Πολιιικό Πρόγραμμα Φιλαναγνωίας 5 ου Γ.Λ.Π...

71
Πολιτιστικό Πρόγραμμα Φιλαναγνωσίας 5 ου Γε.Λ.Πετρούπολης «Ταξιδεύοντας με το βιβλίο.Επτάνησα:Επτά νησιά – Επτά πολιτισμοί.Πρώτος σταθμός: Λευκάδα. Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης - Βιογραφία, Ἐργοκριτική Ἀξιόλογος, γιὰ τὴν ἐποχή του, ποιητής, μὲ σημαντικὴ παράλληλη πολιτικὴ δραστηριότητα, ὁ Ἀριστοτέλης - Μόσχος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στὴ Λευκάδα τὴν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 1824. Γόνος οἰκογένειας μὲ ἔντονη ἀγωνιστικὴ δράση κατὰ τὰ ἐπαναστατικὰ χρόνια (ἀρματολοὶ τῆς Δ. Ἑλλάδας), ζεῖ τὰ πρῶτα παιδικά του χρόνια στὴν ἀγγλοκρατούμενη Λευκάδα, ἀπολαμβάνοντας τὰ προνόμια ποὺ τοῦ ἐξασφάλιζαν οἱ ἀνθηρὲς ναυτιλιακὲς καὶ ἐμπορικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ πατέρα του, Ἰωάννη Βαλαωρίτη. Παρακολουθεῖ τὰ πρῶτα του μαθήματα στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία μὲ δασκάλους ἐπιφανεῖς, ὅπως τὸν Ἰ. Οἰκονομίδη καὶ τὸν Κ. Ἀσώπιο, ἐνῷ τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του θὰ τὶς συμπληρώσει στὴν Εὐρώπη, στὴν Ἰταλία καταρχήν, στὴν Ἐλβετία κατόπιν, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ Παρίσι, ὅπου ἐγγράφεται στὴ Νομικὴ Σχολὴ (1844). Δὲν θὰ ὁλοκληρώσει, ὡστόσο, ἐκεῖ τὶς πανεπιστημιακές του σπουδές, καθὼς κάποια προβλήματα ὑγείας θὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἐπιστρέψει στὴ Λευκάδα γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Τὸ πτυχίο του θὰ τὸ πάρει καὶ θὰ ἀνακηρυχθεῖ διδάκτωρ τοῦ δικαίου ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο τῆς Πίζας στὴν Ἰταλία (1848). Ἀκολουθεῖ μία περίοδος ταξιδιῶν στὴν Εὐρώπη καὶ γνωριμίας μὲ ποικίλα ἐπαναστατικὰ κινήματα τῆς περιόδου. Στὰ 1852 ὁ Βαλαωρίτης παντρεύεται τὴν Ἐλοΐζα Τυπάλδου, μὲ τὴν ὁποία ἕνα χρόνο ἀργότερα (1853) θὰ ἐπιστρέψει στὴ Λευκάδα, ὅπου τὸ ζεῦγος θὰ ἐγκατασταθεῖ ὁριστικά. Ἀπὸ τὸ γάμο του ἀπέκτησε ἑπτὰ παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅμως ὁ ποιητὴς θὰ θρηνήσει τρεῖς κόρες ποὺ πεθαίνουν σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἐνῷ δὲν θὰ προλάβει νὰ δεῖ καὶ τὸ θάνατο τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δυὸ γιούς του, τοῦ Αἰμίλιου (1882).

Transcript of Πολιιικό Πρόγραμμα Φιλαναγνωίας 5 ου Γ.Λ.Π...

  • Πολιτιστικό Πρόγραμμα Φιλαναγνωσίας 5ου

    Γε.Λ.Πετρούπολης

    «Ταξιδεύοντας με το βιβλίο.Επτάνησα:Επτά νησιά –

    Επτά πολιτισμοί.Πρώτος σταθμός: Λευκάδα.

    Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης - Βιογραφία, Ἐργοκριτική

    Ἀξιόλογος, γιὰ τὴν ἐποχή του, ποιητής, μὲ σημαντικὴ παράλληλη πολιτικὴ δραστηριότητα, ὁ Ἀριστοτέλης - Μόσχος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στὴ Λευκάδα τὴν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 1824. Γόνος οἰκογένειας μὲ ἔντονη ἀγωνιστικὴ δράση κατὰ τὰ ἐπαναστατικὰ χρόνια (ἀρματολοὶ τῆς Δ. Ἑλλάδας), ζεῖ τὰ πρῶτα παιδικά του χρόνια στὴν ἀγγλοκρατούμενη Λευκάδα, ἀπολαμβάνοντας τὰ προνόμια ποὺ τοῦ ἐξασφάλιζαν οἱ ἀνθηρὲς ναυτιλιακὲς καὶ ἐμπορικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ πατέρα του, Ἰωάννη Βαλαωρίτη.

    Παρακολουθεῖ τὰ πρῶτα του μαθήματα στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία μὲ δασκάλους ἐπιφανεῖς, ὅπως τὸν Ἰ. Οἰκονομίδη καὶ τὸν Κ. Ἀσώπιο, ἐνῷ τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του θὰ τὶς συμπληρώσει στὴν Εὐρώπη, στὴν Ἰταλία καταρχήν, στὴν Ἐλβετία κατόπιν, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ Παρίσι, ὅπου ἐγγράφεται στὴ Νομικὴ Σχολὴ (1844). Δὲν θὰ ὁλοκληρώσει, ὡστόσο, ἐκεῖ τὶς πανεπιστημιακές του σπουδές, καθὼς κάποια προβλήματα ὑγείας θὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἐπιστρέψει στὴ Λευκάδα γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Τὸ πτυχίο του θὰ τὸ πάρει καὶ θὰ ἀνακηρυχθεῖ διδάκτωρ τοῦ δικαίου ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο τῆς Πίζας στὴν Ἰταλία (1848).

    Ἀκολουθεῖ μία περίοδος ταξιδιῶν στὴν Εὐρώπη καὶ γνωριμίας μὲ ποικίλα ἐπαναστατικὰ κινήματα τῆς περιόδου. Στὰ 1852 ὁ Βαλαωρίτης παντρεύεται τὴν Ἐλοΐζα Τυπάλδου, μὲ τὴν ὁποία ἕνα χρόνο ἀργότερα (1853) θὰ ἐπιστρέψει στὴ Λευκάδα, ὅπου τὸ ζεῦγος θὰ ἐγκατασταθεῖ ὁριστικά. Ἀπὸ τὸ γάμο του ἀπέκτησε ἑπτὰ παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅμως ὁ ποιητὴς θὰ θρηνήσει τρεῖς κόρες ποὺ πεθαίνουν σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἐνῷ δὲν θὰ προλάβει νὰ δεῖ καὶ τὸ θάνατο τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δυὸ γιούς του, τοῦ Αἰμίλιου (1882).

  • Μὲ τὴν ἐγκατάστασή του στὴ Λευκάδα, τὸ 1853, ὁ Βαλαωρίτης συντάσσεται μὲ τὴν φιλελεύθερη παράταξη τῶν ριζοσπαστικῶν, ὡς ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς ἕνωσης τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴν κυρίως Ἑλλάδα. Τέσσερα χρόνια ἀργότερα (1857) ἐκλέγεται βουλευτὴς τῆς Ἰονίου Βουλῆς καὶ ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη ἀγόρευσή του ἀφήνει νὰ διαφανεῖ τὸ πάθος του καὶ ἡ ρητορική του δεινότητα. Ἔκτοτε, ὡς καὶ τὸ 1864, ὁπότε καὶ ἐπιτυγχάνεται ἡ ἕνωση τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴν Ἑλλάδα, ὁ Βαλαωρίτης ἐπιδεικνύει ἐντονότατη πολιτικὴ δράση.

    Ἱδρύει κομιτᾶτο στὴ Λευκάδα, ἐργάζεται μὲ πάθος γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, ἐκλέγεται, τὸ 1864, πρῶτος πληρεξούσιος της Λευκάδας στὴ Β´ Ἐθνοσυνέλευση Ἀθηνῶν, ἐνῷ τὸ 1865 καὶ τὸ 1868 ἐκλέγεται βουλευτὴς μὲ τὸ κόμμα τοῦ Ἀλεξάνδρου Κουμουνδούρου. Ἡ νοθεία στὶς ἐκλογὲς τοῦ 1868, ὅμως, καθὼς καὶ ἄλλα πολιτικὰ γεγονότα τῆς περιόδου θὰ τὸν ἀπομακρύνουν ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ πολιτικὴ δράση.

    Τὰ ὑπόλοιπα, λιγοστά, χρόνια της ζωῆς του τὰ ἀφιερώνει στὴν ποίηση. Κορυφαία στιγμή του ἡ 25η Μαρτίου 1872, ὁπότε ἀπαγγέλει ποίημά του κατὰ τὴν τελετὴ τῶν ἀποκαλυπτηρίων ἀγάλματος τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´ καὶ καθιερώνεται στὴ συνείδηση τοῦ εὐρέος κοινοῦ ὡς ἐθνικὸς ποιητής. Ὁ θάνατος θὰ τὸν βρεῖ στὶς 24 Ἰουλίου 1879, σὲ ἡλικία μόλις 56 ἐτῶν, προτοῦ προλάβει νὰ ὁλοκληρώσει τὸ μεῖζον ποιητικό του ἔργο τὸν Φωτεινό.

    Ἤδη ἀπὸ τὸ 1847, ὄντας φοιτητής, ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης τυπώνει τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογή, τὰ Στιχουργήματα, πρωτόλεια ὁπωσδήποτε ποιήματα, τὰ ὁποῖα δὲν δίνουν οὐσιαστικὰ τὸ λογοτεχνικό του στίγμα. Δέκα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1857, θὰ ἔρθει ἡ δεύτερη ἔκδοσή του τὰ Μνημόσυνα, μιὰ συλλογὴ δώδεκα ποιημάτων ἐλεγειακοῦ τόνου καὶ ὕφους, μὲ θέμα τοὺς θανάτους προσφιλῶν προσώπων συνυφασμένους μὲ τὴν τουρκικὴ καταπίεση ποὺ γνώρισε ἡ Ἑλλάδα, ποιημάτων ποὺ προδίδουν τὴ ρομαντικὴ τάση τοῦ ποιητῆ φορτισμένη, ὅμως, μὲ τὸ ἐθνολατρικο στοιχεῖο. Ὁ ἐθνικὸς χαρακτήρας τῆς ποίησής του θὰ παγιωθεῖ στὸ πρῶτο μεγάλο συνθετικό του ποίημα τὴν Κυρὰ Φροσύνη, ἔμμετρο σύνθεμα μὲ θεατρικὴ δομή, ποὺ ἐκδίδεται τὸ 1859. Στὸ ἔργο αὐτό, παρασυρμένος ἴσως ὁ ποιητὴς ἀπὸ τὸ πάθος του νὰ ἐκφράσει (μέσα ἀπὸ τὸ γνωστὸ περιστατικὸ τοῦ πνιγμοῦ τῆς ἠπειρώτισας Φροσύνης, ἐπειδὴ δὲν ἀνταποκρίθηκε στὸν ἔρωτα τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ) ὅλο τὸ δρᾶμα τοῦ καταπιεζόμενου ἔθνους, ἀποδεικνύεται μᾶλλον κακός, συγκεντρώνοντας σ᾿ ἕνα βαρυφορτωμένο σύνολο

  • ἀκραῖες ρομαντικὲς σκηνὲς καὶ υἱοθετώντας ἕνα λόγο ρητορικό, σχεδὸν ἐπιδεικτικό.

    Καλύτερη τύχη ἔχουν τὰ ἐκτενῆ ποιητικὰ τοῦ συνθέματα Ἀθανάσης Διάκος καὶ Ἀστραπόγιαννος, ποὺ γράφονται τὴν περίοδο 1865-1866 καὶ τυπώνονται τὸ 1867 μαζί. Ἐπικεντρωμένος καὶ πάλι στὴν ἡρωικὴ ἔκφραση ἑνὸς ἐθνικοῦ ἰδεαλισμοῦ, ὁ Βαλαωρίτης χειρίζεται ἐπαρκέστερα τὰ μέσα του, ἀλλὰ δὲν ἀποφεύγει κι ἐδῶ τὶς ὑπερβολές.

    Τὸ πιὸ μεγαλόπνοο, ὅμως, ἔργο του, τὸ ποίημα Φωτεινός, ὁ ποιητὴς δὲν προφταίνει νὰ τὸ ὁλοκληρώσει. Ἐπεξεργάστηκε μονάχα τὰ τρία πρῶτα «ᾄσματα», τὰ ὁποῖα, ὡστόσο, λειτουργοῦν ὡς ἐπαρκὲς δεῖγμα μιᾶς ποιητικῆς ὡριμότητας, ποὺ δὲν πρόφτασε, δυστυχῶς, νὰ λάβει τελικὴ μορφή.

    Γενικά, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ πῶς ἡ περίπτωση τοῦ Βαλαωρίτη χαρακτηρίζεται ἀπὸ μία ἰδιοφυία ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ δώσει ἁρμονικὸ ἀποτέλεσμα. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ ποιητική του αἴσθηση, πολὺ κοντὰ (ὑπερβολικὰ ἴσως) στὶς ἐπιταγὲς τοῦ ρομαντισμοῦ, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἐντονότατη πολτικὴ ἀνησυχία του κι ἕνα μαχητικὸ ἐθνικὸ ἰδεῶδες συγκρούστηκαν τελικά, παρὰ ἐναρμονίστηκαν. Μολονότι στὴν ἐποχή του ὁ Βαλαωρίτης κατάφερε νὰ ἐκφράσει ἕνα συλλογικὸ ἐθνικὸ πνεῦμα μὲ ἐπιτυχία καὶ νὰ θεωρηθεῖ ἀπὸ τὸ εὐρὺ κοινὸ «ἐθνικὸς ποιητής», μολονότι κατάφερε νὰ ἐπηρεάσει ἀρκετοὺς σύγχρονους καὶ μεταγενέστερους ποιητές, τὰ βαρυφορτωμένα ποιήματά του δὲν ἄντεξαν στὸν χρόνο, παρὰ σὲ μικρὰ μέρη τους, ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα καταδεικνύουν ἕνα πνεῦμα εὐαίσθητο καὶ ἀνήσυχο ποὺ ἐκφράζεται μὲ μία μεγαλορρημοσύνη κάποτε γοητευτική.

    Ἐργογραφία

    Συλλογές

    Στιχουργήματα (1847) Μνημόσυνα (1857)

    Ποιήματα (ἐκδόσεις ἐν ζωῇ)

    Ἡ Κυρὰ Φροσύνη (1859)

  • Ἀθανάσιος Διάκος (1867) Θανάσης Βάγιας (1867) Ἀστραπόγιαννος (1867) Ὁ ἀνδριὰς τοῦ ἀοιδίμου Γρηγορίου τοῦ Ε´ (1872) Ὁ Φωτεινός (ἡμιτελές)

    Διάφορα

    Ποιήματα (δίτομο) (1891) Ἔργα (1893) Βίος καὶ ἔργα (τρίτομο) (1907) Ποιήματα ἀνέκδοτα (1937) Τὰ ἅπαντα (δίτομο) (1968)

    Αστραπόγιαννος(απόσπασμα)

    Bαρειά σπαράζει φοβερή στο χέρι του Λαμπέτη

    H κάρα τ' Aστραπόγιαννου. Tο μάτι ανταριασμένο

    Tου σκοτωμένου τρεις φορές αναιβοκατεβαίνει

    Kαι βασιλεύει σκοτεινό. Στο μέτωπό του η νύχτα

    Άλλο σημάδι οπίσω της παρά στ' αχνό το στόμα,

    Σα μιαν ακτίδα φεγγαριού στο μάρμαρο του τάφου,

    Ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένο

    Στου γέροντα τ' αρματολού τα κάτασπρα τα γένεια.

    Σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης,

    Kι αρπάζει το δισάκκι του! Στη μια μεριά φορτόνει

    Tο κρίθινο του το ψωμί, στην άλλη ματωμένο

    Tο λείψανό του τ' ακριβό. Tο δάχτυλό του βάφει

    Στο αίμα, π' άφριζε στη γη, σταυρόνει το κουφάρι

    Kαι χάνεται στη λαγκαδιά... Kαπνός ο πεζοδρόμος.

    Ἡ Ξανθούλα

  • «Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει, μ᾿ ἀρέσει, σ᾿ ἄκουσα νὰ λὲς κρυφά, πότε ἀγριεύεται, βόγγει, στενάζει, καὶ πότε ὁλόχαρη παίζει γελᾷ. Δὲν εἶν᾿ ὁλόξανθη σὰν τὰ μαλλιά μου; Δὲν εἶν᾿ ὁ κόρφος μου σὰν τὸν ἀφρό; Μέσα στὰ μάτια μου τὰ γαλανά μου δὲν ἔχω κύματα, τάφο, οὐρανό; Μ᾿ ἀρέσ᾿ ἡ θάλασσα, γιατὶ μοῦ μοιάζει, κι ἂς ἔχῃ μέσα της κόσμο θεριά... Μὴ στὴν καρδούλα μου μὴ δὲ φωλιάζει ἀγάπη ἀχόρταγη, σκληρὴ φωτιά;» Κ᾿ ἐγὼ ἐχαιρόμουνα ποὺ χολιασμένη φαρμάκι μὤσταζες μὲς στὴν ψυχή, τὴ ζήλειά σου ἔβλεπα ξαγριωμένη, στὰ χείλη σου ἔβραζε κάθε πνοή. Τότ᾿ ἐκρεμάστηκα στὴν τραχηλιά σου τὴ φλόγα σὤσβυσα μὲ δυὸ φιλιά, τὴν ὄψι ἐβύθισα μὲς στὰ μαλλιά σου, στὸν κόρφο σου ἔστησα κρυφὴ φωλιά. «Κῦμα μου ἀνήμερο, ψυχή μου, φθάνει. Μὴ μ᾿ ἀγριεύεσαι,πλάγιασ᾿ ἐδῶ... Θἆμαι γιὰ σένανε γλυκὸ λιμάνι... Τί ἀξίζει ἡ θάλασσα χωρὶς γιαλό;»

    Η Φανερωμένη

    «Κυρά Φανερωμένη μου, παρηγοριά του κόσμου

    βόηθα με την πανόρφανη! Τ’ άγιο σου χέρι δώσ’ μου

    για να ανεβώ στο βράχο σου! Δεν ήλθες ψες το βράδυ

    ωσάν αχτίδ’ ανέλπιστη στο μαύρο μου τον Άδη

  • κι εσφόγγισες το δάκρυ μου και μου ’πες συ, Κυρά μου,

    να πάρω το παιδάκι μου στην έρημη αγκαλιά μου

    και να το φέρω να το ιδείς;… Παρθένε, βοήθησέ με…

    Τα γόνατά μου εδείλιασαν… κατέβα, πρόφθασέ με…

    Μὄφαγ’ η θάλασσα η σκληρή το Λάμπρο μου στα ξένα…

    Η δυστυχιά μ’ εμάρανε! Μην αρνηθείς κι εμένα…

    Δυνάμωσέ με τη φτωχή… Γιά ιδές με! Θερμασμένη,

    τρεις μέρες θεονήστικη, νεκρή, ξεψυχισμένη,

    νιώθω τη ρώγα μου στεγνή στα χείλη του, Κυρά μου. Εστρέφεψε το γάλα μου… Επάγωσ’ η καρδιά μου…

    Σύντρεξε, μάνα τ’ ουρανού, σύντρεξε το παιδί μου…

    Παρθένε μου, εχιονίστηκε… Θα να σβησθεί μαζί μου…»

    Και ξαναγύρισε μεμιάς στη γη ξεστηθωμένη,

    με το παιδί στην αγκαλιά, η Δέσπω η πικραμένη.

    *

    Επάνωθέ της του βοριά τα σύγνεφ’ αρμενίζουν

    κι ούτε δε στέκουν να την δουν. Τον κόρφο της φωτίζουν

    κρύες αχτίδες φεγγαριού, που εδώ κι εκεί προβαίνουν

  • σαν από μάτι νεκρικό, χωρίς να τη θερμαίνουν.

    Σιμά της τρέχει το νερό, γοργό γοργό, δροσάτο…

    Λαλούν τ’ αηδόνια ξέγνοιαστα μες στη μυρτιά, στο βάτο…

    Τα δένδρα είν’ ανθοστόλιστα… παντού χαρά κι ελπίδα,

    σφιχταγκαλιάζεται η οχιά με τη μονομερίδα,

    κι ωστόσο αμοιρολόγητη, χωρίς ταφή και δάκρυ,

    μια χήρα μάνα, ένα παιδί, πεθαίνουν σε μιαν άκρη!

    Μέσα στου κόσμου τη γλυκιά, την άφθαρτη αρμονία,

    ποιά θέληση και ποιά καρδιά, ποιά παντοδυναμία

    εσύμπλεξ’, εζευγάρωσε το σφύριγμα τ’ αστρίτη,

    του καταρράχτη τη βοή, του λύκου, του πετρίτη,

    και τ’ αϊτού το ρυάσιμο, με το γλυκό τραγούδι,

    που χύνει απ’ τα στήθια του το μαύρο στεφανούδι;

    Και ποιός, και ποιός επρόσταξε, μέσα σ’ αυτήν την πλάση

    να συναντιέται αδελφικά, χωρίς να τη χαλάσει,

    το περιστέρι κι ο σκορπιός, ο χαμαιλιός κι ο κρίνος,

    φιλί και ψυχομάχημα, χαμόγελο και θρήνος;…

    Κι ωστόσο αμοιρολόγητη, χωρίς ταφή και δάκρυ,

  • μια χήρα μάνα, ένα παιδί, πεθαίνουν σε μιαν άκρη.

    *

    Μοσχοβολούσε η άνοιξη κι ολόγυρά τους χίλια

    ανθίζουν αγριολούλουδα, χολάτα χαμομήλια.

    Και κάπου κάπου αμέτρητες τρελές πυγολαμπίδες

    φωτίζουν τα δυο λείψανα με μυστικές αχτίδες.

    Και του παιδιού το μέτωπο και της φτωχής τα στήθια

    φεγγοβολούν σαν ουρανοί πὄχουν αστέρια πλήθια.

    Χαμογελά η ανατολή και ροδοκοκκινίζει

    ολίγ’ ολίγο η καταχνιά, που τα βουνά στολίζει.

    Λαλεί τ’ ορνίθι της αυγής, το πρόβατο βελάζει…

    Ξυπνούν στα πλάγια οι πέρδικες, η μια την άλλη κράζει…

    Ξυπνά κι ο γερο-Γούμενος, τον όρθρο του σημαίνε

    ικαι μουρμουρίζοντας σιγά στην εκκλησιά πηγαίνει

    την άγια εικόνα της Κυράς σκυφτά να προσκυνήσει…

    Κι εκεί που ετέντων’ ο παπάς τα χείλη να φιλήσει,

    του ’κάστηκε πως έλειπε… παράδοξη ιστορία!…

    απ’ το θρονί της το χρυσό η Δέσποινα Μαρία…

  • Ετρόμαξ ο καλόγερος… Στην πλάκα γονατίζει,

    χτυπά το μέτωπο στη γη, παρακαλεί, δακρύζει…

    Μεμιάς αστράφτ’ η εκκλησιά κι αισθάνετ’ ένα χέρι

    οπού τον ανεσήκωνε… Μοσχοβολάει τ’ αγέρι…

    Τα μάτια του άνοιξ’ ο παπάς… Στο κάτασπρό του γένι

    το δάκρυ του έσταζε βροχή… Κοιτάζει… καθισμένη

    στο θρόνο βλέπει την Κυρά, που του χαμογελούσε,

    και το Παιδί που εχαίρετο και που τον ευλογούσε.

    Σε ποιό καλύβι αγνώριστο, σε ποιά καρδιά θλιμμένη

    να πέρασες τη νύχτα σου, Κυρά Φανερωμένη;

    Ποιό μαραμένο λούλουδο η χάρη σου, Κυρούλα,

    κρυφά κρυφά ν’ ανάστησε, σαν τ’ ουρανού δροσούλα;…

    Η μάνη η δύστυχη ξυπνά και βλέπει το μωρό της

    να παίζει με τα λούλουδα, χορτάτο, στο πλευρό της.

    Κι απ’ το φτωχό το στήθος της δροσάτο, τυλωμένο,

    να ρέει αδιάκοπα στη γη το γάλα ευλογημένο.

    Την είχε κράξει μια φωνή και μια Κυρά Μεγάλη

    της φάνηκε ότι εμάλαζε το έρμο της κεφάλι

  • και με γλυκάδ’ ανέκφραστη ότι έταζε στη χήρα

    να στείλει χρυσή μοίρα.

    Κοιτάζει ολόγυρα… Ψυχή!… Τί τάχα να συνέβη

    κι εκεί δε φαίνεται κανείς;… Στο μοναστήρι ανέβη…

    Στα πόδια πέφτει της Κυράς και με τα δάκρυά της

    βρέχει το κόνισμά Της.

    Το δρόμο παίρνει για να ’λθει γοργά στο φτωχικό της

    κι έχει μαζί της συντροφιά τ’ όμορφο τ’ όνειρό της·

    σα να της έδινε φτερά, τόσο τρεχάτη επέρνα,

    που αιμάτωνε τη φτέρνα.

    Τη θύρα βλέπει διάπλατη… Σπρώχνει σκιαχτά το μάτι

    μες στο κατώγι της να ιδεί… Στο τίμιο της κρεβάτι

    ένας λεβέντης σιωπηλός μες στα χρυσά ντυμένοςπροσμένει καθισμένος.

    Εγνώρισε το Λάμπρο της… πετά στην αγκαλιά του…

    του δείχνει το παιδάκι του… χορταίνει τα φιλιά του.

    Και συ τους επαρέστεκες, εκεί σιμά κρυμμένη,

    Κυρά Φανερωμένη.

  • [24 Ιουνίου 1871] *

    Η φυγή

    «T’ άλογο! τ’ άλογο! Oμέρ Bριόνη,

    το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.

    T’ άλογο! τ’ άλογο! ακούς, σουρίζουν

    ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν.

    »Για ιδές, σα δαίμονες μας πελεκάνε!

    Kάτου απ’ το βράχο τους πώς ροβολάνε!

    Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια

    κυλάνε ανάκατα σαν να ’ν’ λιθάρια.

    »T’ άλογο! τ’ άλογο! Aκούς πώς σκούζουν!

    Oι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.

    Άνοιξ’ η κόλαση και μου ξερνάει

    τον μαύρον κόσμο της για να με φάει.

    »Bριόνη, πρόφθασε· ακόμη ολίγο,

    κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω.

    T’ άλογο!... Γνώρισα τη φουστανέλα

    του εχθρού μου τ’ άσπονδου Λάμπρου Tζαβέλα.

    »Δεν τόνε βλέπετε, σα Xάρος φθάνει

    ψηλ’ ανεμίζοντας το γιαταγάνι.

    Nιώθω το χέρι του μες στην καρδιά,

    που πάει σπαράζοντας τα σωθικά.

    »Aνεμοστρόβιλος, θεοποντή,

    όλα σα σίφουνας θα καταπιεί.

    Tο μάτι επάνω μου άγρια στυλώνει,

    μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.

    http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=1&text_id=301

  • »Kρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει.

    Aκούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει.

    Nιώθω το χνότο του φωτιά ζεστό,

    πόρχετ’ επάνω μου σα να ’ναι φιό.

    »T’ άλογο! τ’ άλογο, Oμέρ Bριόνη.

    O ήλιος έπεσε, νύχτα σιμώνει...

    Άστρα, λυτρώστε με· αυτή τη χάρη

    ζητάει ο Aλήπασας, πιστό φεγγάρι.»

    Eμπρός του στέκεται καμαρωμένο,

    μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο,

    άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,

    καθάριο αράπικο, το λεν Bοριά.

    Xτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,

    δαγκάει το σίδερο πόχει στο στόμα.

    Pουθούνια διάπλατα και τεντωμένα

    αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.

    Aκούει τον πόλεμο και χλιμιτάει.

    T’ αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.

    Oλόρθ’ η χήτη του, ολόρθ’ η ορά,

    λυγάει το σώμα του σαν την οχιά.

    Σκώνεται λαίμαργο στα πισινά του.

    Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του.

    Λες και δεν έγγιζε κάτου στη γη...

    Kρίμα που το ’θελαν για τη φυγή!...

    O Λάμπρος το ’βλεπε κι από τη ζήλεια

    κρυφ’ αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια:

    «Άτι περήφανο, να σ’ είχα εγώ,

    μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπω».

  • Ωστόσ’ ο Aλήπασας, από τον τρόμο,

    τα χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο...

    Σα βόλι γλήγορο, σαν αστραπή,

    το άτι χάθηκε με τον Aλή.

    Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!

    Tους εκυνήγαε αχνή τρομάρα·

    νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά

    γύρω τους στέκονται για συντροφιά.

    Λόγκους περάσανε, χαντάκια μύρια.

    Aίματα στάζουνε τα φτερνιστήρια·

    αφρούς σα θάλασσα τ’ άλογο χύνει,

    σκιάζεται ο Aλήπασας, καιρό δε δίνει.

    Kαθώς διαβαίνουνε, τρίζει ένα ξύλο,

    φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο,

    πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι,

    νεράκι πότρεχε μες στο λαγκάδι·

    όλα ο Aλήπασας, όλα τρομάζει,

    κρύος ο ίδρωτας βρύση τού στάζει.

    T’ άλογο αυτιάζεται, δεν ανασαίνει,

    τα πόδια εστύλωσε, λύκος διαβαίνει,

    και κειος τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλα,

    τα μάτια του έβλεπαν παντού Tζαβέλα.

    Παντού του φαίνονται πως είν’ κρυμμένα

    σπαθιά που λάμπανε ξεγυμνωμένα.

    Mακριά τα γένια του, άσπρα σα χιόνι,

    τα παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τ’ απλώνει

    εμπρός στο στόμα του και στο λαιμό,

    λες και τον έχουνε για πινιμό.

  • Kαθώς τα κύματα με τη νοτιά

    τη νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά,

    και δεν χωρίζουνε παρά οι αφροί των

    ψηλά που ασπρίζουνε στην κορυφή των,

    έτσι και τ’ άλογο κείνο το βράδυ

    σαν κύμα διάβαινε μες στο σκοτάδι,

    κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό,

    πόχει τ’ Aλήπασα τα γένια αφρό.

    Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.

    Φθάνει, κ’ εδείλιασε το μαύρο τ’ άτι,

    φθάνει, και τρέμουνε τα γόνατά του·

    ακούς πώς βράζουνε τα σωθικά του!

    Λυσσάει ο Aλήπασας και βλαστημά.

    Tο φτερνιστήρι του χώνει βαθιά.

    Tο άτι φούσκωσε, βαριά μουγκρίζει,

    δίνει ένα πήδημα και γονατίζει.

    H καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί,

    τ’ αυτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γη.

    Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει,

    απ’ τα ρουθούνια του το αίμα στάζει.

    K’ εκεί που τ’ άλογο ψυχομαχάει,

    βουβός στη λύσσα του ο Aλής τηράει,

    τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδεί.

    T’ αυτιά του ετέντωσε ν’ ακουρμαστεί.

    Aκόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια,

    και αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια.

    T’ άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα

    χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα,

  • και δεν τον άφηνε καλά ν’ ακούσει

    αν κείν’ οι δαίμονες τον κυνηγούσι.

    Άφριασ’ ο Aλήπασας, καίετ’, ανάφτει,

    τα βόλια τόφτεψε μες στο ριζαύτι.

    T’ άτι εταράχτηκε σαν το στοιχειό

    και μ’ ένα μούγκρισμα μένει νεκρό.

    Tο μάτι ακίνητο και καρφωμένο

    έμειν’ επάνω του θολό, σβημένο.

    Aκούει πατήματα, φωνές πολλές...

    Aχ, τον επρόδωκαν οι πιστολιές!

    Σιμώνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει,

    έπιασε τ’ άλογο για μετερίζι.

    Γιομίζει τ’ άρματα, και στο μαχαίρι

    σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι.

    Aκούει που φώναζαν «Bιζίρη Aλή».

    K’ εκείνος έλιωνε σαν το κερί.

    Πάλε φωνάζουνε! Kάθε φορά

    ακούετ’ ο θόρυβος πλέον σιμά.

    Tο μάτι ολάνοιχτο ο Aλής καρφώνει:

    «Bοήθα με,» φώναξε, «Oμέρ Bριόνη!»

    Έτσι ο Aλήπασας κυνηγημένος

    μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος.

    Όσο κι αν έζησεν, η φουστανέλα

    του Λάμπρου τόστεκε στα μάτια φέλα.

  • Ο βράχος και το κύμα

    «Mέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμ’ ανδρειωμένο

    λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.

    «Mέριασε! Mες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα,

    μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.

    Aφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,

    έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα

    του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα,

    βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.

    Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,

    και σόγλειφα και σόπλενα τα πόδια δουλωμένο,

    περήφανα μ’ εκοίταζες κ’ εφώναζες του κόσμου

    να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.

    Kι αντίς εγώ, κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,

    μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα,

    και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πού ’θε’ κάμω,

    με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.

    Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη·

    τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.

    Mέριασε, βράχε, να διαβώ. Tου δούλου το ποδάρι

    θα σε πατήσει στο λαιμό... Eξύπνησα λιοντάρι!...»

    O βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,

    αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος.

    Tου φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,

    του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.

    Oλόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν,

    και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν,

    καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε

    τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

    Tο μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα

    χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα

  • ν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει.

    Kαι σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.

    «Kύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;

    Ποιος είσαι σύ κ’ ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,

    αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις

    και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,

    εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;...

    Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.»

    «Bράχε, με λέν εκδίκηση. M’ επότισεν ο χρόνος

    χολή και καταφρόνεση. M’ ανάθρεψεν ο πόνος.

    Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,

    έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με.

    Eδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη,

    σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.

    Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια...

    M’ έκαμες ξυλοκρέβατο... M’ εφόρτωσες κουφάρια...

    Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς... Tο ψυχομάχημά μου

    το περιγέλασαν πολλοί, και τα πατήματά μου

    τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη...

    Mέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη·

    καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,

    γίγαντας στέκω εμπρός σου.»

    O βράχος εβουβάθηκε. Tο κύμα, στην ορμή του,

    εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.

    Xάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει

    σαν να ’ταν από χιόνι.

    Eπάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη,

    η θάλασσα κ’ εκλείστηκε. Tώρα δεν απομένει,

    στον τόπο που ’ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα

    που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

    Φωτεινός(απόσπασμα)

  • Άσμα Πρώτον

    ―Πάρ' ένα σβώλο, Mήτρο,

    και διώξ' εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.

    O χερουλάτης έφαγε τ' άχαρα δάχτυλά μου

    και στην αλετροπόδα μου ελυώσαν τα ήπατά μου.

    Δυό μήνες έρρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη

    μ' αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι

    γι' αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει

    σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει

    τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου

    με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!...

    Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο,

    διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο...

    ―Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Γιά κύτταξ' εκεί πέρα

    να ιδής· τί θρως που γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

    ―Tί Pήγας, τί Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,

    που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης.

    Παληόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια,

    εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.

    Kαι συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,

    που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλά σου,

    πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια,

    τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν' αλήθεια,

    λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ' αίμα δεν έχει.

    [...]

    Oλόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του,

    και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ' εμπροστά μου.

    Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι

    στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο καταιβαίνει

    σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρώνι·

    του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι

  • το μέτωπό του αυλάκωσαν, του τώχαν κατακόψει.

    O ήλιος του φθινόπωρου τού ρόδιζε την όψη

    ετύλλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη

    σαν κάποιος να ξεφτύλιζε, ν' άναβε το καντήλι

    της συντριμμένης του ζωής κ' έρριχνε στην καρδιά του

    της νιότης όλον τον θυμό και τα παληά όνειρά του.

    Ξένος ζυγός δεν έγυρε του Φωτεινού την πλάτη.

    Γι' αυτόν, για τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κ' η Eλάτη

    ήσαν λημέρια απάτητα κ' εκείθ' ερροβολούσαν

    και κάθ' εχτρό, που φύτρωνε, την νύχτα επελεκούσαν.

    Tο ρέμμα του Σαρακηνού, τ' άγριο Δημοσάρι

    χίλιες φορές το χόρτασε με φράγκικο κουφάρι

    κ' ήταν σωρό τα κόκκαλα, που στην Kουφή Λαγκάδα

    και στη Nεράιδα ασπρίζουνε γυμνά στην πρασινάδα.

    Mόνος ακόμ' απόμενε. Tο Γήταυρο, τον Πάλα,

    το Διγενή, το Pουπακιά, τους έφαγε η κρεμάλα,

    κι άλλους εσύντριψε ο τροχός. Mια μέρα στο χορτάρι

    μ' έναν παληόν παληκαρά, το γέρο το Θειοχάρη,

    ετρώγαν ένα λιάνωμα κ' ερώτησε την πλάτη.

    Kανείς ποτέ δεν έμαθε τί ξάνοιξε το μάτι

    πάνου σ' αυτό το κόκκαλο, κ' ευθύς του λέει: ―«Πατέρα,

    μου δίνεις την Aργύρω σου;» –την είχε θυγατέρα

    ο προεστός μονάκριβη και πολυγυρεμμένη.

    ―«Nά 'ναι, παιδί μου, ώρα καλή και τρισευλογημένη!»

    Kαι τώδωσε το χέρι του και την ευχή του ο γέρος.

    Aπό τα τότε ημέρεψε. Eίχεν αρχίσει ο θέρος

    κ' εζήλεψε χερόβολα κι αθεμωνιές κι αλώνι.

    Eίδε οι καιροί πού 'σαν κακοί, φαρμακεμέν' οι χρόνοι,

    ολόγυρά του συγνεφιά... Xίλιων λογιών θερία

    εξέσχισαν το γένος του και παντοχή καμμία.

    Συντρίμματα και χαλασμοί. Γαύρα παντού και λύσσα!

    Kανένα γλυκοχάραμμα, νύχτα, σκοτάδι πίσσα.

    Aρνήθηκε την κλεφτουριά, τα φλογερά όνειρά της

    κ' έγινε ζευγολάτης.

  • Kι ο καταρράχτης του βουνού αντί με τ' άρματά του

    πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του.

    Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,

    νά 'ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.

    T' αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Tα ξύλα του κομμένα

    πάντα, σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα

    ποτέ τους ρόζο ή σκεύρωμα. Ήθελ' από πρινάρι

    το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι·

    ζυγό και σπάθη από φτελιά. K' ήθελ' από αγριλίδα

    νά 'ναι χυτές οι ζεύλες του. Mόνο ψωμί του, ελπίδα

    ήτανε το ζευγάρι του. Mόνη κυρά του αφέντρα

    στα χέρια του η βουκέντρα.

    Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα,

    τον είχε πολεμάρχο της, χωρίς να πάρη αχνάδα

    ξένος κανείς του μυστικού. Kι όταν ο ζευγολάτης

    μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της

    κ' επροσκυνούσαν ξήσκεπα, τον είχε βασιλιά του

    φτωχός, πανόρφανος λαός και τ' άσπρα τα μαλλιά του

    στο μέτωπό του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο

    ωσάν κορώνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο.

    Πάνου σ' αυτό το είδωλο, σ' αυτόν τον ασπρομάλλη

    ακράτητη όλ' η φράγκικη ορμούσε ανεμοζάλη

    κ' εκείνος μένει ασάλευτος σα βράχος που προσμένει

    στα στήθια του τα ολόγυμνα τη θάλασσα ωργισμένη.

    [...]

    ―K' εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Tζώρτζης ο Γρατζιάνος,

    αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.

    Aυτό το χώμα, που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,

    ήμερο κι άγριο κλαρί, τ' αγέρι σου, η ψυχή σου,

    τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,

    όλα δικά μου, μάθε το. Bουνού και λόγγου αγρίμι

    είτ' έχει τρίχα, είτε φτερό, σιχαμερό ψοφήμι,

  • το διαβατάρικο πουλί σ' εμέ μονάχ' ανήκει

    κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.

    Γι' αυτ' όθε θέλω θα περνώ κ' εγώ και τα σκυλιά μου,

    τίποτε δεν ορίζετε κ' είναι κι αυτή σπορά μου.

    Kι ούτ' άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,

    δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει

    για να πομπεύη τώνομα και την κληρονομιά της!

    Kαι στα στερνά τα λόγια του ένοιωσε ο ζευγολάτης

    ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ' ασπράδι του ματιού του

    κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.

    ―Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα

    και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα

    αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθειά ρουχνίζει

    τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει

    και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρίκι

    και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.

    Tότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάση!...

    ―Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρυκολακιάση.

    ―Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης,

    που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρης,

    εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω

    για να τρώγη άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω

    την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι

    ν' ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον άδη·

    εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω

    το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω

    με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω

    λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω·

    εγ' ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ' αιώνια ζάλη

    και παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη,

    που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο

    και που δεν βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνη νόμο·

  • αυτός, αυτός είν' ο Λαός. T' άψυχο το κουφάρι

    αυτό 'ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...

    Mη ρίξης άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...

    ―Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη,

    μη μου ξανάφτης τη χολή. Γονάτισε εμπροστά μου

    και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου...

    Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...

    ―Kαλύτερα το βρόχο

    παρά τα γόνατα στη γη... Άρα-κατάρα τώχω...

    Θά 'φιναν λάκκωμα βαθύ και θά 'ταν μέγα κρίμα,

    τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ' αυτό το μνήμα.

    ―Tώρα θα ιδής, παλληκαρά... Aκούστε με, συντρόφοι,

    και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι...

    Nα μας πλερώση τα σκυλιά με τα καματερά του,

    και για την τόλμη πώλαβαν τα πέντε δάχτυλά του

    να σφεντονίσουν κατ' εμάς, εκεί στο χερουλάτη

    να συντριφτούν με το σφυρί... Σ' αρέσει, ζευγολάτη;

    Kαι δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι αρπάξαν

    τα βόιδια πού 'ταν στο ζυγό. Δύο άλλοι τον αδράξαν

    κ' εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι

    με τη σφεντόνα πωύρανε. Ύστερα με τη σκούλη,

    αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε

    τ' αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.

    Όλο τ' αλέτρι εβάφηκε· το μαύρο το παιδί του

    στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά 'βγαινε η ψυχή του.

    K' εκειός ο γέρο δράκοντας χωρίς ούτε ν' αχνίση

    εκύτταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση

    τη γη του την ταλαίπωρη, και μέσα στην καρδιά του

    με μιας αστράφτουν τα παληά τ' ανδραγαθήματά του,

    κ' εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ' η ελπίδα

    με τη δική του εκδίκηση να σώση την πατρίδα.

  • Tο Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κ' εντροπιασμένο

    κι αφίνει εκεί το Φωτεινό στ' αλέτρι του δεμένο.

    Άγγελος Σικελιανός

    Βιογραφικὰ Στοιχεῖα

    Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς (Λευκάδα, 15 Μαρτίου 1884 – Ἀθήνα, 19 Ἰουνίου 1951) ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μείζονες Ἕλληνες ποιητές. Τὸ ἔργο του διακρίνεται ἀπὸ ἕναν ἔντονο λυρισμὸ καὶ ἕναν ἰδιαίτερο γλωσσικὸ πλοῦτο.

    Βιογραφία

    Γεννήθηκε στὴ Λευκάδα ὅπου καὶ πέρασε τὰ παιδικά του χρόνια. Ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ γυμνάσιο τὸ 1900 καὶ τὸν ἑπόμενο χρόνο γράφτηκε στὴν Νομικὴ Σχολὴ τῆς Ἀθήνας χωρὶς ὡστόσο νὰ ὁλοκληρώσει ποτὲ τὶς νομικές του σπουδές. Τὰ ἐνδιαφέροντά του ἦταν καθαρὰ λογοτεχνικὰ καὶ ἀπὸ νωρὶς μελέτησε Ὅμηρο, Πίνδαρο, Ὀρφικοὺς καὶ Πυθαγόρειους, λυρικοὺς ποιητές, προσωκρατικοὺς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αἰσχύλο ἀλλὰ καὶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ξένους λογοτέχνες ὅπως τὸν Ντ᾿ Ἀννούντσιο. Τὰ ἑπόμενα χρόνια πραγματοποίησε ἀρκετὰ ταξίδια καὶ στράφηκε στὴν ποίηση καὶ τὸ θέατρο. Σημαντικὸ σταθμὸ στὴ ζωὴ τοῦ Σικελιανοῦ ἀποτέλεσε ὁ γάμος του, τὸ 1907, μὲ τὴν Ἀμερικανίδα Eva Parlmer, ἡ ὁποία σπούδαζε στὸ Παρίσι ἑλληνικὴ ἀρχαιολογία καὶ χορογραφία. Ὁ γάμος τους τελέστηκε στὴν Ἀμερικὴ ἐνῷ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἀθήνα τὸ 1908. Ἐκείνη τὴν περίοδο, ὁ Σικελιανὸς ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ ἀρκετοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους καὶ τελικὰ τὸ 1909 δημοσίευσε τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ Ἀλαφροΐσκιωτος, ἡ ὁποία προκάλεσε ἰδιαίτερη αἴσθηση στοὺς φιλολογικοὺς κύκλους, ἀναγνωριζόμενη ὡς ἔργο σταθμὸς στὴν ἱστορία τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων. Ἀκολούθησε μία περίοδος ἔντονης ἀναζήτησης ποὺ καταλήγει στὴν ἔκδοση τῶν τεσσάρων τόμων τῆς ποιητικῆς συλλογῆς Πρόλογος στὴ Ζωή, Ἡ Συνείδηση τῆς Γῆς μου (1915), Ἡ Συνείδηση τῆς Φυλῆς μου (1915), Ἡ Συνείδηση τῆς Γυναίκας (1916) καὶ Ἡ Συνείδηση

  • τῆς Πίστης (1917). Ὁ Πρόλογος στὴ Ζωὴ ὁλοκληρώθηκε ἀργότερα μὲ τὴ Συνείδηση τῆς Προσωπικῆς Δημιουργίας. Ἀκολουθοῦν ἀκόμα τὰ χαρακτηριστικὰ ποιήματα Τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων καὶ Μήτηρ Θεοῦ, τῆς περιόδου 1917-1920 καθὼς καὶ διάφορες συνεργασίες του μὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς.

    Ἡ ἀρχαιοελληνικὴ πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα ἀπασχόλησε βαθιὰ τὸν Σικελιανὸ καὶ συνέλαβε τὴν ἰδέα νὰ δημιουργηθεῖ στοὺς Δελφοὺς ἕνας παγκόσμιος πνευματικὸς πυρήνας ἱκανὸς νὰ συνθέσει τὶς ἀντιθέσεις τῶν λαῶν («Δελφικὴ Ἰδέα»). Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, ὁ Σικελιανός, μὲ τὴ συμπαράσταση καὶ οἰκονομικὴ ἀρωγὴ τῆς γυναίκας του, δίνει πλῆθος διαλέξεων καὶ δημοσιεύει μελέτες καὶ ἄρθρα. Παράλληλα, ὀργανώνει τὶς «Δελφικὲς Ἑορτὲς» στοὺς Δελφοὺς μὲ τὶς παραστάσεις τοῦ Προμηθέα Δεσμώτη (1927) καὶ τῶν Ἱκέτιδων (1930) τοῦ Αἰσχύλου νὰ ἀνεβαίνουν στὸ ἀρχαῖο θέατρο. Ἡ «Δελφικὴ Ἰδέα» ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες παραστάσεις περιελάμβανε καὶ τὴν «Δελφικὴ Ἕνωση», μιὰ παγκόσμια ἕνωση γιὰ τὴ συναδέλφωση τῶν λαῶν, καὶ τὸ «Δελφικὸ Πανεπιστήμιο», στόχος τοῦ ὁποίου θὰ ἦταν νὰ συνθέσει σὲ ἕναν ἑνιαῖο μύθο τὶς παραδόσεις ὅλων τῶν λαῶν. Γιὰ τὶς πρωτοβουλίες αὐτές, τὸ 1929, ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν ἀπένειμε στὸ Σικελιανὸ ἀργυρὸ μετάλιο γιὰ τὴ γενναία προσπάθεια ἀναβίωσης τῶν δελφικῶν ἀγώνων. Ἀπὸ τὸ φιλόδοξο αὐτὸ σχέδιο τὸ μόνο ποὺ πραγματοποιήθηκε τελικὰ ἦταν οἱ Δελφικὲς Ἑορτές, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς ὁδήγησαν σὲ οἰκονομικὴ καταστροφὴ καὶ χωρισμὸ τοῦ ζεύγους, ἀφοῦ ἡ Εὔα Πάλμερ ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τότε στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἐπέστρεψε μόνο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ποιητῆ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, ὁ Σικελιανὸς διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὴν πνευματικὴ ἀντίσταση τοῦ λαοῦ, μὲ κορυφαία ἐκδήλωση τὸ ποίημα καὶ τὸ λόγο ποὺ ἐκφώνησε στὴν κηδεία τοῦ Παλαμᾶ τὸ 1943.

    Τὸ 1946 ἐξελέγη πρόεδρος τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν ἐνῷ τὸ 1949 ἦταν ὑποψήφιος γιὰ τὸ Βραβεῖο Νομπέλ. Ὁ ἐπιφανὴς λυρικὸς ποιητὴς καὶ πεζογράφος Ἄγγελος Σικελιανὸς πέθανε στὴν Ἀθήνα τὸ 1951 καὶ τάφηκε στοὺς Δελφούς.

    Ὁ Σικελιανὸς εἶχε ἐξοχικὴ παραλιακὴ κατοικία στὴ Σαλαμίνα μπροστὰ ἀπὸ τὴ Μονὴ Φανερωμένης. Ἐκεῖ ὁ Βασιλεὺς Παῦλος ἐπισκέπτοταν τὸν ποιητὴ κάθε φορὰ ποὺ μετέβαινε στὸ Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Διατηροῦσε ἐπίσης ἐξοχικὴ κατοικία στὴ Συκέα Κορινθίας.

  • Ἔργο

    Ποιήματα

    Ὁ ποιητὴς ἐξέδωσε ὁ ἴδιος τὰ ἔργα του σὲ τρεῖς τόμους μὲ τὸν τίτλο Λυρικὸς Βίος (1946 Α καὶ Β, 1947 Γ), ἀφήνοντας ἔξω κάποια ἔργα ποὺ δὲν θεώρησε ἀπαραίτητο νὰ συμπεριλάβει.

    Τὸ 1965 ἄρχισε ἡ ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων» του μὲ ἐπιμέλεια τοῦ Γ. Π. Σαββίδη. Ἐκδόθηκαν πέντε τόμοι μὲ τὸ ἔργο ποὺ εἶχε δημοσιεύσει ὁ ποιητής (1965-1968) καὶ ἕκτος τόμος (1969) μὲ ὅσα ποιήματα εἶχε ἀφήσει ἐκτὸς τοῦ Λυρικοῦ Βίου.

    Πεζὰ κείμενα

    Συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων»:

    Πεζὸς Λόγος Α (1978)

    Πεζὸς Λόγος Β (1980)

    Πεζὸς Λόγος Γ (1981)

    Πεζὸς Λόγος Δ (1983)

    Πεζὸς Λόγος Ε (1985)

    Τραγῳδίες

    Ὁ Διθύραμβος τοῦ Ρόδου (1932)

    Σίβυλλα (1940)

    Ὁ Δαίδαλος στὴν Κρήτη (1942)

    Ὁ Χριστὸς στὴ Ρώμη (1946)

    Ὁ Θάνατος τοῦ Διγενῆ (1947)

    Ἀσκληπιὸς (ἡμιτελής)

    Συγκεντρώθηκαν σὲ τρεῖς τόμους μὲ τὸν τίτλο Θυμέλη, Α καὶ Β 1950, Γ 1954

  • Πνευματικὸ Ἐμβατήριο

    Σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι,

    (δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)

    στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας λευτεριᾶς σου, Ἑλλάδα,

    μοῦ ἀναλαμπάδιασε ἄξαφνα ἡ ψυχὴ σὰν νἆταν

    ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα, ἢ ὡς νἆχα, τ᾿ ἅγιο κελὶ

    Τοῦ Ἡράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,

    γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἔχαλκευσε τοὺς λογισμούς του

    καὶ τοὺς κρεμνοῦσε ὡς ἄρματα στῆς Ἔφεσος τὸ Ναό...

    Γιγάντιες σκέψεις, σὰ νέφη πύρινα ἢ νησιὰ πορφυρωμένα

    σὲ μυθικὸν ἡλιοβασίλεμα, ἄναβαν στὸ νοῦ μου,

    τὶ ὅλη μου καίονταν μονομιᾶς ἡ ζωὴ στὴν ἔγνοια

    τῆς καινούργιας λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα. γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπα:

    Τοῦτο εἶναι τὸ φῶς τῆς νεκρικῆς πυρᾶς μου...

    Δαυλὸς τῆς Ἱστορίας Σου, ἔκραξα εἶμαι, καὶ νά,

    ἂς καεῖ σὰν δάδα τὸ ἔρμο μου κουφάρι, μὲ τὴν δάδα τούτην,

    ὀρθὸς πορεύοντας, ὡς μὲ τὴν ὕστερη ὥρα,

    ὅλες νὰ φέξουν τέλος οἱ γωνιὲς τῆς οἰκουμένης,

    ν᾿ ἀνοίξω δρόμο στὴν ψυχή, στὸ πνεῦμα, στὸ κορμί Σου, Ἑλλάδα.

    Εἶπα, καὶ ἐβάδισα

    κρατώντας τ᾿ ἀναμμένο μου συκώτι στὸν Καύκασό Σου,

  • καὶ τὸ κάθε πάτημά μου ἦταν τὸ πρῶτο,

    κι ἦταν, θάρρευα, τὸ τελευταῖο,

    τὶ τὸ γυμνό μου πόδι ἔπατει μέσα στὰ αἵματά Σου,

    τί τὸ γυμνό μου πόδι ἐσκονταυε στὰ πτώματά Σου,

    γιατὶ τὸ σῶμα, ἡ ὄψη μου, ὅλο μου τὸ πνεῦμα καθρεφτιζόταν,

    σὰ σὲ λίμνη, μέσα στὰ αἱματά Σου.

    Ἐκεῖ, σὲ τέτοιον ἄλικο καθρέφτη. Ἑλλάδα, καθρέφτη ἀπύθμενο,

    καθρέφτη τῆς ἀβύσσου, τῆς Λευτεριᾶς Σου καὶ τῆς δίψας Σου,

    εἶδα τὸν ἑαυτό μου βαρὺ ἀπὸ κοκκινόχωμα πηλὸ πλασμένο,

    καινούργιο Ἀδὰμ τῆς πιὸ καινούργιας Πλάσης

    ὅπου νὰ πλάσουνε γιὰ Σένα μέλλει. Ἑλλάδα.

    Κι εἶπα:

    Τὸ ξέρω, ναὶ ποὺ κι οἱ Θεοί Σου,

    οἱ Ὀλύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,

    γιατὶ τοὺς θάψαμε βαθειὰ βαθειά, νὰ μὴν τοὺς βροῦν οἱ ξένοι.

    Καὶ τὸ θεμέλιο διπλὸ στέριωσε κι᾿ ἐτριπλοστεριωσε

    ὅλο μ᾿ ὅσα οἱ ὀχτροί μας κόκαλα σωριάσανε ἀποπάνω...

    κι᾿ ἀκόμα ξέρω πὼς γιὰ τὶς σπονδὲς καὶ τὸ τάμα

    τοῦ νέου Ναοῦ π᾿ ὀνειρευτήκαμε γιὰ Σένα, Ἑλλάδα,

    μέρες καὶ νύχτες τόσα ἀδέλφια σφάχτηκαν ἀνάμεσά τους,

    ὅσα δὲ σφάχτηκαν ἀρνιὰ ποτὲ γιὰ Πάσχα...

    Μοίρα, κι ἡ Μοίρα Σου ὡς τὰ τρίσβαθα

    δική μου κι᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἀγάπη, ἀπ᾿ τὴ μεγάλη δημιουργὸ Ἀγάπη

    νὰ ποὺ ἡ ψυχή μου ἐσκλήρυνεν,

  • ἐσκλήρυνε καὶ μπαίνει ἀκέρια πιὰ μέσα στὴ λάσπη

    καὶ μέσ᾿ τὸ αἷμα Σου, νὰ πλάσῃ τὴ νέα καρδιὰ

    ποὺ χρειάζεται στὸ νιό Σου ἀγώνα, Ἑλλάδα.

    Τὴ νέα καρδιὰ ποὺ κιόλας ἔκλεισα στὰ στήθη

    καὶ κράζω σήμερα μ᾿ αὐτὴ πρὸς τοὺς συντρόφους ὅλους.

    Ὀμπρὸς βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,

    ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο.

    Τί, Ἰδέτε· ἐκόλλησεν ἡ ρόδα του βαθειὰ στὴ λάσπη,

    κι ἄ, ἰδέτε χώθηκε τ᾿ ἀξόνι του βαθειὰ μέσ᾿ τὸ αἷμα.

    Ὀμπρός, παιδιά, καὶ δὲ βολεῖ μονάχος ν᾿ ἀνέβῃ ὁ ἥλιος,

    σπρῶχτε μὲ γόνα καὶ μὲ στῆθος νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὴ λάσπη,

    σπρῶχτε μὲ στῆθος καὶ μὲ γόνα νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὸ γαῖμα.

    Δέστε, ἀκουμπᾶμε ἀπάνω τοῦ ὁμοαίματοι ἀδελφοί του.

    Ὀμπρός, ἀδέλφια, καὶ μᾶς ἔζωσε μὲ τὴ φωτιά του,

    ὀμπρός, ὀμπρὸς κι ἡ φλόγα του μᾶς τύλιξε ἀδελφοί μου.

    Ὀμπρὸς οἱ δημιουργοί.. Τὴν ἀχθοφόρα ὁρμή Σας,

    στυλῶστε μὲ κεφάλια καὶ μὲ πόδια, μὴ βουλιάξει ὁ ἥλιος.

    Βοηθᾶτε με κι ἐμένανε ἀδελφοί, νὰ μὴ βουλιάξω ἀντάμα..

    Τί πιὰ εἶν᾿ ἀπάνω μου καὶ μέσα μου καὶ γύρα.

    Τί πιὰ γυρίζω σ᾿ ἕναν ἅγιον Ἴλιγγο μαζί του...

    Χίλια καπούλια ταῦροι τοῦ κρατᾶν τὴ βάση, δικέφαλος ἀητός·

    κι ἀπάνω μου τινάζει τὶς φτεροῦγες του καὶ βογγάει ὁ σάλαγός του,

    στὴν κεφαλή μου πλάι καὶ μέσα στὴν ψυχή μου.

    καὶ τὸ μακριὰ καὶ τὸ σιμὰ γιὰ μένα πιὰ εἶν᾿ ἕνα...

  • Πρωτάκουστες βαρεῖες μὲ ζώνουν Ἁρμονίες,

    ὀμπρός, σύντροφοι, βοηθᾶτε νὰ σηκωθεῖ νὰ γίνει ὁ ἥλιος πνεῦμα.

    Σιμώνει ὁ νέος ὁ Λόγος π᾿ ὅλα θὰ τὰ βάψῃ,

    στὴ νέα του φλόγα. νοῦ καὶ σῶμα. ἀτόφιο ἀτσάλι...

    Ἡ γῆ μας ἀρκετὰ λιπάστηκε ἀπὸ σάρκα ἀνθρώπου...

    παχιὰ καὶ καρπερά, νὰ μὴν ἀφήσουνε τὰ σώματά μας

    νὰ ξεραθοῦν ἀπ᾿ τὸ βαθὺ τοῦτο λουτρὸ τοῦ αἵμα του πιὸ πλούσιο,

    πιὸ βαθὺ κι ἀπ᾿ ὅποιο πρωτοβρόχι.

    Αὔριο νὰ βγεῖ ὁ καθένας μας μὲ δώδεκα ζευγάρια βόδια

    τὴ γῆ αὐτὴ νὰ ὀργώσει τὴν αἱματοποτισμενη...

    Ν᾿ ἀνθίσῃ ἡ δάφνη ἀπάνω της καὶ δέντρο ζωῆς νὰ γένῃ,

    καὶ ἡ Ἄμπελός μας νὰ ἁπλωθεῖ ὡς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης...

    Ἔτσι, σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι

    (δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)

    στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας Λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα

    ἀναψυχώθηκε ἄξαφνα τρανὴ ἡ κραυγή μου, ὡς νἆταν

    ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα ἢ ὡς νἆχα τ᾿ ἅγιο κελὶ

    τοῦ Ἠράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,

    γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἐχάλκευε τοὺς στοχασμούς του

    καὶ τοὺς κρεμνοῦσε ὡς ἄρματα στῆς Ἔφεσος τὸ ναὸ

    ὡς Σᾶς ἔκραζα σύντροφοι.

    Ραψῳδίες τοῦ Ἰόνιου. Γλαύκα

    Γλαυκὸ τὸ Νήρυτον· τὸ δρῦ, θαμπὸ ποὺ γαλανίζει,

  • δὲ ρίχνει σκιὰ στὴ θάλασσαν, ἀσάλευτη ἀπὸ κάτου.

    Στὴ λίμνη ἀποκαρώσανε σὰν ἄσπροι ἀνθοὶ κ᾿ οἱ γλάροι.

    Μὰ τὸ ξεφτέρι κρέμεται σὲ δυὸ φτερὰ καὶ τρέμει

    μὲς στὴ γαλάζιαν ἄβυσσο, πῶς τρέμουνε δυὸ φρύδια

    γραμμένα, ἅμα ζυγιάζουνε μία συλλογὴ παρθένα...

    K᾿ ἔπνεε μαγιάτικος βοριὰς στὸ Ἰόνιο χτές, κι ἀκόμα

    τὸ κύμα εἶναι σὰν κρούσταλλο, κι ὁ ἄμμος δὲν ἀχνίζει,

    καὶ λαγαρὸς κι ἀσάλευτος ὁ ἀγέρας τοῦ ἐλαιώνα·

    μηδὲ καπνίζουνε οἱ ἐλιὲς μίαν ἄχνη πρὸς τὸν ἥλιο. 10

    Καὶ λὲς ποὺ χύθη ἡ θάλασσα τὴ νύχτα μὲς στὸν κάμπον

    ἀπ᾿ τὸ μαγιάτικο βοριά, καὶ πάλε πίσω ἐσύρτη,

    τὴν πεταλούδα ἐπλάνεψεν ἀπ᾿ τοὺς ἀφροὺς ἀπάνω...

    K᾿ ἐγὼ στὸ κύμα εἶχα λουστεῖ τὴ χαραυγή, κ᾿ ἐκύλα

    γλαυκὸ στὴ φλέβα τὸ αἷμα μου σᾶ μὲς στὰ δέντρα, κ᾿ ἦταν

    ὁ νοῦς μου ὡς ἀνθισμένη ἐλιὰ ποὺ ἀπ᾿ τὸν καρπὸ ἀλαφρώθη

    κι ἀφρίζει ἀνθὸν ἀνάλαφρο στὶς πελαγίσιες αὖρες...

    K᾿ ἡ γλαυκομάτα, στὸ γιαλὸ ποὺ ἀργὴ μ᾿ ἀκολουθοῦσεν,

    ἐρώτησε, γυρίζοντας τὴν κεφαλὴ ἀπ᾿ τὸ κύμα:

    «Ἀλήθεια ἀναγελάσανε τὴ γλαύκα οἱ χελιδόνες, 20

    τὴ γλαύκαν ὁποῦ ἀπόμεινε στὸ μέγα φῶς τῆς μέρας

    καὶ χαμοπέταγε βουβὴ ἀπάνω ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια,

    ποῦ καὶ σκυλὶ θὰ βάβιζε τὸ χαμηλό της ἴσκιο;

    Ἀλήθεια ἀναγελάσανε τὴ γλαύκα οἱ χελιδόνες

    μὲ τὶς χελιδονίσιες τοὺς χαρὲς στὶς κρύες τὶς αὖρες·

    ἀπὸ μπροστά τῆς διάβαιναν, μὲ τὸ φτερὸ τὴ ῾γγίζαν,

  • καὶ μὲ συρτοὺς κελαηδισμοὺς ψηλὰ τὴν ἀναπαίζαν;»

    K᾿ ἐφαίνονταν λευκὴ ἡ ὀργὴ στὸ μέτωπο τῆς Γλαύκης,

    τῆς Ἀθηνᾶς πὼς τὸ ἱερὸ πουλὶ καταφρονέθη!

    K᾿ ἐγώ, ποὺ τὸ εἶδα, ἀπάντησα τὸν ἀλαφριό μου λόγο: 30

    Κι ἂν λαχανιάζει ὁ κόρακας, γελάει κ᾿ ἡ χελιδόνα,

    πάντα ἡ ἐλιὰ θά ῾ναι ἱερή, καὶ στὸν αἰώνα ἡ γλαύκα

    μαζὶ μ᾿ ἐμᾶς θὲ νὰ κοιτάει στυλὰ τὶς θεῖες ἑσπέρες... 33

    (ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, A´, Ἴκαρος 1965)

    Στὴ Μαρία Πολυδούρη

    Μὴ στοχαστεῖς πὼς ἦρτα ἀργὰ κοντά σου. Εἶναι κρυφὸς

    ὁ δρόμος μου καὶ δὲν τὸν ξέρουν οἱ ἄλλοι.

    καὶ χρόνια τώρα, ἀνήξερά Σου, εἶμαι γιὰ Σένα ὁ ἀδερφός,

    ὁποὺ Σοῦ σιάζει μυστικὰ τὸ προσκεφάλι...

    Κι᾿ ἂν ἀπ᾿ τὴν ὄχτη φαίνεται πὼς ἔρχομαι, ὅπου τὴ νευρὴ

    τῶν τόξων μου τανύζω

    μὲ πεῖσμα, ἐνάντια στὴν ὀκνιὰ ποὺ μὲ κυκλώνει τὴ μιαρή,

    μὰ ἀληθινά, γυρίζω

    ἀπὸ τὴν ὄχτην ὅπου ἀνθοῦν οἱ θεῖοι μονάχα ἀσφοδελοὶ

    κι᾿ ὅπου σαλεύει μόνο

    ὅποια μορφὴ ἀναδύθηκε γιὰ μένα ὡς πλέρια ἀνατολὴ

    μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸν τέλειο πόνο...

  • Ἐκεῖθεν᾿ ἔρχομαι σ᾿ Ἐσέ, ποὺ ὁ θάνατός μου κ᾿ ἡ ζωὴ

    διπλό μου φέγγει ἀστέρι.

    μὰ γίνοντ᾿ ἕνα μέσα μου καὶ τὰ τυλίγει μία πνοὴ

    σὰ Σοῦ κρατῶ τὸ χέρι,

    καὶ συλλογιέμαι πὼς δὲν ἦρτα ἀργὰ κοντά Σου (μὲ τὸ φῶς

    ἢ τὸ σκοτάδι ἂν πρόλαβα), τί φτάνω ἀπ᾿ τ᾿ ἀκρογιάλι

    αὐτῶν ποὺ μ᾿ ἑτοιμάσανε νὰ Σοῦ ῾μαι ὁ ἄξιος ἀδερφός,

    καὶ νά ῾μαι πλάι Σου πάλι...

    Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ Μοναστήρι

    (1935)

    Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ μοναστήρι, ἀπ᾿ ὅσες

    γυναῖκες τοῦ Στειριοῦ συμμαζευτῆκαν

    τὸν Ἐπιτάφιο νὰ στολίσουν, κι ὅσες

    μοιρολογῆτρες ὥσμε τοῦ Μεγάλου

    Σαββάτου τὸ ξημέρωμα ἀγρυπνῆσαν,

    ποιὰ νὰ στοχάστη - ἔτσι γλυκὰ θρηνοῦσαν! -

    πώς, κάτου ἀπ᾿ τοὺς ἀνθούς, τ᾿ ὁλόαχνο σμάλτο

    τοῦ πεθαμένου τοῦ Ἄδωνη ἦταν σάρκα

    ποὺ πόνεσε βαθιά;

    Γιατὶ κι ὁ πόνος

    στὰ ρόδα μέσα, κι ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος,

    κ᾿ οἱ ἀναπνοὲς τῆς ἄνοιξης ποὺ μπαίναν

    ἀπ᾿ τοῦ ναοῦ τὴ θύρα, ἀναφτερώναν

    τὸ νοῦ τους στῆς Ἀνάστασης τὸ θάμα,

  • καὶ τοῦ Χριστοῦ οἱ πληγὲς σὰν ἀνεμῶνες

    τοὺς φάνταζαν στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια,

    τὶ πολλὰ τὸν σκεπάζανε λουλούδια

    ποὺ ἔτσι τρανά, ἔτσι βαθιὰ εὐωδοῦσαν!

    Ἀλλὰ τὸ βράδυ τὸ ἴδιο τοῦ Σαββάτου,

    τὴν ὥρα π᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Πύλη τὸ ἕνα

    κερὶ ἐπροσάναψε ὅλα τ᾿ ἄλλα ὡς κάτου,

    κι ἀπ᾿ τ᾿ Ἅγιο Βῆμα σάμπως κύμα ἁπλώθη

    τὸ φῶς ὦσμε τὴν ξώπορτα, ὅλοι κι ὅλες

    ἀνατριχιάξαν π᾿ ἄκουσαν στὴ μέση

    ἀπ᾿ τὰ «Χριστὸς Ἀνέστη» μίαν αἰφνίδια

    φωνὴ νὰ σκούξει: «Γιώργαινα, ὁ Βαγγέλης!»

    Καὶ νά· ὁ λεβέντης τοῦ χωριοῦ, ὁ Βαγγέλης,

    τῶν κοριτσιῶν τὸ λάμπασμα, ὁ Βαγγέλης,

    ποὺ τὸν λογιάζαν ὅλοι γιὰ χαμένο

    στὸν πόλεμο· καὶ στέκονταν ὁλόρτος

    στῆς ἐκκλησιᾶς τὴ θύρα, μὲ ποδάρι

    ξύλινο, καὶ δὲ διάβαινε τὴ θύρα

    τῆς ἐκκλησιᾶς, τὶ τὸν κοιτάζαν ὅλοι

    μὲ τὰ κεριὰ στὸ χέρι, τὸν κοιτάζαν,

    τὸ χορευτὴ ποὺ τράνταζε τ᾿ ἁλώνι

    τοῦ Στειριοῦ, μιὰ στὴν ὄψη, μιὰ στὸ πόδι,

    ποὺ ὡς νὰ τὸ κάρφωσε ἦταν στὸ κατώφλι

    τῆς θύρας, καὶ δὲν ἔμπαινε πιὸ μέσα!

  • Καὶ τότε - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,

    ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -

    ἀπ᾿ τὸ στασίδι πού ῾μουνα στημένος

    ξαντίκρισα τὴ μάνα, ἀπ᾿ τὸ κεφάλι

    πετώντας τὸ μαντίλι, νὰ χιμήξει

    σκυφτὴ καὶ ν᾿ ἀγκαλιάσει τὸ ποδάρι,

    τὸ ξύλινο ποδάρι τοῦ στρατιώτη,

    - ἔτσι ὅπως τὸ εἶδα ὁ στίχος μου τὸ γράφει,

    ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,

    καὶ νὰ σύρει ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της

    ἕνα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!»

    Κι ἀκόμα, - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,

    ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,

    ξοπίσωθέ της, ὅσες μαζευτῆκαν

    ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέφτης,

    νανουριστά, θαμπὰ γιὰ νὰ θρηνήσουν

    τὸν πεθαμένον Ἄδωνη, κρυμμένο

    μὲς στὰ λουλούδια, τώρα νὰ ξεσπάσουν

    μαζὶ τὴν ἀξεθύμαστη τοῦ τρόμου

    κραυγὴ πού, ὡς στὸ στασίδι μου κρατιόμουν,

    ἕνας πέπλος μοῦ σκέπασε τὰ μάτια!…

    (ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)

  • Οι Γιορτές Λόγου και Τέχνης πρωτοδιοργανώθηκαν το 1955 και συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Ο σχεδιασμός, η οργάνωση και η εκτέλεση παραγωγής γίνονται από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας. Το περιεχόμενο του προγράμματος περιλαμβάνει όλες τις μορφές τέχνης. Η χρονική περίοδος κατά την οποία εξελίσσονται είναι το καλοκαίρι. Μαζί με το Φεστιβάλ Αθηνών αποτελούν έναν από τους παλαιότερους πολιτιστικούς θεσμούς της Ελλάδας.

    Κατά την 50χρονη λειτουργία τους έχουν εμφανισθεί στη Λευκάδα μεγάλες ξένες ορχήστρες και χορωδίες, συνθέτες, σολίστες και σύνολα δωματίου. Τον Αύγουστο του 1964 εμφανίστηκε και τραγούδησε η μεγάλη Μαρία Κάλλας.

    Μαρία Κάλλας

    Στον τομέα του θεάτρου έχουν εμφανισθεί οι πιο γνωστοί ελληνικοί θίασοι καθώς και οι κρατικές σκηνές. Πρόσφατα άρχισαν να εμφανίζονται και ξένοι θίασοι.

    Στον τομέα του Λόγου έχουν συμμετάσχει έλληνες δημιουργοί της ποίησης και της πεζογραφίας, κριτικοί τέχνης, επιστήμονες, ερευνητές κ.ά.

  • Στον τομέα του χορού έχουν παρουσιάσει έργα τους πολλά ελληνικά και ξένα συγκροτήματα.

    Οι «Γιορτές Λόγου και Τέχνης» της Λευκάδας συμπληρώνουν 50 ολόκληρα χρόνια ζωής, μια μακρόχρονη πορεία με συνεχή πολιτιστική δράση που κατά γενική ομολογία έχει προσφέρει στον τόπο υψηλής πνευματικής ποιότητας υπηρεσίες.

    Η πολιτιστική παρουσία της Λευκάδας ξεχώρισε από πολύ νωρίς, αν λάβουμε υπόψη ότι οι «Γιορτές Λόγου και Τέχνης» ξεκινούν το 1955 και υπήρξε έγκυρη και πρωτοποριακή αν ανατρέξουμε στα καλλιτεχνικά της δρώμενα των δεκαετιών ’50 και ’60.

    Οι «Γιορτές Λόγου και Τέχνης» συνεχίζονται μέχρι και σήμερα χαρίζοντας στον κόσμο την ευκαιρία να θαυμάσουν κάποια από τα πιο εξαίρετα θεάματα στο χώρο της τέχνης και του θεάματος!

    Το παραδοσιακό φεστιβάλ φολκλόρ οργανώνεται για εδω και 45

    χρόνια. Είναι ένας θεσμός που προωθείται από την δημιουργία του το

    1952 από τον Αντώνη Τζεβελεκη μέχρι και σήμερα, την ιδέα της ειρήνης

  • της φιλίας της αδελφοσύνης και της αλληλεγγύης των ανθρώπων σε

    όλο τον κόσμο, με λαϊκές μορφές τέχνης χορού και μουσικής. Αυτό

    επιτυγχάνεται με την πλούσια παράδοση και την αναγνώριση της

    έκφρασης και της επικοινωνίας. Το παραδοσιακό φεστιβάλ φολκλόρ της

    Λευκάδας είναι η πιο παλιά παραδοσιακή συνάθροιση της χώρας μας

    στον χορό και την μουσική της παραδοσιακής μας κληρονομίας .

    Από τον χορό της φαντασίας και της δημιουργικότητας άνθρωποι από

    όλο τον κόσμο συναντιούνται για 45 χρόνια στην σειρά τον Αύγουστο

    στη Λευκάδα ανταλλάσοντας την πολύτιμη κληρονομία τους

    δημιουργίες πνευματικής και καλλιτεχνικής έκφρασης και συνεργασίας,

    ανάλογα με την παράδοση τους.

    Η τέχνη απαλύνει τις πολιτικές οικονομικές και παραδοσιακές διαφορές

    . Το φεστιβάλ παίρνει μέρος την τελευταία εβδομάδα του Αύγουστου

    (από Κυριακή έως Κυριακή) ξεκινώντας με μια τεράστια παρέλαση

    φιλίας και ειρήνης και την απογευματινή γιορτή (1η Κυριακή) με λίγα

    λεπτά παρουσίασης των γκρουπ ,την επίσημη παρουσίαση τους και την

    καταπληκτική τελετή λήξης με την ανταλλαγή δώρων και τον χορό της

    ειρήνης.

    To 1962 διοργανώνεται το 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Λαϊκών Χορών και Τραγουδιών στο οποίο συμμετέχουν 3 χώρες : η Γιουγκοσλαβία, η Ιταλία και η Ελλάδα.

    To 1963 το 2ο Διεθνές Φεστιβάλ Λαϊκών Χορών και Τραγουδιών της Λευκάδας Είναι το μοναδικό ελληνικό φεστιβάλ στο οποίο συμμετέχουν συγκροτήματα από τις σοσιαλιστικές χώρες. Ο κόσμος στέκεται ώρες ολόκληρες , από το απόγευμα ως μετά τα μεσάνυχτα, οι περισσότεροι όρθιοι, για να παρακολουθήσει τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ.

    Το 1964 το 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Λαϊκών Χορών και Τραγουδιών της Λευκάδας πραγματοποιείται από τις 23 έως τις 31 Αυγούστου. Ένα αξιοσημείωτο γεγονός της εποχής είναι η παρουσία της Μαρίας Κάλλας και του Αριστοτέλη Ωνάση στις 27 και 30 Αυγούστου στην κατάμεστη κεντρική πλατεία της πόλης.Η Λευκάδα έγινε το επίκεντρο της Πανελλήνιας και Διεθνούς προβολής και Παγκοσμίου ενδιαφέροντος.

  • Το 1965 ο Αντώνης Τζεβελέκης ως πρόεδρος του Συλλόγου Λευκαδίων Αττικής και της Οργανωτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ αποστέλλει προσκλήσεις σε 25 χορευτικά συγκροτήματα από τις Φιλιππίνες και την Ουγκάντα μέχρι τη Φιλανδία και την Πορτογαλία.

    To 1966 o Αντώνης Τζεβελέκης πετυχαίνει κάτι πολύ σημαντικό : διοργανώνει το 7ο Διεθνές Συνέδριο της Amicale Folklorique Internationale , ενός διεθνούς οργανισμού φολκλοριστών.

    Το 1971 η Λευκάδα είναι γνωστή πλέον ως Διεθνές Κέντρο Καλλιτεχνικών Φολκλορικών εκδηλώσεων και ως Εστία Συναδέλφωσης και Ειρήνης μεταξύ των Λαών. Η εβδομάδα του φεστιβάλ Φολκλόρ συγκεντρώνει πλήθος κόσμου από τη περιφέρεια την Αθήνα και το εξωτερικό.

    Το 1972 η Λευκάδα γνωρίζει μοναδική κίνηση κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Φεστιβάλ Φολκλόρ. Η μικρή πόλη με τα γραφικά της καντούνια γεμίζει από ένα πολύχρωμο πλήθος που συνωστίζεται όλες τις ημέρες και ώρες της νύχτας σε ένα ομαδικό ξεσήκωμα χαράς και κεφιού στην κεντρική πλατεία της πόλης. Το Φεστιβάλ μετρά ήδη μια δεκαετία ζωής.

    Το 1973 ο Λευκαδίτικος Αύγουστος έχει πια εδραιωθεί στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου ως η εβδομάδα των ελληνικών και ξένων φολκλορικών συγκροτημάτων.

    Το καλοκαίρι του 1974 λόγω των τραγικών γεγονότων στην Κύπρο και της γενικότερης κατάστασης στην Ελλάδα το Διεθνές Φεστιβάλ Φολκλόρ δεν πραγματοποιήθηκε . Σε ένδειξη συμπαράστασης στον κυπριακό λαό τα πολιτιστικά σωματεία της πόλης της Λευκάδας διοργάνωσαν και πραγματοποίησαν εκδήλωση προς τιμήν των πεσόντων Κυπρίων στο�