ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2015/534 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ … ·...

139
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2015/534 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 17ης Μαρτίου 2015 για την υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση (ΕΚΤ/2015/13) ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ( 1 ), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 3, το άρθρο 6 παράγραφος 2 και παράγραφος 5 στοιχείο δ) και το άρθρο 10, Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (EΚΤ/2014/17) ( 2 ), και ιδίως το άρθρο 21 παράγραφος 1, το άρθρο 140 και το άρθρο 141 παράγραφος 1, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε τακτικές υποχρεώσεις υποβολής αναφορών βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 3 ) (εφεξής και «ΚΚΑ») και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής ( 4 ). Οι πληροφορίες που παρέχονται με τις αναφορές αυτές συλλέγονται από την ΕΚΤ σύμφωνα με την απόφαση ΕΚΤ/2014/29 ( 5 ). Ο παρών κανονισμός συμπληρώνει την απόφαση ΕΚΤ/ 2014/29, εξειδικεύοντας περαιτέρω τις υποχρεώσεις που αφορούν την υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομικές πληροφορίες. (2) Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 θεσπίζει ενιαίες υποχρεώσεις για όλα τα ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τους τομείς που παρατίθενται στο άρθρο 1 του ίδιου του εκτελεστικού κανονισμού. Ένας από τους τομείς αυτούς είναι η χρηματοοικονομική πληροφόρηση σε ενοποιημένη βάση. Σύμφωνα με το άρθρο 99 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση σε ενοποιημένη βάση είναι υποχρεωτική για τα πιστωτικά ιδρύματα που καταρτίζουν τους ενοποιημένους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα τα οποία θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 6 ). Προς το παρόν, η υποβολή από τις εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) στην ΕΚΤ των εποπτικών χρηματοοικονομικών πληροφοριών που είναι υποχρεωτικές δυνάμει του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014, όσον αφορά τόσο τις σημαντικές όσο και τις λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, πραγματοποιείται βάσει της απόφασης ΕΚΤ/2014/29 και θα πρέπει να εξακολουθήσει ως έχει, δεδομένου ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. (3) Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας με τη θέσπιση υποχρέωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων να χρησιμοποιούν τα διεθνή λογιστικά πρότυπα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν εμπίπτει στο αντικείμενο του παρόντος κανονισμού. Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 150 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17), δεν θίγονται τυχόν προηγούμενες αποφάσεις των ΕΑΑ σχετικά με την άσκηση ή μη της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας. (4) Σύμφωνα με το άρθρο 99 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 από τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εφαρμόζουν διεθνή λογιστικά πρότυπα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 προϋποθέτει απόφαση της αρμόδιας αρχής για την επέκταση της υποβολής αναφορών. Η ΕΚΤ θα πρέπει επίσης να εκδώσει απόφαση για την επέκταση της υποχρέωσης υποβολής εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση στους σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους που εφαρμόζουν τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. 31.3.2015 L 86/13 Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EL ( 1 ) ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63. ( 2 ) ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1. ( 3 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1). ( 4 ) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1). ( 5 ) Απόφαση ΕΚΤ/2014/29 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 2ας Ιουλίου 2014, σχετικά με την υποβολή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εποπτικών δεδομένων τα οποία παρέχουν οι εποπτευόμενες οντότητες στις εθνικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (ΕΕ L 214 της 19.7.2014, σ. 34). ( 6 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).

Transcript of ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2015/534 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ … ·...

  • ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2015/534 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

    της 17ης Μαρτίου 2015

    για την υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση (ΕΚΤ/2015/13)

    ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 3, το άρθρο 6 παράγραφος 2 και παράγραφος 5 στοιχείο δ) και το άρθρο 10,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (EΚΤ/2014/17) (2), και ιδίως το άρθρο 21 παράγραφος 1, το άρθρο 140 και το άρθρο 141 παράγραφος 1,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1) Τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε τακτικές υποχρεώσεις υποβολής αναφορών βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) (εφεξής και «ΚΚΑ») και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (4). Οι πληροφορίες που παρέχονται με τις αναφορές αυτές συλλέγονται από την ΕΚΤ σύμφωνα με την απόφαση ΕΚΤ/2014/29 (5). Ο παρών κανονισμός συμπληρώνει την απόφαση ΕΚΤ/ 2014/29, εξειδικεύοντας περαιτέρω τις υποχρεώσεις που αφορούν την υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομικές πληροφορίες.

    (2) Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 θεσπίζει ενιαίες υποχρεώσεις για όλα τα ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τους τομείς που παρατίθενται στο άρθρο 1 του ίδιου του εκτελεστικού κανονισμού. Ένας από τους τομείς αυτούς είναι η χρηματοοικονομική πληροφόρηση σε ενοποιημένη βάση. Σύμφωνα με το άρθρο 99 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση σε ενοποιημένη βάση είναι υποχρεωτική για τα πιστωτικά ιδρύματα που καταρτίζουν τους ενοποιημένους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα τα οποία θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Προς το παρόν, η υποβολή από τις εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) στην ΕΚΤ των εποπτικών χρηματοοικονομικών πληροφοριών που είναι υποχρεωτικές δυνάμει του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014, όσον αφορά τόσο τις σημαντικές όσο και τις λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, πραγματοποιείται βάσει της απόφασης ΕΚΤ/2014/29 και θα πρέπει να εξακολουθήσει ως έχει, δεδομένου ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

    (3) Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας με τη θέσπιση υποχρέωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων να χρησιμοποιούν τα διεθνή λογιστικά πρότυπα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 δεν εμπίπτει στο αντικείμενο του παρόντος κανονισμού. Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 150 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17), δεν θίγονται τυχόν προηγούμενες αποφάσεις των ΕΑΑ σχετικά με την άσκηση ή μη της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας.

    (4) Σύμφωνα με το άρθρο 99 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 από τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εφαρμόζουν διεθνή λογιστικά πρότυπα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 προϋποθέτει απόφαση της αρμόδιας αρχής για την επέκταση της υποβολής αναφορών. Η ΕΚΤ θα πρέπει επίσης να εκδώσει απόφαση για την επέκταση της υποχρέωσης υποβολής εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση στους σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους που εφαρμόζουν τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

    31.3.2015 L 86/13 Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EL

    (1) ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63. (2) ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1. (3) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις

    προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

    (4) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1).

    (5) Απόφαση ΕΚΤ/2014/29 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 2ας Ιουλίου 2014, σχετικά με την υποβολή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εποπτικών δεδομένων τα οποία παρέχουν οι εποπτευόμενες οντότητες στις εθνικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (ΕΕ L 214 της 19.7.2014, σ. 34).

    (6) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).

  • (5) Σύμφωνα με το άρθρο 99 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση σε ενοποιημένη βάση από τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια βάσει της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1) προϋποθέτει απόφαση της αρμόδιας αρχής για την επέκταση της υποβολής αναφορών. Η ΕΚΤ θα πρέπει επίσης να εκδώσει απόφαση για την επέκταση της υποχρέωσης υποβολής εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση στους σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους που εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια βάσει της οδηγίας 86/635/EΟΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 99 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έλαβε χώρα σχετική διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.

    (6) Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 θεσπίζει ενιαίες υποχρεώσεις όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με τους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του. Δυνάμει του άρθρου 99 παράγραφοι 5 και 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 διέπει αποκλειστικά την εποπτική χρηματοοικονομική πληροφόρηση σε ενοποιημένη βάση. Δεδομένου ότι η υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση σε ατομική βάση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις υποβολής τέτοιων εποπτικών αναφορών. Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ύπαρξης συγκρίσιμων χρηματοοικονομικών πληροφοριών για τις σημαντικές και τις λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίζει τις εποπτικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες που θα πρέπει να υποβάλλουν στις ΕΑΑ οι εν λόγω εποπτευόμενες οντότητες σε ατομική βάση. Στη συνέχεια, οι ΕΑΑ θα πρέπει να υποβάλλουν τις ως άνω πληροφορίες στην ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17).

    (7) Σύμφωνα με το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/36/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής μπορούν να απαιτούν από κάθε πιστωτικό ίδρυμα που διατηρεί υποκατάστημα στην επικράτειά τους να υποβάλλει σε αυτές ανά τακτά χρονικά διαστήματα έκθεση για τις δραστηριότητες που πραγματοποίησε στην επικράτειά τους. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17), τα υποκαταστήματα πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία λειτουργούν στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους, αποτελούν εποπτευόμενες οντότητες. Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ύπαρξης συγκρίσιμων χρηματοοικονομικών πληροφοριών για τις σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίζει τις πληροφορίες που θα πρέπει να αναφέρουν στις ΕΑΑ υποκαταστήματα πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία λειτουργούν στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλος. Στη συνέχεια, οι ΕΑΑ θα πρέπει να υποβάλλουν τις εν λόγω πληροφορίες στην ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17).

    (8) Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, η ΕΚΤ ασκεί εποπτικές εξουσίες όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, τα οποία λειτουργούν σε συμμετέχοντα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, υποκαταστήματα πιστωτικού ιδρύματος τρίτης χώρας, τα οποία λειτουργούν σε συμμετέχον κράτος μέλος, δεν θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να υπόκεινται στις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό. Επίσης, τα υποκαταστήματα πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία λειτουργούν σε άλλο συμμετέχον κράτος μέλος, θα πρέπει να εξαιρούνται από τις εν λόγω υποχρεώσεις υποβολής αναφορών, δεδομένου ότι αυτές πρόκειται να εφαρμόζονται στο επίπεδο της εποπτευόμενης οντότητας που ίδρυσε το υποκατάστημα.

    (9) Οι υποχρεώσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός όσον αφορά τις σημαντικές και τις λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία λειτουργούν στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους, θα πρέπει να στοχεύουν στη διασφάλιση της διαβίβασης μιας ελάχιστης κοινής δέσμης πληροφοριών στις ΕΑΑ από τις εν λόγω εποπτευόμενες οντότητες και όχι στην επιβολή ενιαίων υποχρεώσεων υποβολής αναφορών. Είναι ίσως σκόπιμο οι ΕΑΑ να συλλέγουν τις απαραίτητες ελάχιστες πληροφορίες ως τμήμα ενός ευρύτερου πλαισίου υποβολής αναφορών το οποίο θεσπίζουν σύμφωνα με το εφαρμοστέο ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο και το οποίο εξυπηρετεί και σκοπούς πέραν των εποπτικών, για παράδειγμα στατιστικούς.

    (10) Για την άσκηση των καθηκόντων της η ΕΚΤ είναι απαραίτητο να λαμβάνει χρηματοοικονομικές πληροφορίες από λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους, εκτός αυτών που καταρτίζουν τους ενοποιημένους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002. Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίσει τις εποπτικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες που θα πρέπει να υποβάλλουν οι εν λόγω όμιλοι στις ΕΑΑ. Ειδικότερα, θα πρέπει να διευκρινιστούν οι μορφότυποι, οι συχνότητες, οι ημερομηνίες αναφοράς, οι περίοδοι αποστολής, καθώς και οι προθεσμίες υποβολής των οικείων πληροφοριών. Οι υποχρεώσεις αυτές θα πρέπει να στοχεύουν στη διασφάλιση της διαβίβασης μιας ελάχιστης κοινής δέσμης πληροφοριών στις ΕΑΑ από τις εν λόγω εποπτευόμενες οντότητες και όχι στην επιβολή ενιαίων υποχρεώσεων υποβολής αναφορών.

    31.3.2015 L 86/14 Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EL

    (1) Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

    (2) Οδηγία 2013/36/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

  • (11) Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17), τόσο η ΕΚΤ όσο και οι ΕΑΑ υπόκεινται σε υποχρέωση ανταλλαγής πληροφοριών. Με την επιφύλαξη της εξουσίας της ΕΚΤ να λαμβάνει απευθείας πληροφορίες που υποβάλλονται συνεχώς από τα πιστωτικά ιδρύματα ή να έχει απευθείας πρόσβαση σε αυτές, οι ΕΑΑ θα πρέπει ιδίως να παρέχουν στην ΕΚΤ όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

    (12) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014, μπορεί να επιτρέπεται στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν λογιστικό έτος που αποκλίνει από το ημερολογιακό έτος για την υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση σε ενοποιημένη βάση. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να επιτρέπει τη χρησιμοποίηση λογιστικού έτους που αποκλίνει από το ημερολογιακό έτος για την υποβολή των εν λόγω αναφορών.

    (13) Η ΕΚΤ διεξήγαγε δημόσια διαβούλευση όσον αφορά τον παρόντα κανονισμό και ανέλυσε το πιθανό κόστος και τις ωφέλειες,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    ΤΙΤΛΟΣ I

    ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

    Άρθρο 1

    Αντικείμενο

    1. Ο παρών κανονισμός θεσπίζει υποχρεώσεις που αφορούν την υποβολή, στις ΕΑΑ, εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση από:

    α) σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους που εφαρμόζουν διεθνή λογιστικά πρότυπα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, περιλαμβανομένων τυχόν υποομίλων τους·

    β) σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους που εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια βάσει της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, περιλαμβανομένων τυχόν υποομίλων τους·

    γ) σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, περιλαμβανομένων υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία λειτουργούν στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους ·

    δ) σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους όσον αφορά υποκαταστήματα τα οποία λειτουργούν σε μη συμμετέχον κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα·

    ε) λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους που εφαρμόζουν διεθνή λογιστικά πρότυπα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, περιλαμβανομένων τυχόν υποομίλων τους·

    στ) λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους που εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια βάσει της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, περιλαμβανομένων τυχόν υποομίλων τους·

    ζ) λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, περιλαμβανομένων υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία λειτουργούν στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους.

    2. Κατ' εξαίρεση από τα άρθρα 7 και 14, εποπτευόμενες οντότητες στις οποίες έχει χορηγηθεί απαλλαγή από την εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση σύμφωνα με το άρθρο 7 ή 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

    3. Σε περίπτωση που αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένης της ΕΚΤ, απαιτούν από τα ιδρύματα να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο δεύτερο έως τέταρτο μέρος και στο έκτο έως όγδοο μέρος του κανονισμού (ΕΕ0 αριθ. 575/2013 και στον τίτλο VII της οδηγίας 2013/36/EΕ σε υποενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα εν λόγω ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις του παρόντος κανονισμού σε υποενοποιημένη βάση.

    4. Οι ΕΑΑ και/ή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιούν τα δεδομένα που συλλέγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό για τυχόν άλλες εργασίες.

    31.3.2015 L 86/15 Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EL

  • 5. Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τα λογιστικά πρότυπα που εφαρμόζουν οι εποπτευόμενοι όμιλοι και οντότητες στους ενοποιημένους ή ετήσιους λογαριασμούς τους και δεν μεταβάλλει τα λογιστικά πρότυπα που εφαρμόζονται για την υποβολή εποπτικών αναφορών. Δεδομένου ότι οι εποπτευόμενοι όμιλοι και οντότητες εφαρμόζουν διαφορετικά λογιστικά πρότυπα, υποβάλλονται μόνο πληροφορίες σχετικά με τους κανόνες αποτίμησης, περιλαμβανομένων μεθόδων αποτίμησης των ζημιών πιστωτικού κινδύνου, που ισχύουν στο πλαίσιο των οικείων λογιστικών προτύπων και εφαρμόζονται από τον αντίστοιχο εποπτευόμενο όμιλο ή οντότητα. Για τους σκοπούς αυτούς, προβλέπονται ειδικά υποδείγματα υποβολής αναφορών για τους εποπτευόμενους ομίλους και οντότητες που εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια βάσει της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ. Τα σημεία δεδομένων των υποδειγμάτων που δεν είναι εφαρμοστέα στις αντίστοιχες εποπτευόμενες οντότητες δεν χρειάζεται να υποβάλλονται.

    6. Υποκαταστήματα πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία λειτουργούν στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους μπορούν να υποβάλλουν στις οικείες ΕΑΑ τις πληροφορίες που απαιτούνται από εκείνα βάσει του παρόντος κανονισμού μέσω του ως άνω πιστωτικού ιδρύματος.

    Άρθρο 2

    Ορισμοί

    Εκτός εάν προβλέπεται άλλως, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ορισμοί του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17), καθώς και οι ακόλουθοι ορισμοί:

    (1) «ΔΛΠ» και «ΔΠΧΑ»: «Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα» και «Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς», κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002·

    (2) «θυγατρική»: θυγατρική όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η οποία είναι πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του ίδιου κανονισμού·

    (3) «υποόμιλος»: όμιλος η μητρική του οποίου δεν είναι θυγατρική άλλου ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην επικράτεια του ίδιου κράτους μέλους ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας εγκατεστημένης στην επικράτεια του ίδιου κράτους μέλους·

    (4) «ενοποιημένη βάση»: ενοποιημένη βάση κατά τους ορισμούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο 48) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

    (5) «υποενοποιημένη βάση»: υποενοποιημένη βάση κατά τους ορισμούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο 49) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

    Άρθρο 3

    Μεταβολή ιδιότητας εποπτευόμενης οντότητας ή εποπτευόμενου ομίλου

    1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, μία εποπτευόμενη οντότητα/ένας εποπτευόμενος όμιλος χαρακτηρίζεται ως σημαντική/σημαντικός 18 μήνες αφότου της/του κοινοποιηθεί απόφαση κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 45 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17). Η οντότητα/ο όμιλος υποβάλλει πληροφορίες σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του παρόντος κανονισμού ως σημαντική εποπτευόμενη οντότητα/σημαντικός εποπτευόμενος όμιλος κατά την πρώτη ημερομηνία αναφοράς μετά τον χαρακτηρισμό της/του ως σημαντικής/σημαντικού.

    2. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, μία εποπτευόμενη οντότητα/ένας εποπτευόμενος όμιλος χαρακτηρίζεται ως λιγότερο σημαντική/σημαντικός, αφότου της/του κοινοποιηθεί απόφαση κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 46 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17). Στη συνέχεια, αρχίζει να υποβάλλει πληροφορίες σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού.

    ΤΙΤΛΟΣ II

    ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΟΙ ΟΜΙΛΟΙ ΚΑΙ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

    Σημαντικοί εποπτευόμενοι όμιλοι

    Άρθρο 4

    Μορφότυπος και συχνότητα υποβολής αναφορών σε ενοποιημένη βάση και ημερομηνίες αναφοράς και αποστολής για σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους που εφαρμόζουν ΔΠΧΑ για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το

    άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

    Σύμφωνα με το άρθρο 99 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι σημαντικοί εποπτευόμενοι όμιλοι που εφαρμόζουν ΔΠΧΑ δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το

    31.3.2015 L 86/16 Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EL

  • άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση σύμφωνα με τα άρθρα 2, 3 και 10 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 σε ενοποιημένη βάση. Οι υποόμιλοι των εν λόγω ομίλων που εφαρμόζουν ΔΠΧΑ δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την υποβολή εποπτικών αναφορών υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση σύμφωνα με τα άρθρα 2, 3 και 10 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014.

    Άρθρο 5

    Μορφότυπος και συχνότητα υποβολής αναφορών σε ενοποιημένη βάση και ημερομηνίες αναφοράς και αποστολής για σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους που εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια βάσει της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ

    Σύμφωνα με το άρθρο 99 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι σημαντικοί εποπτευόμενοι όμιλοι, πλην εκείνων του άρθρου 4, που εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια βάσει της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, περιλαμβανομένων τυχόν υποομίλων τους, υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση σύμφωνα με τα άρθρα 2, 3 και 11 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

    Σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες

    Άρθρο 6

    Μορφότυπος και συχνότητα υποβολής αναφορών σε ατομική βάση για οντότητες που δεν ανήκουν σε σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο

    1. Σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που δεν ανήκουν σε σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο και εφαρμόζουν ΔΠΧΑ δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 είτε επειδή καταρτίζουν τους ετήσιους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα τα οποία προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός είτε επειδή εφαρμόζουν τα εν λόγω πρότυπα για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση στην οικεία ΕΑΑ σε ατομική βάση. Η παρούσα διάταξη ισχύει και για τα υποκαταστήματα πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία λειτουργούν στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους.

    2. Η υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών κατά την παράγραφο 1 περιλαμβάνει τις πληροφορίες τις οποίες προβλέπει το άρθρο 9 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 680/2014 και πραγματοποιείται με τη συχνότητα που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

    3. Σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, πλην εκείνων της παραγράφου 1, που δεν ανήκουν σε σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο και εφαρμόζουν εθνικό λογιστικό πλαίσιο βάσει της οδηγίας 86/635/EΟΚ, περιλαμβανομένων υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία λειτουργούν στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους, υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση στην οικεία ΕΑΑ.

    4. Η υποβολή των εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών της παραγράφου 3 περιλαμβάνει τις πληροφορίες τις οποίες προβλέπει το άρθρο 11 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 και πραγματοποιείται με τη συχνότητα που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

    5. Οι πληροφορίες των παραγράφων 2 και 4 ανωτέρω περιλαμβάνουν αποκλειστικά πληροφορίες σχετικά με:

    α) στοιχεία ενεργητικού, υποχρεώσεις, μετοχικό κεφάλαιο, έσοδα και έξοδα που αναγνωρίζονται από την εποπτευόμενη οντότητα βάσει των εφαρμοστέων λογιστικών προτύπων·

    β) ανοίγματα και δραστηριότητες εκτός ισολογισμού όπου συμμετέχει η εποπτευόμενη οντότητα·

    γ) συναλλαγές που εκτελεί η εποπτευόμενη οντότητα, πλην εκείνων των στοιχείων α) και β)·

    δ) κανόνες αποτίμησης, περιλαμβανομένων μεθόδων για την εκτίμηση των ζημιών πιστωτικού κινδύνου, που ισχύουν δυνάμει των εφαρμοστέων λογιστικών προτύπων και εφαρμόζονται από την εποπτευόμενη οντότητα.

    6. Οι ΕΑΑ μπορούν να συλλέγουν τις πληροφορίες των παραγράφων 2 και 4 που υποβάλλονται στην ΕΚΤ ως τμήμα ενός ευρύτερου εθνικού πλαισίου υποβολής αναφορών το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, περιλαμβάνει επιπλέον εποπτικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες και εξυπηρετεί και σκοπούς πέραν των εποπτικών, για παράδειγμα στατιστικούς.

    31.3.2015 L 86/17 Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EL

  • Άρθρο 7

    Μορφότυπος και συχνότητα υποβολής αναφορών σε ατομική βάση για οντότητες που ανήκουν σε σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο

    1. Σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που εφαρμόζουν ΔΠΧΑ δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 είτε επειδή καταρτίζουν τους ετήσιους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα τα οποία προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός είτε επειδή εφαρμόζουν τα εν λόγω πρότυπα για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013και ανήκουν σε σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση στην οικεία ΕΑΑ σε ατομική βάση. Η υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών από τις εν λόγω οντότητες πραγματοποιείται με τη συχνότητα που προβλέπει το άρθρο 9 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 και περιλαμβάνει τις ελάχιστες κοινές πληροφορίες τις οποίες προβλέπει το παράρτημα I.

    2. Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ τυχόν πρόσθετα υποδείγματα του παραρτήματος ΙΙΙ του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 τα οποία συλλέγουν. Οι ΕΑΑ ανακοινώνουν στην ΕΚΤ εκ των προτέρων τυχόν πρόσθετα υποδείγματα που προτίθενται να διαβιβάσουν.

    3. Σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, πλην εκείνων της παραγράφου 1, που εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια βάσει της οδηγίας 86/635/EΟΚ και ανήκουν σε σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση στην οικεία ΕΑΑ.

    4. Η υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών κατά την παράγραφο 3 πραγματοποιείται με τη συχνότητα που προβλέπει το άρθρο 11 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 και περιλαμβάνει τις ελάχιστες κοινές πληροφορίες τις οποίες προβλέπει το παράρτημα I.

    5. Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ τυχόν πρόσθετα υποδείγματα του παραρτήματος IV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 τα οποία συλλέγουν. Οι ΕΑΑ ανακοινώνουν στην ΕΚΤ εκ των προτέρων τυχόν πρόσθετα υποδείγματα που προτίθενται να διαβιβάσουν.

    6. Οι πληροφορίες των παραγράφων 1, 2, 4, και 5 υποβάλλονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού.

    7. Οι ΕΑΑ μπορούν να συλλέγουν τα στοιχεία των παραγράφων 1, 2, 4 και 5 που υποβάλλονται στην ΕΚΤ ως τμήμα ενός ευρύτερου εθνικού πλαισίου υποβολής αναφορών το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, περιλαμβάνει επιπλέον εποπτικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες και εξυπηρετεί και σκοπούς πέραν των εποπτικών, για παράδειγμα στατιστικούς.

    Άρθρο 8

    Ημερομηνίες αναφοράς και ημερομηνίες αποστολής για σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες

    1. Οι ημερομηνίες αναφοράς για τις πληροφορίες των άρθρων 6 και 7 που αφορούν σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες είναι οι εξής:

    α) τριμηνιαίες αναφορές: 31 Μαρτίου, 30 Ιουνίου, 30 Σεπτεμβρίου και 31 Δεκεμβρίου·

    β) εξαμηνιαίες αναφορές: 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου·

    γ) ετήσιες αναφορές: 31 Δεκεμβρίου.

    2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται σε ορισμένη περίοδο υποβάλλονται σωρευτικά από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού έτους έως την ημερομηνία αναφοράς.

    3. Κατ' εξαίρεση από τις παραγράφους 1 και 2, εφόσον επιτρέπεται σε σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες να καταρτίζουν τους ετήσιους λογαριασμούς τους με βάση λογιστικό έτος που αποκλίνει από το ημερολογιακό έτος, οι ΕΑΑ μπορούν να προσαρμόζουν τις ημερομηνίες αναφοράς με βάση το τέλος του λογιστικού έτους. Οι προσαρμοσμένες ημερομηνίες αναφοράς είναι τρεις, έξι, εννιά και δώδεκα μήνες από την έναρξη του λογιστικού έτους. Οι πληροφορίες που αναφέρονται σε ορισμένη περίοδο υποβάλλονται σωρευτικά από την πρώτη ημέρα του λογιστικού έτους έως την ημερομηνία αναφοράς.

    4. Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ τις πληροφορίες που αφορούν σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 έως το πέρας των εργασιών κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες αποστολής:

    α) για σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που δεν ανήκουν σε σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο, την 40ή εργάσιμη ημέρα από την αντίστοιχη ημερομηνία αναφοράς·

    31.3.2015 L 86/18 Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EL

  • β) για σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που ανήκουν σε σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο, την 55η εργάσιμη ημέρα από την αντίστοιχη ημερομηνία αναφοράς.

    5. Οι ΕΑΑ αποφασίζουν πότε οι εποπτευόμενες οντότητες υποχρεούνται να υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση, ούτως ώστε οι ίδιες να είναι σε θέση να τηρούν τις προαναφερθείσες προθεσμίες.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

    Υποβολή αναφορών από σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες για θυγατρικές εγκατεστημένες στην επικράτεια μη συμμετέχοντος κράτους μέλους ή τρίτης χώρας

    Άρθρο 9

    Μορφότυπος και συχνότητα υποβολής αναφορών από σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες για θυγατρικές εγκατεστημένες στην επικράτεια μη συμμετέχοντος κράτους μέλους ή τρίτης χώρας

    1. Μητρικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος και ιδρύματα ελεγχόμενα από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία σε κράτος μέλος διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση όσον αφορά θυγατρικές τους εγκατεστημένες στην επικράτεια μη συμμετέχοντος κράτους μέλους ή τρίτης χώρας υποβάλλονται στην οικεία ΕΑΑ σε ατομική βάση ως εξής:

    α) για σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους που εφαρμόζουν ΔΧΠΑ δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, είτε επειδή καταρτίζουν τους ετήσιους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα τα οποία προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός είτε επειδή εφαρμόζουν τα εν λόγω πρότυπα για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης σε συμμετέχον κράτος μέλος, η υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών περιλαμβάνει τις πληροφορίες οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παραρτήματος IΙ και πραγματοποιείται με τη συχνότητα που προβλέπει το άρθρο 9 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014·

    β) για σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους, πλην των ανωτέρω, που εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια βάσει της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης σε συμμετέχον κράτος μέλος, η υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών περιλαμβάνει τις πληροφορίες οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παραρτήματος IΙ και πραγματοποιείται με τη συχνότητα που προβλέπει το άρθρο 11 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014.

    2. Κατ' εξαίρεση από την παράγραφο 1, οι μητρικές επιχειρήσεις της εν λόγω παραγράφου δεν υποβάλλουν χρηματοοικονομικές πληροφορίες για θυγατρικές των οποίων τα στοιχεία ενεργητικού έχουν συνολική αξία μικρότερη ή ίση προς 3 δισεκ. ευρώ. Προς τον σκοπό αυτόν, η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού προσδιορίζεται βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στο μέρος IV, τίτλος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17).

    3. Εφόσον, μετά από ενημέρωση του καταλόγου εποπτευομένων οντοτήτων σύμφωνα με το μέρος IV, τίτλος 2, κεφάλαιο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17), προκύπτει ότι η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού θυγατρικής υπερβαίνει τα 3 δισεκ. ευρώ, η θυγατρική περιλαμβάνεται στις πληροφορίες που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 την πρώτη ημερομηνία αναφοράς μετά τη συμπλήρωση 18 μηνών από τη δημοσίευση του ενημερωμένου καταλόγου εποπτευόμενων οντοτήτων. Εφόσον από την ενημέρωση προκύπτει ότι η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού θυγατρικής είναι μικρότερη ή ίση προς 3 δισεκ. ευρώ, η μητρική επιχείρηση αρχίζει να υποβάλλει πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 2 την πρώτη ημερομηνία αναφοράς μετά τη δημοσίευση του ενημερωμένου καταλόγου εποπτευόμενων οντοτήτων.

    Άρθρο 10

    Ημερομηνίες αναφοράς και ημερομηνίες αποστολής όσον αφορά την υποβολή αναφορών από σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους για θυγατρικές εγκατεστημένες στην επικράτεια μη συμμετέχοντος κράτους μέλους ή τρίτης χώρας

    1. Οι πληροφορίες του άρθρου 9 συλλέγονται με βάση τις ίδιες ημερομηνίες αναφοράς όπως και οι εποπτικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες για τον αντίστοιχο σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο. Οι πληροφορίες που αναφέρονται σε ορισμένη περίοδο υποβάλλονται σωρευτικά από την πρώτη ημέρα του λογιστικού έτους που χρησιμοποιείται για την υποβολή χρηματοοικονομικών πληροφοριών έως την ημερομηνία αναφοράς.

    2. Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ τις πληροφορίες που αφορούν θυγατρικές εγκατεστημένες στην επικράτεια μη συμμετέχοντος κράτους μέλους ή τρίτης χώρας σύμφωνα με το άρθρο 9 έως το πέρας των εργασιών της 55ης εργάσιμης ημέρας από την αντίστοιχη ημερομηνία αναφοράς.

    3. Οι ΕΑΑ αποφασίζουν πότε οι εποπτευόμενες οντότητες υποχρεούνται να υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση, ούτως ώστε οι ίδιες να είναι σε θέση να τηρούν τις προαναφερθείσες προθεσμίες.

    31.3.2015 L 86/19 Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EL

  • ΤΙΤΛΟΣ III

    ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΟΙ ΟΜΙΛΟΙ ΚΑΙ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

    Λιγότερο σημαντικοί εποπτευόμενοι όμιλοι

    Άρθρο 11

    Μορφότυπος και συχνότητα υποβολής αναφορών σε ενοποιημένη βάση για λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους

    1. Λιγότερο σημαντικοί εποπτευόμενοι όμιλοι που εφαρμόζουν ΔΠΧΑ δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένων τυχόν υποομίλων τους, υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση στην οικεία ΕΑΑ.

    2. Η υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών κατά την παράγραφο 1 πραγματοποιείται με τη συχνότητα που προβλέπει το άρθρο 9 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 και περιλαμβάνει τις ελάχιστες κοινές πληροφορίες οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παραρτήματος I.

    3. Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ τυχόν πρόσθετα υποδείγματα του παραρτήματος ΙΙΙ του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 τα οποία συλλέγουν. Οι ΕΑΑ ανακοινώνουν στην ΕΚΤ εκ των προτέρων τυχόν πρόσθετα υποδείγματα που προτίθενται να διαβιβάσουν.

    4. Λιγότερο σημαντικοί εποπτευόμενοι όμιλοι, πλην εκείνων της παραγράφου 1, που εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια βάσει της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ υποβάλλουν αναφορές σχετικά με εποπτική χρηματοοικονομική πληροφόρηση στην οικεία ΕΑΑ. Η εν λόγω υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών πραγματοποιείται με τη συχνότητα που προβλέπει το άρθρο 11 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 και περιλαμβάνει τις ελάχιστες κοινές πληροφορίες οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παραρτήματος I.

    5. Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ τυχόν πρόσθετα υποδείγματα του παραρτήματος IV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 τα οποία συλλέγουν. Οι ΕΑΑ ανακοινώνουν στην ΕΚΤ εκ των προτέρων τυχόν πρόσθετα υποδείγματα που προτίθενται να διαβιβάσουν.

    6. Κατ' εξαίρεση από τις παραγράφους 4 και 5, η υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών για λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους των οποίων τα στοιχεία ενεργητικού έχουν συνολική αξία μικρότερη ή ίση προς 3 δισεκ. ευρώ περιλαμβάνει τις πληροφορίες του παραρτήματος ΙΙΙ, ως ελάχιστες κοινές πληροφορίες, αντί των πληροφοριών της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου. Προς τον σκοπό αυτόν, η αξία που χρησιμοποιείται προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον εποπτευόμενη οντότητα είναι σημαντική βάσει του μεγέθους της, σύμφωνα με το μέρος IV, τίτλος ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17) είναι η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού των εποπτευόμενων ομίλων.

    7. Εφόσον, μετά από ενημέρωση του καταλόγου εποπτευομένων οντοτήτων σύμφωνα με το μέρος IV, τίτλος ΙΙ, κεφάλαιο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17), προκύπτει ότι η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου υπερβαίνει τα; 3 δισεκ. ευρώ, ο όμιλος αρχίζει να υποβάλλει πληροφορίες σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 την πρώτη ημερομηνία αναφοράς μετά τη συμπλήρωση 18 μηνών από τη δημοσίευση του ενημερωμένου καταλόγου εποπτευόμενων οντοτήτων. Εφόσον από την ενημέρωση προκύπτει ότι η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού λιγότερο σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου είναι μικρότερη ή ίση προς 3 δισεκ. ευρώ, ο όμιλος αρχίζει να υποβάλλει πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 6 την πρώτη ημερομηνία αναφοράς μετά τη δημοσίευση του ενημερωμένου καταλόγου εποπτευόμενων οντοτήτων.

    8. Οι πληροφορίες των παραγράφων 2, 3, 4, 5 και 6 υποβάλλονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού.

    9. Οι ΕΑΑ μπορούν να συλλέγουν τις πληροφορίες των παραγράφων 2, 3, 4, 5 και 6 που υποβάλλονται στην ΕΚΤ ως τμήμα ενός ευρύτερου εθνικού πλαισίου υποβολής αναφορών το οποίο, σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία, περιλαμβάνει επιπλέον εποπτικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες και εξυπηρετεί και σκοπούς πέραν των εποπτικών, για παράδειγμα στατιστικούς.

    Άρθρο 12

    Ημερομηνίες αναφοράς και ημερομηνίες αποστολής για λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους

    1. Οι ημερομηνίες αναφοράς για τις πληροφορίες που αφορούν τους λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους του άρθρου 11 είναι οι εξής:

    α) τριμηνιαίες αναφορές: 31 Μαρτίου, 30 Ιουνίου, 30 Σεπτεμβρίου και 31 Δεκεμβρίου·

    31.3.2015 L 86/20 Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EL

  • β) εξαμηνιαίες αναφορές: 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου·

    γ) ετήσιες αναφορές: 31 Δεκεμβρίου.

    2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται σε ορισμένη περίοδο υποβάλλονται σωρευτικά από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού έτους έως την ημερομηνία αναφοράς.

    3. Κατ' εξαίρεση από τις παραγράφους 1 και 2, εφόσον επιτρέπεται σε λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους να υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση με βάση λογιστικό έτος που αποκλίνει από το ημερολογιακό έτος, οι ΕΑΑ μπορούν να προσαρμόζουν τις ημερομηνίες αναφοράς με βάση το τέλος του λογιστικού έτους. Οι προσαρμοσμένες ημερομηνίες αναφοράς είναι τρεις, έξι, εννιά και δώδεκα μήνες από την έναρξη του λογιστικού έτους. Οι πληροφορίες που αναφέρονται σε ορισμένη περίοδο υποβάλλονται σωρευτικά από την πρώτη ημέρα του λογιστικού έτους έως την ημερομηνία αναφοράς.

    4. Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ τις πληροφορίες του άρθρου 11 έως το πέρας των εργασιών κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες αποστολής:

    α) για λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους, περιλαμβανομένων υποομίλων, στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, την 55η εργάσιμη ημέρα από την αντίστοιχη ημερομηνία αναφοράς·

    β) για λιγότερο σημαντικούς εποπτευόμενους ομίλους σε υποενοποιημένη βάση, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3, την 65η εργάσιμη ημέρα από την αντίστοιχη ημερομηνία αναφοράς.

    5. Οι ΕΑΑ αποφασίζουν πότε οι εποπτευόμενες οντότητες υποχρεούνται να υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση, ούτως ώστε οι ίδιες να είναι σε θέση να τηρούν τις προαναφερθείσες προθεσμίες.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

    Λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες

    Άρθρο 13

    Μορφότυπος και συχνότητα υποβολής αναφορών σε ατομική βάση για λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που δεν ανήκουν σε όμιλο

    1. Λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που εφαρμόζουν ΔΠΧΑ δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 είτε επειδή καταρτίζουν τους ετήσιους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα τα οποία προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός είτε επειδή εφαρμόζουν τα εν λόγω πρότυπα για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και δεν ανήκουν σε εποπτευόμενο όμιλο, περιλαμβανομένων υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος τα οποία λειτουργούν στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους, υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση στην οικεία ΕΑΑ σε ατομική βάση.

    2. Η υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών κατά την παράγραφο 1 πραγματοποιείται με τη συχνότητα που προβλέπει το άρθρο 9 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 και περιλαμβάνει τις ελάχιστες κοινές πληροφορίες οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παραρτήματος I.

    3. Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ τυχόν πρόσθετα υποδείγματα του παραρτήματος ΙΙΙ του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 τα οποία συλλέγουν. Οι ΕΑΑ ανακοινώνουν στην ΕΚΤ εκ των προτέρων τυχόν πρόσθετα υποδείγματα που προτίθενται να διαβιβάσουν.

    4. Λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, πλην εκείνων της παραγράφου 1, που εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια βάσει της οδηγίας 86/635/EΟΚ και δεν ανήκουν σε εποπτευόμενο όμιλο, περιλαμβανομένων υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία λειτουργούν στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους, υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση στην οικεία ΕΑΑ.

    5. Η υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών κατά την παράγραφο 4 πραγματοποιείται με τη συχνότητα που προβλέπει το άρθρο 11 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 και περιλαμβάνει τις ελάχιστες κοινές πληροφορίες οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παραρτήματος I.

    6. Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ τυχόν πρόσθετα υποδείγματα του παραρτήματος IV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 τα οποία συλλέγουν. Οι ΕΑΑ ανακοινώνουν στην ΕΚΤ εκ των προτέρων τυχόν πρόσθετα υποδείγματα που προτίθενται να διαβιβάσουν.

    31.3.2015 L 86/21 Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EL

  • 7. Οι παράγραφοι 2, 3, 5 και 6 υπόκεινται στις ακόλουθες εξαιρέσεις:

    α) η υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση όσον αφορά λιγότερο σημαντικά εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων τα στοιχεία ενεργητικού έχουν συνολική αξία μικρότερη των 3 δισεκ ευρώ περιλαμβάνει τις πληροφορίες του παραρτήματος ΙΙΙ, ως ελάχιστες κοινές πληροφορίες, αντί των πληροφοριών των παραγράφων 2, 3, 5 ή 6·

    β) υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος το οποίο λειτουργεί στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους δεν περιλαμβάνεται στην υποβολή εποπτικών αναφορών σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση, εφόσον η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού του είναι μικρότερη των 3 δισεκ. ευρώ.

    8. Για τους σκοπούς της παραγράφου 7, η αξία που χρησιμοποιείται προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον εποπτευόμενη οντότητα είναι σημαντική βάσει του μεγέθους της, σύμφωνα με το μέρος IV, τίτλος ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17) είναι η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού της.

    9. Εφόσον, μετά από ενημέρωση του καταλόγου εποπτευομένων οντοτήτων σύμφωνα με το μέρος IV, τίτλος ΙΙ, κεφάλαιο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17), προκύπτει ότι η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας υπερβαίνει τα 3 δισεκ. ευρώ, η οντότητα αρχίζει να υποβάλλει πληροφορίες σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3, 5 και 6 την πρώτη ημερομηνία αναφοράς μετά τη συμπλήρωση 18 μηνών από τη δημοσίευση του ενημερωμένου καταλόγου εποπτευόμενων οντοτήτων. Εφόσον από την ενημέρωση προκύπτει ότι η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας είναι μικρότερη ή ίση προς 3 δισεκ. ευρώ, η οντότητα αρχίζει να υποβάλλει πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 7 την πρώτη ημερομηνία αναφοράς μετά τη δημοσίευση του ενημερωμένου καταλόγου εποπτευόμενων οντοτήτων.

    10. Οι πληροφορίες των παραγράφων 2, 3, 5, 6 και 7 υποβάλλονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού.

    11. Οι ΕΑΑ μπορούν να συλλέγουν τις πληροφορίες των παραγράφων 2, 3, 5, 6 και 7 που υποβάλλονται στην ΕΚΤ ως τμήμα ενός ευρύτερου εθνικού πλαισίου υποβολής αναφορών το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, περιλαμβάνει επιπλέον εποπτικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες και εξυπηρετεί και σκοπούς πέραν των εποπτικών, για παράδειγμα στατιστικούς.

    Άρθρο 14

    Μορφότυπος και συχνότητα υποβολής αναφορών σε ατομική βάση για οντότητες που ανήκουν σε λιγότερο σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο

    1. Λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που εφαρμόζουν ΔΠΧΑ δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, είτε επειδή καταρτίζουν τους ετήσιους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα τα οποία προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός είτε επειδή εφαρμόζουν τα εν λόγω πρότυπα για την υποβολή εποπτικών αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και ανήκουν σε λιγότερο σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση στην οικεία ΕΑΑ σε ατομική βάση.

    2. Η υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών κατά την παράγραφο 1 πραγματοποιείται με τη συχνότητα που προβλέπει το άρθρο 9 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 και περιλαμβάνει τις ελάχιστες κοινές πληροφορίες τις οποίες προβλέπει το παράρτημα IΙ.

    3. Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ τυχόν πρόσθετα υποδείγματα του παραρτήματος ΙΙΙ του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 τα οποία συλλέγουν. Οι ΕΑΑ ανακοινώνουν στην ΕΚΤ εκ των προτέρων τυχόν πρόσθετα υποδείγματα που προτίθενται να διαβιβάσουν.

    4. Λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες, πλην εκείνων της παραγράφου 1, που εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πλαίσια βάσει της οδηγίας 86/635/EΟΚ και ανήκουν σε λιγότερο σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση στην οικεία ΕΑΑ.

    5. Η υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών κατά την παράγραφο 4 πραγματοποιείται με τη συχνότητα που προβλέπει το άρθρο 11 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 και περιλαμβάνει τις ελάχιστες κοινές πληροφορίες τις οποίες προβλέπει το παράρτημα IΙ.

    6. Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ τυχόν πρόσθετα υποδείγματα του παραρτήματος IV του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 τα οποία συλλέγουν. Οι ΕΑΑ ανακοινώνουν στην ΕΚΤ εκ των προτέρων τυχόν πρόσθετα υποδείγματα που προτίθενται να διαβιβάσουν.

    31.3.2015 L 86/22 Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης EL

  • 7. Κατ' εξαίρεση από τις παραγράφους 2, 3, 5 και 6, η υποβολή εποπτικών χρηματοοικονομικών αναφορών για λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες των οποίων τα στοιχεία ενεργητικού έχουν συνολική αξία μικρότερη των 3 δισεκ. ευρώ περιλαμβάνει τις πληροφορίες του παραρτήματος ΙΙΙ. Προς τον σκοπό αυτόν, η αξία που χρησιμοποιείται προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον η εποπτευόμενη οντότητα είναι σημαντική βάσει του μεγέθους της, σύμφωνα με το μέρος IV, τίτλος ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17) είναι η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού της.

    8. Εφόσον, μετά από ενημέρωση του καταλόγου εποπτευομένων οντοτήτων σύμφωνα με το μέρος IV, τίτλος ΙΙ, κεφάλαιο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (EΚΤ/2014/17), προκύπτει ότι η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας υπερβαίνει τα 3 δισεκ. ευρώ, η οντότητα αρχίζει να υποβάλλει πληροφορίες σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3, 5 και 6 την πρώτη ημερομηνία αναφοράς μετά τη συμπλήρωση 18 μηνών από τη δημοσίευση του ενημερωμένου καταλόγου εποπτευόμενων οντοτήτων. Εφόσον από την ενημέρωση προκύπτει ότι η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας είναι μικρότερη ή ίση προς 3 δισεκ. ευρώ, η οντότητα αρχίζει να υποβάλλει πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 7 την πρώτη ημερομηνία αναφοράς μετά τη δημοσίευση του ενημερωμένου καταλόγου εποπτευόμενων οντοτήτων.

    9. Οι πληροφορίες των παραγράφων 2, 3, 5, 6 και 7 υποβάλλονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού.

    10. Οι ΕΑΑ μπορούν να συλλέγουν τις πληροφορίες των παραγράφων 2, 3, 5, 6 και 7 που υποβάλλονται στην ΕΚΤ ως τμήμα ενός ευρύτερου εθνικού πλαισίου υποβολής αναφορών το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, περιλαμβάνει επιπλέον εποπτικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες και εξυπηρετεί και σκοπούς πέραν των εποπτικών, για παράδειγμα στατιστικούς.

    Άρθρο 15

    Ημερομηνίες αναφοράς και αποστολής για λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες

    1. Οι ημερομηνίες αναφοράς για τις πληροφορίες των άρθρων 13 και 14 που αφορούν λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες είναι οι εξής:

    α) τριμηνιαίες αναφορές: 31 Μαρτίου, 30 Ιουνίου, 30 Σεπτεμβρίου και 31 Δεκεμβρίου·

    β) εξαμηνιαίες αναφορές: 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου·

    γ) ετήσιες αναφορές: 31 Δεκεμβρίου.

    2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται σε ορισμένη περίοδο υποβάλλονται σωρευτικά από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού έτους έως την ημερομηνία αναφοράς.

    3. Κατ' εξαίρεση από τις παραγράφους 1 και 2, εφόσον επιτρέπεται σε λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες να υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση με βάση λογιστικό έτος που αποκλίνει από το ημερολογιακό έτος, οι ΕΑΑ μπορούν να προσαρμόζουν τις ημερομηνίες αναφοράς με βάση το τέλος του λογιστικού έτους. Οι προσαρμοσμένες ημερομηνίες αναφοράς είναι τρεις, έξι, εννιά και δώδεκα μήνες από την έναρξη του λογιστικού έτους. Τα στοιχεία που αναφέρονται σε ορισμένη περίοδο υποβάλλονται σωρευτικά από την πρώτη ημέρα του λογιστικού έτους έως την ημερομηνία αναφοράς.

    4. Οι ΕΑΑ υποβάλλουν στην ΕΚΤ τις εποπτικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες που αφορούν λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 12 και 13 έως το πέρας των εργασιών κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες αποστολής:

    α) για λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που δεν ανήκουν σε εποπτευόμενο όμιλο, την 55η εργάσιμη ημέρα από την αντίστοιχη ημερομηνία αναφοράς·

    β) για λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες που ανήκουν σε λιγότερο σημαντικό εποπτευόμενο όμιλο, την 65η εργάσιμη ημέρα από την αντίστοιχη ημερομηνία αναφοράς.

    5. Οι ΕΑΑ αποφασίζουν πότε οι εποπτευόμενες οντότητες υποχρεούνται να υποβάλλουν εποπτικές αναφορές σχετικά με χρηματοοικονομική πληροφόρηση, ούτως ώστε οι ίδιες να είναι σε θέση να τηρούν τις προαναφερθείσες προθεσμίες.

    ΤΙΤΛΟΣ IV

    ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

    Άρθρο 16

    Έλεγχοι ποιότητας δεδομένων

    Οι ΕΑΑ παρακολουθούν και διασφαλίζουν την ποιότητα και αξιοπιστία των πληροφοριών που υποβάλλονται στην ΕΚΤ. Προς τον σκοπό αυτόν, οι ΕΑΑ ακολουθούν τις προδιαγραφές που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 5 της απόφασης ΕΚΤ/