Nikolopoulos_ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ...
-
Author
katerina-kourn -
Category
Documents
-
view
147 -
download
9
Embed Size (px)
description
Transcript of Nikolopoulos_ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ...

Τάκης Νικολόπουλος Δημήτρης Kαπoγιάwης
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΤο μετέωρο βήμα μιας δυνατότητας
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Φώτης Τερζάκης
8K(iÖ08IGικισιιναοΐίίίφων


επειδή.• η γνώση είναι δύναμη στον αγώνα για μια καλύτερη ζωή, στον
αγώνα για μια άλλη κοινωνία
• ως εργαζόμενοι έχουμε ανησυχίες, προβληματισμούς, ιδέες, οράματα
. ως εργαζόμενοι στο χώρο του βιβλίου ζούμε τόσο κοντά στον κρυμμένο θησαυρό των τυπωμένων σελίδων
• έχουμε άποψη για το τι εκδίδεται, πώς εκδίδεται, πώς διακινείται, τι διαβάζεται
• το βιβλίο δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα, πρέπει να είναι κοινω
νικό αγαθό• ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι καταναλωτής, πρέπει να είναι
εραστής του βιβλίου
• η κοινωνία χωρίς αφεντικά για την οποία παλεύουμε θα είναι ταυ
τόχρονα μια κοινωνία χωρίς διευθυντές, θα είναι μια κοινωνία
όπου ο χώροςτου βιβλίου, όπως και όλοι οι τομείς της παραγωγής, θα αυτοδιευθύνεται από τους ίδιους τους εργαζομένους...
γι’ αυτό... «Ο ι ΕΚΔΟΣΕΙΣ ίω ν ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ»
ΣΕΙΡΑ: AN IM AL POLITICUM 4
Η αναπαραγωγή ίου παρόντος έργου είναι ελεύθερη για μη εμπορικούς
σκοπούς, με παράκληση να αναφέρονιαι οι πηγές.
ISBN 978-960-9797-10-8

Τακης Νικολόπουλος Δημήιρης KQπoγlάwnς
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ Μ ΙΑΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Φώτης Τερζάκης
ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ
Αθήνα 2012

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜ ΕΙΩΜ Α..................................................................11
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ/ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ:
ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗ Σ ..................................19
Προεισαγωγικές επισημάνσεις...................................................19
Επισημάνσεις για το εννοιολογικό περιεχόμενο των όρων
της κοινωνικής και της αλληλέγγυας οικονομίας................ 24
Τυπολογία και πραγματολογικές και νομικές διαστάσεις
του φαινομένου.................................................................... 32
Η συζήτηση για την αξιακή διάσταση του φαινομένου
και τη θεωρητικοποίησή του................................................39
ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΟΡΦΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ................................... 47
Οι δύο μεγάλες φάσεις και εκδοχές του φαινομένου................. 47
Κοινωνική επιχείρηση - κοινωνική επιχειρηματικότητα...........49
Η εξελικτική πορεία του φαινομένου..........................................55
ΕΝΝΟΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ
Ή ΕΠΙΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ (ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ)
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ..............................67
Ο τρίτος τομέας............................................................................ 67
Η κοινωνία των πολιτών............................................................ 70
Εθελοντισμός/εθελοντική οργάνωση........................................73
Το κοινωνικό κεφάλαιο.............................................................. 75
Αειφόρος ή βιώσιμη ανάπτυξη...................................................79
ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ................................88
Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗ Σ..............................................100
ΣΥΝΟΨΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ..........................................................110
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ............................................................................... 117
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ........................................................................... 133

Σ τ ις δημοκρατικές χώρες η επιστήμη πις συνένωσης είναι η πρώτη επιστήμη. Η πρόοδος όβων των άββων εξαρτάται από την πρόοδο της επιστήμης αυτής.
Αλεξίς ντε Τοκβίλ
Κρείσσον ουδέν ανάγκης ηνρον.Ευριπίδης
Καμιά πέτρινη επιφάνεια δεν υπάρχει χωρίς ρωγμές και μικρά,έοτω, περάσματα του αέρα.
Νικόλας Σεβαστάκης
Αυτό που άββαξε τον κόσμο δεν ήταν η ουτοπία αββά η αναγκαιότητα.Ζοζέ Σαραμάγκου
ΑΑίκη: «Μ πορείςνα μου πεις ποιο δρόμο πρέπει να ακοβουθήσω από δω;»Γάτος του Τσεσάψ: «Αυτό εξαρτάται από το πού θέβειςνα πας».
Η Αλίκη στη χώρα ίω ν θαυμάτων
Ένας χάρτης του κόσμου, που δεν θα περιείχε την ουτοπία, δεν θα άξιζε ούτε να τον κοιτάξεις [...] πρόοδος είναι η πραγμάτωση της ουτοπίας.
Όσκαρ Ουάιλντ
Ένα σύστημα που βασίζεται οπιν αρχή καθένας για τον εαυτό του, δεν μπορεί παρά να γεννάει βία.
Αλεν Σουπιό
Το άτομο ηπάται πάντα στο τέβσς.Φίλιπ Ροθ
Ο καβύτερος τρόπος για να πεις κάτι είναι να το κάνεις.Χοσέ Μαρτί
Όβα είναι δυνατά όταν όβα διακυβεόονται.Νόρμαν Κάζινς
Δεν υπάρχουν τελειωτικές και οβοκβηρωμένες απαντήσεις γιατί ποτέ δεν μπορούν όβα να ειπωθούν.
Ντ. Φόστερ
Δεν υπάρχει πβούτος παρά (παραγόμενος) από ανθρώπους.Ζαν Μποντεν
Όβο το τίμημα της ζωής προέρχεται από τα πράγματα χω ρίς τιμή.Φρανσουά Περού
[...] ποιες πράξεις ανασταίνονται πάνω σηςβέξεις.Σπόρος Λ. Βρεπός

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
«Κοινωνική οικονομία», «αλληλέγγυα οικονομία», «συνεργατι
κή οικονομία», «συμμετοχική οικονομία»... Τι σημαίνει άραγε
αυτός ο ραγδαίος πολλαπλασιασμός των προσδιορισμών, που
κανένας σχεδόν δεν είναι καινούργιος αλλά όλοι τους μοιάζουν να ηχούν με διαφορετικό τρόπο σήμερα γύρω από έναν όρο που
νομίζαμε ότι ξέρουμε καλά τη σημασία του - τον όρο «οικονομία»; Κατά τη γνώμη μου, δύο πράγματα. Εν πρώτοις, έναν πρωτοφανή κλονισμό του επιστημολογικού καθεστώτος της έν
νοιας. Ανακαλύπτουμε ξαφνικά ότι η οικονομική επιστήμη που διδάσκεται ακόμα στα πανεπιστήμιά μας, η ειδημοσύνη μιας
πολυάριθμης τάξης ειδικών που έχουν επίλεκτες θέσεις στα κλιμάκια των συμβούλων κυβερνήσεων όσο και μεγάλων επιχει
ρήσεων, είναι ένας πίνακας αφαιρέσεων, που έχει όλο και μι
κρότερη σχέση με τον πρακτικό συλλογικό βίο, ανταποκρίνεται όλο και λιγότερο δηλαδή στα πραξεολογικά προβλήματα τα οποία προοριζόταν να διατυπώσει και, ει δυνατόν, να λύσει. Η επιστημολογική συνέπεια της οξύτατης οικονομικής κρίσης
(όπως και αν την ερμηνεύει προς το παρόν κάποιος) που κλυ-
δωνίζει την παγκόσμια κοινωνία στις μέρες μας είναι ότι αποσυνδέει αμετάκλητα, στη συνείδηση όλο και περισσότερων ανθρώπων, την ταύτιση του πεδίου «οικονομία» με την πανίσχυρη εκείνη ιδεολογική κατασκευή που λέγεται νεοκβαατκά ουcovo- μκά· και, ακόμη πιο πέρα, διαβρώνει την ίδια την ιδέα πωςυφί- σταται ένα ειδικό πεδίο πραγμάτων και δραστηριοτήτων, μετρή-

12 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
σιμών και μαθηματικώς αναπαραστάσιμων, ίων λεγάμενων οικονομικών, που λειτουργεί με δικούς ίου νόμους και αναγκαιό
τητες, ανεξαρτήτως όλων των άλλων πραγμάτων, δραστηριοτήτων και σχέσεων που απαρτίζουν ό,τι αποκαλούμε κοινωνία. Σαν
να χρειαζόταν η αιφνίδια συντριβή αναρίθμητων ζωών, για να να
γίνει πλήρως αντιληπτό το αυτονόητο, ότι οι άνθρωποι τρέφονται με ψωμί, όχι με καρτεσιανές καμπύλες και αριθμούς...
Κοντολογίς, η «οικονομική κρίση» γίνεται ταυτόχρονα κρίση
της έννοιας «οικονομία». Όλες αυτές οι επεξηγήσεις και οι προσδιορισμοί που αναφύονται, ή επανέρχονται, στη γλώσσα μας -
«κοινωνική», «αλληλέγγυα», «συνεργατική», «συμμετοχική»
κ.ο.κ.- μου φαίνονται σαν προσπάθειες να ξαναριχτούν όλες εκείνες οι γέφυρες προς την ολότητα του κοινωνικού και των ανα
ρίθμητων επιμέρους διαδράσεων που το απαρτίζουν, πς οποίες χρειάστηκε πριν από δύο περίπου αιώνες να κόψει η «οικονο
μία», προκειμένου να συσταθεί ως το ανεξάρτητο και αυτοτελές πεδίο που τελικά έγινε. Αλλά, βεβαίως, εκείνο που υποκινεί όλα
αυτά είναι μια πραγματική ανάγκη. Το δεύτερο πράγμα λοιπόν
που σημαίνουν όλες αυτές οι αγωνιώδεις προσπάθειες αναση-
μασιοδότησης -πρώτο, κατά τη γενετική τάξη- είναι η έμπρακτη
συνειδητοποίηση πολλών, όλο και περισσότερων δηλαδή, ανθρώπων ότι δεν υπάρχει γι ’ αυτούς ηβέον εβπίδα επιβίωσης ειμη
μόνο έξω από την καπιταβισττκή «οικονομία». Το ότι ο καπιταλισμός και η εγχρήματη οικονομία της αγοράς μπόρεσαν να ορ
γανώσουν το σύνολο της κοινωνικής παραγωγής και αναπαρα
γωγής, διανομής και ανταλλαγών επί τέσσερις περίπου αιώνες σε ένα διαρκώς διευρυνόμενο κομμάτι του πλανήτη εξαρτήθηκε προφανώς από το ότι μπόρεσαν να παράσχουν, παρά τις τεράστιες ανισότητες που παρήγαν, κάποιου τύπου ανεκτή διαβίωση για ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Το ότι σήμερα οδη- γούνται σε ένα σημείο που δεν μπορούν πλέον να το κάνουν

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 13
αυτό, είναι το ασφαλέστερο σημάδι της επικείμενης πτώσης
τους. Στις μεγάλες ιστορικές διάρκειες όμως, μια τέτοια «πτώση»
μπορεί να μετρηθεί σε κλίμακα αιώνα ή αιώνων, πράγμα που
σημαίνει ότι για τη δυστυχία και το μαρτύριο αναρίθμητων ζω
ντανών υπάρξεων δεν μετράει ως παρηγοριά η άφεση στα χέρια
τού «από μηχανής θεού» της ιστορίας. Πρέπει να δράσουν άμεσα,
ώστε να παραγάγουν ένα χώρο ζωής και αναπνοής για τους ίδι
ους, και ο χώρος αυτός μοιραία θα έρχεται σε ρήξη με την κεφα
λαιοκρατική αγορά και τους θεσμούς της. Ιδού γιατί όλες αυτές οι
έννοιες έχουν επαναπροβάλει στη γλώσσα μας και στην πρα
κτική μας με τα χαρακτηριστικά του δραματικά επείγοντος.Ο Τάκης Νικολόπουλος και ο Δημήτρης Καπογιάννης, ακα
δημαϊκοί αλλά και άνθρωποι των οποίων τη μακρόχρονη αφιέρωση στο όραμα ενός εξισωτικού κοινοτισμού είμαι σε θέση να
μαρτυρήσω προσωπικά, έγραψαν ένα σύντομο αλλά εξαιρετικά πυκνό βιβλίο αφιερωμένο στην αποσαφήνιση αυτών ακριβώς
των εννοιών. Γράφοντας με τον σχολαστικό τρόπο του νομικού
-έναν τρόπο που θυμίζει Μαξ Βέμπερ- εξονυχίζουν την ιστορία και την τυπολογία των όρων «κοινωνική» και «αλληλέγγυα οι
κονομία» δείχνοντας, προπαντός, την περιπλεκτική ποικιλία των θεσμικών και άτυπων μορφωμάτων που κατά καιρούς στε
γάστηκαν κάτω από αυτές τις έννοιες. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, και η σπουδαιότερη συμβολή τους: αποθαρρύνοντας την εύκολη, και συχνά συνθηματολογική, χρήση τέτοιων εννοιών που γίνεται από ριζοσπάστες και πολιτικούς ακτιβιστές
στις μέρες μας, υποδεικνύουν την άκρα αμφισημία τους και, άρα, την αναγκαιότητα επεξεργασίας τους μέσα σε μία καλά αποσαφηνισμένη πολιτική προοπτική. Γράφουν χαρακτηριστικά: «Μέσα στα παραπάνω πορώδη σύνορα, το πρωταρχικό σύγχρονο διακύβευμα για τις ενωσικές πρωτοβουλίες των προσώπων σε αναφορά με τους στόχους τους (οικονομικούς, κοινωνικούς, πε-

14 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ριβαλλονπκους, πολιτιστικούς) είναι η θέση τους, ή ακόμα και
η δυνατότητα ύπαρξής τους απέναντι στο κράτος ( π ο ό προσπαθεί να τις εργα/Ίεκποιήσει) και στην αγορά (που προσπαθεί να
τιςυπαγάγει στους κανόνες της). Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο τίθεται
εύλογα το ερώτημα, υπό ποίες συνθήκες είναι δυνατή σήμερα
μια κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία ως εναλλακτική οικο
νομία και, ειδικότερα, ως (δι)έξοδος από τον νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο χρηματιστικό καπιταλισμό, που φαίνεται
όλο και περισσότερο να προϋποθέτει την έξοδο από το διπλό παι
χνίδι της αγοράς και του κράτους. Και τούτο διότι, πράγματι, οι
δύο αυτές κατηγορίες δεν συνιστούν πλέον ανεξάρτητες και αν
ταγωνιστικές οντότητες, αλλά διαδικασίες βαθιά αλληλοεμπλε- κόμενες, και, επίσης, λογικές στενά αλληλοσυνδεόμενες. Πράγ
ματι, η (ελεύθερη) αγορά έχει πολλαπλώς ανάγκη από ένα
(ισχυρό) κράτος (σ. 24)· και άλλου, καταλήγοντας: «αυτό που πρέπει να γίνει φανερό είναι το πόσο αναγκαία είναι η επινόηση ενός
άλλου διακριτού μοντέλου, το οποίο θα τείνει ν ’ αμφισβητεί ολι
στικά και να υπονομεύει το σύστημα της οικονομίας της αγοράς
και του ανταγωνισμού τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και σε αυτό της διανομής και της κατανάλωσης (αλλά επίσης στο, ιδιαί
τερα σημαντικό σήμερα, χρηματοπιστωτικό πεδίο) μέσω εναλλακτικών, κυρίως συνεργατικών και αλληλοβοηθητικών, θε
σμών και δικτύων. Αυτό όμως προϋποθέτει νέα πολιτικά και οικονομικά υποκείμενα. Υποκείμενα που θα έχουν πεισθεί γι’ αυτή την αναγκαιότητα. Και δεν θα πεισθούν γι’ αυτή την αναγκαιότητα παρά μόνο εάν στραφούν προς νέους συλλογικούς
προσανατολισμούς, τους οποίους θα εμπνέει ένα συγκροτημένο ριζοσπαστικό πολιτικό-οικονομικό σχέδιο. Σχέδιο που θα είναι "ανταγωνιστικό” προς τα υπάρχοντα, αλλά και θα εγγράφεται σ’ ένα από τα εμπλουτισμένα εναλλακτικά μετα-καπιταλιστικά [...] προτάγματα. Διαφορετικά, χωρίς την παραπάνω αντιπαράθεση

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 15
με την αγορακεντρική-μεγεθυνσιακή οικονομία, σε μια εποχή νεοφιλελεύθερης παν-αγοραποίησης, κάθε προσπάθεια παρα
χώρησης λειτουργιών ή υπηρεσιών του δημόσιου χώρου στον
κοινό χώρο -κυρίως δηλαδή σε “εκ των κάτω” τοπικές πρωτο
βουλίες των πολιτών- διατρέχει τον κίνδυνο να λειτουργεί δι-
ευκολυντικά για τη νεοφιλελεύθερη επέκταση και να συμβάλλει
στη διάλυση υπηρεσιών, όπως οι προαναφερθείσες, που απο- τελούν υποχρέωση του κράτους (πρόνοιας).» (σ. 108-109).
Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: το αν ο αποκαλούμενος και
«τρίτος τομέας» της οικονομίας είναι σχεδιασμένος έτσι ώστε να συμβαδίζει με τον κεφαλαιοκρατικό συσχηματισμό κράτος/αγο
ρά, αναπληρώνοντας κενά των λειτουργιών του και λειαίνοντας
τις τριβές που δημιουργούνται από τις εγγενείς αντιφάσεις μεταξύ επιμέρους τομέων του, ή συλλαμβάνεται εξαρχής στο πλαί
σιο μιας συνολικής στρατηγικής ρήξης με τον καπιταλισμό. Μόνο στη δεύτερη εκδοχή έχει νόημα και ενδιαφέρον για περαιτέρω
συζήτηση, εξυπακούεται. Υπό αυτούς τους όρους όμως ανακύ
πτουν προβλήματα νέου τύπου. Σε όλες τις χώρες του ανεπτυγ
μένου καπιταλισμού, πρέπει να θυμόμαστε, οι ανταλλαγές έξω από το σύστημα της θεσμοποιημένης οικονομίας, της ελεγχόμενης από κρατικούς μηχανισμούς μέσ’ από τον έλεγχο του χρή
ματος και μέσ’ από το σύστημα φορολόγησης-ασφάλισης, είναι
κατ’ ουσίαν παράνομες. Αν άτυπες, ανταλλακτικές μορφές οικονομίας αποκτήσουν ικανό όγκο ώστε να απειλήσουν τη μονο
κρατορία της αγοράς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα επιχειρηθεί να κατασταλούν με κάθε μέσο. Αυτό σημαίνει ότι στην προώθηση ριζικά εναββακπκών, κοινωνικών και αββιιβέγγυων μορ
φών οικονομίας υπάρχει ένα σκβηρό ποβιτικό όριο, και η επιδίωξή τους από ένα σημείο και πέρα Θα πρέπει να σημαίνει ετοιμότητα σύγκρουσης με το κράτοςκαι τους κατασταβτικούς μηχανισμούς του. Ποια μέσα αντίστασης και ποιους μηχανισμούς

16 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
αντί βίας πρέπει και μπορεί να διαθέτει ένα μαζικό εναλλακτικό κίνημα ώστε να περιφρουρήσει την απόφασή του να προχωρή
σει σε τέτοιους μακρόπνοους κοινωνικούς πειραματισμούς; Το
ερώτημα αυτό δεν έχει απαντηθεί ακόμα· σε κάθε περίπτωση
πάντως μας οδηγεί έξω από τη σφαίρα της οικονομίας, με οσο-
δήποτε ευρύ τρόπο εννοημένη, σε μια σφαίρα εξ ολοκλήρου πολιτική.
Υπάρχουν πολλά ακόμα να συζητηθούν και πολλά να απο- φασιστούν, σε επίπεδο πρακτικό και οργανωτικό, από τη σκοπιά
ενός κινήματος που θέλει να ενσαρκώσει την ελπίδα για έναν ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Να υπερτιμήσει τις δυνά
μεις του είτε να υποτιμήσει τον αντίπαλο (που είναι το ίδιο) αυτή τη στιγμή θα ήταν μια κίνηση αυτοκτονίας. Τέτοιες προειδοποι
ήσεις δεν έχουν σκοπό βέβαια να αποθαρρύνουν κοινωνικούς
ακτιβιστές, ούτε να απαξιώσουν κοινωνικούς πειραματισμούς του είδους που συζητάμε· κάθε άλλο. Συνεταιρισμοί, κολεκτίβες, δί
κτυα αλληλοβοήθειας και πειραματικές μορφές ανταλλακτικής οικονομίας είναι πάρα πολύ σημαντικά πράγματα, πρωτίστως
ως εμπειρίες εκπαίδευσης εμάς των ίδιων σε τρόπους συνύπαρξης και κοινωνικότητας ουσιαστικά αποκλεισμένους μέσα σε
μίαν αστική, εμπορευματική κοινωνία. Το αν αυτά μπορούν να εξελιχθούν σε πλήρως ανατρεπτικά προγράμματα δράσης εξαρ-
τάται από παράγοντες τους οποίους κανένας ατομικά δεν μπορεί να καθορίσει: από το αν δηλαδή μια συνδυασμένη ιστορική δυναμική, που είναι συνισταμένη πολλών -και αστάθμητων-
παραγόντων, ωθήσει προς αυτή την κατεύθυνση, οπότε θα πολ- λαπλασιάζονται με ορμή που θα είναι όλο και πιο δύσκολο V
αναχαιτιστεί και, όσο η υπάρχουσα εμπορευματική δομή καταρρέει, από νησίδες που φαίνονται σήμερα θα αναδύονται σαν
μια νέα και συμπαγής ήπειρος. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι αξίζει κανείς να δοκιμάζει χωρίς να νοιάζεται υπερβολικά για το

ΠΡΟΛΟΠΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 17
αποτέλεσμα. Η επίγνωση όμως των αδυναμιών και των κινδύ
νων, ως υπενθύμιση του χάσματος που ακόμα χάσκει ανάμεσα
στις ελπίδες μας και την πραγματικότητα, είναι το πιο απαραί
τητο εργαλείο αυτοάμυνας.Φώτης Τερζάκης


ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ/ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ:
ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ
Ένας ορισμός ευκοβότερα απορρίπτεται παρά καθιερώνεται.
Αριστοτέλης
Προεισαγωγικές επισημάνσεις
Πολλές φορές, όπως τόνιζε ο Καρλ Μαρξ των Grundrisse (1989, ο. 58), η αλήθεια των εγχειριδίων «προσπαθεί» να επιβληθεί
στην αλήθεια της πραγματικότητας, παρ’ όλο που αυτή δεν απο-
τυπώνεται σ’ εκείνα. Πράγματι, αν ανατρέξει κανείς στα εγχειρίδια της οικονομίας, παρατηρεί πως αυτά περιορίζουν την ανάλυ
ση της οικονομίας σε δύο τύπους - τομείς (Ph. Frémeaux, 2006, ο. 52): από τη μια υπάρχει η ιδιωτική εμπορευματική οικονομία,
η οποία κυριαρχείται από τις επιχειρήσεις κεφαλαιοκρατικού τύπου που στοχεύουν στο κέρδος (ιδιωτικός πλούτος), και από την
άλλη υπάρχει η δημόσια ή κρατική οικονομία, όπου τα κράτη και °ι τοπικές και περιφερειακές συλλογικότητες (δήμοι, περιφέρει
ες) αλλά και άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες που δεν μπορεί (ή δεν θέλει, ή δεν πρέπει) να παράγει ή να προσφέρει η αγορά (δημόσιος πλούτος). Τα εγχειρίδια αυτά ξεχνούν (J.-L.Monzon - R. Chaves, 2008) τις pn καπιταλιστικές επιχειρήσεις (στον εμπορευματικό ή επιχει

20 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ρηματικό τομέα ή τομέα της αγοράς) και τις διάφορες ιδιωτικές -
θεσμικές ή άτυπες- ενώσεις (στον μη εμπορευματικό τομέα ή το
μέα της μη - αγοράς), που συνιστοΰν τον λεγόμενο τρίτο τομέα1 (ή σύστημα) της οικονομίας (κοινός πλούτος).
Με άλλα λόγια, ανάμεσα στην αγορά, που δεν (ανα)γνωρίζει
Ιπαρά ιδιωτικά αγαθά, και το κράτος, που δεν (ανα)γνωρίζει πα-
^ά δημόσια αγαθά, υπάρχουν μορφές δραστηριοτήτων και πα
ραγωγής οι οποίες προέρχονται από συλλογικές - ενωσικές
πρωτοβουλίες ανθρώπων (κοινότητες ή ομάδες) που παράγουν
κοινά αγαθά, και τις οποίες η (πολιτική) οικονομία ήταν ανίκα
νη μέχρι σήμερα να «σκεφθεί».
Βασιζόμενοι στη διάκριση του Καρλ Πολάνυι (περί τριών οι-
1 Ο ορισμός ίου τρίτου τομέα δεν τυγχάνει κοινής αποδοχής. Ο όρος φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί στις ΗΠΑ από τον A. Etzioni (1973). Κατά μερικούς (Τ.
Jeantet, 2009, σ. 38) ο όρος αναδείχθηκε από τον Ζακ Ντελόρ το 1979 καθώς αυ
τός αναζητούσε, κυρίως μέσω των συνεταιρισμών, έναν πειραματικό παραγωγι
κό τομέα. Τούτος θα εκπήγαζε από πρωτοβουλίες «εκ των κάτω», θα ήταν μικρού
μεγέθους, αποκεντρωμένος και δημοκρατικά οργανωμένος, διακριτός από την παραδοσιακή οικονομία της αγοράς και του δημόσιου τομέα, για την ικανοποί
ηση νέων κυρίως -αλλά όχι μόνο- κοινωνικών αναγκών, οι οποίες δεν ικανοποιούνταν από τους άλλους δύο τομείς (J. Delors, 1983). Για τον όρο «τρίτο σύ
στημα» που περιλαμβάνει συνεταιρισμούς, σωματεία, αλληλοβοηθητικά ταμεία αλλά και μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, βλ. J.-L. Laville et. al. (2008, σ. 127-167)
και επίσης θ. Σακελλαρόπουλος (2006, σ. 112) και Μ. Campbell (1999, σ. 9). Εάν
η κοινωνική οικονομία και, υπό μία εκδοχή, ο τρίτος τομέας δεν αποκηρύσσουν την αγορά (αντίθετα γεννήθηκαν μαζί της), η τεταρτογενής οικονομία (τέταρτος τομέας) τοποθετείται στον αντίποδα αυτών, αφού απορρίπτει την «αλλοτριωτική
εμπορευματοποίηση» και βασίζεται στις συνεισφορές των εθελοντών και των ενώσεων, στην αμοιβαία ανταλλαγή υπηρεσιών, στον κοινωνικό δεσμό («κοινότητα πολιτών») για την παραγωγή «νέου πλούτου» (R. Sue, 1997, 2001, σ.184. Βλ. παρακάτω σημ. 68). Όλες αυτές οι εκφράσεις συναντούν, περισσότερο ή λι-
γότερο, το τρίτο οικονομικό φαινόμενο της κοινωνικής οικονομίας, με διαφοροποιημένο ωστόσο (πολιτικό) στόχο σε σχέση με το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα (βλ. αναλυτικότερα υποκεφάλαιο «Ο τρίτος τομέας», σ. 67).

κονομικών αρχών που διέπουν τις ανθρώπινες οικονομίες2) και
προκρίνοντας δυο κριτήρια, αυτό της οικονομικής αρχής και αυ
τό της σφαίρας προέλευσης (Ε. Dacheux - D. Goujon, 2002),
μπορούμε να πούμε ότι δίπλα στην εμπορευματική οικονομία
(που υλοποιείται από τους οικονομικούς φορείς - άτομα και ρυθ
μίζεται από τις δυνάμεις της αγοράς) και τη δημόσια ή κρατική οικονομία (που υλοποιείται από το κράτος με βάση την αναδια
νεμητική αρχή) υπάρχει και η οικονομία που υλοποιείται απότους πολίτες-πρόσωπα. Πρόκειται δηλαδή για ενώσεις προσώ- η ', fcOJπων (και όχι κεφαλαίων) που δραστηριοποιούνται με σκοπο την
κάλυψη αναγκών που δεν ικανοποιούνται, ή ικανοποιούνται με- \
ρικώς ή πλημμελώς στη βάση τριών (τυπικά) τουλάχιστον βασι- κών αξιών: εκούσια/ελεύθερη συμμετοχή/δέσμευση, ισότη-
τα/ισοτιμία των μελών, εταίρων, συνεταίρων κ.λπ. (και, κατά συνέπεια, άμεση δημοκρατική διακυβέρνηση) και, τέλος, αλλη
λεγγύη. Η οικονομία αυτή λειτουργεί στο πλαίσιο της λεγάμενης
(αλλά εννοιολογικά ορθά αμφισβητούμενης, καθότι είναι αρκε
τά νεφελώδης ή κενή ως σημαίνον συλλογικό υποκείμενο) κοι
νωνίας των πολιτών3, για την ακρίβεια στο πλαίσιο ενώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Αναφέρεται δηλαδή στο σύνολο των
υπερ-ατομικών και υπερ-οικογενειακών οργανώσεων, οι οποίες δεν εμφορούνται καταρχήν από την επιδίωξη ατομικού ή ιδιωτικού χρηματοοικονομικού συμφέροντος και δραστηριοποιούν
ται προςτο«κοινόκαλό» (A.Caillé, 2011, σ. 100).Διέπεταιδεη ? κοινωνία των πολιτών από την αρχή της αμοιβαιότητας (re- \ ciprocité) και ονομάζεται σήμερα κοινωνική και αλληλέγγυα
ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 21
2 Ας θυμίσουμε σχετικά, ειδικότερα όσον αφορά στη σφαίρα της παραγωγής, *ην οικιακή αυτοπαραγωγή (άτομο, οικογένεια), την αμοιβαία ανταλλαγή (ενω- °η), την αγορά (επιχείρηση) και, τέλος, την αναδιανομή (κράτος). Για την αρχή της
αμοιβαιότητας στον Πολάνυι, βλ. J. Servet (2007).3 Βλ. υποκεφάλαιο «Ο τρίτος τομέας», σ. 67.

22 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
οικονομία (αν και οι δύο όροι δεν είναι πλήρως ταυτόσημοι).4Υπογραμμίζεται πως τα σύνορα ανάμεσα στις παραπάνω
τρεις οικονομίες δεν είναι στεγανά, καθώς η μία βρίσκεται σε
ώσμωση με την άλλη. Το γεγονός αυτό δημιουργεί βέβαια προ
βλήματα, εκτός των άλλων, και στην επιστημολογική συγκρότηση της έννοιας της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, η
οποία, παρ’ όλα αυτά, σε πολιτικό επίπεδο διεκδικεί την αυτο
νομία της. Σε κάθε σφαίρα δηλαδή (πολιτών, κρατική ή δημόσια
και οικονομική-εμπορευματική) συναντάμε οργανώσεις οι
οποίες διαπερνώνται, με λιγότερη ή περισσότερη ένταση, από
τις αρχές που διέπει τη δική τους σφαίρα αλλά και από κάποια
αρχή (ή λογική) των άλλων σφαιρών (Ε. Dacheux - D. Goujon, 2002). Μια ένωση ή σύλλογος, για παράδειγμα, που ανήκει στην
κοινωνική ή αλληλέγγυα οικονομία (εκτός του ότι ενδέχεται να
διασυνδέεται άμεσα ή έμμεσα με το κράτος) μπορεί, στο πλαί
σιο παροχής «υπηρεσιών εγγύτητας» (βλ. παρακάτω τη συζήτηση για την τεταρτογενοποίηση της οικονομίας, σημ. 68), να μη
διέπεται μόνο από την αρχή της αμοιβαιότητας αλλά και από τη ‘ λογική της αναδιανομής. Τούτο απαντάται συνήθως σε περι
πτώσεις όπου ασκείται κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία (στην πρόνοια και στην υγεία, για παράδειγμα), ή όπου εμφιλο-
χωρεί και η λογική της αναζήτησης κέρδους (αυτό ισχύει, ιδίως,
για ενώσεις που υλοποιούν προγράμματα οικονομικής επανένταξης ή επαγγελματικής κατάρτισης). Γενικότερα δηλαδή, όπως θα δούμε αμέσως μετά, μπορεί η παροχή τέτοιων (αλληλέγ
γυων) υπηρεσιών να συνδυάζει την εμπορευματική αρχή (της αγοράς) και την αναδιανεμητική αρχή (του κράτους), ενώ ακόμα μπορεί να συνδυάζει μισθωτή και εθελοντική εργασία (J.-L. Lav- ille, 1994, σ. 82-83). Σημειωτέον, επίσης, ότι τέτοιες πρωτοβου
4 Βλ. υποκεφάλαιο «Επισημάνσεις για το εννοιολογικό...», σ. 24.

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 23
λίες των πολιτών μπορούν να έχουν ποικίλους και συνδυαστικούς πόρους (εθελοντικούς, προερχόμενους από ανταλλαγές
στην αγορά ή εκτός αυτής, εγχρήματους ή όχι, από διάφορες το
πικές συλλογικότητες μέσω συμβάσεων με δήμους κ.λπ.) (J.-L.
Laville, 1994, σ. 82-83). Από την άλλη, τέλος, τα τελευταία χρό
νια τα πεδία αφενός της κοινής ωφέλειας της αναδιανεμητικής αρχής και ρυθμιστικής λειτουργίας του κράτους, και, αφετέρου,
της αγοράς δεν υπόκεινται σε διαχωρισηκές γραμμές: οι κοινω
φελείς δραστηριότητες υπόκεινται σε «αγορακεντρική» δημό
σια ρύθμιση και μέθοδο (Γ. Δελλής, 2008)5.Παρ’ όλα αυτά, μέσα στα παραπάνω πορώδη σύνορα, το
πρωταρχικό σύγχρονο διακύβευμα για τις ενωσικές πρωτοβουλίες των προσώπων σε αναφορά με τους στόχους των (οικονο
μικοί, κοινωνικοί, περιβαλλοντικοί, πολιτιστικοί) είναι η θέση
τους, ή ακόμα και η δυνατότητα ύπαρξής τους απέναντι στο κράτος (που προσπαθεί να εργαλειοποιήσει αυτές τις πρωτοβουλίες)
και στην αγορά (που προσπαθεί να τις υπαγάγει στους κανόνες
της)6. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τίθεται εύλογα το ερώτημα υπό ποίες συνθήκες είναι δυνατή, σήμερα, μια κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (économie solidaire) ως εναλλακτική οικο
νομία (J.-F. Draperi, 2011, σ. 2) και, ειδικότερα, ως (δι)έξοδος από τον νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο χρηματιστικό κα
πιταλισμό, που φαίνεται, όλο καί περισσότερο, να προϋποθέτει
5 Η «αγορακεντρική» ρύθμιση, ως μέθοδος και δημόσια δράση, σε αντιπαράθεση προς τον «αγοραφοβικό» κραπσμό, αναδεικνύει τη μετάβαση από τη σαφή
διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας σε πιο σύνθετα σχήματα, στα οποία ο διαχωρισμός της ιδιωτικής από τη δημόσια σφαίρα είναι από δυσχερής έως αδύνα- Τ«ς (Γ. Δελλής, 2008). Πρόκειται για σύζευξη αγοράς και τήρησης του ελεύθερου
ανταγωνισμού από τη μια, και κοινής ωφέλειας, από την άλλη, όπως επιτάσσει μια ουδέτερη, ιδεολογικά, οικονομική ανάλυση.
6 Βλ. παρακάτω υποκεφάλαιο «Η εξελικτική πορεία του φαινομένου», σ. 55 Και κεφάλαιο «Η κριτική της κοινωνικής...», σ. 100.

24 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
την έξοδο από το διπλό παιχνίδι της αγοράς και του κράτους. Και
τούτο διότι, πράγματι, οι δύο αυτές κατηγορίες δεν συνιστούν πλέον ανεξάρτητες και ανταγωνιστικές οντότητες αλλά διαδικα
σίες βαθιά αλληλοεμπλεκόμενες και, επίσης, λογικές στενά αλ-
ληλοσυνδεόμενες (P. Dardot - Chr. Laval, 2010, σ. 83). Πράγ
ματι, η (ελεύθερη) αγορά έχει πολλαπλώς ανάγκη από ένα
(ισχυρό) κράτος. Συνεπώς, ακόμα κι αν είμαστε επιφυλακτικοί στη δυνατότητα ύπαρξης συλλογικής λύσης εντός του παραπά
νω συστήματος, δεν μπορούμε να αρνηθούμε συλλογικές λύσεις μέσα από το σύστημα, οι οποίες αντιστρατεύονται τη λογική του
και τις αξίες του και, ιδίως, τους δύο πυλώνες του: την αγορά και
το κράτος.
Πάντως, προς το παρόν τουλάχιστον, οι όροι της κοινωνικής
και αλληλέγγυας οικονομίας συνενώνουν τις ποικίλες, τυπικές και άτυπες, οικονομικές δομές που δεν εντάσσονται (A. Lipietz,
2001, σ. 59) ούτε στον κρατικό ούτε στον καπιταλιστικό ιδιωτικό
τομέα, και συναιρούνται στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικο-
! νομία ή, κατά τον A. Lipietz, στον τρίτο τομέα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας ή (οικονομίας) κοινωνικής χρησι-
μότητας-ωφελιμότητας.
Επισημάνσεις για ίο εννοιολογικό περιεχόμενο τω ν όρω ν
της κοινωνικής και της αλληλέγγυας οικονομίας
Η κοινωνική οικονομία (économie sociale) περιλαμβάνει κυρίως τους συνεταιρισμούς, τα διάφορα αλληλοβοηθητικά - αλ-
ληλοασφαλιστικά ταμεία (mutuelles), τις ενώσεις-συλλόγους και, παραδοσιακά, τα ιδρύματα. Οι νομικές αυτές μορφές χαρακτηρίζονται από τυπική, τουλάχιστον, (αμεσο)δημοκρατική διακυβέρνηση και έχουν ως κύριο στόχο την ικανοποίηση του κοι-

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 25
νωνικού σκοπού, που καθορίζεται από ία μέλη ή τους εταίρους. ~ Αυτά τα στοιχεία τις διαφοροποιούν ριζικά από τις κεφαλαιου
χικές εταιρίες, όπου η εξουσία κατέχεται από τους μετόχους και
η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών είναι απλώς ένα μέσο για ; την αύξηση των κερδών από το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί. )
Από αυτή την άποψη μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ούτε τα
ιδρύματα, ως σύνολο περιουσιακών στοιχείων (ενεργητικού)
που παραχωρείται (για κοινωνικό σκοπό βέβαια), ανήκουν στην
κοινωνική οικονομία (J.-F. Draperi, 2011, σ. 13). Επιπλέον, σε
αυτά δεν ισχύει η «διπλή ιδιότητα» (δηλαδή μέλη ταυτόχρονα οικονομικά επωφελούμενα και συμμετέχοντα στις αποφάσεις)7,
εκτός και αν δημιουργούνται από φορείς κοινωνικής οικονο
μίας (J.-F. Draperi, 2011, σ. 13). Τέλος, θα πρέπει να σημει
ώσουμε ότι με αυτό τον ορισμό και αυτά τα χαρακτηριστικά ταυτίζεται και ο όρος αλληλέγγυα οικονομία -με έντονη όμως την
πολιτική διάσταση- που συναντάται σε χώρες της Λατινικής Αμερικής (π.χ. Βραζιλία κ.α.) και ο οποίος δεν πρέπει να ταυτί
ζεται με τον συνήθως χρησιμοποιούμενο αλλού ίδιο όρο.
Πράγματι, η αλληλέγγυα οικονομία περιλαμβάνει οργανώ- \\ σεις με αυξημένη κοινωνική χρησιμότητα-ωφελιμότητα. Οι οργανώσεις αυτές είτε προσλαμβάνουν κατά προτεραιότητα πρό
σωπα σε μειονεκτική κατάσταση (ευπαθή πρόσωπα), ή τα
βοηθούν να ξεκινήσουν μία δραστηριότητα, ή οι ίδιες αναπτύσσουν μια αειφόρο - βιώσιμη δραστηριότητα (στον τομέα του πε
ριβάλλοντος), ή αναπτύσσουν μορφές ανταλλαγής με σεβασμό
αυστηρών ποιοτικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών κανόνων (π.χ., ισοδίκαιο εμπόριο).
Η τρίτη αυτή οικονομία δραστηριοποιείται στον δημόσιο ή, ορθότερα, κοινό μικρο-χώρο και διαφοροποιείται έτσι από την /
7 Βλ υποκεφάλαιο «Τυπολογία και πραγματολογικές...», σ. 32.

26 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
οικιακή (αυτοπαραγωγική) οικονομία (J.-L. Laville, 1994, σ.
84). Σε μια ειδικότερη έκφανση δραστηριοτήτων της τρίτης αυτής οικονομίας προερχόμενης «εκ των κάτω», δηλαδή της πα
ροχής των υπηρεσιών εγγύτητας (services de proximité), η αλ
ληλέγγυα οικονομία αποτυπώνει τη σιωπηρή αποτυχία ή και
σύγκρουση των κρατικών στρατηγικών και των στρατηγικών της
αγοράς στον τομέα αυτό, και ιδίως την έλλειψη προσφοράς. Αντί
θετα, η προσφορά και η ζήτηση υπηρεσιών στο νέο αυτό, κοινό,
πεδίο εγγύτητας συγκατασκευάζονται -μέσω της αμοιβαιότητας
και της εμπιστοσύνης- από τις διαδράσεις των εμπλεκόμενων προσώπων ή/και φορέων. (J.-L. Laville, 1994, σ. 82-83, 85).
Πράγματι, οι υπηρεσίες εγγύτητας σχετίζονται με το κοινωνικό κεφάλαιο8, αφού θεμελιώνονται στην καθημερινή πρακτική των
τοπικών πληθυσμών, στις σχέσεις και στις συμβολικές ανταλλα
γές, στις αξίες, στις προσδοκίες και στις επιθυμίες των ανθρώπων που είναι οι χρήστες (J.-L. Laville, 1994, σ. 85).
Πιο συγκεκριμένα, οι κοινές αρχές στις οποίες βασίζεται σή
μερα η αλληλέγγυα οικονομία είναι: η ικανότητα ανταπόκρισης
! σε μη (ή πλημμελώς) ικανοποιούμενες κοινωνικές ανάγκες, η λογική σχεδίων ανάπτυξης με βάση τον κοινωνιο-χωρο-τόπο
(territoire), η απαίτηση τήρησης ενός συστήματος αξιών εσωτερικά καθορισμένων, η «υβριδοποίηση» εμπορευματικών πό
ρων (παροχή υπηρεσιών) μη εμπορευματικών (επιδοτήσεις) I και μη εγχρήματων (εθελοντισμός) (Attac, 2006, σ. 126· J.-L.
Laville, 1994, σ. 85). Με άλλα λόγια, η αλληλέγγυα οικονομία ; (ως κυρίαρχος όρος σήμερα και σε ευρεία χρήση, ήδη, από τη
! δεκαετία του ’80), στο πλαίσιο της λεγάμενης «πληθυντικής ή ! πλουραλιστικής οικονομίας» (économie plurielle, G. Aznar et. )al., 1997), όπου κατά μία εκδοχή εγγράφεται και ο τρίτος τομέ
8 Βλ. υποκεφάλαιο «Η κοινωνία των πολιτών», σ. 70.

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 27
ας ορίζεται (J.-L. Laville, 1994, σ. 301 · X. θ. Ανθόπουλος, 2000,
σ. 45, υποσ. 20) ως ο τόπος (δημόσιος ή κοινός μικρο-χώρος) δια-μεσολάβησης ανάμεσα σε διάφορες μορφές εργασίας (συν
δυασμός εθελοντικής και μισθωτής), οικονομίας (συνδυασμός
διαφορετικών οικονομικών αρχών και τύπων οικονομικών ορ
γανώσεων) και παραγωγής (συνδυασμός εκδοχών εμπορευμα-
τικών, μη εμπορευματικών και μη εγχρήματων)9 αλλά και χρη-
9 Η διάκριση αυτή (την οποία κάνει κυρίως ο J.-L. Laville) ελέγχεται ωςαό-
ρισιη ή ως έχουσα όρια τόσο ρευστά, ώστε η μία μορφή να μην μπορεί να απο
κλείει την άλλη: π.χ., οι κρατικές δραστηριότητες είναι εγχρήματες και μη εμπο- ρευματικές, εκείνες των συστημάτων τοπικών ανταλλαγών μη εμπορευματικές και
νομισματικές (χρονο-νόμισμα), ενώ, τέλος, των δικτύων αμοιβαίων ανταλλαγών
γνώσεων μη εμπορευματικές και μη εγχρήματες (Ε, Dacheux - D. Goujon, 2011,
σ. 188). Όπωςγράφει ο J. Harribey (2010, σ. 69), εάν κάθε μη εγχρήματη σχέση εί
ναι μη εμπορευματική, οι μη εμπορευματικές σχέσεις δεν είναι πάντα μη εγχρή- ματες (γι’ αυτό και εγγράφονται στο ΑΕΠ). Με άλλα λόγια, στη σφαίρα της αμοι
βαιότητας η διάκριση μη εμπορευμαπκές/μη εγχρήματες δεν υφίσταται, διότι
* συναντάμε οικονομικές δραστηριότητες μη εγχρήματες (απόρριψη του χρήματος)
και δραστηριότητες μη εμπορευματικές (απόρριψη της αγοράς). Γενικότερα, το
ί αντιθετικό δίπολο αγορά /εμπορευματικές αξίες - μη εμπορευματικές αξίες/απο- κλείσμός της αγοράς δεν έχει απόλυτη εφαρμογή. Δηλαδή η αγορά δεν περιορίζε
ται στις εμπορευματικές αξίες (δεν ταυτίζεται με αυτές). Γιατί άραγε, απορεί εύλο
γα ο J.-F. Draperi (2011, σ. 26), η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία θα πρέπει να είναι υποχρεωτικά εμπορευματική και εγχρήματη; Πολλοί τομείς αυτής δεν εί
ναι εμπορευματικοί (Sel/Lets, συστήματα-δίκτυα αλληλοβοήθειας στην εργασία, στην εκπαίδευση κ,α.). Η αλληλεγγύη μπορεί να εκδηλωθεί στην αγορά αλλά και
εκτός αγοράς. Αυτό που είναι κρίσιμο είναι η ανταλλαγή, είτε είναι εμπορευματική είτε μη εμπορευματική, έτσι που η διάκριση αυτή να είναι, κατά τον Draperi,
σχετική και δευτερεύουσα: αφού το δώρο προϋποθέτει το αντι-δώρο (βλ παρακάτω σημ. 34), η διαδικασία αυτή γεννά ένα νόμισμα ανταλλαγής (στη βάοη των αναγκών, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη). Τελικά, εμπορευματική και μη εμπορευμα-
ιική ανταλλαγή αντιτίθενται λιγότερο απ' ό,τι χο δώρο με τη χαριστικότητα (βλ. αφιέρωμα Revue du Mauss 35/2010). Πριν την υπεροχή της αγοράς, το νόμισμα ηταν μέσο ανταλλαγής στο ενδιάμεσο της ανταλλαγής δώρων και εμπορευμάτων.
Πράγματι, θα πρέπει να γίνεται διάκριση αγοράς και καπιταλισμού (η πρώτη προ- "πήρχί: χου δεύτερου), διάκριση που οδηγεί σε μια εξω-καπιιαλισιική οικονομία, δηλαδή οικονομία εντός της αγοράς, μη υποτασσόμενη όμως στην εξουσία του κε-

28 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
σιμότητας (ατομικής, συλλογικής, κρατικής ή δημόσιας υπηρε
σίας ή και κοινωνικής, του τρίτου τομέα) (Ε. Dacheux - D. Gou
jon, 2002, R. Passet, 2000)10. Συνεπώς, κατ’ αυτήν τη-γαλλικής
φαλαίου (J.-F. Draperi, 2011, σ. 26). Τέτοια περίπτωση συνιστά η κοινωνική οικο
νομία, η οποία δεν απορρίπτει την ενσωμάτωση omv αγορά (χωρίς αυτό να αποτε-
λεί προϋπόθεση), αλλά διεκδικεί μια εξω-καπιταλισιική οικονομία που «κατέχεται»
από τους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονο
μία διακρίνεται από τη μη εμπορευματική οικονομία (και συχνά σε σχέση με το νό-
I μισμα), αλλά προσεγγίζει αυτήν στο κοινωνικό πεδίο στο βαθμό που εγκαθιδρύει I έναν κοινωνικό δεσμό βασισμένο στην αμοιβαιότητα (J.-F. Draperi, 2011,σ. 73). Ας
μην ξεχνάμε ότι μέσω του νομίσματος (κατά τον Αριστοτέλη) επανασυστήνεται ο κομμένος δεσμός μεταξύ χαριστικής ανταλλαγής και εμπορευματικής. Η αμοιβαία
ανταλλαγή, όπως και το δώρο του Marcel Mauss, δημιουργεί κοινωνικό δεσμό και λειτουργεί ειρηνισττκά. Είναι η πρώτη αρετή του νομίσματος: όταν οι κοινωνίες μεγαλώνουν, ο άμεσος κοινωνικός δεσμός συρρικνώνεται. Τελικά, η εμπορευματική
οικονομία μοιράζεται περισσότερα χαρακτηριστικά με τη μη εμπορευματική παρά με την καπιταλισπκή οικονομία (J.-F. Draperi, 2011, σ. 73). Η κριτική που γίνεται ως
προς αυτή τη διάκριση εναντίον της κοινωνικής οικονομίας αφορά σε μια περιορι-
I σμένη αντίληψη, δηλαδή της θεσμικής κοινωνικής οικονομίας (J.-F. Draperi, 2011,).
Κατά τον Harribey (2008, σ. 26) όλες αυτές οι μη εμπορευμαπκές δραστηριότητες
δεν προέρχονται από την αφαίρεση του προϊόντος της κυρίαρχης εμπορευματικής
παραγωγής (που αποσκοπεί στη συσσώρευση του κεφαλαίου - ανταλλακτική αξία) ούτε της ανεξάρτητης παραγωγής. Με άλλα λόγια, κατά τον συγγραφέα, θεωρητικο
ποιείται η ύπαρξη -στο πλαίσιο μιας νέας (κριτικής) πολιτικής οικονομίας- μιας
σφαίρας (μη εμπορευματικής) η οποία έχει την τάση, στο μέτρο που ο συσχετισμός δυνάμεων «γέρνει» προςτιςδυνάμειςτηςεργασίαςπερισσότερο παρά του κεφαλαίου, να διευρύνεται. Έρχεται δε αυτή η (μη εμπορευματική) παραγωγή και προστί-
/" θεται στην εμπορευματική, χωρίς μάλιστα να τη χρηματοδοτεί. Πρόκειται σε τελευ-
\ ταία ανάλυση -και στο ίδιο πάντα πλαίσιο- για την παραγωγή και την εργασία μιας —. αξίαςχρήσης (ικανοποίησης ανάγκης) και την παραγωγή ενός πλούτου που δεν ανά-
/ γεται στην ανταλλακτική αξία (συσσώρευση) και δεν μετριέται με αυτήν (Attac, 2006. σ. 126-127), και την εκεί κριτική στα του τρίτου τομέα και της «πληθυντικής» οικο
νομίας (αναφορικά κυρίως με το ερώτημα εάν και κατά πόσο η κοινωνική χρησιμότητα αποτελεί χαρακτηριστικό μόνο της τρίτης σφαίρας και όχι και της δημόσιας μη εμπορευματικής δραστηριότητας, παρά τις όποιες ανεπάρκειες της τελευταίας).
10 Η υπεράσπιση μιας πλουραλιστικής οικονομίας σημαίνει ότι αναγνωρίζεται, σε μια κοινωνία όπως η δική μας, η ύπαρξη και η θεμελιώδης αναγκαιότητα διαφόρων επιπέδων χρησιμότητας.

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 29
ακαδημαϊκής επεξεργασίας- εκδοχή περί αλληλέγγυας οικονο
μίας, to βασικό δεν είναι η ένωση προσώπων και, καί’ επέκταση, οι διάφοροι νομικοί τύποι λειτουργίας (τα νομικά καταστατικά),
οπότε και διαφοροποιείται κατά τούτο από την προαναφερθείσα
κλασική κοινωνική οικονομία. Έτσι, για παράδειγμα, και μια
ανώνυμη εταιρία κοινωνικής επανένταξης ανήκει στην αλλη
λέγγυα οικονομία (J.-F. Draperi, 2011, σ. 22).Ειδικότερα, κατά τον J.-L. Laville (1994, σ. 70-73, και 2011),
η αλληλέγγυα οικονομία αρθρώνεται γύρω από δύο βασικές αρ
χές: η πρώτη αποσκοπεί στην επικαιροποίηση των πρακτικών
αμοιβαιότητας στο πλαίσιο της οικονομικής οργάνωσης, με σκοπό να συμπληρώσει τη συνδυασμένη δράση -που θεωρείται
όμως ανεπαρκής- της αναδιανομής (μέσω των δημόσιων θε- σμών-υπηρεσιών) και της ανταλλαγής (μέσω μη κερδοσκοπι
κών οργανώσεων). Η αμοιβαιότητα εξασφαλίζει δύο στόχους:
έναν οικονομικό, με τη δημιουργία ιδίως τοπικής απασχόλησης
(Μ. Χρυσάκης et. al., 2002· Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2002· θ. Σα-
κελλαρόπουλος, 2006, σ. 110,129 κ.ε., 141 κ.ε.· Σ. Αδάμ - X. Πα- παθεοδώρου, 2010) ή παραγωγικών δραστηριοτήτων", και έναν
κοινωνικής δικαιοσύνης (μέσω ισοδίκαιης κατανομής των πόρων και νέων σχέσεων αλληλεγγύης). Σε αυτή την προοπτική, η
αλληλέγγυα οικονομία δεν αποσκοπεί τόσο στο να αντιμετωπίσει τις οικονομικές ανάγκες, όσο στη δημιουργία βιώσιμων, ατομι
11 Ας σημειωθεί, επίσης, ou, ήδη από το 1990, στις ΗΠΑ η απασχόληση μόνο °TOv ιρίιο, μη κερδοσκοπικό, τομέα αντιπροσώπευε το 6,9% της συνολικής απα-
°*ολησης (πάνω από 7 εκατομμύρια άτομα), στη Γαλλία to 4,2% (πάνω από 800.000 μισθωτοί ή το διπλάσιο, αν λογαριασθούν και οι εθελοντές), στη Γερμανία το 3,7% και στη Βρετανία το 3,5% (R. Sue, 2001, σ. 177, και εκείθεν παραπομ-
Πεζ)· Η βαρύτητα του τομέα αυτού δε, ιδίως όσον αφορά στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης τείνει, σε περιόδους κρίσης, να αυξάνεται. (Μ. Σερ, 2011, σ. 13-18).

30 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
κά και συλλογικά, κοινωνικών συνθηκών. Η δεύτερη αρχή έχει
πολιτικό στόχο και δίνει έμφαση στην προώθηση μιας νέας πο- λιτοφροσύνης (citoyenneté), μέσω της δημιουργίας μικρο-δη-
μόσιων ή κοινών χώρων εγγύτητας γύρω από κοινούς στόχους
κοινωνικότητας (που προέρχονται εκ των κάτω, από συλλογικές
ιδιωτικές και συμμετοχικές πρωτοβουλίες, και που δεν έχουν ως
κύρια επιδίωξη το κέρδος) (Ε. Dacheux - D. Goujon, 2011). Για
αυτόν το στόχο και αναφορικά με τον δημόσιο ή κοινό χώρο, η
αλληλέγγυα οικονομία, στην άτυπη διάστασή της, φέρει κοινω- νικο-κινηματικά χαρακτηριστικά και συνδέεται με τα αντικαπι-
ταλιστικά και αντικρατιστικά χαρακτηριστικά που ήδη αναφέρ
θηκαν, συστήνοντας «πραγματικές εξεγερσιακέςαντιεξουσίες» (Ε.
Μπαλιμπάρ, 2011) που θα έρχονται σε ρήξη με την τεχνο-οικο-
νομική δομή και διακυβέρνηση. Με άλλα λόγια, κινητήρια δύνα
μη των κοινωνικών κινημάτων είναι η αλληλεγγύη12.
Συμπερασματικά, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία
συγκεντρώνει οργανώσεις που θεωρούνται εναλλακτικές είτε για
αυτό που είναι (εγκαθιδρύοντας νέες κοινωνικές σχέσεις) είτε για
αυτό που κάνουν [διότι ο σκοπός τους εκφράζει μια ειδική κοι-
νωνιακή (societale) χρησιμότητα. Ph. Frémeaux, 2006]. Από άλλη οπτική, στην πρώτη περίπτωση (κοινωνική οικονομία) οι
δρώντες «θέτουν από κοινού» ή αμοιβαιοποιούν (την εργασία,
το χρόνο, τα εργαλεία, το χρήμα), στη δεύτερη (αλληλέγγυα οικο-
12 «Τι είναι ακριβώς η αλληλ£γγύη;» 6ιερωιάται ο Σ. Σωτηρίου (2012, ο. 21),
για να απαντήσει: «Είναι το συναίσθημα ενότητας με τους άλλους που μας προσφέρει συγκίνηση, ευφορία και ταυτόχρονα μας κινητοποιεί για κοινή δράση. Πηγάζει από το βαθύτερο συναίσθημα του κοινοτισμού, την communitas, η οποία κάνει τον καθένα να νιώθει ενσωματωμένος μέσα σε ένα ορμητικό ρεύμα, τον γεμίζει με πληρότητα, σαν να είναι ενιαίος με τον κόσμο, ώστε τον διεγείρει να κάνει πράξεις που, εάν βρισκόταν σε νηφάλια κατάσταση, θα του ήταν αδιανόητο να τις κάνει».

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 31
νομία) πρωτίστως δημιουργούν ή ενισχύουν τον κοινωνικό δε
σμό (J.-F. Draperi, 2011, σ. 24), ή δημιουργούν στοιχεία σχέσης
που προϋποθέτουν οικειότητα13. Τέλος, η αλληλέγγυα οικονομία φιλοδοξεί να υπηρετήσει το γενικό συμφέρον και όχι μόνο το
συμφέρον των μελών της, όπως η κοινωνική οικονομία14.
Στην πραγματικότητα όμως, όπως επίσης έχει επισημανθεί
από αρκετούς ερευνητές του φαινομένου, πολλές πρωτοβουλίες
μετέχουν και της αλληλέγγυας (λόγω των τύπων και του είδους
των δραστηριοτήτωντους- κυρίως «υπηρεσίεςεγγύτητας») και
της κοινωνικής οικονομίας (λόγω του καταστατικού τους) (J.-L. Laville, 1995, 2000, 2011· L. Gardin, 2006· C. Dorival, 2007-
C. Ferraton, 2007· Ph. Frémeaux, 2011β). Έτσι, η κοινωνική
οικονομία, η οποία θεωρείται γενικότερη και θέτει το βάρος στην 1
οικονομική παρά στην πολιτική διάσταση (σε αντίθεση με την 1
πιο πρόσφατη αλληλέγγυα οικονομία), εμπεριέχει ως κίνηση ;
την αλληλεγγύη και τις δημοκρατικές αρχές. Συγχρόνως όμως,
τα επιμέρους νομικά πρόσωπα, υπό το νομικό περίβλημα των
οποίων δραστηριοποιείται, χαρακτηρίζονται και αναγνωρίζονται από ένα νομικό καθεστώς, το οποίο δεν συνεπάγεται ανα
γκαστικά και αυτονόητα την υιοθέτηση των αξιών της αλληλέγγυας οικονομίας. Μια τράπεζα, για παράδειγμα, δεν αρκεί να είναι συνεταιριστική για να είναι αλληλέγγυα (Ph. Frémeaux, 2011β, σ. 18).
13 Βλ. κεφάλαιο «Τα επιστημολογικού τύπου ερωτήματα», σ. 88.
14 Τούτο, ενίοτε, ενδέχεται να θέσει σε δεύτερη μοίρα το πρόταγμα της ισότη- Γα(; (σε αντίθεση με την κλασική κοινωνική οικονομία) και κατ’ επέκταση τη χει- Ρ°<Ι>έτηοη των προσώπων (J.-F. Draperi, 2011, σ. 27).

32 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Τυπολογία και πραγματολογικές και νομικές διαστάσεις
του φαινόμενου
θα πρέπει να επισημανθεί από τώρα (βλ. και παρακάτω) ότι το «κενό σημαίνον» του όρου της «κοινωνικής και αλληλέγγυας
οικονομίας» καλύπτει ή μπορεί να καλύψει (από κοινού και οι
δύο όροι) μια «ετερογενή εννοιολογική και εμπειρική πραγμα
τικότητα», δύσκολα ιαξινομήσιμη, η οποία αντανακλάται στις
διάφορες προσεγγίσεις του φαινομένου -στα διάφορα σημαινό-
μενα-, ήτοι (T. Jeantet, 2009, σ. 38) στην καταστατική - νομική
(συνεταιρισμοί, ταμεία αλληλοβοήθειας, ενώσεις, μη κερδοσκο
πικές οργανώσεις, κοινωνικές ή κοινωνικο-συνεταιριστικές επι
χειρήσεις), στηντομεακή (το φαινόμενο συναντάται σ’ όλους τους
τομείς της οικονομικής ζωής) (CESE, 2000), στη γεωγραφική
(έχει τόσο τοπική -κυρίως- διάσταση όσο και διεθνή) και, τέλος,
στην άτυπη ή/και αυτοοργανωμένη εκδοχή (συστήματα τοπικών
ανταλλαγών, τοπικά κοινωνικά νομίσματα, δίκτυα ανταλλαγών γνώσεων, δίκτυα εκπαιδευτικών για παροχή δωρεάν μαθημά
των κ.λπ.). Αν, τέλος, θέλαμε να τυπολογήσουμε -γενικά και με βάση το αντικείμενό τους- το σύνολο των πρακτικών της κοινω
νικής ή αλληλέγγυας (ιδίως αυτής) οικονομίας, θα λέγαμε ότι άλλες αποσκοποΰν στη μικρο-τοπική (ενδογενή) ανάπτυξη-απα- σχόληση και την κοινωνική φροντίδα (κυρίως δημιουργία
βιώσιμων ατομικών και συλλογικών κοινωνικών συνθηκών), άλλες στην επανένταξη (μέσω της οικονομίας)15, άλλες στη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα (αλληλέγγυα -και όχι ηθική-
χρηματοδότηση, αλληλοασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.) και άλλες
15 Υπάρχουν όμως και ερευνητές που υποστηρίζουν πως η κοινωνική - οικονομική επανένταξη, εν μέρει, δεν ανάγεται, πάντα και άνευ άλλου, στον τομέα της αλληλέγγυας οικονομίας (E. Dacheux, 2008, σ. 19).

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 33
στις διεθνείς ανταλλαγές (εναλλακτικό - ισοδίκαιο εμπόριο).
Όσον αφορά, εξάλλου, στη νομική μορφή των φορέων της
εναλλακτικής αυτής οικονομίας πρέπει να τονισθεί πως αυτή δεν
συνιστά, αναγκαστικά, και στοιχείο ένταξης ή όχι στο «τρίτο σύ
στημα» της κοινωνικής ή αλληλέγγυας οικονομίας (Μ. Jaouën,
2012). Τούτο, σε αντίθεση προς την κλασική κοινωνική οικονο
μία, η οποία μπροστά στη γενικευμένη διεύρυνση του φαινομένου περιόριζε και κατέτασσε τους φορείς αυτούς με αποκλειστικό
κριτήριο, όπως ήδη αναφέρθηκε, τα νομικά καταστατικά τους (J.-
L. Laville, 2003, σ. 30). Έτσι λοιπόν σήμερα, κατά την κρατούσα
άποψη (τουλάχιστον στην Ευρώπη, αλλά και σε ΗΠΑ, Καναδά
και Ιαπωνία), εντάσσεται στο σύστημα αυτό, εκτός από τους «κλασικούς» θεσμοθετημένους φορείς της κοινωνικής οικονομίας
(συνεταιρισμοί - cooperatives, ενώσεις - associations, αλλη-
λοβοηθητικά αυτοδιοικούμενα ταμεία, μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, κοινωνικές ή κοινωνικο-συνεταιριστικές επιχειρήσεις)
και ο συλλογικά (συνήθως μέσω μη κερδοσκοπικών φορέων)
οργανωμένος (και όχι ιδιωτικός) εθελοντισμός (μετεξέλιξη του
παραδοσιακού φιλανθρωπισμού και εθελοντισμού). Επίσης εντάσσονται και πολλές άλλες, και σε διάφορεςχώρες, άτυπες ή και
θεσμοποιημένες μορφές δικτύων αλληλοβοήθειας (π.χ., οργανώσεις αμοιβαίου οφέλους ή οργανώσεις αυτοβοήθειας - self- help groups) ή ανταλλαγών προϊόντων ή υπηρεσιών, με ή χω
ρίς κοινωνικά/εναλλακτικά νομίσματα. Οι παραπάνω μορφές αποτυπώνονται σε μια ευρεία γκάμα παραγόμενων ή παρεχόμενων ή διακινούμενων προϊόντων ή υπηρεσιών.
Είναι προφανές πως έχουμε να κάνουμε με νομικές μορφές Που δεν είναι παγιωμένες και συναντώνται με παραλλαγές, οι
°Ποίες αποτυπώνουν τις αρχές που τις διέπουν στα διάφορα κρά- ΐη (T. Jeantet, 2009, σ. 81) [π.χ., charities ή building societies 0111 Βρετανία, sociedades laborades στην Ισπανία, cooperative

34 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
sociali στην Ιταλία, sociétés cooperatives d’intérêt collectif (scic) στη Γαλλία, κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση στην Ελλάδα]16.
Ακόμα, όσον αφορά στο πεδίο δράσης των πιο πάνω μορ
φών, θα πρέπει να τονισθεί πως, από τη μια, οι μη κερδοσκο
πικές οργανώσεις δραστηριοποιούνται σε τομείς κοινωνικών
αναγκών που το κράτος και η αγορά έχουν «εγκαταλείψει » ή
συμμετέχουν μερικώς ή ανεπαρκώς (κοινωνική φροντίδα,
υγεία, πολιτισμός, περιβάλλον κ.ά.), ενώ από την άλλη, στους
ίδιους τομείς, έχουν συμμετοχή και οι κοινωνικές ή κοινωνικο-
συνεταιριστικές επιχειρήσεις. Αντίθετα, εκεί δεν συμμετέχουν οι
συνεταιρισμοί και γενικά οι οργανώσεις (τυπικές ή άτυπες) αμοι
βαίου οφέλους ή αυτοβοήθειας, οι οποίες, καταρχήν, συστή- νονται για την οικονομική και κοινωνική ωφέλεια των μελών
τους. Πάντως, ανεξάρτητα των ιδιαίτερων στόχων και των επι-
μέρους ειδικότερων εκφάνσεων, οι συνεταιρισμοί και οι μη κερδοσκοπικές (υπό την έννοια ότι δεν διανέμουν κέρδη) οργανώ
σεις συνιστούν την κύρια νομικο-οργανωσιακή μορφή της
κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Όσον αφορά, ειδικό
τερα, στα διάφορα αλληλέγγυα και ανταλλακτικά δίκτυα στην Ελ
λάδα (I. Sotiropoulou, 2010· A. Ρουμελιώτης, 2012· Σ. Μαλα- βάκης, 2012), αυτά ενδύονται συνήθως τη νομική μορφή του
σωματείου ή της ένωσης προσώπων (φυσικών ή νομικών) που δεν συνιστά σωματείο (άρθρο 12 παρ. 3 του Συντάγματος, και άρθρο 107 του αστικού κώδικα όπου -αν δεν ορίζεται διαφορετικά- ισχύουν οι περί εταιριών διατάξεις, π.χ., http://www.tem_ magnisia.gr/index.php και http://kaerti.gr).
16 Λαμβάνοντας υπόψη την κοινωνική, πολιτική και οικονομική τους ιστορία, τα κράτη που συναπαρτίζουν σήμερα την ΕΕ δεν οργάνωσαν ούτε αναγνώρισαν με τον ίδιο τρόπο τις συλλογικές επιχειρήσεις (D. Demoustier, 2001, σ. 177). Εξ ου και τα διαφορετικά μοντέλα του μη κερδοσκοπικού (τρίτου) τομέα που υιοθετήθη- καν από αυτά (βλ. παρακάτω υποκεφάλαιο «Ο τρίτος τομέας», σ. 67).

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 35
Μετά από αυτές τις επισημάνσεις και μπροστά στη δυσκολία
να αποφανθεί κάποιος με βεβαιότητα περί του τι είναι και τι δεν
είναι εντάξιμο στην έννοια, πρέπει να αποσαφηνισθεί πως η
κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία είναι μια έννοια και, κυ
ρίως, μια πρακτική ζωντανή και δυναμική. Εμπεριέχει πολύ
πλοκα και ποικιλόμορφα χαρακτηριστικά -οικονομικά, πολιτι
κά και συμβολικά- αλλά και οξύμωρα και αντιφατικά στοιχεία,
πράγμα που, όπως προαναφέρθηκε, δημιουργεί επιστημολογι
κού τύπου ερωτήματα17. Μέσα σε αυτή την ποικιλομορφία και
ετερογένεια (οργανωσιακή -τυπική/άτυπη- και περιεχομενική)
του φαινομένου, στις διάφορες εννοιολογικές και εμπειρικές αποχρώσεις με δυσκολία αναζητείται ένας κοινός παρονομα
στής αυτών, αν δεν είναι η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη, ή
η αλληλοβοήθεια αλλά και, ειδικότερα, η κοινή αντίθεσή τους
απέναντι (A. Caillé, 2005, σ. 201-203): α. στον υπερφιλελευθε-
ρισμό και την ολοκληρωτική κυριαρχία (δικτατορία) της (οίκο- ;
νομίας της) αγοράς, β. σε μια σχεδιασμένη και συγκεντρωτική /
οικονομία υπό τον έλεγχο ενός (αυταρχικού) κράτους και γ· στη ί
φιλανθρωπία και στον εθελοντισμό (ακόμα και αν ενίοτε υπάρ- | xouv εκφάνσεις τούτων αλληλοεπικαλυπτόμενες ή διασταυ- J
ρούμενες) του τρίτου τομέα. Συνεπώς, μέσα από αυτές τις αρνητικές ταυτοποιήσεις μπορούμε να πούμε συνθετικά, μαζί με τον A. Caillé (2005, σ. 203) ότι η κοινωνική και αλληλέγγυα οικο- ν°μία χαρακτηρίζεται από «όχι όλο αγορά, όχι [όλο] κράτος, όχι
[όλο] οικογένεια, όχι φιλανθρωπία». Εφόσον στα παραπάνω προστεθεί και η ιδεολογικο-πολιτική αλλά και δεοντολογική
διάσταση του φαινομένου, τότε προκύπτει ένα σύνθετο και πολύπλοκο πεδίο μελέτης (Π. Ζάννης, 2009).
Είναι φανερό επίσης πως, μέσα από την ποικιλόμορφη αυτή
17 Βλ. κεφάλαιο «Τα επιστημολογικού τύπου ερωτήματα», ο. 88.

36 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
πραγματικότητα και τις αρνητικές ταυτοποιήσεις, δύο αντιτιθέ- μενες τάσεις - ρεύματα αναδύονται, που συνιστούν και την πολι
τική διαχωριστική τους γραμμή: σύμφωνα με την πρώτη τάση - αντισυστημική ή επαναστατική-, η κοινωνική και αλληλέγγυα
οικονομία τείνει να αντικαταστήσει ολοκληρωτικά τον καπιτα
λισμό και το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, ενώ σύμφωνα
με την άλλη, τη ρεφορμιστική ή συμπληρωματική τάση, η κοι
νωνική και αλληλέγγυα οικονομία εκλαμβάνεται ως μια υβρι-
δική ή «μεικτή» οικονομία, η οποία δεν αποσκοπεί στην κα
τάργηση της αγοράς και του κράτους (και των αντίστοιχων αρχών που αναφέραμε παραπάνω), αλλά απλώς παίρνει θέση
δίπλα τους18. Βέβαια και στις δυο αυτές προσεγγίσεις διακρί
νουμε (A. Caillé, 2005, σ. 205) τέσσερα, τουλάχιστον, ρεύματα σκέψης/δράσης, ανάλογα με το ρόλο, μικρό ή μεγάλο, που πα-
ραχωρείται (ως αρχή) στο κράτος, στην αγορά, στην αλληλο
βοήθεια και στη συνεταιριστική και ενωσική αρχή (associationnisme).19
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι το
φαινόμενο καλύπτει, καταρχήν και γενικά, μια (υπό ευρεία έν
18 Με άλλα λόγια, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να θεω
ρηθεί (Th. Jeantet, 2009, σ. 48), αν όχι μοναδική πηγή εναλλακιικόιηιας στα κυ
ρίαρχα οικονομικά μοντέλα, τουλάχιστον, μία, ανάμεσα σε άλλες, πηγή εναλλα- κτικότητας. Μια τέτοια πηγή μπορεί να είναι είτε «απλή», στο πλαίσιο μιας
«πληθυντικής οικονομίας» (βλ. υποκεφ. «Επισημάνσειςγιατοεννοιολογικό...», σ. 24), όπως τη θέλει η άποψη των οργάνων της ΕΕ και η κυρίαρχη γενικότερα άποψη [π.χ., στη Γαλλία ο J.-L. Laville, οι St. Hessel - E. Morin, σύμφωνα με τους οποί
ους η πληθυντική οικονομία θα περιορίσει τη σφαίρα επιρροής της καπιταλιστικής οικονομίας και των πολυεθνικών της και θα ελέγξει το χρηματοπιστωτικό σύστημα (2012, σ. 52)], είτε «υποκαταστατική» του συστήματος, ως αυτόνομο μοντέλο.
Από άλλους υποστηρίζεται ότι, αν και δεν μπορεί να προταθεί ως ένα εναλλακτικό αναπτυξιακό μοντέλο, εντούτοις θεωρείται ότι συμβάλλει στον (ανθρωπιστικό) μετασχηματισμό των κοινωνιών (θ. Σακελλαρόπουλος, 2006, σ. 112-114).
19 Βλ. κεφάλαιο «Τα επιστημολογικού τύπου ερωτήματα», σ. 88.

νοια) συλλογική ή ομαδική οικονομία (συλλογική-ενωσική οι
κονομική δραστηριότητα) με εκούσια και δημοκρατική συμμε
τοχή των ατόμων ως εταίρων-μελών αλλά και ως μισθωτών ή
χρηστών. Οι συμμετέχοντες στο ενωσικό οικονομικό εγχείρημα έχουν διπλή ιδιότητα: (δικαίωμα να) επωφελούνται της οικο
νομικής δραστηριότητας, αλλά και (καθήκον να) συμμετέχουν
και να αποφασίζουν για τον «πολιτικό» σχεδίασμά αυτής. Είναι
δηλαδή, ταυτόχρονα, οικονομικά και πολιτικά υποκείμενα (J.-
F. Draperi, 2011, σ. 13). Υποκείμενα, με άλλα λόγια, που δεν
αποφασίζουν απλά για τα μέσα επωφελέστερης υλοποίησης ετε- ροκαθορισμένων στόχων, αλλά επιλέγουν και αναδιαμορφώ-
νουν και τους ίδιους τους στόχους.Η οικονομία αυτή, ειδικότερα, χαρακτηρίζεται από την
(αμεσο)δημοκρατία στη λήψη των αποφάσεων, ενώ εντάσσεται, άμεσα ή έμμεσα, στην κοινωνία και εξυπηρετεί καταρχήν τις
«πρώτες» ή βασικές συλλογικές ανάγκες της (υπό ευρεία έννοια
κοινωνικές, ήτοι περιβαλλοντικές, πολιτιστικές, εκπαιδευτικές κ.ά., - δηλ. κοινωνιακής χρησιμότητας-ωφελιμότητας). Η ελεύ
θερη ικανοποίηση των τελευταίων υλοποιείται μέσα σε «έμπρακτη επίγνωση της (βαθύτερης) κοινότητας ή συμπληρωματικότατος μεταξύ των διαφορετικών αναγκών των ανθρώπων» (Φ.
Τερζάκης, 2005, σ. 162 ), σε μια «κοινωνούμενη ανάγκη» που δημιουργεί έναν νέο οικονομικό και κοινωνικό δεσμό και μια ουμβιωτικότητα (A. Caillé, 2011). Αυτός ο νέος δεσμός (R. Sue,
2001 ■ Β. Cova, 1995) βρίσκεται στο κέντρο του συστήματος και διαφοροποιείται από τη συμβασιακή και ατομιστική οπτική του
κοινωνικού δεσμού20. Ενώ η σύμβαση (το συμβόλαιο) ήταν και
ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 37
20 Ωστόσο, το είδος και η φύση του κοινωνικού δεσμού που διεκδικεί και προ- °Παθεί να αναδείξει και να αξιοποιήσει το κίνημα αυτό της εναλλακτικής οικονο- ^Ι(*ς διαφέρει στη διεθνή διάστασή του, δημιουργώντας μια ρήξη - αντίφαση στο

38 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
είναι το χαρακτηριστικό της οικονομίας των αγαθών, ο ενωσικός δεσμός (η συνεταιριστική και ενωσική αρχή) βρίσκεται στο κέ
ντρο της οικονομίας (του δεσμού) των αναγκών. Ο δεσμός, ως
ποιοτικό και πολιτικό στοιχείο του συστήματος, και η δικτύωση συγκατασκευάζουν την προσφορά και τη ζήτηση (E. Dacheux,
2007, σ. 20). Ωστόσο, η διάσταση και ο βαθμός του κοινωνικού
σκοπού και της κοινωνικής ωφελιμότητας ποικίλλει (άμεσος ή
έμμεσος) ανάλογα με τους φορείς (ή, καλύτερα, την οργανωσιακή
μορφή των φορέων) της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
Έτσι, π.χ., η κοινωνική ωφελιμότητα είναι συνήθως, αλλά όχι πάντα (π.χ., οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, σι συνεταιριστικές
ή αλληλέγγυες τράπεζες), έμμεση στους συνεταιρισμούς, αλλά
άμεση στις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις (Π. Ζάννης, 2009).
Ωστόσο, τα ποικιλόμορφα και ετερογενή σχήματα του τρίτου οι
κονομικού φαινομένου δεν χαρακτηρίζονται από ενιαίο ιδεολογικό πλαίσιο ούτε ανήκουν σε διακριτό πολιτικό χώρο (Σ. Αδάμ,
2012). Πράγματι, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπο
ρεί να έχει πολλές (πολιτικές) αναγνώσεις: (νεο)φιλελευθερες, σοσιαλδημοκρατικές, ριζοσπαστικές (Σ. Αδάμ, 2012) αλλά και κορ-
πορατιστικές (συμβατές με κρατοκεντρικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα).
εσωτερικό του φαινομένου. Ειδικότερα, στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής αλληλεγγύης με ελεύθερη συμμετοχή και πρωτοβουλία των πολιτών, ενώ, αντίθετα, στην Αφρική αποσκοπεί στην αναζωογόνηση των υπαρχουσών κοινοτήτων, θέλοντας να ενισχύσει και να ενδυναμώσει τον κοινοτικό δεσμό, με σκοπό την τοπική οικονομική ανάπτυξη, που θα επιτρέψει στα μέλη της κοινότητας να ζήσουν αξιοπρεπώς (Ε. Dacheux, 2007, κεφ. « Les difficultés de communication... », σ. 175).

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 39
Η συζήτηση για την αξιακή διάσταση του φαινομένου
και τη θεωρητικοποίησή του
Σ’ ένα ιδεοτυπικό - αξιακό επίπεδο ας έχουμε κατά νου πως, όταν
μιλάμε για κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, κάνουμε λόγο
για μια οικονομία ανθρώπινων και οικολογικών μεγεθών με (μι- κρσ)τοπική, κατά βάση και καταρχάς, οικονομική συγκρότηση,
που αποσκοπεί στην κοινωνικοποίηση, τον εξανθρωπισμό, τη
δημοκρατικοποίηση και την οικολογικοποίηση της οικονομίας.
Τούτο το επιδιώκει δίνοντας προτεραιότητα στον άνθρωπο, μέσω της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας και στις -βασικές
του, τουλάχιστον- ανάγκες (T. Jeantet - R. Verdier, 1984- L. Boi-
vin - M. Fortier, 1998) αλλά και στη φύση έναντι του κεφαλαίου. Επομένως, πρόκειται για μια οικονομία (και ίσως για έναν,
εν δυνάμει, άλλο τρόπο ρύθμισης) που δεν αποβλέπει, κατά προ
τεραιότητα, στην επιδίωξη κέρδους ούτε σε απόδοση τυχόν πλε
ονασμάτων στο χρησιμοποιούμενο κεφάλαιο21.
/ 21 Το πρόταγμα απο-εμπορευματοποίησης των αναγκών, όχι με άξονα τον ψυ-
ί χαναγκασμό του λογισμού της αξιοποίησης του κεφαλαίου αλλά με άξονα μια άλ- λη οργάνωση των κοινωνιών με βάση την ελευθερία ικανοποίησης των αναγκών,
\ τον κοινωνικό έλεγχο και την αλληλεγγύη επείγει (Γ. Μηλιάς, 2009). Ως προς τις ανάγκες, ας σημειώσουμε ότι ο Μάνφρεντ Μαξ - Νηφ κάνει διάκριση ανάμεσα στις
πρωταρχικές ανάγκες (που θεωρούνται λίγες, πεπερασμένες και ταξινομήσιμες και όχι άπειρες και ακόρεστες) και στα μέσα για την ικανοποίηση αυτών (τα οποία αλ
λάζουν με το πέρασμα του χρόνου και από πολιτισμό σε πολιτισμό). Εδώ, οι ανθρώπινες ανάγκες προσεγγίζονται ως ένα σύστημα, στο εσωτερικό του οποίου δεν υπάρχει καμία ιεράρχηση (πλην της προτεραιότητας στην ανάγκη για επιβίωση)
(Κέιθ Φίσερ, Άρδην, τ. 59/2006). Ως γνωστόν, ο Μαρξ διέκρινε (Grundrisse, 1983, σ-13-14) ανάμεσα στις «βασικές/φυσικές ανάγκες» -η μη ικανοποίηση των οποίων οδηγεί σε αθλιότητα και η αναφορά στις οποίες, συνήθως, παρέλκει, όταν η °υζήτηση διεξάγεται με τους όρους και τις στοχεύσεις του αυτοαποκαλούμενου «καπιταλισμού της αφθονίας»- και στις «ιστορικές ανάγκες», των οποίων η απε- Ρ'όριστη ανάπτυξη θα οφείλεται στην ίδια την αύξηση της παραγωγής (η οποία

40 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πρόκειται για μια οικονομία των αναγκών (άμεσων και μελ
λοντικών) δημοκρατικά, καταρχάς, σχεδιασμένη και εφαρμο
σμένη στη βάση της κοινωνίας και σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο (Π. Λινάρδος-Ρυλμόν, 2011, σ. 113 και σ. 20-21). «Η
συνύπαρξη της εκτεταμένης κάλυψης αναγκών, της προσέγγι
σης της οικονομικής δραστηριότητας από τη σκοπιά της αλλη
λεγγύης και της υλοποίησης δημοκρατικών μορφών οργάνω
σης και λήψης αποφάσεων αποτελεί ουσιαστική εμπειρία, η οποία μπορεί να μεταφερθεί και να βελτιωθεί, αλλά και να απο-
τελέσει τη βάση ενός νέου παραγωγικού, κοινωνικού και δημοκρατικού παραδείγματος» (Π. Λινάρδος-Ρυλμόν, 2011, σ. 21).
Προφανώς, στον νέο αυτό αξιακό προσανατολισμό έχουμε και αντίστοιχη, μορφική και αξιοχρησική, μετακίνηση των σημερι
νών παραγωγικών δυνάμεων, έτσι που απαντουν, όπως ήδη
αναφέρθηκε, σε μια νέα παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών,
μια νέα κοινωνιακή (κοινωνική και οικολογική) χρησιμότητα
ή ωφελιμότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, ως κατεξοχήν οικονομία των αναγκών, συνδέε
ται και με τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του πλούτου και με διαφορετικούς δείκτες μέτρησης αυτού προς την κατεύθυνση
της ποιότητας ζωής και της ευημερίας. Μια τέτοια προσπάθεια
σημαίνει αποσύνδεση του (γενικού) πλούτου από την αξία, της
χρησιμότητας-ωφελιμότητας από την αξία (που στη νεοκλασική θεωρία ταυτίζονται) και της αξίας χρήσης από την ανταλλακτική
αξία. Η αντίθετη θεώρηση (ταύτιση των παραπάνω κατηγοριών - εννοιών) οδηγεί στη χρηματιστικοποίηση των πάντων και στην ενσωμάτωση στο ΑΕΠ ακόμα και του ελεύθερου χρόνου και, γενικότερα, των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων (των οποίων ο
θα παράγει υποκείμενα για τα αντικείμενα και όχι μόνο αντικείμενα για τα υποκείμενα. Βλ. σχετικά Κ. Μαρξ, 1983, σ. 28, και γενικότερα σ. 24-31 ).

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 41
«πλούτος» δεν έχει αξία) (J. Harribey, 2010, σ. 63 κ.ε.). Και, βε
βαίως, σύμφωνα με την παραπάνω νεοκλασική αντίληψη, όλες
οι μορφές (υλικο-φυσικό, κοινωνικό, ανθρώπινο, οικολογικό)
κεφαλαίου -όλοι οι «πόροι»- «μετρούν» και είναι αναγώγιμες σε ποσότητεςχρήματος.22Έτσι, η κοινωνική και αλληλέγγυα οι
κονομία συνιστά έμπρακτη και θεωρητική κριτική στην υποτι
θέμενη οικονομική επιστήμη, ιδίως στο βαθμό που εμπεδώνει
το διαχωρισμό των δύο μη αναγώγιμων πεδίων (και αξιών): του
πλούτου γενικά και της εγχρήματης αξίας. Συγχρόνως, συμβάλ
λει στην προστασία, ακόμα και στην επέκταση των μη εμπο- ρευματικών και μη εγχρήματων πεδίων, με πρωτοβουλία, όπως
προαναφέραμε, των πολιτών (και όχι των ειδικών) (J.-M. Har
ribey, 2010, σ. 63).Επιπλέον, εξυπονοεί την αντίθεση κράτους/κοινωνίας (Γ.
Λιερός, 2012). Με λίγαλόγια, η κοινωνική οικονομία, καταρχάς,
έχει χαρακτηριστικά που δεν είναι συμβατά με τις προτεραιότητες του καπιταλισμού (όπως άλλωστε και με τις κρατοκεντρικές οι
κονομικές ιεραρχήσεις - κρατικοσοσιαλιστική οικονομία), αν και
η κυρίαρχη άποψη και πρακτική την εντάσσει στις μεταρρυθμι-
στικές στρατηγικές επιβίωσης του καπιταλισμού (ιδίως μέσω της θεσμικής κοινωνικής οικονομίας) (D. Hurstel, 2009· G. Giraud
~ C. Renouard, 2009), του οποίου τις ρωγμές, ένεκα των αντι- φάσεών του, γεμίζει ως συγκολλητική ουσία.23 «Έτσι το οικοδόμημα - σύστημα αποκτά συνοχή και αντοχή » (Γ. Λιερός, 2012).
Από την άλλη, πρόκειται για ένα ευρύτερο φαινόμενο που εκφράζει τα χαρακτηριστικά του αυτοκαθορισμου και της αυτονομίας, τα οποία διακρίνονται από τα χαρακτηριστικά του ιδιω
τικού και δημόσιου τομέα (É. Archambault, 1998, σ. 85). Πρό
22 Βλ. σημείωση 56.23 Βλ. και κριτική στο κεφάλαιο «Η κριτική της κοινωνικής...», σ. 100.

42 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
κειται δηλαδή για δόμηση νέων εναλλακτικών («απλών» ή «υποκαταστατικών» του συστήματος, βλ. σημ. 18) παραγωγικών
σχέσεων, υπό τη μορφή της συλλογικής οικονομικής αυτοορ-
γάνωσης με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά. Τα χαρακτη
ριστικά αυτά είναι σήμερα σύστοιχα αφενός προς τις εμπνεύσεις
των ευαισθητοποιημένων πολιτών, και, αφετέρου, προς τον
πολλαπλασιασμό των πειραματισμών που τείνουν να συγκρο
τήσουν (δυνητικά) το «παζλ» για μια «οικονομία πολιτών». Μια
οικονομία δηλαδή από τους πολίτες, για τους πολίτες και τις
ανάγκες τους - économie citoyenne (Η. Rouillée d’Orfeuil,
2002, σ. 174, 73-74) και επίσης, ακόμα παραπέρα, για μια άλλη
πολιτική24, αλλά και έναν άλλο «τρόπο» (πολιτικής) συλλογι-
κότητας συμβιωτικού χαρακτήρα, με βάση την άμεση και την τοπική δημοκρατία (J. Bucek - Β. Smith, 2000)25. Συνεπώς, μέσα
24 Γία τον Φ. Τερζάκη (2012) η «οικονομία» ως κάτι διαφορετικό από την πολιτική δεν υπάρχει. Η «οικονομία» ως αυτόνομο σύστημα είναι δημιούργημα του
κεφαλαιοκρατικού κόσμου και αντικατοπτρίζει τη δική του ιδεολογική αναπαρά
σταση του κόσμου. Γι’ αυτό, κατά τον ίδιο, και η σημερινή «οικονομική» κρίση δεν είναι οικονομική, αλλά είναι η κρίση ενός ολόκληρου κεφαλαιοκρατικού πολιτι
σμού της Δύσης που επινόησε -από τον 18ο αιώνα- τον όρο οικονομία (και οικο
νομία της αγοράς) εκεί που πριν υπήρχε πλούτος, ανάγκες και εν μέρει αξίες χρή
σης (και αγορά) ή, έστω αργότερα, πολιτική οικονομία (θα προσθέταμε). Υπό αυτόI όμως το πρίσμα, ο όρος κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία συνιστά αντίφαση
εν τοις όροις, στο βαθμό που η «οικονομία» (αν δεν εκφράζει αξίες χρήσης) είναι
ιδεολογικά συναρτημένη μ’ ένα κεφαλαιοκρατικό και μεγεθυνσιακό μοντέλο πα- ! ραγωγής. Δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, μια αλληλέγγυα οικονομία σε αυτό το
πλαίσιο μόνο ως αξιοχρησική και α-χρηματική θα είχε νόημα. Γ ία μια νέα (κριτική) πολιτική οικονομία της μη εμπορευματικής σφαίρας ως αξίαςχρήσης, βλ σημείωση 9.
25 Με αυτά τα χαρακτηριστικά, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία συνδέεται και με το κίνημα των (βιώσιμων ή οίκο-) κοινοτήτων, και ειδικότερα με τη δημιουργία «οικοχωριών» (ecovillages) (J. Dawson, 2010, σ. 214) ή «αστικών χωριών» (urban villages) ή κοινοτήτων συνεταιριστικών κατοικιών (cohousing communities). Τα κινήματα αυτά βασίζονται αφενός στη δημιουργία κοινωνικού

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 43
από μια νέα πρακτική, που λαμβάνει τα χαρακτηριστικά του κινήματος ή της κίνησης, μια νέα πολιτική και ηθική της οικονο-
μίαςγεννιέται (Α.Ο. Hirchman, 1984, σ. 109· P. Viveret, 2012-
H. Puel, 2010). Εξάλλου (Y. Quiniou, 2010, σ. 25), η οικονομι
κή επιστήμη είναι, αντίθετα με όσα πρεσβεύουν ο Μ. Friedman
(Π. Κορλίρας, 1982, σ. 35) και αρκετοί επίγονοι ή οπαδοί του, κατεξοχήν αυθεντική ηθική (αξιακή) επιστήμη26, όπως έγραφε
ο (μη «οικονομολόγος») ΜαρξσταΧεψάγραφατου 1844 (χωρίς
να επανελθεί αναλυτικότερα). Ως τέτοια βεβαίως δεν πρέπει να συγχέεται με οποιαδήποτε, ανέφικτη εγγενώς, «ηθικοποίηση
του καπιταλισμού», η οποία επιζητείται τελευταία με αφορμή τη
δεσμού και κοινωνικού κεφαλαίου (social capital), και, αφετέρου, στην τοπική
οικονομική δραστηριότητα (τοπική παραγωγή και κατανάλωση), έτσι ώστε «όλες
οι ανθρώπινες δραστηριότητες να ενσωματώνονται στον φυσικό κόσμο με ακίν
δυνο τρόπο» (E. Assadourian, 2008, σ. 253), μειώνονταςτην απόσταση παραγωγού - κατοίκου - καταναλωτή. Ας σημειωθεί ότι σύγχρονα παραδείγματα αυτής της
τάσης αποτελούν τα ΑΜΑΡ και το δίκτυο των κήπων Cocagne στη Γαλλία, οι tran
sition towns (πόλεις σε μετάβαση) στη Βρετανία και αλλού, που αποτελούν ταυτόχρονα μερικά υπαρκτά πειράματα επανατοπικοποίησης (relocalisation) στην
Ευρώπη. Βλ. Τ. Νικολόπουλος-Δ. Καπογιάννης, 2012, σ. 345-355, ειδικ σ. 348-
351. Για τον J. Rifkin, οι τοπικές βιώσιμες κοινότητες με βάση, από τη μια, τους ανέργους και τους παντός είδους παρίεςτου συστήματος και, από την άλλη, τους
εργαζόμενους που θα έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, θα (πρέπει να) αποτε-
λέσουν χαρακώματα για να προοτατευθούν οι λαοί από τις απρόσωπες δυνάμεις της παγκόσμιας αγοράς και από το ολοένα αδύναμο και ανίκανο κράτος. Άλλω- °ΐε, και η οικονομία της αγοράς (ως εργοδότης) και το κράτος (ως προστάτης) είχαν
Περιορισμένο ρόλο στην κοινωνία πριν εκατό χρόνια. Οι επιχειρήσεις και το κράτος πήραν υπό τον έλεγχό τους λειτουργίες που ασκούσε η γειτονιά και η τοπική
Κοινότητα (J. Rifkin, 1996, σ. 417). Β λ για την (επανα)τοπικοποίηση, σημείωση και για τις οικοκοινότητες στην Ελλάδα, http://www.goodnews.gr)
J 26 Για την απόσταση που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στα οικονομικά και την πβική και την υπεράσπιση της οικονομίας ως ηθικής επιστήμης γράφει και ο Α. ®en (A. Sen, 2000 και 2008), ο οποίος όμως δεν παραγνωρίζει την τεχνο-διαχει- Ρ^τική διάστασή της ούτε το ζήτημα της αποτελεσματικότητας/αποδοτικότητας (προσθ. L. Fontaine, 2008. Γενικότερα για το θέμα πρβλ. και Ερόλ Ουσέρ, 2011 ).

44 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
σοβαρή και συνεχιζόμενη οικονομική κρίση του 2008 και η
οποία μόνο ως μαύρο χιούμορ μπορεί να νοείται27. Άλλωστε,
όπως τόνιζε ο Μαξ Βέμπερ, το καπιταλιστικό σύστημα, ως σύ
στημα (με την αγορά του και την ανταγωνιστικότητά του) είναι
ριζικά απρόσωπο (και πέραν της ηθικής), και συνακόλουθα μό
νο ως θεσμός μπορεί να πολεμηθεί ηθικά (Μ. Λεβί, 2010). Ειδικότερα δε, ως αξιακή επιστήμη υποκείμενη σε αξιακές (ηθι
κές) κρίσεις (J. Nelson, 2009), η οικονομική πρέπει να στοχεύει
σε εναλλακτικές αξίες μέσα από άλλη ανάγνωση της πραγματικότητας και άλλο προσανατολισμό των ανθρώπινων δραστη
ριοτήτων (Y. Quiniou, 2010). Μια τέτοια αξιακή επαναθεώρηση
της (οικονομικής) λογικής μπορεί άλλωστε να συνιστά και το θε
ωρητικό υπόβαθρο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Μπορεί δηλαδή η τελευταία να οδηγήσει σταδιακά σε μια
άλλη -αληθινή raison économique, μακριά από τη θέση της ιερής και βίαιης (του «ιερού»)- οικονομική ορθολογικότητα (ορ
θολογική επιλογή) και στον «οικονομικό φενακισμό» του πνεύ
ματος (J.-P. Dupuy, 2012). Και τούτο, στο βαθμό που συναντά
την οικο-νομία στην πρώτη της ετυμολογία, δηλαδή ως μέτρο
I και συνετή διαχείριση των οικιακών πραγμάτων.28 Στην ουσία, j έχουμε να κάνουμε με μια νέα ηθικοπρακτική σφαίρα, στην
οποία υπάγονται και οι δραστηριότητες του οικονομικού τομέα , (σύμφωνα όχι μόνο με τον Αριστοτέλη αλλά και τον Καντ, τον ' Ά. Σμιθ, τον Χέγκελ και τον Μαρξ, οι οποίοι δεν αναγνώριζαν
την ύπαρξη αυτόνομου οικονομικού τομέα) 29.
27 H μεγαλύτερη ανηθικότητα του συστήματος αυτού έγκειται στην ίδια του την ουσία, στο ότι δηλαδή η ανθρώπινη δραστηριότητα θεωρείται εμπόρευμα και
εκλαμβάνεται, συνεπώς, όχι ως αυτοσκοπός αλλά ως απλό μέσο (L. Sève, 2008).28 Βλ. σημείωση 70.
29 Στην οπτική του κόσμου του Αριστοτέλη, τόσο η πολιτική όσο και η οικονομία υπάγονται στην ηθική, και αυτή στη φύση. Γία τον Αριστοτέλη το ηθικοπρα-

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ 45
Παράλληλα, όλα ία χαρακτηριστικά και οι αρχές-αξίες που περιγράψαμε προηγούμενα δεν απαντώνται σε όλες τις προ-
αναφερθείσες νομικές μορφές ή και σε πραγματικές εμπειρίες
κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Έτσι, π.χ., η (άμεση)
δημοκρατική αρχή («ένα μέλος, μία ψήφος») δεν λειτουργεί σε
ορισμένους συνεταιρισμούς ή σε ορισμένες κοινωνικο-συνεται-
ριστικές επιχειρήσεις (βλ. κριτική και συμπεράσματα). Ακόμα,
όπως ήδη αναφέρθηκε, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που
ανήκει στην κοινωνική ή αλληλέγγυα οικονομία (ή, κατ’ άλλους,
στον τρίτο τομέα) μπορεί και να μη διέπεται μόνο από την αρχή
της αμοιβαιότητας αλλά και από τη λογική της αναδιανομής.
Τέλος και ανακεφαλαιωτικά, το κοινωνικό στοιχείο (ήτοι ο
κοινωνικός σκοπός, άμεσος ή έμμεσος, αλλά και η αλληλεγγύη), ως κοινό στοιχείο των ποικιλόμορφων εκφάνσεων του τρίτου οι
κονομικού φαινομένου ή της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικο
νομίας, συνδέεται με την επανάκαμψη αυτού του στοιχείου τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, τούτο συνδέεται (ίσως και ως
αναγκαία και αναμενόμενη αντίδραση) με την κυριαρχία του νε
οφιλελευθερισμού στη νεωτερική πολιτική και στην οικονομική
σκέψη, και ειδικότερα ως αναγκαιότητα ενσωμάτωσηςτης οικο-
κιικό πεδίο περιλαμβάνει τρεις αδιαχώριστες λειτουργίες: την οικονομική (αυτοπαραγωγή των αναγκαίων για την επιβίωση του οίκου), την πολιτική (άμεση δια- βούλευση και συμμετοχή στα κοινά των εκπροσώπων των οίκων που συνθέτουν
πόλη-κράτσς) και την ηθική (η διαρκής δηλαδή ερωτηματοθεσία σχετικά με ΐο ελλόγως πράττειν -το ήθος- στο δήμο) (Φ. Τερζάκης, 2009, σ. 28-29). Στα Ηθικά Νκομάχεια συναντάμε μια εξαιρετική επεξεργασία των εννοιών της αξίας (χρή- °ηςκαι ανταλλακτικής) και του νομίσματος, και τηςδιάκρισηςτηςοικονομίαςαπό
τη χρηματιστική, που επηρέασε τον Σμιθ, τον Μαρξ, τον Κέυνς, τον Πολάνυι και tov Α. Σεν. Βλ. G. Dostaler (2009). Προσθ., C. Castoriades (1975), Κ. Polanyi
ί (1975). Εξυπακούεται πως η υπαγωγή της οικονομικής λειτουργίας στο ηθικο- ^Ρακτικό πεδίο δεν σχετίζεται με οποιαδήποτε «ηθική οικονομία» (A. Sen, 2010)11 απόπειρα ηθικοποίησης αυτής (Φ. Τερζάκης, 2009, σ. 28-29).

46 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
νομίας στην κοινωνία και ιις ανάγκες της (οικονομία των αναγκών). Ας σημειωθεί ότι η ανάδυση του κοινωνικού στην πολιπ- κο-οικονομική σκέψη είναι, ενίοτε, συναρτημένη και με άλλες έννοιες (με μερικές από τις οποίες η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να διασταυρώνεται30) που είδαν το φως την τελευταία εικοσαετία, όπως η προαναφερθείσα κοινωνία των πολιτών, το κοινωνικό κεφάλαιο, η πληθυντική ή πλουραλιστική οικονομία, η αειφόρος ή βιώσιμη ανάπτυξη, η κοινωνική επιχειρηματικότητα, η εταιρική κοινωνική/περιβαλλοντική ευθύνη κ.ά. (Π. Ζάννης, 2009).
30 Βλ. κεφάλαιο «Έννοιες με τις οποίες διασταυρώνεται... », σ. 67.

01 ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΟΡΦΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΚΑΙ 01 ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΟΑΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ
Οι δύο μεγάλες φάσεις και εκδοχές του φαινομένου
Την εξέλιξη του «τρίτου » οικονομικού φαινομένου (Attac, 2006, σ. 126· C. Bord, 2008), ιδίως με πεδίο αναφοράς τη Γαλλία (όπου αυτό εκτείνεται σε μακρά διάρκεια και ως εκ τούτου αποτελεί προνομιακό πεδίο έρευνας), μπορούμε να τη διακρίνουμε σε: α. «κλασική-ιστορική», κοινωνική οικονομία, η οποία εμφανί
ζεται στα τέλη του 19ουαιώνα31 (Cl. Vienney, 2008-Th. Jean- tet - R. Verdier, 1984· M. Jaouën, 2012) και ορίζεται περισσότερο από τους τύπους των καταστατικών της (συνεταιρισμοί, ενώσεις, ταμεία αλληλοασφάλισης κ.λπ.), τα οποία εγγυώνται έναν δημοκρατικό τρόπο λειτουργίας («ένα μέλος, μία ψήφος»), μη προσωπική ιδιοποίηση ενδεχόμενων κερδών και
31 Στην οικουμενική έκθεση του Παρισιού το 1900 συμμετείχε μία ομάδα εκθετών υπό τον όρο «κοινωνική οικονομία». Ενώ όμως σήμερα ο όρος αυτός υποδηλώνει νομικά σχήματα και δομές που έχουν ως αντικείμενο τη μη δημιουργία κερδους, τότε υποδήλωνε όλους τους θεσμούς και τις δομές που είχαν στραμμένη 111 Φροντίδα τους στην κοινωνική διάσταση της ύπαρξης Έτσι, στον πρώτο ορισμό από τον Ch. Gide ( 1900) στην αναφορά του επί της εκθέσεως, η κοινωνική οικο- ν°μ£α ορίζεται από ένα σύνολο με τρεις πυλώνες: τις ενώσεις, το κράτος (δημόσιες °ΠηΡεσίες) και τους φιλανθρωπικούς θεσμούς υπό την αιγίδα (patronage) της ερ- ν°δοοίας. Β λ Ch. Gide (2008).

48 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
συλλογικό και αναπαλλοτρίωτο χαρακτήρα ίου κεφαλαίου, και
β. αλληλέγγυα ή «εναλλακτική» οικονομία, η οποία φέρειαι εμφανιζόμενη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και δίνει το βάρος στην αλληλέγγυα φύση των δ ραστηριοτήτων της (εναλλακτικό -ισοδίκαιο και ηθικό- εμπόριο, αλληλέγγυα χρηματοδότηση, αλληλέγγυα αποταμίευση, ενσωμάτωση μέσω οικονομικών δραστηριοτήτων) αλλά και σε νέες οργανωτικές μορφές, όπου οι γυναίκες και οι νέοι αποτελουν ένα νεοεισα- γόμενο στοιχείο στη νέα αυτή κοινωνική οικονομία.
Από την άλλη, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, γίνεται λόγος, ήδη από τη δεκαετία του '90, για παραδείγματα ίδρυσης και δρα- στηριοποίησης (κυρίως κοινωνικών) επιχειρήσεων αλλά και άλλων εναλλακτικών σχημάτων παρέμβασης της «νέας κοινωνικής οικονομίας», με κύρια χαρακτηριστικά τις νέες παραγωγικές δραστηριότητες, τη δυνατότητά τους να δημιουργούν νέες θέσεις απασχόλησης και τη συμβολή τους στην τοπική ανάπτυξη (Β. Πατρώνης- Κ. Μαυρέας, 2005, σ. 254). Ο J.-F. Draperi (2005, σ. 92) διακρίνει τρεις εσωτερικές φυσιογνωμικές και χρονικές φάσεις της νέας κοινωνικής οικονομίας (και Β. Πατρώνης - Κ. Μαυρέας, 2005): α. τους εναλλακτικούς συνεταιρισμούς της δεκαετίας του '70 και των αρχών της δεκαετίας του '80, με αυτοδιαχείριση, αυτονομία και αλληλεγγύη, β. τις ενώσεις με κοινωνικό χαρακτήρα και σκοπό (κοινωνικές ή αλληλέγγυες επιχειρήσεις), ιδίως από τη δεκαετία του ’80 που ιδρύονται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, με αλληλέγγυα χρηματοδότηση και λειτουργούν με συνδυαστικούς πόρους (εθελοντισμός, πώληση στην αγορά και ενίοτε κρατική στήριξη-επιδότηση). Αποτελούν τη μεγαλύτερη συνιστώσα της νέας κοινωνικής οικονομίας (αυτής που στη Γαλλία αποκαλείχαι περισσότερο αλληλέγγυα οίκο-

E T O P IK E K ΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ 49
νομίΰ " Ρε έμφαση, όπως ήδη αναφέρθηκε, στις αξίες μάλλον παρά στα καταστατικά-σκοπούςτων επιχειρήσεων και οργανώσεων) και, τέλος, γ. τους νέους συνεταιρισμούς που εμφανίσθηκαν τη δεκαετία του ’90 ως απάντηση στα ελλείμματα και τις στρεβλώσεις των κοινωνικών επιχειρήσεων (J.-F. Draperi, 2005, σ. 95) και βασίζονται στο ιστορικό πλαίσιο σκέψης της κοινωνικής οικονομίας (του 19ου αιώνα), ανανεώνοντας το προς την κατεύθυνση της πολυλειτουργικότητας ή/και της πολυεταιρικότη- τας (multisociétariat)32.
Κοινωνική επιχείρηση - κοινωνική επιχειρηματικότητα
θα πρέπει να επισημανθεί, ειδικότερα, ότι υπό τους όρους κοινωνική επιχείρηση, κοινωνική επιχειρηματικότητα33 καλύπτονται πολλές και διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες, το ση-
32 Για τη διεύρυνση της συνεταιριστικής σχέσης στους συνεταιρισμούς και στα αλληλοβοηθητικά ταμεία, αλλά και για το στοίχημα και τις εντάσεις της πολυεται- ρικότηιας, βλ. D. Dem oustier (2001, σ. 144 κ.ε.). Στη Γαλλία, οι νέοι αυτοί συνεταιρισμοί δραστηριοποιούνται σε ποικίλους τομείς: γεωργία (αγροτουρισμός), τοπική και βιώσιμη ανάπτυξη, εναλλακτικό -ισοδίκαιο και η θ ικό - εμπόριο, Υπηρεσίες κοινωνικές, περιβαλλοντικές και πολιτιστικές εκδόσεις, κατανάλωση. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται, για διαφορετικούς λόγους, την ίδια περίοδο (δεκαετία του ’90) και σε χώρεςτης Λατινικής Αμερικής (Αργεντινή, Βενεζουέλα, Βραζιλία).
33 Στην Ευρώπη, πολλές νομοθεσίες πλαισίωσαν αυτήν τη νέα επιχειρηματικότητα, πέρα από τους κλασικούς συνεταιρισμούς και π ς διάφορες ενώσεις. Αρχικά οτην Ιταλία, το 1991, με τους «κοινωνικούς συνεταιρισμούς» και, αργότερα, σε °λλες χώρες όπω ς στο Βέλγιο το 1995, με την «επιχείρηση κοινωνικού σκοπού», °wiv Πορτογαλία το 1999, με τον «κοινωνικό συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύ- ν«ς», οτην Ισπανία το 1999, όπου, με βάση τον γενικό νόμο για τους συνεταιρικ ο ύ ς , γίνεται και θεσμικά ένταξη των συνεταιρισμών κοινωνικών υπηρεσιών. Αλλά και στη Γαλλία, όπου δημιουργήθηκε το 2001 η «συνεταιριστική επιχείρηση

50 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
μανπκότερο μέρος των οποίων προσιδιάζει στην κοινωνική οικονομία (ή διασταυρώνεται - συναρθρώνεται με αυτήν), (J.-F. Draperi, 2010, σ. 29). Τούτο, στο βαθμό που οι κοινωνικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν, ως κοινό χαρακτηριστικό, την τάση να δραστηριοποιούνται αναλαμβάνοντας εμπορευματικές, οικονομικές δραστηριότητες προερχόμενες από ιδιωτική πρωτοβουλία (ακόμα και ενός ατόμου) στην κοινωνική δράση υπό ευρεία έν
συλλογικού σκοπού», η αλληλέγγυα επιχείρηση και σι συνεταιρισμοί δραστηριοτήτων και απασχόλησης (CAE), καθώς και στη Βρετανία, όπου θεσπίσθηκε η com m unity in te rest com pany (ως απόληξη ενός αυξημένου ερευνητικού ενδιαφέροντος από το 2002. Βλ. περιοδικό ΑνακύκΑωση, 2003, όπου σχετική πε- ριοδολόγηση σε Ιταλία, Βρετανία, Ελλάδα και ΕΕ). Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και το σουηδικό σύστημα τω ν κοινω νικώ ν επιχειρήσεων, οι οποίες αναπτύσσονται την τελευταία δεκαετία ω ς πολυεταιρικοί νεο-συνεταιρισμοί, κυρίως στον τομέα των κοινωνικών υπηρεσιών, με έμφαση στην ποιότητα αυτών. (Β λ V.A. Pestoff, 2 998. Για μια σφαιρική σύγκριση, J.A. Kerlin, 2009). Τέλος, στην Ελλάδα ψηφίσθηκε πρόσφατα ο νόμος 4019/2011 για την κοινωνική οικονομία και την κοινωνική επιχειρηματικότητα (ΦΕΚ 216/30.9.2011). Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού θεσπίζεται Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (ΚΟΙΝΣΕΠ) ω ς φορέας της κοινωνικής οικονομίας. Είναι αστικός συνεταιρισμός με κοινωνικό σκοπό και διαθέτει εκ του νόμου εμπορική ιδιότητα. Τα μέλη της μπορούν να είναι είτε φυσικά πρόσωπα είτε φυσικά και νομικά πρόσωπα, συμμετέχουν σε αυτή με μία ψήφο, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνεταιριστικών μερίδων που κατέχουν. Οι ΚΟΙΝΣΕΠ διακρίνονται σε: ΚΟΙΝΣΕΠ ένταξης, ΚΟΙΝΣΕΠ κοινωνικής φροντίδας και ΚΟΙΝΣΕΠ συλλογικού και παραγωγικού σκοπού. Μετά την ψήφιση του νόμου εξεδόθη υπουργική απόφαση για τη σύσταση Γενικού Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας και την έκδοση πρότυπου καταστατικού. Επιπλέον, με το νόμο 4052/2012 θεσπίσθηκε η δυνατότητα επιχορήγησης των κοινωνικών επιχειρήσεων, ενώ βρίσκεται σε τελική φάση η δημιουργία Ταμείου Κοινωνικής Οικονομίας, το οποίο θα δανειοδοτεί προνομιακά τις κοινωνικές επιχειρήσεις. Γ ία την κοινωνική επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα πριν το νόμο αυτό, με διάφορες νομικές μορφ ές-χω ρίς δηλαδή ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο (π.χ., οι δημοτικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, οι διάφορες κοινωνικές επιχειρήσεις, οι δημοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις, οι ΚΟΙΣΠΕ)- βλ. Ziom as e t al., 2001, «Study on Practices and Policies in the Social Enterprises Sector in Europe». Country Fiches, Greece, A ustrian In stitu te for SME Research, V ienna 2007.

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ 51
νοια (κοινωνιακή). Από αυτή την άποψη συγγενεύουν εννοι- ολογικά (και πρακτικά) προς τον όρο αλληλέγγυα οικονομία, που είδαμε προηγουμένως. Ταυτόχρονα, έρχονται να αναδείξουν πως, ενώ δεν υπάρχει ένα «καθαρό» θεωρητικό μοντέλο κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, υπάρχουν επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας που δεν αναγνωρίζονται στις κοινωνικές επιχειρήσεις (αγροτικοί συνεταιρισμοί, ταμεία αλληλοασφάλι- σης, συνεταιριστικές τράπεζες κ.ά.) (J.- F. Draperi, 2010, σ. 32).
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις γενικότερα απαντούν σε νέα κοινωνικά προβλήματα και ανάγκες (δημιουργώντας απασχόληση), όπως η στέγαση, η επαγγελματική ενσωμάτωση, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, το περιβάλλον κ.ά., ενώ επίσης καινοτομούν σε θέματα διαχείρισης πόρων, νέων επαγγελμάτων, οργάνωσης της εργασίας κ.λπ., που δεν ικανοποιούν πλέον η αγορά και το κράτος (J.-F. Draperi - L. Jan, 2003- C. Borzaga et. a l, 2004·L. Laville - M. Nyssens, 2008). Πρόκειται, κυρίως, για δημιουργία και ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων κοινωνικής και οικολογικής χρησιμότητας, τις οποίες οι κλασικοί επενδυτές εγκαταλείπουν ως ασύμφορες -μη αποδοτικές- οικονομικά. Η ευρεία αποδοχή σήμερα της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας», σε συνδυασμό με τις ποικίλες μορφές της, καθιστά δύσκολη μια συναίνεση ως προς τον ορισμό της (εφημ. Καθημερινή ~ The Economist, 27.1.2011, σ. 22). Πράγματι είναι σπάνιοι οι επίσημοι ορισμοί των κοινωνικών επιχειρήσεων στα διάφορα κράτη της Ευρώπης, όπου οι νομικές μορφές και δομές ποικίλλουν (από συνεταιριστική, ενωσική και ιδρυματική μορφή, κυρίως στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, έως και σύγχρονες εμπορικές μορφές, ιδίως σε Βρετανία και Ιρλανδία). Μόνο τα χαρακτηριστικά αυτών δίδουν μερικές νομοθεσίες, όπως στη Βρετανία. Μέσα από τις παραπάνω νομοθεσίες φαίνεται ότι αναδύονται δύο ορισμοί της κοινωνικής επιχείρησης. Ο ένας, πιο

52 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
πρόσφατος και αγγλοσαξονικής προέλευσης (μέσα από μια ποικιλία προσεγγίσεων για πάνω από 5.000 τέτοιες επιχειρήσεις), αναφέρεται σε μια έκθεση της βρετανικής κυβέρνησης του 2002 με τίτλο «Α Social Enterprise: a Strategy for Success». «Μια κοινωνική επιχείρηση είναι μια εμπορική δραστηριότητα, η οποία έχει ουσιωδώς κοινωνικούς σκοπούς και της οποίας τα πλεονάσματα, κυρίως, επανεπενδύονχαι με βάση αυτούς τους σκοπούς σ’ αυτήν τη δραστηριότητα ή στην κοινότητα, παρά κα- τευθύνονχαι από την ανάγκη μεγιστοποίησης των κερδών για τους μετόχους ή τους ιδιοκτήτες». Πρόκειται για γενικό ορισμό που περιλαμβάνει τόσο εισροές για αυτό τον ειδικό σκοπό της επιχείρησης (π.χ., προσφορά απασχόλησης σε ευάλωτα άτομα), όσο και εκροές (π.χ., παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που εξυπηρετούν μια ανάγκη. Βλ. KMU Forschung Austria, 2007). Παρά τη σχετική σαφήνεια που παρέχει αυτός ο ορισμός, απομένουν δυσκολίες σε «επιχειρησιακό» επίπεδο στο πλαίσιο της προώθησης μιας γενικότερης πολιτικής των κοινωνικών επιχειρήσεων στη χώρα αυτή. Πάντως, σε μίαν άλλη έκθεση προς τη Social Enterprise Unit (Ecotec, 2003) προτείνονται, επιπλέον, τρία εμπειρικά κριτήρια-δείκτες που μπορούν να ταυτο- ποιήοουν μια κοινωνική επιχείρηση: ο προσανατολισμός της επιχείρησης, οι κοινωνικοί στόχοι της και το ιδιαίτερο κοινωνικό ιδιοκτησιακό καθεστώς που διέπει τιςδραστηριότητέςτης. Η δεύτερη προσέγγιση είχε αναπτυχθεί, κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '90, από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο - EM E S (C. Borza- ga - J. Defourny, 2001 -2004) στη βάση μιας θεωρητικής και εμπειρικής επεξεργασίας αλλά και διεπιστημονικής και διεθνικής, η οποία θεωρεί αυτές τις επιχειρήσεις επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται σε δύο σειρές δεικτών ή κριτηρίων για την ταυτοποίηση μιας κοινωνικής επιχείρησης: η μία λίγο πολύ οικονομικών και η άλλη, πιο εμφα-

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΝ0Ι0Λ0ΠΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ 53
τικά, κοινωνικών (J. Defourny, 2001). Πάντως, δεν φαίνεται η κοινωνική επιχείρηση να υποκαθιστά την έννοια του τρίτου τομέα ή αυτή των συνεταιρισμών, ή να τις ανταγωνίζεται. Παρότι δηλαδή αυτή, σε αντίθεση με τις αντικαπιταλιστικές αρχές της (κλασικής) κοινωνικής οικονομίας, δανείζεται από τον καπιταλισμό και τις κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις (πεδίο στο οποίο συχνά έχουν προπονηθεί, A. Brooks, 2010, σ. 47,50) τοντρόπο λειτουργίας, το επιχειρηματικό πνεύμα και το κεφάλαιο, ακόμα και την αποδοτικότητα (D. Hurstel, 2009, σ. 46) και την ανάπτυ- ξη-μεγέθυνση (A. Brooks, 2010, σ. 254, 258), μάλλον εμπλουτίζει τις έννοιες αυτές (βλ. και το παράδειγμα του προαναφερθέν- τος ελληνικού νόμου για τις κοινωνικές επιχειρήσεις). Από την άλλη, δείχνει πόσο η επιχειρηματικότητα μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές, καθώς και ότι η κοινωνική καινοτομία συνεπάγεται, συχνά, την ανάληψη οικονομικού ρίσκου (J. Defourny, 2006), γεγονός που καθιστά τον κοινωνικό επιχειρηματία, ταυτόχρονα και εμπορικό επιχειρηματία που συμπλέει συνήθως με τις δυνάμεις και τους όρους της αγοράς (A. Brooks, 2010, σ. 47- 48), με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές επιχειρήσεις δεν ταυτίζονται με μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς (ούτε τους καθοδηγούν/«πιλοτάρουν»). Κύρια επιδίωξή τους είναι να εξισορροπούντο σύγχρονα ηθικά αιτήματα (και τέτοιο θεωρείται το κοινωνικό όφελος) με τα κίνητρα για κέρδος (Α. Brooks, 2010,σ.47,48,17), με το ειδικό βάρος των δεύτερων να V είναι συνήθως αυξημένο.
Αξίζει, για μια πιο σφαιρική πραγμάτευση, αυτό να υπενθυμίσουμε μια κριτική που συνήθως ασκείται στις κοινωνικές επιχειρήσεις. Η ουσία της κριτικής αυτής επικεντρώνεται (J.-F. Draperi, 2003, σ. 95, και 2012) στο ότι αυτές α. στηρίζονται στο κράτος (ενώ η ιστορική κοινωνική οικονομία διεκδικεί την πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία της από αυτό), β. απευθύ-

54 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
νονται συχνά σε τρίτους «επωφελούμενους» μη εταίρους - μέλη (ενώ η ιστορική κοινωνική οικονομία παρέχει υπηρεσίες σια μέλη της), και γ. διεκδικούν μια «πληθυντική» οικονομία και όχι τη ριζική αντικατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας (όπως ήταν η αρχική -ιστορική- βούληση της κοινωνικής οικονομίας). Η κοινωνική επιχείρηση, η οποία γνωρίζει έναν νέο τύπο έκφρασης ως social business (βλ. υποκεφάλαιο «Αειφόρος ή βιώσιμη ανάπτυξη», σ. 79), βρίσκεται στο σταυροδρόμι της ιδιωτικής - εμπορευματικής και της κοινωνικής οικονομίας, και αποσκοπεί στον εμπλουτισμό και στην «άρδευση» του καπιταλισμού στο πλαίσιο της μεταρρύθμισής του και της άρσης του απόλυτου διαχωρισμού των δύο αυτών οικονομιών (D. Hurs- tel, 2009, σ. 19 κ.ε.). Η παραπάνω κριτική εγγράφεται στο γενικότερο φαινόμενο που συνόδευσε την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού από τη δεκαετία του '80, και το οποίο αποτυπώνει ένα συμβιβασμό (J.-M. Servet, 2010, σ. 149) ανάμεσα στα νεοφιλελεύθερα προτάγματα (όπου το άτομο ταυτίζεται με ένα σύνολο οικονομικών λειτουργιών και αναγνωρίζεται από αυτό με βάση την ιδιωτική επιχείρηση και την αγορά) και τις πρωτοβουλίες της λε- γόμενης κοινωνίας των πολιτών, στο πλαίσιο μιας αλληλεγγύης -ιδίω ς αυτής που προσιδιάζει στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία- και αυτοοργάνωσης των κοινωνιών, που θα αντικαθιστούσε την κρατική προστασία. Ήταν η απαιτούμενη ανθρώπινη διέξοδος και η εναλλακτική πρόταση όσον αφορά στην αντιμετώπιση των νέων αναγκών (αλλά και λύση στην κρίση), ιδίως μάλιστα (λύση) για την κάλυψη εκείνων των αναγκών, τις οποίες η κρατική σφαίρα (του ανη-κραπκού νεοφιλελευθερισμού) δεν ικανοποιούσε πλέον (J.-M. Servet, 2010, σ. 151).

ΙΣΤΟΡΙΚΕ! ΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ 5 5
Η εξελικτική πορεία tou φαινομένου
Μορφώματα (τυπικά ή άτυπα) και πρακτικές με τα παραπάνω χαρακτηριστικά υπήρχαν και πριν την εμφάνιση του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς, με διάφορες παραλλαγές στην Αφρική, στην Ασία, στη Λατινική Αμερική αλλά και στη μεσαιωνική Ευρώπη των επαγγελματικών συντεχνιών. Κυρίως τα χαρακτηριστικά αυτά τα συναντάμε στην πρακτική του δώρου, όπωςτο έδειξε ο Mauss (1925, και ελληνική έκδοση 197 9)34: Το
34 Βλ. και J. Godbout (2007), ο οποίος θεωρεί, σε αντίθεση με τους αμιγώς οικονομολόγους, ότι το δώρο δεν έχει ω ς σκοπό ιην ανταπόδοση, διότι αφήνει στον επωφελούμενο την ελευθερία της ανταπόδοσης ή μη. Ο συγγραφέας υποστηρίξει ότι η κατανόηση των κοινωνιών θα βελτιωνόταν αν οι ορθολογικο-ωφελιμισπκές αναλύσεις των οικονομολόγων (βλ. παρακάτω) και των κοινωνιολόγων παραχωρούσαν μια θέση στο μοντέλο του δώρου. Μοντέλο το οποίο υπάρχει και κυκλοφορεί ανάμεσα μας χωρίς συμφέρον («η τιμή του δώρου» - «η θετική οφειλή») στην κοινωνική ζωή περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο Ph. Chanial (2008), ο οποίος θεωρεί ότι το πρόβλημα δεν είναι η ανταπόδοση (rendre), που μπορεί να υποδηλώνει ότι το δώρο υποκρύπτει κάποιο συμφέρον (και ότι πρόκειται, συνεπώς, στην πραγματικότητα για καλυμμένη συναλλαγή είτε υπό τη μορφή της αμοιβαιότητας, κατά τον Κλοντ Λεβί-Στρος, είτε της συμβολικής συναλλαγής κατά τον Μπουρντιέ). Αντίθετα, το δώρο (don) είναι το πρωτεύον, και αυτό δημιουργεί ανάμεσα στον δότη και τον λήπτη έναν προσωπιχό δεσμό και μια διαρκή κοινωνική σχέση που η αμοιβαιότητα διαιωνίζει. Γ ία τον Caillé (2005, σ. 59 κ.ε.), ο οποίος ταυτίζει δώρο -συμβολική (δηλ. μη εμπορευματική) ανταλλαγή- και αμοιβαιότητα, το δώρο ανππαρατίθεται στην αγορά: στις αρχαϊκές κοινωνίες η ανταλλαγή ήταν, πλήρως και συστηματικά, διαχωρισμένη από την αγορά. Το δώρο και, γενικά, σι αρχαϊκές ανταλλαγές δεν έχουν καμία σχέση με την περιφρονούμενη και σε δευτερεύοντα ρόλο ανταλλαγή (troc), δηλ. την ωφελιμιστική ανταλλαγή αλλά και κάθε είδους χρησιμότητα, συσσώρευση και ισοτιμία: w av δηλαδή «πλήρεις», υπό την έννοια ότι η οικονομική, η κοινωνική, η πολι- τ>κή και η θρησκευτική διάσταση συναρθρώνονταν σε μια πράξη. Στη βάση, ο «νό- ν>°ς» των παραπάνω συμβολικών ανταλλαγών είναι η αμοιβαιότητα (δίδω - αποδέχομαι - ανταποδίδω), η οποία χαρακτηρίζεται από δύο αρχές εκ διαμέτρου αντίθετες προς αυτές των εμπορευματικών ανταλλαγών: η λογική του γοήτρου κ« ο κανόνας της μη ισοτιμίας. Ακόμα και αν δεν είναι χω ρίς συμφέρον, οι συ

56 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
δώρο, ως κοινωνικός δεσμός, συνεπάγεται την υποχρέωση της προσφοράς και της ανταπόδοσης, δημιουργώντας μια διαρκή αμοιβαία εξάρτηση και διαρκή ειρήνη ανάμεσα στα μέρη. Βεβαίως, εκτός από το δώρο, στις προβιομηχανικές κοινωνίες της Ευρώπης (L. Fontaine, 2008) συναντάμε και την τοπική και αυ- τοοργανωμένη μικροπίστωση σε διάφορες μορφές (tontines, monts-de-piété που γεννήθηκαν τον 16ο αιώνα35), όπως επί
νέπειες ίου δώρου πάνε πέρα από το συμφέρον, γεγονός που ισχύει και για τις σύγχρονες κοινωνίες, οι οποίες χω ρίς to δώρο θα ήταν μια κόλαση. Με άλλα λόγια, ο homo œconom icus συγκατοικεί με τον homo donatus. Βλ. ακόμα ]. Elster (2009), όπου υποστηρίζεται ότι τα μη συμφεροντολογικά κίνητρα είναι πιο σημαντικά στην κοινωνική ζω ή παρά στην οικονομική, έτσι που η οικονομική επιστήμη από «σκληρή» επιστήμη παρουσιάζεται περισσότερο ω ς μια μορφή επιστημονικής φαντασίας (science fiction). Βέβαια, στις προβιομηχανικές ευρωπαϊκές κοινωνίες (L. Fontaine, 2008 και 2009) το δώρο ήταν η πρώτη μορφή της αριστοκρατικής ανταλλαγής, προκειμένου να καταδείξει ο αριστοκράτης την καταστατική του θέση στη κοινωνία. Η οικονομία του δώρου σ’ αυτή την περίπτωση δεν σχετίζεται με την αξία του προσφερόμενου αντικειμένου, αλλά με την αξία των εμπλεκόμενων στη συναλλαγή προσώπων. Η αξία δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης αλλά «επιβάλλεται». Τα αντικείμενα ταυτίζονται με τις υπάρξεις που τα κατέχουν. Γι’ αυτό και οι αριστοκράτες, οι οποίοι δεν διαπραγματεύονταν στην αγορά, πλήρωναν τις παρεχόμενες υπηρεσίες με αντικείμενα και σπανίως με χρήμα, που είναι εγγε- νώ ς ανώνυμο. Για τη συμβολική οικονομία του δώρου στο Μεσαίωνα βλ επίσης, L. Faggion - L. V erdon (2010). Για τις μορφές και τις σημασίες που λαμβάνει στις σύγχρονες κοινωνίες η αμοιβαιότητα, βλ. Cl. Héber-Suffri η et al. (2011 ). Για την αναγκαιότητα των θεσμών (π.χ., νόμισμα) ω ς εξισορροπιστικού παράγοντα ανάμεσα στην αμοιβαιότητα και το ατομικό συμφέρον και, εκείθεν, στην εμπέδωση του κοινοτικού δεσμού και της εμπιστοσύνης, βλ. P. Seabright (2011).
35 Η ανάπτυξη της μικροπίστωσης στη οημερινή Ευρώπη κατάγεται από αυτά τα σχήματα. Ειδικότερα τα monts-de-piété, ως «ενάρετα» μικροδάνεια για φτωχούς -πέρα από το δώρο και την ελεημοσύνη-, δημιουργήθηκαν από φραγκισκανούς μοναχούς ω ς αντίδοτο στην τοκογλυφία και στη γενική απαγόρευση της Εκκλησίαςγια κάθε δάνειο με τόκο. Μέσω αυτών των πρακτικών, δινόταν ως ενέχυρο ένα αντικείμενο έναντι ενόςμέρουςτης αξίαςτου. Οι φτωχοί μπορούσαν έτσι να έχουν ρευστό, να το πολλαπλασιάζουν και να ανακτούν το αντικείμενό τους στις αμέσως επόμενες μέρες. Βασικό ρόλο φαίνεται να παίζει εδώ η αγορά και η πο- λυδραστηριότητα (polyactivité) ω ς πρώτη στρατηγική επιβίωσης και αποφυγής

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΟΑΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ 57
σης και την πίστωση αλλά και τη μαζική άφεση χρεών (remise de dettes) για τους φτωχούς από την Εκκλησία και την αριστοκρατία (L. Fontaine, 2008, σ. 42). Πρόκειται για τους ποικιλόχρωμους κοινωνικούς και κοινοτικούς δεσμούς της φεουδαρχίας, για τους οποίους μιλούσε ο Μαρξ. Από τον 16ο αιώνα η αντίληψη της οφειλής αλλάζει, και από κοινωνική διαπροσωπική σχέση γίνεται νομισματική και αφηρημένη36.
Γενικότερα, με τη συρρίκνωση της φεουδαρχικής και εμπο- ριοκρατικής κοινωνίας και την εμφάνιση πολιτικών επαναστάσεων κατά τον 18ο αιώνα, οι μορφές αυτές οργάνωσης υποχωρούν στη δυτική Ευρώπη, και με τη θέσπιση νέων μέτρων (κυρίως καταργητικών των συντεχνιών και απαγορευτικών των ακούσιων ενώσεων) εμφανίζονται οι σύγχρονες αγορές και εξαφανίζονται οι παραδοσιακοί δεσμοί αλληλεγγύης (J.-F. Draperi, 2005,σ.22-23).
Στη νέα κατάσταση (απ’ όπου ένα μεγάλο μέρος ανθρώπων άρχισε να εξοστρακίζεται, αλλά και να δημιουργεί, παρά τις απαγορεύσεις, εκούσιες ενώσεις), εμφανίζεται ένα οραματιστικό - ουτοπιστικό λεγόμενο ρεύμα σκέψης (Saint Simon, Fourier, Ca- bet, Owen, Godin37,) με αναφορές στο Διαφωτισμό, το οποίο,
της φτώχειας, όπω ς συμβαίνει και σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου, όπου, μέσω διαφόρων συστημάτων αλληλεγγύης, παρέχονται τα αναγκαία ελάχιστα εισοδήματα για την είσοδο στην αγορά ω ς χώρο ανταλλαγής (L. Fontaine, 2009).
36 Η L. F ontaine επισημαίνει ότι στην προηγούμενη περίπτωση ο πιστωτής δεσμευόταν να εξασφαλίσει την επιβίωση του οφειλέτη και της οικογένειάς του, παρέχοντάς του εργασία, ζώα προς φύλαξη, ακόμα και στέγη. Δεν συναντάμε δανειστές που να υποχρεώνουν οφειλέτες να πουλήσουν το σπίτι τους (L. Fontaine, 2009, σ. 67).
37 Ο τελευταίος αυτός (J.-F. Godin), ο οποίος υπήρξε επινοητής, κατά τον Draperi, της κοινωνικής οικονομίας, είχε ιδρύσει μια βιοτεχνία το 1846, και είχε κατασκευάσει ένα «κοινωνικό μέγαρο» με 330 κατοικίες. Αυτός, στην ίδια γραμμή με τον Fourier, του οποίου υπήρξε μαθητής, θεωρούσε ότι η εργασία θα μπορούσε να πάψει ν' αποτελεί δοκιμασία, μετασχηματιζόμενη σε μια ευχάριστη δράστη-

58 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
εκλαϊκεύοντας, επαναφέρει τη συζήτηση (και τη διεκδίκηση) στη δημοκρατία, στην κοινότητα και στην ελεύθερη ένωση των εργατών και των βιοτεχνών, αλλά και στην ελευθερία και την ισότητα στην εργασία38. Έτσι άρχισε, κυρίως από το 1848, ο πειραματισμός σε πρακτικές κοινωνικής ή αλληλέγγυας οικονομίας, ιδίως υπό τη μορφή των εργατικών ενώσεων και των συνεργατικών ενώσεων από κοινού παραγωγής (J.-P. Bûchez, 1866), κάνοντας τον Μαρξ να μιλάει (στην εναρκτήρια ομιλία του στο συνέδριο της διεθνούς ένωσης των εργατών του Λονδίνου το 1864) για «οικονομία της εργατικής τάξης». Στη Γαλλία (D. De- moustier, 2001, σ. 20 κ,ε.)39 (αλλά και στη Βρετανία το 1849 από τον αυτοεξόριστο, μετά την καταστολή της κομμούνας του 1848, Lechevalier) τη δεκαετία 1840-1850 -και αφού είχε προηγηθεί καταστολή των συμπράξεων και των λαϊκών ενώσεων- όλες σχεδόν οι οργανώσεις των επαγγελμάτων συνιστούν αλληλέγ
ριότηια, αλλά, εν μέρει, απέτυχε. Αντίθετα με τον Fourier όμως, ο οποίος οραματιζόταν μια προ-βιομηχανική εποχή, ο Godin ήθελε να δείξει ότι η εργατική ένωση μπορούσε να εφαρμοσθεί στον νέο βιομηχανικό κόσμο, και πω ς υπήρχε μια, εναλλακτική προς την αγορά και τον σοσιαλιστικό μαρξισμό, δυνατότητα-λύση μη βίαιη, με βάση την επιχείρηση και την αξιοποίηση της πρωτοβουλίας, καθώς και συμμετοχικών διαδικασιών (αυτοδιαχείριση). Από το 1877 οι εργάτες οργανώθηκαν, για τη διεξαγωγή της εργασίας τους, σε συνεταιρισμούς παραγωγής και, για τις αγορές των αγαθών, σε συνεταιρισμούς κατανάλωσης. Το σύστημα αυτό αριθμούσε 2.500 εργάτεςτο 1930 και λειτούργησε, από το 1880 έωςτο 1968, ταυτόχρονα ω ς συνεταιρισμός κατοικίας, παραγωγής, κατανάλωσης, ω ς αλληλοβοη- θητικό ταμείο και ένωση, αλλά περιελάμβανε και βρεφονηπιακό σταθμό και σχολεία μεικτά, θέατρο κ,λπ. Βλ. σχετικά, J.-F. Draperi (2008). Ο Godin δεν κατόρθωσε να συνδέσει το κεφάλαιο με την εργασία, την παραγωγή πλούτου με την προσωπ ική ολοκλήρωση και αυτοδιάθεση. Βλ. M. Lallem ent (2009).
58 Γία μια συνοπτική ιστορική αναδρομή αυτού του ρεύματος σκέψης, βλ. D. Clerc (2002). Για την ιστορία των αλληλέγγυων κινήσεων από tov 19ο αιώνα στην Ευρώπη υπό την οπτική των σύγχρονων εξελίξεων, βλ. Β. Frère (2009).
39 Διακρίνει πέντε ιστορικές αναφορές της κοινωνικής οικονομίας στη Γαλλία: 1791-1848, 1850-1900, 1901-1945, 1945-1975, 1975-1990.

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ 59
γυες ενώσεις των μελών τους. Ενώσεις που παραπέμπουν μάλιστα στο ουτοπικο-σοσιαλιστικό ιδεώδες των πολυλειτουργικών κοινοτήτων (πρόληψη κίνδυνων, αλληλοβοήθεια, εκπαίδευση, συνεργατικότητα της παραγωγής, προστασία των επαγγελματικών συμφερόντων κ.λπ.) ως συνολικό πολιτικό αντιμοντελο (J.- F. Draperi, 2005, σ. 27)40. Ενολίγοις (J.-F. Draperi, 2011, σ. 82), από τα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου εμφανίζονται αλληλοβοηθητικές και εργατικές ενώσεις, για να αντιμετωπίσουν τις ανομίες που προκαλεί η μετάβαση από την αγωνιούσα φεου- δαλική κοινωνία προς μία καπιταλιστική βιομηχανία. Όμως, οι συνεταιρισμοί παραγωγής (scop), οι οποίοι αποτελούνται συνήθως από εξειδικευμένους εργάτες, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την εξάπλωση της μεγάλης βιομηχανικής επιχείρησης και την αυξανόμενη τμηματοποίηση - καταμερισμό της εργασίας. Έτσι ο Μαρξ, αφού χαιρέτισε, όπως προαναφέρθηκε, την κριτική που οι πρώτοι συνεταιριστές ασκούσαν στον καπιταλισμό, στη συνέχεια καταδίκασε σθεναρά τις scop ως εργαλεία διάσπασης της ενότητας του προλεταριάτου, που επιτρέπουν σε ένα μέρος
40 Στην ίδια βιο-φιλοσοφική αντίληψη της αλληλοβοήθειας και του συνεργατικού χαρακτήρα της ζωής -και σε αντίθεση με τις ανταγωνιστικές ιδέες της δαρ- βινικής εξέλιξης- δεν θα πρέπει να ξεχνάμε να εγγράφουμε και τον Ρώσο ευγενή αναρχικό Κροπότκιν. Πράγματι, ο Κροπότκιν θεωρούσε ότι η συνεργασία (και όχι ο ανταγωνισμός) οδηγεί στην επιβίωση. Ο ίδιος εμττνεόταν από τις παραδοσιακές κοινότητες, για τις οποίες παρατηρούσε ότι ήταν, κατά τρόπο φυσικό, κοινωνικοποιημένες (χωρίς τη βοήθεια των νόμω ν και του κράτους), ενώ θεωρούσε ότι οι ελεύθερες πόλεις του Μεσαίωνα ήταν μοντέλα κοινωνιών. Στην ίδια αντίληψη και ο F. de W aal (2009), ο οποίος δείχνει, με πολλά παραδείγματα από τον κόσμο των ζώων αλλά και των ανθρώπινω ν κοινωνιών, πόσο η συνεργασία και η αλληλοβοήθεια είναι ουσιώδεις για τη ζωή. Γ ία τον Κροπότκιν, επιπλέον, η αποκέντρωση και η επανατοπικοποίηση της παραγωγής στο χώρο της κατανάλωσης είναι η βάση της αλληλοβοήθειας και ο καλύτερος τρόπος ζωής των ανθρώπων εν κοινωνία. Βλ. P. Kropotkine (2001). Προσθ., Ν. Gould (2006), Μ. Μπούμπερ (2000). Ακόμα, Ρ. Βρανάς (2009). Για την επανατοπτκοποίηση, βλ. παρακάτω, σημείωση 86.

60 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
αυτών να γίνουν μικροί επιχειρηματίες (J.-F. Draperi, 2011, σ. 83). Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έχουμε αναγνώριση των ενδιάμεσων ενώσεων (συνδικάτων, συνεταιρισμών και αλλη- λοβοηθητικών ταμείων), οι οποίες αγωνίζονται εναντίον της κοινωνικής ανασφάλειας που δημιουργεί ο καταμερισμός της εργασίας, ένεκα της βιομηχανοποίησης και της ανάπτυξης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Τότε ήταν που το συνεταιριστικό κίνημα στράφηκε προς την κατανάλωση. Στο τέλος του 19ου αιώνα ανθούν οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, ενώνοντας- ομοσπονδιώνοντας, αρχές του 20ού αιώνα, κοινωνικο-χρι- στιανούς σοσιαλ-ρεφορμιστές, μαρξιστές κ.ά. Τότε είναι επίσης που εμφανίζονται (ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα) δύο αντιλήψεις της κοινωνικής οικονομίας, σύμφωνα με τον Draperi (2011, σ. 83). Η πρώτη (που δίνει το προβάδισμα στους εργατικούς συνεταιρισμούς) θεωρεί ότι μόνο η συμμετοχή των μισθωτών στο συνεταιρισμό επιτρέπει τη σύσταση μιας εναλλακτικής διεξόδου στον καπιταλισμό, διότι αυτή αλλάζει τις σχέσεις εκμετάλλευσης της εργασίας. Αντίθετα, η άλλη αντίληψη (καταναλωτικοί συνεταιρισμοί - συνεταιρισμοί χρηστών) θεωρεί ότι ο καταναλωτής πρέπει να αναλαμβάνει την ευθύνη διαχείρισης της επιχείρησης, διότι αυτός είναι που εκπροσωπεί το γενικό συμφέρον. (Οι καταναλωτές έχουν τις ίδιες ανάγκες, ενώ οι συνεταιριστές υπερασπίζονται συντεχνιακά συμφέροντα). Τη συζήτηση αυτή και τη διαμάχη γύρω από τις δύο παραπάνω θεωρητικές προσεγγίσεις της εναλλακτικής δυνατότητας των συνεταιρισμών (ως εργαλείων αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων της παραγωγής οι μεν, της κατανάλωσης οι δε) -προσεγγίσεις οι οποίες βρίσκονταν στο κέντρο της αγγλικής και της γαλλικής συνεταιριστικής κίνησης κατά την περίοδο 1860-1895 (οπότε και ιδρύθηκε η Διεθνής Συνεταιριστική Συμμαχία)- τις βρίσκουμε ακόμα και σήμερα (J.-F. Draperi, 2011, σ. 84).

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΝ0Ι0Α0ΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ 6 1
Η περίοδος από τις αρχές του 20ού αιώνα έως τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χαρακτηρίζεται από ενίσχυση της κλαδικής οργάνωσης απέναντι στη βιομηχανική και χρηματοοικονομική συγκέντρωση, καθώς και από την προώθηση για τους μισθωτούς, εκ μέρους μη επαγγελματικών ενώσεων, δραστηριοτήτων εκτός εργασίας. Η ανίσχυρη, τότε, κοινωνική οικονομία δεν μπόρεσε να εμποδίσει τις συνέπειες -ιδίως τη μαζική ανεργία- της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929. Από την άλλη, το κράτος ισχυροποιείται και αναλαμβάνει ρόλο παρεμβατικό και καθοριστικό στην οικονομία, αλλάζοντας τη φυσιογνωμία και το ρόλο των συνεταιρισμών, των αλληλοβοηθητικών ταμείων και των ενώσεων.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας, ιδίως οι αγροτικοί συνεταιρισμοί (S. Koulyt- chizky - R. Mauget, 2003, σ. 30) και οι συνεταιριστικές τράπεζες, αρχίζουν πλέον να ενσωματώνονται στην κυρίαρχη και αναπτυσσόμενη-μεγεθυνόμενη οικονομία της αγοράς και του ανταγωνισμού, δημιουργώντας, ιδίως από τη δεκαετία του ’70 και μετά, σύνθετους, πολύπλοκους και πολυεθνικούς συνεταιριστικούς ομίλους, χάνοντας την αρχική και καταστατική τους φυσιογνωμία, καθώς και αρκετά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Ό πως παρατηρείται σχετικά, από το 1966 (και τη σύσταση 127 τηςΔΟΕ), ο συνεταιρισμός δεν είναι πλέον απλή ένωση προσώπων· γίνεται επιχείρηση που προωθεί τις «καλές» πρακτικές διακυβέρνησης, το «καλό» συνεταιριστικό μοντέλο διαχείρισης.
Πρόκειται για το φαινόμενο -που, μεταξύ άλλων, αποτελεί στοιχείο κριτικής της κοινωνικής οικονομίας-41 της γενικευμέ- νης ενσωμάτωσης και ομοιομορφοποίησης (σ’ ένα ετερόκλιτο
41 Βλ. «Η κριτική της κοινωνικής...», σ. 100.

62 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
σύνολο με τις κυρίαρχες θεσμικές /αγοραίες μορφές - banalisation) (J. Moreau, 1982· Cl. Vienney, 2008) της κοινωνικής οικονομίας, η οποία πλέον χαρακτηρίζεται από την παραγωγή όμοιων προϊόντων με αυτά μιας καπιταλιστικής επιχείρησης: αύξηση της εξουσίας των μισθωτών - διευθυντών, αύξηση της διαφοράς των μισθών, μείωση της συμμετοχής των εκλεγμένων και των εταίρων, φροντίδα για αύξηση του τζίρου, διαχειριστική πλέον αντίληψη της διοίκησης χωρίς τη φιλοσοφία της κοινωνικής οικονομίας ως εναλλακτικής λύσης. Πρόκειται για μεταμόρφωση ή μετεξέλιξη της κοινωνικής οικονομίας, με την κύρια απειλή να μετατοπίζεται και να υποσκάπτει το πεδίο της δημοκρατικής λειτουργίας, ενώ συνακόλουθα ήρθε να διαταρά- ξει την ισορροπία και την ισοκατανομή της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, στη Γαλλία για παράδειγμα, ιδίως την περίοδο 1975-1995, πολλοί συνεταιρισμοί και επιχειρήσεις τους (στον τομέα της κατανάλωσης και της διανομής) δεν άντε- ξαν τον ανταγωνισμό και χρεοκόπησαν, ενώ άλλοι ενσωματώ- θηκαν-συμβιβάσθηκαν, προσαρμοζόμενοι -ιδ ίω ς ως προς τη χρηματοδότηση (δημιουργία χρηματιστικών ομίλων)- στον «αγοραίο» οικονομικό περίγυρο. Η (σοσιαλ)φιλελεύθερη αυτή ενσωμάτωση έγινε με δύο μοχλούς (J. Moreau, 1982, σ. 51) οι οποίοι, πριν από εκατό και πλέον χρόνια, είχαν περιορισμένο ρόλο στην κοινωνία42: ο ένας ήταν η αγορά και τα παρελκόμενά της (τεχνικότητα στη λειτουργία και στη λήψη των αποφάσεων και ιδιωτικό χρηματοδοτικό πλαίσιο για τη συλλογή κεφαλαίων) και ο άλλος ήταν το κράτος [μέσω της θεσμοποίησης του τρίτου τομέα και της μετακύλισης τομέων κρατικής ευθύνης, όπως, π.χ., κοι
42 Οι επιχειρήσεις (σε ρόλο εργοδότη) και to κράτος (σε ρόλο προστάτη) άρχι- σαν έκτοτε σιγά σιγά να παίρνουν υπό τον έλεγχό τους λειτουργίες που παραδοσιακά ασκούσε η τοπική κοινότητα και η γειτονιά (J. Rifkin, 1996, σ. 417).

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ 6 3
νωνική πολιτική (θ. Σακελλαρόπουλος, 2006, σ. 126-148) με τη μετάθεση άσκησης αρμοδιοτήτων του κράτους στις επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας]43. Ωστόσο, αυτή η μετάλλαξη συνοδευ- θηκε και από νομική τεχνική πολυπλοκότητα που, όπως επισημαίνει ο Cl. Vienney (2008), δυσκολεύει την εξακρίβωση της διατήρησης των κανόνων που διαφοροποιούσαν αυτές τις οργανώσεις από τις άλλες επιχειρήσεις.
Ειδικότερα, τα τελευταία είκοσι χρόνια που σημαδευθηκαν από την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία βρέθηκε αντιμέτωπη με τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της αφενός με το κράτος, και, αφετέρου, μέσω του τελευταίου, με την απασχόληση, πράγμα που δημιούργησε (βλ. πρώτο κεφάλαιο) σύγχυση, αν όχι συσκότιση, στην εννοιολογική οριοθέτηοη του τομέα.
Πράγματι, η βαθμιαία απόσυρση του κράτους και η εξάρθρωση του κράτους πρόνοιας, σε συνδυασμό με την παρατετα- μένη συστημική κρίση δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την επέκταση δραστηριοτήτων του τομέα της κοινωνικής οικονομίας. Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει μια «εργαλειακή» αντίληψη για τους θεσμούς της κοινωνικής οικονομίας44, στους οποίους μετακυλίονται ευθύνες με σκοπό να επωμισθεί η κοινωνία των πολιτών μέρος των ευθυνών που αναλογούν στο κράτος. Η κοινωνική οικονομία, αντίθετα με τους πιονιέρους της (Gide κ.ά.), κατέληξε υποκατάστατο της δημόσιας δράσης, ενώ θα έπρεπε (κατά τον Gide) να απολήξει σ’ ένα ολωσδιόλου κοινωνικό κράτος. Συχνά, δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις κοι-
43 Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν στην επαναδιατύπωση των έξι συνεταιριστικών συστάσεων - αρχών του συνεδρίου του Αμβούργου το 1966, στο πλαίσιο της διεθνούς συνεταιριστικής ένωσης.
44 Βλ. κεφάλαιο «Η κριτική της κοινωνικής...», σ. 100.

64 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
νωνικής οικονομίας όχι με αφετηρία την ικανοποίηση πραγματικών αναγκών, ούτε με αλληλέγγυα (οριζόντια) δικτύωση και ί κινητοποίηση «από τα κάτω» των οικονομικά ασθενέστερων (στοιχεία που χαρακτηρίζουν ως «αντικρατιστική» την κοινωνι- " κή οικονομία), αλλά με κίνητρα βασισμένα σε διοχετευόμενους, μέσω διαφόρων προγραμμάτων (αναπτυξιακών κ.ά.), πόρους, ;
‘ Οι κρατοδίαιτες και προγραμματοβόρες αυτές επιχειρήσεις, όταν δεν αποτελούν τον ομφάλιο λώρο του κρατικού κορπορατισμού, ; αποδεικνύονται θνησιγενείς και διαλύονται όταν στερέψουν οι πηγές χρηματοδότησης45. Πρόσφατο παράδειγμα στην Ελλάδα, η χρησιμοποίηση αρκετών από τις ΜΚΟ ως φορέων πρόσληψης ανέργων με πεντάμηνη σύμβαση και παραχώρησης, εκείθεν, στους δήμους για την εκτέλεση κοινωφελών εργασιών. Οι ΜΚΟ φαίνεται να παίζουν εδώ το ρόλο κοινωνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διέπονται όχι από την αρχή της αμοιβαιότητας, αλλά από τη λογική της αναδιανομής -ιδίως για περιπτώσεις όπου ασκείται κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία (στην πρόνοια και στην υγεία, για παράδειγμα)- ή της αναζήτησης κέρδους (αυτό ισχύει ιδίως για ενώσεις που υλοποιούν προγράμματα οικονομικής επανένταξης ή επαγγελματικής κατάρτισης). Αυτή η (θεσμοθετημένη) κοινωνική οικονομία παίζει το ρόλο του «σωσιβίου» του συστήματος ή του «μπαλώματος» ανάγκης, και έτσι αδυνατεί, ως εναλλακτική μορφή οικονομίας, να συστήσει ένα χειραφετητικό αντισυστημικό πρόταγμα ατομικής και συλλογικής αυτονομίας (βλ. και κεφ. «Η κριτική της κοινωνικής...», σ. 100).
Από την άλλη, σε συνθήκες κρίσης (Μ. Σερ, 2011, σ. 13-18)
45 Διαφορετική είναι η περίπτωση τηςεπιζητοΰμενηςστροφήςτου κράτους σε μεγάλης κλίμακας κοινωνικές επενδύσεις, που προτείνεται όλο και περισσότερο μετά την εκδήλωση των οδυνηρών συνεπειών της κρίσης. Πρόταση που κάνει ορισμένους να μιλούν για «κράτος - κοινωνικό επενδυτή» (St. Hessel - E. M orin, 2012, σ. 55-56).

καταγράφεται διεθνώς μια τάση αύξησης του ρυθμού δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στο πεδίο της κοινωνικής οικονομίας. Το φαινόμενο έχει δύο όψεις: η μία έχει να κάνει με την κινητοποίηση, σε τοπικό κυρίως επίπεδο, της δημιουργικής πρωτοβουλίας της κοινωνικής οικονομίας, που διαθέτει εν αφθονία τον τρίτο συντελεστή παραγωγής, τον εργασιακό (δηλαδή τον ανθρώπινο παράγοντα). Τούτο επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση ενός αλληλέγγυου συστήματος παραγωγής και διάθεσης αγαθών και υπηρεσιών, το οποίο συνιστά την κοινωνική οικονομία της αλληλεγγύης. Το σύστημα αυτό τείνει στη διεύρυνση της επιρροής ενός τομέα, όπου η μισθωτή και εξαρτημένη εργασία παραχωρεί τη θέση της σε οριζόντιες και δημοκρατικές σχέσεις (συν)εργασίας, με τελικό στόχο-πρόταγμα την εξάλειψη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Η άλλη όψη (που είναι συμβατή με τις προωθούμενες στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς δράσεις, βλ. σημ. 79) συνδέεται αφενός με τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης για κοινωνικά αποκλεισμένες και ευπαθείς ομάδες και την τεχνητή άμβλυνση των κοινωνικών συνεπειών της ανεργίας, και, αφετέρου, με την εναρμόνιση προς στόχους (όπως, π.χ., αυτοί της ΕΕ) που έχουν τεθεί σχετικά με την ανταγωνιστικότητα, την ελαστικοποί- ηση των εργασιακών σχέσεων, τον περιορισμό του κοινωνικού φορτίου του κράτους.
Τέλος, παράλληλα, η αποαποικιοποίηση στιςχώρεςτου Νότου μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ανέδειξε τη συνεταιριστική και ενωσική κίνηση ως την κυρίαρχη μορφή τοπικής ενδογενούς ανάπτυξης, κατά παρέκκλιση του μοντέλου που επιχείρησαν να εξαγάγουν (και να επιβάλουν) οι αποικιοκρατικές ισχυρές χώρες. Εδώ, η συνεργαπκότητα δεν είναι το εργαλείο μιας επαγγελματικής ομάδας, όπως τον 19ο αιώνα, αλλά η έκφραση μιας τοπικής συλλογικότητας (J.-F. Draperi, 2005, σ. 90. Επίσης, G.
ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΚ Ε Σ ΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ 6 5

66 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Lazarev, 1993): για παράδειγμα, οι αναπτυξιακές ενώσεις των χωρικών στη Σενεγάλη και στην Τανζανία, οι υπαίθριες κοινότητες στη Βραζιλία κ.ά. Πρόκειται για την «τρίτη ουτοπία» που αναφέρει ο Draperi46, η οποία χαρακτηρίζεται άλλοτε από την ποβυβατουργικόττιτα, άλλοτε από την ποβυεταφτκότητα (multi- societariat), ως εκφράζουσα το γενικό συμφέρον αλλά και κοινωνικές και οικοαναπτυξιακές αξίες (έμφαση στη δίκαιη τιμή και ποιότητα των προϊόντων, στη διαδικασία της παραγωγής, στις αειφόρες ή βιώσιμες καλλιέργειες κ.λπ.) που μερικοί συνεταιρισμοί είχαν απολέσει τον 20ό αιώνα (J.-F. Draperi, 2005, σ. 91· F. Espagne, 1999, σ. 72)
46 Πρέπει να σημειώσουμε πως, κατά τον συγγραφέα αυιόν, εμφανίζονται στην ιστορική εξέλιξη του φαινομένου τρία μοντέλα πρακτικών κοινωνικής ή αλληλέγγυας οικονομίας. Αυτά, κατά τον ίδιο, κωδικοποιούνται και θεωρούνται πω ς αντιστοιχούν σε τρεις ουτοπίες: αυτή της κοινοτικής μικρο-επιχείρησης, με έμφαση στην παραγωγή και στη στέγαση ( 19ος αιώνας), αυτή της μακρο-πολιτείας, με έμφαση στους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς (τέλος 19ου αιώνα) και, τέλος, αυτή της μεσο-πολπείας της ενδογενούς τοπικής ανάπτυξης (μετά την αποαποικιο- ποίηση - δεύτερο μισό του 20ού αιώνα) (J.-F. Draperi 2005, σ. 103).

ΕΝΝΟΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ Ή ΕΠΙΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ (ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ) Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ο τρίτος τομέας
Η έννοια του τρίτου τομέα (σημ. 1 ), ο οποίος ταυτίζεται με το σύνολο των ιδιωτικών, μη κερδοσκοπικών (ΗΠΑ) ή εθελοντικών (Βρετανία) πρωτοβουλιών(J.-L. Laville, 2003, σ. 30), στηνηπει- ρωτική (κυρίως γαλλική47) εκδοχή του αποτυπώνεται στην «κοι
47 Στη Γαλλία, ο όρος αναδείχθηκε από τον Ντελόρ, καθώς αυτός αναζητούσε, κυρίως μέσω των συνεταιρισμών, έναν πειραματικό παραγωγικό τομέα. Τούτος θα εκπήγαζε από πρωτοβουλίες «εκ των κάτω», θα ήταν μυφού μεγέθους, αποκεντρωμένος και δημοκρατικά οργανωμένος, διακριτός από την παραδοσιακή οικονομία της αγοράς και του δημόσιου τομέα, θα εξυπηρετούσε νέες κυρίως -αλλά όχι μόνο- κοινωνικές ανάγκες, οι οποίες δεν ικανοποιούνταν από τους άλλους δύο τομείς (J. Delors, 1983). Η έκφραση όμως «τρίτος τομέας» (της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, βλ.υποκεφ. «Προεισαγωγικέςεπισημάνσεις», σ. 19, και «Επισημάνσεις για το εννοιολογικό...», σ. 24) επισημοποιήθηκε σε μια έκθεση που συνέταξε το 1998 ο Γάλλος οικονομολόγος Lipietz για το Υπουργείο Απασχόλη- °ης και Αλληλεγγύης, και υποδεικνύει έναν τομέα ο οποίος θα μπορούσε να απο- τελέσει, υπό την προϋπόθεση της εκπλήρωσης ορισμένων όρων κοινωνικής και οικολογικής ωφέλειας, αντικείμενο ενός ξεχωριστού σήματος (label), που θα έδινε το δικαίωμα, πέρα από τη διαφορετικότητα των οργανώσεων και των καταστατικών - σκοπών τους σε μερικά φορολογικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα. Βλ. Α. Lipietz, (2001, σ. 56-58, επίσης, πρβλ. A ttac, 2006, σ. 126). Για τον Lipietz, ο τρίτος τομέας ανήκει ολοκληρωτικά στην αλληλέγγυα οικονομία, η οποία τον υπερκαλύπτει, όπω ς άλλωστε και την κοινωνική οικονομία. Τούτο, στο βαθμό που η

68 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
νωνική οικονομία», η οποία εκλαμβάνει τη μη κερδοσκοπία στο πλαίσιο του σκοπού της παροχής υπηρεσιών στα μέλη των ορ- γανώσεών της ή στο σύνολο της κοινωνίας (αλληλέγγυα οικονομία). Με άλλα λόγια, ο τρίτος τομέας θεμελιώνει τον πρώτο ορισμό της αλληλέγγυας οικονομίας, όπως είδαμε προηγούμενα. Αυτή η διάσταση δεν απαγορεύει στις οργανώσεις αυτές να πραγματοποιούν χρηματοοικονομικά πλεονάσματα και να τα αναδιανέμουν στα μέλη τους (J.-L. Laville - A.D. Cattani, 2006, σ. 619). Κατ’ άλλους, τρίτος τομέας και εθελοντικός τομέας (Καναδάς, Βρετανία) δεν ταυτίζονται. Ο δεύτερος αφορά στις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις και ταυτίζεται, ως προς το περιεχόμενό του, με τον μη κερδοσκοπικό τομέα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη (non-profit sector). Αντίθετα, ο τρίτος τομέας και οι ποικίλες οργανώσεις του δεν χαρακτηρίζονται από ανιδιοτελή, μη αμειβό- μενη εθελοντική προσφορά, αλλά το χαρακτηριστικό τους είναι
αλληλέγγυα οικονομία απαντά, κατά τον ίδιο, στο ερώτημα: «στο όνομα τίνος το κάνουμε;» (το νόημα, η λογική και οι αξίες της δραστηριότητας). Προκύπτει, ως εκ τούτου και όπω ς θα δούμε στη συνέχεια, η ειδοποιός διαφορά της από την κοινω νική οικονομία, η οποία έρχεται ν’ απαντήσει στο «πώς, υπό ποίο καθεστώς - καταστατικό και με ποιον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας το κάνουμε;». Τέλος, ο τρίτος τομέας θέλει ν’ απαντήσει στο «τι κάνουμε που είναι τόσο διαφορετικό, ώστε να απαιτεί τη συγκρότηση ενός χωριστού τομέα που ορίζεται από έναν προ- σίδιο τρόπο ρύθμισης;» (εμπεριέχοντα και ένα διαφορετικό, όπω ς είπαμε, φορολογικό σύστημα). Για τον Lipietz ο τρίτος τομέας βρίσκεται στη διασταύρωση της αλληλέγγυας και της κοινωνικής οικονομίας, χω ρίς να ταυτίζεται ούτε με τη μία ούτε με την άλλη (σ. 58), και, επομένως, θα μπορούσε όχι μόνο να είναι «εμπο- ρευματικός» αλλά και περιορισμένα «κερδοσκοπικός» (δηλαδή αποδοχή της απόδοσης των ιδίων πόρω ν όπω ς και αμοιβής των διευθυνόντων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα είναι περιορισμένη) (σ. 41). Σήμερα, η ιδέα του τρίτου τομέα εγγράφεται στη διεκδίκηση μιας πληθυντικής οικονομίας (économie plurielle, βλ υποκεφ. «Η εξελικτική πορεία του φαινομένου», σ. 55), η οποία αναγνωρίζει ως ισότιμες (πράγμα που δεν συμβαίνει στην οικονομία της αγοράς) και θεμιτές την εμπορευματική, τη δημόσια και την κοινωνική ή αλληλέγγυα οικονομία (Attac, 2006, σ.127).

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΛΥΨΕΙΣ 69
η απαγόρευση διανομής κερδών στα μέλη του (Π. Ζάννης, 2004, σ. 101-102, και 2002).
Παρ’ όλη την κοινή γεω-οικονομική τους καταγωγή (βιομηχανικά κράτη του 19ου αιώνα, βλ. και υποκεφάλαιο «Η εξελικτική πορεία του φαινομένου», σ. 55), εντούτοις, τα διαφορετικά θεσμικά περιβάλλοντα και οι ιστορικές κληρονομιές (εργατικές ενώσεις από τη μια, φιλανθρωπία από την άλλη) εξηγούν σε μεγάλο μέρος τις διαφορετικές εκδοχές του τρίτου τομέα (J.-L. Lav- ille - A.D. Cattani, 2006, σ. 620).
Παραδοσιακά, ο τρίτος (οικονομικός) τομέας τοποθετείται, όπως και η κοινωνία των πολιτών, μεταξύ της αγοράς και του κράτους48 και αποτελείται από επιμέρους τμήματα δύο άλλων τομέων: του μη κερδοσκοπικού και του τομέα της κοινωνικής οικονομίας (Π. Πολυζωΐδης, 2006, σ. 86 κ.ε.). Η διαφορά τους έγκειται στην απαγόρευση διανομής κερδών για τον πρώτο (απαγόρευση που αποκλείει συνεπώς τους συνεταιρισμούς και τις κοινωνικές επιχειρήσεις, D. Ziomas, 2001, σ. 155). Για άλλους, κοινωνική οικονομία και τρίτος τομέας ταυτίζονται, αφού
48 Ο J. Rifkin (1996, σ. 419-432) θεωρεί όπ υπάρχει και στην Αμερική και οτην Ευρώπη «μια ζωή πέρα από την αγορά» (σ. 419), ένας τρίτος τομέας «αντίδοτο στον υλισμό», ο οποίος καλύπτει πληθώρα υπηρεσιών (κοινωνικών, ιατρικών κ.ά.) και δραστηριοτήτων (εκπαιδευτικών, καλλιτεχνικών, θρησκευτικών, κινηματικών) που βασίζεται στους κοινοτικούς δεσμούς. Με βάση τις ενώσεις, υποστηρίζει τη μεγαλύτερη αναδιανομή των κερδών του εμπορευματικού τομέα, προς όφελος του τοπικού και αλληλέγγυου τρίτου τομέα, ο οποίος καλείται να διαδραματίσει ρόλο συμπληρωματικό προς το κράτος, συμψηφίζοντας και ρυθμίζοντας τις συνέπειες του ιδιωτικού τομέα της παραγωγής. Ο συγγραφέας φαίνεται να θεωρεί τον τρίτο τομέα ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, αφού θα μειώνεται ο ρόλος του (παραδοσιακού) εργάτη αλλά και ο ρόλος της αγοράς και του κράτους στις καθημερινές υποθέσεις (σ. 416). Ό π ω ς και άλλοι συγγραφείς (είναι εξάλλου η κυρίαρχη αντίληψη στις ΗΠΑ), δεν εντάσσει στον τρίτο τομέα τους συνεταιρισμούς και ta αλληλοβοηθητικά ταμεία, αλλά συνδέει τούτον με τον μη κερδοσκοπικό τομέα (των ιδρυμάτων και των ενώσεων) ή τον εθελοντικό (ή ανεξάρτητο).

70 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ο δεύτερος έχει ως κοινά χαρακτηριστικά-κριτήρια τη σταθερή τυπική δομή, τη μη διανομή κερδών, τον εθελοντισμό, την αυτοδιαχείριση και το δημόσιο όφελος (J. Kendall, 2005).
Γενικότερα πάντως παρατηρείται πως, ενώ οι αναλύσεις με όρους κοινωνικής οικονομίας επικεντρώνονται στην οικονομική διάσταση, άλλοι όροι, όπως μη κυβερνητικές - κρατικές οργανώσεις, ακόμα και ενώσεις που εκπορεύονται από την κοινωνία των πολιτών και εντάσσονται στην, υπό ευρεία έννοια, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (τρίτος, μη κερδοσκοπικός τομέας), τείνουν στο να παραβλέπουν την οικονομική διάσταση στις σχετικές δραστηριότητες. Υπό τους τελευταίους αυτούς όρους, σε πρώτο πλάνο τίθεται η δημοκρατική διάσταση, εθνική και διεθνής, τόσο στις συζητήσεις όσο και στη συμμετοχή (J.-L. Laville, 2003, σ. 30).
Η κοινωνία των πολιτών
Στον κυρίαρχο, τα τελευταία χρόνια, πολιτικό λόγο, η «διακυβέρνηση» -ιδίως σε (μικρο)τοπικό επίπεδο- απαιτεί τη συνέργεια κράτους, αγοράς και της κοινωνίας των πολιτών. Στο βαθμό που η τελευταία λαμβάνει τη μορφή εκούσιας συλλογικής οικονομικής και κοινωνικής πρωτοβουλίας ποικίλων σκοπών, συναντά την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία.
Όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. κεφάλαιο πρώτο), η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία κυρίως εκπηγάζει «εκ των κάτω», από πρωτοβουλίες δηλαδή της κοινωνίας των πολιτών. Είναι κι αυτός ένας ασαφής και νεφελώδης, καθότι πολύσημος ή με «κενό σημαίνον», και αμφισβητούμενος επιστημονικά όρος (όπως και η κοινωνική οικονομία), αλλά παρ’ όλα αυτά με θετικό πρόσημο. Υπάρχουν ποικίλοι ορισμοί της κοινωνίας των πολιτών

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΛΥΨΕΙΣ 71
(Δ. Σωτηρόπουλος, 2004, σ. 20 κ.ε.). Η εννοιολόγησή της διαφοροποιείται, ανάλογα με τις ιδεολογικο-πολιτικές γωνίες μέσα από τις οποίες θεωρείται και το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται49. Έτσι γίνεται λόγος και για πολλές κοινωνίες των πολιτών.
Η κλασική, πλέον, προσέγγιση-χρήση της έννοιας τοποθετεί την κοινωνία των πολιτών ανάμεσα στο κράτος (ή το κομμα- τικοκρατικό σύστημα) και την αγορά ή, κατ’ άλλους, το νοικοκυριό (τούτου μη περιλαμβανομένου). Πρόκειται, ειδικότερα, για «έναν αυτοκυβερνώμενο κοινωνικό χώρο, αποτελούμενο από θεσμούς, ομάδες, οργανώσεις, οι οποίες λειτουργούν και κατά του άκρατου ατομικισμού της αγοράς και κατά του κρατικού αυ- ταρχισμού» (Ν. Μουζέλης, 2002, σ. 13-14), συστήνοντας αντίβαρο σε αυτά και, κανονιστικά τουλάχιστον, μη ακολουθώντας τη λογική τους (Ν. Μουζέλης, 2011 ). Υπ’ αυτή την έννοια ταυτί
49 Για τις παλιές και νέες περιπέτειες της έννοιας της κοινωνίας των πολιτών, βλ. Γ. Μπαλαμπανίδη, 2007, σ. 18-28 [όπου και εκτενείς αναφορές στο έργο του J. Keane, Civil Society. Old Images, New Visions, Polity Press, Cambridge, 1998, και, ειδικότερα, αφενός στις τρεις ιστορικές φάσεις -δεκαετία του '60 σε Λατινική Αμερική και Ιαπωνία, δεκαετία του '70 σε κεντρική και ανατολική Ευρώπη, και, τέλος, στη διάχυσή της μετά το 1989: στη διάχυση - «αναγέννηση» της έννοιας. Αφετέρου, στον ορισμό του για την κοινωνία των πολιτών. Η τελευταία είναι, κατ' αυτόν, «μια ιδεοτυπική κατηγορία που ταυτόχρονα περιγράφει και οραματίζεται ένα σύνθετο και δυναμικό σύνολο νομικά κατοχυρωμένων, μη κυβερνητικών θεσμών. θεσμώ ν οι οποίοι τείνουν να είναι μη βίαιοι, αυτοοργανωμένοι, αυτοανα- στοχαστικοί, και να διατελούν σε μόνιμη ένταση μεταξύ τους αλλά και με τους κρατικούς θεσμούς που "πλαισιώνουν", περιστέλλουν αλλά και καθιστούν δυνατές τις δραστηριότητες τους»]. Επίσης, προσθ., Μ. Edwards, Civil Society, Polity Press, Cambridge 2004 (όπου αφενός διακρίνσνται τρεις φάσεις στη μεταπολεμική εμπειρία των κρατών: η κρατική κυριαρχία - δεκαετίες ’50-’80· η κυριαρχία της αγοράς - δεκαετία του '80, και η εξάπλωση των MKO - δεκαετία του '90. Αφετέρου, κωδικοποιούνται τρεις αποκλίνουσες προσεγγίσεις στην ερμηνεία του φαινομένου της κοινωνίας των πολιτών: νεο-τοκβιλιανή, της εναλλακτικής πολιτικής τάξης και της δημόσιας σφαίρας του Γ. Χάμπερμας).

72 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ζεται μάλλον με τον τρίτο τομέα, στον οποίο ενσωματώνονται ο μη κερδοσκοπικός τομέας και η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, και χαρακτηρίζεται από δύο πολιτικές/ουτοπικο-συμ- βολικές διαστάσεις. Διαστάσεις σι οποίες συνοδεύουν την κρίση- απονομιμοποίηση της πολιτικής αλλά και της (έμμεσης - αντιπροσωπευτικής) δημοκρατίας (ήδη από τη δεκαετία του ’80)50: η κοινωνία των πολιτών αποτελεί μέρος μιας πλουραλιστικής δημοκρατίας, στην εμβάθυνση της οποίας συμβάλλει μέσω συμμετοχικών και συναινετικών διαδικασιών, καθώς και στη μεταρρύθμιση του συστήματος (και όχι στη συνολική ανατροπή του). Η δεύτερη διάσταση συνδέεται με τα προτάγματα του αυ- τοκαθορισμού και της αυτονομίας (ατομικής και συλλογικής), μέσω μιας νέας οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας, με νέες αξίες (αμοιβαιότητα, αλληλεγγύη, άμεση δημοκρατία). Και οι δύο αυτές διαστάσεις αποτελούν και διαστάσεις της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, η οποία προέρχεται από πρωτοβουλίες-αυτοοργάνωση-των πολιτών. Η κοινωνία των πολιτών ταυτίζεται περιγραφικά με τις μη κερδοσκοπικές - μη κρατικές οργανώσεις (η ύπαρξη των οποίων οφείλεται κυρίως στην αστοχία-αναποτελεσματικότητα κράτους και αγοράς), με τα
50 Οι οργανώσεις αυτές, όπω ς και τα κινήματα, αμφισβητούν, έως ένα βαθμό ίσως, όχι μόνο την επαγγελματοτιοίηση του συστήματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (μέσα από τη ρητορεία της, την αποτελεσματικότητά της, την εντιμότητα του προσωπικού της) και την τεχνο-διαχειρισπκή λειτουργία των πολιτικών κομμάτων (Ξ. Κοντιάδης, 2006, σ. 83-84), αλλά και την οικονομική ανάπτυξη-με- γέθυνση (εξαιτίαςτων αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον και στην κοινωνία - δημιουργία ανισοτήτων). Βλ. Κ. Μακφέρσον, 1986, σ. 149. Με άλλα λόγια, στη θέση και τη λειτουργία των δυτικών αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών σε κρίση νομιμοποίησης υποκαθίσταται ένα πλήθος κοινωνιακών φορέων (ΜΚΟ κ,λπ.) που εκφράζουν άμεσα τα νέα μεταϋλιστικά - αξιακά αιτήματα των πολιτών (Γ. Μπα- λαμπανίδης, 2007, ειδικότερα σ. 27-28, όπου και οι αναφορές στον R. Ingelhart και στον U. Beck).

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΛΥΨΕΙΣ 73
διάφορα δίκτυα, τυπικά και άτυπα, οργανώσεων αλληλεγγύης κ.λπ., και παραπέμπει, κατά μεγάλο και κύριο μέρος, στον εθελοντισμό51.
Εθελοντισμός/εθελοντική οργάνωση
Καταρχήν και γενικά, ο εθελοντισμός, ως μορφή αυτοοργάνω- σηςτης κοινωνίας, μπορεί να ορισθεί ως η ελεύθερη, ατομική ή συλλογική (μέσω οργανώσεων στις οποίες ανήκουν) δραστηριότητα προσώπων υπέρ του κοινωνικού συνόλου ή της ομάδας που αυτά ανήκουν χωρίς προσδοκία κέρδους ή αμοιβής, αλλά στο πλαίσιο της αλληλεγγύης και της χαριστικής προσφοράς (αλτρουισμός/χαριστικότητα) (πρβλ. X. Ανθόπουλος, 2000, σ. 23 και παραπάνω σημ. 9). Όμως, όπως και στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, τα παραπάνω χαρακτηριστικά - κριτήρια δεν είναι απόλυτα και άκαμπτα, ιδίως ως προς το θέμα της αμοιβής (βλ., για παράδειγμα, την αμειβόμενη εθελοντική πολιτική υπηρεσία που θεσπίσθηκε το 2005 στη Γαλλία52, M. Si- monet, 2010).
Πάντως ο εθελοντικός τομέας -ο οποίος άλλοτε ταυτίζεται
51 Σύμφωνα με τον Α. Γκορζ (Μ. Bosquet, 1984, σ. 45) με τον όρο κοινωνία των πολιτών εννοούμε «το πλέγμα των κοινωνικών δεσμών που συνάπτουν άτομα μεταξύ τους στο πλαίσιο ομάδων ή κοινοτήτων. Δεσμών που δεν οφείλουν την ύπαρξή τους ούτε στην παρέμβαση ούτε στη θεσμοθετημένη δραστηριότητα του κράτους: είναι όλοι δεσμοί που βασίζονται στην αμοιβαιότητα και την εθελοντική συνεργασία και όχι στο δίκαιο και τις νομικές υποχρεώσεις».
52 Η ιδιαίτερη αυτή μορφή εθελοντισμού παραμένει όμως περιθωριακή (2.500 θέσεις), όχι τόσο λόγω έλλειψης προσφοράς ή δομών, αλλά λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης. Ο εθελοντισμός αυτός υλοποιείται με δύο μορφές συμβάσεων: είτε σύμβαση με μια MKO («σύμβαση ένωσης ή συλλόγου») είτε σύμβαση «κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης» με μια δημόσια υπηρεσία ή OTA.

74 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
με τον τρίτο τομέα και άλλοτε διακρίνεται από αυτόν-,53 αναφέ- ρεται είτε σε εθελοντικές οργανώσεις είτε, γενικά, στον μη κερδοσκοπικό τομέα και τον μη κρατικό χώρο είτε, ειδικότερα, στιςυπη- ρεσίες που παρέχουν οι εθελοντές στον τομέα της κοινωνίας των πολιτών, κυρίως στην κοινωνική βοήθεια/πρόνοια, συμπληρώνοντας το κράτος πρόνοιας. Πολλές φορές αυτό συμβαίνει άλλοτε μέσα από το κράτος και άλλοτε, ιδίως τελευταίο, μέσα από την αγορά, γεγονός που οδηγεί σε σημαντικά διλήμματα και προκα- λεί έντονες κριτικές συζητήσεις (ιδιαίτερα στον τομέα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών). Ειδικότερα, φαίνεται να κυριαρχεί η τάση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο (OECD, 1993), της «αναδιάρθρωσης» και «προσαρμογής» της λειτουργίας των εθελοντικών οργανώσεων (και γενικότερα του τρίτου τομέα και της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας) στους μηχανισμούς της αγοράς και του ανταγωνισμού, με παράλληλη υιοθέτηση αντίστοιχων τε- χνοδιαχειριστικών πρακτικών οικονομικής αποδοτικότητας (βλ. παρακάτω την κριτική της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας). Η αντίληψη αυτή δεν φαίνεται να αλλάζει με τις νέες -αντί των συμβασιακών/συμβολαιικών- μορφές δράσης από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 (όπως οι εταιρικές ή πολυεταιρικές σχέσεις54, ή τα μη δεσμευτικά συμφωνητικά), στις οποίες αποτυπώ- νεται και η ανισομερής (σε βάρος των εθελοντικών οργανώσεων) κατανομή ισχύος (Π. Πολυζωίδης, 2006, σ. 63).
Ας σημειωθεί ότι ο ατομικός εθελοντισμός δεν εντάσσεται στην κοινωνία των πολιτών αλλά ούτε και στην κοινωνική οικονομία. Τούτο, ανεξάρτητα από το ότι, ως προς ορισμένες τουλάχιστον μορφές της τελευταίας, μπορεί (ο συλλογικός εθελοντισμός) να θεωρηθεί μορφή συμβατή (προς εκείνες). Ο
53 Βλ. οημ. 1, καθώς και υποκεφάλαιο «Ο τρίτος τομέας», ο. 67.54 Βλ. υποκεφάλαιο «Οι δύο μεγάλες φάσεις...», σ. 47.

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΛΥΨΕΙΣ 75
εθελοντισμός, πάντως, και η εκούσια μη αμειβόμενη εργασία με εθελοντικό πνεύμα προσφοράς συναντάται σε πολλές μη κερδοσκοπικές/μη κρατικές οργανώσεις. Όμως ο εθελοντισμός δεν ταυτίζεται με αυτές. Πράγματι (Π. Πολυζωίδης, 2006, σ. 35), πολλές μη κυβερνητικές/κρατικές οργανώσεις δεν βασίζονται στην εθελοντική εργασία, ενώ, αντίστροφα, πολλοί εθελοντές δραστηριοποιούνται εκτός τέτοιων οργανώσεων. Αςσημειωθεί επίσης ότι στον εθελοντικό, μη κερδοσκοπικό τομέα ανήκουν και διάφορες «οργανώσεις αμοιβαίου οφέλους και αυτοβοήθειας» (self-help groups). Τέλος, οι εθελοντικές οργανώσεις αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα του κοινωνικού κεφαλαίου.
Το κοινωνικό κεφάλαιο
Συνταυυζόμενη έννοια -τουλάχιστον κατά μία άποψη (Putnam), η οποία τη συνδέει με την τοπική συμμετοχή/πρωτοβουλία των πολιτών- με την κοινωνία των πολιτών (και κατά συνέπεια με την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία)55, είναι η έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου. Ειδικότερα, η αμοιβαιότητα και η εμπιστοσύνη είναι εκείνες οι διαστάσεις που δημιουργούν τις στενές σχέσεις ανάμεσα στην κοινωνική και, ιδίως, αλληλέγγυα οικονομία και στο κοινωνικό κεφάλαιο (A. Bévort - E. Bucolo, 2006/2008, σ. 93). Οι κανόνες της αμοιβαιότητας δημιουργούν και την εμπιστοσύνη ανάμεσα στα άτομα, αλλά και τις αλληλέγγυες αξίες εντός των αλληλέγγυων δομών αλλά και εκτός αυτών (A. Bévort - Ε. Bucolo, 2006/2008, σ. 93). Έτσι, το μέλος
55 Ωστόσο, συνολικά, η κοινωνία των πολιτών και το κοινωνικό κεφάλαιο (και κατ’ επέκταοη η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία) δεν ταυτίζονται. Το δεύτερο αποτελεί, το λιγότερο, μια «επιλεκτική ανάγνωση» της πρώτης, Α. Παπαδοπούλας, 2005, σ. 216 (και Εκείθεν παραπομπές).

76 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
μιας αλληλέγγυας δομής δημιουργεί κοινωνικό κεφάλαιο αξιο- ποιώντας και αξιοδοιώντας τον κοινωνικό δεσμό μέσω της αμοιβαιότητας. Κάθε μέλος μιας ομάδας επωφελείται από τις διαφορετικές εμπειρίες των άλλων και όλοι μαζί τις διαθέτουν σ’ ένα, ευρύτερο, τοπικό «κοινό» («αγορά»), σ’ έναν αυτόνομο δημόσιο - κοινό χώρο (A. Bévort - E. Bucolo, 2006/2008, σ. 92). Η ένωση, μη ιεραρχική - ισότιμη και διαβουλευτική, των προσώπων δημιουργεί δραστηριότητες για μια ομάδα επωφελούμενων, ή μέσω της αυτοοργάνωσης απαντά συλλογικά σε μια ανάγκη, την οποία και τα ίδια τα πρόσωπα-μέλη επιδιώκουν να ικανοποιήσουν (A. Bévort - Ε. Bucolo, 2006/2008, σ. 92).
Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία (Α. Παπαδόπουλος, 2005, σ. 205 κ.ε., καθώς και εκείθεν παραπομπές), το κοινωνικό (ή σχε- σιακό ή, κατ’ άλλους, ανθρώπινο56) κεφάλαιο σύμφωνα με τον Π. Μπουρντιέ, ορίζεται ως το δίκτυο των «μόνιμων» και «χρή-
56 Το ανθρώπινο κεφάλαιο αποχελεί επινόηση των νεοκλασικών ήδη από τη δεκαετία του '60, και ταυτίζεται με την απόδοση της γνώσης-κατάρτισης (που βελτιώνει την παραγωγικότητα). Δεν συγκροτεί επιστημονική έννοια αλλά μια κεφαλαιοκρατική αναπαράσταση, μέσω της οποίας όλα εκλαμβάνονται ω ς κεφάλαιο, επένδυση και κέρδος. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι εκλαμβάνονται ω ς ποσότητες κεφαλαίου που μπορούν να επενδυθούν και να αναπαραγάγουν επιπλέον ανθρώπινα κεφάλαια. Υπό το πρίσμα αυτό η εν λόγω έννοια αντιπαρατίθεται σε κάθε έννοια αλληλέγγυων και ανιδιοτελών σχέσεων (χαριστικών, εθελοντικών κ.ά.) (Κ. Μελέτη, 2011). Το ανθρώπινο κεφάλαιο, εδώ και μερικά χρόνια, συμπληρώθηκε με την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου (υιοθετήθηκε και από την Παγκόσμια Τράπεζα) με διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό του Μπουρντιέ. Το κοινωνικό κεφάλαιο δεν είναι το σύνολο των θεσμών, κανόνων κ,λπ. μιας κοινωνίας, αλλά το τσιμέντο που τους δένει. Ό μω ς οι νεοκλασικοί εργαλειοποίησαν την έννοια αυτή ταυτίζοντάς τη με την αποδοτικότητα των δράσεων του ορθολογικού ατόμου (homo ceconomicus), Attac, 2006, σ. 54-55. Οι σημερινοί νεοκλασικοί, συγχέον- τας-ταυτίζοντας πλούτο (γενικά) και αξία (καθώς και χρησιμότητα και αξία ή και αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία), οδηγούνται στη χρημαιιστικοποίηση των πάντων, κάθε ανθρώπινης πράξης. Έτσι, (και) για το κοινωνικό κεφάλαιο οι κοινωνικοί δεσμοί έχουν αξία, είναι «πόρος» μετρήσιμος στο ΑΕΠ (για να αυξηθεί αυτό,

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΛΥΨΕΙΣ 77
σιμών» σχέσεων του καθενός που δημιουργούν, κατ’ ορθότερη άποψη, «ασθενείς» δεσμούς («δεν έχει σημασία τι γνωρίζεις αλλά ποιον γνωρίζεις») εμπιστοσύνης και κοινών αξιών, πέρα από οικογενειακούς και συγγενικούς δεσμούς, και που, ταυτόχρονα, δημιουργούν πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους («κεφαλαιοποίηση» των δικτυακών σχέσεων). Κατ’ άλλους (A. Bévort - E. Bucolo, 2006/2008, σ. 92), όταν και όπου γίνεται λόγος για κοινωνικό κεφάλαιο, πρόκειται στην ουσία για κοινωνικούς δεσμούς που δομούν την κοινωνική ζωή. Όμως τα ακριβή χαρακτηριστικά αυτών των δεσμών και τα αποτελέσματά των αποτε- λούν αντικείμενο διαφορετικών προσεγγίσεων. Τα παραπάνω βέβαια δεν σημαίνουν πως το κοινωνικό κεφάλαιο καθορίζεται από το οικονομικό, αλλά μπορεί να μετατραπεί σε οικονομικό (Α. Παπαδόπουλος, 2005, σ. 206), μειώνοντας το οικονομικό και κοινωνικό κόστος συνδιαλλαγής και οδηγώντας σε αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση (Π. Πολυζωίδης, 2006, σ. 56 και εκείθεν παραπομπές).
Το «διαφοροποιητικό ενδιαφέρον» στις σχέσεις κοινωνικού κεφαλαίου και κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας είναι ότι, αντίθετα από τις θεωρητικές υποθέσεις, τα σχεσιακά δίκτυα (το κοινωνικό κεφάλαιο) του κοινωνικού δεσμού και της κοι-
όπω ς δε και τα άλλα κεφάλαια: υλικό-φυσικό, ανθρώπινο, οικολογικό) και «μετρά» στην ποιότητα ζωής (παρομοίως το εκλαμβάνει και η Επιτροπή J. Stiglitz, 2009, σε δύο τόμους, η οποία συστήθηκε από τον Ν. Σαρκοζί «για τη μέτρηση των οικονομικών επιδόσεων και τηςκοινωνικήςπροόδου» και δημοσιεύθηκε υπό τον τίτλο: «Πλούτος των εθνών, ευημερία των ατόμων» και «Προς νέα συστήματα μέτρησης». Βλ. την κριτική του J.-M. Harribey, 2010, σ. 63). Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία δεν εγγράφεται σε αυτή τη φιλοσοφία, αλλά συμβάλλει στην εμπέδω ση του διαχωρισμού των δύο μη αναγώγιμων πεδίω ν (και αξιών): του πλούτου γενικά και της εγχρήματης αξίας. Επιπλέον, συμβάλλει και στην προστασία, ακόμα και στην επέκταση των μη εμπορευματικών και μη εγχρήματων πεδίων, με πρωτοβουλία των πολιτών και όχι των ειδικών, J.-M Harribey, 2010, σ. 80.

78 ΕΙΣΑΓΩΓΉ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
νωνιακής χρησιμότητας προέρχονται από διαφορετικά προσωπικά καταστατικά των δρώντων (A. Bévort - E. Bucolo, 2006/2008, σ. 93).
Τελικά, φαίνεται πως πρόκειται για πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη έννοια - κοινωνική κατασκευή, και αφορά, κυρίως, όπως και η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, στο τοπικό επίπεδο (τοπική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, X. Πα- ρασκευόπουλος, 2001 ). Ως κοινωνικοπολιτικό πρόταγμα η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία έχει στη ρίζα της το κοινωνικό κεφάλαιο (Α. Παπαδόπουλος, 2005, σ. 204-205), υπό την έννοια ότι για την ύπαρξή της προϋποθέτει την ενεργοποίηση/αξιοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου (Α. Παπαδόπουλος, 2005, σ. 204-205), το οποίο δημιουργεί θεσμούς και ενώσεις του τρίτου οικονομικού φαινομένου. Ταυτόχρονα, οι θεσμοί και οι ενώσεις/επιχειρήσεις ενδυναμώνουν το κοινωνικό κεφάλαιο σε μια τοπική οικονομία και κοινωνία (Α. Παπαδόπουλος, 2005, σ. 205 και εκείθεν παραπομπές). Όπως ήδη επισημάνθηκε (υποκεφ. «Προεισαγωγικές επισημάνσεις», σ. 19), οι υπηρεσίες εγγύτητας της αλληλέγγυας οικονομίας βασίζονται στις καθημερινές πρακτικές των τοπικών πληθυσμών, στις σχέσεις και στις συμβολικές ανταλλαγές, στις αξίες, στις προσδοκίες και στις επιθυμίες των χρηστών. Μέσα από αυτό τον δημόσιο ή κοινό μικρο- χώρο εγγύτητας, η προσφορά και η ζήτηση υπηρεσιών συγκα- τασκευάζονται -μέσω της αμοιβαιότητας και της εμπιστοσύνης- από τις διαδράσεις των εμπλεκομένων φυσικών προσώπων ή/και φορέων (J.-L. Laville, 1994, σ. 82-83, 85).

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΛΥΨΕΙΣ 79
Αειφόρος ή βιώσιμη ανάπτυξη
0 όρος, εμπλουτισμένος διάδοχος του όρου οικοανάπτυξη των αρχών της δεκαετίας του ’70 (Ρ.Κ. Μητούλα, Ο. - Ε.Β. Αστάρα - Π.Ε. Καλδής, 2008), έκανε επίσημα την εμφάνισή του στην Έκθεση Μπρούντλαντ («Το κοινό μας μέλλον», 1987)57 και ορίζεται συνοπτικά ως η ανάπτυξη που δεν αποσκοπεί μόνο στην ικανοποίηση των αναγκών των παρουσών γενεών αλλά και στην ικανοποίηση των αναγκών των μελλοντικών γενεών. Ο τρέχων αυτός ορισμός είναι έκφραση μιας μικροοικονομικής προσέγγισης του κόσμου και της φύσης (των πόρων), που συνιστά και τον κυρίαρχο ορισμό της οικονομικής «επιστήμης»: της ορθολογικής δηλαδή και ατομικής πάλης του ανθρώπου ενάντια στη σπά- νη, ορισμός που καλύπτει (και εμπορευματοποιεί) όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες και όλα τα αγαθά. Η βιώσιμη ή αειφόρος ανάπτυξη παρουσιάζεται, με άλλα λόγια (E. Dacheux - D. Goujon, 2011, σ. 80), ως η ανάγκη της καλύτερης διαχείρισης (αειφορικά, διαρκώς) ενός σπάνιου πόρου (π.χ., οικοσύστημα), χωρίς την αναζήτηση των αιτιών αυτής της σπάνεως (του μεγε- θυνσιακού - καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής). Η έννοια λοιπόν της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης δεν ταυτίζεται με την πολιτική οικολογία, αφού δεν αμφισβητεί αυτό το σύστημα παραγωγής, αλλά αντίθετα (Ε. Dacheux - D. Goujon, 2011, σ. 80) συνιστά μια διέξοδο στην αναπαραγωγή και επιβίωσή του μέσω νέων πεδίων κερδοφορίας (δηλαδή της επέκτασης εμπορευμα- τοποίησης μέσω της σπάνεως, βλ. και παρακάτω).
Παρ’ όλη τη (βάσιμη) κριτική που υφίσταται (και περιεχομε-
57 The Brudtland Comission Report, W orld Commission on Environm ent and Développement. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1987 υπό τον τίτλο Our Comm on Future από τον Oxford University Press, 1987.

80 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
νικά58 και προθέσεων59 αλλά και στο πρακτικό πεδίο, βλ. στη συνέχεια) και τις δεκάδες ερμηνείες που δέχεται, γνωρίζει τεράστια «επιτυχία» (στη χρήση της από πολίτικους, επιχειρηματίες και ΜΚΟ) και, πάντως, περισσότερη από την κοινωνία των πο
58 Κάθε φορά που η ιδεολογία της ανάπτυξης-μεγέθυνσης υφίσταται έντονη κριτική, λόγω των αρνητικών συνεπειών της, το περίγραμμά της διαστέλλεται, ώστε να ενταχθούν στο εννοιολογικό της πεδίο και νέες ιδιότητες και διαστάσεις (με επιθετικούς προσδιορισμούς δίκαιη, ήπια, εναλλακτική, ισόρροπη, ενδογενής οικοανάπτυξη). Επίσης, η έννοια της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης ενέχει μια βασική αντινομία - αντίφαση ή ένα οξύμωρο, αφού η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι αειφορική (πόσο διαρκεί το «αεί»;) και έχει κάποιο όριο (Γ. Δημολιάτης, 1999, σ. 43). Αλλωστε, η ανάπτυξη, η οποία μετριέται οικονομικά, ενέχει τη διαρκή αύξηση, δηλαδή τη μεγέθυνση, μέσω της ανάλωσης πάσης φύσεως πόρων, οι οποίοι δεν είναι εκ φύσεως ανανεώσιμοι, ενώ η αειφορία, τουλάχιστον ιστορικο- ετυμολογικά (αυτή των δασών - αειφορία των καρπώσεων), είναι δυνατή μόνο γιατί ο πόρος (το δάσος) είναι ανανεώσιμος (χάρη στη φωτοσυνθετική του λειτουργία, Γ. Καλοπίσης, 1999, σ. 48). Εγγραφόμενη σε μια απλή λογική διαχείρισης των πόρων, υιοθετεί τελικά τη λογική εναντίον της οποίας υποτίθεται (καταστατικά τουλάχιστον) ότι μάχεται (Ε. Dacheux - D. Goujon, 2011, σ. 81 ). Πρόκειται, όπω ς ορθά υποστηρίζεται, για μια προσπάθεια συμβατοποίησηςτων ασύμβατων, όπου για να νομιμοποιηθεί και να διαιωνισθεί ένα «ύποπτο» ουσιαστικό, αρκεί να ου- νοδεύεται από ένα ηθικό -προφυλακτικό αλλά αντινομικό- επίθετο «με α-νόητο αντικειμενικά περιεχόμενο» (Δ. Ρόκος, 2005. σ. 58, 62). Ό π ω ς πάντα, σε περιπτώσεις δύο ανυνομικών ή συγκρουσιακών όρων, παρατηρείται η αφομοίωση του ενός από τον άλλον (Δ. Ρόκος, 2005. σ. 58,62).
59 Η έννοια της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης συνιστά μια «επιδέξια», ασαφή, αόριστη έννοια με γενικευμένη πλέον, παρ’ όλα αυτά (ή ακριβώς εξαιτίας), χρήση, που στην πρακτική - επιχειρησιακή της εφαρμογή καθίσταται δυσχερής έως αδύνατη. Αποτελεί επινόημα των οικονομικών (και επιστημονικο-τεχνικών) ελίτ, για να μπορέσουν οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις και τα πλούσια κράτη του Βορρά να συνεχίσουν την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των χωρών και λαώ ν του τρίτου κόσμου. Χρησιμοποιείται, ω ς φέρουσα εξωτερικώς θετικό πρόσημο, για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ενός γενικού ή κοινού συμφέροντος, που ασπάζονται όλοι οι πολίτες μιας χώ ρας Γ ία τον S. La touche (2001 ), η έννοια της αειφόρου (βιώσιμης) ανάπτυξης συνιστά ένα «νοητικό μερεμέτι», και το «διαρκές» είναι που της επιτρέπει να επιζεί, σε συνδυασμό με το «καλό», που ενσαρκώνει στο φαντασιακό της νεωτερικότητας (Σ. Λατούς, 2008, σ. 143 κ.ε.).

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΛΥΨΕΙΣ 81
λιτών και ακόμα περισσότερη από την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία.
Ο όρος καθιερώθηκε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, συγκεκριμένα στην παγκόσμια διάσκεψη του Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992,60 ως το κυρίαρχο πλέον πολιτικό και στρατηγικό μοντέλο επίτευξης της σύζευξης περιβαλλοντικής προστασίας, οικονομικής ανάπτυξης/μεγέθυνσης και κοινωνικής συνοχής/ισότητας - δικαιοσύνης. Ως σύνθετος -αλλά και άκρως αμφιλεγόμενος ή ακόμα και αντιφατικός- όρος επιδιώκει να υπερβεί και να διαφοροποιηθεί από τις έννοιες της ανάπτυξης και της μεγέθυνσης (Ζ. Δημαδάμα, 2008, σ. 159) και να διορθώσει τις ανισορροπίες τους και τις «αρνητικότητές» τους. Βέβαια, στην αρχική της σύλληψη, η έννοια αφορούσε στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων ανθρώπου με τη φύση. Ειδικότερα, ως πολιτικός στόχος και στρατηγική διαδικασία, επεδίωκε τη θεραπεία της αυξανόμενης περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Υποβάθμισης που οφειλόταν στη διαρκή και αυξανόμενη οικονομική (ποσοτική) μεγέθυνση, η οποία, συγχρόνως, ταυτιζόταν (και εξακολουθεί να ταυτίζεται) με την «πρόοδο » και την ευημερία. Η οικονομική μεγέθυνση ωστόσο εξακολουθεί να θεωρείται το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο και, εκ του αποτελέσματος, να υπερακοντίζει και να απορροφά, αναπόφευκτα, τις δύο άλλες συνιστώσες της έννοιας της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης.
Η έννοια εγκαλεί μια διπλή αλληλεγγύη: «οριζόντια» (απέναντι στους, οικονομικά και κοινωνικά, περισσότερο στερημένους και αποκλεισμένους του συστήματος) και «κάθετη» (ανάμεσα στις γενεές). Με άλλα λόγια, η έννοια δεν απορρίπτει την ορθολογικότητα του homo œconomicus, αλλά την επανατοπο- θετεί σε πλαίσιο αλληλεγγύης χωροτοπικής και διαχρονικής
60 Αρχή 3 της Δήλωσης του Ρίο.

82 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
(διαγενεακής). Πρόκειται για την ενδο- και δια-γενεακή αλληλεγγύη. Επίσης, οφείλει ίο περιεχόμενό της στη διάκριση της (ποιοτικής) ανάπτυξης από την (ποσοτική) μεγέθυνση, που ει- σήχθη τη δεκαετία του '50 και του ’60 (Viner, Myrdal, Sahcs, Perroux, Hirschman), και την απαγκίστρωση της μεγέθυνσης («της προόδου της αφθονίας») από την έννοια της (γραμμικής) προόδου της ιστορίας (Μαρξ, Say, Comte). Ας σημειωθεί ότι και οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, επικαλούμενοι την αειφόρο ή βιώσιμη ανάπτυξη, δίνουν πλέον έμφαση στην ποιοτική ανάπτυξη και στην καταπολέμηση της φτώχειας (χωρίς να ανα- δεικνύουν, βέβαια, το θέμα των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και, κυρίως, τη διάσταση της οικονομικής ισχύος). Στη νέα θεώρηση, η ανάπτυξη δεν είναι πλέον μόνο η ανύψωση του επιπέδου ζωής (μεγέθυνση), αλλά και η βελτίωση των όρων και των συνθηκών ζωής. Προς τούτο απαιτείται μια επα- ναθεώρηση: α. (της έννοιας) του πλούτου καθώς και θέσπιση νέων δεικτών μέτρησης αυτού (όπως έχει εξάλλου προταθεί και από διάφορους διεθνείς οργανισμούς και διάφορες ad hoc επιτροπές) και β. του τρόπου που παράγουμε, που καταναλώνουμε, που κάνουμε εμπόριο, που διαχειριζόμαστε τα απόβλητα και τις προστατευόμενες περιοχές κ.ά, αλλά ακόμα και του τρόπου που λαμβάνονται οι αποφάσεις σε τοπικό ή διεθνές επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό μια νέα διακυβέρνηση θα προσβλέπει στην ανάδειξη του «τοπικού» και στη συμμετοχή και εμπλοκή όλων των παραγόντων της κοινωνίας: των κυβερνήσεων, της κοινωνίας των πολιτών (ΜΚΟ), των καταναλωτών, των επιχειρήσεων κ.λπ. Στο «διαδικαστικό» αυτό επίπεδο σημειώνεται η δύναμη αλλά και η αδυναμία τούτης της διακυβέρνησης και τα όριά της: καλείται, δηλαδή, να συνενώσει τόσους δρώντες με διαφορετικά συμφέροντα και διαφορετικές προσδοκίες αλλά και με διαφορετικές λογικές και φιλοσοφίες ασύμβατες μεταξύ τους, τις πε-

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΛΥΨΕΙΣ 83
ρισοότερες φορές. Κυρίως προσπαθεί να συμβιβάσει μια ριζοσπαστική οπτική της έννοιας (ριζική αλλαγή του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης - οικολογική θεώρηση, ισχυρή αειφο- ρία) με μια τεχνο-διαχειριστική και επιχειρηματική οπτική [είτε πράσινη μεγέθυνση είτε/και ενσωμάτωση («επιχειρηματιοποί- ηση») των φτωχοποιούμενων στρωμάτων στην επιχειρηματική, καπιταλιστική λογική για την εξασφάλιση αειφόρων κερδών - ασθενής αειφορία].
Είναι εμφανές ότι τα παραπάνω στοιχεία -χαρακτηριστικά ή αιτήματα της αειφόρου ανάπτυξης- εντάσσονται, μαζί με την κριτική αυτής, στο εννοιολογικό περίγραμμα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας ή, τουλάχιστον, μερικών μορφών αυτής. Τούτο, στο βαθμό που η τελευταία συνιστά -τουλάχιστον σε ιδεο- τυπική μορφή- μια οικονομία ανθρώπινων, κοινωνικών και οικολογικών μεγεθών, δηλαδή, όπως ήδη αναφέρθηκε61, μια άλλη, απο-ιεροποιημένη οικονομική ορθολογικότητα με βάση το μέτρο της οικο-νομίας, μη επιδιώκοντας (και σε τούτο διαφοροποιείται από την έννοια της αειφόρου ανάπτυξης) τη μεγέθυνση πάση θυσία,62 αλλά αναζητώντας, μεταξύ άλλων, εναλλακτικούς δείκτες ανθρώπινης ευημερίας (A. Slim, 2004, σ. 60) - ή διευρύνοντας τούς ήδη υπάρχοντες. Επιπλέον, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία δεν παρακάμπτει, όπως η έννοια (ή οι έννοιες) της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης, το πολιτικό αίτημα της δη
61 Βλ. υποκεφάλαιο «Η συζήτηση για την αξιακή διάσταση του φαινομένου...», σ. 36, αλλά και παρακάτω, κεφάλαιο «Τα επιστημολογικού τύπου ερωτήματα», σ. 83.
62 Υπό αυτά το πρίσμα, η (ποιοτική) έννοια ανάπτυξη και η (ποσοτική) έννοια μεγέθυνση δεν ταυτίζονται. (Άλλο θέμα αν αλληλοεξαρτώνται ή και αλληλοτρο- φοδοτούνται, όπω ς υποστηρίζει η κρατούοα άποψη). Κατ’ αναλογία, αειφόρος ανάπτυξη και αειφόρος μεγέθυνση δεν είναι το ίδιο πράγμα. Παραφράζοντας τον S. Kouznets «όταν μιλάμε για περισσότερη μεγέθυνση πρέπει να αποσαφηνίσουμε τίνος πράγματος και για ποιο σκοπό» (A. Slim, 2004, σ. 61).

84 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
μοκρατικοποίησης. Από αυτή την άποψη δεν μπορεί να υπάρξει αειφόρος ανάπτυξη (ανάπτυξη, δηλαδή, με ορίζοντα, εγγύτερο ή μεμακρυσμένο, τη μέριμνα για τις επόμενες γενεές) χωρίς (αμε- σο)συμμετοχική (αειφόρο) δημοκρατία (E. Dacheux- Ε. Goujon, 2011, σ. 174 και 181 ) θα μπορούσε, συνοπτικά, να υποστηριχθεί πως η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, καθώς εμπεριέχει το συγκερασμό πολιτικών, οικονομικών και συμβολικών στοιχείων, μπορεί να συγκροτεί ένα νέο, πιο περιεκτικό, μοντέλο αειφόρου ανάπτυξης (Ε. Dacheux - Ε. Goujon, 2011, σ. 174).
Ειδικότερα, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία συναντά, μέσω της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης, το αλληλέγγυο ή ισο- δίκαιο εμπόριο (commerce équitable), το οποίο βασίζεται στη «δίκαιη τιμή» (απόφαση 623 του OHE ίο 1952) αλλά και σε οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια παραγωγής και μεταποίησης. Πράγματι, το τελευταίο, αν και περιθωριακή πρακτική (αφορά το πολύ σε ένα εκατομμύριο παραγωγούς του Νότου ή των υπό ανάπτυξη κρατών) και με μικρή παγκόσμια επίπτωση (αφορά σε λίγα προϊόντα), εγγράφεται στη διαδικασία της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης και δημιουργεί (A. Slim, 2004, σ. 46) ένα δεσμό -έστω όχι τόσο διαδεδομένο προς το παρόν- ανάμεσα στον ανταγωνισμό και στην αλληλεγγύη, αποφεύγοντας την κλασική ή φιλανθρωπική βοήθεια προς τις φτωχές ή υπό ανάπτυξη χώρες του Νότου. Λυδία λίθος του συστήματος είναι η στάση των στρατευμένων-συνειδητοποιημένων καταναλωτών και η «τιμή ισορροπίας» των διανομέων του Βορρά. Βέβαια, το ισοδίκαιο εμπόριο δεν είναι απαλλαγμένο από την έκθεσή του στην απατηλή συμπεριφορά των επιχειρήσεων στο πλαίσιο στρατηγικών μάρκετινγκ που εφαρμόζουν (A. Slim, 2004, σ. 46).
Σε καμία περίπτωση πάντως οι κοινές (κερδοσκοπικές-κε- φαλα ίο κρατικές) επιχειρήσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν, παράλληλα, την εταιρική κοινωνική και περιβαλλοντική ευθύνη

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΛΥΨΕΙΣ 85
(EKE) στο πλαίσιο του (κοινωνικού και οικολογικού, ήτοι κοι- νωνιακου) μάρκετινγκ και της βελτίωσης της εταιρικής εικόνας (J. Sachs - S. Finkelpearl, 2010, σ. 171· A. Μ πελίδης-Θ. Καρ- γίδης - Α,Τσατζιπουλίδης, 2009· G. Even-Granboulan, 1998), δεν πρέπει να θεωρηθούν ως εμπίπτουσες στην, έστω υπό ευ- ρεία έννοια, κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία. Ας σημειωθεί ότι με τον όρο κοινωνική και περιβαλλοντική ευθύνη (corporate social responsibility - αγγλοσαξονικής φιλανθρωπικής έμπνευσης) νοείται η εθελούσια και, σε μεγάλο βαθμό, αρρύθμιστη πρακτική της ενσωμάτωσης -στο πλαίσιο της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης και των κανόνων της λεγάμενης καλής διακυβέρνησης (bonne gouvernance)-, κυρίως των κοινωνικών (π.χ., ο σεβασμός ανθρώπινων δικαιωμάτων) και περιβαλλοντικών (π.χ., εξάντληση των πόρων, κλιματική αλλαγή) ανησυχιώ ν - παραμέτρων στις δραστηριότητες και στρατηγικές των επιχειρήσεων63. Η παλιά αυτή πρακτική του καπιταλισμού, η οποία άρχισε να διαδίδεται διεθνώς (και με διεθνή πρότυπα -
63 Η ενσωμάτωση ίω ν κοινωνικών και περιβαλλοντικών όρων γίνεται με μετρήσιμα αλλά και, όχι σπάνια, αμφισβητήσιμα εργαλεία («κοινωνιακός ισολογισμός» - b ilan sociétal, βαθμολόγηση - notation , σηματοποίηση - labellisation, και διαδικασία αναφοράς και δημοσιοποίησης κερδών και φόρων στο πλαίσιο της διαφάνειας - reporting, από ιδιωτικούς οργανισμούς, π.χ., Vigeo στη Γαλλία, όπου τούτο προβλέπεται νομοθετικά από το νόμο για τις «νέες οικονομικές ρυθμίσεις» και, από το 2012, με νέο νόμο που αφορά και στις μεγάλες επιχειρήσεις, με πενιχρά όμως αποτελέσματα, κυρίως λόγω έλλειψης ελέγχων). Βλ. Th. Jean tet, 2009, σ. 125 κ.ε.· S. A llem and, 2005, σ. 138- Μ. Capron - Fr. Quairel-Lanoizelée, 2004. Στη Γαλλία, υιοθετήθηκε το 2012, στο πλαίσιο της ΕΚΕ, προεδρικό διάταγμα σχετικά με το κοινωνικό και περιβαλλοντικό reporting των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο του νόμου Γκρενέλ 2. Το διάταγμα αυτό επεκτείνει την υποχρέωση αυτή και στις εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις. Ωστόσο, αυτό δεν αφορά στις θυγατρικές επιχειρήσεις, ενώ για τις επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 500 εργαζόμενους θα ισχϋσει από το 2015. Τέλος, οι εργαζόμενοι δεν συμμετέχουν στις σχετικές συζητήσεις, ούτε γίνεται αντιπαραθετικός διάλογος.

8 6 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
global compact, global reporting initiative) από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, διαμορφώνεται όχι μόνο από τους διευθυ- νοντες την επιχείρηση αλλά και από τους εργαζόμενους, τους μετόχους, τους πελάτες, τους προμηθευτές, όπως και με τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών (ΜΚΟ). Όμως ο όρος αυτός, ο οποίος γνωρίζει μεγάλη άνθηση -ένεκα και του θετικού προ- σήμου (και αυτός...) με το οποίο «διακινείται»- και υποστηρίζεται από την Επιτροπή της Ε Ε και τον Ο Η Ε τα τελευταία χρόνια - όπως και αυτός της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης εντός της οποίας, όπως είπαμε, εκείνη καλλιεργείται- περιβάλλεται με μια (επιτηδευμένη) εννοιολογική ασάφεια μέσα στη γενικότητά του (εννοιολογικό «φλου»)64. Πρόκειται περισσότερο για μια επι- κοινωνιακή και καιροσκοπική πρακτική, των επιχειρήσεων ιδίως (Total, Danone, Peugeot κ.ά.) (S. Allemand, 2005, σ. 138, 140), πάνω σ’ ένα υπαρκτό οικοπολιτικό και κοινωνικό ζήτημα (όμοια με τη «στρατηγική φιλανθρωπία», που αποσκοπεί στη βελτίωση της εξωτερικής εικόνας της επιχείρησης για την αποκόμιση μακροπρόθεσμων οικονομικών ωφελειών). Παρότι αυτές οι επιχειρήσεις επιδιώκουν να αποφύγουν πρακτικές που βλάπτουν τη φήμη τους ή τους προξενούν νομικά προβλήματα, όπως ειρωνευόταν και ο ίδιος ο Μ. Φρίντμαν, επιχειρούν μέσω της κοινωνικής ευθύνης την αύξηση των κερδών τους. Με άλλα λόγια, όπως έλεγε και ο Έρικ Χομπσμπάουμ «δεν υπάρχει υπεύθυνος καπιταλισμός». Ας σημειωθεί πως αντίστοιχη προς
64 Το εννοιολογικό auto «φλου» συνδέεται με ερωτήματα (D. Dupré - Μ. Griffon, 2010, ο. 235) όπως: α. ποιος νομιμοποιείται να ορίσει την εταιρική κοινωνική και περιβαλλοντική ευθύνη μέσα από ένα πλέγμα σχέσεων και ισχύος που συνοδεύει σήμερα μια επιχείρηση, και β. γιατί μερικές επιχειρήσεις μπαίνουν αυθόρμητα σ' αυτή τη διαδικασία, ήτοι αυτήν της ενσωμάτωσης των κοινωνικών, περιβαλλοντικών και πολιτιστικών ανησυχιών στις εμπορικές τους δραστηριότητες, χωρίς νομική ή συμβασιακή δέσμευση (Μ. Capron - Fr. Quairel-Lanoizelée, 2007).

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ: ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΛΥΨΕΙΣ 87
ό,ιι αποχελεί για την επιχείρηση η εταιρική κοινωνική ευθύνη (ή η τελευταία μετεξέλιξή της ως social business) είναι, στο επενδυτικό πεδίο, η υπεύθυνη κοινωνικά επένδυση (S. Allemand, σ. 138), της οποίας όμως μία μορφή -η αλληλέγγυα χρηματοδότηση/επένδυση (finance solidaire)- εντάσσεται στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία.
Όμως, πέρα από αυτές τις εννοιολογικές διασταυρώσεις και τις οριοθετήσεις, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία απο- σκοπεί, όπως αναφέρθηκε (υποκεφάλαια «Προεισαγωγικές επισημάνσεις» και «Επισημάνσεις για το εννοιολογικό...») μέσα από συλλογικές πρωτοβουλίες των πολιτών, στη δημοκρατικοποίηση της οικονομίας (της ενεργού συμμετοχής δηλαδή όλων και όχι μόνο των ειδικών στις θεμελιώδεις οικονομικές επιλογές με άξονα μια «οικονομία των αναγκών»), και στην εγκαθίδρυση μιας άλλης (τρίτης, εναλλακτικής) οικονομικής οργάνωσης αλλά και ενός πολιτικού σχεδίου.

ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Η παρατεταμένη, πολυδιάστατη αλλά και γενικευμένη κρίση, κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21 ου αιώνα γίνεται φανερό πως διαταράσσει εγκαθιδρυμένες ισορροπίες και βεβαιότητες ως προς τις αντοχές της δεσπόζουσας «τάξης πραγμάτων». Τούτο μας οδηγεί στη διεξαγωγή της επιστημονικής συζήτησης για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία σε νέες βάσεις.
Πιο συγκεκριμένα, χρειάζεται να αναστοχαστούμε υπό το πρίσμα της αναγκαιότητας μιας νέας ρύθμισης και της ικανοποίησης του αιτήματος για οικονομική συμμετοχική δημοκρατία και αλληλεγγύη (J. Servet, 2010- Th.Courtot, 2005), η έλλειψη της οποίας συνιστά την απώτερη αιτία της προαναφερθείσας σημερινής κρίσης (και όχι η, κατά τον Τζ Στίγκλιτς και άλλους65, ιου-
65 Βλ. έτσι και παρ' ημίν ο Κ. Δουζίνας (2011, σ. 107, ειδικότερα σ. 114), σύμφωνα με τον οποίο η καπιταλιστική απληστία (άπληστων και ανήθικων τζογαδόρων) οδήγησε στη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Πιο αποχρωσικός ο συγγραφέας της Ευημερίας χωρίς ανάπτυξη, T. Jackson (2011), κατά τον οποίο ο καπιταλισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την απληστία, και μάλιστα την εν- τατικοποιεί, τη θεσμοποιεί και την επιβραβεύει. Συνέντευξη στην εφημερίδα Κυριακάτικη Αυγή, 18.12.2011, σ. 24. Γ ία πλεονεξία και καπιταλιστική ασυδοσία αγορών κάνει λόγο ο Κ. Τσουκαλάς (2012) αλλά και εκπρόσω ποι του (ίδιου του καπιταλιστικού) συστήματος [π.χ., H. de Bodinat, 2012, ο οποίος θεωρεί ότι μεταξύ των πληγώ ν του (υπερ)καππαλισμού είναι και η ψύχωση του χρήματος και της απληστίας, μέσω της επιδίωξης βραχυπρόθεσμων κερδών], όπω ς επίσης και εναλλακτικοί (οικο)οικονομολόγοι (π.χ., Μαξ-Νηφ). Αντίθετος ο Σλ. Ζίζεκ (2011), για τον οποίο το πρόβλημα είναι το σύστημα, που σε αναγκάζει να είσαι άπληστος και διεφθαρμένος, καθώς και άλλοι ανπσυστημικοί (π.χ., Τ. Φωτόπουλσς).

ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ 89
δαιοχριστιανικής καχηχήσεως «απληστία» των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων). Με άλλα λόγια, πρέπει να διερευνηθεί σε ποιο βαθμό και υπό ποιους όρους ή συνθήκες (ιδίως στο πλαίσιο της μεγάλης χρηματοπιστωτικής και γενικότερα οικονομικής κρίσης που διανύουμε -με απρόβλεπτες και ανυπολόγιστες συνέπειες-, η οποία είναι ταυτόχρονα και κρίση ενός -κυρίαρχου- οικονομικού παραδείγματος) (F. Lebaron, 2010) η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να συστήσει μια άλλη οικονομική ορθολογικότητα, έναν παράγοντα οικονομικής δημοκρατικοποίησης και νέας ρύθμισης66 και, τελικά, ένα νέο σχέδιο για την οργάνωση της κοινωνίας.
Η συζήτηση αυτή χρειάζεται, μετά τα νέα αυτά δεδομένα, να εμπεριέχει τόσο την επανοριοθέτηση του επιστημονικού πεδίου της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας (με συνεκτίμηση των επιπτώσεων από συστημικούς περιορισμούς) όσο, τελικά,
66 Αυτό ήταν και το θέμα του εθνικού συνεδρίου της κοινωνικής οικονομίας στη Γαλλία την 1η Οκτωβρίου 2008 (H. Sibille, 2008). Προσθ. T. Chezali - Η. Sibille (2010) οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η θεομική κοινωνική οικονομία (συνεταιρισμοί, αλληλοβοηθητικά ταμεία, ενώσεις), παρά τις αδυναμίες τους και την τυπική, κατά κανόνα, δημοκρατικότητά τους, δεν μπορούν να συστήσουν εναλλακτικά σχήματα στον καπιταλισμό, όπω ς θα ήθελαν μερικοί, αλλά απλώ ς έναν πυλώνα μιας διαδικασίας δημοκρατικοποίησης, αντίστασης στον αποκλεισμό και στην ανισότητα, με σκοπό την αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων. Ο δεύτερος πυλώνας της δημοκρατικοποίησης αποτελείται από τις κοινωνικές επιχειρήσεις, και ο τρίτος από την κοινωνι(α)κή υπευθυνότητα των επιχειρήσεων, με χρήση των μηχανισμών της αγοράς, χω ρίς να θέτουν όμω ς σε αμφισβήτηση και τον καπιταλισμό. Ομοίως, άλλοι (A. Caillé, 2005, σ. 193-197 και 2011), υποστηρίζοντας έναν δραστικό αντικαππαλισμό και ταυτίζοντας καπιταλισμό και αγορά, θεωρούν ότι δεν υπάρχει εναλλακτικό οικονομικό σύστημα μη καπιταλιστικό (που να είναι εξίσου αποτελεσματικό αλλά και να προφυλάσσει από τις διαστροφές του). Έτσι, η επιλογή αφορά ανάμεσα σ’ έναν άγριο (μεγα)καπιταλισμό και σ' έναν εξαν- θρωπισμένο, ηθικό, ή εκπολιτισμένο καπιταλισμό. Γι’ αυτούς, η εναλλακτική πρόταση στην καπιταλιστική οικονομία δεν μπορεί να είναι οικονομική (A. Caillé, 2005, σ. 193-197 και 20 II ).

90 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
και την επαναξιολόγηση του φαινομένου. Επαναξιολόγηση που πρέπει να συμπεριλάβει και την αναζήτηση των αναγκαίων συνθηκών εντός των οποίων θα κληθεί να συγκροτηθεί το παραπάνω σχέδιο.
Πράγματι, με όσα ήδη έχουν αναφερθεί, έγινε φανερό ότι δεν εκλαμβάνουμε το επιστημονικό πεδίο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας ως κάτι στατικό. Δεν θεωρούμε ότι οι όποιες οριοθετήσεις γίνονται σχετικά μπορούν να έχουν οριστικό και μόνιμο χαρακτήρα. Η ρευστότητα επομένως που χαρακτηρίζει ένα πεδίο, το οποίο υπόκειται μάλιστα σε περιορισμούς άμεσα συναρτημένους με μεταβλητούς συσχετισμούς δύναμης στο κοινωνικό - ταξικό πεδίο, δεν μπορεί παρά να αποτυπώνε- ται και στις απόπειρες αποσαφήνισης της σχετικής ορολογίας.
Δεν είναι ως εκ τούτου τυχαίο πως η εν λόγω ορολογία, σε ευρωπαϊκό ιδίως επίπεδο, εμφανίζεται και αυτή ρευστή και κυμαινόμενη.67 Μοιάζει με αυτό τον τρόπο να συντηρεί τη σύγχυση. Μια σύγχυση, ωστόσο, που μπορεί να εξηγηθεί, αν ενταχθεί στη μακρά διάρκεια και θεωρηθεί προϊόν αντιφάσεων. Αντιφάσεων που ανάγονται μάλιστα στην πολυκύμαντη πορεία των ευρωπαϊκών θεσμών (οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών) κατά τους δύο τελευταίους αιώνες (J.-L. Laville, 2003, σ. 31). Όπως και να ’χει, πρόκειται για δυναμική (και σε νέο πλαίσιο και σε νέες συνθήκες) επανάκαμψη της ένωσης (association) και της πολιτικής της απεικόνισης, του ενωσισμοΰ (associationnisme) (R. Sue, 2 001, σ. 210)68, δηλαδή της «κοινωνίας των
67 Βλ, υποκεφάλαιο «Οι δύο μεγάλες φάσεις...», σ. 47.68 Για τον R. Sue (2001 σ. 184 και ο. 176, και 1997) η άνοδος, σε οικονομική
σημασία, ίω ν ενώσεων οφείλεται, εν πολλοίς, σιη γενικότερη διολίσθηση της οικονομίας προς μια «άυλη» οικονομία. Η «νέα οικονομία» -στο πλαίσιο της «πληθυντικής» οικονομίας και των, τουλάχιστον κατά τον Πολάνυι, τεσσάρων αρχών παραγωγής- που εκπροσωπούν οι ενώσεις συνδέεται μ ’ ένα ποιοτικό άλμα στην

εταίρων-μελών», όχι μόνο ως εναλλακτικής οικονομίας ή «πηγής εναλλακτικότητας», αλλά και ως κοινωνικής σχέσης των ατόμων και τελικά, ως συνολικού «τρίτου» πολιτικού σχεδίου, πέρα από το φιλελευθερισμό και το σοσιαλισμό, ως νέου σταδίου της ιστορίας (όπως το είχε οραματισθεί αρχικά ο Ντε Γκολ). Ακόμα παραπέρα, πρόκειται για έναν αυθεντικό «τρίτο δρόμο», πέρα από τον σοσιαλ-φιλελεύθερο και τον σοσιαλ-δημοκραπκό (R. Sue, 2001, σ. 210). Με άλλα λόγια, ενωσική αρχή και ενω- σισμός επαναξιολογούν και επανανοηματοδοτούν το πολιτικό στη νέα εποχή, εποχή της κρίσης του νεοφιλελεύθερου παγκο- σμιοποτημένου και χρηματιστικού καπιταλισμού, και της απαξίωσης της πολιτικής, της οποίας το ίδιο το συμβόλαιο έχει φθαρεί (R. Sue, 2001, σ. 209). Έτσι, η παλιά ουτοπία του ενωσισμού (σοσιαλιστικής έμπνευσης κατά τον 19ο αιώνα) γίνεται πιο ρεαλιστική και συγκεκριμένη, ακόμα κι αν ο δρόμος προς την πολιτική της απεικόνιση είναι μακρύς (R. Sue, 2001, σ. 210) και
ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ 91
οικονομική ιστορία. Δεν πρόκειται δη λαδή για ιη ν ποσοτική ανταπόκριση σε (πρωταρχικές) ανάγκες και επιθυμίες, αλλά για την παραγωγή και ανάπτυξη των δυνατοτήτων του ίδιου του ατόμου, πιο συγκεκριμένα για μια άλλη φύση (αρχή) παραγωγής που καθορίζει και έναν νέο τρόπο παραγωγής. Πρόκειται για τεταρτογενή (quaternaire) οικονομία (βλ και σημ. 1). Ας υπογραμμισθεί εδώ πως, στο πλαίσιο της συζήτησης για την τεταρτογενοποίηση της οικονομίας, έρχονται στο προσκήνιο νέες κοινωνικές ανάγκες που εμπεριέχουν στοτχεία σχέσης και προϋποθέτουν οικειότητα (Σ. Αδάμ - Χρ. Παπαθεοδώρου, 2010, σ. 20). Προς θεραπεία τέτοιων αναγκών επεκτείνονται σύστοιχες, κοινοτικές - κοινωνικές δομές (π.χ., κέντρα ψυχοκοινωνικής φροντίδας ηλικιωμένων, δομές για υπηρεσίες φροντίδας κατ' οίκον ατόμων με αναπηρία, απεξαρτημένων κ,λπ.). Δομές που σε πολλές περιπτώσεις δημιουργούνται από μη κερδοσκοπικούς φορείς ή συνεταιρισμούς με μερική ή ολική χρηματοδότηση από την τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς είναι συμβατές με τις λεγάμενες «υπηρεσίες εγγύτητας» - services de proxim ité (βλ. παραπάνω υποκεφάλαια «Προεισαγωγικές επισημάνσεις», σ. 19 και «Επισημάνσεις για το εννοιολογικό περιεχόμενο...», σ. 24) και οι οποίες (δομές) στοχεύουν στην υποστήριξη της αυτόνομης διαβίωσης (Σ. Αδάμ - Χρ. Παπαθεοδώρου, 2010, σ. 22).

92 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
απαιτεί νέους (ενωσικούς και δημοκρατικούς) θεσμούς σε όλα τα επίπεδα.
Η ορολογία δεν είναι απαλλαγμένη από μια μορφή οξύμωρου και αντίφασης, στο βαθμό και στη διάσταση που ένα μεγάλο μέρος της θεσμικής ή θεσμοποιημένης τρίτης οικονομίας εξακολουθεί να νοείται και να λειτουργεί στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού: πώς, δηλαδή, συμβιβάζονται και συμπορεύονται σε μια δραστηριότητα οι επιταγές του παραπάνω συστήματος (ισορροπίες, αποτελεσματικότητα, απο- δοτικότητα) με τις ανάγκες για αλληλοβοήθεια και αλληλεγγύη, με την αναπαράσταση μιας οικονομίας που βασίζεται στην επάρκεια και στην ικανοποίηση της αντικειμενικής ανάγκης και της παραγωγής αληθινού πλούτου; Πώς αυτό το «παλαιό ιδεώδες της θετικής συλλογικής ελευθερίας» μπορεί να αναζωογονηθεί και να οξυγονωθεί στο σημερινό γενικευμένο πλαίσιο της διε- θνοποιημένης -παγκοσμιοποιημένης- «τυπικής» οικονομίας της αγοράς, η οποία δεν γνωρίζει παρά την αρνητική ελευθερία των ατόμων (A, Caillé, 2005, σ. 217); Δεν εμπεριέχουν άραγε οι όροι αυτοί (αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια) -εκτός πια εάν πρόκειται απλώς για πλεονασμό- μια εγγενή αντκρατικότητα ή μια ρήξη στο εσωτερικό τους (E. Dacheux, 2007, σ. 17) αφού, υπό μία έννοια, «μια οικονομία δεν μπορεί να είναι αλληλέγγυα παρά στο βαθμό που δεν είναι (μόνο τυπικά) οικονομική» (Α. Caillé, 2005, σ. 218); Η ίδια ανπφαπκότητα εξάλλου δεν παρα- τηρείται, όταν, π.χ., η κοινωνική ή αλληλέγγυα (ιδίως αυτή) οικονομία επιδιώκει την κοινωνική ενσωμάτωση-επανένταξη στο οικονομικό σύστημα κοινωνικά αποκλεισμένων, που το ίδιο αυτό σύστημα ξέβρασε (Ε. Dacheux, 2007, σ. 18);69
69 Ο Lipietz (2001, σ. 57), για παράδειγμα, θέτει τον εξής προβληματισμό: από τη στιγμή που ο κανόνας της κοινωνικής οικονομίας (της «περιορισμένης κερδο

ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ 93
Όμως, τα ερωτήματα αυτά φαίνεται πως εκπηγάζουν από μια νεοκλασική προσέγγιση του ορισμού της οικονομίας: την επιδίωξη δηλαδή της μεγιστοποίησης του ατομικού κέρδους. Πρόκειται για μια αναπαράσταση της οικονομίας, βεβαίως σήμερα κυρίαρχη, αλλά που δεν αντιστοιχεί παρά σε μια μόνο δυνατή μορφή οικονομίας. Αρκεί μια περιοδολόγηση στην οικονομική ιστορία (από την «οικο-νομία» της αρχαίας Ελλάδας70), όπως κά
σκοπίας») τηρείται, γιατί τα νομικά πρόσωπα αυτής να μην ενδυθούν τον νομικό τύπο της κλασικής εμπορικής εταιρίας, χω ρίς να υπόκεινται στον πρώτο κανόνα («ένα πρόσωπο, μία ψήφος»); Αυτό ήδη κάνουν οι μισές από τις επιχειρήσεις κοινωνικής ενσωμάτωσης στη Γαλλία.
70 Βλ. και υποκεφάλαιο «Η συζήτηση για την αξιακή...», σ. 39. Πρόκειται, δηλαδή, για m v τέχνη διαχείρισης του σπιτιού (νοικοκυριού), που στην αρχαία Ελλάδα επιφορτιζόταν η γυναίκα, αφού ο άνδρας ασχολιόταν με τα κοινά - την πολιτική. Η πρώτη αυτή επιστημολογική ετυμολογία αντιπαραβάλλεται σήμερα με την πολυσημία του όρου: οικονομία σημαίνει αποταμίευση (κάνω οικονομία), σημαίνει συντονισμός - συνάρθρωση ενός συνόλου (οικονομία ενός έργου τέχνης), και, τέλος, οικονομία σημαίνει παραγωγή, διανομή και κατανάλωση του πλούτου μιας κοινωνίας (οικονομικό σύστημα). Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η οικονομία είχε και μια θρησκευτική αποδοχή («οικονομία του θεού - της δημιουργίας»). Στο Βυζάντιο, η οικονομία σήμαινε προσαρμογή στη συγκυρία για την επίτευξη συναίνεσης, στο δε Μεσαίωνα, υπό την επιρροή του θω μ ά του Ακινάτη, η οικονομία ήταν ηθική και κοινωνική υπόθεση (ανταλλαγές, διανομές και τιμές έπρεπε να είναι δίκαιες) και εξυπηρετούσε το συμφέρον της κοινότητας και υπόκεινταν σε αυτό. Την αντίληψη αυτή πολέμησαν οι εμποριοκράτες, που επινόησαν και τον όρο πολιτική οικονομία, χω ρίς πρόσδεση με την καθολική ηθική. Αντίθετα, είναι άρρηκτα δεμένη με την ισχύ του κράτους και την αύξηση του πλούτου του, στις οποίες συμβάλλουν ο προσωπικός πλούτος (τα κέρδη) των εμπόρω ν και των βιοτε- χνών. Τότε άρχισε να «μετριέται » η οικονομία (με στατιστικά εργαλεία). Πάντως, η οικονομία παραμένει μια διαδικασία δεμένη με την πολιτική: είναι ένα εργαλείο στην υπηρεσία της ισχύος του κράτους (Ε. Dacheux, 2007, σ. 160-163). Από την άλλη, σχολιάζοντας μια στροφή προς τον επιθετικό προσδιορισμό «κοινωνική» αντί «πολιτική» (ήδη εισηγμένου κατά τον 17ο αιώνα) που σημειώνεται από το Μ εσοπόλεμο κιόλας, ο Σ. Αγαπητίδης θεωρεί τον όρο «κοινωνική» ορθότερο «...εφόαον ερευνάται η οικονομία ιη ς κοινωνίας». Επισημαίνει μάλιστα ο ίδιος πως, σε αντίθεση με την πολιτική οικονομία που έχει ω ς βάση «...ενεργείαςτου ατόμου εξυπηρετούσας αποκλειστικώς οικονομικούς σκοπούς (homo oeconomi-

94 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
νει ο Ε. Dacheux ( 2007, σ. 159 κ.ε.), για να καταδειχθεί όπ μια οικονομία σιην υπηρεσία της κοινοτικής αλληλεγγύης ήταν για μακρό διάστημα κυρίαρχη και «φυσική», πριν επισκιασθεί από μια ωφελιμιστική αναπαράσταση της χρησιμότητας (βλ. παρακάτω), της οποίας κινητήρια δύναμη ήταν το ατομικό συμφέρον του homo œconomicus. Στο πλαίσιο της κυρίαρχης αυτής ωφελιμιστικής αναπαράστασης, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι σχετικά πρόσφατη, μερική και μεροληπτική (Ε. Dacheux, 2007, σ. 161 ) η αντιπαράθεση ανάμεσα στους νόμους της οικονομίας και στους κανόνες της αλληλεγγύης, που προέκυψε μέσα από την εξέλιξη της πολυσημικής σήμερα έννοιας της οικονομίας (βλ κεφάλαιο πρώτο). Με άλλα λόγια, πρέπει πάντα να θυμόμαστε στις αναλύσεις μας ότι υπήρξαν πολλές και μακρές ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες η οικονομική σχέση ήταν υποταγμένη στον κοινωνικό δεσμό (βλ. κεφάλαιο πρώτο) και στο συλλογικό «ανήκειν»(Ε. Dacheux, 2007, σ. 163-168).
Η υποτιθέμενη «φυσικότητα» (ή φυσικοποίηση) της ωφελιμιστικής αναπαράστασης της οικονομίας αμφισβητήθηκε και από άλλους, όπως ο Βέμπερ, ο Πολάνυι και ο Μπροντέλ, με χρήση εργαλείων κοινωνιολογικών, ανθρωπολογικών και ιστορικών αντίστοιχα. Παρ’ όλες τις διαφορές στις προσεγγίσεις τους, και οι τρεις συγκλίνουν στη σημασία της οικιακής οικονομίας, στη συνύπαρξη πολλών μορφών ανταλλαγής, στη σχετικά πρόσφατη (πριν περίπου δύο αιώνες) εμφάνιση της οικονομίας της αγοράς και της μονοπωλιακής τάσης του καπιταλισμού. Ο τελευταίος (και κατά ιστορική σειρά εμφανίσεως) έχει εγγενώςτην
eus)», με την κοινωνική οικονομία εισάγεται η παρεμβολή του κοινωνικού κριτηρίου (ηθική, ισότητα, δικαιοσύνη κ,λπ.) στην ερευνά των οικονομικών φαινομένων (Σ. Αγαπητίδης, 1971, σ. 8-9). Γ ία μια αναγκαία επιστροφή της οικονομίας στην ετυμολογική της πηγή («οίκος» και «νόμος») βλ. P. Calame, 2011.

ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ 95
τάση, όπ ω ς το είχε επισημάνει ο Πολάνυι, να επεκτείνει τεχνητά (μέσω νομικών κανόνων) την οικονομία της αγοράς στην εργασία, στο νόμισμα, στη φύση. Από τις προσεγγίσεις αυτές αναδύεται η αντίθεση (πιο εμφανής στον Πολάνυι) ανάμεσα σ’ έναν ουσιαστικό ορισμό της οικονομίας (η προσπάθεια εξασφάλισης της επιβίωσης - «οικονομία του ισογείου» για τον Μπροντέλ, «οικιακή κοινότητα» για τον Βέμπερ) και σε έναν τυπικό ορισμό (ο ορθολογικός υπολογισμός του homo œconomicus που βρίσκεται στο κέντρο του νεοκλασικού υποδείγματος για μεγιστοποίηση του συμφέροντος του, σύμφωνα με την κυρίαρχη θεωρία, επεξεργασμένη από τον Κ. Arrow). Τούτος ο τελευταίος, εκτός του ότι, όπως έδειξε ο }. Elster (2010), είναι ανίκανος να αποδώσει πραγματικές συμπεριφορές (συχνά ορθολογικές διαδικασίες επιλογής, αποκομμένες από την ιστορία και την κοινωνία, μπορούν να καταλήξουν στο αντίθετο του προσδοκώμε- νου αποτέλεσμα, Γ. Παπαδογιάννης, 2012), οδήγησε και στη μαθηματικοποίηση της οικονομίας και στην απεριόριστη διεύρυνση της έννοιας σε σχέση με την προαναφερθείσα, πρώτη - αρχαιοελληνική επιστημολογική ετυμολογία, που την αφυδατώνει. Τις επιπτώσεις και την αποτυχία του δεύτερου αυτού ορισμού και του (νεοκλασικού) υποδείγματος «ανάπττυξης»-μεγέ- θυνσης που το συνόδευσε παρατηρούμε και υφιστάμεθα στη σημερινή κρίση, που ξεκίνησε το 2008.
Από την άλλη, έχει διατυπωθεί και η άποψη πως ο όρος κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία δεν αποτελεί επεξεργασμένη επιστημονική έννοια, αλλά όρο της πρακτικής γνώσης (Κ. Χα- ραλάμπους, 2001 ). Στην ουσία, δηλαδή, για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία ισχύει πολύ περισσότερο από αλλού το «οι λέξεις είναι πράξεις» (Βιτγκενστάιν). Τούτο, υπό την έννοια, ιδίως, ότι αυτή (η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία) αναγνωρίζεται από σειρά πρακτικών (ταυτίζεται με αυτές), αλλά και

96 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
υπό την έννοια όχι δίνει νόημα σε αυτές (τις νοηματοδοτεί και τις αξιοδοτεί). Με άλλα λόγια, πρόκειται για «[...] πράξεις [που] ανασταίνονται πάνω στις λέξεις» (Σπ. Λ. Βρεττός, 1999).
Όπως συχνά υποστηρίζεται, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία προκύπτει από το συντονισμό και τη συνάρθρωση ανάμεσα σε ένα κίνημα ή μία κίνηση σκέψης (ουτοπίες) για μη βίαιη αλλαγή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, και ένα κίνημα ή μία κίνηση πρακτικών, μέσω της δημιουργίας μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων ή ενώσεων ή οργανισμών στην υπηρεσία των αναγκών των ανθρώπων. Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία αποτελεί έτσι την πιο ενσυνείδητη εκδοχή του κοινωνικού αντικειμένου της οικονομίας, μέσω του επαναπροσδιορισμού και της επαναξιοδότησης της (νεοκλασικής) έννοιας της χρησιμότητας-ωφελιμότητας (μέσω της οποίας προσδιορίζεται, σύμφωνα με τους νεοκλασικούς, και η αξία), πέρα από τη (στενή) οικονομικο-ανταλλακτική (διότι, και ο αρτοποιός που ξυπνά χαράματα για να παρασκευάσει και να διανείμει το ψωμί, παράγει χρήσιμο έργο, Ph. Frémeaux, 2011 α, σ. 74, και A. Caillé, 2011 σ. 105), πέρα από κάθε είδους ποσοτικοποιημένου reporting (βλ. σημ. 63) ή benchmarking, που συνιστά -στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού- τον νέο λόγο ύπαρξης του κόσμου (raison du monde) και οτο οποίο δύσκολα υπάρχει χώρος για χαρισπκότητα, συμβιωτικότητα και για κοινωνική/αλληλέγγυα οικονομία.
Επομένως, πρόκειται για μια ιδεολογική και πρακτική προσπάθεια (όχι όμως και θεωρητική) να συλληφθεί διαφορετικά η σχέση ανθρώπου και οικονομίας, ακόμα και πέρα από τον καπιταλισμό ή και το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, στη βάση της συλλογικότητας, της ισότητας, της αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας (réciprocité). Πρόκειται για παλιά πρακτική, η οποία ανάγεται στην «αλληλεγγυίστικη σκέψη» από τα τέλη του

ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ 97
19ου αιώνα (S. Audier, 2010). Πρακτική που επανανακαλύ- φθηκε πρόσφατα με διάφορες παραλλαγές, μερικές από τις οποίες δεν είναι απαλλαγμένες από την κριτική της απεμπόλησης της αρχικής και νομιμοποιημένης ιστορικής ιδεολογίας (τι χρησιμεύει μια νέα έννοια -η «αλληλέγγυα οικονομία»- αφού υπάρχει ήδη η κλασική κοινωνική οικονομία των συνεταιρισμών κ.λπ.) αλλά και της γενικότερης αριστερής και ανπσυστημικής κριτικής71. Μιας ριζοσπαστικής κριτικής που επικεντρώνει τα πυρά της με διατύπωση αιτιάσεων αφενός περί «σωσιβίου» του συστήματος και «μπαλώματος» ανάγκης, με μειωμένο διαχειριστικό κόστος του κοινωνικού προβλήματος, και, αφετέρου, αναφορικά με την αδυναμία εκείνης να συστήσει παραπέρα, ως εναλλακτική οικονομία, ένα χειραφετητικό, αντισυστημικό πρό- ταγμα ατομικής και συλλογικής αυτονομίας.
Πάντως, συμπερασματικά, και σε γενικότερο ιδεοτυπικό πολιτικό επίπεδο (A. Caillé, 2011, σ. 73 κ.ε.) η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία προσπαθεί να υπερβεί τις ιδεολογίες της μοντερνικότητας (φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός, αναρχισμός, κομμουνισμός), οι οποίες βασίζονταν, σε επίπεδο αρχών, στη χρησιμοθηρική αναπαράσταση και, ειδικότερα, στην αέναη αύξηση της υλικής παραγωγής και τεχνικ ή ς π ρ ο ό δ ο υ («της ανά
πτυξης τω ν παραγωγικών δυνάμεων»), έχοντας στο επίκεντρο, όπως ήδη αναφέρθηκε, τον homo œconomicus (ακόμα κι αν καθεμιά από αυτές τις ιδεολογίες επέφερε και μερικές αποχρώσεις στο στάτους του). Η δημοκρατία εθεωρείτο μέσο και όχι σκοπός, σε αντίθεση με τις επιδιώξεις της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, η οποία προσπαθεί, επίσης, να υπερβεί την τυπική μορφοποίηση-πλαίσιο και την υλοποίηση της δημοκρατίας. Ριζοσπαστικοποιώντας δηλαδή το δημοκρατικό ιδεώ
71 Βλ. κεφάλαιο «Η κριτική της κοινωνικής.. », σ. 100.

98 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
δες (A. Caillé, 2011, σ. 73 κ.ε.) είτε στην κατάφασή του (φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός) είτε στην άρνηση - κριτική του (αναρχισμός, κομμουνισμός), αποβλέπει κυρίως στο επίπεδο του έθνους-κράτους. Ενώ λοιπόν αποτελεί συνέχεια της αναζήτησης της ισορροπίας των δύο πρώτων (φιλελευθερισμού, σοσιαλισμού), η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία ενσωματώνει επίσης τον ενωσισμό, την αυτοδιαχείριση και την ισότητα που διεκδικούσαν σι δύο άλλες ιδεολογίες, ενώ ταυτόχρονα, όπως προαναφέραμε, τείνει να εγγράφεται πέρα από τη μεγέθυνση και το κράτος-έθνος. Έτσι επιδιώκεται μια αναζωογόνηση και επα- ναδιατύπωση του δημοκρατικού ιδεώδους. Βέβαια, όπως οι τέσσερις ιδεολογίες της μοντερνικότητας είχαν τις παραλλαγές τους, το ίδιο συμβαίνει και με την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία.
Κατά συνέπεια, τα επιστημολογικά ερωτήματα σχετικά με μια αόριστη ή διφορούμενη ή ακόμα και κενή, κατ’ άλλους, (θεωρητική) έννοια [πώς συνδέονται ή τι κοινό έχουν μεταξύ τους όλες αυτές οι ποικιλόμορφες πρακτικές, άτυπες ή θεσμοποι- ημένες, ή τι τελικά μπαίνει στο καλάθι της εναλλακτικής αυτής οικονομίας από τον τρίτο τομέα, ποια τα σύνορα αυτής της οικονομίας με την παρα(υπόγεια)οικονομία, τη μεικτή οικονομία ή, τελευταία, την κοινωνική οικονομία της αγοράς;] φαίνονται περιττά ή «πολυτέλειες θεωρητικών» (A. Caillé, 2005, σ. 201) μπροστά στις βασικές, πολλές φορές, ανάγκες που καλείται η έννοια αυτή να αποτυπώσει. Για τον τελευταίο αυτό λόγο, «anything goes» (κατά τον P. Fayerabend) «και το ερώτημα τι είναι πραγματικά αυτό το τρίτο φαινόμενο της οικονομίας είναι τόσο ανώφελο και περιττό όσο το ερώτημα τι είναι πραγματικά επιστήμη» (A. Caillé, 2005, σ. 201).
Όμως, παρ’ όλα αυτά, αναγνωρίζεται ότι μια εννοιολογική οριοθέτηση και αποσαφήνιση θα πρέπει να θεωρείται μάλλον

ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ 9 9
αναγκαία, ιδιαίτερα βέβαια στον τομέα της κοινωνικής και της αλληλέγγυας, ειδικότερα, οικονομίας, και να αφορά τόσο στο πεδίο εφαρμογής όσο και στους λόγους παρέμβασης μέσω των οποίων αυτή τελικά αξιοδοτείται. Έτσι, η διάκριση ανάμεσα στην οικονομία αυτή και στην εμπορευματική οικονομία ενσαρκώνει και το πραγματικό νόημα της επιστήμης: η πρώτη εκφράζει μια ποιοτική, μη ποσοτικοποιήσιμη (μη μετρήσιμη) κανονικότητα, άμεσα συνταυτισμένη με τη βιωμένη σχέση και την «πρωτεύουσα» ιδιότητα των πραγμάτων (όχι δηλαδή την αφηρημένη όψη αυτών), ενώ στη δεύτερη η ουσία του πράγματος ανάγεται στην ανταλλακτική του αξία, η οποία σταδιακά απορροφά όλες τις ποιοτικές αξίες (Φ. Τερζάκης, 2012, σ. 26-27).

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ
Η κριτική που γίνεται, κυρίως από όλο το φάσμα της αριστερός (ριζοσπαστικής/αντισυστημικής, μεταρρυθμιστικής/αναθεωρη- τικής), στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία αποτυπώνε- ται στις αντιφάσεις και στα εγγενή αδιέξοδα που συνοδεύουν την πολυπλοκότητα και πολυμορφία του εγχειρήματος. Τούτο, στο βαθμό που επιχειρεί να συνδυάσει (ή να συνενώσει) πολιτικό πρό- ταγμα (την εναλλακτικότητα, απλή ή υποκαταστατική - ριζοσπα- στική/ανπσυστημική, με άλλα λόγια το ουτοπικό - συμβολικό της στοιχείο) και οικονομικές πρωτοβουλίες, πειραματισμούς και δράσεις. Αφού δεν εγγράφεται και δεν διεκδικεί m βίαιη αλλαγή της κοινωνίας, υιοθετεί ένα προσίδιο (αμεσο-συμμετοχικό) δημοκρατικό πλαίσιο, αλλά, ταυτόχρονα, υπόκειται και στους κατα- ναγκασμούςτου ισχύοντοςοικονομικού συστήματος. Έτσι, πολλές φορές «πατάει σε δύο βάρκες», με διπλή ρητορική και με διάσταση θεωρίας (μάλλον αρχών) και πράξης (Ε. Dacheux - D. Goujon, 2011, σ. 184). Ένα άλλο οξύμωρο βλέπουν ορισμένοι (Γρ. Λιονής, 2011, σ. 101 ) στην προσπάθεια να εμφανισθεί το πεδίο της κοινωνικής οικονομίας ως μοχλός περιορισμού (ένεκα του «κοινωνικού χαρακτήρα» των δραστηριοτήτων της) της επίδρασης του κεφαλαίου. Τούτο, στο βαθμό που το κεφάλαιο φέρεται72
72 Ό π ω ς υποστηρίζουν οι εκφραστές αυτής της κριτικής «...το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση, η δράση και ο έλεγχός του αφορούν όχι μόνο την ξεχωριστή

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 101
«...από τη μια να μην ελέγχει την επιχειρηματική δραστηριότητα και από την άλλη να μην καρπώνεται τα όποια κέρδη» (Γρ. Λιο- νής, 2011, σ. 101).
Βέβαια, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία εμπεδώνεται, μέσα από δοκιμές και λάθη και αλλεπάλληλες παλινδρομήσεις, ανάμεσα στο ουτοπικό της σχέδιο και στην πραγματικότητα του πεδίου (Ε. Dacheux - D. Goujon, 2011) και φυσικά, όπως συμβαίνει άλλωστε με κάθε ουτοπία, είναι και το σχέδιο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας ατελές.
Δύο είναι κυρίως οι κριτικές που απευθύνονται στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία: μία θεωρητικής φύσεως και μία εμπειρικής (Ε. Dacheux - D. Goujon, 2011, σ. 189). Μέσα από αυτές διαπιστώνεται ότι το τρίτο οικονομικό φαινόμενο, στο σύνολό του, δεν συνιστά μια Εναλλακτική (με ε κεφαλαίο) πολιτική λύση στον καπιταλισμό (Ph. Frémeaux, 2010, A lte m .
É conom . no 288/2010),73 αλλά μια μορφή αντίστασης (ή «σχολείου» δημοκρατίας και κοινωνικού πειραματισμού) στη λογική του συστήματος, και μια απόπειρα νέας ρύθμισης. Με άλλα λόγια, μέσα από πολυποίκιλες πρωτοβουλίες, συμβάλλει στη διαρκή μεταρρύθμιση της κοινωνίας (και του συστήματος), εξαν- θρωπίζοντας και δημοκρατικοποιώντας την οικονομία [μέσω αμεσο-συμμετοχικών δημοκρατικών διαδικασιών αλλά, κυρίως, όπως επισημαίνει ο Ph. Frémeaux (2011 α, σ. 76), εισάγο- ντας πληθυντικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής] και, πάντως, δεν συνιστά, σύμφωνα με την ανπσυστημική κριτική, ένα
επιχείρηση αλλά ίο σύνολο της καπιταλιστικής οικονομίας» (Γρ. Λιονής, 2011, σ. 101). Εξάλλου, κατ’ αυτούς «...στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνικός σκοπός μέσα στον καπιταλισμό που να μην εξυπηρετεί την αναπαραγωγή του κεφαλαίου» (Γρ. Λιονής, 2011, σ. 116).
73 Αυτή η κριτική γίνεται και από ανησυστημικά ρεύματα, όπω ς η αποανά- πτυξη και η περιεκτική δημοκρατία (βλ. επόμενη σημείωση).

102 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
χειραφετητικό πρόταγμα ατομικής και συλλογικής αυτονομίας για μια νέα οργάνωση της κοινωνίας74, εκτός κι αν θεωρηθεί ως (ή σαν) πρόπλασμα αυτής.
α. Από θεωρητική άποψη, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία επικρίνεται αφενός για το ευρύ και ετερογενές εννοιολογι- κό/περιεχομενικό της πεδίο, που περιλαμβάνει εναλλακτικές και μη εναλλακτικές πρωτοβουλίες, και, αφετέρου, για το ότι εγγράφεται στην «πληθυντική» οικονομία, με αρκετά θαμπό ρόλο σε σχέση με την εμηορευματική και δημόσια οικονομία και, αντίστοιχα, σε σχέση με την αγορά και το κράτος ως εργαλείων της σοσιαλφιλελεύθερης ενσωμάτωσης (βλ. αμέσως
74 Η αντισυστπμική κριτική προέρχεται, κυρίως, από το ρεύμα της αποανά- πτυξης/απομεγέθυνσπς (Latouche κ.ά.) και από ίο ρεύμα της περιεκτικής δημοκρατίας (Φωτόπουλος). Η κριτική αυτή επικεντρώνεται κατά βάση στο ότι η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία δεν αμφισβητεί τους δύο πυλώ νες του ιοχύοντος συστήματος, της αντιπροσωπευτικής - κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και το σύστημα της οικονομίαςτης αγοράς. Ιδίως για το ρεύμα τηςαπομεγέθυνσης, οι οικονομικές «επιπτώσεις» του κινήματοςτου τρίτου οικονομικού φαινομένου - ένα «αλληλέγγυο μέρος του οποίου εντάσσεται οτο ευρύ πεδίο της φιλανθρωπίας (δίκτυα ανταλλαγών, εναλλακτικά νομίσματα, κοινοτικοί - οικογενειακοί κήποι» κ.λπ„ S. Latouche - D. Harpages, 2010, σ. 123)- είναι προβληματικές (Σ. Λατοΰς, 2008, σ. 245-246). Το κίνημα αυτό και οι επιχειρήσεις του δεν αφίστανται του φαν- τασιακού της οικονομίας και δεν εναντιώνονται στην απο-αποικιοποίηση αυτής, αντίθετα την ενισχύουν και τελικά οδηγούνται στην εξαφάνιση, ή στη συγχώνευση με το κυρίαρχο σύστημα. Για τον Λατούς, ακόμα κι όταν βρίσκονται στο περιθώριο της αγοράς, ξαναπέφτουν στην πεπατημένπ του κόσμου του εμπορεύματος, λόγω ακριβώς της έλλειψης ενός εκ των βάθρων της απο-αποικιοποίησης του παραπάνω φαντασιακού (Σ. Λατούς, 2008, σ. 246). Με λίγα λόγια, το «νεφέλωμα» της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας δεν ταυτίζεται με ένα άλλο φαντασιακό, ένα άλλο πολιτικό σχέδιο που απαιτεί νέους συμμετοχικο-δημοκραπκούς (άμεσους ή μεικτούς) θεσμούς. Γ ία τον Φωτόπουλο (υποστηρικτή, αντίθετα προς τον Λατούς της άμεσης δημοκρατίας) μόνο τα διάφορα σχήματα τοπικών ανταλλαγών (lets - Sel) μπορούν να συστήσουν ένα τέτοιο πρόταγμα με βάση έναν (νέο) τοπικό δήμο (Τ. Φωτόπουλος, 2007, σ. 507).

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 103
παρακάτω). Σε αυτό το πεδίο, το θεωρητικό, αμφισβητείται η έννοια της κοινωνικής χρησιμότητας-ωφελιμότητας ως αποκλειστικού χαρακτηριστικού κριτηρίου του τρίτου τομέα. Πιο συγκεκριμένα, τίθεται το ερώτημα γιατί να μην αναγνωρίζεται, παρά τις ανεπάρκειές της, η αντίστοιχη κοινωνική χρησιμότητα της δημόσιας μη εμπορευματικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της αναδιανεμητικής αρχής, παρά τις ανεπάρκειές της (Ατ- tac, 2006, σ. 126-127), ή ακόμα και εκείνη της ιδιωτικής - εμπορευματικής (Ph. Frémeaux, 201 Ια, σ. 74-76).
β. Η εμπειρική κριτική αφορά στην εργαλειοποίηση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, στο όπ δηλαδή αυτή χρησιμοποιείται (κυρίως οι ενώσεις και οι διάφορες κοινωνικές επιχειρήσεις) ως «σωσίβιο» του συστήματος και «μπάλωμα» ανάγκης -στη θέση του κράτους ή των ΟΤΑ- με μειωμένο διαχειριστικό κόστος του εκάστοτε κοινωνικού προβλήματος: προσπαθεί, με μείωση μόνιμων θέσεων υπαλλήλων, να καταπολεμήσει την εκπτώχευση και τον αποκλεισμό με μη σταθερές/επισφαλείς και μη βιώσιμες (ανειδίκευτες και χρηματοδοτικά συνεχώς εξαρτώμενες) θέσεις εργασίας (ευρωπαϊκά προγράμματα). Γενικότερα, ο τρίτος τομέας χρησιμεύει, ως δούρειος ίππος, για την εξάρθρωση της κοινωνικής προστασίας από το κράτος πρόνοιας, αλλά έρχεται και σε ανταγωνισμό με ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενσωματώνοντας αναπόφευκτα την εμπορευματική λογική.
Επιπλέον, σε μια σταδιακή παραμόρφωση της καταστατικής- αξιακής φυσιογνωμίας, που άρχισε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα από τη δεκαετία του '70, πολλές από τις μορφές της «κλασικής» κοινωνικής οικονομίας, όπως συνεταιριστικές και αλληλοβοηθητικές (mutuelles) επιχειρήσεις (π.χ., ο ισπανικός συνεταιριστικός όμιλος Mondragon, η γαλλική συ

104 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
νεταιριστική τράπεζα Crédit Agricole, η αλληλοβηθηπκή Maif κ.ά.). Τούτο μάλιστα, στο βαθμό που οι μορφές αυτές κοινωνικής οικονομίας εμφανίζονται (ίσως και ένεκα της επιτυχίας που γνωρίζουν) να είναι πλέον πλήρως (ή σχεδόν) ενσωματωμένες στο συστημα-«παιχνίδι» της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού, όμοια με τις αντίστοιχες ιδιωτικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Μάλιστα, ακόμα κι εκεί όπου παρόμοιες επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας επιτυγχάνουν (για παράδειγμα στον χρηματοπιστωτικό τομέα των τραπεζών και των ασφαλειών, συνεταιρισμοί, αλληλοασφαλιστικά ταμεία), τείνουν ή αναγκάζονται, όπως έχει ήδη αναφερθεί, να ομοιομορφοποιηθούν (J. Moreau, 1982 και Cl. Vienney, 2008, σ. 173-177). Αναγκάζονται δηλαδή να υιοθετήσουν τους κανόνες του κυρίαρχου συστήματος (διαχειριστική αντίληψη της διοίκησης, μεγάλη διαφορά στους μισθούς, μείωση της συμμετοχής των εκλεγμένων και των εταίρων, παραγωγή όμοιων προϊόντων), μέχρι σημείου να μη διακρίνονται από τις άλλες (δηλαδή τις κερδοσκοπικές) μορφές του ίδιου τομέα (A ltem . É conom . 281/2009, και 288/2010)75. Τέτοιες δε επιχειρήσεις έχουν την τάση -όπω ς και οι αντίστοιχες κερδοσκοπικές/κεφαλαιοκρατικές (και για να ανταγωνισθούν αυτές)- να διεθνοποιούνται, ιδρύοντας θυγατρικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό (όχι όμως συνεταιριστικές)76. Ειδικά για τους συ
75 Ειδικότερη κριτική ασκείται για πολλούς συνεταιριστικούς και αλληλοα- σφαλισυκούς οργανισμούς στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στο βαθμό που παρα- τηρείται στους οργανισμούς αυτούς μια ανισορροπία αποταμίευσης και πίστωσης (ο αριθμός των αποταμιευτών είναι μεγαλύτερος των δανειζόμενων), αντίστοιχη προς εκείνη των κοινών κεφαλαιοκρατικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (J.M. Servet, 2010, σ. 210-211).
76 Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Fagor, που είναι το βασικό μέλος του συνεταιριστικού ομίλου M ondragon, ο οποίος περιλαμβάνει σήμερα 270 οργανισμούς και επιχειρήσεις στον τομέα της βιομηχανίας και της διανομής, αλλά και της κτηνοτροφίας, της αλιείας και στον τραπεζικό τομέα, με πάνω από 90.000

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 105
νεταιρισμούς, η έντονη κριτική εστιάζεται στην απεμπόληση του αρχικού συνεταιριστικού μοντέλου, στην τάση να αποκρύπτονται οι εσωτερικές συγκρούσεις στελεχών και μισθωτών, καθώς και στην απέχθεια για κάθε είδους ρίσκο και καινοτομία) (P. Durance, 2011).
Δεν είναι, επομένως, ανεξήγητο π ο υ ο ι ποικίλες (και διευ- ρυνόμενες ως προς τις θεσμοποιημένες εκδοχές) διαστάσεις του φαινομένου έχουν δημιουργήσει συνθήκες τέτοιες, οι οποίες επιτρέπουν την εκμετάλλευση του θεσμικού οπλοστασίου της κοινωνικής οικονομίας στην κατεύθυνση της σοσιαλφιλελεύθε- ρης ενσωμάτωσης. Η ενσωμάτωση αυτή έγινε (και γίνεται, όπως ήδη έχει αναφερθεί) με δύο μοχλούς (J. Moreau, 1982, σ. 51): ο ένας ήταν (και είναι) η αγορά και ο άλλος το κράτος. Έτσι, οι οργανώσεις της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας δυσκολεύονται να διακριθούν-διαφοροποιηθούν από τους άλλους οικονομικούς και κοινωνικούς δρώντες, καθώς, είτε εντασσόμενες στην αγορά υφίστανται τους περιορισμούς της, είτε καθίστανται
μισθωτούς, έκτω ν οποίων τα δύο τρίτα συνεταιριστές (Altem. Écon. no 291/2010- Ph. Durance, 2011, ο οποίος, μέσα από το παράδειγμα της M ondragon, απορρίπτει την κριτική που απευθύνεται στους συνεταιρισμούς, καθώς εκτιμά π ω ς δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αναπόφευκτη κίνηση προσαρμογής σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, διαμορφωμένο από τις ηγεμονεύουσες καπιταλιστικές επιχειρήσεις). Οι ενλόγω επιχειρήσεις, όπως και αρκετές κοινωνικές επιχειρήσεις, λειτουργούν με καπιταλιστικά πρότυπα και κανόνες, χωρίς δηλαδή πάντα τους αξια- κούς συνεταιριστικούς και δημοκρατικούς κανόνες (με τους οποίους όμως, παρα- δόξως, σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί η μητρική επιχείρηση, C. Dorival, 2005), με συνέπεια την απώλεια κάθε πηγής εναλλακτικότητας. Τούτο μάλιστα, αναφορικά γενικότερα με το συνεταιριστικό κίνημα, το είχε επισημάνει και ο Κροπότκιν, τονίζοντας πως, αρχικά, ενώ είχε ουσιαστικά αλληλοβοηθητικό χαρακτήρα, αυτός εκ- φυλίσθηκε σε μετοχική κεφαλαιοκρατία ευνοώνταςτον συνεταιριστικό εγωισμό (Μ. Μπούμπερ, 2000, σ. 57). Επίσης ο Μαρξ, ενώ χαιρέτιζε αρχικά τους εργατικούς συνεταιρισμούς, στη συνέχεια αναγνώριζε τους καθημερινούς δομικούς καταναγκασμούς του συστήματος με τους οποίους αυτοί έρχονταν αντιμέτωποι (Σ. Αδάμ, 2012, όπου και η σχετική ιδεολογική αντιπαράθεση του Μαρξ με τον Προυντόν).

106 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
στενά συνδεδεμένες με το κράτος (κρατικός κορπορατισμός, Ph. Frémeaux, 201 Ια, σ. 76).
Τη σημαντικότερη όμως απειλή (εκτός από τον κρατοτροπι- σμό και την «αγοραποίηση» - marketisation) για το μέλλον της κοινωνικής οικονομίας συνιστά η προσπάθεια συρρίκνωσης του περιεχομένου της, είτε (όπως και η D. Demoustier υποστηρίζει) μέσω της απόπειρας «εργαλειοποίησης» των διαφόρων ενώσεων (βλ. παραπάνω) που δραστηριοποιούνται στον αγώνα κατά της ανεργίας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού (Σ. Αδάμ - X. Παπαθεοδώρου, 2010), είτε με το διαχωρισμό της οικονομικής (που ακολουθεί τους κανόνες του ανταγωνισμού) από την κοινωνική δράση. Οι αντιλήψεις αυτές τείνουν να εκτρέφουν το όλο εγχείρημα στην κατεύθυνση της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» και του ανταγωνισμού.
Η τάση αυτή εντάθηκε με το (ιδιαίτερα) προωθούμενο από το 1989 μοντέλο του Rineland77. Σε τελευταία ανάλυση, έχουμε σε εξέλιξη ένα σχέδιο που επιχειρεί -και προς το παρόν τουλάχιστον δείχνει να πετυχαίνει- να συγκαλύψει ή να εξωραΐσει78 τον νεοφιλελεύθερο (καταστατικό) προσανατολισμό79 της ευρω
77 Το μονιελο αυιό m s κοινωνικής οικονομίαςιης αγοράςταυτίξεται, σήμερα πλέον, με mv εμπορευματοποίηση του κοινωνικού χώρου (D. Cohn-Bendit, 2010, σ. 62).
78 Μια ιέιοια προσπάθεια εξωραϊσμού συνιστά και η αντίληψη των S. Gabriel, P. Steinbrueck, F.-W. Steinm eier (2012).
79 Έ ναν προσανατολισμό, πάντως, που δύσκολα θα γινόταν ανεκτός ακόμα και από τους θιασώτες του O rdoliberalism us (της μεταπολεμικής γερμανικής εκδοχής του νεο-φιλελευθερισμού, κύριο ιδεολογικό στοιχείο της οποίας υπήρξε η κοινωνική οικονομία της αγοράς - soziale M arktw irtschaft, Ν. Μαριάς, 2010· Τ. Νικολόπουλος - Δ. Καπογιάννης, 2011). Ό μως, ο συντηρητικός φιλελευθερισμός του O rdoliberalism us, που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’30 από τον W. Euck- en, βασίστηκε στην αντίληψη της αγοράς με τη λογική του ανταγωνισμού και της αποτελεσματικότητας και, αναπόφευκτα, της ανισότητας [η αγορά ισοδυναμεί με ανταγωνισμό, «φυσικοποιώντας το κοινωνικό», σύμφωνα με τον εξελικτικό βιο- λογισμό του Σπένσερτον 19ο αιώνα. Βλ. κριτική του M. Sahlins (1997)1. Η λει-

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 107
παϊκής πορείας. Στην πραγματικότητα όμως, δεν καταφέρνει να άρει τη διπλή αντίφαση που η λεγάμενη «κοινωνική οικονομία της αγοράς» εμπεριέχει. Τούτο, στο βαθμό που η τελευταία αφενός παραπέμπει στην κλασική κοινωνική οικονομία (του τρίτου τομέα, η οποία όμως δεν ταυτίζεται με την οικονομία της αγοράς και του ανταγωνισμού), και, αφετέρου, δημιουργεί την εντύπωση ότι η κοινωνική οικονομία δεν μπορεί παρά να είναι αναπόσπαστο μέρος του συστήματος της οικονομίας αγοράς (και του ανταγωνισμού), δημιουργώντας «τεχνητά» τον λογικό συνειρμό ότι, σήμερα τουλάχιστον, δεν νοείται κοινωνική οικονομία εκτός αυτού του συστήματος.
ιουργία ίου κράτους δεν συνίσταιαι στην αναδιανομή του πλούτου ή στην παρέμβασή του στην οικονομία, αλλά αποκλειστικά στη θέσπιση των κανόνων και στην επιβολή της τήρησής των. Προς τούτο, ασκεί όχι μόνο αυστηρή δημοσιονομική εποπτεία (θέσπιση αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων σχεδόν αυτόματων και αντιδημοκρατικών, βλ. παρακάτω το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας στην ΕΕ), αλλά και εποπτεία εκτεινόμενη ακόμα και στην πειθάρχηση των πολιτών για την «αποδοχή» του νέου δόγματος. Πρόκειται για μια (νέα) ορθολογικό- τητα (νέο δηλαδή, κατά τον Φουκό, τρόπο διακυβέρνησης αλλά και άσκησης βιο- πολιτικής εξουσίας ). Οι ρίζες του φαινομένου ανάγονται στην Ευρώπη της δεκαετίας του '30, ενώ αυτό επανακάμπτει ω ς φιλελεύθερο ρεύμα που «απαντά» στην κρίση του κεϋνσιανισμού (και ιη διαδέχεται), διατρέχοντας όλο το καταστατικό εγχείρημα του ευρωπαϊκού μορφώματος (το οποίο έτσι, βεβαίως, δεν έχει καμία αγγλοσαξονική νεοφιλελεύθερη καταγωγή) από τη δεκαετία του ’50 («αρχή του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού», σύμφωνα με τη Συνθήκη της Ρώμης και, πρόσφατα, με το γερμανικής εμπνεύσεως «δημοσιονομικό σύμφωνο σταθερότητας, συντονισμού και διακυβέρνησης»), Βλ. συνέντευξη των P. Dardot και Chr. Laval στην εφημερίδα Liberation, 19.2.2009, μεταφρασμένη από τον Ν. Σε- βαστάκη (και με δικό του σχόλιο) στην εφημερίδα Κυριακάτικη Αογή, «Ενθέμα- τα», 20.2.2011, σ. 33. Προσθ., P. Dardot - Chr. Laval (2010). Για διαφορετικά και ετερόκλιτα ρεύματα του νεοφιλελευθερισμού (άλλα με βάση τον ρυθμιστικό ρόλο στο κράτος και άλλα με βάση στην κοινωνική οικονομία, π.χ., Β. Lavergne) κάνει λόγο ο S. A udier (2012) αναλύοντας το «ιδρυτικό συνέδριο» του νεοφιλελευθερισμού του Αμερικανού φιλελεύθερου W. L ippm an το 1938, την ίδρυση της εταιρίας M ont-Pèlerin το 1947 από τον Fr. Hayek (μεταξύ άλλων) στο Παρίσι, και το συνέδριο της Οστάνδης το 1957.

108 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Συμπερασματικά, αυτό που πρέπει να γίνει φανερό είναι το πόσο αναγκαία είναι η επινόηση ενός άλλου διακριτού μοντέλου, το οποίο θα τείνει ν’ αμφισβητεί ολιστικά και να υπονομεύει το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και σε αυτό της διανομής και της κατανάλωσης (αλλά επίσης στο, ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα, χρηματοπιστωτικό πεδίο) μέσω εναλλακτικών, κυρίως συνεργατικών και αλληλοβοηθητικών, θεσμών και δικτύων80. Αυτό όμως προϋποθέτει νέα πολιτικά και οικονομικά υποκείμενα. Υποκείμενα που θα έχουν πεισθεί γι’ αυτή την αναγκαιότητα (Ε. Τσακαλώτος, 2010). Και δεν θα πεισθούν γ ι’ αυτή την αναγκαιότητα παρά μόνο εάν στραφούν προς νέους συλλογικούς προσανατολισμούς, τους οποίους θα εμπνέει ένα συγκροτημένο
80 Γ ία τον Rifkin (2001 ), σήμερα, τα πόσης φύσεως δίκτυα συγκροτούν μια νέα, μετα-αγοραία, κατάσταση, που σηματοδοτεί μια θεμελιακού χαρακτήρα αλλαγή, συγκρίσιμη με αυτή που επέφερε ο ηλεκτρισμός. Η αλλαγή αυτή αντανακλά την κίνηση των διαδικασιών για έναν ριζικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού: το πέρασμα από τη γεωγραφία (που ταυτίστηκε με το εμπόριο εδώ και δέκα χιλιάδες χρόνια) στον κυβερνοχώρο. Στα δίκτυα, σε αντίθεση με το χώρο των αγορών όπου, στο πλαίσιο ενός αφηρημένου μηχανισμού ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης, συναντώνται, σύμφωνα με τη θεωρία του laissez-faire, πωλητές και αγοραστές, προμηθευτές και χρήστες, πάροχοι και πελάτες. Επιπλέον, το κόστος συναλλαγής εκμηδενίζεται και συνεπώς και οι αγορές, διότι δεν υπάρχει περιθώριο κέρδους και το θεσμικό οικοδόμημα το συναρτημένο μ’ αυτές καθίσταται, θα προσθέταμε, δυσλειτουργικό. Επομένως, μπορεί να νοηθεί εμπορευματική δραστηριότητα ερήμην των αγορών (A. Hatchuel - Ο. Faveraeau - F. Aggeri, 2010) Η ιδιοκτησία βέβαια υπάρχει στα χέρια του παραγωγού, αλλά δεν υπάρχει μεταβίβαση αυτής στο χώρο· μόνο πρόσβαση των χρηστών-ηελατών με διάφορους τρόπους (συνδρομή, ενοικίαση κ.ά.). Το παράδειγμα των αγροτών που εξαρτώνται (με άδειες χρήσης) από τους σπόρους (γενετικά μεταλλαγμένους) της M onsanto και της Novartis είναι χαρακτηριστικό (δεν υπάρχει πωλητής- αγοραστής, ούτε μεταβίβαση αγαθού), ή της N apster (η οποία δεν πουλά CD, αλλά συνδρομές πρόσβασης για ορισμένο χρόνο). Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο (2005, σ. 315), σι συνθήκες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης ωθούν (ως αντίδοτο και ανάχωμα, θα λέγαμε) σ' ένα νέο δικτυακό και συνεργατικό μοντέλο (και με πολιτικές προεκτάσεις).

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 109
ριζοσπαστικό πολιτικό-οικονομικό σχέδιο. Σχέδιο που θα είναι «ανταγωνιστικό» προς τα υπάρχοντα, αλλά και θα εγγράφεται σ’ ένα από τα εμπλουτισμένα εναλλακτικά μετα-καπιταλισπκά (και μετα-αγοραμεγεθυνσικά) προτάγματα. Διαφορετικά, χωρίς την παραπάνω αντιπαράθεση με την αγορακεντρική-μεγεθυνσιακή οικονομία, σε μια εποχή νεοφιλελεύθερης παν-αγοραποίησης, κάθε προσπάθεια παραχώρησης λειτουργιών ή υπηρεσιών του δημόσιου χώρου στον κοινό χώρο -κυρίως δηλαδή σε «εκ των κάτω» τοπικές πρωτοβουλίες των πολιτών- διατρέχει τον κίνδυνο να λειτουργεί διευκολυντικά για τη νεοφιλελεύθερη επέκταση και να συμβάλλει στη διάλυση υπηρεσιών, όπως οι προαναφερ- θείσες, που αποτελούν υποχρέωση του κράτους (πρόνοιας).
Όπως και να ’χει, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία μπορεί να αναζωογονήσει και να οξυγονώσει την αυτοπεποίθηση και την πίστη σε διευρυμένες -«προ-προταγματικού» χαρακτήρα- δυνατότητες των δρώντων υποκειμένων, η οποία έχει κλονισθεί, αν όχι νεκρωθεί (ή, στην καλύτερη περίπτωση, τελεί «εν υπνώσει»), σε συνθήκες κρίσης ωσάν αυτές που βιώνουμε.81
81 Β λ και κεφάλαιο «Τα επιστημολογικού τύπου ερωτήματα», σ. 88.

ΣΥΝΟΨΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ανακεφαλαιωτικά, το τρίτο οικονομικό φαινόμενο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας γνώρισε διαδοχικές εννοιολο- γικές μετακινήσεις, που ακολούθησαν τις φάσεις της μορφικής εξέλιξής του.
Πράγματι, μπορούμε να διακρίνουμε στη «μακρά διάρκεια» δύο μεγάλες ιστορικές φάσεις εξέλιξης του τρίτου οικονομικού φαινομένου. Κατά την πρώτη φάση -«κλασική-ιστορική»- θεσμικής μορφοποίησης και κρυστάλλωσης ( 19ος έως τα μέσα του 20ού αιώνα), αναδύεται μια σειρά θεσμικών μορφωμάτων με έντονα αξιακά και οραματιστικά χαρακτηριστικά, τα οποία, αν τα τυποποιήσουμε, φαίνονται εντάξιμα σε τρία μοντέλα πρακτικών (ως ένα βαθμό θεσμοποιημένων ή και, αργότερα, θεσμοθετημένων), που εμφανίσθηκαν σε διάφορες χώρες. Αξίζει πάντως να αναφερθεί πως ήδη από αυτή τη φάση (κυρίως όμως κατά την υποπερίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας (ιδίως οι αγροτικοί συνεταιρισμοί και οι συνεταιριστικές τράπεζες, καθώς και τα αυτοδιαχειριζόμενα ταμεία ασφάλισης) σταδιακά αρχίζουν να ενσωματώνονται στην κυρίαρχη λογική της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού και να ομοιομορφοποιούνται σ’ ένα ετερόκλιτο σύνολο με τις κυρίαρχες θεσμικές (αγοραίες) μορφές (banalisation), ενώ βαθμιαία (βλ. κεφάλαιο «Η κριτική της κοινωνικής...», σ. 100) είχαν ήδη αρχίσει να αποβάλλουν και σημαντικά στοιχεία από την αρχική καταστατική τους φυσιογνωμία και από τα ιδιαίτερό

ΣΥΝΟΨΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 111
τους χαρακτηριστικά. Επιπλέον, αμφισβητείται από πολλούς (Ph. Frémeaux, 2011 β, σ. 59 κ.ε.) η (άμεση) «δημοκρατική» διακυβέρνησή τους (ιδίως των συνεταιρισμών και των αλληλοα- σφαλιστικών ταμείων82) τόσο ως προς την έλλειψη πλουραλισμού όσο και ως προς την έλλειψη εναλλαγής. Με λίγα λόγια, η δημοκρατική διακυβέρνηση των φορέων της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας δεν αποσκοπεί παρά στην αναπαραγωγή της μικρής ομάδας που έχει την πρωτοβουλία του σχεδίου (Ph. Frémeaux, 2011β, σ. 97). Τούτο γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στις (όχι σπάνιες) περιπτώσεις όπου οι εκλογές γίνονται υπό ενιαία λίστα, με τον αριθμό των υποψηφίων να είναι ίσος προς τις υπό κάλυψη θέσεις, με «προ-επιλογή εκ των έσω». Επίσης, με την αμφισβήτηση και τον έλεγχο να μην εκφράζονται με την ψήφο αλλά, τελικά, με την αποχώρηση από τη δομή, έτσι ώστε όχι μόνο η συμμετοχή να είναι μικρή αλλά και το εναλλακτικό πρότυπο (μοντέλο) να μην μπορεί (λόγω της μεταλλαγμένης φύσης του) να επεκταθεί στο σύνολο της οικονομίας. Τέλος, η έλλειψη δημοκρατικής διακυβέρνησης («ένα μέλος, μία ψήφος») είναι εμφανής στην απουσία συμμετοχικού μάνατζμεντ, στο βαθμό που οι περισσότερες από τις δομές της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας δεν λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα του συνόλου των εμπλεκομένων σ’ αυτές (multistakeholder) και ιδίως των μισθωτών83 (αλλά και των τοπικών συλλογικοτήτων
82 Οι πρωταγωνιστές του δημοκρατικού παιχνιδιού διαφέρουν ανά τύπο κοινω νικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Έτσι, στους συνεταιρισμούς και στα αλλη- λοασφαλιστικά ταμεία η εξουσία ανήκει στους επωφελούμενους της υπηρεσίας (μέλη, εταίρους κ.λπ.), ενώ στις περισσότερες των ενώσεων του κοινωνικού τομέα αυτοί δεν έχουν λόγο, όντας απλώς χρήστες ή πελάτες της δομής (Ph. Frémeaux, 201 lß ).
83 Έτσι στη Γαλλία, για παράδειγμα, μόνο στις scop (συνεταιριστικές και ουμ- μετοχικές επιχειρήσεις) οι μισθωτοί κατέχουν την εξουσία (απόφασης).

112 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
κ.ά.) (Ph. Frémeaux, 2012, σ. 63, και 2011, σ. 98 κ.ε.). Στα περισσότερα διοικητικά συμβούλια (π.χ., αυτά των ταμείων αλληλοβοήθειας, συνεταιριστικών τραπεζών, συνεταιριστικών ασφαλιστικών κ.ά.) δεν εκπροσωπούνται ούτε οι μισθωτοί ούτε οι επωφελούμενοι (χρήστες) των υπηρεσιών, ενώ, αντιθέτως, μια συμμετοχή τους σε αυτά θα προσέδιδε μεγαλύτερη δημοκρατι- κότητα αλλά και (γενικότερη) αποδοχή και αποτελεσματικότητα στις οργανώσεις κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας (Ph. Frémeaux, 2012, σ. 63).
Κατά τη δεύτερη φάση (δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα μέχρι και σήμερα), έχουμε μετακίνηση του κέντρου βάρους των δραστηριοτήτων της κοινωνικής/αλληλέγγυας ή και «εναλλακτικής» οικονομίας, με έμφαση στην αλληλέγγυα φύση τούτων (εναλλακτικό ισοδίκαιο - ηθικό εμπόριο, αλληλέγγυα χρηματοδότηση, αλληλέγγυα αποταμίευση, κοινωνική ενσωμάτωση κ,λπ.). Εδώ εντάσσεται και η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών από κοινωνικές ή αλληλέγγυες επιχειρήσεις που συνδυάζουν εθελοντισμό, πώληση στην αγορά και, ενίοτε, κρατική στήριξη- επιδότηση. Παρά την κριτική που τα μορφώματα αυτά υφί- στανται, υπό το πρίσμα των «κλασικών» αξιών της κοινωνικής οικονομίας (κρατική και αγοραία εξάρτηση, έλλειψη συμμετοχικής δημοκρατικής διοίκησης), για κάποιους συνιστούν νησίδες οικονομικής δραστηριότητας και κουλτούρες διοίκησης και οργάνωσης αυτών των δραστηριοτήτων με κινηματικά χαρακτηριστικά, που μπορούν να αποτελέσουντη βάση ενός νέου παραγωγικού, κοινωνικού και δημοκρατικού παραδείγματος (Π. Λινάρδος-Ρυλμόν, 2011, σ. 21).
Επίσης, επισημάνθηκε πως, προϊόντος του 21 ου αιώνα, υπό την επίδραση και κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού84, η επέ
84 Αυτός υλοποιείται, σε επίπεδο πολιτικών προγραμμάτων («προσαρμογής»),

ΣΥΝΟΨΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜ ΑΤΑ 113
λαση του «φονταμενταλισμού της αγοράς» (G. Soros, 2008, σ. 154-170) (με τα οδυνηρά επακόλουθά της) (G. Soros, 2008, σ. 15-34 και σ. 216-219) και η κρίση ενσωμάτωσης του υπάρχον- τος θεσμικού εξοπλισμού της κοινωνικής οικονομίας κατέδει- ξαν τα όρια της «αποτελεσματικότητας», κυρίως, πολλών από τους εγκαθιδρυμένους μηχανισμούς ρύθμισης (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αρκετοί θιασώτες του «τρίτου φαινομένου» θεωρούσαν συμβατούς προς αυτό). Πολύ πέραν αυτού, ανέδειξαν επίσης τη σπουδαιότητα επαναθεώρησηςτης κοινωνικής/αλληλέγγυας οικονομίας σε συνάρτηση με μια νέα οικονομική λογική (συγγενέστερη προς την αρχαιοελληνική οικονομία). Λογική που διατρέχει την ίδια την επιστημονική της υπόσταση και την επαναπροσανατολίζει, ιδίως στο βαθμό που μετακινείται προς ποιοτικά χαρακτηριστικά (π.χ., έμφαση στη δημοκρατικοποίηση της οικονομίας και στην αξία χρήσης, αντί της «μετρήσιμης» ανταλλακτικής που, σταδιακά, απορροφούσε όλες τις ποιοτικές αξίες). Ταυτόχρονα όμως, οι προαναφερθεί- σες ριζικές μεταβολές ανέδειξαν, όπως με έμφαση αναφέρεται, την πραγματική ανάγκη να διεξαχθεί πλέον σε νέες βάσεις μια συντονισμένη επιστημονική συζήτηση, που θα εστιάζει στην αναζήτηση της απαραίτητης -για τη συγκρότηση της νέας και εναλλακτικής κοινωνικής/αλληλέγγυας οικονομίας- συλλογικής ταυτότητας. Η απαίτηση αυτή είναι συνδεδεμένη όχι μόνο με την αναζήτηση του επιστημολογικού πεδίου, αλλά και με την ουτοπική «ισχύ» (και συμβολική κατασκευή) της «ζωντανήςουτοπίας» που περιλαμβάνεται στις τρεις διαστάσεις του φαινομέ
με την πλήρη απορρύθμιση των αγορών, την ιδιωτικοποίηση των πάντων, τις ριζικές περικοπές των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών και τη μέγιστη συρρίκνωση του κράτους (Ν. Klein, 2010 , σ. 31, 85). Για το νεοφιλελευθερισμό βλ. μεταξύ άλλων, J.C1. M ichea (2008), D. Harvey (2007), G. D um énil - D. Levy (2011), E. Τουσέν (2012).

114 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
νου (πολιτική, οικονομική, συμβολική). Μέσα από τις διαστάσεις αυτές αναζητείται μια άλλη δημοκρατία και ένας άλλος πολιτικός πολιτισμός, που θα διαφοροποιούνται ριζικά από τα ισχύοντα σήμερα, που βρίσκονται σε βαθιά κρίση.85
Η επαναξιολόγηση του φαινομένου και ο προσδιορισμός του εννοιολογικού, επιστημολογικού (ή και ουτοπικού) αυτού πεδίου αποτελούν σημαντικούς άξονες, που προσελκύουν το ενδιαφέρον όχι μόνο των θεωρητικών αλλά και των ανθρώπων της πράξης. Αληθινά, σε σχετικά λίγες περιπτώσεις μπορούμε να ισχυριστούμε πως βρίσκονται τόσο στενά συναρτημένες οι προσπάθειες επαναξιολόγησης ενός κοινωνικού φαινομένου και οι απόπειρες αποσαφήνισης του εννοιολογικού του πεδίου. Όμως, εδώ, τούτο πραγματικά συμβαίνει στο βαθμό που έχουμε υπό διερεύνηση ένα πεδίο, η ρευστότητα των ορίων του οποί
85 Η κρίση της πολιτικής, πέρα από το γενικό διάχυτο κλίμα αναξιοπιστίας προς την πολιτική, εκφράζεται πολλές φορές ρητά ή υπόρρητα, με έλλειψη εμ- πιοτοούνης στους πολιτικούς ή απαξίωση αυτών, των κομμάτων (αλλά και των συνδικάτων), αποχή από τις εκλογές κ.λπ. Η στάση αυτή, εκεί που prim a facie φαντάζει ως απολιτικό σύμπτωμα, είναι βαθιά πολιτική (Α. Ρήγος, 2008, όπου η υποστήριξη και της θέσης για την ανάγκη εμβάθυνσης και διεύρυνσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και συμπλήρωσής της με μορφές άμεσης και αυ- τοδιαχειριστικής δημοκρατίας). Για τον J. Stiglits (2012) πρόκειται για το τίμημα της ανισότητας. Για τον Κ. Τσουκαλά (2011), ο οποίος αναρωτιέται «πώ ς θα μπορέσουν η πολιτική και η δημοκρατία να ανακτήσουν τη χαμένη αυτονομία τους», η αποχή («το κόμμα του κανενός») δεν εκφράζει πια προσωπικές μόνο επιλογές, «αλλά απηχεί βαθύτερες μεταλλαγές στην πρόσληψη του πολιτικού». Η κρίση της πολιτικής συνιστά, κατά μερικούς, και συνθήκη ανάδυσης του λαϊκισμού, υπό την έννοια της αντι-κατεστημένης καταγγελίας (διαμαρτυρίας εναντίον) του πολπικο-θεσμικού και κομματο-εκλογοκεντρικού συστήματος (Γ. Μ πα λα μπα νίδης-Α . Πανταζόπουλος, 2008, παρουσιάζοντας το αφιέρωμα του περιοδικού Νέα Εστία, 2008, με τρία βασικά άρθρα ίου Π.Α. Ταγκυέφ). Προσθ., αφιέρωμα εφημερίδας Εποχή, «Εντός Εποχής», τ. 43, 29.04.2009. Για μια «εν- δοσυοτημική» κριτική του κρατο-κομματο-κεντρικού πολιτικού συστήματος και της δημοκρατίας, βλ. Ξ. Κοντιάδης, 2006, σ. 79.

ΣΥΝΟΨΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 115
ου αποδίδεται (ή οφείλεται) και στο ότι το περιεχόμενο που λαμβάνει τελεί υπό ιδιότυπους περιορισμούς. Περιορισμούς, δηλαδή, άμεσα συναρτημένους με τη μεταβλητότητα των συσχετισμών δύναμης σε άλλα πεδία (πολιτικό, κοινωνικό, ιδεολογικό κ,λπ.).
Από την άλλη, αντιμετωπίζουμε ένα φαινόμενο ευρύτατο, που έχει μεν ειδικά χαρακτηριστικά, θέτει όμως παράλληλα, όπως ήδη αναφέρθηκε, και μέσα από τις αντιφάσεις του, μεγάλης εμβέλειας στόχους (όπως κοινωνικοποίηση, δημοκρατικοποίηση, οικολογικοποίηση, επανα-τοπικοποίηση86τηςοικονο-
8b Η τοπικοποίηση είναι μια γενικότερη διεργασία και διαδικασία επαναφοράς και επαναπροσδιορισμού της σχέσης μας με τον (συλλογικό) χώρο-τόπο (επανα- τοπικοποίηση - relocalisation). Ειδικότερα στο οικονομικό πεδίο, αυτή επιτυγχάνεται με την επιστροφή της πραγματικής οικονομίας (ή οικονομίας των αναγκώ ν και της επάρκειας, με τοπικούς πόρους και συντελεστές παραγωγής), με τη μείωση ίω ν αποστάσεων παραγωγών και καταναλωτών-κατοίκων ή και ιη συνένωση ή ενοποίησή τους (όταν η παραγωγή ή ένα μεγάλο μέρος της πραγματοποιείται τοπυςά, σε αποκεντρωμένο επίπεδο δήμου ή κοινότητας από τους ίδιους τους ανθρώπους που την καταναλώνουν, πράγμα το οποίο έχει και ω ς συνέπεια την εσωτερίκευση των εξωτερικών κοινωνιακών δαπανών και του κόστους), τη δημιουργία οικονομιών ανθρώπινης (μικρής) κλίμακας (Μ. Στειακάκης, 2009) και, όπω ς προκύπτει από τα προηγούμενα, την επαναφορά ηθικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών όρων στην οικονομία και στην ανάπτυξη. Με λίγα λόγια, ανα- στρέφοντας την ιεραρχία και την εξέλιξη της (παγκοσμιοποιημένης) οικονομίας, το τοπικό αποκτά προτεραιότητα έναντι του παγκόσμιου. Β λ Ν. Ντάσιος, 2003- Γ. Κολέμπας, 2009- A. Magnaghi, 2003· C. Hines, 2000. Σημαντικό ρόλο στην παραπάνω διεργασία και διαδικασία διαδραματίζουν οι εναλλακτικές - συλλογικές μορφές (κοινωνικής και αλληλέγγυας) οικονομίας. Η τάση αυτή θα γίνει με προσαρμογή στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής και τους διαθέσιμους φυσικούς, οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους με περιθώρια, παράλληλα, κοινωνικού (από το αγοραστικό κοινό, π.χ., με μποϋκοτάζκ,λπ.) και όχι κρατικού ελέγχου της -σχετικά αυτοδύναμης (και όχι αυτάρκους)- οικονομίας (παραγωγής και κατανάλωσης). Έτσι, υποστηρίζεται ότι μπορούν να επαναθεωρηθούν και σι θεσμοί της αγοράς σε πλαίσιο που να προσεγγίζει περισσότερο στην ήπια προκαπιταλι- οτική αγορά (Γ. Παρασκευόπουλος, 1993, σ. 59). Η επανατοπικοποίηση αυτή δεν σημαίνει ότι θα επιστρέφουμε στις χειροτεχνικές παραδοσιακές κοινότητες. Οι

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
μίας) (J.-F. Draperi, 2012), άμεσα συνδεδεμένους και με την αμφισβήτηση του κυρίαρχου οικονομικού παραδείγματος (F. Lebaron, 2010). Βρισκόμαστε, για να μιλήσουμε ακόμα πιο συνοπτικά, μπροστά σε ένα εγχείρημα που χρειάζεται πολύπλευρη προσέγγιση καί πολύμορφες δράσεις αλλά και, ταυτόχρονα, πρόσφορο κλίμα για να προαχθεί ιδεολογικά - συμβολικά και πρακτικά. Οι απαιτήσεις αυτές, για να ικανοποιηθούν, είναι ανάγκη να συνδέονται με ριζικές μεταβολές των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών αλλά και των θεσμών. Ιδίως η πορεία των εναλλακτικών εγχειρημάτων κοινωνικής/αλληλέγγυας οικονομίας είναι συναρτημένη αφενός -και πρωτίστως- με την έκβαση της «πάλης του καιρού με τη βιοτική ανάγκη» (ανεργία, κοινωνικός αποκλεισμός), και, αφετέρου -παραπληρωματικά- με την εγκαθίδρυση ελεύθερου χρόνου (όσων έχουν εργασία, J. Rifkin, 1996, σ. 431) ως αναγκαίων αλλά μη επαρκών όρων. Κοντολογίς, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία βρίσκεται στη μέση (του δρόμου) «του πολιτικά αδύνατου», έως ότου αυτό καταστεί «πολιτικά αναπόφευκτο» όπως, με άλλη αφορμή και υπό διαμετρικά αντίθετη σκοπιά, το είχε διατυπώσει ο Φρίντμαν (Ν. Klein, 2010, σ. 20).
νέες τεχνολογίες σήμερα (πληροφορικής, επικοινωνίας κ.ά.) επιτρέπουν τη διάσπαση στο χώρο της παραγωγής, διατηρώντας το πλεονέκτημα των οικονομιών κλίμακας. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να έχει ευνοϊκές συνέπειες στον αγώνα κατά της «αποεδαφικοποίησης» και του κοινωνικού ντάμπιγκ. Βέβαια, όπω ς υποστηρίζεται, μπορεί επίσης να έχει ω ς αποτέλεσμα οι καταναλωτές να στερηθούν ορισμένα αγαθά εκτός εποχής (π.χ., ντομάτες από τον Οκτώβριο έω ςτον Ιούνιο).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ (περιλαμβάνει και μεταφρασμένα έργα)
Αγαπητίδης Σ., Κοινωνική, οικονομική, Παπαζήσης, Αθήνα 1971 Αδάμ Σοφία, «Περί κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικού ανταγω
νισμού», εφημ. Η Αυγή της Κυριακής - «Ενθέματα», 1.4.2012, σ. 28-29
Αδάμ Σ., Παπαθεοδώρου X., Κοινωνική οικονομία και κοινωνικός απο- κίίειομός: Μια κριτική προσέγγιση,, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ, Παρατηρητήριο Κοινωνικών, Οικονομικών/Δημοσιονομικών Εξελίξεων, Φτώχειας και Ανισοτήτων, Αθήνα 2010
Ανθόπουλος Χαράλαμπος θ ., Εθελοντισμός, αλληλεγγύη και δημοκρατία. Η εθεβοντική δράση στη συνταγματική προοπτική, Οξύ, Αθήνα 2000
ΒρανάςΡούσος, «Κροπότκινεσαεί...», εφημ. ΤαΝέα, 17.02.2009 Βρεττός Σπόρος Λ., Ανιστόρητο, Καστανιώτης, Αθήνα 1999 ΓείτοναΜαίρη et al. (επιμ.), Τομείς ανάπτυξης της κοινωνικής οικονο
μίας και επιπτώσεις στην απασχόληση, τμήμα Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βόλος 2005
Δελλής Γεώργιος Α., Κοινή ωφέβεια και αγορά, τ. Α', Το τέ/Ίοςτων δια- χωριστκών γραμμών: η «αγορακεντρκή» δημόσια ρύθμιση των κοινωφελών δραστηριοτήτων, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008
Δημαδάμα Ζέφη, Οικονομία, Ανάπτυξη, Περιβάλλον, θεωρητικές προσεγγίσεις και πολιτκέςτης αειφόρου ανάπτυξης, Παπαζήσης, Αθήνα 2008
Δημητρίου Σωτήρης, «Αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια», εφημ. Η Αυγή τηςΚνριακής- «Αναγνώσεις», 6.5.2012, σ. 21-22

118 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Δημολιάτης Γιάννης, «Αεικίνητη ανάπτυξη», περ. Νέα Οικοβογία, 7 /1999 ,0 .43
Δουζίνας Κώστας, «Η Ευρώπη που έρχεται», περ. Ουτοπία, 96/2011, σ. 107
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Οι νέοι πρωταγωνιστέςτηζαπασχόβησης. Σύνθεση της ποβιτκής δράσης. Τρίτο σύστημα και απασχόληση. Για μια καβύτερη γνώση τηςαπασχόβησης σε τοπικό επίπεδο (1997-2000), Υπηρεσία Εκδόσεων Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Λουξεμβούργο 2002
Ζάννης Παναγιώτης, «Τρίτος τομέας και κοινωνία πρόνοιας», διδ. διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2002
------ , «Τρίτος τομέας και κοινωνική πολιτική: μύθοι και πραγματικότητες», Το Βήμα των κοινωνικών επιστημών, τόμ. I, ιχ. 40, φθινόπωρο 2004, σ. 101-128
------ , Εισαγωγή στην κοινωνική οικονομία, συμπληρ. σημειώσεις,ΤΕΙ Μεσολογγίου, Μεσολόγγι 2009
Ζίζεκ Σλαβόι, «Ο γάμος του καπιταλισμού με τη δημοκρατία έχει τελειώσει», εφημ. Η Αυγή τηςΚυριακής-«Ενθέμαια», 16.10.2011
Καλοπίσης Γιάννης, «Στοχαστική ανάπτυξη», περ. Νέα Οικοβογία, 4/1999,σ. 48
Κολέμπας Γιώργος Τοπκοποίηση■ Από το παγκόσμιο... στο τοπικό. Ένας οικοβογκός κόσμος είναι δυνατός, ανπγόνη, Θεσσαλονίκη 2009
Κονηάδης Ξενοφών I., Δημοκρατία, κοινωνικό κράτοςκαι σύνταγμα στην ύστερη νεωτερκότητα, Παπαζήσης, Αθήνα 2006
Κορλίρας Παναγιώτης Γ., Οικονομική δικαιοσύνη και αποτεβεσματι- κότητα, Gutenberg, Αθήνα 1982
Λατούς Σερζ Το στοίχημα ττιςαπυανάπτυξης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2008 Λεβί Μικαέλ, «Ο καπιταλισμός ως θεσμικό κακό. Από τον Μαξ Βέμ-
περ στους επισκόπους της Βραζιλίας», εφημ. Η Αιψή τηςΚυριακής- «Ενθέματα», 26.12.2010, σ. 27
Λιερός Γιώργος, «Για την κοινωνική οικονομία», κείμενο εργασίας, 2012
Λινάρδος-Ρυλμόν Πέτρος, Διανοητική εργασία, κοινωνικά κινήματα και έξοδος από την κρίση, Τόπος, Αθήνα 2011

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 119
Λιονής Γρηγόρης, «Για τις εξελίξεις στην “κοινωνική οικονομία"», ΚΟ- ΜΕΠ, 5/2011, σ. 97-124
Μακρυδημήτρης Αντώνης (επιμ.), Κράτος και Κοινωνία των ποιΊιιών, Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, Αθήνα 2002
ΜακφέρσονΚ. Μπ., Η ιστορική πορεία της φιβεβεόθερης δημοκρατίας, Αθήνα 1986
Μαλαβάκης Σάκης, «Ζωή χωρίς ευρώ με οβολούς και φασούλια», εφημ. ΤαΝέα, 23.5.2012, σ. 26-27
ΜαριάςΝόιης, «Η κοινωνική οικονομία της αγοράς. Το ιδεολογικό μανιφέστο τηςΜέρκελ», περ. Επίκαιρα, τ. 61/2010, σ. 30-31
Μαρξ Καρλ, Βασικές γραμμές της κριτικής της Ποβιτκής Οικονομίας Ι857-Ι858,τ. Α', Στοχαστής, Αθήνα 1989
------ , Grundrisse, Α/συνέχεια, Αθήνα 1983Μελέτη Κυριάκος, «Η οικονομική κρίση ως έννοια συγκάλυψης της
μετάβασης προς την καταστροφή», εισήγηση στο συνέδριο «Η Ευρώπη και η Ελλάδα μετά την εκδήλωση της κρίσης», ΤΕΙ Μεσολογγίου, 10-11 Νοεμβρίου 2011
Μηλιός Γιάννης, «Κρίση του νεοφιλελευθερισμού, κρίση υπερσυσσώ- ρευσης», εφημ. Εποχή - «Εντός Εποχής», τ. 49/27.9.2009, σ. 7
Μητούλα Ρόιδω Κ., Αστάρα Όλγα-Ελένη Β., Καλδής Παναγιώτης Ε., Βιώσιμη ανάτττοξη, Rosili, Αθήνα 2008
Μουζέλης Νίκος, «Το νόημα της κοινωνίας των πολιτών», στο Μακρυδημήτρης Αντώνης (επιμ.), Κράτοςκαι Κοινωνία των ποβιτών, Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, Αθήνα 2002, σ. 11-17
------ , «Ανάμεσα στα κόμματα και στην αγορά», εφημ. Το Βήμα ,18.12.2011
Μπαλαμπανίδης Γ., Πανταζόπουλος A., «Τι είναι ο λαϊκισμόβ;», εφημ.Η Αυγή τηςΚυριακ ή ς -«Αναγνώσεις», 07.12.2008, σ. 22
Μπαλαμπανίδης Γιάννης, «Η κοινωνία των πολιτών και οι φίλοι της», περ. ΟΠοβίτης, τ. 153, Μάρτιος 2007, σ . 18-28
Μπαλιμπάρ Ετιέν (συνέντευξη στην εφημ. II Manifesto, 19.11.2011), εφημ. Η Εποχή, 27.11.2011
Μπελίδης Αθανάσιος, Καργίδης Θεόδωρος, Χατζηπουλίδης Αριστείδης, «Εταιρική κοινωνική ευθύνη, επιχειρηματική ηθική ή εργα

120 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
λείο μάρκετινγκ», περ. Επιθεώρηση Οικονομικών Επιστημών, τ. 15/2009,0.127-140
Μπούμπερ Μάρτιν, Μονοπάτια στην ουτοπία, Νησίδες, Σκόπελος 2000 ΝικολόπουλοςΤάκης, Καπογιάννης Δημήτρης, «Κοινωνική οικονο
μία της αλληλεγγύης ή της αγοράς; », εφημ. Η Αυγή τηςΚυριακής - «Ενθεματα», 3.4.2011, σ. 23
------ , «Εναλλακτικές μορφές οικονομικής δικτύωσης - διασυνεταιρι-οτική συνεργασία παραγωγών και καταναλωτών», εισήγηση στο 11ο συνέδριο της ΕΤΑΓΡΟ, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 26-27 Νοεμβρίου 2010, πρακτικά (επιμ. Ν. Μπεόπουλος, Α. Κου- τσούρης) 2012, σ. 345-355
Ντάσιος Νίκος, «Τι είναι η τοπικοποίηση», Άρδην, τ. 45, Οκτώβριος 2003, σ. 49-51
Ουσέρ Ερόλ, Ηθική οικονομία. Μια νέα ιδέα μάρκετινγκ: Κριτική μελέτη του σημερινού οικονομικού συστήματος και των μειονεκτημάτων του, Ψυχογιός, Αθήνα 2011
Παπαδογιάννης Γιάννης, Η άνοδος και η πτώση του homo economi- cus. Ο μύθος του ορθολογικού ανθρώπου και η χαοτική πραγματικότητα, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2012
Παπαδόπουλος Απόστολος, «Η σημασία της έννοιας του κοινωνικού κεφαλαίου για τη θεώρηση της κοινωνικής οικονομίας», στο Η κοινωνική οικονομία ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο, Πρακτικά Δ ' Επιστημονικού Συνεδρίου του τμήματος Στελεχών Συνεταιριστικών Οργανώσεων και Εκμεταλλεύσεων (ΣΣΟΕ), Παπαζήσης, Αθήνα 2005, σ. 202-226
Παρασκευόπουλος Γ ιάννης, «Η δημιουργική κατεδάφιση της ανάπτυξης», περ. Νέα Οικολογία, Νοέμβριος 1993, σ. 56-60
ΠαρασκευόπουλοςΧρήστοςΙ., «Κοινωνικό κεφάλαιο, κοινωνία πολιτών και δημόσια πολιτική. Συλλογική δράση και δημόσια αγαθά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης», περ. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τ. 106/2001, σ. 43-46
Πολάνυι Καρλ, Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Νησίδες, Σκόπελος 2001
Πολυζωΐδης Περικλής, Εθελοντισμός στην κοινωνική προστασία, Ελληνικά Γ ράμματα, Αθήνα 2006

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 121
Ρήγος 'Αλκής, «Υπέρ πολιτικής συνηγορία! Αλλα ποιας πολιτικής;», εφημ. Η Εποχή, 07.12.2008, σ. 5
-------, Το ευρωπαϊκό όνεψο. Πώςτο όραμα της Ευρώπης γ η το μέββονεπισκιάζει το αμερικανικό όνεψο, A.A. Λιβάνης, Αθήνα 2005
Ρόκος Δημήτρης (επιμ.), Περφάββον και ανάπτοξη- Διαλεκτικές σχέσεις και διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2005
------ , «Αξιοβίωτη ολοκληρωμένη ανάπτυξη. Γ ία έναν ειρηνικό και καλύτερο κόσμο», στο Ρόκος Δημήτρης (επιμ.), Περφόββον και ανάπτυξη■ Αιαβεκπκέςσχέσειςκαι διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2005, σ. 23-68
Ρουμελιώτης Ανδρέας, Μπορώ και χωρίς ευρώ, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2012
Σακελλαρόπουλος Θεόδωρος Δ., Ζητήματα κοινωνικής ποβιτκής, τ. Β', Διόνικος, Αθήνα 2006
Σεν Αμάρτυα, Για την ηθική και την οικονομία, Καστανιώτης, Αθήνα 2000
Σερ Μισέλ, Καιρός των κρίσεων, Καλέντης, Αθήνα 2011 Στειακάκης Μανώλης, «Μικρή κλίμακα ζωής, οικονομική επιστήμη
και οικολογία», περ. Οτκοβογείν, τ. 1/2009, σ. 60-61 Σωτηρόπουλος Δημήτρης Α. (επιμ.) Η άγνωστη κοινωνία ποΑϊτών, Πο
ταμός, Αθήνα 2004 ------ , «Τρέχουσες αντιλήψεις και ερωτήματα για την κοινωνία των πο
λιτών», στο Σωτηρόπουλος Δημήτρης Α. (επιμ.) Η άγνωστη κοινωνία ποβιτών, Ποταμός, Αθήνα 2004, σ. 17-34
Τερζάκης Φώτης, Καθεστώς εκτάκτου ανάγκης Απόπειρες για μια επείγουσα κατανόηση του σύγχρονου κόσμου, Futura, Αθήνα 2005
-------, «Η λογική της παρούσας κρίσης: ίο ψεύδος της οικονομίας καιη καντιανή ηθική προσταγή», εφημ. Η Αυγή της Κυριακής - «Εν- θέματα», 22.02.2009
------ , συνέντευξη, εφημ. Ο δρόμος της αριστεράς, 21.1.2012------ , Αντι-εηιστημο/ΐογτκά, Πανοππκόν, Θεσσαλονίκη 2012Τουσέν Ερίκ, Ο νεοφνΊεβευθερισμός από τις απαρχές του μέχρι σήμε
ρα, Τόπος, Αθήνα 2012

122 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Τσακαλώτος Ευκλείδης, συνέντευξη, εφημ. Η Αυγή ηις Κυριακής, 26.9.2010
Τσομπάνογλου Γεώργιος (επιμ.), Η ανάδυση της κοινωνικής οικονομίας. Ο δρόμος της βιώσιμης απασχόλησης σε μια Ευρώπη ενεργώ ν ποβιτών, Παπαζήσης, Αθήνα 2008
Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, «Ο κύκλωπας της αδράνειας», εφημ. Το Βήμα - «Νέες εποχές», 30.1.2011, σ. Α25
-------, «Ο παραδειγματικός χαρακτήρας της ελληνικής κρίσης», εφημ.Η Α νγή της Κυριακής - «Ενθέματα», 10.6.2012, σ. 36-38
Φίσερ Κέιθ, Μαξ-Νηφ Μάνφρεντ, «Οι ανθρώπινες ανάγκες και η ανάπτυξη στην ανθρώπινη κλίμακα», Άρδην, τ. 59/2006
Φωτόπουλος Τάκης, Περιεκτική δημοκρατία. Δέκα χρόνια μετά, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 2008
Χαραλάμπους Κυριάκος, «Η κοινωνική οικονομία», στο Παγκοσμιοποίηση και κοινωνική οικονομία. Πρακτικά 3ου επιστημονικού συνεδρίου ψήματοςΣΣΟΕ. ΤΕΙ Μεσολογγίου, 22-24 Οκτωβρίου 1999, Μεσολόγγι 2001, σ. 67-77
Χρυσάκης Μανώλης, ΖιώμαςΔημήτρης, Καραμητοπούλου Ντέπυ, Χα- τζαντώνης Δημήτρης, Προοπτικές απασχόβησης στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας, Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας - Σάκκουλας Α.Ε., Αθήνα 2002
Assadourian Erik, «Δουλεύοντας με τις κοινότητες για την αειφορία», στο Ινστιτούτο Worldwatch. 2008. Η κατάσταση του κόσμου. Καινοτομίες για μια πράστνη οικονομία, ΔΗΩ - Ευώνυμος οικολογική βιβλιοθήκη, Αθήνα 2008, σ. 249-272
Bosquet Michel, Οικοβογία και πσβιπκή, Νέα Σύνορα - Α.Α. Αιβάνης, Αθήνα 1984
Brooks Arthur C., Κοινωνική επιχειρηματικότητα, Ίων, Αθήνα 2010 Cohn-Bendit Daniel, Τι να κάνουμε;, Κέδρος, Αθήνα 2010 Dardot Pierre, Laval Christian, συνέντευξη, εφημ. Η Αυγή της Κυ
ριακής- «Ενθέματα», 20.2.2010, σ. 33 Dawson Jonathan, «Οικοχωριά και αλλαγή αξιών», στο Ινστιτούτο

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 123
Worldwatch. 2010. Η κατάσταση του κόσμου. Ο πολιτισμός μας σε μετάβαση, Η Καθημερινή, Αθήνα 2010, σ. 214-220
Gabriel Sigmar, Steinbrueck Peer, Steinm eier Frank-Walter, «Η κοινωνική οικονομία της αγοράς», εφημ. ΤαΝέα, 12.4.2012, σ. 7
Harvey David, Νεοφιλελευθερισμός. Ιστορία και παρόν, Καστανιώτης, Αθήνα 2007
Hessel St., Morin Ε., Ο δρόμος της ελπίδας, Παιάκης, Αθήνα 2012 JacksonTim, Ευημερία χωρίς ανάπτυξη, Κέδρος, Αθήνα 2011 Klein Naomi, Το δόγμα του σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της κατα
στροφές, A.A. Λιβάνης, Αθήνα 2010 Laville Jean-Louis, Nyssens Marthe, «H κοινωνική επιχείριση. Προς
μια θεωρητική κοινωνικοοικονομική προσέγγιση», στο Τσομπά- νογλου Γεώργιος (επιμ.), Η ανάδυση της κοινωνικής οικονομίας. Ο δρόμοςτης βιώσιμης απασχόλησης σε μια Ευρώπη ενεργών πολιτών, Παπαζήσης, Αθήνα 2008, σ. 225-257
Laville Jean-Louis et al., «Τρίτο σύστημα. Ένας ευρωπαϊκός ορισμός», στο Τσομπάνογλου Γεώργιος (επιμ), Η ανάδυση της κοινωνικής οικονομίας. Ο δρόμος της βιώσιμης απασχόλησης σε μια Ευρώπη ενεργών πολιτών, Παπαζήσης, Αθήνα 2008, σ. 127-167
Lebowitz Michael A., «Η επανάσταση των ριζοσπαστικών αναγκών: πίσω από την μπολιβαριανή επιλογή για ένα σοσιαλιστικό δρόμο », θέσεις, τ. 107, 2009, σ. 15-48
Michéa Jean-Claude, Η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού. Δοκίμιο για τον φιλελεύθερο πολιτισμό, Πόλις, Αθήνα 2008
Nelson Julie Α., Οικονομικά με ανθρώπινο πρόσωπο, Κριτική, Αθήνα 2009
Quiniou Υνοη, «Ο αν-ηθικός καπιταλισμός», «Le Monde diplom atique» - εφημ. Κυριακάτικη Ελεοθεροτοπία, 1.8.2010, σ. 25
Rifkin Jeremy, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της. Η δύση του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού και το χάραμα τής μετά την αγορά εποχής, Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα 1996
Sachs Jonah, Finkelpearl Suzan, «Κοινωνικό μάρκετινγκ με στόχο τη βιωσιμότητα», στο Ινστιτούτο Worldwatch. 2010 .0 πολιτισμός μας οε μετάβαση, Η Καθημερινή, Αθήνα 210, σ. 171-177

124 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Sahlins Marshall, Χρήσεις και καταχρήσεις της βιολογίας. Μια αν- θρωποβογκή κριτική τηςκοινωνιοβιοβογίας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997
Soros George, Η οικονομική κρίση του 2008 και η σημασία της, A.A.Αιβάνης, Αθήνα 2008
V ienney Claude, Η κοινωνική οικονομία, Πολύτροπον, Αθήνα 2008
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Allemand Sylvain, Les nouveaux utopistes de l’économie. Produire, consommer, épargner... différem m ent, Éd. Autrement, Paris 2005
Attac, Le pe tit Alter. Dictionaire altermondialiste, Mille et une nuit, Paris 2006
Audier Serge, La pensée solidariste. A ux sources du modèle social républicain, P u f, Paris 2010
------ , Neo -liberalisme(s). Une archéologie intellectuelle, Grasset,Paris 2012
------ , Le colloque Lippmann. Aux origines du « neo-liberalisme », Lebord de l’eau, Lomont 2012
Aznar Guy et al., Vers une économie plurielle, Syros, Paris 1997 Bévort Antoine, Bucolo Elisabetta, “ Capital social ", στο Laville Je
an-Louis, Cattani Antonio David (dir.), Dictionnaire de l ’autre économie, Gallimard-folio actuel, Paris 2008
Bodinat Henri de, Les sept plaies du capitalisme, Leo Scheer, Paris 2012 Boivin Louise, Fortier Mark (dir.), L’économie sociale : l'avenir d ’une
illusion, Fides, Anjou (Québec) 1998 Bord Corinne, L'économie sociale, l’autre modèle, Éd. L’ency
clopédie du socialisme, Paris 2008 Borzaga Carlo, Defourny Jacques, Adam Sophie, Callaghan John,
The Emergence o f Social Enterprises, Routledge, London 2004 Borzaga Carlo, Defourny Jacques (eds), The Emergency of Social En
terprise, Routledge, London - Paris 2001

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 125
Bourdieu Pier, “ La représentation politique. Eléments pour une théorie du champ politique ”, Actes de la recherche en science social, no. 36-37, 1981,0. 3-24
Brutland Report, World Commission on Enviroment and Développement, Our Common Future, Oxford University Press, 1987
Bucek Jan, Smith Brian, "New Approaches to Local Democracy: Direct Democracy, Participation and the Third Sector”, Enviro- mental and Planing C: Government and Policy 2000, m \. 18, σ. 3-16
Bûchez Philippe-Joseph, Traité de politique et de science sociale, Amyot, Paris 1866
Caillé Alain, Dépenser l'économique. Contre le fatalisme, La Décou- verte/MAUSS, Paris 2005
------ , Pourun manifeste du convivialisme, Le bord de l'eau, Lomont2011
Calame Pier, Essai sur l ’œconomie, Charles Leopold Mayer, Paris 2011
Campbell Mike, “The Third System. Employment and Local Development: The European Experience” (τετράδια εργασίας), Policy Research Institute, Leeds Metropolitan University, Leeds, Αύγουστος 1999.
Capron Michel, Quairel-Lanoizelée Françoise, M ythes et réalités de l'entreprise responsable : Acteurs, enjeux, stratégies, La Découverte, Paris 2004
------ , Quairel-Lanoizelée Françoise, La responsabilité sociale d ’en-terprise, La Découverte, Paris 2007
Castoriadis Cornelius, « Valeur, égalité, justice, politique : de Marx à Aristote et d’Aristote à nous », Textures, Ιούνιος 1975
Chanial Philippe (dir), La société vue du don. Manuel de sociologie anti-utilitariste appliquée, La Découverte, Paris 2008
Chezali Tarik, Sibille Hugues, Démocratiser l’économie. Le marché à iepreuve des citoyens, Grasset, Paris 2010
Clerc Denis, " L’économ ie sociale et solidaire de la théorie à la pratique ”, Alternatives Économiques, 203/2002, σ. 79-83
Commission européenne, Livre vert : Promouvoir un cadre européen

126 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
pour la responsabilité sociale des entreprises, Direction générale emploi et affaires sociale, Luxemburg 2001
Comité économique et social européen (CESE), Économie sociale et marché unique, Avis du CESE, Bruxelles 2000
Courtot Thomas, Démocratie contre capitalisme, Dispute, Paris 2005 Cova Bernard, Au-delà du marché : quand le lien l’emporte plus que
le bien, L’Harmattan, Paris 1995 Dacheux Eric, (dir.), Communiquer l’utopie, Économie solidaire et
démocratie, L’Harmattan, Paris 2007 Dacheux Eric, Goujon Daniel, « De nouveaux outils pour compren
dre l’économ ie solidaire », RECMA no 284/2002------ , Principes d'économie solidaire, Ellipses, Paris 2011Dardot Pierre, Laval Christian, La raison du monde : essai sur la so
ciété néolibérale, La Découverte, Paris 2010 -------, « Du publique au comun » στο La gratuité. Eloge de l'ines
timable, Revue deM auss no 35, La Découverte/MAUSS, 2010, σ. 83-94
Defourny Jacques, “From Third Sector to Social Enterprise”, στο Borgaza Carlo, Defourny Jacques (eds), The Emergency o f Social Enterprise, Routledge, London - Paris 2001
Delors Jacques, « Les temps des initiatives », πρόλογος στο La révolution du temps choisi, Albin Michel, Paris 1983
Demoustier Danièle, L'économie sociale et solidaire. S'associer pour entreprendre autrement, Syros, Paris 2001
Dorival, Camille, « L’économ ie sociale à l’heure de l’internationalisation »AlternativesÉconom iques, 232/2005, σ. 36-39
------ , « De la solidarité au cœur de l'économie », Alternatives Économiques, 257/2007, σ. 40
Dostaler Gilles, « Aristote et le pouvoir corrosif de l’argent », Alternatives Économiques, 276/2009, σ. 74-76
Draperi Jean-François, Jan L., Emergence de l'entreprise sociale en France, Fondation Crédit Coopératif, 2003
Draperi Jean-François, L'économie sociale. Utopies, pratiques, principes, Presses de l’Économie sociale, Montreuil 2005

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 127
------ , Godin, l ’inven teur de l ’économ ie sociale, Repas, V alence2008
------ , L'économie sociale et solidaire : une réponse à la crise ? , Du-nod, Paris 2011
Duménil Gerard, Lévy Dominique, The Crisis o f Neoliberalism, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts 2011
Dupré Denis, Griffon Michel, La planète, ses crises et nous, atlanti- ca, Biarritz 2010
Dupuy Jean-Pierre, L ’avenir de l’économie, Flammarion, Paris 2012 Durance Philippe., « La coopérative est-elle un modèle d’avenir po
ur le capitalism e ? Retour sur le cas de mondragon », Gérer et Comprendre, no 106, Δεκέμβριος 2011, σ. 69-79
« Économie et finances agricoles », Dossier Banques coopératives : l'ouverture européenne, 1989, o. 19-46
Edwards Michael, Civil Society, polity, Cambridge 2004 Elster Jon, Le désintéressement. Traité critique de l ’homme écono
mique, Seuil, Paris 2009 ------ , L’irrationalité, Le Seuil, Paris 2010Espagne F., « Les coopératives à but social et le multisociétariat »,
RECMA 274/1999.0 .72 Etzioni Amitai, “The Third Sector and Domestic M issions”, Public
Adm inistration Review, 1973, σ. 314-323 Even-Granboulan Geneviève, Ethique et économie : quelle morale pour
l’entreprise et le monde des affaires ?, L'Harmattan, Paris 1998 Faggion Lucien, Verdon Laure (dir), Le don et le contre-don : usages
et am biguïtés d ’un paradigme anthropologique aux époques médiévale et moderne, Publications de l’Université de Provence, Aix-en-Provence 2010
Ferraton Cyrille, A ssociations et coopératives, Erés, Ramonville Saint-Agne 2007
Fontaine Laurence, L ’économie morale. Pauvreté, crédit et confiance dans l’Europe préindustielle, Gallimard, Paris 2008
------ , « Le marché ferment de démocratie », Alternatives Économiques 282/2009, o. 86-89

128 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Frémeaux Philippe, « L’économie sociale, l’alternative citoyenne », Alternatives Économiques, 244/2006, o. 52-54
------ , « Le “ social business ” au service du développement », Alternatives Économiques, 296/2010, o. 44
------ , « A la recherche de l’alternative perdue », Alternatives Économiques 303/2011, σ.74-76 (a)
------ , La nouvelle alternative?, Alternatives Économiques/Les petits matins, Paris 2011 (β)
------ , « L’économ ie sociale et solidaire, un modèle ? »AlternativesÉconomiques 310/2012, σ. 63-64
Frère Bruno, Le nouvel esprit solidaire, Desclée de Brouwer, Paris 2009 \ Harribey Jean-Michel, « Le rapport Stiglitz : une extension déme- I surée du PIB», στο La gratuité Eloge de l’inestimable, Revue de ; Mauss no 35, La Découverte/MAUSS, 2010, σ. 63-82
Hatchuel Armand, Favereau Olivier, Aggeri Franck (dir.), L ’activité marchande sans le marché ?, Éd. Presses des m ines/colloque de Cerisy, Paris 2010
Héber-Suffrin Claire (et al.), Parier sur la réciprocité. Vivre la solidarité, Chronique sociale, Lyon 2011
Hines Colin, Localisation: A Global Manifeste, Earthscan, London 2000 Hirchman Albert 0 ., L’économie comme science morale et politique,
Gallimard/Seuil, Paris 1984 Hurstel Daniel, La nouvelle économie sociale. Pour reformer le capi
talisme, 0 . Jacob, Paris 2009 Gardin Laurent, Les in itia tives solidaires : la réciprocité face au
marché et à l’État, Erés, Ramonville Saint-Agne 2006 Gide Charles, R apport sur le Palais de l'économie sociale de l'Exposi-
tion universelle, 1900 ------ , Les Institutions du progrès social, vol. VI des œuvres de Char
les Gide, L’Harmattan, Paris 2008 Giraud Gaël, Renouard Cécile (dir.), 20 propositions pour reformer
le capitalisme, Flammarion, Paris 2009 Godbout Jacques, Ce qui circule entre nous. Donner, recevoir, rendre,
Seuil, Paris 2007

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 129
Gould Nicholas, « Kropotkine, penseur de la coopération », L ’Ecologiste no .17, vol 6, no 3/2006, σ. 27-30
Jaouén Muriel, Économie sociale. La nouvelle donne, Éd. Lignes de
repères, Paris 2012 Jeantet Thierry, Verdier Roger, L ’Économie sociale, Coopérative
d’information et d’édition mutualiste, Paris 1984.Jeantet Thierry, Économie sociale : la so lidarité au défi de l'effi
cacité, La docum entation française, nouvelle édition, Paris2009
Keane John, Civil Society. Old Images, New Visions, polity, Cambridge 1998
Kendall Jeremy, “The Third Sector and the Policy Process in the UK: Ingredients in a Hyper-Active Horizontal Policy Environment”, TSEP, no 5, Ιούνιος 2005.
Kerlin Janelle A. (ed.), Social Enterprise. A Global Comparison, Tufts University, Medford 2009
KMU Forschung Austria (Austrian Institute forSME Research), Study on practices and policies in the Social Enterprises Sector in Europe, Final Report, Vienna, Ιούνιος 2007
Koulytchizky Serge, Mauget René, « Le développement des groupes coopératifs agricoles depuis un demi-siècle à la recherche d'un nouveau paradigme », RECMA, no 287/2003, o. 14-40
Kropotkine Pierre, L’entraide. Un facteur de l’évolution, Écosociété, Montreal 2001
Lallement Michel, Le travail de l’utopie. Godin et le fam ilistère de Guise, Les Belles Lettres, Paris 2009
Latouche Serge, « En finir, une fois pour toutes, avec le développement », Le Monde diplomatique, Μάιος, 2001, σ. 6-7
Latouche Serge, Harpagès Didier, Le temps de la décroissance, Thierry Magnier, Arles 2010
Laville Jean-Louis (dir.), L ’économie solidaire : une perspective internationale, Desclée de Brouwer, Paris 1994
------ , « L’économ ie solidaire. Une nouvelle forme d’économ ie sociale ? » RECMA 255(53), 1995, σ. 70-80

130 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
------ (dir.), L'économie solidaire. Une perspective internationale,Desclée de Brouwer, Paris 2000
------ , « Econom ie solidaire: les enjeux européens », Hermès,36/2003,0.27-35
------ , L ’économie solidaire, CNRS, Paris 2011Laville Jean-Louis, Cattani A ntonio David (dir.), Dictionnaire de
l'autre économie, Gallimard-Desclée de Brouwer, Paris 2006------ (dir.), Dictionnaire de l'autre économie, Gallimard-folio actuel,
Paris 2008Lazarev Grigori, Vers un écodéveloppement participatif, Fonds d’Equi
pement des Nations Unis PNUD/FENU, l’Harmattan, Paris 1993 Lebaron Frédéric, La crise de la croyance économique, du Croquant,
Bellecombe-en-Bauges 2010 Lipietz Alain, Pour le tiers secteur. L'économie sociale et solidaire :
pourquoi et comment, La Découverte/La docum entation française, Paris 2001
Magnaghi Alberto, Le projet local, Mardaga, Wavre 2003 Mauss Marcel, Essai sur le don: formes et raison de l’échange dans les
sociétés archaïques, PUF, Paris 1968 (πρώτη έκδοση 1925) Memorandum de l’intergroupe parlementaire de l’économie sociale
au Parlement européen, 25 Muïou 2004 Monzon José-Louis, Chaves Rafael, “The European Social Econo
my: Concepts and Dimensions of non Profit Sector”, Annals o f public and cooperatives Economics 79, 3-4/2008, σ. 549-577
Moreau Jacques, Essai sur une politique de l’économie sociale, Ciem, Paris 1982
Nahapétian Naïri, « Fagor, une coopérative m ondialisée », A lternatives Économiques 291/2010, σ. 40
OECD, Managing w ith M arket-Type Mechanisms, Public Management Studies, Paris 1993
Passet René, συνέντευξη, Transversales Sciences Culture no 63, Μάιος- Ιούνιος 2000
PestoffVictor A., Beyond theM arketand the State : Social Enterprises and the Civil Democracy in a Walfer Society, Ashgate, Surrey 1998

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 131
Polanyi Karl, Arensberg Conrad et al., Les systèm es économiques dans Γ histoire et dans la théorie, Larousse, Paris 1975
Puel Hugues, Une éthique pour l'économie. Ethos, crises, choix, Cerf, Paris 2010
Rifkin Jeremy, « Quand les marchés s’effacent devant les réseaux », Le Monde diplomatique, Ιούλιος 2001, o. 22-23
Rouillé d’Orfeuil Henry, Économie, le réveil des citoyens, La Découverte, Paris 2002
Seabright Paul, La société des inconnus. Histoire naturelle de la collectivité humaine, Makus Haller, Genève 2011
Sen Amartya, L'idée de Justice, Flammarion, Paris 2008 Servet Jean-Michel, « Le principe de réciprocité chez Karl Polanyi.
Une contribution a la définition de l’économ ie solidaire », Revue Tiers Monde, no 190, Απρίλιος-Ιούνιος2007, σ. 255-273
------ , Le grand renversement. De la crise au renouveau solidaire,Desclée de Brouwer, Paris 2010
Sève Lucien, « Marx contre attaque », Le Monde diplomatique, Δεκέμβριος 2008, o. 3
Sibille Hugues, « Démocratie économique et nouvelles régulations », Alternatives Économiques, 274/2008, o. 89-91
Simonet Maud, Le travail bénevole. Engagement citoyen ou travail gratu it ?, La Dispute, Paris 2010
Singer Peter, συνέντευξη, Alternatives Économiques, 226/2004, o. 23 Slim Assen, Le dévelopment durable, Le cavalier bleu, Παρίσι 2004 Sotiropoulou I., “Exchange Networks and Parallel Currencies: Th
eoretical Issues or Research in Wonderland”, εισήγηση στο 1st Conference in Political Economy - Rethymno, 10-12th Σεπτέμβριος 2010
Sue Roger, La richesse des homes. Vers l’économie quaternaire, Odile Jacob, Paris 1997
------ , Renouer le lien social. Liberté, Egalité, Association, Odile Jacob, Paris 2001
Viveret Patrick, La cause humaine : Du bon usage de la fin d'un monde, Le Liens qui Libèrent (LLL), Paris 2012

132 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
de Waall Frans, L’âge de l'empathie. Leçons de la nature pour une société solidaire, Les Liens qui Libèrent (LLL), Paris 2009
Ziomas D. et al., “Greece: Social Enterprises Corresponding to Welfare N eeds”, στο Borgaza Carlo, Defourny Jacques (ed.), The Emergency o f Social Enterprise, Routledge, London-Paris 2001, σ. 136-148
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ-ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
Alternatives Économiques, no. 226/2004 Alternatives Économiques, no 274/2008 Alternatives Économiques, no 276/2009 Alternatives Économiques, no 279/2009 Alternatives Économiques, no 280/2009 Alternatives Économiques, no 281/2009 Alternatives Économiques, no 288/2010 Alternatives Économiques, no 291/2010 Alternatives Économiques, no 303/2011 Alternatives Économiques, no 307/2011 La revue de Mauss, La Découverte/MAUSS, 11 Ανακύκλωση., τ. 45/2003 Αρδην, τ. 45/2003 Εφημ. Ελεοθεροτοπία, 29.05.2001 Εφημ. Ελευθεροτυπία, 8.1.2005 Εφημ. Ελευθεροτυπία, 24.06.2008 Εφημ. Ελεοθεροτοπία, 28.9.2009 Εφημ. Ελευθεροτυπία, «Βιβλιοθήκη», 19.2.2011 Εφημ. Εποχή, «Εντός Εποχής», 29/04/2009 Εφημ. Ο κόσμος του Επενδυτή, 10-11.02.2007 Εφημ. Ο κόσμος του Επενδυτή, 6-7.09.2008 Εφημ. Η Αυγή της Κυριακής, «Ενθέματα», 20.2.2010 Εφημ. Η Αυγή της Κυριακής, «Ενθέματα», 26.9.2010 Εφημ. Η Αυγή της Κυριακής, 18.12.2011

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝΗ αρίθμηση με έντονα στοιχεία παραπέμπει οε σεϋίδες σημειώσεων
Α ειφόρος ή β ιώ σ ιμ η ανάπτυξη 25, 46, 79-87
Αλληλοασφαλισυικά ταμεία 24, 32, 45 ,51, 104, 111
Ά μεση, συμμετοχική δημοκρατία 3 5 ,4 2 ,7 2 ,8 4 , 88 ,102,114
Ανταλλαγή 20, 21, 25, 27, 28, 29,55, 56 ,5 7 ,9 4
Ανταλλακτική αξία 28 ,40 ,45 ,76 ,99 , 113
Αξία χρήσ ης 28 ,4 0 ,4 2 ,4 5 , 76, 113 Β ιώ σιμες οικο-κοινότητες 42 Δ η μ όσ ια ή κρατική ο ικονομ ία 19,
21, 68 , 102
Δημόσιος χ ώ ρ ο ς -κ ο ιν ό ς χώ ρ ο ς 15, 2 5 ,2 7 ,3 0 ,7 6 ,7 8 , 109
Δώρο, α νπ-δώ ρο 27, 28, 55 ,55 , 56, 56
Εθελοντισμός 26, 33, 35, 48, 70, 73, 73-75,73, 112
Εμπορευματικό - μη εμπορευματικό 27,27
Έ νω σ η - ενω σ ική αρχή - ενω σισμός 2 1 ,2 2 ,2 9 ,3 4 , 3 6 ,3 8 ,5 1 ,5 8 ,5 8 , 6 1 ,6 3 ,7 3 ,7 6 ,9 0 ,9 1
Ε πανατοπικοποίηση 43,59 ,115 Εταιρική κο ινω νική ευθύνη 46, 84,
86, 87Ιδ ιω τική εμπορευματική οικονομία
19, 54Κ οινω νία τω ν π ο λ ιτώ ν 21, 46, 54,
6 3 ,6 9 ,7 0 ,7 0 -7 3 ,7 1 ,7 3 , 74 ,75 , 75, 80 ,82 , 86
Κ οινω νική επιχείρηση - κο ινω νική επιχειρηματικότητα 34, 46, 49- 54 ,50
Κ οινω ν ική ο ικονομ ία της αγοράς 98 ,106 ,107
Κ οινωνικό κεφάλαιο 26, 41 , 43, 46, 75-78,75, 76
Κ οινω νικός δεσμ ός 20, 28, 37, 37, 4 2 -4 3 ,5 6 ,5 7 ,7 6 ,7 7 ,9 4
Μ η εγχρήματο 26, 2 7 ,27 ,41 ,77 Μ η κερδοσ κοπ ικός τομέας 29, 68,
69, 7 0 ,7 2 ,7 4 ,7 5 Μ ικροπίστωση 56,56 Οικο-νομία 44, 83 ,93, 113 Οικονομία τω ν αναγκώ ν 38 ,4 0 ,4 6 ,
87, 115 Ο ικοχω ριά42Π λη θυ ντική ο ικονομ ία 26, 28, 36,
46 ,5 4 ,6 8 , 90, 102 Π οιοτική ανάπτυξη - ποσοτική ανά
πτυξη/μεγέθυνση 82,83 Πολιτοφροσύνη 30 Συμβιω τικόιητα 37,96 Συνεταιρισμός 16,20, 24, 32, 33, 34,
38 ,45 ,47 , 48 ,4 9 ,4 9 , 50, 51, 53, 58, 5 9 ,6 0 ,6 1 , 62, 66 ,66 , 67,69, 69, 89, 91, 97, 104, 105, 110, 111,111
Τεταρτογενοποίηση 22,91

134 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Τρίτος τομέας 15, 20, 20, 24, 26, 28, 28, 29, 34, 35, 45, 53, 62, 67-70, 67, 6 8 ,6 9 ,7 2 ,7 4 , 98 ,103 ,107
Υ πηρεσίες εγγύτητας 22, 26, 31, 78, 91
Χ αρισηκόιητα 27 ,73 ,96
Χ ρησιμότητα-ω φελιμότητα 24, 25, 37,40, 96, 103
H om o œ co n o m icu s 56 ,81 , 94, 95, 97
Social bu sin ess 54,87

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2012 ΣΕ 1.000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ
ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ
ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΕΝΕΤΙΑ ΚΑΙΣ ΑΡΗ
ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ & ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΓΑΚΗΣ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ Α.Ε.

Η συνεχιζόμενη γενικευμένη και καθολική κρίση του παγκοσμιοποιημένου και νεοφιλελεύθερου χρηματιστικού καπιταλισμού, που προσλαμβάνει ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά, οδηγεί σε ολική αμφισβήτηση της κρατούσας τάξης πραγμάτων. Στο πλαίσιο αυτό η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία συνιστά, ή τουλάχιστον επιδιώκει, μια εναλλακτική (τρίτη) οικονομία, εφό- σον τα μορφικά και αξιακά χαρακτηριστικά που τη διέπουν είναι διαφορετικά από εκείνα της δημόσιας/κρατικής όσο και της ιδιωτικής/κερδοσκοπικής οικονομίας. Στην εναλλακτική («απλή» ή υποκαταστατική του συστήματος) αυτή οικονομία, θεωρία και πρακτική αλληλοσυνδέονται και αλληλοτροφο- δοτούνται «πραξεολογικά». Αρχικά, ως εναλλακτική «οικονομία των πολιτών» (συλλογικές τοπικές πρωτοβουλίες «εκ των κάτω») και των αναγκών τους, που συναρθρώνει την οικονομική δημοκρατία με νέες παραγωγικές σχέσεις και νέους δείκτες ευημερίας, έρχεται, ιδίως στις άτυπες μορφές της, να δημιουργήσει ένα ανάχωμα. Αλλά και παραπέρα, στοχεύει σ ’ ένα ανταγωνιστικό σχέδιο που θα αποτρέπει τη συγκέντρωση οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής δύναμης, η οποία σήμερα πηγάζει από το ισχύον μεγεθυνσιακό οικονομικό και (το σύστοιχό του) πολιτικό σύστημα. Όμως, ενώ έχει αντι- καπιταλιστικές και ανπκρατιστικές διαστάσεις δεν έχει πλήρως ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της ούτε με τον αγορα-κεντρικό ούτε με τον κρατο-κε- ντρικό τρόπο ρύθμισης, γι’ αυτό και υφίσταται έντονη κριτική. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η έκβαση που θα έχουν τα σχετικά -προς το παρόν «μετέωρα» αλλά με ισχυρή συμβολική και ουτοπική δυναμική- εγχειρήματα θα είναι συνάρτηση συσχετισμών δυνάμεων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών). Σε θετική έκβαση, οι δημιουργικές δυνατότητες που εμπερικλείει η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία θα ξεδιπλώνονται και θα δείχνουν το δρόμο για μια «μετακαπιταλιστική θέσμιση της κοινωνίας».
Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να συμβάλει στην κατανόηση των προανα- φερόμενων, και ταυτόχρονα να παρέμβει στον σχετικό προβληματισμό (ο οποίος έχει ανοίξει εδώ και χρόνια σε άλλες χώρες, ιδίως στη Γαλλία).
Ο καθηγητής Τάκης Νικολόπουλος και ο επίκουρος καθηγητής Δημήτρης Καπογιάννης διδάσκουν μαθήματα του ευρύτερου γνωστικού πεδίου της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας στο τμήμα Διοίκησης Κοινωνικών- Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων και Οργανώσεων (ΔΙΚΣΕΟ) του ΤΕΙ Μεσολογγίου, καθώς και σε μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών και του Ιόνιου Πανεπιστημίου.
[email protected] · http://ekdoseisynadelfwn.wordpress.com
ISBN 978-960-9797-10-8
9 789609 797108