφορισμούς τους Πολύ δε περισσότερο ή αριστερά, καθότι δεν είναι λίγες οί περιπτώσεις πού έπεσε στις καλοζυγισμένες παγίδες τους

ΚΟΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ

Κατά καιρούς βρίσκουμε διάφορα έξιλαστήρια θύματα γιά νά δικαιολογήσουμε τό αδικαιολόγη­τα. “Ετσι τώρα έντοπίσαμε τό τονικό σύστημα σάν άνασχετικό παράγοντα τής... δίψας των μαθητών για γνώση! Είμαι χίλια στά εκατό βέβαιος ότι μετά όπό λίγα χρόνα. όταν θά έχει καθιερωθεί οριστικά τό μονοτονικό, τό πρόβλημα τής άνάσχεσης θά έξακολουθεί νά υπάρχει Καί τότε θά ψάχνουμε γιά κάποιο άλλο εξιλαστήριο θύμα. Αύτό πού παρατηρώ ώστόσο, όκουγοντας συζητήσεις άνάμεσα σέ μαθητές γυμνασίων, είναι ότι τά «Κορακίστικα· τά ξέρουν πολύ καλά Τά «νά πούμε·*, «δέν περνάει στή βάση*, ·ό X. έχει μεγάλη αναγκαιότητα άπό λεφτά- (ή ύπο* γράμμιση δική μου), παίρνουν καί δίνουν. Χρειά­ζεται άραγε νά πούμε ότι όσο φτωχότερο λεξιλόγιο χρησιμοποιεί μιά κοινωνία τόσο πιό υπανάπτυκτη είναι.

Εδώ καί κάμποσο χρόνια ύπάρχει. όπως νομίζω, ένα πρόγραμμα πού στοχεύει στήν ύποβάθμιση τής ουμανιστικής πλευράς τής Παιδείας. Περιο­ρίζονται διαρκώς οί κλασσικές σπουδές καί δίνεται ώθηση στά λεγόμενο «τεχνοκρατικά» μαθήματα Τί νά περιορίσεις όμως άπό κάτι τό άνύπαρκτο; Ή 'Ελλάδα, φαίνεται, γι' αρκετούς

έγκεφαλους τών ύπουργείων, πώς είναι καταδι­κασμένη νά παραγει χέρια γιά νά κινούν τούς λεβιέδες τών μηχανών και νά πατούν τά πλήκτρα τών άριθμομηχανών. Έχουμε άφήσει άλλους νά σχεδιάζουν τις μηχανές καί νά έκπονούν θεω­ρίες. ’Ας μάς τό πούν λοιπόν καθαρά: ότι αύτό πού χρειαζόμαστε είναι έργοτάζια Αλλά μήπως κι αύτά λειτουργούν σωστά;

Ομολογώ πώς τήν είδηση αύτή δέν τή διάβασα ό ίδιος, όμως τόν τελευταίο καιρό άκούγεται σάν άνέκδοτο τού συρμού ότι δηλαδή ό ύπουργός Παιδείας προσκόμισε σόν έπιχείρημα γιά τήν άνάγκη εφαρμογής τού μονοτονικού ότι μέ τούς τόνους καί τά πνεύματα οί.. τυπογράφοι χάνουν άσκοπα καιρό!

Μά, σοβαρολογούμε;

Στιχομυθία νεαρού ζευγαριού στήν πλατεία Βι­κτωρίας:

-Μά τί τού βρίσκει ή Φούλα τού Δημήτρη, ρέ παιδί μου;

-Ξέρω γώ. Κάνει σάν τρελή. ’Αλλο πράμα, σού λέει. άλλο πράμα'

-Δηλαδή, δηλαδή...-Φαλοκράτης καλέ. φαλοκράτης!

Καταλάβατε τίποτα; Έγώ όχι, ή μάλλον κατά­λαβα πώς τά παιδιά άλλα έλεγαν κι άλλα έννοούσαν

Α.Ζ

’ Ε π ισ τ ο λ έ ς

Πρός τηΣυντακτική Επιτροπή του περιοδικού «Γράμματα καί Τέχνες*

Αγαπητοί Φίλοι,Στό τεύχος άριθ 3 τού μηνός Μαρτίου διάβασα συνέντευξη πού πήρε ό συνεργάτης σας Χρή- στος Ρουμελιωτάκης, άπό τόν κύριο Δαμιανό Κοκκινίδη ή Κιρμίζογλου. πού άφοροΰσε τόν αείμνηστο συγγραφέα-ζωγράφο Τζούλιο Κάίμη

Σέ κάποιο σημείο είδα ν* άναφέρεται τ' όνομα μου καθώς καί τής δημοσιογράφου Μα­ρίας Καραβία (τής όποιας τό όνομα γιά τις άνάγκες τής συνέντευξης έγινε Καββαδία...).

Άποκαθιστώντας τήν άλήθεια γιά τό συγκεκρι­μένο περιστατικό, έχω νά πώ: όταν κάποια φορά, μερικά χρόνια πριν, μ' έπισκέφθηκε στό σπίτι μου. όπως συχνά έκανε τότε, ό Τζούλιο ΚαΊμης. μου ζήτησε ό ίδιος -καί δχι άπό δική μου πρωτοβουλία, όπως άφήνεται νά εννοηθεί- νά τού συστήσω κάποιο δημοσιογράφο, γιά νά τού δημοσιεύσει μιά διαμαρτυρία ένάντια σέ κάποιον συγγραφέα, που είχε χρησιμοποιήσει στοιχεία, άν όχι κεφάλαια όλόκληρα άπό τή γνωστή μελέτη του γιά τόν Καραγκιόζη, τυπωμένη στά γαλλικά, στήν Αθήνα τό 1955, άπό τόν εκδοτικό οίκο «Ελληνικές Τέχνες·, χωρίς τήν άδεια του.

Έτσι τόν έστειλα στήν «Καθημερινή· νά συναντήσει τή γνωστή δημοσιογράφο Μαρία Καραβία.

Αργότερα έμαθα άπό τήν ίδια, δτι δέν μπόρεσε νά έπικοινωνήσει μαζί του έξαιτίας τής γνωστής δυσκολίας που ι?χε ό Κάίμης λόγω τής μεγάλης βαρηκάίας του. Τον Κάίμη δέ. μέ τήν ευγένεια καί τή μακροθυμία που τόν διέκρινε δέν τόν άκουσα ποτέ νά διαμαρτύρεται γιά τό πιό πάνω περιστατικό.

'Αλλωστε δικαιώθηκε άργάτερα άπόλυτα μέ τήν κατάσχεση τού βιβλίου μετά άπό δίκη

Απορία μου είναι, γιατί νά θεωρηθεί άσέβεια στή μνήμη του άπό τόν κύριο Δ,Κ.Κ . όταν ή ίδια δημοσιογράφος μετά τό θάνατό του καί μέ τήν ύπόδειξή μου δημοσίευσε δύο φορές στήν «Καθημερινή» τήν είδηση τού θανάτου του. καθώς καί περιατατικά άπό τή ζωή του, πού τής διηγήθηκε ό Γιάννης Τσαρούχης. Τή δεύτερη φορά δέ. μέ πολλές πληροφορίες γιά τό συγγρα­φικό του έργο, πράγμα πού δέν έγινε ούτε καί άπό τόν κύριο Δ. Κοκκινίδη - Κιρμίζογλου, ό όποιος μού όρνήθηκε όταν τού ζήτησα ένα βιογραφικό τού Κάίμη, μιά καί τόν γνώριζε καλά, γιά τις εφημερίδες.

Κλείνοντας, θά θελα νά πώ σ' όσους ήταν πραγματικοί φίλοι τού Τζ. Κάίμη. ότι εκείνο πού ένδιαφέρει είναι νά περάσει στόν τύπο τό έντελώς άγνωστο στό πολύ κοινό έργο του καί όχι οί μικροκακίες τού καθενός μας.

Φιλικά 'Αλκής Γκινης

ζωγράφος

Σ ιμόνντε

Μ π ω β ο υ ά ρ

Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΟΥ

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ

Οι τελευταίες μέρες του Ζαν-Πωλ Σάρτρ

και οι συνομιλίες με

τη διάσημη σύντροφό του

Το χρονικό της σωματικής και πνευ­ματικής κατάρρευσης του μεγάλου φιλόσοφου Ζαν-Πωλ Σάρτρ, ποιοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάστασή του και οι αποκαλυπτικές, συνο­μιλίες του (απομαγνητοφωνημένες) με τη συγγραφέα του Λεύτερου φύλου και των Γηρατειών.

Προλογίζει ο Κώστας Σταματίου

VΕκδόσεις Γλάρος

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 31 · ΑΘΗΝΑ 141 · ΤΗΛ 36 18 457

Δικοί μας και

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ -ΕΣΤΙΑΣ- Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. .Σ όλω νος 60 .Τ η λ .: 36Ι5077

Page 28: ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες · 2018-11-21 · ΓΡΑΜΜΑΤΑ καί Τέχνες • ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ

Τά βιβλία τοϋ μήναΚΟΣΤΑΣ

ΒΑΡΝΑΛΗΣΤΛ

ΠΕΝΗΝΤΑΧΡΟΝΑΜηπηιτπ ΟαΙγμγ

ΙΚΒΠΜΤΑί ΑΛΜΥΡΗ

τ ο ν ΕΡΓΟΪ ΤΟΓΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μ-» **α.ΎΟΓΜΜ Λ

ΚΚΔΓΟΓ Κ Ε Δ Ρ Ο Ι Τ Ι Ν Μ ΑΟΤΟπΧΜΑ

ΚΟΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑΧΡΟΝΑ

ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ( Ο εορτασμός τής έταιριας

Ελλήνων λογοτεχνών)

άστραόενή

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ ΑΣΤΡΑΔΕΝΗΜυθιστόρημα

ΜΗΤΕΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

τα β ιβ λ ία το υ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

στις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ

Η ΕΚΔΡΟΜΗ

Η ΕΚΔΡΟΜΗ(τρίτη έκδοση)

I ΙΙίΡΙ Ι»1 \ ► ΙΜ«Ν \1

οΓ Α Μ Ο Σ

Ο ΓΑΜΟΣ(τρίτη έκδοση)

παττοζ χ α * α * Α ΐ

Ο ΓΙΛΙΡΟΣ ΙΝΕΟΤΙΙΙ

Π</«Ι |*τ»

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ιν ε ο τ η :(τρίτη έκδοση)

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ(τρίτη έκδοση)

Ο ΑΛΕΛΦΟΣ

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ(τρίτη έκδοση)

(τρίτη έκδοση)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣΓεωργίου Γενναδίου 6 (πάροδος ' Ακαδημίας)

Τηλ.: 36.15.783

τά βιβλία τής «γνώσης»Οί τέσ σ ε ρ ις μ ε γ ά λ ε ς θ εα τ ρ ικ ές ε π ιτ υ χ ίε ς τ ο ύ χ ε ιμ ώ ν α

ΤΩΡΑ καί σ ε βιβλίο

Μ»·ΐ'ΐί»' ............ \|ι η \| · ·Ν ΛΙ'*» 1 1 ΙΟΙΜ < Ί Λ»·«| ΜΙ1

ΙΟ "ΚΑΜΑΚΙ.»■ ιι ·.·.»■. ο η ι··οβι.\ Ν Τ Α Ο Ν Α ΣΟ Σ • ιιίιμι ι · - 1 νι» 1 1 Μ'\<α

Μ’ΜΙΓί»! \ | Μη ΛΜΣ, · ,·.?

Γ ·

*· '·~

·£ . - *

Γ.Ν. ΜΑΝΙΩΤΗΣ Τό «καμάκι»

ή ή τεχνική τού ονείρου

ΧΙΟΥ ΛΕΟΝΑΡΝΤ Ντά

(Μετ. Παύλος Μάτεοις)

ΑΝΤΡΕΑΣ ΟΟΜΟΓΊΟΥΛΟΣ Ό Ν άοος

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΜΕΝΗΣ Ό τρομερος λήσταρχος

Χρηστός Νταβέλης

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ», ΓΡΗΓ. ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ 26, ΙΛ ΙΣ ΙΑ , Α Θ Η Ν Α 621, ΤΗΛ. 7794879-7786441