Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

142

Transcript of Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Page 1: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη
Page 2: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Τίτλος πρωτοτύπου:Her Battle-Scarred Knight© Meriel Fuller 2011. All rights reserved.© 2013 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕγια την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας μετη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.à.r.l.ISSN 1108-4324Μετάφραση: Ρηγούλα ΓεωργιάδουΕπιμέλεια: Κατερίνα ΔημητρίουΔιόρθωση: Ρήγας ΚαραλήςΑπαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή

του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 301Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.Made and printed in Greece.

Page 3: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Η Καρδιά του Ιππότη

Page 4: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 1

Σέφανοκ, Γουίλτσιρ, Αγγλία – Ιανουάριος 1193Η Μπριάνα ακούμπησε το μάγουλό της στο μαλακό πλευρό της αγελάδας και έβαλε τα χέρια τηςκάτω από την κοιλιά του ζώου για να αρμέξει το ζεστό του γάλα. Μέσα στην πρωινή σιγαλιά τουβουστάσιου, το παχύ κατάλευκο υγρό πιτσίλισε με δύναμη το εσωτερικό της ξύλινης καρδάρας καιάφρισε βγάζοντας αχνούς. Η Μπριάνα άκουσε τον Γουίλιαμ, τον αγρότη, να μιλάει σιγανά σε μιαάλλη αγελάδα στην άκρη του βουστάσιου και τον φαντάστηκε να τη σπρώχνει στην άκρη για νααρμέξει την επόμενη στη σειρά. Ήταν πολύ πιο γρήγορος από κείνη –για καθεμιά αγελάδα πουάρμεγε η Μπριάνα, εκείνος άρμεγε δύο. Όμως η γυναίκα του ήταν αδιάθετη εκείνη τη μέρα και ηΜπριάνα είχε προσφερθεί να βοηθήσει όταν της χτύπησε την πόρτα του αρχοντικού, φυσώντας ταχέρια του για να τα ζεστάνει και φτιάχνοντας άσπρα συννεφάκια αχνού μέσα στο σκοτάδι με τηνανάσα του. Δεν είχαν την πολυτέλεια ν’ αφήσουν το γάλα να πάει χαμένο· ήταν πολύτιμη πηγήεισοδήματος σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς. Όπως είχε συμβεί και στα άλλα τιμάρια, ταπερισσότερα χρήματά τους τα είχε πάρει ο βασιλιάς Ριχάρδος για να χρηματοδοτήσει τησταυροφορία του στους Αγίους Τόπους. Τα κτήματα απέδιδαν ελάχιστο εισόδημα· τα χρήματα πουείχε έφταναν ίσα ίσα να πληρώσει τον αγρότη και τη γυναίκα του, που φρόντιζαν τη γη και ταζωντανά, και την Άλις, που υπηρετούσε την οικογένειά της από τότε που ήταν μικρή.«Κυρά μου! Αρχόντισσα!»Η Μπριάνα αναπήδησε ακούγοντας τη στριγκή, τρεμάμενη φωνή και βγήκε απότομα από την

ευχάριστη νάρκωση στην οποία την είχε βυθίσει ο σταθερός ρυθμός του αρμέγματος. Η υπηρέτριάτης στεκόταν στην πόρτα, το πρόσωπό της ήταν κατάχλομο και έτρεμε σύγκορμη από το φόβο.«Άλις, τι συμβαίνει;» Η Μπριάνα στράφηκε προς το μέρος της έτσι όπως καθόταν στο σκαμνί και

άρμεγε, και οι κοκκινοκάστανες πλεξίδες της γυάλισαν στο μισόφωτο του στάβλου.Τα μάτια της Άλις γούρλωσαν και το λεπτό δέρμα του προσώπου της τσιτώθηκε πάνω στα

κοκαλιάρικα μάγουλά της. «Ξανάρθαν. Οι άντρες του άρχοντα Ιωάννη ήρθαν πάλι και σεγυρεύουν».Η Μπριάνα χαμογέλασε πονηρά. «Ε, δεν πρόκειται να με βρουν στο σπίτι, έτσι δεν είναι;» Χτύπησε

χαϊδευτικά την αγελάδα στα πλευρά και τράβηξε τη μισογεμάτη καρδάρα. «Πάω να ρίξω το γάλαστο μπουτινέλο, Γουίλιαμ. Το βούτυρο πουλιέται αμέσως στην αγορά».Ο Γουίλιαμ ακούμπησε το χέρι του στα καπούλια της αγελάδας για να στηριχτεί και σηκώθηκε.

«Ναι, κυρά μου, αυτό να κάνεις. Θα πήξει η Μάρθα το βούτυρο αν νιώσει κάπως καλύτερα. Αλλιώςθα το κάνω μόνος μου». Έδειξε προς τη μεριά του πυργόσπιτου με το κεφάλι του, που είχε αρχίσειν’ ασπρίζει. «Θες να πάω να δω τι γίνεται;»Η Μπριάνα ένευσε αρνητικά και σηκώθηκε κρατώντας σφιχτά την καρδάρα για να μην της πέσει.«Αχ, κυρά μου, μη μου πεις πως θα πας εσύ!» φώναξε η Άλις. Από την αγωνία, η αναπνοή της

έβγαινε κοφτή και λαχανιασμένη. «Έχουν έρθει περισσότεροι αυτή τη φορά. Κρατάνε αναμμένουςδαυλούς και κόβουν κύκλους σαν τα όρνια. Ο ένας κοπανούσε με δύναμη την πόρτα». Ρίγησεσύγκορμη. «Ξεγλίστρησα από το πίσω μέρος της κουζίνας χωρίς να με μυριστούν κι έτρεξα να σε

Page 5: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

βρω. Αν κάνουν κανένα κακό στο σπίτι μας; Αν... αν του βάλουν φωτιά;»Η Μπριάνα ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της υπηρέτριας. «Ηρέμησε, Άλις... δεν πρόκειται να

κάνουν τίποτα τέτοιο. Μην ξεχνάς ότι ο άρχοντας Ιωάννης έχει βάλει στο μάτι το σπίτι και τη γη, καιεξαιτίας μου δεν μπορεί να τα αρπάξει».«Είναι πιο δυνατοί από σένα, κυρά μου».Η Μπριάνα έτριψε το μέτωπό της και χαμογέλασε. «Μη μου το θυμίζεις, να χαρείς. Πάντως δε

σκοπεύω να παντρευτώ με το ζόρι κανέναν απ’ αυτούς τους νταήδες, και το ξεκαθάρισα αρκετέςφορές στον άρχοντα Ιωάννη με επιστολές που του έστειλα».Η Άλις δάγκωσε το χείλι της. «Αυτός ο Ιωάννης είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος, κυρά μου, και

δε θα ησυχάσει αν δεν παραδώσει τον πύργο του Σέφανοκ κι εσένα μαζί σε κάποιον από τουςανθρώπους του».Τα καταγάλανα μάτια της Μπριάνα έλαμψαν μέσα στο μισόφωτο του στάβλου. «Ο πύργος του

Σέφανοκ δεν του ανήκει για να τον χαρίσει. Στον Χιου ανήκει».Στο πρόσωπο της υπηρέτριας ζωγραφίστηκε η αμφιβολία.«Ο Χιου θα γυρίσει όπου να ’ναι», την καθησύχασε η Μπριάνα. «Κι όταν έρθει, όλα θα πάνε

καλά».«Μα...» ψέλλισε η Άλις και σταμάτησε.«Άλις, σου απαγορεύω να έχεις τέτοιο ύφος! Ο Χιου θα γυρίσει. Είναι φανερό πως κάτι τον

καθυστέρησε στο ταξίδι της επιστροφής».«Οι Σόμερσβιλ γύρισαν. Το ίδιο και οι Λέισι», της υπενθύμισε εκείνη.«Και είπαν ότι τον είδαν να περιμένει τα καράβια στα παράλια της Γαλλίας», συμπλήρωσε η

Μπριάνα τραβώντας νευρικά μια κλωστή που είχε λασκάρει από τη ζώνη της. «Ο αδελφός μου θαέρθει από μέρα σε μέρα. Έλα τώρα, Άλις, βοήθησέ μας να τελειώσουμε το άρμεγμα».

*

Στον ανατολικό ορίζοντα είχε πάρει να χαράζει όταν η Μπριάνα βγήκε από τη ζεστασιά του στάβλου.Σήκωσε την κουκούλα της κοντής μάλλινης κάπας της και σκέπασε τα στιλπνά κοκκινοκάσταναμαλλιά της πριν ξεκινήσει πατώντας με ζωηρό βήμα πάνω στις πέτρινες πλάκες προς τηνκατεύθυνση του σπιτιού της. Τα χέρια της πονούσαν από την προσπάθεια να αρμέξει τόσεςαγελάδες· τέντωσε και λύγισε κάμποσες φορές τα δάχτυλά της για να τα ανακουφίσει και να ταξεμουδιάσει. Η Άλις είχε μείνει πίσω για να πήξει το βούτυρο, γιατί το χλομό, εξαντλημένοπρόσωπο της γυναίκας του αγρότη τής είχε δώσει να καταλάβει ότι δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποταεκείνη τη μέρα.Αντί να γυρίσει στο σπίτι της από το σύντομο δρόμο, μέσα από το δάσος, αποφάσισε να πάει από

τους πεδινούς αγρούς στα βόρεια, με τη σκέψη ότι η ανεμπόδιστη θέα θα τη βοηθούσε νααντιληφθεί την παρουσία των ανθρώπων του Ιωάννη αν ήταν ακόμα εκεί. Είχε περάσει κάμποση ώρααπό τότε που την είχε ενημερώσει η Άλις για τον ερχομό τους, γι’ αυτό ήταν πολύ πιθανό να είχανεπιστρέψει στο κάστρο του άρχοντα Ιωάννη στο κοντινό Μερλμπέρζ για να προγευματίσουν. Καθώςπροχωρούσε γλιστρώντας πάνω στην κρυσταλλιασμένη χλόη, ευχήθηκε να είχαν βαρεθεί ναπεριμένουν και να είχαν πεινάσει. Αυτού του είδους οι άνθρωποι, χωρίς αυτοπειθαρχία, χωρίςσωματική αντοχή, δεν άντεχαν πολύ χωρίς φαγητό στην κοιλιά τους.Έσκυψε για να περάσει από ένα άνοιγμα στους αγκαθωτούς θάμνους που χώριζαν σαν φράχτης

Page 6: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

δύο χωράφια και δάγκωσε με αμφιβολία το χείλι της. Παρά το γεμάτο γενναιότητα και σιγουριάχαμόγελο που είχε διατηρήσει μπροστά στην Άλις και τον αγρότη, αναρωτιόταν για πόσο καιρόακόμα θα άντεχε και δε θα λύγιζε στις πιέσεις του πανίσχυρου μικρού αδελφού του βασιλιά. Πότεεπιτέλους θα γυρνούσε ο αδελφός της από τις σταυροφορίες; Ο φόβος απλώθηκε στο στομάχι τηςσαν σφιχτό κουβάρι που ξελυνόταν, αλλά τον έπνιξε με πείσμα προτού ριζώσει και δυναμωθεί. Θααντέξω όσο χρειαστεί, είπε αποφασιστικά μέσα της, γιατί πρέπει να φυλάξω και να υπερασπιστώ τονπύργο του Σέφανοκ για χάρη του Χιου. Αυτόματα, το χέρι της κατέβηκε προς τη φαρδιά ζώνη πουαγκάλιαζε τη λεπτή της μέση και το θηκάρι με το μαχαίρι που κρεμόταν από αυτή. Το μαχαίρι πουθα τη φυλούσε από κάθε κακό.Τα πόδια της ράγιζαν το λεπτό στρώμα του πάγου στην επιφάνεια των ρηχών νερόλακκων που

λίμναζαν στα πιο χαμηλά σημεία του χωραφιού και βυθίζονταν στην παγωμένη λάσπη. Το νερόπότιζε τις λεπτές πέτσινες σόλες και το δερμάτινο πανόδερμα στις χοντρές μπότες που φορούσε. Τοποτάμι –που οι όχθες του γίνονταν αντιληπτές από τις σκόρπιες ιτιές που φύτρωναν εδώ κι εκεί καιτα γυμνά ίσια κλαριά τους έλαμπαν τώρα χρυσοκόκκινα στο φως της αυγής– είχε πλημμυρίσει πάλικι εκείνο το χειμώνα, όπως πάντα. Τα γελάδια δεν είχαν αρκετό χορτάρι για να τραφούν και οαγρότης είχε αναγκαστεί να βάλει χέρι στις πολύτιμες προμήθειές τους από αποθηκευμένο άχυρο γιανα συμπληρώνει την ταγή τους. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε, γύρισε προς τα πίσω και άφησε τοβλέμμα της να πλανηθεί στο χωράφι, προσπαθώντας να υπολογίσει το μέγεθος της ζημιάς που είχεπροκαλέσει η τελευταία πλημμύρα και πόσο χορτάρι είχε απομείνει για τα ζώα τους.«Καλημέρα, αρχόντισσα Μπριάνα».Η καρδιά της σκίρτησε από φόβο όταν άκουσε την παραπλανητικά ήρεμη, απειλητική φωνή και το

ρίγος του φόβου απλώθηκε μέσα της σαν κύμα. Σήκωσε απρόθυμα τα μάτια της και κοίταξε τονάντρα που καθόταν πάνω στο άλογο, έναν άνθρωπο που θαρρείς και είχε εμφανιστεί από τοπουθενά. Και πίσω του, δύο άλλοι έφιπποι στρατιώτες με πανωφόρια που είχαν τα χρώματα τουπρίγκιπα Ιωάννη.«Άρχοντα Φουλκ», αποκρίθηκε και έσκυψε ανεπαίσθητα το κεφάλι της σε ένδειξη σεβασμού προς

τον πρώτο που της είχε απευθύνει το λόγο. Η γκριζοκίτρινη τουνίκα που φορούσε τεντώθηκε πάνωστην ολοστρόγγυλη κοιλιά του καθώς άλλαζε ελαφρά θέση πάνω στη σέλα. Από το πλαϊνό τηςάνοιγμα φαινόταν η καφετιά μάλλινη περισκελίδα που σκέπαζε τους παχουλούς μηρούς του.«Τι απρόσμενη ευχαρίστηση», αναφώνησε ο Φουλκ με ειρωνική ευγένεια. Σπιρούνισε το άλογό

του και πλησίασε, έτσι που τώρα το πόδι του πάνω στον αναβατήρα βρέθηκε στο ίδιο ύψος με τοστήθος της. Οι άλλοι δύο στρατιώτες, ένας σκυθρωπός και βλοσυρός και ένας νεαρότερος μεσχεδόν παιδικό πρόσωπο, άλλαξαν θέσεις και στάθηκαν από πίσω της. Ξαφνικά βρέθηκεπερικυκλωμένη. Η καρδιά της σφίχτηκε από το φόβο, αλλά ήταν αποφασισμένη να μη δείξει τονπανικό της. Δε θα της έκαναν κακό, δε θα τολμούσαν! Είχαν σταλθεί για να την τρομοκρατήσουν,να την αναγκάσουν να υποκύψει στα γελοία σχέδια του πρίγκιπα Ιωάννη. Ήλπιζαν ότι με τουςακατάπαυτους εκφοβισμούς τους θα την έκαναν να λυγίσει, αλλά δε θα τα κατάφερναν!«Άφησέ με να περάσω, Φουλκ». Προσπάθησε να κρατήσει τη φωνή της ήρεμη, σταθερή. «Μ’ αυτή

τη συμπεριφορά δεν πρόκειται να κερδίσετε τίποτα».Ο Φουλκ γέλασε περιφρονητικά και φάνηκαν τα χαλασμένα του δόντια –άλλα μαυριδερά από το

σάπισμα, άλλα με ένα απαίσιο κιτρινωπό χρώμα. «Αντιθέτως, αγαπητή μου, έχουμε να κερδίσουμεπάρα πολλά. Αχ, τι καλά που θα ήταν αν δεχόσουν να παντρευτείς τον Χιούμπερτ τουΓουίντερμπορν. Η ζωή σου θα ήταν πολύ πιο εύκολη».

Page 7: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Σου το είπα κι άλλη φορά», απάντησε εκείνη τινάζοντας τα μαλλιά της, «το Σέφανοκ δεν είναιδικό μου για να το δώσω». Σταύρωσε τα χέρια χαμηλά στην κοιλιά της για να κρύψει τις κινήσειςτης και έπιασε σφιχτά τη λαβή του μαχαιριού.Ο Φουλκ κατέβηκε βαριά από το άλογο και στάθηκε μπροστά της. Από κοντά είχε το ίδιο ύψος μ’

εκείνη, αλλά ήταν κοντόχοντρος και με φαρδιές πλάτες. Όταν μίλησε, η δύσοσμη αναπνοή του τηντύλιξε σαν σύννεφο. «Μου φαίνεται πως δεν έχεις καταλάβει, κοπέλα μου», συνέχισε μελιστάλαχτα.«Είναι σχεδόν σίγουρο πως ο αδελφός σου σκοτώθηκε και δεν πρόκειται να γυρίσει από τιςσταυροφορίες». Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Και ο πύργος του Σέφανοκ χρειάζεται το στιβαρόχέρι ενός άρχοντα».«Πάνω από το πτώμα μου», του απάντησε μέσα από τα δόντια της. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να

το κάνεις αυτό. Ξέρεις ότι είμαι υπό την προστασία του βασιλιά Ριχάρδου...»«Μα ο Ριχάρδος δεν είν’ εδώ! Είναι;»«Θα επιστρέψει, όπως θα επιστρέψει και ο αδελφός μου! Και τώρα, άσε με να περάσω». Τράβηξε

με μια αστραπιαία κίνηση το μαχαίρι από τη ζώνη της και το κράτησε μπροστά στο στήθος τουΦουλκ. Το πρόσωπό του γέμισε τρόμο, αλλά οι δύο στρατιώτες που στέκονταν από πίσω τηςέκλεισαν τον κλοιό. Ο ένας τους την άρπαξε από τους ώμους και την τράβηξε απότομα προς τα πίσωενώ ο άλλος πέταξε το μαχαίρι από το χέρι της χτυπώντας δυνατά τον καρπό της με την κόψη τηςπαλάμης του.Ο Φουλκ ξερόβηξε και ίσιωσε αμήχανος τη ζώνη της χοντρής περισκελίδας του. «Είναι φανερό ότι

έχεις ζήσει πολύ μεγάλο διάστημα χωρίς την πειθαρχία ενός άντρα». Χαμογέλασε διφορούμενα,έγλειψε τα χείλη του και το βλέμμα του πλανήθηκε πρόστυχα στο λεπτό σώμα και το τέλειο οβάλτου προσώπου της. «Η συμπεριφορά σου είναι απαράδεκτη, ασεβής. Μια συμπεριφορά που δενταιριάζει σε αρχοντοπούλα· είναι φανερό ότι χρειάζεται να σου μάθω τρόπους. Σύντομα θα βάλειςμυαλό, νεαρή μου. Θα φροντίσουμε εμείς γι’ αυτό».

*

Ο κόμης Ζιζέ ντε Σεν Λου πίεσε με τα γόνατά του τα μυώδη πλευρά του αλόγου του για ν’ ανεβεί τοανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στο φρύδι της πλαγιάς και έγειρε μπροστά για να βοηθήσει τηνανάβαση του ζώου. Ο αλυσόπλεκτος θώρακάς του στραφτάλισε απαλά στην αχνή πρωινή λιακάδα·ο ήλιος ήταν μισοκρυμμένος πίσω από ανάρια άσπρα σύννεφα. Στο ίσωμα του γκρεμού σταμάτησετο άλογό του, άφησε τα χαλινάρια, ανασήκωσε και με τα δυο του χέρια την κωνική προσωπίδα τηςπερικεφαλαίας και αποκάλυψε το λεπτό, ηλιοκαμένο, χλομό από την κούραση πρόσωπό του με ταβουλιαγμένα από την αϋπνία μάτια. Άνοιξε τη δερμάτινη θήκη της σέλας του, έπιασε το φλασκί μετο νερό, έβγαλε το φελλό και ήπιε άπληστα. Το δροσερό, γλυκό νερό κύλησε στο λαρύγγι του σανελιξίριο, έδιωξε τα κύματα της κούρασης, τον αναζωογόνησε. Σκούπισε το στόμα του στο πέτσινομπάλωμα που ήταν ραμμένο στο εσωτερικό της παλάμης του αλυσόπλεκτου γαντιού, έβαλε τοφλασκί στη θέση του και μετά άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στο τοπίο που ανοιγόταν κάτωχαμηλά, τρίβοντας ασυναίσθητα με το χέρι το μηρό του για να διώξει τον ανεπαίσθητο πόνο.Από το παρατηρητήριό του ψηλά στο φρύδι του γκρεμού, διέκρινε το κάστρο του Μερλμπέρζ να

ξεπροβάλλει μέσα από την ομίχλη του ποταμού σαν να αιωρούνταν στο κενό. Ένα κάστρο που οπρίγκιπας Ιωάννης είχε σφετεριστεί ενώ ο μεγάλος του αδελφός, ο βασιλιάς Ριχάρδος, έλειπε στησταυροφορία. Η κοιλάδα έδινε τη θέση της σε κυματιστούς πράσινους λόφους που απλώνονταν ως

Page 8: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

το βάθος του ορίζοντα και λόγω της απόστασης φαίνονταν γαλαζωποί. Ακόμα και η χειμωνιάτικηγύμνια των φυλλοβόλων δέντρων –του αγκαθωτού κράταιγου, της μεγαλόπρεπης οξιάς– πρόσθετεπαρά αφαιρούσε από την ομορφιά του τοπίου. Το μάτι του ήταν άμαθο σε τέτοιο θέαμα και ο νουςτου δυσανασχέτησε, αντέδρασε με απέχθεια. Τόση χάρη του προκαλούσε δυσφορία, τον ερέθιζε,ύστερα από τόσα χρόνια στον πόλεμο –άγριες μέρες ατελείωτης πορείας μέσα στην άμμο πουζεματούσε, οδηγώντας τους άντρες του μέσα από τις αφιλόξενες βραχώδεις κοιλάδες, λαχταρώνταςακατάπαυστα νερό. Το παράξενο όμως ήταν πως, ενώ όλοι οι στρατιώτες του είχαν χαρεί που θαγυρνούσαν στην πατρίδα, εκείνος ήθελε να γυρίσει πάλι εκεί, σ’ εκείνες τις άθλιες συνθήκες, για νααναμετρήσει τη δύναμη του μυαλού και του σώματός του με τα στοιχεία. Επειδή η ανελέητηπροσπάθεια να μείνει ζωντανός τον αποσπούσε από άλλες, ζοφερότερες σκέψεις. Νοσταλγούσε τοανελέητο φως της Ιερουσαλήμ. Το είχε ανάγκη. Του άξιζε.Όμως η σταυροφορία είχε τελειώσει. Ο βασιλιάς Ριχάρδος είχε υπογράψει ειρήνη με τον Σαλαντίν.

Και οι δύο πλευρές, και οι χριστιανοί και οι Σαρακηνοί, είχαν νικήσει. Όμως σ’ εκείνον αυτή η νίκηφαινόταν κενή, χωρίς νόημα, όταν είχαν χαθεί τόσες ζωές στην πορεία. Οι ζωές των αντρών του σεμια από τις πρώτες επιθέσεις στη Ναρσούφ. Και η ζωή... Τα δάχτυλά του έσφιξαν με δύναμη ταγκέμια, σαν να αναζητούσε ισορροπία καθώς η γνώριμη οργή, και οι τύψεις που κατέτρυχαν τιςμέρες και τις νύχτες του, φούντωσαν πάλι στην καρδιά του. Όχι, δε θα το σκεφτόταν τώρα. Πολύσύντομα θα έβρισκε τον προδότη που είχε στραφεί εναντίον τους, θα εκδικούνταν το θάνατο τωνστρατιωτών του... κι εκείνης. Για την ώρα όμως έπρεπε να εκπληρώσει τον όρκο που είχε δώσειστον ιππότη και συμπολεμιστή του. Ήλπιζε ότι δε θα του έπαιρνε πολύ χρόνο.

*

«Θα συμφωνήσεις;» Ο Φουλκ τράβηξε πάλι το κεφάλι της Μπριάνα από την ποτίστρα. Τηνκρατούσε από τα μαλλιά και τα χοντρά του δάχτυλα έσφιγγαν τις βρεγμένες τούφες που ήταντυλιγμένες γύρω τους σαν σκοινιά. Η Μπριάνα έσφιξε με πείσμα τα δόντια της και προσπάθησε ναμην ξεφωνίσει από τον πόνο. Δε θα του έδινε την ικανοποίηση να τη δει να υποφέρει. Ο βραχύβιοςγάμος της με τον Γουόλτερ την είχε διδάξει, τουλάχιστον, αυτό. Στήριξε τα γόνατά της στην ξύλινηποτίστρα που ήταν αλειμμένη με πηλό για να μη στάζει το νερό που έβαζαν για τα γελάδια, άδραξετο χείλος με τα κατακόκκινα από την παγωνιά δάχτυλά της και ετοιμάστηκε για την επόμενηεπίθεση. Τα μεγάλα γαλανά της μάτια με τις υγρές βλεφαρίδες άστραφταν από οργή.«Πώς τολμάς και μου φέρεσαι έτσι;» κατάφερε να τραυλίσει με τα μπλαβιασμένα χείλη της. «Θα

φροντίσω να το μάθει ο βασιλιάς!»«Έλα όμως που κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται», της υπενθύμισε ο Φουλκ. «Και μέχρι να μάθουμε,

θα κάνουμε ό,τι μας αρέσει».Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει όταν της βύθισε πάλι το κεφάλι στο νερό. Είχαν σπάσει τον πάγο

που κάλυπτε την επιφάνεια αφού την είχαν σύρει στην άκρη του χωραφιού όπου βρισκόταν ηποτίστρα. Το πρόσωπό της μούδιασε από το παγωμένο νερό και ένιωσε σαν να της μπήγοντανκαρφιά στα αυτιά, στα μάτια και στη μύτη. Κράτησε την αναπνοή της όσο περισσότερο μπορούσε κιέπειτα άφησε τον αέρα να βγει αργά από τα πνευμόνια της· ήλπιζε και προσευχόταν ότι θα τηντραβούσαν έξω πριν... πριν πεθάνει από ασφυξία. Η απόγνωση της έσφιξε το στήθος και ο πανικόςτην έκοψε σαν δρεπάνι. Δεν ήταν δυνατόν να τη σκοτώσουν! Η αμφιβολία τρύπωσε στο μυαλό τηςύπουλα και την ανάγκασε να παραδεχτεί ότι ήταν εντελώς ανίσχυρη απέναντί τους. Τα πνευμόνια της

Page 9: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

άρχισαν να καίνε και τα γόνατά της λύγισαν. Τότε ο Φουλκ την τράβηξε πάλι έξω με μια βάναυσηκίνηση κι εκείνη άνοιξε το στόμα της διάπλατα, πήρε μια βαθιά εισπνοή σαν κραυγή και γέμισε ταπνευμόνια της με αέρα.«Υπάρχει πιο απλός τρόπος, καλή μου», της είπε μελιστάλαχτα και έριξε μια υποτιμητική ματιά στο

πρόσωπό της που έσταζε και στις μουσκεμένες πλεξούδες της. «Αρκεί να δεχτείς αυτόν το γάμο».«Ποτέ», του απάντησε με πάθος. «Καλύτερα να με σκοτώσεις». Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της

και έσφιξε τα μπράτσα της σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να σταματήσει την εσωτερική τηςτρεμούλα. Το νερό κυλούσε στο λαιμό της, τρύπωνε κάτω από το γιακά της κάπας, μούσκευε τούφασμα του φορέματός της.Στα χοντρά χείλη του Φουλκ φάνηκε κάτι σαν χαμόγελο. «Ας ελπίσουμε ότι δε θα φτάσουμε μέχρι

εκεί». Η απειλή ήταν ολοκάθαρη στον τόνο του.Η Μπριάνα αλαφιάστηκε. Τα ρίγη του τρόμου απλώθηκαν σ’ όλο της το σώμα και διαπέρασαν την

καρδιά της σαν μαχαιριές. Ώστε αυτός ήταν ο σκοπός τους, να τη σκοτώσουν! Χρειαζόταν χρόνο· νασκεφτεί, να καταστρώσει ένα σχέδιο. Όμως, αν έκρινε από το βλέμμα στα μάτια του Φουλκ, δενυπήρχε χρόνος. Έκλεισε τα μάτια της και προσποιήθηκε ότι λιποθυμούσε. Έπεσε σαν άψυχος σωρόςστο έδαφος, σωριάστηκε η μισή πάνω στην ποτίστρα και την ίδια στιγμή ψαχούλεψε στα τυφλά γιακάτι, οτιδήποτε, θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Μια πέτρα! Οι άκρες των δαχτύλων της έξυσαν τηντραχιά επιφάνεια καθώς την έκρυβε βιαστικά στη χούφτα της. Ήλπιζε πως θα ήταν αρκετή.Ο Φουλκ κοίταξε βλοσυρός τη σωριασμένη φιγούρα και βλαστήμησε.«Αρκετά δεν την ταλαιπωρήσαμε, άρχοντά μου;» ρώτησε ο ένας από τους δύο στρατιώτες.«Μη σε ξεγελάει η μικρή, Στίβεν. Είναι παμπόνηρη».Έσκυψε από πάνω της και η Μπριάνα μύρισε πάλι την αποφορά της ανάσας του. Σφίγγοντας την

πέτρα στο χέρι της, τη σήκωσε ψηλά και την κατέβασε στο πλάι του κεφαλιού του με όλη της τηδύναμη. Δυστυχώς δεν ήταν αρκετή. Η τραχιά πέτρα γλίστρησε από τα δάχτυλά της.«Παλιο...» βρυχήθηκε ο Φουλκ και σκέπασε με το χέρι την πληγή. Από το σκίσιμο ανάβλυζε αίμα

που ξεχώριζε κατακόκκινο πάνω στο λευκό δέρμα του μετώπου του. «Θα πληρώσεις γι’ αυτό». Καιπριν η Μπριάνα προλάβει να προβλέψει την επόμενη κίνησή του, η γροθιά του προσγειώθηκε στοσαγόνι της. Η μικρόσωμη κοπέλα σωριάστηκε πάλι στο χώμα, αλλά αυτή τη φορά στ’ αλήθεια.«Να, για να μάθεις», μουρμούρισε ο Φουλκ, σχεδόν σαν να μονολογούσε. «Τώρα θα δεις».

Ανασηκώθηκε με ένα θριαμβευτικό ύφος και με μια έκφραση ικανοποίησης στο πρόσωπό του,περιμένοντας να αντικρίσει τα μοχθηρά χαμόγελα των νεαρών στρατιωτών του.Όμως εκείνοι κοιτούσαν χάσκοντας κάπου προς το βάθος, προς την ανοιχτή καγκελόπορτα του

χωραφιού. Ο ένας πισωπάτησε φοβισμένος και η φτέρνα του χτύπησε στην ποτίστρα.Κατά μήκος του αγκαθωτού θαμνοφράχτη, ένα πελώριο μαύρο άλογο κάλπαζε αγριεμένα προς το

μέρος του, χρεμετίζοντας ανυπόμονα, τινάζοντας το κεφάλι του με τη μακριά χαίτη και κάνοντας τηστομίδα των χαλιναριών να κουδουνίζει με ένα μεταλλικό ήχο. Πίσω από τις βαριές οπλές τουπετάγονταν πιτσίλες από νερά που στραφτάλιζαν στο χλομό φως.Ο Φουλκ γέλασε νευρικά και έγλειψε τα χείλη του.Ένας μαύρος μανδύας σκέπαζε τον αλυσόπλεκτο θώρακα του ιππέα· η ασπίδα του ήταν μαύρη,

διακοσμημένη με ανάγλυφο ασημένιο δικτυωτό πλέγμα. Κανένα διακριτικό σημάδι δε φανέρωνε τηνταυτότητά του, κανένας οικογενειακός θυρεός δε στόλιζε την αψίδα του, κανένα κέντημα τηντουνίκα του. Μια στιλπνή ατσάλινη περικεφαλαία έκρυβε τα χαρακτηριστικά του. Ο άγνωστοςιππότης τράβηξε επιδέξια τα γκέμια και σταμάτησε ακριβώς μπροστά στους τρεις άντρες που

Page 10: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

σχημάτιζαν τείχος μπροστά από το ακίνητο σώμα της Μπριάνα προσπαθώντας να κρύψουν από ταμάτια του την απεχθή τους πράξη. Η ζεστή ανάσα του αλόγου έβγαινε με δύναμη από τα ρουθούνιατου και σχημάτιζε λευκά σύννεφα αχνού σαν λευκά φαντάσματα, σαν πίδακες ατμού από τα καζάνιατης κόλασης.«Τι στην οργή γίνεται εδώ;» Η φωνή του ακούστηκε πνιχτή, θυμωμένη, μέσα από τις σχισμάδες της

περικεφαλαίας. Ξεπέζεψε από το άλογο με μια αβίαστη κίνηση γεμάτη χάρη και πλησίασε τονΦουλκ με το ένα του χέρι ακουμπισμένο στη λαβή του σπαθιού του.«Τίποτε που να σε απασχολεί, άρχοντά μου», του απάντησε εκείνος σκύβοντας το κεφάλι του με

δουλοπρέπεια και άπλωσε τα χέρια του σαν να ήθελε να βεβαιώσει τον νεοφερμένο ότι δε συνέβαινετίποτε το ανησυχητικό. Ένιωσε μειονεκτικά μπροστά στο υπέρτερο ύψος του ξένου και ετοιμάστηκενα κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, αλλά θυμήθηκε ότι η Μπριάνα κειτόταν ακριβώς πίσω από τα πόδιατου και συγκρατήθηκε. «Αυτή η απείθαρχη κοπελίτσα αρνιόταν να κάνει αυτό που της λέγαμε.Έπρεπε να της δώσουμε ένα μάθημα».«Φαίνεται πως το πήρε», παρατήρησε ξερά ο άγνωστος κοιτάζοντας το ακίνητο σώμα της Μπριάνα

που ήταν πεσμένο πάνω στην ποτίστρα. Απ’ ό,τι φαινόταν, η κοπέλα ήταν ακόμα αναίσθητη. Τοπρόσωπό της ήταν ωχρό, νεκρικά ωχρό, και το σαγόνι της είχε αρχίσει να μελανιάζει.Ο Φουλκ είχε το φιλότιμο να δείξει μια ελαφριά αμηχανία. «Ε, ναι... καλύτερα να πηγαίνουμε

τώρα». Έγνεψε με νόημα στους δύο στρατιώτες και έτριψε τα γαντοφορεμένα χέρια του μεενθουσιασμό. «Πολλές δουλειές, πολλές δουλειές». Έκανε μια παύση, κοίταξε με ενδιαφέρον τοαπλό, αστόλιστο μάλλινο χιτώνιο του ιππότη και προσπάθησε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά τουμέσα από τις σχισμές της περικεφαλαίας. «Ε... από τα μέρη μας είσαι;»«Όχι. Γυρεύω κάποιον».«Ίσως μπορούμε να σε βοηθήσουμε». Ο Φουλκ έσφιξε τα χέρια του μεταξύ τους και μάλαξε τα

δάχτυλά του. Αισθανόταν την ανάγκη να δείξει μεταμέλεια, να αποσπάσει τη σκέψη του άγνωστουαπό την κοπέλα που κειτόταν αναίσθητη πίσω του. «Ποιον γυρεύεις;»«Την Μπριάνα του Σέφανοκ. Τη λαίδη Μπριάνα. Μου είπαν πως κάπου εδώ γύρω μένει».Το πρόσωπο του Φουλκ χλόμιασε και έτριψε ασυναίσθητα το σαγόνι του. Με δυσκολία

συγκρατήθηκε να μη γυρίσει και κοιτάξει την κοπέλα· προσευχήθηκε νοερά να κρατούσαν το στόματους κλειστό οι στρατιώτες του. Αν τα κατορθώματά τους –το πώς είχαν φερθεί σε μια ευγενή–έφταναν στ’ αυτιά κάποιου, τους περίμενε σκληρή τιμωρία. Το όνομα του Φουλκ θα συνδεόταν μεαυτό του πρίγκιπα Ιωάννη, του κυρίου και αφέντη του, κι εκείνος θα δυσαρεστούνταν πολύ επειδήτον εξέθεσε, ειδικά εκείνη την περίοδο. Οι καιροί ήταν ταραγμένοι, όλη η χώρα βρισκόταν στο πόδιεπειδή είχε μαθευτεί ότι ο βασιλιάς Ριχάρδος είχε αιχμαλωτιστεί κατά την επιστροφή του από τησταυροφορία. Μόνο ο πρίγκιπας Ιωάννης, ο νεότερος αδελφός του βασιλιά, έτριβε τα χέρια του απόχαρά και ικανοποίηση, γιατί, αν δε γυρνούσε ο Ριχάρδος, σίγουρα θα στεφόταν βασιλιάς τηςΑγγλίας.Ο Φουλκ έσμιξε τα δασιά του φρύδια σαν να σκεφτόταν. «Όχι, δεν μπορώ να πω ότι την έχω

ακουστά», απάντησε δήθεν αθώα. «Δεν το ξέρω αυτό το όνομα». Άρχισε να προχωράει με το πλάιπρος τα άλογα. «Σου εύχομαι καλή τύχη στην αναζήτησή σου, άρχοντά μου. Καλή σου μέρα».Καβαλίκεψε το άλογό του, ύψωσε το χέρι σε χαιρετισμό και ακολούθησε τους άντρες τουσπιρουνίζοντας το ζώο με τόση δύναμη, που εκείνο άρχισε να καλπάζει σαν τρελό, σηκώνονταςσβόλους λάσπης στον αέρα με τις οπλές του.Η κοπέλα μόλις που κρατιέται στη ζωή, σκέφτηκε ο Ζιζέ καθώς πλησίαζε στο σημείο που ήταν

Page 11: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

πεσμένη. Κάθισε στις φτέρνες του δίπλα της, έβγαλε τα αλυσόπλεχτα γάντια του, ακούμπησε τα δυοτου δάχτυλα στο πλάι του λαιμού της, ψηλάφισε, ησύχασε. Το πρόσωπό της ήταν κάτωχρο, χωρίςίχνος χρώματος, τα χείλη της τόσο ανατριχιαστικά μπλάβα, που για μια στιγμή την είχε νομίσεινεκρή, όμως, προς μεγάλη του ανακούφιση, ο σφυγμός της χτυπούσε δυνατά κάτω από τις άκρεςτων δαχτύλων του. Έβγαλε την περικεφαλαία, μετά την ασπίδα που στηριζόταν λοξά στο στήθος τουμε ένα φθαρμένο πέτσινο ιμάντα, τις ακούμπησε και τις δύο στο χορτάρι και έσπρωξε πίσω τηνπλεχτή κουκούλα που προστάτευε το κεφάλι του. Οι μεταλλικοί κρίκοι, που ήταν συνδεδεμένοιμεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα ευλύγιστο ύφασμα, έπεσαν σε χαλαρές πτυχές σανφολίδες φιδιού, στον αυχένα του. Οι ανοιχτοκάστανες τούφες των μαλλιών του πετάχτηκανελεύθερες και πυκνές από το κάλυμμα που τις περιόριζε μέχρι τότε.Η κοπέλα ήταν πεσμένη ανάσκελα, φαρδιά πλατιά, πάνω στην παγωμένη λάσπη. Το ένα της χέρι

κειτόταν άψυχο πάνω στο σώμα της, το άλλο ήταν απλωμένο, με τα δάχτυλα λυγισμένα. Μικρό καικατάλευκο. Τα ασυνήθιστα κοκκινοκάστανα μαλλιά της, που είχαν σκουρύνει από το νερό,απλώνονταν στο μπούστο της σαν κύματα πάνω στην άμμο. Από τα ρούχα που φορούσε υπέθεσεότι ήταν χωριατοπούλα· το χοντρό μάλλινο φόρεμα, που σε πολλά σημεία ήταν μπαλωμένο μεάτεχνα μπαλώματα, κρεμόταν σαν σακί από το σώμα της και στη μέση σχημάτιζε άχαρες πτυχές.Από τον ποδόγυρο ξεπρόβαλλαν τα ζαρωμένα, γδαρμένα και πασαλειμμένα με λάσπη δερμάτιναάρβυλά της. Οι σόλες ήταν φαγωμένες σχεδόν τελείως. Όπως έδειχναν τα πράγματα, είχε διακόψεικάποια οικιακή διένεξη, μια διαμάχη μεταξύ κυρίου και υπηρέτριας.Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της.

Page 12: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 2

Η καρδιά του Ζιζέ χτύπησε δυνατά μέσα στο στήθος του. Ξαφνικά. Απροσδόκητα. Οι ήχοι –τοαδιάκοπο κελάηδημα του κοκκινολαίμη που κρυβόταν κάτω από την τσαπουρνιά, το άλογό του πουέκοβε με τα γερά δόντια του τούφες χορτάρι και το μασούσε– σιγάνεψαν, χάθηκαν στο βάθος. Ταμάτια της κοπέλας ήταν μεγάλα, γαλανά, καταγάλανα σαν τον πάγο και φωτεινά σαν τον ουρανό τοξημέρωμα. Τον άρπαξαν, τον παρέσυραν στα απύθμενα βάθη τους σαν μια δίνη τόσο γρήγορη καιδυνατή που δεν πρόλαβε ούτε να σκεφτεί. Το μυαλό του ζαλίστηκε και του ήρθε σκοτοδίνη. Έσκυψεπρος το μέρος της σαστισμένος.Καθώς ο Ζιζέ γονάτιζε, η Μπριάνα έβγαλε μια κραυγή –μια μακριά, τρεμουλιαστή κραυγή πανικού.

Όλος ο φόβος που κρατούσε μέσα της, όλος ο φόβος που έκρυβε όση ώρα τη βασάνιζε ο Φουλκ,ξεπήδησε από το στέρνο της. Να που είχε στείλει άλλον να την τυραννήσει. Τα μάτια τηςσκοτείνιασαν από τον τρόμο όταν είδε το σωματώδη πολεμιστή να γέρνει από πάνω της και ταγκρίζα μάτια του να αστράφτουν σαν του αρπαχτικού. Σίγουρα θα τη σκότωνε! Οι φαρδιοί του ώμοιτης έκρυψαν τον ήλιο, η σκιά του την τύλιξε, κι εκείνη συνέχισε να γδέρνει στα τυφλά την άκρη τηςποτίστρας καθώς πάσχιζε να βρει κάτι να κρατηθεί, από κάπου να στηριχτεί, ενώ ούρλιαζε καιούρλιαζε ασταμάτητα. Δε θα την άκουγε κανείς; Δε θα ερχόταν κανείς να τη βοηθήσει; Η κραυγή τηςέσκισε τον ακίνητο αέρα και δυνάμωσε ακόμα πιο πολύ όταν εκείνος την άρπαξε από τους ώμουςκαι την κράτησε γερά.«Σταμάτα!» την πρόσταξε χαμηλόφωνα, γέρνοντας προς το αυτί της. «Θέλεις να γυρίσουν πάλι;» Η

ζεστή του ανάσα της χάιδεψε το μάγουλο πριν τραβήξει τα χέρια του από πάνω της.Έκλεισε απότομα το στόμα της και σταμάτησε να φωνάζει. Ο πόνος που σούβλιζε το πλάι του

σαγονιού της είχε αρχίσει να απλώνεται σε όλο της το μάγουλο. Είχε μια γεύση σαν σκουριά από τοαίμα στη γλώσσα της. Τα δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της, το σώμα της τρεμούλιασε.Ανασηκώθηκε με δυσκολία και ανέμισε τα χέρια της για να τον εμποδίσει να την πλησιάσει. Ταδάχτυλά της έξυσαν το μαύρο μάλλινο ύφασμα που σκέπαζε το πλατύ του στήθος, αλλά οιπανικόβλητες προσπάθειές της δεν κατάφεραν να τον κάνουν να απομακρυνθεί. Κατέβασε τα χέριατης ηττημένη, αποκαμωμένη από το φόβο.«Δε θ’ αντέξω άλλο», τραύλισε και η φωνή της ακούστηκε αδύναμη. Τα χείλη της ήταν ξερά,

μελανιασμένα. Όλη η ζωντάνια είχε στραγγίσει από το σώμα της. Ακούμπησε με την πλάτη στηνποτίστρα κοντανασαίνοντας, με την ανάσα της να σχηματίζει άσπρα συννεφάκια στον κρύο αέρα. Τοδερμάτινο κορδόνι που συγκρατούσε την πλεξούδα της είχε λυθεί και οι τούφες είχαν αρχίσει ναξετυλίγονται και να απλώνονται σαν κεχριμπαρένιο κύμα πάνω στο τραχύ καφετί ύφασμα τουφορέματός της. «Όμως προτιμώ να βρεθώ στο μπουντρούμι ή να πεθάνω, παρά να κάνω αυτό πουθέλετε». Τα γκρίζα μάτια του άντρα εξακολουθούσαν να είναι καρφωμένα πάνω της, διαπεραστικά,επίμονα, σαν να προσπαθούσαν να φτάσουν ως τα βάθη της ψυχής της. Ένα καινούριο κύμαπανικού την έπνιξε, έσφιξε το στήθος της. Η Μπριάνα έμπηξε τις φτέρνες της στη λάσπη καιετοιμάστηκε να τιναχτεί προς τα πίσω αν εκείνος επιχειρούσε να την αγγίξει.Ο Ζιζέ κάθισε πάλι στις φτέρνες του και την κοίταξε. Είδε τα αυλάκια του νερού να κυλούν στο

Page 13: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

πλάι του πρησμένου, κοκκινισμένου λαιμού της, άκουσε τη λαχανιαστή, βασανισμένη αναπνοή της.Η κοπέλα νόμιζε προφανώς ότι ήταν με το μέρος των παλιανθρώπων που την είχαν κακοποιήσει.Μια μικρή φλέβα χτυπούσε σαν τρελή στη βάση του λαιμού της, κάτω από το λεπτό, κατάλευκοδέρμα της. Ο φόβος της για κείνον ήταν απτός και αναδιδόταν από το σώμα της σαν απανωτάκύματα. Βλέποντας τα δάκρυά της ένιωσε μια οδυνηρή ανάμνηση να ξεπηδάει πάλι, αλλά την έδιωξεγρήγορα και αποφασιστικά. Δεν ήθελε να θυμάται.«Ησύχασε, κοπέλα μου», είπε με τη βαθιά φωνή του. Οι παρηγορητικές λέξεις τού φάνηκαν

ανοίκειες, παράταιρες, σαν σκονισμένες πέτρες μέσα στο στόμα του. Η μάχη για την κατάληψη τηςΙερουσαλήμ ήταν μακρόχρονη και ανελέητη· δεν υπήρχε καιρός για λόγια παρηγοριάς. Είχε ξεχάσεινα μιλάει έτσι; Ή μήπως η ασκήμια, η κτηνωδία του πολέμου τις είχε σβήσει από τη μνήμη του; Τοσκληρό, παγωμένο χώμα τού τρύπησε τα γόνατα. Καθώς ανασηκωνόταν για να ξεμουδιάσει τιςγάμπες του που είχαν αρχίσει να πονούν, η κοπέλα τραβήχτηκε απότομα προς τα πίσω σαν άγριο,στριμωγμένο ζώο. Στα χείλη του φάνηκε ένα μελαγχολικό χαμόγελο και καθώς κούνησε το κεφάλιτου, οι χρυσαφένιες άκρες των μαλλιών του ανέμισαν. Τα μαλλιά του έμοιαζαν με χαίτη λιονταριού,οι άκρες τους σαν αναλυτό χρυσάφι γύρω από τις κοφτερές γωνίες του προσώπου του. «Όχι, όχι, δεθα σου κάνω κακό».Η Μπριάνα τον κοίταξε ανέκφραστη, δύσπιστη. Ακούμπησε τις παλάμες της στη σκληρή λάσπη και

έδωσε ώθηση προς τα πίσω για να τραβηχτεί μακριά του. Πού ήταν το μαχαίρι της; Έπρεπε ναυπερασπιστεί τον εαυτό της! Καθώς ανασηκωνόταν ένιωσε όλους τους μυς του σώματός της ναδιαμαρτύρονται. Κατάφερε να βάλει λίγη απόσταση ανάμεσά τους, παρ’ όλο που η καρδιά τηςκόντευε να σπάσει, αλλά άθελά της σκόνταψε στον ποδόγυρο του χοντροφτιαγμένου φορέματός τηςκαι παραπάτησε.«Περίμενε να σε βοηθήσω. Μπορείς να σηκωθείς;» Ο Ζιζέ άπλωσε το ηλιοκαμένο, νευρώδες χέρι

του προς το μέρος της, ανυπομονώντας να δώσει ένα τέλος σ’ αυτή την ιστορία.Η Μπριάνα το χτύπησε με δύναμη και τα δάχτυλά της τον βρήκαν στο εσωτερικό της παλάμης. Το

χτύπημα αντήχησε στον περιορισμένο χώρο ανάμεσα στους αγκαθωτούς θάμνους με τους μικρούςστρογγυλούς καρπούς. «Μη μ’ αγγίζεις! Φύγε! Άσε με ήσυχη!» Η στριγκή φωνή της τον ξεκούφανε,εξάντλησε τα τελευταία ίχνη της υπομονής του. «Είναι ώρα να πηγαίνεις!»«Κι εσύ είναι ώρα να μάθεις τρόπους!» Η συμπεριφορά της ήταν γελοία, αδικαιολόγητη. Δεν τον

είχε εξοργίσει το χτύπημα –αυτό δεν ήταν τίποτα, ούτε καν το είχε νιώσει– αλλά η ανικανότητά τηςνα αντιληφθεί ότι δεν ήταν εχθρός της. Η αρχική του πρόθεση να της προσφέρει βοήθεια καιπαρηγοριά, όπως θα έκανε κάθε περαστικός, είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Δεν είχε χρόνο για να τονσπαταλάει σε τέτοιες παιδαριώδεις αντιδράσεις, κι έτσι όπως πήγαιναν η φιλάνθρωπη πράξη του θατον έκανε να χάσει όλη τη μέρα. Το ευκολότερο θα ήταν να φύγει και να την αφήσει στη μοίρα της.Όμως δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει εκεί, μόνη, αβοήθητη σαν μισοπνιγμένο γατί που γρύλιζεκαι νύχιαζε όποτε πήγαινε να το πλησιάσει. Ήταν ενάντιο σε κάθε ηθική αρχή και κώδικασυμπεριφοράς που είχε διδαχτεί στη ζωή του.«Δε σ’ αφήνω εδώ, ξαπλωμένη στο παγωμένο χώμα. Μη φοβάσαι, δε θα σου κάνω κακό».«Ποιος με βεβαιώνει;» αντιγύρισε εκείνη αγριωπά και τα γαλανά σαν τον ουρανό μάτια της γέμισαν

δυσπιστία. «Πού ξέρω αν δεν είναι άλλο ένα τέχνασμα κι αυτό;» Τα λόγια έβγαιναν κομματιαστάαπό το στόμα της, η φωνή της έτρεμε από το κρύο. Αγκάλιασε σφιχτά το σώμα της και προσπάθησενα συγκρατήσει τα δυνατά ρίγη που το συντάραζαν.Ο Ζιζέ έσφιξε τα χείλη του και συγκράτησε το κύμα του εκνευρισμού που τον πλημμύρισε. «Δεν

Page 14: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

είμαι δικός τους. Δείξε μου εμπιστοσύνη».«Εμπιστοσύνη;» επανέλαβε η Μπριάνα και γέλασε σαρκαστικά. «Ασφαλώς αστειεύεσαι! Είναι

ολοφάνερο πως είσαι άνθρωπος του πρίγκιπα Ιωάννη και σ’ έστειλε να αποτελειώσεις τη δουλειά».Κούνησε τα πόδια της για να ξεμουδιάσουν τα παγωμένα της δάχτυλα. Έπρεπε να βρει τη δύναμηκαι την αποφασιστικότητα να σηκωθεί και να φύγει, αλλά τα πόδια της δεν την υπάκουαν. Αυτή ητελευταία επίθεση ήταν η χειρότερη απ’ όλες. Και όπως έδειχναν τα πράγματα, δεν είχε τελειώσειακόμα.Μαζεύοντας τα τελευταία ίχνη του θάρρους που της απόμεναν, σήκωσε αγέρωχα το κεφάλι της και

τον κοίταξε στα μάτια, που είχαν το χρώμα του κασσίτερου. «Δεν έρχομαι μαζί σου. Δεν ξαναπάωστο Μερλμπέρζ».«Δεν έχω καμία πρόθεση να σε αναγκάσω να πας πουθενά», της απάντησε με τόνο γεμάτο

περιφρόνηση. Τα πεταχτά μήλα του προσώπου του ήταν ηλιοκαμένα και το χρώμα τους μαρτυρούσεμακρόχρονη παραμονή σε μακρινούς τόπους. Το στόμα του ήταν πλατύ, το πάνω χείλος λεπτό,καλογραμμένο, σε αντίθεση με το κάτω που ήταν πιο σαρκώδες. Καστανά μαλλιά με χρυσαφένιεςάκρες στεφάνωναν με τις πυκνές τους τούφες το κεφάλι του και το αεράκι τις ανακάτευε και τιςέριχνε στο μέτωπό του. «Όμως καλό θα ήταν να σε πάω κάπου όπου θα είσαι ασφαλής. Και όσο πιοσύντομα, τόσο καλύτερα».Σηκώθηκε με μια αβίαστη κίνηση γεμάτη χάρη κι εκείνη άπλωσε ενστικτωδώς τα χέρια της σαν να

ήθελε να προστατευτεί, αλλά προς μεγάλη της έκπληξη εκείνος την αγνόησε και προχώρησε προς τοάλογό του. Η ταραχή της καταλάγιασε κάπως καθώς τον παρακολουθούσε. Πρόσεξε ότι κούτσαινεελαφρά –σαν να δίσταζε ανεπαίσθητα πριν φέρει μπροστά το δεξί του πόδι. Ο αλυσόπλεκτοςθώρακάς του, που γυάλιζε σαν τα λέπια του ψαριού, αγκάλιαζε το ψηλό του σώμα σαν δεύτεροδέρμα, τονίζοντας τους εντυπωσιακά φαρδιούς του ώμους και τα δυνατά, μακριά του πόδια. Τολεπτό ύφασμα του μανδύα του ήταν στερεωμένο στους λεπτούς γοφούς του με μια πλατιάδερμάτινη ζώνη απ’ όπου κρεμόταν το σπαθί του.«Φόρεσε αυτό, κοντεύεις να παγώσεις».Η Μπριάνα έριξε μια γρήγορη ματιά στον μπόγο που κρατούσε στα χέρια του. Ήταν ένας μανδύας

σε σκούρο μπλε χρώμα με γούνα στο γιακά.«Άσε με ήσυχη σου είπα! Δε θέλω τίποτα από σένα». Προσπάθησε να βάλει λίγη δύναμη στη φωνή

της. Πιάνοντας την άκρη της ποτίστρας με τα ξυλιασμένα της δάχτυλα, ανασηκώθηκε καιπροσπάθησε να σταθεί όρθια, αλλά της ήρθε σκοτοδίνη και ναυτία και ταλαντεύτηκε. «Φύγε»,ψιθύρισε. «Σε εκλιπαρώ, άφησέ με». Τα μελανιασμένα της βλέφαρα τρεμόπαιξαν και έκλεισαν.Ήθελε να συνέλθει από την ταπεινωτική δοκιμασία της με τις δικές της δυνάμεις, χωρίς βιασύνη,χωρίς να παρακολουθεί την κάθε της κίνηση εκείνος ο άνθρωπος, εκείνος ο ξένος.Ο Ζιζέ παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις φιλότιμες προσπάθειές της και στα χείλη του χαράχτηκε

ένα αμυδρό χαμόγελο· το πλατύ του χέρι ακούμπησε στον ώμο της. «Μήπως θα ήταν καλύτερα ανέμενες για λίγο καθιστή;»Η Μπριάνα τράβηξε αγριεμένα τον ώμο της από το χέρι του και τον κοίταξε με μίσος. «Μην

τολμήσεις άλλη φορά!» είπε με σφιγμένα δόντια. «Μην τολμήσεις να με ξαναγγίξεις!» Έκανεμεταβολή, παραπατώντας ελαφρά πάνω στο γλιστερό χορτάρι, και έψαξε να βρει το μαχαίρι της. Τοείδε να γυαλίζει αμυδρά ανάμεσα στους θάμνους. Παρά τη ζάλη της, έσκυψε και το έπιασε από κάτωκαι το στερέωσε πάλι στο θηκάρι της ζώνης της. Έπειτα, χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά πίσω της,έκανε ένα διστακτικό βήμα προς το αγρόκτημα. Για κάποιο λόγο, η ιδέα να γυρίσει στο δικό της

Page 15: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

κρύο, έρημο σπιτικό, δεν τη δελέαζε καθόλου.«Για πού το ’βαλες;» Η βροντερή φωνή του ξένου αντήχησε πίσω της γεμάτη αγανάκτηση.Αν τον αγνοούσε, ίσως την άφηνε στην ησυχία της. Εστίασε το βλέμμα της στην καγκελόπορτα και

πίεσε τα ξυλιασμένα, απρόθυμα πόδια της να προχωρήσουν, παρ’ όλο που τα βήματά της ήταναβέβαια και ασταθή. Αν κατάφερνε ν’ απλώσει το χέρι της, να πιάσει τον παραστάτη...Ένα χέρι άδραξε το απλωμένο μπράτσο της και μια παλάμη με μακριά, δυνατά δάχτυλα έσφιξε τον

καρπό της στο σημείο που το φαρδύ μανίκι είχε ανασηκωθεί και άφηνε να φαίνεται το λευκό,μελανιασμένο της δέρμα. Τα πόδια της λύγισαν. Παραπάτησε και ακούμπησε βαριά στον ξύλινοπαραστάτη, τον ραγισμένο από το χρόνο και σκεπασμένο με καταπράσινες λειχήνες.Ο Ζιζέ βρέθηκε αμέσως δίπλα της, έσκυψε από πάνω της και η ζεστασιά του σώματός του

διαπότισε την πλάτη της. Οι μεταξένιες τούφες των μαλλιών της αναδεύτηκαν στη ζεστή του ανάσα.Όχι... ήταν πολύ κοντά! Έκλεισε τα μάτια της με απόγνωση για να διώξει τα δάκρυα της αδυναμίας,που ενίσχυε η συνεχιζόμενη, ανεπιθύμητη παρουσία του.«Μα το Θεό, είσαι η πιο αγενής, η πιο αχάριστη κοπέλα που γνώρισα ποτέ μου». Η φωνή του ήταν

τραχιά από τον εκνευρισμό. «Πες μου πού μένεις και θα σε πάω». Κοίταξε το πρόσωπό της,περιεργάστηκε την περήφανη καμάρα των φρυδιών της που είχαν το χρώμα του χαλκού, τηναλαβάστρινη καμπύλη του λαιμού της. Το δέρμα της ήταν λεπτό, εύθραυστο, με τη θαμπή γυαλάδατου μαργαριταριού. Από κοντά, η μελανιά που είχε στο σαγόνι της φαινόταν απαίσια· θα πονάειφριχτά, σκέφτηκε άθελά του.«Όχι», του απάντησε βιαστικά. Το παγωμένο δέρμα της μυρμήγκιαζε εκεί που την ακουμπούσαν τα

δάχτυλά του. Προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά του, να κάνει άλλο ένα τρεμάμενο βήμα, αλλάεκείνος την κράτησε σταθερά. «Δε θέλω τη βοήθειά σου».«Εγώ νομίζω πως τη θέλεις», αντιγύρισε ήρεμα ο Ζιζέ. Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε αντιληφθεί

πόσο μικρόσωμη ήταν. Αν έσκυβε λιγάκι προς το μέρος της, το σαγόνι του θα άγγιζε την κορυφήτου κεφαλιού της. «Δεν μπορείς να κάνεις ούτε βήμα χωρίς να παραπατήσεις. Όσο κοντά κι αν είναιτο σπίτι σου, θα νυχτώσει μέχρι να φτάσεις».«Ναι, αλλά θα φτάσω... κάποια στιγμή», του απάντησε σηκώνοντας αγέρωχα το κεφάλι της. «Και

χωρίς τη βοήθειά σου». Το ότι στεκόταν τόσο κοντά της τη γέμιζε ταραχή, της έσφιγγε το στομάχι.Εκείνος ο άνθρωπος έμοιαζε με συμπαγή, ακλόνητο τοίχο· τόσο επιβλητική ήταν η παρουσία του.Ο Ζιζέ άφησε το χέρι της κι εκείνη κρατήθηκε από τον παραστάτη για να μείνει όρθια. Δάγκωσε το

χείλι της ντροπιασμένη, εξοργισμένη με την αξιοθρήνητη αδυναμία της, πτοημένη από την αίσθησητης ανημπόριας της.Ο Ζιζέ αναστέναξε και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. «Δε σε καταλαβαίνω. Ποιος σου λέει

ότι αυτοί οι άνθρωποι δε σε περιμένουν στο διπλανό χωράφι; Είσαι στ’ αλήθεια τόσο ανόητη;»Η Μπριάνα έσφιξε θυμωμένα τα χείλη της και κοίταξε προς το βάθος του ορίζοντα. Αισθανόταν

νικημένη, κατατροπωμένη. Δεν της άφηνε επιλογή· κάτι της έλεγε ότι θα την ακολουθούσε καταπόδιμέχρι να βεβαιωθεί ότι είχε φτάσει ασφαλής στον προορισμό της. Τότε, και μόνο τότε, θα κατάφερνενα απαλλαγεί επιτέλους απ’ αυτόν.«Εκεί πέρα μένω», είπε δείχνοντας αόριστα προς τις χαμηλές σκεπές του αγροκτήματος που

ξεχώριζαν στον ορίζοντα, γιατί δεν του είχε εμπιστοσύνη ώστε να του πει την αλήθεια. «Δεν είναιμακριά».«Ας πηγαίνουμε, λοιπόν». Ο Ζιζέ μάζεψε την ασπίδα του από το σημείο που την είχε αφήσει, την

πέρασε στην πλάτη του, στερέωσε την περικεφαλαία και το μανδύα του στα καπούλια του αλόγου

Page 16: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

και έπιασε τα γκέμια.Μια φωνή από το βάθος του διπλανού χωραφιού έκανε την Μπριάνα να σηκώσει το κεφάλι της.

Είδε τη γνώριμη, στρογγυλωπή σιλουέτα του αγρότη να τρέχει κατά μήκος του θαμνοφράχτηκραδαίνοντας ένα βαρύ σιδερένιο απελατίκι και λίγο έλειψε να λιποθυμήσει από ανακούφιση. Οιάκρες του πέτσινου γιλέκου του ανέμιζαν και το συνήθως πρόσχαρο πρόσωπό του ήταν κόκκινο απότο τρεχαλητό, τα μάτια του γεμάτα αγωνία.«Γουίλιαμ!» του φώναξε. «Εδώ είμαι!» Ρίχνοντας μια ματιά προς τον ιππότη, πρόσεξε ότι

παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την επέλαση του αγρότη. «Δε χρειάζεται πια να με συνοδέψεις»,του είπε και το πρόσωπό της φωτίστηκε από την ανακούφιση. «Θα με πάει ο Γουίλιαμ στο σπίτι».Τα γκρίζα σαν το γρανίτη μάτια του στένεψαν. «Είναι γνωστός σου;»Η Μπριάνα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Ο πατέρας μου είναι». Το ψέμα βγήκε αβίαστα

από τα χείλη της· αισθανόταν την ανάγκη να προστατευτεί από κείνον, έστω και καταφεύγοντας σταψέματα.«Θα πρέπει να σε προσέχει περισσότερο». Ανέβηκε στη σέλα με μια απρόσμενα γρήγορη και

ευέλικτη κίνηση για έναν τόσο μεγαλόσωμο άντρα και έπιασε τα γκέμια διατηρώντας τη χαλαρή καιάνετη στάση του όταν το άλογο έκανε μερικά βήματα προς το πλάι.«Πες μου, ξέρεις πού θα βρω την Μπριάνα του Σέφανοκ;»Η ερώτησή του την αιφνιδίασε τόσο πολύ που ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Σήκωσε τα μάτια

της και κοίταξε τον απέραντο γαλάζιο ουρανό με τα άσπρα σύννεφα που αρμένιζαν κυνηγημένα απότο αεράκι, ύστερα άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο τοπίο γιατί δεν ήξερε τι να του απαντήσει.Δεν ήξερε καν αν τον είχε ακούσει σωστά. «Πώς είπες;»«Ξέρεις πού θα βρω την Μπριάνα του Σέφανοκ;» επανέλαβε εκείνος αργά, σαν να μιλούσε σε

αργόστροφο παιδάκι.Η Μπριάνα χαμογέλασε ειρωνικά. «Καλύτερα να ρωτήσεις το φίλο σου, τον πρίγκιπα Ιωάννη, γιατί

εγώ την ακούω πρώτη φορά». Προχώρησε προς τον Γουίλιαμ σφίγγοντας τα δόντια της για νααντέξει τις σουβλιές του πόνου που διαπερνούσαν τα ταλαιπωρημένα, παγωμένα της μέλη. Αντίθετααπό την κατεύθυνση που βρισκόταν το Σέφανοκ, προς τη μεριά του αγροκτήματος. Χωρίς νακοιτάξει πίσω της.

*

«Χριστέ και Παναγιά! Τι έπαθες, παιδί μου;» Η Άλις βγήκε από το μαγειρείο σκουπίζοντας τα χέριατης σε ένα πανί. Η Μπριάνα έκλεισε με δύναμη την πόρτα και ακούμπησε με την πλάτη πάνω της,σαν να ήθελε να κρατήσει έξω από το σπίτι κάθε απειλή.«Με περίμεναν, Άλις. Οι άνθρωποι του Ιωάννη, μου είχαν στήσει ενέδρα καθώς έφευγα από το

κτήμα». Τα λόγια έβγαιναν με βιασύνη από το στόμα της. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών καιέκλεισε τον πάνω σύρτη, ύστερα επανέλαβε το ίδιο με τον μεσαίο και τον χαμηλό.«Εντάξει», είπε γυρνώντας προς την Άλις με ένα θριαμβευτικό ύφος. «Τώρα δεν πρόκειται να

μπουν». Ούτε εκείνος, πρόσθεσε νοερά. Έλυσε τα δερμάτινα κορδόνια που συγκρατούσαν την κάπατης στο λαιμό και την έβγαλε. Οι στιλπνές πλεξίδες της είχαν μισολυθεί και έπεφταν ως τη μέση τηςενώ στην κορυφή του κεφαλιού τα μαλλιά της ήταν ακόμα υγρά από το βύθισμα στο νερό.Η λινή πετσέτα γλίστρησε από τα δάχτυλα της Άλις και έπεσε κυματίζοντας αθόρυβα στις πλάκες

του πατώματος. «Το πρόσωπό σου, Μπριάνα...» ψιθύρισε πιάνοντας τα μάγουλά της. «Το πρόσωπό

Page 17: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

σου». Προχώρησε προς το μέρος της κοπέλας, που εξακολουθούσε να στέκεται στη μισοσκότεινηείσοδο του σπιτιού, με τα χέρια απλωμένα.«Δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνεται». Το σαγόνι της πονούσε αφόρητα, αλλά γύρισε για να

κρεμάσει την κάπα της σε ένα γάντζο δίπλα στην πόρτα. Ένα απομεινάρι φόβου εξακολουθούσε νατης τριβελίζει το μυαλό. Τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε εμφανιστεί εκείνος ο άνθρωπος, εκείνος οάγνωστος με την ασημιά και μαύρη στολή; Είχαν εντολή από τον πρίγκιπα Ιωάννη να τηναποτελειώσουν, να τη βγάλουν από τη μέση, επειδή πίστευαν ότι ο Χιου δε θα γυρνούσε; Μηέχοντας άλλο ζωντανό συγγενή, κανείς δε θα την αναζητούσε, κι έτσι ο Ιωάννης θα ήταν ελεύθεροςνα αρπάξει τα εύφορα λιβάδια του Σέφανοκ και να τα σφετεριστεί.«Κάθισε, άσε με να βάλω κάτι πάνω. Έλα, έχω ανάψει μέσα τη φωτιά». Η Άλις έσπρωξε τη μικρή

πόρτα που ανοιγόταν στην ξυλεπένδυση και οδηγούσε από την είσοδο στη μεγάλη αίθουσα.«Όχι, δεν προλαβαίνω. Πρέπει να πάω να πάρω το τόξο μου και να αμπαρώσω τα παράθυρα του

γυναικωνίτη».«Λες να έρχονται να σε πιάσουν;» ρώτησε η Άλις και ο πανικός ήταν φανερός στον τόνο της.«Δεν αποκλείεται». Ένα ζευγάρι ασημιά μάτια άστραψαν στη μνήμη της. «Και αυτή τη φορά ίσως

έχουν μαζί τους ενισχύσεις». Μήπως αδικούσε τον άνθρωπο που είχε προσπαθήσει να τη βοηθήσει;Παραζαλισμένη από το βασανιστήριο, είχε πιστέψει πως ήταν σύμμαχος του πρίγκιπα Ιωάννη καιτον είχαν στείλει για να την πείσει με άλλο τρόπο να παντρευτεί. Όμως... την είχε αναζητήσει με τοόνομά της. Το πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε όταν θυμήθηκε πόσο προστατευτικά είχε σταθεί δίπλατης και ακούμπησε τις παλάμες στα μάγουλά της για να τα δροσίσει.«Αχ, Θεέ μου βόηθα μας», βόγκηξε η Άλις σφίγγοντας τον κόρφο της. «Μακάρι να ήταν εδώ ο

αφέντης Χιου ή... ή να είχαμε έναν άντρα στο σπίτι να μας προστατεύει».«Μπορούμε να προστατευτούμε μόνες μας, Άλις!» Τα μάτια της Μπριάνα άστραψαν με

αποφασιστικότητα. «Δε θ’ αφήσω αυτούς τους ανθρώπους να μας τρομοκρατήσουν». Έσπρωξε τηνπόρτα και μπήκε στη μεγάλη αίθουσα. Στο απέναντι άκρο της ανοιγόταν η πτέρυγα με τα ιδιαίτεραδιαμερίσματα και το δωμάτιό της. Αναστέναξε· πόσο θα ήθελε να κουλουριαστεί κάτω από ταγούνινα σκεπάσματα και να κοιμηθεί βαθιά, χωρίς όνειρα. Αντί γι’ αυτό όμως συνέχισε το δρόμο τηςμε τα χείλη σφιγμένα. Έπρεπε να ασφαλίσει όλα τα ανοίγματα του πύργου.Η Άλις την άγγιξε στο μπράτσο και τη σταμάτησε. «Μπριάνα... κυρά μου... δε γίνεται να συνεχίσεις

έτσι. Είναι πολύ σκληρό να πολεμάς μόνη σου».«Έτσι το προτιμώ, Άλις. Αφού το ξέρεις». Έσκυψε το κεφάλι της και μια μεταξένια τούφα χάιδεψε

το μάγουλό της. Γιατί επέμενε η Άλις να της θυμίζει ότι ήταν ανύπαντρη και μόνη; Δεν έπρεπε,ειδικά εκείνη, να ξέρει ότι της ήταν αδύνατον να ζήσει με έναν άντρα, να εμπιστευτεί ξανά ένανάντρα; Αναστέναξε βαθιά και προσπάθησε να διώξει τον πανικό από την ψυχή της. Αυτή η επίθεσητην είχε τρομάξει, της είχε θυμίσει το παρελθόν που πάσχιζε να ξεχάσει. Σφίγγοντας τα χέρια τηςμεταξύ τους, πήρε μια έκφραση που ήλπιζε πως έδειχνε απόλυτη βεβαιότητα και γύρισε προς τηνΆλις. «Αν βγήκε κάτι καλό απ’ αυτό τον κακορίζικο γάμο, είναι η ικανότητα να υπερασπίζομαι τονεαυτό μου!» Ανασήκωσε το φόρεμά της και συνέχισε προς την κατεύθυνση του δωματίου της.Η Άλις κούνησε το κεφάλι της με αμφιβολία και στενοχώρια. Η Μπριάνα δε μιλούσε ποτέ για το

σύντομο γάμο της με τον Γουόλτερ του Μπρίνσλοου. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι η καλότροπη,χαρούμενη κοπέλα που είχε αφήσει το Σέφανοκ για να παντρευτεί είχε γυρίσει μόλις έξι μήνεςαργότερα σαν τσακισμένη γυναίκα. Από τότε είχαν περάσει πέντε χειμώνες και η Μπριάνα είχεξαναβρεί τον παλιό της εαυτό, όμως οι πληγές που της είχε αφήσει εκείνος ο άνθρωπος φαίνονταν

Page 18: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

ακόμα στις σκιές που περνούσαν από τα μάτια της και σε κάποιες ιδιόρρυθμες συνήθειες που είχεαποκτήσει. Αυτός ήταν ο λόγος που επέμενε να της μάθει ο Χιου πώς να αμύνεται, πριν φύγει γιατον πόλεμο. Η Άλις σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε την Μπριάνα που εκείνη τη στιγμήξεκρεμούσε τη βαριά βαλλίστρα της από τον τοίχο με μια έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπο, σαν ναπροσπαθούσε να θυμηθεί πώς λειτουργούσε. Και οι δύο γυναίκες εξαπατούσαν τον εαυτό τους, καιοι δύο γνώριζαν ότι τα μαθήματα που της είχε κάνει ο Χιου δεν αρκούσαν. Ποτέ δε θα μπορούσε νατα βάλει μόνη της με τους ανθρώπους του πρίγκιπα Ιωάννη.

*

Το λεπτό ασημένιο τόξο του καινούριου φεγγαριού κρεμόταν χαμηλά στον ουρανό καθώς ο Ζιζέπλησίαζε στο Σέφανοκ. Τουλάχιστον ήλπιζε ότι ήταν το Σέφανοκ. Οι οδηγίες που του είχαν δώσει οιντόπιοι στη γειτονική πόλη του Μερλμπέρζ ήταν ασαφείς, προφανώς επειδή δίσταζαν να δώσουνπολλές πληροφορίες σε έναν άγνωστο. Μόνο όταν τους αποκάλυψε το σκοπό της επίσκεψής τουςανοίχτηκαν κάπως, κούνησαν τα κεφάλια τους και χαμογέλασαν ακούγοντας το όνομα της λαίδηςΜπριάνα. Προφανώς η αδελφή του Χιου ήταν κάτι σαν ηρωίδα σ’ εκείνα τα μέρη.Στα δεξιά του, μέσα στα θροΐσματα και τους τερετισμούς του δάσους, άκουσε το σκούξιμο μιας

αλεπούς. Τα δέντρα άπλωναν τα γυμνά κλαριά τους προς τις κοκκινωπές λωρίδες που διέσχιζαν τονδυτικό ορίζοντα· το φως της μέρας έσβηνε γοργά. Κάτω από τα δέντρα ήταν ήδη τόσο σκοτεινά πουαναγκάστηκε να ξεπεζέψει και να οδηγήσει το άλογο επειδή το μονοπάτι δε διακρινόταν πια. Ότανόμως η παγωνιά του λασπερού εδάφους διαπότισε το μέταλλο που κάλυπτε τα πόδια του, μετάνιωσεγια τη βιαστική απόφασή του να πάει χωρίς καθυστέρηση στο Μερλμπέρζ. Δεν είχε δώσει χρόνοστον εαυτό του να φορέσει πολιτικά ρούχα· η πανοπλία του ήταν σχεδιασμένη για ιππασία, όχι γιαπεζοπορία μεγάλων αποστάσεων. Ο βραδινός αέρας μύριζε καμένο ξύλο. Τα φωτισμένα παράθυραπου αντίκρισε στο βάθος ήταν ενθαρρυντικό θέαμα καθώς το φως που ξεχυνόταν από μέσα φώτιζετα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη φαρδιά εξώπορτα του ισογείου.Κάτι πέρασε ξυστά δίπλα από το αυτί του, ούτε τρία εκατοστά από τη μεταλλική περικεφαλαία που

προστάτευε το κεφάλι του. Στη στιγμή τράβηξε το σπαθί του και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο, μετις αισθήσεις του σε εγρήγορση, έτοιμος για όλα. Κοντά στο σημείο που στεκόταν πριν από λίγο, τοβέλος μιας βαλλίστρας ταλαντευόταν καρφωμένο στη λάσπη.Από το πυργόσπιτο αντήχησε η φωνή μιας γυναίκας μέσα στο σκοτάδι. «Φύγε από δω!» Ήταν

βροντερή, με έναν τόνο προστακτικό, γεμάτο αλαζονεία.Ο Ζιζέ μόρφασε, ακούμπησε την πλάτη του στο δέντρο και τέντωσε τα μακριά μυώδη πόδια του

για να διώξει τον πόνο που τον σούβλιζε ψηλά στο μηρό. Δεν είχε φανταστεί ότι θα τονυποδέχονταν τόσο εχθρικά, και ύστερα από την περιπέτειά του μ’ εκείνη τη χωριατοπούλα νωρίτερατην ίδια μέρα, αυτή η συμπεριφορά ήταν απρόσμενη και ενοχλητική. Ανασηκώνοντας τηνπροσωπίδα της περικεφαλαίας του, πρόβαλλε διστακτικά το κεφάλι του πίσω από τον αυλακωτόκορμό και φώναξε προς το σπίτι, «Λέγομαι Ζιζέ ντε Σεν Λου. Μου είπαν ότι η λαίδη Μπριάνα μένειεδώ. Θέλω να τη δω, να της πω για τον αδελφό της, τον Χιου». Η δυνατή φωνή του αντήχησε στησιγαλιά του δάσους, έσβησε ανάμεσα στα δέντρα. Ανάμεσα από τα κλαριά πάνω από το κεφάλι τουο αποσπερίτης είχε αρχίσει να τρεμοφέγγει σαν διαμάντι κεντημένο στο βαθυγάλανο και πορφυρόβελούδο του ουρανού.Σιωπή.

Page 19: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ο εκνευρισμός του μεγάλωσε. Τι στην οργή συνέβαινε πάλι; Τόλμησε να ρίξει μια ματιά προς τοσπίτι και είδε τη σιλουέτα μιας γυναίκας να διαγράφεται στο παράθυρο του πρώτου ορόφου.Συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι εκείνη του είχε ρίξει το βέλος. Άθελά του χαμογέλασε. Τηνεπόμενη φορά δε θα ήταν τόσο τυχερή· οι γυναίκες δε φημίζονταν για την επιδεξιότητά τους σταόπλα.Αφήνοντας το άλογό του κοντά στο δέντρο, βγήκε στα ανοιχτά και κάλυψε το διάστημα που

χώριζε το πυργόσπιτο από το δάσος με μεγάλες δρασκελιές.Ένα δεύτερο βέλος έσκισε τον αέρα και καρφώθηκε με έναν υπόκωφο γδούπο δίπλα του, τόσο

κοντά που τον ξάφνιασε.«Σου είπα να φύγεις!» Η κοφτή προσταγή αντήχησε από ψηλά, σπάζοντας πάλι τη γαλήνη της

νύχτας.Παγιδευμένος στον εκτεθειμένο χώρο ανάμεσα στις παρυφές του δάσους και το σπίτι, ο Ζιζέ

σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε προς το παράθυρο. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν τοσκοτεινό περίγραμμα ενός γυναικείου σώματος και η μεταλλική γυαλάδα της βαλλίστρας πουκρατούσε στα χέρια της. «Κι εγώ σου είπα», απάντησε αργά και υπομονετικά, «ότι έχω έρθεισταλμένος από τον Χιου του Σέφανοκ. Είναι πολύ άρρωστος και ζητάει να δει την αδελφή του. Γι’αυτό θα σε συμβούλευα ν’ αφήσεις τ’ αστεία και να μου ανοίξεις. Χάνουμε πολύτιμο χρόνο μ’ αυτέςτις ανοησίες».«Δε σε πιστεύω! Τέχνασμα είναι κι αυτό».«Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς». Ο Ζιζέ ζάρωσε τα μάτια του και προσπάθησε να διακρίνει το

πρόσωπό της. «Ο Χιου με προειδοποίησε ότι θα φερόσουν έτσι· είπε ότι θα ζητούσες αποδείξεις».«Έχεις;»Ο Ζιζέ ξερόβηξε. «Είπε: ‘‘Θυμήσου τη Βαλανιδιά με τη Μεγάλη Κοιλιά’’».Την άκουσε να βγάζει μια κραυγή κι έπειτα κάτι που έμοιαζε με λυγμό. Η γυναίκα αποτραβήχτηκε

από το παράθυρο, έδωσε μια κοφτή εντολή σε κάποιον και μερικές στιγμές αργότερα η αμπάρες τηςβαριάς πόρτας άνοιξαν. Μέχρι να ανοίξει και η τελευταία, ο Ζιζέ βρισκόταν ήδη στα σκαλοπάτια καιπερίμενε. Η πόρτα άνοιξε αργά αργά προς τα μέσα.«Οδήγησέ με στη λαίδη Μπριάνα», είπε επιτακτικά στην υπηρέτρια που στεκόταν στο άνοιγμα και

της έριξε μια γρήγορη, αδιάφορη ματιά. Έβγαλε την περικεφαλαία του, έριξε πίσω το αλυσόπλεχτοκάλυμμα του κεφαλιού και απόθεσε το βαρύ μεταλλικό αντικείμενο στα χέρια της. Οι κινήσεις τουέκαναν την ασπίδα του να γλιστρήσει προς το πάτωμα και καθώς έσκυβε για να την πιάσει τοβλέμμα του έπεσε πάλι στο πρόσωπο της κοπέλας.Σταμάτησε απότομα.Κοίταξε ξανά πιο προσεκτικά, περιεργάστηκε το λευκό οβάλ πρόσωπο στο μισόφωτο της εισόδου.

Στιλπνά μαλλιά πλεγμένα κοτσίδες, διάφανα γαλανά μάτια, παλιό μάλλινο φόρεμα... «Εσύ! Εσύείσαι!» Άπλωσε τα χέρια του, την έπιασε από τους ώμους. «Πονηρή αλεπού! Γιατί δε μου είπες ότιυπηρετείς τη λαίδη Μπριάνα; Δεν την ωφέλησες κρύβοντάς το από μένα!» Στη γωνία της εισόδου,μια άλλη υπηρέτρια, μεγαλύτερης ηλικίας, στεκόταν και έτριβε φοβισμένα και αμήχανα τα χέρια τηςπαρακολουθώντας τη συζήτηση.«Δεν υπηρετώ τη λαίδη Μπριάνα...» απάντησε ήρεμα η κοπέλα. Τα μικρά της χέρια έσφιξαν την

περικεφαλαία σαν να αναζητούσαν σιγουριά. Η μελανιά στο σαγόνι της φαινόταν σαν να είχεαπλωθεί, σαν να είχε διαλυθεί σε πολλές μαυροκόκκινες κηλίδες.«Θα με είχες γλιτώσει από μια ολόκληρη μέρα άσκοπης περιπλάνησης!» την αποπήρε.

Page 20: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Καταλαβαίνεις πόσο χρόνο έχασα εξαιτίας σου; Ο Χιου, ο κύριός σου, ίσως είναι πια νεκρός!» Τασκληρά λόγια τού έδωσαν ικανοποίηση· επίτηδες της μίλησε έτσι, για να την τρομάξει, να τηνεκδικηθεί για όλη εκείνη την κουραστική, σπαταλημένη μέρα.Στο πρόσωπό της απλώθηκε μια νεκρική ωχρότητα. Ο Ζιζέ αναρωτήθηκε αν ήταν έτοιμη να

λιποθυμήσει και την κράτησε πιο σφιχτά από τους ώμους. «Πες μου πού είναι», ψιθύρισε η Μπριάναστρέφοντας τα όμορφα γαλανά μάτια της προς το πρόσωπό του. «Εγώ είμαι η αδελφή του Χιου.Εγώ είμαι η Μπριάνα του Σέφανοκ».Τα γκρίζα μάτια του γέμισαν κατάπληξη, ύστερα το βλέμμα του έγινε σκληρό σαν γρανίτης. «Εσύ...

είσαι... η Μπριάνα;» επανέλαβε αργά, σαστισμένα, κοιτάζοντάς την από την κορυφή του κεφαλιούμε τα κοκκινοκάστανα μαλλιά μέχρι το φθαρμένο και μπαλωμένο φόρεμα που έπεφτε σαν σακί καισκέπαζε τις άκρες των ποδιών της. Το πρόσωπό της κόρωσε κάτω από τη διαπεραστική ματιά του.Απομακρύνθηκε και απόθεσε με μια κοφτή κίνηση την περικεφαλαία του στον ξύλινο πάγκο δίπλαστην είσοδο.«Ξέρω ότι δεν είμαι ακριβώς αυτό που περίμενες», είπε ζωηρά.«Αυτό ξαναπές το», μουρμούρισε εκείνος.«Απλώς έπρεπε να βοηθήσω το πρωί στο άρμεγμα, γι’ αυτό με βλέπεις να φοράω τέτοια ρούχα».«Να βοηθήσεις στο άρμεγμα; Δεν έχεις υπηρέτες γι’ αυτή τη δουλειά;» Ο Ζιζέ έριξε μια ματιά στην

Άλις που είχε ζαρώσει στη γωνία.Η Μπριάνα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, αλλά δεν είπε τίποτε περισσότερο. Δεν είχε σκοπό να

συζητήσει την κατάσταση του σπιτικού της με έναν άνθρωπο που της ήταν εντελώς άγνωστος.Άπλωσε το χέρι της για να τον αγγίξει στο μπράτσο, αλλά το μετάνιωσε και το τράβηξε πάλι πίσω.«Πες μου για τον Χιου, σε παρακαλώ. Τόσο καιρό αναρωτιέμαι τι απέγινε και αγωνιώ. Δεν μπορώ ναπιστέψω ότι είναι ζωντανός».Ο Ζιζέ ήλπιζε ολόψυχα πως ήταν ακόμα.Το φαρδύ μανίκι του φορέματός της είχε γλιστρήσει προς τα πίσω καθώς σήκωνε το χέρι της για να

τον αγγίξει· το δέρμα στον καρπό της ήταν άσπρο, εύθραυστο σαν περγαμηνή, σκεπασμένο μ’ έναδίχτυ από γαλαζωπές φλέβες· τα νύχια της ήταν αχνορόδινα, σαν λεπτά όστρακα, τα δάχτυλά τηςτραχιά από τις δουλειές. Ένιωσε το λαιμό του να στεγνώνει έξαφνα και ξεροκατάπιε.«Θα μ’ αφήσεις να περάσω πιο μέσα;» Το βλέμμα του έπεσε στο μαχαίρι που είχε περασμένο στη

ζώνη της. «Ή εξακολουθείς να με θεωρείς επικίνδυνο;»Την είδε να παίρνει μια βαθιά, τρεμουλιαστή ανάσα, είδε την εξάντληση στα μάτια της. Η άκρη της

γλώσσας της ύγρανε νευρικά το κάτω χείλι της που ήταν σαρκώδες και ροδαλό.«Με θεωρείς επικίνδυνο;» επανέλαβε, και η χαμηλή, βαθιά φωνή του την αγκάλιασε. Ένα περίεργο,

πρωτόγνωρο συναίσθημα απλώθηκε στην κοιλιά της, τη ζέστανε.«Όχι», είπε βραχνά. Όμως ήταν ακόμα αναποφάσιστη. Ήξερε πια ότι τον είχε στείλει ο Χιου,

αλλιώτικα δε θα γνώριζε για τη Βαλανιδιά με τη Μεγάλη Κοιλιά, το μέρος που είχαν την κρυψώνατους όταν ήταν παιδιά. Σταύρωσε προστατευτικά τα χέρια μπροστά στο στήθος της. Κάτι άλλο είχεαυτός ο άνθρωπος και την έκανε να αισθάνεται τόσο... Αλήθεια, τι ήταν αυτό που ένιωθε; Φόβος;Δεν ήξερε να πει με σιγουριά, δεν μπορούσε να το ονοματίσει.«Ακολούθησέ με», του είπε κοφτά. Πήρε τον αναμμένο δαυλό που της έδωσε η Άλις καθώς

περνούσε από μπροστά της και τον κράτησε ψηλά για να φωτίζει το δρόμο.Ο Ζιζέ την ακολούθησε μέχρι τη μεγάλη αίθουσα απολαμβάνοντας το ελαφρό λίκνισμα των γοφών

της κάτω από το τραχύ φόρεμα καθώς περπατούσε. Ποιος θα το φανταζόταν ότι η αδελφή του Χιου

Page 21: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

θα ήταν ντυμένη με τέτοια σκισμένα, γαριασμένα ρούχα. Ή ότι θα είχε τόσο υπέροχα χαλκόχρωμαμαλλιά, σαν τα φύλλα της σημύδας το φθινόπωρο, και οι πλεξούδες τους θα έφταναν ως τη μέσητης; Ο Χιου του Σέφανοκ δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να καυχιέται για τα σημαντικά έσοδα που τουαπέφεραν τα κτήματά του, τα κοπάδια του και το δάσος. Γιατί λοιπόν η αδελφή του ήταν ντυμένη μεκουρέλια και έτρωγε τα δάχτυλά της από τη σκληρή δουλειά την ίδια στιγμή που απέκρουε σανπολεμίστρια τις επιθέσεις του πρίγκιπα Ιωάννη;Η Μπριάνα στερέωσε το δαυλό σε ένα μεταλλικό δαχτυλίδι δίπλα στο επιβλητικό πέτρινο τζάκι και

του έκανε νόημα να καθίσει σε ένα θρονί με ψηλή πλάτη. Ο Ζιζέ κάθισε με ευγνωμοσύνη καιανακούφιση στο σκληρό ξύλινο κάθισμα· ήταν ευπρόσδεκτο ύστερα από μια ολόκληρη μέρα πάνωστη σέλα, παρ’ όλο που η ακαμψία της πανοπλίας εμπόδιζε τις κινήσεις του.Έριξε μια ματιά στην αξιοθρήνητη φωτιά που σιγόκαιγε τρίζοντας και καπνίζοντας στη μεγάλη

εστία· μια φτωχική στοίβα από φύλλα και λιανόκλαδα που δεν μπορούσαν να ζεστάνουν τον αχανήχώρο. Ένιωθε στο πρόσωπό του την παγωμένη υγρασία που ανέδιδαν οι πέτρινοι τοίχοι. Το ταβάνι,ψηλά πάνω από το κεφάλι του, ήταν φτιαγμένο από χοντρούς κορμούς βαλανιδιάς που σχημάτιζαναλλεπάλληλες αψίδες από τη μία άκρη ως την άλλη. Τα μακρόστενα παράθυρα ήταν κλεισμένα γιανα μην μπαίνει το χειμωνιάτικο κρύο, ωστόσο ελάχιστη διαφορά υπήρχε ανάμεσα στην εσωτερικήκαι την εξωτερική θερμοκρασία.«Πες μου! Πες μου πώς είναι ο Χιου, σε παρακαλώ!» Η Μπριάνα ακούμπησε το χέρι της στο

πέτρινο γείσωμα του τζακιού για να στηριχτεί. Ήθελε να ακουμπήσει το κεφάλι της στη σκαλισμένηπέτρα και να κλάψει με δάκρυα ευγνωμοσύνης, όμως δεν ήθελε να δείξει περισσότερη αδυναμίαμπροστά σ’ εκείνο τον ξένο. Μα γιατί ήταν ανάγκη να της φέρει αυτός τα νέα; Ο ίδιος άνθρωπος πουείχε σταθεί μάρτυρας του εξευτελισμού της από τους άντρες του πρίγκιπα Ιωάννη, που είχε σταθείτόσο κοντά της, σχεδόν την είχε αγκαλιάσει, στην προσπάθειά του να τη βοηθήσει. Ακόμα και τώραένιωθε τη ζεστασιά των δαχτύλων του πάνω στο δέρμα της. Η καρδιά της σκίρτησε.Ο Ζιζέ ακούμπησε πίσω, άπλωσε τα πόδια του και οι άκρες τους ακούμπησαν σχεδόν τον ποδόγυρο

της Μπριάνα. Οι φλόγες του δαυλού έκαναν τα μαλλιά της να λάμπουν σαν χρυσάφι που καιγόταν.Την είδε να τραβάει βιαστικά και αμήχανα το φόρεμά της μακριά από τα πόδια του ζαρώνονταςαποδοκιμαστικά τη μύτη της, και του ήρθε να γελάσει.«Ο Χιου βρίσκεται στο κάστρο των γονιών μου, κοντά στο Γουίντσεστερ», της εξήγησε. «Η

ασθένειά του εκδηλώθηκε καθώς περιμέναμε τα πλοία που θα μας μετέφεραν στην Αγγλία. Είναιπολύ άρρωστος, μερικές φορές παραληρεί από τον πυρετό, αλλά σε ζητάει συνεχώς».Η Μπριάνα έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες για να συγκρατήσει τα δάκρυα και να μην

κυλήσουν. Η αγωνία της έσφιξε την καρδιά. Αν το είχε μάθει από το πρωί, τώρα θα ήταν κοντά στονΧιου. «Γιατί δε μου το είπες;» τον αποπήρε. «Γιατί δε μου είπες το πρωί ποιος είσαι και τι θέλειςεδώ;» Κάθισε απέναντί του στην άκρη μιας καρέκλας και έκρυψε τα γδαρμένα άρβυλά της κάτω απότον ξεχειλωμένο ποδόγυρο.«Αν θυμάμαι καλά, εσύ ισχυρίστηκες ότι δε γνώριζες καν την Μπριάνα του Σέφανοκ», της

απάντησε επικριτικά. «Αν δεν είχες πει ψέματα, τώρα θα ήσουν κοντά του».«Ας πηγαίνουμε, λοιπόν! Τι περιμένουμε;» Πετάχτηκε όρθια και προχώρησε προς το βάθος της

αίθουσας. «Το μόνο που χρειάζομαι είναι ο μανδύας μου».Η βαθιά φωνή του Ζιζέ της έκοψε τη φόρα. «Αν νομίζεις πως θα πάω πουθενά απόψε, είσαι

γελασμένη. Χρειάζομαι φαγητό και ξεκούραση πριν ανεβώ πάλι στη σέλα».«Μα ο Χιου...»

Page 22: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Είναι σε καλά χέρια», την πρόλαβε. Δεν επισήμανε πως, αν είχε πεθάνει στο μεταξύ, δεν είχεκαμιά σημασία αν πήγαινε κοντά του εκείνο το βράδυ ή το άλλο πρωί. «Θα ξεκινήσουμε νωρίς, μετο ξημέρωμα. Έτσι θα είμαστε πιο ασφαλείς, θα βλέπουμε πού πηγαίνουμε και θα φτάσουμεγρηγορότερα».Η Μπριάνα γύρισε και τον κοίταξε ενοχλημένη. Δεν της άρεσε καθόλου ο αυταρχικός τόνος του,

ούτε η ευκολία με την οποία έπαιρνε αποφάσεις για λογαριασμό της. «Μπορεί και να ’χεις δίκιο,άρχοντά μου, όμως θέλω να δω τον αδελφό μου αμέσως». Ποιος νόμιζε πως ήταν και της έδινεδιαταγές; Η Μπριάνα είχε συνηθίσει να αποφασίζει μόνη της για λογαριασμό της· ύστερα από τογάμο της με τον Γουόλτερ, είχε ορκιστεί ότι αυτό δε θα της το στερούσε κανείς. «Σ’ ευχαριστώ πουέφερες το μήνυμα του αδελφού μου. Είσαι ευπρόσδεκτος να φας και να κοιμηθείς εδώ απόψε». Οτόνος της ήταν τυπικός, ψυχρός. «Θα σου φέρω μάλιστα εγώ η ίδια, αμέσως τώρα, κάτι να φας».«Στάσου». Καθώς περνούσε από μπροστά του, την έπιασε από τον καρπό. Το ζαρωμένο πετσί που

έντυνε τη χούφτα του πλεχτού μεταλλικού γαντιού του χώθηκε στη σάρκα της.«Άφησέ με». Προσπάθησε να μιλήσει ήρεμα, περίμενε το γνώριμο σφίξιμο του φόβου στο στήθος

της και ετοιμάστηκε για τη ναυτία του πανικού που την κυρίευε όποτε την πλησίαζε υπερβολικά έναςάντρας. Η καρδιά της φτερούγισε, άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα, αλλά όχι με τον τρόπο που ήξερεμέχρι τότε. Έσμιξε τα φρύδια της απορημένη· κάτι δεν πήγαινε καλά.«Τι πας να κάνεις;» τη ρώτησε. Η φωνή του ήταν ήρεμη, μελωδική.«Σου είπα· να σου φέρω λίγο φαγητό». Τράβηξε το χέρι της, αλλά εκείνος την κράτησε πιο σφιχτά.

Έσφιξε τα χείλη της ενοχλημένη και απέστρεψε τα μάτια της από το διαπεραστικό του βλέμμα.«Εγώ καταλαβαίνω ότι μου λες ψέματα», την κατηγόρησε σε μελιστάλαχτο τόνο. «Σκοπεύεις να

φύγεις μόνη σου και να πας κοντά του, έτσι δεν είναι; Είτε δεχτώ να σε συνοδεύσω είτε όχι».«Αυτό δε σε αφορά».«Με αφορά η ασφάλειά σου. Ανέλαβα την υποχρέωση να σε μεταφέρω ως εκεί σώα και αβλαβή.

Θαρρείς πως θα με συγχωρούσε ποτέ ο Χιου αν πάθαινες κάτι στη διάρκεια του ταξιδιού; Μουζήτησε να σε συνοδεύσω και θα σε συνοδεύσω». Κατέβασε το χέρι του.«Τότε έλα να φύγουμε τώρα». Έσφιξε τα δάχτυλά της, νοσταλγώντας ήδη τη ζεστασιά του

αγγίγματός του. Τι στην οργή την είχε πιάσει;«Δε γίνεται», απάντησε κοφτά ο Ζιζέ, σε έναν τόνο που δε χωρούσε αντίλογο. Από πότε είχαν γίνει

τόσο απαιτητικές οι γυναίκες; Μπορούσε να ταξιδέψει αν ήθελε· μπορούσε να καλπάζει επί μέρες μεάδειο στομάχι και ελάχιστο ύπνο, αλλά κάτι στο φέρσιμό της τον έκανε να θέλει να της αντισταθεί,να την ταλαιπωρήσει λιγάκι.«Εντάξει, θα φύγουμε αύριο», είπε κοφτά εκείνη και έφυγε βιαστικά για το μαγειρείο. Ο Ζιζέ

ακούμπησε πίσω και χαμογέλασε. Κάτι του έλεγε ότι το άμεσο μέλλον του επιφύλασσεαντιπαραθέσεις. Στο τέλος εκείνος θα ήταν, φυσικά, ο νικητής. Και για κάποιο λόγο αυτή η σκέψητού άρεσε.

Page 23: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 3

«Αχ, κυρά μου, τι στην ευχή θα του δώσουμε να φάει;» Η Άλις έσφιγγε και ξέσφιγγε με απελπισίατα δάχτυλά της καθώς κοιτούσε τα αδειανά ράφια γύρω της.«Τίποτα, αν ήταν στο χέρι μου». Η Μπριάνα ακούμπησε τις παλάμες της στο πεντακάθαρο ξύλινο

τραπέζι και προσπάθησε να συμμαζέψει τις σκόρπιες, μπερδεμένες σκέψεις της. Τα μάτια τηςπετούσαν φωτιές όταν κοίταξε την Άλις. «Ο άνθρωπος είναι τελείως αγροίκος! Άκουσες τι μου είπε;Ο Χιου είναι ζωντανός και αρνείται να με πάει κοντά του! Θέλει να περιμένω... να περιμένω μέχριαύριο το πρωί. Δεν είναι απίστευτο;»Η Άλις πήγε βιαστικά κοντά της και την έπιασε από το μανίκι. «Χαμήλωσε τη φωνή σου, θα σ’

ακούσει!» Τα ζαρωμένα μάγουλά της κοκκίνισαν και έριξε μια νευρική ματιά προς την πόρτα.«Ας μ’ ακούσει!» Η Μπριάνα ανασηκώθηκε απότομα και γύρισε προς την πόρτα, σαν να περίμενε

να μπει ο Ζιζέ για να τον προκαλέσει. «Ξέρει τι γνώμη έχω γι’ αυτόν».«Κυρά μου... ηρέμησε», την παρακάλεσε η Άλις χτυπώντας την καθησυχαστικά στο μπράτσο.

«Έλα, ας του πάμε κάτι να φάει. Να του βάλω λίγο βραστό;»Η ερώτηση της γυναίκας ανάγκασε την Μπριάνα να συγκεντρωθεί. Σκέφτηκε τη σούπα από τα

σκληρά ποδάρια της κότας που έτρωγαν μια βδομάδα τώρα, αραιώνοντάς τη κάθε τόσο με νερό γιανα φτουρήσει και νοστίμιζαν με χειμωνιάτικα λαχανικά. «Όχι, παραείναι καλό για την αφεντιά του»,αποφάνθηκε, κι αντί γι’ αυτό, έβγαλε ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί από μια πήλινη γάστρα και τοαπίθωσε σε ένα κασσιτέρινο πιάτο. «Ορίστε. Αυτό φτάνει και περισσεύει».«Μα είναι άρχοντας, Μπριάνα», ψιθύρισε η Άλις. «Ευγενής. Δε γίνεται να τον ταΐσουμε ξερό

ψωμί».«Εντάξει, ας του δώσουμε και λίγο τυρί», συμφώνησε με τα χίλια βάσανα. Ξετύλιξε ένα κομμάτι

μαλακό, φρέσκο και εύθρυπτο τυρί από το τουλπάνι του.«Και λίγο υδρόμελι». Η Άλις βούτηξε μια κασσιτέρινη καράφα στο βαρέλι με το κεχριμπαρένιο

υγρό και την άφησε στο δίσκο δίπλα στο πιάτο. «Να του το πάω;» πρότεινε με απροθυμία.Η Μπριάνα χαμογέλασε. «Όχι, θα του το πάω εγώ. Και ελπίζω να το εκτιμήσει, αλλιώς...»Η Άλις έστρεψε το βλέμμα της προς τα ουράνια.Η Μπριάνα έσπρωξε αδέξια με τον ώμο της την πόρτα, κρατώντας το δίσκο και με τα δύο της

χέρια, και προχώρησε προς τη μεγάλη αίθουσα. Το σχέδιό της ήταν να πείσει με κάθε τρόπο τον Ζιζένα πέσει για ύπνο αφού θα είχε φάει. Η Άλις του είχε ετοιμάσει ήδη το δωμάτιο των ξένων, όπουέφτανε κανείς από μια σπειροειδή σκάλα στο βάθος της αίθουσας. Κι όταν θα είχε αποκοιμηθεί,εκείνη θα έβρισκε την ευκαιρία να σελώσει το άλογό του και να τρέξει στο Γουίντσεστερ.Η μεταλλικές περισκελίδες που αγκάλιαζαν τα πόδια του Ζιζέ στραφτάλιζαν στην αναλαμπή της

φωτιάς και οι μυώδεις γάμπες του ξεχώριζαν καθαρά κάτω από το πλεχτό μέταλλο καθώς η Μπριάναπλησίαζε προς την καρέκλα του· είχε βγάλει τα γάντια και τα είχε αφήσει στο πάτωμα.Απόθεσε με θόρυβο το δίσκο πάνω στο ετοιμόρροπο τρίποδο δίπλα του. «Ορίστε, άρχοντά μου».

Οι λεονταρισμοί της όμως κόπηκαν απότομα όταν το βλέμμα του καρφώθηκε αυστηρό πάνω της.«Τι ζητούσαν από σένα αυτοί οι άνθρωποι το πρωί;» τη ρώτησε χωρίς να δώσει σημασία στο δίσκο

Page 24: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

που είχε αφήσει δίπλα του.«Ε...» ψέλλισε σαστισμένα και για να αποφύγει να του απαντήσει πλησίασε στα παράθυρα και

άρχισε να ελέγχει τα μάνταλα.«Τι ζητούσαν από σένα;» Ο τόνος της φωνής του την έκανε να ανατριχιάσει σύγκορμη.Ένιωσε το μεταλλικό μάνταλο να της παγώνει τα δάχτυλα και λαχτάρησε να ακουμπήσει το

φουντωμένο πρόσωπό της στο συμπαγές ξύλο, να ξαναβρεί λίγη ισορροπία, λίγη σταθερότητα μέσαστην ταραχή της.«Οι άντρες του πρίγκιπα Ιωάννη;» ρώτησε δήθεν ανάλαφρα. Δε θα επέτρεπε σ’ αυτό τον άνθρωπο

να καταλάβει πόσο την είχε αποθαρρύνει η κακοποίησή τους. Πήρε μια βαθιά τρεμουλιαστή ανάσα,επέστρεψε πάλι κοντά στο τζάκι και κάθισε επιφυλακτικά απέναντι από τον Ζιζέ.Εκείνος έκοψε μια μπουκιά ψωμί και άρχισε να τη μασάει αργά χωρίς να μιλάει.Η Μπριάνα ανασάλεψε αμήχανα, κοίταξε το πάτωμα. Ήξερε ότι περίμενε την απάντησή της. «Ο

πρίγκιπας Ιωάννης θέλει να με παντρέψει με κάποιον ευγενή του για να περιέλθει στη δικαιοδοσίατου το Σέφανοκ. Και έστειλε τους στρατιώτες του για να με πείσουν».«Οι μέθοδοί τους κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτες είναι», σχολίασε χαμηλόφωνα πριν πιει μια γουλιά

υδρόμελι. Μια σταγόνα κύλησε στην άκρη των χειλιών του και έσυρε τη γλώσσα του για να τημαζέψει.Η Μπριάνα άγγιξε ασυναίσθητα το πονεμένο σαγόνι της. «Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να φέρω

πίσω στο Σέφανοκ τον Χιου», πρόσθεσε με αγωνία. «Όταν δει ο πρίγκιπας Ιωάννης ότι ζει, ε... τότεθα σταματήσουν να με βασανίζουν».«Άρα είναι ευτύχημα το ότι επέστρεψε». Ο Ζιζέ ένωσε τα δάχτυλά του μπροστά στο στήθος.

«Αλλιώς θα αναγκαζόσουν να κάνεις ένα γάμο παρά τη θέλησή σου».Το πρόσωπό της παρέμεινε ανέκφραστο. «Αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Σου το είπα και πριν,

προτιμώ να πεθάνω παρά να μου συμβεί ξανά».Τα μάτια του πετάρισαν όταν άκουσε την τελευταία λέξη· η Μπριάνα έκλεισε απότομα το στόμα

της με την παλάμη και βλαστήμησε τον εαυτό της γι’ αυτό το λάθος. Ξανά. Με μια λέξη είχεαποκαλύψει το παρελθόν της.«Ξανά;» επανέλαβε ο Ζιζέ. Άλλαξε στάση, έσκυψε προς τα εμπρός κι ακούμπησε τους αγκώνες στα

γόνατά του.Η Μπριάνα πετάχτηκε απότομα από το κάθισμά της. Τα χείλη της έτρεμαν, τα μάγουλά της είχαν

κοκκινίσει, οι παλάμες της είχαν ιδρώσει. «Εσύ πρέπει να φας κι εγώ ν’ αλλάξω αυτό το φόρεμα»,είπε ζωηρά. «Με την άδειά σου».Ώστε έτσι έχουν τα πράγματα, σκέφτηκε ο Ζιζέ καθώς την κοιτούσε να ξεμακραίνει βιαστική και να

χάνεται πίσω από μια πόρτα στο βάθος της αίθουσας. Ήταν παντρεμένη παλιότερα και, αν κρίνω απότην αντίδρασή της, ο γάμος της δεν ήταν ευτυχισμένος.Πού βρισκόταν τώρα ο άντρας της; Τον είχε σκοτώσει με τη βαλλίστρα της, τον είχε σφάξει με το

μαχαίρι που είχε κρεμασμένο στη ζώνη της; Η σκέψη τον έκανε να χαμογελάσει· την είχε ικανή γιακάτι τέτοιο. Για την ακρίβεια, δε θυμόταν αν είχε γνωρίσει άλλη γυναίκα που να αγωνιζόταν με τόσηλύσσα για να διαφυλάξει τα πράγματα που αγαπούσε. Κατά τα φαινόμενα, το αντίτιμο που πλήρωνεγι’ αυτή της τη γενναιότητα ήταν πολύ υψηλό.

*

Page 25: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Η Μπριάνα έπιασε το λασπωμένο ποδόγυρο του χοντρού χωριάτικου φορέματός της και το τράβηξεμε δυσκολία πάνω από το κεφάλι της.Πώς στην οργή τής είχε έρθει να ξεστομίσει τέτοια ανοησία; Και μάλιστα μπροστά σ’ αυτό τον

άνθρωπο που της ήταν εντελώς άγνωστος! Το αίμα έβραζε στις φλέβες της, έτρεμε ολόκληρη από τοθυμό. Προσπάθησε να ανασάνει πιο αργά, να ηρεμήσει. Όσο πιο γρήγορα απαλλασσόταν από τηνπαρουσία του τόσο το καλύτερο.Χωρίς να βγάλει την πουκαμίσα και τις μάλλινες κάλτσες της και φορώντας ακόμα τις χοντρές

δερμάτινες μπότες, πλησίασε στη δρύινη κασέλα στα ποδάρια του κρεβατιού. Το σκαλιστό καπάκιάνοιξε τρίζοντας. Το άφησε ανοιχτό και άρχισε να ψάχνει μέσα. Είχε μόνο δύο φορέματα κατάλληλαγια την περίσταση και το ένα ήταν ξηλωμένο στη ραφή, επειδή δεν είχε βρει καιρό να το μαντάρει.Το πράσινο μάλλινο ήταν πιο ευπαρουσίαστο αν και κάπως φθαρμένο. Πέρασε το ύφασμα από τοκεφάλι της και ένιωσε την ευωδιά της λεβάντας που έβαζε η Άλις στις δρύινες κασέλες κάθε χρόνογια να μοσχοβολούν τα ρούχα. Καθώς οι πτυχές του έπεφταν στους ώμους της, το μάλλινο ύφασματην τσίμπησε λιγάκι. Η λινή πουκαμίσα ήταν ακόμα κάπως νωπή από τις αθέλητες βουτιές της στηνποτίστρα.Καθώς έστρωνε τη στρογγυλή λαιμόκοψη, άγγιξε το ασημένιο κέντημα του γιακά. Ήταν ανάγλυφο

και περίτεχνο, φτιαγμένο από τα χέρια της μητέρας της. Της όμορφης μητέρας της που περνούσεώρες ολόκληρες κεντώντας τα ρούχα της οικογένειας.Σαν να την έβλεπε τώρα μπροστά της, καθισμένη κοντά στο νότιο παράθυρο του δωματίου, με τον

ήλιο να αστράφτει πάνω στη γυαλιστερή κλωστή που ήταν ακουμπισμένη στην ποδιά της, στοχρυσό δίχτυ που κρατούσε τα κόκκινα μαλλιά της. Αναστέναξε βαθιά. Πόσο θα ’θελε να ήταν εκεί οιγονείς της τώρα. Να μην είχαν πεθάνει από κείνη τη φριχτή αρρώστια που τους είχε λιώσει. Θακαμάρωναν γι’ αυτήν, θα καμάρωναν επειδή είχε κρατήσει ζωντανό το κτήμα όσο έλειπε ο Χιου, θακαμάρωναν επειδή έκανε οικονομία και αποταμίευε, έτσι ώστε να υπάρχει κάτι ουσιαστικό, κάτι μεαξία, όταν θα γυρνούσε ο αδελφός της. Πώς μπορούσε αυτός ο αναίσθητος άνθρωπος να τηνκρατάει μακριά του ενώ εκείνη τον περίμενε με τόση αγωνία τόσον καιρό;Ίσιωσε το φόρεμα στους μηρούς της, τίναξε τις ζάρες και μάζεψε τη μέση με μια πλεχτή ζώνη που

αγκάλιαζε τους λεπτούς γοφούς της. Τα δάχτυλά της ήταν μουδιασμένα και εμπόδιζαν τις κινήσειςτης κι αυτό την εκνεύρισε. Ακούμπησε το θηκάρι με το μαχαίρι και το μανδύα της στην άκρη τουκρεβατιού, γιατί δεν ήθελε να κινήσει τις υποψίες του Ζιζέ, που ασφαλώς θα παραξενευόταν αν τηνέβλεπε να τα κρατάει όταν θα κατέβαινε στη μεγάλη αίθουσα. Σύντομα, με τη βοήθεια της Άλις, θατον έστελνε να πλαγιάσει στο δωμάτιο των ξένων και τότε θα το έσκαγε.Έδεσε τις μακριές πλεξούδες της μαζί και τις μάζεψε σε ένα χαλαρό κότσο που στερέωσε με

μεγάλες φουρκέτες πριν σκεπάσει το κεφάλι της με ένα λεπτό πέπλο. Στερέωσε το πέπλο με έναλεπτό χρυσό στεφάνι, το μόνο που δεν είχε πουλήσει, και ένιωσε το μέταλλό του κρύο και σφιχτόστο μέτωπό της.Προχώρησε αθόρυβα μέχρι την πόρτα, με το φόρεμά της να θροΐζει απαλά καθώς άγγιζε τις πλατιές

σανίδες του πατώματος από ξύλο φτελιάς. Καθώς άνοιγε το σύρτη, ίσιωσε το σώμα της καιετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει το σωτήρα της γι’ άλλη μια φορά.Το ψηλό σώμα του Ζιζέ κρεμόταν έξω από το θρονί, η πανοπλία του γυάλιζε στην αναλαμπή της

αδύναμης φωτιάς. Το ένα του χέρι κρεμόταν έξω από το μπράτσο του θρονιού και τα δάχτυλά τουακουμπούσαν σχεδόν στο πάτωμα.Κοιμόταν.

Page 26: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Καθώς τον περιεργαζόταν, η Μπριάνα ένιωσε ένα περίεργο, γλυκό φτερούγισμα στο στομάχι της.Για πρώτη φορά πρόσεξε τις γκρίζες σκιές κάτω από τα μάτια του, τις λεπτές γραμμές πουανοίγονταν σαν βεντάλια από τις άκρες τους. Μια περίεργη αίσθηση την έκανε να μαρμαρώσει εκείπου στεκόταν, λες και της είχαν κάνει μάγια.Ο Ζιζέ φαινόταν να κάθεται τελείως άβολα, έτσι στριμωγμένος στη στενή γωνία του θρονιού και

ξαφνικά της πέρασε από το μυαλό η σκέψη πως θα έπρεπε να του είχε δώσει να φορέσει μερικάρούχα του αδελφού της. Ο Χιου δεν έβλεπε την ώρα να πετάξει από πάνω του τη βαριά πανοπλίαόποτε γυρνούσε σπίτι και παραπονιόταν συνεχώς για το πόσο άβολη ήταν.Το στήθος του ανεβοκατέβαινε αργά, ρυθμικά, σημάδι ότι κοιμόταν βαθιά. Το μάλλινο ύφασμα του

εφαρμοστού χιτώνα του σκέπαζε το στήθος και την κοιλιά του, αφήνοντας να διαγράφονται οιγραμμές των μυών του. Είχε χαλαρώσει τα δερμάτινα λουριά που συγκρατούσαν μπροστά τοναλυσόπλεχτο θώρακά του και από το άνοιγμα φαινόταν ο δυνατός, μυώδης λαιμός του με τοηλιοκαμένο δέρμα.Δάγκωσε το χείλι της· ο πειρασμός να τον αγγίξει, να νιώσει την υφή της επιδερμίδας του, ήταν

ακαταμάχητος. Τα δάχτυλά της έκαιγαν από λαχτάρα.Έτριψε τα χέρια της εκνευρισμένη και προσπάθησε να καταπνίξει αυτή την εξοργιστική

παρόρμηση. Είχε αγανακτήσει με τον εαυτό της. Τι της συνέβαινε; Τόσο πολύ την είχε ζαλίσει ηπεριπέτεια εκείνης της μέρας που κόντευε να ξεχάσει το μοναχικό δρόμο που είχε διαλέξει στη ζωή;Θυμήσου τον Γουόλτερ, είπε αυστηρά στον εαυτό της. Θυμήσου πόσο δυστυχισμένη ήσουν κοντά

του, πόσο σε βασάνιζε ο κακορίζικος, χωρίς αγάπη γάμος σας.Η μεγαλύτερη διασκέδασή του ήταν να την τυραννάει, να της επιβάλλει τη θέλησή του ακόμα και

στην πιο ασήμαντη απόφαση· εκείνος κανόνιζε τι θα έτρωγε η Μπριάνα, τι θα φορούσε, τι θα έκανεόλη μέρα. Τόσο, που στο τέλος άρχισε να φοβάται ότι θα έχανε ακόμα και την ικανότητα νασκέφτεται. Και δε σκόπευε να επιτρέψει να επαναληφθεί.Γύρισε βιαστικά στο δωμάτιό της και πήρε το μανδύα και το μαχαίρι της από το κρεβάτι. Το μυαλό

της δούλευε πυρετωδώς καταστρώνοντας λεπτομέρειες του σχεδίου. Έπρεπε να εκμεταλλευτεί τηνευκαιρία που της δινόταν να φύγει αμέσως για το Γουίντσεστερ, τώρα, όσο ακόμα κοιμόταν ο Ζιζέ.Καθώς περνούσε νυχοπατώντας από μπροστά του, συλλογίστηκε την αποκοτιά που ετοιμαζόταν νακάνει και της ήρθε ζάλη. Τον φαντάστηκε να πετάγεται ξαφνικά όρθιος και να την πιάνει επ’αυτοφώρω. Όχι, αυτό δεν έπρεπε να συμβεί.Κάρφωσε το βλέμμα της στην πόρτα, στην άλλη άκρη της μεγάλης αίθουσας και προχώρησε

γρήγορα και αποφασιστικά, ανασηκώνοντας το φόρεμά της για να μη σκοντάψει. Όλοι οι μύες τουσώματός της ήταν σφιγμένοι, σε επιφυλακή, τ’ αυτιά της τεντωμένα για να πιάσουν τον παραμικρόήχο, τα μάτια της την παραμικρή κίνηση από το θρονί.Ύστερα από μερικές στιγμές που της φάνηκαν σαν αιώνας, το χέρι της άγγιξε το μάνταλο και

ξεγλίστρησε από τη μεγάλη αίθουσα στην είσοδο σαν φάντασμα πριν κλείσει πίσω της την πόρτα.Έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και ακούμπησε στον τοίχο για να ξαποστάσει.Η Άλις εμφανίστηκε από τη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιο των ξένων πάνω από το μαγειρείο

και την κοίταξε με μάτια γουρλωμένα από έκπληξη. «Κυρά μου! Τι συμβαίνει;» ψιθύρισεκοιτάζοντας με απορία τα ρούχα που φορούσε η Μπριάνα.«Σουτ!» Η Μπριάνα έφερε το δάχτυλο στα χείλη της, έπιασε την υπηρέτρια από το χέρι, άνοιξε την

εξώπορτα και την τράβηξε έξω στον παγωμένο αέρα. Κατέβηκαν τα σκαλοπάτια και μπήκαν στουςαψιδωτούς στάβλους κάτω από το υπερυψωμένο ισόγειο του πυργόσπιτου. Η μυρωδιά του

Page 27: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

πατημένου άχυρου και των αλόγων που ζούσαν κάποτε εκεί γέμιζε ακόμα τον αέρα.«Αχ, κυρά μου, όχι! Μην το κάνεις αυτό!» Στο λευκό, λοξό φεγγαρόφωτο που έμπαινε από την

ανοιχτή αψίδα στο στάβλο, η Μπριάνα είδε την Άλις να πιάνει με απόγνωση τα βουλιαγμέναμάγουλά της με τα ροζιασμένα, κοκαλιάρικα δάχτυλά της όταν άκουσε τι σκόπευε να κάνει.«Είναι ο μόνος τρόπος», απάντησε κοφτά. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Δεν ξεχνούσε την

εικόνα του ψηλού άντρα που κοιμόταν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους.«Τουλάχιστον άφησέ με να έρθω μαζί σου, κυρά».Μέσα στο χλομό φως, η Άλις ξαφνικά φαινόταν πιο γερασμένη, το πρόσωπό της αυλακωμένο από

την κούραση και την αγωνία. Την έπνιξαν οι τύψεις και ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους τηςγυναίκας. «Όχι, Άλις. Δεν έχω δικαίωμα να σου ζητήσω κάτι τέτοιο. Αρκετά ανέχτηκες από μένα,τώρα πρέπει να ξεκουραστείς. Πήγαινε να ξαπλώσεις, να κοιμηθείς λιγάκι. Ο άρχοντας Ζιζέ μπορείνα φροντίσει μόνος του τον εαυτό του».«Μα...»«Το Γουίντσεστερ δεν απέχει πάνω από τριάντα χιλιόμετρα. Ξέρω το δρόμο». Τουλάχιστον το

μεγαλύτερο κομμάτι του, συμπλήρωσε νοερά.«Μα πώς θα πας ως εκεί;» Η Άλις κοίταξε γύρω της, τα άδεια παχνιά. «Δε μας έχει μείνει πια

κανένα άλογο για να καβαλικέψεις».Η Μπριάνα χαμογέλασε πονηρά. «Εμείς δεν έχουμε...» Έδειξε προς τις παρυφές του δάσους, όπου

το μεγαλόσωμο άλογο του Ζιζέ περίμενε υπομονετικά βοσκώντας στο χορτάρι, με τα γκέμια τουδεμένα χαλαρά σε ένα χαμηλό κλαδί. «Έχει όμως εκείνος».

*

Αυτό που τον ξύπνησε ήταν το κρύο. Περόνιασε τα κόκαλά του σαν παγωμένα δάχτυλα, επίμονα,ανελέητα, έτσι που στο τέλος, αφού άλλαξε ξανά και ξανά στάση πασχίζοντας να βολέψει τοκατάκοπο σώμα του και να βυθιστεί πάλι στον ύπνο, άνοιξε απαυδισμένος τα μάτια του.Από τα μακρόστενα ξύλινα παραθυρόφυλλα έμπαινε ελάχιστο φως, αλλά του αρκούσε για να

διακρίνει τι τον περιέβαλλε. Η φωτιά είχε σβήσει, αλλά όχι πριν από πολλή ώρα, και τα κάρβουνασιγόκαιγαν ακόμα στην εστία.Το θρονί ανάγκαζε το σώμα του να παίρνει μια άκαμπτη, αφύσικη στάση, πίεζε το σκελετό του. Το

δεξί του χέρι είχε μουδιάσει· έτριξε τα δόντια του, ανοιγόκλεισε τα δάχτυλά του και ένιωσε το αίμανα επανέρχεται με ένα οδυνηρό τσίμπημα στις φλέβες του. Τινάζοντας από πάνω του τα σάβανα τουύπνου, θυμήθηκε μονομιάς πού βρισκόταν και τι έκανε εκεί. Θυμήθηκε την αποστολή που του είχεαναθέσει ο Χιου, θυμήθηκε την αποφασιστικότητα στο βλέμμα της λαίδης Μπριάνα, το πεισμωμένοσφίξιμο των χειλιών της τη στιγμή που την πληροφορούσε ότι δε θα έφευγαν το ίδιο βράδυ.Σηκώθηκε απότομα, πήγε στην πόρτα που χώριζε τη μεγάλη αίθουσα από τα ιδιαίτερα δωμάτια και

την άνοιξε. Κάτω από άλλες, φυσιολογικές συνθήκες ίσως να χτυπούσε πρώτα, αλλά ως εκείνη τηστιγμή τίποτε απ’ ό,τι αφορούσε τη λαίδη Μπριάνα δεν του είχε φανεί φυσιολογικό.Πριν καν κοιτάξει προς το ανέγγιχτο, απείραχτο κρεβάτι της, ήξερε, ήταν βέβαιος, ότι είχε φύγει. Η

μικρή μάγισσα!Ο Ζιζέ είχε προσφερθεί μόνος του να έρθει στο Σέφανοκ και να βρει την Μπριάνα, σαν χάρη προς

τον Χιου. Τώρα, αυτή η χάρη, μετατρεπόταν ραγδαία σε πραγματική δοκιμασία.Πλησίασε στο κρεβάτι και τράβηξε τα σκεπάσματα. Το λευκό, απείραχτο σεντόνι και η αμυδρή

Page 28: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

εσοχή στο στρώμα, εκεί που κανονικά τώρα θα έπρεπε να βρίσκεται ξαπλωμένο το σώμα της, τουφάνηκαν σαν να τον περιέπαιζαν. Το γλυκό, λεπτό άρωμα της λεβάντας που ανέδιδαν τασκεπάσματα του θύμισε εκείνα τα ατελείωτα ζεστά καλοκαίρια στο Πουατιέ και η καρδιά τουσκίρτησε. Πόσο μακριά του φαίνονταν τώρα.Ένας ανεπαίσθητος θόρυβος από την άλλη μεριά του κρεβατιού τού τράβηξε την προσοχή.«Δεν είναι εδώ, άρχοντά μου». Η Άλις ανασηκώθηκε από το χαμηλό στρώμα σφίγγοντας τα

σκεπάσματα στο κοκαλιάρικο στήθος της. Τα σγουρά μαλλιά της στεφάνωναν το κεφάλι της σανλεπτή γκρίζα δαντέλα και το πάνω μέρος των χεριών της ήταν αυλακωμένο από μαβιές φλέβες.«Το βλέπω», αποκρίθηκε ξερά ο Ζιζέ. Τα μάγουλά του θύμιζαν μαρμάρινο γλυπτό στο λιγοστό

φως. «Και παρ’ όλο που θα ήθελα πολύ να την αφήσω να τα βγάλει πέρα μόνη της, θα πάω να τηβρω».Τα μάτια της υπηρέτριας γυάλισαν από τα δάκρυα. «Αχ, κύριέ μου, μη φανείς πολύ σκληρός μαζί

της».«Γιατί όχι;» της απάντησε αγριωπά. «Η κοπέλα είναι τόσο ανόητη που δεν καταλαβαίνει ότι βάζει

τη ζωή της σε κίνδυνο».«Μα είχε τόσο καιρό να δει τον Χιου. Και όταν βάζει κάτι στο μυαλό της...» Η Άλις δε

συμπλήρωσε τη φράση· η φωνή της κόπηκε από ένα λυγμό.«Είναι δύστροπη και δεν υπακούει κανέναν, αυτό το έχω καταλάβει», είπε μορφάζοντας ο Ζιζέ.

«Πότε έφυγε;»«Λίγη ώρα αφότου αποκοιμήθηκες, άρχοντά μου».«Άρα δε θα έχει απομακρυνθεί πολύ». Συλλογίστηκε τα μισοσβησμένα κάρβουνα της φωτιάς και

υπολόγισε την ώρα. «Με τι μετακινείται; Τι άλογο έχει; Γιατί, αν καβαλικεύει καμιά φοραδίτσα, θατην προλάβω εύκολα».Η υπηρέτρια δε μίλησε, μόνο τον κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα σαν να ήταν φάντασμα,

εξακολουθώντας να σφίγγει στο στήθος της τα σκεπάσματα. «Το... το άλογό σου πήρε, άρχοντάμου», ψέλλισε στο τέλος.

*

Το φεγγάρι ξεπρόβαλλε σποραδικά μέσα από το δίχτυ που σχημάτιζαν τα γυμνά κλαριά των δέντρωνκαι πίσω από τα πέπλα των σύννεφων, φωτίζοντας αμυδρά το έδαφος του δάσους. Ο αέρας είχεδυναμώσει και σφύριζε ανάμεσα στα δέντρα σαν να διηγιόταν ιστορίες παλιές για το δάσος πουαγκάλιαζε το Σέφανοκ, για τα περιπλανώμενα φαντάσματά του.Το δάσος δεν έκρυβε κανένα μυστήριο για την Μπριάνα· είχε μεγαλώσει σ’ εκείνο τον τόπο, είχε

παίξει και είχε γελάσει, είχε τρέξει μαζί με τον Χιου μέσα σ’ εκείνα τα δέντρα. Δεν ένιωθε κανέναφόβο για τις γιγάντιες σκελετωμένες φιγούρες που υψώνονταν μπροστά της, τον παραμικρό φόβογια τις λιμνούλες που έλαμπαν σαν λιωμένο ασήμι στο φως του φεγγαριού. Ούτε για τααλυχτίσματα και τα χουγιάσματα των ζώων ψηλά στα κλαριά ή κάτω στη χαμηλή βλάστηση. Όχι, τοδάσος δεν την τρόμαζε· εκείνο που την τρόμαζε ήταν μήπως την προλάβει ο Ζιζέ ντε Σεν Λου.Φτέρνισε με απελπισία τα πλευρά του αλόγου του γι’ άλλη μια φορά. Μέσα στη βιασύνη της να

φύγει, είχε ξεχάσει να προσαρμόσει το μήκος των αναβατήρων στα πόδια της και τώρα κρέμοντανάχρηστοι στα πλευρά του αλόγου, με το μέταλλό τους να σκορπίζει γύρω θαμπερές ανταύγειες.Ακόμα και χωρίς τη βοήθεια των αναβατήρων, όμως, θεωρούσε τον εαυτό της άριστη καβαλάρισσα.

Page 29: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ωστόσο, εκείνο το ζώο αρνιόταν πεισματικά να προχωρήσει πιο γρήγορα από έναν ανόρεχτοτροχασμό! Θα νόμιζε κανείς ότι ο αφέντης του το έλεγχε από μακριά!Ξαφνικά το άλογο σταμάτησε και έστρεψε τα αυτιά του σαν να είχε ακούσει κάτι. Την επόμενη

στιγμή το άκουσε κι εκείνη –ήταν μια ανθρώπινη φωνή που έφερνε ως εκεί ο άνεμος. Δεν μπορούσενα διακρίνει τι έλεγε, όμως ήξερε ότι ήταν εκείνος. Τα δάχτυλά της έσφιξαν τα γκέμια, η καρδιά τηςφτερούγισε σαν τρελή. Πώς είχε καταφέρει να τους προλάβει τόσο γρήγορα; Το άλογο άρχισε νακάνει μεταβολή, υπακούοντας στη διαταγή του κυρίου του, και η Μπριάνα προσπάθησε να τραβήξειτα χαλινάρια και να επαναφέρει το κεφάλι του στη σωστή κατεύθυνση, αλλά ήταν μάταιο. Το άλογογύρισε απότομα στο στενό, λασπερό μονοπάτι. Τόσο απότομα, που λίγο έλειψε να τη ρίξει κάτωμέσα στην έξαψή του. Μόλις την τελευταία στιγμή πρόλαβε η Μπριάνα να περάσει το πόδι της πάνωαπό το λαιμό του και να κατεβεί όπως όπως.Με το κεφάλι ψηλά και βήμα αποφασιστικό, συνέχισε να προχωράει προς τα εμπρός, προς το

Γουίντσεστερ, τυλίγοντας σφιχτά τον μάλλινο μανδύα γύρω της. Θα μπορούσε να τρέξει να κρυφτείστη σκοτεινιά του δάσους, αλλά τι θα κατάφερνε μ’ αυτό; Ασφαλώς θα την έβρισκε· το πρόσωπότου είχε εκείνη την έκφραση του κυνηγού, του αρπαχτικού.Λίγα λεπτά αργότερα άκουσε τον ήχο από οπλές αλόγου που κάλπαζε. Της κοπήκαν τα φτερά και

το αίμα της πάγωσε από φόβο.«Λαίδη Μπριάνα!» φώναξε βροντερά ο Ζιζέ και η Μπριάνα ένιωσε τη φωνή του σαν γροθιά που τη

χτυπούσε κατάστηθα. Σταμάτησε, διπλώθηκε στα δύο, και η καρδιά της άρχισε να βροντάει δυνατάμέσα στο στήθος της. Μην κρύβεσαι σαν δειλή, πρόσταξε τον εαυτό της. Γύρνα και αντιμετώπισέτον!Ίσιωσε το σώμα της, στάθηκε ευθυτενής και γύρισε απότομα προς τα πίσω. Οι άκρες των ποδιών

της βυθίστηκαν στα μαλακά φύλλα που αργοσάπιζαν πάνω στο χώμα.Ο Ζιζέ δε φορούσε περικεφαλαία· τα μαλλιά του έμοιαζαν με αγκάθια. Τα μάτια του άστραφταν

από θυμό. Παρά τη φαινομενική της αταραξία, η Μπριάνα ευχόταν να άνοιγε ένα βαθύ βάραθρο απόκάτω του και να τον κατάπινε.«Για πού το ’βαλες;» Ο αυταρχικός του τόνος την εξόργισε. Το πρόσωπό του γυάλιζε από τον

ιδρώτα –προφανώς, πριν γυρίσει πίσω το άλογό του, έτρεχε για να την προλάβει.«Ξέρεις πολύ καλά». Δεν ήθελε να τον κοιτάξει στα μάτια, να παραδεχτεί ότι είχε παρακούσει τις

εντολές του, κι έτσι κάρφωσε το βλέμμα της στην άκρη του ποδιού του που ήταν περασμένο στοναναβατήρα και έφτανε στο ύψος του στήθους της. Η μεταλλική πανοπλία του ήταν γεμάτη θαμπάστίγματα από λάσπη.«Σου είπα να περιμένεις μέχρι το πρωί, που θα μπορούσα να σε συνοδεύσω». Η φωνή του ήταν

χαμηλή, ήρεμη, αλλά η Μπριάνα μπορούσε να διακρίνει το θυμό και την αγανάκτηση που κρυβότανκάτω από τον συγκρατημένο τόνο του. Ο αέρας που ολοένα και δυνάμωνε ανακάτευε τα ίσια μαλλιάτου και τα έκανε να φαίνονται ακόμα πιο ατίθασα... Ακόμα πιο υπέροχα, σκέφτηκε έξαφνα ηΜπριάνα και ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό.«Ξέρω το δρόμο», αντιγύρισε πεισμωμένα. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, σταύρωσε τα χέρια της

στο στήθος και τον κοίταξε προκλητικά. Στο αδύναμο φως του φεγγαριού, τα χαλκόχρωμα μαλλιάτης γυάλιζαν σαν απαλό μετάξι και μερικές ανυπότακτες τούφες ξεπρόβαλλαν από το πέπλο που τασκέπαζε.«Το θέμα δεν είναι αν ξέρεις το δρόμο ή όχι», της απάντησε ξερά, «αλλά το γεγονός ότι είσαι

γυναίκα. Καμιά αρχόντισσα δε βγαίνει ασυνόδευτη –είναι ανόητο και επικίνδυνο».

Page 30: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Η Μπριάνα έσπρωξε το αραχνοΰφαντο λευκό πέπλο πίσω από τον ώμο της. «Από τότε που έφυγε οΧιου, δε μου έμεναν πολλές επιλογές σ’ αυτό το ζήτημα», του απάντησε ήρεμα και πρακτικά.«Μέχρι τώρα μπορεί να μην είχες», συμφώνησε εκείνος, «αλλά ήξερες ότι θα σε πήγαινα εγώ στο

Γουίντσεστερ και με αψήφησες εσκεμμένα».Τα μάτια της πέταξαν φωτιές και σήκωσε αγέρωχα το πιγούνι της, εκνευρισμένη από την επίπληξή

του. «Ήθελα να πάω κοντά στον Χιου. Τρία χρόνια έχω να τον δω! Τόσο δύσκολο είναι να τοκαταλάβεις;»Όχι. Καθόλου δύσκολο δεν ήταν να το καταλάβει. Συμμεριζόταν την ανυπομονησία της, την

επιθυμία να βρεθεί κοντά στον αδελφό της, ειδικά ύστερα από τις ταλαιπωρίες που είχε υποστεί σταχέρια των ανθρώπων του Ιωάννη. Υποπτευόταν ότι το επεισόδιο που είχε παρακολουθήσει εκείνο τοπρωί ήταν ένα από τα πολλά.«Και στο κάτω κάτω», συνέχισε η Μπριάνα, «ποιος είσαι εσύ για να μου δίνεις διαταγές; Ούτε

πατέρας ούτε σύζυγός μου. Θα κάνω ό,τι θέλω και θα πηγαίνω όπου θέλω. Εγώ αποφασίζω».«Δηλαδή κάνεις ό,τι σου αρέσει χωρίς να σε ενδιαφέρει τι επιπτώσεις θα έχει στους άλλους».Έτσι όπως το διατύπωνε, θα νόμιζε κανείς ότι ήταν μια κακομαθημένη κοπελίτσα! «Όχι, δεν είναι

καθόλου έτσι!»«Τι θα σκεφτόταν ο Χιου αν μάθαινε ότι σου έτυχε κάτι; Πώς θα ένιωθε;»«Μπορώ να προστατέψω τον εαυτό μου!»«Χα! Όπως τον προστάτεψες σήμερα το πρωί;» αντιγύρισε εκείνος περιφρονητικά. «Αν δεν είχα

εμφανιστεί εκείνη την ώρα...»«Αυτοί οι άνθρωποι είναι δειλοί. Και ο Φουλκ είναι ο πιο δειλός απ’ όλους. Αργά ή γρήγορα θα με

άφηναν στην ησυχία μου. Είτε εμφανιζόσουν είτε όχι, δε θα είχε καμία διαφορά».«Μεγάλα λόγια, λαίδη μου! Ωστόσο, υποψιάζομαι ότι ούτε εσύ η ίδια δεν τα πιστεύεις. Μια

γυναίκα μόνη της είναι ευάλωτη, και ακόμα περισσότερο μια γυναίκα που έχει την ανοησία ναπιστεύει ότι μπορεί να εξουδετερώσει έναν άντρα».«Εγώ μπορώ. Ο Χιου μου έμαθε να χρησιμοποιώ τη βαλλίστρα και το μαχαίρι».Ο Ζιζέ χαμογέλασε περιφρονητικά. «Αυτό το μαχαίρι είναι περισσότερο εμπόδιο παρά βοήθεια·

πολύ εύκολα μπορεί να στραφεί εναντίον σου αν κάποιος σ’ το αρπάξει από το χέρι και το στρέψειπάνω σου. Πιο ασφαλής θα ήσουν αν δεν το είχες καθόλου».Ο Χιου της είχε δώσει αυτό το μαχαίρι λίγο πριν φύγει για τον πόλεμο. Εκείνος της είχε μάθει πώς

να το χρησιμοποιεί σωστά, παρ’ όλο που δεν ήξερε τι περνούσε η αδελφή του στα χέρια του άντρατης. Ελάχιστα πράγματα του είχε πει, γιατί δεν ήθελε να αποκαλύψει τα βάσανά της ούτε στον ίδιοτης τον αδελφό.Αυτό το μαχαίρι την έκανε να αισθάνεται ασφαλής. Ένιωθε το βάρος του στο γοφό της και έπαιρνε

δύναμη και κουράγιο. Και τώρα αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο ξένος, είχε το θράσος να υποσκάπτει τηδύναμή του!«Δεν ξέρεις τι λες!» του πέταξε περιφρονητικά, με βλέμμα γεμάτο θυμό. «Δε με ξέρεις καθόλου, κι

όμως με επικρίνεις και με καταδικάζεις. Πώς τολμάς;»Με μια αστραπιαία κίνηση κατέβηκε από το άλογο –αυτό το προδοτικό ζωντανό που για χάρη της

αρνιόταν να προχωρήσει πιο γρήγορα από σαλιγκάρι– και στάθηκε μπροστά της. «Τρέφειςεπικίνδυνες ψευδαισθήσεις αν νομίζεις πως μπορείς να αμυνθείς μ’ αυτό το μαχαιράκι». Στεκόταντόσο κοντά της, που τα πόδια του μπλέκονταν στις πτυχές του φορέματός της.Η Μπριάνα οπισθοχώρησε ενστικτωδώς, έσπρωξε προς τα πίσω τα φύλλα του μανδύα της, έπιασε

Page 31: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

τη λαβή του μαχαιριού και το τράβηξε από το θηκάρι.Το χέρι του τινάχτηκε σαν αστραπή, γυμνασμένο από τις αμέτρητες μάχες, τα δυνατά του δάχτυλα

έκλεισαν μέσα τους τα δικά της, τα έσφιξαν, τα έλιωσαν. Ο πόνος διαπέρασε σαν σουβλιά τον καρπότης και το μαχαίρι γλίστρησε από τα δάχτυλά της που είχαν παραλύσει.«Δεν είσαι δίκαιος...» είπε πνιχτά.Ο Ζιζέ άρπαξε το μαχαίρι στον αέρα πριν πέσει στο χώμα και έσπρωξε τη μυτερή άκρη του προς

την καρδιά της. Για μια ατελείωτη στιγμή έμειναν έτσι, εκεί, ανασαίνοντας γρήγορα, με το φεγγάρινα φωτίζει τα ακίνητα σώματά τους.«Βλέπεις πόσο εύκολο ήταν;» τη ρώτησε ξερά, κοροϊδευτικά. Στεκόταν τόσο κοντά της, που τα

ρουθούνια της γέμιζαν από τη μυρωδιά του –ένα μεθυστικό μείγμα από εξωτικά μπαχαρικά καικαπνό ξύλου.Η Μπριάνα έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, τρομαγμένη από την ταχύτητα της αντίδρασής του,

ακόμα πιο τρομαγμένη από τη δική της αντίδραση στην τόσο κοντινή παρουσία του. Καισυνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να πάει πιο μακριά όταν η φτέρνα της σκόνταψε στην προεξοχήενός κορμού. Πάνω από τα κεφάλια τους χούγιαξε μια κουκουβάγια και η κραυγή της ακούστηκεαπόκοσμη μέσα στη σιγαλιά του σύδεντρου.«Δώσε μου πίσω το μαχαίρι μου!» Η φωνή της έτρεμε από φόβο και σαστιμάρα. Ακούμπησε τις

παλάμες της στο συμπαγή κορμό νιώθοντας γυμνή και ανυπεράσπιστη χωρίς αυτό. «Έπρεπε να σεσκότωνα όταν μου δόθηκε η ευκαιρία!»Ο Ζιζέ γέλασε κοφτά και τα κατάλευκα δόντια του έλαμψαν σε αντίθεση με το ηλιοκαμένο

πρόσωπό του. Γύρισε το μαχαίρι ανάποδα, το έπιασε από τη λεπίδα και της το πρόσφερε με τη λαβήστραμμένη προς το μέρος της. «Ο θάνατος από βαλλίστρα μπορεί και να ήταν προτιμότερος από τονα παριστάνω το συνοδό σου».Τον κοίταξε εχθρικά και έβαλε πάλι το μαχαίρι στη θήκη του με μια κοφτή κίνηση. «Δεν πάω πίσω

στο Σέφανοκ μαζί σου», ανακοίνωσε ορθά κοφτά. «Θα συνεχίσω για το Γουίντσεστερ, είτε σουαρέσει ούτε όχι. Και δεν μπορείς να με αναγκάσεις να σε ακολουθήσω».Το γόνατό του τρίφτηκε στο πόδι της και η Μπριάνα ζάρωσε τρομαγμένη. Η φωνή του, όταν

μίλησε, ήταν σιγανή και απειλητικά ήρεμη. «Μπορώ να σε αναγκάσω να κάνεις ό,τι θέλω». Τοβλέμμα του καρφώθηκε στα μάτια της σαν δυο κομμάτια γρανίτης. «Μην έχεις αυταπάτες. Μηνομίζεις ότι δε θα μπορούσα να σου επιβάλω τη θέλησή μου, είτε εγώ είτε οποιοσδήποτε άλλοςάντρας, εδώ που τα λέμε. Είναι επικίνδυνο να σκέφτεσαι με τέτοιο τρόπο».«Μέχρι τώρα τα κατάφερα», αντιγύρισε εκείνη με φωνή που έτρεμε. «Ό,τι κι αν πεις, δεν πρόκειται

να γυρίσω πίσω μαζί σου».Ο Ζιζέ αναστέναξε. Η κοπέλα ήταν εντελώς ανόητη. Φυσικά θα μπορούσε να την αναγκάσει να

γυρίσει μαζί του στο Σέφανοκ. Και χωρίς να κοπιάσει ιδιαίτερα· θα αρκούσε να την αρπάξει από τημέση και να την ανεβάσει στο άλογό του. Και δε θα είχε καμία σημασία αν φώναζε ή αντιστεκόταν.Δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό; Είχε το διπλάσιο μέγεθος από κείνη και πολύ μεγαλύτερηδύναμη από τη δική της.Ωστόσο δεν είχε καμία πρόθεση να συνεχίσει τη λογομαχία. Έκανε μεταβολή, πήγε στο άλογό του,

έσφιξε το λουρί της σέλας και καβαλίκεψε. «Πήδα πάνω», την πρόσταξε και, βγάζοντας το πόδι τουαπό τον αναβατήρα, τον κλότσησε προς το μέρος της.«Τ... τι;» Η Μπριάνα τον κοίταξε εμβρόντητη. «Αποκλείεται! Δεν μπορώ!»«Μπορούσες μια χαρά όταν έκλεψες το άλογό μου». Ο Ζιζέ την κοίταξε αγέρωχα, αφ’ υψηλού. Το

Page 32: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

άλογο έσκαψε το χώμα με την οπλή του τινάζοντας λάσπη και μουλιασμένα φύλλα.«Δανείστηκα το άλογό σου», τον διόρθωσε. «Όχι, δηλαδή, πως με βοήθησε πολύ αυτό· αρνιόταν

να πάει πιο γρήγορα, όσο κι αν το φτέρνιζα».«Είναι εκπαιδευμένο να υπακούει μόνο εμένα», της εξήγησε καθώς άπλωνε το χέρι του προς το

μέρος της. «Έλα λοιπόν, ανέβα».Αυτό που πας να κάνεις είναι λάθος, είπε στον εαυτό της, την ίδια στιγμή που έπιανε το χέρι του

και έβαζε το πόδι της στον αναβατήρα. Καθώς καθόταν μπροστά του, ένιωσε ένα κύμα έξαψης νααπλώνεται μέσα της. Σκαρφάλωσε στο ψηλό άλογο σαν να ήταν πιο ελαφριά κι από πούπουλο καιένιωσε την κόψη της σέλας να της πιέζει δυσάρεστα το γοφό. Γι’ αυτό πέρασε το πόδι της πάνω απότο λαιμό του αλόγου και κάθισε καβαλικευτά. Ύστερα έσκυψε προς τα εμπρός και έπιασε σφιχτά τηχαίτη του για να κρατηθεί.«Ακούμπησε πίσω». Ήταν προσταγή, όχι παράκληση. Η ζεστή του ανάσα ανάδευσε το πέπλο της

και το λεπτό ύφασμα τη χάιδεψε στον αυχένα, κάνοντάς τη να ανατριχιάσει. «Με την ταχύτητα πουθα έχουμε, θα πέσεις κάτω. Ακούμπησε πίσω», επανέλαβε ακόμα πιο κοφτά.Για τον Χιου το κάνεις, είπε νοερά στον εαυτό της ξανά και ξανά καθώς ακουμπούσε με δισταγμό

στο πλατύ του στήθος. Η επαφή με το σώμα του έβαλε φωτιά σε κάθε νευρική απόληξη τουσώματός της και μονομιάς ένιωσε μια πρωτόγνωρη ζωντάνια να την κυριεύει. Κάτω από τιςστρώσεις των υφασμάτων, κάτω από τον χοντρό μάλλινο μανδύα, τη λινή πουκαμίσα και το φόρεμάτης, ένιωθε τους μυς του στήθους του να πιέζουν τις λεπτές της ωμοπλάτες.Το ένα του χέρι τυλίχτηκε γύρω από τη μέση της, την κράτησε σφιχτά πάνω του καθώς το άλογο

κατάπινε σαν αστραπή την απόσταση τινάζοντας σβόλους χώμα στο πέρασμά του.Ποτέ άλλοτε δεν είχε βρεθεί τόσο κοντά σε έναν άντρα, ούτε καν με τον Γουόλτερ· αυτό που έκανε

τώρα ήταν ενάντιο σε κάθε υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της όταν εγκατέλειπε εκείνο τοναπαίσιο άνθρωπο. Όσο κι αν προσπαθούσε να μην τον αγγίζει, η κίνηση του αλόγου την έκανε ναπέφτει πάνω του ξανά και ξανά. Τα μάγουλά της είχαν γίνει κατακόκκινα από την ντροπή.Πόσο λεπτή και εύθραυστη είναι, σκεφτόταν ο Ζιζέ για την κοπέλα που κρατούσε στην αγκαλιά

του. Η εξωτερική εμφάνισή της διέψευδε την εσωτερική της δύναμη, το θάρρος και το κουράγιο πουέδειχνε. Σαν ένα ντελικάτο λουλούδι που λύγιζε στον δυνατό άνεμο αλλά χωρίς να σπάει, επειδή ομίσχος του ήταν ανθεκτικός. Θα χρειαζόταν να καταβάλει κανείς πολύ κόπο για να την τσακίσει. Ηδιαίσθησή του του έλεγε ότι το πρωί είχε φτάσει πολύ κοντά σ’ αυτό το σημείο, ότι την είχε δει ναστέκεται στο χείλος του απόλυτου τρόμου, της απόλυτης δυστυχίας. Όταν τη βασάνιζαν εκείνοι οιπαλιάνθρωποι είχε αντισταθεί με όλες τις δυνάμεις της, λυσσαλέα. Έσφιξε τα χείλη του με θυμό·καμιά γυναίκα δεν άξιζε να της φέρονται έτσι, ό,τι κι αν είχε κάνει, όπως κι αν είχε συμπεριφερθεί.Το χέρι του σφίχτηκε ασυναίσθητα γύρω της. Οι ώμοι της ακούμπησαν στο στήθος του και

μόρφασε με δυσφορία όταν ένιωσε το σώμα του να ανταποκρίνεται στην ελάχιστη πίεση, στο λεπτόάρωμα της λεβάντας που ανέδιδαν τα μαλλιά της.Ήξερε ότι δεν έπρεπε να δεθεί μαζί της. Ύστερα από ό,τι είχε συμβεί με τη Νάντια, οι γυναίκες γι’

αυτόν περιορίζονταν απλώς σε ρόλο απρόσωπης σωματικής ανακούφισης. Ποτέ δε ρωτούσε ταονόματά τους, ποτέ δεν άνοιγε συζήτηση μαζί τους. Έτσι το προτιμούσε και έτσι του ταίριαζε πια.Χωρίς να το αντιληφθεί, έτριψε τον πονεμένο μηρό του –τη διαρκή υπενθύμιση της γυναίκας που

είχε αγαπήσει όταν ήταν στην Ανατολή, τη γυναίκα που είχε πεθάνει προσπαθώντας να βοηθήσειαυτόν και τους άντρες του. Ήταν με το μέρος τους και είχε πληρώσει με τη ζωή της αυτή τηναφοσίωση. Το τραύμα του ήταν πολύ μικρό αντίτιμο συγκριτικά –ένας διαρκής πόνος που τον

Page 33: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

κατέτρωγε κάθε μέρα, του θύμιζε την ενοχή του, το φταίξιμό του. Και το απέραντο μαύρο κενό στηνκαρδιά του.

Page 34: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 4

Εκεί που τελείωνε το δάσος με το λαβύρινθο των μονοπατιών του ξεκινούσαν οι κυματιστοί λόφοικαι οι πλατιές πεδιάδες με τις ψηλές τούφες της αχνοπράσινης χλόης που κυμάτιζαν στον αέρα σανμαλλιά μέσα στο νερό. Το φεγγάρι ταξίδευε γοργά πίσω από τα δαντελένια κρόσσια των σύννεφωνκαι έλουζε το τοπίο σε ένα απόκοσμο φως, βαθαίνοντας τις μαυριδερές σκιές, κάνοντας ταεύθραυστα κλαδιά του κράταιγου να μοιάζουν με σκεβρωμένα, σκελετωμένα γεροντικά δάχτυλα.Ο Ζιζέ γνώριζε καλά εκείνο το τοπίο, τις ανοιχτές εκτάσεις της παιδικής του ηλικίας –ή

τουλάχιστον πριν πάει στην αυλή της βασίλισσας Ελεονώρας στο Πουατιέ για να εκπαιδευτεί στηνιπποσύνη.Όσο βρίσκονταν στο δάσος ήταν υποχρεωμένος να βασίζεται στις οδηγίες της κοπέλας και να

ακολουθεί σιωπηλός την κατεύθυνση που του έδειχνε με το απλωμένο της χέρι, μέχρι που τα δέντρααραίωσαν και το δάσος έμεινε πίσω τους.Τώρα πίεσε τα πλευρά του αλόγου με τις φτέρνες του και το ώθησε να ανεβεί την ανηφορική

πλαγιά που έβγαζε στο ίσιωμα, σκύβοντας προς τα εμπρός για να ισορροπήσει. Η κίνησή τουανάγκασε την Μπριάνα να αλλάξει θέση για να μην έρχεται σε επαφή με το σώμα του.Ο Ζιζέ χαμογέλασε ειρωνικά. Η μικρή πεισματάρα έκανε ό,τι μπορούσε για να δυσκολεύει το ταξίδι

τους, του φερόταν λες και είχε καμιά μολυσματική ασθένεια, όχι σαν να της έκανε χάρη.Όταν έφτασαν στην κορυφή του λόφου, ο Ζιζέ σπιρούνισε το άλογο για να καλπάσει. Τώρα η

Μπριάνα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς παρά να ακουμπήσει πάνω του, αλλιώς κινδύνευε να πέσει.Αγκαλιάζοντας τη σφιχτά από τη μέση, την πίεσε στο στήθος του και ένιωσε όλο της το σώμα ναδιαμαρτύρεται γι’ αυτή του την κίνηση μένοντας παγωμένο και άκαμπτο. Ακόμα και μέσα από ταρούχα που τους χώριζαν ένιωσε τα εύθραυστα κόκαλα του θώρακά της και την καρδιά της πουχτυπούσε σαν φυλακισμένο πουλί στο στήθος της. Παρά το πείσμα και τη γενναιότητα που έδειχνεμπροστά του, στην πραγματικότητα φοβόταν. Αυτή η σκέψη τον ενόχλησε. Δεν είχε κανένα λόγο νατον φοβάται.Ο άνεμος τους μαστίγωνε καθώς κάλπαζαν, άρπαζε το φόρεμα της Μπριάνα και το κολλούσε πάνω

στα πόδια του Ζιζέ. Ανέμιζε το πέπλο της ρίχνοντάς το στο πρόσωπό του, του έκλεινε τα μάτια, τοντύφλωνε. Τραβώντας απότομα τα γκέμια, ο Ζιζέ έπιασε το λεπτό μετάξι και με την ίδια κίνηση τοαπέσπασε από το κεφάλι της. Το χρυσό στεφάνι διέγραψε έναν κύκλο στον αέρα και προσγειώθηκεμε ένα απαλό θρόισμα στο ψηλό χορτάρι.«Το στεφάνι μου!» φώναξε η Μπριάνα με έκπληξη. Και πριν ο Ζιζέ προλάβει να μαντέψει την

αντίδρασή της, κατρακύλησε αδέξια, όπως όπως, από την πλάτη του αλόγου, που την ίδια στιγμήσταμάτησε τον καλπασμό του και άρχισε να τροχάζει αργά. Η ανάσα της κόπηκε για μια στιγμή καικάθισε στις φτέρνες πάνω στο υγρό γρασίδι μέχρι να συνέλθει, ενώ την ίδια στιγμή έψαχνε με τοβλέμμα της να βρει το στεφάνι με το πέπλο. Ένα κύμα κούρασης και απογοήτευσης την αγκάλιασεκαι ρούφηξε από μέσα της όλη τη δύναμη.«Γιατί δεν περίμενες;» της φώναξε ο Ζιζέ θυμωμένα. «Θα σ’ το έφερνα εγώ το στεφάνι σου».Η Μπριάνα ίσιωσε το φόρεμά της και έτριψε τις γάμπες της που είχαν αρχίσει να μουδιάζουν και να

Page 35: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

μυρμηγκιάζουν έτσι όπως ήταν ακόμα καθισμένη.Ένιωθε πιο ασφαλής στο έδαφος. Η παρατεταμένη επαφή με το σώμα του, η ζεστασιά του δυνατού

του στέρνου στην πλάτη της –αυτά ήταν που την είχαν κάνει να πηδήξει από τη σέλα με την πρώτησαθρή δικαιολογία.Μάσησε το χείλι της και τον κοίταξε σκεφτική. Ήταν απίστευτο, αλλά της έλειπε ήδη η επαφή με το

σώμα του! Ο κρύος αέρας ανέμιζε το μανδύα της κάνοντας τις άκρες του να φτερουγίζουν και τηλεπτή εσωτερική φόδρα να λαμπυρίζει.«Χάνουμε χρόνο!» Ο Ζιζέ κατέβηκε από το άλογο.«Εσύ πέταξες το πέπλο μου», του απάντησε θυμωμένα και μόρφασε όταν ένιωσε σαν να

τρυπούσαν χιλιάδες βελόνες τα μουδιασμένα της πόδια καθώς ανασηκωνόταν. Τέντωσε τη γάμπατης και προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη. Πότε ήταν η τελευταία φορά που ήθελε ναβρίσκεται τόσο κοντά σε έναν άντρα;«Για να αποτρέψω σοβαρότερο ατύχημα», αντιγύρισε εκείνος. Έπιασε από κάτω το λεπτό

μεταξωτό πέπλο και το χρυσό στεφάνι και τα φύλαξε στο στήθος του, κάτω από το μανδύα. «Θα τακρατήσω εγώ».Η Μπριάνα τον κοίταξε με έκπληξη και άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του. Ο άνεμος

ανακάτευε τα μαλλιά της και απειλούσε να λύσει τον μεταξένιο κότσο στη βάση του αυχένα της.Τράβηξε πάλι βιαστικά το χέρι της πίσω και προσπάθησε να στερεώσει στη θέση τους τις φουρκέτες.«Θέλω το πέπλο μου», είπε επιτακτικά, πασχίζοντας να ανακτήσει τον έλεγχο, έστω και σε αυτό τοασήμαντο επίπεδο.Ο Ζιζέ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και καβαλίκεψε πάλι. «Όχι, φυσάει πολύ. Μπορεί να

συμβεί πάλι το ίδιο».Η Μπριάνα άνοιξε το στόμα της για να φέρει αντίλογο γι’ άλλη μια φορά, αλλά τα λόγια της

κόπηκαν απότομα όταν την άρπαξε από τη μέση και την ανέβασε με εκνευριστική ευκολία στη σέλα.«Όσο λογομαχούμε τόσο αργείς να πας κοντά στον αδελφό σου», είπε ήρεμα και μετακινήθηκε γιανα της κάνει χώρο να βολευτεί. «Νόμιζα ότι ανυπομονούσες να τον δεις».«Και βέβαια ανυπομονώ», διαμαρτυρήθηκε εκείνη με αγανάκτηση και προσπάθησε να τραβήξει το

σώμα της μακριά από το δικό του.«Τότε σταμάτα να μου αντιστέκεσαι, σταμάτα να μου αντιμιλάς και άσε με να σε πάω κοντά του!»

της απάντησε στον ίδιο τόνο. «Και, κυρίως, σταμάτα να στριφογυρνάς!»

*

Το κάστρο του Σάμπορν υψωνόταν επιβλητικό καταμεσής τις κοιλάδας του ποταμού, ένας θεόρατοςπέτρινος σωρός τυλιγμένος στην ομίχλη. Ένας στρατιώτης ξεπρόβαλε από την αψιδωτή πύλη τηςεισόδου κρατώντας ψηλά έναν αναμμένο δαυλό και έπιασε τα χαλινάρια του αλόγου. Όταναναγνώρισε τον ιππότη χαμογέλασε πλατιά και παραμέρισε για να τον αφήσει να περάσει.Η Μπριάνα ανοιγόκλεισε τα μάτια της, θαμπωμένη από το φως του δαυλού ύστερα από το σκοτάδι

του δάσους και της κοιλάδας. Οι οπλές του αλόγου αντήχησαν δυνατά πάνω στις πέτρινες πλάκες.«Λαίδη μου;» Ο Ζιζέ είχε ξεπεζέψει και στεκόταν ήδη στις χορταριασμένες πλάκες του εσωτερικού

περιτειχίσματος με το χέρι απλωμένο προς το μέρος της. Η πρώτη της αντίδραση ήταν να αρνηθεί τηβοήθειά του, να κατεβεί μόνη της από το άλογο. Τον κοίταξε αναποφάσιστη.«Έλα λοιπόν», της είπε ανυπόμονα και τα μάτια του άστραψαν. «Δέξου τη βοήθειά μου για μια

Page 36: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

φορά. Θα σου κάνει πιο εύκολη τη ζωή».Η Μπριάνα ακούμπησε το χέρι της στο δικό του και η πλατιά του παλάμη κατάπιε τα λεπτά της

δάχτυλα. Πέρασε το πόδι της πάνω από το λαιμό του αλόγου και πήδηξε κάτω. Όμως την ίδιαστιγμή, ο Ζιζέ την έπιασε από τη μέση. Χάνοντας την ισορροπία της, έπεσε πάνω του και για μιαστιγμή το μάγουλό της τρίφτηκε στο δικό του. Τα γένια του έξυσαν το τρυφερό της δέρμα και ημεθυστική μυρωδιά του σώματός του την αγκάλιασε. Η Μπριάνα ένιωσε ένα φούντωμα σε όλο τηςτο κορμί.«Ορίστε». Ο Ζιζέ της έδωσε το πέπλο και το στεφάνι της.Με δάχτυλα που έτρεμαν από την απρόσμενη επαφή, η Μπριάνα πέρασε τη λαμπερή ταινία στο

κεφάλι της και στερέωσε το πέπλο. «Πήγαινέ με στον Χιου, σε παρακαλώ».Πάνω στη βιασύνη της, είχε βάλει στραβά τη χρυσή ταινία στο μέτωπό της· ο Ζιζέ άπλωσε το χέρι

του και την ίσιωσε. Απροετοίμαστη για τη χειρονομία του, η Μπριάνα έκανε ένα βήμα προς τα πίσωκαι τον κοίταξε με μάτια γεμάτα τρόμο.Ο Ζιζέ απόρησε. «Τι έπαθες πάλι;» Από την αντίδρασή της, θα νόμιζε κανείς ότι ετοιμαζόταν να τη

χτυπήσει. «Δεν έχεις κανένα λόγο να με φοβάσαι».Κι όμως, έχω, σκέφτηκε εκείνη καθώς τον ακολουθούσε προς τα πλατιά πέτρινα σκαλοπάτια της

κεντρικής εισόδου. Φοβάμαι... φοβάμαι όλους τους άντρες, φοβάμαι αυτά για τα οποία είναι ικανοί.Γι’ αυτό κρύβομαι απ’ αυτούς, γι’ αυτό αποκρούω κάθε πράξη καλοσύνης, γι’ αυτό με τρομάζει ητρυφερότητα. Αυτό που μου συνέβη παλιά δεν πρέπει να ξαναγίνει.Ο Ζιζέ την οδήγησε στο δωμάτιο του Χιου, ψηλά στο βόρειο πυργίσκο του κάστρου, τρεις

ορόφους πάνω από το έδαφος, όπου έφτανε κανείς από μια στενή σπειροειδή σκάλα. Έσπρωξε μιαβαριά ξύλινη πόρτα και παραμέρισε για να περάσει η Μπριάνα. Καθώς διέσχιζε το κατώφλι, ένιωσεσαν να τη χτύπησε ένα τείχος φωτιάς στο πρόσωπο.Στην αρχή δε διέκρινε τίποτα, μόνο την αναλαμπή από τα κάρβουνα που έκαιγαν σε ένα μαγκάλι

στη γωνία και την κοκκινωπή αντανάκλασή τους στον τοίχο που ήταν ντυμένος με ξύλο.Σάρωσε με το βλέμμα της το σκοτάδι, βρήκε το κρεβάτι, είδε τον αδελφό της.Το κεφάλι του ακουμπούσε σε ένα μεγάλο λινό μαξιλάρι, τα μαλλιά του ήταν υγρά, κολλημένα στο

κρανίο του. Το πρόσωπό του άσπρο σαν κιμωλία, εκτός από δύο κατακόκκινους κύκλους σταμάγουλά του, το δέρμα του λεπτό και τεντωμένο πάνω στα κόκαλα. Τα στεγνά, σκασμένα του χείληήταν σκεπασμένα από ξεραμένο αίμα και το μέτωπό του γυάλιζε από κόμπους ιδρώτα. Φορούσε έναλινό νυχτικό και τα χέρια του, που ξεπρόβαλλαν από τα κοντά μανίκια, ήταν ακουμπισμένα πάνωστο γούνινο σκέπασμα με τις παλάμες προς τα πάνω. Κάθε τόσο το σώμα του συνταραζόταν από έναδυνατό ρίγος, λες και το τράνταζε μια αόρατη δύναμη.«Ω Θεέ μου!» Έφερε τρομαγμένη τα χέρια στο πρόσωπό της, γύρισε προς το μέρος του Ζιζέ

αναζητώντας κάποια παρηγοριά, λίγο να την καθησυχάσει ο άνθρωπος που γνώριζε μόλις μια μέρα.Όμως το πρόσωπό του ήταν βλοσυρό, τα μάτια του καρφωμένα στον Χιου.Καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια, η Μπριάνα προχώρησε προς το κρεβάτι. Τα πόδια της

ήταν άκαμπτα σαν ξύλινα, τα χέρια της έτρεμαν καθώς έπιανε το χέρι του αδελφού της. Τα δάχτυλάτου έμειναν άψυχα όταν τα έσφιξε. Την έπιασε πανικός. Όχι, δεν ήταν δυνατόν να πεθάνει! Έσκυψεπιο κοντά του, πάνω από το γνώριμο, αγαπημένο πρόσωπό του, αφουγκράστηκε την αδύναμη ανάσαπου έβγαινε από τα χείλη του. Ο πυρετός αναδιδόταν κατά κύματα από το σώμα του. Ότανακούμπησε το μέτωπό του, τα δάχτυλά της υγράνθηκαν από τον ιδρώτα.«Κάνει πάρα πολλή ζέστη εδώ μέσα. Γι’ αυτό ψήνεται στον πυρετό!» Έτρεξε στο παράθυρο, έπιασε

Page 37: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

το σιδερένιο μάνταλο με δάχτυλα που έτρεμαν και ετοιμάστηκε να ανοίξει τα ξύλινα παντζούρια γιανα μπει φρέσκος καθαρός αέρας. Όμως το χέρι του Ζιζέ τη σταμάτησε.«Όχι, πρέπει να είναι ζεστό το δωμάτιο. Ο ιδρώτας ρίχνει τον πυρετό».Το σαγόνι της άγγιξε φευγαλέα το μπράτσο του και για μια στιγμή ένιωσε την επιθυμία να

ακουμπήσει το κεφάλι της στον δυνατό του ώμο, να αντλήσει δύναμη και παρηγοριά. Οι μεταλλικοίκρίκοι του θώρακά του δρόσισαν το φουντωμένο της δέρμα.Απομακρύνθηκε βιαστικά, τράβηξε το χέρι της κάτω από το δικό του, εκνευρισμένη από την

παρουσία του που την εμπόδιζε να χαρεί το αντάμωμα με τον αδελφό της. «Πώς το ξέρεις;» τονρώτησε με παιδιάστικη αντιδραστικότητα.«Είναι ένας πυρετός πολύ γνώριμος στους σταυροφόρους, πολύ διαδεδομένος στην Ανατολή», της

εξήγησε υπομονετικά. Πήγε κοντά στον Χιου. «Δεν είναι η πρώτη φορά που το βλέπω. Φρόντισε ναείναι πάντα ζεστός, καλά σκεπασμένος». Έπιασε μια πήλινη καράφα από ένα μικρό τρίποδο τραπέζιδίπλα στο κρεβάτι και γέμισε ένα κύπελλο με ένα κεχριμπαρένιο υγρό. Ύστερα κάθισε δίπλα στονΧιου πάνω στο κρεβάτι, έβαλε το ένα του χέρι πίσω από τον αυχένα του και σήκωσε προσεκτικά τοκεφάλι του. Η Μπριάνα είδε με ανακούφιση τον αδελφό της να πίνει μερικές γουλιές πριν τονξαπλώσει πάλι πίσω ο Ζιζέ. Αυτή η απλή πράξη καλοσύνης ήταν τόσο απρόσμενη, τόσο ασυνήθιστηγια κείνο τον αλαζονικό πολεμιστή, που την έκανε να τον κοιτάξει με μάτια γουρλωμένα απόέκπληξη.«Τι του δίνεις;» Στο δωμάτιο είχε απλωθεί μια γλυκιά μυρωδιά.Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. «Μπαχαρικά από την Ανατολή ανακατεμένα με ζεστό νερό και

μέλι», της εξήγησε. «Οι Τούρκοι το χρησιμοποιούν για να ρίχνουν τον πυρετό».Η Μπριάνα προχώρησε και στάθηκε μπροστά του· τόσο κοντά, που το φόρεμά της άγγιξε σχεδόν

τα γόνατά του. «Από τώρα και στο εξής θα τον φροντίσω εγώ», είπε κοφτά. Μια τούφα είχε ξεφύγειαπό τον κότσο της και έπεφτε στον ένα της ώμο λαμπυρίζοντας σαν έλασμα από χαλκό.«Ωραία», απάντησε ο Ζιζέ και τράβηξε με δυσφορία το λαιμό του αλυσόπλεκτου θώρακά του. Είχε

να τον βγάλει από πάνω του τόσο πολύ καιρό, που άρχιζε να ερεθίζει το δέρμα του. «Γιατί τώρασκοπεύω να κοιμηθώ, και δε θα ήθελα να με ενοχλήσει κανείς για πολλές ώρες. Υπάρχει κρεβάτι καιγια σένα εκεί, αν νιώσεις την επιθυμία να κοιμηθείς». Της έδειξε ένα χαμηλό στρώμα μπροστά στοντοίχο, σκεπασμένο με καθαρά σεντόνια.«Σ’ ευχαριστώ». Κοίταξε το πάτωμα αβέβαιη, αμήχανη, απρόθυμη να ξεστομίσει τα λόγια που

ήξερε ότι έπρεπε να του πει. «Και σ’ ευχαριστώ που μ’ έφερες. Συγνώμη για...» Ήθελε να τουζητήσει συγνώμη επειδή τον είχε καθυστερήσει, επειδή του είχε αντισταθεί νομίζοντας πως ήταν κιαυτός άνθρωπος του Ιωάννη που είχε έρθει για να τη βασανίσει.Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με τα χείλη σφιγμένα. «Ξέχνα το», της είπε κοφτά. «Πάει, πέρασε

πια». Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι κι έστρωσε τα μαλλιά του με την παλάμη. «Μου αρκεί πουείσαι εδώ και φροντίζεις τον Χιου».

*

«Τον είδες καθόλου;» Ο Ζοσλέν, κόμης του Σάμπορν, ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της εξέδρας καιπλησίασε στο σημείο που καθόταν ήδη η γυναίκα του για να πάρουν μαζί πρωινό.Έσκυψε πάνω από το ξανθόμαλλο κεφάλι της και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο πριν καθίσει

στη σκαλιστή καρέκλα από ξύλο βαλανιδιάς δίπλα της. Αν και κόντευε τα πενήντα, το λεπτό,

Page 38: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

γυμνασμένο σώμα του ήταν γεμάτο ζωντάνια, μια ζωντάνια που φαινόταν στις σβέλτες κινήσεις τουκαι στη λάμψη των ματιών του που είχαν το γκρίζο χρώμα του περιστεριού.«Κοιμόταν ακόμα όταν πέρασα για να του ρίξω μια ματιά νωρίτερα», αποκρίθηκε η λαίδη Μαίρη.

Δίπλα στον άντρα της φαινόταν μικρόσωμη και εύθραυστη, το λευκό της δέρμα ερχόταν σεαντίθεση με το κοκκινωπό δικό του. «Φαινόταν εντελώς εξαντλημένος», πρόσθεσε πριν κόψει μιαμικρή μπουκιά από το ψωμάκι της.«Δε με εκπλήσσει. Ακούς εκεί, να καλπάζουν όλη νύχτα! Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν

περίμενε να ξημερώσει. Δε θα χειροτέρευε, δα, τόσο πολύ ο Χιου μέσα σε μια νύχτα».Ο Ζοσλέν κάρφωσε μια φέτα ψητό κοτόπουλο με τη μύτη του μαχαιριού του, την έβαλε στο

κασσιτέρινο πιάτο που ήταν μπροστά του και πρόσθεσε ένα φρεσκοψημένο ψωμάκι.Η μεγάλη αίθουσα ήταν πολύ ήσυχη αυτή την ώρα της ημέρας. Οι χωρικοί που δούλευαν στο

κτήμα είχαν προγευματίσει πολύ νωρίτερα, όταν ήταν ακόμα σκοτάδι. Μερικοί υπηρέτεςπεριφέρονταν ανάμεσα στα τραπέζια μαζεύοντας τα πιάτα και ρίχνοντας τα ψίχουλα στο πάτωμα.«Νόμιζε ότι ο Χιου ήταν ετοιμοθάνατος, Ζοσλέν». Η λαίδη Μαίρη ακούμπησε το χέρι της στο

μπράτσο του άντρα της και το πετράδι του δαχτυλιδιού της στραφτάλισε στο φως που έμπαινε απότα ψηλά παράθυρα. «Έπρεπε να φέρει την κοπέλα το συντομότερο κοντά στον αδελφό της. Α, νατος!» Έστρωσε τα πλεγμένα και στερεωμένα σε κότσο μαλλιά της και σηκώθηκε για να υποδεχτεί τογιο της.Ο Ζιζέ άφησε το παραπέτασμα της εισόδου να πέσει πάλι στη θέση του και κοντοστάθηκε για μια

στιγμή στο κατώφλι πριν ανεβεί στην εξέδρα. Από τότε που είχε φύγει για να πάει στη γαλλικήαυλή, πριν από δέκα χρόνια, είχε πατήσει ελάχιστες φορές το πόδι του στο πατρικό του.Οι γκρίζοι πέτρινοι τοίχοι της μεγάλης αίθουσας καλύπτονταν από πελώρια περίτεχνα υφαντά με

ζωηρά χρώματα που έδιναν φως και ζωντάνια στον ψηλοτάβανο χώρο. Ανάμεσά τους κρέμοντανασπίδες με διάφορους θυρεούς, διαφορετικούς για τον κάθε άντρα της οικογένειας, έτσι ώστε ναξεχωρίζουν εύκολα στο πεδίο της μάχης.«Γιε μου!» Η μητέρα του προχώρησε βιαστικά ανάμεσα από τις καρέκλες που ήταν παρατεταγμένες

μπροστά στο μακρύ τραπέζι και άπλωσε τα χέρια της για να τον αγκαλιάσει. «Τώρα μπορώ να σευποδεχτώ όπως πρέπει». Τον είχε δει ελάχιστα από τότε που είχε γυρίσει, κρατώντας στα χέρια τουτον μισολιπόθυμο Χιου, πριν φύγει για το Σέφανοκ. «Στάσου να σε κοιτάξω».Έπιασε τα χέρια του γιου της, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και τον περιεργάστηκε από πάνω μέχρι

κάτω. Πρόσεξε πόσο λεπτό ήταν το σαγόνι του, πόσο μακριά τα μέλη του. Και κάτι άλλο είχεαλλάξει, κάτι που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει ακόμα. Κάτι στα μάτια του, μια ανεπαίσθητησκιά στο βλέμμα του, ίσως...«Δεν έτρωγες αρκετά!» τον μάλωσε με τρυφερότητα. «Έλα να καθίσεις κοντά μας. Θα πάω πιο

πέρα».«Πήγαινα να δω τι κάνει ο Χιου».Η μητέρα του κούνησε το κεφάλι της. «Δε χρειάζεται. Του έριξα μια ματιά πριν κατεβώ σήμερα το

πρωί. Κοιμάται βαθιά και η αναπνοή του φαίνεται πιο ήρεμη».«Και... η αδελφή του;»Η λαίδη Μαίρη ανασήκωσε το φρύδι της. «Μα... κι εκείνη κοιμάται, φυσικά. Με τα ρούχα, το

καημένο κορίτσι! Έπρεπε να σκεφτώ να της αφήσω ένα νυχτικό».«Αμφιβάλλω αν έδωσε σημασία», μουρμούρισε ο Ζιζέ. Η λαίδη Μπριάνα φαινόταν απόλυτα ικανή

να τα βγάζει πέρα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις· αν θα φορούσε νυχτικό, ή όχι, μάλλον δεν

Page 39: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

την απασχολούσε καθόλου.Η μητέρα του του έκανε νόημα να καθίσει στη θέση της και μετακίνησε το πιάτο της. Ο Ζιζέ κάθισε

στην καρέκλα και γύρισε προς τον πατέρα του.«Χαίρομαι που σε βλέπω, γιε μου», είπε εκείνος χαμογελώντας πλατιά. «Πάει πολύς καιρός».«Ναι, πραγματικά», συμφώνησε ο Ζιζέ. «Πάει πολύς καιρός...»Ένας υπηρέτης ανέβηκε στην εξέδρα κρατώντας μια βαριά χύτρα γεμάτη αχνιστό χυλό βρώμης. Το

στομάχι του γουργούριζε καθώς παρακολουθούσε τη μητέρα του να γεμίζει με την κουτάλα το πιάτοτου, να ρίχνει παχύ γάλα και να το γλυκαίνει με λίγο μέλι.«Ευχαριστώ». Πήρε το πιάτο από το χέρι της και βύθισε το κουτάλι του στη βρασμένη βρώμη.Ο Ζοσλέν έσκυψε προς το μέρος του, ακούμπησε τους αγκώνες στο λευκό τραπεζομάντιλο και τον

κοίταξε με μάτια γεμάτα περιέργεια. «Ξέρεις, ανυπομονώ ν’ ακούσω με κάθε λεπτομέρεια όσαέγιναν σ’ αυτή την τελευταία σταυροφορία...» Είδε τη γυναίκα του να τον κοιτάζει με νόημα καισυμπλήρωσε: «Αλλά, φυσικά, μπορώ να περιμένω μέχρι να ξεκουραστείς». Η λαίδη Μαίρη τουχαμογέλασε επιδοκιμαστικά.Ο Ζιζέ κατάπιε μια κουταλιά χυλό. Τι υπέροχη γεύση που είχε! «Δεν έχω να πω τίποτα, πατέρα.

Τίποτα που να μην ξέρεις ήδη, εννοώ. Είχε μέτρια επιτυχία. Ο Σαλαντίν παραχώρησε στουςχριστιανούς πρόσβαση στα Ιεροσόλυμα». Η φωνή του ήταν άχρωμη, ουδέτερη.«Ξέρεις ότι ο βασιλιάς Ριχάρδος αιχμαλωτίστηκε καθώς επέστρεφε στην Αγγλία;»Ο Ζιζέ ένευσε καταφατικά. «Ο Γερμανός αυτοκράτορας έχει ζητήσει υπέρογκα λύτρα· θα κάνουν

μήνες να συγκεντρώσουν τα χρήματα».«Η βασίλισσα Ελεονώρα θέλει να πας αμέσως εκεί και να διαπραγματευτείς την όσο το δυνατόν

συντομότερη απελευθέρωσή του». Ο Ζοσλέν χαμογέλασε χλιαρά και στις άκρες των ματιών τουσχηματίστηκαν αμέτρητες λεπτές ρυτίδες. «Ξέρω ότι είναι πολύ μεγάλη απαίτηση εκ μέρους της,ειδικά αφού μόλις επέστρεψες...»«Αυτή η γυναίκα ζητάει πάρα πολλά από το γιο μας!» πετάχτηκε η λαίδη Μαίρη.«Έχει δικαίωμα να ζητά ό,τι θέλει από τους ιππότες της», της εξήγησε ήρεμα ο Ζιζέ. «Είναι

βασίλισσα της Αγγλίας και αντικαθιστά το βασιλιά Ριχάρδο όσο εκείνος απουσιάζει».«Μα δε γίνεται να φύγεις πάλι... είσαι εξαντλημένος!»Ο Ζιζέ κοίταξε βαθιά στα καταπράσινα σαν σμαράγδια μάτια της μητέρας του που έλαμπαν από την

αγάπη της για κείνον.«Έχω πάρει ήδη τις διαταγές της βασίλισσας, αλλά δε θα φύγω αμέσως. Πρώτα πρέπει να κάνω

κάτι άλλο».«Μα έχεις χρέος απέναντι στο βασιλιά, Ζιζέ». Ο Ζοσλέν συνοφρυώθηκε και έτριψε αφηρημένα

έναν παλιό λεκέ από κόκκινο κρασί που είχε μείνει στο λινό τραπεζομάντιλο. «Και απέναντι στημητέρα του, τη βασίλισσα Ελεονώρα. Από τη μέρα που πήγες στο Πουατιέ για να εκπαιδευτείς ωςιππότης. Τι μπορεί να είναι πιο σημαντικό από το να πας στη Γερμανία για να διαπραγματευτείς τηναπελευθέρωση του Ριχάρδου;»«Δε θα καθυστερήσω πολύ», απάντησε αόριστα ο Ζιζέ. «Θα ξεκινήσω για την Ευρώπη πριν καν

καταλάβεις ότι λείπω».«Ελπίζω να γίνει έτσι», απάντησε κοφτά ο Ζοσλέν, «διαφορετικά η οργή της βασίλισσας

Ελεονώρας θα πέσει στο δικό μου κεφάλι».Η μητέρα του άγγιξε το χέρι του Ζιζέ που ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι. «Πήραμε γράμμα... από

τον αδελφό σου, τον Γουίλιαμ. Γύρισε πάλι στο Πουατιέ». Η φωνή της ήταν γεμάτη θλίψη.

Page 40: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Χαμήλωσε τα μάτια της και έκοψε μια κλωστή στο φόρεμά της που είχε ξηλωθεί.«Και τι σας έγραφε;» ρώτησε επιφυλακτικά ο Ζιζέ. Ο ίδιος γνώριζε τι έλεγε το γράμμα.«Μας είπε για την ενέδρα, γιε μου», απάντησε ο Ζοσλέν αντί για κείνη. «Ότι κάποιοι άντρες σου

σκοτώθηκαν. Λυπάμαι πολύ». Η φωνή του ήταν γεμάτη συμπόνια.«Σας περιέγραψε τι ακριβώς έγινε;» Τον έπνιξαν πάλι οι τύψεις σαν γιγάντιο κύμα. Ήπιε μερικές

γουλιές υδρόμελι προσπαθώντας να ξεπλύνει την πικρή γεύση από το στόμα του.«Όχι, δεν μπήκε σε λεπτομέρειες. Μας είπε μόνο ότι τραυματίστηκες αλλά ότι στάθηκες πολύ

τυχερός».«Δεν ήταν ζήτημα τύχης». Ο Ζιζέ μάζεψε τις τελευταίες κουταλιές από το πιάτο του και άφησε

μέσα το κουτάλι με θόρυβο. «Έπρεπε να είχα σκοτωθεί μαζί μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Εγώέφταιγα για ό,τι έγινε». Έσπρωξε απότομα την καρέκλα του προς τα πίσω και σηκώθηκε. «Μεσυγχωρείτε. Πάω να δω πώς είναι ο Χιου».

*

Στάθηκε έξω από την πόρτα του δωματίου διστακτικός και αναποφάσιστος. Οι ανεπιθύμητεςαναμνήσεις κατέκλυζαν το μυαλό του· έκλεισε τα μάτια του σφιχτά και τις πρόσταξε να φύγουν, ναεξαφανιστούν. Γιατί στην οργή είχε γράψει ο Γουίλιαμ εκείνο το γράμμα; Γιατί είχαν αφήσει τημητέρα του να το διαβάσει; Όλα θα ήταν πιο εύκολα αν δε γνώριζε κανείς τι είχε συμβεί, θα ήταν πιοεύκολο για κείνον να ξεχάσει.Όμως, καθώς η πόρτα του δωματίου άνοιγε, άκουσε ν’ αντηχούν στ’ αυτιά του οι κραυγές των

αντρών του, είδε το άψυχο κορμί της Νάντιας στα χέρια του και ένιωσε τις εικόνες να αφήνουν έναπύρινο σημάδι στη μνήμη του.Από τις μικρές χαραμάδες των παραθυρόφυλλων έμπαινε το αδύναμο φως του ήλιου. Το βλέμμα

του έπεσε στο γωνιακό στρώμα. Ήταν άδειο, τα σκεπάσματα ανέγγιχτα.Η Μπριάνα ήταν ξαπλωμένη στην άκρη του κρεβατιού του αδελφού της, κουλουριασμένη σαν

κουβάρι, τυλιγμένη σφιχτά στον μαβή μανδύα της. Οι πυκνές της βλεφαρίδες σχημάτιζαν μιαναρμονική καμπύλη και τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα. Τουλάχιστον είχε βγάλει τις λασπωμένεςμπότες· το πράσινο μάλλινο φόρεμά της ήταν ανασηκωμένο γύρω από τους λεπτούς αστραγάλουςκαι τις γάμπες της που αγκάλιαζαν οι λευκές μεταξωτές κάλτσες. Τα πέλματά της ήταν μικρά, λεπτά,με μεγάλη καμάρα.Κάτι του έσφιξε την καρδιά και έβαλε φωτιά στα σπλάχνα του –κάτι άγριο και πρωτόγονο. Έτριξε

τα δόντια του και προσπάθησε να πνίξει το κύμα της επιθυμίας που τον πλημμύρισε ξαφνικά.Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει. Όμως η ελκυστική εικόνα του λεπτού κορμιού της,

τα γυμνά της πόδια, η καμπύλη του γοφού της, τον τράβηξαν σαν μαγνήτης προς το κρεβάτι.Στον ύπνο, το πρόσωπό της είχε χάσει την πεισματάρικη έκφρασή του και τα χείλη της ήταν

ανασηκωμένα σε ένα αμυδρό γλυκό χαμόγελο. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά κι αυτή ηπερίεργη αντίδραση τον παραξένεψε. Ασφαλώς ήταν πιο δυνατός από τον πειρασμό! Και τοκοριτσόπουλο που είχε μπροστά του κάθε άλλο παρά πειρασμός ήταν! Ασφαλώς δε θα μπορούσε νατην πει άσχημη –όμως του είχε πει ψέματα, του είχε ρίξει με τη βαλλίστρα, είχε παραβεί τις εντολέςτου, είχε φύγει μέσα στη νύχτα μόνη κι απροστάτευτη. Ήταν πεισματάρα, ξεροκέφαλη, δύστροπη.Γιατί λοιπόν είχε τέτοια επίδραση πάνω του; Γιατί ανταποκρινόταν έτσι το σώμα του σ’ εκείνη;Επειδή είχε μείνει πάρα πολύ καιρό χωρίς γυναικεία συντροφιά. Να γιατί.

Page 41: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ωστόσο έπρεπε να την απομακρύνει από τον αδελφό της. Ήταν πολύ κοντά του, ανέπνεε τον ίδιοαέρα μ’ αυτόν, έπαιρνε μέσα της την αρρώστια του.Για μια στιγμή σκέφτηκε να την τραντάξει για να ξυπνήσει και να την αναγκάσει να πάει στο

στρώμα της, αλλά όταν είδε τα βαθουλώματα κάτω από τα μάτια της άλλαξε γνώμη. Ήτανεξαντλημένη.Βάζοντας τα χέρια του από κάτω της, κάτω από τον μπόγο των χοντρών ρούχων που φορούσε, τη

σήκωσε άκοπα, κρατώντας τη με το ένα του χέρι από την πλάτη και το άλλο από την κλείδωση τωνποδιών της. Η Μπριάνα μουρμούρισε κάτι μέσα στον ύπνο της και ακούμπησε το κεφάλι της στονώμο του. Η καρδιά του σκίρτησε και άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. Η αγνή, δροσερή μυρωδιά τηςλεβάντας που ανέδιδε το ζεσταμένο δέρμα της και τα χαλκόχρωμα μαλλιά της, τον αγκάλιασε σανχάδι.Γύρισε προς το χαμηλό κρεβάτι στη γωνία, έσκυψε, γονάτισε στις σανίδες και την απόθεσε

προσεκτικά αλλά γρήγορα στο στρώμα. Το λεπτό, γεμισμένο με άχυρα μαξιλάρι θρόισε ότανακούμπησε το κεφάλι της πάνω του και τα μαλλιά της αγκάλιασαν τη λινή μαξιλαροθήκη.Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα· δίχως να ξυπνήσει, έσφιξε στα δάχτυλά της το λαιμό του

μανδύα σαν να πνιγόταν. Ο Ζιζέ κατάλαβε ότι η ζέστη την ενοχλούσε.Τα χέρια του έτρεμαν καθώς έλυνε το κορδόνι που συγκρατούσε το μανδύα της και βλαστήμησε

τον περίεργο κόμπο. Δύο μεταλλικές αγκράφες σε σχήμα λουλουδιού ήταν στερεωμένες στις δύοάκρες του λαιμού κι από μέσα τους περνούσε ένα κορδόνι που έδενε πίσω. Πού ήταν όμως οκόμπος; Δεν τον έβλεπε πουθενά! Τα δάχτυλά του ήταν πολύ μεγάλα, πολύ αδέξια για να φέρουν σεπέρας μια τόσο λεπτή εργασία, που ταίριαζε περισσότερο σε γυναικεία χέρια.«Τι στην οργή πας να κάνεις;!» Δυο μάτια στο χρώμα του αζουρίτη καρφώθηκαν πάνω του σαν

σπαθιά. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο οργή και αγανάκτηση. Του παραμέρισε απότομα το χέρι,ανασηκώθηκε. «Πώς τολμάς;» Έσπρωξε στην άκρη μια τούφα που είχε πέσει στο μάγουλό της.Ο Ζιζέ πετάχτηκε όρθιος, έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και στάθηκε βλοσυρός στο κέντρο

του δωματίου. «Σε πήρε ο ύπνος ενώ φορούσες ακόμα το μανδύα σου», της εξήγησε. «Το δωμάτιοείναι πολύ ζεστό. Γι’ αυτό σκέφτηκα να σ’ τον βγάλω».«Δεν είχες κανένα δικαίωμα!» του απάντησε και η φωνή της έτρεμε από την αγανάκτηση.

«Απολύτως κανένα δικαίωμα». Πάτησε τα πόδια της στο πάτωμα και αγκάλιασε τα λυγισμένα τηςγόνατα σαν να ήθελε να προστατευτεί. Τον κοίταξε καχύποπτα, επιθετικά.«Απλώς το μανδύα σου προσπαθούσα να βγάλω, Μπριάνα, τίποτ’ άλλο», συνέχισε εκείνος με

υπομονή. Γιατί αντιδρούσε έτσι, λες και ήταν έτοιμος να της βγάλει όλα της τα ρούχα; Τιυπερβολική που ήταν!«Και γιατί βρίσκομαι εδώ, σ’ αυτό το κρεβάτι; Μόνη μου ήρθα ή...» τον κοίταξε με ακόμα

μεγαλύτερη καχυποψία «... με μετέφερες εσύ;»Το θρασύτατο πλάσμα, είχε την αναίδεια να του μιλάει λες και ήταν κανένα παιδάριο. «Άκου να

δεις, κοπέλα μου», της απάντησε αγριεμένα, «χάρη σου έκανα. Ο αδελφός σου ψήνεται στονπυρετό. Αν ξαπλώνεις δίπλα του, το πιθανότερο είναι να κολλήσεις την ίδια αρρώστια».«Αυτό είναι δική μου δουλειά, όχι δική σου».«Κοιμόσουν».«Μπορούσες να με ξυπνήσεις. Δε μ’ αρέσει να με μεταφέρουν όταν... όταν κοιμάμαι».Φαντάστηκε την εικόνα και το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο. Δεν της άρεσε καθόλου η σκέψη

ότι ήταν τόσο ευάλωτη, τόσο εκτεθειμένη σ’ εκείνο τον άνθρωπο. Σε κανέναν άνθρωπο. Η καρδιά

Page 42: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

της χτυπούσε δυνατά. Τράβηξε με θυμό τις αγκράφες του μανδύα και έλυσε το κορδόνι. Το φαρδύύφασμα έπεσε προς τα πίσω και μαζεύτηκε σαν σωρός πάνω στο κρεβάτι που ήταν από πίσω της.Χωρίς το θώρακά του φαίνεται ακόμα πιο ψηλός, σκέφτηκε άθελά της. Η επιβλητική παρουσία του

γέμιζε το δωμάτιο. Φαινόταν τόσο δυνατός, έτσι όπως στεκόταν στο κέντρο του με τα χέριασταυρωμένα στο στήθος. Τα μακριά, μυώδη πόδια του ήταν κρυμμένα κάτω από τη χοντρήβαμβακερή περισκελίδα που στερεωνόταν με δερμάτινα λουριά στις γάμπες και κατέληγε μέσα απότις ψηλές δερμάτινες μπότες.«Φύγε. Θα φροντίσω εγώ τον Χιου». Ο τόνος της ήταν κοφτός, ερειστικός. Κάρφωσε το βλέμμα

της σε ένα χοντρό ρόζο του πατώματος και περίμενε να φύγει ο Ζιζέ, περίμενε ν’ ακούσει την πόρτανα κλείνει.«Σε όλους τους άντρες μιλάς με τέτοιο τρόπο ή επιφύλαξες αυτή την τιμή ειδικά σ’ εμένα;» τη

ρώτησε με σαρκασμό.Αντί να φύγει, είχε έρθει ακόμα πιο κοντά της.«Σε όλους τους άντρες μιλάω με τον ίδιο τρόπο. Κι αν μπορώ να το αποφύγω, δεν τους μιλάω

καθόλου!»Το βλέμμα του πλανήθηκε πάνω της. Ερευνητικό, γεμάτο απορία. «Τι σου συνέβη, Μπριάνα; Τι

έπαθες και φέρεσαι έτσι, γιατί απωθείς κάθε προσπάθεια των άλλων να σε πλησιάσουν; Τι σε έκανενα πιστεύεις πως όλοι οι άντρες είμαστε ίδιοι, πως όλοι οι άντρες είμαστε κακοί;»Ο γεμάτος συμπόνια τόνος του έκανε τα μάτια της να βουρκώσουν. Πήρε μια βαθιά, τρεμουλιαστή

ανάσα, έσφιξε νευρικά το ύφασμα του φορέματός της.«Δεν...» Σταμάτησε πριν ολοκληρώσει την απάντησή της, γιατί ήξερε ότι ετοιμαζόταν να του πει

ψέματα. Ξεκίνησε πάλι από την αρχή. «Και ο Χιου είναι άντρας, αλλά δεν πιστεύω ότι είναι κακός».Ο Ζιζέ γέλασε ξερά. «Ο Χιου είναι αδελφός σου, Μπριάνα. Εντελώς διαφορετική περίπτωση. Θες

να μου πεις ότι μόνο τον αδελφό σου εμπιστεύεσαι; Θες να πεις ότι δε σκέφτεσαι καθόλου τονέρωτα, την αγάπη; Δε θέλεις να παντρευτείς;»«Παντρεύτηκα ήδη μια φορά», του απάντησε σηκώνοντας το κεφάλι και κοιτώντας τον με τα

δακρυσμένα της μάτια. «Και, πίστεψέ με, ήταν μια εμπειρία που δε θέλω να ξαναζήσω ποτέ».

Page 43: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 5

Η Μπριάνα κοίταξε συνοφρυωμένη την πόρτα που έκλεισε με θόρυβο πίσω από τον Ζιζέ.Από πότε είχε αρχίσει να αποκαλύπτει τα πιο μύχια μυστικά της στον καθένα; Οι ερωτήσεις του

είχαν αφαιρέσει το εξωτερικό κάλυμμα της αόρατης πανοπλίας που είχε σφυρηλατήσει γύρω της καιτην είχαν κάνει να αποκαλύψει ένα κομμάτι του εαυτού της που δεν ήθελε να βλέπει κανείς.Εκείνος όμως τα είχε δει όλα, είχε διακρίνει μέχρι τα κατάβαθα της ύπαρξής της χάρη στη σπάνια

οξυδέρκειά του.Το να μιλάει για τόσο σημαντικά πράγματα με έναν άντρα ήταν κάτι πρωτόγνωρο για κείνη. Κι

ακόμα πιο πρωτόγνωρη ήταν η έλξη που ασκούσε πάνω της. Η ισχυρή παρουσία του την έκανε νασαστίζει, έστελνε τις σκέψεις της σε απροσδόκητες κατευθύνσεις, έκανε το σώμα της να πάλλεταιαπό...Αλήθεια, τι ήταν αυτό που ένιωθε; Επιθυμία; Ευχαρίστηση;«Μπριάνα;»Ένας βραχνός ψίθυρος έσπασε τη σιωπή.Η καρδιά της φτερούγισε χαρούμενα και γύρισε προς το μέρος του. «Χιου;» Έτρεξε στο κρεβάτι,

κοντά στον αδελφό της. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά –κατακόκκινα από τον πυρετό, αλλά ανοιχτά!«Χιου! Δόξα τω Θεώ!» Του έπιασε τα χέρια, έκλεισε τα ιδρωμένα του δάχτυλα που έκαιγαν στα

δικά της. Του χάιδεψε τα ιδρωμένα του μαλλιά και έσκυψε για να τον αγκαλιάσει.«Ήξερα ότι θα σ’ έβρισκε ο Ζιζέ». Ο Χιου μιλούσε αργά, σαν να δυσκολευόταν να βρει τις λέξεις.

«Του είπα ότι ήταν πολύ σημαντικό».«Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα», του απάντησε, και σκέφτηκε το πεισματάρικο άλογο του Ζιζέ

που αρνιόταν να υπακούσει στις εντολές της. «Θα σε πάω σπίτι, αμέσως μόλις θα είσαι σε θέση ναταξιδέψεις. Θα γυρίσουμε στο Σέφανοκ μόλις γίνεις καλά».Ο Χιου κούνησε αόριστα το κεφάλι του, σαν να μην άκουγε καλά τι του έλεγε. Άπλωσε το χέρι του

και την έπιασε από το μανίκι. «Μπριάνα, θέλω να κάνεις κάτι για μένα. Δεν ξέρω αν προλαβαίνω...»Τα γαλανά του μάτια, που είχαν ακριβώς το ίδιο χρώμα με το δικό της, κοιτούσαν πότε εδώ και

πότε εκεί, σαν να μην μπορούσε να συγκεντρώσει το βλέμμα του σε ένα σημείο.«Μη μιλάς!» Τον ανάγκασε να σωπάσει βάζοντας το δάχτυλό της στα χείλη του. «Σου απαγορεύω

να λες τέτοια πράγματα. Θα γίνεις καλά».Εκείνος κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε πάνω στο μαξιλάρι. Ο σφυγμός του χτυπούσε γρήγορα

στη βάση του λαιμού του. Αφύσικα γρήγορα. «Μπορεί να μη γίνω».«Όχι!» αντιγύρισε εκείνη με πάθος. «Δεν ξέρω τι είναι αυτός ο πυρετός, αλλά θα κάνω ό,τι περνάει

από το χέρι μου για να γίνεις καλά. Και δε χρειάζομαι βοήθεια από κανέναν».«Είναι καλός άνθρωπος, Μπριάνα. Με έφερε στην Αγγλία, παρ’ όλο που στη διάρκεια της

σταυροφορίας γνωριζόμασταν μόνο εξ όψεως. Όσο περιμέναμε στην ακτή να έρθουν τα πλοία,προσφέρθηκε να με μεταφέρει όταν κατάλαβε πόσο κοντά στο Σέφανοκ ήταν τα κτήματα τωνγονιών του».«Καλοσύνη του, λοιπόν, που ήρθε να με πάρει και να με φέρει κοντά σου». Την έπνιξαν οι τύψεις

Page 44: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

όταν θυμήθηκε με τι τρόπο του είχε φερθεί. «Έστω κι έτσι, όμως, έχω συνηθίσει πια να τα κάνω όλαμε τον δικό μου τρόπο... Έλειψες πολύ καιρό».Ο Χιου της έσφιξε το χέρι. «Ανέκαθεν ήσουν ανεξάρτητη και δεν άλλαξες. Είσαι πάντα η ίδια

Μπριάνα». Ένα αμυδρό χαμόγελο απλώθηκε στα σκασμένα του χείλη.Η έμμεση επίκρισή του τη στενοχώρησε και προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της από τα ιδρωμένα

δάχτυλά του. Στη διάρκεια της μακράς απουσίας του, είχε ξεχάσει κάποιες λεπτομέρειες τουχαρακτήρα του, το πώς, μετά το θάνατο των γονιών τους, εκμεταλλευόταν το ότι ήταν άντρας για νατης επιβάλει τη δική του θέληση. Συχνά τη μάλωνε για τον ατίθασο χαρακτήρα της, το έκανε όμωςτρυφερά, έτσι που εκείνη ποτέ δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στις επιπλήξεις του. Τώρα, όμως, γιακάποιο λόγο της φαινόταν αλλαγμένος.Ο Χιου της τράβηξε ανυπόμονα το χέρι πάνω στα σκεπάσματα για να της επαναφέρει την προσοχή

σ’ αυτόν. «Άκουσέ με, Μπριάνα. Αυτό που έχω να σου πω είναι πολύ σημαντικό. Πριν φύγω για τησταυροφορία, ήμουν με μια κοπέλα... Τη λέγανε... τη λένε Ματίλντα. Ήμασταν ερωτευμένοι.Δυστυχώς, ο πατέρας της δεν ενέκρινε το δεσμό μας». Χαμογέλασε περιφρονητικά. «Είχε βάλεισκοπό να της δώσει κάποιον άλλο για άντρα της, πιο πλούσιο και ισχυρό. Έτσι, αναγκαζόμασταν νασυναντιόμαστε κρυφά». Έκλεισε για μερικές στιγμές τα μάτια του, λες και η προσπάθεια να μιλήσειτον εξαντλούσε.Ο Χιου ήταν ερωτευμένος; Η Μπριάνα έμεινε κατάπληκτη. Γιατί δεν της είχε πει ποτέ τίποτα γι’

αυτό; Από παιδιά ήταν πολύ δεμένοι, μοιράζονταν τα πάντα. Όμως ύστερα από το θάνατο τωνγονιών τους ο Χιου είχε αναλάβει πολύ βαριές ευθύνες, είχε αλλάξει, είχε γίνει πιο απόμακρος, πιοαπρόσιτος. Τις περισσότερες φορές δεν τον ενδιέφερε τι έκανε η αδελφή του, και η Μπριάνανοσταλγούσε τη στενή σχέση των πρώτων χρόνων.Τώρα, τα στοιχεία του χαρακτήρα του που αντιπαθούσε περισσότερο φαίνονταν να έχουν γίνει

ακόμα πιο ορατά εξαιτίας της αρρώστιας.Έσκυψε και έπιασε το λινό πανί μέσα από τη λεκάνη με το δροσερό νερό. Το έστυψε και το

ακούμπησε στο μέτωπο του αδελφού της που έκαιγε. Ήταν φυσικό να φέρεται διαφορετικά· δενέφταιγε εκείνος, αλλά η αρρώστια. Σύντομα θα ξανάβρισκε τον εαυτό του.«Αχ...» έκανε σιγανά και με ανακούφιση ο Χιου όταν ένιωσε το δροσερό πανί. «Συγνώμη,

Μπριάνα. Ξέρω ότι σε αιφνιδίασα, αλλά ακόμα δε σ’ τα έχω πει όλα. Η Μπριάνα έφερε στον κόσμοένα παιδί, Μπριάνα. Ένα αγόρι... το γιο μου».«Χιου!» Για μερικές στιγμές έχασε τη μιλιά της. Αυτή την αποκάλυψη δεν την περίμενε. «Χιου...

γιατί δε μου το είπες ποτέ;»«Το παιδί γεννήθηκε λίγο πριν φύγω για τη σταυροφορία... ούτε μια βδομάδα πριν. Συγχώρεσέ με,

Μπριάνα. Πίστευα πως όσο λιγότεροι άνθρωποι γνώριζαν την ύπαρξη της Ματίλντα τόσο θαμειώνονταν οι κίνδυνοι και για κείνους και για σένα».Ανασηκώθηκε με μεγάλη προσπάθεια, στηρίχτηκε στους αγκώνες του και την κοίταξε με μάτια που

γυάλιζαν από τον πυρετό και την αγωνία.«Βρες τους, Μπριάνα. Βρες τους και φέρε τους κοντά μου για να παντρευτώ τη Ματίλντα, να μην

είναι νόθο το παιδί».«Το παιδί θα είναι κληρονόμος σου».Ο Χιου σωριάστηκε πάλι στο μαξιλάρι. «Το Σέφανοκ είναι δικό μου, Μπριάνα. Και θέλω να

παραμείνει δικό μου».Τα λόγια του την πλήγωσαν, αλλά προσπάθησε να αγνοήσει το σφίξιμο του παραπόνου στην

Page 45: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

καρδιά της. Το Σέφανοκ είναι και δικό μου, σκέφτηκε. Κι εγώ δούλεψα και ίδρωσα και κόπιασα γιανα το κρατήσω όρθιο και ζωντανό για χάρη σου.Ο Χιου έκλεισε αποκαμωμένος τα μάτια του. «Είμαι πολύ κουρασμένος, Μπριάνα. Πάρα πολύ

κουρασμένος. Θέλω να μου υποσχεθείς τώρα, αυτή τη στιγμή, ότι θα φέρεις τη Ματίλντα και τοπαιδί. Πριν πεθάνω».Το χέρι της έτρεμε ελαφρά καθώς έσκυβε για να αφήσει το πανί πάλι στη λεκάνη, διπλώνοντάς το

με προσοχή πάνω στο χείλος. «Δεν πρόκειται να πεθάνεις, Χιου. Δε θα σ’ αφήσω να πεθάνεις».Τα μάτια του άνοιξαν απότομα και καρφώθηκαν με επιμονή στο πρόσωπό της. «Υποσχέσου μου,

Μπριάνα».«Σ’ το υπόσχομαι». Κοίταξε με φόβο τα αλλοπαρμένα μάτια του, τον ιδρώτα που γυάλιζε στο

μέτωπό του και δάγκωσε το χείλι της. «Όμως δε θέλω να σ’ αφήσω όσο είσαι σ’ αυτή τηνκατάσταση. Θα σε πάω πίσω στο Σέφανοκ –η Άλις κι εγώ θα σε φροντίσουμε». Το μυαλό τηςδούλευε πυρετωδώς καταστρώνοντας σχέδια. Ο αδελφός της είχε γυρίσει, ήταν ζωντανός, κι αυτόμόνο είχε σημασία.Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έπιασε το μανδύα της από εκεί που είχε μείνει πεσμένος. «Πρέπει να

βρω τους γονείς του Ζιζέ, να συνεννοηθώ μαζί τους για τη μεταφορά σου στο Σέφανοκ».Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, με πάθος. «Όχι, Μπριάνα. Πρέπει να βρεις οπωσδήποτε

τη Ματίλντα και να τη φέρεις εδώ. Είμαι σε καλά χέρια, μην ανησυχείς. Πρέπει να ξεκινήσειςαμέσως».Δυο ασημόγκριζα μάτια πέρασαν σαν αστραπή στο μυαλό της. Δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί, δεν

άντεχε να είναι υποχρεωμένη σε κανέναν. Αυτή η οικογένεια είχε κάνει ήδη παρά πολλά και για τουςδυο τους. Ο Χιου δε σκεφτόταν καθαρά. Θα τον πήγαινε πρώτα στο Σέφανοκ και μετά θα συνέχιζετο ταξίδι της για να βρει τη Ματίλντα.«Μπριάνα, πρέπει να μάθεις και κάτι άλλο. Και παρ’ όλο που ο γάμος σου έχει λήξει εδώ και πολύ

καιρό, μπορεί να σε επηρεάσει αυτό που έχω να σου πω. Ο πατέρας της Ματίλντα είναι ο Γουόλτερτου Μπρίνσλοου».

*

Ο τσουχτερός βορειοανατολικός άνεμος που φυσούσε της έγδερνε τα μάγουλα καθώς κατέβαινετρέχοντας τα σκαλιά και ξεμάκραινε από το κάστρο. Προχωρούσε γρήγορα, αποφασιστικά, σαν ναήξερε πού πήγαινε, όμως στο μυαλό της αντηχούσαν ξανά και ξανά τα λόγια του αδελφού της.Δεν έβλεπε μπροστά της, δεν την ένοιαζε πού βρισκόταν. Είδε μια μικρή πόρτα στο πέτρινο τείχος

που περιέβαλλε το εσωτερικό προαύλιο και κατευθύνθηκε βιαστικά προς τα εκεί. Έστριψε το βαρύστρογγυλό πόμολο, την άνοιξε και βρέθηκε σε έναν κήπο.Ένα κοτσύφι, τρομαγμένο από την ξαφνική εμφάνισή της, έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή και

τρύπωσε κάτω από ένα χαμηλό αρκουδοπούρναρο με στιλπνά αγκαθερά φύλλα.Η Μπριάνα έκλεισε την πόρτα και ακούμπησε για μερικές στιγμές με την πλάτη πάνω της. Η

καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Πώς ήταν δυνατόν να της συμβαίνει αυτό; Ο Χιου την είχε φέρει σεαπελπιστικά δύσκολη θέση ζητώντας της να του βρει την αγαπημένη του· την κόρη του ανθρώπουπου είχε κάνει τη δική της ζωή κόλαση.Από το εσωτερικό προαύλιο ακούστηκαν φωνές. Σήκωσε ξαφνιασμένη το κεφάλι της και κοίταξε

γύρω για πρώτη φορά. Ήθελε να μείνει μόνη.

Page 46: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ο κήπος ήταν περιποιημένος, τα κλαδεμένα πουρνάρια σχημάτιζαν δυο σειρές κατά μήκος τουμονοπατιού με τις ακανόνιστες πέτρινες πλάκες που χώριζε στα δύο τον μεγάλο ροδώνα. Στο τέλοςτου, τα καθαρά νερά ενός ποταμιού κυλούσαν μέσα από τις ιτιές, που τα γυμνά κλαριά τους έγερνανπάνω από τις όχθες του σαρώνοντας τη λεία επιφάνεια. Είδε μια συστάδα από γάλανθους πουλίκνιζαν τα άσπρα κεφάλια τους στην αχνή σκιά ενός αγκαθωτού κράταιγου. Κατευθύνθηκε προς τακει αναζητώντας καταφύγιο, και χρόνο για να σκεφτεί.

*

«Βλέποντάς τη, θα νόμιζε κανείς ότι σηκώνει στους ώμους της το βάρος όλου του κόσμου»,παρατήρησε η λαίδη Μαίρη ακολουθώντας με το βλέμμα της την πορεία της Μπριάνα από τοπαράθυρο της ιδιαίτερης κάμαράς της, στον τρίτο όροφο του δυτικού πύργου.Ο Ζιζέ προχώρησε και στάθηκε πίσω από τη μητέρα του.«Χωρίς αμφιβολία», απάντησε ξερά. «Εδώ που τα λέμε, κι εκείνη κάνει ό,τι μπορεί για να

προσελκύει τα προβλήματα».«Δε φταίει αυτή αν αρρώστησε ο αδελφός της, Ζιζέ», τον αποπήρε η μητέρα του κοιτάζοντάς τον

αυστηρά. «Ήταν καθαρή ατυχία».Ο Ζιζέ ακούμπησε το γοφό του στο ψηλό πέτρινο περβάζι, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και

το γαλάζιο ύφασμα του πουκαμίσου τεντώθηκε στους φαρδιούς του ώμους. «Ναι, έχεις δίκιο. Όμωςείναι τόσο πεισματάρα. Επιμένει να τα κάνει όλα –και όταν λέω όλα το εννοώ– μόνη της, χωρίςβοήθεια από κάνεναν».«Έχει πολύ γλυκό πρόσωπο». Η λαίδη Μαίρη χαμογέλασε στο γιο της. «Είμαι βέβαιος ότι υπάρχει

σοβαρός λόγος γι’ αυτή τη συμπεριφορά της».Ο Ζιζέ γύρισε πάλι προς το παράθυρο και κοίταξε την Μπριάνα που προχωρούσε αποφασιστικά

προς την άκρη του κήπου.«Είσαι πολύ επιεικής, μητέρα. Εγώ την ξέρω μόλις μία μέρα και ήδη μου είναι παραπάνω κι από

αρκετή».«Μα τι σου έκανε επιτέλους;» Η λαίδη απομακρύνθηκε από το παράθυρο για να αποφύγει το

παγωμένο ρεύμα που έμπαινε και κάθισε πάλι στη θέση της κοντά στο αναμμένο τζάκι.Έπιασε το κέντημά της, διάλεξε ένα κομμάτι γαλάζια μάλλινη κλωστή από το καλάθι με τα νήματα

και ζάρωσε τα μάτια της για να περάσει την άκρη από το μάτι της κοκάλινης βελόνας.«Έκλεψε το άλογό μου».Η βελόνα έμεινε μετέωρη πάνω από το λεπτό ύφασμα. «Τι είπες;» Σήκωσε το ξανθόμαλλο κεφάλι

της και τον κοίταξε.«Έκλεψε το άλογό μου. Αφού πρώτα μου έριξε με μια βαλλίστρα».Το γέλιο της λαίδης αντήχησε στο δωμάτιο. «Αχ, Ζιζέ! Τι αστείο! Κι όσο σκέφτομαι τη φήμη σου,

τη γενναιότητά σου στη μάχη, τα χρόνια της εκπαίδευσής σου. Σου έριξε με τη βαλλίστρα; Α, μασίγουρα έχει πολύ κουράγιο αυτή η κοπέλα». Ο τόνος της φανέρωνε θαυμασμό.«Μπορεί. Ή ίσως είναι πολύ ανόητη». Ο Ζιζέ γύρισε πάλι και έριξε μια ματιά προς τον κήπο,

αναζητώντας τη μικροσκοπική φιγούρα με το πράσινο φόρεμα. Πού είχε εξαφανιστεί πάλι;«Πρόσεξα ότι δε φοράει μανδύα, και κάνει παγωνιά έξω. Μπορείς να της πας έναν από τους δικούς

μου;» τον ρώτησε μαλακά καθώς έβαζε με προσοχή μια βελονιά στο κέντημά της, και μετά άλλημία.

Page 47: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ήταν ευσεβής πόθος της ή πραγματικά είδε τις σκληρές γραμμές του προσώπου του γιου της ναμαλακώνουν όταν μιλούσε για το κορίτσι, παρά τα περιφρονητικά του λόγια;Ο Ζιζέ απομακρύνθηκε από το παράθυρο. «Αν δε σε ήξερα καλά, μητέρα, θα έλεγα ότι προσπαθείς

να βρεις πρόσχημα για να με στείλεις να βρω τη λαίδη Μπριάνα».«Θα έκανα ποτέ τέτοιο πράγμα;» ρώτησε εκείνη αθώα και πέρασε μερικές βελονιές ακόμα πριν

στερεώσει την κλωστή.Ο Ζιζέ χαμογέλασε. Στην πραγματικότητα, όμως, αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που είχε κάνει την

Μπριάνα να τρέχει προς το ποτάμι σαν να την κυνηγούσαν.Άνοιξε τη δρύινη κασέλα που ήταν δίπλα στο τζάκι, πήρε από μέσα το βαρύ βελούδινο μανδύα της

μητέρας του και έφυγε.Η λαίδη Μαίρη ετοιμάστηκε να συνεχίσει το κέντημά της, αλλά σαν κάτι να την έκανε ν’ αλλάξει

γνώμη. Σηκώθηκε, πλησίασε στο παράθυρο και είδε το γιο της να βγαίνει από τον πύργο και ναπροχωράει προς το ποτάμι.Ένα αμυδρό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της.

*

Το στενό μονοπάτι έβγαζε στην όχθη περνώντας από ένα στενό άνοιγμα στο φράχτη τωνπουρναριών. Η Μπριάνα στριμώχτηκε ανάμεσά τους και το λεπτό μεταξωτό πέπλο της σκάλωσε γιαμια στιγμή στα αγκαθωτά κλαριά. Το κελάρυσμα του ποταμού ακουγόταν πιο δυνατά εκεί και ορυθμικός του ήχος καταλάγιαζε την ταραχή της, ηρεμούσε τις σκέψεις της.Όταν ίσιωσε το σώμα της και σήκωσε το κεφάλι της, έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης και

θαυμασμού. Μπροστά της απλωνόταν ένα επίπεδο ξέφωτο γεμάτο χιονάτους γάλανθους,περιτριγυρισμένο από συστάδες δέντρων. Τα λευκά κεφαλάκια των λουλουδιών λικνίζοντανρυθμικά στον αέρα και στο κέντρο τους ξεχώριζε μια καταπράσινη καρδιά. Ένας αυτοσχέδιοςπάγκος φτιαγμένος από κλαριά που διατηρούσαν ακόμα το φλοιό τους ήταν φωλιασμένος κάτω απόμια φουντωτή φλαμουριά και στα στηρίγματά του ξεφύτρωναν λαμπερά κοκκινωπά μανιτάρια.Σκέφτηκε να κόψει μερικά λουλούδια και να τα πάει στον Χιου για να ομορφύνει λιγάκι το

δωμάτιό του, αλλά αποφάσισε να το κάνει αργότερα. Προχώρησε, κάθισε στο παγκάκι και έστρεψετο αυλακωμένο από τα δάκρυα πρόσωπό της προς το χλομό φως που τρύπωνε μέσα απ’ τα πυκνάκλαριά.Άφησε το σώμα της να χαλαρώσει, ακούμπησε την πλάτη της στον αυλακωτό κορμό, έκλεισε τα

μάτια της και ανάσανε βαθιά. Όλοι οι μύες της πονούσαν, το κεφάλι της ήταν βαρύ, ένιωθε τιςπλεξούδες να τραβούν ενοχλητικά το δέρμα στους κροτάφους της. Λαχταρούσε να τις λύσει, νανιώσει τον κρύο αέρα στο κρανίο της. Άνοιξε τα μάτια και έριξε μια ματιά γύρω. Ναι, σίγουρα ήτανμόνη. Το μόνο που άκουγε ήταν το κελάρυσμα του νερού πάνω στις πέτρες και το μελωδικόκελάηδημα ενός κότσυφα.Αφήνοντας δίπλα της το πέπλο και το στεφάνι, έπιασε τις φουρκέτες, άρχισε να τις αφαιρεί τη μία

μετά την άλλη. Οι πλεξούδες έπεσαν στους ώμους της και οι σγουρές άκρες τους ακούμπησανσχεδόν στην αγκαλιά της. Έπιασε το δερμάτινο κορδόνι που τις κρατούσε δεμένες, το έλυσε καιάρχισε να περνάει ξανά και ξανά τα δάχτυλά της στις τούφες για να τις ελευθερώσει. Ο αέραςδρόσισε το κεφάλι της και ένιωσε να την κυριεύει μια γλυκιά ευδαιμονία.Ο χαλκόχρωμος καταρράκτης των μαλλιών της αγκάλιασε την πλάτη της, άγγιξε τη λεπτή της

Page 48: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

μέση. Ακουμπώντας πάλι στον κορμό του δέντρου, έκλεισε τα μάτια και άφησε τις έγνοιες της ναξεχαστούν για λίγο καθώς απολάμβανε την υπέροχη στιγμή.

*

Ο Ζιζέ κοντοστάθηκε στην άκρη του ξέφωτου και ένιωσε την ανάσα του να κόβεται όταν αντίκρισετην κοπέλα που καθόταν κάτω από το δέντρο. Έμοιαζε με άγγελο έτσι όπως είχε στραμμένο τολευκό πρόσωπό της προς το φως, με τα μάτια κλειστά και ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη. Και ταμαλλιά της! Έπεφταν σαν ποτάμι από λιωμένο χαλκό, αγκάλιαζαν τους ώμους της, πλούσια καιπυκνά. Μια πύρινη σφαίρα απλώθηκε στην κοιλιά του και ένιωσε μια ακαταμάχητη ανάγκη ναβυθίσει τα δάχτυλά του σ’ εκείνη την πύρινη χαίτη, να κλείσει στη χούφτα του τις μεταξένιες τρέσεςτης, να χαϊδέψει μ’ αυτές το πρόσωπό του. Προσπάθησε να συγκρατήσει το κύμα του πόθου που τονπλημμύρισε και βλαστήμησε την ανεπιθύμητη λαχτάρα που ένιωσε έξαφνα.Είχε δει τη θλίψη στα μάτια της, είχε νιώσει το κενό στην καρδιά της. Η ψυχή της είχε συντριβεί

σαν λουλούδι που το ποδοπατούν ανελέητα, ο χαρακτήρας της είχε αλλοιωθεί με έναν τρόπο πουτην έκανε να φοβάται όλους τους άντρες.Είχε υπαινιχθεί ότι ο γάμος της δεν ήταν ευτυχισμένος· χωρίς αμφιβολία, αυτός ήταν ο λόγος που

τον απομάκρυνε σε κάθε ευκαιρία, που αρνιόταν κάθε προσπάθειά του να τη βοηθήσει, πουβασιζόταν μόνο στην ανεξαρτησία και τη δική της δύναμη. Τον κυρίεψε μια ακαταμάχητη επιθυμίανα την προστατέψει –τόσο ισχυρή, τόσο έντονη που τον άφησε άφωνο.Όμως, ποιος ήταν αυτός και πού είχε βρει το δικαίωμα να της προσφέρει τη βοήθειά του, να την

προστατέψει από το κακό, όταν τόσοι γενναίοι άντρες είχαν σκοτωθεί εξαιτίας του; Και η Νάντια, ηγυναίκα που αγαπούσε, είχε πεθάνει στα χέρια του.Συνέχισε να την παρατηρεί γι’ αρκετή ώρα, ώσπου τα σύννεφα μαζεύτηκαν και έκρυψαν τον ήλιο

και την είδε να ριγεί από το κρύο. Τα πεσμένα φύλλα που σάρωνε ο άνεμος έκρυψαν με το θρόισμάτους τον ήχο των βημάτων του. Οι σόλες του έλιωσαν τους εύθραυστους γάλανθους καθώς πήγαινεπρος το μέρος της. «Η μητέρα μου σκέφτηκε πως μπορεί να κρυώνεις», είπε χωρίς προεισαγωγές γιανα δηλώσει την παρουσία του.Η Μπριάνα πετάχτηκε όρθια, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και έψαξε να βρει από πού είχε

ακουστεί η φωνή του. Το πρόσωπό της γέμισε ντροπή και έπιασε βιαστικά τα μαλλιά της,πασχίζοντας να τα μαζέψει. Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα.«Ορίστε. Η μητέρα μου μου ζήτησε να σου το φέρω», της είπε καθώς της έδινε το μανδύα.«Πώς... πώς ήξερε... πώς ήξερες ότι ήμουν εδώ;» Το αεράκι άρπαξε τις άκρες των μαλλιών της, τα

έκανε να χορεύουν γύρω από το πρόσωπό της, οι χαλκόχρωμες τούφες τους έλαμψαν στο φευγαλέοφως του ήλιου.«Σε κοιτούσαμε από το παράθυρο του δωματίου της».Οι κόκκινες κηλίδες στα μάγουλά της έγιναν ακόμα πιο έντονες. «Νόμιζα πως ήμουν μόνη μου».«Το κατάλαβα». Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω της, επίμονο, διεισδυτικό.Η Μπριάνα κοίταξε αλλού, γιατί δεν άντεχε να βλέπει αυτό που διέκρινε στο βάθος των ματιών

του. «Ε... Δε γίνεται να μείνουμε εδώ. Θέλω να γυρίσω σπίτι, να πάρω μαζί μου τον Χιου. Καισήμερα ακόμα, αν γίνεται».«Αποκλείεται». Ο κοφτός του τόνος την εκνεύρισε.Πήρε βαθιά εισπνοή, γέμισε τα πνευμόνια της με τον φρέσκο πρωινό αέρα και προσπάθησε να

Page 49: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

διατηρήσει την ψυχραιμία της. «Γιατί αποκλείεται;» τον ρώτησε προκλητικά. «Ο Χιου φαινότανπολύ καλύτερα σήμερα το πρωί, αρκετά δυνατός ώστε να κάνει το ταξίδι με άμαξα πίσω στοΣέφανοκ».«Έχω δει κι άλλη φορά αυτή την αρρώστια. Πολλές φορές, για την ακρίβεια. Είναι πολύ

συνηθισμένο να μεσολαβούν περίοδοι απόλυτης διαύγειας ανάμεσα σε δυο κρίσεις παραληρήματοςκαι πυρετού».Οι ώμοι της καμπούριασαν. Για μια στιγμή ο Ζιζέ ένιωσε την παράλογη επιθυμία να τυλίξει τα

χέρια του γύρω της, να αγκαλιάσει αυτό το άγριο, ατίθασο πλάσμα και να το παρηγορήσει.«Γιατί πρέπει να με απογοητεύεις διαρκώς;» Η φωνή της έμοιαζε περισσότερο με λυγμό.«Πίστεψέ με, δεν το κάνω επίτηδες». Είδε τη γυαλάδα από τα δάκρυα στα μάτια της και μόρφασε.

«Την αλήθεια σου λέω, Μπριάνα. Ο αδελφός σου δεν είναι σε θέση να μετακινηθεί, ούτε καν για ναπάει μέχρι το Σέφανοκ. Ή, μάλλον, ειδικά όχι στο Σέφανοκ».«Τι εννοείς λέγοντας ειδικά όχι στο Σέφανοκ;»Ο Ζιζέ ανασήκωσε τα φρύδια του που ήταν έναν τόνο πιο σκούρα από τα μαλλιά του. «Με όλο το

σεβασμό, λαίδη μου, το Σέφανοκ δεν είναι το καταλληλότερο μέρος για να ανανήψει έναςάρρωστος...»«Για ποιο λόγο;» τον ρώτησε θυμωμένα, σφίγγοντας τις γροθιές της.Ο Σισέ θυμήθηκε την αξιοθρήνητη φωτιά στη μεγάλη αίθουσα του Σέφανοκ, το πιάτο με το

μπαγιάτικο ψωμί και το ταγγισμένο τυρί. «Συμπάθα με, αλλά το σπίτι σου είναι υγρό και κρύο, δενέχεις τρόφιμα... πώς στην ευχή θα φροντίσεις έναν ανήμπορο; Εσύ πώς θα τα βγάλεις πέρα;»Τα γαλανά της μάτια σκοτείνιασαν. Του φάνηκε ότι θα πνιγόταν στα απύθμενα βάθη τους. «Θα τα

βγάλω πέρα όπως τα έβγαζα πάντοτε, ακόμα κι αν χρειαστεί να στερηθώ τα πάντα». Η φωνή τηςυψώθηκε, αλλά έτρεμε σαν να ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.«Είναι φανερό ότι έχεις στερηθεί τα πάντα εδώ και πολύ καιρό», αποκρίθηκε ήρεμα εκείνος.Τον κοίταξε εμβρόντητη από την ξαφνική τρυφερότητά του και τα δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια

της. Ανοιγόκλεισε βιαστικά τα βλέφαρά της για να τα διώξει.«Δε γινόταν αλλιώς», ψιθύρισε, θυμωμένη με τον εαυτό της για τον τρόπο που αντιδρούσε στα

λόγια του, στην ευγένεια της φωνής του. Ξεκίνησε να φύγει, αλλά, τυφλωμένη όπως ήταν από ταδάκρυα, έπεσε χωρίς να το θέλει πάνω του. Τα δάχτυλά του πλέχτηκαν στις τούφες των μαλλιών τηςπου ανέμιζαν στον αέρα, και η Μπριάνα αναγκάστηκε να σταματήσει.Ο Ζιζέ τύλιξε τα μαλλιά της στο χέρι του, ξανά και ξανά, τραβώντας την αργά κοντά του.«Μη φεύγεις», της μουρμούρισε.Η Μπριάνα ετοιμάστηκε να διαμαρτυρηθεί, αλλά έκλεισε το στόμα της σαστισμένη. Όλο της το

σώμα ανατρίχιασε ακούγοντας τον ήχο της φωνής του, ένα ρίγος ανέβηκε στην πλάτη της. Η ανάσατου χάιδεψε την κορυφή του κεφαλιού της και μόνο τότε συνειδητοποίησε πόσο κοντά του ήταν.«Μη φεύγεις», επανέλαβε σιγανά, με έναν τρόπο που φανέρωσε όλο τον πόθο που με τόση

δυσκολία συγκρατούσε.Τα δάχτυλά του βυθίστηκαν στις μεταξένιες τούφες της, τράβηξε απαλά το κεφάλι της προς τα

πίσω και κοίταξε ερευνητικά το πρόσωπό της σαν να προσπαθούσε να μαντέψει την επίδραση πουείχαν πάνω της τα λόγια και οι πράξεις του.Οι άκρες των δαχτύλων του ήταν ζεστές πάνω στο κεφάλι της και το συναίσθημα ήταν τόσο

ερεθιστικό που ένιωσε το άγγιγμά του ως τα κατάβαθα της καρδιάς της.Έσκυψε προς το μέρος της και ο μανδύας έπεσε στα πόδια τους χωρίς να τον αντιληφθούν.

Page 50: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Η Μπριάνα είδε φευγαλέα το ασήμι των ματιών του να αστράφτει από ένα επικίνδυνο πάθος καθώςπλησίαζε. «Δεν...» ψιθύρισε με αβέβαιη φωνή, χωρίς να ξέρει τι ήθελε να του πει. Ασυναίσθητα,σήκωσε τα χέρια της σαν για να τον σπρώξει μακριά της, αλλά τα δάχτυλά της άγγιξαν φευγαλέα τοστέρνο του πριν ανεβούν στους ώμους του.Τα χείλη του αναζήτησαν τα δικά της και η Μπριάνα έγειρε στην αγκαλιά του σαν να αναζητούσε

καταφύγιο. Για μια μεθυστική στιγμή συνειδητοποίησε ότι μέσα στον κύκλο που σχημάτιζαν ταχέρια του δε φοβόταν πια.Τα δροσερά του χείλη άγγιξαν ανάλαφρα το στόμα της, σαν άγγιγμα από φτερά πεταλούδας. Κι

όμως εκείνο το απαλό φιλί γέμισε την ψυχή της ευδαιμονία. Της ήρθε να φωνάξει από χαρά. Και τηνίδια στιγμή, μια τόσο δυνατή επιθυμία, μια λαχτάρα που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ, απλώθηκε μέσατης και πόθησε... Τι; Ούτε κι εκείνη δεν ήξερε.Και δεν ήθελε να ρωτήσει, δεν ήθελε να μάθει τι σήμαιναν εκείνες οι φλόγες που είχαν τυλίξει

έξαφνα το κορμί της και της έκοβαν την ανάσα. Όλα ήταν τόσο καινούρια για κείνη...Και τότε ξαφνικά όλα τελείωσαν τόσο απρόσμενα όσο είχαν αρχίσει.Ο Ζιζέ την άφησε από την αγκαλιά του και την κοίταξε με μάτια που έκαιγαν από τον

ανικανοποίητο πόθο. Έστρωσε τα μαλλιά του με τα δάχτυλα, κοντανασαίνοντας, αλλά αντί να τατιθασεύσει τα ανακάτεψε ακόμα χειρότερα. Πάνω από τα κεφάλια τους δύο γεράκια άρχισαν ναδιαγράφουν κύκλους κρώζοντας και οι παραπονεμένες κραυγές τους έσκισαν τη σιγαλιά.«Συγνώμη», μουρμούρισε ο Ζιζέ. «Αυτό που έκανα ήταν ασυγχώρητο».Όχι! ήθελε να του φωνάξει. Ήθελε να τον παρακαλέσει να συνεχίσει. Ο Ζιζέ την είχε πλησιάσει όσο

κανένας άλλος άντρας. Πώς να του πει ότι η αίσθηση των χειλιών του πάνω στα δικά της ήταν ό,τιπιο υπέροχο είχε νιώσει ποτέ το κορμί της;Αντί για όλα αυτά, χαμογέλασε αμήχανα, σταύρωσε με συστολή τα χέρια της στο στήθος και

ένιωσε την καρδιά της να τρέμει ακόμα από τη γλυκάδα του φιλιού του.Έκανε μεταβολή και προχώρησε προς το κάστρο παρασέρνοντας στο διάβα της τους εύθραυστους

γάλανθους με τον ποδόγυρο του φορέματός της. Όταν έφτασε στο άνοιγμα του θαμνοφράχτη,σταμάτησε. Ο Ζιζέ στεκόταν στο κέντρο του ξέφωτου και παρακολουθούσε τις κινήσεις τηςσκεφτικός, με το πρόσωπο σκοτεινιασμένο.«Σε συγχωρώ», ψιθύρισε, και αναρωτήθηκε αν εκείνος την άκουσε.

Page 51: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 6

«Έλα, παιδί μου, έλα κάθισε κοντά μου. Λυπάμαι που δε μου δόθηκε η ευκαιρία να σε γνωρίσωμέχρι τώρα». Η λαίδη Μαίρη σηκώθηκε με χάρη από το τραπέζι της εξέδρας όταν η Μπριάνα μπήκεστη μεγάλη αίθουσα.Η μητέρα του Ζιζέ ήταν πραγματική καλλονή –ψηλή, λεπτή, ντυμένη με ένα πολυτελές φόρεμα από

ροζ βελούδο που τα μακριά μανίκια του έφταναν σχεδόν μέχρι το πάτωμα. Τα κατάξανθα μαλλιά τηςήταν πλεγμένα σε πολλές μικρές κοτσίδες που σχημάτιζαν ένα περίτεχνο χτένισμα κάτω από τογυαλιστερό μεταξένιο πέπλο με το ασημένιο στεφάνι. Στο δυνατό φως που έμπαινε από ταμεσημβρινά παράθυρα έμοιαζε με αιθέρια οπτασία.«Δεν περιμένατε να καταφθάσω μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα». Η Μπριάνα χαμογέλασε και ο

ποδόγυρος του πράσινου φορέματός της θρόισε απαλά πάνω στις κρύες πλάκες καθώς πλησίαζε στηλαίδη Μαίρη.Όταν έφυγε σαν κυνηγημένη από το ξέφωτο, με το φιλί του Ζιζέ αποτυπωμένο ακόμα στα χείλη

της, κατέφυγε στη σχετική ηρεμία του δωματίου του Χιου. Ευτυχώς ο αδελφός της κοιμόταν ήρεμακι έτσι κάθισε δίπλα του στο σκαμνί και άρχισε να πλέκει τα μαλλιά της για να τα επαναφέρει σε μιασχετική τάξη. Όταν τελείωσε, έμεινε εκεί μη ξέροντας τι άλλο να κάνει. Τα δάχτυλά της άγγιζαν κάθετόσο διστακτικά τα χείλη της που διατηρούσαν τη γεύση του φιλιού του και η καρδιά της φτερούγιζεμε τρόμο όποτε σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να συναντήσει και πάλι τον Γουόλτερ.Όταν εμφανίστηκε μια υπηρέτρια κρατώντας το πέπλο και το στεφάνι της, και την πληροφόρησε

ότι η λαίδη Μαίρη επιθυμούσε την παρουσία της στο μεσημεριανό γεύμα, εκμεταλλεύτηκε με χαράτην ευκαιρία που της δινόταν να ξεφύγει λίγο από τις στενόχωρες σκέψεις της.«Δεν ξέρω πού έχουν πάει οι άντρες», είπε ζωηρά η λαίδη και έγειρε με χάρη το κεφάλι της στο

πλάι. «Ο Ζοσλέν θα έρθει σύντομα, και ο Ζιζέ... ήταν μαζί σου, έτσι δεν είναι;»Η Μπριάνα κοκκίνισε, δάγκωσε αμήχανα το χείλι της και κάθισε δίπλα στη μεγαλύτερη γυναίκα.

«Ναι, μου έφερε το μανδύα σας. Ευχαριστώ πολύ».«Ευχαρίστησή μου. Όταν σε είδα να τρέχεις μέσα στο κρύο... μόνο με το φόρεμά σου...» Κούνησε

το κεφάλι της αποδοκιμαστικά, με μητρικό ενδιαφέρον. «Ελπίζω να σε κράτησε ζεστή εκεί έξω».Το κοκκίνισμά της έγινε πιο έντονο και άρχισε να στριφογυρίζει αμήχανα την άκρη της ζώνης που

αγκάλιαζε τη μέση της. «Ναι, σας ευχαριστώ που το σκεφτήκατε», κατάφερε να ψελλίσει. «Σαςευχαριστώ και για τη φιλοξενία, και για όλα όσα κάνατε για τον Χιου».Η λαίδη Μαίρη ανέμισε το χέρι της και τα βαριά δαχτυλίδια που στόλιζαν τα μακριά λευκά δάχτυλά

της στραφτάλισαν. «Χαίρομαι που επέστρεψαν και οι δύο, ύστερα απ’ όσα πέρασαν». Αναστέναξε.«Μολονότι, αν περνούσε από το χέρι του Ζοσλέν, ο Ζιζέ θα έφευγε για τη Γερμανία το συντομότερογια να εξασφαλίσει την επιστροφή του Ριχάρδου».Η Μπριάνα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, ανακουφισμένη που είχαν πάψει να μιλούν για το

μανδύα και για τις πρωινές δραστηριότητές της.«Έμαθα ότι ο βασιλιάς αιχμαλωτίστηκε». Ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους της έκανε

τόσο δύσκολη τη ζωή ο πρίγκιπας Ιωάννης: ο μικρότερος αδελφός του βασιλιά δεν είχε κρύψει ποτέ

Page 52: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

τη φιλοδοξία του να πάρει τη θέση του Ριχάρδου. Η αντιπαλότητα που υπήρχε ανάμεσα στα δύοαδέλφια ήταν πασίγνωστη.«Φυσικά, ποιον άλλο θα διάλεγε η βασίλισσα Ελεονώρα παρά τον αγαπημένο της ανιψιό;» Η φωνή

της λαίδης είχε μια χροιά παραπόνου. «Από όλους τους ιππότες που έχει γύρω της, βρήκε ναδιαλέξει αυτόν».«Τον ανιψιό της;»Η λαίδη Μαίρη χαμογέλασε και με ένα αδιόρατο νεύμα έδωσε εντολή στον υπηρέτη που περίμενε

πίσω από τις καρέκλες με τις ψηλές πλάτες να γεμίσει το κασσιτέρινο κύπελλό της με υδρόμελι.«Ακριβώς, καλή μου. Ο Ζοσλέν, ο σύζυγός μου, είναι ο μικρός αδελφός της Ελεονώρας. Εκτόςγάμου, φυσικά».«Δηλαδή ο Ζιζέ είναι εξάδελφος του βασιλιά Ριχάρδου;» ρώτησε με κατάπληξη η Μπριάνα. «Κι

εγώ λίγο έλειψε να τον σκοτώσω χτες!» ξεφούρνισε χωρίς να το σκεφτεί και έκλεισε το στόμα μετην παλάμη της.Η λαίδη Μαίρη γέλασε δυνατά και τα όμορφα χαρακτηριστικά της έλαμψαν από ευθυμία. «Α, ναι,

μου το είπε! Μην ανησυχείς, είμαι σίγουρη ότι του άξιζε». Έπιασε τα χέρια της Μπριάνα και τηνκοίταξε με ενδιαφέρον. «Μου φαίνεσαι πολύ ανεξάρτητη κοπέλα. Σε θαυμάζω».Ο θαυμασμός που άκουσε στη φωνή της λαίδης έκανε τα μάτια της να δακρύσουν. Ήταν η πρώτη

φορά εδώ και πολύ καιρό που κάποιος επιδοκίμαζε τις πράξεις της και την ανεξαρτησία της που είχεκερδίσει με μύριους κόπους.«Α, να, ήρθαν». Η λαίδη άφησε τα χέρια της Μπριάνα και έκανε νόημα στους υπηρέτες που

περίμεναν.Αμέσως άρχισαν να καταφτάνουν οι πιατέλες με τα αχνιστά φαγητά ενώ ο Ζιζέ και ο πατέρας του

πλησίασαν στην εξέδρα απορροφημένοι στη συζήτησή τους.Όταν έγινε μια παύση, ο Ζοσλέν σήκωσε το κεφάλι του, είδε την Μπριάνα και ύψωσε το χέρι του

σε χαιρετισμό.Τα μαλλιά του ήταν έναν τόνο πιο σκούρα από του γιου του και είχαν αρχίσει να γκριζάρουν αλλά

κατά τα άλλα η ομοιότητά τους ήταν εκπληκτική –τα ασημόγκριζα μάτια, το λεπτό σμιλεμένοσαγόνι–, αλλά ενώ το πρόσωπο του Ζιζέ ήταν βλοσυρό, του πατέρα του έλαμπε από ένα εγκάρδιοχαμόγελο.«Πόσο χαίρομαι που είσαι κοντά μας!» είπε με τη βροντερή φωνή του και κάθισε δίπλα στην

Μπριάνα. «Πώς πάει ο αδελφός σου; Είναι καθόλου καλύτερα;»«Ω, ναι, σας ευχαριστώ, άρχοντά μου. Πρέπει να κανονίσω... τη μεταφορά του».Ο Ζιζέ δεν είχε κανένα δικαίωμα να αποφασίζει τι θα έκανε με τον αδελφό της. Με τη βοήθεια της

Άλις θα τον φρόντιζε μια χαρά στο Σέφανοκ, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό.Με την άκρη του ματιού της τον είδε να κάθεται από την άλλη πλευρά δίπλα στον πατέρα του·

έσφιξε τα χείλη της και κοίταξε ίσια μπροστά.«Ανοησίες». Ο Ζοσλέν έπιασε την πήλινη καράφα και γέμισε το κύπελλό του με υδρόμελι. «Ο Χιου

πρέπει να μείνει εδώ μέχρι να γίνει εντελώς καλά. Και δε θέλω αντιρρήσεις».«Κι εγώ το ίδιο της είπα». Ο τόνος του Ζιζέ ήταν τραχύς, αποδοκιμαστικός.Η Μπριάνα ίσιωσε αγέρωχα τους ώμους της· δε θα άφηνε τον εκνευρισμό του να την πτοήσει.

«Τότε θα σας ζητήσω να στείλουμε ένα μήνυμα στο Σέφανοκ, άρχοντά μου. Η υπηρέτριά μου θαανησυχεί και θα περιμένει νέα».«Μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο». Ο Ζοσλέν της χτύπησε πατρικά το χέρι. «Ο Ζιζέ μου είπε ότι το

Page 53: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Σέφανοκ κινδυνεύει από τον πρίγκιπα Ιωάννη και τους ανθρώπους του. Πήρα, λοιπόν, τηνπρωτοβουλία να στείλω στρατιώτες στο σπίτι σου. Θα το προστατέψουν, κι αυτό και τους υπηρέτεςσου, μέχρι να γυρίσεις».Η Μπριάνα τον κοίταξε ανακουφισμένη. «Σας ευχαριστώ πολύ. Το σπίτι μου είναι το παν για

μένα... και για τον αδελφό μου». Τα δάχτυλά της έτρεμαν καθώς έπαιρνε ένα ψωμάκι από τηνπιατέλα. Παρ’ όλο που ο πατέρας του Ζιζέ καθόταν ανάμεσά τους, θα νόμιζε κανείς ότι ο Ζιζέκαθόταν δίπλα της –τόσο έντονη ήταν η αίσθηση της παρουσίας του.Γιατί δεν τον είχε χαστουκίσει όταν τη φίλησε; Γιατί δεν το είχε βάλει στα πόδια; Γιατί είχε μείνει

και του είχε φανερώσει πόσο πολύ της άρεσε το φιλί του;«Ο Ζιζέ με ρωτούσε πριν από λίγο για έναν έμπιστο του πρίγκιπα Ιωάννη», είπε ο Ζοσλέν στη

γυναίκα του καθώς γέμιζε το πιάτο του με αχνιστές πατάτες. «Έναν άνθρωπο με μια ουλή σανμισοφέγγαρο στο μάγουλό του. Περίεργο... έχεις ακούσει ποτέ τίποτα για έναν τέτοιο άνθρωπο;Επισκέπτεσαι κάθε βδομάδα την αγορά του Μερλμπέρζ. Μήπως τον έχεις δει;»Η Μπριάνα κατάπιε τόσο βιαστικά, που η μπουκιά του ψωμιού τής στάθηκε στο λαιμό και άρχισε

να βήχει.«Κορίτσι μου, είσαι καλά; Ορίστε, πιες λίγο υδρόμελι». Η λαίδη Μαίρη της έβαλε στο χέρι το

γεμάτο κύπελλο και την παρότρυνε να πιει. Καθώς το κεχριμπαρένιο υγρό κυλούσε στο λαρύγγι τηςπαρασέρνοντας μαζί του και τη σφηνωμένη μπουκιά του ψωμιού, η Μπριάνα χαμογέλασεκαθησυχαστικά για να της δείξει ότι δε συνέβαινε κάτι σοβαρό.Ο Ζιζέ έσκυψε μπροστά, ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι και την κοίταξε επίμονα. Η

Μπριάνα προσπάθησε να διατηρήσει την ουδέτερη έκφρασή της.«Θυμάσαι να είδες ένα τέτοιο πρόσωπο ποτέ;» ξαναρώτησε ο Ζοσλέν τη γυναίκα του.Η λαίδη Μαίρη συνοφρυώθηκε και στο πρόσωπό της φάνηκαν λεπτές ρυτίδες. «Όχι. Πιστεύω ότι

θα το θυμόμουν αν το είχα δει. Ευγενής είναι;»«Ναι, ιππότης. Σταυροφόρος».Ο Ζιζέ ήπιε όσο υδρόμελι είχε απομείνει στο κύπελλό του και σηκώθηκε απότομα. «Νομίζω πως θα

έπρεπε να ρωτήσουμε καλύτερα τη λαίδη Μπριάνα αν τον γνωρίζει».Την κοίταξε κατάματα και για μια στιγμή αναμετρήθηκαν με το βλέμμα.«Τον ξέρεις, Μπριάνα; Έχεις δει ποτέ τον άνθρωπο που περιγράφουμε;»Με μια μεγάλη δρασκελιά, βρέθηκε πίσω της και τα χέρια του έσφιξαν την πλάτη της καρέκλας της.Κοίταξε το καλοχτενισμένο της κεφάλι με τις χοντρές πλεξίδες που ξεχώριζαν κάτω από το

αραχνοΰφαντο πέπλο και ένιωσε τα σπλάχνα του να σφίγγονται από πόθο.Είχε επιτρέψει στον εαυτό του να δείξει αδυναμία απέναντι σ’ εκείνο το λεπτοκαμωμένο πλάσμα με

το πεισματάρικο, αγύριστο κεφάλι και τα τρυφερά χείλη. Δοκίμαζε την υπομονή του και την ίδιαστιγμή τον γοήτευε αφάνταστα.Πώς ήταν δυνατόν να χάνει με τόση ευκολία τον αυτοέλεγχό του όταν ήταν κοντά της; Στα χείλη

του είχε ακόμα τη γεύση του φιλιού της, την ευωδιά του στόματός της· ακόμα κι εκείνη τη στιγμήένιωθε το σώμα του να ερεθίζεται απλώς και μόνο στη θέα του λευκού χεριού της που ήτανακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι.Τον έκανε να ξεχνά τον αληθινό σκοπό του, την τελευταία του υπόσχεση στη Νάντια, την

υπόσχεση πως θα έβρισκε τον άνθρωπο που τους είχε προδώσει και θα τον τιμωρούσε. Θα τονσκότωνε.«Δε... δεν είμαι σίγουρη».

Page 54: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Άφησε την πετσέτα της στο τραπέζι και σηκώθηκε, ανυπομονώντας να βρεθεί μακριά του, νααποφύγει την ενοχλητική παρουσία του και τις ακόμα πιο ενοχλητικές ερωτήσεις του. Ανομολογούσε ότι γνώριζε αυτό τον άνθρωπο, δεν ήξερε πού θα οδηγούσε.Ο Ζιζέ την έπιασε από τους ώμους και την εμπόδισε να φύγει. «Τον ξέρεις!»«Μπορεί...» Τίναξε το χέρι του από τον ώμο της και τον κοίταξε αγριωπά. «Άφησέ με να φύγω».«Μην παίζεις μαζί μου, Μπριάνα. Ξέρεις ποιος είναι. Πες μου».«Ζιζέ, νομίζω πως...» Η λαίδη Μαίρη προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά σταμάτησε όταν είδε

την αυστηρή έκφραση στο πρόσωπο του γιου της.«Το όνομά του είναι Άλμερικ του Σαλίς και έχει κτήματα στα βόρεια του Μερλμπέρζ», απάντησε

χαμηλόφωνα η Μπριάνα. «Και τώρα άσε με να περάσω».«Πώς τον ξέρεις».«Είναι γνωστός στο Μερλμπέρζ, έχει ζήσει εκεί όλη του τη ζωή. Είναι έμπιστος του πρίγκιπα

Ιωάννη».«Θα τον αναγνώριζες αν τον έβλεπες;»«Ναι, έχει μια ουλή σαν αυτή που περιέγραψες στο μάγουλό του».«Οδήγησέ με σ’ αυτόν».Τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό και μάτια γεμάτα τρόμο. «Τι είπες;»«Αυτό που άκουσες».«Σου είπα ποιος είναι, μπορείς να τον βρεις μόνος σου», του απάντησε αυθάδικα και έσφιξε με

θυμό τα χείλη της, αδιαφορώντας παντελώς για το πού βρισκόταν.Οι γονείς του Ζιζέ παρακολουθούσαν το διάλογο με απροκάλυπτο ενδιαφέρον.«Θέλω να είμαι βέβαιος ότι βρήκα τον σωστό άνθρωπο».«Θαυμάσια ιδέα!»Ο Ζοσλέν έσπρωξε πίσω την καρέκλα του, στάθηκε δίπλα στο γιο του και σκούπισε το στόμα του

με μια λινή πετσέτα. «Δεν πρέπει να χάνεις άλλο χρόνο, Ζιζέ. Η βασίλισσα Ελεονώρα περιμένει ναφύγεις το συντομότερο για τη Γερμανία».«Δεν μπορώ!» φώναξε η Μπριάνα. «Ο Χιου θέλει να του...» Πώς να τους αποκαλύψει την τρομερή

αποστολή που της είχε αναθέσει ο αδελφός της; «Ο Χιου με χρειάζεται», συμπλήρωσε ξεψυχισμένα.Η λαίδη Μαίρη σηκώθηκε με χάρη από την καρέκλα της. «Ξέρεις ότι εδώ τον φροντίζουμε καλά,

παιδί μου· στην κατάσταση που βρίσκεται, δε θα καταλάβει την απουσία σου». Ακούμπησε το χέριτης καθησυχαστικά στο μπράτσο της Μπριάνα.Η Μπριάνα ένιωσε εντελώς αδύναμη μπροστά στη συνδυασμένη επίθεσή τους. Οι γονείς του Ζιζέ

της είχαν φερθεί με τόση καλοσύνη και γενναιοδωρία. Της είχαν προσφέρει το σπίτι τους και τοχρόνο τους. Καθώς κοιτούσε τα χαμογελαστά τους πρόσωπα προσπαθούσε να βρει μια πιστευτήδικαιολογία και δεν τα κατάφερνε. Είχαν δίκιο· μπορούσαν να φροντίσουν τον Χιου. Όμως, ότανκοίταξε τον Ζιζέ, αναρωτήθηκε μήπως εκείνη είχε χάσει την ικανότητα να φροντίζει τον εαυτό της.

*

«Έχεις καμιά ιδέα πού μπορεί να βρίσκεται αυτός ο Άλμερικ;»Ο Ζιζέ τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του για να επιβραδύνει και γύρισε προς την Μπριάνα.Επιτέλους είχε ένα όνομα. Ήξερε πια πώς λεγόταν ο προδότης που στοίχειωνε τα όνειρά του μαζί

με τις επιθανάτιες κραυγές των στρατιωτών του και την εικόνα του άψυχου κορμιού της Νάντιας στα

Page 55: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

χέρια του.Ένας προδότης που του άξιζε ό,τι τον περίμενε.Το μόνο στοιχείο που είχε στη διάθεσή του για να τον βρει ήταν τα τελευταία λόγια της Νάντιας.

Βρες τον άνθρωπο με την ουλή σαν μισοφέγγαρο και τα χρώματα του βασιλιά Ριχάρδου.Με την άκρη του δαχτύλου της είχε χαράξει το σχήμα της ουλής στο δικό του μάγουλο, έτσι όπως

κειτόταν ακουμπισμένη πάνω στην πόρτα στο τέλος του στενοσόκακου, στην πόρτα που είχε μείνειεσκεμμένα κλειδωμένη, για να παγιδέψει αυτόν και τους άντρες του.Είχαν πάει εκεί νομίζοντας πως θα μπορούσαν να μπουν στην πόλη της Ναρσούφ, να διεισδύσουν

απαρατήρητοι και να σπάσουν την πολιορκία που δεν έλεγε να τελειώσει.Η Νάντια πίστευε ότι τον βοηθούσε δίνοντάς του αυτή την πληροφορία· καθώς τράνταζε το

πόμολο της πόρτας, κατάλαβε ότι την είχαν εξαπατήσει. Είχαν πιαστεί σαν ποντίκια στην παγίδα.Το στόμα του σφίχτηκε· η εκδίκηση ήταν το μόνο που τον είχε κρατήσει ζωντανό ύστερα από το

θάνατο της Νάντιας, το μόνο πράγμα που του έδινε κουράγιο να συνεχίσει. Και τώρα, η εκδίκησηήταν τόσο κοντά που ένιωθε τη γλυκόπικρη γεύση της στη γλώσσα του. Τώρα θα αποδιδότανδικαιοσύνη.Η Μπριάνα αναστέναξε με ανακούφιση όταν ο Ζιζέ σταμάτησε το άλογό του· είχε την αίσθηση ότι

κάλπαζαν ώρες ενώ στην πραγματικότητα το Μπερλμπέρζ δεν απείχε περισσότερο από δεκαπέντεχιλιόμετρα από το Σάμπορν.Τον είχε ακολουθήσει, αλλά μέσα της την έτρωγαν οι τύψεις· κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται

καθ’ οδόν προς το σπίτι της Ματίλντα εκείνη τη στιγμή, κι αντί γι’ αυτό, ταξίδευε συντροφιά με έναναμίλητο ιππότη που γνώριζε ελάχιστα και που τη διέταζε σαν να ήταν στρατιώτης του.Έναν ιππότη που την είχε φιλήσει.«Στο κάστρο θα βρίσκεται», του απάντησε.Μια αραιή ομίχλη κρεμόταν πάνω από την κοιλάδα και έκρυβε το ποτάμι. Το κρύο είχε βάψει τα

μάγουλά της κόκκινα, η κουκούλα του μανδύα της είχε πέσει πίσω, σπρωγμένη από τον αέρα, καθώςκάλπαζαν, και το λεπτό μάλλινο ύφασμα ήταν μαζεμένο γύρω από το λαιμό της, προσφέροντάς τηςευπρόσδεκτη ζεστασιά. Η λαίδη Μαίρη της είχε δανείσει ένα ζευγάρι γάντια ντυμένα με γούνασκίουρου, αλλά ακόμα κι έτσι τα δάχτυλά της ήταν μουδιασμένα καθώς έσφιγγε τα γκέμια.«Τι είπες;»Η ομορφιά της τον είχε απορροφήσει τόσο πολύ, που δεν είχε ακούσει τα λόγια της.«Το κάστρο... ρώτησα πώς θα μπούμε». Επανέλαβε την ερώτησή της κοιτάζοντάς τον απορημένη.

Η πλαγιά που στέκονταν ήταν βορεινή, και παρά το ότι ήταν απόγευμα και ο ήλιος την έλουζε όλημέρα, το χορτάρι ήταν σκεπασμένο από άσπρη πάχνη που γυάλιζε σαν μαργαριτάρι.Ο Ζιζέ φτέρνισε το άλογό του και βλαστήμησε την ανικανότητά του να συγκεντρωθεί σ’ αυτό που

έκανε. Τι είχε απογίνει η οργή, ο θυμός που τον κρατούσε ξύπνιο κάθε βράδυ, οι τύψεις που τονέτρωγαν σαν σαράκι; Λες και είχαν εξαφανιστεί μέσα σε μια στιγμή. Η εικόνα της Νάντιας ξεπήδησεστο μυαλό του: τα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά της, τα μεγάλα καστανά της μάτια, οι αισθησιακέςκαμπύλες του σώματός της. Θυμήσου, είπε στον εαυτό του. Θυμήσου για ποιον το κάνεις.«Ξέρουν ποιος είμαι», της απάντησε βλοσυρά. «Ο πρίγκιπας Ιωάννης δε με θεωρεί επικίνδυνο».Τα άλογα κατέβηκαν γλιστρώντας πάνω στις χαλαρές πέτρες του μονοπατιού και έφτασαν στο

λασπώδες έδαφος της όχθης. Οι δύο αναβάτες συνέχισαν το δρόμο τους με έναν αργό τροχασμό,προς την κατεύθυνση της δημοσιάς που οδηγούσε στις πύλες του Μερλμπέρζ.«Ελπίζω να μην αργήσουμε πολύ», είπε η Μπριάνα.

Page 56: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Με τη βοήθειά σου θα τελειώσουμε πιο γρήγορα. Καταλαβαίνω όμως ότι δε χαίρεσαι ιδιαίτεραπου βρίσκεσαι εδώ».«Το Μερλμπέρζ δεν είναι το αγαπημένο μου μέρος, για ευνόητους λόγους». Άγγιξε ασυναίσθητα το

πονεμένο σαγόνι της.Το γαντοφορεμένο χέρι του ακούμπησε στο μπράτσο της.«Μείνε κοντά μου, και δεν πρόκειται να σου συμβεί τίποτα, Μπριάνα».Η καρδιά της ζεστάθηκε, άνθισε σαν λουλούδι όταν άκουσε τον προστατευτικό τόνο στη φωνή

του. Είπε στον εαυτό της να μη σκέφτεται ανοησίες, να μη δίνει τόση σημασία σε πράγματα που δενείχαν. Ο Ζιζέ δεν εννοούσε τίποτα μ’ αυτά τα λόγια· απλώς του ήταν χρήσιμη.«Έχω και το μαχαίρι μου», είπε χαϊδεύοντας στοργικά το δερμάτινο θηκάρι που ήταν περασμένο

στη ζώνη της.Ο Ζιζέ κοίταξε βλοσυρά τη στολισμένη με πετράδια λαβή που ξεπρόβαλλε από μέσα. «Κανονικά θα

έπρεπε να το πετάξω στο ποτάμι, αφού δεν πρόκειται να μας χρησιμέψει σε τίποτα». Προχώρησεμπροστά και άρχισε να ανεβαίνει το πέτρινο γεφύρι που οδηγούσε στις πύλες της πόλης.Γύρω τους υπήρχε πολύς κόσμος –άνθρωποι που πήγαιναν στην πόλη για να πουλήσουν την

πραμάτεια τους, άλλοι καβάλα σε άλογα, άλλοι με τα πόδια. Λαχανιασμένοι βαστάζοι μετέφερανφορεία γεμάτα κυρίες με ζωηρόχρωμα φορέματα και γουναρικά ριγμένα στα πόδια τους για να μηνκρυώνουν, ενώ οι σύζυγοί τους ίππευαν υπομονετικά δίπλα. Το πλήθος παραμέρισε για να περάσει οΖιζέ και η Μπριάνα κι έπειτα έκλεισε πάλι σαν τα νερά του ποταμού που κυλούν γύρω από ένα νησί.Μερικοί αναγνώρισαν την Μπριάνα και της έγνεψαν πριν περάσουν την ανοιχτή πύλη.

*

Δε δυσκολεύτηκαν να βρουν τον Άλμερικ. Η Μπριάνα έριξε μια ματιά από το ψηλό ξύλινοεσωτερικό μπαλκόνι στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου του πρίγκιπα Ιωάννη, φροντίζοντας να μένεικρυμμένη πίσω από τη χοντρή μπροκάρ κουρτίνα που κρεμόταν από το ταβάνι, και του έδειξε τουςάντρες που κάθονταν στο ψηλό τραπέζι.«Να τος, εκεί είναι, στα δεξιά του πρίγκιπα Ιωάννη».Η παρουσία του Ζιζέ πίσω από την πλάτη της της έδινε κουράγιο και τη γέμιζε μια περίεργη χαρά.Ο Ζιζέ κοίταξε εκεί που του έδειχνε και το βλέμμα του πέρασε πάνω από τη σειρά των επιβλητικών

και ολοφάνερα μεθυσμένων αρχόντων. Ο πρίγκιπας Ιωάννης καθόταν στη μέση· αναγνώρισε τοαψίθυμο και βλοσυρό πρόσωπο του μικρότερου γιου της βασίλισσας Ελεονώρας που δεν είχε ίχνοςαπό την αρχοντιά και την αποφασιστικότητα του βασιλιά Ριχάρδου.«Τον βλέπεις;» ψιθύρισε η Μπριάνα. Η ζεστασιά που ανέδιδε το σώμα του Ζιζέ την αγκάλιαζε σαν

ένας δεύτερος μανδύας.«Ναι», της απάντησε, κοιτάζοντας έναν πιο κοντό άντρα με μεγάλη στρογγυλή κοιλιά και μια

άσχημη ουλή σαν δρεπάνι στο πλάι του προσώπου του.«Τι τον θέλεις;» Γύρισε και τον κοίταξε με περιέργεια. Ο ώμος της ακούμπησε στο μυώδες στήθος

του και τραβήχτηκε με βιασύνη μακριά του.Τα μάτια του Ζιζέ έλαμψαν επικίνδυνα μέσα στο μισόφωτο. «Μου χρωστάει κάτι».«Τι; Χρήματα;» Ο τόνος της είχε μια ψεύτικη ελαφράδα. Γιατί, μπορεί να μην τον ήξερε πολύ

καιρό, αλλά κάτι της έλεγε ότι ο Ζιζέ δεν ήταν άνθρωπος που θα κυνηγούσε κάποιον με τόσηεπιμονή απλώς και μόνο επειδή του χρωστούσε χρήματα.

Page 57: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Όχι, Μπριάνα». Στο μάγουλό του πετάρισε νευρικά ένας μυς. «Μια ζωή. Ή μάλλον... πολλέςζωές».«Πώς;» ψιθύρισε.Το βλέμμα του πλανήθηκε στο πρόσωπό της. «Στ’ αλήθεια θέλεις να μάθεις;»Εκείνη ένευσε καταφατικά.«Ο πρίγκιπας Ιωάννης κάνει τ’ αδύνατα δυνατά για να γίνει βασιλιάς και δε θα δίσταζε να

χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο, ακόμη και να σκοτώσει τον ίδιο του τον αδελφό. Έστειλε τονΆλμερικ στην Ιερουσαλήμ για να στήσει ενέδρα. Και για να πετύχει, σκότωσε την κοπέλα πουαγαπούσα».Η Μπριάνα πάγωσε όταν άκουσε τα λόγια του. Η καρδιά της γέμισε θλίψη. Ώστε ο Ζιζέ αγαπούσε

άλλην. Και εξακολουθούσε να την αγαπάει, αν έκρινε από την ένταση στο πρόσωπό του, την πίκρακαι τη θλίψη στο βλέμμα του, την απελπισία του.«Τι σκοπεύεις να κάνεις;» Η φωνή της ήταν βραχνή. Ένιωσε τη ζήλια να της τρώει τα σωθικά και

εξοργίστηκε με τον εαυτό της. Φερόταν λες και ο Ζιζέ της ανήκε!Αντί γι’ άλλη απάντηση, εκείνος τράβηξε ένα μαχαίρι πίσω από την πλάτη του· θα πρέπει να είχε τη

θήκη κρυμμένη κάτω από το μανδύα του. Το ασημένιο ατσάλι γυάλισε δυσοίωνα, τρομαχτικά, στομισόφωτο.«Όχι! Δεν μπορείς, Ζιζέ! Δεν μπορείς!» του ψιθύρισε αλαφιασμένη, αρπάζοντάς τον από το χιτώνιο,

λες και μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να τον εμποδίσει.Το ελεύθερο χέρι του έσφιξε με δύναμη τα δάχτυλά της. «Θα εκδικηθώ το θάνατο της Νάντιας,

Μπριάνα».Νάντια. Η γυναίκα που αγαπούσε είχε όνομα.Η Μπριάνα πήρε μια βαθιά, θυμωμένη εισπνοή και προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία της.

«Αν ήξερα τι σχεδίαζες να κάνεις, δε θα σ’ τον έδειχνα!» του είπε θυμωμένα. «Νομίζεις πως, αν τονδολοφονήσεις, θα αισθανθείς καλύτερα; Θα έχεις το αίμα του βάρος στη συνείδησή σου για πάντα».Τράβηξε με μια απότομη κίνηση το χέρι της από το δικό του.«Έχω το θάνατο της Νάντιας στη συνείδησή μου». Η φωνή του ήταν τόσο σιγανή, τόσο κενή από

κάθε είδους συναίσθημα, που η Μπριάνα χρειάστηκε να σκύψει πιο κοντά για να καταλάβει τι έλεγε.«Αν δεν ήμασταν ερωτευμένοι, αυτός ο άνθρωπος δε θα της είχε κάνει κακό...» πρόσθεσε δείχνονταςμε το δάχτυλό του προς τη μεγάλη αίθουσα «... και τώρα θα ζούσε. Όπως και πολλοί από τουςάντρες μου».«Αν το κάνεις αυτό, δε θα ελευθερωθείς ποτέ. Θα σε κυνηγάει για πάντα».«Όχι», επέμεινε με πείσμα εκείνος, σφίγγοντας τα χείλη του. «Αντίθετα, θα ησυχάσω επιτέλους».

Έριξε μια ματιά κάτω στην αίθουσα για να βεβαιωθεί ότι ο Άλμερικ ήταν ακόμα εκεί. «Πήγαινε εκείπου έχουμε αφήσει τα άλογα και περίμενέ με, Μπριάνα. Θα έρθω να σε βρω». Η διαταγή του ήτανκοφτή, ο τόνος του δε σήκωνε αντιρρήσεις.Η Μπριάνα έτρεξε στην άκρη του εξώστη και έκλεισε τη μοναδική έξοδο με το λεπτό της σώμα,

πιάνοντας τις άκρες της ανοιχτής αψίδας με τα χέρια τόσο δυνατά, που οι αρθρώσεις της άσπρισανπάνω στην γκρίζα πέτρα. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, δεν έπρεπε να τον αφήσει! Θα ήτανολέθριο λάθος.«Κάνε στην άκρη, Μπριάνα. Αυτή η υπόθεση δε σε αφορά».«Εγώ σε έφερα εδώ, άρα θα είμαι κι εγώ συνένοχη». Ανασήκωσε το πιγούνι της και τον κοίταξε

προκλητικά. «Φαίνεται πως όταν γίνει κανείς μια φορά στρατιώτης δεν παύει να είναι ποτέ. Το να

Page 58: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

σκοτώνει του φαίνεται σαν κάτι πολύ φυσιολογικό».Ο τόνος της ήταν περιπαιχτικός, αλλά το σώμα της έτρεμε από ένταση καθώς μιλούσε.

«Κατηγορείς τον Άλμερικ ότι είναι φονιάς, κι όμως είσαι έτοιμος να σκοτώσεις εν ψυχρώ. Δενκαταλαβαίνεις ότι έτσι γίνεσαι κι εσύ φονιάς. Δε θα διαφέρετε πια σε τίποτα». Έγειρε το κεφάλι τηςστο πλάι και στράβωσε το στόμα της περιφρονητικά. «Πώς θα μπορέσεις ν’ ανεχτείς τον εαυτό σουμετά απ’ αυτό;»Μέσα στο λιγοστό φως, η επιδερμίδα της είχε το χρώμα του αλάβαστρου. Τα μάτια της έλαμπαν

σαν δυο κομμάτια σπασμένο γυαλί, τον ικέτευαν να το ξανασκεφτεί, να αλλάξει γνώμη, να αλλάξειτην απόφαση που τον είχε βοηθήσει να μείνει ζωντανός –ή περίπου ζωντανός– τους τελευταίουςμήνες.Πώς μπορούσε να της εξηγήσει ότι ούτε τώρα ανεχόταν τον εαυτό του; Είχε ήδη βάρος στη

συνείδησή του –τις ζωές τόσων ανθρώπων. Άλλη μία δε θα είχε καμιά διαφορά.«Φύγε από μπροστά μου, Μπριάνα». Την έπιασε με τα δυνατά του χέρια και τη μετατόπισε χωρίς

καμιά προσπάθεια. «Πήγαινε στα άλογα, όπως σου είπα, και περίμενέ με έξω από την πύλη τηςπόλης. Δε θ’ αργήσω πολύ».Κάτω, από την αίθουσα, ακούστηκαν γέλια και τσουγκρίσματα ποτηριών.Η Μπριάνα έβαλε τα χέρια της στη μέση και τον κοίταξε με μάτια που πετούσαν φωτιές. «Δεν

παίρνω διαταγές από ένα φονιά! Θα κάνω ό,τι θέλω. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μ’ έφερες εδώ για νασε βοηθήσω να κάνεις... αυτό το... αυτό το φριχτό πράγμα». Η φωνή της έτρεμε από οργή καιαγανάκτηση.Τα μάτια του γέμισαν απελπισία. «Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Δεν υπάρχει άλλη λύση. Είναι ο

μόνος τρόπος, Μπριάνα. Ο μόνος τρόπος να εκδικηθώ το θάνατο της Νάντιας».«Μόνο που δεν πρόκειται να τη φέρει πίσω, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε χωρίς περιστροφές. «Το

μόνο που θα καταφέρεις είναι να βάψεις τα χέρια σου στο αίμα αυτού του ανθρώπου».Έσκυψε από πάνω της και τα μάτια του γυάλισαν επικίνδυνα. «Το θέλω το αίμα αυτού του

ανθρώπου, Μπριάνα. Δεν καταλαβαίνεις; Του αξίζει να πεθάνει».«Σε κανέναν δεν αξίζει να πεθάνει».Όμως εκείνος είχε φύγει ήδη.

*

Κρατώντας τα γκέμια των αλόγων στο κάθε της χέρι, η Μπριάνα περπατούσε βιαστικά κλοτσώνταςμε μανία τα χρυσοκίτρινα, κοκκινωπά, καφετιά φύλλα που σκέπαζαν το χώμα. Το αίμα έβραζε στιςφλέβες της, σφυροκοπούσε στα μελίγγια της, έκανε τ’ αυτιά της να βουίζουν. Ήθελε να χτυπήσεικάτι, κάποιον, εκείνον.Ένα αφόρητο αίσθημα αποτυχίας την έπνιγε· δεν είχε καταφέρει να μεταπείσει τον Ζιζέ, δεν είχε

καταφέρει να τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη για κάτι που ήξερε ότι θα τον κατέτρυχε σε όλη του τηζωή. Μα γιατί είχε την απαίτηση να την ακούσει καν; Δεν του ήταν τίποτα –απλώς η μικρή αδελφήενός ιππότη σταυροφόρου που γνώριζε μόλις μια μέρα. Κι όμως, στα σκοτάδια εκείνου του εξώστηείχε διακρίνει τη λάμψη της αγωνίας και της απώλειας στα μάτια του και ήξερε ότι ο φόνος δεν ήτανη λύση.Τουλάχιστον είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της.Το μικρόσωμο άλογό της την ακολουθούσε πειθήνια προς την άκρη του δάσους, αλλά το άλλο χέρι

Page 59: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

της είχε αρχίσει να πονάει έτσι όπως ήταν στραμμένο αφύσικα προς τα πίσω. Θα έπαιρνε όρκο ότι τοάλογο του Ζιζέ έσερνε πάλι τα ποδάρια του με απροθυμία. Κυριολεκτικά της είχε δείξει τα τεράστιατετράγωνα δόντια του καθώς το έλυνε για να το οδηγήσει μακριά από το Μερλμπέρζ. Πάνω σε μιαέκρηξη θυμού, είχε πάρει μαζί της και το άλογό του θέλοντας να τον τιμωρήσει. Άσ’ τον να έρθει μετα πόδια, σκέφτηκε με πίκα. Αν καταφέρει να φύγει ζωντανός από κει μέσα.Ήταν όμως σίγουρη ότι θα έφευγε από κει σώος και αβλαβής. Τέτοιος άνθρωπος ήταν –ανίκητος,

αδίστακτος, ακαταμάχητος.Ακαταμάχητος; Είχε χάσει εντελώς τα λογικά της;Έσφιξε τα γκέμια με τρόμο, λες και από αυτά κρατιόταν η λογική της. Από πότε είχε αρχίσει να

σκέφτεται τέτοια πράγματα γι’ αυτόν; Ένας ξένος ήταν, ένας τραχύς, αλαζονικός πολεμιστής πουείχε σπάσει το κέλυφος της μοναχικής, άχαρης ζωής της και την είχε φέρει τα πάνω κάτω. Της έκανεερωτήσεις που δεν είχε καμία όρεξη να απαντήσει, την κοιτούσε ερευνητικά μ’ εκείνο το διεισδυτικότου βλέμμα και την παρέσερνε σε πράξεις που δεν ήθελε να συμμετέχει. Την εξόργιζε και τησυνάρπαζε. Την έκανε να νιώθει ζωντανή.Μια χοντρή σταγόνα έπεσε στο πρόσωπό της και την έβγαλε απότομα από την περισυλλογή. Τα

γκρίζα σύννεφα είχαν πυκνώσει και προμηνυόταν νεροποντή.Άρχισε πάλι να περπατάει πιο γρήγορα. Το Σάμπορν βρισκόταν ανατολικά από εκεί· θα έφτανε

προτού σκοτεινιάσει εντελώς. Περιέστρεψε το χέρι της για να ξεμουδιάσει την άρθρωση του ώμουτης και αποφάσισε να καβαλικέψει πάλι.Ανασήκωσε το φόρεμά της, έβαλε το ένα της πόδι στον αναβατήρα και προσπάθησε να

καβαλικέψει, αλλά τα μαλακά φύλλα γλιστρούσαν κάτω από τα πόδια της και την εμπόδιζαν.«Στάσου να σε βοηθήσω».Δυο δυνατά χέρια την έπιασαν γερά από τη μέση και της έδωσαν ώθηση προς τα πάνω. Η Μπριάνα

γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη, αλλά προσπάθησε να μη δείξει τη χαρά της που τον έβλεπεζωντανό.«Γιατί δε με περίμενες;» της φώναξε, τη στιγμή που άνοιγαν οι ουρανοί και άρχιζε να βρέχει

καταρρακτωδώς. Οι σταγόνες της βροχής κρέμονταν από τις άκρες των μαλλιών του σαν πολύτιμαπετράδια.«Δεν περιμένω φονιάδες!» του απάντησε θυμωμένα, περιφρονητικά, και τράβηξε την κουκούλα

πάνω από το πέπλο της που είχε αρχίσει να μουσκεύεται. Οι χοντρές σταγόνες άρπαζαν τα κιτρινωπάφύλλα από τα κλαριά και τα έκαναν να πέφτουν σαν αστέρια ανάμεσά τους. Ένα προσγειώθηκε στονώμο του Ζιζέ, λάμποντας σαν φύλλο από χρυσάφι πάνω στον μπλε μανδύα του. «Αυτό που έκανεςήταν φριχτό κι απαίσιο!»Αντί να απαντήσει, ο Ζιζέ έπιασε τα γκέμια του αλόγου της και το τράβηξε προς μια συστάδα από

πυκνά πεύκα για να προστατευτούν από τη βροχή.«Άφησε το άλογό μου!» του φώναξε με παιδιάστικο πείσμα.Κάτω από τις πυκνές πευκοβελόνες δεν έσταζε σχεδόν ούτε σταγόνα βροχής. Το κεφάλι του Ζιζέ

έφτανε στο ύψος της μέσης της και τα μάτια του έλαμπαν στο μισόφωτο του δάσους. Πάνω από τοκεφάλι του, οι φυλλωσιές των πεύκων απλώνονταν σαν βεντάλια προς τον γκρίζο ουρανό και τακλαριά με τα κωνικά κουκουνάρια ταλαντεύονταν απαλά.«Τον άφησα να ζήσει, Μπριάνα». Αφήνοντας τα γκέμια του αλόγου της, πήδησε στη ράχη του

δικού του με μια αβίαστη κίνηση.«Τον...» Είχε ανοίξει το στόμα της για να συνεχίσει τον εξάψαλμο, αλλά το ξανάκλεισε απότομα.

Page 60: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Όταν συνειδητοποίησε τι σήμαιναν τα λόγια του η καρδιά της άρχισε να τραγουδάει από χαρά.«Ναι, Μπριάνα. Τον άφησα να ζήσει», επανέλαβε βλοσυρά εκείνος κοιτάζοντας τον ουρανό. «Παρ’

όλο που θα ήθελα να κάνω το αντίθετο, όπως ξέρεις».«Έχει ακόμα πόδια;» Ο τόνος της ήταν μια έμμεση συγνώμη. Ο θυμός της είχε εξανεμιστεί στη

στιγμή, είχε χαθεί από μέσα της σαν νερό που στραγγίζει.Ο Ζιζέ γέλασε αλλά το γέλιο του δεν είχε ίχνος ευθυμίας. «Ούτε που κατάλ,αβε ότι ήμουν εκεί».«Μα γιατί;» τον ρώτησε με κατάπληξη. «Τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη;»Εσύ, Μπριάνα, σκέφτηκε εκείνος. Τα απλά, σοφά λόγια της τον είχαν αγγίξει ως τα κατάβαθα της

ψυχής του, είχαν φτάσει μέχρι τα παγωμένα σκοτάδια της καρδιάς του, τα είχαν φωτίσει, τα είχανζεστάνει. Κι εκείνη η καταχνιά, εκείνη η κρύα, ζοφερή καταχνιά που τύλιγε το μυαλό του είχεεπιτέλους διαλυθεί. Τα λόγια της είχαν διαπεράσει τις μαύρες σκέψεις του, τον είχαν αναγκάσει νασκεφτεί τις συνέπειες των πράξεών του. Η Μπριάνα είχε δίκιο –το να σκοτώσει τον Άλμερικ δε θαέφερνε πίσω τη Νάντια.«Δεν άξιζε να ματώσω για χάρη του το σπαθί μου», αποκρίθηκε ανάλαφρα κι έριξε μια ματιά προς

το ξέφωτο. Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει καταρρακτωδώς.«Τι άνθρωπος ήταν, Ζιζέ;»Γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος από θράσος της ερώτησής της. Τα λόγια της τον χτύπησαν

κατάστηθα, σαν γροθιά. Το άλογο διαισθάνθηκε τη διάθεση του αναβάτη του και έσκαψε νευρικά τοχώμα με την οπλή του.Βλέποντας τη θλίψη στα μάτια του, η Μπριάνα αναστέναξε βαθιά. Είχε ξεπεράσει τα όρια. «Με

συγχωρείς», ψιθύρισε μετανιωμένη. «Ήμουν πολύ αδιάκριτη».Ο Ζιζέ προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του το πρόσωπο της Νάντιας, να θυμηθεί τα

χαρακτηριστικά της, το χρώμα των μαλλιών της, τη μυρωδιά της. Ήταν ανεξήγητο, αλλά αισθανόταντην επιθυμία να μιλήσει για κείνη, να την περιγράψει στην Μπριάνα. Όμως το μόνο που έβλεπε ήταντο γλυκό πρόσωπο της κοπέλας που στεκόταν απέναντί του, τα χείλη της που είχαν το χρώμα τουτριαντάφυλλου, την τούφα που είχε ξεφύγει από την κουκούλα και έπεφτε στο μέτωπό της.«Ήταν πολύ όμορφη», είπε εντέλει. «Όπως εσύ».

Page 61: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 7

Ο Ζιζέ έβαλε μερικά ρούχα σε ένα δερμάτινο σακίδιο με γρήγορες, επιδέξιες κινήσεις. Έπειτα έριξεμια ματιά γύρω του στο δωμάτιο με την πλούσια ξυλεπένδυση, κοίταξε τις πυκνές πτυχές τηςβελούδινης κουρτίνας που έκρυβε το κρεβάτι και είπε στον εαυτό του ότι δεν είχε ανάγκη απότέτοιες πολυτέλειες, τέτοιες υπερβολές. Αισθανόταν εξίσου άνετα σε ένα αντίσκηνο, με λιγοστάαντικείμενα και ένα άλογο για να ταξιδεύει. Μόνος.Ή, τουλάχιστον, έτσι ήταν μέχρι τότε. Η ανησυχία που τον κρατούσε από τότε που είχε γυρίσει από

τα Ιεροσόλυμα είχε καταλαγιάσει κάπως, είχε μετριαστεί, και ο παγωμένος κόμπος στο στομάχι τουείχε αρχίσει σιγά σιγά να λύνεται. Όμως ήταν καιρός να φύγει, να εκτελέσει τις εντολές τιςβασίλισσας Ελεονώρας, να βρει το γιο της και να κανονίσει την απελευθέρωσή του.Πριν από μερικές μέρες θα πετούσε από χαρά αν του δινόταν η ευκαιρία να φύγει, να αφιερωθεί

στο δύσκολο έργο του και να ξεχάσει τα δικά του βάσανα. Τώρα όμως, παραδόξως, δεν ήθελε νααπομακρυνθεί από το Σάμπορν.Δυο μάτια γαλανά σαν τον ουρανό ξεπήδησαν στη μνήμη του. Η Μπριάνα είχε θυμώσει μαζί του,

είχε εξοργιστεί, τη στιγμή που συνειδητοποίησε ποιες ήταν οι προθέσεις του όταν έφτασαν στοΜερλμπέρζ. Το θυμωμένο πρόσωπό της δεν έλεγε να σβήσει από τη μνήμη του, ούτε τα μάγουλάτης που έλαμπαν κατακόκκινα από την οργή. Τα σκληρά της λόγια τον είχαν φέρει στα συγκαλά του,είχαν διώξει την οργή που έριχνε λάδι στη φωτιά της εκδικητικότητάς του και τώρα αισθανόταναπορία και θαυμασμό για το πώς είχε καταφέρει να τον επηρεάσει με τόσο απλά λόγια.Ξαφνικά συνειδητοποίησε κάτι και έσμιξε σαστισμένος τα φρύδια του.Η Μπριάνα θα του έλειπε!Κάποιος χτύπησε απαλά την πόρτα του.«Περάστε». Η φωνή του ήταν επιφυλακτική καθώς γυρνούσε για να πιάσει τον αλυσόπλεκτο

θώρακά του που κειτόταν σωρός στη γωνία του δωματίου.«Ζιζέ;» Ο ανάλαφρος τόνος της μητέρας του άλλαξε, το βλέμμα της σκοτείνιασε όταν αντίκρισε

την ασημένια πανοπλία, την ασπίδα και το σπαθί. Έσφιξε τα χείλη της με στενοχώρια.Ο Ζιζέ γύρισε και της χαμογέλασε σπρώχνοντας με το χέρι μια τούφα που είχε πέσει στο μέτωπό

του καθώς έσκυβε. «Αν πρόκειται να φορέσω αυτό το πράγμα, πρέπει πρώτα να το ξεμπερδέψω... Τισυμβαίνει;» ρώτησε απορημένος όταν την είδε να έρχεται φουριόζα προς το μέρος του με τοπράσινο μεταξωτό φόρεμά της να θροΐζει σαν απαλός ψίθυρος.«Ο Χιου σε ζητάει», του είπε πιάνοντάς τον από το μπράτσο. «Θέλει να σου μιλήσει επειγόντως...

και κατ’ ιδίαν». Η έμφαση που έβαλε στις τελευταίες λέξεις της τον έκανε να απορήσει ακόμαπερισσότερο.«Εννοείς... χωρίς να μας ακούσει η αδελφή του;»«Ακριβώς. Κατάφερα να την πείσω να πάρει πρωινό με τον πατέρα σου. Ήταν τόσο κουρασμένη

χτες το βράδυ, που πήγε κατευθείαν για ύπνο». Η Μαίρη κοίταξε λοξά το γιο της. «Βρήκες αυτόνπου γύρευες στο Μερλμπέρζ;»«Ναι, η Μπριάνα με πήγε κατευθείαν σ’ αυτόν».

Page 62: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Είναι πολύ θαρραλέο κορίτσι, δε συμφωνείς; Δεν είναι εκπληκτικό το πώς κατάφερε να επιβιώσειτόσα χρόνια με μοναδική βοήθεια μια ηλικιωμένη υπηρέτρια;»«Είναι γενναία, αυτό το παραδέχομαι». Ο Ζιζέ άφησε τη μητέρα του και στάθηκε στην ανοιχτή

πόρτα. «Αλλά και ευάλωτη», πρόσθεσε και συνοφρυώθηκε. «Δεν μπορώ να φανταστώ τι θέλει ναμου πει ο Χιου χωρίς να είναι μπροστά η Μπριάνα. Φαίνονταν τόσο δεμένοι».«Καλύτερα να πας αμέσως».«Μπορείς να κατεβείς στη μεγάλη αίθουσα και να την καθυστερήσεις λίγο;»Ο Ζιζέ και η μητέρα του βγήκαν μαζί στο διάδρομο.Η λαίδη Μαίρη κούνησε με προθυμία το κεφάλι της. «Πολύ ευχαρίστως». Στην κορυφή της

σκάλας σταμάτησε και κοίταξε το γιο της με ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη. «Μ’ αρέσει πολύ ναμιλάω μαζί της».

*

Βλέποντας τον Ζιζέ να μπαίνει στο δωμάτιο, ο Χιου ανασηκώθηκε και στηρίχτηκε στον αγκώνα.«Επιτέλους, ήρθες! Πρέπει να σου μιλήσω».«Πώς αισθάνεσαι;»Ο Ζιζέ πλησίασε στο κρεβάτι, έσκυψε και ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπο του Χιου. Το δέρμα

του ήταν δροσερό και το αλλοπαρμένο βλέμμα είχε χαθεί από τα μάτια του. «Πολύ καλύτερα,προφανώς», αποφάνθηκε μόνος του.Τράβηξε μια ξύλινη καρέκλα κοντά στο κρεβάτι, κάθισε και ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατα

σκύβοντας προς τα εμπρός. «Τι με θέλεις;»«Ζιζέ... έκανα κάτι... Έχει σχέση με την Μπριάνα. Δε θα της αρέσει καθόλου, αλλά, πίστεψέ με,

εγώ για το καλό της το έκανα».«Γιατί δε μιλάς απευθείας σ’ εκείνη;» ρώτησε ήρεμα ο Ζιζέ, παρ’ όλο που ένιωσε ένα άσχημο

προαίσθημα.Ο Χιου έσφιξε αμήχανα το σκέπασμα του κρεβατιού. «Γιατί, αν το ήξερε, δε θα έκανε αυτό που της

ζήτησα».«Συνέχισε, σ’ ακούω».«Της ζήτησα να βρει την αγαπημένη μου και το γιο μου».Ο Ζιζέ τον κοίταξε με ενδιαφέρον. Στο ταξίδι της επιστροφής, ο Χιου του είχε μιλήσει με συντομία

για τη Ματίλντα και το αγοράκι τους. Η Μπριάνα δεν του είχε πει τίποτα, αλλά αυτό ήταν φυσικό.Δεν ήταν παρά δύο ξένοι μεταξύ τους.«Δεν ξέρω αν θα βγω ζωντανός απ’ αυτή την αρρώστια· είναι απόλυτη ανάγκη να παντρευτώ τη

Ματίλντα, έτσι ώστε ο γιος μου να κληρονομήσει το Σέφανοκ».«Και η Μπριάνα;»«Ο πατέρας της Ματίλντα δέχτηκε να μου δώσει το χέρι της κόρης του αλλά με έναν όρο». Ο Χιου

έκανε μια παύση, κοίταξε το ταβάνι και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του. «Η Μπριάνα θακαταλάβει ότι όλα έγιναν για καλό. Όταν θα συνηθίσει στην ιδέα...»«Ποια ιδέα; Και ποιος είναι αυτός ο όρος;» Τι προσπαθούσε να του πει ο Χιου και γιατί δίσταζε

τόσο;«Ο όρος είναι να τον παντρευτεί η Μπριάνα. Ο Γουόλτερ του Μπρίνσλοου, ο πατέρας της

Ματίλντα, θέλει να παντρευτεί την Μπριάνα... πάλι. Θέλει να γυρίσει κοντά του η αδελφή μου, Ζιζέ.

Page 63: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ήταν παντρεμένη μαζί του... και τον εγκατέλειψε πριν κλείσει χρόνος. Κι εκείνος δεν είχε καμιάαντίρρηση να την αφήσει να φύγει. Τώρα όμως θέλει να γυρίσει πάλι κοντά του».Ο Ζιζέ σηκώθηκε απότομα, πήγε στο παράθυρο και στάθηκε μπροστά του με τις γροθιές του

σφιγμένες, για να μην πιάσει τον Χιου από το λαιμό και τον πνίξει.Ώστε γι’ αυτόν το γάμο του είχε μιλήσει η Μπριάνα σ’ εκείνο το ίδιο δωμάτιο όταν την επέκρινε για

τη συμπεριφορά της. Και ο Χιου της επέβαλλε να ξαναζήσει πάλι τα ίδια.«Δεν πρόκειται να δεχτεί, Χιου. Δεν το καταλαβαίνεις;»«Δε χρειάζεται να συμφωνήσει σε τίποτε. Η Μπριάνα δεν έχει ιδέα γι’ αυτό το κομμάτι του

σχεδίου. Αν το ήξερε...»«Θα το έβαζε στα πόδια».«Ακριβώς». Ο Χιου έσφιξε τα χείλη του με πείσμα. «Γι’ αυτό θέλω να πας μαζί της». Άρχισε να

βήχει με έναν άγριο, σπασμωδικό βήχα.«Δε γίνεται. Έχω εντολή να πάω στη Γερμανία. Φεύγει ένα καράβι από το Σάουθχεϊ σήμερα το

βράδυ».«Δε θα χρειαστείς πάνω από δύο μέρες για να την παραδώσεις», είπε ο Χιου με φωνή βραχνή από

το βήχα. «Μπορείς να πάρεις άλλο πλοίο σε μερικές μέρες».Να την παραδώσει; Ώστε εκεί είχε καταντήσει η Μπριάνα; Ένα άψυχο αντικείμενο που το

μετέφεραν από το ένα μέρος στο άλλο;«Για την αδελφή σου μιλάμε, Χιου!» του φώναξε θυμωμένα. «Πώς μπορείς να της κάνεις τέτοιο

πράγμα;»«Κάτσε κάτω», του απάντησε κοφτά εκείνος. «Δεν ήξερα ότι νοιάζεσαι τόσο πολύ γι’ αυτήν».Ο Ζιζέ κάθισε πάλι με το ζόρι στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. «Πέρασε πάρα πολλά, Χιου. Δεν το

καταλαβαίνεις αυτό; Η ζωή της ήταν δύσκολη όσο έλειπες».Όμως εκείνος δεν τον άκουγε. «Τότε θα πρέπει να βρω κάποιον άλλο. Δε θα είναι εύκολο. Η

αδελφή μου είναι δύστροπος χαρακτήρας, πεισματάρα, αγύριστο κεφάλι. Ο πατέρας μου φταίει γι’αυτό. Της επέτρεψε να παίρνει αποφάσεις από πολύ νωρίς, της έδωσε πολλή ελευθερία. Και τώραδεν μπορεί να την ελέγξει κανείς, έχει δική της γνώμη σε όλα. Προφανώς γι’ αυτό ακυρώθηκε τόσογρήγορα ο γάμος της, επειδή ήταν τόσο δύστροπη. Ο Γουόλτερ είναι τρελός που θέλει να γυρίσειπάλι κοντά του».«Εκείνη κράτησε το Σέφανοκ για χάρη σου, εκείνη διηύθυνε τα κτήματα και το σπίτι, ολομόναχη,

χωρίς βοήθεια από κανέναν».«Ξέρει πόσο σημαντικό είναι για μένα», απάντησε με στόμφο ο Χιου.Ο Ζιζέ τον κοίταξε κατάπληκτος από τον τόνο του. Είχε γνωρίσει εκείνο τον άνθρωπο όταν ήταν

άρρωστος· τώρα που είχε γίνει καλά, έδειχνε τον αληθινό του χαρακτήρα. Ο Χιου ο γαιοκτήμονας, οΧιου, ο αλαζόνας αριστοκράτης. «Η Μπριάνα σ’ αγαπάει, Χιου. Ποτέ δε θα περίμενε κάτι τέτοιο απόσένα».«Η Μπριάνα πρέπει να μάθει να κάνει αυτό που της λένε», αντιγύρισε εκείνος, ασυγκίνητος.Τα μάτια του Ζιζέ γυάλισαν επικίνδυνα. «Η Μπριάνα πέρασε πολλά. Άφησέ τη στην ησυχία της».«Η Μπριάνα είναι αδελφή μου, Ζιζέ. Κτήμα μου. Εγώ αποφασίζω για τη ζωή της. Εσύ δεν έχεις

καμιά σχέση μαζί της».Τυφλωμένος από την οργή, ο Ζιζέ σηκώθηκε από την καρέκλα και άνοιξε απότομα την πόρτα.Η Μπριάνα στεκόταν στο διάδρομο με το χέρι υψωμένο, έτοιμη να σπρώξει την πόρτα προς τα

μέσα.

Page 64: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Α! Εσύ!» Ένα απαλό κοκκίνισμα έβαψε αμέσως τα μάγουλά της. Σταύρωσε τα χέρια της στοστήθος, γιατί ξαφνικά ένιωσε αμήχανη για το ότι το ύφασμα του φορέματος τα αγκάλιαζε πολύσφιχτά.Η λαίδη Μαίρη επέμενε να της δανείσει ένα από τα δικά της φορέματα, γιατί το πράσινο που

φορούσε όταν ήρθε χρειαζόταν πλύσιμο. Το φόρεμα ήταν από απαλό μοβ μεταξωτό βελούδο πουαγκάλιαζε το σώμα της σαν δεύτερο δέρμα. Η γιρλάντα από ασημοκλωστή που στόλιζε το λαιμόλαμπύριζε και στραφτάλιζε στο χαμηλό φως του διαδρόμου...«Τι συμβαίνει;» ρώτησε με τρόμο, βλέποντας το συννεφιασμένο πρόσωπό του. «Έπαθε κάτι ο

Χιου;»Δίχως να το θέλει θυμήθηκε τα λόγια που της είχε πει ο Ζιζέ –ότι ήταν όμορφη, όπως η κοπέλα που

είχε αγαπήσει στην ανατολή. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωσε να την πλημμυρίζει μια θλίψη.Ο Ζιζέ ένιωσε το κορμί του να λιώνει στη θέα της. Το εφαρμοστό μπούστο του φορέματος

αγκάλιαζε τα στρογγυλά της στήθη και από το άνοιγμα φαινόταν αμυδρά η αρχή της κοιλάδας πουτα χώριζε. «Καλά είναι ο Χιου», είπε ξερά. Αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι ετοιμάζεται να σε προδώσει,να σε σπρώξει πίσω σ’ ένα γάμο που θα έκανες ό,τι περνούσε από το χέρι σου για να αποφύγεις,κατά τ’ άλλα είναι καλά.«Μπριάνα, εσύ είσαι;» ακούστηκε η φωνή του αδελφού της από το δωμάτιο.«Πρέπει να πάω κοντά του».«Στάσου». Έσκυψε προς το μέρος της και η μυρωδιά της λεβάντας που ανάδιδαν τα μαλλιά της τον

τύλιξε πάλι σαν αόρατο πέπλο. «Έλα να με βρεις στους στάβλους όσο πιο γρήγορα μπορείς. Είναιπολύ σημαντικό». Το βλέμμα του καρφώθηκε στα μάτια της. «Και μην πεις τίποτα γι’ αυτό στονΧιου».

*

Ύστερα από τη μεσημεριανή καμπάνα, όταν οι χωρικοί είχαν επιστρέψει από τις πρωινές δουλειέςτους για να γευματίσουν στα μακριά ξύλινα τραπέζια της μεγάλης αίθουσας κάτω από το άγρυπνοβλέμμα του οικονόμου του Ζοσλέν, ο θόρυβος άρχισε πάλι να καταλαγιάζει. Η μέρα ήταν κρύα αλλάτα χέρια ζεστάθηκαν γρήγορα στη φωτιά που έκαιγε στο πελώριο τζάκι. Τα νυσταγμένα πρόσωπαβρήκαν πάλι το χρώμα τους, τα χείλη το χαμόγελό τους, τα σώματα χαλάρωσαν, παραδόθηκαν στονκάματο της ημέρας.Παρά την εποχή, υπήρχαν ακόμα πολλές δουλειές να γίνουν στο κτήμα –να φροντιστούν τα ζώα, να

σκαφτούν τα χαντάκια, να κλαδευτούν οι θαμνοφράχτες, να κοπούν ξύλα και να στοιβαχτούν έτσιώστε να υπάρχουν πάντα καυσόξυλα για τις φωτιές.Κρατώντας τον άδειο δίσκο του αδελφού της, η Μπριάνα κατέβηκε με ελαφρό βήμα τη σκάλα

σέρνοντας πίσω της το κεντημένο ποδόγυρο του φορέματος πάνω στα λεία σκαλοπάτια.Ο Χιου φαινόταν πολύ καλύτερα, τα μάγουλά του είχαν ξαναβρεί το χρώμα τους. Τον είχε βοηθήσει

να ανακαθίσει τοποθετώντας πουπουλένια μαξιλάρια πίσω από την πλάτη του. Αφού τελείωσε τοφαγητό του μίλησαν για πολλή ώρα. Της εξήγησε τα σχέδιά του για το Σέφανοκ, για το γιο του.Όσα χρόνια έλειπε, η Μπριάνα είχε ξεχάσει πώς ήταν όταν της έκανε κουμάντο. Τώρα την

απωθούσε ο αυταρχικός τόνος του. Όση ώρα της μιλούσε εκείνη έσφιγγε τις γροθιές της καισυγκρατούσε με κόπο την επιθυμία της να πεταχτεί όρθια και να τρέξει να βρει τον Ζιζέ.Δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί σ’ αυτά που έλεγε ο αδελφός της και οι σκέψεις της κυνηγιούνταν

Page 65: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

σαν πεταλούδες. Τι είχε άραγε να της πει ο Ζιζέ; Η καρδιά της φτερούγιζε όποτε το σκεφτόταν.Όταν επιτέλους ο Χιου ξάπλωσε πάλι στα μαξιλάρια και έκλεισε τα μάτια του εκείνη άδραξε την

ευκαιρία να φύγει παίρνοντας μαζί της και το δίσκο με τα λερωμένα πιάτα του.Καθώς πλησίαζε στην κεντρική είσοδο, τον παρέδωσε σε μια υπηρέτρια που περνούσε. Η κοπέλα

έκανε μια μικρή υπόκλιση και χάθηκε πίσω από τη βαριά μπροκάρ κουρτίνα που, προφανώς,οδηγούσε στα μαγειρεία.Η Μπριάνα γύρισε το βαρύ σιδερένιο πόμολο της ξύλινης πόρτας με τα σιδερένια καρφιά και

βγήκε, τυλίγοντας τα χέρια στη μέση της για να προστατευτεί από το κρύο.Ο μανδύας της είχε μείνει πάνω στο δωμάτιο, γιατί αν τον φορούσε θα έβαζε σε υποψίες τον

αδελφό της.Την έπνιξαν οι τύψεις· ο Χιου ήταν πάντα ο μυστικοσύμβουλός της, ο μόνος άνθρωπος που

εμπιστευόταν. Όμως κάτι στον τρόπο του την έκανε να διστάσει. Η αρρώστια προφανώς τον είχεεπηρεάσει.Προχώρησε βιαστικά προς τους στάβλους, με τον τσουχτερό αέρα να αγκαλιάζει τις γάμπες της με

τις λεπτές κάλτσες.Ύστερα από την παγωνιά που επικρατούσε έξω, ο στάβλος τής φάνηκε σαν απάνεμο λιμάνι.

Προχώρησε με προσοχή φροντίζοντας να μην πλησιάζει πολύ προς τα άλογα που ήταν στραμμέναμε τα καπούλια προς το μέρος της και βοσκούσαν το ευωδιαστό χόρτο. Από ένα άνοιγμα ψηλά στοντοίχο έμπαινε φως και διακρίνονταν τα σύννεφα που κυνηγιούνταν στον ουρανό.«Μπριάνα;»Γύρισε απότομα προς τα εκεί που είχε ακουστεί η φωνή.Ο Ζιζέ πρόβαλε πίσω από το καστανό άλογό του και στάθηκε μπροστά της. Ο αλυσόπλεκτος

θώρακάς του γυάλισε στο λιγοστό φως. Φορούσε μια μαύρη πουκαμίσα κεντημένη με τα χρυσάλιοντάρια του βασιλιά Ριχάρδου. Ήταν μακριά ως τα γόνατα, με σκισίματα στο πλάι που άφηναν ναφαίνονται οι δυνατοί μηροί του. Η δερμάτινη ζώνη κρεμόταν χαμηλά στους λεπτούς γοφούς του καιη στολισμένη με πετράδια λαβή του σπαθιού του έριχνε γύρω ανταύγειες σαν λεπτές σπίθες.Το στόμα της στέγνωσε όταν τον αντίκρισε. «Φεύγεις;» ρώτησε αυθόρμητα, χωρίς να το

καλοσκεφτεί και ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται.«Πρέπει, Μπριάνα. Έχω εντολές». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και χαμογέλασε.Για μια στιγμή άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του σαν να ήθελε να τον αγγίξει, αλλά την

τελευταία στιγμή το μετάνιωσε και στερέωσε πίσω από το αυτί της μια τούφα μαλλιά που είχεξεφύγει.«Ναι, βέβαια», μουρμούρισε και η φωνή της ακούστηκε υπερβολικά ζωηρή, υπερβολικά

χαρούμενη. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν.Τι περίμενε, δηλαδή; Γιατί νόμιζε ότι θα έμενε εκεί, στο σπίτι του με την οικογένειά του; Ήταν

ιππότης της βασίλισσας, και στη βασίλισσα λογοδοτούσε.Ακόμα κι έτσι, όμως, η σκέψη ότι σε λίγο θα έφευγε τη γέμιζε τρόμο και απογοήτευση. Έσφιξε τα

χείλη, θυμωμένη με τον εαυτό της, θυμωμένη μ’ εκείνα τα αναίτια, αδικαιολόγητα και ανεπιθύμητασυναισθήματα. Από πότε είχε αρχίσει να εξαρτάται τόσο πολύ απ’ αυτό τον άνθρωπο;«Γιατί δε μου είπες τι σου ζήτησε ο Χιου να κάνεις;»Τον κοίταξε ξαφνιασμένη και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. «Ε... δηλαδή...» Δεν

ήξερε τι να του πει. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Ανασήκωσε τους ώμουςτης. «Επειδή είναι οικογενειακή υπόθεση. Για ποιο λόγο να σ’ το πω;»

Page 66: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Επειδή θέλω να ξέρω, σκέφτηκε ο Χιου και έμεινε κατάπληκτος από το πόσο αληθινή ήταν ησκέψη του. Θέλω να ξέρω τα πάντα για σένα. «Θεώρησα ότι θα μπορούσες να μου αναφέρεις το, αςπούμε, ασήμαντο γεγονός ότι ο Χιου θέλει να παραλάβεις για λογαριασμό του την κόρη τουανθρώπου με τον οποίο ήσουν παντρεμένη».Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την κατάπληξη. Τον κοίταξε σαν παγιδευμένο ζώο, σαν μικρό

ελάφι έτοιμο να το βάλει στα πόδια. Σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος και έσφιξε τα χείλη της.«Ο Χιου έχει μεγάλες απαιτήσεις από σένα», είπε ήρεμα ο Ζιζέ.Παρ’ όλο που η Μπριάνα έκανε ό,τι μπορούσε για να κρύψει το φόβο της, εκείνος τον διέκρινε

πεντακάθαρα. Άραγε τι της είχε κάνει ο άντρας της για να έχει τέτοιο τραύμα; Πώς της είχε φερθείκαι έτρεμε ακόμα και την απλή αναφορά στο γάμο της;Η Μπριάνα ίσιωσε τους ώμους της που είχαν καμπουριάσει. «Θα κάνω αυτό που μου ζητάει», είπε

αποφασιστικά και έδιωξε από το μυαλό της την εικόνα του αποκρουστικού Γουόλτερ.Ποτέ δεν είχε καταφέρει να τη φιλήσει μέσα στον ένα χρόνο που είχε κρατήσει ο γάμος τους. Κάθε

φορά που ένιωθε τη βρομερή του ανάσα να την τυλίγει έσκυβε το κεφάλι της κι έτσι τα υγρά τουχείλη άγγιζαν φευγαλέα πότε το μάγουλό της πότε τα μαλλιά της. Αλλά ακόμα κι αυτή η επαφή ήτανπολλή για κείνη. «Τώρα είμαι πιο δυνατή... έχει περάσει καιρός».«Όχι αρκετός, κατά τη γνώμη μου», αντιγύρισε ξερά ο Ζιζέ και άπλωσε το χέρι του για να αγγίξει

τη μελανιά στο σαγόνι της που είχε αρχίσει πια να σβήνει. «Βλέπεις πώς τραβιέσαι πίσω κάθε φοράπου πάω να σε αγγίξω;»«Επειδή δε θέλω να με αγγίζεις!» του απάντησε απότομα. Όμως τα λόγια της διέψευδαν τις πράξεις

της. Ήθελε να την αγγίζει. Η ανάσα της κόπηκε όταν τα δάχτυλά του ακούμπησαν απαλά στομάγουλό της. Για μια ακόμα φορά θυμήθηκε το φιλί του που δεν είχε πάψει να το σκέφτεται. Ηζεστασιά του χεριού του διαπότισε το παγωμένο πρόσωπό της κι όταν απομάκρυνε πάλι το χέρι τουη Μπριάνα αναρωτήθηκε πώς μπορούσε να του πει ότι δεν απέφευγε το άγγιγμά του επειδή τηναπωθούσε, αλλά επειδή, αντίθετα, της άρεσε πολύ. Περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε.«Μπριάνα, θέλω να μείνεις εδώ, με τους γονείς μου. Μην πας να φέρεις τη Ματίλντα –μπορούμε να

στείλουμε μερικούς στρατιώτες να τη φέρουν».«Μα ο Χιου το ζήτησε από μένα· εγώ πρέπει να πάω. Μόνο εμένα θα ακολουθήσει η Ματίλντα,

γιατί μου έχει εμπιστοσύνη».«Δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος που σε στέλνει ο Χιου να τη φέρεις». Ο Ζιζέ πήρε βαθιά εισπνοή

και προσπάθησε να βρει τα κατάλληλα λόγια, αυτά που θα την έπειθαν να μη φύγει. «Θέλει να σεαποκαταστήσει, Μπριάνα. Να σε παντρέψει...»Το στόμα της άνοιξε διάπλατα και τον κοίταξε με κατάπληξη και δυσπιστία. «Σου μίλησε γι’ αυτό;

Εκείνος σ’ το είπε;» Όχι, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έσφιξε τις γροθιές της και προσπάθησε ναδιατηρήσει την ψυχραιμία της. «Ασφαλώς δεν κατάλαβες καλά. Ο Χιου ποτέ δε θα ήθελε ναπαντρευτώ. Ξέρει ότι... ότι δεν έχω καμιά τέτοια επιθυμία». Τον κοίταξε με μάτια γεμάτα σιγουριά.«Ο Χιου θα με φροντίσει. Αδελφός μου είναι, στο κάτω κάτω».«Ο Χιου θέλει να παντρευτείς τον Γουόλτερ, Μπριάνα».«Τι είναι αυτά που λες;» ψιθύρισε έντρομη και ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της.

«Γιατί λες τέτοια πράγματα;»«Επειδή είναι η αλήθεια, Μπριάνα. Γιατί θαρρείς πως ο Χιου επιμένει να φέρεις εσύ, και κανένας

άλλος, τη Ματίλντα κοντά του;»Η Μπριάνα έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω σαν να ήθελε να γλιτώσει από τα λόγια του που την

Page 67: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

πλήγωναν και την τρόμαζαν τόσο πολύ. Μέχρι πριν από λίγο δεν ήθελε να φύγει ο Ζιζέ, τώρα όμωςαδημονούσε να απαλλαγεί από την παρουσία του.«Δεν είναι αλήθεια. Δε σε πιστεύω!»Το φόρεμά της σκάλωσε σε μια σκλήθρα του ξύλινου τοίχου και το τράβηξε εκνευρισμένη.«Πρέπει να φυλάς τα νώτα σου, Μπριάνα». Βρέθηκε κοντά της με δυο δρασκελιές και την

εμπόδισε να φύγει. Είδε στα μάτια της τη δυσπιστία, την εχθρότητα, και κατάλαβε ότι είχε αποτύχει.Μα γιατί να εμπιστευτεί αυτόν, έναν ξένο που γνώριζε ούτε δυο μέρες, και όχι τον αδελφό της που

τον γνώριζε όλη της τη ζωή;«Πάντα φυλάω τα νώτα μου», απάντησε ξερά και, κάνοντας μεταβολή, προχώρησε προς την έξοδο

του στάβλου. Λίγο πριν βγει κοντοστάθηκε και τον κοίταξε. «Σ’ ευχαριστώ για ό,τι έκανες για τονΧιου». Η φωνή της ήταν ψυχρά ευγενική. «Αυτή είναι η τελευταία φορά που βλεπόμαστε γι’ αυτό...να είσαι καλά». Γύρισε πάλι, βγήκε από το στάβλο και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι και τον άνεμο πουλυσσομανούσε.Ο Ζιζέ σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος, κοίταξε την ανοιχτή είσοδο και η εικόνα της έμεινε

αποτυπωμένη στο μυαλό του πολλή ώρα αφότου είχε φύγει. Όχι, λαίδη μου, σκέφτηκε,ανακαλώντας στη μνήμη του τα λαμπερά γαλάζια μάτια της, το κουράγιο που γέμιζε εκείνο τολεπτοκαμωμένο σώμα. Δεν είναι η τελευταία φορά.

Page 68: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 8

Όταν έφτασαν στο χείλος της πλαγιάς, με την επίπεδη κοιλάδα ν’ απλώνεται κάτωθέ τους, ηΜπριάνα τράβηξε τα γκέμια και ανέκοψε την ταχύτητα του αλόγου της.Έσκυψε προς τα πίσω πάνω στη σέλα, άπλωσε το χέρι της και άνοιξε τη δερμάτινη θήκη που

κρεμόταν από τα καπούλια του αλόγου για να βρει το φλασκί με το νερό.«Να σταματήσουμε εδώ για να περάσουμε τη νύχτα, κυρία;» ρώτησε ο ένας από τους δύο

στρατιώτες που τη συνόδευαν –αν δεν έκανε λάθος, τον έλεγαν Τζον– σταματώντας δίπλα της.Η Μπριάνα κοίταξε τον βαρύ γκρίζο ουρανό και τον ήλιο που μόλις και αχνοφαινόταν ανάμεσα από

τα σύννεφα καθώς έγερνε προς τη δύση. «Θα προχωρήσουμε μέχρι να σκοτεινιάσει».Η παρουσία των δύο στρατιωτών της προκαλούσε δυσφορία. Δεν ήξερε πώς να τους

αντιμετωπίσει· από τη μια δίσταζε να τους δίνει εντολές κι από την άλλη δυσκολευόταν να τους δειως ίσους της. Ο Ζοσλέν, όμως, επέμενε να τους πάρει μαζί της και όταν η λαίδη Μαίρη συμφώνησεκαι επαύξησε, ήταν πια τετελεσμένο γεγονός.Ο Χιου δεν έβλεπε την ώρα να φύγει η αδελφή του κι αυτή η βιασύνη πίκρανε πολύ την Μπριάνα.

Τώρα, όμως, σκούπισε το νερό από τα χείλη της και αποφάσισε να βγάλει από το μυαλό της τησυμπεριφορά του. Ο αδελφός της φοβόταν, αυτό ήταν όλο. Φοβόταν ότι δε θα επιζούσε από τηναρρώστια και πως δε θα προλάβαιναν να φτάσουν έγκαιρα κοντά του η Ματίλντα και το παιδί τους.Και ο Ζιζέ;Έκλεισε το φλασκί και το άφησε στη θέση του. Ύστερα φτέρνισε τη φοράδα για να τρέξει πιο

γρήγορα, και έκανε νόημα στους στρατιώτες να την ακολουθήσουν στο στενό κατηφορικό μονοπάτιπου ανοιγόταν στην πλαγιά.Ο Ζιζέ είχε φύγει λίγη ώρα μετά τη συζήτησή τους στους στάβλους. Τον παρακολουθούσε κρυφά

από το παράθυρο του Χιου να αγκαλιάζει τον πατέρα του και να φιλάει τα δακρυσμένα μάγουλα τηςμητέρας της πριν πηδήσει στη σέλα με αθλητική χάρη. Το κορμί της κόρωνε όποτε τον θυμόταν. Καιδε θα τον ξανάβλεπε ποτέ... ποτέ δε θα γευόταν το φιλί του.Έγειρε το σώμα της προς τα πίσω για να κρατήσει ισορροπία πάνω στη σέλα και το ένιωσε πάλι –

εκείνο το φτερούγισμα στο στήθος και το στομάχι της, που είχε αρχίσει να της γίνεται γνώριμο. Μιακαθυστερημένη αντίδραση, μια φωτιά που άναβε κατόπιν εορτής.«Κυρία;» Η φωνή του στρατιώτη την επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα και την ανάγκασε

να συγκεντρωθεί. «Μπορούμε να κόψουμε από εδώ δρόμο για το Θόρνσλεϊτ. Θα φτάσουμε πιογρήγορα».Η Μπριάνα ακολούθησε με το βλέμμα της την κατεύθυνση που της έδειχνε. Είχαν φτάσει στον

πυθμένα της κοιλάδας. Το μονοπάτι φαινόταν ευδιάκριτα να συνεχίζει προς τα δυτικά και λίγομακρύτερα υπήρχε ένα πυκνό δάσος από φυλλοβόλα. Κοίταξε με αμφιβολία τα περιγράμματα τωνδέντρων· γνώριζε σχετικά καλά την περιοχή και θα έβαζε στοίχημα ότι ο προορισμός τουςβρισκόταν στα βόρεια. «Είσαι βέβαιος;»«Α, ναι, κυρία. Γεννήθηκα στο Θόρνσλεϊτ, ξέρω το δρόμο», τη διαβεβαίωσε ο νεότερος από τους

δύο.

Page 69: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Τότε καλύτερα να προχωρήσεις πρώτος». Την κυρίεψε ένα κακό προαίσθημα, αλλά προσπάθησενα το αγνοήσει. Ο Ζοσλέν πλήρωνε αυτούς τους ανθρώπους για να την προστατέψουν. Τους είχεδιαλέξει ο ίδιος. Παρά τις καθησυχαστικές σκέψεις της, άγγιξε αυθόρμητα τη λαβή του μαχαιριούτης για να σιγουρευτεί ότι ήταν στη θέση του.Το δάσος ήταν σιωπηλό και μισοσκότεινο. Τα βρύα σκέπαζαν το υγρό, σπογγώδες έδαφος και τους

γκριζωπούς κορμούς σχηματίζοντας καταπράσινα βουναλάκια ανάμεσα στις πιο ανοιχτόχρωμεςλειχήνες. Οι δύο στρατιώτες πήγαιναν μπροστά. Κανείς από τους δύο δε φορούσε περικεφαλαία,ούτε κρατούσε ασπίδα. Προφανώς πίστευαν ότι ένα τέτοιο ταξίδι δεν επιφύλασσε σοβαρούςκινδύνους.Η ανησυχία της μεγάλωνε με κάθε στιγμή που περνούσε· όσο απρόθυμη κι αν ήταν να φτάσει στον

προορισμό της και να αντικρίσει τον άνθρωπο που κάποτε ήταν σύζυγός της, αναρωτιόταν αν αυτοίοι δυο ήξεραν πού πήγαιναν.Το Θόρνσλεϊτ ήταν ο πρώτος σταθμός ενός μεγάλου ταξιδιού. Είχαν τουλάχιστον άλλη μία μέρα

μπροστά τους.Η τριάδα έφτασε σε ένα σημείο όπου ο θόλος των γυμνών κλαριών άνοιγε και το μουντό γκρίζο

φως του ουρανού φώτιζε μια μεγάλη λασπερή λακκούβα με στάσιμο νερό. Συστάδες απόξεθωριασμένο αναιμικό χορτάρι φύτρωνε στις όχθες της σαν αραιά μαλλιά που τα έγλειφε οαδύναμος κυματισμός.«Ας σταματήσουμε εδώ», είπε έξαφνα ο μεγαλύτερος σε ηλικία στρατιώτης σταματώντας το άλογό

του μπροστά από το δικό της και πήδηξε από τη σέλα. Η φοράδα της Μπριάνα τίναξε ξαφνιασμένητο κεφάλι της και λίγο έλειψε να πέσει πάνω στο άλογο του νεότερου, που ξεπέζευε εκείνη τηστιγμή.«Όχι εδώ!» Το θράσος τους την εκνεύρισε. «Θα σταματήσουμε στο χωριό, όπως είχαμε

συνεννοηθεί».Ο μεγαλύτερος χαμογέλασε πονηρά και φάνηκαν τα λειψά του δόντια. «Εμείς προτιμάμε εδώ,

κυρία», είπε αργόσυρτα και έπιασε τα γκέμια της φοράδας. «Είναι πιο ήσυχα».Ο νεότερος κάγχασε, ανήμπορος να συγκρατήσει την άγρια χαρά του.«Κι εγώ προτιμώ να περάσω τη νύχτα στο χωριό!»Η φωνή της υψώθηκε· ξαφνικά δεν ένιωθε καθόλου ασφαλής. «Και άφησε τα γκέμια του αλόγου

μου!» Τα τράβηξε με δύναμη, αλλά ο στρατιώτης τα κράτησε σφιχτά και την κοίταξε με μοχθηρία.«Άφησέ τα!» επανέλαβε, πιο αυστηρά.«Μόνο από τον άρχοντα Ζοσλέν παίρνουμε διαταγές», αποκρίθηκε εκείνος και περιεργάστηκε με

ένα βλέμμα γεμάτο ασέβεια το μπούστο του φορέματός της.«Και ο άρχοντας Ζοσλέν δεν είναι εδώ», πρόσθεσε ο νεότερος καθώς πήγαινε από την άλλη

πλευρά. Η Μπριάνα βρέθηκε παγιδευμένη ανάμεσά τους.Την έπιασε πανικός. Ανάσαινε, ανάσαινε βαθιά και κράτησε την ψυχραιμία σου, είπε στον εαυτό

της.Η θέση που βρίσκονταν, χαμηλότερα από εκείνη, τη δυσκόλευε να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι. Αντί

γι’ αυτό, τράβηξε πολύ αργά τα πόδια της από τους αναβατήρες, κρύβοντας την κίνηση κάτω από τομακρύ της φόρεμα, και τα ελευθέρωσε.«Ο κόμης Ζοσλέν θα τα μάθει όλα», τους είπε απειλητικά. «Η συμπεριφορά σας είναι αχρεία».«Ακόμα δεν κάναμε τίποτα, μικρούλα», είπε σαρκαστικά ο μεγαλύτερος, «και έχουμε όλη τη νύχτα

μπροστά μας». Καθώς έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, έτοιμος να την τραβήξει από το άλογο, η

Page 70: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Μπριάνα τον κλότσησε με όλη της τη δύναμη στο σαγόνι. Ο στρατιώτης έβγαλε μια κραυγή πόνου,έπεσε προς τα πίσω βλαστημώντας και άφησε τα γκέμια.Την ίδια στιγμή, η Μπριάνα τίναξε το αριστερό της πόδι, αλλά ο νεότερος ήταν πολύ πιο γρήγορος

και της το έπιασε πριν προλάβει να έρθει σε επαφή με το σώμα του.Η Μπριάνα το τράβηξε επανειλημμένα, αλλά εκείνος το κρατούσε γερά, χαμογελώντας με όλη του

τη μοχθηρία. «Τώρα δεν μπορείς να γλιτώσεις, κυρία μου. Τώρα θα σου μάθουμε εμείς να μαςκοιτάς αφ’ υψηλού!»Η μπότα ανέκαθεν της ήταν μεγάλη· το δέρμα γλίστρησε εύκολα από τη γάμπα και τον αστράγαλό

της. Σταμάτησε να κλοτσάει, τέντωσε το πέλμα της και η μπότα βγήκε εύκολα από το πόδι της.Ένιωσε μια άγρια χαρά όταν είδε τον νεαρό στρατιώτη να πέφτει ανάσκελα σε μια συστάδα απόφτέρες κρατώντας την άδεια πλέον μπότα στα χέρια του.Έπειτα άρπαξε τα γκέμια, φτέρνισε με μανία τα πλευρά της φοράδας και παρέκαμψε με

επιδεξιότητα τον μεγαλύτερο στρατιώτη που είχε ανακαθίσει στο έδαφος και έτριβε το πονεμένο τουσαγόνι.«Αυτό θα το πληρώσεις!» της φώναξε με λύσσα και ανέμισε τη γροθιά του απειλητικά. «Τα

ξέρουμε αυτά τα δάση, δεν πρόκειται να μας ξεφύγεις!»Ο πανικός έκανε το αίμα να τρέχει καυτό στις φλέβες της, τα αυτιά της βούιζαν καθώς έσπρωχνε το

άλογο να τρέξει πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, διαγράφοντας τεθλασμένες γραμμές ανάμεσαστα δέντρα.Στο μεταξύ είχε σκοτεινιάσει και το μονοπάτι μόλις που διακρινόταν έτσι όπως το έπνιγαν τα

χοντρά κλαριά, οι φτέρες και οι κισσοί που σέρνονταν κι από τις δυο μεριές. Πώς θα τους ξέφευγε;Ήδη άκουγε ένα άλογο να έρχεται από πίσω της. Σύντομα θα την έπιαναν.Η πυκνή χαμηλή βλάστηση εμπόδιζε τη φοράδα να καλπάσει. Η Μπριάνα συνειδητοποίησε με

απόγνωση ότι έπρεπε να συνεχίσει με τα πόδια. Όμως δεν μπορούσε να τρέξει πιο γρήγορα απόκείνους· η μόνη της ελπίδα ήταν να κρυφτεί βαθιά στους αγκαθερούς θάμνους που άρπαζαν τοφόρεμά της και έγδερναν τα χέρια της.Ξεκαβαλίκεψε την ήρεμη, υπάκουη φοράδα, τη χτύπησε στα καπούλια για να την κάνει να φύγει,

αλλά το ζώο την κοίταξε απλώς σαν παραξενεμένο και άρχισε να βοσκάει αμέριμνα το τρυφερόχορτάρι στην άκρη του μονοπατιού.Η Μπριάνα άρχισε να τρέχει, στην αρχή ίσια μπροστά, μορφάζοντας από πόνο καθώς οι πέτρες και

τα αγκάθια πλήγωναν το γυμνό πέλμα της. Κι όμως συνέχιζε να τρέχει γρήγορα, γεμίζοντας ταπνευμόνια της με αέρα για να παίρνει δύναμη, κουνώντας γρήγορα χέρια και πόδια, με το μαχαίρι ναχτυπάει ρυθμικά στο γοφό της.Έτρεχε και έτρεχε χωρίς σταματημό ώσπου άκουσε τις φωνές των στρατιωτών πίσω της. Τότε

επιβράδυνε, έψαξε να βρει ένα άνοιγμα στους θάμνους για να χωθεί και να φύγει από το μονοπάτι.Έσκυψε και τρύπωσε σε μια χαραμάδα που άφηναν μερικά μακριά κλαριά με μεγάλα αγκάθια

φροντίζοντας να μην πειράξει τα πεσμένα φύλλα στο σημείο που είχε μπει. Έπεσε στα τέσσερα καιάρχισε να έρπει προς τα εμπρός, με τα δάχτυλά της να βουλιάζουν στο υγρό, σπογγώδες έδαφος πουανέδιδε μια έντονη, διαπεραστική μυρωδιά από σαπισμένα φύλλα.Τους άκουσε να κόβουν με τα σπαθιά τους τη χαμηλή βλάστηση και άρχισε να έρπει ακόμα πιο

γρήγορα ενώ πρόσταζε τον εαυτό της να μη χάσει την ψυχραιμία του, να συνεχίσει μέχρι να είναιασφαλής.Ζιζέ. Το όνομά του ξεπήδησε στο μυαλό της με όλη τη δύναμη του ίδιου του άντρα. Η σφοδρότητά

Page 71: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

του την άφησε κατάπληκτη. Τον ήθελε κοντά της εκείνη τη στιγμή, λαχταρούσε την επιβλητικήπαρουσία του, την προστασία του.Όμως ο Ζιζέ ήταν πολύ μακριά και η καρδιά της σφίχτηκε από απελπισία μπροστά στην απόλυτη

αδυναμία της, την απόλυτη μοναξιά της. Μέχρι τότε περηφανευόταν για το ότι ήταν ικανή ναπροστατέψει τον εαυτό της. Τώρα μισούσε αυτή την ικανότητα.Η σήραγγα των θάμνων κατέληγε σε ένα ξέφωτο τριγυρισμένο από πυκνές οξιές σκεπασμένο από

ένα παχύ στρώμα φύλλων.Είχε πια σκοτεινιάσει και το ασημένιο δρεπάνι του καινούριου φεγγαριού τρύπωνε από το δίχτυ

των κλαριών. Το έδαφος σχημάτιζε ένα μικρό ύψωμα που στην άκρη του υπήρχε μια πεσμένη οξιά,κομμένη στα δύο, με κορμό ξασπρισμένο από τα ανεμοβρόχια. Προχώρησε με προσοχή,κοντανασαίνοντας από το τρέξιμο και την προσπάθεια, και εξέτασε με προσοχή το πεσμένο δέντροστο σημείο που είχε κοπεί. Διέκρινε μια εσοχή κρυμμένη πίσω από μακριά κλαριά κισσού, έναφυσικό κρησφύγετο.Με ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης, τρύπωσε μέσα στο άνοιγμα, έβγαλε το πέπλο και το

στεφάνι από το κεφάλι της για να μην ξεχωρίζουν με το ανοιχτό τους χρώμα μέσα στο σκοτάδι καιετοιμάστηκε για τη μακρά αναμονή.Θα κρυβόταν εκεί, θα μάζευε τις σκόρπιες σκέψεις της και θα περίμενε μέχρι να βαρεθούν ή να

κουραστούν οι στρατιώτες.Ήταν διατεθειμένη να περιμένει πολύ.

*

Θα πρέπει να την πήρε ο ύπνος για λίγο, με το κεφάλι ακουμπισμένο άβολα πάνω στον λείο,ασπριδερό φλοιό του κορμού. Τα μάτια της είχαν ξεραθεί και έτσουζαν, ο λαιμός της ήταν πιασμένοςαπό την αφύσικη στάση. Διψούσε και ξεροκατάπιε μερικές φορές για να υγράνει το λαιμό της.Το πρόσωπο και τα χέρια της είχαν παγώσει, τα μέλη της ήταν μουδιασμένα και δύσκαμπτα από την

πολύωρη ακινησία. Λύγισε τα γόνατά της, ακούμπησε πάνω τους τις παλάμες της και τα έσφιξε.Τέντωσε τ’ αυτιά της και αφουγκράστηκε με προσήλωση. Άραγε μπορούσε να φύγει, θα ήτανασφαλής ή κινδύνευε ακόμα; Ελάχιστα πράγματα μπορούσε να διακρίνει μέσα από το παραπέτασματων κισσών, μόνο την αναλαμπή του φεγγαριού που φώτιζε τα σύννεφα.Το καλύτερο που μπόρεσε να σκεφτεί ήταν να επιστρέψει στο μονοπάτι και να το ακολουθήσει

μέχρι το πιο κεντρικό απ’ όπου είχαν ξεστρατίσει νωρίτερα. Έτσι θα κατάφερνε να γυρίσει στοΣέφανοκ και να αναζητήσει αργότερα τη Ματίλντα. Και θα μπορούσε, ίσως, να ζητήσει από κάποιονχωρικό να τη συνοδέψει. Για κάποιο λόγο, το θάρρος της να ταξιδεύει μόνη την είχε εγκαταλείψει.Σύρθηκε με προσοχή από τον κρυψώνα της και βγήκε στο ξέφωτο. Τα μάτια της έκλειναν από τη

νύστα και η υγρασία είχε διαποτίσει το γυμνό της πόδι.Προχώρησε τρεκλίζοντας, με μόνο οδηγό το φως του φεγγαριού. Παρά το σκοτάδι, διέκρινε ένα

μονοπάτι που οδηγούσε στα αριστερά της συστάδας των βάτων που από μέσα της είχε περάσει, καιτο ηθικό της αναπτερώθηκε.Άραγε θα είχαν πάρει το άλογό της ή θα την περίμενε ακόμα;Όταν έφτασε επιτέλους στο μονοπάτι, δε βρήκε κανέναν. Τα πόδια της δεν έκαναν κανένα θόρυβο

καθώς επέστρεφε με προσοχή στο σημείο που της είχαν επιτεθεί, με μάτια ορθάνοιχτα και αυτιάτεντωμένα, έτοιμη να συλλάβει την παραμικρή κίνηση, τον παραμικρό ήχο.

Page 72: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ένας στρατιώτης και το άλογό του στέκονταν κοντά στο νερόλακκο. Η πλάτη του ήταν γυρισμένηπρος το μέρος της, αλλά η Μπριάνα κατάλαβε ότι περίμενε εκείνην.Η αναπνοή της κόπηκε, τα γόνατά της λύγισαν, τα μάτια της πλημμύρισαν από καυτά δάκρυα. Τι

ανόητη που ήταν! Γιατί δεν είχε πάει προς την άλλη άκρη του δάσους, γιατί διακινδύνευε με άσκοπεςπεριπλανήσεις σε άγνωστο περιβάλλον;Επειδή ήθελε να βρει το άλογό της, να κάνει το ταξίδι πιο άνετο –και τώρα θα το πλήρωνε ακριβά.Έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει. Άραγε την είχε δει; Ήλπιζε, προσευχόταν, να ήταν ο

μεγαλύτερος στρατιώτης αυτός που είχε δει, γιατί της είχε δώσει την εντύπωση ότι δεν ήταν ικανόςνα τρέξει περισσότερο από μερικά μέτρα.Άκουσε δυνατό ποδοβολητό πίσω της και η καρδιά της φτερούγισε σαν τρελή. Λίγο έλειψε να

σκοντάψει και να πέσει μέσα στον πανικό της. Οι μυτερές πέτρες τρυπούσαν το τρυφερό πέλμα τουαριστερού ποδιού της, αλλά έσφιγγε τα δόντια και προχωρούσε. Όμως τα δυνατά ποδοβολητάακούγονταν ολοένα και πιο κοντά. Ο διώκτης της κέρδιζε έδαφος. Ήταν πια τόσο κοντά που ηΜπριάνα άκουγε τη δυνατή, ρυθμική αναπνοή του.Την έπνιξε η απόγνωση και ο τρόμος. Δεν ήταν δυνατόν να της συμβαίνει αυτό!Ένα χέρι απλώθηκε, την άρπαξε από τη μέση και την έριξε στο σκληρό χώμα. Η ανάσα της κόπηκε

από τη δύναμη της πτώσης και από το βάρος του άντρα που έπεσε από πάνω της. Έμεινε ακίνητη, μετο πρόσωπο κολλημένο στην υγρή γη. Ένιωσε τη γεύση του χώματος στα χείλη της και της ήρθε ναουρλιάξει. Όλη η δύναμη στράγγισε από μέσα της σαν να τη ρούφηξε η γη. Προσπάθησε να πείσειτον εαυτό της να αντισταθεί, να πάρει δύναμη, να βρει κουράγιο, όμως διαπίστωσε με ένα απύθμενοαίσθημα ηττοπάθειας ότι δεν της είχε απομείνει ούτε σταγόνα.«Χτύπησες;» τη ρώτησε ψιθυριστά μια τραχιά φωνή· μια παράξενα γνώριμη φωνή.Η πίεση μειώθηκε και ένα χέρι τη γύρισε απαλά.«Τι;» ψέλλισε χωρίς να ανοίξει τα μάτια της. Έτριψε σαστισμένη το μέτωπό της και αναρωτήθηκε

αν ονειρευόταν.«Σε ρώτησα αν χτύπησες. Μίλησέ μου!»Η Μπριάνα άνοιξε τα μάτια της. Ο Ζιζέ ήταν σκυμμένος από πάνω της και την κοιτούσε με την

αγωνία αποτυπωμένη στο πρόσωπό του. Τα μαλλιά του ήταν αχτένιστα και μια τούφα έπεφτε στομέτωπό του.«Στ’ αλήθεια είσαι εσύ;» ψιθύρισε χωρίς να το σκεφτεί και το βλέμμα της καρφώθηκε στο

αισθησιακό στόμα του. Τα γκρίζα του μάτια πλανήθηκαν πάνω της, κτητικά, αυταρχικά. Η Μπριάνασήκωσε με δισταγμό το χέρι της και άγγιξε το μάγουλό του. Τα μαλακά γένια του έξυσαν απαλά τηνπαλάμη της.«Εγώ είμαι, βέβαια», της απάντησε απότομα, αναστατωμένος από το απαλό της χάδι. Τι στην ευχή

της είχε συμβεί; Το πρόσωπό της ήταν ματωμένο, γεμάτο γρατσουνιές, ο μανδύας τηςκουρελιασμένος.«Μα... νόμιζα πως είχες φύγει», ψιθύρισε σαστισμένη. «Σε είδα να φεύγεις... σε είδα ν’ ανεβαίνεις

στο άλογό σου και να καλπάζεις μακριά από το Σάμπορν». Τα μαλλιά της πετούσαν γύρω από τοκεφάλι της και απλώνονταν σαν βεντάλια στο αυλακωμένο χώμα.«Άλλαξα γνώμη», της απάντησε μέσα από τα δόντια του.Ύστερα από την αποτυχία του να την πείσει να μείνει με τους γονείς της, είχε πάει γραμμή στο

κάστρο του Ρόμπερτ ντε Λέισι, ενός παλιού του φίλου που ήταν πρόθυμος να πάρει τη θέση του καινα τον αντικαταστήσει στην αποστολή του. Η ανάγκη να προστατέψει αυτή τη γυναίκα ήταν

Page 73: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

ακαταμάχητη, ανεξήγητη, τον μπέρδευε, τον παραξένευε. Τώρα που ήξερε αυτά που του είχε πει οΧιου δεν μπορούσε να την αφήσει μόνη και απροστάτευτη. Είπε στον εαυτό του ότι αυτό ήταν τοκαθήκον ενός ιππότη. Να την προστατέψει.«Άλλαξες γνώμη», επανέλαβε εκείνη με έκπληξη. Τι εννοούσε; Ότι είχε επιστρέψει για χάρη της; Το

θολωμένο της μυαλό αρνιόταν να πιστέψει αυτή την εξήγηση. Ανακάθισε με δυσκολία, πασχίζονταςνα συγκρατήσει τη ζαλάδα της. Έσκυψε μπροστά και ακούμπησε τις παλάμες της στα γόνατα.«Νόμιζα ότι ήσουν ένας απ’ αυτούς», ψέλλισε. «Περίμενα ώρες ατελείωτες. Κρύφτηκα...» Ανέμισετο χέρι της κάπου προς τα πίσω για να του δείξει πού βρισκόταν μέχρι πριν από λίγο. «Και νόμιζαότι είχαν φύγει». Κούνησε το κεφάλι της και ο χαλαρωμένος λυμένος κότσος της λύθηκε ακόμαπερισσότερο. «Γιατί δε μου φώναξες; Γιατί με κυνήγησες έτσι; Νόμιζα ότι είχε φτάσει το τέλοςμου». Ένας δυνατός λυγμός συντάραξε το σώμα της, αλλά έσφιξε το στήθος της με τις παλάμες καιτον συγκράτησε.«Συγνώμη», ψιθύρισε εκείνος μετανιωμένος. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Όμως είναι καλύτερα να

μην κάνουμε θόρυβο. Μπορεί να είναι ακόμα κάπου εδώ γύρω».Η Μπριάνα ανατρίχιασε.«Βρήκα την μπότα σου». Κούνησε το ψηλό δερμάτινο υπόδημα μπροστά της, κρατώντας το από τα

λουριά.Η Μπριάνα το πήρε από το χέρι του και έσκυψε για να το φορέσει, αδιαφορώντας για τον πόνο που

προκάλεσε η επαφή της χοντρής σόλας με τις πληγές στο πέλμα της. Τα μάτια της έτσουζαν από ταδάκρυα. «Του έμεινε στα χέρια», μουρμούρισε και ρίγησε σύγκορμη όταν θυμήθηκε τη σκηνή.«Όταν τον κλότσησα».Την κοίταξε ήρεμα, σαν να τη ζύγιαζε. «Τι έγινε;»«Μου επιτέθηκαν... ήταν έτοιμοι να...» Έκρυψε το πρόσωπό της και ένιωσε τα δάκρυα να κυλούν

μέσα από τα δάχτυλά της.Ο Ζιζέ την αγκάλιασε από τους ώμους, ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και η καρδιά του

φτερούγισε όταν το τρυφερό της σώμα έγειρε πάνω του χωρίς αντίσταση. Η ευωδιά της λεβάνταςπου ανέδιδαν τα μαλλιά της γέμισε μεθυστική τα ρουθούνια του.Είχε περάσει τόσα πολλά αυτή η κοπέλα. Την είχε κατακρίνει επειδή αρνιόταν τη βοήθεια των

άλλων, επειδή πολεμούσε μόνη της, και τώρα που της είχαν επιβάλει με το ζόρι ανθρώπους πουυποτίθεται ότι θα την προστάτευαν, της είχε συμβεί αυτό.Ποιον μπορούσε να εμπιστευτεί, λοιπόν;Εκείνον. Εκείνον μπορούσε να εμπιστευτεί. Αρκεί να την έπειθε γι’ αυτό.Η Μπριάνα ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και ένιωσε τον δυνατό, σταθερό χτύπο της

καρδιάς του. Η τουνίκα του μύριζε σαπούνι, ένα μείγμα από ροδόνερο και αλισίβα, ανάμεικτο με τημεθυστική μυρωδιά του σώματός του που είχε μια ανεπαίσθητη νότα από εξωτικά μπαχαρικά.Η ζεστασιά του, η δύναμή του, πότισαν το εξαντλημένο σώμα της. Το κεφάλι της ακούμπησε στην

κοιλότητα της μασχάλης του και έσφιξε τα δόντια της για να πνίξει τον πειρασμό που την καλούσενα έρθει ακόμα πιο κοντά του.Ήθελε να μείνει εκεί για πάντα.«Μπριάνα;» Η βαθιά μελωδική φωνή του αντήχησε πάνω από το κεφάλι της. «Πρέπει να φύγουμε».Ανασηκώθηκε και τον κοίταξε απρόθυμα. Το δέρμα κάτω από τα μάτια της ήταν πρησμένο και

μελανιασμένο από την κούραση.«Πρέπει να συνεχίσω προς τα βόρεια». Η φωνή της ήταν μονότονη, ξεψυχισμένη. Κάθε ρανίδα

Page 74: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

ζωτικότητας είχε στραγγίξει εξαιτίας των τελευταίων γεγονότων.Κούνησε το κεφάλι της μερικές φορές, λες και σκεφτόταν κάτι που δεν το χωρούσε ο νους της. «Ο

πατέρας σου διάλεξε αυτούς τους στρατιώτες για να με προστατέψουν. Και δες τι έγινε!»«Αυτοί οι άνθρωποι θα βρεθούν και θα τιμωρηθούν όπως τους αξίζει για ό,τι έκαναν». Ο Ζιζέ

περιεργάστηκε το σκυμμένο κεφάλι της. Δεν έπρεπε να την αφήσει ολομόναχη.Στο αχνό φως του φεγγαριού, η επιδερμίδα της έλαμπε σαν αλάβαστρο, τα υπέροχα μαλλιά της σαν

λιωμένο χρυσάφι. Με το σκοτάδι είχε δυναμώσει και το κρύο· η Μπριάνα άρχισε να τρέμει.«Πρέπει να βρούμε καταφύγιο για τη νύχτα. Κάνει πολύ κρύο για να κοιμηθούμε στο ύπαιθρο».«Γιατί ήρθες;» τον ρώτησε έξαφνα, αναπάντεχα. «Την τελευταία φορά που σε είδα ετοιμαζόσουν

για το ταξίδι σου στη Γερμανία».Αυτό έγινε πριν καταλάβω ότι... Δεν ολοκλήρωσε τη σκέψη του. Έπνιξε τις τελευταίες λέξεις

προτού ριζώσουν στο μυαλό του, όμως εκείνες έμειναν γαντζωμένες εκεί, πεισματικά, συνέχισαν νατον τριβελίζουν.Δεν ήταν δυνατόν. Είχε τρελαθεί εντελώς;Ένιωσε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Πετάχτηκε όρθιος και απομακρύνθηκε από κείνη, με

την πρόφαση ότι πήγαινε να φέρει τα άλογά τους που έβοσκαν υπομονετικά στο χαμηλό γρασίδιδίπλα στο νερόλακκο.«Κάποιος πρέπει να σε εμποδίσει να πέσεις στην παγίδα που σου έστησε ο αδελφός σου». Στάθηκε

μπροστά της, κρατώντας τα γκέμια και των δύο αλόγων στο ένα του χέρι.Η Μπριάνα κοίταξε συνοφρυωμένη την άκρη της μπότας του. «Γιατί επιμένεις σ’ αυτό τον

παράλογο ισχυρισμό; Σου το είπα και την προηγούμενη φορά, ο Χιου δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιοσ’ εμένα».«Ούτε για χάρη της αγαπημένης του; Της κοπέλας που ονειρευόταν τρία χρόνια να ξαναδεί;»«Όχι». Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, προσπαθώντας να πνίξει την αμφιβολία που είχε

τρυπώσει έξαφνα στην καρδιά της. «Και δε σε χρειάζομαι. Δεν είναι απαραίτητο να έρθεις μαζί μου».Η διαμαρτυρία της ακούστηκε ψεύτικη ακόμα και στην ίδια.Ο Ζιζέ έσκυψε, την έπιασε από το χέρι και τη βοήθησε να σηκωθεί. Όταν την είδε να τρεκλίζει από

την εξάντληση, την κράτησε κοντά του.«Κι όμως, Μπριάνα», ψιθύρισε και η ζεστή του ανάσα χάιδεψε το χλομό μάγουλό της. «Με

χρειάζεσαι».Σήκωσε το κεφάλι της, τον κοίταξε βαθιά στ’ ασημιά μάτια του και κατάλαβε κι εκείνη ότι αυτή

ήταν η αλήθεια.

Page 75: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 9

Μια συστάδα από καλύβες γύρω από μια μικρή ελεύθερη έκταση αποτελούσαν το χωριό τουΘόρνσλεϊτ. Τα σπίτια ήταν απλά, μακρόστενα οικοδομήματα με τοίχους φτιαγμένους από ένα μείγμαλάσπης και άχυρου στερεωμένο γύρω από ένα δίχτυ από πλεγμένα κλαριά. Ο καπνός που έβγαινεαπό την οπή της αχυρένιας στέγης ανέβαινε στον ουρανό σαν μαυριδερό ρευστό.Ο Ζιζέ ξεπέζεψε, έδωσε τα γκέμια του αλόγου του στην αποκαμωμένη Μπριάνα και προχώρησε

προς το πιο κοντινό σπίτι. Ένας γέροντας άνοιξε την πόρτα και στάθηκε στη σκιά της στέγης πουπροεξείχε από τους τοίχους για να τους προστατεύει από το χιόνι και τη βροχή.Η Μπριάνα τους άκουσε να ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες, αλλά ήταν πολύ μακριά για να

ξεχωρίσει τι έλεγαν. Αισθανόταν μια περίεργη αδιαφορία· ήταν παράξενο να μην τη νοιάζει το ότικάποιος άλλος φρόντιζε για τη διαμονή της· κανονικά θα επέμενε πεισματικά να κανονίσει η ίδιαπού θα κοιμόταν εκείνη τη νύχτα.Ακόμα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο ιππότης, είχε αλλάξει τα σχέδιά

του για χάρη της, ότι την είχε ακολουθήσει. Ήθελε να τσιμπήσει το χέρι της, να βεβαιωθεί ότι δενονειρευόταν.Ο Ζιζέ έδωσε στον άνθρωπο μερικά νομίσματα και η Μπριά-να είδε το ασήμι να λαμπυρίζει

φευγαλέα στο λιγοστό φως. Ο άντρας μπήκε πάλι στο σπίτι και ξαναβγήκε μερικές στιγμές αργότερατυλιγμένος σε έναν φθαρμένο μανδύα. Στο χέρι του κρατούσε ένα μακρύ ραβδί. Άφησε την πόρτατου σπιτιού του ανοιχτή και προχώρησε προς το κέντρο του χωριού.«Ζιζέ!» ψιθύρισε η Μπριάνα κοιτάζοντας με ανησυχία τον άνθρωπο που απομακρυνόταν. «Τι

κάνεις;»«Εξασφαλίζω ένα κρεβάτι για να κοιμηθούμε απόψε». Πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί η Μπριάνα,

την έπιασε από τη μέση και την κατέβασε από το άλογο.«Μα... πού πάει ο άνθρωπος;»Ο Ζιζέ έδεσε τα άλογα σε έναν ετοιμόρροπο ξύλινο στύλο δίπλα στην πόρτα του σπιτιού, έλυσε τα

λουριά από τις δυο βαριές σέλες και τις ακούμπησε κάτω. Ύστερα έπιασε τα ξυλιασμένα δάχτυλάτης και την οδήγησε στο σπίτι. «Θα κοιμηθεί στο σπίτι της κόρης του».«Μα... τον έδιωξες από το σπίτι του;!»Κοίταξε με λαχτάρα τη φωτιά που έκαιγε σε μια υπερυψωμένη εστία στο πέτρινο πάτωμα, στο

κέντρο του σπιτιού. Ο καπνός ανέβαινε αργά μέχρι τη στέγη και χανόταν από το στρογγυλό άνοιγμασκορπίζοντας γύρω το παρηγορητικό άρωμά του.Ο Ζιζέ στράφηκε προς το μέρος της και το πλάι του προσώπου του φωτίστηκε από τις φλόγες. «Με

τη θέλησή του έφυγε, Μπριάνα. Και με μεγάλη χαρά, μάλιστα. Η τροφή δεν πρόκειται να λείψει απ’αυτόν και την οικογένειά του για πολλούς μήνες».«Μα...» Η ζεστασιά της φωτιάς διαπερνούσε τα υγρά της ρούχα και της αγκάλιαζε τα πόδια. Τη

διαπέρασε ένα αθέλητο ρίγος όταν τα παγωμένα μέλη της άρχισαν να ζεσταίνονται.«Πάψε να ανησυχείς», της είπε ήρεμα. «Χρειάζεσαι ύπνο».Η Μπριάνα κοίταξε γύρω για να δει αν υπήρχε κρεβάτι ή στρώμα, αλλά δεν είδε τίποτα.

Page 76: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Εκεί πάνω». Ο Ζιζέ της έδειξε μια υπερυψωμένη εξέδρα απ’ όπου ανέβαινε κανείς από μιαακανόνιστη σκάλα φτιαγμένη από παράταιρα κομμάτια ξύλου.«Κι εσύ πού θα κοιμηθείς;» τον ρώτησε αυστηρά. Η φευγαλέα ανάμνηση του φιλιού του την έκανε

πάλι να ανατριχιάσει.Ο Ζιζέ χαμογέλασε πονηρά. «Μα εδώ, φυσικά. Κοντά στη φωτιά». Την κοίταξε σαν να την

προκαλούσε να του φέρει αντίλογο, να διαφωνήσει μαζί του.Όμως, προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και άρχισε να

ανεβαίνει τη σκάλα με χάρη και σβελτάδα.Ο Ζιζέ είδε φευγαλέα την άκρη από τη μεταξωτή κάλτσα που ξεπρόβαλλε μέσα από τη δερμάτινη

μπότα της μια στιγμή προτού η Μπριάνα ξαπλώσει αποκαμωμένη στο αχυρόστρωμα.Καθώς έβγαζε τις μπότες της μόρφασε από πόνο. Έπιασε μερικές κουβέρτες από τον μπόγο που

ήταν διπλωμένος με τάξη δίπλα στο κρεβάτι και σκεπάστηκε. Ύστερα σύρθηκε αργά μέχρι την άκρητης εξέδρας και κοίταξε κάτω. Ο Ζιζέ ήταν ακόμα όρθιος και κοιτούσε σκεφτικός τη φωτιά.«Ζιζέ;» του φώναξε διστακτικά.Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε με ένα βλέμμα περίεργο, αινιγματικό.«Σ’ ευχαριστώ».

*

Στην αρχή η Μπριάνα δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν εκείνος ο ήχος και από πού προερχόταν.Άλλαξε πλευρό, απρόθυμη να βγει από τον γλυκό, βαθύ ύπνο που την είχε πάρει σχεδόν μόλιςακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι. Όμως ο ενοχλητικός ήχος ακούστηκε πάλι –ένα σιγανόβογκητό και μετά μια κραυγή. Τα μάτια της άνοιξαν απότομα. Ο Ζιζέ ήταν.Έμεινε ξαπλωμένη, με τα μάτια ανοιχτά, και κοιτούσε τα ακανόνιστα δοκάρια της σκεπής με το

αχυρένιο παραγέμισμα. Τα στρώματα του άχυρου σχημάτιζαν συμμετρικές κάθετες γραμμές.Να πάει κοντά του; Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Σύρθηκε πολύ αργά ως την άκρη της εξέδρας

παίρνοντας μαζί της και την κουβέρτα για ζεστασιά, και κοίταξε κάτω.Ο Ζιζέ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, ήσυχος τώρα, δίπλα στα μισοσβησμένα κάρβουνα. Μια

κουβέρτα ήταν τυλιγμένη στο στήθος και τα πόδια του και η λευκή λινή πουκαμίσα του ξεχώριζεέντονα δίπλα στο μουντό καφετί της. Φορούσε τη μακριά περισκελίδα της αρματωσιάς του και ταπέλματά του ήταν γυμνά. Ξαφνικά έβγαλε πάλι μια κραυγή και η Μπριάνα τινάχτηκε αλαφιασμένη.Το χέρι του τεντώθηκε και έσφιξε το δεξιό του μηρό πάνω από την κουβέρτα. Η κίνησή του τηνέκανε να πάρει την απόφαση· όλη η λογική και η σύνεση έκαναν φτερά μπροστά σ’ εκείνο το θέαμα.Έπρεπε να τον βοηθήσει.Η τραχιά επιφάνεια των σκαλοπατιών έγδαρε τα πέλματά της καθώς κατέβαινε και έβγαλε ένα

επιφώνημα πόνου. Ήταν τόσο κουρασμένη που είχε ξεχάσει να κοιτάξει τις πληγές της.Γονατίζοντας δίπλα του, τον κοίταξε αβέβαια, μη ξέροντας τι να κάνει. Ήλπιζε ότι στο τέλος θα

ξυπνούσε μόνος του από τον εφιάλτη. Όμως εκείνος συνέχισε να χτυπιέται με τα μάτια κλειστά,φυλακισμένος σε κάποιον άλλο, τρομαχτικό κόσμο. Τα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο κρανίο τουαπό τον ιδρώτα και τα μήλα του προσώπου του διαγράφονταν έντονα πάνω από τα βουλιαγμέναμάγουλα με το ηλιοκαμένο δέρμα.«Ζιζέ», είπε δυνατά. «Ζιζέ, ξύπνα!»Αντί γι’ απάντηση, εκείνος έσφιξε δυνατά το μηρό του και οι τένοντες του χεριού του τεντώθηκαν.

Page 77: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Πιάνοντάς τον δυνατά από τους ώμους, προσπάθησε να τον τραντάξει, αλλά ήταν μάταιο. Ήτανπολύ βαρύς για κείνη. Μέσα στην απόγνωσή της έψαξε γύρω με το βλέμμα για να βρει κάτι που θαμπορούσε να τη βοηθήσει. Και ξαφνικά της ήρθε μια αλλόκοτη ιδέα.Το αίμα κύλησε καυτό στις φλέβες της και τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα. Εξακολουθώντας

να τον κρατάει από τους ώμους, έσκυψε και τον φίλησε.Τα τρυφερά της χείλη άγγιξαν τα δικά του σε μια ύστατη προσπάθεια να διώξει τους δαίμονες της

νύχτας που τον κρατούσαν. Η ύπουλη κάψα απλώθηκε μέσα της, έκανε τα μέλη της να λιώσουν, ταγόνατά της να κοπούν. Προσπάθησε να κρατήσει το σώμα της μακριά από το δικό του. Ένα φιλίείναι μόνο, είπε στον εαυτό της. Ένα τέχνασμα για να ελαφρύνει την αγωνία του.Το δυνατό του σώμα έμεινε ακίνητο, γαλήνεψε.Τα χείλη του αργοσάλεψαν κάτω από τα δικά της, ανταποκρίθηκαν στο φιλί της. Η Μπριάνα

πρόσταξε τον εαυτό της να απομακρυνθεί, να διακόψει το φιλί, αλλά η ακαταμάχητη λαχτάρα πουτην πλημμύρισε την ανάγκασε να συνεχίσει.Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά, κάθε λογική σκέψη έσβησε από το μυαλό της και

έμεινε μόνο η υπέροχη αίσθηση.Η άκρη της γλώσσας του τρεμόπαιξε πάνω στις άκρες των χειλιών της κι εκείνα μισάνοιξαν παρά

τη θέλησή της. Τα χέρια του χάιδεψαν την εξαίσια γραμμή της πλάτης της, άγγιξαν την καμπύλη τουστήθους της, τυλίχτηκαν γύρω της και την τράβηξαν πάνω του. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε.Ο Ζιζέ αναστέναξε και παραμέρισε το ύφασμα που σκέπαζε το μηρό της. Τα μάτια της άνοιξαν

διάπλατα από την κατάπληξη. Τραβήχτηκε μακριά του αλαφιασμένη και κάθισε στις φτέρνες της. Ταμάγουλά της έκαιγαν από την ντροπή.«Έβλεπες εφιάλτη!» Η φωνή της ήταν αγριεμένη, επιθετική.Τα μάτια του έλαμπαν σαν δυο απύθμενες γκρίζες λίμνες φωτός. «Κι εσύ με φιλούσες». Η δική του

φωνή ήταν γεμάτη κατάπληξη. Ανασηκώθηκε και η κουβέρτα έπεσε στα γόνατά του.«Έβλεπες κακό όνειρο, Ζιζέ», του εξήγησε, προσπαθώντας να ξαναβρεί την ψυχραιμία και την

ανάσα της. «Και... και δεν ξυπνούσες. Ήταν... ήταν η μόνη λύση που κατάφερα να σκεφτώ». Τοκοκκίνισμά της έγινε πιο έντονο και κοίταξε αμήχανα τα χέρια της. «Τώρα που το σκέφτομαι, θαμπορούσα να σου ρίξω λίγο νερό».Ο Ζιζέ άπλωσε το χέρι του και ανασήκωσε μαλακά το πιγούνι της. Το βλέμμα του βυθίστηκε στα

μάτια της και στα χείλη του φάνηκε ένα αμυδρό χαμόγελο. «Χαίρομαι που δεν το έκανες». Η φωνήτου ήταν ακόμα βραχνή από τον ύπνο.Η Μπριάνα συνοφρυώθηκε, αγνόησε τον υπαινιγμό του.«Φώναζες στον ύπνο σου. Θα πρέπει να ήταν φριχτός εφιάλτης».«Ήταν». Όμως, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, οι λεπτομέρειες του ονείρου ήταν πολύ ακαθόριστες.

Τις επισκίαζε η γλύκα των χειλιών της, το απαλό άγγιγμα των χεριών της στους ώμους του. Έτριψεαφηρημένα το μηρό του για να διώξει τον πόνο και το κάψιμο. «Με συγχωρείς που σε ξύπνησα».«Τι έπαθε το πόδι σου;»Εκείνος έπιασε μερικά ξύλα από το σωρό που ήταν αφημένος μπροστά στον τοίχο και τα έριξε στα

μισοσβησμένα κάρβουνα. Τα ξερόκλαδα πήραν αμέσως φωτιά τινάζοντας σπίθες και στον αέρααπλώθηκε η γλυκιά ευωδιά του ξύλου της μηλιάς.«Σ’ εκείνη τη συμπλοκή που σου ανέφερα όταν σου μίλησα για... τη Νάντια...»Η Μπριάνα είδε τις σκιές στο βλέμμα του και προσπάθησε να αγνοήσει το κέντρισμα της θλίψης

και της ζήλιας που ένιωσε όταν τον άκουσε να προφέρει το όνομα της αγαπημένης του.

Page 78: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Ένα βέλος με βρήκε στο πόδι. Θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα».«Σε ταλαιπωρεί όμως. Είναι φανερό ότι πονάς», αντιγύρισε μαλακά εκείνη.Η απαλή φωνή της τον αγκάλιασε, του γλύκανε την καρδιά. Στο φως της φωτιάς έμοιαζε με

άγγελο, τα μαλλιά της σαν χρυσοκόκκινο φωτοστέφανο. Όχι πια, συλλογίστηκε. Όχι όταν είμαι μαζίσου.Όσα είχαν συμβεί τότε, κάτω από τον καυτό ήλιο και μέσα στη σκόνη της ερήμου, τον

τυραννούσαν αδιάκοπα είτε ήταν ξύπνιος είτε κοιμόταν. Κι όμως είχαν σβήσει μπροστά στηνπαρουσία της, στην καλοσύνη της καρδιάς της, στη συμπόνια της.«Οι περισσότεροι άντρες μου σκοτώθηκαν σ’ εκείνη την επίθεση, Μπριάνα», είπε τελικά.Κούνησε το κεφάλι της με θλίψη. «Λυπάμαι».Το μεταξωτό βελούδο του φορέματός της έλαμπε σαν αμέθυστος στο φως της φλόγας. Άπλωσε

αυθόρμητα το χέρι της προς το μέρος του, του έσφιξε τα δάχτυλα σε μια παρηγορητική χειρονομία.Η πλατιά, ζεστή παλάμη του κατάπιε τη δική της.«Πάει πολύς καιρός», μουρμούρισε και την κοίταξε με μάτια σκοτεινά από τον πόθο.Χωρίς να το σκεφτεί, η Μπριάνα έγειρε το σώμα της προς το μέρος του, τον αγκάλιασε από τη

μέση και τον τράβηξε κοντά της.Το σώμα του ήταν ζεστό και γεροδεμένο κάτω από τα δάχτυλά της. Με μια περίεργη αψηφισιά, τον

αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά και έγειρε ολόκληρη πάνω του.Οι τρυφερές καμπύλες του κορμιού της έγιναν ένα με το δυνατό του κορμί, το σφιχτό της στήθος

τρίφτηκε στο λινό ύφασμα της πουκαμίσας του. Ο Ζιζέ ένιωσε τα σπλάχνα του να λιώνουν από τονπόθο. Σήκωσε τα χέρια του, την αγκάλιασε από τους ώμους, ανάσανε βαθιά την ευωδιά των μαλλιώντης.Κι όμως, την ίδια στιγμή που έλιωνε από την επιθυμία του για κείνη, μια εσωτερική φωνή τού έλεγε

ότι αυτό που έκανε ήταν απάνθρωπο. Την εκμεταλλευόταν, εκμεταλλευόταν την καλοσύνη της γιανα διώξει τους δαίμονες από το μυαλό του. Δεν άξιζε την παρηγοριά και τη συμπόνια της.Τρέμοντας από την προσπάθεια να συγκρατηθεί, κοντανασαίνοντας, την έσπρωξε μακριά του τόσο

απότομα, τόσο βάναυσα, που η Μπριάνα τον κοίταξε εμβρόντητη.«Φύγε!» την πρόσταξε, παρ’ όλο που τα μάτια του έλαμπαν από τον ανικανοποίητο πόθο. «Πήγαινε

στο κρεβάτι σου τώρα, αμέσως, προτού κάνω κάτι που θα το μετανιώσουμε και οι δύο».

*

Καθώς τυλιγόταν πάλι με την τραχιά μάλλινη κουβέρτα, η Μπριάνα προσπάθησε να πείσει τον εαυτότης ότι θα έπρεπε να τον ευγνωμονεί, να τον ευχαριστεί επειδή είχε σταματήσει, επειδή την είχεδιώξει μακριά του.Είχε κάνει ένα τραγικό λάθος, γιατί ακόμα και τις στιγμές του εφιάλτη του, όταν το μόνο που

σκόπευε να του προσφέρει ήταν παρηγοριά, εκείνες οι περίεργες φλόγες της έξαψης είχαν φουντώσειπάλι μέσα της. Τα μέλη της έτρεμαν από την απογοήτευση, από την απότομη συμπεριφορά του, όλοιοι μύες έκαιγαν από την προσδοκία που είχε μείνει ανεκπλήρωτη, από την υπόσχεση που δεν είχεπραγματοποιηθεί.Γύρισε θυμωμένη στο πλάι και τύλιξε με προσοχή το μανδύα της γύρω από το σώμα της.Πώς ήταν δυνατόν να θέλει οτιδήποτε από έναν άντρα ύστερα απ’ όσα είχε υπομείνει στα χέρια του

Γουόλτερ; Δεν της είχε διδάξει τίποτα η εμπειρία της για τους άντρες; Δεν της έφταναν αυτά για να

Page 79: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

καταλάβει ότι θα ήταν πιο ευτυχισμένη μόνη της; Βάδιζε σε επικίνδυνο, σαθρό έδαφος, παραβίαζετους κανόνες που η ίδια είχε βάλει. Τους κανόνες από τους οποίους εξαρτιόταν η ζωή της, η ψυχικήτης ισορροπία. Αν η καρδιά της συμφωνούσε μ’ αυτούς ή όχι, ήταν άλλο ζήτημα.

*

Ο Ζιζέ φώναξε στην Μπριάνα να ξυπνήσει. Ο ίδιος είχε ξυπνήσει από νωρίς και άκουγε την ήρεμη,ρυθμική αναπνοή της πάνω από το κεφάλι του· και ένιωθε την καρδιά του πιο ανάλαφρη απ’ όσοείχε να τη νιώσει εδώ και πολύ καιρό.«Μπριάνα!» φώναξε πάλι.Είχε σελώσει κιόλας τα άλογά τους, και ανυπομονούσε να ξεκινήσουν.«Έρχομαι!»Την περίμενε ανυπόμονα, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, περιμένοντας να τη δει να κατεβαίνει από

τη σκαλίτσα.Τίποτα.«Μπριάνα! Τι κάνεις;»Έβαλε το ένα του πόδι στο πρώτο σκαλοπάτι, κοντοστάθηκε για λίγο αναποφάσιστος κι έπειτα

ανέβηκε μέχρι πάνω.Το αχτένιστο κεφάλι του ξεπρόβαλε από την άκρη της εξέδρας, το στήθος του ακούμπησε στο

ξύλινο άκρο της.Η Μπριάνα καθόταν στο αχυρόστρωμα με τα γόνατα λυγισμένα ως το στήθος της, τα πέλματα

γυμνά. Τα δάχτυλα των ποδιών της ξεχώριζαν κατάλευκα πάνω στο μουντό κίτρινο των άχυρων. Οιλευκές κάλτσες της ήταν αφημένες σε ένα ζαρωμένο κουβάρι δίπλα της.Ο Ζιζέ έσμιξε τα φρύδια του με απορία. «Είσαι έτοιμη. Φόρεσε τις μπότες σου για να φύγουμε».Η Μπριάνα τον κοίταξε με τα μάτια της που του θύμιζαν λαμπερά σμαράγδια. «Δεν μπορώ». Το

πρόσωπό της ήταν χλομό, τα χείλη της σφιγμένα, σαν να υπέφερε.«Γιατί δεν μπορείς;»«Επειδή... Επειδή έτρεχα ξυπόλυτη στο δάσος όταν έχασα την μπότα μου. Το πόδι μου έχει

πρηστεί». Το άπλωσε προς το μέρος του για να του το δείξει. Οι ματωμένες πληγές και τα βαθιάκοψίματα σκέπαζαν σχεδόν όλο της το πέλμα και σε πολλά σημεία ήταν μελανό, διάστικτο απόμαύρα στίγματα λάσπης και χώματος.«Ανόητη!» Την κοίταξε αυστηρά, επικριτικά. «Γιατί δε μου είπες τίποτε χτες το βράδυ;»Επειδή με φιλούσες, σκέφτηκε εκείνη. Επειδή σε φιλούσα. «Επειδή χτες το βράδυ δε με πονούσε»,

απάντησε και οι ώμοι της καμπούριασαν.«Πρέπει να το καθαρίσω». Πήγε πιο κοντά και της άπλωσε το χέρι του. «Έλα εδώ, άσε με να σε

βοηθήσω».Η Μπριάνα το κοίταξε και η καρδιά της φτερούγισε όταν θυμήθηκε την αίσθηση εκείνου του

χεριού πάνω στο γοφό της, τη ζεστασιά της ανάσας του στο λαιμό της.«Ίσως καταφέρω να κατέβω μόνη μου... χωρίς βοήθεια», είπε και δάγκωσε με αμφιβολία το χείλι

της.«Είσαι σίγουρη;»Κούνησε το κεφάλι της ζωηρά, αποφασιστικά, κι εκείνος την κοίταξε για μερικές στιγμές ακόμα,

σαν να προσπαθούσε να πάρει μια απόφαση, και μετά, επιτέλους, η Μπριάνα είδε το κεφάλι του να

Page 80: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

εξαφανίζεται πάλι καθώς κατέβαινε τη σκάλα.Ο Ζιζέ είδε πρώτα τη μία μπότα και μετά την άλλη να εκσφενδονίζονται από την υπερυψωμένη

εξέδρα προς το πάτωμα. Η μία πέρασε ξυστά από το κεφάλι του. Η άλλη προσγειώθηκε στη σβηστήπια εστία και σήκωσε ένα σύννεφο από γκρίζα στάχτη.Η Μπριάνα σύρθηκε προς τα εμπρός, με το βλέμμα καρφωμένο αποφασιστικά στο πρώτο

σκαλοπάτι της ετοιμόρροπης σκάλας. Έπειτα έκανε μεταβολή και άρχισε να κατεβαίνει. Ο πόνος τησούβλισε σαν καυτό σίδερο, αλλά συνέχισε παρ’ όλο που οι παλάμες της είχαν ιδρώσει έτσι όπωςέσφιγγε τα πλαϊνά της σκάλας.Το φόρεμά της σκάλωσε σε μια σκλήθρα, αποκαλύπτοντας τα πόδια της.«Μπορείς να σταματήσεις να με κοιτάζεις, σε παρακαλώ; Πήγαινε έξω, κάνε κάτι!» του είπε

θυμωμένα, σκύβοντας για να τον κοιτάξει. Το πρόσωπό της ήταν αναψοκοκκινισμένο και ένα λεπτόστρώμα ιδρώτα σκέπαζε το μέτωπό της.Ο Ζιζέ σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και το ύφασμα της πουκαμίσας τεντώθηκε στους

φαρδιούς του ώμους.«Λέω να μείνω», απάντησε, και η Μπριάνα εξοργίστηκε.Συνέχισε να κοιτάζει τη λεπτή άρθρωση του γονάτου της, το σφιχτό μηρό της, αλλά την επόμενη

στιγμή τα έχασε από τα μάτια του όταν το φόρεμα έπεσε πάλι στη θέση του.Βλέποντας το ενδιαφέρον στα μάτια του, η Μπριάνα πήρε μια απερίσκεπτη απόφαση· πήδηξε από

το τελευταίο σκαλί και το πόδι της πάτησε με δύναμη στο πάτωμα. Ένας αφόρητος πόνος τηδιαπέρασε από το πέλμα μέχρι τη γάμπα και έχασε την ισορροπία της. Έβγαλε μια κραυγή έκπληξηςκαι πόνου, έπεσε προς τα πίσω και προσγειώθηκε μέσα σε ένα στρόβιλο από υφάσματα.«Να πάρει η οργή!» βλαστήμησε, χτυπώντας τις παλάμες της στο σκληρό χωμάτινο πάτωμα. «Με

έκανες να τα χάσω, με σάστισες. Αλλιώς θα τα κατάφερνα!»Τα ματόκλαδά της γυάλισαν από τα δάκρυα.Ο Ζιζέ την αγνόησε. Γονάτισε δίπλα της και εξέτασε το τραυματισμένο της πόδι. «Μείνε εδώ μέχρι

να φέρω λίγο νερό».Επέστρεψε μερικά λεπτά αργότερα κρατώντας μια πήλινη λεκάνη με παγωμένο νερό και άφησε την

πόρτα μισάνοιχτη.Το πρωινό αεράκι ανακάτεψε τις στάχτες στη στρογγυλή εστία. Ο Ζιζέ ανασήκωσε τον ποδόγυρο

του φορέματός της, το ακούμπησε στη γάμπα της και περιεργάστηκε με μεγαλύτερη προσοχή τοπληγωμένο της πέλμα.«Μου αρέσει να τα κάνω όλα μόνη μου», είπε χαμηλόφωνα η Μπριάνα, σαν να προσπαθούσε να

του εξηγήσει το πείσμα της, σαν να ήθελε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα και να ξεδιαλύνει τηνένταση.Ο Ζιζέ την έπιασε από τη φτέρνα και άρχισε να καθαρίζει με προσοχή τις πληγές και τα κοψίματα,

αφαιρώντας τη λάσπη και τη σκόνη με ένα βρεγμένο πανί.«Δεν είναι ανάγκη να μου το υπενθυμίζεις», απάντησε ξερά. Μέσα στη φαρδιά παλάμη του το πόδι

της φαινόταν μικρό, τα κόκαλα λεπτά, το δέρμα της ροδαλό πάνω στο μελαψό δικό του. Τα διάφανανύχια της του θύμισαν το μαργαριταρένιο εσωτερικό των οστράκων.«Τα τελευταία χρόνια, όσο έλειπε ο Χιου...» Έκανε μια παύση και προσπάθησε να βρει τις σωστές

λέξεις. «Ήμουν ελεύθερη».Εκείνος γέλασε. «Με τους ανθρώπους του Ιωάννη να σε κυνηγούν διαρκώς;»Η Μπριάνα συνοφρυώθηκε. «Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Κανείς δε μου έλεγε τι να κάνω. Ήμουν

Page 81: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

ελεύθερη να διευθύνω τα κτήματα, να φροντίζω το σπίτι, ακριβώς όπως ήθελα. Και μου άρεσε πολύνα παίρνω δικές μου αποφάσεις κάθε μέρα. Ειδικά από τότε που...» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση της.«Από τότε που;...» επανέλαβε εκείνος.«Ειδικά μετά το γάμο μου», του απάντησε σχεδόν ψιθυριστά. «Ο Γουόλτερ, ο... ο σύζυγός μου,

έπαιρνε όλες τις αποφάσεις για λογαριασμό μου. Τι θα φορούσα, τι θα έτρωγα, τι θα έκανα. Και ανπαρέβαινα τις διαταγές του...»Ο Ζιζέ σταμάτησε να την περιποιείται και το νερό έσταξε από το πανί μέσα στη λεκάνη.«Αν παρέβαινα τις διαταγές του, με χτυπούσε».Η οργή τον διαπέρασε σαν χτύπημα από σπαθί και τα δάχτυλά του έσφιξαν με μανία το πανί.Δεν ήταν ασυνήθιστο να φέρεται με τέτοιο τρόπο ένας άντρας στη σύζυγό του, αλλά το να συμβεί

σ’ εκείνη, σ’ αυτή την όμορφη, λεπτοκαμωμένη κοπέλα με το αδάμαστο πνεύμα και την αδούλωτηψυχή, τον έκανε να βράζει από οργή και αηδία.«Κανένας άντρας δε θα έπρεπε να φέρεται έτσι σε μια γυναίκα». Ο αντίχειράς του χάιδεψε απαλά το

βελουδένιο μάγουλό της σαν να ήθελε να διώξει το σκυθρώπιασμα από το βλέμμα της.Η Μπριάνα ανασήκωσε τους ώμους της και αντιστάθηκε με κόπο στην παρόρμησή της να

ακουμπήσει το μάγουλό της στην παλάμη του.«Σε έξι μήνες απαλλάχτηκα απ’ αυτόν. Κάποιες γυναίκες ανέχονται αυτή τη συμπεριφορά σε όλη

τους τη ζωή. Εγώ ήμουν τυχερή».Το γέλιο του ήταν τραχύ, χωρίς ευθυμία. «Μόνο εσύ, Μπριάνα, μόνο εσύ θα μπορούσες να μιλάς

για μια τέτοια κατάσταση και να λες ότι ήσουν τυχερή».«Πρέπει να το πιστεύω, διαφορετικά...»Διαφορετικά οι οδυνηρές αναμνήσεις την έπνιγαν σαν μαύρα φαντάσματα.Ο Ζιζέ την κοίταξε ερευνητικά και κατάλαβε ότι δεν του έλεγε όλη την αλήθεια για το γάμο της.«Γιατί τον παντρεύτηκες;»«Νομίζω πως οι γονείς μου είχαν απελπιστεί. Πίστευαν ότι δε θα κατάφερνα ποτέ να βρω άντρα. Ο

Γουόλτερ ήταν η τελευταία τους ελπίδα να με δουν παντρεμένη και ευτυχισμένη». Η φωνή τηςτρεμούλιασε. «Πέθαναν όμως, με διαφορά μερικών εβδομάδων ο ένας από τον άλλο, κι έτσι δενπρόλαβα ποτέ να τους πω πώς...» Κοίταξε γύρω της με μάτια βουρκωμένα, γιατί δεν άντεχε νακοιτάζει εκείνον. «Νόμιζαν ότι ήμουν ευτυχισμένη».Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Ώστε αυτό είχε συμβεί. Οι γονείς της την είχαν παντρέψει με τον

Γουόλτερ για να την τιθασεύσουν, να την υποτάξουν, να την αναγκάσουν να συμμορφωθεί στιςαπαιτήσεις της κοινωνίας.Χαιρόταν που δεν τα είχαν καταφέρει.«Εκπλήσσομαι πώς συμφώνησες σ’ αυτόν το γάμο», μουρμούρισε.Η Μπριάνα αναστέναξε βαθιά. «Οι γυναίκες δεν έχουν λόγο σ’ αυτά τα θέματα, Ζιζέ. Δεν το ξέρεις;

Εμείς οι κόρες κάνουμε ό,τι μας πουν οι γονείς μας. Αντιστεκόμουν για πολύ καιρό στην ιδέα τουγάμου, τόσο που τους είχε πιάσει απελπισία. Έπρεπε να παντρευτώ... για χάρη τους».Εκείνος κούνησε το κεφάλι του κοφτά, άφησε το πόδι της κάτω με προσοχή και σηκώθηκε.Γιατί δεν είχε αντισταθεί περισσότερο; Γιατί δεν το είχε αναβάλει κι άλλο; Έτσι θα γλίτωνε από

αυτή τη φριχτή εμπειρία.Ξαφνικά σκέφτηκε ότι, αν ήταν εκείνος εκεί, θα είχε κάνει κάτι για να το αποτρέψει. Αλλά τι όμως;

Ήταν ιππότης από δώδεκα χρονών, αφιερωμένος στην υπεράσπιση της πατρίδας του, συμμετείχεστη μία μάχη μετά την άλλη, σε ένα μέρος όπου οι γυναίκες είχαν ελάχιστη αξία πέρα από αυτή ενός

Page 82: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

σκεύους ηδονής.Θα έβλεπε λοιπόν να συμβαίνει και δε θα έκανε τίποτα. Τι είχε αλλάξει;«Δεν πρέπει να ξαναπάς εκεί, Μπριάνα. Δεν πρέπει να γυρίσεις κοντά στον Γουόλτερ».Εκείνη τον κοίταξε με έκπληξη. Στηρίχτηκε στα γόνατα για να σταθεί όρθια· ο χοντρός επίδεσμος

που τύλιγε το πόδι της την εμπόδιζε να περπατήσει κανονικά.«Μα πρέπει να πάω! Το υποσχέθηκα στον Χιου».«Αθέτησε την υπόσχεσή σου». Την έπιασε από τον αγκώνα και τη βοήθησε να σταθεί. «Θα φέρω

εγώ τη Ματίλντα και το παιδί».Η απρόσμενη καλοσύνη του τη συγκίνησε. «Θα έκανες στ’ αλήθεια τέτοιο πράγμα;«Σου είπα ότι ο Γουόλτερ θέλει να γυρίσεις σ’ αυτόν. Είσαι το αντάλλαγμα».«Όχι! Μην αρχίζεις πάλι τα ίδια!» Απομακρύνθηκε παραπατώντας από κοντά του. «Γιατί δε θέλεις

να πιστέψεις ότι ο Χιου θέλει το καλό μου;»«Γιατί μου το είπε, Μπριάνα. Μου είπε τι σχεδίαζε να κάνει. Ετοιμάζεσαι να πέσεις μόνη σου στο

στόμα του λύκου».Η Μπριάνα έσφιξε τα χέρια της στο στήθος και προχώρησε κουτσαίνοντας προς την πόρτα. «Αυτά

που λες δε στέκουν, Ζιζέ. Είναι ανοησίες».«Κι εσύ είσαι ανόητη αν επιμένεις. Για ποιο λόγο να βγάλω από το μυαλό μου κάτι τέτοιο;»«Θα πάω, Ζιζέ. Θα πάω είτε σ’ αρέσει είτε όχι. Μπορώ να υψώσω το ανάστημά μου στον

Γουόλτερ». Τράβηξε το απλό ξύλινο πόμολο με μια θυμωμένη κίνηση και άνοιξε την πόρτα. Οκρύος αέρας χαστούκισε το ξαναμμένο της πρόσωπο και για μια στιγμή έχασε το θάρρος της.Μια μικρή φωνή τής ψιθύρισε ότι ήταν ανόητη, πολύ ανόητη. Με κάθε της λέξη έσπρωχνε τον Ζιζέ

μακριά της, παρ’ όλο που ήθελε με όλη της την καρδιά να τον κρατήσει κοντά, να τον πάρει μαζίτης.«Θα έρθεις;» Η φωνή της ήταν σιγανή, διστακτική. Τα δάχτυλά της έτριβαν αμήχανα το άτεχνο

πόμολο. Η καρδιά της ήταν σφιγμένη από τη θλίψη.Γιατί έπρεπε να λέει πάντα τόσο ωμά αυτό που σκεφτόταν;«Ύστερα από τον τρόπο που μου μίλησες;»«Συγνώμη», ψιθύρισε εκείνη και ένιωσε μια απαίσια αίσθηση απώλειας να της σφίγγει την καρδιά.

«Φταίει που...»Εκείνος κούνησε το χέρι του σαν να αρνιόταν την προσπάθειά της να δικαιολογηθεί. Έπιασε τον

επίδεσμο που είχε περισσέψει, τον έκρυψε στις θήκες της σέλας και έβαλε το φελλό στο δοχείο μετην επουλωτική αλοιφή.«Μην το σκέφτεσαι. Σου είπα ήδη ότι θα έρθω μαζί σου».Είδε τα καταγάλανα μάτια της να φωτίζονται και η καρδιά του χτύπησε πιο γρήγορα.Αν ήταν συνετός, θα έφευγε τώρα, προτού δεθεί περισσότερο μαζί της, πριν αναμιχθεί στην

τραγωδία της οικογενειακής ζωής της.Όμως κάτι σ’ εκείνη τη γυναίκα τον μάγευε, τον μεθούσε, έκανε την καρδιά του να τραγουδάει

όταν ήταν κοντά της. Δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει τώρα, ειδικά με τα λόγια του Χιου νααντηχούν στ’ αυτιά του χωρίς σταματημό.Θα φρόντιζε να είναι ασφαλής και προστατευμένη, θα τη βοηθούσε να φέρει σε πέρας την

αποστολή που είχε αναλάβει.Και μόνο τότε θα έφευγε και θα συνέχιζε τη ζωή του. Όποια κι αν ήταν αυτή.

Page 83: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 10

Βόρεια από το Θόρνσλεϊτ, το τοπίο γινόταν πιο πεδινό και ξεδιπλωνόταν σε μια σειρά από ψηλά,κυκλικά οροπέδια από ασβεστόλιθο.Κάτω στις κοιλάδες, τα φυλλοβόλα δέντρα ύψωναν τα γυμνά, σκελετωμένα κλαριά τους προς τον

γκρίζο ουρανό και οι φωλιές των κοράκων ξεχώριζαν σαν τούφες από μαλλί ανάμεσά τους.Κάθε τόσο, ένας σταροκόρακας πεταγόταν από τα χόρτα, με τα φτερά του να γυαλίζουν σαν μαύρες

λεπίδες, υψωνόταν στον ουρανό και άρχιζε να κάνει κύκλους μέσα στο αδύναμο φως.Ακόμα πιο ψηλά, στα άγονα ρεικοτόπια που σάρωναν ασταμάτητα οι τσουχτεροί άνεμοι, τα δέντρα

ήταν λιγοστά. Μερικές κατσιασμένες βελανιδιές και αγκαθωτοί κράταιγοι με ρίζες που ξεπετάγονταναπό το διαβρωμένο χώμα.Ο Ζιζέ κάλπαζε μπροστά, με το μανδύα του να ανεμίζει και τα καπούλια του αλόγου του να

γυαλίζουν από τον ιδρώτα. Από τις οπλές του πετάγονταν σβόλοι άσπρης γης.Φτέρνισε το άλογο για να προχωρήσει πιο γρήγορα τώρα που το έδαφος ήταν ομαλό και τα δέντρα

δεν εμπόδιζαν την πορεία τους.Με το δεμένο πόδι της να πατάει με προσοχή στον αναβατήρα, η Μπριάνα δυσκολευόταν να

ακολουθήσει το γρήγορο καλπασμό του. Το στομάχι της γουργούριζε από την πείνα. Το χωριόκοιμόταν ακόμα όταν έφυγαν, οι φωτιές ήταν σβηστές και πουθενά δεν υπήρχε κάτι φαγώσιμο.Ο άνεμος τής πάγωσε τον αυχένα και ανέβασε τη φαρδιά κουκούλα του μανδύα για να καλύψει το

κεφάλι και τα μαλλιά της.Το άλογο του Ζιζέ καταβρόχθιζε την απόσταση με το μεγάλο δρασκελισμό του. Ο Ζιζέ γύρισε και

κοίταξε πίσω, τράβηξε τα γκέμια του ζώου και έκανε μεταβολή.«Γιατί έμεινες πίσω;» της φώναξε για να ακουστεί πάνω από το βουητό του ανέμου. «Πρέπει να

προχωρήσουμε».«Ζιζέ, πεινάω και διψάω», του απάντησε υπομονετικά. Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα από το

κρύο. «Είμαστε ώρες πάνω στα άλογα».«Μήπως μετάνιωσες;» Ευχόταν με όλη του την ψυχή να άλλαζε γνώμη, να γλιτώσει από τον

κίνδυνο που την περίμενε, αλλά ήξερε ότι δε θα τον πίστευε αν δε διαπίστωνε μόνη της πως οαδελφός της την είχε προδώσει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μείνει κοντά της και να τηνπροστατέψει.«Όχι βέβαια», του απάντησε με γενναιότητα, παρ’ όλο που όσο πλησίαζαν στο σπίτι της Ματίλντα,

στο σπίτι του Γουόλτερ, τόσο φούντωνε μέσα της ο φόβος. «Απλώς πεινάω, πεινάω πολύ. Δεν είμαισαν τους στρατιώτες σου που μπορούν να βαδίζουν για ώρες και ώρες με άδειο στομάχι».Εκείνος χαμογέλασε αμυδρά και το βλέμμα του πλανήθηκε στις λεπτές καμπύλες της. «Ασφαλώς

και δεν είσαι», παραδέχτηκε. «Μπορούμε να σταματήσουμε στο Γουίτον. Είναι κοντά από εδώ, μετάτο τέλος αυτής της κορυφογραμμής».

*

Page 84: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ήταν πολύ τυχεροί, γιατί ήταν η μέρα της αγοράς στη μικρή πόλη. Στην πλατεία ήταν μαζεμένοςπολύς κόσμος, που σπρωχνόταν και έσπρωχνε καθώς άλλος προσπαθούσε να πουλήσει, άλλος νααγοράσει, άλλος να παζαρέψει. Οι φωνές των εμπόρων αντηχούσαν από παντού και έσμιγαν με ταγέλια και τα ξεφωνητά που έβγαιναν από τα καπηλειά της πλατείας. Κάθε έμπορος προσπαθούσε ναεντυπωσιάσει περισσότερο από τον διπλανό του τους υποψήφιους πελάτες: πολύχρωμα στιλπνάμεταξωτά ήταν αραδιασμένα δίπλα σε σωρούς από στρογγυλά καρβέλια, κεφάλια τυριούισορροπούσαν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο δίπλα σε πυραμίδες από κεριά. Πιο κει έναβαρέλι με παστό χοιρινό. Η τσίκνα από τα κρέατα που ψήνονταν γέμιζε τον αέρα και ανακατευότανμε την ευωδιά από το υδρόμελι και την αψιά οσμή από την κοπριά των ζώων.Ο κόσμος παραμέριζε όταν έβλεπε τον Ζιζέ, ψηλό και εντυπωσιακό πάνω στο καστανό του άλογο,

περιεργάζονταν με ζήλια τη γυαλιστερή πανοπλία του, τον κοιτούσαν με σεβασμό.Οδήγησε την Μπριάνα σε έναν ξύλινο πάσσαλο όπου μπορούσαν να δέσουν με ασφάλεια τα γκέμια

των αλόγων.«Θέλεις να μείνεις εδώ;» τη ρώτησε, κοιτάζοντας τον λευκό επίδεσμο που τύλιγε το πόδι της.Η Μπριάνα έριξε μια ματιά στο πολύχρωμο πλήθος της αγοράς, με τις μυρωδιές και τους ήχους

που τη μάγευαν. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχε τη χαρά ναπεριδιαβάσει ανάμεσα στους πάγκους. Συνήθως ήταν από εκείνους που βρίσκονταν εκεί για ναπουλήσουν την πραμάτεια τους, όχι ν’ αγοράσουν.«Μπορώ να έρθω μαζί σου;» τον ρώτησε διστακτικά.«Συνήθως δε ζητάς άδεια», απάντησε ξερά εκείνος και έβγαλε την ξεγδαρμένη μπότα της από τη

θήκη της σέλας που κρεμόταν από τα στρογγυλά καπούλια του αλόγου.Όταν έπιασε το πόδι της και της τη φόρεσε με προσοχή για να μην πονέσει, η Μπριάνα ένιωσε μια

απερίγραπτη αίσθηση απόλαυσης.«Πώς το αισθάνεσαι;»«Πολύ καλύτερα».Πέρασε το πόδι της πάνω από τα καπούλια του αλόγου και ετοιμάστηκε να ξεπεζέψει, αλλά εκείνος

την έπιασε από τη μέση και την άφησε μαλακά να πατήσει κάτω.«Μην το πιέζεις. Έχεις μερικά πολύ βαθιά κοψίματα που θα κάνουν καιρό να κλείσουν».Εκείνη γέλασε και σκάλισε το πουγκί που φυλούσε τα χρήματά της. Είχε μερικές πένες, αρκετές για

να αγοράσει ένα μικρό ψωμί και να χορτάσει την πείνα της.«Μη φοβάσαι, Ζιζέ. Δε σκοπεύω ν’ αρχίσω να τρέχω πάλι».Το γέλιο της έμοιαζε με μουσική –μελωδικό, μαγευτικό– που τον άγγιζε μέχρι τα κατάβαθα της

ψυχής του. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ακούσει τόσο υπέροχο ήχο.«Νομίζω πως είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω να γελάς», της είπε καθώς της πρόσφερε το

λυγισμένο μπράτσο του για να στηριχτεί. Η καρδιά του πλημμύρισε από χαρά όταν εκείνη το πήρε.«Επειδή είμαι πολύ...» Ευτυχισμένη, ήταν έτοιμη να πει. Ευτυχισμένη επειδή ήταν μαζί του,

ευτυχισμένη επειδή είχε μείνει κοντά της, παρ’ όλο που δεν πίστευε ούτε λέξη απ’ όσα της είχε πειγια τον Χιου.«Επειδή είσαι πολύ;...» Ο τόνος του την παρότρυνε να συνεχίσει.«Επειδή είμαι πολύ καλύτερα. Το πόδι μου, εννοώ», πρόσθεσε αμήχανα.Η καρδιά της τραγουδούσε καθώς προχωρούσαν σαν ένα οποιοδήποτε ζευγάρι που είχε πάει στην

αγορά για να κάνει τις προμήθειές του μια κρύα, ηλιόλουστη μέρα του χειμώνα. Ήξερε ότι ο Ζιζέ τηνκρατούσε απλώς και μόνο για να μη σκοντάψει και πέσει, αλλά ακόμα κι έτσι εκείνη απολάμβανε

Page 85: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

την αίσθηση του γεροδεμένου μπράτσου του που πίεζε τον ώμο της. Προχωρούσαν στον ανώμαλο,αυλακωμένο από τις ρόδες των κάρων δρόμο προσέχοντας να μην πατήσουν τις ακαθαρσίες τωνανοιχτών υπονόμων, να μη σκοντάψουν στα ανοιχτά βαρέλια που ήταν αραδιασμένα έξω από έναπανδοχείο. Χάζευαν τους πάγκους της αγοράς με τις πολύχρωμες τέντες που απλώνονταν από τονένα στον άλλο ανεμίζοντας στο αεράκι.«Αυτό θέλεις μόνο;» τη ρώτησε όταν η Μπριάνα έδωσε τα λιγοστά χρήματά της για να αγοράσει

δυο ψωμάκια. «Νόμιζα ότι πεινούσες».«Θα χορτάσω μ’ αυτά», του απάντησε με σιγουριά.Της έφτανε το ότι τη συνόδευε· δεν ήθελε να δανειστεί και χρήματα απ’ αυτόν. Δεν είχε σκεφτεί να

ζητήσει από τον Χιου πριν φύγει.Η γερόντισσα που στεκόταν πίσω από τον πάγκο έβαλε το ζεστό ψωμί σε ένα πάνινο σακούλι.

«Φαντάζομαι πόσο χάρηκες όταν είδες τον άντρα σου να γυρνάει ζωντανός από τον πόλεμο», είπεστην Μπριάνα καθώς της έδινε τα ψωμιά και έδειξε με το κεφάλι της τον Ζιζέ που στεκόταν πιο πέρακαι παρακολουθούσε έναν καβγά που γινόταν ανάμεσα σε δυο εμπόρους.«Α, δεν είναι...» Η Μπριάνα δεν ολοκλήρωσε τη φράση της. Έριξε μια κλεφτή ματιά στον Ζιζέ,

αλλά ήταν φανερό ότι εκείνος δεν είχε ακούσει τη γερόντισσα. Ευτυχώς.Ήταν δυνατόν; Τους είχαν περάσει για αντρόγυνο; Τα μάγουλά της φούντωσαν όταν το σκέφτηκε.Ναι, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να το φανταστεί. Όμως ήταν πολύ δύσκολο να το πιστέψει. Για

την ακρίβεια, ήταν απολύτως βέβαιη ότι δε θα γινόταν ποτέ.Εκείνο που μπορούσε να κάνει ήταν να απολαύσει τη στιγμή, πράγμα καθόλου ασήμαντο.Όταν της πρότεινε να πάνε σε ένα πιο ήσυχο σημείο έξω από την πόλη για να γευματίσουν, η

Μπριάνα δέχτηκε χωρίς δισταγμό.Βρήκαν ένα ωραίο σύδεντρο με ασημένιες σημύδες. Εκεί χαμηλά στην κοιλάδα, ο άνεμος δε

φυσούσε τόσο δυνατά και ο ήλιος είχε ανεβεί στο μεταξύ αρκετά ψηλά. Η μέρα ήταν τόσο γλυκιά,που θύμιζε περισσότερο άνοιξη.Ο Ζιζέ έβγαλε μια κουβέρτα από τη θήκη της σέλας και την άπλωσε στο χορτάρι που φύτρωνε

κάτω από τα δέντρα. Έπειτα κάθισε στο χοντρό μάλλινο υφαντό και ακούμπησε την πλάτη του στονκορμό μιας σημύδας.Ανοίγοντας την άλλη θήκη, έβγαλε τα πράγματα που είχε αγοράσει από το παζάρι και τα αράδιασε

μπροστά του: τυρί, ψητό κρέας, ψωμί και φρούτα. Άρχισε να τρώει με όρεξη, χωρίς να τηνπεριμένει.Η Μπριάνα ξεπέζεψε προσεκτικά και ένιωσε τα σάλια της να τρέχουν όταν αντίκρισε τα καλούδια.

Της ήρθε να κρύψει το μικρό σακούλι με τα ψωμάκια της.Ο Ζιζέ της έριξε μια ματιά και την είδε να κάθεται στην άκρη της κουβέρτας με τα πόδια μαζεμένα

από κάτω της. «Παρακαλώ, πάρε μερικά από τα δικά μου», της είπε με ένα πλατύ χαμόγελο.«Αγόρασα πολλά, περισσότερα απ’ όσα μπορώ να φάω. Επειδή πέρασα μεγάλο διάστημα τρώγονταςμόνο καρβουνιασμένο κρέας άγνωστης προέλευσης, όταν είδα τι πουλούσαν σ’ εκείνη την αγοράδεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ».Η Μπριάνα έριξε μια κλεφτή ματιά στις λιχουδιές του. «Λίγο τυρί, ίσως...»«Ορίστε». Της πρόσφερε το στρογγυλό κεφαλάκι μαζί με το μαχαίρι του για να το κόψει. Ύστερα

ακούμπησε το κεφάλι του στο δέντρο και έκλεισε τα μάτια. «Μα τι ωραία γεύση που έχει. Είχεςδίκιο που με έπεισες να σταματήσουμε».Η Μπριάνα θα ήθελε πολύ να έμεναν για πάντα σ’ εκείνο το μέρος. Ο αέρας έκανε τα κλαριά των

Page 86: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

δέντρων να θροΐζουν πάνω από τα κεφάλια τους και ο ήχος τής θύμισε τα κύματα της θάλασσας.Ο Ζιζέ ήταν τόσο ήρεμος, έτσι όπως είχε στραμμένο το πρόσωπό του προς τον ήλιο, που

αναρωτήθηκε αν τον είχε πάρει ο ύπνος.«Δεν έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μέχρι το κάστρο του Γουόλτερ, Μπριάνα. Επιμένεις να κάνεις

αυτό που είπες;»«Πρέπει να το κάνω, Ζιζέ». Διαφορετικά θα με κατατρέχει σε όλη μου τη ζωή, θα επηρεάζει τη

συμπεριφορά μου για πάντα. «Πρέπει να αντιμετωπίσω τους δαίμονές μου», πρόσθεσε.«Αυτό το ταξίδι δε γίνεται για τον Χιου, έτσι δεν είναι; Ποτέ δεν ξεπέρασες αυτό που σου συνέβη,

σωστά;»Δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Η κατανόησή του της έφερνε δάκρυα στα μάτια.«Είναι ευτύχημα που δεν κάνατε παιδιά», μουρμούρισε εκείνος και περιεργάστηκε με προσοχή την

έκφρασή της. «Διαφορετικά δε θα μπορούσες να φύγεις».«Όχι, δεν κάναμε παιδιά. Ο γάμος ακυρώθηκε έξι μήνες αργότερα». Χαμογέλασε, προσπαθώντας

να φανεί πιο γενναία απ’ όσο ένιωθε.«Ο γάμος ακυρώθηκε;» επανέλαβε εκείνος με έκπληξη και τα μάτια του σκοτείνιασαν.«Ναι. Γιατί παραξενεύεσαι τόσο πολύ;» Τον κοίταξε καχύποπτα, παραξενεμένη από τον τόνο της.«Ο γάμος ακυρώθηκε... ύστερα από έξι μήνες;»«Ναι».«Μα για να ακυρωθεί ένας γάμος πρέπει να μην έχει ολοκληρωθεί».Το πρόσωπό της κοκκίνισε και άρχισε να μαζεύει τα τρόφιμα και να τα βάζει στις τσάντες

αποφεύγοντας να τον κοιτάζει.Θυμήθηκε εκείνες τις φριχτές, ατέλειωτες νύχτες, όταν έτρεμε μήπως πάει κοντά της ο Γουόλτερ.

Και αποτύχει.Τότε τη χτυπούσε, της πετούσε προσβολές, της έλεγε ότι εκείνη έφταιγε γι’ αυτό. Επειδή ήταν πολύ

αδύνατη, πολύ απωθητική. Όμως, ακόμα και τη στιγμή που τα χτυπήματα έπεφταν βροχή, εκείνηαναστέναζε από ανακούφιση. Παρά την περιπέτειά της, είχε μείνει ανέγγιχτη.«Ολοκληρώθηκε;» τη ρώτησε πάλι. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο η καρδιά του είχε γίνει πιο

ανάλαφρη, σκιρτούσε από χαρά τώρα που ήξερε ότι η κοπέλα που καθόταν απέναντί του δεν είχεγνωρίσει το αντρικό άγγιγμα.Οι παλάμες της είχαν ιδρώσει. «Δεν καταλαβαίνω πώς έχεις το θράσος να μου κάνεις τέτοιες

ερωτήσεις!» Όλο της το σώμα έτρεμε από ντροπή καθώς μάζευε τα ψίχουλα από την κουβέρτα.«Ολοκληρώθηκε;» επέμεινε με πείσμα εκείνος.«Όχι! Ποτέ». Καθώς το έλεγε, το πρόσωπό της έγινε ακόμα πιο κόκκινο.«Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεσαι γι’ αυτό».Τα μάτια της πέταξαν φωτιές από το θυμό. «Να ντρέπομαι; Όχι, Ζιζέ, δεν ντρέπομαι γι’ αυτό.

Ντρέπομαι επειδή συζητάω μαζί σου τέτοια πράγματα». Η φωνή της έτρεμε από την υπερένταση.«Αν θες να ξέρεις, στην πραγματικότητα χαίρομαι επειδή δεν κατάφερε ποτέ να κάνει τις βρομιές τουμαζί μου. Παρά τα όσα που έκανε, είμαι ακόμα παρθένα. Ω!» Έκλεισε το στόμα της με το χέρι και ταμάτια της γούρλωσαν. Πώς το είχε ξεστομίσει αυτό; Ποτέ δεν ήταν πρόθεσή της να του το πει.«Χαίρομαι που το ακούω», απάντησε αργόσυρτα εκείνος και η Μπριάνα έμεινε κατάπληκτη όταν

τον είδε να χαμογελάει.«Πολλά είπα», μουρμούρισε καθώς μάζευε από κάτω το δερμάτινο πουγκί της.«Δεν είναι πάντα έτσι, ξέρεις». Ο Ζιζέ σηκώθηκε και έπιασε την κουβέρτα από τις άκρες για να την

Page 87: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

τινάξει.«Τι πράγμα;» τον ρώτησε κοφτά, εκνευρισμένη με τον εαυτό της για την επιπολαιότητα με την

οποία του είχε αποκαλύψει τόσο προσωπικά της πράγματα.«Ο έρωτας. Ο γάμος. Μην τα κρίνεις σύμφωνα με τα όσα έζησες».«Μάλιστα», αντιγύρισε εκείνη ειρωνικά. «Κι εσύ ξέρεις απ’ αυτά, έτσι δεν είναι;» Συνειδητοποίησε

το νόημα των λόγων της, θυμήθηκε τα όσα της είχε πει για τη Νάντια και ένιωσε απαίσια.«Συγνώμη... Δεν εννοούσα...»Ο Ζιζέ είδε τη στενοχώρια στα μάτια της και στενοχωρήθηκε κι εκείνος –μόνο που δε σκεφτόταν τη

Νάντια. Μόνο όταν του ζήτησε συγνώμη πήγε ο νους του σ’ εκείνη.Ναι, ήξερε τι σήμαινε έρωτας. Είχε ερωτευτεί. Η καρδιά του σφίχτηκε από θλίψη, αλλά ήταν μια

θλίψη ήρεμη, γλυκιά σχεδόν. Είχε αγαπήσει και είχε χάσει –και ήταν κάτι που δεν ήθελε να τοξαναζήσει ποτέ.Κοίταξε την Μπριάνα και σκέφτηκε πως του αρκούσε το ότι μπορούσε να την προστατέψει από τον

Γουόλτερ. Ευχόταν να ήταν αρκετό... για το καλό και των δυο τους.

*

Η βροχή έπεφτε με το τουλούμι, κυλούσε στις πλάκες και ξεπηδούσε σαν σιντριβάνι από τιςυδρορρόες όταν ο Ζιζέ και η Μπριάνα μπήκαν στον περίβολο του κάστρου του Γουόλτερ.Τα καπούλια των αλόγων τους άχνιζαν και οι σταβλίτες έτρεξαν να πάρουν τα ζώα με το κεφάλι

σκυφτό για να προστατευτούν από τη βροχή, πριν καταφύγουν βιαστικά και πάλι στη ζεστασιά τωνστάβλων.Τα μολυβένια σύννεφα έκρυβαν τον ουρανό και η Μπριάνα ένιωσε παγιδευμένη. Για μια ακόμα

φορά ένιωσε φυλακισμένη.Πόσες φορές δεν είχε σταθεί σ’ εκείνα τα στενά παράθυρα κοιτώντας την ύπαιθρο που ανοιγόταν

πέρα από τα τείχη, ακολουθώντας με το βλέμμα της το πέταγμα μιας γερακίνας ή ενός χελιδονιού;Πόσο λαχταρούσε να ήταν μαζί τους, να την παρασέρνει μακριά ο ζεστός άνεμος –μακριά από τονΓουόλτερ, προς την ελευθερία, προς την ανεξαρτησία.«Μπριάνα;» Ο Ζιζέ είχε ξεπεζέψει και την περίμενε. Η βροχή είχε κολλήσει τα μαλλιά στο κρανίο

του και τα ηλιοκαμένα μήλα του προσώπου του διαγράφονταν ακόμα πιο έντονα.Η Μπριάνα πήρε βαθιά εισπνοή και ετοιμάστηκε.«Εντάξει είμαι». Όταν την έπιασε από τη μέση για να τη βοηθήσει να ξεπεζέψει, δεν του

αντιστάθηκε.Το φόρεμα και ο μανδύας κολλούσαν δυσάρεστα στο δέρμα της. Ήταν πολύ πιο βρεγμένη απ’ όσο

είχε αντιληφθεί.Ο Ζιζέ προχώρησε προς τα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην εξώπορτα, αλλά η Μπριάνα

τον συγκράτησε ακουμπώντας το χέρι της στο μπράτσο του.«Δεν ξέρω για ποιο λόγο βρίσκεσαι εδώ, αλλά χαίρομαι που ήρθες».Τα λόγια της τον αιφνιδίασαν και χαμογέλασε πλατιά. «Ώστε παραδέχεσαι επιτέλους ότι έχουν και

οι άντρες τη χρησιμότητά τους καμιά φορά;»Τα χείλη της σφίχτηκαν, το πρόσωπό της πήρε μια αυστηρή έκφραση. «Όχι όλοι οι άντρες. Μόνο

εσύ», του απάντησε συγκρατημένα, επιφυλακτικά. Σήκωσε το κεφάλι της αγέρωχα και πέρασε απόμπροστά του σέρνοντας τον μουσκεμένο ποδόγυρο του φορέματός της μέσα από τις λιμνούλες της

Page 88: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

πλακόστρωτης αυλής. Ανέβηκε τα σκαλιά και τη στιγμή που έφτανε κοντά στην είσοδο η πόρταάνοιξε και ξεπρόβαλλε ένα λεπτό, χλομό πρόσωπο.«Ματίλντα!» φώναξε με χαρά όταν αναγνώρισε την κοπέλα. Τα μαύρα της μαλλιά, που γυάλιζαν

σαν τρίχωμα γάτας, ήταν μισοκρυμμένα κάτω από ένα χοντρό λινό μαντίλι που οι άκρες του ήταντυλιγμένες γύρω από το λαιμό της και δεμένες στον αυχένα της.Η Ματίλντα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Μπριάνα! Εσύ είσαι; Νόμιζα πως δε θα σε ξαναδώ ποτέ».«Κι εγώ εσένα, Ματίλντα. Όμως ο Χιου...»«Τι έπαθε ο Χιου;» Ο τόνος της φάνηκε στην Μπριάνα βεβιασμένος, αφύσικος.Η αντίδραση της κοπέλας την έκανε να απορήσει. «Ο Χιου γύρισε από τη σταυροφορία, Ματίλντα.

Αρρώστησε βαριά, αλλά είναι ζωντανός. Με έστειλε να σε πάω κοντά του!»Η κοπέλα έπιασε το μάγουλό της και ταλαντεύτηκε μπρος πίσω. «Γιατί... γιατί θέλει να πάω κοντά

του;»«Μα γιατί θέλει να σε παντρευτεί, Ματίλντα. Θέλει να κάνει το σωστό για σένα και το παιδί».Την είδε να τρεκλίζει προς το εσωτερικό του σπιτιού σαν να είχε χτυπηθεί από μια αόρατη δύναμη

και άκουσε τη φωνή της να βγαίνει ξεψυχισμένη. «Δεν είναι δυνατόν...»«Της ήρθε απότομα». Ο Ζιζέ προσπέρασε την Μπριάνα, βοήθησε το μισολιπόθυμο κορίτσι να

καθίσει σε μια ξύλινη καρέκλα της εισόδου και πίεσε το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατά της. «Σελίγο θα συνέλθει», είπε χωρίς την παραμικρή ανησυχία.«Δεν καταλαβαίνω», είπε εκείνη καθώς έκλεινε την πόρτα. «Δεν ήξερε ότι ο Χιου θα γυρνούσε και

θα έψαχνε να τη βρει;» Γονάτισε μπροστά στην κοπέλα και άρχισε να της τρίβει τα παγωμένα χέρια.«Πόσον καιρό έχει να τον δει; Τουλάχιστον τρία τέσσερα χρόνια», είπε ο Ζιζέ. «Ίσως νόμιζε πως

σκοτώθηκε».Η Ματίλντα σήκωσε το κεφάλι της και τους κοίταξε σαστισμένη. «Με συγχωρείτε», ψιθύρισε. «Ο

πατέρας μου... ο Γουόλτερ μου είπε ότι ήταν ζωντανός και πως πήρε μήνυμα από κείνον πρόσφατα,αλλά δεν τον πίστεψα».Ακούγοντας το όνομα του Γουόλτερ, η Μπριάνα πετάχτηκε όρθια και κοίταξε κλεφτά προς τον

σκοτεινό διάδρομο. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. «Εδώ είναι;» ρώτησε με ταραχή. «Εδώ είναιο Γουόλτερ;»«Όχι, έχει πάει βόρεια, για να επιθεωρήσει τα κτήματά του. Αύριο θα γυρίσει».Η Μπριάνα ανάσανε με ανακούφιση και η σιδερένια γροθιά που έσφιγγε την καρδιά της χαλάρωσε.Η Ματίλντα στηρίχτηκε στο τραπέζι που ήταν δίπλα της και σηκώθηκε. «Με συγχωρείτε, αλλά...

αιφνιδιάστηκα. Τι έκπληξη ήταν αυτή!» Τους χαμογέλασε απολογητικά και προσπάθησε να ξαναβρείτην ψυχραιμία και την ισορροπία της. Έπιασε την Μπριάνα από τον ώμο και μόνο τότεσυνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι ο μανδύας της ήταν βρεγμένος. «Μα εσύ είσαι μουσκεμένη ωςτο κόκαλο!» φώναξε. «Ελάτε, θα σας πάω στο δωμάτιό σας. Θα μείνετε, έτσι δεν είναι;»Η Μπριάνα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Ναι, πρέπει να περιμένουμε τον Γουόλτερ. Ο

Χιου με έστειλε να ζητήσω την άδειά του να σε παντρευτεί. Θέλει να πάω εσένα και το παιδί στοΣάμπορν. Ανυπομονεί να σε δει».Η Ματίλντα έσκυψε το κεφάλι της και κοίταξε το πάτωμα. «Ώστε έτσι...»Η αντίδρασή της φάνηκε ανεξήγητη στην Μπριάνα. Περίμενε πως θα πετούσε από τη χαρά της όταν

μάθαινε ότι ο Χιου ήταν ζωντανός και ήθελε να την παντρευτεί.«Πιστεύεις ότι ο Γουόλτερ θα έχει αντίρρηση;»«Όχι», απάντησε η άλλη κοπέλα διαλέγοντας τα λόγια της με προσοχή. «Δε νομίζω πως ο πατέρας

Page 89: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

μου θα έχει αντίρρηση». Ίσιωσε το σώμα της και η έκφραση της σαστιμάρας και της απορίας έδωσετη θέση της στο ρόλο της φιλόξενης και περιποιητικής οικοδέσποινας. «Όμως ελάτε τώρα, μείνατεπολλή ώρα μ’ αυτά τα βρεγμένα ρούχα. Θα μιλήσουμε αργότερα. Ελάτε να σας πάω στο δωμάτιοτων ξένων».«Στα δωμάτια», τη διόρθωσε η Μπριάνα. «Χρειαζόμαστε δύο».«Ω, με συγχωρείτε. Νόμιζα...» Κοίταξε από τον ένα στον άλλο και τα μάγουλά της κοκκίνισαν.«Δεν είμαστε παντρεμένοι», είπε η Μπριάνα. «Ο Ζιζέ είναι...» Τον κοίταξε και προσπάθησε να

σκεφτεί πώς μπορούσε να εξηγήσει την παρουσία του.«Έφερα τον Χιου από τη σταυροφορία», είπε εκείνος όταν η σιωπή άρχισε να τραβάει σε μάκρος.Ακούγοντας πάλι το όνομα του Χιου, η Ματίλντα έσφιξε τα χείλη της. «Κατάλαβα», είπε ξερά.

«Δύο δωμάτια, λοιπόν. Ακολουθήστε με».

*

Η Μπριάνα αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε να κοιμηθεί εκεί, σ’ εκείνο το κάστρο που τόση δυστυχίατης είχε φέρει.«Θα πω σε μια υπηρέτρια ν’ ανάψει τη φωτιά στο τζάκι», είπε η Ματίλντα καθώς την οδηγούσε στο

δωμάτιό της. «Το δωμάτιο είναι κρύο, με συγχωρείς».«Μην ανησυχείς», προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Δεν ήξερες ότι θα ερχόμασταν».«Έδωσα εντολή να φέρουν ζεστό νερό», συνέχισε η άλλη κοπέλα δείχνοντας την ξύλινη μπανιέρα

στη γωνία του δωματίου. Φαινόταν αμήχανη και ταραγμένη, έχανε τα λόγια της.«Ματίλντα, τι συμβαίνει;» Η Μπριάνα της έπιασε το χέρι, το έσφιξε. «Φαίνεσαι πολύ ταραγμένη,

πολύ νευρική. Γιατί;»«Απλώς ξαφνιάστηκα επειδή γύρισες, αυτό είναι όλο. Μου φαίνεται πολύ παράξενο να σε βλέπω

πάλι εδώ. Ύστερα από τον τρόπο που σου φέρθηκε ο πατέρας μου».«Ήμουν τυχερή που αποφάσισε να βάλει τέλος στο γάμο. Διαφορετικά θα έμενα φυλακισμένη εδώ

για πάντα».«Η ακύρωση ήταν ο μόνος τρόπος να γλιτώσεις», συμφώνησε η κοπέλα και κάθισε στην άκρη του

κρεβατιού. Το κεντημένο λινό κάλυμμα ζάρωσε κάτω από το βάρος της. «Αν είχες προσπαθήσει νατο σκάσεις, θα σε κυνηγούσε σαν σκυλί».Η Μπριάνα συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι. «Ποτέ δε θα με συγχωρούσε για την ταπείνωση. Και

δε θα με άφηνε να φύγω». Τη διαπέρασε ένα ρίγος. Είχε παίξει έξυπνα το παιχνίδι, πριν από τόσαχρόνια. Και η εξυπνάδα της είχε ανταμειφθεί. Αν έκανε έστω και ένα τόσο δα λάθος, αν είχε κάνει τοπαραμικρό στραβοπάτημα, η μοίρα της θα ήταν πολύ διαφορετική.«Μου έλειψες πολύ, Μπριάνα. Μου έλειψε το να έχω μια γυναίκα να μιλάω, μου έλειψε η φίλη

μου, η έμπιστή μου».«Λυπάμαι, Ματίλντα». Κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε από τους ώμους. «Τώρα όμως είμαι

εδώ. Μίλησέ μου. Φαίνεται να σε ανησυχεί κάτι. Κάνω λάθος;»«Αχ, Μπριάνα», βόγκηξε το κορίτσι κρύβοντας το πρόσωπο στα χέρια της. «Ερωτεύτηκα κάποιον

άλλο». Τα μάτια της κοκκίνισαν από τα δάκρυα που δεν άφηνε να κυλήσουν. «Σε παρακαλώ, σεπαρακαλώ, μην το πεις στον πατέρα μου! Θα μου υποσχεθείς ότι δε θα το πεις;»«Μα... δεν καταλαβαίνω». Της έσφιξε το χέρι και την κοίταξε με απορία. «Νόμιζα πως αγαπούσες

τον Χιου. Ήσασταν λογοδοσμένοι. Κάνατε ένα παιδί μαζί».

Page 90: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Το ξέρω, το ξέρω».Η κοπέλα άρχισε να κλαίει με λυγμούς πια. Τα αναφιλητά τράνταζαν το σώμα της, της έκοβαν την

ανάσα. «Ήμασταν ερωτευμένοι από παιδιά... αγαπιόμασταν. Όμως έλειπε πολύ καιρό, Μπριάνα».«Και το παιδί σας; Δεν πρέπει να γνωρίσει τον πατέρα του;»Η Ματίλντα κούνησε ζωηρά το κεφάλι της, αλλά το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στο πάτωμα. «Ο

γιος μας πέθανε πολύ σύντομα μετά τη γέννησή του, Μπριάνα. Έστειλα μηνύματα στον Χιου, αλλάαπό τα λόγια σου καταλαβαίνω ότι δεν τα πήρε ποτέ».«Λυπάμαι πάρα πολύ», ψιθύρισε η Μπριάνα. Την αγκάλιασε πάλι από τους ώμους και την έσφιξε

πάνω της. «Το μωρό σου... Φαντάζομαι πόσο υπέφερες. Λυπάμαι πολύ». Ο νους της δεν μπορούσενα χωρέσει μια τέτοια τρομερή απώλεια.«Πάει πολύς καιρός». Η φωνή της κοπέλας έτρεμε. Έμεινε για λίγο με το κεφάλι της ακουμπισμένο

στον ώμο της Μπριάνα και μετά ανασηκώθηκε. «Ο πατέρας μου έλεγε και ξανάλεγε ότι ο Χιου είναιζωντανός, ότι θα ερχόταν να με βρει, αλλά εγώ δεν τον άκουγα. Δεν τον πίστευα».«Ο Χιου θα πικραθεί πολύ όταν το μάθει», είπε η Μπριάνα. «Πώς θα του το πω;»Η Ματίλντα έσκυψε το κεφάλι της και άρχισε να στρώνει νευρικά το κάλυμμα του κρεβατιού. «Σε

παρακαλώ, μην αφήσεις αυτή την αλλαγή να χαλάσει τη δική μας σχέση», μουρμούρισε κοιτάζονταςτο πάτωμα. «Μείνε εδώ απόψε και το πρωί φεύγεις πριν γυρίσει ο πατέρας μου».Η Μπριάνα πετάχτηκε όρθια. «Θα μιλήσω με τον Ζιζέ. Εκείνος θα ξέρει τι πρέπει να κάνουμε».

Page 91: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 11

Ο Ζιζέ άφησε έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό απόλαυσης και ανακούφισης καθώς βούλιαζε στηνμπανιέρα με το ζεστό, αχνιστό νερό.Οι υπηρέτες του Γουόλτερ είχαν κοπιάσει πολύ μέχρι να ανεβάσουν τόσους κουβάδες νερό από τα

μαγειρεία και να τους αδειάσουν στη μεγάλη στρογγυλή μπανιέρα.Ακουμπώντας το κεφάλι του στο χείλος, έκλεισε τα μάτια για να μη βλέπει τους υγρούς,

αστόλιστους τοίχους του δωματίου, το γυμνό πάτωμα, το σβηστό τζάκι.Το ζεστό νερό προφανώς ήταν η μόνη πολυτέλεια που επιτρεπόταν σ’ εκείνο το κάστρο. Το

δωμάτιο είχε τα στοιχειώδη και τίποτε περισσότερο.Πώς ήταν η ζωή της Μπριάνα σ’ εκείνο το μέρος; Δεν μπορούσε να τη φανταστεί να μένει εκεί, σ’

αυτό το παγωμένο, γυμνό, χωρίς χαρά και ομορφιά μέρος. Έσφιξε τις γροθιές του μέσα στο νερό,εξοργισμένος από την αδικία εκείνου του γάμου που την είχε καταδικάσει να χαραμίζει τις αρετέςτης για έναν άντρα που δεν ήταν σε θέση να τις εκτιμήσει.Τη φαντάστηκε περιτριγυρισμένη από ωραία πράγματα –από τα πλούσια χρώματα των περίτεχνων

υφαντών, από τη λάμψη των κεριών, από την περιποίηση και την τρυφερότητα ενός άντρα που θατην αγαπούσε.Τη φαντάστηκε στην Προβηγκία, στον πύργο της βασίλισσας Ελεονώρας –εκεί όπου είχε

εκπαιδευτεί ως ιππότης– να κάνει τον περίπατό της μέσα στις βραγιές με τις λεβάντες μια ζεστήκαλοκαιρινή μέρα.Ένα όμορφο μέρος για μια όμορφη γυναίκα· είδε μπροστά του το τέλειο οβάλ πρόσωπό της.

Άκουσε την απαλή φωνή της να του μιλάει χαμηλόφωνα για τον κωμικοτραγικό γάμο της, την είδενα κοκκινίζει καθώς του αποκάλυπτε άθελά της ότι ήταν ακόμα παρθένα.Ο πόθος απλώθηκε μέσα του σαν αστραπή. Άρπαξε το πανί από το χείλος της μπανιέρας και άρχισε

να τρίβει με μανία το στήθος και τους ώμους του.Κάποιος χτύπησε σιγανά την πόρτα. «Περάστε», απάντησε με μισή καρδιά, εκνευρισμένος από την

ανεπιθύμητη διακοπή.«Ζιζέ».Γύρισε απότομα το κεφάλι του, ξαφνιασμένος, και από τις άκρες των μαλλιών του πετάχτηκαν

σταγονίτσες νερού.Η Μπριάνα ήταν;Το νερό κυλούσε στους ώμους του λαμπυρίζοντας στο αδύναμο φως της μέρας που έσβηνε και

έκανε το δέρμα του να φαίνεται σαν να ήταν από μπρούντζο.Η ανάσα της κόπηκε, έχασε τα λόγια της, την πλημμύρισε ένα καυτό κύμα πόθου ανάμεικτου με

αμηχανία. Μια αόρατη γροθιά έσφιξε την καρδιά της και όταν την άφησε πάλι έξαφνα, το αίμακύλησε καυτό στις φλέβες και τις αρτηρίες της.Τι έπρεπε να κάνει; Να μείνει ή να φύγει;Η γυμνή του πλάτη ήταν σκέτος πειρασμός, την έβαζε σε μεγάλη δοκιμασία.Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της, αναρωτήθηκε αν θα της περνούσε σε λίγο.

Page 92: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Οι δυνατοί μύες του διαγράφονταν ανάγλυφα κάτω από το ηλιοψημένο του δέρμα και η γραμμήτης ραχοκοκαλιάς του χανόταν κάτω από το χείλος της μπανιέρας.«Τι συμβαίνει;»Γύρισε και την κοίταξε ερωτηματικά.Τα μπράτσα του γυάλιζαν από το νερό.«Ε...» Προσπάθησε να βρει μια απάντηση στην ερώτησή του. Τι είχε έρθει να του πει; Ενώ πριν από

λίγο η ανάσα της είχε κοπεί, τώρα άρχισε να κοντανασαίνει, γρήγορα και κοφτά. «Ε... Συγνώμη... μεσυγχωρείς, θα έρθω αργότερα». Κούνησε τα χέρια της σαν να ήθελε να σβήσει την εικόνα του απότα μάτια της, εκείνη την απίστευτη εικόνα, και έκανε απότομη μεταβολή. Το φόρεμά της σάρωσε τοσκονισμένο πάτωμα θροΐζοντας.«Σχεδόν τελείωσα εδώ», είπε ο Ζιζέ. Ήθελε να την κρατήσει εκεί, να μη φύγει.Η πόρτα χάθηκε από τα μάτια της, οι σανίδες έγιναν μια ακαθόριστη μουτζούρα. Άπλωσε το χέρι

της στα τυφλά, έψαξε να βρει το πόμολο, να τρέξει έξω από εκείνο το δωμάτιο, να γλιτώσει.Στην κοιλιά της απλώθηκε μια γλυκιά ζεστασιά και για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν τα πόδια της θα

την κρατούσαν ή αν θα την πρόδιδαν και θα λύγιζαν.«Περίμενε μισό λεπτό, Μπριάνα. Τι συμβαίνει;»Άκουσε το πλατάγισμα του νερού, τον χαρακτηριστικό θόρυβο που έκανε καθώς σηκωνόταν, τις

σταγόνες που έπεφταν μέσα στην μπανιέρα. Το στόμα της στέγνωσε. Αν του έλεγε τι ήθελε, θαμπορούσε να φύγει μια ώρα αρχύτερα. Να γλιτώσει.«Η Ματίλντα δε θέλει πια να παντρευτεί τον Χιου...» Τα λόγια της βγήκαν βιαστικά, μπερδεμένα.

«Είναι ερωτευμένη με άλλον».«Ώστε άδικα κάναμε τόσο ταξίδι».Ο θυμός της φούντωσε έξαφνα, τροφοδοτημένος από την επιθυμία. «Λυπάμαι αν σπατάλησα άδικα

το χρόνο σου!» Ξεχάστηκε και γύρισε προς το μέρος του. Και αμέσως το μετάνιωσε, αλλά ήταν ήδηπολύ αργά.Ο Ζιζέ στεκόταν μέσα στην μπανιέρα κρατώντας μια λευκή λινή πετσέτα. Το υπέροχο σώμα του

γυάλιζε σαν άγαλμα από το νερό που τόνιζε το πλατύ του στήθος, το επίπεδο σφιχτό στομάχι του,τους λεπτούς γοφούς, τα λαγόνια του. Με φόντο το σκούρο ξύλο που έντυνε τους τοίχους, ηεπιδερμίδα του είχε μια γλυκιά μελιά απόχρωση.Το βλέμμα της ταξίδεψε πάνω του, ρούφηξε άπληστα το θεσπέσιο θέαμα πριν ξεγλιστρήσει πάλι

αλλού. Είχε γίνει έξω φρενών με τον εαυτό της.Προσπάθησε να κοιτάξει προς την πόρτα, να μετρήσει τους ρόζους στις πλατιές σανίδες. Ένιωσε

την ανάγκη να ακουμπήσει τα ξαναμμένα της μάγουλα στη δροσερή επιφάνεια.Ο πόθος απλώθηκε μέσα της, δυνατός, ακαταμάχητος και επικίνδυνος, κυριεύοντάς τη με μια

ένταση που την έκανε να νιώσει εντελώς ανίσχυρη. Πίεσε τα μάγουλά της με δάχτυλα που έτρεμαν.Η αντίδρασή της την έκανε να φρίττει.«Δεν έπρεπε να μπω», μουρμούρισε με αδύναμη φωνή και έψαξε στα τυφλά για το πόμολο της

πόρτας. Τα χέρια της ήταν βαριά σαν μολυβένια, λες και κάτι είχε ρουφήξει από μέσα της όλη της τηδύναμη.«Μη φεύγεις, Μπριάνα. Μίλησέ μου». Η φωνή του την ξάφνιασε, ο επιτακτικός του τόνος ακόμα

περισσότερο.«Δεν μπορώ». Ένιωθε σαν να στεκόταν στο χείλος μιας απύθμενης αβύσσου.«Γιατί δεν μπορείς;»

Page 93: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Γιατί είσαι γυμνός», του φώναξε με πανικό.«Όχι πια».Γύρισε πάλι και τον κοίταξε επιφυλακτικά. Η πετσέτα ήταν τυλιγμένη στη μέση του, τόσο σφιχτά

που τόνιζε τους λεπτούς γοφούς και τους μυώδεις μηρούς του. Από την υγρασία και την ψύχρα τουδωματίου, τα μπράτσα του ήταν ανατριχιασμένα.«Τι είπε η Ματίλντα;» τη ρώτησε.Η Μπριάνα στάθηκε στην πόρτα και τον κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα, σαν ξαφνιασμένο

πουλαράκι. Τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα και φαίνονταν τα κατάλευκα, ολόισια δόντια της, η ροδαλήάκρη της γλώσσας της.Ο πόθος απλώθηκε ύπουλα στα λαγόνια του. Το μενεξεδί φόρεμα αγκάλιαζε τρυφερά τις καμπύλες

του κορμιού της, διέγραφε τη στρογγυλάδα του στήθους της, τη δαχτυλιδένια της μέση. Κι εκείνη ηβαριά ζώνη με το μαχαίρι ήταν πάντα στη θέση της, με τη λαβή να κρέμεται διαγώνια πάνω από τογοφό της, τόσο αταίριαστη με το λεπτό μάλλινο ύφασμα που άνοιγε σαν βεντάλια από τη μέση καικάτω.Όμως, ενώ μέχρι τότε όποτε το έβλεπε ένιωθε την επιθυμία να το αρπάξει από πάνω της και να το

πετάξει μακριά, τώρα καταλάβαινε την ανάγκη της ύπαρξής του, καταλάβαινε γιατί το είχε πάντοτεπάνω της.Η επαφή των χεριών της με την πόρτα τής πρόσφερε μια αίσθηση ασφάλειας. Ήταν πολύ εύκολο

να το βάλει στα πόδια, να κρυφτεί στον σκοτεινό διάδρομο. Προσπάθησε να θυμηθεί πάλι τι ήταναυτό που την είχε φέρει στο δωμάτιο του Ζιζέ. «Σου είπα...» επανέλαβε, «η Ματίλντα αγαπάειάλλον». Το βλέμμα της ταξίδεψε στο πλατύ του στήθος, ανέβηκε στο πρόσωπό του και έμεινε εκεί.Ήταν πιο σίγουρο να τον κοιτάζει στο πρόσωπο. «Και τώρα, πώς θα του το πω;»Ο Ζιζέ βγήκε από την μπανιέρα και πλησίασε εκεί που είχε αφήσει τα ρούχα του, πάνω σε μια

σκαλιστή κασέλα από ξύλο βαλανιδιάς.«Γιατί ρωτάς εμένα;»Για αρκετές στιγμές δεν πήρε απάντηση. Όταν γύρισε προς το μέρος της την είδε να τον παρατηρεί

σαν υπνωτισμένη.«Μπριάνα;»Το βλέμμα του ήταν τόσο διαπεραστικό, που η Μπριάνα αναρωτήθηκε αν μπορούσε να καταλάβει

τι σκεφτόταν, αν είχε ακούσει τους χτύπους της καρδιάς της, την αναπνοή της που έβγαινε μεδυσκολία από τα χείλη της.Τράβηξε τα μάτια της από πάνω του και τα κάρφωσε αποφασιστικά στο πάτωμα. Γιατί δεν

ντυνόταν, επιτέλους;Ξεροκατάπιε βιαστικά και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. «Ο Χιου δε θα δεχτεί καλά το νέο· το

όνειρό του ήταν να την παντρευτεί, να φτιάξει το σπιτικό τους στο Σέφανοκ... Ω Θεέ μου, θα τονδιαλύσει».Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. «Όχι, Μπριάνα. Νομίζω πως

κάνεις λάθος», απάντησε ήρεμα, λογικά. «Τίποτα δεν πρόκειται να πάθει».«Ο Χιου δεν είναι σαν εσένα», αντιγύρισε εκείνη. «Μπορεί να πολεμήσατε στις ίδιες μάχες, να

συμμετείχατε στις ίδιες εκστρατείες, αλλά εκείνος είναι ευαίσθητος, συναισθηματικός. Είναι...»Σταμάτησε απότομα, γιατί θυμήθηκε την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του στο Σάμπορν. «Είναιπολύ ευάλωτος αυτή τη στιγμή».Του ήρθε να βάλει τα γέλια, και ταυτόχρονα να τη στραγγαλίσει. Πώς ήταν δυνατόν να πέφτει τόσο

Page 94: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

έξω στις εκτιμήσεις της; Ποιος ήταν ευαίσθητος; Ποιος ήταν συναισθηματικός; Από το λίγο που τονήξερε, ο Χιου του Σέφανοκ δεν ήταν τίποτα από τα δύο.«Ο Χιου δε διαφέρει και τόσο από μένα, Μπριάνα», απάντησε ατάραχα. Προχώρησε ξυπόλυτος και

στάθηκε μπροστά της. Οι βλεφαρίδες του ήταν υγρές, κατάμαυρες. «Είναι πολεμιστής, στρατιώτης.Μεγαλοποιείς τα πράγματα. Ναι, θα στενοχωρηθεί, αλλά θα συνέλθει πολύ γρήγορα και θασυνεχίσει τη ζωή του.«Όπως έκανες κι εσύ;» Τα λόγια βγήκαν από το στόμα της πριν προλάβει να τα συγκρατήσει.Ο Ζιζέ βρέθηκε αστραπιαία κοντά της, τόσο που τα δάχτυλα των ποδιών του άγγιξαν το φόρεμά

της. Το στήθος του ήταν στο ύψος των ματιών της.Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα, πρόδωσαν όλη την ταραχή που της προκαλούσε η παρουσία

του. Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο κι έπειτα άρχισε να χτυπάει σαν τρελή.«Τι θες να πεις;» Ο απειλητικός τόνος του δεν την τρόμαξε καθόλου. Το σώμα της ρίγησε από

έξαψη και προσμονή.«Αυτό που σου συνέβη στα Ιεροσόλυμα», του απάντησε. «Δεν μπορείς να το ξεχάσεις. Η

ανάμνησή του σε επηρεάζει κάθε μέρα. Το σκέφτεσαι διαρκώς».«Κοίταξέ με, Μπριάνα», της είπε χαμηλόφωνα, επιτακτικά.Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. Το στήθος του ήταν τόσο κοντά της που μπορούσε να νιώσει

τη φρεσκάδα του νερού πάνω στο δέρμα του, να μυρίσει τη βαριά αρρενωπή μυρωδιά του. Οιαισθήσεις της πλημμύρισαν από την παρουσία του.«Αυτή τη στιγμή δεν το σκέφτομαι». Το βλέμμα του ταξίδεψε πάνω της γεμάτο επιθυμία.Η Μπριάνα έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και οι φτέρνες της ακούμπησαν στην πόρτα. Η ανάσα της

κόπηκε. Ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του για να τον σπρώξει μακριά, αλλά οι καρποί τηςλύγισαν και την παγίδεψε ανάμεσα σ’ αυτόν και την πόρτα.Ο χρόνος σταμάτησε.«Όχι», ψιθύρισε βραχνά όταν τον είδε να σκύβει προς το μέρος της, αλλά η καρδιά της είχε άλλη

γνώμη.Είδε φευγαλέα τα μάτια του να λάμπουν σαν δίδυμες ασημένιες αστραπές λίγο πριν τα χείλη του

αγγίξουν τα δικά της. Την επόμενη στιγμή το στόμα του έγινε πιο απαιτητικό, το φιλί του πιο άγριο.Ένα παραπονεμένο επιφώνημα ξέφυγε από το λαρύγγι της.Τα χείλη του τυλίχτηκαν στη λεπτή της μέση κι εκείνη έγειρε πάνω του, αφέθηκε στην αγκαλιά του,

και οι τρυφερές καμπύλες της αγκάλιασαν τους σκληρούς του μυς. Στην κοιλιά της απλώθηκε μιαάγρια λαχτάρα που έμοιαζε σχεδόν με πόνο...Και τώρα, τι;Ενώ ο Ζιζέ συνέχιζε να τη φιλάει, της ήρθε να ουρλιάξει, να φωνάξει από χαρά και εκνευρισμό. Το

μόνο που ήθελε ήταν εκείνος, το στόμα του, το εξαίσιο φιλί του. Της ήταν αδύνατον να τουαντισταθεί, η σάρκα της είχε γίνει μια λίμνη από υγρή φωτιά στο άγγιγμά του. Το μεθυστικό άρωματου κορμού του την τύλιγε, μεθούσε τις αισθήσεις της, την έκανε να θέλει ακόμα πιο πολλά.Το φιλί του έγινε ακόμα πιο παθιασμένο, το στόμα του πιο απαιτητικό. Τον άκουσε να στενάζει και

τύλιξε με λαχτάρα τα χέρια της στους ώμους του. Ο κόσμος που τους περιέβαλλε έσβησε, χάθηκε,και στη θέση του υπήρχε μόνο ο γλυκός πειρασμός. Τον χάιδεψε στους ώμους, βύθισε τα δάχτυλάτης στα μαλλιά του, τον τράβηξε ακόμα πιο κοντά της.Κι εκείνος έκλεισε το σφιχτό της στήθος στην παλάμη του, ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει

δυνατά.

Page 95: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ποτέ της δεν είχε φανταστεί ότι ένα φιλί θα μπορούσε να είναι έτσι, ποτέ της δεν είχε φανταστεί ότιδύο άνθρωποι θα μπορούσαν να αγκαλιαστούν με τόσο πάθος, τόση ανάγκη ο ένας για τον άλλο.Σκέφτηκε κάτι που της έφερε σκοτοδίνη· αν ο Γουόλτερ δεν την είχε αφήσει να φύγει, δε θα

γνώριζε ποτέ αυτό το πάθος.Ο Ζιζέ τράβηξε τα χείλη του από τα δικά της και ξαφνικά ένιωσε μόνη κι έρημη. Το στόμα της είχε

ακόμα την αίσθησή του.Αιφνιδιασμένος από την ένταση της ανταπόκρισής της, αλλά ξέροντας ότι δεν ήταν παρά η αρχή

του παιχνιδιού, απομακρύνθηκε βιαστικά και στάθηκε στο κέντρο του δωματίου, σε απόστασηασφαλείας. Έπιασε τη μακριά πουκαμίσα του και τη φόρεσε. Ξαφνικά δεν εμπιστευόταν τον εαυτότου.«Μπριάνα, αν θέλεις να μην έχουμε δυσάρεστες εξελίξεις, θα σε συμβούλευα να φύγεις αυτή τη

στιγμή».Δεν της είχε απομείνει δύναμη. Τα πόδια της δεν τη βαστούσαν. Ακούμπησε για μερικές στιγμές

στην πόρτα με το κεφάλι σκυφτό, τα μαλλιά να πέφτουν στο μέτωπο και τα μάγουλά της. Ηαναπνοή της έβγαινε ακανόνιστη· άγγιξε σαστισμένη τα χείλη της που έκαιγαν.Ο Ζιζέ την κοιτούσε ψυχρά, απόμακρα, προσπαθώντας να τη διώξει μακριά του.Η πουκαμίσα έπεφτε μέχρι τη μέση των μηρών του, οι άκρες της χάιδευαν τις απαλές καστανές

τρίχες που τους σκέπαζαν.Κράτησε αποφασιστικά το βλέμμα της καρφωμένο στο πρόσωπό του.«Πρέπει να φύγεις», επανέλαβε επιτακτικά. «Δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί από δω και πέρα».«Δε φοβάμαι».Καταλάβαινε, άραγε, τι του έλεγε;Σήκωσε ξαφνιασμένος το κεφάλι του και την κοίταξε. Η καρδιά του έλιωσε από τη ζεστασιά των

λόγων της. Τον ήθελε, τον ποθούσε. Το έβλεπε στα μάτια της, σε κάθε της χειρονομία, στη στάσητου υπέροχου κορμιού της. Η ανάγκη να την κλείσει στην αγκαλιά του, να τη ρίξει στο κρεβάτι καινα της κάνει έρωτα με όλο το πάθος και την τρυφερότητά του ήταν ακαταμάχητη.«Κι όμως, θα ’πρεπε», της είπε με βραχνή φωνή. Όλο του το σώμα έτρεμε, δονούνταν από την

ανάμνηση της αγκαλιάς της, του φιλιού της.Δεν έπρεπε να την είχε αγγίξει –ούτε τώρα ούτε ποτέ. Τον τραβούσε όπως η φλόγα την πεταλούδα,

τον μάγευε, τον μεθούσε. Το κορμί του φλεγόταν γι’ αυτήν.

*

Το μουντό γκρίζο φως έμπαινε από τα χοντρά τζάμια όταν η Μπριάνα άνοιξε τα μάτια της το άλλοπρωί. Για μια στιγμή, το θολωμένο της μυαλό προσπάθησε να καταλάβει πού βρισκόταν. Κοίταξε τοξεθωριασμένο βελούδινο ουρανό του κρεβατιού πάνω από το κεφάλι της, ένιωσε το σβολιασμένοστρώμα με το πολυκαιρισμένο άχυρο. Θυμήθηκε ότι δε θα χρειαζόταν να συναντήσει καθόλου τονΓουόλτερ και την πλημμύρισε μια υπέροχη αίσθηση ανακούφισης.Η Ματίλντα της είχε ζητήσει να μείνει εκεί το βράδυ και της είχε κάνει το χατίρι, αλλά έπρεπε να

φύγει τώρα, να επιστρέψει στο Σάμπορν και να ανακοινώσει το νέο στον Χιου.Έφερε το χέρι στα χείλη της και της άρεσε τόσο πολύ η αίσθηση που την πλημμύρισε –εκείνο το

ευχάριστο σφίξιμο στην κοιλιά της.Άραγε τι έκανε ο Ζιζέ εκείνη τη στιγμή; Η καρδιά της φτερούγισε ακανόνιστα μόλις τον σκέφτηκε.

Page 96: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Τα μάτια της γέμισαν εικόνες του προσώπου του, θυμήθηκε το παθιασμένο φιλί του.Της είχε φερθεί με εξαιρετική γενναιοδωρία συνοδεύοντάς την ως εκεί, αλλά τώρα πια δεν είχε

λόγο να μείνει μαζί της. Την είχε βοηθήσει τόσο πολύ –και πώς του το είχε ανταποδώσει; Στιςπρώτες τους συναντήσεις ήταν αγενής και απότομη απέναντί του, τόσο αποφασισμένη να διατηρήσειτην ανεξαρτησία της ώστε δεν την ενδιέφερε τίποτ’ άλλο.Τώρα, όμως, το μόνο που ήθελε ήταν... Ναι, το μόνο που ήθελε ήταν να τον αγαπάει. Τον

αγαπούσε.Άλλαξε θέση στο στρώμα και κοίταξε συνοφρυωμένη το ξεχειλωμένο ύφασμα που κρεμόταν από

πάνω της. Ένας λεπτός ιστός αράχνης απλωνόταν στη μια γωνία. Τράβηξε το νυχτικό της που είχεμαζευτεί σε ένα σημείο και την ενοχλούσε.Αγάπη... Ήξερε τι σήμαινε αυτή η λέξη; Η εμπειρία της με τον Χιου την έκανε να βλέπει τα

πράγματα παραμορφωμένα. Αυτό το πρωτόγνωρο, συγκλονιστικό συναίσθημα ήταν αγάπη;Πριν από μια βδομάδα και λιγότερο η πορεία της ήταν προδιαγεγραμμένη, η ζωή της αποφασισμένη

–να παραμείνει ελεύθερη, χωρίς άντρα, σε έναν κόσμο όπου ο γάμος ήταν η μοναδική επιλογή γιατην πλειονότητα των γυναικών. Τώρα, μια αμυδρή ελπίδα για κάτι διαφορετικό φώτιζε την καρδιάτης.Έπνιξε βιαστικά αυτή τη σκέψη, γιατί αμφέβαλλε πως ο Ζιζέ συμμεριζόταν τα αισθήματά της.

Ύστερα από κάθε φιλί την έδιωχνε μακριά του, κλεινόταν πάλι στον εαυτό του, το πρόσωπό τουσκοτείνιαζε, σφράγιζε σαν θωρακισμένη πύλη. Αμέσως μετάνιωνε για την πράξη του. Κι εκείνηέμενε μόνο με την ανάμνηση του φιλιού του.Όμως δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι το κορμί της σκιρτούσε ακόμα και τώρα από έξαψη όποτε

σκεφτόταν τον τρόπο που την είχε αγγίξει, που την είχε αγκαλιάσει.Έτσι έπρεπε να είναι τα πράγματα ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα; Κάτι βαθιά μέσα της

άρχισε να αλλάζει. Αισθανόταν αλλιώτικη, αναγεννημένη. Τα λαμπερά του μάτια είχαν ένα ανείπωτοπάθος καθώς τραβιόταν μακριά της, τα χείλη του έχαναν τις αυστηρές γραμμές τους. Ίσως έτσι ήτανμε κάθε γυναίκα που φιλούσε... ίσως όχι.«Μπριάνα! Είσαι ντυμένη; Έλα να πάρουμε μαζί πρωινό».Η φωνή της Ματίλντα την έβγαλε από την ονειροπόληση. Δεν ήξερε πόση ώρα ονειρευόταν ξύπνια.Σηκώθηκε από το κρεβάτι, έβγαλε το νυχτικό της και το φύλαξε πάλι στις θήκες της σέλας που

ήταν ακουμπισμένες στο πάτωμα. Έπρεπε να ετοιμαστεί, να φάει κάτι και να ξεκινήσει για το μακρύταξίδι της επιστροφής.Φόρεσε την πουκαμίσα της και το βελούδινο φόρεμα, έδεσε τα δερμάτινα κορδόνια που το

έκλειναν στο λαιμό και τα στερέωσε με ένα φιόγκο στη στρογγυλή λαιμόκοψη.«Ματίλντα!» Καλημέρισε την κοπέλα και έστρωσε τα μαλλιά της κάπως αμήχανα. Είχε ξεχάσει να

τα χτενίσει! Ακόμα και οι πλεξούδες που είχε πλέξει πριν πλαγιάσει για ύπνο είχαν λυθεί στηδιάρκεια της νύχτας. Τα υπέροχα, πυκνά μαλλιά της έπεφταν λυτά και ξέπλεκα μέχρι τη μέση της.Η Ματίλντα χαχάνισε και έκλεισε το στόμα με το χέρι της. «Αχ, Μπριάνα, δεν πρόκειται ν’ αλλάξεις

ποτέ. Στάσου να σε χτενίσω. Ούτε πέπλο δε φοράς».Η Μπριάνα ξαναμπήκε απρόθυμα στο δωμάτιο και κάθισε σε ένα σκαμνί. Η μόνη της σκέψη ήταν

ότι ο χρόνος, ο πολύτιμος χρόνος, κυλούσε. Δεν είχε καμιά όρεξη να μείνει σ’ εκείνο το μέροςπερισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο.«Κάποτε σε χτένιζα, θυμάσαι;» είπε η Ματίλντα καθώς έβγαζε ένα μικρό κοκάλινο χτένι από το

πουγκί που κρεμόταν στην τσέπη της. Άρχισε να χτενίζει τα μακριά μαλλιά της Μπριάνα λύνοντας

Page 97: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

τους κόμπους που έβρισκε, με τη γλώσσα ανάμεσα στα δόντια της.«Ναι, θυμάμαι».Ο Γουόλτερ απαιτούσε πάντα να είναι το κεφάλι της εντελώς καλυμμένο με ένα χοντρό λινό

μαντίλι και εξαγριωνόταν αν έβλεπε να εξέχει έστω και μία τρίχα.«Είναι τόσο όμορφα», ψιθύρισε η κοπέλα. «Πού είναι το βέλο σου;»«Το έχασα... καθώς ερχόμασταν εδώ». Θυμήθηκε πώς και γιατί και τα χέρια της άρχισαν να

τρέμουν.«Θα σου δανείσω ένα από τα δικά μου, και ένα στεφάνι μαζί. Θα τα φέρω μετά το πρόγευμα».

Έδεσε κάθε πλεξίδα με ένα δερμάτινο κορδόνι και τις τύλιξε ξεχωριστά στη βάση του αυχένα τηςΜπριάνα.«Ορίστε!» είπε με καμάρι καθώς έβαζε την τελευταία χρυσή φουρκέτα, και έκανε ένα βήμα προς τα

πίσω για να θαυμάσει το έργο της. «Τώρα είσαι τέλεια».«Σ’ ευχαριστώ». Η Μπριάνα σηκώθηκε από το σκαμνί και την κοίταξε ερευνητικά. Το δέρμα της

φαινόταν χλομό, το πρόσωπό της ταλαιπωρημένο. Κάτω από τα μάτια της είχε γκριζωπές σκιές.«Κοιμήθηκες καθόλου απόψε;»Η Ματίλντα δάγκωσε το χείλι της για να μην κλάψει. «Δεν μπορούσα να πάψω να σκέφτομαι τον

Χιου, αυτό που του κάνω». Έσκυψε το κεφάλι της.«Είμαι βέβαιη ότι θα καταλάβει», αποκρίθηκε χλιαρά η Μπριάνα και αναρωτήθηκε αν όντως θα

καταλάβαινε. Η επιμονή του να φέρει τη Ματίλντα άγγιζε τα όρια της απόγνωσης.«Ίσως ο Χιου δείξει κατανόηση... Ο πατέρας μου, όμως, αποκλείεται. Τώρα επιμένει να παντρευτώ

τον Χιου και μου φαίνεται ακατανόητο γιατί παλιότερα δεν ήθελε». Τα μάτια της πήραν έναπαρακλητικό βλέμμα. «Πάρε με μαζί σου, Μπριάνα. Πρέπει να φύγω, να απομακρυνθώ από αυτό τοσπίτι προτού γυρίσει ο πατέρας μου. Όταν θα παντρευτώ τον Θέρσταν δε θα μπορεί να μου κάνειτίποτα».«Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;» Δεν ήθελε να τη θορυβήσει, αλλά ήταν βέβαιη ότι χρειαζόταν τη

συγκατάθεσή του για να παντρευτεί. Αν δεν υπήρχε προξενιό ή αρραβώνας, ήταν δικαίωμά του να τηφέρει πάλι πίσω και να της επιβάλει συνέπειες.Η Ματίλντα έσκυψε το κεφάλι και στριφογύρισε ξανά και ξανά τη χτένα στα δάχτυλά της. «Αν δε

με βρει, δε θα μπορέσει να με φέρει πίσω». Άνοιξε το μεταξωτό πουγκί και έβαλε πάλι μέσα τη χτέναμε μια αποφασιστική κίνηση. «Πρέπει να προσπαθήσω, Μπριάνα. Πρέπει να κάνω μια προσπάθειανα ζήσω σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Δε θέλω να περάσω όλη μου τη ζωή εδώ, σαπίζοντας μέσα σ’αυτό το κάστρο για να κάνω τα καπρίτσια του πατέρα μου. Θέλω να έχω έναν άντρα, να τον φιλάωτο πρωί, να πλαγιάζω μαζί του το βράδυ, να φροντίζω αυτόν και τα παιδιά μας. Τόσο κακό είναι;»«Όχι. Έχεις απόλυτο δίκιο, αυτό είναι το σωστό».Όση ώρα μιλούσε η Ματίλντα, είχε μια ακαταμάχητη επιθυμία να κάνει αυτά που της περιέγραφε.

Να έχει έναν άντρα να φροντίζει, να αγαπά και να τιμά. Ακόμα κι αν δεν ξανάβλεπε ποτέ τον Ζιζέ,τουλάχιστον της είχε ξαναδώσει το πιο σημαντικό πράγμα: την ελπίδα.Ακολούθησε τη Ματίλντα και κατέβηκαν τη σπειροειδή σκάλα που φωτιζόταν από στενά

παράθυρα.Η πόρτα του Ζιζέ έχασκε ορθάνοιχτη όταν πέρασαν μπροστά από το δωμάτιό του, το κρεβάτι άδειο,

τα σκεπάσματα τσαλακωμένα.Είχε φύγει κιόλας;Η καρδιά της μαράθηκε, το στήθος της γέμισε θλίψη.

Page 98: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Όταν έφτασαν στο ισόγειο, η Ματίλντα παραμέρισε τη βαριά κουρτίνα που χώριζε τη μεγάληαίθουσα από τη σκάλα και μπήκε πρώτη. Το ψηλοτάβανο δωμάτιο μύριζε καπνό από τη φωτιά πουκάποιος είχε ανάψει πρόσφατα στο τζάκι. Μια μοναχική φιγούρα καθόταν στο κέντρο του μεγάλουτραπεζιού πάνω στην εξέδρα.Ήταν ο Γουόλτερ.

Page 99: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 12

Η Μπριάνα ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν και κοντοστάθηκε στο άνοιγμα της εισόδου. Της ήρθενα ουρλιάξει, να κλείσει σαν παιδάκι τα μάτια της και να ξεφωνίσει από απελπισία γι’ αυτή τηναδικία, γι’ αυτό το σκληρό παιχνίδι που της έπαιζε η ζωή.Αντί γι’ αυτό όμως, έμπηξε τα νύχια στις παλάμες της, έσφιξε τις γροθιές της, ύψωσε αγέρωχα το

κεφάλι και πρόσταξε τον εαυτό της να αντιμετωπίσει ατρόμητα εκείνο τον άνθρωπο. Τα δάχτυλά τηςάγγιξαν τη λαβή του μαχαιριού και χάρηκε που είχε οπλιστεί πριν βγει από το δωμάτιο.«Μα είπε ότι δε θα γυρνούσε πριν βραδιάσει», είπε με απόγνωση η Ματίλντα και κοίταξε με φρίκη

την Μπριάνα. Τα καστανά της μάτια ήταν γεμάτα απελπισία και έσφιγγε την άκρη της κουρτίνας λεςκαι φοβόταν μήπως σωριαστεί κάτω από στιγμή σε στιγμή.«Κυρίες μου! Τι ευχάριστη έκπληξη. Ελάτε να καθίσετε κοντά μου!» Μέσα από το γαλαζωπό

σύννεφο του καπνού, ο Γουόλτερ ύψωσε το κύπελλό του, ήπιε κάμποσες γουλιές και πλατάγισε ταχοντρά, πλαδαρά του χείλη.«Τι θα κάνουμε τώρα;» Η Ματίλντα κοντοστάθηκε και ταλαντεύτηκε στις μύτες των ποδιών της,

σαν ελάφι έτοιμο να τρέξει μακριά για να γλιτώσει τον κίνδυνο.Η Μπριάνα κοίταξε τους δύο στρατιώτες που στέκονταν στην πόρτα πίσω τους. Παρ’ όλο που

κοιτούσαν ίσια μπροστά και τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα, κάτι της έλεγε πως στο παραμικρόνεύμα του Γουόλτερ θα σταύρωναν τις λόγχες τους μπροστά από την πόρτα και θα τις εμπόδιζαν ναβγουν από την αίθουσα.«Θα μείνω και θα μιλήσω μαζί του», δήλωσε αποφασιστικά.Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορούσε πια να της κάνει τίποτα. Ο γάμος τους είχε ακυρωθεί, δεν είχε

καμιά δικαιοδοσία πάνω της. Είχε την προστασία του αδελφού της, ίσως ακόμα και του Ζιζέ.Προχώρησε προς την εξέδρα κρατώντας τη Ματίλντα από το χέρι, προσπέρασε τους υπηρέτες που

έστρωναν αμίλητοι τα τραπέζια για το πρόγευμα των υπόλοιπων ανθρώπων του νοικοκυριού. Ήτανακόμα νωρίς. Η πυκνή ομίχλη έξω από τα παράθυρα γέμιζε το δωμάτιο με ένα απόκοσμο γκρίζοφως. Τα μικρά, βαθουλωτά μάτια του Γουόλτερ, που έμοιαζαν με μαύρες κηλίδες στο χοντρό τουπρόσωπο, παρακολουθούσαν την κάθε τους κίνηση.«Ομολογώ ότι εκπλήσσομαι πολύ που σε βλέπω», παρατήρησε κοιτάζοντας επίμονα την Μπριάνα

όταν οι δυο κοπέλες κάθισαν δεξιά και αριστερά του. Η Ματίλντα άφησε επίτηδες δύο κενές θέσειςανάμεσα σ’ εκείνη και τον πατέρα της.Τα ψαρά μαλλιά του γυάλιζαν από τη λίγδα και οι τούφες που φύτρωναν γύρω από τη στρογγυλή

φαλάκρα πετούσαν προς κάθε κατεύθυνση. Όταν άπλωσε το χέρι για να τα σπρώξει μακριά από ταμάτια του, η Μπριάνα πρόσεξε ότι έτρεμε.«Δυστυχώς, φαίνεται πως το ταξίδι μου ήταν μάταιο», του απάντησε χωρίς άλλες εισαγωγές. Η

Ματίλντα την κλότσησε κάτω από το τραπέζι και η Μπριάνα αναρωτήθηκε τι ήθελε να της πει.Μήπως δεν έπρεπε να αποκαλύψει στον Γουόλτερ ότι ο Χιου είχε γυρίσει ζωντανός;Ο Γουόλτερ έσκυψε προς το τραπέζι και την περιεργάστηκε επίμονα με τα θολά καστανά του

μάτια. «Επίσης πρέπει να ομολογήσω πως με εκπλήσσει ακόμα περισσότερο το ότι συμφώνησες με

Page 100: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

την πρόταση του αδελφού σου». Γέλασε βροντερά και το γέλιο του κατέληξε σε βραχνό βήχα.«Όμως, επειδή ξέρω τον Χιου, υποψιάζομαι πως δε σου άφησε περιθώρια για αντιρρήσεις».Η καρδιά της σπαρτάρησε. Ποια πρόταση του αδελφού της; Για τι πράγμα μιλούσε;Στο μυαλό της άκουσε την ήρεμη, λογική φωνή του Ζιζέ να της μιλάει, να την προειδοποιεί. Κάτω

από το τραπέζι, το χέρι της έπιασε κρυφά το μαχαίρι που αναπαυόταν στο θηκάρι του.«Δεν είμαι σίγουρη πως σε αντιλαμβάνομαι», απάντησε επιφυλακτικά.Ο Γουόλτερ χρησιμοποίησε το νύχι του για να ξεσκαλώσει ένα κομμάτι κρέας που είχε κολλήσει

ανάμεσα σε δυο μισοχαλασμένα δόντια του.«Να σου εξηγήσω, λοιπόν», είπε με ύφος γεμάτο αυταρέσκεια και συγκατάβαση. «Ο Χιου

συμφώνησε να σε παντρέψει πάλι μαζί μου, με αντάλλαγμα το χέρι της υπέροχης κόρης μου απόδω». Έδειξε με μια θεατρική κίνηση τη Ματίλντα, που ζάρωσε στο κάθισμά της. Το μακρύ μανίκιτου έσπρωξε το κασσιτέρινο κύπελλο με το υδρόμελι και το κύπελλο αναποδογύρισε, αδειάζονταςτο κεχριμπαρένιο περιεχόμενό του στο ήδη λερωμένο και λεκιασμένο τραπεζομάντιλο.«Ο Χιου δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο», αντιγύρισε η Μπριάνα ήρεμα, προσεκτικά, παρ’ όλο που η

αμφιβολία είχε τρυπώσει ήδη στο μυαλό της. «Ξέρει πόσο δυστυχισμένη ήμουν μαζί σου την πρώτηφορά».Ο Γουόλτερ έπιασε μια λεπτή φέτα χοιρομέρι, τη δίπλωσε στη μέση και την έριξε στο στόμα του.«Τότε προφανώς δεν έχεις ιδέα πόσο πολύ θέλει να παντρευτεί την κόρη μου», απάντησε.«Λες ψέματα!» Η φωνή της έτρεμε. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, γιατί δεν ήθελε να το

πιστέψει. Ο Ζιζέ την είχε προειδοποιήσει, της είχε πει ακριβώς το ίδιο πράγμα.«Πάρ’ το απόφαση, Μπριάνα. Ο αδελφός σου αποφάσισε για σένα και είσαι υποχρεωμένη να

συμμορφωθείς. Δε θα ξαναφύγεις ποτέ απ’ αυτό το κάστρο. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς».«Εγώ νομίζω πως μπορεί».Τρία κεφάλια γύρισαν απότομα τη στιγμή που ο Ζιζέ πηδούσε σβέλτα πάνω στην εξέδρα. Μέσα

από τον καπνό που έβγαινε από το μπουκωμένο τζάκι, έμοιαζε με αρχαίο άγαλμα, το σώμα του σετέλεια αντίθεση με το πλαδαρό, καμπουριασμένο του Γουόλτερ.Ο Γουόλτερ σηκώθηκε παραπατώντας και σκουπίζοντας το λίπος από τα χείλη του με μια

χρησιμοποιημένη πετσέτα. «Ποιος είσ’ εσύ;» ρώτησε ερειστικά, δείχνοντας με το δάχτυλό του τονΖιζέ.«Ήρθα με την Μπριάνα». Γύρισε και την κοίταξε με ανησυχία. «Είσαι καλά;»Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.«Απάντησέ μου σ’ αυτό που σε ρώτησα!» φώναξε θυμωμένα ο Γουόλτερ και χτύπησε τη γροθιά

του στο τραπέζι. Η Ματίλντα τινάχτηκε τρομαγμένη και έπιασε το λαιμό της.«Είμαι ο Ζιζέ ντε Σεν Λου, γιος του κόμη Ζοσλέν του Σάμπορν και ήρθα για να μεταφέρω την

Μπριάνα στο σπίτι της». Κοίταξε τη Ματίλντα, που παρακολουθούσε άφωνη. «Και όποιον άλλοθέλει να φύγει από αυτό το μέρος», πρόσθεσε με νόημα.Ο Γουόλτερ κάθισε πάλι βαριά στην καρέκλα του. Το όνομα Σεν Λου δεν ήταν άγνωστο σε

κανέναν –ως ανιψιός της βασίλισσας Ελεονώρας και συμπολεμιστής του βασιλιά Ριχάρδου, ήτανένας πανίσχυρος άνθρωπος. Ο Γουόλτερ έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός.«Είπες...» Η Μπριάνα έπιασε σαστισμένη το μέτωπό της. «Μου είπες... Κι εγώ αρνήθηκα να σ’

ακούσω». Τα ζαφειρένια μάτια της ακτινοβολούσαν απόγνωση.«Δεν έχει σημασία. Εγώ είμαι εδώ».«Συγνώμη... συγνώμη...»

Page 101: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ο Ζιζέ έπιασε το χέρι της και το έσφιξε τρυφερά.«Άκουσε να δεις», πετάχτηκε ο Γουόλτερ, «ο αδελφός σου κι εγώ κάναμε μια συμφωνία. Μια απλή

ανταλλαγή. Εκείνος τη Ματίλντα κι εγώ εσένα. Ο Χιου συμφωνεί πέρα για πέρα. Ήξερε πολύ καλάτι ήθελε».Η Μπριάνα ένιωσε ναυτία και σκοτοδίνη.«Ζιζέ, το έκανε στ’ αλήθεια. Πώς μπόρεσε; Πώς μπόρεσε να κάνει τέτοιο πράγμα; Με

προειδοποίησες, αλλά εγώ δε σ’ άκουγα!» Τα λόγια της κατέληξαν σ’ ένα λυγμό.«Γιατί να πιστέψεις τα λόγια ενός ξένου και όχι του αδελφού σου, που τον ξέρεις χρόνια; Όλοι το

ίδιο θα έκαναν αν ήταν στη θέση σου».«Και τώρα τι θα κάνω; Ο Χιου είναι κηδεμόνας μου. Δεν υπάρχει λύση!»Ο Γουόλτερ χαμογέλασε μοχθηρά, σαν αράχνη που περίμενε στην άκρη του ιστού της. Δίπλα του,

η Ματίλντα παρακολουθούσε έντρομη όσα συνέβαιναν. Ακόμα και οι υπηρέτες που έκαναν τιςδουλειές τους είχαν κοντοσταθεί και έριχναν κλεφτές ματιές στον Γουόλτερ καθώςπαρακολουθούσαν το δράμα που εκτυλισσόταν στο μεγάλο τραπέζι.«Σώπα. Ησύχασε». Ο Ζιζέ την αγκάλιασε από τους ώμους για να της δώσει δύναμη. «Υπάρχει

λύση, αλλά θα πρέπει να μου δείξεις εμπιστοσύνη. Θα το κάνεις;»Τον κοίταξε με απορία, προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει τις σκέψεις του, να μαντέψει τις

προθέσεις του από τον τρόπο που την κοιτούσε. Στα βάθη εκείνων των ματιών είχε δει τον πόνο, τηναπόγνωση που έκρυβε μέσα του, όμως είχε δει και καλοσύνη και ενδιαφέρον.Την είχε ακολουθήσει, είχε ταξιδέψει μαζί της παρ’ όλο που στην αρχή εκείνη είχε αρνηθεί να τον

πιστέψει, να δεχτεί ότι της έλεγε την αλήθεια για τον Χιου.Αυτός ο άνθρωπος δεν της ήταν πια άγνωστος. Τον ήξερε, νοιαζόταν γι’ αυτόν.«Ναι, θα το κάνω», ψιθύρισε.«Τότε πάμε». Της χαμογέλασε και την αγκάλιασε προστατευτικά. Καθώς ετοιμάζονταν να φύγουν,

έριξε μια ματιά στη Ματίλντα που είχε ζαρώσει στη θέση της. «Έλα να μας ξεπροβοδίσεις,Ματίλντα».«Σταθείτε! Όχι! Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, δεν μπορείς να την πάρεις!» φώναξε ο Γουόλτερ.

«Είναι δική μου!» Κοίταξε τους φρουρούς που στέκονταν στη μοναδική είσοδο της μεγάληςαίθουσας και ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Ορίστε!» φώναξε. «Να ποιος θα σας τα πειόλα!» Το στραβό του χαμόγελο αποκάλυψε τα χαλασμένα του δόντια.Μπροστά από την κουρτίνα που έφτανε ως το πάτωμα στεκόταν ο Χιου. Ήταν λιγάκι

καμπουριασμένος και φαινόταν αδύναμος και χλομός.Η Ματίλντα έβγαλε μια κραυγή, μισοσηκώθηκε από την καρέκλα της και κάθισε πάλι βαριά. Τα

μάτια της που είχαν το χρώμα του κάστανου αναζήτησαν με απόγνωση την Μπριάνα. «Πάωχαμένη!» μουρμούρισε.«Όχι», είπε κοφτά εκείνη. «Αυτό να μην το ξαναπείς!» Κοίταξε τον Ζιζέ και προσπάθησε να

ερμηνεύσει το βλέμμα στα μάτια του. «Άσε με να του μιλήσω, τουλάχιστον. Δε θα πρέπει να ήτανστα καλά του όταν έκλεισε αυτή τη συμφωνία».«Μαζί θα του μιλήσουμε», της είπε εκείνος καθώς η Μπριάνα περνούσε από μπροστά του.Ήξερε ήδη τι θα της έλεγε ο αδελφός της, αλλά ήθελε να το ακούσει από το στόμα του. Ήθελε ν’

ακούσει την αλήθεια από τα χείλη του αδελφού της: ότι την είχε πουλήσει στον άνθρωπο πουμισούσε περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσμο.Ο Χιου στεκόταν κάτωχρος και με πόδια που έτρεμαν στην είσοδο. Οι φλέβες στο μέτωπό του

Page 102: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

ξεχώριζαν σαν γαλάζια κορδόνια κάτω από το πελιδνό του δέρμα. Τα ρούχα κρέμονταν πάνω στοσκελετωμένο σώμα του.«Χιου, τι κάνεις εδώ;»Η Μπριάνα πήγε κοντά του με τα χέρια απλωμένα, γιατί φοβήθηκε ότι ο αδελφός της θα

σωριαζόταν κάτω από στιγμή σε στιγμή. Έπιασε τα δικά του, τον οδήγησε στον πιο κοντινό πάγκο,τον έβαλε να καθίσει. Εκείνος σωριάστηκε βαριά και έγειρε πάνω της. Τα χέρια του έμοιαζανγεροντικά, κοκαλιάρικα και ξερά.«Ήθελα... ήθελα να βεβαιωθώ», της απάντησε λαχανιασμένα. «Ήθελα να βεβαιωθώ ότι ήρθες.

Όταν δε μου έστειλε μήνυμα ο Γουόλτερ, άρχισα να ανησυχώ». Άγγιξε αφηρημένα το μέτωπό του.«Συνάντησα... ορισμένα εμπόδια στο ταξίδι μου», του εξήγησε βιαστικά. «Ευτυχώς όμως με

βοήθησε ο Ζιζέ και με έφερε εδώ».«Το βλέπω», παρατήρησε ξερά εκείνος ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στον Ζιζέ. «Του ζήτησα να σε

συνοδεύσει, ξέρεις, και αρνήθηκε». Ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Της το είπες, ε; Τηςαποκάλυψες το σχέδιό μου. Το ήξερα πως θα της το έλεγες!»«Αν μη τι άλλο, είχε δικαίωμα να ξέρει», αποκρίθηκε εκείνος. «Κι όμως, από αφοσίωση σ’ εσένα,

τον αδελφό της, αρνήθηκε να με πιστέψει».«Πες μου, Χιου, πες μου ότι δεν το έκανες αυτό, σε παρακαλώ!» είπε ικετευτικά η Μπριάνα.

Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του και ένιωσε τα κόκαλά του να εξέχουν κάτω από τηνπουκαμίσα του.«Θα ’πρεπε να μάθεις να με εμπιστεύεσαι, Μπριάνα. Ο Γουόλτερ είναι καλός άνθρωπος, έχει

αλλάξει πολύ από τότε που γύρισε από τη σταυροφορία. Ο γάμος σας θα είναι πολύ καλύτερος αυτήτη φορά, θα το δεις». Το βλέμμα του έπεσε στη λεπτή κοπέλα με τα σκούρα μαλλιά που καθότανσαν υπνωτισμένη στο ψηλό τραπέζι. «Γιατί δεν έρχεται να με χαιρετήσει η Ματίλντα; Τι συμβαίνει;»Η Μπριάνα κοίταξε τον αδελφό της και της ήρθε να του γρατσουνίσει το πρόσωπο, να του βγάλει

τα μάτια.«Ήρεμα», την πρόσταξε ο Ζιζέ κι εκείνη υπάκουσε.Για κάμποσες στιγμές έμεινε σιωπηλή, πασχίζοντας να χωρέσει στο μυαλό της αυτά που

συνέβαιναν.«Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που έκανες». Τελικά ξαναβρήκε τη φωνή της, που ακούστηκε σαν

τρεμουλιαστός ψίθυρος. «Πώς μπόρεσες να με προδώσεις με τέτοιο τρόπο; Ύστερα απ’ όσα σουείχα πει γι’ αυτό τον άνθρωπο;»«Ω, πάψε να είσαι τόσο μελοδραματική», την αποπήρε. Το χρώμα είχε αρχίσει να επιστρέφει στα

μάγουλά του. «Μ’ αυτό τον τρόπο η Ματίλντα θα γίνει δική μου κι εσύ θα έχεις έναν προστάτηδίπλα σου. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα, Ματίλντα. Όλα πήγαν στη σταυροφορία». Κοίταξε πάλιπρος το τραπέζι και η έκφρασή του άλλαξε. «Μα γιατί δεν έρχεται κοντά;» Η φωνή του ήταν γεμάτηπαράπονο. «Δε βλέπει πως είμαι άρρωστος; Μπριάνα, πήγαινε να τη φέρεις, σε παρακαλώ».«Χιου, άκουσέ με επιτέλους!» του φώναξε η Μπριάνα. Ήθελε να τον πληγώσει, να τον εκδικηθεί.

Αν του έλεγε την αλήθεια, ίσως τον έπειθε να αλλάξει γνώμη, να μην επιμείνει σ’ αυτό το παράλογοσχέδιο που θα τους κατέστρεφε και τους δύο. «Η Ματίλντα δε σ’ αγαπάει πια. Θέλει να παντρευτείάλλον».«Χα! Κοίτα, ξέρω ότι θύμωσες επειδή αποφάσισα να σε παντρέψω πάλι με τον Γουόλτερ, αλλά δεν

υπάρχει λόγος να μου λες ψέματα μόνο και μόνο για να με πληγώσεις».«Την αλήθεια σου λέει, Χιου». Η φωνή της Ματίλντα ακούστηκε κάπου κοντά στην Μπριάνα. Από

Page 103: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

την εξέδρα, ο Γουόλτερ τέντωσε τ’ αυτιά του για να πιάσει τη συζήτηση. Θα τον ανάγκαζαν νασηκωθεί από τη θέση του για ν’ ακούσει τι έλεγαν;Ο Χιου ξεροκατάπιε κάμποσες φορές καθώς κοιτούσε με λαχτάρα το πρόσωπο της κοπέλας που

στεκόταν δίπλα στην αδελφή του. Το πρόσωπό του χλόμιασε, μετά κοκκίνισε. Τα χείλη τουπάνιασαν, το στόμα του ανοιγόκλεισε μερικές φορές σαν να μην ήξερε τι να πει. «Όχι, κάνεις λάθος,Ματίλντα». Η φωνή του είχε μια αφύσικη χροιά. «Θυμήσου πόσες υποσχέσεις δώσαμε ο ένας στονάλλο πριν φύγω! Σκέψου το παιδί μας!»Τα μάτια της βούρκωσαν. «Το παιδί μας πέθανε, Χιου. Αρρώστησε και πέθανε μερικούς μήνες μετά

που έφυγες. Προσπάθησα να σου στείλω μήνυμα...»«Γουόλτερ;...» Η φωνή του ράγισε. Η Μπριάνα αναρωτήθηκε αν θα έβαζε τα κλάματα. «Γιατί δε

μου είπε τίποτα ο Γουόλτερ όταν ήμασταν στα Ιεροσόλυμα;»Η Ματίλντα κούνησε το κεφάλι της και οι άκρες του λινού πέπλου τρίφτηκαν στους ώμους της. «Ο

πατέρας μου δεν ήξερε τίποτα για το παιδί... Θα με σκότωνε αν το μάθαινε. Το παιδί γεννήθηκεκρυφά».«Το μυστικό μας», ψιθύρισε ο Χιου και τα μάτια του πήραν ένα απόμακρο βλέμμα καθώς θυμόταν.

Ξαφνικά πετάχτηκε όρθιος και στάθηκε τρεκλίζοντας πιο πέρα. «Όχι! Μου λες ψέματα!» φώναξεστη Ματίλντα και προσπάθησε να την αρπάξει, αλλά εκείνη του ξέφυγε «Θα σε παντρευτώ!» Έδειξεμε μανία την Μπριάνα. «Κι εσύ... κι εσύ θα παντρευτείς τον Γουόλτερ. Αυτό συμφωνήσαμε καιαυτό θα γίνει». Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο οργή, τα γαλανά του μάτια είχαν γίνει αγνώριστα μέσαστο παραλήρημά του. Η Μπριάνα τον κοιτούσε με φρίκη. Τι του συνέβαινε; Φαινόταν τελείωςτρελός, σαν να είχε χάσει τα λογικά του μετά απ’ όσα είχαν συμβεί. Πού είχε πάει ο αδελφός της;Ο Ζιζέ στάθηκε δίπλα της, ακούμπησε το χέρι του προστατευτικά στον ώμο της, κοίταξε το

πρόσωπό της που ήταν γεμάτο κατάπληξη. «Τι θέλεις να κάνουμε;» Η φωνή του ήταν τόσο σιγανή,που τον άκουσε μόνο εκείνη.«Σε παρακαλώ, μίλησέ του», του είπε και τον κοίταξε ικετευτικά. «Δεν τον αναγνωρίζω πια».Εκείνος ένευσε καταφατικά. «Εσύ εξαφανίσου μέχρι να επιστρέψω. Να με περιμένεις».

*

Η καταθλιπτική σκοτεινιά του διαδρόμου τον αγκάλιασε ύστερα από τη σχετική φωτεινότητα τηςμεγάλης αίθουσας καθώς οδηγούσε τον Χιου προς ένα άλλο δωμάτιο, που ήλπιζε πως θα ήτανάδειο.«Άφησέ με!» φώναξε ο Χιου και προσπάθησε να τινάξει από τον ώμο του το χέρι του Ζιζέ.

«Υποτίθεται ότι είσαι με το μέρος μου».Ο Ζιζέ έσπρωξε την πόρτα ενός δωματίου που μύριζε κλεισούρα. Ήταν εφοδιασμένο μόνο με ένα

αστίλβωτο τραπέζι και μια καρέκλα δίπλα σε ένα σβηστό τζάκι.Από τις πέτρινες πλάκες του πατώματος ανέβαινε κρύο και υγρασία που περόνιαζε τα κόκαλα και

έκανε τις ανάσες τους να σχηματίζουν άσπρα συννεφάκια.«Δεν πρόκειται να σε ωφελήσει σε τίποτα, Ζιζέ, ό,τι κι αν μου πεις. Δεν αλλάζω γνώμη!» Ο Χιου

πλησίασε στο παράθυρο, γύρισε και ακούμπησε στο πέτρινο περβάζι.«Εγώ νομίζω πως πρέπει να την αλλάξεις», αντιγύρισε ήρεμα εκείνος και κάθισε στην καρέκλα που

τα σκαλιστά ποδάρια της ήταν σκεπασμένα από γαλαζωπή μούχλα. Σταύρωσε τα πόδια του καιπερίμενε.

Page 104: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Δεν έχω καμιά πρόθεση ν’ αλλάξω γνώμη!» επέμεινε ο Χιου. «Και μάλιστα, δεν καταλαβαίνω τισε αφορά. Γιατί δείχνεις τόσο ενδιαφέρον; Πριν από μερικές μέρες αρνήθηκες να συνοδέψεις τηναδελφή μου. Τι άλλαξε;»«Απλώς δε θέλω να δω την Μπριάνα παντρεμένη με τον Γουόλτερ... Πάλι».«Γιατί; Δεν καταλαβαίνω γιατί!» Ο Χιου τον κοίταξε ερευνητικά. «Ζιζέ; Είσαι ερωτευμένος με την

αδελφή μου;»Αν ήταν ερωτευμένος;Έτσι λεγόταν αυτό που ένιωθε για την Μπριάνα; Τα δεσμά που τον είχαν δέσει μαζί της τις

τελευταίες μέρες, και αρχικά ήταν φτιαγμένα από διαμαρτυρίες και αντιρρήσεις, είχαν αρχίσει ναδυναμώνουν, να γίνονται πιο γερά, να τους δένουν όλο και περισσότερο.Ο Χιου πλησίασε στο τραπέζι, στηρίχτηκε πάνω του και με τα δύο χέρια. «Ποιος θα το φανταζόταν;

Ο Ζιζέ, ο μεγάλος πολεμιστής, ερωτεύτηκε την άχρηστη την αδελφή μου!» Ο τόνος του ήτανσαρκαστικός, γεμάτος περιφρόνηση. «Νόμιζα πως είχες ορκιστεί να μην αγαπήσεις άλλη φορά, ναμην παντρευτείς, ύστερα απ’ ότι συνέβη με τη Νάντια. Ύστερα απ’ αυτό που έκανες». Ο τόνος τουέσταζε φαρμάκι. «Ω, ναι, όλοι το ήξεραν, Ζιζέ. Όλοι έμαθαν τι έγινε στην πολιορκία της Ναρσούφ.Άκουσα ότι ήσουν απελπισμένος, απαρηγόρητος, ανήμπορος να ξαναγαπήσεις».«Κι εγώ έτσι νόμιζα», μουρμούρισε εκείνος. Μέχρι που γνώρισα την Μπριάνα. Η καρδιά του

φτερούγισε από χαρά, γιατί τα λόγια του Χιου τον είχαν αφήσει ανεπηρέαστο. Ας τον πρόσβαλλεόσο ήθελε. Τα λόγια του δεν είχαν καμιά σημασία. Δεν τον αφορούσαν πια.Πριν από μια βδομάδα ίσως και να τον αφορούσαν, αλλά είχαν αλλάξει πάρα πολλά από τότε. Κάθε

φορά που ήταν μαζί της γινόταν πάλι κανονικός άνθρωπος, τα σιδερένια τείχη που κρατούσαν τηνκαρδιά του φυλακισμένη έλιωναν, γκρεμίζονταν σιγά σιγά.Ο Χιου γέλασε περιφρονητικά. «Ω, σε παρακαλώ, μου προκαλείς αηδία». Τα μάτια του γυάλιζαν

αφύσικα. Χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στο τραπέζι. «Δεν έχεις καμιά δουλειά να ανακατεύεσαιστις υποθέσεις μου. Γι’ αυτό σε συμβουλεύω να φύγεις και να μας αφήσεις στην ησυχία μας. ΗΜπριάνα είναι δική μου, είμαι ο κηδεμόνας της, και έχω το ελεύθερο να την κάνω ό,τι θέλω. Καιθέλω να παντρευτεί τον Γουόλτερ, διαφορετικά η Ματίλντα δε θα γίνει δική μου».«Δεν μπορείς να την εξαναγκάσεις», μουρμούρισε ο Ζιζέ.«Κι όμως, μπορώ». Ο Χιου ανασηκώθηκε και τον κοίταξε με χαιρεκακία. «Κι εσύ δεν μπορείς να

με σταματήσεις».Ο Ζιζέ πετάχτηκε από την καρέκλα. Με μια δρασκελιά βρέθηκε κοντά και στάθηκε μπροστά του.

«Θα σε σταματήσω».Ο Χιου σήκωσε τα χέρια του ψηλά, κάνοντας πως παραδίνεται. «Ω Θεέ μου, τι πάθος! Δε

φανταζόμουν πως το έχεις μέσα σου. Ναι, η Μπριάνα γκρίνιαζε πως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλάστο γάμο της όταν ήρθε σπίτι την πρώτη φορά». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν έδωσα ιδιαίτερησημασία».«Θεέ μου! Αδελφός της είσαι». Ο Ζιζέ προσπάθησε να ανασαίνει βαθιά, ήρεμα, για να μη χάσει την

ψυχραιμία του. Πλησίασε το πρόσωπό του στου Χιου. Τα δάχτυλά του τον έτρωγαν να τονστραγγαλίσει –αυτόν το συμπολεμιστή του, παρ’ όλο που του είχε σώσει τη ζωή. «Υποτίθεται ότιέχεις χρέος να την προστατεύεις». Έσφιξε τα δόντια του και στην άκρη του σαγονιού του πετάρισεένα νεύρο. «Αυτός ο άνθρωπος κόντεψε να την καταστρέψει. Και δε θα επιτρέψω να επαναληφθεί».Του γύρισε απότομα την πλάτη και έφυγε.Ο Χιου ανοιγόκλεισε ξαφνιασμένος τα μάτια του όταν έκλεισε η πόρτα και άκουσε το σύρτη να

Page 105: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

μπαίνει στη θέση του. Με χέρι που έτρεμε σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, ίσιωσε τα κοντάτου μαλλιά. Βλαστήμησε την κακοτυχία του.Το μυαλό του σταμάτησε να σκέφτεται λογικά και καθαρά, βυθίστηκε σε μιαν άβυσσο

μεμψιμοιρίας και εγωισμού. Ο Ζιζέ σχεδίαζε να τον σταματήσει, να τον εμποδίσει να κάνειεπιτέλους δικό του ό,τι ονειρευόταν και λαχταρούσε. Όλες εκείνες οι νύχτες της αναίτιαςσταυροφορίας, που κοιμόταν κάτω από τ’ αστέρια της ερήμου, ένα πράγμα τον κρατούσε για να μηντρελαθεί: το όνειρο ότι θα γυρνούσε στον τόπο του, θα παντρευόταν τη Ματίλντα, θα έβλεπε το γιοτου να αναλαμβάνει το Σέφανοκ.Η θλίψη τού έσφιξε σαν μέγκενη την καρδιά.Ο μικρός του γιος ήταν ήδη νεκρός, και εξαιτίας του Ζιζέ κινδύνευε να χάσει και τη Ματίλντα. Το

όνειρο του γάμου τους ετοιμαζόταν να γίνει και αυτό θρύψαλα.Μα δε θα επέτρεπε να συμβεί αυτό. Ο γάμος θα γινόταν. Δεν είχε καμιά σημασία αν η Ματίλντα

αγαπούσε άλλον. Τον είχε αγαπήσει κάποτε, θα τον αγαπούσε ξανά. Δε θα επέτρεπε σ’ αυτό τονάνθρωπο να του σταθεί εμπόδιο. Ο Ζιζέ έπρεπε να φύγει από τη μέση.

Page 106: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 13

«Θεέ και Κύριε! Μέχρι πότε σκοπεύει να μας έχει κλεισμένες εδώ μέσα ο Γουόλτερ;»Η Μπριάνα βημάτιζε μέσα στο γυναικωνίτη του κάστρου, σταματώντας κάθε τόσο για να γονατίσει

στο πέτρινο περβάζι και να κοιτάξει έξω.Ήξερε όμως ότι οι κόποι της ήταν μάταιοι. Ο γυναικωνίτης ήταν πολύ ψηλά, τουλάχιστον τρεις

ορόφους από το επίπεδο της τάφρου με το λασπόνερο. Πολύ ψηλά για να πηδήξει, πολύ επικίνδυναγια να σκαρφαλώσει.Είχε δει τον χλομό ήλιο ν’ αλλάζει θέση στον ουρανό από το πρωί, όταν ο Γουόλτερ ανέθεσε σε

έναν στρατιώτη να τις οδηγήσει σ’ εκείνο το δωμάτιο, μέχρι τώρα, που η πύρινη σφαίρα ετοιμαζόταννα χαθεί στον ορίζοντα.Ούτε ένας άνθρωπος ούτε ένας υπηρέτης με λίγο φαγητό δεν τις είχε επισκεφτεί όλη μέρα. Ούτε

καν ο Ζιζέ.«Μπριάνα, σε παρακαλώ, κάθισε κάτω. Μου προκαλείς νευρικότητα με όλο αυτό το πήγαιν’ έλα».Η Ματίλντα καθόταν σε ένα σκαμνί κοντά σε ένα τραπέζι στο κέντρο του δωματίου και

στριφογύριζε ανόρεχτα ένα κέντημα στα χέρια της. Άσπρες κλωστές από τις αστρίφωτες άκρες τουείχαν κολλήσει στα σκούρα μανίκια της.«Συγνώμη. Θα ήθελα να ξέρω τι συμβαίνει».Η Μπριάνα πλησίασε στο τραπέζι και κάθισε απέναντί της.«Πιστεύεις ότι ο... Ζιζέ, θα καταφέρει να λογικέψει τον Χιου;»Η Μπριάνα άπλωσε τα χέρια της και έσφιξε τα παγωμένα δάχτυλα της Ματίλντα. «Το ελπίζω. Ίσως

τον κάνει να αλλάξει γνώμη».Ζάρωσε τη μύτη της. Τι εννοούσε ο Ζιζέ όταν της ζητούσε να του δείξει εμπιστοσύνη; Όταν της

έλεγε ότι υπάρχει λύση;«Πάντως, φαίνεται πως δε βιάζεται ιδιαίτερα», μουρμούρισε η Ματίλντα.«Ε, ξέρεις ότι ο αδελφός μου μπορεί να γίνει πολύ πεισματάρης μερικές φορές».Δεν τολμούσε καν να σκεφτεί την πιθανότητα ότι ο Ζιζέ είχε αποτύχει στην αποστολή του.Χτύπησε τα χέρια της στο τραπέζι και σηκώθηκε πάλι. «Αυτό είναι γελοίο· σε λίγο δε θα βλέπουμε

ούτε τη μύτη μας εδώ μέσα. Θα μας αφήσουν να καθόμαστε στο σκοτάδι;»Πήγε στην πόρτα και δοκίμασε το μάνταλο, παρ’ όλο που ήξερε ότι ήταν κλειδωμένη απέξω.«Χρειαζόμαστε λίγο φως εδώ μέσα!» φώναξε χτυπώντας την πόρτα με τη γροθιά της.Προς μεγάλη της έκπληξη η πόρτα άνοιξε προς τα μέσα και η Μπριάνα αναπήδησε προς τα πίσω

για να μην τη χτυπήσει.«Δε φαντάζομαι να θέλεις να μας φύγεις, Μπριάνα». Ο Χιου μπήκε με το πάσο του στο δωμάτιο

και με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στα χείλη. Αναζήτησε με το βλέμμα του τη Ματίλντα και κοίταξε μελαχτάρα τα μαλλιά της που γυάλιζαν σαν έβενος, τη λυγερή φιγούρα της. Κι εκείνη ζάρωσε στοκάθισμά της και προσπάθησε να γίνει αόρατη.«Πού τέτοια τύχη!» αντιγύρισε ετοιμόλογα εκείνη.Περιεργάστηκε τον αδελφό της με καχυποψία. Τα μάτια του είχαν ένα περίεργο, αφύσικο βλέμμα,

Page 107: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

οι κινήσεις του ήταν σπασμωδικές, απότομες. Φαινόταν ξαναμμένος, τα μάγουλά του ασυνήθισταροδαλά.«Καλό αυτό, πολύ καλό!» είπε ο Χιου χειροκροτώντας. «Μόνο που δε θέλω να πετάξεις από τη

φωλιά, τώρα που έχουμε να ετοιμάσουμε διπλό γάμο!»«Τ... τι;» Η Μπριάνα κάθισε κλονισμένη δίπλα στη Ματίλντα. Ήταν τόσο, μα τόσο σίγουρη ότι ο

Ζιζέ θα τα κατάφερνε. Τι στην ευχή είχε συμβεί;«Είπα ότι έχουμε διπλό γάμο να ετοιμάσουμε», επανέλαβε ο Χιου και χαμογέλασε μοχθηρά. «Γιατί

ρωτάς; Νόμιζες πως ο Ζιζέ θα κατάφερνε να με μεταπείσει; Έπεσες πολύ έξω, αδελφούλα».«Χιου, δε γίνεται αυτό που πας να κάνεις. Γιατί θέλεις να γίνουμε και οι δυο δυστυχισμένοι; Η

Ματίλντα αγαπάει άλλον κι εγώ... εγώ...» Η φωνή της ράγισε.Ήταν έτοιμη να πει ότι εκείνη δεν ήθελε να παντρευτεί ποτέ, αλλά η ολοζώντανη εικόνα ενός

αρρενωπού κορμιού πλημμύρισε τη σκέψη της και την αιφνιδίασε.«Εσύ θέλεις να παντρευτείς τον Ζιζέ», συμπλήρωσε ο Χιου για λογαριασμό της και τίναξε ένα

αόρατο χνούδι από το μανίκι του.Η Μπριάνα μισοσηκώθηκε από το κάθισμά της –μια ασυναίσθητη κίνηση διαμαρτυρίας–, αλλά

εκείνος σήκωσε το χέρι του και της έκοψε τη φόρα.«Σε παρακαλώ, δεν έχω όρεξη για γυναικεία ξεσπάσματα. Τα αξιοθρήνητα κλαψουρίσματά σου, οι

ερωτοτροπίες σου, ο λιγωμένος τρόπος που τον κοιτάς –ειλικρινά, αδελφή, είναι αηδιαστικά».«Τι ανοησίες είναι αυτές που λες;» Πώς τολμούσε να μιλάει τόσο υποτιμητικά για κάτι τόσο

πολύτιμο για κείνη; Ήταν σαν να ποδοπατούσε την ίδια της την καρδιά.«Ανοησίες είναι αυτές που κάνεις, ανόητη. Νομίζεις πως ένας τέτοιος άνθρωπος θα παντρευόταν

ποτέ;» Το στόμα του παραμορφώθηκε από ένα χαμόγελο γεμάτο περιφρόνηση και αηδία. «Ο Ζιζέείναι ανίκανος να αγαπήσει ξανά. Ένα κέλυφος είναι, χωρίς συναίσθημα».Η Μπριάνα κούνησε το κεφάλι της με απελπισία και του έσφιξε το χέρι. «Χιου, δε σε αναγνωρίζω

πια. Εσύ είσαι; Ο αδελφός μου;»«Και βέβαια εγώ είμαι», απάντησε εκείνος αμέσως, αλλά το αλλοπαρμένο του βλέμμα φανέρωνε το

αντίθετο.«Πού είναι τώρα; Πού είναι ο Ζιζέ;» ψιθύρισε η Μπριάνα.«Τι χαριτωμένο! Αλήθεια, δε σου είπα;»«Πού είναι;» επανέλαβε εκείνη.«Έφυγε. Πάει. Είπε πως είχε άλλες δουλειές να τελειώσει. Για να είμαι ειλικρινής, Μπριάνα, νομίζω

πως χάρηκε που σε ξεφορτώθηκε. Ο καημένος, δεν έβλεπε την ώρα να φύγει».Τα σκληρά του λόγια την έσφαξαν σαν μαχαιριές, τσάκισαν ακόμα πιο πολύ το ήδη πεσμένο ηθικό

της. Ήταν τόσο σίγουρη ότι ο Ζιζέ θα έμενε εκεί, θα αγωνιζόταν για κείνη. Ήταν δυνατόν να είχεπέσει τόσο έξω;«Δε σε πιστεύω», ψιθύρισε. Ο Ζιζέ δεν είχε πάει πουθενά. Εκείνο το κομμάτι της καρδιάς της που

δεν μπορούσε ν’ αγγίξει καμιά κακία και καμιά μικρότητα το ήξερε.Το αυτάρεσκο, ψεύτικο χαμόγελο του Χιου ξεθώριασε. Για μια στιγμή φάνηκε σαστισμένος, σαν

να μην ήξερε πού βρισκόταν.Φορούσε μια γαλάζια πουκαμίσα διακοσμημένη με χρυσό σιρίτι στο λαιμό... αλλά κάτι δεν πήγαινε

καλά.Το βλέμμα της καρφώθηκε στις μικρές κηλίδες που σκέπαζαν το στήθος του. Δεν ήταν μεγαλύτερες

από το κεφάλι της καρφίτσας.

Page 108: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ο Χιου ξαναβρήκε την ισορροπία του και άρχισε πάλι να μιλάει, προσπαθώντας να υποσκάψειακόμα περισσότερο τις βεβαιότητές της, να σπείρει στο μυαλό της αμφιβολίες, να την υποτάξει με ταλόγια.Αλλά όταν σηκώθηκε και άπλωσε τα χέρια του συνεχίζοντας να μιλάει και να χειρονομεί

ακατάσχετα, η Μπριάνα ένιωσε την καρδιά της να γίνεται κομμάτια. Γιατί τα στίγματα που σκέπαζαντο στήθος του ήταν κόκκινα· μικροσκοπικές κηλίδες από αίμα.

*

Η Μπριάνα δεν έδινε καμιά σημασία στο παραλήρημα του αδελφού της, ωστόσο κράτησε τοπρόσωπό της ανέκφραστο για να μην κινήσει τις υποψίες του, να μην τον αφήσει να καταλάβει ότιείχε υποπτευθεί κάτι. Όμως, κάτω από την ουδέτερη έκφραση, το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς.Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει ο Χιου, να τις αφήσει στην ησυχία τους για να μπορέσει να

σκεφτεί.Παρά την παγωνιά που επικρατούσε στο δωμάτιο, ένιωθε το σώμα της να καίει σαν να είχε πυρετό

–ένα μείγμα από οργή, απογοήτευση και αγανάκτηση για την αδικία της κατάστασης, για τονεγκλεισμό τους.Ο Ζιζέ χρειαζόταν τη βοήθειά της, ήταν βέβαιη γι’ αυτό, και ένιωθε την ανάγκη να τρέξει έξω από το

δωμάτιο, να φωνάξει το όνομά του μέχρι να τον βρει.Όμως μια τέτοια βιαστική κίνηση απελπισίας θα έληγε άδοξα πριν καν ξεκινήσει, με τον σωματώδη

φρουρό που στεκόταν έξω από την πόρτα. Όχι, έπρεπε να καταστρώσει ένα σχέδιο.Επιτέλους ύστερα από κάποια ώρα που της φάνηκε αιώνας, ο Χιου σταμάτησε να φλυαρεί και

μουρμούρισε κάτι, σαν ότι έπρεπε να μιλήσει με τον Γουόλτερ.Η Μπριάνα περίμενε μερικές στιγμές μέχρι να σβήσουν τα βήματά του στο βάθος του διαδρόμου κι

έπειτα γύρισε και κοίταξε τη Ματίλντα που είχε μια έκφραση απόγνωσης στο πρόσωπο.Και η ίδια ένιωθε ένα βάρος στο στήθος που δεν την άφηνε να αναπνεύσει.«Σε καταλαβαίνω», μουρμούρισε η κοπέλα με παράπονο. «Φαίνεται πως θα αναγκαστούμε να

προχωρήσουμε σ’ αυτούς τους γάμους. Δε γίνεται αλλιώς».«Δεν είναι αυτό», είπε η Μπριάνα με φωνή που έτρεμε. Όλο της το σώμα έτρεμε από την αγωνία

και τον πανικό. «Τον Ζιζέ σκέφτομαι».Η Ματίλντα χαμογέλασε αμυδρά. «Εντέλει φαίνεται πως δεν ήταν ο ιππότης με την αστραφτερή

πανοπλία».«Ο Ζιζέ δε θα με εγκατέλειπε ποτέ», δήλωσε με σιγουριά εκείνη. «Κάτι του συνέβη... Η πουκαμίσα

του Χιου ήταν ματωμένη. Είμαι σίγουρη ότι ο Ζιζέ είναι τραυματισμένος... ή κι ακόμα χειρότερα».Ένας λυγμός ανέβηκε στο λαρύγγι της αλλά τον έπνιξε αποφασιστικά. Αν έχανε τώρα την ψυχραιμίατης, δε θα βοηθούσε σε τίποτα τον Ζιζέ.Η Ματίλντα σηκώθηκε με μια κίνηση γεμάτη χάρη. «Μπριά-να, ξέρω ότι ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό τον

άνθρωπο, είναι ολοφάνερο, αλλά οι λεκέδες που είδες στο πουκάμισο του Χιου μπορεί να ήτανοτιδήποτε. Τι σε κάνει τόσο σίγουρη;»Τα μάτια της σκοτείνιασαν. «Κινδυνεύει, Ματίλντα. Το ξέρω. Το νιώθω. Εδώ». Έδειξε την καρδιά

της και τα μάτια της βούρκωσαν. «Μου ζήτησε να τον εμπιστευτώ και τον εμπιστεύτηκα. Και δενέχω πάψει. Πρέπει να τον βρω».«Πώς;» ρώτησε η κοπέλα απλώνοντας τα χέρια της. «Ο Χιου θα μας κρατήσει κλειδωμένες εδώ

Page 109: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

μέχρι να μας πάνε με το ζόρι στην εκκλησία».«Πρέπει να με βοηθήσεις». Το βλέμμα της έπεσε στο σκαμνί που καθόταν προηγουμένως η

Ματίλντα. «Πήγαινέ το κοντά στο τζάκι και θα φωνάξω το φρουρό. Μου φαίνεται πως είναι ώρα ναμας βοηθήσει να ανάψουμε το τζάκι».Ο σωματώδης στρατιώτης που στεκόταν φρουρός έξω από την πόρτα του γυναικωνίτη χάρηκε όταν

οι δύο κυρίες ζήτησαν τη βοήθειά του. Είχε παρακολουθήσει τις σκηνές που είχαν εκτυλιχθεί στημεγάλη αίθουσα νωρίτερα και η αλήθεια ήταν ότι τις συμπονούσε.Αφού άκουσε την παράκλησή τους, κλείδωσε πάλι την πόρτα και έφυγε πρόθυμα για να φέρει έναν

από τους αναμμένους δαυλούς που φώτιζαν το διάδρομο. Ύστερα τους χτύπησε ευγενικά την πόρτα,περίμενε να του δώσουν την άδεια και μπήκε. Κλείδωσε πάλι την πόρτα και έβαλε το κλειδί στηζώνη του.Η Μπριάνα και η Ματίλντα στέκονταν δίπλα στο τζάκι χαμογελώντας ντροπαλά. Η λάμψη του

δαυλού τόνιζε τη λευκότητα του δέρματός τους και την ομορφιά των προσώπων τους.Ο στρατιώτης τούς ανταπέδωσε το χαμόγελο. Όλη του η μέρα φωτίστηκε από το γοητευτικό θέαμα

αυτών των θεσπέσιων πλασμάτων.Έσκυψε στο τζάκι και οι αρθρώσεις των γονάτων του έτριξαν καθώς καθόταν στις φτέρνες για να

βάλει φωτιά στα ξερόκλαδα που ήταν στοιβαγμένα σαν φωλιά πουλιού πάνω από μια τούφαεύφλεκτο ξερό χορτάρι.Ένας τρομερός πόνος διαπέρασε το κρανίο του· το στόμα του άνοιξε διάπλατα από την κατάπληξη

πριν πέσει στο πλάι και σωριαστεί αναίσθητος στα σανίδια.«Βιάσου, Ματίλντα, δεν ξέρω πόσο θα μείνει λιπόθυμος!»Η Μπριάνα άρπαξε τα κλειδιά από τη ζώνη του και κοίταξε με αγωνία να δει αν είχε αρχίσει να

συνέρχεται. Ευτυχώς τα μάτια του ήταν ακόμα κλειστά και τα κοντόχοντρα μέλη του απλωμένα σεμια άχαρη στάση στο πάτωμα.Ήλπιζε ότι δεν τον είχε χτυπήσει πάρα πολύ δυνατά με το σκαμνί. Δεν της είχε φανεί βαρύ μέχρι τη

στιγμή που το σήκωσε ψηλά κρατώντας το από το ένα ποδάρι. Πάντως του είχε κάνει ένα ωραίοκαρούμπαλο που με λίγη τύχη θα τους έδινε το χρόνο να δραπετεύσουν από το κάστρο.«Ματίλντα, πρέπει να φύγεις αμέσως και να πας να βρεις τον αγαπημένο σου». Η Μπριάνα μιλούσε

γρήγορα αλλά χαμηλόφωνα καθώς κλείδωνε το στρατιώτη στο δωμάτιο που για μερικές ώρες είχεγίνει η φυλακή τους. «Πιστεύεις ότι θα καταφέρεις να φύγεις χωρίς να σε δουν;»Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και την αγκάλιασε. Τα μάτια της έλαμπαν μέσα στο

μισοσκόταδο.«Σ’ ευχαριστώ μ’ όλη μου την καρδιά γι’ αυτό που έκανες, Μπριάνα. Ελπίζω να συναντηθούμε

ξανά, κάτω από άλλες συνθήκες».«Λυπάμαι πολύ για τον Χιου», απάντησε εκείνη. «Δεν είχα ιδέα ότι ήταν ικανός για τέτοια

συμπεριφορά. Θα νόμιζε κανείς πως... πως τρελάθηκε». Ένα κρύο χέρι τής έσφιξε την καρδιά.Έπρεπε να το είχε καταλάβει, έπρεπε να είχε προβλέψει την κατάληξη. Η συμπεριφορά του στοΣάμπορν ήταν αφύσικη, αλλά την είχε αποδώσει στην αρρώστια και τον πυρετό. Δεν είχε φανταστείότι ήταν κάτι πιο βαθύ.«Σταμάτα να ζητάς συγνώμη και πήγαινε».Ακολούθησε για μερικές στιγμές με το βλέμμα της την κοπέλα που προχωρούσε με γρήγορο βήμα

στο διάδρομο ώσπου χάθηκε από τα μάτια της. Η καρδιά της πετούσε από χαρά επειδή επιτέλους ηΜατίλντα θα γινόταν ευτυχισμένη.

Page 110: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Τότε όμως θυμήθηκε πάλι τον Ζιζέ, τον φαντάστηκε πληγωμένο και αναίσθητο κάπου και κάθεάλλη σκέψη έσβησε από το μυαλό της.Έκανε μεταβολή και προχώρησε προς τη σπειροειδή σκάλα που οδηγούσε σε έναν από τους

γωνιακούς πυργίσκους.Δεν προλάβαινε να περάσει από το δωμάτιο του Ζιζέ. Η ιδέα της ήταν να πάει στους στάβλους για

να δει αν το άλογό του ήταν ακόμα εκεί.Κατέβηκε με προσοχή τη σκάλα. Το φόρεμα της χάιδευε τον τραχύ τοίχο, οι μπότες της δεν έκαναν

τον παραμικρό θόρυβο πάνω στις υγρές πέτρες. Γλιστρούσε σαν φάντασμα, πατώντας στιςεξωτερικές κόψεις των πελμάτων της, όπως της είχε μάθει να κάνει ο αδελφός της τότε στο δάσοςόταν ήταν παιδιά. Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά –ήταν ο πόνος της προδοσίας. Δεν μπορούσε ναπιστέψει ότι ο ίδιος της ο αδελφός θα της φερόταν ποτέ με τέτοιο τρόπο.Όταν το χέρι της άγγιξε το σιδερένιο κρίκο της εξώπορτας, την πλημμύρισε ανακούφιση. Ο κρύος

αέρας δρόσισε ευχάριστα τα ξαναμμένα μάγουλά της, της καθάρισε το μυαλό, τη βοήθησε να βάλειτις σκέψεις της σε μια σειρά ύστερα από τα αλλοπρόσαλλα γεγονότα της μέρας.Προς τη δύση, πάνω από τις συμμετρικές πολεμίστρες του εξωτερικού τείχους, ο ουρανός είχε

αποτυπωμένα πάνω του τα τελευταία σημάδια του ήλιου –λωρίδες από κοκκινωπό χρυσάφι πάνω σεμενεξελί βελούδο. Το φως ήταν αρκετό για να βλέπει πού πηγαίνει.Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω στον εσωτερικό περίβολο για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν κανείς και

έτρεξε στους στάβλους, ελπίζοντας ότι δε θα την έβλεπε κανένα μάτι από τα ψηλά παράθυρα τουκάστρου. Ποιος ξέρει πόση ώρα θα μιλούσε ο αδελφός της με τον Γουόλτερ πριν συνέλθει οφρουρός και σημάνει συναγερμό... Ο χρόνος της ήταν λίγος και πολύτιμος. Ήλπιζε πως στουςστάβλους θα έβρισκε κάποιο στοιχείο που θα τη βοηθούσε να καταλάβει πού βρισκόταν ο Ζιζέ.Η μυρωδιά των αλόγων ήταν έντονη, διαπεραστική. Τρύπωσε αθόρυβα από την ανοιχτή είσοδο και

κοντοστάθηκε με το χέρι ακουμπισμένο σε μια από τις τετράγωνες δρύινες κολόνες που στήριζαν τοπρέκι. Η αμφιβολία την έκανε να χάσει για μερικές στιγμές το κουράγιο της. Κι αν είχε κάνει λάθοςγια τον Ζιζέ; Αν ύστερα από την αποτυχία του να μεταπείσει τον Χιου είχε απλώς σηκωθεί και είχεφύγει;Κούνησε το κεφάλι της και τα μαλλιά της έλαμψαν στο σκοτάδι. Αρνιόταν να κάνει τέτοιες

ανεπιθύμητες σκέψεις. Να θυμάσαι μόνο την υπόσχεση που είδες στο βλέμμα του, πρόσταξε τονεαυτό της. Ήταν το μόνο που είχε, αλλά της ήταν αρκετό.«Κυρία;»Τινάχτηκε ξαφνιασμένη και προσπάθησε να καταλάβει από πού είχε ακουστεί η φωνή. Καθώς

κοιτούσε γύρω της, πασχίζοντας να διακρίνει μέσα στο μισοσκόταδο ποιος της είχε μιλήσει, ταγόνατά της λύθηκαν και μαρμάρωσε εκεί που στεκόταν. Ήταν τόσο βέβαιη ότι δεν υπήρχε κανείςάλλος στο στάβλο!Όταν είδε ένα αγόρι να ξεπροβάλλει από ένα παχνί, ανάσανε με ανακούφιση. Δεν ήταν παρά ένα

παλικαράκι, ντυμένο με φθαρμένα και λερωμένα ρούχα, με μαλλιά ξεχτένιστα που πετούσαν προςκάθε κατεύθυνση, σαν να κοιμόταν μέχρι πριν από λίγο και είχε σηκωθεί μόλις εκείνη τη στιγμή.«Μη φοβάσαι», είπε, απλώνοντας το χέρι της προς το μέρος του. «Συγνώμη αν σε ξύπνησα. Ψάχνω

κάτι... κάποιον».«Μήπως θα μπορούσα να βοηθήσω;» είπε το παιδί και τα μάτια του άστραψαν από ενθουσιασμό.Η Μπριάνα προχώρησε πιο μέσα, με τις μπότες της να βυθίζονται στο στρώμα του άχυρου που

ξεχυνόταν από τα παχνιά.

Page 111: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Γυρεύω έναν άντρα, ένα... ένα φίλο. Νομίζω ότι του συνέβη κάτι». Κοίταξε γύρω για να δει ανήταν πουθενά το άλογο του Ζιζέ.Το παιδί ακολούθησε το βλέμμα της. «Δεν είναι εδώ το άλογό του. Τον φόρτωσαν πάνω του και

τον πήραν έξω».Η Μπριάνα τον άρπαξε από τους ώμους. «Τι έγινε;» ρώτησε έντρομη. «Τι είδες;»Το αγόρι χαμογέλασε. «Δεν ήξεραν ότι ήμουν εδώ», είπε με καμάρι. «Όλα τα είδα. Ήρθε μέσα με

δυο στρατιώτες του άρχοντα Γουόλτερ. Του είπαν πως κάτι είχε πάθει το πίσω πόδι του αλόγου του.Κι όταν έσκυψε για να κοιτάξει... τον χτύπησαν».Η καρδιά της γέμισε τρόμο. «Ψηλός, με ανοιχτά καστανά μαλλιά, μαύρη πουκαμίσα;» Μέσα στον

πανικό της, προσπάθησε να θυμηθεί τις λεπτομέρειες.«Ναι, αυτός είναι! Και ξέχασαν κάτι πίσω». Ξεκρέμασε ένα μανδύα από ένα παχνί. Ήταν ο μανδύας

του Ζιζέ.«Πρέπει να τον βρω. Προς τα πού πήγαν;»«Βόρεια, νομίζω. Οι στρατιώτες είπαν κάτι για το δάσος, και βρίσκεται προς τα εκεί. Μπορώ να σας

δείξω, αν θέλετε». Η έκφρασή του ήταν γεμάτη προθυμία.«Όχι, σ’ ευχαριστώ. Υπάρχει όμως άλλος τρόπος για να με βοηθήσεις». Περιεργάστηκε το παιδί·

είχαν σχεδόν το ίδιο ύψος και περίπου το ίδιο πάχος.«Μετά χαράς. Τι θέλετε να κάνω;»«Να μου δανείσεις τα ρούχα σου. Μ’ αυτά που φοράω δεν μπορώ να περάσω απαρατήρητη», είπε

δείχνοντας περιφρονητικά το φαρδύ της φόρεμα. «Άσε που θα μ’ εμποδίζουν».Το παιδί την κοίταξε με στενοχώρια. «Μα, κυρία...» είπε και κοκκίνισε, «έχω μόνο άλλο ένα

καθαρό πουκάμισο, ένα σκισμένο παντελόνι και μια κοντή μπέρτα».«Ακριβώς αυτά που χρειάζομαι. Πήγαινε, πήγαινε γρήγορα να τα φέρεις».Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Έτρεξε σε μια ξύλινη σκάλα που οδηγούσε σε ένα τετράγωνο

σκοτεινό άνοιγμα στις σανίδες της οροφής. «Εκεί πάνω κοιμάμαι κανονικά», της εξήγησε καθώςανέβαινε, «αλλά απόψε έκανε πολύ κρύο».Το πάνω μέρος του σώματός του χάθηκε για λίγο στο άνοιγμα και λίγες στιγμές αργότερα κατέβηκε

πάλι κρατώντας έναν μπόγο ρούχα.«Σ’ ευχαριστώ». Η Μπριάνα τον πήρε από τα χέρια του. «Θα αλλάξω εκεί πίσω. Εσύ πρόσεχε μην

έρθει κανείς και ειδοποίησέ με».Μπήκε σε ένα άδειο παχνί, προχώρησε μέχρι το βάθος και αφού έβγαλε τα ρούχα της τα έκρυψε

κάτω από μια μπάλα σανό στη γωνία. Ήταν αναγκασμένη να βγάλει τις μπότες της για να φορέσειτην περισκελίδα, αλλά όταν την έβαλε διαπίστωσε με ικανοποίηση ότι της έκανε καλά, μολονότι τηςέπεφτε κάπως στενή στους γοφούς.Τέντωσε τα δάχτυλα των ποδιών της, φροντίζοντας να μη βλάψει το πληγωμένο πέλμα της, και

ξαναφόρεσε τις μπότες. Η πουκαμίσα είχε φαρδύ ανοιχτό λαιμό, στην πραγματικότητα δεν ήτανπαρά ένα τετράγωνο κομμάτι ύφασμα με ένα άνοιγμα στη μέση που απλώς έπεφτε από το κεφάλι καισταματούσε στη μέση των μηρών. Με τη ζώνη του μαχαιριού της μάζεψε το ρούχο μέσα.Το παιδί είχε την προνοητικότητα να της φέρει και ένα πλατύγυρο καπέλο από τσόχα, που τη

βοήθησε να κρύψει τα μακριά μαλλιά της. Έριξε τον κοντό μανδύα στους ώμους της και έδεσε μεγρήγορες κινήσεις τα κορδόνια του στο λαιμό της.Ξαφνικά σταμάτησε και πήρε μερικές βαθιές εισπνοές.Μη διστάζεις τώρα, πρόσταξε τον εαυτό της. Ο τυφλός πανικός δεν πρόκειται να σε βοηθήσει σε

Page 112: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

τίποτα. Έπρεπε να παραμείνει ψύχραιμη. Μόνο με την ψυχραιμία και τη λογική θα κατάφερνε ναπετύχει το σκοπό της, που ήταν να βρει τον Ζισέ.Επιτέλους βγήκε από το παχνί ντυμένη με τα ρούχα του παιδιού.Το βρήκε σκυμμένο, να κρατάει από το κολάρο ένα μεγαλόσωμο κυνηγόσκυλο, καφετί με μαύρα

μπαλώματα.«Αυτό θα σας βοηθήσει να τον βρείτε. Δώστε του το μανδύα του ανθρώπου να τον μυρίσει και θα

τον βρει στα σίγουρα. Και είναι εκπαιδευμένο να μένει κοντά στο άλογο, δε χρειάζεται ναανησυχείτε γι’ αυτό».«Είσαι έξυπνο παιδί», του είπε με επιδοκιμασίαΤη στιγμή που έδινε στο κυνηγόσκυλο να μυρίσει το μανδύα του Ζιζέ, από το κάστρο ακούστηκαν

φωνές και πόρτες που ανοιγόκλειναν με θόρυβο. «Το κατάλαβαν», ψιθύρισε.«Πώς θα περάσετε από την πύλη; Οι φρουροί θα έχουν ειδοποιηθεί τώρα».«Θα καβαλικέψουμε μαζί», του εξήγησε. «Με λίγη καλή τύχη θα νομίσουν ότι είμαστε δυο αγόρια

που κάνουν τη βόλτα τους. Φέρε μου ένα άλογο. Ένα γρήγορο».«Θα σας το σελώσω».«Όχι, δεν προλαβαίνουμε».«Τουλάχιστον πάρτε το φλασκί μου με το νερό. Ίσως χρειαστεί να πάτε μακριά». Τη βοήθησε να

ανεβεί στη ράχη της φοράδας που της είχε διαλέξει κι έπειτα πήδηξε κι εκείνος πάνω. Το σκυλίπηγαινοερχόταν ανυπόμονα, κουνώντας ασταμάτητα την ουρά του και με τη μουσούδα διαρκώςστραμμένη προς το χώμα.«Θα χρειαστεί να κρατηθείς από πάνω μου», του είπε η Μπριάνα. «Θα πηγαίνουμε πολύ γρήγορα».Έπιασε γερά και με τα δυο της χέρια τη χαίτη της φοράδας, με το μανδύα του Ζιζέ τυλιγμένο

σφιχτά και ακουμπισμένο κοντά στην κοιλιά της, σαν φυλαχτό, πίεσε με τα γόνατά της τα πλευράτου ζώου και ξεκίνησαν. Στην αρχή με αργό τροχασμό, μετά με μεγαλύτερη ταχύτητα.Μέχρι να φτάσουν στο φυλάκιο της πύλης, το άλογο είχε αρχίσει να καλπάζει σε σταθερό ρυθμό. Ο

σκύλος το ακολουθούσε άκοπα, χοροπηδώντας με χαρά.Το παλικαράκι έπαιζε το ρόλο του στην εντέλεια. Καθώς περνούσαν από την πύλη, χαιρέτησε τους

φρουρούς με πλατύ χαμόγελο. Εκείνοι το αντιχαιρέτησαν, κουνώντας χαρωπά το χέρι και τουςχαμογέλασαν· προφανώς θυμήθηκαν τα δικά τους νεανικά κατορθώματα.Η Μπριάνα φτέρνισε τη φοράδα και απομακρύνθηκαν βιαστικά από το κάστρο περνώντας την

κινητή γέφυρα της τάφρου.Όταν έφτασαν σε ένα δασάκι, άφησε το παιδί να κατέβει. «Δεν είναι πολύ μακριά για να γυρίσεις με

τα πόδια», του ψιθύρισε. «Σ’ ευχαριστώ πολύ για όσα έκανες».Εκείνο κοίταξε το σκυλί που μύριζε τα χαμόκλαδα. «Το κυνηγόσκυλο είναι πολύ καλό, κυρία, πολύ

καλά εκπαιδευμένο. Θα πιάσει αμέσως τον ντορή. Να του έχετε εμπιστοσύνη». Γύρισε προς τομέρος της και της έγνεψε. «Στο καλό. Σας εύχομαι να βρείτε τον άνθρωπό σας».«Κι εγώ το εύχομαι».

Page 113: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 14

Ο Ζιζέ άφησε ένα μακρόσυρτο βογκητό πόνου και μισάνοιξε το ένα του μάτι. Ο σουβλερός πόνοςξεκινούσε από τη βάση του κρανίου του και απλωνόταν μέχρι το αριστερό αυτί.Κοίταξε με μάτι θολό γύρω του και προσπάθησε να καταλάβει πού βρισκόταν: αδροί ξύλινοι

τοίχοι, ένα τετράγωνο άνοιγμα για παράθυρο –μόνο ένα σκεβρωμένο περβάζι χωρίς τζάμι–, τοακανόνιστο περίγραμμα μιας πόρτας.Τι στην ευχή του είχε συμβεί;Η πλάτη του ήταν κολλημένη στο υγρό χωμάτινο πάτωμα που μύριζε μούχλα. Άκουγε δέντρα να

θροΐζουν, ένιωθε το γλυκερό άρωμα του κομμένου ξύλου που σάπιζε. Φυσούσε.Ίσως βρισκόταν σε κάτι σαν δασική αποθήκη για καυσόξυλα. Έξω άρχισε να βρέχει και οι ψιχάλες

έπεφταν πάνω στα πεσμένα φύλλα. Το σφυροκόπημά τους δυνάμωνε κάθε φορά που δυνάμωνε καιο αέρας.Προσπάθησε να σηκώσει το χέρι του, να ψηλαφίσει το κεφάλι του, να δει τι είδους τραύμα είχε,

αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί τα χέρια του ήταν δεμένα με χοντρό βρόμικο σκοινί πάνω στην κοιλιάτου.Και οι αστράγαλοί του ήταν δεμένοι.Τον πλημμύρισε ανείπωτη οργή, ένας ασυγκράτητος θυμός που του έδωσε δύναμη να ανασηκωθεί

βάζοντας για μοχλό τον ένα του ώμο. Αμέσως του ήρθε ναυτία και σκοτοδίνη και σύρθηκε προς ταπίσω ώσπου η πλάτη του ακούμπησε στον τοίχο της καλύβας.Ο Χιου, σκέφτηκε με μίσος. Σίγουρα ήταν δουλειά του Χιου.Ύστερα από την άκαρπη συζήτησή τους, ο Ζιζέ είχε ψάξει να βρει τον Γουόλτερ, που φυσικά είχε

φροντίσει να εξαφανιστεί. Καθώς πήγαινε από τη μεγάλη αίθουσα στο δωμάτιο των γυναικών, έναςσταβλίτης τον πλεύρισε και άρχισε να του λέει νευρικά και αμήχανα κάτι για το πόδι του αλόγουτου.Κι εκείνος, σαν ανόητος, δεν είχε υποψιαστεί τίποτα και τον είχε ακολουθήσει ως τους στάβλους.

Πολύ αργότερα, μόνο τη στιγμή που ήταν σκυμμένος και προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώςείχε πάθει το πόδι του αλόγου του συνειδητοποίησε ότι του είχαν στήσει παγίδα.Έφερε τα χέρια στο στόμα του και άρχισε να τραβάει με τα δόντια του το βρομερό σκοινί για να το

λύσει. Έπρεπε να δραπετεύσει, έπρεπε να βρει την Μπριάνα πριν γίνει εκείνος ο γάμος!Ο Χιου θα πρέπει να είχε χάσει τα λογικά του, διατηρούσε όμως αρκετή διαύγεια ώστε να κανονίσει

το μυστήριο το συντομότερο δυνατόν, ξέροντας ότι ήταν απλώς ζήτημα χρόνου να ξαναγυρίσειεκείνος. Σίγουρα ο Χιου σχεδίαζε να τον βγάλει εκτός μάχης μόνο όσο χρειαζόταν ο ιερέας ναολοκληρώσει την τελετή και να καταστρέψει τη ζωή δύο υπέροχων γυναικών μέσα σε μια στιγμή.Με τα χείλη γδαρμένα από τις σκληρές ίνες του σκοινιού, ακούμπησε το πλάι του κεφαλιού του

στον τοίχο και έκλεισε τα μάτια. Τον πλημμύρισε μια αίσθηση απόλυτης αδυναμίας. Είχε ζητήσειαπό την Μπριάνα να τον εμπιστευτεί, πιστεύοντας ότι μπορούσε να πείσει τον Χιου να αλλάξει τασχέδιά του, και στο τέλος δεν την είχε βοηθήσει σε τίποτα.Ήλπιζε ότι δε θα τον έκρινε υπερβολικά αυστηρά.

Page 114: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του και τέντωσε τ’ αυτιά του.Έξω από την καλύβα ακούστηκε ένας θόρυβος εντελώς διαφορετικός από το πιτσίλισμα της

βροχής, ένας θόρυβος που πλησίαζε και δυνάμωνε. Και μετά ένας δυνατός ψίθυρος, μια κοφτήδιαταγή που έφερε ως εκεί ο άνεμος. Απομόνωσε όλους τους άλλους ήχους και εστίασε τηνπροσοχή του σ’ αυτόν. Ανασηκώθηκε και μόρφασε όταν η σουβλιά του πόνου διαπέρασε πάλι τοκρανίο του. Με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, κατάφερε να σηκωθεί όρθιος και να πάειχοροπηδώντας δίπλα στην πόρτα, σε σημείο ώστε, όταν θα άνοιγε, θα τον έκρυβε από πίσω της.Ένα περίεργο λαχάνιασμα, ένα σύρσιμο πλησίαζε όλο και πιο κοντά ώσπου έφτασε στην πόρτα.

Και τότε άρχισαν τα γαβγίσματα. Σκυλί είναι! σκέφτηκε. Είχαν στείλει ένα σκυλί να τον βρει.Ήλπιζε πως αυτός που τον είχε βρει ήταν φίλος και όχι εχθρός.Η πόρτα άνοιξε και οι παλιοί σκουριασμένοι μεντεσέδες έτριξαν.Μια στιγμή αργότερα την είδε να μπαίνει.Ήταν εκείνη. Η Μπριάνα.Η λάμψη των μαλλιών της διέλυε το σκοτάδι. Η λεία, κυματιστή κοτσίδα που έφτανε ως τη ράχη

της λικνιζόταν καθώς προχωρούσε πιο μέσα. Άραγε ήξερε ότι εκείνος ήταν εκεί, από πίσω της, καιμε δυσκολία κρατιόταν όρθιος;Δεν είχε κουράγιο ούτε να της μιλήσει. Γλίστρησε προς τα κάτω, λύγισε τα γόνατά του και κάθισε

στο υγρό χώμα.Η Μπριάνα γύρισε απότομα προς το μέρος του και οι ψιχάλες που είχαν σκαλώσει στα μαλλιά της

τινάχτηκαν σαν σιντριβάνι. Τα μάτια της καρφώθηκαν στη σκυφτή φιγούρα, στην ανατριχιαστικήχλομάδα του προσώπου του.«Τι σου έκαναν;»Γονάτισε δίπλα του, έκλεισε το μάγουλό του στην παλάμη της, του χάιδεψε τα μαλλιά.Τον είχε βρει! Η ανακούφιση που την πλημμύρισε ήταν κάτι απερίγραπτο. Τον αγκάλιασε σφιχτά,

τον τράβηξε πάνω της, ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της. Τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλάτης και έσταξαν στα μαλλιά του.Εκείνος έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω, το ακούμπησε στην καμπύλη του λαιμού της, ανάσανε

το γλυκό άρωμα του κορμιού της που ανέδιδε μια ανεπαίσθητη ευωδιά λεβάντας.Τα λεπτά της χέρια τον κρατούσαν σφιχτά και, παρά τον πόνο που τρυπούσε το κρανίο του, ένιωσε

την επιθυμία του να φουντώνει και να επισκιάζει την ευγνωμοσύνη.«Ζιζέ... τι σου έκαναν;» Η φωνή της ακούστηκε πνιχτή πάνω από το κεφάλι του.Εκείνος συγκέντρωσε όλη του την προσοχή στο χτύπο της καρδιάς της, αρπάχτηκε από τον ήχο

του, έδιωξε από το μυαλό του τις μαύρες αρπάγες που προσπαθούσαν να τον τραβήξουν στη λήθη.«Δεν είναι τίποτα».«Νόμιζα... Νόμιζα πως σε σκότωσαν».Μια ξαφνική ριπή ανέμου έσπρωξε τις σταγόνες της βροχής από την ανοιχτή πόρτα και γέμισε το

χωμάτινο πάτωμα σκουρωπές κηλίδες. Η Μπριάνα τραβήχτηκε μακριά του με προσοχή, τον κράτησεμε το ένα της χέρι και με το άλλο έπιασε το μαχαίρι και άρχισε να κόβει το σκοινί που έδενε τουςκαρπούς και τους αστραγάλους του. Τα κομμάτια έπεσαν κάτω σαν κιτρινωπά σκουλήκια καισκόρπισαν στο χώμα. Είδε το αίμα να ξαναγυρίζει στα δάχτυλά του. Ο Ζιζέ τα ανοιγόκλεισε πολλέςφορές για να ξαναβρεί την αίσθηση της αφής.«Μη λες ότι δεν είναι τίποτα», τον μάλωσε και δάγκωσε το χείλι της με ανησυχία όταν τον είδε να

κάθεται σαν άψυχος.

Page 115: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Ο Ζιζέ σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. «Με χτύπησαν στοπίσω μέρος του κεφαλιού», της εξήγησε. «Μια γρατσουνιά είναι μόνο. Έπρεπε να το υποψιαστώ»,πρόσθεσε χαμογελώντας μελαγχολικά.Η Μπριάνα τον έσπρωξε μαλακά προς τα εμπρός για να εξετάσει το τραύμα και να δει τη ζημιά που

του είχαν προκαλέσει με εντολή του αδελφού της.Το σκίσιμο στο δέρμα του κρανίου του ήταν βαθύ, τα χείλη της πληγής μελανά, τα μαλλιά του

είχαν κολλήσει από το ξεραμένο αίμα. Έπρεπε να το καθαρίσει με κάποιο τρόπο.«Θα ζήσω;»Το χλιαρό αστείο του την έκανε να χαμογελάσει.«Πρέπει να το πλύνω. Πάω να φέρω το φλασκί μου με το νερό».Το άλογο στεκόταν κάτω από ένα μικρό κράταιγο και περίμενε υπομονετικά. Η Μπριάνα ήλπιζε ότι

το ζώο θα έμενε εκεί, αφού δεν είχε τρόπο να το δέσει.Το σκυλί ήταν ξαπλωμένο ακριβώς εκεί που το είχε προστάξει να μείνει. Όταν την είδε, σήκωσε τη

μουσούδα από τα πόδια του και κλαψούρισε.«Καλό σκυλί», ψιθύρισε και έσκυψε για να το χαϊδέψει στο κεφάλι. Το δέρμα του σκυλιού

σχημάτιζε ρυτίδες γύρω από τα μάτια του που του έδιναν μια μόνιμα θλιμμένη όψη. «Τον βρήκες,τον βρήκες». Η ευτυχία ξεχείλισε από την καρδιά της. Ο Ζιζέ ήταν ζωντανός –τραυματισμένος αλλάζωντανός. Η διαίσθησή της είχε επαληθευτεί.«Πώς στην ευχή με βρήκες;» τη ρώτησε αμέσως μόλις ξαναμπήκε στην καλύβα.Η Μπριάνα γονάτισε δίπλα του και άρχισε να χωρίζει απαλά τα μαλλιά του για να αποκαλύψει την

πληγή. Οι φαρδιοί ώμοι του σφίχτηκαν όταν άρχισε να την καθαρίζει χρησιμοποιώντας την άκρη τουμανδύα του μουσκεμένη με νερό. «Συγνώμη, μπορεί να σε πονέσω».«Πώς με βρήκες;» επανέλαβε εκείνος, αγνοώντας την έκφραση της ανησυχίας της.«Το παιδί του στάβλου πρότεινε να πάρω μαζί μου ένα σκυλί, ένα από τα κυνηγόσκυλα. Η

όσφρησή τους είναι εκπληκτική. Ο μανδύας σου είχε μείνει στους στάβλους. Το κυνηγόσκυλοακολούθησε εύκολα τη μυρωδιά σου». Έβρεξε πάλι το ύφασμα με το νερό του φλασκιού καισκούπισε με προσοχή το τραύμα.Εκείνος γύρισε προς το μέρος της, έτσι που το χέρι της απομακρύνθηκε από το κεφάλι του και το

μουλιασμένο ύφασμα έπεσε στα γόνατά της.«Με φόρτωσαν στο άλογό μου και με έφεραν εδώ, ελπίζοντας πως θα κατάφεραν να με κρατήσουν

μακριά μέχρι να γίνουν οι γάμοι. Και θα τα κατάφερναν, αλλά ο Χιου δεν είχε υπολογίσει εσένα,έτσι δεν είναι; Την ατίθαση, ασυμβίβαστη αδελφή του».Η Μπριάνα κοκκίνισε από αμηχανία. Τα λόγια του την είχαν φέρει σε πολύ δύσκολη θέση. «Ο Χιου

μου είπε ότι έφυγες, ότι βαρέθηκες τα οικογενειακά καμώματα στο κάστρο του Γουόλτερ».«Κι εσύ επέλεξες να μην τον πιστέψεις».«Ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά», ψιθύρισε διστακτικά, γιατί δεν ήξερε αν έπρεπε να του

αποκαλύψει το ενδιαφέρον της γι’ αυτόν. «Μου ζήτησες να σ’ εμπιστευτώ... και μετά...» Η ανάσατης κόπηκε όταν θυμήθηκε τον τρόμο που ένιωσε βλέποντας το ματωμένο πουκάμισο του αδελφούτης. «Και μετά εξαφανίστηκες».«Με εμπιστεύτηκες;» επανέλαβε εκείνος με κατάπληξη. Γέλασε κοφτά και μετά μόρφασε όταν ο

πόνος τρύπησε πάλι το κρανίο του. «Εσύ, η Μπριάνα του Σέφανοκ, που δεν εμπιστεύεται κανέναν,ούτε έναν άνθρωπο στον κόσμο, εμπιστεύτηκες εμένα;»Η Μπριάνα σάλεψε αμήχανα. Τα δάχτυλα των ποδιών της είχαν αρχίσει να μουδιάζουν από την

Page 116: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

άβολη στάση. Του χαμογέλασε διστακτικά. «Μη με πειράζεις».«Καθόλου. Με κολακεύεις». Τα χέρια του έκλεισαν το πρόσωπό της και η Μπριάνα συγκρατήθηκε

με κόπο για να μη γείρει το κεφάλι της στην παλάμη του. Η σιγανή, βελούδινη φωνή του τυλίχτηκεγύρω της, την υπνώτισε. «Η γενναιότητα σου δεν παύει να με εκπλήσσει. Ποιος θα περίμενε νακρύβεται τόση δύναμη, τόσο κουράγιο μέσα σε ένα τόσο δα κορμί;»Εκείνη γέλασε σιγανά και έπιασε μια τούφα που είχε ξεφύγει πίσω από το αυτί της. «Μάλλον

απελπισία ήταν. Η σκέψη ότι θα βρισκόμουν πάλι αιχμάλωτη αυτού του ανθρώπου, φυλακισμένη σεένα κακορίζικο γάμο μού έδωσε δύναμη». Καθώς τα έλεγε αυτά, ήξερε ότι απέφευγε να του πει τηναλήθεια –ότι δεν είχε κάνει την παραμικρή απόπειρα να φύγει μέχρι να αντιληφθεί ότι εκείνοςκινδύνευε. Εκείνος ήταν που της έδινε δύναμη και κουράγιο. Το βλέμμα της αγκάλιασε τις γραμμέςτων ζυγωματικών του, την αισθησιακή καμπύλη των χειλιών του.«Κι έτσι φόρεσες αγορίστικα ρούχα και το έσκασες», είπε εκείνος χαμογελώντας και

περιεργάστηκε τις λεπτομέρειες της εμφάνισής της –το εφαρμοστό παντελόνι που τόνιζε τιςκαλλίγραμμες γάμπες της, τη φαρδιά πουκαμίσα που την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο μικρόσωμηκαι εύθραυστη.«Με βοήθησε ένας μικρός σταβλίτης», του εξήγησε. «Και ένα έξυπνο, ικανό σκυλί. Ποτέ δε θα τα

κατάφερνα μόνη μου».«Όπως κι αν το έκανες, Μπριάνα, σου χρωστώ ευγνωμοσύνη. Σ’ ευχαριστώ».Η βελούδινη, βαθιά φωνή του την έκανε να ριγήσει. Προσπάθησε να μείνει ήρεμη, ανεπηρέαστη –

ήταν τραυματισμένος, έπρεπε να ξαπλώσει να ξεκουραστεί. Το πρόσωπό του ήταν πολύ κοντά, τόσοκοντά που ξεχώριζε τα γένια στο τετράγωνο σαγόνι και τα μάγουλά του.Το χέρι του ακούμπησε τρυφερά στο μάγουλό της κι εκείνη άπλωσε το δικό της σαν μαγεμένη και

το σκέπασε.Η επαφή με τα δροσερά της δάχτυλα θαρρείς και ήταν η δύναμη που απελευθέρωσε την τρομερή

του επιθυμία, τη φωτιά που σιγόκαιγε στα βάθη του κορμιού του. Πήρε μια βαθιά, κοφτή εισπνοήκαι προσπάθησε να συγκεντρωθεί σ’ αυτά που του έλεγε.«Ανησύχησα πολύ για σένα», ομολόγησε. «Φοβήθηκα ότι σε σκότωσαν». Κούνησε το κεφάλι της

πέρα δώθε, κρατώντας σφιχτά τα δάχτυλά του και τα δάκρυα σχημάτισαν δυο ασημένια ρυάκια σταμάγουλά της.Ο Ζιζέ χάιδεψε και το άλλο μάγουλό της και τα ζεστά του δάχτυλα άγγιξαν το λοβό του αυτιού της.

«Μην κλαις για μένα», είπε βραχνά. «Δε μου αξίζει».Τον κοίταξε αγριεμένα, περιεργάστηκε τα ασημόγκριζα μάτια του, τα ανοιχτοκάστανα μαλλιά που

έπεφταν στο μέτωπό του. Σου αξίζει, σκέφτηκε. Και βέβαια σου αξίζει. Σου αξίζει και το τελευταίοίχνος συναισθήματος που έχω μέσα μου. Και θα σου τα έδινα όλα αν μου το ζητούσες.Η ομορφιά των καταγάλανων ματιών της του είπε ό,τι χρειαζόταν να μάθει. Τον ήθελε, τον

χρειαζόταν. Τα δεσμά της ευπρέπειας έσπασαν, τη θέση της πήρε η προσμονή. Η επιθυμία τονάδραξε με όλη της τη μανία, έδιωξε τη λογική, την αίσθηση του σωστού και του λάθους.Ήταν χαμένος.Τα δυνατά του δάχτυλα βυθίστηκαν στα μαλλιά της, οι παλάμες του έκλεισαν το πρόσωπό της, την

τράβηξε κοντά του, κι ακόμα πιο κοντά. Δεν είχε πια συγκρατημό και το ήξερε· το στόμα τουφυλάκισε το δικό της, τη φίλησε άγρια, με πάθος. Η Μπριάνα έβγαλε μια πνιχτή κραυγή καιπαραδόθηκε στο φιλί του.Τα σπλάχνα της είχαν πιάσει φωτιά, έλιωνε από την επιθυμία. Ήξερε τι θα συνέβαινε και

Page 117: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

αδημονούσε.Ένα φιλί θα του αρκούσε. Μόνο ένα φιλί για να καταλαγιάσει τον κολασμένο πόθο που έκανε το

κορμί του να καίει, που έλιωνε τα μέλη του σαν υγρή φωτιά. Έτσι είπε στον εαυτό του και την ίδιαστιγμή ήξερε πως έλεγε ψέματα. Ποτέ δε θα του έφτανε ένα φιλί. Ήθελε κάτι περισσότερο. Πολύπερισσότερο.Τα χέρια του έφυγαν από το πρόσωπό της, την έπιασε από τη μέση, την αγκάλιασε με πάθος,

τράβηξε το δερμάτινο κορδόνι που κρατούσε τα μαλλιά της δεμένα, έλυσε τον υπέροχο καταρράκτητους. Τα χείλη του τρύγησαν πάλι τα δικά της, την απόθεσε στην αγκαλιά του με μια απότομηκίνηση. Με το ένα του χέρι στήριξε την πλάτη της, με το άλλο άδραξε τη χρυσοκόκκινη χαίτη της κιέπειτα τα δάχτυλά του άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα κάτω.Η Μπριάνα στέναξε από ευχαρίστηση όταν η παλάμη του σκέπασε την καμπύλη του στήθους της,

το στόμα της άνοιξε κάτω από το δικό του. Η γλώσσα του βυθίστηκε μέσα, γεύτηκε τη γλύκα του,έστειλε ρίγη ηδονής σ’ όλο της το σώμα. Η Μπριάνα φοβήθηκε ότι θα διαλυόταν σε χίλια κομμάτια.Το αίμα έτρεχε σαν λιωμένη λάβα στις φλέβες της και μια υπέροχη αίσθηση γινόταν όλο και πιοέντονη, όλο και πιο υπέροχη καθώς μάζευε δυνάμεις στα βάθη του είναι της. Με κάθε χτύπο τηςκαρδιάς της, ένιωθε το σώμα της να σφίγγεται, να λαχταράει απεγνωσμένα κάτι –και δεν ήξερε τι. Τοδέρμα της είχε πιάσει φωτιά. Αρπάχτηκε από τους ώμους του σαν να ήταν σχεδία μέσα σεφουρτουνιασμένη θάλασσα. Όσο τα χείλη του τρυγούσαν τα δικά της η ανάσα της έβγαινε κοφτή,γρήγορη, ένα γιγάντιο κύμα πόθου την παρέσερνε γοργά, και δεν μπορούσε ούτε ήθελε νααντισταθεί. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ μη με διώξεις μακριά σου τώρα, τον ικέτεψε νοερά. Άσε μενα γίνω δική σου, έστω μόνο αυτή τη φορά. Το παρελθόν, το μέλλον, τα πάντα έσβησαν κάτω απ’αυτή την ακαταμάχητη επιθυμία, την ανάγκη να γίνει ένα μ’ εκείνο τον άνθρωπο, να γίνει δική του.Ο Ζιζέ τράβηξε με κόπο τα χείλη του από τα δικά της, κοίταξε το αναψοκοκκινισμένο της

πρόσωπο. «Πρέπει να με σταματήσεις». Ο πόθος έκανε τη φωνή του αγνώριστη. «Γιατί μόνος μουδεν μπορώ να σταματήσω».Τα λεπτά της δάχτυλα χάιδεψαν το σαγόνι του με τα καινούρια γένια. «Δε θέλω». Η καρδιά της

κόντευε να σπάσει.«Μπριάνα, ξέρεις τι θα συμβεί». Τα γκρίζα μάτια του κοίταξαν ερευνητικά τα δικά της.Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.Πιάνοντας την άκρη της πουκαμίσας της, την τράβηξε πάνω από το κεφάλι της. Ο κρύος αέρας που

έμπαινε από την ανοιχτή πόρτα τη φύσηξε στην πλάτη.«Ω Θεέ μου», ψιθύρισε και τα μάτια του σκοτείνιασαν καθώς περιεργαζόταν την αλαβάστρινη

τελειότητα του στήθους της, το επίπεδο στομάχι. Η Μπριάνα κοκκίνισε όταν είδε το βλέμμα του καισταύρωσε ντροπαλά τα χέρια της μπροστά. «Όχι», ψιθύρισε εκείνος και τα κατέβασε. «Μην κρύβειςτο σώμα σου. Είσαι πανέμορφη».Από εκείνη τη στιγμή η Μπριάνα έχασε κάθε αίσθηση του χρόνου –από τη στιγμή που στάθηκε

μπροστά της υπέροχος σαν άγαλμα μέχρι τη στιγμή που ξάπλωσε γυμνή δίπλα του, με το λευκό σανγάλα κορμί της δίπλα στο ηλιοψημένο δικό του. Έξω, η παγωμένη βροχή είχε γίνει χιόνι και οιλευκές νιφάδες έμπαιναν στριφογυρίζοντας μέσα στην καλύβα και έστρωναν το χωμάτινο πάτωμα.Η Μπριάνα χάιδεψε τα δυνατά του μπράτσα, το στήθος του που έμοιαζε σαν συμπαγές τείχος από

σφιχτούς μυώνες. Ένα βαθύ αυλάκι έτρεχε στο στήθος του από τη λακκούβα του λαιμού μέχρι τοεπίπεδο στομάχι του. Τα δάχτυλά της το ακολούθησαν, αναζήτησαν τα μυστικά του.Η πνιχτή κραυγή του την έκανε να σταματήσει. «Ζιζέ;» ψιθύρισε. Η καρδιά της φτερούγισε

Page 118: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

αλαφιασμένη όταν ο μηρός του κόλλησε στο πλάι του γοφού της. Ξεροκατάπιε βιαστικά· ξαφνικά τοστόμα της είχε στεγνώσει.«Ησύχασε, μη φοβάσαι. Θα τα φροντίσω όλα εγώ».Είπε στον εαυτό του να μη βιάζεται, να απολαύσει με την ησυχία του αυτή την καλλονή. Όμως

ακόμα και το πιο διστακτικό άγγιγμα των δαχτύλων της έκανε το κορμί του να παίρνει φωτιά, τονπόθο να μαζεύεται σαν ελατήριο όλο και πιο σφιχτά μέσα στο στομάχι του. Δε θα άντεχε για πολύακόμα.Την έκλεισε στην αγκαλιά του, έσφιξε το κορμί της πάνω στο δικό του, έσκυψε το κεφάλι του για

να χαράξει ένα καυτό μονοπάτι από φιλιά στο στήθος και το λαιμό της. Η Μπριάνα αναστέναξε καιεκείνη τη στιγμή ο Ζιζέ κατάλαβε ότι δε θα μπορούσε να σταματήσει ακόμα κι αν ήταν ζήτημα ζωήςκαι θανάτου.Την αγκάλιασε τρυφερά, την ξάπλωσε στο χωμάτινο πάτωμα και αναζήτησε τα χείλια της. Η κοιλιά

της σφίχτηκε με έναν υπέροχο, πρωτόγνωρο τρόπο, της φάνηκε ότι θα σκορπούσε σε χίλιακομμάτια.«Ζιζέ...»Εκείνος ανασηκώθηκε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Ησύχασε και μη φοβάσαι. Έχε μου

εμπιστοσύνη», ψιθύρισε καθώς έπαιρνε θέση από πάνω της. Η γυμνή σάρκα του την ξετρέλανε, ηαπόδειξη του πόθου του για κείνη τη γέμισε μια παράξενη δύναμη.Έγειρε από πάνω της κι εκείνη ανασηκώθηκε για να τον συναντήσει, να τον υποδεχτεί. Έκλεισε το

πρόσωπό του στα χέρια της, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια που έλαμπαν σαν ασημένια διαμάντια καιπαραδόθηκε στη γλυκιά εισβολή του.Τα χέρια της ταξίδεψαν με λαχτάρα στη δυνατή του πλάτη, στους σφιχτούς γλουτούς του. Και όταν

τον ένιωσε να βυθίζεται μέσα της έβγαλε μια πνιχτή κραυγή πόνου που πολύ γρήγορααντικαταστάθηκε από μεγαλύτερη ηδονή.Παρ’ όλο που είπε στον εαυτό του να μη βιάζεται, να είναι προσεκτικός, τρυφερός, ο Ζιζέ δεν

μπόρεσε να κρατηθεί.Άρχισε να κινείται ρυθμικά μέσα της κι εκείνη έπιασε αμέσως το ρυθμό του και τον ακολούθησε,

ανυπομονώντας να γνωρίσει αυτούς τους καινούριους κόσμους που την ταξίδευε, αυτά ταπρωτόγνωρα μυστήρια στα οποία τη μυούσε.Ο στρόβιλος ξεκίνησε κάπου βαθιά μέσα της και άρχισε να θεριεύει και να παρασέρνει τα πάντα

στο πέρασμά του, σκορπίζοντας κάθε λογική σκέψη και παρασέρνοντάς τη στο πιο μαγευτικόσκοτάδι. Έκλεισε τα μάτια της και τον ακολούθησε όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο δυνατά, όλο καιπιο γρήγορα, ώσπου εκείνη η καταιγίδα ξέσπασε και την πήρε μαζί της. Έβγαλε μια κραυγή καιένιωσε το σώμα του Ζιζέ να συνταράσσεται από έναν πανίσχυρο σπασμό.«Γλυκιά Μπριάνα», ψιθύρισε με ραγισμένη φωνή και σωριάστηκε πάνω της αποκαμωμένος,

χορτασμένος και απόλυτα δικός της.

Page 119: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 15

Ο Ζιζέ είχε το κεφάλι του στηριγμένο στο ένα χέρι και κοιτούσε ψηλά. Η έκφρασή του ήτανσκυθρωπή, προβληματισμένη, καθώς μετρούσε τους ρόζους στο χαμηλό ταβάνι.Είχε ξυπνήσει νωρίς, γιατί ο βουβός πόνος στη βάση του κρανίου του τον είχε τραβήξει χωρίς

λύπηση από τον βαθύ, απολαυστικό ύπνο.Ο πόνος και η υγρή γλώσσα του σκύλου, που είχε τρυπώσει το βράδυ στην καλύβα για να

προστατευτεί από το κρύο. Ο Ζιζέ είχε σπρώξει το ζώο στην άκρη και τώρα ήταν ξαπλωμένο με τοκεφάλι ακουμπισμένο στα μπροστινά του πόδια και τον κοιτούσε με μισό μάτι.Το παράξενο, απόκοσμο λευκό φως που ήταν διάχυτο μέσα στην καλύβα και οι αφύσικα πνιχτοί

ήχοι τον είχαν κάνει για μερικές στιγμές να αναρωτηθεί πού βρισκόταν. Ώσπου είδε το χιόνι που είχετρυπώσει από την ανοιχτή πόρτα.Είχε χιονίσει στη διάρκεια της νύχτας και ο πρωινός ήλιος αντανακλούσε στις τριζάτες

χιονονιφάδες στέλνοντας μια λευκή δέσμη φωτός που του ζέσταινε τα πόδια.Η Μπριάνα ήταν ξαπλωμένη δίπλα του, σκεπασμένη με τον χοντρό μάλλινο μανδύα που είχαν ρίξει

από πάνω τους όταν τα ξαναμμένα από τον έρωτα κορμιά τους είχαν αρχίσει να κρυώνουν. Τοστήθος της πίεζε το μπράτσο του, τα λευκά πλευρά της το στομάχι του.Οι μεταξένιες γάμπες της ήταν τυλιγμένες στα τριχωτά του πόδια. Οι μηροί της ήταν λείοι και

τρυφεροί. Μια χαλκόχρωμη τούφα ήταν απλωμένη πάνω στο στέρνο του.Ήθελε να μείνει εκεί για πάντα, ν’ ακούει το χτύπο της καρδιάς της πάνω στη δική του, να νιώθει τη

γλύκα της ανάσας της, να απολαμβάνει τη ζεστασιά του κορμιού της. Η Μπριάνα άλλαξε θέση μέσαστον ύπνο της και η μικρή αυτή κίνηση ξύπνησε μονομιάς μέσα του τον πόθο.Έσφιξε τα δόντια του και προσπάθησε να τον πνίξει.Οι τύψεις τού έκαιγαν το στομάχι. Πώς στην οργή είχε κάνει τέτοιο πράγμα; Είχε φερθεί σαν

αγροίκος, την είχε παρασύρει να σμίξει μαζί του, είχε πάρει την παρθενιά της χωρίς ενδοιασμό,χωρίς να σκεφτεί την αφέλειά της, την αθωότητά της. Ένα τυφλό, ανόητο πάθος τον είχε παρασύρειλες και δε διέθετε ούτε ίχνος αυτοπειθαρχίας.Θα νόμιζε κανείς πως ήταν κανένα ανώριμο παιδαρέλι που μόλις ανακάλυπτε τα σωματικά πάθη.Ήθελε να βοηθήσει την Μπριάνα και τώρα είχε παραβιάσει την εμπιστοσύνη που της είχε ζητήσει

να του δείξει. Αυτό ήταν το ευχαριστώ που της έλεγε επειδή τον είχε βρει, επειδή είχε φροντίσει τοτραύμα του, για τα δάκρυα που είχε ρίξει γι’ αυτόν. Μια προσβολή στη θηλυκότητά της. Δε διέφερεσε τίποτα από τους άλλους, ούτε από τον Γουόλτερ ούτε από τον αδελφό της.Η Μπριάνα τρίφτηκε πάνω του και χαμογέλασε στον ύπνο της. Ο Ζιζέ ανατρίχιασε όταν είδε τα

πληγιασμένα της χείλη, τις κόκκινες γραμμές που είχαν αφήσει τα κοντά του γένια στο λευκό τηςδέρμα. Και τότε συνειδητοποίησε κάτι που δε θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ του.Η σχέση του με τη Νάντια ήταν άνετη, ευχάριστη, ένα μέρος που έβρισκε παρηγοριά και σωματική

ικανοποίηση σ’ εκείνο τον άγριο τόπο. Αλλά δεν ήταν αγάπη.Οι μέρες που είχε περάσει με την Μπριάνα τον είχαν κάνει να το καταλάβει. Ποτέ άλλοτε δεν είχε

αισθανθεί τόση πληρότητα, τόση ικανοποίηση. Ποτέ άλλοτε δεν είχε φτάσει στο σημείο να ξεχάσει

Page 120: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

εντελώς τον εαυτό του, να δοθεί. Αυτό τον τρόμαζε και την ίδια στιγμή το διψασμένο του κορμίαπαιτούσε να το επαναλάβει. Τον έπνιξε η περιφρόνηση για τον ίδιο του τον εαυτό. Η μαύρη καρδιάτου δεν της άξιζε, δεν άξιζε τη φροντίδα της, την ομορφιά της... την αγάπη της.Το μολυβένιο βάρος που του πλάκωνε την καρδιά θα έμενε για πάντα εκεί. Και θα τραβούσε μαζί

του και την Μπριάνα, θα μίαινε την ψυχή της, θα σκότωνε τη ζωντάνια της, θα διέβρωνε τηνκαλοσύνη της.Η Μπριάνα αναστέναξε στον ύπνο της και ακούμπησε το χέρι της στο στήθος του. Ήταν ένα απλό

χάδι, που όμως ο Ζιζέ το ένιωσε μέχρι τα κατάβαθα της καρδιάς του. Το σώμα του, ήδη ερεθισμένοαπό την επαφή του με το δικό της, απειλούσε να τον βάλει στο ίδιο μονοπάτι που είχε πάρει και τηνπρώτη φορά.Τράβηξε με πολύ μεγάλη προσοχή το χέρι του κάτω από το κεφάλι της, κάτω από τη μεταξένια

κουρτίνα των μαλλιών της που ήταν απλωμένη στον ώμο του. Τα βλέφαρά της πετάρισαν αλλά δενξύπνησε.Φόρεσε την περισκελίδα του που ήταν αφημένη λίγο πιο πέρα, τις μπότες του, την πουκαμίσα του

και τέλος την τουνίκα. Πέρασε τη ζώνη με το σπαθί στη μέση του και έκλεισε την αγκράφα μεδάχτυλα που έτρεμαν για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Όταν τελείωσε βγήκε από την καλύβα καιανάσανε βαθιά τον καθαρό, παγωμένο αέρα.Οι μπότες του βυθίστηκαν στο χιόνι που έτριξε κάτω από το βάρος του. Ένα παχύ λευκό στρώμα

κάλυπτε τα πάντα λες και κάποιος είχε ντύσει κάθε δέντρο, κάθε πέτρα και θάμνο με αφράτη ερμίνα,είχε τυλίξει με λευκή γούνα τη ροζιασμένη φλαμουριά, την ασημένια σημύδα.Το χιόνι είχε κολλήσει στις εσοχές των κορμών και σχημάτιζε ένα δίχτυ πάνω στον μουσκεμένο

καφετή φλοιό. Και κάτω από τα δέντρα, ένα δυσαρεστημένο άλογο χρεμέτισε με παράπονο όταν τονείδε να πλησιάζει.Το ζώο είχε γλιτώσει από τη χιονοθύελλα καταφεύγοντας κάτω από μια πυκνή συστάδα δέντρων.

Από τα ρουθούνια του έβγαιναν πίδακες λευκού ατμού που αγκάλιασαν τα χέρια του Ζιζέ όταν ταάπλωσε για να το χαϊδέψει στο λαιμό.

*

Η γούνα από σκίουρο που έντυνε την εσωτερική πλευρά του μανδύα του Ζιζέ της γαργάλησε τοσαγόνι και ξύπνησε αργά, νωχελικά, με ένα υπέροχο αίσθημα ευδαιμονίας. Τέντωσε τα πόδια της,έπαιξε τα δάχτυλά της για να διώξει το μούδιασμα και απόλαυσε εκείνη την πρωτόγνωρη πληρότηταπου πλημμύριζε την ψυχή της. Πού να ξέρει πόσο εξαίσιο, πόσο ανεκτίμητο μπορούσε να είναι ένατέτοιο ερωτικό σμίξιμο; Θα το φυλούσε για πάντα σαν θησαυρό μέσα της, η πιο πολύτιμη ανάμνησητης ζωής της.Κάθε μυς, κάθε νεύρο της δονούνταν ακόμα από την ανάμνηση του φλογερού αγγίγματός του,

κάθε σημείο του δέρματός της είχε τη σφραγίδα του φιλιού του. Ο πόθος ξαναφούντωσε μέσα τηςκαι γύρισε το κεφάλι της στο αυτοσχέδιο μαξιλάρι.Η καλύβα ήταν άδεια.Τύλιξε τον φαρδύ μανδύα γύρω της, σηκώθηκε με δυσκολία και τα πόδια της πάτησαν το χιόνι που

είχε παρασύρει μέσα ο αέρας. Τα μεγάλα, υγρά μάτια του σκυλιού ακολουθούσαν τις κινήσεις της.Στο τέλος πετάχτηκε όρθιο και έτριψε την κρύα μουσούδα του στη χούφτα της. Η Μπριάνααναπήδησε ξαφνιασμένη. Είχε ξεχάσει το σκυλί, αλλά τώρα του χαμογέλασε και χάιδεψε το πλατύ

Page 121: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

κεφάλι του.Κοίταξε γύρω της και μισόκλεισε τα μάτια για να μην τη θαμπώνει ο πρωινός ήλιος που βρισκόταν

ακόμα χαμηλά, μια πορτοκαλόχρυση σφαίρα στον ανατολικό ορίζοντα που έβαφε ροζ τουςασημένιους κορμούς των σημύδων.«Ρίξε κάτι πάνω σου, κάνει παγωνιά». Η βραχνή φωνή του είχε έναν ψυχρό, κοφτό τόνο. Τον είδε

να βγαίνει από τη σκιά των δέντρων. Έβαλε το χέρι της αντήλιο και τελικά ξεχώρισε το σκούροπερίγραμμα των ώμων του και το ψηλό του σώμα καθώς έβγαινε στο ξέφωτο.«Τι όμορφα που είναι!»Η Μπριάνα χαμογέλασε καθώς κοιτούσε το λαμπερό χιόνι που σκέπαζε τα πάντα. Τα μάγουλά της

είχαν ένα γλυκό ρόδινο χρώμα. Άρχισε να χοροπηδάει πάνω στο χιόνι που είχε μαζευτεί στο άνοιγματης καλύβας για να μην παγώσουν τα πόδια της.Το λευκό του χιονιού καθρεφτιζόταν στα γαλάζια μάτια της κάνοντάς τα να λάμπουν σαν αχνές

ακουαμαρίνες. Τον κοίταξε, και το βλέμμα της έκρυβε όλα τα μυστικά της νύχτας που είχαν ζήσειμαζί.Η καρδιά του έχασε ένα χτύπο όταν είδε την έκφρασή της. Η υπόσχεση που έκρυβε εκείνο το

βλέμμα τού θύμιζε μόνο την εγωιστική, ηδονιστική φύση του.Πλησίασε βλοσυρός με τα χείλη σφιγμένα σε μια αυστηρή γραμμή, αγέλαστος. «Είπα, ρίξε κάτι

πάνω σου». Μερικές νιφάδες είχαν λιώσει και ύγραιναν τους ώμους και τα μαλλιά του.Η αβεβαιότητα άρχισε να τρυπώνει αργά και ύπουλα στην καρδιά της. Η γλυκιά αίσθηση της χαράς

ξεθώριασε, βούλιαξε. Σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό, ήθελε να του φωνάξει. Σε παρακαλώ, μηνκαταστρέφεις αυτό που ζήσαμε. Μην καταστρέφεις μια πολύτιμη ανάμνηση.Έκανε μεταβολή για να κρύψει τα δάκρυα που ανάβλυσαν στα μάτια της, μπήκε στην καλύβα και

φόρεσε βιαστικά τα ρούχα του σταβλίτη.Οι μπότες της ήταν πεταμένες σε μια γωνιά, ξεχασμένες. Ο Ζιζέ της τις είχε βγάλει το προηγούμενο

βράδυ. Τότε την κοίταζε με βλέμμα γεμάτο πόθο γιατί την ήθελε. Αν έκρινε από τη διάθεσή τουτώρα το πρωί, ήταν φανερό πως θεωρούσε ότι είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος.Ήθελε να συρθεί στη γωνία και να κρυφτεί, γιατί οι ίδιες εικόνες που πριν από λίγο γέμιζαν την

καρδιά της ευδαιμονία τώρα την έκαναν να κοκκινίζει από ντροπή. Αφού ντύθηκε, στάθηκεαναποφάσιστη, γεμάτη αμφιβολίες, απρόθυμη να βγει έξω και να αντιμετωπίσει την περιφρόνησήτου, την απέχθειά του γι’ αυτό που είχε συμβεί.Την είχε βρει λειψή, τον είχε απογοητεύσει. Προφανώς δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη Νάντια,

που κυριαρχούσε στις σκέψεις του.Ο Ζιζέ εμφανίστηκε έξαφνα στην πόρτα, ακούμπησε τα χέρια του πάνω στη σκεβρωμένη κάσα. Οι

νιφάδες του χιονιού είχαν κρυσταλλιάσει στις άκρες των μαλλιών του.«Τι κάνεις ακόμα εδώ μέσα; Γιατί καθυστερείς; Ο Γουόλτερ και ο αδελφός σου θα στείλουν

ανθρώπους να μας βρουν από στιγμή σε στιγμή. Πρέπει να φύγουμε».Η Μπριάνα έστρεψε τα φωτεινά της μάτια προς το μέρος του. Ο επιτακτικός του τόνος την

εκνεύρισε. «Γιατί φέρεσαι έτσι;»«Καθυστερήσαμε πολύ εδώ πέρα. Είμαστε εκτεθειμένοι». Η σκληράδα της φωνής του τη γέμισε

πίκρα.«Γιατί αποφεύγεις να μιλήσεις γι’ αυτό που έγινε;» ψιθύρισε. «Τόσο απαίσιο ήταν;» Ο τόνος του

και ο τρόπος που την κοιτούσε της έκοβαν τα φτερά, όμως ήθελε να μάθει. Τι θα γινόταν από τώρακαι στο εξής; Πώς θα ήταν τα πράγματα μεταξύ τους;

Page 122: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Απαίσιο;» επανέλαβε εκείνος με έκπληξη και κατέβασε τα χέρια του από την κάσα για να τασταυρώσει στο στήθος του. «Κάθε άλλο. Όμως αυτό που έκανα ήταν ασυγχώρητο».Η Μπριάνα χαμογέλασε με ανακούφιση και η καρδιά της ελάφρωσε. «Δεν υπάρχει τίποτα να σου

συγχωρήσω, Ζιζέ. Ήταν ό,τι πιο ωραίο μου συνέβη ποτέ». Έσκυψε, έπιασε τον κοντό μανδύα απόκάτω και σηκώθηκε πάλι.Τα μάτια του γέμισαν κατάπληξη. Η απλή δήλωσή της τον είχε αιφνιδιάσει, γιατί δεν την περίμενε.

Τα χέρια του έκαιγαν από την επιθυμία να την αγκαλιάσει, αλλά τη συγκράτησε, αντιστάθηκε καικούνησε το κεφάλι του μελαγχολικά. «Δεν ξέρεις τι λες, Μπριάνα. Φέρθηκα άπληστα, εγωιστικά,πήρα κάτι που δεν είχα κανένα δικαίωμα να πάρω».«Μα ήθελα να το κάνεις!» Σ’ εσένα ήθελα να παραδώσω την αγνότητά μου, σκέφτηκε. Σε κανέναν

άλλο. Ποτέ δεν πρόκειται να υπάρξει άλλος.«Έπρεπε να με σταματήσεις. Σε κατέστρεψα».«Ποιος θα το μάθει;» αντιγύρισε εκείνη. «Αφού σου το ξαναείπα, δεν πρόκειται να παντρευτώ

ξανά».Ούτε εμένα;Η ερώτηση αντήχησε ξαφνικά στο μυαλό του και τον άφησε εμβρόντητο. Τα χέρια του άρχισαν να

τρέμουν έτσι όπως ήταν σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του. «Ο γάμος θα σου προσφέρειπροστασία», είπε διπλωματικά και αμέσως άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του μια τρελή ιδέα.«Δεν...»Σήκωσε το χέρι του ψηλά και τη σταμάτησε. «Μην αρχίσεις πάλι να μου λες ότι είσαι ικανή να

προστατέψεις τον εαυτό σου και όλα αυτά τα γνωστά και τετριμμένα. Σύμφωνα με τους νόμουςαυτής της χώρας, ο αδελφός σου έχει τον απόλυτο έλεγχο της ζωής σου. Είναι κηδεμόνας σου».«Μα δε θέλω να παντρευτώ. Θέλω να είμαι ελεύθερη».«Και να ζεις με το φόβο, ελπίζοντας ότι δεν πρόκειται να σε βρουν ποτέ και να σε πιάσουν; Είναι

ζωή αυτή;»Άπλωσε το χέρι του, τη χάιδεψε απαλά στο μάγουλο και το ξανακατέβασε.«Μπριάνα, έχω να σου κάνω μια πρόταση».Τον κοίταξε στα μάτια και περίμενε.«Παντρέψου με».Ήταν τόσο αναπάντεχο, που ένιωσε σαν να της είχε δώσει γροθιά στο στομάχι. Έκανε μερικά

βήματα προς τα πίσω, σήκωσε τα χέρια σαν να ήθελε να προστατευτεί, ενώ την ίδια στιγμή πάσχιζενα καταλάβει ποια ήταν η πρόθεσή του, γιατί της πρότεινε κάτι τέτοιο.«Θα είναι μια καθαρά τυπική υπόθεση. Μοιάζουμε πολύ εμείς οι δυο, Μπριάνα, είμαστε δυο

άνθρωποι που παλεύουν με τους δαίμονες του παρελθόντος τους. Καταλαβαίνεις, βέβαια, ότι δενμπορώ να σου προσφέρω τίποτα περισσότερο από την προστασία του ονόματός μου, ένα μέρος γιανα μένεις και ασφάλεια. Τίποτ’ άλλο».Τα λόγια του την περιέλουσαν σαν παγωμένο νερό, έπεσαν σαν χαλάζι στην καρδιά της.Τίποτα περισσότερο. Ούτε αγάπη, ούτε φιλιά, ούτε αμοιβαία ευχαρίστηση.Τουλάχιστον είχε την εντιμότητα να δηλώνει με ειλικρίνεια τις προθέσεις του, και είχε δείξει πολύ

παραστατικά ποιες ήταν οι δικές της επιλογές. Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει αν ήθελενα μην κινδυνεύει πάντα από τον αδελφό της.Η ιδέα είχε άλλο ένα πλεονέκτημα. Ακόμα κι αν δεν την αγαπούσε, τουλάχιστον θα ήταν κοντά

του. Και αυτό δεν ήταν καθόλου ασήμαντο.

Page 123: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

*

«Θέλεις να πεις ότι δεν έχεις ιδέα πού βρίσκεται ο ανιψιός μου;» ρώτησε η βασίλισσα Ελεονώραανασηκώνοντας το καμπυλωτό της φρύδι. Το λεπτό σαν περγαμηνή δέρμα του μετώπου της γέμισελεπτές ρυτίδες.Καθόταν στο σκαλιστό δρύινο θρονί απέναντι από τη λαίδη Μαίρη, ευθυτενής, με το σώμα

ολόισιο. Ίσιωσε εκνευρισμένη το ύφασμα του φορέματος με το χρυσό κέντημα στα γόνατά της. Τακαστανά μαλλιά της με τις λιγοστές γκρίζες τρίχες ήταν χτενισμένα και κρυμμένα κάτω από έναδιάφανο μεταξωτό πέπλο. Το ασημένιο στεφάνι που το κρατούσε στη θέση του έλαμπε από ταπολύτιμα πετράδια που το στόλιζαν.Στα εβδομήντα της, η βασίλισσα ήταν ακόμα καλλονή, έστω κι αν οι αυταρχικοί, απότομοι τρόποι

της ενοχλούσαν πολλούς. Αν ήθελε όμως να είναι κανείς δίκαιος, όφειλε να παραδεχτεί ότι είχεπολλές σκοτούρες στο κεφάλι της. Με το γιο της, το βασιλιά Ριχάρδο, αιχμάλωτο, όλη η ευθύνη γιατις υποθέσεις του κράτους είχαν πέσει πάνω της και την είχαν αναγκάσει να εγκαταλείψει τοησυχαστήριό της στα νότια της Γαλλίας.«Ακριβώς αυτό θέλω να πω, Μεγαλειοτάτη», απάντησε με σεβασμό η Μαίρη και προσευχήθηκε να

εμφανιζόταν σύντομα ο Ζοσλέν στην πόρτα του γυναικωνίτη και να πάρει από κει την αναστατωμένηαδελφή του. «Αλλά μην ανησυχείτε, είναι ικανός να φροντίσει τον εαυτό του.«Είναι ανήκουστο να στέλνει τον Ρόμπερτ ντε Λέισι στη Γερμανία ενώ εγώ ζήτησα ρητά και

κατηγορηματικά να πάει ο ίδιος! Ευτυχώς γι’ αυτόν, ο Ρόμπερτ φαίνεται να σημειώνει αρκετήπρόοδο, μολονότι τα λύτρα που ζητά ο Γερμανός αυτοκράτορας είναι εξωφρενικά».Η νευρικότητα που αισθανόταν η βασίλισσα φαινόταν στον τρόπο που έλυνε και έδενε τον κόμπο

της ζώνης της. Οι μακριές άκρες της ήταν στολισμένες με ασημένια διακοσμητικά και το βαρύμέταλλο αγκάλιαζε το φαρδύ φόρεμα σχηματίζοντας αρμονικές πτυχές.«Δεν έχω ιδέα πώς και γιατί άλλαξε σχέδια ο Ζιζέ», της εξήγησε υπομονετικά η λαίδη Μαίρη.

«Όλοι τον είδαμε να φεύγει και πιστέψαμε ότι ο προορισμός του ήταν η ακτή».«Όπως φαίνεται, δεν έφτασε ποτέ στο Σάουθχεϊ. Γιατί δεν πληροφορηθήκαμε τίποτε;» Η φωνή της

Ελεονώρας υψώθηκε, έγινε σχεδόν παρακλητική και παραπονεμένη.Σηκώθηκε από το θρονί και προχώρησε με αγέρωχο βήμα προς το παράθυρο. Παρά την παγωνιά

που έκανε έξω, εκείνη την ώρα της μέρας το προσηλιακό δωμάτιο ήταν ζεστό, γιατί εκμεταλλευότανκαι την παραμικρή ακτίνα του ήλιου.«Ο νεαρός είχε εντολές απευθείας από μένα –από μένα, τη βασίλισσα!» είπε εκνευρισμένα και

έξυσε ασυναίσθητα με τα νύχια της το ξύλινο πλαίσιο του παραθύρου.Η Μαίρη σάλεψε αμήχανα στο κάθισμά της και κοίταξε τη λεπτή σιλουέτα της κουνιάδας της έτσι

όπως διαγραφόταν στο φως που έμπαινε από το τζάμι.Ήλπιζε με όλη της την ψυχή ότι δεν είχαν αιχμαλωτίσει και το γιο της, αλλά στην πραγματικότητα

δε φοβόταν. Ήταν γνωστό ότι είχε το χάρισμα και την ικανότητα να ξεφεύγει πάντοτε από την πιοπροβληματική και επικίνδυνη κατάσταση.Η Ελεονώρα σκούπισε την υγρασία από το παράθυρο και το ογκώδες δαχτυλίδι με το ζαφείρι που

φορούσε έξυσε το τζάμι. Κοίταξε τα χωράφια που απλώνονταν πέρα από τα τείχη του κάστρου. Είχεχιονίσει και η πρασινάδα του χορταριού είχε κρυφτεί κάτω από ένα λευκό χρώμα. Τα χωράφιαχωρίζονταν μεταξύ τους με βάτα που σχημάτιζαν πυκνούς αγκαθωτούς φράχτες.Ανατρίχιασε. Τι απαίσιος τόπος ήταν αυτός! Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχε επιλέξει να ζει

Page 124: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

εκεί ο Ζοσλέν. Παρά το ότι ήταν νόθος, η Ελεονώρα είχε καλή σχέση μαζί του και αισθανόταν μιακάποια ευθύνη απέναντί του. Δεν έφταιγε εκείνος για τις απιστίες του πατέρα τους. Έτσι, του είχεδώσει την ευκαιρία να επιλέξει ανάμεσα στο Σάμπορν και ένα μικρότερο κάστρο, πιο κοντά στομέρος που ζούσε εκείνη, στο Πουατιέ. Όμως, όταν η ομορφιά της λαίδης Μαίρης τον τράβηξε ξανάκαι ξανά στην αγγλική ακτή, η Ελεονώρα δεν άργησε να καταλάβει ποιο από τα δύο θα διάλεγε οαδελφός της.Ένιωσε τα μάτια της να τσούζουν και έτριψε τα ερεθισμένα βλέφαρά της προσπαθώντας να το

ανακουφίσει. Δεν είχε κοιμηθεί καλά γιατί η υγρασία που έσταζε από τους χοντρούς πέτρινουςτοίχους του δωματίου τής περόνιαζε τα κόκαλα και έκανε τα μέλη της σκληρά και άκαμπτα.Σε σύγκριση με το πολυτελές σατό της στη Γαλλία, αυτό το κάστρο φαινόταν σκοτεινό και

αφιλόξενο. Όσο για το φαγητό –τι φρίκη! Ήταν γεμάτο λίπος, με ένα σωρό πίτες και ψωμιά που δεντης άρεσαν καθόλου, γιατί της έπεφταν βαριά στο στομάχι. Κι εκείνο το πρωί, πάλι χυλό βρώμης!Τον έφερναν μέσα σε τεράστια καζάνια που άχνιζαν, ένα πηχτό γκρίζο κατάπλασμα, και γέμιζαν μ’αυτόν τις ξύλινες γαβάθες τους.Ευτυχώς δε θα έμενε εκεί πολύ καιρό. Δυστυχώς δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς· έπρεπε να

συγκεντρώσει τα λύτρα για την απελευθέρωση του Ριχάρδου.Έτριψε πάλι το τζάμι, γιατί η υγρασία την εμπόδιζε να δει έξω. Κάτι... ή μάλλον κάποιος

προχωρούσε στο χωράφι. Ένας καβαλάρης πλησίαζε στο κάστρο διασχίζοντας την επίπεδη λευκήέκταση. Κοίταξε πιο προσεκτικά και τα μάτια της δάκρυσαν από την προσπάθεια να εστιάσει. Όχι,είχε κάνει λάθος. Ο αναβάτης δεν ήταν ένας, ήταν δύο. Ένας άντρας και ένα παιδί, που καθότανμπροστά του πάνω στη ράχη του αλόγου.Η Μαίρη πήγε κοντά της· είχε την ίδια λυγερή σιλουέτα με την Ελεονώρα. «Ο Ζιζέ θα πήγαινε

αμέσως στη Γερμανία για να βρει τον Ριχάρδο αν δεν έμπαινε στη μέση ο Χιου του Σέφανοκ», είπε,νιώθοντας την ανάγκη να εξηγήσει στη βασίλισσα τη συμπεριφορά του γιου της. «Ο ιππότης ήτανπολύ άρρωστος, γι’ αυτό ο Ζιζέ τον βοήθησε να επιστρέψει στην Αγγλία. Αυτό τον καθυστέρησε».«Μια πράξη ελέους». Η Ελεονώρα συνοφρυώθηκε. «Τι ευγενής συμπεριφορά ύστερα από...»

Σταμάτησε απότομα και πήρε μια απολογητική έκφραση.«Εννοείς... ύστερα από ό,τι συνέβη στη Ναρσούφ;» ρώτησε η Μαίρη όταν η Ελεονώρα δε

συμπλήρωσε τη φράση της. «Δεν έχασε το χάρισμά του να νοιάζεται για τους άλλους, ξέρεις». Οτόνος της είχε μια ανεπαίσθητη χροιά θυμού. Γιατί έβγαζαν όλοι τους τόσο αυθαίρετασυμπεράσματα, γιατί αδικούσαν το γιο της;«Σε παρακαλώ, μην ταράζεσαι. Εγώ δεν είδα καθόλου το παιδί ύστερα απ’ αυτό που έγινε, ενώ εσύ

τον έχεις δει. Βασίζω την κρίση μου μόνο σε ό,τι έχω ακούσει».«Τότε περίμενε μέχρι να τον ξαναδείς, σε παρακαλώ. Δεν αξίζει αυτά τα σκληρά λόγια. Τον

αδικούν».Κι όμως, τη στιγμή που το έλεγε, η καρδιά της είχε σφιχτεί, γιατί η αλήθεια ήταν ότι ο γιος της είχε

αλλάξει. Το είδε στο πρόσωπό του από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο Σάμπορν.Ευχόταν να είχε πεθάνει μαζί με τους άντρες του, γιατί θεωρούσε ότι το φταίξιμο ήταν δικό του.«Ποιος είναι αυτός;» Η προσοχή της Ελεονώρας είχε στραφεί πάλι στους δύο καβαλάρηδες.Η Μαίρη έσκυψε προς το τζάμι και κοίταξε έξω. Είδε τους φαρδιούς ώμους, τα ανοιχτοκάστανα

μαλλιά και άνοιξε το στόμα της με έκπληξη. «Αυτός είναι, Ελεονώρα! Ο Ζιζέ!»

*

Page 125: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Καθώς πλησίαζαν στο Σάμπορν από τα βόρεια, διασχίζοντας ένα κατάλευκο τοπίο, η Μπριάνασήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τα ψηλά τείχη του κάστρου με φόβο.Η αμφιβολία που τη βασάνιζε σε όλη, σχεδόν, τη διάρκεια του ταξιδιού, μια αμφιβολία που

τρεφόταν από την απόμακρη συμπεριφορά του Ζιζέ, την έπνιξε και πάλι. Ποιος θα τη βοηθούσε νακαταλάβει αν αυτός ο γάμος ήταν ένα τεράστιο λάθος ή όχι; Ποιος θα τη συμβούλευε τι έπρεπε νακάνει; Δεν είχε κανέναν να μιλήσει, σε κανέναν δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τέτοιες σκέψεις.Όταν απαλλάχτηκε από τον Γουόλτερ, είχε ορκιστεί ότι δε θα παντρευόταν ποτέ ξανά· όμως αυτό

τον όρκο τον είχε δώσει επειδή θεωρούσε δεδομένο ότι ο αδελφός της θα την υποστήριζε σ’ αυτήτης την απόφαση. Και, όπως της είχε επισημάνει και ο Ζιζέ, αν δεν παντρευόταν, δε θααπαλλασσόταν ποτέ από την κηδεμονία του Χιου.Ένιωσε να την αγκαλιάζει μια απέραντη μοναξιά. Παρά τη ζεστασιά που ανέδιδε το σώμα του

άντρα που καθόταν από πίσω της, αυτή η μοναξιά τη διαπέρασε ως τα κατάβαθα της ψυχής της.Έσκυψε το κεφάλι της και κοίταξε τα φτωχικά ρούχα του νεαρού σταβλίτη που φορούσε και την

μπερδεμένη, αχτένιστη χαίτη που έπεφτε και ακουμπούσε σχεδόν στο μηρό της.«Ζιζέ, σταμάτα μια στιγμή!» είπε σφίγγοντας το χέρι του.Εκείνος υπάκουσε και σταμάτησαν πίσω από ένα ψηλό θάμνο για να μη φαίνονται από τα

παράθυρα του κάστρου. Τα ίχνη του αλόγου σχημάτιζαν μια σκούρα γραμμή πάνω στο παρθένοχιόνι που σκέπαζε το χωράφι. Ένας κότσυφας πετάχτηκε μέσα από τα κλαριά του θάμνου με μιααγανακτισμένη κραυγή και υψώθηκε σαν μαύρη σαΐτα στον ουρανό. Το σκυλί, που κοντανάσαινε μετη γλώσσα κρεμασμένη έξω από την προσπάθεια να ακολουθεί την ταχύτητα του αλόγου, έκανε μιαχλιαρή προσπάθεια να τον αρπάξει καθώς περνούσε από μπροστά του και μετά κάθισε κάτω καιτους κοίταξε με παράπονο.«Γιατί σταματήσαμε τώρα;» ρώτησε ο Ζιζέ. «Κοντεύουμε να φτάσουμε». Η ζεστή ανάσα του

χάιδεψε το λοβό του αυτιού της.«Γιατί δε γίνεται να εμφανιστώ έτσι! Οι γονείς σου θα νομίζουν ότι τρελάθηκα».Ο Ζιζέ κοίταξε την αμφίεσή της. «Δε θα τους νοιάξει. Αλλά, αν δε θέλεις, θα φροντίσουμε να μην

το δουν». Ο τόνος του ήταν ψυχρός, αδιάφορος, και η Μπριάνα απελπίστηκε. Ο άνθρωπος που τηςείχε κάνει έρωτα το προηγούμενο βράδυ θαρρείς και είχε εξαφανιστεί. «Κράτα σφιχτά κλεισμένο τομανδύα μου γύρω σου μέχρι να φτάσεις στο δωμάτιο και μετά θα σου φέρω κάτι να φορέσεις».Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και ο Ζιζέ άρχισε να λύνει το μανδύα του ενώ ταυτόχρονα

σκεφτόταν τι θα έπρεπε να κάνει από εκεί και πέρα.Της είχε προτείνει να τον παντρευτεί παρουσιάζοντας την πρότασή του ως έναν τρόπο για να

ξεφύγει από τον αδελφό της, να πάρει το όνομά του απλώς και μόνο για την προστασία που θα τηςπρόσφερε. Πίστευε όμως στ’ αλήθεια ότι έτσι θα ήταν ο γάμος τους; Μόνο για τους τύπους;Το είχε πει για να την πείσει, γιατί ύστερα από την προηγούμενη εμπειρία της ακόμα και ο

υπαινιγμός ενός κανονικού γάμου θα την έκανε να το βάλει στα πόδια. Στην πραγματικότητα, όμως,δεν είχε πάψει ούτε στιγμή να σκέφτεται τη νύχτα που είχαν περάσει. Αυτή η γυναίκα ήταν σανμαγικό φίλτρο, σαν ελιξίριο, και θα έπρεπε να επιστρατεύσει όλη τη δύναμη της θέλησής του για ναμην την αγγίξει άλλη φορά.

Page 126: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 16

Ο Ζιζέ κράτησε την ισορροπία του σφίγγοντας τα πλευρά του αλόγου με τους μηρούς του καιτράβηξε τον βαρύ μανδύα από τους ώμους του. Έγειρε προς τα πίσω, αφήνοντας ένα κενό διάστημαανάμεσα σ’ εκείνον και την πλάτη της Μπριάνα και έριξε το μανδύα στους ώμους της.Το μπλε μάλλινο ύφασμα δημιουργούσε έντονη αντίθεση με τα χαλκόχρωμα μαλλιά της που

έπεφταν λυτά στους ώμους και αγκάλιαζαν την πλάτη της.Η επιθυμία που τον πλημμύρισε σαν αστραπή τού έκοψε την ανάσα· τη θυμήθηκε ξαπλωμένη από

κάτω του, με τα μαλλιά της απλωμένα σε όλο τους το φλογερό μεγαλείο γύρω από το λευκόπρόσωπό της, και του ήρθε ζάλη.Πήδησε κάτω, εκνευρισμένος από την αδυναμία του να συγκρατήσει αυτές τις σκέψεις και

πλησίασε στο κεφάλι του αλόγου. «Από δω και πέρα θα προχωρήσω με τα πόδια», είπε κοφτά.«Τα μαλλιά μου», είπε η Μπριάνα με στενοχώρια. «Δεν έχω τίποτα για να τα μαζέψω». Τα έπιασε

και τα τύλιξε, προσπαθώντας να περιορίσει κάπως τον όγκο τους στη μια πλευρά του κεφαλιού της.«Εσύ έχεις τίποτα;» ρώτησε με ελπίδα.«Όχι. Κρύψε τα κάτω από το γιακά του μανδύα και σταμάτα να ανησυχείς. Μια χαρά είναι η

εμφάνισή σου».Άρχισε να περπατάει, με το λιονταρίσιο κεφάλι του στο ίδιο επίπεδο με το άλογο, την τουνίκα να

τεντώνεται στους φαρδιούς, μυώδεις ώμους του. Το σκυλί πετάχτηκε αμέσως όρθιο, τέντωσε τονευρώδες σώμα του και τους ακολούθησε, σταματώντας κάθε τόσο για να εξετάσει μια ιδιαίτεραενδιαφέρουσα μυρωδιά.Η Μπριάνα κοίταξε το πίσω μέρος του κεφαλιού του Ζιζέ, εκεί που τα μαλλιά ήταν ακόμα

μπερδεμένα και κολλημένα από το ξεραμένο αίμα της πληγής, και ένιωσε να την πλημμυρίζει ένακακό προαίσθημα.Ήταν τόσο τυπικοί μεταξύ τους, οι διάλογοί τους τόσο βεβιασμένοι, που ύστερα από κάθε

προσπάθεια ένιωθε εξαντλημένη. Έτσι θα ήταν τα πράγματα από τώρα και στο εξής; Για πάντα;«Ζιζέ;» Η ανάσα της υψώθηκε σαν αχνός στον κρύο αέρα. Ο ήλιος, που μέχρι πριν από μερικές

στιγμές έλαμπε ολόχρυσος, τώρα είχε κρυφτεί πίσω από ένα ανάριο σύννεφο.Γύρισε και την κοίταξε ανέκφραστος. «Τι είναι πάλι; Σου είπα, μια χαρά είναι η εμφάνισή σου. Σου

φτάνει για να φτάσεις μέχρι το δωμάτιο χωρίς να αναρωτηθεί κανείς τι έγινε».«Δεν είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις αυτό, ξέρεις».«Ποιο πράγμα εννοείς; Το να σε παντρευτώ; Όχι, δεν είμαι υποχρεωμένος».«Τότε γιατί το κάνεις;»Ανασήκωσε τους ώμους του. «Και γιατί να μην το κάνω; Δεν έχω να χάσω τίποτα».«Κι όμως έχεις. Θυσιάζεις πολλά. Για χάρη μου».Όταν την κοίταξε, τα μάτια του έμοιαζαν σαν δυο κομμάτια γρανίτης. «Και τι ακριβώς νομίζεις ότι

θυσιάζω;»Η Μπριάνα απεχθανόταν αυτό τον τόνο. Ήθελε να τον αρπάξει από τους ώμους, να τον τραντάξει,

να τον κάνει να πάψει να είναι τόσο ψυχρός και απόμακρος. Ήθελε να ξαναδεί τον άνθρωπο που είχε

Page 127: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ.«Τη δυνατότητα να βρεις μια γυναίκα που θα σ’ αγαπάει».«Σου το είπα και πριν», της απάντησε ανέκφραστα. «Είμαι πολεμιστής, όχι οικογενειάρχης».Τα λόγια του έπλασαν μια απρόσμενη εικόνα στη φαντασία της. Είδε τα παιδιά τους: ένα κοριτσάκι

με κόκκινα μαλλιά και γκρίζα μάτια. Ένα γαλανομάτικο αγοράκι, λεπτό και ψηλό, να στέκει δίπλαστη μητέρα του. Εκείνην. Μια ανείπωτη, πρωτόγνωρη χαρά την πλημμύρισε και απλώθηκε μέσα της.Την έπνιξε την ίδια στιγμή.«Σε μερικά χρόνια μπορεί να αλλάξεις γνώμη».«Αμφιβάλλω».«Αλλάζουν οι άνθρωποι, ξέρεις».«Εγώ όχι».Κι όμως, την ίδια στιγμή που το έλεγε, ήξερε ότι είχε αλλάξει. Η Μπριάνα τον είχε αλλάξει. Τον

είχε κάνει να αδιαφορήσει για το χρέος του απέναντι στο βασιλιά, τον είχε κρατήσει σ’ εκείνη τηχώρα ενώ η μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να φύγει το γρηγορότερο, να διαλέξει μια από τις μάχεςπου γίνονταν κάπου στον κόσμο και να ριχτεί σ’ αυτήν.Οι φριχτές τύψεις που πλάκωναν σαν ασήκωτος βράχος την καρδιά του από εκείνη τη μέρα στη

Ναρσούφ είχαν αρχίσει να μειώνονται λίγο λίγο από τότε που τη γνώρισε. Όμως, ύστερα απ’ αυτόπου είχε συμβεί, τολμούσε να ελπίσει ότι θα μπορούσε να ερωτευτεί άλλη γυναίκα;«Καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο να με δεις σαν σωτήρα σου, αλλά, πίστεψέ με, είναι η μόνη λύση.

Ακόμα κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, μπορεί ο αδελφός σου να ακολουθεί τα ίχνη μας», τηςυπενθύμισε. «Δεν έχεις άλλη επιλογή».«Εγώ δεν έχω –έχεις όμως εσύ, Ζιζέ. Εσύ έχεις επιλογή. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, σκέψου το καλά».Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του κι αυτή ήταν η μόνη του απάντηση.Αυτή η επιλογή ήταν ο μοναδικός τρόπος να την κρατήσει κοντά του, να την προστατεύει, να τη

φροντίζει. Δε σκόπευε να την αφήσει να φύγει, δεν ήθελε να την αφήσει να παλεύει ολομόναχη μετον ανισόρροπο αδελφό της. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι το έκανε από καθαράφιλανθρωπικούς λόγους, όμως στην πραγματικότητα ήξερε ότι νοιαζόταν πολύ.Πέρασαν και το τελευταίο χωράφι και ανέβηκαν ένα μικρό ανηφορικό όχτο για να βγουν στον

πλακοστρωμένο δρόμο που οδηγούσε στο Σάμπορν.Η Μπριάνα ξαφνιάστηκε. Το κάστρο ήταν πολύ πιο κοντά απ’ όσο νόμιζε. Οι λευκοί τοίχοι του από

ασβεστόλιθο κατέληγαν σε σειρές από πυργίσκους και πολεμίστρες. Πάνω από τους πύργουςπετούσαν γεράκια κάνοντας κύκλους και τα κρωξίματά τους ήταν ο μόνος ήχος που αντηχούσε στοχιονισμένο τοπίο. Το φυλάκιο της εισόδου ήταν άδειο και οι οπλές του αλόγου αντήχησαν απόκοσμαστις πλάκες.«Βλέπεις;» είπε θριαμβευτικά ο Ζιζέ καθώς οδηγούσε το άλογο στο έρημο προαύλιο. «Δεν είναι

κανένας έξω». Το σκυλί, βλέποντας ένα κοπάδι ομοίους του να τεμπελιάζουν έξω από τουςστάβλους, έφυγε τρέχοντας χαρωπά και κουνώντας την ουρά του για να πάει κοντά τους.Όμως τα μάτια της Μπριάνα ήταν καρφωμένα σε ένα σημείο πάνω από το κεφάλι του Ζιζέ. «Τότε

ποια είναι αυτή;» ψιθύρισε.Εκείνος ακολούθησε το βλέμμα της και είδε δύο γυναίκες να στέκονται στο κεφαλόσκαλο της

εισόδου. Μια εντυπωσιακή πέτρινη αψίδα που βάθαινε με σταδιακά μειούμενες καμάρες από πάνωτους πλαισίωνε το εντυπωσιακό θέαμα που παρουσίαζαν τα πολύχρωμα φορέματά τους «Α, ναι,όπως φαίνεται κάποιοι είναι έξω». Ο τόνος του ήταν ελαφρά απολογητικός.

Page 128: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Τη μητέρα σου την αναγνωρίζω», είπε η Μπριάνα καθώς περιεργαζόταν τη λεπτή φιγούρα τηςλαίδης Μαίρης με το ρόδινο βελούδινο φόρεμα. «Η άλλη κυρία, όμως, ποια είναι;»Ο Ζιζέ μόρφασε. «Η αδελφή του πατέρα μου. Η θεία μου. Η βασίλισσα Ελεονώρα της

Ακουιτανίας».Μόλις το άκουσε αυτό, η Μπριάνα ζάρωσε πάνω στη σέλα, προσπάθησε να γίνει αόρατη, να μη

φαίνεται. «Για όνομα του Θεού, Ζιζέ! Είναι η μητέρα του βασιλιά...»«Θα πρέπει να μας είδαν από τα παράθυρα», είπε εκείνος απτόητος και χαμογέλασε. Προφανώς η

τρομάρα της του είχε φανεί πολύ αστεία.«Μα δεν είναι δυνατόν, δε γίνεται να εμφανιστώ έτσι ντυμένη σαν σταβλίτης! Κάνε κάτι!»Αυτό που έκανε ήταν να γελάσει βροντερά και να την πιάσει από τις μασχάλες για να την κατεβάσει

από το άλογο.Αναπόφευκτα, ο αντίχειράς του άγγιξε την άκρη του στήθους της καθώς την άφηνε να πατήσει

κάτω. Κι αυτό ήταν αρκετό για να νιώσει η Μπριάνα μια αστραπή πόθου να διαπερνάει το σώμα της.«Φέρσου σαν να αγαπιόμαστε, σαν να είμαστε ερωτευμένοι», την πρόσταξε ξερά. «Δε θέλω να

υποψιαστεί η μητέρα μου ότι συμβαίνει κάτι περίεργο όταν της αναγγείλουμε την πρόθεσή μας ναπαντρευτούμε».Δεν είναι καθόλου δύσκολο να το κάνω, σκέφτηκε εκείνη και της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Τα

χείλη της τρεμούλιασαν και πήρε μια βαθιά εισπνοή για να ηρεμήσει.«Έλα». Ο Ζιζέ την έπιασε από το χέρι χωρίς να προσέξει τη γυαλάδα από τα δάκρυα στα μάτια της.

«Η θεία μου θα δείξει κατανόηση». Την οδήγησε προς το πλακοστρωμένο προαύλιο με γρήγοροβήμα. Η Μπριάνα έσφιγγε έντρομη τις άκρες του μανδύα με το ελεύθερο χέρι της, προσπαθώντας νακρύψει τα αλλόκοτα ρούχα που φορούσε.«Ζιζέ, τι σημαίνουν όλ’ αυτά;»Η φωνή της Ελεονώρας αντήχησε από ψηλά καθώς έφταναν στα σκαλιά και άρχιζαν να ανεβαίνουν.Ο Ζιζέ έσφιξε τα δάχτυλα της Μπριάνα σαν να ήθελε να την καθησυχάσει και να της δώσει

κουράγιο.«Σου είχα δώσει σαφείς εντολές να πας στη Γερμανία. Κι εσύ τολμάς να αψηφήσεις τις εντολές

μου; Ευτυχώς για σένα, ο Ρόμπερτ ντε Λέισι σε αντικατέστησε με μεγάλη επιτυχία!»Κοίταξε με κριτικό μάτι την κοπέλα που στεκόταν δίπλα του, μια αξιοθρήνητη φιγούρα τυλιγμένη

σε ένα μανδύα που της ερχόταν υπερβολικά μεγάλος. Εξακολουθώντας να κοιτάζει την κοπέλα,στράβωσε το στόμα της προς το πλάι και ψιθύρισε στη λαίδη Μαίρη, «Ποια είν’ αυτή; Και τι έχεικάνει στα μαλλιά της; Κάτι δεν πάει καλά εδώ».Εκείνη κατάφερε να συγκρατήσει τη χαρά που την πλημμύρισε. Και την περιέργεια.Ο γιος της ήταν ακόμα στην Αγγλία και μάλιστα μαζί με την Μπριάνα.Η καρδιά της ξεχείλισε από ευτυχία. Ανυπομονούσε να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί, αλλά για την

ώρα, και μάλιστα με την απαιτητική Ελεονώρα δίπλα της, δεν μπορούσε να ρωτήσει. «Η κοπέλαείναι αδελφή ενός άλλου ιππότη, του Χιου του Σέφανοκ. Και δεν έχει κάνει τίποτα στα μαλλιά της.Αυτό είναι το πρόβλημα». Κοίταξε αυστηρά, αποδοκιμαστικά το γιο της που κυριολεκτικά τραβούσετο κορίτσι για ν’ ανεβεί τα σκαλιά.«Μεγαλειοτάτη. Μητέρα. Τα σέβη μου. Στις διαταγές σας».Έφτασε μπροστά τους, σταμάτησε και έκανε μια άψογη επίσημη υπόκλιση. Κολλημένη στο πλευρό

του, η Μπριάνα δεν μπορούσε να κάνει τίποτ’ άλλο παρά να υποκλιθεί κι εκείνη. Μια μακριά τούφαξέφυγε από το γιακά του μανδύα και έπεσε έξω.

Page 129: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Ποιες διαταγές μου, νεαρέ; Αυτές τις διαταγές σου έδωσα;» είπε αποδοκιμαστικά η Ελεονώρα καικοίταξε με μισό μάτι την Μπριάνα. «Ελπίζω να υπάρχει καλή εξήγηση για όλ’ αυτά που βλέπω».Όμως, παρά τα αυστηρά της λόγια, στην άκρη των χειλιών της τρεμόπαιζε ένα χαμόγελο.«Ω, πιστέψτε με, υπάρχει», απάντησε εκείνος. «Χρειαζόμαστε έναν ιερέα, και γρήγορα».Τα γκρίζα μάτια της Ελεονώρας άνοιξαν διάπλατα. Τράβηξε με δύναμη το μανίκι της Μαίρης. Η

λαίδη έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και λίγο έλειψε να κολλήσει πάνω στη φαρδιά ξύλινη πόρτα.«Πώς είπες;» ρώτησε η Ελεονώρα και ο τόνος της υψώθηκε δυσοίωνα. Κούνησε το κεφάλι της σαν

να μην τον είχε ακούσει καλά.«Είπα ότι χρειαζόμαστε έναν ιερέα», απάντησε ήρεμα εκείνος. «Για να μας παντρέψει».Η βασίλισσα κοίταξε καχύποπτα προς το σημείο που ο μανδύας σκέπαζε την κοιλιά της Μπριάνα

και στα χείλη της φάνηκε ένας αμυδρός μορφασμός αηδίας. «Και γιατί χρειάζεστε ιερέα τόσοβιαστικά;» ρώτησε.Η Μπριάνα στεκόταν σαν άγαλμα και αναρωτιόταν αν αυτό που συνέβαινε το ζούσε πραγματικά ή

αν ήταν όνειρο.Ίσως θα ’πρεπε να το βάλει στα πόδια όσο προλάβαινε ακόμα.Η λαίδη Μαίρη είδε την ανεπαίσθητη κίνησή της, είδε την έκφραση στο πρόσωπό της και το

πρόσωπό της γέμισε συμπόνια.«Ίσως θα ήταν καλύτερα να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση μέσα, που είναι πιο ζεστά», είπε

ακουμπώντας το χέρι της στο λεπτό μπράτσο της Ελεονώρας. Εκείνη κούνησε ζωηρά το κεφάλι της,έκανε μεταβολή και μπήκαν πάλι στο κάστρο. Ακόμα κι από την απόσταση που ακολουθούσε, ηΜπριάνα την άκουσε να μουρμουρίζει: «Μα τι τον έπιασε; Ποια είναι αυτή η κοπέλα;»Ωστόσο δεν κατάφερε να ακούσει τι της απάντησε η μητέρα του Ζιζέ.«Καλά το πήρε», ψιθύρισε ο Ζιζέ καθώς προχωρούσαν στον σκοτεινό διάδρομο πίσω από τις δύο

γυναίκες.«Έτσι λες;» του απάντησε εκείνη με αμφιβολία. «Δε θα ήθελα να δω πώς αντιδρά όταν διαφωνεί σε

κάτι».«Πίστεψέ με, η τωρινή αντίδρασή της ωχριά μπροστά σ’ αυτό. Θα παντρευτούμε σήμερα κιόλας,

κατά το βραδάκι».Η καρδιά της σφίχτηκε και μετά άρχισε να χτυπά ακανόνιστα. Κοντοστάθηκε μπροστά σε ένα

παράθυρο και το φως έλουσε το πρόσωπό της. Το δέρμα της έλαμπε σαν μαργαριτάρι. «Δεν είναισωστό αυτό που πάμε να κάνουμε, Ζιζέ», ψιθύρισε.Το πρόσωπό του έμεινε ανέκφραστο. Λουσμένο στο φως από το πλάι, θύμιζε πέτρινο γλυπτό, αλλά

τα μάτια του πετούσαν φωτιές.«Εγώ δεν είμαι σαν τον Γουόλτερ, αν ανησυχείς γι’ αυτό. Ο γάμος μας σημαίνει ελευθερία για

σένα, πολύ μεγαλύτερη ελευθερία παρά αν θα έμενες ανύπαντρη».«Και είσαι πρόθυμος να το κάνεις αυτό... για χάρη μου;»Το βλέμμα της πλανήθηκε στα χείλη του με το αισθησιακό, καλογραμμένο περίγραμμα.«Δεν έχω κανένα λόγο να σε καθυποτάξω, να σου τσακίσω το ηθικό, Μπριάνα. Δεν το έχεις

καταλάβει ακόμα; Θα είσαι ελεύθερη να κάνεις ό,τι θέλεις, να διατηρήσεις την ανεξαρτησία σου πουθεωρείς τόσο πολύτιμη. Δεν πρόκειται να σε ενοχλήσω».Η καρδιά της σφίχτηκε κι έπειτα ένιωσε σαν να γινόταν κομμάτια. Εκτός από το να της δώσει το

όνομά του, δεν ήθελε καμία σχέση μαζί της. Άραγε θα ζούσαν μαζί καν;Ο Ζιζέ παραμέρισε τη χοντρή κουρτίνα που χώριζε την είσοδο από τη μεγάλη αίθουσα για να

Page 130: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

περάσει η Μπριάνα. Η Ελεονώρα και η μητέρα του είχαν φτάσει ήδη στο ψηλό τραπέζι όπουκαθόταν ο πατέρας του και μελετούσε σκυφτός μερικά έγγραφα που είχε μπροστά του.Ο Ζοσλέν σήκωσε τα μάτια από αυτό που διάβαζε και κοίταξε παραξενεμένος την Ελεονώρα, η

οποία είχε αρχίσει έναν απίστευτο εξάψαλμο. Τα πετράδια που στόλιζαν το φόρεμά τηςγυαλοκοπούσαν στέλνοντας πολύχρωμες αστραπές εδώ κι εκεί καθώς χειρονομούσε έντονα για νασυνοδέψει τα λόγια της.«Κάθισε και πες μου τι ακριβώς έγινε, Ζιζέ», είπε ο Ζοσλέν και περιεργάστηκε απορημένος την

εμφάνιση της Μπριάνα. «Ελάτε, καθίστε δίπλα μου και οι δύο». Έδειξε δύο άδεια καθίσματα σταδεξιά του κι έπειτα στοίβαξε με τάξη τις περγαμηνές και τις έσπρωξε στην άκρη.Ο Ζιζέ κάθισε δίπλα στον πατέρα του, έστρωσε τα μαλλιά του με το χέρι και τράβηξε την Μπριάνα

για να καθίσει πλάι του.«Δεν έχουμε χρόνο, πατέρα. Θέλουμε να παντρευτούμε και ο Χιου δεν το εγκρίνει. Πιθανότατα θα

τον δούμε να καταφτάνει από στιγμή σε στιγμή».Η βαθιά φωνή του έκανε την Μπριάνα να ανατριχιάσει.Ο Ζοσλέν έστρεψε την προσοχή του σ’ εκείνη. «Κι εσύ, καλή μου, είσαι η μέλλουσα νύφη;»Η Μπριάνα ένευσε καταφατικά και ένιωσε το στόμα της να στεγνώνει. Αυτή ήταν η κρίσιμη στιγμή.

Από τώρα και στο εξής θα έπρεπε ν’ αρχίσει να ζει ένα ψέμα.«Επιθυμείς να παντρευτείς το γιο μου;»«Μάλιστα», ψιθύρισε.Αυτό, τουλάχιστον δεν ήταν ψέμα.Έσφιξε τα χείλη της· δεν ήθελε να μπει σε περισσότερες λεπτομέρειες, γιατί ήταν βέβαιη ότι, στην

κατάσταση που βρισκόταν, σίγουρα θα της ξέφευγε κάποια πληροφορία που θα ερχόταν σεσύγκρουση με το παραμύθι που τους είχαν ξεφουρνίσει και θα τους πρόδιδε. Θα αποκάλυπτε τοψέμα τους.«Και ο αδελφός σου είναι κηδεμόνας σου; Αν θυμάμαι καλά, έχουν πεθάνει και οι δύο γονείς σου».«Πολύ σωστά, κύριε». Η Μπριάνα σταύρωσε τα χέρια της που έτρεμαν πάνω στα γόνατά της και

κράτησε διακριτικά τις άκρες του μανδύα για να μην ανοίξει και αποκαλύψει την αξιοθρήνητηαμφίεσή της.«Ως κηδεμόνας σου έχει δικαίωμα να αποφασίσει ποιον θα παντρευτείς».Ο Ζιζέ πετάχτηκε όρθιος και τα μάτια του άστραψαν σαν ασήμι. «Για το Θεό, πατέρα! Τα ξέρουμε

όλα αυτά. Όμως, από τη στιγμή που θα είναι παντρεμένη μαζί μου, ο αδελφός της δε θα μπορεί νακάνει τίποτα. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε επειγόντως έναν ιερέα».«Η Ελεονώρα μπορεί να σου δώσει την άδεια που χρειάζεσαι», ακούστηκε η ήρεμη φωνή της

μητέρας του. Η γυναίκα απορούσε για τις αντιδράσεις του γιου της, για το ξαφνικό πάθος του και γιατη βιασύνη του να παντρευτεί. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν της είχε διαφύγει η αλλαγή στοβλέμμα και την έκφρασή του. Ο γιος της είχε αλλάξει, φαινόταν πιο ανάλαφρος και ευτυχισμένος...Χάρη στην Μπριάνα, χάρη σ’ εκείνη την κοπέλα που καθόταν αμίλητη δίπλα του. «Γιατί, ας μηνξεχνάμε ότι είναι βασίλισσα της Αγγλίας, στο κάτω κάτω», πρόσθεσε και χαμογέλασε πλατιά.«Αυτό είναι ανήκουστο! Μαίρη, αν νομίζεις ότι θα κάνω τέτοιο πράγμα... μια τέτοια απαράδεκτη

βιασύνη...» Η Ελεονώρα κοιτούσε ίσια μπροστά της και χτυπούσε ρυθμικά τα βαρυφορτωμέναδάχτυλά της πάνω στο τραπέζι. Τα μαργαριτάρια που κρέμονταν από το στεφάνι του πέπλου τηςτρεμούλιαζαν ακολουθώντας τις κινήσεις του σώματός της που ανέδιδε αποδοκιμασία.«Ελεονώρα, πάψε να φέρεσαι στον Ζιζέ σαν να είναι ένας οποιοσδήποτε υποτακτικός σου!»

Page 131: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

φώναξε ο Ζοσλέν στην ετεροθαλή αδελφή του. «Το παιδί είναι ανιψιός σου, συγγενής σου!»Εκείνη τον κοίταξε αγριωπά, αλλά μετά η παγωμένη έκφρασή της μαλάκωσε και έβαλε τα γέλια.

«Είχα ξεχάσει», είπε ξεφυσώντας μαλακά, «ότι μόνο εσύ τολμάς να μου μιλάς με τέτοιο τρόπο».«Θα το κάνεις;»«Φωνάξτε τον ιερέα».

*

Η Μπριάνα χαμήλωσε και κάθισε μέσα στο ζεστό, αρωματισμένο νερό. Το λινό ύφασμα πουσκέπαζε το εσωτερικό της ξύλινης μπανιέρας για να προστατεύει το γυμνό σώμα από τις σκλήθρεςαγκάλιασε τους γλουτούς της και το νερό κυμάτισε απολαυστικά γύρω από τα πόδια και το στομάχιτης. Επιτέλους, βρισκόταν μόνη.Η ξύλινη επένδυση των τοίχων γυάλιζε αντανακλώντας την αναλαμπή από τα κάρβουνα που

έκαιγαν στο μαγκάλι. Έξω τα σύννεφα είχαν αρχίσει πάλι να πυκνώνουν, προμηνύοντας νέαχιονοθύελλα. Μέσα στο ζεστό δωμάτιο, όμως, ένιωθε ασφαλής, προστατευμένη.Ακούμπησε το κεφάλι της στο χείλος της μπανιέρας και έκλεισε τα μάτια. Η ζεστασιά του νερού

διαπότισε το σώμα της, έδιωξε τους πόνους από τα μέλη της, την ένταση που τέντωνε τα νεύρα της.Τα είχαν καταφέρει. Η βασίλισσα Ελεονώρα είχε δώσει την έγκρισή της γι’ αυτόν το γάμο, αν και η

Μπριάνα ήταν σίγουρη ότι, ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση της βασίλισσας ο Ζιζέ θα είχεπροχωρήσει αδιαφορώντας για τις συνέπειες.Κάποιος χτύπησε την πόρτα. Η Μπριάνα γύρισε για να δει ποιος είχε μπει.Η λαίδη Μαίρη προχώρησε στο δωμάτιο κρατώντας με μεγάλη προσοχή στα χέρια της ένα φόρεμα

από γαλάζιο μεταξωτό.Πλησίασε στο παράθυρο και το άφησε με κινήσεις γεμάτες σεβασμό και τρυφερότητα πάνω στη

σκαλιστή δρύινη κασέλα.Κάτω από το φόρεμα, κρατούσε ένα ζευγάρι μεταξωτά γοβάκια, που οι άκρες τους ήταν κεντημένες

με μαργαριτάρια σε σχήματα λουλουδιών.Μια υπηρέτρια ακολουθούσε τη Μαίρη κρατώντας ένα αραχνοΰφαντο πέπλο από μετάξι και ένα

διάδημα στολισμένο με πετράδια. Στάθηκε με σεβασμό σε απόσταση ενώ η Μαίρη προχώρησε γιανα μιλήσει στην Μπριάνα.«Αυτό είναι το νυφικό μου φόρεμα», είπε κοιτάζοντάς τη με μια τρυφερή έκφραση στο πρόσωπό

της. Έτριψε τα χέρια της αμήχανα, σαν να αναζητούσε τις σωστές λέξεις. «Είμαι πολύ χαρούμενη γιασένα και τον Ζιζέ. Κατάλαβα τι αισθανόσαστε ο ένας για τον άλλο όταν ήσουν εδώ και φρόντιζες τοναδελφό σου».«Αλήθεια;» Η Μπριάνα έσμιξε τα φρύδια της με απορία. Αν δεν την απατούσε η μνήμη της, αυτή

και ο Ζιζέ λογομαχούσαν διαρκώς.«Και ο Ζιζέ φαίνεται ευτυχισμένος», συνέχισε η Μαίρη. «Ποτέ δεν...» Σταμάτησε να μιλάει, γιατί

δεν της ήταν εύκολο να εκφράσει την αγωνία που ένιωθε από τότε που είχε δει το γιο της ναεπιστρέφει από την Ανατολή τόσο αλλαγμένος.Η Μπριάνα έπιασε το πανί που ήταν ακουμπισμένο στο χείλος της μπανιέρας, το μούσκεψε και το

έστυψε με μανία.Την έπνιγε η ντροπή για κείνο το ψέμα, για κείνο τον ψεύτικο γάμο, ντρεπόταν επειδή η χαρά της

λαίδης Μαίρης οφειλόταν σ’ αυτό.

Page 132: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Λαχταρούσε ν’ ανοίξει την καρδιά της στη γυναίκα, να της πει πως τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν ήταναληθινό, ότι ο Ζιζέ απλώς τη βοηθούσε να γλιτώσει από μια απαίσια μοίρα, αλλά όταν έβλεπε τηλάμψη της χαράς στα μάτια της καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν είχε το δικαίωμα νατο κάνει.«Η Ελεονώρα επιμένει να σε συνοδεύσει στην εκκλησία», συνέχισε η Μαίρη μπαίνοντας σε πιο

πρακτικά ζητήματα. «Ελπίζω να μην έχεις αντίρρηση. Είναι περίεργος άνθρωπος η Ελεονώρα.Θαρρώ πως φταίει το ότι έχει συνηθίσει να δίνει διαταγές».«Δεν έχω καμιά αντίρρηση», απάντησε εκείνη. Αντίθετα, όλα θα ήταν πιο εύκολα αν είχε με το

μέρος της την ευέξαπτη βασίλισσα.«Έφερα και την υπηρέτριά μου, τη Μαγκνταλένα, να σε βοηθήσει να ντυθείς».Η Μαίρη έδειξε την κοπέλα με τα μαύρα μαλλιά που στεκόταν διακριτικά στο βάθος.«Ευχαριστώ», είπε η Μπριάνα. «Αισθάνομαι βαθιά υποχρεωμένη. Κάνατε τόσα πολλά για μένα».«Όχι όσα έκανες εσύ για το γιο μου, Μπριάνα. Του έδωσες...» Έκανε μια παύση. «Του έδωσες πάλι

τη ζωή του. Κανείς δε θα μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο απ’ αυτό».Όταν η μητέρα του Ζιζέ έφυγε, η Μπριάνα ένιωσε φριχτά. Την κυρίεψαν πάλι οι αμφιβολίες και

ένιωσε το στομάχι της να δένεται κόμπος. Έστυψε το πανί για να φύγουν τα νερά, το άφησε στοχείλος της μπανιέρας και έψαξε γύρω για να βρει πετσέτα.«Ορίστε, κυρία». Η σιγανή φωνή της υπηρέτριας ακούστηκε από το σκιερό βάθος του δωματίου

και την ίδια στιγμή φάνηκε και η κοπέλα. Στα χέρια της κρατούσε μια μεγάλη λευκή πετσέτα.«Θέλετε να σκουπιστείτε;»«Σ’ ευχαριστώ», μουρμούρισε η Μπριάνα. Στηρίχτηκε στην μπανιέρα, σηκώθηκε, και το νερό

κύλησε από το μαργαριταρένιο δέρμα της. Τα μαλλιά της, που φαίνονταν πιο σκούρα επειδή ήτανβρεγμένα, και το χρώμα τους θύμιζε αρχαία σκουριά, αγκάλιασαν τους ώμους και το στήθος της,σκέπασαν τους γλουτούς και την κοιλιά της.Πήρε την πετσέτα από τα χέρια του κοριτσιού, σκούπισε τα νερά από πάνω της κι έπειτα βγήκε από

την μπανιέρα και πάτησε στο παχύ υφαντό κιλίμι που απορρόφησε την υγρασία από τα πέλματά της.Όταν στέγνωσε, τύλιξε την πετσέτα γύρω της και προχώρησε προς το σωρό με τα γυαλιστερά

ρούχα που ήταν τοποθετημένα με προσοχή πάνω σε ένα χαμηλό πάγκο κάτω από το παράθυρο.Φόρεσε τα εσώρουχα και ένιωσε το δροσερό μετάξι να χαϊδεύει το δέρμα της. Έσυρε τα δάχτυλά

της διστακτικά πάνω στο γαλάζιο φόρεμα. Το νυφικό της λαίδης Μαίρης!Δεν είχε δικαίωμα να το φορέσει. Δεν της άξιζε.«Να σας χτενίσω τα μαλλιά, κυρία;» ρώτησε η κοπέλα διακόπτοντας τις ταραγμένες σκέψεις της.«Ναι, σε παρακαλώ».Η φωνή της ακούστηκε βεβιασμένη, σαν να πνιγόταν. Κάθισε, φορώντας τα δανεικά εσώρουχα, σε

ένα σκαμνί κοντά στο μαγκάλι και ένιωσε τη ζεστασιά από τα κάρβουνα να ζεσταίνει το παγωμένοπρόσωπό της.Η υπηρέτρια στέγνωσε τα μαλλιά της με γρήγορες, ζωηρές κινήσεις, πριν αρχίσει να ξεμπερδεύει

τις μπερδεμένες μπούκλες. Η ζέστη από το μαγκάλι βοήθησε και στέγνωσαν γρήγορα. Αφού έλυσεμε το χτένι όλους τους κόμπους, τα έπλεξε σε δύο κοτσίδες και τα μάζεψε χαμηλά στη βάση τουαυχένα της στερεώνοντάς τα με μαργαριταρένιες φουρκέτες.«Και τώρα, το φόρεμα».Το πρόσωπο της Μπριάνα ξεπρόβαλλε από το στρογγυλό λαιμό που ήταν στολισμένος με

μαργαριτάρια. Έβαλε τα χέρια της στα εφαρμοστά μανίκια και το ύφασμα αγκάλιασε το στήθος και

Page 133: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

τη μέση της πριν πέσει ανοίγοντας σαν βεντάλια προς το πάτωμα. Μπροστά, το φόρεμα είχε ένασκίσιμο που άφηνε να φαίνεται ένα φύλλο από γαλάζιο εξάμιτο πλεγμένο με ασημοκλωστή.Ίσιωσε το φόρεμα στους γοφούς της και η υπηρέτρια στερέωσε το ζωνάρι στη μέση της, αφήνοντας

τις άκρες με τις φούντες να πέφτουν ελεύθερα.Η καρδιά της ήταν βαριά σαν μολύβι.Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και η βασίλισσα Ελεονώρα στάθηκε στο άνοιγμα αγέρωχη και βλοσυρή.«Πόση ώρα χρειάζεσαι για να ετοιμαστείς, λαίδη Μπριάνα;» ρώτησε ανασηκώνοντας τα λεπτά της

φρύδια. «Νόμιζα πως, ειδικά εσύ, θα βιαζόσουν να τελειώσεις μια ώρα αρχύτερα, αφού υπάρχει κιαυτό το πρόβλημα με τον αδελφό σου!»«Έτοιμη είμαι, Μεγαλειοτάτη», απάντησε εκείνη κάνοντας μια χαριτωμένη υπόκλιση.Η Ελεονώρα την περιεργάστηκε προσεκτικά.«Πράγματι, έτοιμη είσαι», αποφάνθηκε στο τέλος. «Όμως έχω και κάτι άλλο για σένα». Ύψωσε το

χέρι της και κροτάλισε γρήγορα μερικές φορές τα δάχτυλά της. Δύο φρουροί μπήκαν στο δωμάτιοπαραπατώντας από το βάρος του μπαούλου που κουβαλούσαν.«Αφήστε το εκεί», τους πρόσταξε δείχνοντας ένα σημείο στο κέντρο του δωματίου, «και

πηγαίνετε». Χαμογέλασε αμυδρά στην Μπριάνα. «Έφτασα μόλις χτες, κυριολεκτικά μέσα στηνύχτα. Δεν έφεραν όλες τις αποσκευές μου στο δωμάτιό μου. Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω πώςανέχεται ο Ζοσλέν αυτή την τσαπατσουλιά από τους υπηρέτες του». Το βλέμμα της έπεσε στηΜαγκνταλένα που στεκόταν δίπλα στο μαγκάλι. «Εσύ! Έλα εδώ και άνοιξέ το».Η κοπέλα τσακίστηκε να πάει κοντά. Γονάτισε μπροστά στο μπαούλο που στο καπάκι του είχε τρία

χρυσά λιοντάρια –το έμβλημα του βασιλιά Ριχάρδου– σταμπαρισμένα στη δερμάτινη επιφάνειά του.Τα δάχτυλα του κοριτσιού έτρεμαν και δυσκολεύτηκε να ανοίξει τα χοντρά λουριά με τις μεγάλεςαγκράφες που κρατούσαν το καπάκι σφιχτά κλεισμένο.«Εμπρός, εμπρός!» είπε ανυπόμονα η Ελεονώρα βηματίζοντας από πίσω της.Επιτέλους το μπαούλο άνοιξε. Η Ελεονώρα έριξε μια ματιά μέσα και έγινε έξαλλη. «Αν είναι

δυνατόν! Αυτοί οι ηλίθιοι έφεραν λάθος μπαούλο! Αυτό εδώ ανήκει στον Ζιζέ. Το άφησε στοΠουατιέ την τελευταία φορά που ήρθε. Α, φαίνεται πως πρέπει να πάω η ίδια να βρω το σωστό!»Έριξε μια απολογητική ματιά προς το μέρος της Μπριάνα. «Ήθελα να σου δώσω το ασημένιο

διάδημά μου, παιδί μου. Θα σου ταιριάζει πολύ».Όταν έφυγε η Ελεονώρα, η Μπριάνα κοίταξε τη Μαγκνταλένα και χαμογέλασε μελαγχολικά.

«Καλύτερα να πας μαζί της, αλλιώς θα κάνει όλο το κάστρο άνω κάτω μέχρι να βρει αυτό τοκαταραμένο διάδημα».Η υπηρέτρια κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και έτρεξε για να προλάβει τη φοβερή και τρομερή

βασίλισσα.Η Μπριάνα κοίταξε το ανοιχτό μπαούλο που κείτονταν ανοιχτό μπροστά της. Το μπαούλο του Ζιζέ.

Της πρόσφερε ένα εύθραυστο σύνδεσμο με την προηγούμενη ζωή του.Προσέχοντας να μην καταστρέψει το λεπτό μετάξι του φορέματος, γονάτισε στο πάτωμα και έριξε

μια ματιά μέσα, αναζητώντας στοιχεία, κάτι που θα την έκανε να καταλάβει καλύτερα τον άνθρωποπου ετοιμαζόταν να παντρευτεί.Το χαλάζιο φόρεμα απλώθηκε σαν απαλό σύννεφο γύρω της και κατακάθισε πάνω στις ξύλινες

σανίδες.Χαμογέλασε αχνά όταν είδε τα βιβλία που ήταν στοιβαγμένα σε δύο σειρές. Γι’ αυτό οι καημένοι οι

φρουροί κόντευαν να λιποθυμήσουν από το βάρος!

Page 134: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Έπιασε έναν από τους δερματόδετους τόμους, γύρισε τα σκληρά φύλλα της περγαμηνής καιδιάβασε τις παράξενες λέξεις. Λατινικά.Ποτέ δεν είχε μάθει τη γλώσσα της Ρώμης, γιατί ποτέ δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία. Ο Ζιζέ, όμως,

σαν ιππότης, είχε το προνόμιο της μόρφωσης.Ανάμεσα στις δύο στήλες των βιβλίων υπήρχαν ρούχα –ένας σωρός από περισκελίδες και

μανδύες–, αλλά τίποτε άλλο, πιο σημαντικό.Κοίταξε πάλι πιο προσεκτικά. Κάτω από τα μπλε και πράσινα, ξεχώριζε η άκρη από ένα χρυσαφένιο

ύφασμα που της τράβηξε την προσοχή.Έβαλε το χέρι της με περιέργεια μέσα και το τράβηξε προσεκτικά έξω στο φως.Οι μικροί χρυσοί κρίκοι που κρέμονταν σαν τσαμπιά από ένα βαρυκεντημένο μπούστο κροτάλισαν

μελωδικά καθώς συγκρούονταν μεταξύ τους.Οι παλάμες της ίδρωσαν. Σήκωσε ψηλά το φόρεμα που έλαμπε. Ένας στρογγυλός, βαθύς λαιμός,

φτιαγμένος έτσι επίτηδες ώστε να αφήνει ακάλυπτο το πάνω μέρος του στήθους. Στο ύψος τηςκοιλιάς το φόρεμα ήταν ανοιχτό για να φαίνεται το σώμα. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο ρούχο ποτέ, είχεακούσει όμως ιστορίες, είχε ακούσει να λένε για τις γυναίκες της Ανατολής που τα φορούσαν. Στηζεστασιά του δωματίου απλώθηκε ένα παράξενο άρωμα, αισθησιακό, εξωτικό.Η καρδιά της έγινε χίλια κομμάτια.Έκρυψε πάλι το φόρεμα στο μπαούλο και έκλεισε το καπάκι. Η απόγνωση την έπνιγε, έφτανε ως το

μεδούλι της.Τι πήγαινε να κάνει; Όλον αυτό τον καιρό, ο Ζιζέ κρατούσε φυλαγμένο το φόρεμα της Νάντιας,

κρυμμένο βαθιά στο μπαούλο του, για να του θυμίζει τη γυναίκα που είχε αγαπήσει. Τη γυναίκα πουθα αγαπούσε πάντα.Η Μπριάνα δεν μπορούσε να αναμετρηθεί με μια τέτοια αγάπη. Πώς της είχε περάσει ποτέ από το

μυαλό, πώς είχε τολμήσει να ελπίσει ότι ο Ζιζέ θα την αγαπούσε;

Page 135: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Κεφάλαιο 17

Στα σκοτεινά βάθη του σκευοφυλακίου, που χωριζόταν από τον κυρίως ναό με μια βαριά βελούδινηκουρτίνα, ο ιερέας έτριψε το ιδρωμένο μέτωπό του με την ανάστροφη του παχουλού χεριού του. Στοάλλο του χέρι κρατούσε ένα πήλινο λαγήνι από το λαιμό. Το έφερε στα χείλη του και ήπιε κάμποσεςγουλιές.Συνήθως δεν έπινε, αλλά ποιος μπορούσε να τον κατηγορήσει αν τα έτσουζε λιγάκι τώρα; Το

απαιτούσαν οι περιστάσεις!Είχε να κάνει ένα γάμο και δεν υπήρχε καν χρόνος να προετοιμαστεί. Τα βιαστικά πράγματα δεν

του άρεσαν καθόλου, όπως δεν του άρεσε να τον πιάνουν απροετοίμαστο, κι όμως, να που οάρχοντας και η αρχόντισσά του κάθονταν κιόλας στα στασίδια της εκκλησίας. Και μαζί τους όλη ηακολουθία τους και όσοι άλλοι άνθρωποι ζούσαν στο κάστρο.Χωρίς αμφιβολία, εκείνη τη στιγμή ο άρχοντας Ζοσλέν χτυπούσε ρυθμικά και ανυπόμονα τα

δάχτυλά του πάνω στο γόνατό του. Αυτός ο άνθρωπος δεν άντεχε να περιμένει ούτε μια στιγμή, ταήθελε όλα αμέσως.Η κουρτίνα άνοιξε απότομα. Τόσο απότομα, ώστε ένα από τα φθαρμένα κορδόνια που την

κρατούσαν δεμένη στο ξύλο πάνω από την πόρτα έσπασε και το ύφασμα έπεσε λοξά στις πλάκες τουπατώματος.«Είσαι έτοιμος;»Το όμορφο πρόσωπο του Ζιζέ φάνηκε στο άνοιγμα. Έριξε μια ματιά στο μισοσκότεινο

σκευοφυλάκιο. Τα μάτια του έλαμπαν από ζωντάνια, τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει από το κρύο.Ο ιερέας, που καθόταν ζαρωμένος μπροστά στον πέτρινο τοίχο του σκευοφυλακίου, κούνησε το

κεφάλι του καταφατικά, έσυρε την παλάμη του στο καφετί ράσο για να στρώσει τις ζάρες. Ταπαχουλά του δάχτυλα αναζήτησαν την παρηγορητική παρουσία του σταυρού και το κομποσκοίνιπου κρεμόταν από το ζωνάρι του.«Εμπρός λοιπόν, σήκω!»Ο Ζιζέ έβαλε το χέρι του μέσα και τον έπιασε φιλικά από τον ώμο. «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο».«Αμέσως, άρχοντά μου, μια στιγμούλα μόνο να πάρω μαζί αυτό εδώ».Ο ιερέας έπιασε τη βαριά δερματόδετη Βίβλο, την κράτησε και με τα δυο του χέρια και ακολούθησε

τον Ζιζέ προς την εκκλησία.Έξω, το χιόνι είχε σταματήσει και ο ήλιος που έβγαινε από τα αραιά σύννεφα έβαφε τον ουρανό με

ένα διάφανο καταγάλανο χρώμα.Το φως έμπαινε από τα ψηλά παράθυρα με τις γοτθικές αψίδες, χυνόταν στις μεγάλες πέτρινες

πλάκες, ζέσταινε τους ανθρώπους που περίμεναν συζητώντας με έξαψη μεταξύ τους.Ο ιερέας έκανε πως δεν είδε την αγριωπή ματιά που του έριξε ο Ζοσλέν. Ακούμπησε με προσοχή το

βιβλίο πάνω στο ψηλό ξύλινο αναλόγιο, γύρισε τα φύλλα της περγαμηνής αργά και μεσχολαστικότητα για να μην τα φθείρει και έψαξε να βρει το κατάλληλο χωρίο.Ο Ζιζέ καθόταν σε μία από τις μπροστινές καρέκλες και η τουνίκα του από ακριβό πράσινο εξάμιτο

αγκάλιαζε το αγαλματένιο σώμα του.

Page 136: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Στο νότιο άκρο του ναού, το σιδερένιο μάνταλο της πόρτας ανασηκώθηκε, η πόρτα άνοιξε αργάπρος τα μέσα και οι μεντεσέδες της έτριξαν.Όλα τα κεφάλια γύρισαν προς τα κει, οι άνθρωποι σηκώθηκαν και από παντού ακούστηκαν

επιφωνήματα θαυμασμού και ξαναμμένοι ψίθυροι που αντήχησαν ως την αψιδωτή οροφή.«Θεέ μου! Είναι πραγματική καλλονή», ψιθύρισε η λαίδη Μαίρη στον άντρα της. Τα μάτια της

βούρκωσαν και τα δάκρυα θόλωσαν την όρασή της. Έσφιξε το χέρι του Ζοσλέν, πασχίζοντας νασυγκρατήσει την κραυγή χαράς που ανέβηκε ως τα χείλη της.Ο Ζιζέ πετάχτηκε από το κάθισμά του, τα γκρίζα μάτια του φωτίστηκαν και στο πρόσωπό του

απλώθηκε μια έκφραση περηφάνιας και κτητικότητας όταν αντίκρισε την πανέμορφη κοπέλα που θαγινόταν γυναίκα του.Με τη βασίλισσα Ελεονώρα να έρχεται πίσω της, η Μπριάνα στάθηκε για μια στιγμή στο κατώφλι,

πλαισιωμένη από τη σκαλιστή πέτρινη καμάρα.Πριν από λίγες ώρες, όσο εκείνη ετοιμαζόταν για το γάμο, η λαίδη Μαίρη είχε σαρώσει όλους τους

κήπους μαζί με μια στρατιά υπηρέτες για να κόψουν κατάλληλες πρασινάδες και να διακοσμήσουντην εκκλησία.Η λαίδη τα είχε καταφέρει. Μακριές γιρλάντες από κισσό στεφάνωναν την γκρίζα πέτρα, σκούρα

βυσσινί, σχεδόν μαύρα, βατόμουρα στόλιζαν τα καταπράσινα φύλλα τους σαν μικρές χάντρες πουγυάλιζαν στο φως του ήλιου.Αρμαθιές από αρκουδοπούρναρο με κατακόκκινα κομπαλάκια σαν ρουμπίνια ήταν δεμένες στις

άκρες των στασιδιών προς τη μεριά του διαδρόμου, σχηματίζοντας ένα πράσινο μονοπάτι.Τυλιγμένη στο γαλάζιο μετάξι του νυφικού, η Μπριάνα έμοιαζε με άγγελο. Το κατάλευκο πρόσωπό

της έμοιαζε σαν να ερχόταν από κάποιον άλλο, μακρινό κόσμο, γεμάτο φως και χαρά.Ο Ζιζέ ένιωσε την ανάσα του να κόβεται. Έσφιξε τα χέρια του και προσπάθησε να συγκρατηθεί.

Ήθελε να τρέξει κοντά της, να την κλείσει στην αγκαλιά του και να γεμίσει το πρόσωπό της φιλιά.Ήθελε να σβήσει εκείνη την ανεπαίσθητη ρυτίδα της ανησυχίας που έβλεπε στο πρόσωπό της.Κάρφωσε τα μάτια του στο πάτωμα και για μια στιγμή ένιωσε ντροπή.Την είχε πιέσει, την είχε εκβιάσει να δεχτεί αυτόν το γάμο, με την υπόσχεση ότι θα κέρδιζε

μεγαλύτερη ελευθερία. Όμως εκείνη τη στιγμή, το μόνο που επιθυμούσε, ήταν να την έχει πλάι του.Ωστόσο, μια ματιά στο πρόσωπό της ήταν αρκετή για να καταλάβει ότι διατηρούσε τις επιφυλάξεις

και τις αμφιβολίες της. Γι’ αυτό έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός στις κινήσεις του.«Εμπρός, εμπρός, προχώρησε. Κοντεύω να ξεπαγιάσω εδώ έξω!»Κάποιοι από το εκκλησίασμα κρυφογέλασαν όταν άκουσαν τη στεντόρεια φωνή της βασίλισσας

Ελεονώρας να αντηχεί σ’ όλη την εκκλησία.Η Μπριάνα τινάχτηκε ξαφνιασμένη και τα μαργαριτάρια που κρέμονταν από το δανεικό ασημένιο

διάδημα τραντάχτηκαν μαζί της.Προχώρησε προς το εσωτερικό της εκκλησίας και προς τον Ζιζέ, με τις άκρες του αραχνοΰφαντου

πέπλου να ανεμίζουν.Η Μαίρη κοίταξε το μπουκέτο με τους γάλανθους που κρατούσε στα χέρια της και ξαφνικά

θυμήθηκε σε ποιον ανήκε. Όταν η Μπριάνα έφτασε μπροστά της, η Μαίρη έβαλε τα ντελικάταλουλούδια στα δικά της χέρια.«Ο Θεός μαζί σου, παιδί μου», είπε, δίνοντας την ευλογία της.Η Μπριάνα χαμογέλασε αμυδρά και κοίταξε προς τον Ζιζέ, που την παρατηρούσε. Τα γαλανά της

μάτια ήταν γεμάτα ερωτήματα.

Page 137: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Μια λαμπερή ακτίνα φωτός έπεφτε λοξά από το μεγάλο παράθυρο πίσω από την Αγία Τράπεζα καιέλουζε την επιβλητική φιγούρα του. Τα μαλλιά του έλαμπαν σαν χρυσάφι, οι ασημοκλωστές τουπολύτιμου μεταξωτού που αγκάλιαζε το σώμα του είχαν το ίδιο χρώμα με τα λαμπερά σανκρύσταλλα μάτια του.Η αινιγματική του έκφραση τη γέμισε πάλι αμφιβολίες. Άραγε θα ερχόταν η στιγμή που θα

μετάνιωνε για την απόφασή της;Προχώρησε και στάθηκε δίπλα του με καρδιά βαριά από θλίψη. Ευτυχώς για κείνη, είχε την

ανάμνηση των τελευταίων ημερών που είχαν ζήσει μαζί και, κυρίως, εκείνης της νύχτας που είχανμοιραστεί. Τουλάχιστον είχε αυτό, και δεν μπορούσε να της το στερήσει κανείς. Ήταν δικό της, έστωκι αν ο Ζιζέ δε θα γινόταν ποτέ.Η εικόνα εκείνου του φορέματος δεν έφευγε ποτέ από το μυαλό της. Είχε ακόμα την αίσθησή του

στα δάχτυλά της...«Μπριάνα;»Η σιγανή φωνή του Ζιζέ τρύπωσε στις ταραγμένες, μπερδεμένες σκέψεις της και την επανέφερε

στην πραγματικότητα.Ο ιερέας τη ρωτούσε κάτι. «Συναινείς σ’ αυτόν το γάμο;»Η μονότονη, έρρινη φωνή του αντήχησε σε όλη την εκκλησία. Η Ελεονώρα δυσφόρησε και το

έδειξε σαλεύοντας ανυπόμονα στο κάθισμά της. Από αυτή την άποψη έμοιαζε πολύ στον αδελφότης –ήταν και οι δύο ανυπόμονοι.«Μάλιστα», απάντησε η Μπριάνα χαμηλόφωνα, μαζεμένα.«Είσαι σίγουρη;» Ο τόνος του ιερέα ήταν κάπως δύσπιστος. Κοιτούσε τη νύφη με αμφιβολία.

Κούνησε τη Βίβλο σαν να της υπενθύμιζε ότι ήταν ένα ζήτημα που δεν επιτρεπόταν να το παίρνειαψήφιστα και τα πυκνά του φρύδια ανασηκώθηκαν με νόημα.Η Μπριάνα κοίταξε ψηλά. Ο Ζιζέ αγαπούσε κάποια άλλη, οι αποδείξεις ήταν ατράνταχτες, κανείς

δεν μπορούσε να τις αμφισβητήσει. Άραγε, η δική της αγάπη γι’ αυτόν ήταν αρκετά δυνατή ώστε νααποκρούσει μια τέτοια τρομερή δύναμη; Η γυναίκα ήταν νεκρή. Και θα νόμιζε κανείς ότι μαζί τηςείχε πεθάνει και η ικανότητά του να αγαπήσει οποιαδήποτε άλλη εκτός από κείνη.«Ω, για όνομα του Θεού!» βροντοφώναξε ο Ζοσλέν και πετάχτηκε από τη θέση του. «Αφού είπε ότι

συναινεί, δεν το είπε; Τι έπαθες, κουφάθηκες;»Η λαίδη Μαίρη τον άρπαξε από το μανίκι και προσπάθησε να τον τραβήξει κάτω, να τον

επαναφέρει στην τάξη. Το πρόσωπό της είχε μια έκφραση φρίκης.Ο ιερέας γύρισε σελίδα και το χοντρό, χειροποίητο χαρτί έτριξε κάτω από τα δάχτυλά του.«Ποιος παραδίδει αυτή τη γυναίκα για να παντρευτεί;» ρώτησε με σφιγμένα δόντια.«Εγώ!» απάντησε με βροντερή φωνή η βασίλισσα Ελεονώρα, που στεκόταν στα αριστερά της

Μπριάνα.Ο ιερέας την κοίταξε με μισό μάτι. «Κι εσύ ποια είσαι;»Ο Ζοσλέν, που στο μεταξύ είχε κάτσει κάτω, πετάχτηκε πάλι όρθιος. «Μα είσαι εντελώς ηλίθιος,

άνθρωπέ μου; Αυτή...» και έδειξε την Ελεονώρα «...είναι η βασίλισσά σου, βασίλισσα της Αγγλίαςκαι της Γαλλίας, γι’ αυτό πρόσεξε τι λες και τι κάνεις, αλλιώς θα ψάχνεις γι’ άλλη δουλειά».Ο ιερέας έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στο βιβλίο, προσπάθησε να κρύψει και το παχουλό του

σώμα πίσω από το αναλόγιο, και μουρμούρισε απολογητικά.Σαν να ήθελε να εξιλεωθεί για τα λάθη του, άρχισε να μιλάει πιο γρήγορα, απαγγέλλοντας σαν

ροδάνι τους γαμήλιους όρκους.

Page 138: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

Η Μπριάνα κοιτούσε τα χοντρά του χείλη και ένιωθε τρόμο. Όλο της το σώμα ήταν παγωμένο, ταπόδια της σαν ξύλινα, οι ώμοι της σφιγμένοι.Όταν επιτέλους ο ιερέας δήλωσε ότι τώρα ήταν σύζυγοι και όλοι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και

να επευφημούν, τινάχτηκε αλαφιασμένη.Ο Ζιζέ έσκυψε και τη φίλησε απαλά, πεταχτά, στα παγωμένα χείλη της.Προχώρησαν στο διάδρομο μέσα σε ένα σύννεφο από αποξηραμένα ροδοπέταλα που είχαν

μαζευτεί το καλοκαίρι και τώρα πετάγονταν στον αέρα από το ενθουσιώδες πλήθος. Η Μπριάνακρατούσε απαλά τον Ζιζέ από το μπράτσο.Η λαίδη Μαίρη τους κοιτούσε συγκινημένη και στο τέλος άρχισε να κλαίει χωρίς ντροπή δίπλα

στον χαμογελαστό σύζυγό της, κι ακόμα και η βασίλισσα Ελεονώρα σκούπισε ένα δάκρυ με τομικρό λευκό μαντιλάκι της.Όλοι όσοι ήταν μαζεμένοι γύρω από το μονοπάτι που οδηγούσε στον εσωτερικό περίβολο του

κάστρου έτρεχαν για να σφίξουν το χέρι του Ζιζέ, υποκλίνονταν στην Μπριάνα, τους φώναζαν ευχές.Οι ρόδινες λωρίδες του απομεσήμερου απλώνονταν σαν ταινίες πάνω από τα κεφάλια τους και το

ασημένιο δρεπάνι του φεγγαριού ξεπρόβαλλε κιόλας ανάμεσα από τις πολεμίστρες του κάστρου.Ήταν μια υπέροχη μέρα, τέλεια από όλες τις απόψεις. Όμως, όταν η Μπριάνα σήκωσε τα μάτια τηςκαι κοίταξε το ανέκφραστο πρόσωπο του Ζιζέ, η καρδιά της πάγωσε από θλίψη.Φαινόταν τόσο απόμακρος, τόσο κλεισμένος στον εαυτό του. Λες και από τη στιγμή που είχε γίνει

άντρας της τον είχε χάσει.

*

Τα τζάμια των παραθύρων της μεγάλης αίθουσας αντανακλούσαν τις τελευταίες ακτίνες του ήλιουπου έδυε σαν να τους καλούσαν να μπουν στο κάστρο. Ένας άντρας στεκόταν πλαισιωμένος απότρεις στρατιώτες στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στην είσοδο. Ένας ευγενής που φορούσεμακρύ πράσινο μανδύα και μαύρη περισκελίδα. Τα μαλλιά του είχαν το χρώμα του χαλκού.«Θεέ μου! Ζιζέ, ο Χιου είναι!» είπε αλαφιασμένη η Μπριάνα. Το διάφανο μεταξωτό πέπλο ανέμιζε

πίσω της, αφήνοντας να φαίνεται η στιλπνή χαίτη των μαλλιών της, τα λαμπερά γαλάζια μάτια της.«Το βλέπω», απάντησε βλοσυρά εκείνος και περιεργάστηκε το έντρομο πρόσωπό της. «Μη

φοβάσαι, Μπριάνα. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα τώρα που είμαστε παντρεμένοι». Της έσφιξε το χέρικι εκείνη έγειρε πάνω του αναζητώντας παρηγοριά στο δυνατό κορμί του.«Μην απομακρυνθείς», της ψιθύρισε καθώς πλησίαζαν στο σημείο που στεκόταν ο αδελφός της

και ο κτητικός του τόνος έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει.«Σε παρακαλώ, πες μου πως δεν είναι αυτό που νομίζω!» φώναξε ο Χιου καθώς έφταναν κοντά.Τα μάτια του είχαν ένα αλλοπαρμένο βλέμμα έτσι όπως κοιτούσε από τον ένα στον άλλο. Ξαφνικά

έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός, άρπαξε την Μπριάνα από τον ώμο και το ίδιο ξαφνικά την άφησεπάλι όταν ο Ζιζέ ακούμπησε το χέρι στο κέντρο του στήθους του και τον έσπρωξε προς τα πίσω.«Η Μπριάνα είναι πια γυναίκα μου».«Πώς τολμάς; Πώς τόλμησες να παντρευτείς την αδελφή μου χωρίς τη συγκατάθεσή μου; Θα μου

το πληρώσεις ακριβά αυτό που έκανες! Θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά!» φώναξε απειλητικάστον Ζιζέ.Το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο, τα μάτια του γυάλιζαν.Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε τον αδελφό της Μπριάνα με οίκτο.

Page 139: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Κανονικά θα έπρεπε να σε χτυπήσω αλύπητα γι’ αυτό που έκανες στην αδελφή σου, αλλά δεναξίζει τον κόπο. Γι’ αυτό σε συμβουλεύω να πάρεις τους πληρωμένους δολοφόνους σου...» είπεδείχνοντας τους τρεις στρατιώτες που στέκονταν πίσω από τον Χιου, «και να φύγεις».Τα μάτια του Χιου γέμισαν μίσος. «Έπρεπε να σε σκοτώσω όταν μου δόθηκε η ευκαιρία. Ένα

χτύπημα στο κεφάλι ήταν πολύ λίγο για σένα».«Πρέπει να το πάρεις απόφαση ότι έχασες, Χιου», απάντησε ήρεμα ο Ζιζέ. «Η Ματίλντα...»«Η Ματίλντα εξαφανίστηκε εξαιτίας σου», τον έκοψε εκείνος και κοίταξε εχθρικά την αδελφή του.

«Και ο Γουόλτερ αγανάκτησε πια, βαρέθηκε αυτή την ιστορία. Με πέταξε κυριολεκτικά με τιςκλοτσιές από το κάστρο του σήμερα το πρωί, όταν έψαξα παντού και δε σε βρήκα πουθενά. Ταέχασα όλα, δε μου έχει μείνει πια τίποτα». Ο τόνος του έγινε παραπονεμένος, φαινόταν σχεδόνέτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Γιατί μου το έκανες αυτό, αδελφή; Γιατί με πρόδωσες με τέτοιοτρόπο;»Η Μπριάνα ένιωσε το στόμα της να στεγνώνει. Δεν μπορούσε ούτε να καταπιεί ούτε να μιλήσει.

Την είχε κυριέψει απέραντη θλίψη. Ο αδελφός που κάποτε λάτρευε είχε γίνει πια ένας ξένος, έναςάγνωστος.«Εσύ την ανάγκασες. Εσύ φταις για όλα. Η Μπριάνα δε θα δεχόταν ποτέ να παντρευτεί πάλι τόσο

γρήγορα», συνέχισε ο Χιου κοιτάζοντας πάλι τον Ζιζέ, και έσπρωξε μια λιγδερή τούφα που είχεπέσει στο μέτωπό του.Ίσιωσε το σώμα του, τέντωσε τους ώμους του. «Θα ζητήσω αμέσως ακύρωση», δήλωσε

απειλητικά.«Πολύ αργά», απάντησε ο Ζιζέ.Η Μπριάνα άκουσε την απάντησή του και τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα, γιατί όλοι

μπορούσαν να καταλάβουν τι σήμαινε αυτό. Χαμήλωσε τα μάτια της και κάρφωσε το βλέμμα τηςστη γη, λες και ξαφνικά έβρισκε τεράστιο ενδιαφέρον στο βελουδένιο στρώμα των βρύων πουφύτρωναν στις χαραμάδες ανάμεσα στα σκαλοπάτια.Τα κατακόκκινα, γουρλωμένα μάτια του αδελφού της γέμισαν λύσσα. Τα χείλη του άσπρισαν,

πάνιασαν.«Έλα εδώ!» της φώναξε και όρμησε προς το μέρος της, τραβώντας την ίδια στιγμή το σπαθί του

για να κρατήσει μακριά τον Ζιζέ.Όμως η Μπριάνα ήταν πιο γρήγορη απ’ αυτόν, πιο ευκίνητη, και οι κινήσεις του Χιου

αλλοπρόσαλλες και ασυντόνιστες, κι έτσι κατάφερε να ξεφύγει από τα απλωμένα δάχτυλά του.Όμως, όλη η πλημμυρίδα των αντιφατικών συναισθημάτων που την κατέκλυζαν την ώρα της

γαμήλιας τελετής τώρα ξεχείλισε από μέσα της, απείλησε να την καταβροχθίσει, να την παρασύρειστο βυθό.Θυμήθηκε πάλι εκείνο το φόρεμα, το ένιωσε να καίει τα παγωμένα δάχτυλά της.Ήταν σαν να στεκόταν στο χείλος ενός απύθμενου σκοτεινού γκρεμού και ένιωθε να πλησιάζει

επικίνδυνα στην άκρη του. Λίγο ακόμα και θα έπεφτε.«Όχι!» φώναξε ο Ζιζέ και στάθηκε ανάμεσα στον Χιου και την αδελφή του με το σπαθί υψωμένο.

«Δεν έχει να πάει πουθενά. Η Μπριάνα είναι πια δική μου!»«Αν μείνεις μ’ αυτό τον άνθρωπο, Μπριάνα, δεν πρόκειται να με ξαναδείς ποτέ. Μ’ ακούς;» της

φώναξε ο Χιου πάνω από τον ώμο του Ζιζέ. «Θα φύγω από τη χώρα. Δεν αντέχω να μείνω εδώ καινα σε βλέπω πάλι δυστυχισμένη κοντά σ’ αυτό τον άνθρωπο».«Φύγε!» πρόσταξε ο Ζιζέ. «Θα φροντίσω προσωπικά να μεταφερθείς στην ακτή».

Page 140: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

«Σταματήστε!» τους φώναξε η Μπριάνα. «Σταματήστε και οι δύο». Τα δάκρυα που συγκρατούσεμε κόπο όλη τη μέρα ξεχείλισαν, ανάβλυσαν από τα μάτια της και κύλησαν ασυγκράτητα σταμάγουλά της. «Σε κανέναν δεν ανήκω. Σε κανέναν. Αυτός ο γάμος... αυτός ο γάμος...»Το βλέμμα της έπεσε στη λαίδη Μαίρη που παρακολουθούσε έντρομη μαζί με τους άλλους τη

σκηνή και τα λόγια που ετοιμαζόταν να ξεστομίσει δε βγήκαν ποτέ από τα χείλη της. Μέσα από τοπαραπέτασμα των δακρύων που θόλωνε τα μάτια της, γύρισε και κοίταξε τον Ζιζέ.«Πρέπει να μιλήσουμε», ψέλλισε καταπίνοντας τους λυγμούς της. «Πρέπει να μιλήσουμε... τώρα».Εκείνος έβαλε αμέσως το σπαθί του στο θηκάρι. Κοίταξε τον πατέρα του και δε χρειάστηκε να

πουν τίποτα· μια ματιά του Ζοσλέν ήταν αρκετή για να του δώσει να καταλάβει ότι θα αναλάμβανεεκείνος τον Χιου.Πιάνοντας την Μπριάνα από το χέρι, ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Άφησαν πίσω τους το

αποσβολωμένο πλήθος, μπήκαν στο κάστρο και προχώρησαν στον μακρύ, σκοτεινό διάδρομο. Έναμικρό δωμάτιο του ισογείου φωτιζόταν από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που είχε βασιλέψει.«Λοιπόν», είπε ο Ζιζέ και παραμέρισε τρυφερά μια τούφα που είχε ξεφύγει και έπεφτε στο μάγουλό

της. «Τι ήθελες να συζητήσουμε;»Η Μπριάνα σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος για να σταματήσει την ασταμάτητη τρεμούλα που

απειλούσε να απλωθεί σε όλο της το σώμα. Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, γιατί δεν άντεχε ναείναι τόσο κοντά του.«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό», είπε με πνιγμένη φωνή. «Δεν μπορώ να μείνω παντρεμένη μαζί

σου. Θα ήταν αφόρητο».Ο Ζιζέ την κοίταξε απορημένος.«Μα αφού σου είπα ότι δε θα σ’ αφήσω μόνη, Μπριάνα. Θα έχεις την ελευθερία που χρειάζεσαι για

να είσαι ευτυχισμένη. Μια ελευθερία μέσα στην ασφάλεια που σου προσφέρει ένας γάμος».Τα μάτια του σκοτείνιασαν, έγιναν σαν δυο κομμάτια βελούδο κεντημένο με ασημοκλωστή.Η Μπριάνα άπλωσε το χέρι της, άγγιξε απαλά το μανίκι του.«Αχ, Ζιζέ, νόμιζα ότι θα μπορούσα να το κάνω, νόμιζα ότι ήμουν αρκετά δυνατή». Η φωνή της

έτρεμε, το πέπλο έπεφτε και σκέπαζε τον ένα του ώμο. «Όμως δεν μπορώ. Συγχώρεσέ με. Σ’ αγαπώπάρα πολύ».«Τι είπες;»Την κοίταξε εμβρόντητος, με το στόμα ανοιχτό. Ήταν η πρώτη φορά που φανέρωνε τόση έκπληξη,

η πρώτη φορά εδώ και πολλές ώρες που το πρόσωπό του έδειχνε κάποιο συναίσθημα.Απορροφημένη όπως ήταν στις δικές της βασανιστικές σκέψεις, δεν πρόσεξε την αλλαγή στη

στάση του. Δεν άκουσε καν ότι της είχε κάνει μια ερώτηση.«Βρήκα το φόρεμα της Νάντιας», είπε, και τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. «Δεν το έκανα

επίτηδες, με συγχωρείς. Η βασίλισσα Ελεονώρα έφερε το μπαούλο σου στο δωμάτιό μου κατάλάθος... Κοίταξα μέσα και το είδα». Κατέβασε αργά το χέρι της από το μπράτσο του.«Το φόρεμα της Νάντιας;» επανέλαβε εκείνος σμίγοντας τα φρύδια του με απορία, σαν να

προσπαθούσε να θυμηθεί τι ήταν, για τι πράγμα του μιλούσε.Η Μπριάνα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε, και καθώς του εξηγούσε, τα δάκρυά της

άρχισαν σιγά σιγά να στερεύουν. «Η καρδιά σου θα είναι πάντα δική της. Κι αυτό δεν μπορώ να τοαντέξω».«Όχι, Μπριάνα, κάνεις λάθος», είπε ο Ζιζέ και χαμογέλασε, γιατί επιτέλους κατάλαβε τι είχε συμβεί.

«Το φόρεμα ήταν... είναι δώρο για τη μητέρα μου. Τα κεντήματα που φτιάχνουν στην Ανατολή είναι

Page 141: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

πραγματικά υπέροχα. Ξέρω ότι θα της αρέσει πολύ. Ποτέ δεν ανήκε στη Νάντια. Πώς το σκέφτηκεςαυτό;»«Το σκέφτηκα επειδή την αγαπάς ακόμα. Επειδή δεν περνάει μέρα χωρίς να τη σκεφτείς», ψιθύρισε

εκείνη και ένιωσε την καρδιά της να διαλύεται από τον πόνο. «Νόμιζα ότι θα μπορούσα να ζήσωμαζί σου και να μη με νοιάζει αν σκεφτόσουν τη Νάντια. Μου πέρασε από το μυαλό ακόμα και ηπαράλογη ιδέα ότι θα μπορούσα να σε κάνω να την ξεχάσεις και να μ’ αγαπήσεις. Έχεις ακούσειποτέ τέτοιο γελοίο πράγμα;» Σταμάτησε απότομα και τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα.«Δεν είναι καθόλου γελοίο».Ο Ζιζέ χαμογέλασε και τη χάιδεψε στο μάγουλο με τα μακριά του δάχτυλα. «Μπριάνα, είναι

αλήθεια ότι αγάπησα τη Νάντια, αλλά η Νάντια είναι πια κομμάτι του παρελθόντος μου. Η Νάντιαείναι το χτες. Εσύ είσαι το μέλλον μου. Μαζί σου βρήκα ένα καινούριο αύριο».«Μου λες αλήθεια;» Του χαμογέλασε διστακτικά, άγγιξε την άκρη του πέπλου της και το ασημένιο

διάδημα με μια αμήχανη, ντροπαλή κίνηση.«Και νομίζω πως το ίδιο ισχύει και για σένα». Ακούμπησε τα χέρια του στη μέση της, βαριά,

κτητικά.«Ζιζέ... Τι προσπαθείς να μου πεις;»Η πρώτη αχτίδα μιας καινούριας ελπίδας άρχισε να φωτίζει σιγά σιγά την καρδιά της.«Μπριάνα, όταν γύρισα από τη σταυροφορία, ήμουν θυμωμένος, απελπισμένος... ένας διαλυμένος

άνθρωπος. Όμως είχα την τύχη... να γνωρίσω εσένα».Τα μάτια της έλαμψαν από ευτυχία. Ο σκληρός κόμπος της θλίψης που κρατούσε την καρδιά της

ξετυλίχτηκε μεμιάς, οι αρπάγες της αγωνίας που έσφιγγαν το στομάχι της άνοιξαν.Οι φλογισμένες ακτίνες του ήλιου που έδυε διαπερνούσαν το ακανόνιστο τζάμι, φώτιζαν το λευκό

της πρόσωπο, τα τρυφερά της χείλη που θύμιζαν μπουμπούκι τριαντάφυλλου.«Σ’ αγαπώ, Μπριάνα. Νομίζω ότι σ’ αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα».Τα λόγια του της έφεραν μια γλυκιά ζάλη, απλώθηκαν μέσα της σαν ζεστό βάλσαμο, ζωντάνεψαν

τα παγωμένα της μέλη, φώτισαν τα σκοτάδια της θλίψης και της αμφιβολίας που την έκανε ναπιστεύει ότι γι’ αυτούς δεν υπήρχε τίποτα πέρα από εκείνη τη μέρα.«Πότε; Τότε που με βρήκες να κείτομαι αναίσθητη, χτυπημένη από τους μαχαιροβγάλτες του

πρίγκιπα Ιωάννη;» τον ρώτησε γελώντας και ένιωσε την ευτυχία να ξεχειλίζει από το στήθος της.Ο Ζιζέ χαμογέλασε. «Ακόμα και τότε. Εκείνη τη μέρα σ’ αγάπησα, και είσαι η μόνη –εσύ, μόνο εσύ

και καμία άλλη– που μ’ έμαθε πώς ν’ αγαπώ». Ο ήλιος έκανε τα μαλλιά του να λάμπουν σανχρυσοκόκκινο φωτοστέφανο καθώς έσκυβε προς το μέρος της. «Η καλοσύνη σου, η φροντίδα σου...η αγάπη σου... κυρίως η αγάπη σου... έδιωξαν τα σκοτάδια από την καρδιά μου και γιάτρεψαν τοπνεύμα μου».«Ω Ζιζέ!» Η Μπριάνα τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του, τράβηξε το κεφάλι του προς το μέρος της

και η καρδιά της φτερούγισε. «Ποτέ δεν πίστευα ότι θα μπορούσες να μ’ αγαπήσεις! Το ευχόμουν μεόλη τη δύναμη της ψυχής μου, το λαχταρούσα, το ήθελα, αλλά ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα γινότανστ’ αλήθεια».Εκείνος γέλασε με το βαθύ, μελωδικό του γέλιο, που ακούστηκε σαν μουσική στ’ αυτιά της. Έπειτα

έσκυψε και τα χείλη τους έσμιξαν σ’ ένα φιλί γεμάτο πάθος, σαν να σφράγιζε μ’ αυτό την υπόσχεσητης αγάπης του. Για πάντα.

Page 142: Meriel Fuller - Η Καρδιά Του Ιππότη

ΠεριεχόμεναΗ Καρδιά του ΙππότηΚεφάλαιο 1Κεφάλαιο 2Κεφάλαιο 3Κεφάλαιο 4Κεφάλαιο 5Κεφάλαιο 6Κεφάλαιο 7Κεφάλαιο 8Κεφάλαιο 9Κεφάλαιο 10Κεφάλαιο 11Κεφάλαιο 12Κεφάλαιο 13Κεφάλαιο 14Κεφάλαιο 15Κεφάλαιο 16Κεφάλαιο 17