Metropolis Free Press 30.03.10

32
Μεγάλη Τρίτη 30 Μαρτίου 2010 ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΤΑΝΥΞΗΣ

description

Ημέρες Κατάνυξης

Transcript of Metropolis Free Press 30.03.10

Page 1: Metropolis Free Press 30.03.10

Μεγάλη Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ

ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΤΑΝΥΞΗΣ

Page 2: Metropolis Free Press 30.03.10
Page 3: Metropolis Free Press 30.03.10

Η Αθήνα ζει εδώ και χιλιετίες τη Μεγάλη Εβδομάδα. Στην Αθήνα τα έθιμα έχουν αρχίσει να αλλάζουν τις τελευταίες δεκαετίες. Ο χρόνος τρέχει. Αμείλικτος. Η Μεγάλη Εβδομάδα μοιάζει συνήθως απλώς άλλη μια εβδομάδα του χρόνου. Ο Χριστός σταυρώθηκε τη Μεγάλη Πέμπτη, αλλά συνήθως ούτε που μας περνάει από το μυαλό εκείνη τη μέρα. Γιατί έχουμε προβλήματα και άγχη και κρίση. Θέλουμε να τρέξει ο Επιτάφιος για να προλάβουμε μια θέση σε κάποια ψαροταβέρνα τη Μεγάλη Παρασκευή. Για όσους από εμάς του Αθηναίους δεν υπάρχει επαναπατρισμός -στα γραφικά χωριά μας το τετραήμερο- ψάχνουμε μια στάλα παράδοσης σε κάποια αυλή τη μέρα του Πάσχα. Αφού το προηγούμενο βράδυ έχουμε τρέξει γρήγορα σπίτι μετά τη φωνή κάποιου παπά μέσα από ηλεκτρικά μεγάφωνα να λέει το «Χριστός Ανέστη».

Οι αυλές είναι πια λίγες στην πρωτεύουσα και οι ευκαιρίες για κατάνυξη μικρές σε μια πόλη που τρέχει στο ρυθμό της. Το γεγονός όμως παραμένει ένα: ότι «Χριστός Ανέστη» πριν τόσα πολλά χρόνια και κάθε χρόνο επαναλαμβάνεται το θαύμα. Και μια ευκαιρία για να παρακολουθήσει κανείς τα ιερά Πάθη είναι μέσα από τα μάτια των ανθρώπων της τέχνης. Ζωγράφοι, μουσικοί, συγγραφείς έδωσαν τις δικές τους αναπαραστάσεις της Μεγάλης Εβδομάδας. Δίνοντας σε εμάς μια ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την πιο Μεγάλη Ιστορία στην ιστορία του κόσμου και υπενθυμίζοντάς μας ότι υπάρχει πάντα χρόνος για κάτι που ξεχνάμε και λέγεται Κατάνυξη.

Στα κείμενα έχει διατηρηθεί η πρωτότυπη ορθογραφία αν και χρησιμοποιήθηκε μονοτονικό.

Ιδιοκτησία - ΕκδοσηΜETROPOLIS EΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε. Εδρα: Εθνάρχου Μακαρίου &

Δημητρίου Φαληρέως 2 Τ.Κ. 185 47 - Ν. Φάληρο

Σύνταξη - Διαφήμιση: Κύπρου 12Α Τ.Κ. 183 46 - Μοσχάτο

Τηλ.: 210 48.23.977 - 48.16.710Fax: 210 - 48.32.887

E-mail: [email protected]

Σύμβουλος Eκδοσης: Κώστας Τσαούσης

Project Manager: Βίκτωρας Δήμας

Οργάνωση-Επιμέλεια Εκδοσης:Αθως Δημουλάς, Γιώργος Ρομπόλας

Συντονισμός Εκδοσης: Νατάσα Μαστοράκου

Υπεύθυνος Δημιουργικού: Δημήτρης Στεργίου

Εμπορικός Διευθυντής: Πάνος Πατρίκης

Διόρθωση Εκδοσης:Βαλασία Χαροντάκη, Γεωργία Διαβολίτση

Εκτύπωση Η Καθημερινή Α.Ε.

www.metropolisnews.gr

Page 4: Metropolis Free Press 30.03.10

Μ Ε Γ Α Λ Η Ε Β Δ Ο Μ Α Δ Α

(Από τα Ποιήματα, εκδόσεις Ικαρος, 1998)

Το Οχι είναι δισύλλαβο:βρέ-χει.Ο Πιλάτος φοράει το μπλε του αδιάβροχο,δεν βρίσκει ταξί,οι συνειδήσεις συνωστίζονταιστον ίδιο μονόδρομο,όλοι νίπτουν τας χείρας των,μάλιστα τέτοιες μέρες.Το Οχι είναι δισύλλαβο,η ψιλή και η οξεία στο οκεντρώνει το Οχι, μονόγραμμα των ημερών.Το παράθυρο είναι δίφυλλο,η ψιλή και οξεία βροχήτο κεντρώνει,μονόγραμμα στο κλειστό Οχι.

Οι καμπάνες οι πένθιμεςανοίγουν αυλάκια στον αέρα,χύνονται και ποτίζουν εκτεταμένες ατονίεςωσότου κάποια απόσταση απότιστηνα τις απορροφήσει.Οι καμπάνες, ασχέτως τού πένθιμες,πάντοτε κάτι αποχωρίζουν,πολλώ μάλλον οι πένθιμες.

Οι καμπάνες φορτώνουνβαλίτσες στα πούλμαν,τα τρένα τρέχουνε, ξεσκίζουνκαι βάζουν κλήροστα ιμάτια των τοπίων.

Σταύρωσον, σταύρωσοντα χέρια σου στο στήθος...Τι άλλο να κάνω;Ποιο μέτρο να κινητοποιήσω;Πού ξέρω από πούφεύγει το κάθε πράγμα;Κάθε κατεύθυνση έχει το άλλοθί της.

Οι πασχαλιές εσταυρωμένεςσ' ένα φτηνό ανθοδοχείοεμψυχώνουν το άρωμα του θανάτου.Τα μάτια σουείναι οι δύο ληστές,εκ δεξιών και εξ ευωνύμων.

Το Οχι είναι δισύλλαβο,επιμένωβρέ-χει.Οι εκκλησίες ξεχειλίζουν,όπως ξεχειλίζουν τα ποτήριαστα άλλα πάθη που εορτάζουμε.

Οί εκκλησίες ξεχειλίζουναγάπα τον πλησίον σου...Απαίτηση,που μες στη ρύμη και τη γλύκα των ψαλμών,περνάει σαν εύκολη αγάπηκαι χάνει τη θεία απανθρωπιά της,το θείο ανεφάρμοστο.

Στην κοπιώδη πορεία τού δεηθώμεντα μεγάλα κεριά προχωρούν,τα κεριά της δραχμής μένουν πίσω.Τα μικρά κεριά κουράζονται εύκολα,λυγίζουν και διεκτραγωδούντο αντίτιμό τους.Η ανισότης των κεριώναναλιώνει μυσταγωγικά.Ο θεός τους ο νεωκόροςτα ρίχνει στον Καιάδα της ανατήξεως.

Ξεχειλίζουν οι εκκλησίες.Δεν χωράω, δεν πειράζει.Θα μάθω το τετέλεσταιαπό άλλη πηγή.Πιο θετική

Κική Δημουλά

4

Page 5: Metropolis Free Press 30.03.10
Page 6: Metropolis Free Press 30.03.10

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ

Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι για τους περισσότερους Ελληνες εργάσιμη. Μέχρι και τη Μεγάλη Παρασκευή, πρόκειται για μία ίδια εβδομάδα με την προηγούμενη. Τι αλλάζει;

Το βράδυ, όταν ανοίγεις την τηλεόραση, βλέπεις -στην καλύτερη περίπτωση- Φράνκο Τζεφιρέλι ή Μπεν Χουρ, στη χειρότερη κάποια κακή απαράδεκτη τηλεταινία με υπερήρωες «Χριστούς», σκληροτράχηλους μυώδεις Ρωμαίους και “kinky” Φαραώ παρέα με τη σέξι Κλεοπάτρα. Στην καλύτερη, θα δεις μπάλα, τους προημιτελικούς συνήθως του Τσάμπιονς Λιγκ και θα θυμηθείς, όταν κάποτε έβλεπες το Φάιναλ Φορ της Ευρωλίγκας, και μαζί με τη Σταύρωση, έκλαιγες και για τις χαμένες βολές του Ζάρκο Πάσπαλιε. Ισως επηρεαστεί και λίγο η διατροφική σου συνήθεια, γιατί έχεις πει ότι φέτος τη Μεγάλη Εβδομάδα θα νηστέψεις. Ισως στερηθείς το σουβλάκι της γειτονιάς και παραγγείλεις πίτσα χωρίς μπέικον. Η έκπτωση των κλασικών αξιών θα ελαφρύνει κάπως τη συνείδησή σου. Η προσωπική σου θυσία.

Μετά έρχεται το Μεγάλο Σάββατο. Καμπάνες χτυπάνε, λυσσάνε «Χριστός Ανέστη» σχεδόν βλάσφημα, σαν mainstream ύμνοι μαζικής προσευχής και κατανάλωσης. Στον ουρανό «σκάνε» βεγγαλικά και από παντού ακούγονται γηπεδικές κροτίδες. Το βράδυ της Ανάστασης είναι το πιο σύντομο έθιμο της χώρας. Κρατάει περίπου δέκα λεπτά. Κυρίες και κύριοι κάθε ηλικίας έχουν βάλει «τα καλά τους», όχι τα πολύ καλά τους όμως, γιατί η περίσταση είναι ημικοσμική και θα ήταν κρίμα να χαραμίσουν ένα καινούργιο σύνολο. Αλλωστε, με το

που πάει δώδεκα, αρχίζει η βαρβαρότητα. Οι άντρες γίνονται κακομαθημένα αλητάκια που ανάβουν κάθε εκρηκτικό που θα βρουν, για να διοχετεύσουν την καθημερινή τους πλήξη. Οι κυρίες επιστρέφουν βιαστικά προς τα σπίτια τους, λίγο επειδή βαρέθηκαν, λίγο επειδή αγριεύτηκαν απ’ το θόρυβο, λίγο επειδή δεν είδαν τον κόσμο που ήθελαν να δουν. Στα χέρια τους μια λαμπάδα, παιδικό απωθημένο, που σιγοσβήνει το Αγιο Φως της καθημερινής τους ζωής. Στο σπίτι περιμένει μια θεία, ένας ξάδελφος, μια πεθερά που έρχεται από μια αντίστοιχη γειτονιά. Το γλέντι της σφαγής είναι σε λίγες ώρες. Η ιστορία με το Πάσχα είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε να απενοχοποιείται η πιο μελαγχολική στιγμή του χρόνου, για να φας -μέχρι εμφράγματος- το σουβλιστό ή ψητό (συνηθέστερα) αρνί.

Η Μεγάλη Εβδομάδα, εν τω μεταξύ, είναι η κορύφωση της λογικής της Ορθοδοξίας. Μέσα στη μελαγχολία του πένθιμου περιεχομένου και τις μυρωδιές της άνοιξης, το μήνυμα αυτό καθαυτό είναι χαρμόσυνο. Δεν χρειάζεται βαθιά πίστη στο Θεό, για να το νιώσεις. Αν σε ενδιαφέρει να το νιώσεις, θα το βρεις. Στις εξοχές είναι πιο εύκολο. Οπως και να το κάνεις, όταν έχουν αρχίσει να ανθίζουν τα γιασεμιά και οι γαζίες, νιώθεις την ανοιξιάτικη επιβολή περισσότερο. Οι ψαλμωδίες απ’ τα μικρόφωνα στις εκκλησίες των χωριών είναι καλό «σάουντρακ», και η διάθεση φτιάχνεται πιο σωστά. Αλλά και στην Αθήνα. Αν είσαι αρνητικός, θα μυρίσεις σκουπίδια. Αν είσαι θετικός, θα δεις ότι η γλάστρα στο μπαλκόνι έβγαλε ένα ανθάκι, θα δεις ότι η γειτόνισσά σου πηγαίνει ταπεινά απ’ το απόγευμα να ακούσει (και) τα δώδεκα ευαγγέλια, θα καταλάβεις ότι υπάρχουν άνθρωποι που διαβάζουν

Αθως Δημουλάς

6

Page 7: Metropolis Free Press 30.03.10

τα τροπάρια, όχι για να μην τους πάρει ο ύπνος, αλλά επειδή πραγματικά κάτι βρίσκουν ενδιαφέρον. Η πάγια τακτική των Ελλήνων είναι να ζουν το Πάσχα περιφερειακά. Να απέχουν απ’ τις εκκλησίες, επειδή είναι βαρετές, με δικαιολογίες τύπου «πού να τρέχουμε τώρα», αλλά και να απέχουν απ’ την ειδική αύρα που προσφέρουν αυτές οι ημέρες. Κι αν δεχτούμε ότι η κουλτούρα της εκκλησίας απαιτεί μια γενικότερη θεσμική συμφωνία, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι ένας Αθηναίος δεν μπορεί να εντοπίσει τα κατανυκτικά στοιχεία των ημερών. Δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι μέσα απ’ το κοσμικό κιτς και το αδιάφορο πνευματικό υπόβαθρο δεν υφίσταται βαθιά η κουλτούρα του αναστάσιμου εθίμου.

Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα είναι ένα βαρύ κομμάτι της ελληνικής παράδοσης. Επιμένοντας στην

άποψη ότι αυτό δεν είναι απαραίτητα θρησκευτικό μέλημα. Τα εννοούμενα είναι εσωτερικά γινόμενα που προκύπτουν με κάθε τρόπο τις ημέρες αυτές. Κάποιος θα παραδοθεί συναισθηματικά, ακούγοντας το «Αι γενεαί πάσαι» στην περιφορά της Μεγάλης Παρασκευής στο 1ο Νεκροταφείο, κάποιος άλλος θα σταθεί μοναδικός μέσα στον κόσμο στην αυλή μιας μικρής εκκλησίας στην Πλάκα. Κάποιος άλλος θα νοσταλγήσει τον καιρό που ήταν μικρός και έσταζε κερί στο χέρι του απ’ τη λαμπάδα του Μεγάλου Σαββάτου, ενώ κάποιος θα θυμηθεί απλώς μια βόλτα κάποιο απόγευμα στην Ακαδημίας, όταν ο καιρός είχε πια ανοίξει, και βγήκε φορώντας μόνο μία ζακέτα. Τέλος, κάποιος θα αναλογιστεί το μέγεθος των Παθών, θα τα φέρει στα μέτρα του, θα καταλάβει το συμβολισμό, θα καταλάβει τι πάει να πει να ανασταίνεσαι.

Page 8: Metropolis Free Press 30.03.10

ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ

Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.

Οίμοι! λέγουσα, ότι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας.

Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.

Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.

Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.

ψαšόμενο σήμερα Μεγάλη Τρίτη8

Page 9: Metropolis Free Press 30.03.10

Η Μαγ

δαλη

νή λ

επτο

μέρε

ια, 1

577

Εl G

reco

Page 10: Metropolis Free Press 30.03.10

ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΡΗΝΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Ο Aγιος Ρωμανός γεννημένος στην Εμεσα της Συρίας τον 6ο

αιώνα, γνωστός και ως Αγιος Ρωμανός ο Μελωδός είναι από τους γνωστότερους ελληνικούς υμνογράφους, αποκαλούμενος και ως «Πίνδαρος της Ρυθμικής Ποίησης». Ακμασε κατά τη διάρκεια του έκτου αιώνα, που θεωρείται ότι είναι η «Χρυσή Εποχή» της βυζαντινής υμνογραφίας. Ο Ρωμανός ο Μελωδός θεωρείται κορυφαίος ποιητής και υμνογράφος της Ορθόδοξης ΕκκλησίαςΑκολουθεί απόσπασμα από το κοντάκιο:

ιγ’ Μικρόν ουν, ω μήτερ, ανάσχου και βλέπεις,πώς καθάπερ ιατρός αποδύομαι και φθάνωόπου κείνται,και εκείνων τας πληγάς περιοδεύω, τέμνων εν τη λόγχη τα πωρώματα αυτών και την σκληρίαν,λαμβάνω και όξος, και επιστύφω την πληγήν,τη σμίλη των ήλων ανευρύνας την τομήν χλαίνη μοτώσω,και δη τον σταυρόν μου ως νάρθηκα έχωντούτω χρώμαι, μήτερ, ίνα ψάλλης συνετώς,«πάσχων πάθος έλυσενο υιός και θεός μου».

ιδ’ Απόθου ουν, μήτερ, την λύπην απόθου,και πορεύου εν χαρά, εγώ γαρ δι’ ο κατήλθονήδη σπεύδωεκτελέσαι την βουλήν του πέμψαντός με,τούτο γαρ εκ πρώτης δεδογμένον ην εμοί και τω πατρί μου,και τω πνεύματι μου ουκ απήρεσε ποτέτο ενανθρωπήσαι και παθείν με διά τον παραπεσόντα,δραμούσα ουν, μήτερ, ανάγγειλον πάσινότι «πάσχων πλήττει τον μισούντα τον Αδάμκαι νικήσας έρχεταιο υιός και θεός μου».

10

Page 11: Metropolis Free Press 30.03.10

ιε’ «Νικώμαι, ω τέκνον, νικώμαι τω πόθωκαι ου στέγω αληθώς, ίν’ εγώ μεν εν θαλάμω,συ δ’ εν ξύλω,και εγώ μεν εν οικιά, συ δ’ εν μνημείω,άφες ουν συνέλθω, θεραπεύει γαρ εμέ το θεωρείν σε,κατίδω την τόλμαν των τιμώντων τον Μωσήν,αυτόν γαρ ως δήθεν εκδικούντες οι τυφλοί κτείναι σε ήλθον.Μωσής δε τοιούτο τω Ισραήλ είπεν ότι, «μέλλεις βλέπειν επί ξύλου την ζωήν»η ζωή δε τις εστίν;ο υιός και θεός μου.»

ιστ’ «Ουκούν ει συνέρχει, μη κλαύσης, ω μήτερ,μηδέ πάλιν πτοηθής, εάν ιδής σαλευθέντα τα στοιχεία,το γαρ τόλμημα δονεί πάσαν την κτίσιν,πόλος εκτυφλούται και ουκ ανοίγει οφθαλμόν,έως αν είπω,η γη συν θαλάσση τότε σπεύσουσι φυγείν,ναός τον χιτώνα ρήξει τότε κατά των ταύτα τολμώντων,τα όρη δονούνται, οι τάφοι κενούνται,όταν ίδης ταύτα, εάν πτήξης ως γυνή,κράξον προς με, «φείσαι μου,ο υιός και θεός μου.»

ιζ’ Υιέ της παρθένου, θεέ της παρθένουκαι του κόσμου ποιητά, σον το πάθος, σον το βάθοςτης σοφίας,συ επίστασαι ο ης και ο εγένου,συ παθείν θελήσας κατηξίωσας ελθείν ανθρώπους σώσαι,συ τας αμαρτίας ημών ήρας ως αμνός,συ ταύτας νεκρώσας τη σφαγή σου, ο σωτήρ, έσωσας πάντας,συ ει εν τω πάσχειν και εν τω μη πάσχειν,συ ει θνήσκων, σώζων, συ παρέσχες τη σεμνήπαρρησίαν κράζειν σοι,«Ο υιός και θεός μου».

Η πα

ραβο

λή τ

ων δ

έκα

παρθ

ένων

, λεπ

τομέ

ρεια, γ

ύρω

στο

1600

Page 12: Metropolis Free Press 30.03.10

Ο Ρ Χ Η Σ Τ Ρ Ι Κ Η Κ Α Τ Α Ν Υ Ξ Η

«Ιερή» μουσική Σίγουρα, ανάμεσα στο να ακούσει κανείς Madonna ή έναν ύμνο της Καθολικής ή Ορθόδοξης Eκκλησίας, η απόσταση φαντάζει τεράστια. Το ένα, όμως, δεν αναιρεί το άλλο. Η μουσική έχει ευρύτατο φάσμα, άπειρες επιλογές και μακροχρόνια παράδοση. Και όσο και εάν ακούγεται περίεργο, το σύνολο της μουσικής που ακούμε σήμερα στα mp3 μας έχει τις βάσεις του στη θρησκευτική μουσική. Από τους πρωτοχριστιανικούς ψαλμούς ξεπήδησαν όλα τα βασικά μοτίβα που σήμερα απολαμβάνουμε. Αλλωστε, κάθε φορά που ακούμε κάποια στολισμένη αοιδό σκυλάδικου να μην θέλει να τραγουδήσει “a capella” μπροστά στην κάμερα, ξέρουμε ότι θέλει τη συνοδεία των οργάνων. Ομως, στην κυριολεξία “a capella” θα πει «στο παρεκκλήσι». Εκεί, δηλαδή, που ακουγόταν φωνητική μουσική στο Μεσαίωνα. Υπάρχει κάτι, όμως, που παραμένει σταθερό από τότε. Η αναζήτηση του μέσου ανθρώπου για τη συμμετοχή στις κατανυκτικές ημέρες του Πάσχα. Ακόμα και

όταν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, ακόμα και ενώ, πράγματι, οι εποχές έχουν αλλάξει.Η δυτική θρησκευτική μουσική σταδιακά πέρασε από τη μονοφωνία στην πολυφωνία. Κάτι που δεν έκανε η oρθόδοξη θρησκευτική μουσική. Οπως αντίστοιχα, η oρθόδοξη αγιογραφία δεν απέκτησε ποτέ την προοπτική. Διατηρώντας τον ασκητικό και μυστηριακό της αέρα ανέπαφο, ή μην μπορώντας να δώσει στην παγκόσμια τέχνη -από ένα σημείο και ύστερα- τα αριστουργήματα της αναγεννησιακής Δύσης. Διαλέξτε όποιο από τα δύο προτιμάτε, ή πολύ πιθανόν και τα δύο. Μία μουσική μορφή που έχει τη μακρινή της καταγωγή στην ανατολική Eκκλησία έμελλε να δώσει τις βάσεις για μερικά από τα πλέον κατανυκτικά έργα κλασικής μουσικής. “Stabat Mater Dolorosa”. «Η περίλυπη Μητέρα στεκόταν», στη γλώσσα μας. Με άξονα το δράμα της Παναγίας μπροστά στο σταυρωμένο γιο της, δημιουργήθηκαν συνθέσεις που χαράχτηκαν στις πλάκες του παγκόσμιου πολιτισμού. Και ναι, οι ημέρες του Πάσχα διεκδικούν την πατρότητα της έμπνευσης.

Γιώργος Ρομπόλας

Ο ι πρώτες νότες από το “Stabat Mater” του Dvořák στο cd player. Η Αθήνα, μια πόλη που «τρέχει» ξέφρενα στο δικό της θορυβώδη ρυθμό· που η Μεγάλη Εβδομάδα είναι άλλη μια εβδομάδα του χρόνου. Μια μητρόπολη της Δύσης

μπλεγμένη ανάμεσα στην Ανατολή, την κρίση και τις διαφορετικές παραδόσεις που τη διατρέχουν. Ενας τόπος με πολυκατοικίες, όπου αυτή η έννοια της κατάνυξης μοιάζει χαμένη στους διαδρόμους του παρελθόντος. Σε μια πόλη, λοιπόν, μπορεί να ζωντανέψει θρησκευτική μουσική πολλών αιώνων, κάτω από τοn γκριζοκόκκινο ουρανό της και μέσα από τα ηχεία ενός στερεοφωνικού.

12

Page 13: Metropolis Free Press 30.03.10

“Stabat Mater”Η συγκεκριμένη σεκουέντσα αποδίδεται, κατά τα φαινόμενα, στο μοναχό του 13ου αιώνα Jacopone da Todi. Θα έμενε έκπληκτος και ευτυχισμένος από την εξέλιξή της, θα ένιωθε υπερήφανος, εκτός εάν ένιωθε προδομένος από την πρόοδο. Από την αναγεννησιακή μουσική στο μπαρόκ και από εκεί στην κλασική περίοδο, φτάνοντας σχεδόν μέχρι το μινιμαλισμό του 20ού αιώνα. Η κατανυκτική μελωδία δεν έπαψε να γοητεύει κοινό και συνθέτες. Ο Giovanni Pierluigi da Palestrina (1526-1594) υπήρξε ο άνθρωπος, που με τη σύνθεση μιας λειτουργίας έπεισε την Καθολική Eκκλησία να μην επιστρέψει στη μονοφωνική μουσική από την πολυφωνία για χάρη της παράδοσης. Το δικό του “Stabat Mater” αποτελεί το πρώτο ξακουστό έργο του είδους. Οι πρώτες νότες του αντηχούν την υπέρτατη έκφραση μιας μυστικιστικής έξαρσης. Ακόμα και σήμερα. Ισως το κορυφαίο “Stabat Mater” να οφείλεται στη μουσική ιδιοφυΐα του αδικοχαμένου από τη φυματίωση Giovanni Battista Pergolesi (1710-1736). Ενας θαυματουργός νεαρός της ιταλικής όπερας που κατάφερε σε δώδεκα

μέρη να αφηγηθεί τα πάθη της τραγικότερης από όλες τις μητέρες του κόσμου. Πραγματικά, κάποιες στιγμές κάποια έργα μοιάζουν ιερά. Ομως, το “Stabat Mater” δεν είναι μία μορφή που «έριξε άγκυρα» στο μπαρόκ. Τεράστια μεταγενέστερα μουσικά ονόματα, όπως οι Haydn, Schubert, Rossini, το τίμησαν. Σε μια πολύ δεινή στιγμή της ζωής του ο Τσέχος Antonín Dvořák (1841-1904) συνέθεσε το δικό του. Χάνοντας την κόρη του Josefa, η σύνθεση ήρθε ως αντίδραση ή ίσως ως αφιέρωση. Ο πρώτος Ευρωπαίος συνθέτης που έκανε καριέρα και στις ΗΠΑ, δεν ξέχασε τις βαθύτερες θρησκευτικές καταβολές της μουσικής του. Και εάν το τι έκαναν τρεις Ιταλοί, ένας Τσέχος, ένας Γερμανός, ένας Αυστριακός και πολλοί άλλοι συνθέτες, με μια μουσική μορφή που κατάγεται από τα «σκοτεινά» μεσαιωνικά χρόνια, ακούγεται σαν την αρχή ενός βλάσφημου ανεκδότου, η αλήθεια είναι απλή. Στάθηκαν μουσικά -χρησιμοποιώντας ταλέντο, γνώση, τεχνική και προσωπικές εμπειρίες- απέναντι στο δράμα μιας γυναίκας. Μιας γυναίκας που στεκόταν και έβλεπε να πεθαίνει ο νεαρός γιος της με τον πιο βασανιστικό τρόπο. Πάνω στο σταυρό.

Ecce

Ηom

o - Ierony

mus

Bosch

Page 14: Metropolis Free Press 30.03.10

Τα «Κατά Ευαγγελιστές Πάθη» μετά μουσικήςΤο “Stabat Mater” δεν είναι η μόνη μουσική θρησκευτική μορφή που διέτρεξε τους αιώνες στη Δύση. Είναι μία από αυτές. Ούτε μονάχα το δράμα της Μητέρας συνέχισε να συγκινεί. Επιστρέφοντας στα ομιχλώδη μεσαιωνικά χρόνια, βρίσκουμε τα «Πάθη» του Υιού να διαβάζονται στις πρώτες εκκλησίες, όπως ακριβώς τα eυαγγέλια. Αργότερα έχουμε τη δραματοποίηση και σταδιακά τη σκηνική παρουσίασή τους. Πατώντας σε θεατρικές βάσεις, οι ιερείς αναλάμβαναν να απαγγείλουν τα λόγια του Ιησού, του αφηγητή και του πλήθους. Τότε μονάχα η κραυγή πόνου του Χριστού «Ηλί, Ηλί, λαμά Σαβαχθανί» ακουγόταν ως μια διανθισμένη μελωδία, όλη η υπόλοιπη πορεία προς το θάνατο ήταν μια αφήγηση. Στα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Johann Sebastian Bach (1685-1750) βλέπουμε την κατάληξη αυτής της μακρόχρονης παράδοσης. Και είναι μια κατάληξη που απολαμβάνει μία από τις κορυφές του παγκόσμιου πολιτισμού. «Πάθη» έγραψαν και άλλοι συνθέτες, όπως

ο σύγχρονος του Bach και σούπερ σταρ της εποχής, Georg Philipp Telemann (1681-1767), ή ο αρκετά παλαιότερος Heinrich Schütz (1585-1672). Κανένα, όμως, δεν φτάνει την αρτιότητα του προαναφερθέντος έργου. Λίγα πράγματα, τελικά, πλησιάζουν την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του συγκεκριμένου συνθέτη. Υπήρξε ο θεμελιωτής της νεότερης μουσικής. Σχεδόν τα πάντα έχουν ακουστεί στα έργα του αναφορικά με την κλασική μουσική και όχι μόνο. Αναφέρονται χαρακτηριστικά ο Keith Jarett από την jazz και ο Ian Anderson των Jethro Tull, που κυριολεκτικά τον λατρεύουν. Και ο θεμελιωτής αυτός ήταν κατά κύριο λόγο συνθέτης θρησκευτικής μουσικής. Μιλώντας για κατάνυξη, λοιπόν, τα «Πάθη» παίζονταν και παίζονται κυρίως τη Μεγάλη Εβδομάδα. Συνδυάζοντας το έπος, το δράμα, την άρτια «απλή» μουσική, παρακολουθούν την πορεία του Ιησού. Την προδοσία, το Γολγοθά, τη σταύρωση, τον εξευτελισμό, τα καρφιά στα χέρια, το ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι αυτού που κήρυττε αγάπη, την Ανάσταση.

Cros

s in

the

mou

ntain

s, 18

12 - C

aspa

r Dav

id F

riedrich

14

Page 15: Metropolis Free Press 30.03.10

Σοβιετική ΚατάνυξηΣτον 20ό αιώνα που ζήσαμε, η θρησκευτική μουσική οποιουδήποτε τύπου συνήθως αντιμετωπιζόταν ως «αναγκαίο κακό». Είναι γνωστό ότι εμείς οι άνθρωποι ξεχνάμε εύκολα και είμαστε αχάριστοι. Στο ιδιαίτερο, όμως, περιβάλλον του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ λειτούργησε ακόμα και ως αντίδραση στην εξουσία. Μουσική του πιο διάσημου Πολωνού συνθέτη του αιώνα Krzysztof Penderecki (1933- ) ακούμε στη «Λάμψη» (1980) του Kubrik, αλλά και στον «Εξορκιστή» (1973). Μουσική για θρίλερ. Ο ίδιος είναι ο συνθέτης ενός σχεδόν πλήρως ατονικού έργου με το όνομα «Κατά Λουκά Πάθη» (1966). Ενα έργο τεράστιας δύναμης και με βαθύ θρησκευτικό στοχασμό. Ναι, ακούγεται πραγματικά «κολασμένο», αλλά αυτή είναι η γοητεία του. Μια πρωτοπόρα σύνθεση που συμβαδίζει με την εποχή της. Και παραμένει στο πλαίσιο της κατάνυξης. Μιας μοντέρνας κατάνυξης που ταιριάζει στα αστικά περιβάλλοντά μας. Σε παρόμοιο μοτίβο και ο Εσθονός που «φλέρταρε» με το μινιμαλισμό,

Arvo Pärt (1935), εκδιωγμένος από το σοβιετικό καθεστώς συνθέτει τα «Πάθη κατά Ιωάννη» (“Passio”, 1982) και το “Stabat Mater” (1985) του. Εργα πρωτοπόρα, έργα ήρεμης δύναμης. Τα προαναφερθέντα έργα των δύο αυτών συνθετών είναι στα λατινικά. Ως φόρος τιμής στην παράδοση ή ως τρόπος αντιπαράθεσης με το καθεστώς. Ακόμα και στα κομμουνιστικά καθεστώτα που προωθούσαν την όσο το δυνατόν λιγότερη εξάσκηση της θρησκείας, η μουσική έψαχνε την κατάνυξη. Τα Πάθη του Χριστού δεν σταμάτησαν να εμπνέουν, ασχέτως χώρου και χρόνου. Τελικά, είτε πρόκειται για το παρεκκλήσι κάποιου μεσαιωνικού χωριού, είτε για τη βυζαντινή αίθουσα του θρόνου, είτε για τις μεγάλες σάλες της Αυστροουγγαρίας, είτε για τις παγωμένες σοβιετικές πλατείες της Βαρσοβίας είτε για ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη με συντροφιά το cd player, η μουσική είναι παρούσα. Και υπάρχουν μουσικές για τη Μεγάλη Εβδομάδα που προκαλούν κατάνυξη. Και μία περίεργη ανάσα που μοιάζει με κάθαρση.

Και μια ελληνική νότα…Πύρινες γλώσσες (ένα ορατόριο της Πεντηκοστής)

Γιάννης Χρίστου (1926-1970)Ο αδικοχαμένος Ελληνας πρωτοπόρος μάς άφησε παρακαταθήκη μια μουσική γλώσσα τόσο ιδιαίτερη, με φιλοσοφικές όσο και μεταφυσικές απολήξεις. Σε αυτό το έργο του, οι πρώτοι Χριστιανοί αγωνιούν για το θαύμα της Πεντηκοστής. Κατάνυξη για ένα θαυμαστό καινούργιο κόσμο, μέσα από μια πολύ προσωπική μεταμοντέρνα ματιά στην έννοια της θρησκευτικότητας.

Cruc

ifixion,

1930

– P

ablo P

icasso

Page 16: Metropolis Free Press 30.03.10

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ, 20Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.

Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ηλιου.

Μ. ΤΡΙΤΗ, 21 Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.

Υστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα μου, μ' ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.

Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.

Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω, γιατί λιποθύμησα.

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22 Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σαν να 'ταν αιώνιοι. Ομως το μέσα μέρος του Υπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει

Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός

Και τώρα μαύρος αιώνας.

(απόσπασμα από το ομόνυμο βιβλίο, εκδόσεις Υψιλον, 1984)

Οδυσσέας Ελύτης

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23 Μέρα τρεμάμενη, όμορφη σαν νεκροταφείο με κατεβασιές ψυχρού ουρανού

Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη

Τα χωματένια πόδια μου άλλοτε

(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)

Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε

Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23 β Σωστός θεός. Ομως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του γουλιά γουλιά, καθώς του είχε ταχθεί εωσότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.

Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας

Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.

Ισως και να 'μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής

Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά με τ' αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

H Κο

ίμησ

η τη

ς Θεο

τόκο

υ, π

ρώτο

μισό

του

15ου

αιώ

να, λ

επτο

μέρε

ια

16

Page 17: Metropolis Free Press 30.03.10

ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥΜ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 β

Αντίς για όνειρο

Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια, τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση, μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.

Σαν να 'μαι λέει, ο θάνατος ο ίδιος, αλλ' ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25 Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε η θεούλα με τη μωβ κορδέλα που από παιδάκι μού κυκλοφοράει τα μυστικά

Υστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά να πάει ν' αδειάσει τον κουβά με τ' απορρίμματά μου -της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια- εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα και αγέρωχο το πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25 β Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες όπως φωνές επάνω από ναυάγιο

Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ' ΑπιασταΟπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα, που πήγα να παραβγώ μ' αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους και μου χύθηκε όλη, όξω απ' τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.

Σου 'ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου. Υστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β

Ασμάτιον

Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα, πάρε το κίτρο που μου 'δωκε ο Κάλβος, δικιά σου η χρυσή μυρωδιά

Μεθαύριο θα 'ρθουν τ' άλλα πουλιά, θα 'ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές, μα βαριά η δική μου καρδία.

Page 18: Metropolis Free Press 30.03.10

ΕNAΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Είναι ο συγγραφέας που καταπιάστηκε με τους ανθρώπους της «διπλανής πόρτας», όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο Γιώργος Ιωάννου, ο κατ’ εξοχήν διηγηματογράφος της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας,

αφουγκράστηκε αυτούς τους ανθρώπους, τους φώτισε, τους κατανόησε, περιέγραψε τον ψυχισμό τους, τον ερωτισμό τους, τις συνήθειές τους, τα πάθη τους. Στη συλλογή διηγημάτων «Επιτάφιος θρήνος» περπατάει στο Κέντρο της Αθήνας, εστιάζει σε ανθρώπους απλούς, σακατεμένους, περιθωριακούς -όπως έχουμε μάθει σήμερα να τους ονομάζουμε. Το πρώτο διήγημα αυτής της συλλογής δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο. Είναι από τα πιο γνωστά, τα πιο αγαπητά και ίσως από τα πιο εμβληματικά διηγήματα του Θεσσαλονικιού συγγραφέα. Για τον τρόπο που περιγράφει την περιφορά του Επιταφίου του Αγίου Κωνσταντίνου στην ομώνυμη οδό, για την ανατροπή του, για τον ερωτισμό που συνοδεύει την κατάνυξη, για την αποτύπωση της ζωής, των ανθρώπων, των δρόμων. Και φυσικά για τη γλώσσα του.«Σε λίγο άρχισαν και τα μεγάφωνα, ήρθε ο στρατός, τιμητική φρουρά, η μπάντα, και ούτε σκέψη πια για αλλαγή ξενοδοχείου -να πάω να σκάσω σε κανένα κρυόκωλο- θα βλέπαμε ωραία Επιτάφιο, θα λέγαμε ιστορίες σίγουρα, κι αργά το βράδυ θα ερχόταν κι ο άλλος που απουσίαζε, πλανόδιος φωτογράφος με το φλας και τα τσαπράζια του, που τώρα γύριζε φωτογραφίζοντας τους Επιτάφιους, μαζί με τις κυρίες και τις κοπελιές, που με τα χέρια τους τα όλο ευσέβεια τους είχαν πυκνοστολίσει. Ταις μυροφόροις γυναιξί, παρά το μνήμα επιστάς, ο Αγγελος εβόα· Τα μύρα τοις θνητοίς υπάρχει αρμόδια, Χριστός δε διαφθοράς εδείχθη αλλότριος.

Μα βγαίνοντας από την εκκλησία ο Επιτάφιος, τράβηξε πρώτα πλάγια, χώθηκε μες στις γειτονιές με τα κλειστά, όπως είπαμε, ισόγεια, με τα χαμαιτυπεία του λιβανιού, και δεν τον είδαμε σχεδόν καθόλου. Αλλωστε, στην αρχή είναι μπουλούκι πάντοτε, ώσπου να συνταχθεί, να βρει τον ήχο του και το ρυθμό του, να πάρει ν' αναδίνει μυρωμένο θάνατο, φτάνοντας στο κορύφωμα στο τελευταίο ιδίως στάσιμο, όπου όλοι έχουν πιάσει πια το ρόλο τους, τον εκτελούν στην εντέλεια, τόσο που θέλει χρόνο ολόκληρο για να εξατμιστεί αργότερα. Πάντως, ακούσαμε τις πρώτες νότες του ν’ απομακρύνονται και ήταν η μοναδική ίσως στιγμή που νιώσαμε ένα σφίξιμο, που μέναμε έτσι μακριά από το πλήθος και το συρφετό, ενώ εκεί ανήκαμε, μπορούσαμε να είμαστε κι εμείς κατόπι του, σηκώνοντας σκόνη τεφρή με τα ποδάρια μας, μα ώσπου να διαλογιστούμε αυτά, πιάσαμε θέσεις στο παράθυρο να δούμε το λαμπρό του γυρισμό στο λαξευτό μνημείο του. Και όταν πήρε η κυκλοφορία να παραλύει, να προηγούνται τα μικρά παιδιά, ν’ ανάβουν κεριά στα υψηλά πατώματα, ετοιμαστήκαμε κι εμείς να απολαύσουμε το μέγα θέαμα, στο σκότος μέσα της κρεβατοκάμαρας. Από μπροστά μας όταν διάβαιναν, έψελνε η χορωδία τα εγκώμια, μαθήτριες με επιπόλαιες φωνές, παρόμοιες με το γραφικό τους χαρακτήρα, βαδίζοντας στο ψευτοκουρασμένο βήμα των στρατιωτών, εκείνο με το λύγισμα το αδιόρατο, που με εφ’ όπλου λόγχη, ωραίοι και σκοτεινοί, τραβούσαν φορτωμένοι νιάτα και έξαψη...». Η κατάνυξη σ’ αυτό το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου ακολουθεί τη διαδρομή του Θείου και του ανθρώπινου. Της σάρκας και του πνεύματος, Της πίστης και της επιθυμίας. Και είναι και τα δύο το ίδιο έντονα και δυνατά.

Ολγα Σεšά

18

Page 19: Metropolis Free Press 30.03.10

Γεια σας. Ηρθα για να σας δείξω ο ίδιος την Οδό Ονείρων. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας. Είναι, ας πούμε, ο δρόμος που κατοικούμε. Μικρός, ασήμαντος,

λυπημένος, τυραννικός, μα κι απέραντα ευγενικός. Εχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες και πολλή σιωπή. Κι όλα σκεπασμένα από έναν τρυφερό μα κι αβάστακτο ουρανό. Εδώ σ’αυτόν τον δρόμο γεννιόνται και πεθαίνουν τα όνειρα τόσων παιδιών ίσαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με τ’ανοιξιάτικο αεράκι του Επιταφίου και θα χαθεί. Ομως τη νύχτα δεν τους πιάνει ο ύπνος. Κι όταν δεν ονειρεύονται, τραγουδούν…

Μάνος Χατζιδάκις

(πρόλογος στο δίσκο «Οδό Ονείρων» που κυκλοφόρησε το 1962) Ο

Αγιος Πρ

οκόπ

ιος,

αρχέ

ς 17

ου, λ

επτο

μέρε

ια

Page 20: Metropolis Free Press 30.03.10

Το Πάσχα γιορτάζεται σχετικά νωρίς τη φετινή άνοιξη. Προσωπικά το συνειδητοποίησα την περασμένη εβδομάδα, στο άκουσμα της είδησης για μια «ειδική έκδοση»

της “Metropolis”, ανάλογη του «πνεύματος» των ημερών, που θα κυκλοφορήσει τη Μεγάλη Τρίτη (δηλαδή σήμερα). Προκειμένου να αποφασίσω το θέμα μου, ανακάλεσα αναμνήσεις από τις τριάντα πρώτες Μεγάλες Εβδομάδες της ζωής μου. Ομολογώ πως σε μια πρώτη -και πρόχειρη- αναζήτηση στη μνήμη μου τα «στερνά» παραλίγο να νικήσουν τα «πρώτα». Αργότερα όμως, και ενώ η τελευταία εβδομαδιαία έκδοση της εφημερίδας είχε πάρει -επιτέλους- τον «ηλεκτρονικό» δρόμο για εκτύπωση, μια πιο ενδελεχής ανίχνευση ανάλογων «αρχείων» αποδείχθηκε αποτελεσματικότερη.Η πρώτη αξιόλογη «στάση» του νου ήταν στα σχολικά χρόνια του Γυμνασίου. Θυμάμαι, λοιπόν, ένα σαραντάρη θεολόγο να προσπαθεί να «τιθασεύσει» τριάντα έφηβα «διαβολάκια», που περίμεναν πώς και πώς την ώρα του μαθήματος των

Θρησκευτικών για να «εκδικηθούν» για όλα τα κακώς κείμενα της σχολικής καθημερινότητας που βίωναν. Ο καθηγητής, όμως, μαθαίνοντας στα γυμνασιόπαιδα τους βυζαντινούς ύμνους -ιδιαίτερα εκείνους της Μεγάλης Εβδομάδας που συνοδεύουν τον Επιτάφιο- και παραδίδοντας στοιχειώδη μαθήματα αγιογραφίας, κατάφερνε και «επιβίωνε».

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν θεωρείται «ενδεδειγμένη» η συγκεκριμένη μέθοδος του καθηγητή. Εκείνο που γνωρίζω με σιγουριά είναι πως ύμνοι και εικόνες μάς βοήθησαν, ως μαθητές, να προχωρήσουμε σε μια «συμφιλίωση» με εκκλησιαστικές παραδόσεις και έθιμα -ανεξάρτητα από το πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας το ζήτημα της «πίστης» σε μια υπέρτατη δύναμη. Τα χρόνια πέρασαν, τα «διαβολάκια» μεγάλωσαν, όμως το παραπάνω συμπέρασμα παραμένει αναλλοίωτο και αποτελεί κοινό τόπο όταν το φέρνει ο καιρός και θυμούνται, καλή του ώρα όπου και αν βρίσκεται, τον καθηγητή τους.Η δεύτερη αξιομνημόνευτη «στάση» του μυαλού με «μετέφερε» μερικά χρόνια νωρίτερα. Δεκαετία του ’80 και σχεδόν κάθε Μεγάλη

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΜΝΗΜΗ

Οι απεργιακοί αγώνες των καπνεργατών και άλλων εργατικών κλάδων στη Θεσσαλονίκη, που ξεκίνησαν το Μάρτη του 1936, κλιμακώνονται με πανεργατική απεργία διαρκείας την Πρωτομαγιά και παλλαϊκά συλλαλητήρια, τα οποία συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες. Στις 9 Μαΐου η Χωροφυλακή επεμβαίνει με τη χρήση όπλων. Πρώτος νεκρός ήταν ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Η μάνα του, η οποία ήταν επίσης στη διαδήλωση, βλέπει το νεκρό γιο της, τρέχει, γονατίζει και οδύρεται πάνω από τη σορό του. Κάποιος τη φωτογραφίζει και την επομένη η φωτογραφία δημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη».Την ίδια μέρα, ο Γιάννης Ρίτσος, μέλος του ΚΚΕ από το 1934, ξεκινά τη συγγραφή των 114 δίστιχων που συνθέτουν τα 14 ποιήματα της συλλογής. Στις 12 Μάη δημοσιεύονται τα πρώτα τρία ποιήματα και στις αρχές Ιουνίου ο «Επιτάφιος» κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα Τα 9.750 πωλούνται άμεσα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο», αλλά τα υπόλοιπα κατάσχονται από την Ασφάλεια και καίγονται, μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με άλλα βιβλία που απαγόρευσε στη συνέχεια η Μεταξική δικτατορία. Μετά την επιστροφή του από την εξορία, το 1952, ο Ρίτσος αναδημοσιεύει έργα του και στέλνει τον «Επιτάφιο» στο Μίκη Θεοδωράκη, στο Παρίσι. Περιμένοντας τη γυναίκα του να επιστρέψει από τα ψώνια της σε ένα σούπερ μάρκετ, ο Θεοδωράκης σημειώνει με μολύβι τις νότες στο περιθώριο κάθε σελίδας του βιβλίου. Το έργο τελικά εκδίδεται σε δίσκο, για πρώτη φορά, το 1961 με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ «ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ»

20

Page 21: Metropolis Free Press 30.03.10

Μέρα Μαγιού μου μίσεψεςΜέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνωάνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω.Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνειςάρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης.Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκειατόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια.Και μου ’λεγες πως όλ’ αυτά τα ωραία θα ’ναι δικά μαςκαι τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας.

Βασίλεψες αστέρι μουΒασίλεψες αστέρι μου, βασίλεψε η πλάση.Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάεικι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά ουδέ σε παρατάει.

Γλυκέ μου συ δεν χάθηκεςΓιε μου ποια μοίρα στο ’γραφε, ωιμέ, και ποια μου το ’χε γράψει.Τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά, καημέ στα στήθια μου ν’ ανάψει.Γλυκέ μου εσύ δεν χάθηκες, ωιμέ, μέσα στις φλέβες μου είσαι.Γιε μου, στις φλέβες ολουνών καημέ έμπα βαθιά και ζήσε.

Πού πέταξε τ’ αγόρι μουΓιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου καρδούλα της καρδιάς μου,πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου.Πού πέταξε τ’ αγόρι μου, πού πήγε, πού μ’ αφήνει.Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νερό η κρήνη.Πώς κλείσαν’ τα ματάκια σου και δεν θωρείς που κλαίωκαι δεν σαλεύεις δεν γρικάς τα που πικρά σου λέω.

ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

(Ο τίτλος του κειμένου ανήκει στο Γιάννη Ρίτσο)

Παρασκευή, ως άξιο τέκνο γονέων μιας γενιάς που βίωσε έντονα την αστυφιλία, βρίσκομαι μέσα σε ένα αυτοκίνητο, του πατέρα μου, στο δρόμο για το «χωριό». Οι μόλις δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση που διέθεταν τότε -στην πλειοψηφία τους- οι εθνικές οδοί, έκαναν το ταξίδι μεγάλο, τη διαδρομή κουραστική, τα δυο «βλαστάρια» της οικογένειας ανήσυχα και τη μουσική απαραίτητη. Τις Μεγάλες Παρασκευές, όμως, η μουσική του ραδιοφώνου -όταν αυτό έπιανε κάποια συχνότητα- ήταν πάντα «βαριά» και «ασήκωτη». Ετσι αντιλαμβάνονταν τότε τα «ανεκπαίδευτα» αυτάκια των δύο «σπόρων» την κλασική μουσική, που και σήμερα ακούμε από πολλές ραδιοφωνικές συχνότητες τη συγκεκριμένη ημέρα. Τη «λύση», προκειμένου τα δυο αδέρφια να παραμείνουν «ήσυχα» στο πίσω κάθισμα, έδινε πάντα μια κασέτα που περιελάμβανε διαφορετικούς ήχους και στίχους, που ως άλλοι «ύμνοι» συνοδεύουν έναν άλλον «Επιτάφιο». Εκείνον που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος, το 1936. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν αυτή η μέθοδος ήταν επίσης «ενδεδειγμένη». Εκείνο που γνωρίζω με σιγουριά είναι πως τα μελοποιημένα ποιήματα εκείνης της κασέτας βοήθησαν τα δυο αδέρφια, ως ανθρώπους, να προχωρήσουν σε μια «συμφιλίωση» με αγωνιστικές παραδόσεις και έθιμα, ανεξάρτητα από το πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας το ζήτημα της «πάλης» για έναν καλύτερο κόσμο. Τα χρόνια πέρασαν, τα «βλαστάρια» μεγάλωσαν, όμως, το παραπάνω συμπέρασμα παραμένει αναλλοίωτο και αποτελεί κοινό τόπο όταν το φέρνει ο καιρός και θυμούνται, καλή του ώρα όπου και αν βρίσκεται, τον πατέρα τους.

Καλή Ανάσταση!

Αντώνης Χιοκτούρης

Page 22: Metropolis Free Press 30.03.10

ΤΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ

Αυτή είναι η Μεγάλη Παρασκευή. Πουθενά δεν αποδόθηκε καλύτερα η στιγμή της περιφοράς του Επιταφίου απ’ ό,τι στο απόσπασμα αυτό απ’ τη «Μενεξεδένια Πολιτεία» του Αγγελου Τερζάκη. Αλλωστε, κρίνεται εξ ορισμού του, σχεδόν αληθές το γεγονός ότι τη Μεγάλη Παρασκευή η Αθήνα είναι μια μενεξεδένια πολιτεία. Τηρουμένων των διαφορών που άλλαξαν το τοπίο, πάντα κάποια λαμπάδα θα σβήνει και θα ζητάει φως απ’ το διπλανό, πάντα μια λαμπάδα θα στάζει, πάντα μια παρέα αγοριών θα αναρωτιέται γιατί αργεί να ξεκινήσει. Πάντα υπάρχει η βαθιά πάλη του Μαρούκη για τη μάνα του, ως ανάδυση όποιας τύψης ή έννοιας βρίσκεις μέσα σου, και πάντα ο ήχος της ψαλμωδίας θα ξεμακραίνει σαν να σε εγκαταλείπει λίγο μόνο, αν απομακρυνθείς. Αυτό που δεν υπάρχει πάντα είναι η ξανθούλα. Η κοπέλα που εντοπίζει ο Μαρούκης και (στη συνέχεια του κειμένου) αποφασίζει να ακολουθήσει. Δεν υπάρχει αυτή καθαυτή, αλλά αυτό που ισχύει περισσότερο απ’ όλα όσα αναφέρθηκαν είναι ότι την ημέρα εκείνη ερωτεύεσαι. Οχι την ξανθούλα με τα διάφανα μάτια, αλλά την ημέρα: ως κομμάτι της ζωής σου που έχει περάσει και μαζί και της ζωής που έρχεται.

Η Μεγάλη Παρασκευή με το θρήνο της είναι μια ωδή στη ζωή. Το πένθιμο περιεχόμενό της είναι επιφανειακό. Στην πραγματικότητα, η υποσυνείδητη γνώση της αυριανής Ανάστασης αφήνει το μήνυμα στο περιθώριο. Ξέρεις ότι το μενεξεδί πένθος είναι προσωρινό. Εκ του ασφαλούς. Μελαγχολείς μ’ ένα μαξιλαράκι ασφαλείας. Η θλίψη είναι για μια φορά στη ζωή πλαστή, πεπερασμένη. Η καλοστημένη αφήγηση των Παθών του Χριστού πετυχαίνει ακριβώς να σε συντηρήσει σε εγρήγορση. Ακούγοντας το «Ω γλυκύ μου έαρ», δεν μπορείς να είσαι χαρούμενος και οι σκέψεις σου είναι κάτω του μέσου. Ακόμα κι αν σκέφτεσαι τα κορίτσια του Αρσακείου. Είναι μια ωραία εμπειρία, κάθε χρόνο. Γεμίζεις. Βλέπεις τον εαυτό σου εκτεθειμένο. Αδειο ή παραφορτωμένο μπροστά στην επόμενη στιγμή. Εν τω μεταξύ, το ψυχολογικό πείραμα του Επιταφίου είναι περίεργο πράγμα: αν «πέσει» η διάθεση κάποιου εξαιτίας ενός εξωγενούς παράγοντα, με την άμεση απουσία του παράγοντα αυτού η διάθεση επανέρχεται αμέσως. Μετά την περιφορά, πολλοί, στα μάτια των οποίων έβλεπες όλα τα Πάθη του Χριστού ανακατεμένα, επανέρχονται στην πρότερη μορφή χαράς και βγαίνουν για ποτό με μεγάλο κέφι. Μέσα τους πάντως παραδέχονται ότι αυτό το «φορμάτ» ήταν σωτήριο. Το ίδιο λένε όλοι. Και ο Μαρούκης και… αι γενεαί πάσαι μέχρι σήμερα.

Αθως Δημουλάς

22

Page 23: Metropolis Free Press 30.03.10

Η ΜΕΝΕΞΕΔΕΝΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

«…

- Εγώ λέω να πάμε στο Σύνταγμα. Θα δούμε τον Επιτάφιο της Μητρόπολης, του Αϊ-Γιώργη του Καρύτση, της Καπνικαρέας…- Μωρέ, να μην σκεφτούμε να πάμε στου Αρσακείου! Κάθε χρόνο το λέω κι όλο το ξεχνάω.- Εγώ έχω πάει. Σπουδαία είναι! Πήγαινα τότε που ήταν εσωτερική η Κορίνα.- Δεν φεύγω απ’ την ενορία μου, δήλωσε ένας χοντρός με ριχτά μουστάκια που του σκεπάζανε το στόμα. Εδώ είναι το καθήκον μας!

Μέσα αρχίσανε το «Αι γενεαί πάσαι», και για μια στιγμή ένα διάχυτο μουρμουρητό το συνόδεψε απ' έξω. Υστερα, ο χοντρός είπε:- Τι αργούν, βρε αδερφέ! Η Μητρόπολη θα βγήκε τώρα.- Να, γι’ αυτό εμένα μ’ αρέσει το Αρσάκειο, έκανε εκείνος που ήξερε την Κορίνα. Βγαίνει από τις εφτά.- Καλέ, μην κολαζόσαστε, παρατήρησε μια κυρία με χρυσά γυαλιά της μύτης και γενάκια. Οπου να 'ναι, θα βγει.

Κι αλήθεια, μια κίνηση έγινε στην πόρτα της εκκλησίας, ο κόσμος τραβήχτηκε, φάνηκαν κάτι αστυφύλακες με άσπρα γάντια, που άνοιγαν δρόμο. Τρία-τέσσερα φανάρια με γυαλιά χρωματιστά.- Πάει, τα φάγανε, διαμαρτυρήθηκε τώρα ο χοντρός.- Από τη μία βιάζεσαι, κι απ’ την άλλη θες να τα λένε όλα!

Ο Γιάννης ο Μαρούκης ανέβηκε στο πεζοδρόμιο να δει. Η ψαλμωδία ζύγωνε, κίνησε ο κόσμος κατά κάτω. Βγάλανε όλοι τα καπέλα τους, έβγαλε κι αυτός το δικό του.

- Μου δίνετε, σας παρακαλώ, κύριε, ν’ ανάψω;Αναψε τη λαμπάδα του από το διπλανό του και, για μια στιγμή, ένας κόμπος του ανέβηκε στο λαιμό, μια λύπη για τη μάνα του, που την είχε αφήσει μονάχη της χρονιάρα μέρα. «Ο,τι και να κάνω εγώ, πάντα θα μετανιώνω», είπε μέσα του.

Και σταυροκοπήθηκε, γιατί περνούσε το Αγιο Σώμα. Ηταν ήσυχη η νύχτα και γλυκιά. Θερμή η ανάσα της, κόλπωνε πάνω απ’ την πολιτεία τον έναστρο θόλο τ’ ουρανού, κι ο αέρας έφερνε απαλό το μύρο από βιολέτες. Οι καμπάνες σημαίνανε αργά.

Αργά. Με το πένθιμο τούτο εμβατήριο, ο κόσμος πορευόταν, πασχίζοντας να κρατήσει το ήρεμο βάδισμά του, ενώ στα πλάγια κόρωνε κιόλας ο συνωστισμός και κάποιοι μπερδεύονταν, μπλέκανε και τσαλαπατιούνταν. Η ψαλμωδία, μόλις ξανοίχτηκε στο ύπαιθρο, λιγοθύμησε κι έσβησε. Τραβήχτηκε κι ο Μαρούκης στο πεζοδρόμιο και περίμενε να περάσει το μεγάλο μπουλούκι, για ν’ ακολουθήσει κι αυτός.Εκείνη τη στιγμή, καθώς κοίταζε αφαιρεμένος την πόρτα της εκκλησίας, βλέπει να βγαίνει, πιασμένη μπράτσο με κάποιαν άλλη, η γαλανή κοπελίτσα με τα ξανθά μαλλιά. Την είδε, σιγοπερπάτητη να προχωρεί, ισκιώνοντας τη φλόγα της λαμπάδας της με το ’να χέρι, ενώ η λάμψη της γέμιζε φως το πρόσωπο. Τα μάτια της έτσι φαίνονταν απίστευτα διάφανα. Το χεράκι που φύλαγε τη φλόγα ήταν μικρούλι, κουκλίστικο. Κι ολάκερο το κορμί, το μικροκαμωμένο κι ελαφρό, είχε μιαν αγγελική χάρη.

...»

Αγγελος Τερζάκης

(απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο, εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 2009)

Page 24: Metropolis Free Press 30.03.10

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ

Την Μεγάλην Παρασκευήν, περί την δύσιν του ηλίου, η μήτηρ ωδήγησε τα δύο παιδία εις την εκκλησίαν, όπου αφού έκαμαν τρεις γονυκλισίας προ του ανθοστεφούς κουβουκλίου, ησπάσθησαν

τον μυρόπνουν Επιτάφιον, το αργυρόχρυσον Ευαγγέλιον με τ' αγγελούδια, και τον Σταυρόν με τ' ανθρωπάκια και τις Παναγίτσες (τι χαρά, τι δόξα!), και είτα επέρασαν τρις τον υψηλόν, μεγαλοπρεπή Επιτάφιον. Ο δε Ευαγγελινός (όλα τα ενεθυμείτο η μικρά Μόρφω) ανέτρεψεν εξ απροσεξίας πήλινον αμφορέαν με ύδωρ, εξ εκείνων ους θέτουσιν υπό τον Επιτάφιον προς αγιασμόν, διά να μεταχειρισθώσι το ύδωρ εις το καματηρό, ήτοι τους μεταξοσκώληκας, και εις άλλας χρείας αι νεώτεραι μυροφόροι, γυναίκες διακαώς ποθούσαι «να ξενυχτίσουν τον Χριστό» μένουσαι άγρυπνοι εν τω ναώ πέραν του μεσονυκτίου, διότι η ακολουθία του Επιταφίου ψάλλεται εκεί το Μέγα Σάββατον περί όρθρον βαθύν. Ο αμφορεύς πεσών εθραύσθη, η δε γυνή, ής ήτο κτήμα, ωργίσθη και είπεν, ότι το έχει «σε κακό της!». Τότε η μήτηρ του Ευαγγελινού, αφού επέπληξεν αυστηρώς το παιδίον, πειραχθείσα είπεν, ότι «αν είναι κακό, ας είναι για μένα!»… Και την πτωχήν δεν την ηύρε ο χρόνος!Το Μέγα Σάββατον δε, μικρόν μετά τα μεσάνυκτα, η μήτηρ εξύπνησε τον Ευαγγελινόν και την Μόρφω, κι ενώ σήμαιναν διά μακρών οι κώδωνες, επήγαν εις την εκκλησίαν, όπου εψάλη «ω γλυκύ μοι έαρ» και άλλα ακόμη παθητικά άσματα. Είτα οι πιστοί όλοι με αναμμένας λαμπάδας εξήλθον εις το ύπαιθρον, υπό το αμαυρωθέν φέγγος της φθινούσης σελήνης, ενώ η αυγή έλαμπεν ήδη ροδίνη και ξανθή, προπέμποντες τον Επιτάφιον αγλαόφωτον με σειράς λαμπάδων. Και η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβήνη και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέψαλλε και αυτή «ω γλυκύ μοι έαρ, γλυκύτατον μοι τέκνον!» και η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επανελάμβανε «οίμοι! γλυκύτατε Ιησού!». Τα δε παιδία, προπορευόμενα της πομπής, μεγαλοφώνως έκραζον:

Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Ο Ευαγγελινός εψέλλιζε μετά των άλλων: Κύιε έησον! Κύιε έησον!Και ύστερον ανέτειλεν ο ήλιος του Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων την απαραίτητον ομίχλην της Μεγάλης Παρασκευής (ήτις καθιστά μελαψήν μιγάδα την ημέραν και παμμέλαιναν αράβισσαν την νύκτα), ο Ευαγγελινός εξύπνησεν από τα βελάσματα του αρνίου, το οποίον ητοιμάζετο να σφάξη δια την οικογένειαν του καπετάν-Κομνιανού ο γείτονας Νικόλας...Την εσπέραν έφερεν οίκαδε ο πατήρ τας πασχαλινάς λαμπάδας, ωραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τι χαρά, τι θρίαμβος! Φαντασθήτε ωραίας μικράς λαμπάδας με άνθη τεχνητά, με χρυσόχαρτα. Ο Ευαγγελινός ήθελε να πάρη την της αδελφής του, λέγων, ότι εκείνη είναι μεγαλυτέρα. Η μήτηρ του την έδωκε, αλλ' ο μικρός την έσπασε, εκεί που έπαιζε με αυτήν, έσπασε και την ιδικήν του, και ύστερον έβαλε τα κλάματα. Ο πατήρ του ηγόρασεν άλλην, αφού τον υπεχρέωσε να υποσχεθή, ότι δεν θα την πιάση εις την χείρα έως τα μεσάνυκτα όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν. Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων και χαίρων...Εφέτος όμως αντί της αθώας χαράς, αντί της αφάτου ευτυχίας του παιδικού Πάσχα, ήτο η λύπη η βαρεία, η ανεπανόρθωτος συμφορά. Ευτυχώς η γραία Κομνιανάκαινα δεν απέθανε, και ο υιός της έφθασεν απόπασχα με το γολεττί, και ήρχισε να καλλωπίζηται και να στρίβη τον μύστακα, αποβλέπων εις δεύτερον γάμον. Αλλά, διά τα δύο παιδία, θα επανήρχετο πάλιν η χαρά εκείνη, θ' ανέτελλεν εκ νέου γλυκεία η παιδική Πασχαλιά; Διά τον Ευαγγελινόν ίσως, διά την Μόρφω ποτέ. Αύτη ησθάνετο την απουσίαν της μητρός της και ήξευρεν, ότι δεν έμελλε να την επανίδη πλέον επί της γης.Γλυκεία Πασχαλιά! η μήτηρ της χαράς! Γλυκεία μήτηρ! της Πασχαλιάς η ενσάρκωσις.Αλλ' ο Χριστός υπεσχέθη να πίη με τους εκλεκτούς του καινόν το γέννημα της αμπέλου εν τη βασιλεία του Πατρός του, και οι υμνωδοί έψαλλαν: «Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ! δίδου υμίν εκτυπώτερόν σου μετασχείν εν τη ανεσπέρω ημέρα της Βασιλείας Σου!».

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

24

Page 25: Metropolis Free Press 30.03.10

ΠΑΣΧΑ ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΑ

Το πλοίο ολοσκότεινο έσκιζε τα νερά ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε άλλο φως παρά τα δυο χρωματιστά φανάρια ζερβόδεξα της γέφυρας· ένα άλλο φανάρι άσπρο, αχτινοβόλο, ψηλά

στο πλωριό κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω στην πρύμνη του. Τίποτε άλλο.Οι επιβάτες όλοι ξαπλωμένοι στις καμπίνες τους, άλλοι παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς. Οι ναύτες και οι θερμαστές, όσοι δεν είχαν υπηρεσία, κοιμόνταν βαριά στα κρεβάτια τους. Ο καπετάνιος με τον τιμονιέρη ορθοί στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι, σχεδόν ανάεροι, έλεγες ότι ήταν πνεύματα καλόγνωμα, που κυβερνούσαν στο χάος την τύχη του τυφλού σκάφους και των κοιμισμένων ανθρώπων.Εξαφνα η καμπάνα της γέφυρας σήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα σήμανε και η καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, επέμενε να ρίχνει τόνους μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινή θάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό, και να κράζει όλους στο κατάστρωμα. Και μεμιάς το σκοτεινό πλοίο πλημμύρισε από φως, θόρυβο, ζωή. Αφησε το πλήρωμα τα κρεβάτια του και οι επιβάτες τις καμπίνες τους.Εμπρός στην πλώρη και στην πρύμνη πίσω, ανυπόμονα έφευγαν από τα χέρια του ναύκληρου τα πυροτεχνήματα, έφταναν, λες, τ’ αστέρια, και έπειτα έσβηναν στην άβυσσο.Τα ξάρτια, τα σχοινιά, οι κουπαστές έλαμπαν, σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβι παρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο, που έφευγε πάνω στα νερά σαν πυροτέχνημα.Η γέφυρα στρωμένη με μια μεγάλη σημαία έμοιαζε Αγια Τράπεζα. Ενα κανίστρι με κόκκινα αυγά και ένα με λαμπροκούλουρα επάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρός

με ένα κερί αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη». Το πλήρωμα και οι επιβάτες γύρω του ξεσκούφωτοι και με τα κεριά στα χέρια ξανάλεγαν το τροπάρι ρυθμικά και με κατάνυξη.- Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!... ευχήθηκε, άμα τελείωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες και έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος.- Χρόνια πολλά, καπετάνιε, χρόνια πολλά!... Απάντησαν εκείνοι ομόφωνα. - Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας, παιδιά, ξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι στην άκρη των ματιών του.- Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε.Επειτα πέρασε ένας ένας, πρώτα οι επιβάτες, έπειτα το πλήρωμα, πήραν από το χέρι του το κόκκινο αυγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχές και τα φιλήματα.- Χριστός Ανέστη!- Αληθινός ο Κύριος!- Και του χρόνου σπίτια μας!Oι επιβάτες τράβηξαν στις θέσεις τους να φάνε τη μαγειρίτσα. Οι ναύτες ζευγαρωτά στους διαδρόμους τσούγκριζαν τ’ αυγά τους, γελούσαν, σπρώχνονταν μεταξύ τους, έτρωγαν λαίμαργα, καλοχρονίζονταν σοβαρά και κοροϊδευτικά.Επαψε το καμπανοχτύπημα· ένα ένα έσβησαν τα κεριά. Το καράβι βυθίστηκε πάλι στην ησυχία του. Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρης καταμόναχοι πάνω στη γέφυρα, πνεύματα, θαρρείς, ανάερα, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους σιωπηλοί και άγρυπνοι.- Γραμμή!- Γραμμή!Και το πλοίο ολοσκότεινο πάλι εξακολούθησε να σκίζει τα νερά, ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του.

Ανδρέας Καρκαβίτσας

Page 26: Metropolis Free Press 30.03.10

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Κάποτε δω και πολλά χρόνια που μου τυχε να κάνω Ανάσταση σε κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης, ένας γέρος χωριάτης, υψώνοντας τη λαμπριάτικη λαμπάδα του, σε χαιρετισμό, προς τ'

αναστάσιμα άστρα, μου είπε σαν να μιλούσε με τον εαυτό του: -Ημέρεψαν απόψε, παιδί μου, τα Ουράνια.Στα δυο αυτά λόγια ο αθώος χωριάτης είχε κλείσει, επιγραμματικά, το βαθύτερο νόημα του χριστιανικού θαύματος.«Ημέρεψαν τα Ουράνια». Ο ουρανός, χωρίς το μεγάλο χριστιανικό θαύμα, θα εξακολουθούσε να είναι για την περίφοβη ψυχή του απλοϊκού ανθρώπου για κάθε ανθρώπινη ψυχή το κατοικητήριο ενός θεού τρομερού, δικαιοκριτή χωρίς επιείκεια και τιμωρού χωρίς έλεος. Τέτοιοι στάθηκαν οι θεοί όλων των θρησκειών. Κυβερνούσαν τα πλάσματά τους με τον τρόμο. Τύραννοι παντοδύναμοι, μακρυσμένοι από το λαό τους, δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τις αδυναμίες του, δεν είχαν πονέσει ποτέ τον πόνο του, δεν είχαν βασανιστεί ποτέ απ' τα βάσανα του, δεν είχαν κλάψει ποτέ τα δάκρυά του. Ανίκανοι να συμπονέσουν, να λυπηθούν και να συγχωρέσουν. Πώς να μην είναι «άγρια» όπως τα έβλεπε το μάτι του φοβισμένου ανθρώπου τα ουράνια, τα κατοικημένα από τέτοιους θεούς.Και μέσα στην ανοιξιάτικη εκείνη νύχτα, που η λαμπάδα του γέρου είχε υψωθεί σαν χαιρετισμός προς τα λαμπρά, αναστάσιμα άστρα, τα ουράνια είχαν ημερέψει. Δεν κατοικούσε πια εκεί επάνω υψωμένος στον τρομερό του θρόνο, ένας θεός για τους ανθρώπους. Κατοικούσε ένας γλυκύτατος θεός, που είχε πονέσει όλους τους πόνους των ανθρώπων, που είχε γνωρίσει όλες τις αδικίες της γης, που είχε τραβήξει όλες τις καταφρόνιες, που είχε πληρώσει όλες τις αχαριστίες. Τον έβρισαν, τον αναγέλασαν, τον έφτυσαν, τον έσυραν δεμένο στους δρόμους, σαν το τελευταίο

κακούργο, τον σταύρωσαν. Πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, αντίκρισε τη φρίκη του θανάτου. Για μια στιγμή είδε τον εαυτό του λησμονημένο κι από τον ίδιο το Θεό, που ήταν πατέρας του.«Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα με εγκατέλιπες;» Δε στάθηκε πόνος, που να μην τον γνώρισε, καρδιοσωμός, που να μην τον ένιωσε, δυστυχία, που να μη γεύθηκε το φαρμάκι της. Ήπιε όλα τα φαρμάκια, που μπορεί να πιει άνθρωπος σε αυτόν τον κόσμο. Και, τη νύχτα εκείνη, ο πονεμένος και βασανισμένος αυτός άνθρωπος είχε ανέβη στους Ουρανούς και είχε καθίσει παντοδύναμος στο θρόνο του Θεού, να κυβερνήσει τον κόσμο. Πώς να μην «ημερέψουν τα Ουράνια»; Μια απέραντη καλοσύνη είχε πλημμυρίσει το στερέωμα.Γιατί να τρέμει πια ο αμαρτωλός; Θα συλλογιζότανε ο γέρος. Εκείνος που συγχώρεσε την πόρνη, το ληστή κι εκείνους ακόμη που τον σταύρωσαν, είναι τώρα εκεί απάνω, για να ιδεί τα δάκρυα του μετανοιωμού του και να τον συχωρέσει. Γιατί ν' απελπίζεται ο άρρωστος; Εκείνος που γιάτρεψε τον τυφλό και τον παράλυτο, είναι τώρα εκεί απάνω για να τον γιατρέψει. Γιατί να βαρυγκωμάει ο φτωχός και ο αδικημένος; Εκείνος, που πείνασε και δίψασε, είναι τώρα εκεί απάνω και καταλαβαίνει την δυστυχία του. Γιατί να λαχταράει η μάνα το παιδί της; Εκεί απάνω στους Ουρανούς είναι μια Μανούλα, που δοκίμασε τον πόνο της, για να παρακαλέσει το παιδί της, που κυβερνάει τον κόσμο, να την ελεήσει. Και γιατί να τρέμει ο ασπρομάλλης ο γέρος την ώρα του θανάτου; Είναι και γι' αυτόν, είναι για κάθε ψυχή, μια ανάσταση.Τα Ουράνια είχαν ημερέψει, αλήθεια, εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα. Και η λαμπάδα του γέρου είχε υψωθεί σα χαιρετισμός και σαν ευχαριστία, προς τα αναστάσιμα άστρα. - Χριστός Ανέστη, παππού.- Ο Θεός, ο Κύριος, παιδί μου.

Παύλος Νιρβάνας

(διήγημα που δημοσιεύτηκε στις 24 Νοεμβρίου 1937 στη «Νέα Εστία»)26

Page 27: Metropolis Free Press 30.03.10

«...Η Μεγάλη Βδομάδα είναι η ύστερη και φέρνει του χριστιανού τα μεγαλύτερα ξεφαντώματα. Νιπιτάφχοι (επιτάφιοι), αναστάσεις, ακολουθίες και λιτανείες είναι πράματα που τούτην την εβδομάδα τόνε φανατίζουνε. Συγχρόνως η ξεροφαγία και αρμυροφαγία του ανάβουν το αίμα, του αδυνατίζουν το νου και του παροξύνουνε το δεισιδαιμονικό μίσος, και η βαθύτερη αμάθεια των παπάδων συντείνει εις τούτο το αντίχριστο αποτέλεσμα. (...) Ο χριστιανός λοιπόν χαίρεται τη θέση του, μα η χαρά του δεν είναι χριστιανική, επειδή η καρδιά του είναι κούφια από το ευαγγελικό αίσθημα της αγάπης, η δε χαρά του είναι χαρά άγρια και βαμμένη από μίσος οπού τόνε τυφλώνει εναντίον εις εκείνους οπού δεν έχουνε τη θρησκεία του. (...). Οι διεφθαρμένοι τούτοι χριστιανοί, οι οποίοι διατηρούν ακόμη το όνομα χριστιανοί, ουσιωδώς όμως είναι ειδωλολάτρες, έχουν ένα είδωλο ξύλινο το οποίο λατρεύουνε και κάθε Μεγάλη Παρασκευή το σταυρώνουνε...

...»

(απόσπασμα από το βιβλίο «Πάσχα στο Χωριό», Εκδόσεις Καστανιώτη, 1991)

Αντώνης Σουρούνης

Page 28: Metropolis Free Press 30.03.10

ΜΕ ΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ

-Πού θα περάσουμε το Πάσχα;- Οπου θες...- Δεν έχει όπου θες. Θα πάμε κάπου εδώ κοντά: Λιόσια, Γαλάτσι, Αγία Παρασκευή...

Κι αν θες θάλασσα, πάμε στον Αλιμο, στον Αγιο Κοσμά ή στο Πέραμα. Να περπατήσουμε λιγάκι, να ζεσταθή το αίμα μας και να ξεμουδιάση το κορμί μας. Θα τρέχουμε ολημερίς κάτου από τα πεύκα ή θα τσαλαβουτάμε στη θάλασσα. Θα γεμίσουνε τα πλεμόνια μας από τη μυρωδιά του ρετσινιού ή της άρμης. Και νωρίς νωρίς θα στρώσουμε τραπέζι στο γρασίδι ή στα φύκια και θα φάμε και θα πιούμε...- Και πότε θα ψήσουμε τ' αρνί στη σούβλα;- Δεν έχει να ψήσουμε τίποτα. Πάνε αυτά που ήξερες. Θα πάρουμε μαζί τα φαγητά μας μέσα σε δίχτυα ή καλάθια -ακόμα και το κρασί μας και λάου λάου, ψιλοκουβεντιάζοντας, θα πάμε όπου ορίσουμε και δε θα καθήσουμε σε μαγαζί, γιατί θα μας κόψουν..- Και νερό;- Θα πάρουμε και νερό!- Και σαπούνι!- Και σκοινί! πρόσθεσε ο άλλος θυμωμένος.- Ακου να σου πω εγώ μιαν εκδρομή και πιο ωραία και πιο εύκολη! Θα πάμε μακρυά... Δεν μπορώ να βλέπω μπροστά μου την Αθήνα. Δε θέλω να μου θυμίζη την αθλιότητα της καθημερινής μου ζωής. Θα πάμε είτε στον Πόρο, είτε στον Οσιο Λουκά, είτε στους Δελφούς, είτε στο Μυστρά. Σ' έναν άλλον κόσμο! Δε θα πάρουμε τίποτα μαζί μας. Μονάχα το γυλιό μας με μια πετσέτα, μια κουβέρντα, μερικά μαντήλια, μιαν οδοντόβουρτσα και τα «Πασχαλινά Διηγήματα» του Παπαδιαμάντη. Θα φορέσουμε τις αρβύλες μας και το κασκέτο μας, θα πάρουμε στο χέρι το μπαστούνι μας κι ύστερα φρέσκοι φρέσκοι θα κινήσουμε... Θα κινήσουμε, αλλά δε θα κινηθούμε! Γιατί για την εκδρομή που σου λέω, δε θα πάρουμε ούτε βαπόρι, ούτε τραίνο, ούτε λεωφορείο. Απλώς θα

βγούμε στο μπαλκόνι μας πρωί πρωί ή στο κατώφλι της πόρτας και θα καθήσουμε...- Κοροϊδεύεις;-... κι όταν, βγαίνοντας ο ήλιος από το βουνό, μας χτυπήση τα μάτια και μας θαμπώση, θα κλείσουμε τα μάτια...- Και θα... κοιμηθούμε!-...θα ονειρευτούμε πως πήγαμε στον Πόρο ή στον Οσιο Λουκά κ.λπ. Τα ταξίδια της φαντασίας είνε πάντα ανώτερα από τα ταξίδια τα πραγματικά. Γίνονται όπως τα θέλεις εσύ κι όχι όπως τα θέλουν οι περιστάσεις. Και δεν κοστίζουνε τίποτα: ούτε κόπους, ούτε έξοδα. Και ποτές δεν τελειώνουν με απογοητεύσεις...- Ασε τώρα τις εξυπνάδες και λέγε: θάρθης μαζί μας ή όχι;- Εσύ ναρθής μαζί μου. Μια φορά στο Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνιού με ζύγωσε κάποιος τρελλός: -«Πού είνε το σπίτι σου;» - «Στην Αθήνα, οδός τάδε, αριθμός τάδε... Αλλά τι σου χρειάζεται αυτή η πληροφορία;» - «Θάρθω απόψε να συνομιλήσουμε».- «Και πώς θα βγης απ' εδώ;» Μου έδειξε τα ύψη. Εγώ ενόμισα πως μου έδειχνε τη μάντρα. - «Θα πηδήξης από τη μάντρα;» τόνε ρώτησα. - «Θα έρθω από τον ουρανό. Είμαι ο Αντρέας ο... ουρανοβάμων»!Λοιπόν, εάν δεν γίνης ουρανοβάμων, δεν μπορείς να πας πουθενά!- Είσαι τρελλός!- Ο Σόλων έκανε τον τρελλό για να πη μιαν αλήθεια· κ' εγώ κάνω τον τρελλό για να ταξιδέψω. Και θα πάω σ' όλα αυτά τα μέρη συγχρόνως: και στον Πόρο και στον Οσιο Λουκά και στους Δελφούς και στο Μυστρά. Και θα μείνω όσες μέρες θέλω. Θα χαρώ τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες στα λειβάδια, τις βρύσες στο βουνό, τους γλάρους στη θάλασσα... Θα φάω τη μαγειρίτσα μετά την Ανάσταση, με τα κεριά καρφωμένα στο σιταρένιο ψωμί· θα ψήσω τ' αρνί της σούβλας, θα πιω κρασί μοναστηρήσιο και θα γίνω άλλος άνθρωπος, γιατί είμαι... άλλος άνθρωπος.

Κώστας Βάρναλης

(χρονογράφημα που δημοσιεύτηκε στις 4 Απριλίου του 1942 στην «Πρωία»)28

Page 29: Metropolis Free Press 30.03.10

Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσετης αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσετ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη,και από εκεί κινημένο αργοφυσούσετόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,που λες και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα«γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόραιςόλοι, μικροί, μεγάλοι ετοιμασθήτε,μέσα στις εκκλησιές τες δαφνοφόραιςμε το φως της χαράς συμμαζωχθήτε,ανοίξατε αγκαλιές ειρηνοφόραιςομπροστά στους Αγίους, και φιληθείτε,φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι.

Δάφναις εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μαννάδες,γλυκόφωνα, κοιτώντας ταις ζωγραφι-σμέναις εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες,λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφιαπό το φως που χύνουνε οι λαμπάδες,κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι,οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ

ΛΑΜΠΡΗΣΔιονύσιος Σολωμός

Page 30: Metropolis Free Press 30.03.10

Ανέστη δε και ο Χριστός λαμπρός κι ακτινοβόλοςΑλλ’ εκ της σκόνης της πολλής κατεσκονίσθη όλοςκαι βλέπων τόσης κόνεως ουρανομήκη νέφη με φρίκην στο βασίλειο του Αδη επιστρέφει.

ΠΑΣΧΑ 1889Γεώργιος Σουρής

30

Page 31: Metropolis Free Press 30.03.10
Page 32: Metropolis Free Press 30.03.10