ΜΟΣΧΟΒΙΤΗ ΑΡΓΥΡΩ ΑΜ:...

68
ΑΤΕΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΜΟΣΧΟΒΙΤΗ ΑΡΓΥΡΩ ΑΜ: 37 ΚΑΒΑΛΑ, ΜΑΡΤΙΟΣ 2005

Transcript of ΜΟΣΧΟΒΙΤΗ ΑΡΓΥΡΩ ΑΜ:...

ΑΤΕΙ ΚΑΒΑΛΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

ΜΟΣΧΟΒΙΤΗ ΑΡΓΥΡΩ

ΑΜ: 37

ΚΑΒΑΛΑ, ΜΑΡΤΙΟΣ 2005

ΘΕΜΑ:

«Οι θεσμικές μεταβολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια της Οικονομικής

και Νομισματικής Ένωσης.»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ………………………………………………………………………...1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 «Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ»…………….. 3

1.1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ………………………………………………... 4

1.2 ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ…....... 7

1.2.1 ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ………………………………………………... 7

1.2.1.1 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΝΘΡΑΚΑ ΚΑΙ ΧΑΛΥΒΑ (ΕΚΑΧ)….... 7

1.2.1.2 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ (ΕΚΑΕ)……... 7

1.2.1.3 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ (ΕΟΚ)………………….. 8

1.2.1.4 ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΕΟΚ ΚΑΙ ΕΚΑΕ …………........ 8

1.2.2 ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ……………………………………………….10

1.2.2.1 Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ……………………………………….10

1.2.2.2 Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ………………………………........11

1.2.2.3 Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ……………………………………………13

1.2.3 ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ…………………………………………….14

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 « ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ»…………………......15

2.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ……………………………………………………………......….16

2.2 ΚΥΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ………………………………………………………….....18

2.2.1 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ………………………………………..18

2.2.2 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ…………………………………………….19

2.2.2.1 Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ………………………………………………………..........19

2.2.2.2 ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ………..........21

2.2.2.3 ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ………………………………………....23

2.2.3 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ…………………………………….24

2.2.3.1 Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ

ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ……………………………………………………...24

2.2.3.2 ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ

ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ………………………………………………………28

2.2.3.2.1 ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ…………………………………….29

2.2.3.2.2 ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ……………………………….30

0

2.2.3.2.3 ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ…………………………………….......... 31

2.2.3.2.4 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ……………………………………………. 32

2.2.4 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ…………………………………………………………. 32

2.2.4.1 Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ……………... 32

2.2.4.2 ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ………………………........ 35

2.2.5 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ…………………………………………. 36

2.2.5.1 Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ………………………………………………………......... 36

2.2.5.2 ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ………………………………………………………......... 37

2.2.6 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ…………………………….. 38

2.3 ΤΑ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ Ή ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ…………………….... 39

2.3.1 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ (ΟΚΕ)…………........ 39

2.3.2 Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ……………………………………... 41

2.3.3 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ (ΕΤΕ)…………………….. 41

2.3.4 ΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ…………………………………………... 42

2.3.5 ΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ……………………………………….. 42

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 «Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ»………………44

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΝΕ…………………………………………………….....45

3.2 ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ (ΕΝΣ)…………………………...46

3.3 Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΟΝΕ………………………………………………….. 47

3.4 ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΕΝ’ ΟΨΕΙ ΤΗΣ

ΟΝΕ…………………………………………………………………………….52

3.4.1 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ (ΕΝΙ)……………………. 52

3.4.2 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΕΚΤ)………………………….53

3.4.3 Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ (ΕΝΣ2)........... 55

3.4.4 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ…………….... 55

3.4.5 Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ…………………………………...56

3.4.6 Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ……………..57

ΕΠΙΛΟΓΟΣ………………………………………………………………………..59

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ………………………………………………61

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………..62

1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Με τη εργασία αυτή γίνεται μια προσπάθεια να κατανοήσουμε καλύτερα τους

θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πως αυτοί έχουν εξελιχθεί μέσα στον χρόνο και

ειδικότερα ύστερα από την δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια μικρή ιστορική αναδρομή, από την «γέννηση» της

Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι και την μορφή που έχει σήμερα. Στην συνέχεια υπάρχει

μια μικρή αναφορά στις πρώτες συνθήκες για την δημιουργία της ένωσης, δηλαδή

στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), στην Ευρωπαϊκή

Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ), στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα

(ΕΟΚ) καθώς και στις αναθεωρήσεις των συνθηκών ΕΟΚ και ΕΚΑΕ. Επίσης γίνεται

αναφορά στις θεμελιώδεις συνθήκες του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ και της

Νίκαιας.

Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύονται τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από

την αρχή της δημιουργίας τους μέχρι και σήμερα. Τα θεσμικά αυτά όργανα είναι:

1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

2. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

4. Το Συμβούλιο.

5. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

6. Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο.

Εκτός όμως, από τα θεσμικά όργανα στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν και κάποια

επικουρικά ή συμβουλευτικά όργανα τα οποία έχουν αυξημένο ρόλο και δεν θα ήταν

σωστό να μην αναφερθούν. Τα κυριότερα από τα βοηθητικά αυτά όργανα είναι:

1. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ).

2. Η Επιτροπή των Περιφερειών.

3. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ).

4. Οι Επιτροπές Διαχείρισης.

5. Οι Κανονιστικές Επιτροπές.

Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο αναλύεται η δημιουργία της Οικονομικής και

Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) από τις πρώτες προσπάθειες δημιουργίας ενός τέτοιου

είδους ένωσης και το Ενιαίο Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ) μέχρι την συνθήκη του

2

Μάαστριχτ με τα τρία στάδια και την πραγματικότητα της Οικονομικής και

Νομισματικής Ένωσης. Ακόμη περιγράφονται τα νέα θεσμικά όργανα που είναι τα

εξής:

1. Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ΕΝΙ).

2. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

3. Ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΕΝΣ 2).

4. Η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή (ΟΔΕ).

5. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής.

6. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ).

Με τον επίλογο γίνεται μια αξιολόγηση της μέχρι τώρα πορείας της Ευρωπαϊκής

Ένωσης.

3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

4

1. 1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Η πρώτη προσπάθεια για την δημιουργία μιας ένωσης των κρατών της Ευρώπης έγινε

με την διακήρυξη της 9ης

Μαΐου 1950 από τον Robert Schuman. Ο Schuman

πρότεινε, λοιπόν, στα Ευρωπαϊκά κράτη που μόλις είχαν αποκτήσει την εθνική τους

κυριαρχία, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, να δημιουργήσουν μια ένωση σε

συγκεκριμένους τομείς, χωρίς όμως να προχωρήσουν στην δημιουργία

ομοσπονδιακού κράτους.

Έτσι λοιπόν, πρότεινε την δημιουργία μιας ένωσης πάνω σε δύο πολύ σημαντικούς

τομείς της τότε οικονομίας, τους τομείς του άνθρακα και του χάλυβα. Η ένωση θα

γινόταν ανάμεσα σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη που το επιθυμούσαν. Ο Schuman

πρότεινε την δημιουργία μιας ανώτατης αρχής η οποία θα έλεγχε τους τομείς του

άνθρακα και του χάλυβα, που μέχρι τότε έλεγχαν τα ίδια τα κράτη.

Στις 18 Απριλίου 1951 στο Παρίσι υπογράφηκε ανάμεσα στην Γαλλία, την Γερμανία,

την Ιταλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία η συνθήκη για τη ίδρυση

της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), η οποία άρχισε να

εφαρμόζεται στις 25 Ιουλίου 1952. Η Αγγλία προτίμησε την δημιουργία μιας ζώνης

ελεύθερων συναλλαγών και την ίδια ιδέα ενστερνίστηκαν η Δανία, η Νορβηγία, η

Ισλανδία, η Αυστρία, η Πορτογαλία και η Ελβετία.

Ύστερα από τη επικύρωση της συνθήκης ΕΚΑΧ και αφού η Ευρώπη των έξι είδε ότι

η κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα ήταν αποτελεσματική, αποφάσισε να προχωρήσει

στην δημιουργία μιας κοινής αγοράς για όλα τα προϊόντα. Έτσι συστήθηκε μια

επιτροπή εμπειρογνωμόνων για να εξετάσει το ενδεχόμενο αυτό, και αφού

παρουσίασε τα αποτελέσματα της έρευνας, υπογράφηκαν μεταξύ των έξι, δύο

συνθήκες στο Καπιτώλιο της Ρώμης στις 25 Μαρτίου 1957: η συνθήκη της

Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και η συνθήκη της Ευρωπαϊκής

Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ).

Η Αγγλία από την μεριά της θέλησε να δημιουργήσει μια ευρεία ζώνη ελεύθερων

συναλλαγών με την ΕΟΚ, αλλά διαφωνίες της με την Γαλλία δεν το επέτρεψαν. Έτσι

δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) ανάμεσα στην

Αγγλία, την Αυστρία, τη Νορβηγία, την Σουηδία, τη Δανία, την Πορτογαλία, την

5

Ισλανδία, την Ελβετία και την Φιλανδία. Επειδή, όμως, η Αγγλία κατάλαβε, ύστερα

και από τις πρώτες επιτυχίες τις ΕΟΚ, ότι δεν μπορούσε να έχει τον κυρίαρχο ρόλο

που ήθελε στην Ευρώπη, αποφάσισε να προσχωρήσει στην ΕΟΚ. Τον Αύγουστο του

1961 η Αγγλία μαζί με την Δανία υπέβαλλαν επίσημα την υποψηφιότητά τους για να

γίνουν πλήρη μέλη της ΕΟΚ. Βρήκαν αντιμέτωπο όμως, τον πρόεδρο της Γαλλικής

Δημοκρατίας Ντε Γκωλ κι έτσι σταμάτησαν οι διαπραγματεύσεις. Ακολούθησε και

δεύτερη αίτηση από την Αγγλία και την Δανία, καθώς και από την Ιρλανδία και τη

Νορβηγία, αφού ο Ντε Γκωλ παραιτήθηκε και τελικά υπογράφηκαν οι συνθήκες για

την ένταξη των προαναφερόμενων χωρών. Από τις 1 Ιανουαρίου 1973 η Αγγλία, η

Ιρλανδία και η Δανία είναι επίσημα μέλη της ΕΟΚ, ενώ η Νορβηγία έπειτα από

δημοψήφισμα αποφάσισε να μην προσχωρήσει στην ένωση.

Μετά τη αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την

Ισπανία, οι συγκεκριμένες χώρες υπέβαλλαν τις αιτήσεις τους για την ένταξη τους

στην ΕΟΚ. Η Ελλάδα εντάχθηκε στις 1 Ιανουαρίου 1981, ενώ η Πορτογαλία και η

Ισπανία εντάχθηκαν στις 1 Ιανουαρίου 1986.

Η Ευρώπη των έξι γίνεται Ευρώπη των δώδεκα και με την υπογραφή της Ενιαίας

Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ) στις 1 Ιουνίου 1987 αποφασίζουν την ολοκλήρωση της

αγοράς τους, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992. Ένα χρόνο πριν, δηλαδή στις 31

Δεκεμβρίου 1991, στο Μάαστριχτ αποφάσισαν μέσα στην ενιαία αγορά να

δημιουργήσουν μια οικονομική και νομισματική ένωση. Με την συνθήκη αυτή,

καθώς και με κάποιες άλλες που θα αναλυθούν στη συνέχεια, η ΕΟΚ μετατρέπεται σε

Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

Στις 1 Ιανουαρίου 1995 γίνεται η ένταξη της Αυστρίας, της Φιλανδίας και της

Σουηδίας, ενώ στις 1 Ιανουαρίου 1999 γίνεται πραγματικότητα η Οικονομική και

Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, πολλές χώρες της κεντρικής και ανατολικής

Ευρώπης, ζήτησαν την συμμετοχή τους στην ΕΕ, η οποία τους ενθάρρυνε με πολιτικά

και οικονομικά κίνητρα. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης τον Δεκέμβριο

του 2002 αποφασίζεται να γίνουν μέλη της ένωσης από 1

η Μαΐου 2004 η Πολωνία, η

Ουγγαρία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η

Κύπρος και η Μάλτα. Επίσης, από τις 1 Ιανουαρίου 2002 γίνεται εισαγωγή του

ενιαίου νομίσματος, που ονομάστηκε euro σε δώδεκα από τις δεκαπέντε χώρες της

Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6

Τα κράτη- μέλη της ΕΕ αποφάσισαν πως πρέπει να υπάρχει ένα ενιαίο Σύνταγμα

μεταξύ τους, το οποίο και υπογράφηκε από τους πρωθυπουργούς τους, στις 29

Οκτωβρίου 2004. Προβλέπεται επίσης το 2008 να ενταχθούν στην ΕΕ η Ρουμανία και

η Βουλγαρία, ενώ η Τουρκία μπορεί να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη,

αφού ικανοποιήσει κάποια κριτήρια που της έχουν τεθεί από το Ευρωπαϊκό

Συμβούλιο.

7

1. 2 ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ

ΕΝΩΣΗΣ

1.2.1 ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

1.2.1.1 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΝΘΡΑΚΑ ΚΑΙ ΧΑΛΥΒΑ (ΕΚΑΧ).

Η συνθήκη της ΕΚΑΧ ήταν ουσιαστικά η πρώτη ιδρυτική συνθήκη και, όπως

αναφέραμε ήδη, υπογράφηκε στο Παρίσι στις 18 Απριλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ

στις 25 Ιουλίου 1952. Ο κύριος σκοπός τη συνθήκης αυτής ήταν η δημιουργία μιας

κοινής αγοράς, μεταξύ των κρατών της κοινότητας, μέσα στην οποία θα μπορούσε να

γίνεται ελεύθερα η διακίνηση προϊόντων άνθρακα και χάλυβα, καθώς επίσης θα

διακινούνταν ελεύθερα εργαζόμενοι και κεφάλαια γι αυτούς τους τομείς. Για πρώτη

φορά προβλεπόταν στην συνθήκη αυτή δημιουργία θεσμών. Έτσι λοιπόν,

δημιουργήθηκε η Ανώτατη Αρχή, το Ειδικό Συμβούλιο των Υπουργών, η Συνέλευση

και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η συνθήκη της ΕΚΑΧ είχε πενηντακοετή διάρκεια

και έληξε στις 23 Ιουλίου 2002, όπου οι κανόνες και οι πόροι που αφορούσαν τους

τομείς του άνθρακα και του χάλυβα απορροφήθηκαν από τη Ευρωπαϊκή Ένωση.

1.2.1.2 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ (ΕΚΑΕ).

Η συνθήκη της ΕΚΑΕ ή Ευρατόμ υπογράφηκε στη Ρώμη στις 25 Μαρτίου 1957 και

άρχισε να ισχύει στις 1 Ιανουαρίου 1958. Η συνθήκη αυτή αφορούσε την δημιουργία

μιας κοινής αγοράς στον τομέα των πυρηνικών υλικών και επομένως δημιουργία μιας

νομοθεσίας για την πυρηνική ενέργεια που περιλάμβανε από συστήματα εφοδιασμού

σε πρώτες ύλες, μέχρι κανόνες ασφαλείας για τους εργαζομένους. Η συνθήκη αυτή

βρήκε πολλά εμπόδια επειδή μερικές χώρες προσδοκούσαν την προσωπική τους

ανάπτυξη στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Μέχρι σήμερα όμως η συνθήκη αυτή

διέπει την κοινή αγορά της πυρηνικής ενέργειας.

8

1.2.1.3 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ (ΕΟΚ) .

Η συνθήκη αυτή υπογράφηκε στο Καπιτώλιο της Ρώμης στις 25 Μαρτίου 1957 και

τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1958. Η συνθήκη της ΕΟΚ προέβλεπε την

δημιουργία μιας κοινής αγοράς μεταξύ των μελών της Κοινότητας. Η κοινή αυτή

αγορά περιλάμβανε τα εξής:

Τελωνειακή ένωση των κρατών μελών που σήμαινε την διαγραφή των

τελωνειακών δασμών για τα κράτη μέλη και την θέσπιση ενός δασμολογίου

κοινού προς τις χώρες που δεν ήταν μέλη της ένωσης.

Την πραγματοποίηση τεσσάρων ελευθεριών:

1. Ελευθερία διακίνησης αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων.

2. Ελευθερία κυκλοφορίας εργαζομένων.

3. Ελευθερία στους ελεύθερους επαγγελματίες εγκατάστασης και

παροχής υπηρεσιών.

4. Ελευθερία στην κυκλοφορία κεφαλαίων.

Η συνθήκη της ΕΟΚ ρυθμίζει τις θέσεις των μελών στην κοινή αγορά και όχι τις

μεταξύ τους σχέσεις. Με τον τρόπο αυτό δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξουν

δραστηριότητα και σε τομείς που αυτή δεν προβλέψει και να υιοθετήσουν κοινές

πολιτικές χωρίς αναθεώρηση της συνθήκης.

Με την συνθήκη αυτή δημιουργήθηκαν, τέλος, δυο θεσμικά όργανα:

1. Το Συμβούλιο και

2. Η Επιτροπή.

1.2.1.4 ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΕΟΚ ΚΑΙ ΕΚΑΕ.

Η πρώτη τροποποίηση των συνθηκών αυτών έγινε στις Βρυξέλλες στις 22 Ιανουαρίου

1972 και άρχισε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1973, ύστερα από την ένταξη της

Δανίας, της Ιρλανδίας και της Αγγλίας στην ΕΟΚ, και αφορούσε κυρίως την

λειτουργία των θεσμών.

Η δεύτερη τροποποίηση που αφορούσε και πάλι τα θεσμικά όργανα, έγινε με την

ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την ΕΚΑΕ, όπως ακριβώς έγινε και αργότερα με

την ένταξη της Πορτογαλίας και της Ισπανίας.

Μια σημαντική τροποποίηση έγινε, τέλος, την 1η Ιουλίου 1987 όπου τέθηκε σε ισχύ η

Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Σύμφωνα με αυτή τα κράτη μέλη έπρεπε να λάβουν μέτρα

9

για να καταφέρουν να φτάσουν στην οικονομική ολοκλήρωση, μέχρι τις 31

Δεκεμβρίου 1992. Αυξήθηκαν ακόμη, τα δικαιώματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

επισημοποιήθηκε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και δόθηκε νομική βάση σε κάποιες

κοινές πολιτικές.

10

1.2.2 ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ.

1.2.2.1 Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ.

Μια από τις σημαντικότερες συνθήκες στην «ζωή» της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η

Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) ή όπως είναι ευρύτερα γνωστή η Συνθήκη

του Μάαστριχτ. Η συνθήκη αυτή υπογράφηκε στην ομώνυμη πόλη στις 7

Φεβρουαρίου 1992 και άνοιξε έτσι τον δρόμο για την συνεχώς στενότερη συνεργασία

των κρατών μελών σε διάφορους τομείς, δίνοντας έμφαση στον οικονομικό τομέα.

Με την συνθήκη αυτή τίθενται κάποιοι συγκεκριμένοι στόχοι που αφορούν τα κράτη

μέλη. Οι στόχοι αυτοί είναι

1. Να δημιουργηθεί σταδιακά ένας χώρος χωρίς εσωτερικά σύνορα, με την

ίδρυση μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Η ένωση αυτή περιλαμβάνει τρεις διαφορετικές φάσεις:

Η πρώτη φάση ξεκίνησε την 1η Ιουλίου 1990 πριν ακόμη αρχίσουν να

ισχύουν οι διατάξεις της ΣΕΕ.

Η δεύτερη φάση ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου 1994, αφού είχε τεθεί σε

ισχύ η ΣΕΕ την 1η Ιανουαρίου 1993, και στην οποία προβλεπόταν να

ενισχυθεί η συνεργασία των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών.

Αυτό επιτεύχθηκε με την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού

Ιδρύματος (ΕΝΙ ), καθώς και με την θεσμική κατοχύρωση της

ανεξαρτησίας των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών1.

Η τρίτη φάση περιλάμβανε την υιοθέτηση ενιαίου νομίσματος και

νομισματικής πολιτικής. Στην φάση αυτή καθορίστηκαν

συναλλαγματικές ισοτιμίες για τις χώρες που δεν μπορούσαν να

υιοθετήσουν το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα και το ΕΝΙ

αντικαταστήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία

καθορίζει τη νομισματική πολιτική που θα ακολουθούν τα κράτη μέλη.

Η οικονομική και νομισματική ένωση θα αναλυθεί περισσότερο σε επόμενο

κεφάλαιο.

1 Γεωργακόπουλος Α. Θεόδωρος, «Η Ευρωπαϊκή Ένωση», Θεσμοί και πολιτικές, Εκδόσεις Σταμούλη,

Αθήνα- Πειραιάς 1995, σ.358

11

2. Να δημιουργηθεί μια Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας

(ΚΕΠΠΑ) καθώς και αμυντική πολιτική που θα μπορεί σε κάποια

συγκεκριμένη στιγμή να οδηγήσει σε κοινή άμυνα.

3. Να θεσπίσει την ιθαγένεια της ένωσης με σκοπό να προστατεύσει τα

δικαιώματα των ατόμων που ανήκουν στα κράτη μέλη.

4. Μεταξύ των μελών της ένωσης να υπάρξει συνεργασία στον τομέα της

δικαιοσύνης και των εσωτερικών.

5. Να ενισχυθούν οι αρμοδιότητες της Κοινότητας σε νέους τομείς δράσης όπως

για παράδειγμα ο τομέας της παιδείας, του πολιτισμού, της υγείας κ.α 1

Η συνθήκη του Μάαστριχτ κάλυπτε τροποποιώντας τις προηγούμενες συνθήκες οι

οποίες συμπεριλήφθηκαν μέσα σε αυτή2.

Επίσης χώριζε ουσιαστικά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα σε τρία κτίσματα: το κύριο

κτίσμα που είναι αυτό της Κοινότητας το οποίο αναβαθμίστηκε σε κάποιες κοινές

πολιτικές και ίδρυσε ορισμένες νέες όπως για παράδειγμα της παιδείας, το κτίσμα της

συνεργασίας στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών και το κτίσμα της

ΚΕΠΠΑ3.

1.2.2.2 Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ.

Η συνθήκη του Άμστερνταμ υπογράφηκε στις 2 Οκτωβρίου 1997 στην ομώνυμη

πόλη της Ολλανδίας, από τους υπουργούς Εξωτερικών των 15 κρατών μελών της

Κοινότητας. Στην πραγματικότητα η συνθήκη του Άμστερνταμ αναθεώρησε την

συνθήκη του Μάαστριχτ.

Η συνθήκη του Άμστερνταμ αποτελεί ένα κείμενο που ενδιαφέρει περισσότερο από

οποιοδήποτε άλλο κείμενο τον ευρωπαίο πολίτη κι αυτό γιατί προσπαθεί να δώσει

λύση στα καθημερινά προβλήματα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης4.

Η συνθήκη αυτή, προετοιμάζοντας την διεύρυνση της ένωσης, θέλησε να ενισχύσει

κάποιες υπάρχουσες πολιτικές όπως η ΚΕΠΠΑ και να εισάγει κάποιες νέες κοινές

1 Π. Κ Ιωακειμίδης, «Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση», Θεωρία- Διαπραγμάτευση, Θεσμοί και

Πολιτικές, «Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η Ελλάδα», Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Θεμέλιο, Βιβλιοθήκη

Ευρωπαϊκών Θεμάτων 1995, σ.464 2 Οι συνθήκες της ΕΚΑΧ και της ΕΚΑΕ καθώς και η ΕΟΚ η οποία στην συνέχεια μετονομάστηκε σε

συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ). 3Νίκος Μούσης, «Εγχειρίδιο Ευρωπαϊκής Πολιτικής», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2000, σ. 31

4 «Η Συνθήκη του Άμστερνταμ», στον: Οικονομικό Ταχυδρόμο, 9/10/1997, σ.3

12

πολιτικές όπως για παράδειγμα η απασχόληση και η κοινωνική προστασία. Με την

συνθήκη αυτή τέθηκαν οι εξής στόχοι:

Να ανακτήσει ο ευρωπαίος πολίτης την εμπιστοσύνη του προς την Ευρωπαϊκή

Ένωση και τους θεσμούς της και η Ευρωπαϊκή Ένωση να υιοθετήσει μια

ενιαία πολιτική για την απασχόληση και τα δικαιώματα των πολιτών. Επειδή

η ανεργία είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Ευρώπης, η νέα συνθήκη

υποχρεώνει τα κράτη μέλη να βρουν κοινές λύσεις για την ανεργία, χωρίς να

χάνουν όμως την κύρια ευθύνη για την απασχόληση. Για τον λόγο αυτό

συστάθηκε ένα νέο όργανο, η Συμβουλευτική Επιτροπή για την

Απασχόληση1.

Να εξαλειφθούν τα όποια προβλήματα υπάρχουν στην ελεύθερη κυκλοφορία

των προσώπων και να εδραιωθεί η συνεργασία των κρατών μελών στους

τομείς δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση

στην αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικά θέματα.

Να ενισχυθεί η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας, έτσι

ώστε η Ευρώπη να αποκτήσει ισχυρότερη φωνή στις παγκόσμιες υποθέσεις.

Έτσι δίνεται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η αρμοδιότητα να καθορίζει κοινές

αρχές, στρατηγικές και κατευθύνσεις, καθώς επίσης να προχωρήσει σταδιακά

και στην διαμόρφωση κοινής αμυντικής πολιτικής. Έχει, ακόμη, την

αρμοδιότητα να ορίσει έναν ανώτατο αντιπρόσωπο της ΚΕΠΠΑ και να

ιδρύσει μια μονάδα πολιτικού προγραμματισμού και επείγουσας δράσης.

Να αναμορφωθούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εν’ όψει της διεύρυνσής

της, με την ένταξη των μελών της ανατολικής Ευρώπης. Οι μεταρρυθμίσεις

των θεσμικών οργάνων θα αναλυθούν σε επόμενο κεφάλαιο.

Με την συνεχή διεύρυνση της ένωσης είναι φυσικό να χρειάζονται συνεχώς νέες

συνθήκες για να διαμορφώνονται οι θεσμοί και να εξυπηρετούν ολοένα και

περισσότερο τα κράτη μέλη.

Τα κείμενα των συνθηκών αφορούν άμεσα τους πολίτες, όμως πολλές φορές είναι

δυσνόητα και τα χαρακτηρίζει μια αδιαφάνεια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν οι

πολίτες να κατανοήσουν τα θεμελιώδη κείμενα της ένωσης. Η λύση του προβλήματος

αυτού δόθηκε με την συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία περιλαμβάνει την Συνθήκη

1 «Η Συνθήκη του Άμστερνταμ», στον: Οικονομικό Ταχυδρόμο, 9/10/1997, σ.8

13

για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

με απλούστερη αρίθμηση των άρθρων τους για να γίνεται ευκολότερα κατανοητή.

1.2.2.3 Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ

Η συνθήκη της Νίκαιας εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ύστερα από

διαπραγματεύσεις δέκα μηνών, στις 7-9 Δεκεμβρίου 2000. Στην διάσκεψη για την

συνθήκη αυτή τέσσερα ήταν τα θέματα που κυριάρχησαν και αφορούσαν:

Το μέγεθος και την σύνθεση της Επιτροπής όπως θα δούμε και σε επόμενο

κεφάλαιο.

Την ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που θα περιγραφεί

αναλυτικότερα παρακάτω.

Ο τρόπος διαδικασίας λήψης των αποφάσεων θα αλλάξει από την 1η Μαΐου

2005 και θα μετατραπεί σε ειδική πλειοψηφία.

Ενισχύεται η συνεργασία ορισμένων κρατών μελών.1

Η συνθήκη αυτή κινδύνευσε να μην επικυρωθεί, ύστερα από ένα αρνητικό

αποτέλεσμα του πρώτου δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία. Τελικά το δεύτερο

δημοψήφισμα δέχτηκε την συνθήκη η οποία και επικυρώθηκε. Πάντως, ακόμα και

αφού τέθηκε σε ισχύ η συνθήκη της Νίκαιας, δεν απέκλειε την παραπέρα διεύρυνση

της Ευρώπης και όπως ήταν φυσικό παρουσιάστηκαν προβλήματα που αφορούσαν

την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και της ένωσης και τον ρόλο

που έχουν τα εθνικά κοινοβούλια στην ένωση.

Για να προετοιμαστεί το έδαφος για μια νέα διάσκεψη, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του

Λάακεν στις 14 Δεκεμβρίου 2001, αποφάσισε να καλέσει μια Συνέλευση με πρόεδρο

τον Giscard d’ Estaing και αντιπροέδρους τον G. Ammato και J.L. Dehaene. Στην

συνέλευση αυτή συμμετείχαν από εκπρόσωποι κυβερνήσεων και εθνικών

κοινοβουλίων των κρατών μελών, εκπρόσωποι υποψήφιων προς ένταξη χωρών,

εκπρόσωποι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μέχρι και οι ίδιοι οι πολίτες

συγκροτώντας για πρώτη φορά ένα forum.2

1 Τα τέσσερα αυτά σημεία θα αναλυθούν στο δεύτερο κεφάλαιο.

2 http:// europa.eu. int/ forum_convention/ index_el.htm

14

1.2.3 ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δείξει την εξαιρετική τους ικανότητα

να προσαρμόζουν τις συνθήκες στις συνεχώς μεταβαλλόμενες περιστάσεις. Αν και

συχνά ακούγεται ότι λείπει το όραμα από τους μεταγενέστερους πολιτικούς της

Ευρώπης, κάτι τέτοιο δεν μπορούμε να πούμε ότι ισχύει, γιατί δεν αντιμετωπίζουν τις

συνθήκες σαν κάτι απαραβίαστο, αλλά τις μεταβάλλουν ανάλογα με τις σύγχρονες

ανάγκες. Έτσι φτάσαμε σταδιακά σήμερα σε μια Ευρώπη στην οποία υπάρχει πια και

ένα Ενιαίο Σύνταγμα. Το σύνταγμα αυτό που ήταν κάποτε ένα όνειρο μακρινό,

υπογράφηκε από τους πρωθυπουργούς των κρατών μελών της ένωσης στις 29

Οκτωβρίου 2004.

15

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ.

16

2.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Οι κοινές πολιτικές σε διάφορους τομείς για να γίνουν αποδεκτές από όλα τα κράτη

μέλη θα πρέπει να ικανοποιούν όλα τα εθνικά συμφέροντα και για αυτόν ακριβώς τον

λόγο, τα μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν μέρος στην διαδικασία λήψης των

αποφάσεων. Όταν, πρόκειται για θεμελιώδεις κοινές πολιτικές, τότε οι κυβερνήσεις

διαπραγματεύονται και τα αποτελέσματα δίνονται σε μια συνθήκη, η οποία θα πρέπει

να υπογραφεί από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στην συνέχεια να

επικυρωθεί. Ενώ όταν πρόκειται για δευτερογενείς πολιτικές, τότε τα θεσμικά όργανα

που έχουν δημιουργηθεί από τις συνθήκες, μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, που τους

έχει επιβληθεί, παίρνουν αποφάσεις. Είναι πάντως σίγουρο, πως οι κυβερνήσεις των

κρατών μελών υποκινούν τα όργανα για τις αποφάσεις που θα πάρουν. Έτσι λοιπόν,

σήμερα έπειτα από όλες αυτές τις συνθήκες που αφορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση,

έχουν δημιουργηθεί κάποια όργανα. Τα θεσμικά αυτά όργανα μπορούμε να τα

διακρίνουμε σε κύρια όργανα και σε επικουρικά ή συμβουλευτικά όργανα.1

Τα κύρια θεσμικά όργανα είναι:

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που καθορίζει τους στόχους των κοινών πολιτικών.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία κάνει τις κατάλληλες προτάσεις πριν την

υιοθέτηση κοινών πολιτικών.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που παίρνει τις αποφάσεις σχετικά με τον αν θα

ακολουθηθεί μια κοινή πολιτική ή όχι.

Το Συμβούλιο των Υπουργών που παίρνει τις αποφάσεις.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο που ελέγχει αν οι αποφάσεις του Κοινοβουλίου

είναι νόμιμες.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο το οποίο σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

αποφασίζουν για την νομιμότητα των πράξεων του Ευρωπαϊκού

Κοινοβουλίου.

Τα επικουρικά ή συμβουλευτικά όργανα είναι πολλά. Τα κυριότερα από αυτά είναι: η

Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ), η Επιτροπή των Περιφερειών, η

Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, οι Επιτροπές Διαχείρισης, οι Κανονιστικές

Επιτροπές καθώς και η Επιστημονική και Τεχνική Επιτροπή.

1Γεωργακόπουλος Α. Θεόδωρος, «Η Ευρωπαϊκή Ένωση», Θεσμοί και πολιτικές, Εκδόσεις Σταμούλη,

Αθήνα- Πειραιάς 1995, σ.33

17

Στην συνέχεια ακολουθεί ανάλυση των κύριων θεσμικών οργάνων και η εξέλιξή τους

μέσα στον χρόνο κυρίως από την Οικονομική και Νομισματική Ένωση και έπειτα,

καθώς και μια μικρή ανάλυση για τα σημαντικότερα συμβουλευτικά όργανα που

υπάρχουν σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

18

2.2 ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΟΡΓΑΝΑ.

2.2.1 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ.

Από την αρχή κιόλας της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φάνηκε πόσο

σημαντικό είναι να υπάρχει ένα όργανο για την αντιμετώπιση των σοβαρών θεμάτων

και για την χάραξη στρατηγικής καθώς και για την προώθηση της ενοποίησης. Έτσι

οι αρχηγοί των κρατών μελών συνήθιζαν να συναντιούνται στο πλαίσιο διασκέψεων.

Από το 1974 αποφάσισαν ότι μαζί με τους υπουργούς εξωτερικών θα συνέρχονταν

τρεις φορές τον χρόνο για να συζητούν σημαντικά θέματα. Έτσι λοιπόν προέκυψε ένα

καινούριο όργανο που ονομάστηκε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.1

Η οργανωτική διάρθρωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είχε προσδιοριστεί για πρώτη

φορά στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Στην συνέχεια αναβαθμίστηκε, σε κεντρικό

πολιτικό θεσμό διαμόρφωσης των προσανατολισμών και πολιτικών της ένωσης, με

την συνθήκη του Μάαστριχτ. Σύμφωνα με σχετικό άρθρο της συνθήκης αυτής, το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποτελείται από τους αρχηγούς των κυβερνήσεων των κρατών

μελών και από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, οι οποίοι υποβοηθούνται από τους

υπουργούς εξωτερικών των κρατών μελών και από ένα μέλος της Επιτροπής. Επίσης

προβλέπεται από την ίδια συνθήκη ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα συνέρχεται

τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο υπό την προεδρία του κράτους που κατέχει την

προεδρία της ένωσης. Το ίδιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όμως, ύστερα από διάσκεψη

στην Σεβίλλη στις 21-22 Ιουνίου 2002, αποφάσισε να συνέρχεται κατ’ αρχήν

τέσσερις φορές τον χρόνο, δύο φορές δηλαδή σε κάθε εξάμηνο και όταν υπάρχει κάτι

σημαντικό να συνέρχεται σε έκτακτη σύνοδο. Τα μέλη του συμβουλίου αυτού, μετά

από κάθε τακτή ή έκτακτη συνάντηση πρέπει να υποβάλλουν στο Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο μια έκθεση για τα θέματα και τα αποτελέσματα της συνάντησης καθώς

και μια ετήσια έκθεση για την πρόοδο που έχει επιτύχει.

Με την συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθορίστηκαν τρεις λειτουργίες για το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο:

1 Γεωργακόπουλος Α. Θεόδωρος, «Η Ευρωπαϊκή Ένωση», Θεσμοί και πολιτικές, Εκδόσεις Σταμούλη,

Αθήνα- Πειραιάς 1995, σ.47

19

1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθορίζει την ανάπτυξη και τους πολιτικούς

προσανατολισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθορίζει τις αρχές και τους

προσανατολισμούς της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής

Ασφαλείας και τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο κοινής δράσης της

ΚΕΠΠΑ. Στην ουσία δηλαδή, η ΚΕΠΠΑ διαμορφώνεται από το

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

3. Εν’ όψει της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης το Ευρωπαϊκό

Συμβούλιο θα «μετατραπεί» κατά κάποιο τρόπο σε συμβούλιο υπουργών

για να μπορεί να πάρει αποφάσεις για την μετάβαση στο ενιαίο νόμισμα.

Το αποτέλεσμα από όλα αυτά είναι ότι, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι ένας χώρος

όπου οι ηγέτες ανταλλάσσουν ελεύθερα τις απόψεις τους. Ακριβώς επειδή υπάρχει

έλλειψη τυπικότητας και γραφειοκρατίας, υπάρχει συναδερφικό πνεύμα ανάμεσα

στους ηγέτες κι έτσι μπορεί εύκολα να προωθήσει πολιτικά και οικονομικά θέματα

που δεν μπορούν να λυθούν στο Συμβούλιο των Υπουργών.

Παρόλο που στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οι αρχηγοί των κρατών μελών δεν υιοθετούν

νομικές πράξεις, καταλήγουν στην δημοσίευση κοινών δηλώσεων που αφορούν

γενικές οδηγίες για μελλοντικές ενέργειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες έχουν

αναμφισβήτητη πολιτική αξία. Στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, όμως, τα πράγματα είναι

διαφορετικά, αφού το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εγκρίνει κοινές στρατηγικές και μπορεί

να λάβει αποφάσεις για κοινές δράσεις και θέσεις.

Με την συνθήκη του Άμστερνταμ τα πράγματα για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν

άλλαξαν ιδιαίτερα, παρά μόνο στον τομέα της ΚΕΠΠΑ όπου ενισχύθηκαν ακόμη

περισσότερο οι καθοδηγητικές του εξουσίες.1

2.2.2 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

2.2.2.1 Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή Commission όπως λέγεται συχνά, αποτελείται από είκοσι

επιτρόπους. Τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται από τις κυβερνήσεις των κρατών

μελών, ύστερα από κοινή συμφωνία και η θητεία τους είναι διάρκειας πέντε ετών,

όπως καθορίστηκε με την συνθήκη του Μάαστριχτ, ενώ πριν η θητεία τους ήταν

1 «Η Συνθήκη του Άμστερνταμ», στον: Οικονομικό Ταχυδρόμο, 9/10/1997, σ. 10

20

τετραετής. Με την ίδια διαδικασία εκλεγόταν και ο πρόεδρος της Επιτροπής, η θητεία

του οποίου ήταν διετής.

Η συνθήκη του Μάαστριχτ ήρθε και τροποποίησε λίγο τόσο τον τρόπο εκλογής όσο

και τον χρόνο θητείας των επιτρόπων και του προέδρου της Επιτροπής. Έτσι λοιπόν,

τα κράτη μέλη ορίζουν ύστερα από συμφωνία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το

άτομο που θέλουν να ορίσουν σαν πρόεδρο της Επιτροπής. Στην συνέχεια, οι

κυβερνήσεις των κρατών μελών, αφού συνεννοηθούν με τον πρόεδρο καθορίζουν και

τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής. Όταν τα μέλη της Επιτροπής και ο πρόεδρος

εγκριθούν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διορίζονται οι επίτροποι από τις

κυβερνήσεις με κοινή συμφωνία. Τα μέλη από τα οποία αποτελείται η Επιτροπή

πρέπει να είναι ανεξάρτητα και ικανά αφού αντιπροσωπεύουν το κοινοτικό

συμφέρον, πράγμα το οποίο πολλές φορές κλονίζεται από τις επιθυμίες των

κυβερνήσεων των κρατών μελών. Η Επιτροπή ορίζει κάποιο από τα μέλη της σαν

αντιπρόεδρο και αποφασίζει με πλειοψηφία των μελών. Το έργο της Επιτροπής

υποβοηθείται από περίπου 18000 υπαλλήλους και διαιρείται σε 24 Γενικές

Διευθύνσεις, ανάλογα με τον χώρο της πολιτικής.1 Επίσης ο κάθε επίτροπος

υποβοηθείται από μια μικρή ομάδα συνεργατών, που έχουν την ίδια εθνικότητα και

την ίδια θητεία και ως αρμοδιότητα έχουν, την σχέση του επιτρόπου με τους

συναδέλφους του και την προώθηση θεμάτων εθνικού ενδιαφέροντος.

Με την συνθήκη του Άμστερνταμ ενισχύεται ο ρόλος του προέδρου της Επιτροπής,

που τώρα πια πρέπει να εγκρίνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Επίσης ο

πρόεδρος ύστερα από κοινή συμφωνία με τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, ορίζει

τους επιτρόπους, ενώ υπήρχε μόνο απλή συνεννόηση. Η Επιτροπή θα εργάζεται

πλέον υπό την καθοδήγηση του προέδρου της.2

Τέλος, η συνθήκη της Νίκαιας προβλέπει ότι μέχρι να προσχωρήσει στην ένωση και

το 27ο κράτος μέλος, θα υπάρχει ένας επίτροπος από το κάθε κράτος μέλος, ενώ όταν

συμβεί αυτό ο αριθμός των επιτρόπων θα είναι μικρότερος από τον αριθμό των

κρατών μελών. Επίσης ενισχύονται ακόμα περισσότερο οι εξουσίες του προέδρου της

Επιτροπής.3

1 Ν. Μαραβέγιας- Μ. Τσινισιζέλης, «Η ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Θεσμικές πολιτικές

και οικονομικές πτυχές, Εκδόσεις Θεμέλιο, Βιβλιοθήκη Ευρωπαϊκών Θεμάτων 1995, σ.67- 68 2 «Η Συνθήκη του Άμστερνταμ», στον: Οικονομικό Ταχυδρόμο, 9/10/1997, σ. 9- 10

3 Ν. Μούσης, «Ευρωπαϊκή Ένωση», Δίκαιο Οικονομία και Πολιτική, 10

η αναθεωρημένη έκδοση,

Αθήνα 2003, σ. 37

21

2.2.2.2 ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ο πιο σημαντικός θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και

φυσικά έχει αυξημένες δραστηριότητες:

Η Επιτροπή είναι ο «φύλακας» των συνθηκών και «επόπτης» των κοινοτικών

κανόνων. Από κάθε συνθήκη ή ακόμη και από πράξεις των οργάνων της

Ευρωπαϊκής Ένωσης, απορρέουν κάποιες υποχρεώσεις που αφορούν τόσο τα

φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα. Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για τον

έλεγχο των κρατών μελών, για το αν εφαρμόζουν ή όχι τους κανόνες που

προέρχονται από τις συνθήκες. Η Επιτροπή λοιπόν έχει το δικαίωμα να

συλλέγει πληροφορίες και να παίρνει μέτρα για να διαπιστώσει αν τηρούνται

οι κοινοτικοί νόμοι. Από την πλευρά τους τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα

από τις συνθήκες να παίρνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να μπορεί η

Επιτροπή να εξακριβώνει αν τηρούνται ή όχι οι κοινοτικοί νόμοι.

Η διαπίστωση ότι υπάρχει κάποια παράβαση μπορεί να γίνει από τη ίδια τη

Επιτροπή, αλλά μπορεί να γίνει και από κάποια κυβέρνηση κράτους μέλους ή

και από έναν απλό ιδιώτη. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή υπενθυμίζει στο

κράτος μέλος τις υποχρεώσεις του και τι καλεί να υποβάλλει τις

παρατηρήσεις του για το σχετικό θέμα, μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό

διάστημα που συνήθως είναι δυο μήνες. Αν το εμπλεκόμενο κράτος μέλος

δεν συμμορφωθεί και συνεχίσει να παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο ή αν οι

παρατηρήσεις του για το θέμα δεν θεωρηθούν επαρκείς, τότε η Επιτροπή

υποβάλλει «αιτιολογημένη γνώμη», με την οποία καλεί το κράτος να

συμμορφωθεί σε περιορισμένο χρονικό διάστημα.1 Αν και μετά την

προθεσμία το κράτος αρνείται να συμμορφωθεί, τότε η Επιτροπή καταθέτει

το θέμα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο τάσσεται συνήθως με το μέρος

της Επιτροπής και όταν διαπιστώσει την παράβαση επιβάλλει στο κράτος

μέλος να συμμορφωθεί σε ό,τι αφορά στην τήρηση του κοινοτικού δικαίου.

Η Επιτροπή μπορεί ακόμα, να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και

κατά του Συμβουλίου, στην περίπτωση βέβαια που θα διαπιστώσει πως

παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο.

1 Γεωργακόπουλος Α. Θεόδωρος, «Η Ευρωπαϊκή Ένωση», Θεσμοί και πολιτικές, Εκδόσεις Σταμούλη,

Αθήνα- Πειραιάς 1995, σ. 51

22

Η Επιτροπή είναι το εκτελεστικό όργανο της κοινότητας. Οι συνθήκες έχουν

δώσει στην Επιτροπή το δικαίωμα να παίρνει κάποιες αποφάσεις και να

επιβάλλει κάποιους κανόνες, οι οποίοι όμως, δεν είναι δεσμευτικοί για τα

κράτη μέλη. Κι αυτό γιατί οι αποφάσεις αυτές δεν θεσπίζουν κανόνες

δικαίου, αλλά έχουν εκτελεστικό χαρακτήρα. Εξάλλου το Συμβούλιο είναι το

αρμόδιο όργανο θέσπισης κανόνων δικαίου. Από τα στοιχεία που απορρέουν

από τις συνθήκες η Επιτροπή έχει αυξημένες εκτελεστικές αρμοδιότητες σε

ορισμένους τομείς όπως για παράδειγμα στην καλή λειτουργία της ενιαίας

αγοράς, στην εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού και μέχρι ένα σημείο,

στις εξωτερικές σχέσεις της ένωσης.

Επίσης, το Συμβούλιο έχει μεταβιβάσει στην Επιτροπή εξουσία να παίρνει

αποφάσεις με βάση δευτερογενείς διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.1 Για να

πάρει αποφάσεις η Επιτροπή χρειάζεται να έχουν τεθεί από το Συμβούλιο

κάποιες προϋποθέσεις.

Η Επιτροπή στη νομοθετική διαδικασία.

Ο ρόλος της Επιτροπής στη νομοθετική διαδικασία είναι πολύ σημαντικός. Κι

αυτό γιατί η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να προτείνει την κοινοτική νομοθεσία

τόσο στο Συμβούλιο των Υπουργών όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η

Επιτροπή είναι λοιπόν αρμόδια για να παίρνει πρωτοβουλίες σχετικά με την

θέσπιση των κοινοτικών κανόνων δικαίου. Το Συμβούλιο βέβαια μπορεί να

πάρει μια πρωτοβουλία για την τακτοποίηση ενός ζητήματος, αλλά και πάλι

θα πρέπει να ζητήσει από την Επιτροπή να υποβάλλει μια πρόταση. Πάντως

σε οποιαδήποτε περίπτωση, η νομοθετική διαδικασία ξεκινάει ύστερα από

κατάθεση πρότασης της Επιτροπής, η οποία μάλιστα είναι και το αρμόδιο

όργανο για το περιεχόμενο της προτεινόμενης νομοθεσίας.

Η πρωτοβουλιακή αυτή λειτουργία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποβοηθείται

τόσο από επαφές της Επιτροπής με εκπροσώπους των γραφειοκρατιών των

κρατών μελών και εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων, όσο και από ένα

μεγάλο δίκτυο συμβουλευτικών επιτροπών οι οποίες δίνουν χρήσιμες

πληροφορίες κατά την διαδικασία ανάπτυξης στρατηγικής.2

Ο ρόλος της Επιτροπής στην κατάρτιση του κοινοτικού προϋπολογισμού.

1 Γεωργακόπουλος Α. Θεόδωρος, «Η Ευρωπαϊκή Ένωση», Θεσμοί και πολιτικές, Εκδόσεις Σταμούλη,

Αθήνα- Πειραιάς 1995, σ.52 2 Ν. Μαραβέγιας- Μ. Τσινισιζέλης, «Η ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Θεσμικές πολιτικές

και οικονομικές πτυχές, Εκδόσεις Θεμέλιο, Βιβλιοθήκη Ευρωπαϊκών Θεμάτων 1995, σ. 69

23

Η Επιτροπή είναι αρμόδια για την κατάρτιση του προϋπολογισμού που

αφορά τις υπηρεσίες της. Μαζί με τα σχέδια προϋπολογισμού των άλλων

κοινοτικών οργάνων, δημιουργείται ένα αρχικό σχέδιο προϋπολογισμού που

υποβάλλεται στο Συμβούλιο. Η Επιτροπή επίσης είναι αυτή που καθορίζει το

ανώτατο ποσοστό αύξησης των μη υποχρεωτικών δαπανών.

Αφού, λοιπόν, το σχέδιο του προϋπολογισμού εγκριθεί από το Κοινοβούλιο

αναλαμβάνει να το εκτελέσει, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Έχει

επίσης, την δυνατότητα σύναψης δανείων για επενδύσεις στον βιομηχανικό

τομέα και διαχείρισης των κοινοτικών ταμείων και των προγραμμάτων

έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης.1

Ο αντιπροσωπευτικός ρόλος της Επιτροπής.

Η Επιτροπή έχει αυξημένες δραστηριότητες στον τομέα των εξωτερικών

σχέσεων. Είναι αυτή που εκπροσωπεί την ένωση τόσο σε τρίτα κράτη όσο και

σε διεθνής οργανισμούς, πάντα βέβαια με εντολή του Συμβουλίου.

Διαπραγματεύεται τις τελωνειακές συμφωνίες, τις εμπορικές συμφωνίες με

τρίτα κράτη και τις συμφωνίες ένταξης νέων κρατών μελών στη ένωση.

2.2.2.3 ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ.

Οι εξουσίες της Επιτροπής αυξάνονται συνεχώς και έτσι αυξάνονται και οι επικριτές

της. Φυσικά δεν μπορεί κανένας να αμφισβητήσει την δραστηριότητα της Επιτροπής

γιατί κάθε χρόνο καταθέτει πολλές προτάσεις. Συχνά όμως επικρίνεται για την

ανεξαρτησία της από οποιαδήποτε εθνική εξουσία, η οποία θεωρείται από κάποιους

σαν έλλειψη ελέγχου στις προτάσεις της. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν ισχύει

γιατί για να αποφασίσει η Επιτροπή να καταθέσει μια πρόταση, πρέπει να έχει

προηγηθεί μια ολόκληρη διαδικασία, που περνάει από τα «χέρια» πολλών ατόμων

που προέρχονται από διαφορετικά κράτη μέλη και εργάζονται για αυτήν. Η Επιτροπή,

στη σημερινή της μορφή, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πιο ανεξάρτητα

ελεγχόμενα όργανα στον κόσμο.

1Ν. Μούσης, «Ευρωπαϊκή Ένωση», Δίκαιο Οικονομία και Πολιτική, 10

η αναθεωρημένη έκδοση,

Αθήνα 2003, σ. 38

24

2.2.3 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ένα όργανο που δημιουργήθηκε από τις αρχικές

συνθήκες της ένωσης. Στην συνθήκη της ΕΚΑΧ προβλέπεται πως η «Κοινή

Συνέλευση» θα ασκεί δημοσιονομικό έλεγχο στην Υψηλή Αρχή και θα απαρτίζεται

από άτομα που προέρχονται από τα κράτη μέλη. Η δημιουργία της Συνέλευσης

προβλέφθηκε και αργότερα από τις συνθήκες της ΕΟΚ και της ΕΚΑΕ. Η Συνέλευση

αυτοαποκαλούνταν, άτυπα βέβαια, Κοινοβούλιο. Η επίσημη μετονομασία έγινε με

την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1987 και από τότε ονομάζεται Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο.

2.2.3.1 ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τις συνθήκες, αποτελείται από

αντιπροσώπους των κρατών μελών της ένωσης. Κι ενώ πριν το 1979 οι αντιπρόσωποι

αυτοί προέρχονταν από τα εθνικά κοινοβούλια ανάλογα με τη διαδικασία που

καθόριζε το κάθε κράτος μέλος, μετά το1979 τα πράγματα άλλαξαν. Έτσι οι

Ευρωβουλευτές εκλέγονται απευθείας από τον λαό με άμεση καθολική ψηφοφορία,

που γίνεται ταυτόχρονα σε όλα τα κράτη μέλη κάθε πέντε χρόνια. Παρόλα αυτά,

όμως, το κάθε κράτος χρησιμοποιεί τον δικό του τρόπο για την εκλογή των

ευρωβουλευτών του, αν και έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για να θεσπιστεί ένας

κοινός τρόπος εκλογής.

Ο αριθμός των ευρωβουλευτών συνεχώς μεταβάλλεται με τις συνεχείς διευρύνσεις

της ένωσης που προβλέπονται στις συνθήκες. Έτσι με την συνθήκη της Νίκαιας ο

ανώτατος αριθμός των μελών του Κοινοβουλίου ανέρχεται σε 732. Στην συνέχεια

ακολουθεί ένας πίνακας που παρουσιάζει τον αριθμό των εδρών του κάθε κράτους

μέλους από το 1999 μέχρι και το 2009.

25

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΔΡΩΝ ΚΑΘΕ ΧΩΡΑΣ

(Κατ’ αλφαβητική σειρά σύμφωνα με το όνομα της χώρας στην επίσημη γλώσσα

της)

1999-2004 2004-2007 2007-2009

Βέλγιο 25 24 24

Βουλγαρία - - 18

Κύπρος - 6 6

Τσέχικη Δημοκρατία - 24 24

Δανία 16 14 14

Γερμανία 99 99 99

Ελλάδα 25 24 24

Ισπανία 64 54 54

Εσθονία - 6 6

Γαλλία 87 78 78

Ουγγαρία - 24 24

Ιρλανδία 15 13 13

Ιταλία 87 78 78

Λετονία - 9 9

Λιθουανία - 13 13

Λουξεμβούργο 6 6 6

Μάλτα - 5 5

Κάτω Χώρες 31 27 27

Αυστρία 21 18 18

Πολωνία - 54 54

Πορτογαλία 25 24 24

Ρουμανία - - 36

Σλοβακία - 14 14

Σλοβενία - 7 7

Φινλανδία 16 14 14

Σουηδία 22 19 19

Ηνωμένο Βασίλειο 87 78 78

26

(ΑΝΩΤ.) ΣΥΝΟΛΟ 626 732 786

ΠΗΓΗ:

http:// europa. eu. int/ institutions/ parliament/ index_el. Htm

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι οργανωμένο όπως τα εθνικά κοινοβούλια, έχει

δηλαδή κατά κάποιο τρόπο, πολιτικά κόμματα που ονομάζονται ομάδες καθώς και

κοινοβουλευτικές επιτροπές.

Οι πολιτικές ομάδες είναι αρκετές μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο. Η ομάδα των

Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος έχει τα περισσότερα μέλη που προέρχονται από όλα

τα κράτη μέλη, ενώ ακολουθούν η ομάδα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και η ομάδα

των Φιλελεύθερων, Δημοκρατών και Σοσιαλιστών. Οι τρεις αυτές ομάδες καλύπτουν

το 70% των ευρωβουλευτών. Ο κάθε ευρωβουλευτής, όμως έχει το δικαίωμα να

ψηφίσει ανεξάρτητα από τις θέσεις της ομάδας στην οποία ανήκει. Για να γίνει

αποδεκτή μια ομάδα από τη ένωση κι επομένως να χρηματοδοτείται, πρέπει να έχει

έναν καθορισμένο αριθμό ευρωβουλευτών. Ο αριθμός αυτός εξαρτάται από τον

αριθμό των κρατών από τα οποία προέρχονται οι βουλευτές που επιθυμούν να

εισαχθούν στην ομάδα. Φυσικά, οι διατάξεις είναι τέτοιες που ενθαρρύνουν την

δημιουργία ομάδων με βουλευτές που προέρχονται από πολλά κράτη μέλη.

Ακολουθεί πίνακας που παρουσιάζει τις πολιτικές ομάδες που υπάρχουν σήμερα στο

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθώς και τις έδρες που κατέχουν.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Αριθμός εδρών κάθε πολιτικής ομάδας την 1

η Απριλίου 2003

Πολιτική ομάδα Σύντμηση Αριθ. Εδρών

Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα

(Χριστιανοδημοκράτες) και των

Ευρωπαίων Δημοκρατών

ΕΛΚ-ΕΔ

232

Κόμμα των Ευρωπαίων

Σοσιαλιστών

ΕΣΚ

175

Ευρωπαϊκό Κόμμα των

Φιλελεύθερων, Δημοκρατών και

27

Μεταρρυθμιστών ΦΙΛ 52

Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά/

Αριστερά των Πράσινων των

Βορείων Χωρών

ΕΕΑ/ ΑρΠρΒΧ

49

Πράσινοι/ Ευρωπαϊκή Ελεύθερη

Συμμαχία

ΠΡΣ/ ΕΕΣ

44

Ένωση για την Ευρώπη των Εθνών ΕΕΕ 23

Ευρώπη της Δημοκρατίας και της

Διαφοράς

ΕΔΔ

18

Μη Εγγεγραμμένοι ΜΕ 31

ΣΥΝΟΛΟ 624

ΠΗΓΗ:

http:// europa. eu. int/ institutions/ parliament/ index_el. Htm

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να συστήνει μόνιμες ή προσωρινές

κοινοβουλευτικές επιτροπές στις οποίες αναθέτει κάποιες συγκεκριμένες εργασίες να

διεκπεραιώσουν. Κάθε μόνιμη επιτροπή εξειδικεύεται σε ένα καθορισμένο τομέα

όπως για παράδειγμα ο προϋπολογισμός, οι οικονομικές εξωτερικές σχέσεις και άλλα.

Η βασική τους εργασία είναι να μελετούν διεξοδικά το θέμα που τους έχει ανατεθεί

και στην συνέχεια να υποβάλλουν μια σχετική έκθεση, η οποία δίνεται προς έγκριση

στην ολομέλεια του Κοινοβουλίου. Οι επιτροπές αυτές έχουν πολύ σημαντικό ρόλο,

γιατί έρχονται συνεχώς σε επαφή τόσο με την Επιτροπή όσο και με το Συμβούλιο, κι

έτσι βοηθούν το Κοινοβούλιο να πάρει ευκολότερα αποφάσεις.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκλέγει τον πρόεδρο και πολλούς αντιπροέδρους με

μυστική ψηφοφορία. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το 2004 ήταν ο

Josep Borrel Fontelles. Εκλέγονται επίσης, κάποιοι κοσμήτορες, οι οποίοι έχουν

κυρίως συμβουλευτικό ρόλο και είναι υπεύθυνοι για τα διοικητικά και οικονομικά

θέματα του Κοινοβουλίου. Υπάρχει, ακόμη, ένα όργανο του οποίου μέλη είναι οι

πρόεδροι των πολιτικών ομάδων και είναι αυτό που παίρνει συνήθως όλες τις

αποφάσεις για τα εσωτερικά θέματα του Κοινοβουλίου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

28

έχει δικό του προσωπικό που είναι χωρισμένο σε Γενικές Διευθύνσεις, που τις ελέγχει

ένας Γενικός Γραμματέας.

Οι συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου γίνονται σε τακτά ή έκτακτα χρονικά διαστήματα.

Οι τακτικές συνεδριάσεις είναι δώδεκα κάθε χρόνο, στις οποίες συμμετέχει η

ολομέλεια και διαρκούν πέντε ημέρες. Οι έκτακτες συνεδριάσεις γίνονται σε

περίπτωση που το αποφασίσει η πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή ή το

Συμβούλιο. Οι συνεδριάσεις γίνονται συνήθως δημόσια. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

δεν έχει μια συγκεκριμένη έδρα: οι συνεδριάσεις της ολομέλειας γίνονται στο

Στρασβούργο, των επιτρόπων στις Βρυξέλλες, ενώ η Γενική Γραμματεία είναι στο

Λουξεμβούργο. Οι αποφάσεις παίρνονται συνήθως με απλή πλειοψηφία εκτός από

ορισμένες περιπτώσεις.1

2.2.3.2 ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ.

Αρχικά ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ήταν καθαρά συμβουλευτικός και

επομένως είχε περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης. Σταδιακά ο ρόλος του

αυξανόταν, μέχρι που με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη εισήχθη η διαδικασία

συνεργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την Επιτροπή και το Συμβούλιο για

την υιοθέτηση κάποιων πράξεων. Η συνθήκη του Μάαστριχτ ήρθε και ενδυνάμωσε

ακόμη περισσότερο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κυρίως με την διαδικασία της

συναπόφασης. Η συνθήκη του Άμστερνταμ το ενίσχυσε ακόμα παραπάνω με ένα

άρθρο που αφορά, την υπάρχουσα από την συνθήκη του Μάαστριχτ, διαδικασία

συναπόφασης σε συνδυασμό με την συνεργασία. Η συνθήκη της Νίκαιας δίνει

περαιτέρω δύναμη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ακριβώς επειδή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκλέγεται άμεσα από τους λαούς των

κρατών μελών είναι το μόνο πολυεθνικό κοινοβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

στην σημερινή του μορφή έχει τέσσερις αποστολές, αρμοδιότητες ή λειτουργίες: τη

νομοθετική, την δημοσιονομική, την ελεγκτική και την πολιτική.

1 Γεωργακόπουλος Α. Θεόδωρος, «Η Ευρωπαϊκή Ένωση», Θεσμοί και πολιτικές, Εκδόσεις Σταμούλη,

Αθήνα- Πειραιάς 1995, σ. 34- 37

29

2.2.3.2.1 Νομοθετική λειτουργία.

Σε αντίθεση με τα εθνικά κοινοβούλια που νομοθετούν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

στην θέσπιση των νόμων έχει απλά συμβουλευτικό κυρίως χαρακτήρα. Με την

Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη η κατάσταση αυτή βελτιώθηκε, δίνοντας στο Κοινοβούλιο

αυξημένες αρμοδιότητες και μέσα από μια διαδικασία συνεργασίας με το Συμβούλιο

και την Επιτροπή, να μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην νομοθετική λειτουργία.

Με σχετικό άρθρο της συνθήκης του Μάαστριχτ1 καθορίστηκε η διαδικασία της

συναπόφασης Κοινοβουλίου και Συμβουλίου.

Σύμφωνα με την διαδικασία αυτή όταν χρειαστεί να εκδοθεί μια πράξη,

ακολουθούνται οι εξής ενέργειες:

Αρχικά η Επιτροπή υποβάλει μια πρόταση τόσο στο Συμβούλιο όσο και στο

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Κοινοβουλίου,

αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία και καθορίζει την κοινή θέση. Η κοινή αυτή θέση

διαβιβάζεται στο Κοινοβούλιο αφού πρώτα το Συμβούλιο αναλύει τους λόγους για

τους οποίους υιοθετήθηκε η θέση αυτή. Αν τώρα μέσα σε τρεις μήνες το Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο:

1.εγκρίνει αυτή την κοινή θέση, τότε το Συμβούλιο εκδίδει οριστικά την

πράξη σύμφωνα με την κοινή θέση.

2.δεν έχει λάβει απόφαση ύστερα από την προθεσμία, τότε το Συμβούλιο

εκδίδει και πάλι την πράξη σύμφωνα πάντα με την κοινή θέση.

3.δηλώσει με απόλυτη πλειοψηφία ότι θέλει να απορρίψει την κοινή θέση στο

Συμβούλιο, τότε αυτό μπορεί να καλέσει την Επιτροπή Συνδιαλλαγής για

να διευκρινίσει την θέση του.

Η Επιτροπή Συνδιαλλαγής αποτελείται από τα μέλη του Συμβουλίου και ισάριθμα

μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σαν σκοπό έχει την επίτευξη συμφωνίας για

ένα κοινό σχέδιο, με ειδική πλειοψηφία από τα μέλη του Συμβουλίου και με

πλειοψηφία από τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η Επιτροπή συμμετέχει

παίρνοντας πρωτοβουλίες για να προσεγγίσει τις θέσεις του Συμβουλίου και του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στην συνέχεια το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιβεβαιώνει

την απόρριψη της κοινής θέσης και θεωρείται ότι η προτεινόμενη πράξη δεν

εγκρίνεται ή μπορεί να προτείνει με απόλυτη πλειοψηφία τροπολογίες της κοινής

θέσης. Στην περίπτωση αυτή το κείμενο με τις τροποποιήσεις διαβιβάζεται στην

1 Συνθήκη του Μάαστριχτ Άρθρο 189Β

30

Επιτροπή όσο και στο Συμβούλιο. Η Επιτροπή δίνει την γνώμη της πάνω στην

προτεινόμενη τροπολογία, που μπορεί να είναι είτε αρνητική είτε θετική. Το

Συμβούλιο έχει προθεσμία τριών μηνών και μπορεί είτε να εγκρίνει τις τροπολογίες

με ειδική πλειοψηφία, να τροποποιήσει την κοινή θέση και να προχωρήσει στην

θέσπιση της πράξης, είτε να αποφασίσει με ομοφωνία για τις τροπολογίες για τις

οποίες η Επιτροπή έχει εκφέρει αρνητική γνώμη, είτε τέλος να μην θεσπίσει την

πράξη, οπότε ο πρόεδρος του Συμβουλίου και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού

Κοινοβουλίου συγκαλούν την Επιτροπή Συνδιαλλαγής.

Η Επιτροπή Συνδιαλλαγής έχει στην διάθεση της έξι εβδομάδες για να αποφασίσει:

Αν εγκρίνει το κοινό σχέδιο, τότε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το

Συμβούλιο με προθεσμία έξι εβδομάδων, είτε εκδίδουν την πράξη σύμφωνα

με το κοινό σχέδιο με απόλυτη πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

και ειδική του Συμβουλίου, είτε αν κάποιο από τα δύο όργανα δεν

συμφωνήσει, τότε η πράξη δεν εγκρίνεται.

Αν δεν εγκρίνει το κοινό σχέδιο, τότε η πράξη δεν εγκρίνεται εκτός και αν το

Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία μέσα σε έξι εβδομάδες επιβεβαιώσει την

κοινή θέση και άρα θα εκδώσει και την πράξη. Υπάρχει και η πιθανότητα το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να απορρίψει το κείμενο με απόλυτη πλειοψηφία

οπότε και η πράξη να μην εγκριθεί.1

Με την συνθήκη του Άμστερνταμ ενισχύεται ακόμα περισσότερο ο ρόλος του

Κοινοβουλίου, γιατί εκτός από τη διαδικασία συνεργασίας και συναπόφασης, το

Κοινοβούλιο αποκτάει το δικαίωμα της σύμφωνης γνώμης. Δηλαδή, έχει το δικαίωμα

να εγκρίνει ή να απορρίπτει πράξεις που αφορούν την σύναψη διεθνών συμφωνιών,

την ένταξη νέων κρατών και τα διαρθρωτικά ταμεία.2

Τέλος, με την συνθήκη της Νίκαιας αποφασίστηκε πως η διαδικασία της

συναπόφασης θα εφαρμόζεται περισσότερο από το Κοινοβούλιο και επίσης θα μπορεί

να ζητάει από το Δικαστήριο να ελέγχει αν τα όργανα τηρούν τους νόμους του

κοινοτικού δικαίου.

1 Π. Κ Ιωακειμίδης, «Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση», Θεωρία- Διαπραγμάτευση, Θεσμοί και

Πολιτικές, «Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η Ελλάδα», Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Θεμέλιο, Βιβλιοθήκη

Ευρωπαϊκών Θεμάτων 1995, σ. 323-331 2 Ν. Μούσης, «Ευρωπαϊκή Ένωση», Δίκαιο Οικονομία και Πολιτική, 10

η αναθεωρημένη έκδοση,

Αθήνα 2003, σ. 42

31

2.2.3.2.2 Δημοσιονομική λειτουργία.

Όπως ακριβώς και τα εθνικά κοινοβούλια έτσι και το Ευρωπαϊκό αναμειγνύεται σε

δημοσιονομικά ζητήματα. Ο ρόλος του και στο σημείο αυτό, είναι αρκετά

περιορισμένος αφού πρέπει να συμφωνήσει σε κάθε σημαντική απόφαση που αφορά

τις δαπάνες του κοινοτικού προϋπολογισμού. Σε συνεργασία με το Συμβούλιο

υιοθετεί ή απορρίπτει τον προϋπολογισμό που έχει προτείνει η Επιτροπή. Το

Κοινοβούλιο ελέγχει τις κοινοτικές δαπάνες οι οποίες χωρίζονται σε υποχρεωτικές

και μη υποχρεωτικές. Τις μη υποχρεωτικές δαπάνες1 του κοινοτικού προϋπολογισμού

μπορεί να τις τροποποιήσει με απλή πλειοψηφία. Τις υποχρεωτικές δαπάνες δεν

μπορεί να τις τροποποιήσει παρά μόνο, με απλή πλειοψηφία, να κάνει πρόταση στο

Συμβούλιο για τροποποιήσεις.

2.2.3.2.3 Ελεγκτική λειτουργία.

Και στον τομέα της ελεγκτικής λειτουργίας ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

είναι αρκετά περιορισμένος. Η ελεγκτική εξουσία του Κοινοβουλίου ασκείται

ιδιαίτερα στην Επιτροπή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ψήφο έγκρισης, εγκρίνει

τον πρόεδρο αλλά και τα μέλη της Επιτροπής. Η Επιτροπή, που η θητεία της είναι

πενταετής όπως και του Κοινοβουλίου, είναι υπόλογη στο Κοινοβούλιο για να μην

υποκλίνεται στη θέληση των εθνικών κυβερνήσεων των κρατών μελών. Η Επιτροπή

υποχρεούται να λογοδοτεί στο Κοινοβούλιο, να υποστηρίζει τις προτάσεις της στις

κοινοβουλευτικές επιτροπές και να καταθέτει κάθε χρόνο στο Κοινοβούλιο μια

«Γενική Έκθεση για τη Δραστηριότητα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων». Το

Κοινοβούλιο μπορεί να οδηγήσει την Επιτροπή σε παραίτηση στην περίπτωση που

καταθέσει πρόταση μομφής εναντίον της.

Το Κοινοβούλιο κάθε χρόνο θέτει περίπου 3000 ερωτήματα, από τα οποία τα

περισσότερα από αυτά αφορούν την Επιτροπή. Με τον τρόπο αυτό το Κοινοβούλιο,

παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις στην κοινοτική πολιτική. Ελέγχει επίσης κατά

πόσο είναι δραστήριο το Συμβούλιο, αφού μετά την λήξη της κάθε συνεδρίασης του,

εκθέτει στο Κοινοβούλιο τις ενέργειες, τις θέσεις και τις αποφάσεις του. Το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ορίζει ένα διαμεσολαβητή, ο οποίος λαμβάνει τις

καταγγελίες όλων των πολιτών της ένωσης, σχετικά με περιπτώσεις κακής διοίκησης

1 Πρόκειται για δαπάνες που δεν προέρχονται κατ’ ευθείαν από τις διατάξεις, όπως δαπάνες για το

Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Κοινό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης.

32

στα πλαίσια δράσης των κοινοτικών οργάνων. Αν ο διαμεσολαβητής διαπιστώσει

κακή διοίκηση υποβάλλει στο αρμόδιο όργανο το θέμα. Το όργανο αυτό έχει

προθεσμία τριών μηνών για να εκθέσει την γνώμη του στον διαμεσολαβητή. Ο

διαμεσολαβητής αυτός, ορίζεται κάθε φορά ύστερα από την εκλογή του

Κοινοβουλίου. Ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία και δεν δέχεται

υποδείξεις από κανέναν. Στο τέλος κάθε έτους υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο έκθεση με τα αποτελέσματα των ερευνών του.

Τέλος, το Κοινοβούλιο μπορεί να ορίσει εξεταστική επιτροπή για να εξετάσει

καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή του κοινοτικού

δικαίου.

2.2.3.2.4 Πολιτική λειτουργία.

Το Κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να

τροποποιήσουν τις κοινοτικές πολιτικές ή να αναπτύξουν νέες. Αν διαπιστωθεί από το

Κοινοβούλιο κάποια παράλειψη της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, τότε μπορεί να

προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να

υποβάλλει τις προτάσεις της για θέματα για τα οποία πρέπει να ληφθούν κοινοτικές

πράξεις, στο Κοινοβούλιο. Εκτός από τις εκθέσεις αυτές, το Συμβούλιο ύστερα από

κάθε συνεδρίαση υποβάλλει στο Κοινοβούλιο μια έκθεση.

2.2.4 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Πρόκειται για το βασικό όργανο της ένωσης που παίρνει τις αποφάσεις για τα

διάφορα θέματα και έχει νομοθετικές αρμοδιότητες.

2.2.4.1 ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ.

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαρτίζεται από έναν υπουργό κάθε κράτους

μέλους σε υπουργικό επίπεδο, ο οποίος δεσμεύει την κυβέρνηση που εκπροσωπεί.

Σύμφωνα όμως, με την συνθήκη του Μάαστριχτ δίνεται το περιθώριο στα κράτη

μέλη, το άτομο αυτό να μην είναι αναγκαστικά μέλος του υπουργικού συμβουλίου

33

του κράτους μέλους.1 Παρόλο που αναφέρεται συνήθως ως Συμβούλιο, στην

πραγματικότητα πρόκειται για εννέα συνθέσεις του Συμβουλίου που συνδυάζουν

κάποιους τομείς, όπως για παράδειγμα γεωργίας και αλιείας, οικονομίας και

δημοσιονομικών υποθέσεων, απασχόλησης, κοινωνικής πολιτικής και καταναλωτών.2

Κάθε τέτοια σύνθεση του Συμβουλίου απαρτίζεται από τους αρμόδιους υπουργούς

των κρατών μελών. Εφόσον το Συμβούλιο αντιπροσωπεύει τις κυβερνήσεις, είναι

φυσικό να προωθούνται περισσότερο τα εθνικά παρά τα κοινοτικά θέματα χωρίς

όμως αυτό να σημαίνει πως δεν λειτουργεί σαν όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όπως αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στην Σεβίλλη στις 21-22 Ιουνίου 2002, η

σημαντικότερη σύνθεση του Συμβουλίου είναι αυτή που αφορά τις «γενικές

υποθέσεις και εξωτερικές σχέσεις». Η σύνθεση αυτή πραγματοποιείται σε ξεχωριστή

σύνοδο στην οποία συζητούνται κυρίως:

1. Η προετοιμασία και η συνέχεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου

καθώς και τα θεσμικά και διοικητικά θέματα.

2. Οι εξωτερικές δράσεις της Ένωσης και κυρίως η ΚΕΠΠΑ, το εξωτερικό

εμπόριο και η αναπτυξιακή συνεργασία.

Για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του Συμβουλίου «γενικών υποθέσεων και

εξωτερικών σχέσεων» πρέπει να συμμετέχουν οι υπουργοί των κρατών μελών που

είναι αρμόδιοι για ευρωπαϊκές υποθέσεις.

Η προεδρία του Συμβουλίου αλλάζει κάθε έξι μήνες και την εξουσία αποκτάει και

ένα άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με την αλφαβητική σειρά των κρατών μελών. Άρα

το Συμβούλιο έχει πρόεδρο τον πρωθυπουργό της χώρας που έχει την προεδρία. Αυτή

η συνεχής εναλλαγή της προεδρίας του Συμβουλίου, δίνει σε κάθε κράτος μέλος την

δυνατότητα να αποδείξει τις ικανότητες του στην προώθηση κοινών πολιτικών

ανάλογα με τις προτάσεις της Επιτροπής. Όπως είναι φυσικό, όμως, όταν ένα κράτος

έχει την προεδρία, επιθυμεί να ικανοποιήσει και προσωπικά του συμφέροντα. Για να

εξαλειφθεί το πρόβλημα αυτό υπάρχει ένα τριετές στρατηγικό πρόγραμμα που το

εγκρίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και αφορά το νομοθετικό έργο της Ένωσης.

Επίσης, κάθε Δεκέμβριο το Συμβούλιο επί των γενικών υποθέσεων υιοθετεί ένα

λειτουργικό πρόγραμμα που συνοδεύεται από εξαμηνιαίες ημερήσιες διατάξεις των

διαφόρων συνθέσεων. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται με δύο τρόπους:

1 Ν. Μαραβέγιας- Μ. Τσινισιζέλης, «Η ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Θεσμικές πολιτικές

και οικονομικές πτυχές, Εκδόσεις Θεμέλιο, Βιβλιοθήκη Ευρωπαϊκών Θεμάτων 1995, σ. 71 2 Ν. Μούσης, «Ευρωπαϊκή Ένωση», Δίκαιο Οικονομία και Πολιτική, 10

η αναθεωρημένη έκδοση,

Αθήνα 2003, σ. 44

34

1. Με ειδική πλειοψηφία κυρίως στα πεδία που υπάρχει συναπόφαση με το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ειδική πλειοψηφία σημαίνει ότι τα κράτη μέλη

μετέχουν με διαφορετικό αριθμό ψήφων που καθορίζεται από το μέγεθός

τους.

2. Με ομοφωνία κυρίως σε θέματα ιδιαίτερης σημασίας, όπως για παράδειγμα η

ένταξη νέων κρατών μελών. Οπότε είναι αυτονόητο πως κάποιο κράτος

μέλος μπορεί εύκολα να εμποδίσει την διαδικασία ολοκλήρωσης.

Οι συζητήσεις του Συμβουλίου για την υιοθέτηση μιας πράξης, σε συνεργασία με το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ανοικτές για το κοινό στην αρχική και στην τελική

τους πράξη.

Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση επέφερε δύο σημαντικές αλλαγές στην

ιεραρχία του Συμβουλίου:

Η προετοιμασία των διασκέψεων των υπουργών γίνεται από την Επιτροπή

των Μονίμων Αντιπροσώπων, γνωστή ως Coreper. Η Coreper αποτελείται

από τους πρέσβεις των κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και έχει ως

έργο την προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου και την εκτέλεση των

εντολών που της ανατίθενται από το Συμβούλιο.1 Η επιτροπή αυτή δεν παίρνει

αποφάσεις, οι θέσεις της όμως, βοηθούν πολύ τις αποφάσεις του Συμβουλίου.

Όταν το Συμβούλιο παραλάβει κάποια πρόταση από την Επιτροπή, αναθέτει

την εξέταση της πρότασης στην Coreper ή αν πρόκειται για πρόταση που

αφορά τον γεωργικό τομέα, στην ειδική επιτροπή γεωργίας. Η Coreper

υποβοηθείται από κάποιες ομάδες εργασίας εμπειρογνωμόνων των κρατών

μελών, οι οποίες και της παραδίδουν μια έκθεση.

Η Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων συνεδριάζει κάθε εβδομάδα σε δύο

τμήματα:

Το πρώτο τμήμα αποτελείται από τους Αναπληρωτές Μόνιμους

Αντιπροσώπους και ασχολείται με τεχνικά θέματα (Coreper 1). Το δεύτερο

τμήμα αποτελείται από τους ίδιους τους πρέσβεις και ασχολείται με τα

πολιτικά θέματα (Coreper 2).

Αφού το Coreper εξετάσει κάποιο θέμα κάνει είτε μια έκθεση προς το

Συμβούλιο προτείνοντας θέσεις και προτάσεις και επισημαίνοντας σημαντικά

πολιτικά σημεία, είτε αν υπήρξε απόλυτη συμφωνία ανάμεσα στα μέλη της

1 ΣΕΚ άρθρο 207

35

Επιτροπής των Μονίμων Αντιπροσώπων και στον εκπρόσωπο της Επιτροπής,

προτείνει στο Συμβούλιο να υιοθετήσει το κείμενο σαν «σημείο Α», δηλαδή

χωρίς συζήτηση.

Αναγνωρίζεται η ύπαρξη της Γραμματείας του Συμβουλίου υπό την διεύθυνση

ενός γενικού γραμματέα με διοικητικά καθήκοντα. Είναι επίσης χωρισμένη σε

Γενικές Διευθύνσεις και συμβουλεύει την προεδρία της Ένωσης.

2.2.4.2 ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ.

Το Συμβούλιο είναι το όργανο εκείνο που παίρνει τις αποφάσεις και νομοθετεί. Για

να πάρει την απόφαση πρέπει να υπάρχει μια πρόταση από την Επιτροπή. Το

Συμβούλιο, όπως είδαμε, με την διαδικασία της συναπόφασης μπορεί να δεχτεί, να

απορρίψει ή να τροποποιήσει την πρόταση αυτή. Στην περίπτωση που επιθυμεί να

τροποποιήσει μια πρόταση, θα πρέπει η απόφαση να έχει παρθεί ομόφωνα και στην

συνέχεια να ζητήσει την γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Συμβούλιο

παίρνει αποφάσεις μόνο για θέματα για τα οποία είναι εξουσιοδοτημένο από τις ίδιες

τις Συνθήκες. Αν είναι ανάγκη να πάρει αποφάσεις για θέματα που δεν προβλέπονται

στις Συνθήκες, τότε τα μέλη του θα πρέπει να αποφασίσουν ομόφωνα σε συνεργασία

με το Κοινοβούλιο και αφού βέβαια υπάρχει πρόταση της Επιτροπής. Με τον τρόπο

αυτό διασφαλίζεται το κοινοτικό συμφέρον.

Ακόμη, όπως προβλέπεται από τις Συνθήκες, το Συμβούλιο έχει το καθήκον να

εξασφαλίζει το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών. Ο

συντονισμός αυτός κρίνεται απαραίτητος για την πραγματοποίηση των στόχων της

Ένωσης εξαιτίας της αλληλεξάρτησης που υπάρχει μεταξύ των κρατών μελών της.

Τέλος, το Συμβούλιο είναι το αρμόδιο όργανο για να παίρνει τα σχετικά μέτρα για

την προώθηση της πολιτικής συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη μέλη και γενικότερα

να προωθεί την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν και με τις αρχικές συνθήκες δεν υπάρχουν

σημαντικές αναφορές σε θέματα πολιτικής συνεργασίας, σταδιακά άρχισε να

αναπτύσσεται το «πνεύμα» για συνεργασία στον πολιτικό τομέα. Έτσι, με την Ενιαία

Ευρωπαϊκή Πράξη ενσωματώθηκε η ευρωπαϊκή πολιτική στο πλαίσιο της εξωτερικής

πολιτικής και τώρα πια τα κράτη μέλη της Ένωσης έχουν κοινή εξωτερική πολιτική.

36

2.2.5 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει την ανώτατη δικαστική εξουσία της Κοινότητας,

ερμηνεύει με συνέπεια και ομοιομορφία το κοινοτικό δίκαιο και επιβάλλει τον

σεβασμό από όλα τα κράτη μέλη και τους υπηκόους τους.

2.2.5.1 ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι το όργανο εκείνο που σύμφωνα με τις Συνθήκες έχει

σαν έργο του την ερμηνεία των νόμων και την επίλυση των διαφορών που

εμφανίζονται στο κοινοτικό δίκαιο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εδρεύει στο

Λουξεμβούργο και αποτελείται από τόσους δικαστές όσα και τα κράτη μέλη συν ένα,

αν απαιτείται για να είναι ο αριθμός του μονός, και από εννέα εισαγγελείς. Οι

δικαστές και οι εισαγγελείς πρέπει να επιλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια και να

διακρίνονται για την επάρκειά τους σε ότι αφορά την ανεξαρτησία έκφρασης γνώμης.

Η θητεία των δικαστών και των εισαγγελέων είναι εξαετής, αφού γίνει συμφωνία με

τα κράτη μέλη. Οι δικαστές εκλέγουν ένα μέλος ως πρόεδρο με τριετή θητεία που

μπορεί να ανανεωθεί. Χωρίζονται σε ομάδες των τριών ή πέντε ατόμων και παίρνουν

διάφορες αποφάσεις. Σε περιπτώσεις όμως, που εκδικάζονται υποθέσεις που έχουν

παραπεμφθεί από ένα κράτος μέλος ή από κάποιο όργανο της Ένωσης, ή όταν το

Δικαστήριο πρέπει να βγάλει προδικαστική απόφαση, τότε συνέρχεται η ολομέλεια

του Δικαστηρίου. Οι εισαγγελείς δεν είναι μέλη του Δικαστηρίου, ούτε και μπορούν

να πάρουν μέρος στην διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Έχουν, όμως, στην

διάθεσή τους τους φακέλους των υποθέσεων τους οποίους μελετούν, ερευνούν και

αναφέρουν στο Δικαστήριο δημόσια και με κάθε αμεροληψία τα συμπεράσματα στα

οποία καταλήγουν. Υπάρχει ακόμα από το Νοέμβριο του 1989 το πρωτοδικείο ή

Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και εκδικάζει τις προσφυγές των ιδιωτών και των

εταιρειών, όπως επίσης και υποθέσεις που αφορούν την γεωργία, την αλιεία, τα

διαρθρωτικά ταμεία, τις μεταφορές και τις εθνικές ενισχύσεις. Το Πρωτοδικείο

αποτελείται από 15 μέλη με εξαετή ανανεώσιμη θητεία. Τα μέλη του είναι χωρισμένα

σε τμήματα και παίρνουν αποφάσεις που μπορούν να αναιρεθούν από το Ευρωπαϊκό

Δικαστήριο και μόνο.

37

2.2.5.2 ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει πολλές αρμοδιότητες που του έχουν δοθεί μέσα από

τις συνθήκες. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι:

Είναι υπεύθυνο να δικάσει περιπτώσεις όπου υπάρχουν καταγγελίες για

παραβίαση των συνθηκών. Η αίτηση μπορεί να γίνει τόσο από την Επιτροπή,

όσο και από ένα κράτος μέλος. Το κράτος μέλος, όμως θα πρέπει πρώτα να

προσφύγει στην Επιτροπή, η οποία θα συντάξει αιτιολογημένη γνώμη στο

εγκαλούμενο κράτος μέλος και στην συνέχεια θα την καταθέσει στο

Δικαστήριο.

Αποφασίζει για την νομιμότητα των πράξεων ή παραλείψεων των άλλων

οργάνων της Κοινότητας. Να διαπιστώσει, δηλαδή, το Δικαστήριο αν οι

πράξεις που πάρθηκαν από το Συμβούλιο σε συνεργασία με την Επιτροπή, ή

μόνο από την Επιτροπή, ή μόνο από το Συμβούλιο, είναι καθ’ όλα νόμιμες.

Επίσης καλείται να διαπιστώσει παραλείψεις του Συμβουλίου ή της

Επιτροπής να πάρουν κάποια απόφαση, παραβαίνοντας έτσι τις συνθήκες. Οι

προσφυγές αυτές μπορούν να γίνουν από κάποιο κοινοτικό όργανο, από έναν

απλό ιδιώτη και από κάποιο νομικό πρόσωπο, εφόσον έχει αποδεδειγμένα

έννομο συμφέρον.

Εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις. Τα εθνικά δικαστήρια πριν αποφασίσουν

για κάποια υπόθεση έχουν την δυνατότητα να προσφεύγουν στο Δικαστήριο

από το οποίο και να ζητούν τα εξής:

1. Την αυθεντική ερμηνεία κάποιας διατάξεως οποιασδήποτε συνθήκης.

2. Την απόφαση για το κύρος των πράξεων των οργάνων της Ένωσης και

της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

3. Την ερμηνεία κάποιων καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθηκαν

με πράξη του Συμβουλίου.

Οι αποφάσεις που παίρνει το Δικαστήριο είναι δεσμευτικές για τα εθνικά

δικαστήρια .

Τέτοια προσφυγή μπορεί να γίνει με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου ή όταν το

ζητήσει ένας από τους διαδίκους εφόσον το εγκρίνει το εθνικό δικαστήριο.

Μπορεί επίσης να επιβάλλει ποινές σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων

και να αποφασίσει για πιθανές αποζημιώσεις αυτών που υφίστανται ζημιές

38

από παραλείψεις των κοινοτικών οργάνων και των υπαλλήλων της

Κοινότητας κατά τη εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Έχει την δυνατότητα να εκδικάζει προσφυγές κατά των αποφάσεων του

πρωτοδικείου.

Οι αποφάσεις που παίρνει το Δικαστήριο είναι υποχρεωτικές για όλα τα κράτη μέλη.

Αν όμως, η Επιτροπή διαπιστώσει πως κάποιο κράτος μέλος δεν υπακούει σε

απόφαση του Δικαστηρίου, τότε συντάσσει μια αιτιολογημένη γνώμη προς το κράτος

μέλος, όπου του επισημαίνει τα σημεία στα οποία υπάρχει παράβαση. Αν το κράτος

μέλος δεν συμμορφωθεί μέσα στο χρονικό διάστημα που του δίνεται από τη

Επιτροπή, τότε αυτή προσφεύγει στο Δικαστήριο και προσδιορίζει ταυτόχρονα μια

ποινή. Στη συνέχεια το Δικαστήριο αφού διαπιστώσει ότι το κράτος μέλος δεν

συμμορφώθηκε, του επιβάλλει την επιβολή προστίμου ή χρηματικής ποινής.

2.2.6 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο ιδρύθηκε το 1975. Με την συνθήκη όμως, της

Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίστηκε σαν θεσμικό όργανο της Ένωσης, σε μια

προσπάθεια της για ενίσχυση του δημοσιονομικού ελέγχου.

Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο αποτελείται από τόσα μέλη όσα είναι και τα

κράτη μέλη της Ένωσης. Τα μέλη αυτά διορίζονται για έξι χρόνια από το Συμβούλιο,

σε συνεργασία με το Κοινοβούλιο. Εκλέγουν επίσης, έναν πρόεδρο με τριετή θητεία

που μπορεί να ανανεωθεί. Τα μέλη αυτά πρέπει να έχουν γνώσεις και ελεγκτική

εμπειρία και να διακρίνονται για την ανεξαρτησία της γνώμης τους.

Έργο του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ο έλεγχος των λογαριασμών

εσόδων και δαπανών της Κοινότητα. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει το κατά πόσο

ήταν ορθή η είσπραξη των εσόδων και η διενέργεια των δαπανών. Για να επιτευχθεί

αυτό, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έχει την δυνατότητα να επισκέπτεται τα

όργανα της Ένωσης, αλλά και τα κράτη μέλη και σε συνεργασία με τους εθνικούς

δημοσιονομικούς οργανισμούς να κάνει δειγματοληπτικούς ελέγχους. Επίσης, έχει

την δυνατότητα να ζητάει από τους διαχειριστές των κρατών μελών, οποιοδήποτε

έγγραφο κρίνει απαραίτητο για να πετύχει το έργο του. Κάθε χρόνο συντάσσει μια

έκθεση την οποία υποβάλλει στα όργανα και ανάλογα με αυτήν, το Κοινοβούλιο

κάνει τον έλεγχο του που αφορά την οικονομική διαχείριση και απαλλάσσει την

Επιτροπή από την υποχρέωση εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Η έκθεση του

39

Ελεγκτικού Συνεδρίου μαζί με τις επισημάνσεις των οργάνων που τα αφορούν

δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.3 ΤΑ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ Ή ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

2. 3.1 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ (ΟΚΕ).

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή είναι ένα συμβουλευτικό όργανο το οποίο

συμβουλεύονται πολλές φορές τα κύρια όργανα. Βοηθάει τους κοινοτικούς θεσμούς

να εκτιμούν και να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των επαγγελματικών κύκλων

κατά την εκπόνηση των κοινών πολιτικών.1

Τα μέλη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής προέρχονται από διάφορες

παραγωγικές τάξεις των οποίων προωθούν τα συμφέροντα, αν και τα μέλη αυτά θα

πρέπει να διακρίνονται για την ανεξαρτησία από τις αποφάσεις που παίρνουν σχετικά

με τα συμφέροντα τους, οι τάξεις αυτές. Τα μέλη αυτά προτείνονται από τις

κυβερνήσεις των κρατών μελών και στην συνέχεια διορίζονται από το Συμβούλιο σε

συνεργασία με την Επιτροπή. Η θητεία τους είναι τετραετής. Τα μέλη της

Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής χωρίζονται σε τρεις ομάδες:

Ομάδα 1 : Η ομάδα των εργοδοτών που περιλαμβάνει εκπροσώπους της

βιομηχανίας, των τραπεζικών οργανισμών, των μεταφορών, των

επιμελητηρίων κ.λ.π.

Ομάδα 2 : Η ομάδα των εργαζομένων που περιλαμβάνει τους αντιπροσώπους

των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Ομάδα 3 : Η ομάδα των διαφόρων δραστηριοτήτων που περιλαμβάνει όλους

τους άλλους εκπροσώπους όπως για παράδειγμα εκπροσώπους των γεωργών,

των βιοτεχνών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των συλλόγων προστασίας

των καταναλωτών κ.λ.π.

Όπως φαίνεται τα μέλη που απαρτίζουν την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή θα

έπρεπε να εκλέγονται από τις αντίστοιχες εθνικές οργανώσεις και όχι να

προτείνονται από τις κυβερνήσεις.

1 Ν. Μούσης, «Ευρωπαϊκή Ένωση», Δίκαιο Οικονομία και Πολιτική, 10

η αναθεωρημένη έκδοση,

Αθήνα 2003, σ. 40

40

Αν και, όπως είπαμε, η ΟΚΕ έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα όπως απορρέει από τις

Συνθήκες, το Συμβούλιο και η Επιτροπή πρέπει αναγκαστικά να ζητούν τη γνώμη

της σε ορισμένες περιπτώσεις. Σε περίπτωση που δεν το κάνουν αυτό είναι μεμπτό

και επιβάλλεται ποινή. Γενικά μπορούν να ζητούν τη γνώμη της ΟΚΕ όποτε αυτό

θεωρηθεί σκόπιμο. Όμως ακόμη και η ίδια η ΟΚΕ έχει το δικαίωμα να διατυπώσει τη

γνώμη της, όταν το θεωρήσει απαραίτητο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η γνώμες της

ΟΚΕ δεν είναι δεσμευτικές για τα θεσμικά όργανα. Μέσα στην ΟΚΕ εκφράζονται οι

γνώμες όλων των κοινωνικοοικονομικών κατηγοριών και οι ανησυχίες των

οικονομικών παραγόντων και με τον τρόπο αυτό, δίνονται πολύτιμες ενδείξεις για τα

συμφέροντα και τις δυνατότητες συμφωνίας σε επίπεδο Κοινότητας. Επίσης η ΟΚΕ

επιτρέπει στους οικονομικούς παράγοντες, που είναι και η άμεσα ενδιαφερόμενοι να

λάβουν μέρος στην διαδικασία λήψης κάποιων μέτρων. Για αυτό και η ΟΚΕ

λαμβάνοντας υπόψη τις γνώμες των παραγόντων αυτών τροποποιεί συχνά τις

προτάσεις.

Με αυτόν τον περιορισμένο τρόπο η ΟΚΕ επηρεάζει τις προτάσεις και συμβάλλει

στη διαμόρφωση κοινών πολιτικών.

2.3.2 Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ.

Η Επιτροπή των Περιφερειών είναι ένα σχετικά νέο συμβουλευτικό όργανο το οποίο

προήλθε από τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με το όργανο

αυτό αναγνωρίζεται επίσημα ο ρόλος των περιφερειών στη διακυβέρνηση της

Κοινότητας. Πρόκειται για μια Επιτροπή που αποτελείται από αντιπροσώπους των

οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης ( ΣΕΚ αρ. 263-

265). Τα μέλη αυτά, όπως ακριβώς και στην περίπτωση της ΟΚΕ, προτείνονται από

τις κυβερνήσεις των κρατών μελών και το συμβούλιο ομόφωνα αποφασίζει για το

διορισμό τους. Η θητεία τους διαρκεί τέσσερα χρόνια.

Η Επιτροπή των Περιφερειών διατυπώνει τη γνώμη της, είτε μετά από αίτημα του

Συμβουλίου ή της Επιτροπής για θέματα που προβλέπουν οι Συνθήκες, είτε μετά από

δική της πρωτοβουλία κυρίως για περιφερειακά θέματα που την αφορούν. Τα θέματα

τα οποία προβλέπουν οι Συνθήκες όπου η Επιτροπή των Περιφερειών καλείται να

εκφέρει τη γνώμη της, αφορούν συνήθως τους τομείς της παιδείας, του πολιτισμού,

της δημόσιας υγείας, των διευρωπαϊκών δικτύων κ.α.

41

Η Επιτροπή των Περιφερειών προσεγγίζει έτσι τόσο τις περιφερειακές όσο και τις

τοπικές αρχές στην κοινοτική διαδικασία λήψης των αποφάσεων και εκπροσωπεί σε

όλες τις κοινές πολιτικές που την ενδιαφέρουν.

2.3.3 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ (ΕΤΕ).

Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων είναι ένας ανεξάρτητος θεσμός με δική του

νομική προσωπικότητα ο οποίος ιδρύθηκε με την συνθήκη της ΕΟΚ. Μέλη της ΕΤΕ

είναι όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης. Αναφέρεται στην συνθήκη της ΕΟΚ λοιπόν,

πως ο βασικός στόχος της ΕΤΕ, είναι να συμβάλλει στην σταθερή και ισορροπημένη

ανάπτυξη της κοινής αγοράς. Αυτό μπορεί να το επιτύχει μέσω κάποιων

χρηματοδοτήσεων προς ορισμένες δραστηριότητες των κρατών μελών, είτε από

ιδίους πόρους, είτε από πόρους που θα αντλούνται από την κεφαλαιαγορά. Για τον

σκοπό αυτό η ΕΤΕ δίνει δάνεια ή εγγυήσεις για την σύναψη δανείων για την

χρηματοδότηση των εξής κατηγοριών:

Σχέδια για την ανάπτυξη κάποιων χωρών που δεν είναι τόσο αναπτυγμένες

όσο οι άλλες χώρες της Ένωσης.

Σχέδια για τον εκσυγχρονισμό ή την μετατροπή επιχειρήσεων μέσα στην

κοινή αγορά, που δεν μπορούν να καλυφθούν από το κράτος λόγω της φύσης

ή του μεγέθους τους.

Σχέδια κοινού ενδιαφέροντος για πολλά κράτη μέλη που εξαιτίας της φύσης

ή του μεγέθους τους δεν μπορούν να καλυφθούν από χρηματοδοτικά μέσα

του κράτους μέλους.

Η οργάνωση και η λειτουργία της ΕΤΕ προβλέπονται στο καταστατικό της. Το

αρχικό κεφάλαιο ήταν ένα δισεκατομμύριο ευρωπαϊκές νομισματικές μονάδες (ECU)

και μπορεί να αυξάνεται μόνο με απόφαση των Διοικητών της Τράπεζας.

Η έδρα της είναι στο Λουξεμβούργο και η διοίκηση της περιλαμβάνει : το

Συμβούλιο των Διοικητών, το Διοικητικό Συμβούλιο και τη Διευθύνουσα Επιτροπή.

Το Συμβούλιο των Διοικητών έχει σαν μέλη του τους Υπουργούς των Οικονομικών

των κρατών μελών και σαν βασικό έργο έχει τον καθορισμό της πιστωτικής

πολιτικής που θα ακολουθήσει η Τράπεζα.

Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, τα

οποία διορίζονται από το Συμβούλιο των Διοικητών και η θητεία τους είναι

πενταετής με δυνατότητα ανανέωσης. Έργο του Διοικητικού Συμβουλίου, που δρα

42

πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου των

Διοικητών, είναι η χορήγηση και η σύναψη δανείων καθώς και ο καθορισμός των

επιτοκίων και των προμηθειών.

Η διευθύνουσα Επιτροπή αποτελείται από μέλη τα οποία διορίζονται από το

Συμβούλιο των Διοικητών και η θητεία τους είναι εξάμηνη ανανεώσιμη. Η Επιτροπή

αυτή ετοιμάζει όλα τα θέματα που αφορούν τη σύναψη και τη χορήγηση δανείων τα

οποία θα αποφασιστούν από το Διοικητικό Συμβούλιο.

2.3.4 ΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ.

Ο ρόλος των Επιτροπών Διαχείρισης στην διαδικασία λήψης των κοινοτικών

αποφάσεων είναι πολύ σημαντικός. Ο θεσμός αυτός υιοθετήθηκε για πρώτη φορά το

1962, όπου δημιουργήθηκε μια Επιτροπή Διαχείρισης σιτηρών και στην συνέχεια

δημιουργήθηκαν επιτροπές για όλα τα γεωργικά προϊόντα.

Οι Επιτροπές αυτές αποτελούνται από αντιπροσώπους των κρατών μελών, που

προέρχονται από τις σχετικές δημόσιες υπηρεσίες. Σαν πρόεδρο έχουν ένα άτομο που

ορίζεται από την Επιτροπή. Οι Επιτροπές Διαχείρισης εκφέρουν την γνώμη τους

στην Επιτροπή για θέματα εκτελεστικών πράξεων. Η σημασία των επιτροπών αυτών

είναι πολύ σημαντική. Σε περίπτωση που οι επιτροπές έχουν αντίθετη γνώμη από την

Επιτροπή, το θέμα μπορεί να παραπεμφθεί στο Συμβούλιο των Υπουργών. Παρολ’

αυτά όμως, η Επιτροπή μπορεί να πάρει την απόφασή της και να εκδώσει την πράξη,

αφού η γνώμη των Επιτροπών Διαχείρισης δεν είναι δεσμευτική για αυτήν. Η πράξη

θα υιοθετηθεί φυσικά αφού θα υπάρξει η σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου των

Υπουργών.

2.3.5 ΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ.

Οι Κανονιστικές Επιτροπές μοιάζουν σε πολλά σημεία με τις Επιτροπές Διαχείρισης,

με την μόνη διαφορά ότι οι Κανονιστικές Επιτροπές, απευθύνονται σε όλους τους

τομείς, εκτός του τομέα της γεωργίας, και η ισχύς της γνώμης τους είναι μεγαλύτερη

απέναντι στην Επιτροπή. Σε αντίθεση με τις Επιτροπές Διαχείρισης, η γνώμη των

Κανονιστικών Επιτροπών είναι ισχυρότερη, αφού σε περίπτωση αντίθετης γνώμης, η

Επιτροπή δεν μπορεί να εκδώσει την πράξη και την παραπέμπει στο Συμβούλιο των

43

Υπουργών. Αν όμως, σε διάστημα τριών μηνών το Συμβούλιο των Υπουργών δεν

πάρει απόφαση, τότε η Επιτροπή εκδίδει την πράξη.

44

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ

45

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ

ΕΝΩΣΗ (ΟΝΕ).

Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση αποτέλεσε βασικό στόχο της Ευρωπαϊκής

Ένωσης από τα πρώτα της βήματα.

Μια πρώτη προσπάθεια για την δημιουργία μιας οικονομικής και νομισματικής

ένωσης έγινε την δεκαετία του 1970, η οποία όμως δεν είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα,

αφού δεν βασιζόταν σε μια ολοκληρωμένη κοινή αγορά. Παρολ’ αυτά η ανεπιτυχής

αυτή προσπάθεια φάνηκε χρήσιμο εργαλείο για την συνέχεια.

Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ιδρύθηκε ένα πολύ σημαντικό όργανο: το

Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ), το οποίο κατάφερε να σταθεροποιήσει τις

συναλλαγματικές τιμές των νομισμάτων της κοινής αγοράς.1

Η εμπειρία που απόκτησαν τα κράτη μέλη από την προηγούμενη αποτυχημένη

προσπάθεια, σε συνδυασμό με την επιτυχία των αποτελεσμάτων του νέου οργάνου,

οδήγησαν σε μια πιο συντονισμένη προσπάθεια για την δημιουργία της πολυπόθητης

οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Έτσι, με την συνθήκη του Μάαστριχτ,

προβλεπόταν η δημιουργία της ένωσης αυτής, η οποία θα γινόταν πραγματικότητα

σταδιακά, σε τρεις φάσεις που τελικά θα οδηγούσαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα.

1 Ν. Μούσης, «Ευρωπαϊκή Ένωση», Δίκαιο Οικονομία και Πολιτική, 10

η αναθεωρημένη έκδοση,

Αθήνα 2003, σ. 119

46

3.2 ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ (ΕΝΣ).

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο βλέποντας την ανάγκη που υπήρχε για μια κοινή

νομισματική οργάνωση, αποφάσισε, τον Δεκέμβριο του 1978, να θεσπιστεί το Ενιαίο

Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ), το οποίο ξεκίνησε τις εργασίες του τον Μάιο του

1979. Λαμβάνοντας υπόψιν οι εταίροι, τα λάθη που είχαν γίνει σε προηγούμενες

προσπάθειες για μια νομισματική οργάνωση, καθώς και το γεγονός ότι η

νομισματική σταθερότητα είναι απαραίτητη για την σωστή λειτουργία της κοινής

αγοράς, αποφάσισαν να προχωρήσουν στην εγκαθίδρυση του ΕΝΣ.

Σαν κύριο σκοπό το ΕΝΣ είχε να δίνει μεγαλύτερη ώθηση στην πορεία προς την

οικονομική ενοποίηση, η οποία θα πίεζε για την δημιουργία ουσιαστικής

νομισματικής ενοποίησης.

Το ΕΝΣ χαρακτηριζόταν κυρίως από τα εξής στοιχεία:

Τον συναλλαγματικό μηχανισμό, στον οποίο τον βασικό ρόλο είχε η

Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (ECU). Το ECU αποτελούνταν από έναν

συνδυασμό των νομισμάτων των κρατών μελών και η αρχική του σύνθεση

είχε καθοριστεί βάσει αντικειμενικών κριτηρίων σχετικών με την οικονομική

βαρύτητα του κάθε κράτους μέλους.1

Το ΕΝΣ εισήγαγε, για τα συμμετέχοντα νομίσματα, την υποχρέωση να

περιορίζουν τις μεταξύ τους διακυμάνσεις μέσα σε κάποια περιθώρια. Η

μεγαλύτερη δυνατή απόσταση δύο νομισμάτων ήταν 2,25%, εκτός από

κάποιες εξαιρέσεις για κάποια ασθενή νομίσματα όπου η απόσταση μπορούσε

να φτάσει μέχρι και 6%. Με την βοήθεια του ECU, το οποίο χρησιμοποιούταν

σαν παρονομαστής, υπολογιζόταν οι συναλλαγματικές τιμές των κοινοτικών

νομισμάτων και επομένως προέκυπτε ο δείκτης απόκλισης μεταξύ των

κοινοτικών νομισμάτων.

Τις δανειοδοτικές ρυθμίσεις.

Με την εγκαθίδρυση του ΕΝΣ του δόθηκαν μια σειρά από κανόνες που

ρύθμιζαν τα κοινοτικά δάνεια. Τα δάνεια αυτά χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες:

τα βραχυπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα τα οποία τα διαχειρίζονταν από το

Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας.

Τα μέτρα στήριξης των αδύνατων οικονομιών.

1 Ν. Μούσης, «Ευρωπαϊκή Ένωση», Δίκαιο Οικονομία και Πολιτική, 10

η αναθεωρημένη έκδοση,

Αθήνα 2003, σ. 120

47

Με το ΕΝΣ μπήκαν σε ισχύ πολλά σχήματα ενίσχυσης κάποιων χωρών που

αντιμετώπιζαν προβλήματα στο ισοζύγιο των πληρωμών τους.

Το ΕΝΣ απέδειξε πόσο σημαντικό ήταν να υπάρχει συνεργασία και πειθαρχία σε

νομισματικό επίπεδο, αφού τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να σέβονται τις

συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αυτή η πειθαρχία των κρατών μελών απέναντι στο ΕΝΣ

έδινε αποτελέσματα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Από το 1980 η πειθαρχία

στο ΕΝΣ άρχισε να κλονίζεται, αφού επήλθε η πλήρης απελευθέρωση των κινήσεων

κεφαλαίων μέσα στην αγορά. Όλα αυτά οδήγησαν στην διατάραξη της λειτουργίας

του ΕΝΣ, το οποίο δίδαξε πως μια νομισματική οργάνωση είναι χρήσιμη, αλλά

χρειάζεται σωστούς μηχανισμούς. Οι μηχανισμοί αυτοί καθορίστηκαν, όπως θα

δούμε παρακάτω, με την συνθήκη του Μάαστριχτ που οδήγησε τελικά στην

Οικονομική και Νομισματική Ένωση.1

3.3 Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ

ΕΝΩΣΗΣ.

Με την συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση που υπογράφηκε στο Μάαστριχτ το

1991, προβλεπόταν η σταδιακή δημιουργία μιας οικονομικής και νομισματικής

ένωσης, μέσα στην οποία θα υπάρχει ένα ενιαίο νόμισμα που θα το διαχειρίζεται μια

κοινή και ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα. Βασικός στόχος της κοινής νομισματικής

πολιτικής, ήταν η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και γενικότερα η

υποστήριξη των γενικών οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όλα αυτά δείχνουν πως εκτός από την κοινή οικονομική πολιτική που προωθείται, η

Ευρωπαϊκή Ένωση θα φτάσει και στην πολιτική ενοποίηση, αφού με την

εγκαθίδρυση της ΟΝΕ, θα μεταβιβαστούν εξουσίες σε κοινοτικά υπερεθνικά

όργανα.2

Σύμφωνα λοιπόν με την συνθήκη του Μάαστριχτ, για να υφίσταται σήμερα η ΟΝΕ,

πραγματοποιήθηκαν τρία στάδια:

1 Ν. Μούσης, «Ευρωπαϊκή Ένωση», Δίκαιο Οικονομία και Πολιτική, 10

η αναθεωρημένη έκδοση,

Αθήνα 2003, σ. 120- 121 2 Π. Κ Ιωακειμίδης, «Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση», Θεωρία- Διαπραγμάτευση, Θεσμοί και

Πολιτικές, «Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η Ελλάδα», Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Θεμέλιο, Βιβλιοθήκη

Ευρωπαϊκών Θεμάτων 1995, σ. 371

48

1. Το πρώτο στάδιο.

Το πρώτο στάδιο ξεκίνησε την 1η Ιουλίου 1990 και τελείωσε στις 31

Δεκεμβρίου 1993 και ουσιαστικά σήμαινε την αρχή όλης της διαδικασίας

προς την ΟΝΕ. Κατά την διάρκεια του πρώτου σταδίου έγινε

πραγματικότητα η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων και επικυρώθηκε η

συνθήκη από όλα τα κράτη μέλη.

Βασικοί στόχοι της φάσης αυτής ήταν η ύπαρξη πιο στενής συνεργασίας

ανάμεσα στα κράτη μέλη σε ότι αφορά την οικονομική πολιτική, καθώς και

ανάμεσα στις κεντρικές τράπεζες. Για τον λόγο αυτό εφαρμόστηκε η

εποπτεία των οικονομικών μεγεθών των κρατών μελών από την Επιτροπή

και το Συμβούλιο. Έτσι λοιπόν, η Επιτροπή υπέβαλλε στο Συμβούλιο

εκθέσεις σχετικά με τα οικονομικά μεγέθη για να μπορεί να ελέγχεται η

πορεία των οικονομιών των κρατών μελών.1 Τα κράτη μέλη για τα οποία

κρινόταν απαραίτητο υπέβαλλαν στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο

προγράμματα για την προσαρμογή των οικονομιών τους.

Όταν τέθηκε σε ισχύ η συνθήκη του Μάαστριχτ, την 1η Νοεμβρίου 1993,

πάγωσε η σύνθεση του καλαθιού του ECU. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στις

15 και 16 Δεκεμβρίου του 1995, αποφάσισε πως όταν θα αρχίσει το τρίτο

στάδιο το ενιαίο νόμισμα θα ονομάζεται ευρώ (euro), όνομα που συμβολίζει

την Ευρώπη και είναι ίδιο σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Το δεύτερο στάδιο.

Το δεύτερο στάδιο ξεκίνησε αυτόματα, χωρίς καμιά απόφαση του

Συμβουλίου ή άλλων θεσμικών οργάνων, την 1η Ιανουαρίου 1994 και

τερματίστηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1998.

Στο στάδιο αυτό η συνθήκη επέβαλλε στα κράτη μέλη να αποφεύγουν τα

υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και προέβλεπε την εφαρμογή της

διαδικασίας που θα οδηγούσε στην ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών.

Με κανονισμό του Συμβουλίου διευκρινίστηκαν οι ορισμοί που αφορούσαν

τα υπερβολικά ελλείμματα, τα οποία συμπεριλάμβαναν και το δημόσιο

χρέος. Το Συμβούλιο επέβαλλε επίσης στα κράτη μέλη, να γνωστοποιούν

όλα τα σχετικά στοιχεία για τα υπερβολικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος

1 Γεωργακόπουλος Α. Θεόδωρος, «Η Ευρωπαϊκή Ένωση», Θεσμοί και πολιτικές, Εκδόσεις Σταμούλη,

Αθήνα- Πειραιάς 1995, σ. 161

49

στην Επιτροπή. Σε ότι αφορά την ανεξαρτησία των τραπεζών, η συνθήκη

τους απαγόρευε να δίνουν το δικαίωμα υπεραναλήψεων ή οποιουδήποτε

άλλου τύπου πιστωτικών διευκολύνσεων, στις κυβερνήσεις των κρατών

μελών.

Με την έναρξη του δεύτερου σταδίου ιδρύεται το Ευρωπαϊκό Νομισματικό

Ίδρυμα (ΕΝΙ) το οποίο θα το εξετάσουμε αναλυτικά παρακάτω.

Για να αποφασιστεί η μετάβαση στο τρίτο και τελικό στάδιο της ΟΝΕ, η

συνθήκη καλούσε την Επιτροπή και το ΕΝΙ, να υποβάλλουν εκθέσεις

σχετικά με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κάθε κράτους μέλους

καθώς επίσης και ως προς την πρόοδο για την επίτευξη του «υψηλού βαθμού

σταθερής σύγκλισης»1 σύμφωνα με τα εξής κριτήρια:

Επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερότητας των τιμών, που σημαίνει ότι

το μέσο ποσοστό πληθωρισμού δεν θα υπερβαίνει περισσότερο από

1,5% εκείνο των τριών κρατών μελών που παρουσιάζουν τις

καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας των τιμών.

Σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών, που σημαίνει ότι το

δημοσιονομικό έλλειμμα δεν πρέπει να είναι υπερβολικό, άρα δεν

πρέπει να ξεπερνάει το 3% του ΑΕΠ και το συνολικό δημόσιο χρέος

δεν πρέπει να ξεπερνάει το 60% του ΑΕΠ.

Τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης του Ευρωπαϊκού

Νομισματικού Συστήματος επί δύο τουλάχιστο χρόνια.

Τα ονομαστικά μακροχρόνια επιτόκια δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν

κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες τα αντίστοιχα επιτόκια των τριών

χωρών με τις καλύτερες επιδόσεις.

Έτσι την 1η Μαΐου 1998 το Συμβούλιο, όπως ακριβώς προέβλεπε η συνθήκη

και ύστερα από σύσταση της Επιτροπής και του ΕΝΙ, αποφάσισε πως έντεκα

μέλη πληρούσαν τις προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος.

Τα κράτη αυτά ήταν: το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία, το

Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Πορτογαλία και

Φινλανδία. Το Συμβούλιο σε επίπεδο αρχηγών κρατών μελών, αποφάσισε πως

οι χώρες αυτές πληρούσαν όντως τις προϋποθέσεις και η υιοθέτηση του

1 Π. Κ Ιωακειμίδης, «Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση», Θεωρία- Διαπραγμάτευση, Θεσμοί και

Πολιτικές, «Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η Ελλάδα», Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Θεμέλιο, Βιβλιοθήκη

Ευρωπαϊκών Θεμάτων 1995, σ. 372

50

ενιαίου νομίσματος έγινε από τις χώρες αυτές την 1η Ιανουαρίου 1999. Στο

στάδιο αυτό το Συμβούλιο αποφάσισε πως τόσο η Ελλάδα όσο και η Σουηδία

δεν πληρούσαν τους όρους για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος.

Για τα κράτη που δεν ήταν σε θέση να υιοθετήσουν το ενιαίο νόμισμα, όπως

προέβλεπε η συνθήκη, προβλέπονταν παρεκκλίσεις, δηλαδή οι διατάξεις που

αφορούν τη νομισματική πολιτική καθώς και οι κυρώσεις για το υπερβολικό

δημοσιονομικό έλλειμμα, δεν ίσχυαν για τα κράτη αυτά. Το γεγονός αυτό

διευκόλυνε την Ελλάδα στην εισαγωγή του ευρώ, αφού το Συμβούλιο

αποφάσισε πως από τον Ιούλιο του 2000, η Ελλάδα πληροί τις προϋποθέσεις

για την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος.

3. Το τρίτο στάδιο.

Το τρίτο στάδιο άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1999. Στο στάδιο αυτό

υιοθετήθηκε ένα κοινό νόμισμα, το ευρώ και καθορίστηκαν οριστικά οι

ισοτιμίες των νομισμάτων των χωρών που συμμετείχαν στο στάδιο αυτό. Το

ECU αντικαταστάθηκε από το ευρώ, το οποίο αποτελεί και το επίσημο

νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενθαρρύνεται η χρήση του στις αγορές

συναλλάγματος. Ακόμη τα κράτη που μετέχουν στην ΟΝΕ εκδίδουν τα νέα

μεταβιβάσιμα χρεόγραφα του δημοσίου σε ευρώ. Όλα αυτά τα κράτη εκτός

από το κοινό νόμισμα έχουν πια και κοινή νομισματική πολιτική.

Τόσο η κοινή νομισματική πολιτική όσο και το κοινό νόμισμα ρυθμίζονται

πλέον από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και μαζί με τις

κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών αποτελούν το Ευρωπαϊκό Σύστημα

Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), τα οποία θα αναλυθούν στην συνέχεια.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ, που έγινε τον Ιούνιο του 1997,

εξέδωσε ένα ψήφισμα στο οποίο διατυπωνόταν οι δεσμεύσεις των κρατών

μελών, της Επιτροπής και του Συμβουλίου, σχετικά με την υλοποίηση του

συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης. Ενέκρινε επίσης, άλλους δύο

κανονισμούς, που αποτελούσαν στην ουσία μέρος του συμφώνου

σταθερότητας και ανάπτυξης. Οι κανονισμοί θεσμοθετούσαν το πλαίσιο για

την αποτελεσματική πολυμερή εποπτεία και προσδιόριζαν με μεγαλύτερη

ακρίβεια την διαδικασία των υπερβολικών ελλειμμάτων. Ο πρώτος

κανονισμός αφορούσε κυρίως την συνέχεια των συμβάσεων, την

αντικατάσταση στα κανονιστικά κείμενα του ECU με το ευρώ, καθώς και

τους κανόνες μετατροπής και στρογγυλεύσεως. Ο δεύτερος κανονισμός

Comment [LS1]: Προβλέπονται παρεκκλίσεις

51

προέβλεπε τις συνθήκες στις οποίες θα γινόταν η αντικατάσταση των

νομισμάτων των κρατών μελών με το ευρώ. Έτσι προβλεπόταν πως από την

1η Ιανουαρίου 2002 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθώς και οι εθνικές

τράπεζες των συμμετεχόντων κρατών μελών, θα έθεταν σε κυκλοφορία

τραπεζογραμμάτια σε ευρώ και ότι το ευρώ θα αποκτούσε την ιδιότητα

νόμιμου νομίσματος. Υπήρχε επίσης ένας κανονισμός που περιέγραφε τις

τεχνικές προδιαγραφές των τραπεζογραμματίων και των κερμάτων σε ευρώ

για να εξασφαλίζεται η γνησιότητά τους.

Έτσι από την 1η Ιανουαρίου 2002 τα εθνικά νομίσματα έπαψαν να ισχύουν

και αντικαταστάθηκαν από το ευρώ. Υπήρχε μια μεταβατική περίοδος σε

όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, κατά την οποία κυκλοφορούσαν

ταυτόχρονα τα εθνικά νομίσματα και το ευρώ. Έπειτα από την μικρή αυτή

μεταβατική περίοδο τα παλιά εθνικά νομίσματα, αντικαταστάθηκαν από το

ευρώ, ενώ δόθηκε η δυνατότητα σε άτομα που συνεχίζουν να έχουν παλιά

τραπεζογραμμάτια να τα ανταλλάσσουν στις κεντρικές τράπεζες, μέσα στο

χρονικό διάστημα των δέκα ετών. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, αλλά και

οι κυβερνήσεις των συμμετεχόντων κρατών μελών είχαν προετοιμάσει

σωστά το έδαφος ώστε να γίνει ομαλά η μετάβαση στο ευρώ. Εκείνο όμως

που κανένας δεν είχε προβλέψει ήταν η επιδίωξη πολλών παραγωγών και

εμπόρων, να επωφεληθούν από τις στρογγυλοποιήσεις προς τα πάνω του

νέου νομίσματος. Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχει

ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία και αυξήθηκαν οι πληθωριστικές τάσεις πάνω σε

οικονομίες που υπέφεραν ήδη από το ασταθές διεθνές περιβάλλον.

Η εισαγωγή του ευρώ ήταν πολύ σημαντικό γεγονός για το διεθνές

νομισματικό σύστημα, που βασίζεται κυρίως στο Διεθνές Νομισματικό

Ταμείο (ΔΝΤ). Κι αυτό γιατί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δέχτηκε το

ΔΝΤ να αποκτήσει θέση παρατηρητή. Επίσης η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει το

δικαίωμα να υποβάλλει τις απόψεις της στο ΔΝΤ, μέσα από το αρμόδιο

μέλος του διοικητικού γραφείου του κράτους μέλους που ασκεί την προεδρία

στην ζώνη του ευρώ.1

1 Ν. Μούσης, «Ευρωπαϊκή Ένωση», Δίκαιο Οικονομία και Πολιτική, 10

η αναθεωρημένη έκδοση,

Αθήνα 2003, σ. 123- 125

Comment [LS2]: Παραγωγών και εμπόρων

52

3.4 ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΕΝ’ ΟΨΕΙ ΤΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ.

3.4.1 ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ (ΕΝΙ).

Σύμφωνα με σχετικό άρθρο της συνθήκης του Μάαστριχτ το 1994, η Επιτροπή των

Διοικητών των κεντρικών τραπεζών αλλά και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής

Συνεργασίας, διαλύθηκαν και την θέση τους πήρε ένα νέο όργανο που ονομάστηκε

Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ΕΝΙ) το οποίο έχει έδρα του την Φρανκφούρτη.

Βασικοί σκοποί του ΕΝΙ ήταν οι εξής:

Να ενδυναμώσει την συνεργασία ανάμεσα στις εθνικές κεντρικές τράπεζες.

Να ενδυναμώσει τον συντονισμό των νομισματικών πολιτικών των κρατών

μελών έτσι ώστε να διαφυλαχθεί η σταθερότητα των τιμών.

Παρακολουθούσε την λειτουργία του ΕΝΣ για να διευκολύνει την χρήση του

κοινού νομίσματος.1

Είχε την ευθύνη των τεχνικών ζητημάτων για να μπορέσει η Ευρωπαϊκή

Κεντρική Τράπεζα σε συνεργασία με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, να

εφαρμόσουν μια ενιαία κοινή νομισματική πολιτική βασισμένη στο ευρώ,

αμέσως μετά την έναρξη του τρίτου σταδίου.

Σε συνεργασία με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες παρακολουθούσε την

πρόοδο που επιτεύχθηκε στον τραπεζικό και χρηματοοικονομικό τομέα στο

πλαίσιο της μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα.

Το ΕΝΙ έθεσε σε λειτουργία το διευρωπαϊκό αυτοματοποιημένο σύστημα

ταχείας διαβίβασης κεφαλαίων Target, στο οποίο επιτρέπει την εκτέλεση

εσωτερικών και διεθνών πληρωμών σε ευρώ.2

Τέλος, είχε το δικαίωμα να διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά διαθέσιμα για

λογαριασμό και κατ’ εντολή των εθνικών κεντρικών τραπεζών.

1 Ν. Μαραβέγιας- Μ. Τσινισιζέλης, «Η ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Θεσμικές πολιτικές

και οικονομικές πτυχές, Εκδόσεις Θεμέλιο, Βιβλιοθήκη Ευρωπαϊκών Θεμάτων 1995, σ. 397- 398

Παναγιώτης Αλεξάκης, «Η διαδικασία της ΟΝΕ». 2 Ν. Μούσης, «Ευρωπαϊκή Ένωση», Δίκαιο Οικονομία και Πολιτική, 10

η αναθεωρημένη έκδοση,

Αθήνα 2003, σ. 121

53

3.4.2 Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ(ΕΚΤ).

Με την έναρξη του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ το προσωρινό Ευρωπαϊκό Νομισματικό

Ίδρυμα (ΕΝΙ), αντικαταστάθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και

μαζί με τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών δημιουργήθηκε το Ευρωπαϊκό

Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Τόσο η ΕΚΤ όσο και οι κεντρικές τράπεζες

των κρατών μελών δεν δέχονται υποδείξεις, ούτε από τις κυβερνήσεις, ούτε από τα

ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.

Η ΕΚΤ έχει την δική της νομική προσωπικότητα και τα δικά της όργανα διοίκησης

και λήψης αποφάσεων. Ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και όλα τα μέλη της

εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ διορίστηκαν από τις κυβερνήσεις των κρατών

μελών που υιοθέτησαν το ενιαίο νόμισμα, με την σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού

Κοινοβουλίου. Τα όργανα λήψης των αποφάσεων της ΕΚΤ είναι το Διοικητικό

Συμβούλιο και η Εκτελεστική Επιτροπή. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από

τους διοικητές των εθνικών τραπεζών και τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής και

είναι το όργανο που διαμορφώνει την πολιτική της ΕΚΤ που στοχεύει στην

σταθερότητα των τιμών. Η Εκτελεστική Επιτροπή αποτελείται από έναν πρόεδρο,

έναν αντιπρόεδρο και τέσσερα ακόμα μέλη τα οποία και είναι άτομα με μεγάλη

επαγγελματική εμπειρία καθώς και αυξημένου κύρους στα κράτη μέλη από τα οποία

προέρχονται. Η Εκτελεστική Επιτροπή είναι αρμόδια για να θέτει σε εφαρμογή την

νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και να δίνει τις απαραίτητες οδηγίες στις κεντρικές

τράπεζες των κρατών μελών της ΟΝΕ.

Το κεφάλαιο της ΕΚΤ, το οποίο ήταν αρχικά 5 δισεκατομμύρια ευρώ, κατέχεται από

τις κεντρικές εθνικές τράπεζες και κατανέμεται με βάση τον πληθυσμό και το ύψος

του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος κάθε κράτους μέλους. Οι κεντρικές εθνικές

τράπεζες μεταβιβάζουν στην ΕΚΤ συναλλαγματικά διαθέσιμα, το ύψος των οποίων

καθορίζεται με μια παράγραφο στο καταστατικό της ΕΚΤ, αλλά σε περίπτωση που

υπάρχει κάποια ανάγκη η ΕΚΤ έχει την δυνατότητα να ζητήσει περισσότερα

συναλλαγματικά διαθέσιμα, τα οποία όμως δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα 50

δισεκατομμύρια ευρώ.

Η ΕΚΤ έχει αυξημένες αρμοδιότητες και εξουσίες οι οποίες είναι οι εξής:

Ορίζει τα ελάχιστα αποθεματικά των κεντρικών τραπεζών καθώς και τα

επιτόκια γι αυτά τα αποθεματικά.

54

Σε περίπτωση που διαπιστωθεί παραβίαση των κανονισμών ή των αποφάσεων

της από κάποια επιχείρηση η οποία συνεργάζεται με την ΕΚΤ, τότε έχει το

δικαίωμα να επιβάλλει στην επιχείρηση αυτή πρόστιμο και άλλες χρηματικές

ποινές.

Για να δει κατά πόσο έχουν διεκπεραιωθεί οι αποστολές της, μπορεί να

συλλέγει στατιστικές πληροφορίες.

Επιτρέπει, σύμφωνα με το αποκλειστικό δικαίωμα που έχει, την έκδοση

τραπεζογραμματίων σε ευρώ που μπορεί να γίνει είτε από την ίδια την ΕΚΤ

είτε από τις κεντρικές τράπεζες. Τα κέρματα σε ευρώ εκδίδονται από τις

εθνικές κεντρικές τράπεζες, ύστερα πάντα από έγκριση της ΕΚΤ.

Η ΕΚΤ μπορεί να εκφέρει την γνώμη της απέναντι στα ευρωπαϊκά όργανα

σχετικά με τα θέματα που εκπίπτουν στις αρμοδιότητές της.

Η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασίζεται πάνω στην ανεξαρτησία

της ΕΚΤ. Κι αυτό γιατί το νόμισμα είναι πολύ σοβαρό πράγμα και δεν πρέπει να

αφήνεται στους πολιτικούς, οι οποίοι υπό την πίεση της ανεργίας, τίθενται στον

πειρασμό να χειριστούν την συναλλαγματική τιμή του νομίσματος ή τα επιτόκια, σαν

εργαλείο για την ανάκαμψη της οικονομίας.1

Από την μεριά του το ΕΣΚΤ συμπεριλαμβάνει όλες τις κεντρικές τράπεζες τόσο των

κρατών μελών της ΟΝΕ, όσο και εκείνες που οι χώρες τους δεν συμμετέχουν στην

ΟΝΕ. Όπως είπαμε και προηγουμένως, σαν βασικό στόχο το ΕΣΚΤ έχει την

διατήρηση της σταθερότητας των τιμών καθώς και την στήριξη των κοινών

οικονομικών πολιτικών. Τα βασικά του καθήκοντα είναι:

Η χάραξη και η εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής που καθορίζει η

Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η διενέργεια πράξεων συναλλάγματος, όπως καθορίζεται μέσα από την

συνθήκη του Μάαστριχτ.

Η κατοχή και η διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων των κρατών

μελών.

Η προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών.

1 Ν. Μούσης, «Ευρωπαϊκή Ένωση», Δίκαιο Οικονομία και Πολιτική, 10

η αναθεωρημένη έκδοση,

Αθήνα 2003, σ. 126

55

3.4.3 Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ (ΕΝΣ 2).

Ο μηχανισμός αυτός άρχισε να υφίσταται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και στην

ουσία αντικατέστησε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ). Η βασική του

αρμοδιότητα είναι η σύνθεση των νομισμάτων των κρατών μελών που δεν

συμμετέχουν στην ΟΝΕ, με το ευρώ. Με τον τρόπο αυτό στην ουσία βοηθάει τα

κράτη μέλη που είναι εκτός της ΟΝΕ να ακολουθήσουν μια πολιτική σταθερότητας,

με αποτέλεσμα να ενισχύσουν την σύγκλιση κι έτσι να υιοθετήσουν κάποια στιγμή

το ενιαίο νόμισμα, δηλαδή το ευρώ. Επίσης ο μηχανισμός βοηθάει όλα τα κράτη

μέλη να μην δέχονται μεγάλες πιέσεις σε ότι αφορά την αγορά συναλλάγματος. Για

τα κράτη μέλη που δεν ανήκουν στην ΟΝΕ υπάρχει καθορισμένη μια ισοτιμία των

νομισμάτων τους με το ευρώ. Για τα νομίσματα αυτά, καθορίστηκαν κεντρικές

ισοτιμίες σε σχέση με το ευρώ, με περιθώριο διακύμανσης 15% εκατέρωθεν. Το

περιθώριο αυτό μπορεί να γίνει στενότερο στην περίπτωση που το ενδιαφερόμενο

κράτος εκτός της ζώνης του ευρώ το ζητήσει ύστερα από αίτηση.

3.4.4 Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ (ΟΔΕ).

Με την αρχή του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ η Νομισματική Επιτροπή

αντικαταστάθηκε από την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή (ΟΔΕ). Το κάθε

κράτος μέλος , η ΕΚΤ και η Επιτροπή έχουν το δικαίωμα να διορίζουν μέχρι και δύο

άτομα στην ΟΔΕ. Σύμφωνα με το καταστατικό της η ΟΔΕ προετοιμάζει τις εργασίες

του Συμβουλίου σε ότι αφορά την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ

και είναι στην ουσία ο ενδιάμεσος κρίκος του Συμβουλίου και της ΕΚΤ. Οι βασικές

της αρμοδιότητες είναι:

Ύστερα από αίτηση της Επιτροπής και του Συμβουλίου ή και με δική της

πρωτοβουλία, μπορεί να διατυπώνει την γνώμη της σε θέματα που αφορούν

τα όργανα αυτά.

Αφού παρακολουθήσει την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση

των κρατών μελών, συντάσσει εκθέσεις που απευθύνονται στην Επιτροπή ή

στο Συμβούλιο όπου διευκρινίζονται κυρίως οι χρηματοπιστωτικές σχέσεις

των κρατών αυτών με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς.

Η ΟΔΕ συμβάλλει στην προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου σε

θέματα που αφορούν την ΟΝΕ.

56

Εξετάζει τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο, την κατάσταση στους τομείς της

ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και της ελευθερίας πληρωμών. τα

αποτελέσματα της έρευνας αυτής τα συντάσσει σε μορφή έκθεσης και τα

καταθέτει στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο.

3.4.5 Ο ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ

Ο νέος θεσμός του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή εμφανίστηκε για πρώτη φορά με την

συνθήκη του Μάαστριχτ. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής είναι στην ουσία ο

συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους πολίτες και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η θητεία του είναι πενταετής και υπάρχει

δυνατότητα ανανέωσής της. Η θητεία του αντιστοιχεί στην διάρκεια της

κοινοβουλευτικής περιόδου. Η βασική του αρμοδιότητα είναι να λαμβάνει και να

ερευνά καταγγελίες από τους πολίτες και από τις επιχειρήσεις. Βοηθά να

αποκαλυφθούν κρούσματα «κακής διοίκησης» στην δράση των ευρωπαϊκών

οργάνων ή οργανισμών. «Κακή διοίκηση» σημαίνει ανεπιτυχής ενέργεια ή

παράλειψη - με άλλα λόγια, ένα όργανο της Ένωσης παραλείπει να κάνει κάτι που θα

έπρεπε να κάνει, ή δεν το κάνει σωστά, ή κάνει κάτι που δεν θα έπρεπε να κάνει.

Ακολουθούν μερικά παραδείγματα κακής διοίκησης:

άδικη μεταχείριση

διακρίσεις

κατάχρηση εξουσίας

παράλειψη ή άρνηση ενημέρωσης

αναιτιολόγητη καθυστέρηση

Ο Διαμεσολαβητής μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τα θεσμικά όργανα της

Ένωσης και να διαβιβάζει οποιοδήποτε θέμα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτως

ώστε να αναλαμβάνει οποιαδήποτε πολιτική δράση απαιτείται.

Ο Διαμεσολαβητής ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία και αμεροληψία.

Δεν ζητά ούτε δέχεται υποδείξεις από καμία κυβέρνηση ή οργανισμό. Επίσης, κατά

τη διάρκεια της θητείας του, δεν μπορεί να ασκεί καμία άλλη επαγγελματική

δραστηριότητα. Ο κ. Νικηφόρος Διαμαντούρος διορίστηκε στη θέση του

Διαμεσολαβητή τον Απρίλιο 2003.

57

Κάθε πολίτης ή επιχείρηση που ανήκουν στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει το δικαίωμα να υποβάλλει την καταγγελία του στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή,

αφού προηγουμένως έχει έρθει σε επαφή με το αρμόδιο όργανο, αλλά δεν έχει λάβει

κάποιο αποτέλεσμα από την επαφή αυτή. Η καταγγελία πρέπει να υποβληθεί στον

Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή μέσα σε δύο έτη από την ημερομηνία που διαπιστώθηκε η

πράξη «κακής διοίκησης». Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής θα ερευνήσει το θέμα μόνο

στην περίπτωση που δεν έχει κινηθεί δικαστική διαδικασία. Στην περίπτωση που ο

Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής αναλάβει να ερευνήσει κάποια υπόθεση, τότε ζητάει από

τα αρμόδια θεσμικά όργανα όλα τα στοιχεία που του είναι απαραίτητα για την

διεξαγωγή της έρευνας. Τα θεσμικά όργανα είναι υποχρεωμένα να του

παραχωρήσουν όλα τα στοιχεία εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. Αν ο Ευρωπαίος

Διαμεσολαβητής εξακριβώσει περίπτωση «κακής διοίκησης», τότε ενημερώνει το

αρμόδιο όργανο και του απευθύνει σχέδιο συστάσεων. Το όργανο έχει προθεσμία

τριών μηνών για να εκθέσει λεπτομερώς τη γνώμη του για το θέμα. Στην συνέχεια, ο

Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής διαβιβάζει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και

προς το οικείο όργανο και ενημερώνει τον καταγγέλοντα για την πορεία των ερευνών

του. Γενικά ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής συντάσσει μία ετήσια έκθεση που περιέχει

όλα τα αποτελέσματα των ερευνών του και την καταθέτει σε καθορισμένο χρόνο στο

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

3.4.6 ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ (ΕΕΠΔ).

Η θέση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) δημιουργήθηκε για

πρώτη φορά το 2001, με σχετικό άρθρο της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής

Κοινότητας.

Ο ΕΕΠΔ και ο αναπληρωτής ΕΕΠΔ διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και

το Συμβούλιο. Η θητεία τους είναι διάρκειας πέντε ετών και υπάρχει η δυνατότητα

ανανέωσης της. Ο ΕΕΠΔ βοηθείται από μια γραμματεία την οποία ορίζει ο ίδιος και

εργάζεται αποκλειστικά για αυτόν. Κάθε χρόνο συντάσσει μια έκθεση με τα

αποτελέσματα των ερευνών του, την οποία και αποστέλλει σε όλα τα όργανα της

Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ΕΕΠΔ καθώς και η γραμματεία δρουν ανεξάρτητα και δεν

δέχονται εντολές από κανέναν. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μπορεί να πάψει τον

ΕΕΠΔ και τον αναπληρωτή ΕΕΠΔ σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να

εκτελέσει τα καθήκοντά του ή δεν τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο.

58

Η βασική αρμοδιότητα του ΕΕΠΔ είναι η διασφάλιση των πολιτών στην ιδιωτικότητα

κατά την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων από τα όργανα της

Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή όταν τα όργανα επεξεργάζονται τα προσωπικά

δεδομένα ενός συγκεκριμένου προσώπου, πρέπει να σέβονται την ιδιωτική του ζωή.

Ο ΕΕΠΔ διασφαλίζει αυτή την υποχρέωση και προβαίνει στην παροχή συμβουλών

προς τα όργανα επί παντός θέματος που άπτεται της επεξεργασίας προσωπικών

δεδομένων. Υπάρχουν αυστηροί κανόνες που αφορούν την ιδιωτικότητα των

προσωπικών στοιχείων. Εκτός από κάποιες περιπτώσεις, τα όργανα δεν έχουν κανένα

δικαίωμα να επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα που αφορούν τη φυλετική

καταγωγή των πολιτών, τα πολιτικά τους φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές

πεποιθήσεις τους ή τη συμμετοχή τους σε συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ακόμη δεν

μπορούν να επεξεργαστούν δεδομένα που αφορούν θέματα υγείας και σεξουαλικής

ζωής, εκτός από την περίπτωση που τα στοιχεία αυτά κριθούν απαραίτητα για

υγειονομική περίθαλψη. Όμως και σε αυτή την περίπτωση η επεξεργασία πρέπει να

γίνεται από επαγγελματίες που έχουν ορκιστεί να τηρούν το απόρρητο. Το 2004,

ορίστηκε ως ΕΕΠΔ ο κύριος Peter Hustinx και ως αναπληρωτής επόπτη ο κύριος

Joaquin Bayo Delgado.

59

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση είναι γεγονός. Το ενιαίο νόμισμα κυκλοφορεί

στις χώρες που είναι μέλη της ΟΝΕ τα τελευταία πέντε χρόνια. Με μια επίσημη

έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φαίνεται η πορεία της ΟΝΕ μέσα σε αυτά τα

πέντε χρόνια.

Σύμφωνα με την έκθεση αυτή λοιπόν, υπογραμμίζεται η θετική συμβολή του ενιαίου

νομίσματος στην μακροοικονομική σταθερότητα καθώς και ο ουσιαστικός του ρόλος

στην επιτάχυνση της οικονομικής ολοκλήρωσης στην Ευρώπη.

Στην έκθεση επισημαίνεται ότι η μακροοικονομική σταθερότητα, που αποτελεί το

βασικό μέσο συμβολής της ΟΝΕ στην ανάπτυξη και στην απασχόληση,

διασφαλίστηκε, σε γενικές γραμμές, κυρίως αν ληφθούν υπόψη οι πολυάριθμοι

εξωτερικοί κραδασμοί που έπληξαν τη ζώνη του ευρώ από το 1999. Επιπλέον, οι

καταστροφικές συνέπειες των εντάσεων μεταξύ των κρατών μελών γύρω από τις

συναλλαγματικές ισοτιμίες - που συχνά, κατά το παρελθόν συνόδευαν τις διεθνείς

κρίσεις - έχουν εξαλειφθεί. Η ΕΚΤ εφάρμοσε με επιτυχία μια νομισματική πολιτική

που οδήγησε στη σταθερότητα των τιμών και ανταποκρίθηκε αποτελεσματικά στις

μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες.

Σε δημοσιονομικό επίπεδο αναφέρεται ότι δεν υπήρξε επιστροφή στις χαλαρές

πολιτικές του παρελθόντος, αν και η συνεχής βελτίωση των δημοσιονομικών θέσεων

διακόπηκε, κυρίως, εξαιτίας των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης. Υπογραμμίζεται

επίσης ότι το ευρώ διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην επιτάχυνση του ρυθμού της

οικονομικής ολοκλήρωσης στην Ευρώπη και υπάρχουν ενδείξεις ότι οδήγησε σε

αύξηση των συναλλαγών μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ, καθώς επίσης και

στην προώθηση της ολοκλήρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ευρώπη.

Η έκθεση θέτει παράλληλα πέντε βασικούς στόχους:

Αντιμετώπιση των αιτιών του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης:

Οι μακροοικονομικές πολιτικές δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσουν τις βασικές

διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας,

που είναι απαραίτητες για την αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης και την ενίσχυση

της ικανότητας της ζώνης του ευρώ να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότητα

τυχόν μελλοντική κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Είναι απογοητευτικό

60

το γεγονός ότι η καθιέρωση του ευρώ δεν συνοδεύτηκε από επιτάχυνση του

ρυθμού των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Προετοιμασία για τις οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις της

δημογραφικής γήρανσης:

Οι κυβερνήσεις είναι αναγκαίο να επιτύχουν ένα σημαντικά ταχύτερο ρυθμό

μείωσης του χρέους και αύξησης της απασχόλησης, ενώ παράλληλα θα πρέπει να

μεριμνούν για την κατάλληλη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος

και του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης.

Επιτυχής ολοκλήρωση της διαδικασίας διεύρυνσης:

Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη στήριξη της μακροοικονομικής σταθερότητας

και στη διευκόλυνση της πορείας προς την υιοθέτηση του ευρώ.

Μακροπρόθεσμος στόχος είναι η διαχείριση των όλο και μεγαλύτερων

οικονομικών διαφορών μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν στη διευρυμένη

ζώνη του ευρώ.

Ενίσχυση του πλαισίου συντονισμού των οικονομικών και δημοσιονομικών

πολιτικών:

Απαιτείται η εφαρμογή μιας περισσότερο προληπτικής προσέγγισης για τον

έγκαιρο εντοπισμό των δυσκολιών στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, και,

κυρίως, η βούληση των κρατών μελών να τηρούν τις υποχρεώσεις που

αναλαμβάνουν σε επίπεδο Ε.Ε.

Βελτίωση της εξωτερικής εκπροσώπησης της ζώνης του ευρώ:

Η ύπαρξη μιας ενιαίας και αποτελεσματικής εκπροσώπησης της ζώνης του ευρώ

αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη προώθηση των συμφερόντων της σε διεθνές

επίπεδο.

Με την έκθεση αυτή η Επιτροπή δείχνει όλα τα θετικά στοιχεία που επέφερε η

δημιουργία της ΟΝΕ και η χρησιμοποίηση του ευρώ, αλλά και όλα τα αρνητικά

στοιχεία που προέκυψαν.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ

ΕΚΑΧ: Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα

ΕΟΚ: Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα

ΕΚΑΕ: Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας

ΕΖΕΣ: Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών

ΕΕ: Ευρωπαϊκή Ένωση

ΟΝΕ: Οικονομική και Νομισματική Ένωση

ΕΚ: Ευρωπαϊκή Κοινότητα

ΣΕΕ: Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση

ΕΝΙ: Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα

ΕΚΤ: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

ΚΕΠΠΑ: Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας

ΣΕΚ: Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

ΟΚΕ: Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή

ΕΕΠ: Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη

Coreper: Comite des Representants Permanents

ΕΤΕ: Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων

ΕΝΣ: Ενιαίο Νομισματικό Σύστημα

ECU: European Currency Unit

ΕΚΤ: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

ΕΣΚΤ: Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών

ΔΝΤ: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

ΕΕΠΔ: Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΒΙΒΛΙΑ

1. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Α. ΘΕΟΔΩΡΟΣ

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση».

Θεσμοί και πολιτικές.

Εκδόσεις Σταμούλη.

Αθήνα – Πειραιάς 1995

2. Π. Κ. ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗΣ

Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση

Θεωρία – Διαπραγμάτευση.

Θεσμοί και Πολιτικές.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η Ελλάδα.

Β’ Έκδοση.

Εκδόσεις Θεμέλιο.

Βιβλιοθήκη Ευρωπαϊκών Θεμάτων 1995.

3. ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ – ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ

«Η ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Θεσμικές πολιτικές και οικονομικές πτυχές.

Εκδόσεις Θεμέλιο.

Βιβλιοθήκη Ευρωπαϊκών Θεμάτων 1995.

4. ΝΙΚΟΣ ΜΟΥΣΗΣ

«Εγχειρίδιο Ευρωπαϊκής Πολιτικής».

Εκδόσεις Παπαζήση.

Αθήνα 2000.

5. ΝΙΚΟΣ ΜΟΥΣΗΣ

«Ευρωπαϊκή Ένωση. Δίκαιο, οικονομία, πολιτική».

9η Αναθεωρημένη Έκδοση.

Εκδόσεις Παπαζήση.

Αθήνα 2001.

6. ΝΙΚΟΣ ΜΟΥΣΗΣ

«Ευρωπαϊκή Ένωση. Δίκαιο, οικονομία, πολιτική».

63

10η Αναθεωρημένη Έκδοση.

Εκδόσεις Παπαζήση.

Αθήνα 2003.

7. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΣΤΕΦΑΝΟΥ

« Η θεσμική μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Εκδόσεις Παπαζήση

Αθήνα 1996

ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΤΥΠΟΣ

Οικονομικός Ταχυδρόμος

«Η Συνθήκη του Άμστερνταμ»

9 Οκτωβρίου 1997

Σελ. 3- 14

Το Βήμα

Ένθετο: «Le Monde»

Αρθρογράφος: Lukas Delattre

« Όλοι οι άνθρωποι του νομίσματος»

Οκτώβριος 1999

Το Βήμα

Ένθετο: «Το Βήμα της Ευρώπης»

Αρθρογράφος: Διονύσιος Σταμπογλής

«Τι σημαίνει για την Ευρώπη η Συνθήκη του Άμστερνταμ»

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 199

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ

http:// europa.eu.int

http:// europa.eu.int/futurum/forum_convention/index_el.htm

http:// europa.eu.int/institutions/ombudsman/index_el.htm

http:// europa.eu.int/institutions/edps /index_el.htm

http:// europa.eu.int/institutions/parliament/index_el.htm

www.business2005.gr/eC_NewsItem.asp?id=9699&lg=GR

64