pernoamparizacellar.files.wordpress.com · Περιεχόμενα 6.1 Ποσοστά...

308

Transcript of pernoamparizacellar.files.wordpress.com · Περιεχόμενα 6.1 Ποσοστά...

1 α ν α σ τόχάσ ύοο -ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ

ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΑΡΒΕΪ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ

Ιστορία και παρόν

1

ΣΕΙΡΑ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

ΟΥΙΛΙΑΜ ΓΚΡΕΪΝΤΕΡ Ο μανιακός καπιταλισμός

(Ο καπιταλισμός που καταβροχθίζει τα παιδιά τον)

ΣΤΙΒΕΝ Μ. ΓΟΥΟΛΤΣτρατηγικές αντίστασης στην ηγεμονία

των ΗΠΑ ΑΜΙΤΑΪ ΕΤΖΙΟΝΙ

Η κοινωνία της υπευθυνότητας (Κοινωνικότητα και ατομισμός)

ΤΕΡΥ ΙΓΚΛΕΤΟΝΟι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας

ΜΑΙΚΛ ΙΓΚΝΑΤΙΕΦ Τα ανθρώπινα δικαιώματα

ως πολιτική και ως ειδωλολατρία ΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΓΓΕΛΣ

Ο γαλαξίας του διαδικτύου (Στοχασμοί για το διαδίκτυο,

τις επιχειρήσεις και την κοινωνία) ΡΟΜΠΕΡΤ ΚΕΪΓΚΑΝ

Παράδεισος και εξουσία (Η Αμερική και η Ευρώπη

στη Νέα Τάξη Πραγμάτων) ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΛΑΨΗΣ (Επιμέλεια)

Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο

(Ένας οικουμενικός διάλογος)ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ

Παγκοσμιοποίηση (Η ιστορική θέση, το μέλλον

και η πολιτική σημασία)Το ενεργητικό δημοκρατικό κράτος (Εθνικό κράτος και παγκοσμιοποίηση)

ΠΩΛ ΚΡΟΥΓΚΜΑΝΗ μεγάλη κάμψη

(Η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης) Θεωρητικός από σύμπτωση (και άλλα αποσπάσματα από

μια άχαρη επιστήμη)ΠΙΕΡ ΛΑΣΚΟΥΜ

Διαφθορά ΝΙΚΟΣ ΛΕΑΝΔΡΟΣ

Το διαδίκτυο (Ανάπτυξη και αλλαγή)

ΤΟΜΑΣ ΜΑΓΕΡ Η πολιτική ως θέατρο

(Η νέα εξουσία της ηθοποιίας)

ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΜΠΑΡΜΠΕΡ Ο κόσμος των Mac

κόντρα στους Τζιχάντ (Η παγκοσμιοποίηση και ο φονταμενταλιομός εχθροί της δημοκρατίας και της ελευθερίας)

ΟΥΛΡΙΧ ΜΠΕΚ Τι είναι παγκοσμιοποίηση;

(Λανθασμένες αντιλήψεις και απαντήσεις) Ελευθερία ή καπιταλισμός

(Συζητήσεις με τον Γιοχάνες Βάμ) ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΡΑΟΥΝ

Η δικτατορία στον κυβερνοχώρο (Το τέλος της δημοκρατίας στην εποχή

της πληροφορικής)ΧΕΡΦΡΙΝΤ ΜΥΝΚΛΕΡ

Οι νέοι πόλεμοι(Νέοι εχθροί και νέες μορφές πολέμου)

ΜΑΙΚΛ ΟΥΟΛΖΕΡ Περί ανεκτικότητας

(Για τον εκπολιτισμό της διαφοράς) ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΣΑΣΟΥΝ

ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ Ανάπτυξη και σταθεροποίηση (Α τόμος)

Κρίση και προοπτικές (Β' τόμος) ΑΜΑΡΤΥΑ ΣΕΝ

Για την ηθική και την οικονομία Επανεξετάζοντας την ανισότητα

Η ανάπτυξη ως ελευθερία ΚΡΙΣ ΚΑΙ ΤΣΑΡΛΣ ΤΙΛΥ

Η εργασία στον καπιταλισμό NOAM ΤΣΟΜΣΚΙ

Οι έχοντες και οι μη κατέχοντες (Οι κοινωνικοί αγώνες σήμερα)

Κέρδος και πολίτης (Νεοφιλελευθερισμός και παγκόσμια τάξη)

Εκπαίδευσηχωρίς ελευθερία και κρίση

(Νεοφιλελευθερισμός και παγκόσμια τάξη) Η αρχιτεκτονική της γλώσσας

ΦΡΕΝΤ ΧΑΛΙΝΤΕΪ Ο κόσμος μετά το 2000

ΓΙΟΥΡΓΚΕΝ ΧΑΜΠΕΡΜΑΣ Η διάσπαση της Δύσης

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΑΡΒΕΪ Ο νέος ιμπεριαλισμός Νεοφιλελευθερισμός (Ιστορία και παρόν)ΓΙΟΡΓΚ ΧΟΥΦΣΜΙΝΤΠολιτική οικονομία

των χρηματιστηριακών αγορών

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΑΡΒΕΪ

ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣΙστορία και παρόν

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΛΑΒΑΝΟΥ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

® Copyright David Harvey, 2005. A Brief History o f Neoliberalism was originally published in English in 2005. This translation is published by arrangement with Oxford University Press.

® Copyright Ντέιβιντ Χάρβεϊ, 2005. Νεοφιλελευθερισμός. Ιστορία και παρόν πρωτοεκδόθη- κε με τον τίτλο Μια σύντομη ιστορία του Νεοφιλελευθερισμού στα αγγλικά το 2005. Η πα­ρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία του Oxford University Press.

° Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2006

Έτος 1ης έκδοσης: 2007

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρό­πο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου καί γενικότερα της όλης αι­

τούν. 2Γ21/1993. ,ζ ,μΕφ b' n 6 ^ η ^ ζ’ ^ μετ y t ° '

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: David Harvey, A Brief History o f Neoliberalism

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.Ζαλόγγου 11,106 78 Αθήνα ® 210-330.12.08 - 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: [email protected]

www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-4526-1

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Κατάλογος Σχημάτων και Π ινάκω ν.................................................. 8Ευχαριστίες.......................................................................................... 9

Καπιταλιστική ανασυγκρότηση και νεοφιλελευθερισμόςΠρόλογος τον Ν. Κ οτζιά ...................................................................... 11Εισαγωγή ............................................................................................ 231. Η Ελευθερία είναι απλώς μία ακόμη λέξη...................................... 292. Η οικοδόμηση συναίνεσης.............................................................. 683. Το νεοφιλελεύθερο κράτος.............................................................. 974. Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση................................................ 1245. Νεοφιλελευθερισμός «με κινεζικά χαρακτηριστικά».................... 1626. Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο ................................................ 2007. Η προοπτική της ελευθερίας.......................................................... 237

Βιβλιογραφία ....................................................................................... 265Σημειώσεις............................................................................................ 277Ευρετήριο ............................................................................................ 291

Νεοφιλελευθερισμός

ΣΧΗΜ ΑΤΑ Κ Α Ι Π ΙΝ Α Κ ΕΣ

1.1 Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970: πληθωρισμόςκαι ανεργία στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, 1960-1987 .................. 40

1.2 Το κραχ του πλούτου της δεκαετίας του 1970: μερίδιο περιουσιακών στοιχείων που κατέχειτο ανώτερο 1% του πληθυσμού των ΗΠΑ, 1922-1998 .............. 42

1.3 Η παλινόρθωση της ταξικής ισχύος: το μερίδιοτου ανώτερου 0,1% του πληθυσμού στο εθνικό εισόδημα,ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία, 1913-1998 ...................................... 43

1.4 Η συγκέντρωση πλούτου και εισοδηματικής δύναμης στις ΗΠΑ: αμοιβή διευθυνόντων συμβούλων στις ΗΠΑ σε σχέση με τους μέσους μισθούς 1970-2003 και μερίδιαπλούτου των πλουσιότερων οικογενειών, 1982-2002 ................ 44

1.5 Το «σοκ Βόλκερ»: μεταβολές του πραγματικούεπιτοκίου, ΗΠΑ και Γαλλία, 1060-2001 ...................................... 50

1.6 Η επίθεση στους εργαζόμενους: πραγματικοί μισθοίκαι παραγωγικότητα στις ΗΠΑ, 1960-2000 ................................. 51

1.7 Η φορολογική επανάσταση των ανώτερων τάξεων: φορολογικοί συντελεστές των ΗΠΑ για τις υψηλότερες και τις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες,1913-2003 ....................................................................................... 53

1.8 Τα πλεονάσματα που αποσπάστηκαν από το εξωτερικό: ποσοστό απόδοσης ξένων και εγχωρίων επενδύσεωνστις ΗΠΑ, 1960-2002 ..................................................................... 58

1.9 Η εισροή φόρου υποτέλειας στις ΗΠΑ:κέρδη και κεφαλαιακό εισόδημα από τον υπόλοιποκόσμο σε σχέση με τα εγχώρια κέρδη ...................................... 58

4.1 Παγκόσμια διάταξη άμεσων ξένων επενδύσεων, 2000 ............. 1294.2 Η διεθνής κρίση του χρέους των ετών 1982-1985 ...................... 1334.3 Η απασχόληση στους μείζονες τομείς maquila

στο Μεξικό 2000 ................................................................................ 1414.4 Η Νότια Κορέα εξαπλώνεται στο εξωτερικό:

άμεσες ξένες επενδύσεις, 2000 .......................................................... 1495.1 Η γεωγραφία του ανοίγματος της Κίνας στις ξένες

επενδύσεις τη δεκαετία του 1980 .................................................... 1755.2 Αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα στην Κίνα: αγροτικές

και αστικές περιοχές, 1985-2000........................................................ 189

8

Περιεχόμενα

6.1 Ποσοστά παγκόσμιας οικονομικής μεγέθυνσης, ετήσιακαι ανά δεκαετίες, 1960-2003 ...................................................... 203

6.2 Η ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου: καθαρή αξία και ποσοστά κέρδους γιατις χρηματιστικές και μη χρηματιστικές εταιρείεςστις ΗΠΑ, 1960-2001 ..................................................................... 207

7.1 Η επιδεινούμενη θέση των ΗΠΑ στις παγκόσμιες ροές κεφαλαίου και ιδιοκτησίας, 1960-2002: εισροή και εκροή επενδύσεων στις ΗΠΑ και μεταβολή στα μερίδια ξένης ιδιοκτησίας........................................................................ 246

Π ΙΝ Α Κ Ε Σ

5.1 Μέτρα κεφαλαιακών εισροών: ξένα δάνεια, άμεσες ξένεςεπενδύσεις και εργολαβικές συμμαχίες, 1979-2002 .................... 167

5.2 Μεταβολή στη δομή της απασχόλησης στην Κίνα, 1980-2002 ... 172

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Τα Σχήματα 4.1,4.3,4.4 και 5.1 αναπαράγονται με την ευγενική άδεια του Guilford Press από το βιβλίο του Ρ. Dicken, Global Shift: Reshaping the Global Economic Map in the 21st Century, 4η έκδοση, 2003.To Σχήμα 1.3 αναπαράγεται με την ευγενική άδεια των περιοδικών του MIT Press από το άρ­θρο των Thomas Piketty και Emmanuel Saez, «Income Inequality in the United States, 1913- 1988», The Quarterly Journal o f Economics 118:1 (Φεβρουάριος, 2003).To Σχήμα 5.2 αναπαράγεται με την ευγενική άδεια του J. Perloff, από το Wu, X. και Perloff, J., China’s Income Distribution over Time: Reasons for Rising Inequality. CUDARE Working Pa­pers 977.To Σχήμα 6.1 αναπαράγεται με την ευγενική παραχώρηση ταυ Verso Press από το R. Pollin, Contours o f Descent, 2003.Τα Σχήματα 1.4,1.7,1.8.1.9 και 7.1 αναπαράγονται με την ευγενική άδεια του Gerard Dumenil και είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα http://www.cebremap.ens.fr/levy.Τα Σχήματα 1.2, 1.5 και 6.2 ανατυπώνονται με την άδεια του εκδότη από το βιβλίο Capital Resurgent: Roots o f the Neoliberal Revolution, των Gerard Dumenil και Dominique Levy, σε μτφρ. Dereck Jeffers, Κέιμπριτζ: Harvard University Press, κόπιραϊτ 2004, του προέδρου και των μελών του Κολεγίου του Χάρβαρντ.Το Σχήμα 4.2 αναπαράγεται με την ευγενική παραχώρηση του οίκου Blackwell Publishing, α­πό το S. Corbridge, Debt and Development, 1993.

9

Π ΡΟ Λ Ο ΓΟ Σ

jΚαπιταλιστική ανασυγκρότηση και νεοφιλελευθερισμός

του Νικου Κ ο τ ζ ια

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ TOY D. HARVEY ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ

στη σειρά «Αναστοχασμός». Το πρώτο αφορούσε τον «Νέο Ιμπερια­λισμό» και κυκλοφόρησε πριν από ένα χρόνο. Σε εκείνο το πρώτο βιβλίο,

ο γνωστός καθηγητής της Νέας Υόρκης έδειξε πως στο παλαιότερο σύ­στημα καπιταλιστικής συσσώρευσης προστίθεται το πιο σύγχρονο, εκεί­νο της συσσώρευσης μέσα από την αρπαγή. Μια διαδικασία που σε πολ­λά θυμίζει την πρωταρχική συσσώρευση όπως την περιέγραψε ο Κ. Μαρξ στα τελευταία κεφάλαια του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου (1954, 584-798). Ο Harvey υποστηρίζει ότι στις σύγχρονες συνθήκες αυτές οι δύο μέθοδοι αρπαγής, παλιάς και νέας, συνυπάρχουν και απαιτούν ανά­λογη συνύπαρξη των διαφορετικών ρευμάτων και κινημάτων που τις α­ντιμάχονται, τόσο του «παλιού» εργατικού κινήματος, σε όλες τις πολιτι­κές και συνδικαλιστικές παραλλαγές του, όσο και των νέων κινημάτων που αρθρώνονται γύρω από τη συσσώρευση μέσω της αρπαγής.

Το παρόν βιβλίο είναι μια εντυπωσιακή ανάλυση του νεοφιλελευθε­ρισμού και του ρεύματος που συγκροτήθηκε στην πρακτική πολιτική α­πό τους Θάτσερ και Ρέιγκαν, από αντιδραστικά-φασιστικά καθεστώτα όπως εκείνο του Πινοτσέτ, αλλά και από την ηγεσία της Ρωσίας της δε­καετίας του ’90 του προηγούμενου αιώνα, καθώς και εκείνης του Κο­μουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Η τελευταία μπόρεσε να κάνει έ­γκαιρα στροφή προς τον επιθετικό καπιταλισμό σε αντίθεση με το ΚΚΣΕ που και από την εξουσία απομακρύνθηκε, αλλά και δεν μπόρε­σε να αποτρέψει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, στις αρχές της δε­καετίας του 1990.1 Πολλά δε στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού ενσωμα-

1. Πέρα από όσα διεισδυτικά αναφέρονται στο παρόν βιβλίο (ιδιαίτερα στο Κεφά­λαιο 5), κατά τη γνώμη μου, η διαφορετική πορεία της ΕΣΣΔ από τη Λ.Δ. της Κίνας ο-

Νεοφιλελευθερισμός

χώθηκαν ακόμα και στις «κοινωνικές δημοκρατίες» όπως είναι οι σκανδιναβικές χώρες. Αποτέλεσαν δε το θεμέλιο των επιλογών των διεθνώς δρώντων θεσμών, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα, των παγκόσμιων αγορών και των υπερεθνικών ε­πιχειρήσεων.

Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΩΣ ΡΕΥΜΑ

Ο νεοφιλελευθερισμός είχε ως αφετηρία του τη σφαίρα της οικονομίας και των οικονομικών σχέσεων. Επεδίωξε, όμως, ταυτόχρονα, να μετα­φέρει τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις από την οικονομία στην πολιτική. Το ίδιο είχε συμβεί προηγούμενα και με τις θεωρίες της «ορθολογικής ε­πιλογής». Πρόκειται για ένα ρεύμα με έντονο οικονομισμό, που δεν κα­τανοεί ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένα ον χωρίς συναισθηματισμούς, δε­σμεύσεις, αξίες και αρχές. Οικονομισμός που υποθέτει ότι άνθρωπος γνωρίζει, σαν ηλεκτρονικό δικτυακό σύστημα, το σύνολο των πληρο­φοριών που υπάρχουν στον κόσμο και συνεχώς επιλέγει, σκεπτόμενος πλήρως ορθολογικά τις ανάγκες του, το τι πρέπει να πράξει τόσο στην αγορά αγαθών, όσο και στην κοινωνική του καθημερινότητα και στις πολιτικές του δραστηριότητες. Τέτοιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν στην κοινωνία και στην πολιτική, παρά μόνο ως «ιδεατά μοντέλα» για τη με­θοδολογική διερεύνηση πτυχών της πραγματικότητας.2 Για αυτό, δεν εί­

φείλεται σε τρεις παράγοντες. Πρώτον, το Κ. Κ. Κίνας λειτούργησε πολλαπλώς στη βά­ση της κινέζικης παράδοσης γραφειοκρατικών μηχανισμών, ιδιαίτερα των Μανδαρί­νων, των οποίων την ιστορική συνέχεια αποτελεί σήμερα. Αντίθετα, ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του ΚΚΣΕ ήταν δυσκίνητος και έφερε πάνω του τα χαρακτηριστικά της τσα­ρικής παράδοσης. Δεύτερον, ο κινέζικος καπιταλισμός στηρίχθηκε, τα τελευταία δεκα­πέντε χρόνια, σε Κινέζους επιχειρηματίες της διασποράς, που μετέφεραν επενδύσεις, τε­χνολογία, πείρα στην οργάνωση του καπιταλισμού πολύ μεθοδικά και με κατανόηση των κινέζικων ιδιαιτεροτήτων. Υπήρξαν δε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι κύριοι ε­πενδυτές, εκείνοι που αξιοποίησαν τα «κινέζικα ανοίγματα». Αυτοί σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση του Μακάο και του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα εμπότισαν τον κινέζικο καπιταλισμό με πείρα και προοπτική. Τέλος, το Κ.Κ. Κίνας, υπήρξε ουσιαστικά ο πρώ­τος μηχανισμός στη σύγχρονη ιστορία της, που την έβγαλε -ήδη από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60- από τις αυταπάτες της απομόνωσης στην εποχή της διεθνοποίησης, τη συνέδεσε με τον διεθνή περίγυρο και, τελικά, την εισήγαγε με νηφαλιότητα, έστω και α- ντιδημοκρατικά, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.

2. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πλέον σύγχρονες προσεγγίσεις στην κατεστημένη οικονο-

12

Πρόλογος

ναι τυχαίο ότι, στην πραγματικότητα, πουθενά δεν εφαρμόστηκε με πλη­ρότητα ο νεοφιλελευθερισμός. Και αυτό, τόσο διότι δεν υπάρχει μια θε­ωρητική καθαρότητα στο εσωτερικό του, όσο και διότι η θεωρητική του αντιφατικότητα συνοδεύεται από αντιφάσεις στην πράξη, καθώς και α­πό μια συνεχή αντίφαση ανάμεσα στις διακηρύξεις και στην πρακτική του. Οι δήθεν καθαρές διακηρύξεις εμποτίζονται σε μια κοινωνική πραγματικότητα που τις ευνουχίζει, στην καλύτερη για εκείνες περί­πτωση, και κατά κανόνα τις τροποποιεί και τις φέρνει στα μέτρα της. Πρόκειται για διαδικασία που εντοπίζει και εξηγεί ο συγγραφέας του παρόντος.

Ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί ένα ρεύμα εντός της οικονομίας που δεν ταυτίζεται ούτε με τον πολιτικό φιλελευθερισμό ούτε με το συντη­ρητισμό, αλλά ούτε και με το νεοσυντηρητισμό (για τη σχέση νεοφιλε­λευθερισμού και συντηρητισμού, βλ. αναλυτικότερα Κοτζιάς 1993). Ο πολιτικός φιλελευθερισμός αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τις δυνατό­τητες του ατόμου στα πλαίσια της κοινωνίας. Ο νεοφιλελευθερισμός α- ποκόπτει το άτομο από την κοινωνία και το κάνει καταναλωτή της α­γοράς. Το κάνει, όπως λέει στο καινούργιο του βιβλίο ο Β. Barber (2007), από άτομο-πολίτη άτομο-καταναλωτή. Η ελευθερία του πολίτη είναι μια ελευθερία ενάντια στις κρατικές παρεμβάσεις που διασφαλίζεται μέσα από ένα δεσμευτικό κοινωνικό συμβόλαιο. Η «ελευθερία» του κα­ταναλωτή είναι η υποταγή του στις απαιτήσεις της αγοράς σε συνάρτη­ση με το πραγματικό του εισόδημα. Η τυπική ισότητα που διασφαλίζε­ται νομικά δεσμευτικά, ακόμα και διά του συντάγματος, για τους πολί­τες αναιρείται από τα θεμέλια ανισότητας επί των οποίων δρα η αγορά. Ανισότητα στην πληροφόρηση, στη δυνατότητα εργασίας, στο διαθέσι­μο προς κατανάλωση εισόδημα. Ο νεοφιλελευθερισμός, σε αντίθεση με το συντηρητισμό, δεν επιδιώκει την εδραίωση κοινωνικών εξουσιών και ισχύος με την επίκληση παραδοσιακών δεσμών και θεσμών (όπως η οι­κογένεια και η εκκλησία) που συνοδέυσαν τον καπιταλισμό την εποχή της πρωταρχικής συσσώρευσης και αργότερα, αλλά είναι έτοιμος να σκορπίσει στους πέντε ανέμους κάθε κοινωνικό δεσμό και κάθε ιστορι­κό θεσμό, που δεν επιτρέπει την κατάκτηση όλων των σφαιρών ανθρώ-

μία, με την αξιοποίηση σύγχρονων εργαλείων και μετρήσεων, έχουν ανακαλύψει τη ση­μασία του ανθρώπινου παράγοντα έναντι της αγοράς και θέτουν στο επίκεντρο της με­λέτης τους όχι τις «καθαρές» αγορές, αλλά τη συμπεριφορά των ανθρώπων, τον πολιτι­σμό και τις εθνικές ιδιαιτερότητες (βλ. επί παραδείγματι Coyle 2007).

Νεοφιλελευθερισμός

πινης δράσης από τη «λογική» για περισσότερα κέρδη του κεφαλαίου. Ο νεοφιλελευθερισμός διακηρύττει την αρχή του καπιταλιστικού κέρ­δους όχι ως την καλύτερη αρχή για την οικονομία και μόνο, αλλά για κάθε δράση του ανθρώπου, εντός ή και εκτός της αγοράς. Προτίθεται, επιδιώκει και επιβάλλει τη συμπερίληψη στην αγορά και στους νόμους ισχύος που τη διέπουν κάθε ανθρώπινης δράσης. Παιδεία, υγεία, αστυ­νομία, φυλακές, όλες οι λειτουργίες του κράτους (όπως κοινωνικές και ασφάλειας), όλες οι απαραίτητες λειτουργίες για την αναπαραγωγή της κοινωνίας μπορούν να τεθούν, κατά τη γνώμη του, στην άμεση υπηρε­σία κεφαλαίων και αγορών, αρκεί τα πρώτα να διαβλέπουν δυνατότη­τα νέων κερδών σε αυτές και οι δεύτερες να έχουν «ωριμάσει» επαρκώς για να συμπεριλάβουν αυτές τις δράσεις στους κόλπους τους. Και αυτό γίνεται κατά κανόνα μέσα από την υπερεθνική δράση, πριν α π’ όλα α­πό τις παγκόσμιες αγορές.

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

Ο Χάρβεϊ επιδιώκει να ανασυγκροτήσει την κλασική πολιτική οικονο­μία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Τόσο στο βιβλίο του Ο νέος ι­μπεριαλισμός,3 όσο και στο παρόν βιβλίο, αναδεικνύει την πολιτική οι­κονομία του νεοφιλελευθερισμού. Τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπρο­σωπεί, τις αλλαγές που προωθεί. Τον Ντ. Χάρβεϊ δεν τον απασχολεί τό­σο η θεωρητική-ιδεολογική συνεκτικότητα του νεοφιλελευθερισμού και δεν μελετά διεξοδικά την ιδεολογική συνέπειά του. Εκείνο που αναζη­τά είναι οι λόγοι για τους οποίους το νεοφιλεύθερο θεώρημα υπήρξε το τσιμέντο ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης παραλλαγής του καπιταλισμού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Δεν θεωρεί το νεοφιλελευθερισμό έ­να απλό ιδεολόγημα που με ένα μυστηριώδη τρόπο μπόρεσε να κατα- κυριεύσει τον κόσμο. Αντίθετα, πιστεύει ότι εκφράζει δομικές ανάγκες και προσαρμογές του καπιταλισμού σε μια εποχή που υπερέβαινε τον ε­θνικό τρόπο οργάνωσής του.4 Δείχνει ότι αυτό το απαίτησαν με μια έν­

3. Σειρά Αναστοχασμός, Καστανιώτης, 2006.4. Και α π ’ αυτή τη σκοπιά, είναι σχετικά άδικη η κριτική που έγινε στον Harvey ότι

δεν ασχολήθηκε επαρκώς με την πολιτική θεωρητική συγκρότηση του ρεύματος του νε­οφιλελευθερισμού (όπως έκανε επί παραδείγματι ο Schwarzmantel 2007). Και αυτό διό­τι ο Νεοϋορκέζος καθηγητής επιδιώκει να απαντήσει στο πώς και γιατί μπόρεσε να κυ-

14

Πρόλογος

νοια οι ταξικές ανάγκες των κυρίαρχων ομάδων, πιο σωστά των νέων ι­σχυρότερων μερίδων τους.

Η πιο πάνω απαίτηση, βέβαια, στηριζόταν στις ίδιες τις ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου που σε συνδυασμό με τις δυνατότητες που διαμόρφωσαν οι νέες τεχνολογίες και οι κοινωνικοί συσχετισμοί (στους οποίους ασφαλώς εντάσσονται και οι κυριαρχίες στις ιδεολογικές αντι­θέσεις καθώς και τα κυρίαρχα discourse) οδήγησαν ή ορθότερα επέτρε­ψαν την ανασυγκρότηση του καπιταλισμού και την κυριαρχία, όπως τό­σο διεισδυτικά δείχνει ο Γ. Χούφσμιντ (2006), του χρηματιστηριακού κεφαλαίου.

Το χρηματιστηριακό κεφάλαιο δεν κυριαρχεί μόνο επί της κοινωνίας εν γένει, αλλά και επί των κεφαλαίων, ειδικότερα, που είναι επενδυμέ­να αποκλειστικά στη σφαίρα της παραγωγής. Πρόκειται για την κυ­ριαρχία των χρηματοπιστωτικών αγορών επί των αγορών εμπορευμά­των. Των υπερεθνικών επί του συνόλου των υπόλοιπων -κατά κανόνα εθνικά οργανωμένων- επιχειρήσεων, αλλά και επί των παλιού τύπου πολυεθνικών της εποχής της διεθνοποίησης.

Ο νεοφιλελευθερισμός είχε μακρά ιστορία ως ιδεολογικό ρεύμα, αλ­λά μπόρεσε να κυριαρχήσει μόνο αφ’ ης στιγμής οι αντικειμενικές συν­θήκες το επέτρεψαν. Τόσο διότι οι αναδιαρθρώσεις του συστήματος πίε­ζαν, όσο και διότι οι κυρίαρχες ελίτ έβλεπαν στο νεοφιλελεύθερο στρα­τήγημα ένα «εργαλείο» καθοδήγησης της δράσης τους, αλλά και δια­σφάλισης της συναίνεσης της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αυτό έγινε χάρη σε τρεις παράγοντες. Τον πρώτο τον υπογραμμίζει ο συγγραφέας, τον δεύτερο τον αναφέρει, τον τρίτο δεν τον συμπεριλαμβάνει στην α­νάλυσή του. Ο πρώτος είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίστηκε στο πεδίο της πολιτικής με συνθήματα κύρους, έχοντας ως σημαία του την ελευθερία και άλλες αξίες. Αξίες που τις έθεσε στην υπηρεσία συμφε­ρόντων τα οποία κάθε άλλο παρά τις εξυπηρετούσαν. Αυτή την αντί­φαση, νομίζω, μας τη δείχνει ο συγγραφέας του παρόντος με μεγάλη ε- νάργεια. Ο δεύτερος είναι το γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός μπόρε­σε να εμφανιστεί με τρόπο πειστικό ως ένα κλειστό σύστημα συνολικής λύσης των προβλημάτων που εμφάνιζε ο καπιταλισμός. Έτσι μπόρεσε να δώσει κοινωνική πλειοψηφία σε ένα σχέδιο μειοψηφικό. Επειδή δε

ριαρχήσει αυτό ίο ιδεολόγημα μέσα στην πρακτική και όχι τόσο τις ιστορικές-θεωρητι- κές αναφορές του παρά μόνο αν κάτι τέτοιο υπηρετεί τον κεντρικό στόχο που έχει θέσει.

Νεοφιλελευθερισμός

είχε αυτά τα δύο πλεονεκτήματα, μπόρεσε συχνά να εξυπηρετήσει τις α- νερχόμενες ομάδες των κυρίαρχων ομάδων (διευθυντές και ιδιοκτήτες των νέων ανερχόμενων μερίδων του κεφαλαίου) εις βάρος ακόμα και των συμφερόντων παλαιότερων μερίδων των κυριάρχων. Αυτό σημαί­νει ότι η ανασυγκρότηση του καπιταλισμού σήμανε και ανασυγκρότηση του ίδιου του μπλοκ των κυρίαρχων ομάδων στην κοινωνία. Ο τρίτος παράγοντας είναι ότι η Αριστερά, ιδιαίτερα έντονα στην Ελλάδα, δεν α- ντιλήφθηκε έγκαιρα τις αλλαγές που γίνονταν στο ίδιο το καπιταλιστι­κό σύστημα και την πολιτική αρένα. Δεν κατέγραψε την εμβέλεια της ι­δεολογίας του νεοφιλελευθερισμού.

Στη δεκαετία του ’90 ήταν λίγα και μικρά τα τμήματα της Αριστεράς που ασχολήθηκαν με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Είναι χαρα­κτηριστικό ότι στην Ελλάδα μόνο μια μικρή ομάδα ανθρώπων που εξέ­διδαν το περιοδικό Επιστημονική Σκέψη και αργότερα τη Διαλεκτική α­σχολήθηκε συστηματικά με τις μετατοπίσεις της ΝΔ από τη «λαϊκή Δε­ξιά» στη νεοφιλελεύθερη και με τη συνολική ανασυγκρότηση του ευρω­παϊκού καπιταλισμού, αλλά και του καπιταλισμού παγκοσμίως. Ως ο­λότητα, η ελληνική Αριστερά δεν αντιλήφθηκε τη νεοφιλελεύθερη μορ­φοποίηση της παγκοσμιοποίησης έγκαιρα ή, ακόμα χειρότερα, ταύτισε τη νεοφιλελεύθερη παραλλαγή της παγκοσμιοποίησης με τις ίδιες τις α­ντικειμενικές διαδικασίες που συμπεριλαμβάνονται στην παγκοσμιο­ποίηση. Με άλλα λόγια, δεν μπόρεσε να διαφοροποιήσει τις αντικειμε­νικές διαδικασίες από την υποκειμενική τους μορφοποίηση, τις νέες σχέ­σεις φύσης-ανθρώπου και τεχνολογικού τρόπου παραγωγής από την ε­πικυριαρχία τους από τον κυρίαρχο κοινωνικό τρόπο παραγωγής, τον καπιταλισμό, και τη σημερινή στρατηγική ανάπτυξή του, κυρίως το νεο­φιλελευθερισμό. Με αυτό τον τρόπο, η Αριστερά πέταξε μαζί με τα βρό­μικα νερά και το παιδί. Συνόδεψε την άρνηση στη νεοφιλελεύθερη πα­ραλλαγή του καπιταλισμού με την άρνηση να μελετήσει τα νέα φαινό­μενα της παγκοσμιοποίησης και της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Παρανοήσεις στην ανάλυση εκ μέρους μεγάλων τμημάτων της Αριστε- ράς οδήγησαν στην απόρριψη της αντικειμενικής πλευράς της παγκο­σμιοποίησης και στην καθυστερημένη ενασχόληση με την καπιταλιστι­κή ανασυγκρότηση. Σε πολιτικό επίπεδο, το τελευταίο έγινε, σχεδόν 20 χρόνια μετά τις πρώτες αναλύσεις της ομάδας του περιοδικού Επιστη­μονική Σκέψη.

Η καπιταλιστική ανασυγκρότηση αποτελεί μια στρατηγική η οποία αξιοποιεί την παγκοσμιοποίηση προς όφελος του κεφαλαίου, εις βάρος

ιό

Πρόλογος

των εργαζομένων. Προς όφελος του ιδιωτικού τομέα, εις βάρος του δη­μόσιου και με την ιδιοποίηση του τελευταίου από τον πρώτο. Στην κα­πιταλιστική ανασυγκρότηση, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αξιοποιεί τις δυνατότητες που διαμορφώνονται εις βάρος του κεφαλαίου που ε­πενδύεται στην άμεση παραγωγική διαδικασία. Ανακατανέμει εισοδή­ματα. Ό χι μόνο εις βάρος των φτωχών, αλλά και των μεσαίων στρωμά­των. Ανακατανέμει εισοδήματα υπέρ των τραπεζών και εις βάρος των μικροϊδιοκτητών της υπαίθρου και του κεφαλαίου που είναι επενδεδυ- μένο στη μεταποίηση. Εις βάρος των μερίδων του κεφαλαίου που κι­νούνται ακόμα σε εθνικό επίπεδο και υπέρ του υπερεθνικά κινούμενου κεφαλαίου, πριν α π’ όλα εκείνου που πραγματώνει τη συσσώρευσή του σε παγκόσμια κλίμακα και για αυτό το έχω χαρακτηρίσει ως το Παγκό­σμιο Κεφάλαιο (Κοτζιάς 2003). Είναι η λογική της επιβολής του «αόρα­του χεριού» των αγορών, από τις οποίες, βέβαια, είναι πολύ ορατό το ποιος κερδίζει και το ποιος χάνει. Σήμερα, εξάλλου, το «αόρατο χέρι» του καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού είναι πολύ ορατό στις ε­πιλογές και συνέπειές του. Συνολικά, ο συγγραφέας του παρόντος βι­βλίου, διεισδυτικά, αναδεικνύει τον τρόπο ισχυροποίησης μερίδων του κεφαλαίου εις βάρος άλλων. Την πολιτική συμμαχιών που ακολουθούν οι πρώτες. Με άλλα λόγια δείχνει τις ανακατατάξεις στο εσωτερικό του κυρίαρχου συγκροτήματος.

ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΥΤΟΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ

Το όλο μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού, όπως συχνά έχω γράψει, στη­ρίζεται σε αυτοματισμούς που δεν προκύπτουν με τη σαφήνεια που ε­κείνος υποθέτει και υποστηρίζει: Τα κέρδη στην αγορά δεν είναι δια­σφαλισμένο ότι είναι επαρκή κέρδη για τους επενδυτές και τους ιδιο­κτήτες κεφαλαίου. Ούτε είναι εγγυημένο ότι επενδύονται πάντα με τρό­πο ορθολογικό και αποτελεσματικό. Ούτε, επίσης, είναι σίγουρο ότι αυ­τό που είναι κέρδος για το μεμονωμένο κεφάλαιο, ή ακόμη και μεγάλες του μερίδες, είναι κέρδος για όλο το κεφάλαιο, και πολύ λιγότερο, κάθε άλλο, για την κοινωνία. Ακόμα και αν υπάρξουν κέρδη, ουδείς μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτά θα γίνουν πράγματι επενδύσεις και μάλιστα εντός του γεωγραφικού ορίζοντα στον οποίο παρήχθησαν. Αλλά και επενδύ­σεις να γίνουν, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές θα γίνουν αυτόματα με τρό­πο παραγωγικό και θα έχουν ως αναγκαστικό συνακόλουθο τη δημιουρ-

Νεοφιλελευθερισμός

για νέων θέσεων εργασίας. Συχνά, τα κέρδη από τη σφαίρα παραγωγής γίνονται επενδύσεις στις χρηματιστηριακές αγορές ή για την ιδιοποίηση ήδη υπάρχοντος υλικού πλούτου. Κατά συνέπεια, είναι πολύ αμφίβολο αν ισχύει ακόμα και εντός της καπιταλιστικής λογικής ο νεοφιλελεύθε­ρος αυτοματισμός, σύμφωνα με τον οποίο τα κέρδη του κεφαλαίου εί­ναι προς όφελος όλης της κοινωνίας.

Το πρόβλημα με το νεοφιλελευθερισμό δεν είναι μόνο ένα πρόβλημα κοινής λογικής στο επίπεδο της επιχειρηματολογίας, αλλά και ένα ζή­τημα πρακτικής εμπειρίας. Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση έδωσε ώ­θηση στην καπιταλιστική συσσώρευση και στη δυνατότητα αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών. Όμως, δεν έλυσε το πρόβλημα, και ούτε μπο­ρούσε, των κοινωνικών αντιθέσεων. Δημιούργησε καινούργιες και όξυ- νε παλαιότερες. Διεύρυνε το πρόβλημα της φτώχειας στο εσωτερικό α­κόμα και των μητροπόλεων του καπιταλισμού, αλλά επανέφερε στο διε­θνές προσκήνιο χώρες που εδώ και δύο αιώνες ήταν σε πτώση, όπως η Ινδία και η Λ. Δ. της Κίνας. Έδωσε προσωρινές λύσεις στη λειτουργία του συστήματος, αλλά, ταυτόχρονα, αποτελεί «επένδυση» για την όξυν- ση μεγάλων προβλημάτων της ανθρωπότητας. Η οικολογική κρίση εί­ναι πλέον παρούσα σε όλα τα μέτωπα. Νέες ασθένειες εμφανίζονται, ό­πως και νέες μορφές φτώχειας, ακόμα και αναλφαβητισμού. Πληθυ­σμοί δεν διαθέτουν ούτε καν τα στοιχειώδη, προκειμένου να διασφαλί­σουν την επιβίωσή τους.

ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Ο νεοφιλελευθερισμός απορρύθμισε τις λειτουργίες του συστήματος που θεωρήθηκαν ξένες προς αυτό και ως παραχώρηση στις όποιες αντισυ- στημικές δυνάμεις. Όμως, αυτή η απορρύθμιση ήταν προϊόν ρυθμίσεων. Τόσο του τρόπου απορρύθμισης και της υλοποίησής της, όσο και εμπέ­δωσής της. Δεν είναι τυχαίο ότι το κράτος του Ηνωμένου Βασιλείου, κα­θώς και των ΗΠΑ, κάθε άλλο παρά συρρικνώθηκε στην περίοδο κυ­ριαρχίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αυτό που πραγματικά έγινε ήταν ότι μετατοπίστηκαν τα κέντρα βάρους του κράτους και δημιουρ- γήθηκαν νέες ασυμμετρίες. Επιδιώχθηκε, χωρίς και να πραγματοποιη­θεί σε κάθε περίπτωση, ο περιορισμός των κρατικών λειτουργιών που προέκυψαν από τους κοινωνικούς συμβιβασμούς και επιδιώχθηκε η ε­νίσχυση εκείνων των μηχανισμών που αυξάνουν την ασφάλεια και διε-

ι8

Πρόλογος

θνή παρουσία του συστήματος με τον τρόπο που το κατανοούν, βέβαια, οι δυνάμεις που κυριαρχούν σε αυτό.

Το νεοφιλελεύθερο στρατήγημα και η ανασυγκρότηση του καπιταλι­σμού είναι η προσπάθεια να υπονομευτεί το κοινωνικό κράτος και να υ­πάρξει υπέρβαση του κοινωνικού συμβιβασμού, με μια έννοια του σύγ­χρονου κοινωνικού συμβολαίου, προκειμένου το δημόσιο κεφάλαιο που «δεσμεύεται» στον τομέα της κοινωνικής αναπαραγωγής να τεθεί στη διάθεση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Είναι η προσπάθεια να μην υπάρ­ξουν μηχανισμοί διόρθωσης των αγορών, όταν αυτές δείχνουν το απο- κρουστικό αντικοινωνικό τους πρόσωπο. Διότι οι αγορές επιτρέπουν και προτρέπουν τα κέρδη. Με οδηγό τα κέρδη, κατευθύνουν τις επενδύσεις και επιτρέπουν την εφαρμογή κάθε φορά νέων μορφών παραγωγής και χρήσης νέων τεχνολογιών, νέων οργανωτικών σχημάτων, νέων διασυν­δέσεων στην παραγωγή. Αυτό διασφαλίζει, υπό συνθήκες, κεφάλαια και ανάπτυξη με κέρδη, αλλά παράγει ταυτόχρονα κοινωνικές ανισότη­τες και αδικίες. Το κοινωνικό κράτος έρχεται να διορθώσει ό,τι δεν πε­τυχαίνει το «αόρατο χέρι» ή πιο σωστά ό,τι αυτό προκαλεί. Ο νεοφιλε­λευθερισμός επιδιώκει, όμως, να υποτάξει, άμεσα, τα πάντα στις διαδι­κασίες συσσώρευσης κέρδους του κεφαλαίου. Θέλει να γίνεται η τελευ­ταία όσο το δυνατό πιο διευρυμένα και να επιταχύνεται συνεχώς. Δη­λαδή να μειώνεται όλο και περισσότερο ο χρονικός κύκλος της συσσώ­ρευσης και να αυξάνουν οι ασυμμετρίες κεφαλαίου- εργασίας.

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΤΕΡΟΧΡΟΝΙΣΜΟΣ

Σήμερα, το σύστημα του νεοφιλελευθερισμού βρίσκεται παγκοσμίως σε υποχώρηση. Ακόμα και δεξιοί πολιτικοί όπως είναι η Γερμανίδα Μέρ- κελ ή το βρετανικό πολιτικό σύστημα έχουν εγκαταλείψει πολλές πλευ­ρές του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Η Frankfurter Allgemeine Zeitung έ­κανε πρόσφατα κριτική στη Μέρκελ ότι δεν είναι επαρκώς, ως όφειλε, νεοφιλελεύθερη. Μάλιστα, γράφει ότι όποιος πει ότι το κυβερνών Χρι- στιανοδημοκρατικό Κόμμα είναι νεοφιλελεύθερο μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσει (Braunberger 2007). Ο νεοσυντηρητισμός βρίσκεται σε υ­ποχώρηση στις ΗΠΑ. Η ανάγκη να βρεθούν τρόποι κοινωνικής συνο­χής στις σύγχρονες κοινωνίες της Δύσης είναι όλο και περισσότερο ο­ρατή και σε παλιούς υποστηρικτές των νεοφιλελεύθερων δογμάτων. Στην Ελλάδα, όπως πάντα με χρονική καθυστέρηση, τα νεοφιλελεύθερα δόγ­

ΐ 9

Νεοφιλελευθερισμός

ματα εξακολουθούν να θεωρούνται υποχρεωτικοί μονόδρομοι. Τη στιγ­μή που στην ανεπτυγμένη Δύση εγκαταλείπονται αυτά τα δόγματα α­κόμα και από δεξιούς πολιτικούς, ή έστω επιδιώκουν να τα χρωματί­σουν κοινωνικά, όπως κάνει ο Σαρκοζί στη Γαλλία, τα οικονομικά επι­τελεία των δύο κυβερνητικών κομμάτων, περισσότερο στη ΝΔ και λιγό­τερο στο ΠΑΣΟΚ, (στο οποίο, παρ’ όλα αυτά, έχουν ακόμη επαρκή πα­ρουσία τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, αν και βρίσκεται στην αντιπολί­τευση), επιμένουν με έναν τρόπο εντελώς δογματικό σε νεοφιλελεύθε­ρες συνταγές. Είναι, δηλαδή, συχνά, βασιλικότεροι του βασιλέως. Όπου ως δογματισμό ορίζουμε, σύμφωνα με τον πατέρα της Πολιτικής Κυ­βερνητικής Deutsch (1969), την ανικανότητα στη μάθηση. Την έλλειψη διάθεσης να διδαχτεί κανείς μέσα από τις εξελίξεις..Και ασφαλώς, όταν στη Δύση υπάρχει διάθεση εγκατάλειψης των απόλυτων δογμάτων, η α­νακάλυψή τους με χρονική καθυστέρηση στην Ελλάδα δείχνει διάθεση μη διδαχής από τα γεγονότα.

Στην Ελλάδα υπάρχει η τάση περιορισμού της στο ρόλο του παθητι­κού αποδέκτη της παγκοσμιοποίησης και της απλής ανάδρασης στις «ε­πιταγές» της. Αντίθετα, όπως επανειλημμένα έχω υπογραμμίσει, η Ελ­λάδα χρειάζεται να προσανατολιστεί στην ενίσχυση των κρατικών και κοινωνικών της χωρητικοτήτων, στη δραστήρια αξιοποίησή τους, στην ενεργητική της παρουσία στις νέες συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι η ελλη­νική κοινωνία χρειάζεται να κατανοήσει το γεγονός ότι το εθνικό κρά­τος δεν σβήνει υποχρεωτικά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Μπο­ρεί να συμβεί και αυτό, αλλά όχι για την εν γένει κατηγορία «εθνικό κράτος» και πολύ περισσότερο για την κρατικότητα, αλλά για τα κράτη που παρακολουθούν παθητικά το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αντίθετα, οι σημερινές συνθήκες προκαλούν, απαιτούν και προτρέπουν το κράτος σε δράση. Έ να δημοκρατικό ενεργητικό κράτος δεν έχει να φοβηθεί τί­ποτα από την παγκοσμιοποίηση. Κάθε άλλο. Αυτή η εν δυνάμει ενερ­γητική σχέση ανάμεσα στο εθνικό κράτος και την παγκοσμιοποίηση διαφεύγει από πολλούς πολιτικούς αναλυτές, και ακόμα περισσότερο α­πό οικονομικούς. Τους διαφεύγει, επίσης, η ανάγκη να υπάρξει, και μέ­σω των κρατικών ενεργειών, υπέρβαση σειράς ασυμμετριών, όπως ε­κείνης ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική, την αγορά και το γε­νικό κοινωνικό συμφέρον.

20

Πρόλογος

ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑΦ ΙΑ

Barber, Benjamin (2007), Consumed, New York: Shuster.Braunberger, G erald (2007), «Was neoliberalismus wirklich ist», FAZ, 12.06.2007.Coyle, D iane (2007), The Soulful Science. W hat Economists really do and why it matters.

Oxford: Princeton University Press.Deutsch, Karl (1969), Politische Kybernetik. Modelle und Perspektiven. Freiburg im

Breisgau: V erlag Rom bach.Schwarzmantel, John (2007), «Α brief History of N eoliberalism», Contemporary

Political Theory, 6: 262-4.Χ ούφσμιντ, Γ ιοργκ (2006), Π ολιτική οικονομία των χρηματιστηριακών αγορώ ν (και ε­

ναλλακτικές στρατηγικές). Α θήνα: Κ αστανιώτης, Σειρά Αναστοχασμός.Κ οτζιάς, Ν ίκος (1993). Κ ράτος και Πολιτική. Η διαλεκτική τον Κράτους, Αθήνα: Λι-

βάνης, Σειρά Λόγος.Κ οτζιάς, Ν ίκος (2003), Παγκοσμιοποίηση. Ιστορική θέση και προοπτική, Α θήνα, Κ α ­

στανιώτης, Σειρά Αναστοχασμός.Μ αρξ, Καρλ (1954), Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, Βιβλίο I: «Το προτσές παραγω γής

του κεφαλαίου», Ε κδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1954, χωρίς τόπο έκδοσης, μετά­φραση Π. Μαυρομάτης.

Χάρβεϊ, Ν τέιβιντ (2006), Ο νέος ιμπεριαλισμός, Αθήνα: Κ αστανιώτης, Σειρά Α να ­στοχασμός.

21

Εισαγωγή

ΟΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΙΘΑΝΩΣ ΘΑ ΑΝΑΤΡΕΧΟΥΝ ΣΤΑ ΕΤΗ 1978- 1980 ως ένα επαναστατικό σημείο καμπής στην κοινωνική και οι­κονομική ιστορία του κόσμου. Το 1978, ο Ντενγκ Σιάο-πινγκ έκανε τα

πρώτα κοσμοϊστορικά βήματα προς τη φιλελευθεροποίηση μιας διοι- κούμενης από κομουνιστές οικονομίας, σε μια χώρα που είχε το ένα πέ­μπτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Η πορεία που χάραξε ο Ντενγκ ε- πρόκειτο να μεταμορφώσει την Κίνα, μέσα σε δύο δεκαετίες, από μια κλειστή και αποτελματωμένη χώρα σε ανοιχτό κέντρο καπιταλιστικού δυναμισμού με συνεχή ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης που δεν είχε ό­μοιο του στην ανθρώπινη ιστορία. Στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, και σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, μια σχετικά αφανής (αλλά πλέον ξακουστή) προσωπικότητα ονόματι Πολ Βόλκερ ανέλαβε τη διοίκηση της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), τον Ιούλιο του 1979, και μέσα σε ελάχιστους μήνες άλλαξε δραματικά τη νομισμα­τική πολιτική. Στο εξής η Fed τέθηκε επικεφαλής της μάχης κατά του πληθωρισμού, ανεξάρτητα από τις συνέπειες (ιδίως όσον αφορά την α ­νεργία). Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, η Μάργκαρετ Θάτσερ εί­χε ήδη εκλεγεί πρωθυπουργός της Βρετανίας τον Μάιο του 1979, με ε­ντολή να πατάξει τη δύναμη των συνδικάτων και να τερματίσει την ά­θλια πληθωριστική στασιμότητα που είχε καλύψει τη χώρα όλη την προηγούμενη δεκαετία. Στη συνέχεια, το 1980, εξελέγη ο Ρόναλντ Ρέι- γκαν πρόεδρος των ΗΠΑ και, οπλισμένος με πραότητα και προσωπικό ταλέντο, κατηύθυνε τις ΗΠΑ στην οδό της αναζωογόνησης της οικο­νομίας τους, υποστηρίζοντας τις ενέργειες του Βόλκερ στη Fed και προ­σθέτοντας το δικό του μείγμα πολιτικής, με σκοπό να περιορίσει τη δύ­ναμη των εργαζομένων, να καταργήσει τις ρυθμίσεις στη βιομηχανία, στη γεωργία και στην απόσπαση πλούτου, και να απελευθερώσει τις δυνά­μεις του χρηματοπιστωτικού τομέα τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην παγκόσμια σκηνή. Από αυτά τα επίκεντρα, εξαπλώθηκαν ε­πιφανειακές δονήσεις και επέδρασαν στην αναδιαμόρφωση του κόσμου που μας περιβάλλει, δημιουργώντας μια εντελώς διαφορετική εικόνα.

23

Νεοφιλελευθερισμός

Μετασχηματισμοί τέτοιου εύρους και βάθους δεν συμβαίνουν τυχαία. Είναι λοιπόν σκόπιμο να ερευνήσουμε με ποια μέσα διαμορφώθηκε και από ποιες διαδρομές πέρασε ο νέος οικονομικός σχηματισμός -που συ­χνά ταξινομείται υπό τον όρο «παγκοσμιοποίηση- μέσα από τα σπλά­χνα το παλιού. Οι Βόλκερ, Ρέιγκαν, Θάτσερ και Ντενγκ Σιάο-πινγκ μετέ­τρεψαν μια θεωρία, που κυκλοφορούσε επί μακρόν και υποστηριζόταν από ελάχιστους, σε πλειοψηφική άποψη (αν και σε καμία περίπτωση χωρίς παρατεταμένο αγώνα). Ο Ρέιγκαν ανέστησε μια μειοψηφική πα­ράδοση μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που ανάγεται χρονικά στον Μπάρι Γκόλντγουοτερ, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο Ντενγκ διαπίστωσε την ανοδική πλημμυρίδα του πλούτου της Ιαπωνίας, της Ταϊβάν, του Χονγκ Κονγκ, της Σιγκαπούρης και της Νότιας Κορέας και επιδίωξε να επιστρατεύσει το σοσιαλισμό της αγοράς αντί του κεντρι­κού σχεδιασμού, για να προστατεύσει και να προαγάγει τα συμφέροντα του κινεζικού κράτους. Ο Βόλκερ και η Θάτσερ τράβηξαν από τις σκιές της σχετικής αφάνειας ένα ιδιόμορφο δόγμα που εμφανίστηκε με το ό­νομα «νεοφιλελευθερισμός» και το μεταμόρφωσαν σε κεντρική καθο- δηγητική αρχή της οικονομικής σκέψης και διαχείρισης. Μ ’ αυτό το δόγμα -τις απαρχές, την άνοδο και τις επιπτώσεις του- ασχολούμαι κα­τά κύριο λόγο στο παρόν έργο.1

Ο νεοφιλελευθερισμός, εν πρώτοις, είναι μια θεωρία πολιτικο-οικο- νομικών μεθόδων που πρεσβεύει ότι η ανθρώπινη ευημερία μπορεί να προαχθεί καλύτερα με την αποδέσμευση των ατομικών επιχειρηματι­κών ελευθεριών και ικανοτήτων, μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που χα­ρακτηρίζεται από ισχυρά ατομικοϊδιοκτησιακά δικαιώματα, ελεύθερες αγορές και ελεύθερο εμπόριο. Ο ρόλος του κράτους είναι να δημιουρ­γήσει και να διατηρήσει ένα θεσμικό πλαίσιο κατάλληλο γι’ αυτές τις μεθόδους. Παραδείγματος χάριν, το κράτος πρέπει να εγγυάται την πο­σότητα και την ακεραιότητα του χρήματος. Πρέπει επίσης να δημιουρ­γεί τις στρατιωτικές, αμυντικές, αστυνομικές και νομικές δομές και λει­τουργίες που απαιτούνται, ώστε να διασφαλίζει τα δικαιώματα ατομι­κής ιδιοκτησίας και να εγγυάται, με τη βία εάν χρειάζεται, την ορθή λει­τουργία των αγορών. Επιπλέον, εάν δεν υπάρχουν αγορές (σε τομείς ό­πως η γη, το νερό, η εκπαίδευση, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση ή η πε­ριβαλλοντική ρύπανση) πρέπει να δημιουργηθούν, εάν είναι αναγκαίο με κρατική δράση. Πέραν όμως αυτών των καθηκόντων, το κράτος δεν πρέπει να επιχειρεί. Οι κρατικές παρεμβάσεις στην αγορά (από τη στιγ­μή που έχει δημιουργηθεί) πρέπει να παραμείνουν στον ελάχιστο βαθ­

24

Εισαγωγή

μό, διότι, σύμφωνα με τη θεωρία, το κράτος δεν μπορεί να κατέχει ε­παρκή πληροφόρηση, ώστε να συλλαμβάνει τα σήματα που εκπέμπει η αγορά (τιμές) και διότι ισχυρές ομάδες συμφερόντων θα διαστρεβλώ­σουν αναπόφευκτα και θα επηρεάσουν αθέμιτα τις κρατικές παρεμβά­σεις (ιδίως στις δημοκρατίες) προς όφελος τους.

Από τη δεκαετία του 1970, παντού έχει σημειωθεί μια έντονη στρο­φή προς το νεοφιλελευθερισμό στις πολιτικο-οικονομικές πρακτικές και στον τρόπο σκέψης. Η απορρύθμιση, η ιδιωτικοποίηση και η από­συρση του κράτους από πολλούς τομείς κρατικής πρόνοιας έχουν γίνει επίσης πράγματα πολύ συνηθισμένα. Σχεδόν όλα τα κράτη, από εκείνα που δημιουργήθηκαν πρόσφατα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι τις παλαιού τύπου κοινωνικές δημοκρατίες και τα κρά­τη πρόνοιας, όπως η Νέα Ζηλανδία και η Σουηδία, έχουν ενστερνιστεί, μερικές φορές εκούσια και σε άλλες περιπτώσεις υπό το κράτος κατα­ναγκασμού, κάποια εκδοχή της νεοφιλελεύθερης θεωρίας και έχουν προσαρμόσει ανάλογα τουλάχιστον κάποιες από τις πολιτικές και τις μεθόδους τους. Η μετά το απαρτχάιντ Νότια Αφρική ενστερνίστηκε τα­χύτατα το νεοφιλελευθερισμό, ακόμη και η σύγχρονη Κίνα, όπως θα δούμε, φαίνεται να ακολουθεί αυτή την κατεύθυνση. Επιπλέον, οι υ- πέρμαχοι της νεοφιλελεύθερης πολιτικής κατέχουν τώρα σημαίνουσες θέσεις στην εκπαίδευση (στα πανεπιστήμια και σε πολλές «επιτροπές ει­δικών» [think-tanks]), στα ΜΜΕ, στις εταιρικές διοικήσεις και στα χρη­ματοπιστωτικά ιδρύματα, σε βασικούς κρατικούς θεσμούς (υπουργεία Οικονομικών, κεντρικές τράπεζες) και επίσης σε εκείνα τα διεθνή ιδρύ­ματα, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τρά­πεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), που ρυθμίζουν τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά και το εμπόριο. Εν ολίγοις, ο νεοφι­λελευθερισμός έχει ηγεμονεύσει ως μέθοδος συζήτησης. Έχει διεισδύ- σει στον τρόπο σκέψης σε τέτοιο βαθμό που έχει ενσωματωθεί στον κοι­νό νου με τον οποίο πολλοί από εμάς ερμηνεύουν, βιώνουν και κατα­νοούν τον κόσμο.

Ωστόσο, η διαδικασία της νεοφιλελευθεροποίησης προκάλεσε πολ­λή «δημιουργική καταστροφή», όχι μόνο των προϋπαρχόντων θεσμικών πλαισίων και εξουσιών (αμφισβητώντας ακόμη και παραδοσιακές μορ­φές κρατικής κυριαρχίας), αλλά και του καταμερισμού εργασίας, των κοινωνικών σχέσεων, των μέτρων κοινωνικής πρόνοιας, των τεχνολο­γικών μειγμάτων, των τρόπων ζωής και σκέψης, των αναπαραγωγικών δραστηριοτήτων, των σχέσεων με τη γη και των συναισθηματικών συ­

2 5

Νεοφιλελευθερισμός

νηθειών. Στο μέτρο που οι αγοραίες αξίες του νεοφιλελευθερισμού παίρ­νουν τη θέση «μιας αυτοτελούς ηθικής, ικανής να καθοδηγήσει όλη την ανθρώπινη δραστηριότητα και να υποκαταστήσει τις προϋπάρχουσες ηθικές πεποιθήσεις», αυτή η ηθική δίνει έμφαση στις συμβατικές σχέ­σεις που αναπτύσσονται στο χώρο της αγοράς.2 Πρεσβεύει ότι το κοι­νωνικό καλό θα μεγιστοποιηθεί με τη μεγιστοποίηση της εμβέλειας και της συχνότητας των αγοραίων συναλλαγών και επιδιώκει να εντάξει ό­λη την ανθρώπινη δραστηριότητα στην επικράτεια της αγοράς. Αυτό απαιτεί τεχνολογίες δημιουργίας πληροφοριών και ικανότητες συσσώ­ρευσης, αποθήκευσης, μεταφοράς, ανάλυσης και χρήσης ογκωδών βά­σεων δεδομένων, προκειμένου να καθοδηγούνται οι αποφάσεις που λαμβάνονται στην παγκόσμια αγορά. Από εδώ προκύπτει το έντονο εν­διαφέρον του νεοφιλελευθερισμού για τις τεχνολογίες της πληροφορι­κής (οδηγώντας κάποιους να διακηρύξουν την εμφάνιση ενός νέου εί­δους «κοινωνίας της πληροφορίας»). Αυτές οι τεχνολογίες έχουν συ­μπιέσει την αυξανόμενη πυκνότητα των αγοραίων συναλλαγών τόσο χωρικά όσο και χρονικά. Έχουν παραγάγει μια ιδιόμορφα έντονη εκ­δήλωση αυτού που αλλού αποκάλεσα «χωροχρονική συμπίεση». Όσο μεγαλύτερη είναι η γεωγραφική κλίμακα (εξ ου και η έμφαση στην «πα­γκοσμιοποίηση») και όσο συντομότερος ο χρόνος των αγοραίων συμ­βάσεων τόσο το καλύτερο. Αυτή η τελευταία προτίμηση παραλληλίζε­ται με την περίφημη περιγραφή του Λιοτάρ για τη μεταμοντέρνα κατά­σταση ως μια κατάσταση όπου «η προσωρινή σύμβαση» εκτοπίζει «τους μόνιμους θεσμούς στο επαγγελματικό, συγκινησιακό, σεξουαλικό, πολι­τισμικό, οικογενειακό και διεθνές πεδίο, όπως επίσης και στις πολιτικές υποθέσεις». Οι πολιτισμικές συνέπειες της κυριαρχίας μιας τέτοιας α­γοραίας ηθικής είναι πάμπολλες, όπως έδειξα προηγουμένως στο έργο μου The Condition o f Postmodernity.3

Παρόλο που σήμερα υπάρχουν πολλές γενικές ερμηνείες των πα­γκόσμιων μετασχηματισμών και των επιπτώσεών τους, αυτό που γενικά λείπει -και αυτό είναι το κενό που επιχειρεί να καλύψει το παρόν βι­βλίο- είναι η πολιτικο-οικονομική περιγραφή της προέλευσης του νεο­φιλελευθερισμού και του τρόπου που διαδόθηκε τόσο γενικευμένα στην παγκόσμια σκηνή. Επιπλέον, η κριτική προσέγγιση αυτής της περιγρα­φής συνεπάγεται ένα πλαίσιο ανίχνευσης και δημιουργίας εναλλακτι­κών πολιτικών και οικονομικών ρυθμίσεων.

20

Εισαγωγή

Τα πρόσφατα χρόνια ωφελήθηκα από συζητήσεις με τους Ζεράρ Ντου- μενίλ, Σαμ Γκίντιν και Λίο Πάνιτς. Οφείλω πιο μακροχρόνιο χρέος στους Μασάο Μιγιόσι, Τζοβάνι Αρίτζι, Πάτρικ Μποντ, Γκίντι Κατζ, Μιλ Σμιθ, Μπέρτελ Όλμαν, Μαρία Κάικα και Έρικ Σουάινγκεντοου. Τη σπίθα του ενδιαφέροντος μου για το θέμα την άναψε για πρώτη φο­ρά μια συνδιάσκεψη για το νεοφιλελευθερισμό υπό την αιγίδα του ι­δρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ στο Βερολίνο, τον Νοέμβριο του 2001. Ευχαριστώ τον έφορο του Κέντρου Αποφοίτων CUNY, Μπιλ Κέλι, και πρώτα α π’ όλα, αλλά όχι αποκλειστικά, τους συναδέλφους και φοιτη­τές μου στο Ανθρωπολογικό Πρόγραμμα, για το ενδιαφέρον και την υ­ποστήριξη. Απαλλάσσω όλους, βεβαίως, από οποιαδήποτε ευθύνη για τα αποτελέσματα.

27

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 1

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

Γ ΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟΣ ΣΚΕΨΗΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ

αναπτυχθεί ένας εννοιολογικός μηχανισμός που απευθύνεται στις αυθόρμητες πεποιθήσεις και τα ένστικτά μας, στις αξίες και τις επιθυ­

μίες μας, όπως επίσης και στις εγγενείς δυνατότητες του κοινωνικού κό­σμου μέσα στον οποίο κατοικούμε. Εάν είναι αποτελεσματικός, αυτός ο εννοιολογικός μηχανισμός εμφυτεύεται τόσο βαθιά στον κοινό νου, ώ­στε να θεωρείται κάτι δεδομένο και αναμφισβήτητο. Οι προσωπικότη­τες που θεμελίωσαν τη νεοφιλελεύθερη σκέψη εξέλαβαν τα πολιτικά ι­δανικά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ατομικής ελευθερίας ως θεμελιώδη, ως τις «κεντρικές αξίες του πολιτισμού». Η επιλογή τους ή­ταν σοφή, διότι αυτά είναι πράγματι εντυπωσιακά και σαγηνευτικά ι­δανικά. Ό πως πρέσβευαν, αυτές οι αξίες δεν απειλούνταν μόνο από το φασισμό, τις δικτατορίες και τον κομουνισμό, αλλά από όλες τις μορφές κρατικής παρέμβασης που υποκαθιστούν την ατομική ελευθερία επιλο­γής με συλλογικές κρίσεις.

Οι ιδέες της αξιοπρέπειας και της ατομικής ελευθερίας είναι ισχυρές και ελκυστικές δικαιωματικά. Αυτά τα ιδανικά έδωσαν δύναμη στα κι­νήματα των αντιφρονούντων στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετι­κή Ένωση, πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και στους φοιτητές της πλατείας Τιενανμέν. Τα φοιτητικά κινήματα που σάρωσαν τον κόσμο το 1968 -α πό το Παρίσι και το Σικάγο μέχρι την Μπανγκόκ και την Πόλη του Μεξικού- εμψυχώνονταν εν μέρει από την αναζήτη­ση μεγαλύτερης ελευθερίας του λόγου και της προσωπικής επιλογής. Γενικότερα, αυτά τα ιδανικά ελκύουν κάθε άνθρωπο που θεωρεί σημα­ντικό το να είναι αυτεξούσιος στις αποφάσεις του.

Η ιδέα της ελευθερίας, παγιωμένη επί μακρόν στην αμερικανική πα­ράδοση, έπαιξε αισθητό ρόλο στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια. Η «11/9» αμέσως ερμηνεύθηκε από πολλούς ως μια επίθεση εναντίον της. «Ένας ειρηνικός κόσμος αυξανόμενης ελευθερίας», έγραψε ο πρόεδρος Μπους

29

Νεοφιλελευθερισμός

στην πρώτη επέτειο εκείνης της απαίσιας ημέρας, «υπηρετεί τα μακρο­χρόνια αμερικανικά συμφέροντα, αντικατοπτρίζει τα διαρκή αμερικα­νικά ιδανικά και ενώνει τους συμμάχους της Αμερικής». «Η ανθρωπό­τητα», κατέληγε, «έχει στα χέρια της την ευκαιρία να προωθήσει το θρίαμ­βο της ελευθερίας έναντι των προαιώνιων εχθρών της» και «οι ΗΠΑ θεωρούν ευπρόσδεκτες τις ευθύνες του ηγέτη αυτής της-σπουδαίας α­ποστολής». Αυτή η γλώσσα ενσωματώθηκε στο ντοκουμέντο για την Ε­θνική Αμυντική Στρατηγική των ΗΠΑ που εκδόθηώε λίγο μετά. «Η ε­λευθερία είναι το δώρο του Παντοδύναμου σε κάθε άνδρα και γυναίκα αυτού του κόσμου», είπε ο πρόεδρος αργότερα, προσθέτοντας ότι «ως μεγαλύτερη δύναμη πάνω στη γη, έχουμε υποχρέωση να βοηθήσουμε στην εξάπλωση της ελευθερίας».1

Όταν αποδείχθηκαν ανεπαρκείς όλοι οι άλλοι λόγοι για την εμπλο­κή σ’ έναν προληπτικό πόλεμο εναντίον του Ιράκ, ο πρόεδρος επικαλέ­στηκε την ιδέα ότι η ελευθερία που θα δινόταν στο Ιράκ ήταν αυτή καθ’ εαυτή μια επαρκής δικαιολογία για τον πόλεμο. Οι Ιρακινοί ήταν ελεύ­θεροι και αυτό ήταν που μετρούσε πραγματικά. Αλλά τι είδους «ελευ­θερία» προβάλλεται εδώ ως όραμα, εφόσον, όπως παρατήρησε στοχα­στικά πριν από πολύ καιρό ο πολιτισμικός κριτικός Μάθιου Άρνολντ, η «ελευθερία είναι ένα πολύ καλό άλογο να το ιππεύεις, αλλά για να καλπάσεις προς κάποιον προορισμό».2 Σε ποιον προορισμό άραγε προσ­δοκούσαν οι Ιρακινοί να καλπάσει το άλογο της ελευθερίας που τους χαρίστηκε με τη δύναμη των όπλων;

Η απάντηση της κυβέρνησης Μπους σ’ αυτό το ερώτημα δόθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2003, όταν ο Πολ Μπρέμερ, επικεφαλής της Προ­σωρινής Συμμαχικής Αρχής [που κυβερνούσε το μεταπολεμικό Ιράκ], κοινοποίησε τέσσερις διαταγές οι οποίες περιείχαν «την πλήρη ιδιωτι­κοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, τον πλήρη επαναπατρισμό των ξένων κερδών ... το άνοιγμα των ιρακινών τραπεζών στον ξένο έλεγχο, την ίση μεταχείριση των ξένων εταιρειών με τις ντόπιες κ α ι ... την εξά­λειψη σχεδόν όλων των εμπορικών φραγμών».3 Οι διαταγές επρόκειτο να εφαρμοστούν σε όλους τους τομείς της οικονομίας, στις δημόσιες υ­πηρεσίες, στα ΜΜΕ, στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες, στις μεταφορές, στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στις οικοδομές. Μόνο το πετρέλαιο εξαιρέθηκε (προφανώς εξαιτίας του ειδικού καθεστώτος του ως παρα­γωγού εσόδων για την πληρωμή των πολεμικών δαπανών και της γεω­πολιτικής του σημασίας). Από την άλλη πλευρά, η αγορά εργασίας ε- πρόκειτο να ρυθμιστεί πολύ αυστηρά. Ουσιαστικά απαγορεύτηκαν οι

30

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

απεργίες σε βασικούς τομείς και περιορίστηκαν τα συνδικαλιστικά δι­καιώματα. Επιβλήθηκε επίσης ένας, εξαιρετικά φθίνουσας προόδου [φόρος που μειώνεται όσο αυξάνεται το φορολογητέο εισόδημα], «ενι­αίος φόρος», (ένα φιλόδοξο σχέδιο φορολογικής μεταρρύθμισης που οι συντηρητικοί επί μακρόν υποστηρίζουν ότι πρέπει να εφαρμοστεί στις ΗΠΑ).

Κάποιοι υποστήριξαν ότι αυτές οι διαταγές παραβίαζαν τις Συμβά­σεις της Γενεύης και της Χάγης, εφόσον η κατοχική δύναμη έχει την ε­ντολή να περιφρουρεί τα περιουσιακά στοιχεία μιας κατεχόμενης χώ­ρας και να μην τα ξεπουλάει.4 Ορισμένοι Ιρακινοί αντιστάθηκαν στην επιβολή αυτού που ο λονδρέζικος Economist αποκάλεσε καθεστώς «καπιταλιστικού ονείρου» στο Ιράκ. Έ να μέλος της διορισμένης από τις ΗΠΑ Προσωρινής Συμμαχικής Αρχής επέκρινε με μένος την επιβο­λή του «φονταμενταλισμού της ελεύθερης αγοράς», αποκαλώντας τον «εσφαλμένη λογική που αγνοεί την ιστορία».5 Παρόλο που οι κανονι­σμοί του Μπρέμερ μπορεί να ήταν παράνομοι όταν επιβάλλονταν από μια κατοχική δύναμη, θα γίνονταν νόμιμοι εάν επικυρώνονταν από μια «κυρίαρχη» κυβέρνηση. Η μεταβατική κυβέρνηση που διορίστηκε από τις ΗΠΑ και ανέλαβε την εξουσία στα τέλη Ιουνίου του 2004 ανακηρύ­χθηκε «κυρίαρχη». Όμως, η μόνη της εξουσία ήταν το να επικυρώσει τους υπάρχοντες νόμους. Πριν από τη μεταβίβαση της εξουσίας, ο Μπρέ­μερ πολλαπλασίασε τον αριθμό των νόμων για να συγκεκριμενοποιήσει μέχρι κεραίας τους κανονισμούς ελεύθερης αγοράς και ελεύθερου ε­μπορίου (φθάνοντας σε λεπτομέρειες όπως οι νόμοι για το κόπιραϊτ και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας), εκφράζοντας την ελπίδα ότι αυτές οι θεσμικές διευθετήσεις θα «αποκτούσαν ζωή και δυναμική αφ’ εαυτών», έτσι ώστε θα ήταν πολύ δύσκολο να ανατραπούν.6

Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη θεωρία, το είδος των μέτρων που χάραξε ο Μπρέμερ ήταν η αναγκαία και επαρκής συνθήκη για τη δη­μιουργία πλούτου και συνεπώς για τη βελτίωση της ευημερίας του πλη­θυσμού γενικά. Η υπόθεση ότι η ελευθερία της αγοράς και του εμπο­ρίου εγγυάται τις ατομικές ελευθερίες αποτελεί το κεντρικό στοιχείο της νεοφιλελεύθερης σκέψης και έχει κυριαρχήσει επί μακρόν στη στά­ση των ΗΠΑ έναντι του υπόλοιπου κόσμου.7 Προφανώς εκείνο που ε­πιδίωκαν να επιβάλουν οι ΗΠΑ με τη δύναμη στο Ιράκ ήταν ένας κρα­τικός μηχανισμός του οποίου η βασική αποστολή ήταν να διευκολύνει τις συνθήκες επικερδούς καπιταλιστικής συσσώρευσης τόσο για το εγ­χώριο όσο και για το ξένο κεφάλαιο. Αποκαλώ αυτό το είδος κρατικού

Νεοφιλελευθερισμός

μηχανισμού νεοφιλελεύθερο κράτος. Οι ελευθερίες που ενσαρκώνει α­ντανακλούν τα συμφέροντα των κατόχων ατομικής ιδιοκτησίας, των ε­πιχειρήσεων, των πολυεθνικών εταιρειών και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Εν ολίγοις, ο Μπρέμερ κάλεσε τους Ιρακινούς να ιππεύ­σουν τα άλογά τους της ελευθερίας και να καλπάσουν κατευθείαν μέσα στο νεοφιλελεύθερο μαντρί.

Αξίζει να θυμηθούμε ότι το πρώτο πείραμα σχηματισμού νεοφιλε­λεύθερου κράτους έλαβε χώρα στη Χιλή μετά το πραξικόπημα του Πι- νοτσέτ, τη «μικρή 11η Σεπτεμβρίου» του 1973 (σχεδόν τριάντα χρόνια πριν από την ημέρα που ο Μπρέμερ ανακοίνωσε το καθεστώς που ε- πρόκειτο να εγκατασταθεί στο Ιράκ). Το πραξικόπημα, εναντίον της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε, προωθή­θηκε από τις εγχώριες επιχειρηματικές ελίτ που απειλούνταν από τον προσανατολισμό του Αλιέντε προς το σοσιαλισμό. Στηρίχθηκε από τις αμερικανικές εταιρείες, τη CIA και τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσιντζερ. Κατέστειλε βίαια όλα τα κοινωνικά κινήματα και τις πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς και διέλυσε όλες τις λαϊκές οργα­νώσεις (όπως τα κοινοτικά κέντρα υγείας στις φτωχογειτονιές). Η αγο­ρά εργασίας «απελευθερώθηκε» από ρυθμιστικούς ή θεσμικούς περιο­ρισμούς (π.χ. τη δύναμη των συνδικάτων). Αλλά πώς θα μπορούσε να αναζωογονηθεί η στάσιμη οικονομία; Οι πολιτικές της υποκατάστασης των εισαγωγών (ενίσχυση των εθνικών βιομηχανιών με επιδοτήσεις ή προστατευτικούς δασμούς), οι οποίες ήταν το κυρίαρχο στοιχείο των προσπαθειών των λατινο-αμερικανικών χωρών για την οικονομική α­νάπτυξη, είχαν δυσφημηθεί ιδίως στη Χιλή, όπου ουδέποτε είχαν λει­τουργήσει επαρκώς. Σε μια περίοδο που όλος ο κόσμος βρισκόταν σε ύ­φεση, απαιτούνταν μια νέα προσέγγιση.

Μια ομάδα οικονομολόγων, γνωστή ως «Σχολή του Σικάγου» εξαι- τίας της προσκόλλησής τους στις νεοφιλελεύθερες θεωρίες του Μίλτον Φρίντμαν που τότε δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, κλήθηκε να βοηθήσει στην αναδόμηση της χιλιανής οικονομίας. Είναι ενδιαφέρου­σα η ιστορία του πώς επιλέχθηκαν. Οι ΗΠΑ χρηματοδοτούσαν την εκ­παίδευση Χιλιανών οικονομολόγων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου α­πό τη δεκαετία του 1950, ως μέρος ενός ψυχροπολεμικού προγράμ­ματος αντίδρασης στις αριστερές τάσεις της Λατινικής Αμερικής. Οι εκπαιδευμένοι στο Σικάγο οικονομολόγοι κατέληξαν να κυριαρχούν στο ιδιωτικό Καθολικό Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο. Στις αρχές της δε­καετίας του 1970, οι επιχειρηματικές ελίτ οργάνωσαν την αντιπολίτευσή

32

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

τους στον Αλιέντε μέσω μιας ομάδας που ονομαζόταν η «Λέσχη της Δευτέρας» και ανέπτυξαν ουσιαστικές σχέσεις με αυτούς τους οικονο­μολόγους, χρηματοδοτώντας το έργο τους μέσω ερευνητικών ινστιτού­των. Μετά τον παραγκωνισμό του στρατηγού Γουσταύου Λέι, αντιπά­λου του Πινοτσέτ στην εξουσία και οπαδού του κεϊνσιανισμού, το 1975, ο Πινοτσέτ συμπεριέλαβε αυτούς τους οικονομολόγους στην κυβέρνη­ση όπου η πρώτη τους δουλειά ήταν να διαπραγματευτούν δάνεια με το ΔΝΤ. Σε συνεργασία με το ΔΝΤ, αναδόμησαν την οικονομία της Χιλής σύμφωνα με τις θεωρίες τους. Ακύρωσαν τις εθνικοποιήσεις και ιδιωτι­κοποίησαν περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου, άνοιξαν τους φυσικούς πόρους (αλιεία, δασοκομία κ.λπ) στους ιδιώτες και κατήργησαν τους κανονισμούς εκμετάλλευσης (σε πολλές περιπτώσεις τσαλαπατώντας τις διεκδικήσεις των ιθαγενών κατοίκων), ιδιωτικοποίησαν την κοινω­νική ασφάλιση και διευκόλυναν τις άμεσες ξένες επενδύσεις και το ε­λεύθερο εμπόριο. Κατοχυρώθηκε το δικαίωμα των ξένων εταιρειών να επαναπατρίζουν τα κέρδη από τις επιχειρήσεις τους στη Χιλή. Ευνοή­θηκε η προσανατολισμένη στις εξαγωγές οικονομία εις βάρος της υπο­κατάστασης των εισαγωγών. Ο μόνος τομέας που διαφυλάχθηκε για το κράτος ήταν οι πολύ σημαντικές πρόσοδοι από το χαλκό (όπως από το πετρέλαιο στο Ιράκ). Αυτό αποδείχθηκε κρίσιμο για τη βιωσιμότητα των προϋπολογισμών του κράτους, εφόσον τα έσοδα από το χαλκό έ­ρεαν αποκλειστικά προς τα κρατικά ταμεία. Η άμεση αναζωογόνηση της χιλιανής οικονομίας βάσει των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, της κεφαλαιακής συσσώρευσης και των υψηλών ποσοστών αποδόσεων των ξένων επενδύσεων ήταν βραχύβια. Εξανεμίστηκαν όλα μέσα στην κρίση του χρέους της Λατινικής Αμερικής το 1982. Το αποτέλεσμα ήταν μια πιο πραγματιστική και λιγότερο ιδεολογική εφαρμογή των νεοφι­λελεύθερων πολιτικών στα έτη που ακολούθησαν. Οι εξελίξεις αυτές, και η πραγματιστική εφαρμογή, παρείχαν βοηθητικά τεκμήρια για τη στήριξη της επακόλουθης στροφής προς το νεοφιλελευθερισμό τόσο στη Βρετανία (υπό τη Θάτσερ) όσο και στις ΗΠΑ (υπό τον Ρέιγκαν), κατά τη δεκαετία του 1980. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένα βάναυσο πείραμα που έλαβε χώρα στην περιφέρεια αποτέλεσε το μοντέλο για τη διαμόρφωση πολιτικών στο κέντρο (όπως είχε προταθεί να γίνει με τον πειραματισμό του ενιαίου φόρου στο Ιράκ που επέβαλαν τα διατάγμα­τα του Μπρέμερ).8

Το γεγονός ότι δύο τέτοιες εμφανώς παρόμοιες αναδομήσεις του κρατικού μηχανισμού συνέβησαν σε τόσο διαφορετικές εποχές, σε ε­

33

Νεοφιλελευθερισμός

ντελώς διαφορετικές περιοχές του κόσμου υπό την καταναγκαστική ε­πιρροή των ΗΠ Α υποδεικνύει ότι η ζοφερή εμβέλεια της ιμπεριαλι­στικής δύναμης των Ηνωμένων Πολιτειών αποτελεί πιθανώς την κι­νητήρια δύναμη πίσω από την ταχεία διασπορά των νεοφιλελεύθερων κρατικών μορφών σε όλο τον κόσμο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και εξής. Ενώ αυτό αναμφίβολα συνέβη τα τελευταία τριάντα χρόνια, η συνολική ιστορία δεν εξαντλείται κατ’ ουδένα τρόπο στον ε­ξωτερικό παράγοντα, όπως δείχνει η εσωτερική συνιστώσα της νεο­φιλελεύθερης στροφής στη Χιλή. Επιπλέον, δεν εξανάγκασαν οι ΗΠΑ τη Μάργκαρετ Θάτσερ να γίνει πρωτοπόρος του νεοφιλελεύθερου δρόμου στα 1979. Ούτε ήταν οι Η Π Α εκείνες που ανάγκασαν την Κί­να να ξεκινήσει το 1978 τη φιλελευθεροποίηση. Οι επιμέρους κινήσεις προς την κατεύθυνση του νεοφιλελευθερισμού στην Ινδία της δεκαε­τίας του 1980 και στη Σουηδία της δεκαετίας του 1990 δεν μπορούν να αποδοθούν εύκολα στην ιμπεριαλιστική εμβέλεια της ισχύος των ΗΠΑ. Η μη ομαλή γεωγραφική επέκταση του νεοφιλελευθερισμού στην πα­γκόσμια σκηνή ήταν μια εμφανώς πολυσύνθετη διαδικασία που είχε ως συνέπεια πολλαπλούς υπολογισμούς και όχι λίγο χάος και σύγχυ­ση. Γιατί λοιπόν συνέβη η νεοφιλελεύθερη στροφή και ποιες ήταν οι δυνάμεις που κατέστησαν ηγεμονικό το νεοφιλελευθερισμό στον πα­γκόσμιο καπιταλισμό;

ΠΡΟΣ ΤΙ Η ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΤΡΟΦΗ;

Η αναδόμηση των κρατικών μορφών και των διεθνών σχέσεων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο σχεδιάστηκε για να αποτρέψει την ε­πιστροφή στις καταστροφικές συνθήκες που είχαν απειλήσει την κα­πιταλιστική τάξη πραγμάτων τόσο βαθιά, κατά τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930. Επίσης υποτίθεται ότι θα απέτρεπε την επανεμ­φάνιση των διακρατικών γεωπολιτικών ανταγωνισμών που είχαν οδη­γήσει στον πόλεμο. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η εσωτερική ειρήνη και ηρεμία, έπρεπε να οικοδομηθεί κάποια μορφή ταξικού συμβιβα­σμού μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας. Ο τρόπος σκέψης της εποχής παρουσιάζεται ίσως κατά τον καλύτερο τρόπο σε ένα σημαί­νον κείμενο δύο εξεχόντων κοινωνικών επιστημόνων, των Ρόμπερτ Νταλ και Τσαρλς Λίντμπλομ, που δημοσιεύτηκε το 1953. Αυτοί υπο­στήριξαν ότι τόσο ο καπιταλισμός όσο και ο κομουνισμός στην καθα­

34

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

ρή τους μορφή είχαν αποτύχει. Ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός ήταν να δημιουργήσουμε ένα σωστό μείγμα κράτους, αγοράς και δημοκρα­τικών θεσμών που θα εγγυάται την ειρήνη, τον μη αποκλεισμό, την ευ­ημερία και τη σταθερότητα.9 Διεθνώς, οικοδομήθηκε μια νέα παγκό­σμια τάξη μέσω των συμφωνιών του Μπρέτον Γουντς και ποικίλων θε­σμών, όπως τα Ηνωμένα Έθνη, η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών στη Βασιλεία, οι οποίοι ιδρύθηκαν για να συμβάλουν στη σταθεροποίηση των διεθνών σχέσεων. Το ελεύ­θερο εμπόριο αγαθών ενθαρρύνθηκε με ένα σύστημα σταθερών ισοτι­μιών στηριζόμενο στη μετατρεψιμότητα του αμερικανικού δολαρίου σε χρυσό με σταθερή τιμή. Οι σταθερές ισοτιμίες ήταν ασύμβατες με τις ελεύθερες ροές κεφαλαίου οι οποίες έπρεπε να ελέγχονται, αλλά οι ΗΠΑ είχαν το δικαίωμα να διοχετεύουν ελεύθερα τα δολάρια πέραν των συνόρων τους, εάν το δολάριο επρόκειτο να λειτουργήσει ως πα­γκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Αυτό το σύστημα λειτουργούσε υπό την προστατευτική ομπρέλα της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης. Μόνο η Σοβιετική Ένωση και ο Ψυχρός Πόλεμος έθεταν όρια στην παγκόσμια εμβέλειά του.

Στην Ευρώπη, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, εμφανίστηκαν πολλά και ποικίλα σοσιαλδημοκρατικά, χριστιανοδημοκρατικά και κρά­τη με διευθυνόμενη οικονομία. Οι ΗΠΑ στράφηκαν προς μια φιλελεύ­θερη δημοκρατική κρατική μορφή, και η Ιαπωνία, υπό την άμεση επο- πτεία των ΗΠΑ, οικοδόμησε έναν κατ’ όνομα δημοκρατικό, αλλά στην πράξη άκρως γραφειοκρατικό κρατικό μηχανισμό που είχε την εξουσία να εποπτεύει την ανοικοδόμηση της χώρας. Το κοινό στοιχείο όλων αυ­τών των κρατικών μορφών ήταν η αποδοχή ότι το κράτος πρέπει να συ­γκεντρώσει την προσοχή στην πλήρη απασχόληση, στην οικονομική με­γέθυνση και στην ευημερία των πολιτών του και ότι η κρατική εξουσία πρέπει να αναπτύσσεται ελεύθερα, παράλληλα ή, εάν προέκυπτε ανά­γκη, παρεμβαίνοντας, ακόμη και υποκαθιστώντας τις διαδικασίες της αγοράς, προκειμένου να επιτύχει τους παραπάνω στόχους. Η δημοσιο­νομική και η νομισματική πολιτική, συνήθως επονομαζόμενες «κεϊνσια- νές», γενικά εφαρμόζονταν με σκοπό το μετριασμό της έντασης των διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου και την εξασφάλιση, ουσιαστι­κά, της πλήρους απασχόλησης. Ο «ταξικός συμβιβασμός» μεταξύ κεφα­λαίου και εργασίας υποστηριζόταν γενικά ως το βασικό εγγυητικό στοι­χείο της εσωτερικής γαλήνης και ηρεμίας. Τα κράτη παρενέβαιναν δρα­στήρια στη βιομηχανική πολιτική και έθεταν τα κριτήρια για τον κοι­

35

Νεοφιλελευθερισμός

νωνικό μισθό, με τη δημιουργία μιας ποικιλίας συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας (υγείας, παιδείας και των παρόμοιων).

Αυτή η μορφή κοινωνικο-πολιτικής οργάνωσης σήμερα αναφέρεται συνήθως ως «εμπεδωμένος φιλελευθερισμός»* για να σημάνει πώς οι α­γοραίες διαδικασίες και οι επιχειρηματικές και εταιρικές δραστηριότη­τες περιβάλλονταν από ένα δίχτυ κοινωνικών και πολιτικών φραγμών και από ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που μερικές φορές περιόριζε, αλλά σε άλλες περιπτώσεις άνοιγε το δρόμο της οικονομικής και βιομηχανικής στρατηγικής.10 Ο κρατικός σχεδιασμός και σε ορισμένες περιπτώσεις η κρατική ιδιοκτησία βασικών τομέων (κάρβουνου, ατσαλιού, αυτοκινή­των) δεν ήταν ασυνήθιστα (π.χ., στη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιτα­λία). Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο θα αποδέσμευε το κεφάλαιο από αυ­τούς τους περιορισμούς.

Ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός παρήγαγε υψηλούς ρυθμούς οικο­νομικής μεγέθυνσης στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, στη διάρ­κεια των δεκαετιών του 1950 και του I960.11 Εν μέρει αυτό εξαρτήθηκε από την απλοχεριά των ΗΠΑ που ήταν πρόθυμες να διατηρούν ελλείμ­ματα με τον υπόλοιπο κόσμο και να απορροφούν την όποια περίσσια παραγωγή στη δική τους χώρα. Αυτό το σύστημα απέφερε οφέλη, όπως και οι επεκτεινόμενες αγορές εξαγωγών (εμφανέστερα στην Ιαπωνία, αλλά και σε όλη τη Λατινική Αμερική, άνισα όμως, και σε κάποιες άλ­λες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας), αλλά οι απόπειρες να εξαχθεί «ανάπτυξη» στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου ως επί το πλείστον σταμάτησαν. Για το μεγαλύτερο μέρος του Τρίτου Κόσμου, ι­δίως για την Αφρική, ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός εξακολουθούσε να είναι μια ονειροφαντασία. Η επακόλουθη ώθηση προς το νεοφιλε­λευθερισμό, μετά το 1980, δεν επέφερε παρά ελάχιστη αλλαγή στη φτώ­χεια τους. Στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, οι αναδιανεμητικές πολιτικές (στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν η πολιτική ενσωμάτωση, σε ένα βαθμό, της συνδικαλιστικής ισχύος της εργατικής τάξης και η υ­

* Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα John G. Ruggie, ο οποίος επινόησε τον όρο «embedded liberalism», μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο τα κράτη της καπιταλι­στικής Δύσης συνήψαν, σε ποικίλες παραλλαγές, μια «μεγάλη κοινωνική συμφωνία», δυνάμει της οποίας «συναίνεσαν να ανοίξουν όλοι οι κλάδοι στις αγορές» και να «πε­ριοριστεί και να διαμοιραστεί το κόστος της κοινωνικής προσαρμογής που αναπόφευ­κτα παράγουν οι αγορές». Αυτή ήταν η ουσία του «εμπεδωμένου φιλελευθερισμού». Ο οικονομικός φιλελευθερισμός εμπεδώθηκε στο κοινωνικό σύνολο. (Σ.τ.Μ.)

36

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη..,

ποστήριξη της συλλογικής διαπραγμάτευσης), οι έλεγχοι της ελεύθερης διακίνησης του κεφαλαίου (κάποιος βαθμός χρηματοπιστωτικής περι­στολής ιδίως μέσω των κεφαλαιακών ελέγχων), οι επεκτεινόμενες δη­μόσιες δαπάνες και η οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας, οι κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία και ο σχεδιασμός, σε κάποιο βαθμό, της α­νάπτυξης συμβάδιζαν με σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέ­θυνσης. Ο οικονομικός κύκλος ελεγχόταν επιτυχώς μέσω της εφαρμο­γής κεϊνσιανής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Μια κοι­νωνική και ηθική οικονομία (που υποστηριζόταν ορισμένες φορές από μια ισχυρή αίσθηση εθνικής ταυτότητας) αναπτυσσόταν μέσω των δρα­στηριοτήτων ενός παρεμβατικού κράτους. Στην πραγματικότητα, το κρά­τος έγινε ένα αόρατο πεδίο δύναμης που απορροφούσε στο εσωτερικό του τις ταξικές σχέσεις. Οι θεσμοί της εργατικής τάξης, όπως τα συνδι­κάτα και τα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς, είχαν πραγματική επιρ­ροή μέσα στον κρατικό μηχανισμό.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός άρχισε να καταρρέει, διεθνώς αλλά και μέσα στις εγχώριες οικονομίες. Παντού ήταν εμφανή τα σημάδια μιας σοβαρής κρίσης συσσώρευσης κε­φαλαίου. Η ανεργία και ο πληθωρισμός αυξάνονταν αλματωδώς πα­ντού, εισάγοντας σε μια παγκόσμια φάση «στασιμοπληθωρισμού» που διήρκεσε κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1970. Οι δημο­σιονομικές κρίσεις των διαφόρων κρατών (η Βρετανία, π.χ., χρειάστη­κε την οικονομική βοήθεια του ΔΝΤ στα 1975-76) είχαν ως αποτέλεσμα να κατρακυλήσουν τα φορολογικά έσοδα και να αυξηθούν ραγδαία οι κοινωνικές δαπάνες. Οι κεϊνσιανές πολιτικές δεν ήταν πλέον αποτελε­σματικές. Ακόμη και προ του Αραβο-ισραηλινού πολέμου και του πε­τρελαϊκού εμπάργκο του ΟΠΕΚ το 1973, το σύστημα σταθερών ισοτι­μιών του Μπρέτον Γουντς που στηριζόταν στα αποθέματα χρυσού είχε αποδιοργανωθεί. Οι ροές κεφαλαίων που διέσχιζαν τα κρατικά σύνορα δημιουργούσαν εντάσεις στο σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Τα αμερι­κανικά δολάρια είχαν πλημμυρίσει τον κόσμο και διέφευγαν των ελέγ­χων των ΗΠΑ με το να τοποθετούνται σε ευρωπαϊκές τράπεζες. Έτσι, το 1971, εγκαταλείφθηκε το σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Ο χρυσός δεν μπορούσε πλέον να λειτουργεί ως μεταλλική βάση του διεθνούς χρήμα­τος- επιτράπηκε η ελεύθερη διακύμανση των ισοτιμιών και πολύ σύντο­μα εγκαταλείφθηκαν επίσης οι προσπάθειες ελέγχου της διακύμανσής τους. Ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός που είχε παραγάγει υψηλούς ρυθ­μούς οικονομικής μεγέθυνσης, τουλάχιστον για τις καπιταλιστικές χώ­

37

Νεοφιλελευθερισμός

ρες μετά το 1945, είχε εκμετρήσει το βίο του και δεν ήταν πλέον αποτε­λεσματικός. Απαιτούνταν μια εναλλακτική λύση, προκειμένου να ξεπε- ραστεί η κρίση.

Μία απάντηση ήταν να επεκταθούν οι κρατικοί έλεγχοι και ρυθμί­σεις της οικονομίας μέσω κορπορατιστικών στρατηγικών (στις οποίες συμπεριλαμβανόταν, εάν προέκυπτε ανάγκη, η χαλιναγώγηση των διεκ­δικήσεων των εργαζομένων και των λαϊκών κινημάτων με την εφαρμο­γή μέτρων λιτότητας, μέσω της εισοδηματικής πολιτικής ακόμη και μέ­σω ελέγχων μισθών και τιμών). Αυτή ήταν η λύση που έδωσαν τα σο­σιαλιστικά και κομουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη, εναποθέτοντας τις ελπίδες στα καινοτόμα πειράματα διακυβέρνησης, σε τόπους όπως η «κόκκινη Μπολόνια» στην Ιταλία, στον επαναστατικό μετασχηματισμό της Πορτογαλίας μετά την πτώση του φασισμού, στη στροφή προς το σοσιαλισμό της αγοράς και στις ιδέες του «ευρωκομουνισμού», ιδίως στην Ιταλία (υπό την ηγεσία του Μπερλινγκουέρ) και στην Ισπανία (υ­πό την επιρροή του Καρίγιο) ή στην επέκταση του ισχυρού σοσιαλδη­μοκρατικού κράτους πρόνοιας στη Σκανδιναβία. Η Αριστερά συγκέ­ντρωσε μεγάλη λαϊκή υποστήριξη υπέρ αυτών των προγραμμάτων, φθάνοντας στο κατώφλι της εξουσίας στην Ιταλία και κατακτώντας πράγματι την κρατική εξουσία στην Πορτογαλία, τη Γαλλία, την Ισπα­νία και τη Βρετανία, ενώ διατηρούσε την εξουσία στη Σκανδιναβία. Α­κόμη και στις ΗΠΑ, ένα Κογκρέσο ελεγχόμενο από το Δημοκρατικό Κόμ­μα νομοθέτησε, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ένα τεράστιο φάσμα μεταρρυθμιστικών μέτρων (που υπογράφτηκαν ως νόμοι από τον Ρί- τσαρντ Νίξον, ένα Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο, ο οποίος στη συνέχεια έ- φθασε στο σημείο να παρατηρήσει «Τώρα είμαστε όλοι κεϊνσιανιστές»), που ρύθμιζαν τα πάντα, από την περιβαλλοντική προστασία μέχρι την επαγγελματική ασφάλεια και υγεία, τα πολιτικά δικαιώματα και την προστασία του καταναλωτή.12 Αλλά η Αριστερά δεν κατόρθωσε να προ­χωρήσει πέρα από τις παραδοσιακές κοινωνικο-δημοκρατικές και κορ- πορατίστικες [συνεργασία εργοδοτών και εργατών υπό την καθοδήγη­ση του κράτους] λύσεις και αυτές αποδείχθηκαν, στα μέσα της δεκαε­τίας του 1970, ασύμβατες με τις απαιτήσεις της κεφαλαιακής συσσώ­ρευσης. Το αποτέλεσμα ήταν να πολωθεί η διαμάχη μεταξύ εκείνων που συντάσσονταν με την κοινωνική δημοκρατία και τον κεντρικό σχεδία­σμά, από τη μια, (οι οποίοι, όταν ήσαν στην εξουσία, όπως στην περί­πτωση του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος, κατέληγαν στο να χαλι­ναγωγούν τις αξιώσεις των δικών τους ψηφοφόρων, συνήθως για πραγ­

38

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

ματιστικούς λόγους), και όλων εκείνων που τα συμφέροντα τους υπα­γόρευαν την απελευθέρωση της ισχύος των εταιρειών και των επιχειρή­σεων και την επανεδραίωση των ελευθεριών της αγοράς, από την άλλη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, τα συμφέροντα αυτής της τελευταίας ομάδας ήρθαν στο προσκήνιο. Αλλά πώς θα εδραιώνονταν ξανά οι συν­θήκες για την επανάληψη της δυναμικής συσσώρευσης κεφαλαίου;

Η ουσία του προβλήματος που πρέπει να λύσουμε είναι το πώς και το γιατί αναδύθηκε νικηφόρος ο νεοφιλελευθερισμός ως μοναδική απά­ντηση στο ανωτέρω ερώτημα. Εκ των υστέρων πιθανώς μας φαίνεται ό­τι η απάντηση ήταν αναπόφευκτη και προφανής, αλλά εκείνη την επο­χή νομίζω ότι είναι σωστό να πούμε πως κανένας δεν ήξερε πραγματι­κά ούτε αισθανόταν σιγουριά για το ποια λύση θα ήταν αποτελεσματι­κή και πώς. Ο καπιταλιστικός κόσμος προχώρησε σκοντάφτοντας προς τη νεοφιλελευθεροποίηση, μέσα από ελικοειδείς διαδρομές και χαοτικά πειράματα που συγκροτήθηκαν πραγματικά ως μια καινούργια ορθο­δοξία μόνο με τη διατύπωση αυτού που έγινε γνωστό ως «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», τη δεκαετία του 1990. Τότε, ο Κλίντον και ο Μπλερ α­ντέστρεψαν με ευκολία την προηγούμενη δήλωση του Νίξον και είπαν απλά «Τώρα είμαστε όλοι νεοφιλελεύθεροι». Η ακανόνιστη γεωγραφι­κή επέκταση του νεοφιλελευθερισμού, η συχνά μερική και μονόπαντη ε­φαρμογή του από το ένα κράτος και κοινωνικό σχηματισμό στον άλλο, μαρτυρά τη διστακτικότητα των νεοφιλελεύθερων λύσεων και τους πε­ρίπλοκους τρόπους με τους οποίους πολιτικές δυνάμεις, ιστορικές πα­ραδόσεις και υπάρχουσες θεσμικές διευθετήσεις διαμόρφωσαν, σε συν­δυασμό, το γιατί και το πώς της διαδικασίας της νεοφιλελευθεροποίη- σης που εφαρμόστηκε στην πράξη.

Υπάρχει, ωστόσο, μέσα σ’ αυτή τη μετάβαση ένα στοιχείο που αξίζει να το προσέξουμε ειδικά. Η κρίση συσσώρευσης κεφαλαίου της δεκαε­τίας του 1970 επηρέασε τους πάντες μέσω της ταυτόχρονης ύπαρξης υ­ψηλής ανεργίας και επιταχυνόμενου πληθωρισμού (Σχήμα 1.1) Η δυ­σαρέσκεια εξαπλωνόταν και η σύμπραξη του εργατικού με τα κοινωνι­κά κινήματα των πόλεων, στο μεγαλύτερο μέρος του προηγμένου καπι­ταλιστικού κόσμου, έδινε την εντύπωση ότι τα πράγματα γέρνουν προς την εμφάνιση μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης, αντί για τον κοι­νωνικό συμβιβασμό μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας που είχε στηρίξει τόσο επιτυχώς την κεφαλαιακή συσσώρευση κατά τη μεταπολεμική πε­ρίοδο. Τα κομουνιστικά και τα σοσιαλιστικά κόμματα κέρδιζαν έδαφος, εάν δεν έπαιρναν την εξουσία, σ’ όλη την Ευρώπη, ενώ ακόμη και στις

39

ΣΧΗΜΑ 1.1 Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970: πληθωρισμός και ανεργία στις ΗΠΑ και την Ε υρώ πη, 1960-1987

ΗΠΑ οι λαϊκές δυνάμεις ξεσήκωναν τον κόσμο υπέρ εκτεταμένων με­ταρρυθμίσεων και κρατικών παρεμβάσεων. Σ’ αυτές τις εξελίξεις ενυ­πήρχε μια σαφής πολίτική απειλή για τις οικονομικές ελίτ και τις άρ- χουσες τάξεις παντού, τόσο στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες (ό­πως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία) όσο και στις υπό

40

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

ανάπτυξη χώρες (όπως η Χιλή, το Μεξικό και η Αργεντινή). Στη Σουη­δία, π.χ., το γνωστό ως Σχέδιο Rehn-Meidner πρότεινε κυριολεκτικά τη σταδιακή εξαγορά του μεριδίου των ιδιοκτητών στις δικές τους επιχει­ρήσεις και τη μετατροπή της χώρας σε μια δημοκρατία εργατών/μετό- χων. Αλλά, εκτός α π ’ αυτό, γινόταν πια χειροπιαστή η οικονομική α­πειλή όσον αφορά τη θέση των αρχουσών ελίτ και τάξεων. Έ νας όρος της μεταπολεμικής συμφωνίας, σχεδόν σε όλες τις χώρες, ήταν ότι η οι­κονομική δύναμη των ανώτερων τάξεων θα περιοριστεί και ότι στους εργαζόμενους θα παραχωρηθεί πολύ μεγαλύτερο μερίδιο της οικονομι­κής πίτας. Γ ια παράδειγμα, στις ΗΠ Α το μερίδιο του εθνικού εισοδή­ματος που λάμβανε το εισοδηματικά ανώτερο 1% έπεσε από το προπο­λεμικό υψηλότερο επίπεδό του, που ήταν της τάξης του 16%, σε λιγό­τερο από 8% στα τέλη του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου και παρέ- μεινε περίπου σ’ αυτό το επίπεδο σχεδόν τρεις δεκαετίες. Όσο η οικο­νομική μεγέθυνση ήταν ισχυρή, αυτός ο περιορισμός δεν φαινόταν ση­μαντικός. Το να έχει κανείς σταθερό μερίδιο σε μια αυξανόμενη πίτα εί­ναι κάτι καλό. Αλλά όταν η οικονομική μεγέθυνση κατέρρευσε στη δε­καετία του 1970, όταν τα πραγματικά επιτόκια έγιναν αρνητικά και το σύνηθες ήταν πενιχρά μερίδια και κέρδη, τότε οι απανταχού ανώτερες τάξεις αισθάνθηκαν να απειλούνται. Στις ΗΠΑ, ο έλεγχος του πλούτου (αντίθετα από το εισόδημα) από το ανώτερο 1% του πληθυσμού είχε παραμείνει σταθερός σε όλο τον 20ό αιώνα. Αλλά τη δεκαετία του 1970 καταποντίστηκε απότομα (Σχήμα 1.2), καθώς οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων (μετοχών, ακίνητης περιουσίας, αποταμιεύσεων) κατέρρευ- σαν. Οι ανώτερες τάξεις έπρεπε να δράσουν αποφασιστικά, προκειμέ- νου να προστατευθούν από την πολιτική και οικονομική εκμηδένιση.

Το πραξικόπημα στη Χιλή και η ανάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στην Αργεντινή, που στηρίχθηκαν εσωτερικά από τις α­νώτερες τάξεις με τη βοήθεια των ΗΠΑ, παρείχαν ένα είδος λύσης. Το επακόλουθο χιλιανό πείραμα του νεοφιλελευθερισμού έδειξε ότι τα ο­φέλη της αναζωογονημένης κεφαλαιακής συσσώρευσης ήταν πολύ μο­νόπλευρα υπό την αναγκαστική ιδιωτικοποίηση. Η χώρα και οι κυβερ- νώσες ελίτ της, μαζί με τους ξένους επενδυτές, τα πήγαν εξαιρετικά κα­λά στα πρώτα στάδια. Τα αποτελέσματα της αναδιανομής [υπέρ των πλουσίων] και η αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα ήταν όντως τόσο μό­νιμο στοιχείο της νεοφιλελευθεροποίησης, ώστε να θεωρούνται δομικά χαρακτηριστικά του όλου εγχειρήματος. Ο Ζεράρ Ντουμενίλ και ο Ντο- μινίκ Λεβί, μετά από προσεκτική ανασύνθεση των δεδομένων, συμπέ-

Νεοφιλελευθερισμός

ΣΧΗΜΑ 1.2 Το κραχ του πλούτου της δεκαετίας του 1970: μερίδιο περιουσιακών στοιχείων που κατέχει το ανώ τερο 1% του πληθυσμού τω ν ΗΠΑ, 1922-1998

ΠΗΓΉ: Dumenil και Levy, Capital Resurgent.

ραναν ότι ο νεοφιλελευθερισμός εξαρχής ήταν ένα σχέδιο για την παλι­νόρθωση της ταξικής ισχύος. Μετά την εφαρμογή των νεοφιλελεύθε­ρων πολιτικών στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που ανήκε στο εισοδηματικά ανώτερο 1% των Αμερικα­νών αυξήθηκε ραγδαία, για να φθάσει στο 15% (πολύ κοντά στο προ­πολεμικό του μερίδιο) περί τα τέλη του αιώνα. Το εισοδηματικά ανώτε­ρο 0,1% των Αμερικανών αύξησε το μερίδιό του στο εθνικό εισόδημα από 2% το 1978 σε πάνω από 6% το 1999, ενώ η αναλογία των μισθών των διευθυνόντων συμβούλων σε σχέση με τη μέση αμοιβή των εργα­τών αυξήθηκε από άνω των 30 προς 1, το 1970, σε σχεδόν 500 προς 1, το 2000 (Σχήματα 1.3 και 1.4). Σχεδόν μετά βεβαιότητας, με τις φορολογι­κές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Μπους που λαμβάνουν χώρα την τρέχουσα περίοδο, η συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου στα ανώ­τερα κλιμάκια της κοινωνίας συνεχίζεται με ταχείς ρυθμούς, διότι ο φό­ρος ακίνητης περιουσίας (φόρος επί του πλούτου) σταδιακά καταργεί- ται και η φορολογία εισοδήματος από επενδύσεις και από κεφαλαιακά κέρδη ελαχιστοποιείται, ενώ η φορολόγηση των ημερομισθίων και των μισθών διατηρείται.13

Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες: το εισοδη-

42

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

ΣΧΗΜΑ 1.3 Η παλινόρθωση της ταξικής ισχύος: το μερίδιο του ανώτερου 0,1% του πληθυσμού στο εθνικό εισόδημα, ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία, 1913-1998

ΠΗΓΗ: Task Force on Inequality and American Democracy, American Democracy in an Age of Rising Inequality.

ματικά ανώτερο 1 % των Βρετανών δυτλασίασε το μερίδιό του στο ε­θνικό εισόδημα από 6,5% σε 13% από το 1982. Και όταν κοιτάμε ακό­μη μακρΰτερα, διαπιστώνουμε ασυνήθιστες συγκεντρώσεις πλούτου και δύναμης παντού. Μια μικρή και ισχυρή ολιγαρχία έχει εμφανιστεί στη Ρωσία μετά τη νεοφιλελεύθερη «θεραπεία σοκ», που εφαρμόστη­κε στη χώρα αυτή κατά τη δεκαετία του 1990. Ακραία φαινόμενα εισο­δηματικής ανισότητας και πλούτου παρατηρούνται στην Κίνα, αφ’ ης στιγμής υιοθέτησε μεθόδους προσανατολισμένες στην ελεύθερη αγο­ρά. Το κύμα ιδιωτικοποιήσεων στο Μεξικό, μετά το 1992, εκσφενδόνι­σε ελάχιστα άτομα (όπως ο Κάρλος Σλιμ), σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, στη λίστα των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου που δημοσιεύει το περιοδικό Fortune. Γενικά, «οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και η Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών κατέγραψαν μερικές από τις με­γαλύτερες αυξήσεις που έχουν παρατηρηθεί ποτέ... στην κοινωνική α ­νισότητα. Οι χώρες του ΟΟΣΑ επίσης κατέγραψαν μεγάλες αυξήσεις στην ανισότητα μετά τη δεκαετία του 1980», ενώ «η εισοδηματική ψα- λίδα μεταξύ του ενός πέμπτου του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στις

43

Νεοφιλελευθερισμός

----- Συνολική αμοιβή θέσης 10....... Συνολική αμοιβή θέσης 50-----Συνολική αμοιβή θέσης 100-----Συνολική αμοιβή μέσος όρος των 100

Οι πρώτες τρεις καμπύλες δείχνουν την άνοδο της αμοιβής των διευθυνόντων συμβούλων σύμφωνα με τη θέση τους στην ιεραρχία των αμοιβών: 10η, 50ή και 100ή. Η άλλη καμπύλη

αντιστοιχεί στη μέση αμοιβή των 100 διευθυνόντων συμβούλων με τις υψηλότερες απο­δοχές. Σημειώστε ότι το 1.000 σημαίνει 1.000 φορές ο μέσος μισθός.

ΣΧΗΜΑ 1.4 Η συγκέντρωση πλούτου και εισοδηματικής δύναμης στις ΗΠΑ: αμοι­βή διευθυνόντων συμβούλων σε σχέση με τους μέσους μ ισθούς στις ΗΠΑ, 1970-2003, και μερίδια πλούτου τω ν πλουσιότερων οικογενειών, 1982-2002

ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, «Neoliberal Income Trends».

44

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

πλουσιότερες χώρες καί του ενός πέμπτου που ζει στις φτωχότερες ή­ταν 74 προς 1 το 1997, σε σύγκριση με το 60 προς 1 το 1990 και με το 30 προς 1 το I960».14 Ενώ υπάρχουν εξαιρέσεις σ’ αυτή την τάση (αρκετές χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας μέχρι στιγμής έ­χουν περιορίσει τις εισοδηματικές ανισότητες σε λογικά πλαίσια, όπως και η Γαλλία - βλέπε Σχήμα 1.3), τα στοιχεία δείχνουν με έμφαση ότι η νεοφιλελεύθερη στροφή σχετίζεται, κατά κάποιον τρόπο και σε κάποιο βαθμό, με την παλινόρθωση ή ανοικοδόμηση της ισχύος των οικονομι­κών ελίτ.

Μπορούμε, συνεπώς, να ερμηνεύσουμε τη νεοφιλελευθεροποίηση εί­τε ως ένα ουτοπικό πρόγραμμα με σκοπό την υλοποίηση ενός θεωρη­τικού σχεδίου αναδιοργάνωσης του διεθνούς καπιταλισμού είτε ως έ­να πολιτικό πρόγραμμα για την επανεδραίωση των συνθηκών της κα­πιταλιστικής συσσώρευσης και της παλινόρθωσης της δύναμης των οι­κονομικών ελίτ. Στα όσα ακολουθούν θα υποστηρίξω ότι στην πράξη έχει κυριαρχήσει ο δεύτερος εκ των δύο αυτών αντικειμενικών σκοπών. Η νεοφιλελευθεροποίηση δεν υπήρξε τόσο αποτελεσματική ως προς την αναζωογόνηση της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά πέτυχε αξιοσημείωτα αποτελέσματα όσον αφορά την παλινόρθωση, και σε ορισμένες περιπτώσεις (στη Ρωσία και την Κίνα) τη δημιουργία, της δύναμης των οικονομικών ελίτ. Ο θεωρητικός ουτοπισμός της νεο­φιλελεύθερης επιχειρηματολογίας λειτούργησε κυρίως, σύμφωνα με τα συμπεράσματά μου, ως σύστημα δικαιολόγησης και νομιμοποίησης των όσων έπρεπε να γίνουν, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Επιπλέον, τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι όποτε οι νεοφιλελεύθερες αρχές συ­γκρούονται με την ανάγκη παλινόρθωσης ή διατήρησης της δύναμης των ελίτ, είτε εγκαταλείπονται είτε διαστρέφονται τόσο που γίνονται α­γνώριστες. Αυτό ουδόλως στερεί από τις ιδέες τη δύναμή τους να δρουν ως παράγοντας ιστορικο-γεωγραφικής αλλαγής. Αλλά δείχνει μια δη­μιουργική ένταση ανάμεσα στη δύναμη των νεοφιλελεύθερων ιδεών και τις πραγματικές μεθόδους της νεοφιλελευθεροποίησης που έχουν με­τασχηματίσει τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού τα τελευταία τριάντα χρόνια.

45

Νεοφιλελευθερισμός

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Ο νεοφιλελευθερισμός, ως πιθανό αντίδοτο στις απειλές κατά της κα­πιταλιστικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων και ως λύση στις ασθένειες του καπιταλισμού, καραδοκούσε επί μακρόν στις διάφορες πτέρυγες της δημόσιας πολιτικής. Μια μικρή και κλειστή ομάδα παθιασμένων υ- ποστηρικτών -κυρίως ακαδημαϊκών οικονομολόγων, ιστορικών και φι­λοσόφων- είχε συσπειρωθεί γύρω από τον γνωστό Αυστριακό πολιτικό φιλόσοφο Φρίντριχ φον Χάγιεκ, συγκροτώντας την Εταιρεία Μον Πε- λερέν (από την ελβετική λουτρόπολη όπου συναντήθηκαν για πρώτη φορά) το 1947 (σημαίνοντες μεταξύ αυτών ήταν ο Λούντβιχ φον Μίξες, ο οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν και επίσης, για κάποιο διάστημα, ο διακεκριμένος φιλόσοφος Καρλ Πόπερ). Η ιδρυτική διακήρυξη της Ε ­ταιρείας αναφέρει τα εξής:

Οι κεντρικές αξίες του πολιτισμού κινδυνεύουν. Σε μεγάλες εκτάσεις της γήινης επιφάνειας οι ουσιώδεις συνθήκες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας έχουν ήδη εξαφανιστεί. Σε άλλες βρίσκονται υπό συνεχή απει­λή από την ανάπτυξη των σύγχρονων τάσεων της πολιτικής. Η θέση του α ­τόμου και της αυτοπροαίρετης ομάδας σταδιακά υπονομεύεται από την ε­πέκταση της αυθαίρετης εξουσίας. Ακόμη και το πιο πολύτιμο απόκτημα του Δυτικού Ανθρώπου, η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, απει­λείται από την εξάπλωση ιδεολογιών οι οποίες, ενώ διεκδικούν το προνό­μιο της ανοχής όταν είναι μειοψηφικές, επιδιώκουν απλώς να κατοχυρώ­σουν μια θέση εξουσίας από την οποία μπορούν να καταπνίγουν και να α ­φανίζουν όλες τις άλλες απόψεις εκτός από τη δική τους.

Η ομάδα πρεσβεύει ότι αυτές οι εξελίξεις υποδαυλίστηκαν από την α ­νάπτυξη μιας άποψης για την ιστορία η οποία αρνείται όλα τα απόλυτα η­θικά κριτήρια και από την ανάπτυξη θεωριών που αμφισβητούν το επιθυ­μητό του κράτους δικαίου. Πρεσβεύει περαιτέρω ότι υποδαυλίστηκαν από την υποχώρηση της πίστης στην ατομική ιδιοκτησία και στην ανταγωνιστι­κή αγορά· διότι χωρίς τη διάχυτη δύναμη και πρωτοβουλία που σχετίζονται μ’ αυτούς τους θεσμούς, είναι δύσκολο να φανταστούμε μια κοινωνία στην οποία μπορεί να διατηρηθεί πραγματικά η ελευθερία.15

Τα μέλη της ομάδας αυτοπαρσυσιάστηκαν ως «φιλελεύθεροι» (με την παραδοσιακή ευρωπαϊκή έννοια), λόγω της θεμελιώδους δέσμευ­σής τους στα ιδανικά της ελευθερίας του ατόμου. Η νεοφιλελεύθερη τα­μπέλα σήμαινε την προσκόλλησή τους σε εκείνες τις περί αγοράς αρχές

46

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

των νεοκλασικών οικονομικών που είχαν εμφανιστεί το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα (χάρη στο έργο του Άλφρεντ Μάρσαλ, του Γουίλιαμ Στάνλεϊ Τζέβονς και του Αίον Γουόλρας) εκτοπίζοντας τις κλασικές θεω­ρίες των Άνταμ Σμιθ, Ντέιβιντ Ρικάρντο και, βεβαίως, του Καρλ Μαρξ. Ωστόσο, διατήρησαν την άποψη του Άνταμ Σμιθ ότι το αόρατο χέρι της αγοράς ήταν το καλύτερο μέσο για την επιστράτευση ακόμη και των ευ­τελέστερων ανθρώπινων ενστίκτων, όπως της αδηφαγίας, της πλεονε­ξίας και της επιθυμίας για πλούτο και εξουσία, προς όφελος όλων. Συ­νεπώς, το νεοφιλελεύθερο δόγμα εναντιωνόταν βαθιά στις θεωρίες του κρατικού παρεμβατισμού, όπως αυτή του Τζον Μέιναρντ Κέινς, που κυριάρχησαν στη δεκαετία του 1930 ως αντίδραση στη Μεγάλη Ύφεση. Πολλοί πολιτικοί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο προσέβλεπαν στη βοήθεια της κεϊνσιανής θεωρίας καθώς επεδίωκαν να κρατήσουν υ­πό έλεγχο τον οικονομικό κύκλο και τις υφέσεις. Οι νεοφιλελεύθεροι ε­ναντιώνονταν ακόμη πιο μανιασμένα στις θεωρίες του κεντρικού κρα­τικού σχεδιασμού, όπως εκείνες που προωθούσε ο Όσκαρ Λανζ, που προ­σέγγιζαν τη μαρξιστική παράδοση. Οι κρατικές αποφάσεις, υποστήρι­ζαν, ήταν μοιραία πολιτικά προκατειλημμένες, εφόσον εξαρτιόνταν α­πό τη δύναμη των διαφόρων ομάδων συμφερόντων (όπως τα συνδικά­τα, οι περιβαλλοντιστές ή τα εμπορικά λόμπι). Οι κρατικές αποφάσεις σε θέματα επενδύσεων και κεφαλαιακής συσσώρευσης μοιραία θα είναι λανθασμένες, διότι οι διαθέσιμες στο κράτος πληροφορίες δεν μπορούν να ανταγωνιστούν αυτές που εμπεριέχονται στα σήματα τα οποία εκ­πέμπει η αγορά.

Ό πω ς έχουν αποδείξει αρκετοί σχολιαστές, το ανωτέρω θεωρητικό πλαίσιο δεν είναι απόλυτα συνεκτικό.16 Η επιστημονική αυστηρότητα των νεοκλασικών οικονομικών που υιοθετεί δεν εναρμονίζεται εύκολα με την πολιτική προσήλωση στα ιδανικά της ατομικής ελευθερίας ούτε η υποτιθέμενη απέχθειά του έναντι της πάσης φύσεως κρατικής εξου­σίας προσιδιάζει στην ανάγκη ενός ισχυρού και, όταν οι συνθήκες το ε­πιτάσσουν, καταναγκαστικού κράτους που θα υπερασπίζεται τα δικαιώ­ματα της ατομικής ιδιοκτησίας, των ατομικών ελευθεριών και των επι­χειρηματικών ελευθεριών. Το δικονομικό τέχνασμα του προσδιορισμού των εταιρειών ως προσώπων ενώπιον του νόμου εισάγει τις δικές του προκαταλήψεις, που εκφράζονται ειρωνικά στο πιστεύω του Τζον Ντ. Ροκφέλερ, χαραγμένο σε πέτρα στο Κέντρο Ροκφέλερ της Νέας Υόρ- κης: εκεί ο Αμερικανός μεγιστάνας τοποθετεί «την ανώτερη αξία του α­τόμου» πάνω α π’ όλες τις άλλες. Υπάρχουν δε, όπως θα δούμε, αρκετές

47

Νεοφιλελευθερισμός

αντιφάσεις στη νεοφιλελεύθερη θέση, που καθιστούν τις εξελισσόμενες νεοφιλελεύθερες μεθόδους (σε ζητήματα όπως η μονοπωλιακή ισχύς και οι αποτυχίες της αγοράς) αγνώριστες σε σχέση με τη φαινομενική καθαρότητα του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Συνεπώς, πρέπει να δώ­σουμε μεγάλη προσοχή στην ένταση που υπάρχει ανάμεσα στη θεωρία του νεοφιλελευθερισμού και στον ουσιαστικό πραγματισμό της εφαρ­μογής της.

Ο Χάγιεκ, συγγραφέας βασικών κειμένων, όπως το The Constitution o f Liberty, προέβλεψε ότι η μάχη των ιδεών ήταν το κλειδί και ότι θα χρειαζόταν πιθανώς μια γενιά για να κερδηθεί αυτή η μάχη, όχι μόνο ε­ναντίον του μαρξισμού, αλλά και του σοσιαλισμού, του κρατικού σχε- διασμού και του κεϊνσιανού παρεμβατισμού. Η ομάδα Μον Πελερέν κέρδισε οικονομική και πολιτική υποστήριξη. Στις ΗΠΑ ιδίως, μια ι­σχυρή ομάδα πλουσίων ατόμων και επικεφαλής εταιρειών, που ήταν βαθύτατα αντίθετοι με όλες τις μορφές κρατικού παρεμβατισμού και ρύθμισης της οικονομίας όπως και με το διεθνισμό, επιδίωξε να οργα­νώσει την αντιπαράθεση σ’ αυτό που έβλεπε ως αναδυόμενη συναίνεση για την εφαρμογή μεικτής οικονομίας. Φοβούμενη για το πώς θα εξε­λισσόταν πολιτικά η συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση και η διευθυνό- μενη οικονομία, που οικοδομήθηκε μέσα στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκόσμιου πολέμου, στο μεταπολεμικό περιβάλλον, αυ­τή η ομάδα ήταν πρόθυμη να αγκαλιάσει καθετί, από το μακαρθισμό μέχρι τα νεοφιλελεύθερα θεωρητικά επιτελεία, για να προστατεύσει και να δυναμώσει την εξουσία της. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια έμεινε στο περιθώριο της πολιτικής και ακαδημαϊκής επιρροής μέχρι τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1970. Τότε άρχισε να κινείται προς το κέντρο της σκηνής, ιδίως στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, αφού είχε εκτραφεί από τα αφειδώς χρηματοδοτούμενα think tanks (παρακλάδια της Εταιρείας Μον Πελερέν, όπως το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων στο Λον­δίνο και το Ίδρυμα Heritage στην Ουάσιγκτον), όπως και μέσω της αυ­ξανόμενης επιρροής της στον ακαδημαϊκό χώρο, κυρίως στο Πανεπι­στήμιο του Σικάγου, όπου κυρίαρχη φιγούρα ήταν ο Μίλτον Φρίντμαν. Η νεοφιλελεύθερη θεωρία κέρδισε τον ακαδημαϊκό σεβασμό με την α­πονομή του βραβείου Νόμπελ για τα οικονομικά στον Χάγιεκ, το 1974, και στον Φρίντμαν, το 1976. Αυτό το συγκεκριμένο βραβείο, παρόλο που έχει την αύρα του Νόμπελ, δεν έχει καμιά σχέση με τα άλλα και ε­λέγχεται ασφυκτικά από την τραπεζική ελίτ της Σουηδίας. Η νεοφιλε­λεύθερη θεωρία, με το μονεταριστικό της ένδυμα κυρίως, άρχισε να α­

48

Η ελευθερία m a t απλώς άλλη μία λέξη...

σκεί πρακτική επιρροή σε πολλούς και διάφορους τομείς της πολιτικής. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Κάρτερ, επί παραδείγματι, η κατάρ­γηση των ρυθμίσεων στην οικονομία εμφανίστηκε ως μία από τις πολ­λές απαντήσεις στον χρόνιο στασιμοπληθωρισμό που επικρατούσε στις ΗΠΑ καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970. Αλλά η πλήρης καθιέρωση του νεο­φιλελευθερισμού, ως της νέας οικονομικής ορθοδοξίας που διέπει τη δημόσια πολιτική σε κρατικό επίπεδο, στον αναπτυγμένο καπιταλιστι­κό κόσμο επήλθε, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Βρετανία, το 1979.

Τον Μάιο εκείνου του έτους, στη Βρετανία εξελέγη η Μάργκαρετ Θάτσερ με την ισχυρή εντολή να μεταρρυθμίσει την οικονομία. Υπό την επιρροή του Κιθ Τζότζεφ, ενός δραστήριου και αταλάντευτου δημο- σιολόγου και σφοδρού δημοσιογραφικού πολέμιου του κεϊνσιανισμού, που είχε ισχυρές διασυνδέσεις με το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων, αποδέχθηκε ότι ο κεϊνσιανισμός έπρεπε να εγκαταλειφθεί και ότι οι μο- νεταριστικές λύσεις των οικονομικών της «προσφοράς» ήταν ουσιαστι­κές για τη θεραπεία του στασιμοπληθωρισμού που χαρακτήριζε τη βρε­τανική οικονομία τη δεκαετία του 1970. Αναγνώρισε ότι αυτό δεν σή- μαινε τίποτε λιγότερο από μια επανάσταση στη δημοσιονομική και κοι­νωνική πολιτική. Χωρίς καθυστέρηση έδειξε λυσσαλέα αποφασιστικό­τητα στο να ξεπαστρέψει τους θεσμούς και τις πολιτικές μεθόδους του κοινωνικο-δημοκρατικού κράτους που είχε εδραιωθεί στη Βρετανία με­τά το 1945. Αυτή η πολιτική απαιτούσε αντιπαράθεση με τα συνδικάτα- επίθεση σε όλες τις μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης που εμπόδιζαν την ανταγωνιστική ευελιξία (όπως αυτές εκφράζονταν μέσα από την τοπι­κή αυτοδιοίκηση και τη δύναμη πολλών επαγγελματιών και των ενώ- σεών τους)- αποδιάρθρωση ή υπαναχώρηση από τις δεσμεύσεις του κράτους πρόνοιας- ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων (και της κοινωνικής στέγης)- μείωση των φόρων για την ενθάρρυνση της επιχει­ρηματικής πρωτοβουλίας και δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού κλί­ματος, ώστε να προσελκύσει εισροή ξένων επενδύσεων (ιδίως από την Ιηπωνία). Ό πως διακήρυξε η Θάτσερ, σε μια πασίγνωστη φράση της, «δεν υπήρχε κοινωνία, παρά μόνο άτομα» - και πρόσθεσε αμέσως με­τά, και οι οικογένειές τους. Όλες οι μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης έ­πρεπε να καταργηθούν προς όφελος του ατομισμού, της ατομικής ιδιο­κτησίας, της προσωπικής υπευθυνότητας και των οικογενειακών α­ξιών. Η ιδεολογική επίθεση βάσει αυτών των κατευθύνσεων που απέρ- ρεαν από τη θατσερική ρητορική ήταν αδυσώπητη.17 «Τα οικονομικά είναι η μέθοδος», είπε, «ο στόχος είναι να αλλάξουμε τα συναισθήματα

49

Νεοφιλελευθερισμός

------- Ηνωμένες Πολιτείες-------Γαλλία

ΣΧΗΜΑ 1.5 Το «σοκ Βόλκερ»: μεταβολές του πραγματικού επιτοκίου στις ΗΠΑ και τη Γαλλία, 1960-2001

ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, Capital Resurgent.

των ανθρώπων». Και επέφερε αυτή την αλλαγή, με τρόπους όμως που δεν ήταν καθόλου ολοκληρωμένοι και πλήρεις, ούτε βεβαίως χωρίς πο­λιτικό κόστος.

Τον Οκτώβριο του 1979, ο Πολ Βόλκερ, διοικητής της Fed υπό τον πρόεδρο Κάρτερ, επέφερε μια δρακόντεια μεταβολή στην αμερικανική νομισματική πολιτική.18 Εγκαταλείφθηκε η από μακρού υπάρχουσα δέ­σμευση του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους των ΗΠΑ στις αρχές του Νιου Ντιλ,* που σήμαινε γενικά την εφαρμογή κεϊνσιανής δημοσιο­νομικής και νομισματικής πολιτικής με βασικό αντικειμενικό σκοπό την πλήρη απασχόληση, προς όφελος μια πολιτικής που σχεδιάστηκε να κα- ταστείλει τον πληθωρισμό, ανεξάρτητα από τις όποιες συνέπειες στην απασχόληση. Το πραγματικό επιτόκιο, που συχνά ήταν αρνητικό κατά τη διάρκεια της διψήφιας πληθωριστικής έκρηξης της δεκαετίας του 1970, έγινε θετικό με εντολή της Κεντρικής Τράπεζας (Σχήμα 1.5). Το ονομα-

* Βασική φιλοσοφία του εν λόγω προγράμματος ήταν ότι το κράτος έχει την τελική ευθύνη για την ευημερία των πολιτών (Σ.τ.Μ.)

50

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

ΣΧΗΜΑ 1.6. Η επίθεση στους εργαζόμενους: πραγματικοί μισθοί και παραγω γικό­τητα στις ΗΠΑ, 1960-2000

ΠΗΓΉ: Pollin, Contours of Descent.

στικό επιτόκιο αυξήθηκε εν μια νυκτί και μετά από ορισμένα σκαμπα­νεβάσματα, τον Ιούλιο του 1981, σταθεροποιήθηκε κοντά στο 20%. Έτσι άρχισε μια «παρατεταμένη, βαθιά ύφεση που θα άδειαζε τα εργοστάσια και θα διέλυε τα συνδικάτα στις ΗΠΑ και θα οδηγούσε τις χώρες-οφει- λέτες στο χείλος της πτώχευσης, εισάγοντας σε μια μακροχρόνια περίο­δο διαρθρωτικής προσαρμογής».19 Ο Βόλκερ υποστήριξε ότι αυτός ή­ταν ο μόνος δρόμος εξόδου από τη σκληρή κρίση του στασιμοπληθωρι­σμού που χαρακτήριζε την οικονομία των ΗΠΑ και το μεγαλύτερο μέ­ρος της παγκόσμιας οικονομίας, τη δεκαετία του 1970.

Το σοκ Βόλκερ, όπως έκτοτε έχει γίνει γνωστό, ερμηνεύθηκε ως α­ναγκαία αλλά μη επαρκής συνθήκη για τη νεοφιλελευθεροποίηση. Κά­ποιες κεντρικές τράπεζες επί μακράν έδιναν έμφαση στην αντιπληθω- ριστική δημοσιονομική υπευθυνότητα και είχαν υιοθετήσει πολιτικές που πλησίαζαν τη μονεταριστική και όχι την κεϊνσιανή ορθοδοξία. Στην περίπτωση της Δυτικής Γερμανίας, αυτή η τάση ήταν απόρροια της ι­στορικής μνήμης του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού που είχε καταστρέφει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, τη δεκαετία του 1920, (δημιουργώντας τις συνθήκες ανόδου του φασισμού), και του εξίσου επικίνδυνου πλη­θωρισμού που είχε παρουσιαστεί στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Το ΔΝΤ επί μακράν εναντιωνόταν στη δημιουργία υπέρμε­

Νεοφιλελευθερισμός

τρου χρέους και παρότρυνε, εάν δεν υποχρέωνε, τα κράτη-πελάτες του να εφαρμόζουν δημοσιονομικό περιορισμό και πολιτικές λιτότητας μέ­σω του κρατικού προϋπολογισμού. Αλλά σε όλες αυτές τις περιπτώ­σεις, ο μονεταρισμός εφαρμοζόταν παράλληλα με την αποδοχή της ύ­παρξης ισχυρών συνδικάτων και της δέσμευσης στην οικοδόμηση ι­σχυρού κράτους πρόνοιας. Συνεπώς, η στροφή προς το νεοφιλελευθε­ρισμό δεν είχε να κάνει μόνο με την υιοθέτηση του μονεταρισμού, αλλά και με τις εκτυλισσόμενες κυβερνητικές πολιτικές σε πολλούς άλλους τομείς.

Η νίκη του Ρόναλντ Ρέιγκαν επί του Κάρτερ στις εκλογές του 1980 α­ποδείχθηκε κρίσιμη, παρόλο που ο Κάρτερ είχε στραφεί αγωνιωδώς προς την κατεύθυνση της απορρύθμισης (των αερογραμμών και των χερ­σαίων μεταφορών) ως μερική λύση της κρίσης του στασιμοπληθωρισμού. Οι σύμβουλοι του Ρέιγκαν ήταν πεπεισμένοι ότι το μονεταριστικό «για­τρικό» του Βόλκερ για την άρρωστη και στάσιμη οικονομία ήταν ακρι­βώς αυτό που έπρεπε. Ο Βόλκερ υποστηρίχθηκε και διορίστηκε ξανά στο πόστο του διοικητή της Fed. Και η κυβέρνηση Ρέιγκαν παρέσχε την απαραίτητη πολιτική υποστήριξη, μέσω της περαιτέρω απορρύθμισης, των φορολογικών περικοπών, των περικοπών του προϋπολογισμού και των επιθέσεων στα συνδικάτα και τις επαγγελματικές ενώσεις. Ο Ρέιγκαν αντιμετώπισε την PATCO, το συνδικάτο των ελεγκτών εναέριας κυκλο­φορίας, σε μια μακροχρόνια και σκληρή απεργία το 1981. Έτσι έδωσε το σινιάλο μιας ολοκληρωτικής εφόδου εναντίον της δύναμης των οργανω­μένων εργατών, την ίδια στιγμή που η σχεδιασμένη από τον Βόλκερ ύ­φεση δημιουργούσε υψηλά επίπεδα ανεργίας (10% και παραπάνω). Αλ­λά η PATCO δεν ήταν ένα συνηθισμένο συνδικάτο: ήταν ένα συνδικάτο υπαλλήλων που είχε το χαρακτήρα μιας ένωσης ειδικευμένων επαγγελ- ματιών. Συνεπώς, εξέφραζε το συνδικαλισμό της μεσαίας και όχι της ερ­γατικής τάξης. Το αποτέλεσμα στις συνθήκες εργασίας γενικά ήταν δρα­ματικό - και αυτό το δείχνει καλύτερα ίσως το γεγονός ότι ο ελάχιστος ο­μοσπονδιακός μισθός, που το 1980 βρισκόταν στο όριο της φτώχειας, εί­χε πέσει κάτω από αυτό το όριο κατά 30% το 1990. Τότε, άρχισε η σοβα­ρή μακροχρόνια πτώση των επιπέδων των πραγματικών μισθών.

Οι άνθρωποι που διορίστηκαν από τον Ρέιγκαν σε θέσεις εξουσίας σε τομείς όπως η περιβαλλοντικοί κανονισμοί, η επαγγελματική ασφά­λεια και η υγεία κλιμάκωσαν σε ακόμη πιο υψηλά επίπεδα την εκστρα­τεία ενάντια στο μεγάλο κράτος. Η απορρύθμιση των πάντων, από τις αερομεταφορές και τις τηλεπικοινωνίες μέχρι τον χρηματοπιστωτικό το-

5 2

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

Φορολογικός συντελεστής για την υψηλότερη εισοδηματική κατηγορία Φορολογικός συντελεστής για τη χαμηλότερη εισοδηματική κατηγορία

ΣΧΗΜΑ 1.7. Η φορολογική επανάσταση των ανώτερων τάξεων: φορολογικοί συντε­λεστές των ΗΠΑ για τις υψηλότερες και τις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες, 1913-2003

ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, «Neoliberal Income Trends».

μέα, άνοιξε νέες ζώνες απεριόριστης ελευθερίας της αγοράς στα ισχυ­ρά εταιρικά συμφέροντα. Η μείωση της φορολογίας επί των επενδύσεων ουσιαστικά επιδότησε τη μετακίνηση κεφαλαίου από τις βορειοανατο­λικές και μεσοδυτικές περιοχές της χώρας, όπου οι εργάτες ήταν συν­δικαλισμένοι, στις μη συνδικαλισμένες και υποκείμενες σε ελάχιστες ρυθ­μίσεις περιοχές του νότου και της δύσης. Το χρηματοπιστωτικό κεφά­λαιο αναζητούσε όλο και περισσότερο στο εξωτερικό τις ευκαιρίες για υψηλότερα ποσοστά αποδόσεων. Η αποβιομηχάνιση μέσα στις ΗΠΑ και οι ενέργειες για να μεταφερθεί η παραγωγή στο εξωτερικό γίνονταν όλο και πιο πολύ η συνήθης πρακτική. Η αγορά, που παρουσιαζόταν ι­δεολογικά ως ο τρόπος για την καλλιέργεια του ανταγωνισμού και της καινοτομίας, έγινε το όχημα για τη σταθεροποίηση της μονοπωλιακής ισχύος. Οι φόροι των ανωνύμων εταιρειών μειώθηκαν δραματικά, και ο ανώτερος προσωπικός φορολογικός συντελεστής μειώθηκε από 78 σε 28%, ένα μέτρο που αναγγέλθηκε ως «η μεγαλύτερη φορολογική περι­κοπή στην ιστορία» (Σχήμα 1.7).

Και έτσι άρχισε η δυναμική μεταβολή προς τη μεγαλύτερη κοινωνι­κή ανισότητα και την παλινόρθωση της οικονομικής ισχύος της ανώτε­ρης τάξης.

53

Νεοφιλελευθερισμός

Ωστόσο, υπήρχε άλλη μια μεταβολή καθ’ όλη αυτή την περίοδο που επίσης ώθησε προς τη νεοφιλελευθεροποίηση στη διάρκεια της δεκαε­τίας του 1970. Η άνοδος των πετρελαϊκών τιμών του ΟΠΕΚ, που επήλ­θε με το εμπάργκο πετρελαίου του 1973, παρείχε στις πετρελαιοπαρα­γωγούς χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και το Άμπου Ντά- μπι, τεράστια οικονομική δύναμη. Σήμερα γνωρίζουμε από τις εκθέσεις των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών ότι το 1973 οι Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζονταν πράγματι να εισβάλουν σ’ αυτές τις χώρες, για να α­ποκαταστήσουν τη ροή του πετρελαίου και να ρίξουν τις τιμές. Γνωρί­ζουμε επίσης ότι οι Σαουδάραβες συμφώνησαν εκείνη την εποχή, προ­φανώς υπό τη στρατιωτική πίεση, εάν όχι υπό τη σαφή απειλή εκ μέ­ρους των ΗΠΑ, να ανακυκλώσουν όλα τα πετροδολάρια μέσω των ε­πενδυτικών τραπεζών της Νέας Υόρκης.20 Αυτές οι τράπεζες βρέθη­καν να κουμαντάρουν τεράστια κεφάλαια τα οποία έπρεπε να τα δια­θέσουν επικερδώς. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ol προοπτικές για επικερδή τοποθέτηση μέσα στις ΗΠΑ δεν ήταν καλές, λόγω των υφε- σιακών οικονομικών συνθηκών και των χαμηλών ποσοστών απόδοσης. Έπρεπε να αναζητηθούν πιο κερδοφόρες ευκαιρίες στο εξωτερικό. Οι κυβερνήσεις φαίνονταν να είναι η ασφαλέστερη τοποθέτηση, διότι, ό­πως το έθεσε ο Γουόλτερ Ρίστον, επικεφαλής της Citibank, σε μια πα­σίγνωστη αποστροφή του, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να μετακινη­θούν ούτε να εξαφανιστούν. Και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, υπήρχαν πολλές κυβερνήσεις που μέχρι στιγμής στερούνταν κεφάλαια και ανυ- πομονούσαν να δανειστούν. Ωστόσο, για να πραγματοποιηθεί ο δανει­σμός χρειαζόταν ελεύθερη είσοδος και ασφαλείς συνθήκες δανεισμού. Έτσι οι επενδυτικές τράπεζες της Νέας Υόρκης προσέβλεπαν στην ιμπε­ριαλιστική παράδοση των ΗΠΑ για να αποσπάσουν νέες επενδυτικές ευ­καιρίες και να προστατεύσουν τα επιχειρηματικά εγχειρήματά τους στο εξωτερικό.

Η ιμπεριαλιστική παράδοση των ΗΠΑ διαμορφώθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα και σε μεγάλο βαθμό κατ’ αντίθεση προς τις ιμπε­ριαλιστικές παραδόσεις της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας και άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.21 Ενώ οι ΗΠΑ είχαν ερωτοτροπήσει με την αποικιακή κατάκτηση στο τέλος του 19ου αιώνα, εγκαθίδρυσαν έ­να πιο ανοιχτό σύστημα ιμπεριαλισμού, χωρίς αποικίες, κατά τη διάρ­κεια του 20ού. Η παραδειγματική περίπτωση αμερικανικής ιμπεριαλι­στικής επέμβασης εκτυλίχθηκε στη Νικαράγουα τη δεκαετία του 1920 και αυτή του 1930, όταν Αμερικανοί πεζοναύτες πήραν θέσεις μάχης για

54

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

να προστατεύσουν τα αμερικανικά συμφέροντα, αλλά βρέθηκαν μπλεγ­μένοι σε μια μακροχρόνια και δύσκολη ανταρτική εξέγερση υπό την η­γεσία του Σαντίνο. Η διέξοδος ήταν να βρουν οι ΗΠΑ έναν ντόπιο ι­σχυρό άνδρα -στην προκειμένη περίπτωση τον Σομόζα- και να δώ­σουν σ’ αυτόν, την οικογένειά του και τους άμεσους υποστηρικτές του οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, έτσι ώστε να μπορέσουν να κα­ταπνίξουν ή να εξαγοράσουν την αντιπολίτευση και να συσσωρεύσουν άφθονο πλούτο και δύναμη ol ίδιοι. Το αντάλλαγμα ήταν να ανοίξουν τη χώρα τους στις επιχειρήσεις του αμερικανικού κεφαλαίου και να στηρίξουν, εάν δε προέκυπτε ανάγκη και να προωθήσουν, τα αμερικα­νικά συμφέροντα τόσο μέσα στη χώρα όσο και στην περιοχή (στην πε­ρίπτωση της Νικαράγουας, στην Κεντρική Αμερική) συνολικά. Αυτό ή­ταν το μοντέλο που αναπτύχθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλε­μο, κατά το στάδιο της παγκόσμιας κατάργησης του αποικιακού συ­στήματος που επιβλήθηκε στις ευρωπαϊκές δυνάμεις με επιμονή των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, η CIA σχεδίασε το πραξικόπημα που ανέτρεφε την εκλεγμένη κυβέρνηση του Μοσαντέκ, το 1953, και εγκατέστησε το σάχη του Ιράν, ο οποίος παραχώρησε πετρελαϊκά συμβόλαια στις αμε­ρικανικές εταιρείες (και δεν επέστρεψε τα περιουσιακά στοιχεία στις βρετανικές εταιρείες που είχε εθνικοποιήσει ο Μοσαντέκ). Ο σάχης έ­γινε επίσης ένας από τους βασικούς φύλακες των αμερικανικών συμ­φερόντων στην πετρελαϊκή περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Στη μεταπολεμική περίοδο, το μεγαλύτερο μέρος του μη κομουνι­στικού κόσμου άνοιξε στα κυριαρχικά συμφέροντα των ΗΠΑ μέσω αυ­τής της τακτικής. Αυτή η τακτική επιλέχθηκε επίσης για να καταπολε­μηθεί η απειλή κομουνιστικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Συνε­παγόταν δε μια αντιδημοκρατική (και ακόμη πιο εμφατικά αντι-λαϊκί- στικη και αντισοσιαλιστική/αντικομουνιστική) στρατηγική εκ μέρους των ΗΠΑ που τις ωθούσε όλο και πιο πολύ να συμμαχούν με καταπιε­στικές στρατιωτικές δικτατορίες και αυταρχικά καθεστώτα (πιο εντυ­πωσιακά, βεβαίως, στη Λατινική Αμερική). Οι ιστορίες που διηγείται ο Τζον Πέρκινς στο Confessions o f an Economic Hit Man είναι γεμάτες με αποκρουστικές και σκοτεινές λεπτομέρειες για το πώς γίνονταν όλα αυτά συνήθως. Έτσι τα αμερικανικά συμφέροντα έγιναν περισσότερο παρά λιγότερο ευάλωτα στον αγώνα κατά του διεθνούς κομουνισμού. Ενώ μπορούσε να αγοραστεί αρκετά εύκολα η συναίνεση των τοπικών αρχουσών ελίτ, η ανάγκη να καταστέλλονται τα αντιπολιτευτικά ή κοι- νωνικο-δημοκρατικά κινήματα (όπως του Αλιέντε στη Χιλή) συνέδεσε

55

Νεοφιλελευθερισμός

τις ΗΠΑ με μια πολύχρονη ιστορία κυρίως μυστικών, βίαιων επιχειρή­σεων εναντίον λαϊκών κινημάτων α π ’ άκρου σ’ άκρο του αναπτυσσό­μενου κόσμου.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα πλεονάζοντα κεφάλαια που ανακυκλώνονταν μέσω των επενδυτικών τραπεζών της Νέας Υόρκης διασπείρονταν σε όλο τον κόσμο. Πριν από το 1973, οι περισσότερες αμερικανικές ξένες επενδύσεις ήταν άμεσες και αφορούσαν κυρίως την εκμετάλλευση πρώ­των υλών (πετρελαίου, ορυκτών, ακατέργαστων υλικών, αγροτικών προϊόντων) ή την ανάπτυξη ειδικών αγορών (τηλεπικοινωνιών, αυτο­κινήτων κ.λπ) στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική. O l επενδυτικές τράπεζες της Νέας Υόρκης πάντα ήταν δραστήριες στο διεθνές πεδίο, αλλά μετά το 1973 δραστηριοποιήθηκαν ακόμη περισσότερο, αν και πλέον έστιασαν στο δανεισμό προς τις ξένες κυβερνήσεις.22 Η δραστη­ριότητα αυτή απαιτούσε τη φιλελευθεροποίηση της διεθνούς πίστωσης και των χρηματοπιστωτικών αγορών, και η κυβέρνηση των ΗΠΑ άρχι­σε να προωθεί δραστήρια και να υποστηρίζει παγκόσμια αυτή τη στρα­τηγική, στη δεκαετία του 1970.Υ)ι αναπτυσσόμενες χώρες που ήταν πει- νασμένες για πίστωση παροτρύνονταν να δανείζονται τεράστια ποσά, με επιτόκια πλεονεκτικά για τους Νεοϋορκέζους τραπεζίτες.23 Ωστόσο, εφόσον τα δάνεια δίνονταν σε αμερικανικά δολάρια, η όποια μέτρια, ας μη μιλήσουμε για κάποια απότομη, άνοδος των αμερικανικών επιτο­κίων εύκολα ωθούσε τις ευάλωτες χώρες σε αθετήσεις πληρωμής. Και έτσι οι επενδυτικές τράπεζες της Νέας Υόρκης ήταν εκτεθειμένες σε σο­βαρές απώλειες.

Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία ήταν απότοκος του σοκ-Βόλκερ που ο­δήγησε το Μεξικό σε αθέτηση πληρωμών το 1982-1984. Η κυβέρνηση Ρέιγκαν, η οποία σκεφτόταν σοβαρά να αποσύρει την υποστήριξή της στο ΔΝΤ το πρώτο έτος της θητείας της, βρήκε τρόπο να συνδυάσει τις δυνάμεις του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και του ΔΝΤ για να λύσει το πρόβλημα επεκτείνοντας το δανεισμό, αλλά με αντάλλαγμα τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Αυτή ήταν η συνήθης αντιμετώπιση μετά την «κάθαρση», όπως λέει ο Στίγκλιτς, του ΔΝΤ από όλες τις κεϊν- σιανές επιρροές, το 1982. Στο εξής, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα αποτέλεσαν τα κέντρα προπαγάνδας και επιβολής του «φονταμενταλι- σμού της ελεύθερης αγοράς» και της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Ως αντάλλαγμα για την αναδιάρθρωση [διακανονισμό και παράταση] του χρέους, οι χρεωμένες χώρες έπρεπε να πραγματοποιήσουν θεσμικές με­ταρρυθμίσεις, ήτοι περικοπές των κοινωνικών δαπανών, νόμους για πιο

56

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

ευέλικτες αγορές εργασίας και ιδιωτικοποιήσεις. Έτσι επινοήθηκε η «διαρ­θρωτική προσαρμογή». Το Μεξικό ήταν μία από τις πρώτες χώρες που σύρθηκε μέσα σ’ αυτό που επρόκειτο να γίνει μια αυξανόμενη φάλαγ­γα νεοφιλελεύθερων κρατικών μηχανισμών σε όλο τον κόσμο.24

Ωστόσο, αυτό που έδειξε η περίπτωση του Μεξικού ήταν η βασική διαφορά ανάμεσα στη φιλελεύθερη και τη νεοφιλελεύθερη πρακτική: βάσει της πρώτης, οι δανειστές αναλαμβάνουν τις απώλειες που προ­κύπτουν από τις κακές επενδυτικές αποφάσεις, ενώ βάσει της δεύτερης οι δανειζόμενοι εξαναγκάζονται από κρατικές και διεθνείς δυνάμεις να αναλαμβάνουν όλο το κόστος της αποπληρωμής του χρέους, ανεξάρ­τητα από τις συνέπειες στη ζωή και στην ευημερία του τοπικού πληθυ­σμού. Εάν αυτό απαιτούσε την παράδοση των περιουσιακών στοιχείων σε ξένες εταιρείες σε εξευτελιστικές τιμές, γινόταν χωρίς ενδοιασμό. Ω­στόσο, η εν λόγω πρακτική, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι συμβατή με τη νεοφιλελεύθερη θεωρία. Έ να αποτέλεσμα ήταν, όπως δείχνουν οι Ντουμενίλ και Λεβί, το ότι επιτράπηκε στους Αμερικανούς κατόχους κεφαλαίου να αποσπάσουν υψηλά ποσοστά αποδόσεων από τον υπό­λοιπο κόσμο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και αυτής του 1990 (Σχήματα 1.8 και 1.9).25 Η παλινόρθωση της ισχύος μιας οικονομι­κής ελίτ ή ανώτερης τάξης στις ΗΠΑ και αλλού στις ανεπτυγμένες κα­πιταλιστικές χώρες στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στα πλεονάσματα που απέσπασαν από τον υπόλοιπο κόσμο μέσω των διεθνών ροών και των μεθόδων της διαρθρωτικής προσαρμογής.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ

Τι, όμως, εννοείται εδώ με τον όρο «τάξη»; Πρόκειται για μια έννοια πάντα ακαθόριστη (ορισμένοι θα έλεγαν αμφίβολη). Σε κάθε περίπτω­ση, η εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού είχε ως συνέπεια τον επανα­καθορισμό της. Υπάρχει συνεπώς το εξής πρόβλημα. Εάν η νεοφιλε- λευθεροποίηση ήταν το όχημα για την παλινόρθωση της ταξικής οικο­νομικής ισχύος, τότε πρέπει να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τις ταξικές δυνάμεις που βρίσκονται πίσω της και εκείνες που ωφελήθηκαν από αυτή. Ό μως, κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, όταν με τη λέξη «τάξη» δεν νοείται μια σταθερή κοινωνική διάταξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα «παραδοσιακά» στρώματα κατάφεραν να κρατήσουν μια σταθερή βά­ση εξουσίας (που συχνά οργανώνεται μέσω της οικογένειας και της

57

Νεοφιλελευθερισμός

ξένες συμμετοχές χαρτοφυλακίου σπς ΗΠΑ

ΣΧΗΜΑ 1.8 Τα πλεονάσματα που αποσπάστηκαν από το εξωτερικό: ποσοστό από­δοσης ξένων και εγχωρίων επενδύσεων στις ΗΠΑ, 1960-2002

ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, «The Economics of US Imperialism».

----- Εισόδημα από τον υπόλοιπο κόσμο / εγχώρια κέρδη------Κέρδη άμεσων επενδύσεων στο εξωτερικό / εγχώρια κέρδη

ΣΧΗΜΑ 1.9 Η εισροή φόρου υποτέλειας στις ΗΠΑ: κέρδη και κεφαλαιακό εισόδη­μα από τον υπόλοιπο κόσμο σε σχέση με τα εγχώρια κέρδη

ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, «Neoliberal Dynamics: Toward A New Phase?».

58

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

συγγένειας). Σε άλλες περιπτώσεις η νεοφιλελευθεροποίηση συνοδεύ­τηκε από μια αναδιάταξη των δυνάμεων πσυ συνιστούν μια ανώτερη τάξη. Επί παραδείγματι, η Μάργκαρετ Θάτσερ επιτέθηκε σε ορισμένες περιχαρακωμένες μορφές ταξικής ισχύος στη Βρετανία. Εναντιώθηκε στην αριστοκρατική παράδοση που κυριαρχούσε στο στρατό, στο δι­καστικό σώμα και στη χρηματοπιστωτική ελίτ του Σίτι του Λονδίνου και σε πολλούς τομείς της βιομηχανίας και στάθηκε στο πλευρό των δυ­ναμικών επιχειρηματιών και των νεόπλουτων. Υποστήριξε και συνήθως υποστηριζόταν από αυτή τη νέα τάξη των επιχειρηματιών (όπως ο Ρί- τσαρντ Μπράνσον, ο λόρδος Χάνσον και ο Τζορτζ Σόρος). Η παραδο­σιακή πτέρυγα του δικού της Συντηρητικού Κόμματος έπαθε σοκ. Στις ΗΠΑ, η ανερχόμενη δύναμη και σπουδαιότητα των χρηματιστών και των διευθυνόντων συμβούλων των μεγάλων ανωνύμων εταιρειών, ό­πως επίσης η τεράστια έκρηξη δραστηριότητας σε εντελώς νέους τομείς (όπως της υπολογιστικής και του διαδικτύου, των ΜΜΕ και των λιανι­κών πωλήσεων) μετατόπισαν σημαντικά την οικονομική ισχύ μέσα στους κόλπους της ανώτερης τάξης. Έτσι, παρόλο που ο νεοφιλελευθερισμός και η εφαρμογή του συντέλεσαν στην παλινόρθωση της ταξικής δύνα­μης, αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα ότι ανέκτησαν οικονομική δύναμη ol ίδιοι άνθρωποι.

Όμως, όπως φανερώνουν οι αντίθετες περιπτώσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας, «ταξική» σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορε­τικούς τόπους, και σε κάποιες περιπτώσεις (π.χ. στις ΗΠΑ) συχνά θεω­ρείται πως δεν έχει κανένα νόημα. Επιπροσθέτως, υπήρξαν ισχυρά ρεύ­ματα διαφοροποίησης όσον αφορά τη διαμόρφωση και αναδιαμόρφω- ση της ταξικής ταυτότητας σε διάφορα μέρη του κόσμου. Στην Ινδονη­σία, τη Μαλαισία και τις Φιλιππίνες, π.χ., η οικονομική ισχύς συγκε­ντρώθηκε, ως επί το πλείστον, σε μια αριθμητικά ελάχιστη μειονότητα Κινέζων και ο τρόπος απόκτησης αυτής της οικονομικής δύναμης ήταν τελείως διαφορετικός από ό,τι στην Αυστραλία ή στις ΗΠΑ (συγκε­ντρώθηκε κυρίως στις εμπορικές δραστηριότητες και είχε ως συνέπεια τη μονοπώληση των αγορών).26 Και η άνοδος των εφτά ολιγαρχών στη Ρωσία ήταν αποτέλεσμα των εξαιρετικών περιστάσεων που επικράτη­σαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Εντούτοις, υπάρχουν μερικές γενικές τάσεις τις οποίες μπορούμε να αναγνωρίσουμε. Η πρώτη αφορά την ανάμειξη των προνομίων ιδιοκτη­σίας και διοίκησης των καπιταλιστικών επιχειρήσεων -που παραδοσια­κά ήταν διαχωρισμένα- μέσω της πληρωμής των διευθυνόντων συμβού­

59

Νεοφιλελευθερισμός

λων με δικαιώματα προαίρεσης μετοχών - αγοράς μετοχών με μειωμέ­νη τιμή (ιδιοκτησία τίτλων). Συνεπώς το κίνητρο της οικονομικής δρα­στηριότητας γίνεται η αξία της μετοχής και όχι η παραγωγή και, όπως φάνηκε χαρακτηριστικά με την κατάρρευση εταιρειών τύπου Enron, ο πειρασμός της κερδοσκοπίας που προκάλεσε αυτό το φαινόμενο ήταν συντριπτικός. Η δεύτερη τάση ήταν προς τη δραματική μείωση του ι­στορικού χάσματος μεταξύ του χρηματικού κεφαλαίου που κερδίζει με­ρίδια και τόκους, από τη μια, και του παραγωγικού, βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου το οποίο αναζητά κέρδη, από την άλλη. Αυτός ο διαχωρισμός είχε προκαλέσει στο παρελθόν συγκρούσεις μεταξύ χρη­ματιστών, παραγωγών και εμπόρων. Στη Βρετανία, π.χ., η κυβερνητική πολιτική κατά τη δεκαετία του 1960 ικανοποιούσε πρωταρχικά τις α­παιτήσεις των χρηματιστών του Σίτι του Λονδίνου, συχνά εις βάρος της εγχώριας βιομηχανίας, και στις ΗΠΑ, την ίδια δεκαετία, συχνά έρχο­νταν στην επιφάνεια συγκρούσεις μεταξύ χρηματιστών και βιομηχανι­κών εταιρειών. Κατά τη δεκαετία του 1970 οι περισσότερες από αυτές τις συγκρούσεις είτε εξαφανίστηκαν είτε έλαβαν νέες μορφές. Οι μεγάλες εταιρείες προσανατολίστηκαν περισσότερο προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ακόμη και αν δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή, όπως, π.χ., οι αυτοκινητοβιομηχανίες. Από τη δεκαετία του 1980 περίπου, δεν ήταν ασύνηθες να αναφέρουν οι εταιρείες ζημίες στην παραγωγή που αντι­σταθμίζονταν από κέρδη προερχόμενα από χρηματοπιστωτικά εγχειρή­ματα (παντός είδους, από πιστωτικές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις μέ­χρι την κερδοσκοπία στα ευμετάβλητα νομίσματα και στις προθεσμια­κές αγορές). Οι συγχωνεύσεις μεταξύ επιχειρήσεων διαφόρων τομέων της οικονομίας συνένωσαν συμφέροντα στους τομείς της παραγωγής, του εμπορίου, των ακινήτων και της χρηματοοικονομίας με νέους τρό­πους, δημιουργώντας διαφοροποιημένους πολυκλαδικούς ομίλους. Ό ­ταν η US Steel άλλαξε την επωνυμία της σε USX (αγοράζοντας μεγάλα μερίδια στον τομέα των ασφαλίσεων), ο πρόεδρος του διοικητικού συμ­βουλίου, Τζέιμς Ρόντρικ, απάντησε στη ερώτηση «Τι είναι το X;» με την απλή φράση «Το X σημαίνει χρήμα».27

Ό λα αυτά συνδέθηκαν με μια εκρηκτική αύξηση της δραστηριότη­τας και της δύναμης του χρηματοπιστωτικού κόσμου. Η χρηματοπι­στωτική δραστηριότητα, απελευθερωμένη από τους ρυθμιστικούς πε­ριορισμούς και τα εμπόδια που μέχρι τότε περιόριζαν το πεδίο δράσης της, μπορούσε να ανθήσει όσο ποτέ άλλοτε και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικονομίας. Έ να κύμα καινοτομιών στις χρηματοπιστωτικές

6ο

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

υπηρεσίες δεν δημιούργησε απλώς πιο εξελιγμένες μορφές παγκόσμιας διασύνδεσης, αλλά και νέα είδη χρηματοπιστωτικών αγορών που βασί­ζονταν στη μετοχοποίηση, τα παράγωγα και σε κάθε μορφή προθεσμια­κών συναλλαγών. Εν ολίγοις, η νεοφιλελευθεροποίηση σήμαινε ότι τα πάντα αποκτούσαν χρηματοπιστωτική διάσταση. Αυτό προσέδωσε με­γαλύτερη ένταση στην κατοχή χρηματοπιστωτικών εργαλείων σε όλους τους άλλους τομείς της οικονομίας, σε όλο τον κρατικό μηχανισμό, και, όπως επισημαίνει ο Ράντι Μάρτιν, στην καθημερινή ζωή.28 Επίσης αυ­τό εισήγαγε μια αυξανόμενη αστάθεια στις παγκόσμιες συναλλακτικές σχέσεις. Αναμφίβολα συνιστούσε μια μετατόπιση δύναμης από την πα­ραγωγή προς τον χρηματοπιστωτικό κόσμο. Τα επιτεύγματα ως προς τη βιομηχανική ικανότητα δεν σήμαιναν πλέον απαραίτητα άνοδο του κα­τά κεφαλήν εισοδήματος, αλλά η επικέντρωση στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ασφαλώς σήμαινε άνοδό του. Γι’ αυτό το λόγο, η υποστήρι­ξη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και η αξιοπιστία του χρηματο­πιστωτικού συστήματος αποτέλεσε το κεντρικό ζήτημα ενδιαφέροντος της βασικής ομάδας των νεοφιλελεύθερων κρατών (που αποτελείται α­πό τις πιο πλούσιες χώρες του κόσμου και είναι γνωστή ως G7). Εν ό- ψει μιας σύγκρουσης μεταξύ της Μέιν Στριτ και της Γουόλ Στριτ [μετα­ξύ παραγωγικών-εμπορικών και χρηματοπιστωτικών συμφερόντων], ε- πρόκειτο να ευνοηθεί η δεύτερη. Έτσι εμφανίζεται η πραγματική δυνα­τότητα να τα πηγαίνει μεν καλά η Γουόλ Στριτ, αλλά καθόλου καλά οι υπόλοιπες ΗΠΑ (όπως επίσης και όλος ο άλλος κόσμος). Και επί αρ­κετά χρόνια, ιδίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, συνέβαινε ακριβώς αυτό. Το σύνθημα της δεκαετίας του 1960, δηλαδή ό,τι είναι καλό για την General Motors είναι καλό και για τις ΗΠΑ συνολικά, άλ­λαξε κατά τη δεκαετία του 1990 με το εξής σύνθημα: εκείνο που μετρά περισσότερο είναι ό,τι συμφέρει τη Γουόλ Στριτ.

Συνεπώς, κεντρικός πυρήνας της ανερχόμενης ταξικής ισχύος υπό το νεοφιλελευθερισμό είναι οι διευθύνοντες σύμβουλοι, που χειρίζονται κατά κύριο λόγο τα πράγματα μέσα στα διοικητικά συμβούλια των ε­ταιρειών, και οι επικεφαλής των χρηματοπιστωτικών, νομικών και τε­χνικών μηχανισμών που περιβάλλουν αυτό το εσώτερο άδυτο της κα­πιταλιστικής δραστηριότητας.29 Η δύναμη των πραγματικών ιδιοκτητών του κεφαλαίου, των μετόχων, έχει, όμως, μειωθεί κάπως, εκτός από τις περιπτώσεις όπου μπορούν να κερδίσουν πολύ μεγάλη μερίδα ψήφων για να επηρεάσουν την εταιρική πολιτική. Σε ορισμένες περιστάσεις, οι μέτοχοι μπορεί να «φεσωθούν» με εκατομμύρια εξαιτίας των εγχειρη­

Νεοφιλελευθερισμός

μάτων των διευθυνόντων συμβούλων και των χρηματοπιστωτικών τους συμβούλων. Τα κερδοσκοπικά οφέλη κατέστησαν επίσης δυνατή τη συ­γκέντρωση τεραστίων περιουσιών μέσα σε ελάχιστο χρόνο (παραδείγ­ματα είναι οι Γουόρεν Μπάφετ και Τζορτζ Σόρος).

Θα ήταν, όμως, λάθος να περιορίσουμε την έννοια της ανώτερης τά­ξης μόνο σε αυτή την ομάδα. Το άνοιγμα επιχειρηματικών ευκαιριών, όπως και οι νέες δομές των εμπορικών σχέσεων, επέτρεψαν την εμφά­νιση ουσιαστικά νέων διαδικασιών ταξικής διαμόρφωσης. Στους νέους τομείς της οικονομίας, όπως είναι η βιοτεχνολογία και οι τεχνολογίες της πληροφορικής, δημιουργήθηκαν ταχύτατα μεγάλες περιουσίες (π.χ. από τον Μπιλ Γκέιτς και τον Πολ Άλεν). Οι νέες σχέσεις αγοράς δημι­ούργησαν κάθε είδους δυνατότητα να αγοράζει κανείς φθηνά και να πουλά ακριβά, αν όχι να μονοπωλεί, στην ουσία, αγορές με τέτοιον τρό­πο ώστε να δημιουργεί περιουσίες που μπορούν είτε να επεκταθούν ο­ριζοντίους (όπως στην περίπτωση της εξάπλωσης του Ρούπερτ Μέρ- ντοχ και της δημιουργίας μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας ΜΜΕ) ή να διαφοροποιούνται, περιλαμβάνοντας όλων των ειδών τις επιχειρήσεις, με την επέκτασή τους αντίστροφα, στην εξαγωγή φυσικών πόρων και την παραγωγή, αλλά και με την προωθητική τους ολοκλήρωση, να ει­σέρχονται δηλαδή από μια εμπορική βάση στις χρηματοπιστωτικές υ­πηρεσίες, στα ακίνητα και το λιανεμπόριο. Συχνά, σ’ αυτές τις περι­πτώσεις βασικό ρόλο έπαιξε επίσης η προνομιακή σχέση με την κρατι­κή εξουσία. Π.χ., οι δύο επιχειρηματίες που βρίσκονταν πιο κοντά στον Σουχάρτο της Ινδονησίας εξυπηρετούσαν τα χρηματοπιστωτικά συμ­φέροντα της οικογένειας Σουχάρτο και καλλιεργούσαν επίσης τις δια­συνδέσεις τους με τον κρατικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα να αποκτή­σουν τεράστιο πλούτο. Το 1997, ο Όμιλος Σαλίμ, ενός εξ αυτών, «ανα­φέρθηκε ως ο μεγαλύτερος πολυκλαδικός όμιλος κινεζικής ιδιοκτησίας στον κόσμο, με 20 δισεκατομμύρια δολάρια ενεργητικό και με περίπου πεντακόσιες εταιρείες». Αρχίζοντας με μια σχετικά μικρή επενδυτική ε­ταιρεία, ο Μεξικανός Κάρλος Σλιμ απέκτησε τον έλεγχο στο προσφά­τους ιδιωτικοποιημένο σύστημα τηλεπικοινωνιών του Μεξικού και τα­χύτατα το μετέτρεψε σε μια τεράστια πολυκλαδική αυτοκρατορία που δεν ελέγχει μόνο μια τεράστια μερίδα της μεξικανικής οικονομίας, αλ­λά έχει επεκτείνει τα συμφέροντά του στο λιανεμπόριο των ΗΠΑ (Circuit City και Barnes and Noble) όπως επίσης σε όλη τη Λατινική Α ­μερική.30 Στις ΗΠΑ, η οικογένεια Γουόλτον έχει αποκτήσει αμύθητο πλούτο, καθώς το πολυκατάστημα Wal-Mart ανήλθε σε κυρίαρχη θέση

62

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

μέσα στον κλάδο του αμερικανικού λιανεμπορίου, αφού ενοποιήθηκε όμως με τις κινεζικές γραμμές παραγωγής και με καταστήματα λιανι­κών πωλήσεων σε όλο τον κόσμο. Ενώ οι δεσμοί ανάμεσα σ’ αυτά τα είδη δραστηριοτήτων και στον χρηματοπιστωτικό κόσμο είναι εμφα­νείς, η απίστευτη ικανότητα όχι μόνο συγκέντρωσης μεγάλων προσω­πικών περιουσιών, αλλά άσκησης κυριαρχικού ελέγχου σε μεγάλα τμή­ματα της οικονομίας παρέχει σ’ αυτά τα ελάχιστα άτομα τεράστια οι­κονομική δύναμη επηρεασμού της πολιτικής. Ελάχιστα απορεί κανείς που η καθαρή περιουσία των 358 πλουσιότερων ανθρώπων το 1996 ήταν «ίση με το εισόδημα του φτωχότερου 45% του παγκόσμιου πληθυσμού - 2,3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων». Ακόμη χειρότερα, «οι 200 πλουσιότε­ροι άνθρωποι στον κόσμο υπερδιπλασίασαν τον καθαρό πλούτο τους στα τέσσερα χρόνια μέχρι το 1998 σε περισσότερο από 1 τρισεκατομμύ­ριο δολάρια. Τα περιουσιακά στοιχεία των πρώτων τριών δισεκατομ- μυριούχων [ήταν τότε] περισσότερα από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν όλων μαζί των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών και των 600 εκα­τομμυρίων κατοίκων τους».31

Ωστόσο, υπάρχει ένα ακόμη πρόβλημα που πρέπει να συνυπολογι­στεί σ’ αυτή τη διαδικασία ριζικής αναδιάταξης των ταξικών σχέσεων. Τίθεται το ερώτημα, το οποίο έχει προκαλέσει μεγάλη διαμάχη, εάν αυ­τή η ταξική αναδιάταξη πρέπει να θεωρηθεί υπερεθνική ή εάν μπορεί ακόμη να κατανοείται ως κάτι που εδράζεται αποκλειστικά εντός των παραμέτρων του έθνους-κράτους.32 Η θέση μου είναι η εξής. Πιστεύω ότι ιστορικά έχει μεγαλοποιηθεί η υπόθεση ότι η άρχουσα τάξη σε ό­ποια χώρα περιόριζε ποτέ τις επιχειρήσεις της και όριζε τη νομιμοφρο­σύνη της έναντι ενός οποιοσδήποτε έθνους-κράτους. Ουδέποτε είχε με­γάλο νόημα το να μιλούμε για μια διακριτά αμερικανική έναντι της βρε­τανικής ή γαλλικής ή γερμανικής ή κορεατικής τάξης κεφαλαιοκρατών. Οι διεθνείς δεσμοί ήταν πάντοτε σημαντικοί, ιδίως μέσω των αποικια­κών και νεοαποικιακών δραστηριοτήτων, αλλά και μέσω των υπερε­θνικών διασυνδέσεων που ανάγονται χρονικά στον 19ο αιώνα, αν όχι νωρίτερα. Αναμφίβολα, όμως, υπήρξε βάθεμα και διεύρυνση αυτών των υπερεθνικών διασυνδέσεων στη διάρκεια της φάσης της νεοφιλελεύθε­ρης παγκοσμιοποίησης και είναι καίριας σημασίας να αναγνωριστούν τούτες οι διασυνδέσεις. Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται ότι τα σημαίνο­ντα άτομα μέσα σ’ αυτή την τάξη δεν προσκολλώνται σε συγκεκριμέ­νους κρατικούς μηχανισμούς, διότι αυτοί τους παρέχουν πλεονεκτήμα­τα όσο και προστασία. Το πού προσκολλώνται συγκεκριμένα είναι ση­

63

Νεοφιλελευθερισμός

μαντικό, αλλά η προσκόλλησή τους δεν είναι πιο σταθερή από την κα­πιταλιστική δραστηριότητα που επιδιώκουν. Ο Ρούπερτ Μέρντοχ ξεκί­νησε από την Αυστραλία, μετά συγκέντρωσε τη δράση του στη Βρετα­νία πριν, τελικά, λάβει την υπηκοότητα (αναμφίβολα με ταχείες διαδι­κασίες) των ΗΠΑ. Δεν βρίσκεται εκτός ή πάνω από τις συγκεκριμένες κρατικές εξουσίες, και στο ίδιο μέτρο ασκεί σημαντική επιρροή, μέσω των ΜΜΕ που ελέγχει, στην πολιτική και στις τρεις χώρες. Και οι 247 υ­ποτιθέμενα ανεξάρτητοι εκδότες των εφημερίδων του παγκοσμίως υ­ποστήριξαν την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Ωστόσο, ως μια μορφή συντομογραφίας, έχει ακόμη νόημα να μιλούμε για μια αμερικανική ή βρετανική ή κορεατική τάξη κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων, διότι τα εταιρικά συμφέροντα, του Μέρντοχ ή του Κάρλος Σλιμ ή του Ομίλου Σαλίμ, τροφοδοτήθηκαν και εκτράφηκαν από συγκεκριμένους κρατι­κούς μηχανισμούς. Ο καθένας από αυτούς όμως μπορεί και συνήθως α­σκεί ταξική εξουσία σε περισσότερα από ένα κράτη ταυτόχρονα.

Ενώ αυτή η ανομοιογενής ομάδα ανθρώπων είναι στέρεα ενταγμέ­νη στον κόσμο των εταιρειών, της χρηματοοικονομίας, του εμπορίου και των ακινήτων δεν συνεργεί απαραιτήτως ως τάξη, και ενώ συχνά υ­πάρχουν εντάσεις μεταξύ των μελών της, πάντα έχει μια ορισμένη ε­ναρμόνιση συμφερόντων, ώστε γενικά αναγνωρίζει τα πλεονεκτήματα (και τώρα κάποιους κινδύνους) που απορρέουν από τη νεοφιλελευθε- ροποίηση. Έχει επίσης τους τρόπους, μέσω οργανισμών όπως το Πα­γκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβάς, να ανταλλάσσει ιδέες και να συμβαδίζει και να διαβουλεύεται με πολιτικούς ηγέτες. Ασκεί τεράστια επιρροή στις παγκόσμιες υποθέσεις και έχει ελευθερία δράσης που οι α­πλοί πολίτες δεν μπορούν να έχουν.

Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Αυτή η ιστορία της νεοφιλελευθεροποίησης και της ταξικής διαμόρφω­σης και η ευρεία αποδοχή των ιδεών της Εταιρείας Μον Πελερέν ως κυ­ρίαρχων ιδεών της εποχής αποκτά μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία όταν συ- γκρίνεται με το ιστορικό των αντεπιχειρημάτων που διατυπώθηκαν από τον Καρλ Πολάνιι το 1944 (λίγο πριν ιδρυθεί η Εταιρεία Μον Πελερέν). Ο Πολάνιι επισήμανε ότι σε μια πολύπλοκη κοινωνία το νόημα της ε­λευθερίας καθίσταται τόσο αντιφατικό και φορτισμένο, όσο συναρπα­στικά είναι τα κίνητρά της για δράση. Σημείωσε ότι υπάρχουν δύο είδη

64

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

ελευθερίας, ένα καλό και ένα κακό. Στο κακό είδος συμπεριέλαβε «την ελευθερία να εκμεταλλεύεται κανείς τους συνανθρώπους του ή την ε­λευθερία να αποκτά υπέρμετρα κέρδη, χωρίς την αντίστοιχη υπηρεσία προς την κοινωνία, την ελευθερία να εμποδίζει τη χρήση των τεχνολογι­κών καινοτομιών προς δημόσιο όφελος ή την ελευθερία να κερδίζει α­πό δημόσιες καταστροφές που έχουν σχεδιαστεί μυστικά για προσωπι­κό όφελος». Αλλά, συνέχιζε ο Πολάνιι, «η οικονομία της αγοράς, υπό την οποία αναπτύχθηκαν αυτές οι ελευθερίες, παρήγαγε επίσης ελευθερίες που τις θεωρούμε εξαιρετικά πολύτιμες. Την ελευθερία της συνείδησης, την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία της συνάθροισης, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, την ελευθερία της επιλογής εργασίας». Ενώ «αυτές οι ελευθερίες τιμούνται από εμάς δικαιωματικά» - και, βεβαίως, πολλοί από εμάς ακόμη τις εκτιμούν-, ήταν σε μεγάλο βαθμό «υποπροϊόντα της ίδιας οικονομίας που ευθυνόταν και για τις φαύλες ελευθερίες».33 Η α­πάντηση του Πολάνιι σ’ αυτό το δυϊσμό ηχεί παράξενα, δεδομένης της τρέχουσας ηγεμονίας της νεοφιλελεύθερης σκέψης:

Το ξεπέρασμα της οικονομίας της αγοράς μπορεί να γίνει η απαρχή μιας ε­ποχής πρωτοφανούς ελευθερίας. Η νομική και η πραγματική ελευθερία μπορούν να διευρυνθούν και να γενικευθούν όσο ποτέ άλλοτε- η ρύθμιση και ο έλεγχος μπορούν να εξασφαλίσουν την ελευθερία όχι μόνο για τους λίγους, αλλά για όλους. Ελευθερία όχι ως προνομιακή κατάσταση, στιγμα­τισμένη εκ προελεύσεως, αλλά ως απαράγραπτο δικαίωμα που εκτείνεται πολύ πέρα από τα στενά όρια της πολιτικής σφαίρας στην εσώτερη οργά­νωση της ίδιας της κοινωνίας. Έτσι θα προστεθούν οι παλιές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα στο απόθεμα των νέων ελευθεριών που δημιουρ- γούνται από τον ελεύθερο χρόνο και την ασφάλεια που η βιομηχανική κοι­νωνία προσφέρει σε όλους. Μια τέτοια κοινωνία αντέχει να είναι και δίκαιη και ελεύθερη.34

Δυστυχώς, όπως παρατηρούσε ο Πολάνιι, η μετάβαση σε ένα τέτοιο μέλλον μπλοκάρεται από το «ηθικό εμπόδιο» του φιλελεύθερου ουτοπι­σμού (και πάνω από μία φορά παραθέτει τον Χάγιεκ ως παράδειγμα αυτής της παράδοσης):

Ο σχεδιασμός και ο έλεγχος δέχονται επιθέσεις ως άρνηση της ελευθερίας. Η ελεύθερη επιχείρηση και η ατομική ιδιοκτησία διακηρύσσονται ως τα ου­σιώδη της ελευθερίας. Λέγεται ότι καμιά κοινωνία οικοδομημένη σε άλλα

65

Νεοφιλελευθερισμός

θεμέλια δεν αξίζει να αποκαλείται ελεύθερη. Η ελευθερία που δημιουργεί η ύπαρξη κανόνων αποκηρύσσεται ως μη ελευθερία· η δικαιοσύνη, η ελευθε­ρία και η ευημερία που προσφέρει στηλιτεύονται ως συγκάλυψη της σκλα­βιάς.35

Η ιδέα της ελευθερίας «εκφυλίζεται έτσι σε μια απλή υπεράσπιση της ελεύθερης επιχείρησης», το οποίο σημαίνει «πληρότητα ελευθερίας για εκείνους των οποίων το εισόδημα, η ανάπαυση και η ασφάλεια δεν χρειάζονται ενίσχυση και τίποτε περισσότερο από ψίχουλα ελευθερίας για τους ανθρώπους που μάταια προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα για να βρουν καταφύγιο από την,,εξου- σία των κατόχων περιουσίας». Αλλά εάν, όπως συνήθως λέγεται, «δεν υπάρχει κοινωνία στην οποία η εξουσία και ο καταναγκασμός απου­σιάζουν ούτε κόσμος στον οποίο δεν λειτουργεί η δύναμη», τότε ο μό­νος τρόπος για να διατηρηθεί αυτό το φιλελεύθερο ουτοπικό όραμα εί­ναι η δύναμη, η βία και ο αυταρχισμός. Ο φιλελεύθερος ή νεοφιλελεύ­θερος ουτοπισμός είναι καταδικασμένος, κατά την άποψη του Πολάνιι, να ανατραπεί από τον αυταρχισμό ή και από τον καθαρό φασισμό.36 Οι καλές ελευθερίες εξαφανίζονται, οι κακές επικρατούν.

Η διάγνωση του Πολάνιι φαίνεται ιδιαίτερα ορθή στη σημερινή μας κατάσταση. Προσφέρει μια έγκυρη θεώρηση βάσει της οποίας μπορού­με να κατανοήσουμε ποιες είναι οι προθέσεις του προέδρου Μπους, ό­ταν διαβεβαιώνει ότι «ως η μεγαλύτερη δύναμη στη γη εμείς [οι ΗΠΑ] έχουμε την υποχρέωση να βοηθήσουμε στην εξάπλωση της ελευθε­ρίας». Βοηθά να εξηγήσουμε γιατί ο νεοφιλελευθερισμός έχει γίνει τό­σο αυταρχικός, βίαιος και αντιδημοκρατικός την ίδια στιγμή που η «αν­θρωπότητα έχει στα χέρια της την ευκαιρία να προωθήσει το θρίαμβο της ελευθερίας έναντι όλων των προαιώνιων εχθρών της».37 Μας δίνει τη δυνατότητα να εξετάσουμε πώς έχουν βγάλει τεράστια κέρδη τόσο πολλές εταιρείες μη διαχέοντας τα οφέλη που προκύπτουν από τις τε­χνολογίες τους (όπως τα φάρμακα για το AIDS) στη δημόσια σφαίρα, πώς έχουν κερδίσει τόσα από τις καταστροφές του πολέμου (όπως στην περίπτωση της Halliburton), από την πείνα και τις περιβαλλοντικές κα­ταστροφές. Μας κάνει να θέτουμε το ανησυχητικό ερώτημα εάν είναι ή όχι δυνατόν πολλές από αυτές τις καταστροφές ή σχεδόν καταστροφές (οι εξοπλιστικοί ανταγωνισμοί και η ανάγκη αντιμετώπισης πραγματι­κών και φανταστικών εχθρών) να σχεδιάστηκαν μυστικά για ν ’ αποκο­μίσουν πλεονεκτήματα οι εταιρείες. Και καθιστά απόλυτα σαφές το για­

66

Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...

τί οι άνθρωποι του πλούτου και της εξουσίας υποστηρίζουν διακαώς ο­ρισμένες έννοιες δικαιωμάτων και ελευθεριών, επιδιώκοντας ταυτόχρο­να να μας πείσουν για την καθολικότητά τους και την αγαθότητά τους. Στο κάτω κάτω, μετά από τριάντα χρόνια οι νεοφιλελεύθερες ελευθε­ρίες δεν αποκατέστησαν μόνο την οικονομική ισχύ μιας πολύ στενά ο­ριζόμενης τάξης καπιταλιστών. Παρήγαγαν επίσης τεράστιες συγκε­ντρώσεις εταιρικής ισχύος στους τομείς της ενέργειας, των ΜΜΕ, των φαρμακευτικών, των μεταφορών ακόμη και του λιανεμπορίου (π.χ. Wal- Mart). Η ελευθερία της αγοράς που ο Μπους εξαγγέλλει ως το υψηλό­τερο σημείο της ανθρώπινης φιλοδοξίας δεν αποδεικνύεται τίποτα πε­ρισσότερο από ένα βολικό μέσο για την εξάπλωση της εταιρικής μονο­πωλιακής δύναμης και της Coca Cola παντού, χωρίς περιορισμό. Έ χο­ντας δυσανάλογη επιρροή στα ΜΜΕ και στο πολιτικό παιχνίδι, αυτή η τάξη (με τον Ρούπερτ Μέρντοχ και το κανάλι Fox επικεφαλής) έχει και το κίνητρο και τη δύναμη να μας πείθει ότι είμαστε καλύτερα υπό το νε­οφιλελεύθερο καθεστώς ελευθεριών. Για την ελίτ, που ζει άνετα στα χρυσά γκέτο της, ο κόσμος πρέπει όντως να φαίνεται ένα καλύτερο μέ­ρος. Ό πω ς πιθανώς θα το έθετε ο Πολάνιι, ο νεοφιλελευθερισμός προ­σφέρει δικαιώματα και ελευθερίες σε εκείνους «των οποίων το εισόδη­μα, ο ελεύθερος χρόνος και η ασφάλεια δεν χρειάζονται ενίσχυση», α­φήνοντας ελάχιστα για όλους τους υπόλοιπους από εμάς. Πώς, λοιπόν, «εμείς οι υπόλοιποι» συναινέσαμε τόσο εύκολα σ’ αυτή την κατάσταση πραγμάτων;

67

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 2

Η οικοδόμηση συναίνεσης

ΠΩΣ ΕΠΙΤΕΥΧΘΗΚΕ Η ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΙΟΥΣ; Η

απάντηση σε χώρες όπως η Χιλή και η Αργεντινή της δεκαετίας του 1970 ήταν τόσο απλή όσο και γρήγορη, κτηνώδης και σίγουρη: ένα

στρατιωτικό πραξικόπημα που υποστηρίχθηκε από τις παραδοσιακές ανώτερες τάξεις (και από την κυβέρνηση των ΗΠΑ), το οποίο είχε ως επακόλουθο τη μανιασμένη καταστολή κάθε είδους αλληλεγγύης που είχε δημιουργηθεί μέσα στο εργατικό και το κοινωνικό κίνημα των πό­λεων, που απειλούσαν την εξουσία τους. Αλλά η νεοφιλελεύθερη επα­νάσταση που συνήθως αποδίδεται στη Θάτσερ και τον Ρέιγκαν μετά το 1979 έπρεπε να επιτευχθεί με δημοκρατικά μέσα. Για να συμβεί μια με­ταβολή αυτού του μεγέθους, χρειαζόταν η εκ των προτέρων διαμόρφω­ση πολιτικής συναίνεσης μέσα σε ένα αρκετά ευρύ φάσμα του πληθυ­σμού, ώστε να σημειωθεί νίκη στις εκλογές. Αυτό που ο Γκράμσι απο- καλεί «κοινό νου» (που ορίζεται ως «διάχυτα και ασυντόνιστα στοιχεία μιας γενικής μορφής σκέψης κοινής σε ορισμένο χρόνο και τόπο») α­ποτελεί συνήθως το θεμέλιο της συναίνεσης. Ο κοινός νους διαμορφώ­νεται μέσω των μακροχρόνιων πρακτικών πολιτισμικής κοινωνικοποί­ησης που συχνά είναι ριζωμένες βαθιά στις παραδόσεις μιας περιοχής ή μιας χώρας. Δεν είναι το ίδιο με την «κριτική σκέψη» που μπορεί να διαμορφωθεί όταν αναμετριέται κανείς, από κριτική σκοπιά, με τα προ­βλήματα της εποχής. Συνεπώς, ο κοινός νους μπορεί να είναι βαθιά πλανημένος, να συσκοτίζει ή να συγκαλύπτει τα πραγματικά προβλή­ματα με πολιτισμικές προκαταλήψεις.1 Οι πολιτισμικές και παραδοσια­κές αξίες (όπως η πίστη στο Θεό και στη χώρα ή οι απόψεις για τη θέ­ση των γυναικών στην κοινωνία), καθώς και οι φόβοι (ο φόβος για τους κομουνιστές, τους μετανάστες, τους ξένους ή γενικώς τους «άλλους») μπορούν να επιστρατευθούν για να συγκαλύψουν άλλες πραγματικότη­τες. Μπορεί να γίνει επίκληση πολιτικών συνθημάτων που συγκαλύ­πτουν συγκεκριμένες στρατηγικές με ασαφείς ρητορικές επινοήσεις. Η λέξη «ελευθερία» έχει τόσο μεγάλη απήχηση στον αμερικανικό κοινό

68

Η οικοδόμηση συναίνεσης

νου, ώστε γίνεται ένα «κουμπί που μπορούν να πατήσουν οι ελίτ για να ανοίξουν την πόρτα προς τις μάζες» και να δικαιολογήσουν σχεδόν το καθετί.2 Με αυτό τον τρόπο μπορούσε ο Μπους να δικαιολογήσει εκ των υστέρων τον πόλεμο στο Ιράκ. Συνεπώς, ο Γκράμσι συμπέρανε ότι τα πολιτικά προβλήματα παραμένουν «άλυτα», όταν «μεταμφιέζονται σε πολιτισμικά».3 Προκειμένου να κατανοήσουμε την οικοδόμηση πο­λιτικής συναίνεσης, πρέπει να μάθουμε να αποσπούμε τα πολιτικά νοή­ματα από το πολιτισμικό τους περίβλημα.

Πώς, λοιπόν, δημιουργήθηκε λαϊκή συναίνεση επαρκής για να νομι­μοποιήσει τη νεοφιλελεύθερη στροφή; Τα κανάλια μέσω των οποίων έ­γινε αυτό ήταν πολλά και διάφορα. Ισχυρές ιδεολογικές επιρροές κυ­κλοφόρησαν μέσω των εταιρειών, των ΜΜΕ και πολυάριθμων θεσμών που συγκροτούν την κοινωνία των πολιτών - όπως είναι τα πανεπιστή­μια, τα σχολεία, οι εκκλησίες και οι επαγγελματικές οργανώσεις. Η «μα- κρά πορεία» των νεοφιλελεύθερων ιδεών μέσω αυτών των θεσμών, κά­τι που ο Χάγιεκ είχε οραματιστεί από το 1947, η οργάνωση των think- tanks (τα οποία στήριζαν και χρηματοδοτούσαν οι μεγάλες εταιρείες), η κατάληψη ορισμένων τμημάτων των ΜΜΕ και ο προσηλυτισμός πολ­λών διανοουμένων στον νεοφιλελεύθερο τρόπο σκέψης δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα στην κοινή γνώμη υποστηρικτική του νεοφιλελευθερι­σμού ως του μοναδικού εγγυητή της ελευθερίας. Αυτές οι προσπάθειες σταθεροποιήθηκαν αργότερα με την κατάληψη των πολιτικών κομμά­των και, τελικά, της κρατικής εξουσίας.

Η επίκληση των παραδόσεων και των πολιτισμικών αξιών έπαιξε μεγάλο ρόλο σ’ όλα αυτά. Έ να πασιφανές σχέδιο παλινόρθωσης της οι­κονομικής της ισχύος από μια μικρή ελίτ δεν θα μπορούσε να αποκτή­σει μεγάλη λαϊκή υποστήριξη. Αλλά μια προγραμματική προσπάθεια προώθησης του σκοπού των ατομικών ελευθεριών μπορούσε να ελκύ- σει μεγάλες μάζες και με αυτή την αμφίεση να ωθήσει στην αναστήλω- ση της ταξικής της ισχύος. Επιπλέον, αφ’ ης στιγμής ο κρατικός μηχα­νισμός έκανε τη νεοφιλελεύθερη στροφή, μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του να πείθει, να απορροφά, να δωροδοκεί και να απειλεί, για να διατηρήσει την ατμόσφαιρα συναίνεσης που ήταν αναγκαία για να διαιωνίζει την εξουσία του. Ό πω ς θα δούμε, αυτό ήταν το δυνατό σημείο της Θάτσερ και του Ρέιγκαν.

Πώς πέτυχε ο νεοφιλελευθερισμός τη στροφή που εκτόπισε τον τό­σο γενικευμένα αποδεκτό εμπεδωμένο φιλελευθερισμό; Σε ορισμένες περιπτώσεις, η απάντηση μπορεί να βρεθεί, κυρίως, στη χρήση βίας (εί­

Νεοφιλελευθερισμός

τε στρατιωτικής, όπως στη Χιλή, είτε οικονομικής, όπως με τις παρεμ­βάσεις του ΔΝΤ στη Μοζαμβίκη ή τις Φιλιππίνες). Ο καταναγκασμός μπορεί να δημιουργήσει μια μοιρολατρική, ακόμη και δουλοπρεπή, α­ποδοχή της ιδέας ότι δεν υπήρχε ούτε υπάρχει «άλλη εναλλακτική λύ­ση», όπως επέμενε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Όμως, η πραγματική δια­μόρφωση της συναίνεσης πήρε πολλές και διάφορες μορφές από τόπο σε τόπο. Επιπλέον, όπως μαρτυρούν πολυάριθμα αντιπολιτευτικά κι­νήματα, σε διάφορα μέρη η συναίνεση συχνά φθάρθηκε ή απέτυχε. Πρέπει όμως να αναζητήσουμε πέρα από αυτούς τους απείρως ποικί­λους ιδεολογικούς και πολιτισμικούς μηχανισμούς -ανεξάρτητα από το πόσο σημαντικοί είναι- τα χαρακτηριστικά της καθημερινής εμπειρίας, προκειμένου να αναγνωρίσουμε με σαφήνεια την υλική βάση οικοδό­μησης της συναίνεσης. Και σ’ αυτό το επίπεδο -μέσω της εμπειρίας της καθημερινής ζωής υπό τον καπιταλισμό της δεκαετίας του 1970- μπο­ρούμε να αρχίσουμε να βλέπουμε πώς ο νεοφιλελευθερισμός διείσδυσε στον «κοινό νου». Σε πολλά μέρη του κόσμου, το αποτέλεσμα ήταν να θεωρείται όλο και περισσότερο ο νεοφιλελευθερισμός ως ο αναγκαίος, ακόμη και εντελώς «φυσιολογικός» τρόπος ρύθμισης της κοινωνικής τάξης πραγμάτων.

Κάθε πολιτικό κίνημα που θεωρεί ιερές τις ατομικές ελευθερίες είναι ευάλωτο στην ενσωμάτωση στο νεοφιλελεύθερο «μαντρί». Παραδείγ­ματος χάριν, οι παγκόσμιες πολιτικές ανακατατάξεις του 1968 διαπνέο­νταν από την ισχυρή επιθυμία για διεύρυνση των προσωπικών ελευθε­ριών. Αυτό, βεβαίως, ίσχυε για τους φοιτητές, όπως και για εκείνους που εμψυχώνονταν από το κίνημα «ελεύθερου λόγου» του Μπέρκλεϊ, στη δεκαετία του 1960, ή εκείνους που βγήκαν στους δρόμους του Πα­ρισιού, του Βερολίνου και της Μπανγκόκ και που πυροβολήθηκαν ανε­λέητα στην Πόλη του Μεξικού πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968. Ζητούσαν ελευθερία από τους γονικούς, εκπαιδευτικούς, ε­ταιρικούς, γραφειοκρατικούς και κρατικούς περιορισμούς. Αλλά το κί­νημα του ’68 είχε επίσης ως πρωταρχικό πολιτικό στόχο του την κοινω­νική δικαιοσύνη.

Όμως, οι αξίες της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιο­σύνης δεν είναι απαραίτητα συμβατές. Η επιδίωξη της κοινωνικής δι­καιοσύνης προϋποθέτει την κοινωνική αλληλεγγύη και την προθυμία να υποταχθούν οι ατομικές απαιτήσεις, οι ανάγκες και οι επιθυμίες στο σκοπό ενός γενικότερου αγώνα, ας πούμε, για κοινωνική ισότητα ή πε­ριβαλλοντική δικαιοσύνη. Οι στόχοι της κοινωνικής δικαιοσύνης και

70

Η οικοδόμηση συναίνεσης

της ατομικής ελευθερίας συγχωνεύθηκαν στα κινήματα του ’68, αλλά ή­ταν μια κατάσταση χωρίς προοπτική διάρκειας. Η ένταση ήταν πιο εμ­φανής στην ανήσυχη σχέση μεταξύ της παραδοσιακής Αριστεράς (των οργανωμένων εργατών και των πολιτικών κομμάτων που ενστερνίζο­νται την κοινωνική αλληλεγγύη) και του φοιτητικού κινήματος που ε­πιζητούσε ατομικές ελευθερίες. Η καχυποψία και η εχθρότητα που δια­χώρισε αυτές τις δύο ομάδες στη Γαλλία (π.χ. το Κομουνιστικό Κόμμα και το φοιτητικό κίνημα) κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 1968 εί­ναι μια από αυτές τις περιπτώσεις. Ενώ δεν είναι αδύνατον να γεφυ- ρωθούν τέτοιες διαφορές, δεν είναι επίσης δύσκολο να δούμε πώς μπή­κε η σφήνα ανάμεσά τους. Η νεοφιλελεύθερη ρητορική, με την ουσια­στική της έμφαση στις ατομικές ελευθερίες, είχε τη δύναμη να διαχωρί­σει τα κινήματα που υποστήριζαν τις ατομικές ελευθερίες, την πολιτική της ταυτότητας, τον πολυπολιτισμό και τελικά έναν ναρκισσιστικό κα­ταναλωτισμό από τις κοινωνικές δυνάμεις που επιδίωκαν την κοινωνι­κή δικαιοσύνη μέσω της κατάκτησης της κρατικής εξουσίας. Επί πα- ραδείγματι, μέσα στην αμερικανική Αριστερά αποδείχθηκε, εδώ και πολύ καιρό, εξαιρετικά δύσκολη η σφυρηλάτηση της συλλογικής πει­θαρχίας που είναι αναγκαία για να επιτύχει η πολιτική δράση την κοι­νωνική δικαιοσύνη, χωρίς να θίγεται η επιθυμία των πολιτικών δρώ- ντων για ατομική ελευθερία και πλήρη αναγνώριση και έκφραση των ι­διαίτερων ταυτοτήτων. Αυτές τις διαφορές δεν τις δημιούργησε ο νεο­φιλελευθερισμός, αλλά μπόρεσε να τις εκμεταλλευθεί εύκολα, αν δεν τις υποδαύλισε.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όσοι επιδίωκαν τις ατομικές ε­λευθερίες και την κοινωνική δικαιοσύνη μπορούσαν να έχουν κοινό σκοπό έναντι αυτού που πολλοί θεωρούσαν κοινό εχθρό. Η άποψη που επικρατούσε ήταν πως οι μεγάλες εταιρείες σε συμμαχία με το παρεμ­βατικό κράτος διοικούσαν τον κόσμο με μεθόδους καταπιεστικές για το άτομο και κοινωνικά άδικες. Ο πιο εμφανής καταλύτης για τη δυσαρέ­σκεια ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ, αλλά επίσης εκτεταμένη δυσαρέ­σκεια προκαλούσαν οι καταστροφικές δραστηριότητες των εταιρειών και του κράτους εις βάρος του περιβάλλοντος· η ώθηση προς έναν ανε­γκέφαλο καταναλωτισμό· η αποτυχία να λυθούν κοινωνικά προβλήμα­τα και να υπάρξει κατάλληλη ανταπόκριση στην πολυμορφία- επίσης οι έντονοι περιορισμοί των ατομικών δυνατοτήτων και της προσωπικής συμπεριφοράς από τους κρατικούς και τους «παραδοσιακούς» ελέγ­χους. Έ να θέμα ήταν τα πολιτικά δικαιώματα, αλλά μεγάλη σημασία εί­

7 1

Νεοφιλελευθερισμός

χαν επίσης τα ζητήματα της σεξουαλικότητας και τα αναπαραγωγικά δικαιώματα. Σχεδόν για όλους όσοι αναμείχθηκαν στο κίνημα του ’68, το διεισδυτικό κράτος ήταν ο εχθρός και άρα έπρεπε να μεταρρυθμι­στεί. Σ’ αυτό, βεβαίως, οι νεοφιλελεύθεροι μπορούσαν να συμφωνήσουν μετά προθυμίας. Αλλά ως πρωταρχικοί εχθροί θεωρούνταν επίσης οι καπιταλιστικές εταιρείες, οι επιχειρήσεις και το σύστημα της αγοράς, ά ­ρα χρειαζόταν να διορθωθούν, αν όχι να μεταρρυθμιστούν επαναστατι­κά: εξ ου και η απειλή για την ταξική εξουσία των καπιταλιστών. Λεη­λατώντας τα ιδανικά της ατομικής ελευθερίας και στρέφοντάς τα κατά των παρεμβατικών και ρυθμιστικών μεθόδων του κράτους, τα καπιτα­λιστικά ταξικά συμφέροντα ήλπιζαν ότι θα προστατεύσουν ή ακόμη και θα ανακτήσουν την πρότερη θέση τους. Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν ό,τι έπρεπε γι’ αυτή την αποστολή. Αλλά έπρεπε να υποστηριχθεί από μια πρακτική στρατηγική που θα έδινε έμφαση στην επιλογή του κατανα­λωτή, όχι μόνο σε σχέση με κάποια συγκεκριμένα προϊόντα, αλλά και σε σχέση με τον τρόπο ζωής, τους τρόπους έκφρασης και ένα ευρύ φά­σμα πολιτισμικών πρακτικών. Η εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού χρεια­ζόταν, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά, τη δημιουργία μιας νεοφιλε­λεύθερης λαϊκίστικης κουλτούρας διαφοροποιημένου καταναλωτισμού και ατομικής ελευθεριακότητας βασισμένης στην αγορά. Μ’ αυτή τη μορφή αποδείχθηκε κάτι περισσότερο από συμβατός με την πολιτισμι­κή παρόρμηση που ονομάστηκε «μεταμοντερνισμός», που καραδοκού­σε πολύ καιρό στο περιθώριο και τώρα μπορούσε να εμφανιστεί σε πλή­ρη άνθηση ως πολιτισμικό και πνευματικό κυρίαρχο ρεύμα. Αυτή ήταν η πρόκληση που χειρίστηκαν με επιδεξιότητα τη δεκαετία του 1980 οι ε­ταιρείες και οι ταξικές ελίτ.

Εκείνη την εποχή τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν ήταν πολύ σα­φές. Τα αριστερά κινήματα δεν κατόρθωσαν να αναγνωρίσουν ή να α­ντιμετωπίσουν, πολλώ δε μάλλον να υπερβούν την εγγενή ένταση ανά­μεσα στην αναζήτηση της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής δι­καιοσύνης. Υποψιάζομαι όμως ότι η εσώτερη ουσία του προβλήματος ήταν αρκετά σαφής σε πολλούς μέσα στην ανώτερη τάξη, ακόμη και σε εκείνους που δεν είχαν διαβάσει ποτέ τον Χάγιεκ ούτε είχαν ακούσει τί­ποτα περί της νεοφιλελεύθερης θεωρίας. Επιτρέψτε μου να παρουσιάσω αυτή την άποψη συγκρίνοντας τη νεοφιλελεύθερη στροφή στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του 1970.* Στην περίπτωση των ΗΠΑ, θα αρχίσω με το εμπιστευτικό μνημόνιο

που στάλθηκε από τον Λιούις Πάουελ στο Αμερικανικό Εμπορικό Επι­

72

Η οικοδόμηση συναίνεσης

μελητήριο, τον Αύγουστο του 1971. Ο Πάουελ, που επρόκειτο να τοπο­θετεί στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον Ρίτσαρντ Νίξον, υποστήριζε ό­τι η κριτική και η εναντίωση στο αμερικανικό σύστημα της ελεύθερης ε­πιχείρησης είχε παρατραβήξει και ότι «ήταν καιρός -στην πραγματικό­τητα έπρεπε να είχε γίνει πολύ πριν- να συστρατευθούν η σοφία, η επι­νοητικότητα και οι πόροι των αμερικανικών επιχειρήσεων εναντίον ε­κείνων που θα τις κατέστρεφαν». Ο Πάουελ υποστήριξε ότι η μεμονω­μένη δράση ήταν ανεπαρκής. «Η δύναμη», έγραψε, «βρίσκεται στην ορ­γάνωση, στον προσεκτικό μακροπρόθεσμο σχεδίασμά και εφαρμογή, στην επίμονη δράση για μια ακαθόριστη χρονική περίοδο, στην κλίμα­κα της χρηματοδότησης που μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσω της κοι­νής προσπάθειας και στην πολιτική δύναμη που μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσω της ενωμένης δράσης και των πανεθνικών οργανισμών». Το Εθνικό Εμπορικό Επιμελητήριο, υποστήριξε, θα πρέπει να τεθεί επι­κεφαλής της εφόδου στους μείξονες θεσμούς -πανεπιστήμια, σχολεία, ΜΜΕ, εκδόσεις, δικαστήρια-, προκειμένου να αλλάξει ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων «για τις εταιρείες, το δίκαιο, την κουλτούρα και το άτο­μο». Οι αμερικανικές επιχειρήσεις δεν στερούνταν τους πόρους για μια τέτοια προσπάθεια, ιδίως εάν αυτοί οι πόροι συνενώνονταν.4

Είναι δύσκολο να πούμε πόσο άμεσα επέδρασε αυτή η έκκληση στην εμπλοκή στον ταξικό πόλεμο. Γνωρίζουμε όμως ότι, μετά από αυ­τή, το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο επέκτεινε τη βάση του από περίπου 60.000 φίρμες, το 1972, σε πάνω από 250.000 δέκα χρόνια αργό­τερα. Από κοινού με την Εθνική Ένωση Βιομηχάνων (που εγκαταστά­θηκε στην Ουάσιγκτον το 1972) συσσώρευσε ένα τεράστιο ποσό για να πιέσει το Κογκρέσο και για να διεξαγάγει έρευνες. Το 1972 ιδρύθηκε το Business Roundtable, μια οργάνωση των διευθυνόντων συμβούλων, «α- φοσιωμένη στην επιθετική επιδίωξη της πολιτικής εξουσίας για λογα­ριασμό των εταιρειών», και αμέσως μετά έγινε το επίκεντρο της υπέρ των εταιρειών δράσης. Οι εταιρείες που αναμείχθηκαν ισοδυναμούσαν με το «μισό ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και δαπανούσαν σχεδόν 900 εκατομμύρια δολάρια ετησίως (τεράστιο ποσό εκείνη την εποχή) σε ζητήματα που είχαν σχέση με την πολιτική. Με τη στήριξη των εταιρειών σχηματίστηκαν επιτροπές ειδικών συμβούλων και ερευνητών, όπως το Ίδρυμα Heritage, το Ινστιτούτο Χούβερ, το Κέ­ντρο για τη Μελέτη της Αμερικανικής Επιχείρησης και το Ινστιτούτο για την Αμερικανική Επιχείρηση, για να οργανώσουν την πολεμική και, εάν προέκυπτε ανάγκη, όπως στην περίπτωση της Εθνικής Υπηρεσίας

73

Νεοφιλελευθερισμός

Οικονομικής Έρευνας, να διεξαγάγουν σοβαρές τεχνικές και εμπειρικές μελέτες, καθώς και να διατυπώσουν πολιτικο-φιλοσοφική επιχειρη­ματολογία προς στήριξη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Το ήμισυ σχε­δόν της χρηματοδότησης προς την εξαιρετικά σεβαστή Εθνική Υπηρε­σία Οικονομικής Έρευνας καταβλήθηκε από τις εταιρείες που καταλαμ­βάνουν τις πρώτες θέσεις στη λίστα των 500 μεγαλύτερων του περιοδι­κού Fortune. Σε στενή συνεργασία με την ακαδημαϊκή κοινότητα, η Υ­πηρεσία θα ασκούσε σημαντική επίδραση στον τρόπο σκέψης των οικο­νομικών τμημάτων και σχολών διοίκησης επιχειρήσεων, των μεγάλων ε­ρευνητικών πανεπιστημίων. Με την αφειδή χρηματοδότηση πλούσιων α­τόμων (όπως ο κατασκευαστής ποτών Τζόζεφ Κουρς, που αργότερα έ­γινε μέλος του «μαγειρείου» του Ρέιγκαν) και των ιδρυμάτων τους (π.χ., Olin, Scaife, Smith, Richardson, Pew Charitable Trust), εμφανίστηκε μια πλημμυρίδα πραγματειών και βιβλίων (πιθανώς το πιο πολυδιαβασμένο και επαινεμένο εξ αυτών ήταν το Anarchy State and Utopia, του Νόζικ), τα οποία υιοθετούσαν τις νεοφιλελεύθερες αξίες. Μια τηλεοπτική εκδο­χή του Free to Choose, του Μ. Φρίντμαν, χρηματοδοτήθηκε με μια δω­ρεά του ιδρύματος Scaife το 1977. «Οι επιχειρήσεις», συμπεραίνει ο Μπλάιθ, «έμαθαν να ξοδεύουν χρήματα ως τάξη».5

Ξεχωρίζοντας τα πανεπιστήμια ως θεσμούς στους οποίους έπρεπε να δοθεί προσοχή, ο Πάουελ έδωσε έμφαση σε μια προοπτική αλλά και σε ένα πρόβλημα, διότι αυτά ήταν πράγματι τα κέντρα των αντι-εταιρι- κών και αντικρατικών απόψεων (οι φοιτητές στη Σάντα Μπάρμπαρα είχαν κάψει το κτίριο της Bank of America στην πόλη αυτή και κατά καιρούς έκαιγαν τελετουργικά ένα αυτοκίνητο). Όμως, πολλοί φοιτητές ήταν (και είναι ακόμη) εύποροι και προνομιούχοι ή ανήκαν στη μεσαία τάξη, και στις ΗΠΑ οι αξίες της ατομικής ελευθερίας τιμούνταν επί μα­κράν (στη μουσική και τη λαϊκή κουλτούρα) ως πρωταρχικής σπουδαιό- τητας. Έτσι, η νεοφιλελεύθερη θεματική μπορούσε να βρει γόνιμο έδα­φος προς εξάπλωση στους κόλπους τους. Ο Πάουελ δεν υποστήριξε την επέκταση της κρατικής εξουσίας. Αλλά οι επιχειρήσεις έπρεπε να «φροντίσουν επιμελώς» το κράτος και εάν προέκυπτε ανάγκη να το χρησιμοποιήσουν «επιθετικά και με αποφασιστικότητα».6 Αλλά πώς α­κριβώς θα χρησιμοποιούνταν η κρατική εξουσία για να αναδιαμορφώ- σει τις αντιλήψεις του κοινού νου;

Μια γραμμή αντιμετώπισης της διπλής κρίσης της συσσώρευσης κε­φαλαίου και της ταξικής εξουσίας προέκυψε μέσα από τα χαρακώματα των αγώνων των αστικών κέντρων κατά τη δεκαετία του 1970. Η δημο­

74

Η οικοδόμηση συναίνεσης

σιονομική κρίση της πόλης της Νέας Υόρκης ήταν μια ειρωνική περί­πτωση. Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση και η αποβιομηχάνιση υπονό­μευαν επί αρκετά χρόνια την οικονομική βάση της πόλης και η ταχεία α­νάπτυξη των προαστίων είχε οδηγήσει στη φτώχεια μεγάλο μέρος του κέντρου της πόλης. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει κοινωνική ανατα­ραχή των πληθυσμών που είχαν περιθωριοποιηθεί στη δεκαετία του 1960, φαινόμενο που μετέπειτα έγινε γνωστό ως «κρίση των πόλεων» (παρό­μοια προβλήματα εμφανίστηκαν σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ). Η λύση που προκρίθηκε ήταν η επέκταση της απασχόλησης στο δημόσιο και της κρατικής πρόνοιας - που διευκολύνθηκαν από τη γενναιόδωρη ομο­σπονδιακή χρηματοδότηση. Αλλά ο πρόεδρος Νίξον, ευρισκόμενος α­ντιμέτωπος με δημοσιονομικές δυσκολίες, διακήρυξε, στις αρχές της δε­καετίας του 1970, χωρίς πολλά πολλά, ότι η κρίση των πόλεων είχε τερ­ματιστεί. Παρόλο που αυτό το άκουγαν για πρώτη φορά πολλοί κάτοι­κοι των πόλεων, σηματοδότησε τη μείωση της ομοσπονδιακής βοήθειας. Και καθώς βάθαινε η ύφεση της οικονομίας, το χάσμα ανάμεσα στα έ­σοδα και τις εκροές του προϋπολογισμού της πόλης της Νέας Υόρκης (που ήδη ήταν μεγάλο εξαιτίας του ανεξέλεγκτου δανεισμού τα προη­γούμενα χρόνια) αυξήθηκε. Στην αρχή, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προθυμοποιήθηκαν να καλύψουν αυτό το χάσμα, αλλά το 1975 μια ισχυ­ρή φατρία επενδυτών τραπεζιτών (υπό τον Γουόλτερ Ρίστον της Citi­bank) αρνήθηκε να ανακυκλώσει το χρέος και έσπρωξε την πόλη σε χρεοκοπία. Η διάσωση που ακολούθησε είχε ως συνέπεια τη δημιουργία νέων θεσμών που ανέλαβαν τη διαχείριση του προϋπολογισμού της πό­λης. Ήταν οι πρώτοι που είχαν αξιώσεις επί των φορολογικών εσόδων της πόλης, για να αποπληρώνουν πρώτα απ’ όλους τους κατόχους ομο­λόγων: ό,τι απέμενε διετίθετο σε βασικές υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα ή­ταν να χαλιναγωγηθούν οι προσδοκίες των ισχυρών δημοτικών συνδι­κάτων της πόλης, να εφαρμοστεί το πάγωμα των μισθών και να μειω­θούν οι απασχολούμενοι στο δημόσιο και οι κοινωνικές παροχές (στην εκπαίδευση, την υγεία και τις μεταφορές) και να επιβληθούν τέλη χρή­στη (τότε εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά τα δίδακτρα στο πανεπιστη­μιακό σύστημα της Νέας Υόρκης). Ο έσχατος εξευτελισμός ήταν το o tl απαιτήθηκε από τα συνδικάτα του δήμου να επενδύσουν τα κεφάλαια των συνταξιοδοτικών τους ταμείων σε ομόλογα της πόλης. Τα συνδικά­τα είτε θα μέτριαζαν τις απαιτήσεις τους είτε θα αντιμετώπιζαν το ενδε­χόμενο να χάσουν τα συνταξιοδοτικά τους κεφάλαια, εξαιτίας της χρεο­κοπίας της πόλης.7

75

Νεοφιλελευθερισμός

Επρόκειτο για ένα πραξικόπημα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμά­των εναντίον της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της πόλης της Νέας Υόρκης και ήταν εξίσου αποτελεσματικό με το πραξικόπημα που είχε γίνει νωρίτερα στη Χιλή. Ο πλούτος αναδιανεμήθηκε στις ανώτε­ρες τάξεις εν μέσω δημοσιονομικής κρίσης. Ο Ζέβιν υποστηρίξει ότι η κρίση της Νέας Υόρκης ήταν το σύμπτωμα μιας «αναδυόμενης στρατη­γικής αντιπληθωρισμού, συνδυασμένης με μια ανακατανομή του εισο­δήματος, του πλούτου και της δύναμης υπέρ των οικονομικά ισχυρότε­ρων». Ή ταν μια «πρώιμη, ίσως αποφασιστική μάχη σε ένα νέο πόλεμο», ο σκοπός του οποίου ήταν να «δείξει στους άλλους πως ό,τι συνέβαινε στη Νέα Υόρκη μπορούσε και σε ορισμένες περιπτώσεις θα συνέβαινε και σ’ αυτούς».8

Βεβαίως, το ερώτημα εάν όποιος ανακατεύτηκε στη διαπραγμάτευ­ση αυτού του δημοσιονομικού συμβιβασμού αντιλήφθηκε ότι ήταν μια στρατηγική για την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος δεν έχει απαντηθεί. Η ανάγκη διατήρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι ένα ζήτημα που απασχολεί ούτως ή άλλως και δεν συνεπάγεται αναγκαία, όπως ο μονεταρισμός γενικότερα, αναδιανομή του πλούτου υπέρ των οικονομι­κά ισχυρότερων. Παραδείγματος χάριν, είναι απίθανο ο Φίλιξ Ρόχατιν, ο εμπορικός τραπεζίτης που μεσίτευσε στη συμφωνία μεταξύ πόλης, κράτους και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να είχε στο μυαλό του την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπο­ρούσε να «σώσει» την πόλη ήταν με το να ικανοποιήσει τους επενδυτι­κούς τραπεζίτες, μειώνοντας ταυτόχρονα το βιοτικό επίπεδο των περισ-, σότερων Νεοϋορκέζων. Αλλά η παλινόρθωση της ταξικής οικονομικής ισχύος/ εξουσίας ήταν, σχεδόν, ακριβώς εκείνο που είχαν στο μυαλό τους οι επενδυτικοί τραπεζίτες όπως ο Γουόλτερ Ρίστον. Σε τελική ανά­λυση, αυτός ήταν που είχε εξισώσει κάθε μορφή κρατικού παρεμβατι­σμού στις ΗΠΑ και στη Βρετανία με τον κομουνισμό. Και ήταν, σχεδόν βέβαια, ο στόχος του υπουργού Οικονομικών του προέδρου Φορντ, Γουίλιαμ Σάιμον (αργότερα τέθηκε επικεφαλής του υπερσυντηρητικού Ιδρύματος Olin). Παρατηρώντας με επιδοκιμασία την πορεία των γεγο­νότων στη Χιλή, συμβούλευε επίμονα τον πρόεδρο Φορντ να αρνηθεί τη βοήθεια προς την πόλη («Ο Φορντ προς την Πόλη: Να πεθάνετε», αυ­τός ήταν ο κύριος τίτλος των New York Daily News). Οι όροι για οποια­δήποτε διάσωση, έλεγε, πρέπει να «είναι τόσο σκληροί, η συνολική ε­μπειρία τόσο οδυνηρή, ώστε καμιά πόλη, κανένα διοικητικό διαμέρισμα να μην μπει ποτέ στον πειρασμό να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο».9

76

Η οικοδόμηση συναίνεσης

Παρόλο που η αντίσταση στα μέτρα λιτότητας ήταν μεγάλη, σύμφω­να με τον Φρίμαν, μπορούσε μόνο να επιβραδύνει την «αντεπανάσταση από τα πάνω, δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Μέσα σε λίγα χρόνια, πολλά από τα επιτεύγματα της εργατικής τάξης της Νέας Υόρκης είχαν κατεδαφιστεί». Το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής υποδομής της πό­λης υποβαθμίστηκε και η υλική υποδομή (π.χ. το σύστημα του υπόγειου σιδηρόδρομου) έχασε σε σημαντικό βαθμό την ποιότητά της, λόγω έλ­λειψης επενδύσεων ή και συντήρησης ακόμη. Η καθημερινή ζωή στη Νέα Υόρκη «έγινε εξουθενωτική και η πολιτική ατμόσφαιρα ευτελίστη- κε». Οι διοικητικές Αρχές της πόλης, το δημοτικό εργατικό κίνημα και οι εργαζόμενοι της Νέας Υόρκης απογυμνώθηκαν ουσιαστικά από «το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης που είχαν αποκτήσει τις περασμένες τρεις δεκαετίες».10 Με κουρελιασμένο το ηθικό, οι εργάτες της Νέας Υόρκης συναίνεσαν απρόθυμα στις νέες πραγματικότητες.

Αλλά οι επενδυτικοί τραπεζίτες της Νέας Υόρκης δεν αποσύρθηκαν από την πόλη. Άδραξαν την ευκαιρία να την αναδομήσουν με τρόπους που ταίριαζαν στο δικό τους πρόγραμμα. Προτεραιότητά τους: η δη­μιουργία «καλού επιχειρηματικού κλίματος». Αυτό σήμαινε τη χρησι­μοποίηση των δημοσίων πόρων για τη δημιουργία κατάλληλων υποδο­μών για τις επιχειρήσεις (ιδίως στον τομέα των τηλεπικοινωνιών), σε συνδυασμό με επιδοτήσεις και φορολογικά κίνητρα προς τις καπιταλι­στικές επιχειρήσεις. Η ευημερία των εταιρειών υποκατέστησε την ευη­μερία του λαού. Τα ιδρύματα της ελίτ της Νέας Υόρκης κινητοποιήθη­καν για να πλασάρουν την εικόνα της πόλης ως κέντρου πολιτισμού και τουριστικού προορισμού (επενδύοντας στο περιβόητο λογότυπο «Αγα­πώ τη Νέα Υόρκη»). Οι κυβερνώσες ελίτ κινητοποιήθηκαν, συχνά με παραφορά, για να υποστηρίξουν το άνοιγμα του πολιτιστικού πεδίου σε κάθε είδος από τα ποικιλώνυμα κοσμοπολιτικά ρεύματα. Η ναρκισσι­στική διερεύνηση του εγώ, η σεξουαλικότητα και η ταυτότητα έγιναν το λαϊτμοτίφ της αστικής κουλτούρας της πόλης. Η καλλιτεχνική ελευθε­ρία και η καλλιτεχνική ασυδοσία, τις οποίες προωθούσαν τα ισχυρά πο­λιτιστικά ιδρύματα της πόλης, οδήγησαν, στην πραγματικότητα, στη νεο- φιλελευθεροποίηση της κουλτούρας. «Το νεοϋορκέζικο ντελίριο» (για να χρησιμοποιήσουμε τη μνημειώδη φράση του Ρεμ Κούλχαας) διέγρα­ψε τη συλλογική μνήμη της δημοκρατικής Νέας Υόρκης.11 Οι ελίτ της πόλης υπέκυψαν, αν και όχι χωρίς να αγωνιστούν, στην απαίτηση να διαφοροποιηθεί ο τρόπος ζωής (κάτι στο οποίο περιλαμβάνονταν και όσα είχαν σχέση με τη σεξουαλική προτίμηση και το φύλο) και στην αύ­

77

Νεοφιλελευθερισμός

ξηση των ειδικών επιλογών του καταναλωτή (σε τομείς όπως η πολιτι­σμική παραγωγή). Η Νέα Υόρκη έγινε το επίκεντρο της μεταμοντέρνας κουλτούρας και του πνευματικού πειραματισμού. Εν τω μεταξύ, οι ε­πενδυτικοί τραπεζίτες αναδόμησαν την οικονομία της πόλης με επίκε­ντρο τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, τις επικουρικές υπηρεσίες, όπως οι νομικές υπηρεσίες και τα ΜΜΕ (τα οποία αναζωογονήθηκαν κυρίως μέσω της κυριαρχίας των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων σ’ όλο το φάσμα της οικονομίας που έλαβε χώρα εκείνη την εποχή), και τον ποικιλόμορφο καταναλωτισμό (η αναπαλαίωση και η «ανάπλαση» των συνοικιών έπαιξαν εξέχοντα και κερδοφόρο ρόλο). Η τοπική κυ­βέρνηση γινόταν όλο και περισσότερο αντιληπτή ως μια οντότητα επι­χειρηματική παρά κοινωνικο-δημοκρατική ή ακόμη και διαχειριστική. Ο μεταξύ των πόλεων ανταγωνισμός για επενδύσεις κεφαλαίου μετα­σχημάτισε την τοπική κυβέρνηση σε μια διακυβέρνηση της πόλης μέσω συμπράξεων του δημοσίου με τους ιδιώτες. Οι υποθέσεις που αφορού­σαν την πόλη εξετάζονταν όλο περισσότερο κεκλεισμένων των θυρών και το δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό περιεχόμενο της τοπικής αυτοδιοίκησης υποβαθμίστηκε.12

Η Νέα Υόρκη της εργατικής τάξης και των μεταναστών ρίχτηκε στο σκοτεινό περιθώριο και ρημάχτηκε από το ρατσισμό και μια επικών διαστάσεων επιδημία του κρακ και της κοκαΐνης, στη δεκαετία του 1980, η οποία οδήγησε πολλούς νέους είτε στο θάνατο είτε στα κάτεργα είτε τους άφησε άστεγους, για να γίνουν στη συνέχεια τα εύκολα θύμα­τα της επιδημίας του AIDS που εξαπλώθηκε τη δεκαετία του 1990. Η α­ναδιανομή μέσω της εγκληματικής δράσης έγινε μία από τις ελάχιστες πραγματικές επιλογές των φτωχών και οι Αρχές αντέδρασαν με την ποι- νικοποίηση ολόκληρων κοινοτήτων εκπτωχευμένων και περιθωριοποι­ημένων πληθυσμών. Η υπαιτιότητα αποδόθηκε στα θύματα, και ο Τζου- λιάνι [δήμαρχος της Νέας Υόρκης] κέρδισε φήμη παίρνοντας τη ρεβάνς εκ μέρους των όλο και πιο εύπορων μπουρζουάδων του Μανχάταν που είχαν κουραστεί να αντιμετωπίζουν τα αποτελέσματα αυτής της ολέ­θριας κατάστασης στο κατώφλι των σπιτιών τους.

Η διαχείριση της δημοσιονομικής κρίσης της πόλης της Νέας Υόρ­κης άνοιξε το δρόμο για την εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού στις ΗΠΑ υπό τον Ρέιγκαν και διεθνώς μέσω του ΔΝΤ, τη δεκαετία του 1980. Καθιέρωσε την αρχή ότι σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ της αξιοπι­στίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των αποδόσεων στους κατόχους ομολόγων, από τη μια, και της ευημερίας των πολιτών, από

78

Η οικοδόμηση συναίνεσης

την άλλη, έπρεπε να ευνοούνται τα πρώτα. Έδωσε έμφαση στο ότι η κυβέρνηση όφειλε να δημιουργεί καλό επιχειρηματικό κλίμα αντί να φροντίζει τις ανάγκες και την ευημερία του πληθυσμού γενικά. Η πολι­τική της κυβέρνησης Ρέιγκαν κατά τη δεκαετία του 1980, όπως συμπε­ραίνει ο Ταμπ, ήταν «απλώς η ευρεία εφαρμογή του σεναρίου της Νέας Υόρκης», της δεκαετίας του 1970.13

Η μεταφορά αυτών των τοπικών συμπερασμάτων, των μέσων της δεκαετίας του 1970, σε εθνικό επίπεδο ήταν ταχύτατη. Ο Τόμας Έντσαλ (ένας δημοσιογράφος που κάλυπτε την Ουάσιγκτον επί σειρά ετών) δη­μοσίευσε μια πολύ διορατική περιγραφή στα 1985:

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, οι επιχειρήσεις βελτίωσαν την ι­κανότητά τους να ενεργούν ως τάξη, παραμερίζοντας τα ανταγωνιστικά έν­στικτα προς όφελος της κοινής, συνεργατικής δράσης στον νομοθετικό στί­βο. Αντί να ζητά κάθε μεμονωμένη επιχείρηση μόνο ειδικές εύνοιες ... κυ-

, ρίαρχο θέμα στην πολιτική στρατηγική των επιχειρήσεων έγινε το κοινό συμφέρον της ακύρωσης νομοσχεδίων, όπως αυτά που αφορούσαν την προστασία του καταναλωτή και τη μεταρρύθμιση του εργατικού δικαίου, κάι της θέσπισης ευνοϊκής φορολογικής, ρυθμιστικής και αντιτράστ νομο­θεσίας.14

Για να συνειδητοποιήσουν αυτό το σκοπό, οι επιχειρήσεις χρειάζο­νταν μια πολιτική τάξη, ως όργανο, και λαϊκή βάση. Έτσι επιδίωξαν δραστήρια να καταλάβουν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και να το μετα­τρέψουν σε όργανό τους. Ο σχηματισμός επιτροπών πολιτικής δράσης για να εξευρεθεί, όπως έλεγε και το παλιό ρητό, «η καλύτερη κυβέρνη­ση που μπορούσε να αγοράσει το χρήμα» ήταν ένα σημαντικό βήμα. Η υποτιθέμενα «προοδευτική» εκστρατεία για τους περί χρηματοδότησης νόμους του 1971 στην πραγματικότητα νομιμοποίησε τη διαφθορά της πολιτικής. Το 1976, εγκαινιάστηκε μια κρίσιμη σειρά αποφάσεων του Α- νωτάτου Δικαστηρίου, όταν κατοχυρώθηκε ότι το δικαίωμα μιας εται­ρείας να δίνει απεριόριστες εισφορές στα πολιτικά κόμματα και σε επι­τροπές πολιτικής δράσης προστατευόταν από την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος που εγγυάται τα δικαιώματα των ατόμων (στην προ­κειμένη περίπτωση ως άτομα νοούνταν οι εταιρείες) ως προς την ελευ­θερία του λόγου.15 Οι επιτροπές πολιτικής δράσης (ΕΠΔ) είχαν στη συ­νέχεια τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν την οικονομική κυριαρχία των ανωνύμων εταιρειών, των πλούσιων ατόμων και των ενώσεων επαγ­

79

Νεοφιλελευθερισμός

γελματικών συμφερόντων πάνω και στα δύο πολιτικά κόμματα. Οι ε­ταιρικές ΕΠΔ, που ήταν 89 τον αριθμό το 1974, πολλαπλασιάστηκαν φτάνοντας τις 1.467 το 1982. Ενώ ήταν πρόθυμες να χρηματοδοτήσουν ισχυρά πρόσωπα και των δύο κομμάτων, υπό τον όρο ότι υπηρετούνταν τα συμφέροντά τους, έκλιναν επίσης προς τη συστηματική υποστήριξη των εκ δεξιών αμφισβητιών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Ρέιγκαν (τότε κυβερνήτης της Καλιφόρνιας) και ο Γουίλιαμ Σάιμον (τον οποίο ήδη έχουμε συναντήσει) άρχισαν να παροτρύνουν τις ΕΠΔ να κατευ­θύνουν τις προσπάθειές τους προς τη χρηματοδότηση Ρεπουμπλικάνων υποψηφίων που εμφορούνταν από δεξιές απόψεις.16 Το όριο των 5.000 δολαρίων στην εισφορά κάθε ΕΠΔ προς οποιοδήποτε άτομο ανάγκασε τις Επιτροπές διαφορετικών εταιρειών και βιομηχανιών να συνεργα­στούν και αυτό σήμαινε οικοδόμηση συμμαχιών που βασίζονταν σε τα­ξικά παρά σε ειδικά συμφέροντα.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως σημειώνει ο Έντσαλ, η προθυμία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να αντιπροσωπεύσει τους «ψηφοφόρους του της κυρίαρχης τάξης» έρχεται σε έντονη αντίθεση με την «ιδεολογικά αμφίσημη» στάση των Δημοκρατικών, η οποία προέ- κυπτε από το «γεγονός ότι οι δεσμοί τους με διάφορες κοινωνικές ομά­δες είναι διάχυτοι και από το otl καμιά εξ αυτών των ομάδων -γυναί­κες, μαύροι, εργάτες, ηλικιωμένοι, ισπανόφωνοι, πολιτικές οργανώσεις των πόλεων- δεν υπερέχει σαφώς των άλλων». Ακόμη, η εξάρτηση των Δημοκρατικών από τις εισφορές των «λεφτάδων» έκανε πολλούς από αυτούς ευάλωτους στον άμεσο επηρεασμό εκ μέρους επιχειρηματικών συμφερόντων.17 KaL ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα είχε λαϊκή βάση, δεν μπορούσε εύκολα να ακολουθήσει μια αντικαπιταλιστική ή αντι-εταιρι- κή πολιτική γραμμή, χωρίς να διακόψει εντελώς τις σχέσεις του με τα ι­σχυρά οικονομικά συμφέροντα.

Ωστόσο, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα χρειαζόταν μια συμπαγή βάση προκειμένου να εγκατασταθεί στέρεα στην εξουσία. Εκείνη περίπου την περίοδο οι Ρεπουμπλικάνοι επιδίωξαν να συμμαχήσουν με τη χρι­στιανική Δεξιά. Τούτη η τελευταία δεν είχε δραστηριοποιηθεί πολιτικά στο παρελθόν, αλλά η ίδρυση της «ηθικής πλειοψηφίας», του Τζέρι Φάλγουελ, ως πολιτικού κινήματος το 1978 άλλαξε άρδην την κατά­σταση. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε πλέον τη χριστιανική του βά­ση. Απευθύνθηκε επίσης στον πολιτισμικό εθνικισμό των λευκών της εργατικής τάξης και στην πολιορκημένη αίσθησή τους περί ηθικής ορ­θότητας (πολιορκημένη διότι αυτή η τάξη ζούσε σε συνθήκες χρόνιας

Η οικοδόμηση συναίνεσης

οικονομικής ανασφάλειας και αισθανόταν αποκλεισμένη από πολλά ο­φέλη τα οποία είχαν παρασχεθεί με τα ευνοϊκά για μειονεκτούσες ομά­δες μέτρα [προγράμματα θετικής δράσης] και με άλλα κρατικά προ­γράμματα). Αυτή η πολιτική βάση μπορούσε να κινητοποιηθεί θετικά μέσω της θρησκείας και του πολιτισμικού εθνικισμού και αρνητικά μέ­σω ενός συγκεκαλυμμένου, αν όχι κραυγαλέου, ρατσισμού, ομοιοφο- βίας και αντιφεμινισμού. Έτσι το πρόβλημα δεν ήταν ο καπιταλισμός και η νεοφιλελευθεροποίηση της κουλτούρας, αλλά οι «φιλελεύθεροι» οι οποίοι είχαν χρησιμοποιήσει καθ’ υπερβολήν την κρατική εξουσία για να παράσχουν οφέλη σε ειδικές ομάδες (μαύρους, γυναίκες, περιβαλ- λοντιστές κ.λπ.). Μια αφειδώς χρηματοδοτούμενη κίνηση νεοσυντηρη- τικών διανοουμένων, (οι οποίοι συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Ίρβινγκ Κρίστολ και τον Νόρμαν Πόντορετζ και το περιοδικό Commentary) πα­ρείχε αξιοπιστία σε αυτές τις θέσεις, υιοθετώντας την ηθικολογία και τις παραδοσιακές αξίες. Υποστηρίζοντας τη νεοφιλελεύθερη στροφή οι­κονομικά αλλά όχι πολιτισμικά, απογύμνωσαν τις παρεμβατικές υπερ­βολές μιας αποκαλούμενης «φιλελεύθερης ελίτ» - ρίχνοντας έτσι λάσπη σε ό,τι μπορεί να σήμαινε ο όρος «φιλελεύθερος». Το αποτέλεσμα ήταν να εκτραπεί η προσοχή από τον καπιταλισμό και τη δύναμη που είχαν αποκτήσει ol εταιρείες ως κάτι άσχετο με τα οικονομικά ή τα πολιτι­σμικά προβλήματα που δημιουργούσαν η αχαλίνωτη κερδοσκοπία και ο ατομισμός.

Στο εξής η ανίερη συμμαχία των μεγάλων επιχειρήσεων και των συ­ντηρητικών χριστιανών, υποστηριζόμενη από τους νεοσυντηρητικούς, ε­δραιώθηκε και ξερίζωσε τελικά όλα τα φιλελεύθερα στοιχεία (που έπαι­ζαν σημαντικό και ουσιαστικό ρόλο κατά τη δεκαετία του 1960) από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ιδίως μετά το 1990, μετατρέποντάς το στη σχε­τικά ομοιογενή δεξιά εκλογική δύναμη που είναι σήμερα.18 Βεβαίως δεν ήταν η πρώτη, και πολύ φοβούμαι δεν θα είναι η τελευταία, φορά στην ιστορία που μια κοινωνική ομάδα πείσθηκε να ψηφίσει ενάντια στα πραγματικά, οικονομικά και ταξικά της συμφέροντα, για λόγους πολιτι­σμικούς, εθνικιστικούς και θρησκευτικούς. Παρ’ όλα αυτά, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι καταλληλότερο, πιθανώς, να αντικαθιστούμε τη λέξη «πείσθηκε» με τη λέξη «επέλεξε», αφού υπάρχει πλήθος αποδείξεων ότι οι ευαγγελικοί χριστιανοί (όχι περισσότεροι από το 20% του πληθυ­σμού), οι οποίοι αποτελούν τον πυρήνα της «ηθικής πλειοψηφίας», εν­στερνίστηκαν τη συμμαχία με τις μεγάλες επιχειρήσεις και το Ρεπου- μπλικανικό Κόμμα ως μέσο για να προωθήσουν περαιτέρω την ευαγγε­

Νεοφιλελευθερισμός

λική και ηθική τους ατζέντα. Αυτή ήταν βεβαίως η περίπτωση της σκιώ­δους και μυστικής οργάνωσης των χριστιανών συντηρητικών που συ­γκρότησαν το Συμβούλιο για την Εθνική Πολιτική, το οποίο ιδρύθηκε το 1981, «για να σχεδιάσει τη στροφή της χώρας προς τα δεξιά».19

Από την άλλη πλευρά, το Δημοκρατικό Κόμμα ουσιαστικά είχε διαι­ρεθεί εξαιτίας της ανάγκης να εξευμενίσει, αν όχι να συντρέξει, τα ε­ταιρικά και χρηματοπιστωτικά συμφέροντα, δείχνοντας, ταυτόχρονα, ότι μεριμνά κάπως για τη βελτίωση των υλικών συνθηκών ζωής της λαϊ­κής του βάσης. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Κλίντον, κατέληξε να επιλέξει την πρώτη κατεύθυνση εις βάρος της δεύτερης και έτσι βυθί­στηκε κατευθείαν στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο διαμόρφωσης και εφαρ­μογής της πολιτικής (όπως έγινε, π.χ., με τη μεταρρύθμιση της κοινωνι­κής πρόνοιας).20 Όμως, όπως στην περίπτωση του Φίλιπ Ρόχατιν, είναι αμφίβολο εάν αυτή ήταν η ατζέντα του Κλίντον από την αρχή. Αντιμέ­τωπος ο Κλίντον με την ανάγκη να λύσει το πρόβλημα ενός τεράστιου ελλείμματος και να δώσει το έναυσμα για την οικονομική μεγέθυνση, η μόνη εφικτή οικονομική πολιτική ήταν η μείωση του ελλείμματος, ώστε να επιτύχει χαμηλά επιτόκια. Αυτό σήμαινε είτε επιβολή ουσιαστικά υ­ψηλότερης φορολογίας (που θα ισοδυναμούσε με εκλογική αυτοκτο­νία) είτε περικοπές στον προϋπολογισμό. Η εφαρμογή της δεύτερης ε­πιλογής σήμαινε, όπως το έθεσαν οι Γιέρτζιν και Στάνισλο, «προδοσία των παραδοσιακών ψηφοφόρων του, προκειμένου να κανακέψει τους πλούσιους», ή, όπως ομολόγησε αργότερα ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, για μια περίοδο επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Κλίντον, «καταφέραμε να σφίξουμε τα λουριά στους φτωχούς, ενώ τα χαλαρώναμε για τους πλούσιους».21 Έτσι η κοινωνική πολιτική ενα- ποτέθηκε στους μετόχους της Γουόλ Στριτ (όπως είχε συμβεί νωρίτερα στην πόλη της Νέας Υόρκης), με τις αναμενόμενες συνέπειες.

Η πολιτική δομή που εμφανίστηκε ήταν αρκετά απλή. Το Ρεπου- μπλικανικό Κόμμα μπορούσε να επιστρατεύσει ογκώδεις οικονομικούς πόρους και να κινητοποιήσει τη λαϊκή του βάση για να ψηφίσει ενα­ντίον των πραγματικών της συμφερόντων βάσει πολιτισμικών/θρησκευ- τικών λόγων, ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα δεν μπορούσε να αντέξει πο­λιτικά την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών (π.χ. για ένα εθνι­κό σύστημα υγείας) της παραδοσιακής λαϊκής του βάσης, από φόβο μή­πως θίξει τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής τάξης. Με δεδομένη αυτή την ασυμμετρία, η πολιτική ηγεμονία του Ρεπουμπλικανικού Κόμ­ματος έγινε ακόμη πιο σίγουρη.

82

Η οικοδόμηση συναίνεσης

Η εκλογή του Ρέιγκαν το 1980 ήταν απλώς το πρώτο βήμα σε μια μα- κρά διαδικασία σταθεροποίησης της πολιτικής μετατόπισης που ήταν αναγκαία για την υποστήριξη της στροφής του Βόλκερ προς το μονε­ταρισμό και την προτεραιότητα της μάχης κατά του πληθωρισμού. Οι πολιτικές του Ρέιγκαν, όπως σημείωσε ο Έντσαλ εκείνη την εποχή, ε­πικεντρώθηκαν σε μια «γενικευμένη εκστρατεία μείωσης του εύρους και του περιεχομένου της ομοσπονδιακής ρύθμισης στη βιομηχανία, το περιβάλλον, τους χώρους εργασίας, την υγεία και στη σχέση μεταξύ α­γοραστή και πωλητή». Τα κύρια μέσα ήταν οι περικοπές του προϋπο­λογισμού και η απορρύθμιση, όπως επίσης ο «διορισμός υπαλληλικού προσωπικού, που ήταν προσανατολισμένο κατά των ρυθμίσεων και υ­πέρ των βιομηχανικών συμφερόντων», σε θέσεις-κλειδιά.22

Το Εθνικό Συμβούλιο Εργασιακών Σχέσεων, που ιδρύθηκε τη δεκα­ετία του 1930 με σκοπό τη ρύθμιση των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας στους χώρους δουλειάς, μετατράπηκε με τους διορισμούς του Ρέιγκαν σε όχημα επίθεσης και ρύθμισης των εργατικών δικαιωμάτων την ίδια στιγμή που καταργούνταν οι ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις 23 Χρειά­στηκε διάστημα λιγότερο των έξι μηνών, το 1983, για να αντιστραφεί σχεδόν το 40% των αποφάσεων που είχαν ληφθεί στη δεκαετία του 1970 και οι οποίες ήταν, κατά τη γνώμη των επιχειρήσεων, ευνοϊκές για τους εργαζόμενους. Ο Ρέιγκαν ερμήνευσε όλες τις ρυθμίσεις (εκτός από αυ­τές που αφορούσαν τους εργαζόμενους) ως κακές. Η Διεύθυνση Δια­χείρισης και Προϋπολογισμού έλαβε την εντολή να κάνει επισταμένες αναλύσεις κόστους-οφέλους όλων των ρυθμιστικών προτάσεων (του παρελθόντος και του παρόντος). Εάν δεν μπορούσε να αποδειχθεί ότι τα οφέλη της ρύθμισης υπερέβαιναν σαφώς το κόστος, τότε οι ρυθμίσεις έπρεπε να πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων. Πάνω α π’ όλα, πε­ρίτεχνες αναθεωρήσεις του φορολογικού κώδικα -που αφορούσαν κυ­ρίως την απόσβεση των επενδύσεων- επέτρεπαν σε πολλές εταιρείες να μην πληρώνουν καθόλου φόρους, ενώ η μείωση του ανώτατου συντε­λεστή φορολόγησης για άτομα από 78 σε 28% φανέρωνε περίτρανα την πρόθεση να παλινορθωθεί η οικονομική ταξική εξουσία (βλέπε Σχήμα 1.7)jTo χειρότερο από όλα ήταν ότι τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία πέρασαν σε ιδιωτικά χέρια δωρεάν. .Πολλές από τις βασικές καινοτο­μίες στη φαρμακευτική έρευνα, π.χ., είχαν χρηματοδοτηθεί από το Ε ­θνικό Ινστιτούτο Υγείας σε συνεργασία με τις φαρμακευτικές εταιρείες. Αλλά το 1978 επειράπηκε στις εταιρείες να ιδιοποιηθούν όλα τα οφέλη των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνιών, χωρίς να επιστρέφουν τίποτα στο

83

Νεοφιλελευθερισμός

κράτος, κάτι που στο εξής εξασφάλισε μεγάλα και υψηλά επιδοτούμε­να κέρδη για τη φαρμακοβιομηχανία.24

Όμως, όλα αυτά προϋπέθεταν ότι οι εργαζόμενοι και οι οργανώσεις τους θα πείθονταν να συμμορφωθούν με τη νέα κοινωνική τάξη πραγ­μάτων. Η Νέα Υόρκη είχε πρωτοπορήσει σ’ αυτό τον τομέα, επιβάλλο­ντας την πειθαρχία στα ισχυρά συνδικάτα του δήμου στα έτη 1975-77, και ο Ρέιγκαν ακολούθησε σε εθνικό επίπεδο, γονατίζοντας τους ελε­γκτές εναέριας κυκλοφορίας το 1981 και ξεκαθαρίζοντας στα συνδικά­τα ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτα ως συμμέτοχοι στις εσωτερικές διαβου- λεύσεις της κυβέρνησης. Η επισφαλής κοινωνική συμφωνία που είχε ε­πικρατήσει μεταξύ εταιρειών και συνδικάτων κατά τη δεκαετία του 1960 τερματίστηκε. Καθώς η ανεργία εκσφενδονιζόταν στα ύψη του 10% στα μέσα της δεκαετίας του 1980, είχε έλθει η στιγμή να αρχίσει η πολύμορφη επίθεση εναντίον των οργανωμένων εργατών και να μεθο­δευτεί η μείωση των προνομίων και της δύναμής τους. Η μεταφορά της βιομηχανικής δραστηριότητας από τις βορειοανατολικές και μεσοδυτι- κές περιοχές της χώρας όπου υπήρχαν συνδικάτα στις Πολιτείες του νότου, όπου τα συνδικάτα ήταν ανύπαρκτα και όπου υποτίθεται πως ε­πικρατούσε το «δικαίωμα στη δουλειά», εάν όχι εκτός συνόρων, στο Μεξικό και στη Νοτιοανατολική Ασία, έγινε η συνήθης πρακτική. (Η ο­ποία επιδοτήθηκε από ευνοϊκή φορολογία για τις νέες επενδύσεις και βοηθήθηκε με την αλλαγή της έμφασης από την παραγωγή στον χρη­ματοπιστωτικό τομέα ως τον πυρήνα της κεφαλαιοκρατικής ταξικής ε­ξουσίας). Η αποβιομηχάνιση των σπουδαιότερων βιομηχανικών περιο­χών όπου ol εργάτες ήταν συνδικαλισμένοι (της αποκαλούμενης «ζώ­νης σκουριάς») αποδυνάμωσε τους εργαζομένους. Οι εταιρείες απειλού­σαν ότι θα βάλουν λουκέτο στα εργοστάσια και όταν το έκριναν ανα­γκαίο διακινδύνευαν το ξέσπασμα απεργιών -τις οποίες συνήθως κα­τατρόπωναν- (π.χ. στα ανθρακωρυχεία).

Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση δεν μέτρησε κυρίως το ραβδί (η ε­πιθετική τακτική), διότι υπήρχαν πολλά καρότα (δολώματα) που μπο­ρούσαν να προσφερθούν στους εργαζόμενους ατομικά, ώστε να δια- σπάσουν τη συλλογική δράση. Οι αυστηροί κανόνες και οι γραφειο­κρατικές δομές των συνδικάτων τα καθιστούσαν ευάλωτα στην επίθε­ση. Η έλλειψη ευελιξίας συχνά αποτελούσε μειονέκτημα για τους μεμο­νωμένους εργάτες, όπως και για το κεφάλαιο. Οι ορθές αξιώσεις για ευ­έλικτη εξειδίκευση των εργασιακών διαδικασιών και ευέλικτες χρονικές διευθετήσεις είχαν συνεπώς τη δυνατότητα να γίνουν μέρος μιας νεο­

Η οικοδόμηση συναίνεσης

φιλελεύθερης ρητορικής που μπορούσε να είναι πειστική στους μεμο­νωμένους εργαζόμενους, ιδίως σ’ εκείνους που είχαν εξαιρεθεί από τα μονοπωλιακά οφέλη που ορισμένες φορές πρόσφερε η έντονη συνδι- καλιστικοποίηση. Η μεγαλύτερη ελευθερία και αυτονομία μέσα στην α­γορά εργασίας διαφημίζονταν ως πλεονεκτήματα για το κεφάλαιο και τους εργάτες εξίσου και άρα δεν ήταν πολύ δύσκολο να ενσωματω­θούν, και σ’ αυτό το ζήτημα, οι νεοφιλελεύθερες αξίες στον «κοινό νου» μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού. Είναι σημαντικό να κατα­νοήσουμε το πώς αυτή η θετική δυνατότητα μετατράπηκε σε ένα άκρως εκμεταλλευτικό σύστημα ευέλικτης συσσώρευσης (όλα τα οφέλη που προκύπτουν από την αυξανόμενη ευελιξία στην κατανομή της εργα­σίας στο χώρο και το χρόνο πηγαίνουν στο κεφάλαιο), προκειμένου να εξηγήσουμε γιατί οι πραγματικοί μισθοί, εξαιρουμένης μιας σύντομης περιόδου της δεκαετίας του 1990, έμειναν στάσιμοι ή μειώθηκαν (βλέπε Σχήμα 1.6) και τα επιδόματα ελαχιστοποιήθηκαν. Η νεοφιλελεύθερη θεωρία, πολύ βολικά, πρεσβεύει ότι η ανεργία είναι πάντα εκούσια. Η εργασία, υποστηρίζει, πάντα έχει μια «κατώτατη τιμή» κάτω από την ο­ποία οι εργαζόμενοι προτιμούν να μην εργάζονται. Η ανεργία αυξάνε­ται επειδή η κατώτατη τιμή της εργασίας είναι πολύ ψηλή. Εφόσον αυ­τή η κατώτατη τιμή καθορίζεται εν μέρει από τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας (και οι ιστορίες για «εργαζόμενους που ζουν βασιλικά με τα επιδόματα της κοινωνικής πρόνοιας» και που οδηγούν Κάντίλακ αφθο- νούσαν), τότε, λογικά, η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση της «κοινωνικής πρόνοιας όπως τη γνωρίζουμε», που διεξήχθη από τον Κλίντον, έπρε­πε να είναι το κρίσιμο βήμα προς τη μείωση της ανεργίας.

Ό λα αυτά απαιτούσαν κάποια αιτιολόγηση και γι’ αυτό το σκοπό έ­παιξε σημαντικό ρόλο ο πόλεμος των ιδεών. Οι οικονομικές ιδέες που στρατεύτηκαν για την υποστήριξη της νεοφιλελεύθερης στροφής ισοδυ- ναμούσαν, όπως υποδεικνύει ο Μπλάιθ, με μια περίπλοκη συγχώνευση μονεταρισμού (του Φρίντμαν), ορθολογικών προσδοκιών (του Ρόμπερτ Αούκας), δημόσιας επιλογής (των Τζέιμς Μπιουκάναν και Γκόρντον Τάλοκ) και των λιγότερων έγκυρων, αλλά που άσκησαν σημαντική ε­πιρροή, ιδεών περί «προσφοράς» του Άρθουρ Λάφερ, ο οποίος έφτασε στο σημείο να πει ότι οι φορολογικές περικοπές ως κίνητρα θα αύξαναν τόσο πολύ την οικονομική δραστηριότητα, ώστε τα φορολογικά έσοδα θα αυξάνονταν αυτόματα (ο Ρέιγκαν ερωτεύθηκε αυτή την ιδέα). Η πιο αποδεκτή κοινοτοπία σ’ αυτά τα επιχειρήματα ήταν πως η κυβερνητική παρέμβαση αποτελούσε το πρόβλημα και όχι τη λύση και πως μια «στα­

85

Νεοφιλελευθερισμός

θερή μονεταριστική πολιτική, σε συνδυασμό με ριζικές φορολογικές πε­ρικοπές στις ανώτερες εισοδηματικές κατηγορίες θα είχαν ως αποτέλε­σμα μια υγιέστερη οικονομία», υποστηρίζοντας με ορθό τρόπο τα κίνη­τρα της επιχειρηματικής δραστηριότητας.25 Ο επιχειρηματικός Τύπος, ως επί το πλείστον με τη Wall Street Journal στην πρωτοπορία, σήκωσε αυτές τις ιδέες και έγινε ο διαπρύσιος κήρυκας της εφαρμογής του νεο­φιλελευθερισμού ως αναγκαίας λύσης για όλα τα οικονομικά δεινά. Σ’ αυτές τις ιδέες δόθηκε ευρεία δημοσιότητα από γόνιμους συγγραφείς ό­πως ο Τζορτζ Γκίλντερ (που υποστηρίχθηκε από κεφάλαια των think- tanks) και από σχολές διοίκησης επιχειρήσεων που εμφανίστηκαν σε πανεπιστήμια κύρους, όπως το Στάνφορντ και το Χάρβαρντ. Αυτές οι σχολές χρηματοδοτήθηκαν γενναιόδωρα από εταιρείες και ιδρύματα και έγιναν τα κέντρα της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας από τη στιγμή που ά­νοιξαν. Η χαρτογράφηση της εξάπλωσης των ιδεών πάντα είναι δύσκο­λη, αλλά περί το 1990 τα περισσότερα οικονομικά τμήματα των μεγάλων ερευνητικών πανεπιστημίων, καθώς και οι σχολές διοίκησης επιχειρή­σεων κυριαρχούνταν από τον νεοφιλελεύθερο τρόπο σκέψης. Δεν θα έ­πρεπε να υποτιμηθεί η σημασία αυτού του γεγονότος. Τα αμερικανικά ε­ρευνητικά πανεπιστήμια ήταν και είναι οι χώροι κατάρτισης πολλών ξέ­νων που μεταφέρουν τις γνώσεις τους στις χώρες προέλευσής τους -για παράδειγμα, οι βασικές προσωπικότητες που συνέβαλαν στην προσαρ­μογή της Χιλής και του Μεξικού στο νεοφιλελευθερισμό ήταν εκπαιδευ­μένοι στις ΗΠΑ οικονομολόγοι-, καθώς επίσης και στα διεθνή ιδρύμα­τα όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΟΗΕ.

Νομίζω ότι το συμπέρασμα είναι σαφές. «Κατά τη διάρκεια της δε­καετίας του 1970, η πολιτική πτέρυγα του εταιρικού τομέα της χώρας», γράφει ο Έντσαλ, «διεξήγαγε μία από τις πιο αξιοσημείωτες εκστρα­τείες της πρόσφατης ιστορίας στον αγώνα της για την εξουσία». Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 «είχε κερδίσει ένα επίπεδο επιρροής και ελέγχου που προσέγγιζε εκείνο των ημερών της οικονομικής άνθησης της δεκαετίας του 1920».26 Και το έτος 2000 είχε χρησιμοποιήσει αυτό τον έλεγχο για να αποκαταστήσει το μερίδιό της στον εθνικό πλούτο και στο εισόδημα σε επίπεδα που είχε να δει από τη δεκαετία του 1920.

Η οικοδόμηση συναίνεσης στη Βρετανία έλαβε χώρα με πολύ δια­φορετικό τρόπο.27 Ό,τι συνέβη στο Κάνσας ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό που συνέβη στο Γιόρκσιρ. Οι πολιτισμικές και πολιτικές πα­ραδόσεις ήταν πολύ διαφορετικές. Στη Βρετανία, δεν υπάρχει χριστια­νική Δεξιά για να μιλά και να κινητοποιείται ως ηθική πλειοψηφία. Οι

86

Η οικοδόμηση συναίνεσης

ισχυρές εταιρείες δεν είχαν την τάση να υποστηρίζουν τον απροκάλυ­πτο πολιτικό ακτιβισμό (οι εισφορές τους στα πολιτικά κόμματα ήταν ε­λάχιστες). Προτιμούσαν να ασκούν επιρροή μέσω των δικτύων τάξης και προνομίων που επί μακρόν συνέδεαν την κυβέρνηση, τον ακαδη­μαϊκό κόσμο, το δικαστικό σώμα και τους μονίμους δημοσίους υπαλλή­λους (μέχρι εκείνη την περίοδο η δημόσια υπηρεσία διατηρούσε ακόμη την παράδοση της ανεξαρτησίας της) με τους ηγέτες της βιομηχανίας και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η πολιτική κατάσταση ήταν επίσης ριζικά διαφορετική, δεδομένου ότι το Εργατικό Κόμμα είχε δημιουρ- γηθεί κυρίως ως ένα όργανο εξουσίας της εργατικής τάξης, που προσέ- βλεπε σε ισχυρά και ορισμένες φορές αρκετά μαχητικά συνδικάτα. Συ­νεπώς, η Βρετανία είχε αναπτύξει μια πολύ πιο περίτεχνη και εκτετα­μένη δομή κράτους πρόνοιας από την όποια παρόμοια δομή θα μπο­ρούσαν ποτέ να ονειρευτούν στις ΗΠΑ. Οι δεσπόζουσες κορυφές της οικονομίας (ανθρακωρυχεία, χαλυβουργία, αυτοκινητοβιομηχανία) ε­θνικοποιήθηκαν και μια μεγάλη αναλογία του στεγαστικού αποθέματος βρισκόταν στον δημόσιο τομέα. Και το Εργατικό Κόμμα είχε δημιουρ­γήσει, από την εποχή ακόμη της δεκαετίας του 1930, σημαντικά προ­πύργια εξουσίας στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης, με πρωτοπορία το Συμβούλιο της Κομητείας του Λονδίνου υπό τον Χέρμπερτ Μόρι- σον. Η κοινωνική αλληλεγγύη που αναπτυσσόταν μέσω του συνδικαλι­στικού κινήματος και της τοπικής αυτοδιοίκησης ήταν εμφανέστατα ι­σχυρή. Ακόμη και όταν πήρε την εξουσία το Συντηρητικό Κόμμα, επί μακρές χρονικές περιόδους μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, απεί­χε από την όποια προσπάθεια αποδιάρθρωσης του κράτους πρόνοιας που είχε κληρονομήσει.

Τη δεκαετία του 1960, η κυβέρνηση των Εργατικών είχε αρνηθεί να στείλει στρατεύματα στο Βιετνάμ, έτσι έσωσε τη χώρα από το άμεσο τραύμα της συμμετοχής σε έναν πόλεμο που ο λαός καταδίκαζε. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, η Βρετανία είχε συμφωνήσει (αν και απρόθυμα και όχι χωρίς βίαιο αγώνα, ορισμένες φορές, και με μεγάλη πίεση εκ μέρους των ΗΠΑ) να αποχωρήσει από τις αποικίες της και με­τά το θνησιγενές πολεμικό εγχείρημα στο Σουέζ, το 1956, σταδιακά (και συχνά απρόθυμα και πάλι) να απορρίψει ως επί το πλείστον, το ρόλο της άμεσης ιμπεριαλιστικής δύναμης. Η απόσυρση των δυνάμεών της που βρίσκονταν ανατολικά του Σουέζ στη δεκαετία του 1960 υπήρξε ση­μαντικό δείγμα αυτής της διαδικασίας. Στη συνέχεια, η Βρετανία συμ­μετείχε κυρίως ως υποδεέστερος εταίρος μέσα στο ΝΑΤΟ, υπό τη στρα­

87

Νεοφιλελευθερισμός

τιωτική ασπίδα της ισχύος των ΗΠΑ. Όμως, συνέχισε στην πραγματι­κότητα να προβάλει μια νεοαποικιακή παρουσία σχεδόν σ’ όλη την έ­κταση της παλιάς αυτοκρατορίας της και μ’ αυτό τον τρόπο συχνά ερ­χόταν σε αντιπαράθεση με άλλες μεγάλες δυνάμεις (όπως, π.χ., στον αι­ματηρό εμφύλιο πόλεμο της Νιγηρίας, όταν επιχείρησε να αποσχιστεί η Μπιάφρα). Το θέμα των σχέσεων και των ευθυνών της Βρετανίας ένα­ντι των πρώην αποικιών της δημιουργούσε συχνά ανησυχίες, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό. Οι νεοαποικιακές δομές εμπορικής εκμετάλλευσης συχνά επεκτείνονταν αντί να εξαλείφονται. Τα μεταναστευτικά ρεύματα όμως από τις πρώην αποικίες προς τη Βρε­τανία άρχισαν να μεταφέρουν τις συνέπειες της αυτοκρατορίας μέσα στη χώρα με καινούργιους τρόπους.

Το πιο σημαντικό κατάλοιπο της ιμπεριαλιστικής παρουσίας της Βρετανίας ήταν ο συνεχιζόμενος ρόλος του Σίτι του Λονδίνου ως κέ­ντρου του διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα. Κατά τη δεκαετία του 1960, απέκτησε μεγάλη σημασία, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο πήρε μέ­τρα για να προστατεύσει και να ενισχύσει τη θέση του Σίτι εν όψει της αυξανόμενης ισχύος του παγκοσμιοποιούμενου χρηματιστικού κεφα­λαίου. Η πολιτική αυτή δημιούργησε μια σειρά από σημαντικές αντι­φάσεις. Η προστασία του χρηματιστικού κεφαλαίου (μέσω της χειρα­γώγησης των επιτοκίων) ερχόταν συχνά σε σύγκρουση με τις ανάγκες του εγχωρίου βιομηχανικού κεφαλαίου (προκαλώντας, ως εκ τούτου, μια δομική διαίρεση μέσα στην κεφαλαιοκρατική τάξη) και ορισμένες φορές εμπόδιζε την επέκταση της εγχώριας αγοράς (περιορίζοντας την πίστωση). Η δέσμευση στην ισχυρή στερλίνα υπονόμευσε την εξαγωγι- κή θέση της βρετανικής βιομηχανίας και συνέβαλε στην εμφάνιση κρί­σεων του ισοζυγίου πληρωμών, κατά τη δεκαετία του 1970. Ανέκυψαν αντιφάσεις ανάμεσα στον εμπεδωμένο φιλελευθερισμό που είχε οικο- δομηθεί στο εσωτερικό της χώρας και στο φιλελευθερισμό της ελεύθε­ρης αγοράς του λονδρέζικου χρηματιστικού κεφαλαίου που ανέπτυσσε δραστηριότητα στην παγκόσμια σκηνή. Το Σίτι του Λονδίνου, το χρη­ματοπιστωτικό κέντρο, ευνοούσε επί μακρόν τις μονεταριστικές και όχι τις κεϊνσιανές πολιτικές και έτσι είχε οικοδομήσει έναν προμαχώνα α­ντίστασης στον εμπεδωμένο φιλελευθερισμό.

Το κράτος πρόνοιας που οικοδομήθηκε στη Βρετανία μετά τον Δεύ­τερο Παγκόσμιο πόλεμο δεν ήταν σε όλους αρεστό. Ισχυρές επικριτικές απόψεις κυκλοφορούσαν μέσω των ΜΜΕ (με επικεφαλής τους έγκυ­ρους Financial Times) που ήταν σε μεγάλο βαθμό υποτελή στα χρηματι-

Η οικοδόμηση συναίνεσης

σακά συμφέροντα. Ο ατομικισμός, η ελευθερία και η αυτονομία πα­ρουσιάζονταν ως το αντίθετο της ασφυκτικής γραφειοκρατικής αδεξιό­τητας του κρατικού μηχανισμού και της καταπιεστικής συνδικαλιστι­κής ισχύος. Τέτοιου είδους κριτική ήταν διαδεδομένη στη Βρετανία της δεκαετίας του 1960 και απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στα θλιβε­ρά χρόνια της οικονομικής στασιμότητας της δεκαετίας του 1970. Ο κό­σμος φοβόταν πως η Βρετανία γινόταν ένα «κορπορατίστικο κράτος, βασισμένο σε μια άχρωμη μετριότητα».28 Το υπόγειο ρεύμα της σκέψης που αντιπροσώπευε ο Χάγιεκ συγκροτούσε μια πραγματική αντιπολί­τευση και είχε τους υπέρμαχούς του στα πανεπιστήμια, κυριαρχούσε δε, κάτι ακόμη πιο σημαντικό, στο έργο του Ινστιτούτου Οικονομικών Υ­ποθέσεων (που ιδρύθηκε το 1955), όπου ο Κιθ Τζόζεφ, μετέπειτα βασι­κός σύμβουλος της Μάργκαρετ Θάτσερ, αναδείχθηκε σε δημόσια προ­σωπικότητα, τη δεκαετία του 1970. Η ίδρυση του Κέντρου Πολιτικών Μελετών (1974) και του Ινστιτούτου Άνταμ Σμιθ (1976) και η αυξανό­μενη προσχώρηση του Τύπου στο νεοφιλελευθερισμό, κατά τη δεκαετία του 1970, επηρέασε σημαντικά την κοινή γνώμη. Η προηγηθείσα εμφά­νιση ενός σημαντικού νεολαιίστικου κινήματος (που επιδόθηκε στην πολιτική διακωμώδηση) και η έλευση της ελαφρός ποπ κουλτούρας στο «λικνιζόμενο Λονδίνο» της δεκαετίας του 1960 γελοιοποίησαν και αμ­φισβήτησαν ταυτόχρονα την παραδοσιακή δομή των δικτυωμένων τα­ξικών σχέσεων. Ο ατομικισμός και η ελευθερία έκφρασης έγιναν το θέ­μα, και το αριστερίζον φοιτητικό κίνημα, επηρεασμένο ποικιλότροπα από τις δυσκολίες του συμβιβασμού με το περιχαρακωμένο ταξικό σύ­στημα της Βρετανίας και με την αποικιακή της κληρονομιά, έγινε ενερ­γό στοιχείο του βρετανικού πολιτικού παιχνιδιού, όπως συνέβη και αλ­λού με το κίνημα του ’68. Η ασέβειά του προς τα ταξικά προνόμια (είτε αυτά ήταν προνόμια των αριστοκρατών, των πολιτικών ή της συνδικα­λιστικής γραφειοκρατίας) θα αποτελούσε το έδαφος ανάπτυξης του με­ταγενέστερου ριζοσπαστισμού της στροφής προς το μεταμοντέρνο. Η καχυποψία έναντι της πολιτικής άνοιξε το δρόμο στην καχυποψία ένα­ντι όλων των μετα-αφηγήσεων.

Ενώ υπήρχαν πολλά στοιχεία από τα οποία μπορούσε να κατα­σκευαστεί η συναίνεση για μια νεοφιλελεύθερη στροφή, το φαινόμενο Θάτσερ δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί, πολλώ δε μάλλον να επιτύχει, εάν δεν υπήρχε η σοβαρή κρίση κεφαλαιακής συσσώρευσης κατά τη δεκαετία του 1970. Ο στασιμοπληθωρισμός έπληττε τους πάντες. Το 1975 ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε στο 26% και η ανεργία έφτασε στο κο­

Νεοφιλελευθερισμός

ρυφαίο σημείο του ενός εκατομμυρίου (βλέπε Σχήμα 1.1). Οι εθνικο­ποιημένες βιομηχανίες αντλούσαν πόρους από το υπουργείο Οικονομι­κών. Αυτή η κατάσταση τροφοδότησε την αντιπαράθεση μεταξύ του κράτους και των συνδικάτων. Το 1972, και πάλι το 1974, οι Βρετανοί αν­θρακωρύχοι (κλάδος εθνικοποιημένος) κατέβηκαν σε απεργία για πρώ­τη φορά από το 1926. Οι ανθρακωρύχοι πάντα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των εργατικών αγώνων στη Βρετανία. Οι μισθοί τους δεν συμ­βάδιζαν με τον επιταχυνόμενο πληθωρισμό και το κοινό τούς συμπα­ραστεκόταν. Η συντηρητική κυβέρνηση, εν μέσω γενικών διακοπών του ρεύματος, κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εφήρμοσε εργάσι­μη εβδομάδα τριών ημερών και επιδίωξε να κερδίσει την υποστήριξη της κοινής γνώμης ενάντια στους ανθρακωρύχους. Το 1974 προκήρυξε εκλογές, επιδιώκοντας την υποστήριξη του κοινού στη στάση της. Έ χα­σε και οι Εργατικοί που επανέκαμψαν στην εξουσία διευθέτησαν την α­περγία με όρους ευνοϊκούς για τους ανθρακωρύχους.

Όμως, η νίκη ήταν πύρρεια. Η κυβέρνηση των Εργατικών δεν μπο­ρούσε να αντέξει οικονομικά τους όρους της συμφωνίας και οι δημο­σιονομικές της δυσκολίες οξύνθηκαν. Μια κρίση του ισοζυγίου πληρω­μών εκδηλώθηκε παράλληλα με τα τεράστια ελλείμματα του προϋπο­λογισμού. Αναζητώντας πιστώσεις από το ΔΝΤ στα 1975-76, η βρετανι­κή κυβέρνηση αντιμετώπισε την επιλογή είτε να υποταχθεί στους πε­ριορισμούς του προϋπολογισμού και τη λιτότητα που επέβαλλε το ΔΝΤ είτε να κηρύξει χρεοκοπία και να θυσιάσει την αξιοπιστία της στερλί­νας, τραυματίζοντας θανάσιμα τα χρηματιστικά συμφέροντα του Σίτι του Λονδίνου. Επέλεξε το πρώτο και εφαρμόστηκαν δρακόντειες περι­κοπές του προϋπολογισμού στις δαπάνες του κράτους πρόνοιας.29 Η κυβέρνηση των Εργατικών εναντιώθηκε στα καίρια συμφέροντα των παραδοσιακών υποστηρικτών της. Δεν είχε όμως λύση στις κρίσεις συσσώρευσης και στασιμοπληθωρισμού. Επιδίωξε ανεπετυχώς να συ- γκαλύψει τις δυσκολίες, κάνοντας έκκληση στα κορπορατίστικα ιδεώ­δη [μοίρασμα των βαρών], βάσει των οποίων υποτίθεται ότι όλοι θυ­σίαζαν κάτι προς όφελος της πολιτείας. Οι υποστηρικτές της ξεσηκώ­θηκαν ανοιχτά και οι εργάτες του δημόσιου τομέα άρχισαν μια σειρά ζημιογόνων απεργιών εκείνον το «χειμώνα της δυσαρέσκειας» του 1978. «Οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία απήργησαν και η ιατρική φρο­ντίδα περιορίστηκε σοβαρά. Απεργοί νεκροθάφτες αρνήθηκαν να εντα­φιάσουν νεκρούς. Οι οδηγοί φορτηγών κατέβηκαν επίσης σε απεργία. Μόνο οι εκπρόσωποι των εργαζομένων είχαν το δικαίωμα να αφήνουν

90

Η οικοδόμηση συναίνεσης

φορτηγά με τις “αναγκαίες προμήθειες” να περνούν τις γραμμές των πι- κετοφόρων απεργών. Οι Βρετανικοί Σιδηρόδρομοι ανάρτησαν μια κο­φτή ανακοίνωση “Δεν υπάρχουν τρένα σήμερα” ... υπήρχε η εντύπω­ση ότι τα απεργούντα συνδικάτα είχαν επιφέρει ακινησία σε όλη τη χώ­ρα».30 Ο κυρίαρχος Τύπος κραύγαζε εναντίον των άπληστων συνδικά­των που δημιουργούσαν ανώμαλη κατάσταση και η υποστήριξη της κοινής γνώμης υποχώρησε. Η κυβέρνηση των Εργατικών έπεσε και στις επακόλουθες εκλογές εξελέγη με μεγάλη πλειοψηφία η Μάργκα- ρετ Θάτσερ και με σαφή εντολή των μεσοαστών υποστηρικτών της να δαμάσει τη δύναμη των συνδικάτων του δημόσιου τομέα.

Τα κοινά στοιχεία μεταξύ των περιπτώσεων των ΗΠΑ και του Ηνω­μένου Βασιλείου βρίσκονται εμφανέστατα στους τομείς των εργασια­κών σχέσεων και της μάχης κατά του πληθωρισμού. Όσον αφορά τον πληθωρισμό, η Θάτσερ έκανε το μονεταρισμό και τον αυστηρό έλεγχο του προϋπολογισμού ημερήσια διαταγή. Τα υψηλά επιτόκια σήμαιναν υψηλή ανεργία (που κυμαινόταν πάνω από 10% κατά την πενταετία 1979-1984, στη διάρκεια της οποίας η Συνομοσπονδία των Συνδικάτων έχασε το 17% των μελών της). Η διαπραγματευτική δύναμη των εργα­ζομένων εξασθένησεΤΟ Άλαν Μπαντ, οικονομικός σύμβουλος της Θά­τσερ, έλεγε αργότερα ότι «οι πολιτικές καταπολέμησης του πληθωρι­σμού της δεκαετίας του 1980, μέσω της συμπίεσης της οικονομίας και των δημοσίων δαπανών, ήταν το πρόσχημα για το τσάκισμα των εργα­τών».-Η Βρετανία δημιούργησε αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «βιομηχα­νικό εφεδρικό στρατό», παρατήρησε επίσης ο ίδιος, αποτέλεσμα του ο­ποίου ήταν να υπονομευθεί η δύναμη των εργαζομένων και να επιτρα- πεί στους καπιταλιστές να πραγματοποιούν στο εξής εύκολα κέρδη. Και με μια ενέργεια που παραλληλίστηκε με την προβοκάτσια του Ρέι- γκαν κατά της PATCO [της ένωσης των ελεγκτών εναέριας κυκλοφο­ρίας] το 1981, η Θάτσερ προκάλεσε μια απεργία των ανθρακωρύχων το 1984, εξαγγέλλοντας ένα κύμα απολύσεων και κλεισίματος ορυχείων (το εισαγόμενο κάρβουνο ήταν πιο φθηνό). Η απεργία διήρκεσε σχε­δόν ένα έτος και παρά τη μεγάλη συμπαράσταση και υποστήριξη του κοινού οι ανθρακωρύχοι έχασαν. Είχε θρυμματιστεί η σπονδυλική στή­λη ενός βασικού τμήματος του βρετανικού εργατικού κινήματος.31 Η Θάτσερ μείωσε ακόμη περισσότερο τη δύναμη των συνδικάτων ανοί- ψοντάς το Ηνωμένο Βασίλειο στον ξένο ανταγωνισμό και τις ξένες ε­πενδύσεις. Ο ξένος ανταγωνισμός κατεδάφισε το μεγαλύτερο μέρος της παραδοσιακής βρετανικής βιομηχανίας κατά τη δεκαετία του 1980 - η

9 ΐ

Νεοφιλελευθερισμός

χαλυβουργία (στο Σέφιλντ) και τα ναυπηγεία (στη Γλασκόβη) σχεδόν αφανίστηκαν μέσα σε ελάχιστα χρόνια και μαζί μ’ αυτά και μεγάλο μέ­ρος της δύναμης των συνδικάτων. [Η Θάτσερ κατέστρεψε ουσιαστικά την εγχώρια εθνικοποιημένη αυτοκινητοβιομηχανία με τα ισχυρά της συνδικάτα και τις μαχητικές εργατικές της παραδόσεις, καθιστώντας το Ηνωμένο Βασίλειο μια βάση offshore επενδύσεων για τις ιαπωνικές αυ­τοκινητοβιομηχανίες που αναζητούσαν πρόσβαση στην Ευριόπη.32-Αυ­τές εγκαταστάθηκαν στις περιαστικές ζώνες πρασίνου και προσέλαβαν μη συνδικαλισμένους εργάτες που θα δέχονταν αδιαμαρτύρητα τις ια­πωνικού τύπου εργασιακές σχέσεις. Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί το Ηνωμένο Βασίλειο, μέσα σε δέκα χρόνια, σε μια χώρα με σχετικά χαμηλούς μισθούς και ένα ως επί το πλείστον υποταγμένο ερ­γατικό δυναμικό (συγκρινόμενο με την υπόλοιπη Ευρώπη). Την εποχή που η Θάτσερ έφυγε από την κυβέρνηση, η απεργιακή δραστηριότητα είχε πέσει στο ένα δέκατο των προηγούμενων επιπέδων της. Η Θάτσερ είχε ξεριζώσει τον πληθωρισμό, είχε κάμψει τη δύναμη των συνδικά­των, είχε δαμάσει το εργατικό δυναμικό και είχε διαμορφώσει, μέσα α π ’ αυτή τη διαδικασία, τη συναίνεση της μεσαίας τάξης στις πολιτικές της.

Έπρεπε, όμως, να δώσει τη μάχη και σε άλλα μέτωπα. Σε πολλούς δήμους είχε αναπτυχθεί μια ήπια δράση οπισθοφυλακών ενάντια σας νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Το Σέφιλντ, η Περιφέρεια Μείζονος Λονδί­νου (την οποία χρειάστηκε να καταργήσει η Θάτσερ, προκειμένου να ε­πιτύχει τους ευρύτερους στόχους της στη δεκαετία του 1980) και το Λί- βερπουλ (όπου οι μισοί δημοτικοί σύμβουλοι φυλακίστηκαν) αποτε­λούσαν τα δραστήρια κέντρα αντίστασης, όπου επιδιώκονταν και ε­φαρμόζονταν στην πράξη τα ιδανικά ενός νέου αυτοδιοικητικού σο­σιαλισμού (που είχε ενσωματώσει πολλά από τα νέα κοινωνικά κινή­ματα στην περίπτωση του Λονδίνου), μέχρι που συντρίφτηκαν τελικά, στα μέσα της δεκαετίας του 1980.33 Η Θάτσερ άρχισε περικόπτοντας βάρβαρα τη χρηματοδότηση της κεντρικής κυβέρνησης στους δήμους, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς αντέδρασαν αυξάνοντας τους φό­ρους ιδιοκτησίας, αναγκάζοντάς την να νομοθετήσει εναντίον του δι­καιώματος τους να επιβάλουν φόρους. Χαρακτηρίζοντας υποτιμητικά τα μέλη των προοδευτικών εργατικών δημοτικών συμβουλίων ως «πα­λαβούς αριστερούς» (μια φράση που προέβαλε απολαυστικά ο κυριαρ­χούμενος από συντηρητικούς Τύπος), η Θάτσερ επιδίωξε στη συνέχεια να επιβάλει τις νεοφιλελεύθερες αρχές μέσω της μεταρρύθμισης στη χρηματοδότηση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πρότεινε έναν «κεφαλικό

92

Η οικοδόμηση συναίνεσης

φόρο» -οπισθοδρομικό χαράτσι παρά φόρο επί της περιουσίας- που θα χαλιναγωγούσε τις δημοτικές δαπάνες, εφόσον θα υποχρέωνε κάθε κάτοικο να πληρώνει. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε μια τεράστια πολιτι­κή μάχη που έπαιξε ρόλο στον πολιτικό της αφανισμό.

Η Θάτσερ άρχισε επίσης να ιδιωτικοποιεί όλους τους τομείς της οι­κονομίας που αποτελούσαν δημόσια ιδιοκτησία. Ό ι πωλήσεις θα αύξα­ναν τα έσοδα του δημόσιου θησαυροφυλακίου και θα απάλλασσαν την κυβέρνηση από το φορτίο των μελλοντικών υποχρεώσεων έναντι των ζημιογόνων επιχειρήσεων. Αυτές οι διοικούμενες από το κράτος επιχει­ρήσεις έπρεπε να προετοιμαστούν καταλλήλως για την ιδιωτικοποίηση, και αυτό σήμαινε να μειώσουν το χρέος τους και να βελτιώσουν την α- ποδοτικότητά τους και τις δομές κόστους, συχνά με το να απαλλάσσο­νται από ανεπιθύμητους εργάτες. Η αποτίμησή τους επίσης ήταν δομη­μένη έτσι ώστε να προσφέρει σημαντικά κίνητρα στο ιδιωτικό κεφάλαιο - μια διαδικασία που παρομοιάστηκε από τους αντιπάλους με «χάρισμα των οικογενειακών ασημικών». Σε αρκετές περιπτώσεις αποκρύφτη­καν επιδοτήσεις προς τους ιδιώτες, με τη μέθοδο αποτίμησης που υιο­θετήθηκε - οι εταιρείες ύδρευσης, οι σιδηρόδρομοι ακόμη και οι κρατι­κές αυτοκινητοβιομηχανίες και χαλυβουργίες είχαν στην ιδιοκτησία τους γη υψηλής αξίας σε εκλεκτές τοποθεσίες, που εξαιρέθηκε από την αποτίμηση της επιχείρησης ως τρέχον ζήτημα. Η ιδιωτικοποίηση και τα κερδοσκοπικά οφέλη από την περιουσία που αποδεσμεύτηκε πήγαιναν χέρι-χέρι. Αλλά υπήρχε και ο στόχος της αλλαγής της πολιτικής κουλ­τούρας με την επέκταση του πεδίου της προσωπικής και εταιρικής υ­πευθυνότητας και με την ενθάρρυνση της μεγαλύτερης αποτελεσματι- κότητας, της ατομικής/εταιρικής πρωτοβουλίας και της καινοτομίας. Οι British Aerospace, British Telecom, British Airways, οι επιχειρήσεις χα­λυβουργίας, ηλεκτρισμού και αερίου, πετρελαίου, τα ανθρακωρυχεία, οι επιχειρήσεις ύδρευσης, οι δημόσιες συγκοινωνίες, οι σιδηρόδρομοι και πλήθος μικρότερων κρατικών επιχειρήσεων ξεπουλήθηκαν μέσω μαζι­κών ιδιωτικοποιήσεων. Η Βρετανία άνοιξε το δρόμο, δείχνοντας πώς μπορούσε να γίνει η ιδιωτικοποίηση με μάλλον εύτακτο και επικερδή για το κεφάλαιο τρόπο. Η Θάτσερ ήταν πεπεισμένη ότι από τη στιγμή που θα είχαν γίνει, αυτές οι αλλαγές θα ήταν αμετάκλητες: εξ ου και η βιασύνη να γίνουν. Οι ιδιωτικοποιήσεις νομιμοποιήθηκαν ουσιαστικά με την εκτεταμένη πώληση των κρατικής ιδιοκτησίας σπιτιών στους ε­νοικιαστές τους. Το μέτρο αυτό αύξησε σε τεράστιο βαθμό τον αριθμό των ιδιοκτητών σπιτιών μέσα σε μια δεκαετία. Ικανοποίησε το παρα­

93

Νεοφιλελευθερισμός

δοσιακό ιδεώδες απόκτησης σπιτιού που αποτελούσε ένα όνειρο για την εργατική τάξη και εισήγαγε ένα νέο και συχνά κερδοσκοπικό δυ­ναμισμό στην αγορά ακινήτων, που εκτιμήθηκε τα μέγιστα από τις με­σαίες τάξεις οι οποίες είδαν να αυξάνεται η αξία των περιουσιακών τους στοιχείων - τουλάχιστον μέχρι το κραχ των ακινήτων, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ωστόσο, η διάλυση του κράτους πρόνοιας ήταν κάτι τελείως διαφο­ρετικό. Η κατάλυσή του σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία, οι κοι­νωνικές υπηρεσίες, τα πανεπιστήμια, η κρατική γραφειοκρατία και το δικαστικό σώμα αποδείχθηκε δύσκολη. Εδώ η Θάτσερ έπρεπε να δώ­σει μάχη με τις ριζωμένες και μερικές φορές παραδοσιακές στάσεις των βασικών υποστηρικτών της από την ανώτερη μεσαία τάξη. Προσπάθη­σε απεγνωσμένα να διαδώσει το ιδανικό της προσωπικής υπευθυνότη­τας (π.χ., μέσω της ιδιωτικοποίησης του συστήματος υγείας) σ’ όλη την κοινωνία και να μειώσει τις υποχρεώσεις του κράτους. Απέτυχε όμως να σημειώσει ταχεία πρόοδο. Κατά την άποψη του βρετανικού κοινού υπήρχαν όρια στη νεοφιλελευθεροποίηση των πάντων. Επί παραδείγ- ματι, μόνο το 2003 κατόρθωσε η κυβέρνηση των Εργατικών, παρά τη μεγάλη αντίθεση, να επιβάλει ένα σύστημα πληρωμής διδάκτρων στη βρετανική ανώτατη εκπαίδευση. Σε όλους αυτούς τους τομείς αποδεί­χθηκε δύσκολη η σφυρηλάτηση συμμαχιών συναίνεσης για ριζικές αλ­λαγές. Σ’ αυτά τα θέματα το υπουργικό συμβούλιο της Θάτσερ (και οι υποστηρικτές της) διχάστηκαν σε μεγάλο βαθμό (μεταξύ «μετριοπα­θών» και «σκληρών») και χρειάστηκαν αρκετά χρόνια οδυνηρών αντι­παραθέσεων, μέσα στο ίδιο της το κόμμα και στα ΜΜΕ, για να επιτύχει κάποιες νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να επιβάλει μια κουλτούρα επιχειρηματικότητας και αυ­στηρούς κανόνες εποπτείας, οικονομικής λογοδοσίας και παραγωγικό­τητας σε θεσμούς όπως τα πανεπιστήμια, πράγματα τα οποία ουδόλως ταίριαζαν στο χαρακτήρα τους.

Η Θάτσερ διαμόρφωσε τη συναίνεση μέσω της ανάπτυξης μιας με­σαίας τάξης που απολάμβανε τις χαρές της κατοχής σπιτιού, της ατο­μικής ιδιοκτησίας, του ατομικισμού και της απεριόριστης δημιουργίας επιχειρηματικών ευκαιριών. Ενώ η αλληλεγγύη της εργατικής τάξης έ­φθινε κάτω από την πίεση και την εκ βάθρων αλλαγή των εργασιακών συστημάτων μέσω της αποβιομηχάνισης, τα κοινωνικά κριτήρια της με­σαίας τάξης διαδόθηκαν ευρύτερα και υιοθετήθηκαν από πολλούς που κάποτε είχαν εμπεδωμένη εργατική ταυτότητα. Το άνοιγμα της Βρετα-

94

Η οικοδόμηση συναίνεσης

νιας στο ελεύθερο εμπόριο οδήγησε στην άνθηση της καταναλωτικής κουλτούρας και ο πολλαπλασιασμός των χρηματοπιστωτικών ιδρυμά­των έφερνε όλο και περισσότερο στο επίκεντρο της μέχρι τότε μετρη­μένης ζωής των Βρετανών τη συνήθεια του να χρεώνονται για να κα­ταναλώνουν. Ο νεοφιλελευθερισμός είχε ως συνέπεια το μετασχηματι­σμό της παλιάς βρετανικής ταξικής δομής και στα δύο άκρα του φά­σματος. Επίσης, με τη διατήρηση του Σίτι του Λονδίνου ως κεντρικού παίκτη στον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό στίβο, το Λονδίνο και η νο- τιο-ανατολική περιοχή, η ψυχή της βρετανικής οικονομίας, μετατρέπο­νταν όλο και πιο πολύ σε δυναμικό κέντρο του συνεχώς αυξανόμενου πλούτου και δύναμης. Η ταξική οικονομική ισχύς δεν αποκαταστάθη­κε κυρίως στους παραδοσιακούς τομείς, αλλά συγκεντρώθηκε ευρέως γύρω από ένα εκ των βασικών παγκόσμιων κέντρων της οργανωμένης χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας. Στρατολογημένοι από την Οξ­φόρδη και το Κέιμπριτζ συνέρρευσαν στο Λονδίνο ως έμποροι ομολό­γων και νομισμάτων, συγκεντρώνοντας γρήγορα πλούτο και δύναμη και μετατρέποντας το Λονδίνο σε μια από τις ακριβότερες πόλεις του κόσμου.

Ενώ η επανάσταση της Θάτσερ προετοιμάστηκε με την οργάνωση της συναίνεσης στους κόλπους των παραδοσιακών μεσαίων τάξεων που σήκωσαν το βάρος των τριών εκλογικών νικών της, το όλο πρόγραμμα, ιδίως στη διάρκεια της πρώτης θητείας της, εμψυχωνόταν ιδεολογικά πολύ περισσότερο από τη νεοφιλελεύθερη θεωρία (κυρίως χάρη στον Κιθ Τζόζεφ), σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Παρόλο που η ίδια η Θάτσερ εί­χε σταθερό μεσοαστικό υπόβαθρο, απολάμβανε φανερά τις παραδο­σιακά στενές επαφές ανάμεσα στο γραφείο του πρωθυπουργού και τους «καπετάνιους» της βιομηχανίας και της χρηματοοικονομίας. Συχνά κα­τέφευγε σ’ αυτούς για συμβουλές και σε κάποιες περιπτώσεις είναι ξε­κάθαρο ότι τους ευνόησε, υποτιμώντας τα κρατικά περιουσιακά στοι­χεία που επρόκειτο να ιδιωτικοποιηθούν. Το σχέδιο παλινόρθωσης της τάξικής ισχύος των ελίτ -σε αντίθεση με το σχέδιο κατάλυσης της δύ­ναμης της εργατικής τάξης- πιθανώς έπαιξε πιο υποσυνείδητο ρόλο στην πολιτική της εξέλιξη.

Η επιτυχία των Ρέιγκαν και Θάτσερ μπορεί να μετρηθεί με πολλούς και διάφορους τρόπους.34 Πιστεύω όμως ότι το χρησιμότερο είναι να τονίσουμε τον τρόπο με τον οποίο κατόρθωσαν να μετατρέψουν σε κυ­ρίαρχο ρεύμα πολιτικές, ιδεολογικές και θεωρητικές θέσεις οι οποίες μέχρι τότε ήταν μειοψηφικές. Η συμμαχία των δυνάμεων που βοήθη­

95

Νεοφιλελευθερισμός

σαν να στεριώσει αυτή η επιτυχία και οι εκλογικές πλειοψηφίες που αυ­τές διαμόρφωσαν ήταν μια κληρονομιά από την οποία η επόμενη γενιά πολιτικών ηγετών δύσκολα μπορούσε να απαγκιστρωθεί. Η σπουδαιό­τερη, ίσως, μαρτυρία της επιτυχίας τους έγκειται στο γεγονός ότι τόσο ο Κλίντον όσο και ο Μπλερ βρέθηκαν σε μια κατάσταση όπου ο χώρος που είχαν για να ελιχθούν ήταν τόσο περιορισμένος, ώστε δεν μπορού­σαν να κάνουν τίποτα άλλο από το να συνεχίσουν την πορεία παλινόρ­θωσης της ταξικής ισχύος, ακόμη και ενάντια στις καλύτερες ενστικτώ­δεις διαθέσεις τους. Και αφ’ ης στιγμής ο νεοφιλελευθερισμός εμφυτεύ­τηκε τόσο βαθιά στον αγγλόφωνο κόσμο, ήταν δύσκολο να μην έχει με­γάλη συνάφεια με τον τρόπο που λειτουργούσε γενικά ο καπιταλισμός σε διεθνές επίπεδο. Δεν υποστηρίζουμε, όπως θα δούμε, ότι ο νεοφιλε­λευθερισμός απλώς επιβλήθηκε αλλού, μέσω της αγγλο-αμερικανικής επιρροής και δύναμης. Διότι όπως φανερώνουν επαρκώς αυτές οι δύο περιπτωσιολογικές μελέτες, οι εσωτερικές συνθήκες και άρα ο χαρα­κτήρας της νεοφιλελεύθερης στροφής είχαν αρκετές διαφορές στη Βρε­τανία και τις ΗΠΑ. Κατ’ επέκταση θα έπρεπε να αναμένουμε ότι οι ε­σωτερικές δυνάμεις όπως επίσης και οι εξωτερικές επιρροές και κατα­ναγκασμοί θα έπαιζαν διαφορετικό ρόλο και σε άλλες χώρες.

Ο Ρέιγκαν και η Θάτσερ εκμεταλλεύτηκαν τις ενδείξεις που είχαν (από τη Χιλή και την πόλη της Νέας Υόρκης) και μπήκαν επικεφαλής ενός ταξικού κινήματος των ελίτ αποφασισμένου να αναστηλώσει τη δύναμή τους. Η ευφυΐα τους έγκειται στο ότι δημιούργησαν μια κληρο­νομιά και μια παράδοση που ενέπλεξε τους μεταγενέστερους πολιτι­κούς σε ένα δίχτυ περιορισμών από τους οποίους δεν μπορούσαν να ξε- φύγουν εύκολα. Εκείνοι που ακολούθησαν, όπως ο Κλίντον και ο Μπλερ, μπορούσαν να κάνουν ελάχιστα περισσότερα από το να συνεχίσουν το έργο της νεοφιλελευθεροποίησης, είτε τους άρεσε είτε όχι.

96

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 3

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΕΥΚΟΛΟ ΝΑ ΟΡΙΣΤΕΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗ ΝΕΟ-

φιλελεύθερη θεωρία. Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή του νεοφιλε­λευθερισμού εξελίχθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να παρεκκλίνει σημα­

ντικά από το θεωρητικό πρότυπο. Η κατά τι χαοτική εξέλιξη και η α­κανόνιστη γεωγραφική επέκταση των κρατικών θεσμών, εξουσιών και λειτουργιών τα τελευταία τριάντα χρόνια υποδεικνύουν, επίσης, otl το νεοφιλελεύθερο κράτος μπορεί να είναι μια ασταθής και αντιφατική πο­λιτική μορφή.

ΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ

Σύμφωνα με τη θεωρία, το νεοφιλελεύθερο κράτος θα πρέπει να εξα­σφαλίζει ισχυρά δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας για τον καθένα, την εφαρμογή του νόμου και τους θεσμούς των αγορών και του ελεύθερου εμπορίου, ώστε να λειτουργούν χωρίς εμπόδια.1 Αυτές είναι οι θεσμικές διευθετήσεις που θεωρούνται ουσιώδεις όσον αφορά τις εγγυήσεις των ατομικών ελευθεριών. Το νομικό πλαίσιο είναι το πλαίσιο των συμβατι­κών υποχρεώσεων που τις διαπραγματεύονται ελεύθερα τα νομικά πρό­σωπα μεταξύ τους, εντός της αγοράς. Η ιερότητα των συμβολαίων και του ατομικού δικαιώματος στην ελευθερία δράσης, έκφρασης και επι­λογής πρέπει να προστατεύονται. Συνεπώς, το κράτος πρέπει να χρησι­μοποιεί το μονοπώλιό του στα μέσα της βίας, για να διατηρεί αυτή την ελευθερία πάση Ουσία. Κατ’ επέκταση, η ελευθερία των επιχειρήσεων και των εταιρειών (που νομικά λογίζονται ως άτομα) να λειτουργούν μέσα σ’ αυτό το θεσμικό πλαίσιο των ελεύθερων αγορών και του ελεύ­θερου εμπορίου θεωρείται θεμελιώδες αγαθό. Η ιδιωτική επιχείρηση και η επιχειρηματική πρωτοβουλία θεωρούνται καίριες για την καινο­τομία και τη δημιουργία πλούτου. Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτη­

97

Νεοφιλελευθερισμός

σίας προστατεύονται (π.χ. μέσω των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), έτσι ώστε να ενθαρρύνονται οι τεχνολογικές αλλαγές. Οι συνεχείς αυξήσεις στην παραγωγικότητα πρέπει συνεπώς να δημιουργούν υψηλότερο ε­πίπεδο ζωής για όλους. Βάσει της υπόθεσης ότι «όταν φουσκώνουν τα νερά ανυψώνονται όλες οι βάρκες» ή του «φαινομένου της διάχυσης του πλούτου», η νεοφιλελεύθερη θεωρία υποστηρίζει πως η εξάλειψη της φτώχειας (στο εσωτερικό της κάθε χώρας και σε παγκόσμια κλίμακα) μπορεί να εξασφαλιστεί καλύτερα μέσω των ελεύθερων αγορών και του ελεύθερου εμπορίου.

Οι νεοφιλελεύθεροι επιδεικνύουν ιδιαίτερη φιλοπονία όταν επιδιώ­κουν την ιδιωτικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων. Η απουσία σα­φών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων -όπως συμβαίνει σε πολλές αναπτυσ­σόμενες χώρες- θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα θεσμικά εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη και στη βελτίωση της ανθρώπινης ευημερίας. Η α­τομική ιδιοκτησία των κοινών αγαθών και η παραχώρηση ατομικο-ϊ- διοκτησιακών δικαιωμάτων επ’ αυτών θεωρείται ο καλύτερος τρόπος προστασίας έναντι της αποκαλούμενης «τραγωδίας των κοινών αγαθών» (την τάση των ατόμων να υπερεκμεταλλεύονται ανεύθυνα τους κοινούς πόρους, όπως η γη και το νερό). Τομείς που προηγουμένως διοικούνταν ή ρυθμίζονταν από το κράτος πρέπει να παραδοθούν στην ιδιωτική σφαίρα και να απορρυθμιστούν (να απαλλαγούν από οποιαδήποτε κρα­τική παρέμβαση). Ο ανταγωνισμός -μεταξύ ατόμων, εταιρειών, εδαφι­κών οντοτήτων (πόλεων, περιφερειών, εθνών, περιφερειακών ομαδο­ποιήσεων)- θεωρείται θεμελιώδες προσόν. Βεβαίως, πρέπει να τηρού­νται ορθά οι βασικοί κανόνες του αγοραίου ανταγωνισμού. Σε κατα­στάσεις όπου δεν έχουν διατυπωθεί ξεκάθαρα τέτοιοι κανόνες ή είναι δύσκολο να προσδιοριστούν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, το κράτος πρέπει να χρησιμοποιήσει την εξουσία του για να επιβάλει ή να επινοή­σει συστήματα αγοράς (όπως είναι η εμπορία των δικαιωμάτων ρύπαν­σης). Υποστηρίζεται ότι η ιδιωτικοποίηση και η απορρύθμιση, συνδυα­σμένες με τον ανταγωνισμό, εξαλείφουν τη γραφειοκρατία, αυξάνουν την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα, βελτιώνουν την ποιότητα και μειώνουν το κόστος, τόσο άμεσα στο επίπεδο του καταναλωτή, μέ­σω των πιο φθηνών εμπορευμάτων και υπηρεσιών, όσο και έμμεσα μέ­σω της μείωσης των φορολογικών βαρών. Το νεοφιλελεύθερο κράτος πρέπει να επιδιώκει μονίμως εσωτερικές αναδιοργανώσεις και νέες θε­σμικές διευθετήσεις που βελτιώνουν την ανταγωνιστική του θέση ως ο­ντότητας έναντι άλλων κρατών στην παγκόσμια αγορά.

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

Ενώ η προσωπική και ατομική ελευθερία μέσα στην αγορά είναι εγ­γυημένες, κάθε άτομο είναι υπεύθυνο και υπόλογο για τις πράξεις και την ευημερία του. Αυτή η αρχή επεκτείνεται στους τομείς της κοινωνι­κής πρόνοιας, της εκπαίδευσης, της υγείας ακόμη και των συντάξεων (η κοινωνική ασφάλιση έχει ιδιωτικοποιηθεί στη Χιλή και τη Σλοβακία και υπάρχουν προτάσεις να γίνει το ίδιο στις ΗΠΑ). Η ατομική επιτυ­χία ή αποτυχία ερμηνεύονται βάσει των επιχειρηματικών αρετών ή των προσωπικών μειονεκτημάτων (όπως το να μην επενδύει κανείς αρκετά στο δικό του ανθρώπινο κεφάλαιο μέσω της εκπαίδευσης), αντί να α­ποδίδονται σε οποιοδήποτε συστημικό χαρακτηριστικό (όπως είναι οι ταξικοί αποκλεισμοί που συνήθως αποδίδονται στον καπιταλισμό).

Η ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου μεταξύ τομέων, περιοχών και χωρών θεωρείται εξίσου κρίσιμη. Πρέπει να αρθούν όλα τα εμπόδια σ’ αυτή την ελεύθερη κίνηση (όπως δασμοί, φορολογικές επιβαρύνσεις, σχεδιασμός και περιβαλλοντικοί έλεγχοι ή άλλα τοπικά κωλύματα), ε­κτός από εκείνους τους τομείς που θεωρούνται κρίσιμοι «για το εθνικό συμφέρον», όπως κι αν ορίζεται. Η κρατική κυριαρχία επί των κινή­σεων των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου πρέπει να παραδοθεί μετά προθυμίας στην παγκόσμια αγορά. Ο διεθνής ανταγωνισμός θεωρείται υγιής, εφόσον βελτιώνει την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα, χαμηλώνει τις τιμές και κατά συνέπεια χαλιναγωγεί τις πληθωριστικές τάσεις. Κατά συνέπεια, τα κράτη πρέπει να διαπραγματευθούν συλλο­γικά τη μείωση των εμποδίων στη διασυνοριακή κίνηση των κεφαλαίων και να ανοίξουν τις αγορές (τόσο για τα εμπορεύματα όσο και για το κε­φάλαιο) στην παγκόσμια ανταλλαγή. Ωστόσο, το αν θα εφαρμοστεί η ί­δια λογική στην εργασία ως εμπόρευμα είναι κάτι αμφιλεγόμενο. Στο βαθμό που όλα τα κράτη πρέπει να συνεργάζονται για να μειώσουν τα εμπόδια στην ανταλλαγή, πρέπει να εμφανίζονται δομές συντονισμού όπως είναι η ομάδα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Καναδάς και Ιαπωνία) γνωστή ως G7 (τώρα G8 με την προσθήκη της Ρωσίας). Διεθνείς διακρατικές συμ­φωνίες που εγγυώνται το κράτος δικαίου και την ελευθερία του εμπο­ρίου, όπως εκείνες που ενσωματώνονται στις συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, είναι καίριας σημασίας για την προώθηση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου στην παγκόσμια σκηνή.

/ Ωστόσο, οι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί τρέφουν βαθιά καχυποψία για τη δημοκρατία. Η διακυβέρνηση βάσει της αρχής της πλειοψηφίας θεωρείται δυνητική απειλή για τα ατομικά δικαιώματα και τις συνταγ-

99

Νεοφιλελευθερισμός

ματικές ελευθερίες. Η δημοκρατία θεωρείται πολυτέλεια, δυνατή μόνο υπό συνθήκες σχετικής αφθονίας συνδυασμένης με την ισχυρή παρου­σία της μεσαίας τάξης, για να εγγυάται την πολιτική σταθερότητα. Ετσι οι νεοφιλελεύθεροι τείνουν να ευνοούν τη διακυβέρνηση από τεχνοκρά- τες και ελίτ, Εκφράζεται μια ισχυρή προτίμηση στη διακυβέρνηση με ε­κτελεστικές διαταγές και δικαστικές αποφάσεις, παρά με δημοκρατική και κοινοβουλευτική διαδικασία λήψης αποφάσεωνλΟι νεοφιλελεύθε­ροι προτιμούν να απομονώνουν βασικούς θεσμούς, όπως είναι η κεντρι­κή τράπεζα, από τις δημοκρατικές πιέσεις. Δεδομένου ότι η νεοφιλελεύ­θερη θεωρία επικεντρώνει στο κράτος δικαίου και στην αυστηρή ερμη­νεία της συνταγματικότητας, έπεται ότι η σύγκρουση και η αντίθεση πρέπει να διευθετούνται με τη μεσολάβηση των δικαστηρίων. Λύσεις και θεραπείες των οποιωνδήποτε προβλημάτων πρέπει να επιδιώκο­νται από τα άτομα μέσω του δικαστικού συστήματος.

ΕΝΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ

Μέσα στη γενική θεωρία του νεοφιλελεύθερου κράτους υπάρχουν κά­ποιες θολές περιοχές και αντιφατικά σημεία. Πρώτον, υπάρχει το πρό­βλημα του πώς ερμηνεύεται η μονοπωλιακή δύναμη. Ο ανταγωνισμός συχνά καταλήγει σε μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο, καθώς οι πιο δυνατές ε­πιχειρήσεις θέτουν εκτός παιχνιδιού τις πιο αδύναμες. Οι περισσότεροι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί δεν το θεωρούν αυτό προβληματικό (πρέ­πει, λένε, να μεγιστοποιούμε την αποδοτικότητα), υπό τον όρο ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στην είσοδο των ανταγωνιστών (όρος που συχνά είναι δύσκολο να εκπληρωθεί και συνεπώς πρέπει να φροντίσει γι’ αυτόν το κράτος). Η περίπτωση των αποκαλούμενων «φυσικών μο­νοπωλίων» είναι πιο δύσκολη. Δεν έχει νόημα να υπάρχουν πολλαπλά ανταγωνιζόμενα δίκτυα ηλεκτρενέργειας, αγωγών αερίου, συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης ή σιδηροτροχιές μεταξύ Ουάσιγκτον και Βοστόνης. Σ’ αυτούς τους τομείς φαίνεται αναπόφευκτη η κρατική ρύθ­μιση του εφοδιασμού, της πρόσβασης και της τιμολόγησης. Ενώ μπορεί να είναι δυνατή η μερική απορρύθμιση (που επιτρέπει στους ανταγωνι- ζόμενους παραγωγούς να τροφοδοτούν με ηλεκτρισμό το ίδιο δίκτυο ή να λειτουργούν αμαξοστοιχίες στις ίδιες σιδηροτροχιές, π.χ.), οι πιθα­νότητες αισχροκέρδειας και καταχρήσεων, όπως έδειξε με αφθονία τεκμηρίων η ενεργειακή κρίση στην Καλιφόρνια το 2002, ή θανάσιμης

ίσο

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

αποδιοργάνωσης και σύγχυσης, όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση των βρετανικών σιδηροδρόμων, είναι σε μεγάλο βαθμό υπαρκτές.

Το δεύτερο μεγάλο πεδίο αντιπαράθεσης αφορά την αποτυχία της αγοράς. Αυτή εμφανίζεται όταν τα άτομα και οι επιχειρήσεις αποφεύ­γουν να πληρώσουν το πλήρες κόστος που τους αναλογεί, διαχέοντας το παθητικό τους εκτός της αγοράς (στην τεχνική ορολογία, οι υποχρεώ­σεις «εξωτερικεύονται»), Η κλασική περίπτωση είναι αυτή της ρύπαν­σης, όπου άτομα και επιχειρήσεις αποφεύγουν το κόστος, διοχετεύο­ντας βλαβερά απόβλητα στο περιβάλλον, χωρίς να επιβαρύνονται οι­κονομικά. Το αποτέλεσμα είναι να υποβαθμίζονται ή να καταστρέφο- νται παραγωγικά οικοσυστήματα. Η έκθεση σε επικίνδυνες ουσίες ή σε φυσικούς κινδύνους στον τόπο εργασίας μπορεί να επηρεάσει την αν­θρώπινη υγεία, ακόμη και να μειώσει τη δεξαμενή υγιών εργαζομένων του εργατικού δυναμικού. Ενώ οι νεοφιλελεύθεροι αναγνωρίζουν το πρόβλημα και κάποιοι δέχονται την περιορισμένη κρατική παρέμβαση, άλλοι υποστηρίζουν τη μη παρέμβαση, διότι η θεραπεία θα είναι, σχε­δόν μετά βεβαιότητας, χειρότερη από την ασθένεια. Ωστόσο, οι περισ­σότεροι θα συμφωνούσαν ότι εάν επρόκειτο να υπάρξουν παρεμβάσεις, αυτές θα έπρεπε να λειτουργήσουν μέσω των μηχανισμών της αγοράς (με φορολογικά κίνητρα ή υποχρεώσεις, δικαιώματα εμπορίας των ρυ­παντών και τα παρόμοια). Οι αποτυχίες του ανταγωνισμού εξετάζο­νται με παρόμοιο τρόπο. Το αυξανόμενο κόστος συναλλαγών μπορεί να επιβαρυνθεί, καθώς πολλαπλασιάζονται οι συμβατικές και υπεργολα- βικές σχέσεις^-Ο τεράστιος μηχανισμός της νομισματικής κερδοσκοπίας, για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, εμφανίζεται όλο και πιο δαπα­νηρός, ενώ ταυτόχρονα γίνεται όλο και πιο απαραίτητος για την από­σπαση κερδών με κερδοσκοπικές μεθόδους. Αλλα προβλήματα εμφα­νίζονται όταν, φερ’ ειπείν, όλα τα ανταγωνιζόμενα νοσοκομεία μιας πε­ριφέρειας αγοράζουν τον ίδιο εξελιγμένο εξοπλισμό που δεν χρησιμο­ποιείται πλήρως και έτσι οδηγεί σε αύξηση του συνολικού κόστους. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχουν ισχυροί λόγοι υπέρ του κρατικού σχε- διασμού, της ρύθμισης και του αναγκαστικού συντονισμού, με στόχο τον περιορισμό του κόστους, αλλά οι νεοφιλελεύθεροι τρέφουν βαθιά καχυποψία έναντι τέτοιων παρεμβάσεων.

Γενικά, υποτίθεται ότι όλοι οι παράγοντες που ενεργούν στην αγο­ρά έχουν πρόσβαση στις ίδιες πληροφορίες. Υποτίθεται ότι δεν υπάρ­χουν ασυμμετρίες δύναμης ή πληροφόρησης που παρεμποδίζουν την ι­κανότητα των ατόμων να λάβουν ορθολογικές οικονομικές αποφάσεις

ιοί

Νεοφιλελευθερισμός

σύμφωνα με τα συμφέροντα τους. Αυτή η κατάσταση σπάνια προσεγ­γίζεται, εάν καν υπάρχει στην πράξη, και εμφανίζονται σημαντικές συ­νέπειες εξ αυτού.2 Οι καλύτερα πληροφορημένοι και πιο ισχυροί παί­κτες έχουν πλεονέκτημα το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επι­τευχθεί ακόμη καλύτερη πληροφόρηση και μεγαλύτερη σχετικά δύνα­μη. Η κατοχύρωση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (πατέ­ντες) ενθαρρύνει, επίσης, την «αναζήτηση προσόδου». Εκείνοι που κα­τέχουν τα δικαιώματα των ευρεσιτεχνιών χρησιμοποιούν τη μονοπω­λιακή τους δύναμη για να ορίζουν μονοπωλιακές τιμές και να εμποδί­ζουν τη μεταφορά τεχνολογίας, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες αυτή πληρώνεται ακριβά, δηλαδή με πολύ υψηλό κόστος. Συνεπώς, οι ασύμμετρες σχέσεις δύναμης τείνουν να αυξάνονται αντί να μειώνονται συν τω χρόνω, εκτός εάν παρέμβει το κράτος για τις εξουδετερώσει. Η νεοφιλελεύθερη υπόθεση περί τέλειας πληροφόρησης και ανταγωνι­σμού ίσοις όροις φαίνεται είτε αφελώς ουτοπική είτε σκόπιμη συσκότι­ση των διαδικασιών που οδηγούν στη συγκέντρωση πλούτου,και άρα στην παλινόρθωση της ταξικής ισχύος.

Η νεοφιλελεύθερη θεωρία περί τεχνολογικής αλλαγής βασίζεται στις καταναγκαστικές δυνάμεις του ανταγωνισμού που ωθούν στην έ­ρευνα για νέα προϊόντα, νέες μεθόδους παραγωγής και νέες μορφές ορ­γάνωσης. Ωστόσο, αυτή η ώθηση εμπεδώνεται τόσο βαθιά στον επιχει­ρηματικό κοινό νου, που γίνεται μια φετιχιστική πεποίθηση: υπμρχει μια τεχνολογική λύση για κάθε πρόβλημα και για όλα τα προβλήματα. Στο βαθμό που αυτή η πεποίθηση επικρατεί, όχι μόνο εντός των εται­ρειών αλλά και εντός του κρατικού μηχανισμού (στο στρατό ιδίως), προ- καλεί ισχυρές αυτόνομες τάσεις τεχνολογικής αλλαγής που μπορούν να γίνουν αποσταθεροποιητικές, αν όχι αντιπαραγωγικές. Οι τεχνολογικές εξελίξεις μπορούν να προκαλέσουν αμόκ, καθώς τομείς αφιερωμένοι α­πόλυτα στην τεχνολογική καινοτομία δημιουργούν νέα προϊόντα και νέες μεθόδους, που δεν έχουν ακόμη αγορά (παράγονται νέα φαρμα­κευτικά προϊόντα για τα οποία πρέπει να επινοηθούν νέες ασθένειες). Επίσης, ταλαντούχοι και ιδιοτελείς παρείσακτοι μπορούν να χρησιμο­ποιήσουν τεχνολογικές καινοτομίες για να υπονομεύσουν κυρίάρχες κοινωνικές σχέσεις και θεσμούς- μέσω των δραστηριοτήτων τους μπο­ρούν να αναδιαμορφώσουν ακόμη και τον κοινό νου, ώστε να αποκτή­σουν οικονομικά πλεονεκτήματα. Συνεπώς, υπάρχει μια εσωτερική σχέ­ση ανάμεσα στον τεχνολογικό δυναμισμό, την αστάθεια, την αποδιάρ- θρωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, την περιβαλλοντική υποβάθμιση,

102

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

την αποβιομηχάνιση, τις γρήγορες μεταβολές στις χωρο-χρονικές σχέ­σεις, τις κερδοσκοπικές φούσκες και τη γενική τάση προς την ανάπτυ­ξη κρίσης μέσα στον καπιταλισμό.3

Τέλος, υπάρχουν κάποια θεμελιώδη πολιτικά προβλήματα μέσα στο νεοφιλελευθερισμό που χρειάζονται αντιμετώπιση. Αναφύεται η αντίφαση ανάμεσα σε ένα σαγηνευτικό μεν, αλλά αποξενωτικό, κτητι­κό ατομικισμό, από τη μια, και στην επιθυμία για μια συλλογική ζωή με νόημα, από την άλλη. Ενώ υποτίθεται ότι τα άτομα είναι ελεύθερα να επιλέξουν, δεν μπορούν να επιλέξουν τη δημιουργία ισχυρών συλ­λογικών θεσμών (όπως συνδικάτα), αλλά μπορούν να επιλέξουν, αντί­θετα, τη δημιουργία αδύναμων εθελοντικών ενώσεων (όπως οι φιλαν­θρωπικές οργανώσεις). Βεβαιότατα, δεν θα πρέπει να επιλέξουν τη συνένωσή τους για τη δημιουργία πολιτικών κομμάτων με στόχο να α­ναγκάσουν το κράτος να παρέμβει ή να καταργήσει την αγορά. Οι νεο­φιλελεύθεροι, για να χαλιναγωγήσουν τους μεγαλύτερους φόβους τους - για το φασισμό, τον κομουνισμό, το σοσιαλισμό, τον αυταρχικό λαϊ­κισμό, ακόμη και για την αρχή της πλεισψηφίας-, πρέπει να θέσουν αυστηρά όρια στη δημοκρατική διακυβέρνηση, και να εναποθέσουν τις πιο σημαντικές αποφάσεις σε αντιδημοκρατικούς και μη λογοδο- τούντες θεσμούς (όπως είναι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Αυτό δημιουργεί το παράδοξο των έ­ντονων κρατικών παρεμβάσεων και της διακυβέρνησης από τις ελίτ και τους «ειδικούς», σε έναν κόσμο όπου υποτίθεται ότι το κράτος δεν είναι παρεμβατικό. Αυτό μάς φέρνει στο νου την ουτοπική ιστορία του Φράνσις Μπέικον New Atlantis (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1626), όπου έ­να Συμβούλιο Σοφών Γερόντων λαμβάνει όλες τις βασικές αποφάσεις. Έτσι, το νεοφιλελεύθερο κράτος, αντιμέτωπο με τα κοινωνικά κινήμα­τα που ζητούν συλλογικές παρεμβάσεις, αναγκάζεται να παρεμβαίνει, μερικές φορές κατασταλτικά, αρνούμενο συνεπώς τις ίδιες τις ελευθε­ρίες που υποτίθεται ότι έχει ταχθεί να υπερασπίσει. Σ’ αυτή την κατά­σταση, όμως, μπορεί να παρατάξει ένα μυστικό όπλο: ο διεθνής αντα­γωνισμός και η παγκοσμιοποίηση χρησιμοποιούνται για να πειθαρχη- θούν τα κινήματα που εναντιώνονται στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα μέσα σε κάθε ξεχωριστό κράτος. Εάν αποτύχει αυτή η μέθοδος, το κράτος πρέπει να καταφύγει στην πειθώ, την προπαγάνδα ή, όταν εί­ναι αναγκαίο, στην ωμή δύναμη και στην αστυνομική ισχύ για να πα­τάξει την αντίθεση στο νεοφιλελευθερισμό. Αυτό ακριβώς φοβόταν ο Πολάνιι: ότι το φιλελεύθερο (και κατά προέκταση το νεοφιλελεύθερο)

103

Νεοφιλελευθερισμός

ουτοπικό σχεδίασμα θα μπορούσε τελικά να διατηρηθεί μόνο κατα- φεύγοντας στον αυταρχισμό. Η ελευθερία των μαζών θα περιοριζόταν προς όφελος της ελευθερίας των λίγων.

ΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

Δύο είναι οι λόγοι που δυσκολεύουν το να περιγράφει ο γενικός χαρα­κτήρας του κράτους στην εποχή της νεοφιλελευθεροποίησης. Πρώτον, γίνονται ταχύτατα εμφανείς οι συστηματικές αποκλίσεις από το πρότυ­πο της νεοφιλελεύθερης θεωρίας, αποκλίσεις που δεν μπορούν να απο­δοθούν στο σύνολό τους στις εσωτερικές αντιφάσεις οι οποίες σκιαγρα- φήθηκαν παραπάνω. Δεύτερον, η εξελικτική δυναμική της νεοφιλελευ- θεροποίησης είναι τέτοια ώστε να ωθεί σε αναγκαστικές προσαρμογές που ποικίλλουν πολύ από τόπο σε τόπο και προϊόντος του χρόνου. Κά­θε προσπάθεια να εξάγουμε μια συνθετική εικόνα ενός τυπικού νεοφιλε­λεύθερου κράτους από αυτή την ασταθή και ευμετάβλητη γεωγραφία θα φαινόταν άσκοπο χάσιμο χρόνου. Εντούτοις, νομίζω πως είναι χρήσιμο να περιγράφουμε αδρά κάποιες γενικές γραμμές επιχειρηματολογίας που διατηρούν την ιδέα ενός διακριτά νεοφιλελεύθερου κράτους.

Υπάρχουν δύο πεδία δράσης ειδικότερα, όπου η προσπάθεια παλι­νόρθωσης της ταξικής ισχύος στρεβλώνει και από ορισμένες απόψεις ακόμη και αντιστρέφει τη νεοφιλελεύθερη θεωρία κατά την πρακτική της εφαρμογή. Το πρώτο εμφανίζεται λόγω της ανάγκης να δημιουρ- γηθεί «καλό επιχειρηματικό ή επενδυτικό κλίμα» για τα καπιταλιστικά εγχειρήματα. Ενώ υφίστανται ορισμένες συνθήκες, όπως η πολιτική σταθερότητα ή ο πλήρης σεβασμός του νόμου και η αμεροληψία στην εφαρμογή του που εύλογα θα μπορούσαν να θεωρούνται «ταξικά ου­δέτερες», κάποιες άλλες επηρεάζονται έκδηλα από προκαταλήψεις. Οι προκαταλήψεις προκύπτουν ιδίως από την αντιμετώπιση των εργαζο­μένων και του περιβάλλοντος ως απλών εμπορευμάτων. Εν όψει μιας σύγκρουσης, το τυπικό νεοφιλελεύθερο κράτος θα κλίνει προς την πλευρά του καλού επιχειρηματικού κλίματος σε αντίθεση με τα συλλο­γικά δικαιώματα (και την ποιότητα ζωής) των εργαζομένων ή την ι­κανότητα του περιβάλλοντος να αναπαράγεται. Το δεύτερο πεδίο προ­καταλήψεων εμφανίζεται διότι, εν όψει μιας σύγκρουσης, το νεοφιλε­λεύθερο κράτος συνήθως ευνοεί την αξιοπιστία του χρηματοπιστωτι­κού συστήματος και τη φερεγγυότητα των χρηματοπιστωτικών θεσμών

104

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

εις βάρος της ευημερίας του πληθυσμού ή της ποιότητας του περιβάλ­λοντος.

Αυτές οι συστηματικές προκαταλήψεις δεν διακρίνονται πάντα εύ­κολα μέσα στο συνονθύλευμα των διιστάμενων και συχνά εξαιρετικά α­νόμοιων μεθόδων του κράτους. Σημαντικό ρόλο παίζουν πραγματιστι­κοί και ευκαιριακοί υπολογισμοί. Ο πρόεδρος Μπους υπεραμύνεται των ελεύθερων αγορών, αλλά επέβαλε δασμούς στο χάλυβα, προκειμένου να βελτιώσει τις εκλογικές προοπτικές του (επιτυχώς, όπως αποδείχθη­κε) στο Οχάιο. Τίθενται αυθαίρετες ποσοστώσεις στις ξένες εισαγωγές, προκειμένου να μετριαστεί η δυσαρέσκεια μέσα στη χώρα. Οι Ευρω­παίοι προστατεύουν τη γεωργία -παρόλο που επιμένουν στο ελεύθερο εμπόριο σε όλους τους άλλους τομείς- για κοινωνικούς, πολιτικούς α­κόμη και για αισθητικούς λόγους. Ειδικές παρεμβάσεις του κράτους ευ­νοούν συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα (π.χ., συμφωνίες για τους εξοπλισμούς) και οι πιστώσεις επεκτείνονται αυθαίρετα από το έ­να κράτος στο άλλο, προκειμένου να αποκτηθεί πολιτική πρόσβαση και επιρροή σε γεωπολιτικά ευαίσθητες περιοχές (όπως η Μέση Ανατολή). Για όλους αυτούς τους λόγους, θα μας εξέπληττε πραγματικά εάν ακό­μη και τα πιο φανατικά νεοφιλελεύθερα κράτη εφήρμοζαν απαρέγκλι­τα τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία συνεχώς.

Σε άλλες περιπτώσεις, μπορούμε να αποδώσουμε τις αποκλίσεις με­ταξύ θεωρίας και πράξης σε προσωρινά προβλήματα μετάβασης που α­ντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές κρατικές μορφές που υφίσταντο προ της νεοφιλελεύθερης στροφής. Οι συνθήκες που επικρατούσαν στην Κε­ντρική και Ανατολική Ευρώπη μετά την κατάρρευση του κομουνισμού ήταν πολύ ιδιόμορφες, επί παραδείγματι. Η ταχύτητα με την οποία συ- ντελέστηκε η ιδιωτικοποίηση, μέσω της «θεραπείας σοκ» που επιβλή­θηκε σ’ αυτές τις χώρες τη δεκαετία του 1990, δημιούργησε τεράστιες ε­ντάσεις των οποίων οι δονήσεις γίνονται αισθητές ακόμη και σήμερα. Τα κοινωνικο-δημοκρατικά κράτη (όπως αυτά της Σκανδιναβίας ή της Βρετανίας κατά την άμεση μεταπολεμική περίοδο) είχαν αποσύρει επί μακράν από την αγορά βασικούς τομείς της οικονομίας, όπως η υγεία, η εκπαίδευση ακόμη και η στέγη, με τη λογική ότι η πρόσβαση σε βα­σικές ανθρώπινες ανάγκες δεν έπρεπε να διαμεσολαβείται από τις δυ­νάμεις της αγοράς και να περιορίζεται από τη δυνατότητα κάποιου να πληρώνει. Παρόλο που η Μάργκαρετ Θάτσερ κατόρθωσε να τα αλλά­ξει όλα αυτά, οι Σουηδοί αντιστάθηκαν για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, παρά τις ισχυρές προσπάθειες των καπιταλιστικών ταξικών

105

Νεοφιλελευθερισμός

συμφερόντων να ακολουθήσουν τον νεοφιλελεύθερο δρόμο. Τα ανα­πτυξιακά κράτη (όπως η Σιγκαπούρη και αρκετές άλλες ασιατικές χώ­ρες), για εντελώς διαφορετικούς λόγους, βασίζονται στον δημόσιο το­μέα και στον κρατικό σχεδίασμά που συνδέεται όμως στενά με το εγ­χώριο και το εταιρικό (συχνά το ξένο και το πολυεθνικό) κεφάλαιο, για να προωθήσουν την καπιταλιστική συσσώρευση και την οικονομική με­γέθυνση.4 Τα αναπτυξιακά κράτη συνήθως δίνουν μεγάλη προσοχή στις κοινωνικές και στις υλικές υποδομές. Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτι­κές τους είναι πολύ πιο εξισωτικές όσον αφορά, επί παραδείγματι, την πρόσβαση σε εκπαιδευτικές ευκαιρίες και στην ιατρική περίθαλψη. Οι κρατικές επενδύσεις στην εκπαίδευση θεωρούνται, π.χ., κρίσιμο προα- παιτούμενο για την απόκτηση συγκριτικού πλεονεκτήματος στο πα­γκόσμιο εμπόριο. Τα αναπτυξιακά κράτη καθίστανται συμβατά με τη νεοφιλελευθεροποίηση στο βαθμό που διευκολύνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων, εταιρειών και εδαφικών οντοτήτων, αποδέχονται τους κανόνες του ελεύθερου εμπορίου και βασίζονται στις ανοιχτές α­γορές εξαγωγών. Αλλά είναι άκρως παρεμβατικά όσον αφορά τη δημιουρ­γία υποδομών για ένα καλό επιχειρηματικό κλίμα. Συνεπώς, η νεοφιλε- λευθεροποίηση δημιουργεί δυνατότητες στα αναπτυξιακά κράτη να ε- νισχύσουν τη θέση τους στον διεθνή ανταγωνισμό, αναπτύσσοντας νέες δομές κρατικής παρέμβασης (όπως η υποστήριξη της έρευνας και ανά­πτυξης). Αλλά, καθ’ όμοιο τρόπο, η νεοφιλελευθεροποίηση δημιουργεί τις συνθήκες για τη διαμόρφωση κεφαλαιοκρατικής τάξης, και όσο αυ­τή η ταξική εξουσία δυναμώνει τόσο αναφύεται η τάση (π.χ. στη σύγ­χρονη Κορέα) να επιδιώξει αυτή η τάξη να αποτινάξει την εξάρτησή της από τη δύναμη του κράτους και να αναπροσανατολίσει την κρατι­κή εξουσία σε νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις.

Καθώς οι νέες θεσμικές διευθετήσεις καταλήγουν να ορίζουν τους κανόνες του παγκόσμιου εμπορίου -π.χ., το άνοιγμα των αγορών κε­φαλαίου είναι τώρα όρος για να γίνει μια χώρα μέλος στο ΔΝΤ και τον ΠΟΕ-, τα αναπτυξιακά κράτη σύρονται όλο και πιο πολύ στο νεοφιλε­λεύθερο μαντρί. Μία από τις κύριες συνέπειες της ασιατικής κρίσης των ετών 1997-98 ήταν η μεγαλύτερη ευθυγράμμιση των αναπτυξιακών κρα­τών με τις συνήθεις νεοφιλελεύθερες πρακτικές. Ό πως είδαμε στην πε­ρίπτωση της Βρετανίας, είναι δύσκολο να εφαρμόζει κανείς το νεοφι­λελευθερισμό στο εξωτερικό (να διευκολύνει, για παράδειγμα, τις λει­τουργίες του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου), χωρίς να δέχεται κάποια επίδραση του νεοφιλελευθερισμού στο εσωτερικό (η Νότια Κορέα ανα-

ιοό

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

μετρήθηκε με αυτή ακριβώς την πίεση στις πρόσφατες περιόδους). Ω­στόσο, τα αναπτυξιακά κράτη ουδόλως είναι πεπεισμένα ότι ο νεοφι­λελεύθερος δρόμος είναι ο σωστός, ιδίως αφού εκείνα τα κράτη (όπως η Ταϊβάν και η Κίνα) που δεν απελευθέρωσαν τις αγορές κεφαλαίου υ­πέστησαν πολύ λιγότερα δεινά κατά τη χρηματοοικονομική κρίση των ετών 1997-98 από τα κράτη που είχαν απελευθερώσει αυτές τις αγορές.5

Πιθανώς, οι σύγχρονες πρακτικές που πιο δύσκολα α π’ όλες εναρ­μονίζονται με τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία είναι αυτές που αφορούν το χρηματιστικό κεφάλαιο και τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς. Τα νεοφιλελεύθερα κράτη συνήθως διευκολύνουν την εξάπλωση της επιρ­ροής των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μέσω της απορρύθμισης, και στη συνέχεια όλο και συχνότερα εγγυώνται την αξιοπιστία και τη φε- ρεγγυότητά τους χωρίς να υπολογίζουν το κόστος. Αυτή η δέσμευση εν μέρει προέρχεται (θεμιτά, σύμφωνα με κάποιες εκδοχές της νεοφιλε­λεύθερης θεωρίας) από την εφαρμογή του μονεταρισμού ως βάσης της κρατικής πολιτικής - η αξιοπιστία και η ισχύς του νομίσματος αποτελεί το κεντρικό στοιχείο αυτής της πολιτικής. Παραδόξως, αυτό σημαίνει ότι το νεοφιλελεύθερο κράτος δεν μπορεί να ανέχεται τις όποιες μαζι­κές οικονομικές αθετήσεις, ακόμη και όταν τις λανθασμένες αποφάσεις τις έλαβαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το κράτος πρέπει να πα- ρέμβει και να αντικαταστήσει το «κακό» χρήμα με το δικό του υποτιθέ­μενα «καλό» - κάτι που εξηγεί την πίεση που ασκείται στους κεντρι­κούς τραπεζίτες να διατηρούν την εμπιστοσύνη στην ισχύ του κρατικού νομίσματος. Η κρατική εξουσία χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα για να διασωθούν οικονομικά εταιρείες ή για να αποτραπούν οικονομικές χρεοκοπίες, όπως με την κρίση των Συνεταιρισμών Αποταμιεύσεων και Δανείων των ΗΠΑ [Στεγαστικών Ταμιευτηρίων] στα έτη 1987-88, που κόστισε στους Αμερικανούς φορολογούμενους 150 δισεκατομμύρια δο­λάρια σύμφωνα με εκτιμήσεις, ή με την κατάρρευση του κερδοσκοπι­κού αμοιβαίου κεφαλαίου'Long Term Capital Management στα 1997- 98, που κόστισε 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια.

Διεθνώς, τα βασικά νεοφιλελεύθερα κράτη έδωσαν πλήρη εξουσιο­δότηση στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα, από το 1982, να δια­πραγματεύονται την ανακούφιση από το χρέος, πράγμα που σήμαινε, στην ουσία, να προστατεύουν τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του κόσμου από την απειλή της αθέτησης πληρωμών. Το ΔΝΤ στην πραγματικότητα καλύπτει, κάνοντας το παν δυνατόν, την έκθεση στο ρίσκο και την αβεβαιότητα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.

107

Νεοφιλελευθερισμός

Αυτή η πρακτική δεν μπορεί να δικαιολογηθεί εύκολα βάσει της νεο­φιλελεύθερης θεωρίας, εφόσον οι επενδυτές πρέπει να είναι υπεύθυνοι για τα λάθη τους - όπως προβάλλεται ως ζήτημα αρχής. Έτσι οι πιο φανατικοί νεοφιλελεύθεροι πιστεύουν ότι το ΔΝΤ πρέπει να καταργη- θεί. Η κατάργησή του εξετάστηκε σοβαρά τα πρώτα χρόνια της κυβέρ­νησης Ρέιγκαν και οι Ρεπουμπλικάνοι του Κογκρέσου ήγειραν ξανά το θέμα το 1998. Ο Τζέιμς Μπέικερ, υπουργός Οικονομικών του Ρέιγκαν, εμφύσησε καινούργια ζωή στο ΔΝΤ, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τη δυνητική χρεοκοπία του Μεξικού και τις μείζονες απώλειες των μεγά­λων επενδυτικών τραπεζών της Νέας Υόρκης, που κρατούσαν το χρέος του Μεξικού το 1982. Χρησιμοποίησε το ΔΝΤ για να επιβάλει τη διαρ­θρωτική προσαρμογή στο Μεξικό και προστάτευσε τους τραπεζίτες της Νέας Υόρκης από την αθέτηση πληρωμών. Η πρακτική του να τίθενται σε προτεραιότητα οι ανάγκες των τραπεζών και των χρηματοπιστωτι­κών ιδρυμάτων, ενώ μειώνεται το επίπεδο ζωής στη χώρα-οφειλέτη, εί­χε εμφανιστεί πρώτα στην κρίση χρέους της πόλης της Νέας Υόρκης. Στο διεθνές πλαίσιο, αυτή η πρακτική συνεπαγόταν την απόσπαση πλεο­νασμάτων από τους φτωχούς πληθυσμούς του Τρίτου Κόσμου για να α­ποπληρωθούν οι διεθνείς τραπεζίτες. «Τι παράξενος κόσμος», παρατη­ρεί απορημένα ο Στίγκλιτς, «όπου οι φτωχές χώρες επιδοτούν στην πραγματικότητα τις πιο πλούσιες». Ακόμη και η Χιλή -η παραδειγμα­τική περίπτωση εφαρμογής «γνήσιων» νεοφιλελεύθερων μεθόδων μετά το 1975- πλήγηκε με αυτό τον τρόπο στα 1982-83, με αποτέλεσμα να μειω­θεί κατά 14% το ΑΕΠ και να εκσφενδονιστεί η ανεργία στο 20% μέσα σε ένα έτος. Το συμπέρασμα ότι αυτή η «γνήσια» νεοφιλελευθεροποίη- ση δεν επιφέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα δεν καταγράφηκε θεω­ρητικά, αν και οι πραγματιστικές προσαρμογές που ακολούθησαν στη Χιλή (όπως και στη Βρετανία μετά το 1983) δημιούργησαν ένα πεδίο συμβιβασμού που διεύρυνε ακόμη περισσότερο το χάσμα μεταξύ θεω­ρίας και πράξης.6

Η απόσπαση φόρου υποτέλειας μέσω χρηματοπιστωτικών μηχανι­σμών είναι μια παλιά ιμπεριαλιστική πρακτική. Αποδείχθηκε άκρως βοηθητική για την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος, ιδίως στα μεγάλα χρηματοπιστωτικά κέντρα του κόσμου, και δεν χρειάζεται πάντα μια κρίση διαρθρωτικής προσαρμογής για να γίνεται. Όταν οι επιχειρημα­τίες στις αναπτυσσόμενες χώρες δανείζονται χρήματα από το εξωτερι­κό π.χ., η απαίτηση να διατηρεί το κράτος τους συναλλαγματικά απο­θέματα επαρκή για να καλύψουν το δανεισμό τους μεταφράζεται στο

ιο8

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

να επενδύει το κράτος αυτό, φερ’ ειπείν, σε ομόλογα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου του δανει­σμένου χρήματος (π.χ., 12%) και του επιτοκίου του χρήματος που κα­τατίθεται ως πρόσθετη εξασφάλιση για εξόφληση της οφειλής στα αμε­ρικανικά δημόσια ταμεία στην Ουάσιγκτον (π.χ. 4%) αποφέρει μια με­γάλη καθαρή χρηματική ροή στο ιμπεριαλιστικό κέντρο εις βάρος της αναπτυσσόμενης χώρας.

Αυτή η τάση εκ μέρους μεγάλων κρατών όπως οι ΗΠΑ, δηλαδή να προστατεύουν τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα και να μην παρεμ­βαίνουν καθώς αυτά απομυζούν πλεονάσματα από άλλες χώρες, προω­θεί και αντανακλά ταυτόχρονα τη σταθεροποίηση της εξουσίας της α­νώτερης τάξης σ’ αυτά τα κράτη μέσα από τις διαδικασίες επικυριαρ­χίας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αλλά η συνήθεια της παρέμβασης στην αγορά και της διάσωσης τραπεζικών και πιστωτικών ιδρυμάτων όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα δεν συμβιβάζεται με τη νεοφιλελεύ­θερη θεωρία. Οι απερίσκεπτες επενδύσεις πρέπει να τιμωρούνται με α­πώλειες για το δανειστή, αλλά το κράτος καθιστά τους δανειστές σχε­δόν απρόσβλητους στις απώλειες. Οι δανειζόμενοι πρέπει να πληρώ­σουν, χωρίς να υπολογίζεται το κοινωνικό κόστος. Η νεοφιλελεύθερη θεωρία θα έπρεπε να προειδοποιεί «Δανειστή, φυλάξου», αλλά η πρά­ξη λέει «Δανειζόμενε, φυλάξου».

Ωστόσο, υπάρχουν όρια στην ικανότητα απομύζησης πλεονασμά­των από τις οικονομίες των αναπτυσσόμενων χωρών. Παγιδευμένες α­πό τα μέτρα λιτότητας που τις εγκλωβίζουν σε χρόνια οικονομική στα­σιμότητα, συχνά δεν έχουν προοπτική να αποπληρώσουν τα χρέη πα­ρά σε κάποιο απώτατο μέλλον. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, κάποιες μετρη­μένες ζημίες μπορεί να αποτελούν μια ελκυστική επιλογή. Αυτό συνέ­βη υπό το Σχέδιο Μπρέιντι το 1989.7 Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συμφώνησαν να παραγράψουν το 35% των ανεξόφλητων χρεών ως α­πώλεια, με αντάλλαγμα μειωμένης τιμής ομόλογα (που καλύπτονταν α­πό το ΔΝΤ και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών) τα οποία εγ- γυούνταν την αποπληρωμή του υπόλοιπου χρέους (με άλλα λόγια οι πι­στωτές έλαβαν εγγυήσεις αποπληρωμής των χρεών με 65 σεντ ανά δο­λάριο). Το 1994 περίπου ογδόντα χώρες (μεταξύ των οποίων το Μεξι­κό, η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Βενεζουέλα και η Ουρουγουάη) συμ­φώνησαν με διευθετήσεις που παρέγραφαν περίπου 60 δισεκατομμύρια δολάρια χρέους. Βεβαίως, υπήρχε η ελπίδα ότι αυτή η ανακούφιση α­πό το χρέος θα έδινε το έναυσμα για την οικονομική ανάκαμψη που θα

109

δημιουργούσε τη δυνατότητα έγκαιρης αποπληρωμής του υπόλοιπου χρέους. Το πρόβλημα ήταν πως το ΔΝΤ θεώρησε ότι όλες οι χώρες που είχαν το πλεονέκτημα αυτής της απειροελάχιστης παραγραφής του χρέους (την οποία πολλοί θεωρούσαν ελαχιστότατη σε σχέση με ό,τι μπορούσαν να αντέξουν οι τράπεζες) ήταν υποχρεωμένες να καταπιούν το πικρό χάπι των νεοφιλελεύθερων θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Η κρί­ση του μεξικανικού πέσο το 1995, η βραζιλιάνικη κρίση του 1998 και η ολική κατάρρευση της αργεντίνικης οικονομίας το 2001 ήταν τα αναμε­νόμενα αποτελέσματα.

Τέλος, αυτό μας φέρνει στο προβληματικό ζήτημα της προσέγγισης του νεοφιλελεύθερου κράτους για τις αγορές εργασίας. Εσωτερικά, το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι αναγκαία εχθρικό έναντι όλων των μορ­φών κοινωνικής αλληλεγγύης που θέτουν όρια στη συσσώρευση κεφα­λαίου. Έτσι, τα ανεξάρτητα συνδικάτα ή άλλα κοινωνικά κινήματα (ό­πως αυτά του δημοτικού σοσιαλισμού της μορφής που εμφανίστηκε στο Συμβούλιο του Μείζονος Λονδίνου), τα οποία είχαν αποκτήσει ση­μαντική δύναμη υπό τον εμπεδωμένο φιλελευθερισμό, έπρεπε να πει- θαρχηθούν αν όχι να αφανιστούν, στο όνομα της υποτιθέμενης ιερής α­τομικής ελευθερίας του απομονωμένου εργάτη. Η «ευελιξία» έγινε η λέξη κλειδί σχετικά με τις αγορές εργασίας. Είναι δύσκολο να υποστη- ριχθεί ότι η αυξημένη ευελιξία είναι καθ’ ολοκληρίαν κάτι αρνητικό, ι­δίως ενώπιον των άκρως περιοριστικών και σκληρωτικών συνδικαλι­στικών πρακτικών. Έτσι, υπάρχουν μεταρρυθμιστές αριστερής ιδεολο­γίας που υποστηρίζουν σθεναρά την «ευέλικτη εξειδίκευση» ως προο­δευτική.8 Παρόλο που κάποιοι εργαζόμενοι μπορεί αναμφίβολα να ω­φελούνται από αυτή, οι εμφανιζόμενες ασυμμετρίες στην πληροφόρη­ση και στη δύναμη, συνδυασμένες με την έλλειψη εύκολης και ελεύθε­ρης διακίνησης των εργαζομένων (ιδίως διαμέσου των κρατικών συνό­ρων), οδηγούν τους εργάτες σε μειονεκτική θέση. Την ευέλικτη εξειδί- κευση μπορεί να εκμεταλλευθεί μόνο το κεφάλαιο ως βολικό τρόπο για να εξασφαλίσει πιο ευέλικτα μέσα συσσώρευσης. Οι δύο όροι -ευέλικτη εξειδίκευση και ευέλικτη συσσώρευση- έχουν εντελώς διαφορετικές εν- νοιολογικές αποχρώσεις.9 Το γενικό αποτέλεσμα είναι χαμηλότεροι μι­σθοί, αυξημένη εργασιακή ανασφάλεια και σε μερικές περιπτώσεις α­πώλεια επιδομάτων και εργασιακής προστασίας. Αυτές οι τάσεις είναι ευδιάκριτες σε όλα τα κράτη που ακολούθησαν τον νεοφιλελεύθερο δρόμο. Δεδομένης της βίαιης επίθεσης σε όλες τις μορφές εργατικών οργανώσεων και εργατικών δικαιωμάτων και της μεγάλης στήριξης

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

στις ογκώδεις, αλλά ως επί το πλείοτον ανοργάνωτες εργατικές εφε­δρείες σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδονησία, η Ινδία, το Μεξικό και το Μπαγκλαντές, η χαλιναγώγηση των εργαζομένων και η διατήρηση υ­ψηλού ρυθμού εκμετάλλευσης της εργασίας φαινόταν ευθύς εξαρχής ως το κεντρικό χαρακτηριστικό της νεοφιλελευθεροποίησης. Ό πω ς πά­ντα, η παλινόρθωση ή η διαμόρφωση της ταξικής ισχύος των ανώτερων τάξεων συμβαίνει εις βάρος των εργαζομένων.

Ακριβώς σ’ αυτό το πλαίσιο μειωμένων προσωπικών πόρων από την αγορά εργασίας, είχε διττώς καταστροφικά αποτελέσματα η απο­φασιστικότητα των νεοφιλελεύθερων να μεταφέρουν ξανά στο άτομο ό­λη την ευθύνη για την ευημερία. Καθώς το κράτος αποσύρεται από την κοινωνική πρόνοια και μειώνει το ρόλο του στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης και των κοινωνικών υπηρεσιών, που κάποτε ήταν θεμε­λιώδεις για τον εμπεδωμένο φιλελευθερισμό, αφήνει όλο και μεγαλύτε­ρα τμήματα του πληθυσμού εκτεθειμένα στη φτώχεια.10 Το δίχτυ κοι­νωνικής ασφάλειας μειώνεται στο ελάχιστο προς όφελος ενός συστή­ματος που δίνει έμφαση στην προσωπική υπευθυνότητα. Η προσωπική αποτυχία αποδίδεται γενικά στα προσωπικά ελαττώματα και έτσι όλο και πιο συχνά η υπαιτιότητα επιρρίπτεται στο θύμα.

Πίσω από αυτές τις μεγάλες μεταβολές στην κοινωνική πολίτική βρί­σκονται σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στο χαρακτήρα της διακυ­βέρνησης. Με δεδομένη τη νεοφιλελεύθερη καχυποψία έναντι της δη­μοκρατίας, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να ενσωματωθεί η κρατική διαδι­κασία λήψης αποφάσεων στη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης και στα δίκτυα ταξικής ισχύος που βρίσκονταν σε διαδικασία παλινόρ­θωσης ή, όπως στην περίπτωση της Κίνας και της Ρωσίας, διαμόρφω­σης. Επί παραδείγματι, η νεοφιλελευθεροποίηση συνεπαγόταν αυξημέ­νη στήριξη στη σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτών (αυτή ήταν μία από τις δυ­νατές ιδέες που προώθησε η Μάργκαρετ Θάτσερ, όταν ίδρυσε «ημι-κυ- βερνητικούς θεσμούς», όπως εταιρείες αστικής ανάπτυξης, για να επι­διώξει την οικονομική ανάπτυξη). Επιχειρήσεις και εταιρείες όχι μόνο συνεργάζονταν στενά με κρατικούς παράγοντες, αλλά έπαιζαν μεγάλο ρόλο στη συγγραφή της νομοθεσίας, στον καθορισμό της δημόσιας πο­λιτικής και στη διαμόρφωση ρυθμιστικών πλαισίων (τα οποία ήταν κυ­ρίως ευνοϊκά γι’ αυτές). Εμφανίζονται μέθοδοι διαπραγμάτευσης που ενσωματώνουν επιχειρηματικά και ορισμένες φορές επαγγελματικά συμ­φέροντα στη διακυβέρνηση, μέσω στενής και αρκετές φορές μυστικής διαβούλευσης. Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα αυτής της πρακτικής ήταν

Νεοφιλελευθερισμός

η μόνιμη άρνηση του αντιπροέδρου Τσένι να δώσει στη δημοσιότητα τα ονόματα της συμβουλευτικής ομάδας που διατύπωσε το ντοκουμέντο της ενεργειακής πολιτικής του Μπους το 2002· η ομάδα σχεδόν σίγουρα περιλάμβανε τον Κένεθ Λέι, επικεφαλής της Enron - μιας εταιρείας που κατηγορήθηκε για αισχροκέρδεια με τη σκόπιμη πρόκληση ενεργειακής κρίσης στην Καλιφόρνια και η οποία, στη συνέχεια, κατέρρευσε εν μέ­σω ενός τεράστιου λογιστικού σκανδάλου. Υπό το νεοφιλελευθερισμό λοιπόν σηματοδοτήθηκε μια μετατόπιση από την κυβέρνηση (κρατική ε­ξουσία που ενεργεί αυτοτελώς) στη διακυβέρνηση (σε έναν ευρύτερο σχηματισμό κράτους και σημαντικών παραγόντων της κοινωνίας των πολιτών).11 Από αυτή την άποψη, υπάρχει ευρεία σύγκλιση των πρα­κτικών του νεοφιλελεύθερου και του αναπτυξιακού κράτους.

Το κράτος συνήθως παράγει νομοθεσία και ρυθμιστικά πλαίσια που παρέχουν πλεονεκτήματα στις εταιρείες και σε ορισμένες περιπτώσεις σε ειδικά συμφέροντα, όπως τα ενεργειακά, φαρμακευτικά, αγροβιο- μηχανικά κ.λπ. Σε πολλές περιπτώσεις συμπράξεων δημοσίου-ιδιωτών, ιδίως στο επίπεδο των δήμων, το κράτος αναλαμβάνει το μεγαλύτερο ρίσκο, ενώ ο ιδιωτικός τομέας παίρνει τα περισσότερα κέρδη. Επίσης, όταν είναι αναγκαίο, το νεοφιλελεύθερο κράτος καταφεύγει σε κατανα- γκαστική νομοθεσία και σε αστυνομικές τακτικές (απαγορεύσεις της περιφρούρησης της απεργίας από απεργοσπαστικούς μηχανισμούς, π.χ.) για να διασπάσει ή να καταστείλει συλλογικές μορφές εναντίωσης στην ισχύ των εταιρειών. Οι μορφές παρακολούθησης και αστυνόμευσης πολ- λαπλασιάζονται: στις ΗΠΑ, η φυλάκιση έγινε βασική κρατική στρατη­γική αντιμετώπισης των προβλημάτων που δημιουργούνται μεταξύ των απολυμένων εργατών και των περιθωριοποιημένων πληθυσμών. Οι κρατικές δυνάμεις καταστολής αυξάνονται για να προστατεύσουν τα ε­ταιρικά συμφέροντα και εάν είναι αναγκαίο να φιμώσουν τη διαφωνία. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν φαίνεται συμβατό με τη νεοφιλελεύθερη θεω­ρία. Ο φόβος των νέοφιλελεύθερων ότι ειδικά συμφέροντα θα μπορού­σαν να καταχραστούν και να υπονομεύσουν το κράτος δεν είναι που­θενά πιο πραγματικός από ό,τι στην Ουάσιγκτον, όπου στρατιές από ε­ταιρικούς λομπίστες (πολλοί από τους οποίους έχουν το πλεονέκτημα να «πηγαινοέρχονται» ανάμεσα στις κρατικές υπηρεσίες και στις εται­ρείες που προσφέρουν πολύ πιο κερδοφόρο απασχόληση) ουσιαστικά υπαγορεύουν τη νομοθεσία, ώστε να ταιριάζει με τα ειδικά τους συμ­φέροντα. Παρόλο που ορισμένα κράτη εξακολουθούν να σέβονται την παραδοσιακή ανεξαρτησία των δημοσίων υπηρεσιών, στην πορεία της

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

νεοφιλελευθεροποίησης αυτή η ανεξαρτησία παντού απειλείται. Τα σύ­νορα μεταξύ κράτους και εταιρικής εξουσίας γίνονται όλο και πιο πο­ρώδη. Τα απομεινάρια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σαρώνο­νται, αν δεν διαφθείρονται ολοκληρωτικά, μολονότι νόμιμα, με τη δύ­ναμη του χρήματος.

Εφόσον η πρόσβαση στη δικαιοσύνη είναι μεν κατ’ όνομα εξισατη- κή, αλλά στην πράξη πολύ ακριβή (είτε πρόκειται για ατομική προ­σφυγή σχετικά με πρακτικές αμέλειας είτε για προσφυγή χώρας που ε­νάγει τις ΗΠΑ για παραβίαση των κανονισμών του ΠΟΕ - μια διαδι­κασία η οποία μπορεί να κοστίσει πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια, ποσό ίσο με τον ετήσιο προϋπολογισμό μερικών μικρών, φτωχών χω­ρών), τα αποτελέσματα συχνά είναι μεροληπτικά υπέρ εκείνων που έ­χουν οικονομική δύναμη. Οι ταξικές προκαταλήψεις στη λήψη αποφά­σεων μέσα στο δικαστικό σώμα είναι, σε κάθε περίπτωση, ευρέως δια­δεδομένες, αν όχι αναπόφευκτες.12 Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, να προκα- λεί έκπληξη το ότι υπό το νεοφιλελευθερισμό τα πρωταρχικά συλλογι­κά μέσα δράσης καθορίζονται και αρθρώνονται μέσω μη εκλεγμένων (και σε πολλές περιπτώσεις καθοδηγούμενων από τις ελίτ) ομάδων υ­περάσπισης ποικίλων δικαιωμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτές που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών, των πολι­τικών δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων των μειονεκτούντων, με τέτοια μέσα έχουν επιτευχθεί ουσιαστικά οφέλη. Οι μη κυβερνητικές οργανώ­σεις και οι οργανώσεις λαϊκής βάσης έχουν επίσης αυξηθεί και πολλα- πλασιαστεί αξιοσημείωτα υπό το νεοφιλελευθερισμό. Αυτό δημιουργεί την πεποίθηση ότι η αντιπολίτευση που κινητοποιείται εκτός του κρα­τικού μηχανισμού και εντός μιας ξεχωριστής οντότητας που αποκαλεί- ται «κοινωνία των πολιτών» είναι η κινητήρια δύναμη της αντιπολιτευ­τικής πολιτικής και του κοινωνικού μετασχηματισμού.13 Η περίοδος κατά την οποία το νεοφιλελεύθερο κράτος έχει γίνει ηγεμονικό είναι ε­πίσης η περίοδος κατά την οποία η έννοια της κοινωνίας των πολιτών -που συχνά προβάλλεται ως οντότητα αντίθετη προς την κρατική ε­ξουσία- απέκτησε κεντρική σημασία στη διατύπωση αντιπολιτευτικών πολιτικών. Η γκραμσιανή ιδέα του κράτους ως ενότητας της πολιτικής κοινωνίας [ή κράτους] και της κοινωνίας των πολιτών [ή ιδιωτών] δίνει τη θέση της στην ιδέα της κοινωνίας των πολιτών ως κέντρου της αντι­πολίτευσης, εάν όχι ως εναλλακτικής λύσης έναντι του κράτους.

Από τούτη την περιγραφή μπορούμε να διαπιστώσουμε με σαφή­νεια ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν αναιρεί τη σημασία του κράτους ή

Νεοφιλελευθερισμός

ειδικών θεσμών του κράτους (όπως είναι τα δικαστήρια ή οι λειτουρ­γίες της αστυνομίας), όπως υποστήριζαν ορισμένοι σχολιαστές τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς.14 Ωστόσο, υπό το νεοφιλελευθερισμό έ­λαβε χώρα μια ριζική αναδιάταξη των κρατικών θεσμών και μεθόδων (αναδιάταξη που αφορούσε ιδίως την ισορροπία μεταξύ καταναγκα­σμού και συναίνεσης, μεταξύ δυνάμεων του κεφαλαίου και των λαϊ­κών κινημάτων και μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, από τη μια, και τις εξουσίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, από την άλλη).

Αλλά δεν πάνε όλα καλά για το νεοφιλελεύθερο κράτος και γι’ αυ­τό το λόγο εμφανίζεται είτε ως μεταβατική είτε ως ασταθής πολιτική μορφή. Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται μια αύξουσα ανισό­τητα ανάμεσα στους δημόσια διακηρυγμένους στόχους του νεοφιλελευ­θερισμού -ευημερία για όλους- και στις πραγματικές του συνέπειες - παλινόρθωση της ταξικής ισχύος των ανώτερων τάξεων. Πέρα από αυ­τά, βρίσκεται μια ολόκληρη σειρά πιο ειδικών αντιφάσεων που χρειάζε­ται να τονιστούν.

1. Από τη μια πλευρά, αναμένεται από το νεοφιλελεύθερο κράτος να μπει στο παρασκήνιο και απλά να δημιουργεί το κατάλληλο σκη­νικό για τις λειτουργίες της αγοράς, αλλά από την άλλη υποτίθε­ται ότι πρέπει να παίζει ενεργό ρόλο στη δημιουργία καλού επι­χειρηματικού κλίματος και να συμπεριφέρεται ως ανταγωνιστική οντότητα στην παγκόσμια πολιτική. Σ’ αυτό τον δεύτερο ρόλο του, πρέπει να εργάζεται ως συλλογικός φορέας και συνεπώς τίθεται το ζήτημα του πώς θα εξασφαλίσει την αφοσίωση των πολιτών. Ο εθνικισμός αποτελεί την προφανή απάντηση, αλλά ο εθνικισμός είναι βαθιά εχθρικός έναντι του νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Αυτό ήταν το δίλημμα της Μάργκαρετ Θάτσερ, διότι μπορούσε να κερδίσει την επανεκλογή της και να προωθήσει περαιτέρω το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, μόνο παίζοντας το χαρτί του εθνικι­σμού στο εσωτερικό της χώρας, τόσο στον πόλεμο των Φόκλαντ/ Μαλβίνων όσο και στις εκστρατείες της κατά της οικονομικής εν­σωμάτωσης στην Ευρώπη. Επανειλημμένα, είτε εντός της Ευρω­παϊκής Ένωσης, της Mercosur (του Οργανισμού Οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας των χωρών της Νότιας Αμερικής, όπου ο βραζιλιάνικος και ο αργεντίνικος εθνικισμός δημιουργεί προσκόμ­ματα στην ολοκλήρωση), της NAFTA ή του ASEAN (Ένωση των

14

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

χωρών της Νοτιο-ανατολικής Ασίας), ο εθνικισμός που απαιτεί από το κράτος να λειτουργεί αποτελεσματικά ως συλλογική και α­νταγωνιστική οντότητα μέσα στην παγκόσμια αγορά παρεμβάλ­λεται στην οδό των ελευθεριών της αγοράς γενικότερα.

2. Ο αυταρχισμός που εμπεριέχεται στην επιβολή της αγοράς δεν ε­ναρμονίζεται με τα ιδανικά των ατομικών ελευθεριών. Όσο πε­ρισσότερο παρεκκλίνει ο νεοφιλελευθερισμός προς τον αυταρχι- σμό, προκειμένου να επιβάλει την αγορά, τόσο πιο δύσκολο είναι να διατηρήσει την εγκυρότητα του λόγου του περί ατομικών ε­λευθεριών και τόσο περισσότερο αναγκάζεται να αποκαλύψει τις αντιδημοκρατικές του αποχρώσεις. Αυτή η αντίφαση είναι πα­ράλληλη με μια αυξανόμενη έλλειψη συμμετρίας στη σχέση ι­σχύος μεταξύ των εταιρειών και των ατόμων όπως εσείς και εγώ. Εάν η «εταιρική ισχύς κλέβει την προσωπική σας ελευθερία», τό­τε η υπόσχεση του νεοφιλελευθερισμού εκμηδενίζεται.15 Αυτό ι­σχύει για τα άτομα στους χώρους εργασίας όπως και στους χώ­ρους διαμονής. Άλλο πράγμα είναι, επί παραδείγματι, να επιμένω ότι το καθεστώς της ιατρικής περίθαλψής μου είναι στη δική μου επιλογή και ευθύνη και εντελώς διαφορετικό πράγμα όταν ο μό­νος τρόπος με τον οποίο μπορώ να ικανοποιήσω τις ανάγκες μου στην η αγορά είναι μέσω της πληρωμής εξωφρενικών επιμίσθιων σε αναποτελεσματικές, αδηφάγες, άκρως γραφειοκρατικοποιημέ- νες, αλλά και άκρως προσοδοφόρες ασφαλιστικές εταιρείες. Όταν μάλιστα αυτές οι εταιρείες έχουν τη δύναμη να ορίζουν νέες κατη­γορίες ασθενειών για να αντιστοιχούν στα νέα φάρμακα που ει­σέρχονται στην αγορά, τότε κάτι είναι ολοφάνερα στραβό.16 Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, η διατήρηση της νομιμοποίησης και της συ­ναίνεσης, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 2, καθίσταται ακόμη δυσκο­λότερη εξισορροπητική πράξη, μπορεί δε να ανατραπεί μόλις τα πράγματα αρχίζουν να πηγαίνουν στραβά.

3. Ενώ είναι πιθανώς κρίσιμη η διατήρηση της αξιοπιστίας του χρη­ματοπιστωτικού συστήματος, ο ανεύθυνος και υπερβολικός ατο­μικισμός των λειτουργών του παράγει κερδοσκοπική ευμεταβλη- σία, χρηματιστηριακά σκάνδαλα και χρόνια αστάθεια. Τα σκάν­δαλα της Γουόλ Στριτ και των λογιστικών εταιρειών, που εκδη­λώθηκαν στα πρόσφατα χρόνια, έχουν υπονομεύσει την εμπιστο­σύνη και έχουν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στις ρυθμιστι­κές Αρχές σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο της παρέμβασής

Νεοφιλελευθερισμός

τους, σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Το ελεύθερο διεθνές εμπόριο απαιτεί να τεθούν κάποιοι κανόνες του παιχνιδιού και τούτο φέρνει στην επιφάνεια την ανάγκη για κάποιο είδος παγκό­σμιας διακυβέρνησης (π.χ. από τον ΠΟΕ). Η κατάργηση των ρυθ­μίσεων και κανόνων του χρηματοπιστωτικού συστήματος δημιουρ­γεί ευνοϊκό έδαφος για τις απόψεις που καλούν σε επαναρρύθμι- ση, προκειμένου να αποφευχθεί η κρίση.17

4. Ενώ προβάλλονται κυρίως τα πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού, η πραγματικότητα δείχνει την αυξανόμενη συγχώνευση της ολι- γοπωλιακής, μονοπωλιακής και υπερεθνικής ισχύος σε ελάχιστες συγκεντροποιημένες πολυεθνικές εταιρείες: ο κόσμος του αντα­γωνισμού των εταιρειών των αναψυκτικών έχει συρρικνωθεί στον ανταγωνισμό μεταξύ της Coca Cola και της Pepsi Cola, ο ενεργεια­κός κλάδος περιλαμβάνει μόνο πέντε τεράστιες υπερεθνικές εται­ρείες και ελάχιστοι μεγιστάνες των ΜΜΕ ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των ειδήσεων, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι καθαρή προπαγάνδα.

5. Μέσα στο λαό, η ώθηση προς τις ελευθερίες της αγοράς και την ε- μπορευματοποίηση των πάντων μπορεί πολύ εύκολα να μετατρα­πεί σε αμόκ και να διαλύσει την κοινωνική συνοχή. Η καταστρο­φή όλων των μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης, ακόμη και της ι­δέας της ίδιας της κοινωνίας, όπως πρότεινε η Θάτσερ, δημιουρ­γεί μια τεράστια οπή στην κοινωνική τάξη. Έτσι γίνεται ιδιαίτερα δύσκολο να καταπολεμηθεί η ανομία και να ελεγχθούν οι προκύ- πτουσες μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς, όπως η εγκλημα­τικότητα, η πορνογραφία ή η πραγματική υποδούλωση των άλ­λων. Η αναγωγή της «ελευθερίας» στην «ελευθερία της επιχείρη­σης» εξαπολύει όλες εκείνες τις «αρνητικές ελευθερίες» που έβλε­πε ο Πολάνιι ως δεμένες αξεδιάλυτα με τις θετικές ελευθερίες. Η αναπόφευκτη αντίδραση είναι η ανοικοδόμηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, αν και σε διαφορετικές κατευθύνσεις - εξ ου και η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη θρησκεία και την ηθικότητα, για τις νέες μορφές του συνεταιρίζεσθαι (γύρω από ζητήματα δι­καιωμάτων και της ιδιότητας του πολίτη, επί παραδείγματι), ακό­μη και η αναβίωση παλιότερων πολιτικών μορφών (του φασι­σμού, του εθνικισμού, του τοπικισμού και των παρομοίων). Ο νε­οφιλελευθερισμός, στην καθαρή του μορφή, πάντα απειλούσε να προκαλέσει τη νέμεσή του με τις εκδοχές του αυταρχικού λαϊκι­

ι ι 6

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

σμού και του εθνικισμού. Ό πω ς προειδοποίησαν αρκετά νωρίς, το 1996 ήδη, οι Σβαμπ και Σμάντζια, οργανωτές ενός καθαρά νεο­φιλελεύθερου πανηγυρικού ετήσιου εορτασμού στο Νταβάς:

Η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει εισέλθει σε νέα φάση. Μια κορυφού- μενη αντίδραση εναντίον των συνεπειών της, ιδίως στις βιομηχανικές δη­μοκρατίες, δημιουργεί την απειλή αποδιοργανωτικής επίπτωσης επί της οι­κονομικής δραστηριότητας και της κοινωνικής σταθερότητας σε πολλές χώρες. Σ’ αυτές τις δημοκρατίες διαμορφώνονται διαθέσεις απελπισίας και αγωνίας, κάτι που βοηθά να εξηγηθεί η άνοδος μιας νέας γενιάς λαϊκιστών πολιτικών. Αυτή η κατάσταση μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε εξέγερση.18

Η ΝΕΟΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Εάν το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι εγγενώς ασταθές, τότε τι θα μπο­ρούσε να το αντικαταστήσει; Στις ΗΠΑ υπάρχουν τα σημάδια μιας ευ­διάκριτα νεοσυντηρητικής απάντησης σ’ αυτή την ερώτηση. Στοχαζό- μενος την πρόσφατη ιστορία της Κίνας, ο Γουάνγκ, υποδεικνύει επίσης ότι, θεωρητικά,

τέτοιες γενικές περιγραφές όπως «νεο-αυταρχισμός», «νεοσυντηρητισμός», «κλασικός φιλελευθερισμός», αγοραίος εξτρεμισμός, εθνικός εκσυγχρονι­σμός ... έχουν στενή σχέση, του ενός ή του άλλου είδους, με την ιδιοσυστα­σία του νεοφιλελευθερισμού. Η διαδοχική εκτόπιση του ενός όρου από τον

, άλλο (ή ακόμη και οι αντιθέσεις μεταξύ τους) φανερώνουν τις μεταβολές στη δομή της ισχύος τόσο στη σύγχρονη Κίνα όσο και στον σύγχρονο κό­σμο γενικότερα.19

Εάν αυτό προοιωνίζεται ή όχι ένα γενικότερο ανασχηματισμό των δομών διακυβέρνησης σε παγκόσμιο επίπεδο απομένει να το δούμε. Ω­στόσο, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τον τρόπο που φαίνεται να συγκλίνει ο νεοφιλελευθερισμός σε αυταρχικά κράτη, όπως η Κίνα και η Σιγκαπούρη, με τον αυξανόμενο αυταρχισμό που είναι εμφανής σε νεο­φιλελεύθερα κράτη όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Ας εξετάσουμε λοι­πόν πώς έχει εξελιχθεί στις ΗΠΑ η νεοσυντηρητική απάντηση στην εγ­γενή αστάθεια του νεοφιλελεύθερου κράτους.

Ό πως οι νεοφιλελεύθεροι που προηγήθηκαν, οι «νεοσυντηρητικοί» είχαν καλλιεργήσει επί μακράν τις απόψεις τους για την κοινωνική τά­

Νεοφιλελευθερισμός

ξη πραγμάτων στα πανεπιστήμια (ο Αίο Στρος έχει ιδιαίτερη επιρροή στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου) και μέσα στα αφειδώς χρηματοδοτού­μενα think tanks, όπως και μέσω σημαντικών εκδόσεων (όπως το Com­mentary).20 Οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί ευνοούν την εταιρική εξου­σία, την ιδιωτική επιχείρηση και την παλινόρθωση της δύναμης των α­νώτερων τάξεων. Ο νεοσυντηρητισμός είναι, συνεπώς, απολύτως συμ­βατός με τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της διακυβέρνησης των ελίτ, της μη εμπιστοσύνης προς τη δημοκρατία και της διατήρησης των ελευθε­ριών της αγοράς. Αλλά αποκλίνει από τις αρχές του καθαρού νεοφιλε­λευθερισμού και έχει αναδιαμορφώσει τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές σε δύο θεμελιώδεις πτυχές τους: πρώτον, με το ενδιαφέρον του για την τάξη ως απάντηση στο χάος των ατομικών συμφερόντων και δεύτερον με το ενδιαφέρον του για μια υπερφίαλη ηθική ως το αναγκαίο κοινω­νικό συγκολλητικό στοιχείο που θα κρατήσει τον πολιτικό κορμό α­σφαλή εν όψεί εξωτερικών και εσωτερικών κινδύνων.

Όσον αφορά το ενδιαφέρον του για την τάξη, ο νεοσυντηρητισμός φαίνεται να αφαιρεί απλώς το πέπλο με το οποίο ο νεοφιλελευθερισμός κάλυπτε τον αυταρχισμό του. Προτείνει όμως και σαφείς απαντήσεις σε μία από τις κεντρικές αντιφάσεις του νεοφιλελευθερισμού. Εάν «δεν υ­πάρχει κοινωνία παρά μόνο άτομα», όπως το έθεσε αρχικά η Θάτσερ, τότε το χάος των ατομικών συμφερόντων μπορεί να επικρατήσει εύκο­λα επί της τάξης. Η αναρχία της αγοράς, του ανταγωνισμού και του α­χαλίνωτου ατομικισμού (ατομικές ελπίδες, επιθυμίες, αγωνίες και φό­βου επι) ογές τρόπου ζωής και σεξουαλικών συνηθειών και προσανατο­λισμού- τρόποι αυτοέκφρασης και συμπεριφοράς έναντι των άλλων) δη­μιουργούν μια κατάσταση αυξανόμενης απειθαρχίας. Μπορεί να οδη­γήσει ακόμη και σε διάλυση όλων των δεσμών αλληλεγγύης και σε μια κατάσταση που κλίνει προς την κοινωνική αναρχία και το μηδενισμό.

Εν όψει αυτής της κατάστασης, φαίνεται αναγκαίος κάποιος βαθ­μός καταναγκασμού για την αποκατάσταση της τάξης. Οι νεοσυντηρη- τικοί συνεπώς δίνουν έμφαση στη στρατιωτικοποίηση ως αντίδοτο στο χάος των ατομικών συμφερόντων. Γι’ αυτό το λόγο, είναι πολύ πιθανό­τερο να υπογραμμίζουν τις απειλές, (πραγματικές ή φανταστικές, στο ε­σωτερικό ή στο εξωτερικό), για την ακεραιότητα και τη σταθερότητα της χώρας. Στις ΗΠΑ αυτό συνεπάγεται ό,τι αναφέρει ο Χόφσταντερ ως «παρανοϊκό στιλ της αμερικανικής πολιτικής», όπου η χώρα παρουσιά­ζεται πολιορκούμενη και απειλούμενη από εσωτερικούς και εξωτερι­κούς εχθρούς.21 Αυτό το στιλ πολιτικής έχει μακρά ιστορία στις ΗΠΑ.

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

Ο νεοσυντηρητισμός δεν είναι καινούργιος και από τον Δεύτερο Πα­γκόσμιο πόλεμο έχει βρει τη στέγη του στο ισχυρό στρατιωτικο-βιομη- χανικό σύμπλεγμα, το ειδικό συμφέρον του οποίου συμπίπτει με τη συ­νεχή στρατιωτικοποίηση. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όμως, έθεσε το ερώτημα πόθεν προέρχεται η απειλή για την ασφάλεια των ΗΠΑ. Το ριζοσπαστικό Ισλάμ και η Κίνα εμφανίστηκαν ως οι δύο κορυφαίοι υ­ποψήφιοι εχθροί στο εξωτερικό και εσωτερικά στο στόχαστρο μπήκαν, προς μεγαλύτερη παρακολούθηση και αστυνόμευση, τα κινήματα δια­φωνίας (ο Κλάδος του Δαβίδ, οι εγκαταστάσεις του οποίου αποτεφρώ­θηκαν στο Ουάκο, τα κινήματα των πολιτοφυλακών που βοήθησαν στη διεξαγωγή της βομβιστικής επίθεσης στην Πόλη της Οκλαχόμα, ol α­ναταραχές που ακολούθησαν τον ξυλοδαρμό του Ρόντνεϊ Κινγκ στο Λος Άντζελες και τέλος οι ταραχές που ξέσπασαν στο Σιάτλ το 1999). Τελικά, η εμφάνιση της άκρως πραγματικής απειλής από το ριζοσπα­στικό Ισλάμ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, που κορυφώθη- κε με τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, ήρθε στο προσκήνιο ως ο κεντρικός στόχος της κήρυξης ενός συνεχούς «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», πράγμα που απαιτούσε τη στρατιωτικοποίηση τόσο μέ­σα στη χώρα όσο και στο εξωτερικό, ως εγγύηση της ασφάλειας του έ­θνους. Ενώ ήταν ολοφάνερο ότι οι δύο επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέ­ντρο Εμπορίου της Νέας Υόρκης καλούσαν σε κάποιας μορφής αστυ- νομική/στρατιωτική αντίδραση στην απειλή που αποκαλύφθηκε μέσω αυτών, η άνοδος των νεοσυντηρητικών στην εξουσία κατέστησε σίγου­ρη μια σαρωτική και κατά την κρίση πολλών υπερβολική αντίδραση που σήμαινε στροφή προς την εκτεταμένη στρατιωτικοποίηση στο ε­σωτερικό της χώρας και εκτός αυτής.22

Ο νεοσυντηρητισμός υπήρχε στα παρασκήνια πολύ καιρό ως ένα κί­νημα ενάντια στην ηθική ανεκτικότητα που προωθεί συνήθως ο ατομι­κισμός. Επιζητεί να αποκαταστήσει μια αίσθηση ηθικού σκοπού, κά­ποιων υψηλόφρονων αξιών που θα σχηματίσουν τον σταθερό πυρήνα του πολιτικού κορμού. Αυτή η πιθανότητα προδιαγραφόταν κατά κά­ποιον τρόπο μέσα στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων θεωριών, οι οποίες «αμφισβητώντας τα ίδια τα πολιτικά θεμέλια των παρεμβατικών μο­ντέλων οικονομικής διαχείρισης ... επανέφεραν τα ζητήματα ηθικής, δικαιοσύνης και ισχύος -α ν και με τους δικούς τους ιδιόμορφους τρό­πους- στα οικονομικά» 23 Εκείνο που κάνουν οι νεοσυντηρητικοί είναι να αλλάζουν τους «ιδιόμορφους τρόπους» με τους οποίους εισέρχονται στη συζήτηση τέτοια θέματα. Ο στόχος τους είναι να αντιδράσουν στη

119

Νεοφιλελευθερισμός

διαλυτική επίδραση του χάους των ατομικών συμφερόντων που παρά­γει συνήθως ο νεοφιλελευθερισμός. Δεν παρεκκλίνουν καθόλου από τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της οικοδόμησης ή παλινόρθωσης μιας κυρίαρ­χης ταξικής δύναμης. Αλλά επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν αυτή τη δύ­ναμη, όπως επίσης τον κοινωνικό έλεγχο, μέσω της δημιουργίας κλίμα­τος συναίνεσης γύρω από ένα συνεκτικό σύνολο ηθικών αξιών. Τούτο θέτει άμεσα το ερώτημα ποιες ηθικές αξίες πρέπει να επικρατήσουν. Θα ήταν, π.χ., απολύτως εφικτό να επικαλεστούν το φιλελεύθερο σύστημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εφόσον, στο κάτω κάτω, ο στόχος της υ­περάσπισης των ατομικών δικαιωμάτων, όπως υποστηρίζει η Μαίρη Κάλντορ, «δεν είναι μόνο η επέμβαση για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και η δημιουργία μιας ηθικής κοινότητας».24 Στις ΗΠΑ, τα δόγματα της «αμερικανικής εξαιρετικότητας» και η μακρά ι­στορία του ακτιβισμού για την υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων είχαν δημιουργήσει ηθικά κινήματα γύρω από θέματα όπως τα πολιτι­κά δικαιώματα, η παγκόσμια πείνα, όπως επίσης φιλανθρωπικές δρά­σεις και αποστολικό ζήλο.

Όμως, οι ηθικές αξίες που είναι σήμερα κεντρικές για τους νεοσυ- ντηρητικούς μπορούν να γίνουν καλύτερα κατανοητές ως προϊόντα του ιδιόμορφου συνασπισμού που οικοδομήθηκε στη δεκαετία του 1970 α­νάμεσα, από τη μια μεριά, στην τάξη της ελίτ και σε επιχειρηματικά συμφέροντα που επιδίωκαν να αποκαταστήσουν την ταξική τους δύνα­μη και, από την άλλη, σε μια εκλογική βάση που περιλάμβανε την «ηθι­κή πλειοψηφία» των δυσαρεστημένων λευκών της εργατικής τάξης. Αυτές οι ηθικές αξίες είχαν ως επίκεντρό τους τον πολιτισμικό εθνικι­σμό, την ηθική αρετή, το χριστιανισμό (ενός συγκεκριμένου ευαγγελι­κού είδους), τις οικογενειακές αξίες και τα θέματα του δικαιώματος στη ζωή [κατά της άμβλωσης] και τον ανταγωνισμό με τα νέα κοινωνικά κι­νήματα, όπως ο φεμινισμός, το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυ­λοφίλων, η θετική δράση [κρατικά προγράμματα ευνοϊκά για τους κοι- νωνικώς μειονεκτούντες] και ο περιβαλλοντισμός. Ενώ αυτή η συμμα- χία υπό τον Ρέιγκαν ήταν κυρίως τακτικής μορφής, το εσωτερικό χάος των ετών του Κλίντον ώθησε βίαια την επιχειρηματολογία περί ηθικών αξιών στην κορυφή του ρεπουμπλικανικού προγράμματος του Μπους του νεότερου. Σήμερα αποτελεί τον πυρήνα της ηθικής ατζέντας του νεο- συντηρητικού κινήματος.25

Θα ήταν, όμως, λανθασμένο να θεωρήσουμε αυτή τη νεοσυντηρητι- κή στροφή ως μια εξαιρετικότητα ή ιδιομορφία των ΗΠΑ, ακόμη κι αν

120

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

σήμερα υπάρχουν ειδικά στοιχεία σ’ αυτές τα οποία πιθανώς δεν πα­ρατηρούνται αλλού. Εντός των ΗΠΑ η έμφαση στις ηθικές αξίες βασί­ζεται σε μεγάλο βαθμό στις εκκλήσεις υπέρ των ιδανικών του έθνους, της θρησκείας, της ιστορίας, των πολιτισμικών παραδόσεων και των πα­ρόμοιων, και αυτά τα ιδανικά δεν περιορίζονται μόνο στις ΗΠΑ. Έτσι επανέρχεται με μεγαλύτερη οξύτητα στο κέντρο της προσοχής μία από τις πλέον προβληματικές πτυχές της νεοφιλελευθεροποίησης: η περίερ­γη σχέση ανάμεσα στο κράτος και το έθνος. Ως ζήτημα αρχής, η νεο­φιλελεύθερη θεωρία δεν βλέπει ευνοϊκά το έθνος ακόμη κι όταν υπο­στηρίζει την ιδέα ενός ισχυρού κράτους. Ο ομφάλιος λώρος που συν­δέει το κράτος με το έθνος υπό τον εμπεδωμένο φιλελευθερισμό έπρε­πε να κοπεί, προκειμένου να ανθήσει ο νεοφιλελευθερισμός. Αυτό ί- σχυε ιδίως σε κράτη όπως το Μεξικό και η Γαλλία, όπου είχε λάβει η σχέση αυτή κορπορατίστικη μορφή. Το Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα στο Μεξικό κυβερνούσε επί μακρόν βασισμένο στην ενότητα κράτους- έθνους, αλλά αυτά τα δυο διαχωρίζονταν όλο και περισσότερο, φθάνο- ντας ακόμη και στο σημείο να στραφεί το έθνος εναντίον του κράτους, ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του 1990. Βεβαίως, ο εθνικισμός υπήρξε μακροχρόνιο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας και θα ήταν πράγματι παράξενο εάν είχε ε­ξαφανιστεί, χωρίς ν ’ αφήσει ίχνη, ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στην πραγματικότητα, αναβίωσε σε κάποιο βαθμό ως αντίθεση στη νεοφιλελευθεροποίηση. Η άνοδος στην Ευρώπη δεξιών φασιστικών κομμάτων που εκφράζουν έντονα αντιμεταναστευτικά αι­σθήματα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ακόμη πιο θλιβερό φαινόμενο ήταν ο εθνοτικός εθνικισμός που εμφανίστηκε μετά την οι­κονομική κατάρρευση της Ινδονησίας, ο οποίος κατέληξε σε μια κτη­νώδη επίθεση εναντίον της κινεζικής μειονότητας.

Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, προκειμένου να επιβιώσει, το νεοφιλελεύθερο κράτος χρειάζεται τον εθνικισμό ενός ορισμένου εί­δους. Αναγκασμένο να λειτουργεί ως ανταγωνιστικός παράγοντας στην παγκόσμια αγορά και επιδιώκοντας να δημιουργήσει το καλύτερο δυ­νατό επιχειρηματικό κλίμα, επιστρατεύει τον εθνικισμό στην προσπά- θειά του να επιτύχει. Ο ανταγωνισμός παράγει εφήμερους νικητές και ηττημένους στον παγκόσμιο αγώνα κατάληψης θέσεων, και αυτό μπο­ρεί να συνιστά από μόνο του πηγή εθνικής υπερηφάνειας ή εθνικής εν­δοσκόπησης. Ο εθνικισμός που παρατηρείται στους αθλητικούς αγώνες μεταξύ χωρών αποτελεί σημάδι του ανωτέρω φαινομένου. Στην Κίνα,

Νεοφιλελευθερισμός

διατυπώνεται ανοιχτά η έκκληση προς το εθνικιστικό αίσθημα στον α­γώνα για την εξασφάλιση της θέσης του κράτους (εάν όχι της ηγεμο­νίας του) στην παγκόσμια αγορά (όπως φαίνεται στην ένταση του προ­γράμματος προγύμνασης των αθλητών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου). Το εθνικιστικό αίσθημα είναι εξίσου διαδεδομένο στη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, και σε αμφότερες τις περιπτώσεις μπο­ρεί να θεωρηθεί το αντίδοτο στη διάλυση των παλαιότερων δεσμών κοι­νωνικής αλληλεγγύης υπό την επίδραση του νεοφιλελευθερισμού. Ισχυρά ρεύματα πολιτισμικού εθνικισμού αναδεύονται μέσα σε παλιά έθνη- κράτη (όπως η Γαλλία) που σήμερα συγκροτούν την Ευρωπαϊκή Έ νω­ση. Ο θρησκευτικός και πολιτισμικός εθνικισμός ήταν το ηθικό έρμα της επιτυχούς εφαρμογής, από το Ινδουιστικό Εθνικιστικό Κόμμα, των νεοφιλελεύθερων μεθόδων στην Ινδία, την πρόσφατη περίοδο. Η επί­κληση των ηθικών αξιών κατά την ιρανική επανάσταση και η συνακό­λουθη στροφή προς τον αυταρχισμό δεν οδήγησαν σε πλήρη εγκατά­λειψη των πρακτικών της αγοράς στο Ιράν, ακόμη κι αν η επανάσταση είχε στο στόχαστρό της την παρακμή του αχαλίνωτου ατομικισμού της αγοράς. Μια παρόμοια παρόρμηση βρίσκεται πίσω από την επί μακρόν υπάρχουσα αίσθηση ηθικής ανωτερότητας που είναι διάχυτη σε χώρες όπως η Σιγκαπούρη και η Ιαπωνία σε σχέση με ό,τι θεωρούν «παρακ- μιακό» ατομικισμό και άμορφο πολυπολιτισμό των ΗΠΑ. Η περίπτωση της Σιγκαπούρης μάλιστα είναι ιδιαίτερα διδακτική. Συνδύασε το νεο­φιλελευθερισμό στην αγορά με μια δρακόντεια καταπιεστική και αυ­ταρχική κρατική εξουσία, ενώ επικαλείται την ηθική αλληλεγγύη που βασίζεται στα εθνικιστικά ιδανικά ενός πολιορκημένου νησιωτικού κρά­τους (μετά την αποπομπή της από τη μαλαισιανή ομοσπονδία), στις κομφουκιανικές αξίες και, πιο πρόσφατα, σε μια ιδιαίτερη μορφή κο­σμοπολίτικης ηθικής, εναρμονισμένης με τη σημερινή θέση της στον κό­σμο του διεθνούς εμπορίου.26 Αλλά και η βρετανική περίπτωση είναι ι­διαίτερα ενδιαφέρουσα. Η Μάργκαρετ Θάτσερ, με τον πόλεμο στα Φό- κλαντ/Μαλβίνες και με την ανταγωνιστική της στάση έναντι της Ευρώ­πης, επικαλέστηκε τα εθνικιστικά αισθήματα, προκειμένου να συγκε­ντρώσει υποστήριξη υπέρ του νεοφιλελεύθερου προγράμματος της, αν και ήταν η ιδέα της Αγγλίας και του Αγίου Γεωργίου [προστάτη της], παρά το Ηνωμένο Βασίλειο ως ολότητα, που εμψύχωνε το όραμά της - κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την εχθρική στάση της Σκοτίας και της Ουαλίας.

Είναι σαφές πως, ενώ υπάρχουν κίνδυνοι εξαιτίας της ερωτοτρο-

122

Το νεοφιλελεύθερο κράτος

πίας του νεοφιλελευθερισμού με ένα συγκεκριμένο τύπο εθνικισμού, ο ασυγκράτητος εναγκαλισμός του νεοσυντηρητισμού με τον εθνικό ηθι­κό σκοπό είναι πολύ πιο απειλητικός. Δεν είναι καθόλου καθησυχαστι- κή η εικόνα πολλών κρατών που ετοιμάζονται να καταφύγουν σε δρα­κόντειες καταναγκαστικές πρακτικές, ενώ υιοθετούν το καθένα απ’ αυ­τά τις δικές του διακριτές και υποτίθεται ανώτερες ηθικές αξίες, αντα- γωνιζόμενα στην παγκόσμια σκηνή. Η πιθανή απάντηση στις αντιφά­σεις του νεοφιλελευθερισμού μπορεί να μετατραπεί σε πρόβλημα με με­γάλη ευκολία. Η εξάπλωση της νεοσυντηρητικής, αν όχι αυταρχικής, ε­ξουσίας (του τύπου που ασκεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία και το Κομουνιστικό Κόμμα στην Κίνα), αν και αιτιολογείται πολύ διαφορετι­κά και εδράζεται σε διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, υπο­γραμμίζει τους κινδύνους εκφυλισμού σε ανταγωνιζόμενους και πιθα­νώς εμπόλεμους εθνικισμούς. Εάν υπάρχει κάτι αναπόφευκτο, αυτό α­σφαλώς προκύπτει περισσότερο από τη νεοσυντηρητική στροφή παρά από τις αιώνιες αλήθειες που είναι εμπεδωμένες στις υποτιθέμενες ε­θνικές διαφορές. Συνεπώς, για να αποφύγουμε καταστροφικές εκβά­σεις, απαιτείται η απόρριψη του νεοσυντηρητισμού ως λύσης στις αντι­φάσεις του νεοφιλελευθερισμού. Όμως, αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη εναλλακτικής προοπτικής: αυτό το ζήτημα θα εξεταστεί παρακάτω. ·

123

Κ Ε Φ Α I Ο 4

Ακανόνκπη γεωγραφική ετιέκιαση

Ο ΚΙΝΟΥΜΕΝΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ

Θα ήταν δύσκολο να χαραχτεί, ο κινούμενος χάρτης της πορείας της νεο- φιλελευθεροποίησης στην παγκόσμια σκηνή από το 1970 και εξής. Κατ’ αρχάς, τα περισσότερα κράτη που στράφηκαν προς το νεοφιλελευθερι­σμό το έκαναν μερικώς - σε ορισμένα εφαρμόστηκε η ευελιξία στις α­γορές εργασίας, σε άλλα η απορρύθμιση των λειτουργιών του χρηματο­πιστωτικού συστήματος και η υιοθέτηση του μονεταρισμού, και σε κά­ποια άλλα σημειώθηκε μια κίνηση προς την ιδιωτικοποίηση του κρατι­κού τομέα. Συνολικές αλλαγές μετά από κρίσεις (όπως η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης) μπορεί να ακολουθούνται από βραδείες αναστρο­φές, καθώς γίνονται εμφανέστερες οι μη αποδεκτές πλευρές του νεοφι­λελευθερισμού. Και στον αγώνα για την αναστήλωση ή την εγκαθίδρυ- ση της χαρακτηριστικής εξουσίας της ανώτερης τάξης λαμβάνουν χώρα όλα τα είδη των ελιγμών και αλλαγών κατεύθυνσης, καθώς αλλάζει χέ­ρια η πολιτική εξουσία και καθώς τα μέσα επιρροής εξασθενούν κάπου ή ενισχύονται αλλού. Συνεπώς, οποιοσδήποτε κινούμενος χάρτης θα α­πεικόνιζε τα ταραγμένα ρεύματα μιας ακανόνιστης γεωγραφικής επέ­κτασης που πρέπει να ιχνηλατηθεί, προκειμένου να κατανοήσουμε πώς οι τοπικοί μετασχηματισμοί συσχετίζονται με τις γενικότερες τάσεις.1

Ο ανταγωνισμός μεταξύ εδαφικών οντοτήτων (κρατών, περιφερειών ή πόλεων) σχετικά με το ποια είχε το καλύτερο μοντέλο για την οικονο­μική ανάπτυξη ή το καλύτερο επιχειρηματικό κλίμα ήταν συγκριτικά α­σήμαντος κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Αυτού του τύπου ο ανταγωνισμός οξύνθηκε στα πιο ανοιχτά και ρευστά συστήματα εμπο­ρικών σχέσεων που εγκαθιδρύθηκαν μετά το 1970. Το γενικό προχώρη- μα της νεοφιλελευθεροποίησης επιβλήθηκε, κατά συνέπεια, μέσω των μηχανισμών μιας ακανόνιστης γεωγραφικής επέκτασης. Επιτυχή κράτη ή περιφέρειες άσκησαν πίεση σε όλα τα άλλα να ακολουθήσουν τον δι-

124

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

κό τους δρόμο. Αλματώδεις καινοτομίες τοποθέτησαν το ένα ή το άλλο κράτος (Ιαπωνία, Γερμανία, Ταϊβάν, ΗΠΑ ή Κίνα), τη μια ή άλλη περι­φέρεια (Σίλικον Βάλεϊ, Βαυαρία, Τρίτη Ιταλία, Μπάνγκαλορ, το δέλτα του ποταμού Περλ ή την Μποτσουάνα) ή ακόμη τη μια ή την άλλη πό­λη (Βοστόνη, Σαν Φρανσίσκο, Σανγκάη ή Μόναχο) στην πρωτοπορία της κεφαλαιακής συσσώρευσης. Αλλά τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήμα­τα πολύ συχνά αποδείχθηκαν εφήμερα, δημιουργώντας μια ασυνήθιστη αστάθεια στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Εντούτοις, είναι επίσης αλήθεια ότι οι ισχυρές ωθήσεις της νεοφιλελευθεροποίησης εκπήγασαν, και επί­σης ενορχηστρώθηκαν, από ελάχιστα μεγάλα επίκεντρα.

Το δρόμο άνοιξαν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό ήταν ο­λοκάθαρο. Αλλά σε καμιά από τις δύο χώρες δεν έγινε αυτή η στροφή χωρίς να δημιουργήσει προβλήματα. Παρόλο που η Θάτσερ μπόρεσε να ιδιωτικοποιήσει την κοινωνική στέγη και τις κοινωφελείς επιχειρή­σεις, βασικοί τομείς των δημοσίων υπηρεσιών, όπως το εθνικό σύστη­μα υγείας και η δημόσια εκπαίδευση, παρέμειναν ως επί το πλείστον ά ­θικτοι. Στις ΗΠΑ, ο «κεϊνσιανός συμβιβασμός» της δεκαετίας του 1960 δεν είχε ποτέ προσεγγίσει τα επιτεύγματα των κοινωνικών δημοκρατι­κών κρατών της Ευρώπης. Συνεπώς, η αντιπολίτευση στον Ρέιγκαν ή­ταν λιγότερο μαχητική. Εν πάση περιπτώσει, ο Ρέιγκαν ήταν υπερβο­λικά απασχολημένος με τον Ψυχρό Πόλεμο. Εξαπέλυσε μια κούρσα ε­ξοπλισμών που χρηματοδοτήθηκε με το έλλειμμα («μιλιταριστικός κεϊν- σιανισμός») προς όφελος ειδικά της εκλογικής του πλειοψηφίας στο νότο και τη δύση των ΗΠΑ. Ενώ, βεβαίως, αυτή η πολιτική δεν συμ­βάδιζε με τη νεοφιλελεύθερη θεωρία, η αύξηση των ομοσπονδιακών ελλειμμάτων παρείχε μια βολική δικαιολογία για την περικοπή των κοι­νωνικών προγραμμάτων (που ήταν ένας από τους στόχους των νεο­φιλελεύθερων).

Παρά τη ρητορική περί θεραπείας των οικονομιών που νοσούν, ού­τε η Βρετανία ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες πέτυχαν υψηλά επίπεδα οι­κονομικών επιδόσεων στη δεκαετία του 1980, κάτι που υποδείκνυε ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν ήταν η απάντηση στις προσευχές των καπι­ταλιστών. Βεβαίως, ο πληθωρισμός μειώθηκε και τα επιτόκια έπεσαν ε­πίσης, αλλά το τίμημα ήταν υψηλά ποσοστά ανεργίας (7,5% στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των ετών του Ρέιγκαν και πάνω από 10% στη θατσε- ρική Βρετανία). Οι περικοπές στην κρατική επιδότηση της κοινωνικής πρόνοιας και στις δαπάνες για τις υποδομές μείωσαν την ποιότητα της ζωής πολλών πολιτών. Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν ένα δυσάρεστο

125

Νεοφιλελευθερισμός

μείγμα χαμηλής οικονομικής μεγέθυνσης και αυξανόμενης εισοδηματι­κής ανισότητας. Και στη Λατινική Αμερική, όπου το πρώτο κύμα ανα­γκαστικής νεοφιλελευθεροποίησης έπληξε τις χώρες στις αρχές της δε­καετίας του 1980, το αποτέλεσμα ήταν, ως επί το πλείστον, μια «χαμένη δεκαετία» οικονομικής στασιμότητας και πολιτικής αναταραχής.

Η δεκαετία του 1980 ανήκε, στην πραγματικότητα, στην Ιαπωνία, στις ανατολικοασιατικές οικονομίες-«τίγρεις» και στη Δυτική Γερμανία, ως τις κινητήριες δυνάμεις του ανταγωνισμού στην παγκόσμια οικονο­μία. Η επιτυχία που σημείωσαν, παρά την απουσία των όποιων γενικευ- μένων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, καθιστά δύσκολη την υπο­στήριξη της άποψης ότι η νεοφιλελευθεροποίηση προχώρησε στην πα­γκόσμια σκηνή ως αποδεδειγμένη θεραπεία της οικονομικής στασιμότη­τας. Βεβαίως, οι κεντρικές τράπεζες αυτών των χωρών ακολούθησαν γενικά τη μονεταριστική γραμμή (η Κεντρική Τράπεζα της Δυτικής Γερ- μανίας επέδειξε ιδιαίτερη φιλοπονία στην καταπολέμηση του πληθωρι­σμού). Και οι σταδιακές μειώσεις των εμπορικών φραγμών δημιούργη­σαν ανταγωνιστικές πιέσεις που κατέληξαν στην ανεπαίσθητη διαδικα­σία μιας «έρπουσας νεοφιλελευθεροποίησης», όπως θα μπορούσε να α- ποκληθεί, ακόμη και σε χώρες που εν γένει αντιστέκονταν. Η συμφωνία του Μάαστριχτ, το 1991, π.χ., που έθεσε ένα γενικά νεοφιλελεύθερο πλαί­σιο για την εσωτερική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα ήταν δυνατή εάν δεν ασκούνταν πιέσεις από κράτη όπως η Βρετανία που εί­χαν ταχθεί υπέρ των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Στη Δυτική Γ ερ­μανία, ωστόσο, τα συνδικάτα διατήρησαν τη δύναμή τους, οι κοινωνικές προστασίες δεν θίχτηκαν και τα επίπεδα των μισθών εξακολούθησαν να είναι σχετικά υψηλά. Αυτά διήγειραν την τεχνολογική καινοτομία που συνέβαλε στο να διατηρήσει η Δυτική Γ ερμανία την πρωτιά της στο πε­δίο του διεθνούς ανταγωνισμού κατά τη δεκαετία του 1980 (αν και πα- ρήγαγαν επίσης τεχνολογική ανεργία). Η οικονομική μεγέθυνση που τρο­φοδοτούνταν από τον εξαγωγικό προσανατολισμό ώθησε τη χώρα προς τα εμπρός και την τοποθέτησε σε παγκοσμίως ηγετική θέση. Στην Ιαπω­νία, τα ανεξάρτητα συνδικάτα ήταν αδύναμα ή ανύπαρκτα και ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας υψηλός, αλλά οι κρατικές επενδύσεις στην αλλαγή της τεχνολογίας και η στενή σχέση μεταξύ εταιρειών και τραπε­ζών (μια διευθέτηση που είχε αποδειχθεί επιτυχής και στη Δυτική Γ ερ­μανία) δημιούργησαν εντυπωσιακές οικονομικές επιδόσεις, με άξονα τις εξαγωγές, κατά τη δεκαετία του 1980, κυρίως εις βάρος του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ. Συνεπώς, η οικονομική μεγέθυνση της δεκαε­

126

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

τίας του 1980 δεν στηρίχθηκε στην εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού, ε­κτός από την επιφανειακή αίσθηση ότι το μεγαλύτερο άνοιγμα στο πα­γκόσμιο εμπόριο και στις αγορές εξασφάλισε το πλαίσιο στο οποίο οι στηριζόμενες στις εξαγωγές επιτυχίες της Ιαπωνίας, της Δυτικής Γερμα­νίας και των ασιατικών «τίγρεων» μπορούσαν να εκτυλιχθούν ευκολό­τερα, εν μέσω του εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, εκείνες οι χώρες που ακολουθούσαν αυστηρά τη νεο­φιλελεύθερη οδό φαίνονταν να βρίσκονται ακόμη σε οικονομική δυσ­πραγία. Ήταν συνεπώς δύσκολο να μην εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ά­ξιζε κανείς να μιμηθεί το παράδειγμα της Δυτικής Γερμανίας και των α­σιατικών «καθεστώτων» συσσώρευσης. Έτσι πολλά ευρωπαϊκά κράτη αντιστάθηκαν στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και υιοθέτησαν το δυτικογερμανικό μοντέλο. Στην Ασία, το ιαπωνικό μοντέλο έγινε αντι­κείμενο ευρείας μίμησης πρώτα από την «Ομάδα των Τεσσάρων» (Νό­τια Κορέα, Ταϊβάν, Χονγκ Κονγκ και Σιγκαπούρη) και στη συνέχεια α­πό την Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία, την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες.

Το δυτικογερμανικό και το ιαπωνικό μοντέλο δεν διευκόλυναν, ό­μως, την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος. Οι αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες, που παρατηρούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, κρατούνταν υπό έλεγχο. Στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ τα ποσοστά οικονομικής μεγέθυν­σης ήταν χαμηλά, το επίπεδο ζωής των εργαζομένων μειώθηκε σημα­ντικά και οι ανώτερες τάξεις άρχισαν να αποκομίζουν πλούσια οφέλη. Επί παραδείγματι, οι αμοιβές των διευθυνόντων συμβούλων στις ΗΠΑ έ­γιναν το αντικείμενο του φθόνου των Ευρωπαίων που κατείχαν αντίστοι­χες θέσεις. Στη Βρετανία, ένα νέο κύμα επιχειρηματιών χρηματιστών άρ­χισε να συσσωρεύει μεγάλες περιουσίες. Εάν το σχέδιο ήταν να παλινορ- θωθεί η ταξική οικονομική ισχύς των κορυφαίων ελίτ, τότε ο νεοφιλελευ­θερισμός ήταν, ολοφάνερα, η απάντηση. Έτσι, το εάν μια χώρα μπορού­σε ή όχι να ωθηθεί προς τη νεοφιλελευθεροποίηση εξαρτήθηκε από την ι­σορροπία των ταξικών δυνάμεων (τα ισχυρά συνδικάτα κρατούσαν υπό έλεγχο τη νεοφιλελευθεροποίηση στη Δυτική Γερμανία και τη Σουηδία), όπως επίσης από το βαθμό εξάρτησης της τάξης των καπιταλιστών από το κράτος (πολύ μεγάλος στην Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα).

Τα μέσα με τα οποία μπορούσε να μετασχηματιστεί και να παλινορ- θωθεί η ταξική ισχύς των ανώτερων τάξεων εφαρμόστηκαν σταδιακά, αλλά ασύμμετρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και σταθε­ροποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990. Τέσσερις παράγοντες έπαιξαν

127

Νεοφιλελευθερισμός

κρίσιμο ρόλο ως προς αυτό. Πρώτον, η στροφή προς την πιο ανοικτή κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα σ’ όλη την οικονομία που άρ­χισε στη δεκαετία του 1970 και επιταχύνθηκε σ’ αυτή του 1990. Οι άμε­σες ξένες επενδύσεις και οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου αυξήθηκαν τα­χύτατα σ’ όλη την έκταση του καπιταλιστικού κόσμου. Αλλά εξαπλώ­θηκαν ακανόνιστα (Σχήμα 4.1), και αυτό συχνά εξαρτήθηκε από το πό­σο καλό ήταν το επιχειρηματικό κλίμα σε μια χώρα έναντι μιας άλλης. Έ να ισχυρό κύμα καινοτομίας και απορρύθμισης κατέκλυσε διεθνώς τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ό χι μόνο έγιναν τα σπουδαιότερα ερ­γαλεία συντονισμού, αλλά και εξασφάλισαν τα μέσα προσπορισμού και συγκέντρωσης πλούτου. Έγιναν τα προνομιακά μέσα για την παλινόρ­θωση της ταξικής δύναμης των ανώτερων τάξεων. Ο στενός σύνδεσμος μεταξύ μεγάλων εταιρειών και τραπεζών που τόσο καλά είχε υπηρετή­σει τους Δυτικογερμανούς και τους Ιάπωνες στη διάρκεια της δεκαε­τίας του 1980 υπονομεύθηκε και αντικαταστάθηκε από την αυξανόμενη διασύνδεση μεταξύ μεγάλων εταιρειών και χρηματοπιστωτικών αγο­ρών (χρηματιστηρίων). Σ’ αυτό το πεδίο, το πλεονέκτημα το είχαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Στη δεκαετία του 1990, η ιαπωνική οικονομία υπέστη κατακόρυφη πτώση (που προκλήθηκε από την κατάρρευση των κερ­δοσκοπικών αγορών ακινήτων και γης) και ο τραπεζικός τομέας βρέ­θηκε σε επισφαλή κατάσταση. Η εσπευσμένη ενοποίηση της Γερμανίας δημιούργησε εντάσεις και το τεχνολογικό πλεονέκτημα που είχαν την προηγούμενη περίοδο οι Γερμανοί εξανεμίστηκε, κάτι που αναγκαστι­κά ώθησε στην πιο βαθιά αμφισβήτηση της κοινωνικής δημοκρατικής παράδοσης της χώρας, προκειμένου να επιβιώσει.

Δεύτερον, σημειώθηκε μια αυξανόμενη γεωγραφική κινητικότητα του κεφαλαίου. Διευκολύνθηκε δε εν μέρει από το πεζό, αλλά κρίσιμο γεγονός της ταχείας μείωσης του κόστους μεταφορών και επικοινω­νιών. Η σταδιακή μείωση των τεχνητών εμποδίων στην κίνηση του κε­φαλαίου και των εμπορευμάτων, όπως των δασμών, των συναλλαγμα­τικών ελέγχων ή, ακόμη πιο απλά, του χρόνου αναμονής στα σύνορα (η κατάργηση των οποίων στην Ευρώπη είχε τεράστιες επιδράσεις) έπαι­ξαν επίσης σημαντικό ρόλο. Ενώ υπήρχε σημαντική ασυμμετρία (οι α­γορές της Ιαπωνίας παρέμειναν υπερπροστατευμένες, επί παραδείγμα- τι), η γενική ώθηση ήταν προς την τυποποίηση των εμπορικών διευθε­τήσεων μέσω διεθνών συμφωνιών που κορυφώθηκαν με τις συμφωνίες του ΠΟΕ, οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ το 1995 (πάνω από εκατό χώρες τις υπέγραψαν εκείνο το έτος). Αυτό το μεγαλύτερο άνοιγμα στις ροές κε-

[28

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

129

ΣΧΗ

ΜΑ

4.1

Παγ

κόσμ

ια δ

ιάτα

ξη ά

μεσω

ν ξέ

νων

επεν

δύσε

ων

(ΑΞΕ

), 20

00

Νεοφιλελευθερισμός

φαλαίαυ (πρωταρχικά αμερικανικών ευρωπαϊκών και ιαπωνικών κε­φαλαίων) πίεσε όλα τα κράτη να αντιμετωπίσουν την ποιότητα του ε­πιχειρηματικού κλίματος στις χώρες τους ως κρίσιμο στοιχείο της επι­τυχίας τους στον τομέα του ανταγωνισμού. Εφόσον ο βαθμός νεοφιλε- λευθεροποίησης εκλαμβανόταν όλο και περισσότερο από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα ως κριτήριο του καλού επιχειρηματικού κλί­ματος, η πίεση επί όλων των κρατών να υιοθετήσουν τις νεοφιλελεύθε­ρες μεταρρυθμίσεις αυξήθηκε.2

Τρίτον, το σύμπλεγμα Γσυόλ Στριτ-ΔΝΤ-υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ που κατέληξε να κυριαρχεί επί προεδρίας Κλίντον ήταν σε θέση να πείθει, να καλοπιάνει και (χάρη στα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής που διαχειριζόταν το ΔΝΤ) να καταναγκάζει πολλές α­ναπτυσσόμενες χώρες να ακολουθούν τον νεοφιλελεύθερο δρόμο.3 Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν επίσης το δέλεαρ της προτιμησιακής πρόσβασης στην τεράστια καταναλωτική αγορά τους, για να πείσουν πολλές χώρες να μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους σύμφωνα με τις νεοφιλελεύθε­ρες κατευθύνσεις (σε πολλές περιπτώσεις μέσω διμερών συμφωνιών). Αυτές οι πολιτικές συντέλεσαν στη δημιουργία μεγάλης οικονομικής άνθησης στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1990. Οι ΗΠΑ, αρμενίζοντας πάνω το κύμα της τεχνολογικής καινοτομίας που στήριξε την άνοδο της αποκαλούμενης «νέας οικονομίας», φαινόταν να έχουν την απάντη­ση στα οικονομικά προβλήματα και άρα οι πολιτικές τους άξιζαν μίμη­σης, ακόμη κι αν η σχετικά πλήρης απασχόληση που είχαν επιτύχει ή­ταν εργασία χαμηλά αμειβόμενη, υπό συνθήκες μειούμενης κοινωνικής προστασίας (αυξήθηκε ο αριθμός των ανθρώπων χωρίς ασφάλιση υ­γείας). Η ευελιξία στις αγορές εργασίας και η μείωση των επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας (η δρακόντεια επιδιόρθωση του «συστήματος της κοινωνικής πρόνοιας όπως το γνωρίζουμε», στην οποία προέβη ο Κλί­ντον) άρχισε να είναι αποδοτική για τις ΗΠΑ και δημιούργησε αντα­γωνιστικές πιέσεις στις πιο αυστηρά ρυθμιζόμενες αγορές εργασίας που κυριαρχούσαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (εκτός από τη Βρε­τανία) και στην Ιαπωνία. Ωστόσο, το πραγματικό μυστικό της αμερι­κανικής επιτυχίας ήταν πως μπορούσε πια να διοχετεύει μέσα στη χώ­ρα υψηλά ποσοστά απόδοσης από τις χρηματοπιστωτικές και εταιρικές δραστηριότητες (από άμεσες όσο και από επενδύσεις χαρτοφυλακίου) στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η ροή του φόρου υποτέλειας από τον υπό­λοιπο κόσμο δημιούργησε τον πλούτο των ΗΠΑ στη δεκαετία του 1990 (Σχήματα 1.8 και 1.9).4

130

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

Τέλος, η παγκόσμια διάχυση της νέας μονεταριστικής και νεοφιλε­λεύθερης οικονομικής ορθοδοξίας άσκησε μια ακόμη πιο ισχυρή ιδεο­λογική επιρροή. Από το 1982 ήδη, τα κεϊνσιανά οικονομικά εκδιώχθη- καν από τους διαδρόμους του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Στα τέλη της δεκαετίας, τα περισσότερα οικονομικά τμήματα στα ερευνητι­κά πανεπιστήμια των ΗΠΑ -αυτά που εκπαίδευαν τους περισσότερους οικονομολόγους του κόσμου- είχαν ευθυγραμμιστεί, μέσω ενός γενικού ξεκαθαρίσματος, με τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα που έδινε έμφαση στον έλεγχο του πληθωρισμού και στα υγιή δημόσια οικονομικά (παρά στην πλήρη απασχόληση και την κοινωνική προστασία) ως πρωταρχικούς στόχους της οικονομικής πολιτικής.

Ό λα αυτά τα στοιχεία συνενώθηκαν στην αποκαλούμενη «Συναίνε­ση της Ουάσιγκτον» στα μέσα της δεκαετίας του 1990.5 Το μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου ορίστηκε ως η απάντηση στα παγκόσμια προβλήματα. Ασκήθηκε μεγάλη πίεση στην Ιαπωνία και την Ευρώπη (ας μην αναφερθούμε στο πόσο μεγάλη πίεση ασκήθηκε στον υπόλοιπο κόσμο) για να ακολουθήσουν τον νεο­φιλελεύθερο δρόμο. Συνεπώς ήταν ο Κλίντον και στη συνέχεια ο Μπλερ που, από τα κεντροαριστερά, συνέβαλαν περισσότερο στη στερέωση του νεοφιλελευθερισμού τόσο στις χώρες τους όσο και διεθνώς. Η συ­γκρότηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου αποτέλεσε το ζενίθ αυτής της θεσμικής ώθησης (αν και η δημιουργία της Βορειοαμερικα- νικής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών και η υπογραφή των συμφωνιών του Μάαστριχτ, προηγουμένως, στην Ευρώπη υπήρξαν επίσης σημα­ντικές περιφερειακές θεσμικές προσαρμογές). Ο ΠΟΕ έθεσε στο πρό­γραμμά του νεοφιλελεύθερα κριτήρια και κανόνες για την αλληλεπί­δραση στην παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, ο πρωταρχικός του στόχος ήταν να ανοίξει ο κόσμος κατά το δυνατόν περισσότερο στις ροές κε­φαλαίου, ώστε να διεξάγονται ανεμπόδιστα (πάντα όμως με την περιο­ριστική ρήτρα της προστασίας βασικών «εθνικών συμφερόντων), διότι αυτή ήταν η θεμελιώδης προϋπόθεση προκειμένου να αποσπούν φόρο υποτέλειας από τον υπόλοιπο κόσμο οι ισχυροί χρηματοπιστωτικοί το­μείς των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας.

Κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν είναι ιδιαίτερα συνεπές προς τη νεοφιλελεύθερη θεωρία, εκτός από την έμφαση στον περιορισμό του προϋπολογισμού και στον συνεχή αγώνα εναντίον του πληθωρισμού που ήταν σχεδόν ανύπαρκτος τη δεκαετία του 1990. Βεβαίως, υπήρχαν πάντα οι υπολογισμοί της εθνικής ασφάλειας, οι οποίοι αναπόφευκτα

Νεοφιλελευθερισμός

διατάρασσαν κάθε προσπάθεια καθαρής εφαρμογής της νεοφιλελεύθε­ρης θεωρίας. Ενώ η πτώση του τείχους του Βερολίνου και ο τερματι­σμός του Ψυχρού Πολέμου επέφεραν σεισμική γεωπολιτική μεταβολή στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, δεν έθεσαν τέρμα στον θανάσι­μο, μερικές φορές, χορό των γεωπολιτικών ελιγμών για την απόκτηση ισχύος και επιρροής μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που δρουν στην παγκόσμια σκηνή, ιδίως σε εκείνες τις περιοχές, όπως η Μέση Ανατο­λή, που ήλεγχαν σημαντικούς πόρους ή σε περιοχές μεγάλης κοινωνι­κής και πολιτικής αστάθειας (όπως τα Βαλκάνια). Όμως, συντέλεσαν στην ελάττωση της δέσμευσης που είχαν αναλάβει οι ΗΠΑ για τη στή­ριξη της Ιαπωνίας και των ασιατικών οικονομιών ως προπυργίων της πρώτη γραμμής του Ψυχρού Πολέμου. Ο υποστηρικτικός οικονομικός ρόλος που έπαιζαν οι ΗΠΑ στη Νότια Κορέα και στην Ταϊβάν πριν α­πό το 1989 δεν τέθηκε στη διάθεση της Ινδονησίας και της Ταϊλάνδης στη δεκαετία του 1990. Αλλά, ακόμη και μέσα στο νεοφιλελεύθερο πλαί­σιο, υπήρχαν πολλά στοιχεία, όπως οι δραστηριότητες του ΔΝΤ ή της Ομάδας των Επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών, τα οποία έ­δειχναν ότι λειτουργούσαν λιγότερο ως νεοφιλελεύθεροι θεσμοί και πε­ρισσότερο ως κέντρα ωμής δύναμης που επιστρατεύεται από συγκεκρι­μένες μεγάλες χώρες ή ομάδες μεγάλων χωρών, οι οποίες επιδιώκουν συγκεκριμένα πλεονεκτήματα. Η θεωρητική νεοφιλελεύθερη κριτική του ΔΝΤ βεβαίως δεν υποχώρησε. Η ετοιμότητα να παρέμβει στις αγο­ρές νομίσματος με συμφωνίες όπως η Συμφωνία του Πλάζα το 1985, η οποία μείωσε τεχνητά την ισοτιμία του δολαρίου έναντι του ιαπωνικού γιεν, που ακολουθήθηκε λίγο αργότερα από την Αντίστροφη Συμφω­νία Πλάζα, η οποία επιδίωκε τη διάσωση της Ιαπωνίας από την ύφεσή της, στη δεκαετία του 1990, ήταν παραδείγματα ενορχηστρωμένων πα­ρεμβάσεων που προσπαθούσαν να σταθεροποιήσουν τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές.6

Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις ήταν ενδημικές όσο και μεταδοτικές. Η κρίση του χρέους της δεκαετίας του 1980 δεν περιορίστηκε στο Μεξι­κό, αλλά είχε παγκόσμιες εκδηλώσεις (βλέπε Σχήμα 4.2).7 Και τη δεκαε­τία του 1990 σημειώθηκαν δύο ομάδες συσχετιζόμενων χρηματοπιστωτι­κών κρίσεων, που παρήγαγαν μια αρνητική ένδειξη ακανόνιστης νεοφι- λελευθεροποίησης. Η «κρίση τεκίλα» που έπληξε το Μεξικό το 1995, επί παραδείγματι, εξαπλώθηκε σχεδόν στιγμιαία, με καταστρεπτικά αποτε­λέσματα στη Βραζιλία και την Αργεντινή. Οι δονήσεις της έγιναν αι­σθητές σε κάποιο βαθμό στη Χιλή, τις Φιλιππίνες, την Ταϊλάνδη και την

132

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

133

ΣΧΗ

ΜΑ

4.2

Η δ

ιεθν

ής κ

ρίση

του

χρέ

ους

των

ετώ

ν 19

82-1

985

Νεοφιλελευθερισμός

Πολωνία. Το γιατί συνέβη ακριβώς αυτό το είδος της εξάπλωσης είναι δύσκολο να εξηγηθεί, διότι οι κερδοσκοπικές κινήσεις και οι προσδοκίες που αναπτύσσονται στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν βασίζονται α- παραιτήτως σε πραγματικά γεγονότα. Ωστόσο, η ανεξέλεγκτη κυριαρ­χία του χρηματοπιστωτικού τομέα δημιουργούσε σαφώς σοβαρό κίνδυ­νο μεταδοτικών κρίσεων. Η «συμπεριφορά κοπαδιού» των χρηματιστών (ουδείς επιθυμεί να είναι ο τελευταίος που θα κρατηθεί σ’ ένα νόμισμα προ της υποτίμησης) μπορούσε να δημιουργήσει αυτο-εκπληρούμενες προσδοκίεςτΑυτές μπορούν να έχουν επιθετικές όσο και αμυντικές εκ­δηλώσεις. Οι κερδοσκόποι του νομίσματος έβγαλαν δισεκατομμύρια ό­ταν ανάγκασαν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να χαλαρώσουν τον ευρω­παϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ), τον Ιούλιο του 1993, και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, μόνο ο Τζορτζ Σόρος αποκόμι­σε σχεδόν 1 δισεκατομμύριο δολάρια μέσα σε δύο εβδομάδες, στοιχη­ματίζοντας εναντίον της ικανότητας της Βρετανίας να κρατήσει τη στερ­λίνα μέσα στα όρια του ΜΣΙ.. Το δεύτερο και πιο γενικευμένο κύμα χρηματοπιστωτικών κρίσεων άρχισε στην Ταϊλάνδη το 1997 με την υποτίμηση του μπατ, μετά την κα­τάρρευση της κερδοσκοπικής αγοράς ακινήτων. Η κρίση εξαπλώθηκε πρώτα στην Ινδονησία, τη Μαλαισία και τις Φιλιππίνες και στη συνέ­χεια στο Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν, τη Σιγκαπούρη και τη Νότια Κο­ρέα. Κατόπιν επλήγησαν σκληρά η Εσθονία και η Ρωσία και λίγο μετά κατέρρευσε η Βραζιλία με σοβαρές και μακροχρόνιες συνέπειες για την Αργεντινή. Επηρεάστηκαν ακόμη η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Τουρκία. Μόνο οι ΗΠΑ φαίνονταν απρόσβλητες, παρόλο που και εκεί υπήρξε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο, το Long Term Capital Management (με δύο νομπελίστες οικονομολόγους ως βασικούς συμβούλους), το οποίο εί­χε στοιχηματίσει λανθασμένα στις διακυμάνσεις του ιταλικού νομίσμα­τος και χρειάστηκε να διασωθεί με την καταβολή ποσού άνω των 3,5 δι­σεκατομμυρίων δολαρίων.

Το «ανατολικο-ασιατικό καθεστώς» συσσώρευσης, που είχε διευκο­λυνθεί από τα «αναπτυξιακά κράτη», δοκιμάστηκε στο σύνολό του στα έτη 1997-98. Οι κοινωνικές επιπτώσεις ήταν ολέθριες:

Καθώς εξελισσόταν η κρίση, η ανεργία εκτοξεύθηκε στα ύψη, το ΑΕΠ κα­τρακύλησε, τράπεζες έκλεισαν. Το ποσοστό της ανεργίας τετραπλασιάστη­κε στην Κορέα, τριπλασιάστηκε στην Ταϊλάνδη, δεκαπλασιάστηκε στηνΙνδονησία. Στην Ινδονησία, σχεδόν το 15% των ανδρών εργαζομένων το

134

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

1997 είχε χάσει την εργασία του τον Αύγουστο του 1998, και η οικονομική καταστροφή ήταν ακόμη χειρότερη στις αστικές περιοχές του μεγαλύτερου νησιού, της Ιάβας. Στη Νότια Κορέα, η φτώχεια στα αστικά κέντρα τρι­πλασιάστηκε, σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού περιήλθε σε κατάστα­ση πενίας· στην Ινδονησία, η φτώχεια διπλασιάστηκε ... Το 1998, το ινδο- νησιακό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 13,1%, το κορεατικό κατά 6,7% και το ταϊ- λανδέζικο κατά 10,8%. Τρία χρόνια μετά την κρίση, το ΑΕΠ της Ινδονησίας ήταν ακόμη χαμηλότερο κατά 7,5% από το προ της κρίσης επίπεδό του, της δε Ταϊλάνδης κατά 2,3% χαμηλότερο.8

Καθώς το ΑΕΠ της Ινδονησίας έπεφτε και η ανεργία αυξανόταν δρα­ματικά, το ΔΝΤ παρενέβη για να επιβάλει τη λιτότητα με την κατάργη­ση των επιδοτήσεων στα τρόφιμα και την κηροζίνη. Οι αναταραχές και η βία που ακολούθησαν «κουρέλιασαν τον κοινωνικό ιστό της χώρας». Οι καπιταλιστικές τάξεις, κυρίως οι εξ εθνικής καταγωγής Κινέζοι, θεω­ρήθηκαν γενικά οι ένοχοι για την καταστροφή. Ενώ η πιο πλούσια επι­χειρηματική κινεζική ελίτ έγινε άφαντη δραπετεύοντας στη Σιγκαπού­ρη, ένα κύμα εκδικητικών δολοφονιών και επιθέσεων στις περιουσίες κα­τάπιε τους υπολοίπους της κινεζικής μειονότητας, καθώς ο εθνοτικός ε­θνικισμός σήκωνε το απαίσιο κεφάλι του, αναζητώντας τον αποδιοπο­μπαίο τράγο για την κοινωνική κατάρρευση.9

Η επίσημη εξήγηση του ΔΝΤ και του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ για την κρίση ήταν πως υπήρχε πολύ μεγάλη κρατική παρέμβαση και σχέσεις διαφθοράς μεταξύ του κράτους και των επιχειρήσεων («κα­πιταλισμός των ημετέρων»), Η λύση ήταν να βαθύνει η νεοφιλελευθε- ροποίηση. Και έδρασαν ανάλογα, με καταστρεπτικές συνέπειες. Η ε­ναλλακτική άποψη για την κρίση ήταν πως στον πυρήνα του προβλή­ματος βρισκόταν η ασυγκράτητη χρηματοπιστωτική απορρύθμιση και η αποτυχία να δημιουργηθούν οι κατάλληλοι ρυθμιστικοί μηχανισμοί ε­λέγχου των αφηνιασμένων και κερδοσκοπικών επενδύσεων χαρτοφυλα­κίου. Τα τεκμήρια υπέρ αυτής της δεύτερης άποψης είναι ακλόνητα: ε­κείνες οι χώρες που δεν είχαν απελευθερώσει τις κεφαλαιαγορές τους -Σιγκαπούρη, Ταϊβάν και Κίνα- επηρεάστηκαν πολύ λιγότερο από τις χώρες, όπως η Ταϊλάνδη, η Ινδονησία, η Μαλαισία και οι Φιλιππίνες, που τις είχαν απελευθερώσει. Επιπλέον, μία χώρα που αγνόησε το ΔΝΤ και επέβαλε ελέγχους στο κεφάλαιο -η Μαλαισία- ανέκαμψε πιο γρή­γορα.10 Μετά την απόρριψη και από τη Νότια Κορέα της συμβουλής του ΔΝΤ για βιομηχανική και χρηματοπιστωτική αναδιάρθρωση και αυ­τή η χώρα ανέκαμψε πιο γρήγορα. Το γιατί το ΔΝΤ και το υπουργείο

135

Νεοφιλελευθερισμός

Οικονομικών των ΗΠΑ συνεχίζουν να επιμένουν στη νεοφιλελευθερο- ποίηση είναι ολοφάνερα μυστήριο. Τα θύματα προτείνουν όλο και πε­ρισσότερο μια συνωμοτική εξήγηση:

Το ΔΝΤ πρώτα είπε στις ασιατικές χώρες να ανοίξουν τις αγορές τους στο θερμό βραχυπρόθεσμο κεφάλαιο. Ο ι χώρες υπάκουσαν και το χρήμα ει- σήλθε αλλά εξήλθε εξίσου αιφνίδια. Στη συνέχεια το ΔΝΤ είπε ότι έπρεπε να αυξηθούν τα επιτόκια και να πραγματοποιηθεί δημοσιονομική συρρί­κνωση και έτσι προκλήθηκε βαθιά ύφεση. Οι τιμές των περιουσιακών στοι­χείων κατρακύλησαν, το ΔΝΤ παρότρυνε τις πληγείσες χώρες να πουλή­σουν τα περιουσιακά τους στοιχεία ακόμη και σε εξευτελιστικές τιμές ... Τις πωλήσεις διαχειρίστηκαν τα ίδια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είχαν α ­ποσύρει τα κεφάλαιά τους, επιταχύνοντας την κρίση. Αυτές οι τράπεζες, στη συνέχεια, πήραν μεγάλες προμήθειες για την πώληση των προβληματι­κών επιχειρήσεων ή για τη διάλυσή τους, όπως είχαν πάρει μεγάλες προ­μήθειες όταν κατηύθυναν, αρχικά, το χρήμα μέσα στις χώρες.11

Πίσω από αυτή τη συνωμοτική άποψη βρίσκεται ο σκοτεινός και σε μεγάλο βαθμό αδιερεύνητος ρόλος των hedge funds (κερδοσκοπικών αμοιβαίων κεφαλαίων) που εδράζονται στη Νέα Υόρκη. Εάν ο Σόρος και άλλοι κερδοσκόποι μπόρεσαν να αποκομίσουν δισεκατομμύρια εις βάρος των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, στοιχηματίζοντας ενάντια στην ικανότητά τους να παραμείνουν εντός των κατευθυντήριων του Ευρω­παϊκού Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, τότε γιατί δεν θα μπορούσαν αυτά τα αμοιβαία κεφάλαια, εξοπλισμένα με τα τρισεκα­τομμύρια δολάρια των δανεισμένων από τις τράπεζες χρημάτων, να καταστρώσουν μια επίθεση εναντίον όχι μόνο των κυβερνήσεων της Α ­νατολικής και Νότιας Ασίας, αλλά και ορισμένων από τις πιο επιτυχη­μένες εταιρείες του παγκόσμιου καπιταλισμού, αρνούμενα απλώς σ’ αυτές τη ρευστότητα, όταν βρίσκονταν σε κάποια δυσκολία; Ως αποτέ­λεσμα, η ροή του φόρου υποτέλειας προς τη Γουόλ Στριτ ήταν τερά­στια, αυξάνοντας εκρηκτικά τις τιμές των μετοχών σε μια εποχή που οι ρυθμοί αποταμίευσης στις ΗΠΑ καταποντίζονταν. Και αφού κηρύχθη­κε πτώχευση στις περισσότερες χώρες της περιοχής, ένα κύμα άμεσων ξένων επενδύσεων τις κατέκλυσε ξανά και οι επενδυτές μπορούσαν να αγοράσουν βιωσιμότατες επιχειρήσεις ή (όπως στην περίπτωση της Daewoo) τμήματά τους, πάμφθηνα. Ο Στίγκλιτς απορρίπτει τη συνω­μοτική άποψη και προτείνει μια «απλούστερη» εξήγηση: το ΔΝΤ απλώς «αντιπροσώπευε τα συμφέροντα της δυτικής χρηματοπιστωτικής κοι­

136

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

νότητας».12 Αγνοεί όμως το ρόλο των hedge funds και δεν συνειδητο­ποιεί ότι η αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα, για την οποία τόσο συχνά εκφράζει την απογοήτευσή του θεωρώντας την παράπλευρη συνέπεια της νεοφιλελευθεροποίησης, μπορεί να ήταν εξαρχής ο λόγος ύπαρξης του νεοφιλελευθερισμού.

Α Ν Τ Α Π Ο Κ ΡΙΣ Ε ΙΣ Α Π Ο Τ Ο Μ Ε Τ Ω Π Ο

Μεξικό

Το Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα (ΘΕΚ) ήταν το μοναδικό κυβερνών κόμμα στο Μεξικό από το 1929 μέχρι την εκλογή του Βισέντε Φοξ, το 2000. Το κόμμα δημιούργησε ένα κράτος ταξικής συνεργασίας (κορπο- ρατίστικο) που αποδείχθηκε ικανότατο στην οργάνωση, απορρόφηση, εξαγορά ή καταστολή, εάν παρίστατο ανάγκη, των αντιπολιτευτικών κινημάτων των εργατών, των χωρικών και των μεσαίων τάξεων που α­ποτελούσαν τη βάση της επανάστασης. Το ΘΕΚ επιδίωξε τον κρατικά καθοδηγούμενο εκσυγχρονισμό και το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που εστίαζε κυρίως στην υποκατάσταση των εξαγωγών και στο ενερ­γητικό εξαγωγικό εμπόριο με τις ΗΠΑ. Εμφανίστηκε ένας σημαντικός μονοπωλιακός κρατικός τομέας στις μεταφορές, την ενέργεια και τις ε­πιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, όπως επίσης σε ορισμένους βασικούς βιο­μηχανικούς κλάδους (όπως στη χαλυβουργία). Η ελεγχόμενη είσοδρς ξένων κεφαλαίων βάσει του προγράμματος maquila, που επέτρεπε στο αμερικανικό κυρίως κεφάλαιο να παράγει στη συνοριακή ζώνη, χρησι­μοποιώντας φθηνή εργασία Μεξικανών, χωρίς να επιβαρύνεται με δα­σμούς ή περιορισμούς στη διακίνηση των εμπορευμάτων, είχε αρχίσει από το 1965. Παρά τη σχετικά σθεναρή οικονομική ανάπτυξη των δε­καετιών 1950 και 1960, τα οφέλη της οικονομικής μεγέθυνσης δεν δια­χύθηκαν πολύ. Το Μεξικό δεν ήταν καλό παράδειγμα εμπεδωμένου φι­λελευθερισμού, αλλά οι περιστασιακές δωροδοκίες προς ανήσυχες ο­μάδες (χωρικούς, εργάτες, μεσαίες τάξεις) συντελούσαν σε ένα βαθμό στην αναδιανομή του εισοδήματος. Η βίαιη καταστολή του φοιτητικού κινήματος που διαμαρτυρόταν για τις κοινωνικές ανισότητες, το 1968, *

* Εργοστάσια που εισάγουν υλικά και εφοπλισμό χωρίς δασμούς, με σκοπό τη συ­ναρμολόγηση ή την κατασκευή και τα επανεξάγουν ως έτοιμα προϊόντα στη χώρα προ­έλευσης. Συνήθως 100% ξένης ιδιοκτησίας. (Σ,τ.Μ.)

137

Νεοφιλελευθερισμός

άφησε μια πικρή κληρονομιά που απειλούσε τη νομιμοποίηση του ΘΕΚ. Η ισορροπία των ταξικών δυνάμεων άρχισε να αλλάζει, όμως, στη δε­καετία του 1970. Τα επιχειρηματικά συμφέροντα ενίσχυσαν την αυτόνο­μη θέση τους και βάθυναν τους δεσμούς τους με το ξένο κεφάλαιο.

Η παγκόσμια κρίση της δεκαετίας του 1970 έπληξε άγρια το Μεξικό. Το ΘΕΚ αντέδρασε με την επέκταση του δημόσιου τομέα, αναλαμβά­νοντας τις χρεοκοπημένες ιδιωτικές επιχειρήσεις και διατηρώντας τις ως βάσεις απασχόλησης, ώστε να αποσοβήσει την απειλή της εργατι­κής εξέγερσης. Ο αριθμός των κρατικών επιχειρήσεων υπερδιπλασιά­στηκε ανάμεσα στο 1970 και το 1980, όπως και ο αριθμός των υπαλλή­λων τους. Αλλά αυτές οι επιχειρήσεις έχαναν χρήματα και το κράτος έ­πρεπε να δανείζεται για να τις χρηματοδοτεί. Οι επενδυτικές τράπεζες της Νέας Υόρκης, που είχαν πλημμυρίσει με πετροδολάρια τα οποία ή­θελαν να επενδύσουν, το εξυπηρέτησαν. Η ανακάλυψη των αποθεμά­των μεξικανικού πετρελαίου καθιστούσε το δανεισμό προς αυτό δελεα­στικό στοίχημα. Το εξωτερικό χρέος του Μεξικού αυξήθηκε από 6,8 δι­σεκατομμύρια δολάρια το 1972 σε 58 το 1982.13

Και τότε ήλθε η πολιτική των υψηλών επιτοκίων του Βόλκερ, η ύ­φεση στις ΗΠΑ που μείωσε τη ζήτηση για μεξικανικά προϊόντα και η κάμψη των τιμών του πετρελαίου. Τα κρατικά έσοδα του Μεξικού μειώ­θηκαν και το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους εκτοξεύθηκε στα ύ­ψη. Τον Αύγουστο του 1982 το Μεξικό κήρυξε χρεοκοπία. Η μαζική φυγή κεφαλαίου, που ήδη είχε αρχίσει εν όψει της υποτίμησης του πέ- σο, επιταχύνθηκε- και ο πρόεδρος Πορτίγιο εθνικοποίησε τις τράπεζες ως μέτρο έκτακτης ανάγκης.14 Η επιχειρηματική ελίτ και οι τραπεζίτες αποδοκίμασαν αυτή την πολιτική. Ο Ντε λα Μαντρίντ, που ανέλαβε την εξουσία λίγους μόλις μήνες αργότερα, ήταν υποχρεωμένος να κάνει μια πολιτική επιλογή. Και τάχθηκε στο πλευρό των επιχειρήσεων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό ήταν αναπόφευκτο, αλλά η πολιτική δύναμη του ΘΕΚ δεν το καθιστούσε αναγκαίο. Ο Ντε λα Μαντρίντ ή­ταν μεταρρυθμιστής, δεν είχε αφομοιώσει την παραδοσιακή πολιτική του ΘΕΚ και διατηρούσε στενές σχέσεις με τους καπιταλιστές και τα ξέ­να συμφέροντα. Η συνδυασμένη δράση του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τρά­πεζας και του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ που οργάνωσε ο Τζέιμς Μπέικερ προς εξασφάλιση δανεισμού, για την ανακούφιση του Μεξικού από τις οικονομικές του δυσκολίες, δημιούργησε επιπρόσθε­τες πιέσεις στον Ντε λα Μαντρίντ. Οι φορείς αυτοί δεν επέμεναν απλώς στην εφαρμογή πολιτικής λιτότητας· για πρώτη φορά επέμειναν στην ε­

138

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

φαρμογή γενικευμένων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, όπως ιδιω­τικοποίηση, αναδιοργάνωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με μεθόδους συμβατές προς τα ξένα συμφέροντα, άνοιγμα των εσωτερι­κών αγορών στο ξένο κεφάλαιο, μείωση των δασμών και πιο ευέλικτες αγορές εργασίας. Το 1984, για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Παγκό­σμια Τράπεζα έδωσε δωρεάν δάνειο σε μια χώρα με αντάλλαγμα,τις διαρθρωτικές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Έτσι ο Ντε λα Μαντρίντ άνοιξε το Μεξικό στην παγκόσμια οικονομία με την προσχώρησή του στη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) και την εφαρμο­γή προγράμματος λιτότητας. Τα αποτελέσματα ήταν οδυνηρά:

Στο διάστημα 1983-1988 το κατά κεφαλήν εισόδημα στο Μεξικό μειωνόταν κατά 5% ετησίως· η αξία των πραγματικών μισθών των εργατών μειώθηκε 40-50%· ο πληθωρισμός, που κυμαινόταν μεταξύ του 3 και 4% ετησίως τη δεκαετία του 1960, είχε ανέλθει στο μέσον της δεύτερης δεκάδας μετά το 1976 και ξεπέρασε το 100% σε αρκετά από αυτά τα έτη... Ταυτόχρονα, λό­γω των δημοσιονομικών προβλημάτων της κυβέρνησης και της αλλαγής προσανατολισμού στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο της χώρας, έφθιναν συνεχώς οι κρατικές δαπάνες σε δημόσια αγαθά. Η επιδότηση των τροφί­μων περιορίστηκε στα πιο φτωχά τμήματα του πληθυσμού και η ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης και υγείας έμεινε στάσιμη ή επιδεινώθηκε.15

Για την Πόλη του Μεξικού, αυτό σήμαινε, στα 1985, ότι οι πόροι ή­ταν «τόσο σπάνιοι ώστε οι δαπάνες κεφαλαίου για καίριες υπηρεσίες της πόλης μειώθηκαν κατά 12% στις μεταφορές, 25% στο πόσιμο νερό, 18% στην υγεία, 26% στην αποκομιδή των σκουπιδιών».16 Το κύμα της εγκληματικότητας που ακολούθησε μετέτρεψε την Πόλη του Μεξικού από μια εκ των πιο ήσυχων πόλεων σε μια εκ των πιο επικίνδυνων σε όλη τη Λατινική Αμερική, μέσα σε μία δεκαετία. Ή ταν μια επανάληψη, με πιο συντριπτικές συνέπειες όμως, αυτού που είχε συμβεί στη Νέα Υόρκη πριν από δέκα χρόνια. Πολύ αργότερα, η Πόλη του Μεξικού ε- πιβράβευσε με ένα συμβόλαιο πολλών εκατομμυρίων τον συμβουλευτι­κό οργανισμό του Τζουλιάνι [δημάρχου της Νέας Υόρκης], για να δι­δάξει στις υπηρεσίες της πώς να αντιμετωπίσουν την εγκληματικότητα - ένα συμβολικό γεγονός.

Ο Ντε λα Μαντρίντ θεώρησε πως μια διέξοδος από το δίλημμα του χρέους ήταν η εκποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων και η χρησιμοποίη­ση των εσόδων για την πληρωμή του χρέους. Τα πρώτα μέτρα ιδιωτι­κοποίησης ήταν δοκιμαστικά και σχετικά ήσσονος σημασίας. Η ιδιωτι­

ΐ3 9

κοποίηση συνεπαγόταν τη γενική αναδιάρθρωση των συμβάσεων εργα­σίας και αυτό προκάλεσε εναντίωση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ξέσπασαν μεγάλοι εργατικοί αγώνες που κατεστάλησαν ανελέητα από την κυβέρνηση. Η επίθεση στους οργανωμένους εργάτες εντάθηκε υπό τον πρόεδρο Σαλίνας, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία το 1988. Αρκετοί εργατικοί ηγέτες φυλακίστηκαν για διαφθορά και στις βασικές εργατι­κές οργανώσεις που ήλεγχε το ΘΕΚ τοποθετήθηκαν νέοι και πιο υπά­κουοι ηγέτες. Ο στρατός κλήθηκε πάνω από μια φορά για να σπάσει α­περγίες και κατ’ αυτό τον τρόπο η ανεξάρτητη ισχύς των συνδικάτων μειωνόταν μετά από κάθε τέτοια εξέλιξη. Ο Σαλίνας επιτάχυνε και επι­σημοποίησε τη διαδικασία της ιδιωτικοποίησης. Είχε εκπαιδευθεί στις ΗΠΑ και προσέτρεχε σε οικονομολόγους επίσης εκπαιδευμένους στις ΗΠΑ για συμβουλές.17 Το πρόγραμμά του για την οικονομική ανάπτυ­ξη ήταν διατυπωμένο σε μια γλώσσα που δήλωνε μεγάλη συνάφεια με τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία.

Έ να από τα κύρια στοιχεία του μεταρρυθμιστικού προγράμματος Σαλίνας ήταν το περαιτέρω άνοιγμα του Μεξικού στις άμεσες ξένες ε­πενδύσεις. Το πρόγραμμα maquila επεκτάθηκε ταχέως σ’ όλα τα βόρεια σύνορα και κατέλαβε θεμελιώδη θέση στη δομή της βιομηχανίας και της απασχόλησης στο Μεξικό (Σχήμα 4.3). Ο Σαλίνας άρχισε και ολο­κλήρωσε επιτυχώς τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ που κατέληξαν στη NAFTA (Βορειο-αμερικανική Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών). Η ιδιω­τικοποίηση συνεχίστηκε ακάθεκτα. Η απασχόληση στον δημόσιο τομέα μειώθηκε κατά το ήμισυ ανάμεσα στο 1988 και το 1994. Το 2000 ο αριθ­μός των επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας είχε μειωθεί σχεδόν στις 200 σε σχέση με τις 1.100 που ήταν το 1982.18 Οι όροι υπό τους οποίους πραγματοποιούνταν οι ιδιωτικοποιήσεις ευνοούσαν κατά πολύ την α­γορά από ξένους. Οι τράπεζες που είχαν εθνικοποιηθεί εσπευσμένα το 1982 επαναϊδιωτικοποιήθηκαν το 1990. Για να συμμορφωθεί με τις δια­τάξεις της NAFTA, ο Σαλίνας έπρεπε επίσης να ανοίξει τη γεωργία και γενικότερα τον αγροτικό τομέα στον ξένο ανταγωνισμό. Άρα, έπρεπε να επιτεθεί στις δυνάμεις της αγροτιάς που επί μακράν αποτελούσαν έ­ναν από τους βασικούς πυλώνες υποστήριξης του ΘΕΚ. Το Σύνταγμα του 1917 που είχε εκπορευθεί από τη Μεξικανική Επανάσταση προστά­τευε τα νομικά δικαιώματα του ιθαγενούς πληθυσμού και τα διαφύ­λασσε με το σύστημα ejido, το οποίο επέτρεπε τη συλλογική κατοχή και χρήση της γης. Το 1991, η κυβέρνηση Σαλίνας ψήφισε ένα μεταρρυθμι- στικό νόμο που επέτρεπε και ενθάρρυνε την ιδιωτικοποίηση των γαιών

Νεοφιλελευθερισμός

1 4 0

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

ΙΑ 4

.3 Η

απα

σχόλ

ηση

στου

ς με

ίζον

ες το

μείς

maq

uila

στο

Μεξ

ικό,

200

0

Νεοφιλελευθερισμός

που ήταν υπό το σύστημα ejido, ανοίγοντάς τες στην ξένη ιδιοκτησία. Στο βαθμό που το εν λόγω σύστημα διασφάλιζε τη βάση της συλλογικής ασφάλειας των αυτοχθόνων ομάδων, η κυβέρνηση αποποιήθηκε την ευ­θύνη της για τη διατήρηση αυτής η ασφάλειας. Η μείωση των εισαγωγι­κών δασμών που ακολούθησε κατάφερε ένα ακόμη πλήγμα, καθώς τα εισαγόμενα φθηνά αγροτικά προϊόντα από τον αποτελεσματικό αλλά και υψηλά επιδοτούμενο αγροβιομηχανικό τομέα των ΗΠΑ έριξαν τις τιμές του καλαμποκιού και άλλων προϊόντων, σε σημείο που μόνο οι πα­ραγωγικά πιο αποτελεσματικοί και εύποροι Μεξικανοί αγρότες μπο­ρούσαν να ανταγωνιστούν. Πολλοί χωρικοί, στα όρια της πείνας, ανα­γκάστηκαν να απομακρυνθούν από τη γη τους, και ήλθαν να προστε­θούν στους ανέργους των ήδη υπερκορεσμένων πόλεων, όπου η αποκα- λούμενη άτυπη οικονομία (π.χ. οι μικροπωλητές των δρόμων) αυξανό­ταν αλματωδώς. Ωστόσο, η αντίσταση στη μεταρρύθμιση του συστήμα­τος ejido εξαπλώθηκε και αρκετές ομάδες χωρικών υποστήριξαν την ε­ξέγερση των Ζαπατίστας που ξέσπασε στην επαρχία Τσιάπας το 1994.19

Το Μεξικό, έχοντας υπογράψει το 1989 αυτό που έγινε γνωστό ως Σχέδιο Μπρέιντι [από τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ εκείνη την εποχή] για τη μερική παραγραφή του χρέους, έπρεπε να καταπιεί, κυ­ρίως εκουσίως όπως αποδείχθηκε, το πικρό χάπι του ΔΝΤ για το βάθε- μα της νεοφιλελευθεροποίησης. Το αποτέλεσμα ήταν η «κρίση τεκίλα» του 1995, η οποία πυροδοτήθηκε, όπως είχε συμβεί το 1982, από την αύ­ξηση των επιτοκίων της Fed (Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ). Αυτή η αύξηση έδωσε ώθηση σε κερδοσκοπικές πιέσεις επί του πέσο, το οποίο υποτιμήθηκε. Το πρόβλημα βρισκόταν στο ότι το Μεξικό είχε αναλάβει νωρίτερα να εκδώσει ομόλογα του χρέους με ονομαστική αξία σε δο­λάρια (τα αποκαλούμενα tesobonos) για να ενθαρρύνει τις ξένες επεν­δύσεις και μετά την υποτίμηση δεν μπορούσε να συλλέξει αρκετά δο­λάρια για να τα αποπληρώσει. Το αμερικανικό Κογκρέσο αρνήθηκε να βοηθήσει, αλλά ο Κλίντον άσκησε τις εκτελεστικές εξουσίες του, προ- κειμένου να συγκεντρώσει τα 47,5 δισεκατομμύρια δολάρια του πακέ­του διάσωσης. Φοβόταν την απώλεια των θέσεων εργασίας σε εκείνες τις αμερικανικές βιομηχανίες που έκαναν εξαγωγές στο Μεξικό, την προοπτική αύξησης της παράνομης μετανάστευσης και πάνω α π ’ όλα φοβόταν ότι η νεοφιλελευθεροποίηση και οι συμφωνίες της NAFTA θα έχαναν τη νομιμοποίησή τους. Ως βολική δευτερεύουσα επίπτωση της υποτίμησης, το αμερικανικό κεφάλαιο θα μπορούσε να σπεύσει και να αγοράσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία σε τιμές ξεπουλήματος. Ενώ μό­

142

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

νο μία από τις μεξικανικές τράπεζες που ιδιωτικοποιήθηκαν το 1990 ή­ταν ξένης ιδιοκτησίας, το 2000 είκοσι τέσσερις από τις τριάντα βρίσκο­νταν στα χέρια ξένων. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να μπει φραγμός στην απόσπαση φόρου υποτέλειας από το Μεξικό εκ μέρους των ξένων καπιταλιστικών συμφερόντων. Αλλά και ο ξένος ανταγωνισμός άρχισε επίσης να αποτελεί πρόβλημα. Το Μεξικό έχασε σημαντικό αριθμό θέ­σεων εργασίας στη ζώνη των εργοστασίων maquila μετά το 2000, καθώς η Κίνα γινόταν όλο και φθηνότερη και συνεπώς η προτιμούμενη τοπο­θεσία για πολλές ξένες επιχειρήσεις που αναζητούσαν φθηνά εργατικά χέρια.20

Οι επιπτώσεις όλων αυτών, ιδίως των ιδιωτικοποιήσεων, στη συγκέ­ντρωση πλούτου μέσα στο Μεξικό ήταν χαρακτηριστικές:

Το 1994, ο κατάλογος των πλουσιότερων ανθρώπων του Forbes αποκάλυ­πτε ότι η οικονομική αναδιάρθρωση στο Μεξικό είχε δημιουργήσει είκοσι τέσσερις δισεκατομμυριούχους. Ε ξ αυτών, τουλάχιστον δεκατέσσερις έλα­βαν μέρος στο πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης, αγοράζοντας τράπεζες, χαλυ­βουργεία, διυλιστήρια ζάχαρης, ξενοδοχεία και εστιατόρια, χημικά εργοστά­σια και μια εταιρεία τηλεπικοινωνιών, όπως και δικαιώματα λειτουργίας ε­ταιρειών εντός των προσφάτως ιδιωτικοποιημένων τομέων της οικονομίας, όπως οι λιμένες, οι ιδιωτικοί σταθμοί διοδίων των εθνικών οδών και η κι­νητή και υπεραστική τηλεφωνία.21

Ο Κάρλος Σλιμ, ο πλουσιότερος άνθρωπος του Μεξικού, ήταν εικο­στός τέταρτος στη λίστα του Forbes και ήλεγχε τέσσερις από τις είκοσι πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις στο Μεξικό. Τα επιχειρηματικά του συμφέροντα υπερέβαιναν τα σύνορα του Μεξικού και έγινε ένας μεγά­λος παίκτης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών σε όλη τη Λατινική Αμε­ρική, αλλά και στις ΗΠΑ. Η στρατηγική του για τις υπηρεσίες κινητών τηλεφώνων έγινε ξακουστή: καταλαμβάνεις και μονοπωλείς τις υψηλής πυκνότητας και πλούσιες αγορές και αφήνεις τις χαμηλής πυκνότητας και πιο φτωχές χωρίς υπηρεσίες. Το 2005 το Μεξικό βρισκόταν πέμπτο στην παγκόσμια κατάταξη (πριν από τη Σαουδική Αραβία) όσον αφο­ρά τον αριθμό των δισεκατομμυριούχων του. Είναι αμφίβολο το κατά πόσον μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτή την εξέλιξη παλινόρθωση ή εκ νέου δημιουργία της ισχύος των ανώτερων τάξεων. Είναι όμως σαφές ό­τι η επίθεση κατά των εργαζομένων, των αγροτών και του επιπέδου ζωής του πληθυσμού απέφερε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα στο Μεξικό.

1 4 3

Νεοφιλελευθερισμός

Η μοίρα τους χειροτέρευε κατά πολύ, καθώς ο πλούτος συγκεντρωνό­ταν μέσα και έξω από το Μεξικό στα χέρια μιας μικρής ομάδας μεγι­στάνων που στηρίζονταν από τους οικονομικούς και νομικούς μηχανι­σμούς της εξουσίας τους.

Η κατάρρευση της Αργεντινής

Η Αργεντινή εξήλθε από την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας βα­ριά χρεωμένη και παγιδευμένη σε ένα κορπορατίστικο, αυταρχικό και ά- κρως διεφθαρμένο σύστημα διακυβέρνησης. Ο εκδημοκρατισμός απο­δείχθηκε δύσκολος, αλλά το 1992 ήλθε στην εξουσία ο Κάρλος Μένεμ. Αν και περονιστής, ο Μένεμ άρχισε να φιλελευθεροποιεί την οικονομία, εν μέρει για να αποσπάσει διά της κολακείας την εύνοια των ΗΠΑ, αλ­λά και για να αποκαταστήσει τα διαπιστευτήρια της Αργεντινής στη διε­θνή κοινότητα, μετά τις αποκαλύψεις για τον «βρόμικο πόλεμο» που εί­χε σπιλώσει τη φήμη της. Ο Μένεμ άνοιξε τη χώρα στο ξένο εμπόριο και στη ροή του κεφαλαίου, εφήρμοσε μεγαλύτερη ευελιξία στις αγορές ερ­γασίας, ιδιωτικοποίησε τις κρατικές επιχειρήσεις και την κοινωνική α­σφάλιση και προσέδεσε το πέσο στο δολάριο, προκειμένου να ελέγξει τον πληθωρισμό και να παράσχει ασφάλεια στους ξένους επενδυτές. Η ανεργία αυξήθηκε, πιέζοντας προς τα κάτω τους μισθούς, ενώ η ελίτ χρη­σιμοποίησε την ιδιωτικοποίηση για να συγκεντρώσει νέες περιουσίες. Το χρήμα έρευσε μέσα στη χώρα και επέφερε οικονομική άνθηση από το 1992 μέχρι την «κρίση τεκίλα» που εξαπλώθηκε από το Μεξικό:

Μέσα σε εβδομάδες, το τραπεζικό σύστημα της Αργεντινής έχασε 18% των αποθεματικών του. Η οικονομία που μεγεθυνόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 8% από το δεύτερο εξάμηνο του 1990 μέχρι το δεύτερο εξά­μηνο του 1994 έπεσε σε βαθιά ύφεση. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν συρ- ρικνώθηκε κατά 7,6% από το τελευταίο τρίμηνο του 1994 μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 1996 ... το βάρος των τόκων που πλήρωνε η κυβέρνηση αυξή­θηκε περισσότερο από 50% από το 1994 έως το 1996. Σημειώθηκε μαζική ε­κροή κεφαλαίου και συρρίκνωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων.22

Η ανεργία εκτοξεύτηκε στο 18%. Ενώ το πέσο ήταν σαφώς υπερτι­μημένο, η υποτίμηση (σε αντίθεση προς το Μεξικό) εμποδίστηκε εξαι- τίας της επιμονής να διατηρηθεί η ασφάλεια της σύνδεσης με το δολά­ριο. Ακολούθησε μια μικρής διάρκειας ανάκαμψη βασισμένη στις εισ­

144

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

ροές ξένου κεφαλαίου, μέχρι που οι επιπτώσεις της ασιατικής οικονο­μικής κρίσης των ετών 1997-98 εξαπλώθηκαν πρώτα στη Ρωσία και στη συνέχεια στη γειτονική Βραζιλία. Εξαιτίας αυτού και των υψηλών επι­τοκίων που έκαναν ελλειμματικό τον προϋπολογισμό, ασκήθηκε αφό­ρητη πίεση το αργεντίνικο πέσο. Το ξένο και το εγχώριο κεφάλαιο άρ­χισε να φεύγει προβλέποντας υποτίμηση. Το χρέος της Αργεντινής υ­περδιπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1995 και τον Σεπτέμβριο του 2001, ενώ τα συναλλαγματικά αποθέματα εξανεμίστηκαν ταχύτατα. Η πληρωμή του τόκου για το χρέος εξακοντίστηκε στα 9,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2000. Το ΔΝΤ, που στήριξε τη σύνδεση με το δολάριο και το οποίο ή­ταν σταθερά εναντίον της υποτίμησης φοβούμενο πληθωριστικές συνέ­πειες (όπως είχε γίνει στη Ρωσία και τη Βραζιλία με καταστροφικές συ­νέπειες και στις δύο περιπτώσεις, σύμφωνα με την κρίση του Στίγκλιτς), εκχώρησε στην Αργεντινή δάνειο 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων (το δεύτερο μεγαλύτερο στην ιστορία του ΔΝΤ).

Αλλά-ούτε αυτή η ενέργεια μπορούσε να σταματήσει την εκροή. Το 2001, το τραπεζικό σύστημα της Αργεντινής έχασε περισσότερο από το 17% των αποθεματικών του (14,5 δισεκατομμύρια δολάρια). Μόνο την 30ή Νοεμβρίου χάθηκε ποσό ίσο περίπου με 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Το ΔΝΤ αρνήθηκε ένα δάνειο έκτακτης ανάγκης, με την αιτιολογία ότι η Αργεντινή δεν είχε θεραπεύσει τις ανισορροπίες στον προϋπολογισμό της. Η Αργεντινή άφησε απλήρωτο το χρέος της. Την 1η Δεκεμβρίου η κυβέρνηση περιόρισε τις τραπεζικές αναλήψεις σε 250 δολάρια ανά ε­βδομάδα και εφήρμοσε ελέγχους σε όλες τις συναλλαγές ξένων λογα­ριασμών άνω των 1.000 δολαρίων. Οι ταραχές που ακολούθησαν άφη­σαν είκοσι τέσσερις νεκρούς και ο πρόεδρος ντε λα Ρούα παραιτήθηκε μαζί με τον Ντομίνγκο Καρβάλιο, τον αρχιτέκτονα της οικονομικής του πολιτικής. Στις 6 Ιανουάριου του 2002, ο νέος πρόεδρος Ντουάλντε ε- γκατέλειψε την πρόσδεση με το δολάριο και υποτίμησε το πέσο. Απο­φάσισε όμως επίσης να παγώσει όλους τους λογαριασμούς αποταμιεύ­σεων άνω των 3.000 δολαρίων και τελικά να μεταχειριστεί τα αποθεμα- ™ ά σε δολάρια σαν να ήταν πέσος, μειώνοντας έτσι τις αποταμιεύσεις στο ένα τρίτο περίπου της πρότερης αξίας τους. Μ’ αυτό τον τρόπο 16 δισεκατομμύρια δολάρια αγοραστικής δύναμης μεταφέρθηκαν από τους αποταμιευτές στις τράπεζες και μέσω αυτών στην πολιτικο-οικο- νομική ελίτ. Οι συνέπειες από την άποψη της κοινωνικής αναταραχής που προκλήθηκε ήταν δραματικές και ευρύτατες. Η ανεργία εκτινά­χτηκε στα ύψη και τα εισοδήματα έπεσαν. Τα εργοστάσια που αργού­

ΐ 4 5

Νεοφιλελευθερισμός

σαν κατελήφθησαν από μαχητικούς εργάτες και άρχισαν να δουλεύ­ουν, ιδρύθηκαν επιτροπές αλληλεγγύης στις γειτονιές για να αναζητή­σουν καλύτερα συλλογικά μέσα επιβίωσης και οι picketeros (πικετοφό- ροι των δρόμων) μπλόκαραν τα δίκτυα μεταφοράς και οργάνωσαν τον αγώνα τους με άξονα βασικά πολιτικά αιτήματα.23

Γνωρίζοντας τη γνώμη του λαού, που αντιμετώπιζε με πλήρη περι­φρόνηση τις τράπεζες, τους ξένους επενδυτές και το ΔΝΤ, ο Κίρτσνερ, ο νεοεκλεγείς λαϊκιστής πρόεδρος που διαδέχθηκε τον Ντουάλντε, δεν μπορούσε παρά να αγνοήσει το ΔΝΤ, αρνούμενος να καταβάλει τα 88 δισεκατομμύρια δολάρια του χρέους και αρχικά πρότεινε στους εξοργι­σμένους πιστωτές μια τιμή της τάξης των 25 σεντς ανά δολάριο.24 Είναι ενδιαφέρον το ότι η οικονομική ομάδα του Κίρτσνερ δεν περιλάμβανε ούτε έναν οικονομολόγο εκπαιδευμένο στις ΗΠΑ. Όντας εκπαιδευμέ­νοι μέσα στη χώρα, υιοθέτησαν την «ετερόδοξη» άποψη ότι παρόλο που η αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους είναι σημαντική, δεν θα έ­πρεπε να έχει ως συνέπεια την κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου στην Αργεντινή. Το 2004, και ενώ υπήρχαν σημάδια ανάκαμψης, ιδίως στον βιομηχανικό τομέα που βοηθήθηκε από την υποτίμηση, το μείζον πρό­βλημα για την Αργεντινή ήταν να αντιμετωπίσει τον έντονο ανταγωνι­σμό από τη Βραζιλία και στο άμεσο μέλλον από την Κίνα, καθώς η δεύ­τερη συμμορφώνεται με τους κανόνες του ΠΟΕ και κερδίζει απρόσκο­πτη πρόσβαση στις αγορές της Αργεντινής.

Η ιστορία των έντονων διακυμάνσεων που βίωσε η Αργεντινή με τη νεοφιλελευθεροποίηση απεικονίζει πολύ παραστατικά πόσο μικρή σχέ­ση έχει η νεοφιλελεύθερη θεωρία με την πράξη. Ό πω ς επισήμανε ένα μέλος του Ινστιτούτου Λούντβιχ φον Μίζες, ο «σε βαθμό κατάσχεσης αποπληθωρισμός»* που συνέβη στην Αργεντινή πολύ ορθώς ερμηνεύ- θηκε από τους Αργεντινούς που έγιναν θύματά του ως «τραπεζική λη­

* Confiscatory deflation: ειδική κατηγορία αποπληθωρισμού που προκαλείται σε μια οικονομία από τις πολιτικές Αρχές. Αποτελεί μέσο παρεμπόδισης ενός εξελισσόμε­νου αποπληθωρισμού της τραπεζικής πίστης, που απειλεί με διάλυση ένα σαθρό χρη­ματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται στο ότι οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν αποθεματικά ίσα με ένα ποσοστό των καταθέσεών τους. Η ουσία του είναι η ακύρωση της ιδιοκτησίας των τίτλων των καταθετών στα μετρητά που είναι κατατεθει­μένα σε λογαριασμούς άμεσα εξοφλούμενων επιταγών και αποταμιεύσεων. (Σ,τ.Μ. - α­πό το άρθρο «Confiscatory Deflation: The Case of Argentina», του Joseph Salerno, 2/12/2002, στη σχετική ιστοσελίδα του Ινστ. Λ. φον Μίζες).

146

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

στεία από τις πολιτικές ελίτ».25 Ή , όπως προτιμούν να το χαρακτηρί­ζουν οι Βελτμάγιερ και Πέτρας, το όλο επεισόδιο αποπνέει τη δυσωδία ενός «νέου ιμπεριαλισμού: λεηλασία της οικονομίας, δημιουργία τερά­στιων ανισοτήτων, οικονομική στασιμότητα που ακολουθείται από βα­θιά και διαρκή ύφεση και μαζική εκπτώχευση του πληθυσμού ως συνέ­πεια της μεγαλύτερης συγκέντρωσης πλούτου στην ιστορία της Αργε­ντινής».26

Νότια Κορέα

Η Νότια Κορέα βγήκε από τον πόλεμο του 1950-53 κατεστραμμένη, με επισφαλή οικονομία και γεωπολιτική θέση. Η οικονομική της ανάκαμ­ψη χρονολογείται από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1961 το οποίο έφερε στην εξουσία το στρατηγό Παρκ Τσουνγκ Χι. Στα 1960, το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν λιγότερο από 1.000 δολάρια, ενώ σήμερα βρί­σκεται στα 12.000 δολάρια. Αυτή η εκπληκτική οικονομική επίδοση συ­χνά αναφέρεται ως το τέλειο παράδειγμα της πορείας που θα μπορού­σε να ακολουθήσει κάθε αναπτυξιακό κράτος. Ωστόσο, η Νότια Κορέα είχε δύο αφετηριακά γεωπολιτικά πλεονεκτήματα. Εφόσον η χώρα βρι­σκόταν στην πρώτη γραμμή του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ ήταν πρό­θυμες να τη στηρίξουν στρατιωτικά και οικονομικά, ιδίως τα πρώτα με­ταπολεμικά χρόνια. Επίσης, κάτι που ήταν λιγότερο εμφανές, η πρότε- ρη αποικιακή της σχέση με την Ιαπωνία απέφερε οφέλη που ποίκιλλαν από την εξοικείωσή της με τις ιαπωνικές οικονομικές και στρατιωτικές- οργανωτικές στρατηγικές (ο Παρκ είχε εκπαιδευθεί στην Ιαπωνική Στρα­τιωτική Ακαδημία) μέχρι την ενεργητική ιαπωνική βοήθεια για τη διείσ­δυση στις ξένες αγορές.

Το 1960, η Κορέα ήταν ακόμη κυρίως αγροτική χώρα. Υπό τη δικτα- τορική διακυβέρνηση του Παρκ, το κράτος άρχισε την εκβιομηχάνιση. Η καπιταλιστική τάξη ήταν αδύναμη, αλλά καθόλου αμελητέα. Μετά τη σύλληψη βασικών κορυφαίων επιχειρηματιών για διαφθορά, ο Παρκ κατέληξε σε συμβιβασμό μ’ αυτούς. Μεταρρύθμισε την κρατική γρα­φειοκρατία, ίδρυσε ένα υπουργείο οικονομικού σχεδιασμού (μιμούμε­νος το επιτυχές ιαπωνικό μοντέλο) και εθνικοποίησε τις τράπεζες για να αποκτήσει τον έλεγχο στην κατανομή των πιστώσεων. Στη συνέχεια, στηρίχθηκε στο επιχειρηματικό σφρίγος και στις επενδυτικές στρατηγι­κές μιας πρωτοεμφανιζόμενης ομάδας βιομηχανικών καπιταλιστών, που μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία απέκτησαν μεγάλο πλούτο27 Κατά τη

147

Νεοφιλελευθερισμός

διάρκεια των πρώτων ετών της δεκαετίας του 1960, οι βιομήχανοι είχαν εξαγωγικό προσανατολισμό, διότι η Ιαπωνία τούς χρησιμοποιούσε διαρ­κώς και περισσότερο ως μια εξωχώρια βάση για την επανεξαγωγή εν μέρει δικών της βιομηχανικών προϊόντων στην αμερικανική αγορά. Άνθησαν οι μεικτές επιχειρήσεις με Ιάπωνες. Οι Κορεάτες τούς χρησι­μοποιούσαν για να αποκτήσουν τεχνολογία και πείρα στις ξένες αγο­ρές. Το κορεατικό κράτος υποστήριξε αυτή την εξαγωγική στρατηγική αξιοποιώντας τις εσωτερικές αποταμιεύσεις, ανταμείβοντας τις επιτυ­χημένες επιχειρήσεις και ενθαρρύνοντας τη συγχώνευσή τους σε σάε- μπολ (μεγάλες ενοποιημένες επιχειρήσεις όπως οι Hyundai, Daewoo και Samsung), παρέχοντάς τους εύκολη πρόσβαση στην πίστωση, φορολο­γικά πλεονεκτήματα, προμήθειες εισροών, έλεγχο του εργατικού δυνα­μικού και υποστήριξη για την απόκτηση προσβάσεων στις ξένες (την α­μερικανική ιδίως) αγορές. Αρκετά σάεμπολ, στηριζόμενα στη στρατηγική ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας (με επίκεντρο τη χαλυβουργία, τη ναυπήγηση πλοίων, τα πετροχημικά, τα ηλεκτρονικά, τα αυτοκίνητα και τον μηχανικό εξοπλισμό), στράφηκαν προς ευρύτερους στόχους και έγιναν παγκόσμιοι παίκτες σ’ αυτούς τους κλάδους, από τα μέσα της δε­καετίας του 1970 και εξής. Έγιναν επίσης ο ενεργός πυρήνας δύναμης μιας πιο πλούσιας από ποτέ εγχώριας καπιταλιστικής τάξης. Καθώς το μέγεθος και οι πόροι τους αυξάνονταν (περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980 τρία σάεμπολ παρήγαγαν το ένα τρίτο του εθνικού προϊόντος), άλ­λαξε η σχέση μεταξύ αυτών των μεγάλων ομίλων και του κράτους. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, «είχαν αρκετή δύναμη και επιρροή για να εξαπολύσουν μια εκστρατεία με στόχο το επίμονο ξήλωμα του εντυπω­σιακού ρυθμιστικού μηχανισμού του κράτους». Η καπιταλιστική τάξη, με δεδομένη τη σταθερή της θέση στο διεθνές εμπόριο, δεν εξαρτιόταν πλέον από το κράτος και έχοντας αυτόνομη πρόσβαση στις πιστώσεις, ευνοούσε τη δική της παραλλαγή της νεοφιλελευθεροποίησης.28

Η παραλλαγή αυτή βασιζόταν στην προστασία των προνομίων της με την ταυτόχρονη άρση των ρυθμιστικών ελέγχων. Οι τράπεζες στην πραγματικότητα ιδιωτικοποιήθηκαν. Ο στενός και συχνά διεφθαρμέ­νος δεσμός εξουσίας που συνέδεε τόσο σφιχτά την ηγεσία των σάεμπολ με το κράτος αποδείχθηκε πολύ ανθεκτικός για να σπάσει και οι κορεα­τικές τράπεζες δάνειζαν εξίσου πολλά χρήματα για να ικανοποιήσουν πολιτικές εύνοιες όσο και για υγιείς επενδυτικούς σκοπούς. Οι κορεα­τικές επιχειρήσεις χρειάζονταν επίσης τη φιλελευθεροποίηση των εμπο­ρικών σχέσεων και των κεφαλαιακών ροών (κάτι που επιβλήθηκε και

148

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

149

ΣΧΗ

ΜΑ

4.4

Η Ν

ότια

Κορ

έα ε

ξαπλ

ώνε

ται σ

το ε

ξωτε

ρικό

: άμε

σες

ξένε

ς επ

ενδύ

σεις

, 200

0

Νεοφιλελευθερισμός

εκ των έξω, μέσω του Γύρου της Ουρουγουάης της GATT το 1986), έτσι ώστε να μπορούν να επενδύσουν το πλεονάζον κεφάλαιο ελεύθερα στο εξωτερικό (Σχήμα 4.4). Το κορεατικό κεφάλαιο ασχολήθηκε με την ε- ξωχώρια παραγωγή χρησιμοποιώντας πιο φθηνό και πιο υπάκουο ερ­γατικό δυναμικό. Έτσι άρχισε να εξαγάγει τις υποβαθμισμένες εργα­σιακές πρακτικές μέσω των υπεργολαβικών δικτύων κορεατικής ιδιο­κτησίας που έφθασαν μέχρι τη Λατινική Αμερική και τη Νότια Αφρι­κή, όπως επίσης στις περισσότερες χώρες της Ανατολικής και της Νο- τιο-ανατολικής Ασίας. Μετά την ανατίμηση του γιεν, το 1995, η Ιαπω­νία στράφηκε προς τις εξωχώριες παραγωγικές δραστηριότητες σε τό­πους με χαμηλούς μισθούς, στην Ταϊλάνδη, την Ινδονησία και τη Μα­λαισία. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την είσοδο της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, ενέτεινε τον ενδοπεριφερειακό ανταγωνισμό. Ενώ αρ­χικά οι Κινέζοι ανταγωνίστηκαν τη Νότια Κορέα (και άλλες χώρες της περιοχής) σε τομείς παραγωγής χαμηλής προστιθέμενης αξίας (όπως τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα), με ταχείς ρυθμούς κινήθηκαν προς τα επάνω στην αλυσίδα της προστιθέμενης αξίας. Η αντίδραση των Νοτιοκοερατών ήταν να μετατοπίσουν το μεγαλύτερο μέρος της εξω- χώριας παραγωγής στην Κίνα μέσω άμεσων επενδύσεων, κάτι που ή­ταν καλό για τις κορεατικές εταιρείες, αλλά καθόλου καλό για την α­πασχόληση των Κορεατών εργαζομένων.

Μετά από μια μεγάλη αύξηση των εξαγωγών, στα τέλη της δεκαε­τίας του 1980, η κορεατική βιομηχανία υπέκυψε στον ανταγωνισμό, έ­χασε εξαγωγικές αγορές και κατέρρευσε η κερδοφορία της μετά το 1990. Τα σάεμπολ κατέφυγαν στο δανεισμό, όλο και πιο πολύ από ξένες τράπεζες. Οι κορεατικές επιχειρήσεις απέκτησαν μια πολύ ψηλή ανα­λογία χρέους-προς μετοχικό κεφάλαιο και συνεπώς έγιναν ευάλωτες σε οποιαδήποτε απότομη αύξηση των επιτοκίων.29 Στο εσωτερικό μέτωπο η Νότια Κορέα έπρεπε να αντιμετωπίσει επίσης την αυξανόμενη δύνα­μη των οργανωμένων εργατών. Η μαζική εκβιομηχάνιση είχε ως συνέ­πεια την εξίσου μαζική προλεταριοποίηση και αστικοποίηση, που ευ­νοούσαν την οργάνωση των εργαζομένων. Τα πρώτα χρόνια, οι ανε­ξάρτητες συνδικαλιστικές οργανώσεις αντιμετωπίστηκαν με άγρια κα­ταστολή. Όμως, η δολοφονία του Παρκ (από τον επικεφαλής της μυ­στικής του υπηρεσίας), το 1979, που είχε ως επακόλουθο μια κτηνώδη σφαγή διαδηλωτών στο Κουανγκτσού το 1980, άναψε τη φλόγα ενός λαϊκού κινήματος φοιτητών, πολιτών και εργατών υπέρ του εκδημο­κρατισμού. Επίσημα η χώρα εκδημοκρατίστηκε το 1987. Στη συνέχεια,

15 0

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

οι μισθοί αυξήθηκαν, καθώς τα συνδικάτα σταθεροποιούσαν τη δύνα­μή τους, παρά τη συνεχιζόμενη κυβερνητική καταστολή. Οι εργοδότες ήθελαν πιο ευέλικτες αγορές εργασίας, αλλά η μια κυβέρνηση μετά την άλλη δυσκολευόταν να εφαρμόσει τέτοιες πολιτικές. Η συγκρότηση και νομιμοποίηση της δημοκρατικής Κορεατικής Συνομοσπονδίας Συνδι­καλιστικών Οργανώσεων, το 1995, επιβεβαίωσε την αυξανόμενη δύνα­μη των οργανωμένων εργατών.30

Η φθίνουσα ικανότητα του κράτους να επιβάλει πειθαρχία στο κε­φάλαιο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 επιδεινώθηκε με την κρίση των ετών 1997-98. Το ξένο κεφάλαιο επί μακρόν προσπαθούσε να αποκτήσει ευκολότερη πρόσβαση στην παραδοσιακά προστατευμένη ε­σωτερική αγορά, όπως και να επιτύχει την περαιτέρω φιλελευθεροποίη­ση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η εξελισσόμενη αρχιτεκτονική του διεθνούς εμπορίου και της χρηματοοικονομίας εξασφάλισε ένα βαθμό επιτυχίας σ’ αυτό το μέτωπο, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Με α­ντίτιμο μια ισχυρή δόση χρηματοπιστωτικής φιλελευθεροποίησης, η Κο­ρέα εξασφάλισε την υποστήριξη του Κλίντον για την είσοδό της στον ΟΟΣΑ (Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης). Ωστό­σο, του ξεσπάσματος της κρίσης προηγήθηκε μια εργατική αναταραχή που στόχευε τα σάεμπολ (τα οποία εκείνη την περίοδο επιδίωκαν την α­πόλυση χιλιάδων εργατών) και εξέφραζε τη διαμαρτυρία για τις κατα­σταλτικές κυβερνητικές πολιτικές έναντι των συνδικάτων. Τον Μάρτιο του 1997, η κυβέρνηση ενέκρινε τον καινούργιο εργατικό κώδικα που ει- σήγαγε ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις και επίσης, σιωπηρά, επέτρεπε τις απολύσεις.31 Όμως, πολλά σάεμπολ ήταν βαριά χρεωμένα σε όλο και πιο καχύποπτους ξένους δανειστές και στις εγχώριες τράπεζες οι οποίες είχαν ήδη ένα μεγάλο αριθμό μη εξυ­πηρετούμενων δανείων. Η δε κυβέρνηση βρισκόταν σε τέτοια θέση α­δυναμίας από την άποψη των ξένων αποθεματικών, ώστε αδυνατούσε να κάνει οτιδήποτε. Αρκετά σάεμπολ, όπως τα Hansin και Hambo Steel, κήρυξαν πτώχευση το πρώτο εξάμηνο του 1997, πριν από το πλήγμα της νομισματικής κρίσης. Ό ταν ξέσπασε η νομισματική κρίση, οι ξένες τρά­πεζες απέσυραν την υποστήριξή τους στη Νότια Κορέα, αναγκάζοντας πολύ περισσότερα σάεμπολ, όπως και την ίδια τη χώρα εξάλλου, να φθάσουν σχεδόν στη χρεοκοπία.32

Οι ΗΠΑ δεν είχαν λόγο να προσφέρουν οικονομική βοήθεια (ο Ψ υ­χρός Πόλεμος είχε τελειώσει) και αντί αρωγής ακολούθησαν τις υπα­γορεύσεις της Γσυόλ Στριτ η οποία ασκούσε επί μακρόν πιέσεις για τη

Ο:

Νεοφιλελευθερισμός

φιλελευθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, για τους δικούς της λόγους κερδοφορίας. Ο Στίγκλιτς αναγνώρισε ότι θυσιάστηκε το αμε­ρικανικό εθνικό συμφέρον υπέρ των στενών συμφερόντων των χρημα­τοοικονομικών κερδών της Γουόλ Στριτ.33 Ό ταν ξέσπασε η ασιατική κρίση, η Νότια Κορέα παροτρύνθηκε από το ΔΝΤ να αυξήσει τα επιτό­κια για να προστατεύσει το νόμισμά της και ακολουθώντας αυτή τη συμβουλή έριξε όλη της την οικονομία σε μια ακόμη βαθύτερη ύφεση. Η ύφεση ανάγκασε πολλές εταιρείες που είχαν υψηλή αναλογία χρέους προς μετοχικό κεφάλαιο να πτωχεύσσυν. Αμέσως μετά ακολούθησαν υψηλή ανεργία, μείωση των επιπέδων των μισθών και ακόμη περισσό­τερες χρεοκοπίες σάεμπολ (η Daewoo χρεοκόπησε και η Hyundai έ­φτασε πολύ κοντά στη χρεοκοπία). Η κυβέρνηση έκανε έκκληση στο ΔΝΤ και στις ΗΠΑ. Με αντάλλαγμα τα 55 δισεκατομμύρια δολάρια της διάσωσης συμφώνησε να ανοίξει τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στην ξένη ιδιοκτησία και να επιτρέψει στις ξένες επιχειρήσεις να λει­τουργούν άνευ περιορισμών. Οι όροι της διάσωσης δεν ήταν πειστικοί και δέκα ημέρες αργότερα, εν όψει επικείμενης αθέτησης, συνήφθη μια καινούργια συμφωνία με την οποία οι τράπεζες-δανειστές επανακαθό­ρισαν τους όρους για το κορεατικό χρέος («συμμετοχή στη διάσωση») με αντάλλαγμα προνομιακή πρόσβαση στο μελλοντικό εισόδημα (μέ­θοδοι παρόμοιες με τη λύση που δόθηκε στην πόλη της Νέας Υόρκης). Το αποτέλεσμα ήταν οι «Κορεάτες να υποφέρουν από τις μαζικές χρεο­κοπίες μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων και από την ύφεση που συρ­ρίκνωσε το εθνικό εισόδημα κατά 10% και αύξησε το ποσοστό της α­νεργίας σχεδόν σε 9%».34 Δύο μαθήματα αντλούνται από όλα αυτά. Πρώτον, «οι Κορεάτες έμαθαν με τον πιο σκληρό τρόπο ότι τη στιγμή που καταστρέφονταν οικονομικά, οι ΗΠΑ επέλεξαν να υποστηρίξουν το τοπικό ιδιοτελές τους συμφέρον»· δεύτερον, ότι οι ΗΠ Α καθόριζαν πλέον το συμφέρον τους εξ ολοκλήρου βάσει των όρων της Γουόλ Στριτ και του χρηματιστικού κεφαλαίου.35 Στην πραγματικότητα, η συμμαχία Γουόλ Στριτ-υπουργείου Οικονομικών ΗΠΑ-ΔΝΤ έκανε στην Κορέα ό,τι είχαν κάνει οι επενδυτικές τράπεζες στην πόλη τη Νέας Υόρκης, στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Η επακόλουθη αναζωογόνηση της κο­ρεατικής οικονομίας (που στηρίχθηκε εν μέρει στην αγνόηση των συμ­βουλών του ΔΝΤ όσον αφορά την αναδιάρθρωση, όπως επίσης και στο ότι, λόγω της γενικότερης κατάστασης, είχε μειωθεί κατά πολύ η μαχη­τικότητα των εργαζομένων) αύξησε πρώτα και πάνω α π ’ όλα τη ροή του φόρου υποτέλειας προς τα χρηματοκιβώτια της Γουόλ Στριτ και

152

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

συνεπώς αύξησε τη συγκεντρωμένη δύναμη της ταξικής εξουσίας της ε­λίτ στις ΗΠΑ. Η ισχύς των αάεμπολ είτε διασκορπίστηκε είτε ανασυ­γκροτήθηκε, καθώς το ξένο κεφάλαιο εισήλθε μ’ ένα κύμα συγχωνεύ­σεων και επιθετικών εξαγορών, που σχέδιασαν οι φορείς αυτού που ο­νομάστηκε χονδροειδώς «αρπακτικό κεφάλαιο» από το εξωτερικό. Η εσωτερική ταξική δομή είναι ρευστή, καθώς το νοτιοκορεατικό κεφά­λαιο μετασχηματίζει τις σχέσεις του τόσο με το κράτος όσο και με την παγκόσμια αγορά. Αλλά πίσω από αυτό, τα δεδομένα δείχνουν ότι η ει­σοδηματική ανισότητα και η φτώχεια εκτοξεύτηκαν στα ύψη κατά τη διάρκεια και μετά την κρίση. Η αυξανόμενη προσωρινότητα και «ευε­λιξία» του εργατικού δυναμικού (ιδιαίτερα εις βάρος των γυναικών), που ενισχύεται από έναν ακόμη γύρο κρατικής καταστολής των εργα­τικών και των κοινωνικών κινημάτων, σηματοδοτεί μια καινούργια τα­ξική επίθεση εναντίον των λιγότερο εύπορων, επίθεση που δεν μπορεί παρά να προμηνύει τις συνήθεις συνέπειες όσον αφορά τη συγκέντρω­ση της ταξικής ισχύος, μέσα και έξω από τη χώρα.

Σουηδία

Πιθανώς πουθενά στον δυτικό κόσμο δεν απειλήθηκε περισσότερο η ι­σχύς του κεφαλαίου με δημοκρατικά μέσα από ό,τι στη Σουηδία της δε­καετίας του 1970. Υπό τη διακυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών από τη δεκαετία του 1930, η ισορροπία των ταξικών δυνάμεων στη Σουηδία εί­χε σταθεροποιηθεί γύρω από μια ισχυρή συγκεντρωτική συνδικαλιστι­κή δομή που διαπραγματευόταν συλλογικά και απευθείας με τη σουη­δική καπιταλιστική τάξη, για τους μισθούς, τα επιδόματα, τους όρους των συμβάσεων και τα συναφή. Πολιτικά, το σουηδικό κράτος πρόνοιας είχε οργανωθεί γύρω από τα ιδανικά του αναδιανεμητικού σοσιαλισμού με προοδευτική φορολογία και η μείωση της εισοδηματικής ανισότητας και της φτώχειας επιτεύχθηκε εν μέρει μέσω της παροχής εξελιγμένων υπηρεσιών πρόνοιας. Η τάξη των καπιταλιστών, μολονότι μικρή, ήταν εξαιρετικά ισχυρή. Σε αντίθεση με πολλά άλλα κοινωνικο-δημοκρατικά και κράτη διευθυνόμενης οικονομίας, η Σουηδία είχε αποφύγει την ε­θνικοποίηση των δεσποζουσών επιχειρήσεων της οικονομίας (εξαιρου- μένων των μεταφορών και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας). Ενώ υ­πήρχαν πολλές μικρές επιχειρήσεις, ελάχιστες οικογένειες είχαν στην ι­διοκτησία τους ένα δυσανάλογο μερίδιο μέσων παραγωγής.

Όπως σε όλες σχεδόν τις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, η ερ­

53

Νεοφιλελευθερισμός

γατική αναταραχή έλαβε μεγάλες διαστάσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1960, δίνοντας το έναυσμα σε ένα κύμα μεταρρυθμίσεων προς την κα­τεύθυνση της ρύθμισης των οικονομικών δραστηριοτήτων, που έκαμψε την ισχύ του κεφαλαίου και επέκτεινε την ισχύ των εργαζομένων ακόμη και στους χώρους εργασίας. Η πρόταση που απείλησε περισσότερο την τάξη των καπιταλιστών ήταν το Σχέδιο Rehn-Meidner. Έ νας φόρος της τάξης του 20% επί των εταιρικών κερδών θα πήγαινε στα ταμεία των μι­σθωτών που ελέγχονταν από τα συνδικάτα, για να επανεπενδυθεί στις εταιρείες. Το αποτέλεσμα θα ήταν να μειώνεται σταθερά η σημασία της ατομικής ιδιοκτησίας και να αναπτύσσεται η συλλογική ιδιοκτησία την οποία θα διαχειρίζονταν οι αντιπρόσωποι των εργατών. Αυτό το σχέδιο ισοδυναμούσε με «μετωπική επίθεση στην ιερότητα της ατομικής ιδιο­κτησίας». Όσο γενναιόδωροι και αν ήταν οι όροι εξαγοράς, η τάξη των καπιταλιστών απειλήθηκε με σταδιακή εξσυδετέρωση ως ξεχωριστή τά­ξη. Και αντέδρασε ανάλογα.36

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και εξής, η Ομοσπονδία Σουη­δών Εργοδοτών (αναμφίβολα μιμούμενη την ομόλογή της στις ΗΠΑ) αύξησε τα μέλη της, δημιούργησε ένα τεράστιο πολεμικό ταμείο και ε­ξαπέλυσε μια προπαγανδιστική εκστρατεία κατά της υπερβολικής ρύθ­μισης, με στόχο την αύξουσα φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, τη μείωση των φορολογικών βαρών και την υπαναχώρηση από τις υπερ­βολικές δεσμεύσεις του κράτους πρόνοιας, οι οποίες, κατά την άποψή της, προκαλούσαν οικονομική στασιμότητα. Όταν όμως ήλθε στην ε­ξουσία το κεντροδεξιό Συντηρητικό Κόμμα, το 1976, αντικαθιστώντας τους Σοσιαλδημοκράτες πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1930, απέτυ- χε να θέσει σε εφαρμογή τις προτάσεις των εργοδοτών. Τα συνδικάτα ήταν πολύ ισχυρά και η κοινή γνώμη δεν είχε πεισθεί. Όταν κατέστη σαφές πως ούτε η άμεση αντιπαράθεση με τα εργατικά συνδικάτα μέ­σω λοκάουτ ούτε η άρνηση συνεργασίας για τις μισθολογικές διαπραγ­ματεύσεις ήταν αποτελεσματικά μέσα, οι εργοδότες κινήθηκαν προς την υπονόμευση των θεσμικών διευθετήσεων του κορπορατίστικου κρά­τους αντί να συνεχίσουν την αντιπαράθεση. Το 1983, αρνήθηκαν να λά­βουν μέρος στην κεντρική διαπραγμάτευση των συλλογικών συμβά­σεων. Στο εξής οι διαπραγματεύσεις για τους μισθούς και τα επιδόματα έπρεπε να διεξάγονται σε κάθε επιχείρηση ξεχωριστά. Κατάφεραν να πείσουν ένα συνδικάτο να συμφωνήσει μ’ αυτή την τακτική και έτσι έ­φθειραν σοβαρά τη συλλογική δύναμη των εργαζομένων.

Όμως, το αποτελεσματικότερο όλων ήταν η προπαγανδιστική εκ­

ΐ5 4

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

στρατεία των εργοδοτών. Χρησιμοποίησαν τον έλεγχό τους στην απο­νομή του βραβείου Νόμπελ για τα οικονομικά, προκειμένου να εδραιώ­σουν το νεοφιλελευθερισμό στους κόλπους της σουηδικής οικονομικής σκέψης. Καλλιεργήθηκαν προσεκτικά τα μακροχρόνια παράπονα που εξέφραζαν διανοούμενοι και επαγγελματίες για την τυραννία των από­ψεων περί γενικής ωφελιμότητας και για τις πολιτικές υψηλής φορολο­γίας του σουηδικού κράτους, μέσα από ένα αυξανόμενο κύμα λογοκο- πίας που υμνούσε τις ατομικές ελευθερίες και το δικαίωμα ελεύθερης ε­πιλογής. Αυτές οι συζητήσεις δονούσαν τα ΜΜΕ και απέκτησαν μεγά­λο αντίκρισμα στη λαϊκή φαντασία. Πάνω α π’ όλα, το «think tank» των εργοδοτών -το Κέντρο Μελετών για τις Επιχειρήσεις και την Πολιτι- κή- χρηματοδότησε σοβαρές έρευνες σχετικά με τις οικονομικές δομές και προοπτικές (όπως το NBER στις ΗΠΑ) που ξανά και ξανά αποδεί- κνυαν «επιστημονικά» στις πολιτικές ελίτ και στο κοινό ότι το κράτος πρόνοιας ήταν η ουσιαστική αιτία της οικονομικής στασιμότητας.37

Η πραγματική στροφή προς το νεοφιλελευθερισμό επήλθε με την ε­κλογή μιας συντηρητικής κυβέρνησης το 1991. Εν μέρει ο δρόμος είχε α­νοίξει από τους Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι πιέζονταν διαρκώς και πε­ρισσότερο να βρουν τρόπους εξόδου από την οικονομική στασιμότητα. Η μερική εφαρμογή, εκ μέρους των Σοσιαλδημοκρατών, ορισμένων τμη­μάτων του νεοφιλελεύθερου προγράμματος έδειξε ότι υπήρχε ευρύτερη αποδοχή των πειστικών αναλύσεων του Κέντρου Μελετών για τις Επι­χειρήσεις και την Πολιτική. Τώρα, η Αριστερά και όχι η Δεξιά είχε έλ­λειψη ιδεών. Τα συνδικάτα πείσθηκαν να δεχθούν μισθολογικούς πε­ριορισμούς, προκειμένου να αυξηθούν τα κέρδη και να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις. Η απορρύθμιση των τραπεζικών εργασιών (που οδήγησε σε μια κλασική κερδοσκοπική φούσκα στην κατανομή της πίστωσης και στην αγορά στέγης) και οι φορολογικές περικοπές για τους πλουσιότε­ρους (οι οποίες, επίσης, υποτίθεται πως θα ενθάρρυναν τις επενδύσεις) είχαν εφαρμοστεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η κεντρική τράπεζα (πάντα συντηρητική) άλλαξε τελικά την αποστολή της, τασσό­μενη στην καταπολέμηση του πληθωρισμού αντί της διατήρησης της πλή­ρους απασχόλησης. Η κατάρρευση της κερδοσκοπικής φούσκας στις τι­μές των περιουσιακών στοιχείων που ακολούθησε την αύξηση των τι­μών του πετρελαίου το 1991 οδήγησε σε φυγή κεφαλαίων και εσωτερι­κές χρεοκοπίες που κόστισαν ακριβά στη σουηδική κυβέρνηση. Η μομ­φή για το κραχ ενστικτωδώς αποδόθηκε στις ανεπάρκειες του κράτους πρόνοιας και η συντηρητική κυβέρνηση που ανήλθε στην εξουσία συμ­

[55

Νεοφιλελευθερισμός

μεριζόταν το σχέδιο του Σουηδικού Εμπορικού Επιμελητήριου το οποίο πρότεινε ολοσχερή ιδιωτικοποίηση του κράτους πρόνοιας.

Ο Μπλάιθ θεωρεί πως οι προτεινόμενες θεραπείες ήταν εξ ολοκλή­ρου ακατάλληλες σε εκείνες τις περιστάσεις. Υποστηρίζει πως το πρό­βλημα συνίστατο στη «γνωσιακή παγίδευση» - στην ανικανότητα να σκεφθεί κανείς οποιαδήποτε άλλη λύση πέραν αυτής που υπαγόρευε η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. «Ήταν αυτή η ομοιογένεια προσωπικού και ιδεών, συνδυασμένη με την πολιτικοποίηση της επιχειρηματικής δραστη­ριότητας που έθεσε αυτές τις καινούργιες ιδέες στην ημερήσια διάταξη και τελικά οδήγησε στο μετασχηματισμό του σουηδικού φιλελευθερι­σμού». Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν μια σοβαρή ύφεση που μείωσε την παραγωγή και διπλάσιασε το ποσοστό της ανεργίας μέσα σε δύο χρόνια. Εφόσον η κυβέρνηση έχασε την εμπιστοσύνη του κοινού, έπρεπε να βρε­θεί άλλος τρόπος για να διατηρηθούν οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμί­σεις. Η απάντηση ήταν η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μια κίνηση η οποία «κατανοείται καλύτερα ως προσπάθεια των επιχειρήσεων και των Συντηρητικών να αφήσουν τις οικονομικές ιδέες και τους θεσμούς της ΕΕ να επιτύχουν μέσω της διεθνούς σύγκλισης ό,τι είχαν αποτύχει να κάνουν μέσω της εσωτερικής μεταρρύθμισης». Η ένταξη στην ΕΕ το 1993-94 στέ­ρησε από το κράτος πολλά από τα εργαλεία που είχε προηγουμένως για την καταπολέμηση της ανεργίας και την προώθηση του κοινωνικού μι­σθού.38 Συνεπώς, ακόμη και όταν επέστρεψαν στην εξουσία οι Σοσιαλ­δημοκράτες, το 1994, «ακρογωνιαίοι λίθοι της μακροοικονομικής πολιτι­κής ήταν η μείωση του ελλείμματος, ο έλεγχος του πληθωρισμού και οι ι­σοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, αντί της πλήρους απασχόλησης και της δίκαιης κατανομής του εισοδήματος», δηλαδή όπως ακριβώς υπαγόρευε το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα.39 Η ιδιωτικοποίηση των συντάξεων και των παροχών κοινωνικής πρόνοιας έγινε δεκτή ως αναπόφευκτη. Ο Μπλάιθ ερμηνεύει αυτή την αποδοχή ως μια περίπτωση «εξάρτησης α­πό το παρελθόν» - μια ορισμένη λογική λήψης αποφάσεων που ενεργο­ποιείται από ηγεμονικές ιδέες που προϋπάρχουν αυτής. Ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός διαβρώθηκε, αλλά δεν κατεδαφίστηκε εντελώς. Το κοι­νό, ως επί το πλείστον, εξακολουθούσε να υποστηρίζει θερμά τις δομές του συστήματος πρόνοιας που αυτός είχε δημιουργήσει. Βεβαίως, η ανι­σότητα αυξήθηκε, αλλά με κανέναν τρόπο στα επίπεδα που διαπιστώ­σαμε στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα επίπεδα φτώχειας εξακο­λουθούσαν να είναι χαμηλά και τα επίπεδα κοινωνικών παροχών υψηλά. Η Σουηδία αποτελεί ένα παράδειγμα αυτού που θα μπορούσαμε να απο-

156

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

καλέσουμε «εντός ορίων νεοφιλελευθεροποίηση» και η εν γένει πολύ κα­λύτερη κοινωνική της κατάσταση αντανακλά αυτό ακριβώς το γεγονός.

ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ

Τα τεκμήρια που συγκεντρώθηκαν στο παρόν κείμενο υποδεικνύουν ό­τι η ακανόνιστη επέκταση της νεοφιλελευθεροποίησης ήταν ένα αποτέ­λεσμα τόσο της διαφοροποίησης, της καινοτομίας και του ανταγωνι­σμού (ορισμένες φορές μονοπωλιακού είδους) μεταξύ εθνικών, περι­φερειακών και, κάποιες φορές, μητροπολιτικών μοντέλων διακυβέρνη­σης, όσο και της επιβολής .από κάποια ηγεμονική εξωτερική δύναμη, ό­πως οι ΗΠΑ. Μια πιο εκλεπτυσμένη ανάλυση υποδεικνύει ένα ευρύ φά­σμα παραγόντων που επηρέασαν το βαθμό νεοφιλελευθεροποίησης σε ιδιαίτερες περιπτώσεις. Οι περισσότερες συμβατικές αναλύσεις των δυ­νάμεων που ωθούν προς το νεοφιλελευθερισμό υποστηρίζουν, κατά κύ­ριο λόγο, ότι επέδρασε ο συνδυασμός των εξής παραγόντων: της ισχύος των νεοφιλελεύθερων ιδεών (που είχαν μεγάλη απήχηση στις περιπτώ­σεις της Βρετανίας και της Χιλής), της ανάγκης να υπάρξουν αναδρά­σεις στις χρηματο-οικονομικές κρίσεις πολλών και διαφόρων ειδών (ό­πως στο Μεξικό και στη Νότια Κορέα) και μιας πιο πραγματιστικής προσέγγισης της μεταρρύθμισης του κρατικού μηχανισμού (όπως στη Γαλλία και την Κίνα), προκειμένσυ να βελτιωθεί η ανταγωνιστική θέση της χώρας στην παγκόσμια αγορά. Παρόλο που τα παραπάνω είναι ό­λα στοιχεία μιας κάποιας σπουδαιότητας, η μη διερεύνηση των ταξικών δυνάμεων που έπαιξαν ρόλο προκαλεί μεγάλη εντύπωση. Επί παρα- δείγματι, δεν εξετάζεται ούτε καν η πιθανότητα ότι οι κυρίαρχες ιδέες μπορεί να είναι οι ιδέες κάποιας κυρίαρχης τάξης, παρόλο που υπάρ­χουν συντριπτικές αποδείξεις ότι πραγματοποιήθηκαν σοβαρές παρεμ­βάσεις τμήματος των επιχειρηματικών ελίτ και των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων στην παραγωγή ιδεών και ιδεολογιών: με επενδύσεις σε «think tanks», στην εκπαίδευση τεχνοκρατών και με τον έλεγχο των ΜΜΕ. Αποκλείεται επίσης ως συνωμοτική η πιθανότητα ότι οι χρηματοπιστω­τικές κρίσεις θα μπορούσαν να προκαλούνται από κεφαλαιακές επι­δρομές, κεφαλαιακή φυγή ή χρηματιστική κερδοσκοπία ή ότι οι χρη­ματοπιστωτικές κρίσεις σχεδιάζονται σκόπιμα για να διευκολύνουν τη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης περιουσιακών στοιχείων από άλλους, παρόλο που υπάρχουν αμέτρητα ύποπτα σημάδια συντονισμένων κερ­

157

Νεοφιλελευθερισμός

δοσκοπικών επιθέσεων στο ένα ή στο άλλο νόμισμα. Φαίνεται πως χρεια­ζόμαστε ένα ευρύτερο πλαίσιο ερμηνείας των περίπλοκων και γεωγρα­φικά ακανόνιστων μονοπατιών της νεοφιλελευθεροποίησης.

Πρέπει να δώσουμε προσοχή στις συνθήκες και τις θεσμικές διευ­θετήσεις που δημιουργούν αυτό το πλαίσιο, εφόσον ποικίλλουν σε με­γάλο βαθμό από τη Σιγκαπούρη στο Μεξικό, τη Μοζαμβίκη, τη Σουη­δία και τη Βρετανία, και στην ευχέρεια προσηλυτισμού στο νεοφιλε­λευθερισμό που ήταν και αυτή ποικιλόμορφη, κατά συνέπεια. Ιδιαίτε­ρα προβληματική είναι η περίπτωση της Νότιας Αφρικής. Με τις ελ­πίδες που γέννησε η κατάρρευση τους καθεστώτος του απαρτχάιντ και αναζητώντας απελπισμένα να επανενσωματωθεί στην παγκόσμια οι­κονομία, η Νότια Αφρική πείσθηκε εν μέρει, και εν μέρει εξαναγκά­στηκε, από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα να ενστερνιστεί τη νεο­φιλελεύθερη γραμμή, και το αποτέλεσμα ήταν αυτό που μπορούσε κα­νείς να προβλέψει: το οικονομικό απαρτχάιντ επιβεβαιώνει σήμερα ευ­ρέως το ρατσιστικό απαρτχάιντ που προϋπήρχε.40 Η συνεχώς μετα­βαλλόμενη εσωτερική ισορροπία των ταξικών δυνάμεων μέσα σε ένα δεδομένο κράτος ήταν επίσης ένας ακόμη κρίσιμος προσδιοριστικός παράγοντας. Στο βαθμό που οι οργανωμένοι εργάτες κατάφεραν να διατηρήσουν ή να αποκτήσουν (στην περίπτωση της Νότιας Κορέας) ισχυρή παρουσία, η νεοφιλελευθεροποίηση αντιμετώπισε ισχυρά και σε ορισμένες περιπτώσεις ανυπέρβλητα εμπόδια. Η εξασθένηση (όπως στη Βρετανία και τις ΗΠΑ), η παράκαμψη (όπως στη Σουηδία) ή η βίαιη καταστροφή (όπως στη Χιλή) των δυνάμεων των οργανωμένων εργατών είναι μια αναγκαία προϋπόθεση της νεοφιλελευθεροποίησης. Για τον ίδιο λόγο, η νεοφιλελευθεροποίηση συχνά εξαρτήθηκε από την αυξανόμενη δύναμη, αυτονομία και συνοχή των επιχειρήσεων και των εταιρειών και την ικανότητά τους ως τάξης να ασκούν πίεση στην κρα­τική εξουσία (όπως στις ΗΠΑ και τη Σουηδία). Αυτή η ικανότητα α­σκείται πιο εύκολα απευθείας μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τρόπου συμπεριφοράς στην αγορά, επιδρομών του κεφαλαίου ή φυγής του κεφαλαίου και εμμέσως με τον επηρεασμό των εκλογικών διαδι­κασιών, με τις ομάδες πίεσης, με τη δωροδοκία και τη διαφθορά ή, α­κόμη πιο ανεπαίσθητα, μέσω του ελέγχου της δύναμης των οικονομι­κών ιδεών. Ο βαθμός που ο νεοφιλελευθερισμός ενσωματώθηκε στον αυθόρμητο τρόπο με τον οποίο σκέφτεται γενικά ο πολύς κόσμος ποί­κιλλε πολύ, και αυτό είχε να κάνει με το πόσο δυνατή ήταν η πίστη στη δύναμη της κοινωνικής αλληλεγγύης και με τη βαρύτητα των παραδό­

[58

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

σεων συλλογικής κοινωνικής ευθύνης και προσφοράς. Συνεπώς, οι πο­λιτισμικές και πολιτικές παραδόσεις που αποτελούν τα θεμέλια του κοινού νου των λαϊκών ανθρώπων έπαιξαν το ρόλο τους στη διαφο­ροποίηση του βαθμού πολιτικής αποδοχής των ιδανικών της ατομικής ελευθερίας και των σκοπών της ελεύθερης αγοράς σε αντίθεση με άλ­λες μορφές κοινωνικότητας.

Όμως, η πιο ενδιαφέρουσα, πιθανώς, πτυχή της νεοφιλελευθερο- ποίησης προκύπτει από την πολυσύνθετη αλληλεπίδραση της εσωτερι­κής δυναμικής και των εξωτερικών δυνάμεων. Ενώ σε ορισμένες περι­πτώσεις οι τελευταίες μπορεί δικαίως να ερμηνεύονται ως κυρίαρχες, στις περισσότερες περιπτώσεις οι σχέσεις είναι πολύ πιο περίπλοκες. Στη Χιλή, σε τελευταία ανάλυση, ήταν οι ανώτερες τάξεις εκείνες που επιδίωξαν τη βοήθεια των ΗΠΑ για την οργάνωση του πραξικοπήμα­τος και εκείνες επίσης που δέχθηκαν τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση ως πορεία προς τα εμπρός, αν και αυτό έγινε βάσει των συμβουλών εκ­παιδευμένων στις ΗΠΑ τεχνοκρατών. Και στη Σουηδία οι εργοδότες ε­πιδίωξαν την ενσωμάτωση στην ΕΕ ως μέσο διασφάλισης του εσωτερι­κού νεοφιλελεύθερου προγράμματος που αντιμετώπιζε δυσκολίες ε­φαρμογής. Ακόμη και τα πιο δρακόντεια προγράμματα διαρθρωτικής αναπροσαρμογής του ΔΝΤ είναι απίθανο να προχωρήσουν χωρίς έστω και μικρή εσωτερική υποστήριξη από κάποια δύναμη. Ορισμένες φο­ρές δίνεται η εντύπωση ότι το ΔΝΤ απλώς παίρνει την ευθύνη να κάνει αυτό που θέλουν οπωσδήποτε να γίνει κάποιες εσωτερικές ταξικές δυ­νάμεις. Και υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις επιτυχούς απόρριψης των συμβουλών του ΔΝΤ, ώστε να μας δείχνουν ότι το σύμπλεγμα Γσυόλ Στριτ-υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ-ΔΝΤ δεν είναι τόσο παντο­δύναμο όσο προβάλλεται ορισμένες φορές. Μόνο όταν η εσωτερική δο­μή εξουσίας έχει μετατραπεί σε κενό κέλυφος και όταν οι εσωτερικές θεσμικές διευθετήσεις βρίσκονται σε εντελώς χαοτική κατάσταση, είτε εξαιτίας της κατάρρευσης (όπως στην πρώην Σοβιετική Ένωση και την Κεντρική Ευρώπη), είτε εξαιτίας εμφυλίων πολέμων (όπως στη Μο­ζαμβίκη, τη Σενεγάλη ή τη Νικαράγουα) ή εξαιτίας εκφυλιστικής αδυ­ναμίας (όπως στις Φιλιππίνες), βλέπουμε τις εξωτερικές δυνάμεις να ε­νορχηστρώνουν ελεύθερα τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο βαθμός επιτυχίας μάλλον είναι μικρός, διότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ισχυρό κράτος, ι­σχυρή αγορά και νομικούς θεσμούς.

Αναμφίβολα ισχύει επίσης ότι η πίεση επί όλων των κρατών να δη­

159

Νεοφιλελευθερισμός

μιουργήσουν «καλό επιχειρηματικό κλίμα», για να προσελκΰσουν και να κρατήσουν το γεωγραφικά μετακινούμενο κεφάλαιο, έχει παίξει το ρόλο της, ιδίως στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες (όπως η Γαλ­λία). Το παράξενο, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι ο τρόπος με τον οποίο η νεοφιλελευθεροποίηση και το καλό επιχειρηματικό κλίμα θεωρούνται πολύ συχνά ένα και το αυτό, όπως στην Development Report, του 1994, της Παγκόσμιας Τράπεζας.41 Εάν η νεοφιλελευθεροποίηση προκαλεί κοινωνική αναταραχή και πολιτική αστάθεια, στα επίπεδα που αυτά τα φαινόμενα έφθασαν στην Ινδονησία ή στην Αργεντινή τα τελευταία χρόνια, ή εάν καταλήγει σε ύφεση και περιορισμούς της επέκτασης των εσωτερικών αγορών, τότε θα μπορούσε να ειπωθεί εξίσου εύκολα ότι η νεοφιλελευθεροποίηση απωθεί παρά ενθαρρύνει τις επενδύσεις.42 Ακό­μη και όταν κάποια πτυχή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ας πούμε αυ­τή που αφορά τις ευέλικτες αγορές εργασίας ή τη χρηματοπιστωτική φι­λελευθεροποίηση, έχει εδραιωθεί πλήρως, δεν είναι σαφές ότι επαρκεί για να δελεάσει το μετακινούμενο κεφάλαιο. Εκτός αυτού, υπάρχει το ακόμη σοβαρότερο πρόβλημα τι είδους κεφάλαιο προσελκύεται. Το κε­φάλαιο χαρτοφυλακίων ελκύεται εξίσου εύκολα από την άνθηση της κερδοσκοπίας όπως και από τις σταθερές θεσμικές διευθετήσεις και την ανάπτυξη των υποδομών που μπορούν να ελκύσουν κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η προσέλκυση «αρπακτικού κεφαλαίου» δύσκο­λα μπορεί να θεωρηθεί άξιο λόγου επίτευγμα, αλλά αυτό ακριβώς κα­τορθώνει πάρα πολύ συχνά η νεοφιλελευθεροποίηση (όπως αναγνωρί­ζουν δημοσίως επικριτές σαν τον Στίγκλιτς).

Ρόλο επίσης έπαιξαν πιθανοί γεωπολιτικοί υπολογισμοί. Η θέση της Νότιας Κορέας ως κράτους της πρώτης γραμμής στη διάρκεια του Ψ υ­χρού Πολέμου, αρχικά της εξασφάλισε την αμερικανική υποστήριξη προς τις αναπτυξιακές πολιτικές της. Η θέση της Μοζαμβίκης ως κράτους πρώτης γραμμής οδήγησε σε έναν εμφύλιο πόλεμο που πυροδοτήθηκε από τη Νότια Αφρική, προκειμένου να υπονομεύσει την προσπάθεια του μετώπου Frelimo να οικοδομήσει το σοσιαλισμό. Η Μοζαμβίκη, η οποία εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου βυθίστηκε στα χρέη, έγινε εύκο­λο θύμα της ροπής του ΔΝΤ προς τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση.43 Οι αντεπαναστατικές κυβερνήσεις που υποστήριζαν οι ΗΠΑ στην Κε­ντρική Αμερική, στη Χιλή και αλλού συχνά οδήγησαν σε παρόμοια α­ποτελέσματα. Ακόμη και η συγκεκριμένη γεωγραφική θέση του Μεξι­κού, η άμεση γειτνίασή του με τις ΗΠΑ που το καθιστούσε ιδιαίτερα ευά­λωτο στις πιέσεις τους, έπαιξε το ρόλο της. Επίσης το ότι οι ΗΠΑ δεν

Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση

χρειάζεται πλέον να αμύνονται έναντι της απειλής του κομουνισμού σημαίνει πως δεν πρέπει να ανησυχούν πια υπέρ το δέον εάν οι νεοφι­λελεύθερες αναδιαρθρώσεις προκαλούν μαζική ανεργία και κοινωνική αναταραχή στη μια ή την άλλη χώρα. Έτσι οι ΗΠΑ δεν προσέτρεξαν στην οικονομική διάσωση της Ταϊλάνδης, όταν βρέθηκε σε μεγάλη οι­κονομική δυσπραγία, και οι πιστοί Ταϊλανδοί, οι οποίοι είχαν υποστη­ρίξει τους Αμερικανούς σε όλη τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, εξοργίστηκαν. Πράγματι, τα αμερικανικά, όπως επίσης και άλλα χρη­ματοπιστωτικά ιδρύματα έπαιξαν το ρόλο του αρπακτικού κεφαλαίου με μεγάλη ευχαρίστηση.

Ωστόσο, μέσα σ’ αυτήν περίπλοκη ιστορία της ακανόνιστης νεοφι- λελευθεροποίησης, ένα γεγονός εμφανίζεται επίμονα: η γενική τάση αύ­ξησης της κοινωνικής ανισότητας και έκθεσης των λιγότερο τυχερών ο­μάδων σε κάθε κοινωνία -στην Ινδονησία, το Μεξικό ή στη Βρετανία- στους ψυχρούς ανέμους της λιτότητας και στη βαριά μοίρα της αυξα­νόμενης περιθωριοποίησης. Παρόλο που αυτή η τάση αμβλύνθηκε πό­τε σε μια χώρα και πότε σε μιαν άλλη με την εφαρμογή κοινωνικών πο­λιτικών, τα αποτελέσματα στο άλλο άκρο του κοινωνικού φάσματος ή­ταν πολύ θεαματικά. Η απίστευτη συγκέντρωση πλούτου και δύναμης που σήμερα παρατηρείται στις ανώτερες εισοδηματικές κατηγορίες του καπιταλισμού δεν έχει ξανασυμβεί από τη δεκαετία του 1920. Οι ροές φόρου υποτέλειας προς τα μεγάλα χρηματο-οικονομικά κέντρα του κό­σμου ήταν εκπληκτικές. Το πιο εκπληκτικό όλων όμως είναι το ότι όλα αυτά θεωρήθηκαν ως ένα απλό, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και ατυχές, υποπροϊόν της νεοφιλελευθεροποίησης. Η ίδια η ιδέα ότι θα μπορούσε να είναι -ότι είναι για την ακρίβεια- ο θεμελιώδης πυρή­νας της ίδιας της νεοφιλελευθεροποίησης φαίνεται αδιανόητη. Μια εκ­δήλωση της ευφυΐας της νεοφιλελεύθερης θεωρίας ήταν το να δημιουρ­γήσει ένα πολύ βολικό προσωπείο κοσμημένο με θαυμάσιες λέξεις που χαϊδεύουν τα αφτιά, όπως ελευθερία, αυτονομία, επιλογή και δικαιώ­ματα, προκειμένου να κρύψει τις θλιβερές πραγματικότητες της παλι­νόρθωσης ή ανασυγκρότησης της γυμνής ταξικής ισχύος των ελίτ, το­πικά και υπερεθνικά, αλλά ιδίως στα βασικά χρηματοπιστωτικά κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού.

1 6 1

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 5

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1978, Η ΥΠΟ ΤΟΝ ΝΤΕΝΓΚ ΣΙΑΟ-ΠΙΝΓΚ ΚΙΝΕΖΙΚΗ ηγεσία, αντιμέτωπη με τη διττή δυσκολία της πολιτικής αβεβαιό­τητας μετά το θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ, που συνέβη το 1976, και της

οικονομικής στασιμότητας που διαρκοΰσε επί αρκετά έτη, ανήγγειλε έ­να πρόγραμμα οικονομικής μεταρρύθμισης. Δεν θα μάθουμε ποτέ με σι­γουριά εάν ο Ντενγκ ήταν πάντα κρυφός «οπαδός του καπιταλισμού» (όπως είχε διακηρύξει ο Μάο κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επα­νάστασης) ή εάν οι μεταρρυθμίσεις ήταν μια κίνηση απελπισίας για να προστατευτεί η οικονομική ασφάλεια της Κίνας και να ενισχυθεί το κύ­ρος της εν όψει του ανερχόμενου κύματος καπιταλιστικής ανάπτυξης στην υπόλοιπη Ανατολική και Νοτιο-ανατολική Ασία. Απλά συνέβη να συμπέσουν οι μεταρρυθμίσεις -και είναι πολύ δύσκολο να θεωρήσουμε αυτή τη σύμπτωση ως οτιδήποτε άλλο εκτός από συγκυριακό γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας- με τη στροφή προς νεοφιλελεύθερες λύσεις στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Κίνα το αποτέλεσμα ήταν να οικοδομηθεί ένα ιδιαίτερο είδος οικονομίας της αγοράς που εν­σωματώνει διαρκώς και περισσότερο νεοφιλελεύθερα στοιχεία συναρ­μοσμένα με τον αυταρχικό συγκεντρωτικό έλεγχο. Σε άλλες χώρες, ό­πως η Χιλή, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν και η Σιγκαπούρη, η συμβατότη­τα μεταξύ αυταρχισμού και καπιταλιστικής αγοράς είχε ήδη τεκμηριω­θεί με σαφήνεια.

Παρόλο που η Κίνα δεν εγκατέλειψε τον εξισωτισμό ως μακροπρό­θεσμο στόχο της, ο Ντενγκ υποστήριξε ότι έπρεπε να απελευθερωθεί η ατομική και τοπική πρωτοβουλία, προκειμένου να αυξηθεί η παραγω­γικότητα και να δοθεί έναυσμα στην οικονομική μεγέθυνση. Το ανα­γκαίο επακόλουθο αυτής της πολιτικής, δηλαδή το ότι θα αυξανόταν α­ναπόφευκτα η ανισότητα, γινόταν απόλυτα κατανοητό ως κάτι που θα έπρεπε οι Κινέζοι να το υπομείνουν. Υπό το σύνθημα xiaokang -την έν­νοια μιας ιδανικής κοινωνίας που προνοεί πλήρως για όλους τους πο­

102

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

λίτες της-, ο Ντενγκ εστίασε την προσοχή σε «τέσσερις εκσυγχρονισμούς»: στη γεωργία, τη βιομηχανία, την εκπαίδευση και την επιστήμη και την άμυνα. Με τις μεταρρυθμίσεις οι Κινέζοι ηγέτες πάσχισαν αρχικά να δημιουργηθούν δυνάμεις της αγοράς μέσα στην κινεζική οικονομία. Η ιδέα ήταν να διεγερθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατικών επιχειρή­σεων και να πυροδοτήσει, όπως ήλπιζαν, την καινοτομία και την οικο­νομική μεγέθυνση. Εισήχθη η αγοραία τιμολόγηση, αλλά αυτό ήταν πι­θανώς πολύ λιγότερο σημαντικό από ό,τι η ταχεία μεταβίβαση πολιτι- κο-οικονομικής εξουσίας στις περιφέρειες και στις τοπικές κοινότητες. Τούτη η τελευταία ενέργεια αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευφυής. Αποφεύ­χθηκε η αντιπαράθεση με τα παραδοσιακά κέντρα εξουσίας στο Πεκί­νο και οι τοπικές πρωτοβουλίες μπορούσαν να ανοίξουν το δρόμο προς μια νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων. Οι αποτυχημένες καινοτομίες μπο­ρούσαν απλά να αγνοηθούν. Συμπληρωματικά, η Κίνα άνοιξε επίσης, βεβαίως υπό αυστηρή κρατική εποπτεία, στο ξένο εμπόριο και τις ξένες επενδύσεις και έτσι τερματίστηκε η απομόνωσή της από την παγκόσμια αγορά. Ο πειραματισμός στην αρχή ήταν περιορισμένος κυρίως στην ε­παρχία Κουανγκτόνγκ, κοντά στο Χονγκ Χονγκ, και μακριά από το Πεκίνο, κάτι πολύ βολικό. Έ νας στόχος του ανοίγματος προς τα έξω ή­ταν η εξασφάλιση μεταφοράς τεχνολογίας (εξ ου και η έμφαση στις μει­κτές επιχειρήσεις μεταξύ ξένων κεφαλαιοκρατών και Κινέζων συνεταί­ρων). Ο άλλος ήταν η απόκτηση αρκετών συναλλαγματικών αποθεμά­των για την αγορά των αναγκαίων μέσων προς υποστήριξη μιας πιο ι­σχυρής εσωτερικής δυναμικής της οικονομικής μεγέθυνσης.1

Αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν θα είχαν προσλάβει τη σημασία που σήμερα τους αποδίδουμε ούτε θα είχε δρομολογηθεί η συνακόλουθη εκπληκτική οικονομική εξέλιξη της Κίνας, εάν δεν είχαν σημειωθεί ση­μαντικές και φαινομενικά άσχετες παράλληλες μεταβολές στον προηγ­μένο καπιταλιστικό κόσμο σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας της πα­γκόσμιας αγοράς. Η δύναμη που κέρδισε η νεοφιλελεύθερη πολιτική στο πεδίο του διεθνούς εμπορίου, κατά τη δεκαετία του 1980, άνοιξε ό­λο τον κόσμο στις μεταμορφωτικές δυνάμεις της αγοράς και του χρη­ματοπιστωτικού τομέα. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε χώρος για τη θυελλώδη είσοδο της Κίνας και την ενσωμάτωσή της στην παγκό­σμια αγορά, με μεθόδους που δεν θα ήταν δυνατές υπό το σύστημα του Μπρέτον Γουντς. Η θεαματική ανάδειξη της Κίνας σε παγκόσμια οικο­νομική δύναμη μετά το 1980 ήταν εν μέρει μια μη σκόπιμη συνέπεια της νεοφιλελεύθερης στροφής στον προηγμένο καπιταλιστικό κόσμο.

Νεοφιλελευθερισμός

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

Με τα παραπάνω δεν θέλουμε να μειώσουμε, κατ’ ουδένα τρόπο, τη ση­μασία της βασανιστικής πορείας του εσωτερικού μεταρρυθμιστικού κι­νήματος στην ίδια την Κίνα. Διότι εκείνο που οι Κινέζοι έπρεπε να δι­δαχθούν (και σε κάποιο βαθμό ακόμη διδάσκονται), μεταξύ πολλών άλλων, ήταν ότι η αγορά συμβάλλει ελάχιστα στη ριζική αλλαγή μιας οικονομίας, χωρίς μια παράλληλη αλλαγή στις ταξικές σχέσεις, στην α­τομική ιδιοκτησία και σε όλες τις άλλες θεσμικές διευθετήσεις που συ­νήθως στηρίζουν μια ανθηρή καπιταλιστική οικονομία. Η εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση ήταν σπασμωδική και συχνά χαρακτηριζόταν α­πό εντάσεις και κρίσεις, στις οποίες οι ωθήσεις ακόμη και οι απειλές α­πό το εξωτερικό ασφαλώς έπαιξαν τον δικό τους ρόλο. Το εάν όλες αυ­τές οι εξελίξεις ήταν απόρροια συνειδητού, αν και προσαρμοστικού σχεδιασμού («ψηλαφούμε τις πέτρες καθώς περνάμε το ποτάμι», όπως έλεγε ο Ντενγκ) ή το αποτέλεσμα, εν αγνοία των κομματικών στελεχών, της αδήριτης λογικής που απέρρεε από τις αρχικές προϋποθέσεις των μεταρρυθμίσεων του Ντενγκ προς την κατεύθυνση της αγοράς, αναμ­φίβολα θα συζητείται επί μακρόν.2

Εκείνο που μπορεί να ειπωθεί με ακρίβεια είναι ότι η Κίνα, μην α­κολουθώντας την τακτική της «θεραπείας-σοκ», της στιγμιαίας ιδιωτι­κοποίησης, που επιβλήθηκε αργότερα, τη δεκαετία του 1990, στη Ρωσία και στην Κεντρική Ευρώπη από το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», κατάφερε να αποφύγει τις οικονομι­κές καταστροφές που τυράννησαν αυτές τις χώρες. Ακολουθώντας τον δικό της ιδιόμορφο δρόμο προς το «σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτη­ριστικά» ή, όπως κάποιοι προτιμούν να τον αποκαλούν, «ιδιωτικοποίη­ση με κινεζικά χαρακτηριστικά», κατάφερε να δημιουργήσει μια μορφή κρατικά ελεγχόμενης οικονομίας της αγοράς, στα πλαίσια της οποίας σημειώθηκε θεαματική μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας (με μέσο όρο 10% ετησίως, κατά προσέγγιση) και να αυξήσει το βιοτικό ε­πίπεδο για μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού επί περισσότερα από είκοσι έτη.3 Αλλά οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν επίσης σε υποβάθμιση του περιβάλλοντος, σε κοινωνική ανισότητα και τελικά σε μια κατά­σταση που μοιάζει, ενοχλητικά, με ανασυγκρότηση της εξουσίας της κε­φαλαιοκρατικής τάξης.

Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε λογικά τις λεπτομέρειες αυτού του μετασχηματισμού, χωρίς μια γενικότερη χαρτογράφηση της συνολικής

Νεοφιλελευθερισμός μ ε «κινεζικά χαρακτηριστικά»

του πορείας. Η εξιχνίαση της πολιτικής είναι δύσκολο καθήκον, καθώς καλύπτεται από τα μυστήρια της διαπάλης για εξουσία στο εσωτερικό ενός Κομουνιστικού Κόμματος αποφασισμένου να διατηρηθεί, αυτό μό­νο, στην εξουσία. Οι βασικές αποφάσεις που επικυρώνονται στα κομ­ματικά συνέδρια δημιουργούν το περιβάλλον για κάθε βήμα στην αλυ­σίδα των μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, είναι απίθανο το κόμμα να ανέχθη­κε εύκολα τη δυναμική ανασυγκρότηση της ισχύος της καπιταλιστικής τάξης μέσα στους κόλπους του. Ασφαλώς ενστερνίστηκε τις οικονομι­κές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να συγκεντρώσει πλούτο και να αυ­ξήσει τις τεχνολογικές δυνατότητές του. Με αυτό τον τρόπο μπορούσε να αποκτήσει μεγαλύτερη ικανότητα χειρισμού της εσωτερικής διαφω­νίας, να υπερασπίζεται καλύτερα τον εαυτό του έναντι εξωτερικής επί­θεσης και να προεκτείνει τη δύναμή του προς την άμεση γεωπολιτική σφαίρα ενδιαφέροντος, σε μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη Ανατολική και Νοτιο-ανατολική Ασία. Η οικονομική ανάπτυξη φαινόταν ως το μέσον προς αυτούς τους σκοπούς παρά ως αυτοσκοπός. Επιπροσθέτως, η πραγματική αναπτυξιακή πορεία που ακολουθήθηκε φαίνεται πως ταίριαζε με το στόχο να παρεμποδιστεί ο σχηματισμός όποιου συνεκτι­κού μπλοκ εξουσίας της καπιταλιστικής τάξης μέσα στην ίδια την Κί­να. Η σε υπερβολικό βαθμό στήριξη στις άμεσες ξένες επενδύσεις (μια οικονομική αναπτυξιακή στρατηγική εντελώς διαφορετική από αυτή της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας) κράτησε τη δύναμη της καπιτα­λιστικής ταξικής ιδιοκτησίας μακριά από τη χώρα (Πίνακας 5.1), διευ­κολύνοντας κάπως, τουλάχιστον στην περίπτωση της Κίνας, τον έλεγ­χο από το κράτος.4 Εμπόδια που εγέρθηκαν έναντι των ξένων επενδύ­σεων χαρτοφυλακίου περιόρισαν αποτελεσματικά την άσκηση κυριαρ­χικής επιρροής του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου επί του κινεζι­κού κράτους. Η απροθυμία να επιτρέψουν μορφές χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης άλλες πλην των κρατικής ιδιοκτησίας τραπεζών -δη ­λαδή χρηματιστήρια και κεφαλαιαγορές- στέρησε από το κεφάλαιο έ­να από τα βασικά του όπλα έναντι της κρατικής εξουσίας. Η μακρο­χρόνια προσπάθεια να διατηρηθούν άθικτες οι δομές κρατικής ιδιο­κτησίας, με την ταυτόχρονη απελευθέρωση της αυτονομίας του μάνα­τζμεντ, δίνει επίσης την αίσθηση μιας προσπάθειας να παρεμποδιστεί ο σχηματισμός καπιταλιστικής τάξης.

Όμως, το κόμμα είχε ν’ αντιμετωπίσει επίσης αρκετά δυσάρεστα δι­λήμματα. Η κινεζική επιχειρηματική διασπορά που παρείχε σημαντικές εξωτερικές διασυνδέσεις και το Χονγκ Κονγκ, που απορροφήθηκε ξα­

Νεοφιλελευθερισμός

νά από την κινεζική πολιτεία το 1997, είχαν καπιταλιστικές δομές. Η Κί­να έπρεπε να εναρμονιστεί και με τις δύο αυτές δομές και με τους νεο­φιλελεύθερους κανόνες του διεθνούς εμπορίου που έθεσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, στον οποίο εντάχθηκε η Κίνα το 2001. Άρχισαν επίσης να εμφανίζονται πολιτικά αιτήματα για φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Το 1986 ξέσπασαν εργατικές διαδηλώσεις. Το φοιτητικό κί­νημα, το οποίο συμπαραστεκόταν στους εργάτες, αλλά εξέφραζε και τα δικά του αιτήματα για περισσότερες ελευθερίες, έφθασε στο απόγειό του το 1989. Η τεράστια πολιτική ένταση, που αυξανόταν παράλληλα με την εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού στην οικονομία, έφθασε στο α­ποκορύφωμά της με τη σφαγή των φοιτητών στην πλατεία Τιενανμέν. Τα σκληρά και βίαια μέτρα του Ντενγκ, πού εφαρμόστηκαν παρά τις ε­πιθυμίες των κομματικών μεταρρυθμιστών, έδειξαν σαφώς ότι η νεοφι- λελευθεροποίηση στην οικονομία δεν συνοδευόταν από κάποια πρόο­δο στους τομείς των ανθρωπίνων, πολιτικών ή δημοκρατικών δικαιω­μάτων. Η φατρία του Ντενγκ που κατέστειλε τις πολιτικές κινητοποιή­σεις, προκειμένου να επιβιώσει, έπρεπε να πάρει την πρωτοβουλία για ένα ακόμη κύμα νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Ο Γουάνγκ συνο­ψίζει την κατάσταση ως εξής:

Η νομισματική πολιτική έγινε το πρωταρχικό μέσο ελέγχου· υπήρξε σημα­ντική αναπροσαρμογή στην ισοτιμία με το ξένο νόμισμα, με τάση προς ε­νοποιημένη ισοτιμία- οι εξαγωγές και το εξωτερικό εμπόριο κατέληξαν να διευθύνονται από τους μηχανισμούς του ανταγωνισμού και την ανάληψη της ευθύνης για τα κέρδη και τις ζημίες· το «διττό» σύστημα τιμολόγησης περιορίστηκε· η αναπτυξιακή ζώνη Σανγκάης Παντόνγκ άνοιξε πλήρως και την ίδια τροχιά ακολούθησαν διάφορες περιφερειακές αναπτυξιακές ζώνες.5

Αφού ο ηλικιωμένος Ντενγκ περιόδευσε στη νότια περιφέρεια το 1992, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τι αποτέλεσμα είχε στην οικονο­μική ανάπτυξη το άνοιγμα στον έξω κόσμο, ανακοίνωσε ότι ήταν πλή­ρως ικανοποιημένος. «Είναι ένδοξο το να πλουτίσουμε», είπε, και πρό- σθεσε: «Τι πειράζει εάν η γάτα είναι πυρρόξανθη ή μαύρη, εφόσον πιά­νει ποντίκια;» Όλη η Κίνα άνοιξε στις δυνάμεις της αγοράς και στο ξέ­νο κεφάλαιο, αν και υπό το άγρυπνο μάτι του κόμματος. Στις αστικές περιοχές ενθαρρύνθηκε μια δημοκρατία της κατανάλωσης, προκειμέ­νου να προλάβει την κοινωνική αναταραχή. Η βασισμένη στην αγορά

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.1 Μ έτρα κεφαλαιακώ ν εισροών: ξένα δάνεια, άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) και εργολαβικές συμμαχίες, 1979-2002

Π οσό (100 εκ. $ ΗΠΑ) Ποσοστό μεριδίων στις συνολικές

κεφαλαιακές εισροές

Σύνολοδάνεια

Πραγματικές Εργολαβικές εισροές συμμαχίες ΑΞΕ

δάνειαΠραγματικές

ΑΞΕ

Εργολαβικέςσυμμαχίες

1979-1982 124,57 106,90 11,66 6,01 85,82 9,36 4,821983 19,81 10,65 6,36 2,80 53,76 32,10 14,131984 27,05 12,86 12,58 1,61 47,54 46,51 5,951985 46,45 26,88 16,61 2,96 57,87 35,76 6,371986 72,57 50,14 18,74 3,69 69,09 25,82 5,081987 84,52 58,05 23,14 3,33 68,68 27,38 3,941988 102,27 64,87 31,94 5,46 63,43 31,23 5,341989 100,59 62,86 33,92 3,81 62,49 33,72 3,791990 102,89 65,34 34,87 2,68 63,50 33,89 2,601991 115,55 68,88 43,66 3,01 59,61 37,78 2,601992 192,03 79,11 110,07 2,85 41,20 57,32 1,481993 389,60 111,89 275,15 2,56 28,72 70,62 0,661994 432,13 92,67 337,67 1,79 21,44 78,14 0,411995 481,33 103,27 375,21 2,85 21,46 77,95 0,591996 548,04 126,69 417,26 4,09 23,12 76,14 0,751997 587,51 120,21 452,57 14,73 20,46 77,03 2,511998 579,36 110,00 454,63 14,72 18,99 78,47 2,541999 526,6 102,12 403,19 15,18 19,4 76,6 2,882000 594,5 100 407,1 17,71 16,8 68,5 2,982001 496,8 — 468,8 18,4 —- 94,4 3,72002 550,1 - 527,4 21,3 - 95,9 3,87

ΠΗΓΗ: Huang, «Is China Playing by Rules?».

οικονομική μεγέθυνση επιταχύνθηκε στη συνέχεια με τρόπους που με­ρικές φορές δίνουν την εντύπωση ότι διέφευγαν του ελέγχου του κόμ­ματος.

Όταν ο Ντενγκ έβαλε σε κίνηση τη μεταρρυθμιστική διαδικασία το 1978, σχεδόν καθετί, στην Κίνα, που είχε σημασία περιλαμβανόταν στον κρατικό τομέα. Οι κρατικές επιχειρήσεις κυριαρχούσαν στους σημαντι­κούς τομείς της οικονομίας. Βάσει των περισσότερων περιγραφών ήταν μάλλον κερδοφόρες. Δεν προσέφεραν μόνο ασφαλή απασχόληση στους

[67

Νεοφιλελευθερισμός

εργαζομένους τους, αλλά και ευρύ φάσμα κοινωνικών επιδομάτων και συντάξεις (γνωστό ως το «σιδερένιο κύπελλο ρυζιού»* ή κρατική εγ­γύηση των εισοδημάτων). Επιπροσθέτως, υπήρχαν πολλές και διάφο­ρες τοπικές κρατικές επιχειρήσεις υπό τον έλεγχο των κυβερνήσεων των επαρχιών, των πόλεων ή των τοπικών κοινοτήτων. Η αγροτική οι­κονομία ήταν οργανωμένη με το σύστημα της κομούνας και οι περισ­σότερες περιγραφές συμφωνούν ότι υστερούσε ως προς την παραγωγι­κότητα και χρειαζόταν σε μεγάλο βαθμό μεταρρύθμιση. Οι διακανονι­σμοί για τα επιδόματα και τις κοινωνικές παροχές λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό καθενός από αυτούς τους τομείς, αν και με ακανόνιστο τρό­πο. Οι κάτοικοι της υπαίθρου είχαν τα λιγότερα προνόμια και ζούσαν χωριστά από τους πληθυσμούς των πόλεων μέσω ενός συστήματος α­δειών κατοίκησης το οποίο προσέφερε πολλά κοινωνικά οφέλη και δι­καιώματα στους αστικούς πληθυσμούς, ενώ τα στερούσε στους αγροτι­κούς. Αυτό το σύστημα βοήθησε επίσης στη συγκράτηση μαζικών με- ταναστευτικών κινήσεων από τις αγροτικές περιοχές προς τις πόλεις. Κάθε τομέας ενσωματωνόταν στο περιφερειακό σύστημα κρατικού σχε- διασμού, στο οποίο ορίζονταν οι στόχοι της εκροής και κατανέμονταν οι εισροές βάσει σχεδίου. Οι κρατικής ιδιοκτησίας τράπεζες χρησίμευαν κυρίως ως χώροι κατάθεσης των αποταμιεύσεων και παρείχαν χρήματα για επενδύσεις εκτός του κρατικού προϋπολογισμού.

Οι κρατικές επιχειρήσεις διατηρήθηκαν επί μακράν ως σταθερός πυ­ρήνας του κρατικού ελέγχου επί της οικονομίας. Η ασφάλεια και τα ο­φέλη που απέφεραν στους εργαζομένους τους, αν και φαλκιδεύονταν συνεχώς, διατηρούσαν ένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας για σημαντικό μέρος του πληθυσμού επί πολλά έτη. Η πιο ανοικτή οικονομία της α­γοράς δημιουργήθηκε γύρω τους με τη διάλυση των αγροτικών κομού­νων προς όφελος ενός εξατομικευμένου «συστήματος προσωπικής υ­πευθυνότητας». Από τα περιουσιακά στοιχεία των κομούνων δημιουρ- γήθηκαν επιχειρήσεις σε κωμοπόλεις και χωριά και αυτές έγιναν κέ­ντρα επιχειρηματικότητας, ευέλικτων εργασιακών πρακτικών και απε­ριόριστου αγοραίου ανταγωνισμού. Αρχικά επιτράπηκε η δημιουργία ενός εξ ολοκλήρου ιδιωτικού τομέα μόνο στην παραγωγή μικρής κλί­

* Κινεζικός ιδιωματισμός που αναφέρεται, πιο συγκεκριμένα, στο σύστημα της διά βίου εξασφαλισμένης απασχόλησης σε κρατικές επιχειρήσεις, όπου η ασφάλεια της θέ­σης εργασίας και του επιπέδου των μισθών δεν εξαρτάται από την επίδοση. (Σ,τ.Μ.)

[68

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

μακας, στο εμπόριο καί τις υπηρεσίες, με περιορισμούς (οι οποίοι στα­διακά χαλάρωναν) στην απασχόληση μισθωτών εργαζομένων. Τελικά εισέρρευσε το ξένο κεφάλαιο, αποκτώντας δυναμική κατά τη δεκαετία του 1990. Αρχικά περιορίστηκε στις μεικτές επιχειρήσεις και σε ορισμέ­νες περιοχές, αλλά τελικά διασκορπίστηκε παντού, αν και ακανόνιστα. Το κρατικό τραπεζικό σύστημα επεκτάθηκε τη δεκαετία του 1980 και σταδιακά υποκατέστησε το κεντρικό κράτος στην παροχή πιστώσεων προς τις κρατικές επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις των κωμοπόλεων και χωριών και τον ιδιωτικό τομέα. Αυτοί οι διαφορετικοί τομείς δεν εξε­λίσσονταν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Οι επιχειρήσεις κωμοπό­λεων και χωριών αντλούσαν την αρχική τους χρηματοδότηση από τον αγροτικό τομέα και εξασφάλιζαν αγορές για την παραγωγή των κρατι­κών επιχειρήσεων ή τις τροφοδοτούσαν με ενδιάμεσες εισροές. Με την πάροδο του χρόνου, το ξένο κεφάλαιο ενσωματώθηκε στις επιχειρήσεις κωμοπόλεων και χωριών και στις κρατικές επιχειρήσεις και ο ιδιωτικός τομέας έγινε πολύ πιο σημαντικός τόσο άμεσα (υπό τη μορφή των ιδιο­κτητών) όσο και έμμεσα (υπό τη μορφή των μετόχων). Όταν μειωνόταν η κερδοφορία των κρατικών επιχειρήσεων, αντλούσαν φθηνές πιστώ­σεις από τις κρατικές τράπεζες. Όσο όμως αποκτούσε δύναμη και ση­μασία ο τομέας της αγοράς, τόσο η οικονομία συνολικά κινούνταν προς την κατεύθυνση μιας νεοφιλελεύθερης δομής.6

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πώς εξελίχθηκε συν τω χρόνω κάθε ξεχωρι­στός τομέας της οικονομίας. Όσον αφορά τη γεωργία, στους αγρότες δόθηκε το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τις κοινές γαίες υπό το σύστημα της «προσωπικής υπευθυνότητας», από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στην αρχή, μπορούσαν να πωλούν τα πλεονάσματα (πέρα και πάνω α­πό το στόχο της κομούνας) στην ελεύθερη αγορά και όχι με τις κρατικά ελεγχόμενες τιμές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι κομούνες είχαν διαλυθεί ολοσχερώς. Παρόλο που οι αγρότες δεν μπορούσαν να είναι ε- πισήμως ιδιοκτήτες γης, μπορούσαν να τη νοικιάσουν και να τη μισθώ­σουν, να προσλάβουν εργάτες και να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε τιμές αγοράς (το διττό σύστημα τιμών στην ουσία καταργήθηκε). Το α­ποτέλεσμα ήταν να αυξάνονται τα αγροτικά εισοδήματα με τον εκπλη­κτικό ρυθμό του 14% ετησίως και να αυξηθεί η παραγωγή κατά το ίδιο ποσοστό ανάμεσα στο 1978 και το 1984. Στη συνέχεια, τα αγροτικά ει­σοδήματα έμειναν στάσιμα και έπεσαν επίσης σε πραγματικούς όρους (ιδίως μετά το 1995), σε όλες εκτός ελάχιστων επίλεκτων περιοχών και γραμμών παραγωγής. Η ανισότητα αγροτικών και αστικών εισοδημά­

ι0 9

Νεοφιλελευθερισμός

των αυξήθηκε σημαντικά. Τα αστικά εισοδήματα, που κυμαίνονταν, κα­τά μέσο όρο, μόλις στα 80 δολάρια ετησίως το 1985, εκτοξεύτηκαν σε πάνω από 1.000 το 2004, ενώ τα αγροτικά αυξήθηκαν από περίπου 50 σε 300 δολάρια την ίδια περίοδο. Και η απώλεια των συλλογικών κοινω­νικών δικαιωμάτων που είχαν κατοχυρωθεί μέσα στις κομούνες σε μια προηγούμενη περίοδο -όσο κι αν ήταν ανεπαρκή- σήμαινε ότι οι χωρι­κοί έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις επαχθείς επιβαρύνσεις για τη χρήση των σχολείων, της ιατρικής περίθαλψης και των συναφών. Αυτό δεν ί- σχυε για τους περισσότερους μονίμους κατοίκους των πόλεων, οι ο­ποίοι ευνοήθηκαν επίσης μετά το 1995, όταν ένας νόμος περί ακίνητης περιουσίας στις πόλεις παρείχε ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί ακινήτων στους κατοίκους, οι οποίοι στη συνέχεια μπορούσαν να κερδοσκοπή­σουν με τις τιμές αυτών των ακινήτων. Η διαφοροποίηση των πραγμα­τικών εισοδημάτων μεταξύ πόλης/χωριού είναι σήμερα μεγαλύτερη α­πό ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις.7

Οι μετανάστες από τις αγροτικές περιοχές, πολλοί εξ αυτών νεαρές γυναίκες, που αναγκάστηκαν να αναζητήσουν δουλειά αλλού, κατέ- κλυσαν -παράνομα και χωρίς δικαιώματα κατοικίας- τις πόλεις για να σχηματίσουν μια τεράστια εφεδρική στρατιά εργασίας (έναν «κυμαινό­μενο» πληθυσμό ακαθόριστου νομικού καθεστώτος). Η Κίνα βρίσκεται σήμερα «εν μέσω της μεγαλύτερης μαζικής μετανάστευσης που έχει δει ποτέ ο κόσμος», η οποία «ήδη κάνει να ωχριούν οι μεταναστεύσεις που αναμόρφωσαν την Αμερική και τον σύγχρονο δυτικό κόσμο». Βάσει των επίσημων στοιχείων έχει «114 εκατομμύρια μετανάστες εργάτες που έχουν εγκαταλείψει τις αγροτικές περιοχές, προσωρινά ή οριστικά, για να εργαστούν στις πόλεις» και οι ειδικοί της κυβέρνησης «προβλέπουν να αυξηθεί ο αριθμός αυτός στα 300 εκατομμύρια, το 2020, για να φθά- σει τελικά στα 500 εκατομμύρια». Μόνο η Σανγκάη «έχει 3 εκατομμύρια μετανάστες εργάτες- συγκριτικά, η συνολική ιρλανδική μετανάστευση στην Αμερική από το 1820 έως το 1930 θεωρείται ότι περιλάμβανε περί­που 4,5 εκατομμύρια ανθρώπους».8 Αυτό το εργατικό δυναμικό είναι ευάλωτο στην υπερεκμετάλλευση και δημιουργεί πιέσεις για μείωση των μισθών των κατοίκων των πόλεων. Όμως, η αστικοποίηση δύσκο­λα μπορεί να σταματήσει και ο ρυθμός της παραμένει περίπου στο 15% ετησίως. Με την έλλειψη δυναμισμού στον αγροτικό τομέα, σήμερα γί­νεται ευρέως αποδεκτό ότι τα όποια προβλήματα είτε θα λυθούν στις πόλεις είτε θα παραμείνουν άλυτα. Τα εμβάσματα προς τις αγροτικές

17 0

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

περιοχές αποτελούν πλέον κρίσιμο παράγοντα για την επιβίωση των α­γροτικών πληθυσμών. Η απειλητική κατάσταση του αγροτικού τομέα και η αστάθεια που προκαλεί είναι ένα από τα πλέον σοβαρά προβλή­ματα που αντιμετωπίζει σήμερα η κινεζική κυβέρνηση.9

Όταν διαλύθηκαν οι κομούνες, οι πολιτικές και διοικητικές εξουσίες που είχαν μεταβιβάστηκαν στις καινούργιες κυβερνήσεις κωμοπόλεων και χωριών που εγκαθιδρύθηκαν δυνάμει του Συντάγματος του Δεκεμ­βρίου του 1982. Μεταγενέστερη νομοθεσία επέτρεψε σ’ αυτές τις κυ­βερνήσεις να πάρουν στην κατοχή τους τα βιομηχανικά περιουσιακά στοιχεία των κομούνων και να τις αναδιαρθρώσουν ως επιχειρήσεις κω­μοπόλεων και χωριών. Ελεύθερες από τον κεντρικό κρατικό έλεγχο, οι τοπικές διοικήσεις συνήθως υιοθέτησαν επιχειρηματική συμπεριφορά. Η αρχική μεγάλη αύξηση των αγροτικών εισοδημάτων εξασφάλισε α­ποταμιεύσεις που μπορούσαν να διοχετευτούν στις επιχειρήσεις των κω­μοπόλεων και χωριών. Άνθησαν επίσης, ανάλογα με την τοποθεσία, οι μεικτές επιχειρήσεις με το ξένο κεφάλαιο (ιδίως από το Χονγκ Κονγκ ή μέσω των Κινέζων επιχειρηματιών της διασποράς). Οι επιχειρήσεις των κωμοπόλεων και χωριών ήταν ιδιαίτερα δραστήριες στις αγροτικές πε­ριφέρειες των μεγάλων πόλεων, όπως η Σανγκάη, και στις επαρχιακές ζώνες, όπως η Κουανγκτόνγκ, στις οποίες είχαν αρθεί όλοι οι περιορι­σμοί, προκειμένου να δεχθούν τις ξένες επενδύσεις. Αυτές οι επιχειρή­σεις αποτέλεσαν απίστευτη πηγή δυναμισμού για την οικονομία, κατά την πρώτη δεκαπενταετία της μεταρρυθμιστικής περιόδου. Το 1995 α­πασχολούσαν 128 εκατομμύρια ανθρώπους (βλέπε Πίνακα 5.2). Στο επί­κεντρο της δραστηριότητάς τους ήταν ο βασικός πειραματισμός, και έ­τσι λειτουργούσαν ως πεδία επαλήθευσης για τις μεταρρυθμίσεις.10 Ό σα απέδιδαν σας επιχειρήσεις αυτές μπορούσαν, σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, να γίνουν η βάση της κρατικής πολιτικής. Και εκείνο που απέ­δωσε κατά κύριο λόγο ήταν η ανάπτυξη της ελαφράς βιομηχανίας που παρήγε καταναλωτικά αγαθά προς εξαγωγή, οδηγώντας κατ’ αυτό τον τρόπο την Κίνα στην οδό της προσανατολισμένης στις εξαγωγές εκβιο­μηχάνισης. Το κράτος όμως, μόνο το 1987 δέχθηκε τελικά την ιδέα ότι η ανάπτυξη έπρεπε να προσανατολίζεται από τις εξαγωγές.

Οι περιγραφές για: το τι ακριβώς ήταν αυτές οι επιχειρήσεις ποικίλ­λουν σε μεγάλο βαθμό. Ορισμένες παραθέτουν στοιχεία υποστηρίζοντας ότι ήταν ιδιωτικές «καθ’ όλα, εκτός από το όνομα», ότι εκμεταλλεύο­νταν βρόμικη-φθηνή εργασία αγροτών ή μεταναστών -ιδίως νεαρών γυναικών- και ότι λειτουργούσαν χωρίς καμιά μορφή ελέγχου. Οι επι-

Νεοφιλελευθερισμός

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.2 Μεταβολή στη δομή της απασχόλησης στην Κίνα, 1980-2002 (σε εκατομμύρια)

1980 1990 1995 2000 2002Σύνολο 423,6 647,5 680,7 720,9 737,4Αστικά κέντρα 105,3 170,4 190,4 231,5 247,8Κράτος 80,2 103,5 112,6 81,0 71,6

(Κρατικές Επιχειρήσεις) 67,0 73,0 76,4 43,9 35,3Συλλογικές 24,3 35,5 31,5 15,0 11,2Μεικτές 0 1,0 3,7 13,4 18,3Ξένες 0 0,7 5,1 6,4 7,6Ιδιωτικές 0,8 6,7 20,6 34 42,7Λοιπές 0 23,1 16,9 81,6 96,4

Αγροτικές Περιοχές Επιχειρήσεις

318,4 477,1 490,3 489,3 489,6

Κωμοπόλεων και Χωριών 30,0 92,7 128,6 128,2 132,9Ιδιωτικές 1,1 4,7 11,4 14,1Αυτοαπασχολούμενοι 14,9 30,5 29,3 24,7Αγρότες 288,4 368,4 326,4 320,4 317,4

ΠΗΓΗ: Prasad, China’s Growth and Integration into World Economy, Πίνακας 8.1.

χειρήσεις των κωμοπόλεων και των χωριών πλήρωναν συχνά πενιχρό­τατους μισθούς, δεν έδιναν επιδόματα ούτε είχαν οι εργαζόμενοι σ’ αυ­τές νομική προστασία. Κάποιες όμως παρείχαν περιορισμένα κοινωνι­κά και συνταξιοδοτικά επιδόματα, όπως και νομική προστασία. Στη χαώδη κατάσταση της μεταβατικής περιόδου, εμφανίστηκαν όλα τα εί­δη των διαφορών και συχνά εκδήλωναν τοπικά και περιφερειακά χα­ρακτηριστικά γνωρίσματα.11

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, κατέστη σαφές ότι η εκ­πληκτική οικονομική μεγέθυνση της Κίνας τροφοδοτούνταν ως επί το πλείστον από δραστηριότητες εκτός του τομέα των κρατικών επιχειρή­σεων. Στην επαναστατική περίοδο, οι κρατικές επιχειρήσεις παρείχαν στο εργατικό δυναμικό τους εργασιακή ασφάλεια και κοινωνική προ­στασία. Το 1983 όμως, επιτράπηκε στις κρατικές επιχειρήσεις να μισθώ­νουν «συμβασιούχους» χωρίς κοινωνική προστασία και μονιμότητα.12 Τους εκχωρήθηκε επίσης μεγαλύτερη διοικητική αυτονομία από την κρατική ιδιοκτησία. Οι διευθυντές μπορούσαν να παρακρατούν μέρος των κερδών τους και να πωλούν το όποιο πλεόνασμα παρήγαγαν πάνω από τους στόχους τους, σε τιμές ελεύθερης αγοράς. Οι τιμές αγοράς ή­

[72

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

ταν πολύ υψηλότερες από τις επίσημες, έτσι δημιουργήθηκε ένα δύ­σχρηστο και όπως αποδείχθηκε βραχύβιο διττό σύστημα τιμών. Παρά τα ανωτέρω κίνητρα, οι κρατικές επιχειρήσεις δεν ευημέρησαν. Πολλές από αυτές χρεώθηκαν και έπρεπε να στηριχθούν είτε από την κεντρική κυβέρνηση είτε από τις κρατικές τράπεζες, ol οποίες προτρέπονταν να τους δίνουν δάνεια με ευνοϊκούς όρους. Αυτή η τακτική δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στις τράπεζες, καθώς ο όγκος των μη εξυπηρε­τούμενων δανείων προς τις κρατικές επιχειρήσεις αυξανόταν εκθετικά. Η πίεση προς περαιτέρω μεταρρύθμιση των κρατικών επιχειρήσεων έ­λαβε μεγάλες διαστάσεις. Έτσι, το 1993, το κράτος αποφάσισε να «με­τατρέψει ορισμένες επιλεγμένες μεγάλες και μεσαίες κρατικές επιχει­ρήσεις σε εταιρείες περιορισμένης ευθύνης ή μετοχικές». Η πρώτη κα­τηγορία θα είχε «δύο έως πενήντα μετόχους», ενώ η δεύτερη θα είχε «περισσότερους από πενήντα μετόχους και θα μπορούσαν να προβούν σε δημόσια προσφορά των μετοχών τους». Έ να έτος αργότερα, ανα­κοινώθηκε ένα πιο εκτεταμένο πρόγραμμα μετοχοποίησης: όλες, πλην των πιο σημαντικών κρατικών επιχειρήσεων, θα μετατρέπονταν σε «συ­νεταιρισμούς μετοχικής βάσης» στους οποίους όλοι οι υπάλληλοι θα εί­χαν ονομαστικό δικαίωμα να αγοράσουν μετοχές. Στα τέλη της δεκαε­τίας του 1990 έλαβαν χώρα και άλλα κύματα ιδιωτικοποίησης/μετατρο- πής των κρατικών επιχειρήσεων, έτσι ώστε το 2002, οι κρατικές επιχει­ρήσεις αντιπροσώπευαν το 14% της συνολικής απασχόλησης στη βιο­μηχανία συγκριτικά με το 40% που αντιπροσώπευαν το 1990. Το πιο πρόσφατο βήμα ήταν το να επιτραπεί σε ξένους η πλήρης ιδιοκτησία τόσο των κρατικών επιχειρήσεων όσο και των επιχειρήσεων των κωμο­πόλεων και των χωριών.13

Από την πλευρά τους, οι άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν ανάμεικτα αποτελέσματα στη δεκαετία του 1980. Αρχικά διοχετεύθηκαν μέσα σε τέσσερις ειδικές οικονομικές ζώνες στις νότιες παράκτιες περιοχές. Α υ­τές οι ζώνες «είχαν αρχικά σκοπό να παράγουν αγαθά προς εξαγωγή για την αποκόμιση ξένου συναλλάγματος. Λειτούργησαν επίσης ως κοι­νωνικά και οικονομικά εργαστήρια, όπου μπορούσαν να γίνουν αντι­κείμενο παρατήρησης οι ξένες τεχνολογίες και διευθυντικές ικανότη­τες. Προσέφεραν ένα φάσμα κινήτρων στις ξένες επιχειρήσεις, στο ο­ποίο συμπεριλαμβάνονταν φοροαπαλλαγές, πρώιμη εξαγωγή κερδών και καλύτερες εγκαταστάσεις υποδομής».14 Αλλά οι αρχικές προσπά­θειες ξένων εταιρειών να αποικίσουν την εσωτερική αγορά της Κίνας σε τομείς όπως τα αυτοκίνητα και τα βιομηχανικά αγαθά δεν απέδω­

ΐ7 3

Νεοφιλελευθερισμός

σαν. Ενώ οι Volkswagen και Ford (μετά βίας) επιβίωσαν, η General Motors απέτυχε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι μόνοι τομείς ό­που καταγράφηκαν σαφώς οι πρώτες επιτυχίες ήταν οι εξαγωγικοί το­μείς υψηλής έντασης εργασίας. Περισσότερα από τα δυο τρίτα των ά­μεσων ξένων επενδύσεων που εισέρρευσαν κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 (και ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων που επιβίωσαν) διοχετεύθηκαν από τους Κινέζους του εξωτερικού (αυ­τούς ιδίως που δραστηριοποιούνταν στο Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν). Η αδύναμη νομική προστασία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων προ- σέδιδε μεγάλη αξία στις ανεπίσημες τοπικές σχέσεις και στα δίκτυα ε­μπιστοσύνης τα οποία μπορούσαν να εκμεταλλευτούν από προνομιακή θέση οι Κινέζοι του εξωτερικού.15

Ακολούθως, η κινεζική κυβέρνηση όρισε αρκετές «παράκτιες πό­λεις» και «οικονομικές περιοχές ως ανοικτές» στις ξένες επενδύσεις (Σχήμα 5.1). Μετά το 1995, στην ουσία άνοιξε όλη η χώρα στις ξένες ά­μεσες επενδύσεις παντός τύπου. Το κύμα των χρεοκοπιών, που έπληξε κάποιες βιομηχανικές επιχειρήσεις κωμοπόλεων και χωριών στα 1997-98 και διαχύθηκε σε πολλές από τις κρατικές επιχειρήσεις των μεγάλων α­στικών κέντρων, αποδείχθηκε το σημείο καμπής. Στη συνέχεια, επικρά­τησαν οι ανταγωνιστικοί μηχανισμοί τιμολόγησης, λόγω της μεταβίβασης εξουσίας από το κεντρικό κράτος προς τις τοπικές Αρχές ως βασικής διαδικασίας για την προώθηση της αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Το α­ποτέλεσμα ήταν να υποστούν σοβαρή ζημία ή και να καταστραφούν πολλές κρατικές επιχειρήσεις και να δημιουργηθεί ένα τεράστιο κύμα α­νεργίας. Οι αναφορές περί σοβαρής εργατικής αναταραχής πολλαπλα- σιάστηκαν (βλέπε παρακάτω) και η κινεζική κυβέρνηση βρέθηκε ανα­γκασμένη να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της απορρόφησης τεράστιων εργατικών πλεονασμάτων, εάν ήθελε να επιβιώσει.16 Δεν μπορούσε να βασιστεί μόνο στη συνεχώς αυξανόμενη εισροή άμεσων ξένων επενδύ­σεων, για να λύσει το πρόβλημα, όσο σημαντική κι αν ήταν.

Από το 1998, οι Κινέζοι επιδίωξαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ανεργίας μέσω χρηματοδοτούμενων με χρέος επενδύσεων σε τερά­στια δημόσια έργα για τη μεταμόρφωση των φυσικών υποδομών. Σχε­διάζουν ένα μακράν πιο φιλόδοξο έργο (κόστους 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων τουλάχιστον) από το ήδη τεράστιο Φράγμα των Τριών Φα- ραγγιών, για την εκτροπή των υδάτων από τον Γιανγκτσέ στον Κίτρινο ποταμό. Οι εκπληκτικοί ρυθμοί αστικοποίησης (όχι λιγότερες από σα­ράντα δύο πόλεις είχαν επεκταθεί πέραν του στόχου του ενός εκατομ-

[74

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

καετία του 1980

ΠΗΓΗ: Dicken, Global Shift.

μυρίου πληθυσμού από το 1992) απαιτούσαν τεράστιες επενδύσεις στα­θερού κεφαλαίου. Κατασκευάζονται νέα συστήματα υπόγειου σιδηρό­δρομου και λεωφόρων ταχείας κυκλοφορίας στις μεγάλες πόλεις και σχεδιάζεται η κατασκευή 8.500 μιλιών νέων σιδηροτροχιών, για να συν­δεθεί η ενδοχώρα με την οικονομικά δυναμική παράκτια ζώνη, συμπε- ριλαμβανομένης μιας υπερταχείας σύνδεσης μεταξύ Σανγκάης και Πε­κίνου και μιας γραμμής προς το Θιβέτ. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ωθούν

175

Νεοφιλελευθερισμός

σε τεράστιες επενδύσεις μέσα στο Πεκίνο. «Η Κίνα προσπαθεί επίσης να κατασκευάσει ένα σύστημα λεωφόρων ταχείας κυκλοφορίας μεταξύ των περιφερειών της, πιο εκτεταμένο από το αμερικανικό, μέσα σε δε­καπέντε, μόλις, χρόνια, ενώ πρακτικά κάθε μεγάλη πόλη οικοδομεί ή έ­χει ήδη ολοκληρώσει την οικοδόμηση ενός μεγάλου νέου αεροδρομίου». Βάσει μιας τελευταίας καταμέτρησης, η Κίνα είχε «ξεκινήσει περισσό­τερα από 15.000 προγράμματα λεωφόρων ταχείας κυκλοφορίας, τα ο­ποία θα προσθέσουν στη χώρα 162.000 χιλιόμετρα οδικού δικτύου, μή­κος ικανό να κυκλώσει τον πλανήτη στο σημείο του ισημερινού τέσσε­ρις φορές».17 Αυτή η προσπάθεια συνολικά είναι μεγαλύτερη από εκεί­νη που ανέλαβαν οι ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960, με την κατασκευή του διαπολιτειακού συστήματος υπερλεωφό- ρων και έχει τη δυναμική να απορροφήσει πλεονάσματα κεφαλαίου και εργασίας επί αρκετά από τα επόμενα έτη. Ωστόσο χρηματοδοτείται α­πό το έλλειμμα (κατά την κλασική κεϊνσιανή μέθοδο). Συνεπάγεται ε­πίσης μεγάλες διακινδυνεύσεις, διότι εάν οι επενδύσεις δεν αποδώσουν την αξία τους σε εύθετο χρόνο, πολύ γρήγορα θα προκύψει δημοσιονο­μική κρίση του κράτους.

Η ταχεία αστικοποίηση δίνει τη δυνατότητα για την απορρόφηση της μαζικής εφεδρικής στρατιάς εργασίας που συγκλίνει στις πόλεις α­πό τις αγροτικές περιοχές. Επί παραδείγματι, το Ντονγκουάν, λίγο πιο βόρεια από το Χονγκ Κονγκ, έχει μετατραπεί με εκρηκτικούς ρυθμούς από μια κωμόπολη σε μια πόλη επτά εκατομμυρίων κατοίκων, μέσα σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο των είκοσι ετών. Αλλά οι «αξιωματούχοι της πόλης δεν είναι ικανοποιημένοι με το 23% της ετήσιας οικονομικής με­γέθυνσης. Βάζουν τις τελευταίες πινελιές σε ένα τεράστιο, εντελώς νέο προσάρτημα της πόλης που ελπίζουν ότι θα προσελκύσει 300.000 μηχα­νικούς και ερευνητές, την πρωτοπορία της νέας Κίνας».18 Η εν λόγω πόλη είναι επίσης η τοποθεσία ανέγερσης ενός «μολ» που προγραμμα­τίζεται να γίνει το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο στον κόσμο (χτίζεται α­πό έναν Κινέζο δισεκατομμυριούχο, έχει επτά ζώνες-απομιμήσεις του Αμστερνταμ, του Παρισιού, της Ρώμης, της Βενετίας, της Αιγύπτου, της Καραϊβικής και της Καλιφόρνιας, η καθεμία από τις οποίες κατασκευά­ζεται με τόση προσοχή στη λεπτομέρεια που, καθώς λέγεται, θα είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς το μιμούμενο από το αληθινό).

Τούτες οι νέες οργανωμένες για την προσέλκυση επενδυτών πόλεις έχουν παγιδευτεί σε ένα θηριώδη ανταγωνισμό. Στο δέλτα του ποταμού Περλ, π.χ., κάθε πόλη προσπαθεί να αρπάξει κατά το δυνατόν περισ­

176

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

σότερες επιχειρηματικές δραστηριότητες, «προκειμένου να υπερκερά­σει σε οικοδόμηση τις γειτονικές της, με αποτέλεσμα, συνήθως, την ε­πανάληψη. Πέντε διεθνή αεροδρόμια χτίστηκαν στα τέλη της δεκαε­τίας του 1990 σε μια ακτίνα 100 χιλιομέτρων και μια παρόμοια κατά­σταση αρχίζει να εκδηλώνεται έντονα στα λιμάνια και τις γέφυρες».19 Επαρχίες και πόλεις ανθίστανται στις προσπάθειες του Πεκίνου να χα­λιναγωγήσει τις επενδύσεις τους, εν μέρει διότι έχουν την εξουσία να χρηματοδοτούν τα δικά τους έργα, πουλώντας δικαιώματα στην ανά­πτυξη ακινήτων.

Οι πόλεις έχουν γίνει επίσης οι τόποι φρενιτιώδους οικιστικής ανά­πτυξης και κερδοσκοπίας επί των ακινήτων:

Κατά τη διάρκεια των αρχών και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ό­ταν κατέλαβε τη χώρα μια «νοοτροπία καζίνου», οι τράπεζες και άλλα χρη­ματοπιστωτικά ιδρύματα, χωρίς καμιά σύνεση, χρηματοδότησαν μαζικές οικιστικές αναπτύξεις σ’ όλη την Κίνα. Εν μια νυκτί ξεπήδησαν χώροι γρα­φείων πρώτης κατηγορίας, πολυτελείς βίλες, φανταχτερές αστικές μονοκα­τοικίες και διαμερίσματα και όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις, όπως το Πεκί­νο, η Σανγκάη, το Σεντσέν, αλλά και σε πολλές μικρότερες επαρχιακές και παράκτιες κωμοπόλεις ... Η αποκαλούμενη «φούσκα της Σανγκάης» μετα­μόρφωσε αυτήν την κάποτε μονότονη πόλη σε μια από τις πιο λαμπερές μητροπόλεις του κόσμου. Στα τέλη του 1995, η Σανγκάη υπερηφανευόταν για τους περισσότερους από χίλιους ουρανοξύστες της, για τα περίπου πε­ντακόσια ξενοδοχεία της πέντε αστέρων, για τα περίπου 13,5 εκατομμύρια τετραγωνικά πόδια χώρων γραφείων -πενταπλάσια των 2,7 εκατομμυρίων του 1994- και για μια «θερμή» κτηματαγορά που πρόσθετε μετοχές με ρυθ­μό ταχύτερο από αυτόν της Νέας Υόρκης ... Στα τέλη του 1996, η φούσκα έσκασε, κυρίως εξαιτίας της αναποτελεσματικής κατανομής των χώρων και της υπερχωρητικότητας.20

Αλλά η εκρηκτική οικονομική δραστηριότητα επαναλήφθηκε ακόμη πιο έντονα στα τέλη της δεκαετίας του 1990, και το 2004 κυκλοφορούσαν φήμες για υπερβολική οικοδόμηση σε βασικές αστικές αγορές.21

Πίσω από το μεγαλύτερο μέρος αυτών των δραστηριοτήτων βρί­σκεται το κρατικό τραπεζικό σύστημα, ως επί το πλείστον. Αυτός ο το­μέας επεκτάθηκε ταχέως μετά το 1985. Επί παραδείγματι, το 1993 ο α­ριθμός των υποκαταστημάτων των κρατικών τραπεζών αυξήθηκε από «60.785 σε 143.796 και ο αριθμός τω υπαλλήλων από 973.355 σε 1.893.957. Την ίδια περίοδο οι καταθέσεις αυξήθηκαν από 427,3 δισεκατομμύρια

177

Νεοφιλελευθερισμός

γουάν (51,6 δις δολάρια) σε 2,3 τρισεκατομμύρια γουάν, ενώ τα συνολι­κά δάνεια ανήλθαν από 590,5 δισεκατομμύρια γουάν σε 2,6 τρισεκατομ­μύρια».22 Μέχρι τότε οι εκταμιεύσεις των τραπεζών είχαν υπερβεί τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού επί πέντε φορές. Πολλά χρή­ματα δόθηκαν στις χρεοκοπημένες κρατικές επιχειρήσεις και οι τράπε­ζες σαφώς «έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στο να δημιουργηθούν “φούσκες τίτλων” ιδίως τους ευμετάβλητους τομείς των ακινήτων και των κατα­σκευών». Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δημιούργησαν πρόβλημα και εν τέλει η κεντρική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να δαπανήσει «σχεδόν άλ­λα τόσα ποσά για να εκκαθαρίσει τα επισφαλή δάνεια», όπως έκαναν οι ΗΠΑ στην περίπτωση του ξελασπώματος των Συνεταιρισμών Απο­ταμιεύσεων και Δανείων το 1987 (το κόστος της διάσωσης αυτής ήταν «123,8 δισεκατομμύρια δολάρια δημοσίων κονδυλίων και 29,1 δισεκα­τομμυρίων ως συμπληρωματικών επιμισθίων ασφάλειας καταθέσεων α­πό τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα»). Το 2003, π.χ., η Κίνα ανακοίνωσε μια πολυσύνθετη μεταβίβαση 45 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τα α- ποθεματικά της σε ξένο συνάλλαγμα προς δύο μεγάλες τράπεζές της και τούτη ήταν η «τρίτη μεγαλύτερη οικονομική ενίσχυση του τραπεζι­κού συστήματος μέσα σε έξι χρόνια».23 Παρόλο που το χαρτοφυλάκιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων ισοδυναμεί περίπου με το 35% του ΑΕΠ της Κίνας, αυτό ωχριά συγκρινόμενο με το πλήθος των χρεών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των καταναλωτών των ΗΠΑ που αντι­στοιχεί σε πάνω από το 300% του ΑΕΠ 24

Σε ένα καίριο ζήτημα, η Κίνα προφανώς διδάχθηκε από την Ιαπω­νία. Ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης και της επιστήμης συμβάδισε με μια αποφασιστική στρατηγική έρευνας και ανάπτυξης για σκοπούς στρατιωτικούς και πολιτικούς. Οι κινεζικές επενδύσεις σ’ αυτούς τους τομείς υπήρξαν σημαντικές. Σήμερα η Κίνα προσφέρει τις υπηρεσίες της ακόμη και ως εμπορικός δορυφορικός προμηθευτής (κάτι που προ- καλεί εκνευρισμό στις ΗΠΑ). Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και ε­ξής, όμως, οι ξένες εταιρείες άρχισαν να μεταφέρουν σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων τους στην έρευνα και ανάπτυξη μέσα στην Κίνα. Οι Microsoft, Oracle, Motorola, Siemens, IBM και Intel έχουν ιδρύσει ε­ρευνητικά εργαστήρια στην Κίνα, εξαιτίας της «αυξανόμενης σημασίας της και της εξέλιξής της ως αγοράς τεχνολογίας» και του «τεράστιου α­ποθέματος της σε εξειδικευμένους αλλά φθηνούς επιστήμονες, και των καταναλωτών της, που ακόμη είναι σχετικά φτωχοί, αλλά γίνονται όλο και πλουσιότεροι και διψούν για τη νέα τεχνολογία» 25 Περισσότερες α­

178

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

πό διακόσιες μεγάλες ξένες εταιρείες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται γίγαντες όπως η ΒΡ και η General Motors, διεξάγουν σήμερα σημαντι­κό μέρος των ερευνητικών τους εργασιών στην Κίνα. Αυτές οι εταιρείες συχνά παραπονούνται για την πειρατεία, όπως θεωρούν, των τεχνολο­γιών και των σχεδίων τους από εγχώριες κινεζικές εταιρείες. Αλλά δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα ως προς αυτό, δεδομένης της απροθυμίας της κινεζικής κυβέρνησης να παρέμβει και της δύναμης που έχει το κινεζικό κράτος να παρεμβάλλει δυσκολίες στη λειτουργία αυτών των εταιρειών μέσα στη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου, εάν τυ­χόν του ασκηθούν πιέσεις για τέτοια ζητήματα. Και δεν δραστηριο­ποιούνται μόνο αυτές οι ξένες εταιρείες. Τόσο η Ιαπωνία όσο και η Νό­τια Κορέα έχουν επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στις «ερευνητικές πό­λεις» της Κίνας, ώστε να είναι σε θέση να αξιοποιήσουν το πλεονέκτη­μα της υψηλά ειδικευμένης αλλά χαμηλού κόστους εργασίας. Το συνο­λικό αποτέλεσμα είναι να γίνεται η Κίνα μια πολύ πιο ελκυστική τοπο­θεσία για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων στον τομέα υψηλής τεχνολο­γίας.26 Ακόμη και ινδικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας βρίσκουν ως φθηνότερη λύση να μεταφέρουν κάποιες από τις δραστηριότητές τους στην Κίνα. Έχει επίσης αρχίσει να αναπτύσσεται ένας εγχώριος τομέας υψηλής τεχνολογίας σε ορισμένες περιοχές. Επί παραδείγματι στο Σε- ντσέν, με τα «δεκάδες στιλπνά πέτρινα και γυάλινα κτίρια που δεν θα φαίνονταν παράταιρα στη Σίλικον Βάλεϊ, με τα επεκτεινόμενα πανεπι­στημιακά καταλύματα, πολλοί εκ των 10.000 μηχανικών εργάζονται για να εδραιώσουν τη Huawei ως τον πρώτο διεθνή παίκτη της Κίνας στον κλάδο του τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού». Αρχίζοντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η «Huawei πραγματοποίησε μεγάλες επενδύ­σεις για την ίδρυση δικτύων πωλήσεων στην Ασία, τη Μέση Ανατολή και τη Ρωσία- σήμερα πωλεί προϊόντα σε σαράντα χώρες, συχνά σε τι­μές κατά το ένα τρίτο χαμηλότερες από αυτές των ανταγωνιστών της».27 Και στην εμπορία και παραγωγή προσωπικών υπολογιστών, οι κινεζικές εταιρείες έχουν τώρα πολύ δυναμική παρουσία.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Το εμπόριο με το εξωτερικό αντιπροσώπευε το 1978 μόνο το 7% του ΑΕΠ της Κίνας, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε εκτοξευθεί στο 40% και έχει διατηρηθεί σ’ αυτά τα επίπεδα έκτοτε. Το κινεζικό μερίδιο

ΐ7 9

Νεοφιλελευθερισμός

στο παγκόσμιο εμπόριο τετραπλασιάστηκε την ίδια περίοδο. Το 2002, οι άμεσες ξένες επενδύσεις αντιστοιχούσαν σε πάνω από το 40% του ΑΕΠ της Κίνας (στον δε βιομηχανικό τομέα ισοδυναμούσαν με το 50%). Έκτοτε η Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος αποδέκτης άμεσων ξένων επενδύ­σεων στον αναπτυσσόμενο κόσμο και οι πολυεθνικές εκμεταλλεύονται επικερδώς την κινεζική αγορά. Η General Motors, η οποία σημείωσε α­πώλειες με το αποτυχημένο εγχείρημά της των αρχών της δεκαετίας του 1990, εισήλθε και πάλι στην κινεζική αγορά, στα τέλη της ίδιας δε­καετίας, και το 2003 ανέφερε πολύ υψηλότερα κέρδη στην κινεζική της επιχείρηση από ό,τι στις επιχειρήσεις που έχει μέσα στις ΗΠΑ.28

Τα πράγματα έδειχναν σαν να στεφόταν με λαμπρή επιτυχία μια προ­σανατολισμένη στις εξαγωγές αναπτυξιακή στρατηγική. Όμως, τίποτε από όλα αυτά δεν είχε σχεδιαστεί το 1978. Ο Ντενγκ είχε δώσει το σι- νιάλο για την απομάκρυνση από τις πολιτικές της εσωτερικής αυτάρ- κειας που εφήρμοσε ο Μάο, αλλά τα πρώτα ανοίγματα στο εξωτερικό ήταν πειραματικά και περιορίζονταν στις ειδικές οικονομικές ζώνες της Κουανγκτόνγκ. Μόνο το 1987, το κόμμα, παρατηρώντας την επιτυχία του πειράματος στην Κουανγκτόνγκ, δέχθηκε ότι η οικονομική μεγέ­θυνση έπρεπε να έχει εξαγωγικό προσανατολισμό. Και μόνο μετά την «περιοδεία στο νότο» του Ντενγκ, το 1992, η κεντρική κυβέρνηση ε­φήρμοσε με όλες της τις δυνάμεις το άνοιγμα στο εξωτερικό εμπόριο και στις άμεσες ξένες επενδύσεις.29 Π.χ., το 1994, η διπλή ισοτιμία του νομίσματος (η επίσημη και η αγοραία) καταργήθηκε με υποτίμηση κα­τά 50% της επίσημης τιμής. Ενώ η υποτίμηση έδωσε το έναυσμα για μια τρόπον τινά εσωτερική πληθωριστική κρίση, δημιούργησε επίσης τις προϋποθέσεις για μαζική αύξηση του εμπορίου και των κεφαλαιακών εισροών που έχουν καταστήσει την Κίνα την πιο δυναμική και επιτυχή οικονομία στον κόσμο. Το τι προμηνύει αυτό για το μέλλον της νεοφι- λελευθεροποίησης, με δεδομένη τη ροπή της για αλλαγή μέσω της α­νταγωνιστικής, ακανόνιστης γεωγραφικής επέκτασης, απομένει να το δούμε.

Η αρχική επιτυχία της στρατηγικής του Ντενγκ βασίστηκε στη σχέ­ση με το Χονγκ Κονγκ. Ως μία από τις πρώτες οικονομίες «τίγρεις» της Ασίας, το Χονγκ Κονγκ ήταν ήδη κέντρο καπιταλιστικού δυναμισμού. Σε αντίθεση με άλλα κράτη της περιοχής (Σιγκαπούρη, Ταϊβάν, Νότια Κορέα), που είχαν καταφύγει σε υψηλά επίπεδα κρατικού σχεδιασμού, το Χονγκ Κονγκ ανέπτυξε μια πιο χαοτική επιχειρηματική μέθοδο, χω­ρίς σημαντική κρατική καθοδήγηση. Προσφερόταν ως επίκεντρο της

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

κινεζικής επιχειρηματικής διασποράς, η οποία είχε ήδη σημαντικές πα­γκόσμιες διασυνδέσεις. Η βιομηχανία του Χονγκ Κονγκ είχε αναπτύξει δραστηριότητες έντασης εργασίας και χαμηλής προστιθέμενης αξίας (με κορυφαίο τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας). Στα τέλη, όμως, της δεκαετίας του 1970, δεινοπαθούσε λόγω του έντονου ξένου ανταγωνι­σμού και της μεγάλης έλλειψης εργατικών χεριών. Η Κουανγκτόνγκ, α­κριβώς πίσω από τα κινεζικά σύνορα, είχε του κόσμου τα φθηνά εργα­τικά χέρια. Συνεπώς, το άνοιγμα του Ντενγκ ήταν θεόσταλτο. Το κεφά­λαιο του Χονγκ Κονγκ άδραξε την ευκαιρία. Αξιοποίησε τις πολλές κρυφές διασυνοριακές διασυνδέσεις του με την Κίνα, τη λειτουργία του ως ενδιαμέσου για το εξωτερικό εμπόριο, που ήδη είχε η Κίνα, και το ε­μπορικό του δίκτυο στην παγκόσμια οικονομία, μέσω του οποίου μπο­ρούσαν να διοχετευθούν εύκολα τα κινεζικής κατασκευής προϊόντα.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, εποχή ήδη αρκετά προχωρημένη, περίπου τα δύο τρίτα των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) στην Κίνα εισέρχονταν μέσω του Χονγκ Κονγκ. KaL παρόλο που κατά ένα μέρος αυτό οφειλόταν στην ειδημοσύνη των επιχειρηματιών του Χονγκ Κονγκ που έπαιζαν μεσολαβητικό ρόλο εξ ονόματος πιο ποικίλων πηγών ξέ­νου κεφαλαίου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τυχαίο γεγονός της γειτ- νίασης με το Χονγκ Κονγκ ήταν καίριας σημασίας για την αναπτυξια­κή πορεία της Κίνας συνολικά. Η ζώνη οικονομικής ανάπτυξης της ε­παρχιακής κυβέρνησης στην αστική περιοχή του Σεντσέν, π.χ,. δεν είχε σημειώσει επιτυχία στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Εκείνο που προ- σείλκυσε τους καπιταλιστές του Χονγκ Κονγκ ήταν οι νεοδημιουργη- θείσες επιχειρήσεις κωμοπόλεων και χωριών στις αγροτικές περιοχές. Το κεφάλαιο του Χονγκ Κονγκ προμήθευσε τον μηχανικό εξοπλισμό, τις εισροές και τις μεθόδους εμπορίας, ενώ οι επιχειρήσεις έκαναν όλη τη δουλειά. Από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε, αυτός ο τρόπος λει­τουργίας μπορούσε να γίνει αντικείμενο μίμησης από άλλους ξένους καπιταλιστές (ιδίως Ταϊβανέζους, γύρω από τη Σανγκάη κατά κύριο λό­γο, μετά το άνοιγμά της). Οι πηγές των ΑΞΕ ποίκιλλαν σε μεγάλο βαθ­μό κατά τη δεκαετία του 1990, καθώς οι ιαπωνικές και νοτιοκορεάτικες, αλλά και οι αμερικανικές εταιρείες άρχισαν να χρησιμοποιούν την Κί­να ως εξωχώριο κέντρο παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ήταν φανερό ότι η τεράστια εσω­τερική αγορά της Κίνας γινόταν διαρκώς και πιο ελκυστική για το ξέ­νο κεφάλαιο. Ενώ μόνο το 10% του πληθυσμού είχε την αγοραστική δύναμη μιας νηπιακής και αυξανόμενης μεσαίας τάξης, τούτο το 10%

Νεοφιλελευθερισμός

του ενός καί περισσότερου δισεκατομμυρίου ανθρώπων συνιστούσε μια πραγματικά τεράστια εσωτερική αγορά. Η κούρσα του ανταγωνισμού είχε ως αντικείμενό της το ποιος θα προμηθεύσει αυτά τα δεκάδες εκα­τομμύρια ανθρώπων με αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα, ντιβιντί, τηλεο­ράσεις και πλυντήρια, αλλά και με εμπορικά κέντρα, υπερλεωφόρους και «πολυτελείς» κατοικίες. Η μηνιαία παραγωγή αυτοκινήτων αυξή­θηκε σταδιακά από 20.000 περίπου, το 1993, σε μόλις περισσότερα από 50.000 το 2001, αλλά στη συνέχεια πραγματοποίησε αλματώδη αύξηση προσεγγίζοντας τις 250.000 αυτοκίνητα μηνιαίως, στα μέσα του 2004. Μια πλημμύρα ξένων επενδύσεων -παντός είδους, από τη Wal-Mart και τα McDonald’s μέχρι παραγωγή ημιαγωγών για τους ηλεκτρονικούς υπο­λογιστές- ξεχύθηκε στην Κίνα, για να προλάβει την ταχεία μελλοντική ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, παρά τις θεσμικές αβεβαιότητες, τις αβεβαιότητες της κρατικής πολιτικής και τους προφανείς κινδύνους α­πό την υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα.30

Η υπερβολική στήριξη της Κίνας στις άμεσες ξένες επενδύσεις την καθιστά μια ειδική περίπτωση, πολύ διαφορετική από την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Το αποτέλεσμα ήταν να μην ολοκληρωθεί σε ικανο­ποιητικό βαθμό ο κινεζικός καπιταλισμός. Το διαπεριφερειακό εμπόριο αναπτύσσεται μάλλον υποτονικά, παρόλο που πραγματοποιήθηκαν ο­γκώδεις επενδύσεις στα νέα μέσα επικοινωνίας. Επαρχίες όπως η Κουαν- γκτόνγκ εμπορεύονται πολύ περισσότερο με τον έξω κόσμο παρά με την υπόλοιπη Κίνα. Το κεφάλαιο δεν ρέει εύκολα από το ένα μέρος της Κίνας στο άλλο, παρά τον πρόσφατο χείμαρρο συγχωνεύσεων και τις προσπάθειες του κράτους να δημιουργήσει περιφερειακές συμμαχίες μεταξύ των διαφόρων επαρχιών.31 Η στήριξη στις άμεσες ξένες επεν­δύσεις θα μειώνεται, συνεπώς, μόνο στο βαθμό που βελτιώνονται η κα­τανομή των πόρων και οι διασυνδέσεις του κεφαλαίου μέσα στην ίδια την Κίνα.32

Οι εμπορικές σχέσεις της Κίνας με το εξωτερικό μετασχηματίζονται διαρκώς, ιδιαίτερα τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ενώ η είσοδός της στον ΠΟΕ, το 2001, είχε σχέση με αυτό ακριβώς το ζήτημα, ο δυναμισμός της κινεζικής οικονομικής μεγέθυνσης και οι μεταβαλλόμενες δομές του διεθνούς ανταγωνισμού έχουν καταστήσει αναπόφευκτη μια μείζο- να αναδιάταξη των εμπορικών σχέσεων. Τη δεκαετία του 1980, η θέση της Κίνας στις παγκόσμιες αγορές σχετιζόταν κυρίως με την παραγωγή χαμηλής προστιθέμενης αξίας, την πώληση, σε μεγάλες ποσότητες, φθη­νών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, παιχνιδιών και πλαστικών στις

1 82

διεθνείς αγορές. Οι μαοϊκές πολιτικές είχαν δημιουργήσει μια Κίνα αυ­τάρκη στον τομέα της ενέργειας και σε πολλές πρώτες ύλες (είναι μία από τις μεγαλύτερες βαμβακοπαραγωγούς χώρες στον κόσμο). Χρεια­ζόταν απλά να εισαγάγει τον μηχανικό εξοπλισμό και την τεχνολογία και να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές (με το Χονγκ Κονγκ να παρέ­χει βολικά αυτή την εκδούλευση). Μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως με­γάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τα φθηνά εργατικά χέρια. Οι ωριαίες αμοιβές στην κλωστοϋφαντουργία της Κίνας, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ήταν 30 σεντς συγκρινόμενες με το Μεξικό και τη Νότια Κο­ρέα που ήταν 2,75 δολάρια, οι δε αντίστοιχες αμοιβές στο Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν κυμαίνονταν στα 5 δολάρια και στις ΗΠΑ κόστιζαν πά­νω από 10 δολάρια.33 Ωστόσο, η κινεζική παραγωγή ήταν υπόδουλη, στα πρώτα στάδια, στους εμπόρους της Ταϊβάν και του Χονγκ Κονγκ, που ήλεγχαν την πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές, έπαιρναν τη μερί­δα του λέοντος από τα εμπορικά κέρδη και επιτύγχαναν όλο και πε­ρισσότερο κάθετη ενσωμάτωση στην παραγωγή, αγοράζοντας ή επεν­δύοντας στις επιχειρήσεις των κωμοπόλεων και των χωριών και στις κρατικές επιχειρήσεις. Οι παραγωγικές εγκαταστάσεις που απασχολούν μέχρι και 40.000 εργαζόμενους δεν είναι ασυνήθιστες στο δέλτα του πο­ταμού Περλ. Επιπροσθέτους, οι χαμηλές αμοιβές καθιστούν δυνατές και­νοτομίες εξοικονόμησης κεφαλαίου. Τα αμερικανικά εργοστάσια που σημειώνουν μεγάλη παραγωγικότητα χρησιμοποιούν ακριβά αυτομα­τοποιημένα συστήματα, αλλά τα «κινεζικά εργοστάσια αντιστρέφουν αυτή τη διαδικασία αποσύροντας το κεφάλαιο από την παραγωγική διαδικασία και δίνοντας ξανά μεγαλύτερο ρόλο στην εργασία». Το συ­νολικό απαιτούμενο κεφάλαιο είναι συνήθως λιγότερο κατά το ένα τρί­το. «Ο συνδυασμός των χαμηλότερων μισθών και του λιγότερου κεφα­λαίου συνήθως αυξάνει τις αποδόσεις επί του κεφαλαίου πάνω από τα επίπεδα των αμερικανικών εργοστασίων».34

Τα απίστευτα πλεονεκτήματα του μισθού εργασίας αυτού του μεγέ­θους συνεπάγονται ότι η Κίνα μπορεί να ανταγωνιστεί άλλες χώρες χα­μηλού εργασιακού κόστους, όπως το Μεξικό, την Ινδονησία, το Βιετ­νάμ και την Ταϊλάνδη, στους παραγωγικούς τομείς χαμηλής προστιθέ­μενης αξίας (όπως είναι η κλωστοϋφαντουργία). Το Μεξικό έχασε 200.000 θέσεις εργασίας μόνο σε δύο έτη, καθώς η Κίνα (παρά τη NAFTA) το υπερκέρασε ως μείζων προμηθευτής καταναλωτικών αγα­θών στην αμερικανική αγορά. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η Κίνα άρχισε να κινείται ανοδικά στην κλίμακα παραγωγής προ­

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

183

Νεοφιλελευθερισμός

στιθέμενης αξίας και να ανταγωνίζεται τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία, την Ταϊβάν, τη Μαλαισία και τη Σιγκαπούρη σε τομείς όπως τα ηλε­κτρονικά και οι εργαλειομηχανές. Αυτό συνέβη εν μέρει επειδή οι εται­ρείες αυτών των χωρών αποφάσισαν να μετακινήσουν στο εξωτερικό την παραγωγή τους, για να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα της μεγά­λης δεξαμενής των εργαζομένων χαμηλού κόστους και υψηλής ειδί­κευσης που παρήγαγε εν αφθονία το κινεζικό πανεπιστημιακό σύστη­μα. Αρχικά, η μέγιστη εισροή προήλθε από την Ταϊβάν. Σήμερα θεω­ρείται ότι περί το ένα εκατομμύριο Ταϊβανέζοι επιχειρηματίες και μη­χανικοί ζουν και εργάζονται στην Κίνα, έχοντας μεταφέρει μαζί τους μεγάλο μέρος παραγωγικής ικανότητας. Η εισροή από τη Νότια Κορέα ήταν επίσης μεγάλη (βλέπε Σχήμα 4.4). Οι κορεατικές εταιρείες ηλε­κτρονικών διεξάγουν σήμερα μεγάλο μέρος των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στην Κίνα. Τον Σεπτέμβριο του 2003, π.χ., η Samsung Electronics ανακοίνωσε ότι μεταφέρει το σύνολο της παραγωγής προ­σωπικών υπολογιστών στην Κίνα, αφού προηγουμένως είχε επενδύσει εκεί 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια, «δημιουργώντας 10 θυγατρικές πώ­λησης και 26 εταιρείες παραγωγής, που απασχολούν συνολικά 42.000 ά­τομα».35 Η ιαπωνική υπεργολαβική παραγωγή στην Κίνα συνέβαλε στη μείωση της βιομηχανικής απασχόλησης μέσα στην Ιαπωνία από 15,7 ε­κατομμύρια εργάτες, το 1992, σε 13,1, το 2001. Οι ιαπωνικές εταιρείες άρχισαν επίσης να αποσύρονται από τη Μαλαισία, την Ταϊλάνδη και α­πό άλλες χώρες, προκειμένου να μετεγκατασταθούν στην Κίνα. Σήμερα πραγματοποιούν τόσο μεγάλες επενδύσεις στην Κίνα, ώστε «πάνω από το ήμισυ του κινεζικο-ιαπωνικού εμπορίου να διεξάγεται μεταξύ ιαπω­νικών εταιρειών».36 Ό πω ς συνέβη και στις ΗΠΑ, οι εταιρείες ευημε- ρούν, ενώ οι πατρίδες τους υποφέρουν. Η Κίνα έχει εκτοπίσει περισσό­τερες βιομηχανικές θέσεις εργασίας από την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, το Μεξικό και αλλού από όσες έχει εκτοπίσει από τις ΗΠΑ. Η θεαματι­κή οικονομική ανάπτυξη της Κίνας εσωτερικά και η αναβάθμιση της διεθνούς εμπορικής της θέσης συνέπεσαν με τη μακροχρόνια ύφεση της Ιαπωνίας και τη βραδυπορούσα οικονομική μεγέθυνση, την εξαγωγική στασιμότητα και τις περιοδικές κρίσεις στην υπόλοιπη Ανατολική και Νοτιο-ανατολική Ασία. Με τον καιρό, οι αρνητικές επιδράσεις του α­νταγωνισμού σε πολλές χώρες πιθανώς θα βαθύνουν.37

Από την άλλη μεριά, η συγκλονιστική οικονομική μεγέθυνση της Κίνας την εξάρτησε περισσότερο από ξένες πηγές πρώτων υλών και ε­νέργειας. Το 2003, η Κίνα πήρε το «30% της παγκόσμιας παραγωγής

κάρβουνου, το 36% της παγκόσμιας παραγωγής χάλυβα και το 55% της παγκόσμιας παραγωγής τσιμέντου».38 Πέρασε από τη σχετική αυτάρ- κεια, το 1991, στη θέση του δεύτερου μεγαλύτερου εισαγωγέα πετρελαίου μετά τις ΗΠΑ, το 2003. Οι ενεργειακές της εταιρείες επιδίωξαν μερίδια στην πετρελαϊκή λεκάνη της Κασπίας και άρχισαν διαπραγματεύσεις με τη Σαουδική Αραβία για να εξασφαλίσουν πρόσβαση στις προμή­θειες του μεσανατολικού πετρελαίου. Τα ενεργειακά της συμφέροντα στο Σουδάν όπως και στο Ιράν έχουν δημιουργήσει εντάσεις με τις ΗΠΑ και στις δύο περιοχές. Ανταγωνίστηκε με την Ιαπωνία για την πρό­σβαση στο ρωσικό πετρέλαιο. Οι εισαγωγές της από την Αυστραλία τε­τραπλασιάστηκαν τη δεκαετία του 1990, καθώς αναζητούσε νέες πηγές μετάλλων. Στην απελπισμένη της ανάγκη για στρατηγικά μέταλλα, ό­πως χαλκό, κασσίτερο, σιδηρομετάλλευμα, πλατίνα και αλουμίνιο, έ- σπευσε για να προλάβει συμφωνίες με τη Χιλή, τη Βραζιλία, την Ινδο­νησία, τη Μαλαισία και πολλές άλλες χώρες. Επιδίωξε εισαγωγές α­γροτικών προϊόντων και ξυλείας από παντού (οι μαζικές αγορές καρ­πών σόγιας από τη Βραζιλία και την Αργεντινή βοήθησαν να εμφυση- θεί νέα ζωή σ’ αυτές τις οικονομίες) και η κινεζική ζήτηση για παλιοσι- δηρικά ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αύξησε τις τιμές σε όλη την υφήλιο. Α ­κόμη και ο βιομηχανικός τομέας των ΗΠΑ έχει ωφεληθεί από την κινε­ζική ζήτηση εκσκαπτικού εξοπλισμού (Caterpillar) και τουρμπίνων (GE). Οι ασιατικές εξαγωγές στην Κίνα έχουν επίσης αυξηθεί σε εκπληκτι­κούς ρυθμούς. Η Κίνα αποτελεί σήμερα τον πρώτιστο εξαγωγικό προο­ρισμό για τη Νότια Κορέα και ανταγωνίζεται τις Η Π Α στην εξαγωγική αγορά της Ιαπωνίας. Η ταχύτητα του επαναπροσανατολισμού των ε­μπορικών σχέσεων απεικονίζεται κατά τον καλύτερο τρόπο με την πε­ρίπτωση της Ταϊβάν. Το 2001, η Κίνα υπερκέρασε τις ΗΠΑ ως πρώτος προορισμός των ταϊβανέζικων εξαγωγών (κυρίως ενδιάμεσων βιομη­χανικών προϊόντων), αλλά στο τέλος του 2004, η Ταϊβάν εξήγε διπλάσια ποσότητα αγαθών στην Κίνα από αυτή που εξήγε στις ΗΠΑ.39

Η Κίνα κυριαρχεί ουσιαστικά σε όλη την Ανατολική και Νοτιο-ανα- τολική Ασία ως περιφερειακός ηγεμόνας με τεράστια παγκόσμια επιρ­ροή. Δεν απέχει από το να διεκδικεί ξανά τις ιμπεριαλιστικές της πα­ραδόσεις στην ευρύτερη περιοχή της και πέραν αυτής. Όταν οι Κινέζοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις ανησυχίες της Αργεντινής μήπως οι φθη­νές κινεζικές εισαγωγές καταστρέψουν τα απομεινάρια της υφαντουρ­γίας, υποδηματοποιίας και του κλάδου κατεργασίας δέρματος που είχαν αρχίσει να αναζωογονούνται το 2004, η συμβουλή τους ήταν απλά να α­

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

185

Νεοφιλελευθερισμός

φήσει η Αργεντινή αυτούς τους κλάδους να καταστραφούν και να συ­γκεντρώσει την προσπάθεια της στο να γίνει παραγωγός πρώτων υλών και αγροτικών προϊόντων για την ανθούσα αγορά της Κίνας. Από τους Αργεντινούς δεν διέφυγε ότι αυτός ήταν ακριβώς ο τρόπος που έβλεπε η Βρετανία την ινδική της αυτοκρατορία κατά τον 19ο αιώνα. Εντού­τοις, οι τεράστιες επενδύσεις στις υποδομές που έχει αρχίσει να πραγ­ματοποιεί η Κίνα έχουν παρασύρει το μεγαλύτερο μέρος της παγκό­σμιας οικονομίας. Και αντιστρόφως: η πιο βραδεία μεγέθυνση της Κί­νας το 2004

επέδρασε πτωτικά στις αγορές εμπορευμάτων και χρηματοπιστωτικών προϊό­ντων παντού. Οι τιμές του νικελίου καταποντίστηκαν από τα ύψη που βρί­σκονταν επί μια δεκαπενταετία, του χαλκού υπέστησαν βίαιη πτώση μετά από μια οκταετία, κατά την οποία κυμαίνονταν σε υψηλό επίπεδο. Τα νο­μίσματα των οικονομιών που στηρίζονται στην παραγωγή εμπορευμάτων, όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία κακοπάθησαν. Και οι αγορές των άλλων εξαγωγικών οικονομιών της Ασίας έτρεμαν από την α­νησυχία μήπως η Κίνα αγοράσει λιγότερους ημιαγωγούς από την Ταϊβάν και λιγότερες χαλύβδινες ράβδους από τη Νότια Κορέα, όπως και λιγότε­ρο ταϊλανδέζικο ελαστικό, βιετναμέζικο ρύζι και μαλαισιανό κασσίτερο.40

Ό πως συμβαίνει πάντα με τη δυναμική της επιτυχούς συσσώρευσης κεφαλαίου, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο τα συσσωρευμένα στο εσω­τερικό πλεονάσματα χρειάζεται να εξαχθούν. Έ νας τρόπος ήταν να χρηματοδοτήσει η Κίνα το αμερικανικό χρέος και συνεπώς να κρατήσει ανθηρή την αγορά για τα κινεζικά προϊόντα, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί το γουάν βολικά προσδεδεμένο στην τιμή του δολαρίου. Όμως, οι κι­νεζικές εμπορικές εταιρείες, που επί μακρόν ανέπτυσσαν δραστηριότη­τες παγκοσμίως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και εξής έχουν ε­πεκτείνει σημαντικά το εύρος και την κλίμακα των επιχειρήσεών τους. Οι κινεζικές επιχειρήσεις επενδύουν επίσης στο εξωτερικό για να δια­σφαλίσουν τη θέση τους στις ξένες αγορές. Οι κινεζικές τηλεοπτικές συ­σκευές συναρμολογούνται σήμερα στην Ουγγαρία, για να έχουν ασφα­λή πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, και στη Νότια Καρολίνα για να εξασφαλίζουν πρόσβαση στις ΗΠΑ. Μια κινεζική εταιρεία παραγωγής αυτοκινήτων σχεδιάζει να συναρμολογεί αυτοκίνητα και τελικά να οι­κοδομήσει εργοστάσιο στη Μαλαισία. Οι κινεζικές εταιρείες επενδύουν στον τουρισμό της περιοχής του Ειρηνικού, για να ανταποκριθούν στην δική τους τεράστια αύξηση της ζήτησης τουριστικών υπηρεσιών.41

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

Ωστόσο, από μια άποψη, οι Κινέζοι απομακρύνονται ολοφάνερα α­πό το νεοφιλελεύθερο πρότυπο. Η Κίνα έχει μεγάλα πλεονάσματα ερ­γατικής δύναμης και προκειμένου να επιτύχει την κοινωνική και πολι­τική σταθερότητα πρέπει είτε να τα απορροφήσει είτε να εφαρμόσει μεθόδους σκληρής καταστολής. Το πρώτο μπορεί να το επιτύχει μόνο με χρηματοδοτούμενα από χρέος έργα υποδομής και με έργα σχηματι­σμού παγίου κεφαλαίου σε μαζική κλίμακα (οι επενδύσεις παγίου κε­φαλαίου αυξήθηκαν κατά 25% το 2003). Ο κίνδυνος που καραδοκεί εί­ναι να ξεσπάσει σοβαρή κρίση υπερσυσσώρευσης παγίου κεφαλαίου (ι­δίως στο δομημένο περιβάλλον). Υπάρχουν άφθονα σημάδια υπερβάλ- λουσας παραγωγικής ικανότητας (π.χ., στην παραγωγή αυτοκινήτων και στα ηλεκτρονικά) και ήδη έχει εκδηλωθεί ο κύκλος ανόδου και πτώσης των επενδύσεων στις πόλεις. Ό λα αυτά όμως απαιτούν να α­πομακρυνθεί το κινεζικό κράτος από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία και να δράσει ως κεϊνσιανό κράτος. Τούτο σημαίνει ότι διατηρεί τους ελέγ­χους επί του κεφαλαίου και της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Όμως, οι έλεγχοι είναι ασύμβατοι με τους παγκόσμιους κανόνες του ΔΝΤ, του ΠΟΕ και του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Παρά την εξαί­ρεση της Κίνας από τους κανόνες αυτούς, ως μεταβατικού όρου για την ένταξή της στον ΠΟΕ, η εξαίρεσή της δεν μπορεί να διατηρηθεί για πά­ντα. Ακόμη, η επιβολή ελέγχων στη ροή του κεφαλαίου καθίσταται διαρκώς και δυσκολότερη, καθώς το κινεζικό γουάν διαρρέει, μέσω των πολύ ευκολοδιάβατων συνόρων με το Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν, στην παγκόσμια οικονομία. Αξίζει να θυμηθούμε ότι ένας από τους πα­ράγοντες που συνέβαλε στην κατάρρευση του όλου κεϊνσιανού μετα­πολεμικού συστήματος του Μπρέτον Γουντς ήταν ο σχηματισμός μιας αγοράς ευρωδολαρίων, καθώς τα αμερικανικά δολάρια διέφευγαν της πειθάρχησης που επέβαλαν οι νομισματικές Αρχές των ίδιων των ΗΠΑ.42 Οι Κινέζοι ήδη βρίσκονται καθ’ οδόν προς την εμφάνιση αυτού του προβλήματος, και συνεπώς απειλείται ο κεϊνσιανισμός τους.

Το κινεζικό τραπεζικό σύστημα, που βρίσκεται στον πυρήνα της τρέχουσας χρηματοδότησης του ελλείμματος, δεν μπορεί να αντέξει την ενσωμάτωση στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, διότι τα μισά δανειακά χαρτοφυλάκιά του είναι μη εξυπηρετούμενα. Ευτυχώς, οι Κι­νέζοι έχουν πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών το οποίο μπορεί να χρησιμοποιείται, όπως ήδη έχουμε διαπιστώσει, για να καθαρίζει τους καταλόγους των τραπεζών. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο είναι πιθανό να υπάρξουν ανεπιθύμητες επιπτώσεις, διότι ο μόνος τρόπος για να αντέ-

:8 7

Νεοφιλελευθερισμός

ξουν οι Κινέζοι να το κάνουν αυτό είναι η συσσώρευση πλεονασμάτων του ισοζυγίου πληρωμών έναντι των Η ΠΑ. Εμφανίζεται μια ιδιόμορφη συμβίωση, στην οποία η Κίνα, μαζί με την Ιαπωνία, την Ταϊβάν και άλ­λες ασιατικές κεντρικές τράπεζες χρηματοδοτούν το χρέος των ΗΠΑ, ώστε οι ΗΠΑ, βολικά, να καταναλώνουν την πλεονασματική παραγω­γή τους. Έτσι όμως οι ΗΠΑ γίνονται ευάλωτες στις ιδιοτροπίες των Α- σιατών κεντρικών τραπεζιτών. Και αντιστρόφως: ο κινεζικός οικονο­μικός δυναμισμός είναι όμηρος της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Σήμερα, οι ΗΠ Α συμπεριφέρο- νται επίσης με κεϊνσιανικό τρόπο - διατηρούν τεράστια ομοσπονδιακά ελλείμματα και καταναλωτικό χρέος, ενώ επιμένουν πως όλοι οι άλλοι πρέπει να υποτάσσονται στους νεοφιλελεύθερους κανόνες. Πρόκειται για μια μη υποστήριξιμη θέση, και υπάρχουν πολλές φωνές σημαινό­ντων ανθρώπων στις ΗΠΑ που υποδεικνύουν ότι η χώρα οδηγείται κα­τευθείαν στον τυφώνα μιας μεγάλης χρηματο-οικονομικής κρίσης.43 Όσον αφορά την Κίνα, η κατάσταση αυτή θα είχε ως συνέπεια τη στρο­φή από την πολιτική απορρόφησης εργασίας σε μια πολιτική ανοικτής καταστολής. Το αν θα είναι ή όχι επιτυχής μια τέτοια τακτική, όπως ή­ταν στην πλατεία Τιενανμέν το 1989, θα εξαρτηθεί καίρια από την ι­σορροπία των ταξικών δυνάμεων και από το πώς θα τοποθετηθεί το Κομουνιστικό Κόμμα σε σχέση μ’ αυτές τις δυνάμεις.44

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ;

Στις 9 Ιουνίου 2004, κάποιος κ. Γουάνγκ αγόρασε ένα υπερπολυτελές σεντάν Maybech αξίας 900.000 δολαρίων από την Daimler Chrysler στο Πεκίνο. Φαίνεται πως η αγορά πολυτελών αυτοκινήτων αυτού του εί­δους αναπτύσσεται γοργά. Το συμπέρασμα είναι ότι «ελάχιστες κινεζι­κές οικογένειες έχουν συσσωρεύσει μεγάλο πλούτο».45 Σε βαθμίδες κα­τώτερες αυτής το)ν υπερπολυτελών αυτοκινήτων, η Κίνα είναι σήμερα η μεγαλύτερη αγορά στον κόσμο για τα αυτοκίνητα της Mercedes- Benz. Κάποιος, κάπου και με κάποιον τρόπο αποκτά πολύ πλούτο.

Παρόλο που η Κίνα έχει μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οι­κονομίες στον κόσμο, έχει επίσης και μια από τις πιο άνισες κοινωνίες (Σχήμα 5.2). Τα οφέλη της οικονομικής μεγέθυνσης «έχουν διαχυθεί κυ­ρίως στους κατοίκους των πόλεων και στους αξιωματούχους της κυ­βέρνησης και του κόμματος. Τα περασμένα πέντε έτη, η διαφορά εισο-

Πυκ

νότη

τα

Πυκ

νότη

ταΝεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

Ε ισόδημα σε 1.000 γουάν του 1985

ΣΧΗΜΑ 5.2 Α υξανόμενη εισοδηματική ανισότητα στην Κίνα: αγροτικές περιοχές (πάνω) και αστικές περιοχές (κάτω), 1985-2000

ΠΗΓΗ: Wu και Perloff,

Νεοφιλελευθερισμός

δήματος μεταξύ των πλουσίων των πόλεων και των φτωχών στις αγρο­τικές περιοχές έχει μεγαλώσει τόσο πολύ, ώστε κάποιες μελέτες, δυσοίω­να, συγκρίνουν σήμερα το κοινωνικό σχίσμα της Κίνας με τις πιο φτω­χές χώρες της Αφρικής».46 Η κοινωνική ανισότητα δεν εξαλείφθηκε κατά την επαναστατική εποχή. Η διαφοροποίηση μεταξύ πόλης και χω­ριού ήταν επίσης κατοχυρωμένη νομικά. Με τη μεταρρύθμιση, όμως, γράφει ο Γουάνγκ, «αυτή η διαρθρωτική ανισότητα μετασχηματίστηκε ταχέως σε ανισότητα εισοδήματος μεταξύ των διαφορετικών τάξεων, κοινωνικών στρωμάτων και περιοχών, οδηγώντας με ταχείς ρυθμούς στην κοινωνική πόλωση».47 Τυποποιημένα μέτρα κοινωνικής ανισότη­τας, όπως ο συντελεστής Gini,* επιβεβαιώνουν ότι η Κίνα έχει διανύσει την πορεία από την κατάσταση μιας εκ των πιο φτωχών και εξισωτικών κοινωνιών προς τη χρόνια ανισότητα, μέσα σε διάστημα είκοσι ετών (βλέπε Σχήμα 5.2). Το χάσμα μεταξύ των εισοδημάτων στις αγροτικές και αυτών στις αστικές περιοχές (που γίνεται μόνιμο λόγω του συστή­ματος αδειών κατοίκησης) αυξήθηκε ταχύτατα. Ενώ οι εύποροι κάτοι­κοι των πόλεων οδηγούν BMW, οι αγρότες είναι τυχεροί εάν μπορούν να φάνε κρέας μία φορά την εβδομάδα. Ακόμη πιο έντονη είναι η αυ­ξανόμενη ανισότητα στο εσωτερικό των αγροτικών και αστικών περιο­χών. Οι περιφερειακές ανισότητες έχουν επίσης βαθύνει, με κάποιες α­πό τις πόλεις της νότιας παράκτιας ζώνης να προχωρούν αλματωδώς μπροστά, ενώ η ενδοχώρα και η «άχρηστη λωρίδα» της νότιας περιοχής είτε έχουν αποτύχει να απογειωθούν είτε παραδέρνουν απελπισμένα.48

Όμως, μόνο η αύξηση της κοινωνικής ανισότητας δεν συνιστά α­σφαλή δείκτη της ανασυγκρότησης της ταξικής ισχύος. Τα τεκμήρια ό­σον αφορά αυτό το ζήτημα είναι σε μεγάλο βαθμό μη αξιόπιστα και κα­θόλου σίγουρα. Μπορούμε, ωστόσο, να προχωρήσουμε συμπερασματι­κά, παρατηρώντας αρχικά την κατάσταση που επικρατεί στο κατώτατο σημείο της κοινωνικής κλίμακας. «Το 1978 υπήρχαν στην Κίνα 128 εκατομ­μύρια εργάτες. Το 2000 υπήρχαν 270 εκατομμύρια. Με την προσθήκη των 70 εκατομμυρίων χωρικών που είχαν μετακινηθεί στις πόλεις και εί­χαν βρει μακροχρόνια μισθωτή εργασία, η εργατική τάξη της Κίνας α­

* Συντελεστής Gini: Μετρά την εισοδηματική ανισότητα των κατοίκων μιας χώρας με κλίμακα από 0,0,10,0,20,0,30 κ.λπ. μέχρι τη μονάδα. Η μονάδα δηλώνει ότι όλοι απο­κτούν το ίδιο εισόδημα (ισοκατανομή), ενώ το 0 δηλώνει ότι κάποιος αποκτά τα πάντα. (Σ,τ.Μ.)

190

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

ριθμεί σήμερα, κατά προσέγγιση, 370 εκατομμύρια». Εξ αυτών «πάνω από 100 εκατομμύρια» απασχολούνται σήμερα στους μη κρατικούς το­μείς και καταχωρίζονται επισήμως ως μισθωτοί εργαζόμενοι.49

Μια μεγάλη μερίδα εκείνων που απασχολούνται σε ό,τι έχει απομεί- νει στον κρατικό τομέα (τόσο στις κρατικές επιχειρήσεις όσο και στις ε­πιχειρήσεις κωμοπόλεων και χωριών) κατέχουν επίσης τη θέση των μι­σθωτών. Σημειώθηκε, συνεπώς, μια συνολική διαδικασία προλεταριο­ποίησης στην Κίνα, η οποία συνεχίζεται, σηματοδοτούμενη από στάδια ιδιωτικοποίησης και μέτρα που αποσκοπούν στην επιβολή ευελιξίας στην αγορά εργασίας (στα οποία συμπεριλαμβάνεται η απαλλαγή των δημόσιων επιχειρήσεων από υποχρεώσεις καταβολής κοινωνικών και συνταξιοδοτικών επιδομάτων). Η κυβέρνηση έχει επίσης «ξεκοιλιάσει» τις υπηρεσίες. Σύμφωνα με το China Labor Watch, «ol κυβερνήσεις των αγροτικών περιοχών δεν λαμβάνουν σχεδόν καθόλου υποστήριξη από τις πλουσιότερες περιοχές. Φορολογούν τους ντόπιους αγρότες και επι­βάλλουν απεριόριστα τέλη για τη χρηματοδότηση των σχολείων, των νοσοκομείων, της οδοποιίας, ακόμη και της αστυνομίας». Η φτώχεια αυξάνεται για εκείνους που μένουν πίσω, ακόμη κι αν η οικονομική με­γέθυνση κυμαίνεται στο 9%. Ανάμεσα στο 1998 και το 2002, 27 εκατομ­μύρια εργάτες έφυγαν από τις κρατικές επιχειρήσεις, καθώς ο αριθμός των επιχειρήσεων αυτών μειώθηκε από 262.000 σε 159.000. Ακόμη πιο εκπληκτικό είναι το ότι η καθαρή απώλεια βιομηχανικών θέσεων εργα­σίας στην Κίνα, κατά την προηγούμενη δεκαετία ή περίπου τόσο, αντι­στοιχούσε σε σχεδόν 15 εκατομμύρια.50 Στο μέτρο που η νεοφιλελευθε- ροποίηση απαιτεί ένα πολυπληθές, εύκολα εκμεταλλεύσιμο και σχετικά ανίσχυρο εργατικό δυναμικό, τότε η Κίνα ασφαλώς έχει τα απαιτούμε- να προσόντα ως νεοφιλελεύθερη οικονομία, αν και «με κινεζικά χαρα­κτηριστικά».

Η συσσώρευση πλούτου στο άλλο άκρο της κοινωνικής κλίμακας εί­ναι μια πιο περίπλοκη υπόθεση. Φαίνεται ότι η συσσώρευση πλούτου έ­χει επιτευχθεί μέσω ενός συνδυασμού διαφθοράς, κρυφών τεχνασμά­των και εμφανούς ιδιοποίησης δικαιωμάτων και περιουσιακών στοιχείων που κάποτε ήταν κοινά. Καθώς οι τοπικές κυβερνήσεις μεταβίβασαν μερίδια των επιχειρήσεων στο μάνατζμεντ, ως τμήμα της στρατηγικής τους για την αναδιάρθρωση, πολλοί διευθυντές «πήραν στην κατοχή τους, εν μια νυκτί, με διάφορα μέσα, μετοχές αξίας δεκάδων εκατομμυ­ρίων γουάν, σχηματίζοντας μια νέα ομάδα μεγιστάνων». Όταν οι κρα­τικές επιχειρήσεις αναδιαρθρώθηκαν ως μεικτές μετοχικές εταιρείες,

Νεοφιλελευθερισμός

«δόθηκαν στους διευθυντές σημαντικά μερίδια μετοχών» και ορισμένες φορές έλαβαν ετήσιο μισθό εκατονταπλάσιο του μέσου εργατικού μι­σθού.51 Οι ανώτεροι διευθυντές της Ζυθοποιίας Tsingtao, η οποία έγι­νε εταιρεία χαρτοφυλακίου το 1993, όχι μόνο κατέληξαν να κατέχουν μεγάλο τμήμα των μετοχών μιας αποδοτικής επιχείρησης (που αυξάνει την εθνική της παρουσία και την ολιγοπωλιακή της δύναμη μέσω εξα­γορών πολλών τοπικών ζυθοποιιών), αλλά πληρώνονται απλόχερα ως διευθυντές. Οι προνομιακές σχέσεις μεταξύ κομματικών μελών, κυβερ­νητικών αξιωματούχων και ιδιωτών επιχειρηματιών και τραπεζών έ­παιξαν επίσης σημαντικό ρόλο. Οι διευθυντές των προσφάτως ιδιωτι- κοποιημένων επιχειρήσεων, οι οποίοι έλαβαν ορισμένο αριθμό μετοχών, μπορούν να δανείζονται από τις τράπεζες (ή από φίλους), προκειμένου να αγοράσουν τις υπόλοιπες μετοχές από τους εργάτες (μερικές φορές με τρόπους εξαναγκαστικούς, απειλώντας με απολύσεις παραδείγματος χάριν). Εφόσον μεγάλος αριθμός τραπεζικών δανείων δεν εξυπηρετεί­ται, οι νέοι ιδιοκτήτες είτε διοικούν τις εταιρείες μέχρι πτωχεύσεως (α- φαιρώντας στην πορεία περιουσιακά στοιχεία προς όφελος τους) ή βρί­σκουν τρόπους να αποποιηθούν τα χρέη τους, χωρίς να κηρύξουν πτώ­χευση (το δίκαιο περί πτωχεύσεων δεν έχει αναπτυχθεί στην Κίνα). Όταν το κράτος παίρνει 45 δισεκατομμύρια δολάρια ξένου συναλλάγ­ματος κερδισμένου στις πλάτες των υπερεκμεταλλευόμενων εργαζομέ­νων και χρηματοδοτεί τις τράπεζες για να καλύψουν τα μη αποδοτικά δάνειά τους, τότε αυτό μπορεί κάλλιστα να είναι αναδιανομή πλούτου από τις κατώτερες στις ανώτερες τάξεις, αντί για διαγραφή των επι­σφαλών επενδύσεων. Αδίστακτοι διευθυντές μπορούν πανεύκολα να πάρουν τον έλεγχο στις πρόσφατα ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις και στα περιουσιακά τους στοιχεία και να τα χρησιμοποιήσουν για τον προ­σωπικό τους πλουτισμό.

Το εγχώριο κεφάλαιο παίζει επίσης όλο και πιο σημαντικό ρόλο στη δημιουργία πλούτου. Έχοντας ωφεληθεί από την επί μία εικοσαετία και πλέον μεταφορά τεχνολογίας μέσω των μεικτών επιχειρήσεων, έχο­ντας ευλογηθεί με την πρόσβαση σε μεγάλες δεξαμενές ειδικευμένης εργασίας και διευθυντικών ικανοτήτων και πάνω απ’ όλα αξιοποιώ- ντας τη «φυσική ενεργητικότητα» της επιχειρηματικής φιλοδοξίας, πολ­λές κινεζικές εταιρείες έχουν κατορθώσει να καταλάβουν μια καλή θέ­ση για να ανταγωνιστούν με τους ξένους αντιπάλους τους όχι μόνο στην εγχώρια αγορά, αλλά και στον διεθνή στίβο. Και όχι μόνο, πλέον, στους τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Π.χ. η εταιρεία που σήμερα κα-

192

ταλαμβάνει την όγδοη θέση στον κόσμο ως κατασκευάστρια ηλεκτρονι­κών υπολογιστών ιδρύθηκε το 1984 από μια ομάδα Κινέζων επιστημό­νων που στηρίχθηκαν με κυβερνητικά κονδύλια. Στα τέλη της δεκαε­τίας του 1990, είχε μεταμορφωθεί από επιχείρηση διανομής σε επιχείρη­ση κατασκευής και κατείχε το μεγαλύτερο μερίδιο στην κινεζική αγο­ρά. Η Lenovo, όπως αποκαλείται σήμερα, ανταγωνίζεται σκληρά με­γάλους παίκτες και έχει αναλάβει τη γραμμή παραγωγής προσωπικών υπολογιστών της IBM, για να αποκτήσει καλύτερη πρόσβαση στην πα­γκόσμια αγορά. Η συμφωνία (η οποία, παρεμπιπτόντως, απειλεί τη θέ­ση της Ταϊβάν στον κλάδο των υπολογιστών) επιτρέπει στην IBM να δημιουργήσει μια πιο σταθερή γέφυρα προς την εσωτερική κινεζική α­γορά λογισμικού, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί μια τεράστια εταιρεία, στον κλάδο των υπολογιστών, παγκόσμιας εμβέλειας, με έδρα την Κί­να.52 Παρόλο που το κράτος μπορεί να κατέχει μετοχές σε εταιρείες σαν τη Lenovo, η διοικητική τους αυτονομία εγγυάται μια ιδιοκτησία και έ­να σύστημα ανταμοιβών που επιτρέπουν αυξανόμενη συγκέντρωση πλούτου από τα διευθυντικά στελέχη στο ίδω επίπεδο που αυτό το φαι­νόμενο απαντά σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου.

Η ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων, ιδίως μέσα και στην περιφέρεια των πόλεων και στις αναπτυξιακές ζώνες εξαγωγών, φαίνεται πως εί­ναι άλλη μια προνομιακή τακτική που εξασφαλίζει τη συγκέντρωση τε­ράστιου πλούτου σε λίγα χέρια. Από τη στιγμή που οι καλλιεργητές χω­ρικοί δεν διέθεταν τίτλους ιδιοκτησίας της γης, μπορούσαν εύκολα να στερηθούν την εκμετάλλευσή της και να στραφεί η γη προς κερδοφόρες αστικές χρήσεις, αφήνοντας τους καλλιεργητές χωρίς αγροτική βάση ως πηγή εισοδήματος, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείπουν την καλλιέρ­γεια και να εισέλθουν στην αγορά εργασίας. Η αποζημίωση που τους προσφέρεται συνήθως είναι ένα κλάσμα της αξίας της γης που δίνεται στους εργολάβους από κυβερνητικούς αξιωματούχους. Κατά τη διάρ­κεια της περασμένης δεκαετίας, 70 εκατομμύρια αγρότες έχασαν τη γη τους μ’ αυτό τον τρόπο. Οι επικεφαλής των κομούνων, π.χ., συχνά διεκ- δίκησαν de facto ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί της κοινοτικής γης και των κοινών περιουσιακών στοιχείων, σε διαπραγματεύσεις με ξένους ε­πενδυτές ή εργολάβους. Σε μια μεταγενέστερη φάση, επιβεβαιώθηκε ό­τι αυτά τα δικαιώματα ανήκουν σ’ αυτούς ατομικά, προκειμένου να πε­ριφραχθούν οι κοινοτικές γαίες προς όφελος των λίγων. Μέσα στη σύγ­χυση της μεταβατικής περιόδου, γράφει ο Γουάνγκ, «μεγάλο μέρος της εθνικής γης μεταβιβάστηκε “νομίμως” ή παρανόμως προς ατομικό οι­

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

[93

Νεοφιλελευθερισμός

κονομικό όφελος μιας μικρής μειοψηφίας».53 Η κερδοσκοπία στις αγο­ρές γης και ακινήτων, ιδίως στις αστικές περιοχές, έβριθε ακόμη και εν απουσία ολοκληρωμένων συστημάτων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Και η απώλεια αρόσιμης γης ήταν τόσο σοβαρή, ώστε η κεντρική κυ­βέρνηση αναγκάστηκε να εφαρμόσει μερική αναστολή στην αλλαγή της χρήσης γης το 1998, μέχρις ότου μπορέσει να ολοκληρωθεί ένας πιο ορ­θολογικός σχεδιασμός των χρήσεων. Όμως, η μεγαλύτερη ζημιά είχε ή­δη γίνει. Είχε συγκεντρωθεί πολύτιμη γη και οι εργολάβοι (αξιοποιώ- ντας τις προνομιακές τους σχέσεις με τις τράπεζες) είχαν αναλάβει δου­λειά, συσσωρεύοντας τεράστιο πλούτο στα χέρια ελάχιστων. Ακόμη και σε μικρή κλίμακα, μπορούσαν να συγκεντρωθούν πολύ περισσότερα χρήματα σε επιχειρήσεις ακινήτων παρά στην παραγωγή.54 Το γεγονός ότι ένα αυτοκίνητο 900.000 δολαρίων αγοράστηκε από κάποιον που εί­χε βγάλει χρήματα από ακίνητα είναι ενδεικτικό.

Η κερδοσκοπία επί των αξιών των περιουσιακών στοιχείων, με τη συχνή χρήση της πίστωσης υπό ευνοϊκούς όρους, έπαιξε επίσης το ρό­λο της. Αυτό ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στα ακίνητα των πόλεων και της αστικής περιφέρειας, στο Πεκίνο, τη Σανγκάη, το Σεντσέν, το Ντονγκουάν και τις παρόμοιες. Τα κέρδη, τα οποία ήταν τεράστια σε ο­ρισμένες σύντομες περιόδους εκρηκτικής ανόδου της οικονομικής δρα­στηριότητας, συνήθως ανήκουν στον κερδοσκόπο και τις απώλειες κα­τά διάρκεια των κραχ σε μεγάλο βαθμό τις επωμίζονται οι τράπεζες. Σε όλους αυτούς τους χώρους, οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν τις κρυφές ζώ­νες διαφθοράς που δεν μπορούν να προσμετρηθούν, η ιδιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, συχνά από στελέχη του κόμματος ή κυβερνη­τικούς αξιωματούχους, τους μεταμόρφωσε από παράγοντες της κρατι­κής εξουσίας σε ανεξάρτητους και πάμπλουτους επιχειρηματίες, με με­γάλες ικανότητες προστασίας του νεοαποκτηθέντος πλούτου τους, εάν προέκυπτε ανάγκη δε και με την εξαφάνισή του από τη χώρα μέσω του Χονγκ Κονγκ.

Στα μεγάλα αστικά κέντρα εμφανίστηκε ένα κύμα καταναλωτικής συμπεριφοράς στο οποίο οι αυξανόμενες ανισότητες πρόσθεσαν τα ι­διόμορφα στοιχεία τους, όπως περιφραγμένες και προστατευμένες κοι­νότητες με ακριβές κατοικίες (που έχουν ονόματα σαν αυτά του Μπέ- βερλι Χιλς) για τους πλούσιους και εξαιρετικά προνομιακές ζώνες κα­τανάλωσης, εστιατορίων και νυχτερινών κέντρων, εμπορικών κέντρων και θεματικών πάρκων σε πολλές πόλεις. Η μεταμοντέρνα κουλτούρα έφθασε στη Σανγκάη - τι επίτευγμα! Ό λα τα εξωτερικά γνωρίσματα

194

του εκδυτικισμού είναι παρόντα σ’ αυτήν: αλλαγές στις κοινωνικές σχέ­σεις που κάνουν νεαρές γυναίκες να εμπορεύονται τη σεξουαλικότητα και την ομορφιά τους σε κάθε γωνιά και πολιτισμικοί θεσμοί (από τα καλλιστεία για τη Μις Κόσμος μέχρι καλλιτεχνικές εκθέσεις έργων με μεγάλη επιτυχία) που διαπλάθονται με εκπληκτικό ρυθμό για να δημιουρ­γήσουν αφύσικες παραλλαγές, σε βαθμό παρωδίας, της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου ή του Παρισιού. Επικρατεί εκείνο που σήμερα αποκαλεί- ται «κύπελλο ρυζιού της νεολαίας»,* καθώς ο καθένας κερδοσκοπεί με τις επιθυμίες των άλλων στον δαρβινικό αγώνα για μια θέση. Οι συνέ­πειες στα φύλα ήταν χαρακτηριστικές. «Στις παράκτιες πόλεις, οι γυναί­κες συναντούν δύο ακραία φαινόμενα, αφ’ ενός των μεγαλύτερων ευ­καιριών να κερδίσουν πρωτοφανή επίπεδα εισοδήματος και επαγγελμα­τικής απασχόλησης και, αφ’ ετέρου, σχετικά χαμηλούς μισθούς στη βιο­μηχανία ή θέσεις εργασίας σε χαμηλού κοινωνικού στάτους υπηρεσίες, όπως είναι τα εστιατόρια, η υπηρετική εργασία ή η πορνεία».55

Η άλλη πηγή συγκέντρωσης πλούτου είναι η υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, ιδίως των νεαρών γυναικών μεταναστριών από τις αγροτικές περιοχές. Τα επίπεδα μισθών στην Κίνα είναι εξωφρενικά χαμηλά και οι συνθήκες εργασίας δεν υπόκεινται ουσιαστικά σε κανέ­να κανονισμό, είναι δεσποτικές και τόσο εκμεταλλευτικές που μπροστά τους ωχριούν οι περιγραφές που συγκέντρωσε ο Μαρξ πριν από πολύ καιρό στην ανατριχιαστική του αφήγηση για τις εργοστασιακές και οι­κιακές συνθήκες εργασίας στη Βρετανία, στα πρώτα στάδια της Βιομη­χανικής Επανάστασης εκεί. Ακόμη πιο απεχθείς είναι οι μη πληρωμές του μισθού και των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων. Η Λι αναφέρει ότι

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

Στην καρδιά της ΒΑ άχρηστης ζώνης Σενγιάνγκ, ανάμεσα στο 1996-2001, το 23,1% των απασχολούμενων εργατών λάμβαναν τα ημερομίσθια με καθυ­στέρηση, το 26,4% των συνταξιούχων έπαιρναν καθυστερημένα τις συντά­ξεις τους. Σε όλη τη χώρα, ο συνολικός αριθμός εργατών στους οποίους ο­φείλονταν απλήρωτοι μισθοί αυξήθηκε από 2,6 εκατομμύρια, το 1993, σε 14 εκατομμύρια το 2000. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στις παλιές και χρεο­κοπημένες βιομηχανικές βάσεις με συνταξιούχους και απολυμένους εργά­τες. Οι μελέτες της κυβέρνησης έδειξαν ότι οφείλονταν οι μισθοί στο 72,5%

* Ιδιωματισμός που σημαίνει το νέο ευέλικτο και στερούμενο κοινωνικής προστα­σίας εργατικό δυναμικό. (Σ.τ.Μ.)

195

Νεοφιλελευθερισμός

των σχεδόν 100 εκατομμυρίων μεταναστών εργατών της χώρας. Το συνολι­κό ποσό των οφειλομένων αμοιβών εκτιμήθηκε στα 12 δισεκατομμύρια δο­λάρια (ή περίπου 100 δισεκατομμύρια γουάν). Το 70% αυτών των οφειλών παρατηρείται στον οικοδομικό κλάδο.56

Μεγάλο μέρος του κεφαλαίου που συσσωρεύεται από ιδιωτικές και ξένες εταιρείες προέρχεται από την απλήρωτη εργασία. Με αποτέλε­σμα να ξεσπάσουν βίαιες εργατικές διαμαρτυρίες σε πολλές περιοχές. Παρόλο που οι Κινέζοι εργάτες φαίνονται έτοιμοι να δεχθούν τα ατέ­λειωτα ωράρια, τις φρικτές συνθήκες εργασίας και τους χαμηλούς μι­σθούς ως μέρος του τιμήματος του εκσυγχρονισμού και της οικονομικής ανάπτυξης, η μη καταβολή μισθών και συντάξεων είναι κάτι διαφορε­τικό. Οι προσφυγές και τα παράπονα προς την κεντρική κυβέρνηση ό­σον αφορά αυτό το ζήτημα έχουν πάρει διαστάσεις τα τελευταία χρόνια και η αδυναμία της κυβέρνησης να αντιδράσει δεόντως έχει οδηγήσει σε άμεση δράση.57 Στη βορειο-ανατολική πόλη Λιαογιάνγκ περισσότε­ροι από 30.000 εργάτες περίπου είκοσι εργοστασίων διαδήλωναν επί αρ­κετές ημέρες το 2002, σε μια από τις «μεγαλύτερες διαδηλώσεις αυτού του είδους από την εποχή της επίθεσης στην Τιενανμέν». Στο Τζιαμά- σου, της βόρειας Κίνας, όπου περίπου το 80% του πληθυσμού της πό­λης ήταν άνεργοι εργάτες και ζούσαν με λιγότερα από 20 δολάρια την εβδομάδα, μετά το αιφνίδιο κλείσιμο μιας κλωστοϋφαντουργίας που α­πασχολούσε 14.000 εργάτες, εκδηλώθηκε άμεση δράση μετά από μήνες αναπάντητων εκκλήσεων. «Κάποιες ημέρες οι συνταξιούχοι απέκλειαν όλη την οδική κυκλοφορία στην κεντρική λεωφόρο της πόλης, καθήμε- νοι οκλαδόν, σε σειρές, πάνω στο οδόστρωμα. Άλλες ημέρες, απολυμέ­νοι εργάτες κλωστοϋφαντουργίας κάθονταν πάνω στις σιδηροτροχιές, διακόπτοντας το σιδηρόδρομο. Στα τέλη Δεκεμβρίου, εργάτες από ένα προβληματικό εργοστάσιο πολτού στέκονταν όπως οι ακίνητοι στρα­τιώτες στον μοναδικό διάδρομο του Τζιαμάσου, εμποδίζοντας την προ­σγείωση των αεροπλάνων».58 Τα στοιχεία της αστυνομίας δείχνουν ότι το 2003 «περίπου τρία εκατομμύρια συμμετείχαν στις διαδηλώσεις». Μέχρι πρόσφατα, συγκρούσεις αυτού του είδους αντιμετωπίστηκαν α­ποτελεσματικά με την απομόνωση, τον κατακερματισμό, την έλλειψη οργάνωσης και βεβαίως με το να μην αναφέρεται τίποτε γι’ αυτές. Αλ­λά οι τελευταίες περιγραφές αναφέρουν ότι ξεσπούν πιο εκτεταμένες συγκρούσεις. Στην επαρχία Άνχουι, π.χ., «περίπου 10.000 εργάτες και συνταξιούχοι κλωστοϋφαντουργίας διαμαρτυρήθηκαν προσφάτως για

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

τις μειώσεις στις συντάξεις, την απουσία ιατρικής ασφάλισης και απο­ζημιώσεων για τους τραυματισμούς». Στο Ντονγκουάν, η εταιρεία Stella International Ltd, ταϊβανέζικης ιδιοκτησίας, που κατασκευάζει υποδή­ματα και απασχολεί 42.000 εργάτες «αντιμετώπισε απεργίες αυτή την ά­νοιξη, που μετατράπηκαν σε βίαια επεισόδια. Κάποια στιγμή περισσό­τεροι από 500 εκτραχηλισμένοι εργάτες κατέστρεψαν τις εγκαταστάσεις της εταιρείας και τραυμάτισαν σοβαρά ένα στέλεχος της Stella, γεγονός που προκάλεσε την είσοδο της αστυνομίας στο εργοστάσιο και τη σύλ­ληψη των πρωταιτίων».59

«Τους τελευταίους μήνες, έχουν ξεσπάσει», όλων των ειδών οι δια­μαρτυρίες, «πολλές από αυτές βίαιες, και με αυξανόμενη συχνότητα σε όλη τη χώρα». Ταραχές και διαδηλώσεις ξέσπασαν επίσης σε όλη την Κίνα για την αρπαγή γης που συνέβη στις αγροτικές περιοχές. Το αν θα οδηγήσουν ή δεν θα οδηγήσουν όλα αυτά στην εμφάνιση ενός μαζικού κινήματος, δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Είναι όμως σαφές πως το κόμμα φοβάται μια πιθανή κατάρρευση της τάξης και κινητοποιεί τις δυνάμεις του, όπως και αυτές της αστυνομίας, για να αποτρέψουν την επέκταση οποιουδήποτε γενικού κοινωνικού κινήματος που πιθανώς θα εμφανιστεί. Ενδιαφέροντα, εν προκειμένω, είναι τα συμπεράσματα της Λι ως προς το πολιτικό υποκείμενο. Τόσο οι απασχολούμενοι στις κρατικές επιχειρήσεις όσο και οι μετανάστες εργάτες, αναφέρει, απορ­ρίπτουν τον όρο εργατική τάξη και αρνούνται την «τάξη ως το ευρύτε­ρο πλαίσιο που συγκροτεί τη συλλογική τους εμπειρία». Ούτε βλέπουν τους εαυτούς τους ως το «συμβατικό, νομικό και αφηρημένο υποκείμε­νο εργασίας που συνήθως λαμβάνεται στις θεωρίες της καπιταλιστικής νεωτερικότητας» ως φορέας ατομικών νομικών δικαιωμάτων. Αντιθέ- τως, προσφεύγουν συνήθως στην παραδοσιακή μαοϊκή έννοια των μα­ζών που αποτελούνται από «εργάτες, την αγροτιά, την ιντελιγκέντσια και την εθνική αστική τάξη, τα συμφέροντα των οποίων εναρμονίζο­νταν μεταξύ τους και επίσης με το κράτος». Έτσι, οι εργάτες «απευθύ­νουν ηθικές αξιώσεις για κρατική προστασία, ενίσχυση της ηγεσίας και της ευθύνης του κράτους έναντι εκείνων τους οποίους κυβερνά».60 Συ­νεπώς, ο στόχος οποιοσδήποτε μαζικού κινήματος θα ήταν να κάνει το κεντρικό κράτος να σταθεί στο ύψος της επαναστατικής του εντολής ε­ναντίον των ξένων καπιταλιστών, των ιδιωτικών συμφερόντων και των τοπικών Αρχών.

Όμως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το κινεζικό κράτος μπορεί σή­μερα ή είναι πρόθυμο να ανταποκριθεί σε τέτοιες ηθικές αξιώσεις και

197

Νεοφιλελευθερισμός

άρα να διατηρήσει τη νομιμοποίησή του. Ένας εξέχων δικηγόρος, κα­τά την υπερασπιστική του αγόρευση υπέρ ενός εργάτη που προσήχθη σε δίκη διότι τέθηκε επικεφαλής μιας βίαιης αιφνιδιαστικής απεργίας σε εργοστάσιο, παρατήρησε ότι πριν από την επανάσταση το «Κομου­νιστικό Κόμμα στεκόταν στο πλευρό των εργατών στον αγώνα τους ε­ναντίον της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ενώ σήμερα το Κομουνι­στικό Κόμμα παλεύει πλάι-πλάι με τους ψυχρούς καπιταλιστές στον α­γώνα τους κατά των εργατών».61 Αν και υπάρχουν αρκετές πτυχές της πολιτικής του Κομουνιστικού Κόμματος που αποσκοπούσαν στο να α- κυρώσουν τη διαμόρφωση τάξης κεφαλαιοκρατών, το Κόμμα έχει εν- δώσει επίσης στη μαζική προλεταριοποίηση του εργατικού δυναμικού της Κίνας, στο σπάσιμο του «σιδερένιου κύπελλου ρυζιού», στην πλήρη εξουδετέρωση της κοινωνικής προστασίας, στην επιβολή πληρωμών για την εκπαίδευση και την υγεία, στη δημιουργία καθεστώτος ευέλικτης αγοράς εργασίας και στην ιδιωτικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που πριν ήταν κοινά. Έχει δημιουργήσει ένα κοινωνικό σύστημα όπου οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να ιδρύονται και να λειτουρ­γούν ελεύθερα. Μ’ αυτή την πολιτική έχει επιτύχει ταχεία οικονομική μεγέθυνση και ανακούφιση πολλών από τη φτώχεια, αλλά έχει επίσης προκρίνει τη μεγάλη συγκέντρωση πλούτου στα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνίας. Επιπροσθέτους, οι επιχειρηματίες μέλη του κόμματος έχουν αυξηθεί (από 13,1% το 1993 σε 19,8% το 2000). Ωστόσο, είναι δύσκολο να πούμε εάν αυτό αντανακλά μια εισροή καπιταλιστών επιχειρημα­τιών στο κόμμα ή το γεγονός ότι πολλά μέλη του κόμματος χρησιμο­ποίησαν τα προνόμιά τους για να γίνουν καπιταλιστές με αμφίβολα μέ­σα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό σηματοδοτεί την αύξουσα ενσωμάτωση κόμματος και επιχειρηματικών ελίτ με τρόπους που είναι πολύ συνήθεις στις ΗΠΑ. Από την άλλη, οι δεσμοί μεταξύ εργατών και κομματικών οργανώσεων έχουν καταπονηθεί.62 Απομένει να δούμε εάν αυτός ο ε­σωτερικός μετασχηματισμός της κομματικής δομής θα παγιώσει την ά­νοδο μιας τεχνοκρατικής ελίτ του ίδιου είδους με αυτήν που οδήγησε το μεξικανικό Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα προς την ολοκληρωτική νεοφιλελευθεροποίηση. Αλλά ούτε μπορεί να αποκλειστεί ότι οι «μά­ζες» θα επιδιώξουν μια αναστήλωση της δικής τους μοναδικής μορφής ταξικής εξουσίας. Προς το παρόν, το κόμμα συντάσσεται μεν εναντίον τους και είναι προδήλως έτοιμο να χρησιμοποιήσει το μονοπώλιο της βίας για να καθυποτάξει τη διαφωνία, να πετάξει έξω από τη γη τους χωρικούς και να καταστείλει τα αυξανόμενα αιτήματα όχι μόνο για εκ­

Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»

δημοκρατισμό, αλλά και για όποιο ίχνος δικαιοσύνης στη διανομή του πλούτου. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η Κίνα έχει κινηθεί ο­ριστικά προς την κατεύθυνση της νεοφιλελευθεροποίησης και της ανα­συγκρότησης της ταξικής ισχύος των πλουσίων, αν και «με διακριτά κι­νεζικά χαρακτηριστικά». Ο αυταρχισμός, η καταφυγή στον εθνικισμό και η αναβίωση ορισμένων ιμπεριαλιστικών τάσεων υποδεικνύουν, ω­στόσο, ότι η Κίνα κινείται ίσως, αν και από μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, προς τη συνένωση με τη νεοσυντηρητική πλημμυρίδα που σήμερα σαρώνει τις ΗΠΑ. Αυτά δεν είναι καλά προμηνύματα για το μέλλον.

199

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 6

0 νεοφιλελευθερισμός οτο εδώλιο

0 1 ΔΥΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΠΉΝ

παγκόσμια ύφεση μετά το 2001 ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα. Η ειρωνεία είναι ότι και οι δύο συμπεριφέρθηκαν σαν κεϊνσιανά

κράτη σε έναν κόσμο που υποτίθεται ότι κυβερνάται με τους νεοφιλε­λεύθερους κανόνες.» Οι ΗΠΑ κατέφυγαν στη μαζική χρηματοδότηση του ελλείμματος που προκαλείται από το μιλιταρισμό τους και τον κα­ταναλωτισμό τους, ενώ η Κίνα χρηματοδότησε το χρέος με μη εξυπηρε­τούμενα τραπεζικά δάνεια, για τεράστιες επενδύσεις στις υποδομές και σε πάγιο κεφάλαιο.‘Οι φανατικοί νεοφιλελεύθεροι αναμφίβολα θα ι­σχυριστούν ότι η ύφεση είναι σημάδι ανεπαρκούς ή ατελούς νεοφιλε- λευθεροποίησης και θα μπορούσαν κάλλιστα να προβάλουν ως από­δειξη των ισχυρισμών τους τις παρεμβάσεις του ΔΝΤ και τη στρατιά των καλοπληρωμένων υπαλλήλων των λόμπι στη Ουάσιγκτον που μο- νίμως διαστρεβλώνουν τη διαδικασία του προϋπολογισμού των ΗΠΑ προς εξυπηρέτηση ειδικών συμφερόντων.!Αλλά οι ισχυρισμοί τους εί­ναι αδύνατον να επιβεβαιωθούν, και με το να τους διατυπώνουν απλώς ακολουθούν τα χνάρια μιας μακράς σειράς εξεχόντων θεωρητικών της οικονομίας που υποστηρίζουν ότι όλα θα πήγαιναν καλά στον κόσμο, μόνο εάν ο καθένας συμπεριφερόταν σύμφωνα με τις συνταγές των εγ­χειριδίων τους.1

Υπάρχει, όμως, μια πιο δυσοίωνη ερμηνεία αυτού του παραδόξου. Εάν αφήσουμε κατά μέρος, όπως πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε, τον ι­σχυρισμό ότι η νεοφιλελευθεροποίηση είναι απλώς ένα παράδειγμα ε­σφαλμένης θεωρίας που αποχαλινώθηκε (με όλο το σεβασμό προς τον οικονομολόγο Στίγκλιτς) ή μια περίπτωση άσκοπης επιδίωξης μιας ψευ­δούς ουτοπίας (με όλο το σεβασμό προς τον συντηρητικό πολιτικό φι­λόσοφο Τζον Γκρέι),2 τότε εκείνο που μένει είναι μια τεταμένη κατά­σταση ανάμεσα στη διατήρηση του καπιταλισμού, αφ’ ενός, και στην παλινόρθωση/ανασυγκρότηση της οικονομικής ισχύος της άρχουσας τά­

200

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

ξης, αφ’ ετέρου. Εάν βρισκόμαστε στο σημείο μιας εμφανούς αντίφα­σης μεταξύ αυτών των δύο σκοπών, τότε δεν μπορεί να υπάρξει αμφι­βολία προς ποια πλευρά θα γείρει η σημερινή διοίκηση Μπους, με δε­δομένη τη μανία της για τη μείωση των φόρων υπέρ των εταιρειών και των πλουσί'ων. Επίσης, μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που θα προκαλέσουν εν μέρει οι απερίσκεπτες οικονομικές της πολιτικές, θα ε­πέτρεπε στην αμερικανική κυβέρνηση να απαλλαγεί τελικά από την ο­ποιαδήποτε υποχρέωση να προνοεί για την ευημερία των πολιτών της, εκτός από την ενίσχυση εκείνης της στρατιωτικής και αστυνομικής δύ­ναμης που πιθανώς θα χρειαζόταν για να παταχθεί η κοινωνική ανατα­ραχή και να επιβληθεί παγκόσμια πειθαρχία. Μπορεί, όμως, να επικρα­τήσουν πιο λογικές φωνές μέσα στην τάξη των καπιταλιστών, στο βαθ­μό που έχουν ακούσει προσεκτικά τις προειδοποιήσεις των ομοίων του Πολ Βόλκερ, ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα σοβαρής χρηματοπιστω­τικής κρίσης τα επόμενα πέντε έτη.3 Αυτό όμως συνεπάγεται τη μείω­ση κάποιων εκ των προνομίων και της δύναμης που έχουν συσσωρευ­τεί τα τελευταία τριάντα χρόνια στα ανώτερα στρώματα της καπιταλι­στικής τάξης. Προηγούμενες φάσεις της ιστορίας του καπιταλισμού -στο νου μας έρχεται το 1873 ή η δεκαετία του 1920-, όταν προέκυψε ξανά μια τέτοια δύσκολη επιλογή, δεν προοιωνίζονται τα καλύτερα. Οι ανώ­τερες τάξεις, επιμένοντας στην απαραβίαστη φύση των ιδιοκτησιακών τους δικαιωμάτων, προτίμησαν να οδηγήσουν το σύστημα σε κραχ, πα­ρά να παραδώσουν κάποια από τα προνόμιά τους ή μέρος της δύναμής τους. Αυτή η συμπεριφορά δεν σήμαενε ότι είχαν λησμονήσει το δικό τους συμφέρον, διότι εάν τοποθετηθούν στη σωστή θέση, όπως οι καλοί δικηγόροι των χρεοκοπιών, μπορούν να επωφεληθούν από την κατάρ­ρευση του συστήματος, ενώ εμείς οι υπόλοιποι παγιδευόμαστε, ως επί το πλείστον, στη φρίκη του κοινωνικού κατακλυσμού. Βέβαια, ελάχι­στοι από αυτούς μπορεί να παγιδευτούν και να καταλήξουν να πηδή- ξουν από τα παράθυρα της Γουόλ Στριτ, αλλά αυτό δεν είναι ο κανό­νας. Ο μόνος φόβος τους είναι τα πολιτικά κινήματα που τους απειλούν με απαλλοτρίωση ή επαναστατική βία. Παρόλο που μπορούν να ελπί­ζουν ότι ο εξελιγμένος στρατιωτικός μηχανισμός που σήμερα κατέχουν (χάρη στο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα) θα προστατεύσει τον πλούτο και την εξουσία τους, η αποτυχία αυτού του μηχανισμού να ει- ρηνεύσει εύκολα το Ιράκ θα πρέπει να τους εμπνέει αμφιβολίες. Όμως, οι άρχουσες τάξεις σπανίως, αν τύχαινε ποτέ, παραδίδουν οποιαδήπο­τε εξουσία τους και δεν βλέπω για ποιο λόγο να πιστέψουμε ότι θα το

201

Νεοφιλελευθερισμός

κάνουν αυτή τη φορά. Παραδόξως, ένα σθεναρό και ισχυρό κοινωνικο- δημοκρατικό και εργατικό κίνημα βρίσκεται σε καλύτερη θέση να σώ­σει τον καπιταλισμό από ό,τι η ίδια η ταξική καπιταλιστική εξουσία. Ε ­νώ μπορεί αυτό να ακούγεται σαν αντεπαναστατικό συμπέρασμα για τους ανήκοντες στην άκρα Αριστερά, δεν είναι απαλλαγμένο ούτε από ένα ισχυρό στοιχείο ιδιοτελούς συμφέροντος, διότι οι απλοί άνθρωποι είναι εκείνοι που υποφέρουν, πεινούν, ακόμη και πεθαίνουν στην πο­ρεία των καπιταλιστικών κρίσεων (δείτε την Ινδονησία ή την Αργεντι­νή) και όχι οι ανώτερες τάξεις. Εάν η προτιμητέα πολιτική των αρχου- σών ελίτ είναι το «apres moi la deluge», η φροντίδα δηλαδή για τα βρα­χυπρόθεσμα ιδιοτελή συμφέροντά τους, τότε ο κοινωνικός κατακλυ­σμός καταπίνει κυρίως τους ανίσχυρους και τους ανυποψίαστους, ενώ οι ελίτ έχουν προνοήσει για κιβωτούς γερά φτιαγμένες, με τις οποίες μπορούν να επιβιώσουν άριστα, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα.

ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ

Ό,τι έγραψα παραπάνω είναι υποθετικό. Μπορούμε, όμως, να εξετά­σουμε ενδελεχώς την ιστορική-γεωγραφική επίδοση της νεοφιλελευθε- ροποίησης, αναζητώντας αποδείξεις των ικανοτήτων της ως δυνητικής καθολικής θεραπείας των πολιτικών-οικονομικών δεινών που μας α­πειλούν σήμερα. Σε ποιο βαθμό, λοιπόν, έχει καταφέρει η νεοφιλελευ- θεροποίηση να διεγείρει τη συσσώρευση κεφαλαίου; Η πραγματική της επίδοση αποδεικνύεται τίποτα παραπάνω από πενιχρή. Η συνολική παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση ήταν περίπου της τάξης του 3,5% στη δεκαετία του 1960 και ακόμη, στην ταραγμένη δεκαετία του 1970, έ­πεσε μόνο στο 2,4%. Οι μετέπειτα ρυθμοί μεγέθυνσης της τάξης του 1,4% και της τάξης του 1,1%, κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 (και ένας ρυθμός που μετά βίας αγγίζει το 1% από το 2000), δείχνουν ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική γενικά έχει αποτύχει να διεγείρει την παγκό­σμια οικονομική μεγέθυνση (βλέπε Σχήμα 6.1).4 Σε ορισμένες περιπτώ­σεις, όπως στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και σε εκείνες τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης που υποβλήθηκαν στη νεοφιλελεύθερη «θεραπεία-σοκ», οι απώλειες ήταν καταστροφικές. Στη δεκαετία του 1990, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ρωσίας μειωνόταν με ρυθμό της τάξης του 3,5% ετησίως. Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού περιήλθε σε κα­τάσταση φτώχειας και το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες μειώθηκε

202

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

203/

Νεοφιλελευθερισμός

κατά πέντε έτη ως αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών. Τα ίδια συνέβη- σαν στην Ουκρανία. Μόνο η Πολωνία, η οποία αψήφησε τη συμβουλή του ΔΝΤ, έδειξε κάποια περιορισμένη βελτίωση. Στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής, η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής προκάλεσε είτε στασιμότητα (στη «χαμένη δεκαετία» του 1980) ή αιφνί­δια ξεσπάσματα ανάπτυξης που ακολουθήθηκαν από οικονομική κα­τάρρευση (όπως στην Αργεντινή). Και στην Αφρική δεν έχει κάνει α­πολύτως τίποτα που να προκαλεί θετικές αλλαγές. Μόνο στην Ανατο­λική και Νοτιο-ανατολική Ασία, που σήμερα το παράδειγμά της ακο­λουθεί σε κάποιο βαθμό η Ινδία, συνδέθηκε η εφαρμογή της νεοφιλε­λεύθερης πολιτικής με κάποια θετική επίδοση στην οικονομική μεγέ­θυνση και εκεί πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα όχι και πολύ νεοφιλε­λεύθερα αναπτυξιακά κράτη. Η αντίθεση ανάμεσα στο ρυθμό οικονο­μικής μεγέθυνσης της Κίνας (σχεδόν 10% ετησίως) και της μείωσης της Ρωσίας (-3,5% ετησίως) είναι έντονη. Η άτυπη ανεργία έχει φθάσει στα ύψη παγκοσμίως (εκτιμήσεις δείχνουν ότι έχει αυξηθεί από το 29% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στη Λατινική Αμερική, κατά τη δεκαε­τία του 1980, στο 44% στη δεκαετία του 1990) και σχεδόν όλοι οι παγκό­σμιοι δείκτες -επίπεδα υγείας, προσδόκιμο ζωής, παιδική θνησιμότητα και τα συναφή- φανερώνουν απώλειες παρά κέρδη στο πεδίο της ευη­μερίας από τη δεκαετία του 1960. Ωστόσο, η αναλογία των φτωχών στον παγκόσμιο πληθυσμό έχει μειωθεί, αλλά αυτό οφείλεται σχεδόν εξ ολο­κλήρου στις βελτιώσεις που σημειώθηκαν στην Ινδία και την Κίνα μό­νο.5 Η μείωση και ο έλεγχος του πληθωρισμού είναι η μόνη συστηματι­κή επιτυχία που μπορεί να διεκδικήσει η νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Οι συγκρίσεις είναι, βεβαίως, πάντα απεχθείς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη νεοφιλελευθεροποίηση. Παραδείγματος χάριν, η περιορισμένη ε­φαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στη Σουηδία πέτυχε πολύ κα­λύτερα αποτελέσματα από όσο η έμμονη νεοφιλελευθεροποίηση στο Η ­νωμένο Βασίλειο. Τα κατά κεφαλήν εισοδήματα στη Σουηδία είναι υ­ψηλότερα, ο πληθωρισμός χαμηλότερος, η θέση των τρεχόντων λογα­ριασμών με τον υπόλοιπο κόσμο καλύτερη και όλοι οι δείκτες ανταγω­νιστικότητας και επιχειρηματικού κλίματος καλύτεροι. Οι δείκτες ποιό­τητας ζωής είναι υψηλότεροι. Η Σουηδία κατατάσσεται τρίτη στον κό­σμο στο προσδόκιμο ζωής συγκρινόμενη με το Ηνωμένο βασίλειο που κατέχει την εικοστή ένατη θέση. Το ποσοστό των φτωχών είναι 6,3% στη Σουηδία σε αντίθεση με το 15,7% στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ το πλουσιότερο 10% στη Σουηδία έχει 6,2 φορές παραπάνω εισόδημα από

204

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

το κατώτερο εισοδηματικά 10%, τη στιγμή που στο Ηνωμένο Βασίλειο η διαφορά είναι 13,6 φορές. Ο αναλφαβητισμός στη Σουηδία είναι χα­μηλότερος και η κοινωνική κινητικότητα μεγαλύτερη.6

Εάν αυτά τα γεγονότα γίνονταν ευρέως γνωστά, η εξύμνηση της νεο- φιλελευθεροποίησης και της ειδικής μορφής παγκοσμιοποίησης που έ­χει επιβάλει ασφαλώς θα ήταν πολύ χαμηλόφωνη. Γιατί λοιπόν είναι πεπεισμένοι τόσο πολλοί ότι η νεοφιλελευθεροποίηση μέσω της παγκο­σμιοποίησης είναι η «μόνη εναλλακτική» και ότι ήταν τόσο επιτυχής; Δύο είναι οι βασικοί λόγου Πρώτον, έχει αυξηθεί η αστάθεια και η τα­χύτητα της ακανόνιστης γεωγραφικής επέκτασης, επιτρέποντας σε ορι­σμένες χώρες να προχωρήσουν θεαματικά (τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα) εις βάρος των άλλων. Εάν, επί παραδείγματι, η δε­καετία του 1980 ανήκε κυρίως στην Ιαπωνία, τις ασιατικές «τίγρεις» και τη Δυτική Γερμανία, και εάν αυτή του 1990 ανήκε σας ΗΠΑ και το Η ­νωμένο Βασίλειο, τότε το γεγονός ότι κάπου σημειωνόταν «επιτυχία» ε­πίσκιαζε τη γενική αποτυχία της νεοφιλελευθεροποίησης να διεγείρει την οικονομική μεγέθυνση ή να βελτιώσει την ευημερία. Δεύτερον, η νεοφιλελευθεροποίηση, μάλλον η διαδικασία και όχι η θεωρία, ήταν πο­λύ επιτυχημένη για τις ανώτερες τάξεις. Είτε αποκατέστησε πλήρως την ταξική οικονομική εξουσία των αρχουσών ελίτ (όπως στις ΗΙΊΑ και σε κάποιο βαθμό στη Βρετανία - βλέπε Σχήμα 1.3) είτε δημιούργησε τις συνθήκες για το σχηματισμό τάξης κεφαλαιοκρατών (όπως στην Κίνα, την Ινδία, τη Ρωσία και αλλού). Εφόσον στα ΜΜΕ κυριαρχούσαν τα συμφέροντα των ανώτερων τάξεων, μπορούσε να διαχέεται ο μύθος πως τα κράτη αποτύγχαναν οικονομικά, διότι δεν ήταν ανταγωνιστικά (δημιουργώντας συνεπώς ζήτηση για ακόμη περισσότερες νεοφιλελεύ­θερες μεταρρυθμίσεις). Η αυξημένη ανισότητα μέσα σε μια χώρα ερμη­νευόταν ως αναγκαία για την ενθάρρυνση του επιχειρηματικού ρίσκου και της καινοτομίας, τα οποία θα αύξαναν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα προκαλούσαν την οικονομική μεγέθυνση. Εάν η κα­τάσταση των κατώτερων τάξεων επιδεινωνόταν, η αιτία αποδιδόταν στη δική τους αποτυχία, συνήθως για λόγους προσωπικούς και πολιτι­σμικούς, να ενισχύσουν το δικό τους ανθρώπινο κεφάλαιο (με την εκ­παίδευση, την απόκτηση προτεσταντικής εργασιακής ηθικής, την υπο­ταγή στην εργασιακή πειθαρχία και ευελιξία και τα παρόμοια). Εν ολί- γοις, τα ιδιαίτερα προβλήματα προέκυπταν, λόγω έλλειψης ανταγωνι­στικότητας ή λόγω προσωπικών, πολιτισμικών και πολιτικών ελαττω­μάτων. Σε ένα δαρβινικό νεοφιλελεύθερο κόσμο, ισχυριζόταν επίσης η

205

Νεοφιλελευθερισμός

σχετική επιχειρηματολογία, μόνο οι πιο προσαρμοσμένοι πρέπει και μπο­ρούν να επιβιώσουν.

Βεβαίως, υπήρχαν πολλές θεαματικές αλλαγές στην έμφαση υπό τη νεοφιλελευθεροποίηση και αυτές τής δίνουν την εικόνα ενός απίστευ­του δυναμισμού. Η άνοδος του χρηματοπιστωτικού τομέα και των συ­ναφών υπηρεσιών ήταν παράλληλη με μια σημαντική μεταβολή στις α­μοιβές που πλήρωναν οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες (βλέπε Σχήμα 6.2) όπως επίσης και με μια τάση στις μεγάλες εταιρείες (όπως η General Motors) να συγχωνεύουν τις δύο λειτουργίες. Η απασχόληση στους το­μείς των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων αυξήθηκε αξιοσημείω­τα. Αλλά υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα ως προς το πόσο παραγωγική ήταν αυτή η τάση. Πολλές από τις επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα αποδείχθηκε ότι εξαντλούν τη δραστηριότητά τους σ’ αυτόν και μόνο. Επιδιώκονται μονίμως οφέλη από την κερδοσκοπία και στο βαθ­μό που αυτά πραγματοποιούνται, τότε μπορούν να επιτευχθούν παντός είδους μετατοπίσεις δύναμης και επιρροής. Οι αποκαλούμενες παγκό­σμιες πόλεις του χρηματιστικού πλούτου και των διευθυντικών λειτουρ­γιών έγιναν οι μεγάλες νησίδες πλούτου και προνομίων, με τους πανύ­ψηλους ουρανοξύστες και τα εκατομμύρια επί εκατομμυρίων τετραγω­νικά πόδια χώρων γραφείων, για να στεγάσουν αυτές τις επιχειρήσεις. Μέσα σ’ αυτούς τους πύργους, οι εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ των ο­ρόφων δημιουργούν τεράστια ποσότητα πλασματικού πλούτου. Επι- προσθέτως, οι κερδοσκοπικές αγορές αστικών ακινήτων έγιναν οι α­τμομηχανές της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η ταχύτατα επεκτεινό- μενη γραμμή των ουρανοξυστών που ραμφίζουν τον ουρανό στο Μαν- χάταν, το Τόκιο, το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Φρανκφούρτη, το Χονγκ Κονγκ και τώρα στη Σανγκάη είναι το προς θέαση θαύμα.

Παράλληλα εκδηλώθηκε μια ασυνήθιστη έκρηξη στις τεχνολογίες των πληροφοριών. Το 1970 περίπου, οι επενδύσεις σ’ αυτόν τον τομέα ήταν ίσες προς το 25% που κατευθυνόταν στην παραγωγή και στις φυ­σικές υποδομές αντιστοίχως, αλλά το 2000 στις τεχνολογίες των πληρο­φοριών τοποθετούνταν το 45% των συνολικών επενδύσεων, ενώ τα σχε­τικά μερίδια της παραγωγής και των φυσικών υποδομών είχαν μειωθεί. Στη δεκαετία του 1990 αυτό θεωρούνταν προμήνυμα της ανόδου μιας νέας οικονομίας της πληροφορίας.7 Αυτό, στην πραγματικότητα, έδει­χνε έναν ατυχή προϊδεασμό για την πορεία προς μια τεχνολογική αλ­λαγή απομακρυσμένη από την παραγωγή και τη δημιουργία υποδο­μών, σε κατευθύνσεις που απαιτούσε η υπαγορευμένη από την αγορά

206

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

χρηματιστικές εταιρείες

ΣΧΗΜΑ 6.2 Η ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου: καθαρή αξία και πο ­σοστά κέρδους για τις χρηματιστικές και μη χρηματιστικές εταιρείες στις ΗΠΑ, 1960-2001

ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, Capital Resurgent, 111, 134. Αναπαράγεται με την ευγενική άδεια του Harvard University Press.

207

Νεοφιλελευθερισμός

κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα, που ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της νεοφιλελευθεροποίησης. Η τεχνολογία της πληροφορίας είναι η προνομιούχος τεχνολογία του νεοφιλελευθερισμού. Είναι πολύ πιο χρήσιμη στην κερδοσκοπική δραστηριότητα και στη μεγιστοποίηση του αριθμού των βραχυπρόθεσμων αγοραίων συμβολαίων από ό,τι στην παραγωγή. Είναι ενδιαφέρον το ότι οι βασικοί τομείς της παραγωγής που κατέκτησε ήταν οι αναδυόμενοι κλάδοι πολιτιστικής δραστηριότη­τας (ταινίες, βίντεο, βιντεοπαιχνίδια, μουσική, διαφήμιση, καλλιτεχνικά θεάματα), που χρησιμοποίησαν την τεχνολογία της πληροφορίας ως βάση καινοτομίας και εμπορικής προώθησης των νέων προϊόντων. Η υ­περβολική δημοσιότητα που περιέβαλλε αυτούς τους νέους τομείς εξέ­τρεψε την προσοχή από την έλλειψη επενδύσεων σε βασικές φυσικές και κοινωνικές υποδομές. Από κοντά πήγαινε και η υπερπροβολή της «παγκοσμιοποίησης» και όλα αυτά υποτίθεται ότι συμβάδιζαν με τη δη­μιουργία μιας ολότελα διαφορετικής και πλήρως ενοποιημένης παγκό­σμιας οικονομίας.8

Όμως, το βασικό, το ουσιαστικό επίτευγμα της νεοφιλελευθεροποίη- σης ήταν η αναδιανομή, παρά η δημιουργία, πλούτου και εισοδήματος. Έχω δώσει αλλού μια εξήγηση των βασικών μηχανισμών διά των οποίων επιτεύχθηκε αυτή η αναδιανομή υπό τον τίτλο «συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης».9 Με αυτό εννοώ τη συνέχιση και τη διάδοση των μεθόδων συσσώρευσης την οποία ο Μαρξ είχε θεωρήσει «πρωταρχική» ή «αρχι­κή», κατά τη διάρκεια της ανόδου του καπιταλισμού. Αυτές οι μέθοδοι συσσώρευσης περιλαμβάνουν την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίη­ση της γης και τη βίαιη εκδίωξη των αγροτικών πληθυσμών (συγκρίνε­τε τις περιπτώσεις του Μεξικού και της Κίνας, που περιγράφονται πα­ραπάνω, όπου εκτιμάται πως εκτοπίστηκαν 70 εκατομμύρια αγρότες τα τελευταία χρόνια)· τη μετατροπή ποικίλων μορφών ιδιοκτησιακών δι­καιωμάτων (κοινών, συλλογικών, κρατικών κ.λπ.) σε αποκλειστικά α­τομικά ιδιοκτησιακά δικαιώματα (αυτή η περίπτωση αντιπροσωπεύε­ται πιο θεαματικά από την Κίνα)· τον περιορισμό των δικαιωμάτων στα κοινά αγαθά- την εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης και τον βίαιο περιορισμό εναλλακτικών (γηγενών) μορφών παραγωγής και κα­τανάλωσης· τις αποικιακές, νεοαποικιακές και ιμπεριαλιστικές διαδικα­σίες ιδιοποίησης περιουσιακών στοιχείων (συμπεριλαμβανομένων των φυσικών πόρων)· τη νομισματοποίηση της ανταλλαγής και της φορο­λογίας, ιδίως της γης· το δουλεμπόριο (που συνεχίζεται κυρίως στη βιο­μηχανία του σεξ)· και την τοκογλυφία, το εθνικό χρέος και, ακόμη κα­

208

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

ταστροφικότερο όλων, τη χρήση του πιστωτικού συστήματος ως βασι­κών εργαλείων συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης. Το κράτος, που έχει το μονοπώλιο της βίας και του προσδιορισμού της νομιμότητας, παίζει κρίσιμο ρόλο τόσο στη στήριξη όσο και στην προώθηση αυτών των δια­δικασιών. Σ’ αυτό τον κατάλογο μηχανισμών πρέπει σήμερα να προ­σθέσουμε πολλές τεχνικές όπως η απόσπαση προσόδων από πατέντες και πνευματικά δικαιώματα και η μείωση ή εξάλειψη διαφόρων μορ­φών κοινών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων (όπως οι κρατικές συντάξεις, οι πληρωμένες διακοπές, η πρόσβαση στην εκπαίδευση και την περί­θαλψη) που είχαν κατακτηθεί με ταξικούς αγώνες που διήρκεσαν επί μία και πλέον γενεά. Η πρόταση για την ιδιωτικοποίηση όλων των δι­καιωμάτων κρατικής σύνταξης (με πρωτοπόρο τη Χιλή υπό το δικτα- τορικό καθεστώς) είναι, π.χ., ένας από τους λατρευτούς σκοπούς των Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ.

Η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης έχει τέσσερα χαρακτηριστικά:

1. Ιδιωτικοποίηση και εμπορενματοποίηση. Η μεταβίβαση σε κερδο­σκοπικές εταιρείες, η εμπορευματοποίηση και η ιδιωτικοποίηση των έως τώρα δημοσίων περιουσιακών στοιχείων έχει γίνει το σή­μα κατατεθέν του νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Ο πρωταρχι­κός του σκοπός ήταν να δημιουργήσει νέα πεδία για την κεφα­λαιακή συσσώρευση σε τομείς που θεωρούνταν μέχρι στιγμής ε­κτός ορίων του υπολογισμού κερδοφορίας. Δημόσιες κοινωφελείς επιχειρήσεις όλων των ειδών (ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών, μετα­φορών), παροχές κοινωνικής πρόνοιας (κοινωνική στέγη, εκπαί­δευση, ιατρική περίθαλψη, συντάξεις), δημόσιοι θεσμοί (πανεπι­στήμια, ερευνητικά εργαστήρια, φυλακές) ακόμη και ο πόλεμος (όπως φαίνεται χαρακτηριστικά με το «στρατό» των ιδιωτών ερ­γολάβων που διεξάγουν επιχειρήσεις μαζί με τις ένοπλες δυνάμεις στο Ιράκ) έχουν ιδιωτικοποιηθεί σε κάποιο βαθμό σε όλο τον κα­πιταλιστικό κόσμο και πέραν αυτού (π.χ. στην Κίνα). Τα δικαιώ­ματα πνευματικής ιδιοκτησίας, που έχουν καθιερωθεί μέσω της α- ποκαλούμενης συμφωνίας TRIPS στο πλαίσιο του ΠΟΕ, ορίζουν ως ατομική ιδιοκτησία το γενετικό υλικό, το αγενές πολλαπλασια­στικό υλικό και κάθε άλλο είδος αγαθών. Συνεπώς, μπορούν να α­ποσπαστούν πρόσοδοι για τη χρήση τους από πληθυσμούς οι μέ­θοδοι των οποίων έχουν παίξει κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη αυ­τών των γενετικών υλικών. Η βιοπειρατεία κάνει θραύση και έχει

209

Νεοφιλελευθερισμός

δρομολογηθεί ήδη η λεηλασία του αποθέματος γενετικών πόρων του κόσμου προς όφελος ελάχιστων μεγάλων φαρμακευτικών ε­ταιρειών. Η κλιμακούμενη εξάντληση του παγκόσμιου περιβάλλο­ντος που ανήκει σε όλους (γης, αέρα και υδάτων) και η πολλα- πλασιαζόμενη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος ζώων και φυτών, που αποκλείει καθετί άλλο πλην των μεθόδων αγροτικής παραγωγής εντάσεως κεφαλαίου, έχουν παρομοίως προκύψει α­πό τη συνολική εμπορευματοποίηση της φύσης σε όλες τις μορφές της. Η εμπορευματοποίηση (μέσω του τουρισμού) των πολιτισμι­κών μορφών, ιστοριών και πνευματικής δημιουργικότητας συνε­πιφέρει τεράστια αφαίρεση πόρων (η μουσική βιομηχανία είναι διαβόητη για την ιδιοποίηση και εκμετάλλευση της λαϊκής κουλ­τούρας και δημιουργικότητας). Ό πω ς στο παρελθόν, η εξουσία του κράτους συχνά χρησιμοποιείται για να επιβάλει τέτοιες διαδι­κασίες ακόμη και ενάντια στη λαϊκή θέληση. Η κατάργηση των ρυθμιστικών πλαισίων που σχεδιάστηκαν για να προστατεύσουν την εργασία και το περιβάλλον από την υποβάθμιση έχει οδηγή­σει σε απώλειες δικαιωμάτων. Η μετατροπή των κοινών ιδιοκτη­σιακών δικαιωμάτων, που κατακτήθηκαν μετά από χρόνια σκλη­ρών ταξικών αγώνων (το δικαίωμα στην κρατική σύνταξη, στην κοινωνική πρόνοια, στην ιατρική περίθαλψη μέσω εθνικών συ­στημάτων υγείας), σε χώρο δράσης των ιδιωτών ήταν μία από τις πιο οφθαλμοφανείς πολιτικές αφαίρεσης πόρων, που συχνά επι­βλήθηκε ενάντια στη γενική πολιτική βούληση του πληθυσμού. Όλες αυτές οι διαδικασίες ισοδυναμούν με μεταβίβαση περιου­σιακών στοιχείων από τη δημόσια και λαϊκή σφαίρα στην ιδιωτι­κή σφαίρα και στις προνομιούχους τάξεις.10

2. Η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομία. Το σα- ρωτικό κύμα εξάπλωσης των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτή­των, που άρχισε μετά το 1980, χαρακτηρίστηκε από τις κερδοσκο­πικές και αρπακτικές του μεθόδους. Ο συνολικός ημερήσιος τζί­ρος των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών στις διεθνείς αγορές, που αντιστοιχούσε σε 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια το 1983, αυξήθηκε σε 130 δισεκατομμύρια δολάρια το 2001. Δηλαδή 40 τρισεκατομ­μύρια δολάρια ετησίου τζίρου το 2001 έναντι των εκτιμούμενων 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων που απαιτούνταν για τη στήριξη του διεθνούς εμπορίου και των παραγωγικών επενδύσεων.11 Η α­πορρύθμιση επέτρεψε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα να κατα-

2ΙΟ

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

στεί ένα από τα βασικά κέντρα αναδιανεμητικής δραστηριότητας μέσω της κερδοσκοπίας, της αρπαγής, της απάτης και της κλοπής. Προώθηση μετοχών, σχήματα Πόνζι [πυραμίδες], καταστροφή δο­μημένων περιουσιακών στοιχείων μέσω του πληθωρισμού, αφαί­ρεση περιουσιακών στοιχείων μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών, αύξηση των επιπέδων των υποχρεώσεων του χρέους που υποβάθ­μισαν ολόκληρους πληθυσμούς, ακόμη και στις προηγμένες καπι­ταλιστικές χώρες, σε είλωτες του χρέους, και ας μην αναφερθούμε στις απάτες των εταιρειών, στην αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων (επιδρομές στα Συνταξιοδοτικά Ταμεία και τον αποδεκατισμό τους μέσω των καταρρεύσεων των μετοχών και των εταιρειών)^ με τη χειραγώγηση της πίστωσης και των μετοχών - όλα αυτά έγιναν κε­ντρικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Υπάρχουν αναρίθμητοι τρόποι «ξαφρίσματος» μέσα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Εφόσον οι χρηματομεσίτες παίρνουν προμήθεια για κάθε συναλλαγή, μπορούν να μεγιστο­ποιούν τα εισοδήματά τους με συχνές δοσοληψίες επί των λογα­ριασμών τους (μια πρακτική που είναι γνωστή ως «ανάδευση» ή τεχνητή χρηματιστηριακή κίνηση που ανεβάζει τις τιμές αλλά και τις προμήθειες), ανεξάρτητα από το εάν οι δοσοληψίες προσθέ­τουν ή όχι αξία στο λογαριασμό. Ο υψηλός τζίρος στο χρηματι­στήριο μπορεί απλώς να απεικονίζει αυτού του είδους τις δοσο­ληψίες παρά την εμπιστοσύνη στην αγορά. Η έμφαση στις τιμές των μετοχών, που προέκυψε από τη σύμπλευση των συμφερόντων ιδιοκτητών και διαχειριστών του κεφαλαίου μέσω των αμοιβών των τελευταίων με δικαιώματα προαίρεσης μετοχών, οδήγησε, ό­πως γνωρίζουμε, στη χειραγώγηση της αγοράς, πρακτική που έ­φερε τεράστιο πλούτο σε ελάχιστους εις βάρος των πολλών. Η κερδοσκοπική κατάρρευση της εταιρείας Enron ήταν εμβληματι- κή μιας γενικευμένης διαδικασίας που αποστερούσε από τους πολ­λούς τα δικαιώματά τους στα εισοδήματα και τις συντάξεις τους. Εκτός αυτού, έχουμε επίσης δει την κερδοσκοπική επιδρομή των κερδοσκοπικών αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλων μεγάλων οργα­νισμών του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που αποτελούν την πραγματική αιχμή της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης στην πα­γκόσμια σκηνή, ακόμη κι αν επέφεραν, υποτίθεται, το θετικό όφε­λος της «διασποράς των ρίσκων».12

3. Η διαχείριση και η χειραγώγηση των κρίσεων. Εκτός από την κερ-

2 1 1

Νεοφιλελευθερισμός

δοσκοπική φούσκα, η οποία συχνά είναι αποτέλεσμα δόλιων με­θόδων, που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της νεοφιλελεύθε­ρης χρηματιστικής χειραγώγησης, υπάρχει και μια βαθύτερη δια­δικασία που ως συνέπεια οδηγεί στην ταχεία εμφάνιση της «παγί­δας του χρέους», ως πρωταρχικού μέσου συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης.13 Η δημιουργία, διαχείριση και χειραγώγηση των κρί­σεων στην παγκόσμια σκηνή έχει εξελιχθεί σε μια λεπτή τέχνη σκόπιμης αναδιανομής του πλούτου από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες. Σε προηγούμενο κεφάλαιο τεκμηρίωσα την επίπτωση που είχε στο Μεξικό η αύξηση του επιτοκίου στην οποία προέβη ο Βόλκερ. Ενώ οι ΗΠΑ αναγορεύονται ως ο καλοπροαίρετος ηγέ­της που οργανώνει «διασώσεις» για να διατηρήσει τη συνέχεια της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου, άνοιξαν το δρόμο για τη λεηλασία της μεξικανικής οικονομίας. Το σύμπλεγμα υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ-Γουόλ Στριτ-ΔΝΤ έχει αποκτήσει ειδι­κότητα στο να διενεργεί λεηλασίες αυτού του είδους παντού. Ο Γκρίνσπαν ως επικεφαλής της Fed εφήρμοσε την τακτική του Βόλκερ αρκετές φορές κατά τη δεκαετία του 1990. Οι κρίσεις του χρέους σε ξεχωριστές χώρες, ασυνήθεις στη δεκαετία του 1960, έ­γιναν πολύ συχνές στη δεκαετία του 1980 και σ’ αυτή του 1990. Με­τά βίας έμεινε άθικτη κάποια αναπτυσσόμενη χώρα και σε ορι­σμένες περιπτώσεις, όπως στη Λατινική Αμερική, τέτοιες κρίσεις έλαβαν ενδημικό χαρακτήρα. Οι κρίσεις του χρέους ενορχηστρώ­θηκαν, χειραγωγήθηκαν και ελέγχθηκαν με διττό σκοπό: να εξορ- θολογιστεί το σύστημα και να αναδιανεμηθούν περιουσιακά στοι­χεία. Από το 1980, όπως υπολογίζεται, «έχουν σταλεί πάνω από πενήντα Σχέδια Μάρσαλ από τους λαούς της περιφέρειας στους πιστωτές τους του κέντρου». «Τι παράξενος κόσμος», αναστενά­ζει ο Στίγκλιτς, «στον οποίο οι φτωχές χώρες στην πραγματικότη­τα επιδοτούν τις πιο πλούσιες». Αυτό που οι νεοφιλελεύθεροι α- ποκαλούν «αποπληθωρισμό σε βαθμό κατάσχεσης» δεν είναι, επί­σης, τίποτε άλλο από τη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης. Οι Γουέιντ και Βενερόζο συλλαμβάνουν την ουσία του φαινομένου, όταν γράφουν για την ασιατική κρίση των ετών 1997-98:

Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις πάντα προκαλούσαν μεταβιβάσεις ιδιο­κτησίας και ισχύος σε εκείνους που διατηρούν άθικτα τα περιουσιακά τους στοιχεία και οι οποίοι είναι σε θέση να δίνουν πιστώσεις, και η α­

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

σιατική κρίση δεν αποτελεί εξαίρεση ... δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δυ­τικές και οι ιαπωνικές εταιρείες είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι... Ο συν­δυασμός μαζικών υποτιμήσεων, φιλελευθεροποίησης του χρηματοπιστω­τικού τομέα υπό την πίεση του ΔΝΤ και ανάκαμψης μέσω διευκολύνσεων του ΔΝΤ μπορεί ακόμη και να επιταχύνει τη μεγαλύτερη, εν καιρώ ειρή­νης, μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από τους εγχώριους στους ξέ­νους ιδιοκτήτες των πενήντα τελευταίων χρόνων, μπροστά στην οποία ωχριούν οι μεταβιβάσεις από τους εγχώριους στους Αμερικανούς ιδιο­κτήτες στη Λατινική Αμερική κατά τη δεκαετία του 1980 ή στο Μεξικό μετά το 1994. Στο μυαλό μας έρχεται η δήλωση που αποδίδεται στον Άντριου Μέλον: «Σε μια ύφεση, τα περιουσιακά στοιχεία επιστρέφουν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους».14

Η αναλογία με τη σκόπιμη δημιουργία ανεργίας ώστε να παρα- χθεί το πλεόνασμα εργασίας που εξυπηρετεί την περαιτέρω συσ­σώρευση είναι ορθή. Πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία αχρηστεύο­νται και χάνουν την αξία τους. Μένουν αχρησιμοποίητα μέχρι να θελήσουν οι καπιταλιστές που έχουν ρευστότητα να τους εμφυσή- σουν καινούργια ζωή. Ωστόσο, ο κίνδυνος που υπάρχει είναι αυ­τές οι κρίσεις να ξεφύγουν από τον έλεγχο και να γενικευτούν ή να ξεσπάσουν εξεγέρσεις εναντίον του συστήματος που τις γεννά. Μία από τις πρωταρχικές λειτουργίες των κρατικών παρεμβά­σεων και των διεθνών θεσμών είναι να ελέγχουν τις κρίσεις και τις υποτιμήσεις με τρόπους που επιτρέπουν τη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης, χωρίς να δίνεται το έναυσμα μιας γενικής κατάρρευ­σης ή μιας λαϊκής εξέγερσης (όπως συνέβη στην Ινδονησία και την Αργεντινή). Τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής που εκπόνησε το σύμπλεγμα Γουόλ Στριτ-υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ-ΔΝΤ φροντίζουν για το πρώτο- ενώ είναι δουλειά του πελά- τη-κρατικού μηχανισμού (ο οποίος στηρίζεται στη στρατιωτική βοήθεια από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις) της χώρας που έχει δε­χθεί την επιδρομή να εξασφαλίσει ότι δεν θα συμβεί το δεύτερο. Όμως, τα σημάδια της λαϊκής εξέγερσης είναι ορατά παντού, ό­πως φάνηκε παραδειγματικά με τον ξεσηκωμό των Ζαπατίστας στο Μεξικό, με τις αναρίθμητες διαδηλώσεις κατά του ΔΝΤ και με το αποκαλούμενο «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης», που έ­δειξε τη δυναμική του στις διαδηλώσεις του Σιάτλ, της Γένοβας και αλλού.

4. Κρατικές αναδιανομές. Το κράτος, από τη στιγμή που θα γίνει νεο­

213

Νεοφιλελευθερισμός

φιλελεύθερο, αποτελεί το πρώτο και κύριο μέσο της αναδιανεμη­τικής πολιτικής, αντιστρέφοντας τη ροή από τις ανώτερες προς τις κατώτερες τάξεις, που είχε σημειωθεί στην περίοδο του εμπεδω­μένου φιλελευθερισμού. Εφαρμόζει αυτή την πολιτική από την πρώτη στιγμή, ακολουθώντας προγράμματα ιδιωτικοποίησης και περικοπές των κρατικών δαπανών που στηρίζουν οικονομικά τον κοινωνικό μισθό. Ακόμη κι όταν η ιδιωτικοποίηση φαίνεται επω­φελής για τις κατώτερες τάξεις, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της μπορεί να είναι αρνητικές. Παραδείγματος χάριν, εκ πρώτης όψεως το θατσερικό πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής στέγης στη Βρετανία έδωσε την εντύπωση ενός δώρου προς τις κατώτερες τάξεις, τα μέλη των οποίων μπορούσαν πλέον από ε­νοικιαστές να γίνουν ιδιοκτήτες με σχετικά χαμηλό κόστος, να πά­ρουν στον έλεγχό τους ένα πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο και να αυξήσουν τον πλούτο τους. Αλλά από τη στιγμή που ολοκληρώ­θηκε η μεταβίβαση, κυριάρχησε η κερδοσκοπία επί της στέγης, ι­δίως σε εκλεκτές κεντρικές τοποθεσίες, και τελικά με τη δωροδο­κία ή τον εκβιασμό οι άνθρωποι χαμηλού εισοδήματος εκδιώχθη- καν προς τις περιφέρειες πόλεων όπως το Λονδίνο και οι άλλοτε κατοικίες των εργατών έγιναν κέντρα εντατικής αναπαλαίωσης. Η απώλεια μιας προσιτής οικονομικά κατοικίας στις περιοχές του κέντρου των πόλεων άφησε ορισμένους άστεγους και ανάγκασε ε­κείνους που εργάζονταν στις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις των υ­πηρεσιών να κάνουν καθημερινά μεγάλες διαδρομές από και προς την εργασία τους. Η ιδιωτικοποίηση των ejidos (κοινών κτημά­των) στο Μεξικό, κατά τη δεκαετία του 1990, είχε ανάλογα αποτε­λέσματα στις προοπτικές της μεξικανικής αγροτιάς, αναγκάζο­ντας πολλούς κατοίκους της υπαίθρου να φύγουν από τη γη τους και να μεταβούν στις πόλεις προς αναζήτηση εργασίας. Το κινεζι­κό κράτος ενέκρινε τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων σε μια μικρή ελίτ προς ζημία της μάζας του πληθυσμού και προκάλεσε διαμαρτυρίες που κατεστάλησαν με βιαιότητα. Σήμερα υπάρχουν εκθέσεις που δείχνουν ότι 350.000 οικογένειες (ένα εκατομμύριο άνθρωποι) εκτοπίζονται για να ανακαινιστεί το μεγαλύτερο μέρος του παλιού Πεκίνου, με επιπτώσεις ίδιες μ’ αυτές που υπήρξαν στη Βρετανία και το Μεξικό, και οι οποίες περιγράφηκαν παρα­πάνω. Στις ΗΠΑ, οι δήμοι που εξαρτώνται από τα έσοδά τους χρησιμοποιούν συχνά την εξουσία επιβολής αναγκαστικής απαλ­

214

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

λοτρίωσης για να εκτοπίσουν ιδιοκτήτες ακινήτων με χαμηλό, α­κόμη και μεσαίο εισόδημα που κατοικούν σε καλά ακίνητα, προ- κειμένου να ελευθερώσουν τη γη προς όφελος των ατόμων με υ­ψηλό εισόδημα και των εμπορικών οικιστικών αναπτύξεων που θα ενισχύσουν τη φορολογική βάση (στη Νέα Υόρκη υπάρχουν, την τρέχουσα περίοδο, πάνω από εξήντα τέτοιες περιπτώσεις).15 Το νεοφιλελεύθερο κράτος αναδιανέμει επίσης πλούτο και εισόδη­μα μέσω των αναθεωρήσεων του φορολογικού κώδικα, προς όφε­λος των αποδόσεων επί των επενδύσεων παρά των μισθών και η­μερομισθίων, με την προώθηση στοιχείων φορολογίας φθίνουσας κλίμακας (όπως είναι οι φόροι επί των πωλήσεων), με την επιβολή πληρωμών για τη χρήση των κοινωνικών υπηρεσιών (διαδεδομένη σήμερα στην αγροτική Κίνα) και με την παροχή μιας τεράστιας σειράς επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών στις εταιρείες. Ο συντε­λεστής εταιρικής φορολογίας στις ΗΠΑ μειώνεται σταθερά και η ε­πανεκλογή του Μπους χαιρετίστηκε με χαμόγελα από τους επικε­φαλής των εταιρειών που προέβλεπαν ακόμη περισσότερες μειώ­σεις των φορολογικών τους υποχρεώσεων. Τα υφιστάμενα σήμερα προγράμματα παροχών προς τις εταιρείες στις ΗΠΑ, σε ομοσπον­διακό, πολιτειακό και τοπικό επίπεδο, αντιστοιχούν σε έναν τερά­στιο αναπροσανατολισμό του δημόσιου χρήματος προς όφελος των εταιρειών (απευθείας, όπως οι επιδοτήσεις προς τις αγροβιομηχα- νικές επιχειρήσεις, και εμμέσως, όπως στην περίπτωση του στρα- τιωτικο-βιομηχανικού τομέα), με τον ίδιο, ως επί το πλείστον, τρό­πο που η έκπτωση φόρου επί του επιτοκίου των υποθηκών λει­τουργεί στις ΗΠΑ ως επιδότηση των ιδιοκτητών σπιτιών με υψηλό εισόδημα και του κλάδου των οικοδομών. Η αύξηση της παρακο­λούθησης και της αστυνόμευσης και, στην περίπτωση των ΗΠΑ, η φυλάκιση των απείθαρχων στοιχείων του πληθυσμού δείχνουν μια πιο δυσοίωνη στροφή προς την ένταση του κοινωνικού ελέγχου. Το σύστημα βιομηχανίας-φυλακών είναι ένας ανθηρός τομέας (πα­ράλληλα με τις προσωπικές υπηρεσίες ασφαλείας) στην αμερικα­νική οικονομία. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η εναντίωση στη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης μπορεί να είναι πιο ισχυρή, ο ρό­λος του νεοφιλελεύθερου κράτους ταχύτατα προσλαμβάνει τη μορ­φή της δυναμικής καταστολής που φθάνει στο σημείο διεξαγωγής χαμηλού επιπέδου πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον των αντιπο­λιτευτικών κινημάτων (πολλά από τα οποία μπορούν σήμερα πο­

■ΐ5

Νεοφιλελευθερισμός

λύ βολικά να χαρακτηρίζονται ως «οργανώσεις διεξαγωγής εμπο­ρίου ναρκωτικών» ή ως «τρομοκρατικά», έτσι ώστε να σταχυολο- γείται αμερικανική στρατιωτική βοήθεια και υποστήριξη, όπως στην Κολομβία). Άλλα κινήματα, οι Ζαπατίστας λόγου χάριν στο Μεξικό ή το κίνημα των ακτημόνων χωρικών στη Βραζιλία, ανα­χαιτίζονται από την κρατική εξουσία μέσω ενός μείγματος πολιτι­κών απορρόφησης και περιθωριοποίησης.16

Η ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Το να θεωρούμε ότι οι αγορές και τα σινιάλα τους μπορούν να καθορί­σουν με τον καλύτερο τρόπο όλες τις διανεμητικές αποφάσεις σημαίνει ότι θεωρούμε πως το καθετί μπορεί, κατ’ αρχήν, να αντιμετωπιστεί ως εμπόρευμα. Η εμπορευματοποίηση έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη ι­διοκτησιακών δικαιωμάτων επί διαδικασιών, πραγμάτων και κοινωνι­κών σχέσεων, που μπορούν τα τιμολογηθούν και να ανταλλαγούν βά­σει μιας νομικής σύμβασης. Υποτίθεται ότι η αγορά λειτουργεί ως ο κα­τάλληλος οδηγός -ω ς ηθική- για όλη την ανθρώπινη δραστηριότητα. Βεβαίως, στην πράξη, κάθε κοινωνία βάζει κάποια όρια στο πού αρχί­ζει και πού τελειώνει η εμπορευματοποίηση. Το πού βρίσκονται αυτά τα όρια είναι ζήτημα διαμάχης. Κάποιες τοξικές ουσίες θεωρούνται παρά­νομες. Η αγορά και πώληση σεξουαλικής εύνοιας είναι εκτός νόμου στις περισσότερες Πολιτείες των ΗΠΑ, αν και αλλού μπορεί να νομιμο­ποιείται, να μη θεωρείται έγκλημα και να ρυθμίζεται από το κράτος, ό­πως οποιαδήποτε άλλη οικονομική δραστηριότητα. Η πορνογραφία γε­νικά προστατεύεται ως μορφή ελευθερίας του λόγου, βάσει του δικαίου των ΗΠΑ, αν και σ’ αυτό το ζήτημα επίσης υπάρχουν ορισμένες μορφές (που αφορούν κυρίως τα παιδιά) που θεωρούνται εκτός των επιτρε­πτών ορίων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υποτίθεται ότι η συνείδηση και η τιμή δεν πωλούνταμ υπάρχει όμως μια περίεργη τάση δίωξης της «δια­φθοράς», σαν να είναι εύκολα διαχωρίσιμη από τις συνήθεις πρακτικές άσκησης επιρροής και αποκόμισης χρημάτων στην αγορά. Η εμπορευ­ματοποίηση της σεξουαλικότητας, της κουλτούρας, της ιστορίας, της κληρονομιάς· της φύσης ως θεάματος ή ως ανάπαυσης· η απόσπαση μονοπωλιακών προσόδων από την αυθεντικότητα, την πρωτοτυπία και τη μοναδικότητα (των έργων τέχνης, π.χ.) - όλα αυτά ισοδυναμούν με την τιμολόγηση πραγμάτων που ουδέποτε παρήχθησαν ως εμπορεύμα­

210

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

τα.17 Συχνά εμφανίζεται διαφωνία ως προς ορθότητα της εμπορευμα- τοποίησης (των θρησκευτικών γεγονότων και συμβόλων, π.χ.) ή ως προς το ποιος πρέπει να ασκεί τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και να καρ­πώνεται τις προσόδους (από την πρόσβαση στα ερείπια των Αζτέκων ή από την εμπορία της τέχνης των Αβορίγινων, π.χ.)·

Αναμφίβολα, η νεοφιλελευθεροποίηση διεύρυνε τα όρια της εμπο- ρευματοποίησης και επέκτεινε σε μεγάλο βαθμό την εμβέλεια των νομι­κών συμβάσεων. Υμνεί συνήθως (όπως και μεγάλο μέρος της μεταμο­ντέρνας θεωρίας) το εφήμερο και το βραχύβιο συμβόλαιο - ο γάμος, π.χ., κατανοείται ως μια βραχύβια συμβατική διευθέτηση και όχι ως ιε­ρός και αδιάσπαστος δεσμός. Η διαίρεση μεταξύ νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών εν μέρει αντανακλά μια διαφορά για το πού πρέπει να χαραχθούν οι οροθετικές γραμμές. Οι νεοσυντηρητικοί κατηγορούν συνήθως τους «φιλελεύθερους», το «Χόλιγουντ» ή ακόμη και τους «με- ταμοντερνιστές» για ό,τι θεωρούν ως διάλυση και ανηθικότητα της κοι­νωνικής τάξης πραγμάτων, αντί να κατηγορούν τους εταιρικούς καπι­ταλιστές (όπως τον Ρούπερτ Μέρντοχ) που στην πραγματικότητα κά­νουν τη μεγαλύτερη ζημιά, πλασάροντας κάθε είδους σεξουαλικά φορ­τισμένου υλικού, αν όχι σκανδαλοθηρικού, σ’ όλο τον κόσμο, και οι ο­ποίοι συνεχώς επιδεικνύουν τη γενικευμένη προτίμησή τους στις βρα­χυπρόθεσμες αντί των μακροπρόθεσμων δεσμεύσεων, στο ατέλειωτο κυνηγητό τους για το κέρδος.

Αλλά ως προς την εμπορευματοποίηση υπάρχουν πολύ πιο σοβαρά θέματα, πέραν της προσπάθειας να προστατευθεί κάποιο πολύτιμο α­ντικείμενο, κάποια ιδιαίτερη τελετουργία ή μια επιλεγμένη γωνιά κοι­νωνικής ζωής από τον χρηματικό υπολογισμό και το βραχυπρόθεσμο συμβόλαιο. Διότι στον πυρήνα της φιλελεύθερης και της νεοφιλελεύθε­ρης θεωρίας βρίσκεται η αναγκαιότητα δημιουργίας συνεκτικών αγο­ρών για τη γη, την εργασία και το χρήμα, και αυτά, όπως επισήμανε ο Καρλ Πολάνιι, «προφανώς δεν είναι εμπορεύματα ... η εμπορευματική περιγραφή της εργασίας, της γης και του χρήματος είναι εντελώς πλα­σματική». Ενώ ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τέτοιες επινοήσεις, προξενεί ανείπωτη βλάβη εάν αποτύχει να αναγνωρίσει τις πολυσύνθετες πραγματικότητες που βρίσκονται πίσω τους. Ο Πολάνιι, σε ένα από τα πιο φημισμένα χωρία του, θέτει το ζήτημα ως εξής:

Το να επιτρέψουμε στο μηχανισμό της αγοράς να είναι ο μοναδικός ρυθμι­στής της μοίρας των ανθρώπων και του φυσικού τους περιβάλλοντος, στην

217

Νεοφιλελευθερισμός

πραγματικότητα ακόμη και της ποσότητας και της χρήσης της αγοραστικής δύναμης, θα είχε ως αποτέλεσμα την κατεδάφιση της κοινωνίας. Διότι το υ­ποτιθέμενο εμπόρευμα «εργατική δύναμη» δεν μπορεί να πεταχτεί, να χρη­σιμοποιηθεί αδιακρίτως ή ακόμη και να μείνει αχρησιμοποίητο, χωρίς να ε­πηρεαστεί επίσης το ανθρώπινο άτομο που συμβαίνει να είναι ο φορέας αυ­τού του ιδιόμορφου εμπορεύματος. Εκποιώντας την εργατική δύναμη του ανθρώπου, το σύστημα θα εκποιούσε, παρεμπιπτόντως, τη φυσική, ψυχο­λογική και ηθική οντότητα «άνθρωπος» που έχει εγγενή σχέση με αυτό το χαρακτηριστικό. Στερημένοι από την προστατευτική κάλυψη των πολιτι­σμικών θεσμών, οι άνθρωποι θα αφανίζονταν από τις επιδράσεις της έκθε­σης σε κοινωνικούς κινδύνους· θα πέθαιναν ως θύματα της έντονης κοινω­νικής εκτόπισης από τη φαυλότητα, τη διαστροφή, το έγκλημα και την πεί­να. Η φύση θα διαλυόταν στα εξ ων συνετέθη, οι γειτονιές και τα τοπία θα βεβηλώνονταν, οι ποταμοί θα ρυπαίνονταν, η στρατιωτική ασφάλεια θα κινδύνευε, η ικανότητα να παράγουμε τρόφιμα και πρώτες ύλες θα κατα­στρεφόταν. Τελικά, η αγοραία διαχείριση της αγοραστικής δύναμης θα διέ­λυε περιοδικά τις επιχειρηματικές προσπάθειες, γιατί η έλλειψη και η πλη­θώρα χρήματος θα αποδεικνύονταν εξίσου καταστρεπτικές για τις επιχει­ρήσεις, όσο οι πλημμύρες και οι ξηρασίες στην πρωτόγονη κοινωνία.18

Η βλάβη που προκαλείται από τις «πλημμύρες και τις ξηρασίες» των πλασματικών κεφαλαίων μέσα στο παγκόσμιο πιστωτικό σύστη­μα, είτε στην Ινδονησία, την Αργεντινή, το Μεξικό ή ακόμη και μέσα στις ΗΠΑ, αποτελεί άριστη μαρτυρία για την τελευταία επισήμανση του Πολάνιι. Αλλά οι θέσεις του για την εργασία και τη γη αξίζουν πε­ραιτέρω επεξεργασίας.

Τα άτομα εισέρχονται στην αγορά εργασίας ως πρόσωπα με προ­σωπικότητα, καθώς ενσωματώνονται σε δίκτυα κοινωνικών σχέσεων και κοινωνικοποιούνται με ποικίλους τρόπους, ως φυσικές υπάρξεις α­ναγνωρίσιμες από ορισμένα χαρακτηριστικά (όπως ο φαινότυπος και το φύλο), ως άτομα που έχουν συσσωρεύσει ποικίλες δεξιότητες (οι ο­ποίες ορισμένες φορές αποκαλούνται «ανθρώπινο κεφάλαιο») και ως ζώσες υπάρξεις προικισμένες με όνειρα, επιθυμίες, φιλοδοξίες, ελπίδες, αμφιβολίες και φόβους. Ωστόσο, για τους καπιταλιστές αυτά τα άτομα είναι απλώς ένας συντελεστής της παραγωγής, αν και όχι αδιαφορο- ποίητος συντελεστής, εφόσον οι εργοδότες απαιτούν εργασία με ορι­σμένες ιδιότητες, όπως είναι η φυσική ρώμη, οι δεξιότητες, η ευελιξία, η ευπείθεια και τα συναφή, κατάλληλες για ορισμένα καθήκοντα. Οι ερ­γάτες μισθώνονται με σύμβαση και στο νεοφιλελεύθερο σχήμα των πραγ­

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

μάτων προτιμιόνται οι βραχυπρόθεσμες συμβάσεις, προκειμένου να με­γιστοποιηθεί η ευελιξία. Οι εργοδότες, ιστορικά, χρησιμοποιούσαν τις διαφοροποιήσεις στις γραμμές των εργαζομένων για να εφαρμόζουν το δόγμα του διαιρεί και βασίλευε. Συνεπώς εμφανίζονται κατακερματι­σμένες αγορές εργασίας και χρησιμοποιούνται συχνά οι διακρίσεις φυ­λής, φύλου, εθνικής καταγωγής και θρησκείας, ανοικτά ή καλυμμένα, με τρόπους που αποβαίνουν προς όφελος των εργοδοτών. Αντιστρό- φως, οι εργάτες μπορούν να χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα στα ο­ποία είναι ενσωματωμένοι, για να αποκτούν προνομιακή πρόσβαση σε ορισμένους τομείς απασχόλησης. Συνήθως επιζητούν να μονοπωλούν εξειδικεύσεις και, μέσω της συλλογικής δράσης και της δημιουργίας κα­τάλληλων θεσμών, επιδιώκουν να ρυθμίζουν την αγορά εργασίας, ώστε να προστατεύουν τα συμφέροντά τους. Μ’ αυτό τον τρόπο απλώς οικο­δομούν αυτή την «προστατευτική κάλυψη των πολιτισμικών θεσμών» για τους οποίους μιλά ο Πολάνιι.

Η νεοφιλελευθεροποίηση επιδιώκει να αφαιρέσει τις προστασίες που επέτρεψε και περιστασιακά εξέθρεψε ο εμπεδωμένος φιλελευθερι­σμός. Η γενική επίθεση εναντίον των εργαζομένων είχε δύο αιχμές. Κάμφθηκαν ή διαλύθηκαν οι δυνάμεις των συνδικάτων και άλλων θε­σμών της εργατικής τάξης μέσα σε ένα συγκεκριμένο κράτος (στην α­νάγκη με τη βία). Εγκαθιδρύθηκαν ευέλικτες αγορές εργασίας. Το κρά­τος αποσύρθηκε από την παροχή κοινωνικής πρόνοιας και επέφερε, τε­χνολογικά, αλλαγές στις δομές της εργασίας, οι οποίες καθιστούν με­γάλα τμήματα του εργατικού δυναμικού περιττά, υποταγμένα πλήρως στην κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας μέσα στην αγορά. Ο ε- ξατομικευμένος και σχετικά ανίσχυρος εργάτης αντιμετωπίζει στη συ­νέχεια μια αγορά εργασίας στην οποία προσφέρονται μόνο βραχυπρό­θεσμες συμβάσεις σε ατομική βάση. Η ασφάλεια της θέσης εργασίας εί­ναι πια παρελθόν (η Θάτσερ την κατήργησε στα πανεπιστήμια, π.χ.). Έ να «σύστημα προσωπικής υπευθυνότητας» (πόσο εύστοχη ήταν η δια­τύπωση του Ντενγκ!) υποκαθιστά τις κοινωνικές προστασίες (συντά­ξεις, ιατρική περίθαλψη, προστασία από ατυχήματα) που προηγουμέ­νως ήταν υποχρέωση των εργοδοτών και του κράτους να τις παρέχουν. Αντ’ αυτών, τα άτομα αγοράζουν προϊόντα στις αγορές που πωλούν κοινωνικές προστασίες. Συνεπώς, η ατομική ασφάλεια είναι ζήτημα α­τομικής επιλογής, αλλά μιας επιλογής που συνδέεται με το πόσο είναι προσιτά οικονομικώς τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που προωθού­νται στις ριψοκίνδυνες χρηματοπιστωτικές αγορές.

Νεοφιλελευθερισμός

Η δεύτερη αιχμή της επίθεσης συνεπάγεται μετασχηματισμούς των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων της αγοράς εργασίας. Ενώ μπο­ρούν να γίνουν πολλά στον «αγώνα προς τον πάτο», προκειμένου να δημιουργηθούν οι φθηνότεροι και πιο υπάκουοι πλεονάζοντες εργάτες, η γεωγραφική κινητικότητα του κεφαλαίου τού επιτρέπει να κυριαρχεί σε ένα παγκόσμιο εργατικό δυναμικό του οποίου η γεωγραφική κινητι­κότητα είναι περιορισμένη. Το αιχμάλωτο εργατικό δυναμικό αφθονεί, διότι η μετανάστευση περιορίζεται. Τα εμπόδια μπορούν να ξεπερα- στούν μόνο με την παράνομη μετανάστευση (και η μετανάστευση αυτού του είδους δημιουργεί ένα εύκολα εκμεταλλεύσιμο εργατικό δυναμικό) ή μέσω βραχυπρόθεσμων συμβάσεων που επιτρέπουν, π.χ., σε Μεξικα­νούς εργάτες να δουλεύουν στις αγροβιομηχανικές επιχειρήσεις της Καλιφόρνιας μόνο και μόνο για να σταλούν αναίσχυντα πίσω στο Με­ξικό όταν αρρωστήσουν ή πεθάνουν ακόμη από τα παρασιτοκτόνα στα οποία εκτίθενται.

Υπό τη νεοφιλελευθεροποίηση, η μορφή του «αναλώσιμου εργάτη» αναδύεται ως αρχετυπική στην παγκόσμια σκηνή.19 Οι περιγραφές για φρικιαστικές συνθήκες εργασίας και δεσποτικούς όρους κάτω από τους οποίους δουλεύουν οι εργάτες στα κάτεργα του κόσμου αφθονούν. Στην Κίνα, οι συνθήκες υπό τις οποίες εργάζονται νεαρές μετανάστριες από τις αγροτικές περιοχές είναι εντελώς αποκρουστικές: «αφόρητα πολλές ώρες, άχρηστη τροφή, στριμωγμένα υπνωτήρια, σαδιστές διευθυντές που τις χτυπούν και τις κακοποιούν σεξουαλικά και η πληρωμή έρχεται με μήνες καθυστέρησης ή κάποιες φορές καθόλου».20 Στην Ινδονησία, δύο νεαρές γυναίκες αφηγούνται τις εμπειρίες τους από τη δουλειά σε μια υπεργολαβική επιχείρηση της Levi-Strauss, στη Σιγκαπούρη:

Μας έβριζαν συνεχώς, όπως είναι φυσικό. Ό ταν το αφεντικό θυμώνει, α- ποκαλεί τις γυναίκες σκύλες, γουρούνες, τσούλες, και έπρεπε να τα αντέ­χουμε όλα αυτά υπομονετικά, χωρίς να αντιδρούμε. Επισήμως δουλεύαμε από τις επτά το πρωί μέχρι τις τρεις (με μισθό λιγότερο από 2 δολάρια την ημέρα), αλλά συχνά κάναμε αναγκαστικές υπερωρίες, ορισμένες φορές - ι ­δίως όταν έπρεπε να παραδοθεί μια επείγουσα παραγγελία- μέχρι τις εν­νιά. Όσο κουρασμένες κι αν είμαστε, δεν μας επιτρέπουν να πάμε στο σπί­τι. Παίρνουμε ένα επιπλέον ποσό 200 ρουπιών (10 σεντς ΗΠΑ.) ... Από το σπίτι μας πηγαίνουμε στο εργοστάσιο με τα πόδια. Μέσα κάνει πολλή ζέ­στη. Το κτίριο έχει μεταλλική οροφή και δεν υπάρχει πολύς χώρος για ό­λους τους εργάτες. Είμαστε πολύ στριμωγμένοι. Δουλεύουν πάνω από 200

220

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

άνθρωποι εκεί, κυρίως γυναίκες, αλλά υπάρχει μόνο μία τουαλέτα σε όλο το εργοστάσιο ... όταν επιστρέφουμε σπίτι από τη δουλειά, δεν έχουμε δύ­ναμη να κάνουμε τίποτα άλλο από το να φάμε και να κοιμηθούμε .. .21

Παρόμοιες ιστορίες έρχονται από τα μεξικανικά εργοστάσια ma- quila, τα ταϊβανέζικα και κορεάτικα εργοστάσια στην Ονδούρα, τη Νό­τια Αφρική, τη Μαλαισία και την Ταϊλάνδη. Οι κίνδυνοι για την υγεία, η έκθεση σε ένα ευρύ φάσμα τοξικών ουσιών και ο θάνατος εν ώρα ερ­γασίας είναι γεγονότα που περνούν απαρατήρητα και χωρίς να ληφθεί κανένα μέτρο. Στη Σανγκάη, ο Ταϊβανέζος επιχειρηματίας που είχε μια αποθήκη κλωστοϋφαντουργίας «στην οποία 61 άνθρωποι, κλειδωμένοι στο κτίριο, πέθαναν σε πυρκαγιά» καταδικάστηκε σε μια «επιεική» διε­τή ποινή με αναστολή, διότι «έδειξε μεταμέλεια» και «συνεργάστηκε με­τά την πυρκαγιά».22

Κυρίως οι γυναίκες και μερικές φορές τα παιδιά σηκώνουν το βάρος αυτής της υποβαθμισμένης, εξαντλητικής και επικίνδυνης εργασίας.23 O l κοινωνικές συνέπειες της νεοφιλελευθεροποίησης είναι πράγματι α­κραίες. Η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης υπονομεύει χαρακτηριστι­κά όποιες εξουσίες μπορεί να είχαν οι γυναίκες στα συστήματα του νοι­κοκυριού, της παραγωγής και της εμπορίας και στις παραδοσιακές κοι­νωνικές δομές και επανατοποθετεί το καθετί σε ανδροκρατούμενες ε- μπορευματικές και πιστωτικές αγορές. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, η πορεία της γυναικείας απελευθέρωσης από τους παραδοσιακούς πα­τριαρχικούς ελέγχους περνάει είτε μέσα από την εξευτελιστική εργασία στα εργοστάσια είτε από την εμπορία της σεξουαλικότητάς τους, που ποικίλλει από την αξιοπρεπή εργασία των συνοδών και των σερβιτό­ρων μέχρι το εμπόριο του σεξ (έναν από τους πιο κερδοφόρους σύγ­χρονους κλάδους στον οποίο ασκείται σε μεγάλο βαθμό η δουλεία). Η απώλεια των κοινωνικών προστασιών στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στις γυναίκες της κατώτερης τάξης, και σε πολλές από τις πρώην κομουνιστικές χώρες του σοβιετι­κού μπλοκ η απώλεια των δικαιωμάτων των γυναικών μέσω της νεοφι- λελευθεροποίησης ήταν καταστροφική.

Πώς λοιπόν μπορούν να επιβιώσουν, κοινωνικά και συναισθηματι­κά, οι αναλώσιμοι εργάτες -ιδίως οι γυναίκες- σ’ έναν κόσμο ευέλικτων αγορών εργασίας και βραχυπρόθεσμων συμβάσεων, χρόνιας εργασια­κής ανασφάλειας, ανύπαρκτης κοινωνικής προστασίας και εργασίας συχνά σε βαθμό πλήρους εξάντλησης, μέσα στα συντρίμμια των συλλο­

221

Νεοφιλελευθερισμός

γικών θεσμών που κάποτε τους έδιναν κάποιο ίχνος αξιοπρέπειας και υποστήριξης; Για ορισμένες, η αυξανόμενη ευελιξία των αγορών εργα­σίας είναι ευτύχημα, και, ακόμη και όταν δεν οδηγεί σε υλικά οφέλη, το απλό δικαίωμα σχετικά εύκολης αλλαγής εργασίας και η ελευθερία α­πό τους παραδοσιακούς κοινωνικούς περιορισμούς της πατριαρχίας και της οικογένειας έχει μη απτά οφέλη. Για εκείνους που διαπραγμα­τεύονται επιτυχώς στην αγορά εργασίας, υπάρχουν φαινομενικά άφθο­νες ανταμοιβές στον κόσμο μιας καπιταλιστικής καταναλωτικής κουλ­τούρας. Δυστυχώς, αυτή η κουλτούρα, όσο θεαματική, ελκυστική και σαγηνευτική κι αν είναι, παίζει αέναα με τις επιθυμίες, χωρίς ποτέ να προσφέρει ικανοποίηση, πέραν της περιορισμένης αίσθησης ταυτότη­τας που δίνουν τα ψώνια στα μεγάλα εμπορικά κέντρα και της αγωνίας να διατηρηθεί το κύρος μέσα από την καλή εμφάνιση (για τις γυναίκες) ή με τα υλικά αποκυήματα. Το «Ψωνίζω άρα υπάρχω» και ο κτητικός ατομικισμός από κοινού οικοδομούν έναν κόσμο ψευδο-ικανοποιήσεων που είναι επιφανειακά συναρπαστικός, αλλά στο βάθος άδειος.

Αλλά για εκείνους που έχουν χάσει τη δουλειά τους ή που δεν έχουν καταφέρει να γλιτώσουν από τις τεράστιες άτυπες οικονομίες που σή­μερα παρέχουν επισφαλές καταφύγιο για τους περισσότερους αναλώσι­μους εργάτες του κόσμου, η υπόθεση είναι εντελώς διαφορετική. Όταν περίπου δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να ζουν με λιγότερα από δύο δολάρια την ημέρα, ο χλευαστικός κόσμος της κα­πιταλιστικής καταναλωτικής κουλτούρας, τα τεράστια μπόνους που κερδίζονται στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και οι φιλιππικοί λόγοι των νεοφιλελεύθερων παραγόντων που αυτοσυγχαίρονται για τις δυνα­τότητες χειραφέτησης που φέρνουν η νεοφιλελεύθερη πολιτική, η ιδιω­τικοποίηση και η προσωπική υπευθυνότητα πρέπει να φαίνονται ένα α­πάνθρωπο αστείο. Από την εκπτωχευμένη αγροτική Κίνα μέχρι τις εύ­πορες ΗΠΑ, η απώλεια της ιατρικής περίθαλψης και η αυξανόμενη ε­πιβολή πληρωμής για τις κοινωνικές υπηρεσίες σε όλους τους χρήστες προσθέτουν σημαντικά βάρη στο οικονομικό φορτίο των φτωχών.24

Η νεοφιλελευθεροποίηση έχει αλλάξει ριζικά τη θέση των εργαζο­μένων, των γυναικών και των αυτοχθόνων ομάδων στην κοινωνική τά­ξη πραγμάτων, με το να δίνει έμφαση στο ότι η εργασία είναι ένα εμπό­ρευμα όπως όλα τα άλλα. Έ να εργατικό δυναμικό, που είναι απογυ­μνωμένο από την προστατευτική κάλυψη των δημοκρατικών θεσμών και απειλείται με κάθε είδους κοινωνική αποδιοργάνωση, στρέφεται α ­ναπόφευκτα σε άλλες θεσμικές μορφές μέσω των οποίων μπορεί να οι­

222

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

κοδομήσει την κοινωνική αλληλεγγύη και να εκφράσει τη συλλογική βούληση. Τα πάντα, από τις συμμορίες και τα εγκληματικά καρτέλ, τα δίκτυα εμπορίας ναρκωτικών, τις μικρομαφίες και τα αφεντικά των πα- ραγκουπόλεων, μέχρι τις κοινότητες, τις λαϊκές οργανώσεις και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, τις κοσμικές και θρησκευτικές αιρέσεις, πολ­λαπλασιάζοντας Αυτές είναι οι εναλλακτικές κοινωνικές μορφές που γε­μίζουν το κενό που δημιουργείται καθώς οι κρατικές αρμοδιότητες, τα πολιτικά κόμματα και άλλες θεσμικές μορφές στην πραγματικότητα δια­λύονται ή απλά εξαφανίζονται σταδιακά ως κέντρα συλλογικής προ­σπάθειας και κοινωνικών δεσμών. Η πολύ χαρακτηριστική στροφή προς τη θρησκεία έχει ενδιαφέρον α π’ αυτή την άποψη. Περιγραφές για αιφ­νίδια εμφάνιση και πολλαπλασιασμό των θρησκευτικών αιρέσεων στις ρημαγμένες αγροτικές περιοχές της Κίνας, για να μην αναφερθούμε στην εμφάνιση του Fulan (Falun) Gong,* απεικονίζουν αυτή την τάση.25 Η ταχεία ανάπτυξη του προσηλυτισμού στο ευαγγελικό δόγμα μέσα στις χαοτικές άτυπες οικονομίες που αναπτύχθηκαν υπό το νεοφιλελευθερι­σμό στη Λατινική Αμερική και η αναβίωση ή, σε ορισμένες περιπτώ­σεις, η επανεμφάνιση του θρησκευτικού φυλετισμού και φονταμενταλι- σμού, που συγκροτούνται ως πολιτικά ρεύματα σε μεγάλο μέρος της Α ­φρικής και της Μέσης Ανατολής, μαρτυρούν την ανάγκη δημιουργίας ουσιαστικών μηχανισμών κοινωνικής αλληλεγγύης. Η εξάπλωση του φονταμενταλιστικού ευαγγελικού χριστιανισμού στις ΗΠΑ έχει κάποια συνάφεια με την εξάπλωση της εργασιακής ανασφάλειας, την απώλεια άλλων μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης και την κενότητα της καπιτα­λιστικής καταναλωτικής κουλτούρας. Σύμφωνα με τη περιγραφή του Τόμας Φρανκ, η θρησκευτική Δεξιά σημείωσε ραγδαία άνοδο στο Κάν- σας μόνο περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980, μετά από μια δεκαετία και πλέον νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης και αποβιομηχάνισης.26 Πιθανώς τέτοιες συνάφειες να φαίνονται υπερβολικές. Αλλά εάν ο Πο- λάνα έχει δίκιο και η μεταχείριση της εργασίας ως εμπορεύματος οδη­γεί στην κοινωνική αποδιοργάνωση, τότε οι κινήσεις προς την αναδη­μιουργία διαφορετικών κοινωνικών δικτύων για την άμυνα έναντι μιας τέτοιας μεταχείρισης γίνονται διαρκώς και περισσότερο πιθανές.

* Κίνημα πνευματικής αυτοβελτίωσης που ιδρύθηκε στην Κίνα από τον Λι Χον- γκτζί, το 1992. Η κινεζική κυβέρνηση το αποκήρυξε ως «διαβολική λατρεία» και εφήρ- μοσε μέτρα καταστολής εναντίον του, επιτυγχάνοντας την πλήρη διάλυσή του σχεδόν, από τα μέσα του 1999. (Σ,τ.Μ.)

223

Νεοφιλελευθερισμός

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ

Η επιβολή της βραχυπρόθεσμης συμβολαιακής λογικής στις περιβαλ­λοντικές χρήσεις έχει καταστροφικές συνέπειες. Ευτυχώς, μέσα στο νε­οφιλελεύθερο στρατόπεδο οι απόψεις γι’ αυτά τα θέματα είναι κατά τι διχασμένες. Ενώ ο Ρέιγκαν δεν έδινε δεκάρα για το περιβάλλον, μάλι­στα κάποια στιγμή χαρακτήρισε τα δέντρα ως μείζονα πηγή μόλυνσης του αέρα, η Θάτσερ αντιμετώπισε το πρόβλημα με σοβαρότητα. Έ παι­ξε σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για το Πρωτόκολλο του Μό­ντρεαλ, που αφορούσε τον περιορισμό των χλωροφθορανθράκων οι ο­ποίοι ευθύνονται για την αύξηση της τρύπας του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική. Επίσης αντιμετώπισε με σοβαρότητα την απειλή της πα­γκόσμιας θέρμανσης λόγω της αύξησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Οι δεσμεύσεις της όσον αφορά το περιβάλλον δεν ήταν εντε­λώς ανιδιοτελείς, βεβαίως, εφόσον το κλείσιμο των ανθρακωρυχείων και η καταστροφή του συνδικάτου των ανθρακωρύχων θα μπορούσαν να νομιμοποιηθούν εν μέρει με την επίκληση περιβαλλοντικών λόγων.

Οι πολιτικές του νεοφιλελεύθερου κράτους έναντι του περιβάλλο­ντος υπήρξαν, κατά συνέπεια, γεωγραφικά ακανόνιστες και χρονικά α­σταθείς (εξαρτώμενες από το ποιος έχει τα ηνία της κρατικής εξουσίας, με τις κυβερνήσεις Ρέιγκαν και Τζορτζ Μπους υιού να είναι ιδιαίτερα οπισθοδρομικές στις ΗΠΑ). Πέραν αυτών, το περιβαλλοντικό κίνημα έ­χει αποκτήσει κύρος από τη δεκαετία του 1970. Συχνά άσκησε μια πε­ριορισμένη επιρροή, ανάλογα με το χρόνο και τον τόπο. Και σε ορισμέ­νες περιπτώσεις οι καπιταλιστικές εταιρείες ανακάλυψαν ότι η αυξα­νόμενη αποτελεσματικότητα και η βελτιωμένη περιβαλλοντική επίδοση μπορούν να συμβαδίσουν. Εντούτοις, ο γενικός ισολογισμός ως προς τις περιβαλλοντικές συνέπειες της νεοφιλελευθεροποίησης είναι σχεδόν μοιραία αρνητικός. Σοβαρές αν και αμφιλεγόμενες προσπάθειες να δη- μιουργηθούν δείκτες ανθρώπινης ευημερίας που να περιλαμβάνουν το κόστος της περιβαλλοντικής υποβάθμισης υποδεικνύουν μια επιταχυ­νόμενη αρνητική τάση από τη δεκαετία του 1970 περίπου. KaL υπάρ­χουν αρκετά συγκεκριμένα παραδείγματα περιβαλλοντικών ζημιών που προκύπτουν από την απεριόριστη εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων αρ­χών, τα οποία στηρίζουν μια τέτοια γενική ερμηνεία. Η ταχεία κατα­στροφή των τροπικών δασών από τη δεκαετία του 19^0 είναι ένα πασί­γνωστο παράδειγμα που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην κλιματική αλ­λαγή και στην απώλεια της βιοποικιλότητας. Συμβαίνει επίσης η εποχή

224

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

της νεοφιλελευθεροποίησης να είναι και η εποχή της πιο ταχείας μαζι­κής εξαφάνισης ειδών στην πρόσφατη ιστορία της Γης.27 Εάν εισερχό­μαστε στην επικίνδυνη ζώνη της τόσο ριζικής αλλαγής του παγκόσμιου περιβάλλοντος, ιδιαίτερα του κλίματος, ώστε να καθιστούμε τη Γη α­κατάλληλη για ανθρώπινη κατοίκηση, τότε η περαιτέρω υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης ηθικής και των νεοφιλελεύθερων πρακτικών θα απο- δειχθεί θανατηφόρος. Η κυβέρνηση Μπους αντιμετωπίζει τα περιβαλ­λοντικά θέματα συνήθως με το να αμφισβητεί τα επιστημονικά τεκμή­ρια και να μην κάνει τίποτα (εκτός από την περικοπή των πόρων που διατίθενται για τη σχετική επιστημονική έρευνα). Ωστόσο, η δική της ε­ρευνητική ομάδα αναφέρει ότι η ανθρώπινη συμβολή στην παγκόσμια θέρμανση έχει εκτοξευτεί στα ύψη μετά το 1970. Το Πεντάγωνο υπο­στηρίζει επίσης ότι η παγκόσμια θέρμανση θα μπορούσε να αποτελεί μακροπρόθεσμα πιο σοβαρή απειλή για την ασφάλεια των ΗΠΑ από ό,τι η τρομοκρατία.28 Είναι ενδιαφέρον το ότι οι δύο βασικοί ένοχοι για την αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα τα τελευταία χρό­νια ήταν οι κινητήριες δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας, ol ΗΠΑ και η Κίνα (η οποία αύξησε τις εκπομπές της κατά 45% την περασμένη δεκαετία). Στις ΗΠΑ, έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος στην αύξηση της αποδοτικότητας της ενέργειας τόσο στη βιομηχανία όσο και στην οικοδόμηση κατοικιών. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, η υπερβολική σπα­τάλη προκύπτει από το είδος του καταναλωτισμού που συνεχίζει να εν­θαρρύνει την προαστιακή και αστική πολεοδομική αναρχία, με υψηλή κατανάλωση ενέργειας και μια κουλτούρα που ωθεί στην αγορά των βενζινοβόρων σπορ αυτοκινήτων παρά των πιο οικονομικών οχημά­των που είναι διαθέσιμα. Η αυξανόμενη εξάρτηση των ΗΠΑ από το ει- σαγόμενο πετρέλαιο έχει εμφανείς γεωπολιτικές συνέπειες. Στην περί­πτωση της Κίνας, η ταχύτητα της εκβιομηχάνισης και η αύξηση ιδιό­κτητων αυτοκινήτων διπλασιάζει την πίεση στην κατανάλωση ενέργειας. Η Κίνα, ενώ ήταν υπέρ της αυτάρκειας στην παραγωγή πετρελαίου στα τέλη της δεκαετίας του 1980, έχει μεταβληθεί στον δεύτερο μεγαλύτερο εισαγωγέα παγκοσμίως, μετά τις ΗΠΑ. Και σ’ αυτή την περίπτωση οι γεωπολιτικές συνέπειες είναι πάμπολλες, καθώς η Κίνα διαγκωνίζεται για να κερδίσει πρόσβαση στο Σουδάν, στην Κεντρική Ασία και στη Μέση Ανατολή, ώστε να εξασφαλίσει προμήθειες πετρελαίου. Η Κίνα επίσης διαθέτει τεράστια αποθέματα κατώτερης ποιότητας κάρβουνου με υψηλή περιεκτικότητα σε θειάφι. Η χρήση αυτών των αποθεμάτων για την παραγωγή ενέργειας δημιουργεί μείζονα περιβαλλοντικά προ­

225

Νεοφιλελευθερισμός

βλήματα, ιδίως προβλήματα που συμβάλλουν στην αύξηση της παγκό­σμιας θέρμανσης. Επιπροσθέτως, με δεδομένες τις έντονες ενεργειακές ελλείψεις που κατατρύχουν την κινεζική οικονομία, όπου οι μερικές και γενικές διακοπές ρεύματος είναι συνήθεις, δεν υπάρχει κίνητρο για ο­ποιαδήποτε τοπική κυβέρνηση να ακολουθήσει τις εντολές της κεντρι­κής κυβέρνησης και να κλείσει τους μη αποδοτικούς και «βρόμικους» σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής. Η εκπληκτική αύξηση και χρήση ιδιό­κτητων αυτοκινήτων, που αντικατέστησαν κατά πολύ τα ποδήλατα στις μεγάλες πόλεις όπως το Πεκίνο μέσα σε δέκα χρόνια, έχει επιφέρει στην Κίνα την αρνητική διάκριση του να έχει δεκαέξι από τις είκοσι χει­ρότερες πόλεις στον κόσμο από την άποψη της ποιότητας του αέρα.29 Οι συγγενείς επιδράσεις στην παγκόσμια θέρμανση είναι προφανείς. Ό πως συνήθως συμβαίνει σε φάσεις ταχείας εκβιομηχάνισης, το να μη δίνεται προσοχή στις περιβαλλοντικές συνέπειες έχει καταστροφικές ε­πιδράσεις παντού. Οι ποταμοί ρυπαίνονται στο έπακρο, τα αποθέματα νερού είναι γεμάτα από επικίνδυνα καρκινογόνο χημικά, η πρόνοια για τη δημόσια υγεία είναι ελάχιστη (όπως φαίνεται από προβλήματα ό­πως το SARS [οξεία αναπνευστική νόσος] και η γρίπη των πτηνών) και οι γαίες αποδίδονται ταχύτατα σε αστικές χρήσεις ή στη δημιουργία μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων (όπως στην κοιλάδα του ποταμού Γιανγκτσέ)· όλα αυτά λειτουργούν προσθετικά στα περιβαλλοντικά προβλήματα τα οποία μόλις τώρα αρχίζει να αντιμετωπίζει η κεντρική κυβέρνηση. Η Κίνα δεν είναι η μόνη χώρα που έχει τέτοια προβλήμα­τα, διότι η ταχεία οικονομική επέκταση της Ινδίας συνοδεύεται επίσης από σφοδρές περιβαλλοντικές μεταβολές που προκύπτουν από την ε­πέκταση της κατανάλωσης, όπως και από την αυξημένη πίεση στους φυσικούς πόρους λόγω της εκμετάλλευσής τους.

Η νεοφιλελευθεροποίηση κατέχει ένα μάλλον θλιβερό ρεκόρ στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Οι αιτίες είναι εύκολα εξακριβώσι- μες. Η προτίμηση στις βραχυπρόθεσμες συμβατικές σχέσεις δημιουργεί πίεση σε όλους τους παραγωγούς να αποσπούν ό,τι μπορούν καθ’ όσο χρόνο διαρκεί το συμβόλαιο. Ακόμη και εάν ανανεώνονται τα συμβό­λαια και τα δικαιώματα αγοραπωλησίας, πάντα υπάρχει αβεβαιότητα, διότι μπορεί να βρεθούν άλλες πηγές. Ο πιο μακρός πιθανός χρονικός ορίζοντας για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων είναι αυτός του προεξοφλητικού επιτοκίου (δηλ. περίπου είκοσι πέντε έτη), αλλά τα πε­ρισσότερα συμβόλαια είναι πολύ πιο σύντομης διάρκειας, την τρέχου­σα περίοδο. Θεωρείται συνήθως πως η εξάντληση είναι γραμμική, ενώ

226

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

σήμερα είναι εμφανές ότι πολλά οικολογικά συστήματα καταρρέουν αιφνιδίως, αφού έχουν φθάσει σε κάποια σημεία ανατροπής της ισορ­ροπίας, πέραν των οποίων δεν μπορεί να λειτουργήσει η φυσική ανα­παραγωγική τους ικανότητα. Τα ψάρια -ο ι σαρδέλες της Καλιφόρνιας, ο μπακαλιάρος της Νιουφάουντλαντ και η χιλιάνικη θαλάσσια πέρκα- είναι κλασικά παραδείγματα ενός πόρου που υφίσταται εκμετάλλευση στον «βέλτιστο» βαθμό και καταρρέει αιφνίδια χωρίς εμφανή προειδο­ποίηση.30 Λιγότερο δραματική αλλά εξίσου απειλητική είναι η περί­πτωση της δασοκομίας. Η επιμονή του νεοφιλελευθερισμού στην ιδιω­τικοποίηση δυσκολεύει την επίτευξη κάποιων παγκόσμιων συμφωνιών για τις αρχές διαχείρισης των δασών, που θα προστατεύσουν πολύτιμα φυσικά περιβάλλοντα και τη βιοποικιλότητα, ιδίως στα τροπικά δάση. Η πίεση που ασκείται στις πιο φτωχές χώρες με σημαντικούς δασικούς πόρους να αυξήσουν τις εξαγωγές και να επιτρέψουν την κατοχή και εκχώρηση σε ξένους συνεπάγεται την άρση ακόμη και των ελαχιστότα- των προστατευτικών μέτρων για τα δάση. Η υπερεκμετάλλευση των δασικών πόρων μετά την ιδιωτικοποίηση στη Χιλή είναι χαρακτηριστι­κή. Όμως, τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής που διαχειρί­ζεται το ΔΝΤ είχαν ακόμη χειρότερες επιπτώσεις. Η επιβεβλημένη λι­τότητα σημαίνει ότι οι πιο φτωχές χώρες έχουν λιγότερα χρήματα να διαθέσουν για τη διαχείριση των δασών. Πιέζονται επίσης να ιδιωτικο­ποιήσουν τα δάση και να επιτρέψουν την πλήρη εκμετάλλευσή τους α­πό ξένες ξυλουργικές εταιρείες βάσει βραχυπρόθεσμων συμβάσεων. Υ­πό την πίεση της απόκτησης ξένου συναλλάγματος για την αποπληρω­μή των χρεών τους, μπαίνουν στον πειρασμό να παραχωρήσουν τον μέ­γιστο ρυθμό βραχυπρόθεσμης εκμετάλλευσης. Τα πράγματα επιδεινώ­νονται όταν τις πλήττει η εντεταλμένη από το ΔΝΤ λιτότητα και ανερ­γία, οπότε οι πλεονάζοντες πληθυσμοί αναζητούν τα μέσα συντήρησής τους στη γη και αποψιλώνουν αδιακρίτως τα δάση. Εφόσον η προτι- μούμενη μέθοδος είναι η καύση, ol ακτήμονες χωρικοί, εκ παραλλήλου με τις υλοτομικές εταιρείες, μπορούν να καταστρέψουν μαζικά δασι­κούς πόρους χωρίς καμιά χρονοτριβή, όπως συνέβη στη Βραζιλία, στην Ινδονησία και σε αρκετές αφρικανικές χώρες.31 Δεν ήταν τυχαίο που στην κορύφωση της δημοσιονομικής κρίσης που εκτόπισε εκατομμύρια από την αγορά εργασίας στην Ινδονησία, στα 1997-98, οι πυρκαγιές στα δάση μαίνονταν εκτός ελέγχου στη Σουμάτρα (γεγονός που συνδεόταν με τις υλοτομικές επιχειρήσεις ενός από τους πλουσιότερους επί Σου- χάρτο Κινέζου επιχειρηματία), δημιουργώντας ένα σύννεφο καπνού που

22 7

Νεοφιλελευθερισμός

κάλυπτε όλη τη Νοτιο-ανατολική Ασία επί μήνες. Και μόνο όταν τα κράτη και άλλα συμφέροντα είναι διατεθειμένα να αντισταθοΰν στους νεοφιλελεύθερους κανόνες και τα ταξικά συμφέροντα που τους υπο­στηρίζουν -αυτό όντως συνέβη σε σημαντικό αριθμό περιπτώσεων-, ε­πιτυγχάνεται κάποιο ελάχιστο μέτρο ισορροπημένης χρήσης του περι­βάλλοντος.

ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Η νεοφιλελευθεροποίηση έχει επωάσει εντός της μια ευρείας κλίμακας αντιπολιτευτική κουλτούρα. Ωστόσο, η αντιπολίτευση τείνει να αποδέ­χεται πολλές από τις βασικές προϋποθέσεις του νεοφιλελευθερισμού. Εστιάζει στις εσωτερικές του αντιφάσεις. Επί παραδείγματι, λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν της τις αμφισβητήσεις των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και εναντιώνεται σ’ αυτές στις περιπτώσεις αυταρχισμού και συχνής αυθαιρεσίας της πολιτικής, οικονομικής και ταξικής εξου­σίας. Εκλαμβάνει κυριολεκτικά τη νεοφιλελεύθερη ρητορική περί βελ­τίωσης της ευημερίας για όλους και καταδικάζει το νεοφιλελευθερισμό, διότι απέτυχε με βάση τους δικούς του όρους. Σκεφθείτε, επί παραδείγ- ματι, την πρώτη σημαντική παράγραφο της συμφωνίας του ΠΟΕ, ενός νεοφιλελεύθερου στην πεμπτουσία του ντοκουμέντου. Ο στόχος είναι:

η ά νο δ ο ς του β ιοτικού ε π ιπέδ ου , η πλή ρ η ς απα σχόλησ η κ α ι ένας μεγάλος κα ι σταθερά αυ ξα νόμ ενος όγκ ος πρα γμα τ ικού εισοδή μ α τος κα ι α ποτελ ε ­σματικής ζήτησης, κα ι η επέκταση τη ς π α ρ α γω γ ή ς κα ι του εμπορίου α γα ­θ ώ ν κα ι υπηρεσιώ ν, ενώ τα υ τόχρ ονα θα δ ίνετα ι η δυνα τότη τα τη ς βέλτι­στης χρήσης τω ν πό ρ ω ν του κόσμου, σύ μ φ ω να με τον αντικειμενικό σκοπό τη ς α ε ιφ όρου α νά πτυξη ς, με τη ν επ ιδ ίω ξη τόσο τη ς πρ οσ τα σ ία ς κ α ι δ ια τή ­ρησης του περ ιβ ά λλοντος όσο κ α ι τη ς ενίσχυσης τω ν μέσω ν ώ στε να γ ίνε­τα ι αυτό με τρ ό π ο συμβατό πρ ο ς τ ις αντίστο ιχες α νά γκ ες κα ι ενδια φ έρ οντα , σε δ ια φ ορ ετικ ά ε π ίπ εδ α ο ικονομ ική ς α νά π τυ ξ η ς.32

Παρόμοιους ευσεβείς πόθους μπορεί να βρει κανείς σε ανακοινώσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας («η μείωση της φτώχειας είναι ο βασικός στόχος μας»). Τίποτε α π’ αυτά δεν εναρμονίζεται με τις υφιστάμενες πρακτικές που υποστηρίζουν την παλινόρθωση ή τη δημιουργία της τα­ξικής ισχύος, ούτε βεβαίως με τα αποτελέσματά τους που είναι η φτώ­χεια και η περιβαλλοντική υποβάθμιση.

228

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

Η έξαρση της εναντίωσης στις παραβιάσεις δικαιωμάτων ήταν θεα­ματική από το 1980. Ό πω ς αναφέρει ο Τσάντλερ, προ του 1980 ένα εξέ- χον περιοδικό όπως το Foreign Affairs δεν είχε δημοσιεύσει ούτε ένα άρθρο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων.33 Τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατέληξαν να κυριαρχούν μετά το 1980 και έλαβαν εκρη­κτικές διαστάσεις μετά τα γεγονότα στην πλατεία Τιενανμέν και το τέ­λος του Ψυχρού Πολέμου, το 1989. Αυτό αντιστοιχεί ακριβώς στην τρο­χιά του νεοφιλελευθερισμού και οι δύο κινήσεις σε μεγάλο βαθμό δια- πλέκονται. Αναμφίβολα, η νεοφιλελεύθερη επιμονή στο άτομο ως θε­μελιώδες στοιχείο της πολιτικο-οικονομικής ζωής δημιουργεί τη δυνα- τότητητα δράσης για τα ατομικά δικαιώματα. Θέτοντας, όμως, στο επί­κεντρο αυτά τα δικαιώματα αντί της δημιουργίας ή αναδημιουργίας ουσιαστικών και ανοικτών δομών δημοκρατικής διακυβέρνησης, η α­ντιπολίτευση προωθεί μεθόδους που δεν μπορούν να υπερβούν το νεο­φιλελεύθερο πλαίσιο. Το ενδιαφέρον των νεοφιλελεύθερων για το άτο­μο υποσκελίζει το όποιο κοινωνικό δημοκρατικό ενδιαφέρον για την ι­σότητα, τη δημοκρατία και την κοινωνική αλληλεγγύη. Επιπροσθέτως, η συχνή καταφυγή στη νομική δράση καθιστά αποδεκτή τη νεοφιλε­λεύθερη προτίμηση στην έκκληση προς τη δικαστική και εκτελεστική παρά προς την κοινοβουλευτική εξουσία. Ωστόσο, η καταφυγή στις νο­μικές μεθόδους είναι δαπανηρή και χρονοβόρος και τα δικαστήρια, σε κάθε περίπτωση, διακατέχονται από έντονες προκαταλήψεις υπέρ των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, δεδομένης της συνήθους ταξικής α­φοσίωσης του δικαστικού σώματος. Οι δικαστικές αποφάσεις τείνουν να ευνοούν τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας και του ποσοστού κέρδους εις βάρος των δικαιωμάτων της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο Τσάντλερ λοιπόν συμπεραίνει ότι είναι «η δυσανασχέ- τηση της φιλελεύθερης ελίτ με τον απλό λαό και την πολιτική διαδικα­σία [που] την οδηγεί στο να αποδίδει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο ά­τομο, μεταφέροντας την υπόθεσή της στο δικαστή ο οποίος θα ακούσει και θα αποφασίσει».34

Εφόσον τα άτομα με τη μεγαλύτερη ανάγκη δεν έχουν τους οικονομι­κούς πόρους για να επιδιώξουν τα δικαιώματά τους, ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να εκφραστεί αυτό το ιδανικό είναι μέσω της συγκρότη­σης ομάδων υπεράσπισης δικαιωμάτων. Η εμφάνιση τέτοιων ομάδων και των μη κυβερνητικών οργανώσεων συνοδέυσε, όπως και οι συζητήσεις περί δικαιωμάτων γενικότερα, τη νεοφιλελεύθερη στροφή και ο αριθμός τους αυξήθηκε θεαματικά από το 1980 ή περίπου από τότε. Οι μη κυβερ­

229

Νεοφιλελευθερισμός

νητικές οργανώσεις κάλυψαν, σε πολλές περιπτώσεις, το κενό κοινωνικής πρόνοιας που δημιουργήθηκε με την απόσυρση του κράτους από τέτοιες δραστηριότητες. Τούτο ισοδυναμεί με ιδιωτικοποίηση μέσω των μη κυ­βερνητικών οργανώσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μ’ αυτό τον τρόπο υ- ποβοηθήθηκε η επιτάχυνση της περαιτέρω απόσυρσης του κράτους από την κοινωνική πρόνοια. Συνεπώς, ol μη κυβερνητικές οργανώσεις λει­τουργούν ως «δούρειοι ίπποι του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού».35 Α ­κόμη, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις δεν είναι εγγενώς δημοκρατικοί θε­σμοί. Έχουν την τάση να είναι ελιτίστικες, να μη λογοδοτούν (παρεκτός στους δωρητές τους) και είναι εξ ορισμού απόμακρες από εκείνους που ε­πιζητούν να προστατεύσουν ή να βοηθήσουν, ανεξάρτητα από το πόσο καλοπροαίρετες ή προοδευτικές τυχόν είναι. Συχνά δεν αποκαλύπτουν τα προγράμματά τους και προτιμούν τις άμεσες διαπραγματεύσεις ή την ά­σκηση επιρροής στο κράτος και την ταξική εξουσία. Συνήθως ελέγχουν α­ντί να εκπροσωπούν την πελατεία τους. Αξιώνουν και αποτολμούν να μι­λούν εκ μέρους εκείνων που δεν μπορούν να μιλήσουν για τους εαυτούς τους, και ακόμη καθορίζουν τα συμφέροντα εκείνων εξ ονόματος των ο­ποίων μιλούν (σαν να μην μπορούν να το κάνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι). Η νομιμοποίηση της θέσης τους όμως είναι πάντα αμφισβητήσιμη. Επί πα- ραδείγματι, όταν διάφορες οργανώσεις προπαγανδίζουν την απαγόρευση της παιδικής εργασίας ως ζήτημα οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμά­των, μπορεί να υπονομεύουν οικονομίες όπου η παιδική εργασία είναι ου­σιαστική για την επιβίωση της οικογένειας. Εν απουσία οποιοσδήποτε άλ­λης εναλλακτικής οικονομικής λύσης, τα παιδιά, εναλλακτικά, μπορεί να πωλούνται στα δίκτυα πορνείας (δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε μια άλ­λη ομάδα υπεράσπισης δικαιωμάτων να επιδιώξει την εξάλειψη της παι­δικής πορνείας). Η οικουμενικότητα που προϋποτίθεται στον «περί δι­καιωμάτων λόγο» και η αφοσίωση των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των ομάδων υπεράσπισης δικαιωμάτων στις οικουμενικές αρχές δεν εναρ­μονίζονται εύκολα με τις τοπικές ιδιομορφίες και τις καθημερινές πρακτι­κές της πολιτικής και οικονομικής ζωής υπό την πίεση της εμπορευματο- ποίησης και της νεοφιλελευθεροποίησης.36

Υπάρχει, ωστόσο, κι άλλος ένας λόγος που αυτή η ιδιόμορφη αντι­πολιτευτική κουλτούρα έχει κερδίσει τόσο μεγάλη ελκτική δύναμη τα τελευταία χρόνια. Η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης συνεπάγεται έ­να πολύ διαφορετικό σύνολο πρακτικών από τη συσσώρευση μέσω της επέκτασης της μισθωτής εργασίας στη βιομηχανία και τη γεωργία. Ο δεύτερος αυτός τύπος που κυριάρχησε στις διαδικασίες συσσώρευσης

230

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

κεφαλαίου στις δεκαετίες του 1950 και 1960 έδωσε την αφορμή να εμ­φανιστεί μια αντιπολιτευτική κουλτούρα (όπως αυτή που διαπότισε τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα της εργατικής τάξης) που παρήγα- γε τον εμπεδωμένο φιλελευθερισμό. Από την άλλη πλευρά, η αφαίρεση πόρων και δικαιωμάτων είναι κατακερματισμένη και ιδιόμορφη - ιδιω­τικοποίηση εδώ, περιβαλλοντική υποβάθμιση εκεί, οικονομική κρίση χρέους κάπου αλλού. Είναι δύσκολο να εναντιωθούν οι άνθρωποι σε ό­λα αυτά τα ιδιαίτερα και ιδιότυπα φαινόμενα χωρίς να επικαλεστούν οικουμενικές αρχές. Η αφαίρεση συνεπάγεται απώλεια δικαιωμάτων. Εξ ου και η στροφή προς την οικουμενικού τύπου ρητορική των αν­θρωπίνων δικαιωμάτων, της αξιοπρέπειας, των αειφόρων οικολογικών πρακτικών, των περιβαλλοντικών δικαιωμάτων και των συναφών, ως βάσης για μια ενοποιημένη αντιπολιτευτική πολιτική.

Αυτή η επίκληση του οικουμενισμού των δικαιωμάτων είναι δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί και πιθανώς χρησιμοποιείται με προοδευτικούς σκο­πούς. Η παράδοση που εκπροσωπείται επαξίως από τη Διεθνή Αμνη­στία, τους Γιατρούς χωρίς Σύνορα και άλλους δεν μπορεί να απορρι- φθεί ως ένα απλό προσάρτημα της νεοφιλελεύθερης σκέψης. Η όλη υ­πόθεση του ουμανισμού (τόσο στη Δύση -κλασικά φιλελεύθερου- όσο και στις ποικίλες μη δυτικές παραλλαγές του) είναι εξαιρετικά περί­πλοκη, εξαιτίας αυτού ακριβώς του γεγονότος. Ωστόσο, οι περιορισμέ­νοι σκοποί πολλών διαλόγων περί δικαιωμάτων (στην περίπτωση της Αμνηστίας η αποκλειστική συγκέντρωση της προσοχής, μέχρι πρόσφα­τα, στα αστικά και πολιτικά δικαιώματα σε αντίθεση με τα οικονομικά) τους καθιστούν πολύ εύκολα απορροφήσιμους από το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Ο οικουμενισμός φαίνεται να συνάδει ιδίως με τα παγκόσμια προβλήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, η τρύπα του όζοντος, η απώ­λεια της βιοποικιλότητας μέσω της καταστροφής των φυσικών περι­βαλλόντων και τα συναφή. Όμως τα αποτελέσματά του στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι πιο αμφίβολα, δεδομένης της διαφορε­τικότητας των πολιτικο-οικονομικών περιστάσεων και των πολιτισμι­κών πρακτικών που υπάρχουν στον κόσμο. Επιπροσθέτως, ήταν πολύ εύκολο να επιλεγούν ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως «ξίφη της αυτοκρατορίας» (για να χρησιμοποιήσουμε τον δηκτικό χαρακτηρισμό των Μπαρτόλομιου και Μπρέικσπιρ).37 Παραδείγματος χάριν, τα απο- καλούμενα «φιλελεύθερα γεράκια» στις ΗΠΑ επικαλέστηκαν αυτά τα δικαιώματα για να δικαιολογήσουν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο Κοσσυφοπέδιο, στο Ανατολικό Τιμόρ, στην Αϊτή και πάνω α π ’ όλα στο

231

Νεοφιλελευθερισμός

Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Δικαιολογούν τον στρατιωτικό ουμανισμό «στο όνομα της προστασίας της ελευθερίας, των ανθρωπίνων δικαιω­μάτων και της δημοκρατίας, ακόμη και όταν εφαρμόζεται μονομερώς από μια αυτοδιορισμένη ιμπεριαλιστική δύναμη» όπως οι ΗΠΑ.38 Γενι- κότερα, είναι δύσκολο να μην καταλήξουμε, μαζί με τον Τσάντλερ, ότι οι «ρίζες του σημερινού ανθρωπισμού που βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται στην αυξανόμενη συναίνεση υπέρ της δυτικής ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις του αναπτυσσόμενου κόσμου, α­πό τη δεκαετία του 1970». Το βασικό επιχείρημα είναι ότι οι «διεθνείς οργανισμοί, τα διεθνή και εγχώρια δικαστήρια, οι μη κυβερνητικές ορ­γανώσεις ή οι επιτροπές περί ηθικής εκπροσωπούν καλύτερα τις ανά­γκες των λαών από ό,τι οι εκλεγμένες κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις και οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι θεωρούνται ύποπτοι ακριβώς επειδή είναι υπόλογοι στους ψηφοφόρους τους και συνεπώς θεωρείται ότι έχουν “ει­δικό” συμφέρον, αντί να ενεργούν επί τη βάσει ηθικών αρχών».39 Δεν είναι λιγότερο δυσοίωνα τα αποτελέσματα και στο εσωτερικό των χω­ρών. Διότι μειώνεται ο χώρος της «δημόσιας πολιτικής συζήτησης, μέ­σω της νομιμοποίησης του αυξανόμενου ρόλου του δικαστικού σώμα­τος, των μη εκλεγμένων προσωρινών ομάδων ειδικών καθηκόντων και επιτροπών ηθικής στη λήψη αποφάσεων». Τα πολιτικά αποτελέσματα μπορεί να είναι εξουθενωτικά. «Αντί να αμφισβητεί την απομόνωση και την παθητικότητα του ατόμου στις εξατομικευμένες κοινωνίες μας, η ρύθμιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απλώς θεσμοποιεί αυτές τις διαιρέσεις». Ακόμη χειρότερα, «το υποβαθμισμένο όραμα της κοινωνι­κής κατάστασης που υποστηρίζεται από τον ηθικό διάλογο περί αν­θρωπίνων δικαιωμάτων υπηρετεί, όπως κάθε άλλη θεωρία της ελίτ, τη διατήρηση της αυτοπεποίθησης της άρχουσας τάξης».40

Υπό το φως της ανωτέρω κριτικής, εμφανίζεται ο πειρασμός του να αποφεύγουμε κάθε επίκληση στις οικουμενικές αρχές ως μοιραία εσφαλ­μένη και να εγκαταλείψουμε κάθε αναφορά σε δικαιώματα ως αβάσιμη επιβολή της αφηρημένης, αγοραίας ηθικής, ως προσωπείου για την α­ποκατάσταση της ταξικής ισχύος των ελίτ. Παρόλο που και οι δύο αυτές πλευρές αξίζουν σοβαρή μελέτη και εξέταση, νομίζω ότι δεν είναι συνε­τό να εγκαταλείψουμε το πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη νεο­φιλελεύθερη ηγεμονία. Πρέπει να δοθεί μάχη όχι μόνο για τις οικουμε­νικές αρχές και για το ποια δικαιώματα θα πρέπει να επικαλούμαστε σε συγκεκριμένες καταστάσεις, αλλά επίσης για το ποιες οικουμενικές αρχές και αντιλήψεις περί δικαιωμάτων πρέπει να δημιουργηθούν. Η κρίσιμη

232

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

συνάφεια που σφυρηλατήθηκε ανάμεσα στο νεοφιλελευθερισμό, ως ι­διόμορφο σύνολο πολιτικο-οικονομικών μεθόδων, και στην όλο και πιο έντονη επίκληση σε ανθρώπινα δικαιώματα ενός συγκεκριμένου είδους σαν τη βάση της ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης [του νεοφιλελευ­θερισμού], θα πρέπει να μας κάνει να γρηγορούμε. Τα διατάγματα του Μπρέμερ επιβάλλουν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τα δικαιώματα ε­πί του Ιράκ. Ταυτόχρονα παραβιάζουν το δικαίωμα των Ιρακινών στην αυτοδιάθεση. «Ανάμεσα σε ίσα δικαιώματα», σχολίαζε ο Μαρξ με θαυ­μάσιο τρόπο, «αποφασίζει η δύναμη».41 Εάν η παλινόρθωση της ταξικής ισχύος συνεπάγεται την επιβολή ενός συγκεκριμένου συνόλου δικαιω­μάτων, τότε η αντίσταση σ’ αυτή την επιβολή συνεπάγεται τον αγώνα για εντελώς διαφορετικά δικαιώματα.

Η θετική έννοια της δικαιοσύνης ως δικαιώματος έχει προκαλέσει, π.χ., ισχυρά πολιτικά κινήματα: οι αγώνες εναντίον της αδικίας έχουν εμψυχώσει επανειλημμένα κινήματα κοινωνικής αλλαγής. Η εμψυχωτι- κή ιστορία του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων στις Ηνωμένες Πο­λιτείες είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Βεβαίως, το πρόβλημα έ­γκειται στο ότι υπάρχουν αναρίθμητες έννοιες για τη δικαιοσύνη τις ο­ποίες μπορούμε να επικαλεστούμε. Η ανάλυση όμως δείχνει ότι ορι­σμένες κυρίαρχες κοινωνικές διαδικασίες φέρνουν στο προσκήνιο και στηρίζονται σε συγκεκριμένες αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και δικαιω­μάτων. Για να αμφισβητήσουμε αυτά τα συγκεκριμένα δικαιώματα πρέ­πει να αμφισβητήσουμε την κοινωνική διαδικασία με την οποία έχουν εγγενή σχέση. Αντιστρόφους, αποδεικνύεται αδύνατο να απομακρύ­νουμε την κοινωνία από κάποια κυρίαρχη κοινωνική διαδικασία (όπως αυτή της κεφαλαιακής συσσώρευσης μέσω της αγοραίας ανταλλαγής) προς την κατεύθυνση μιας άλλης (αυτής της πολιτικής δημοκρατίας και της συλλογικής δράσης), χωρίς ταυτόχρονα να μετατοπίσουμε την πίστη από μια κυρίαρχη αντίληψη περί δικαιωμάτων και δικαιοσύνης σε μιαν άλλη. Η δυσκολία με τους νεφελώδεις ιδεαλιστικούς προσδιο­ρισμούς των δικαιωμάτων και της δικαιοσύνης έγκειται στο ότι κρύ­βουν αυτή τη σχέση. Μόνο όταν προσγειωθούν, συσχετιζόμενοι με κά­ποια κοινωνική διαδικασία, βρίσκουν το κοινωνικό τους νόημα.42

Ας εξετάσουμε την περίπτωση του νεοφιλελευθερισμού. Τα δικαιώ­ματα στοιχίζονται γύρω από δύο κυρίαρχες λογικές εξουσίας - αυτήν του εδαφικού κράτους και αυτήν του κεφαλαίου.43 Όσο και αν επιθυ­μούμε να είναι οικουμενικά τα δικαιώματα, το κράτος αποτελεί το μη­χανισμό για την επιβολή τους. Εάν η πολιτική εξουσία είναι απρόθυμη,

233

Νεοφιλελευθερισμός

τότε οι ιδέες περί δικαιωμάτων παραμένουν κενό γράμμα. Συνεπώς, τα δικαιώματα απορρέουν και εξαρτώνται από την υπηκοότητα. Έτσι τί­θεται το ζήτημα του εδαφικού χαρακτήρα της δικαιοδοσίας. Αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι. Εγείρονται δυσεπίλυτα προβλήματα λόγω των προσώ­πων χωρίς εθνικότητα, των παράνομων μεταναστών. Το ποιος είναι και ποιος δεν είναι «πολίτης» γίνεται σοβαρό ζήτημα στον καθορισμό των αρχών βάσει των οποίων κάποιος περιλαμβάνεται ή αποκλείεται μέσα σε ένα εδαφικά προσδιορισμένο κράτος. Το πώς το κράτος ασκεί την κυριαρχία εν σχέσει προς τα δικαιώματα είναι καθ’ εαυτό ένα αμφι­σβητούμενο ζήτημα, αλλά υπάρχουν όρια που τίθενται σ’ αυτήν την κυ­ριαρχία (όπως ανακαλύπτει η Κίνα) από παγκόσμιους κανόνες εμπε­δωμένους στη νεοφιλελεύθερη συσσώρευση κεφαλαίου. Εντούτοις, το έθνος-κράτος, που μονοπωλεί τις νόμιμες μορφές βίας, μπορεί να ορί­σει με χομπσιανό τρόπο* τη δική του κλίμακα δικαιωμάτων και να δε­σμεύεται απλώς χαλαρά από τις διεθνείς συμβάσεις. Οι ΗΠΑ, κατά πρώτο λόγο, επιμένουν στο δικαίωμά τους να μη λογοδοτούν για τα ε­γκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως ορίζονται διεθνώς, και ταυ­τόχρονα επιμένουν ότι οι εγκληματίες πολέμου από οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου πρέπει να προσάγονται ενώπιον εκείνων των ίδιων δικαστηρίων των οποίων την αρμοδιότητα αρνούνται για τους δικούς τους πολίτες.

Η ζωή υπό το νεοφιλελευθερισμό σημαίνει επίσης το να αποδέχεται κανείς ή να υποτάσσεται σε εκείνη την κλίμακα δικαιωμάτων που είναι αναγκαία για τη συσσώρευση κεφαλαίου. Συνεπώς, ζούμε σε μια κοι­νωνία στην οποία τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα των ατόμων (και, θυμηθείτε, οι εταιρείες ορίζονται ως πρόσωπα ενώπιον του νόμου) στην ατομική ιδιοκτησία και στο κέρδος υποσκελίζουν οποιαδήποτε άλλη α­ντίληψη αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων μπορείτε να σκεφθείτε. Οι α- μύντορες αυτού του καθεστώτος δικαιωμάτων εύλογα υποστηρίζουν ό­τι ενθαρρύνει τις «αρετές του αστού», χωρίς τις οποίες κάθε άνθρωπος στον κόσμο θα ζούσε πολύ χειρότερα. Αυτές οι αρετές συμπεριλαμβά­νουν την ατομική υπευθυνότητα και λογοδοσία- την ανεξαρτησία από την κρατική παρέμβαση (η οποία συχνά φέρνει αυτό το καθεστώς δι­καιωμάτων σε έντονη αντίθεση με τα δικαιώματα που καθορίζονται ε­ντός του κράτους)- την ισότητα ευκαιριών στην αγορά και την ισότητα

* Ηθικό είναι ό,τι προάγει το ατομικό συμφέρον. (Σ.τ.Μ.)

234

Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο

ενώπιον του νόμου· τις ανταμοιβές για την πρωτοβουλία και την επι­χειρηματική προσπάθεια- τη φροντίδα για τον εαυτό και τους συγγενείς· και μια ανοικτή αγορά που επιτρέπει εκτεταμένες ελευθερίες επιλογής συμβατικών σχέσεων και ανταλλαγών. Αυτό το σύστημα δικαιωμάτων εμφανίζεται ακόμη πειστικότερο όταν επεκτείνεται στο δικαίωμα ατο­μικής ιδιοκτησίας στο σώμα καθενός ανθρώπου (που αποτελεί τη βάση για το δικαίωμα του κάθε προσώπου να συνάπτει ελεύθερα συμβάσεις πώλησης της εργατικής του δύναμης, όπως επίσης για το δικαίωμα να το μεταχειρίζονται με αξιοπρέπεια και σεβασμό και να είναι ελεύθερο από σωματικούς καταναγκασμούς, όπως η δουλεία) και στο δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, της έκφρασης και του λόγου. Τούτα τα δευ­τερογενή δικαιώματα είναι πράγματι ελκυστικά. Πολλοί από εμάς στη­ρίζονται σ’ αυτά υπερβολικά. Αλλά το κάνουμε, ως επί το πλείστον, σαν ζητιάνοι που ζουν από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των πλουσίων.

Δεν μπορώ να πείσω κάποιον φιλοσοφικά ότι το νεοφιλελεύθερο καθεστώς δικαιωμάτων είναι άδικο. Ωστόσο, η ένσταση σ’ αυτό το κα­θεστώς δικαιωμάτων είναι πολύ απλή: η αποδοχή του σημαίνει αποδο­χή του ότι δεν έχουμε άλλη εναλλακτική λύση πλην του να ζούμε υπό έ­να καθεστώς αέναης συσσώρευσης κεφαλαίου και οικονομικής μεγέ­θυνσης, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές, οικολογικές ή πολιτικές συνέ­πειες. Κατ’ αντιστοιχία, η αέναη κεφαλαιακή συσσώρευση συνεπάγεται ότι το νεοφιλελεύθερο καθεστώς δικαιωμάτων πρέπει να εξαπλωθεί σ’ όλη την υφήλιο με τη βία (όπως στη Χιλή και στο Ιράκ), με τις ιμπε­ριαλιστικές μεθόδους (όπως αυτές του Παγκόσμιου Οργανισμού Ε ­μπορίου, του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας) ή μέσω της πρωταρ­χικής συσσώρευσης (όπως στην Κίνα και τη Ρωσία), εάν είναι ανα­γκαίο. Με δόλωμα ή με ραβδί, τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα της α­τομικής ιδιοκτησίας και του ποσοστού κέρδους μπορούν να εδραιωθούν οικουμενικά. Αυτό ακριβώς εννοεί ο Μπους όταν λέει πως οι ΗΠΑ εί­ναι αφοσιωμένες στην επέκταση της σφαίρας της ελευθερίας σ’ όλη την υφήλιο.

Δεν είναι, όμως, αυτά τα μόνα δικαιώματα που διαθέτουμε. Ακόμη και στο πλαίσιο της φιλελεύθερης αντίληψης, όπως διατυπώνεται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, υπάρχουν δευτερογενή δικαιώματα ό­πως οι ελευθερίες λόγου και έκφρασης, εκπαίδευσης και οικονομικής α­σφάλειας, δικαιώματα συνδικαλιστικής οργάνωσης και τα παρόμοια. Η επιβολή αυτών των δικαιωμάτων θα δημιουργούσε σοβαρή αμφισβή­

235

Νεοφιλελευθερισμός

τηση του νεοφιλελευθερισμού. Το να καταστήσουμε αυτά τα δευτερο­γενή δικαιώματα πρωταρχικά και τα πρωταρχικά δικαιώματα της ατο­μικής ιδιοκτησίας και του ποσοστού κέρδους δευτερογενή θα συνεπα­γόταν μια επανάσταση μεγάλης σπουδαιότητας στις πολιτικο-οικονομι- κές πρακτικές. Υπάρχουν επίσης εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις πε­ρί δικαιωμάτων τις οποίες μπορούμε να επικαλούμαστε - της πρόσβα­σης στα παγκόσμια κοινά ή το να υπάρχει ασφάλεια ως προς τα βασι­κά τρόφιμα, επί παραδείγματι. «Ανάμεσα σε ίσα δικαιώματα αποφασί­ζει η δύναμη». O l πολιτικοί αγώνες για την ορθή κατανόηση των δι­καιωμάτων, ακόμη και της ίδιας της ελευθερίας, κινούνται προς το κέ­ντρο της σκηνής, αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις.

236

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 7 φ φ φ

Η προοπτική ιης ελευθερίας

ΤΟ 1935, ΣΤΟ ΕΤΉΣΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΟΓΚΡΕΣΟ, Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ρούζβελτ εξέφρασε σαφώς την άποψή του ότι στη ρίζα των οικο­νομικών και κοινωνικών προβλημάτων της ύφεσης της δεκαετίας του

1930 βρίσκονται οι υπερβολικές ελευθερίες της αγοράς. Οι Αμερικανοί, είπε, «πρέπει να αποκηρύξουν την ιδέα απόκτησης πλούτου ο οποίος, μέσω των υπερβολικών κερδών, δημιουργεί αθέμιτη προσωπική δύνα­μη». Οι φτωχοί άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι. Παντού, υποστήριξε, η κοινωνική δικαιοσύνη έχει καταστεί ο σαφής στόχος και όχι ένα από­μακρο ιδανικό. Η πρωταρχική υποχρέωση του κράτους και της κοινω­νίας των πολιτών του ήταν να χρησιμοποιήσει τις εξουσίες του και να κατανείμει τους πόρους του για να εξαλείψει τη φτώχεια και την πείνα και να παράσχει ασφάλεια εισοδήματος, ασφάλεια έναντι των μεγάλων κινδύνων και των ατυχών περιστάσεων της ζωής και ασφάλεια επαρ­κούς στέγασης.1 Η ελευθερία από την ανάγκη ήταν μία από τις τέσσε­ρις πρωταρχικές ελευθερίες τις οποίες διατύπωσε αργότερα ως θεμέλιο του πολιτικού του οράματος για το μέλλον. Αυτά τα ευρύτερα θέματα έρχονται σε έντονη αντίθεση με τις πολύ πιο περιορισμένες νεοφιλε­λεύθερες ελευθερίες που ο πρόεδρος Μπους τοποθετεί στο κέντρο της πολιτικής του ρητορικής. Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσουμε τα προ- βλήματά μας, υποστηρίζει ο Μπους, είναι να σταματήσει το κράτος να θέτει κανόνες στην ιδιωτική επιχείρηση, να αποσυρθεί από την κοινω­νική πρόνοια και να προωθήσει την οικουμενικότητα των ελευθεριών της αγοράς και της ηθικής της αγοράς. Αυτός ο νεοφιλελεύθερος εκ­φυλισμός της έννοιας της ελευθερίας «σε μια απλή υπεράσπιση της ι­διωτικής επιχείρησης» μπορεί να σημαίνει μόνο, όπως αναφέρει ο Καρλ Πολάνιι, «πλήρη ελευθερία για εκείνους των οποίων το εισόδημα, η α­νάπαυση και η ασφάλεια δεν χρειάζονται ενίσχυση, και ψίχουλα ελευ­θερίας για το λαό, ο οποίος προσπαθεί μάταια να κάνει χρήση των δη­μοκρατικών του δικαιωμάτων, για να βρει καταφύγιο από την εξουσία των ιδιοκτητών περιουσίας».2

237

Νεοφιλελευθερισμός

Το εκπληκτικό χαρακτηριστικό της πενιχρότητας του σύγχρονου δημόσιου διαλόγου στις ΗΠΑ, αλλά και αλλού, είναι η έλλειψη οποιοσ­δήποτε σοβαρής συζήτησης για το ποια από τις αρκετές αποκλίνουσες έννοιες της ελευθερίας μπορεί να είναι ορθή στην εποχή μας. Εάν πράγ­ματι ισχύει ότι το αμερικανικό κοινό μπορεί να πεισθεί να υποστηρίξει σχεδόν οτιδήποτε στο όνομα της ελευθερίας, τότε ασφαλώς το νόημα αυτής της λέξης θα πρέπει να υποβληθεί στον βαθύτερο και πιο εξονυ­χιστικό έλεγχο. Δυστυχώς, οι συμμετέχοντες στην τρέχουσα συζήτηση είτε ακολουθούν μια καθαρά νεοφιλελεύθερη γραμμή (όπως ο πολιτι­κός σχολιαστής Φαρίντ Ζακάρια, ο οποίος φέρεται να δηλώνει με βε­βαιότητα ότι η υπερβολική δημοκρατία αποτελεί την κύρια απειλή της ατομικής αυτονομίας και ελευθερίας) ή αλλιώς στρέφουν τα πανιά τους κυρίως προς τους κυρίαρχους νεοφιλελεύθερους ανέμους, έτσι ώστε προ­σφέρουν ελάχιστα στην αντίκρουση της νεοφιλελεύθερης λογικής. Δυ­στυχώς, αυτή είναι η περίπτωση του Αμάρτυα Σεν (ο οποίος τελικά κέρδισε, όπως του άξιζε, το Νόμπελ Οικονομικών, αλλά μόνο αφότου ο νεοφιλελεύθερος τραπεζίτης που προήδρευε επί μακράν της επιτρο­πής αναγκάστηκε να παραιτηθεί). Το έργο του Σεν, Η ανάπτυξη ως ε­λευθερία, μακράν η πιο ευαίσθητη συμβολή στην εν λόγω συζήτηση τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς περιβάλλει σημαντικά κοινωνικά και πολι­τικά δικαιώματα με το μανδύα των αλληλεπιδράσεων της ελεύθερης α­γοράς.3 Ο Σεν φαίνεται να υποστηρίζει ότι χωρίς μια αγορά φιλελεύθε­ρου τύπου, καμία ελευθερία δεν μπορεί να λειτουργήσει. Από την πλευ­ρά του, ένα σημαντικό μέρος του κοινού των ΗΠΑ φαίνεται πως δέχε­ται ότι οι χαρακτηριστικά νεοφιλελεύθερες ελευθερίες που προωθούν ο Μπους και οι συνάδελφοί του Ρεπουμπλικάνοι είναι ό,τι υπάρχει όλο κι όλο. Μας λένε ότι αυτές οι ελευθερίες αξίζουν ακόμη και να πεθάνου- με στο Ιράκ και ότι οι ΗΠΑ «ως η μεγαλύτερη δύναμη στη γη» έχουν την «υποχρέωση» να βοηθήσουν στη διάδοσή τους παντού. Η παρα­χώρηση του σπουδαίου προεδρικού Μεταλλίου Ελευθερίας στον Πολ Μπρέμερ, αρχιτέκτονα της νεοφιλελεύθερης ανοικοδόμησης του ιρακι- νού κράτους, λέει πολλά για το τι υπερασπίζεται αυτό το τμήμα του κοι­νού των ΗΠΑ.

Οι απόλυτα λογικές αντιλήψεις του Ρούζβελτ ηχούν εξαιρετικά ρι­ζοσπαστικές με τα σημερινά κριτήρια, κάτι το οποίο εξηγεί πιθανώς γιατί δεν διατυπώνονται από το σημερινό Δημοκρατικό Κόμμα ως α­ντίστιξη στις στενές επιχειρηματικές αντιλήψεις περί ελευθερίας που εί­ναι τόσο αγαπητές στον Μπους. Το όραμα του Ρούζβελτ έχει εντυπω­

238

Η προοπτική της ελευθερίας

σιακή γενεαλογία στην ουμανιστική σκέψη. Επί παραδείγματι, ο Καρλ Μαρξ είχε υιοθετήσει την εξωφρενικά ριζοσπαστική άποψη ότι ένα ά­δειο στομάχι δεν ήταν πρόσφορο στην ελευθερία. «Το βασίλειο της ε­λευθερίας», έγραψε, «αρχίζει στην πραγματικότητα εκεί όπου παύει η εργασία να υπαγορεύεται από την ανάγκη και από εξωτερική σκοπιμό­τητα», προσθέτοντας, ως επίμετρο, ότι, συνεπώς, «βρίσκεται, από τη φύση του πράγματος, πέρα από τη σφαίρα της καθαυτό υλικής παρα­γωγής». Είχε κατανοήσει επαρκώς ότι δεν θα μπορούσαμε να απελευ­θερωθούμε ποτέ από τις μεταβολικές μας σχέσεις με τη φύση ή από τις μεταξύ μας κοινωνικές σχέσεις, αλλά θα μπορούσαμε τουλάχιστον να φιλοδοξούμε πως θα οικοδομήσουμε μια κοινωνική τάξη πραγμάτων στη οποία η ελεύθερη διερεύνηση των ικανοτήτων μας ως ατόμων και ως είδους θα γινόταν πραγματική δυνατότητα.4 Με το μαρξικό κριτή­ριο ελευθερίας και σχεδόν με το κριτήριο που διατύπωσε ο Άνταμ Σμιθ στο Theory o f Moral Sentiments, η νεοφιλελευθεροποίηση ασφαλώς θα θεωρούνταν μνημειώδης αποτυχία. Όσοι αφήνονται ή πετιούνται έξω από το σύστημα της αγοράς -ένα τεράστιο απόθεμα εμφανώς αναλώ­σιμων ανθρώπων, στερημένων κοινωνικής προστασίας και υποστηρι­κτικών κοινωνικών δομών- ελάχιστα μπορούν να περιμένουν πλην της φτώχειας, της πείνας, των ασθενειών και της απελπισίας. Η μόνη τους ελπίδα είναι κάπου να χωθούν μέσα στο σύστημα της αγοράς είτε ως μι- κροπαραγωγοί εμπορευμάτων, ως παράνομοι μικροπωλητές (πραγμά­των ή εργατικής δύναμης), ως μικρο-αρπακτικά που ζητιανεύουν, κλέ­βουν ή εξασφαλίζουν με τη βία κάποια ψίχουλα από το τραπέζι των πλούσιων, είτε ως συμμέτοχοι στο τεραστίων διαστάσεων παράνομο ε­μπόριο ναρκωτικών, όπλων, γυναικών ή οτιδήποτε άλλου παράνομου πράγματος για το οποίο υπάρχει ζήτηση. Αυτός είναι ο μαλθουσιανός κόσμος, που επιρρίπτει τη μομφή στα θύματά του, σε σημαίνοντα έργα όπως αυτό του πολιτικού συντάκτη Ρόμπερτ Κάπλαν για την «επερχό- μενη αναρχία».5 Ουδέποτε πέρασε από το μυαλό του Κάπλαν ότι η νεο- φιλελευθεροποίηση και η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης κοινωνικών πόρων και δικαιωμάτων σχετίζονται απόλυτα με τις συνθήκες τις οποίες περιγράφει. Ο απίστευτος αριθμός διαδηλώσεων που έχουν καταγρα­φεί εναντίον του ΔΝΤ, και ας μην αναφερθούμε στα κύματα εγκληματι­κότητας που σάρωσαν τη Νέα Υόρκη, την Πόλη του Μεξικού, το Γιο- χάνεσμπουργκ, το Μπουένος Άιρες και πολλές άλλες μεγάλες πόλεις ως παρεπόμενα της διαρθρωτικής προσαρμογής και της νεοφιλελεύθε­ρης μεταρρύθμισης, θα έπρεπε να του είχαν ανοίξει τα μάτια.6 Στο άλ­

239

Νεοφιλελευθερισμός

λο άκρο της κλίμακας του πλούτου, εκείνοι που έχουν ενσωματωθεί πλή­ρως στην ανελέητη λογική της αγοράς και των απαιτήσεών της θεω­ρούν ότι υπάρχει ελάχιστος χρόνος ή χώρος για να διερευνήσουν τις δυ­νατότητες χειραφέτησης εκτός αυτού που πλασάρεται ως «δημιουργική» περιπέτεια, ανάπαυση και θέαμα. Αφού είναι αναγκασμένοι να ζουν ως προσαρτήματα της αγοράς και της κεφαλαιακής συσσώρευσης παρά ως υπάρξεις που μπορούν να εκφράζονται, το βασίλειο της ελευθερίας συρρικνώνεται μπροστά στην τρομερή λογική και την απατηλή ένταση των αγοραίων σχέσεων.

Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούμε καλύτερα να κατανοήσουμε την εμφά­νιση των διαφόρων αντιπολιτευτικών ρευμάτων που, τόσο μέσα όσο και έξω από το σύστημα της αγοράς, είτε κραυγαλέα είτε σιωπηρά, απορ­ρίπτουν την ηθική της αγοράς και τις μεθόδους που επιβάλλει ο νεοφι­λελευθερισμός. Μέσα στις ΗΠΑ, επί παραδείγματι, υπάρχει ένα εξα- πλούμενο περιβαλλοντικό κίνημα που με σκληρή δουλειά προωθεί ε­ναλλακτικές απόψεις για το πώς να συνδέσουμε καλύτερα τα πολιτικά με τα οικολογικά προγράμματα. Υπάρχει επίσης ένα αναπτυσσόμενο α­ναρχικό κίνημα μεταξύ των νέων, μια πτέρυγα του οποίου -ο ι «πριμιτι- βιστές»- πιστεύει πως η μόνη ελπίδα για την ανθρωπότητα είναι να ε­πιστρέφει στο στάδιο των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που προηγήθηκε της εμφάνισης του πολιτισμού και, στην πραγματικότητα, να αρχίσει ξανά η εκτύλιξη της ανθρώπινης ιστορίας. Άλλοι, επηρεασμένοι από κι­νήματα όπως η αναρχική κολεκτίβα CrimeThink και συγγραφείς όπως ο Ντέρικ Τζένσεν, επιδιώκουν την αυτοκάθαρση από όλα τα ίχνη εν­σωμάτωσης στη λογική της καπιταλιστικής αγοράς.7 Άλλοι αναζητούν έναν κόσμο αμοιβαίας υποστήριξης μέσω, π.χ., της συγκρότησης τοπι­κών οικονομικών εμπορικών συστημάτων (ΤΟΕΣ) με τα δικά τους «το­πικά νομίσματα», ακόμη και στην καρδιά του νεοφιλελεύθερου καπι­ταλισμού. Ανθούν επίσης οι θρησκευτικές παραλλαγές αυτών των κο­σμικών τάσεων, από τις ΗΠΑ μέχρι τη Βραζιλία και την αγροτική Κί­να, όπου αναφέρεται πως οι θρησκευτικές αιρέσεις σχηματίζονται με εκπληκτικό ρυθμό.8 Και πολλοί τομείς της οργανωμένης θρησκείας, οι ευαγγελικοί χριστιανοί, οι Βαχαβίτες ισλαμιστές και μερικές παραλλα­γές του βουδισμού και του κομφουκιανισμού υποστηρίζουν μια θεώρη­ση που στρέφεται έντονα κατά της αγοράς και ιδίως κατά του νεοφιλε­λευθερισμού. Υπάρχουν ακόμη όλα εκείνα τα κοινωνικά κινήματα που αγωνίζονται εναντίον ειδικών πτυχών της νεοφιλελεύθερης πρακτικής, ιδίως της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης κοινωνικών πόρων και δι­

240

Η προοπτική της ελευθερίας

καιωμάτων, που είτε ανθίστανται στον αρπακτικό νεοφιλελευθερισμό (όπως το επαναστατικό κίνημα των Ζαπατίστας στο Μεξικό) είτε επι­διώκουν την πρόσβαση σε πόρους που μέχρι τώρα τους έχουν στερηθεί (όπως το κίνημα των ακτημόνων στη Βραζιλία ή εκείνοι που βρίσκο­νται επικεφαλής των καταλήψεων εργοστασίων στην Αργεντινή). Κε­ντροαριστεροί συνασπισμοί, που επικρίνουν ανοικτά τη νεοφιλελεύθε­ρη πολιτική, έχουν πάρει την πολιτική εξουσία και φαίνονται διατεθει­μένοι να βαθύνουν και να επεκτείνουν την επιρροή τους σε όλη τη Λα­τινική Αμερική. Η μη αναμενόμενη επιτυχία του Κόμματος του Κογκρέ­σου στην Ινδία, που επέστρεψε στην εξουσία με μια αριστερή εντολή, είναι μια ακόμη χαρακτηριστική περίπτωση. Υπάρχει αφθονία τεκμη­ρίων ότι μια εναλλακτική έναντι της νεοφιλελεύθερης πολιτικής είναι ε­πιθυμητή.9

Υπάρχουν επίσης σημάδια διαφωνίας μέσα στους κύκλους της κυ­ρίαρχης πολιτικής ως προς τη σύνεση των νεοφιλελεύθερων προτάσεων και συνταγών. Κάποιοι προηγουμένως ενθουσιώδεις οπαδοί (όπως οι οικονομολόγοι Τζέφρι Ζακς, Τζο Στίγκλιτς και Πολ Κρούγκμαν) και παράγοντες του χρηματιστικού κεφαλαίου (όπως ο Τζορτζ Σόρος) έ­χουν μεταστραφεί τώρα και ασκούν κριτική, προτείνοντας ακόμη ένα είδος επιστροφής σε ένα μετριοπαθή κεϊνσιανισμό ή σε μια πιο «θεσμι­κή» προσέγγιση για τη λύση των παγκόσμιων προβλημάτων - που κυ­μαίνεται από τις πιο βελτιωμένες ρυθμιστικές δομές μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης μέχρι την πιο άμεση εποπτεία των απερίσκεπτων κερ­δοσκοπικών δραστηριοτήτων των χρηματιστών.10 Τα τελευταία χρόνια, δεν υπήρξαν απλώς επίμονες εκκλήσεις αλλά και μείζονα σχεδιάσματα για τη μεταρρύθμιση της παγκόσμιας διακυβέρνησης.11 Επίσης αναβίω­σε το ακαδημαϊκό και θεσμικό ενδιαφέρον για μια κοσμοπολίτικη ηθι­κή («η ηθική βλάβη του ενός είναι ηθική βλάβη για όλους») ως βάση για την παγκόσμια διακυβέρνηση και όσο προβληματικός κι αν είναι ο απλουστευτικός οικουμενισμός της, δεν στερείται εντελώς αξίας.12 Σε αυτό ακριβώς το πνεύμα συναντιόνται περιοδικά οι επικεφαλής κρατών, όπως οι 189 εξ αυτών στη Σύνοδο Κορυφής της Χιλιετίας το 2000, για να υπογράψουν ευσεβείς διακηρύξεις των συλλογικών δεσμεύσεών τους να εξαλείψουν τη φτώχεια, τον αναλφαβητισμό και τις ασθένειες αυθωρεί και παραχρήμα. Όμως, οι δεσμεύσεις για την εξάλειψη του αναλφαβη­τισμού, π.χ., ηχούν κενές συγκρινόμενες με τις ουσιαστικές και συνεχείς μειώσεις της αναλογίας του εθνικού προϊόντος που παραχωρείται στη δημόσια εκπαίδευση σχεδόν σε όλο τον νεοφιλελεύθερο κόσμο.

241

Νεοφιλελευθερισμός

Τέτοιοι σκοποί δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς να αμφι­σβητηθούν οι ουσιαστικές βάσεις της εξουσίας επί της οποίας έχει οι- κοδομηθεί ο νεοφιλελευθερισμός και στην οποία έχουν τόσο αφειδώς συμβάλει οι διαδικασίες νεοφιλελευθεροποίησης. Αυτό δεν σημαίνει μό­νο ότι θα πρέπει να αντιστραφεί η τάση απόσυρσης του κράτους από την κοινωνική πρόνοια, αλλά ότι θα πρέπει να υπάρξει αντιπαράθεση με τις κυριαρχικές δυνάμεις του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο Κέινς πε- ριφρονούσε τους «τοκομεριδιούχους» που ζούσαν παρασιτικά από με­ρίσματα και τόκους και ευελπιστούσε σε αυτό που ονόμαζε «ευθανασία του ραντιέρη», ως αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για την επίτευξη κά­ποιου μίνιμουμ οικονομικής δικαιοσύνης, αλλά και για την αποφυγή της καταστροφικής μανίας εκείνων των περιοδικών κρίσεων στις οποίες ή­ταν επιρρεπής ο καπιταλισμός. Η αξία του κεϊνσιανού συμβιβασμού και του εμπεδωμένου φιλελευθερισμού, που οικοδομήθηκε μετά το 1945, ή­ταν ότι διήνυσε κάποια απόσταση προς την πραγμάτωση αυτών των στόχων. Η νεοφιλελευθεροποίηση, αντιθέτως, με την έλευσή της καθα­γίασε το ρόλο του ραντιέρη, τις φορολογικές περικοπές για τους πλού­σιους, τα προνομιούχα μερίσματα και τα οφέλη της κερδοσκοπίας επί μισθών και ημερομισθίων και εξαπέλυσε αναρίθμητες, αν και γεωγρα­φικά περιορισμένες, κρίσεις με καταστρεπτικά αποτελέσματα για την απασχόληση και τις τύχες της ανθρώπινης ζωής, στη μια χώρα μετά την άλλη. Ο μόνος τρόπος να λάβουν σάρκα και οστά οι ευσεβείς στόχοι εί­ναι να υπάρξει αντιπαράθεση με τις εξουσίες του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και να μειωθούν τα ταξικά προνόμια που έχουν οικοδομη- θεί πάνω σ’ αυτές. Δεν υπάρχει πουθενά όμως κάποιο σημάδι μεταξύ των ισχυρών που να δείχνει ότι προτίθενται να πράξουν κάτι ανάλογο.

Ωστόσο, όσον αφορά την επιστροφή στον κεϊνσιανισμό, η κυβέρνη­ση Μπους, όπως επισήμανα προηγουμένως, έχει ξεπεράσει τους πά- ντες, όντας έτοιμη να επιτρέψει την αύξηση των ομοσπονδιακών ελ­λειμμάτων να επεκτείνεται ατέρμονα στο μέλλον. Σε αντίθεση με τις πα­ραδοσιακές κεϊνσιανές προδιαγραφές, όμως, οι αναδιανομές στην προ­κειμένη περίπτωση πραγματοποιούνται προς τα επάνω, προς τις μεγά­λες εταιρείες, τους πλούσιους διευθυντές τους και τους οικονομικούς/ νομικούς συμβούλους τους εις βάρος των φτωχών, των μεσαίων τάξεων, ακόμη και των απλών μετόχων (συμπεριλαμβανομένων των συνταξιο- δοτικών ταμείων), για να μην αναφερθούμε στις μελλοντικές γενιές. Το γεγονός όμως ότι από τον παραδοσιακό κεϊνσιανισμό μπορούν να α- φαιρεθούν στοιχεία και να στηθεί με το κεφάλι προς τα κάτω μ’ αυτό

242

Η προοπτική της ελευθερίας

τον τρόπο δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Διότι, όπως ήδη έχω δείξει, υ­πάρχει αφθονία στοιχείων που φανερώνουν ότι η νεοφιλελεύθερη θεω­ρία και ρητορική (ιδίως η πολιτική ρητορική περί αυτονομίας και ελευ­θερίας) έχει επίσης λειτουργήσει πρωτίστως ως συγκάλυψη των μεθό­δων διατήρησης, ανασυγκρότησης και παλινόρθωσης της ταξικής ι­σχύος της ελίτ. Συνεπώς, η διερεύνηση εναλλακτικών λύσεων πρέπει να κινηθεί εκτός των πλαισίων αναφοράς που ορίζονται από αυτή την τα­ξική εξουσία και από την ηθική της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα θα πατά σταθερά στις πραγματικότητες της εποχής και του τόπου μας. Οι πραγ­ματικότητες αυτές φανερώνουν την πιθανότητα μιας μείζονος κρίσης στην ενδοχώρα της ίδιας της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ;

Οι εσωτερικές οικονομικές και πολιτικές αντιφάσεις της νεοφιλελευθε- ροποίησης είναι αδύνατον να αναχαιτιστούν, παρά μόνο μέσω οικονο­μικών κρίσεων. Μέχρι στιγμής έχουν αποδειχθεί καταστροφικές τοπι­κά, αλλά διαχειρίσιμες σε παγκόσμιο επίπεδο. Η δυνατότητα διαχείρι­σής τους στηρίζεται βεβαίως στην ουσιαστική απόκλιση από τη νεοφι­λελεύθερη θεωρία. Το απλό γεγονός ότι οι δύο κινητήριες δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας -ο ι ΗΠΑ και η Κίνα- χρηματοδοτούν αφειδώς το έλλειμμα ασφαλώς και είναι ένα εντυπωσιακό σημάδι ότι ο νεοφιλε­λευθερισμός έχει προβλήματα, εάν δεν πνέει τα λοίσθια ως βιώσιμος θεω­ρητικός οδηγός για τη διασφάλιση της μελλοντικής συσσώρευσης κε­φαλαίου. Αυτό δεν τον εμποδίζει να συνεχίζει να ανταπτύσσεται ως ρη­τορική, προκειμένου να στηρίξει την πορεία παλινόρθωσης/δημιουρ- γίας της ταξικής ισχύος των ελίτ. Όταν, όμως, οι ανισότητες πλούτου και εισοδήματος φθάνουν σε ένα σημείο -όπω ς συμβαίνει σήμερα- κο­ντινό σε εκείνο που προηγήθηκε του κραχ του 1929, τότε οι οικονομικές ανισορροπίες αποκτούν τόσο χρόνιο χαρακτήρα, ώστε εγκυμονούν τον κίνδυνο δημιουργίας διαρθρωτικής κρίσης. Δυστυχώς, τα καθεστώτα συσσώρευσης σπανίως διαλύονται ειρηνικά, εάν ποτέ διαλυθούν δηλα­δή. Ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός αναδύθηκε από τις στάχτες του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και της Μεγάλης Ύφεσης. Η νεοφιλε­λεύθερη πολιτική γεννήθηκε, εν μέσω της κρίσης συσσώρευσης της δε­καετίας του 1970, από τη μήτρα ενός εμπεδωμένου φιλελευθερισμού που είχε φθάσει στο τέλος του αρκετά βίαια, ώστε να δικαιολογεί την

243

Νεοφιλελευθερισμός

παρατήρηση του Καρλ Μαρξ ότι η βία είναι, απαρέγκλιτα, η μαμή της ιστορίας. Σήμερα εμφανίζεται στις ΗΠΑ η αυταρχική επιλογή του νεο- συντηρητισμού. Η βίαιη επίθεση στο Ιράκ στο εξωτερικό και οι πολιτι­κές εγκλεισμού στις φυλακές στο εσωτερικό σηματοδοτούν την καινούρ­για αποφασιστικότητα της άρχουσας ελίτ των ΗΠΑ να επαναπροσδιο­ρίσει την παγκόσμια και εγχώρια τάξη πραγμάτων προς όφελος της. Επιβάλλεται, συνεπώς, να εξετάσουμε πολύ προσεκτικά εάν και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να εκτυλιχθεί μια κρίση του νεοφιλελεύθερου κα­θεστώτος.

Οι οικονομικές κρίσεις, που συχνά προηγήθηκαν της αρπακτικής ε­πιδρομής πιο ισχυρών οικονομικών δυνάμεων εις βάρος των οικονο­μιών ολόκληρων χωρών, ήταν συνήθως η χαρακτηριστική εκδήλωση χρόνιων οικονομικών ανισορροπιών. Τα τυπικά γνωρίσματα είναι τα υ­περβολικά και ανεξέλεγκτα εσωτερικά ελλείμματα προϋπολογισμού, η κρίση του ισοζυγίου πληρωμών, η ταχεία υποτίμηση του νομίσματος, οι ασταθείς αποτιμήσεις των εσωτερικών περιουσιακών στοιχείων (π.χ., στις κτηματαγορές και τις χρηματοπιστωτικές αγορές), ο αυξανόμενος πληθωρισμός, η αυξανόμενη ανεργία με πτώση των ημερομισθίων και η φυγή κεφαλαίων. Εξ αυτών των επτά βασικών δεικτών οι ΗΠΑ δια- κρίνονται, κατά την τρέχουσα περίοδο, στους τρεις πρώτους που κυ­μαίνονται σε ψηλά επίπεδα, και υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για τον τέταρτο. Η τρέχουσα «ανάκαμψη χωρίς θέσεις εργασίας» και τα στάσι­μα ημερομίσθια υποδεικνύουν την εμφάνιση των πρώτων προβλημά­των όσον αφορά τον έκτο δείκτη. Έ να τέτοιο μείγμα δεικτών σε κάποια άλλη χώρα θα υπαγόρευε, σχεδόν μετά βεβαιότητας, επέμβαση του ΔΝΤ (και οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ, καθώς και οι δύο πρώην διοικη­τές της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ Βόλκερ και Γκρίνσπαν παρα- πονούνται ανοικτά ότι οι οικονομικές ανισορροπίες μέσα στις ΗΠΑ α­πειλούν την παγκόσμια σταθερότητα).13 Αλλά εφόσον οι ΗΠΑ κυριαρ­χούν στο ΔΝΤ, αυτό δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από το ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αυτοπειθαρχηθούν, κάτι μάλλον απίθανο. Το μέγα ε­ρώτημα είναι: θα επιβάλουν οι παγκόσμιες αγορές πειθαρχία (όπως θα έπρεπε, βάσει της νεοφιλελεύθερης θεωρίας) και εάν ναι πώς και με ποια αποτελέσματα;

Είναι αδιανόητο αλλά όχι αδύνατο να γίνουν οι ΗΠΑ σαν την Αρ­γεντινή του 2001 μέσα σε μια νύχτα. Ωστόσο, οι συνέπειες θα ήταν κα­ταστροφικές όχι μόνο στην ίδια τη χώρα αλλά και στον παγκόσμιο κα­πιταλισμό. Εφόσον σχεδόν ο καθένας που ανήκει στην καπιταλιστική

244

Η προοπτική της ελευθερίας

τάξη και τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη της, σ’ όλο τον κόσμο, έχουν πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος, ο υπόλοιπος κόσμος είναι προς το παρόν πρόθυμος (με το ζόρι σε ορισμένες περιπτώσεις) να συνεχίσει να υποστηρίζει την οικονομία των ΗΠΑ με επαρκείς πιστώσεις, ώστε να εξακολουθήσουν τη σπατάλη τους. Ωστόσο, οι ροές του ιδιωτικού κεφαλαίου προς τις ΗΠΑ έχουν μειωθεί σοβαρά (εκτός από την αγορά φθηνών τίτλων λόγω της πτώσης της τιμής του δολαρίου) και έτσι η America Inc. (εταιρική Αμερική) περιέρχεται όλο και περισσότερο στην κατοχή των κεντρικών τραπεζιτών του κόσμου - ιδίως της Ιαπωνίας και της Κίνας. Για τις οικονομίες αυτών των χωρών θα ήταν καταστρο­φικό να αποσύρουν την οικονομική υποστήριξη προς τις ΗΠΑ, αφού η αμερικανική αγορά εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη για τις εξαγω­γές τους. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει όριο στη λειτουργία αυτού του συ­στήματος. Ή δη το ένα τρίτο των τίτλων της Γουόλ Στριτ και σχεδόν το ήμισυ των ομολόγων του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ βρίσκεται στα χέρια ξένων, τα δε μερίσματα και οι τόκοι που εκρέουν προς τους ξένους κατόχους χονδρικά ισοδυναμούν πλέον, εάν δεν τον υπερβαί­νουν, με το φόρο υποτέλειας που αποσπούν οι εταιρείες και οι χρημα­τοπιστωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ από το εξωτερικό. (Σχήμα 7.1) Αυ­τή η ισορροπία οφελών θα καθίσταται όλο και πιο αρνητική όσο πε­ρισσότερο δανείζονται οι ΗΠΑ και σήμερα τα εξωτερικά δάνειά τους τρέχουν με ρυθμό που προσεγγίζει τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια την η­μέρα. Ακόμη, εάν αυξηθούν τα επιτόκια σας ΗΠΑ (και πρέπει να αυ­ξηθούν σε κάποιο σημείο), τότε αρχίζει να διαφαίνεται ως πραγματικό πρόβλημα αυτό που συνέβη στο Μεξικό το 1979 μετά την αύξηση των ε­πιτοκίων επί Βόλκερ. Σύντομα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πληρώνουν για την εξυπηρέτηση του χρέους τους στον υπόλοιπο κόσμο πολύ πε­ρισσότερα από όσα εισρέουν στη χώρα.14 Τούτη η απόσπαση πλούτου από τις ΗΠΑ δεν θα είναι ευπρόσδεκτη στο εσωτερικό της χώρας. Θα έπρεπε να σταματήσουν οι συνεχείς αυξήσεις του χρηματοδοτούμενου από το έλλειμμα καταναλωτισμού, που αποτελούν το θεμέλιο της κοι­νωνικής ειρήνης στις ΗΠΑ, από το 1945 και εξής.

Η κυβέρνηση Μπους δεν φαίνεται να ανησυχεί με τις ανισορροπίες αυτές, αν κρίνουμε τα πράγματα από τις υπεροπτικές δηλώσεις ότι το έλλειμμα των τρεχόντων λογαριασμών, εάν καν συνιστά πρόβλημα, μπο­ρεί εύκολα να αντιμετωπιστεί με το να αγοράζουν οι άνθρωποι προϊό­ντα που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ (σαν να ήταν εύκολα διαθέσιμα αυτά τα προϊόντα και αρκετά φθηνά και σαν να μην έχουν τα κατ’ ό-

245

Νεοφιλελευθερισμός

1950 I960 1970 1980 1990 2000----- Εισόδημα που έλαβαν από τον υπόλοιπο κόσμο----- Εισόδημα που πλήρωσαν στον υπόλοιπο κόσμο----- Καθαρό εισόδημα που έλαβαν από τον υπόλοιπο κόσμο

----- Συμμετοχές των ΗΠΑ στο εξωτερικό....... Ξένες συμμετοχές στις ΗΠΑ----- Καθαρές ξένες συμμετοχές

ΣΧΗΜΑ 7.1 Η επιδεινούμενη θέση των ΗΠΑ στις παγκόσμιες ροές κεφαλαίου και ι­διοκτησίας, 1960-2002: εισροή και εκροή επενδύσεων στις ΗΠΑ (πάνω ) και μεταβο­λή στα μερίδια ξένης ιδιοκτησίας (κάτω)

ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, «The Economics of US Imperialism».

246

Η προοπτική της ελευθερίας

νομα κατασκευαζόμενα στις ΗΠΑ αγαθά πιο μεγάλη συνιστώσα εισ­ροής από το εξωτερικό). Εάν όντως συνέβαινε κάτι τέτοιο, η εταιρεία Wal-Mart θα έπρεπε να κλείσει. Ο Μπους λέει ότι το έλλειμμα του προϋ­πολογισμού μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα χωρίς την αύξηση των φόρων, με τον περιορισμό των εγχώριων προγραμμάτων (σαν να έχουν απομείνει κάποια μείζονα προγράμματα για να κατεδαφιστούν). Η πα­ρατήρηση του αντιπροέδρου Τσένι ότι ο «Ρέιγκαν μας δίδαξε ότι τα ελ­λείμματα του προϋπολογισμού δεν έχουν σημασία» είναι πολύ ανησυ­χητική, διότι ο Ρέιγκαν μας δίδαξε επίσης ότι η διατήρηση ελλειμμάτων είναι επίσης ένας τρόπος εξαναγκασμού προς τη μείωση των δημοσίων δαπανών και ότι η επίθεση στο βιοτικό επίπεδο της μάζας του πληθυ­σμού με ταυτόχρονη αύξηση των εισοδημάτων των πλουσίων μπορεί να επιτευχθεί, κατά τον καλύτερο τρόπο, εν μέσω οικονομικής αναταρα­χής και κρίσης. Εάν, ακόμη, θέσουμε το γενικό ερώτημα «Ποιος έχει ω­φεληθεί πραγματικά από τις πολυάριθμες χρηματοπιστωτικές κρίσεις που πλήττουν διαδοχικά τη μια χώρα μετά την άλλη κατά κύματα κα­ταστροφικών αποπληθωρισμών, πληθωρισμών, φυγής κεφαλαίων και διαρθρωτικών προσαρμογών από τη δεκαετία του 1970», γίνεται ακόμη πιο εύκολα κατανοητή η ελλιπής προσπάθεια της σημερινής κυβέρνη­σης των ΗΠΑ να αποφύγει μια δημοσιονομική κρίση, παρά τα προει­δοποιητικά σημάδια. Μετά από ένα οικονομικό κραχ, η άρχουσα ελίτ μπορεί να ελπίζει ότι θα αναδειχθεί ακόμη πιο δυνατή από πριν.

Πιθανώς να δύναται η οικονομία των ΗΠΑ να χειριστεί επιδέξια τις τρέχουσες ανισορροπίες (όπως κατάφερε να το κάνει μετά το 1945) και να βρει διεξόδους από τα προβλήματα που προκαλεί στον εαυτό της. Υ­πάρχουν κάποιες ασθενείς ενδείξεις ότι στρέφεται προς αυτή την κα­τεύθυνση. Ωστόσο, η τρέχουσα πολιτική φαίνεται να βασίζεται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στην αρχή Μικόμπερ,* δηλαδή στην αρχή της αθεράπευτης αισιοδοξίας ότι τελικά όλα θα πάνε καλά. Στο κάτω- κάτω οι επικεφαλής πολλών αμερικανικών εταιρειών κατάφερναν να ζουν στον φανταστικό τους κόσμο, ενώ σωριάζονταν σε ερείπια μπρο­στά στα μάτια τους φαινομενικά άτρωτες επιχειρήσεις όπως η Enron. Αυτή θα μπορούσε να ’ναι και η μοίρα της εταιρικής Αμερικής και οι φαντασιόπληκτες δηλώσεις της σημερινής ηγεσίας θα έπρεπε να προ­

* Από τον ομώνυμο χαρακτήρα στο Ντέφιντ Κόπερφιλντ, του Καρόλου Ντίκενς. (Σ.Τ.Μ.)

247

Νεοφιλελευθερισμός

βληματίσουν όποιον νοιάζεται για τα συμφέροντα της χώρας. Θα μπο­ρούσε επίσης να ισχύει ότι η άρχουσα ελίτ των ΗΠΑ υπολογίζει ότι μπορεί να επιβιώσει από μια παγκόσμια δημοσιονομική κρίση με πλή­ρεις τις δυνάμεις της και να χρησιμοποιήσει την κρίση για να ολοκλη­ρώσει το πρόγραμμά της της ολοκληρωτικής κυριαρχίας μέσα στη χώ­ρα. Ωστόσο, ένας τέτοιος υπολογισμός ίσως αποδεικνυόταν μνημειώ­δες λάθος. Διότι το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η επίσπευση της μετα­βίβασης της ηγεμονίας σε κάποια άλλη περιφερειακή οικονομία (πιθα­νότερα κάποια που έχει τη βάση της στην Ασία), με ταυτόχρονη υπο­νόμευση της ικανότητας της άρχουσας ελίτ να κυριαρχεί τόσο μέσα στη χώρα όσο και στο εξωτερικό.

Το πιο άμεσο ερώτημα αφορά τι είδους κρίση θα εξυπηρετούσε κα­λύτερα τις ΗΠΑ, προκειμένου να επιλύσουν τα προβλήματα της τρέ­χουσας κατάστασής τους, εφόσον μια τέτοια επιλογή υπάρχει πράγμα­τι στη σφαίρα των πολιτικών δυνατοτήτων. Η παρουσίαση αυτών των δυνατοτήτων είναι σημαντική, προκειμένου να υπενθυμίσουμε ότι οι ΗΠΑ δεν υπήρξαν απρόσβλητες στις οικονομικές δυσκολίες που προέ- κυψαν τα τελευταία είκοσι χρόνια. Το χρηματιστηριακό κραχ του 1987 μείωσε κατά 30% περίπου τις αξίες των τίτλων και στο ναδίρ της ύφε­σης που ακολούθησε το κραχ έσκασε η φούσκα της νέας οικονομίας, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, και χάθηκαν περισσότερα από 8 τρι­σεκατομμύρια δολάρια σε χρεόγραφα, πριν σημειωθεί ανάκαμψη στα προηγούμενα επίπεδα. Οι χρεοκοπίες των Συνεταιρισμών Αποταμιεύ­σεων και Δανείων (Στεγαστικών Ταμιευτηρίων) το 1987 κόστισαν σχε­δόν 200 δισεκατομμύρια δολάρια, αυτό ήταν το τίμημα της θεραπείας, και εκείνο το ίδιο έτος τα πράγματα χειροτέρεψαν τόσο ώστε ο Γουί- λιαμ Άισαακς, διοικητής του Κρατικού Ασφαλιστικού Οργανισμού των ΗΠΑ, προειδοποίησε ότι οι «ΗΠΑ μπορεί να κινηθούν προς την εθνι­κοποίηση των τραπεζικών εργασιών». Και οι τεράστιες πτωχεύσεις του Long Term Capital Management, της Κομητείας Όραντζ και άλλων που κερδοσκόπησαν και έχασαν ακολουθήθηκαν από την κατάρρευση αρκετών μεγάλων εταιρειών στα 2001-2002 εν μέσω εκπληκτικών λογι­στικών παραπτωμάτων που δεν κόστισαν μόνο ακριβά στο δημόσιο, αλλά έδειξαν επίσης πόσο εύθραυστη και πλασματική έχει γίνει η νεο­φιλελεύθερη χρηματοοικονομία. Βεβαίως, η τρωτότητα δεν περιορί­στηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι περισσότερες χώρες, και η Κίνα, α­ντιμετωπίζουν χρηματοοικονομική αστάθεια και αβεβαιότητα. Π.χ., το χρέος του αναπτυσσόμενου κόσμου αυξήθηκε «από 850 δισεκατομμύ­

248

Η προοπτική της ελευθερίας

ρια δολάρια το 1980 σε 2,4 τρισεκατομμύρια το 2002 και το μεγαλύτερο μέρος του δεν είναι δυνατόν να πληρωθεί. Το 2002 σημειώθηκε καθαρή εκροή 340 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την εξυπηρέτησή του, σε σύ­γκριση με την προς ξένους αναπτυξιακή βοήθεια που ισούται με 37 δι­σεκατομμύρια δολάρια».15 Σε ορισμένες περιπτώσεις, η εξυπηρέτηση του χρέους υπερβαίνει τα εισοδήματα από το εξωτερικό και ευλόγως κά­ποιες χώρες, όπως η Αργεντινή, επιδεικνύουν ουσιαστική άρνηση εκ­πλήρωσης των υποχρεώσεών τους έναντι των πιστωτών τους.

Ας εξετάσουμε λοιπόν τα δύο χειρότερα σενάρια από την άποψη των ΗΠΑ. Μια σύντομη έκρηξη υπερπληθωρισμού θα έδινε τη δυνατό­τητα εξάλειψης των εκκρεμών διεθνών και καταναλωτικών χρεών. Ου­σιαστικά οι ΗΠΑ θα αποπλήρωναν τα χρέη τους προς την Ιαπωνία, την Κίνα και άλλους με εντελώς υποτιμημένα δολάρια. Μια τέτοια πληθω­ριστική κατάσχεση δεν θα ήταν ευπρόσδεκτη από τον υπόλοιπο κόσμο (αν και ελάχιστα θα μπορούσε να κάνει γι’ αυτήν, αφού η αποστολή κανονιοφόρων στον Πότομακ δεν είναι εφικτή επιλογή). Ο υπερ-πλη- θωρισμός θα κατέστρεφε επίσης τις αποταμιεύσεις, τις συντάξεις και πολλά άλλα στις ίδιες τις ΗΠΑ. Η συνέπειά του θα ήταν η αντιστροφή της μονεταριστικής γραμμής που ακολουθούσαν γενικά ο Βόλκερ και ο Γκρΐνσπαν. Όμως, με την παραμικρή ένδειξη μιας τέτοιας απομάκρυν­σης από το μονεταρισμό (στην πραγματικότητα με την αναγγελία του θανάτου του νεοφιλελευθερισμού), οι κεντρικοί τραπεζίτες όπου γης, σχεδόν μετά βεβαιότητας, θα διενεργούσαν βεβιασμένες αναλήψεις δο­λαρίων και έτσι θα επιτάχυναν πρόωρα μια κρίση φυγής κεφαλαίων που δεν θα μπορούσαν να τη χειριστούν μόνα τους τα χρηματοπιστωτι­κά ιδρύματα των ΗΠΑ. Το αμερικανικό δολάριο θα έχανε πλήρως την αξιοπιστία του ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και όλα τα μελλο­ντικά οφέλη (π.χ., έκδοση χαρτονομίσματος - το εκδοτικό προνόμιο) που έχει μια κυρίαρχη οικονομική δύναμη. Αυτή την ευθύνη θα την α­ναλάμβανε είτε η Ευρώπη είτε η Ανατολική Ασία ή και οι δύο (ήδη οι κεντρικοί τραπεζίτες σ’ όλο τον κόσμο δείχνουν κάποια προτίμηση να διατηρούν τα υπόλοιπά τους σε ευρώ). Στις επιλογές συγκαταλέγεται και μια πιο μέτρια επάνοδος στον πληθωρισμό, διότι υπάρχει αφθονία τεκμηρίων ότι ο πληθωρισμός δεν είναι καθόλου το εγγενές κακό που περιγράφουν οι μονεταριστές και ότι κάποια μέτρια χαλάρωση των μο- νεταριστικών στόχων (όπως έδειξε η Θάτσερ στις πιο πραγματιστικές φάσεις την πορείας της προς τη νεοφιλελευθεροποίηση) θα είναι απο­τελεσματική.

249

Νεοφιλελευθερισμός

Η άλλη επιλογή για τις ΗΠΑ είναι να αποδεχθούν μια μακρόσυρτη περίοδο αποπληθωρισμού του είδους που βιώνει η Ιαπωνία από το 1989. Αυτό θα δημιουργούσε σοβαρά παγκόσμια προβλήματα, εκτός εάν άλ­λες οικονομίες -με την Κίνα, ίσως σε συνδυασμό με την Ινδία, προφα­νώς στην πρωτοπορία- μπορέσουν να αναζωογονήσουν τον πεσμένο δυναμισμό του συστήματος. Ό πως, όμως, έχουμε διαπιστώσει, η εναλ­λακτική της Κίνας είναι βαθιά προβληματική εξαιτίας οικονομικών και πολιτικών λόγων. Οι εσωτερικές ανισορροπίες στην Κίνα είναι σοβαρές και έχουν κυρίως τη μορφή της υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότη­τας - τα πάντα είναι πολλά, από τα αεροδρόμια μέχρι τα εργοστάσια αυτοκινήτων. Τούτη η υπερβολική ικανότητα θα γινόταν ακόμη πιο έ­ντονη στην περίπτωση κάποιας παρατεταμένης στασιμότητας στις αγο­ρές καταναλωτικών προϊόντων των ΗΠΑ. Το εκκρεμές χρέος στην Κί­να (με τη μορφή των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων), από την άλλη, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο τόσο ογκώδες όσο αυτό στις ΗΠΑ. Οι κίνδυνοι στην περίπτωση της Κίνας είναι εξίσου πολιτικοί ό­σο και οικονομικοί. Ωστόσο, ο μεγάλος δυναμισμός του συμπλέγματος των ασιατικών οικονομιών μπορεί να επαρκεί για την προώθηση της συσσώρευσης κεφαλαίου επί αρκετό χρόνο στο μέλλον, αν και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχει εξαιρετικά καταστροφικές επιπτώσεις στην ποιότητα του περιβάλλοντος, καθώς και στην παραδοσιακή θέση των ΗΠΑ ως της ισχυρότερης χώρας στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Το αν οι ΗΠΑ θα παραδώσουν πειθήνια την ηγεμονία τους παραμένει ένα ανοικτό ερώτημα. Υπάρχει σχεδόν η βεβαιότητα ότι θα διατηρήσουν τη στρατιωτική τους κυριαρχία, ακόμη κι αν συρρικνωθεί ο κυριαρχικός τους ρόλος σε κάθε άλλη σημαντική πτυχή της πολιτικο-οικονομικής ι­σχύος. Το εάν θα επιδιώξουν να χρησιμοποιήσουν τη στρατιωτική τους υπεροχή, όπως έκαναν στο Ιράκ, για πολιτικούς και οικονομικούς σκο­πούς θα εξαρτηθεί καίρια από την εσωτερική δυναμική στην ίδια τη χώρα.

ΓLa τις ΗΠΑ, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αφομοιώσουν εσωτε­ρικά τον μακρόσυρτο αποπληθωρισμό. Εάν λυθούν τα προβλήματα χρέους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των χρηματοπιστωτικών ι­δρυμάτων χωρίς να απειληθεί ο πλούτος των ανώτερων τάξεων, τότε ο «αποπληθωρισμός σε βαθμό κατάσχεσης» (που είναι πλήρως ασύμβα­τος με το νεοφιλελευθερισμό) του είδους που έζησε η Αργεντινή (ίχνη του οποίου θα μπορούσαν να διαπιστωθούν στην κρίση των Στεγαστι­κών Ταμιευτηρίων των ΗΠΑ, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν πολ­

250

Η προοπτική της ελευθερίας

λοί καταθέτες δεν είχαν πρόσβαση στα χρήματά τους) θα είναι η μόνη δυνατή επιλογή. Πιθανώς τα πρώτα θύματα μιας τέτοιας επιλογής θα εί­ναι σημαντικά δημόσια προγράμματα που υφίστανται ακόμη (η Κοινω­νική Ασφάλιση και η Ιατρική Περίθαλψη των απόρων ηλικιωμένων), τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων (ακινήτων και αποταμιεύσεων ιδίως), και υπ’ αυτές τις συνθήκες η συ­ναίνεση της κοινής γνώμης θα αρχίσει, σχεδόν σίγουρα, να αποσυντίθε­ται. Συνεπώς, το μείζον ερώτημα αφορά την έκταση και την ανοικτή εκ­δήλωση της δυσαρέσκειας και το πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.

Έτσι, ως μια δυνητική λύση εμφανίζεται η ενδυνάμωση του νεοσυ- ντηρητικού αυταρχισμού. Στο Κεφάλαιο 3 υποστηρίζω ότι ο νεοσυντη- ρητισμός στηρίζει τη νεοφιλελεύθερη παρόρμηση προς τη δημιουργία ασύμμετρων ελευθεριών της αγοράς, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει τις αντιδημοκρατικές τάσεις του νεοφιλελευθερισμού μέσω της στροφής προς αυταρχικά, ιεραρχικά ακόμη και μιλιταριστικά μέσα διατήρησης του νόμου και της τάξης. Στο βιβλίο Ο νέος ιμπεριαλισμός εξέτασα τη θέση της Χάνα Άρεντ ότι η εξωτερική και εσωτερική στρατιωτικοποίη- ση αναπόφευκτα συμβαδίζουν και συμπέρανα ότι ο διεθνής τυχοδιω­κτισμός των νεοσυντηρητικών, που ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιου σχεδιασμού και νομιμοποιήθηκε μετά τις επιθέσεις της 11/9, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την άσκηση εσωτερικού ελέγχου επί ενός κατα­κερματισμένου και πολυδιχασμένου πολιτικού σώματος στις ΗΠΑ, ό­πως και με μια γεωπολιτική στρατηγική διατήρησης της παγκόσμιας η­γεμονίας, μέσω του ελέγχου των πετρελαϊκών πόρων. Ο φόβος και η α­νασφάλεια, τόσο μέσα στη χώρα όσο και στο εξωτερικό, ήταν πολύ εύ­κολο να αξιοποιηθούν για πολιτικούς σκοπούς - κάτι που έγινε και μά­λιστα επιτυχώς, όταν ήρθε η ώρα της επανεκλογής.16

Ωστόσο, οι νεοσυντηρητικοί διατρανώνουν και έναν υψηλότερο η­θικό σκοπό, στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται η επίκληση στον εθνι­κισμό, ο οποίος είχε επί μακράν, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 3, μια τε­ταμένη σχέση με τη νεοφιλελευθεροποίηση. Ο αμερικανικός εθνικισμός έχει, όμως, διττό χαρακτήρα. Από τη μια πλευρά θεωρεί δεδομένο ότι το εκ Θεού (η επίκληση της θρησκείας είναι σκόπιμη) έκδηλο πεπρω­μένο των ΗΠΑ είναι να γίνουν η μεγαλύτερη δύναμη στη γη (αν όχι η πρώτη χώρα σε όλα, από το μπέιζμπολ μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώ­νες) και ότι, ως φάρος της ελευθερίας, της αυτονομίας και της προόδου, ήταν και εξακολουθούν να είναι η χώρα που τη θαυμάζει όλος ο κόσμος και τη θεωρεί άξια μίμησης. Λέγεται ότι όλοι θέλουν είτε να ζουν στις

251

ΗΠΑ είτε να είναι σαν τις ΗΠΑ. Έτσι η χώρα δίνει δωρεάν, καλοπρο­αίρετα και γενναιόδωρα, τους πόρους, τις αξίες και την κουλτούρα της στον υπόλοιπο κόσμο, με σκοπό να προσφέρει σε απαξάπαντες το δώ­ρο της αμερικανοποίησης και των αμερικανικών αξιών. Όμως, από την άλλη, ο αμερικανικός εθνικισμός έχει και μια πιο σκοτεινή πλευρά όπου κυριαρχεί η παράνοια για τις φοβερές απειλές από εχθρούς και διαβο­λικές δυνάμεις που θα πλήξουν εκ των έξω τη χώρα. Φόβος για τους ξέ­νους και τους μετανάστες, τους ξένους ταραξίες και σήμερα, βεβαίως, τους «τρομοκράτες». Αυτό οδηγεί εσωτερικά στο αμυντικό κλείσιμο και στη συρρίκνωση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως δείχνουν τα επεισόδια της δίωξης των αναρχικών τη δεκαετία του 1920, ο μακαρθισμός, τη δεκαετία του 1950, εναντίον των κομουνιστών και των συμπαθούντων, το παρανοϊκό στιλ του Ρίτσαρντ Νίξον έναντι των αντιπάλων του κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ και, από τις 11/9, η τάση να χαρακτηρίζονται όλοι οι επικριτές της κυβερνητικής πολιτικής ως α­ρωγοί και υποθάλποντες τον εχθρό. Αυτό το είδος του εθνικισμού εύ­κολα συγχωνεύεται με το ρατσισμό (σήμερα έναντι των Αράβων ιδίως), τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών (Πατριωτικός Νόμος), την πάταξη της ελευθεροτυπίας (φυλάκιση δημοσιογράφων που δεν απο­καλύπτουν τις πηγές τους) και την πολιτική του εγκλεισμού στις φυλα­κές και της θανατικής ποινής ως μέσων για την αντιμετώπιση της ε­γκληματικότητας. Εκτός των συνόρων, αυτός ο εθνικισμός οδηγεί στις μυστικές επιχειρήσεις και σήμερα στους προληπτικούς πολέμους για την εξάλειψη κάθε φαινομένου που θεωρείται έστω και απόμακρη απειλή για την ηγεμονία των αμερικανικών αξιών και την κυριαρχία των συμ­φερόντων των ΗΠΑ. Ιστορικά, πάντα συνυπήρχαν αυτές οι δύο τάσεις του εθνικισμού.17 Ορισμένες φορές σημειώθηκε ανοικτή σύγκρουση α- νάμεσά τους (π.χ. όταν εμφανίστηκε διχογνωμία σχετικά με το χειρισμό των επαναστάσεων στην Κεντρική Αμερική, τη δεκαετία του 1980).

Μετά το 1945, οι ΗΠΑ ήταν σε θέση να προβάλουν στον κόσμο την πρώτη πλευρά, πάντα ιδιοτελώς και μερικές φορές καλοπροαίρετα (ό­πως με το Σχέδιο Μάρσαλ που βοήθησε στην αναζωογόνηση των κατε­στραμμένων ευρωπαϊκών οικονομιών μετά το 1945) ενώ, την ίδια στιγμή, ασκούσαν μέσα στη χώρα την πολιτική των μακαρθικών διώξεων. Ό ­μως, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου όλα άλλαξαν. Ο υπόλοιπος κό­σμος δεν προσβλέπει στις ΗΠΑ για στρατιωτική προστασία και έχει α­πελευθερωθεί από την επικυριαρχία των ΗΠΑ σχεδόν σε όλους τους το­μείς. Οι ΗΠΑ ουδέποτε ήταν τόσο απομονωμένες πολιτικά, πολιτισμικά

Νεοφιλελευθερισμός

252

Η προοπτική της ελευθερίας

ακόμη καί στρατιωτικά από τον υπόλοιπο κόσμο, όσο είναι σήμερα. Και αυτή η απομόνωση δεν είναι τώρα, όπως ήταν στο παρελθόν, προϊόν της εκούσιας απόσυρσης των ΗΠΑ από τις παγκόσμιες υποθέσεις, αλλά συ­νέπεια του υπερβολικού και μονομερούς παρεμβατισμού τους. Επέρχε­ται δε σε μια εποχή που η αμερικανική οικονομία είναι πιο διαπλεγμένη από ποτέ με την παγκόσμια παραγωγή και τα παγκόσμια χρηματοπι­στωτικά δίκτυα. Το αποτέλεσμα είναι μια επικίνδυνη συγχώνευση των δύο μορφών εθνικισμού. Μέσω του δόγματος του «προληπτικού πλήγ­ματος» εναντίον ξένων χωρών, στο πλαίσιο ενός υποτιθέμενου παγκό­σμιου πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας που απειλεί τους πάντες, η κοινή γνώμη των ΗΠΑ μπορεί να φαντασιώνεται ότι αγωνίζεται καλο­προαίρετα για να φέρει την ελευθερία και τη δημοκρατία παντού (και στο Ιράκ πιο συγκεκριμένα), ενώ εκφράζει τους πιο σκοτεινούς φόβους της για κάποιον άγνωστο και κρυφό εχθρό που απειλεί την ίδια την ύ­παρξή της. Η ρητορική της κυβέρνησης Μπους και των νεοσυντηρητι- κών χρησιμοποιεί ασταμάτητα αυτά τα δύο μοτίβα. Και αυτή η τακτική υπηρέτησε άριστα τον Μπους στην εκστρατεία επανεκλογής του.

Στο έργο Ο νέος ιμπεριαλισμός, υποστήριξα ότι υπάρχουν πολλές εν­δείξεις ότι η ηγεμονία των ΗΠΑ αποσυντίθεται. 'Εχασαν την κυριαρχία τους στην παγκόσμια παραγωγή τη δεκαετία του 1970 και η ισχύς τους στον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό τομέα άρχισε να υποσκάπτεται στη δεκαετία του 1990. Ο ρόλος τους ως τεχνολογικού ηγέτη αμφισβητείται και η ηγεμονία τους στην κουλτούρα και ως ηθικού ταγού παρακμάζει με γρήγορο ρυθμό, αφήνοντας τη στρατιωτική δύναμη ως το μόνο φα­νερό όπλο παγκόσμιας κυριαρχίας. Ακόμη και η στρατιωτική τους δύ­ναμη περιορίζεται σε ό,τι μπορεί να γίνει με την υψηλής τεχνολογίας καταστροφική ισχύ από τριάντα χιλιάδες πόδια ψηλά. Το Ιράκ απέδει­ξε τα όριά τους στο πεδίο της μάχης. Η μετάβαση σε μια καινούργια η­γεμονική δομή του παγκόσμιου καπιταλισμού θέτει τις ΗΠΑ ενώπιον μιας επιλογής: να χειριστούν τη μετάβαση ειρηνικά ή μέσω της κατα­στροφής.18 Η τρέχουσα στάση της άρχουσας ελίτ στις ΗΠΑ δείχνει προ­τίμηση προς τη δεύτερη παρά προς την πρώτη εκδοχή. Ο εθνικισμός μέσα στις ΗΠΑ μπορεί πολύ εύκολα να ανασυνταχθεί γύρω από την ι­δέα ότι οι οικονομικές δυσκολίες είτε του υπερπληθωρισμού είτε του μακρόσυρτου αποπληθωρισμού οφείλονται σε άλλους, όπως στην Κίνα και την Ανατολική Ασία ή τον ΟΠΕΚ και τα αραβικά κράτη, που δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν στις υπερβολικές απαιτήσεις των ΗΠΑ για ενέργεια με τον πρέποντα τρόπο. Το δόγμα του προληπτικού πλήγ­

253

Νεοφιλελευθερισμός

ματος ήδη έχει κατοχυρωθεί και οι ικανότητες καταστροφής είναι άμε­σα διαθέσιμες. Έ να πολιορκημένο και τα μέγιστα απειλούμενο αμερι­κανικό κράτος, όπως ισχυρίζεται αυτού του είδους η επιχειρηματολο­γία, έχει την υποχρέωση να υπερασπίσει τον εαυτό του, τις αξίες του και τον τρόπο ζωής του και με στρατιωτικά μέσα, εάν είναι αναγκαίο. Ένας τέτοιος καταστροφικός, και κατά τη γνώμη μου αυτοκτονικός, υπολο­γισμός δεν είναι εκτός της λογικής της σημερινής ηγεσίας των ΗΠΑ. Ή δη η ηγεσία αυτή έχει δείξει τη ροπή της προς την κατάπνιξη της ε­σωτερικής διαφωνίας και ως προς αυτό συγκέντρωσε σημαντική λαϊκή υποστήριξη. Στο κάτω κάτω, σημαντική μερίδα του απλού αμερικανι­κού λαού βλέπει τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων ως ένα ντοκουμέντο κομουνιστικής εμπνεύσεως, ενώ άλλοι, βεβαίως μια μειοψηφία, θεω­ρούν ευπρόσδεκτο ό,τι αποπνέει την αίσθηση μιας αναμέτρησης μεγέ­θους βιβλικής καταστροφής. Οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι, η εγκατάλει­ψη των συμβάσεων της Γενεύης στον κόλπο Γκουαντάναμο και η ετοι­μότητα να χαρακτηριστεί κάθε αντιπολιτευτική δύναμη ως «τρομοκρα­τική» είναι προειδοποιητικά σημάδια.

Ευτυχώς, υπάρχει ουσιαστική αντιπολίτευση που μπορεί και σε κά­ποιο βαθμό ήδη κινητοποιείται μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον τέτοιων καταστροφικών και αυτοκτονικών τάσεων. Δυστυχώς όμως, οι δυνάμεις που αποτελούν σήμερα αυτή την αντιπολίτευση είναι κατα­κερματισμένες, ασυντόνιστες και ανοργάνωτες. Σε κάποιο βαθμό αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα των τραυμάτων που προκάλεσαν στον ίδιο τον εαυτό τους το εργατικό κίνημα, τα κινήματα που υιοθέτησαν ευ­ρέως τις πολιτικές της ταυτότητας και όλα εκείνα τα μεταμοντέρνα πνευματικά ρεύματα που ανεπίγνωστα εναρμονίζονται με τη γραμμή του Δευκού Οίκου, υποστηρίζοντας ότι η αλήθεια είναι εξίσου μια κοι­νωνική κατασκευή όσο και απλό αποτέλεσμα διαλόγου επιχειρηματο­λογιών. Η κριτική του Τέρι Ίγκλετον στη Μεταμοντέρνα κατάσταση του Λιοτάρ, στην οποία «δεν μπορεί να υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ α­λήθειας, αυθεντίας και ρητορικής θελκτικότητας· όποιος έχει την πιο ή­πια γλώσσα ή την πιο παραστατική αφήγηση έχει τη δύναμη», χρειάζε­ται να επαναληφθεί. Θα υποστήριζα δε ότι στην εποχή μας είναι ακό­μη πιο συναφής από τότε που την παρέθεσα, το 1989.19 Η φαντασιοκο­πία του Λευκού Οίκου και τα ωραιοποιημένα μηνύματα της Ντάουνιν- γκ Στριτ πρέπει να αντικρουστούν και να αναχαιτιστούν, εάν θέλουμε να βρούμε κάποια διέξοδο από τη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση. Υ­πάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα και μας προλαβαίνει με γρή­

254

Η προοπτική της ελευθερίας

γορο ρυθμό. Αλλά ποια είναι η εναλλακτική λύση για την οποία θα α­γωνιστούμε; Εάν μπορούσαμε να ιππεύσουμε αυτό το θαυμαστό άλογο της ελευθερίας, πού θα το κατεθθύναμε;

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ

Υπάρχει η τάση να εκλαμβάνουμε το θέμα των εναλλακτικών λύσεων σαν αυτό να αφορά την περιγραφή κάποιου σχεδιάσματος μελλοντικής κοινωνίας και σκιαγράφησης του δρόμου για να φτάσουμε σ’ αυτήν. Α ­πό τέτοια εγχειρήματα μπορούν να προκύψουν πολλά οφέλη. Αλλά πρώτα α π’ όλα χρειάζεται να αναλάβουμε την πρωτοβουλία μιας πολι­τικής διαδικασίας που μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα σημείο όπου θα είναι αναγνωρίσιμες οι εφικτές εναλλακτικές λύσεις, οι πραγματικές δυ­νατότητες. Δύο είναι οι κύριοι δρόμοι που μπορούμε να ακολουθήσου­με. Μπορούμε να συμμετάσχουμε στην πληθώρα των αντιπολιτευτικών κινημάτων που υπάρχουν και να επιδιώξουμε να διυλίσουμε από και μέσω της δράσης τους την ουσία ενός αντιπολιτευτικού προγράμματος ευρείας βάσης. Ή μπορούμε να καταφύγουμε στις θεωρητικές και πρα­κτικές έρευνες της σημερινής κατάστασής μας (του είδους που προσπά­θησα να παρουσιάσω στο παρόν βιβλίο) και να διατυπώσουμε εναλλα­κτικές λύσεις μέσω της κριτικής ανάλυσης. Το να ακολουθήσουμε αυτό τον δεύτερο δρόμο καθόλου δεν σημαίνει ότι τα υπάρχοντα αντιπολι­τευτικά κινήματα έχουν λανθασμένη ή κάπως ανεπαρκή κατανόηση των πραγμάτων. Στο ίδιο μέτρο, τα αντιπολιτευτικά κινήματα δεν μπο­ρούν να εκλαμβάνουν τα ευρήματα της ανάλυσης ως άσχετα με τον δι­κό τους σκοπό. Αποστολή μας είναι να εγκαινιάσουμε το διάλογο με­ταξύ των δύο αυτών κατευθύνσεων και συνεπώς να διευρύνουμε τη συλλογική κατανόησή μας και να προσδιορίσουμε τις πιο κατάλληλες γραμμές δράσης.

Η νεοφιλελευθεροποίηση έχει εκθρέψει ένα φάσμα αντιπολιτευτικών κινημάτων τόσο εντός όσο και εκτός των ορίων της. Πολλά από αυτά τα κινήματα είναι ριζικά διαφορετικά από τα εργατικά κινήματα που κυριαρχούσαν προ του 1980.20 Λέω «πολλά» όχι «όλα». Τα παραδοσια­κά εργατικά κινήματα δεν έχουν διαλυθεί, ακόμη και στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες όπου έχουν εξασθενήσει σοβαρά λόγω της νεο­φιλελεύθερης επίθεσης στη βάση της δύναμής τους. Κατά τη διάρκεια δε της δεκαετίας του 1980 εμφανίστηκαν ισχυρά εργατικά κινήματα στη

255

Νεοφιλελευθερισμός

Νότια Κορέα και τη Νότια Αφρική και στο μεγαλύτερο μέρος της Λα­τινικής Αμερικής τα κόμματα της εργατικής τάξης γνώρισαν άνθηση, ε­άν δεν κατέλαβαν την εξουσία. Στην Ινδονησία υπάρχει ένα αναπτυσ­σόμενο εργατικό κίνημα μεγάλης πολιτικής σημασίας που αγωνίζεται να ακουστεί. Η πιθανότητα εργατικής εξέγερσης στην Κίνα είναι πολύ μεγάλη, αν και δεν υπάρχει περιθώριο προβλέψεων γι’ αυτήν. Και δεν είναι σαφές εάν η μάζα των εργαζομένων στις ΗΠΑ, οι οποίοι στη διάρ­κεια της τελευταίας γενιάς ψήφισαν επανειλημμένα εναντίον των πραγ­ματικών τους συμφερόντων για λόγους πολιτισμικού εθνικισμού, θρη­σκείας και ηθικών αξιών, θα παραμείνει παγιδευμένη σ’ αυτή την πολι­τική, πειθόμενη από τις μηχανορραφίες τόσο των Ρεπουμπλικάνων όσο και των Δημοκρατικών. Με δεδομένη αυτή την αστάθεια, δεν υπάρχει λόγος να αποκλείσουμε την επανεμφάνιση της λαϊκής κοινωνικο-δημο- κρατικής ακόμη και λαϊκίστικης αντι-νεοφιλελεύθερης πολιτικής στις ΗΠΑ, στα μελλοντικά χρόνια.

Όμως, οι αγώνες κατά της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης κοι­νωνικών πόρων και δικαιωμάτων ανέπτυξαν εντελώς διαφορετικές κα­τευθύνσεις κοινωνικής και πολιτικής πάλης.21 Εν μέρει εξαετίας των διαφορετικών συνθηκών που δίνουν αφορμή για τέτοια κινήματα, ο πολιτικός τους προσανατολισμός και οι τρόποι οργάνωσης αποκλίνουν σημαντικά από τα ειωθότα της κοινωνικο-δημοκρατικής πολιτικής. Π.χ. η εξέγερση των Ζαπατίστας στην περιοχή Τσιάπας του Μεξικού δεν ε­πιδίωξε την κατάληψη της κρατικής εξουσίας ή μια πολιτική επανά­σταση· επιδίωξε στη θέση της μια πιο συμπεριληπτική πολιτική. Ο σκο­πός είναι να δουλέψουν μέσα σε όλη την κοινωνία των πολιτών για μια πιο ανοικτή και ευέλικτη διερεύνηση εναλλακτικών λύσεων που θα α­πέβλεπαν στην ικανοποίηση των αναγκών διαφόρων κοινωνικών ομά­δων και θα τους επέτρεπαν να βελτιώσουν τη μοίρα τους. Οργανωτικά, αυτή η μορφή έτεινε να αποφεύγει τον αβανγκαρντισμό και να αρνεί- ται το σχηματισμό πολιτικού κόμματος. Προτίμησε να παραμείνει ένα κοινωνικό κίνημα μέσα στο κράτος, προσπαθώντας να σχηματίσει ένα πολιτικό μπλοκ εξουσίας στο οποίο οι ιθαγενείς κουλτούρες θα έπαιζαν κεντρικό και όχι δευτερεύοντα ρόλο. Πολλά περιβαλλοντικά κινήματα -όπως αυτά που αγωνίζονται για περιβαλλοντική δικαιοσύνη- βάδισαν στον ίδιο δρόμο.

Το αποτέλεσμα αυτής της μορφής των κινημάτων ήταν να μετατο­πιστεί το πεδίο της πολιτικής οργάνωσης από τα πολιτικά κόμματα και τις εργατικές οργανώσεις προς μια λιγότερο εστιασμένη δυναμική κοι-

256

Η προοπτική της ελευθερίας

νωνικής δράσης μέσα σ’ όλο το φάσμα της κοινωνίας των πολιτών. Ό ,τι έχασαν αυτά τα κινήματα στο πεδίο της οργανωτικότητας και της πολιτικής στόχευσης το κέρδισαν από την άποψη της άμεσης συνάφειας με πιο ειδικά θέματα και πιο συγκεκριμένες ομάδες πολιτών. Άντλη­σαν δύναμη από τη βαθιά σύνδεσή τους με τα καίρια ζητήματα της κα­θημερινής ζωής και του καθημερινού αγώνα, αλλά έτσι δυσκολεύτη­καν να αποσπαστούν από το τοπικό και το ιδιαίτερο και να κατανοή­σουν τη μακρο-πολιτική του τι ήταν και είναι συνολικά η νεοφιλελεύ­θερη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης και τη σχέση της με την παλι­νόρθωση της ταξικής ισχύος.

Η ποικιλομορφία των αγώνων αυτών είναι απλώς τόσο εντυπωσια­κή που ορισμένες φορές δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί καν τις μεταξύ τους συνδέσεις. Αποτελούν όλοι μέρος ενός ευμετάβλητου μείγ­ματος κινημάτων διαμαρτυρίας που έχουν σαρώσει τον κόσμο και πα­ρουσιάζονται όλο και περισσότερο στους κύριους τίτλους του Τύπου α­πό τη δεκαετία του 1980. Τα κινήματα αυτά και οι εξεγέρσεις κατεστά- λησαν ορισμένες φορές με αγριότητα, ως επί το πλείστον από κρατικές εξουσίες που ενεργούν στο όνομα «της τάξης και της σταθερότητας». Αλλού εκφυλίστηκαν σε βίαιες συγκρούσεις μεταξύ εθνοτικών ομάδων και σε εμφυλίους πολέμους, καθώς η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης κοινωνικών δικαιωμάτων και πόρων δημιουργούσε έντονους κοινωνι­κούς και πολιτικούς ανταγωνισμούς. Η τακτική του διαιρεί και βασίλευε των αρχουσών ελίτ ή ο ανταγωνισμός μεταξύ εχθρικών φατριών (π.χ. γαλλικά έναντι αμερικανικών συμφερόντων σε κάποιες αφρικανικές χώρες) έπαιξαν συχνά καίριο ρόλο σ’ αυτούς τους αγώνες. Πελατειακά κράτη, που υποστηρίζονταν στρατιωτικά, σε ορισμένες περιπτώσεις, με ειδικές δυνάμεις εκπαιδευμένες από μεγάλους στρατιωτικούς μηχανι­σμούς (υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ, με τη Βρετανία και τη Γαλλία να παίζουν δεύτερο ρόλο), συχνά τίθενται επικεφαλής ενός συστήματος κατάπνιξης και διάλυσης, για να ελέγξουν ανελέητα τα κινήματα που αμφισβητούν τη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης κοινών δικαιωμάτων και πόρων σε πολλά τμήματα του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Τα κινήματα τα ίδια έχουν παραγάγει πληθώρα ιδεών για τις εναλ­λακτικές λύσεις. Κάποια επιδιώκουν να αποσυνδεθούν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τις σαρωτικές δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιο­ποίησης. Άλλα (όπως το κίνημα «Πενήντα Χρόνια Είναι Αρκετά») ε­πιδιώκουν την παγκόσμια κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη με τη μεταρρύθμιση ή διάλυση διεθνών οργανισμών όπως το ΔΝΤ, ο

2 57

Νεοφιλελευθερισμός

ΠΟΕ και η Παγκόσμια Τράπεζα (αν και η βασική δύναμη, δηλαδή το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, σπανίως αναφέρεται, κάτι πολύ εν­διαφέρον). Και άλλα (ιδίως κινήματα περιβαλλοντιστών όπως η Green­peace) δίνουν έμφαση στην «ανάκτηση των κοινών», σηματοδώντας συνεπώς τη βαθιά συνέχεια με αγώνες του απώτερου παρελθόντος, ό­πως επίσης με αγώνες που διεξάχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της μι­σητής περιόδου της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Κάποιοι ε­πίσης (όπως οι Χαρντ και Νέγκρι) οραματίζονται ένα πλήθος σε κίνη­ση ή ένα κίνημα μέσα στην παγκόσμια κοινωνία των πολιτών για την α­ντιπαράθεση με τις διάσπαρτες και αποκεντρωμένες δυνάμεις της νεο­φιλελεύθερης τάξης (που ερμηνεύεται ως «Αυτοκρατορία»), ενώ άλλοι, μετριοπαθέστεροι, προσβλέπουν σε τοπικούς πειραματισμούς με νέα παραγωγικά και καταναλωτικά συστήματα (όπως τα Τοπικά Οικονομι­κά Εμπορικά Συστήματα - ΤΟΕΣ) που εμψυχώνονται από εντελώς δια­φορετικά είδη κοινωνικών σχέσεων και οικολογικών μεθόδων. Υπάρ­χουν επίσης εκείνοι που πιστεύουν σε πιο συμβατικές πολιτικο-κομμα- τικές δομές (π.χ. το Κόμμα Εργατών της Βραζιλίας ή το Κόμμα του Κο­γκρέσου στην Ινδία σε συμμαχία με τους κομουνιστές), με στόχο να κερδίσουν την κρατική εξουσία, ως ένα βήμα προς την παγκόσμια με­ταρρύθμιση της οικονομικής τάξης πραγμάτων. Πολλά από αυτά τα ποικίλα ρεύματα συσπειρώνονται σήμερα στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, σε μια προσπάθεια να ορίσουν τα κοινά τους σημεία και να οι­κοδομήσουν μια οργανωτική δύναμη ικανή να αντιπαρατεθεί με τις πολλές παραλλαγές του νεοφιλελευθερισμού και του νεοσυντηρητισμού. Έχει εμφανιστεί μια πληθώρα βιβλίων που υποστηρίζουν ότι «ένας άλ­λος κόσμος είναι εφικτός». Αυτό το σύνθημα συνοψίζει και περιστα- σιακά προσπαθεί να συνθέσει τις διαφορετικές ιδέες που ξεπηδούν α­πό ποικίλα κοινωνικά κινήματα, σε όλα τα μέρη του κόσμου. Σ ’ αυτές τις κινήσεις υπάρχουν πολλά που μπορούμε να θαυμάσουμε και από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε εμπνεύσεις.

Όμως, τι είδους συμπεράσματα μπορούμε να εξάγουμε από την ανά­λυση που επιχειρείται στο παρόν κείμενο; Κατ’ αρχάς, η όλη ιστορία του εμπεδωμένου φιλελευθερισμού και της συνακόλουθης στροφής προς τη νεοφιλελευθεροποίηση δείχνει πόσο κρίσιμο ρόλο παίζει ο ταξικός αγώ­νας είτε στον έλεγχο είτε στην παλινόρθωση της ταξικής ισχύος των ελίτ. Αν και αυτό το στοιχείο ουσιαστικά έχει συγκαλυφθεί, επί μία ολόκληρη γενιά ζήσαμε την εκλεπτυσμένη εφαρμογή μιας στρατηγικής εκ μέρους των αρχουσών ελίτ με σκοπό να παλινορθώσουν, να ενισχύσουν ή, όπως

258

Η προοπτική της ελευθερίας

στην Κίνα και τη Ρωσία, να οικοδομήσουν μια ακατάλυτη ταξική δύ­ναμη. Η περαιτέρω στροφή προς το νεοσυντηρητισμό είναι ενδεικτική των στόχων τους οποίους θέλουν να επιτύχουν οι ελίτ και των αυταρχι­κών στρατηγικών που ετοιμάζονται να αναπτύξουν, προκειμένου να διατηρήσουν τη δύναμή τους. Και όλα αυτά λάμβαναν χώρα στις δεκα­ετίες που οι οργανώσεις της εργατικής τάξης παρήκμαζαν και πολλοί προοδευτικοί πείθονταν όλο και περισσότερο ότι η τάξη ήταν μια α­νούσια ή τουλάχιστον προ καιρού ξεπερασμένη κατηγορία. Ως προς αυτό, φαίνεται ότι προοδευτικοί όλων των ρευμάτων παγιδεύτηκαν στον νεοφιλελεύθερο τρόπο σκέψης, εφόσον ένας από τους πρωταρχι­κούς μύθους του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι η τάξη αποτελεί πλα­σματική κατηγορία που υπάρχει μόνο στη φαντασία των σοσιαλιστών και των κρυπτο-κομουνιστών. Στις ΗΠΑ ιδίως, η φράση «ταξικός πό­λεμος» χρησιμοποιείται σήμερα μόνο στα ΜΜΕ της Δεξιάς (π.χ. στη Wall Street Journal) για να χαρακτηριστούν υποτιμητικά όλες οι μορφές κριτικής που απειλούν να υπονομεύσουν έναν υποτιθέμενα ενιαίο και συνεκτικό εθνικό σκοπό (δηλ. την παλινόρθωση της δύναμης της ανώ­τερης τάξης!). Συνεπώς, το πρώτο μάθημα που πρέπει να διδαχθούμε είναι ότι εάν αυτό μοιάζει με ταξικό αγώνα και ενεργεί σαν ταξικός πό­λεμος, τότε πρέπει να το κατονομάσουμε, χωρίς να ντρεπόμαστε γι’ αυ­τό που είναι. Η μάζα του πληθυσμού είτε πρέπει να συμβιβαστεί με την ιστορική και γεωγραφική τροχιά που καθορίζει η σαρωτική και συνε­χώς αυξανόμενη δύναμη της ανώτερης τάξης ή πρέπει να αντιδράσει σ’ αυτήν με ταξικούς όρους.

Δεν θέλουμε, με αυτή την τοποθέτηση, να ωραιοποιήσουμε νοσταλ- γικά κάποια χαμένη χρυσή εποχή, όταν μια μυθική κατηγορία όπως το «προλεταριάτο» βρισκόταν σε κίνηση. Ούτε αυτό σημαίνει αναγκαία (εάν καν σήμαινε ποτέ) ότι υπάρχει μια απλή αντίληψη της τάξης την οποία μπορούμε να επικαλούμαστε ως πρωταρχικό (πολλώ δε μάλλον αποκλειστικό) παράγοντα του ιστορικού μετασχηματισμού. Δεν υπάρ­χει προλεταριακό πεδίο ουτοπικής μαρξικής φαντασίας στο οποίο μπο­ρούμε να αποσυρθούμε. Επισημαίνοντας την αναγκαιότητα και το α­ναπόφευκτο της ταξικής πάλης, δεν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι ο τρό­πος με τον οποίο συγκροτείται η τάξη είναι προσδιορισμένος ή ακόμη προσδιορίσιμος εκ των προτέρων. Τα ταξικά κινήματα του λαού όπως και της ελίτ αυτοδιαμορφώνονται, παρόλο που αυτό ουδέποτε γίνεται υπό συνθήκες της δικής τους επιλογής. Και αυτές οι συνθήκες βρίθουν από πολυπλοκότητες που προκύπτουν από τη φυλή, το φύλο και τις ε-

259

Νεοφιλελευθερισμός

Ονοτικές διαφορές που διαπλέκονται στενά με τις ταξικές ταυτότητες. Οι κατώτερες τάξεις είναι εξαιρετικά φυλετικοποιημένες και η αυξανό­μενη γυναικεία φτώχεια έχει καταστεί χαρακτηριστικό στοιχείο της νε- οφιλελευθεροποίησης. Η επίθεση των νεοσυντηρητικών στα γυναικεία και αναπαραγωγικά δικαιώματα, που είχαν φθάσει σε υψηλό επίπεδο στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν πρωτοεμφανίστηκε ως κυρίαρχο ρεύμα ο νεοφιλελευθερισμός, αποτελεί βασικό στοιχείο της αντίληψής του περί ορθής ηθικής τάξης που στηρίζεται σε μια πολύ συγκεκριμένη έννοια της οικογένειας.

Η ανάλυση δείχνει επίσης πώς και γιατί τα λαϊκά κινήματα είναι δι­χασμένα σήμερα. Από τη μια, υπάρχουν κινήματα γύρω από αυτό που αποκαλώ «διευρυμένη αναπαραγωγή», τα οποία θέτουν ως κεντρικά τους ζητήματα την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας και τις συνθή­κες που καθορίζουν τον κοινωνικό μισθό. Από την άλλη, υπάρχουν κι­νήματα ενάντια στη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης κοινωνικών δι­καιωμάτων και πόρων. Αυτά περιλαμβάνουν την αντίσταση στις κλα­σικές μορφές πρωταρχικής συσσώρευσης (όπως η εκδίωξη των αγροτι­κών πληθυσμών από τη γη)· στην κτηνώδη υπαναχώρηση του κράτους από όλες τις κοινωνικές υποχρεώσεις του (εκτός από την παρακολού­θηση και την αστυνόμευση)- στις μεθόδους που καταστρέφουν τις πα­ραδόσεις, τις ιστορίες και τα περιβάλλοντα· και στους «σε βαθμό κατά­σχεσης» αποπληθωρισμούς και πληθωρισμούς που απεργάζονται οι σύγ­χρονες μορφές χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σε συμμαχία με το κρά­τος. Η εξεύρεση του οργανικού δεσμού μεταξύ των διαφορετικών αυ­τών κινημάτων είναι ένα επείγον θεωρητικό και πρακτικό καθήκον. Η ανάλυσή μας έδειξε επίσης ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ανί­χνευση της δυναμικής της διαδικασίας κεφαλαιακής συσσώρευσης που χαρακτηρίζεται από ασταθείς και όλο και πιο ακανόνιστες γεωγραφι­κές επεκτάσεις. Ό πως είδαμε στο Κεφάλαιο 4, το ακανόνιστο οφείλεται στο ότι η νεοφιλελευθεροποίηση προωθείται μέσω του διακρατικού α­νταγωνισμού. Μέρος του καθήκοντος μιας αναζωογονημένης ταξικής πολιτικής είναι να μετατρέψει τούτη την ακανόνιστη γεωγραφική επέ­κταση σε ενεργητικό παρά σε παθητικό. Η πολιτική του διαιρεί και βα­σίλευε, που εφαρμόζουν οι άρχουσες ελίτ, πρέπει να αντιμετωπιστεί με μια αριστερή συμμαχική πολιτική που να συμμερίζεται την ανάκτηση των τοπικών εξουσιών αυτοδιάθεσης.

Η ανάλυση επισημαίνει επίσης τις εκμεταλλεύσιμες αντιφάσεις του νεοφιλελεύθερου και νεοσυντηρητικού προγράμματος. Το διευρυνόμε-

Η προοπτική της ελευθερίας

νο χάσμα ανάμεσα στη ρητορική (προς όφελος όλων) και την πραγμα­τικότητα (προς όφελος μιας μικρής άρχουσας τάξης) είναι πλέον ορα­τότατο. Η ιδέα ότι η αγορά σημαίνει ανταγωνισμός και αμεροληψία α­ναιρείται όλο και περισσότερο από το γεγονός της ακραίας μονοπώλη­σης, συγκεντροποίησης και διεθνοποίησης της εταιρικής και χρηματο­οικονομικής ισχύος. Η εντυπωσιακή αύξηση των ταξικών και περιφε­ρειακών ανισοτήτων, τόσο μέσα στα κράτη (όπως Κίνα, Ρωσία, Ινδία και Νότια Αφρική) όσο και διεθνώς μεταξύ κρατών, θέτει ένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα που δεν μπορεί πια να κρυφτεί κάτω από το χαλί ως κάτι «μεταβατικό», καθ’ οδόν προς τον τέλειο νεοφιλελεύθερο κόσμο. Όσο περισσότερο αναγνωρίζεται ο νεοφιλελευθερισμός ως μια αποτυ­χημένη ρητορική που συγκαλύπτει ένα επιτυχές σχέδιο για την παλι­νόρθωση της ισχύος της άρχουσας τάξης, τόσο περισσότερο μπαίνουν τα θεμέλια για μια αναγέννηση των μαζικών κινημάτων που εκφράζουν εξισωτικά πολιτικά αιτήματα και επιδιώκουν την οικονομική δικαιοσύ­νη, το δίκαιο εμπόριο και μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια.

Η εμφάνιση των διαλόγων περί δικαιωμάτων, του είδους που εξε­τάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, προσφέρει ευκαιρίες, αλλά δημιουρ­γεί και προβλήματα. Η επίκληση ακόμη και των συμβατικών φιλελεύ­θερων ιδεών περί δικαιωμάτων μπορεί να διαμορφώσει ένα ισχυρό «ξί­φος αντίστασης» με σκοπό την κριτική του νεοσυντηρητικού αυταρχι- σμού, δεδομένου, ιδίως, του τρόπου που έχει αναπτυχθεί παντού ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» (από τις ΗΠΑ μέχρι την Κίνα και την Τσετσενία) ως δικαιολογία για τη συρρίκνωση των αστικών και πο­λιτικών ελευθεριών. Η όλο και πιο δυνατή απαίτηση να αναγνωριστούν τα δικαιώματα αυτοδιάθεσης και κυριαρχίας του ιρακινού λαού είναι ισχυρό όπλο με το οποίο μπορούν να τεθούν υπό έλεγχο τα αμερικανι­κά ιμπεριαλιστικά σχέδια στην περιοχή. Αλλά μπορούν επίσης να προσ­διοριστούν και εναλλακτικά δικαιώματα. Η κριτική της ατέρμονης κα­πιταλιστικής συσσώρευσης, ως της κυρίαρχης διαδικασίας που δια­μορφώνει τη ζωή μας, συνεπάγεται την κριτική εκείνων των ειδικών δι­καιωμάτων -του δικαιώματος στην ατομική ιδιωτική ιδιοκτησία και στο ποσοστό κέρδους- που στηρίζουν το νεοφιλελευθερισμό και το αντί­στροφο. Έχω υποστηρίξει αλλού ένα εντελώς διαφορετικό φάσμα δι­καιωμάτων, που περιλαμβάνουν το δικαίωμα στις ευκαιρίες της ζωής, στην πολιτική συμμετοχή και στη «χρηστή» διακυβέρνηση, τον έλεγχο της παραγωγής από τους άμεσους παραγωγούς, το απαραβίαστο και την ακεραιότητα του ανθρώπινου σώματος, την άσκηση κριτικής χω­

2 0 1

Νεοφιλελευθερισμός

ρίς το φόβο αντιποίνων, το δικαίωμα σε ένα ικανοποιητικό και υγιεινό περιβάλλον διαβίωσης, στον συλλογικό έλεγχο των πόρων κοινής ιδιο­κτησίας, το δικαίωμα στην παραγωγή του χώρου, στη διαφορά, όπως επίσης τα εγγενή δικαιώματά μας ως είδους.22 Όμως, το να προτείνου­με διαφορετικά δικαιώματα από εκείνα που θεωρεί ιερά ο νεοφιλελευ­θερισμός συνεπάγεται την υποχρέωση άρθρωσης συγκεκριμένης εναλ­λακτικής κοινωνικής διαδικασίας εντός της οποίας ενυπάρχουν τα ε­ναλλακτικά δικαιώματα. Έ να παρόμοιο επιχείρημα μπορεί να διατυ­πωθεί ενάντια στον ισχυρισμό των νεοσυντηρητικών ότι η εξουσία και η νομιμοποίησή τους στηρίζονται σε υψηλούς ηθικούς λόγους. Τα ιδα­νικά της ηθικής κοινωνίας και της ηθικής οικονομίας ιστορικά δεν εί­ναι ξένα στα προοδευτικά κινήματα. Πολλά από αυτά, όπως οι Ζαπα- τίστας, που αγωνίζονται σήμερα ενάντια στη συσσώρευση μέσω της α­φαίρεσης κοινών πόρων και δικαιωμάτων εκφράζουν ζωηρά την επι­θυμία για εναλλακτικές κοινωνικές σχέσεις με όρους ηθικής οικονο­μίας. Η ηθικότητα δεν αποτελεί πεδίο αποκλειστικά καθοριζόμενο α­πό μια αντιδραστική θρησκευτική Δεξιά, που κινητοποιείται υπό την ηγεμονία των ΜΜΕ και εκφράζεται μέσω μιας πολιτικής διαδικασίας που κυριαρχείται από το χρήμα των εταιρειών. Οφείλουμε να αντιπα- ρατεθούμε στην παλινόρθωση της δύναμης της άρχουσας τάξης που καλύπτεται υπό ένα συνονθύλευμα συγκεχυμένων ηθικών επιχειρημά­των. Οι αποκαλούμενοι «πολιτισμικοί πόλεμοι» -όσο παραπλανητικοί και αν είναι κάποιοι εξ αυτών- δεν μπορούν να αποβληθούν ως μια α­νεπιθύμητη παρέλκυση (όπως υποστηρίζουν ορισμένοι στην παραδο­σιακή Αριστερά) από την ταξική πολιτική. Στην πραγματικότητα, η εμφάνιση της ηθικής επιχειρηματολογίας μεταξύ των νεοσυντηρητι­κών δεν μαρτυρεί μόνο το φόβο έναντι της κοινωνικής διάλυσης που επιφέρει ο νεοφιλελευθερισμός μέσω της εξατομίκευσης, αλλά και την ευρεία αποστροφή που ήδη υπάρχει για την αποξένωση, την ανομία, τους αποκλεισμούς, την περιθωριοποίηση και την περιβαλλοντική υ- ποβάθμιση που παράγονται μέσω των μεθόδων του νεοφιλελευθερισμού. Ο μετασχηματισμός τούτης της ηθικής αποστροφής έναντι της ακραιφ­νούς ηθικής της αγοράς σε πολιτισμική και στη συνέχεια σε πολιτική αντίσταση είναι ένα σημάδι των καιρών μας που πρέπει να ερμηνευθεί σωστά και όχι να υποβαθμιστεί. Η οργανική σχέση ανάμεσα σε τέτοιους πολιτισμικούς αγώνες και στον αγώνα για να απωθήσουμε τη σαρωτι- κή σταθεροποίηση της δύναμης της άρχουσας τάξης καλεί σε θεωρητι­κή και πρακτική αναζήτηση.

202

Η προοπτική της ελευθερίας

Ωστόσο, ο κύριος στόχος του πολιτικού αγώνα ασφαλώς και θα πρέ­πει να είναι η βαθιά ανπδημοκρατική φύση του νεοφιλελευθερισμού που στηρίζεται από τον αυταρχισμό των νεοσυντηρητικών. Το δημοκρα­τικό έλλειμμα στις κατ’ όνομα «δημοκρατικές» χώρες, όπως οι ΗΠΑ, είναι σήμερα τεράστιο.23 Η πολιτική εκπροσώπηση υπονομεύεται και διαφθείρεται από την εξουσία του χρήματος, για να μη μιλήσουμε για το εκλογικό σύστημα το οποίο πολύ εύκολα χειραγωγείται και γίνεται αντικείμενο διεφθαρμένων συναλλαγών. Βασικές θεσμικές διευθετή­σεις διαπνέονται από σοβαρές προκαταλήψεις. Γερουσιαστές από εί­κοσι έξι πολιτείες με λιγότερο από το 20% του πληθυσμού διαθέτουν πάνω από τις μισές ψήφους που καθορίζουν τη νομοθετική ατζέντα του Κογκρέσου. Το εξόφθαλμο εκλογικό μαγείρεμα που γίνεται με τα εκλο­γικά τμήματα όπου ψηφίζονται τα μέλη του Κογκρέσου ευνοεί όποιον είναι στην εξουσία και επιπροσθέτως η συνταγματικότητά του κρίνεται από ένα δικαστικό σύστημα που περιλαμβάνει όλο και περισσότερο πο­λιτικά διορισμένους δικαστές με νεοσυντηρητικά φρονήματα. Θεσμοί με τεράστια εξουσία, όπως η Κεντρική Τράπεζα, δεν υπόκεινται σε ο- ποιονδήποτε δημοκρατικό έλεγχο. Διεθνώς, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη, εφόσον δεν υπάρχει λογοδοσία, πολύ δε περισσότερο δημο­κρατικός επηρεασμός, θεσμών όπως το ΔΝΤ, ο ΠΟΕ και η Παγκόσμια Τράπεζα· ενώ και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις μπορούν να λειτουρ­γούν χωρίς δημοκρατική συμμετοχή ή εποπτεία, ανεξάρτητα από τις καλές τους προθέσεις. Δεν θέλουμε να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε το μη ανησυχητικό στους δημοκρατικούς θεσμούς. Οι θεωρητικοί φόβοι των νεοφιλελεύθερων για αθέμιτη επιρροή των ομάδων ειδικών συμφε­ρόντων επί των νομοθετικών διαδικασιών βρίσκουν την πραγματική έκφρασή τους στους λομπίστες των εταιρειών και στα στελέχη που πη­γαινοέρχονται από τις μεγάλες εταιρείες στη δημόσια διοίκηση και τού- μπαλιν, μια μέθοδος που εξασφαλίζει ότι το αμερικανικό Κογκρέσο (και τα νομοθετικά σώματα των Πολιτειών) εκτελούν τις εντολές των χρηματικών συμφερόντων και μόνο αυτών.

Για να επαναφέρουμε τα αιτήματα για δημοκρατική διακυβέρνηση και για οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ισότητα και δικαιοσύνη, δεν αρκεί να προτείνουμε την επιστροφή σε κάποια χρυσή εποχή. Πρέ­πει να επινοηθούν ξανά τα νοήματα, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συνθήκες και δυνατότητες. Η δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα ελάχιστη σχέση έχει με τη σημασία που πρέπει να αποδώσουμε στον όρο δημοκρατία στις σημερινές συνθήκες που είναι τόσο διαφορετι­

2 6 3

Νεοφιλελευθερισμός

κές όσο το Σάου Πάουλου, το Γιοχάνεσμπουργκ, η Σανγκάη, η Μανίλα, το Σαν Φρανσίσκο, το Λιντς, η Στοκχόλμη και το Λάγος. Το εντυπωσια­κό στην προκειμένη περίπτωση, όμως, είναι ότι σε όλη την υφήλιο, από τη Κίνα, τη Βραζιλία, την Αργεντινή, την Ταϊβάν και την Κορέα μέχρι τη Νότια Αφρική, το Ιράν, την Ινδία και την Αίγυπτο, στις αγωνιζόμε- νες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και στη ζωτική ενδοχώρα του σύγχρονου καπιταλισμού, υπάρχουν ομάδες και κοινωνικά κινήματα εν δράσει που απαιτούν μεταρρυθμίσεις οι οποίες εκφράζουν κάποια πα­ραλλαγή δημοκρατικών αξιών.24

Οι ηγέτες των ΗΠΑ, έχοντας την υποστήριξη σημαντικής μερίδας της εγχώριας κοινής γνώμης, προέβαλαν στον κόσμο την ιδέα ότι οι α­μερικανικές νεοφιλελεύθερες αξίες της ελευθερίας είναι οικουμενικές και ανώτερες και ότι αξίζουν να πεθαίνουμε γι’ αυτές. Ο κόσμος έχει τη δυ­νατότητα να απορρίψει την ιμπεριαλιστική πρόθεση και να διαθλάσει μέσα στην καρδιά του νεοφιλελεύθερου και νεοσυντηρητικού καπιταλι­σμού ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο αξιών: της ανοικτής δημοκρα­τίας που είναι αφοσιωμένη στο επίτευγμα της κοινωνικής ισότητας με οικονομική, πολιτική και πολιτισμική δικαιοσύνη. Τα επιχειρήματα του Ρούζβελτ είναι μια αρχή. Μέσα στις ΗΠΑ πρέπει να κτιστεί μια συμμα- χία με στόχο να ανακτήσει ο λαός τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και να προωθήσει τη διεύρυνση αντί της αποσύνθεσης των δημοκρατι­κών μεθόδων και αξιών που συντελείται υπό την τερατώδη ισχύ της α­γοράς.

Υπάρχει μια πολύ, μα πολύ πιο ευγενής προοπτική ελευθερίας για να κατακτηθεί από αυτή που κηρύττει ο νεοφιλελευθερισμός. Υπάρχει ένα πολύ, μα πολύ πιο άξιο σύστημα διακυβέρνησης για να οικοδομη- θεί από αυτό που επιτρέπει ο νεοσυντηρητισμός.

26 4

Βιβλιογραφίαt # #

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ

Alvarez, L., «Britain Says U.S. Planned to Seize Oil in ’73 Crisis”, N ew York Times, 4 lav. 2004, A6.

A m erican Lands A lliance, «IMF Policies Lead to Global D eforestation», http:// americanlands.org/imfreport.htm .

A rnold, W., «ΒΗΡ Billiton Rem ains U pbeat O ver Bet on China’s G rowth», New York Times, 8 Ιουνίου 2004, W1 και W7.

Barboza, D., «An Unknown Giant Flexes its Muscles», N ew York Times, 4 Δεκ. 2004, Cl και C3.

Belson, J., «Japanese Capital and Jobs Flowing to China», N ew York Times, 17 Φεβ. 2004, C l και C4.

Bradsher, K., «Big China Trade Brings Port War», International Herald Tribune, 27 lav. 2003,12.

— «China Announces New Bailout of Big Banks», N ew York Times, 7 lav . 2004, Cl.— «China Reports Economic Growth of 9.1% in 2003», N ew York Times, 20 Φεβ.

2004, W1 και W7.— «China’s B oom A dds to G lobal W arming», N ew York Times, 22 Ο κτ. 2003, A I και

A8.— «China’s Factories A im to F ill G arages A round the W orld», N ew York Times, 2

Νοεμ. 2003, International Section, 8.— «China’s Strange Hybrid Economy», N ew York Times, 21 Δεκ. 2003, C5.— «Chinese Automaker Plans Assembly Line in Malaysia», N ew York Times, 19 Ο ­

κτ. 2004, W1 και W7.— «Chinese Builders Buy A broad», N ew York Times, 2 Δ έκα 2003, W1 και W7.— «Chinese Provinces Form Regional Power Bloc», N ew York Times, 2 Ιουνίου

2004, W1 και W7.— «GM To Speed U p Expansion in China: A n A nnual G oal of 1.3 M illoon Cars»,

N ew York Times, 8 Ιουνίου 2004, W1 και W7.— «Α H eated Chinese Econom y Piles υρ Debt», N ew York Times, 4 Σεπτ. 2003, A I

και C4.Bradsher, K., «Is China the N ext Bubble?» New York Times, 18 lav. 2004, τμ. 3,1 και 4.— «Now, a G reat Leap Forw ard in Luxury», N ew York Times, 10 Ιουνίου 2004, Cl

και C6.

265

Νεοφιλελευθερισμός

— «Taiwan W atches its Econom y Slip to China», N ew York Times, 13 Δεκ. 2004, C7. Brooke, K., «Korea Feeling Pressure as China Grows», N ew York Times, 8 lav . 2003,

W1 και W7.Brooks, R., «Maggie’s Man: W e W ere W rong», Observer, 21 Ιουνίου 1992,15. Buckley, C., «Let a T housand Ideas Flower: China Is a New H otbed of Research»,

N ew York Times, 13 Σεπτ. 2004, Cl και C4.— «Rapid Growth of China’s Huawei Has its High-Tech Rivals on Guard», New

York Times, 6 Οκτ. 2003, Cl και C3.Bush, G. W, «President A ddresses the N ation in Prim e Time Press Conference», 13

Απρ. 2004, http://www.whitehouse.gov/news/releases/2004/ 0420040413-20.html.— «Securing Freedom’s Triumph», N ew York Times, 11 Σεπτ. 2002, A33.Cheng, A., «Labor Unrest is Growing in China», International Herald Tribune On­

line, 27 Οκτ. 2004.China Labor W atch, «M ainland China Jobless Situation G rim, M inister Says», http:

//www.china!aborwatch.org/en/web/ article.php?article_id=50043 (18 Νοεμ. 2004). Climate Change Science Program , «O ur Changing Planet: The US Climate Change

Science Program for Fiscal Y ears 2004 and 2005», http:// www.usgcrp.gov/usgcrp/ Library/ocp2004-5.

Cody, E., «Workers in China Shed Passivity: Spate of Walkouts Shakes Factories», Washington Post, 27 Νοεμ. 2004, Α0Ι.

Crampton, T, «Iraqi Official Urges Caution οη Imposing Free Market», N ew York Times, 14 Οκτ. 2003, C5.

Farah, J., «Brute Tyranny in China» WorldNetDaily.com, ταχ. 15 Μ αρτίου 2004. Fishman, T, «The Chinese Century», New York Times Magazine, 4 Ιουλίου 2004,24-51. Forero, J., «As China Gallops, Mexico Sees Factory Jobs Slip Away», N ew York Ti­

mes, 3 Σεπτ. 2003, A3.French, H., «New Boomtowns Change Path of China’s Growth», N ew York Times,

28 Ιουλίου 2004, A I και A8.Global Policy Forum, Newsletter «China’s Privatization», http:www. globalpolicy.

org.socecon/ ffd/ fdi/2003 / 1112chinaprivatization.Hout, T. και Lebretton, J., «The Real Contest Between America and China», The

Wall Street Journal on Line, 16 Σεπτ. 2003.Huang, Y. «Is China Playing by the Rules?», Congressional-Executive Commission on

China, http://www.cecc.gov/pages/hearings/092403/huang.php.Kahn, J., και Y ardley, J., «Amid China’s Boom , N o H elping H and for Y oung Qing-

ming», New York Times, 1 Αυγ. 2004, A I και A6.— «China Gambles on Big Projects for its Stability», New York Times, 13 lav. 2003,

AI και A8.— «Violence Taints Religion’s Solace for China’s Poor», N ew York Times, 25 Νοεμ.

2004, A I και A24.Kirkpatrick, D., «Club of the Most Powerful Gathers in Strictest Privacy», N ew York

Times, 28 Αυγ. 2004, A10.

2 66

Βιβλιογραφία

Klein, Ν., «Of Course the White House Fears Free Elections in Iraq», Guardian, 24 lav. 2004,18.

Landler, M., «Hungary Eager and Uneasy Over New Status», N ew York Times, 5 Μαρ. 2004, W1 και W7.

Liu, H., «China: Banking on Bank Reform», Asia Times Online, atimes.com, 1 Ιου­νίου 2002.

Liu Shi, «Current Conditions of China’s Working Class», China Study Group, 3 Νοεμ.2003, h ttp :/1 w w w.chinastudygroup.org/index.php?action=article& type.

Lohr, S., «IBM Sought a China Partnership, N ot Just a Sale», N ew York Times, 13 Δεκ. 2004, Cl και C6.

— «IBM’s Sale o f PC U nit Is a Bridge B etw een Com panies and Cultures», N ew York Times, 8 Δεκ. 2004, A I και C4.

Malkin, E., « A Boom Along the Border», N ew York Times, 26 Αυγ. 2004, W1 και W7. M onbiot, G., «Punitive-and It W orks», Guardian, 11 lav. 2005, online edition. M ontpelerin website, http://ww w.m ontpelerin.org/aboutmps.html.Murphy, D., «Chinese Province: Stinking, Filthy, Rich», Wall Street Journal, 27 Οκτ.

2004, B2H.National Security Strategy o f the United States o f America website: www. w hitehou-

se.gov I nsc/nss.Peterson, 1., «As L and G oes To Revitalization, There G o the O ld Neighbors», N ew

York Times, 30 lav. 2005, 29 και 32.Rosenthal, E., «Workers Plight Brings New Militancy in China», N ew York Times,

10 Μαρ. 2003, A8.Salerno, J., «Confiscatory Deflation: The Case of A rgentina», Ludwig von Mise In­

stitute, http://www.mises.org?fullstory.aspx?control=890.Sharapura, S., «W hat H appened in A rgentina?», Chicago Business Online, 28 Μ αΐου

2002, http://www.chibus.com/news/2002/05/28/Worldview.Sharma, S., «Stability A m idst Turmoil: China and the Asian Financial Crisis», Asia

Quarterly (Χειμώνας 2000), w w w.fas.harvard.edu/-asiactr/haq/ 2000001/000Ia006. htm.

Shi, L., «Current Conditions of China’s Working Class», China Study Group, 3 Νοεμ.2003, http://www.chinastudygroup.org/index.php?action=article& type.

Sommer, J., «Dragon Let Loose on the Land: And Shanghai is at the Epicenter ofChina’s Econom ic Boom», Japan Times, 26 Ο κτ. 1994, 3.

Stevenson, C., Reforming State-Owned Enterprises: Past Lessons for Current Problems (Ουάσιγκτον: George Washington University), http:www.gwu.edu/-ylowrey/ste- vensonc.httml.

Townsend, Μ. και Harris, P , «Now the Pentagon Tells Bush: Climate Change Will D estroy Us», Observer, 22 Φεβ. 2004, online.

Treanor, P , «Neoliberalism: Origins, Theory, D efinition», http://w eb.inter. nl.net/ users/Paul. Treanor / neoliberalism .html.

Warner, J., “Why the World’s Economy Is Stuck on a Fast Boat to China”, Inde­pendent, 24 lav. 2004, 23.

267

Νεοφιλελευθερισμός

Yardley, J., «Chinese Appeal to Beijing to Resolve Local Complaints», N ew York Times, 8 Μαρ. 2004, A3.

— «Farmers Being M oved Aside by China’s Real E state Boom», N ew York Times, 8 Δεκ. 2004, A I και A16.

— «In a Tidal Wave, China’s Masses Pour from Farm to City», N ew York Times, 12 Σεπτ. 2004, «Week in Review», 6.

— «Rivers R un Black, and Chinese D ie of Cancer», N ew York Times, 12 Σεπτ. 2004, A I και A17.

Yasheng, Η. και K hanna, T, «Can India O vertake China?», China N ow Magazine, 3 Α πρ. 2004, www.chinanowmag.com/business/business.htm.

ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ

A m in, S., «Social M ovem ents at the Periphery», στο P. W ignaraja (επιμ.), N ew So­cial M ovements in the South: Empowering the People (Λονδίνο: Z ed Books, 1993), 76-100.

Angell, M., The Truth A bou t the Drug Companies: H ow They Deceive Us and What To Do A bout I t (Νέα Υόρκη: R andom H ouse, 2004).

A rendt, H., Imperialism (Νέα Υόρκη: H arcourt Brace Janovich, 1968).A rm strong, A., Glynn, A ., και Harrison, J., Capitalism Since World War II: The M a­

king and Breaking o f the Long Boom (Οξφόρδη: Basil Blackwell, 1991).Arrighi, G., και Silver, B., Chaos and Governance in the Modern World System (Mi-

νεάπολις: M innesota U niversity Press, 1999).Bales, K., Disposable People: N ew Slavery in the Global Econom y (Μπέρκλεϊ: U ni­

versity of California Press, 2000).Bartholomew, A. και Breakspear, J., «Human Rights as Swords of E m pire», Socia­

list Register (Λονδίνο: M erlin Press, 2003), 124-45.Bello, W., Deglobalization: Ideas for a N ew World Econom y (Λονδίνο: Z ed Books,

2002).— Bullard, N. και M alhotra, K. (επιμ.), Global Finance: N ew Thinking on Regulating

Speculative Markets (Λονδίνο: Z ed Books, 2000).Benn, T., The B enn Diaries, 1940-1990, επιμ. R. W instone (Λονδίνο: A rrow , 1996).Blyth, M., Great Transformations: Economic Ideas and Institutional Change in the

Twentieth Century (Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 2002).Boddy, Μ. και Fudge, C. (επιμ.), Local Socialism? Labour Councils and N ew Left

Alternatives (Λονδίνο: M acmilJan, 1984).Bond, P., Against Global Apartheid: South Africa M eets the World Bank, the IMP and

International Finance (Λονδίνο: Z ed Books, 2003)— Elite Transition: From Apartheid to Neoliberalism in South Africa (Λονδίνο: Pluto

Press, 2000).— Talk Left Walk Right: South A frica’s Frustrated Global Reform s (Σκότσβιλ, Ν ότια

Α φρική: U niversity of KwaZulu-N atal Press, 2004).

268

Βιβλιογραφία

— «US and Global Economic Volatility: Theoretical, Empirical and Political Consi­derations», εργασία που παρουσιάστηκε στο Em pire Seminar, Y ork University, Νοέμβριος 2004.

Brecher, J., Costello, T. και Smith, B., Globalization from Below: The Power o f Soli­darity (Κέιμπριτζ, Μασ.: South E nd Press, 2000).

Brenner, R., The Boom and the Bubble: The US in the World Econom y (A ονδίνο: Ver­so, 2002).

Cao, L., «Chinese Privatization: Betw een Plan and M arket», Law and Contemporary Problems, 63/13 (2000), 13-62.

Cartier, C., Globalizing South China (Ο ξφόρδη: Basil BlackwelJ, 2001).— «Symbolic City /R egions and G endered Identity Form ation in South China», Pro­

vincial China, 8/1 (2003), 60-77.— «Zone Fever. The A rable Land D ebate and Real Estate Speculation: China’s

Evolving Land U se Regime and its G eographical Contradictions», Journal o f Contemporary China, 10 (2001), 455-69.

Chambers, S., και Kymlicka, W. (επιμ.), Alternative Conceptions o f Civil Society (Πρίν- στον: Princeton University Press, 2001).

Chandler, D ., From Kosovo to Kabul: Human Rights and International Intervention (Λονδίνο: Pluto Press, 2002).

Chang, H.-J., Globalisation, Economic Development and the Role o f the State (Λονδί­νο: Z ed Books, 2003).

Chibber, V., Locked in Place: State-Building and Late Industrialization in India (Πρίν- στον: Princeton U niversity Press, 2003).

Chua, A., World on Fire: H ow Exporting Free M arket Democracy Breeds Ethnic Hatred and Global Instability (Νέα Υόρκη: D oubleday, 2003).

Clarke, S. (επιμ.), The State D ebate (Λονδίνο: Macmillan, 1991).Corbridge, S., D ebt and Development (Οξφόρδη: Blackwell, 1993).Court, J., Corporateering: H ow Corporate Power Steals your Personal Freedom (Νέα

Υόρκη: P. Tarcher/Putnam , 2003).Cowan, J, D em bour, M.-B. και Wilson, R. (επιμ.), Culture and Rights: Anthropolo­

gical Perspectives (Κέιμπριτζ: Cambridge U niversity Press, 2001).Dahl, R. και Lindblom, C., Politics, Econom y and Welfare: Planning and Politico-Eco­

nomic Systems R esolved into Basic Social Processes (Νέα Υόρκη: Harper, 1953).Davis, D ., Urban Leviathan: Mexico City in the Twentieth Century (Φιλαδέλφεια:

Tem ple U niversity Press, 1994).Derthick, Μ. και Quirk, P., The Politics o f Deregulation (Ουάσιγκτον: Brookings In ­

stitution Press, 1985).Dicken, P , Global Shift: Reshaping the Global Economic M ap in the 21st Century, 4η

έκδ. (Νέα Υόρκη: Guilford Press, 2003).Dixit, A ., Lawlessness and Economics: Alternative M odes o f Governance (Πρίνστον:

Princeton University Press, 2004).D rury, S., Leo Strauss and the American Right (Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan,

1999).

Dumenil, G., και Levy, D., Capital Resurgent: Roots o f the Neoliberal Revolution, μτφρ. O. Jeffers (Κέιμπριτζ, Μασ.: H arvard University Press, 2004).

— «The Econom ics of US Imperialism at the T urn of the 21st Century», Review o f International Political Economy, 11/4 (2004), 657-76.

— «N eoliberal Dynamics: Tow ards A New Phase?», στο K. van der Pijl, L. Assassi, και O. W igan (επιμ.), Global Regulation: Managing Crises after the Imperial Turn (Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2004) 41-63.

— «Neoliberal Income T rends: W ealth, Class and Ownership in the USA», N ew LeftReview, 30 (2004), 105-33.

Edsall, T , The New Politics o f Inequality (Νέα Υόρκη: N orton, 1985).Edwards, Μ. και H ulm e, Ο. (επιμ.), Non-Governmental Organisations: Performance

and Accountability (Λονδίνο: Earthscan, 1995).Eley, G., Forging Democracy: The History o f the L e ft in Europe, 1850-2000 (Οξφόρδη:

Oxford University Press, 2000).Evans, P., E m bedded Autonom y: States and Industrial Transformation (Πρίνστον:

Princeton University Press, 1995).Fisher, W. και Ponniah, T. (επιμ.), A nother World is Possible: Popular Alternatives to

Globalization at the World Social Forum (Λονδίνο: Z ed Books, 2003).Fishman, T , China Inc.: How the Rise o f the Next Superpower Challenges America and

the World (Νέα Υόρκη: Scribner, 2005).Fourcade-G ourinchas, Μ., και Babb, S., «The R ebirth of the Liberal Creed: Paths

to Neoliberalism in Four Countries», American Journal o f Sociology, 108 (2002), 533-79.

Frank, T , One M arket Under God: Extrem e Capitalism, M arket Populism and the E nd o f Economic Democracy (Ν έα Υόρκη: D oubleday, 2000).

— W hat’s the M atter with Kansas: H ow Conservatives Won the Hearts o f America (Νέα Υόρκη: M etropolitan Books, 2004).

Freem an, J., Working Class N ew York: L ift and Labor Since World War I I (Νέα Υόρ- κη: New Press, 2001).

G eorge, S., A nother World is Possible IF... (Λονδίνο: V erso, 2003).— A Fate Worse Than D ebt (Νέα Υόρκη: G rove Press, 1988).— «Α Short History of Neoliberalism: Twenty Y ears of Elite Econom ics and E m er­

ging O pportunities for Structural Change», στο W Bello, N. Bullard και K. M alhotra (επιμ.), Global Finance: N ew Thinking on Regulating Capital Markets (Λονδίνο: Z ed Books, 2000) 27-35.

Gill, L., Teetering on the R im (Νέα Υόρκη: Columbia University Press, 2000).Gills, B. (επιμ.), Globalization and the Politics o f Resistance (Νέα Υόρκη: Palgrave,

2001).Gowan, P , The Global Gamble: Washington’s Faustian B id for World Dominance (Λον­

δίνο: V erso, 1999).Gramsci, A ., Selections from the Prison Notebooks, μτφρ. Q H oare και G. Nowell

Smith (Λονδίνο: Law rence & W ishart, 1971).G ray, J. False Dawn: The Illusions o f Global Capitalism (Λονδίνο: G ran ta Press, 1998).

Νεοφιλελευθερισμός

270

G reenberg, Μ., «The Limits of Branding: T he W orld T rade Center, Fiscal Crisis and the M arketing of Recovery” , International Journal o f Urban and Regional R e­search, 27 (2003), 386-416.

H aggard, S. και K aufman, R. (επιμ.), The Politics o f Economic Adjustment: Interna­tional Constraints, Distributive Conflicts and the State (Πρίνστον: Princeton U ni­versity Press, 1992).

H ale, D. και H ale, L., «China Takes Off», Foreign Affairs, 82/6 (2003), 36-53.Hall, R, Governing the Economy: The Politics o f State Intervention in Britain and Fran­

ce (Οξφόρδη: Oxford U niversity Press, 1986).Hall, S., Hard Road to Renewal: Thatcherism and the Crisis o f the L e ft (Νέα Υόρκη:

N orton, 1988).H arloe, M., Pickvance, C., και U rry, J. (επιμ.), Place, Policy and Politics: D o Localities

Matter? (Λονδίνο: Unw in Hyman, 1990).H art-Landsberg, Μ. και Burkett, R, China and Socialism: M arket Reform s and Class

Struggle (Νέα Υόρκη, 2004; = M onthly Review, 56/3).H arvey, D., «The A rt of Rent: Globalization, M onopoly and the Com modification

of Culture», Socialist Register (2002),93-110.— The Condition o f Postmodemity (Ο ξφόρδη: Basil B lackwell, 1989).— «Cosm opolitanism and the Banality of G eographical Evils», στο J. Com aroff και

J. Com aroff, Millennial Capitalism and the Culture o f Neoliberalism (Ντέραμ B.K.: D uke U niversity Press, 2000), 271-310.

— «From M anagerialism to E ntrepreneurialism : The T ransform ation of U rban G o­vernance in L ate Capitalism», στο του ιδίσυ, Spaces o f Capital (Εδιμβούργο: E din­burgh U niversity Press, 2001), Κεφ.16.

— The Limits to Capital (Οξφόρδη: Basil Blackwell, 1982).H arvey, D., The New Imperialism (Οξφόρδη: Oxford University Press, 2003 -σ τα ελ­

ληνικά Ο νέος ιμπεριαλισμός, μτφρ. Ελένης Αστεριού, εκδόσεις Καστανιώτη, σειρά «Αναστοχασμός», Α θήνα 2005).

— «The Right to the City», στο R. Scholar (επιμ.), D ivided Cities: Oxford A m nesty Lectures 2003 (Ο ξφόρδη, Oxford U niversity Press, υπό έκδοση).

— Spaces o f H ope (Εδιμβούργο: E dinburgh U niversity Press, 2000).H ayter, T., και Harvey, D. (επιμ.), The Factory in the City (Μ πράιτον: Mansell, 1995).Healy, D ., Let Them E at Prozac: The Unhealthy Relationship Between the Pharmaceu­

tical Industry and Depression (Νέα Υόρκη: New Y ork U niversity Press, 2004).Held, D., Global Covenant: The Social Democratic Alternative to the Washington Con­

sensus (Κέιμπριτζ: Polity, 2004).H enderson, J., «U neven Crises: Institutional Foundation of E ast Asian Turmoil»,

Economy and Society, 28/3 (1999), 327-68.Henw ood, D., A fter the N ew Econom y (Ν έα Υόρκη: New Press, 2003).H ofstadter, R., The Paranoid Style in American Politics and Other Essays (Κέιμπριτζ,

Μασ.: H arvard U niversity Press, 1996).Holloway, J. και Pelaez, E., Zapatista: Reinventing Revolution (Λονδίνο: Pluto, 1998).Jensen, D ., The Culture o f M ake Believe (Νέα Υόρκη: C ontext Books, 2002).

Βιβλιογραφία

271

Jessop, Β.. «Liberalism, N eoliberalism, and U rban G overnance: A State-Theoretical Perspective», Antipode, 34/3 (2002),452-72.

Juhasz, A., «Ambitions of Empire: The Bush A dm inistration Econom ic Plan for I- raq (and Beyond)», Left Turn Magazine, 12 (Φεβ./Μ άρ. 2004), 27-32.

Kaldor, M., N ew and Old Wars: Organized Violence in a Global Era (Κέιμπριτζ: Poli­ty, 1999).

Kaplan, R., The Coming Anarchy: Shattering the Dreams o f the Post Cold War (Νέα Υόρκη: Vintage, 2001).

King, D., The Liberty o f Strangers: Making the American Nation (Νέα Υόρκη: Oxford U niversity Press, 2004).

Koolhaas, R., Delirious N ew York (Νέα Υόρκη: Monacelli Press, 1994).Krasner, S. (επιμ.), International Regimes (Ίθακα, NY: Cornell University Press, 1983).Krugman, P , The Great Unravelling: Losing Our Way in the Twentieth Century (Νέα

Υόρκη: N orton, 2003).Lardy, N., China’s Unfinished Economic Revolution (Ουάσιγκτον: Brookings Institu­

tion, 1998).Lee, C. K., Gender and the South China Miracle (Μπέρκλεϊ: U niversity of California

Press, 1998).Lee, S. K., «Made In China: L abor as a Political Force?», ομιλία, M ansfield con­

ference, 2004, University of M ontana, Μίσουλα, 18-2 Απρ. 2004.Li, S.-M., και Tang, W.-S., China’s Regions, Polity and Econom y (Χονγκ Κονγκ: Chi­

nese University Press, 2000).Lomnitz-Adler, C., «The D epreciation of Life D uring Mexico City’s T ransition into

“The Crisis”» στο J. Schneider και I. Susser (επιμ.), Wounded Cities (Νέα Υόρ­κη: Berg, 2004) 47-70.

Lu, M., Fan, J., Liu, S. και Yan, Y, «Employment Restructuring During China’s Economic Transition», M onthly Labor Review, 128/8 (2002), 25-31.

Luders, R., «The Success and Failure of the State-Owned E nterprise D ivestitures in a Developing Country: The Case of Chile», Journal o f World Business (1993), 98-121.

Lyotard, J.-F., The Postmodern Condition (Μάντσεστερ: M anchester University Press, 1984).

M cCartney, P. και Stren, R., Governance on the Ground: Innovations and Discontinui­ties in the Cities o f the Developing World (Πρίνστον: W oodrow W ilson Center Press, 2003).

M acLeod, D., Downsizing the State: Privatization and the Limits o f Neoliberal Reform in Mexico (Γιουνιβέρσιτι Παρκ: Pennsylvania University Press, 2004).

Mann, J., The Rise o f the Vulcans: The History o f B ush’s War Cabinet (Νέα Υόρκη: Viking Books, 2004).

Martin, R., The Financialization o f Daily Life (Φιλαδέλφεια: Temple University Press, 2002).

Marx, C., Capital, τόμ. i και iii (New York: International Publishers, 1967).— Theories o f Surplus Value, μέρ. 2 (Λονδίνο: Lawrence & W ishart, 1969).

Νεοφιλελευθερισμός

272

Βιβλιογραφία

Megginson, W. και N etter, J., «From State to M arket: A Survey of Empirical Stu­dies of Privatization», Journal o f Economic Literature (2001), online.

M ertes, T. (επιμ.), A M ovement o f M ovements (Λονδίνο: V erso, 2004).Miliband, R., The State in Capitalist Society (Νέα Υόρκη: Basic Books, 1969).M ittelman, J., The Globalization Syndrome: Transformation and Resistance (ΓΙρίνστον:

Princeton U niversity Press, 2000).Muhleisen, Μ. και Towe, C. (επιμ.), US Fiscal Policies and Priorities for Long-Run

Sustainability, O ccasional Paper 227 (Ουάσιγκτον: International M onetary Fund, 2004).

Myers, N., The Primary Resource: Tropical Forests and Our Future/Updated for the 1990s (Νέα Υόρκη: N orton, 1993).

— Ultimate Security: The Environmental Basis o f Political Stability (Ν έα Υόρκη: N or­ton, 1993).

Nash, J., Mayan Visions: The Quest for A utonom y in an A ge o f Globalization (Νέα Υόρκη: Routledge, 2001).

Navarro, V. (επιμ.), «Development as Quality of Life: A Critique of Amartya Sen’s “ Development as Freedom”», στοτσυ ιδίσυ (επιμ.), The Political Economy o f Social Inequalities, 13-26.

— The Political Economy o f Social Inequalities: Consequences for Health and the Qua­lity o f Life (Αμιτιβιλ, NY: Baywood, 2002).

— και Muntaner, C., Political and Economic Determinants o f Population Health andWell-Being (Αμιτιβιλ, NY: Baywood, 2004).

Novacek, Μ. (επιμ.), The Biodiversity Crisis: Losing What Counts (Νέα Υόρκη: A m e­rican M useum of N atural H istory, 2001).

Nozick, M., Anarchy, State and Utopia (Νέα Υόρκη: Basic Books, 1977).O hmae, K., The E nd o f the Nation State: The Rise o f the Regional Economies (Νέα

Υόρκη: Touchstone Press, 1996).Panitch, L. και G indin, S., «Finance and A m erican Em pire», στο The Empire Reloa­

ded: Socialist Register 2005 (Λονδίνο: M erlin Press, 2005), 46-81.Peck, J., «G eography and Public Policy: Constructions of N eoliberalism», Progress

in Human Geography, 28/3 (2004), 392-405.— και Tickell, A ., «Neoliberalizing Space», Antipode, 34/3 (2002), 380-404.Petras, J. και Veltmeyer, H., System in Crisis: The Dynamics o f Free M arket Capita­

lism (Λονδίνο: Zed Books, 2003).Piketty, T. και Saez, E., «Income Inequality in the U nited States, 1913-1998», Quar­

terly Journal o f Economics, 118 (2003), 1-39.Piore, Μ. και Sable, C., The Second Industrial Divide: Possibilities for Prosperity (Νέα

Υόρκη: Basic Books, 1986).Polanyi, K., The Great Transformation (Βοστόνη: Beacon Press, 1954).Pollin, R., Contours o f Descent (A ονδίνο: V erso, 2003).Poulantzas, N., State Power Socialism, μτφρ. P. Camiller (Λονδίνο: V erso, 1978).Prasad, E. (επιμ.), China's Growth and Integration into the World Economy: Prospects and

Challenges, Occasional Paper 232 (Ουάσιγκτον: International Monetary Fund, 2004).

273

Νεοφιλελευθερισμός

Rapley, J., Globalization and Inequaliry: Neoliberalism’s Downward Spiral (Μπόουλ- ντερ Κολ.: Lynne Reiner, 2004).

Rees, G. και L am bert, J., Cities in Crisis: The Political Econom y o f Urban D evelop­m ent in Post-War Britain (Λονδίνο: E dw ard A rnold, 1985).

Robinson, W., A Theory o f Global Capitalism: Production, Class, and State in a Trans­national World (Βαλτιμόρη: Johns H opkins U niversity Press, 2004).

Rodrik, D., The Global Governance o f Trade: A s I f D evelopment Really Mattered (Νέα Υόρκη: U nited N ations D evelopm ent Program , 2001).

Rosenblum, N. και Post, R. (επιμ.), Civil Society and Government (Πρίνστον: Prince­ton University Press, 2001).

Ross, A., Low Pay High Profile: The Global Push for Fair Labor (Νέα Υόρκη: The New Press, 2004).

Roy, A., Power Politics (Κέιμπριτζ, Μασ.: South E nd Press, 2001).Sachs, J., «New Global Consensus on Helping the Poorest of the Poor», Global Po­

licy Forum Newsletter, 18 Α πρ. 2000.Seabrook, J., In the Cities o f the South: Scenes From a Developing World (Λονδίνο:

Verso, 1996).Sen, A., Development as Freedom (Νέα Υόρκη: K nopf, 1999).Smith, N., American Empire, R ooseve lt’s Geographer and the Prelude to Globalization

(Μπέρκλεϊ: University of C alifornia Press, 2003).— The Endgame o f Globalization (Νέα Υόρκη: Routledge, 2005).Soederberg, S., Contesting Global Governance in the South: Debt, Class, and the New

Common Sense in Managing Globalisation (Λονδίνο: Pluto Press, 2005).— «The N ew International Financial A rchitecture: Imposed Leadership and “E m er­

ging M arkets”», Socialist Register (2002), 175-92.Soros, G., The Bubble o f American Supremacy: Correcting the Misuse o f American Po­

wer (Νέα Υόρκη: Public Affairs, 2003).— George Soros on Globalization (Νέα Υόρκη: Public Affairs, 2002).Stedile, J., «Brazil’s Landless Battalions», στο T. M ertes (επιμ.), A M ovement o f M o­

vements (Λονδίνο: Verso, 2004).Stiglitz, J., Globalization and its Discontents (Νέα Υόρκη: N orton, 2002).— The Roaring Nineties (Νέα Υόρκη: N orton, 2003).Tabb, W., The Long Default: N ew York City and the Urban Fiscal Crisis (Νέα Υόρκη:

M onthly Review Press, 1982).Task Force on Inequality and A m erican D em ocracy, American Democracy in an Age

o f Rising Inequality (Am erican Political Science A ssociation, 2004).Toussaint, E., Your M oney or Your Life: The Tyranny o f Global Finance (Λονδίνο: Plu­

to Press, 2003).U nited N ations D evelopm ent Program , Human Development Report, 1996 (Νέα Υόρ-

κη: Oxford U niversity Press, 1996).— Human D evelopment Report, 1999 (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1999).— Human D evelopment Report, 2003 (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 2003).

274

Βιβλιογραφία

Valdez, J., Pinochet’s Economists: The Chicago School in Chile (Νέα Υόρκη: Cam brid­ge U niversity Press, 1995).

Vasquez, I., «The Brady Plan and M arket-Based Solutions to D eb t Crises», The Cato Journal, 16/2 (online).

W ade, R., Governing the M arket (Πρίνστον: Princeton U niversity Press, 1992).— και V eneroso, F., «The Asian Crisis: The High D ebt M odel versus the Wall

Street-Treasury-IMF Complex», New Left Review, 228 (1998), 3-23.W allace, T , «NGO Dilemmas: Trojan H orses for G lobal N eoliberalism?», Socialist

Register (2003), 202-19.W alton, J., «U rban Protest and the Global Political Economy: The IMF Riots», στο

M. Smith και J. Feagin (επιμ.), The Capitalist City (Οξφόρδη: Blackwell, 1987) 354-86.

W ang, H., China’s N ew Order: Society, Politics and Econom y in Transition (Κέιμπριτζ, Μασ.: H arvard University Press, 2003).

Wei, L., Regional Development in China (Νέα Υόρκη: Routledge/Curzon, 2000).W eisbrot, M., Baker, D ., Kraev, E. και Chen, J., «The Scorecard on Globalization

1980-2000: Its Consequences for Econom ic and Social Well-Being», στο V. N a­varro και C. M untaner, Political and Economic Determinants o f Population Health and Well-Being (Ά μ ιτιβιλ, NY: Baywood, 2004) 91-114.

Wignaraja, P. (επιμ.), N ew Social M ovements in the South: Empowering the People (Λονδίνο: Z ed Books, 1993).

Williams, R., Culture and Society, 1780-1850 (Λονδίνο: Chatto & Windus, 1958), 118.W oo-Cummings, Μ. (επιμ.), The Developmental State (Ίθακα, NY: Cornell U niver­

sity Press, 1999).— South Korean Anti-Americanism, Japan Policy Research Institute W orking Paper

93 Ιούλιος 2003).World Bank, World Development Report, 2005: A B etter Investm ent Climate for E ve­

ryone (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 2004).W orld Commission on the Social D im ension of Globalization, A Fair Globalization:

Creating Opportunities for A ll (Γενεύη: International Labour Office, 2004).Wright, M., «The Dialectics of Still Life: Murder, Women and the Maquiladoras»,

Public Culture, 11 (1999), 453-74.Wu, X. και Perloff, J., China’s Income Distribution Over Time: Reasons for Rising

Inequality, CUD ARE W orking Papers 977 (Μ πέρκλεϊ: U niversity of California at Berkeley, 2004).

Yergin, D. και Stanislaw, J., Commanding Heights: The Battle between Government and the Marketplace that is Remaking the Modern World (Νέα Υόρκη: Simon & Schuster, 1998).

Yew, L. K., From Third World to First: The Singapore Story, 1965-2000 (Νέα Υόρκη: HarperCollins, 1999).

Zakaria, F., The Future o f Freedom: Illiberal Democracy at H om e and Abroad (Νέα Υόρκη: N orton, 1998).

Zergan, J., Future Primitive and Other Essays (Μ προύκλιν, NY: A utonom edia, 1994).

275

Νεοφιλελευθερισμός

Zevin, R., «New York City Crisis: First Act in a New Age of Reaction», crco R. Alcalay και O. Mermelstein (επιμ.), The Fiscal Crisis o f American Cities: Essays on the Political Econom y o f Urban America with Special Reference to N ew York (Νέα Υόρκη: Vintage Books, 1977), 11-29.

Zhang, Z. «Mediating Time: The “Rice Bowl of Y outh”», in “Fin-de-Siecle” U rban China», Public Culture, 12/1 (2000), 93-113.

— Strangers in the City: Reconfigurations o f Space, Power, and Social Networks withinChina’s Floating Population (Στάνφορντ: Stanford U niversity Press, 2001).

— Whither China? Intellectual Politics in Contemporary China (Ντέραμ, NK: D uke University Press, 2001).

276

Σημειώσειςi t #

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. S. George, «Α Short History of Neoliberalism: Twenty Years of Elite Economics and Emerging Opportunities for Structural Change», στο W. Bello, N. Bullard και K. Malhotra (επιμ.), Global Finance: New Thinking on Regulating Capital Markets (Λονδίνο: Zed Books, 2000) 27-35· G. Dumenil και D. Levy, Capital Resurgent: Roots o f the Neoli­beral Revolution, μτφρ. D. Jeffers (Κέιμπριτζ, Μασ.: Harvard University Press, 2004)· J. Peck, «Geography and Public Policy: Constructions of Neoliberalism», Progress in Human Geography, 28/3 (2004), 392-405' J. Peck και A. Tickell, «Neoliberalizing Space», Antipode, 34/3 (2002), 380-404· P. Treanor, «Neoliberalism: Origins, Theory, Definition», http:// web. inter.nl.net/ users/Paul. Treanor / neoliberalism.html.

2. Treanor, «Neoliberalism».3. D. Harvey, The Condition o f Postmodernity (Οξφόρδη: Basil Blackwell, 1989)· J.-F.

Lyotard, The Postmodern Condition (Μάντσεστερ: Manchester University Press, 1984), 66.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΛΕΞΗ...

1. G. W Bush, «President Addresses the Nation in Prime Time Press Conference», 13 Απριλίου 2004· http://www.whitehouse.gov/news/releases/ 2004/0420040413-20.html.

2. O Matthew Arnold παρατίθεται στο R. Williams, Culture and Society, 1780-1850 (Λονδίνο: Chatto & Windus, 1958), 118.

3. A. Juhasz, «Ambitions of Empire: The Bush Administration Economic Plan for Iraq (and Beyond)», Left Turn Magazine, 12 (Φεβρ./Μάρτ. 2004), 27-32.

4. N. Klein, «Of Course the White House Fears Free Elections in Iraq», Guardian, 24 Ιανουάριου 2004,18.

5. T. Crampton, «Iraqi Official Urges Caution on Imposing Free Market», New York Times, 14 Οκτ. 2003, C5.

6. Juhasz, «Ambitions of Empire», 29.7. G. W. Bush, «Securing Freedom’s Triumph», New York Times, 11 Σεπτ. 2002, A33.

The National Security Strategy O f the United States o f America μπορεί να βρεθεί στο: www.whitehouse.gov/nsc/nss.

8. Μ. Fourcade-Gourinchas και S. Babb, «The Rebirth of the Liberal Creed: Paths to Neoliberalism in Four Countries», American Journal o f Sociology, 108 (2002), 542-9' J. Val­dez, Pinochet’s Economists: The Chicago School in Chile (Νέα Υόρκη: Cambridge Univer­sity Press, 1995)· R. Luders, «The Success and Failure of the State-Owned Enterprise Divestitures in a Developing Country: The Case of Chile», Journal o f World Business (1993), 98-121.

2 77

Νεοφιλελευθερισμός

9. R. Dahl και C. Lindblom, Politics, Economy and Welfare: Planning and Politico- Economic Systems Resolved into Basic Social Processes (Νέα Υόρκη: Harper, 1953).

10. S. Krasner (επιμ.), International Regimes (Ίθακα, NY: Cornell University Press, 1983)· M. Blyth, Great Transformations: Economic Ideas and Institutional Change in the Twentieth Century (Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 2002).

11. P. Armstrong, A. Glynn και J. Harrison, Capitalism Since World War Π: The Ma­king and Breaking o f the Long Boom (Οξφόρδη: Basil Blackwell, 1991).

12. G. Eley, Forging Democracy: The History o f the Lefi in Europe, 1850-2000 (Οξφόρ­δη: Oxford University Press, 2000).

13. G. Dumenil και D. Levy, «Neoliberal Dynamics: Towards A New Phase?», στο K. van der Fiji, L. Assassi, & D. Wigan (επιμ.), Global Regulation: Managing Crises after the Imperial Turn (Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2004) 41-63. Βλέπε επίσης Task Force on Inequality and American Democracy, American Democracy in an Age o f Rising Ine­quality (American Political Science Association, 2004)· T. Piketty και E. Saez, «Income Ine­quality in the United States, 1913-1998», Quarterly Journal o f Economics, 118 (2003), 1-39.

14. United Nations Development Program, Human Development Report, 1999 (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1999), 3.

15. Βλέπε http://www.montpelerin.org/aboutmps.html.16. Μια προσεκτική επισκόπηση μπορεί να βρεθεί στο H.-J. Chang, Globalisation,

Economic Development and the Role o f the State (Λονδίνο: Zed Books, 2003). Ό μως o Peck, «Geography and Public Policy», επισημαίνει ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει απορ­ροφήσει επανειλημμένα άλλα στοιχεία μέσα στο πλαίσιό του, κατά συνέπεια είναι δύ­σκολο να τον εκλάβουμε ως «ανόθευτη» θεωρία.

17. Η ιστορία του Οατσερικού νεοφιλελευθερισμού σκιαγραφείται στο D. Yergin και J. Stanislaw, The Commanding Heights: The Battle Between Government and Market Place that is Remaking the M odem World (Νέα Υόρκη: Simon & Schuster, 1999).

18. L. Panitch και S. Gindin, «Finance and American Empire», στο The Empire Reloaded: Socialist Register 2005 (Λονδίνο: Merlin Press, 2005), 46-81.

19. D. Henwood, After the New Economy (Νέα Υόρκη: New Press, 2003), 208.20. L. Alvarez, «Britain Says U.S. Planned to Seize Oil in ’73 Crisis», New York Times,

4 lav. 2004, A6. Για την απόφαση των Σασυδαράβων να ανακυκλώσουν τα πετροδολά­ρια μέσω των ΗΠΑ, βλέπε Ρ. Gowan, The Global Gamble: Washington’s Faustian Bid for World Dominance (Λονδίνο: Verso, 1999), 20.

21. D. Harvey, The New Imperialism (Οξφόρδη: Oxford University Press, 2003 - στα ελληνικά Ο νέος ιμπεριαλισμός, μτφρ. Ελένης Αστεριού, Εκδόσεις Καστανιώτη, Σειρά «Αναστοχασμός», Αθήνα, 2005)· Ν. Smith, American Empire, Roosevelt's Geographer and the Prelude to Globalization (Μπέρκλεϊ: University of California Press, 2003)' N. Smith, The Endgame o f Globalization (Νέα Υόρκη: Routledge, 2005).

22. Panitch και Gindin, «Finance and American Empire».23. Οι πολλές κρίσεις του χρέους της δεκαετίας του 1980 καλύπτονται εκτενώς στο

Gowan, The Global Gamble.24. J. Stiglitz, Globalization and its Discontents (Νέα Υόρκη: Norton, 2002 - στα ελλη­

νικά Η μεγάλη αυταπάτη μτφρ. Γ. Θεοδωρόπουλος, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Α­θήνα 2003).

25. G. Dumenil και D. Levy, «The Economics of U.S. Imperialism at the Turn of the 21st Century», Review o f International Political Economy, 11/ 4 (2004), 657-76.

278

Σημειώσεις

26. A. Chua, World on Fire: How Exporting Free Market Democracy Breeds Ethnic Hatred and Global Instability (Νέα Υόρκη: Doubleday, 2003), το οποίο παρέχει παραδείγματα.

27. Παρατίθεται στο Harvey, Condition o f Postmodernity, 158.28. R. Martin, The Financialization o f Daily Life (Φιλαδέλφεια: Temple University

Press, 2002).29. Αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στα έργα των Dumenil και

Levy επί παραδείγματι.30. Chua, World on Fire.31. United Nations Development Program, Human Development Report, 1996 (Νέα

Υόρκη: Oxford University Press, 1996), 2, και United Nations Development Program, Hu­man Development Report, 1999, 3.

32. W Robinson, A Theory o f Global Capitalism: Production, Class, and State in a Trans­national World (Βαλτιμόρη: Johns Hopkins University Press, 2004), όπου παρουσιάζει μια εξέχουσα περίπτωση όσον αφορά αυτό το επιχείρημα.

33. Κ. Polanyi, The Great Transformation (Βοστόνη: Beacon Press, έκδ, 1954 ).34. Στο ίδιο, 256-8.35. Στο ίδιο.36. Στο ίδιο.37. Bush, «Securing Freedom’s Triumph»· βλέπε επίσης F. Zakaria, The Future o f

Freedom: Liberal Democracy at Home and Abroad (Νέα Υόρκη: Norton, 2003).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ

1. A. Gramsci, Selections from the Prison Notebooks, μτφρ. Q. Hoare και G. Nowell Smith (Λονδίνο: Lawrence & Wishart, 1971), 321-43.

2. J. Rapley, Globalization and Inequality: Neoliberalism’s Downward Spiral (Μπόουλ- ντερ Κολ.: Lynne Reiner, 2004), 55.

3. Gramsci, Selections from the Prison Notebooks, 149.4. J. Court, Corporateering: How Corporate Power Steals your Personal Freedom (Νέα

Υόρκη: J. P. Tarcher/Putnam, 2003), 33-8.5. Blyth, Great Transformations, 155. Ο ι πληροφορίες της προηγούμενης παραγράφου

προέρχονται από τα Κεφ. 5 και 6 της αφήγησης του Blyth, που υποστηρίχθηκε από Τ. Edsall, The New Politics o f Inequality (Νέα Υόρκη: Norton, 1985), Κεφ. 2 και 3.

6. Court, Corporateering, 34.7. W. Tabb, The Long Default: New York City and the Urban Fiscal Crisis (Νέα Υόρκη:

Monthly Review Press, 1982)· J. Freeman, Working Class New York: Life and Labor Since World War II (Νέα Υόρκη: New Press, 2001).

8. R. Zevin, «New York City Crisis: First Act in a New Age of Reaction», στο R. Alcalay και D. Mermelstein (επιμ.), The Fiscal Crisis o f American Cities: Essays on the Political Economy o f Urban America with Special Reference to New York (Νέα Υόρκη: Vintage Books, 1977), 11-29.

9. Tabb, The Long Default, 28. Για τον Γουόλτερ Ρίστον, βλέπε Τ. Frank, One Market Under God: Extreme Capitalism, Market Populism and the End o f Economic Democracy (Νέα Υόρκη: Doubleday, 2000), 53-6.

279

Νεοφιλελευθερισμός

10. Freeman, Working Class New York.11. R. Koolhaas, Delirious New York (Νέα Υόρκη: Monacelli Press, 1994)· M. Green­

berg, «The Limits of Branding: The W orld Trade Center, Fiscal Crisis and the Marketing of Recovery», International Journal o f Urban and Regional Research, 27 (2003), 386-416.

12. Tabb, The Long Default-για το επακόλουθο «πούλημα» της Νέας Υόρκης, βλέπε Greenberg, «The Limits of Branding»· για την επιχειρηματικότητα στις πόλεις, βλέπε D. Flarvey, «From Managerialism to Entrepreneurialism: The Transformation of Urban Governance in Late Capitalism”, στο του ιδίου, Spaces o f Capital (Εδιμβούργο: Edin­burgh University Press, 2001), Κεφ. 16.

13. Tabb, The Long Default, 15.14. Edsall, The New Politics o f Inequality, 128.15. Court, Corporateering, 29-31, όπου καταγράφει όλες τις σχετικές νομικές αποφά­

σεις της δεκαετίας του 1970.16. Οι περιγραφές του Edsall, The New Politics o f Inequality, που τον μιμείται o Blyth,

Great Transformations, είναι συγκλονιστικές.17. Edsall, The New Politics o f Inequality, 235.18. T. Frank, What's the Matter with Kansas: How Conservatives Won the Hearts o f

America (Νέα Υόρκη: Metropolitan Books, 2004).19. D. Kirkpatrick, «Club of the Most Powerful Gathers in Strictest Privacy», New

York Times, 28 Αυγ. 2004, AlO.20. Βλέπε J. Stiglitz, The Roaring Nineties (Νέα Υόρκη: Norton, 2003).21. Yergin και Stanislaw. Commanding Heights, 337· Stiglitz, The Roaring Nineties, 108.22. Edsall, The New Politics o f Inequality, 111.23. Και πάλι η αφήγηση εδώ στηρίζεται κατά πολύ στον Blyth, Great Transforma­

tions, και στον Edsall, The New Politics o f Inequality.24. M. Angell, The Truth About the Drug Companies: How They Deceive Us and What

To Do About It (Νέα Υόρκη: Random House, 2004).25. Blyth, Great Transformations; βλέπε επίσης Frank, One Market Under God, ιδίως

για το ρόλο του Gilder.26. Edsall, The New Politics o f Inequality, 107.27. S. Hall, Hard Road to Renewal: Thatcherism and the Crisis o f the Left (Νέα Υόρκη:

Norton, 1988).28. Yergin και Stanislaw. Commanding Heights, 92.29. T. Benn, The Benn Diaries, 1940-1990, επιμ. R. Winstone (Αονδίνο: Arrow, 1996).30. Yergin και Stanislaw, Commanding Heights, 104.31. R. Brooks, «Maggie’s Man: We W ere Wrong», Observer, 21 Ιουνίου 1992, 15’ P.

Hall, Governing the Economy: The Politics o f State Intervention in Britain and France (Ο ξ­φόρδη: Oxford University Press, 1986)· Fourcade-Gourinchas και Babb, «The Rebirth of the Liberal Creed».

32. T. Hayter και D. H arvey (επιμ.), The Factory in the City (Μπράιτον: Mansell, 1995).33. G. Rees και J. Lambert, Cities in Crisis: The Political Economy o f Urban Develop­

ment in Post-War Britain (Λονδίνο: Edward Arnold, 1985)· M. Harloe, C. Pickvance και J. Urry (επιμ.). Place, Policy and Politics: Do Localities Matter? (Λονδίνο: Unwin Hyman, 1990)· M. Boddy και C. Fudge (επιμ.), Local Socialism? Labour Councils and New Left Alternatives (Λονδίνο: Macmillan, 1984).

34. Η αποτυχία της Θάτσερ να εκπληρώσει αρκετούς από τους στόχους της μακρο­οικονομικής της πολιτικής τεκμηριώνεται άριστα στο Ρ. Hall, Governing the Economy.

280

Σημειώσεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ

1. Chang, Globalisation; Β. Jessop, «Liberalism, Neoliberalism, and Urban Gover­nance: A State- Theoretical Perspective», Antipode, 34/3 (2002), 452-72' N. Poulantzas, State Power Socialism, μτφρ. P. Camiller (Λονδίνο: Verso, 1978)· S. Clarke (επιμ.), The Sta­te Debate (Λονδίνο: Macmillan, 1991)· S. Haggard και, R. Kaufman (επιμ.), The Politics o f Economic Adjustment: International Constraints, Distributive Conflicts and the State (Πρίν- στον: Princeton University Press, 1992)· M. Nozick, Anarchy, State and Utopia (Νέα Υόρ- κη: Basic Books, 1977).

2. O Stiglitz, The Roaring Nineties, κέρδισε το βραβείο Νόμπελ για τις μελέτες του σχετικά με τον τρόπο που οι ασυμμετρίες της πληροφόρησης επηρέασαν τη συμπεριφο­ρά των συμμετεχόντων στην αγορά και τα αποτελέσματα των δράσεών τους.

3. Βλέπε Harvey, Condition o f Postmodernity · Harvey, The Limits to Capital (Οξφόρ­δη: Basil Blackwell, 1982).

4. P. Evans, Embedded Autonomy: States and Industrial Transformation (Πρίνστον: Princeton University Press, 1995)· R. Wade, Governing the Market (Πρίνστον: Princeton University Press, 1992)· M. Woo-Cummings (επιμ.), The Developmental State (Τθακα, NY: Cornell University Press, 1999).

5. J. Henderson, «Uneven Crises: Institutional Foundation of East Asian Turmoil», Economy and Society, 28/3 (1999), 327-68.

6. Stiglitz, The Roaring Nineties, Ϊ2Τ P. Hall, Governing the Economy Fourcade-Gou- rinchas και Babb, «The Rebirth of the Liberal Creed».

7. I. Vasquez, «The Brady Plan and Market-Based Solutions to D ebt Crises», The Cato Journal, 16/2 (online).

8. M. Piore και C. Sable, The Second Industrial Divide: Possibilities for Prosperity (Νέα Υόρκη: Basic Books, 1986).

9. Βλέπε Harvey, Condition o f Postmodernity.10. V. Navarro (επιμ.), The Political Economy o f Social Inequalities: Consequences for

Health and the Quality o f Life (Άμιτιβιλ, NY: Baywood, 2002).11. P. McCarney και R. Stren, Governance on the Ground: Innovations and Discon­

tinuities in the Cities o f the Developing World (Πρίνστον: Woodrow W ilson Center Press, 2003)· A. Dixit, Lawlessness and Economics: Alternative Modes o f Governance (Πρίνστον: Princeton University Press, 2004).

12. R. Miliband, The State in Capitalist Society (Νέα Υόρκη: Basic Books, 1969).13. N. Rosenblum και R. Post (επιμ.), Civil Society and Government (Πρίνστον: Prin­

ceton University Press, 2001)· S. Chambers και W. Kymlicka (επιμ.), Alternative Conce­ptions o f Civil Society (Πρίνστον: Princeton University Press, 2001).

14. K. Ohmae, The End o f the Nation State: The Rise o f the Regional Economies (Νέα Υόρκη: Touchstone Press, 1996).

15. Court, Corporateering.16. D. Healy, Let Them Eat Prozac: The Unhealthy Relationship Between the Pharma­

ceutical Industry and Depression (Νέα Υόρκη: New York University Press, 2004).17. W. Bello, N. Bullard και K. Malhotra (επιμ.), Global Finance: New Thinking on

Regulating Speculative Markets (Λονδίνο: Zed Books, 2000).18. K. Schwab και C. Smadja, παρατίθεται στο D. Harvey, Spaces of Hope (Εδιμβούρ­

γο: Edinburgh University Press, 2000), 70.

2 8 :

Νεοφιλελευθερισμός

19. Η. Wang, China’s New Order: Society, Politics and Economy in Transition (Κέιμπριτζ, Μασ.: Harvard University Press, 2003), 44.

20. J. Mann, The Rise o f the Vulcans: The History o f Bush ‘s War Cabinet (Νέα Υόρκη: Viking Books, 2004)· S. Drury, Leo Strauss and the American Right (Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 1999).

21. R. Hofstadter, The Paranoid Style in American Politics and Other Essays (Κέιμπριτζ, Μασ.: Harvard University Press, έκδ. 1996 ).

22. Harvey, The New imperialism, Κεφ. 4.23. Chang, Globalisation, 31.24. M. Kaldor, New and Old Wars: Organized Violence in a Global Era (Κέιμπριτζ:

Polity, 1999), 130.25. Frank, What’s the Matter with Kansas.26. Lee Kuan Yew, From Third World to First: The Singapore Story, 1965-2000 (Νέα

Υόρκη: HarperCollins, 2000).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ΑΚΑΝΟΝΙΣΤΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ

1. Peck, «Geography and Public Policy».2. World Bank, World Development Report 2005: A Better Investment Climate for Eve­

ryone (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 2004).3. Gowan, The Global Gamble.4. Dumenil και Levy, «The Economics of US Imperialism».5. Stiglitz, The Roaring Nineties.6. R. Brenner, The Boom and the Bubble: The US in the World Economy (Λονδίνο:

Verso, 2002).7. S. Corbridge, Debt and Development (Οξφόρδη: Blackwell, 1993).8. Stiglitz, Globalization and its Discontents, 57.9. Chua, World on Fire.10. Henderson, «Uneven Crises»· o Stiglitz, Globalization and its Discontents, 99, σι>-

ναινεί με αυτή την άποψη: «η φιλελευθεροποίηση των λογαριασμών κεφαλαίου ήταν ο μοναδικός σημαντικός παράγοντας που οδήγησε στην κρίση».

11. Stiglitz, Globalization and its Discontents, 129-30.12. Στο ίδιο.13. Vasquez, «The Brady Plan».14. D. MacLeod, Downsizing the State: Privatization and the Limits o f Neoliberal Reform

in Mexico (Γιουνιβέρσιτι Παρκ: Pennsylvania University Press, 2004).15. C. Lomnitz-Adler, «The Depreciation of Life During Mexico City’s Transition

into “The Crisis”», στο J. Schneider και I. Susser (επιμ.), Wounded Cities (Νέα Υόρκη: Berg, 2004) 47-70.

16. D. Davis, Urban Leviathan: Mexico City in the Twentieth Century (Φιλαδέλφεια: Temple University Press, 1994).

17. MacLeod, Downsizing the State, 90-4.18. Στο ίδιο, 71.19. J. Nash, Mayan Visions: The Quest for Autonomy in an Age o f Globalization (Νέα

Υόρκη: Routledge, 2001).

282

Σημειώσεις

20. J. Forero, «As China Gallops, Mexico Sees Factory Jobs Slip Away», New York Times, 3 Σεπτ. 2003, A3. «Το Μεξικό, που επί μακράν ήταν ο βασιλιάς των εργοστασίων χαμηλού κόστους και εξαγωγέας στις Ηνωμένες Πολιτείες ... υποκαθίσταται ταχέως α­πό την Κίνα και τα εκατοντάδες εκατομμύρια χαμηλόμισθων εργατών της ...Α πό το2001, έχουν κλείσει συνολικά 500 α πό τα 3.700 maquiladoras, με κόστος 218.000 θέσεις ερ­γασίας, λέει η μεξικανική κυβέρνηση». Πρόσφατες αναφορές υποδεικνύουν ότι η απα­σχόληση σ’ αυτά τα εργοστάσια έχει ανακάμψει, καθώς οι βιομηχανίες έχουν γίνει πιο α ­ποδοτικές και ευέλικτες, ικανές να χρησιμοποιούν τη γειτνίαση με τις ΗΠΑ για να εξα­σφαλίζουν μια σταθερή ροή παραδόσεων που επιτρέπει στους λιανοπωλητές να ελαχι­στοποιούν τα αποθέματα. Βλέπε Ε. Malkin, «Α Boom Along the Border», New York Times, 26 Αυγ. 2004, W l και W7.

21. MacLeod, Downsizing the State, 99-100· Chua, World on Fire, 61-3, όπου παρέχεται μια σύντομη περιγραφή των δραστηριοτήτων του Carlos Slim.

22. Sharapura, «What Happened in Argentina?», Chicago Business Online, 28 Μαΐου2002, http://www.chibus.com/news/2002/05/28/ Worldview.

23. J. Petras και H. Veltmeyer, System in Crisis: The Dynamics o f Free Market Capi­talism (Λονδίνο: Zed Books, 2003), 87-110.

24. S. Soederberg, Contesting Global Governance in the South: Debt, Class, and the New Common Sense in Managing Globalisation (Λονδίνο: Pluto Press, 2005).

25. J. Salerno, «Confiscatory Deflation: The Case of Argentina», Ludwig von Mises Institute, http://www.mises.org?fullstory.aspx?control=890.

26. Petras και Veltmeyer, System in Crisis, 86.27. V. Chibber, Locked in Place: State-Building and Late Industrialization in India (Πρίν-

στον: Princeton University Press, 2003).28. Στο ίδιο, 245.29. R. Wade και F. Veneroso, «The Asian Crisis: The High Debt Model versus the

Wall Street-Treasury-IMF Complex», New Left Review, 228 (1998), 3-23.30. M. Woo-Cummings, South Korean Anti-Americanism, Japan Policy Research In­

stitute Working Paper 93 (Ιούλιος 2003).31. Στο ίδιο, 5.32. Stiglitz, Globalization and its Discontents.33. Στο ίδιο, 130.34. Woo-Cummings, South Korean Anti-Americanism, 4.35. Stiglitz, Globalization and its Discontents, 130, 206-7.36. Blyth, Great Transformations, 205.37. Στο ίδιο, 238-42.38. Στο ίδιο, 229-30.39. Στο ίδιο, 231-3.40. Ρ. Bond, Elite Transition: From Apartheid to Neoliberalism in South Africa (Λονδί­

νο: Pluto Press, 2000)· του ίδιου, Against Global Apartheid: South Africa Meets the World Bank, the IMF and International Finance (Λονδίνο: Zed Books, 2003)

41. World Bank, World Development Report 2005.42. Stiglitz, Globalization and its Discontents, ο οποίος επανέρχεται συχνά σ’ αυτό το

ζήτημα.43. J. Mittelman, The Globalization Syndrome: Transformation and Resistance (Πρίν-

στον: Princeton University Press, 2000), 90-106.

283

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ «ΜΕ ΚΙΝΕΖΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ»

1. Ν. Lardy, China’s Unfinished Economic Revolution (Ουάσιγκτον: Brookings Insti­tution, 1998)· S.-M. Li και W.-S. Tang, China’s Regions, Polity and Economy (Χονγκ Κονγκ: Chinese University Press, 2000).

2. Κλίνω προς τη δεύτερη ερμηνεία, αν και δεν είναι τόσο ισχυρή όσο των Hart- Landsberg και Burkett, στο έργο των οποίων βασίζομαι εδώ εκτενώς. Βλέπε Μ. Hart- Landsberg και Ρ. Burkett, China and Socialism: Market Reforms and Class Struggle (Νέα Υόρκη, 2004· = Monthly Review, 56/3).

3. L. Cao, «Chinese Privatization: Between Plan and Market», Law and Contemporary Problems, 63/13 (2000), 13-62.

4. Γι’ αυτό το ζήτημα γίνεται μνεία εμφατικά στο Υ. Huang, «Is China Playing by theRules?», Congressional-Executive Commission on China, . cecc.gov/pages/hea-rings/092403/huang. php.

5. Wang, China’s New Order, 66.6. D. Hale και L. Hale, «China Takes Off», Foreign Affairs, 82/6 (2003), 36-53.7. J. Kahn & J. Yardley, «Amid China’s Boom, No Helping Hand for Young Qing-

ming», New York Times, 1 Αυγ. 2004, AI και A6.8. J. Yardley, «In a Tidal Wave, China’s Masses Pour from Farm to City», New York

Times,. 12 Σεπτ. 2004, W eek in Review, 6.9. Kahn και Yardley, «Amid China’s Boom».10. C. Stevenson, Reforming State-Owned Enterprises: Past Lessons for Current Pro­

blems (Ουάσιγκτον: George Washington University), http: www.gwu.edu/-ylowrey/ste vensonc.httml.

11. Hart-Landsberg και Burkett, China and Sodalism, 35' Li και Tang, China’s Regions.12. Hart-Landsberg και Burkett, China and Socialism, 38.13. Βλέπε στο ίδιο και Global Policy Forum, Newsletter «China’s Privatization», http:

www.globalpolicy.org.socecon/ffd/fdil2003/ 1112chinaprivatization.14. Li και Tang, China’s Regions, Κεφ. 6.15. Στο ίδιο, 82.16. China Labor Watch, «Mainland China Jobless Situation Grim, Minister Says»,

http:/ / www.chinalaborwatch.org/en/web/article_id=500043,18 Νοεμ. 2004.17. J. Kahn, «China Gambles on Big Projects for its Stability», New York Times, 13

lav. 2003, AI και Α8· K. Bradsher, «Chinese Builders Buy Abroad», New York Times, 2 Δεκ. 2003, W1 και W7- T. Fishman, «The Chinese Century», New York Times Magazine, 4 Ιουλίου 2004, 24-51.

18. H. French, «New Boomtowns Change Path of China’s Growth», New York Times, 28 Ιουλίου 2004, AI και A8.

19. K. Bradsher, «Big China Trade Brings Port War», International Herald Tribune, 27 lav. 2003,12.

20. S. Sharma, «Stability Amidst Turmoil: China and the Asian Financial Crisis», Asia Quarterly (Χειμώνας 2000), www.fas.harvard.edu/-asiactr/ haql2000001 /000 la006.htm.

21. Hale και Hale, «China Takes Off», 40.22. H. Liu, «China: Banking on Bank Reform”, Asia Times Online, atimes. com, 1 Ιου­

νίου 2002.23. K. Bradsher,« Heated Chinese Economy Piles up Debt», New York Times, 4 Σεπτ.

284

Σημειώσεις

2003, ΑΙ και Ο Κ. Bradsher, «China Announces New Bailout of Big Banks», New York Times, 7 lav. 2004, Cl.

24. Liu, «China: Banking on Bank Reform».25. C. Buckley, «Let a Thousand Ideas Flower: China Is a New Hotbed of Research»,

New York Times, 13 Σεπτ. 2004, Cl και C4.26. J. Warner, «Why the W orld’s Economy is Stuck on a Fast Boat to China», The In­

dependent, 24 lav. 2004, 23.27. C. Buckley, «Rapid Growth of China’s Huawei Has its High-Tech Rivals on Guard»,

New York Times, 6 Οκτ. 2003, Cl και C3.28. K. Bradsher, «GM To Speed Up Expansion in China: An Annual Goal of 1.3

Million Cars», New York Times, 8 Ιουνίου 2004, W1 και W7.29. Z. Zhang, Whither China? Intellectual Politics in Contemporary China (Ντέραμ, NC:

Duke University Press, 2001).30. K. Bradsher, «China’s Factories Aim to Fill Garages Around the World», New York

Times, 2 Νοεμ. 2003, International Section, 8' στο ίδιο, «GM To Speed Up Expansion in China»· στο ίδιο, «Is China The Next Bubble?», New York Times, 18 lav. 2004, τμ. 3,1 και 4.

31. K. Bradsher, «Chinese Provinces Form Regional Power Bloc», New York Times, 2 Ιουνίου 2004, W1 και W7.

32. H. Yasheng και T. Khanna «Can India Overtake China?», China Now Magazine, 3 Απρ. 2004, www.chinanowmag.com/business/business.htm.

33. P. Dicken, Global Shift: Reshaping the Global Economic Mag in the 21st Century, 4η έκδ. (Νέα Υόρκη: Guilford Press, 2003), 332.

34. Hout και J. Lebretton, «The Real Contest Between America and China», The Wall Street Journal on Line, 16 Σεπτ. 2003· είναι ενδιαφέρον το ότι αυτή ακριβώς είναι η παρα­τήρηση του Μαρξ για τη διαφοροποιημένη εφαρμογή της τεχνολογίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία τον 19ο αιώνα: βλέπε Capital (Νέα Υόρκη: International Publi­shers, 1967), i, 371-2.

35. Βλέπε H art-Landsberg και Burkett, China and Socialism, 94-5· K. Brooke, «Korea Feeling Pressure as China Grows», New York Times, 8 lav. 2003, W1 και W7.

36. J. Belson, «Japanese Capital and Jobs Flowing to China», New York Times, 17 Φεβ.2004, Cl και C4.

37. Βλέπε Forero, «As China Gallops».38. K. Bradsher, «China Reports Economic Growth of 9.1% in 2003», New York

Times, 20 Φεβ. 2004, W1 και W7.39. K. Bradsher, «Taiwan Watches its Economy Slip to China», New York Times, 13

Δεκ. 2004, Cl.40. W. Arnold, «ΒΗΡ Billiton Remains Upbeat Over Bet on China’s Growth», New

York Times, 8 Ιουνίου 2004, W1 και W7.41. M. Landler, «Hungary Eager and Uneasy Over New Status», New York Times, 5

Μαρτ. 2004, W1 και W7· K. Bradsher, «Chinese A utomaker Plans Assembly Line in Malaysia», New York Times, 19 Οκτ. 2004, W1 και W7.

42. K. Bradsher, «China’s Strange Hybrid Economy», New York Times, 21 Δεκ. 2003, C5.43. Οι παρατηρήσεις του Βόλκερ παρατίθενται στο Ρ. Bond, «US and Global Eco­

nomic Volatility: Theoretical, Empirical and Political Considerations», εργασία που πα­ρουσιάστηκε στο Empire Seminar, York University, Νοέμ. 2004.

44. Wang, China’s New Order T. Fishman, China Inc.: How the Rise o f the Next Super­power Challenges America and the World (Νέα Υόρκη: Scribner, 2005).

285

Νεοφιλελευθερισμός

45. Κ. Bradsher, «Now, a G reat Leap Forward in Luxury», New York Times, 10 Ιου­νίου 2004, Cl και C6.

46. X. Wu και J. Perloff, China ‘s Income Distribution Over Time: Reasons for Rising Inequality, CUDARE Working Papers 977 (Μπέρκλεϊ: University of California at Berke­ley, 2004).

47. Wang, China’s New Order.48. L. Wei, Regional Development in China (Νέα Υόρκη: Routledge/Curzon, 2000).49. L. Shi, «Current Conditions of China’s Working Class», China Study Group, 3 Νοεμ.

2003, http://www.chinastudygroup.org/index.php? action=article&type.50. China Labor Watch, «Mainland China Jobless Situation Grim».51. Shi, «Current Conditions of China’s Working Class».52. D. Barboza, «An Unknown Giant Flexes its Muscles», New York Times, 4 Δεκ.

2004, Cl και C3' S. Lohr, «IBM’s Sale of PC Unit Is a Bridge Between Companies and Cultures», New York Times, 8 Δεκ. 2004, A I και C4· S. Lohr, «ΒΜ Sought a China Part­nership, Not Just a Sale», New York Times, 13 Δεκ. 2004, Cl και C6.

53. Wang, China’s New Order . J. Yardley, «Farmers Being Moved Aside by China’s Real Estate Boom», New York Times, 8 Δεκ. 2004, AI και A16.

54. C. Cartier, «Zone Fever. The Arable Land D ebate and Real Estate Speculation: China’s Evolving Land Use Regime and its Geographical Contradictions», Journal of Contemporary China, 10 (2001), 455-69' Z. Zhang, Strangers in the City: Reconfigurations o f Space, Power, and Social Networks within China ‘s Floating Population (Στάνφορντ: Stan­ford University Press, 2001) .

55. C. Cartier, «Symbolic City /Regions and G endered Identity Formation in South China», Provincial China, 8/1 (2003), 60-77' Z. Zhang, «Mediating Time: The “Rice Bowl of Youth” in Fin-de-Siecle Urban China», Public Culture, 12/1 (2000), 93-113.

56. S. K. Lee, «Made In China: Labor as a Political Force?», δήλωση της επιτροπής, Mansfield conference 2004, University of Montana, Μίσουλα, 18-20 Απρ. 2004.

57. Στο ίδιο- J. Yardley, «Chinese Appeal to Beijing to Resolve Local Complaints», New York Times, 8 Μαρ. 2004, A3.

58. E. Rosenthal, «Workers Plight Brings New Militancy in China», New York Times, 10 Μαρ. 2003, A8.

59. E. Cody, «Workers in China Shed Passivity: Spate of Walkouts Shakes Factories», Washington Post, 27 Νοεμ. 2004, A01' A. Cheng «Labor Unrest is Growing in China», International Herald Tribune Online, 27 Οκτ., 2004' Yardley, «Farmers Being Moved Aside».

60. Lee, «Made In China».61. Παρατίθεται στο Cody, «Workers in China Shed Passivity»· βλέπε επίσης διάφο­

ρες εκδόσεις του China Labor Bulletin.62. Cody, «Workers in China».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΕΔΩΛΙΟ

1. Marx, Theories o f Surplus Value, Μέρ. 2, (Λονδίνο: Lawrence & Wishart, 1969), 200.2. J. Gray, Palse Dawn: The Illusions o f Global Capitalism (Λονδίνο: Granta Press,

1998).3. Bond, «US and Global Economic Volatility».

286

Σημειώσεις

4. Ο ι δύο καλύτερες επίσημες εκτιμήσεις μπορούν να βρεθούν στο World Commis­sion on the Social Dimension of Globalization, A Pair Globalization: Creating Oppor­tunities for A ll (Γενεύη, International Labour Office, 2004)· United Nations Development Program, Human Development Report, 1999; Human Development Report, 2003.

5. M. Weisbrot, D. Baker, E. Kraev και J. Chen, «The Scorecard on Globalization 1980-2000: Its Consequences for Economic and Social Well-Being», στο V. Navarro και C. Muntaner, Political and Economic Determinants o f Population Health and Well-Being (Αμι- τιβιλ, NY: Baywood, 2004) 91-114.

6. G. Monbiot, «Punitive- and It Works», Guardian, 11 lav. 2005, online edition.7. Henwood, After the New Economy Dumenil και Levy, Capital Resurgent, Σχ. 17.1.8. Η βιβλιογραφία για την παγκοσμιοποίηση είναι τεράστια. Οι απόψεις μου διατυ­

πώθηκαν στο Harvey, Spaces o f Hope.9. Στο ίδιο, Κεφ. 4.10. Μ. Derthick και Ρ. Quirk, The Politics o f Deregulation (Ουάσιγκτον: Brookings

Institution Press, 1985)· W. Megginson & J. Netter, “From State to Market: A Survey of Empirical Studies of Privatization”, Journal o f Economic Literature (2001), online.

11. Dicken, Global Shift, Κεφ. 13.12. Η σημασία της διασποράς των ριψοκινδυνεύσεων και της ανάληψης της ηγεσίας

μέσω χρηματοπιστωτικών παραγώγων τονίζεται στα Panitch και Gindin, «Finance and American Empire»· S. Soederberg, «The New International Financial Architecture: Imposed Leadership and “Emerging Markets”» Socialist Register (2002), 175-92.

13. Corbridge, Debt and Development- S. George, A Fate Worse Than Debt (Νέα Υόρ- κη: Grove Press, 1988).

14. E. Toussaint, Your Money or Your Life: The Tyranny o f Global Finance (Λονδίνο: Pluto Press, 2003)· Stiglitz, Globalization and its Discontents, 225' Wade και Veneroso, «The Asian Crisis», 21.

15. J. Farah, «Brute Tyranny in China», W orldNetDaily.com, ανταπ. 15 Μαρ. 2004· I. Peterson, «As Land Goes To Revitalization, There Go the Old Neighbors», New York Times, 30 lav. 2005, 29 και 32.

16. J. Holloway και E. Pelaez, Zapatista: Reinventing Revolution (Λονδίνο: Pluto, 1998)· J. Stedile, «Brazil’s Landless Battalions», στο T. Mertes (επιμ.), A Movement of Movements (Λονδίνο: Verso, 2004).

17. D. Harvey, «The A rt of Rent: Globalization, Monopoly and the Commodification of Culture”, Socialist Register (2002), 93-110.

18. Polanyi, The Great Transformation, 73.19. K. Bales, Disposable People: New Slavery in the Global Economy (Μπέρκλεϊ:

University of California Press, 2000)· M. Wright, «The Dialectics of Still Life: Murder, Women and the Maquiladoras», Public Culture, 11 (1999), 453-74.

20. A. Ross, Low Pay High Profile: The Global Push for Fair Labor (Νέα Υόρκη: The New Press, 2004), 124.

21. J. Seabrook, In the Cities o f the South: Scenes from a Developing World (Λονδίνο: Verso, 1996), 103.

22. J . Sommer, «Α Dragon Let Loose on the Land: And Shanghai is at the Epicenter of China’s Economic Boom», Japan Times, 26 Οκτ. 1994,3.

23. C. K. Lee, Gender and the South China Miracle (Μπέρκλεϊ: University of California Press, 1998)· C. Cartier, Globalizing South China (Οξφόρδη: Basil Blackwell, 2001), ιδίως Κεφ. 6.

287

Νεοφιλελευθερισμός

24. Οι παγκόσμιες επιπτώσεις εξετάζονται λεπτομερώς στο Navarro, The Political Economy o f Social Inequalities- Navarro και Muntaner, Political and Economic Deter­minants.

25. J. Kahn, «Violence Taints Religion’s Solace for China’s Poor», New York Times, 25 Νοεμ. 2004, AI και A24.

26. Frank, What’s the Matter with Kansas.27. N Myers, Ultimate Security: The Environmental Basis o f Political Stability (Νέα Υόρ-

κη: Norton, 1993)' του ίδιου, The Primary Resource: Tropical Forests and our Future/Up- datedforthe 1990s (Νέα Υόρκη: Norton, 1993)· M. Novacek (επιμ.), The Biodiversity Crisis: Losing What Counts (Νέα Υόρκη: American Museum of Natural History, 2001).

28. Climate Change Science Program, «Our Changing Planet: The US Climate Chan­ge Science Program for Fiscal Years 2004 and 2005», http:// www.ugcrp.gov/ usgcrP- /Library/ocp2004-5· M. Townsend και P. «Now the Pentagon Tells Bush: Climate Change Will Destroy US», Observer, 22 Φεβ. 2004, online.

29. K. Bradsher, «China’s Boom Adds to Global Warming», New York Times, 22 Οκτ. 2003, A l και A8' J. Yardley, «Rivers Run Black, and Chinese Die of Cancer», New York Times, 12 Σεπτ. 2004, A I και Α Π ' D. Murphy, «Chinese Province: Stinking, Filthy, Rich», Wall Street Journal, 27 Οκτ. 2004 B2H.

30. Petras και Veltmeyer, System in Crisis, Κεφ. 6.31. American Lands Alliance, «IMF Policies Lead to Global Deforestation», http://

americanlands.org/imfrePort.htm.32. D. Rodrick, The Global Governance o f Trade : A s i f Development Really Mattered

(Νέα Υόρκη, United Nations Development Program, 2001), 9.33. D. Chandler, From Kosovo to Kabul: Human Rights and International (Λονδίνο:

Pluto Press, 2002), 89.34. Στο ίδιο, 230.35. T. Wallace, «NGO Dilemmas: Trojan Horses for Global Neoliberalism?», Sosialist

Register (2003), 202-19. Για μια γενική επισκόπηση του ρόλου των ΜΚΟ, βλέπε Edwards και D. Hulme (επιμ.), Non-Governmental Organisations: Performance and Accountability (Λονδίνο: Earthscan, 1995).

36. L. Gill, Teetering on the Rim (Νέα Υόρκη: Columbia University Press 2000)' M.- B. Dembour και R. Wilson (επιμ.), Culture and Anthropological Perspectives (Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 2001).

37. A. Bartholomew και J. Breakspear, «Human Rights as Swords of Empire», Socia­list Register (Λονδίνο: Merlin Press, 2003), 124-45.

38. Στο ίδιο.39. Chandler, From Kossovo to Kabul, 27, 218.40. Στο ίδιο, 235.41. Marx, Capital, i. 225.42. D. Harvey, «The Right to the City», στο R. Scholar (επιμ.), Divided Cities: Oxford

Amnesty Lectures 2003 (Οξφόρδη: Oxford University Press, υπό έκδοση).43. Harvey, The New Imperialism, Κεφ. 2.

288

Σημειώσεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

1. Παρατίθεται στη βαθυστόχαστη κριτική του Sen: «Development as Quality of Li­fe: A Critique of Amartya Sen’s Development as Freedom», στο Navarro (επιμ.), The Political Economy o f Social Inequalities, 13-26.

2. Polanyi, The Great Transformation, 257.3. Zakaria, The Future o f Freedom- A. Sen, Development as Freedom (Νέα Υόρκη:

Knopf, 1999).4. Marx, Capital, iii. 820.5. R. Kaplan, The Coming Anarchy: Shattering the Dreams o f the Post Cold War (Νέα

Υόρκη: Vintage, 2001).6. J. Walton, «Urban Protest and the Global Political Economy: The IMF Riots», στο

M. Smith και J. Feagin (επιμ.), The Capitalist City (Οξφόρδη: Blackwell, 1987) J5-86.7. D. Jensen, The Culture o f Make Believe (Νέα Υόρκη: Context Books, 2002)· J.

Zergan, Future Primitive and Other Essays (Μπρούκλιν, NY: Autonomedia, 1994).8. Kahn, «Violence Taints Religion’s Solace for China’s Poor».9. B. Gills (επιμ.), Globalization and the Politics o f Resistance (Νέα Υόρκη: Palgrave,

2001)· T. Mertes (επιμ.), A Movement o f Movements (Λονδίνο: Verso, 2004)· P. Wignaraja (επιμ.), New Social Movements in the South: Empowering the People (Λονδίνο: Zed Books, 1993) ■ J. Brecher, T. Costello, και B. Smith, Globalization from Below: The Power o f Soli­darity (Κέιμπριτζ, Μασ.: South End Press, 2000).

10. Stiglitz, Globalization and its Discontents, and The Roaring Nineties- P. Krugman, The Great Unravelling: Losing Our Way in the Twentieth Century (Νέα Υόρκη: Norton, 2003). G. Soros, George Soros on Globalization (Νέα Υόρκη: Public Affairs, 2002)· του ίδι­ου, The Bubble o f American Supremacy: Correcting the Misuse o f American Power (Νέα Υόρκη: Public Affairs, 2003)' J. Sachs, «New Global Consensus on Helping the Poorest of the Poor», Global Policy Forum Newsletter, 18 Απρ. 2000. Π.χ. o Sachs λέει «δεν πιστεύω στην παγκόσμια διακυβέρνηση από τις πλούσιες χώρες ή στη διεθνή ψηφοφορία όπου μετράει υπερβολικά το χρήμα, όπως είναι σήμερα στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπε­ζα, ή σε μια μόνιμη κυβέρνηση περιχαρακωμένων γραφειοκρατιών ανενόχλητων από ε­ξωτερική εποπτεία όπως ισχύει στο ΔΝΤ, ή στη διακυβέρνηση βάσει των όρων που τί­θενται από τις πλούσιες χιόρες και επιβάλλονται στους φτωχούς».

11. Παραθέτω μόνο δύο: United Nations Development Program, Fluman Develop­ment Report 1999· World Commission on the Social Dimension of Globalization, A Pair Globalization.

12. D. Held, Global Covenant: The Social Democratic Alternative to the Washington Consensus (Κέιμπριτζ: Polity, 2004)· εξέτασα κάποια από τα διλήμματα της εφαρμογής της κοσμοπολίτικης ηθικής στο D. Harvey, «Cosmopolitanism and the Banality of Geo­graphical Evils», στο J. Comaroff και J. Comaroff, Millennial Capitalism and the Culture o f Neoliberalism (Ντέραμ, NC: Duke University Press, 2000), 271-310.

13. Για τον Βόλκερ, βλέπε Bond, «US and Global Economic Volatility»· M. Muh- leisen και C. Towe (επιμ.), US Fiscal Policies and Priorities for Long-Run Sustainability, Occasional Paper 227 (Ουάσιγκτον: International Monetary Fund, 2004).

14. Dumenil και Levy, «Neoliberal Dynamics».15. Harvey, Condition o f Postmodemity, 169.

289

Νεοφιλελευθερισμός

16. Η. Arendt, Imperialism (Νέα Υόρκη: Harcourt Brace Janovich, έκδ. 1968 )■ Harvey, The New Imperialism, 12-17.

17. D. King, The Liberty o f Strangers: Making the American Nation (Νέα Υόρκη: Ox­ford University Press, 2004).

18. G. Arrighi και B. Silver, Chaos and Governance in the Modem World System (Mi- νεάπολις: Minnesota University Press, 1999)· βλέπε επίοης τον Επίλογο στη χαρτόδετη έκδοση ταυ Harvey, The New Imperialism (Οξφόρδη: Oxford University Press, 2005).

19. Παρατίθεται στο Harvey, Condition o f Postmodemity, 168-70.20. S. Amin, «Social Movements at the Periphery», στο Wignaraja (επιμ.), New Social

Movements in the South, 76-100.21. W. Bello, Deglobalization: Ideas for a New World Economy (Λονδίνο: Z ed Books,

2002)· Bello, Bullard και Malhotra (επιμ.), Global Finance· S. George, Another World is Possible IF... (Λονδίνο: Verso, 2003)· W. Fisher και T. Ponniah (επιμ.), Another World is Possible: Popular Alternatives to Globalization at the World Social Forum (Λονδίνο: Zed Books, 2003)· P. Bond, Talk Left Walk Right: South Africa’s Frustrated Global Reforms (Σκότσβιλ, Νότια Αφρική: University of KwaZulu-Natal Press, 2004)· Mertes, A Move­ment o f Movements- Gill, Teetering on the R im ■ Brecher, Costello και Smith, Globalization from Below.

22. Harvey, Spaces o f Hope, 248-52.23. H. Task Force on Inequality and American Democracy, στο American Democracy

in an Age o f Rising Inequality, ζωγραφίζει μια ενοχλητική εικόνα.24. Αυτό είναι το επιχείρημα στο οποίο επανέρχεται συχνά το Wang, China’s New

Order, για την περίπτωση της Κίνας, επί παραδείγματι.

290

ΕΥ ΡΕ Τ Η ΡΙΟ

ακανόνιστη επέκταση, γεωγραφικά 124 αλλαγές από το 1970 124-126 Αργεντινή 144-147 δυνάμεις και διακυμάνσεις 157-161 Μεξικό 137-143 Ν ότια Κορέα 147-153 Σουηδία 153-156

Α λιέντε, Σ. 32,33,55 Ά μεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) 30,

49, 54ακανόνιστη επέκταση 128-132,139,157Κίνα 166,180-181

Α μπου Ν τάμπι 54 αναλώσιμο εμπόρευμα, εργασία ως

220-222, 239αναρχία, κίνδυνος της 241 Α νατολική Α σία 24

ακανόνιστη επέκταση 125,147 έννοια της ελευθερίας 36, 49, 62 νεοφιλελεύθερο κράτος 99,107, 122προοπτική της ελευθερίας 250 και Κίνα 165συναίνεση, οικοδόμηση της 92

Α νατολική και Κ εντρική Ε υρώ πη 29, 43,105ακανόνιστη επέκταση 159 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 204, 221

ανισότητεςαυξημένες 125-126,160-161 εισοδήματος 41-45,125,130,139 Κίνα 188-199

ανταγωνισμός, δ ιεθνής 104,116 αύξηση του 124,143 ως αρετή 98

ανταλλαγή ω ς ηθική 26 αντιπολιτευτική κουλτούρα 228 α ξ ιοπρέπεια, ανθρώ πινη 29 αποαποικιοποίηση 87 αποβιομηχάνιση 53, 75, 94,103, 223 αποπληθωρισμός 76,146, 250 αποπληθωρισμός σε βαθμό

κατάσχεσης 212απορρύθμιση 25, 52, 83, 98,107,128,

155, 210α ποτυχία του νεοφιλελευθερισμού

204Α ργεντινή 144,146

ακανόνιστη επέκταση 132,144,146,160νεοφιλελεύθερο κράτος 110,114νεοφιλελευθερισμόςστο εδώλιο 202προοπτική της ελευθερίας 239, 264

Ά ρεντ, X. 251 Ά ρνολντ, Μ. 30 ASEAN (Έ νω ση τω ν χωρώ ν της

Ν οτιο-ανατολικής Α σίας), 115 αναταραχή 74-79 αστικές περιοχές 92-93, 225

γρήγορη ανάπτυξη 175-177 διαφορά με αγροτικές περιοχές 168-169, 188-196

ατομικισμός 89,115,119,122, 222 άτυπη οικονομία 142 Α υστραλία 59,134,185 αυταρχισμός 56,159

και νεοφιλελεύθερο κράτος 114,116 συμμαχία τω ν ΗΠΑ με- βλέπε Χιλή

Α φρική 36ακανόνιστη επέκταση 126, 132,158

291

Νεοφιλελευθερισμός

νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο204, 222, 228οικοδόμηση συναίνεσης 69, 88

ΒΒαλκάνια 132 Βελτμάγιερ, X. 147 Βενεζουέλα 109 Βενερόζο, Φ. 212 Βόλκερ, Π ολ (και Fed) 23,50

ακανόνιστη επέκταση 138,142 έννοια της ελευθερίας 50-52, 56 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 201, 212προοπτική της ελευθερίας 244, 245, 248-49, 262-263

Βορειοαμερικανική Ζ ώ νη Ελεύθερων Συναλλαγώ ν (NAFTA) 131

Βραζιλία 185ακανόνιστη επέκταση 146 νεοφιλελεύθερο κράτος 109 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 216, 227προοπτική της ελευθερίας 241, 258, 264

Βρετανία 23, 33έννοια της ελευθερίας 35, 42,49, 59νεοφιλελεύθερο κράτος 99,101, 105νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο205, 215, 219οικοδόμηση συναίνεσης 68, 70, 90 προοπτική της ελευθερίας 257

Business R oundtable 73

Γαλλία 38, 54, 71, 99,121,129,137 Γενική Σ υμφω νία Δασμών και

Εμπορίου (GATT) 139 Γερμανία

Δυτική 126-127 Γ ιέρτζιν ,Ν τ. 82 Γκίλντερ, Τ ζορ τζ 86 Γκόλντγουοτερ Μ πάρι 24 Γκρέι, Τ ζον 200 Γουάνγκ, X. 117,166,190

Γουέιντ, Ρ. 212 Γουόλρας, Α ίον 47 Coca Cola 67,116 Commentary 81 Crim eThink 240

Δδέλτα του ποταμού Π ερλ 125 δευτερογενή δικαιώ ματα 235 δημιουργική καταστροφή 25 δημοκρατία

ζήτηση για 151 κατάχρηση της 238 ω ς πολυτέλεια 99

Δημοκρατικοί (ΗΠΑ) 38, 80 ακανόνιστη επέκταση 130 συναίνεση, οικοδόμηση της 82 βλέπε επίσης Κλίντον,Ρούσβελτ

δημόσια επιλογή, θεω ρία 85 διαχείριση τω ν κρίσεων 211 Δ ιεθνές Νομισματικό Ταμείο

(ΔΝΤ) 25ακανόνιστη επέκταση 130-1,137, 143-144, 146, 152, 158-161 έννοια της ελευθερίας 32, 35, 37, 51,58νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 200, 202, 211-213, 228, 235 νεοφιλελεύθερο κράτος 103-108, σποραδικάπροοπτική της ελευθερίας 237, 244, 257

Διεύθυνση Διαχείρισης και Π ροϋπολογισμού 83

διευθυνόμενη οικονομία 35 διευθύνοντες σύμβουλοι 73 ΔΝΤ 204,227,239,244 D aew oo 136

Εεγκληματικότητα 78,139, 239 Ε θνικό Συμβούλιο Ε ργασιακώ ν

Σχέσεων 83 εισοδήματα /μισθοί

ακανόνιστη επέκταση 125,130, 139, 155-56

292

Ευρετήριο

ανισότητες 41-45,125,130,139ατομικά 126και παραγω γικότητα 51Κ ίνα 169-170, 183, 189-190, 195-196νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο202-203πολιτικές 37-38 πτώση 44

εκμετάλλευση τω ν φυσικών πόρω ν 33, 208

ελευθερίαάνοδος της 46-51 αποκλίνουσες έννοιες 237 ελευθερίες 237 έννοια της 29-67, 277-279 νεοφιλελεύθερη θεωρία, και ταξική δύναμη 60 νεοφιλελεύθερη στροφή, αιτίες για 34-35 ορισμοί 64-66 τέσσερις πρω ταρχικές ως σλόγκαν 68

ελίτ, παλινόρθωση της ισχύος τους ακανόνιστη επέκταση 148 έννοια της ελευθερίας 57 Κ ίνα 192νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 201νεοφιλελεύθερο κράτος 99,103 προοπτική της ελευθερίας 255 συναίνεση, οικοδόμηση της 68, 74,84

εμπεδωμένος φιλελευθερισμός 36 εμπορευματοποίηση 116, 208-209,

216, 230E nron 60,112,211 εντός ορίω ν νεοφιλελευθεροποίηση

157Έ ντσαλ, Τόμας 79, 86 εξισωτισμός 261εξωστρεφής οικονομική μεγέθυνση

Κ ίνα 180επιθέσεις στο Π αγκόσμιο Κέντρο

Ε μπορίου 119 επιτροπές πολιτικής δράσης

(ΕΠΔ) 79εργασία/απασχόληση/εργατική τάξη

εργασία ω ς εμπόρευμα 85, 99 πλήρης απασχόληση 35

Ε ργατικό Κόμμα (ΗΒ) 38, 90 Ε ταιρεία Μ ον Πελερέν 46 εταιρείες, δύναμη τω ν 38

ακανόνιστη επέκταση 127 νεοφιλελεύθερο κράτος 112,115, 121νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 200, 206, 215προοπτική της ελευθερίας 247, 260 συναίνεση, οικοδόμηση της 72, 86 βλέπε επίσης χρηματοπιστωτικό σύστημα

ευέλικτη εργασία 140 ευέλικτη συσσώρευση 110 Ε υρω παϊκός Μ ηχανισμός

Συναλλαγματικώ ν Ισοτιμιών 136 Ε υρώ πη 205

ακανόνιστη γεω γραφική επέκταση 126,156έννοια της ελευθερίας 36-41, 43,45, 52, 54-55Ε υρω παϊκή Έ νω ση 114,122,156,159προοπτική της ελευθερίας 257

ΖΖ ακά ρια , Φ. 238 Ζ α κ ς ,Τ ζ . 241 Ζ α πά τα , Ε . 142 Ζ έβ ινΤ ζ . 76

FFed, βλέπε Βόλκερ Fortune 500 43, 74 Frelim o 160 Fulan (Falun) G ong 223

GG7/G8 61,99G enera l M otors 174,179-180 G reenpeace 258

HΗ προοπτική της ελευθερίας 64, 237-

264

293

Νεοφιλελευθερισμός

ηθική«ηθική πλειοψηφία» 80

ΗΠΑ 23,24,49-52ακανόνιστη επέκταση 124-136 σποραδικά, 140, 147-152, 157-161 έννοια της ελευθερίας 34-38, 39-45, σποραδικά, 47-63 σποραδικά, 65-67 νεοφιλελεύθερο κράτος 97-123 σποραδικά, 104-113 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 200-205, 206-236 σποραδικά και Κ ίνα 162,179,180-188 σποραδικάπροοπτική της ελευθερίας 237-264 σποραδικάσυναίνεση, οικοδόμηση της 68-86 σποραδικά«9/11» επίθεση 29,119 βλέπε επίσης ΑΞΕ, Ν έα Υόρκη

Θ άτσερ Μ άργκαρετ 23, 33,49 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο224οικοδόμηση συναίνεσης 92, 94

Θεσμικό Ε παναστατικό Κόμμα (Μ εξικό) 121,137

Ιαπω νίαακανόνιστη επέκταση 126 και Κ ίνα 166,182 νεοφιλελεύθερο κράτος 122 προοπτική της ελευθερίας 249

IBM 178 Ίγκλετον, Τ. 254 ιδιοκτησία αυτοκινήτων 225 Ινδία 34,111

νεοφιλελεύθερο κράτος 122 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 205προοπτική της ελευθερίας 241, 258

Ινδονησία 132 και Κ ίνα 183νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 161

νεοφιλελεύθερο κράτος 111 Ινστιτούτο Άνταμ Σμιθ 89 Ινστιτούτο Ο ικονομικών Υποθέσεων

49Ιράκ 30-31

ανοικοδόμηση 238 πόλεμος 64, 244

Ιράν 122,264 Ισλάμ 119ισοζύγιο πληρω μώ ν 90,187-188, 244 Ισπανία 38 Ισραήλ 37 Ιταλία 38

ΚΚ άλντορ, Μ αίρη 120 Κ αναδάς 99 Κ άπλαν, Ρ. 239 Κ αρβάλιο, Ντ. 145 Καρίγιο, Σ. 38 Κ άρτερ, Τζ. Ε. 49-50,52 καταναγκασμός/βία

εξουσία/ισχύς 117 νεοφιλελεύθερο κράτος 100,104 νεοφιλελεύθερο κράτος· νομιμοποίηση της 112, 209,233 βλέπε επίσης χρηματοπιστωτικό σύστημα, στρατός

Κέινς Τζ. Μ. /κεϊνσιανισμόςακανόνιστη επέκταση 125-126, 130-131Κ ίνα 177-199 σποραδικά παράδοξο 200-201 προοπτική της ελευθερίας 242

Κ εντρική Α μερική 55, 160προοπτική της ελευθερίας 252,255βλέπε επίσης Μ εξικό

κεντρικός σχεδιασμός, μετάβαση από 105-106βλέπε επίσης Κ ίνα, Α νατολική και Κ εντρική Ε υρώ πη, Ρωσία, σοσιαλισμός/κομουνισμός

Κ έντρο Π ολιτικώ ν Μ ελετών (ΗΒ) 89 κεφάλαιο

κινητικότητα του 37, 99, 130 καπιταλιστική (κεφαλαιοκρατική)

294

Ευρετήριο

τάξη· βλέπε ελίτ, χρηματοπιστωτικό σύστημα 31

Κ ίνα 23,25,34,107,162ακανόνιστη επέκταση 125,135,147, 157εξωτερικές σχέσεις 179 επιχειρήσεις σε κω μοπόλεις και χω ριά 168εσωτερικοί μετασχηματισμοί 164 κρατικές επιχειρήσεις 168 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 200,215, 220, 234νεοφιλελεύθερο κράτος 107,111, 117,119πλατεία Τ ιενανμέν 166,188, 229 προοπτική της ελευθερίας 240, 243-244

Κ ινγκ, Ρ. 119Κ ινέζοι στην Ινδονησία 59, 62 κινήματα δ ιαφω νίας 119 Κίσιντζερ, X. 32 κλιματική αλλαγή 224, 231 Κ λίντον Γ. Τζ.

ακανόνιστη επέκταση 130,131,142, 151οικοδόμηση συναίνεσης 82

κοινά/φυσικοί πόροι/περιβάλλον εκμετάλλευση 33,105,164, 249 «η τραγω δία της εξαφάνισης» 98, 193, 208, 258κινήματα προστασίας 258 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 227 υποβάθμιση και ρύπανση 101,139, 224

Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών 43

κοινός νους 68 κοινωνική πρόνο ια 36-37, 251

ακανόνιστη επέκταση 125,130,139νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 209, 216, 219περικοπές/μείωση 26, 32, 50,111 συναίνεση, οικοδόμηση της 87

κοινωνικό κράτοςνεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 202

Κ ομητεία Ό ρ α ντζ 248 Κ όμμα Ε ργατώ ν της Β ραζιλίας 258 Κ όμμα του Κογκρέσου 258 κομουνισμός· βλέπε σοσιαλισμός Κ ουανγκτόνγκ 180-182 Κ ούλχαας Ρεμ 77 Κ ουρς, Τζ. 74 κράτος πρόνοιας

περικοπές/μειώσεις 90 Κρίστολ, Ίρβ ινγκ 81 Κρούγκμαν, Π. 241

ΛΛ ανζ, Ό σκα ρ 47Λάφερ, Ά ρθουρ 85Λεβί, Ντ. 41,57Λέι Γουσταύος 33Λέι, Κ ένεθ 112Λέσχη της Δευτέρας 33Λ ι,Σ . Κ. 195Λ ιαογιάνγκ 196Λίντμπλομ Τσαρλς 34λογοδοσία, έλλειψη της 103, 263Λονδίνο 60, 214

Σίτι του Λονδίνου 59 Λούκας, Ρόμπερτ 85 Long T erm Capital M anagem ent 107,

134, 248

ΜΜ αλαισία 127Μ άο Τσε-τούνγκ/μαοϊστές 180,183 Μ αρξ και μαρξισμός 195

νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 233προοπτική της ελευθερίας 239

Μ αρξ, Κ αρλ 239 Μ άρσαλ, Α λφρεντ 47 Μ άρτιν, Ράντι 61 μεικτές επιχειρήσεις /συμμαχίες 171 Μεξικό

έννοια της ελευθερίας 43 νεοφιλελεύθερο κράτος 57 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 144προοπτική της ελευθερίας 241 συναίνεση, οικοδόμηση της 70

295

Νεοφιλελευθερισμός

Μ έρντοχ, Ρ. 67 M ercosur 114 μεσαία τάξη 74, 94 Μέση Α νατολή 55,105 μεταμοντερνισμός 26, 72 μετανάστευση 142,170, 220 Μ ίζες, Λούντβιχ φον 46 μισθοί και ισχύς 60 Μ οζαμβίκη 70,160 Μ όρισον, Χ έρμπερτ 87 Μ οσαντέκ, Μ. 55 Μ παγκλαντές 111 Μ παντ, Ά λαν 91 Μ παρτόλομιου, Α. 231 Μ πέικερ, Τ ζέιμς 108,138 Μ πέικον, Φράνσις 103 Μ περλινγκουέρ, Ε. 38 Μ πιάφρα 88 Μ πιουκάναν, Τ ζέιμς 85 Μ πλάιθ, Μ. 74,85,156 Μ πλερ, Α. Σ. Λ. 39,96,131 Μ ποτσουάνα 125 Μ πους, Τζ. Γ.

έννοια της ελευθερίας 29, 31, 66, 67,69νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 200, 215, 224-225προοπτική της ελευθερίας 238, 243

Μ πρέικσπιρ, Τζ. 231 Μ πρέμερ, Π. 30

ΝΝΑΤΟ 87 Νέα Ζηλανδία 134 νεοκλασικά οικονομικά 47 νεοφιλελευθερισμός

αιτίες της στροφής προς τον 34 ορισμός του 24 βλέπε επίσης Κ ίνα, συναίνεση, ελευθερία, προοπτική ελευθερίας, νεοφιλελεύθερο κράτος, νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο, ακανόνιστη επέκταση

νεοφιλελεύθερο κράτος 97 θεωρητικοί στόχοι 97

Ν ικαράγουα 54

Ν ίξον, Ρ. 38,75 Ν όζικ , Μ. 74 νόμισμα 35, 158, 249

συναλλαγματική ισοτιμία 136,187 νόμος/ρύθμιση 113,208

αναγκαστική νομοθεσία 111-112 δικαστικό σώμα 113 κράτος δικαίου 97,100-102 υποχώρηση 210

Ν ταλ Ρόμπερτ 34 Ντε λα Μ αντρίντ X. Μ. 138-139 ντε λα Ρούα, Φ. 145 Ν τενγκ Σ ιάο-πινγκ 23,180 Ν τονγκουάν 176 Ν τουάλντε, Ε. 145 Ντουμενίλ, Ζ. 27, 41, 57

Οοικονομία της α γοράς και ελεύθερο

εμπόριοκαι αυταρχισμός· βλέπε Κίνα 97 νεοφιλελεύθερο κράτος 97 συναλλαγή ως σύστημα ηθικών αρχών See 26 ως κύρια «ελευθερία» 237

Ολλανδία 54Ο μάδα τω ν Τεσσάρων (Ν ότια Κ ορέα,

Ταϊβάν, Χ ονγκ Κ ονγκ και Σιγκαπούρη) 127

ΟΟΣΑ, χώρες του 151 Ο υαλία 122 Ο υρουγουάη 109 ουτοπισμός 66

αποτυχία 65

ΠΠαγκόσμια Τράπεζα 25, 56,130

ακανόνιστη επέκταση 138,158 η προοπτική της ελευθερίας 258, 263

παγκόσμια θέρμανση 225-226 Π αγκόσμιο Κ οινωνικό Φ όρουμ 258 Π αγκόσμιο Ο ικονομικό Φόρουμ 64 παγκοσμιοποίηση 24, 26, 257 Π αγκόσμιος Ο ργανισμός Ε μπορίου

(ΠΟΕ) 25ακανόνιστη επέκταση 130-131,146

296

Ευρετήριο

Κίνα 166,182,187 νεοφιλελεύθερο κράτος 99,106, 113, 116νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 209, 228, 233-235προοπτική της ελευθερίας 258, 263

Π άουελ Λιούις 72 παρακμή του ατομικισμού 122 παράνοια 252 Π αχλεβί, σάχης Μ.Σ. 55 Π εκίνο 122,163,176-177,188,194, 214,

226Π ενήντα Χ ρόνια Ε ίναι Α ρκετά,

κίνημα 257 Π έρκινς, Τζ. 55 Πέτρας, Τζ. 147 πετρέλαιο

ΟΠΕΚ 253Πινοτσέτ Α ουγκούστο 32, 33 πληθωρισμός

στασιμοπληθωρισμός 23, 37 συναίνεση, οικοδόμηση της 50

πνευματικά δικαιώ ματα 209 ποιότητα ζω ής, έννοια 104 Π ολάνιι Κ.

η προοπτική της ελευθερίας 65 νεοφιλελεύθερο κράτος 104

πόλεμος 30, 34,122 του Βιετνάμ 252

βλέπε επίσης στρατός πολιτικά δ ικαιώ ματα 71,120, 252 πολιτισμός 122

αξίες του 70«πολιτισμικοί πόλεμοι» 262 «πόλεμοι» του 262

Π ολωνία 134 Π όντορετζ, Νόρμαν 81 Π όπερ, Κ αρλ 46 Π ορτογαλία 38 Π ούτιν, Β. 123 πρόγραμμα maquila 137,140 προσδόκιμο ζωής, μείωση 202, 204 «προσωπική υπευθυνότητα» 222 προσωρινή εργασία 139 Πρωτόκολλο του Μ όντρεαλ 224 PATCO 52,91

ΡΡέιγκαν Ρόναλντ 23, 33

οικοδόμηση συναίνεσης 79 Pepsi Cola 116 Ρίστον, Γ. 54, 75 Ρούζβελτ, Φ. Ντ. 237 Ρόχατιν Φίλιξ 76

Σαάεμπολ 148,150 Σάιμον Γουίλιαμ 76, 80 Σαλίνας, Κ. 140 Σάου Π άουλου 264 Σβαμπ, Κ. 117 Σεν, Α. 238 Σ ιγκαπούρη 106,180

νεοφιλελεύθερο κράτος 122 Σκοτία 122 Σλιμ Κάρλος 43 Σλοβακία 99 Σμάντζια, Σ. 117 Σμιθ, Άνταμ 239 σοκ-Βόλκερ 51 Σόρος, Τζ. 59, 136, 241 σοσιαλισμός/κομουνισμός 24, 37-38, 41

πάλη ενάντια στον 56-57 συναίνεση 70-74 βλέπε επίσης Ψυχρός Πόλεμος- Κίνα- Μαρξ· Σοβ. Ένωση- κεντρικός σχεδιασμός

Σουηδία 158 Στάνισλο, Τζ. 82 Στίγκλιτς, Τζόζεφ 82,136, 200 στρατός

μιλιταριστικός κεϊνσιανισμός 125 στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα 201 στρατιωτικοποίηση 251

Στρος, Λίο 118 Συμβάσεις της Γενεύης 31,254 Συμβούλιο για την Εθνική Πολιτική

82Συμβούλιο Ο ικονομικών

Εμπειρογνωμόνω ν 82 Συμφω νία του Π λάζα 132 συμφωνία του Μ άαστριχτ 126,131 συμφωνία TRIPS 209

297

Νεοφιλελευθερισμός

συμφωνίες του Μ πρέτον Γουντς 35 Συναίνεση της Ο υάσιγκτον 131,164 συναίνεση, οικοδόμηση 68

Βρετανία 86-96 ΗΠΑ 74-86

Συνεταιρισμοί Α ποταμιεύσεων και Δανείων 107

Συντηρητικοί 155νεοσυντηρητισμός 117

συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης 202 αγώ νες ενάντιά της 258 διαχείριση κρίσεων 211 κρατικές αναδιανομές 213 κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα 210βλέπε επίσης εμπορευματοποίηση, ιδιωτικοποίηση, χρηματοπιστωτικό σύστημα

σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Μ πρέτον Γουντς 37

Σχέδιο Μ πρέιντι 109,142 Σχέδιο R ehn-M eidner 41,154

ΤΤαϊβάν 107,180 Ταϊλάνδη 127,161 Τάλοκ, Γκόρντον 85 Ταμπ Γ. 79τάξη και ταξική ισχύς 88

αγώ νες 258 διαμόρφωση 106 έννοια της ελευθερίας 57 Κίνα 164,188κοινωνική κινητικότητα 205 παλινόρθωση 108,120,164 προκαταλήψεις 113 «ταξικός συμβιβασμός» 35 βλέπε επίσης ελίτ, εργασία, μεσαία τάξη

τέσσερις εκσυγχρονισμοί (Κίνα) 163τεχνολογία της πληροφορίας 208Τζέβονς, Γουίλιαμ Στάνλεϊ 47Τζένσεν, Ντ. 240Τ ζόζεφ, Κ. 89Τζουλιάνι R 78Think tanks 157

Τοπικά Οικονομικά Εμπορικά Συστήματα - ΤΟΕΣ 258

Τουρκία 134 Τσάντλερ, Ντ. 229,232 Τσένι, Ρ. Μπ. 112,247 Τσετσενία 261

Υυπερπληθω ρισμός 249 υπερβάλλουσα παραγω γική

ικανότητα 182υποτίμηση 134, 142,144,146,180, 244 US Steel, μετέπειτα USX 60

ΦΦ άλγουελ Τ ζέρ ι 80Φ ιλιππίνες 70Φόκλαντ/ Μαλβίνες 114Φ ορντ Τ ζέραλντ 76Φράγμα τω ν Τριών Φ αραγγιώ ν 174Φ ρανκ, Τόμας 223Φ ρίμαν Τζ. 77Φ ρίντμαν, Μ ίλτον 32,46

WW al-M art 62,67,247

XΧάγιεκ, Φ ρίντριχ φον 46 Xiaokang 162 Χιλή 32

ακανόνιστη επέκταση 157,160 έννοια της ελευθερίας 32 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 209, 227νεοφιλελεύθερο κράτος 99 οικοδόμηση συναίνεσης 68

Χ ονγκ Κ ονγκ 171,180 Χ όφσταντερ, Ρ. 118 χρέος αναπτυσσόμενω ν χωρώ ν 33,

57, 212ακανόνιστη επέκταση 148 νεοφιλελεύθερο κράτος 109

χρηματοδότηση του ελλείμματος 242 χρηματοπιστω τικό σύστημα και ισχύς

69,95

Ευρετήριο

ακανόνιστη επέκταση 134 Κίνα και κρατικές τρά πεζες 169, 177κρίσεις 75, 244, 249 βλέπε επίσης χρέος- αποπληθωρισμός- πληθωρισμός

χριστιανισμός 120,223 χωροχρονική συμπίεση 26

ΨΨ υχρός Π όλεμος 35,147,160

τέλος του 119,132,151,229

299

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΑΡΒΕΪ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ

ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΑΛΑΒΑΝΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ME TIMES, DIDOT 6? ARTE MISIA ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΠΙΤΡΑΠΕ ΖΙΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑ ΓΓΑΝΙΩΤΗ. ΤΗ ΜΑΚΕΤΑ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΣΧΕ ΔΙΑΣΕ Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ. ΤΑ ΦΙΛΜ ΚΑΙ ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ ΕΚΑΝΕ ΤΟ «ΑΝΑ ΓΡΑΜΜΑ». Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟ ΚΛΑΔΗ ΚΑΙ Β1ΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗ ΚΕ ΑΠΟ ΤΗ «Θ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ - Π. ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΣ Ο.Ε.» ΤΟ 2007 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΑΡΒΕΪ Ο ν έ ο ς ι μ π ε ρ ι α λ ι σ μ ό ς

O l άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο είναι μπερδεμένοι και ανήσυχοι. Εί­ναι σημάδι δύναμης ή αδυναμίας το γεγονός ότι οι ΗΠΑ μετατοπί­στηκαν ξαφνικά από μια πολιτική συναίνεσης σε μια πολιτική εξα­ναγκασμού στην παγκόσμια σκηνή; Τι διακυβευόταν πραγματικά στον πόλεμο στο Ιράκ; Τα πάντα έγιναν για το πετρέλαιο και, εάν αυτό δεν ισχύει, ποιες ήταν οι άλλες αιτίες του πολέμου; Τι ρόλο έπαιξε η πτωτική τάση της οικονομίας στην ώθηση των ΗΠΑ σε μια τυχοδιωκτική εξωτερική πολιτική; Ποια είναι ακριβώς η σχέση ανά­μεσα στο μιλιταρισμό των ΗΠΑ στο εξωτερικό και στην εσωτερική πολιτική τους;

Αυτά είναι τα ερωτήματα με τα οποία καταπιάνεται Ο νέος ιμπε­ριαλισμός, ένα εντυπωσιακό και πρωτότυπο βιβλίο, που εξετάζει τα γεγονότα της εποχής μας τοποθετώντας τα στο ευρύτερο πλαίσιό τους και παρέχοντας βαθιές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ερμηνείες της αποφασιστικότητας με την οποία προχώρησε στον πόλεμο η κυβέρνηση των ΗΠΑ.