O Allos Skarimpas - Maria Khatzegianne

104

Transcript of O Allos Skarimpas - Maria Khatzegianne

Ο άλλος Σκαρίμπας

Μ ακέτα εξώφυλλου: Π. Μαυροειδάκος

Μαρία Χατζηγιάννη

Ο άλλος Σκαρίμπας

Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ « Σ ΊΤ Χ Ρ Ο Ν Η ΕΠΟΧΗ.» ΑΘΗΝΑ 1984

Copyright: Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» Σόλωνος 130, 106 81 Αθήνα Τηλ. 3620835, 3640713

ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο φίλος μου δημοσιογράφος Δημήτρης Γκιώνης με πρότρεπε: «Εσύ, που γνωρίζεις από τα παιδικά σου χρόνια τον Σκαρίμπα, γράψε ένα βιβλίο γι'αυτόν!» Τρόμαζα στην ιδέα: «Για να γράψεις βιβλίο, πρέπει να’σαι φτιαγμένος από στόφα συγγραφέα», έλεγα μέσα μου. Την κλωθογύρισα κάμποσο την πρόταση του φίλου μου στο μυαλό μου. Δεν μπορούσα να... αυτοπεισθώ! Ο μπαρμπα- Γιάννης έλεγε: «Κάθε άνθρωπος που έχει νου, για διανοούμενος λογαριάζεται — καμιά φορά ακόμα και οι «εγγράμματοι». Να πω, λοπόν, κι εγώ: «Ό ποιος γράφει, συγγραφέας είναι, ακόμα κι όταν κάποτε έγραψε πετυχημένη έκθεση ιδεών... για την αποταμίευση»; ...Ό χ ι, δεν γινόταν να το αποφασίσω το γράψιμο του βιβλίου! ...Ό μω ς στο τέλος νίκησε η επιμονή του φίλου μου. Και να’μαι! Ό χ ι συγγραφέας. Απλά καταγραφέας των αναμνήσεών μου από τον μπαρμπα-Γιάννη.

Ας μη βιαστεί ο αναγνώστης να βγάλει συμπεράσματα πριν φτάσει στο τέλος της ανάγνωσης ετούτης της καταγραφής. Θα αδικούσε έτσι τον Σκαρίμπα, και τη δική μου Αγάπη για τον — κατά την ταπεινή μου κρίση — ανεπανάληπτα Μεγάλον μας...

Στο τέλος του βιβλίου (και όχι μονάχα εκεί) υπάρχει η προσωπική μου «θέση». Μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει μ ’αυτήν — ανάλογα με το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπει ο καθένας τον Σκαρίμπα... Ίσω ς και να είναι η κρίση μου πολύ «υποκειμενική». Έ χω συνείδηση αυτού του κινδύνου που διατρέχω, αφού είναι το αντικείμενο της καταγραφής μου εκείνος που πολύ-πολύ θαύμαζα και πάντα θ ’αγαπώ: ο ΓΙΑΝΝΗΣ ο ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ.

Μ.Χ.

7

Το πρώτο-πρώτο συναπάντημά μου με τον μπαρμπα-Γιάννη τον Σκαρίμπα ήταν στο περιβόλι του μπάρμπα μου. Εκεί τον πρωτογνώρισα. Τι τον γνώρισα, δηλαδή; Εσπασοχόλιασα να λέμε καλύτερα — μαθήτρια εγώ τότε του Δημοτικού — μπροστά σ ’αυτόν τον αναψοκοκκινισμένο ανθρωπάκο («σαν ποια ψηλά βουνά μου εύχεσαι να ζήσω; Εγώ είμαι ένα και πενηνταπέντε όλος κι όλος!», θα πει στα τελευταία του στον δημοσιογράφο τον Γκιώνη). Χειρονομούσε άγρια και έβριζε με την ψυχή του, στραμμένος κατά τον μεσότοιχο που χώριζε το περιβόλι του μπάρμπα μου από την «επικράτεια» του μητροπολιτικού μεγάρου:

— Ώ στε ανοίξανε καινούργιο μαγαζί οι χριστέμποροι, ε; (είχανε γίνει εκείνες τις μέρες τα εγκαίνια μιας καινούργιας εκκλησίας). Και δόστου να χτυπιέται και να εκσφενδονίζει τις πιο απίθανες βρισιές...

Με τον μπάρμπα μου ήτανε τάτσι-μίτσι-κότσι. Κολλητοί, αχώριστοι, «συνεταίροι» στα τσιλιπουρδίσματα: γυναίκες, κρασά- κι, βριξίδι πάντων και πασών. Μοιάζανε δα σε όλα τους τα καμώματα! Λέω, λόγου χάρη, εγώ στον μπάρμπα μου:

— Τι κάνετε, θείε Νίκο;— Ό ,τ ι θέλω κάνω. Λογαριασμό θα σου δώσω; αποκρίνεται

εκείνος.Ρωτάει ευγενικά η μάνα του μπάρμπα μου:— Πώς είστε, κύριε Σκαρίμπα;— Είμαι όπως θέλει η τρέλλα μου! της απαντάει....Μου λέει μια μέρα ο γιος του ο Θύμιος που ήτανε συμμα­

θητής μου:— Έ λα το απόγεμα να παίξουμε στο σπίτι μου. Θα είμαστε

πεντέξι παιδιά.

9

Πήγα. Κι εκεί που παίζαμε και χαχανίζαμε, να σου — φάντης μπαστούνι — μπροστά μας ο μπαρμπα-Γιάννης. Και «σούζα» η κυρα-Λένη η γυναίκα του («η κορυφαία απαξαπασών των ανόητους αιώνες Τζοκοντών» θα μου’λεγε υστερότερα ο μπαρμπα-Γιάννης), «σούζα» τα παιδιά. Ό π ω ς μου είπανε αργότερα, πάντα έτσι έμπαινε στο σπίτι: σαν σίφουνας! Και φορτωμένος με κάθε λογής καλούδια. Καλοφαγάς, κουβαλητής, αλλά και... γνήσιος σατράπης! Το τραπέζι του να «βογγάει» α π ’όλα τ* αγαθά του θεού, αλλά, αν κάτι ξαφνικά δεν του άρεσε, να τραβάει το τραπεζομάντηλο και... πάρτα όλα κάτω!...

Πέφτει η ματιά του επάνω μου και μου λέει:— Εσύ τράβα στο σπίτι σου και να σε βλέπουμε σπανίως!...

’ Εφυγα καταντροπιασμένη και με δάκρυα στα μάτια. Βάλθηκε ηΜάχη να με παρηγορήσει την άλλη μέρα στο σχολείο:

— Είναι καλός ο πατέρας. Μη τον ξεσυνερίζεσαι για το φέρσιμό του, αλλά, να, δεν χωνεύει τα κορίτσια που «παίρνουνε» πολύ τα γράμματα.

Αργότερα, όταν τον γνώρισα καλά, διαπίστωσα άπειρες φορές πόσο αντιπαθούσε κάθε θηλυκό με πνευματικά ενδιαφέροντα. Απέναντι στη Γυναίκα έμεινε σ ’ολόκληρη τη ζωή του ένας γνήσιοί ανατολίτης...

Ήμουνα γύρω στα δεκαπέντε κι έρχεται ο μπαρμπα-Σίμος, ο Βογιατζής, ο αγαπημένος γερο-φίλος μου, και φίλος στενότατο; του μπαρμπα-Γιάννη, και μου λέει:

— Ο Σκαρίμπας θέλει να κουβεντιάσει μαζί σου, γιατί του είπε ο Νίκος ο Βαμβακούλας (αυτός ήταν ο εκκεντρικός και αλλοπρόσαλλος μπάρμπας μου, ο γείτονας του δεσπότη), ότι διαβάζεις Σαίξπηρ και Ουγκώ και τους παρόμοιους...

Αχ! τι κακό με βρήκε! Εγώ έπεφτα με τα μούτρα στο διάβασμα, επειδή ήμουνα χοντρομπαλού και δεν με θέλανε τα παιδιά στα παιχνίδια τους. Κι από τα πολλά που διάβαζα των Μεγάλων άλλα καταλάβαινα τότε κι άλλα όχι... Τι, στο καλό, θα σ\»ζήταγα γΓ αυτούς με τον Σκαρίμπα; Ό μω ς στον μπαρμπα- Σίμο ποτέ δεν θα μπορούσα να πω «Όχι». Τον αγαπούσα και τον θαύμαζα για τα ωραία που έλεγε:

10

— Σε έβριζε; Πώς σ ’έβριζε; Επειδή σε είπε «ζώον»; Κομπλι- μέντο σου ’χάνε! Διότι τα ζώα είναι εξυπνότερα από τους ανθρώπους. Βλέπεις εσύ στην κοινωνία τους χαραμοφάηδες; Βλέπεις να έχουνε παπάδες;...

Με τον μπαρμπα-Σίμο να με κρατάει αλα-μπρατσέτα και την καρδιά μου να φτεροκοπάει, αρριβάρουμε στο γραφείο του μπαρμπα-Γιάννη, που τότε ήταν εκτελωνιστής... Με δέχτηκε σαν άρχοντας — τι κεράσματα, τι ευγένειες, τι, τι, τι... Κι από την ημέρα εκείνη γίναμε (εκείνος, ο μπαρμπα-Σίμος κι εγώ) το πιο θεαματικό τρίο της πόλης!

Την κάθε γωνιά της Χαλκίδας με πάθος την αγαπούσε ο μπαρμπα-Γιάννης (ο από την Αγια-Θυμιά της Παρνασσίδας ξενομερίτης Χαλκιδεότερος πάντων των Χαλκιδέων), μα πιότερο απ ’όλα το Κρηπίδωμα, στο βορινό λιμάνι. Εκεί βολτάραμε συχνά - πυκνά τα σούρουπα οι τρεις μας: μπροστά ο μπαρμπα-Γ ιάννης με το ρεπουμπλικάκι του λοξοφορεμένο κουτσαβάκικα, τα πατούμενα με το τακουνάκι, παντελονιά τζογέ — μέγκλα πράματα! —, ξοπίσω του ο μπαρμπα-Σίμος και τρίτη στη σειρά εγώ. Και στήναμε κουβεντολόι τρικούβερτο οι τρεις μας «εφ’ενός ζυγού», κι ο κόσμος γύρω να χαζεύει τη λόξα μας...

Βλέπουμε — Σίμος κι εγώ — μια μέρα τον μπαρμπα-Γιάννη να σταματάει απότομα, να κοιτάζει κάτω και να ξεφωνίζει ενθου­σιασμένος:

— Μπράβο, συγχαρητήρια, φίλε! Μπράβο σου!Πλησιάζουμε και τι να ιδούμε; «Μίλαγε» σ ’ένα βάτραχο (ο

θεό: ξέρει πώς βρέθηκε εκεί!), που ψόφιος κείτονταν με τα πόδια γυρισμένα κατά πάνω:

— Ωραία δεν τις στέλνει τις μούντζες του στο θεό; μας λέει ο μπαρμπα-Γ ιάννης. Και στο βάτραχο:

— Μούντζωνε, μούντζωνέ τον, φίλε, με τα ποδάρια σου, που αφήνει τους παπάδες αμολυτούς να στραβώνουνε τα μυαλά του κοσμάκη!

...Γιατί ο μπαρμπα-Γιάννης ποτέ δεν υπήρξε άθεος· ήταν μονάχα αντιπαπαδικός. Και με τη «φόρα», που 'παίρνε σε όλα του. έπαιρνε σβάρνα μαζί με τους παπάδες και τον θεό τον ίδιο, που «δεν του; ρίχνει κεραυνό, ο πεζεβέγκη;. να του; ξεπατώσει τους

11

οχτρούς του με τις μαύρες ρόμπες και τις γλάστρες στην γκλάβα, αυτά τα απαίσια ιδέσθαι καλιμαύχια»...

— Μπράβο, φίλε, μπράβο σου! έλεγε, λοιπόν, και ξανάλεγε στον ψόφιο βάτραχο!...

Α, δεν τα τσιγκουνευότανε τα «μπράβο», όταν κάτι του άρεσε:— Μπράβο, παιδί μου, συγχαρητήρια και μπράβο σε κείνους

που σε σπείρανε, μου ανακράζει έμπλεος χαράς μια μέρα που είχα «βγάλει γλώσσα» σ ’ένα από τους «τα ύψιστα λιλιά φέροντες», όπως ονομάτιζε ο μπαρμπα-Γιάννης τους «κρατούντες». Μπράβο, παιδί μου!, ξαναλέει- για κόρη μου σε λογαριάζω εγώ, γιατί έχεις τα χούγια μου.

— Ποια χούγια σου;— Να, που τους μπαίνεις στη μύτη τους ευκολοπεψίες!'Ετσι

είχε βαφτίσει τους καλούς αστούς: οι «ευκολοπεψίες», καθότι «όταν δεν νοιάζεσαι για τίποτα, έχεις χώνεψη καλή». Και οι «μακάριοι μακαρίτες», ήτοι «αυτοί που γεννηθήκανε νεκροί», οι «αλλουβρέχηδες και ωχαδερφιστές» να πούμε...

Ναι, θαύμαζε τη γλώσσα μου, επειδή ήταν άτσαλη κι ακράτητη σαν τη δική του, όμως μαύρη μελαγχολία τον έπιανε σαν αναλογιζότανε... το μέλλον μου!

— Κρίμα στην ομορφιά που σου χάρισε ο Πλάστης σου! Αν δεν τα κλείσεις τα βιβλία έγκαιρα, σε βλέπω ιστορικό ή μικροβιολόγο!

— Γιατί, μωρέ μπαρμπα-Γιάννη, να τα κλείσω τα βιβλία; Αυτά είναι η χαρά και η απόλαυσή μου.

—' Οταν θα έχεις γενεί «μια χαρά και τρεις τρομάρες», θα είναι αργά για να βρεις τις απολαύσεις που ταιριάζουνε στα θηλυκά.

— Τι θες να πεις;— Πώς τα θηλυκά που το ρίχνουνε στα γράμματα, δεν τα

γουστάρουνε οι αρσενικοί. Και μένουνε σαν τα αζήτητα του τελωνείου, καταντώντας ιστορικοί ή μικροβιολόγοι! Ά σε που είναι και αχώνευτα όντα οι φιλολογούσες!

— Δηλαδή, εγώ που διαβάζω πολύ, σου είμαι αχώνευτη;— Λίαν συμπαθώς αχώνευτη. Το «συμπαθώς» πάει στη

γλωσσοκοπανία σοα και στη μανία σου να μπαίνεις στο ρουθούνι του Καταστημένου.

Τώρα τι του φταίγανε οι ιστορικοί και ιδιαίτερα οι μικροβιο­

12

λόγοι; Σε πολύ κατοπινά χρόνια ξαναπιάνοντας το ίδιο θέμα, θε να μου ’λεγε:

— Τίποτα δεν μου φταίνε, εξόν που αποτελούν την ανθρώπινη πενικιλλίνη. Ήγουν «μούχλες»! Η γυναίκα δεν έχει το δικαίωμα να μουχλιάζει σκυμμένη επάνω από βιβλία ή σωλήνες εργαστη­ριακούς. (Και μπερμπάντικα:) Γ ι’άλλους «σωλήνες», πρέπει αυτή να νοιάζεται- προς όφελος αμφοτέρων των φύλων...

Είπαμε: Ανατολίτης και εχθρός της ισοτιμίας της γυναίκας ο μπαρμπα-Γ ιάννης! Και λάτρης της «θηλυκής γυναίκας».

Σ τα κατοπινά χρόνια κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές τα χαλάσαμε και τα ξαναφτιάξαμε ύστερα από τέτιας λογής κουβέ­ντες... Ούτε μαζί κάναμε ούτε χώρια μπορούσαμε!

Αγάπη χωρίς πείσματα δεν έχει νοστιμάδα, μου έλεγε την κάθε φορά που ξαναβρισκόμασταν «επί τα αυτά».

Αναρωτιέμαι συχνά, αν πρέπει να κολακεύομαι ή να... αγανα- χτώ για το ότι αυτή η αγάπη ήταν μονάχα «αλληλοέλξη συγγενικών ψυχών». Γιατί σαν γυναίκα ποτέ του δεν με είδε — κι ας μου εξυμνούσε τα «αστραφτερά σου μάτια» ή το «ζαχαροκά- ντιον μειδίαμά σου» και τα λοιπά.

Σαν άφησε σύξυλη την οικογένειά του — στο βάθος θύμα του ίδιου του εαυτού του και ορισμένων «επιδέξιων» τρίτων — του έκοψα ως και την καλημέρα. Κι ο μπαρμπα-Σίμος το ίδιο... Πέρασαν χρόνια πολλά μέχρι να ξαναμιληθούμε. Ό μω ς στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του έμεινα ως την ύστατή του ώρα στο πλευρό του. Παρακοιμώμενη της μεγαλοσύνης του και της μεγαλόπνοης, αλλοπρόσαλλης «ρότας» του. Γ ιατί πολύ τον αγαπούσα — χώρια που τον θαύμαζα... Κι ας μου’κανε πολλές φορές αβίωτο τον βίο, όπως και της κόρης του της Μάχης... Που την ελάτρευε και... δεν ήθελε να την βλέπει μπροστά του! Κι εκείνη να τον υπηρετεί πιστά και με υπεράνθρωπη υπομονή, να τον λατρεύει σαν θεό και μέσα της... να βράζει! Και κατά καιρούς να του «πετάει» τις σκαρίμπειες παρατηρήσεις της (γιατί όλα τα παιδιά του έχουν κληρονομήσει κάτι από το σκωπτικό και ανελέητα καυστικό πνεύμα του).

Να μου λέει ο μπαρμπα-Γιάννης:

13

— Αχ, θα πεθάνω! Και θα πεθάνω εν πλήρει πολέμω. Ποιον να πρωτοπολεμήσω;

Ή ταν η εποχή που πέρναγε τις ώρες του κάνοντας μηνύσεις στους πάντες. Και μάλιστα σαν «τέλεψε» — έτσι το ’λεγε — με τα γνωστά του (και ολότελα αθώα!) πρόσωπα, άρχισε να κάνει μηνύσεις σε αγνώστους του, παίρνοντας τα ονόματα από τον... τηλεφωνικό κατάλογο! Μηνύσεις κατ’αλφαβητική σειρά! Αιτίες; Τις έφιαχνε... εμπνεόμενος από το επάγγελμα του μηνυόμενου. Διάβαζε π.χ. «εστιάτωρ», έγραφε: «Καθότι μου εσερβίρησε λειψή μερίδα, τσεπώσας διπλάσιο τίμημα δια το ευτελές εδεσμάτιον». Μια μέρα μάλιστα μου καυχήθηκε:

— Αυτόν τον μήνα έχω κάνει 136 μηνύσεις!Αυτά εννοούσε λέγοντας «εν πολέμω θα πεθάνω». Και τον

«καθησυχάζει» η κόρη του η Μάχη:— Δεν πεθαίνεις! Εσύ και τα αδέρφια σου τα δυο, αν πάτε στον

άλλο κόσμο, θα αναστατώσετε κόλαση και παράδεισο. Δεν είναι βλάκας ο θεός να σε πάρει κοντά του, πατέρα! Εδώ θα σ ’ αφήσει, να κάνεις τα επεισόδιά σου και να βασανίζεις εμάς.

Ευτυχώς που ήταν θεόκουφος ο μπαρμπα-Γιάννης!..Όμως μια άλλη φορά που η Μάχη (με την ιώβια υπομονή της φτασμένη στο αμήν από τις ιδιοτροπίες του) είπε: «Μας έφαγες πια ζωντανούς, γορίλλα», εκείνο το «γορίλλα» το «έπιασε» το αυτί του. Και ποιος είδε το θεό και δεν φοβήθηκε! Αδύνατο να τον πείσουμε πως όχι, δεν είπε τέτιο λόγο η Μάχη. Για να την «τσακώσει» το ’ριξε στην ηθοποιία (θα μπορούσε ως και στον Κατράκη να βάλει γυαλιά, αν το μπόι του το τόσο λιγοστό δεν τον είχε εμποδίσει ν ’ανεβεί στη σκηνή):

— Μπράβο, Μαχούλα μου! Βρήκες το σωστό όνομα για μίνα. Είσαι αληθινή Σκαριμποπούλα εσύ!

Και την «πάτησε» η φουκαριάρα η Μάχη· και ομολόγησε! Και έγινε το «κλάψε με, μάνα, κλάψε με»..

Ο δημοσιογράφος ο Καββαθάς έγραψε κάποτε ότι πατέρα και κόρη τους ένωνε μια άγρια αγάπη. Είναι ένα από τα λίγα σωστά που είπε για τους Σκαρίμπηδες. Κάθε φορά που έφευγε από το σπίτι η Μάχη (πάντοτε διωγμένη χωρίς λόγο και αιτία από τον ίδιον), έπεφτε του θανατά ο μπαρμπα-Γιάννης. Κι έλαμπε ήλιος

14

ολόλαμπρος το πρόσωπό του, όταν επέστρεφε στη βάση της η Μάχη, παρασυρμένη από τις γραφτές «ένορκες» διαβεβαιώσεις του πως «αν γυρίσεις, θα σου μιμουάπτικα φέρνομαι και τυποκαι — υπογραμμίστικη θα είναι η διαγωγή μου». Για ν ’αρχίσει σε λίγο πάλι τα ίδια!... Κι όμωςΙ Ό τα ν ο μπαρμπα-Γιάννης πέθανε, η Μάχη ήταν εκείνη που έκλαιγε απαρηγόρητα! Ναι, άγρια αγάπη τους ένωνε, πατέρα και κόρη...

Αυτό το περιστατικό — που ο θεόκουφος ο μπαρμπα-Γ ιάννης άκουσε τη λέξη «γορίλλας» — φέρνει στη μνήμη μου ένα άλλο, που γίνηκε όταν ο Σκαρίμπας κυκλοφορούσε ακόμα:

Μπαίνει ένα πρωινό στο κουρείο του φίλου του του Μανιού, που εκείνη τη στιγμή ξύριζε ένα γνωστό στην πόλη δικηγόρο.

Ξέρει ο πελάτης ότι είναι κουφός ο μπαρμπα-Γ ιάννης. Γ υρίζει και λέει στον κουρέα:

— Πάει, τα έχασε τα μυαλά του ο Σκαρίμπας. Τσιμουδιά ο μπαρμπα-Γ ιάννης — κουφός άνθρωπος! Σηκώνεται από την πολυθρόνα ο φρεσκοξυρισμένος, σηκώνεται κι ο μπαρμπα-Γ ιάννης για να τον περιποιηθεί ο Μανιός. Ό μω ς χτυπάει πρώτα τον απερχόμενο στον ώμο και του λέει:

— Εγώ είχα μυαλό και — κατά τη γνώμη σου — το ’χασα. Εσύ από τέτιο πράμα δεν κινδυνεύεις: Ποτέ δεν χάνει κανείς ό,τι ποτέ δεν είχε! Ή ταν η δεύτερη φορά που κουφός όντας... άκουσε!

’ Εγραψα το περιστατικό στην κόρη μου- πολύ την διασκέδασε. Και με παρακαλεί: «Γράφε μου, μαμά, κάθε τι που έχει σχέση με τον μπαρμπα-Γιάννη». ’ Εμενε τότε η κόρη μου στη Ρουμανία. Και «εγένετο το θέλημά της»... Από τα πάμπολλα βιώματά μου των τελευταίων χρόνων δίπλα στον μπαρμπα-Γιάννη πολλά είναι καταγραμμένα σ ’αυτά τα γράμματα. Σκόρπια κι αταξινόμητα — έτσι, όπως την κάθε φορά γράφονταν — τα παραθέτω. Ίσως βοηθήσουν τον αναγνώστη να ιδεί μέσα α π ’αυτά τον πέρα από τη λογοτεχνική Δημιουργία μπαρμπα-Γ ιάννη στην τελευταία περίοδο της ζωής του. Χωρίς καμιά αξίωση για «δόξα»... «βιογράφου», ή όποια άλλη, — δεν είμαι από εκείνους που... καβαλάνε το καλάμι! —, τα παραθέτω με τον τίτλο:

15

Γράμματα στην Κάλλια

...Αφού δυο φορές τη βδομάδα πηγαίνω στον μπαρμπα-Γιάννη, μη φοβάσαι, όλο και κάτι θα έχω να σου πω στο κάθε γράμμα μου. Κι αρχίζω από το πιο «τρελό» που μου ’τυχε την περασμένη Τρίτη: Χτυπάει επίμονα το τηλέφωνο, ώρα γύρω στις 3 τα ξημερώματα. Πετάγομαι αλαφιασμένη («κάποιος συγγενής θα πέθανε ξαφνικά», σκέφτομαι), σηκώνω το ακουστικό, η φωνή του μπαρμπα-Γ ιάννη:

— Μαρία, παιδί μου, έλα αμέσως εδώ. Θα με πεθάνει η ρουφιάνα, έλα, γιατί, αν αργήσεις, δεν θα μ ’εύρεις ζωντανό.Όλα αυτά «μονορούφι» και με αγκομαχητό.

— Μην πας! Λίγες φορές σε έχει κουβαλήσει κουτουρού; μου λέει ο μπαμπάς σου.

— Αν δεν είναι κουτουρού και πάθει τίποτα κι ύστερα έχω τύψεις εγώ πως τον άφησα αβοήθητο προτιμώντας τον ύπνο; Τρεις τα ξημερώματα δεν μπορεί να με φωνάζει κουτουρού.

Ρίχνω επάνω από το νυχτικό μου το παλτό, παίρνω ένα ταξί από την πιάτσα, πηγαίνω στο σπίτι του. Τον βρίσκω καθισμένο στο κρεβάτι του να γράφει (πολλές φορές μένει άυπνος μέχρι και τις 5 το πρωί! Κι όλο γράφει). Απόλυτη ησυχία παντού. Κι εγώ που νόμισα πως θα είχε γίνει κανένα επεισόδιο με τη Μάχη!...

— Γεια σου, μπαρμπα-Γ ιάννη, λέω. Η Μάχη πού είναι;— Κοιμάται μέσα!, και μου δείχνει κατά την αντικρυστή του

πόρτα. Και σίγουρα ονειρεύεται γκόμενους!— Τότε γιατί με κουβάλησες νυχτιάτικα; Εσύ δεν μου είπες

στο τηλέφωνο «θα με φάει η ρουφιάνα»;— Ναι, σου’πα. Τι σχέση έχει μ ’αυτό η Μάχη;— Νόμισα πως τσακωθήκατε και πως για εκείνη έλεγες πως

θα σε «φάει».— Ετούτη εδώ θα με φάει! μου κάνει. Και χτυπάει με μανία το

γραφτό που’χει μπροστά του. Ετούτη! Οξεία να της βάλω ή περισπωμένη;

Σε ποιον να πω ότι με κουβάλησε μέσα στην αγριοχειμωνιά, ώρα τρεις το πρωί, για να με ρωτήσει αν έπρεπε να βάλει οξεία ή περισπωμένη σε μια λέξη; Σε ποιον να το πω και να με πιστέψει;...

16

...Μου έδωσε ο μπαμπάς σου να του πάω δυο κλωνιά βασιλικό.— Σου έφερα βασιλικό, του λέω, παρόλο που είσαι δημοκρά­

της.— Δημοκράτης είμαι, αλλά από την πουτάνα τη βασιλεία δεν

γλυτώνουμε! αποκρίνεται. Διότι σου λέει: «η Βασιλεία των Ουρανών» (το Χριστό της, την Παναγία της!), «η βασίλισσα της Ομορφιάς», «βασιλικός πολτός», «Πίτσος ο βασιληάς των ψυ­γείων!»

— Καλά αυτά. Αλλά το Χριστό και την Παναγία γιατί τους βρίζεις, μωρέ μπάρμπα-Γιάννη μου;

— Και ποιον θέλεις να βρίζω; Τον ήλιο και το φεγγάρι που μας φωτίζουνε; Την Παναγία, το Χριστό, τους αγίους γ ι ’αυτό τους έχουμε: να τους βρίζουμε και να ξεθυμαίνουνε τα νεύρα μας.

Και σε δυο λεπτά μου λέει:— Ό σοι λένε πως δεν υπάρχει θεός, είναι σκατάδες!Και στη συνέχεια:—' Αμα βλέπω όμως τα πόσα λάθη έκανες, ύψιστε, τι να σου

πω; Λέω: Πόσο άθεος είμαι, θεέ μου!— Πού τα βρίσκεις τα στραβά; τον ρωτάω τάχα.— Να, που έφιαξε τις κατσαρίδες, τα ποντίκια, την αδερφή

μου την Καλλιόπη, τον εμπαθή ηλίθιο (εννοεί τον αδερφό του τον Παναγιώτη), τους ακαδημαϊκούς, τους τηλεορατζήδες, τους εφη- μεριδάδες που προσποιούνται τους δημοσιογράφους...

Και αρχίζει ένα υβρεολόγιο που, αν μπορούσα να το καταγρά­ψω σε μαγνητοταινία, θε να γινότανε το πιο πρωτότυπο μνημείο Σκαρίμπειου λόγου!

Πού να βρει άκρη κι ο ίδιος... ο θεός, αν τον πιστεύει ή όχι! Εγώ νομίζω ότι πιστεύει στο θεό, αλλά εξοργίζεται με τις βρωμιές των αυτοδιορισμένων «αντιπροσώπων» του και μαζί μ ’ αυτούς παίρνει σβάρνα στο βριξίδι και τον θεό... Αν δεν πίστευε, τότε γιατί να κάνει μήνυση για εξύβριση στον αρχιμαντρίτη Καλαμαρά (στο μεταξύ έγινε δεσπότης στα Γιάννενα, ...όθεν προς την ηπειρωτική πρωτεύουσα φεύγουνε σύννεφο τώρα οι μούντζες του μπαρμπα- Γιάννη). Εξύβριση γιατί; Γιατί σε μια διάλεξή του ο αρχι- μαντρίτης τον παρουσίασε για άθεο! Λέω:

— Μπαρμπα-Γιάννη, αν είσαι άθεος, γιατί θυμώνεις που σε

17

είπε έτσι; Και αν δεν είσαι, τότε γιατί μας παριστάνεις τον άθεο;Έ γινε «θάλασσα φουρτουνιασμένη» εναντίον μου:—' Εξω, έξω από ’δω κι εσύ! Που θα μου βγάλεις γλώσσα, που

θα μου παραστήσεις ...την κυρία Ελένη Ουράνη. Κριτική δεν κολλάει στον Σκαρίμπα! Γιατί τον Σκαρίμπα τον εξυμνούν αι γενεαί πάσαι!

Αρπάχτηκα κι εγώ:— Γεια σου! του λέω. Κι ούτε που θα ξαναρθώ ποτέ. Εσύ δεν

θέλεις φίλους, θέλεις λιβανιστήρια. Κι εγώ λιβανιστήρι κανενός δεν γίνομαι...

Είμαι περίεργη, λοιπόν, να ιδώ πόσο θα βαστήξω για να μην... ξαναπάω!

...Λοιπόν, τι άλλο; ...Ξαναπήγα! Μου τηλεφώνησε πως με θέλει για μια δουλειά του, γιατί «δεν έχει άνθρωπο της εμπιστο­σύνης του για να στείλει ένα σημαντικό χαρτί». Πήγα, πήρα το «χαρτί» να το ταχυδρομήσω! Ή ταν μια αναφορά του κατευθείαν στον υπουργό Δικαιοσύνης. Ζητάει — ούτε λίγο ούτε πολύ! — να κινητοποιήσει ο υπουργός την... Ιντερπόλ, για να συλλάβει τους δικαστές που αθωώσανε τον αρχιμαντρίτη Καλαμάρα. Οι., «μεγ­άτιμοι αθωωσίες δικαστές» (έτσι τους αναφέρει) είναι — βέβαια— ...κάτοικοι Χαλκίδας! Λες να μας έρθουν στη Χαλκίδα για τουρίστες οι... Ιντερπολιτζήδες;

...Απόψε ήταν απόλαυση ο μπαρμπα-Γιάννης. Γ ι’αυτό σου γράφω τα αποψινά «βιώματα» φρέσκα-φρέσκα, ευθύς μόλις επι- στρέψαμε στη βάση μας, ο μπαμπάς σου κι εγώ... Είναι ανεπανά­ληπτος ο άθλιος! (όχι ο μπαμπάς σου, ο μπαρμπα-Γιάννης!). Σε όλα του Μεγάλος: στο πνεύμα, στην γλωσσοκοπανία του, στη λεβεντιά της ψυχής του, στα ελαττώματά του — αχ, προπαντός σ ’αυτά! Κανένας άλλος εξόν α π ’αυτόν δεν μπορεί να’χει αυτά τα σαγηνευτικά... βρωμοελαττώματα!...

Μου γράφεις: «Μαμά, πότε θα βάλεις μυαλό να πάψεις να πηγαίνεις και να του κάνεις παρέα; Τη μια μέρα σου στέλνει τη φωτογραφία του με αφιέρωση «στη Μαρία Χατζηγιάννη, την κορυφαία πασών των Ελληνίδων», και μάλιστα γραμμένη κυκλικά σαν φωτοστέφανο, την άλλη μέρα στη ζητάει πίσω, γράφοντάς σου

18

«δεν θέλω να υπάρχει η φωτογραφία μου στον... οίκο ανοχής όπου κατοικείς. Και σε περνάει δέκα χέρια στο βριξίδι»...Και σου απαντώ, παιδί μου: Πρώτα-πρώτα, λέγοντας «οίκο ανοχής» το σπίτι μας, δεν εννοεί αυτό που λέει η λέξη· για τον μπαρπα-Γιάννη είναι οίκος «ανοχής», επειδή ο μπαμπάς σου... ανέχεται τις ιδιοτροπίες μου, που έχουνε σκαρίμπεια... φύση. (Μας το εξήγησε αυτό, όταν τα... ξαναφτιάξαμε και μου επέστρεψε τη φωτογραφία. Αλλο αν μου την ξαναπήρε πάλι, πέφτοντας θύμα — έτσι ευκολόπιστος που είναι — κάποιου καλοθελητή που του είπε — ή η φαντασία του του το είπε; — ότι αυτή η τάχα φίλη σου η Μαρία... «σου κλέβει τις ιδέες για να τις κάνει βιβλίο δικό της»). Και ύστερα: Πώς να λυτρωθώ από τη γοητεία της σατανικής προσωπι­κότητάς του; Ώρες-ώρες αγαναχτώ, σχεδόν τον σιχαίνομαι, μ ’αυτά που κάνει (και μήπως κάνει ένα ή δυο;) Και την ίδια στιγμή τον λατρεύω, τον άτιμο! Και σκέφτομαι και το άλλο: Αν στο άμεσο περιβάλλον του είχε ανθρώπους αν όχι αντάξιούς του στο πνεύμα (ποιος μπορεί, άλλωστε, να ακολουθήσει αυτό το Πνεύμα στα ύψη που πετάει;), αλλά τουλάχιστον με στοργή, με κατανόηση, με τρυφεράδα, ικανούς γι ’αυτή την ειδική μεταχείριση που χρειάζεται ο Σκαρίμπας, σίγουρα δεν θα έκανε όλα αυτά που κάθε λίγο κάνειΙ Ασε πόσα παθαίνει από την ευπιστία του και την απίστευτη για ένα τέτιο μυαλό αφέλειά του! Γ ιατί από τη μια μεριά έχουμε ένα καταπληκτικό κι ανεπανάληπτο μυαλό, γεμάτο σπίθα, φλόγα, ευελιξία, οραματισμούς, εφηβική φρεσκάδα και σοφία εκατοχρο­νίτη κι από την άλλη έχουμε την αθωότητα, την ευπιστία του μικρού άπραγου παιδιού — αλλοίμονο, κω την ανευθυνότητα και τα πείσματα μικρού παιδιού!... Αυτή η αφέλεια και η αθωότητά του, που σου λέω, τον έχουνε κάνει πολλές φορές να κλάψει με δάκρυα πικρά. Οι πάντες μπορούν να τον εκμεταλλευτούν. Πολλές φορές του λέω:

— Μωρέ μπαρμπα-Γ ιάννη μου, πότε θα σου γίνουνε τα παθήματα μαθήματα; Πότε θα καταλάβεις πως ο κόσμος είναι γεμάτος από... «δηλωσίες» αγάπης και αφοσίωσης, κάλπικους; Εσένα, όποιος σου δηλώσει φιλία, σε κάνει ό,τι θέλει: Δηλαδή σ ’ εκμεταλλεύεται.

— Δεν το ξέρω; λέει. Ό λοι με σκυλεύονται- από ζωντανόν

19

ακόμα. Αλλά τι να κάνω; Τέτια είναι η φτιάξη μου εμένα. Πιστεύω τους χαρδαλαμπούμπες και το τάχα αγαπητιλήκι τους για το έργο μου. Και όλο μου τη φέρνουνε και μ ’αφήνουνε ξυλάρμενο στη στραβομάρα μου, στην κουφαμάρα μου και στην αναπαραδιά μου. Δεκάρα δεν σταυρώνω, μου τα αρπάζουνε ώσπου να πεις «τα σέβη μου, σεβασμιώτατε» (που κακό χρόνο να’χει, ο αρχιτραγόπαπας).

' Εχω μικρού παιδιού ψυχή εγώ, γι ’ αυτό και με γδέρνουνε — στην τσέπη και στην ψυχή. Τι γελάς; Για γέλια είμαι ή για θρηνολόγημα αλά προφήτη Ιερεμία;... Άλλος λεχρίτης πάλι αυτός. Νάαα, κοπρίτη! (μούντζες κατά το... Τπερπέραν).

— Τι σ ’έπιασε και τα ’βαλές με τον προφήτη; λέω.— Είναι να μην του χ—ω τον πατέρα και τη μάνα που τον

σπείρανε; Τι κάθεσαι, βρε χαλβά μελένιε, και κλαις σαν την παρθένα που’σπάσε η μεμβράνη της; Οι αγωνιστές δεν κλαψουρί­ζουνε, βουτάνε τ ’άρματα και τα κάνουνε όλα λίμπα. Κι έτσι βρίσκει ο λαός το δίκιο του.

Τα λέει αυτά και φουντώνουνε — ολοπόρφυρα — τα μάγουλά του και αγριεύει το μάτι του, λες κι ετοιμάζεται να χυμήξει στον Ιερεμία, όπως τον βλέπει, σίγουρα, με τη φαντασία του.

— Ησύχασε! του λέω. Πώς κάνεις έτσι, σαν μικρό παιδί όλο φούρκα;

— Ναι, μικρό παιδί’μαι εγώ. Τυχή έχω βυζανιάρικου... Κι ας με λέει αυτή «γορίλλα» (αγριοκοιτάζει κατά τη Μάχη — που μια φορά έσωσε όλη κι όλη να τον πει έτσι, η φουκαριάρα, σε στιγμή... ύψιστης αγανάχτησης για τα ύψιστου βαθμού μαρτύρια που της έκανε). Και το ξέρει καλά ο θεός πως σαν μικρού παιδιού είναι η ψυχή μου. Γι ’αυτό και στα δεξιά του θα με βάλει σαν ανταμώσομε.

— Κούφια να’ναι η ώρα! μουρμουρίζει η Μάχη. (Τον λυπάται, φαίνεται, τον ' Τψιστο που θα έχει ένα σωρό προβλήματα με τα... επουράνια καμώματα του μπαρμπα-Γιάννη...).

— Ναι, στα δεξιά του θα με βάλει ο θεός. ' Η μπας και σου πέρασε η ιδέα πως θα λιμπιστεί για παρέα του κανένα από τους διαόλους με τα ράσα και τις πλερέζες στις παπαδικές καπελλαδού- ρες τους... Δεν είναι χαζοβιόλας ο Γέρος, ...κακό χρόνο να’χει.

— Πάλι δεν ξέρεις τι λες! τον αντικόβω. Από τη μια μεριά τον υμνείς, από την άλλη τον σκυλοβρίζεις.

20

— Ας μην άφηνε το τραγείο (έτσι έχει βαφτίσει το «ιερατείο!» αμολυτό, να μη τον βρίζω!...

...Η συζήτηση ξαναγύρισε απόψε στο θέμα... «έχω ψυχή μικρού παιδιού εγώ»:

— Είμαι αγαθός σαν το μικρό παιδί εγώ! ξαναλέει. Να σου δώσω ένα δείγμα: Τότε που έκανα τον κυνηγό, χτυπάω μια μέρα μια κάργα. Από λάθος, βέβαια, — γ/τί , τρώγονται οι κάργες; Ό σο τρώγεται η κόρη μού η Μάχη, ’θεμα τον πατέρα της (αγριοκοιτάζει τη Μάχη, που με «τρόπο» του στέλνει δυο μούντζες με τα χέρια της κάτω από το τραπέζι.

Τη βάρεσα, που λες, την κάργα (είχε αρχίσει η στραβομάρα μου, βλέπεις) και αντί να την σκοτώσω, την κούτσανα την καϋμένη. Ε, από τότε δεν ξανάπιασα όπλο! Είχα τύψεις. Κουτσή κάργα, πώς να κουτσοπορεύεται άραγες; συλλογιόμουνα. Είχα δεκαέξη κυνη­γετικά όπλα, τα χάρισα όλα. Έβαλα αγγελία στις ντόπιες εφημερίδες: «Ο Σκαρίμπας μοιράζει όπλα». Ήρθανε διάφοροι — οι πιο πολλοί Αρτακιανοί — τα πήρανε. Ό μω ς ο ρουφιάνος ο θεός μου το κράτησε «αμέτι - μουχαμέτι»! «Την κάργα κούτσανε ο Σκαρίμπας;» — σου λέει — «στάσου να τον κουτσάνω κι εγώ, να ιδεί τη "γλύκα” . Και στραβώνει τον ταξιτζή τον Βαλσαμά, με παίρνει σβάρνα με το αμάξι του, με κουτσαίνει. Ο παλιόγερος!

— Γέρος είναι ο Βαλσαμάς; του λέω.— Ποιος Βαλσαμάς και πράσινα άλογα; Εγώ για το θεό σου

μιλάω! Τον ’ μοβόρο, τον παλιόγερο! Αφού το ’ ξερε πως την κάργα δεν την κούτσανα επίτηδες (δεν λένε οι «τράγοι», πως τα ξέρει όλα;). Εγώ τα ζώα πολύ τα αγαπάω.

— Ναι, του λέω, αλλά τις γάτες γιατί τις πετροβολάς;— Εμ, τι να κάνω με τις ρουφιάνες, τις σιφυλιδικές; (!!).

Μπαίνουνε στον απόπατο, αφήνουνε τις τρίχες τους, τις πατάω εγώ, πέφτω για ύπνο, όλες οι τρίχες στα παπούτσια μου (τώρα τελευταία κοιμάται με τα παπούτσια, θα σου γράψω σε άλλο γράμμα μου γιατί!), πολύ θέλει ν ’αρπάξω κανένα εχινόκοκκο; (!!). Να τα τινάξω, δηλαδή, για να χαρεί ο Κύριος Μίκης Θεοδωράκης; «Ε, καιρός του ήτανε» — θα πει — «του συμπαθούς γέροντα της Χαλκίδας». Το «συμπαθής» δεν βλάφτει. Αλλά «γέροντας»; Ποιος

21

«γέροντας»; Εγώ; Εμένα η μάνα Ελλάδα τώρα με κοιλοπονάει»...Κι εκεί που μου έλεγε αυτά τα χαριτωμένα, πώς το ’φερε ο

διάβολος και μπαίνει στο δωμάτιο ένας γάτος. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή ανοιχτή την πόρτα της κουζίνας η κακομοίρα η Μάχη. Πετάγεται από το κρεβάτι ο μπαρμπα-Γιάννης — σχεδόν κου­τρουβαλώντας στο πάτωμα — και αρχίζει:

— Έ ξωΙ Ουστ! (σε γάτοΙ!), αναιδέστατε τέντυ-μπόυ!Παίρνει δρόμο ο γάτος, περιαδράχνει ο μπαρμπα-Γ ιάννης τη

Μάχη:— Επίτηδες την άνοιξες και τώρα μου παρασταίνεις την αθώα

ψιψίνα!Δεν μπορώ να καταλάβω — κι ούτε θέλει να μου εξηγήσει —

από πού ξεκινάει αυτό το πραγματικό μίσος για τις γάτες. Αυτά που μου λέει για «τρίχες... μολυσμένες» κλπ. είναι., τρίχες! Σκέφτομαι πως δεν τις χωνεύει, επειδή οι γάτες δεν είναι «πειθαρχικές». Κι εκείνος απαιτεί από όλους και α π ’όλα... τυφλή υπακοή και υποταγή στις γνώμες του και στις διαταγές του!

Παρήγγειλε σ ’ένα μαρμαράδικο και του πελεκήσανε καμιά τριανταριά κομματάκια μάρμαρο σε σχήμα... ισοσκελούς τριγώνου. Βγαίνει στην ταράτσα και τα εκσφενδονίζει στα γατιά (δικά τους και της γειτονιάς), όπως πετάνε οι «μάγκες» τις χάρτινες σαΐτες από τη γαλαρία του σινεμά... Τα γατιά, μόλις τον βλέπουν, ροβολάνε ομαδικά κατά το Λιμεναρχείο, τρομοκρατημένα! Δίπλα έχει ανοίξει μια καινούργια ντισκοτέκ, για την οποία ο μπαρμπα- Γιάννης έχει κάνει σωρεία υπομνημάτων στη Χωροφυλακή «να κλείσει το φθοροποιείο των ηθών χορευτάδικο και να ξαναγίνει φούρνος όπως πριν, όπου οι αγκομαχίτες της ζωής να προμηθεύο­νται τον επιούσιο τους». Βλέποντας, λοιπόν, τα γατιά να κουρνιάζουνε εκεί απέξω, φωνάζει:

— Ρουφιάνες, πουτανόγατες, εκεί στήσατε στέκι, ε; Στο διαφθορείο!

...Απόψε τον είχε πιάσει λογοδιάρροια ακατάσχετη. Μας αράδιασε ένα σωρό ιστορίες από τη ζωή του. Ήτανε εκεί κι ο Παπαγεωργόπουλος του Εργατικού Κέντρου, ο ειρηνοδίκης ο

22

Ακρωτηριανάκης κι ο μπαμπάς σου. ' Οταν έχει κόσμο γύρω του, δίνει σωστή παράσταση. Κι έχει μια ηθοποιία, μια παραστατικό­τητα! Το έχω ξαναπεί: αν δεν του’λείπε το μπόι, θα μπορούσε να έχει γίνει ο νούμερο ένα ηθοποιός μας... Θυμάται, λοιπόν, τον καιρό που «εχρημάτισε» ψαράς:

— Τότε που παράσταινα τον ψαρά, κάθε ψαράκι που ’πιανα, το σκούπιζα καλά-καλά μ ’ένα πανάκι. Να μη μου πλευριτώσουνε τα καϋμένα τα ψαράκια! Πανάθεμα το γονιό τους, μια ώρα κάνανε να χάψουνε το δόλωμα!

Κι αλήθεια, το έκανε συχνά αυτό το «νούμερο» στην παραλία, για να μαζεύονται οι περίεργοι και να χάσκουνε. Το πιο μεγάλο χόμπυ του ανέκαθεν ήταν να ξαφνιάζει — και με τα γραφτά του και με τα καμώματά του! Βέβαια, με το σκούπισμα των ψαριών δεν γινότανε πολύ συχνά το «κόλπο», γιατί τις πιο πολλές φορές είχε γκίνια στο «τσάκωμα». Έ λεγε τότε στον μπαρμπα-Σίμο, εξίσου μη αποτελεσματικό ψαρά κι αχώριστο φίλο του μέχρι τον καιρό που ο Σκαρίμπας χώρισε τα τσανάκια του από τη νόμιμη

•οικογένειά του:— Ά ντε, πάμε πια, Σίμο. Καλά τα ταΐσαμε για σήμερα!...

Γιατί, έτσι όπως ονειροπολούσε ψαρεύοντας, ξέχναγε να τραβήξει έγκαιρα το καλάμι και, δεν ξέρω πώς τα καταφέρνανε, του τρώγανε το δόλωμα τα ψάρια χωρίς να γαντζωθούν στο αγκί­στρι!...

Θυμάται απόψε και τον καιρό που ήταν κυνηγός:— Πριν πάω για κυνήγι, έβαζα αποβραδίς τα σκάγια στο ιώδιο

και στο οινόπνευμα. Γ ιατί, αν δεν κατάφερνα να σκοτώσω ένα πουλί παρά μονάχα να το τραυματίσω, να μην πάθει μόλυνση το καϋμένο από τα σκέτα σκάγια!

Γελάει τρανταχτά ο μπαμπάς σου. Νευριάζει ο μπαρμπα- Γ ιάννης:

— Μην πολυγελάς, γιατί παρακουνιέται η γούσα σου και η μπάκα σου, Αζόρ!

Τον μπαμπά σου τον λέει «Αζόρ», επειδή έχει παραπαχύνει και του θυμίζει — λέει — ένα χοντρό που είχε ένα λουλού σκυλάκι, τον Αζόρ, που έψαχνε να το βρει, φωνάζοντας «Αζόρ, Αζόρ», ενώ

23

εκείνο στεκόταν ανάμεσα στα πόδια του, αλλά δεν το έβλεπε, γιατί τον εμπόδιζε η πελώρια κοιλιά του!...

'Τστερα α π ’αυτό το λεκτικό από μέρους του «ιντερμέντζο» συνεχίζει (το τι ξεθάβει α π ’αυτή την ανεξάντλητη αποθήκη του νου του ξεπερνάει κάθε περιγραφή!):

— Που λέτε, σαν ήμουνα μαθητής στην Πάτρα πέρναγα κάθε πρωί δρομίζοντας για το σχολειό όξω από το σπίτι ενός Ολλανδού, θέλοντας και μη.

— Γιατί «θέλοντας και μη»;— Γιατί μονάχα α π ’αυτό το δρόμο έβγαινες στο σχολειό. Κι

εγώ αυτόν τον ξενόκωλο, τον Ολλανδό, τον είχα στο στομάχι. Εμ σου κάθεται κούτσουρο, ολομόναχος, σε τέτια σπιτάρα (εμείς οχτώ νοματέοι σε τρεις κάμαρες), εμ σου λέει αλαμπουρνέζικα τα ελληνικά (κα’μέρα σας, ας πούμε, αντί για την καλημέρα του θεού), εμ σου είναι και κοντά δυο μέτρα ύψος. (Το’χα καϋμό την τσιγκουνιά του «καλού» θεού — κακοχρόνο να’χει — που εμένα μ'είχε καλουπώσει τριπιθαμίτη). Ε, λέω, κάτι πρέπει να του σκαρώσω του κοκκινομάγουλου του γουρουνιού — του Ολλαντέ- ζου, ντε —, να φχαριστηθεί η ψυχούλα μου. Λοιπόν, αρχίζω κάθε πρωί να του χτυπάω την πόρτα και να κρύβομαι. Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ εγώ το «χεράκι» της πόρτας (εννοεί εκείνα τα ρόπτρα σε σχήμα καρπού χεριού που είχαν πολλά νεοκλασσικά σπίτια), έβγαινε ο χαχόλος ο Ολλαντέζος και τσαμπούναγε βρισές ακατα- λαβίστικες. Μια, δυο, τρεις, δέκα, όπου τι να ιδώ ένα πρωί! Είχε βάλει και του ανεβάσανε το χτυπητήρι δέκα πόντους ψηλότερα. Φαίνεται θα του το «κάρφωσε» κανένας πως «ένα μικρό παιδί σου χτυπάει κάθε πρωινό την πόρτα», το βίδωσε ψηλότερα, να μη το φτάνω. Κι εκεί που στεκόμουνα στενοχωρημένος σαν αμήχανος Οδυσσέας, να σου και ξεπροβάλλει από τη γωνιά ένας παπάδαρος. Τρέχω ευτύς, του φιλάω το χέρι, τον παρακαλάω: «Παππούλη, σ ’αυτό το ψηλό σπίτι κάθεται η γιαγιά μου- και μ ’έστειλε η μάνα μου να της πω μια παραγγελιά που είναι μεγάλη ανάγκη. Αλλά δεν φτάνω να χτυπήσω, γιατί, βλέπετε, είμαι κοντούλης. Μου χτυπάτε εσείς, σας παρακαλώ; Πολύ-πολύ δυνατά όμως, γιατί η γιαγιά είναι κουφούτσικη». Και κοπανάει ο πάτερ — καλή του ώρα στον αγύριστο που βρέχνεται τώρα — μ ’ ούλη τη δύναμη της χερούκλας

24

του το χτυπητήρι και βγαίνει στο παράθυρο ο Ολλανδέζος (παραφύλαγε, λες;) και τόνε περιχύνει μ ’ένα μπουγέλο νερό και το βάζω εγώ στα πόδια και... μέχρι το βράδυ έσκαζα στα γέλια!

Πήγα την Κυριακή το βράδυ να του κάνω παρέα! Ήρθε και ο ειρηνοδίκης ο Ακρωτηριανάκης. Είχε αφήσει το νούμερο του τηλεφώνου του μπαρμπα-Γ ιάννη στη γυναίκα του, να του τηλεφω­νήσει μόλις θα είναι έτοιμη με τα παιδιά τους για να πάνε βόλτα. Αυτές τις μέρες ο μπαρμπα-Γιάννης βρίσκεται σ ’ένα είδος αμόκ: ολούθε βλέπει με τη φαντασία του «οχτρούς που καραδοκούνε τον ξολοθρεμό» του. Μάλιστα εκτοξεύει υβριστικά γράμματα και υβριστικά τηλεφωνήματα ...επί δικαίους και αδίκους... Χτυπάει το τηλέφωνο, μου λέει να σηκώσω εγώ το ακουστικό. Του το δίνω. Είναι ένας δικηγόρος, που θέλει να τον ρωτήσει, γιατί τον βρίζει, ενώ ποτέ του εκείνος δεν τον πείραξε.

— Τα σέβη μου, κύριε Σκαρίμπα, λέει (εγώ δίπλα στο ακουστικό, ακούω). Είμαι ο ..., και λέει τ ’όνομά του. Και ο μπαρμπα-Γ ιάννης:

— Περιττεύουν τα ονόματα! Σε γνώρισα από την πουστοειδή φωνή σου!... Και, χραπ, κοπανάει το ακουστικό στη θέση του...

Σε λίγο ξανακουδουνίζει το τηλέφωνο. Σαλτάρει (πού τη βρίσκει αυτη τη δύναμη, όταν είναι θυμωμένος;), βουτάει το ακουστικό και πριν προφτάσει ο άλλος να μιλήσει, αρχίζει:

— Φτου, να χαθείς, κέρατά! Δια νυκτός θα φύγετε από τη Χαλκίδα. Θα σας ξεπατώσω, κι εσένα και την παρέα σου. Νομίζει πως είναι πάλι ο δικηγόρος... Κλείνει το τηλέφωνο, αυτό ξαναχτυ­πάει, το σηκώνει, ξαναλέει τα ίδια, επαναλαμβάνεται η σκηνή έξι ή επτά φορές. Τστερα ησυχία... Και σε λίγο ακούγεται από το δρόμο μια τρομαγμένη παιδική φωνή: «Μπαμπά, μπαμπά!». Αναγνωρίζει ο Ακρωτηριανάκης τη φωνή του μικρού γιου του, βγαίνει στο ταρατσάκι.

— Έ λα επάνω, να χαιρετήσεις τον παππού, λέει.— Όοοχι, όοοχι!, κλαψουρίζει ο μικρός. Κατέβα να μας πας

βόλτα... μακριά..., μακριά, να μην μπορέσει ο κύριος γέρος (εννοεί τον Σκαρίμπα) να μας ξεπατώσει!

Περιττό να σου εξηγήσω ότι στο τηλέφωνο την κάθε φορά εξόν

25

από την πρώτη-πρώτη ήταν τα μικρά του ειρηνοδίκη που προσπαθούσανε να επικοινωνήσουν με τον πατέρα τους, για να κατεβεί να τα πάει στο κυριακοβραδιάτικο καθιερωμένο σουλάτσο «των καλών αστών, παρά θίν’αλός»!

Το πώς καμαρώνει για το ολότελα προσωπικό του λεξιλόγιο, δεν λέγεται! (Και με το δίκιο του, ε;). Μου λέει:

— Στην αρχαιότητα ήταν ο Απόλλωνας ο Λοξίας, στην τωρινότητα είναι ο Σκαρίμπας ο Λεξίαςί

Και ξεφουρνίζει τέτιες λέξεις, φιαγμένες «ατάκα κι επί τόπου», την πάσα ώρα. Μου λέει: «Φέρε μου δωδά αυτά τα τσακωτήρια!» (ευτυχώς που δείχνει με το δάχτυλο και το «πιάνω» πως θέλει τους συνδετήρες!). ' Η: «Τι γίνεται με τους σοβιετικούς ουρανιτζήδες; ( = τους αστροναύτες)- ή «αυτοί οι μπονβιβέρηδες, (bon viveurs), οι αλλουβρεχίτες». Και άλλα τέτια πολλά.... Ό πω ς η «σκουντάψασα» δίκη του... Για μια δίκη που αναβλήθηκε, στην οποία ήταν (η άλλο;;) μηνυτής...

...Λίγα του είχε κάνει του δόλιου του παππού του; Ό πω ς σου έχω ξαναπεί, ο Σκαρίμπας δεν βρίζει τώρα «που γέρασε και παραξένεψε», όπως λένε αυτοί που δεν μπορούν να «πιάσουν την ουσία» του. Πρώτα-πρώτα δεν γέρασε παρά μονάχα «απέξω». Μέσα του είναι ένα καθημερινά νιογέννητο πλάσμα που την κάθε μέρα βλέπει τον κόσμο σαν για πρώτη φορά. Δεύτερο, δεν «παραξένεψε». Πάντοτε ήταν παράξενος για τους ...«ευκολοπεψίες και τους αειροχαλίζοντες», όπως λέει τα καθημερινά ρουτινιέρικα ανθρωπάκια («συν οι λέτσοι οι ακαδημαϊκοί μέσα!», λέει) που είναι ολότελα ανίκανα να καταλάβουν ένα τέτιο... σατανικά αγγελικό, ...αθώα μπερμπάντικο, ...παιχνιδιάρικα σοβαρό, ...ανελέητα εφευ­ρετικό σε καυτηρίαση των πάντων πνεύμα- και μια φύση που είναι— όπως πολύ πετυχημένα το έκφρασε κάποτε η Μάχη — ίδια η μάνα-Φύση: «Κάνει ό,τι του βουληθεί, αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες, στον ίδιο και στους άλλους». Αυτή είναι η παραξενιά του. Και την είχε από ...τα μικρά του νιάτα, όχι τώρα! Και από τότε (από μικρός-μικρός) έβριζε και το ...φχαριστιότανε! ΓΓαυτό, σαν ήτανε παιδόπουλο, είχε φάει χούφτες το πιπέρι που

26

του έριχνε (όπως συχνά μου διηγιέται) στο στόμα του ο παππούς του για τα βρωμόλογα που αμόλαγε:

— Ήτανε 8α και στριμμένο άντερο ο γέρος! Καθόλου δεν τον χώνευα. Και τον βλέπω ένα καλοκαιριάτικο απομεσήμερο να κοιμάται με ορθάνοιχτο το στόμα. Θυμήθηκα το πιπέρι που με είχε μπουρλώσει τόσες φορές. Βγαίνω στη ρούγα, αρπάζω μια καβα­λίνα (τότε κυκλοφοράγανε ένα σωρό κάρα και τ ’άλογα αμολόγανε τα σκατά τους στο δρόμο, βλέπεις), χραπ!, του την πασσάρω μέσα στο στόμα την καβαλίνα, του βρωμόγερου!

Ενθουσιάζεται καθώς τ ’αναθυμιέται. Και προχωρεί στην ...ανιστόρηση και άλλων χουνεριών που είχε κάνει του γέρου:

— Του ετοίμασε μια μέρα η μάνα μου κλύσμα με γλυκερίνη και σαπούνι. Πηγαίνω εγώ, το παίρνω, το αδειάζω και το γεμίζω με χλιαρό νερό και γιαούρτι αναλυτό. Έγινε χαλασμός! Έλειψα δυο μερόνυχτα από το σπίτι. Έλεγα: Ά μ α με βρούνε ύστερα από τόση λαχτάρα τους, θα ξεχάσουνε να με δείρουνε για το κλύσμα, γιατί θα’χουνε τη χαρά που ξαναβρήκαν το χαμένο παιδί τους, εμένα δηλαδή...

Τα ακούει όλα αυτά η Μάχη και σιγολέει:— Εμ, από μικρός φαινόσουνα τι σατανάς είσαι!Και σε μένα:— Βάλε τον να σου πει πώς πέρναγε τις ώρες του και τι ξύλο

έδινε σ τ’αδέρφια του... Κι εκείνο που έκανε στη γιαγιά μου με το βραστό κεφαλάκι... Για να καταλάβεις, ποιον Βελζεβούλη έχεις για φίλο σου!

Ο μπαρμπα-Γιάννης βλέπει που έχω γυρισμένο το κεφάλι μου κατά την κουζίνα και αγριεύει:

— Εμένα έρχεσαι να κάνεις συντροφιά ή αυτηνής εκεί; Και δείχνει κατά την κουζίνα, μόνιμη — κατά διαταγή του — «έδρα» της Μάχης. Στο δωμάτιό του την φωνάζει μονάχα σαν την χρειάζεται για κανένα «θέλημα». Του έχω μιλήσει πολλές φορές γ ι ’αυτή την άδικη συμπεριφορά του:

— Λες πως η Μάχη σε περιποιέται σαν άγγελος ακοίμητος κι από την άλλη μεριά πως είναι «ένας μαυρόκαρδος σατανάς», γιατί δεν σου κάνει χάδια και καλοπιάσματα. Η Μάχη σε αγαπάει

27

πολύ, αλλά πώς να σε πλησιάσει, αφού, μόλις το τολμήσει, την διώχνεις στην κουζίνα;

— Δεν θέλω να την βλέπω, γιατί μας βγήκε ξύκικη! (Τι φταίει η καϋμένη η Μάχη, αν δεν την έκανε ο θεός ...νταρντάνα;). Και μ ’ενοχλεί και η αγγλική προφορά της! (Σαρκάζει απάνθρωπα το φωνητικό ελάττωμα της φουκαριάρας της Μάχης, την για τον ασυνήθιστο δυσκολοκαταλαβίστικη άρθρωσή της)...

Κάποιον από τους «προσωπιδοφόρους» θυμάται ξαφνικά κι αρχίζει να βρίζει πάλι. («Προσωπιδοφόρους» λέει τους υποκριτές ο οπλουργός ο Βασιλικιώτης. Του το είπα κάποτε του μπαρμπα- Γιάννη, υιοθέτησε τη λέξη για δική του!). Για να τον κάνω να... καταλαγιάσει, φέρνω με τρόπο πάλι την κουβέντα στον παππού του:

— Καλά του έκανες! λέω. Ό μω ς η μάνα σου δεν σε γλύτωνε, όταν σε κυνηγούσε ο γέρος για τις σκανταλιές σου; (Επίτηδες αναφέρω τη μάνα του για ν ’ανάψει το «πράσινο φως»).

— Εκείνη με κυνήγαγε για πάρτη της! Μια μέρα έβραζε κεφαλάκι, να πιει — λέει — το ζουμί ο γέρος, να καρδαμώσει από τη γρίππη που πέρασε. Σκέφτομαι: να καρδαμώσει για να με στρώνει στο κυνήγι, ε; Πάω και βρίσκω μια στρογγυλή καφετουλιά κοτρώνα, παραφυλάω να μπει η μάνα μου στην υπνοκάμαρα να στρώσει τα κρεβάτια, βγάζω το κεφαλάκι, πασσάρω την κοτρώνα μέσα στο τσουκάλι, τρύπαγε, ξανατρύπαγε μετά η μάνα μου με το πηρούνι, «αμάν, βρε Θύμιο μου», λέει το μεσημέρι στον πατέρα μου, «πού το ψώνισες αυτό το κεφαλάκι; Μεσημέριασε κι ακόμα δεν λέει να βράσει!»...

Ξεραίνεται στα χαχανητά καθώς θυμάται το ...κατόρθωμά του...

Γπάρχουνε ένα σωρό παρόμοιες ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια. Άρχισε όμως να μην τις καλοθυμάται πια όλες. Η αδερφή του η κυρα-Αγγελική (στο όνομα και στην πράξη, αλλά κι αυτή την έχει — άγνωστο γιατί — «κάνει πέρα») μου έχει διηγηθεί πως, όταν ήτανε μικρός, είχε κρεμάσει γύρω στους τοίχους φωτογραφίες κομμένες από βιβλία) του Μπάυρον, του Γκαίτε, του ...Κολοκο- τρώνη κι άλλων κι ανέβαινε στο τραπέζι και τους έβγαζε αυτοσχέδιους λόγους ή τους απάγγελνε ποιήματα, αφού πρώτα

28

τραβούσε τις κουρτίνες μπροστά στα παράθυρα. Κι όταν καμιά φορά ξέχναγε να το κάνει, τον κοιτάζανε τ ’αδέρφια του σ ’αυτές τις «παραστάσεις» του, σκαρφαλωμένα από την έξω μεριά στο παράθυρο και μόλις το έπαιρνε είδηση, έβγαινε και τους... φίλευε ένα μπερντάχι «αδερφικό» αγριόξυλο!...

Πολλές φορές μου έχει διηγηθεί ο ίδιος πως κάποτε χάθηκε ολάκερη μέρα (το συνήθιζε δα!) σε ένα κοντινό δασάκι και έψαχναν οι δικοί του να τον βρούνε, γεμάτοι αγωνία. Και το ’χε παράπονο που δεν του 'δειξαν κατανόηση, όταν τους εξήγησε, σαν τον βρήκαν, πως «είχα συγκαλέσει συλλαλητήριο πουλιών». Είναι αλήθεια όλα αυτά; Είναι γεννήματα της φαντασίας του — που πραγματικά βρίσκεται σ ’ένα απίστευτο οργασμό —, ποιος μπορεί να ξέρει;

...Απόψε είχαμε... «μετακόμιση»: Ήθελε να τον βοηθήσω να αναταξινομήσει τα βιβλία. Ξέρεις, αυτά που φυλάει στο ψυγείο! Στην κατάψυξη, λέει, θα μπουν τα γραφτά του Καζαντζάκη, «αυτού του βρωμερού άθεου που τα γραφτά του έχουνε μέσα τους το σπέρμα της σήψης, γ ι ’αυτό σου λέω: στην κατάψυξη!». Τον Καζαντζάκη δεν τον χωνεύει, επειδή του... αρέσει! Όποιος γράφει σπουδαία, πρέπει, ντε και καλά, ν ’αποκεφαλιστεί από το χατζάρι της γλώσσας του μπαρμπα-Γιάννη. Εκείνος να είναι ο ένας, ο μοναδικός, ο ανεπανάληπτος! Το έχει δηλώσει άλλωστε και στην τηλεόραση. Τον ρωτάνε:

— Κατά τη γνώμη σας, ποιος είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος 'Ελληνας λογοτέχνης;... Και δηλώνει:

— Δυστυχώς πρέπει να σας απαντήσω όπως στον καιρό του ο Γκαίτε: Εγώ!...

Λοιπόν, στην κατάψυξη ο Καζαντζάκης! Στο πρώτο ράφι τα ιστορικά («Κι αυτά ημι-μούχλες»!), στο δεύτερο τα μυθιστορή­ματα και., «τράβα κορδέλα»!

Μετά την ταχτοποίηση του ψυγείου-βιβλιοθήκης αδειάσαμε και τον «Καιάδα» από το περιεχόμενό του. 'Εστι δε «Καιάδας» ένα χαρτοκιβώτιο βαλμένο πίσω από τη ακαρίμπεια κλίνη, στο οποίο καταλήγει τσαλακωμένο μετά μανιακής πίεσης κάθε χειρο

29

γραφο ή έντυπο που το θεωρεί άχρηστο ή που τον... εκνευρίζει!

...Απόψε ήταν άκεφος, αμίλητος. Ξέροντας πως γίνεται φλόγα που κατακαίει τα πάντα και πηγή αστείρευτη λεκτικών πυροτε­χνημάτων μονάχα όταν είναι πολύ φουρκισμένος, έχω μια έμπνευ­ση για να τον κάνω να ζωηρέψει:

— Απόψε βρέθηκε να μην έχεις κέφι; Απόψε που σου φέρνω τη μεγάλη είδηση; Κυκλοφορεί η φήμη ότι ετούτες τις μέρες θα σε κάνουνε Ακαδημαϊκό!

Εεε, και πού να τον έβλεπες! Πετάχτηκε, λες κι είχε ελατήριο:— Μωρέ, μέσα στο σπίτι μου ήρθες να με βρίξεις; Ακαδημαϊ­

κός εγώ; Εγώ, ο Σκαρίμπας; Αν τους βαστάει, ας με κάνουνε! Δεμένους κώλο με κώλο θα τους πάω στον εισαγγελέα! Άκου ακαδημαϊκός! Ακόμα δεν γεννήθηκε ο άνθρωπος που θα προσβάλει τον Γιάννη τον Σκαρίμπα!

Ακολούθησε το γνωστό του υβρεολόγιο κι εγώ δεν ξέρω για πόση ώρα! Για τους ακαδημαϊκούς, αλλά και για μένα που του’φερα την... προσβλητική είδηση!... Κι εκεί που ο θυμός του έχει φτάσει στο ζενίθ, νάσου ο σκηνοθέτης μας, ο Βιαστικός! Είχε υποσχεθεί στον μπαρμπα-Γιάννη να του φέρει ένα φύλλο των «Νέων» που κάτι έγραφε γι ’αυτόν. Και πέρασαν βδομάδες κι ακόμα του το «χρώσταγε».

— Καλώς τον τον ερίφη, τον μηλογοτιμία! (Στο σκαριμπικό λεξικό αυτό σημαίνει: «τον μη έχοντα λόγο τιμής!»). Ακόμα περιμένω τα «Νέα»!

— Μα, ήμουνα στον μήνα του μέλιτος!, λέει εκείνος.— Και τι με νοιάζει εμένα, αν ήσουνα στο σωλήνα του μέλιτος;Μπαίνω στη μέση εγώ:— Μη μιλάς έτσι, μπαρμπα-Γιάννη. Ο Παναγιώτης είναι

καλό παιδί.— Τα καλά παιδιά τα κάνουν οι καλές πράξεις. Ούλα τ ’άλλα

είναι κουβέντες πούστικες!

...Μου τηλεφώνησε να πάω «επειγόντως», για να μου δώσει να στείλω ένα τηλεγράφημα στην ΕΡΤ. Πριν από 2 ή 3 χρόνια είχαν

30

παρουσιάσει τον «Ή χο του Κώδωνος» και θυμήθηκε (;)πως δεν (;;) του είχαν δώσει τα ποσοστά του. Κι άρχιζε στο τηλεγράφημα: «11 ρος τους την ΕΡΤ διοικούντες πούστηδες: Σας απαγορεύω να μου τηλεοράζεσθε τα έργα μου χωρίς την άδειά μου» κλπ., κλπ. Του λέω:

— Τώρα θυμήθηκες να τα βάλεις με την ΕΡΤ;— Τι να κάνω; Με ποιους να τα βάλω; Βλέπεις, με τους

ντόπιους τέλεψα. Και ομοίως με τους Αθήνησιν όμοιούς τους τουρλού-τουρλού τσόγλανους! Εγώ έχω γίνει αναγκαστικά σωστός πολέμαρχος Αχιλλέας! Αλλά χωρίς την αχίλλειο πτέρνα!

...' Εστειλε ένα υβριστικότατο γράμμα στον Σπανό, επειδή δεν τον κάλεσε στη βραδιά προς τιμή του Ελύτη στο «Λούσυ». «Τι σόι δήμαρχος είσαι», γράφει, «αφού εσύ και οι εκ Δεξιών (εννοεί την Δεξιά!) σύμβουλοί σου δεν παίρνετε χαμπάρι πώς τα κανονίζουνε με τις προσκλήσεις οι εξ Αριστερών αρχι-υπάλληλοι του Δήμου;». Και πιο κάτω: «Εξόν κι αν εσύ διάταξες να μη με καλέσουν, φοβούμενος ότι θα αποκαλύψω στον κόσμο την α-ποιητϊα του Νομπελοφόρου τίρατοςη\\

Ά μ α ακούει για τον Ελύτη, γίνεται ταύρος μπροστά σε κόκκινο πανί. Ανέκαθεν τον έλεγε «ο ποιητής των ταχυδρομείων». Εξή­γηση; Αμέσως: « Ό ,τ ι καινούργιο φέρνουνε από τις Ευρώπες τα ταχυδρομεία, το παίρνει αυτός και το παρουσιάζει για δικό του — καινούργιο ρεύμα στην ποιητική τέχνη, λέει!»...

Ο δήμαρχος δεν τον κάλεσε, όχι γιατί φοβόταν μπας και αποκαλύψει την ...«ποιητική ανυπαρξία» του «νομπελοφόρου τέρατος», αλλά επειδή χρειάζεται νεότερος Μεγαλέξαντρος για να λύσει το πρόβλημα - Γόρδιο δεσμό της μετακίνησής του, έτσι όπως δεν τον βαστάνε καλά-καλά τα πόδια του. Μπορεί και να φοβήθηκε, μήπως κάνει κανένα επεισόδιο σαν αυτά στο «Λούσυ», τότε που του δόθηκε το Χρυσό Μετάλλιο της πόλης! Είχε προσκληθεί τότε και ο Τσάτσος κι ο μπαρμπα-Γ ιάννης διαλαλούσε σαν... Γαβριάς ολόχαρος:

— Θα έρθει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για να με τιμήσει.

31

Αλλά του πάω την παραμονή της τελετής μια κάρτα: «Ο κύριος Πρόεδρος της Δημοκρατίας αδυνατεί να παραστεί λόγω κωλύ­ματος». Και γίνεται Τούρκος από το θυμό του:

— Τι κωλύματος και πράσινα άλογα; Εξόν κι αν έχει τη μηνιάτικη αδιαθεσία της η κυρά του και κάθησε αυτός να της βράζει τσαγάκια!!...

Μπαίνει, λοιπόν, στην αίθουσα του «Λούσυ» τη μέρα της τελετής (εδώ να πέσει, εκεί να πέσει, σούρνοντας τα πόδια του σα γέρικο άλογο) κι αρχίζει από την πόρτα μέχρι να φτάσει στη θέση

— Ο κύριος Τσάτσος αδυνατεί να έρθει λόγω κωλύματος! Εμ, και να 'ρχόταν, ποιος θα τον έπαιρνε χαμπάρι;». Και δόστου να κατεβάζει την παλάμη του με σαρκαστική μανία όλο και πιο κάτω! Την έφτασε σε ύψος που θα μπορούσε να’χει παιδί τριών χρόνων. «Ποιος θα τον έπαιρνε χαμπάρι, έεε;». Ενώ ο μπαρμπα-Γιάννης... σκέτος Ψηλορείτης: ύψος 1 και 55!!...

' Τστερα από την παράσταση του «Σεβαλιέ σερβάν της κυρίας», δεύτερη παράσταση: Ανεβαίνει (τι ανεβαίνει, δηλαδή; Με το σπρώξε-σπρώξε κι αγκομαχητό στα σκαλάκια) στη σκηνή, κορδώ­νεται, παίρνει βαθιά ανάσα, σαν βουτηχτής έτοιμος να βουτήξει στα βαθιά νερά, κι αρχίζει ν ’αλωνίζει τη σκηνή παρασταίνοντας το ρομπότ (έχει ένα ρόλο για ρομπότ το έργο)!'Εγινε το «σώσε», όπως μου είπανε τα παιδιά του θεάτρου μας. Εγώ δεν πήγα, γιατί φοβόμουνα μπας και μου κάνει κανένα επεισόδιο, διαπιστώνοντας πως δεν παίζω εγώ τον μοναδικό γυναικείο ρόλο του έργου. Τον είχα διαβεβαιώσει πως «ναι, εγώ θα παίξω το γυναικείο ρόλο», αλλιώς δεν υπόγραφε την άδεια για να παίξουμε τον «Σεβαλιέ σερβάν»! Ο σκηνοθέτης όμως δεν με ήθελε — λόγω ηλικίας! Ούτε κι εγώ άλλωστε θα ήθελα ποτέ να παίξω σε έργο του Σκαρίμπα. Γ ιατί οι ηρωίδες του — σε θεατρικά και πεζά — παίζουν πάντα το μόνο ρόλο που αναγνωρίζει στις γυναίκες αυτός: πλάσματα χωρίς πνευματικότητα, σκεύη ηδονής, κουφιοκεφαλάκικα «παγώνια», σατανικά στις μηχανορραφίες τους για υποδούλωση του αρσενικού με όπλα τους τη γυναικεία σαγήνη, και πεδίο μάχης για την επικράτηση το... κρεβάτι! Σου το ’χω ξαναπεί: απέναντι στις γυναίκες έχει τη στάση Ανατολίτη ή μπον-βιβέρ του Μεσοπολέμου.

32

Την απονομή του Χρυσού Μεταλλίου δεν την χάρηκε στο βάθος. Γιατί τον είχε πιάσει η αγωνία, γιατί δεν παραβρέθηκε στην τελετή η Τασία. Του είχαμε πει πως είναι άρρωστη και γι ’ αυτό δεν ήρθε, αλλά δεν φάνηκε να το πολυπιστεύει. Πώς να του λέγαμε πως η Τασία εκείνη την ημέρα παντρεύτηκε; Χρόνια την εμπόδιζε να κάνει δική της οικογένεια, μ ’εκείνον τον εγωισμό που έχουν πολλοί γέροι, και που ιδιαίτερα τον είχε ο μπαρμπα-Γ ιάννης... Είχα συμφωνήσει με την Τασία να του το πω εγώ με τρόπο, σαν θα περνούσαν οι μέρες του «Τριήμερου Σκαρίμπα», μπας και μας «άφηνε ρέστους» στην τελετή της απονομής (τον ξέρεις δα για τι είναι ικανός όταν μουλαρώνει!). Του το είπα! Κι άρχισε τις κατάρες και τα φασκελώματα κατά τη μεριά του σπιτιού της. Και τελική ετυμηγορία του:

— Να μην την ξαναϊδώ ποτές ως να πεθάνω! Πέστε της να μην τολμήσει κι ανεβεί τη σκάλα του σπιτιού μου!

Ό μω ς την Τασία την είχε κοντά του, όπως ξέρεις, από πολύ μικρό παιδάκι, σ ’εκείνη ανάθετε όλες τις έξω δουλιές του-, τη δακτυλογράφηση των γραφτών του κλπ. Δεν ήταν εύκολο να συνηθίσει σε μια ζωή χωρίς την παρουσία της... Βλέποντας πόσο υπόφερε, πόσο τυραννιόταν, του λέω ύστερα από κάμποσο καιρό:

— Μπαρμπα-Γ ιάννη, ή την ξεγράφεις την Τασία, «τελεία και παύλα», ή την δέχεσαι όπως είναι, δηλαδή με τον άντρα της. Αν είναι να της πεις «καλώς την κόρη μου» κι ύστερα να κάνεις κανένα επεισόδιο, καλύτερα να μην έρθει η κοπέλα, ίσα-ίσα για να ταραχτεί...

Έδωσε το λόγο του, πως όχι, θα είναι εντάξει.— Πες της να έρθει. Ας φέρει και τον συμβίο της'(αναστενά­

ζει). Θα τους κάνω τραπέζι.Κι έρχεται η Τασία με τον άντρα της και βογγάει το τραπέζι

από τα καλούδια (ξέρεις δα τι γαλαντόμος και εκλεκτικός είναι στο φαΐ ο μπαρμπα-Γ ιάννης!). Κι έχει βάλει σακκάκι ο Σκαρίμπας και στο αριστερό τσεπάκι μαντηλάκι (χαρτοπετσέτα!) και στη δεξιά μεριά έχει κόψει μια οριζόντια τρύπα κι άλλο μαντηλάκι εκεί (άλλη χαρτοπετσέτα!), ...τρελλο-στολισμένος να φαντάξει στον γα­

33

μπρό... Και ύστερα από το φαί αρχίζει να διηγιέται και σταματημό να μην έχει!

— Τότε που ήμουνα στο Αντάρτικο λαϊκός δικαστής, κεφάλια έκοβα και κεφάλια άφηνα να ζήσουν. Εγώ ήμουνα ο Μεγάλος Αρχηγός. Ούλοι από μένανε παίρνανε διάτες. Και δόστου να γυρνάω επάνω στον Ψαρή μου και σούζα απαξάπαντες σαν έκανα επιθεώρηση. Και μια μέρα...

Ούτε ποτέ του πήγε στο Αντάρτικο ούτε ποτέ του ανέβηκε σε ράχη αλόγου. Αλλά ήθελε εκείνη τη βραδυά να... φαντάξει, «ήρωας» τραγικός σ ’αυτή του την προσπάθεια... Στο ΕΑΜ, βέβαια είχε δουλέψει και το σπίτι του το είχε κάνει γιάφκα για την Εθνική Αντίσταση, αδιαφορώντας για τους κινδύνους που δημιουρ­γούσε και για τον εαυτό του και για τη φαμελιά του. Κι από τη δική του στάση παραδειγματισμένοι μπήκαν στον Αγώνα και οι γιοι του, για να περάσουν ύστερα τα χίλια μαρτύρια των διωγμών, της εξορίας, των βασανιστηρίων... Κι αργότερα, στο δεύτερο Αντάρτικο, ήταν μαζί με τον μπαρμπα-Σίμο τον Βογιατζή η μόνιμη Επιτροπή Διαμαρτυρίας για τις συλλήψεις. Δυο και τρεις φορές τη βδομάδα ταχτικοί εν βρασμώ ψυχής διατελώντες και στη διαπασών διαμαρτυρόμενοι επισκέπτες στο γραφείο του διοικητή Χωροφυλακής... Και πήγε και φυλακή αργότερα, όπως πήγαν και οι δυο από τους γιους του (ο Θύμιος και ο Σπύρος). Και ποιος ξέρει τι θα είχε τραβήξει στη συνέχεια ο μπαρμπα-Γ ιάννης χωρίς την επέμβαση του τοτινού νομάρχη:

— Ένα Σκαρίμπα έχομε! Και τον κρατάτε φυλακισμένο;Και βγήκε ο μπαρμπα-Γ ιάννης από την «ψειρού» κι έβγαλε και

την εφημερίδα τη «Λευτεριά» (που του την κλείσανε ύστερα από τα πρώτα φύλλα) και σάρκαζε και στηλίτευε από τις στήλες της με τον ολότελα δικό του, ανεπανάληπτο τρόπο... Αχ, πού να βρίσκονται άραγε εκείνοι οι υηίροχοι λίβελλοι, όπως αυτός που έγραψε με επικεφαλίδα «Ο ιατρός Ντουρντουβέλας», όπου παραλ­λήλιζε γνωστό (μακαρίτη τώρα) πολιτικό με τον ταγματασφαλίτη βασανιστή Ντουρντουβέλα... Ό λα αυτά τα είχε κάνει ο μπαρμπα- Γ ιάννης. Αλλά στο Αντάρτικο; Μονάχα στον ύπνο του το είχε ιδεί!

Θυμάμαι τώρα αυτά που ακολουθήσανε ύστερα από την

34

απονομή του Μεταλλίου της Πόλης στον μπαρμπα-Γιάννη: Ερχεται συνεργείο της ΕΡΤ για να πάρει την τελετή και συνέντευξη από τον μπαρμπα-Γ ιάννη. Ο επικεφαλής του συνερ­γείου: άνθρωπος σοβαρός, αξιοπρεπέστατος και θερμός θαυμαστής του Σκαρίμπειου έργου. Του φέρθηκε σαν σε... ημίθεο. Ό μω ς έρχεται ένας από τους «καλοθελητές», τους τάχα φίλους που έχουνε για χόμπυ τους να νευριάζουνε τον μπαρμπα-Γ ιάννη για να απολαμβάνουνε τους μύδρους της ανεξέλεγκτης οργής του, που τους εξαπολύει επί δικαίους και αδίκους. Και του λέει:

— Καλύτερα που έχει λιγοστέψει το φως των ματιών σου, γιατί, αν έβλεπες πώς σε βγάλανε στην Τηλεόραση, θα έκανες φόνο. Μπουσουλιστά σε δείξανε ν ’ανεβαίνεις τα σκαλάκια για τη σκηνή, σκέτο ραμολιμέντο!

Με παίρνει στο τηλέφωνο και ...διατάζει:— Έ λα δρομής!Πάω, με ρωτάει:— Πώς τον λένε εκείνον τον αρχιτηλεορασία που είχε έρθει με

το συνεργείο;Του λέω.— Ξέρεις το νούμερό του; Πάρτον μου στο τηλέφωνο.Το ήξερα. Ό μω ς αν μπορούσα να φανταστώ τι θα του έλεγε,

θα είχα κάνει την ανήξερη για το νούμερο του τηλέφωνου. ' Ομως δεν είχα ιδέα τι «φυτιλιές» είχανε βάλει στη ματαιοδοξία του. Νόμισα πως ήθελε να τον ευχαριστήσει τον άνθρωπο για την εκπομπή του. Παίρνω το νούμερο:

— Θέλει να σας μιλήσει ο μπαρμπα-Γιάννης ο Σκαρίμπας... Ενθουσιάστηκε ο χριστιανός, «τα σεβάσματά μου», λέει, κι άλλα τέτια. Τον αντικόβει ο μπαρμπα-Γιάννης:

— Ο αποτέτιος είσαι; Ε, λοιπόν, κύριε, είστε... Και του «κοπανάει» βρισιά ακατονόμαστη. Και, χραπ, κοπανάει αυθωρεί και παραχρήμα το ακουστικό στη συσκευή... Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, σύνταξε μήνυση ενάντια στην ΕΡΤ, που τον «ασχημο- ποίησαν ασχημονούντες», λέει! Τέτιας λογής μηνύσεις υπάρχουν στοίβες στο αρχείο του Πρωτοδικείου. Γ ιατί οι ανακριτές κάνουν, βέβαια, τις ανακρίσεις (υποχρέωσή τους), όμως ύστερα στέλνουν τους φακέλλους στο Αρχείο. «'Ανευ αντικειμένου»!

35

...Παρασύρθηκα σήμερα και σου’γραψα μονοκοπανιά κάπου εφτά σελίδες. Πλούσιο υλικό για την παρέα σου! Έμαθα πως οργανώνετε «πάρτυ Σκαρίμπα», όπου διαβάζεις στους φοιτητές μας στο Ιάσι ό,τι αφορά το ίνδαλμά "ίους, τον μπαρμπα-Γ ιάννη. Τους έχεις πει ποτέ ότι εσύ ούτε σαν άνθρωπο τον μπορείς ούτε σαν ιστορικό συγγραφέα;...

...Πάω προχτές και τι να ιδώ; Η Μάχη με φασκιωμένο γόνατο και να κουτσαίνει. Κι ο μπαρμπα-Γ ιάννης να ...αγάλλεται:

— Είδες; Την έκανα τερματοφύλακα με επιγονατίδα!Μαθαίνω τα καθέκαστα: Βγήκε πρωί-πρωί η Μάχη στην

ταράτσα για να του ανοίξει τα παραθυρόφυλλα απέξω, να βλέπει από το κρεβάτι του τη Χαλκίδα. Αυτό γίνεται κάθε πρωί... Τι τον έπιασε ξαφνικά; Σηκώνεται, πάει και κλειδώνει την πόρτα της κουζίνας, μένει με τις ώρες η Μάχη στη βροχή, γλιστράει κάποια στιγμή, χτυπάει το γόνατό της. Ακούει εκείνος τα βογγητά της, πάει της ανοίγει, της περιποιείται το πόδι και κλαψουρίζει:

— Μάχη μου, Μαχούλα! Τι έπαθες, παιδί μου;Κι εκεί που λες «μετάνιωσε», σου καυχιέται: «Είδες; Την έκανα

τερματοφύλακα με επιγονατίδα!». Τι συμπέρασμα να βγάλει κανείς; Τι να είναι άραγε αυτό που τον σπρώχνει να βασανίζει συχνά-πυκνά τόσο απάνθρωπα την ηρωική, αξιολύπητη Μάχη; Ναι. ηρωική! Γιατί μονάχα σαν έχεις απόθεμα τεράστιο ηρωισμού (και υπομονής) μπορείς να αντιμετωπίζεις τον μπαρμπα-Γ ιάννη σε καθημερινή «συμβίωση» χωρίς να κυριευτείς από... σύνδρομο Καρυωτάκη!

Αρχίζει κι έχει διαλείψεις η μνήμη του. Μου είχε δώσει μια φωτογραφία του για την εφημερίδα «Κάστρο», ξέρεις, αυτή που βγάζει ο σύλλογος Κανήθου. Τη ζήταγε πίσω με εκνευριστική επιμονή. Με έπαιρνε μεταξύ έξι και εφτά το πρωί στο τηλέφωνο και απειλούσε θεούς και δαίμονες ζητώντας τη φωτογραφία. Τ ου την πάω χτες, την κοιτάζει καλά-καλά και με ρωτάει:

— Αυτή τη φωτογραφία ποιος την είχε και σου την έδωσε; (!!)..·

36

Σε μια στιγμή με ρωτάει:— Ο άντρας σου τι κάνει; Τον πεθύμησα. Πάει, με ξέχασε!Του λέω:— Μωρέ, χτες το βράδυ δεν ήτανε εδώ; Δεν σου ’φερε και ούζο

και μπακαλιάρο; (Η μεγάλη του αδυναμία. Ο Ησαύ έκανε πάσα τα πρωτοτόκια για ένα πιάτο φακή. Ε, ο μπαρμπα-Γιάννης θα τα εκχωρούσε χωρίς σκέψη δεύτερη για μια ουρά ξερό μπακαλιάρο!).

— Τον Χριστό σου, την Παναγία σου, παληοπούστη, σκατένιε! ουρλιάζει.

— Ποιον βρίζεις πάλι στα καλά καθούμενα;— Τον εαυτό μου! Τον ξεμωραμένο! Που ξέχασα πως χτες το

βράδυ ήρθε ο Νίκος ο άντρας σου εδώ!...Άρχισε και ώρες-ώρες μπερδεύει πολλά πράγματα. Παρά­

δειγμα: Μια γυναικούλα του λαού πολύ γνωστή του γύρισε από την κλινική όπου νοσηλευόταν.

— Καλά με περιποιήθηκαν, λέει στο μπαρμπα-Γ ιάννη, αλλά ο γιατρός με εκμεταλλεύτηκε (εννοώντας πως της πήρε πολλά για νοσήλεια).

Τρελλού, γνωστικού το λες, παίρνει ο μπαρμπα-Γιάννης το γιατρό στο τηλέφωνο:

— Βρε, παληοτόμαρο, την γερόντισσα βρήκες να εκμεταλ­λευτείς, εβδομηνταπενταχρονίτισσα γυναίκα; Νοσοκόμες νιες δεν είχες να εκμεταλλευτείς, βρε νταβατζόγιατρε;

Και κλείνει... Αν μου’λεγαν πως αυτό το βράδυ ο αγαθότατος Ασκληπιάδης έπαθε εγκεφαλικό, δεν θα μου έκανε την παραμικρή εντύπωση!...

...Μου λέει χτες βράδυ:— Εδώ που κάθομαι, ζω τη ζωή μου κατά πίσω. Σαν σε ταινία

κινηματογράφου περνάνε τα όσα μου έχουνε οι άνθρωποι καμω­μένα. Και πρώτα-πρώτα τα «αδερφάκια μου»! Αντίσκαστοι με τον παππού μου, τον στριμμενάντερο. Χα, χα, χα... Ξέρεις τι θυμήθηκα τώρα; Μια φορά που κοιμότανε ο γέρος μπρούμυτα στο τρίποδο της αυλής — έκανε ζέστη, λαύρα. Και φέρνει, που λες, τον πάγο για το ψυγείο μας ο παγοπωλητής, κόβω εγώ ένα κομμάτι και του

37

το ρίχνω του γέρου στην πλάτη. Φόραγε νυχτικιά, α π ’αυτές τις φαρδιές που φοράγανε οι παλιοί κι ήτανε ίδιοι παπάδες ετοιμού- πνηδες, με άσπρα ράσα. Κατρακυλάει, λοιπόν, ο πάγος από το σβέρκο του ίσαμε κάτω και παγουρίζει ο κακόγερος, τσιρίζει, βρίζει. Και με αδράχνει η μανούλα μου η βαριοχέρα και «πού σε πονάει και πού σε σφάζει». Πού να την κάνω να καταλάβει οτι για το καλό του έριξα τον πάγο στην πλάτη του γερο-μπισμπίκη: για να τον δροσίσω από την αυγουστιάτικη λαύρα!... Ποτές τους δεν με καταλάβανε οι ομοφαμελίτες μου — ούτε στου πατέρα μου το σπίτι ούτε μετά στης συμβίας μου της κυρα-Λένης. Μονάχα η Μάχη κάπου-κάπου με νιώθει — κι ας μη με χωνεύει, παρ’ούλη την αγάπη της. Είναι, ξέρεις, βαθιά χωμένη η αγάπη της για μένα και δυσκολεύεται να την ανακαλύψει. Μπας και δεν έχω πάθει κι εγώ τα ίδια; Στα μάτια μου δεν θέλω να την βλέπω, αλλά για σφάξε μέσα για μέσα την καρδιά μου: εκεί την έχω θρονιασμένη εγώ τη Μάχη. Ως και βιβλίο γράφω τώρα που θα της το αφιερώσω. Ο τίτλος θα ’ναι «Γάτοι, γαλατάδες και το παγώνι της ταράτσας».

— Τι τρελλό πράγμα είν’αυτό; απορώ.— Γ ιατί τρελλό; Η Μάχη τρελλαίνεται για τους γάτους. Και

για τους γαλατάδες λυσσάει. Να τήνε ιδείς πώς στρώνει τα μαλλιά και καμαρώνει! ' Ιδια παγώνι στην ταράτσα σαν είναι να περάσει ο γαλατάς! Εγώωω; Εδώ μέσα! Η χελώνα του σπιτιού!...

Για τους γάτους τρελλαίνεται η Μάχη, αλήθεια. ' Ομως γαλατάδες; Εδώ και δεκαετίες δεν υπάρχει ούτε για δείγμα πλανόδιος γαλατάς στην πόλη!...

Αφήνει τη μια κουβέντα, πιάνει την άλλη ο μπαρμπα-Γιάννης:— Α π’ούλη την Ελλάδα έρχονται και με προσκυνάνε. Ά σε

έξω από δω! Τι Γαλλία, τι Γερμανία! Ούλη η οικουμένη ως και η σοβιετική εγκυκλοπαίδεια έβαλε μεταφρασμένο διήγημά μου (αυτό είναι αλήθεια, η Εγκυκλοπαίδεια Λογοτεχνίας της ΕΣΣΔ), το ’στειλα στον Μπαύκο τον Αντώνη το σχόλιο να μου το μεταφράσει. Ά σε και που χωρίς μετάφραση ξέρω τι λέει: «Ο Γιάννης ο Σκαρίμπας είναι ο ένας, ο πρώτος, ο ολομόναχα μπροστινός». Ξέρουνε αυτοί, δεν έχουνε μυαλά καπιταλιστικά, σμπαραλιασμένα από το Ντι-ντι-τι (εννοεί το LSD!) κι από τη μαριχουάνα! Ως και τρελλοί από το Δρομοκαΐτειο ήρθανε εκδρομή

38

στη Χαλκίδα για να με προσκυνήσουνε. Τρελλοί, τρελλοί, αλλά τόσο πια τους «κόβει»: ένας είναι ο Σκαρίμπας!

— Ήρθανε να υποβάλλουνε τα σέβη τους στον αρχηγό τους! «πετάει» την κουβέντα της η Μάχη από την κουζίνα...

Τρελλά και κάτι πάρα πάνω μπορεί να φαίνονται (ή και να’ναιΙ) όλα αυτά. Ό μω ς, αν δεν είσαι «τρελλός», δεν γίνεσαι Σκαρίμπας. Γίνεσαι ένας καλός δημόσιος υπάλληλος ή κάτι τέτιο...

...— Πόσων χρονών είσαι, τον ρωτάω.— Από μια βδομάδα κάνω δίαιτα για να φτάσω τα 150. Φέτος

συμπλήρωσα τα 100.— Δηλαδή, γεννήθηκες στα 1881;— Ό χ ι, στα 1893.— Εμ, τότε, πώς είσαι 100;— Για βάλε πρόσθετες και τις 14 μέρες του Παληομερολογί-

τικου μετρήματος! μου λέει.Τις βάζω. Και ανακαλύπτω ότι... δεν ξέρω πρόσθεση!

...Λέει, λέει, λέει, λέει...— Σταμάτα πια!, του κάνω. Δεν βαρέθηκες να βρίζεις;

Επιτρέπεται, πνευματικός άνθρωπος εσύ, να τσακώνεσαι με τ ’αδέρφια σου;

— Αν δεν τσακωθώ με τ ’αδέρφια μου, με ποιους θα τσακωθώ; Μ ’αυτούς που περνάνε στο δρόμο και δεν τους γνωρίζω;

— Τι σου’καναν, τέλος πάντων, ο Παναγιώτης και η Καλλιό­πη;

— Και τι δε μου’καναν οι δυο Θερναδιέροι! Κατά ατυχή συγκυρία (χα, χα, χα, θυμάσαι; Έ τσ ι έγραφε ούλη την ώρα στη φυλλάδα του εκείνη η κιτρινόπετση «χαρίεσσα» σκουληκοειδίτικη απόφυση, ο μακαρίτης ο Β.Σ.), που λες, κατά ατυχή συγκυρία βγήκαν από την κοιλιά της άγιας της μανούλας μου αυτοί οι δυο βρωμεροί δολοπλόκοι... Μόλυνση περιβάλλοντος από την τσιμε- ντόσκονη, γράφουνε οι ντόπιες φυλλάδες! Έκανα μια αναφορά στο Υγειονομικό Κέντρο. Βρε, για να καθαρίσει η Χαλκίδα, το πρώτο

39

μέτρο είναι να εκτοπίσουνε τον εμπαθή ηλίθιο και τη χλωμή Ναζωραία. Τους τα γράφω τους υγειονομίτες ούλα αυτά στην αναφορά μου...

Ο «εμπαθής ηλίθιος» είναι ο Παναγιώτης. Η «χλωμή Ναζω­ραία» η Καλλιόπη. Έσωσε κι έγραψε σ ’ένα από τα ποιήματά της «στο φριχτό Γολγοθά μου ανέβαινα, χλωμή, τραγική Ναζωραία», του άρεσε η έκφραση του μπαρμπα-Γ ιάννη. Ε, δεν της το συχώρεσε! Να γράφει αυτή κάτι καλό; Ό λα τα ωραία μονάχα εκείνος πρέπει να τα γράφει — ο Ένας, ο Μοναδικός!

— Αυτός ο κοκκινομάγουλος χτικιάρης (το πώς ένας χτικιάρης μπορεί να’χει στα μάγουλά του το χρώμα της υγείας, μονάχα ο Γιάννης ο Σκαρίμπας είναι σε θέση να το γνωρίζει!) ξέρεις τι έκανε; Έγραψε ολάκερο κατεβατό στην εφημερίδα (άλλοι σκατά- δες αυτοί που το τυπώσανε!) πως ό,τι κι αν έγραψα είναι λογοκλοπή και τα μετάφρασα — λέει — στη δική μου γλώσσα, τη Γιαννοσκαρίμπικη, και τα σερβίρισα για δικά μου. Ξέρεις, είχε κάποιο ταλεντάκι κι έχει γράψει κάμποσα γουστόζικα. Και η χλαπάτσα η Καλλιοπίτσα μας έχει γράψει ωραία ποιήματα — ούλα όμως πεισιθάνατα. Βλέπεις, αυτή γεννήθηκε πεθαμένη! Αλλά το κακό είναι πως τους πρόλαβα εγώ, έγραψα πρώτος — και Π.ε; — Και μείνανε με την τρεμουλιάρικη λάμψη τους να φωτάνε μοναχά τα... φιλολογούντα ανθρωπάρια. Τώρα, για να φαντάξουνε, εκείνος κότσαρε μια τσιμπούκα, «Εγγλέζος λόρδος» τρίτης δια­λογής, εκείνη πασαλείβεται με μια πούδρα χρώμα σκατί ανοιχτό, να παρασταίνει τη μιμουάπτισσα Κυρία με τις Καμέλιες!

Ο Παναγιώτης λέει άλλα:— Δεν με χωνεύει, επειδή είμαι τέσσερις πόντους ψηλότερος

του!Του βάζω τη «φυτιλιά» του μπαρμπα-Γιάννη! Λέει:— Ναι, ουδέποτε θα τον σχωρέσω που’ναι στο μπόι ψηλό­

τερος μου! ...Σε μένα, βλέπεις, βρήκανε οι γονιοί μας να τσιγκουνευτούνε τα υλικά τους!

Τα είπε και στο δικαστήριο αυτά, στη δίκη που του έκαναν ο Παναγιώτης και η Καλλιόπη. Χρόνια κρατάει ο πόλεμοί ανάμεσα τους. Κι εγώ στη μέση, διαιτητής που δεν φτουράει!

Το δίκιο τό ’χει, βέβαια, ο μπαρμπα-Γιάννης. Γιατί οι άλλοι

40

δυο τόνε ζηλεύουν, τον κακολογούνε (λέει, λόγου χάρη ο Παναγιώ­της: «Το λάθος του αδερφού μου είναι που δεν φρόντισε να πεθάνει πριν γελοιοποιηθεί, πριν τον πάρουνε χαμπάρι πως είναι ένας αδίσταχτος λογοκλόπος»), τον βγάζουν σκάρτο σε όλα του. Αλλά κι εκείνος δεν τους αφήνει έτσι! Τότε που ακόμα κυκλοφορούσε στην πόλη, έγραφε λίβελλους ενάντιά τους και πήγαινε (μουλωχτά, σαν διαβολιάρικο παιδί που πάει να σκαρώσει τη σκανταλιά του) και τους... θυροκόλλαγε έξω από το διαμέρισμά τους. Κι επειδή η Καλλιόπη ζει αδιάκοπα με το φόβο του θανάτου (λέει πως αυτό της «κόλλησε» από τότε που πέθανε η εικοσιτετράχρονη τότε αδερφή τους), σοφίστηκε κι άλλο τρόπο ο μπαρμπα-Γιάννης για να την στενοχωρεί: Πέρναγε τους λίβελλους γύρω-γύρω με μαύρο μαρκαδόρο, να μοιάζουνε σαν τοιχοκολλήματα κηδείας!... Τώρα αυτά κοπήκανε, γιατί τα πόδια του δεν τον βαστάνε για σουλάτσα στην πόλη. Τους βρίζει τώρα (σχεδόν καθημερινά) από το τηλέφωνο! Και, τσουπ-τσουπ-τσουπ, μου αρριβάρει κάθε λίγο η Καλλιόπη να μου κλαφτεί, να με παρακαλέσει να τον κάνω να σταματήσει. Λες και μπορεί κανείς να σταματήσει ένα χείμαρο, αυτό τον λεκτικό καταρράχτη Νιαγάρα που βγαίνει από το ακούραστο στόμα του μπαρμπα-Γιάννη!... Αυτή η πολύχρονη ανάμεσα στ ’αδέρφια διαμάχη έχει δημιουργήσει τελευταία έμμονη ιδέα στον μπαρμπα-Γ ιάννη ότι η «χλωμή Ναζωραία» ετοιμάζεται να τον δολοφονήσει! Κοιμάται, λοιπόν, ντυμένος και με τα παπούτσια (θυμάσαι που σου έγραφα για τα γατιά, που «πατάω εγώ τις τρίχες» κλπ;) για να’ναι «εύκαιρος» να πεταχτεί και να ...πιλαλήσει, όταν θα’ρθει η ...δολοφόνα! Έ χει κι ένα μαχαίρι για την «άμυνά» του κάτω από το μαξιλάρι του.'Ασχετο που είναι της συμφοράς, κατασκουριασμένο, στομωμένο!... Α, παρά λίγο να το ξεχάσω: Μου έδειξε πριν λίγες μέρες ένα ντοσιέ, όπου φυλάει τα αντίγραφα των υβριστικών γραμμάτων που θυροκολλούσε άλλοτε στο διαμέρισμα της Καλλιόπης. Δεν με άφησε να τα διαβάσω- μονάχα την επιγραφή επάνω στο ντοσιέ: «Αντίγραφα επιστολών προς την παρθενόγρια αδελφή μου»!!

...Το περασμένο Σάββατο έζησα στο σκαρίμπειο ερημητήριο

41

σκηνές τρόμου, λες κι έβλεπα ταινία του Χίτσκοκ. Νόμισε πως έχασε ένα χιλιάρικο (το βρήκε αργότερα κάτω από το μαξιλάρι του- εκεί ο ίδιος το είχε βάλει!). Ποιος το ’κλεψε; Η ...Μάχη! ...Ορμάει να την πνίξει, γλιστράει, πέφτει — κρακ!, σαν καρπούζι που σκάζει. Σηκώνεται, σαν τίποτα να μην έτρεξε, τη στρώνει στο κυνήγι. Δρασκελίζει η Μάχη το μεσοπέζουλο που χωρίζει την σκαριμπέικη ταράτσα από τη διπλανή, της Καρατζά. Κάνει να δρασκελίσει κι εκείνος το πεζούλι (κοντά ενενήντα χρόνων άνθρωπος- και επιπλέον... τριπιθαμίτης!), πέφτει. Σηκώνεται, ξαναορμάει, ξαναπέφτει, ξανασηκώνεται, τελικά ξαναγυρίζει στο σπίτι. Αρπάζει ένα σφυρί κι αρχίζει να κοπανάει τη ντουλάπα (μια που δεν κατάφερε ν ’αρπάξει τη Μάχη, να την κοπανήσει!)... Βουτάει το μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι του (αυτό που έχει για απόκρουση της υποτιθέμενης επίθεσης της «παρθενόγριας», της Καλλιόπης), βγαίνει πάλι στην ταράτσα, βάζει δίπλα στο μεσο­πέζουλο ένα σιδερένιο σκαμνί, ν ’ανεβεί και να περάσει δίπλα, δεν τα καταφέρνει, βουτάει το σιδερένιο σκαμνί, το εκσφενδονίζει κατά τη Μάχη, που στέκεται άναυδη και κοκκαλωμένη ίδια η κυρία... Λωτ στα Σόδομα, περνάει το σκαμνί «ξυστά» δίπλα από τη γριά Καρατζού... ποιον να πρωτομαζέψω!... Με τα πολλά κατάφερα να τον μπάσω πάλι στο σπίτι. Ειδοποιώ το Μίστο, τον γιο του τον εδώ, να έρθει να πάρει τη Μάχη! Ήρθε και την πήρε — με τη ρόμπα και τις παντόφλες... Σαν είπα στο μπαρμπα-Γιάννη: «Η Μάχη φεύγει, δώσε της τα πράγματά της», πήγε και μου ’φερε ένα μπουκάλι... λακ!! «Αυτό μονάχα της ανήκει!», είπε... Ή ταν μαζί μου ο Γιώργος ο Τριανταφύλλου, ο ηθοποιός. 'Ετσι λεπτεπίλε­πτος, όπως τον ξέρεις, κόντευε να λιποθυμήσει από την τρομάρα που πήρε α π ’όλα αυτά...

Είναι πάνω από βδομάδα τώρα που λείπει η Μάχη κι εκείνος έχει γίνει πετσί και κόκκαλο. Τι να του κάνουν οι γείτονες; Τον κουτσοπεριποιέται η κόρη της σπιτονοικοκυράς του, του φέρνει φαΐ ο Νίκος ο Παπαγεωργόπουλος, αλλά αυτά δεν είναι λύση. ' Ασε τις ιδιοτροπίες του! Του έφερε πουρέ ο Παπαγεωργόπουλος και λέει εκείνος:

42

— Αυτά είναι φαγιά για κωλόγερους και για πούστηδες! Ρέγγα ψητή ή χταποδάκι δεν σου βρίσκονται;

Του λέω:— Αν δεν φέρεις πίσω τη Μάχη, θα πεθάνεις. Το ξέρεις πως

κανένας δεν μπορεί να σε φροντίσει όπως αυτή. ' Ασε και που άδικα την έδιωξες, αφού το χιλιάρικο το βρήκες.

— Για το χιλιάρικο, ναι, άδικα και παρντόν με το συμπάθειο. Για τ ’ άλλα ούλα όμως;

— Ποια άλλα; Εσύ την πιλατεύεις χρόνια τώρα. Θέλεις να βγεις κι από πάνω;

— Διαβάζει πορνοφυλλάδες με τσίτσιδες στο ξώφυλλο! Στά- σου να σου δείξω αυτά που βρήκα στο στρωμνείο της.

Πηγαίνει και μου τα φέρνει: «Ταχυδρόμο» και «Φαντάζιο»!! Εξώφυλλα: κοπέλλες με μαγιό!...

— Βάζει δυο-δυο τους γκόμενους στην κάμαρή της!— Ποιος, μωρέ; Η Μάχη; Τι να σου πω: δικαιολογείσαι, γιατί

δεν καλοβλέπεις!... Ά σε που για να μπει άνθρωπος στο διπλανό δωμάτιο, πρέπει αναγκαστικά να περάσει από το δικό σου το Γ ιβραλτάρ...

Τίποτα! Επιμονή:— Δεν την θέλω!— Ποιος θα σε περιποιείται, λέω, όταν απαυδίσουνε οι

γείτονες;— Θα πάρω μια γριά με το εγγόνι της.— Την έχεις βρει;— 'Οχι. Αλλά θα την βρω.— Αφού ακόμα δεν την βρήκες, πώς ξέρεις ότι θα έχει εγγόνι;— Ε, αφού θα είναι γριά, δεν θα’χει εγγόνι;Τι να του πεις!Στη συνέχεια έβαλε στη σειρά έξι ποτήρια, έριξε στο καθένα

από δυο δάχτυλα ούζο, τα ήπιε ένα-ένα...— Τι λόγο έχουνε έξι ποτήρια; λέω.— Είναι σαν να πίνω στην ταβέρνα με τους φίλους μου...

Αυτούς που είναι φευγάτοι... στον αγύριστο...Θυμάται πάλι την ...υπόθεση Μάχη:

43

— Και να την καλέσω, λες πως θα’ρθεί; Αυτή τώρα θα έχει πάρει στην Αθήνα την οδό της απώλειας. Μου είπανε πως έχει γίνει μπαλλαρίνα...

Αχ, αυτός ο άνθρωπος! Στο τέλος θα με τρελλάνει. Από το στόμα του βγαίνουνε της πιο απίθανης μεγαλοφυίας λόγια, έτσι που να τα χάνεις και να μνέσκεις να θαυμάζεις. Και ξαφνικά — τσουπ! — σου πασσάρει εκείνα τα τρελλά, τα παρανοϊκά, τα... ανεπανάληπτα.

...Προγραμμάτιζα να μην ξεμυτίσω καθόλου σήμερα, να μείνω στο σπίτι, να ξεκουραστώ. Αμ δε! Κλήση από τον ανακριτή να δώσω κατάθεση σχετικά με μια μήνυση (την ποσοστή;) του μπαρμπα-Γ ιάννη. Σε κάθε μήνυση που κάνει, με προτείνει για μάρτυρα! Και κουβαλιέμαι στον ανακριτή για να πω: εν οίδα, ότι ουδέν οίδα! Πολλούς από τους μηνυόμενους δεν τους ξέρω ούτε στο όνομα ούτε στην όψη!... Ετούτη τη φορά ο μηνυόμενος ήταν ο γνωστός σου που με κατατρέχει δίχως λόγο κι αφορμή. Ε, λοιπόν, ο μπαρμπα-Γιάννης μου κήρυξε τον πόλεμο, καθώς και στην εγγονή του την Ελένη (επίσης κλητευθείσα... ανίδεη μάρτυρα!). Τι «γύναια» μας βάφτισε, τι «βρώμες», τι «καθάρματα», τι, τι... Γιατί; Ήθελε, σώνει και καλά, να επιβεβαιώσουμε την από μέρους του κατηγορία ότι ο μηνυόμενος είναι... εκβιαστής και σωματέμπορος! Πώς να πούμε πράγματα ανυπόστατα για το χατήρι του μπαρμπα-Γιάννη;... Το τι έγραφε στη μήνυση είναι... άλλο πράγμα! Κρίμα που τα δικαστικά έγγραφα είναι έγγραφα δημόσια και δεν μπορούμε να πάρομε αντίγραφο αυτής της μήνυσης, που αποτελεί... μνημειώδες δείγμα του καθηλωτικού λεκτικού πλούτου του Σκαρίμπα όταν βουρλίζεται!... Παρηγοριέ- μαι όμως από το ότι έχω στα χέρια μου ορισμένα τέτια οργίλα γραφτά του ενάντια σε ορισμένα πρόσωπα. Πού τις βρίσκει αυτές τις εκφράσεις όταν θέλει να βρίξει! Γράφει στο ένα α π ’αυτά τα κείμενα:

« ' Ηδη κρεμάται επί ξύλου το εις τα παπούσπα του γράψαν την ανθρωπίνην τιμήν ανθρωποειδές κτήνος το λεγόμενον... (ακολου­θεί το όνομα), όστις προσποιείται και ασκεί τον... (αναφέρει το

44

επάγγελμα) για εκβιασμούς και τσέπωμα λεφτών εις βαθμόν κακουργήματος. Τον μηνύω ο ταπεινά υποφαινόμενος με επαυτο- φώρες τις αποδείξεις, χάρη στις οποίες θα οδηγηθεί χειροπεδοδέ- σμιος στις φυλακές» κλπ., κλπ.

Σε ένα άλλο κείμενο που έχω, γράφει για κάποιον άλλον: «Το δημόσιο μέγα καθήκι ο..., όστις τυγχάνει πλασιές της ομοφυλοφι­λίας». Ά μ α θέλει να βρίξει, βρίζει και... όποιον πάρει ο Χάρος!

Και για την αλήθεια αδιαφορεί. Το ίδιο και για τις τυχόν συνέπειες αυτών που λέει. Δεν στοχεύει να σπιλώσει υπολήψεις. Απλώς βρίζει για να εκτονωθεί και ύστερα... ξεχνάει όσα είπε και φέρεται στους... βριξολουσθέντες σαν «φίλοι, φίλοι, καρυοφύλλι»!!

Έ χομε στο σπίτι ένα σημείωμα που έστειλε στον μπαμπά σου εναντίον μου, για να με «εκδικηθεί», επειδή έκανα τρεις μήνες να πάω στο σπίτι του (μου είχε πρήξει το σηκώτι εκείνο τον καιρό!). Του έγραφε λοιπόν: «Νίκο, έλα αμέσως τώρα στο σπίτι μου. Το σπίτι της γυναίκας σου έχει γίνει οι χίλιες και μία νύχτες όχι της Χαλιμάς, αλλά η αυλή των θαυμάτων του ΤΑΛΜΟΤΔ. Εκεί γίνονται τα πιο φανερά και ασυνάρτητα πράγματα που μόνο στο Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι περιγράφονται. Σπεύσε λοιπόν σε μένα αμέσως να σε κατατοπίσω, γιατί από τηλεφώνου δεν λέγονται! Σπεύσε. Αν δεν έρθεις εσύ, που είσαι ο ειρηνικότερος και αξιοπρεπέστατος άνθρωπος του κόσμου, θα διαπράξεις έγκλημα που θα σε ατιμάσει στη συνείδηση των συνανθρώπων μας... Η σύζυγός σου βρίσκεται από χρόνια σε φρενικήν παράκρουσιν. Είναι ήδη απελπιστική η κατάστασίς της. Σε περιμένω — μέχρις αύριο Δευτέρα βράδυ — όχι αργότερα. Αν δεν έρθεις, μην έρθεις. Την συνέχεια θα την φωτοβολήσω εγώ στο Πανελλήνιον». Τπογραφή: Γιάννης Σκαρίμπας. Οι υπογραμμίσεις υπάρχουν στο κείμενό του... Πίεσα τον μπαμπά σου να πάει για «πλάκα» και να του ζητήσει το μαχαίρι (το σκουριασμένο!), τάχα για να με σφάξει. Κι έγινε θεριό ανήμερο:

— Ποιος είσαι συ που θα μου σφαγιάσεις τη μοναδική ειλικρινή φίλη μου; Την Τπατία μου; ...Ποιος κερατάς διάβασε το Τπόγειο του Ντοσκογιέφσκι κι ήρθε και σου φούσκωσε τα μυαλά; (Ο μπαμπάς σου είχε πάρει μαζί του το κείμενο και του το διάβασε). Ποιος πούστης πλαστογράφησε την υπογραφή μου και

45

μου λες τώρα, κοκορόμυαλε Αζόρ, πως εγώ έγραψα τέτια για την λίαν πεφιλημένη (!) μου φίλη;

Τι σου λέω: Τα γράφει ή τα λέει, ξεθυμαίνει και ύστερα ...τα ξεχνάει! Αν δεν το ήξεραν στη Χαλκίδα όλοι αυτό το χούι του, θα μπορούσε να'χει κλείσει σπίτια και σπίτια! Και να κλάψουνε μανούλες! Αλλά σε μια πόλη λωλών σαν τη δική μας ένας τρελλός παραπάνω δεν βλάφτει. Και τι τρελλός! Βλάσφημος, βρωμό- στομος, χαριτωμένος, μεγαλοφυής, αναρχικός, των πάντων μα­στροχαλαστής και σαρκαστής. Κοντολογής: αξιαγάπητοςΙ

...Κοντεύω να γίνω η διευθύντρια των δημόσιων σχέσεών του! Μισθός μου: τα όσα ζω κοντά του (προνόμιο ακριβό). Ό ποιος θέλει να έρθει σ ’ επαφή μαζί του (εννοώ τους από απανταχού της Ελλάδας επισκέπτες!), πρώτα μ ’εμένα έρχεται σε επαφή, για να πω «Εντάξει είναι, μπαρμπα-Γ ιάννη». Μερικές φορές με αντικα­θιστά ο μπαμπάς σου. Σε μας τους δυο έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν μας περιλούζει με τις πιο απίθανες βριξιές ή δεν μας εκτοξεύει τις πιο αναπάντεχες κατηγορίες, όταν τον πιάνει ο... σχετικός οίστρος του!

...Την περασμένη βδομάδα δεν ήταν δυο-τρεις μέρες που είχε πάρει τις συντάξεις του (ξέρεις ότι παίρνει δυο, του εκτελωνιστή και του συγγραφέα) και μας έστειλε σημείωμα εκλιπαρώντας τον μπαμπά σου κι εμένα για τρία χιλιάρικα δανεικά. Το κρατώ στο «Αρχείο Σκαρίμπα» μου, θα το διαβάσεις, πιστεύω ότι θα τον λυπηθείς κι εσύ (κι ας μην τον συμπαθείς!) όσο τον κλαίει κι εμένα η ψυχή μου. Τόσα λεπτά φτάνουνε στα χέρια του (συντάξεις, συγγραφικά δικαιώματα, έκτακτες παροχές κλπ.) κι αμέσως... αλλάζουν χέρια. Τέτιο κοφτερό μυαλό και να τον τουμπάρουνε στο πι και φι οι επιτήδειοι!... Πονάει η ψυχή μου, όταν βλέπω πόσο οι αδυναμίες του τον κάνουν θύμα, πόσο ξεπέφτει, πόσο ταπεινώνε­ται πολλές φορές. * Ασε το πόσο βασανίζεται από τις ενοχές του (κι ας μην τον αφήνει ο εγωισμός του να το ομολογήσει άμεσα). Τον τελευταίο καιρό έχει συγκλονιστικές στιγμές, όταν μου μιλάει για την κυρά-Λένη του...

46

...Σήμερα με ξύπνησε πρωί-πρωί, ώρα έξι.— Έ λα, παιδί μου, έχω κάτι σπουδαίο να σου πω.Ξέρω: θα θέλει δανεικά! Αρχίζει να μου πλέκει το εγκώμιο.

Και τι δεν μου είπε! Τι παινέματα, τι γλυκοκουβέντες, τι αγάπες, τι... αίνους. Σε μια στιγμή μου λέει:

— Μην κλείνεις! Περίμενε να πεταχτώ μια στιγμή ως τον... απόπατο!

Ώσπου να γυρίσει, βρίσκει την ευκαιρία η Μάχη να μου μιλήσει:— Μην τον πιστεύεις τον θεομπαίχτη! Χτες βράδυ σε έβριζε.

Δεν έχει μπέσα αυτός!Ακούω τη φωνή του. Λέει στη Μάχη:— Με ποιον μιλάς;Φουρκισμένη η Μάχη:— Με τον... Καραμανλή! Παράτα με!Μου λέει εκείνος στο ακουστικό:— Τι τις θέλεις τις κουβέντες με τον απολιθωμένο Κουασι­

μόδο;Δεν είναι, βέβαια, καλλονή η Μάχη! 'Ο χι όμως και Κουασιμό­

δος! Ώρες-ώρες γίνεται απάνθρωπος ο μπαρμπα-Γιάννης... Κι όταν φουρκιστεί με κάποιον, γίνεται... «στην άκρη να περάσω»! Τις προάλλες τα είχε βάλει με τον δήμαρχο:

— Λεφτοσπαταλιτζής! Τι το ήθελε το «ιπποδρόμιο»; Ξέρεις εσύ καμιά εργάτισσα ή εμποροϋπάλλισσα ή κορδελιάστρα να κάνει ιππασία; Για τις κυράδες των φουσκοπορτοφολάδων το έφιαξε το αλογάδικο! Μα, δεν τις φτάνει αυτές η «ιππασία» με τους συμβίους τους;

Ε, λοιπόν, κάτι τέτιες κουβέντες του... μεγαλώνουν τη λατρεία που του έχω!

...«Ουδέν νεώτερον» από τον μπαρμπα-Γιάννη σήμερα! Είμαι από γρίππη «κλινήρης και πυρέσσουάα» και δεν μπορώ να του κάνω την ταχτική μου επίσκεψη. Στο κρεβάτι, λοιπόν, «ανακού- κουρδη», σου γράφω (ελλείψει... φρέσκιας ύλης!) μερικούς από τους Σκαρίμπειους αφορισμούς:

«Ό πω ς υπάρχουν νόθα παιδιά, υπάρχουν και νόθοι γονείς». «Δύσκολο να ξεχωριστεί η ήρα της κακογλωσσίας από τον σπόρο

47

της αλήθειας». «Στην γχαρσονιέρα των οργίων αποτέλεσαν ένα αποτρόπαιο σάντουιτς: Ψωμάκια οι δυο κύριοι, στη μέση μια γυναίκα..». «Η άπαξ πουτανεύσασα γυνή εσαεί πουτανεύει». «Οι νεώτεροι νευρωτικοί νεωτερισμοί: προπό, μπουζούκια, μοτοσυ- κλετό-σούζες». «Οι τριχολόγοι εν πέννα συνάδελφοί μου: οι χαρδαλαμπούμπηδες χαρτομουτζουρωτήδες». Για ορισμένους αρι- στερίζοντες που κολυμπάνε στο χρήμα: «Χαβιαροπέψιοι ούλου του κόσμου, ενωθείτε!». Και το χαριτωμένο του: «Ο Χριστός: Άφετε τα παιδία ελθείν προς με». Ένας δεσπότης: «Στείλτε τα στο διάολο, τα μούλικα! Με ξεκούφαναν!»... Ά σε εκείνο το: «Ψάρεψα για το δείπνο μου μερικά ζωντανά υποβρύχια μέτριου μεγέθους» (πάντοτε τρελλαίνεται για τα ψάρια!)... Τι να πρωτοθυμηθώ; Αρκέσου σ ’αυτή τη... δόση! Ή μήπως θα έπρεπε να σου θυμίσω και εκείνο του το αναπάντεχο «Ο Λησίβας ζείσκι τα λάξυ», που σε ...μετάφραση θα πει: «Ο Βασίλης σκίζει τα ξύλα»! Τρελλό φαίνεται, τρελλό δεν είναι: πηγαίνει ο μπαρμπα-Γ ιάννης σε όλα ανάποδα στο ρεύμα: κι οι λέξεις, λοιπόν, πρέπει κατά τη δική του άποψη να διαβάζονται από πίσω προς τα εμπρός! Εγώ προσυπο­γράφω τη μέθοδό του, αν και δεν είναι εύκολο να την συνηθίσω στην πράξη!

...' Ηρθε συνεργείο της Τηλεόρασης για να του πάρει συνέντευ­ξη κλπ. Πάντοτε δείχνει δυσπιστία στους «τηλεορατζήδες», ενώ του αρέσει η προβολή. Μπορεί κιόλας να την σκηνοθετεί αυτή τη δυσπιστία, γιατί χαίρεται να κάνει τον... «δύσκολο» και να τον πολυπαρακαλάνε... Τέλος πάντων, πήρα τελικά το οκέυ του, ξεκίνησε το συνεργείο για το σπίτι του. Εγώ όχι μαζί, γιατί είχα μάθημα. Του τηλεφώνησα «έρχεται ο κ. Λύκας από την Τηλεό­ραση». Δεν του είπα ότι έχει μαζί του άλλα έξι άτομα. Δεν το θεώρησα απαραίτητο. ’ Ομως εκείνος, βλέποντας εφτά ανθρώπους να... εισβάλλουνε στο δωματιάκι του, φαντάστηκε πως είναι... οι «μισθοφόροι» της Καλλιόπης που έρχονται να τον δολοφονήσουν!

Άρπαξε, λοιπόν, το σκουριασμένο χασαπομάχαιρο κάτω από το μαξιλάρι του και το πιστόλι από το συρτάρι του γραφείου του και οι άνθρωποι κουτρουβαλήσανε τις σκάλες «ο σώζων εαυτόν

48

σωθήτω». Πού να ’ξέραν πως το «περίστροφο» ήτανε νεροπίστολο, που το ’χει για να σημαδεύει τα γατιά της γειτονιάς! Ήρθανε σε μένα, πήγαμε μαζί στο σπίτι του, του εξήγησα, χίλιες συγγνώμες και χίλιους τεμενάδες μεταμέλειας ο μπαρμπα-Γ ιάννης. Λέει μονάχα: «Πριν αρχίσετε, περιμένετε μια στιγμή ν ’αποτελειώσω μια μήνυση που συντάσσω». Περίμεναν. 'Τστερα άρχισε το «γύρισμα». ' Ηταν υπέροχος! Συγκλονιστικός καθώς απάγγελνε τη «Χαλκίδα» του, μ ’όλο τον έρωτά του για την πόλη αυτή (που δεν της αξίζει ένας Σκαρίμπας, έτσι ανίκανοι που είναι οι άνθρωποί της να νιώσουν τη μεγαλοσύνη του), ναι, μ ’όλο τον έρωτά του να πάλλεται στη φωνή του. Και πολύ... Σκαρίμπας, όταν στην ερώτηση: «Πώς ένιωσες, όταν σου απόνειμαν το Μετάλλιο της Πόλης;», αποκρίθηκε:

— Θα προτιμούσα μια ουρά ξερό μπακαλιάρο!— Δεν σε συγκίνησε η δόξα; τον ρωτάει ο Λύκας. Και λέει

εκείνος:— Ξέρεις, δεν την έχω σε υπόληψη τη δόξα, γιατί στο σχολειό

είχαμε ένα στραβομύτη δάσκαλο κι έλεγε κάθε εικοσιπέντε του Μάρτη «ω, η δόξα, η δόξα...», ξέρω ’γω τι η δόξα; Έ να ποίημα της δεκάρας, ημερολογιτζίδικο. Ε, από τότε, όποτε ακούω για δόξα, τη φαντάζομαι σαν ασχημομούρα στραβομύτα, ίδια εκείνος ο δάσκαλος!!...

Σε μια στιγμή κάνει μια με το χέρι του, να διακοπεί το «γύρισμα». Και λέει στον σκηνοθέτη της εκπομπής:

— Πού είσαι! Πιάσε αυτό το πεντακοσάρικο, πετάξου να μου βγάλεις ένα φωτότυπο της μήνυσης, δώσε το πρωτότυπο στον εισαγγελέα και φέρε πίσω το φωτότυπο. Τα ρέστα απο το πεντακοσάρικο δικά σου, για τον κόπο σου!»!!...

Αυτά μονάχα ένας Σκαρίμπας μπορεί να τα κάνει! Ά λλα τα κάνει αυθόρμητα κι άλλα επίτηδες — υπόδουλος στο χόμπυ του: να ξαφνιάζει, να πρωτοτυπεί, να συζητιέται (θετικά ή αρνητικά, του είναι ολότελα αδιάφορο). Τον καταλαβαίνω και τον ...εγκρίνω! Και ξέρω πως δεν θα σε ξαφνιάσει αυτό, γιατί θυμάμαι πόσες φορές μου έχεις μιλήσει επιτιμητικά ακούγοντάς με να λέω πως τον αρχαίο Αλκιβιάδη τον καταλαβαίνω απόλυτα που έκοψε την ουρά του σκύλου του μόνο και μόνο για να κάνει τους Αθηναίους να

49

μιλάνε γ ι ’αυτόν. Εσύ κάτι τέτια τα λες «επιπολαιότητες και ματαιοδοξίες». Εγώ τα λέω «ωραίες τρέλλες»! Είναι ωραίο πράγμα με τέτια να ξαφνιάζεις τους «λογικούς» (αυτοί ανάβουνε τις Κυριακές κεράκια στα μανουάλια κι εύχονται «αίσιον και ευτυχές το νέον έτος»).

’Τστερα από τη μήνυση που έκανε — στα καλά καθούμενα! — στον Δημήτρη Γκιώνη, τσακωθήκαμε άγρια! Έφυγα, δηλώνοντάς του ότι δεν θα ξαναπατήσω στο σπίτι του, που μακάρι να ξεψυχάει!... Σήμερα με πήρε στο τηλέφωνο, για να με πληροφορή­σει ότι απόσυρε τη μήνυση και να πάω να τον ιδώ — και οκέυ η υπόθεση Γκιώνη... Πήγα και., όλα εντάξει! Μου έκανε και αφιερώσεις σε τρία βιβλία του (είναι στις μεγάλες αγάπες του τώρα μαζί μου, γιατί κανένας πια από τους παλιούς επισκέπτες του δεν πηγαίνει να τον ιδεί — ή, μάλλον, τους έκανε πέρα όλους ο ίδιος). Στην «Περίπολο Ζ '» μου γράφει: «Της κορυφαίας μου πνευματώδους και φίλης μου, χαιρετισμούς μου α π ’απέναντι» (μας «χωρίζει» το... γιοφύρι του Έγριπου, βλέπεις!). Στα «Πουλιά με το Λάστιχο», έχει συμπεριλάβει και τον μπαμπά σου (για να εξιλεωθεί, θα σου πω πιο κάτω γιατί): «Δόξα και Τιμή στους Μεγάλους μου φίλους τη Μαρία Χατζηγιάννη και τον αντάξιό της σύζυγο Νίκο Χατζηγιάννη». Στη «Μαθητευομένη των τακουνιών» γράφει: «Στον φίλο μου τον Νίκο Χατζηγιάννη. Ζήτω η λευτεριά, όξω οι Αμερικάνοι!» (τον έχουνε, φαίνεται, ...πηρου- νιάσει οι τύψεις για το τελευταίο που του έκανε — θα σου γράψω πιο κάτω). Στον «Μαριάμπα» γράφει: «Της Μεγάλης φίλης και σύγχρονης Τπατίας με θαυμασμό και βαθύτατη εκτίμηση και αγάπη. Και με τις ευχές μου για το φτάσιμο όλων των ιδανικών της στο βίο». Και μετά την υπογραφή του προσθέτει: «Χαλκίδα — στο σπίτι μου»!

Μου λέει:— Την πιο ωραία μου αφιέρωση την είχα κάνει στο Χρυσό­

στομο το Ζέρβα. Τον εκτιμούσα πολύ, γιατί, παρόλο που ήταν χριστιανός και μάλιστα αρχιμαντρίτης, δεν έβγαλε ποτέ το μάτι του Πλησίον του.

50

Εγώ πιστεύω ότι άλλος ήταν ο λόγος: Τότε που είχε φουντώσει το «ο Σκαρίμπας είναι άθεος», ο Χρυσόστομος (που είχε μια μοναδική ικανότητα να καταλαβαίνει στο βάθος την ψυχή του άλλου) του είχε στείλει μια ευχετήρια κάρτα που’λεγε: «Στον Γ ιάννη Σκαρίμπα, τον πιο ευσεβή άθεο, με την αγάπη μου, μαζί με την αγάπη του θεού». Εκείνη την κάρτα την είχε κάνει πια ...«σημαία»!

Τα βιβλία που μου έγραψε τις αφιερώσεις τα είχα διαβάσει όλα, βέβαια — την «Περίπολο Ζ '», όχι μονάχα μια φορά, γιατί με αγγίζει (όπως και οι «Καϋμοί στο Γριπονήσι» και τα ποιήματά του) πιο πολύ από τα υπόλοιπα έργα του. Το ήξερε. Ωστόσο, δίνοντάς μου τα αντίτυπα με τις αφιερώσεις, μου μιλάει σαν να πρόκειται για βιβλία που βλέπω για πρώτη φορά! Μάλιστα, για τον «Μαριάμπα» (που το θεωρεί το κορυφαίο έργο του, μαζί με το «Εικοσιένα και η αλήθεια») μου λέει:

— Θα το διαβάζεις και θα μένεις κάθε λίγο άαα! άαα! άαα!Και να γουρλώνει τα μάτια και ν ’ανοίγει το στόμα του

«σπηλιά»! Και λέει η Μάχη:— Θα πάω με τη Μαρία, Γιάννη, ακούς;Ρωτάει:— Γιατί; Πού;Απαντάει η Μάχη (γνήσιο... Σκαριμπόπαιδο):— Για να της κάνω αέρα όσο θα το διαβάζει, να μη

λιποθυμήσει από τις σοφίες σου!Και βέβαια, ακολουθεί καυγάς, όπου γίνεται το «σώσε»! Και

λήγει με τα λόγια της Μάχης σε μένα:— Αν πάει ο πατέρας στη ζούγκλα, θα πεθάνουνε από συγκοπή

όλα τα θηρία. Κοίτα τον για να καταλάβεις τι τρομάρα θα πάρουνε!...

...Γιατί με αποκαλεί στη μία από τις αφιερώσεις «σύγχρονη Τπατία»; Γ ιατί είμαι, λέει, σαν την «φουκαριάρα την Τπατία που πλήρωσε με τη ζωή της τη σοφία της. Γ ιατί οι άνθρωποι τα συχωράνε όλα στον πλησίον τους, εξόν από το να έχει μυαλό. Κοίταξε εμένα για να καταλάβεις!». Βέβαια, ούτε Τπατία είμαι,

51

ούτε μυαλό σαν του Σκαρίμπα έχω! Εγώ πιστεύω πως η αγάπη του και ο για μένα (αδικαιολόγητος) θαυμασμός του έχουνε την πηγή τους αλλού:

— Εσύ είσαι εγώ, γιατί κλωτσοπατάς το καταστημένο και διασκεδάζεις να τους δίνεις αφορμές και να τους μπαίνεις στη μύτη, τους ηλίθιους καλούς νοικοκυρέους!

' Οσο για την αφιέρωση στον μπαμπά σου, που σου γράφω πιο πάνω ότι έχει τύψεις —, είχε γίνει πριν μερικές βδομάδες το εξής: Θύμωσε (κουτουρού, όπως συνήθως!) και του έκανε μια μήνυση... περιποιημένη, όπου ανάμεσα σε άλλα έγραφε: «Μηνύω τον γνωστόν μουτζουροποιόν Νίκον Χατζηγιάννην, τον διαθέτοντα σωρείαν τηλεφώνων προς εκμαυλισμόν αθώων κορασίδων». Ακο­λουθούν περί τους εξήντα αριθμοί τηλεφώνων (τα τρία που έχουμε, περίπου τα εικοσαπλασίασε!). Το «μουτζουροποιός» αναφέρεται στη συγγραφική δραστηριότητα του πατέρα σου, οι δε... υπό εκμαυλισμόν «αθώαι κορασίδες» είναι τα κορίτσια του συνεργείου που συσκευάζουν τις κάρτες στη γκαλερί!... Εσύ — ξέρω — θα έχεις κιόλας γίνει εξωφρενών διαβάζοντάς τα αυτά. Εγώ όμως πολύ το διασκέδασα το πράγμα! Κι εύχομαι να θυμώνει συχνά ο μπαρμπα-Γ ιάννης μας για να χαίρομαι αυτά τα απίθανα φτερουγί- σματα της ανοικονόμητης φαντασίας του!

...Σου είχα γράψει στο προηγούμενο γράμμα μου πως είχε κάνει μήνυση στον Δημήτρη Γκιώνη (μάλιστα τον ενημέρωσε τηλεγραφικά γ ι ’αυτό: «Σου έκανα μήνυση. Στοπ. Ποιος τη χάρη σου. Στοπ.») και με ρωτάς τώρα γιατί. Με τον Σκαρίμπα δεν υπάρχει γιατί! Οι μηνύσεις και το βρίξιμο είναι ένα προσωπικό σύστημά του... βιολογικής άμυνας. Στη Χαλκίδα ίσως ο μόνος άνθρωπος που ποτέ δεν έβριξε είναι ο Αλέκος ο κουρέας, ο «αγαπητός προσωπικός μου Φίγκαρο», όπως λέει.

Για τους άλλους;— Βρίζεις, μηνύεις, ξεθυμαίνεις, αρρωσταίνουνε αυτοί, μένει

εσένα απείραχτος ο οργανισμός σου. Αυτοί που δεν βρίζουνε, πού καταντάνε; Στα τρελλάδικα! Γιατί βράζει μέσα τους το ηφαίστειο, το ταπώνουνε καθωσπρεπίστικα και... πάρτους κάτω!...

52

Λοιπόν, ας ικανοποιήσω την περιέργειά σου για την κατά Γκιώνη μήνυση: Ήρθε ο ταλαίπωρος και του πήρε συνέντευξη. Γεμάτος θαυμασμό, σεβασμό και αγάπη. ' Εγραψε κατά λέξη στην εφημερίδα τα όσα του είπε — ούτε «προσθήκες» ούτε παραποιή­σεις, τίποτα. Ό μω ς σε μια στιγμή ζητάει ο μπαρμπα-Γιάννης από τη Μάχη να του φέρει ούζο. Τον βλέπει ο Γκώνης που χλαπακίζει το ούζο σαν να ήταν σπράιτ ή νερό, απορεί και θαυμάζει:

— Μπράβο, μπαρμπα-Γιάννη! Σ ’αυτή την ηλικία να πίνεις τόσο!

Δείχνει ο μπαρμπα-Γιάννης το ουζομπούκαλο και λέει:— Σ ’αυτό χρωστάω την τερατώδικη γεια μου!Τ ο’γράψε ο Γκιώνης στην εφημερίδα, εκφράζοντας για ακόμα

μια φορά το θαυμασμό του για την τόση αντοχή του κοντά ενενηνταχρονίτη... καταναλωτή. Του «σκάζει» εκείνος πρωί-πρωί την άλλη μέρα τη μήνυση: «Με αποκάλεσε οινόφλυγαη\... Ευτυχώς που δεν τον είδε ο Γκιώνης εκείνο το βράδυ που γύρω στα μεσάνυχτα «κατέβασε» ενάμιση βαθύ πιάτο χταπόδι κρασάτο (κοιμήθηκε ύστερα... «σαν πουλάκι»!). Θα το’γράφε, σίγουρα. Και τότε θα είχε δεύτερη «μήνυση στην καμπούρα του» (έκφραση προσφιλέστατη στον μπαρμπα-Γιάννη!): «Με απεκάλεσε κοιλιό­δουλο και οχταποδοκαταβροχθία»...

Του λέω:— Αν τον πας στα δικαστήρια τον Γκιώνη, θα καταθέσω

εναντίον σου. Ήμουνα μπροστά και ξέρω τι ακριβώς του έλεγες. Ούτε μια δική του λέξη δεν πρόσθεσε ο άνθρωπος.

Το άλλο πρωί την απέσυρε τη μήνυση... Γ ιατί είναι και κιοτής! ' Αμα τα βρίσκει «σκούρα», κάνει πίσω. Και τότε παίζει τόσο ωραία το ρόλο του «καϋμένου γέροντος, του διαβιούντος εις το κουκου- βαγείον της ερημικής κατοικίας του» κλπ. κλπ. Είπαμε: σε ηθοποιία κανένας δεν τον φθάνει! Ούτε σε σκηνοθεσία! Αυτό: σκηνοθετεί καθημερινά τη ζωή με σατανικούς σε έμπνευση αυτοσχεδιασμούς και στήνει έτσι θέατρο του παράλογου (όπω: παράλογη είναι και η ίδια η ζωή)... Πιστεύω και κάτι άλλο σε σχέση με τις μηνύσεις και το υβρεολόγιο: «Αγκομαχίτης της ζωή:» αυτός (άλλη αγαπημένη του έκφραση) στα πρώτα του χρόνια.

53

αγνοημένος για δεκαετίες από τους πολλούς — που τα έργα του τους ξάφνιασαν, αλλά που η φαιά ουσία τους δεν επαρκοΰσε για να τα καταλάβουνε —, βρέθηκε τώρα στην κορφή (αφού τον αναγνώ­ρισαν... «εν τη αλλοδαπή», θα μείνομε πίσω εμείς τώρα; —) κι από εκεί επάνω εξαπολύει τους μύδρους της οργής του επάνω σε άδικους και δίκαιους, μιμητής του Γψίστου που το ίδιο κάνει με τα φυσικά φαινόμενα...

...Πρόσωπο που πολλή αδυναμία του έχει τον έκανε απόψε σχεδόν να κλαίει... 'Τστερα ανασυγκρότησε όπως-όπως τις εσωτερικές δυνάμεις του κι άρχισε να μου λέει:

— Με κραυγαλέα χαιρεκακία μου το εκσφενδόνισε μέσα στο κατατρεγμένο σπιτάκι μου: πως τάχα χρεοκόπησα, εγώ, ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής και συγγραφέας του αιώνα μας. Οτι έτσι τάχα λέει ο κόσμος για μένα! Κι εγώ λέω: Μόνον ευάριθμοί τινες σοβ-ρ-ακοφανείς λέτσοι του πνευματικού υποκό­σμου, αυτοί χρεοκόπησαν από κάθε ίχνος τιμής και τσίπας. Και είναι οι επιτεθέντες μου: επαγγελματίες κακοποιοί...

Και λοιπά, και λοιπά. (Μου τα έδωσε και... γραφτά αυτά! Θα τα ιδείς, όταν έρθεις)... Δάκρυα λαμπυρίζουνε στα μάτια του, καθώς μου λέει:

— Κατάλαβες, παιδί μου; Θα μου πει εμένα πως χρεοκόπησα, εμένα που μου έστησε τέτια γιορτή η «Σύγχρονη Εποχή». Θυμάσαι;

Εμ, πώς δεν θυμάμαι; Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα; Να είναι η καρδιά του χειμώνα, που να ψοφάει το φίδι στην τρύπα του και να έχει ξεσηκωθεί ο μπαρμπα-Γ ιάννης να έρθει αυτοπρόσωπα στη γιορτή. Ζάφτι δεν τον κάναμε!

— Τηλεφώνα τους να έρθουν να με πάρουνε. Γύρω στι; τρεις. Δεν ήθελε ταξί ντόπιο, απαιτούσε να έρθει να τον πάρει με ιδιωτικό ο Νίκος ο Παπαντρέου. Ήρθε ο τάλας μέσα στο χιονόνερο και λέει ο μπαρμπα-Γ ιάννης:

— Να έρθει ο Φλωράκης να με πάρει!Και «έρχομαι — δεν έρχομαι», «με τούτο το αυτοκίνητο, όχι

μ ’εκείνο», μα£ πιλάτεψε μέχρι η ώρα έξι. Και απαύδισε ο

54

Παπαντρέου κι έφυγε. Κατά τις εξήμιση μου γράφει ο Σκαρίμπας ένα κατεβατό και μου λέει:

— Πάρε ένα ταξί, βάλε μέσα και τη Μάχη και πήγαινε στη γιορτή σαν εκπρόσωπός μου. Να τους διαβάσεις τούτη τη γραφτή χαιρετούρα μου.

Πήγαμε, γύρισα φορτωμένη με δώρα γι ’αυτόν. ' Ητανε κι ένα δώρο (ωραιότατο) που δώσανε προσωπικά στη Μάχη. Της το βούτηξε αμέσως! Η Μάχη δεν επιτρέπεται να έχει δικό της τίποτα καλό! Το μοναδικό δώρο που έχω ιδεί να της κάνει ήταν ένα., κολλιέ της συμφοράς σαν αυτά που φοράνε οι τουρκογύφτισσες.

’ Αγνωστο πώς έφτασε στα χέρια του, μαζί με ένα... δίδυμό του, που για μια στιγμή έκανε να το προσφέρει σε μένα, αλλά... συνήλθε έγκαιρα!

Του περιγράφω τη γιορτή στη «Σύγχρονη Εποχή», του λέω πόσο ωραία μίλησαν γ ι ’αυτόν, πώς εκδήλωσαν οι παραβρισκό- μενοι τον θαυμασμό και την αγάπη τους. Κολακεύεται, κορδώνε­ται, αστραποβολάει από χαρά. Αλλά... (πόσα «αλλά» δεν έχει ο μπαρμπα-Γιάννης!). Αρχίζει να ρωτάει, αν ήτανε κι ο Τάδε ή ο Δείνα και ανάλογα τους «περιποιέται» τους απουσιάσαντες. ’ Αμα δεν «περάσει» ένα χέρι βριξίδι δυο τρεις κάθε μέρα (ακόμα κι ανθρώπους που αγαπάει), νιώθει πως πήγε χαμένη η μέρα του ο μπαρμπα-Γιάννης! Είναι μόνιμη... Σκαριμπική «θέση» αυτό!

...Σήμερα θυμήθηκε την επίσκεψη που του έκανε επί δικτατο­ρίας Παπαδόπουλου ο άλλοτε φίλος του ο Τσάκωνας.

— Κρίμα, βρε Τσάκωνα! του λέει. Εσύ από πνευματικός άνθρωπος να καταντήσεις υπουργός; Και μάλιστα του Παπαδό­πουλου! Σαν τέτιος είσαι για εξωπέταγμα από το σπίτι μου. Σ ’αφήνω να καθήσεις μονάχα σαν αναξιοπαθούντα μυαλικώς πρώην φίλο μου...

Μου λέει, καθώς μου τα διηγείται:— Μετά τις ανοστίλες των πρώτων τσιριμονιών, με ρώτησε:

«Πώς είδες, Γιάννη, την κατάργηση τη Δημοκρατίας από τη Δικτατορία;». Και του απαντώ: «Δεν έβαλα τη γάτα μου να κλαίει! Γιατί τη Δημοκρατία που μου τσαμπούνησες ποτέ μας δεν

55

την είδαμε οι Έλληνες. Δεν χάνει κανείς, ό,τι δεν έχει. Και δεν κλαίει γ ι ’αυτό που δεν έχασε»...

Αυτή την κουβέντα του με τον Τσάκωνα μου την έχει πει ίσαμε εκατό φορές. Το ξέρεις: όταν κάτι του φαίνεται πολύ πετυχημένο από μέρους του, το επαναλαμβάνει... μέχρι να τον βαρυέσαιΓ Οπως αυτό που ’γράψε κάποτε, ότι τα ανόμοια δεν γίνεται να πάνε μαζί, παράδειγμα: «όταν έχεις ένα άλογο κι ένα πορτοκάλι, δεν μπορείς να φιάξεις ένα αλογοπορτόκαλο!»... Την είχε βάλει αυτή την κουβέντα με τον Τσάκωνα — κάπως διαφορετικά διατυπωμένη — και στο γραφτό που μου έδωσε να διαβάσω από μέρους του στη γιορτή που διοργάνωσε γ ι ’αυτόν η «Σύγχρονη Εποχή»... Σ ’αυτό το κείμενο έγραψε και ένα υπέροχο ύμνο προς τη ζωή κι ενάντια στην... εν πολέμω γενναιότητα. Μπαίνω στον πειρασμό να σου το παραθέσω: «Χρειάζεται πολλή γενναιότητα... να το βάνεις στα πόδια από τα «πεδία της τιμής» για να σώσεις τη ζωή σου! Εγώ έγινα... ήρωας, όταν μου’ρθε έν... θεόμουρλο βόλι «μάουζερ» στο σβέρκο μου! Κανένας δεν σκέφτηκε τι γύρευε αυτό το τραύμα κατάσβερκα! Κανείς! Ήμουν μόνο ήρωας! Αλλά αλλοίμονο στους λαούς που έχουν ανάγκη από ήρωες — θα βρουν το μπελά τους!...». Και πιο κάτω: «Το γεγονός ότι στους πόλεμους αλληλοσφάζονται άνθρωποι ολότελα αναμετάξυ τους άγνωστοι δεν λέει ότι σκοτώ­νονται για ξένα συμφέροντα; Τι άλλο είναι οι αλληλοσκοτωνόμενοι παρά αδελφοί εν δυστυχία, κοινωνοί κοινής κακής τύχης;... Ποια Δόξα και Τιμή, αυτά τα πράσινα άλογα που μας τσαμπουνάνε; Μεγαλύτερη Δόξα και Τιμή από τη Δόξα της ίδιας της ζωής μας υπάρχει άλλη; Ποιο Ζήτω μας μπορεί να είναι καλύτερο από τα Ζήτω μας στον Ή λιο και στην Πούλια; Παιδιά, ζήτω η ζωή — όξω οι Αμερικάνοι!».

Σε ό,τι κι αν λέει ή γράφει, η επωδός είναι αυτή: «Ό ξω οι Αμερικάνοι!». Θυμάμαι, όταν έφευγε ο φίλος του ο κυρ-Νίκος ο Γκιζελής για την Αμερική, όπου είναι εγκατεστημένα τα παιδιά του: τον συνόδεψε μέχρι τον σταθμό, τον χιλιοφίλησε. Και χτυπώντας τον χαϊδευτικά στον ώμο, αλλάλαξε με στεντόρεια φωνή:

— Ό ξω οι Αμερικάνοι! (Κι ένιωσε καταντροπιασμένος ο

56

κυρ-Νίκος, που ο καλύτερός του φίλος τον έβρισε την τελευταία στιγμή αποκαλώντας τον Αμερικανό!!).

Αυτά είναι τα ωραία του μπαρμπα-Γ ιάννη. Κι ό,τι στραβό κι αν κατά καιρούς κάνει στην καθημερινή του ζωή, ...συχωρεμένος να’ναι!...

...Τσακωθήκαμε άγρια: Ό πω ς ξέρεις, επειδή δεν ακούει εύκολα, βάζει τον «συνομιλητή» να του γράφει ό,τι έχει να του πει. Μαζεύει τα γραφτά (αφού βάλει τον ανύποπτο άλλον να τα υπογράψει), τα χρονολογεί και... πού να’ξερα η κακομοίρα τι με περίμενε! Του είχα διηγηθεί ένα βράδυ μια ιστορία για τον Πλατή, τον δημοσιογράφο, όπου θίγονταν δυο αλλοτινοί παπάδες του νεκροταφείου (είχε βγάλει μια φωτογραφία μαζί τους ο Πλατής, εκείνος στη μέση, κι είχε βάλει λεζάντα «εν μέσω δύο ληστών»),

— Γράφτα μου, γιατί δεν τα καλοάκουσα!, μου λέει.

Τ α ’γραψα (σαν ηλίθια που είμαι!). Στο επόμενο φύλλο του «Ευβοϊκού Χρόνου» βλέπω την ιστορία δημοσιευμένη, με την υπογραφή μου από κάτω. Εφρύαξε η οικογένεια του ενός παπά (ήτανε και φίλοι μου ως τότε!), βρήκα τον μπελά μου. Έγραψα ένα λαύρο γράμμα στην εφημερίδα, εξηγώντας πώς έχει το πράγμα και κατάληγα: «Κάποιος πρέπει να του μιλήσει για την... Ρεξόνα! Δηλαδή πως μπορεί να είναι συγγραφέας μεγάλος και τρανός, αλλά δεν μπορεί να είναι ασύδοτος στην κάθε λογής τρέλλα του» και λοιπά. Στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας μου αφιέρωσε ένα πολύστηλο, βρίζοντάς με πατόκορφα!... Δεν πρόκειται να ξαναπα- τήσω το πόδι μου στο σπίτι του... Δεν του ξαναμιλάω, μακάρι να χτυπιέται σαν επιληπτικός!...

...Και ξαναπήγα και του ξαναμίλησα! Είμαι απελπιστικά αιχμάλωτη της σατανικής γοητείας του! Αυτός ο άνθρωπος είναι φιαγμένος σε ίσες δόσεις από Σκοτάδι και από Φως... Κι όταν νικάει το Φως, είναι ένας αληθινός — και σοφός — άγγελος. ’ Ετσι ήταν κι απόψε. Και μονομιάς... ξέχασα όλα όσα μου καταμαρτύρ- ρησε από τις στήλες της εφημερίδας, τα έσβησα με μονοκοντυλιά... Και ήταν απολαυστικότατος έτσι όπως μίλαγε με τις ώρες. Για ποιους; Μα, για τους «εχθρούς» του... Και τραγικός... Νιώθει τόση

57

μοναξιά μέσα του, τόσο ολόγυρα πολιορκημένος από ανθρώπους που ή δεν τον καταλαβαίνουνε καθόλου ή τον παρερμηνεύουνε ή τον εκμεταλλεύονται με τον πιο αδίσταχτο τρόπο. Βέβαια, σε ορισμέ­να σημεία είναι υπερβολικός, όμως για μένα ένα μετράει: η μοναξιά που νιώθει... Του λέω:

— Εσύ είσαι μια πανύψηλη βουνοκορφή, μπαρμπα-Γ ιάννη μου. Και οι κορυφές είναι πάντοτε μοναχικές!

— Ό χι! μου λέει. Στη δική μου κορφή φτύνουνε οι λύκοι και τα τσακάλια! Ξέρεις τι είπε ο Καρυωτάκης; «Πιάσε το όπλο και πέσε πρηνής, όταν ακούσεις ανθρώπους». 'Ετσι είναι! Πριν δυο μέρες έλεγα να σκοτωθώ. ' Εγραψα και διαθήκη — όχι για το πού αφήνω τα υπάρχοντά μου: όσο υπάρχουνε οι συλλητές μου, υπάρχοντα δεν έγω εγώ. Στη «διαθήκη» αυτή μονάχα αποχαιρετάω... Θα μου πεις: «Αφού το αποφάσισες, γιατί δεν το ’κάνες;» Έ λα ντε! Να: γιατί είναι ωραία η ζωή, παρόλο που ολούθε γύρω σου σέρνονται σκουλήκια και φίδια κολοβά. Ό μω ς η διαθήκη είναι εδώ. Πάρτην και διάβασέ την... Την πήρα, την διάβασα, τον παρακάλεσα να με αφήσει ν ’αντιγράψω ορισμένα σημεία της, με άφησε: «όχι αυτά, όπου ονοματίζω μερικούς και μερικές», είπε. Εντάξει, όχι αυτά!... Σου παραθέτω αυτά που μου έδωσε την άδεια να αντιγράψω:

«...Η προς την μετριότητά μου αποδοκιμασία τους (αναφέρει ορισμένα ονόματα) μου ήρθε σαν μια εξώκοσμη παραμόρφωση των μέτρων και των σταθμών μου για τη ζωή. Από τις συνθήκες αυτές, των ατυχημάτων μου, στη δεύτερη πατρίδα μου, τη Χαλκίδα, κατατρεγμένος από εχθρούς και φίλους, βία να μεταβληθώ σε... πολέμαρχον (αντί ταπεινός κοχλίας του Ελληνικού Παρνασσού), θα σπάσω την πένα μου, θα αποκλειστώ στο πένθιμο — σαν κουκουβάγια — ερημητήριό μου. Στις εφημερίδες δεν θα ξανα- στείλω συνεργασία, εκτός από τις ήδη μερικές σταλμένες. Κω θα πεθάνω ήρεμα. Στην αγαπητή μου Χαλκίδα «χαρίζω» τους δυο δικαστές της (εκείνους που δεν καταδίκασαν τον αρχιμαντρίτη Καλαμαρά!)..., στην Αθήνα «χαρίζω» το Τπουργείο Δικαιοσύνης. Στην Ιερά Σύνοδο το λουκέτο. Χαιρετάω από δω όλους όσοι θα με πενθήσουν και τα όρνια του Παρνασσού που — αυτά — θα με σκούξουν...».

58

Μου έδωσε να διαβάσω κι ένα μάτσο άλλα κείμενα — αναφορές διαμαρτυρίες, γραφτά γεμάτα παράπονα... Α π ’όσα συγκράτησα στη μνήμη μου σου γράφω τα πιο χαρακτηριστικά του σκαριμπι- κού ύφους:

«...Οι Χαλκιδιώτες δεν βυζαίνουν το δάχτυλο και θα σε συγυρίσουν στις επόμενες εκλογές. Διότι τήρησες εναρέτικη τάχα ουδετερότητα για το χατήρι του πεφιλημένου σου αλιτήριου, ο οποίος πριν μου ποιήσει το πραξικόπημά του, έπρεπε να το μετρήσει επτάκις και εβδομηντάκις επτά. Γ ι’αυτόν άνεσις είναι το να ξέρει τον γείτονά του στενοχωρημένο. Κι αντί να αυτοκρε- μαστεί — ο στυγερότερος αυτός παλιάνθρωπος όλων των τόπων και των εποχών, εξακολουθεί να κορδακίζεται — φιλομειδής και νεαρός —, γιατί κάτι σαν εσένα υποκαρδίως (ενδόμυχα) επιθυμούν να μην ξεβρωμίσει ο τόπος από τα ηθικά ψοφίμια των καιρών μας...».

Γράφει ενάντια σε διευθυντή εφημερίδας που δεν δημοσίευσε ένα κομμάτι του:

«Διέπραξε εναντίον μου παπατζηδισμόν, εμπαίξαντάς με χυδαία ότι όλο και θαρχόταν να του δώσω ένα από τα καλύτερά μου ταχύτατο γράψιμο για την εφημερίδα του. Μηνύω τον εφημεριδαντζή αυτόν επί φατριασμώ και επιδείξει ασέβειας προς την σεπτήν μακα-β-ριότητα βιαίως αποθανόντος συνανθρώπου μας... Τον μηνύω και ως άνανδρον και βδελυρόν ουρακοτάγκον της εφημεριδογραφίας που με καθύβρισε μπορντεληδόν από τηλεφώ­νου. Ολοι οι τίμιοι πολίτες μπορεί να μην έχουν τηλέφωνο, όλοι όμως οι άτιμοι είναι απαραιτήτους τηλεφωνιτζήδες (δικές του οι υπογραμμίσεις)... Ο εν λόγω μας διδάσκει με τα χρ-ονογραφήματά του ότι...».

Σε άλλο γραφτό — προσχέδιο μήνυσής του ή υπομνήματος του προς το υπουργείο Δικαιοσύνης — αποκαλεί δύο δικαστές «εθε- λοκακόδικους, ημιφρενικούς...» κλπ. Ανάμεσα σ ’αυτά τα χαρτιά υπάρχουν και αφορισμοί σχετικά με τις γυναίκες: «...Περιπίπτουν πολλές στη φακιρική διαχείριση του συζύγου, οι ταλαίπωρες». Ενώ όμως τις λυπάται, αποφαίνεται κατηγορηματικά (με κάτι μεγάλα

γράμματα νααα!) «Η σύζυγος είναι η νόμιμος πόρνη του συζύγου».

59

Το πιστεύει αυτό και το... προσυπογράφει! Στο έχω ξαναγράψει: Ποτέ του δεν είχε σε υπόληψη τις γυναίκες, ενώ ταυτόχρονα πάντοτε τις λάτρευε — και τις λατρεύει!!

...Απόψε η συζήτηση ήταν καθαρά φιλολογική: Του πήγα τους χαιρετισμούς του Γιάννη Ρίτσου που ήρθε να τιμήσει με την παρουσία του τη γιορτή της Επιτροπής Ειρήνης στο στάδιο της Χαλκίδας.

— Μ ’εσένα άρχισε το λόγο του, του λέω. Πάνω από ένα τέταρτο της ώρας μίλησε για σένα και όχι σ ’ετίμησε απλά, σε εξύμνησε...

— Να’ναι καλά ο άνθρωπος! Αλλά ποιητής ίσαμε εμένα δεν είναι!

— Θυμάσαι που είπες στην Τηλεόραση «εγώ είμαι ο μεγαλύ­τερος ’ Ελληνας ποιητής» και έγραψε ο άντρας μου εκείνο το άρθρο στην εφημερίδα και τα «μάζεψες» κι έψαχνες για δικαιολογίες ύστερα;... Αδιόρθωτος είσαι, μπαρμπα-Γιάννη!... Και για τον Παλαμά, τον Βάρναλη κι ένα σωρό άλλους τα ίδια έλεγες: πως δεν είναι μεγάλοι ποιητές σαν εσένα.

— Γιατί, τώρα δεν τα λέω; 0 Παλαμάς! Καβάλησε τον δεκαπεντασύλλαβο και χοπ, χοπ, χοπ, πάει. Πού πάει;

...Και για ποιον δεν είπε απόψε! Ο Σικελιανός; «Βουερός, ωραίος τρελλός, ημιθεϊκός, αλλά δεν έγραψε τίποτα που να πλησιάζει τα δικά μου». Ο Κόντογλου; «Βράστον τον θεούσο, τον μπεκροκανάτα!» (Καλοκαίρια στη σειρά μαζί το «τσούζανε» στα παραλιακά ταβερνάκια της Χαλκίδας και τον υμνολογούσε τότε σαν θεό!). Ο Βάρναλης; (Κι αυτός στενός του φίλος στα παληά). «Καλούτσικος ποιητής, αλλά θηλυκατζής και μπέκρος» (!!). Ο Καζαντζάκης; «Αυτός ο άθεος;» (αθεΐα δηλώνει και ο ίδιος!). «Αυτός που τάχα έψαχνε να βρει το θεό; Καλύτερα να’βρίσκε γιατρό να του επισκευάσει τον... σωλήνα του... Που την άφηνε ρέστη και απότιστη την καϋμένη τη Γαλάτεια, μια χαρά γυναίκα».

— Κανένας δεν σου αρέσει τέλος πάντων;— Πώς κανένας; Τους τεμενάδες μου τους κάνω εγώ στον

Καρυωτάκη, στον Καββαδία, στον Πορφύρα και στον Τέλλο Άγρα... Λ, και στον Τεύκρο Ανθία — σ ’αυτόν, βέβαια, μονάχα για το καλό του γούστο, που διάλεξε τόσο όμορφη συμβία!

Α π’αυτές τις επιλογές του βλέπει κανείς για μια ακόμα φορά την αντιφατικότητα του ψυχικού του κόσμου. Τον Καρυωτάκη τον θαυμάζει σαν ποιητή, αλλά τον νιώθει και σαν άνθρωπο κοντά του:

— ’ Ηταν ένας προοδευτικός, ένας σοφός ανατόμος της ζωής, ένας πολέμιος του κατεστημένου, γ ι ’αυτό τον κατατρέξανε. Αυτοί του’βαλαν το περίστροφο στο χέρι. Ίσω ς αν δεν τον είχανε βαρύνει και τα προβλήματα του... «σωλήνα» του (!!) να είχε άλλη εξέλιξη η πορεία του, ίσως να μην έστρεφε την πλάτη στη ζωή παρά να τους έστηνε αυτός τους καταστημενίες στο κυνήγι — όπως κάνω εγώ!

Με τον Καββαδία τον ενώνει το κοινό, φλογερό πάθος για τη θάλασσα. Μονάχα που εκείνος την «όργωσε» α π ’άκρη σ ’άκρη, ενώ ο μπαρμπα-Γ ιάννης την αγνάντευε από το περιγιάλι. Κι έκανε με τη φαντασία του τα ταξίδια — ίσως πιότερα και συνταρακτικό­τερα από εκείνα του Μαραμπού...

Ό μω ς πώς να εξηγηθεί η τρυφερή αγάπη του και η προτίμησή του στον Πορφύρα και στον Τέλλο Άγρα. Εκείνος παριστάνει τον σαρκαστή κάθε ρομαντικού, κάθε υπερευαίσθητου... Λέω «παρι­στάνει», γιατί υποπτεύομαι (για να μην πω ότι είμαι σίγουρη) πως παράλληλα με τον Σκαρίμπα - σαρκαστή, τον Σκαρίμπα - ξαφνιαστή, τον Σκαρίμπα - σκώπτη, ζει ο Σκαρίμπας ο ρομαντι­κός, ο ονειρευτής, ο απαλόψυχος, ο σαν μικρό παιδί αγνός αισθαντικός Σκαρίμπας.

Εδώ τελειώνουν τα «Γράμματα στην Κάλλια». Γιατί εκείνη γύρισε από τη Ρουμανία και είχε πια την ευκαιρία να ζει από κοντά όσα ζούσα εγώ στο ταπεινό ερημητήριο του μπαρμπα-Γ ιάννη. Αμ δε! Από το πρώτο συναπάντημά τους χωρίσανε τα τσανάκια τους! Τόλμησε η κοπέλλα να του παρατηρήσει ένα-δυο πράγματα στο

61

«Εικοσιένα και η Αλήθεια», την ξαπόστειλε αυθωρεί και παρα- χρήμα στον Αγύριστο ο μπαρμπα-Γ ιάννης!

— Μα, μεταπτυχιακά στην Ιστορία αυτής της περιόδου έκανε! Λες να μην ξέρει τι σου λέει; αυτοδιορίστηκα συνήγορος της κόρης μου.

Τίποτα, ανένδοτος ο μπαρμπα-Γιάννης:— Ιστορικός είναι μονάχα κατά την έννοια ότι είναι... ασχη­

μομούρα. Ό λες οι ασχημομούρες ιστορικοί γίνονται. Νόμπελ ασχήμιας παίρνει αυτή!

Το πώς μπορεί να πάρει «Νόμπελ ασχήμιας» ένα κορίτσι που όλος ο κόσμος βρίσκει πως έχει «γλυκό, όμορφο πρόσωπο», είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο! Ο μπαρμπα-Γ ιάννης θα σε βαφτίσει όχι «ασχημομούρα», αλλά ό,τι απίθανο του ’ρθει στο νου, αν τολμήσεις να εκφράσεις γνώμη αντίθετη προς τη δική του...

Τα κατάφερε να τσακωθεί και με μένα — οριστικά και τελεσίδικα (έτσι νόμιζα τότε!): Μας τηλεφωνεί μια μέρα ο Ιάκωβος Καμπανέλλης παρακαλώντας μας — τον άντρα μου κι εμένα — να πάρουμε μια έγγραφη έγκριση του μπαρμπα-Γιάννη για την τμηματική μετάδοση ενός έργου του από το Ραδιόφωνο. Θα έπαιρνε είκοσι χιλιάδες κατά εκπομπή. Προσπαθήσαμε, όσο μπορούσαμε, να τον αποτρέψουμε τον Καμπανέλλη:

— Μην μπλέκεστε με τον Σκαρίμπα ετούτης της περιόδου, θα βρείτε τον μπελά σας, θα το μετανιώσετε!...

Και του λέμε γιατί. Τίποτα εκείνος!— Πάρτε του την έγκριση. Η ευθύνη δική μου.Αχ, τι τον περίμενε!... Τον τελευταίο καιρό είχε γίνει αφόρητα

ευερέθιστος και αλλοπρόσαλλος ο μπαρμπα-Γ ιάννης. Λόγου χάρη, του στέλνει γράμμα ένας εκδοτικός οίκος και του ζητάει τον αριθμό της ταυτότητάς του που χρειαζότανε για την Εφορία σχετικά με τα ποσοστά του από τα εκδομένα βιβλία του.

— Ποια εφορία και πράσινα άλογα; Η Εφορία, μόλις ιδεί το όνομα Γ\άννης Σκαρίμπας, πάει πάσο. Δεν της χρειάζεται νούμερο ταυτότητας, γιατί ο Γ ιάννης ο Σκαρίμπας είναι ένας. Γ ια άλλη δουλειά θέλουνε αυτοί να μου εκμαιεύσουνε (!!) τον αριθμό της ταυτότητας!...

62

Και τους σκαρώνει μια μήνυση που... να γλύφεις τα δάχτυλά σου! (Δεν ξέρω αν τελικά την υπόβαλε): «Οι τάδε, τάδε, τάδε και τάδε, όντας προβοκάτορες και σαμποτέρ του λαϊκού κινήματος, κάνουν με μεθόδους ταγματασφαλίτικες έλεγχο ταυτοτήτων»!! Είδα το προσχέδιο της μήνυσης και... έφριξα! Ή ταν σαν να κατηγορούσες για ταγματασφαλίτη τον... Φλωράκη!

Έ τυχε απανωτά και άλλο περιστατικό: «Κλάφτηκε»... υπομνη- ματοειδώς στη Μελίνα ότι «πένεται». Δεν... πενόταν, γιατί είχε δυο συντάξεις, τα ποσοστά από τα βιβλία του και χώρια που ο Δήμος της Χαλκίδας ανάλαβε με ομόφωνη απόφαση και κάλυπτε τα έξοδά του για ενοίκιο, φως, νερό, τηλέφωνο. Αλλά στα τελευταία χρόνια της ζωής του όσα λεπτά κι αν εισέπραττε ο μπαρμπα-Γιάννης, τα κατάφερνε να είναι απένταρος! Τέλος πάντων! Έ τσ ι που είναι φιαγμένη η Μελίνα, ν ’ακολουθεί τις παρορμήσεις της καρδιάς της, χωρίς να εξετάσει αν «πένεται» ή όχι ο μπαρμπα-Γιάννης, που πολύ τον αγαπούσε, του εγκρίνει αμέσως μια έκτακτη ενίσχυση από διακόσιες χιλιάδες. Τηλεφώ­νησε η γραμματέας της σ ’εμάς γ ι ’αυτό. Του πηγαίνω την είδηση, άρχισε να... χτυπιέται από την χαρά του, με βάζει να καλέσω τον Νίκο τον Παπαγεωργόπουλο:

— Βλέπεις πώς αναγνωρίζουνε την αξία μου; Σε ποιον άλλον έδωσαν τόσα λεπτά δώρο;

Τ ο’λεγε, το ξανάλεγε, μας μπάφιασε. Για να τον πειράξει ο Παπαγεωργόπουλος, του λέει:

— Μην κορδώνεσαι! Στον Αλέκο τον Λιδωρίκη, έχει δώσει στο παρελθόν δύο εκατομμύρια το Τπουργείο Πολιτισμού!

Πού του’ρθε του Παπαγεωργόπουλου να πει τέτια κουβέντα και ν ’ανάψει τέτια φωτιά; Παίρνει ο μπαρμπα-Γ ιάννης «κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και φιάχνει ένα γράμμααα, μα τι γράμμα! «Γιατί στον Λιδωρίκη δώσατε δύο εκατομμύρια και σε μένα μονάχα διακόσες χιλιάδες; ’ Η μου στέλνεις το ένα οχτακόσα που μου χρωστάς ακόμα...». Κι ακολουθούν βριξιές αφάνταστες σε σύλληψη. Πήρε η «μπάλλα» και όλο το ΠΑΣΟΚ! «Ετούτος ο τόπος πέρασε Τουρκοκρατία, Γερμανοκρατία, Βουλγαροκρατία, Ιταλοκρατία. Μόνιμα υποφέρει από Δημοσιοϋπαλληλοκρατία. Τώρα μας προστέθηκε και η Παπαντρεοκρατία. Ε, πού θα πάει το

63

πράγμα; Αλλά ο λαουτζίκος κατάλαβε την κοροϊδία — ξεχνάει, λες, τις κωλο-Βάσεις; — και θα κρεμάσει τους μουστακοφόρους μορφονιούς, που το ρίξανε στο υπουργιλήκι από τα σύρματα της ΔΕΗ! Εγώ θα ηγηθώ αυτής της επανάστασης, εγώ, ο βαστάζων στους ώμους μου τους καϋμούς ούλης της Ελλάδας!»... Έφτασε, δεν έφτασε το γράμμα αυτό στα χέρια της Μελίνας, δεν ξέρω. Πάντως εκείνος με διαβεβαίωσε ότι του το ταχυδρόμησε «πρό­σωπο άξιο της εμπιστοσύνης μου».

’Εχοντας όλα αυτά υπόψη, προσπαθήσαμε να κρατήσομε τον Καμπανέλλη μακριά από μπλέξιμό του με τον Σκαρίμπα, όμως εκείνος: «Ό χι! Να του πάρετε γραπτή έγκριση. Τα άλλα είναι δουλειά δική μου»... Την πήραμε την έγκριση (προθυμότατος στην υπογραφή της) ώρα γύρω στις εφτά το βράδυ. Δεν πρόφτασα να χορτάσω ύπνο, ώρα εξήμιση με εφτά το άλλο πρωί, ντριννν!, το τηλέφωνο:

— Πότε θα μου φέρεις τα λεφτά από τον Καμπανέλλη;— Μα, ακόμα χτες το βράδυ υπόγραψες! Ακόμα την έγκρισή

σου δεν έχω προφτάσει να την ταχυδρομήσω!Με τα πολλά ησύχασε. Τηλεφωνώ στον Καμπανέλλη, του τα

λέω. Μου εξηγεί τη διαδικασία που ισχύει σ ’αυτές τις περιπτώ­σεις, με παρακαλεί να τα κάνω λιανά στον μπαρμπα-Γ ιάννη. «Εντάξει!». Για πόσο; Γύρω στη μια βδομάδα. Και ξαναρχίζει:

— Τώρα τα θέλω τα λεφτά μου! Ά μ α πεθάνω, δεν μου χρειάζονται. Τότε να τα βάλετε στον κ----σας!».

— Γιατί «να τα βάλετε»; Εμένα τι με ανακατεύεις;— Είστε συμμορία με τον Καμπανέλλη, κι εσύ κι ο άντρας σου!

Πάτε να μου φάτε τα λεφτά... Δεν θα το αφήσω εγώ έτσι όπως τότε με τον Κατράκη, που γιοκ να μου στείλει ποσοστά από το έργο μου!

— Μωρέ, πότε ανέβασε έργο δικό σου ο Κατράκης;— Εγώ του έδωσα να ανεβάσει. Αν δεν το ’παίξε, δικός του

λογαριασμός. Τα ποσοστά έπρεπε να μου τα στείλει!— Εσύ το πας σαν τον φίλο σου τον Καραγκιόζη. Που λέει

«σιγά, θα μου σκίσεις τη γραβάτα»· κι όταν του λέει ο άλλος «μα, δεν φοράς γραβάτα», απαντάει, «ναι, αλλά αν φόραγα, δεν θα μου την έσκιζες;».

64

Αγριεύει:— Δίνε του από ’δω και να μην ξαναπατήσεις!Μέχρι την εξώπορτα με συνοδεύουν οι βριξιές του. Φεύγω

κατασυγχισμένη... Ό μω ς το ξέρω: Μόλις μου περάσει ο θυμός — και εκείνου ο δικός του —, θα ξαναπάω... ' Ετσι έλεγα... Ό μως: σε λίγες μέρες μας έρχεται κλήση από τον ανακριτή! Είχε υποβάλει μήνυση στον Καμπανέλλη και σε μας! Του είχε, λέει, καταχραστεί ο Καμπανέλλης χιλιάδες ογδοήκοντα και έδωσε α π ’αυτές «στους συνεργούς του Νίκο και Μαρία Χατζηγιάννη, δώδεκα χιλιάδες, για να κάνουν πολυτελείς διακοπές στο εξωτερικό»!! Ε, αυτή τη φορά θύμωσα για τα καλά ( — κι ας γέλαγε ο ανακριτής, που — όπως πάντα — έστειλε την υπόθεση στο Αρχείο). Ό χ ι, ποτέ, ποτέ, ποτέ πια δεν θα ξαναπάω στο σπίτι του!

Άρχισε να τηλεφωνεί, να κλαίγεται — «έλα!». Τον άφηνα να μιλάει, δεν απαντούσα, του έκλεινα το τηλέφωνο. Τρεις μήνες συνέχεια αυτή η δουλειά... Αχ, μπαρμπα-Γ ιάννη μου, γιατί να σου το κάνω; Πώς με είχες καταφέρει να πιστέψω πως είχαμε ακόμα καιρό για πείσματα; Έλεγες πως θα ξεπέρναγες τα εκατό- κι ήσουν ακόμα μονάχα ενεννήνα ένα. Πώς να πέρναγε από το νου μου ότι δεν θα το ξεπερνούσε αυτό το νούμερο η επίγεια ζωή σου; Τώρα;... Κλαίω, κλαίω, κλαίω... Χτυπάει το τηλέφωνο κι είναι η φωνή της Μάχης:

— Έ λα, σε παρακαλώ. Θέλει να σ ’αποχαιρετήσει... Σε ζητάει όλη την ώρα...

Δεν την πιστεύω. Δεν είναι η πρώτη φορά που θέλει να με «αποχαιρετήσει». Ξέρει κόλπα αυτόοος!

— Ό χ ι, λέει η Μάχη. Τούτη τη φορά δεν είναι «κόλπο». Είναι πολύ βαριά. Μας φεύγει!

Και ακούγεται στο τηλέφωνο το κλάμα της! Κλαίει αυτή που δέκα ολόκληρα χρόνια είναι αιχμάλωτή του, να τον περιποιείται νύχτα-μέρα, αποκλεισμένη από τον έξω κόσμο. Και να την βρίζει (και να του το ανταποδίνει!... Τι παράξενο το δέσιμο που’χουν οι δυο τους!). Σαν «φύγει» ο μπαρμπα-Γ ιάννης, η Μάχη θ ’αποχτήσει πάλι τη λευτεριά της... Ό μω ς κλαίει...

Κλαίω κι εγώ — εκείνη την ώρα που είπε η Μάχη «μας φεύγει»... Κι ετούτη την ώρα που μας έχει φύγει πια... Ο

65

μπαρμπα-Γ ιάννης μας, ο βασανιστής μας, ο γητευτής μας, ο αλλοπρόσαλλος, ο άγριος και τρυφερός, ο μεγαλόψυχος και υβριστής, ο σαρκαστής και θωπευτής, ο φιλοχρήματος και αφει­δώλευτος ξοδευτής, ο μαστιγωτής του πλησίον και συμπαραστά­της σε κάθε δυστυχία του πλησίον, ο πάνσοφος και ανυποψίαστος σαν παιδόπουλο, ο οραματιστής και γήινος, ο αισθησιακός κι αγνότατος, ο ανυπόταχτος και ικέτης, ο εγωκεντρικός κι αισθαντι- κός, το Σκοτάδι και το ΦΩΣ, ο αγαπημένος μας, ο ανεπανάλη­πτος ο ’ Ενας, ο Μοναδικός, ο ΓΙΑΝΝΗΣ ο ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ μας...

Με πηγαίνει ο σωφέρ ο Πάτος στο σπίτι όπου έζησε τα τελευταία δεκάξι χρόνια της ζωής του ο μπαρμπα-Γιάννης. Ό χ ι δικό του σπίτι. Πάντοτε με το νοίκι καθότανε. Κι ας είχε περάσει χρήμα και χρήμα από τα χέρια του, τότε που ήτανε εκτελωνιστής. Μου λέει ο γιος του ο Μιστός πως στα 1931 είχανε κερδίσει με τον συνεταίρο του τον Κατρή από δεκάξι χιλιάδες ο καθένας μέσα σε μια μέρα. Λεφτά γερά, προπολεμικά. Τότε, το λιμάνι της Χαλκίδας «είχε ψωμί». Κάργα, μπίμπα ήτανε, σχεδόν καθημερινά, από τα φορτηγά βαπόρια. Κι ο μπαρμπα-Γιάννης, εκτελωνιστής μαγγιόρος, μάζευε με τη σέσουλα το χρήμα. Τι τ α ’κανε τόσα λεπτά; Ό ,τ ι του έλεγε το κέφι του, το κάθε ξαφνικό σκίρτημα της καρδιάς του, η καλοζωίστικη ταχτική του. Γλέντια τρικούβερτα στα κέντρα, παραγγελιές «και του πουλιού το γάλα», φιλοδωρή­ματα στα γκαρσόνια ύψους... Ροκφέλερ ή μαχαραγιά. Και οι γυναίκες! Οι όμορφες γυναίκες δεν προφταίνανε να μαζεύουνε δώρα του — δώρα υλικά, καλοδιαλεγμένα, διακριτικά, μαζί με το τρανότερο του δώρο: το λιβανωτό του θαυμασμού του στην ομορφιά τους. Γυναίκα όμορφη κι αιθέρια ποτέ του δεν την άγγιξε. Τις «έστηνε» απέναντι του και... έχασκε το κάλλος τους! Για τα σεξουαλικά του κέφια η επιλογή του πάντοτε: γυναίκες παρακα­τιανές, άξεστες και κατά προτίμηση... ασχημομούρες... Στα γλέντια, λοιπόν, και τις όμορφες γυναίκες ξόδιαζε τα λεφτά του... Και στα μικρά παιδιά και σ ’όσους βρίσκονταν σε ανάγκη. Ό που παιδί χτικιάρικο, κακομοιριασμένο, εκεί θε ν ’άνοιγε το φουσκω­μένο πορτοφόλι του. Και στα δικά του τα παιδιά; Ούτε μια καραμέλλα ούτε μια σοκολάτα ούτε ένα χάδι! Γιατί; Εκείνος το ήξερε!... Μονάχα η εγγονή του η Ελένη θυμάται με συγκίνηση που,

τσουπ-τσουπ-τσουπ, της πήγαινε στο σχολείο ζεστά-ζεστά κου­λούρια με σουσάμι, ευθύς μόλις βγαίνανε από το φούρνο — την κάθε μέρα... Ή ταν αδυνατούλα, ίδια τσιλιβήθρα τότε η Ελένη...

Ίσω ς γ ι ’αυτό!... Και σ ’όσους βρίσκονταν σε ανάγκη;... Πάει μια μέρα ένας νοικοκύρης (το θυμούνται αυτό ίσαμε τώρα τα παιδιά του μπαρμπα-Γ ιάννη), του λέει:

— Ατύχησα στο εμπόριό μου, μου βγάζουνε στον πλειστηρια- σμό το σπίτι. Θα είναι μια παρηγοριά για μένα, αν δεν το πάρει άλλος από σένα. Πάρτο να βάλεις μέσα τα παιδιά σου!

Και λέει εκείνος επαναστατημένα:— Να βγάλω στο δρόμο τα δικά σου τα παιδιά για να μπάσω

στο σπίτι σου τα δικά μου;... Πόσα σου χρειάζονται για να γλυτώσεις από τον πλειστηριασμό το σπίτι;... Πάρε όσα έχω εδώ. Και κάπου θα βρεις να τσοντάρεις όσα λείπονται!

Και του βάζει στο χέρι μάτσο ολόκληρο από χιλιάρικα... Δώρο!... Του λέω μια μέρα:

— Δεν αξιώθηκες, μωρέ, με τα μυαλά που έχεις, ν ’αφήσεις στα παιδιά σου ένα σπίτι. Κι εσύ, σαν τη σβούρα γύριζες στη ζωή σου- από σπίτι σε σπίτι!

Λέει:— Στα παιδιά μου θ ’αφήσω τη δόξα που σούρνει πίσω του

τ ’όνομά μου... Και για τη «σβούρα» που μου λες: Κάλλιο σβούρα παρά δέντρο! Ά μ α κάθεσαι σ ’ούλη σου τη ζωή στο ίδιο σπίτι, είσαι σαν το δέντρο που στέκεται εκεί που το κρατάνε αιχμάλωτο οι ρίζες του...

...Με πηγαίνει τώρα ο σωφέρ ο Πάτας στο σπίτι όπου άφησε την τελευταία πνοή του ο μπαρμπα-Γ ιάννης: Μακάρι να μπορούσα να μην ξανανεβώ αυτή τη σκάλα ποτέ, ποτέ,ποτέ πια τώρα που έφυγε εκείνος. Ό μω ς η Μάχη παρακάλαγε κάθε φορά:

— Μην μ ’αφήσεις μοναχή, όταν θα φύγει ο πατέρας!Πρέπει να κρατήσω το λόγο μου. Ό χ ι πως η Μάχη δεν έχει

δικούς της ανθρώπους γύρω της — τ ’ αδέρφια της, τη νύφη της, την ανεψιά της —, αλλά να, μέ έχει... διορίσει προστάτισσά της! Και μου είναι τόσο οδυνηρό να μπαίνω τώρα μέσα σ ’αυτό το σπίτι, που δεν το κατοικεί πια Εκείνος... Μου λέει στο δρόμο ο Πάτας:

67

— Εκείνη τη φωτογραφία του που μου χάρισε, την έστειλα στα παιδιά μου που σπουδάζουνε στην Αυστραλία. Και τα έχουνε τώρα όλοι οι φοιτητές της ομογένειας εκεί στα όπα-όπα τα παιδιά μου— πολύ σ ’εκτίμηση τα έχουνε εκεί κάτω τα βιβλία του μπαρμπα- Γιάννη. Κι εμείς εδώ;

Εμείς εδώ! Τώρα που έφυγε εκείνος, τώρα τους έπιασε Τους πολλούς το πόνος για τον Σκαρίμπα! Ό σο ανάπνεε ανάμεσά μας έλεγε ο ένας το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του ενάντιά του! Και είναι και μερικοί που εξακολουθούνε αυτό το «βιολί» και τώρα — άλλοι α π ’αυτόν διπλότριπλα ευεργετημένοι αχάριστοι, άλλοι ψευτοδιανοούμενοι και ψευτομαχητές, άλλοι κάλπικοι τάχα «φί­λοι» του, τάχα... πολυ-«γνώστες»... Κι έχω εδώ τον Πάτα, τον απλό βιοπαλαιστή σωφέρ, που βουρκώνουνε τα μάτια του και λέει «Θιος ’σχωρέσει την ψυχούλα του, πολύ με τίμησε ο μακαρίτης». Και όλος περηφάνεια μου λέει — για τρίτη φορά στη σύντομη διαδρομή — την αφιέρωση του μπαρμπα-Γιάννη σ ’εκείνη τη φωτογραφία που ταξίδεψε για την Αυστραλία: «Στον αγαπητό οδηγό μου κύριο Πάτα ενθύμιον λησμονίας απ ’ αντίπερα». (Το «αντίπερα» είναι η Βοιωτική πλευρά της πόλης, όπου τέλειωσε την επίγεια ζωή του ο μπαρμπα-Γ ιάννης κι όπου αναπαύεται τώρα κάτω από το Φρούριο του λόφου)...

Το δωματιάκι, απ ’ όπου πέρασαν από την κοντινή πρωτεύουσα, αλλά κι από κάθε ελληνική γωνιά, επισκέπτες, προσκυνητές στο αδούλωτο πνεύμα του, στις ηφαιστειακές εκρήξεις της ψυχής του ενάντια σε κάθε ψεύτικο κι ανάποδο, στη μαστιγώτρα πέννα του, τη λεξοπλάστρα, το δωματιάκι αυτό όπου αμέτρητες βραδυές ρούφαγε η ακοή μου και ολάκερο το είναι μου τα ξαφνιαστικά σκαριμπικά αποφθέγματα κι ήμουνα μάρτυρας στις πιο απίθανες παραξενιές του, έχει αλλάξει τώρα όψη. Η τωρινή θωριά του με πληγώνει... Δεν έχει πια την ομορφιά της ακαταστασίας που εκείνος επέβαλλε σαν νόμο. Λείπει ο «σημαιοστολισμός» των τοίχων με λογής-λογής σημειώματα, λείπει εκείνο το τασάκι με το νερό, όπου μέσα εκσφενδόνιζε τις γόπες από τα τσιγάρα του (κοντά τρία πακέτα την ημέρα!), για να’ναι ασφαλισμένος από τον κίνδυνο πιθανής πυρκαγιάς! Λείπουν οι μαρκαδόροι (για κάθε κατηγορία... υβριζομένων άλλο χρώμα μαρκαδόρος στο σχετικό...

ευρετήριό του!), λείπει η «Επισείουσα τους ανέμους» που μόνος του την ζωγράφισε, λείπει ο φακός ο μεγεθυντικός — βοηθός στην ασθενισμένη πια όρασή του, — λείπει ο ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ... Τι γίνανε τα «χαρτάκια» που στολίζανε τους τοίχους; «Γιάννης Σκαρίμπας, ερασιτέχνης αστροφυσικός, ανώτερος του Σαχλαμα- ριόν» έγραφε σ ’ένα (ποτέ δεν έμαθα από πού πήγαζε η τόση του απέχθεια στον μακαρίτη τον Φλαμαριόν!). «Να τηλεφωνήσω την Δευτέρα 10 του μήνα στον... Αριθμός του τηλέφωνου...», έγραφε στο άλλο. «Να πληρωθεί μέχρι το τέλος της βδομάδας το λησταρχείο της ΔΕΗ», σ ’ένα τρίτο (όλους τους λογαριασμούς από Δημόσιες Τπηρεσίες τους ονομάτιζε «καθωσπρεπίδικες ληστεί­ες»!). Και πάρα κάτω: «να κάνω στον... μήνυση τη Δευτέρα το πρωί» (να μην ξεχνάμε το... βιολί μας!) Και: «Ο... θα’ρθει την Τετάρτη βράδυ στις 8, άντε ας είναι το πολύ 8 και τέταρτο». Αλλοίμονο, αν στο ραντεβού έφτανε ο άλλος με την όποια καθυστέρηση! Θα άκουγε όσα δεν θα μπορούσε να’χει ακούσει σ ’ολόκληρη τη ζωή του από χορωδία αθυρόστομων! Είμαι «παθός» και ξέρω!... Ό λα τα σημειώματα γραμμένα στο χαρτί όχι στο κάθετο, αλλά στο πλαγιαστό.

— Θέλω να έχω άπλα, όταν γράφω. ' Ετσι οριζοντιώδικα είναι σαν να γράφω σε χάρτινη στέππα». Νιώθω τότε λεύτερος.

Και οι μαρκαδόροι, τα στυλό;— Εκεί ήτανε, έτσι τον είχα βάλει, γιατί μου τον μετάθεσες;Ουαί κι αλλοίμονο, αν κάτι άλλαζε θέση! Πού να τολμήσει η

Μάχη να μετατοπίσει πράγμα! Ούτε καρφίτσα! Τ ο ’παίρνε χα­μπάρι με την πρώτη — ε ξού και η τόση ακαταστασία στο δωμάτιο... Ά σε πια με το τηλέφωνο!

— Το μιλητήρι δεξιά, το ακουστήρι αριστερά!, διάταζε. Το Χριστό σου, την Παναγία σου, γιατί μου το ’βαλές ανάποδα;

Λες κι είχε σημασία, αν το ακουστικό θα ακούμπαγε στην τηλεφωνική συσκευή έτσι ή έτσι! Για κείνον είχε! Νεύριασα μια μέρα, του λέω:

— Ξέρεις, πώς το κάνεις εσύ με το ακουστικό; Σαν αυτούς που στην προεκλογική συγκέντρωση του Γαρουφαλιά του ζήταγαν ...φλυτζάνια με το χερούλι αριστερά!...

Γέλασε, ξεθύμωσε, εντάξει!

...Τώρα στο δωματιάκι έχουν απομείνει από τα παλιά μονάχα το σαρακοφαγωμένο γραφείο, η σόμπα (στα τελευταία μεταβλη- μένη σε «ακουμπιστήρι» για τα γραφτά του, τις εφημερίδες, τα «τσακωτήρια» (ήτοι συνδετήρες), το ...ταλαίπωρο τηλέφωνο... Και στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο στέκεται τώρα ένα ντιβάνι: διάδοχος του κρεβατιού α π ’όπου ο μπαρμπα-Γιάννης μισοκαθι- στός αντίκρυζε την «ισόβια ερωμένη» του (δικά του λόγια), τη Χαλκίδα... Κι όπου τον τελευταίο καιρό μ ’ένα ψαλλίδι στο χέρι έκοβε τα υφασματένια μαντήλια του — σωρό ολόκληρο — σε κομματάκια, μέγεθος χαρτοπόλεμου! Γιατί; Ποιος να’ξερε! Η καταστροφική λειτουργία του ψαλλιδιού είχε αρχίσει με τα κουμπιά στα εσώβρακα: τα έκοψε και τα αντικατάστησε με παραμάνες! Πότε έλεγε πως έτσι διευκολύνεται καλύτερα στο άνοιγμα του εσώρρουχου, όταν πηγαίνει προς «εκκένωση στο ανακουφιστήριο», πότε κλαιγότανε τάχα πως «βλέπεις, ούτε ένα κουμπί δεν μου ράβει η θυγατέρα μου στα σώβρακα και αναγκά­ζομαι να τα πιάνω με τις παραμάνες»!

Και πρόσθετε με αυτοσαρκασμό:— Να μην έχω ...ανοιχτά τα μαγαζιά και ξεραθείτε εκεί που

στέκεστε σαν αντικρύσετε τα ...κάτω κάλλη μου!Κι αληθινά, στα τελευταία του, όταν έτυχα στο άλλαγμα που

του’καναν η νοσοκόμα και η νύφη του, ανατρίχιασα βλέποντας σε τι κατάσταση είχε καταντήσει η αρρώστια την περιοχή εκείνη. Και τότε κατάλαβα εκείνο που μου είχε πει το προπερασμένο καλοκαίρι:

— Με τούτη τη ζέστη «καίγομαι» κάτω, άμα ακουμπάει το σώβρακο. Γ ι’αυτό έβαλα αυτό που βλέπεις.

Είχε αντικαταστήσει το εσώβρακο με μια παληά φούστα της Μάχης, όλο πιέττες. Και σαρκαστής όπως πάντα, είχε προσθέσει:

— Βλέπεις, η αρρώστια με κατάντησε... Σκωτσέζο!Αχ, μπαρμπα-Γιάννη μου!...

Θυμάμαι... θυμάμαι... Και τι δε θυμάμαι! Σκόρπια, ανάκατα...Μου λέει μια μέρα:— Εσύ, με τα μυαλά που έχεις, μου μοιάζεις. Κι η πέννα σου

70

είναι καλή. Λέω, λοιπόν, να βγάλουμε μαζί μια εφημερίδα. Θα καταγγέλνουμε α π ’αυτήν κάθε βδομάδα τα παραστρατήματα των συμπολιτών μας και θα μαζεύουμε του κόσμου τον παρά. Γ ιατί καταλαβαίνεις τι θα γίνεται: «Δόσμου και μένα, μπάρμπα»! Και ούλα τα λεφτά — έξω τα έξοδά μας για το κατοπινό φύλλο — θα τα δίνουμε στο Ορφανοτροφείο.

— Δεν είσαι στα καλά σου! λέω. Εσένα σ ’αυτή την ηλικία δεν σε πιάνει ο Νόμος — άσε που έχει συνηθίσει ο κόσμος τα παλαβά σου. Εμένα με ρωτάς τι κουβαλητό θα μου γίνεται στον εισαγγε­λέα; Και γιατί να βρίζομε τον κόσμο, σε παρακαλώ; «Έκαστος των ανθρώπων δύο πήρας φέρει», είπε ο αγαπημένος σου ο Αίσωπος. Καλύτερα δεν είναι να κοιτάμε ο καθένας τη δική του πήρα; Δεν μπλέκω εγώ στις τρέλλες σου!

— Τι μπλέξιμο θε να’χεις; Αφού θα έχεις την σκαρίμπικη κάλυψη!

— Τώωωρα σώθηκα!... Αλλά ας πούμε πως τα συμφωνάμε. Γιατί τα λεφτά ειδικά στο Ορφανοτροφείο; Τπάρχει και το Γηροκομείο στην πόλη.

— Τα ορφανά είναι παιδιά, έχουνε τη ζωή μπροστά τους. Αυτά πρέπει να συντρέξουμε. Τους γέρους γιατί να τους συντηρούμε; Αυτοί κλέβουνε με την ανάσα τους τον αέρα από τους νέους. 'Ασε που πάνε και ψηφίζουνε ό,τι πισωδρομίτικο! Με τι δικαίωμα αποφασίζετε, βρε σάψαλα, εσείς που φεύγετε, για τη ζωή της νέας γενιάς και την καταδικάζετε με την κωλοψήφο σας;... Έ πρεπε να τους κάνουνε «ξου, ξου» από τις κάλπες τους εβδομηντάρηδες και πάνω!

— Ναι, λέω, αλλά τότε δεν θα ψήφιζες ούτε συ. Κοντεύεις τα ενενήντα, το ξεχνάς;

— Τι σχέση έχει αυτό; Κοντά ενενήντα χρόνους βρίσκομαι εδώ, αλλά αγέννητος είμαι ακόμα. Εμένα η Μάνα Ελλάδα τώρα με κοιλοπονάει...

Το είχα ακούσει αυτό αμέτρητες φορέ;. Το είχε κάνει προσωπικό του σλόγκαν και το ανέμιζε σαν σημαία κάθε φορά που θα γινόταν αναφορά στην ηλικία του.

— Πολυχρονίτης ναι, γέρος όμωί από πού κι ω: πού:Αυτό;: ένιωθε έφηβοί την πάσα μέρα Γ ι’αυτό και «συμπαρα­

71

τασσότανε» με τη νεολαία... Θυμάμαι πόσο δύστροπα φερότανε τα τελευταία χρόνια, όταν έρχονταν στην πόλη ξένοι για να τον επισκεφθούν:

— Αφήστε με, κουράστηκα, δεν θέλω...Και ενδιάμεσα και καμιά... Χριστοπαναγία!... Σαν όμως του

έλεγες για τους επισκέπτες «είναι κάτι φοιτητές», δειχνόταν προθυμότατος, πάντοτε στη διάθεσή τους:

— Πες στα παιδιά να περάσουν αμέσως!Και μια από τις συνηθισμένες ερωτήσεις του στους σπουδαστές

επισκέπτες του:— Πώς τα περνάτε με τα μορμολύκεια, τους καθηγητάδες

σας;...Πολλές φορές αναφερόταν και στο λόγο που τον έκανε να

παρατήσει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπι­στήμιου της Αθήνας:

— Εγώ πήγα για να σπουδάσω Φιλολογία κι αυτοί διδάσκανε μονάχα τις κατηγορηματικές μετοχές και τη σημασία του... τετελεσμένου μέλλοντα! Τους φασκέλωσα, λοιπόν, έγινα εκτελω­νιστής και είδα την υγειά μου!...

Εγώ δεν το ’ξερα από αρχή-αρχή πως είχε περάσει ένα «φεγγάρι» από το πανεπιστήμιο. Από αυτά που έλεγε στους φοιτητές-επισκέπτες του το έμαθα... Και τη βραδυά που πέθανε έμαθα κατάπληκτη και μια άλλη (άσχετη με την πρώτη) σύντομη «θητεία» του. Πίσω από το κρεβάτι του βρισκόταν μια μικρή βιβλιοθήκη με σπασμένο τζάμι. Απαγορευμένο σε όλους να την πλησιάσουν!

— Μονάχα σαν θε να ’ρθουνε οι νεκροστολιτζήδες μου, θα πάτε κατά κει!

Πού να τολμήσει η Μάχη να τα βάλει μαζί του και με τους ιστούς που είχανε πλέξει στη βιβλιοθήκη οι αράχνες — αηδιαστικά ανάερα κουρτινάκια!... Σαν είπαμε να βάλουμε μια τάξη εκεί ύστερα από τον θάνατό του, τι ανακαλύπτω κατάπληκτη; Τι συναξάρια αγίων, τι ψαλμούς του Δαυίδ, τι Σύνοψη, τι Ευαγγέλιο! Ολόκληρη θρησκευτική βιβλιοθήκη, αυτός ο «άθεος»! Ό μως η νύφη του η Ματούλα δεν συμμερίζεται την έκπληξή μου:

— Στα πρώτα νιάτα του έκανε τον ψάλτη στην εκκλησία του

72

χωριού του, στην Αγια-Θυμιά! μου λέει. Και την πρώτη γνωριμία του με την πεθερά μου σε μια ολονυχτία εικόνας την έκανε. Τον είχανε καλέσει να τον έχουνε εκεί για ψάλτη... Δεν τα ξεκόλλησε τα μάτια του από πάνω της όλη τη νύχτα — έτσι λέγανε οι συγγενείς της πεθεράς μου...

Κύριε ελέησον! Ο Γ ιάννης ο Σκαρίμπας να «ξενυχτάει» εικόνα!... Ό σο για το ότι «δεν ξεκόλλαγε τη ματιά» από την κατοπινή γυναίκα του, το πιστεύω. Ή ταν σωστή καλλονή η κυρα-Λένη κι εκείνος κάθε τι το όμορφο το καμάρωνε με τις ώρες... Πολλές φορές και τη δική του τη θωριά καμάρωνε, σε στιγμές που ξεχνούσε πως... δεν ήταν ωραίος! Θυμάμαι ένα περιστατικό στο σπίτι του μπαρμπα-Σίμου. Με τον Σίμο ήτανε σχεδόν αχώριστοι. Κι ας τον εμάλωνε συχνά-πυκνά εκείνος:

— Τι ήτανε πάλι αυτό που μου είπανε; Έβγαλες, λέει, τα παπούτσια σου μέσα στο λεωφορείο κι άρχισες με το ψαλλιδάκι να κόβεις τη μπροστινή μεριά από τις κάλτσες σου. Κι έγινες «νούμερο» στους επιβάτες!

— Οι επιβάτες πού να ξέρανε πόσο με στένευαν μπροστά οι κάλτσες. Λες κουτουρού να τις έκοψα;

Την είχε τη μανία αυτή — κοντά στις τόσες άλλες: να κόβει εμπρός τις κάλτσες «για να μένουνε τα δάχτυλα ελεύθερα»! Ούτε εκεί δεν άντεχε την «κατα-πίεση»!... Ή του έβαζε τις φωνές ο Σίμος, πάντα περίφροντις για την υγεία του, που ο μπαρμπα- Γιάννης την έγραφε «στα παλιά του παπούτσια»:

— Στην ηλικία σου να ρίχνεις τόσο πιπέρι στο φαΐ σου;Κι ο μπαρμπα-Γ ιάννης «σε απάντηση» ν ’αρπάζει και ν ’αδειά­

ζει μέσα στο πιάτο ολόκληρη την πιπεριέρα.— Την υγεία μου την κουμαντάρω εγώ. Και το πιπέρι

επίσης!...Ειδικά για το πιπέρι: Ίσω ς να το ’χε συνηθίσει ο οργανισμός

του από τον καιρό που — μικρόν — του έριχνε στο στόμα ολόκληρες χούφτες ο παππούς του, όταν εκείνος έλεγε βριξόλογα...

Γυρίζω όμως στο περιστατικό στο σπίτι του κυρ-Σίμου: Πήγε να τον βρει στο σπίτι του και κάθησε στο δωμάτιο των νοικάρηδων κάτω να τον περιμένει. Επάνω σπάνια ανέβαινε, για να μη φέρνει

73

σε δύσκολη θέση το φίλο του που τον επρόγκιζε η γυναίκα του για τη φιλία του με τον Σκαρίμπα:

— Πάλι μας κουβαλήθηκε ο μπερμπάντης που σε ξεμυαλίζει, Σίμο!

Φόραγε εκείνη την ημέρα καινούργια κουστουμιά, μαγγιόρα, ο μπαρμπα-Γιάννης. Κι εκεί που πρόσμενε το φίλο του, άρχισε να καμαρώνει το είδωλό του στον καθρέφτη της αντικρυνής ντουλά­πας. Τσαλίμι στο τσαλίμι, πόζα στην πόζα, κόρδωμα στο κόρδωμα και πισωπάτημα, κατάφερε στο τέλος να μπουρδουκλωθεί και να κωλοκαθήσει στο αναμμένο μαγκάλι πίσω του. Πάει το πισινό μέρος της καινούργιας κουστουμιάς! Κι απαρηγόρητος κι όλο φωνές κι αυτοφασκέλωμα ο μπαρμπα-Γ ιάννης! Ο Σίμος κουτρου­βάλησε τις σκάλες σαν τον άκουσε να βρίζει θεούς και δαίμονες και προθυμοποιήθηκε να τον συνοδέψει ως το σπίτι του για να αλλάξει ρούχα. Μπροστά ο Σκαρίμπας πίσω ο Σίμος, να «καλύπτει» σαν... οπισθοφύλακας τα τσουρουφλισμένα από το μαγγαλοκάθισμα καπούλια του Σκαρίμπα. Τους πήρε κάμποση ώρα η ποδαράτη διαδρομή, γιατί δυσκολευότανε στο περπάτημα ο κυρ-Σίμος. Κι αναρωτιότανε, γιατί άραγε να τον δυσκολεύουνε τα ποδάρια του, ειδικά αυτή τη μέρα. Και μονάχα σαν φθάσανε στο Σκαριμπέικο ανακάλυψε την αιτία: από τα ξεφωνητά του μπαρμπα-Γ ιάννη είχε βάλει άρον-άρον τα παπούτσια του ο Σίμος και τώρα ανακάλυπτε πως το δεξί του πόδι το ’χε παπουτσώσει στο αριστερό πατούμενο και το αριστερό ποδάρι του ήταν μέσα στο δεξί παπούτσιΙ...

Στου μπαρμπα-Σίμου ήταν επισκέπτης ταχτικός ο μπαρμπα- Γιάννης σαν έλειπε από το σπίτι η Σίμαινα. Εκείνη, εκτός που «μόρτη» τον ανέβαζε, «μπερμπάντη» τον κατέβαζε τον μπαρμπα- Γ ιάννη, δεν τον εχώνευε και για άλλο λόγο: Είχε ρημάξει τη βιβλιοθήκη του κυρ-Σίμου! Ό λο βιβλία «δανειζότανε» κι όλο ξεχνούσε να τα πάει πίσω. Το είχε δα σε όλη του τη ζωή αυτό το χούι ο Σκαρίμπας! Ό λα τα δανεικά γινόντανε «αγύριστα». Μπορούσε να σου κάνει τραπέζι ηγεμονικό, σκορπώντας ασυλλόγι­στα το χρήμα, μάτσο να δώσει — χάρισμα — τα χαρτονομίσματα σε όποιον του έλεγε πως είχε ανάγκη, όμως σαν δανειζότανε — λεφτά, βιβλία, ο,τιδήποτε — ο δανειστής έπρεπε να τα ξεγράψει. Ποτέ του δεν εδέησε να δώσει πίσω ό,τι πήρε... Το μόνο που

74

ΚανμοΙ στο Γριπονήσι

^ r ^

•/W*·̂ . ✓'·*"“ .

~·?1£ ι-"?*-*"Γ *'*■ ·£>" ! ’rγ * .***.,* « * t<’',‘* Ci r-"> ^

forT*ί"|#Λ*

Φ ωτοτυπία της αφιέρωσης του μπαρμπα-Γιάννη στο βιβλίο που χάρισε στη νύφη του Μ ατούλα για τη... θεραπεία της τριγυρϊστρας του

δάχτυλου του!

πάντοτε πισωγύριζε, ήταν η βαθιά ευγνωμοσύνη του για την οποία τυχόν εξυπηρέτηση — ακόμα και την πιο μικρή. Η νύφη του η Ματούλα έχει βιβλίο με την αφιέρωση «Στην αγαπημένη νύφη μου για το καλό που μου’κανε θεραπεύσαντάς μου την στο δάχτυλό μου τριγυρίστρα με προζύμι»! Είχε πάθει τότε μια φλεγμονή στον δεξιό του δείχτη και του έκανε η Ματούλα το «γιατροσόφι» που τον έγιανε. Γι ’ αυτό το «Ευχαριστώ» του. ' Αλλο που για κάμποση ώρα δεν δεχότανε τη... θεραπεία, γιατί του ήρθε η υποψία πως η Ματούλα ήθελε να του αχρηστεύσει ολότελα το δάχτυλο, για να μην μπορεί πια να ξαναγράψει! Απίστευτα μεγάλη η ευπιστία του προς τους ξένους, άλλη τόση η δυσπιστία του προς τα μέλη της οικογένειάς του...

Πάντοτε...Αρχές-αρχές είχε δείξει κάποια εμπιστοσύνη στο στερνοπαίδι

του, τον Σπύρο. Αργότερα την απόσυρε και απ'αυτόν. Ή ταν ο Σπύρος ένα παιδί ευαίσθητο, τρυφερό, ευκολοπλήγωτο. Γ ι’αυτό πολύ τον πίκρανε αυτή η στάση του πατέρα του. ’ Ομως ποτέ του δεν διαμαρτυρήθηκε. Ποτέ δεν του έβγαλε γλώσσα ο Σπύρος. Είναι από τη φύση του τόσο πράος, γαλήνιος, απαλός. Και είχε και τόσο θαυμασμό και σεβασμό στον αλλοπρόσαλλο γεννήτορά του! Τσιμουδιά δεν έβγαλε ούτε καν για εκείνες τις υποσχέσεις του που μείνανε υποσχέσεις — πως θα τον «σπουδάσει στο πανεπιστήμιο» και, αργότερα, πως θα τον έκανε «εκτελωνιστή μαγγιόρο» και τίποτα δεν τον έκανε... Ούτε διαμαρτυρήθηκε, όταν του κόλλησε το προσωνύμι «ο Παπάγος» επειδή ήτανε λέει «ολόφτυστος ο αποτέτιος, ο αρχιστράτηγος»! Είχε, βέβαια, μια κάποια φατσική ομοιότητα με τον «περί ου ο λόγος» ο καϋμένος ο Σπύρος, ωστόσο πολύ τον είχε στενοχωρήσει το παρατσούκλι που του κόλλησε ο πατέρας του: Να έχεις κάνει εξόριστος σ ’ένα σωρό ξερονήσια για τις προοδευτικές ιδέες σου και ύστερα να σε φωνάζουνε «Παπά- γο»;... Κι άλλα πολλά από τα φερσίματα του πατέρα του που τον είχανε πληγώσει τον καϋμένο τον ευγενικό, τον τρυφερό τον Σπύρο. Κι όμως! Σαν πέθανε ο μπαρμπα-Γιάννης, έκλαιγε απαρηγόρητα ο αδικοβαφτισμένος «Παπάγος»... Αυτός και η Μάχη κάθε λίγο και λιγάκι βουρκώνουνε, όταν μιλάνε για τον πατέρα τους και... τον αναζητάνε — κι ας τους είχε «κάψει τη

76

Φ ωτοτυπία της αφιέρωσης που έκανε ο μπαρμπα-Γιάννης σε βιβλίο που χάρισε στη νύφη του Ματούλα. για τις «θεσπέσιες γεμιστές

ντομάτες» που του μαγείρεψε!

77

γούνα» τόσες φορές, δίχως αιτία και αφορμή και μόλο που τους... αγαπούσε (ήτανε πάντοτε sui generis η αγάπη του Σκαρίμπα, όπως δα και όλα του ήτανε τέτια).

' Οπότε ιδώ τσατσάρα ή αυγό, αυτόματα έρχεται στη σκέψη μου ο μπαρμπα-Γιάννης! Με τα ταχυδακτυλουργικά του! Τι μετα­μορφωμένος σατανάς ήταν αυτός, θεέ μου; Της πέννας μαέστρος δίχως ταίρι, ζωγράφος, ηθοποιός, καραγκιοζοπαίχτης, ταχυδακτυ­λουργός, ό,τι βάλει νους ανθρώπου!... Πόσα αυγά δεν έβγαζε από το μανίκι του; Πόσες τσατσάρες (που είχε τάχα «καταπιεί») από το στόμα του; Μέχρι ο Σικελιανός είχε μείνει άναυδος μπροστά στα ταχυδακτυλουργικά του κόλπα. Κι εμείς, τότε παιδόπουλα, που παίζαμε στο «Στρογγυλό», αντίκρυ στο ξενοδοχείο «Παλίρ­ροια», χαζεύαμε με στόμα ορθάνοιχτο τη δημόσια ζογκλερίστικη επίδειξη του Σκαρίμπα... Σαν τέλειωσε, σκορπίσαμε γύρω για τα παιχνίδια μας. Και ξαναμαζευτήκαμε σε λίγο κοντά στο τραπέζι, όπου βρισκότανε ο μπαμπα-Γιάννης και η παρέα του: ένας πανέμορφος «τρελλός» (έτσι είπαμε τότε!) απάγγελνε με βροντερή φωνή και κοίταζε ίσια εμπρός του με μάτι αστραφτερό. Και είχε λουφάξει κάθε θόρυβος κουβέντας από τα τραπεζάκια όπου κάθονταν ο κόσμος. «Τρελλός»! Πώς να το ξέραμε τότε πως ήταν ο μεγάλος Σικελιανός, φίλος πολύ αγαπητός του μπαρμπα-Γ ιάννη; Παιδόπουλα εμείς τότε, πώς να ξέραμε ποιους Μεγάλους κι Ακριβούς του Πνεύματος είχε στη συντροφιά του κάθε λίγο ο Σκαρίμπας;...

Ή ταν εκείνα τα χρόνια κι ο Παναγιώτης και η Καλλιόπη στις συντροφιές του — ήταν μακριά ακόμα ο καιρός όπου θα κόβανε ως και την «καλημέρα» τα τρία αδέρφια... Πόλεμος αδυσώπητος αναμεταξύ τους (κι έχω αναφέρει το γιατί πιο πάνω). Ό μω ς σαν δόθηκε τιμητική διάκριση στον Παναγιώτη για κάποια ανακάλυψή του στην Ηλεκτρολογία, κορδώθηκε ο μπαρμπα-Γ ιάννης και είπε:

— Βλέπεις; Λίγο-πολύ ούλοι εμείς οι Σκαρίμπηδες τιμάμε την Ελλάδα!

Ωστόσο, τον Παναγιώτη τον λογάριαζε κιόλας στο... βασίλειο των νεκρών πολύ πριν κηδευτεί στ ’αλήθεια. ’ Οταν του μίλησα για το θάνατό του, ο μπαρμπα-Γ ιάννης είπε:

78

— Αυτός είναι πεθαμένος από τότε που τον εκτέλεσε το πολυβόλο του Λόγου μου. Στο φέρετρο χτες ήτανε ξαπλωμένο το αχυρένιο του ομοίωμα!

’ Οσο για την Καλλιόπη, το σαρκαστικό του μένος σε ησυχία δεν την άφηνε!... Του λέω μια μέρα:

— Τ α ’μαθές; Το πούλησε το σπίτι στην Αγία Παρασκευή* η Καλλιόπη. Φοβότανε, λέει, γιατί έβγαινε φάντασμα ένας Αράπης!

— Μπα! Μην το πιστεύεις! μου κάνει. Αν έβγαινε ο Αράπης, σίγουρα δεν θα το πούλαγε! Μακάρι να της τύχαινε Αράπης τώρα που έχει περασμένον η καϋμένη τον Ρουβίκωνα!

Ώρες-ώρες γινότανε σχεδόν χυδαίος... Ό μω ς αυτός ήτανε ο μπαρμπα-Γ ιάννης μας: χωμάτινος και υπεργήινος, ύλη και πνεύμα, Σκιά και Φως... Ο αγαπημένος ο Σκαρίμπας μαςΙ...

...Κουδουνίζει το τηλέφωνο, παρακαλώ τη νεαρή Νάνσυ Παλαιολόγου, που βρίσκεται εκείνη τη στιγμή στο σπίτι μου, να το «πάρει». Πισωγυρίζει τρομοκρατημένη:

— Σας ζητάει στο τηλέφωνο ένας πολύ άγριος γέρος!Κατάλαβα!...— Λέγε, μπαρμπα-Γιάννη! του κάνω στο ακουστικό. Τι έχεις

πάλι;Αρχίζει να βρίζει που να ζαλίζεται το μυαλό του ανθρώπου!

Είχε στείλει συνεργασία, λέει, σ ’εφημερίδα της Αθήνας και τον πληροφορήσανε πως «τέτια δεν δημοσιεύουνε». Με το δίκιο τους οι άνθρωποι! Γιατί τον τελευταίο καιρό όλα τα γραφτά του ήτανε σκέτο υβρεολόγιο — προς τις πιο απίθανες κατευθύνσεις. Σ ’όλη του τη ζωή διατελούσε σχεδόν μόνιμα ...εν οργή, όμως τώρα πια το είχε παρακάνει!

— Κατάλαβες; Υψώνουνε το ανύπαρκτο ανάστημά τους σε ποιον; Σε μένα! Στον Σκαρίμπα!... Έ λα αμέσως, σε χρειάζομαι.

Τι με «χρειαζότανε», το καταλάβαινα! Ωστόσο πήγα... ’ Ητανε όπως το ’ξερα, πριν ξεκινήσω: Γράμμα-λίβελλος. Σε ποιον; Σε πολιτικό αρχηγό που τη «γραμμή» του εκπροσωπούσε η εφημερίδα που αρνήθηκε τη δημοσίευση των Σκαριμπικών γραφτών. Και τι δεν του «έσερνε» του χριστιανού! Τι «μίστερ Μπράουν, ταπεινέ

• Συνοικία της Χαλκίδας. χοντά βτο Τζαμί της πόλης.

79

δούλε του αμερικάνικου καταστημένου», τι «τσιτσερόνε της ύποπτης πολιτικής», τι, τι, τι... Για να καταλήξει: «Η ιστορία και ο ελληνικός λαουτζίκος θα σε κατατάξουν μεταξύ των χειρότερων αγυρτών τους»... Το γράμμα αρνήθηκα να το παραλάβω «προς αποστολήν». Το έστειλε με κάποιον άλλον... Ωστόσο έχω στα χέρια μου φωτοτυπία του (παραχωρημένη από τον ίδιον) σαν ένα δείγμα αδικαιολόγητου σκαριμπικού ξεσπάσματος... Ό μω ς το έχομε ξαναπεί: Αν ήταν δικαιολογημένα όλα όσα έκανε, δεν θα ήτανε ο ΓΙΑΝΝΗΣ ο ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ! Θα ήτανε ένας σαν εμάς, τους «λογικούς και ασήμαντους»...

Κατηγορήθηκε για φιλοχρήματος ο μπαρμπα-Γ ιάννης! Ο ανοιχτοχέρης μέχρι αμυαλιά, ο γαλαντόμος, ο άρχοντας! Ό ,τ ι το πιο διαλεχτό, στο δικό του τραπέζι. Πολλές φορές τρία ή και τέσσερα φαγιά την ίδια μέρα (και ύστερα κατηγόραγε την κυρα-Λένη πως «από Ηγερία του ξέπεσε σε κουζινιέρα και μούσα του νεροχύτη»!). Σε «φιλοχρήματο» εξελίχτηκε αργότερα,-στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Και όποιος ήξερε το γιατί, δεν τον κατηγορούσε: τον λυπότανε... Πώς τα κατάφερνε και όλο είχε ανάγκη από λεφτά, όλο δεν του φτάνανε τα όσα είσπραττε! Σε τέτιες στιγμές του ξεπούλαγε ο μπαρμπα-Γ ιάννης όσα-όσα τις δημιουργίες του. Αρκεί να «κάλυπτε» τις «τρέχουσες ανάγκες». Ετσι φύγανε από τα χέρια του και οι περίφημοι Καραγκιόζηδες. Για δεκαπέντε ψωροχιλιάρικα τους ξεπούλησε. Ο αγοραστής τι- έφταιγε; Τόσα του ζήτησε ο μπαρμπα-Γ ιάννης, τόσα του έδωσε! Οταν πριν από χρόνια του είχε προσφέρει για τους Καραγκιόζηδες κάπου διακόσιες χιλιάδες εκείνου του καιρού ο Ολλανδός ελληνι­στής Φρόμελ, ο μπαρμπα-Γ ιάννης ούτε να το ακούσει:

— Πέστου, αν του δώσω τους Καραγκιόζηδες, με τι θα παίζω εγώ στα γερατειά μου;

Και ήτανε τότε στην ηλικία που άλλοι έχουν γίνει απόμαχοι της ζωής και περνάνε τις μέρες τους πίνοντας χαμομήλι ή σέρνοντας τα πόδια τους μέχρι το πιο κοντινό τους καφενείο!... Και πάλι αυτές οι χωρίς τελειωμό «τρέχουσες ανάγκες» ήταν η αιτία που εκχώρησε σε ορισμένους εκδοτικούς οίκους τα δικαιώματά του

από τα βιβλία του μέχρι το 1986. Δεν τον εκβιάσανε οι άνθρωποι! Μονάχος του (και επίμονα) έκανε αυτή την προσφορά!

Αχ, εκείνοι οι Καραγκιόζηδες! Τι φιγούρες ήταν αυτές, τι σχήματα, τι χρώματα, τι φαντασία στην κατασκευή τους, τι απίθανα υλικά!... Και πώς μετουσιωνότανε σαν έστηνε στο σπίτι του την «πάνα» κι έπαιζε έργα της δικής του έμπνευσης και «ζούσε» τους πιο απίθανους αυτοσχεδιασμούς του! Θεατές: της γειτονιάς τα παιδόπουλα και οι γερόντισσες που ούτε τα πόδια τους ούτε η τσέπη τους βαστούσαν πια για πηγαιμό σε άλλα θεάματα στην πόλη. Εισιτήριο: μισό αυγό κατά παιδί, ένα αυγό — δυο μικροί θεατές αντάμα. Και οι γερόντισσες δωρεάν, «άμα τη επιδείξει της ταυτότητάς τους». Και ήταν η ταυτότητα: να φοράνε παντόφλες, ποδιά, φακιόλι... Η είσοδος «καθωσπρεπίων» απαγο­ρευμένη δια ροπάλου! «Γραβατοφόροι και βραχιολοφορούσες» αποκλεισμένοι από τον σκαριμπικό παράδεισο:

— 'Αστούς αυτούς να πηγαίνουνε στα κωμιλφώδικα (από το γαλλικό comme il faut = καθώς πρέπει) συναχτήρια τους και να αλληλομουντζώνονται εξ αμοιβαιότητος υπολήψεων.

Ο Γ ιάννης ο Σκαρίμπας ήτανε λαός, στεκόταν δίπλα στο λαό, ο Καραγκιόζης του και όλα του ήτανε πάντα προσφορά του στο λαό... Γ ι’αυτό και τον λατρεύανε οι απανταχτού της πόλης «επιουσίτες», οι «ιδρωκόποι» («γιατί με το πατερημών, "τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν” », μηδέν στο πηλίκον! Δεν πα να τον παρακαλάς εσύ! Αυτός εσένα σ ’αφήνει να πολεμάς για το ψίχουλο και δίνει παντεσπάνι στα τσιράκια του διαόλου, τους καταστημενίες»). Δικός μας άνθρωπος, λαϊκός, ο μπαρμπα-Γ ιάν­νης. Γ ι’αυτό και πάντοτε συχωρεμένα από μας τα όποια παλαβά τερτίπια του... Στο κάτω κάτω της γραφής, μας διασκεδάζανε! Και μήπως ήτανε ένα ή δυο;

Θυμάμαι τούτη τη στιγμή, όταν τον πήγαμε στο νοσοκομείο χτυπημένον από αυτοκίνητο. Ο ίδιος πήγε κι έπεσε επάνω του, όπως είπε:

— Σαν το στραβοπούλι. Μπορεί και να μου κορνάρισε ο άνθρωπος, αλλά, βλέπεις, εμένα ο θεός μου τα ’δωσε πλούσια τα

81

ελέη του: και στραβομάρα και κουφαμάρα... Ακόμα και στα δόντια μου φάνηκε γενναιόδωρος: εκτός από τριάντα που μου λείπουνε, τα άλλα τ α ’χω ούλα.

Τον μεταφέραμε, λοιπόν, στο νοσοκομείο ύστερα από το ...τρακάρισμα και χάλασε τον κόσμο να του πάμε ένα ρολό τουαλέτας. Τι το ήθελε; Μα, για ν ’αντικαταστήσει μ ’αυτό το ...μαξιλάρι! Κι ακούμπαγε εκεί πάνω σαν sui generis φακίρης το κεφάλι του, μέχρι να κρίνει πως... αρκετά εντυπώσιασε και ξάφνιασε. Γιατί, ναι μεν «τα μαξιλάρια είναι για τους καλούς αστούς», αλλά κι εκείνος σε μαξιλάρι (κατά προτίμηση κόκκινο) ανάπαυε το σοφό κεφάλι του! Το «ρολό» το χρειαζότανε για να στήσει στο νοσοκομείο την «παράστασή» του!... Μήπως και το «γαλάζιο μάτι» δεν το ’φιαξε για να ξαφνιάσει; Ύστερα από την εγχείριση στα μάτια τον διατάξανε οι γιατροί να έχει κλειστό το αριστερό του μάτι, για να ενισχύεται καλύτερα το φως στο άλλο.

— Εγώ Νταγιάν δεν γίνομαι! είπε.Και κόλλησε ένα στρογγυλό χαρτάκι στο κέντρο του αριστερού

τζαμιού των ματογυαλιών του, να εμποδίζει εκεί έτσι το φως. Και το χαρτάκι το ζωγράφισε με μολύβι μπλε ανοιχτό. Για ν ’απορούν οι επισκέπτες του και να τους λέει εκείνος:

— Πάντοτε είχα καϋμό να ’ταν τα μάτια μου γαλάζια. Ε, είπα, ας είναι τουλάχιστον το ένα!...

Ή μήπως δεν ήταν ένα από τα «τρελλά» του εκείνη η αλληλογραφία του με τη δεκαοχτάχρονη κοπελλίτσα από την Κέρκυρα; Να είμαστε εξηγημένοι: για τους άλλους «τρελλό», όχι για μένα. Γιατί μ ’αυτή την αλληλογραφία ο μπαρμπα-Γιάννης ξανάζησε για κάμποσους μήνες την εφηβεία του... Κάποιος είχε ξεχάσει στο «εκτελωνιστήρι» του ένα λαϊκό περιοδικό, το πήρε, το ξεφύλλισε ο μπαρμπα-Γιάννης, ο διάβολος το έκανε να πέσει η ματιά του στη σελίδα όπου διάφοροι και διάφορες ζητάνε αλληλογραφία. Τρελλού, γνωστικού το λες, πιάνει και απαντάει στην αγγελία μιας νεαρής Κερκυρέισσας! Μήνες τράβηξε η αλληλογραφία αυτή. Μαγεύτηκε το κορίτσι από εκείνα τα φλογερά γράμματα του «εικοσάχρονου εγγονού του Γ ιάννη του Σκαρίμπα του βιβλιογράφου» (έτσι της είχε «συστηθεί» στα γράμματα), ήρθε στη Χαλκίδα απροειδοποίητα να τον γνωρίσει από κοντά. Και

82

έγιναν τ* αποκαλυπτήρια. Και την πρόπεμψε τη μικρή ο μπαρ­μπα-Γ ιάννης στον σταθμό, φορτώνοντάς την δώρα και ευχαριστώ­ντας την που εκείνη στάθηκε αφορμή «να ξαναβρεί για ένα καιρό τα νιάτα του»...

' Η μπας και δεν λογαριαζότανε στις πάμπολλες παραξενιές του εκείνο το αντιχαιρέτισμά του σ ’όσους πίστευε πως δεν τον χαιρετάνε σαν Σκαρίμπα που θαυμάζουνε, αλλά μονάχα από «σαβουαρβίβρικη τάχα ευγένεια»; «Χαίρετε!» αυτοί, «Λυπάστε!» ο αντιχαιρετισμός του μπαρμπα-Γ ιάννη!

— Με το παράλογο πάω εγώ κόντρα στην καθωσπρέπικη υποκρισία, εξηγούσε!...

Αχ, τι να του πρωτοθυμηθώ; Το μόνο που δεν θα’θελα να θυμάμαι είναι ο τρόπος του προς τον Λουντέμη, όταν γυρίζοντας εκείνος από την πολύχρονη εξορία του μακριά από την Ελλάδα, ήρθε στη Χαλκίδα να ιδεί τον παλιό ευεργέτη του. Γιατί, όταν ο Λουντέμης δούλευε στη Χαλκίδα — πότε γυαλίζοντας παπούτσια, πότε κάνοντας τον σερβιτόρο —, μόλις τον ανακάλυψε ο μπαρμπα- Γιάννης, έγινε αμέσως ο προστάτης της ζωής του και της λογοτεχνικής του φλέβας. Κάτω από την προστασία του τον πήρε με όση τρυφεράδα κι έννοια παίρνει πατέρας το ακριβό παιδί του... Κι έρχεται ο Λουντέμης ύστερα από τόσα χρόνια αναγκαστικού χωρισμού και πώς τον δέχεται ο μπαρμπα-Γιάννης;

— Τον ξαπόστειλα κωλοτουμπηδόν! λέει.Καταλαβαίνει ύστερα από λίγο το άπρεπο της στάσης του και

πασχίζει να δικαιολογηθεί, στον εαυτό του:— Λετσοποιήθηκε πνευματικά, γ ι ’αυτό! Είπε τη Βουγιου-

κλάκη «εθνικό κεφάλαιο»...Κι όταν ύστερα από λίγο πέθανε ο Λουντέμης, πάλι νάτος, ο

αδιόρθωτος ο μπαρμπα-Γ ιάννης: έστειλε «σχόλιο» στον Τύπο για τον αλλοτινό φίλο και προστατευόμενο: «Πέθανε ως συμβιβασίας, επωχούμενος Μερσεντές»... Μπορεί στο βάθος να’χε δίκιο στην αυστηρή κριτική του, γιατί ο Λουντέμης που γύρισε ήταν άλλος από τον Λουντέμη που είχε φύγει, όμως του μπαρμπα-Γ ιάννη το μένος βασικά από αλλού ξεκίναγε: τα βιβλία του Λουντέμη είχαν μεταφραστεί σε πλατιά κλίμακα, τα δικά του όχι... Τόλμησα να το πω. Και πρόσθεσα:

83

— Η γλώσσα η δική σου, αν μεταφραστεί, χάνει τη γοητεία της, λέω. Εκτός κι αν θα βρεθεί μεταφραστής στο ύψος το δικό σου. Αλλά πού να βρεθεί τέτιος;

Κορδώθηκε, κατακολακευμένος:— Μα, βέβαια! Πού να βρεθεί; Ο Σκαρίμπας είναι ο Ένας, ο

Μοναδικός!— Να χαίρεσαι τη μετριοφροσύνη σου, μπαρμπα-Γιάννη! του

κάνω. Και... μ ’έδιωξε γ ι ’αυτό! Ό χ ι «κωλοτουμπηδόν» εμένα, αλλά «εξαψαλμοηδόν», ναι...

...Είναι ορφανή η Χαλκίδα δίχως τον Σκαρίμπα... Η Χαλκίδα του. Ποτέ του δεν θέλησε να την αφήσει. Κι ούτε ποτέ ξιπάστηκε από πρωτευουσιάνικες «δόξες και τιμές».

— Ν ’αφήσω την πανέμορφη ερωμένη μου για μια γριά κακοφιασιδωμένη και βρωμιάρα; Λες να’μαι μάπας ή τρελλός; Να κάνω στην Αθήνα τι; Για αλισιβερίσι με τους δια-γ-νοούμενους που μοιράζουνε τα κρατικά βραβεία; Δεν μου χρειάζονται εμένα «λογοτεχνικά χατζατζάρικα». Μου φτάνει η πρωτιά που έχω στο λαό και στους αληθινούς πνευματανθρώπους... Τα «βραβεία» τους οι άλλοι τα μοιράζουνε με το κιλό, σ ’όσους είναι σαν τα μούτρα τους... Καλά είμαι εδώ!

Από αυτή τη φλογερή κι ασίγαστη λατρεία του προς τη Χαλκίδα ξεκίναγε και η προσφορά του στον ντόπιο Τύπο. Σπάνια έγραφε στις αθηναίικες εφημερίδες. Στις τοπικές μας ταχτικότα­τα. Η Ελλάδα γνώρισε τον Σκαρίμπα από τα βιβλία του. Η Χαλκίδα τον γνώρισε πιο πολύ α π ’όσα έγραψε στον ντόπιο Τύπο. Και από τις ...παραξενιές του, βέβαια! Οι σταθερές αγάπες του ως τη στερνή του ώρα ήτανε τρεις: η Χαλκίδα του, το πεθαμένο παιδί του, που φτερούγισε για τον Ά λλο Κόσμο στα επτά του χρόνια (αυτόν καλούσε επίμονα στις στερνές στιγμές του), και μια πανέμορφη αρχόντισσα του τόπου που αποχαιρέτησε τη ζωή στα τριαντατρία της. Ποτέ του δεν την πλησίασε, ποτέ του δεν την άγγιξε, όμως την αγαπούσε με την ίδια φλόγα ως τα υστερνά του... Μονάχα στις στερνές μέρες της έμαθε εκείνη από ποιον ήταν τα ολόλευκα λουλούδια που της στέλνονταν αδιάκοπα. Και τότε του έστειλε τη ζωγραφιά της. Που εκείνος την εκοίταζε όπως θερμός πιστός κοιτάζει άγια εικόνα... Ή ταν στο βάθος ένας ρομαντικός,

84

το 21Κ Α Ι Η Α Λ Η Θ Ε Ι Α

(J?™ TP*

— &T<><7S fs /Q (y f s j / ' t f f

r ^ X

Αφιέρωση του μπαρμπα-Γιάννη στον Αβραάμ Παπαδόπουλο. επί χούντας συμπαθόντος του. Εξ ‘ου και «συμ-παθού» στην αφιέρωση!

85

γεμάτος τρυφεράδα, ιδαλγός ο Γ ιάννης ο Σκαρίμπας... Ό μω ς και τι δεν ήτανε! Σπάνια συναντάει κανείς μια τόσο αντιφατική προσωπικότητα... Πού να τον έχει κατατάξει τώρα ο Ακούραστος Γραφιάς, στον οποίον αναφερόταν εκείνη τη βραδιά (12 του Φλεβάρη 1980. Το θυμάμαι σαν να ’ταν τώρα), σαν είπε με φωνή που μαρτυρούσε ακλόνητη πεποίθηση:

— Πίσω από το παραπέτασμα που μας χωρίζει από το Αόρατο είναι ο Ακούραστος Γραφιάς που καταγράφει τις σκέψεις μας, τα λόγια, τις πράξεις...

Σίγουρα δεν τον έχει κατατάξει στους «άθεους» — κι ας δήλωσε πάμπολλες φορές για τέτιος, ο Σκαρίμπας! Χώρια από κείνο το «πόσο είμαι άθεος, θεέ μου», όπου η κλητική προσφώνηση αναιρούσε το προηγούμενα ειπωμένο επίθετο, θα θυμηθεί ο Ακούραστος Γραφιάς και τη διαμαρτυρία του μπαρμπα-Γιάννη προς τον παπά της ενορίας του, παραμονή Θεοφανείων, όταν εκείνος παράκαμψε το σπίτι της οδού Επιμενίδου («Μην μπεις ν ’αγιάσεις! Εκεί κάθεται, του είχαν πει, ο άθεος ο Σκαρίμπας. Θα σε διώξει»). Έτυχε να είναι στο μπαλκονάκι του σπιτιού του ο μπαρμπα-Γ ιάννης, και είδε τον παπά να προσπερνάει. Κι έβαλε τις φωνές:

— Γιατί δεν μπαίνεις, πάτερ, να μου αγιάσεις και μένα το σπίτι μου; Δεν είμαι χριστιανός εγώ; Μαμελούκος είμαι ή ξάδερφος του Βελζεβούλη;

Αυτός ήταν ο μπαρμπα-Γιάννης ο Σκαρίμπας! Ό χ ι με διπλή' με πολλαπλή προσωπικότητα άνθρωπος. ΓΓαυτό και ήτανε αδιάκοπα σε πόλεμο με τον εαυτό του. Και με τους άλλους που «δεν τον καταλάβαιναν». 'Εγραψε η Λιλή Ζωγράφου («Ελευθερο­τυπία», 1 Μάρτη 1984): «Ακόμα δεν κατάλαβαν τα παιδιά του ποιος ήταν ο Σκαρίμπας». Μονάχα τα παιδιά του; ...«Δεν με καταλαβαίνει κανείς», παραπονιότανε ο μπαρμπα-Γ ιάννης. Μεγά­λο, ανυποψίαστο παιδί, όπως ήταν, έκανε πάντοτε το λάθος να ζητάει κατανόηση από τους ανθρώπους. Δεν ήθελε να καταλάβει ότι οι πολλοί ξεμπερδεύουν με τους συνανθρώπους τους κολλώντας τους αβασάνιστα ταμπελίτσες: «Είναι τέτιος ή τέτιος ή τέτιος». Για να καταλάβεις τον πλησίον σου χρειάζεται ειδική αξιοσύνη!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

9 c l C i .<^<£W ■*. -

Α φιίρωση του μπαρμπα-Γιάννη σε βιβλίο-όώ ρο του στον συγκρατού- μενό του επί χούντας Αβραάμ Παπαόόπουλο.

...Τα λάθη του, πολλά του μπαρμπα-Γ ιάννη. Τα παραδεχόταν— με τον δικό του, τον... σκαρίμπειο τρόπο:

— Τα λάθη μου υπήρξαν ανέκαθεν ο θρίαμβός μου!Τι ήθελε να πει μ ’αυτό; Ό τ ι από τα λάθη του γεννιόταν ο

θρίαμβος της σχαριμπιχής πέννας που αχαλίνωτη κάλπαζε επάνω στο χαρτί φιάχνοντας μνημεία αμίμητου σκαρίμπειου λόγου, όταν έπαιρνε σβάρνα κόσμο και κοσμάκη; Πολλές για πολλούς εξαπό­λυσε κατά καιρούς κατηγορίες, τις πιο πολλές από λάθος. Ό μω ς όταν στηλίτευε και εκείνους που δεν έφταιγαν, ειλικρινέστατος ήταν: εκείνος ζούσε για αληθινές τις καταστάσεις που έφιαχνε η αχαλίνωτη φαντασία του... Καμιά φορά ριχνόταν — με την πέννα ή με τον προφορικό λόγο — και σε ανθρώπους που άξιζαν την επίθεση. Θυμάμαι μια βραδιά που βγήκε στην παραλία για σουλάτσο κούτσα-κούτσα ένας φριχτά ανάπηρος καθηγητής με την αρραβωνιάρα του! Ή τανε το κορίτσι γύρω στα είκοσι, όμορφο, δροσερό, χαρά των ματιών. Κάτω από την πίεση της ανέχειας και της μάνας της είχε δεχτεί ν ’αυτοκτονήσει έτσι — μ ’αυτόν τον πέρα για πέρα αταίριαστο γάμο. Από το τραπεζάκι όπου καθόταν κι έπινε το ούζο του ο μπαρμπα-Γ ιάννης σαν την σαΐτα ξαμολύ- θηκε, στάθηκε (ύψος 1,55 νεφεληγερέτης Δίαςί) μπροστά στο τραγικά αταίριαστο ζευγάρι και κεραυνοβόλησε τον σακάτη θύτη:

— Φτου σου, Μινώταυρε, που βάλθηκες να καταβροχθίσεις τέτιο νεραϊδένιο πλάσμα! Φτου σου!

Τέτιες αναμείξεις... αυτεπάγγελτες έκανε πολλές ο μπαρμπα- Γ ιάννης στη ζωή του.

— Εμένα η γλώσσα μου είναι όργανο στηλίτευσης και δεν φοβάμαι τίποτα και κανένα, δήλωνε.

Κι όχι μονάχα δήλωνε! Μου λέει η κόρη του Αβραάμ Παπαδόπουλου:

— Μέχρι να πεθάνει, ο πατέρας μου θα τον θυμάται τον Σκαρίμπα, όταν τους είχαν κουβαλήσει και τους δυο στο γραφείο του Διοικητή, για να τους εκφοβίσουνε τον καιρό της δικτατορίας. Είναι χαρακτηριστικό της «πνευματικής ατσιδοσύνης» των οργά­νων της χούντας η ερώτηση του χουντικού αστυνομικού - «ανακρι­τή» στον Σκαρίμπα, που κράταγε σε τοπική εφημερίδα τη στήλη

του χρονογραφήματος με τον τίτλο «Πουλιά με το λάστιχο» (που κυκλοφόρησε αργότερα σαν βιβλίο):

— Εσύ είσαι ο Σκαρίμπας που κυνηγάει τα πουλιά με το λάστιχο; ρώτησε ο «ανακριτής»!

Άρχισε να φωνάζει ο μπαρμπα-Γ ιάννης και να χτυπάει το χέρι στο τραπέζι:

— Ποιος είμαι εγώ, ποιος είσαι συ; Εγώ είμαι ο Σκαρίμπας που τον τιμάει το Πανελλήνιο κι ούλες οι έξω χώρες. Εσύ είσαι ένα θλιβερό οργανάκι των σκλαβωτήδων. Ποιος σε ξέρει, ποιος θα σε μάθει; Εκτός κι αν σκέφτηκες να αποχτήσεις δόξα αρνητική, να λένε «να, αυτός έπιασε τον Γιάννη τον Σκαρίμπα!». Τέτιες «δόξες» είχε κι ο Γιαγκούλας κι οι Ρετζαίοι και οι διεθνούς κακοφημίας όμοιοι τους Χίτλερ και Μουσολίνι.

...Αυτός, που του ήταν η λέξη «φόβος» έννοια αφηρημένη, βασανίστηκε τον τελευταίο καιρό του από φοβίες: Πως θα του κλέψουν ή του κλέβουν τα λεπτά του, πως θα του «σουφρώσουν» τα χειρόγραφά του. Ποια λεφτά και ποια χειρόγραφα; Μήπως είχε πια τίποτα α π ’αυτά στα χέρια του;... Ό σο περνούσε ο καιρός, τόσο θέριευε μέσα του η δυσπιστία του προς τους γύρω του! ’ Ενα- ένα έδιωξε από κοντά του τους «ύποπτους» (!) και στερήθηκε σε βαθμό μεγάλο αυτό που θεωρούσε την πεμπτουσία της ανθρώπινης συμβίωσης: την κουβέντα. Αυτός που ένιωθε μίσος αληθινό για το Ραδιόφωνο και την Τηλεόραση «γιατί καταργούνε το διάλογο και καταντάνε τον Άνθρωπο παθητικό μουγκούλιακα» (ποτέ δεν δέχτηκε να μπούνε στο σπίτι του αυτές οι «συσκευές του διαβόλου»), αυτός που τόσο έντονη ένιωθε την ανάγκη της κουβέντας, στο τέλος έμεινε σχεδόν μονάχος... Αυτή η δυσπιστία του προς τους γύρω του, η μέσα του τεκμηριωμένη πεποίθηση ότι για όλους είχε γίνει «βορά της απληστίας τους και της εκμεταλ­λευτικής διάθεσής τους», ήταν ίσως η αιτία που τον έκανε να πει:

— Αχ, και να με κρατάγανε τα πόδια μου, να πήγαινα ίσαμε το χωριό μου, να παντρευτώ μια γυναίκα από κείθε, που να μοσχοβολάει θυμάρι η ψυχή της...

Στην Αγιά-Θυμιά είχε ζήσει την αγάπη του την πρώτη, στην Αγιά-Θυμιά πισωγύριζαν στα στερνά του οι σκέψεις του και η νοσταλγία του...

89

Η αλήθεια είναι πως και από τα πρωτινά του χρόνια πάντοτε τον κυρίευε μια αλλόκοτη δυσπιστία για τους άμεσα κοντινούς του.

— Χώρια που δεν με καταλαβαίνουνε, μου στήνουνε και παγανιές.

' Ισως αυτό να του ’φερε τα κατοπινά μπλεξίματά του, αυτά που σε δοσμένη στιγμή τον έκαναν να στείλει στις εφημερίδες αγγελία: «Ο Σκαρίμπας ζητάει γυναίκα για να συζήσει»! Αυτοαποκομμένος από τους μέχρι χτες δικούς του, βρέθηκε ολομόναχος. Κι ήταν στο βάθος του μικρό-μικρό παιδί και τα παιδιά νιώθουνε άβολα, αν μείνουνε καταμονάχα... Κάγχασαν οι ανίδεοι — «ζητάει γυναίκα για να συζήσει»! Ό μω ς για να κλαις ήταν: αυτός, ο ανοικονό- μητος, αναζητούσε μια ανθρώπινη ύπαρξη που να σταθεί δίπλα του για να τον περιποιέται δίχως να του «στήνει παγανιές»...

Κι άλλη φοβία τον κατάτρεχε — αυτή από αρχής ξαρχής: πως ναι μεν θα «περάσει τα εκατό» (ακράδαντα το πίστευε αυτό), όμως πως είναι λιγοστός ο καιρός για να προφτάσει να βγάλει όλα όσα είχε μέσα του. Φαίνεται αυτό στον τρόπο έκφρασής του στο έργο του: σκέψεις και φράσεις ανάκατες, ασύνδετες πολλές φορές, δυσκολόπιαστες από τον αναγνώστη, βγαλμένες από τις αλλεπάλ­ληλες εκρήξεις του ηφαίστειου που είχε μέσα του, ριγμένες στο χαρτί με το άγχος εκείνου που «δεν προφταίνει» να τα πει όλα... Φαίνεται και στον τρόπο της ζωής του αυτή η αγωνία για τον «λιγοστό χρόνο»: άπληστο τρύγημα της ζωής σε όλες τις μορφές της· ένας «τρυγητής» διακατεχόμενος από τον φόβο πως δεν θα προλάβει να τρυγήσει τα όσα άξια για τρύγημα γύρω του... Πώς να τον καταλάβουνε οι γύρω του; Αυτοί ήταν άνθρωποι «κανονικοί», ζεμένοι στο μαγγανοπήγαδο της καθημερινότητας. Και πώς να καταλάβει εκείνος ότι δεν γινόταν να τον... καταλάβουνε;... Ρωτάω τον Π.Χ. που δούλεψε ένα φεγγάρι στο εκτελωνιστικό γραφείο του μπαρμπα-Γ ιάννη:

— Πώς ήτανε απέναντι σου; Πώς σου φερότανε;Αδίσταχτα και με ολόζεστη φωνή μου λέει:— Μάνα και πατέρας για μας τα φτωχαδάκια. Ανοιχτοχέρης,

καλότροπος, πονετικός. Υπέροχος, εξαίσιος άνθρωπος σε όλους. Σε όλους πλην της οικογένειάς του. Ό λη την ώρα μας παρα­πονιότανε: «δεν με καταλαβαίνουνε!»...

90

Καλά και άγια τα παιδιά του, η «πέτρα της υπομονής» στις ιδιοτροπίες του η κυρα-Λένη, η γυναίκα του. Ό μω ς δεν αρκεί να λέγεσαι Σκαρίμπας για να μπορείς να καταλαβαίνεις τον ΣΚΑΡΙ- ΜΠΑ!

...Τώρα ο μπαρμπα-Γιάννης είναι μας φευγάτος — όσο κι αν βρίσκεται ολοζώντανος στις σκέψεις και στις καρδιές όσων πολύ τον έχομε αγαπήσει... Και είναι ανείπωτα πικρό να ξέρεις πως ποτέ πια δεν γίνεται να μιλήσεις μαζί του, να ξαναφιλήσεις το αποστεωμένο από τη φθορά του χρόνου πρόσωπό του, να σφίξεις το λιπόσαρκο εκείνο χέρι που κράταγε την πέννα όπως ο πιστός στον αγώνα στρατιώτης το όπλο... Με ολύμπια αταραξία περίμενε το αναπόφευκτο για κάθε θνητό τέλος.

— Το μόνο σίγουρο στη ζωή είναι ο θάνατος — δεν κουρα­ζόταν να το λέει αυτό. Και με τον χαριτωμένο σαρκασμό του πρόσθετε:

— Και η πληρωμή των φόρων από τους μη-ατσίδες....Μια μέρα ύστερα από τον θάνατό του διάβασα δημοσιευμένα

στο «Έθνος» όσα είχε πει στη Δώρα την Ποτήρη — γυναίκα από τις λίγες που είχε σε μεγάλη υπόληψη ο μπαρμπα-Γ ιάννης: «Περπάτησα, τραγούδησα και χάρηκα την πάσα μου χαρά και πάσα λύπη. Έ πινα δίψινα νερό κι έβλεπα βλέπινα τον κόσμο. Γέλασα κι έκλαψα. Όποιον κι όποιαν αγάπησα, αν και χριστιανός, δεν τούβγαζα το μάτι. Ε, τέλος πάντων, με χαιρόταν και τη χαιρόμουνα τη μάνα Φύση που με γέννησε, κάνοντας από μωρό παιδί πολλές τούμπες στα γρασίδια... Κι έζησα και γέρασα... Φεύγοντας (κι είναι ώρα), κατεβάζοντας τη σκούφια μου θα πω κι εγώ ό,τι είχε πει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου στον Κύριο, προ- σεύχοντάς τον: « Σ ’ευχαριστώ για τα βουνά και για τα δάση που είδα»... Ποιος θα μπορούσε να κάνει πιο πετυχημένα το πορτραίτο του μπαρμπα-Γιάννη α π ’όσο το έκανε ο ίδιος με τα λόγια αυτά;

Ή ταν τρεις μέρες ύστερα από τα Χριστούγεννα, όταν μου τηλεφώνησε η Μάχη, τρεις μήνες πάνω-κάτω από τότε που έκοψα κάθε επαφή μαζί του ύστερα από τη μήνυση που σκάρωσε στα

91

καλά καθούμενα ενάντια στον Καμπανέλλη και στο «φθοροποιό ζεύγος Χατζηγιάννη». Το είχε χιλιομετανιώσει αυτό το φέρσιμό του. Κι εμείς (ο άντρας μου κι εγώ) τον είχαμε ευθύς εξαρχής συχωρεμένο. Ό χ ι μονάχα επειδή πολύ τον αγαπούσαμε, αλλά και γιατί ξέραμε πως πάντοτε γινόταν θύμα των όποιων παρορμήσεών του της στιγμής και αιχμάλωτος της όποιας φαντασίωσής του. Ποτέ, ποτέ, ποτέ δεν είχαν στον Σκαρίμπα ο θυμός, η έκρηξη, τα όποια πικρά λόγια, ξεκίνημα από την καρδιά του! ’ Ητανε η καρδιά του σαν του άδολου παιδιού κι αίσθημα ταπεινό ποτέ δεν φώλιασε σ ’αυτήν. Μονάχα η γλώσσα του έκοβε κι έραβε και... μυδραλλιο- βολούσε... Ό μω ς με είχε κουράσει ψυχικά πολύ εκείνη η «περιπέ­τεια» με τη μήνυση κι έλεγα «ας αναβάλω λίγο την επίσκεψη, ας πάρω μιαν ανάσα. Μόλις ξαναφιάξομε τις σχέσεις μας, πάλι κάτι καινούργιο θε να μου σκαρώσει». Και αναβολή σε αναβολή περάσανε τρεις μήνες, και πιο πολύ ίσως... Ό μω ς 28 Δεκέμβρη (θυμάμαι την ημερομηνία καλά) τηλεφωνεί η Μάχη και παρακαλεί να πάω:

— Θέλει να σε αποχαιρετήσει, λέει. Και τον άντρα σου. Και τον δήμαρχο ζητάει.

Πήγα πρώτα εγώ.— Καλώστηνα! μου κάνει. Σαν να μην είχε τίποτα σταθεί ποτέ

ανάμεσά μας! Έσκυψα και τον φίλησα. Και λέει: Σε αγαπώ πολύ, πολύ, πάρα πολύ, Μαρία...

Αχ, μπαρμπα-Γ ιάννη μου, αγαπημένε κι ακριβέ, ποιος ποτέ είχε κληρονομιά τέτια όπως ο θησαυρός που μου άφησες μ ’ αυτά τα λόγια;

Την άλλη μέρα ήρθε κι ο δήμαρχος. Μαζί του σύμβουλοι της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης. Και ο ειδικός που θα έπαιρνε σε βίντεο (προορισμένο για το Μουσείο Σκαρίμπα αργότερα) εκείνη τη συνάντηση... Φεύγοντας από το σπίτι του, κάναμε βόλτα θλιβερή στο λόφο του Καράμπαμπα. ' Ηθελε ο δήμαρχος τη γνώμη των παιδιών του μπαρμπα-Γ ιάννη και των φίλων του για το σημείο όπου θ ’ανοιγόταν ο τάφος. Στα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του επίμονα το ζητούσε ο ποιητής του Εύριπου και πάσης Ελλάδας: «Να με θάψετε στο λόφο α π’όπου η ψυχή μου θ ’αγκαλιάζει ο ύλη τη Χαλκίδα». Ποτέ άνθρωπος δεν

92

αγάπησε κάτι με τόσο πάθος όσο εκείνος αυτή την πόλη, όπου δεν γεννήθηκε, όπου δεν μεγάλωσε!

Ή ταν 9 του Γενάρη η μέρα εκείνη της τελευταίας ομαδικής επίσκεψης στο ταπεινό σπιτάκι του. Στις 21 του ίδιου μήνα αποχαιρέτησε για πάντα τη ζωή ο μπαρμπα-Γ ιάννης μας. Και σε όλες αυτές τις μέρες πεισματάρικα και ανυποχώρητα έλεγε και ξανάλεγε:

— 'Οχι! Δεν θέλω να με πάνε στο νοσοκομείο! Θέλω ως τη στερνή στιγμή μου να βλέπω από το κλινάρι μου τη Χαλκίδα.

Και οι δικοί του το ίδιο ανυποχώρητα αρνήθηκαν τη μεταφορά του (υπόδειξη μερικών ανίκανων να καταλάβουνε τον μπαρμπα- Γιάννη). Τα μάτια του δεν τον βοηθούσαν πια να την βλέπει τη Χαλκίδα του, όμως το βλέμμα του δεν έλεγε να ξεκολλήσει από εκείνο το παράθυρο το αντικρυστό στην πόλη που τόσο είχε αγαπήσει... Μπροστά από το παράθυρο αυτό διαβήκανε ευλαβικά ένας-ένας οι πατριώτες του που ήρθανε από την Αγια-Θυμιά στις 15 του Γενάρη (ολόκληρο λεωφορείο γεμάτο!) να αποχαιρετή- σουνε του ταπεινού χωριού τους το καμάρι. ’ Ενας-ένας περνούσαν στη βεράντα εμπρός από εκείνο το παράθυρο και ύψωνε ο μπαρμπα-Γιάννης το ξέσαρκο χέρι του σε αντιχαιρετισμό.

Και είχε τα μάτια βουρκωμένα. Και είπε:— Σαν θα πεθάνω, θα με σκούξει το χωριό μου, θε να με

κλάψουνε Γκιώνα και Παρνασσός...Δεν είπε «και η Χαλκίδα». Τ ο’ξερε: αυτός ο φλογερός του

έρωτας σ ’αυτή την πόλη ήταν αγάπη δίχως ανταπόκριση από τους πολλούς... Τον κλάψανε! Οι απλοί άνθρωποι του λαού, οι «επιουσίτες» του, οι «αγκομαχίτες». Ό χ ι όλη η Χαλκίδα!... Αν ήρθανε στο ξόδι του πολλοί (πάρα πολλοί) από τους άλλους, αυτό δεν είχε σχέση με αγάπη — τουλάχιστον όχι με τέτια όπως πάντοτε τη λαχταρούσε... Γ ιατί θα πρέπει εδώ να ειπωθεί: σαν το μικρό παιδί, έψαχνε εναγώνια σ ’ολάκερη τη ζήση του για αγάπη ο μπαρμπα-Γιάννης, αγάπη αφειδώλευτη και... «δίχως ανταποδοτι­κά τέλη» — όπως σάρκαζε. Κι έλεγε ακόμα:

— Μόλις αποθέσω την εμπιστοσύνη μου και την αγάπη μου σε κάποιον, τσουπ!, θα μου βγει καρσί η σκαρταδούρα του!

Πολλές φορές είχε δίκιο να το λέει αυτό (πόσοι δεν επωφε-

93

ληθήκανε από την αγαθότητα της ψυχής του!), άλλες φορές άδικα παραπονιόταν (από πολλούς είχε δείγματα αναμφισβήτητα άδολης αγάπης). Ακόμα κι εδώ ήταν ολοφάνερη η πολλαπλότητα της προσωπικότητάς του: από τη μια μεριά, μια ευπιστία εξοργι­στικά φοβερή, που άπειρες φορές τον μετάτρεψε σε θύμα. Από την άλλη, μια δυσπιστία το ίδιο φοβερή για τη γνησιότητα των αισθημάτων ανθρώπων που πολύ-πολύ τον αγαπούσαν και του το ’δειχναν με λόγια και με πράξεις... Πάλευε αδιάκοπα μ ’αυτές τις δυο αλληλοσυγκρουόμενους «θέσεις» του απέναντι στους τρίτους... Ό μω ς και με τι δεν πάλευε σ ’όλη του τη ζωή ο μπαρμπα-Γ ιάννης; Μονάχα με τον Θάνατο δεν πάλεψε. Άτρομος Διγενής, τον πρόσμενε στα Μαρμαρένια Αλώνια, όχι για πάλεμα ενάντιά του, αλλά για συντροφικό ξεκίνημα για Άλλους Τόπους. Σπάνια άνθρωπος με απόλυτη συναίσθηση ότι φεύγει έχει μια τόσο ήρεμη, απίστευτα γαλήνια στάση.

— Αφήνω γεια σας όμορφες, ψευτοτραγούδησε με όση φωνή του είχε απομείνει. Άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Το μηδέν θα το κανονίσουμε ο θεός κι εγώ, είπε. Εγώ τώρα μιλάω με το θεό και είμαι ο μισός μονάχα πια εδώ, είπε ακόμα.

Από την ώρα που κοινώνησε, όλο αυτό έλεγε: «Μιλάω με το θεό. Πάω κοντά Του να ξεκουραστώ». Το είπε και στην Τηλεόραση στις 7 του Γενάρη, μέρα της ονομαστικής γιορτής του. Και είχε πνευματική διαύγεια ίσαμε το τέλος (...μέχρι που θυμόταν ότι ο τελευταίος λογαριασμός της ΔΕΗ ήταν απλήρωτος ακόμα!), έτσι που δεν μπορούσε κανείς να υποθέσει πως ό,τι έλεγε ήταν προθανάτιοι παραλογισμοί. Ακόμα και στο γιατρό Ντεγιάννη για το θεό μίλησε:

— Ό ,τ ι πει ο θεός!Μονάχα δυσκολία στην ομιλία του είχε τις τελευταίες μέρες

της ζωής του- καμιά δυσκολία επικοινωνίας νοητικής με τους εδώ, πνευματικής με τον Εκεί. Ό τα ν του πρότεινε η νύφη του η Ματούλα να κοινωνήσει, πρόθυμα δέχτηκε (μέχρι τις τελευταίες του στιγμές μας ξάφνιαζε ο μπαρμπα-Γιάννης!).

— Ναι, να’ρθει ο παπάς. Ό μω ς εσύ θα βρεις τον μπελά σου από το θεό!

Και σιγογέλασε... Γιατί;

94

— Γιατί εγώ πριν από λίγο τον έβριζα τον Κύριο!, εξήγησε αργότερα.

Κι όμως! Σαν ήρθε να του πάρει συνέντευξη (!) ο δημοσιο­γράφος (που ύστερα από τον θάνατό του φρόντισε όσο μπορούσε να λερωθεί η μνήμη του) και τον ερώτησε, «γιατί κοινώνησε, αυτός ο «άθεος» απάντησε ο μπαρμπα-Γιάννης:

— Γιατί ήθελα να κοροϊδέψω τους παπάδες!«Σκαρίμπας» ο Σκαρίμπας ως το τέλος! Δεν άργησε να

μετανιώσει για τα λόγια του αυτά (που ο άλλος έσπευσε να τα ανακοινώσει από την εφημερίδα προς το πανελλήνιο!).

— Δεν έπρεπε να μιλήσω έτσι, αλλά αναγκάστηκα. Γ ιατί ο ερίφης ήθελε να με βγάλει πως μετάλαβα, επειδή τάχατε κοντεύω να χεστώ από το φόβο μου τώρα που έρχεται ο θάνατος και τάχα τάχα θέλησα να καλοπιάσω το θεό. Εγώ το θεό δεν τον φοβάμαι- γιατί είναι φίλος μου... Εγώ τώρα μιλάω με το θεό. Το είπα και στην τηλεορασίστρια (εννοούσε την Έμυ Κροκίδου που τον «τηλεορασιάστηκε» (δική του λέξη!) ανήμερα στην ονομαστική γιορτή του — την τελευταία του).

Με το θεό «αποκατάστησε» τη σχέση του και τσιμουδιά πια εναντίον του! Ό μω ς με τους γύρω του ανθρώπους όλο και... κουτσοθυμόταν τον παλιό εαυτό του.

— Δεν κάνει να βρίζεις, μπαρμπα-Γ ιάννη μου, τώρα που κοινώνησες!

— Το ξέρω πως δεν κάνει, αλλά άμα το κόψω ολότελα το χούι, θε να πεθάνω πριν την ώρα μου!

...Δηλαδή, όχι πως έβριζε όπως στα... «καλά χρόνια»! Μισο- τσαμπούναγε «ψιλοβριξίδι» μονάχα την ώρα που η νύφη του και η νοσοκόμα πολέμαγαν να τον αλλάξουν. Η δυστροπία του την ώρα αυτή έφτανε μέχρι την επιθετικότητα.

— Αυτός μου φέρνεται σαν άγιος τις άλλες ώρες. Τι τον πιάνει σαν είναι να τον αλλάξομε;, απορούσε η Βούλα Μυλωνά, η νυχτερινή νοσοκόμα, που σαν πατέρα της τον περιποιότανε τις τελευταίες δεκαεπτά νύχτες της ζωής του. Ό μω ς η Ά ννα η Μανιού, η νοσοκόμα της ημέρας, που τον ήξερε από χρόνια, καταλάβαινε:

— Ντρέπεται που τον βλέπομε στο άλλαγμα ολόγυμνο.

95

Ναι, αυτό ήτανε: ο τάχα «ασύδοτος» και δεν ξέρω τι άλλο για τους «καθωσπρεπιτζήδες» μπαρμπα-Γιάννης ντρεπότανε!

Η κυρα-Άννα τον ήξερε πολύ καλά. Και τον εθαύμαζε, τον αγαπούσε, τον τιμούσε. Δεκαεφτά μέρες τον περιποιήθηκε και στάθηκε αδύνατο να δεχτεί την αμοιβή της από τον Μίστο τον Σκαρίμπα (τον δεύτερο γιο του μπαρμπα-Γ ιάννη που ό,τι και να του έκανε ο πατέρας του — δεν ήταν «εύκολος» στην καθημερινή ζωή του ο Σκαρίμπας! —, εκείνος ξόδευε αλογάριαστα γ ι ’αυτόν στην όποια του ανάγκη).

— 'Οχι, αδύνατον! είπε η κυρα-Άννα. Μακάρι να μπορούσαμε εμείς, ο φτωχολαός, να ξεπληρώσουμε στον μπαρμπα-Γιάννη τα όσα έκανε για μας. Εκείνος πάντοτε δίπλα μας στάθηκε: και με τον Καραγκιόζη και με τα φιλέματα και με τον καλό του λόγο.

Είχε η Άννα η Μανιού, όπως και όλος ο απλός λαός, άλλη γνώμη από εκείνη που είχαν οι γραβατοφορούντες «επαΐοντες» επικριτές του Γ ιάννη του Σκαρίμπα... Και η Βούλα η Μυλωνά, η «νυχτερινή» έλεγε και ξανάλεγε:

— Αυτός είναι άγιος άνθρωπος. Ά γιος άνθρωπος είναι, αλήθεια! Και το ’λεγα εγώ πιο πέρα αυτό και ανθίζανε στον αυτοανακηρυγμένων «άγιων και άψογων» τα χείλη ειρωνικά χαμόγελα. Γ ιατί αυτοί ξέρανε (ξέρανε, αλήθεια;;) τον απέξω Σκαρίμπα με τις αναποδιές, τις ιδιοτροπίες, τις αδυναμίες (πέρα για πέρα ανθρώπινες) και την ασυμβίβαστη (στους «συμβιβασίες» δυσάρεστη) πέννα και γλώσσα. ' Ομως η ψυχή του λαού σαν με μια έκτη αίσθηση «βλέπει» τον «απομέσα»...

...Εκείνο το τελευταίο βράδυ τίποτα πια δεν ζήτησε. Φαινόταν πως ήτανε έτοιμος για το τελευταίο ξεκίνημα. Πώς να το ξέραμε όμως; Πολλές φορές έδειξε ως τότε έτσι και ξαφνικά «ξανα­ζωντάνευε» κι έλεγες: «Μπα! Θα ...ανανήψει ο μπαρμπα-Γιάννης και... θα μας θάψει όλους εμάς τους πιο νέους»... Έφυγα από το σ7:·τι του για το δικό μου γύρω στη μία -μετά τα μεσάνυχτα — χωρίς να υποψιάζομαι ότι μέχρι να φτάσω στην πόρτα μου θα έφευγε ο μπαρμπα-Γιάννης για το Αντίπερα... «Ξεψύχησε σαν το πουλί, σχεδόν δίχως ανάσα», μου είπε η νυχτερινή σαν ξαναγύρισα στο φτωχικό του σπίτι...

Σήκωσα το σεντόνι που τον σκέπαζε... Είχε η όψη του μια

96

τέτια απόκοσμη γαλήνια έκφραση! Σαν μονομιάς να βρήκε ο μπαρμπα-Γιάννης την ΑΠΑΝΤΗΣΗ σε όλα τα ρωτήματα που τον βασάνιζαν όσο βρισκόταν στην αποδώ 'Οχθη... Έ χω μια αφιέρω­ση όπου γράφει: «Ενθύμιο λησμονίας από αντίπερα». Κι εγώ και ο άντρας μου είχαμε νομίσει τότε πως εκείνο το «αντίπερα» ήταν η πέρα από τη γέφυρα του Εύριπου πλευρά της πόλης, όπου κατοίκησε στα τελευταία χρόνια της ζωής του... Τώρα καταλαβαί­νω ποιο Αντίπερα εννοούσε!...

Ό μω ς «ενθύμιο λησμονίας», μπαρμπα-Γιάννη μου; Είναι ποτέ μπορετό να σε βγάλομε από το νου και από την καρδιά μας όσοι σε έχομε de profundis αγαπήσει;...

Ο θάνατος! Ποτέ δεν τον φοβήθηκε! Σε ό,τι έχει σχέση με τον θάνατο μονάχα ένα φοβότανε: τα «μεταθανάτια καραγκιοζηλίκια»! Να τον φυλάξομε α π ’αυτά ήθελε. Πώς; Έ πρεπε να αφήσει γραμμένα αυτά που έλεγε! Αλλιώς ποιος να μας πιστέψει; Έλεγε:

— Σαν θα’ρθει η ώρα του φευγιού μου, φυλάξτε με από τους τηλεορατζήδες, τους εφημεριτζήδες και τους ακαδημαϊκούς, τους λέτσους (!).

Πόσα και πόσα δεν τους έσερνε τους καϋμένους τους ακαδη­μαϊκούς.

— Η ...γνώση τους ξεκινάει από την άγνοια και καταλήγει στη σύγχυση. Τους έχω σε υπόληψη τόση — ο ταπεινά υποφαινόμενος κατά τε το αίμα και τον λόγο πληβείος — σ ’όση έχω και τους προγάστορες και τις λιλια-φορούσες που συν-τσιμπουσιάζονται «υπέρ των απόρων της πόλεως» — τους δει ευγνώμονας να είναι για τη χριστιανική ισοτιμία τους... Μπορεί να είναι αθώοι αμαρτωλοί κι ανεύθυνα υπεύθυνοι, όμως εμένα μου κάθονται στο στομάχι!

Κι άλλοτε πάλι είπε:— Τι σχέση έχουνε αυτοί με το λαό; Ό ση ένας συναχωμένος

μ ’ένα άστρο! Διανοούμενοι! Μα, όλοι οι άνθρωποι διανοούμενοι είναι, ακόμα και οι εγγράμματοι!

...Θυμάμαι ακόμα αυτά που έλεγε για την «υψηλή διανόηση»:— Αυτοί το αυγό ως ωόν το σκέφτονται και το νερό ως ύδωρ

97

το αισθάνονται. Οι χαμοζωήτες διψάνε δίψινα και το νεράκι του θεού το χλαπαχλουπακίζουνε με τις αργασμένες χούφτες τους. Μ ’αυτές τις χούφτες που κρατάνε και το λάβαρο του Αγώνα που θα μας αξιώσει να μην είμαστε πια ελεύθεροι κακής ελευθερίας.

Τον ενοχλούσε ακόμα που πολλοί ακαδημαϊκοί είναι και άνθρωποι θρησκευόμενοι:

— Αυτοί οι Κυριελέησοι τι σχέση έχουνε με το θεό; Ό ση ο φάντης με το ρετσινόλαδο! Μακριά στέκονται αυτοί από το λαό, μακριά κι από το θεό— όποιος δεν αγαπάει το λαό, θεό δεν έχει.

Ό λα του φταίγανε στους ακαδημαϊκούς και... «ελαφρυντικό» δεν τους αναγνώριζε κανένα! Α π’αυτούς ήθελε να τον προφυλά- ξουν οι δικοί του άνθρωποι σαν θα’ρχότανε «η ώρα του φευγιού του»... Άδικα φοβότανε: οι «τηλεορατζήδες» τον σεβάστηκαν, οι ακαδημαϊκοί λάμψανε με την απουσία τους και τη σιωπή τους, οι «εφημεριτζήδες» δεν τον κακομεταχειρίστηκαν — εκτός από τρεις θλιβερές εξαιρέσεις...

Στο εκκλησάκι του προφήτη Ηλία, στην κορφή του αντικρυστού στην πόλη λόφου, όπου τα τελευταία χρόνια επίμονα ζητούσε ο Σκαρίμπας να ταφεί, για «ν ’αγκαλιάζει από ’κει την πόλη η ψυχή» του, δέχτηκε τον στερνό χαιρετισμό από εκείνους που τον αγαπήσανε — και από πολλούς που δεν τον αγαπήσανε καθόλου!

Από τη μια μεριά τα «θετά παιδιά» του — έτσι ονομάτιζε ο μπαρμπα-Γιάννης τον απλό λαό —, από την άλλη οι «καθωσπρε- πίες», που ήρθαν... ας πούνε οι ίδιοι το γιατί! Μαζί με τα «θετά παιδιά» του και οι άνθρωποι της γνήσιας Διανόησης και οι συντοπίτες του από την Αγια-Θυμιά, που ήρθανε να του πουν «σ’ευχαριστούμε, γιατί δόξασες τον τόπο μας», οι άνθρωποι της Αντίστασης, που τόσα στον αγώνα αυτόν είχε προσφέρει ο μπαρμπα-Γ ιάννης, και οι άνθρωποι που με το χρώμα τους ήθελε να κάνει την τελευταία του εμφάνιση. Ρητές κι επίμονες οι οδηγίες

— Με πουκάμισο κόκκινο να με θάψετε και κόκκινη γραβάτα. Μαξιλάρι κόκκινο, λουλούδια κόκκινα, κόκκινες κορδέλλες στις λαμπάδες.

' Εγιναν όλα όπως τα ήθελε — σχεδόν γιατί κόκκινο πουκάμισο δεν βρέθηκε την ύστατη ώρα...

Πέρα από τους «τηλεορατζήδες», τους εφημεριτζήδες και τους ακαδημαϊκούς» οι άλλοι που φοβότανε πως θα του κάνανε «μεταθανάτια ρεζιλίκια» ήταν «οι επικηδευτές, οι κατά το συνταγολόγιο νεκρολόγοι». Γιατί:

— Χώρια που θα με πληροφορήσουνε για το βιογραφικό μου — ανίδεος εγώ, βλέπεις! — με κείνα τα «εγεννήθης το έτος... στο... και λοιπά και λοιπά συν το «επεράτωσες τας σπουδάς σου εις...» θα' τσαμπουνήσουνε και όποια άλλη μούρλια κατεβάσει η κούτρα τους»...

Οι τρεις που εκφωνήσανε επικήδειο δεν είπαν «ό,τι κατέβασε η κούτρα τους». Σεμνοί ήτανε, σωστοί και μετρημένοι... Ό μω ς η φωνή από τα «θετά παιδιά» του μπαρμπα-Γ ιάννη — η ύψιστη τιμή που θα ήθελε για τον εαυτό του ο υμνητής του λαού Σκαρίμπας — δεν ακούστηκε! Δεν άφησαν να ακουστεί... Και τι μπορούσε εκείνη την ώρα να κάνει ο Λαός — παρακοιμώμενος της Μεγαλοσύνης του δικού του Ανθρώπου — άοπλος μπροστά στο μηχανισμό του Καταστημένου;

Στο νου μου έρχονται τα λόγια του μπαρμπα-Γ ιάννη που τόσες φορές άκουσα τις βραδιές που του κρατούσα συντροφιά στο ταπεινό δωματιάκι του:

— Σαν θα’ρθει η ώρα να — ανεπιστρεπτί — επιστρέφω στη Μάνα-Γη, δυο πράγματα θε να’ναι της ταπεινότητός μου η κορυφαία ταπείνωση: που από τη μια μεριά θε να με βρίξουνε την τελευταία στιγμή μ'εκείνο το «συγχώρησον τον ανάξιον δούλον σου» — εμ δούλος, εμ και ανάξιος! — και που από την άλλη οι τα στην κοινωνία του Καταστημένου πρώτα λιλιά φέροντες έχουνε να κάνουνε καραγκιοζομπερντιλίκιααα α^τοίοιοι... Και εγώ τι να σου κάνω, πεθαμένος άνθρωπος;

Γ ι’αυτές τις τελευταίες «νεκριτζίδικες τσιριμόνιες» (δικά του λόγια) ανησυχούσε. Για την επουράνια συνάντησή του με τον Πλάστη του καθόλου:

— Μια χαρά θα τα βολέψουμε εμείς οι δυο. Τον έβριζα, θα πεις... Του άλλαζα τον αδόξαστο! Εμ, και τον πατέρα μας στη γη δεν τον έχουμε βρίξει σαν θυμώναμε; Θα πει πως δεν τον αγαπάγαμε;

99

Άθεος ο Σκαρίμπας; Κατά καιρούς ανάκραζε: «Πόσο είμαι άθεος, θεέ μου!». Ό μω ς αυτό το «άθεος» σχέση δεν είχε με την αθεΐα. Μικρό παιδί ήμουν, όταν τον πρωτογνώρισα, κοντεύω τώρα να έχω εγγόνια και σε όλα αυτά τα χρόνια, που τον έζησα από κοντά τον μπαρμπα-Γ ιάννη, ούτε για μια στιγμή δεν με έπεισε πως ήταν άθεος. Φανατικός αντιπαπαδικός ναι! (Και ποιος δεν είναι, αν έχει μια σταλιά μυαλό στο κεφάλι του;). Το πολυβολείο της ανελέητης γλώσσας του ενάντια στους «σκοταδιστές με τις μαύρες ρόμπες και τις αναποδογυρισμένες γλάστρες στις άδειες γκλάβες τους» ξαπόλυε τις ριπές. Και από ξαστόχημα «πλήρωνε» τα σπασμένα και ο θεός...

Εικοσιτρείς του Γενάρη, μια μέρα ακριβώς ύστερα από την κηδεία του, μου έκανε επίσκεψη στο όνειρό μου ο μπαρμπα- Γ ιάννης.

— Η Αγγλία είχε το Νέλσονα, μου κάνει, η Ελλάδα έχει εμένα. Κουλός αυτός, κουφόστραβος εγώ, κι οι δυο μας ανάμεσα στους τρανούς τρανότεροι.

Τι σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στον Εγγλέζο άνθρωπο του πολέμου και στον Σκαρίμπα, τον «πολέμαρχο στον αγώνα για την Ειρήνη» (δική του αυτοτιτλοφόρηση και δίκαιη περηφάνεια του); Παράξενο όνειρο, αλήθεια!

Γι ‘αυτό το καταγράφω: Ακόμα και από το αντίπερα θα μας ξαφνιάζει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ο ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ!

Έχουνε τώρα πέσει «με τα μούτρα» στη «μελέτη» των Σκαριμπικών βιβλίων οι επικριτές του Σκαρίμπα - ανθρώπου και αγνοητές του Σκαρίμπα - δημιουργού. Όψιμα λαχταράνε για «ενημέρωση»!... Ό μω ς σε τούτη την πέρα για πέρα αντιπνευμα- τική πόλη, είναι και κάποιος που αληθινά έχει βαλθεί να μάθει: ένας αγαθότατος παπάς (υπάρχουν κάπου-κάπου κι εξαιρέσεις στον καταδικαστικό για το ιερατείο κανόνα). Καλοπροαίρετος άνθρω­πος, ανέγγιχτος από την εκκλησιαστική εμπάθεια, προμηθεύτηκε στοίβες τα βιβλία που έγραψε ο Σκαρίμπας. Ακούραστα κι αχόρταγα διαβάζει, θαυμάζει, εκστασιάζεται, μαγεύεται και... δεν καταλαβαίνει!

100

Στο σύνολό τους τα σκαριμπικά νοήματα ναι, όμως πολύ τον μπερδεύουν οι σκαριμπικές λέξεις.

— Ψάχνω στα λεξικά, μα αυτές τις λέξεις δεν τις βρίσκω. Τι να κάνω; με ρωτάει.

— Σαν καταλάβετε καλά-καλά τον Σκαρίμπα, θα καταλάβετε κι αυτές τις λέξεις, πάτερ μου.

— Δηλαδή δεν μπορείς να μου υποδείξεις κάποιο λεξικό που να τις βρίσκω;

— ’Οχι, πάτερ! Δεν υπάρχουν λεξικά για τέτιες «πρωτόπλαστες λέξεις...».

Ό πω ς ποτέ δεν θα υπάρξει — ούτε στη λογοτεχνία ούτε... στα φερσίματα — ένας δεύτερος ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ...

Εδώ τελειώνει η καταγραφή μου. Ό χ ι πως δεν υπάρχουν και άλλες αναμνήσεις μου. Τπάρχουν. Ό πω ς π.χ. για τον έμπορο της πόλης, τον κυρ-Τάσο τον Κουτσοπίνη. Του «ενέπνεε»,λέει, συμπά­θεια το επώνυμό του, γιατί μαρτύραγε πως πρέπει να ήταν «επωνυμοποιημένο παρατσούκλι», δηλαδή πως ...κάποιος από την οικογένειά του «θα τα κουτσόπινε, άρα θα ήταν τσίφτης»!! Υπάρχουν, λοιπόν, και άλλες αναμνήσεις μου πολλές, όμως δεν έχουν θέση εδώ, γιατί αφορούν αυτό που λέμε «πεζή καθημερινό­τητα». Έχουν μι« τέτια και οι Μεγάλοι...

Σε τούτο το βιβλίο προσπάθησα να δώσω μέσα από τις αναμνήσεις μου τον πολλαπλό Σκαρίμπα, τον μπαρμπα-Γ ιάννη με τις σε αναμετάξυ τους αδιάκοπο πόλεμο τόσες και τόσες αντιφα­τικές πλευρές του χαρακτήρα του... Με το γιγάντιο πνευματικό

Έ ργο του ας καταπιαστούν εκείνοι που έχουν την αξιοσύνη να το κάνουν... Τώρα που πια «ταξίδεψε» (μισούσε τόσο τα ταξίδια!

Ό μω ς το ένα, το μοιραίο, κανένας μας δεν μπορεί να το αποφύγει!), τώρα μονάχα συνειδητοποιώ πόσο με είχε αγγίξει, όχι μονάχα σαν του Λόγου εργάτης, αλλά και σαν άνθρωπος — με όλα τα ...«ακαταλαβίστικά» του!

Σε τούτη την καταγραφή δεν υπάρχουν τρίτων αναμνήσεις, σχόλια, «μαρτυρίες», εκτός από ελαχιστότατες εξαιρέσεις. Κι

101

αυτό, επειδή θέλησα να καταγράψω μονάχα όσα έζησα εγώ προσωπικά δίπλα στον μπαρμπα-Γ ιάννη.

Ακόμα, σε τούτη την καταγραφή αναφέρονται επώνυμα και ορισμένα πρόσωπα, μέσα στην προσπάθειά μου να κρατήσω όσο το μπορούσα πιο ζωντανή και πιο ανθρώπινη τη μορφή του ανεπανάληπτου πνευματικού Εργάτη που έφυγε. Θέλω να πιστεύω πως έχω τη σιωπηρή συναίνεσή τους και την κατανόησή τους για την αγαθή μου πρόθεση: να δώσω τη μορφή του πολυαγαπημένου μπαρμπα-Γιάννη των Γραμμάτων και της καρδιάς μας στις φυσικές της διαστάσεις και με το ολότελα δικό της χρώμα, με το φως και τον ίσκιο της.

Μπορεί να είναι λειψή ή ό,τι άλλο ετούτη η ανιστόρησή μου. Ωστόσο, ελπίζω το μακροχρόνιο προσωπικό μου βίωμα κοντά στον μπαρμπα-Γ ιάννη να είναι μια κάποια προσφορά σε όσους τον αγάπησαν — και σε όσους ίσως αναδρομικά τον αγαπήσουν! Μπορεί ακόμα να είναι «άνιση» η καταγραφή μου. Μπορεί! Γ ιατί η πέννα μου προχώραγε από μονάχη της επάνω στο χαρτί, σύμφωνα με τα ερεθίσματα που μου έδιναν οι αναμνήσεις μου - μέσα μου αταξινόμητες και ανάκατες, ίσως όπως εκείνα τα μέσα στον Σκαρίμπα αταξινόμητα κι ανάκατα που έτσι τα εκτόξευε προς τον έξω κόσμο. Και... που πολύ καμάρωνε γ ι ’αυτό! Έ τσ ι που να έχει τον γιο του τον Θύμιο («πνευματικό παρακλάδι του», όπως τον έλεγε) στο... «υπερυψούται», επειδή κάποτε μπροστά σε τρίτους— «γνωστούς και υπολογίσιμους» — του είπε:

— Πατέρα, είσαι μαιτρ μεγάλος, αλλά μαιτρ άμετρος.Γ ιατί ο Σκαρίμπας ποτέ και σε τίποτα δεν «χώνευε» το

«μέτρο», μέχρι να εκφράζει την ...απέχθειά του προς το «κωμιλ- φόδικο μαθητολόι που αφήνει καλοζυγιασμένα περιθώρια στα τετράδια του σχολείου»!

Πώς είδαν ή πώς βλέπουν τον Γιάννη τον Σκαρίμπα οι άλλοι; Υπόθεση δική τους! Εγώ προσπάθησα να δώσω την εικόνα του Σκαρίμπα όπως τον έβλεπα και τον βλέπω μέσα στο κάτοπτρο του θαυμασμού μου και της απέραντης αγάπης μου γ ι ’αυτόν. «Αγά­πης, όταν καταγράφεις τόσες αδυναμίες του;». Ναι! Γ ιατί χωρίς αυτές τις αδυναμίες του δεν θα ήταν ο Σκαρίμπας, θα ήταν ένας σαν εμάς. Ποτέ μου δεν τον μυθοποίησα μέσα μου. Ούτε και θέλω

102

να «δώσω» ένα Σκαρίμπα μυθοποιημένο, ψεύτικο, ...αντι-Σκαρι- μπικό... Και ποιος θε να τον κάθιζε στο εδώλιο γ ι ’αυτές του τις αδυναμίες; Θα ήταν ένας άφρονας που τον καθίζει «στο σκαμνί», επειδή είχε «υψηλό πυρετό» — αυτόν τον πυρετό που γεννούσε τις όμορφες παραξενιές του, τις γοητευτικές «τρέλλες» του, τα συναρπαστικά κι αναπάντεχα ξεσπάσματά του, τη σαγήνη του Σκαρίμπα, την ακατανίκητη.

«Είχε και σκοτεινή πλευρά», επιμένει μια χούφτα από επαγ- γελματίες «επαΐοντες» και αυτοανακηρυγμένους «ενάρετους». Και η Σελήνη έχει! Εμένα με μαγεύει η φωτεινή πλευρά. Την άλλη ας την εξερευνήσουν οι επικριτές του — αδιάκριτοι και ανίδεοι «αστροναύτες».

Ποιος ήταν ο Σκαρίμπας;Απαντώ με τα λόγια της κόρης του της Μάχης:— Ο πατέρας ήταν ένας διαβολικά και αγγελικά Μεγάλος Νους.

Και στα κατάβαθα ήταν ένα αθώο, ανυπεράσπιστο παιδί - πολύ-πολύ δυστυχισμένο...

Χαλκίδα, Μάης 1984

103

Μαρία Χατζηγιάννη Ο ΑΛΛΟΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

Αύγουστος 1984 Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»