M.Klein και J. Lacan

24
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΜΕLANIE KLEIN: Η ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΨΥΧΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟ-ΟΙΔΙΠΟΔΕΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1. Βιογραφία της M. Klein Η Μ. Klein, ήταν αγγλίδα ψυχολόγος, αλλά η καταγωγή της ήταν αυστριακή. Γεννήθηκε στη Βιέννη το 1882 και πέθανε στο Λονδίνο το 1960. Με την Anna Freud ήταν μία από τις πρώτες ψυχολόγους που εφάρμοσαν την ψυχανάλυση στα παιδιά. Ξεκίνησε την ψυχαναλυτική της καριέρα στα 34 χρόνια της. Αφού σπούδασε νομικά και ιστορία, έγινε μαθήτρια του Sandor Ferenczi (1873-1933) και μετά, στο Ινστιτούτο Ψυχανάλυσης του Βερολίνου, μαθήτρια του Karl Abraham (1877-1925). Όταν πέθανε ο τελευταίος, η Μ. Κlein υπέκυψε στις επίμονες παρακλήσεις του Ernest Jones (1879-1958) και πήγε στο Λονδίνο (1926) όπου εγκαταστάθηκε οριστικά. Για την ανάλυση των παιδιών χρησιμοποιεί προπαντός τα παιχνίδια, όπου τα παιδιά βάζουν όλο τους τον εαυτό. Μέσα από την ανάλυση παιδιών θέλει να ανασυγκροτήσει την ανάπτυξη του εσωτερικού κόσμου από τη βρεφική ηλικία και κατά την περίοδο πριν από το Οιδιπόδειο (στοματική και σαδιστική-πρωκτική), με βάση τη φροϋδική υπόθεση της διπολότητας, των λιβιδινικών και των καταστρεπτικών ορμών. Έτσι, κατόρθωσε να φέρει στην επιφάνεια μέσα σε ένα πολύ πλούσιο φαντασιακό κόσμο, τις ασυνείδητες φαντασιώσεις των μερικών αντικειμένων του παιδιού, από τις οποίες ξεκίνησε για να κατασκευάσει μια πρωτότυπη αντίληψη της ψυχικής ζωής του βρέφους και του μωρού. Από το 1927 αντιτίθεται στην Α. Freud πριν από όλα για τη στάση του αναλυτή κατά τη θεραπεία. Η Α. Freud θεωρούσε ότι, λόγω της ανωριμότητας του παιδιού και της εξάρτησης του από τους μεγάλους, ο αναλυτής δεν μπορεί να μείνει ουδέτερος και ότι μοιραία θα αναγκασθεί να υιοθετήσει παιδαγωγική συμπεριφορά ή τουλάχιστον ότι το παιδί θα τον βιώνει ως άλλο παιδαγωγό. Η Μ. Klein υποστηρίζει ότι υπάρχει μία αντινομία ανάμεσα στην ψυχανάλυση (ακόμα κι εφαρμοσμένη στα μικρά παιδιά) και την παιδαγωγική, και ότι ένας ψυχαναλυτής δεν μπορεί να είναι παιδαγωγός. Αυτή η μεθοδολογική διαφωνία κρύβει στην πραγματικότητα πιο βαθιές διαφωνίες στο θεωρητικό επίπεδο. Πράγματι, ενώ η Α. Freud, πιστή στον πατέρα της, συνέχισε τις έρευνες για τη συνέχιση του Οιδιπόδειου, η M. Klein τις 225

description

ξκηυωηωκξβλκηγ

Transcript of M.Klein και J. Lacan

Page 1: M.Klein και J. Lacan

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ΜΕLANIE KLEIN: Η ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ

ΨΥΧΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟ-ΟΙΔΙΠΟΔΕΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

1. Βιογραφία της M. Klein

Η Μ. Klein, ήταν αγγλίδα ψυχολόγος, αλλά η καταγωγή της ήταν αυστριακή. Γεννήθηκε στη

Βιέννη το 1882 και πέθανε στο Λονδίνο το 1960. Με την Anna Freud ήταν μία από τις πρώτες

ψυχολόγους που εφάρμοσαν την ψυχανάλυση στα παιδιά. Ξεκίνησε την ψυχαναλυτική της

καριέρα στα 34 χρόνια της. Αφού σπούδασε νομικά και ιστορία, έγινε μαθήτρια του Sandor

Ferenczi (1873-1933) και μετά, στο Ινστιτούτο Ψυχανάλυσης του Βερολίνου, μαθήτρια του Karl

Abraham (1877-1925). Όταν πέθανε ο τελευταίος, η Μ. Κlein υπέκυψε στις επίμονες

παρακλήσεις του Ernest Jones (1879-1958) και πήγε στο Λονδίνο (1926) όπου εγκαταστάθηκε

οριστικά. Για την ανάλυση των παιδιών χρησιμοποιεί προπαντός τα παιχνίδια, όπου τα παιδιά

βάζουν όλο τους τον εαυτό. Μέσα από την ανάλυση παιδιών θέλει να ανασυγκροτήσει την

ανάπτυξη του εσωτερικού κόσμου από τη βρεφική ηλικία και κατά την περίοδο πριν από το

Οιδιπόδειο (στοματική και σαδιστική-πρωκτική), με βάση τη φροϋδική υπόθεση της

διπολότητας, των λιβιδινικών και των καταστρεπτικών ορμών. Έτσι, κατόρθωσε να φέρει στην

επιφάνεια μέσα σε ένα πολύ πλούσιο φαντασιακό κόσμο, τις ασυνείδητες φαντασιώσεις των

μερικών αντικειμένων του παιδιού, από τις οποίες ξεκίνησε για να κατασκευάσει μια

πρωτότυπη αντίληψη της ψυχικής ζωής του βρέφους και του μωρού.

Από το 1927 αντιτίθεται στην Α. Freud πριν από όλα για τη στάση του αναλυτή

κατά τη θεραπεία. Η Α. Freud θεωρούσε ότι, λόγω της ανωριμότητας του παιδιού

και της εξάρτησης του από τους μεγάλους, ο αναλυτής δεν μπορεί να μείνει

ουδέτερος και ότι μοιραία θα αναγκασθεί να υιοθετήσει παιδαγωγική συμπεριφορά ή

τουλάχιστον ότι το παιδί θα τον βιώνει ως άλλο παιδαγωγό. Η Μ. Klein υποστηρίζει

ότι υπάρχει μία αντινομία ανάμεσα στην ψυχανάλυση (ακόμα κι εφαρμοσμένη στα

μικρά παιδιά) και την παιδαγωγική, και ότι ένας ψυχαναλυτής δεν μπορεί να είναι

παιδαγωγός. Αυτή η μεθοδολογική διαφωνία κρύβει στην πραγματικότητα πιο

βαθιές διαφωνίες στο θεωρητικό επίπεδο. Πράγματι, ενώ η Α. Freud, πιστή στον

πατέρα της, συνέχισε τις έρευνες για τη συνέχιση του Οιδιπόδειου, η M. Klein τις

225

Page 2: M.Klein και J. Lacan

επικεντρώνει σε πιο πρώιμες συγκρούσεις στα πλαίσια της σχέσης με τη μητέρα.

2. «Καλό αντικείμενο» και «Κακό αντικείμενο»

Ξέρουμε ότι για τον Freud το παιδί βρίσκει στο μητρικό στήθος ένα πρώτο

αντικείμενο ενορμήσεων. Αυτό το μερικό αντικείμενο (που δεν είναι η μητέρα στο

σύνολο της) καταπίνεται, κατά τη Μ. Klein, συγχρόνως με το γάλα, ενδοβάλεται. Το

παιδί το βιώνει ως μέρος του εαυτού του. Στον ψυχισμό του παιδιού, η εμφάνιση της

ενόρμησης συνοδεύεται έτσι από ένα ψυχικό αναπαριστάνον που είναι η φαντασιακή

παρουσία, η φαντασίωση του στήθους ως αντικείμενο. Από την άλλη, στην

περιγραφή της Μ. Klein, το αντικείμενο στήθος γίνεται αντιληπτό ως «καλό» όταν

ανταμείβει, ως «κακό» όταν αρνείται την τροφή και αποστερεί. Μπορούμε λοιπόν να

πούμε ότι στο φαντασιακό του παιδιού συγκροτείται εσωτερικά η φαντασίωση ενός

καλού αντικείμενου και η φαντασίωση ενός κακού αντικείμενου.

Για τη Μ. Klein οι φαντασιώσεις σχετικές με το καλό αντικείμενο διαρθρώνονται

στις λιβιδινικές ενορμήσεις, οι φαντασιώσεις, σχετικές με το κακό αντικείμενο

διαρθρώνονται στις καταστρεπτικές ενορμήσεις, έτσι ώστε από την αρχή το στήθος

που ενσωματώνεται φαντασιακά διαχωρίζεται σε καλό, ιδανικό αντικείμενο και σε

κακό, καταδιωκτικό αντικείμενο, του οποίο, η δυαδικότητα αντιστοιχεί στη

δυαδικότητα της ζωής και του θανάτου.

3. Καταδιωκτική θέση και «διαχωρισμός»

Κατά την ανάπτυξη του, το παιδί προσπαθεί να διατηρήσει την ενδοβολή του

ιδανικού στήθους και να εξαλείψει το κακό στήθος, προβάλλοντας το στον εξωτερικό

κόσμο που ανακαλύπτει προοδευτικά. Το αποτέλεσμα είναι το εξωτερικό στήθος (και

όχι πια το φαντασιακό) να το αισθάνεται το παιδί ως επιθετικό και καταδιωκτικό.

Τότε είναι π.χ. που το παιδί βιώνει την καταστρεπτική ενόρμηση στην επιθυμία να

δαγκώσει το στήθος, και που αισθάνεται παράλληλα την απειλή ότι θα το δαγκώσουν

ή θα το καταβροχθίσουν. Έτσι, η εξωτερική πραγματικότητα, βάση των αρχέγονων

φαντασιώσεων του καλού και του κακού αντικειμένου που είχαν ενδοβληθεί

διαχωρίζεται και η ίδια σε καλό και σε κακό αντικείμενο.

226

Page 3: M.Klein και J. Lacan

Η Μ. Klein ονόμασε «καταδιωκτική θέση» (ή παρανοϊδή-σχιδοϊδή θέση) αυτή τη

σχέση με το αντικείμενο η οποία χαρακτηρίζεται από το άγχος της επίθεσης, της

καταδίωξης, και από τον αμυντικό διαχωρισμό του αντικειμένου. Η θέση αυτή

εγγράφεται μέσα σε ένα σύνολο φαντασιώσεων όπου φόβος καταβρόχθισης,

καταστροφής και πήγαιν’ έλα ανάμεσα σε προβολή και ενσωμάτωση διαδέχονται το

ένα το άλλο.

4. Καταθλιπτική θέση και «αμφιθυμία»

Το ξεπέρασμα της καταδιωκτικής θέσης γίνεται βαθμηδόν όσο οι αμείβουσες

εμπειρίες γίνονται περισσότερες, δηλαδή το καλό αντικείμενο παίζει τον

προστατευτικό του ρόλο. Αυτό γίνεται όταν το αντικείμενο μπορεί να αναγνωριστεί,

όχι πια ως μερικό αντικείμενο αλλά ως ολόκληρο αντικείμενο (το παιδί

αντιλαμβάνεται τη μητέρα του ως μοναδικό άτομο, που είναι καλό και κακό).

Όμως το ξεπέρασμα αυτό, εμπλέκει το παιδί σε αυτό που η Μ. Klein ονομάζει

«καταθλιπτική θέση». Το παιδί αισθάνεται ότι το ίδιο αντικείμενο (η μητέρα) είναι

πηγή ανταμοιβής και αποστέρησης, και «αντικείμενο» των «ερωτικών καθώς και

καταστρεπτικών του τάσεων». Ο ασυνείδητος φαντασιακός του κόσμος διαπερνάται

από το φόβο οι φαντασιώσεις επίθεσης που έχει να μην καταστρέψουν το αντικείμενο

που αγαπάει: απελπισία, ενοχή συνοδεύουν αυτό που αντικαθιστά το «διαχωρισμό»,

δηλαδή την αμφιθυμία απέναντι στο ίδιο αντικείμενο. Η παρουσία της μητέρας, οι

φροντίδες της, η αγάπη της είναι εκείνα που διαψεύδοντας τις καταστρεπτικές

φαντασιώσεις, επιτρέπουν την προοδευτική εξαφάνιση των έντονων συναισθημάτων

κατάθλιψης που βιώνει το παιδί την εποχή εκείνη.

5. Αρχικά στάδια του Οιδιπόδειου

Όλες αυτές οι αναλύσεις αντιστοιχούν στην προ-οιδιπόδεια περίοδο, στο στάδιο της

στοματικότητας, και της πρωκτικότητας (αυτό σημαίνει ότι στις φαντασιώσεις του

παιδιού η σχέση με τα αντικείμενα συνδέεται με στοματικές ή πρωκτικές

ανταμοιβές). Παρόλα αυτά, η Μ. Κlein ισχυρίζεται ότι, πριν εμφανισθεί η καθαρά

227

Page 4: M.Klein και J. Lacan

φαλλική φάση όπου τοποθετείται το Οιδιπόδειο όπως το περιέγραψε ο Freud,

εμφανίζονται πρόδρομοι αυτού του συμπλέγματος. Από τη στιγμή που το παιδί

αναγνωρίζει τη μητέρα ως ολόκληρο αντικείμενο, ξέρει ότι για τη μητέρα του δεν

είναι ο μοναδικός πόλος ενδιαφέροντος, ότι υπάρχουν ανάμεσα στον πατέρα και τη

μητέρα του σχέσεις που το αποκλείουν, και αυτό το οδηγεί στο να συλλαμβάνει τις

σχέσεις των γονιών του μέσα από τις γνώριμες φαντασιώσεις του καταστροφής και

ενσωμάτωσης: στοματική ενσωμάτωση του πέους από τη μητέρα, επίθεση κατά τη

μητέρα για να ιδιοποιηθεί το πέος που βρίσκεται μέσα σε αυτήν φαντασιακά, κ.λπ.

6. Το ασυνείδητο για τη Μ. Klein

Όλες αυτές οι φαντασιώσεις, όσο αρχαϊκές και να είναι, παραμένουν σε ασυνείδητη

κατάσταση στη ζωή του ατόμου. Έτσι ο διαχωρισμός των καλών και των κακών

αντικειμένων, ως υποστηρίγματα και πηγές επιθυμιών και άγχους παράλληλα,

διαμορφώνει φαντασιακά τις σχέσεις του ατόμου με το περιβάλλον του. Οι σχέσεις

αυτές μπορούν να αναφερθούν στις πηγές τους κατά την αναλυτική θεραπεία.

Προφανώς η Μ. Klein μελέτησε και έκανε θεωρία, πιο πολύ από οποιονδήποτε

αναλυτή, τον πιο μακρινό κόσμο που βιώνει το παιδί στην αρχή της ζωής του.

Κατευθύνθηκε έτσι περισσότερο προς μια ερμηνεία της φαντασιακής διάστασης του

παιχνιδιού ανάμεσα στο ασυνείδητο και το συνειδητό, από ότι προς μία ερμηνεία της

συμβολικής του διάστασης, που χαρακτηρίζεται από την πρόσοδο στα σύμβολα, τη

λειτουργία της γλώσσας, την αναφορά στον τρίτο, το ρόλο και τη λειτουργία του

πατέρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7JACQUES LACAN: Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ

ΔΟΜΙΚΗ ΑΠΟΨΗ228

Page 5: M.Klein και J. Lacan

1.Εισαγωγή

Κατά την ψυχαναλυτική άποψη η ανάπτυξη της προσωπικότητας είναι συνεχής. Το

δομικό ψυχαναλυτικό μοντέλο ειδικά μιλάει για τη συγκρότηση του υποκειμένου με

τους όρους μίας προσωπικής ιστορίας που το άτομο βίωσε και βιώνει δραματικά, και

που συλλαμβάνεται και οργανώνεται από το ίδιο το υποκείμενο. Το υποκείμενο

γεννιέται από ένα δράμα, διαπλάθεται και σημαδεύεται από αυτό το δράμα

(Οιδιπόδειο).

2. Βιογραφία του J. Lacan

Ο Jacques Lacan γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1901 στο Παρίσι και πέθανε το

Σεπτέμβριο του 1981 στο Παρίσι. Είναι ο πρωτότοκος γιός μίας οικογένειας

οξοποιιών. Ένας αδελφός που γεννιέται ένα χρόνο αργότερα, πεθαίνει δύο χρόνια

μετά. Στη συνέχεια γεννιούνται μία αδελφή και ένας αδελφός. Το οικογενειακό

περιβάλλον διαπνέεται από μία καθολική θρησκευτικότητα. Ο μικρός αδελφός

γίνεται Βενεδικτίνος. Επίσης, η οικογένεια σημαδεύεται από τις πολλές συγκρούσεις

ανάμεσα στον πατέρα και τους γονείς του που μένουν στο ίδιο σπίτι.

Ο Lacan κάνει λαμπρές σπουδές στο κολλέγιο Stanislas. Το πάθος του είναι η

φιλολογία και η φιλοσοφία (Spinoza, Nietzsche, κ.λπ). Σπουδάζει ιατρική και

ειδικεύεται στη νευρολογία και στην ψυχιατρική. Κάνει την πρακτική του στο Ειδικό

Θεραπευτήριο της Διεύθυνσης της Αστυνομίας, όπου ήταν διευθυντής ο Gaëtan

Gatian de Clérambault, τον «μόνο δάσκαλό του στην ψυχιατρική», όπως λέει.

Λέγεται ότι είχε καταπληκτική επικοινωνία με τους ασθενείς του. Γίνεται αργότερα

διευθυντής της Κλινικής των ψυχικών ασθενειών της Sainte-Anne, έδρα που κατείχε

ο Henri Claude, που υποδέχτηκε τους πρώτους γάλλους αναλυτές στην υπηρεσία

του: Laforgue, Hesnard, Eugénie Sokolnicka. Συνδέεται, επίσης, με την ομάδα των

σουρρεαλιστών και δημοσιεύει στο περιοδικό Le Minotaure.

Το 1932 εκδίδει τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο: Για την παρανοϊκή ψύχωση

στη σχέση της με την προσωπικότητα. Στο επίκεντρο αυτής της διατριβής, μία

μονογραφία, η περίπτωση Aimée, για την οποία ο Lacan δημιουργεί την κατηγορία

229

Page 6: M.Klein και J. Lacan

της «παράνοιας της αυτοτιμωρίας». Συζητά, στη διατριβή αυτή, όλη την ψυχιατρική

της εποχής του, αλλά και τους μεγάλους κλασσικούς. Υποστηρίζει ότι η ψύχωση δεν

είναι ζήτημα ελλείμματος, αλλά πρόβλημα που αγγίζει την προσωπικότητα.

Αργότερα, στη δεκαετία του πενήντα, θα δείξει πώς τα φαινόμενα που εντοπίζονται

στην ψύχωση, όχι μόνο δεν έχουν να κάνουν με έλλειμμα, αλλά οικοδομούνται, και

μάλιστα από τη γλώσσα.

Το 1932, ο Lacan ενδιαφέρεται για το κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο ονομάζει

ζωτικό περιβάλλον. Κάνει ψυχανάλυση με τον Rudolf Löwenstein, και ενώ

βρίσκεται ακόμη στο ξεκίνημα, αναφέρεται στον Freud και μεταφράζει το «Περί

κάποιων νευρωτικών μηχανισμών στη ζήλεια, την παράνοια και την

ομοφυλοφυλία», που δημοσιεύεται στο Revue française de psychanalyse.

Παρατηρούμε ότι η είσοδος του Lacan στην ψυχανάλυση γίνεται μέσα από την

κλινική των ψυχώσεων. Το αντιτάσσουν συχνά με την πορεία του Freud που

επινόησε την ψυχανάλυση μέσα από τη νεύρωση. Ας μην ξεχνάμε, όμως, τη

σπουδαιότητα του Fliess και του παραληρήματός του στη γέννηση της φροϋδικής

ανακάλυψης.

Αυτή την περίοδο ο Lacan ενδιαφέρεται για τη δεύτερη τοπική του Freud και

ιδιαίτερα για το ερώτημα του Εγώ. Το 1936 παρουσιάζει στο συνέδριο της Διεθνούς

Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, στο Marienbad, μια ανακοίνωση με θέμα «Το στάδιο του

καθρέφτη». Διδάσκει στη ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου Sainte-Anne στο

Παρίσι, στη νομική σχολή του αλλού.

Μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Lacan είναι μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας

του Παρισιού, της οποίας θα είναι πρόεδρος για κάποιο καιρό. Αυτή η εταιρεία είναι

η μόνη που εκπροσωπεί το φροϋδικό κίνημα εκείνη την εποχή στη Γαλλία, και

ανήκει στην Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία (IPA).

Το 1953, μετά από ένα χρόνο συγκρούσεων που αφορούσαν πιο συγκεκριμένα στην

οργάνωση ενός Ψυχαναλυτικού ινστιτούτου που προοριζόταν για την εκπαίδευση, ο

Daniel Lagache, η Juliette Favez-Boutonnier, η Françoise Dolto και η Blanche

Reverchon-Jouve παραιτούνται. Ο Lacan τους ακολουθεί. Αυτή η αναχώρηση έχει

ως συνέπεια την έξοδό τους, χωρίς να το ξέρουν πραγματικά, από την Διεθνή

Ψυχαναλυτική Εταιρεία που θεμελίωσε ο Freud. Αυτή η περίοδος είναι και μία

230

Page 7: M.Klein και J. Lacan

στροφή στη θέση του Lacan που προτείνει ως προσανατολισμό την «επιστροφή στον

Freud», δηλαδή στα φροϋδικά κείμενα, σε αντίδραση στη νόθευση της ψυχανάλυσης

που γινόταν από την εισαγωγή της στην Αμερική. Η διδασκαλία του ξεκινά

πραγματικά το 1953. Μετά το «σχίσμα», το σεμινάριο λαμβάνει χώρα στο Sainte-

Anne. Μία διάλεξη, «Το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό», που έγινε

στις 8 Ιουλίου του 1953, και μετά, η ανακοίνωση του συνεδρίου της Ρώμης στις 26

Σεπτεμβρίου του 1953, είναι οι ιδρυτικές στιγμές της διδασκαλίας του. Ο Lacan

εισάγει εξ αρχής μία θεμελιακή διαφοροποίηση ανάμεσα σε τρεις, «ουσιαστικές για

την ανθρώπινη αλήθεια, τάξεις»: το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό.

Η δε ανακοίνωση της Ρώμης, που έγινε πασίγνωστη ως «Εισήγηση της Ρώμης», είναι

ένα πραγματικό κείμενο-πρόγραμμα για τα πρώτα χρόνια της διδασκαλίας του Lacan

(«Fonction et champ de la parole et du langage en psychanalyse», Ecrits). Τονίζεται

η πρώτη φροϋδική τοπική και η έννοια του ασυνείδητου. Ο Lacan βασίζεται., την

εποχή εκείνη, κυρίως στη γλωσσολογία του De Saussure και στις ανθρωπολογικές

εργασίες του Levi-Strauss που αφορούν στις δομές της συγγένειας. Στη σκέψη του

Lacan, η ψυχανάλυση και ο δομισμός συναντώνται, ενώ τα αναλυτικά γεγονότα

ερμηνεύονται ως εκδηλώσεις της γλώσσας.

Ένα νέο σχίσμα λαμβάνει χώρα το 1963, όταν η Γαλλική Εταιρεία Ψυχανάλυσης θα

ζητήσει την ένταξή της στη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία (IPA). Η ένταξη δεν θα

γίνει δεκτή παρά μόνο υπό τον όρο ότι θα αποσυρθεί η λειτουργία του διδάσκοντος

από την Dolto και τον Lacan. Έτσι, το 1964, ο Lacan ιδρύει δική του σχολή, τη

«Φροϋδική Σχολή του Παρισιού» («L’ Ecole freudienne de Paris»). Αναγκάζεται να

εγκαταλείψει το Sainte-Anne και πρέπει να κάνει το σεμινάριό του στην Ecole

normale supérieure της οδού Ulm.

Το πεδίο μέσα στο οποίο δούλεψε ο Lacan είναι το φροϋδικό πεδίο και αυτό όσον

αφορά και τη θεωρία (όπου η αναφορά στον Freud και στο φροϋδικό ασυνείδητο

παραμένει η συνεχής υποδομή της θεωρίας του Lacan), και την πράξη (όπου

ξεχωρίζει την αυθεντική ψυχαναλυτική πρακτική, από άλλες πρακτικές που λέγονται

ψυχαναλυτικές, έχουν όμως τελείως χάσει αυτή την έννοια).

Αυτό που κάνει ο Lacan είναι, όπως λέει ο ίδιος μια «επιστροφή στον Freud», μια εκ

νέου ανάγνωση του Freud. Επιστρέφει στη φροϋδική σκέψη και διαλεκτική μέσα

από τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής του και κυρίως (και αυτό είναι το

231

Page 8: M.Klein και J. Lacan

καινούργιο που προσθέτει) μέσα από τα νεότερα αποκτήματα των επιστημών της

γλώσσας.

Αληθινός ερμηνευτής του Freud, ο Lacan ξανασκέφτεται το έργο του Freud μέσα

από ένα αδιάκοπο πήγαιν' έλα ανάμεσα στα θεμελιώδη φροϋδικά κείμενα, στον

ψυχαναλυτικό τρόπο να ακούει και στην τεράστια συμβολή όλων των ανθρωπίνων

επιστημών, και ιδιαίτερα των επιστημών της γλώσσας και του λόγου, που κατέχουν

για τον Lacan μια προνομιούχα θέση.

Έτσι, λοιπόν, αναγνωρίζουμε τη μεγαλύτερη προσφορά του λακανικού έργου στην

ψυχανάλυση και σε κάθε επιστήμη του ανθρώπου (γιατί ο Lacan εισάγει την

ψυχανάλυση σε κάθε επιστήμη του ανθρώπου: κοινωνιολογία, ανθρωπολογία,

σημειολογία φιλοσοφία κλπ. και κυρίως γλωσσολογία) στη διπλή κίνηση της

επιστροφής στις φροϋδικές ανακαλύψεις και της προσφυγής στις επιστήμες της

γλώσσας.

Ακόμη κι αν η γλωσσολογία είναι τόσο σημαντική στη λακανική θεωρία, ο Lacan

παραμένει πιστός στην ψυχανάλυση, είναι δηλαδή κυρίως ψυχαναλυτής. Ως

ψυχαναλυτής, ακούει, μέσα από τους ελεύθερους συνειρμούς του λόγου, το

ασυνείδητο. Γι' αυτό και ενδιαφέρθηκε για τα κείμενα του Freud που μιλούν για τη

ασυνείδητη ομιλία και την αλληλεπίδραση της με το συνειδητό λόγο.

Το αντικείμενο της ψυχανάλυσης είναι η προσωπικότητα του ανθρώπου, και

ειδικότερα το ασυνείδητο που την αποτελεί. Πρέπει, κατά τον Lacan, να

επαναφέρουμε το ασυνείδητο στον πρακτικό και θεωρητικό τόπο της προέλευσης

του, που είναι το πεδίο του λόγου, και να το μελετήσουμε όπως μελετάμε την

ομιλούμενη γλώσσα. Ο Lacan είναι ο δομιστής. Στον Lacan χρωστάει η ψυχανάλυση

την είσοδο της στο δομικό ρεύμα σκέψης και στη δομική μέθοδο έρευνας (που

εφαρμόζεται ιδιαίτερα στις επιστήμες του ανθρώπου). Έτσι, λοιπόν, ο Lacan αναλύει

την φροϋδική θεωρία της προσωπικότητας και του ασυνείδητου ειδικότερα με τη

δομική μέθοδο και την διαφωτίζει με την γλωσσολογία, εμπνευσμένος από τους

γλωσσολόγους F. De Saussure και Roman Jakobson.

Εντοπίζει αναλογίες και ομοιότητες ανάμεσα στη δομή του ασυνείδητου και τους

232

Page 9: M.Klein και J. Lacan

νόμους λειτουργίας της γλώσσας, ιδιαίτερα ανάμεσα στους πρωτογενείς μηχανισμούς

επικοινωνίας του ασυνείδητου με το σύστημα προσυνειδητό - συνειδητό, και την

αλυσίδα των σημαινόντων που λειτουργούν με τη μεταφορά και τη μετωνυμία

(συμπύκνωση, μετάθεση).

Το ασυνείδητο, λέει ο Lacan, έχει τη ριζική δομή της γλώσσας και λειτουργεί

σύμφωνα με τους νόμους της. Το ασυνείδητο είναι λόγος και σύνταξη, είναι μια

γλώσσα αρθρωμένη που διαφέρει από τη γλώσσα της συνείδησης, γιατί είναι στα

μέτρα, την οικονομία και τη δυναμική του απωθημένου.

3. Δομή και δομισμός στην Ψυχανάλυση

Η έννοια της δομής προέρχεται από δύο ρεύματα: την θεωρία της Gestalt και την

γλωσσολογία στην οποία την εισήγαγε ο Ferdinand de Saussure.

Η δομή είναι η οργάνωση των μερών ή στοιχείων ενός συνόλου σύμφωνα με

ειδικούς νόμους λειτουργίας. Το σημαντικό στη δομή δεν είναι η φύση των

αντικειμένων, οι ιδιότητες τους, αλλά οι σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα τους, ή

ανάμεσα στα στοιχεία τους. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει βέβαια ότι τα αντικείμενα αυτά

ανήκουν σε μία ίδια ομάδα, ότι υπάρχει δηλαδή κάποια συνοχή όσον αφορά το είδος

των αντικειμένων αυτών. Και αυτό είναι και ο απαραίτητος όρος υπό τον οποίο

καινούργιες αρχές (βάσεις) σχέσεων διαφορετικής φύσης μπορούν να εμφανισθούν.

Η δομική μέθοδος ασχολείται, λοιπόν, περισσότερο με τις σχέσεις των μερών μεταξύ

τους, από ότι με τα ίδια τα μέρη.

Οι σχέσεις αυτές είναι κανόνες που υπάρχουν μεταξύ των αντικειμένων ή μεταξύ

των στοιχείων τους και που επιτρέπουν να φανούν σαφώς ιδιότητες μιας ορισμένης

τάξης. Τέτοιες ειδικές ιδιότητες συμβάλλουν, έτσι, στο να προσδιορίσουν μια

ιδιαίτερη δομή στο σύνολο των αντικειμένων ή των στοιχείων τους. Η δομή

προϋποθέτει λοιπόν όχι μόνο ένα σύνολο στοιχείων, αλλά και ένα νόμο που ενεργεί

πάνω σ' αυτά τα στοιχεία.

Μπορούμε να ορίσουμε τον δομισμό από τη σχέση του σημαινόμενου με το σημαίνον,

σχέση που γεννά τη σημασία (γλωσσικό σημείο = ακουστική εικόνα = σημαίνον).

233

Page 10: M.Klein και J. Lacan

Δομιστής, ο Lacan, (και οι οπαδοί του : Maud Mannoni, Serge Leclaire, Moustapha

Safoun κ.λπ.) εφαρμόζει το δομικό μοντέλο της γλωσσολογίας στην ψυχανάλυση,

ψάχνοντας πίσω από τα φαινόμενα τις σχέσεις τους, το πώς συνδέονται, την

εσωτερική λογική του συστήματος.

Ως δομιστής, ο Lacan προτείνει να αντιληφθούμε το υποκείμενο σύμφωνα μ' ένα σχήμα

διαρρυθμισμένο κατά δομές. Έτσι, το παιδί γεννιέται μέσα στην ήδη υπάρχουσα

κοινωνικο-πολιτιστική και γλωσσική τάξη. Η είσοδός του στο Συμβολικό θα το

διαπλάσσει, λοιπόν, σύμφωνα με τις ειδικές δομές αυτής της τάξης. Έτσι, μπορούμε να

πούμε με τους λακανικούς ότι το υποκείμενο θα διαπλαστεί από το Οιδιπόδειο και τις

δομές της γλώσσας. Το φαινόμενο του Οιδιπόδειου και της γλώσσας εξασφαλίζουν

στο μικρό παιδί την απόλυτη συνειδητοποίηση της αυτονομίας του ως υποκείμενο και

μέλος μιας κοινωνίας. Και αντίστροφα το παιδί δεν αποκτά την ατομικότητα του, την

προσωπικότητα του, τη μοναδικότητα του παρά μόνο υπό τον όρο ότι θα ενταχθεί στην

συμβολική τάξη που κυβερνά και ορίζει την ανθρωπότητα.

4. Πραγματικό – Φαντασιακό – Συμβολικό

Ο Lacan διακρίνει μέσα στο ψυχαναλυτικό πεδίο τρεις βασικούς όρους, τρία βασικά

πεδία : το Πραγματικό, το Φαντασιακό, το Συμβολικό. Αυτά τα τρία πεδία είναι

δεμένα μεταξύ τους, σχηματίζουν ένα κόμπο.

Η κύρια ιδιότητα αυτού του κόμπου είναι: αν λύσουμε έναν οποιοδήποτε κόμπο από

τους τρεις, οι άλλοι δύο λύνονται επίσης αυτόματα. Καθένας από τους τρεις κόμπους

δεν μπορεί να υπάρχει μόνος του, υπάρχει μόνο με τους άλλους δύο. Οι τρείς αυτοί

κόμποι δεν είναι διαφοροποιημένοι. Για να τους διαφοροποιήσουμε τους

ονομάζουμε Πραγματικό - Φαντασιακό - Συμβολικό.

Το Πραγματικό: είναι αυτό που ξεφεύγει. Το Πραγματικό αρχίζει εκεί όπου ο

συμβολισμός - η συμβολοποίηση δεν μπορεί να γίνει. Το

Πραγματικό είναι αυτό που ξεφεύγει του συμβολισμού, της

έκφρασης με λέξεις, είναι αυτό που ξεφεύγει του δικτύου

των λέξεων. Το Πραγματικό είναι ακόμη ασαφές,

συγκεχυμένο, διασκορπισμένο με την έννοια του ότι δεν

234

Page 11: M.Klein και J. Lacan

ανήκει ακόμη σε ένα συμβολικό σύστημα.

Στο Φαντασιακό: παρεμβαίνουν τα όργανα των αισθήσεων και ψάχνουμε

ομοιότητες, διαφορές, αναλογίες, κάνουμε συγκρίσεις. Το

Φαντασιακό δένει. Το Φαντασιακό είναι χαραγμένο από τη

σχέση του υποκειμένου με την εικόνα του όμοιου (του

ειδώλου του, της εικόνας ενός άλλου παιδιού, ή της εικόνας

της μητέρας του).

Το Συμβολικό: είναι οργανωμένο σύστημα διαφορών, αντιθέσεων. Ένας όρος,

ένα φαινόμενο αποκτά την έννοιά του επειδή ακριβώς

αντιτάσσεται σε άλλους όρους, σε άλλα φαινόμενα. Το

συμβολικό ορίζει φαινόμενα με τα οποία έχει να κάνει η

ψυχανάλυση και που είναι δομημένα σαν μια γλώσσα.

Σε όλα τα φαινόμενα υπάρχει το Πραγματικό, το Φαντασιακό και το Συμβολικό,

δεμένα μεταξύ τους. Πχ. Το σύμπτωμα είναι φαντασιακό προϊόν. Είναι αυτό που

ξαναγυρίζει στο Πραγματικό απ’ ότι δεν συμβολίστηκε στο σώμα. Η συμβολοποίηση

δηλώνει την πιθανότητα που έχει το υποκείμενο σε μια στιγμή της ιστορίας του να πει

με λέξεις αυτό που του συμβαίνει.

5. Η είσοδος στη συμβολική τάξη

Το να μπει ένα μικρό παιδί στη συμβολική τάξη της γλώσσας και της οικογένειας

σημαίνει για το παιδί ότι προσδιορίζει τα όρια της ατομικότητας του μέσα στην

οικογενειακή ομάδα και μέσα σε όλη την κοινωνία. Κατά τον Lacan είναι

απαραίτητη η είσοδος στη συμβολική τάξη, δηλαδή η μεσολάβηση του συμβόλου

για να μπει σε τάξη ο κόσμος, τα πράγματα, τα όντα, ολόκληρη η ζωή. Η είσοδος

στη συμβολική τάξη πραγματοποιείται με το Οιδιπόδειο. Το Οιδιπόδειο είναι μια

δομή, και ως δομή, πέρα από τις διάφορες μορφές του, είναι μια ριζική και

παγκόσμια μεταμόρφωση του ανθρώπου. Είναι το πέρασμα από τη δυαδική, άμεση

σχέση (Φαντασιακό), στην τριαδική ή τριγωνική έμμεση σχέση (όπου μεσολαβεί

κάτι τρίτο), ή οποία ανήκει καθαρά στη συμβολική τάξη.

235

Page 12: M.Klein και J. Lacan

6. Η δυαδική σχέση και το «στάδιο του καθρέφτη»

Το παιδί δεν έχει γεννηθεί με την επιστήμη της συμβολικής τάξης, πρέπει κάποιος να

το εισαγάγει σε αυτήν. Αυτό το καθήκον, το έχει η μητέρα (ή το υποκατάστατο). Και

γι’ αυτό η δυαδική σχέση κατέχει μία τόσο σημαντική θέση.

Η δυαδική σχέση του παιδιού με τον όμοιο του - που μπορεί να είναι ένα άλλο παιδί,

η εικόνα του ίδιου του παιδιού που του παρέχει ως αντανάκλαση ο καθρέφτης, η

μητέρα του ή ένα υποκατάστατο της - δεν δίνει στο παιδί την «υποκειμενικότητα»

του, το εμποδίζει δηλαδή από τη δυνατότητα βίωσης της υποκειμενικότητας του με

την έννοια της ατομικότητας και μοναδικότητας του μέσα στο σύστημα της

οικογένειας και της κοινωνίας. Η δυαδική σχέση έχει ως κύριο ρόλο μόνο τον

προσδιορισμό του σώματος στο σύνολο του, την αναγνώριση και συνειδητοποίηση

της ολότητας, της ενότητας του σώματος, σώμα που το παιδί βίωνε νωρίτερα ως

διαμελισμένο - κομματιασμένο. Το παιδί βλέπει στον άλλον - στο άλλο παιδί, στο

είδωλο του στον καθρέφτη, στη μητέρα του κ.λπ. - μόνο έναν όμοιο με τον οποίο

συγχέεται και ταυτίζεται.

Το παιδί που παραμένει προσκολλημένο σε αυτή την κατάσταση στη δυαδική σχέση μόνο

δηλαδή, είναι ανίκανο να βάλει τον εαυτό του σε μία θέση, ούτε να βρει μία θέση στους

άλλους γύρω του. Μη μπορώντας να βιώσει την υποκειμενικότητα του, υποβιβάζεται στο

επίπεδο των ζώων, δηλαδή δεν υπάρχει γι’ αυτό το παιδί το κοινό συμβολικό πεδίο απ' όπου

περνάει κάθε ανθρώπινη σχέση.

Τούτο συμβαίνει με τα ψυχωσικά παιδιά. Το ψυχωσικό παιδί δεν έχει

υποκειμενικότητα - μοναδικότητα, δεν έχει μπει στην ομιλούμενη γλώσσα, στο Εγώ.

Βλέπει τον εαυτό του σαν έναν άλλον, σαν ένα πράγμα. Παρατηρούμε δε

χαρακτηριστικά στα ψυχωσικά παιδιά ότι συγχέουν τα πρόσωπα του περιβάλλοντος

τους, τα οποία παίζουν γι’ αυτά τα παιδιά άλλοτε το ρόλο του εχθρού-διώκτη, και

άλλοτε το ρόλο του αγαπημένου αντικείμενου.

Όταν ο Lacan μιλάει για τη δυαδική σχέση αναφέρεται συχνά στο "στάδιο του

καθρέφτη" το οποίο ονόμασε έτσι ο ίδιος και το οποίο τόνισε ιδιαίτερα πριν απ' όλους.

Αν έδωσε τεράστια σημασία στο στάδιο του καθρέφτη είναι γιατί το στάδιο αυτό είναι

236

Page 13: M.Klein και J. Lacan

μάρτυρας της δυαδικής άμεσης σχέσης (που ανήκει στο Φαντασιακό) και γιατί η

παρατήρηση αυτού του σταδίου αποκαλύπτει όλη τη σπουδαιότητα του περάσματος

στην τρισδιάστατη τάξη του Συμβολικού.

Το στάδιο του καθρέφτη αποτελεί πρωτογενή δυαδική σχέση του παιδιού με τον

όμοιο του, που μπορεί να είναι - όπως είπαμε πριν - ένα άλλο παιδί ή εικόνα του ίδιου

του παιδιού στον καθρέφτη, η μητέρα του ή ένα υποκατάστατο της.

Το στάδιο του καθρέφτη είναι με λίγα λόγια η αναγνώριση του εαυτού στον

καθρέφτη, η αναγνώριση και συνειδητοποίηση της ολότητας, της ενότητας του

σώματος που το παιδί βίωνε πριν ως διαμελισμένο - κομματιασμένο. Η αναγνώριση

του εαυτού στον καθρέπτη γίνεται γύρω στον 6ο με 8ο μήνα της ζωής του παιδιού.

Γενικά, μέχρι τον 18μήνα, το παιδί και των δύο φύλων ξεπερνά τις φαντασιώσεις του

κομματιασμένου κορμιού του, τότε δηλαδή που το παιδί διανύει το στάδιο του

καθρέφτη βλέποντας μέσα στους άλλους ή στην εικόνα του (στο είδωλο του) που του

δίνει ο καθρέφτης ή μέσα στη μητέρα του έναν όμοιο με αυτό, με τον οποίο

ταυτίζεται. Μέσα από αυτό το δρομολόγιο των ταυτίσεων με τον άλλον, που

λειτουργεί σαν κάτοπτρο, το παιδί αποκτά την συνολική εικόνα του δικού του

σώματος.

Παρατηρούμε λοιπόν σ' αυτή την ηλικία μια ιδιαίτερη συμπεριφορά του παιδιού

απέναντι σ' ένα παιδί της ίδιας ηλικίας. Το παιδί αυτό επιτίθεται στο άλλο και

προσπαθεί, με το να το μιμείται, να βρει μια θέση για τον εαυτό του, να αναγνωρισθεί,

ακόμη και να επιβληθεί στο άλλο παιδί. Τα παιχνίδια αυτά προαναγγέλλουν την

αναγνώριση, τον προσδιορισμό του εαυτού του ως οντότητα. Εκδηλώνουν επίσης μια

αλληλοταύτιση όπου αναγνωρίζει κανείς εύκολα τη δυαδική σχέση σύγχυσης του

εαυτού του με τους άλλους. Την ώρα εκείνη που το παιδί μιμείται τις κινήσεις, και

μάλιστα τις επιθετικές κινήσεις του άλλου παιδιού, προλαμβάνει νοητά την

κατάκτηση της λειτουργικής ενότητας του ίδιου του σώματος, η οποία είναι τότε

ακόμη ατελής όσον αφορά την αυτόβουλη κινητικότητα.

Έχουμε εδώ μια πρώτη πλάνη από το είδωλο όπου διαγράφεται η πρώτη στιγμή της

διαλεκτικής των ταυτίσεων. Η πλάνη του ειδώλου της ανθρώπινης μορφής κυριαρχεί

από 6 μηνών μέχρι 2,5 χρονών στη συμπεριφορά του παιδιού απέναντι στον όμοιο

του. Η συμπεριφορά του παιδιού θα είναι η ταύτιση : όταν χτυπάει λέει το χτύπησαν,

237

Page 14: M.Klein και J. Lacan

όταν βλέπει το άλλο παιδί να πέφτει κλαίει κλπ.

Συνοπτικά λοιπόν το στάδιο του καθρέφτη είναι η (προσ)έλευση στην κινητήριο-

αισθητηριακή υποκειμενικότητα μετά από το αίσθημα του διαμελισμένου-

κομματιασμένου σώματος. Η αντανάκλαση του σώματος στον καθρέφτη, το είδωλο,

είναι λοιπόν σωτήριο, λόγω της ενότητας του και λόγω του τόπο-χρονικού

προσδιορισμού του.

Το πιο σημαντικό όμως στο στάδιο του καθρέφτη είναι η αλλοτρίωση της βαθμίδας

(instance) του Εγώ. Γιατί το στάδιο του καθρέφτη είναι και το στάδιο της

ναρκισσιστικής-αλλοτριωτικής ταύτισης (πρωταρχική ταύτιση). Το υποκείμενο (το

παιδί) είναι πιο πολύ το διπλότυπο του, παρά το ίδιο. Εδώ παίζεται όλο το δράμα της

δυαδικής σχέσης : η συνείδηση συντρίβεται στo διπλότυπο της που δεν έχει απόσταση

απ' αυτήν. Ο άλλος μου είναι ο όμοιος μου και ο όμοιος μου είναι ο άλλος μου.

Το στάδιο του καθρέφτη λοιπόν είναι η μήτρα και το πρόπλασμα αυτού που θα γίνει

το Εγώ (με το πέρασμα από το Φαντασιακό στο Συμβολικό) καθώς και η πηγή των

ταυτίσεων του παιδιού με το περιβάλλον του που θα ακολουθήσουν (υπό ορισμένους

όρους - παρέμβαση του πατέρα - όπως θα δούμε αργότερα).

Η δυαδική σχέση καλύπτει στη σκέψη του Lacan τον αρχικό τρόπο ύπαρξης του

ανθρώπου, πριν μπει στη διάσταση που του δίνει τον ανθρωπισμό του (τη

μοναδικότητα του, την ταυτότητα του και την προσωπικότητα του), δηλαδή τη

συμβολική οργάνωση, κάτι που γίνεται με το Οιδιπόδειο. Για να παίξει δηλαδή

αποτελεσματικό ρόλο μέσα στις αναπτυξιακές προσπάθειες του παιδιού, το στάδιο του

καθρέφτη πρέπει να εκβάλλει στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα που διασφαλίζει στο παιδί

την εισαγωγή του στο Συμβολικό και την τάξη της γλώσσας.

Στην αρχή της οιδιπόδειας σύγκρουσης η σχέση είναι δυαδική (σχέση με τη μητέρα).

Στο τέλος αυτής της σύγκρουσης θα γίνει η τριάδα, το τρίγωνο εγώ – άλλος -

αντικείμενο. Το Οιδιπόδειο ορίζει μια δευτερογενή ταύτιση: ταύτιση στον γονέα του

ίδιου φύλου.

Αυτή η ταύτιση όμως δεν είναι δυνατή αν δεν έχει πραγματοποιηθεί προηγουμένως η

πρωτογενής ταύτιση που συντάσσει το υποκείμενο ως ανταγωνιστή του ίδιου του

238

Page 15: M.Klein και J. Lacan

εαυτού.

7. Το Οιδιπόδειο

Το Οιδιπόδειο, και πιο συγκεκριμένα η συμβολική οργάνωση που γίνεται με

το Οιδιπόδειο (όπως είπαμε και προηγουμένως), εξανθρωπίζει. Ο Lacan βλέπει την

εξανθρώπιση με το πνεύμα του δομιστή. Η εξανθρώπιση για τον Lacan είναι το

πέρασμα από το Φαντασιακό (όπου ανήκει η δυαδική σχέση) στο Συμβολικό (όπου

ανήκει η τριάδα), με άλλα λόγια είναι το πέρασμα από τη δυαδική στην τριγωνική

σχέση. Για τον Lacan το Οιδιπόδειο ως δομή (και όχι στη σχετική του μορφή που

είναι το σύμπλεγμα, η σύγκρουση, και που ο καθένας βιώνει διαφορετικά),

αντιπροσωπεύει την υποχρέωση που έχει κάθε παιδί να υποβάλλει τη σεξουαλικότητα

του σε ορισμένους περιορισμούς και νόμους, που υποβαστάζουν ακριβώς την ουσία

της ανθρωπότητας, που είναι ο νόμος της οργάνωσης και της ανταλλαγής μιας

ομάδας, η οποία δεν είναι σεξουαλικά ουδέτερη.

Ας δούμε λοιπόν ποια έννοια δίνει ο Lacan στη δυαδική σχέση μητέρας - παιδιού και

στο Οιδιπόδειο πιο αναλυτικά.

Ο Lacan αναφέρει τρεις χρόνους στην ανάπτυξη του Οιδιπόδειου :

1) Ο πρώτος χρόνος συμπίπτει με τη δυαδική σχέση μητέρας - παιδιού. Στην αρχή το

παιδί δεν επιθυμεί μόνο την επαφή με τη μητέρα και τις φροντίδες της. Επιθυμεί να

είναι τα πάντα γι’ αυτήν, επιθυμεί να κανονίσει τη ζωή της, επιθυμεί με άλλα λόγια,

ασυνείδητα, να είναι το συμπλήρωμα της έλλειψης της: ο φαλλός. Πρόκειται για

επιθυμία της επιθυμίας της μητέρας, και για να την ικανοποιήσει ταυτίζεται με το

αντικείμενο αυτής της επιθυμίας: δηλαδή τον φαλλό. Αν η μητέρα ευνοήσει έστω και

λίγο με τη στάση της αυτόν τον τρόπο ύπαρξης, το παιδί είναι έτοιμο για την

αλλοτρίωση. Ο πρώτος αυτός χρόνος είναι ο χρόνος της φαντασιακής πλάνης (ταύτιση

στη μητέρα μέσω της ταύτισης στο αντικείμενο της επιθυμίας της) και το βασίλειο του

πρωταρχικού ναρκισσισμού.

2) Και φτάνουμε τώρα στην είσοδο στο Συμβολισμό με το Οιδιπόδειο. Στο δεύτερο

χρόνο λοιπόν ο πατέρας παρεμβαίνει - μεσολαβεί ως αποστερητής και αυτό με διπλή

239

Page 16: M.Klein και J. Lacan

έννοια: στερεί στο παιδί το αντικείμενο της επιθυμίας του (που είναι να είναι ο φαλλός

της μητέρας του ή αλλιώς να είναι η επιθυμία της μητέρας του) και στερεί στη μητέρα

το φαλλικό αντικείμενο (το παιδί ως φαλλός). Θα μπορούσαμε να τον πούμε

ενοχλητικό λόγω των δύο ρητών του επιταγών:

- Στο παιδί: «Δεν θα κοιμηθείς με τη μητέρα σου»

- Στη μητέρα :»Δεν θα ξαναπάρεις πίσω, δεν θα ξανα-αφομοιώσεις το προϊόν

σου».

Δεν πρόκειται βέβαια για την παρέμβαση του πραγματικού - σωματικού πατέρα, αλλά

για την ευρύτερης σημασίας συμβολική παρέμβαση του πατέρα ως νόμο και ως

σημείο αναφοράς, αδιάφορο αν ζει ή είναι νεκρός ο σωματικός πατέρας.

Το παιδί προσκρούεται στο Απαγορευμένο (=ετερογενής δύναμη που θεμελιώνει τη

συμβολική τάξη), συναντά το Νόμο του πατέρα και συγκλονίζεται βαθειά όσον αφορά

τη θέση - στάση του.

Αυτή η δεύτερη μεταβατική και ουσιώδης φάση είναι εκείνη που θα επιτρέψει την

τρίτη:

3) την ταύτιση στον πατέρα και την αναγνώριση του εαυτού του μέσω συσχέτισης.

Όμως, για να αναγνωρισθεί ο πατέρας ως εκπρόσωπος του Νόμου που κάνει την

ανθρωπότητα, πρέπει ο λόγος του να αναγνωρίζεται από τη μητέρα. Γιατί μόνον ο

λόγος του δίνει στον πατέρα μια προνομιούχα λειτουργία και όχι η αναγνώριση του

ρόλου του στην τεκνοποιία (όπου πρόκειται για τον πραγματικό - σωματικό πατέρα).

Αν λοιπόν ο πατέρας αναγνωρίζεται από τη μητέρα ως άντρας και ως εκπρόσωπος του

Νόμου (κι αυτό είναι απαραίτητος όρος), το υποκείμενο θα μπορεί να φτάσει σ' αυτό

που ο Lacan ονομάζει : «το Όνομα - του – Πατέρα» ή «Πατέρα ως μεταφορά» (=

Όνομα-του-Πατέρα, σημαίνον της πατρικής λειτουργίας, η έλευση του πατέρα στο

πεδίο του Άλλου, συμβολική τάξη) που θεμελιώνει το συμβολικό νόμο της

οικογένειας.

Παρένθεση: Οι έννοιες που δίνει ο Lacan στον όρο Άλλος. Ο Άλλος είναι:

1) η ομιλούμενη γλώσσα, ο τόπος του σημαίνοντος, το συμβολικό

240

Page 17: M.Klein και J. Lacan

2) ο ενδιάμεσος τόπος μεταξύ αναλυόμενου και ψυχαναλυτή, δηλαδή ο αναλυτικός

διάλογος.

«Ο Άλλος είναι ο τόπος όπου συγκροτείται το εγώ που μιλάει με αυτό που ακούει»

(Ecrits).

3) το ασυνείδητο, αυτό που αποτελείται από σημαίνονται στοιχεία και που είναι το

άλλο του υποκείμενου

4) ο τρίτος, ο μάρτυρας που επικαλείται η ψυχανάλυση όταν πρόκειται να λεχθεί μια

αλήθεια.

“Ό Άλλος είναι η εγγύηση της καλής Πίστης που επικαλούμαστε στη συμφωνία του

λόγου”

5) η Μητέρα ή ο Πατέρας

Αν το παιδί δεν δεχθεί το Νόμο, ή αν η μητέρα δεν αναγνωρίζει στον πατέρα αυτή τη

θέση, το παιδί θα μείνει ταυτισμένο με το φαλλό και υποταγμένο στην επιθυμία της

μητέρας του.

Αν αντίθετα το παιδί δεχτεί το Νόμο θα ταυτιστεί με τον πατέρα, με την έννοια αυτού

που «έχει» τον φαλλό. Ο πατέρας αποκαθιστά τον φαλλό ως αντικείμενο που

επιθυμεί η μητέρα και όχι πια ως παιδί - συμπλήρωμα της έλλειψης της.

Με την ταύτιση του παιδιού στον πατέρα ξεκινάει η απόκλιση, παρακμή του

Οιδιπόδειου μέσω του έχω (και όχι πια του είμαι). Το παιδί δεν είναι πια ο φαλλός,

είναι εκείνο που έχει τον φαλλό ή που δεν τον έχει, είναι εκείνο που θα μπορεί να τον

δώσει ή να τον δεχθεί σε μια ολοκληρωμένη σεξουαλική σχέση. Συγχρόνως γίνεται

ένας συμβολικός ευνουχισμός : ο πατέρας ευνουχίζει το παιδί ως «είμαι φαλλός»

χωρίζει από τη μητέρα του. Αυτή είναι η οφειλή, το χρέος που πρέπει να πληρώσει

κανείς για να είναι ο εαυτός του μπαίνοντας στη συμβολική τάξη, στον πολιτισμό. Η

διαλεκτική του «είμαι» και του «έχω» με σημείο αναφοράς τον φαλλό (το πέρασμα

από το είμαι στο έχω τον φαλλό ή δεν τον έχω) παίζει τεράστιο ρόλο στην έξοδο του

υποκείμενου από την υποταγή του στη δυαδική σχέση και συνάφεια με τη μητέρα,

καθώς και στην είσοδο του στη συμβολική τάξη και στο πεδίο της γλώσσας που είναι

241

Page 18: M.Klein και J. Lacan

το κύριο γνώρισμα του μέσα στην κλίμακα των ζώων.

Η λύση του Οιδιπόδειου ελευθερώνει το υποκείμενο δίνοντας του με το όνομα και τη

θέση στην οικογένεια το αρχικό σημαίνον του εαυτού του, την υποκειμενικότητα, τη

μοναδικότητα. Το προάγει στην πραγματοποίηση του εαυτού του με το να το κάνει να

παίρνει μέρος στον κόσμο της γλώσσας, του πολιτισμού.

Εσωτερικεύοντας τον Νόμο, το παιδί ταυτίζεται στον πατέρα του και τον κάνει

πρότυπο του. Έτσι ο νόμος γίνεται λυτρωτικός: γιατί χωρισμένο από τη μητέρα του,

το παιδί παίρνει τον εαυτό του στα χέρια του, συνειδητοποιεί ότι συγκροτείται, και

έτσι κατευθύνεται προς το μέλλον, μπαίνει στην κοινωνία, στον Πολιτισμό, στη

γλώσσα.

Από το Φαντασιακό όπου ανήκει η δυαδική σχέση, το παιδί μπαίνει στη συμβολική

τάξη με την τριγωνική σχέση μέσω της παρέμβασης ενός τρίτου διάμεσου όρου.

Τούτο ισχύει τόσο για την γλώσσα όσο για τον κοινωνικό συμβολισμό και το χώρο

της προσωπικής ζωής (επιθυμία, υποκείμενο).

Η είσοδος, λοιπόν, στη συμβολική τάξη προϋποθέτει πάντα τη διακοπή της αρχικής

συνέχειας (δηλαδή των δυαδικών σχέσεων όπου ο ένας είναι ο άλλος) και την

παρέμβαση μιας τρίτης, ετερογενούς, ανόμοιας δύναμης. Η δύναμη αυτή που

θεμελιώνει τον Νόμο είναι διπλή: το Απαγορευμένο και η Θυσία.

Αυτό που απαγορεύεται είναι η αιμομιξία, είναι να συμπέσει η εξ αίματος συγγένεια

με τη σχέση εξ επιγαμίας (δηλαδή να κοιμηθεί κανείς με τη μητέρα του και να κάνει

ένα παιδί μαζί της). Αν αυτές οι σχέσεις συμπέσουν η συμβολική ίδρυση της

οικογένειας καταργείται, ο πολιτισμός αντικαθίσταται με τη φύση όπου ο νόμος του

συνουσιασμού δεν έχει κανένα κριτήριο, κανένα σημείο αναφοράς και ο

ανταγωνισμός είναι παντού αχαλίνωτος. Μόνον η είσοδος στη συμβολική τάξη της

οικογένειας θα επιτρέψει στον καθένα να ξέρει ποιος είναι, ποια είναι η ακριβής του

θέση, ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων του απέναντι στο σεβασμό που χρωστάει

στον άλλον. Μέσα σε μία ολοκληρωτική σύγχυση και χωρίς μια ελάχιστη οργάνωση

της ομαδικής ζωής, κανείς δεν μπορεί να τοποθετηθεί ούτε μόνος του, ούτε σε σχέση

με τους άλλους. Το όνομα και η θέση είναι σημεία αναγνώρισης. Δίνουν στο

υποκείμενο την ατομικότητα του, τη θέση του, το ρόλο του μέσα στο σύστημα.

242

Page 19: M.Klein και J. Lacan

Η Θυσία τώρα, το άλλο μέρος της δύναμης που όπως είπαμε θεμελιώνει τον Νόμο,

πραγματοποιείται στο Οιδιπόδειο με το συμβολικό ευνουχισμό που θέτει νόμους στην

άσκηση της σεξουαλικότητας και με το «θάνατο» του πατέρα, θάνατος λόγω της

εισόδου του στον τόπο του Άλλου, το Συμβολικό για τον Lacan : είναι δηλαδή «η

πατρική μεταφορά» (métaphore paternelle)

Κατά τη διάρκεια του Οιδιπόδειου το παιδί, συμβολίζοντας την πατρική

πραγματικότητα, φτάνοντας δηλαδή στον «πατέρα ως μεταφορά» (=συμβολικός

πατέρας, Όνομα-του-Πατέρα, πατέρας που ασκεί τη λειτουργία της απαγόρευσης και

μπορεί να ευνουχίσει το υποκείμενο) μπαίνει στον Νόμο, ο οποίος θεμελιώνεται

ακριβώς με το Όνομα-του-Πατέρα. Και το παιδί εγκαθίσταται πλέον στη συμβολική

τάξη.

Το Οιδιπόδειο επιτρέπει λοιπόν το πέρασμα από το Φαντασιακό στο Συμβολικό, που

είναι η ομιλούμενη γλώσσα.

Το Οιδιπόδειο, με τη βαθειά του έννοια, είναι ένα πολιτισμικό φαινόμενο και όχι

μόνον αυτό που ζει, που βιώνει το άτομο. Είναι η θεμελιώδης δομική στιγμή του

εξανθρωπισμού, της ιστορίας του υποκείμενου. Και για να το καταλάβουμε έτσι

πρέπει να πάρουμε απόσταση από τη φροϋδική σκέψη. Δηλαδή: τη στιγμή που

συντελείται το Οιδιπόδειο και ότι επάγει ως συμπέρασμα στη δομική διαμόρφωση του

ανθρώπου δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε σε μία ορισμένη ηλικία. Πρόκειται

για δομή που προϋπάρχει της ύπαρξης του ανθρώπου. Το Οιδιπόδειο, ως δομή, είναι

γραμμένο στον κοινωνικό κώδικα, στη γλώσσα, πριν ακόμη υπάρξει - γεννηθεί το

άτομο. Είναι η ίδια η δομή των ασυνείδητων μορφών της κοινωνίας. Μεγαλώνοντας

μέσα σε αυτές τις προϋπάρχουσες κοινωνικές δομές, το παιδί θα έρθει αντιμέτωπο με

το πρόβλημα της διαφοράς των φύλων, της θέσης του ως τρίτο μέσα στο ζευγάρι των

γονιών και με την απαγόρευση της αιμομιξίας. Από την άλλη μεριά, μέσα από την

ομιλούμενη γλώσσα, το παιδί θα επιφορτιστεί προοδευτικά, από μέσα, το οιδιπόδειο

δράμα, σαν προγονική κληρονομιά που έχει πριν από κάθε δυνατότητα

συνειδητοποίησης.

Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα στη σκέψη του Lacan δεν είναι πια στάδιο της γενετικής-

εξελικτικής ψυχολογίας. Είναι η στιγμή που το παιδί εξανθρωπίζεται,

243

Page 20: M.Klein και J. Lacan

συνειδητοποιώντας τον εαυτό του, τον κόσμο και τους άλλους.

Η λύση του Οιδιπόδειου είναι η είσοδος στην ομιλούμενη γλώσσα, στο συμβολικό

κόσμο της Οικογένειας και της Κοινωνίας γενικά.

Ας πάρουμε τελειώνοντας με το Οιδιπόδειο, το παράδειγμα των μικρών παιδιών που

δεν έχουν ακόμη εισέλθει στο Οιδιπόδειο. Παρατηρούμε ότι μιλούν για τον εαυτό

τους στο τρίτο πρόσωπο. Δεν έχουν μπει ακόμη στη συμβολική τάξη, δεν έχουν

ακόμη καταλάβει, βιώσει την ομιλούμενη γλώσσα ως μέσον επικοινωνίας μεταξύ

ξεχωριστών μοναδικών ατόμων της ίδιας κοινωνίας.

Τα παιδιά με ψύχωση, επίσης, που δεν έχουν μπει στη συμβολική τάξη, δεν έχουν

ατομικότητα - υποκειμενικότητα, βλέπουν τον εαυτό τους σαν έναν άλλον, σαν ένα

πράγμα. Δεν έχουν μπει στην ομιλούμενη γλώσσα, στο Εγώ.

8. Η Spaltung (διχοτόμηση): η αρχική διχοτόμηση του υποκειμένου λόγω του

ότι μιλάει

Spaltung Spalte = ρωγμή, σχισμή

Η Spaltung είναι η διχοτόμηση1 του υποκειμένου (όπως αποκαλύπτεται στην

Ψυχανάλυση) ανάμεσα στον εαυτό του ή στον ενδότατο ψυχισμό του και στο

υποκείμενο του συνειδητού λόγου, της συμπεριφοράς, του πολιτισμού.

Αυτή η διχοτόμηση που δημιουργεί για το Lacan μία κρυμμένη δομή για το

υποκείμενο, το ασυνείδητο, έχει σαν αιτία το γεγονός ότι ο λόγος και γενικά κάθε

συμβολική τάξη «καθιστά έμμεσο» το υποκείμενο και προσφέρεται έτσι ιδιαίτερα

σε μία γρήγορη παρεκτροπή της αλήθειας.

Είπαμε ότι ο άνθρωπος δεν αποκτά την ατομικότητα του, την ιδιαιτερότητα του

1 Ο Lacan αναφέρεται σε μία διαδικασία που είναι γενικό χαρακτηριστικό της ίδιας της υποκειμενικότητας: αναπόδραστος ο διχασμός του υποκειμένου

244

Page 21: M.Klein και J. Lacan

παρά μόνον όταν μπει στη συμβολική τάξη που κυβερνά και ορίζει την

ανθρωπότητα. Παρόλα αυτά η είσοδος στη συμβολική τάξη πληρώνεται με αυτό

που ο Lacan ονομάζει «διχοτόμηση του υποκειμένου», με την απώλεια δηλαδή

ενός σημαντικού μέρους του εαυτού του, αφού στο Συμβολικό το υποκείμενο δεν

μπορεί παρά να αναπαρασταθεί, να αντιπροσωπευτεί, να μεταφραστεί.

Το σύμβολο είναι διαφορετικό από αυτό που αντιπροσωπεύει. Το υποκείμενο που

ονομάζεται «Γιάννης» ή «Εγώ» μέσα στο λόγο, εγγράφεται βέβαια στο κύκλωμα

της ανταλλαγής – επικοινωνίας, αλλά από την άλλη χάνεται από τον εαυτό του.

Γιατί κάθε έμμεση σχέση προϋποθέτει και επιβάλλει τη διακοπή της αρχικής

συνέχειας εαυτού προς εαυτόν, εαυτού προς τον άλλον, τον κόσμο (που ήταν η

δυαδική σχέση).

Ο Lacan λέει:

«Το σημαίνον είναι αυτό που αναπαριστά το υποκείμενο για ένα άλλο σημαίνον»,

φράση που φαίνεται σαν αίνιγμα.

Πράγματι το υποκείμενο εικονίζεται στο συμβολισμό με ένα σημαίνον, που είναι

είτε το εγώ είτε το μικρό του όνομα, είτε το «γιος του τάδε». Η τάξη του

συμβόλου, του σημαίνοντος, το οποίο στηρίζεται μόνο στις σχέσεις του με τα

άλλα σημαίνοντα, πιάνει, αιχμαλωτίζει το υποκείμενο οριστικά στα δίκτυά του.

Το υποκείμενο διχοτομείται ανεπανόρθωτα, γιατί αποκλείεται από την αλυσίδα

των σημαινόντων, την ίδια στιγμή που αναπαρίσταται σε αυτήν. Μπορούμε να

πούμε λοιπόν πως ο άνθρωπος είναι πιο πολύ το αποτέλεσμα του σημαίνοντος

παρά η αιτία.

Το μικρό παιδί υφίσταται την κοινωνία, τον πολιτισμό της, την οργάνωσή της, τη

γλώσσα της και δεν έχει παρά μόνο δύο λύσεις : να την υπομείνει ή να βυθιστεί

στην αρρώστια (τρέλα).

Αυτό που θα μείνει το πιο αληθινό, το πιο ουσιαστικό στην προσωπικότητα είναι

αυτό που είναι κάτω από τη μάσκα, το προσωπείο, δηλαδή το απωθημένο, η

Φύση, η ζωή. Αντίθετα, από την πλευρά του προσωπείου, δηλαδή του λόγου, του

Εγώ, και της κοινωνικής συμπεριφοράς, το υποκείμενο αλλάζει,

πολλαπλασιάζεται κάτω από τις πολλές μορφές που δίνει στον εαυτό του ή που

του επιβάλλονται. Μορφές που δεν είναι παρά αντανακλάσεις, είδωλα του

245

Page 22: M.Klein και J. Lacan

αληθινού του Εγώ, και που αποδεικνύουν κατά την ψυχανάλυση μία χρονική και

λογική οργάνωση τελείως διαφορετική από τον «εαυτό» του.

Αποτέλεσμα λοιπόν αυτής της διχοτόμησης είναι το εξής : η συνείδηση και η

σκέψη τοποθετούνται στο πεδίο του λόγου, ενώ το ασυνείδητο από την πλευρά

του αληθινού υποκειμένου.

Το μικρό παιδί δεν μιλά ακόμη. Μέσα στο κύκλωμα της ανταλλαγής-

επικοινωνίας των γονιών του, όπου εναλλάσσονται το Εγώ και το Εσύ, το παιδί

χαρακτηρίζεται με το Αυτό, που ισοδυναμεί με την έλλειψη, με το κενό.

Το παιδί-υποκείμενο δεν θα μπει στο γλωσσικό κύκλωμα της ανταλλαγής παρά

μόνον αν ονομαστεί μέσα στο διάλογο των γονιών του και αν πάρει ένα (μικρό)

όνομα. Μόνον αν ονομασθεί από τους γονείς στο διάλογό τους το παιδί γίνεται

από μηδέν ένα «Αυτό», όπως επίσης αν ο πατέρας το χαρακτηρίσει « γιο» ή

«Γιάννη». Μόνον έτσι μπαίνει στο κύκλωμα της ανταλλαγής.

Αυτός ο θάνατος ( από μηδέν ένα) είναι ο όρος της εισόδου του υποκειμένου στην

αλυσίδα των σημαινόντων. Έτσι γεννιέται το υποκείμενο με την μοναδικότητά του.

9. Η δεύτερη ή η «εκ νέου διχοτόμηση»: Η διχοτόμηση που ακολουθεί λόγω του

ότι το υποκείμενο δεν είναι πια παρά ένα σημαίνον

Όμως η σύνταξη του «Αυτό» επιτρέπει επίσης το διαχωρισμό – διχασμό του «Εγώ»,

υποκείμενο του λόγου και του ( Εγώ), υποκείμενο που μιλά. Αυτό είναι ακριβώς που

ορίζει τη διχοτόμηση.

Το (Εγώ) μπορεί να απουσιάζει από το «Εγώ» ή να μεταμφιεστεί σε «Εσύ», σε

«Αυτός». Η αδύνατη σύμπτωση-συνάντηση του (Εγώ) και του «Εγώ» έχει ως

αποτέλεσμα ο λόγος να εξαπατά. Έτσι το λόγο δεν πρέπει να τον παίρνουμε έτσι

όπως είναι, κατά γράμμα, αλλά σαν αίνιγμα, σαν γρίφο στον οποίο κρύβεται το

υποκείμενο. Αυτή είναι ακριβώς η έννοια που δίνει ο Lacan σε αυτό που ονομάζει

246

Page 23: M.Klein και J. Lacan

«εκ νέου διχοτόμηση2 του υποκειμένου» ή αλλοτρίωση3 του υποκειμένου στο λόγο

του, και που είναι άμεσο αποτέλεσμα της πρώτης διχοτόμησης που υφίσταται το

υποκείμενο λόγω της εισόδου του στην ομιλούμενη γλώσσα.

Αν η είσοδος στο λόγο και στο Συμβολικό είναι σωτήρια με την έννοια του ότι δίνει

στο υποκείμενο την ατομικότητά του, η αδύνατη σύμπτωση του (Εγώ) με το «Εγώ»

γίνεται αφετηρία των αλλοτριώσεων του υποκειμένου. Το υποκείμενο παγώνει σε

αυτά που λέει, στους κοινωνικούς του ρόλους, και όλα αυτά κτίζουν σιγά σιγά ένα

«Εγώ» που δεν είναι παρά η αντικειμενοποίηση του υποκειμένου. Το εγώ δεν είναι

υποκείμενο, πλησιάζει πιο πολύ το πρόσωπο του δράματος, του μυθιστορήματος, το

ρόλο, από την υποκειμενικότητα. Το εγώ συγκεντρώνει όλα τα ιδανικά του ατόμου,

αυτό που θέλει να είναι ή ακόμη αυτό που νομίζει πως είναι. Το εγώ είναι το άλλο

από τον εαυτό μας, εφαρμοσμένο κατά κάποιον τρόπο πάνω σε αυτόν σαν καλούπι

που δεν του ταιριάζει. Το υποκείμενο σιγά σιγά συγκροτείται και βιώνει τον εαυτό

του με τη φαντασία του, τα όνειρά του, κρύβεται από τον εαυτό του και από τους

άλλους. Κι έτσι, καθώς ο καιρός περνά, η απόσταση που χωρίζει το υποκείμενο από

τον εαυτό του γίνεται όλο και πιο μεγάλη. Στο τέλος της ψυχανάλυσης το υποκείμενο

καταφέρνει τελικά να αναγνωρίζει ότι το εγώ του δεν ήταν παρά κατασκεύασμα της

φαντασίας του, δηλαδή ξαναβρίσκει την αρχική αλλοτρίωση.

Η εκ νέου διχοτόμηση λοιπόν κρύβει το υποκείμενο από τον ίδιο του τον εαυτό (και

από τους άλλους) σε αυτά που λέει για τον εαυτό του και για τον υπόλοιπο κόσμο.

Επίσης όμως, όπως μας λέει ο Lacan, το υποκείμενο στο λόγο του δοκιμάζει και

αποδεικνύει «την έλλειψή του να είναι», αφού μόνο το ίδιο το υποκείμενο και η

επιθυμία του αναπαρίστανται στο λόγο του. Την αλήθεια για τον εαυτό του θα την

αναζητήσει στις εικόνες των άλλων με τις οποίες θα ταυτιστεί. Τα παιδιά μας λένε :

«Θα ήθελα να είμαι ο τάδε». Και οι μεγάλοι : «Έχω τα χαρακτηριστικά της μαμάς

μου».

2 Το υποκείμενο πια δεν είναι παρά ένα σημαίνον. Και υπάρχει το «Εγώ» ως υποκείμενο του λόγου και

το «Εγώ» ως το υποκείμενο που μιλάω. Η σύμπτωση τους είναι αδύνατη με αποτέλεσμα την

αλλοτρίωση του υποκειμένου στο λόγο του , δηλαδή αυτό που ο Lacan ονομάζει «εκ νέου διχοτόμηση»

(refente) ( Σ8, 144).

3 aliénation: Η αλλοτρίωση αυτή, όπως ο Lacan λέει, είναι ουσιώδες καταστατικό γνώρισμα του

υποκειμένου, δεν είναι κάτι που μπορεί να ξεπεραστεί , το υποκείμενο είναι θεμελιωδώς διχασμένο και

αλλοτριωμένο, όμως μόνο έτσι μπορεί να κατακτηθεί η υποκειμενικότητα. 247

Page 24: M.Klein και J. Lacan

Συμπέρασμα : Με το φαινόμενο της διπλής διχοτόμησης του υποκειμένου

γεννιέται το ασυνείδητο. Το υποκείμενο υποχρεωτικά χάνεται για να

αναπαρασταθεί στο λόγο του και στο λόγο του άλλου. Αυτό που χάνεται από το

υποκείμενο γίνεται το ασυνείδητο.

248