O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

23
ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ Ενότητα 2 Στόχοι: - να κατανοήσουν ότι τα πάντα γύρω μας είναι φτιαγμένα από ύλη, ακόμα και ο αέρας. - να κατανοήσουν ότι η ύλη μπορεί να κοπεί σε μικρότερα κομμάτια, και υπάρχει το πιο μικρό κομμάτι της ύλης που δεν μπορούμε να το δούμε, επειδή είναι πολύ μικρό. Δραστηριότητα Ακρόαση ιστορίας: ο γίγαντας και ο Τοσοδούλης (μικρός νάνος ). Μια φορά κι έναν καιρό στην χώρα των τοσοδούληδων, ήρθε ένας πελώριος πεινασμένος γίγαντας. Οι τοσοδούληδες του έβαλαν να φάει στο ένα μεγάλο πιάτο, μια νόστιμη τηγανίτα. Ο γίγαντας, μόλις είδε το πιάτο λυπήθηκε πολύ, γιατί πεινούσε πολύ κι αυτή ήταν μια μικρούτσικη, τόση δα μικρή τηγανίτα. Μα είναι η πιο μεγάλη τηγανίτα που έχουμε φτιάξει ποτέ! Είπαν οι τοσοδούληδες. Όμως για τον μεγάλο γίγαντα με τη μεγάλη κοιλιά και το μεγάλο στόμα ήταν πολύ μικρή η τηγανίτα, και σίγουρα δεν θα χόρταινε την πείνα του. Ο γίγαντας πήρε την τηγανίτα στα μεγάλα του χέρια, και την έκοψε στη μέση! Όμως ήταν τόσο πολύ μικρά τα δυο κομμάτια της τηγανίτας, που δεν τα έβλεπε! Ένας τοσοδούλης τότε είπε! Θα φάω εγώ τη τηγανίτα. Ο τοσοδούλης πήρε τη τηγανίτα , την έκοψε σε ακόμα πιο μικρά κομματάκια, και την έφαγε όλη. Ο γίγαντας ρώτησε τον Τοσοδούλη. Συγνώμη, δεν κατάλαβα. Δηλαδή εσύ τόση ώρα μασούλαγες τη τηγανίτα? Βεβαίως κύριε γίγαντα, απάντησε ο Τοσοδούλης. Καλά, εγώ ούτε καν έβλεπα τα μικρά μικρούτσικα κομματάκια της τηγανίτας, μονολόγησε ο γίγαντας! Το δικό μου μεγάλο, είναι το δικό σου μικρό! Είπε ο Τοσοδούλης! Κι αόρατο, απάντησε ο γίγαντας! Το πιο μικρό, μικρούτσικο κομματάκι τηγανίτας στον κόσμο, δεν μπορώ να το δω! Τότε, ήρθε ο επιστήμονας της Τοσοδουλοπολιτείας. Ο γίγαντας, τον ρώτησε, τι είναι αυτό που κουβαλά. Μικροσκόπιο, είπε ο επιστήμονας. Και τι το κάνουν αυτό? Ρώτησαν με μια φωνή ο γίγαντας και ο Τοσοδούλης. – το έχω για να βλέπω τα πολύ μικρά πράγματα, είπε ο επιστήμονας. Και πόσο μικρό μπορεί να είναι το πιο μικρό κομμάτι της τηγανίτας μου? Ρώτησε ε ο Τοσοδούλης Α! Τόσο μικρό, που ούτε και με το μικροσκόπιο δεν μπορούμε να το δούμε! απάντησε ο επιστήμονας. Αλλά ξέρω πως είναι το πιο μικρό κομματάκι της τηγανίτας. Πως είναι? Ρώτησαν μαζί ο γίγαντας κι ο Τοσοδούλης. –λοιπόν, το πιο μικρό

Transcript of O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

Page 1: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ

Ενότητα 2

Στόχοι:

- να κατανοήσουν ότι τα πάντα γύρω μας είναι φτιαγμένα από ύλη, ακόμα και ο αέρας.

- να κατανοήσουν ότι η ύλη μπορεί να κοπεί σε μικρότερα κομμάτια, και υπάρχει το πιο μικρό κομμάτι της ύλης που δεν μπορούμε να το δούμε, επειδή είναι πολύ μικρό.

Δραστηριότητα

Ακρόαση ιστορίας: ο γίγαντας και ο Τοσοδούλης (μικρός νάνος ).

Μια φορά κι έναν καιρό στην χώρα των τοσοδούληδων, ήρθε ένας πελώριος πεινασμένος γίγαντας. Οι τοσοδούληδες του έβαλαν να φάει στο ένα μεγάλο πιάτο, μια νόστιμη τηγανίτα. Ο γίγαντας, μόλις είδε το πιάτο λυπήθηκε πολύ, γιατί πεινούσε πολύ κι αυτή ήταν μια μικρούτσικη, τόση δα μικρή τηγανίτα. Μα είναι η πιο μεγάλη τηγανίτα που έχουμε φτιάξει ποτέ! Είπαν οι τοσοδούληδες. Όμως για τον μεγάλο γίγαντα με τη μεγάλη κοιλιά και το μεγάλο στόμα ήταν πολύ μικρή η τηγανίτα, και σίγουρα δεν θα χόρταινε την πείνα του. Ο γίγαντας πήρε την τηγανίτα στα μεγάλα του χέρια, και την έκοψε στη μέση! Όμως ήταν τόσο πολύ μικρά τα δυο κομμάτια της τηγανίτας, που δεν τα έβλεπε! Ένας τοσοδούλης τότε είπε! Θα φάω εγώ τη τηγανίτα. Ο τοσοδούλης πήρε τη τηγανίτα , την έκοψε σε ακόμα πιο μικρά κομματάκια, και την έφαγε όλη. Ο γίγαντας ρώτησε τον Τοσοδούλη. Συγνώμη, δεν κατάλαβα. Δηλαδή εσύ τόση ώρα μασούλαγες τη τηγανίτα? Βεβαίως κύριε γίγαντα, απάντησε ο Τοσοδούλης. Καλά, εγώ ούτε καν έβλεπα τα μικρά μικρούτσικα κομματάκια της τηγανίτας, μονολόγησε ο γίγαντας! Το δικό μου μεγάλο, είναι το δικό σου μικρό! Είπε ο Τοσοδούλης! Κι αόρατο, απάντησε ο γίγαντας! Το πιο μικρό, μικρούτσικο κομματάκι τηγανίτας στον κόσμο, δεν μπορώ να το δω! Τότε, ήρθε ο επιστήμονας της Τοσοδουλοπολιτείας. Ο γίγαντας, τον ρώτησε, τι είναι αυτό που κουβαλά. Μικροσκόπιο, είπε ο επιστήμονας. Και τι το κάνουν αυτό? Ρώτησαν με μια φωνή ο γίγαντας και ο Τοσοδούλης. – το έχω για να βλέπω τα πολύ μικρά πράγματα, είπε ο επιστήμονας. Και πόσο μικρό μπορεί να είναι το πιο μικρό κομμάτι της τηγανίτας μου? Ρώτησε ε ο Τοσοδούλης Α! Τόσο μικρό, που ούτε και με το μικροσκόπιο δεν μπορούμε να το δούμε! απάντησε ο επιστήμονας. Αλλά ξέρω πως είναι το πιο μικρό κομματάκι της τηγανίτας. Πως είναι? Ρώτησαν μαζί ο γίγαντας κι ο Τοσοδούλης. –λοιπόν, το πιο μικρό μικρούτσικο κομμάτι της τηγανίτας, το λένε μόριο Αγόρι είναι? Ρώτησε ο Τοσοδούλης. Ναι αγόρι, είπε ο επιστήμονας χαμογελώντας, Γιατί γελάς? Ρώτησε ο γίγαντας. Γελάω γιατί θυμήθηκα κάτι. Κάποια μόρια είναι πολύ ζωηρά, παιχνιδιάρικα, δεν μαζεύονται σπίτι, τρέχουν γρήγορα, δεν είναι υπάκουα, και κάνουν ζαβολιές. Ποια μόρια είναι αυτά? Ρώτησε ο Τοσοδούλης. τα μόρια του αέρα, απάντησε ο επιστήμονας! τα πιο μικρά μικρούτσικα κομματάκια του αέρα, είναι φευγάτα, τρέχουν, πετάνε, δεν πιάνονται, πάνε πολύ ψηλά, όλο ταξιδεύουν! Άσε που δεν τα βλέπεις κιόλας! Είπε ο Επιστήμονας! Μια φορά τα έκλεισα σε ένα μπαλόνι, αλλά το μπαλόνι, έπεσε σε μια τριανταφυλλιά, κι ένα αγκάθι τρύπησε το μπαλόνι. Τα μόρια του αέρα που ήταν στο μπαλόνι, ξέφυγαν, δεν τα έβλεπα, αλλά άκουγα τη φωνή τους, να μου λέει… «δεν μπορείς να μας πιάσεις!».

- Όλα τα μόρια έτσι ζωηρά είναι? Ρώτησε ο γίγαντας. –οοοοχι! Απάντησε ο επιστήμονας. Μερικά μόρια, είναι τόσο ήσυχα, που δεν κουνιούνται σχεδόν καθόλου από τη θέση τους. Είναι φρόνιμα, και υπάκουα. Και ποιά είναι αυτά τα μόρια? Ρώτησε ο Τοσοδούλης. τα μόρια των στερεών, απάντησε ο επιστήμονας. –στερεών? Τι είναι αυτό? Απόρησαν κι ο γίγαντας κι ο

Page 2: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

Τοσοδούλης. Στερεά, είναι μια μπάλα, ένα βιβλίο, ένα κουμπί, ένα παγάκι. Τα πιο μικρά μικρούτσικα κομματάκια τους, δηλαδή τα μόρια τους, είναι σχεδόν ακίνητα, λίγο απαλά κινούν τους ώμους, μαζεμένα κοντά κοντά το ένα στο άλλο, και δεν φεύγουν καθόλου από τη θέση τους. Αυτό θα είναι πολύ κουραστικό, σκέφτηκε ο Τοσοδούλης! Πόσο πολύ λυπάμαι τα μόρια των στερεών που δεν μπορούν να τρέξουν, να πετάξουν, να παίξουν! Μοιάζουν τόσο φυλακισμένα! Δεν είναι έτσι! Απάντησε ο επιστήμονας! Τα στερεά, είναι φίλοι μας. Αν τα μόρια της μπάλας δεν ήταν τόσο ήσυχα, φρόνιμα, ακίνητα, δεν θα μπορούσες να παίξεις ποδόσφαιρο! Τι ήθελες? Να έτρεχαν σαν τα μόρια του αέρα? Ή μήπως να γλιστρούσαν σαν τα ζημιάρικα μόρια των υγρών? Των υγρών? Τι είναι πάλι τα μόρια των υγρών κύριε επιστήμονα? Και τι ζημιές κάνουν?, ρώτησε ο Τοσοδούλης. Υγρά, είναι το νερό, το γάλα, το κρασί, το λάδι, είπε ο Επιστήμονας. Τα μόρια αυτά,. Δεν κάθονται στην ίδια θέση, κινούνται σε μικρές αποστάσεις, τους αρέσει να κάνουν τσουλήθρα, πατινάζ, κι όλο γλυστράνε, όλο κυλάνε, κυλάνε, κυλάνε. Για να τα πιάσουμε, πρέπει πάντα να τα έχουμε σε ένα δοχείο, κι αν τα πιάσουμε με το χέρι μας, κυλάνε, παίζοντας τσουλήθρα εμένα πάντως από όλα τα μόρια, μου αρέσουν τα αέρια, είπε ο Τοσοδούλης. εμένα πάντως μου αρέσουν τα υγρά γιατί κάνουν τσουλήθρα, είπε ο γίγαντας, και αφού σκέφτηκε λίγο, …ξανά, είπε: - Αλλά και τα στερεά, γιατί δεν με κουράζουν να τρέχω να τα πιάσω…

- - τότε ο επιστήμονας, κοιτάζοντας γύρω του, μην τον ακούσει κανείς άλλος, είπε συνωμοτικά:- « θα σας πω ένα μυστικό, αλλά μη με μαρτυρήσετε». Τι μυστικό? Είπαν μαζί,

με μια φωνή, ο Τοσοδούλης και ο γίγαντας. - Τα μόρια του νερού, όταν κοιμάται η μάγισσα της ύλης, παίρνουν κρυφά το μαγικό της ραβδί, . και με αυτό το μαγικό ραβδί μεταμορφώνονται …..σε μόρια αέρα,….. και πετάνε … και η μάγισσα θυμώνει, και φωνάζει. Φωνάζει μπροστά σε ένα μαγικό καθρέφτη, βάζει το στόμα της κοντά στον μαγικό καθρέφτη, παίρνει μια βαθειά ανάσα, κι εκπνέει στον καθρέφτη. Και μετά φωνάζει, φωνάζει….

-και που πάνε τα μόρια του νερού, που έγιναν αέρας? Ρώτησε ο Τοσοδούλης.

- πάνε πολύ ψηλά στον ουρανό, γίνονται σύννεφα και ταξιδεύουν!

Και μόνο τα μόρια του νερού παίρνουν το μαγικό ραβδί της μάγισσας όταν κοιμάται? ρώτησε ο γίγαντας. Γιατί ρωτάς? Μήπως θέλεις να πάρεις κι εσύ το μαγικό ραβδί της μάγισσας? Ρώτησε ο επιστήμονας. Όχι, είπε ο γίγαντας, δεν θέλω να γίνω αέριος στα καλά καθούμενα!

Λοιπόν, θα σας αποκαλύψω κι αυτό το μυστικό. Αλλά, μη με μαρτυρήσετε, γιατί θα βρω το μπελά μου από τη μάγισσα, είπε ο επιστήμονας. –« Υπόσχεση ένα δύο φίλοι, δεν λέμε τίποτα στη μάγισσα την ύλη!», υποσχέθηκαν χτυπώντας παλαμάκια, ο Τοσοδούλης κι ο γίγαντας. Τότε ο επιστήμονας συνέχισε μιλώντας ψιθυριστά, για να μην τον ακούσει άλλος κανείς:- και κάποια μόρια των στερεών, ξέρουν για το μαγικό ραβδί. Όχι όλα, κάποια. Και κάποια μόρια των αερίων. Το μαγικό ραβδί, από τη μια πλευρά, είναι κόκκινο και βράζει, κι από την άλλη πλευρά είναι μπλε και παγώνει. Όταν κάποια στερεά, ακουμπούν στην βραστερή πλευρά του μαγικού ραβδιού, η υψηλή θερμοκρασία, τα μεταμορφώνει σε υγρά. Όταν τα υγρά γλιστρούν στην παγωμένη πλευρά του ραβδιού, η χαμηλή θερμοκρασία, τα κάνει στερεά κι όταν τα υγρά γλιστρούν στην καυτή πλευρά του ραβδιού, τότε γίνονται αέρια. Τα αέρια επίσης, όταν κρυώσουν, γίνονται υγρά.

Κύριε επιστήμονα, να ρωτήσω κάτι ακόμα? Είπε ο γίγαντας. Όχι, βιάζομαι! Όπου να ναι θα ξυπνήσει η μάγισσα της ύλης, και θα με ζητάει! είπε βιαστικά ο επιστήμονας, κι έφυγε! Κρίμα! Είπε ο γίγαντας! Κρίμα είπε ο Τοσοδούλης!

Page 3: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

O γίγαντας κιο Τοσοδούλης , σκκέφτηκαν να πάνε κρυφά στο παλάτι της μάγισσας να την δουν από μακρυά….την μάγισσα της ύλης. Είδαν την μάγισσα να φεύγει με την σκούπα της, και τότε μπήκαν στο παλάτι. Άνοιξαν την μεγάλη κρυστάλλινη πόρτα και βρέθηκαν μπροστά σε 8 δωμάτια. Κάθε δωμάτιο είχε μία ανοιχτή πόρτα. Σε κάθε πόρτα, υπήρχε μια πινακίδα.

Στο πρώτο δωμάτιο, η πόρτα έγραφε: οσμή.

Στο δεύτερο δωμάτιο, η πόρτα έγραφε γεύση.

Στο τρίτο δωμάτιο, η πόρτα έγραφε χρώμα

Στο τέταρτο δωμάτιο η πόρτα έγραφε: απορροφητικότητα

Στο πέμπτο δωμάτιο η πόρτα έγραφε: Υδατοπερατότητα

Ο Γίγαντας απόρησε, γιατί δεν ήξερε τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις.

Ο Τοσοδούλης, απόρησε και εκείνος, γιατί ούτε κι αυτός ήξερε τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις.

Εσείς παιδιά μήπως ξέρετε?

Ο Τοσοδούλης πρότεινε στον γίγαντα να επισκεφτούν τα δωμάτια, για να δουν τι υπάρχει μέσα σε κάθε δωμάτιο. Έτσι κι έκαναν.

Πρώτα μπήκαν στο δωμάτιο, που η πόρτα έγραφε: οσμή. Και τι να δουν? Παντού υπήρχαν μικρά μπουκαλάκια , γυάλινα και διάφανα, αλλά και βαζάκια σκούρα, κι ανοιχτόχρωμα, με καπάκια. Ήταν τόσα πολλά, που έπρεπε να προσέχουν , να βαδίζουν αργά και πολύ προσεχτικά για να μην σπάσουν κάποιο μπουκαλάκι ή βαζάκι. Ο Γίγαντας πήρε ένα μπουκαλάκι στα τεράστια χέρια του. Ο Τοσοδούλης, πήρε επίσης ένα μπουκαλάκι στα μικρά χεράκια του. Ο γίγαντας άνοιξε το μπουκαλάκι και μία απαίσια μυρωδιά απλώθηκε στο δωμάτιο. Πω πω! Τι άσχημη, τι απαίσια μυρωδιά είναι αυτή! Είπαν με μια φωνή ο γίγαντας και ο Τοσοδούλης!. Κλείσε το μπουκαλάκι γρήγορα! Βρώμισε ο τόπος! Είπε ο Τοσοδούλης! ο γίγαντας έκλεισε βιαστικά το μπουκάλι, γιατί από το μπουκάλι που άνοιξε ο γίγαντας έβγαινε η άσχημη μυρωδιά. Τότε άκουσαν μια τσιριχτή φωνούλα! Χι χι χι! Ευχαριστούμε που μας ελευθερώσατε! Ο γίγαντας κι ο Τοσοδούλης κοίταξαν γύρω τους, αλλά δεν έβλεπαν τίποτα! Ποιος μιλάει? Απάντησε ο Τοσοδούλης! Εδώ! Εγώ είμαι! Ένα μόριο του αέρα! Ανοίξατε το μπουκαλάκι και με ελευθερώσατε! Μυρίζεις πολύ άσχημα! Είπε ο γίγαντας! Και δεν μπορούμε κιόλας να σε δούμε! Είπε ο Τοσοδούλης! Είμαι αόρατο μόριο, όπως όλα τα μόρια του αέρα είπε το μόριο, μόνο να με πιάσετε μπορείτε, όπως με έπιασε η μάγισσα της ύλης και με έβαλε σε τούτο το μπουκάλι, μαζί με τα αδέρφια μου. Πως σε λένε? Ρώτησε ο γίγαντας. Με λένε άσχημη οσμή, η μαμά μου είναι μια σάπια ντομάτα. Και πως γίνεται σάπια μια ντομάτα? Ρώτησε ο γίγαντας! Δεν έχω χρόνο να απαντήσω! Πρέπει να φύγω για να μη με πιάσει η μάγισσα της ύλης! Το μόριο της άσχημης οσμής, είπε: φεύγω τώρα, από τη χαραμάδα του παραθύρου. Σας ευχαριστώ που με ελευθερώσατε! Δεν μυρίζει τίποτα άσχημο πια! Είπε ο Τοσοδούλης! Είναι γιατί έφυγε το μόριο της άσχημης οσμής! Είπε ο γίγαντας! Τότε ο Τοσοδούλης είπε: θα ανοίξω και το δικό μου μπουκαλάκι! Ο γίγαντας έκλεισε βιαστικά τη μύτη του! Ο Τοσοδούλης άνοιξε το μπουκαλάκι που κρατούσε στα χέρια του και ω! μια υπέροχη μυρωδιά ξεχύθηκε σε όλο το δωμάτιο! Άνοιξε τη μύτη σου κύριε γίγαντα! Είπε ο Τοσοδούλης! Πλάκα κάνεις! Δεν ανοίγω τη μύτη μου! Είπε ο γίγαντας! Πως έγινε η φωνή σου έτσι? Άλλαξε η φωνή σου είπε ο Τοσοδούλης! για μίλα λίγο ξανά! Τα τα τα –τι τι τι- το το το –τε τε τε- του του του! Είπε ο γίγαντας! Ο Τοσοδούλης γέλασε πολύ γιατί ήταν τόσο αστεία η

Page 4: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

φωνή του γίγαντα! Μα πως άλλαξε έτσι η φωνή σου απόρησε ο Τοσοδούλης! έλα τώρα κύριε γίγαντα! Άνοιξε τη μύτη σου! Ο γίγαντας, διστακτικά, άφησε τη μύτη του και μύρισε βαθειά! Τι υπέροχο άρωμα! Είπε. Η φωνή σου είναι μια χαρά τώρα! Είπε ο Τοσοδούλης! Για μίλα ξανά να σε ακούσω! Τα τα τα –τι τι τι- το το το –τε τε τε- του του του! Είπε ο γίγαντας. Η φωνή σου ξανάγινε όπως ήταν πριν! Παράξενο ! είπε ο Τοσοδούλης! έπαιρναν κι οι δυό πολύ ώρα βαθιές ανάσες, γιατί από το μπουκάλι που κρατούσε στα χέρια του ο Τοσοδούλης, έβγαινε ένα τόσο όμορφο, απαλό, μαγευτικό άρωμα! Τότε άκουσαν πολλές απαλές φωνούλες! «ευχαριστούμε, ευχαριστούμε», έλεγαν οι φωνούλες! Ποιοι είστε και από πού ακούγονται οι φωνούλες σας? Ρώτησε ο Τοσοδούλης! εδώ! Εδώ! Δηλαδή παντού στο δωμάτιο! Είμαστε τα μόρια της όμορφης τριανταφυλλένιας οσμής! Έχετε υπέροχο άρωμα! Είπε ο γίγαντας! Έχετε υπέροχη οσμή! Είπε ο Τοσοδούλης! Ευχαριστούμε και που μας ελευθερώσατε, και για τα καλά σας λόγια! Είπαν τα μόρια της τριανταφυλλένιας οσμής! Μπορείτε να φύγετε από τη χαραμάδα του παραθύρου! Είπε ο γίγαντας, να βγείτε έξω στον αέρα, μη σας πιάσει ξανά η μάγισσα! Φεύγουμε! Φεύγουμε! Είπαν τα μόρια της όμορφης οσμής! Πάμε στον ανθισμένο κήπο να βρούμε τη μαμά μας! Ποια είναι η μαμά σας? Ρώτησε ο Τοσοδούλης! Η μαμά μας είναι ένα κατάλευκο τριαντάφυλλο με εκατό φύλλα! Είπαν τα μόρια κι έφυγαν βιαστικά από τη χαραμάδα!

Πάμε να φύγουμε κι εμείς! Είπε ο Τοσοδούλης! πάμε να δούμε και τι υπάρχει στα άλλα δωμάτια είπε ο γίγαντας! Έφυγαν προσεχτικά από το δωμάτιο της οσμής, μην σπάσουν κατά λάθος κάποιο μπουκαλάκι, και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.

Ο Τοσοδούλης κι ο γίγαντας, συνεχίζοντας την περιπλάνηση τους στο παλάτι της μάγισσας ύλης, άνοιξαν αργά και προσεχτικά, τη πόρτα που πάνω έγραφε «γεύση».

Πως εσείς παιδιά φαντάζεστε το δωμάτιο των γεύσεων?

Καταγράφουμε τις απαντήσεις των παιδιών, τα παιδιά είπαν:

Κι αφού με τη φαντασία τους τα παιδιά, έφτιαξαν δικά τους δωμάτια γεύσεων, συνεχίζουμε το παραμύθι. (σε περίπτωση που κανένα παιδί δεν γνωρίζει τη λέξη γεύση, απλά συνεχίζουμε το παραμύθι).

(συνέχεια του παραμυθιού)

Ο Τοσοδούλης κι ο γίγαντας, συνεχίζοντας την περιπλάνηση τους στο παλάτι της μάγισσας ύλης, άνοιξαν αργά και προσεχτικά, τη πόρτα που πάνω έγραφε «γεύση».

- Τι είναι αυτό που τα μικρά ματάκια του Τοσοδούλη αντίκρισαν?

Page 5: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

Τι είναι αυτό που τα μεγάλα κι αθώα μάτια του γίγαντα αντίκρισαν?

Ένα τεράστιο τραπέζι που τόσες πολλές λιχουδιές, μπορούσε να χορτάσει όλους τους φτωχούς του κόσμου.

"Η μάγισσα της ύλης, μπορεί να τρώει ότι θέλει", είπε ο Τοσοδούλης!" όχι σαν και μένα, που είμαι πάντα πεινασμένος", είπε ο γίγαντας!

Ο γίγαντας όρμησε με βουλιμία στο πρώτο πιάτο που βρήκε μπροστά του. «Θα τη κάνω ταράτσα,» είπε!

Όμως, μόλις έβαλε τη πρώτη μπουκιά στο στόμα του, « μπλιάχ! Βοήθεια! Βοήθεια! Είναι πικρό!» Φώναξε ο γίγαντας! . .

Ο Τοσοδούλης, πήρε ένα μικρό μικρούτσικο κομματάκι από την πιατέλα να δοκιμάσει κι αυτός, όμως μόλις το έβαλε στο μικρό του στοματάκι, -"μπλιάχ! Βοήθεια! Βοήθεια! Έχεις δίκιο κύριε γίγαντα Είναι πικρό! Είναι πολύ πικρό! Είναι πάρα πολύ πικρό!" Είπε ο Τοσοδούλης!

-"Ναι , είναι τόσο πικρό, που μου θυμίζει το φάρμακο που μου έδινε η γιγαντογιατρίνα η Νίνα, όταν ήμουνα μικρός, κι έκλαιγα γιατί δεν ήθελα να το πιώ, και η γιγαντογιατρίνα η Νίνα, με κυνηγούσε σε όλο το γιγαντοχωριό, και μου έλεγε άμα δε το πιώ, δεν θα πέσει ο πυρετός!", είπε ο γίγαντας.

" Και σε έπιασε η γιγαντογιατρίνα? " Ρώτησε ο Τοσοδούλης!

" Με έπιασε," είπε ο γίγαντας." Και τι σου έκανε? Σου έδωσε το πικρό φάρμακο?", ρώτησε ο Τοσοδούλης. -

" Ναι μου το έδωσε, "είπε ο γίγαντας.

-" Κι έγινες καλά? "

- "Ναι, πέρασε ο πυρετός, αλλά ήταν πολύ πικρό το φάρμακο," είπε ο γίγαντας. "Μερικές φορές, το πικρό γίνεται γλυκό, όταν είναι για το καλό μας," είπε ο γίγαντας. "Με έσωσε η γιατρίνα η Νίνα και το πικρό το φάρμακο της, γιατί είχα πολύ πυρετό!", είπε ο γίγαντας.

- " Άσε τώρα τη Νίνα τη γιατρίνα, να δούμε μήπως βρούμε τίποτα νόστιμο να φάμε, γιατί πεινάω', είπε ο Τοσοδούλης, και πήρε στα χέρια του, κάτι που μύριζε πολύ όμορφα. Ήταν κίτρινο, σκληρό, και το έκοψε με ένα μαχαιράκι. Έβαλε λίγο στο μικρό του στόμα και "μπλιάχ! ", Αναφώνησε!

-" Κι αυτό πικρό"? Είπε ο γίγαντας!

-" Όχι αυτό είναι ξινό", είπε ο Τοσοδούλης!

έβαλε κι ο γίγαντας, ένα μικρό κομματάκι στο στόμα του! «μπλιάχ! Αναφώνησε ο γίγαντας! Αυτό είναι ξινό, είναι πολύ ξινό! Είναι πάρα πολύ ξινό! Έχεις δίκιο", είπε ο γίγαντας στον Τοσοδούλη!

Τότε ο γίγαντας, είπε! -"Αυτό πρέπει να είναι πολύ νόστιμο"!

Και πήρε μια τεράστια μπουκιά, από κάτι πού έμοιαζε με τυρόπιττα , μέσα σε μια τεράστια πορσελάνινη πιατέλα. Όμως ," μπλιάχ! Αυτό είναι πολύ αρμυρό"! Είπε ο γίγαντας!" Δεν τρώγεται με τίποτα! ".

Ο Τοσοδούλης, δοκίμασε μια μικρή, μικρούτσικη μπουκίτσα από το τυροπιττάκι, και "μπλιάχ!" Αναφώνησε! "Έχεις δίκιο κύριε γίγαντα! Είναι αλμυρό! Είναι πολύ αλμυρό! Είναι πάρα πολύ αλμυρο! Φτού φτού φτου! Μπλιαχ! Μπλιαχ! Μπλιαχ! ", Έκαναν κι οι δυό μαζί, ο Τοσοδούλης και ο γίγαντας!

Page 6: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

"Πάμε να φύγουμε" είπε ο γίγαντας! "Εδώ μέσα δεν τρώγεται τίποτα! Τόσα φαγητά και η μάγισσα της ύλης, δεν ξέρει να μαγειρεύει, σαν την γυναίκα μου την κυρία γιγαντίνα. "

- 'Είσαι παντρεμένος?" Απόρησε ο Τοσοδούλης! "Δεν το ήξερα!

"Ναι έχω και γιγαντοπαιδάκια! " Είπε ο γίγαντας!

" Πόσα γιγαντοπαιδάκια έχεις?", Ρώτησε ο Τοσοδούλης?

-"Έχω 12 γιγαντοκόρες και δώδεκα γιγαντογιούς."

-" Σοβαρά μιλάς? "Ρώτησε ο Τοσοδούλης!" Και που είναι τώρα η γυναίκα σου και τα παιδιά σου?" - Στο γιγαντόσπιτο μας στην γιγαντοχώρα. Βγήκα να κόψω ξύλα στο γιγαντοδάσος, αλλά χάθηκα, και ψάχνοντας να βρω το σπίτι μου, βρέθηκα στην πολιτεία σας , την Τοσοδουλοπολιτεία, κι έκανα εσένα φίλο!"

-" Είμαστε φίλοι? "Ρώτησε ο Τοσοδούλης.

-"Φυσικά και είμαστε φίλοι! Οι πιο καλοί φίλοι του κόσμου," απάντησε ο γίγαντας!

- Κύριε γίγαντα ,...... να σε λέω........ πατέρα? Δεν έχω ούτε μπαμπά, ούτε μαμά!"........

ο γίγαντας σώπασε για λίγο....κι ο Τοσοδούλης σώπασε για λίγο....Ο γίγαντας σκούπισε λίγο τα μάτια του και είπε:" Έχω 13 γιούς τώρα !

-"Πειράζει που δεν είμαι γίγαντας"? Ρώτησε ο Τοσοδούλης.

-" πειράζει που δεν είμαι Τοσοδούλης"? ρώτησε ο γίγαντας!

-"Πάμε να δούμε και τα άλλα δωμάτια", είπε ο Τοσοδούλης!

Τότε όμως βρήκαν μπροστά τους, ένα μεγάλο τεράστιο σακουλάκι με……"ω! "αναφώνησε χοροπηδώντας ο Τοσοδούλης! "Είναι καραμέλες! Είναι καραμέλες! Τρα λα λα τρα λα λα! "

-Περίμενε να βεβαιωθούμε πρώτα"! , είπε σκεφτικός ο γίγαντας.

Πήρε μια καραμέλα, την έβαλε στο στόμα του, και.... "ω! "αναφώνησε! "Είναι καραμέλες! Είναι καραμέλες! Τρα λα λα τρα λα λα! Είναι γλυκές! Δοκίμασε Τοσοδούλη'!

Ο Τοσοδούλης είπε!" Είναι γλυκές! Είναι πολύ γλυκές! Είναι πάρα πολύ γλυκές! Επιτέλους και κάτι νόστιμο σε αυτό το παλάτι"!

-"Μη τρως πολλές καραμέλες! Θα χαλάσουν τα δόντια σου", είπε ο γίγαντας!

-" Θα της φάω όλες ", είπε ο Τοσοδούλης!

-θα χαλάσουν τα δόντια σου, και θα κάνουν τρύπες και θα πέσουν, και θα φοράς μασέλα', ξανάπε ο γίγαντας!

Ο Τοσοδούλης, έφαγε μόνο μία καραμέλα, κι ακόμα μία. Ο γίγαντας έφαγε μόνο μία καραμέλα κι ακόμα μία. Ο Τοσοδούλης , παίρνοντας στα χέρια του καραμέλες μέτρησε καραμέλες, μέτρησε 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, ……έως το 24. Έβαλε 24 καραμέλες στην τσέπη του.

-" Γιατί πήρες 24 καραμέλες"? Απόρησε ο γίγαντας.

-' Για τα αδέρφια μου, τα γιγαντοπαιδάκια σου, "είπε ο Τοσοδούλης.

Page 7: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

Τότε ο γίγαντας, πήρε κι άλλες δύο καραμέλες. "τι τις θέλεις αυτές? Περισσεύουν", είπε ο Τοσοδούλης.

-" δεν περισσεύουν, μία είναι για την γυναίκα μου, και η άλλη για τον κύριο επιστήμονα της Τοσοδουλοπολιτείας," είπε ο γίγαντας.

Τότε ο Τοσοδούλης, έβαλε όλες τις καραμέλες σε ένα σακούλι, και είπε στον γίγαντα να τις πάρουν όλες. Έτσι κι έγινε. ο γίγαντας πήρε το σακούλι, όμως δυσκολευόταν να το κουβαλήσει.

" Είναι πολύ βαρύ το σακούλι", είπε ο γίγαντας." εξάλλου, θα θυμώσει η μάγισσα, όταν δει ότι λείπουν όλες οι καραμέλες. Δεν είπαμε ότι χαλάν τα δόντια"? Είπε πάλι ο γίγαντας.

-"Θέλω τις καραμέλες για τα φτωχά παιδάκια", είπε ο Τοσοδούλης.

Ο γίγαντας, έβαλε το σακούλι στον ώμο του, και .....τι έκπληξη! Ξαφνικά το φορτίο έγινε τόσο ελαφρύ! Ο γίγαντας είπε! "Τα μόρια της καραμέλας, πως ξαφνικά έγιναν τόσο ελαφριά"?

-" Θα ρωτήσουμε τον κύριο επιστήμονα, όταν τον δούμε", Είπε ο Τοσοδούλης!

Ο Τοσοδούλης, φεύγοντας από το δωμάτιο της μάγισσας, της άφησε ένα σημείωμα. "Κυρία μάγισσα της ύλης, ευχαριστούμε για τις καραμέλες. Όσο για τα άλλα φαγητά, φάτα μόνη σου! Υπογραφή , Τοσοδούλης 13ος γιός του γίγαντα.

Δραστηριότητα –ακρόαση ιστορίας- Το δωμάτιο των χρωμάτων

Στόχοι: να αντιληφθούν πως τα υλικά διαφέρουν ως προς το χρώμα

-να ταξινομήσουν υλικά ανάλογα με το χρώμα τους

(σε αυτή τη δραστηριότητα, δεν ρωτάω τα παιδιά πως φαντάζονται το εσωτερικό του δωματίου, όπως έκανα με τα προηγούμενα δωμάτια, δηλαδή της οσμής, και της γεύσης, παρά ξεκινώ την αφήγηση της ιστορίας).

Το δωμάτιο των χρωμάτων

Ο γίγαντας άνοιξε αργά και προσεχτικά την πόρτα που πάνω έγραφε «χρώματα».

Μόλις μπήκαν στο δωμάτιο των χρωμάτων, είδαν ένα άδειο δωμάτιο. Δεν υπήρχε τίποτα μέσα. οι τοίχοι ήταν άσπροι. Μόνο αυτό. Ούτε έπιπλα, ούτε τίποτα. Ένα άδειο δωμάτιο.

-καλά και γιατί λέγεται δωμάτιο των χρωμάτων? Απόρησαν ο Τοσοδούλης κι ο γίγαντας.

Τότε, σαν κάτι να άκουσαν.

-Σσσσσσς….. είπε ο γίγαντας…. κάτι άκουσα…..

- κάποιος κλαίει? Κάποιος κλαίει, είπε ο Τοσοδούλης.

- κάποιος είναι πολύ λυπημένος εδώ μέσα. βλέπεις κανέναν? Ρώτησε ο γίγαντας τον Τοσοδούλη.

Πριν προλάβει να απαντήσει ο Τοσοδούλης, κάτι πέρασε από μπροστά τους.

- Τι είναι αυτό? Ποιος πετάει? Είπε ο γίγαντας.

Page 8: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

-κοίτα, μια νεράιδα, μια μικρή νεράιδα, είπε ο Τοσοδούλης.

-η νεράιδα, ήρθε κοντά τους. Φαινόταν τρομαγμένη. Ήταν μικρή, σαν τον Τοσοδούλη. Είχε λευκά φτερά, λευκό φόρεμα, λευκό στέμμα με λευκές κορδέλες στα μακριά της μαλλιά, και κρατούσε κάτι στο χέρι της.

-ποια είσαι εσύ? Νεράιδα είσαι? Ρώτησε ο γίγαντας.

- κι εσείς ποιοι είστε? Ρώτησε η νεράιδα.

- είμαστε ο γίγαντας κι ο 13ος γιός του γίγαντα, η αυτού εξοχότης ο Τοσοδούλης, πρίγκιψ της Τοσοδουλοπολιτείας, και πρίγκιψ της γιγαντοχώρας, είπε ο Τοσοδούλης.

-κόψε κάτι Τοσοδούλη…. είπε ο γίγαντας. Δεν είμαστε πρίγκηπες, είμαστε δύο απλοί γίγαντες και Τοσοδούληδες, που ζητάμε να ανακαλύψουμε τι κρύβεται στο παλάτι της μάγισσας ύλης.

- είστε καλοί ή κακοί? Ρώτησε η νεράιδα.

-Είμαστε καλοί, είπε ο Τοσοδούλης, δηλαδή όχι μόνο καλοί, είμαστε πολύ καλοί, δηλαδή όχι μόνο πολύ καλοί, είμαστε πάρα πολύ καλοί.

-Εσύ είσαι καλή? Μήπως είσαι κακιά? Ρώτησε ο γίγαντας.

- είμαι καλή, είπε η νεράιδα. Δηλαδή όχι μόνο καλή, είμαι πολύ καλή, δηλαδή όχι μόνο πολύ καλή, είμαι πάρα πολύ καλή νεράιδα, είπε η νεράιδα.

- και ποιο είναι το όνομά σου? Ρώτησε ο γίγαντας.

-και τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου? Ρώτησε ο Τοσοδούλης με μεγάλη περιέργεια.

- με λένε Πολυχρόμη, και είμαι η νεράιδα των χρωμάτων, βασίλισσα της χρωματοχώρας.

- και γιατί σε λένε Πολυχρώμη? Ρώτησε ο γίγαντας.

- και πώς να με λένε? Ρώτησε η νεράιδα.

- να σε λένε ασπροχρώμη, αφού όλα σε σένα είναι άσπρα. Άσπρα φτερά, άσπρα ρούχα, όλα άσπρα.

Τότε η Πολυχρώμη, έβαλε τα κλάματα.

- Ωχ! Γιατί κλαις? Είπε ο γίγαντας!

- Ωχ! Γιατί κλαις? Ρώτησε ο Τοσοδούλης.

- - γιατί…γιατί….η μάγισσα της ύλης πήρε τα χρώματα από την παλέτα μου, και με φυλάκισε σε αυτό το δωμάτιο. Δεν μπορώ να φύγω και στην χρωματοχώρα την αγαπημένη μου πατρίδα δεν μπορώ να πάω. Τα χρώματα μου χάθηκαν κι έμεινε μόνο το λευκό χρώμα στην παλέτα μου. Κάποτε ήταν υγρό, όμως με τον καιρό ξεράθηκε κι έγινε στερεό.

- Ο Τασοδούλης και ο γίγαντας, εξέτασαν προσεχτικά την παλέτα. Πράγματι, υπήρχε μόνο ένα λευκό χρώμα, ξεραμένο.

- Αυτό κάποτε ήταν υγρό? Ρώτησε ο γίγαντας.

Page 9: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

- - ναι, απάντησε η Πολυχρώμη, ήταν υγρό και με το πινέλο έβαψα τους τοίχους, τα φτερά, τα ρούχα μου. Το υπόλοιπο χρώμα, που είχε μείνει στην παλέτα , με τον καιρό, έγινε από υγρό στερεό, και δεν μπορώ να βάψω τίποτα πια.

- - δεν έχει και τίποτα να βάψεις εδώ μέσα, είπε ο Τοσοδούλης. ένα άδειο δωμάτιο είναι.

- - Α! όχι, κοιτάξτε! Εκεί ψηλά, έχει μια μικρή πράσινη φωλιά, τη βλέπετε?

- 0 γίγαντας κι ο Τοσοδούλης, κοίταξαν ψηλά, και είδαν μια μικρή πράσινη φωλιά.

Σε αυτή τη φωλιά, έρχεται από μια μικρή τρύπα του ταβανιού, κάποιες φορές ένα μικρό πράσινο περιστέρι, και μου κάνει συντροφιά. Αλλά δεν του αρέσει το χρώμα του και θέλει να τον κάνω άσπρο, να μοιάζει με όλα τα άλλα περιστέρια. Το κοροϊδεύουν όλοι γιατί έχει πράσινο χρώμα. Όμως εμείς είμαστε φίλοι. Είπε η Πολυχρώμη. Αν η λευκή μπογιά μου ήταν υγρή, θα τον έβαφα, και κανείς δεν θα τον κορόιδευε, είπε η Πολυχρώμη.

Ο Τοσοδούλης και ο γίγαντας, άκουγαν πολύ προσεχτικά την νεράιδα, και τότε ο Τοσοδούλης είπε: έλα μαζί μας Πολυχρώμη! Θα σε ελευθερώσουμε!

- Κι αν με ψάξει ο φίλος μου το περιστέρι και δεν με βρει? Όχι, θα λυπηθώ πολύ, δεν πάω πουθενά, είπε η Πολυχρώμη.

- Ο φίλος σου, θα χαρεί που δεν θα σε δει εδώ μέσα φυλακισμένη, θα σκεφτεί ότι κάποιος σε ελευθέρωσε και θα χαρεί!

- - όχι είπε η Πολυχρώμη! Θα μείνω να περιμένω το πράσινο περιστέρι μου! Δεν έχω άλλον φίλο!

- - έχεις εμάς Πολυχρώμη! Είπαν με μια φωνή ο Τοσοδούλης και ο γίγαντας!

- Σκέφτηκα πως μπορείτε να με βοηθήσετε! Είπε η νεράιδα χαρούμενη!

- -πως? Ρώτησαν με αγωνία και ο Τοσοδούλης και ο γίγαντας.

- - θέλω να φύγετε, και να μου φέρετε λίγο χρώμα να βάλω στην παλέτα μου. Λίγο μπλε, λίγο κόκκινο, λίγο κίτρινο χρώμα, σε υγρή μορφή, λίγο νερό κι ένα καθαρό σφουγγάρι. Αν μου τα φέρετε, θα μπορέσω να ελευθερωθώ μόνη μου, όταν θα έρθει ο φίλος μου το περιστέρι.

- - και που θα τα βρούμε όλα αυτά? Ρώτησε ο γίγαντας.

- - στο διπλανό δωμάτιο της Απορροφητικότητας, είπε η νεράιδα. Έχει μια ταμπέλα έξω στην πόρτα, θα τη δείτε, είπε η νεράιδα.

- - να σε ρωτήσω κάτι? Είπε ο γίγαντας. Γιατί όταν ήταν εδώ το περιστέρι, δεν άνοιγες την πόρτα να φύγετε και να ελευθερωθείτε?

- - γιατί η πόρτα δεν ανοίγει από μέσα, μόνο από έξω, είπε η νεράιδα. Εσείς την ανοίξατε από έξω, για αυτό μπορέσατε να μπείτε.

- Ο Τοσοδούλης, κοίταξε πίσω του να δει τη πόρτα. Η πόρτα ήταν ακόμα ανοιχτή ευτυχώς.

- Ο γίγαντας και ο Τοσοδούλης, βγήκαν από το δωμάτιο, αφήνοντας ανοιχτή τη πόρτα και υποσχέθηκαν στην Πολυχρώμη να επιστρέψουν με τα χρώματα και το σφουγγάρι.

- - ε! ξεχάσατε να πάρετε την παλέτα, για να την γεμίσετε με τα χρώματα, είπε η νεράιδα.

Page 10: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

- Ο γίγαντας, πήρε τη παλέτα, και μαζί με τον Τοσοδούλη, άνοιξαν την πόρτα , που έγραφε

- «Απορροφητικότητα»

Το δωμάτιο της απορροφητικότητας

Ο Τοσοδούλης και ο γίγαντας, άνοιξαν αργά και προσεχτικά την πόρτα που η ταμπελίτσα έγραφε «απορροφητικότητα». Ο Τοσοδούλης, έβγαλε το παπούτσι του.

-« Έ! Γιατί βγάζεις το παπούτσι σου, γιέ μου?» απόρησε ο γίγαντας.

- πατέρα, γιατί που λες καλέ μου πατερούλη, φοβάμαι μη κλείσει η πόρτα και μείνουμε για πάντα μέσα σε αυτό το δωμάτιο, θυμάσαι τι είπε η νεράιδα Πολυχρώμη για τις πόρτες? Ότι ανοίγουν από έξω αλλά κλείνουν προς τα μέσα?».

-«θυμάμαι, θυμάμαι γιε μου», είπε ο γίγαντας, κι έβγαλε το μεγάλο παπούτσι του, το έβαλε στην άκρη της πόρτας. Έβγαλε και το άλλο του παπούτσι. «για να στερεώνεται καλύτερα η πόρτα», είπε ο γίγαντας.

-« θα βγάλω κι εγώ το άλλο μου παπούτσι, για να στερεώνεται καλύτερα η πόρτα», πρόσθεσε ο Τοσοδούλης, κι έβγαλε και το άλλο του παπούτσι.

-Ευτυχώς που δε φοράμε κάλτσες, είπε ο γίγαντας.

- ευτυχώς που δε φοράμε κάλτσες, είπε ο Τοσοδούλης .και γέλασαν κι οι δύο, γιατί θυμήθηκαν τα μόρια της άπλυτης κάλτσας στο δωμάτιο των οσμών.

Το δωμάτιο της απορροφητικότητας, ήταν τόσο ακατάστατο…. Παντού πεταμένα αντικείμενα από διάφορα υλικά. Μπρούτζινα δοχεία, μεταλλικές κανάτες, διαφόρων λογιών υφάσματα, μάλλινα, βαμβακερά, κομμάτια από δέρμα , μικρά κομμάτια από βαμβάκι, ξύλινες σκάλες, κεραμικά πιάτα, πήλινα δοχεία, ασημένια κηροπήγια, διάφορες κανάτες πλαστικές με νερό, σφουγγάρια αληθινά της θάλασσας, σφουγγάρια συνθετικά , μικρά σύρματα, φύλλα από αλουμίνιο, ρόδες από καουτσούκ, πεταμένα καλώδια, λάμπες, λαμπάκια, πινέλα μικρά, πινέλα μεγάλα, και στο βάθος, κάτι μεγάλα, τεράστια δοχεία, τόσο ψηλά, που ούτε και ο γίγαντας δεν τα έφτανα για να δει τι έχουν μέσα.

-«πω! Πω! «Είπε ο Τοσοδούλης, «εδώ μέσα γίνεται χαμός»!

- «καλά δεν καθαρίζει ποτέ αυτή η μάγισσα?» Πρόσθεσε ο γίγαντας.

-«λοιπόν, ψάχνουμε τώρα, ψάχνουμε τώρα! Μην αργούμε»! Είπε πάλι ο γίγαντας!

« να χωριστούμε σε ομάδες!», είπε ο Τοσοδούλης, και να ψάξουμε ομαδικά, για έχουμε καλύτερα αποτελέσματα»!

-«ποιες ομάδες Τοσοδούλη?», απόρησε ο γίγαντας.

«μια ομάδα εσύ και μια ομάδα εγώ πατέρα!», είπε ο Τοσοδούλης.

-«για να κάνουμε μία ομάδα, πρέπει να είμαστε τουλάχιστον δύο σε κάθε ομάδα», είπε ο γίγαντας», «εσύ κι εγώ, είμαστε μία ομάδα, όμως, δεν υπάρχουν άλλοι δύο για να είμαστε δύο ομάδες».

-« σωστά», είπε ο Τοσοδούλης! «τότε να ψάξουμε μαζί, γιατί σαν ομάδα θα δουλέψουμε καλύτερα!», είπε ξανά ο Τοσοδούλης.

Page 11: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

- κι έτσι, άρχισαν να ψάχνουν…. Έψαχναν από εδώ, έψαχναν από εκεί, έψαχναν πέρα, έψαχναν πιο πέρα, έψαχναν και παραπέρα. έψαχναν δώθε, έψαχναν κείθε, έψαχναν πάνω, έψαχναν κάτω, έψαχναν ψηλά, έψαχναν χαμηλά, ώσπου….

- «Πατέρα, πατερούλη! Κοίτα! Βρήκα ένα καθαρό σφουγγάρι μέσα σε όλη αυτή τη βρωμιά», είπε ο Τοσοδούλης!

ο γίγαντας κι Τοσοδούλης, πετούσαν από τη χαρά τους!

Ψάχνοντας, βρήκαν και πήραν μαζί τους κι ένα καθαρό πινέλο, και μια κανάτα νερό, όμως δεν μπορούσαν να βρουν πουθενά υγρό χρώμα.

Τότε ο γίγαντας, σκέφτηκε να ψάξουν μέσα σε αυτά τα μεγάλα, τεράστια δοχεία, που ήταν τόσο ψηλά, που ούτε κι ο γίγαντας δεν έφτανε για να δει τι έχουν μέσα.

- «Τη σκάλα! Κοίτα Τοσοδούλη! Θα ανέβω σε αυτή τη μεγάλη ξύλινη σκάλα και θα δω τι υπάρχουν μέσα σε αυτά τα μεγάλα, τεράστια δοχεία!», είπε με χαρά ο γίγαντας,

- Έτσι κι έκαναν. Ο γίγαντας, πήρε μια μεγάλη σκάλα κι άρχισε να ανεβαίνει!

- - «σε κρατάω πατέρα!», Όλο φώναζε από κάτω ο μικρός Τοσοδούλης!

- «Κράτα με γιέ μου, μη πέσω «, έλεγε γελώντας ο τεράστιος γίγαντας!

- Ο γίγαντας, ανέβαινε, ανέβαινε στη σκάλα, κι ο Τοσοδούλης κρατούσε, κρατούσε τη σκάλα!

Όταν ο γίγαντας έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας, έσκυψε το κεφάλι του μέσα στα μεγάλα, τεράστια δοχεία, να δει τι έχουν μέσα, αφού πρώτα άνοιξε τα μεγάλα, τεράστια καπάκια τους. ! Απίστευτο! Ήταν τρία μεγάλα, τεράστια δοχεία και το καθένα από αυτά είχε μέσα του, κάποιο χρώμα σε υγρή μορφή. Το πρώτο δοχείο, είχε κόκκινο χρώμα, το δεύτερο δοχείο είχε κίτρινο χρώμα, και το τρίτο δοχείο είχε μπλε χρώμα!

-«Τοσοδούλη! τα δοχεία αυτά έχουν τα χρώματα που χρειαζόμαστε τρα λα λα, τρα λα λα!» Είπε τραγουδώνας χαρούμενος ο γίγαντας!

-«γιούπι! Έκανε χοροπηδώντας από χαρά ο Τοσοδούλης.

- Ο γίγαντας, έβαλε το χέρι του μέσα στο κόκκινο δοχείο, πήρε λίγο κόκκινο χρώμα με τα τεράστια χέρια του,… .όμως που να το βάλει? Τα χέρια του ήταν κόκκινα, η μπογιά έρεε , Δεν μπορούσε να κρατήσει στα χέρια του το υγρό. Το υγρό, κυλούσε, γλιστρούσε, κι ο γίγαντας, δεν μπορούσε να πιάσει την υγρή μπογιά.

- τι να κάνω Τοσοδούλη? η υγρή μπογιά τρέχει, πώς να τη πιάσω? ρώτησε ο γίγαντας τον Τοσοδούλη.

- Τότε ο Τοσοδούλης, αμέσως είπε: « ο επιστήμονας, θυμάσαι τι είπε? Είπε πως τα μόρια των υγρών, . Δεν κάθονται στην ίδια θέση, κινούνται σε μικρές αποστάσεις, τους αρέσει να κάνουν τσουλήθρα, πατινάζ, κι όλο γλυστράνε, όλο κυλάνε, κυλάνε, κυλάνε. Για να τα πιάσουμε, πρέπει πάντα να τα έχουμε σε ένα δοχείο, κι αν τα πιάσουμε με το χέρι μας, κυλάνε, παίζοντας τσουλήθρα».

- μη κυλάτε μόρια της υγρής μπογιάς, μη κυλάτε, φώναζε ο γίγαντας…

Page 12: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

Όμως, τα μόρια της υγρής μπογιάς, συνέχιζαν να κυλούν, να γλιστρούν, να κάνουν τσουλήθρα πάνω στα χέρια του γίγαντα, που είχα πασαλειφτεί ολόκληρος με κόκκινη, κίτρινη και μπλε μπογιά.

Τότε ο Τοσοδούλης, πήρε δύο πλαστικά δοχεία που βρήκε πεταμένα κάτω, και είπε στον γίγαντα να κατέβει από τη σκάλα και να πάρει τα δύο δοχεία να τα γεμίσει με νερό. Έτσι κι έγινε. Ο γίγαντας κατέβηκε τη μεγάλη σκάλα, πήρε τα δοχεία από τα χέρια του Τοσοδούλη, και να ξανανέβηκε τη σκάλα. Έφτασε ως το τέρμα της σκάλας. Βούτηξε το μικρό πλαστικό δοχείο στο μεγάλο, τεράστιο δοχείο, και το γέμισε με μπλε μπογιά.

Βούτηξε το άλλο μικρό πλαστικό δοχείο στο μεγάλο, τεράστιο δοχείο και έβαλε ως τη μέση κόκκινη μπογιά. Και μετά το γέμισε με κίτρινη μπογιά. Χαρούμενος, κατέβηκε γρήγορα και χοροπηδώντας, τη μεγάλη σκάλα , κι η μπογιά ανακατευόταν κι ανακατευόταν…., και έφτασε κάτω στον Τοσοδούλη.

-«Τοσοδούλη, έχουμε ότι μας ζήτησε η νεράιδα. Το πινέλο, τη κανάτα με το νερό, το καθαρό σφουγγάρι, το μπλε υγρό χρώμα και το κόκκινο υγρό χρώμα, και το κίτρινο υγρό χρώμα», είπε ο γίγαντας.

Ο Τοσοδούλης, έριξε μια ματιά στα υλικά. « το πινέλο είναι εδώ, η κανάτα με το νερό είναι εδώ, το καθαρό σφουγγάρι είναι εδώ, το μπλε υγρό χρώμα είναι εδώ, και….

- « Ωπα! Λείπει το κόκκινο χρώμα! Λείπει και το κίτρινο χρώμα! Αυτό είναι πορτοκαλί και όχι κίτρινο ή κόκκινο», είπε ο Τοσοδούλης.

-«το κίτρινο είναι κάτω, δεν φαίνεται, είπε ο γίγαντας, αλλά το κόκκινο φαίνεται γιατί είναι πάνω πάνω. Για να δω!». Ο γίγαντας, γούρλωσε τα μεγάλα, αθώα μάτια του και κοίταζε το πορτοκαλί χρώμα ξανά και ξανά. Το κοίταξε μια, το κοίταξε δυο, το κοίταξε τρεις, πράγματι. Το χρώμα ήταν πορτοκαλί. Ούτε κίτρινο ούτε κόκκινο. Ο γίγαντας, δεν μπορούσε να το εξηγήσει αυτό. Έριξε απογοητευμένος την πορτοκαλί υγρή μπογιά στο πάτωμα, και ξανανέβηκε τη σκάλα, κρατώντας τα δύο μικρά πλαστικά δοχεία. Γέμισε με κόκκινη μπογιά, το άδειο δοχείο, και συμπλήρωσε με κίτρινη μπογιά, το μικρό δοχείο που είχε μέσα την μπλε μπογιά. Σίγουρος πια, πως όλα τα έκανε σωστά και κρατά στα δυο του χέρια και στα δύο μικρά δοχεία τα τρία χρώματα που ζήτησε η νεραιδούλα, κατέβηκε χοροπηδητά τη σκάλα τραγουδώντας τρα λα λα τρα λα λα. Όταν όμως έφτασε κάτω και κοίταξαν μαζί με τον Τοσοδούλη τα δυό δοχεία, διαπίστωσαν πως στο ένα δοχείο η μπογιά ήταν κόκκινη ενώ στο άλλο δοχείο, η μπογιά ήταν …πράσινη…. Ο γίγαντας γούρλωσε τα μάτια και θύμωσε τόσο πολύ. «Τίποτα δεν κάνω σωστά», έλεγε. «Όλα λάθος πάντα τα κάνω. Όλα λάθος….».

Κι έκλαιγε… κι έκλαιγε.. με λύπη και θυμό για τον εαυτό του.

-« μη κλαις, μη κλαις σε παρακαλώ Πατερούλη, μη κλαις», έλεγε ο Τοσοδούλης. όμως ο γίγαντας ήταν πολύ απογοητευμένος.

Τα δάκρυα του γίγαντα ήταν τόσα πολλά, που έπεφταν στο πάτωμα κι εκεί που έκλαιγε σχηματίστηκε μια μικρή λιμνούλα.

- Κοίτα, κλαις τόσο πολύ, που τα δάκρυα σου σχημάτισαν μια μικρή λιμνούλα, είπε ο Τοσοδούλης στο γίγαντα. Ο γίγαντας, κοίταξε τη λιμνούλα, και συνέχιζε να κλαίει.

Ο Τοσοδούλης , άφησε το σφουγγάρι του μέσα στη λιμνούλα, και τραγουδούσε μήπως κάνει τον γίγαντα να χαμογελάσει. Ο γίγαντας χαμογέλασε, σκούπισε τα δάκρυα του, και κοίταξε ξανά κάτω να δει την μικρή λιμνούλα δακρύων. Όμως, η λιμνούλα δεν υπήρχε πια, υπήρχε μόνοι ένα βρεγμένο σφουγγάρι. Που πήγαν τα δάκρυα μου? Φώναζε ο γίγαντας. Θέλω τη λιμνούλα με τα δάκρυα μου για να τα πάρω μαζί μου. Είναι η πρώτη φορά που κλαίω και θάλω να δείξω στην αγαπημένη μου γυναίκα την κυρία γιγαντίνα τα δάκρυα μου. Εμείς οι γίγαντες δεν κλαίμε ποτέ, είναι η πρώτη φορά

Page 13: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

που έκλαψα και θέλω τα δάκρυα μου να τα δείξω στους γίγαντες της γιγαντοχώρας και στα γιγαντοπαιδάκια μου. Όμως, η λιμνούλα είχε εξαφανιστεί. Μόνο ένα βρεγμένο σφουγγάρι υπήρχε εκεί κι ούτε ήξεραν που βρέθηκε το νερό και μουσκεύτηκε το σφουγγάρι. Ο γίγαντας, ανέβηκε ξανά τη σκάλα, γέμισε το ένα δοχείο με κίτρινο χρώμα, και στο άλλο δοχείο, έβαλε λίγο μπλε και λίγο κόκκινο χρώμα. Σίγουρος πως όλα πια τα είχε κάνει σωστά, κατέβηκε χοροπηδώντας τη σκάλα, και λέει με περηφάνια στον Τοσοδούλη. « τώρα τα έκανα όλα σωστά». όμως, ενώ υπήρχε πράγματι το κίτρινο χρώμα στο ένα δοχείο, το άλλο δοχείο είχε ένα μωβ χρώμα.

Δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Αποφάσισαν να πάνε στην νεραιδούλα στο διπλανό δωμάτιο, να της πουν πως δεν τα κατάφεραν να φέρουν τα σωστά χρώματα. Όμως φεύγοντας γλύστρησε από το χέρι του γίγαντα η κανάτα με το νερό, κι άλλη κανάτα, όσο κι αν έψαξαν δεν βρήκαν στο δωμάτιο. Ο γίγαντας ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί… ένιωθε ότι σε τίποτα δεν τα καταφέρνει. Δεν υπήρχε άλλη λύση, έπρεπε να πουν όλη την αλήθεια στην νεράιδα, και να την πείσουν να τους ακολουθήσει, αλλιώς θα έμενε για πάντα φυλακισμένη στο δωμάτιο της μάγισσας. Έτσι κι έκαναν.

Φόρεσαν τα παπούτσια τους, και μπήκαν από την ανοιχτή πόρτα ξανά στο δωμάτιο των χρωμάτων. Η μικρή νεράιδα, τους περίμενε με αγωνία. Χάρηκε πολύ που τους είδε. Αργήσατε πολύ εκεί μέσα. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες τι κάνατε? Νόμιζα πως φύγατε για πάντα και με εγκαταλείψατε… είπε η μικρή νεράιδα. Ο γίγαντας δεν μιλούσε, ούτε κι ο Τοσοδούλης. – τουλάχιστον μου φέρατε αυτά που σας ζήτησα? Ρώτησε η νεράιδα. Ο γίγαντας έσκυψε το κεφάλι χαμηλά…. Ο Τοσοδούλης είπε: « φέραμε το πινέλο, φέραμε το πινέλο… φέραμε ένα βρεγμένο σφουγγάρι και όχι στεγνό όπως μας ζήτησες αλλά μπερδέψαμε τα χρώματα. Βάζαμε κόκκινο και μπλε και γινόταν μωβ, βάζαμε κίτρινο με κόκκινο και γινόταν πορτοκαλί, βάζαμε μπλε και κίτρινο και γινόταν πράσινο. Είχαμε μόνο δύο μικρά πλαστικά δοχεία και όχι τρία. Ολόκληρη περιπέτεια. Ο γίγαντας έκλαιγε και χάθηκε η λιμνούλα με τα δάκρυα…και και… και… ο Τοσοδούλης, είπε τα πάντα στη μάγισσα κι ο γίγαντας, συνέχισε να έχει τη μεγάλη του κεφάλα χαμηλά, σαν μικρό ντροπιασμένο παιδί.

Η νεράιδα έσκυψε στο αυτί του γίγαντα και του είπε απαλά: «δεν πειράζει! Όλα καλά!» Ο γίγαντας σήκωσε λίγο το κεφάλι του. Η νεράιδα, πήρε το βρεγμένο σφουγγάρι, έστυψε λίγο πάνω στην παλέτα της, πάνω από το ξεραμένο χρώμα, και ανακάτεψε με το πινέλο της την ξερή μπογιά. Τότε, η μπογιά έγινε υγρή. Ο γίγαντας σήκωσε λίγο ακόμα τη μεγάλη του κεφάλα.

Η νεράιδα πήρε λίγο χρώμα με το πινέλο κι άρχισε να βάφει το σκούφο του Τοσοδούλη. ο γίγαντας σήκωσε κι άλλο ψηλά τη μεγάλη του κεφάλα. Η νεράιδα, πήρε ακόμα λίγο χρώμα με το πινέλο της, κι άρχισε να βάφει το σκούφο του γίγαντα με άσπρο χρώμα. Τώρα ο γίγαντας σήκωσε εντελώς ψηλά τη μεγάλη του κεφάλα.

Η νεράιδα γέλασε. Ο Τοσοδούλης γέλασε, ο γίγαντας γέλασε.

Η νεράιδα, πήρε το βρεγμένο σφουγγάρι, και είπε: «εδώ μέσα είναι τα δάκρυα σου καλέ μου γίγαντα. Στο σφουγγάρι. Το σφουγγάρι απορρόφησε τα δάκρυά σου, δεν έχασες τα δάκρυα σου». Ο γίγαντας χάρηκε πολύ. «Θα μείνουν για πάντα στο σφουγγάρι, είπε ο γίγαντας». «Όχι καλέ μου γίγαντα, όταν στεγνώσει το

- σφουγγάρι, θα στεγνώσουν και τα δάκρυα σου», είπε η νεράιδα. « κι έτσι πρέπει. Τα δάκρυα να στεγνώνουν κάποτε και να χαμογελάμε». Ο γίγαντας λυπήθηκε που θα έχανε για πάντα τα δάκρυα του. Δεν κλαίνε οι γίγαντες τόσο εύκολα. «σου εύχομαι να κλάψεις από χαρά, είπε η νεράιδα. –«υπάρχουν δάκρυα χαράς? Ρώτησε ο γίγαντας. « μα φυσικά υπάρχουν», απάντησε η νεράιδα.

Τότε έλα μαζί μας να σε ελευθερώσουμε , είπε ο Τοσοδούλης. « Αποκλείεται! Είπε η νεράιδα. Περιμένω το μικρό μου περιστέρι. Όταν έρθει θα βάψω τα φτερά του λευκά και κανείς πια δεν θα το κοροϊδεύει», είπε η νεράιδα Πολυχρώμη.

Page 14: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

- Περίμενέ μας Πολυχρώμη, θα γυρίσουμε και θα σε ελευθερώσουμε, είπε ο Τοσοδούλης.

- Περίμενε μας Πολυχρώμη, θα γυρίσουμε και θα σε ελευθερώσουμε, είπε ο γίγαντας.

- Θα σας περιμένω, σας εμπιστεύομαι, είπε η Πολυχρώμη.

Όταν ο Τοσοδούλης και ο γίγαντας, αποχαιρέτησαν την Νεράιδα Πολυχρώμη, ήταν πολύ σκεφτικοί και προβληματισμένοι, για τον τρόπο που θα την βοηθούσαν να ελευθερωθεί. Αποφάσισαν να ανοίξουν και την τελευταία πόρτα στο κάστρο της μάγισσας ύλης, μήπως κι εκεί μέσα ανακαλύψουν κάτι από όσα τους ζήτησε η νεράιδα Πολυχρώμη. Άνοιξαν αργά και προσεχτικά την πόρτα που ταμπέλα έγραφε υδατοπερατότητα, έβγαλαν τα παπούτσια τους, και τα έβαλαν στην άκρη της πόρτας για να μη κλείσει, και….. ω! Δεν πρόλαβαν να κάνουν ένα βήμα! Μέσα στο δωμάτιο της υδατοπερατότητας, είχε παντού νερά!

- « βράχηκαν τα μικρά όμορφα ποδαράκια μου! Είπε ο Τοσοδούλης!

- - βράχηκαν τα τεράστια, όμορφα ποδάρια μου, είπε ο γίγαντας!

- Στο πάτωμα υπήρχαν πολλές λακούβες με νερό. Όπου δεν υπήρχαν λακούβες, υπήρχε χώμα και λάσπη. Από την οροφή, έσταζαν νερά, λες και υπήρχαν τρύπες που έμπαινε η βροχή!

- « τι δωμάτιο είναι αυτό? Θα γίνουμε χάλια! Είπε ο γίγαντας! « Και εσύ Τοσοδούλη θα κρυώσεις! Να βρούμε κάτι να βάλεις στο ποδαράκια σου να μην περνάει το νερό και κρυώσεις!». Είπε ξανά ο γίγαντας! Τότε ο γίγαντας, κοιτώντας γύρω του είδε διάφορα αντικείμενα. Είδε: ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα πλαστικό κουβά, δύο πλαστικές σακούλες, δύο πινέλα, ένα σφουγγάρι, ένα κουτί γεμάτο άσπρη κόλλα,ένα ψαλίδι, λίγα καλάμια, ένα μεγάλο κομμάτι πλαστικό τραπεζομάντηλο με λουλούδια, μια κορδέλα, πολλά υφάσματα, μερικές μετάλλινες ράβδους, μερικές ξύλινες ράβδους και ένα ζευγάρι γαλότσες.

- Εσείς παιδιά, τι νομίζετε ότι πρέπει από όλα αυτά να φορέσει στα ποδαράκια του ο Τοσοδούλης για να μη βραχούν και κρυώσει?

Αφού τα παιδιά είπαν την γνώμη τους, συνέχισα την αφήγηση.

« τις γαλότσες, τις γαλότσες», είπε ο Τοσοδούλης. πήρε τις γαλότσες, όμως δεν του έκαναν, γιατί οι γαλότσες ήταν τεράστιες σαν τον γάγαντα. Ο γίγαντας, δοκίμασε τις γαλότσες.

« μου κάνουν», είπε και τις φόρεσε εκείνος.

Ο γίγαντας, έδωσε στον Τοσοδούλη να φορέσει τις κάλτσες.

Εσείς τι λέτε παιδιά? Τώρα που ο Τοσοδούλης φόρεσε τις κάλτσες θα περνάει μέσα από τις κάλτσες το νερό? Αφού τα παιδιά είπαν τις απόψεις τους, συνεχίζουμε την αφήγηση.

Ο Τοσοδούλης, φόρεσε τις κάλτσες, και μπήκε μέσα σε μία λακούβα με νερό, όμως το νερό πέρασε μέσα από τις κάλτσες και τα ποδαράκια του βράχηκαν. Ένιωθε σαν παπί, γιατί με τις βρεγμένες κάλτσες, σαν παπάκι προχωρούσε.

- Τότε ο γίγαντας, του είπε να βγάλει τις κάλτσες και να δοκιμάσει το κουβά.

- Ο Τοσοδούλης, γούρλωσε τα μάτια του. «-που να βάλω το κουβά»? Ρώτησε ο Τοσοδούλης με απορία τον γίγαντα.

Page 15: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

- Ο γίγαντας πήρε το κουβά έβαλε μέσα τα δυο πόδια του Τοσοδούλη και τον ρώτησε. «Βρέχονται τώρα τα πόδια σου»? όχι δε βρέχονται… αλλά… δε μπορώ να περπατήσω είπε ο Τοσοδούλης.

- -αυτό είναι πράγματι ένα πρόβλημα, όμως , μπορείς να πηδήξεις? Να περπατάς πηδώντας? Ρώτησε ο γίγαντας.

- Ο Τοσοδούλης, έκανε ένα πήδο και πλαφ! Έπεσε μέσα στο νερό! «Χα χα χα! Τι ωραίο παιχνίδι»! Είπε ο Τοσοδούλης κι άρχισε να τσαλαβουτά στη λακούβα με το νερό, πηδώντας μέσα στο κουβά. Όμως τα ποδαράκια του γλυστρούσαν έξω από το κουβά και όλο έπεφτε στη λακούβα.

- Αψού! Αψού! Έκανε ο Τοσοδούλης!

- «Κρύωσες παιδί μου»! είπε ο γίγαντας, και τον πήρε αγκαλιά και τον έβγαλε από τη λακούβα!

- «άσε με μπαμπά να παίξω λίγο ακόμα»! Είπε ο Τοσοδούλης.

- -«ούτε να το σκέφτεσαι»! απάντησε ο γίγαντας, και έβαλε υφάσματα στα πόδια του, τυλίγοντας τα με κορδέλα που την έκοψε με το ψαλίδι σε δύο μικρότερες κορδέλες έτσι που να μοιάζουν με παπούτσια.

τι λέτε εσείς παιδιά? Γιατί το έκανε αυτό ο γίγαντας? Θα περνά νερό τώρα από τα ποδαράκια του Τοσοδούλη?

αφού τα παιδιά είπαν τις δικές τους απαντήσεις, συνέχισα την αφήγηση

ο γίγαντας είπε στον Τοσοδούλη: « πιστεύω πως τα υφάσματα, θα εμποδίσουν τα νερά να περάσουν μέσα, κι έτσι τα πόδια σου θα μείνουν στεγνά».

Ο Τοσοδούλης, μπήκε σε μια άλλη λακούβα με νερό, φορώντας στα ποδαράκια του τα υφάσματα, όμως τα ποδαράκια του βράχηκαν γιατί μέσα από τα υφάσματα το νερό περνούσε και Αψου! Αψού! Έκανε ο Τοσοδούλης!

Τότε ο γίγαντας έκανε κάτι άλλο. Πήρε τη μία πλαστική σακούλα, έβαλε το ποδαράκι του Τοσοδούλη μέσα στη σακούλα, έδεσε τα σακούλα με τη κορδέλα. Έκανε το ίδιο και στο άλλο ποδαράκι του Τοσοδούλη. «για να δούμε τώρα? Περνά από τη σακούλα το νερό? Θα βραχούν τώρα τα ποδαράκια σου»? είπε ο γίγαντας.

Ο Τοσοδούλης μπήκε σε μια λακούβα…

- Εσείς τι λέτε παιδιά? Η πλαστική σακούλα θα αφήσει το νερό να περάσει μέσα? θα βραχούν τα ποδαράκια του Τοσοδούλη ή όχι? Τι λέτε?

- Αφού τα παιδιά, είπαν τις απόψεις τους, συνέχισα την αφήγηση

- Όμως τα ποδαράκια του Τοσοδούλη δεν βράχηκαν. Οι πλαστικές σακούλες εμπόδισαν το νερό. Το νερό δεν πέρασε μέσα από τις πλαστικές σακούλες κι έτσι τώρα δεν βρέχονται τα ποδαράκια του Τοσοδούλη.

- Χαρούμενος ο γίγαντας είπε στον Τοσοδούλη «τα καταφέραμε. Τώρα μπορούμε να περπατάμε στα νερά και να μην βρεχόμαστε και δεν θα κρυώσουμε!

Page 16: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

- «Να πάρουμε μαζί μας αυτά που βρήκαμε, μήπως τα χρειαστούμε», είπε ο Τοσοδούλης και ο γίγαντας κουβάλησε στους τεράστιους ώμους του, τις μεταλικές και τις ξύλινες ράβδους, κάποια υφάσματα, λίγα καλάμια, το πλαστικό τραπεζομάντηλο με τα λουλούδια, τα δυό πινέλα,τουτί με τη κόλλα και το ψαλίδι.

- Συνέχισαν να περπατούν μέσα στο δωμάτιο της υδατοπερατότητας, όμως το δωμάτιο ήταν μεγάλο κι όσο προχωρούσαν, όλο και πιο πολύ νερό έσταζε από τις τρύπες της οροφής.

- Τότε ο γίγαντας, σκέφτηκε να φτιάξουν μια μεγάλη ομπρέλα για να μη βρέχονται.

- Εσείς τι λέτε παιδιά? Με αυτά τα υλικά που έχουν πως μπορούν να φτιάξουν μια ομπρέλα ώστε να μην περνά η βροχή? Αφού τα παιδιά είπαν τις ιδέες τους, συνέχισα την αφήγηση.

- Ο γίγαντας, δοκίμασε διάφορους τρόπους , συνδυάζοντας τα υλικά για να φτιάξει την ομπρέλα. Έφτιαξε το σκελετό της ομπρέλας πρώτα με ξύλο, μετά με μέταλο, μετά με καλάμι. Και έντυσε τους σκελετούς κολλώντας με κόλλα και πινέλο τα διάφορα υφάσματα στις ράβδους. Αφού απογοητεύτηκε πολλές φορές, γιατί είναι δύσκολο να φτιάξεις μια ομπρέλα, τελικά με τις πολλές προσπάθειες, έφτιαξε δύο ομπρέλες, που η βροχή δεν περνούσε.

- Η ομπρέλα του Τοσοδούλη, ήταν φτιαγμένη ολόκληρη από καλάμια, και από μέσα με ύφασμα από το πλαστικό τραπεζομάντηλο. Τα καλάμια, είναι ελαφρύτερα από το ξύλο και το μέταλο, και ο μικρός Τοσοδούλης, μπορούσε να την κρατάει.

- Ο γίγαντας, που ήταν τεράστιος, έφτιαξε μια ομπρέλα τεράστια, από καλαμένιο επίσης σκελετό, και από το τραπεζομάντηλο με τα υφάσματα, που ήταν πλαστικό και αδιάβροχο.

- Δύο σχεδόν ίδιες ομπρέλες, από ίδια υλικά, διαφορετικές όμως στο μέγεθος.

- Προχωρούσαν πλέον μέσα στο παράξενο δωμάτιο της υδατοπερατότητας, τσαλαβουτώντας μέσα σε λακούβες με νερά χωρίς να βρέχονται, παίζοντας, χοροπηδώντας.

- Τότε συνάντησαν πολλά μικρά κουβαδάκια με καπάκια. Τα άνοιξαν και βρήκαν μέσα υγρό χρώμα. Μπλε, κόκκινο, κιτρινο. Χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι, πήραν τα χρώματα, και φορώντας τα παπούτσια τους, βγήκαν από το δωμάτιο της υδατοπερατότητας, κρατώντας στα χέρια τους όλα τα υλικά που χρειάζονταν η νεράιδα Πολυχρώμη.

- Μπήκαν χαρούμενοι στο δωμάτιο των χρώμάτων, εκεί που ήταν η νεράιδα Πολυχρώμη. Βρήκαν τη νεράιδα, της έδωσαν τα κουτιά με τα χρώματα, τα δυο πινέλα, τα δύο σφουγγάρια, και η νεράιδα Πολυχρώμη έκανε κάτι μαγικό. Με τα πινέλα, έβαψε με χρώμα όλο το δωμάτιο. τα φτερά της, τα έβαψε γαλάζια, προσθέτοντας στη παλέτα της με το άσπρο χρώμα, λίγες σταγόνες μπλέ χρώμα. Έβαλε λίγες κόκκινες σταγόνες στο άσπρο χρώμα της παλέτας της και έβαψε τους τοίχους και το φόρεμα της, με ροζ χρώμα.

Η νεράιδα, σαν μαγεία και ανακατεύοντας χρώματα, έβαψε όλο το δωμάτιο πολύχρωμο, ζωγράφισε κι ένα ουράνιο τόξο στο ταβάνι, πολύχρωμες πεταλούδες, λουλούδια1

«Ω! είναι μαγικά όμορφο τώρα»! Είπε Ο Τοσοδούλης!

- «Ω! είναι μαγικά όμορφο τώρα»! Είπε Ο γίγαντας!

- « τώρα μπορώ να έρθω μαζί σας!» Είπε η νεράιδα! Και συνέχισε: «Όταν έρθει ο αγαπημένος μου φίλος, το πράσινο περιστέρι, θα δει όλο το δωμάτιο πολύχρωμο και θα καταλάβει ότι ελευθερώθηκα. Δεν θα ανησυχεί μήπως μου έκανε κάποιο κακό η μάγισσα! Όταν η μάγισσα με

Page 17: O γιγαντας- ο κύριος επιστήμονας και οι τοσοδούληδες

φυλάκισε εδώ πέρα, μου είχε πει πως όταν το δωμάτιο γίνει πολύχρωμο, μόνο τότε θα ελευθερωθώ. Το περιστέρι το άκουσε αυτό. Όταν έρθει και δει πως το δωμάτιο είναι πολύχρωμο, θα καταλάβει πως με κάποιο τρόπο ελευθερώθηκα. Το δωμάτιο παλιά, λεγόνταν άσπρο δωμάτιο. Για αυτό το πράσινο περιστέρι είχε έρθει εδώ, μήπως καταφέρει από πράσινο που είναι να γίνει άσπρο, για να μην το κοροιδεύουν τα άλλα άσπρα περιστέρια. Αλλά ποτέ δεν έγινε άσπρο. Από τη στιγμή που η μάγισσα με φυλάκισε εδώ μέσα, άλλαξε τη ταμπέλα της πόρτας. Κι εκεί που έγραφε άσπρο δωμάτιο, έγραψε δωμάτιο χρωμάτων, για να με ειρωνευτεί. Αλλά εσείς με βοηθήσατε και μπόρεσα να βρω τα χρώματα να κάνω το δωμάτιο πολύχρωμο! Σας ευχαριστώ πολύ και τους δυο σας.

- Ο γίγαντας και ο Τοσοδούλης, ευτυχισμένοι και περήφανοι που ελευθέρωσαν την νεράιδα Πολυχρώμη, έφυγαν από το κάστρο. Η νεράιδα πριν φύγει, έγραψε ένα μήνυμα για το περιστέρι με πράσινη μπογιά «ΘΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΧΡΩΜΗ ΧΩΡΑ. ΘΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΕΚΕΙ. ΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΑΝ Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΙΓΚΙΨ ΤΟΣΟΔΟΥΛΗΣ, Ο 13ος ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΓΙΓΑΝΤΑ»

- «Γιατί διάλεξες το πράσινο χρώμα»? Ρώτησε ο Τοσοδούλης την Πολυχρώμη.

- «το πράσινο χρώμα συμβολίζει την ελπίδα», είπε η Πολυχρώμη

- Το αστείο, και το απαγορεύεται και το προσοχή κίνδυνος με ποιο χρώμα συμβολίζεται? Ρώτησε Ο Τοσοδούλης την νεράιδα..

- «Με κόκκινο, είπε η νεράιδα»

- Ο Τοσοδούλης, φεύγοντας, άφησε επίσης ένα μήνυμα με κόκκινη μπογιά στην μάγισσα ύλη.

- «ΧΑ ΧΑ ΧΑ…. ΧΙ…ΧΙ….ΧΙ….ΧΟ….ΧΟ….ΧΟ…. ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΙΝΔΥΝΟΣ. Η ΜΠΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΥΓΡΗ.ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΤΕ. ΘΑ ΠΑΣΑΛΕΙΦΤΕΙΤΕ. ΜΑΓΙΣΣΑ ΥΛΗ ΣΕ ΝΙΚΗΣΑ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΦΥΛΑΚΙΖΕΙΣ.

- ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΣΟΔΟΥΛΗΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΤΗΣ ΤΟΣΟΔΟΥΛΟΠΟΛΙΤΕΙΑΣ, Ο 13ος ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΓΙΓΑΝΤΑ

Οι ήρωες της ιστορίας, βγήκαν τρέχοντας από το κάστρο. Η νεράιδα πέταξε για την πατρίδα της αποχαιρετώντας τον Τοσοδούλη και τον γίγαντα.

«είναι μακρυά η πατρίδα σου? θα σε ξαναδούμε? Ρώτησε ο Τοσοδούλης

«όσοι αγαπιούνται αληθινά δεν χωρίζουν ποτέ και όταν οι καρδιές είναι κοντά, αποστάσεις δεν υπάρχουν», απάντησε η Πολυχρώμη

«γειά σου Πολυχρώμη», είπε ο γίγαντας και σκούπισε τα μάτια του……

«γειά σου Πολυχρώμη», είπε ο Τοσοδούλης και σκούπισε τα μάτια του……

«γειά σου κύριε γίγαντα, γειά σου Τοσοδούλη», απάντησε η Πολυχρώμη και σκούπισε κι εκείνη τα μάτια της. κι έφυγε πετώντας, μέσα από το πυκνό δάσος…..