ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ: ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΤΜΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑΣ...

15
1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ: ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΣΧΟΛΗ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΜΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜO: ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΣΑΝΤΗΛΑΣ Α. Μ.: 9348 ΕΞΑΜΗΝΟ: E΄ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: Α. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ

Transcript of ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ: ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΤΜΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑΣ...

  • 1

    ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ: ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

    ΣΧΟΛΗ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ

    ΤΜΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

    ΤΟΜΕΑΣ: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

    ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜO: ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΣΑΝΤΗΛΑΣ

    Α. Μ.: 9348

    ΕΞΑΜΗΝΟ: E΄

    ΔΙΔΑΣΚΩΝ: Α. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ

    ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΜΙΝΩΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

    ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ

  • 2

    Πίνακας περιεχομένων

    1. Εισαγωγή........................................................................................3

    2. Η γεωφυσική θέση του σπηλαίου..................................................3

    3. Αρχαιολογικές έρευνες...................................................................3

    4. Η εσωτερική διάταξη του σπηλαίου και των ευρημάτων του.........5

    5. Τα κριτήρια για να θεωρηθεί ένα σπήλαιο ιερό............................10

    6. Το σπήλαιο του Ψυχρού ως ιερό θρησκευτικό κέντρο..................10

    7. Η θρησκεία των πιστών στο Ψυχρό...............................................13

    8. Οι μύθοι γύρω από το «Δικταίον άντρον»....................................13

    9. Βιβλιογραφία.................................................................................15

  • 3

    Εισαγωγή

    Η Κρήτη φιλοξενεί πάνω της περίπου 3.500 σπήλαια και άλλες καρστικές μορφές, για αυτό τον λόγο ονομάζεται και ως «η χώρα των σπηλαίων και των φαραγγιών». Η εργασία αυτή πραγματεύεται ένα σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο της Προϊστορικής Ελλάδας, το σπήλαιο του Ψυχρού ή «Δικταίον άντρον», όπως αποκαλείται σήμερα στην Κρήτη λόγω της σύνδεσής του με την γέννηση και την ανατροφή του Διός. Ένα σπήλαιο το οποίο όχι μόνο έχει αξιόλογο φυσικό-σταλακτιτικό διάκοσμο και πλούσια ποικιλία πανίδας (όπως αγριοπερίστερα, μεσογειακές ωτονυκτερίδες, σπηλαιόβια αρθρόποδα), αλλά έχει συγχρόνως σημαντικό μερίδιο στη μυθολογία, στην ιστορία και στο πολιτισμό της Κρήτης, αφού λειτούργησε ως χώρος εποχικής κατοικίας του ανθρώπου, ταφής και λατρευτικού κέντρου καθόλη την αρχαιότητα1.

    Κατά την Νεολιθική εποχή το σπήλαιο λειτουργούσε ως καταφύγιο, ενώ στις αρχές της Πρωτομινωικής περιόδου χρησιμοποιούνταν για ταφές. Από το 1900 π.Χ. μέχρι τον 7ο αι. π.Χ. η σπηλιά λειτουργούσε ως ένα θρησκευτικό ιερό κέντρο. Από τον 7ο αι. π.Χ. έως τα ρωμαϊκά χρόνια, το σπήλαιο δεχόταν επισκέπτες σποραδικά μέχρι και τον 19ο αιώνα, οπότε και μετατράπηκε σε καταφύγιο βοσκών και κυνηγών2.

    Η γεωφυσική θέση του σπηλαίου

    Το σπήλαιο του Ψυχρού βρίσκεται στο νομό του Λασιθίου, στη κεντρική-ανατολική Κρήτη (η περιοχή αυτή, στην παράκτια ζώνη της, περιλαμβάνει επίσης τα Μάλια και τον Άγιο Νικόλαο), στο βόρειο μέρος της οροσειράς της Δίκτης, στην νοτιοανατολική πλαγιά του όρου Σαρακηνός (1.588 μ.), και σε υψόμετρο 1.025 μ. από το επίπεδο της θάλασσας, αλλά σε μόνο 200 μ. υψομετρική διαφορά από το οροπέδιο του Λασιθίου3. Η ονομασία του σπηλαίου προήλθε από τις κρύες πηγές που αναβλύζουν στο χωριό Ψυχρό (Λασιθίου), απόσταση είκοσι λεπτών από το σπήλαιο. Ένα ανηφορικό μονοπάτι οδηγεί σε μια μικρή επίπεδη έκταση, εκεί όπου στον βαθυγάλαζο ασβεστόλιθο διανοίγεται μια μεγάλη σπηλιά, συνολικής εκτάσεως 2.200τ.μ., με είσοδο πλάτους 23μ., προσανατολισμένη προς τα βορειοανατολικά. Το υπόγειο σπήλαιο αποτελείται από δύο θαλάμους: το άνω σπήλαιο, μπροστά και δεξιά, και το κάτω προς τα αριστερά4.

    Αρχαιολογικές έρευνες

    Αναφορικά με τις αρχαιολογικές ανασκαφές στο «Δικταίον άντρον», τα πρώτα ευρήματα ανακαλύφθηκαν το 1883, από βοσκούς που το χρησιμοποιούσαν τότε ως καταφύγιο για τα πρόβατα και τα περιστέρια τους. Το 1886, ο καθηγητής F. Halberr μαζί με τον Δρ. Μ. Χατζηδάκη επισκέφθηκαν την σπηλιά με στόχο να μαζέψουν τα περισσότερα αρχαία κειμήλια, τα οποία είχαν αφαιρεθεί από τους χωρικούς. Με σκοπό να διερευνήσουν τα ίχνη κάποιου ιερού οικοδομήματος, που υπήρχε κοντά στην είσοδο του επάνω θαλάμου, διένοιξαν μια τομή (2 Χ 2 μ.) χωρίς όμως να βρεθεί κάποιο ειδικό εύρημα ιερού χαρακτήρα. Εν συνεχεία, το 1896, ο A. J. Evans ανέσκαψε το ανατολικό μέρος του 1 A. Βασιλάκης, 1999,σελ 18. 2 L. Vance-Watrous and H. Blitzer ,1982, σελ. 66. 3 B. Rutkowski, 1996, σελ. 7. 4 L. Vance- Watrous,1996, σελ. 16.

  • 4

    επάνω θαλάμου, ανακαλύπτοντας ένα κομμάτι ενεπίγραφης τράπεζας προσφορών σπονδειακής πλάκας. Ένα χρόνο αργότερα, στο ίδιο περίπου σημείο ο J. Demargne από την Γαλλική Σχολή των Αθηνών, βρήκε στο νοτιοδυτικό τείχος του θαλάμου ένα τμήμα από τράπεζα προσφορών. Η πιο συστηματική αρχαιολογική ανασκαφή διεξάχθηκε από τον D. G. Hogarth από τις 24 Μαΐου έως τις 15 Ιουνίου 1900. Εξερεύνησε δύο χώρους στο επάνω σπήλαιο (Upper Grot όπως το αποκάλεσε), και έκανε εντατική έρευνα και εργασία στο κάτω σπήλαιο (Lower Grot), συλλέγοντας γύρω στα 550 χάλκινα ευρήματα, θραύσματα χρυσού και ελεφαντόδοντου, οστέινα αντικείμενα, πήλινα ειδώλια, κομμάτια από τράπεζες προσφορών και όστρακα αγγείων. Ο D. G. Hogarth δώρισε στο χωριό του Ψυχρού 550 ολόκληρα απλά τροχήλατα μονόχρωμα κύπελλα5. Μετέπειτα έρευνες έγιναν από την Σπηλαιολογική Εταιρεία το 1963 και 1970. Οι τελευταίες μελέτες στο σπήλαιο του Ψυχρού πραγματοποιήθηκαν από τον K. Nowicki και τον Β. Rutkowski το 19866. Το σπήλαιο, όμως, δεν έχει ανασκαφεί πλήρως και αξίζει να ερευνηθούν οι χώροι πίσω από το λεγόμενο «Τέμενος», στο κεκλιμένο επίπεδο του κάτω θαλάμου, όπως και περιμετρικά και εσωτερικά της λίμνης. Τα πολυάριθμα ευρήματα φυλάσσονται σήμερα μοιρασμένα ανάμεσα στο Μουσείο Ηρακλείου (εικ. 1) και το Ashmolean Museum της Οξφόρδης.

    Εικόνα 1: Γενική εικόνα των ευρημάτων από το σπήλαιο του Ψυχρού στο Μουσείο Ηρακλείου.

    5 D.G Hogarth, 1899-1900, σελ. 94, 101. 6 Β.Rutkowski, 1996, σελ. 10.

  • 5

    Η εσωτερική διάταξη του σπηλαίου και των ευρημάτων του (εικ.2)

    Εικόνα 2: Σχεδιαστική απεικόνιση του σπηλαίου από τον Ελ. Πλατάκη (1970).

    Μπροστά από το σπήλαιο υπάρχει μια εξέδρα μήκους 40 μ. και πλάτους 4-5 μ., από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Στον εξωτερικό αυτό χώρο υπάρχουν σημάδια κυκλώπειας τοιχοποιίας, μινωικής κατασκευής. Επιπλέον, διασκορπισμένα στο χώρο υπάρχουν ανάμεσα σε θυλάκους τέφρας, πολυάριθμα υστερομινωικά όστρακα, όπως και μερικά μεταγενέστερα, της γεωμετρικής ή της πρωτοκορινθιακής περιόδου7. Ακόμα βρέθηκαν εκεί δύο πήλινα ειδώλια, αρχαϊκής περιόδου8.

    Το εσωτερικό του επάνω σπηλαίου (Upper Grot) θυμίζει στη μορφή μανιτάρι ή ρηχό τηγάνι, έχει πλάτος 33 μ. και μήκος σε οριζόντια διείσδυση 16 μ., αποτελούμενο από δύο θαλάμους, έναν φωτιζόμενο και έναν πιο σκοτεινό. Αρχικά, το ύψωμα της οροφής από τα 6 μ. μειώνεται στα 2 μ. στο χώρο της φωτιζόμενης αίθουσας. Πιο συγκεκριμένα, στο βάθος αριστερά του θαλάμου βρίσκεται ένα ψηλό ασβεστολιθικό μόρφωμα με κυρτή, μαυρισμένη και, πιθανότατα, τεχνητά επεξεργασμένη πλάτη, θυμίζοντας αόριστα ένα σύμπλεγμα (τριών;) προσώπων και ζωών. Κατά μήκος του τοίχου του βάθους, και στον άξονα της εισόδου, αριστερά από δύο βράχους που και αυτοί μάλλον έχουν υποστεί κάποια επεξεργασία, υπάρχει μια χοντρή μαύρη σπηλαιολιθική στρώση, σε φόντο άσπρο και πορτοκαλί, δίνοντας την εντύπωση βουκρανίου. Τέλος, στο βάθος δεξιά, καλύπτοντας την ρωγμή ενός ογκόλιθου, βρίσκονταν κάποιοι μεγάλοι λίθοι, χονδροειδώς λαξευμένοι και τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλον, χωρίς όμως κάποιου είδος ενισχυτικής στήριξης, 7 L. Vance- Watrous, 1996, σελ.17-18. 8 D.G. Hogarth, 1899-1900, σελ. 105.

  • 6

    δίνοντας στον Evans και στον Ηogarth την εντύπωση ενός ορθογώνιου βωμού με ύψος περίπου 1μ. Ένα κομμάτι από γαλάζιο ραβδωτό επίχρισμα που βρέθηκε παραδίπλα, θεωρήθηκε μάλιστα ότι προερχόνταν από την αρχική επίστρωση του βωμού. Δομημένες λίθινες πλάκες βρέθηκαν κοντά στο βωμό, σε μικρή έκταση, υποδεικνύοντας την ύπαρξη λιθόστρωτου διαδρόμου9.

    Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν σ 'αυτό το σημείο, ανέδειξαν σε ένα βάθος μέχρι 2 μ., τέσσερα βασικά αρχαιολογικά στρώματα. Στιλβωμένα στο χέρι, ψημένα θραύσματα κεραμικών σκευών του τύπου «bucchero», μαζί με οστά οικόσιτων ζώων, βρέθηκαν αναμειγμένα με μαύρο χώμα στο βαθύτερο επίπεδο της τομής, τεκμηριώνοντας ότι άνθρωποι κατοικούσαν στο σπήλαιο του Ψυχρού από την Ύστερη Νεολιθική εποχή ή την Πρώιμη Μινωική περίοδο (4η–3η χιλιετία π.Χ.). Στο τέταρτο επίπεδο αποκαλύφθηκαν θραύσματα καμαραϊκών αγγείων, ειδικά διαμορφωμένα για προσφορές τροφίμων. Συγκεκριμένα βρέθηκαν μικροί σκύφοι, με δύο οριζόντιες λαβές και γωνιώδεις απολήξεις, θυμίζοντας τεχνικές μεταλλοτεχνίας, και με ελαφρώς γυρισμένο χείλος, και κύπελα με μια οριζόντια λαβή παρόμοιας τεχνικής. Τα κύπελα έφεραν στη βάση τους λευκό αστέρι ή σταυρό και κάτω από το χείλος ορισμένα από αυτά διακοσμούνταν με σειρά στιγμών. Σε αυτό το στρώμα βρέθηκαν ακόμα μεγάλα αγγεία με κάθετες λαβές, διακόσμηση σπειρών και συνδυασμό ανάγλυφης διακόσμησης με γραπτή, όπως και στενόμακρα αγγεία αποκαλούμενα «καρποδόχες». Δεν ανευρέθηκαν όμως «δακτυλιόσχημα», τα πιο ιδιαίτερα Καμαραϊκά αγεία, όπως εκείνα που βρέθηκαν στη Κνωσό και στο Ιδαίον Άντρο10. Η Καμαραϊκή κεραμική του Ψυχρού χρονολογήθηκε από τον Pendlebury στο τέλος της Μεσομινωικής IIΒ (περίπου το 1775 π.Χ.) περιόδου και είναι τα μοναδικά που βρέθηκαν στο σπήλαιο11. Επιπλέον, στο τέταρτο επίπεδο, βρέθηκαν 31 θραύσματα από τράπεζες προσφορών, κατασκευασμένες από στεατίτη ή ασβεστόλιθο. Οι περισσότερες ήταν διαμορφωμένες με μια κοιλότητα για την υποδοχή τροφίμων ή υγρών και επίσης έφεραν κυκλική ή τετράγωνη βάση για να τοποθετούνται πάνω σε βάθρο στήριξης. Μία σπονδική τράπεζα, μάλιστα, ήταν ενεπίγραφη (εικ. 3), με σύμβολα Γραμμικής γραφής Α (Mεσομινωική ΙΙΙ, 1725/1700 π.Χ.).

    Το τρίτο στρώμα δεν είναι τόσο αναγνωρίσιμο. Απέδωσε στιλβωμένα ερυθρά όστρακα με διακόσμηση χελωνίου, χρονολογούμενα από την Μεσομινωική III μέχρι την Υστερομινωική Ι περίοδο (1700-1550 π.Χ.). Το δεύτερο επίπεδο από την ίδια αρχαιολογική τομή αποτελείται από μυκηναϊκή κεραμική της Υστερομινωικής ΙΙΙ (1360-1220 π.Χ.), που περιελάμβανε κρατήρες με γεωμετρική ή φυτική γραπτή διακόσμηση και μονόχρωμα κύπελλα. Μικρά ομοιώματα βοδιών και κριών, ένας διπλός πέλεκυς από φύλλο χαλκού με βάθρο από στεατίτη και μικρά αναθηματικά άρματα (εικ. 4) βρέθηκαν σε αυτό το επίπεδο. Ακόμα αποκαλύφθηκαν σιδερένιο ξίφος, τέσσερις πελέκεις, οκτώ αιχμές λόγχης, ήλοι και καρφίδες. Τέλος, στο πρώτο επίπεδο βρέθηκαν ευρήματα από την Γεωμετρική και Αρχαϊκή περίοδο, ρωμαϊκοί λύχνοι και ένας βυζαντινός σταυρός. Γενικά στην τομή υπήρχαν, επίσης, στάχτες από θυσίες (βοδιών, προβάτων, αιγών, χοίρων αλλά και σκύλων, καθώς και αίγαγρων και ελαφιών τα οποία έχουν εξαφανιστεί πια από την Κρήτη), κέρατα αιγάγρων, 9 P. Feure, 1996, σελ. 34-35. 10 D. G Hogarth, 1899-1900, σελ. 98, 102-104. 11 B. Rutkowski, 1996, σελ. 11.

  • 7

    απανθρακωμένες προσφορές τροφίμων και οστέινα ευρήματα (κουτάλια, σαΐτες, σουβλιά, περόνες για την κόμη και σκουλαρίκια με διπλή εγχάρακτη σπείρα)12.

    εικόνα 3: Σχηματική παράσταση ενεπίγραφης τρίλοβης τράπεζας προσφορών από το θάλαμο του βωμού στο «Upper Grot».

    εικόνα 4: Χάλκινο ομοίωμα δίτροχου άρματος που το σέρνουν κριάρι και ταύρος, καθώς και χάλκινα ειδώλια ταύρων και ελαφιού (Μουσείο Ηρακλείου).

    Δεξιά από τον θάλαμο του βωμού υπάρχει μια χαμηλή σκοτεινή αίθουσα, που λειτουργεί σαν αποθηκευτικός χώρος αλλά ο D. G. Hogarth αποκάλεσε τον θάλαμο αυτό «Τέμενος». Αυτό, διότι ο θάλαμος ήταν περιφραγμένος με τοίχο του βάθους και τοίχο αρχαίας αργολιθοδομής, που σχημάτιζαν ορθογώνιο τέμενος, διαστάσεων 3 Χ 2 μ., πού ήταν πλακοστρωμένο στις αρχές της Υστερομινωικής περιόδου (δυστυχώς το δάπεδο δεν έχει διατηρηθεί), και κατέληγε σε δύο χοάνες, γεμάτες σήμερα με λίθους. Το μέγιστο ύψος της οροφής του θαλάμου φτάνει τα 2,5 μ. Στα σημεία όπου έγινε δυνατή η στρωματογραφική μελέτη των επιχώσεων εντοπίστηκαν -αρχικά κάτω από παχύ στρώμα ζωικών περιττωμάτων- Γεωμετρικά ευρήματα και ένας Πρωτοκορινθιακός αρύβαλλος. Στην συνέχεια υπήρχε ένα στρώμα λευκής τέφρας, ένα στρώμα κόκκινου υλικού, σαν από καμένη πλίνθο (οπτόπλινθο). Ακολουθόυσε στρώμα μαύρης λάσπης που περιείχε χάλκινα ευρήματα, όπως εγχειρίδια, περόνες, αιχμές και δόρατα (σύμφωνα με τον Evans χρονοογούμενα στην πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο13), της Υστερομινωικής ΙΙΙ και της Υπομινωικής περιόδου. Πιο κάτω ανασκάφηκε δεύτερο στρώμα τέφρας, που περιείχε αγγεία της Υστερομινωικής Ι. Αυτά ήταν μεγάλοι πίθοι (υποδεικνύοντας την λειτουργία του χώρου ως αποθηκευτική) με ανάγλυφα και παραστάσεις συμβόλων πάνω τους, όπως διπλό πέλεκυ, βουκράνιο, κέρατα καθοσιώσεως και πουλί. Ακολουθούσε τρίτο στρώμα τέφρας και τέλος, σε βάθος 2,20 μ., βρέθηκαν ίχνη της λίθινης πλακόστρωσης. Ακόμα, στο «Τέμενος» αποκαλύφθηκαν κοπίδια, τριχολαβίδες και διάδημα, τα οποία ανήκουν σε μια απροσδιόριστη φάση της Πρωτομινωικής περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.) και απαντούν συχνά

    12 J. Boardman, 1961, σελ. 3-4. 13 D. G. Hogarth, 1899-1900, σελ. 110.

  • 8

    σε τάφους. Τα αναθήματα πρέπει να κάηκαν στην πυρά πολλές φορές, λόγω έλλειψης χώρου, αλλά η λατρεία φαίνεται ότι συνεχίστηκε αδιαλείπτως επί 1.100 χρόνια (1700-600 π.Χ.) και ξανάρχισε την ελληνιστική περίοδο με αφιερώσεις λύχνων, δακτυλιδιών, περιδεραίων και νομισμάτων.

    H πρόσβαση στο Κάτω Σπήλαιο (Lower Grot), με διαστάσεις 52 Χ 40 Χ 15 μ., γίνεται από ολισθηρό κατηφορικό μονοπάτι απότομης κλίσης, μήκους 60 μ. Σταλαγμίτες και πυλώνες ορθώνονται μέχρι και 4 μ. ύψος και συχνά ενώνονται με τους σταλακτίτες, με αποτέλεσμα να συνθέτουν ένα ευρύ σύνολο από στήλες, πτυχώσεις και άλλα ασβεστολιθικά μορφώματα. Μία λίμνη, η επιφάνεια της οποίας μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή, βρέχει τις βάσεις αυτών των φυσικών στηλών, και φτάνει στην κατώτατη στάθμη της στα τέλη του Σεπτεμβρίου, έχει τότε διαστάσεις 12 Χ 5 και βάθος 1,5 μ. (εικ. 5). Το κάτω σπήλαιο χωρίζεται σε πέντε τμήματα. Στα δεξιά το τοίχωμα σχηματίζει ένα είδος κόγχης με έντονο σταλακτικό διάκοσμο το οποίο αποκαλείται από τους ντόπιους «Μανδύας του Διός». Αριστερά από εκεί υπάρχει η είσοδος σε μικρό θάλαμο (10 Χ 5,5 και ύψος 3-5 μ.), τον οποίο στις μέρες μας αποκαλούν ως το «μέρος όπου γεννήθηκε ο Δίας».

    Εικόνα 5: Η λίμνη του Δικταίου άντρου.

    Οι περισσότερες αναθηματικές προσφορές αποκαλύφθηκαν μέσα στις λάσπες (στο χαμηλότερο σημείο της λίμνης) και ανάμεσα στις σχισμές και στις κόγχες των σταλακτιτών. Όλα τα ευρήματα ανήκαν στην Υστερομινωική περίοδο, με εξαίρεση ένα μόνο Γεωμετρικό ειδώλιο. Η λάσπη στα διάφορα πλατώματα περιείχε εκτός από όστρακα, λίθινα πλακίδια με εγχάρακτες παραστάσεις της Υστερομινωικής ΙΙ και ΙΙΙ, με παραστάσεις κυρίως ταύρων και αιγών σε ειρηνικές ή κυνηγητικές σκηνές και ενός με σχέδιο το γεωμετρικό μοτίβο του λαβυρίνθου, στο σύνολο έξι. Επιπλέον, βρέθηκαν πολύτιμες πέτρες, όπως στεατίτης σε μορφή μηνίσκου, τρία κρυστάλλινα σφαιρίδια, λίθοι από περιδέραια, δακτυλίδια και κρίκοι από χαλκό, χρυσό και ασήμι, περόνες για τα μαλλιά και λαβές μικρών αναθηματικών πελέκων14.

    Οι ανασκαφές του 1900 αποκάλυψαν στις διάφορες κόγχες του τοιχώματος εγκλωβισμένα στον ασβεστόλιθο πληθώρα αναθηματικών ευρημάτων, σε πολλές από τις σχισμές φυλάσσονταν, μάλιστα, έως και δέκα από αυτά. Τα πιο χαρακτηριστικά εγχειρίδια από τα 160 που βρέθηκαν συνολικά στην σπηλιά, βρίσκονταν στο κάτω σπήλαιο. Αιχμές από λόγχες και βέλη, ξυράφια και περόνες βρέθηκαν παρομοίως ανάμεσα στους σταλακτίτες. Επιπλέον, εκεί υπήρχαν 16 χάλκινα ανθρωπόμορφα ειδώλια, πιθανά ομοιώματα των δωρητών, ανδρών ή γυναικών. Τα ειδώλια ήταν αδρής εργασίας, θυμίζοντας στον Evans πρώιμα ειδώλια από την Ολυμπία και ιταλικά ευρήματα του 14 P. Feure, 1996, σελ.35-37.

  • 9

    πολιτισμού Hallstatt. Πρόκειται, πιθανότατα, για απλοποιημένες απεικονίσεις των ίδιων των αναθετών, τα οποία παριστάνονται να φορούν ολόσωμο ένδυμα ή φόρεμα. Τα χέρια των γυναικείων ειδωλίων ήταν τοποθετημένα κάτω από το στήθος ή το δεξί στην μέση και το αριστερό ορθωμένο στο κεφάλι τους, σε στάση χαιρετισμού. Στα ανδρικά ειδώλια τα χέρια ήταν προσκολλημένα στα πλευρά τους ή είχαν το αριστερό χέρι πάνω στην κεφαλή τους, μάλλον ως ένδειξη λατρείας. Το μεγαλύτερο από αυτά είχε ύψος 1,30 εκ., σε αντίθεση με το μικρότερο που ήταν 46 εκ. (εικ. 6).

    Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κάτω σπήλαιο δεν βρέθηκε κανένα χάλκινο ομοίωμα ζώου, φαίνεται, λοιπόν, ότι τα ειδώλια αυτά τα εναπόθεταν αποκλειστικά στο πάνω σπήλαιο. Το κάτω σπήλαιο φιλοξενούσε μόνο ανθρώπινα ομοιώματα. Τέλος, στις σχισμές αποκαλύφθηκε αιγυπτιακό αγαλματίδιο του Άμμωνα-Ρα της 19ης Δυναστείας (εικ. 7), και 18 διπλοί πελέκεις από μπρούντζο και 2 από καθαρό χαλκό, ο μεγαλύτερος από τους οποίους είχε πλάτος 28 εκ. και διακόσμηση με λοξές γραμμές15.

    Εικόνα 6 : Ανδρικά και γυναικεία ειδώλια από χαλκό και πηλό ( Μουσείο Ηρακλείου).

    Εικόνα 7 : Ειδώλιο του Αιγύπτιου θεού Άμμωνος Ρα, θεού του ήλιου και προστάτη των Φαραώ (Μουσείο Ηρακλείου).

    15 D. G Hogarth, 1899-1900, σελ.107-09,115.

  • 10

    Τα κριτήρια που καθορίζουν ένα ως ιερό

    Σύμφωνα με τον J. D. S. Pendlebury και τον P. Faure ο αριθμός των σπηλαίων που λειτούργησαν ή ενδέχεται να λειτούργησαν ως ιερά στην Κρήτη ήταν 70. Για να ταυτιστεί, λοιπόν, ένα σπήλαιο ως ιερό πρέπει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις. Πρώτων, πρέπει να υπάρχει η παρουσία του νερού, στάσιμο ή σε σταγονορροή, μόνιμα ή εποχιακά, αφού πιστεύεται πως ήταν θαυματουργό ή αγιασμένο (αγίασμα). Τα αφιερώματα του σπηλαίου πρέπει, επίσης, να αντιστοιχούν σε μια χρονολογική αλληλουχία και να περιλαμβάνουν κοσμήματα, διακοσμημένα αγγεία, ειδώλια, διπλούς πέλεκεις και εγχάρακτους λύχνους. Στο σπήλαιο, ακόμα, πρέπει να ανιχνεύονται ίχνη αιθάλης σε συνδυασμό συχνά με στάχτες. Το επιβλητικό τοπίο, καθώς και η ύπαρξη φιλολογικής παράδοσης, όσον αφορά τα τοπωνύμια και τις επιγραφές, είναι ισχυροί παράγοντες. Τέλος, πρέπει να υπάρχει γειτνίαση με αρχαία πόλη και επακολούθως να εντοπιστούν οι δρόμοι που οδηγούσαν από αυτή στη σπηλιά. Το σπήλαιο του Ψυχρού υποστηρίζει όλες τις ανατέρω βασικές προϋποθέσεις για να προσδιοριστεί ως ιερό.

    Το σπήλαιο του Ψυχρού ως ιερό θρησκευτικό κέντρο

    Το Ψυχρό αποτελούσε τόπο λατρείας ήδη από την Μεσομινωική Ι περίοδο, από την εποχή δηλαδή γύρω στο 1900 π.Χ., οπότε ιδρύονται τα πρώτα ανάκτορα με τη λαβυρινθώδη δομή και τις υπόγειες κρύπτες, ενώ από το 1300 π.Χ. τα περισσότερα αστικά κέντρα ξεκίνησαν να έχουν το δικό τους ιερό, όπως αναφέρεται στις λογιστικές πινακίδες των ανακτόρων. Αστοί και μεταλλουργοί απολάμβαναν κάπου στην Κρήτη ένα είδος χθόνιας λατρείας, λίγο πολύ μυστικιστική και οπωσδήποτε εντελώς διαφορετική από την συνηθισμένη λατρεία των αστικών κέντρων και της υπαίθρου. Αναλυτικότερα, η λατρεία στον επάνω θάλαμο του σπηλαίου ξεκίνησε την Μεσομινωική ΙIΒ περίοδο (1775 π.Χ.), σε αντίθεση με το κάτω σπήλαιο που ενσωματώθηκε στο θρησκευτικό σύστημα όχι πριν τη Μεσομινωική ΙΙΙ (1725- 1700 π.Χ.)16. Το σπήλαιο αποτελούσε τόπο ιερό για τους κατοίκους στον Καστέλο Τζερμιάδων (Πρωτομινωική, Μεσομινωική) ή στην Κεφάλα, κοντά στην Πλάτη (Υστερομινωική, Γεωμετρική και Αρχαϊκή περίοδος), όπως υποδηλώνεται με βάση την χρονολόγηση των ευρημάτων στο Δικταίον άντρο17. Οι Μυκηναίοι όμως από την Πλάτη φαίνεται ότι έλεγχαν κυρίως το ιερό του σπηλαίου (Υστερομινωική III). Υπάρχουν όμως και ευρήματα που θυμίζουν αντικείμενα που βρέθηκαν στο Καρφί (Υπομινωική περίοδος) και τον Άγιο Γεώργιο Πάπουρα (Μεσομινωική έως Αρχαϊκή περίοδος). Είναι ακόμα αμφίβολο εάν το σπήλαιο θεωρούνταν βασικό θρησκευτικό κέντρο για τους κατοίκους μακρινών πόλεων, όπως η πόλη του ανακτόρου των Μαλίων ή η Λύττος, αφού η απόσταση του σπηλαίου από αυτές ήταν περίπου πέντε ώρες με τα πόδια. Επιπλέον, από τέσσερις πινακίδες γραμμικής γραφής Β (Υστερομινωική ΙΙΙΑ2-Β) από την Κνωσό πληροφορούμαστε ότι έστειλαν αρωματικά έλαια και ειδώλια ως

    16 L. Vance-Watrous, 1996, σελ. 24-25, 47. 17 P. Feure, 1996, σελ. 37-38.

  • 11

    προσφορές για τον Δικταίο Δία στο βουνό Δίκτη (αρά μάλλον τα αναθήματα προοριζόταν για το σπήλαιο του Ψυχρού)18.

    Το σπήλαιο του Ψυχρού έχει ιδιαίτερο και έντονο φυσικό στοιχείο, ευρισκόμενο σε μια υψηλή βουνοπλαγιά με θέα όλο το οροπέδιο του Λασιθίου και τα βουνά που το περιβάλλουν. Από το πιο υψηλό σημείο μπορεί κάποιος να αντικρίσει την ακτή και όλες τις περιοχές ανάμεσα στην αρχαία Λύττο, τα Μάλια και την Λατώ. Κατά την Νεοανακτορική περίοδο πιστοί (πιθανόν) από τα Μάλια και την περιοχή του Λασιθίου ανέβαιναν το βουνό Δίκτη, ώστε να επισκεφθούν το Ψυχρό σε διάφορες χρονικές στιγμές και με μέγιστο αριθμό μάλλον τα 250 άτομα (συμπεραίνοντας από το μέγεθος της εξωτερικής εξέδρας). Η μεγάλη απόσταση για να φτάσει ο πιστός στο σπήλαιο ήταν, η ίδια, μια μορφή ιεροτελεστίας με σκοπό ο αναθέτης να εμφυσήσει μέσα του το θείο.

    Οι θρησκευτικές τελετές-εορτές που ελάμβαναν μέρος στο σπήλαιο του Ψυχρού ήταν αρκετές. Εκεί θα μπορούσαν να διεξάγονται τελετές ενηλικίωσης για αγόρια και κορίτσια, ένας κοινωνικός θεσμός της αρχαιότητας. Το Ψυχρό πληρούσε όλα τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα για τους τελετουργικούς καθαρμούς, με στόχο τη δημιουργία «τετελεσμένων», ολοκληρωμένων, δηλαδή ανθρώπων. Οι τελετές αυτές απαιτούσαν σκοτάδι, σιωπή, χαμηλή θερμοκρασία, γάργαρο και παγωμένο νερό, δοκιμασίες προσπέλασης και επιβίωσης που εγείρουν θάρρος και επινοητικότητα από την πλευρά των εφήβων. Το ανάγλυφο πλακίδιο με την παράσταση κυνηγού (εικ. 8), όπλα (ξίφη, αιχμές, λόγχες, ασπίδες) και ειδώλια (ίσως) πολεμιστών που βρέθηκαν στο σπήλαιο αποτελούν ενδείξεις για τελετές ενηλικιώσεις των αρρένων. Για τις αντίστοιχες των κοριτσιών συμφωνούν η εύρεση γυναικείων ειδωλίων με πλούσια ένδυση, περόνες, βελόνες διάφορων τύπων, οστέινα εξαρτήματα κοσμημάτων ρούχων και πόρπες, αντίστοιχα δηλαδή για την δική τους τελετή ενηλικίωσης, τον γάμο. Διακοσμητικά κεφαλής και λεπίδες μπορεί να είχαν επίσης σχέση με διαβατήριες τελετές, αφού οι νεαροί έπρεπε να κόβουν την κόμη τους και τα κορίτσια να έχουν ξυρισμένη κεφαλή ή μέρος της, κατά την μετάβαση τους στην εφηβεία ή πριν τον γάμο, όπως μας δείχνουν οι θηραϊκές τοιχογραφίες. Τέλος, υπήρχε και η λατρευτική τελετή για την γονιμότητα της φύσης, κατά την οποία πιστοί προσέφεραν σε διάφορους τύπους κέρνων και μικρογραφικών αγγείων, μικρή ποσότητα από την πρώτη του έτους σοδειά. Τα μαγειρικά σκεύη και οι μεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι μάλλον χρησίμευαν επίσης για την ίδια τελετή, που περιελάμβανε κατανάλωση τροφής από τους προσκυνητές. Μικρογραφίες κλαδιών και ειδώλια ζώων κατά την αναπαραγωγή τους, καθώς και μεμονωμένα ομοιώματα πτηνών και φιδιών, ειδώλια αιγών και ταύρων προσφέρονταν επίσης σε αυτή την θρησκευτική εορτή.

    18 L. Vance-Watrous and H. Blitzer, 1982, σελ. 18.

  • 12

    Εικόνα 8 : Ανάγλυφο πλακίδιο κυνηγού με αίγαγρο.

    Οι τελετές που ελάμβαναν χώρα στην σπηλιά αφορούσαν συγχρόνως δημόσιες επιδείξεις αλλά και αποκρυφιστικά και κλειστού κοινωνικού κύκλου μυστήρια. Αυτό γινόταν δυνατό χάρη στη φυσική διαμόρφωση του χώρου χωρίς να απαιτείται κάποια αρχιτεκτονική ή οικοδομική παρέμβαση. Έτσι, η πομπή των πιστών που βρίσκονταν στον προθάλαμο μπορούσε να βλέπει τη μορφή του ιερού προσώπου που βρισκόταν στην είσοδο του επάνω σπηλαίου να ιερουργεί, ενώ ταυτόχρονα μια άλλη θρησκευτική τελετή θα μπορούσε να εξελίσσεται στον απομονωμένο κάτω θάλαμο.

    Έπειτα, οι γυναίκες και άντρες που ήταν στο προθάλαμο, εισέρχονταν στο εσωτερικό του επάνω σπηλαίου και κατευθύνονταν στον βωμό στην άκρη της σπηλιάς, που ήταν φωτισμένος συχνά με λύχνους ή με κάποιο θυμιατό (υποδεικνύοντας ότι ορισμένες τελετές γινόντουσαν κατά την διάρκεια της νύκτας), και κάνοντας ποικίλες προσφορές, ζώων, φαγητών και υγρών, πινακίδων, όπλων, εργαλείων, κοσμημάτων, αντικειμένων ένδυσης καθώς και ειδωλοπλαστικές μικρογραφίες των ίδιων, όπως και των θυσιασμένων ζώων. Κύπελλα, σκύφοι και ρυτά περιείχαν στερεά τροφή και υγρά ως προσφορές. Όπλα ή ομοιώματα αυτών, εργαλεία χειρωνακτικής εργασίας και γεωργίας, προσφέρονταν πιθανόν από τεχνίτες (ανάλογα με την ιδιότητά τους), δικής τους κατασκευής, έτσι ώστε να ευοδωθεί η βιοτεχνία τους ή να ευλογηθεί η προώθηση των εμπορικών προϊόντων τους. Οι γυναίκες προσέφεραν προσωπικά αντικείμενα και στολίδια ένδυσης, συνήθεια που πιθανόν συνδεόταν με κάποια τελετή σχετική με την απώλεια της παρθενίας στο γάμο ή με την γέννα. Συνάγεται, λοιπόν, ότι η ποικιλομορφία των προσφορών απηχεί το εύρος των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, όπου ανήκαν οι πιστοί που επισκέπτονταν το σπήλαιο.

    Οι επισκέπτες έφερναν, επίσης, φαγητό για να αποθηκευτεί στους πίθους που υπήρχαν μέσα στο «Τέμενος». Τα σκευή αυτά χρησιμοποιούνταν μάλλον για κάποιο μεγάλο συμπόσιο και φυλάσσονταν στο σπήλαιο τον υπόλοιπο καιρό από κάποιον αρμόδιο. Μετά τις θυσίες των ζώων, χρησιμοποιώντας πιθανόν τον διπλό πέλεκυ που βρέθηκε δίπλα στο βωμό ως τελεστήριο όργανο για τη σφαγή, φαγητό μαγειρευόταν και οι πιστοί δειπνούσαν. Χορός περιλαμβάνονταν στην τελετή ή απλά οι πιστοί χόρευαν στην εξωτερική πλατφόρμα του σπηλαίου, μάλιστα κατά τις περιόδους γονιμότητας μάλλον χόρευαν μπροστά από ένα ιερό δέντρο, σύμφωνα με μια χάλκινη πινακίδα (εικ.10) που βρέθηκε στο σπήλαιο. Οι υποθέσεις για τον χορό έγιναν με βάση το γυναικείο ειδώλιο, μάλλον χορεύτριας (εικ. 9), και των ανδρικών ειδωλίων, τα οποία εκτελούν ιδιαίτερες κινήσεις-χειρονομίες θαυμασμού. Όλα βρέθηκαν στο Δικταίον άντρο. Τέλος, οι πιστοί κατέβαιναν και στο κάτω

  • 13

    σπήλαιο, όπου άφηναν στη λίμνη ειδώλια, περόνες, δαχτυλίδια και σφραγίδες. Τοποθετούσαν, επίσης, αιχμές και διπλούς πελέκεις ανάμεσα στους σταλαγμίτες και σταλακτίτες19.

    Εικόνα 9 : Χάλκινο γυναικείο ειδώλιο.

    Η θρησκεία των πιστών στο Ψυχρό

    Από όσα γνωρίζουμε σήμερα, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα σε ποια συγκεκριμένη θεότητα απευθύνονταν οι πιστοί. Το Δικταίον άντρον μπορεί να μην ήταν μόνο ιερό του μινωικού Δία αλλά και της μεγάλης Μινωικής Θεότητας, όπως φανερώνει μικρή αναθηματική πινακίδα από χαλκό με εγχάρακτη λατρευτική σκηνή (εικ. 10). Στην εικόνα διακρίνεται το ιερό δέντρο, ένα πουλί που συμβολίζει τη θεία «επιφάνεια», δηλαδή την εμφάνιση της θεότητας εν είδει πτηνού, πολλά κέρατα καθοσιώσεω με τον ιερό κλάδο στο κέντρο τους, ένα ψάρι το οποίο συμβόλιζε ίσως τη σημαντική θαλάσσια υπόσταση της θεάς, έναν πιστό και τέλος τον ηλιακό δίσκο και την ημισέληνο. Ολόκληρη η σκηνή ερμηνεύθηκε ότι παριστάνει τα βασικά στοιχεία μιας κοσμογονίας20. Ο Σ. Μαρινάτος υποστήριζε ότι η μινωική θρησκεία αποτελούταν από μια παντοδύναμη και πανίσχυρη θεότητα περιβαλλόμενη από ομάδα δευτερευουσών θεοτήτων, μια δηλαδή πολυθεϊστική θρησκεία (όπως αναφέρει η Ν. Μαρινάτου21). Με βάση αυτό, η L. Tyree πιστεύει πως στον επάνω θάλαμο του σπηλαίου λατρευόταν μια αγροτική θεότητα, προστάτιδα των ζώων και της σοδειάς, λόγω των προσφορών που βρέθηκαν εκεί (ειδώλια ζώων , θραύσματα ή ολόκληρα κεραμικά), ενώ στο κάτω σπήλαιο λατρευόταν μια πολεμική θεότητα, προστάτιδα της ευημερίας, της γονιμότητας και του βιοπορισμού, σύμφωνα με τα ευρήματα που αποκαλύφθηκαν εκεί (ειδώλια ανθρώπων, χάλκινοι διπλοί πελέκεις και όπλα)22. Ο Εvans πίστευε πως τα σπήλαια πρώτα έγιναν ιεροί χώροι, επειδή οι σταλαγμίτες

    19 L. Vance-Watrous,1996, σελ.20-23, 50-54,89-90. 20 Κ. Δαβάρας, 1989,σελ. 10. 21 N. Marinatos, Minoan Religion, University of South Carolina Press, 1993, σελ. 165-166. 22 L. Vance-Watrous, 1996, σελ. 24.

  • 14

    ερμηνεύθηκαν ως θεότητες οι οποίες μεταμορφώθηκαν σε πέτρα, παραδείγματος χάριν, ο μεγαλοπρεπής σταλακτίτης που ονομάζεται «ο Μανδύας του Διός»23.

    Εικόνα 10 : Ανάγλυφη πινακίδα με παράσταση μιας ιερουργίας.

    Οι μύθοι γύρω από το «Δικταίον άντρον»

    Το μινωικό αυτό λατρευτικό σπήλαιο ταυτίστηκε από πολλούς αρχαιολόγους με τον τόπο όπου γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Δίας, λόγω των αρχαίων φιλολογικών κειμένων, και έτσι αποκαλείται καταχρηστικά «Δικταίον άντρο». Ο Ησίοδος περιγράφει στην Θεογονία (στ. 477-48424) πως η Ρέα για να σώσει τον νεογέννητο Δία ώστε να μην κατασπαραχθεί από τον Κρόνο, κρύφτηκε σε ένα σπήλαιο πλησιέστερο στην πόλη Λύττο (Λύκτο). Εκεί, ο Δίας ανατράφηκε από μέλισσες ή περιστέρια, ή ακόμα και από μια γουρούνα. Η ανατροφή του θεού συνδέεται στενά, επίσης, με τους εννέα Κουρήτες, οι οποίοι χόρευαν χτυπώντας τα σπαθιά και τα ακόντιά τους πάνω στις ασπίδες τους (ένοπλος χορός) και έπαιζαν τύμπανα, ώστε να πνίγονται τα κλάματα του μωρού για να μην ακουστούν από τον Κρόνο που το έψαχνε. Κατά τα τελευταία χρόνια διάφοροι ιστορικοί προβάλλουν αντιρρήσεις ή αρνούνται τελείως ότι το σπήλαιο του Ψυχρού μπορεί πραγματικά να ταυτιστεί με το «Δικταίον άντρον». Η κυριότερη αντίρρηση είναι ότι σύμφωνα με ελληνιστικές παραδόσεις το όρος Δίκτης βρισκόταν στα ανατολικά του Ισθμού της Ιεράπετρας, ίσως όμως αυτό συνέβη, αργότερα, επειδή οι πρόσφυγες Ετεόκρητες μετέφεραν μαζί τους τη λατρεία του Δικταίου Διός στην Ανατολική Κρήτη25. Ακόμα η M. Guarducci προσθέτει πως μόνο ο Ησίοδος και η πινακίδα Γραμμικής γραφή Β από την Κνωσό αναφέρονται στο Ψυχρό σπήλαιο, ενώ όλοι οι μετέπειτα συγγραφείς από τον 6ο αι.

    23 L. Vance-Watrous, 1996, σελ. 23. 24 '' Γαίαν τε και Ουρανόν αστερόεντα'': Πέμψαν δ΄ες Λύκτον, Κρήτης ες πίονα δήμον,

    Οππότ΄άρ΄ οπλότατον παίδων ήμελλε τεκέσθαι,

    Ζήνα μέγαν. τον μεν οι εδέξατο Γαία πελώρη

    Κρήτηι εν ευρρείηι τραφέμεν ατιταλλέμεναί τε.

    Ενθα μιν ίκτο φέρουσα θοήν διά νύκτα μέλαιναν

    πρώτην ες Λυκτόν. κρύψεν δε ε χερσί λαβούσα

    Αντρωι εν ηλιβάτων, ζαθέης υπό κεύθεσι Γαίας.

  • 15

    π.Χ. και εξής αναφέρονται στο Ιδαίον άντρο, ως το Δικταίον, λόγω της αλλαγής της τοποθεσίας στο μύθο εκείνη την περίοδο26.

    Με το Ψυχρό συνδέονται και άλλοι μύθοι. Σε αυτό το σπήλαιο κατέβηκε ο Μίνωας, διάσημος νομοθέτης ο ίδιος (σύμφωνα με την κρητική παράδοση, υποδεχόταν τις ψυχές των νεκρών, τις δίκαζε ή τις έστελνε είτε στα Τάρταρα ή να αναγεννηθούν, χαρίζοντας έτσι ζωή σε νέους ανθρώπους), για να παραλάβει τους νόμους του Διός. Επίσης εδώ, και όχι στη Γόρτυνα, έλαβε χώρα η ένωση του Διός με την ωραία πριγκίπισσα Ευρώπη, που γέννησαν τον Μίνωα. Τέλος, ο κρητικός Επιμενίδης στο σπήλαιο του Ψυχρού «κοιμήθηκε» για πολλά χρόνια και είχε διάφορα θεία οράματα27.

    Βιβλιογραφία

    B. Rutkowski, The Psychro cave and other sacred grottoes in Crete, Warsaw : Art and Archaelogy, 1996.

    D.G.Hogarth, «The Dictaean Cave», BSA 6, 1899-1900, σελ. 94-116. J. Boardman, The Cretan Collection in Oxford: The Dictaen Cave and Iron Age Crete,

    Oxford : Clarendon Press, 1961. L. Vance - Watrous,The Cave Sanctuary of Zeus at Psychro: A Study of Extra-Urban

    Sanctuaries in Minoan and Early Iron Age Crete, Liege: Universite de Liege. Histoire de lʹart et archιologie de la Grece antique Austin: University of Texas at Austin. Program in Aegean Scripts and Prehistory, 1996.

    L. Vance -Watrous and H. Blitzer, Lasithi: A History of Settlement on a Highland Plain in Crete, Hesperia Supplements 18, Princeton, N.J: American School of Classical Studies at Athens, 1982.

    P. Feure, Ιερά Σπήλαια της Κρήτης, Ηράκλειον: Δήμος Ηρακλείου, Βικελαία Βιβλιοθήκη, 1996.

    Α. Βασιλάκης, Μινωική Κρήτη. Από τον μύθο στην Ιστορία, Αθήνα, 1999. Κ. Δαβάρας, Το Σπήλαιο του Ψυχρού, Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο

    Αρχαιολογικών Πόρων Και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 1989.

    25 Κ. Δαβάρας, 1989, σελ. 11-12. 26 L. Vance-Watrous and H. Blitzer, 1982, σελ. 66-67. 27 D. G. Hogarth, 1899-1900, σελ. 95.