ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ Η...

57
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ∆ΕΙΑΣ , ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ , ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ∆ΙΕΥΘΥΝΣΗ Π.Ε. ΚΑΙ .Ε. ΗΠΕΙΡΟΥ ∆ΙΕΥΘΥΝΣΗ ∆ΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗΣ Ν. ΆΡΤΑΣ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ ΑΡΤΑΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Β΄ ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2012-2013 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ : ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ : Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΑΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ : ΜΕΓΑΠΑΝΟΣ ∆ΗΜΗΤΡΙΟΣ , ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ Π.Ε. 09 ΠΑΠΠΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ , ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΟΣ ΠΕ19 ΝΕΟΧΩΡΙ , ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2013

Transcript of ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ Η...

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ∆ΕΙΑΣ , ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ,

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ∆ΙΕΥΘΥΝΣΗ Π.Ε. ΚΑΙ ∆.Ε. ΗΠΕΙΡΟΥ

∆ΙΕΥΘΥΝΣΗ ∆ΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗΣ Ν. ΆΡΤΑΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ ΑΡΤΑΣ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Β΄ ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2012-2013

ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ :

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ :

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΑΣ

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ :

ΜΕΓΑΠΑΝΟΣ ∆ΗΜΗΤΡΙΟΣ , ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ Π.Ε. 09

ΠΑΠΠΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ , ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΟΣ ΠΕ19

ΝΕΟΧΩΡΙ , ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2013

ΟΜΑ∆ΕΣ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΣΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ PROJECT

ΟΜΑ∆Α 1η

1. Νάτσιος ∆ιονύσιος

2. Παππά Ευσταθία

3. Τσιγάρας ∆ηµήτριος

4. Χαλκιά Παναγιώτα

ΟΜΑ∆Α 2η

1. Αλουσάι Μαρινέλα

2. Μήτσιου Βασιλική

3. Πάτσο Αλέξανδρος

4. Ρόκοµα Ευσταθία

ΟΜΑ∆Α 3η

1. ∆ήµου Αναστασία

2. Κοστρένι Χαµήτε

3. Μπούλα Χαρά

ΟΜΑ∆Α 4η

1. Αντωνίου Ελένη

2. Κωστακιώτη Βασιλική

3. Παπαϊωάννου Αλεξάνδρα

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ

Η έννοια του πληθωρισµού. Πληθωρισµός: είναι η διαρκής και συνεχιζόµενη τάση αύξησης του γενικού επιπέδου των τιµών. Εποµένως, δεν πρόκειται για µια στατική κατάσταση µε υψηλό επίπεδο τιµών, αλλά για µια δυναµική διαδικασία, στην οποία το επίπεδο των τιµών αυξάνει συνεχώς. Ακόµη και στην περίπτωση που το επίπεδο των τιµών παραµένει σταθερό αλλά υφίσταται µια προσωρινά συγκαλυµµένη και αφανή τάση ανόδου, πάλι θεωρούµε ότι υπάρχει πληθωρισµός. Ο πληθωρισµός παρουσιάζει τις ακόλουθες διακρίσεις: 1) Ανάλογα µε τη διάρκεια 2) Ανάλογα µε την ένταση των πληθωριστικών φαινοµένων 3) Ανάλογα µε τη φάση της οικονοµικής συγκυρίας 4) Ανάλογα µε τη δυνατότητα ή µη ελέγχου 5) Ανάλογα µε την αιτία 6) Ανάλογα µε τη δυνατότητα πρόβλεψης 7) Λοιπά είδη πληθωρισµού

Σε µια οικονοµία της αγοράς, οι τιµές των αγαθών και των υπηρεσιών µπορούν πάντα να µεταβληθούν. Κάποιες τιµές αυξάνονται, κάποιες άλλες µειώνονται. Μπορούµε να µιλήσουµε για πληθωρισµό όταν παρατηρείται γενική αύξηση τιµών των αγαθών και των υπηρεσιών και όχι µόνο ορισµένων προϊόντων. Εποµένως, µε 1 ευρώ µπορούµε να αγοράσουµε λιγότερα πράγµατα ή, µε άλλα λόγια, η αξία του ευρώ µειώνεται.

Όταν υπολογίζεται η µέση αύξηση των τιµών, δίδεται µεγαλύτερη βαρύτητα στις τιµές των προϊόντων για τα οποία δαπανώνται περισσότερα χρήµατα - όπως το ηλεκτρικό ρεύµα - σε σχέση µε τις τιµές των προϊόντων για τα οποία ξοδεύονται λιγότερα - π.χ. ζάχαρη ή γραµµατόσηµα.

Κάθε νοικοκυριό έχει διαφορετικές καταναλωτικές συνήθειες: ορισµένοι έχουν αυτοκίνητο και τρώνε κρέας, άλλοι µετακινούνται µόνο µε τα µέσα µαζικής µεταφοράς ή είναι χορτοφάγοι. Οι µέσες καταναλωτικές συνήθειες του συνόλου των νοικοκυριών καθορίζουν τη βαρύτητα που λαµβάνουν τα διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες κατά τη µέτρηση του πληθωρισµού.

Για τη µέτρηση του πληθωρισµού, λαµβάνονται υπόψη όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες που καταναλώνουν τα νοικοκυριά, όπως:

είδη καθηµερινής χρήσης (π.χ. τρόφιµα, εφηµερίδες και βενζίνη) διαρκή αγαθά (π.χ. είδη ένδυσης, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και πλυντήρια) υπηρεσίες (π.χ. κοµµωτήρια, ασφάλειες και ενοικιαζόµενες κατοικίες)

Πώς καθορίζονται οι τιµές;

Οι τιµές συνήθως καθορίζονται µε βάση το ∆είκτη Τιµών Καταναλωτή (∆.Τ.Κ.). Θα µπορούσαµε να πούµε ότι ο ∆.Τ.Κ. είναι ένα µεγάλο καλάθι που ένας µέσος καταναλωτής ή µια µέση οικογένεια αγοράζει σε σταθερή βάση (αυτό που µέχρι τώρα ονοµαζόταν ’καλάθι της νοικοκυράς’ και τώρα ονοµάζεται ’καλάθι του καταναλωτή’). Το καλάθι έχει περισσότερα από 700 είδη που ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες: φαγώσιµα (φαγητό, ποτά), µη φαγώσιµα (ρούχα, έπιπλα, είδη καθαρισµού, είδη προσωπικής φροντίδας) και υπηρεσίες (υγείας, κοινωνικής πρόνοιας, εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας, τουρισµού, οικονοµικές κτλ.).

Το περιεχόµενο του καλαθιού εναρµονίζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγµα που σηµαίνει ότι όλα τα κράτη-µέλη χρησιµοποιούν τις ίδιες στατιστικές για να δικαιολογήσουν το ∆.Τ.Κ. τους. Κάθε µήνα οι στατιστικές υπηρεσίες κάθε χώρας µετρούν το γενικό επίπεδο των τιµών και το συγκρίνουν µε αυτό των προηγούµενων µηνών για να καταλήξουν στο συµπέρασµα αν οι τιµές αυξήθηκαν ή µειώθηκαν.

Ποιος χρησιµοποιεί το ∆είκτη Τιµών Καταναλωτή;

• Το κράτος και οι υπάλληλοι: Ο ∆.Τ.Κ. χρησιµοποιείται για εναρµόνιση των µισθών, των συντάξεων, των κοινωνικών ωφεληµάτων κτλ.

• Συµβολαιούχοι (αυτοί που διατηρούν συµβόλαια ενοικίασης ή άλλα): Λαµβάνονται µέτρα ώστε να διασφαλιστεί η τροποποίηση του ποσού που αναγράφεται στο συµβόλαιο σύµφωνα µε το ρυθµό πληθωρισµού.

Υπάρχουν επίσης άλλοι ∆είκτες Τιµών που χρησιµοποιούνται για διαφορετικούς σκοπούς όπως, για παράδειγµα, ο Βιοµηχανικός ∆είκτης Όγκου και Τιµών Παραγωγής και Γεωργικός ∆είκτης Όγκου και Τιµών Παραγωγής.

Τα χρήµατα χάνουν την αξία τους όταν υπάρχει πληθωρισµός

Μια διαδροµή µε το δηµόσιο λεωφορείο στοίχιζε 2€ πριν τρείς µήνες αλλά η τιµή του πετρελαίου αυξήθηκε και έτσι οι τιµές αυξήθηκαν ανάλογα. Η ίδια διαδροµή µε το λεωφορείο στοιχίζει τώρα 2,20€, άρα µιλάµε για 10% πληθωρισµό. Πληθωρισµός σηµαίνει µια γενική αύξηση του επιπέδου των τιµών στην οικονοµία για µια περίοδο. Η λέξη «γενικό» είναι πολύ σηµαντική. ∆εν µιλάµε για πληθωρισµό όταν αυξάνεται η τιµή σε ένα ή δύο προϊόντα, έχουµε πληθωρισµό όταν αυξάνονται οι τιµές όλων των προϊόντων που περιλαµβάνονται στο καλάθι της νοικοκυράς.

Πότε αυξάνονται οι τιµές;

Οι τιµές αυξάνονται όταν υπάρχει µεγάλη ζήτηση για µερικά προϊόντα. Για παράδειγµα, όταν οι καλλιεργητές σταφυλιών στη Νότια Ευρώπη ανακοινώσουν ότι οι καλλιέργειες τους καταστράφηκαν λόγω τυφώνα οι παραγωγοί κρασιού ξέρουν ότι θα υπάρχει έλλειψη σταφυλιών και έτσι οι τιµές γενικά θα αυξηθούν.

Οι τιµές αυξάνονται και όταν αυξηθούν τα έξοδα της παραγωγής. Για παράδειγµα ο τοπικός παροχέας ενέργειας αυξάνει την τιµή του ηλεκτρισµού, ο φούρναρης που

χρησιµοποιεί ηλεκτρικούς φούρνους πρέπει να αυξήσει τις τιµές των προϊόντων του γιατί πληρώνει περισσότερα στους λογαριασµούς της ηλεκτρικής.

Ποιος υποφέρει από τον πληθωρισµό;

• Οι καταναλωτές: Είναι δυσκολότερο να συγκρίνουν τιµές και να λαµβάνουν αποφάσεις όταν οι τιµές αλλάζουν.

• Οι παραγωγοί: ∆εν είναι εύκολο να προγραµµατίζουν επενδύσεις και να υπολογίζουν το κέρδος από συγκεκριµένες κινήσεις τους όταν οι τιµές αλλάζουν απροσδόκητα.

• Οι καταναλωτές και οι παραγωγοί: Οι αποταµιεύσεις χάνουν την αξία τους όταν υπάρχει πληθωρισµός, γιατί ο πληθωρισµός µειώνει την αξία του χρήµατος.

Ποιος επωφελείται από τον πληθωρισµό;

• Οι οφειλέτες: Ο πληθωρισµός τείνει να µειώνει τους τόκους και αυτό σηµαίνει λιγότερα χρέη για τον οφειλέτη.

Είναι γνωστό ότι το σχεδόν µόνιµο πρόβληµα των αναπτυγµένων χωρών µετά, τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο είναι το διαρκώς ανερχόµενο επίπεδο των τιµών. Επιπλέον κατά την τελευταία εικοσαετία το φαινόµενο των ανερχόµενων τιµών συνοδεύεται από ανεργία σε ευρεία έκταση. Παρατηρείται, δηλαδή, το φαινόµενο του πληθωρισµού ύφεσης ή στασιµοπληθωρισµού (Stagflation), το οποίο έχει δηµιουργήσει δυσεπίλυτα προβλήµατα στην οικονοµική πολιτική κάθε χώρας.

Ο προσδιορισµός της έννοιας του πληθωρισµού είναι εξαιρετικά δύσκολος, γιατί έχει κανείς να επιλέξει µεταξύ πολλών ορισµών που διατυπώνονται συχνά.

Ο πληθωρισµός ασκεί επιδράσεις πάνω στο σύστηµα παραγωγής, διαστρεβλώνει τον µηχανισµό των τιµών, αλλοιώνει µε τρόπο ανοµοιόµορφο τα εισοδήµατα και τελικά µπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική ένταση και κρίση.

∆ΙΑΦΟΡΟΙ ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

1. Πληθωρισµός

Με τον όρο αυτό νοείται το φαινόµενο εκείνο στο οποίο παρουσιάζεται συνεχής αύξηση των τιµών των διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών µε ρυθµό µεγαλύτερο από εκείνο ο οποίος θα αποτελούσε κίνητρο επιχειρηµατικής δραστηριότητας και οικονοµικής ανάπτυξης. Ο πληθωρισµός εκδηλώνεται µε τη µείωση της αγοραστικής αξίας του χρήµατος. Εκφράζεται µε µία γενική και συνεχή άνοδο των τιµών έτσι που µε την ίδια ποσότητα χρήµατος δεν µπορούµε να αγοράσουµε την ίδια όπως πριν ποσότητα προϊόντων, της ίδιας ποιότητας. «Το χρήµα έχασε την αξία του», για την κοινή γλώσσα σηµαίνει πληθωρισµός.

2. Αντιπληθωρισµός

Με τον όρο αυτό νοείται περίοδος γενικής µείωσης τιµών. Ενώ ο πληθωρισµός ευνοεί τους οφειλέτες και αυτούς που αντλούν εισοδήµατα από κέρδη σε βάρος των δανειστών και των προσώπων σταθερού εισοδήµατος, οι επιδράσεις του αντιπληθωρισµού είναι αντίθετες. Ας υποτεθεί ότι ένας πιστωτής δανείζει σήµερα ένα ποσό το οποίο πρόκειται να του επιστραφεί µετά από ένα έτος. Αν στο µεταξύ οι τιµές έχουν διπλασιαστεί, θα λάβει ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο µισό της πραγµατικής αγοραστικής δύναµης η οποία έπρεπε να του επιστραφεί.

3. Στασιµοπληθωρισµός (Πληθωρισµός Ύφεσης)

Με τον στασιµοπληθωρισµό συνεχίζεται µεν η ύψωση των τιµών των αγαθών και των αµοιβών των συντελεστών της παραγωγής, αλλά διακόπτεται ή περιορίζεται στο ελάχιστο η αύξηση των άλλων οικονοµικών µεγεθών. Ο στασιµοπληθωρισµός είχε σηµειωθεί και στο παρελθόν, αλλά απέκτησε µεγάλη σηµασία και έγινε αντικείµενο εντατικής µελέτης στο τέλος του 1973 µετά από την εµφάνιση ανεργίας σε µεγάλη έκταση.

4. Συµπιεσµένος Πληθωρισµός

Είναι η περίπτωση εκείνη που οι τιµές παραµένουν σταθερές διότι επεµβαίνει το Κράτος στη διαµόρφωση των τιµών, µε σκοπό να συγκρατήσει τις τιµές σε επίπεδο χαµηλότερο από εκείνο στο οποίο θα διαµορφώνονται σύµφωνα µε το νόµο προσφοράς και ζήτησης (Αστυνόµευση της Οικονοµίας).

5. Έρπων Πληθωρισµός

Είναι µορφή του πληθωρισµού µικρής έντασης που η αύξηση των τιµών δεν είναι µεγαλύτερη από 4,5% το χρόνο.

6. Καλπάζων Πληθωρισµός (Υπερπληθωρισµός)

Είναι ο πληθωρισµός που τον χαρακτηρίζει συνεχής και απότοµη αύξηση των τιµών, η οποία αποτελεί το σύνθηµα για αύξηση των αµοιβών και του κόστους στην παραγωγή, η οποία πάλι προκαλεί νέα και µεγαλύτερη ύψωση των τιµών. Είναι φαινόµενο που χαρακτηρίζεται από αδιάκοπο κυνηγητό µισθών – τιµών – κερδών και έχει σαν συνέπεια την τέλεια πτώση της αξίας του χρήµατος και δηµιουργεί την τάση της απαλλαγής από αυτό, µε αντάλλαγµα οποιοδήποτε αγαθό. Στην περίπτωση του καλπάζοντος πληθωρισµού, συµβαίνει αποδιοργάνωση της παραγωγής και της κοινωνικής ακόµη τάξης. Με την πτώση της αξίας του χρήµατος ο πλούτος µεγάλων οµάδων του πληθυσµού εξαφανίζεται τελείως. Οι οφειλέτες καταδιώκουν τους δανειστές των για την εξόφληση των χρεών των µε χρήµα χωρίς αξία. Οι κερδοσκόποι αποκτούν µεγάλα κέρδη. Οι νοικοκυρές τρέχουν να δαπανήσουν τις αποδοχές των συζύγων τους προτού να υψωθούν οι τιµές ακόµη περισσότερο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται πριν από τον πληθωρισµό «πηγαίναµε στα καταστήµατα µε λεφτά στις τσέπες και γυρίζαµε µε τρόφιµα στα καλάθια. Τώρα πάµε µε λεφτά στα καλάθια και γυρίζουµε µε τρόφιµα στις τσέπες»

7.Εισαγόµενος πληθωρισµός Εισαγόµενος πληθωρισµός υπάρχει στην περίπτωση αύξησης πρώτων υλών ή των τιµών των αύξησης της ζήτησης των εγχώριων προϊόντων από το εξωτερικό. 8.Κατευθυνόµενος πληθωρισµός .

Κατευθυνόµενος πληθωρισµός υπάρχει όταν οι νοµισµατικές αρχές αυξάνουν την προσφορά χρήµατος (έκδοση νέου χρήµατος). 9. Πληθωρισµός αδράνειας Πληθωρισµός αδράνειας ονοµάζεται ο πληθωρισµός, ο ρυθµός αύξησης του οποίου είναι σταθερός. ∆ιαφέρει από τον στασιµοπληθωρισµό που συναντάται όταν υπάρχει ταυτόχρονα πληθωρισµός κι ανεργία (ύφεση).

10. Αφανής πληθωρισµός Αφανής είναι ο πληθωρισµός όταν υπάρχουν πληθωριστικές πιέσεις αλλά εξουδετερώνονται µε συνέπεια να µην αυξάνονται οι τιµές.

Μορφές και Αίτια Πληθωρισµού

Ο πληθωρισµός παρουσιάζεται µε δύο µορφές, τον πληθωρισµό ζητήσεως και τον πληθωρισµό κόστους.

1. Πληθωρισµός Ζητήσεως

Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι µηχανισµοί του πληθωρισµού όταν επενεργούν µε συσσωρευτικό τρόπο. Σύµφωνα µε την θεωρία του πληθωρισµού ζητήσεως, οι τιµές ανέρχονται, διότι γενικά η ζήτηση είναι µεγαλύτερη από την προσφορά των παραγόµενων αγαθών και των προσφερόµενων υπηρεσιών. Η άνοδος των τιµών παρακινεί τους εργαζόµενους να ζητήσουν αύξηση του µισθού των για να µπορέσουν να αντιµετωπίσουν την ακρίβεια της ζωής. Οι επιχειρηµατίες όταν δώσουν αύξηση στους µισθούς των εργαζοµένων για να διατηρήσουν η και ν’ αυξήσουν τα κέρδη τους αυξάνουν τις τιµές των προϊόντων τους. Με την αύξηση της τιµής των προϊόντων, αυξάνει και πάλι το κόστος ζωής. Οι εργαζόµενοι ζητούν και πάλι αύξηση των µισθών τους και έτσι ο ίδιος κύκλος τιµές – µισθοί συνεχίζεται και δηµιουργείται το πληθωριστικό σπιράλ ή ο υπερπληθωρισµός. Για να συµβεί το παραπάνω φαινόµενο θα πρέπει να υπάρχουν δύο βασικές προϋποθέσεις:

1) Η ζήτηση να είναι λίγο ή σχεδόν καθόλου ελαστική, δηλαδή να µεταβάλλεται ελάχιστα µε την µεταβολή των τιµών. Το φαινόµενο αυτό της ανελαστικής ζήτησης συµβαίνει σε προϊόντα πρώτης ανάγκης, όπου δεν υπάρχουν άλλα να τα αντικαταστήσουν. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή η αύξηση των τιµών µείωνε την ζήτηση, οι τιµές, σύµφωνα µε το νόµο προσφοράς και ζήτησης θα έπεφταν και πάλι για να µπορέσουν να πουληθούν τα προϊόντα.

2) Οι εργαζόµενοι να έχουν την δυνατότητα να κερδίσουν τις αυξήσεις των µισθών που ζητούν, αυξήσεις τέτοιες, που σ’ ένα τουλάχιστον βαθµό, να καλύπτουν την µείωση της αγοραστικής αξίας που προήλθε από την αύξηση των µισθών. Στην πράξη όµως η αύξηση των τιµών είναι πολύ µεγαλύτερη από την αύξηση των µισθών.

2. Πληθωρισµός Κόστους

Όταν λέµε πληθωρισµό κόστους, εννοούµε τον πληθωρισµό εκείνο που δηµιουργείται από την αύξηση στο κόστος παραγωγής, των διαφόρων προϊόντων (Ανατίµηση των εισαγόµενων πρώτων υλών, αύξηση του µισθού του εργατικού δυναµικού, επιβολή εµµέσων φόρων κλπ). Η αύξηση του κόστους παραγωγής έχει σαν συνέπεια την αύξηση των τιµών των προϊόντων που παράγονται, δηλαδή αύξηση του κόστους ζωής. Η ύψωση αυτή των τιµών θα παρακινήσει τους εργαζόµενους ν’ απαιτήσουν αύξηση των µισθών τους. Η αύξηση των µισθών δηµιουργεί µεγαλύτερο κόστος στην παραγωγή, η οποία µε την σειρά της νέα αύξηση στις τιµές και µισθούς και έτσι δηµιουργείται «σπειροειδής αύξηση τιµών – µισθών», η οποία κάνει εξαιρετικά δύσκολο να ξεκαθαρίσουµε αν πρόκειται για πληθωρισµό ζητήσεως ή για πληθωρισµό κόστους, ιδιαίτερα όταν και οι δύο µορφές του πληθωρισµού συνυπάρχουν.

Αν η αύξηση των µισθών είναι ανάλογη µε την αύξηση της παραγωγής, τότε δεν προκύπτει κανένα σοβαρό πρόβληµα. Αν όµως η αύξηση της αµοιβής της εργασίας είναι µεγαλύτερη από την αύξηση της παραγωγής, τότε το κόστος κατά µονάδα προϊόντος αυξάνει, πράγµα το οποίο θα έχει σαν αποτέλεσµα να δηµιουργηθεί το πληθωριστικό σπιράλ στην διαδικασία της συνεχούς αύξησης των µισθών και των τιµών.

Σύγκριση των τιµών του καλαθιού καταναλωτικών αγαθών ανά έτος

Όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες που καταναλώνουν τα νοικοκυριά στη διάρκεια ενός έτους αντιπροσωπεύονται από ένα "καλάθι" ειδών. Κάθε προϊόν στο καλάθι αυτό έχει µια τιµή, η οποία µπορεί να µεταβληθεί µε την πάροδο του χρόνου. Ο ετήσιος ρυθµός πληθωρισµού είναι η τιµή του συνολικού καλαθιού ένα συγκεκριµένο µήνα σε σύγκριση µε την τιµή που είχε τον ίδιο µήνα ένα έτος νωρίτερα.

Ο δείκτης τιµών καταναλωτή είναι το πιο ευρέως χρησιµοποιούµενο µέτρο του πληθωρισµού και θεωρείται µερικές φορές ως δείκτης για την αποτελεσµατικότητα της οικονοµικής πολιτικής της κυβέρνησης. Παρέχει πληροφορίες σχετικά µε τις µεταβολές των τιµών στην οικονοµία της χώρας, τις επιχειρήσεις, την εργασία και τους ιδιώτες. Χρησιµοποιείται συνήθως από την κυβέρνηση ως οδηγός για τη λήψη οικονοµικών αποφάσεων. Επιπλέον, ο Πρόεδρος, το Κογκρέσο και το Συµβούλιο της Federal Reserve χρησιµοποιούν το ∆ΤΚ για να τους βοηθήσει στη διαµόρφωση της δηµοσιονοµικής και νοµισµατικής πολιτικής.

Ο ∆είκτης Τιµών Καταναλωτή είναι η µέση µεταβολή µε το χρόνο στις τιµές που πληρώνουν οι καταναλωτές αστικών περιοχών για ένα "καλάθι" καταναλωτικών

αγαθών και υπηρεσιών. Το καλάθι του ∆ΤΚ έχει αναπτυχθεί από λεπτοµερείς πληροφορίες για δαπάνες που παρέχονται από οικογένειες και ιδιώτες για το τι πραγµατικά αγόρασαν. Οι περισσότεροι από τους ειδικούς δείκτες του ∆ΤΚ στις ΗΠΑ έχουν µια βάση αναφοράς 1982-84. Αυτό σηµαίνει ότι το Bureau of Labor Statistics (BLS) καθορίζει το µέσο επίπεδο του δείκτη (που αντιπροσωπεύει το µέσο επίπεδο των τιµών), για την περίοδο 36 µηνών που καλύπτει τα έτη 1982, 1983 και 1984-ίσο µε 100. Το BLS στη συνέχεια µετρά τις µεταβολές σε σύγκριση µε αυτό το νούµερο. Ένας δείκτης στο 110 για παράδειγµα, σηµαίνει ότι υπάρχει µια αύξηση 10% από την περίοδο αναφοράς. Οµοίως, ένας δείκτης στο 90 σηµαίνει 10% µείωση. Για το τρέχον ∆ΤΚ, αυτές οι πληροφορίες συλλέχθηκαν από τις έρευνες Καταναλωτικών ∆απανών για το 2005 και 2006. ∆εν είναι µια ακριβή καταγραφή των δαπανών για το κάθε νοικοκυριό µεµονωµένα, αλλά δίνει µια καλή ιδέα για το πώς οι αυξήσεις των τιµών επηρεάζουν τις τυπικές δαπάνες των νοικοκυριών και τη µεταβολή της αγοραστικής δύναµης ενός δολαρίου λόγω του πληθωρισµού.

Ο ∆ΤΚ αποτελείται από όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες που αγοράζονται για κατανάλωση από τον πληθυσµό αναφοράς. Οι βασικότερες οµάδες και παραδείγµατα των κάθε κατηγοριών έχουν ως εξής:

ΤΡΟΦΙΜΑ ΚΑΙ ΠΟΤΑ (δηµητριακά πρωινού, γάλα, καφές, κοτόπουλο, κρασί, πλήρη γεύµατα,σνακ). ΣΤΕΓΑΣΗ (ενοίκιο της κύριας κατοικίας, ισοδύναµο ενοίκιο ιδιοκτητών, πετρέλαιο, έπιπλα υπνοδωµατίου).

ΕΝ∆ΥΜΑΤΑ (πουκάµισα και πουλόβερ ανδρικά, γυναικεία φορέµατα, κοσµήµατα) ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ (νέα οχήµατα, ναύλοι αεροπορικών εταιρειών, βενζίνη, ασφάλιση αυτοκινήτων). ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ (συνταγογραφούµενα φάρµακα και ιατρικές προµήθειες, υπηρεσίες ιατρών, γυαλιά ιατρών και φροντίδα των µατιών, νοσοκοµειακές υπηρεσίες). ΑΝΑΨΥΧΗ (τηλεοράσεις, παιχνίδια, κατοικίδια ζώα και προϊόντα για αυτά, αθλητικός εξοπλισµός).

ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ (δίδακτρα κολεγίου, ταχυδροµικά τέλη, τηλεφωνικές υπηρεσίες, λογισµικό ηλεκτρονικών υπολογιστών και εξαρτηµάτων) ΑΛΛΑ ΑΓΑΘΑ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ (καπνός και προϊόντα καπνίσµατος, κοµµώσεις και άλλες προσωπικές υπηρεσίες, έξοδα κηδείας).

Η µεταβολή που φαίνεται σε µηνιαία ή ετήσια βάση από τη σύγκριση των αριθµών του δείκτη εκφράζεται κυρίως ως ποσοστό - για παράδειγµα, "οι τιµές καταναλωτή έχουν αυξηθεί 0.3% από τον προηγούµενο µήνα". Αυτή η ποσοστιαία µεταβολή συχνά αναφέρεται ως το ποσοστό του πληθωρισµού - για παράδειγµα, "το ποσοστό του πληθωρισµού για τους τελευταίους 12 µήνες είναι 2.5%".

Αυτό το γραφικό δείχνει την επίδραση του πληθωρισµού στην τιµή ενός καλαθιού αγαθών. Εάν το ετήσιο ποσοστό του πληθωρισµού είναι 2.5%, το ίδιο καλάθι αγαθών που κόστιζε $400 12 µήνες νωρίτερα, κοστίζει τώρα $410.

Η εξουδετέρωση αυτή µπορεί να επιτευχθεί µε κρατική παρέµβαση , δηλαδή επιδότηση της

τιµής ενός προϊόντος ή υποτονική προσφορά ενός προϊόντος που κατανέµεται στους καταναλωτές µε αγορανοµικό δελτίο.

--------------------------------------------------------------------------------

Η δηµοσιονοµική, συνεπώς, παρέµβαση εξαρτάται από το είδος του πληθωρισµού και

από τις κοινωνικές οµάδες που συµβάλλουν στις πληθωριστικές πιέσεις. Είναι πολύ

σηµαντικό να εντοπισθεί η µορφή του πληθωρισµού, γιατί στην αντίθετη περίπτωση

τα επιλεγέντα µέτρα µπορεί να οδηγήσουν σε αντίθετα αποτελέσµατα. Παράδειγµα: Εάν ο πληθωρισµός είναι ζήτησης και τα µέτρα σκοπεύουν πληθωρισµό κόστους, τότε µια µείωση των έµµεσων φόρων θα ενισχύσουν την ενεργό ζήτηση, µε συνέπεια την επιδείνωση των πληθωριστικών πιέσεων.

Συνέπειες του πληθωρισµού

Ο πληθωρισµός είναι ένα φαινόµενο που διαταράσσει την οµαλή λειτουργία του οικονοµικού συστήµατος και ασκεί σηµαντικές επιδράσεις σε όλους τους τοµείς της οικονοµίας. Θα αναφερθούµε στις δυσµενείς επιπτώσεις που έχει ο πληθωρισµός στη διανοµή του εισοδήµατος.

Το πραγµατικό εισόδηµα ενός ατόµου ή µιας οικονοµίας εξαρτάται από το ονοµαστικό , δηλαδή το χρηµατικό εισόδηµα, και από το επίπεδο των τιµών, επειδή :

Πραγµατικό εισόδηµα =

Όταν αυξάνεται το επίπεδο των τιµών, το πραγµατικό εισόδηµα µειώνεται και αντίστροφα.

1) Σταθερά χρηµατικά εισοδήµατα

Είναι φανερό ότι ο πληθωρισµός πλήττει όλα τα άτοµα που το χρηµατικό του εισόδηµα είναι σταθερό ή αυξάνεται µε ρυθµό µικρότερο από το ρυθµό του πληθωρισµού, γιατί σε αυτήν την περίπτωση µειώνεται το πραγµατικό τους εισόδηµα και, κατά συνέπεια , το βιοτικό τους επίπεδο. Τα άτοµα αυτά είναι συνταξιούχοι , οι µισθωτοί και γενικά οι υπάλληλοι , που ο µισθός τους δεν αναπροσαρµόζεται συχνά. Αντίθετα, ο πληθωρισµός ευνοεί , ή τουλάχιστον δεν πλήττει, τα άτοµα που το εισόδηµα τους προέρχεται από κέρδη, γιατί τα κέρδη συνήθως αυξάνονται µαζί µε τον πληθωρισµό. Αξίζει να σηµειώσουµε ότι πολλές κατηγορίες µισθωτών µπορεί να προφυλάσσονται από τον πληθωρισµό µε ρήτορες για αυτόµατη τιµαριθµική αναπροσαρµογή (ΑΤΑ). Αυτό σηµαίνει ότι το συµβόλαιο εργασίας περιλαµβάνει και έναν όρο (ρήτρα) για αυτόµατη αύξηση των αποδοχών ίση µε το ρυθµό πληθωρισµού. Σε αυτήν την περίπτωση δεν επέρχεται µείωση της αγοραστικής δύναµης.

2) Αποταµιευτές

Ο πληθωρισµός µειώνει την αξία των αποταµιευτών. Τα άτοµα που πλήττονται περισσότερο είναι οι µικροί αποταµιευτές που δεν έχουν δυνατότητα έγκαιρης και

ασφαλούς επένδυσης των χρηµάτων τους. Είναι φανερό ότι ο πληθωρισµός αποτελεί αντικίνητρο για αποταµίευση. Έτσι, σε περιόδους έντονου πληθωρισµού αυξάνεται η κατανάλωση και µειώνεται η αποταµίευση.

3) ∆ανειστές και χρεώστες

Ο πληθωρισµός τείνει να ευνοεί αυτούς που δανείζονται και να ζηµιώνει αυτούς που δανείζουν. Παράδειγµα : Έστω ένας δανείζεται 100 ΕΥΡΩ για ένα χρόνο µε επιτόκιο 10%. Αν στο τέλος του έτους που θα πρέπει να εξοφληθεί το δάνειο το επίπεδο των τιµών έχει αυξηθεί κατά 25%, τότε η πραγµατική αξία των 100 ΕΥΡΩ που επιστρέφονται θα είναι

(100/1.25) =80 ΕΥΡΩ. Αν λάβουµε υπόψη µας και τον τόκο είναι ( (110/1.25)= 88 ΕΥΡΩ). Στην ουσία έχει γίνει µεταβίβαση αγοραστικής δύναµης από τον πιστωτή στο χρεώστη, ποσού 22 ΕΥΡΩ (110 - 88).

Θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι η παραπάνω µεταβίβαση αγοραστικής δύναµης από τους πιστωτές στους χρεώστες πραγµατοποιείται µόνο, αν δεν αναµένεται ή δεν προβλέπεται πληθωρισµός. Αν, όµως, ο πληθωρισµός είναι αναµενόµενος, που είναι και συνήθης περίπτωση, τότε µπορεί να ληφθεί υπόψη στον καθορισµό του επιτοκίου. Έτσι, αν στο παράδειγµά µας το επιτόκιο αυξηθεί κατά το ρυθµό του πληθωρισµού, δηλαδή γίνει 35%, ο πιστωτής στο τέλος του έτους θα πάρει 135 ευρώ των οποίων η πραγµατική αξία θα 108 ευρώ. Άρα το επιτόκιο καλύπτει τουλάχιστον το ρυθµό πληθωρισµού. Αν ο δανειστής ήθελε να πάρει στο τέλος του χρόνου 110 ευρώ σε σταθερές τιµές , τότε το επιτόκιο πρέπει να γίνει 37,5%

Ώστε

Οι συνέπειες του πληθωρισµού είναι όλες αρνητικές µε εξαίρεση εκείνες που αφορούν τους κατόχους περιουσιακών στοιχείων, εκείνους που οφείλουν σταθερά ποσά δανείων (σε βάρος των δανειστών) και το κράτος το οποίο εισπράττει περισσοτέρους φόρους λόγω της διόγκωσης των τιµών (έµµεσοι φόροι) και της ονοµαστικής αύξησης των εισοδηµάτων (άµεσοι φόροι). Αντίθετα, τα σταθερά εισοδήµατα (π.χ. οµολογίες µε σταθερά τοκοµερίδια) και τα εισοδήµατα εκείνα τα οποία δεν προσαρµόζονται έγκαιρα και πλήρως στις αυξήσεις των τιµών υφίστανται µεγάλη απώλεια εξαιτίας της πληθωριστικής διαδικασίας. Οι κυριότερες αρνητικές επιπτώσεις του πληθωρισµού είναι η µείωση:

α) της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίων προϊόντων µε αποτέλεσµα τη µείωση των εξαγωγών κι αύξηση εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή χειροτέρευση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όταν χειροτερεύσει το ισοζύγιο πληρωµών το πιθανότερο είναι να ακολουθήσει υποτίµηση του νοµίσµατος. β) της αγοραστικής δύναµης του χρήµατος και του πραγµατικού εισοδήµατος των εργαζοµένων και της αγοραστικής δύναµης των καταναλωτών, αφού στην πράξη η αύξηση τιµών δεν συνεπάγεται πάντα και αύξηση αµοιβών. γ) της ροπής για αποταµίευση γιατί ο πληθωρισµός µειώνει µε την πάροδο του χρόνου την πραγµατική της αξία, ενώ παράλληλα συµβάλλει στη διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα, µε συνέπεια την επιβάρυνση του κόστους κεφαλαίου και την εξασθένιση της ροπής για επενδυτική δραστηριότητα. Ο πληθωρισµός επίσης συνεπάγεται και ανακατανοµή εισοδηµάτων (εφόσον τιµές / εισοδήµατα δεν αυξάνονται µε τον ίδιο τρόπο), η οποία είναι συνήθως σε βάρος των χαµηλών και προς όφελος των υψηλών εισοδηµατιών. Πιο συγκεκριµένα η ανακατανοµή επιδεινώνεται από την πληθωριστική αύξηση των εισοδηµάτων η οποία διογκώνει το φορολογικό βάρος όσων δεν φοροδιαφεύγουν και όσων το φορολογητέο εισόδηµα είναι στα χαµηλά εισοδηµατικά κλιµάκια της κλίµακας φορολογίας εισοδήµατος φυσικών προσώπων. Το τελευταίο συµβαίνει γιατί το εύρος χαµηλών εισοδηµατικών κλιµακίων είναι «µικρό» και µια µικρή αύξηση του εισοδήµατος µετακινεί τον φορολογούµενο στο επόµενο κλιµάκιο στο οποίο όµως αντιστοιχεί υψηλότερος οριακός φορολογικός συντελεστής. Αυτό έχει ως συνέπεια την αφαίρεση εισοδήµατος και µείωση του πραγµατικού εισοδήµατος των χαµηλών εισοδηµατιών. Επιπλέον, είναι ένας έµµεσος τρόπος µεταφοράς πόρων από τον ιδιωτικό στο δηµόσιο τοµέα.

Τα αίτια του πληθωρισµού

Οι οικονοµολόγοι διακρίνουν διάφορα είδη πληθωρισµού που αντιστοιχούν σε διαφορετικές απόψεις για τα αίτια που τον προκαλούν. Θα δώσουµε τα βασικά σηµεία των δύο πιο σηµαντικών απόψεων που αναφέρονται στον πληθωρισµό ζήτησης και στον πληθωρισµό κόστους.

Πληθωρισµός ζήτησης

Κατά την άποψη αυτή ο πληθωρισµός είναι αποτέλεσµα υπερβάλλουσας ζήτησης. Όπως αναφέραµε προηγουµένως, καθώς η οικονοµία πλησιάζει το επίπεδο της πλήρους απασχόλησης, αρχίζουν να δηµιουργούνται στενότητες στην αγορά ορισµένων παραγωγικών συντελεστών, µε συνέπεια την αύξηση της τιµής τους. Η αύξηση της τιµής των παραγωγικών συντελεστών προκαλεί αύξηση του κόστους παραγωγής και, εποµένως, αύξηση της τιµής των προϊόντων. Όταν η οικονοµία φτάσει στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης, παραπέρα αύξηση της συνολικής ζήτησης είναι εξ ορισµού πληθωριστική, εφόσον δεν αυξάνεται η παραγωγή.

Πληθωρισµός κόστους

Η άποψη ότι ο πληθωρισµός είναι αποτέλεσµα υπερβάλλουσας ζήτησης δεν εξηγεί γιατί υπάρχει πληθωρισµός και σε περιόδους χαµηλής σχετικά ζήτησης, δηλαδή σε περιόδους ανεργίας και µείωσης εισοδήµατος. Ο πληθωρισµός κόστους τονίζει το ρόλο των εργατικών σωµατείων και τη δύναµη ολιγοπωλίων. Σύµφωνα µε τη θεωρία αυτή, τα εργατικά σωµατεία ή ορισµένα από αυτά έχουν αρκετή δύναµη, ώστε να µπορούν να πετυχαίνουν αυξήσεις των µισθών και των ηµεροµισθίων, ακόµα και όταν υπάρχει ανεργία. Από την µεριά τους τα µεγάλα µονοπώλια και ολιγοπώλια έχουν αρκετή δύναµη στην αγορά, ώστε να µεταβιβάζουν τις αυξήσεις του κόστους, που προκαλούνται από την αύξηση των εργατικών µισθών, στους αγοραστές αυξάνοντας την τιµή του προϊόντος. Πολλά, όµως, από τα προϊόντα αυτά αποτελούν πρώτη ύλη για την παραγωγή άλλων αγαθών, που σηµαίνει αύξηση του κόστους και της τιµής τους. Κατααυτόν τον τρόπο η αρχική αύξηση του κόστους σε ορισµένους κλάδους διαχέεται σε ολόκληρη την οικονοµία, µε αποτέλεσµα, την αύξηση του γενικού επιπέδου των τιµών.

Είναι φανερό ότι η παραπάνω διαδικασία µπορεί να ξεκινήσει τόσο από τα εργατικά σωµατεία όσο (αύξηση µισθών) όσο και από τις επιχειρήσεις (αύξηση κερδών). Στον πληθωρισµό κόστους ανήκει φυσικά και η περίπτωση που η αύξηση του κόστους

προέρχεται από την αύξηση της τιµής ορισµένων βασικών πρώτων υλών και ενέργειες, κυρίως της τιµής του πετρελαίου. Η αύξηση της τιµής που πέτυχαν κατά το 1973 και το 1079 οι χώρες του ΟΠΕΚ (OPEC) είναι χαρακτηριστικό παράδειγµα πληθωρισµού κόστους.

Στασιµοπληθωρισµός

Σε παλαιότερες περιόδους ο πληθωρισµός και η ανεργία ήταν φαινόµενα που δεν µπορούσαν να παρατηρηθούν ταυτόχρονα. Σε περιόδους αύξησης παρατηρούσαµε αύξηση των τιµών, αλλά ταυτόχρονα οικονοµική ανάπτυξη και µείωση της ανεργίας. Σε περιόδους ύφεσης παρατηρούσαµε κάµψη της οικονοµικής δραστηριότητας και αύξηση της ανεργίας, αλλά ταυτόχρονα πτώση του πληθωρισµού. Με άλλα λόγια ο πληθωρισµός και η ανεργία παρουσιάζουν αντίθετες µεταβολές. Μετά το 1965 οι ανεπτυγµένες οικονοµίες παρουσιάζουν διαφορετική συµπεριφορά. Ανεργία και πληθωρισµός συνυπάρχουν ή ακόµη µπορεί να αυξάνονται ταυτόχρονα. Το φαινόµενο αυτό ονοµάστηκε στασιµοπληθωρισµός, γιατί παρατηρείται πληθωρισµός και ταυτόχρονα η οικονοµία βρίσκεται σε κατάσταση στασιµότητας ή ανεργίας.

Αλληλεπίδραση πληθωρισµού και ανεργίας

Γενική τοποθέτηση

Ο κρίκος που έλειπε από τη θεωρία του Keynes για να συνδέσει τον πραγµατικό τοµέα µε τον πληθωρισµό βρέθηκε µε την καµπύλη Phillips. Ο A. W. Phillips (1958), χρησιµοποιώντας στοιχεία ανεργίας και ρυθµών µεταβολής των ονοµαστικών µισθών για το Ην. Βασίλειο κατά την περίοδο 1861-1957, διετύπωσε µια εµπειρική σχέση µη γραµµική και αρνητική που ονοµάστηκε καµπύλη Phillips. Η αρχικώς εµπειρική αυτή σχέση έλαβε θεωρητικό υπόβαθρο κατά τη δεκαετία του 1960 και διατυπώθηκε ως ένας µηχανισµός προσαρµογής της αγοράς εργασίας όπου ο ρυθµός µεταβολής του ονοµαστικού µισθού είναι το αποτέλεσµα της υπερβάλλουσας προσφοράς ή ζητήσεως εργασίας στην αγορά εργασίας. Η διαφορά µεταξύ προσφερόµενης και απασχολούµενης ποσότητας εργασίας είναι το ποσοστό ανεργίας που συσχετίζεται αρνητικώς µε το ποσοστό µεταβολής του ονοµαστικού µισθού και µας δίνει την καµπύλη Phillips.

Οι Κεϋνσιανιστές οικονοµολόγοι πιστεύουν ότι υπάρχουν τριβές στην οικονοµία που µπορούν να προκαλούν πληθωρισµό. Για τους Κεϋνσιανιστές υπάρχει µια αντίστροφη σχέση ανεργίας και πληθωρισµού, ώστε όταν ανεβαίνει το ένα πέφτει το άλλο. Αυτή η σχέση περιγράφεται µε την καµπύλη Phillips.

Η απεικόνιση της καµπύλης Phillips δίνεται στο σχήµα 1 όπου ο οριζόντιος άξονας αντιπροσωπεύει το ποσοστό ανεργίας και ο κάθετος το ρυθµό µεταβολής του ονοµαστικού µισθού.

Μια παραλλαγή της καµπύλης Phillips απεικονίζει στον κάθετο άξονα του διαγράµµατος το ρυθµό µεταβολής των τιµών (πληθωρισµός).

ΣΧΗΜΑ 1

H καµπύλη Phillips είναι συµβατή µόνο σε µια θετική καµπύλη συνολικής προσφοράς, όπου υπάρχει ακαµψία ονοµαστικών µισθών. H καµπύλη όµως αυτή δεν συµβιβάζεται µε τα άλλα υποδείγµατα νεοκλασικής συνθέσεως ή µε το νεοκλασικό υπόδειγµα, διότι σε αυτά η παραγωγή και η απασχόληση είναι ανεξάρτητα των τιµών. H καµπύλη µάς θέτει το δίληµµα: Χαµηλός πληθωρισµός και υψηλό ποσοστό ανεργίας ή υψηλός πληθωρισµός και χαµηλό ποσοστό ανεργίας; Τα γεγονότα της δεκαετίας του 1970 µάς έδειξαν τη συνύπαρξη και των δυο «κακών», δηλ. υψηλό ποσοστό ανεργίας µε υψηλό ποσοστό πληθωρισµού . Αυτό σηµαίνει ότι, η καµπύλη Phillips δεν είναι σταθερή (stable), αλλά µετατοπίζεται συνεχώς, πράγµα που χάνει την αξία της ως θεωρητικό εργαλείο.

O Μ. Friedman θεώρησε τη σχέση µεταξύ ανεργίας και ρυθµού µεταβολής του ονοµαστικού µισθού ως προσωρινό φαινόµενο, υποστηρίζοντας ότι οι εργαζόµενοι δεν έχουν αυταπάτη περί το χρήµα και ότι συναρτούν την προσφορά εργασίας µε τον πραγµατικό µισθό, όπως απαιτεί η νεοκλασική θεωρία.

Μια παραλλαγή της καµπύλης Phillips, η οποία συχνότερα εµφανίζεται στην µελέτη των προβληµάτων του πληθωρισµού, είναι εκείνη όπου το ποσοστό µεταβολής του ονοµαστικού µισθού (W) αντικαθίσταται µε το ποσοστό µεταβολής των τιµών (P), όπως είπαµε και παραπάνω.

Η θεωρητική θεµελίωση της εµπειρικής καµπύλης Phillips Είπαµε παραπάνω ότι, ο ρυθµός µεταβολής του ονοµαστικού µισθού (dW/W) εξαρτάται από την υπερβάλλουσα ζήτηση εργασίας (ND - NS). H σχέση αυτή µας δίνει θεωρητικώς µια συνάρτηση αντιδράσεως (reaction function), έστω, της παρακάτω µορφής:

όπου

l>0

και δείχνει τη διαδικασία προσαρµογής του ονοµαστικού µισθού προς το αντίστοιχο ποσοστό της υπερβάλλουσας ζητήσεως. H καµπύλη αντιδράσεως φαίνεται στο τµήµα (δ) του Σχ. 2. Ας σηµειωθεί όµως ότι, εµπειρική επαλήθευση µιας τέτοιας θεωρητικής σχέσεως είναι δύσκολη, αφού οι συναρτήσεις ζητήσεως και προσφοράς εργασίας δεν είναι παρατηρήσιµες στην αγορά, όπως δεν είναι παρατηρήσιµη κάθε ex-ante καµπύλη που δείχνει προσδοκίες ή προθέσεις. Θεωρητικώς, στην αγορά εργασίας θα υπάρχει είτε ανεργία (υπερβάλλουσα προσφορά), όταν ο εργατικός µισθός είναι πάνω από το µισθό ισορροπίας, είτε διαθέσιµες θέσεις εργασίας (υπερβάλλουσα ζήτηση), όταν ο µισθός είναι κάτω από το µισθό ισορροπίας. Στην πράξη όµως παρατηρούµε το φαινόµενο να υπάρχει ανεργία από τη µια πλευρά και κενές θέσεις εργασίας (vacancies) από την άλλη. Όπως όµως είναι γνωστό, η ύπαρξη τριβών (frictions) δηµιουργεί το φαινόµενο αυτό. ∆ηλαδή ένας αριθµός εργαζοµένων µετακινείται από εργασία σε εργασία (για καλύτερη αµοιβή, για ευνοϊκότερες συνθήκες κ.λπ.) και παρουσιάζεται σε µια δεδοµένη στιγµή ένα ποσοστό ανεργίας τριβής, λόγω αυτής της µετακινήσεως. Έτσι στη δεδοµένη αυτή στιγµή παρουσιάζεται συγχρόνως ανεργία (τριβής) και κενές θέσεις εργασίας. Αυτό όµως σηµαίνει ότι, οι θεωρητικές (µη παρατηρήσιµες) καµπύλες ζητήσεως και προσφοράς, δεν µας δείχνουν την πραγµατική απασχόληση. H πραγµατική απασχόληση σε κάθε επίπεδο µισθού είναι διαφορετική από εκείνη που υποδεικνύει η καµπύλη ζητήσεως (όταν ο µισθός είναι πάνω από το µισθό ισορροπίας), ή η καµπύλη προσφοράς (όταν ο µισθός είναι κάτω από το µισθό ισορροπίας), λόγω ακριβώς της ανεργίας τριβής.

Επειδή λοιπόν υπάρχει κάποιο ποσοστό ανεργίας τριβής κάθε στιγµή µέσα στην οικονοµία, µπορούµε να υποθέσουµε ότι υπάρχει κάποια σχέση µεταξύ αυτού του ποσοστού και της υπερβάλλουσας ζητήσεως (θετικής ή αρνητικής) εργασίας. Όσο

µεγαλύτερη είναι η υπερβάλλουσα ζήτηση εργασίας, τόσο λιγότερη θα είναι η ανεργία τριβής. Επίσης, η ανεργία τριβής θα είναι µικρότερη, όσο µεγαλύτερος είναι ο αριθµός των ατόµων που ψάχνει για εργασία (υπερβάλλουσα προσφορά). Αυτό είναι αυτονόητο, αφού οι άνεργοι είναι πολλοί και οι εργαζόµενοι λίγοι, τότε αυτοί που αλλάζουν εργασία είναι επίσης λίγοι. H σχέση µεταξύ ποσοστού ανεργίας και υπερβάλλουσας ζητήσεως δείχνεται στο τµήµα (γ) του Σχ. 2 µε την καµπύλη που έχει αρνητική κλίση. Αφού υπάρχει σχέση µεταξύ ανεργίας και υπερβάλλουσας ζητήσεως εργασίας αφ' ενός και σχέση µεταξύ υπερβάλλουσας ζητήσεως και µεταβολής του εργατικού (ονοµαστικού) µισθού αφ' ετέρου, τότε µπορούµε να διατυπώσουµε µια σχέση µεταξύ ανεργίας και ρυθµού µεταβολής του µισθού. Τη σχέση αυτή δείχνει το τµήµα (α) του Σχ. 2 µε τη γνωστή καµπύλη Phillips. Στη σχέση αυτή το επίπεδο εργασίας (U), που είναι παρατηρήσιµη και µετρήσιµη µεταβλητή, αντιπροσωπεύει την υπερβάλλουσα ζήτηση εργασίας, που είναι µη παρατηρήσιµη ποσότητα.

Έτσι, διαπιστώνουµε ότι η καµπύλη Phillips είναι µια δευτερεύουσα ή παράγωγη σχέση, η ύπαρξη της οποίας στηρίζεται, τόσο στη θετική σχέση µεταξύ ρυθµού µεταβολής του ονοµαστικού µισθού και του επιπέδου υπερβάλλουσας ζητήσεως, ός0και στην αρνητική σχέση µεταξύ του επιπέδου υπερβάλλουσας ζητήσεως και του επιπέδου ανεργίας.

Η Ελλάδα κατέγραψε τον χαµηλότερο πληθωρισµό, ενώ τον υψηλότερο κατέγραψαν η Κύπρος και η Εσθονία...

Στο 2,6% σκαρφάλωσε τον Αύγουστο ο πληθωρισµός στην Ευρωζώνη, έναντι 2,4% τον Ιούλιο, σύµφωνα µε στοιχεία που έδωσε σήµερα στη δηµοσιότητα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία.

Η Ελλάδα κατέγραψε τον χαµηλότερο πληθωρισµό (1,2%), ενώ τον υψηλότερο κατέγραψαν η Κύπρος (4,5%) και η Εσθονία (4,2%).

Σε ό,τι αφορά στο µέσο πληθωρισµό δώδεκα µηνών, η Ελλάδα και η Ιρλανδία κατέγραψαν το χαµηλότερο ποσοστό (1,8%) και τον υψηλότερο η Εσθονία (4,5%) και η Σλοβακία (4,1%). Σύµφωνα µε τα στοιχεία της Eurostat, οι βασικοί παράγοντες για τη διαµόρφωση του πληθωρισµού τον Αύγουστο στην Ευρωζώνη ήταν οι τιµές των µεταφορών (4,8%), των αλκολούχων ποτών και τσιγάρων (4,5%) και των ενοικίων (4,1%). Στην "ΕΕ των 27" ο πληθωρισµός διαµορφώθηκε τον Αύγουστο στο 2,7%, έναντι 2,5% τον Ιούλιο.

Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί ότι πρόκειται για τον 21ο κατά σειρά µήνα που ο πληθωρισµός στην Ευρωζώνη ξεπερνά το όριο του 2% που θέτει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τη σταθερότητα των τιµών.

Ο ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΟΣ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ∆Α

Το χαµηλότερο ποσοστό πληθωρισµού (0,3%) στην Ε.Ε. εµφάνισε η Ελλάδα το ∆εκέµβριο, σηµειώνοντας µείωση σε σχέση µε το Νοέµβριο (0,4%), σύµφωνα µε στοιχεία της Eurostat που δόθηκαν σήµερα στη δηµοσιότητα στις Βρυξέλλες. Στην ευρωζώνη ο πληθωρισµός παρέµεινε αµετάβλητος στο 2,2% ενώ πριν από ένα χρόνο ήταν στο 2,7%. Στην ΕΕ ο πληθωρισµός µειώθηκε από 2,4% σε 2,3%, ενώ πριν από ένα χρόνο ήταν 3%. Μετά την Ελλάδα, το χαµηλότερο ποσοστό στην ΕΕ εµφάνισε η Σουηδία µε 1,1% και ακολούθησαν η Κύπρος και η Γαλλία µε 1,5%, ενώ τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στην Ουγγαρία µε 5,1%, τη Ρουµανία µε 4,6% και την Εσθονία µε 3,6%. Σε σχέση µε τον Νοέµβριο, ο πληθωρισµός µειώθηκε σε έντεκα κράτη µέλη, παρέµεινε αµετάβλητος σε τέσσερα και αυξήθηκε σε έντεκα κράτη. ∆εν υπάρχουν στοιχεία για την Ιρλανδία.

Οι µεγαλύτερες ετήσιες αυξήσεις τιµών στην Ευρωζώνη το ∆εκέµβριο σηµειώθηκαν στα προϊόντα καπνού και οινοπνευµατωδών ποτών (3,6%), στις δαπάνες στέγασης (3,45), στα τρόφιµα και την εκπαίδευση (3% και στις δύο περιπτώσεις), ενώ οι χαµηλότεροι ρυθµοί καταγράφηκαν στις τιµές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (-3,8%), του οικιακού εξοπλισµού (1%) και των υπηρεσιών αναψυχής και πολιτισµού (1,2%).

Ο ετήσιος ρυθµός πληθωρισµού της Ευρωζώνης µειώθηκε στο 2% τον Ιανουάριο του 2013 από 2,2% τον ∆εκέµβριο του 2012, σύµφωνα µε στοιχεία που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat).

Στην ΕΕ, ο ετήσιος πληθωρισµός µειώθηκε στο 2,1% από 2,3%, αντίστοιχα.

Η Ελλάδα είχε τον χαµηλότερο ετήσιο πληθωρισµό τον Ιανουάριο (0%) µεταξύ των χωρών της ΕΕ, ακολουθούµενη από την Πορτογαλία (0,4%) και τη Λετονία (0,6%).

Οι χώρες µε τον υψηλότερο πληθωρισµό ήταν η Ρουµανία (5,1%), η Εσθονία (3,7%) και η Ολλανδία (3,2%).

Οι µεγαλύτερες αυξητικές επιπτώσεις στον πληθωρισµό της Ευρωζώνης προήλθαν από το ηλεκτρικό ρεύµα (0,16 της ποσοστιαίας µονάδας) και τα λαχανικά (0,09), ενώ τη µεγαλύτερη πτωτική επίδραση είχαν οι τηλεπικοινωνίες (0,20 της ποσοστιαίας µονάδας) και οι ιατρικές και παραϊατρικές υπηρεσίες (0,08).

Ύφεση 6% εφέτος και 4% το 2013 «βλέπει» το ∆ΝΤ Ύφεση 6% εφέτος και 4% το 2013, αλλά και ανάπτυξη 3,5% το 2017, προβλέπει το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο για την πορεία της ελληνικής οικονοµίας, στις εξαµηνιαίες εκθέσεις του «World Economic Οutlook», και «Fiscal Monitor», (Οctober 2012). Επιπλέον προβλέπει ότι το έλλειµµα θα διαµορφωθεί στο 7,5% το 2012 και στο 4,7% το 2013. Το έλλειµµα θα συνεχίσει να αποκλιµακώνεται στο 3,4% το 2014 και θα υποχωρήσει στο 1,4% του ΑΕΠ το 2017, εκτιµά το ∆ΝΤ που αναφέρει ότι στην Ελλάδα, η βαθύτερη του αναµενόµενου ύφεση και οι αστοχίες στην εφαρµογή των δηµοσιονοµικών µέτρων θα «περιπλέξουν την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων για µείωση του ελλείµµατος για µια ακόµα φορά». Ωστόσο, το κυκλικά προσαρµοζόµενο έλλειµµα θα συνεχίσει να εµφανίζει µεγάλες µειώσεις. Το χρέος της χώρας αναµένεται να ανέλθει στο 170,7% του ΑΕΠ το 2012 και στο 181,8% του ΑΕΠ το 2013, από 165,4% το 2011. Το χρέος θα αρχίσει να αποκλιµακώνεται στη συνέχεια, αλλά κατά βραδύ τρόπο. Θα διαµορφωθεί σε 180,2% του ΑΕΠ το 2014, θα µειωθεί σε 174% του ΑΕΠ το 2015, σε 164,1% του ΑΕΠ το 2016 και σε 152,8% του ΑΕΠ το 2017. Βάσει του προγράµµατος δηµοσιονοµικής προσαρµογής που προωθεί η Ελλάδα, το 2020 το χρέος θα πρέπει να είναι 120% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τέλος, σε ότι αφορά την ανεργία στην Ελλάδα, το ∆ΝΤ προβλέπει ότι αυτή θα διαµορφωθεί το 2012 στο 23,3%, ενώ το 2013 θα αυξηθεί στο 25,4%. ΕΛΣΤΑΤ: Αύξηση 0,9% σηµείωσε ο πληθωρισµός τον Σεπτέµβριο Εν τω µεταξύ αύξηση 0,9% σηµείωσε ο πληθωρισµός τον Σεπτέµβριο, από 1,7% τον Αύγουστο, σύµφωνα µε τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Η

σηµαντική αυτή επιβράδυνση στον ρυθµό ανόδου του πληθωρισµού, οφείλεται όπως αναφέρει η ΕΛΣΤΑΤ, στις µεγάλες µειώσεις τιµών στον ιδιωτικό τοµέα της οικονοµίας. Αντίθετα, οι καταναλωτές επιβαρύνθηκαν πρόσθετα από ανατιµήσεις σε είδη διατροφής (π.χ. νωπά λαχανικά), αλλά και σε υπηρεσίες στις οποίες «εµπλέκεται» το κράτος µε τη φορολογική πολιτική (π.χ. ηλεκτρισµός, καύσιµα). Από τη σύγκριση του γενικού δείκτη τιµών καταναλωτή του Σεπτεµβρίου 2012, προς τον αντίστοιχο δείκτη του Σεπτεµβρίου 2011, προκύπτει αύξηση 0,9%, έναντι αύξησης 3,1% που σηµειώθηκε κατά την ίδια σύγκριση του 2011 προς το 2010. Παράλληλα, ο γενικός δείκτης, τον Σεπτέµβριο 2012, σε σύγκριση µε τον Αύγουστο 2012, παρουσίασε αύξηση 2,5%, έναντι αύξησης 3,3% που σηµειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του προηγούµενου έτους. Εξάλλου, ο εναρµονισµένος πληθωρισµός αυξήθηκε 0,3% τον Σεπτέµβριο, από αύξηση 1,2% τον Αύγουστο και αύξηση 2,9% τον Σεπτέµβριο 2011. Σε µηνιαία βάση, Σεπτέµβριος προς Αύγουστο 2012, ο εναρµονισµένος πληθωρισµός παρουσίασε αύξηση 2,5%, έναντι αύξησης 3,4% που σηµειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση το 2011.

Ο ∆είκτης Τιµών Καταναλωτή - Εθνικός ∆είκτης

• ∆είκτης Τιµών Καταναλωτή (Πληθωρισµός)

Ο ∆είκτης Τιµών Καταναλωτή (∆ΤΚ) καταρτίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ) και χρησιµοποιείται για τη µέτρηση των µεταβολών του γενικού επιπέδου των τιµών των αγαθών και υπηρεσιών που συνθέτουν το "καλάθι της νοικοκυράς". Η τελευταία αναθεώρηση του ∆ΤΚ έλαβε χώρα το 2005 βασιζόµενη στην Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισµών του αντίστοιχου έτους. Ο ∆ΤΚ είναι δείκτης σταθερής βάσης και διατίθεται σε µηνιαία βάση από το 1959 µε κοινό έτος 2005=100.

Ο Εναρµονισµένος ∆είκτης Τιµών Καταναλωτή (Εν. ∆ΤΚ)

• ∆είκτης Τιµών Καταναλωτή (ΕΣΥΕ) • Πληθωρισµός (Inflation) 1959-2010 • Ο Εναρµονισµένος ∆είκτης Τιµών Καταναλωτή (Εν∆ΤΚ) καταρτίζεται από την

ΕΣΥΕ, παράλληλα µε τον ∆ΤΚ, στο πλαίσιο του βασικού Κανονισµού του Συµβουλίου ΕΚ 2494/95 και άλλων 11 Κανονισµών που θεσπίζουν συγκεκριµένα µέτρα εφαρµογής για την κατάρτισή του. Ο Εν∆ΤΚ, µαζί µε τους αντίστοιχους δείκτες των χωρών-µελών της Οικονοµικής και Νοµισµατικής Ένωσης (ΟΝΕ), υπεισέρχεται στον υπολογισµό του Monetary Union Index of Consumer Prices (MUICP) για τη µέτρηση του πληθωρισµού της ζώνης του ευρώ για τους σκοπούς της νοµισµατικής πολιτικής, όπως ορίζονται από τη Συνθήκη για την ΟΝΕ. Ο Εναρµονισµένος ∆είκτης Τιµών Καταναλωτή είναι διαθέσιµος από το 1995 µε κοινό έτος βάσης 2005=100.

∆είκτης Τιµών Καταναλωτή (consumer price index)

Ο δείκτης τιµών καταναλωτή συµπίπτει µε το δείκτη λιανικής πώλησης και προσεγγίζει το δείκτη κόστους ζωής.

Ο τελευταίος αναφέρεται στις τιµές των αγαθών κι υπηρεσιών που αγοράζει ένα δείγµα νοικοκυριών, το οποίο θεωρείται αντιπροσωπευτικό του συνόλου των νοικοκυριών.

Αντίθετα, ο δείκτης χονδρικής πώλησης καλύπτει τις τιµές των προϊόντων που αγοράζονται σε µεγάλες ποσότητες από άλλες επιχειρήσεις ή εµπόρους και δεν περιλαµβάνει τις τιµές των υπηρεσιών, τους φόρους κατανάλωσης και το κέρδος του λιανοπωλητή, όπως συµβαίνει µε το δείκτη τιµών καταναλωτή. Γι' αυτούς τους λόγους ο δείκτης τιµών καταναλωτή είναι ο δείκτης της ανταγωνιστικότητας της οικονοµίας και χρησιµοποιείται συνήθως από τους εργαζοµένους για µισθολογικές αυξήσεις κι από το κράτος για ορισµένες τιµαριθµικές αναπροσαρµογές.

Ο πληθωρισµός, εποµένως, προκύπτει από το ποσοστό µεταβολής του δείκτη τιµών καταναλωτή για µια ορισµένη χρονική περίοδο. Πληθωρισµός είναι η συνεχής αύξηση του γενικού επιπέδου των τιµών µιας οικονοµίας µέσα σε µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο. Ο πληθωρισµός µπορεί να είναι είτε θετικός, είτε αρνητικός (οπότε µιλάµε για αντιπληθωρισµό)

Ο δείκτης τιµών καταναλωτή προκύπτει από τη στάθµιση των τιµών των διαφόρων προϊόντων και ο συντελεστής στάθµισης είναι ανάλογος µε τη σπουδαιότητα κάθε αγαθού στο καλάθι της νοικοκυράς. Έτσι προκύπτει ο σταθµικός µέσος όρος των τιµών όλων των προϊόντων.

Στη ζώνη του ευρώ, ο πληθωρισµός τιµών καταναλωτή µετρείται µε βάση τον "Εναρµονισµένο ∆είκτη Τιµών Καταναλωτή", ο οποίος συχνά αναφέρεται µε το ακρωνύµιο "Εν∆ΤΚ". Ο όρος "εναρµονισµένος" δηλώνει ότι όλες οι χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθούν την ίδια µεθοδολογία. Έτσι διασφαλίζεται ότι τα στοιχεία για µία χώρα µπορούν να συγκριθούν µε τα στοιχεία άλλης.

Η Eurostat µετρά κάθε µήνα τον πληθωρισµό τιµών καταναλωτή στη ζώνη του ευρώ. Ο Εναρµονισµένος ∆είκτης Τιµών Καταναλωτή (Εν∆ΤΚ) καλύπτει, κατά µέσο όρο, 700 περίπου αγαθά και υπηρεσίες. Αντανακλά τη µέση δαπάνη των νοικοκυριών στη ζώνη του ευρώ για ένα καλάθι προϊόντων.

Είναι γνωστό ότι ένα από τα σοβαρότερα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι σύγχρονες αναπτυγµένες οικονοµίες είναι το πρόβληµα του πληθωρισµού, δηλαδή το φαινόµενο της συνεχούς ανόδου του γενικού επιπέδου των τιµών. Κατά συνέπεια, από τον ορισµό του, ο πληθωρισµός ισοδυναµεί µε µια συνεχή µείωση της αγοραστικής δύναµης του χρήµατος.

Από πολλές οικονοµικές θεωρίες, ο πληθωρισµός θεωρείται ένα νοµισµατικό φαινόµενο, δηλαδή ότι ο πληθωρισµός είναι αποτέλεσµα µόνο της αυξηµένης προσφοράς χρήµατος, µην επηρεάζοντας έτσι τα µεγέθη της πραγµατικής οικονοµίας (δηµόσιες δαπάνες, ιδιωτικές επενδύσεις, ιδιωτική κατανάλωση). Ένα παράδειγµα

είναι ο υψηλός πληθωρισµός στην Ελλάδα τη δεκαετία του ?80 που οφειλόταν εν µέρει στην εκτύπωση χρήµατος από την Τράπεζα της Ελλάδος µε σκοπό την κάλυψη των αυξηµένων κυβερνητικών παροχών. Άλλες θεωρίες βρίσκουν ότι ο πληθωρισµός µπορεί να έχει ρίζες και σε µη νοµισµατικά φαινόµενα. Οι κεϋνσιανιστές οικονοµολόγοι, για παράδειγµα, πιστεύουν ότι υπάρχουν τριβές στην οικονοµία που µπορούν να προκαλούν πληθωρισµό.

Στόχος αυτής της ανάλυσης είναι να προσδιοριστούν αφενός οι παράγοντες που δηµιουργούν και επιδρούν αυξητικά στον πληθωρισµό αφετέρου το πώς οι ίδιοι έχουν διαµορφώσει τον πληθωρισµό στην Ελλάδα τα τελευταία 10-15 έτη. Οι περισσότεροι οικονοµολόγοι στηρίζονται στην ποσοτική θεωρία του χρήµατος προκειµένου να εξηγήσουν τους µακροχρόνιους προσδιοριστικούς παράγοντες του γενικού επιπέδου των τιµών και του ρυθµού του πληθωρισµού. Επιτελικό έλεγχο στον ρυθµό του πληθωρισµού, σύµφωνα µε την ποσοτική θεωρία του χρήµατος, έχει η Κεντρική Τράπεζα . Αν η Κεντρική Τράπεζα κρατά σταθερή την ποσότητα του χρήµατος, το επίπεδο των τιµών θα είναι σταθερό. Αν αυξάνει την προσφορά χρήµατος γρήγορα, το επίπεδο των τιµών θα αυξάνεται γρήγορα. Η αύξηση, εποµένως, της ποσότητας του χρήµατος είναι η κύρια αιτία του πληθωρισµού. Όπως είχε τονίσει κάποτε ο οικονοµολόγος Milton Friedmann: «Ο πληθωρισµός είναι παντού και πάντοτε ένα νοµισµατικό φαινόµενο» .

Μπορεί ο πληθωρισµός να είναι κυρίως ένα νοµισµατικό φαινόµενο, στην δηµιουργία του ωστόσο συµβάλλουν κι άλλοι παράγοντες. Τα αίτια του πληθωρισµού ταξινοµούνται σε δυο µεγάλες κατηγορίες:

• Στα αίτια που δηµιουργούν υπερβάλλουσα ζήτηση, όταν η συνολική ενεργός ζήτηση υπερβαίνει την συνολική προσφορά των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονοµίας.

• Στα αίτια που οφείλονται στις ατέλειες της αγοράς, τα οποία επιδρούν αυξητικά στο κόστος παραγωγής και εν συνεχεία στις τιµές.

Έτσι, δηµιουργούνται δυο κατηγορίες πληθωρισµού: ζήτησης και κόστους. Όταν το επίπεδο των τιµών υψώνεται συνέχεια, λόγω αυξήσεως της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, τότε ο πληθωρισµός αυτός χαρακτηρίζεται πληθωρισµός ζητήσεως. Η αύξηση της ζήτησης χρήµατος µπορεί να οφείλεται στην αύξηση των δηµοσίων δαπανών, στις προσδοκίες του κοινού για επιδείνωση του πληθωρισµού καθώς επίσης, και στην αύξηση της ζήτησης από το εξωτερικό για εγχώρια εµπορεύµατα.

Ο πληθωρισµός κόστους, από την άλλη πλευρά, περιγράφει τη συνεχή άνοδο του γενικού επιπέδου των τιµών ως επακόλουθο της αυξήσεως του κόστους παραγωγής ή της µείωσης της προσφοράς χρήµατος. Στην ενίσχυσή του συντελλούν παράγοντες όπως η ταχύτερη σε σχέση µε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας αύξηση των µισθών, η µεγαλύτερη σε σχέση µε την αύξηση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου αύξηση των κερδών, η ανατίµηση των εισαγόµενων πρώτων υλών, η αύξηση του συντελεστή έµµεσης φορολογίας και η αύξηση του κόστους των δανειακών κεφαλαίων.

Ειδικότερα, η ταχύτερη αύξηση των µισθών σε σχέση µε το επίπεδο της παραγωγικότητας οδηγεί στον λεγόµενο πληθωρισµό διαπραγµατευτικής δύναµης.

Αυτός είναι το αποτέλεσµα της σχετικής διαπραγµατευτικής δύναµης των εργαζοµένων απέναντι στους εργοδότες τους κατά τις διαπραγµατεύσεις, για τον προσδιορισµό των µισθών και των λοιπών πρόσθετων παροχών. Η σχετική διαπραγµατευτική δύναµη των εργαζοµένων είναι µεγάλη σε περιόδους χαµηλής ανεργίας, ενώ είναι µικρή σε περιόδους υψηλής ανεργίας. Στην πρώτη περίπτωση, κατά τις διαπραγµατεύσεις, τα εργατικά σωµατεία ή τουλάχιστον ορισµένα ισχυρά από αυτά έχουν τη δύναµη να ζητούν και να πετυχαίνουν αυξήσεις του εργατικού µισθού κατά ποσοστό υψηλότερο από την αύξηση της παραγωγικότητας. Μ?αυτόν τον τρόπο, αυξάνεται το κόστος κατά µονάδα προϊόντος στις επιχειρήσεις, στις οποίες αυξάνονται οι µισθοί. Λόγω της ολιγοπωλιακής µορφής της αγοράς, οι επιχειρήσεις έχουν τη δύναµη να µεταφέρουν την αύξηση του κόστους στους αγοραστές των αγαθών µε αύξηση των τιµών. Επειδή τα αγαθά αυτά αποτελούν σε µεγάλη έκταση πρώτη ύλη για την παραγωγή άλλων αγαθών, η αρχική αύξηση των τιµών διαχέεται σε ολόκληρη την οικονοµία και το γενικό επίπεδο των τιµών ανέρχεται παρά την ύπαρξη ανεργίας. Η πληθωριστική αυτή διαδικασία είναι γνωστή ως σπειροειδής εξέλιξη µισθών-τιµών, διότι οι αυξήσεις των τιµών προέρχονται από τους µισθούς. Ενώ στη δεύτερη περίπτωση, οι εργατικές ενώσεις ενδιαφέρονται περισσότερο να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους στον τρέχοντα µισθό αντί να ζητούν αυξήσεις.

Πέρα από τις αυξήσεις στους µισθούς, ενισχυτικό χαρακτήρα στον ρυθµό πληθωρισµού και ειδικότερα στον πληθωρισµό κόστους, έχουν οι ατελείς ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες εκµεταλλευόµενες τη µονοπωλιακή θέση τους στην αγορά επιδιώκουν τη µεγιστοποίηση των κερδών τους επιβάλλοντας τιµή πώλησης µεγαλύτερη από το οριακό κόστους τους. Ο πληθωρισµός αυτός περγράφεται ως πληθωρισµός ποσοστιαίων προσαυξήσεων.

Ο πληθωρισµός κόστους µπορεί ακόµα να οφείλεται και σε αυξήσεις στις τιµές των εισαγόµενων πρώτων υλών και κεφαλαιουχικών αγαθών [εισαγόµενος πληθωρισµός]. Αυτές οδηγούν σε αύξηση του κόστους παραγωγής και εν συνεχεία σε αύξηση των τιµών των παραγόµενων αγαθών, τα οποία µε τη σειρά τους συµπαρασύρουν προς τα επάνω και τις τιµές των άλλων αγαθών και αργά ή γρήγορα και τις αµοιβές των εργαζοµένων. Ο πληθωρισµός που εµφανίζεται ως αποτέλεσµα της ώθησης που ασκούν το κόστος πρώτων υλών και το κόστος εργασίας σε υψηλά επίπεδα απασχόλησης χαρακτηρίζεται ως κυκλικός. Πληθωρισµός υφίσταται, ωστόσο, και στην περίπτωση που το δηµόσιο, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά προσπαθούν να ζήσουν πέρα απ?ότι τους επιτρέπουν τα µέσα τους και έχουν την δυνατότητα να δανείζονται ώστε οι δαπάνες τους να υπερσκελίζουν τα έσοδά τους. Στην περίπτωση αυτή, το επίπεδο των τιµών αυξάνεται γρήγορα σε όλη τη διάρκεια ενός οικονοµικού κύκλου και ο πληθωρισµός χαρακτηρίζεται δοµικός.

Κρίνεται σκόπιµο να επισηµανθεί, ωστόσο, ότι η εµµονή και η ταχύτητα µεταβολής του πληθωρισµού εξαρτάται από τον βαθµό επίδρασης των εξωγενών διαταραχών. Μια δηµοσιονοµική διαταραχή η οποία αντανακλά µια µόνιµη µεταβολή στη συνολική ζήτηση της οικονοµίας δηµιουργεί ιδιαίτερα επίµονο και επιταχυνόµενο πληθωρισµό . Μάλλον επίµονη θα µπορούσε να χαρακτηριστεί για την Ελλάδα τόσο η άνοδος του πληθωρισµού που προκύπτει από τη µόνιµη αύξηση των τιµών του πετρελαίου όσο και η µείωση του πληθωρισµού που προκύπτει από µια αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας. Επίµονο πληθωρισµό στην Ελλάδα δηµιουργεί και η

µόνιµη αύξηση του ποσοστού των εργοδοτικών εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση (εποµένως και του κόστους εργασίας).

Ας δούµε τώρα πώς οι επιµέρους παράγοντες που αναφέρθηκαν επιδρούν στη διαχρονική διαµόρφωση του πληθωρισµού. Όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ, έχει διαπιστωθεί ότι η διασπορά των ρυθµών πληθωρισµού (µεταξύ των χωρών που σήµερα την απαρτίζουν) µειώθηκε σηµαντικά την περίοδο 1990-1998, ενώ από το 1999 µέχρι σήµερα παραµένει σχεδον σταθερή και χαµηλή. Παρατηρείται όµως ότι από το 1999 ορισµένες χώρες της ευρωζώνης (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία) παρουσιάζουν συνεχώς αξιόλογη θετική διαφορά πληθωρισµού .

Σχετικά µε την Ελλάδα, ο 12µηνος ρυθµός του πληθωρισµού παρέµεινε σε πτωτική τροχιά το 1998. Σ?αυτό συνέβαλαν η ευνοϊκή εξέλιξη των τιµών των νωπών οπωροκηπευτικών, των τιµών του αργού πετρελαίου στην παγκόσµια αγορά και των τιµολογίων των ∆ΕΚΟ (εξωγενείς παράγοντες). Στην αποκλιµάκωση του πληθωρισµού συντέλεσαν ακόµη το χαµηλό κόστος εργασίας ανά µονάδα προϊόντος, η αυστηρή νοµισµατική πολιτική, καθώς και η περαιτέρω µείωση του δηµοσιονοµικού ελλείµµατος η οποία µετρίασε τις πληθωριστικές πιέσεις και προσδοκίες . Πτωτική πορεία ακολούθησε ο πληθωρισµός και το 1999 εξαιτίας του υψηλότερου αντιπληθωριστικού αποτελέσµατος της νοµισµατικής και δηµοσιονοµικής πολιτικής καθώς και των µισθολογικών εξελίξεων. Επιτάχυνση παρουσίασε στη ζώνη του ευρώ εξαιτίας του υπερδιπλασιασµού των διεθνών τιµών του αργού πετρελαίου και της υποχώρησης της ισοτιµίας του ευρώ στο ίδιο διάστηµα .

Η διατήρηση του πληθωρισµού σε χαµηλά επίπεδα τους πρώτους µήνες του 2000 επέτρεψε στην Ελλάδα να ικανοποιήσει το κριτήριο σύγκλισης ως προς τη σταθερότητα των τιµών, δεδοµένου ότι ο µέσος ετήσιος πληθωρισµός µε βάση τον Εν∆ΤΚ κυµαινόταν, µέχρι και τον Ιούνιο, µεταξύ 2% και 2,1%. Στη διάρκεια του 2000, όµως, ο πληθωρισµός αυξήθηκε στην Ελλάδα, όπως και στη ζώνη του ευρώ. Η εξέλιξη αυτή αντανακλούσε κυρίως την άνοδο της τιµής του αργού πετρελαίου στην παγκόσµια αγορά και την ανατίµηση του δολαρίου έναντι του ευρώ και της δραχµής. Πράγµατι, ο ετήσιος ρυθµός του πληθωρισµού επιταχύνθηκε µεταξύ ∆εκεµβρίου 1999 και ∆εκεµβρίου 2000 από 2,3% σε 3,7% µε βάση τον Εν∆ΤΚ . Τον Ιούνιο του 2001, ο πληθωρισµός, µε βάση τον Εν∆ΤΚ, έφτασε στο 4,5% αλλά στη συνέχεια υποχώρησε φτάνοντας στο 3,2% τον Οκτώβριο. Τότε ήταν που ο πληθωρισµός τής Ελλάδας ήταν ο 4ος υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ (µαζί µε εκείνον της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας). Η διακύµανση του ρυθµού ανόδου του ∆ΤΚ τους πρώτους 10 µήνες του 2001 αντανακλά κυρίως την αυξοµείωση του ρυθµού µεταβολής των εγχώριων λιανικών τιµών των καυσίµων και των νωπών οπωροκηπευτικών. Επιπλέον, η απελευθέρωση ορισµένων αγορών και η περαιτέρω ενσωµάτωση άλλων αγορών στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, έχει ως συνέπεια συγκεκριµένα αγαθά και υπηρεσίες να είναι περισσότερο εµπορεύσιµα σε διασυνοριακό επίπεδο, γεγονός που συνέβαλε στην ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας και ενίσχυση του ανταγωνισµού.

Το 2002, ο πληθωρισµός διατηρήθηκε υψηλός και µάλιστα σε επίπεδα τα οποία υπερέβαιναν τα αντίστοιχα των τελευταίων µηνών του 2001 (3,7% τον Οκτώβριο του 2002, έναντι 3% τον ∆εκέµβριο του 2001). Στη διαµόρφωση αυτού του αποτελέσµατος συνέβαλαν µια σειρά παραγόντων ( κυρίως έκτακτοι και εξωγενείς)

όπως: Α. οι εξαιρετικά δυσµενείς καιρικές συνθήκες τον 12/2001 και 1/2002, ώθησαν σε πολύ υψηλά επίπεδα τις τιµές των νωπών οπωροκηπευτικών. Β. οι διεθνείς τιµές (σε δολάρια) του αργού πετρελαίου και των άλλων πρώτων υλών αυξήθηκαν. Γ. η εισαγωγή των τραπεζογραµµατίων και κερµάτων ευρώ οδήγησε σε στρογγυλοποιήσεις προς τα άνω κατά την τιµολόγηση ορισµένων καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών σε ευρώ, ενώ σε άλλες περιπτώσεις αποτέλεσε πρόσχηµα για αυξήσεις που δεν ήταν δικαιολογηµένες µε βάση την άνοδο του κόστους. ∆. το κόστος εργασίας ανά µονάδα προϊόντος αυξήθηκε ταχύτερα το 2002. Όσον αφορά το έτος 2003, παρατηρείται µέση ετήσια αύξηση τόσο του Εν∆ΤΚ όσο και του ∆ΤΚ περίπου 3,5% δηλαδή ελαφρά µικρότερη από ότι το 2002. Σε χαµηλότερο επίπεδο απ?ότι το 2003, διαµορφώθηκε και ο πληθωρισµός του 2004, γεγονός, όµως, που οφείλεται αποκλειστικά σε έκτακτους εξωγενείς παράγοντες (κυρίως στη µείωση των τιµών των οπωροκηπευτικών). Ο πυρήνας του πληθωρισµού, ωστόσο, εµφάνισε ανοδική τάση (από 3,1% το 2003 σε 3,6% το 2004) γεγονός το οποίο οφείλεται αφενός σε παράγοντες που ενισχύουν τη ζήτηση και το κόστος παραγωγής αφετέρου στις µη ικανοποιητικές συνθήκες ανταγωνισµού σε ορισµένες αγορές οι οποίες δεν λειτουργούν αποτελεσµατικά.

Ανάλογη πορεία ακολούθησε ο πληθωρισµός και κατά την διετία 2005-2006. Παράγοντες όπως η άνοδος της τιµής του αργού πετρελαίου, η άνοδος των τιµών των λοιπών εισαγόµενων προϊόντων, η άνοδος του κόστους εργασίας ανά µονάδα προϊόντος, η αύξηση της φορολογίας διαµόρφωσαν τον ετήσιο ρυθµό του πληθωρισµού στο 3,5% βάσει του Εν∆ΤΚ. Σχετικά µε τον πληθωρισµό του 2007, αυτό το οποίο πρέπει να επισηµανθεί είναι ότι αφενός ο µέσος ετήσιος πληθωρισµός υποχώρησε στο 3% από 3,3% το 2006 λόγω κυρίως προσωρινών ευνοϊκών παραγόντων και ιδίως της µείωσης της τιµής των καυσίµων αφετέρου το τελευταίο τρίµηνο του 2007 παρατηρήθηκε σηµαντική έξαρση του πληθωρισµού. Η έξαρση του πληθωρισµού που είχε ενταθεί στη διάρκεια του 2008 (4,6%), έπληξε ιδιαίτερα τις οικονοµικά ασθενέστερες κοινωνικές οµάδες και οφειλόταν σε εκ πρώτης όψεως βραχυχρόνιους εξωτερικούς παράγοντες (τη µεγάλη άνοδο των τιµών των καυσίµων και των τροφίµων διεθνώς) και σε βραχυχρόνιους εγχώριους παράγοντες (την επιτάχυνση του ρυθµού ανόδου του κόστους εργασίας ανά µονάδα προϊόντος).

Τελείως διαφορετική εικόνα παρουσιάσε ο πληθωρισµός το 2009. Συγκεκριµένα , ο µέσος ετήσιος ρυθµός του διαµορφώθηκε γύρω στο 1,3% έναντι 4,6% το 2008. Η µεγάλη υποχώρηση του γενικού πληθωρισµού αντανακλά, µεταξύ άλλων, τη ραγδαία πτώση των διεθνών τιµών του πετρελαίου και των άλλων βασικών εµπορευµάτων που άρχισε µετά τα µέσα του 2008. Επιπλέον, εξαλείφθηκαν οι πληθωριστικές πιέσεις που οφείλονταν στην υπερβάλλουσα ζήτηση. Η εξασθένιση της ζήτησης συνοδεύτηκε τόσο από την µείωση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων όσο και από σηµαντική επιβράδυνση του ρυθµού ανόδου του κόστους εργασίας . Ωστόσο, αυτή η θετική εξέλιξη του πληθωρισµού δεν κράτησε παρά µόνο για λίγο. Το κόστος εφαρµογής των αναγκαίων µέτρων για την έξοδο της οικονοµίας από την κρίση αντανακλάται το 2010, µεταξύ άλλων, στην προσωρινή έξαρση του πληθωρισµού η οποία οφείλεται: α. κυρίως στη µεγάλη αύξηση της έµµεσης φορολογίας, β. στην άνοδο της τιµής του αργού πετρελαίου στην παγκόσµια αγορά και γ. σε πολύ µικρότερο βαθµό, στην ανάκαµψη των τιµών των άλλων εισαγόµενων προϊόντων. Τους πρώτους 9 µήνες του 2010 ο ετήσιος ρυθµός ανόδου του Εν∆ΤΚ εµφάνισε

έντονη επιτάχυνση από 2,3% τον Ιανουάριο σε 5,7% το Σεπτέµβριο φθάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 1997. Για ολόκληρο το 2010, εκτιµάται ότι ο µέσος ετήσιος ρυθµός αύξησης του Εν∆ΤΚ θα διαµορφωθεί γύρω στο 4,8% έναντι 1,3% το 2009.

Βεβαίως, καθώς η επίπτωση της αύξησης της έµµεσης φορολογίας στον ετήσιο ρυθµό ανόδου των τιµών σταδιακά θα εξασθενεί στη διάρκεια του 2011, αναµένεται τότε να υποχωρήσει σηµαντικά και ο πληθωρισµός. Το ίδιο αποτέλεσµα αναµένεται να έχει και η ενίσχυση του ανταγωνισµού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών καθώς προχωρά η εφαρµογή των διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων.

Συνοψίζοντας, αυτό που είναι χρήσιµο να υπογραµµιστεί είναι ότι ο πληθωρισµός, ως φαινόµενο που διακρίνει κυρίως τις αναπτυγµένες οικονοµίες, έχει τις ρίζες του κυρίως στην εκδήλωση αφενός υψηλής ζήτησης αφετέρου υψηλού κόστους παραγωγής. Τόσο η αύξηση της ζήτησης όσο και η άνοδος του κόστους µεταφράζονται σε άνοδο των τιµών του καταναλωτή. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται σταδιακή αύξηση του ρυθµού του πληθωρισµού µε αποκορύφωµα βέβαια το έτος που διανύουµε. Η έξαρση του πληθωρισµού το τρέχον έτος δικαιολογείται απόλυτα από το γεγονός ότι η οικονοµία βρίσκεται στη φάση της καθόδου ή κρίσης. Σε αυτό το πλαίσιο αναφοράς, οι πολιτικές που ακολουθούνται συµβάλλουν αφενός στην καταπολέµηση της ανεργίας αφετέρου στην δηµιουργία πληθωρισµού. Το κόστος του πληθωρισµού ?τα προβλήµατα που δηµιουργεί στην οικονοµία- δεν είναι καθόλου αµελητέα. Ο πληθωρισµός, ωφελεί τα άτοµα, που το εισόδηµα τους µεταβάλλεται εύκολα σε βάρος των ατόµων, που έχουν σχετικά σταθερό εισόδηµα. Πλήττει δηλαδή κυρίως τους συνταξιούχους, τους δηµόσιους υπαλλήλους κ.α. Επιπλέον, επιβαρύνει το ισοζύγιο πληρωµών και µειώνει τα συναλλαγµατικά αποθέµατα της χώρας. Η κατανοµή των συντελεστών παραγωγής δεν είναι άριστη και σπαταλούνται παραγωγικοί πόροι. Τέλος, δηµιουργεί προϋποθέσεις και για υπερπληθωρισµό.

Υπό αυτό το πρίσµα, και δεδοµένου ότι ο πληθωρισµός από ένα σηµείο και πέρα δεν είναι επιθυµητός, κρίνεται σκόπιµο ότι πρέπει να περιοριστεί µέσα κυρίως από παρεµβάσεις διαρθρωτικού χαρακτήρα. Η ενίσχυση του ανταγωνισµού (όπως αντανακλάται σε ένα σχετικά µικρό περιορισµό των περιθωρίων κέρδους) αµβλύνει σηµαντικά το πρόβληµα της εµµονής και µειώνει το πρόβληµα του πληθωρισµού µετά από εξωγενείς διαταραχές. Επιπρόσθετα, ο υψηλός βαθµός εξάρτησης του πληθωρισµού από την ιστορική διαδροµή του χαρακτηρίζει σε µεγάλη έκταση και την εµµονή του, γεγονός που αναδεικνύει τη µεγάλη σηµασία της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλλεται για τον περιορισµό των πληθωριστικών προσδοκιών. Αντίθετα, η µεταβολή ορισµένων από τις διαρθρωτικές παραµέτρους της αγοράς εργασίας δεν φαίνεται να επηρεάζει σηµαντικά την εµµονή του πληθωρισµού. Αυτό βέβαια σε καµιά περίπτωση δεν σηµαίνει ότι οι επικρατούσες συνθήκες στην αγορά εργασίας και η διαµόρφωση των αµοιβών δεν παίζουν σηµαντικό ρόλο στην εξέλιξη του πληθωρισµού στην Ελλάδα, ο οποίος εξακολουθεί να υπερβαίνει τον αντίστοιχο της ζώνης του ευρώ.

Η συνολική ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήµατος µιας χώρας (ή µιας ένωσης χωρών, όπως η ΕΕ) καθορίζεται αρχικά µε βάση τη -συµβατική- αξία όλων όσων το χρήµα θεωρητικά µπορεί να αγοράσει σε αυτή τη χώρα. Οι τράπεζες σήµερα µεσολαβούν για τη δηµιουργία και διοχέτευση χρήµατος στην αγορά, µε διαφορές µορφές. Η πιο άµεση από όλες, είναι ο δανεισµός χρήµατος «µε µόχλευση»: µάλιστα, οι τράπεζες, σε όλο τον κόσµο, έχουν δανείσει σήµερα χρήµα στην αγορά που αντιστοιχεί περίπου στο δεκαπλάσιο (µε τους συντηρητικότερους υπολογισµούς) των χρηµάτων των καταθετών τους και η µαζική ανάληψη των καταθέσεων ∆ΕΝ ΕΙΝΑΙ πλέον εφικτή. Αυτό µάλιστα δεν είναι καθόλου γνωστό στο ευρύ κοινό!

Το χρήµα, πλέον, δολάρια, ευρώ, στερλίνες κλπ. δεν αντιστοιχεί σε οτιδήποτε το χειροπιαστό. Το σηµερινό χρήµα, στο επίπεδο των συναλλαγών µε αυτό, δεν αποτελεί άλλο από ένα αυθαίρετο σύµβολο (χρήµα fiat) που είναι παράλληλα και δέσµευση εκ µέρους του εκδότη του, µε απλά λόγια είναι µια υπόσχεση προς αυτόν που το λαµβάνει εκ µέρους αυτού που το δίνει. Με τη νέα συναλλαγή και µεταβίβαση του από τον πρώτο σε κάποιον τρίτο, η υπόσχεση µεταβιβάζεται σε αυτόν κ.ο.κ.

Κάθε καινούριο χαρτονόµισµα που τυπώνεται ή που δηµιουργείται ηλεκτρονικά προς δανεισµό ή προς κάλυψη παρελθόντων δανείων ρίχνει την αρχική αξία του χρήµατος (αυτό ονοµάζεται πληθωρισµός και δεν ισοδυναµεί µε την αύξηση των τιµών, που όµως είναι στενά σχετιζόµενη).

Πώς συµβαίνει όµως η καταστροφή του πληθυσµού µέσω της αύξησης του όγκου του κυκλοφορούντος χρήµατος και της προοδευτικής µείωσης της αξίας του; Υπάρχει ένα σχετικά πρόσφατο παράδειγµα, αυτό της Γιουγκοσλαβίας, µεταξύ 1988 και 1995. Πριν τη δεκαετία του ’90, το γιουγκοσλαβικό δηνάριο είχε µετρήσιµη αξία και µπορούσες να αγοράζεις κάτι µε αυτό. Ωστόσο, σε όλη τη δεκαετία του ’80, η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση που είχε συνεχώς έλλειµµα στον προϋπολογισµό της, τύπωνε χρήµατα για να καλύπτει αυτά που έλειπαν. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η κυβέρνηση είχε εξαντλήσει όλα τα δικά της αποθέµατά σε µη πληθωριστικό χρήµα και προχώρησε και σε λεηλασία των τραπεζικών καταθέσεων των πολιτών της. Προκειµένου να διατηρηθεί η κατάσταση, τυπώνονταν όλο και µεγαλύτερης αξίας χαρτονοµίσµατα. Στο απόγειό του, ο υπερπληθωρισµός στη Γιουγκοσλαβία έφτασε να τρέχει µέχρι και πάνω από 37% την ηµέρα. Οι τιµές διπλασιάζονταν περίπου κάθε δύο µέρες.

Ας το κάνουµε πιο συγκεκριµένο. Ας πούµε ότι την 1η Ιανουαρίου του 2007 είχατε 1 € και µε αυτό αγοράζατε κάτι. Με πληθωρισµό 37% την ηµέρα, την 3η Απριλίου του ίδιου έτους θα χρειαζόσασταν 100 δισεκατοµµύρια ευρώ ακριβώς για το ίδιο αγαθό. Να το πούµε και αντίστροφα: Εάν την 1η Ιανουαρίου είχατε καταθέσεις 100 δισεκατοµµυρίων ευρώ µέσα σε µια βαλίτσα, τον Απρίλιο αυτές θα άξιζαν όσο 1 ευρώ. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι αν σε αυτή την περίοδο προσπαθούσε κανείς να κάνει αποταµίευση, θα έχανε σύντοµα όλα τα χρήµατά του.

Μπορούµε λοιπόν να συµπεράνουµε µε ασφάλεια, ότι ο πληθωρισµός, µε οποιαδήποτε µορφή, αποτελεί µια «τιµωρία» για όσους κάνουν αποταµίευση! Από την άλλη πλευρά, το πληθωριστικό χρήµα προάγει το ξόδεµά του και απαιτεί την επένδυσή του ή ακόµη και την κερδοσκοπική τοποθέτησή του, προκειµένου όποιος το έχει να έχει έστω µια ευκαιρία να επιπλεύσει στον πληθωρισµό. Φυσικά, οι επενδύσεις και η κερδοσκοπία ενέχουν κινδύνους, οπότε, διευρύνοντας την παραπάνω πρόταση, µπορούµε να ισχυριστούµε ότι τα νοµισµατικά συστήµατα µε ανεξέλεγκτο πληθωρισµό υποχρεώνουν τους πολίτες τους να υποβάλλουν σε κινδύνους τα χρήµατα που µε κόπο αποταµιεύουν και συχνά σε αυτά πλαίσια δηµιουργούνται πληθωριστικές φούσκες.

Στην Ελλάδα προ της ΕΕ, υπήρχε µια παρόµοια διαδικασία, σε κάποιο βαθµό ελεγχόµενη, αλλά οπωσδήποτε επιταχυνόµενη. Η είσοδος στην ΕΕ δηµιούργησε ένα παρόµοιο πληθωριστικό φαινόµενο, όχι µέσω του τυπώµατος νέου χρήµατος, αλλά µέσω του δανεισµού φτηνού χρήµατος: λόγω της διοχέτευσης αυτού του χρήµατος στην κατανάλωση εισαγόµενων προϊόντων και σε κάθε περίπτωση λόγω της µη επένδυσής του σε παραγωγικούς τοµείς, στην Ελλάδα δηµιουργήθηκε ένα ιδιόµορφο είδος πληθωρισµού, το οποίο αφορούσε ακριβώς εκείνα τα προϊόντα που µπορεί κανείς να τα αγοράσει µέσω δανεισµού, µε χαρακτηριστικότερο παράδειγµα την κατοικία. Για όσα από τα προϊόντα που δεν αγοράζονται µε δανεικά φτήνυναν, αυτό συνέβη αποκλειστικά επειδή παράγονταν από ανταγωνιστικότερες χώρες ή διότι φτήνυνε εν τω µεταξύ η τεχνολογία τους. Τελικά, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, µε τρόπο ανάλογο της ευκολίας δανεισµού µε χαµηλά επιτόκια και µε εγγυητή την ΕΕ, στην Ελλάδα τα εισαγόµενα προϊόντα φτήνυναν και τα εγχώρια παραγόµενα ακρίβυναν τόσο, ώστε πλέον αν µην είναι ανταγωνιστικά και ολόκληροι κλάδοι της παραγωγής να καταρρέουν, ώστε σήµερα, η µόνη ελληνική «βιοµηχανία» που έχει επιβιώσει να είναι ο τουρισµός. Από την άλλη, σήµερα, εγώ και εσύ δουλεύουµε για να αγοράζουµε ευκολότερα όλο και πιο άχρηστα αγαθά.

Είναι εθνική αυτοκτονία αυτό; Φυσικά και είναι και έχει ήδη διαπραχθεί. Οι πατριωτικές κορώνες περιττεύουν . Ξέρουµε όµως όλοι ότι προς το παρόν δεν κατέστη δυνατό να πειστεί ο λαός από τέτοια επιχειρήµατα, αφού τα είπαν πολλοί και παλιότερα έχοντας χωρίς εξαίρεση ήδη γίνει γραφικοί. Γιατί ο λαός, λένε, θέλει σπορ και θέαµα, θέλει «εδώ και τώρα», θέλησε την «Αλλαγή» που προήγαγε την αρχοντοχωριατοσύνη του αντί για την παιδεία του, θέλησε ανώδυνα «νοικοκυρέµατα» (που ακόµη και αυτά δεν έγιναν ποτέ), θέλει ίσως «5.000.000 δηµόσιους υπάλληλους µε βασικό µισθό 1500 € και σύνταξη στα 55».

Είναι όµως οι τράπεζες και τα κάθε λογής «σάπια κατεστηµένα» το µόνο τέρας του συστήµατός µας; ∆υστυχώς ή ευτυχώς, όχι! Το µεγάλο Τέρας στο βάθος της σπηλιάς είναι πράγµατι οι τράπεζες (σε µια εντελώς απρόσωπη βάση, αφού και αυτές κινούνται µε βάση τα βραχυπρόθεσµα συµφέροντα των µετόχων τους), που γνωρίζουν ότι ο δρόµος είναι αδιέξοδος, αλλά µε αντικοινωνικό τρόπο δίνουν µπόνους στα

στελέχη τους εκείνα που φέρνουν συνεχώς και περισσότερα δάνεια, ενώ στην ίδια σφηκοφωλιά εδράζουν και οι λαϊκιστές πολιτικοί, που κοντόφθαλµα φωνασκούν, «δώστε χρήµα στο λαό».

Όµως, όπως πολύ ανάγλυφα προέκυψε µέσα από ένα εξαιρετικό πρόσφατο νήµα σκέψης, µέσω του καταναλωτικού δανεισµού µας, εµείς όλοι γινόµαστε επίσης αµέτρητα µικρά τερατάκια, διότι για κάθε δανεικό Ευρώ µας, ουσιαστικά αιτούµαστε περισσότερο πληθωρισµό, που τελικά µειώνει όλες τις αξίες, µε µεγαλύτερη µείωση από όλες, αυτή της αξίας της εργασίας µας. Και εδώ υπάρχει και µια ακόµη αδικία: όσο πιο µικρός ο δανεισµός κάποιου µέσα σε έναν κυκεώνα αλληλοεξαρτώµενων δανειστών και δανειζόµενων, τόσο πιο µεγάλη η επιβάρυνσή του από τον πληθωρισµό, ιδίως εάν η φύση της εργασίας του (π.χ. µισθωτός) δεν επιτρέπει άµεση αναπροσαρµογή των αµοιβών του!

Μοναδική εξαίρεση λοιπόν «πατριωτικού δανεισµού χρήµατος» από τις αγορές του εξωτερικού είναι όταν αυτό διοχετεύεται στο δανεισµό πλουτοπαραγωγικών για τη χώρα επιχειρήσεων: π.χ. για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες που απαντούν στα προβλήµατα έλλειψης βασικών αγαθών, όπως ενέργεια, τροφή, φάρµακα. ∆ανείζοντας µια εταιρία για να επενδύσει στην αιολική ενέργεια -τυχαίο παράδειγµα- στο µέλλον η χώρα θα πληρώνει µικρότερο κόστος για εισαγωγή ενέργειας και εποµένως, το αρχικό χρήµα - υπόσχεση προς τους σηµερινούς δανειστές πολλαπλασιάζεται και δεν χάνεται για τα παιδιά µας και τους εγγυητές(βλέπε όλους τους άλλους, µέλη της κοινωνίας της χώρας στην οποία ζούµε, οι οποίοι όµως δεν δανείζονται).

Το πρόβληµα τονίζεται από όλο και περισσότερους: δώστε, επιτέλους, τα διαθέσιµα δανεικά λεφτά στην ορθολογική ανάπτυξη, ώστε να δηµιουργηθεί κάποτε πλεόνασµα. Όλα τα άλλα δανεικά λεφτά, που πάνε στην εσωτερική κατανάλωση οποιασδήποτε µορφής, τα τρώει η µαύρη τρύπα του χρέους προς τους εξωτερικούς δανειστές - προµηθευτές µας, αφού εµείς δεν παράγουµε συγκριτικά τίποτα. ∆υστυχώς, ακόµη και οι κοινωνικές παροχές αποτελούν τότε µια αντικοινωνική πράξη! Ακόµη και πέντε δεκάρες να περίσσευαν, αυτές θα έπρεπε σήµερα να κατευθύνονται στην ανάπτυξη και πουθενά αλλού. Όσο το δυνατόν συντοµότερα θα γινόταν αυτό κατανοητό, θα υπήρχε ελπίδα (δηλώνω τίµια ότι δεν έχω καµία τέτοια επιχείρηση, ούτε σκοπεύω να αποκτήσω).

Αλλά δυστυχώς, δεν είναι εύκολο να σκεφτείς λογικά και να δεχτείς προσωρινές θυσίες µε µελλοντικά αντικρίσµατα, ιδίως όταν έχει χαθεί πλέον και η πίστη που θα σε άφηνε να δεχτείς ότι κάποιοι άλλοι είναι ειλικρινείς απέναντι σου. Ως κράτος, µάλλον έχουµε περάσει το σηµείο µη επιστροφής. Αν η κυρίως χώρα µας είναι το κατεστηµένο της (που είναι), τότε η χώρα αυτή ως εστί δεν φαίνεται να κινδυνεύει, εκτός και αν εµείς και µερικά ακόµη ταλαιπωρούµενα γουρουνάκια (PIGS) συµπαρασύρουµε στην κατάρρευσή µας και την ΕΕ.

Αίτια του Πληθωρισµού

1) Ο πληθωρισµός δηµιουργείται όταν η ζήτηση σε σχέση µε την προσφορά των παραγόµενων αγαθών και υπηρεσιών είναι µεγαλύτερη. Έτσι τον πληθωρισµό µπορεί να τον προκαλέσει, η υπερβολική αγοραστική δύναµη η οποία διατίθεται για αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, χωρίς αυτά από οποιοδήποτε λόγο να προσφέρονται, είτε διότι δεν υπάρχουν αρκετά, είτε διότι οι ιδιοκτήτες των δεν θέλουν να τα πουλήσουν ή προκειµένου περί υπηρεσιών να τις προσφέρουν, είτε διότι εξάγονται στο εξωτερικό, είτε διότι απαγορεύεται η πώληση ορισµένων αγαθών και η προσφορά ορισµένων υπηρεσιών.

2) Σαν αίτιο του πληθωρισµού εκτός των πάρα πάνω αναφερθέντων λόγων, πρέπει να προστεθεί και η πρόβλεψη της ύψωσης των τιµών, διότι οι πωλητές αναβάλλουν τις πωλήσεις των ή τις περιορίζουν στο επίπεδο εκείνο, το οποίο τους επιτρέπει να καλύπτουν τις ληξιπρόθεσµες υποχρεώσεις τους.

3) Μπορούµε σαν βασική αιτία του πληθωρισµού να θεωρήσουµε και το γεγονός ότι µία οικονοµία δεν µπορεί να προσαρµόσει την παραγωγή στο ρυθµό της ζήτησης που καθορίζεται από τις αυξανόµενες ανάγκες του πληθυσµού.

4) Άλλες αιτίες που µπορούν να προκαλέσουν τον πληθωρισµό είναι τα µεγάλα δηµόσια έξοδα που ξεπερνούν τα έσοδα µε τεράστιες δαπάνες, όπως π.χ οι στρατιωτικές δαπάνες που δηµιουργούν πρόσθετο «κυκλοφορούν» χρήµα, χωρίς αντίστοιχα εµπορεύµατα για κατανάλωση ή υπηρεσίες για τον πληθυσµό.

Εισαγόµενος Πληθωρισµός

Οι αυξοµειώσεις του γενικού επιπέδου των τιµών στο εσωτερικό δεν είναι αποτέλεσµα µόνο του συνόλου των επιδράσεων των δυνάµεων της εσωτερικής αγοράς του συγκεκριµένου Κράτους, αλλά δυνατόν να οφείλονται και στις αυξοµειώσεις των τιµών των εισαγόµενων προϊόντων και υπηρεσιών. Το µέγεθος δε των επιδράσεων αυτών εξαρτάται από τον βαθµό ευαισθησίας και εξάρτησης της εσωτερικής οικονοµίας από τις εξωτερικές αγορές και από το ύψος των εισαγόµενων ποσοτήτων.

Η αύξηση του κόστους των εισαγόµενων προκαλεί αυξητικές επιδράσεις στο επίπεδο των τιµών της εσωτερικής αγοράς και στο επίπεδο κόστους των εγχώρια παραγόµενων αγαθών µε τελικό αποτέλεσµα να παρατηρείται αύξηση του γενικού επιπέδου των τιµών της εσωτερικής αγοράς.

Οι αναπτυσσόµενες χώρες στην προσπάθειά τους να µειώσουν τον όγκο των εισαγωγών και συνεπώς να µειώσουν το βαθµό εξάρτησης τους από τις αναπτυγµένες χώρες και να βελτιώσουν έτσι το εµπορικό τους ισοζύγιο και κατ’ επέκταση το ισοζύγιο πληρωµών προβαίνουν σε υποκατάσταση των εισαγωγών µε το να παράγουν τα εισαγόµενα αγαθά στο εσωτερικό. Η προσπάθεια αυτή οδηγεί, τελικά, αν όχι σ’ όλες, στις περισσότερες αναπτυσσόµενες χώρες σε αντίθετα αποτελέσµατα.

Κι αυτό, γιατί λόγω της µη ύπαρξης στο εσωτερικό επαρκούς ποσότητας, πρώτων υλών και ηµικατεργασµένων προϊόντων, η προσπάθεια αύξησης της βιοµηχανικής παραγωγής τελικών αγαθών, οδηγεί σε διαρκώς µεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών πρώτων υλών και συνεπώς:

1) Σε µεγαλύτερη εξάρτηση των αναπτυσσοµένων χωρών από τις ανεπτυγµένες χώρες και

2) Σε µεγαλύτερη αύξηση των τιµών των προϊόντων της εγχώριας παραγωγής, λόγω αύξησης του κόστους ή και λόγω αύξησης των κερδών. Το τελευταίο, δηλαδή η αύξηση των τιµών λόγω αυξήσεως των κερδών είναι πολύ πιθανό να συµβεί και από το γεγονός ότι οι εγχώριες βιοµηχανίες προστατεύονται από δασµολογικά τείχη και άλλους ποσοτικούς περιορισµούς των εισαγωγών.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ

Συνέπειες Πληθωρισµού

Η σπουδαιότερη συνέπεια του πληθωρισµού είναι η µείωση του πραγµατικού εισοδήµατος των εργαζοµένων και ιδιαίτερα των συνταξιούχων, ενώ αντίθετα µε την άνοδο των τιµών αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των µονοπωλιακών συγκροτηµάτων και ταυτόχρονα µειώνεται το βάρος των χρεών τους.

Στο εσωτερικό ο πληθωρισµός θέτει σε προνοµιακή θέση τους χρεώστες σε σχέση µε τους πιστωτές, γιατί οι τελευταίοι παίρνουν πίσω χρήµατα που έχουν µειωµένη αγοραστική αξία σε σχέση µε τη στιγµή που τα δάνεισαν.

Άλλη συνέπεια του πληθωρισµού είναι η µείωση της πραγµατικής αξίας των αποταµιεύσεων, όταν το ποσοστό του πληθωρισµού είναι µεγαλύτερο από το επιτόκιο αποταµιεύσεων.

Στον τοµέα των επενδύσεων η αύξηση της τιµής των πρώτων υλών και η πιθανή αύξηση των µισθών µπορούν να επιδράσουν ανασταλτικά ενώ οι επενδύσεις σε ακίνητα, µετοχές ή αξίες του εξωτερικού αποφέρουν περισσότερο.

Στον τοµέα του εξωτερικού εµπορίου ο πληθωρισµός σε µία χώρα οδηγεί στην αύξηση των πωλήσεων προϊόντων που προέρχονται από χώρες που δεν θίγονται από πληθωρισµό, γιατί τα προϊόντα αυτά στοιχίζουν φθηνότερα από τα εγχώρια, που οι τιµές τους έχουν αυξηθεί. Αυτό έχει επιπτώσεις στο εξωτερικό εµπόριο µε αύξηση των εισαγωγών και αντίστοιχη µείωση των εξαγωγών.

Άλλη συνέπεια, την οποία έχει ο πληθωρισµός είναι και η δηµιουργία πανικού, ο οποίος οφείλεται στην αµφιβολία για το «αύριο» στην ανασφάλεια που νιώθει µία µεγάλη µερίδα ανθρώπων και στην έλλειψη εµπιστοσύνης προς το Κράτος. Ο φόβος όµως και η αµφιβολία που δηµιουργούνται εκτός από τις οικονοµικές συνέπειες έχουν και πολιτικές, διότι δίνεται αφορµή και πεδίο δράσης σε δηµιουργικά και επαναστατικά συστήµατα, να κατευθύνουν τις µάζες, µε το πρόσχηµα της επίλυσης των οικονοµικών τους προβληµάτων, σε ιδιοτελείς σκοπούς. ∆εν πρέπει να ξεχνάµε ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα επικράτησαν (επαναστατικά ή ειρηνικά), σε περιόδους οικονοµικής κρίσης.

Καταπολέµηση Πληθωρισµού

Η πείρα των τελευταίων χρόνων µας κάνει όλους, ειδικούς ή όχι, πιο σκεπτικούς και λιγότερο αισιόδοξους στην ανεύρεση των πηγών του πληθωρισµού και στην λήψη µέτρων για την καταπολέµηση του. Είναι κοινή η διαπίστωση σχεδόν όλων των οικονοµολόγων, ότι η χάραξη µίας πορείας αντιπληθωριστικής πολιτικής είναι έργο πολύ δύσκολο. Μεταξύ των οικονοµολόγων δεν υπάρχει απόλυτη συµφωνία στις µεθόδους που πρέπει να εφαρµοστούν για την αντιµετώπιση του πληθωρισµού. Έτσι

δεν έχει ακόµα διατυπωθεί αποδεκτή αντιπληθωριστική πολιτική, αλλά σκέψεις και απόψεις, των διαφόρων οικονοµολόγων, µερικές από τις οποίες είναι και οι παρακάτω:

Πληθωρισµός Ζητήσεως

Για την καταπολέµηση του πληθωρισµού ζητήσεως εφαρµόζονται οι παρακάτω µέθοδοι για την µείωση της υπερβολικής ζήτησης. Η επιλογή της µεθόδου που πρέπει να εφαρµοστεί ανήκει στην κυβέρνηση κάθε χώρας, η οποία πρέπει να αποφασίσει σε ποιο οικονοµικό φορέα πρέπει να περικόψει την υπερβολική αυτή ζήτηση, επειδή κάθε µέθοδος πλήττει περισσότερο ή λιγότερο τους διάφορους τοµείς (∆ηµόσιο, Νοικοκυριά, Επιχειρήσεις κλπ).

1) Πολιτική Περικοπής των ∆ηµοσίων ∆απανών

Η περικοπή των ∆ηµοσίων δαπανών µειώνει την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήµατος και την ζήτηση και συντελεί στον περιορισµό του πληθωρισµού.

2) Φορολογική Πολιτική Αντιπληθωρισµού

Η αύξηση των φόρων, µειώνει το πραγµατικό εισόδηµα και την αγοραστική δύναµη του καταναλωτή και έτσι συντελεί στον περιορισµό της ενεργούς ζήτησης.

Πληθωρισµός Κόστους

Οι µέθοδοι που εφαρµόζονται για την καταπολέµηση του πληθωρισµού ζητήσεως επιδρούν αρνητικά στην καταπολέµηση του πληθωρισµού κόστους και η εφαρµογή τους µπορεί να οδηγήσει, παράλληλα µε τον πληθωρισµό και σε στασιµότητα της οικονοµικής ανάπτυξης δηλαδή στον στασιµοπληθωρισµό. Για την καταπολέµηση του πληθωρισµού κόστους, θα πρέπει πρώτα να γίνει διάγνωση της αιτίας που τον προκάλεσε και µετά να εφαρµοστούν µέτρα εναντίον της αιτίας αυτής.

Με βάση τις παραπάνω σκέψεις είναι δυνατό να εφαρµοστούν τα παρακάτω µέτρα:

1) Όταν ο πληθωρισµός οφείλεται σε αύξηση µισθών και ηµεροµισθίων τότε επιχειρείται να αντιµετωπιστεί µε το να υποβοηθήσουµε τις δραστηριότητες εκείνες που βοηθάνε στην αύξηση της παραγωγής, έτσι ώστε η αύξηση των µισθών να έχει αντίκρισµα σε αγαθά. Επίσης επιδιώκεται η πολιτική λιτότητας σε παραπέρα αυξήσεις των µισθών και των εισοδηµάτων (Πάγωµα µισθών).

2) Όταν ο πληθωρισµός προέρχεται από υπερβολικά κέρδη, τότε επιχειρείται η αντιµετώπιση του µε τον έλεγχο τιµών, την ακριβή κοστολόγηση και τον καθορισµό µικρού ποσοστού κέρδους στο εµπόριο των αγαθών.

3) Ο εισαγόµενος πληθωρισµός, που οφείλεται στο µεγάλο κόστος των πρώτων υλών ή των τελικών αγαθών, αντιµετωπίζεται µε την προσπάθεια για την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής, ώστε να παράγονται στο εσωτερικό τα ίδια αγαθά ή υποκατάστατα αυτών µε µικρότερο κόστος.

4) Ο πληθωρισµός κόστους, που είναι εισαγόµενος και προέρχεται από αγαθά µε ανελαστική ζήτηση (π.χ. το πετρέλαιο) είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να αντιµετωπιστεί.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η αντιµετώπιση του πληθωρισµού κόστους είναι πάρα πολύ δύσκολη. Τα µέτρα, που εφαρµόζονται αποβλέπουν στο να πείσουν τους εργάτες και εργοδότες να πάψουν να ανταγωνίζονται στις αυξήσεις των τιµών και των µισθών µεµονωµένα, αλλά σε σχέση µε την παραγωγικότητα.

Πέρα όµως από τα παραπάνω µέτρα που αναπτύχθηκαν, κάθε πολίτης έχει την υποχρέωση και την δύναµη να καταπολεµήσει τον πληθωρισµό. Αν όλα τα στρώµατα του πληθυσµού, εργάτες, αγρότες και επιχειρηµατίες αντιληφθούν ότι η ευηµερία τους εξαρτάται τόσο από την αγοραστική δύναµη του χρήµατος όσο και υπό τις χρηµατικές τους απολαβές, ίσως αυτό τους οδηγήσει στο να µετριάσουν στο µέλλον τις απαιτήσεις τους για µεγαλύτερες τιµές των αγαθών και υψηλότερες χρηµατικές αµοιβές.

Η συµπεριφορά αυτή των διαφόρων στρωµάτων του πληθυσµού θα είχε ευνοϊκό αποτέλεσµα στην σταθερότητα, γιατί όλες οι αυξήσεις των τιµών θα διοχετευόντουσαν σε αύξηση της απασχόλησης και του πραγµατικού κοινωνικού προϊόντος, παρά σε υψώσεις των τιµών.

Νοµισµατική Πολιτική για την Αντιµετώπιση του Πληθωρισµού

Για την καταπολέµηση του πληθωρισµού το κράτος µπορεί να χρησιµοποιήσει εκτός από τα µέτρα ∆ηµοσιονοµικής πολιτικής και µέτρα Νοµισµατικής πολιτικής τα οποία βρίσκουν εφαρµογή στην καταπολέµηση των πληθωρισµών ζητήσεως και κόστους.

Τα µέτρα Νοµισµατικής Πολιτικής µπορούν να εφαρµοσθούν είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασµό µε µέτρα ∆ηµοσιονοµικής Πολιτικής.

Τα κυριότερα µέτρα Νοµισµατικής Πολιτικής των οποίων η εφαρµογή χρησιµοποιείται για την ανάσχεση του πληθωρισµού είναι:

1) Η αύξηση του προεξοφλητικού τόκου και των επιτοκίων καταθέσεων. Η αύξηση του τόκου µε τον οποίο η Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας δανείζει χρήµατα στις εµπορικές τράπεζες (προεξοφλητικός τόκος), αναγκάζει τις τελευταίες να προσφέρουν δάνεια µε µεγαλύτερα επιτόκια µε αποτέλεσµα η ζήτηση δανειακών κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες να ελαττώνεται. Εξάλλου η αύξηση των επιτοκίων πέραν του ότι αποτελεί µέτρο δικαιοσύνης για τους αποταµιευτές γιατί προσπαθεί να διατηρήσει την αγοραστική αξία των καταθέσεων, σκοπεύει και στην προσέλκυση αποταµιεύσεων σε βάρος της κατανάλωσης.

2) Η αύξηση του ποσοστού υποχρεωτικών διαθεσίµων των εµπορικών τραπεζών. Με την αύξηση αυτή περιορίζεται η δανειοδοτική ικανότητα των εµπορικών τραπεζών και κατ’ επέκταση η κυκλοφορία δανειακών κεφαλαίων στην οικονοµία.

3) Η πώληση χρεογράφων από την Κεντρική Τράπεζα. Η πολιτική πώλησης χρεογράφων, η οποία ονοµάζεται και πολιτική της ανοικτής αγοράς εκ µέρους της

Κεντρικής Τράπεζας, είναι δυνατό να λάβει δεσπόζουσα µορφή όταν το κράτος προβαίνει στην πώληση σε µεγάλη έκταση σηµαντικά ελκυστικών χρεωγράφων στο χρηµατιστήριο και στις άλλες αγορές χρήµατος και απορροφά µε τον τρόπο αυτό χρήµα. Έτσι η προσφορά του χρήµατος µειώνεται, το επιτόκιο ανεβαίνει και περιορίζεται η ζήτηση χρήµατος. Σήµερα στη χώρα µας υπάρχει υποχρέωση των Εµπορικών Τραπεζών να επενδύουν ένα µέρος των πάσης φύσεως καταθέσεων των ιδιωτών σ’ αυτές σε γραµµάτια του δηµοσίου ή οµόλογα του ∆ηµοσίου και των ΝΠ∆∆.

4) Η πολιτική πιστωτικών ελέγχων και περιορισµών. Οι νοµισµατικές αρχές µπορεί να φθάσουν στο σηµείο, να καθορίσουν µε διοικητικές πράξεις ή µε νόµο το ύψος του επιτοκίου στην πιστωτική αγορά και τα όρια των χορηγήσεων των εµπορικών τραπεζών προκειµένου να καταπολεµήσουν τον πληθωρισµό. Η θέσπιση αυστηρών πιστωτικών περιορισµών κυρίως για µη παραγωγικούς κλάδους, όπως το εµπόριο και οι οικοδοµές, θεωρείται πολύ αποτελεσµατικό µέσο για την καταπολέµηση του πληθωρισµού.

∆ΙΑΦΟΡΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Από τα προαναφερθέντα οδηγούµαστε στο συµπέρασµα πως το φαινόµενο αυτό συνδέεται αναπόφευκτα, µε το ρόλο του χρήµατος µέσα στο οικονοµικό σύστηµα. Ο πληθωρισµός προκαλεί µία συνεχή και σταθερή πτώση της αξίας του χρήµατος και από αυτή την πλευρά µπορεί να χαρακτηριστεί σαν ένα θεµελιώδες νοµισµατικό φαινόµενο. Το συµπέρασµα αυτό, βέβαια δεν σηµαίνει αναγκαστικά πως τα αίτια των πληθωριστικών τάσεων είναι καθαρά νοµισµατικά, αλλά η διαπίστωση ότι έχουµε µία διαρκή ζήτηση χρήµατος, που επαυξάνει την διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων και η διαπίστωση ότι οι πληθωριστικές πιέσεις βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία µε την πλεονάζουσα ζήτηση, οδηγούν στο συµπέρασµα ότι παρατεταµένη αύξηση της προσφοράς χρήµατος σε ρυθµό που να υπερβαίνει το ρυθµό αύξησης του πραγµατικού εισοδήµατος είναι αναγκαία και επαρκής για την ύπαρξη παρατεταµένου πληθωρισµού.

Αν τελικά δεχτούµε πως ο παρατεταµένος πληθωρισµός είναι αποτέλεσµα κατά κύριο λόγο της υπερβολικής προσφοράς χρήµατος, τότε η παραδοχή αυτή µας οδηγεί και στη σωστή επιλογή των µέτρων για την αντιµετώπιση του, που είναι ο έλεγχος της προσφοράς χρήµατος και ο έλεγχος του επιπέδου των τιµών και των χρηµατικών εισοδηµάτων. Βέβαια υπάρχουν πάρα πολλές δυσκολίες στην εφαρµογή των πάρα πάνω µέτρων. Μία µικρή ανοιχτή οικονοµία είναι δύσκολο να κάνει ανεξάρτητες τις αποφάσεις της σχετικά µε την προσφορά του χρήµατος ή το επίπεδο των τιµών, αφού στις εξωτερικές συναλλαγές της υπάρχει η σχέση της σταθερής ισοτιµίας συναλλάγµατος.

Τέλος η πείρα των τελευταίων χρόνων, µας κάνει όλους λιγότερο αισιόδοξους στην ανεύρεση των αιτίων του πληθωρισµού και στη λήψη µέτρων για την καταπολέµηση του. Ο πληθωρισµός έγινε µόνιµη ασθένεια της οικονοµίας της εποχής µας και εκδηλώνεται τόσο σε περίοδο «παχιών αγελάδων» όσο και σε περίοδο «ισχνών αγελάδων». Οι άλλοτε εχθροί: «Πληθωρισµός» και «ανεργία» έγιναν σήµερα φίλοι, όπως ο σκύλος και η γάτα που έµαθαν να βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη. Στις

µέρες µας, οι Κυβερνήσεις και οι οικονοµολόγοι βρίσκονται σε πάρα πολύ δύσκολη θέση για να διαλέξουν τα µέσα

και τις µεθόδους για µία σωστή αντιµετώπιση του προβλήµατος του πληθωρισµού. Καταπολέµηση του πληθωρισµού µε αύξηση του επιπέδου ανεργίας ή καταπολέµηση της ανεργίας µε αύξηση του πληθωρισµού δεν µπορεί σήµερα να εφαρµοστεί σαν µέτρο σωστής και πετυχηµένης πολιτικής. Το ύψος των µισθών και ηµεροµισθίων δεν προσδιορίζεται άµεσα από το ύψος της ανεργίας, όπως και οι τιµές δεν διαµορφώνονται ξεκάθαρα από το νόµο της προσφοράς και της ζήτησης, όπως τον ξέρανε ως τώρα. ∆ηλαδή όταν η ζήτηση αυξάνεται, δεν ακολουθείται αναγκαστικά, από την αύξηση των τιµών. Η σηµερινή αγορά κατά συνέπεια ακολουθεί καινούργιους νόµους και νέοι παράγοντες που καθορίζουν τις τιµές και τα εισοδήµατα, επιδρούν στο «µαγείρεµα» της εξέλιξης της οικονοµίας.

Οι διαπιστώσεις αυτές µας οδηγούν στο συµπέρασµα πως βρισκόµαστε µπροστά σε µία νέα πραγµατικότητα που απαιτεί νέα ρύθµιση στη σχέση των παραγωγικών συντελεστών και µία πιο ρεαλιστική κοινωνική και οικονοµική πολιτική, που θα έχει σαν σκοπό την ισόρροπη ανάπτυξη σε παγκόσµια κλίµακα, την πιο δίκαιη κατανοµή του παραγωγικού πλούτου και την καλύτερη διανοµή του εισοδήµατος. Οι σχέσεις των επιχειρήσεων και των εργαζοµένων είτε στον χώρο των προϊόντων είτε στον χώρο της εργασίας πρέπει να δώσουν τη θέση τους στις σχέσεις «κατανόηση» για µια αποδοτικότερη συνεργασία στην αντιµετώπιση της «παράδοξης συνύπαρξης» των «όψιµων φίλων» πληθωρισµού και ζήτησης.

Αποτελέσµατα του πληθωρισµού

Η σηµασία των αποτελεσµάτων του πληθωρισµού εξαρτάται από την ένταση του πληθωρισµού, δηλαδή από το ρυθµό αυξήσεως των τιµών. Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιµών κατά µικρό ποσοστό, κάτω από 4-5% κάθε χρόνο, δεν δηµιουργεί σοβαρά προβλήµατα. Αντίθετα µάλιστα θεωρείται, από ορισµένους οικονοµολόγους, ότι έχει θετική επίδραση στην παραγωγή, γιατί δηµιουργεί προσδοκίες κέρδους, δεδοµένου ότι η αύξηση των τιµών των αγαθών προηγείται από την αύξηση των αµοιβών των παραγωγικών συντελεστών. Εποµένως πληθωρισµός µικρής εντάσεως που ονοµάζεται και έρπων πληθωρισµός, ενθαρρύνει τις επενδύσεις λόγω των κερδών που αναµένονται και οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικής δραστηριότητας της οικονοµίας και της παραγωγής. Αντίθετος από τον έρποντα πληθωρισµό είναι ο λεγόµενος υπερπληθωρισµός ή καλπάζων πληθωρισµός, τον οποίο χαρακτηρίζει πολύ ψηλός ρυθµός µεταβολής των τιµών. Αποτέλεσµα του υπερπληθωρισµού είναι η συνεχής και µεγάλη πτώση της αγοραστικής αξίας του χρήµατος και τελικά η εγκατάλειψη του νοµισµατικού συστήµατος και η επαναφορά της ανταλλαγής στη θέση της συναλλαγής. Ο υπερπληθωρισµός αυτής της εκτάσεως δεν είναι

συνηθισµένο φαινόµενο και εµφανίζεται κυρίως σε ανώµαλες οικονοµικές καταστάσεις ( π.χ. σε περιόδους πολέµου). Ο πληθωρισµός δηµιουργεί ορισµένα προβλήµατα στην οικονοµία, που θα µπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως το «κόστος» του πληθωρισµού. Αυτά είναι:

Αναδιανοµή των εισοδηµάτων και του πλούτου

Ο πληθωρισµός ενεργεί ως µηχανισµός αναδιανοµής του εισοδήµατος και του πλούτου ανάµεσα στις διάφορες οµάδες ατόµων. Για να γίνει σαφής ο µηχανισµός αυτός, είναι αναγκαίο να κάνουµε διάκριση µεταξύ χρηµατικού και πραγµατικού εισοδήµατος. Χρηµατικό εισόδηµα είναι το σύνολο των χρηµατικών µονάδων, τις οποίες παίρνει ένα άτοµο ως εισόδηµα σε µια χρονική περίοδο (π.χ. εβδοµάδα, µήνα κ.λπ. ). Πραγµατικό εισόδηµα είναι το σύνολο των αγαθών, τα οποία µπορεί το άτοµο να αγοράσει µε το χρηµατικό του εισόδηµα. Είναι φανερό, ότι µε δεδοµένο το χρηµατικό εισόδηµα το ύψος του πραγµατικού εισοδήµατος εξαρτάται από το επίπεδο των τιµών. Όσο ψηλότερο είναι το επίπεδο των τιµών, τόσο λιγότερα αγαθά µπορεί να αγοράσει το άτοµο και εποµένως τόσο µικρότερο είναι το πραγµατικό του εισόδηµα. Η σχέση µεταξύ χρηµατικού, πραγµατικού εισοδήµατος και επιπέδου τιµών δίνεται από την εξής σχέση:

Ir = Im / P

Όπου Ir : το πραγµατικό εισόδηµα

Im :το χρηµατικό εισόδηµα

P: το επίπεδο των τιµών.

Από τη σχέση γίνεται φανερό ότι, για να διατηρηθεί το πραγµατικό εισόδηµα, σταθερό, θα πρέπει να αυξάνεται µε τον ίδιο ρυθµό, όπως και το γενικό επίπεδο των τιµών. Από τη προηγούµενη συζήτηση προκύπτει, ότι σε περιόδους ανόδου των τιµών τα άτοµα, που έχουν σταθερό χρηµατικό εισόδηµα ή που το χρηµατικό εισόδηµά τους αυξάνεται µε ρυθµό µικρότερο από το ρυθµό ανόδου των τιµών, δέχονται µείωση του πραγµατικού τους εισοδήµατος. Αντίθετα τα άτοµα, που το χρηµατικό τους εισόδηµα πραγµατοποιεί αύξηση ταχύτερη από την αύξηση του γενικού επιπέδου των τιµών, γνωρίζουν αύξηση του πραγµατικού τους εισοδήµατος. Κατά συνέπεια ο πληθωρισµός πλήττει κυρίως τους συνταξιούχους, δηµόσιους υπαλλήλους, ιδιωτικούς

υπαλλήλους και εργάτες, που οι συµβάσεις τους εργασίας ανανεώνονται κατά αραιά χρονικά διαστήµατα και οι χρηµατικές αµοιβές δεν αναπροσαρµόζονται σύµφωνα µε το ρυθµό αυξήσεως των τιµών. Αντίθετα ο πληθωρισµός ευνοεί τους επιχειρηµατίες, γιατί αυξάνει το πραγµατικό τους εισόδηµα γενικά, αφού οι τιµές των αγαθών αυξάνονται συνήθως πιο γρήγορα από τις τιµές των παραγωγικών συντελεστών και εποµένως οι εισπράξεις αυξάνονται πιο γρήγορα από τις παραγωγικές δαπάνες. Με άλλα λόγια ο πληθωρισµός ωφελεί τα άτοµα, που το εισόδηµά τους µεταβάλλεται εύκολα σε βάρος των ατόµων, που έχουν σχετικά σταθερά χρηµατικό εισόδηµα. Εξάλλου είναι αυτονόητο, ότι ο πληθωρισµός µειώνει την αγοραστική δύναµη όχι µόνο των σταθερών χρηµατικών εισοδηµάτων, αλλά και κάθε σταθερού χρηµατικού ποσού. Ιδιαίτερη σηµασία έχει η µείωση της πραγµατικής αξίας των αποταµιεύσεων σε περιόδους πληθωρισµού, γιατί δηµιουργεί αντικίνητρο για αποταµίευση και στρέφει µεγαλύτερο µέρος του εισοδήµατος προς την κατανάλωση. Το βάρους του πληθωρισµού σηκώνουν κυρίως οι µικροί αποταµιευτές, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα για έγκαιρη επένδυση των αποταµιεύσεών τους. Τέλος σε περιόδους πληθωρισµού ωφελούνται όσοι δανείζονται χρηµατικά ποσά σε βάρος των δανειστών, γιατί η πραγµατική αξία των δανεισµένων χρηµατικών ποσών είναι µειωµένη στη στιγµή της εξοφλήσεως. Π.χ. αυτός που δανείζεται για ένα έτος χρηµατικό ποσό Χ=100, όταν το γενικό επίπεδο των τιµών είναι Ρ=1, παίρνει πραγµατική αξία ίση προς 100, γιατί Χ/Ρ= 100/1= 100. αν στο τέλος του έτους το επίπεδο των τιµών έχει αυξηθεί κατά 25%, δηλαδή Ρ=1,25, ο δανειζόµενος επιστρέφει το ίδιο χρηµατικό ποσό Χ=100 ( συν τον τόκο ), αλλά η πραγµατική χρηµατική αξία των 100 µονάδων είναι 80 ( 100/1,25=80).

Εξασθένιση του Ισοζυγίου των πληρωµών

Ένα άλλο πρόβληµα που δηµιουργεί ο πληθωρισµός είναι η εξασθένιση που µπορεί να επιφέρει στο ισοζύγιο των πληρωµών. Πραγµατικά, εφόσον οι τιµές των αγαθών και υπηρεσιών αυξάνονται στο εσωτερικό σε σχέση µε τις τιµές των αγαθών και υπηρεσιών στο εξωτερικό, επόµενο είναι να παρατηρηθεί και µια αύξηση στις εισαγωγές µε ταυτόχρονη µείωση στις εξαγωγές. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα την επιβάρυνση του Ισοζυγίου των πληρωµών και συνακόλουθα τη µείωση σε συναλλαγµατικά αποθέµατα της χώρας.

Όχι άριστη κατανοµή των συντελεστών της παραγωγής

Ο πληθωρισµός επηρεάζει επίσης και την άριστη κατανοµή των συντελεστών της παραγωγής στους διάφορους παραγωγικούς τοµείς της οικονοµίας. Πραγµατικά, η συνεχής άνοδος των τιµών, δηµιουργεί αύξηση στην προσδοκώµενη απόδοση των επενδύσεων, µε αποτέλεσµα να αναλαµβάνονται επενδύσεις που κάτω από άλλες συνθήκες ( δηλαδή µη πληθωρισµού ) δε θα είχαν αναληφθεί. Έτσι δηµιουργείται µία όχι άριστη κατανοµή των παραγωγικών πόρων της οικονοµίας, η οποία φυσικά, εκτός από άλλα µειονεκτήµατα που παρουσιάζει, επιβραδύνει και το ρυθµό της οικονοµικής αναπτύξεως της οικονοµίας.

∆ηµιουργία προϋποθέσεων για τον υπερπληθωρισµό

Τέλος υποστηρίζεται, ότι ο πληθωρισµός δηµιουργεί κατάλληλο ψυχολογικό κλίµα για την ανάπτυξη του υπερπληθωρισµού. Πραγµατικά, όταν τα άτοµα που οικονοµούν πιστεύουν ή µάλλον προσδοκούν, ότι ο πληθωρισµός θα συνεχιστεί, ασφαλώς θα προσπαθήσουν να πάρουν τα κατάλληλα µέτρα για να προστατευθούν απ’ αυτόν. Θα κάνουν π.χ. αγορές καταναλωτικών αγαθών και γενικά θα προσπαθήσουν να επενδύσουν τα χρηµατικά τους ποσά σε αγαθά που ακολουθούν την υψωτική πορεία τω τιµών. Αυτές όµως οι ενέργειές τους θα τροφοδοτήσουν τον πληθωρισµό που ήδη υπάρχει, µε αποτέλεσµα να έχουµε µεγαλύτερο πληθωρισµό. Έτσι µπορεί να προκληθεί ένας αυτοσυντηρούµενος πληθωρισµός, ο οποίος τελικά, αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα µέτρα, θα εξελιχθεί σε µεγάλο πληθωρισµό.

Μέτρα αντιπληθωριστικής πολιτικής

Η λήψη κατάλληλων µέτρων αντιπληθωριστικής πολιτικής αποτελεί έργο δυσχερέστατο για πολλούς λόγους. Η διάγνωση των αιτιών του πληθωρισµού,, στην οποία πρέπει να στηρίζεται η διαµόρφωση αντιπληθωριστικής πολιτικής, δεν είναι πάντοτε εύκολη. Κι αυτό συµβαίνει, γιατί βασικά υπάρχουν και άλλες θεωρίες, εκτός απ’ αυτές που αναλύσαµε πιο πάνω, που επιχειρούν να εξηγήσουν το φαινόµενο του πληθωρισµού. Εκτός απ’ αυτό η ταυτότητα απόψεων ως προς τα αίτια του πληθωρισµού δεν σηµαίνει αναγκαστικά και συµφωνία ως προς τις µεθόδους αντιµετωπίσεώς του. Επίσης είναι δυνατό να υπάρχουν διαφωνίες ως προς την ικανότητα επιβολής, µε τρόπο αποτελεσµατικό, των απαιτούµενων αντιπληθωριστικών µέτρων. Τέλος πρέπει να σηµειωθεί, ότι υπάρχουν διαφορές

αντιλήψεων και ανάµεσα στους οικονοµολόγους και εκείνους που ασκούν την οικονοµική πολιτική σε σχέση µε το ποσοστό αυξήσεως των τιµών και το ύψος της ανεργίας, τα οποία θεωρούνται ανεκτά ή επιθυµητά. Η περίπτωση του πληθωρισµού ζητήσεως είναι σαφέστερη. Αν η άνοδος του επιπέδου των τιµών είναι αποτέλεσµα ενεργής ζητήσεως, η οποία υπερβαίνει το επίπεδο πλήρους απασχολήσεως, η συγκράτηση των τιµών επιβάλλει περιορισµό στην ενεργή ζήτηση, µε µέσα δηµοσιονοµικής και νοµισµατικής πολιτικής, στο ύψος εκείνο, το οποίο απαιτείται για πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναµικού, χωρίς να δηµιουργεί πιέσεις στις τιµές. Αν η άνοδος των τιµών είναι αποτέλεσµα του πληθωρισµού κόστους, τότε αντιµετωπίζεται τελείως διαφορετική. Η νοµισµατική πολιτική σε αυτή την περίπτωση είναι ανίσχυρη να βοηθήσει στη συγκράτηση των τιµών. Κάθε προσπάθειά της να περιορίσει τη συλλογική ενεργή ζήτηση θα επιφέρει µείωση των πωλήσεων , µε επακόλουθο την αύξηση της ανεργίας. Εφόσον ο πληθωρισµός κόστους έχει ως αιτία την ολιγοπωλιακή µορφή που επικρατεί στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών, αλλά επίσης και την οργάνωση των εργατών σε µεγάλα και ισχυρά επαγγελµατικά σωµατεία, η ριζική αντιµετώπιση του πληθωρισµού έγκειται στην αποκατάσταση του πλήρους ανταγωνισµού στις πιο πάνω αγορές. Έτσι και ο νόµος «αντιστράστ», που ψηφίστηκε πρόσφατα (1977) στη βουλή, έναν από τους κυριότερους σκοπούς του έχει να εµποδίζει τη δηµιουργία ολιγοπωλιακών µορφών αγοράς. Βέβαια η λύση αυτή είναι θεωρητικά απλή, αλλά πρακτικά πολύ δύσκολη. Ως πραγµατοποιήσιµες έχουν προταθεί δύο κύριες λύσεις: η επιβολή άµεσων ελέγχων στις τιµές και τους µισθούς και η θέσπιση κανόνων ( ή οδηγιών) για τις µεταβολές των τιµών µε βάση τις µεταβολές της µέσης παραγωγικότητας. Κατά το σύστηµα των άµεσων ελέγχων κάποιο κρατικό όργανο ( π.χ. επιτροπή τιµών – µισθών) προσδιορίζει και επιβάλλει το ύψος των τιµών και µισθών είτε για το σύνολο της οικονοµίας είτε για τους πιο σηµαντικούς τοµείς, δηλαδή τους τοµείς, που το κόστος και οι τιµές τους επηρεάζουν µεγάλο τµήµα της οικονοµικής ζωής, όπως είναι π.χ. οι κλάδοι παραγωγής πρώτων υλών, ηλεκτρικής ενέργειας κ.λπ. Εφόσον η κρατική εξουσία έχει τη δύναµη και τους µηχανισµούς, που είναι απαραίτητοι για την αποτελεσµατική επιβολή των άµεσων ελέγχων, η επιδιωκόµενη σταθερότητα τιµών και µισθών είναι δυνατό να πραγµατοποιηθεί. Εντούτοις πολλά επιχειρήµατα έχουν διατυπωθεί κατά των άµεσων ελέγχων. Κατ’ αρχάς υποστηρίζεται, ότι οι άµεσοι έλεγχοι είναι αντίθετοι στο σύστηµα κινήτρων της ελεύθερης οικονοµίας και µπορεί να έχουν για αποτέλεσµα την ανορθόλογη κατανοµή των παραγωγικών συντελεστών. Επίσης είναι δυνατό να δηµιουργήσουν ή να αυξήσουν το επίπεδο της ανεργίας, αφού οι έλεγχοι θα µειώσουν τα κίνητρα προς επένδυση. Ακόµα υποστηρίζεται ότι κάθε σύστηµα ελέγχων είναι δαπανηρό, γιατί δηµιουργεί γραφειοκρατικούς µηχανισµούς παρακολουθήσεως της εφαρµογής των ελέγχων. Επιπλέον η επιβολή ελέγχων για µακρό, κυρίως, χρονικό διάστηµα δηµιουργεί οικονοµικά κίνητρα παράνοµης κερδοσκοπίας µε τη µορφή της µαύρης αγοράς όπως συνήθως λέγεται. Τέλος υποστηρίζεται, ότι υπάρχουν πάντοτε τρόποι για να αποφύγουν οι ενδιαφερόµενοι το αποτέλεσµα των ελέγχων. Αν π.χ. δεν είναι δυνατό να αυξηθεί η τιµή, οι επιχειρηµατίες µπορούν να αυξήσουν το κέρδος

τους χειροτερεύοντας την ποιότητα του προϊόντος. Γενικά η επιβολή άµεσων ελέγχων δεν θεωρείται ικανοποιητική αντιπληθωριστική πολιτική και είναι ιδιαίτερα ασυµπαθής στους επιχειρηµατίες, γιατί τους περιορίζει τα κέρδη. Γι’ αυτό και στο παρελθόν γενικοί έλεγχοι πάνω στις τιµές και τους µισθούς επιβλήθηκαν κυρίως σε εµπόλεµες περιόδους. Οι έλεγχοι που επιβάλλονται συνήθως είναι µερικοί και περιορίζονται σε ορισµένους σηµαντικούς τοµείς της οικονοµίας. Για την καταπολέµηση του πληθωρισµού κόστους έχουν επίσης προταθεί διάφοροι τρόποι αυξήσεως των µισθών και τιµών µε βάση τη µεταβολή της µέσης παραγωγικότητας. Οι πιο γνωστοί είναι αυτοί που πρότεινε η επιτροπή των οικονοµικών συµβούλων των Η.Π.Α. το 1962, ως wage- price guide spots. Το περιεχόµενο των οδηγιών αυτών µπορεί να διατυπωθεί στις επόµενες δυο προτάσεις:

1. Το ποσοστό αυξήσεως των χρηµατικών µισθών δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσοστό αυξήσεως της µέσης παραγωγικότητας της οικονοµίας στην ίδια περίοδο. 2.Η πολιτική τιµών των διάφορων βιοµηχανιών πρέπει να εξαρτάται από τις µεταβολές της παραγωγικότητας καθεµιάς βιοµηχανίας σε σχέση µε τη µεταβολή της παραγωγικότητας της οικονοµίας στο σύνολό της. Πιο συγκεκριµένα:

• Οι τιµές των προϊόντων των βιοµηχανιών εκείνων, που η παραγωγικότητά τους αυξάνεται στο ίδιο ποσοστό, όπως του συνόλου της οικονοµίας, πρέπει να παραµένουν σταθερές. Αυτό προκύπτει από την πρόταση (1) η οποία εξασφαλίζει σταθερότητα κόστους κατά µονάδα προϊόντος.

• Για τις βιοµηχανίες, που η παραγωγικότητά τους αυξάνεται σε ποσοστό µικρότερο από τη µέση παραγωγικότητα της οικονοµίας, προτείνεται αύξηση των τιµών, γιατί, εφόσον οι µισθοί αυξάνονται στο ποσοστό της µέσης παραγωγικότητας, το κόστος κατά µονάδα προϊόντος των βιοµηχανιών αυτών θα ανεβεί.

• Τέλος για τις βιοµηχανίες, που η παραγωγικότητά τους αυξάνεται σε ποσοστό µεγαλύτερο από το ποσοστό της µέσης παραγωγικότητας της οικονοµίας, προτείνεται µείωση τιµών, γιατί το κόστος κατά µονάδα προϊόντος µειώνεται.

Αποτέλεσµα της εφαρµογής των οδηγιών αυτών θα είναι η αύξηση των χρηµατικών µισθών κατά το ποσοστό της µέσης παραγωγικότητας της οικονοµίας και η σταθερότητα των τιµών. Είναι σηµαντικό να παρατηρηθεί ότι, παρά το γεγονός πως ο ρυθµός αυξήσεως της παραγωγικότητας διαφέρει ανάµεσα στις βιοµηχανίες, οι µισθοί όλων των εργατών αυξάνονται κατά το ίδιο ποσοστό ( δηλαδή της µέσης παραγωγικότητας). Εποµένως το κόστος της εργασίας γίνεται σχετικά επαχθέστερο για τις βιοµηχανίες εκείνες, που η παραγωγικότητά τους αυξάνεται µε ρυθµό µικρότερο από το µέσο ρυθµό του κλάδου τους. Ταυτόχρονα η θέση των βιοµηχανιών αυτών εξαιτίας της σχετικής αυξήσεως των τιµών των προϊόντων τους γίνεται δυσχερέστερη στην αγορά προϊόντων. Μ’ αυτό τον τρόπο ευνοούνται οι πωλήσεις των βιοµηχανιών, που οι τιµές τους µειώνονται και, κατά συνέπεια, η επέκτασή τους, ενώ

το αντίθετο συµβαίνει µε τις βιοµηχανίες, που οι τιµές τους αυξάνονται και οι πωλήσεις τους δεν µπορούν να αυξηθούν. Με λίγη σκέψη γίνεται φανερό, ότι σκοπός των προτάσεων αυτών είναι η επιτυχία των αποτελεσµάτων, τα οποία θα προκαλούνταν, αν επικρατούσαν συνθήκες ανταγωνισµού στην αγορά εργασίας. Η εφαρµογή των προτάσεων αυτών προϋποθέτει ικανότητα ασκήσεως από τη µεριά της κρατικής εξουσίας. Επίσης προϋποθέτει και δυνατότητα επιβολής στα εργατικά σωµατεία και τις επιχειρήσεις, την όποια όµως οι κυβερνήσεις των καπιταλιστικών χωρών κατά κανόνα δεν έχουν. Γι’ αυτό και οι προτάσεις αυτές ως µέτρα αντιπληθωριστικής πολιτικής έχουν περιορισµένη µόνο πρακτική σηµασία.!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. «Το ποσοστό κέρδους είναι το κλειδί» , Michael Roberts 2. «Ανάλυση του Κ.Μαρξ» , Οικονοµάκης Γιώργος 3. «Ο καπιταλισµός» , Ζαρκογιάννη Εύα 4. «Αποτύπωση της εξαθλίωσης που επέφερε στην εργατική τάξη η διεθνής

καπιταλιστική κρίση του 1929-1933» , Καβαλλάρη Ευγενία 5. «Βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισµού» wikipedia.gr 6. «Καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής» , wikipedia.gr 7. «Ο κύκλος της καπιταλιστικής παραγωγής» , Πολιτική Οικονοµία του Τζων

Ήτον 8. «Παραγωγική διαδικασία» , euretirio.com 9. «Εµπορευµατική αξία» , wikipedia.gr 10. «Τι είναι εµπόρευµα» , Αρχές Οικονοµίας Α΄Λυκείου 11. «Τι κόσµος είναι αυτός;» , Ουτοπικός και Επιστηµονικός Σοσιαλισµός ,

Φ.Ένγκελς 12. «Ανεργία , οικονοµικοί κύκλοι» , Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονοµία ,

Θ.Λιανός , Γ.Χρήστου , … , Γ.Τσεκούρας 13. «Οι µεγαλύτερες πτωχεύσεις όλων των εποχών» Ε.Χεκίµογλου

,Οικονοµολόγος , ∆ιδάκτορας Α.Π.Θ. 14. «Οι πτωχεύσεις του ελληνικού κράτους» , Λ.Τσουφλίδη , Αναπλ.Καθ.

Παν/µίου Μακεδονίας 15. «Τριµηνιαία έκθεση Α΄τριµήνου 2012» Ο.Ε.Ε. & Ο.Π.Α. Απρίλιος 2012 16. «Εκπαίδευση και εργασία» ∆αφέρµος Ολύµπιος 17. «Η ελληνική οικονοµία και η απασχόληση» ΙΝΕ ΓΣΕΕ – Α∆Ε∆Υ , Ετήσια

έκθεση 2012 18. «Η µεγάλη διαστροφή» Κ. Βεργόπουλος , Ελευθεροτυπία 19. «Οι µεγαλύτερες κρατικές πτωχεύσεις όλων των εποχών» , Ε.Χεκίµογλου ,

Οικονοµολόγου διδάκτορα Α.Π.Θ. 20. «Οικονοµική κρίση στην Ελλάδα» Ε.Κεσίδου Επ.Καθ. Οικονοµικής σχολής

Παν/µιου Νόττιγχαµ . 21. «Ελληνική Οικονοµία : ∆οµή-∆ιάρθρωση , ∆ηµόσιο Χρέος και Προοπτικές

Ανάπτυξης» Κορρές Γεώργιος , Κοκκίνου Αικατερίνη , Στοµπάνογλου Γεώργιος .

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ-ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ-ΑΝΕΡΓΙΑ

1. Εισαγωγή

Η οικονοµία δεν είναι ποτέ στάσιµη. Όλα τα σηµαντικά µεγέθη της, όπως το επίπεδο του εισοδήµατος, της απασχόλησης, της ανεργίας, των τιµών, των εξαγωγών, κ.τ.λ.

µεταβάλλονται διαχρονικά. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζουµε τις διαχρονικές µεταβολές στο επίπεδο της παραγωγής, του εισοδήµατος, των τιµών και της ανεργίας.

2. Οικονοµικές διακυµάνσεις

Αν παρατηρήσουµε τα στοιχεία µιας οικονοµίας για µεγάλες χρονικές περιόδους, θα δούµε ότι η παραγωγή, το εισόδηµα και η απασχόληση, δηλ. γενικά η οικονοµική δραστηριότητα άλλοτε αυξάνεται γρήγορα, άλλοτε αργά και άλλοτε µειώνεται. Οι µεταβολές αυτές ονοµάζονται οικονοµικές διακυµάνσεις ή οικονοµικοί κύκλοι και παρουσιάζουν µια συστηµατική κυκλικότητα. Βέβαια, παρότι οι οικονοµικοί κύκλοι επαναλαµβάνονται, δεν είναι ίδιοι ως προς την ένταση και τη διάρκειά τους. Τα στάδια από τα οποία περνάει η οικονοµία στη διάρκεια του κύκλου έχουν κοινά χαρακτηριστικά και ονοµάζονται συνήθως φάσεις του οικονοµικού κύκλου.

Οι φάσεις του κύκλου και τα χαρακτηριστικά τους

Μια απλοποιηµένη εικόνα του οικονοµικού κύκλου δίνεται στο διάγραµµα 9.1. Στον κάθετο άξονα µετρούµε το επίπεδο της οικονοµικής δραστηριότητας, για παράδειγµα, το επίπεδο του εισοδήµατος, και στον οριζόντιο το χρόνο (έτη). Η γραµµή ΑΒ παριστάνει τη µακροχρόνια ανοδική τάση της οικονοµίας και κάνει πιο φανερή την έννοια των διακυµάνσεων που παριστάνει η γραµµή ΚΓ∆ΕΖΚ'.

Υπάρχουν δύο κύριες φάσεις από τις οποίες διέρχεται η οικονοµία στη διάρκεια ενός οικονοµικού κύκλου: η φάση της ανόδου ή της άνθησης και η φάση της καθόδου ή της ύφεσης. Η µετάβαση από την άνοδο στην κάθοδο και αντίστροφα δε γίνεται αµέσως ή απότοµα, αλλά απαιτεί χρόνο. Επίσης περνάει από τη φάση της κρίσης που είναι η κορυφή του κύκλου. Στο διάγραµµα 9.1 η φάση της κρίσης είναι η περιοχή γύρω από το ανώτατο σηµείο Γ ή Ε. Η µετάβαση από την κάθοδο στην άνοδο περνάει από τη φάση της ύφεσης, που είναι απλά ο "πυθµένας" του κύκλου και είναι η περιοχή γύρω από το κατώτερο σηµείο ∆ ή Ζ. (∆ιαγρ. 9.1 στην επόµενη σελίδα).

∆ιάγραµµα 9.1 Οι φάσεις του οικονοµικού κύκλου

Ας δούµε τώρα τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά κάθε φάσης

α) Η φάση της ύφεσης

Η φάση της ύφεσης χαρακτηρίζεται από εκτεταµένη ανεργία, έλλειψη επενδύσεων και ανεπαρκή ζήτηση καταναλωτικών αγαθών. Αυτό σηµαίνει ότι οι επιχειρήσεις που παράγουν τόσο καταναλωτικά όσο και κεφαλαιουχικά αγαθά έχουν αχρησιµοποίητη ή πλεονάζουσα παραγωγική δυναµικότητα. Η παραγωγή και τα εισόδηµα βρίσκονται στο χαµηλότερο επίπεδό τους. Οι τιµές, αν δε µειώνονται, τουλάχιστον δεν αυξάνονται ή αυξάνονται ελάχιστα και τα κέρδη των επιχειρήσεων είναι χαµηλά. Μάλιστα, πολλές επιχειρήσεις µπορεί να έχουν ζηµιές αντί για κέρδη. Το γενικό επιχειρηµατικό κλίµα δεν είναι ευνοϊκό για την ανάληψη επενδύσεων και επικρατεί απαισιοδοξία για το µέλλον.

Η ένταση των παραπάνω φαινοµένων διαφέρει από κύκλο σε κύκλο. Όσο πιο έντονα είναι τα συµπτώµατα αυτά, τόσο πιο βαθιά είναι η ύφεση. Τέτοια ήταν η µεγάλη ύφεση του 1930 που συντάραξε τις προηγµένες καπιταλιστικές χώρες και κυρίως τις ΗΠΑ.

β) Η φάση της ανόδου ή άνθησης

Η φάση της ύφεσης θα τελειώσει κάποτε. Ανεξάρτητα από την αιτία που την ανακόπτει, κατά τη φάση της άνθησης παρατηρούµε αύξηση της παραγωγής, του εισοδήµατος και της απασχόλησης. Η αύξηση της παραγωγής είναι εύκολη, γιατί υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και γενικά υποαπασχολούµενοι παραγωγικοί συντελεστές. Καθώς αυξάνεται η συνολική ζήτηση και η παραγωγή, αυξάνονται και τα κέρδη και αυτό δηµιουργεί ευνοϊκό κλίµα για επενδύσεις. Στην αρχή η αύξηση της παραγωγής δε συνοδεύεται από την αύξηση των τιµών, γιατί, όπως είπαµε και πιο πάνω, υπάρχουν αχρησιµοποίητοι ή αργούντες παραγωγικοί συντελεστές. Καθώς όµως αυξάνεται η συνολική ζήτηση και αυξάνεται η απασχόληση

των παραγωγικών συντελεστών αρχίζουν να εµφανίζονται και οι πρώτες αυξήσεις των τιµών..

γ) Η φάση της κρίσης

Η τάση για αύξηση των τιµών είναι πιο έντονη, καθώς η οικονοµία πλησιάζει το επίπεδο της πλήρους απασχόλησης. Αρχίζουν τώρα να εµφανίζονται "στενότητες", δηλ. ελλείψεις, αρχικά σε ορισµένες κατηγορίες εξειδικευµένης εργασίας και αργότερα σε εργατικό δυναµικό γενικά. Η αύξηση της παραγωγής γίνεται δυσκολότερη, το κόστος αυξάνεται και η αύξηση των τιµών γενικεύεται. Η οικονοµία βρίσκεται στην κορυφή του κύκλου, δηλαδή στο τελευταίο στάδιο της ανοδικής της πορείας.

Σε αυτό το στάδιο η οικονοµία είναι πιο ευαίσθητη και περισσότερο ευάλωτη στους διάφορους παράγοντες που µπορούν να ανακόψουν την ανοδική πορεία της. Αν αυτό συµβεί, τότε επέρχεται κρίση, η οικονοµία έχει ξεπεράσει το ανώτατο σηµείο και εισέρχεται στη φάση της καθόδου.

δ) Η φάση της καθόδου

Τα φαινόµενα που παρατηρούνται στη φάση της καθόδου είναι τα αντίθετα απ' αυτά που συναντάµε στην ανοδική πορεία της οικονοµίας: µείωση της κατανάλωσης, στασιµότητα ή µείωση των επενδύσεων, µείωση του εισοδήµατος και της απασχόλησης. Όπως αναφέραµε και πιο πάνω, οι κύκλοι διαφέρουν τόσο ως προς τη διάρκειά τους όσο και ως προς την έκταση των φαινοµένων που παρατηρούνται. Έτσι, άλλες φορές η φάση της καθόδου τελειώνει γρήγορα, οπότε η οικονοµία ξαναρχίζει την ανοδική πορεία σχετικά ανώδυνα, και άλλες φορές οδηγεί σε παρατεταµένη ύφεση µε όλα τα συµπτώµατα που περιγράψαµε πιο πάνω.

Τα αίτια των οικονοµικών κύκλων

Περιγράψαµε σε γενικές γραµµές τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά των διάφορων φάσεων από τις οποίες διέρχεται µια οικονοµία στη διάρκεια ενός οικονοµικού κύκλου, αλλά δεν αναφέραµε τα αίτια που προκαλούν την εµφάνιση των κύκλων. Οι οικονοµολόγοι ανάπτυξαν διάφορες θεωρίες στην προσπάθεια τους να κατανοήσουν και να ερµηνεύσουν το φαινόµενο των οικονοµικών διακυµάνσεων. Άλλες θεωρίες εντοπίζουν τη γενεσιουργό αιτία σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως οι εφευρέσεις µε τεχνολογικές και οικονοµικές εφαρµογές ή οι πόλεµοι και άλλα πολιτικά και τυχαία συµβάντα. Ορισµένες θεωρίες τονίζουν παράγοντες που προέρχονται µέσα από το ίδιο το οικονοµικό σύστηµα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι θεωρίες που θεωρούν τον κύκλο καθαρά νοµισµατικό φαινόµενο, δηλαδή αποτέλεσµα της κακής διαχείρισης της προσφοράς χρήµατος από τις νοµισµατικές αρχές, όπως επίσης και οι θεωρίες της υποκατανάλωσης ή υπερεπένδυσης. ∆ε θα εξετάσουµε περισσότερο τις θεωρίες ερµηνείας των επιχειρηµατικών κύκλων, γιατί η συστηµατική ανάπτυξή τους ξεφεύγει από τα όρια αυτού του βιβλίου. Μπορούµε όµως να αναφέρουµε ότι το κλειδί για την κατανόηση των οικονοµικών κύκλων είναι η εξέλιξη του ποσοστού του κέρδους, από το οποίο εξαρτάται η επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρήσεων.

3. Ο πληθωρισµός

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήµατα που αντιµετώπιζαν τα τελευταία χρόνια οι περισσότερες από τις ανεπτυγµένες οικονοµίες, και το οποίο ορισµένες αντιµετωπίζουν ακόµη, είναι το πρόβληµα του πληθωρισµού. Ως πληθωρισµός ορίζεται η τάση για συνεχή άνοδο του γενικού επιπέδου των τιµών.

Συνεπώς, πληθωρισµός δε σηµαίνει ένα υψηλό επίπεδο τιµών, αλλά ένα συνεχώς ανερχόµενο επίπεδο τιµών. Η ποσοστιαία µεταβολή του επιπέδου των τιµών (ή του δείκτη τιµών) µέσα σε µια ορισµένη χρονική περίοδο ονοµάζεται ρυθµός πληθωρισµού. Έτσι, όταν λέµε ότι ο ρυθµός πληθωρισµού είναι 5%, εννοούµε ότι το επίπεδο των τιµών του τρέχοντος έτους είναι 5% υψηλότερο από αυτό του προηγούµενου έτους.

Οι συνέπειες του πληθωρισµού

Ο πληθωρισµός είναι ένα φαινόµενο που διαταράσσει την οµαλή λειτουργία του οικονοµικού συστήµατος και ασκεί σηµαντικές επιδράσεις σε όλους τους τοµείς της οικονοµίας. ∆εν θα εξετάσουµε λεπτοµερώς τις επιπτώσεις του πληθωρισµού, γιατί κάτι τέτοιο θα ξεπερνούσε το επίπεδο ανάλυσης αυτού του βιβλίου. Θα αναφερθούµε, όµως, στις δυσµενείς επιπτώσεις που έχει ο πληθωρισµός στη διανοµή τους εισοδήµατος.

Το πραγµατικόεισόδηµα ενός ατόµου ή µιας οικονοµίας εξαρτάται από το ονοµαστικό, δηλαδή το χρηµατικό εισόδηµα, και από το επίπεδο των τιµών, επειδή:

Όταν αυξάνεται το επίπεδο των τιµών, το πραγµατικό εισόδηµα µειώνεται και αντίστροφα. Ας δούµε ποιους πλήττει και ποιους ευνοεί ο πληθωρισµός.

α) Σταθερά χρηµατικά εισοδήµατα

Είναι φανερό ότι ο πληθωρισµός πλήττει όλα τα άτοµα που το χρηµατικό τους εισόδηµα είναι σταθερό ή αυξάνεται µε ρυθµό µικρότερο από το ρυθµό του πληθωρισµού, γιατί σε αυτήν την περίπτωση µειώνεται το πραγµατικό τους εισόδηµα και, κατά συνέπεια, το βιοτικό τους επίπεδο. Τα άτοµα αυτά είναι οι συνταξιούχοι, οι µισθωτοί και γενικά οι υπάλληλοι, που ο µισθός τους δεν αναπροσαρµόζεται συχνά. Αντίθετα, ο πληθωρισµός ευνοεί, ή τουλάχιστον δεν πλήττει, τα άτοµα που το εισόδηµά τους προέρχεται από κέρδη, γιατί τα κέρδη συνήθως αυξάνονται µαζί µε τον πληθωρισµό. Αξίζει να σηµειώσουµε ότι πολλές κατηγορίες µισθωτών µπορεί να προφυλάσσονται από τον πληθωρισµό µε ρήτρες για αυτόµατη τιµαριθµική αναπροσαρµογή (ΑΤΑ). Αυτό σηµαίνει ότι το συµβόλαιο εργασίας περιλαµβάνει κι έναν όρο (ρήτρα) για αυτόµατη αύξηση των αποδοχών ίση µε το ρυθµό του πληθωρισµού. Σε αυτήν την περίπτωση δεν επέρχεται µείωση της αγοραστικής

δύναµης.

β) Αποταµιευτές

Ο πληθωρισµός µειώνει την αξία των αποταµιεύσεων. Τα άτοµα που πλήττονται περισσότερο είναι οι µικροί αποταµιευτές που δεν έχουν τη δυνατότητα έγκαιρης και ασφαλούς επένδυσης των χρηµάτων τους. Είναι φανερό ότι ο πληθωρισµός αποτελεί αντικίνητρο για αποταµίευση. Έτσι, σε περιόδους έντονου πληθωρισµού αυξάνεται η κατανάλωση και µειώνεται η αποταµίευση.

γ) ∆ανειστές και χρεώστες

Ο πληθωρισµός τείνει να ευνοεί αυτούς που δανείζονται και να ζηµιώνει αυτούς που δανείζουν. Παράδειγµα: Έστω ότι ένας δανείζεται 100 ΕΥΡΩ για ένα χρόνο µε επιτόκιο 10%. Αν στο τέλος του έτους που θα πρέπει να εξοφληθεί το δάνειο το επίπεδο των τιµών έχει αυξηθεί κατά 25%, τότε η πραγµατική αξία των 100 ΕΥΡΩ

που επιστρέφονται είναι ΕΥΡΩ. Αν λάβουµε υπόψη και τον τόκο, τότε ο

δανειστής παίρνει 110 ΕΥΡΩ, των οποίων η πραγµατική αξία είναι Στην ουσία έχει γίνει µεταβίβαση αγοραστικής δύναµης από τον πιστωτή στο χρεώστη, ποσού 22 ΕΥΡΩ (110-88).

Θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι η παραπάνω µεταβίβαση αγοραστικής δύναµης από τους πιστωτές στους χρεώστες πραγµατοποιείται µόνο, αν δεν αναµένεται ή δεν προβλέπεται πληθωρισµός. Αν, όµως, ο πληθωρισµός είναι αναµενόµενος, που είναι και η συνήθης περίπτωση, τότε µπορεί να ληφθεί υπόψη στον καθορισµό του επιτοκίου. Έτσι, αν στο παράδειγµά µας το επιτόκιο αυξηθεί κατά το ρυθµό του πληθωρισµού, δηλαδή γίνει 35% ο πιστωτής στο τέλος του έτους θα πάρει 135 ευρώ των οποίων η πραγµατική αξία θα είναι 108 ευρώ. Άρα το επιτόκιο καλύπτει τουλάχιστον το ρυθµό πληθωρισµού. Αν ο δανειστής ήθελε να πάρει στο τέλος του χρόνου 110 ευρώ σε σταθερές τιµές, τότε το επιτόκιο πρέπει να γίνει 37,5%.

Τα αίτια του πληθωρισµού

Οι οικονοµολόγοι διακρίνουν διάφορα είδη πληθωρισµού που αντιστοιχούν σε διαφορετικές απόψεις για τα αίτια που τον προκαλούν. Θα δώσουµε τα βασικά σηµεία των δύο πιο σηµαντικών απόψεων που αναφέρονται στον πληθωρισµό ζήτησης και στον πληθωρισµό κόστους.

α) Πληθωρισµός ζήτησης

Κατά την άποψη αυτή ο πληθωρισµός είναι αποτέλεσµα υπερβάλλουσας ζήτησης. Όπως αναφέραµε προηγουµένως, καθώς η οικονοµία πλησιάζει το επίπεδο της

πλήρους απασχόλησης, αρχίζουν να δηµιουργούνται στενότητες στην αγορά ορισµένων παραγωγικών συντελεστών, µε συνέπεια την αύξηση της τιµής τους. Η αύξηση της τιµής των παραγωγικών συντελεστών προκαλεί αύξηση του κόστους παραγωγής και, εποµένως, αύξηση της τιµής των προϊόντων. Όταν η οικονοµία φτάσει στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης, παραπέρα αύξηση της συνολικής ζήτησης είναι εξ ορισµού πληθωριστική, εφόσον δεν αυξάνεται η παραγωγή.

β) Πληθωρισµός κόστους

Η άποψη ότι ο πληθωρισµός είναι αποτέλεσµα υπερβάλλουσας ζήτησης δεν εξηγεί γιατί υπάρχει πληθωρισµός και σε περιόδους χαµηλής σχετικά ζήτησης, δηλαδή σε περιόδους ανεργίας και µείωσης του εισοδήµατος. Ο πληθωρισµός κόστους τονίζει το ρόλο των εργατικών σωµατείων και τη δύναµη των ολιγοπωλίων. Σύµφωνα µε τη θεωρία αυτή, τα εργατικά σωµατεία ή, ορισµένα απ' αυτά έχουν αρκετή δύναµη, ώστε να µπορούν να πετυχαίνουν αυξήσεις των µισθών και ηµεροµισθίων, ακόµα και όταν υπάρχει ανεργία. Από τη µεριά τους τα µεγάλα µονοπώλια και ολιγοπώλια έχουν αρκετή δύναµη στην αγορά, ώστε να µεταβιβάζουν τις αυξήσεις του κόστους, που προκαλούνται από την αύξηση των εργατικών µισθών, στους αγοραστές αυξάνοντας την τιµή του προϊόντος. Πολλά, όµως, από τα προϊόντα αυτά αποτελούν πρώτη ύλη για την παραγωγή άλλων αγαθών, που σηµαίνει αύξηση του κόστους και της τιµής τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο η αρχική αύξηση του κόστους σε ορισµένους κλάδους διαχέεται σε ολόκληρη την οικονοµία, µε αποτέλεσµα, την αύξηση του γενικού επιπέδου των τιµών.

Είναι φανερό ότι η παραπάνω διαδικασία µπορεί να ξεκινήσει τόσο από τα εργατικά σωµατεία (αύξηση µισθών) όσο και από τις επιχειρήσεις (αύξηση κερδών). Στον πληθωρισµό κόστους ανήκει φυσικά και η περίπτωση που η αύξηση του κόστους προέρχεται από την αύξηση της τιµής ορισµένων βασικών πρώτων υλών και ενέργειας, κυρίως της τιµής του πετρελαίου. Η αύξηση της τιµής του πετρελαίου που πέτυχαν κατά το 1973 και 1979 οι χώρες του ΟΠΕΚ (OPEC) είναι χαρακτηριστικό παράδειγµα πληθωρισµού κόστους.

Στασιµοπληθωρισµός

Σε παλαιότερες περιόδους ο πληθωρισµός και η ανεργία ήταν φαινόµενα που δεν µπορούσαν να παρατηρηθούν ταυτόχρονα. Σε περιόδους άνθησης παρατηρούσαµε αύξηση των τιµών, αλλά ταυτόχρονα οικονοµική ανάπτυξη και µείωση της ανεργίας. Σε περιόδους ύφεσης παρατηρούσαµε κάµψη της οικονοµικής δραστηριότητας και αύξηση της ανεργίας, αλλά ταυτόχρονα πτώση του πληθωρισµού. Με άλλα λόγια ο πληθωρισµός και η ανεργία παρουσίαζαν αντίθετες µεταβολές. Μετά το 1965 οι αναπτυγµένες οικονοµίες παρουσιάζουν διαφορετική συµπεριφορά. Ανεργία και πληθωρισµός συνυπάρχουν ή ακόµη µπορεί να αυξάνονται ταυτόχρονα. Το φαινόµενο αυτό ονοµάστηκε στασιµοπληθωρισµός, γιατί παρατηρείται πληθωρισµός και ταυτόχρονα η οικονοµία βρίσκεται σε κατάσταση στασιµότητας και ανεργίας. Η ανάλυση του στασιµοπληθωρισµού δεν µπορεί να γίνει στα πλαίσια αυτού του βιβλίου.

4. Ανεργία

Κάθε οικονοµία έχει ένα ορισµένο µέγεθος πληθυσµού. Για λόγους οικονοµικής ανάλυσης ο πληθυσµός διακρίνεται σε οικονοµικά ενεργό και σε οικονοµικά µη ενεργό. Ο οικονοµικά ενεργός πληθυσµός αποτελεί το εργατικό δυναµικό της οικονοµίας και περιλαµβάνει τα άτοµα εκείνα τα οποία είναι ικανά προς εργασία και ταυτόχρονα θέλουν να εργαστούν. Τα άτοµα εκείνα τα οποία δεν µπορούν να εργαστούν, για παράδειγµα, µικρά παιδιά, ηλικιωµένοι, ασθενείς, στρατιώτες κλπ., δεν ανήκουν στο εργατικό δυναµικό. Επίσης άτοµα τα οποία µπορούν να εργαστούν, αλλά για διάφορους λόγους δε θέλουν, για παράδειγµα, τεµπέληδες, δεν ανήκουν στο εργατικό δυναµικό. Συνεπώς, τα άτοµα τα οποία δεν µπορούν ή δε θέλουν να εργαστούν αποτελούν τον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσµό.

Το εργατικό δυναµικό χωρίζεται σε δυο κατηγορίες, σ' εκείνους οι οποίοι εργάζονται και ονοµάζονται απασχολούµενοι και σ' εκείνους οι οποίοι δεν εργάζονται και είναι άνεργοι. Με βάση τις παραπάνω διακρίσεις µπορούµε να δώσουµε τους εξής ορισµούς:

Εργατικό δυναµικό είναι το σύνολο των ατόµων τα οποία µπορούν και θέλουν να εργαστούν. Απασχολούµενοι είναι τα άτοµα τα οποία εργάζονται (φυσικά εξ ορισµού θέλουν και µπορούν να εργαστούν). Άνεργοι είναι τα άτοµα τα οποία µπορούν και θέλουν να εργαστούν, αλλά δεν µπορούν να βρουν απασχόληση.

Είναι φανερό ότι το άθροισµα των απασχολουµένων και των ανέργων είναι ίσο προς το εργατικό δυναµικό.

Μέτρηση της Ανεργίας

Το µέγεθος της ανεργίας µπορεί να µετρηθεί ως απόλυτο µέγεθος, για παράδειγµα, χιλιάδες άνεργοι. Η σηµασία όµως του αριθµού αυτού εξαρτάται από το µέγεθος του εργατικού δυναµικού. Γι' αυτό η ανεργία µετράται ως ποσοστό επί τοις εκατό (%) του εργατικού δυναµικού, για παράδειγµα, 8%. Συγκεκριµένα:

Το ποσοστό της ανεργίας µπορεί να διαφέρει από περίοδο σε περίοδο, καθώς µεταβάλλεται το απόλυτο µέγεθος της ανεργίας ή του εργατικού δυναµικού ή και των δύο (αλλά µε διαφορετικό ρυθµό).

Είδη ανεργίας

Υπάρχουν τέσσερα είδη ή κατηγορίες ανεργίας: η εποχιακή ανεργία, η ανεργία τριβής, η διαρθρωτική ανεργία και η ανεργία λόγω ανεπαρκούς ζήτησης (ή κεϋνσιανή ανεργία).

Εποχιακή ανεργία: Πολλές επιχειρήσεις, όπως, για παράδειγµα, οι αγροτικές και οι

τουριστικές, παρουσιάζουν συστηµατικές µεταβολές στην παραγωγική τους δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του έτους. Οι µεταβολές της παραγωγής συνοδεύονται από αντίστοιχες µεταβολές της απασχόλησης εργατικού δυναµικού και, συνεπώς, από µεταβολές της ανεργίας. Αυτή η ανεργία ονοµάζεται εποχιακή. Χαρακτηριστικό της εποχιακής ανεργίας είναι ότι επαναλαµβάνεται κάθε χρόνο και είναι προσωρινή και µικρής σχετικά διάρκειας.

Ανεργία τριβής: Ανεργία τριβής είναι εκείνη η οποία οφείλεται στην αδυναµία της αγοράς εργασίας να απορροφήσει άµεσα ανέργους, παρότι υπάρχουν κενές θέσεις εργασίας, για τις οποίες οι άνεργοι έχουν τα απαραίτητα προσόντα και επαγγελµατική εξειδίκευση. Η ανεργία τριβής οφείλεται στην αδυναµία των εργατών να εντοπίζουν αµέσως τις επιχειρήσεις µε τις κενές θέσεις και στην αδυναµία των επιχειρήσεων να εντοπίσουν τους άνεργους εργάτες. Επίσης µπορεί να οφείλεται στη γεωγραφική απόσταση µεταξύ της περιοχής όπου υπάρχει ανεργία και αυτής όπου υπάρχουν κενές θέσεις εργασίας. Γενικότερα οφείλεται στην έλλειψη ενός αποτελεσµατικού συστήµατος πληροφοριών για ύπαρξη ανέργων και επιχειρήσεων µε κενές θέσεις εργασίας.

∆ιαρθρωτική ανεργία: Όταν σε µια οικονοµία υπάρχουν άνεργοι και κενές θέσεις εργασίας, αλλά οι άνεργοι δεν µπορούν να απασχοληθούν στις υπάρχουσες κενές θέσεις, επειδή υπάρχει αναντιστοιχία ανάµεσα στα προσόντα και την ειδίκευση των ανέργων και σ' αυτά που απαιτούνται για την κάλυψη των κενών θέσεων, η ανεργία αυτή ονοµάζεται διαρθρωτική. Για παράδειγµα, είναι δυνατόν σε µια οικονοµία να υπάρχει ανεργία µηχανικών και έλλειψη λογιστών, ή να υπάρχει ανεργία για τους βιοµηχανικούς εργάτες και έλλειψη ξενοδοχειακών υπαλλήλων. Η διαρθρωτική ανεργία οφείλεται σε τεχνολογικές µεταβολές, οι οποίες δηµιουργούν νέα επαγγέλµατα και αχρηστεύουν άλλα, και σε αλλαγές στη διάρθρωση της ζήτησης, οι οποίες αυξάνουν τη ζήτηση ορισµένων προϊόντων και ταυτόχρονα µειώνουν τη ζήτηση άλλων. Όπως είναι φανερό, η διαρθρωτική ανεργία δηµιουργείται από τη δυσαναλογία προσφοράς και ζήτησης των διάφορων ειδικεύσεων. Η µείωσή της απαιτεί επανεκπαίδευση των ανέργων, ώστε να αποκτήσουν τις ειδικεύσεις στις οποίες υπάρχει έλλειψη. ∆ιαφορετικά, η διαρθρωτική ανεργία µπορεί να είναι µεγάλης διάρκειας

Ανεργία Ανεπαρκούς Ζήτησης: Η ανεργία λόγω ανεπαρκούς ζήτησης, ονοµαζόµενη και κεϋνσιανή ανεργία, είναι εκείνη που προέρχεται από την πτώση της οικονοµικής δραστηριότητας στις φάσεις της καθόδου και της ύφεσης του οικονοµικού κύκλου. Πρόκειται, δηλαδή, για αδυναµία της συνολικής ζήτησης της οικονοµίας να απορροφήσει τη συνολική προσφορά εργατικού δυναµικού. Η ανεργία αυτή έχει κυκλικό χαρακτήρα, δηλαδή επαναλαµβάνεται, και η διάρκεια της εξαρτάται από τη διάρκεια του οικονοµικού κύκλου.

Συνέπειες της ανεργίας

Η ανεργία έχει τρεις βασικές οικονοµικές συνέπειες. Πρώτον: Αποτελεί απώλεια παραγωγικών δυνάµεων, δηλαδή της εργασίας των ανέργων, η οποία θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί στην παραγωγική διαδικασία. ∆εύτερον: Σηµαίνει απώλεια εισοδήµατος για τον άνεργο και την οικογένεια του. Τρίτον: Επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισµό, λόγω της παροχής των επιδοµάτων ανεργίας προς τους ανέργους.