ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: Γλωσσάριο βασικών οικονομικών...

13

Transcript of ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: Γλωσσάριο βασικών οικονομικών...

ΕΜΠ: «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» - Ενότητα 4η – Παράρτηµα

Εκπαιδευτικό Πρόγραµµα: «ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ»

Ενότητα IV ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ

ΕΠΕΝ∆ΥΤΙΚΩΝ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Λευτέρης Παπαγιαννάκης

Καθηγητής ΕΜΠ

ΑΣΚΗΣΗ 1η

ΜΕΛΕΤΗ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ

∆ηµήτρης ∆αµίγος

Λέκτορας ΕΜΠ

ΑΣΚΗΣΗ 2η

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕ∆ΙΟ

Αιµιλία Πρωτόγερου

∆ιδάκτωρ ΕΜΠ

ΑΣΚΗΣΗ 3η

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙ∆Ι

Γιώργος Μαυρωτάς

Λέκτορας ΕΜΠ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΜΙΚΡΟ ΛΕΞΙΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

Λευτέρης Παπαγιαννάκης

Καθηγητής ΕΜΠ

Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ – Μικρό Οικονοµικό Λεξικό σελ. 2

ΕΜΠ: «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» - Ενότητα 4η – Παράρτηµα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η πραγµατικότητα στην αγορά εργασίας των µηχανικών µεταβάλλεται µε γρήγορους ρυθµούς. Από τις συστηµατικές έρευνες του ΕΜΠ (στους αποφοίτους του Ιδρύµατος) και του ΤΕΕ (στο σύνολο των µηχανικών της χώρας) έχουν εντοπιστεί οι συµπληρωµατικές γνώσεις που είναι χρήσιµες στο σύγχρονο µηχανικό, στα πρώτα βήµατα αλλά και κατά την εξέλιξή της επαγγελµατικής του σταδιοδροµίας.

Μεταξύ άλλων η επιχειρηµατικότητα -ως κουλτούρα ή/και ως σύνολο ειδικών γνώσεων- απασχολεί ή θα απασχολήσει την πλειοψηφία των µηχανικών. Η εξελισσόµενη «κοινωνία και οικονοµία της γνώσης» κάνει ολοένα πιο σαφή, στενή και αναντικατάστατη τη σύνδεση τεχνολογικών γνώσεων και επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων. Ως δυναµικά στελέχη επιχειρήσεων ή ως (µικροί ή µεγάλοι) επιχειρηµατίες, πολλοί από τους νέους µηχανικούς θα αναλάβουν την ευθύνη επιχειρηµατικών αποφάσεων.

Το εκπαιδευτικό πρόγραµµα «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» δεν περιορίζεται στη δηµιουργία ενός µαθήµατος. Στόχος του προγράµµατος είναι η δηµιουργία ενός ευρύτερου και εύχρηστου περιβάλλοντος (εκπαιδευτικό υλικό, µελέτες περίπτωσης, εργαλεία προσοµοίωσης, υλικό τεκµηρίωσης και υποστήριξης) το οποίο θα διευκολύνει τις Σχολές και τους διδάσκοντες του Ιδρύµατος να αναβαθµίσουν υπάρχοντα ή να διαµορφώσουν νέα µαθήµατα. Στο περιβάλλον αυτό, οι ενδιαφερόµενοι προπτυχιακοί και µεταπτυχιακοί φοιτητές αλλά και οι νέοι απόφοιτοι του Ιδρύµατος θα βρουν την ευκαιρία να εµβαθύνουν στο αντικείµενο, να αναγνωρίσουν ευκαιρίες και περιορισµούς και να προσανατολίσουν τις αποφάσεις τους «µετα γνώσεως λόγου».

Το περιβάλλον του προγράµµατος «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» διαρθρώνεται στις ακόλουθες 6 ενότητες.

Ενότητα Ι: Βασικό Εκπαιδευτικό Υλικό Ενότητα ΙΙ: Ειδικά Θέµατα Εµβάθυνσης Ενότητα ΙΙ: Μελέτες Περίπτωσης Ενότητα IV: Εργαστηριακές Ασκήσεις & Οδηγοί Ενότητα V: Υλικό Τεκµηρίωσης Ενότητα VI: Υλικό Υποστήριξης

Στην Ενότητα IV την ευθύνη του συντονισµού, της επιµέλειας, του προλόγου, της εισαγωγής, της διαµόρφωσης ενιαίου παραδείγµατος για όλες τις ασκήσεις και της σύνταξης του Μικρού Οικονοµικού Λεξικού είχε ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης, καθηγητής ΕΜΠ, επιστηµονικός υπεύθυνος του προγράµµατος. Την ευθύνη της συγγραφής του εκπαιδευτικού υλικού είχαν: για την 1η άσκηση ο ∆ηµήτρης ∆αµίγος, λέκτορας ΕΜΠ, για την 2η άσκηση η Αιµιλία Πρωτόγερου, ∆ιδάκτωρ ΕΜΠ και για την 3η άσκηση ο Γιώργος Μαυρωτάς, λέκτορας ΕΜΠ, µε τη συνεργασία του Παρασκευά Γεωργίου, Υποψήφιου ∆ιδάκτορα ΕΜΠ.

Το πρόγραµµα αυτό υποστηρίζεται από το Υπουργείο Παιδείας και χρηµατοδοτείται από πόρους του Γ’ ΚΠΣ (ΕΠΕΑΕΚ, δράση «Εισαγωγή µαθηµάτων ενθάρρυνσης της Επιχειρηµατικότητας»).

Λ.Π. 01.11.2004

Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ – Μικρό Οικονοµικό Λεξικό σελ. 3

ΕΜΠ: «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» - Ενότητα 4η – Παράρτηµα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΜΙΚΡΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

Για να εξασφαλιστεί, κατά το δυνατόν, ο αυτοδύναµος χαρακτήρας της Ενότητας υπενθυµίζονται ορισµένες βασικές οικονοµικές έννοιες, οι οποίες είναι χρήσιµες κατά την εκπόνηση µιας Μελέτης Σκοπιµότητας ή/και ενός Επιχειρηµατικού Σχεδίου, εποµένως και κατά τη διάρκεια των ασκήσεων (εισαγωγή των στοιχείων, επεξεργασίες, αξιολόγηση αποτελεσµάτων).

Ανάλυση ευαισθησίας: Ανάλυση των επιπτώσεων που µπορεί να έχουν στα τελικά αποτε-

λέσµατα, οι ενδεχόµενες µεταβολές στις αρχικές τιµές των εισροών. Χρησιµοποιείται κατά την αξιολόγηση του κινδύνου σε ένα επενδυτικό πρόγραµµα.

Απόσβεση: Η µείωση της αξίας των πάγιων περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης (π.χ. κτίρια,

εξοπλισµός, κ.ά.). Υπολογίζεται κατά κανόνα ως % επί της αξίας κτήσης των πάγιων στοιχείων και µε διάρκεια ζωής και µέθοδο απόσβεσης που καθορίζονται από το ισχύον νοµικό πλαίσιο. Αποτελεί υποχρεωτικό στοιχείο του κόστους (παραγωγής ή/και λειτουργίας) της επιχείρησης (τεκµαρτή δαπάνη για την ετήσια «ανάλωση» των παγίων στοιχείων της), αλλά όχι πραγµατική εκταµίευση (παραµένει εντός της επιχείρησης ως εσωτερικό κεφάλαιο το οποίο συσσωρεύεται ώστε να είναι δυνατή η µελλοντική αντικατάσταση των απαξιωµένων παγίων στοιχείων).

∆άνειο: Η παροχή κεφαλαίου από κάποια πηγή (φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, κατά κανόνα

τραπεζικό ή άλλο πιστωτικό ίδρυµα) σε ενδιαφερόµενο χρήστη, µε την υποχρέωση: (α) επιστροφής του κεφαλαίου εντός ορισµένου χρόνου και (β) αυξηµένου κατά τον συµπεφωνηµένο τόκο. Ένα δάνειο µπορεί να είναι:

Βραχυπρόθεσµο δάνειο: Παρέχεται µε την υποχρέωση επιστροφής σε χρονικό διάστηµα µικρότερο του ενός έτους. Οι νοµικές υποχρεώσεις καλύπτονται µε συµφωνητικά αλλά χωρίς εξασφάλιση του κινδύνου µε υποθήκη. Λόγω αυξηµένων κινδύνων τα επιτόκια είναι κατά κανόνα υψηλότερα. Παράδειγµα βραχυπρόθεσµων δανείων τα πάσης φύσεως καταναλωτικά δάνεια.

Ανοιχτός Λογαριασµός: Ειδική κατηγορία βραχυπρόθεσµου δανεισµού για τη χρηµατοδότηση των επιχειρήσεων. Το πιστωτικό Ίδρυµα παρέχει στην επιχείρηση το δικαίωµα ελεύθερης άντλησης κεφαλαίων µέχρι ένα ορισµένο όριο. Η επιχείρηση πληρώνει όλες τις άµεσες ανάγκες της αντλώντας χρήµατα (αναλήψεις) από τον «ανοιχτό λογαριασµό» της και επιστρέφει χρήµατα (καταθέσεις) µόλις έχει ρευστά στα ταµεία της. Ο εκάστοτε καθαρός δανεισµός της (το αλγεβρικό άθροισµα αναλήψεων και καταθέσεων) χρεώνεται µε τόκους.

Μακροπρόθεσµο δάνειο: Παρέχεται µε την υποχρέωση επιστροφής σε χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο του ενός έτους. Οι νοµικές υποχρεώσεις καλύπτονται µε συµβόλαια και ο κίνδυνος εξασφαλίζεται µε υποθήκη. Λόγω µειωµένων κινδύνων τα επιτόκια είναι κατά κανόνα χαµηλότερα. Η απόπληρωµή του µακροπρόθεσµου δανείου µπορεί να συµφωνηθεί να γίνεται: είτε (α) σε ίσες δόσεις κεφαλαίου (ετήσιο χρεολύσιο = αρχικό κεφάλαιο δανεισµού / χρονική διάρκεια δανεισµού), οπότε ο ετήσιος τόκος υπολογίζεται στο υπόλοιπο του κεφαλαίου που παραµένει στη διάθεση του

Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ – Μικρό Οικονοµικό Λεξικό σελ. 4

ΕΜΠ: «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» - Ενότητα 4η – Παράρτηµα

χρήστη, είτε (β) σε ίσα τοκοχρεολύσια, οπότε η ετήσια δόση υπολογίζεται βάση µαθηµατικού τύπου. Παράδειγµα µακροπρόθεσµων δανείων: τα πάσης φύσεως επενδυτικά και στεγαστικά δάνεια

Σε κάθε περίπτωση: Είτε για µακροπρόθεσµο είτε για βραχυπρόθεσµο δανεισµό, η (σταδιακή ή µη) επιστροφή του αρχικού δανειακού κεφαλαίου (σε ίσες ή µη δόσεις - χρεολύσια), αποτελεί εκταµίευση (ταµειακή εκροή) για την επιχείρηση αλλά όχι κόστος. Το κόστος του δανεισµού αποτιµάται αποκλειστικά από τους τόκους, οι οποίοι αποτελούν στοιχείο του κόστους λειτουργίας της επιχείρησης,

∆ανεισµός: η πράξη του δανεισµού. Πραγµατοποιείται µε την συνυπογραφή νοµικών κειµένων

(συµβόλαιο, ιδιωτικό συµφωνητικό, κλπ) από τον δανειοδότη και τον δανειολήπτη. Στα κείµενα αυτά προσδιορίζονται µε ακρίβεια όλοι οι όροι του δανεισµού: αρχικό κεφάλαιο, χρονική διάρκεια, επιτόκιο, τρόπος αποπληρωµής, εξασφαλίσεις (εγγυήσεις τρίτων, υποθήκες, κλπ).

∆είκτες Αποδοτικότητας: µετρούν την αποτελεσµατικότητα της οργάνωσης και της διοίκησης

της επιχείρησης µε βάση τις αποδόσεις που αποφέρουν οι επενδύσεις που σχεδιάστηκαν και οι πωλήσεις που πραγµατοποιήθηκαν. Οι πιο σηµαντικοί δείκτες αποδοτικότητας είναι:

Περιθώριο µικτού κέρδους: [Πωλήσεις-Κόστος Πωληθέντων] / Πωλήσεις. Με δεδοµένα τις τιµές της αγορά και του κόστους παραγωγής, δείχνει τα «περιθώρια» εντός των οποίων διαµορφώνεται το τελικό κέρδος. Μικρά ή µειούµενα περιθώρια απαιτούν σφιχτή και αποτελεσµατική διαχείριση σε ότι αφορά στα λοιπά κόστη (λειτουργίας, χρηµατοδότησης, κλπ).

Περιθώριο καθαρού κέρδους: Κέρδη (µετά από φόρους) / Πωλήσεις. ∆είχνει την τελική «αποδοτικότητα» των πωλήσεων. Μικρά περιθώρια µπορεί να συνδυάζονται µε ικανοποιητικά κέρδη εφόσον είναι υψηλή η «κυκλοφοριακή ταχύτητα» των συνολικών κεφαλαίων.

Αποδοτικότητα ενεργητικού: Κέρδη (προ τόκων & φόρων) / Ενεργητικό. ∆ίνει ένα µέτρο της αποτελεσµατικότητας της εκµετάλλευσης του συνόλου των κεφαλαίων που απασχολεί η επιχείρηση.

Αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων: Κέρδη (προ φόρων) / Ίδια Κεφάλαια ∆είχνει το τελικό αποτέλεσµα για τους µετόχους. Ευµετάβλητος δείκτης, που επηρεάζει βραχυπρόθεσµα τους µετόχους, αλλά πρέπει να αξιολογείται σε µεσοπρόθεσµη και µακροπρόθεσµη βάση, τουλάχιστον κατά τη λήψη σηµαντικών αποφάσεων (αρχική επένδυση, επέκταση, κλπ).

∆είκτες Κεφαλαιακής ∆ιάρθρωσης: µετρούν τη δοµή του Παθητικού και του Ενεργητικού της

επιχείρησης και την ευστάθεια των µεταξύ τους ισορροπιών. Οι σηµαντικότεροι είναι:

Ίδια χρηµατοδότηση: Ίδια Κεφάλαια / Παθητικό . ∆είχνει σε ποιο βαθµό οι µέτοχοι συµβάλλουν στη χρηµατοδότηση της επιχείρησης. Μικρός ή/και µειούµενος βαθµός (λόγω ζηµιών που διαβρώνουν το αρχικό µετοχικό κεφάλαιο) αποτελεί απειλή για τη επιχείρηση. Συµπληρωµα-τική είναι η σηµασία του δείκτη Εξωτερική χρηµατοδότηση: Ξένα Κεφάλαια / Παθητικό (υπενθυµίζεται ότι Παθητικό = Ίδια + Ξένα κεφάλαια).

Χρηµατοδότηση Παγίων: Ίδια Κεφάλαια / Πάγιο Ενεργητικό ∆είχνει σε ποιο βαθµό τα µακράς διάρκειας πάγια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης χρηµατοδοτούνται από µακροπρόθεσµα κεφάλαια, όπως είναι εξ ορισµού το µετοχικό κεφάλαιο. ∆ιευρυµένη έκφραση της ίδιας ισορροπίας είναι ο δείκτης [Ίδια Κεφάλαια+ Μακροπρόθεσµα δάνεια] / Πάγιο Ενεργητικό]. Οι δείκτες πρέπει να τείνουν προς την µονάδα και αν είναι δυνατόν να την υπερβαίνουν.

Όταν οι µακροπρόθεσµοι κεφαλαιουχικοί πόροι υπερκαλύπτουν την αξία των µακράς διάρκειας παγίων περιουσιακών στοιχείων, τότε το πλεόνασµα χρηµατοδοτεί µόνιµο κεφάλαιο κίνησης (% του µικρής διάρκειας κυκλοφορούντος ενεργητικού).

Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ – Μικρό Οικονοµικό Λεξικό σελ. 5

ΕΜΠ: «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» - Ενότητα 4η – Παράρτηµα

∆είκτες Ρευστότητας: Μετρούν την ικανότητα της επιχείρησης να ανταποκριθεί στις

βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις της. Οι δύο δείκτες ρευστότητας που χρησιµοποιούνται µε τη µεγαλύτερη συχνότητα είναι:

Συνολική ρευστότητα: Κυκλοφορούν ενεργητικό / Βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις. Αποτελεί το

πιο συνηθισµένο µέσο µέτρησης της βραχυπρόθεσµης φερεγγυότητας της επιχείρησης. ∆είχνει το

βαθµό κάλυψης των απαιτήσεων των βραχυπρόθεσµων δανειστών της, µε περιουσιακά στοιχεία

που κανονικά µπορούν να πωληθούν (ρευστοποιηθούν) µέσα στο χρονικό διάστηµα (περίπου)

που λήγουν και οι αντίστοιχες απαιτήσεις.

Η τιµή του δείκτη δεν πρέπει να είναι µικρότερη της µονάδας. Το άνω της µονάδας τµήµα αποκαλείται και µόνιµο κεφάλαιο κίνησης (δηλαδή βραχυπρόθεσµο κυκλοφορούν κεφάλαιο το οποίο χρηµατοδοτείται από µακρά διάρκειας πόρους, π.χ. από Ίδια Κεφάλαια ή/και από Μακροπρόθεσµο δανεισµό).

Πραγµατική ρευστότητα: (Κυκλοφορούν ενεργητικό – Αποθέµατα) / Βραχυπρόθεσµες

Υποχρεώσεις. Τα αποθέµατα ρευστοποιούνται δυσκολότερα και συνήθως µε ζηµιά. Είναι λοιπόν

σηµαντικό να έχουµε ένα µέτρο της ικανότητας της επιχείρησης να εξοφλεί τις βραχυπρόθεσµες

υποχρεώσεις της χωρίς να στηρίζεται στην πώληση αποθεµάτων.

Η τιµή του δείκτη µπορεί να είναι µικρότερη της µονάδας αλλά πρέπει να κυµαίνεται σε σχετικώς υψηλά επίπεδα και να µην µειώνεται µε την πάροδο του χρόνου.

∆είκτες Κυκλοφοριακής Ταχύτητας: Μετρούν τον χρόνο ολοκλήρωσης της του

επιχειρηµατικού «κύκλου» ή/και την ταχύτητα κυκλοφορίας των δεσµευµένων κεφαλαίων. Ο σηµαντικότερος είναι:

Κυκλοφοριακή Ταχύτητα Ενεργητικού: Πωλήσεις / Ενεργητικό.. ∆είχνει σε ποιο βαθµό το σύνολο των δεσµευµένων κεφαλαίων «παράγουν» πωλήσεις κατά τη διάρκεια ενός έτους. Υψηλή ή αυξανόµενη ταχύτητα είναι επιθυµητός στόχος, αλλά αυτό µπορεί να αξιολογηθεί σε σύγκριση µε τον ανταγωνισµό.

Κυκλοφοριακή Ταχύτητα στοιχείου Χ: Πωλήσεις / στοιχείο Χ. Με τον ακριβώς ίδιο τρόπο µπορεί να µελετηθεί µε ποια ταχύτητα «παράγει» πωλήσεις κάθε στοιχείο του ενεργητικού (κεφάλαιο κίνησης, αποθέµατα, απαιτήσεις από πελάτες, κλπ).

Η διαχρονική εξέλιξη και η συγκριτική αξιολόγηση των δεικτών αυτών (σε σχέση µε τον ανταγωνισµό) µπορεί να αποκαλύψει πλεονεκτήµατα ή µειονεκτήµατα στις αντίστοιχες πολιτικές της επιχείρησης (πολιτική αποθεµάτων, εµπορική πολιτική πιστώσεων, εµπορική πολιτική γενικότερα, κλπ).

Ενεργητικό: Αποτελεί την επίσηµη καταγραφή του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων της

επιχείρησης κατά την λήξη της ετήσιας διαχειριστικής περιόδου. Αναλύεται σε επί µέρους στοιχεία, όπως: Πάγιο Ενεργητικό και Κυκλοφορούν Ενεργητικό (αποθέµατα, απαιτήσεις, ταµειακά διαθέσιµα).

Επιτόκιο: Γενικά εκφράζει το κόστος του χρήµατος (τόκος) σε µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο.

Συνήθως εκφράζεται επί τοις εκατό (%) για περίοδο ενός έτους, π.χ. ετήσιο επιτόκιο 10% υποδηλώνει αύξηση κεφαλαίου 100 νοµισµατικών µονάδων κατά 10 νοµισµατικές µονάδες σε ένα έτος. Στα πλαίσια της εργαστηριακής άσκησης αναφέρονται τα ακόλουθα:

Επιτόκιο δανεισµού: Προσδιορίζεται από την τράπεζα (ή άλλο πιστωτικό ίδρυµα) που δανείζει την επιχείρηση. Για την επιχείρηση το επιτόκιο καθορίζει το ετήσιο κόστος χρήσης των δανειακών κεφαλαίων.

Το επιτόκιο καλύπτει το κόστος λειτουργίας της τράπεζας (ή άλλου πιστωτικού ιδρύµατος), το «εύλογο» κέρδος και τον κίνδυνο απώλειας κεφαλαίων. Λογικά εποµένως το επιτόκιο πρέπει να είναι µεγαλύτερο για τον µακροπρόθεσµο δανεισµό (σε σύγκριση µε τον βραχυπρόθεσµο) λόγω αυξηµένων κινδύνων.

Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ – Μικρό Οικονοµικό Λεξικό σελ. 6

ΕΜΠ: «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» - Ενότητα 4η – Παράρτηµα

Αλλά για τις επιχειρήσεις που επενδύουν, το επιτόκιο του µακροπρόθεσµου δανεισµού είναι χαµηλότερο (σε σύγκριση µε τον βραχυπρόθεσµο) λόγω ασφαλέστερων εγγυήσεων (υποθήκη σε κτίρια και εξοπλισµούς) που µειώνουν τον κίνδυνο.

Επιτόκιο προεξόφλησης: Το επιτόκιο που χρησιµοποιείται για να υπολογιστεί η Παρούσα Αξία

µιας σειράς µελλοντικών εισροών ή εκροών. Το επιτόκιο προεξόφλησης καθορίζεται από τον επενδυτικό φορέα, στο πλαίσιο των κανόνων της αγοράς αλλά µε υποκειµενικά κατά βάση κρι-τήρια. Εκφράζει είτε το κόστος κεφαλαίου της (ήδη υπάρχουσας) επιχείρησης, είτε το ελάχιστο αποδεκτό επιτόκιο για τον αποφασίζοντα, προκειµένου να καλυφθεί ο κίνδυνος της εξεταζόµενης επένδυσης έναντι µιας πιο ασφαλούς τοποθέτησης (π.χ. κρατικά οµόλογα).

Επιχορήγηση (ή επιδότηση): ∆ωρεάν χρηµατοδότηση (χωρίς υποχρέωση επιστροφής ή χρέωση

τόκων) µέρους του συνολικού ύψους µιας επένδυσης. ∆ίνονται από δηµόσιες (εθνικές ή κοινοτικές) αρχές ως κίνητρο για την ενθάρρυνση και πραγµατοποίηση επενδύσεων οι οποίες -εκτός από το ότι δηµιουργούν νέες θέσεις απασχόλησης- ανταποκρίνονται σε ορισµένα κριτήρια (π.χ. συµβολή στην περιφερειακή ανάπτυξη, την τεχνολογική αναβάθµιση, την προστασία του περιβάλλοντος, την επιχειρηµατικότητα των νέων ή των γυναικών, κλπ).

Οι πολιτικές κινήτρων προσδιορίζονται λεπτοµερώς από νόµους και εφαρµόζονται µε αυστηρές και διαφανείς διαδικασίες, στο πλαίσιο των οποίων οι ενδιαφερόµενοι υποβάλουν προτάσεις που αξιολογούνται από επιτροπές ειδικών εµπειρογνωµόνων. Κάθε πρόταση για να αξιολογηθεί πρέπει να περιλαµβάνει Τεχνικοοικονοµική Μελέτη Σκοπιµότητας και Επιχειρηµατικό Σχέδιο. Οι επωφελούµενες επιχειρήσεις δεν µπορούν να αποσβέσουν το επιχορηγούµενο µέρος της επένδυσης.

Εσωτερικός Συντελεστής Απόδοσης - ΕΣΑ (Internal Rate of Return - IRR): Ο ΕΣΑ απο-

δίδει την µέγιστη αναµενόµενη ετήσια καθαρή απόδοση της σχεδιαζόµενης επένδυσης. Μαθηµατικά υπολογίζεται ως το επιτόκιο προεξόφλησης που µηδενίζει την Καθαρή Παρούσα Αξίας (ΚΠΑ) του επενδυτικού σχεδίου.

Ηµέρες δέσµευσης: Αναφέρεται στον αριθµό των ηµερών για τις οποίες πρέπει να υπάρχουν

διαθέσιµα αποθέµατα για τη συγκεκριµένη ύλη.

Ισολογισµός: Είναι ο βασικός «λογαριασµός» της επιχείρησης ο οποίος δηµοσιοποιείται

υποχρεωτικά κάθε χρόνο. Αποτελεί ένα «φωτογραφικό στιγµιότυπο» της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η επιχείρηση κατά τη λήξη µιας ετήσιας διαχειριστικής περιόδου (κατά κανόνα στις 31 ∆εκεµβρίου). Καταγράφεται το συνολικό ισοζύγιο κεφαλαίων (Ενεργητικό = Παθητικό) και αναλύεται (σύµφωνα µε τους ισχύοντες λογιστικούς κανόνες) τόσο το Παθητικό (από ποιες πηγές έχει αντλήσει κεφάλαια η επιχείρηση) όσο και το Ενεργητικό (για ποιο σκοπό τα έχει χρησιµοποιήσει). Συνοδεύεται από συνοπτική αναφορά στα αποτελέσµατα (σύνολο εσόδων και εξόδων, κέρδη ή ζηµιές) που προέκυψαν από την ετήσια εκµετάλλευση και χρήση αυτών των πόρων.

Η επιχείρηση δεν είναι υποχρεωµένη να δηµοσιεύει τα αναλυτικά στοιχεία του κόστους (τα «µυστικά της»), όπως αυτά καταγράφονται στον εξίσου βασικό «Λογαριασµό Εκµετάλλευσης και Αποτελεσµάτων Χρήσης».

Ενεργητικό: Αποτελεί την επίσηµη καταγραφή του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης κατά την λήξη της ετήσιας διαχειριστικής περιόδου. Αναλύεται σε επί µέρους στοιχεία, όπως: Πάγιο Ενεργητικό και Κυκλοφορούν Ενεργητικό (αποθέµατα, απαιτήσεις, ταµειακά διαθέσιµα).

Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ – Μικρό Οικονοµικό Λεξικό σελ. 7

ΕΜΠ: «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» - Ενότητα 4η – Παράρτηµα

Παθητικό: Αποτελεί την επίσηµη καταγραφή του συνόλου των κεφαλαίων που χρησιµοποιεί η επιχείρηση κατά την λήξη της ετήσιας διαχειριστικής περιόδου. Αναλύεται σε επί µέρους στοιχεία και πηγές, όπως: Ίδια Κεφάλαια και Ξένα Κεφάλαια (µακροπρόθεσµα δάνεια και βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις).

Καθαρή Παρούσα Αξία – ΚΠΑ (Net Present Value - NPV): Η ΚΠΑ ορίζεται ως η παρούσα

αξία των ετήσιων µελλοντικών εισοδηµάτων της εκµετάλλευσης µείον την παρούσα αξία των ετήσιων εξόδων, συµπεριλαµβανοµένων των επενδύσεων. Στην πράξη υπολογίζεται από την ακολουθία των καθαρών ταµειακών ροών (εισροές – εκροές) που προκύπτει εφόσον έχει καταστρωθεί ο Λογαριασµός Ταµειακών Ροών.

Κανονική κατανοµή: Έχει σχήµα κωδωνοειδές και προσεγγίζει πολύ ικανοποιητικά την κατανοµή

πολλών µεγεθών που έχουν σχέση µε την οικονοµία, τον έλεγχο ποιότητας προϊόντος κ.λπ.

Κέρδος: Το τελικό καθαρό αποτέλεσµα που προκύπτει (για τους µετόχους) από την λειτουργία της

επιχείρησης, µετά την ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων των µη µετόχων (εργαζόµενοι, προµηθευτές, πιστωτές, πολιτεία, κλπ). Υπολογίζεται στο Λογαριασµό Εκµετάλλευσης και Αποτελεσµάτων Χρήσης µε διαδοχικές προσεγγίσεις:

Μεικτό Κέρδος (ΜΚ): Έσοδα από Πωλήσεις – Κόστος πωληθέντων Στα έσοδα από πωλήσεις δεν περιλαµβάνονται οι εισπράξεις για λογαριασµό τρίτων (Φόρος Προστιθέµενης Αξίας, άλλοι φόροι ή τέλη, κλπ). Στο κόστος πωληθέντων περιλαµβάνονται οι µεταβλητές δαπάνες παραγωγής (αµοιβές εργασίας, αγορές πρώτων υλών, κλπ) και οι σταθερές δαπάνες παραγωγής (δαπάνες συντήρησης και ασφάλισης, κλπ, αλλά όχι οι αποσβέσεις). Τα ετήσια έσοδα από πωλήσεις αναφέρονται επισήµως ως «κύκλος εργασιών» και στη γλώσσα της πιάτσας ως «τζίρος». Το µεικτό κέρδος ως % των πωλήσεων αναφέρεται επίσης ως «περιθώριο µεικτού κέρδους» ή στη γλώσσα της πιάτσας ως «περιθώριο/α». Εκφράζει τα όρια εντός των οποίων µπορεί να κινηθούν οι λειτουργικές δαπάνες της επιχείρησης.

Κέρδος Ι (προ τόκων, αποσβέσεων και φόρων): ΜΚ-λειτουργικές δαπάνες Από το Μεικτό Κέρδος αφαιρούνται οι αναγκαίες δαπάνες λειτουργίας της επιχείρησης, είτε µεταβλητές (δαπάνες διάθεσης) είτε σταθερές (δαπάνες διοίκησης). Αναφέρεται επισήµως και ως «Λειτουργικό Αποτέλεσµα». Προσδιορίζει την «πίτα» που θα µοιραστούν όλοι οι χρηµατοδότες της επιχείρησης και η πολιτεία.

Κέρδος ΙΙ (προ αποσβέσεων και φόρων): Κέρδος Ι - Τόκοι Κατ’ αρχήν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις σε τόκους των τραπεζών ή άλλων πιστωτικών ιδρυµάτων που έχουν χορηγήσει στη επιχείρηση βραχυπρόθεσµα ή µακροπρόθεσµα δάνεια.

Κέρδος ΙΙΙ (προ φόρων): Κέρδος ΙΙ – Αποσβέσεις Στη συνέχεια ικανοποιείται η «απαίτηση» της επιχείρησης για την σταδιακή επιστροφή της αρχικής επένδυσης. Αφαιρείται εποµένως η τεκµαρτή δαπάνη για την ετήσια «ανάλωση» της αρχικής επένδυσης, έστω κι αν η δαπάνη αυτή δεν εκταµιεύεται από την επιχείρηση. Πρόκειται για πολύ ουσιαστική «απαίτηση» / υποχρέωση προκειµένου να συσσωρευτούν τα αναγκαία κεφάλαια για την αντικατάσταση κάθε στοιχείου της αρχικής επένδυσης που κλείνει τον «κύκλο ζωής» του. Αποτελεί όµως και τυπική υποχρέωση, βάση της ισχύουσας νοµοθεσίας.

Καθαρό Κέρδος: Κέρδος ΙΙΙ – φόρος κερδών Στη συνέχεια ικανοποιείται η απαίτηση της πολιτείας να τις αποδοθεί µέρος των κερδών, προκειµένου να χρηµατοδοτήσει τη λειτουργία του κρατικού µηχανισµού και τις διάφορες δαπάνες του (αναπτυξιακές, κοινωνικές, κλπ) µέσω του κρατικού προϋπολογισµού. Προφανώς όταν υπάρχουν ζηµιές, δεν αποδίδεται φόρος. Αντιθέτως οι ζηµιές ενός έτους µπορούν να αντισταθµι-στούν από τα κέρδη των επόµενων ετών, οπότε αποδίδεται λιγότερος φόρος. Το Καθαρό κέρδος αναφέρεται επισήµως και ως «Καθαρό Αποτέλεσµα».

Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ – Μικρό Οικονοµικό Λεξικό σελ. 8

ΕΜΠ: «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» - Ενότητα 4η – Παράρτηµα

∆ιανεµόµενο Κέρδος: Καθαρό Κέρδος – Παρακρατούµενο Αποθεµατικό Τέλος ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των µετόχων. Το Καθαρό Κέρδος ή Αποτέλεσµα από την ετήσια λειτουργία της επιχείρησης, ανήκει στους µετόχους, ως αµοιβή των κεφαλαίων που επένδυσαν και του επιχειρηµατικού κινδύνου που ανάλαβαν. Παρέχεται υπό µορφή µερίσµατος ανά µετοχή. Αν όµως το καθαρό κέρδος είναι ικανοποιητικό ή οι µέτοχοι έχουν εγκρίνει νέες επενδύσεις, τότε διανέµεται µέρος του κέρδους στους µετόχους, ενώ το υπόλοιπο παρακρατείται ως αποθεµατικό και ενισχύονται τα Ίδια Κεφάλαια της επιχείρησης.

Θεµελιώδης έννοια της οικονοµίας της αγοράς. Κάθε επένδυση κεφαλαίων (και γενικότερα κάθε τοποθέτηση χρηµάτων) µελετάται και πραγµατοποιείται µόνο όταν υπάρχει προσδοκία ικανοποιητικού (ή του µέγιστου δυνατού) κέρδους. Αλλά η επενδυτική απόφαση λαµβάνεται και η επιχείρηση λειτουργεί σε συνθήκες αβεβαιότητας. Το κέρδος είναι «αυτό που µένει» και δεν είναι ποτέ βέβαιο ότι θα υπάρξει. Η πραγµατικότητα είναι πολύ πιο πλούσια από τη (επιστηµονική ή µη) φαντασία και ένα πλήθος παραγόντων µπορεί ανατρέψει τις «κανονικές» συνθήκες. Το ενδεχόµενο της ζηµιάς ή ακόµα και της πλήρους απώλειας του κεφαλαίου πρέπει πάντα να λαµβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη.

Το ικανοποιητικό (ή µέγιστο) κέρδος, ως «θεµιτή» προσδοκία για τον υποψήφιο επενδυτή ή για τον εν ενεργεία επιχειρηµατία, είναι µια πολύ ασαφής έννοια. Περιλαµβάνει τουλάχιστον δύο στοιχεία: (α) τη χαµηλή αλλά σίγουρη απόδοση που εξασφαλίζεται για όλους (στο εκάστοτε οικονοµικό περιβάλλον) από τα τραπεζικά επιτόκια καταθέσεων ή από τα κρατικά οµόλογα, και (β) την αµοιβή του κινδύνου που αναλαµβάνει ο επενδυτής, εγκαταλείποντας τη σιγουριά του (α).

Αλλά ενώ το πρώτο στοιχείο είναι γνωστό και προσδιορίζεται «αντικειµενικά» από τις κυβερνήσεις (οµόλογα) ή τις Κεντρικές Τράπεζες (επιτόκια), το δεύτερο (η αµοιβή του κινδύνου) προσδιορίζεται σε πολύ µεγάλο βαθµό από απολύτως υποκειµενικούς παράγοντες. Ο κάθε επενδυτής αξιολογεί µε το δικό του τρόπο τις (βραχυπρόθεσµες ή µακροπρόθεσµες) οικονοµικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις και «βαρύνεται» µε τη δική του ψυχοσύνθεση. ∆ύο διαφορετικοί επενδυτές µπορεί να δώσουν διαφορετική τιµή στην αξία του κινδύνου και να έχουν και οι δύο δίκιο, «το δικό τους δίκιο». Σε αυτό το εξ ορισµού άλυτο πρόβληµα η οικονοµική επιστήµη απαντάει µε τη χρήση του επιτοκίου προεξόφλησης.

Κεφάλαιο κίνησης: Αφορά στο χρηµατικό ποσό που πρέπει να δεσµευτεί προκειµένου να

εξασφαλιστεί η εύρυθµη λειτουργία της επιχείρησης στις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς. Ειδικότερα, αφορά είτε σε αποθέµατα πρώτων υλών και έτοιµων προϊόντων, είτε σε πιστώσεις προς τους πελάτες (αφαιρουµένων των πιστώσεων που κάνουν οι προµηθευτές προς την επιχείρηση). ∆εν πρέπει να συγχέεται:

Με την τρέχουσα τραπεζική ορολογία, σύµφωνα µε την οποία ως «κεφάλαιο κίνησης» εννοείται ο βραχυπρόθεσµος δανεισµός µιας επιχείρησης για την χρηµατοδότηση του κεφαλαίου κίνησης!

Ούτε µε την έννοια «µόνιµο κεφάλαιο κίνησης» που αποδίδει τη δυνατότητα της επιχείρησης να χρηµατοδοτεί µέρος του αναγκαίου κεφαλαίου κίνησης µε δικά της ή άλλα µακροπρόθεσµα κεφάλαια, χωρίς να προσφεύγει σε βραχυπρόθεσµο τραπεζικό δανεισµό.

Κόστος: Η δέσµευση ή/και εκταµίευση κεφαλαίων µε σκοπό το οικονοµικό όφελος.

Κόστος επένδυσης: το κεφάλαιο που απαιτείται για να ξεκινήσει η λειτουργία ενός

επιχειρηµατικού σχεδίου. Περιλαµβάνονται: η αγορά οικοπέδων, η κατασκευή κτιρίων, η

προµήθεια εξοπλισµού, η αγορά τεχνογνωσίας, κλπ.

Κόστος παραγωγής: το κεφάλαιο που απαιτείται για την παραγωγή των προϊόντων ή/και

υπηρεσιών της επιχείρησης. Περιλαµβάνονται: οι δαπάνες για αγορά πρώτων υλών, για αµοιβές

εργαζοµένων (συµπεριλαµβανοµένων των εργοδοτικών επιβαρύνσεων), οι δαπάνες συντήρησης

και ασφάλισης των εγκαταστάσεων και οι λοιπές δαπάνες παραγωγής. ∆ιακρίνεται: σε συνολικό

κόστος παραγωγής (επίπεδο επιχείρησης) και σε µοναδιαίο κόστος (επίπεδο προϊόντος).

Κόστος Λειτουργίας: Το κεφάλαιο που απαιτείται για την (πέραν της παραγωγικής

διαδικασίας) λειτουργία της επιχείρησης. Περιλαµβάνονται: οι αναγκαίες δαπάνες διάθεσης (των

Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ – Μικρό Οικονοµικό Λεξικό σελ. 9

ΕΜΠ: «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» - Ενότητα 4η – Παράρτηµα

προϊόντων) και λειτουργίας (της διοίκησης), οι τόκοι των (µακροπρόθεσµων και βραχυπρόθεσµων)

δανείων και οι αποσβέσεις (του παγίου ενεργητικού).

Κόστος σταθερό ή µεταβλητό: Υψίστης σηµασίας είναι η διάκριση των στοιχείων του κόστους

σε σταθερές και µεταβλητές δαπάνες

Σταθερές ∆απάνες: Είναι οι δαπάνες το ύψος των οποίων εξαρτάται από την ύπαρξη και όχι

από το βαθµό λειτουργίας της επιχείρησης. Περιλαµβάνονται: οι τόκοι των µακροπρόθεσµων

δανείων, οι αποσβέσεις, οι δαπάνες συντήρησης και ασφάλισης και οι δαπάνες διοίκησης.

Μεταβλητές ∆απάνες: Είναι οι δαπάνες το ύψος των οποίων µεταβάλλεται ανάλογα µε το

βαθµό λειτουργίας της επιχείρησης (µε κριτήριο τον όγκο της παραγωγής ή των πωλήσεων).

Περιλαµβάνονται: το συνολικό κόστος παραγωγής (πλην των δαπανών συντήρησης και

ασφάλισης), οι δαπάνες διάθεσης και οι τόκοι των βραχυπρόθεσµων δανείων.

Η διάκριση σε σταθερές και µεταβλητές δαπάνες είναι σηµαντική για 2 τουλάχιστον λόγους: (α) Οι σταθερές δαπάνες «παράγονται» από τις αρχικές επενδυτικές αποφάσεις και δεν µεταβάλλονται µέχρι να πραγµατοποιηθούν νέες επενδύσεις, ενώ στην συνέχεια η αποτελεσµατικότητα της διοίκησης κρίνεται από τη διαχείριση των µεταβλητών δαπανών. (β) Η διάκριση αυτή µας επιτρέπει να υπολογίσουµε το κρίσιµο «Νεκρό Σηµείο», κάτω από το οποίο υπάρχουν εξ ορισµού ζηµιές και πάνω από το οποίο αρχίζει η διαµόρφωση κέρδους.

Επισηµαίνεται όµως ότι στην πράξη ορισµένες από τις µεταβλητές δαπάνες δεν είναι απολύτως µεταβλητές. Π.χ. σε περίπτωση προσωρινής µείωσης της παραγωγής, ο αριθµός των εργαζοµένων δεν είναι εφικτό να µειώνεται ανάλογα, λόγω κοινωνικών αντιδράσεων ή/και λόγω νοµικών περιορισµών. Άλλωστε, δεν µπορεί παρά να αποτελεί την τελευταία λύση της σύγχρονης επιχείρησης που στηρίζεται κυρίως στο ανθρώπινο κεφάλαιο και επενδύει σε αυτό (δαπάνες κατάρτισης και επιµόρφωσης, έρευνας και ανάπτυξης, κλπ).

Κύκλος Εργασιών: επίσηµος όρος για τις ετήσιες πωλήσεις ή τον τζίρο.

Κυκλοφορούν ενεργητικό: Υποσύνολο του συνολικού Ενεργητικού της επιχείρησης.

Περιλαµβάνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία µικρής διάρκειας, όπως:

Αποθέµατα: Η αξία των Πρώτων Υλών και των έτοιµων Προϊόντων που βρίσκονται στις αποθήκες της επιχείρησης καθώς και των ηµι-έτοιµων προϊόντων που βρίσκονται σε κάποιο στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας.

Απαιτήσεις (ή εισπρακτέους λογαριασµούς): Η αξία των έτοιµων προϊόντων που έχουν πωληθεί αλλά δεν έχει αποπληρωθεί ακόµα από πελάτες λόγω των πιστώσεων που τους παρέχει η επιχείρηση.

∆ιαθέσιµα: Η αξία των χρηµατικών ποσών που είναι άµεσα διαθέσιµα στα «ταµεία» της επιχείρησης. Πρόκειται για µετρητά στην κυριολεξία ή για όλα τα ισοδύναµα µετρητών (π.χ. βραχυ-πρόθεσµες τραπεζικές καταθέσεις ή ρευστοποιήσιµα χρεόγραφα).

Το κυκλοφορούν ενεργητικό ταυτίζεται στην πράξη µε το Κεφάλαιο Κίνησης. Η έννοια της µικρής διάρκειας έχει διπλή σηµασία: (α) Τα στοιχεία αυτά συνδέονται µε τον συνολικό επιχειρηµατικό «κύκλο» (αγορές-παραγωγή-πωλήσεις) ο οποίος ολοκληρώνεται σε µικρό χρόνο (ή µε µεγάλη «ταχύτητα»). Όσο κι αν ο «κύκλος» αυτός διαφέρει πολύ από τη µια στην άλλη περίπτωση (π.χ. λίγες µόνο µέρες για τα φρέσκα τρόφιµα, αρκετές εβδοµάδες ή µήνες για τα βιοµηχανικά αγαθά), παραµένει πάντα πολύ µικρός σε σύγκριση µε τον «κύκλο ζωής» των στοιχείων του πάγιου ενεργητικού (5-10 χρόνια για τους εξοπλισµούς, 20-25 χρόνια για τα κτίρια). (β) Τα στοιχεία αυτά (σε αντίθεση µε τα στοιχεία του πάγιου ενεργητικού) µπορούν να (πωληθούν) ρευστοποιηθούν σχετικά γρήγορα και µε µικρές απώλειες (ζηµιές), όταν υπάρξει ανάγκη (λόγω συγκυρίας) να µειωθεί ο βραχυπρόθεσµος δανεισµός της επιχείρησης, ο οποίος άλλωστε χρησιµοποιείται για τη χρηµατοδότηση του κεφαλαίου κίνησης. Αυτή η σχέση (του κυκλοφορούντος ενεργητικού ή ακριβέστερα του κεφαλαίου κίνησης µε τον βραχυπρόθεσµο δανεισµό) ορίζει τη ρευστότητα της επιχείρησης, δηλαδή την δυνατότητά της να ανταποκριθεί άµεσα στη συγκυρία που διαµορφώνεται στις αγορές κεφαλαίου.

Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ – Μικρό Οικονοµικό Λεξικό σελ. 10

ΕΜΠ: «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» - Ενότητα 4η – Παράρτηµα

Λογαριασµός Εκµετάλλευσης και Αποτελεσµάτων Χρήσης: Ένας από τους πλέον

βασικούς «λογαριασµούς» στον οποίο καταγράφεται (σε αξίες) η πλήρης δραστηριότητα της επιχείρησης κατά το έτος που µεσολαβεί ανάµεσα σε δύο ισολογισµούς. Αναλύονται λεπτοµερώς τα έσοδα, το κόστος παραγωγής, το γενικότερο κόστος λειτουργίας και προσδιορίζονται µε ακρίβεια τα κέρδη ή οι ζηµίες της επιχείρησης, καθώς και ο τρόπος διάθεσης των κερδών.

Ο «λογαριασµός» αυτός ελέγχεται λεπτοµερώς από τις δηµόσιες αρχές (για την απόδοση του νόµιµου φόρου) αλλά θεωρείται απόρρητος και δεν δηµοσιοποιείται. Συνοπτικά µόνο στοιχεία συνοδεύουν τη δηµοσιοποίηση του ισολογισµού της επιχείρησης.

Λογαριασµός Ταµειακών Ροών (cash flow): Ένας ακόµα βασικός «λογαριασµός» της

επιχείρησης στον οποίο καταγράφονται όλες οι εισροές και εκροές µετρητών κατά το έτος που µεσολαβεί ανάµεσα σε δύο ισολογισµούς. Η συνεχής παρακολούθηση αυτού του «λογαριασµού» είναι εξαιρετικά σηµαντική αφού η ενδεχόµενη έλλειψη ρευστότητας οδηγεί άµεσα σε βραχυπρόθεσµο δανεισµό και µπορεί να οδηγήσει µακροπρόθεσµα σε αλλαγές της εµπορικής πολιτικής (αλλά και άλλων πολιτικών) της επιχείρησης. Η παρατεταµένη έλλειψη ρευστότητας επιφέρει ακόµη και τη χρεοκοπία.

Ο «λογαριασµός» αυτός ταυτίζεται σε µεγάλο βαθµό µε τον Λογαριασµό Εκµετάλλευσης. Επισηµαίνονται όµως 3 κυρίως διαφορές: (α) Ο λογιστικός χρόνος δεν ταυτίζεται µε τον πραγµατικό χρόνο, έτσι π.χ. ενώ µια πράξη πώλησης γίνεται (λογιστικά) µια συγκεκριµένη χρονική στιγµή, τα έσοδα από αυτή την πώληση µπορεί να έρθουν αργότερα λόγω της πίστωσης που παρέχει η επιχείρηση στους πελάτες της. (β) Οι αποσβέσεις είναι κόστος (Λογαριασµός Εκµετάλλευσης) αλλά όχι εκροή (Λογαριασµός Ταµειακών Ροών), (γ) Οµοίως τα χρεολύσια (η δόση του αρχικού δανείου που επιστρέφεται κάθε χρόνο) δεν είναι κόστος (Λογαριασµός Εκµετάλλευσης) αλλά είναι εκροή (Λογαριασµός Ταµειακών Ροών).

Νεκρό Σηµείο (Break Even point): Είναι το ύψος των πωλήσεων στο οποίο τα συνολικά έσοδα

της επιχείρησης ισούνται µε τα συνολικά έξοδα (σταθερά και µεταβλητά). Υπολογίζεται ως % του συνόλου των πωλήσεων που µπορεί να πραγµατοποιήσει η επιχείρηση, σύµφωνα µε την εγκατεστηµένη δυναµικότητά της. Έχει µεγάλη σηµασία γιατί η επιχείρηση έχει και σταθερές δαπάνες που δεν εξαρτώνται από τη λειτουργία της επιχείρησης αλλά από την ύπαρξή της. Όσο ο βαθµός λειτουργίας της επιχείρησης είναι κάτω από το νεκρό σηµείο, οι σταθερές δαπάνες δεν καλύπτονται από το περιθώριο κέρδους και η επιχείρηση θα έχει ζηµιές. Πάνω από το νεκρό σηµείο, η επιχείρηση καλύπτει και τις σταθερές δαπάνες της και αρχίζει να έχει κέρδη. Όσο χαµηλότερο είναι το νεκρό σηµείο (ως % των µέγιστων δυνατών πωλήσεων) τόσο µεγαλύτερη είναι η ευελιξία της επιχείρησης και η δυνατότητά της να προσαρµόζεται στη συγκυρία της αγοράς.

Όροι προµήθειας: Αναφέρονται στο ποσοστό του συνόλου µιας προµήθειας ή πώλησης, το

οποίο αγοράζεται ή πωλείται µε πίστωση και στον αριθµό των ηµερών πίστωσης που δίνονται για την πληρωµή που αντιστοιχεί στο ποσό της πίστωσης.

Πάγιο ενεργητικό: Υποσύνολο του συνολικού Ενεργητικού της επιχείρησης. Περιλαµβάνει όλα

τα περιουσιακά στοιχεία µακράς διάρκειας, όπως:

Ασώµατα πάγια στοιχεία: Η αξία των περιουσιακών στοιχείων που δεν έχουν φυσική υπό-σταση, όπως π.χ. η υπεραξία (γνωστή και ως ο «αέρας» της επιχείρησης), η αξία των ευρεσιτεχνιών, των εµπορικών σηµάτων και λοιπών άϋλων στοιχείων.

Ενσώµατα πάγια στοιχεία: Η αξία των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης που έχουν φυσική υπόσταση και µακρά διάρκεια, όπως π.χ. οικόπεδα, κτίρια, εγκαταστάσεις, εξοπλισµοί και

Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ – Μικρό Οικονοµικό Λεξικό σελ. 11

ΕΜΠ: «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» - Ενότητα 4η – Παράρτηµα

λοιπά στοιχεία τα οποία προκύπτουν από τις κλασσικές υλικές επενδύσεις της επιχείρησης και αποτελούν την αναγκαία υποδοµή για την λειτουργία της παραγωγής.

Μακροπρόθεσµες επενδύσεις: Συµµετοχές στο µετοχικό κεφάλαιο θυγατρικών ή άλλων επιχειρήσεων, οι οποίες κρίνονται αναγκαίες προκειµένου να εξασφαλιστούν τα µακροπρόθεσµα στρατηγικά συµφέροντα ή/και η κερδοφορία της µητρικής επιχείρησης.

Παθητικό: Αποτελεί την επίσηµη καταγραφή του συνόλου των κεφαλαίων που χρησιµοποιεί η

επιχείρηση κατά την λήξη της ετήσιας διαχειριστικής περιόδου. Αναλύεται σε επί µέρους στοιχεία και πηγές, όπως: Ίδια Κεφάλαια και Ξένα Κεφάλαια (µακροπρόθεσµα δάνεια και βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις):

Ίδια κεφάλαια: Περιλαµβάνουν το µετοχικό κεφάλαιο, τα αποθεµατικά: τακτικό ή έκτακτο

(σύµφωνα µε την ισχύουσα νοµοθεσία) και αδιανέµητα κέρδη (σύµφωνα µε τις αποφάσεις των

Γενικών Συνελεύσεων των Μετόχων), κλπ. Το σύνολο αντιπροσωπεύει τα περιουσιακά στοιχεία

που παραµένουν στους µετόχους (στην περίπτωση διάλυσης της επιχείρησης), αφού

προηγουµένως ικανοποιηθούν όλες οι απαιτήσεις τρίτων. Ξένα κεφάλαια: ∆ιακρίνονται σε µακροπρόθεσµα δάνεια και σε βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις.

Μακροπρόθεσµα δάνεια: Περιλαµβάνουν κεφάλαια µε προθεσµία εξόφλησης µεγαλύτερη από ένα έτος και χρησιµοποιούνται για τη χρηµατοδότηση επενδύσεων. Τα κεφάλαια συνήθως προέρχονται από ενυπόθηκα τραπεζικά δάνεια και δευτερευόντως από οµολογιακά δάνεια. Βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις: Περιλαµβάνουν οφειλές (προς τράπεζες ή άλλους τρίτους) που πρέπει να πληρωθούν µέσα σε ένα χρόνο και χρησιµοποιούνται για τη χρηµατοδότηση του κεφαλαίου κίνησης. Ειδικότερα, διακρίνονται: (α) σε Βραχυπρόθεσµα τραπεζικά δάνεια, (β) σε Πληρωτέους λογαριασµούς, κυρίως προς προµηθευτές, και (γ) σε Λοιπές υποχρεώσεις, π.χ. για την πληρωµή τόκων, φόρων και µερισµάτων.

Προστιθέµενη Αξία: Η συνολική αξία που δηµιουργεί (προσθέτει) η επιχείρηση στην αξία των

πρώτων και βοηθητικών υλών που αγοράζει. Περιλαµβάνονται: οι συνολικές αµοιβές της εργασίας καθώς και οι αµοιβές όλων των λοιπών συντελεστών, όπως π.χ. των τραπεζών (τόκοι), των µετόχων (κέρδη) ή της πολιτείας (φόροι). Αποτελεί ένα µέτρο εκτίµησης των θετικών επιπτώσεων που έχει για την οικονοµία η πραγµατοποίηση της επένδυσης και η λειτουργία της επιχείρησης.

Εγχώρια προστιθέµενη αξία: Η Προστιθέµενη αξία που οφείλεται σε εγχώριους (και όχι

εισαγόµενους) πόρους.

Οι έννοιες αυτές χρησιµοποιούνται για την κοινωνικο-οικονοµική ανάλυση µιας επένδυσης. Από ιδιωτικο-οικονοµική σκοπιά π.χ. η επιχείρηση προσπαθεί να µειώσει τα κόστη της, µεταξύ άλλων και το κόστος εργασίας, είτε µε τη µείωση των αµοιβών είτε και µε τη µείωση της απαιτούµενης ποσότητας εργασίας εποµένως των εργαζοµένων. Αντιθέτως όµως από κοινωνικο-οικονοµική σκοπιά η εργασία είναι όφελος και η κοινωνία προσπαθεί µε κάθε τρόπο να αυξήσει την απασχόληση και τους µισθούς.

Πωλήσεις: Η καθαρή συνολική αξία των προϊόντων (ή/και υπηρεσιών) της επιχείρησης που

διοχετεύονται οριστικά στην αγορά. Η καθαρή αξία προκύπτει από την ονοµαστική αξία των συνολικών πωλήσεων αφού αφαιρεθούν οι όποιες εκπτώσεις, επιστροφές (σκάρτων), αποζηµιώσεις (για αστοχίες) και εισπράξεις για λογαριασµό τρίτων (φόροι, τέλη, κλπ).

Ετήσιες πωλήσεις: Ειδική σηµασία έχουν οι πωλήσεις που πραγµατοποιεί µια επιχείρηση

κατά τη διάρκεια ενός έτους (ανεξάρτητα αν τα αντίστοιχα έσοδα δεν έχουν πραγµατοποιηθεί

πλήρως το ίδιο χρονικό διάστηµα, λόγω της πολιτικής πιστώσεων). Και τούτο επειδή το έτος

αποτελεί τη συνήθη διαχειριστική περίοδο, η οποία αποτελεί τη βάση όλων των αναλύσεων και

Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ – Μικρό Οικονοµικό Λεξικό σελ. 12

ΕΜΠ: «Τεχνολογία & Επιχειρηµατικές Αποφάσεις» - Ενότητα 4η – Παράρτηµα

επεξεργασιών. Οι ετήσιες πωλήσεις µιας επιχείρησης αναφέρονται και ως «κύκλος εργασιών» ή

(στη γλώσσα της πιάτσας) ως «τζίρος».

Συναλλαγµατικές επιπτώσεις: Εκτίµηση της συµµετοχής του επενδυτικού σχεδίου στη µείωση

του ελλείµµατος (ή στην αύξηση του πλεονάσµατος) στο ισοζύγιο ξένου συναλλάγµατος, µε βάση τις εισροές (εξαγόµενα προϊόντα και υπηρεσίες, υποκατάσταση εισαγόµενων προϊόντων) και εκροές (εισαγωγή εξοπλισµού, υπηρεσιών, κλπ) ξένου συναλλάγµατος.

Τζίρος: Στη γλώσσα της πιάτσας ο «κύκλος εργασιών» ή οι «ετήσιες πωλήσεις».

Τόκος: Γενικά, ο τόκος αναφέρεται στην απόδοση του κεφαλαίου για µια συγκεκριµένη χρονική

περίοδο. Στην περίπτωση του δανεισµού, ο τόκος αφορά στο κόστος της χρηµατοδότησης από το πιστωτικό ίδρυµα.

Τυπική απόκλιση: Στατιστικός συντελεστής που προσδιορίζει τη διακύµανση των συντελεστών

µιας µεταβλητής γύρω από το µέσο όρο της. Για οποιαδήποτε κανονικά κατανεµηµένα δεδοµένα ισχύουν πάντα τα εξής: το 68,3% όλων των τιµών βρίσκονται µέσα στην τυπική απόκλιση του µέσου, το 95,4% των τιµών βρίσκονται µεταξύ δύο τυπικών αποκλίσεων και το 99,7% των τιµών βρίσκονται µεταξύ τριών τυπικών αποκλίσεων του µέσου.

Υποθήκη: Η προσωρινή δέσµευση περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη (φυσικό πρόσωπο

για τα στεγαστικά δάνεια, νοµικό πρόσωπο για τα επενδυτικά δάνεια), υπέρ του δανειοδότη. Με την υποθήκη, ο δανειοδότης εξασφαλίζεται στην περίπτωση που ο δανειολήπτης δεν µπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει. Τα υποθηκευµένα περιουσιακά στοιχεία δεν µπορούν να πωληθούν παρά µόνο για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του δανειοδότη.

Χρεολύσιο: Η αξία της (συνήθως ετήσιας) δόσης µε την οποία έχει συµφωνηθεί να επιστραφεί το

αρχικό κεφάλαιο ενός µακροπρόθεσµου δανείου. Αποτελεί κανονική εκταµίευση για την επιχείρηση, αλλά όχι στοιχείο του κόστους (παραγωγής ή λειτουργίας) της επιχείρησης.

Χρηµατοδοτική µίσθωση (Leasing): Αναφέρεται στη χρήση ενός παραγωγικού µέσου (π.χ.

εξοπλισµού) µε ενοικίαση των υπηρεσιών αυτού. Η κυριότητα του µέσου δεν ανήκει στην επιχείρηση αλλά στο µισθωτή, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση και άλλα έξοδα του εξοπλισµού (π.χ. ασφάλιστρα οχήµατος).

Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ – Μικρό Οικονοµικό Λεξικό σελ. 13