ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΑΣΤΡΑ1lyk-therm.thess.sch.gr/autosch/joomla3/images/documents/... ·...

9
ΠΑΡΑΜΥΘΙ Η πόλη των δακρύων Κάποτε, κάπου, μακριά στο παρελθόν υπήρχε ένας άνθρωπος που αγαπούσε τόσο πολύ να χαροποιεί τους άλλους ανθρώπους.To όνομα του ήταν Κάρδαμος .Για να είμαστε ακριβείς όχι απλά αγαπούσε το να δίνει χαρά στους συνανθρώπους του, αλλά το όνειρο του ήταν να γίνει γελωτοποιός. Ζούσε όμως σε μία πόλη της Ρουμανίας όπου όλα ήταν τόσο μουντά, οι άνθρωποι τόσο θλιμμένοι και κανένα λουλούδι δεν φύτρωνε πια εκεί, κάθε τι χρωματιστό είχε πλέον χαθεί .Η μόνη ελπίδα που έλαμπε ήταν η δική του, όλες οι υπόλοιπες σαν κεράκια έμοιαζαν που σαν σίφουνας μια κατάρα τα είχε σβήσει. Ο Βασιλιάς της πόλης ειδικά , που ονομαζότανε Ρουβίνιος, ήταν ο πιο κατσούφης από όλους .Κανείς δεν γελούσε σε αυτή την πόλη .Κανείς δεν χαιρόταν σε αυτή την πόλη. Περνούσαν οι μέρες, άλλοτε γρήγορα και άλλοτε αργά μα όμως πάντα βασανιστικά πλάι στην ελπίδα, και ο Κάρδαμος, ο γνωστός μας φίλος της χαράς, σκεφτότανε και σκεφτότανε και χανότανε στους κόμπους του μυαλού του δίχως να έβρισκε κάποια λύση. Aντί να λύνει τους κόμπους του, τους έδενε περισσότερο και αυτοί γινόντουσαν σαν μια θηλiα στον λαιμό του που κατέπνιγε την αισιοδοξία του. Ένα πρωί όμως όπως όλα τα άλλα, που ίσως τελικά να μην έμοιαζε καθόλου με τα υπόλοιπα, αφού είχε πλέον αγανακτήσει, αποφάσισε και πήρε το θάρρος να επισκεφτεί το κάστρο όπου έμενε ο Βασιλιάς

Transcript of ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΑΣΤΡΑ1lyk-therm.thess.sch.gr/autosch/joomla3/images/documents/... ·...

Page 1: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΑΣΤΡΑ1lyk-therm.thess.sch.gr/autosch/joomla3/images/documents/... · Web viewΚάποτε, κάπου, μακριά στο παρελθόν υπήρχε

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Η πόλη των δακρύων

Κάποτε, κάπου, μακριά στο παρελθόν υπήρχε ένας άνθρωπος που αγαπούσε τόσο πολύ να χαροποιεί τους άλλους ανθρώπους.To όνομα του ήταν Κάρδαμος .Για να είμαστε ακριβείς όχι απλά αγαπούσε το να δίνει χαρά στους συνανθρώπους του, αλλά το όνειρο του ήταν να γίνει γελωτοποιός. Ζούσε όμως σε μία πόλη της Ρουμανίας όπου όλα ήταν τόσο μουντά, οι άνθρωποι τόσο θλιμμένοι και κανένα λουλούδι δεν φύτρωνε πια εκεί, κάθε τι χρωματιστό είχε πλέον χαθεί .Η μόνη ελπίδα που έλαμπε ήταν η δική του, όλες οι υπόλοιπες σαν κεράκια έμοιαζαν που σαν σίφουνας μια κατάρα τα είχε σβήσει. Ο Βασιλιάς της πόλης ειδικά , που ονομαζότανε Ρουβίνιος, ήταν ο πιο κατσούφης από όλους .Κανείς δεν γελούσε σε αυτή την πόλη .Κανείς δεν χαιρόταν σε αυτή την πόλη.

Περνούσαν οι μέρες, άλλοτε γρήγορα και άλλοτε αργά μα όμως πάντα βασανιστικά πλάι στην ελπίδα, και ο Κάρδαμος, ο γνωστός μας φίλος της χαράς, σκεφτότανε και σκεφτότανε και χανότανε στους κόμπους του μυαλού του δίχως να έβρισκε κάποια λύση. Aντί να λύνει τους κόμπους του, τους έδενε περισσότερο και αυτοί γινόντουσαν σαν μια θηλiα στον λαιμό του που κατέπνιγε την αισιοδοξία του. Ένα πρωί όμως όπως όλα τα άλλα, που ίσως τελικά να μην έμοιαζε καθόλου με τα υπόλοιπα, αφού είχε πλέον αγανακτήσει, αποφάσισε και πήρε το θάρρος να επισκεφτεί το κάστρο όπου έμενε ο Βασιλιάς Ρουβίνιος με την οικογένεια και τους υπηρέτες του, για να του μιλήσει.

Στον δρόμο για το κάστρο το μυαλό του προσπάθησε τόσες φορές να τον πείσει να υποχωρήσει μα η επιθυμία του, να υπάρξει πιο πολύ χαρά και αγάπη, ήταν πιο δυνατή. Αφού περπάτησε για αρκετή ώρα, διέσχισε το πυκνό και σκοτεινό δάσος, αντίκρισε το γιγαντιαίο κάστρο που ξεπρόβαλλε μέσα από την άχνα της ομίχλης.

Φτάνοντας πιο κοντά, θα παρατηρούσε κανείς πως όλα στο κάστρο αντικατόπτριζαν την σύννοια της πόλης, όλα βαμμένα στις αποχρώσεις του γκρι. Βλέπετε,

Page 2: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΑΣΤΡΑ1lyk-therm.thess.sch.gr/autosch/joomla3/images/documents/... · Web viewΚάποτε, κάπου, μακριά στο παρελθόν υπήρχε

απαγορεύονταν τα φωτεινά και ελπιδοφόρα χρώματα στην πόλη. Περνώντας την κύρια πύλη, πελώρια η όψη της, και διασχίζοντας τον δρόμο που αυτή οδηγεί, θα έβλεπε κανείς, στο βάθος, στον κήπο του κάστρου, ένα μαρμάρινο άγαλμα από τα μαύρα μάτια του δάκρυα σαν χείμαρρος κυλούσαν. Το άγαλμα αυτό ήταν το σύμβολο της πόλης, το σύμβολο της θλίψης της πόλης. Υπήρχε και ένας μύθος κατά τον οποίο έρρεε μέσα στο άγαλμα μια ουσία, υπεύθυνη για την κατάσταση που επικρατούσε, για την κατήφεια που κυριαρχούσε. Λέγανε μάλιστα οι παλιοί οι λίγοι σοφοί της εποχής πως αν κατάφερνε κάποιος να καταστρέψει αυτό το άγαλμα και να απελευθερώσει την ουσία που κυλούσε μέσα του, όλα θα άλλαζαν, θα φώτιζε ξανά όλη η πόλη και ίσως και όλος ο κόσμος. Γέλια και χαρά στους δρόμους .Ο μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό ήταν να ξανά ανάψουν μερικά από αυτά τα κεράκια που κάποτε είχαν σβήσει και η φλόγα τους έμοιαζε σαν παραπεταμένη ελπίδα στον ορίζοντα. Υπήρχε ήδη ένα αναμμένο, μα όμως δεν ήταν αρκετό. Άλλωστε πόσα μπορεί να καταφέρει κάποιος μόνος του συγκρίνοντας τα με όσα μπορούν πολλοί μαζί; Λίγα αναμμένα κεράκια ακόμη και ο ήλιος θα ανάτειλε ξανά .Λίγοι άνθρωποι αν ήλπιζαν ακόμη και χαμόγελα θα σκορπίζονταν παντού.

Όταν έφτασε στην είσοδο του παλατιού συνάντησε τους φρουρούς, οι οποίοι και τον οδήγησαν στον Βασιλία Ρουβίνιο. Τόσο μονότονη εικόνα τα γκρίζα χρώματα πλάι στα σκυθρωπά πρόσωπα. Ο Βασιλιάς όπως πάντα γεμάτος λύπη, δίχως λάμψη στο πρόσωπο του και λιγομίλητος, με τις ρυτίδες του να αναδεικνύουν την φθορά της κατήφειας. Με το πρώτο αντίκρισμα αυτής της εικόνας, ο Κάρδαμος ένιωσε μια ξαφνική οργή και σαν να μην μπορούσε να δείξει άλλη ανοχή στην κατάσταση, άρχισε απότομα να μιλάει για την αξία της χαράς στην ζωή μας, και με όσα έλεγε κάτι σαν να γέμιζε το κενό που του είχε δημιουργήσει η αίσθηση της μόνιμης θλίψης. Με το ζόρι τον άκουγε ο Βασιλιάς και από λεπτό σε λεπτό φαινόταν όλο και πιο αναψοκοκκινισμένος, φόρτωνε μέχρι που έσκασε. Ακούστηκε μια κραυγή και απευθείας διέταξε τους ιππότες της βασιλικής αίθουσας να τον κλειδαμπαρώσουν .Αμέσως οι ιππότες αρπάξανε τον Κάρδαμο και σέρνοντας τον, τον μετέφεραν σε ένα μικρό και σκοτεινό κελί όπου η μυρωδιά της μούχλας ήταν τόσο έντονη που θύμιζε βρεγμένο και για χρόνια παρατημένο βιβλίο στην αποθήκη.

Όλα για τον Κάρδαμο έμοιαζαν να γίνονται και πιο απαισιόδοξα. Όλο και φυσούσε και πιο δυνατά και που θα του πάει του ανέμου; Τέτοιος άνεμος θα σβήσει και την δικιά του ελπίδα. Τον βρήκε μια ακόμη νύχτα ξύπνιο, βυθισμένο στην σκέψη του να περνάει από σκέψη σε σκέψη κοιτώντας πίσω από τα κάγκελα που σφράγιζαν την μοναδική είσοδο των ηλιαχτίδων του ηλίου τα πρωινά και του μαγικού φωτός του φεγγαριού την νύχτα, που είναι πάντα εκεί στο σκότος όλων μας. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή και εμφανίστηκε από το πουθενά μια φτερωτή, μικροσκοπική νεράιδα και του είπε: «Εγώ

Page 3: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΑΣΤΡΑ1lyk-therm.thess.sch.gr/autosch/joomla3/images/documents/... · Web viewΚάποτε, κάπου, μακριά στο παρελθόν υπήρχε

είμαι η νεράιδα της χαράς, ήμουν για χρόνια από την μάγισσα Μουντρούχα μαζί με τον δράκο των ονείρων. Από την ίδια μάγισσα που θέλει όλους τους ανθρώπους θλιμμένους, αυτήν που καταράστηκε την πόλη σας και που έκανε μάγια ψεκάζοντας τους ανθρώπους με το φίλτρο των δακρύων, το οποίο έφερε πόνο στην πόλη και σας στέρησε την δυνατότητα να ονειρεύεστε και να δημιουργείται. Μόνο εσύ άντεξες καθώς η δικιά σου ελπίδα είναι τόσο φωτεινή και χάρη σε αυτήν την λάμψη καταφέραμε να ελευθερωθούμε απ ’τα δεσμά του μίσους που μας κρατούσαν εγκλωβισμένους. Και τώρα είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε, να σπάσουμε τα δεσμά που φυλακίζουν την πόλη σας. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να φέρουμε πιο πολύ ελπίδα. Να κάνουμε τους ανθρώπους να νιώσουν πιο πολύ την ελπίδα, όχι με τρόπο μαγικό, αλλά με τρόπο φυσικό, με τρόπο πραγματικό, να μην δημιουργήσουμε ένα ψέμα που περιέχει λίγη πραγματικότητα, αλλά μια πραγματικότητα που ως αναμενόμενο περιέχει και λίγο ψέμα. Θα επιστρέψουμε για σένα Κάρδαμε , μαζί με τον δράκο των ονείρων.

Με το που μπήκανε στο κέντρο της πόλης, η πρώτη εικόνα που αντιμετώπισαν τα μάτια τους ήταν μούτρα κατεβασμένα ως το πάτωμα, ανάποδα χαμόγελα, καυτά δάκρυα που καίνε μόνο όσους έχουν γνωρίσει την χαρά. Οι υπόλοιποι συνήθισαν στην λύπη. Μα όμως όπου να ’ναι θα τελείωνε και αυτό το μαρτύριο, θα έφτανε στο τέλος της και αυτή η ιστορία. Θα αναγεννιόταν κάτι που αργοπέθαινε.

Ο δράκος των ονείρων είχε την δύναμη της φύσης, την φλόγα των ονείρων. Η φλόγα που έβγαζε απ’ το στόμα του ήταν αρκετή για να φυτρώσουν όμορφα, πολύχρωμα λουλούδια και να διαλύσουν την νεκρή φύση που σιγά σιγά εξαπλωνόταν και νέκρωνε τις ψυχές των ανθρώπων. Συνήθως οι φλόγες καίνε. Φέρνουν την καταστροφή μα τούτη ήταν πολύ διαφορετική από την φωτιά, τούτη η φλόγα ήταν η λάμψη της ελπίδας, που ήταν ικανή να θαμπώσει το σκοτάδι του μίσους.

Όταν οι άνθρωποι είδαν τον δράκο κατατρόμαξαν, ειδικά όταν πήρε μια τεράστια, βαθιά ανάσα, γέμισε τα πνευμόνια του με αέρα και ετοιμάστηκε για να εκπνεύσει και να πετάξει φωτιά. Τότε άρχισαν να φυτρώνουν παντού μικρά, νεογέννητα λουλουδάκια, άλλα άσπρα, άλλα κόκκινα, άλλα βιολετί. Για πρώτη φορά στην μέχρι τώρα ζωή των ανθρώπων στην πόλη των δακρύων, οι πιο πολλοί άνθρωποι γνώριζαν την ομορφιά της φύσης και την γαλήνη που αυτή απλόχερα χαρίζει. Η υπεροχή των λουλουδιών, των δημιουργημάτων της φύσης που τόσο είχε καταπιεστεί, σαν κάτι να έσπασε μες’ τις ψυχές των ανθρώπων, σαν να εξαφάνιζε την γκίνια από μέσα τους και να ζωντάνευε τα χρώματα. Η ελπίδα μεταδιδόταν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Και αν κάθε ένας μόνος του φαινόταν σαν μια φωτεινή ηλιαχτίδα, όλοι μαζί, ενωμένοι, φέρνανε τον ήλιο. Και τότε στου κάστρου την αυλή το άγαλμα άρχισε να σπάει, να

Page 4: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΑΣΤΡΑ1lyk-therm.thess.sch.gr/autosch/joomla3/images/documents/... · Web viewΚάποτε, κάπου, μακριά στο παρελθόν υπήρχε

γίνεται θρύψαλα και σιγά – σιγά στάχτη, ταξίδεψε μέσω του αέρα ως τα πέρατα της γης ώσπου κατέληξε πάλι στο χώμα.

Δασκαλοπούλου Σοφία

ΣΚΕΨΕΙΣ

Το κάστρο της ψυχής σου μόνο δώσ’ μου

Για να σωθούν οι ελληνικές ψυχές

Που τρέχουν μακριά από τα σπαθιά των εχθρών.

Ένα κάστρο αρκεί για να σωθεί η ψυχή.

Σακκά Δουκαίνη

Σακαλή Κατερίνα

Στο παραμύθι το ψηλό του κάστρου του λευκού ξεπροβάλλει κόρη όμορφη με κώμη καστανή. Το ανέμη που χτυπά το δάκρυ της το σέρνει και καταλήγει στα κρυφά του πάτου της θαλάσσης που μέγα πλήθος νεκρών πήρε το κατόπι. Μέσα στης νύχτας τη σιγή το τραγούδι της αντηχεί σαν μελωδία παλιού γραμμοφώνου για τα ξενιτεμένα πουλιά που άφησαν μια μέρα τη πατρίδα με σπαθί τα σπασμένα όνειρα που έσπασε ο χρόνος σα μια γυναίκα που φοβάται να zήσει, να ελπίσει. Μέσα στης νύχτας τη σιγή.

Έρη

Σαν δεις του κάστρου τη θωριά τη τρομερή του όψη

Τέτοιο είναι το θάρρος σου

Και πίστη σαν του ιππότη

Και όταν ακόμα φοβηθείς

Στο νου σου όμως να ‘χεις

Page 5: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΑΣΤΡΑ1lyk-therm.thess.sch.gr/autosch/joomla3/images/documents/... · Web viewΚάποτε, κάπου, μακριά στο παρελθόν υπήρχε

Πως για το κάστρο πολεμάς

Που στέκει σαν τη ψυχή σου όρθιο

Λάμπης Δημαρχόπουλος

Κώστας Ανάστου

Γιάννης Γαντάς

Κάστρο λαμπερό που την πόλη προστατεύει

Από τυχόν εχθρό που τους κατοίκους του γυρεύει.

Καμπισιούλης Γιώργος

Το κάστρο τ’ αψηλό

Σαν θεριό μεγαλο

Που γίγαντας το ξέχασε

Και τώρα είναι μόνο

Στα μάτια σου απέραντο

Στα χέρια του ένα τίποτα

Μην αφεθείς στ’ ανείπωτα.

Μιχαηλίδου Κατερίνα

Τα τείχη του Ντουμπρόβνικ που Έλληνες πρόσφυγες τα χτίσαν…

Αλέξανδρος Κιζiρίδης

Κι αν χρειαστεί ιππότη

Το κάστρο να φυλάξεις

Κάν’ το για την ομορφιά του

Page 6: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΑΣΤΡΑ1lyk-therm.thess.sch.gr/autosch/joomla3/images/documents/... · Web viewΚάποτε, κάπου, μακριά στο παρελθόν υπήρχε

Που εσύ μπορεί να χάσεις

ΑΦΙΣΕΣ

Μιχαηλίδου Κατερίνα

Page 7: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΑΣΤΡΑ1lyk-therm.thess.sch.gr/autosch/joomla3/images/documents/... · Web viewΚάποτε, κάπου, μακριά στο παρελθόν υπήρχε

Κατσαούνου Ιωάννα

Page 8: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΚΑΣΤΡΑ1lyk-therm.thess.sch.gr/autosch/joomla3/images/documents/... · Web viewΚάποτε, κάπου, μακριά στο παρελθόν υπήρχε