Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά...

84
Mauro Matteini Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΤΗΣ επιμέλεια και προσαρμογή κειμένου: Ευαγγελία Α. Βαρέλλα μετάφραση: Φωτεινή Πατρικίου Ιωάννης Σάββας Γεώργιος Σταυρόπουλος Γεώργιος Τριανταφυλλίδης ΄Ολγα Φώτα επιμέλεια μεταφράσεως: Ευαγγελία Α. Βαρέλλα

Transcript of Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά...

Page 1: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Mauro Matteini

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΤΗΣ

επιμέλεια και προσαρμογή κειμένου: Ευαγγελία Α. Βαρέλλα

μετάφραση: Φωτεινή Πατρικίου

Ιωάννης Σάββας

Γεώργιος Σταυρόπουλος

Γεώργιος Τριανταφυλλίδης

΄Ολγα Φώτα

επιμέλεια μεταφράσεως: Ευαγγελία Α. Βαρέλλα

Page 2: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Εισαγωγικά Νέα υλικά, νέες τεχνικές, βοηθήματα επιστημονικά και ενημερωτικά: τα τελευ-

ταία χρόνια μια πλούσια εσοδεία νεωτερισμών μεταβάλλει εκ βάθρων τον χώρο της

αποκαταστάσεως της πολιτιστικής κληρονομίας. Μολονότι είναι μάλλον πρώιμη οιαδή-

ποτε αποτίμηση ενός φαινομένου εν τω γίγνεσθαι, ωστόσο επιτακτικό τίθεται το ερώτη-

μα περί του αν τα ανωτέρω αντιστοιχούν σε ουσιαστική βελτίωση των τεχνικών και με-

θοδολογικών παραμέτρων. Κατ΄ αρχάς, πάντως, μία τουλάχιστον σημαντική κατάκτηση

είναι εμφανής. Καθώς το υφιστάμενο την παρέμβαση αντικείμενο - το έργο τέχνης, το

χειροτέχνημα ιστορικής αξίας - κατατάσσεται μεταξύ των ευγενεστέρων προϊόντων του

ανθρώπινου μόχθου, έχει πλέον γίνει αντιληπτό ότι η διαδικασία συντηρήσεώς του συ-

νιστά πολιτισμικό επίτευγμα μεγάλης εμβελείας, βασιζόμενο σε περίπλοκα πλέγματα

ικανοτήτων και γνώσεων εν πολλοίς επιστημονικών. Πράγματι. Οι περιοχές, εντός των

οποίων η συντήρηση επέτυχε να υποκινήσει άμεσες αλληλεξαρτήσεις μεταξύ τομέων

μάλλον απομεμακρυσμένων - όπως είναι η χημεία και η ιστορία της τέχνης -, εξελίσσο-

νται σε εύφορο υπόστρωμα για την ανάπτυξη, την συμπόρευση, εν τέλει την αναγέννη-

ση ποικίλων πολιτιστικών δομών. Πρόκειται περί σημαντικού γεγονότος, αν μάλιστα

ληφθεί υπ΄ όψιν ότι τα μέσα μαζικής ενημερώσεως έχουν ήδη αρχίσει να διαχέουν την

εν λόγω δραστηριότητα και τα ποικίλα της παρεπόμενα.

Η σημερινή εποχή είναι ώριμη για μια πρώτη προσέγγιση, κωδικοποίηση και

εμβάθυνση στις ποικίλες εμπειρίες και γνώσεις, οι οποίες από ετών συσσωρεύονται

ανοργάνωτες. Στα πλαίσια αυτά ένα ειδικό εγχειρίδιο αναφερόμενο σε εφαρμοσμένα

ζητήματα χημικής φύσεως αποδεικνύεται κατά προτεραιότητα απαραίτητο, εφ΄ όσον οι

σχολές συντηρήσεως πολλαπλασιάζονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς και οι νέοι από-

φοιτοι θα πρέπει να εκμεταλλεύονται στο έπακρον την διεπιστημονική σπουδή. Προφα-

νώς, ένα βιβλίο αφιερωμένο στην αποκατάσταση οφείλει να περιέχει και να μεταδίδει

ένα σύνολο χημικών εννοιών επιλεγμένων ούτως, ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες

του ιδιάζοντος τούτου χώρου. Πρόκειται περί έργου δυσχερούς, καθώς εκ παραδόσεως

τους διαφόρους κλάδους χωρίζουν φραγμοί μεθοδεύσεων και ορολογίας, φραγμοί α-

ντιμετωπίσεως και αποτιμήσεως μιας και της αυτής πραγματικότητος. ΄Ίσως η ακαδη-

μαϊκή επιστήμη αμφισβητήσει τα κριτήρια ή τον τρόπο εκθέσεως κάποιων εννοιών: οι

επιλογές, ωστόσο, είναι συνειδητές και απεμπολούν τον τύπο για να σταθούν πλησιέ-

στερες προς την πράξη, με την ελπίδα ότι ποικίλοι ειδικοί - αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες,

ιστορικοί της τέχνης - θα ενδιαφερθούν εν τέλει για τον εμπλουτισμό της εξαρτύσεώς

τους.

Page 3: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Η δραστηριότητα της συντηρήσεως εκτείνεται σε δεκάδες τομείς, μερικοί μάλι-

στα ήδη επωφελούνται ειδικών συγγραμμάτων περιωπής. Το πανόραμα, εν τούτοις,

των δημοσιεύσεων είναι πολύ περιορισμένο όσον αφορά την αποκατάσταση πολυ-

χρωμιών επί διαφόρων υποστηριγμάτων. Την έλλειψη τούτη φιλοδοξεί να καλύψει το

παρόν, πραγματευόμενο αναλυτικώς την όλη προβληματική της παρεμβάσεως επί ζω-

γραφικών έργων και τα υλικά της, ήτοι τις χρωστικές ουσίες, τα συνδετικά, τους διαλύ-

τες, τα βερνίκια, τα συγκολλητικά, τα στερεωτικά και τους στόκους. Η βιβλιογραφία, άλ-

λωστε, συνιστά σημείο εκκινήσεως για μια ουσιαστικώτερη προσέγγιση των θεμάτων.

Αρχαία κατά την καταγωγή, η χημεία υπό την σημερινή της μορφή εμφανίζεται

ως καρπός μελετών και εμπειριών των τελευταίων εκατόν πενήντα χρόνων. ΄Ηδη, πά-

ντως, λειτουργεί ως συγκροτημένη επιστήμη, η οποία διαθέτει θεωρίες επικυρωμένες

από τεράστιο αριθμό πειραμάτων, θεωρίες που συνδέουν τις ποικίλες όψεις της γνω-

στής φαινομενολογίας σε μια λογική ενότητα και καθορίζουν τις διασυνδέσεις με συγ-

γενείς κλάδους. Καθώς, όμως, αντικείμενό της είναι η ύλη στις διάφορές της εκφάνσεις,

το μέγιστο δε ποσοστό των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων εμπεριέχει υλικές παραμέ-

τρους, η χημεία αναπτύσσεται και ως έρευνα εφαρμοσμένου τύπου. Παραλλήλως, οι

εικαστικές τέχνες εκκινούν από σύνολα διαμορφωτέων υλικών, και ως εκ τούτου το ζω-

γραφικό έργο ενέχει εγγενώς πραγματικότητες και αναζητήσεις χημικής υφής. Τούτο

αρχίζει από την στιγμή που έρχεται στο φως και εξακολουθεί στην πορεία των μετα-

σχηματισμών του - στην γήρανση, στις ασθένειες, συχνά στο τέλος του.

Εννοείται ότι το νόημα και η σημασία ενός καλλιτεχνήματος δεν βρίσκονται στην

ύλη, αλλά στο εκφραστικό περιεχόμενο που αυτή μεταδίδει. Ωστόσο η διατήρησή του

δια μέσου των αιώνων εξαρτάται απολύτως από τα υλικά, η δε συνείδηση του γεγονό-

τος αυτού κρίνει την ίδια την δυνατότητα κατανοήσεώς του. ΄Ηταν συνεπώς αναμενόμε-

νο ότι η χημεία θα έπρεπε - έστω και αργά - να κληθεί επισήμως αρωγός στην λεπτή

διαδικασία διασώσεως των έργων τέχνης. Και τούτο σε μια περίοδο, κατά την οποία η

πολιτιστική κληρονομία διανύει φάση επιταχυνομένης αποσυνθέσεως, αφ΄ ενός κατό-

πιν φυσικών διεργασιών φθοράς, αφ΄ ετέρου λόγω των συχνά τραυματικών επεμβά-

σεων που επέφεραν παλαιότερες αποκαταστάσεις, κυρίως δε εξ αιτίας των προσφάτων

περιβαλλοντικών μεταβολών. Και τούτο διότι τα αντικείμενα δεν διαθέτουν την δυνατό-

τητα προσαρμογής σε νέες καταστάσεις και υφίστανται παθητικά τις δυσμενείς επιδρά-

σεις. Στον ανωτέρω φόρτο προστίθενται περαιτέρω και παράμετροι αναγόμενες σε

παιδευτικές, κοινωνιολογικές ή πολιτικές επιλογές, εφ΄ όσον τα καλλιτεχνικά αγαθά ου-

δέποτε έχουν δεχθεί όντως επαρκή φροντίδα.

Η επιστημονική συνεισφορά στο πεδίο των έργων τέχνης ανάγει τις απαρχές

στην αυγή του εικοστού αιώνα ως διστακτικό αποτέλεσμα του οράματος ολίγων πρω-

τοπόρων. Από την δεκαετία, εν τούτοις, του ‘60 αρχίζει μία ζύμωση εναργέστερη, μία

Page 4: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

δραστηριότητα συστηματικώτερη, αν και μικρού εισέτι βεληνεκούς και μάλλον ασυντό-

νιστη εν σχέσει προς το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των προβλημάτων. Χάρις,

ωστόσο, σ΄ αυτήν την συνεισφορά, η ίδια η έννοια της αποκαταστάσεως και συντήρη-

σεως μεταβάλλεται ριζικώς, αν και συνάμα σημειώνονται περιπτώσεις κακώς εννοου-

μένης επιστημονικότητος, οι οποίες μετατρέπουν μια πράξη μέχρι πρό τινος τουλάχι-

στον θαυματουργική σε διεργασία απλώς τεχνική.

Φυσικά οι ακραίες τοποθετήσεις είναι εσφαλμένες, εφ΄ όσον ο συντηρητής είναι

αποδέκτης και τα δύο περιεχομένων του καλλιτεχνήματος, του εκφραστικού και του υ-

λικού. Πρέπει, συνεπώς, να συνιστά ευλύγιστο ερμηνευτή και να χρησιμοποιεί την ύλη

του έργου εν συναρτήσει προς την εκφραστική και αισθητική του διάσταση, διότι μόνον

τότε η παρέμβαση θα σεβασθεί πλήρως την σημασία του και θα επιζητήσει την ουσια-

στική του διάσωση: ιδού για ποιόν λόγο οφείλει οπωσδήποτε να διαθέτει χημική μόρ-

φωση και να αποφεύγει την επιστημονική εκείνη άγνοια που χαρακτήριζε τον κλάδο κα-

τά το παρελθόν.

Χρώματα και Χρωστικές

Εισαγωγικά

Η χρήση χρωστικών απορρέει από την επιτακτική ανάγκη εκφράσεως της

πραγματικότητος μέσω εικόνων κατά το δυνατόν εμπλουτισμένων σε παραστατικά

Page 5: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

στοιχεία. Η αναζήτηση υλικών χρώσεως αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό όλων των

πολιτισμών, από των πρωτογόνων, που έπρεπε να στηριχθούν σε μόνες τις φυσικές -

κυρίως φυτικές και ορυκτές - πηγές, μέχρι των πλέον ανεπτυγμένων και εξελιγμένων,

στους οποίους η παραγωγή συνθετικών παραγώγων, αλλά και η ποικιλία στην απόδο-

ση των αποχρώσεων έχουν σημειώσει σημαντικές προόδους.

Το μέγιστο ποσοστό των πολυχρώμων έργων, ανεξαρτήτως των καθ΄ έκαστα

σταδίων της δημιουργίας, δομείται από σειρά επαλλήλων υμενίων, μεταξύ των οποίων

οπωσδήποτε και το ζωγραφικό. Τούτο έχει πάχος μερικών δεκάδων μικρών και αποτε-

λείται από μία ή περισσότερες χρωστικές διεσπαρμένες υπό μορφήν μικρών κόκκων σε

διαπερατό και σχεδόν διαφανές μέσο, εγγυώμενο την ομοιογενή κατανομή και σύνδεση

προς το υπόστρωμα. Συνεπώς οι χρωστικές ύλες καθίστανται χρώματα όταν πλέον

σχηματίσουν λεπτό καλυπτικό υμένιο επί του υποστηρίγματος: στον ορισμό δεν περι-

λαμβάνεται η χρώση δι΄ εγκλωβισμού, προσροφήσεως ή χημικής αντιδράσεως με ά-

χροα υπόβαθρα, και ως εκ τούτου τα χρώματα διαθέτουν εξ ορισμού σώμα, όγκο. Η

μετατροπή των χρωστικών σε χρώματα ζωγραφικής προϋποθέτει την δημιουργία πη-

κτής ή φυράματος (πάστας) με φορείς κατά το πλείστον διαφανείς, ώστε να μην πα-

ρεμβαίνουν στο αισθητικό αποτέλεσμα. Ενίοτε, πάντως, επιλέγονται υλικά διασποράς

ημιπερατά στο φως: τα δημιουργούμενα καλυπτικά χρώματα - οι λάκκες - χρησιμο-

ποιούνται μεταξύ άλλων και στην βαφή υφανσίμων ινών.

Το χρώμα Γένεση του χρώματος. Στην φυσικοχημική του διάσταση το χρώμα συνιστά υποκειμενική αίσθηση του

ανθρώπινου οφθαλμού, ο οποίος αντιδρά στο ορατό φως, ήτοι τις ακτινοβολίες μήκους

κύματος 400 έως 700mμ. Πέραν των φυσιολογικών παραμέτρων, την αίσθηση του

χρώματος καθορίζουν οι εσωτερικές διεργασίες μεταξύ φωτός και αντικειμένου, καθώς

και οι πηγές φωτισμού - έμμεσες ή ανακλώμενες από το αντικείμενο. Κύριες πηγές συ-

νεχούς φάσματος είναι ο ήλιος και οι λαμπτήρες πυρακτώσεως ή αλογόνου, πλουσιώ-

τεροι σε ερυθρή ακτινοβολία, ενώ ασυνεχές είναι το φάσμα των λαμπτήρων υδραργύ-

ρου ή νέου.

Το χρώμα, δεν συνιστά εσωτερική ιδιότητα του φωτός, αλλ΄ αντίδραση του ο-

φθαλμού έναντι των ορατών ακτινοβολιών. Η ευαισθησία του ανθρώπου στα διάφορα

μήκη κύματος δεν είναι πάντοτε η ίδια, μεγαλύτερη δε εμφανίζεται στις κίτρινες και

πράσινες ακτινοβολίες, κυμαινόμενες περί τα 550mμ, ενώ ελαττώνεται ραγδαία όταν

μεταβεί προς το ιώδες και ομαλότερα προς το ερυθρό. Ο οφθαλμός, άλλωστε, διακρίνει

εν τέλει ζώνες συχνοτήτων, οι οποίες εκφράζονται ως χρώματα, και περαιτέρω κατα-

Page 6: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

γράφει ενδιαμέσους τόνους. Οι ποικίλες αποχρώσεις σχηματίζονται κατ΄ αρχήν από

μόνα τα βασικά χρώματα βαθύ κυανό (κυανοϊώδες), πράσινο και ερυθρό με μέθοδο

συνθετική. Ούτω συνδυασμός βαθέος κυανού και πράσινου δίδει κυανό, βαθέος κυα-

νού και ερυθρού πορφυρό, πράσινου και ερυθρού κίτρινο κ.ο.κ. Το τελευταίο γίνεται

μεν αντιληπτό από τον οφθαλμό στην ζώνη των 570 έως 580mμ, όμως η αίσθηση α-

ναπαράγεται κατά την επίδραση μίγματος πρασίνων και ερυθρών συχνοτήτων. Η προ-

σθετική σύνθεση και των τριών βασικών χρωμάτων εκδηλώνεται ως κορεσμός και

πληρότητα, ως λευκό, ενώ η απουσία τους συνιστά το μέλαν.

΄Εχει ήδη αναφερθεί ότι οι ακτινοβολίες γίνονται αντιληπτές ως ζώνες συχνοτή-

των, οι οποίες μάλιστα δεν έχουν πάντοτε το ίδιο εύρος. Η τελική αίσθηση είναι συνε-

χής και εκφράζεται ως ευρύτατη σειρά διακριτών ενδιαμέσων αποχρώσεων. Ούτω, επί

παραδείγματι, ισοδύναμες ποσότητες ερυθρού και βαθέος κυανού καταλήγουν σε

πορφυρό, ενώ υπερίσχυση του ερυθρού οδηγεί σε ερυθρή/πορφυρή χροιά και περαι-

τέρω προσθήκη ολίγου πράσινου σε ρόδινη. Οι ποικίλοι, άλλωστε, συνδυασμοί των

βασικών χρωμάτων αποφέρουν τόνους του φαιού. Τα έγχρωμα σώματα, επί παρα-

δείγματι οι χρωστικές, απορροφούν - και αντιστοίχως εκπέμπουν - ορισμένες μόνον

συχνότητες του φάσματος. Περί αυτών όμως σε επόμενες παραγράφους.

Ιδιαίτερη σημασία κατά την γένεση της χρωματικής αισθήσεως έχουν και οι ε-

σωτερικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ φωτός και αντικειμένου. ΄Οταν δέσμη λευκού φωτός

προσπέσει επί επιφάνειας, εν μέρει απωθείται και εν μέρει εισδύει στο εσωτερικό του

σώματος. Στην περίπτωση επιφανείας λείας εν σχέσει προς το μήκος κύματος της δέ-

σμης παρατηρείται ανάκλαση του φωτός υπό δεδομένη γωνία, συνήθως όμως οι μι-

κροανωμαλίες οδηγούν σε διάχυση, πολλαπλή ανάκλαση προς ποικίλες κατευθύνσεις.

Τα διαπερατά, άλλωστε, υλικά εμφανίζουν το φαινόμενο της διαθλάσεως, της παρεκ-

κλίσεως της δέσμης από την αρχική της πορεία. Η νέα κατεύθυνση εκφράζεται με τον

δείκτη διαθλάσεως και εξαρτάται από την συχνότητα εκάστης ακτινοβολίας: ως εκ τού-

του εν τέλει παρατηρείται διάχυση των χρωμάτων που διήλθαν από το στρώμα. Περαι-

τέρω, τα υλικά απορροφούν μέρος της δέσμης σε ποσοστό εξαρτώμενο από το μήκος

κύματός της και την χημική τους δομή. Η επιλεκτική αυτή δέσμευση ορισμένων συχνο-

τήτων αφαιρεί από το λευκό φως την πληρότητα και προσδίδει στο σώμα χρώμα συ-

μπληρωματικό του απορροφηθέντος. Εννοείται ότι οι πιθανές πορείες της δέσμης συ-

νήθως συνυπάρχουν.

Φως και ζωγραφικό υμένιο. Το ζωγραφικό υμένιο αποτελείται από κόνεις χρωστικών ουσιών διεσπαρμένες

εντός διαφανούς ομοιογενούς συνδετικού μέσου, το οποίο επαλείφεται σε πάχος μερι-

κών μόλις δεκάδων μικρών επί λευκής ή ενίοτε έγχρωμης βάσεως, της προπαρασκευ-

Page 7: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

ής. Συνήθως τούτο δέχεται περαιτέρω και λεπτή προστατευτική στρώση βερνικίου. Την

καλυπτική ικανότητα του υμενίου ρυθμίζουν η εκλεκτική απορρόφηση του φωτός εκ μέ-

ρους της χρωστικής - παράμετρος σημαντική επί των σκούρων αποχρώσεων -, η συ-

γκέντρωσή της, η σχέση του δείκτου διαθλάσεώς της και εκείνου του συνδετικού μέσου

και ο βαθμός κονιοποιήσεως: μικρότεροι κόκκοι σημαίνουν μεγαλύτερο λόγο και αδια-

φάνεια. Από την επικάλυψη, άλλωστε, εξαρτάται εάν η φωτεινή δέσμη θα φθάσει μέχρι

το προπαρασκευαστικό στρώμα, το οποίο θα την απορροφήσει ή διαχύσει. Κατ΄ αρχήν

τούτο είναι λευκό, ενίοτε όμως αποκτά χρώμα, ώστε να εξαρθούν συγκεκριμένα σημεία,

να τονισθούν αντιθέσεις, να επιτευχθούν ειδικές εντυπώσεις. Ούτω η μεσαιωνική τέχνη

υπογραμμίζει με πράσινη βάση την ρόδινη επιδερμίδα των προσώπων και με ερυθρή

τις χρυσές διακοσμήσεις.

Στην ίδια προσέγγιση θεμελιώνεται η επιχρωμάτιση ολοκληρωμένων έργων με

ημιπερατά ανοικτόχρωμα υμένια (βελατούρα), καθώς και η ευρύτατα γνωστή χρήση

διαφόρων τύπων - ερυθρής κυρίως - λάκκας προς συγκράτηση των μορφών επί υφα-

σματίνων υποστηριγμάτων. Το βερνίκι, άλλωστε, πέραν της πρωταρχικής του προστα-

τευτικής λειτουργίας παρεμβαίνει στον τελικό δείκτη διαθλάσεως του ζωγραφικού

στρώματος και ελαττώνει την διάχυση και λευκή συνθετική απόχρωση προς όφελος

των επί μέρους χρωμάτων. Τούτο εκφράζεται ως ελαφρώς σκουρότερη χροιά και γενι-

κώτερη άμβλυνση της εντάσεως. Τέλος, καλόν είναι να δίδεται προσοχή στην λαμπρό-

τητα των βερνικίων, ήτοι το ποσοστό ανακλάσεως επ΄ αυτών.

Συνοψίζοντας, όταν δέσμη λευκού φωτός προσπέσει επί ζωγραφικού πίνακος

μέρος της ακτινοβολίας ανακλάται από το βερνίκι και το λοιπό διαθλάται, για να απορ-

ροφηθεί από το ζωγραφικό υμένιο κατά ένα ποσοστό, να διαχυθεί κατά άλλο και να το

διαπεράσει κατά το λοιπό, διαθλώμενο και συναντώντας πλέον το προπαρασκευαστικό

χρώμα, από το οποίο θα απορροφηθεί ή θα διαχυθεί. Κατά την επιστροφή της στον

οφθαλμό, η δέσμη θα καθορίσει την τελική αίσθηση.

Ανάμιξη των χρωστικών. Η ανάμιξη των χρωστικών δεν οδηγεί σε αποτελέσματα ταυτόσημα με εκείνα

των θεωρητικών χρωματικών μίξεων. Εν προκειμένω είναι ακριβέστερη η αναφορά σε

αφαιρετική σύνθεση, εφ΄ όσον τα μέσα χρώσεως αφαιρούν τρόπον τινα ορισμένες συ-

χνότητες του λευκού φωτός και ανακλούν τις υπόλοιπες: επί μιγμάτων, μάλιστα, η όλη

διαδικασία είναι αθροιστική. Οι χρωστικές, άλλωστε, ουδέποτε απορροφούν πλήρως

τις συχνότητες των καθαρών χρωμάτων, συνεπώς η ανάμιξή τους ανάγεται στην θεω-

ρητική αφαιρετική σύνθεση.

Τα βασικά χρώματα της προσθετικής συνθέσεως - βαθύ κυανό, πράσινο και

ερυθρό - οδηγούν συνδυαζόμενα κατά ζεύγη σε πορφυρό (βαθύ κυανό/ερυθρό), κίτρινο

Page 8: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

(πράσινο/ερυθρό), κυανό (βαθύ κυανό/πράσινο), ήτοι τα θεμελιώδη χρώματα της θεω-

ρητικής αφαιρετικής συνθέσεως, τα οποία αναμιγνυόμενα από κοινού δίδουν μέλαν,

ανά δύο δε τα βασικά προσθετικά. Ούτω επί παραδείγματι πράσινο λαμβάνεται από

κυανό και κίτρινο ή βαθύ κυανό/πράσινο και πράσινο/ερυθρό, ερυθρό από πορφυρό

και κίτρινο, βαθύ κυανό από κυανό και πορφυρό. Εν κατακλείδι, έκαστο βασικό χρώμα

της προσθετικής συνθέσεως έχει ως παραπλήρωμα ένα χρώμα της αφαιρετικής - πρά-

σινο και πορφυρό, ερυθρό και κυανό, βαθύ κυανό και κίτρινο -, η δε θεωρητική τους

ανάμιξη τους παράγει μέλαν. Στην πράξη, πάντως, οι δύο πρώτοι των ανωτέρω συν-

δυασμών έχουν ως αποτέλεσμα το φαιό και ο τελευταίος το πράσινο.

Ιδιότητες των χρωστικών Χημικές ιδιότητες. Οι χρωστικές διακρίνονται χονδρικώς σε οργανικές και ανόργανες. Οι πρώτες

συνίστανται κυρίως σε κόνεις φυτικών ή ζωικών προϊόντων αναμεμιγμένες με υδροξεί-

διο του αργιλίου ή συναφείς ενώσεις, ενώ οι ανόργανες είναι συνήθως ορυκτές, αποτε-

λούμενες από άλατα σε κρυσταλλική μορφή. Θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την χρήση

τους είναι η αδράνεια, η χημική σταθερότητα και η απουσία διαλυτότητος έναντι του

συνδετικού μέσου και των κοινών διαλυτών. Μολονότι, άλλωστε, υπό κανονικές συνθή-

κες το καλλιτέχνημα είναι προφυλαγμένο, στην πράξη η θερμοκρασία, οι υδρατμοί και

οι ατμοσφαιρικοί ρύποι διαμορφώνουν εν μέρει το οπτικό αποτέλεσμα. Το φως, περαι-

τέρω, ελαττώνει την λάμψη των οργανικών χρωστικών, συνάμα δε καταλύει αντιδρά-

σεις των ορυκτών - ιδίως εν συνδυασμώ προς υγρό περιβάλλον. Εννοείται ότι ιδιαιτέ-

ρως επικίνδυνες είναι οι υψίσυχνες ακτινοβολίες, και μάλιστα οι υπεριώδεις: η σχετική

μέριμνα εστιάζεται σε ορθή επιλογή των φωτιστικών πηγών.

Επιπλέον, αέριοι ατμοσφαιρικοί παράγοντες επηρεάζουν την απόχρωση πολ-

λών ενώσεων. Ευαισθησία στο οξυγόνο επιδεικνύουν κυρίως τα οργανικά μόρια, είναι

εν τούτοις συνήθης στις τοιχογραφίες και η μετατροπή ενώσεων του μολύβδου - όπως

το μίνιο ή το ψιμμύθιο - στο καστανό διοξείδιο. Το υδρόθειο αντιδρά με τυχόν μέταλλα

προς σκούρα ιζήματα, το διοξείδιο του άνθρακος παρεμβαίνει με σχηματισμό ανθρακι-

κών αλάτων, τα οξείδια του θείου μετατρέπονται τελικώς προς θειικά άλατα. Εν γένει,

άλλωστε, η υγρασία καταλύει και διευκολύνει τις πλείστες των αργών αυτών αντιδρά-

σεων.

Προστασία παρέχει κυρίως το εξώτατο υμένιο του ζωγραφικού πίνακα, το οποίο

περικλείει τους κόκκους. Παρά ταύτα, ακόμη και στην περίπτωση αυτή ορισμένες χρω-

στικές αντιδρούν μεταξύ τους, επί παραδείγματι τα θειούχα άλατα μετατρέπονται πα-

ρουσία μολύβδου ή χαλκού προς σκουρότερα θειικά και τα κίτρινα χρωμικά προς πρά-

Page 9: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

σινο τριοξείδιο του χρωμίου. Συνάμα, η ρευστότητα τυχόν πολυμερών συστατικών κα-

θίσταται αιτία ρωγματώσεων σε γειτονικές ζωγραφικές επιφάνειες.

Αλληλεπίδραση χρωστικών και συνδετικών μέσων. Ιδιαίτερη σημασία ενέχει η αλληλεπίδραση χρωστικής και συνδετικού μέσου, εφ΄

όσον επί του υποστηρίγματος εφαρμόζεται τελικώς παχύρρευστο φύραμα, συναρτώμε-

νο αμέσως προς την φύση και τις αναλογίες των συστατικών του. Ενίοτε η γήρανση του

συνδετικού αναδιαμορφώνει την χρωματική εικόνα, άλλοτε δε η επίτευξη του επιθυμη-

τού ιξώδους συνεπάγεται προσθήκη μεγάλης ποσότητος ρητινώδους υλικού, το οποίο

επηρεάζει δυσμενώς την σταθερότητα του διαμορφουμένου ζωγραφικού υμενίου. Κα-

τωτέρω παρατίθενται οι βέλτιστοι συσχετισμοί χρωστικής και ελαιώδους συνδετικού σε

εκατοστιαία αναλογία λινελαίου:

κίτρινο χρωμίου 25 αδιαφανές πράσινο οξειδίου χρωμίου 30

κίτρινο καδμίου 40 γαιώδες σκοτεινό 80

κίτρινο ψευδαργύρου 40 λευκό μολύβδου 7-28

κίτρινο στροντίου 30 λευκό ψευδαργύρου 14-40

κίτρινα μολύβδου (Νεαπόλεως) 15 γη Σιένας 100-240

ινδικό κίτρινο 100 κιννάβαρι 7-25

εψημένη ώχρα 40 κυανό Πρωσσίας 72-106

μίνιο 15 πορφυρό κοβαλτίου 40

γαιώδες πράσινο 80 κυανό κοβαλτίου 50-140

διαφανές πράσινο οξειδίου χρωμίου 100 μέλαν εβένου 80-112

Στην ζωγραφική παράδοση υπάρχουν χρωστικές ελαιογραφίας, τέμπερας ή υ-

δατογραφίας, πράγμα που ερμηνεύεται από την γενικώτερη εκλεκτική τους συγγένεια

προς τα εκάστοτε συνδετικά. Εξ άλλου, η απόχρωση εξαρτάται αμέσως από τον δείκτη

διαθλάσεως - άρα και την φύση - του μέσου, ενίοτε δε διαμορφώνεται περαιτέρω βάσει

χημικών διεργασιών: η άσβεστος π.χ. των νωπογραφιών είναι ασύμβατη προς υλικά

διασπώμενα σε αλκαλικό περιβάλλον και απαιτεί την χρήση σταθερών μεταλλικών ο-

ξειδίων ή πυριτικών αλάτων.

Οι τάξεις των χρωστικών Γενικά. Στις επόμενες σελίδες συστηματοποιούνται τα βασικά χαρακτηριστικά των

σπουδαιοτέρων χρωστικών: εκτενέστατη και λεπτομερέστατη είναι, άλλωστε, η σχετική

βιβλιογραφία. Σχολιάζονται η χημική σύνθεση και οι τυχόν προσθήκες ή νοθείες, τα συ-

Page 10: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

νώνυμα, οι περίοδοι χρήσεως, το φάσμα των αποχρώσεων, η αντοχή, οι πιθανές α-

συμβασίες, τέλος οι ζωγραφικές τεχνικές που κυρίως αρμόζουν σε δεδομένο χρώμα.

Λευκές χρωστικές. Λευκό του μολύβδου. σύνθεση: βασικός ανθρακικός μόλυβδος.

συνώνυμα: ψιμμύθιο, λευκό του αργύρου.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: χρησιμοποιείται μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα και εν συνεχεία αντι-

καθίσταται από λευκό του ψευδαργύρου ή αργότερα του τιτανίου.

χρώμα: λευκό καλής καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: αντιδρά με το υδρόθειο της ατμοσφαίρας. οξειδώνεται σε τοιχογραφί-

ες με αραιό συνδετικό υμένιο και παρουσία υγρασίας.

συμβατότητα: στην ελαιογραφία δεν εμφανίζει προβλήματα, καθώς προστατεύεται

από το ελαιώδες στρώμα. στην υδατογραφία και τέμπερα σχηματίζε-

ται θειούχος μόλυβδος.

ζωγραφικές τεχνικές: τέμπερα αυγού και ελαιογραφία. ενίοτε τοιχογραφία.

Λευκό του ψευδαργύρου. σύνθεση: οξείδιο ψευδαργύρου, ενίοτε εμπλουτισμένο με λευκό του μολύβδου.

συνώνυμα: κινεζικό λευκό.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από του 1782. διαθέσιμο στο εμπόριο περί το 1850.

χρώμα: φθορίζον λευκό πολύ καλής καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: μάλλον ευαίσθητο στους ατμοσφαιρικούς παράγοντες. μετατρέπεται

σε λευκό ανθρακικό ψευδάργυρο.

συμβατότητα: συμβατό με όλες τις χρωστικές. πιθανώς αποδυναμώνει την ένταση

ορισμένων οργανικών.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες.

Λευκό του τιτανίου. σύνθεση: διοξείδιο τιτανίου, συνήθως αναμεμιγμένο με θειικό βάριο ή ασβέστιο

ή και λευκό του ψευδαργύρου.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από του 1920.

χρώμα: λευκό καλής καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: πολύ αδρανές.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες. στην ελαιογραφία συνιστάται προσθήκη ξηραντικών μέσων.

Λευκό του ασβεστίου. σύνθεση: ανθρακικό ασβέστιο.

συνώνυμα: κιμωλία.

Page 11: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

προέλευση: ορυκτή και συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα. σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως ως αδρανής

πρόσμιξη οργανικών χρωστικών.

χρώμα: λευκό ή υπόλευκο αναλόγως της προελεύσεως και κοκκομετρίας. κα-

λής καλυπτικής ικανότητος μόνον επί επιχρισμάτων.

αντοχή: ευαίσθητο στα όξινα συστατικά της ατμοσφαίρας.

ζωγραφικές τεχνικές: σχεδόν αποκλειστικώς στην τοιχογραφία. στην υπεράλπεια Ευρώπη

χρησιμοποιείται σε προπαρασκευές.

Λευκό λιθοπόνιο. σύνθεση: μίγμα θειούχου ψευδαργύρου και θειικού βαρίου, αναμεμιγμένο ενίο-

τε με οξείδιο τιτανίου.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: από τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα.

χρώμα: λευκό άριστης καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: ευαίσθητο στα οξέα.

ζωγραφικές τεχνικές: οικοδομική βαφή. ενισχυτικό κατά την προπαρασκευή υφασματίνων

υποστηριγμάτων.

Βαρίτης. σύνθεση: θειικό βάριο.

συνώνυμα: σταθερό λευκό.

προέλευση: ορυκτή και συνθετική.

ζωγραφικές τεχνικές: προσθετικό χρωστικών, βάση κατά την παρασκευή λάκκας.

Λευκό οστών. σύνθεση: κυρίως φωσφορικό ασβέστιο.

προέλευση: από την ασβεστοποίηση οστών.

ζωγραφικές τεχνικές: σπανίως κατά την αρχαιότητα ως βάση κατά τον σχεδιασμό επί χάρ-

του ή περγαμηνής.

Ανυδρίτης. σύνθεση: άνυδρο θειικό ασβέστιο

ζωγραφικές τεχνικές: προστίθεται ενίοτε σε γύψο ταχείας πήξεως.

΄Ενυδρο αργίλιο. σύνθεση: ένυδρο οξείδιο του αργιλίου.

συνώνυμα: διαφανές λευκό.

ζωγραφικές τεχνικές: βάση κατά την παρασκευή λάκκας.

Λευκό του αντιμονίου. σύνθεση: οξείδιο αντιμονίου και θειικό βάριο, συχνά αναμεμιγμένο με οξείδιο

ψευδαργύρου.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από τα μέσα του εικοστού αιώνα.

Page 12: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

αντοχή: ευαίσθητο στο ατμοσφαιρικό υδρόθειο.

ζωγραφικές τεχνικές: δεν έχει ευρεία διάδοση.

Καολίνης. σύνθεση: ένυδρο πυριτικό αργίλιο.

συνώνυμα: λευκός βώλος, κινεζικός γύψος.

ζωγραφικές τεχνικές: κατά την προπαρασκευή επιχρυσώσεων αναμιγνύεται με ερυθρό

βώλο για να ελαττώσει την ικανότητα επικαλύψεως. βαφή κεραμικών.

Γη διατόμων. σύνθεση: οπαλίζον ένυδρο διοξείδιο πυριτίου.

συνώνυμα: ορυκτό άλευρο, κελλίτης.

ζωγραφικές τεχνικές: ηθμός καθαρισμού ελαίων και κηρών. βάση κατά την παρασκευή

λάκκας. αδρανές πρόσθετο χρωστικών.

Χαλαζίας. σύνθεση: κρυσταλλικό διοξείδιο πυριτίου

ζωγραφικές τεχνικές: πρόσμιξη σε γαίες και ώχρες. χρησιμοποιείται ως άμμος επιχρισμά-

των.

Τάλκης. σύνθεση: ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο.

συνώνυμα: σαπωνόπετρα, στεατίτης.

ζωγραφικές τεχνικές κατά την προπαρασκευή επιχρυσώσεων αναμιγνύεται με ερυθρό

βώλο για να ελαττώσει την ικανότητα επικαλύψεως.

Γύψος. σύνθεση: ένυδρο θειικό ασβέστιο

συνώνυμα: λευκή γη.

προέλευση: ορυκτή και συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα.

αντοχή: διαλύεται σε υδατικά διαλύματα αμμωνίου ή αλκαλίων.

ζωγραφικές τεχνικές: το άλας με ήμισυ μόριο ύδατος - ο γύψος πήξεως - χρησιμοποιείται

στην παρασκευή ασβεστοχρωμάτων. μίγμα του άλατος με δύο μόρια

ύδατος - του κοινού γύψου - με ζωική κόλλα εφαρμόζεται ως προπα-

ρασκευή επί υποστηριγμάτων υφάσματος και ξύλου.

Ιώδεις χρωστικές. Ιώδες του μαγγανίου. σύνθεση: πυροφωσφορικό μαγγάνιο(ΙΙΙ) και αμμώνιο.

συνώνυμα: ιώδες Νυρεμβέργης.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από του 1870.

χρώμα: κυανοϊώδες μικρής καλυπτικής ικανότητος.

Page 13: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

αντοχή: ευαίσθητο σε οξέα και βάσεις.

ζωγραφικές τεχνικές: ελάχιστη χρήση.

Ιώδες του κοβαλτίου. σύνθεση: φωσφορικό ή αρσενικικό άλας κοβαλτίου ή μίγμα των δύο.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: μετά το 1850.

χρώμα: κυανοϊώδες έως ερυθροϊώδες μικρής καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: καλή.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες, αν και σπανίως.

Αποικιακό (ουλτραμαρίν) ιώδες. σύνθεση: μίγμα αποικιακών (ουλτραμαρίν) κυανών.

χρώμα: ποικίλες κυανοϊώδεις αποχρώσεις.

αντοχή: καλή.

ζωγραφικές τεχνικές: τοιχογραφία.

Ιώδες του Μαρς. σύνθεση: μίγματα γύψου και υδροξειδίων σιδήρου και αργιλίου.

χρώμα: ποικίλες ερυθροϊώδεις αποχρώσεις

αντοχή: καλή.

ζωγραφικές τεχνικές: τοιχογραφία.

Κυανές Χρωστικές. Αζουρίτης. σύνθεση: βασικός ανθρακικός χαλκός.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: η σημαντικώτερη κυανή χρωστική της αρχαιότητος και του μεσαίωνα.

χρώμα: έντονο κυανό. οι κόκκοι πρέπει να είναι μετρίου μεγέθους.

αντοχή: διαλυτός σε οξέα. στις τοιχογραφίες τείνει να μετατραπεί σε πράσινα

υδροξείδια του χαλκού.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες. κυρίως τέμπερα επί ξύλου και τοιχογραφία.

Λαζουρίτης. σύνθεση: πυριτικό νάτριο και αργίλιο με πρόσμιξη θειούχου νατρίου.

συνώνυμα: φυσικό αποικιακό κυανό, φυσικό ουλτραμαρίν, κυανό Αρμενίας, λά-

πις λάζουλι.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: μέχρι τον δέκατο όγδοο αιώνα.

χρώμα: ημιπερατό κυανό. λαμπρότερο σε τέμπερα. συνήθως αναμεμιγμένο

με λευκή χρωστική.

αντοχή: ευαίσθητο στα οξέα.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες. κυρίως τέμπερα επί ξύλου και δευτερευόντως τοιχογραφία.

Συνθετικό αποικιακό (ουλτραμαρίν) κυανό.

Page 14: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

σύνθεση: πυριτικό νάτριο και αργίλιο.

συνώνυμα: γαλλικό κυανό.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα.

χρώμα: έντονο ημιπερατό κυανό.

αντοχή: πολύ ευαίσθητο στα όξινα συστατικά της ατμοσφαίρας.

ζωγραφικές τεχνικές: τέμπερα επί ξύλου.

Σμάλτο. σύνθεση: ύαλος καλίου που περιέχει οξείδια κοβαλτίου.

συνώνυμα: κυανό Ντυμόν, κυανό Ουγγαρίας.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: τουλάχιστον από τον δέκατο πέμπτο αιώνα. χρησιμοποιείται κυρίως

κατά τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο.

χρώμα: από κυανοϊώδες έως κυανό. οι κόκκοι πρέπει να είναι μεγάλου μεγέ-

θους.

αντοχή: καλή

συμβατότητα: καταλύει οργανικές αντιδράσεις και προσδίδει καστανή απόχρωση

στην τέμπερα.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες. κυρίως νωπογραφία.

Κυανό του κοβαλτίου. σύνθεση: οξείδια αργιλίου και κοβαλτίου.

συνώνυμα: κυανό Tενάρ.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από του 1800.

χρώμα: έντονο καθαρό κυανό καλής καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: καλή.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες.

Ανοικτό κυανό. σύνθεση: οξείδια κασσιτέρου και κοβαλτίου.

συνώνυμα: κυανό του ουρανού.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από του 1850.

χρώμα: ανοιχτό κυανό πράσινης ανταύγειας. μικρή καλυπτική ικανότητα.

αντοχή: άριστη.

ζωγραφικές τεχνικές: κυρίως υδατογραφία και ελαιογραφία.

Κυανό Πρωσίας. σύνθεση: σιδηροκυανούχος σίδηρος.

συνώνυμα: κυανό Βερολίνου, κυανό Παρισίων, κυανό Αμβέρσας.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: κυρίως 1850 έως 1950.

Page 15: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

χρώμα: έντονο κυανό ελαφρώς πρασινωπής ανταύγειας. μικρή καλυπτική ι-

κανότητα. πολύ μικρό μέγεθος κόκκων.

αντοχή: σε αλκαλικό περιβάλλον διασπάται προς υδροξείδια του σιδήρου.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες πλην της νωπογραφίας.

Ινδικό. σύνθεση: διμερές παράγωγο ινδολίου.

προέλευση: φυτική και από τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα.

χρώμα: έντονο κυανό ελαφρώς ιώδους χροιάς. πολύ μικρό μέγεθος κόκκων.

αντοχή: χημικώς σταθερό. σε λεπτό στρώμα επηρεάζεται από τον ήλιο.

ζωγραφικές τεχνικές: κυρίως τέμπερα και υδατογραφία.

Κυανό Βρέμης. σύνθεση: βασικός ανθρακικός χαλκός.

συνώνυμα: κυανό χαλκού.

προέλευση: συνθετική. υποκατάστατο του αζουρίτου.

περίοδοι χρήσεως: από τις αρχές του μεσαίωνα έως τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα.

χρώμα: καθαρό κυανό ελαφρώς κιτρινοπράσινης ανταύγειας.

αντοχή: διασπάται προς πράσινα άλατα. διαλυτό στα οξέα.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες.

Αιγυπτιακό κυανό. σύνθεση: πυριτικά άλατα χαλκού και ασβεστίου.

συνώνυμα: κυανό Πομπηίας.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: κυρίως στην αρχαιότητα.

χρώμα: φωτεινό κυανό. μεγάλο μέγεθος κόκκων.

ζωγραφικές τεχνικές: κυρίως τοιχογραφία.

Κυανό των Μάγια. σύνθεση: μάλλον πυριτικά άλατα ασβεστίου, μαγνησίου, αργιλίου και σιδήρου

αναμεμιγμένα με ινδικό.

προέλευση: αβέβαιη.

περίοδοι χρήσεως: βασίλειο των Μάγια.

χρώμα: πρασινωπό κυανό.

ζωγραφικές τεχνικές: τοιχογραφία, χειροτεχνία.

Κυανό του μαγγανίου. σύνθεση: μαγγανικό βάριο επί θειικού βαρίου.

προέλευση: συνθετική

περίοδοι χρήσεως: από του 1935.

χρώμα: λαμπρό κυανό πρασινωπής ανταύγειας. μικρή καλυπτική ικανότητα.

μέτριο μέγεθος κόκκων.

Page 16: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

αντοχή: καλή.

ζωγραφικές τεχνικές: νωπογραφία.

Κυανό της φθαλοκυανίνης. σύνθεση: λάκκα φθαλοκυανίνης σε βάση ενύδρων αλάτων αργιλίου και χαλκού.

συνώνυμα: μοναστηριακό κυανό.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από του 1935/38.

χρώμα: κυανό ελαφρώς πρασινωπής ανταύγειας. καλή καλυπτική ικανότητα.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες.

Ηλιοτρόπιο. σύνθεση: οργανική χρωστική.

προέλευση: φυτική.

περίοδοι χρήσεως: μεσαίωνας και Αναγέννηση.

χρώμα: ερυθρό μετατρεπόμενο σε βαθύ κυανό σε αλκαλικό περιβάλλον.

ζωγραφικές τεχνικές: μικρογραφίες, χρώση υφασμάτων, επίχρισμα αζουρίτου.

Πράσινες χρωστικές. Μαλαχίτης. σύνθεση: βασικός ανθρακικός χαλκός.

συνώνυμα: πράσινο Ουγγαρίας.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα.

χρώμα: λαμπρό πράσινο. μεγάλο μέγεθος κόκκων.

αντοχή: ευαίσθητο σε οξέα και βάσεις.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες. καλύτερα αποτελέσματα σε τέμπερα.

Οξείδιο χαλκού. σύνθεση: ένυδρος βασικός οξικός χαλκός.

συνώνυμα: βερντιγκρί, πράσινο Ελλάδος, πράσινο Moνπελλιέ.

προέλευση: συνθετική. παλαιότερα προέκυπτε από διάβρωση χαλκού με όξος.

περίοδοι χρήσεως: από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα.

χρώμα: πράσινο χαμηλής εντάσεως και κυανωπής χροιάς.

αντοχή: ευαίσθητο στους ατμοσφαιρικούς παράγοντες.

συμβατότητα: σκουραίνει κατά την ανάμιξη με θειούχα παράγωγα. ανθεκτικώτερο

όταν εφαρμόζεται σε μικρογραφίες.

ζωγραφικές τεχνικές: κυρίως ιταλική ελαιογραφία.

Διαφανές οξείδιο χαλκού. σύνθεση: προϊόν εν θερμώ επιδράσεως ρητίνης - κολοφωνίου ή τερεβινθίινης

Βενετίας - επί άλατος ή οξειδίου του χαλκού.

συνώνυμα: διαφανές πράσινο του χαλκού, πράσινο βαν ΄Ευκ.

προέλευση: συνθετική.

Page 17: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

περίοδοι χρήσεως: από τον όγδοο έως τον δέκατο έκτο αιώνα.

χρώμα: έντονο, διαφανές, ομοιογενές πράσινο.

αντοχή: σκουραίνει με την επίδραση του φωτός.

ζωγραφικές τεχνικές: σε επιχρίσματα και προπαρασκευές.

Γαιώδες πράσινο. σύνθεση: μίγμα αργιλιοπυριτικών αλάτων σιδήρου(ΙΙ), μαγνησίου και καλίου.

συνώνυμα: γη Βερόνας.

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα έως τον δέκατο ένατο αιώνα.

χρώμα: θαμπό κυανοπράσινο έως έντονο πράσινο κιτρινωπής χροιάς ανα-

λόγως της προελεύσεως. μικρή καλυπτική ικανότητα.

αντοχή: το ζωγραφικό υμένιο των τοιχογραφιών ενίοτε αποσυντίθεται .

ζωγραφικές τεχνικές: νωπογραφία και τέμπερα.

Αδιαφανές πράσινο οξειδίου χρωμίου. σύνθεση: άνυδρο οξείδιο χρωμίου.

συνώνυμα: αδιαφανές πράσινο.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα.

χρώμα: αδιαφανές πράσινο με κιτρινωπές ανταύγειες.

αντοχή: άριστη. πρόκειται περί της πλέον σταθερής πράσινης χρωστικής.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες. αποφεύγεται λόγω της μικρής λαμπρότητός του.

Διαφανές πράσινο οξειδίου χρωμίου. σύνθεση: ένυδρο οξείδιο του χρωμίου.

συνώνυμα: πράσινο Γκινιέ.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από το δεύτερο ήμισυ του δεκάτου ενάτου αιώνα.

χρώμα: λαμπρό, έντονο, διαφανές πράσινο μικρής καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: άριστη.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες.

Πράσινο σμαράγδου. σύνθεση: οξικός και αρσενικώδης χαλκός.

συνώνυμα: πράσινο Σβάινφουρτ, πράσινο Παρισίων.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: κατά τον δέκατο ένατο αιώνα περιστασιακώς λόγω της τοξικότητος.

χρώμα: ιδιόρρυθμο λαμπρό κυανοπράσινο καλής καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: ευαίσθητο σε οξέα, βάσεις και υδρόθειο.

συμβατότητα: ασύμβατο προς θειούχες χρωστικές.

ζωγραφικές τεχνικές: ελαιογραφία.

Πράσινο του Σέελε. σύνθεση: όξινος αρσενικούχος χαλκός.

Page 18: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: περί το 1900. τοξικώτερο του πράσινου του σμαράγδου.

χρώμα: ιδιόρρυθμο λαμπρό κυανοπράσινο καλής καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: ευαίσθητο σε οξέα, βάσεις και υδρόθειο.

συμβατότητα: ασύμβατο προς θειούχες χρωστικές.

ζωγραφικές τεχνικές: ελαιογραφία.

Πράσινο του χρωμίου. σύνθεση: μίγμα κυανού Πρωσίας και κίτρινου του χρωμίου.

συνώνυμα: πράσινο κιννάβαρι, πράσινο ελαιολάδου.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα.

χρώμα: πράσινο του χόρτου έως κυανοπράσινο. μικρή καλυπτική ικανότητα.

πολύ μικρό μέγεθος κόκκων.

αντοχή: μετατρέπεται προς κυανό με την επίδραση του φωτός. έχει όλα τα

μειονεκτήματα των συστατικών του.

ζωγραφικές τεχνικές: μάλλον ακατάλληλο ως πολύ ευαίσθητο.

Πράσινο του κοβαλτίου. σύνθεση: μίγμα οξειδίων κοβαλτίου και ψευδαργύρου.

συνώνυμα: πράσινο Ρίνμανν, πράσινο του ψευδαργύρου, πράσινο Σουηδίας.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: περιστασιακώς από τα μέσα του δεκάτου ενάτου.

χρώμα: απαλό κυανοπράσινο μικρής καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: άριστη.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες.

Πράσινη λάκκα

Υπό τον όρο νοούνται ποικίλες λάκκες αποτελούμενες από συνθετικές ή φυσι-

κές οργανικές ενώσεις διεσπαρμένες σε υποστηρικτική πηκτή, ή ακόμη μίγματα κυανού

Πρωσίας με κίτρινο του ψευδαργύρου ή κίτρινες λάκκες.

Πράσινο ίριδος. σύνθεση: οργανική χρωστική, χρησιμοποιείται σε μίγμα με στυπτηρία.

προέλευση: φυτική.

περίοδοι χρήσεως: δέκατος τέταρτος και δέκατος πέμπτος αιώνας.

χρώμα: λαμπρό πράσινο.

ζωγραφικές τεχνικές: μικρογραφία.

Πράσινο του σάπωνος. σύνθεση: οργανική χρωστική, χρησιμοποιείται σε μίγμα με στυπτηρία.

προέλευση: φυτική. σήμερα το όνομα δίδεται σε συνθετικές οργανικές λάκκες.

περίοδοι χρήσεως: μεσαίωνας.

αντοχή: οι παλαιότερες μορφές ήταν ευαίσθητες στο φως.

Page 19: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

ζωγραφικές τεχνικές: λάκκα, υδατογραφία. οι σύγχρονες μορφές χρησιμοποιούνται και

στην ελαιογραφία.

Πράσινο του Χούκερ. σύνθεση: μίγμα κυανού Πρωσίας και κίτρινου Καμπότζης. σήμερα το όνομα δί-

δεται σε μίγματα κίτρινου της Χάνσα και κίτρινου κοβαλτίου.

προέλευση: φυτική/συνθετική παλαιότερα, συνθετική σήμερα.

χρώμα: κιτρινοπράσινο της ελαίας ή κυανοπράσινο.

αντοχή: στο φως τείνει να γίνει κυανό.

ζωγραφικές τεχνικές: παλαιότερα στην υδατογραφία.

Πράσινο του καδμίου.

Σήμερα είναι μίγμα κίτρινου του καδμίου και κυανού της φθαλοκυανίνης, το ο-

ποίο έχει υποκαταστήσει το παλαιότερο διαφανές πράσινο οξειδίου χρωμίου.

Χρυσόκολλα.

Αρχικώς βάση χρυσών επιστρώσεων, κατόπι ονομασία πρασίνων χρωστικών

τύπου μαλαχίτου. Σήμερα το όνομα δίδεται σε ένυδρη μορφή του πυριτικού χαλκού, η

οποία ταυτοποιείται ενίοτε σε ζωγραφικά έργα ανατολικής προελεύσεως.

Αποικιακό (ουλτραμαρίν) πράσινο.

Πράσινη εκδοχή του αποικιακού κυανού, που εισάγεται το 1828 αλλά χρησιμο-

ποιείται ελάχιστα.

Πράσινο της φθαλοκυανίνης. σύνθεση: χλωριούχος φθαλοκυανικός χαλκός.

συνώνυμα: έντονο πράσινο, πράσινο του Ουίνδσωρ.

προέλευση: συνθετική

περίοδοι χρήσεως: μετά το 1936.

χρώμα: λαμπρό, διαφανές πράσινο σμαράγδου.

ζωγραφικές τεχνικές:

υποκατάστατο του διαφανούς οξειδίου χρωμίου.

Κίτρινες χρωστικές. Κίτρινες ώχρες. σύνθεση: πυρίτιο και πυριτικό αργίλιο, χρωματισμένα λόγω παρουσίας ενύ-

δρων οξειδίων σιδήρου.

συνώνυμα: κίτρινη γη, ρωμαϊκή ώχρα, χρυσή ώχρα.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: από τους προϊστορικούς χρόνους.

χρώμα: καλή καλυπτική ικανότητα.

αντοχή: καλή.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες, κυρίως νωπογραφία.

Κίτρινο του καδμίου. σύνθεση: θειούχο κάδμιο.

Page 20: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα.

χρώμα: κίτρινο λεμονίου έως πορτοκαλόχροο. καλή καλυπτική ικανότητα.

αντοχή: καλή.

συμβατότητα: ασύμβατο με ενώσεις μολύβδου ή χαλκού.

ζωγραφικές τεχνικές: κυρίως ελαιογραφία.

Κίτρινο του χρωμίου. σύνθεση: χρωμικός μόλυβδος.

συνώνυμα: κίτρινο Παρισίων.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: χρησιμοποιείται σε περιορισμένη κλίμακα από του 1818.

χρώμα: κίτρινο έως πορτοκαλόχροο αναλόγως του μέγεθους των κόκκων.

αντοχή: κατά την έκθεση στο φως αποκτά ενίοτε πράσινη χροιά, κατά την γή-

ρανση καστανή.

συμβατότητα: συμμετέχει σε αντιδράσεις οξειδοαναγωγής. σε βασικό περιβάλλον

μετατρέπεται σε ερυθρωπό βασικό άλας.

ζωγραφικές τεχνικές: ελαιογραφία.

Κίτρινα του μολύβδου. σύνθεση: οξείδιο και κασσιτερικά - ή προσφάτως αντιμονικά - άλατα μολύβδου.

η σύνθεση δεν είναι απολύτως καθορισμένη

συνώνυμα: κίτρινο της Νεαπόλεως, κίτρινο του κασσιτέρου, κίτρινο του αντιμονί-

ου, απαλό κίτρινο.

προέλευση: κυρίως συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από την εποχή του βαβυλωνιακού βασιλείου

χρώμα: απαλό κίτρινο έως πορτοκαλόχροο.

αντοχή: άριστη. μόνον το οξείδιο αντιδρά με υδρόθειο.

ζωγραφικές τεχνικές: κυρίως ελαιογραφία.

Κίτρινο του αρσενικού. σύνθεση: θειούχο αρσενικό

συνώνυμα: ορπιμέντο, βασιλικό κίτρινο, κινεζικό κίτρινο.

προέλευση: ορυκτή και από τον δέκατο όγδοο αιώνα συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από την απώτατη αρχαιότητα. έχει εγκαταλειφθεί ως τοξικότητός του.

χρώμα: χρυσό έως πορτοκαλόχροο μέτριας καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: καλή.

συμβατότητα: ασύμβατο με ενώσεις μολύβδου ή χαλκού.

Κίτρινο του βαρίου. σύνθεση: χρωμικό βάριο.

συνώνυμα: κίτρινο λεμονίου.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: γνωστό από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα, εν χρήσει από τα

Page 21: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

μέσα του.

χρώμα: αδιαφανές, θαμπό, απαλό κίτρινο πρασινωπής ανταύγειας και μικρής

καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: ευαίσθητο σε οξέα, βάσεις και θερμότητα. στο φως μετατρέπεται αρ-

γά σε απαλό πράσινο.

Κίτρινο του στροντίου. σύνθεση: χρωμικό στρόντιο.

συνώνυμα: κίτρινο λεμονίου, αποικιακό (ουλτραμαρίν) κίτρινο.

προέλευση: συνθετική.

περίοδος χρήσεως: από τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα.

χρώμα: λαμπρότερο και εντονώτερο από το κίτρινο του βαρίου. καλή καλυ-

πτική ικανότητα.

αντοχή: μετρίως ευαίσθητο σε οξέα, βάσεις και ύδωρ. στο φως μετατρέπεται

αργά σε απαλό πράσινο.

ζωγραφικές τεχνικές: ελαιογραφία.

Κίτρινο του ψευδαργύρου. σύνθεση: χρωμικός ψευδάργυρος.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα.

χρώμα: λαμπρότερο και εντονώτερο από το κίτρινο του βαρίου. καλή καλυ-

πτική ικανότητα.

αντοχή: μετρίως ευαίσθητο σε οξέα και ύδωρ. στο φως μετατρέπεται αργά σε

φαιοπράσινο.

ζωγραφικές τεχνικές: προσφάτως σε ελαιογραφία και υδατογραφία.

Λιθάργυρος. σύνθεση: μονοξείδιο μολύβδου

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: γνωστός από την αρχαιότητα. χρησιμοποιείται κυρίως από τον δέκα-

το πέμπτο έως τον δέκατο ένατο αιώνα.

χρώμα: κίιτρινο έως πορτοκαλόχροο επί παρουσίας τριοξειδίου.

ζωγραφικές τεχνικές: χρωστική. το πορτοκαλόχροο ως ξηραντικό ελαιογραφιών.

Κίτρινο λιθοπόνιο. σύνθεση: θειούχο κάδμιο αναμεμιγμένο με 60% περίπου θειικού βαρίου.

συνώνυμα: συνθετικό κίτρινο του καδμίου.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από του 1927.

χρώμα: μικρή καλυπτική ικανότητα.

Κίτρινο του κοβαλτίου. σύνθεση: κοβαλτινιτρώδες κάλιο.

Page 22: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα.

χρώμα: λαμπερό χρυσίζον κίτρινο μετρίας καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: ευαίσθητο σε οξέα, βάσεις και θερμότητα.

συμβατότητα: αποκτά καστανή χροιά αναμιγνυόμενο με οργανικές χρωστικές.

ζωγραφικές τεχνικές: υδατογραφία. χρησιμοποιείται σε επιχρίσματα αντί λάκκας.

Κίτρινες λάκκες και οργανικές κίτρινες χρωστικές.

Οι αναφερόμενες κατωτέρω χρωστικές δύνανται να χρησιμοποιηθούν ως έχουν

ή να χρησιμεύσουν για την παρασκευή κίτρινης λάκκας.

Ρεζεδά. σύνθεση: οργανική χρωστική με βάση την λουτεολίνη.

προέλευση: φυτική.

περίοδοι χρήσεως: χρησιμοποιείται κυρίως κατά την όψιμη αρχαιότητα.

αντοχή: η ανθεκτικώτερη στο φως φυσική χρωστική.

ζωγραφικές τεχνικές: βαφή υφασμάτων, παρασκευή λάκκας.

Κίτρινο Καμπότζης. προέλευση: φυτική.

περίοδοι χρήσεως: εισάγεται στην Ευρώπη από τους φλαμανδούς ζωγράφους.

χρώμα: κίτρινο χρυσού ή ηλέκτρου.

αντοχή: ευαίσθητο στο ύδωρ.

ζωγραφικές τεχνικές: ως έχει σε υδατογραφία και ελαιογραφία, ως λάκκα σε επιχρίσματα.

Ινδικό κίτρινο. προέλευση: φυτικό/ζωικό μίγμα.

περίοδοι χρήσεως: εισάγεται στην Ευρώπη τον δέκατο ένατο αιώνα.

αντοχή: ελαφρώς υδατοδιαλυτό

ζωγραφικές τεχνικές: σπανίως σε υδατογραφία και ελαιογραφία.

Κρόκος. προέλευση: φυτική

περίοδοι χρήσεως: από τους ρωμαϊκούς χρόνους.

χρώμα: χρυσίζον κίτρινο

ζωγραφικές τεχνικές: τέμπερα.

Λάκκα βελανιδιάς. σύνθεση: παράγωγο της κβερκετίνης.

συνώνυμα: κίτρινη λάκκα.

προέλευση: φυτική.

περίοδος χρήσεως: εισάγεται στην Ευρώπη κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα.

αντοχή: υδατοδιαλυτή, ευαίσθητη στο ηλιακό φως.

χρώμα: κίτρινο ερυθρής ανταύγειας.

ζωγραφικές τεχνικές: παρασκευή λάκκας με στυπτηρία.

Page 23: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Κίτρινη λάκκα ράμνου. συνώνυμα: ρόδινο Ολλανδίας.

προέλευση: φυτική.

περίοδοι χρήσεως: από τον δέκατο έκτο αιώνα.

Κίτρινο της Χάνσα. προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: κατά τον εικοστό αιώνα.

χρώμα: λαμπερό, διαφανές ανοικτό κίτρινο καλής καλυπτικής ικανότητος.

ζωγραφικές τεχνικές: παρασκευή λάκκας κίτρινης ή και πράσινης όταν είναι σε μίγμα με

κυανό της φθαλοκυανίνης.

Ερυθρές και πορτοκαλόχροες χρωστικές. Κιννάβαρι. σύνθεση: θειούχος υδράργυρος.

προέλευση: ορυκτό ή συνθετικό.

περίοδοι χρήσεως: γνωστό από την αρχαιότητα, εν χρήσει και σήμερα.

χρώμα: καθαρό, λαμπρό ερυθρό μεγάλης καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: ως τέμπερα ευαίσθητο στο φως.

συμβατότητα: καλή.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες. σε νεώτερα χρόνια αποφεύγεται στην τοιχογραφία.

Ερυθρό και πορτοκαλόχροο του καδμίου. σύνθεση: θειούχο/σεληνιούχο κάδμιο.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από τις αρχές του εικοστού αιώνα.

χρώμα: ποικίλει από ερυθρό της πορφύρας έως πορτοκαλέρυθρο.

αντοχή: καλή.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες οι σύγχρονες.

Ερυθρό λιθοπόνιο καδμίου. σύνθεση: μίγμα θειούχου/σεληνιούχου καδμίου και θειικού καδμίου.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από του 1926.

χρώμα: ερυθρό της πορφύρας.

Ερυθρός βώλος. σύνθεση: καολίνης εμπλουτισμένος με οξείδια σιδήρου.

συνώνυμα: βώλος Αρμενίας.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: από τον μεσαίωνα.

ζωγραφικές τεχνικές: χρησιμοποιείται κυρίως ως προπαρασκευή επιχρυσώσεων.

Μίνιο.

Page 24: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

σύνθεση: τριοξείδιο μολύβδου.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα.

χρώμα: πορτοκαλόχροο καλής καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: ευαίσθητο στο φως και τους ατμοσφαιρικούς παράγοντες.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες. κυρίως μικρογραφία χειρογράφων.

Πορτοκαλόχροο του μολυβδαινίου. σύνθεση: μίγμα χρωμικού, θειικού και μολυβδαινικού μολύβδου.

συνώνυμα: συνθετική.

προέλευση: από του 1935.

περίοδοι χρήσεως: λαμπρό πορτοκαλόχροο καλής καλυπτικής ικανότητος.

ζωγραφικές τεχνικές: χρησιμοποιείται κατά την παρασκευή μελάνης.

Πορτοκαλόχροο του αντιμονίου. σύνθεση: θειούχο αντιμόνιο.

συνώνυμα: κιννάβαρι του αντιμονίου.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από τα μέσα του δεκάτου ενάτου έως τις αρχές του εικοστού αιώνα.

χρώμα: πορτοκαλόχροο έως έντονο ερυθρό.

αντοχή: χημικώς ασταθές.

Ερυθρό του χρωμίου.

Ανάλογο με το κίτρινο του χρωμίου.

Ερυθρές χρωστικές με βάση οξείδια σιδήρου.

Το χρώμα των οξειδίων του σιδήρου ποικίλει αναλόγως προς τον βαθμό ενυδα-

τώσεως.

Ερυθρή ώχρα. σύνθεση: άνυδρο τριοξείδιο σιδήρου με προσμίξεις αργίλου.

συνώνυμα: ερυθρό Σινώπης

προέλευση: ορυκτή και συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα.

χρώμα: ερυθρό έως ερυθροκάστανο.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες. μίγμα με μέλαν του άνθρακος απετέλεσε προπαρασκευή του

αζουρίτου σε τοιχογραφίες και τέμπερες.

Αιματίτης. σύνθεση: τριοξείδιο σιδήρου.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα.

χρώμα: σκούρο ερυθρό.

ζωγραφικές τεχνικές: χρησιμοποιείται κυρίως για την απόδοση σκούρων τόνων σε φύλλα

χρυσού.

Page 25: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Ερυθρό Βενετίας. σύνθεση: μερικώς ενυδατωμένο τριοξείδιο σιδήρου αναμεμιγμένο με γύψο.

προέλευση: ορυκτό και συνθετικό.

περίοδοι χρήσεως: από τον μεσαίωνα.

χρώμα: ερυθρό πλίνθου.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες.

Ερυθρό Τοσκάνης.

Λαμπρή και έντονη χρωστική από τριοξείδιο σιδήρου και λάκκα αλιζαρίνης.

Ερυθρό Ποτιόλων. σύνθεση: τριοξείδιο σιδήρου.

προέλευση: ηφαιστιακή.

περίοδοι χρήσεως: από την ρωμαϊκή εποχή. κυρίως κατά την Αναγέννηση.

χρώμα: λαμπρό ερυθρό.

ζωγραφικές τεχνικές: κυρίως τοιχογραφία.

Ερυθρό του Μαρς. σύνθεση: μίγμα γύψου και υδροξειδίων αργιλίου και σιδήρου.

προέλευση: συνθετική .

περίοδοι χρήσεως: από τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα.

χρώμα: από ερυθροϊώδες έως πορτοκαλόχροο, αναλόγως με την θέρμανση

στην οποία υποβάλλεται το ορυκτό.

Αγγλικό ερυθρό.

Ορυκτά ή συνθετικά οξείδια του σιδήρου ανοικτού ερυθρού χρώματος.

Ινδικό ερυθρό.

Ορυκτά οξείδια του σιδήρου πορφυρών αποχρώσεων.

Ανοικτό ερυθρό.

Ο όρος υποδηλώνει ερυθρή ώχρα παρασκευασμένη με ασβεστοποίηση της κί-

τρινης. Έχει ποικίλες αποχρώσεις από ανοικτό ερυθρό έως πορφυρό.

Ερυθρές λάκκες και οργανικές ερυθρές χρωστικές.

Οι αναφερόμενες κατωτέρω χρωστικές δύνανται να χρησιμοποιηθούν ως έχουν

ή να χρησιμεύσουν για την παρασκευή ερυθρής λάκκας.

Λάκκα ερυθροδάνου. σύνθεση: οργανική χρωστική με βάση την αλιζαρίνη.

συνώνυμα: λάκκα ρουβίας, λάκκα ριζαρίου.

προέλευση: φυτική. σήμερα έχει αντικατασταθεί από συνθετική αλιζαρίνη.

περίοδοι χρήσεως: από την απώτερη αρχαιότητα.

χρώμα: σχεδόν διαφανές ερυθρό ρουβινίου. καστανή η εψημένη μορφή.

αντοχή: ευαίσθητη στο φως.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες. συνήθως λάκκα με υδροξείδιο του αργιλίου.

Λάκκα αλιζαρίνης.

Page 26: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

σύνθεση: οργανική χρωστική με βάση των 1,2-υδροξυανθρακινόνη.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: μετά το 1850.

χρώμα: λαμπρό ερυθρό καλής καλυπτικής ικανότητος σε τόνους πορφυρού.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες. συνήθως λάκκα με υδροξείδιο του αργιλίου.

Λάκκα καρμινίου. σύνθεση: οργανική χρωστική με βάση το καρμινικό οξύ.

συνώνυμα: λάκκα κοκκινίλης.

προέλευση: ζωϊκή. σήμερα ενίοτε συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: εισάγεται στην Ευρώπη στα μέσα του δεκάτου έκτου αιώνα και χρη-

σιμοποιείται έως τα τέλη του δεκάτου ενάτου.

χρώμα: έντονο ερυθρό έως πορφυρό.

αντοχή: ως τέμπερα ευαίσθητη στο φως.

ζωγραφικές τεχνικές: ελαιογραφία, υδατογραφία.

Λάκκα κόκκου του βαφικού. σύνθεση: οργανική χρωστική με βάση το κερμεσικό οξύ.

συνώνυμα: λάκκα του κέρμητος.

προέλευση: ζωϊκή

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα.

χρώμα: μετρίας λαμπρότητος έντονο ερυθρό. το κατ΄ εξοχήν κόκκινο.

Ινδική λάκκα. συνώνυμα: χρωστική της λάκκας, κυρίως λάκκα.

προέλευση: ζωϊκή.

περίοδοι χρήσεως: εισάγεται στην εγγύς Ανατολή περί τον έβδομο αιώνα.

χρώμα: έντονο ερυθρό έως πορφυρό.

Πορφύρα. προέλευση: ζωϊκή.

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα έως την Αναγέννηση.

χρώμα: πορφυρό.

αντοχή: εξαίρετη. η απόχρωση βελτιώνεται με την πάροδο των χρόνων.

ζωγραφικές τεχνικές: βαφή πολύτιμων υφασμάτων ή χειρογράφων.

Λάκκα αιματοξύλου.

Αιματόχροη φυτική χρωστική που σχηματίζει λάκκες καστανέρυθρες έως ιώδεις

αναλόγως της προστιθεμένης στυπτηρίας. Αφορά τέμπερα ύδατος.

Καρδάμωμο.

Ερυθρή φυτική χρωστική, γνωστή στην Ανατολή ως βαφή υφασμάτων.

Αίμα δράκοντος.

Βαθέως ερυθρή φυτική διαφανής ρητίνη, διαδεδομένη παλαιότερα ως συστατικό

βερνικίων και χρωστική μικρογραφιών χειρογράφων.

Page 27: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Συνθετικές ερυθρές χρωστικές.

΄Ηδη από το δεύτερο ήμισυ του δεκάτου ενάτου αιώνα τα λεγόμενα χρώματα

ανιλίνης άρχισαν να διατίθενται στο εμπόριο - είτε ως λάκκες είτε απλώς αναμεμιγμένα

με αδρανείς κόνεις - και να αντικαθιστούν τις φυσικές οργανικές χρωστικές. Ούτω, επί

παραδείγματι, διαδίδονται το πορφυρό της φουξίνης, το ερυθρό της ροδαμίνης ή της

τολουιδίνης. Οι ανωτέρω, ωστόσο, ενώσεις δεν είναι πάντοτε κατάλληλες για την ζω-

γραφική και αποκατάσταση. Η παρουσία τους ως προσμίξεων ορυκτών χρωστικών α-

νιχνεύεται εύκολα λόγω της διαλυτότητός τους σε οργανικούς διαλύτες.

Καστανές χρωστικές. Γη Σιένας. σύνθεση: οξείδια σιδήρου σε μίγμα με αργιλοπυριτικά άλατα και ίχνη διοξειδίου

μαγγανίου.

συνώνυμα: διατίθενται η φυσική και η εψημένη.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα.

χρώμα: από καστανό/πορτοκαλόχροο έως ημιδιαφανές σκούρο καστανό επί

εψημένης γης.

αντοχή: άριστη.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες.

Γαιώδες σκοτεινό. σύνθεση: οξείδια σιδήρου σε μίγμα με αργιλλοπυριτικά άλατα και διοξείδιο

μαγγανίου.

συνώνυμα: όμπρα. διατίθενται η φυσική και η εψημένη.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: στην Ευρώπη από την Αναγέννηση.

χρώμα: καστανό απαλής πράσινης ανταύγειας, σκουρότερο επί εψήσεως.

καλή καλυπτική ικανότητα.

αντοχή: κατά την γήρανση οι ελαιογραφίες σκουραίνουν και ρήγνυνται.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες, κυρίως εσωτερικά στρώματα ελαιογραφιών

Καστανό του βαν Ντάυκ. σύνθεση: λιγνιτικό υλικό.

συνώνυμα: γη Κολωνίας, γη Κάσσελ.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: δέκατος όγδοος αιώνας.

χρώμα: ερυθροκάστανη χρωστική μικρή καλυπτικής ικανότητος.

αντοχή: υδατοδιαλυτή. δημιουργεί ρωγματώσεις στις ελαιογραφίες.

Διαφανές καστανό Βερόνας. σύνθεση: προέρχεται από ασβεστοποίηση του γαιώδους πράσινου.

Page 28: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: από τον μεσαίωνα.

χρώμα: λεπτό, ημιπερατό καστανό.

αντοχή: άριστη.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες. χρησιμοποιείται για τις τελευταίες λεπτομέρειες.

Άσφαλτος. σύνθεση: κυρίως μίγμα υδρογονανθράκων μεγάλου μοριακού βάρους.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: γνωστή από την αρχαιότητα, χρησιμοποιείται κυρίως κατά τον δέκατο

όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα.

χρώμα: διαφανές σκούρο καστανό.

αντοχή: δεν ξηραίνεται και συνεπώς προκαλεί ρωγματώσεις.

ζωγραφικές τεχνικές: αναμεμιγμένη με λινέλαιο.

Συνθετική άσφαλτος. σύνθεση: κυρίως μίγμα υδρογονανθράκων μεγάλου μοριακού βάρους.

προέλευση: ορυκτή. προέρχεται από την αιθάλη ξυλόπισσας.

περίοδοι χρήσεως: από τον δέκατο τέταρτο έως τον δέκατο ένατο αιώνα.

χρώμα: καστανό απαλής πράσινης ανταύγειας.

αντοχή: ευαίσθητη στο ηλιακό φως.

ζωγραφικές τεχνικές: μικρογραφία χειρογράφων.

Μελάνη σηπίας. προέλευση: ζωική.

περίοδοι χρήσεως: γνωστή από την ρωμαϊκή εποχή, διαδεδομένη κατά τον όψιμο δέκατο

όγδοο αιώνα. η σημερινή είνα μίγμα καστανών χρωστικών.

χρώμα: ερυθροκάστανο.

ζωγραφικές τεχνικές: τέμπερα.

Μούμια. σύνθεση: προέρχεται από αιγυπτιακές μούμιες, οι οποίες είχαν αλειφθεί με α-

σφαλτικό υλικό.

συνώνυμα: αιγυπτιακό καστανό.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: από τα τέλη του δεκάτου έκτου έως τον δέκατο ένατο αιώνα.

Μέλαινες χρωστικές. Αιθάλη. σύνθεση: άμορφος άνθρακας.

συνώνυμα: μέλαν του άνθρακος.

προέλευση: συνθετική.

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα.

αντοχή: καλή.

Page 29: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Μέλαν της αμπέλου. σύνθεση: άμορφος άνθρακας, ο οποίος όμωςδιατηρεί την δομή του αρχικού

ξύλου.

συνώνυμα: μέλαν του άνθρακος.

προέλευση: φυτική.

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα.

χρώμα: μέλαν κυανής ανταύγειας και μέτριας καλυπτικής ικανότητος.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες.

Μέλαν του εβένου. σύνθεση: άμορφος άνθρακας, ο οποίος όμως διατηρεί την δομή του αρχικού

ξύλου.

συνώνυμα: μέλαν των οστών.

προέλευση: φυτική.

περίοδοι χρήσεως: από την αρχαιότητα. σήμερα έχει αντικατασταθεί από το προϊόν α-

πανθρακώσεως ζωικών οστών.

χρώμα: μέλαν κυανής ανταύγειας και καλής καλυπτικής ικανότητος.

ζωγραφικές τεχνικές: όλες.

Γραφίτης. σύνθεση: αλλοτροπική μορφή άνθρακος, λιπαρή και ελατή.

προέλευση: ορυκτή.

χρώμα: μέλαν φαιάς αποχρώσεως.

ζωγραφικές τεχνικές: προπαρασκευή, σχέδιο.

Μέλας γύψος. σύνθεση: αργιλλώδες ανθρακούχο υλικό.

συνώνυμα: μέλαινα κιμωλία.

προέλευση: ορυκτή.

περίοδοι χρήσεως: μεσαίωνας και Αναγέννηση.

χρώμα: μέλαν κυανής ανταύγειας.

Μελάνες.

Πρόκειται περί υγρών μεγάλου ιξώδους, χρησιμοποιουμένων στην γλυπτική και

τυπωτική: ούτω το μέλαν του άνθρακος, ο γαλλοταννικός σίδηρος ή χρωστικές τύπου

σινικής μελάνης.

Μέταλλα. ΄Ολες οι ζωγραφικές τεχνικές του παρελθόντος - τέμπερα, νωπογραφία, μικρο-

γραφία χειρογράφων - έχουν χρησιμοποιήσει φύλλα ή κόνι χρυσού σε διακοσμητικά

στοιχεία ή επιστρώσεις υποβάθρων, με αποτελέσματα εξαρτώμενα από την εμπειρία

του καλλιτέχνου, το υποστήριγμα, την μορφή του μετάλλου, την μέθοδο λειάνσεώς του.

Κατά την μέθοδο του ερυθρού βώλου η προπαρασκευή γίνεται αρχικώς με γύψο/κόλλα

Page 30: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

και κατόπιν με αραιό διάλυμα ζωικής κόλλας και λειοτριβημένου βώλου. Μετά την λεί-

ανση το στρώμα υγραίνεται και επί της υγρής επιφανείας τοποθετούνται λεπτά φύλλα

χρυσού, τα οποία γρήγορα αποκτούν καστανωπές ανταύγειες, οφειλόμενες στην στίλ-

βωση και το ημιδιακρινόμενο αργιλλώδες υμένιο. Αποφεύγεται η απ΄ ευθείας επικόλ-

ληση επί του γύψου λόγω της μάλλον αδρής κοκκομετρίας του. Μια άλλη τεχνική, χρή-

σιμη στην περίπτωση εφαρμογής μικρών διακοσμητικών φύλλων χρυσού, βασίζεται

στην επάλειψη του υποστηρίγματος με συγκολλητικό λινελαίου - και ενίοτε χρωστικών -

και την επικόλληση του φύλλου. Τυχόν υπόλοιπα απομακρύνονται εκ των υστέρων. Ο

χρυσός σε κόνι έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως στην μικρογραφία και αφορά τέμπερα ύδα-

τος.

΄Ηδη από τον δέκατο τρίτο αιώνα ως υποκατάστατο του καθαυτό πολυτίμου με-

τάλλου χρησιμοποιείται ο λεγόμενος μωσαϊκός χρυσός, ήτοι ο θειούχος κασσίτερος.

Επιτυχέστερη αποδεικνύεται η απόχρωση ορισμένων κραμάτων χαλκού/κασσιτέρου

και χαλκού/ψευδαργύρου, γνωστών από τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα υπό μορ-

φήν κόνεως διεσπαρμένης στα συνήθη συνδετικά της τέμπερας. Οι εν λόγω, πάντως,

χρωστικές αποκτούν εν καιρώ θαμπή πρασινωπή χροιά. Κατώτερες απομιμήσεις χρυ-

σού - κυρίως φύλλων - γίνονται με την χρήση λευκών μετάλλων αλειμμένων με κίτρινα

ή υποκίτρινα βερνίκια: ούτω ο άργυρος και συχνότερα ο κασσίτερος, ο οποίος όμως

προκαλεί διάσπαση του επιφανειακού υμενίου προς σκούρα παράγωγα.

Ο άργυρος έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε επιστρώσεις ή ως διακοσμητικό υλι-

κό. Καθώς, εν τούτοις, η αντοχή του στο ατμοσφαιρικό υδρόθειο είναι μικρή, η εφαρμο-

γή υπήρξε μάλλον περιορισμένη. Ως υποκατάστατα έχουν προταθεί ο κασσίτερος και

αργότερα το αργίλιο.

Page 31: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Διαλύτες και Διαλύματα

Μηχανισμοί διαλύσεως Η χρήση διαλυτών και η παρασκευή διαλυμάτων παρουσιάζουν ιδιαίτερο εν-

διαφέρον για τη χημεία της αποκαταστάσεως. Ούτω ο καθαρισμός ενός έργου τέχνης

βασίζεται κατά μεγάλο ποσοστό σε μερική ή ολική διάλυση των ουσιών που πρέπει να

αφαιρεθούν και φυσικά σε συνακόλουθη απομάκρυνση των σχηματιζομένων διαλυμά-

των ή πηκτών. Εξ άλλου, ο εμποτισμός πορωδών υλικών με στερεωτικά και η προσθή-

κη συγκολλητικών ή προστατευτικών μέσων γίνονται σχεδόν πάντοτε με την βοήθεια

των καταλλήλων διαλυτών.

Τα διαλύματα είναι ομογενή συστήματα αποτελούμενα από δύο ή περισσότερα

συστατικά διεσπαρμένα σε μοριακό επίπεδο: στον χώρο της συντηρήσεως ο όρος α-

φορά κυρίως κρυσταλλικά ή άμορφα στερεά αναμεμιγμένα κατά τα ανωτέρω με υγρά -

τους διαλύτες. Ακριβέστερα, ο διαλύτης δεν επηρεάζει χημικώς τα διαλελυμένα υλικά,

εξατμιζόμενος δε επιτρέπει την επανεμφάνισή τους. Τούτο ισχύει, εν τέλει, και στην πε-

ρίπτωση των πάσης φύσεως ιοντικών ενώσεων. Αντιθέτως, όταν η διάλυση συνοδεύε-

ται από χημική αντίδραση, τότε γίνεται καταχρηστική αναφορά σε ενεργό διαλύτη: επί

παραδείγματι η ανάμιξη ανθρακικού ασβεστίου και οξικού οξέος οδηγεί σε σχηματισμό

οξικού ασβεστίου. Είναι προφανείς οι κίνδυνοι παρομοίων διαδικασιών κατά την απο-

κατάσταση.

Η διάλυση παρουσιάζει κατά περίπτωση θετικό ή αρνητικό θερμικό ισοζύγιο,

περιλαμβάνει δε θραύση των εσωτερικών διαμοριακών δεσμών της διαλελυμένης ου-

σίας και αντιστοίχως του διαλύτου και δημιουργία νέων μεταξύ των δύο υλικών. Στην

περίπτωση των κρυσταλλικών ουσιών η μέγιστη δυνατή διαλυτότητα ορίζεται σαφώς

Page 32: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

για κάθε θερμοκρασία, στα άμορφα και ρητινώδη όμως υλικά η συγκέντρωση, αλλά και

το ιξώδες αυξάνουν - θεωρητικώς τουλάχιστον - μέχρι πλήρους υποκαταστάσεως του

διαλύτου. Κατά γενικό κανόνα οι πολικές ενώσεις διαλύονται σε πολικούς διαλύτες και οι

μη πολικές σε άπολους. Συχνά, άλλωστε στην συντήρηση χρησιμοποιούνται μίγματα

συμπεριφερόμενα κατά τον βαθμό διαλυτότητος ως αθροίσματα των επί μέρους συστα-

τικών, αναλόγως πάντοτε προς την ποσοστιαία συμμετοχή τους. Αντιθέτως, οι λοιπές

φυσικοχημικές ιδιότητες των μικτών αυτών διαλυτών - πτητικότητα, κατακράτηση, επι-

φανειακή τάση κ.λπ. - αποτελούν ίδια χαρακτηριστικά τους.

Η αφαίρεση των περιττών υλικών κατά τον καθαρισμό εικαστικών έργων συνι-

στά κατ΄ ουσίαν μαλάκυνση της επιφανείας και σχηματισμό πηκτής που κατόπιν από-

μακρύνεται με μηχανικό τρόπο. Καθώς, όμως, ο διαλύτης απαιτεί κάποιον χρόνο για να

δράσει, ο κίνδυνος προσβολής του ζωγραφικού στρώματος κατά την διαβροχή παρα-

μένει πάντοτε ανοικτός. Εν προκειμένω αποδεικνύεται χρήσιμη η παρουσία υποστηρι-

κτικών συστημάτων - κυρίως υδατικών γαλακτωμάτων λιποφίλων ουσιών -, στα οποία

διασπείρεται ο διαλύτης.

Ιδιότητες των διαλυτών Η αξιολόγηση των διαλυτών αφορά σειρά φυσικοχημικών ιδιοτήτων, συναρτάται

δε αμέσως με την εκάστοτε εφαρμογή και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αλλά και με

τυχόν δυσκολίες κατά την χρήση του.

Σημείο ζέσεως, πτητικότητα, κατακράτηση. Στην επιφάνεια των υγρών υφίσταται δυναμική ισορροπία μεταξύ εξατμιζομέ-

νων και συμπυκνουμένων μορίων: η πίεση της αερίου φάσεως αποτελεί την τάση α-

τμών του υγρού, η οποία εξαρτάται από την θερμοκρασία και εξισώνεται με την ατμο-

σφαιρική πίεση στο σημείο ζέσεως. Μέγεθος συναφές προς τα ανωτέρω δύναται να

θεωρηθεί και η ταχύτητα εξατμίσεως, η πτητικότητα. Κύριες παράμετροι χαρακτηρι-

σμού της είναι αφ΄ ενός η τάση ατμών και η λανθάνουσα θερμότητα εξατμίσεως, αφ΄

ετέρου δε σειρά εξωτερικών παραγόντων, όπως η θερμοκρασία, η εκτεθειμένη επιφά-

νεια, περαιτέρω η δυνατότητα προσροφήσεως και δημιουργίας διαμοριακών δεσμών.

Οι εν λόγω δεσμοί επιφέρουν κατακράτηση του διαλύτου από στοιχεία του έργου, έ-

χουν δε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην συντήρηση, εφ΄ όσον ρυθμίζουν τον πραγματικό

χρόνο διαβροχής και προσδιορίζουν τυχόν παρεπόμενα για το ζωγραφικό στρώμα. Η

σύσταση, ωστόσο, των παλιών πινάκων είναι μάλλον σταθερή και οπωσδήποτε γνω-

στή, συνεπώς είναι εύκολο να αποτιμηθεί κατά περίπτωση αν ο υποψήφιος διαλύτης

Page 33: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

υπόκειται σε κατακράτηση. Οι επόμενες σελίδες σχολιάζουν την συμπεριφορά των κοι-

νών διαλυτικών μέσων.

Επιφανειακή τάση, τασενεργές ουσίες, γαλακτωματοποιητές. Στην περίπτωση των επιφανειακών μορίων ενός υγρού οι δυνάμεις συνοχής

δρουν προς το εσωτερικό του και δημιουργούν ελαστικό υμένιο που υπόκειται σε επι-

φανειακή τάση, ήτοι επιχειρεί να αποκτήσει την μικρότερη δυνατή επιφάνεια επαφής με

την ατμόσφαιρα. Εάν ο διαλύτης άπτεται στερεού σώματος, εμφανίζεται αναλόγως χα-

ρακτηριστική του ζεύγους διεπιφανειακή τάση. Και τα δύο μεγέθη ενδιαφέρουν αμέσως

τον χώρο της αποκαταστάσεως. Ούτω, επί παραδείγματι, τα τριχοειδή φαινόμενα ελέγ-

χονται από την επιφανειακή/διεπιφανειακή τάση, ενώ ειδικώτερα η ικανότητα διαβρο-

χής είναι αντιστρόφως ανάλογη των τιμών τους.

Η εν λόγω τάση μειώνεται με την προσθήκη των τασενεργών λεγομένων ου-

σιών. Πρόκειται περί ενώσεων με λιπόφιλο και υδρόφιλο άκρο, οι οποίες συγκεντρώνο-

νται στην διεπιφάνεια δύο υλικών - ή την επιφάνεια ενός υγρού -, προσανατολιζόμενες

ως λεπτό υμένιο σύμφωνα με την πολικότητα των φορέων και επιτρέποντας τρόπον τι-

να την συνένωση τους. Τυπικό σχετικό παράδειγμα αποτελούν οι σάπωνες ή τα απορ-

ρυπαντικά εν γένει, στην ζωγραφική δε έχει παλαιότερα χρησιμοποιηθεί και η ζωική

χολή. Σήμερα είναι διαθέσιμα πλείστα συνθετικά τασενεργά μέσα, υποδιαιρούμενα κα-

τά την φύση του υδροφίλου τμήματος σε ανιονικά - σάπωνες ή σουλφονικά άλατα -,

κατιονικά - άλατα τεταρτοταγών αλειφατικών αμινών -, επαμφοτερίζοντα και μη ιονικά -

π.χ. εστέρες γλυκολών. Η σταθεροποίηση, άλλωστε, των συστημάτων διασποράς πολ-

λά οφείλει στις τασενεργές ουσίες.

Ιξώδες, αναφλεξιμότητα και τοξικότητα. Το ιξώδες των διαλυμάτων κρυσταλλικών ενώσεων ελάχιστα διαφέρει εκείνου

του διαλύτου. Αντιθέτως τα ρητινώδη ή πολυμερή υλικά δίδουν διαλύματα, των οποίων

η ρευστότητα επηρεάζεται αμέσως από την συγκέντρωση. Ούτως ή άλλως, πάντως, το

ιξώδες ελαττώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας, ενώ είναι προφανής η σημασία

του κατά την επάλειψη ή διαβροχή ζωγραφικών έργων.

Η αναφλεξιμότητα των διαλυτών και διαλυμάτων είναι συνάρτηση της φύσεώς

τους, αλλά και της συγκεντρώσεως των μιγμάτων που δημιουργούν οι ατμοί τους με

τον αέρα. Σχετικώς, τέλος, με την τοξικότητα, ας σημειωθεί απλώς ότι επιβάλλεται

προσοχή κατά την χρήση, εξαερισμός των χώρων, αποφυγή απ΄ ευθείας επαφής και

κυρίως αναλυτική ενημέρωση από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία.

Ενεργοί διαλύτες.

Page 34: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Οι ενεργοί διαλύτες έχουν χρησιμοποιηθεί και ενίοτε χρησιμοποιούνται ακόμη

σε καθαρισμούς πινάκων. Ούτω κατά τον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα μεγάλη

διάδοση είχαν τα λειαντικά, ήτοι διαλύματα ανθρακικών, διττανθρακικών και καυστικών

αλκαλίων για έργα επί ξύλου, ή μίγματα συνδετικών μέσων και περίσσειας όξους στις

τοιχογραφίες. Στόχος των επεμβάσεων ήταν αντιστοίχως η αφαίρεση πολυμερισμένων

χρωστικών ή αλάτων, οπότε η εφαρμογή των βάσεων ή οξέων επέτρεπε να επιτευ-

χθούν ταχέα αποτέλεσμα. Συνάμα, όμως, οι ενεργές αυτές ενώσεις εμπότιζαν το ζω-

γραφικό στρώμα και συν τω χρόνω προκαλούσαν σοβαρές βλάβες στα υλικά και την

συνοχή τους. ΄Ηδη, άλλωστε, το 1855 ο Σέκκο Γκουάρντο παρατηρεί ότι ούτε οι πόλε-

μοι, ούτε οι εικονοκλάστες κατέστρεψαν τόσους πίνακες, όσους οι λανθασμένοι χειρι-

σμοί κατά τον καθαρισμό, συνάμα όμως ενθαρρύνει την προσεκτική χρήση διαλυτών.

Παρά ταύτα, οι ενεργοί διαλύτες είναι υπό ορισμένες συνθήκες αναγκαίοι: προ-

ϋποτίθεται φυσικά η πλήρης γνώση των ενεχομένων μηχανισμών και ο έλεγχος τους

μέσω πολύ αραιών διαλυμάτων ή πολύ συντόμων χρονικών διαστημάτων, περαιτέρω η

διασφάλιση επιφανειακής μόνον επιδράσεως και η άμεση αδρανοποίηση των υπολειμ-

μάτων. Αποτελεσματική αποδεικνύεται η διασπορά τους σε προσροφητικές κόνεις ή

πηκτές, καθώς και η επιλογή πτητικών ή διασπωμένων ενώσεων - όπως είναι τα αμ-

μωνιακά άλατα -, εφ΄ όσον φυσικά τούτο δεν οδηγεί σε αντίδραση με τις χρωστικές.

Σημειωτέον, τέλος, ότι τα ενεργά διαλύματα ουδόλως εξουδετερώνονται δι΄ απλής α-

ραιώσεως, όπως τούτο ενίοτε προτείνεται.

Επιλογή διαλυτών Η επιλογή του καταλλήλου διαλύτου δεν είναι ευχερής διαδικασία, βασίζεται δε

κυρίως στην διαλυτική ικανότητα, χωρίς να αποκλείεται ο συνυπολογισμός και άλλων

φυσικοχημικών παραμέτρων - πτητικότητος, τυχόν κατακρατήσεως, αναφλεξιμότητος,

ιξώδους, πιθανής ενεργού συμπεριφοράς ή αναμίξεως με άλλα υγρά. Ούτω κατά τον

καθαρισμό θεμελιώδης παράμετρος είναι η εκλεκτικότητα, εφ΄ όσον απαιτείται η απο-

μάκρυνση παλαιών χρωστικών χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο η αισθητική ισορροπία και

υλική σταθερότητα του ζωγραφικού υμενίου. ΄Ορια τίθενται και στην πτητικότητα: η τα-

χεία εξάτμιση και η συνακόλουθη ψύξη προκαλούν συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών

υδρατμών προς σταγονίδια, τα οποία εύκολα εγκλωβίζονται στα πολυμερή του ζωγρα-

φικού στρώματος και μεταβάλλουν τις ιδιότητές του. Παρομοίως πρέπει να αποφεύγο-

νται και όσοι διαλύτες κατακρατούνται σε μεγάλο βαθμό, διότι τα δευτερογενώς σχημα-

τιζόμενα παράγωγα βλάπτουν τελικώς το έργο.

Σε ανάλογη συνάφεια το επιτρεπτό ιξώδες κινείται σε ευρύτατα όρια, αλλά προ-

φανώς καλόν είναι να αποφεύγονται οι αλειφώδεις διαλύτες, λόγω της δράσεώς τους

Page 35: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

ως πλαστικοποιητών ή μαλακτικών. Η αναφλεξιμότητα, άλλωστε, και ενεργή συμπερι-

φορά, καθώς και η τοξικότητα επιβάλλουν ιδιαίτερη προσοχή κατά την χρήση. Τέλος, η

δυνατότητα αναμίξεων επιτρέπει την δημιουργία διαλυτών με ενδιάμεσες ιδιότητες, κα-

θοριζόμενες από τις σχετικές αναλογίες των συστατικών και γνωστές στην βιβλιογρα-

φία. Η ταυτόχρονη, εξ άλλου, εφαρμογή δύο μη μιγνυομένων διαλυτών λειτουργεί ως

εκχύλιση και διευκολύνεται με την χρήση γαλακτωμάτων.

Συνηθέστεροι διαλύτες. Πρόκειται περί μάλλον ανενεργών υγρών οργανικών ενώσεων, οι οποίες ανή-

κουν σε διάφορες ομόλογες σειρές και μάλιστα συνήθως ως κατώτατα μέλη τους. Πρω-

τίστως ενδιαφέρουν η διαλυτική ικανότητα και πτητικότητά τους.

Υδρογονάνθρακες.

Οι υδρογονάνθρακες -αλειφατικοί και αρωματικοί - χρησιμοποιούνται πάντοτε

ως μίγματα, ενίοτε φυσικά, αλλά συχνά και συνθετικά. Η πολικότητά τους, άρα και η

τάση σχηματισμού δεσμών υδρογόνου είναι ελάχιστη, αυξάνει δε με την παρουσία α-

κορέστων δεσμών ή αρωματικών χαρακτηριστικών. Σε γενικές, πάντως, γραμμές οι

υδρογονάνθρακες διαλύουν κηρούς και μη πολικά λίπη, ενώ στην αποκατάσταση χρη-

σιμοποιούνται περαιτέρω σε συστήματα διασποράς ή για την αραίωση άλλων διαλυ-

τών. Οι αρωματικοί, άλλωστε, απομακρύνουν πρόσφατες ρητινώδεις ή ακρυλικές χρω-

στικές, τείνουν όμως να αντικατασταθούν από τα χλωριωμένα παράγωγά τους.

Aπό τους υδρογονανθρακικούς διαλύτες του εμπορίου σημαντικώτεροι είναι οι

πετρελαϊκοί αιθέρες, λαμβανόμενοι κατά την κλασματική απόσταξη του πετρελαίου. Η

σύστασή τους εξαρτάται από την προέλευση, πέραν όμως τυχόν διαφορών στην πτητι-

κότητα η συμπεριφορά τους είναι ενιαία: πρόκειται περί ενώσεων ευφλέκτων και εκρη-

κτικών, οι οποίες διαλύουν εύκολα λίπη, κηρούς και ορισμένες ρητίνες, όπως την δαμ-

μάρα. Μεγαλύτερη διαλυτότητα, αλλ΄ αυξημένη αναφλεξιμότητα και τοξικότητα εμφανί-

ζουν οι νάφθες, πλούσιες σε πολυπυρηνικά αρωματικά παράγωγα

Οι τερεβινθίνες, περαιτέρω, είναι μίγματα τερπενικών ολεφινών και αλκοολών.

Συναντώνται στην φύση ως ελαιορρητίνες κωνοφόρων - όπως το κολοφώνιο η ή τερε-

βινθίνη της Βενετίας -, η δε διαλυτική τους ικανότητα οφείλεται ιδίως στο εμπεριεχόμενο

πινένιο. Είναι ενώσεις ελάχιστα πτητικές και πολυμερίζονται εύκολα προς οξυγονούχα

μακρομόρια, ενώ διατίθενται στο εμπόριο και ως μίγματα με πετρελαϊκούς αιθέρες. Το

βενζόλιο, τέλος, έχει ήδη αντικατασταθεί στην πράξη από το τολουόλιο και τα ξυλόλια,

ενώσεις ελαφρώς πτητικές, ελάχιστα κατακρατούμενες και κατάλληλες για φυσικές και

συνθετικές ρητίνες, κηρούς, λίπη και έλαια. Υφίσταται, πάντως, τάση περαιτέρω υπο-

καταστάσεως των μάλλον τοξικών αυτών διαλυτών με μίγματα ολεφινών, αλκοολών,

κετονών και εστέρων διαθέτοντα συναφείς ιδιότητες.

Page 36: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες.

Πολλοί αλογονωμένοι υδρογονάνθρακες, ιδίως χλωροπαράγωγα του μεθανίου,

αιθανίου και αιθυλενίου, αποδεικνύονται καλοί διαλύτες λιπών ή ρητινών. Είναι ενώσεις

πολικές, άφλεκτες και πτητικές, ενίοτε όμως τοξικές και ασταθείς έναντι της υγρασίας.

Παρά το χαμηλό σημείο ζέσεως και την τοξικότητα, το μεθυλενοχλωρίδιο εμπεριέχεται

σε εμπορικά προϊόντα γνωστά ως αποχρωματιστές, διότι απομακρύνουν άριστα τα

χρωστικά υμένια. Η δράση τους θεωρείται υπέρ το δέον ισχυρή για τον χώρο της συ-

ντηρήσεως.

Το χλωροφόρμιο, εξ άλλου, είναι υγρό πτητικό, ευαίσθητο στο φως και την α-

τμόσφαιρα. Εν μίγματι διαλύει εύκολα τους φυτικούς κηρούς και ρητίνες, είναι όμως

πολύ τοξικό. Εναλλακτικώς χρησιμοποιείται το σταθερώτερο και λιγώτερο επικίνδυνο

τριχλωραιθυλένιο. Καλός διαλύτης λιπών και ρητινών είναι και το 1,2-διχλωραιθάνιο,

ενώ παραλλήλως το πτητικό 1,1,1-τριχλωραιθάνιο προτιμάται επί συνθετικών πολυμε-

ρών - ιδίως ακρυλικών στερεωτικών. Σημειωτέον, τέλος, ότι τα νιτροπαράγωγα των κε-

κορεσμένων υδρογονανθράκων έχουν ελάχιστη χρήση ως εκ της αποδεδειγμένης τοξι-

κότητός τους.

Αλκοόλες και αιθέρες.

Οι αλκοόλες - ιδίως τα πρώτα μέλη της σειράς - είναι ενώσεις πολικές και σχη-

ματίζουν δεσμούς υδρογόνου. Οι τρεις πρώτες, καθώς και οι γλυκόλες, αναμιγνύονται

πλήρως με το ύδωρ. Η κατά τα ανωτέρω υγροσκοπικότητα και το υψηλό σημείο ζέσε-

ως δεν επιτρέπουν την εφαρμογή πολυαλκολών στον καθαρισμό πινάκων, εφ΄ όσον

υφίσταται κίνδυνος μαλακύνσεως και πλαστικοποιήσεως του ζωγραφικού στρώματος.

Αντιθέτως, οι μονοσθενείς αλκοόλες χρησιμοποιούνται, μόνες ή σε μίγματα, για την

απομάκρυνση φυσικών ρητινωδών χρωστικών ή ορισμένων συνθετικών πολυμερών -

πολυβινυλικής αλκοόλης, αιθέρων της κυτταρίνης κ.λπ.

Η αιθανόλη είναι χρήσιμη κατά την παρασκευή χρωστικών και στον καθαρισμό

ζωγραφικών έργων, έχει δε υποκαταστήσει πλήρως την τοξικώτερη μεθανόλη. Λόγω

του σχηματισμού αζεοτροπικού μίγματος η αιθυλική αλκοόλη του εμπορίου δεν είναι

ξηρή, και ως εκ τούτου σε περιπτώσεις που απαιτούν άνυδρες συνθήκες αντικαθίσταται

από την ισοπροπανόλη, ένωση με ανάλογη συμπεριφορά. Η κανονική βουτανόλη, πε-

ραιτέρω, δεν σχηματίζει υδατικά διαλύματα και διαλύει τις ρητίνες, εφαρμόζεται όμως

μόνον εν μίγματι λόγω της μαλακτικής της δράσεως επί των ελαιογραφιών. Ανάλογες

ιδιότητες, αλλά μεγαλύτερη τοξικότητα εμφανίζει η αμυλική αλκοόλη. Η γλυκερόλη

(γλυκερίνη), τέλος, έχει υψηλό σημείο ζέσεως και αναμιγνύεται με το ύδωρ. Χρησιμο-

ποιείται για την μαλάκυνση και πλαστικοποίηση υδατοδιαλυτών πολυμερών.

Οι κελλοσόλβες είναι αιθερικά μονοπαράγωγα της αιθυλενογλυκόλης με αλκύ-

λια μικρού αριθμού ατόμων άνθρακος. Είναι πτητικώτερες της μητρικής ενώσεως και

Page 37: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

μη υγροσκοπικές, ως αλκοόλες δε και συγχρόνως αιθέρες διαλύουν φυσικές και συνθε-

τικές ρητίνες. Συνιστώνται ως διαλύτες χρωστικών, ελάχιστα όμως στην συντήρηση λό-

γω της χαμηλής τους πτητικότητος. Μολονότι εύφλεκτος, τοξικός και πολύ πτητικός, ο

κοινός διαιθυλαιθέρας έχει επίσης προταθεί ενίοτε ως διαλύτης λιπών, κηρών και ρητι-

νών.

Αλδεϋδες, κετόνες και εστέρες.

Η φορμαλδεϋδη καθιστά τα συγκολλητικά υμένια ανθεκτικώτερα στην υγρασία,

η χρήση της όμως δεν συνιστάται διότι ελαττώνει την διαλυτότητα των πρωτεϊνών. Α-

ντιθέτως, οι κετόνες μικρού μοριακού βάρους, ενώσεις υδατοδιαλυτές και μη υδρολυό-

μενες, αποτελούν εξαίρετους διαλύτες φυσικών και συνθετικών ρητινών. Ούτω η διμε-

θυλοκετόνη (ακετόνη) χρησιμοποιείται ευρύτατα στην συντήρηση, μολονότι είναι εύ-

φλεκτη και δημιουργεί έντονα φαινόμενα συμπυκνώσεως υδρατμών στην επιφάνεια του

έργου ως εκ της μεγάλης της πτητικότητος. Καθώς, πάντως, μίγνυται με τους περισσό-

τερους διαλύτες, διευκολύνει την έμμεση ανάμιξή τους. Λιγώτερο πτητική, συνεπώς κα-

ταλληλότερη παρά την τοξικότητά της, αποδεικνύεται η μεθυλοαιθυλοκετόνη. Η μεθυ-

λο(2-υδροξυ-ισοβουτυλο) κετόνη είναι ελάχιστα πτητική, αλλ΄ όμως τοξική και μαλακτι-

κή: ούτω δεν χρησιμοποιείται παρά μόνον ως πρόσθετο άλλων διαλυτών για να παρε-

μποδίσει την δημιουργία υδρατμών.

Από τα λοιπά καρβονυλικά παράγωγα ενδιαφέρον παρουσιάζει ο οξικός αιθυ-

λεστέρας, ένωση πολική και μετρίως υδρόφιλη. Η υδρόλυσή του γίνεται με βραδείς

ρυθμούς, γεγονός που επιτρέπει την χρήση του σε καθαρισμούς πινάκων - ιδίως από

πολυβινυλικά υμένια.

Αμμωνία και αλειφατικές αμίνες.

Πρόκειται περί ισχυρών και συχνά ενεργών διαλυτών, οι οποίοι ως βάσεις αντι-

δρούν με τις καρβοξυλικές ομάδες ρητινών και πρωτεϊνών. Η αμμωνία εξατμίζεται γρή-

γορα και είναι υδατοδιαλυτή, τα δε διαλύματά της έχουν καλές διαβρεκτικές ικανότητες.

΄Όταν, μάλιστα, αναμιχθούν με οργανικούς διαλύτες ή διασπαρούν σε πηκτή - πάντοτε

υπό επιμελή έλεγχο των συνθηκών εφαρμογής -, απομακρύνουν λιπαρές και πρωτεϊνι-

κές προσμίξεις από την επιφάνεια των ζωγραφικών έργων.

Σημαντικώτερο αμμωνιακό άλας είναι το ανθρακικό, διατιθέμενο συνήθως στο

εμπόριο ως ελαφρώς βασικό μίγμα με το διττανθρακικό και διασπώμενο προς αέρια

παράγωγα κατά την παραμονή. Χρησιμοποιείται ως διάλυμα επί τοιχογραφιών, διότι

σχηματίζει πηκτή με τυχόν συσσωρευθείσες πρωτεϊνικές ενώσεις, αλλά και διαλύει το

δημιουργούμενο θειικό ασβέστιο δια μετατροπής σε θειικό αμμώνιο. ΄Οταν δεν διαφαί-

νεται εναλλακτική δυνατότητα, εφαρμόζεται και σε πίνακες επί ξύλου ως πηκτή καρβο-

ξυμεθυλοκυτταρίνης.

Page 38: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Οι αμίνες παρουσιάζουν έντονα φαινόμενα κατακρατήσεως, αντιδρούν δε - ό-

πως και η αμμωνία - εύκολα με τον χαλκό των κυανών ή πρασίνων χρωστικών. Η βου-

τυλαμίνη έχει υποκαταστήσει κατά το παρελθόν την αμμωνία, δεν συνιστάται όμως

πλέον, καθώς διακρίνεται για την τοξικότητά της, είναι ισχυρότατη βάση, επιπλέον δε

έχει τάση προς οξείδωση και κατακρατείται επί μακρόν από λίπη και ρητίνες του ζω-

γραφικού υμενίου. Ανάλογη είναι και η συμπεριφορά της μορφολίνης. Η πυριδίνη, αντι-

θέτως, είναι ασθενέστερη βάση, μίγνυται με τους περισσότερους διαλύτες και διαλύει

βραδέως τα λίπη. Λόγω, ωστόσο, της τοξικότητος, του άγνωστου μηχανισμού δράσεως

και των φαινομένων κατακρατήσεως δεν χρησιμοποιείται σε εργασίες αποκαταστάσε-

ως.

Οι αιθανολαμίνες, είναι καλοί διαλύτες λιπών και ελαίων, αλλ΄ ως ενώσεις ιδιαι-

τέρως υγροσκοπικές και πτητικές αποφεύγονται πλέον, συναντώμενες μόνον ως πρό-

σθετα υδατικών γαλακτωμάτων ελαίων ή κηρών. Τέλος, το διμεθυλοφορμαμίδιο είναι

σχεδόν ουδέτερο, αναμιγνύεται με τους συνήθεις διαλύτες και διαλύει τις ρητίνες - φυ-

σικές ή συνθετικές. Δεν κατακρατείται πολύ, είναι όμως τοξικό και ο τρόπος δράσεως

του παραμένει αδιευκρίνιστος. Θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται με περίσκεψη.

΄Υδωρ και ενεργοί διαλύτες.

Το ύδωρ - πάντοτε υπό απεσταγμένη ή απιονισμένη μορφή - είναι ίσως ο συ-

νηθέστερος διαλύτης για ουσίες πολικές ή ικανές να σχηματίσουν δεσμούς υδρογόνου,

ήτοι άλατα, πρωτεϊνες, φυτικά κόμμεα και πολλά ακόμη οργανικά υλικά. Χρησιμοποιεί-

ται ευρύτατα στην αποκατάσταση, με την εξαίρεση των ζωγραφικών έργων επί ξύλου,

επί των οποίων λειτουργεί μαλακτικώς, ενώ συνάμα ελαττώνει την διαπερατότητα ορι-

σμένων συστατικών τους. Αν και αδρανές αφ΄ εαυτού, διογκώνει τις υδρόφιλες ενώσεις

- όπως άμυλα ή δεξτρίνες - και καταλύει υδρολυτικές αντιδράσεις.

Οι ενεργοί διαλύτες προκαλούν εξουδετερώσεις, αντικαταστάσεις ιόντων, οξει-

δώσεις και αναγωγές, ανορθώσεις δεσμών, υδρολύσεις, αποπολυμερισμούς κ.λπ. Οι

τάξεις τους περιλαμβάνουν οξέα - οξικό, οξαλικό, αιθυλενοδιαμινοτετραοξικό (EDTA) -,

αμίνες και αμίδια, περαιτέρω το υπεροξείδιο του υδρογόνου, χρήσιμο κατά τον απο-

χρωματισμό και την λεύκανση.

Page 39: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Συνδετικά Μέσα

Ιδιότητες Υπό καθαρώς φυσική οπτική γωνία ως ζωγραφική ορίζεται η λεπτή χρωματική

επικάλυψη μιας επιφάνειας. Εφ΄ όσον η χρωστική διατίθεται υπό μορφήν κόνεως χωρίς

συνάφεια προς το υποστήριγμα, η διεργασία απαιτεί και ένα δεύτερο συστατικό - το

συνδετικό υλικό - που ενεργεί ως ενδιάμεσο μεταξύ της επιφανείας και των κόκκων της

χρωστικής. Δεδομένου του ειδικού ρόλου του, το συνδετικό οφείλει να κατέχει συγκε-

κριμένες ιδιότητες, ανεξάρτητες των καθ΄ έκαστα τεχνικών.

Φυσικές ιδιότητες.

Πρώτη και σημαντικώτερη λειτουργία, η σύνδεση συνίσταται ακριβώς στην α-

μοιβαία συγκράτηση των κόκκων της χρωστικής και την ταυτόχρονη πρόσφυσή τους

στην επιφάνεια του υποστηρίγματος υπό μορφήν λεπτού στρώματος. Συνεπώς, το υλι-

κό που θα επιλεγεί οφείλει να επιτυγχάνει την σωστή ισορροπία, ώστε να δώσει υμένιο

λεπτό, αλλά συνεκτικό και ισχυρώς προσφυόμενο.

Κατά την στιγμή της εφαρμογής το συνδετικό πρέπει προφανώς να βρίσκεται σε

υγρή κατάσταση, για να σχηματίσει με τις κονιοποιημένες χρωστικές ένα σταθερό και

ομογενές φύραμα, κατάλληλο προς επίστρωση και χαρακτηριζόμενο από μεγάλο ιξώ-

δες. Το τελευταίο αυτό μέγεθος αναφέρεται στο όλο σύστημα, εξαρτάται δε από την

συγκέντρωση της χρωστικής και την ρευστότητα του συνδετικού: εάν τούτο είναι υπερ-

βολικά παχύ, το φύραμα θα είναι δύσκαμπτο, στην αντίθετη δε περίπτωση οι δύο φά-

σεις θα τείνουν να διαχωρισθούν. Η σταθερότητα του εναιωρήματος εξαρτάται, λοιπόν,

κυρίως από το ιξώδες και δευτερευόντως από την επιφανειακή τάση. Εκάστη χρωστική,

άλλωστε, αναδεικνύεται με συγκεκριμένα συνδετικά.

Σε εύλογο διάστημα μετά την επάλειψη το συνδετικό οφείλει αποκτήσει λεπτή

ψευδοστερεά υφή, επαρκώς ανθεκτική, μη κολλώδη και συνάμα ελαστική, ώστε να α-

ντιστέκεται στην φθορά. Είναι προφανές ότι κατά την διάρκεια της ξηράνσεως η σταθε-

ρότητα αυξάνει απότομα, αφ’ ενός λόγω της συνοχής του μέσου και αφ’ ετέρου λόγω

της συναφείας του με την χρωστική και το υποστήριγμα. Από την στιγμή ολοκληρώσε-

ως της εν λόγω διαδικασίας το ζωγραφικό έργο αρχίζει να υπάρχει, αλλά και να υπόκει-

ται σε βραδεία προοδευτική γήρανση.

Page 40: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Οπτικές ιδιότητες. H διαφάνεια και η απουσία χρώματος συνιστούν απαραίτητες ιδιότητες των

συνδετικών. Η κυρία οπτική λειτουργία, αυτή του χρώματος, πρέπει να αναπτύσσεται

από την χρωστική, τίποτε δε δεν επιτρέπεται να μεταβάλλει τον χαρακτήρα της. Εφ΄

όσον, ωστόσο, οιοδήποτε συνδετικό μέσο εκ των πραγμάτων αλληλεπιδρά με το φως

και διαθέτει ίδιο δείκτη διαθλάσεως, θα πρέπει η δράση αυτή να μην ενοχλεί, ή και να

συνεισφέρει στην δημιουργία του αισθητικού αποτελέσματος. Το συνδετικό αποτελεί εν

τέλει θεμελιώδη παράμετρο κατά τον προσδιορισμό της εμφανίσεως ενός καλλιτεχνή-

ματος, κατ΄ ουσίαν δε συνιστά παράγοντα διακρίσεως των ζωγραφικών τεχνικών.

Χημικές ιδιότητες. Οιοσδήποτε χημικός μετασχηματισμός του συνδετικού μέσου θα οδηγούσε σε

ανεπιθύμητες αλλαγές των μηχανικών και οπτικών του ιδιοτήτων. Για να αποφευχθεί

παρόμοιος κίνδυνος, το υλικό θα πρέπει να διαθέτει υψηλή αντοχή έναντι του φωτός,

ήτοι τυχόν φωτοχημικών αντιδράσεων που προκαλούν κιτρινωπή χροιά ή και φωτολυ-

τικών δράσεων, οι οποίες ενθαρρύνουν τον αποπολυμερισμό.

Το συνδετικό οφείλει να παραμένει ανεπηρέαστο από τους ατμοσφαιρικούς ρύ-

πους, κυρίως όμως από τις ενεχόμενες στην αποκατάσταση ενώσεις. Τούτο είναι ου-

σιώδες και για την διατήρησή του και για την προστατευτική δράση, την οποία ασκεί επί

των χρωστικών. Καθώς, μάλιστα, πλείστες χημικές ή βιοχημικές αντιδράσεις διευκολύ-

νονται από την παρουσία ύδατος, τα υδρόφοβα μέσα αποτελούν εγγύηση σταθερότη-

τος του υμενίου. Οι αλληλεπιδράσεις, άλλωστε, με τις χρησιμοποιούμενες κατά την συ-

ντήρηση ουσίες - ιδίως με τους διαλύτες καθαρισμού - δεν είναι πάντοτε προβλέψιμες.

Το συνδετικό, πάντως, θα πρέπει να είναι αδιάλυτο στους κοινούς διαλύτες, όπως ό-

ντως συμβαίνει με τα περισσότερα ανάλογα υλικά του παρελθόντος. Ας σημειωθεί, εξ

άλλου, ότι ειδικές εφαρμογές απαιτούν ενίοτε εκλεκτική ευδιαλυτότητα.

Τέλος, τα συνδετικά πρέπει να είναι χημικώς συμβατά με τις χρωστικές, ήτοι

κατ΄ αρχάς αδρανή. Πολλά, εν τούτοις, μέσα εμφανίζουν συγγένεια με ορισμένες μόνον

χρωστικές: η ασαφής αυτή συνθήκη εξαρτάται πρωτίστως από την αισθητική συμφωνία

- εν προκειμένω επανεισάγονται οπτικά αίτια τύπου δείκτου διαθλάσεως - και λιγώτερο

από το συγκρίσιμο των φυσικών σταθερών.

Ιστορική προσέγγιση Το πλήθος των ιδιοτήτων, οι οποίες απαιτούνται από τα συνδετικά μέσα, περιό-

ρισε αισθητώς τον αριθμό τους. Φυσικά σήμερα η χημεία των πολυμερών έχει να προ-

τείνει μεγάλη ποικιλία συναφών μακρομορίων, τα συνθετικά, όμως, προϊόντα εν μέρει

Page 41: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

μόνον επέτυχαν να επιβληθούν, καθώς η επιλογή τους γίνεται συχνά χωρίς να λη-

φθούν υπ΄ όψιν θεμελιώδεις προϋποθέσεις. Ούτω έργα δημιουργημένα κατά την τελευ-

ταία εικοσαετία με νέα συνδετικά μέσα - π.χ. τα ακρυλικά - παρουσιάζουν ήδη ίχνη

φθοράς, ενώ καλλιτεχνήματα παρελθόντων αιώνων βρίσκονται σε έξοχη κατάσταση.

Προφανώς η αρχαία τεχνογνωσία ήταν υψηλοτέρου επιπέδου απ΄ ό,τι συνήθως πι-

στεύεται.

Αναλόγως προς το συνδετικό μέσο διακρίνονται τεχνικές σε τέμπερα ή έλαιο,

καθώς και μικτές ή βασιζόμενες σε συνθετικά πολυμερή: στις επόμενες παραγράφους

θα επιχειρηθεί η συνοπτική διαχρονική παρουσίασή τους στον ιταλικό χώρο. Η κλασική

τέμπερα επί ξύλου, όπως συναντάται κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, ήταν

στην πλειονότητα των περιπτώσεων θεμελιωμένη στην χρήση του κρόκου του αυγού

διαλελυμένου σε ύδωρ. Αντιθέτως στις μικρογραφίες των χειρόγραφων προτιμούνται τα

φυτικά κόμμεα, το λεύκωμα του αυγού και η ζωική κόλλα, μεμονωμένα ή σε μίγμα, ενώ

στις υδατογραφίες έγινε χρήση είτε κόμμεων και συναφών πολυσακχαριτών, είτε -

προσφάτως - συνθετικών πολυμερών σε υδατική διασπορά. Η ζωγραφική επί ξύλου

και υφάσματος της όψιμης Αναγεννήσεως επέλεξε ως κύρια συνδετικά τα ξηραινόμενα

έλαια, εκκινώντας πάντως από διεργασίες, στις οποίες τούτα γαλακτωματοποιούνται με

αυγό, κόλλα, καζεϊνη και γάλα, ενίοτε δε αντικαθίστανται πλήρως ή εν μέρει από γαλα-

κτώματα φυσικών ρητινών. Η σύγχρονη μεθοδολογία αποδέχεται τα ξηραινόμενα έλαι-

α, ενώ το αυγό περιορίζεται πλέον σε εξειδικευμένες αναζητήσεις.

Η αυθεντική νωπογραφία βασίζεται στην χρήση συνδετικών μέσων, τα οποία

επαλείφονται αναμεμιγμένα με άσβεστο και άμμο ως φύραμα ασβεστοκονιάματος. Ε-

φαρμοζόμενο πριν ξηρανθεί, τούτο στερεώνει τα υδατικά εναιωρήματα των χρωστικών,

καθώς το ατμοσφαιρικό διοξείδιο του άνθρακος μετατρέπει το υδροξείδιο του ασβεστί-

ου σε ανθρακικό άλας. Ούτω προσφέρεται στους κόκκους των χρωμάτων επαρκής συ-

νοχή και συνάφεια προς το κονίαμα. Εν προκειμένω το συνδετικό είναι ορυκτής φύσε-

ως κατ΄ αναλογίαν προς τις χρωστικές, εν τέλει δε αποδίδει λαμπρό σμαλτώδες υμένιο

χαρακτηριστικής υφής. Η τέμπερα αυγού - και σπανιώτερα ελαίου ή μίγματος - έχει

χρησιμοποιηθεί επίσης σε τοιχογραφίες επί ξηρού κονιάματος ή επεμβάσεις επί νω-

πογραφιών. Οι μεσαιωνικές, άλλωστε, ιταλικές τεχνικές διαφοροποιούνται ουσιωδώς

από την πρακτική της ελληνιστικής Αιγύπτου και της Πομπηίας: οι περίφημες εγκαυστι-

κές εικόνες γνωρίζουν μόνον υδατικά γαλακτώματα σαπωνοποιημένου κηρού μελισ-

σών.

Τέμπερες

Page 42: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

΄Ηδη ο όρος τέμπερα παραπέμπει στην τροποποιητική δράση ορισμένων υ-

γρών, ικανών να μετασχηματίσουν κονιοποιημένες χρωστικές σε φυράματα που επα-

λείφονται εύκολα στο υποστήριγμα. Στα πλαίσια αυτά κάθε χρήση συνδετικού υλικού

οδηγεί σε τέμπερα, ωστόσο η ανάπτυξη των τεχνικών σε έλαιο περιόρισε την χρήση

της λέξεως σε μέσα εφαρμοζόμενα ως υδατικά εναιωρήματα. Από χημικής σκοπιάς

διακρίνονται τέμπερες πρωτεϊνικής και πολυσακχαριτικής συστάσεως.

Πρωτεϊνικά συνδετικά μέσα. Οι ζωικές κόλλες.

Οι ζωικές κόλλες περιέχουν πρωτεϊνες - ιδίως κολλαγόνο - και σε μικρότερες

ποσότητες ενώσεις άλλης φύσεως, όπως άλατα. Προέρχονται από ποικίλα μέρη ιχθύ-

ων, από υπολείμματα δέρματος και χόνδρων ζώων, από οστά θηλαστικών, παλαιότερα

από υδατικό εκχύλισμα περγαμηνής. Τα κολλοειδή υδατικά διαλύματά τους είναι αντι-

στρεπτά, σήπονται όμως εύκολα και χάνουν τον προσφυτικό τους χαρακτήρα: είναι συ-

νεπώς αναγκαίο να προστατεύονται με αντιμυκητικές ουσίες, δραστικές ει δυνατόν σε

μικρές συγκεντρώσεις και για μακρά χρονικά διαστήματα. Οι ιδιότητες, άλλωστε, εξαρ-

τώνται σε μεγάλο βαθμό από την επεξεργασία, καθώς οι κόλλες που περιέχουν προ-

σμίξεις είναι ισχυρότερες από τις καθαρές ζελατίνες. Οι τελευταίες, πάντως, προτιμώ-

νται, διότι εξισορροπούν τις μηχανικές ιδιότητες.

Oι κόλλες παίζουν ουσιώδη ρόλο ως συνδετικά υλικών προπαρασκευής, και

μάλιστα στην τέμπερα επί ξύλου. Από τον δέκατο έκτο ήδη αιώνα στα ξηραινόμενα έ-

λαια προστίθενται φυσικές ρητίνες και άλευρα εν συνδυασμώ με αδρανή συστατικά,

ώστε να ληφθούν προϊόντα προσαρμοσμένα στα ασταθή και εύκαμπτα υφασμάτινα

υποστηρίγματα. Εν προκειμένω ακόμη και ο γύψος αντικαθίσταται εν πολλοίς από ώ-

χρες ή άλλες ορυκτές χρωστικές, άργιλο κλπ. Στα πλαίσια αυτά το φύραμα γύψου και

κόλλας υπήρξε πολύ διαδεδομένο λόγω των ειδικών του ιδιοτήτων. Πράγματι. Σκοπός

των προπαρασκευαστικών εργασιών είναι να καταστεί το υποστήριγμα ικανό να υπο-

δεχθεί το χρωματικό στρώμα, συνεπώς προέχει η καλή πρόσφυση του φυράματος, η

οποία και επιτυγχάνεται με επανειλημμένες επαλείψεις μόνον κόλλας και κατόπιν γύ-

ψου/κόλλας, ή - κατά τον D.V. Thompson - γύψου εμβαπτισμένου σε διάλυμα ζελατίνης

επί υψηλών απαιτήσεων. Η διαδικασία, πάντως, λήψεως του τελευταίου τούτου μίγμα-

τος είναι πολύ βραδεία και το σχηματιζόμενο στρώμα σταθερό μεν και ομογενές, αλλ΄

ίσως υπέρ το δέον στερεό. Φαίνεται ότι συνήθως ήταν επαρκής η χρήση κόλλας και

κοινού γύψου, ενώ συναντάται και η διπλή επίστρωση χονδρού και λεπτού γύψου. Σε

αρκετές, μάλιστα, περιπτώσεις έχει εφαρμοσθεί ένα επιπλέον λεπτότατο βελτιωτικό

στρώμα: η αδρανής βάση του συνίσταται σε καθαρό ή εν αναμίξει λευκό του μολύβδου,

διεσπαρμένο στο ίδιο μέσο που χρησιμοποιείται για τις χρωστικές. Aκόμη και κατά την

Page 43: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

προπαρασκευή του χρυσού σε φύλλα με άργιλο, για την σύνδεση μεριμνά ένα μάλλον

αραιό διάλυμα ζελατίνης.

Στις κόλλες αποδίδονται πολλές από τις αλλοιώσεις που εμφανίζονται κατά την

γήρανση και προκαλούν απώλεια της συνοχής και συναφείας στα ζωγραφικά έργα. Τα

εν λόγω φαινόμενα δεν έχουν ακόμη διευκρινισθεί πλήρως, είναι εν τούτοις δυνατόν να

υποτεθεί ότι κατά μέγιστο μέρος ανάγονται στην επίδραση του ύδατος. Ο σημαντικώτε-

ρος, ίσως, τύπος φθοράς είναι φυσικής προελεύσεως, και τούτο διότι οι διακυμάνσεις

της υγρασίας προξενούν φαινόμενα διογκώσεως και αποχωρισμού των προπαρα-

σκευαστικών στρώσεων που έχουν ως βάση ζωικές κόλλες. Το σύνολο των ακατα-

παύστων, αν και ασθενών, αυτών κινήσεων προκαλεί προοδευτική απώλεια της συνο-

χής και συναφείας, και συνακόλουθο σχηματισμό ρωγματώσεων. Ενα δεύτερο είδος

αλλοιώσεων, εν μέρει αδιευκρίνιστο, αφορά την χημική δράση του ύδατος ως αντιδρα-

στηρίου και μέσου μεταφοράς άλλων μορίων, με τελικό αποτέλεσμα την αποικοδόμηση

των πρωτεϊνών της κόλλας και την απώλεια του προσφυτικού της χαρακτήρα. Περαιτέ-

ρω, στο ύδωρ οφείλεται μια τρίτη μορφή επιπλοκών, η ανάπτυξη μυκήτων και βακτηρι-

δίων στο πρωτεϊνικό υπόστρωμα.

Εκτός των ανωτέρω, οι ζωικές κόλλες - μόνες ή αναμεμιγμένες με αυγό ή φυτικά

κόμμεα, σπανίως δε καθαρές - έχουν τύχει εφαρμογής σε διακοσμητικά έργα, όπως

στην χρώση επί ριζοχάρτου, κατά την προετοιμασία ειδικών τύπων μελάνης, ενίοτε α-

κόμη και στην παραδοσιακή ζωγραφική. Ούτω, επί παραδείγματι, εύθραυστες χρωστι-

κές προοριζόμενες για πυκνές στρώσεις - όπως οι χονδρόκοκκες κυανές - γίνονται πο-

λύ ανθεκτικώτερες αν αναμιχθούν με μικρές ποσότητες κόλλας. Κατά τον D.V. Thomp-

son, τέλος, δεν αποκλείεται να έχει χρησιμοποιηθεί η ζελατίνη σε επικουρικές τέμπερες

που είχαν ως στόχο την ενίσχυση και προστασία του ζωγραφικού υμενίου επί ανεπαρ-

κούς αρχικής συνδέσεως. Αναφέρεται, εξ άλλου, και η προσθήκη κόλλας σε τέμπερα

αυγού τοιχογραφιών εν ξηρώ, ώστε να ελαττωθεί η απορροφητικότητα του κονιάματος.

Οι υποθέσεις παραμένουν ανοικτές.

Το αυγό.

Η τέμπερα αυγού υπήρξε επί μακρόν η σημαντικώτερη, η κατ΄ εξοχήν τέμπερα.

΄Ολοι σχεδόν οι παλαιότεροι πολιτισμοί χρησιμοποίησαν ως πρωτεϊνη στην τέμπερα το

αυγό, είτε ολόκληρο είτε μεμονωμένως τον κρόκο - αποτελούμενο κυρίως από λίπη και

πρωτεϊνες - ή το πρωτεϊνούχο λεύκωμα, αναμεμιγμένο με ύδωρ. Ξηραινόμενο, το αυγό

υφίσταται μή αντιστρεπτή μετατροπή προς πηκτή αδιάλυτη στο ύδωρ. Απαραίτητη για

τον σχηματισμό υμενίου συνεκτικού και ευκάμπτου είναι εν προκειμένω η δράση των

λιπών, που μόνος ο κρόκος διαθέτει. Ας σημειωθεί, άλλωστε, ότι οι ανωτέρω ιδιότητες

βελτιώνονται με την γήρανση, ενώ συνάμα ελαττώνεται η διαλυτότητα, χωρίς όμως να

εμφανισθεί κιτρινωπή χροιά.

Page 44: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Στην τέμπερα ο κρόκος χρησιμοποιείται εμπλουτισμένος με ολίγο ύδωρ και

σταγόνες όξους, ώστε να παρεμποδισθεί η δράση των μικροοργανισμών και να επι-

βραδυνθεί η ξήρανση. Προσθήκη των κονιοποιημένων χρωστικών έδιδε κατόπιν το

φύραμα. Οι αναλογίες μίξεως υπήρξαν πάντοτε συνάρτηση του προσδοκωμένου απο-

τελέσματος και της ικανότητος του καλλιτέχνου, δεδομένου ότι η περίσσεια δημιουργεί

πολύ λιπαρό υμένιο, ενώ η - άκρως επικίνδυνη - έλλειψη ανομοιόμορφο στρώμα και

γυψώδη χρώματα. Η τέμπερα αυγού εφαρμόζεται και στην τοιχογραφία, είτε για εργα-

σίες αποπερατώσεως ή παρεμβάσεις αποκαταστάσεως, είτε ως γνήσια τεχνική τοίχου.

Πράγματι, μέχρι προ ολίγων δεκαετιών ήταν συνηθέστατη η στερέωση ζωγραφικών ε-

πιφάνειών με αυγό και όξος. Το λεύκωμα, άλλωστε, υπήρξε χρήσιμο στην παρασκευή

μελάνης, σε επιχρυσώσεις και στην χρυσογραφία ή γενικώς εικονογράφηση χειρογρά-

φων, οπότε το υμένιο αποκτούσε ευκαμψία με μέλι, μελάσσα, σάκχαρα, γλυκερίνη

κ.τ.ό.

Οι αλλοιώσεις των συστατικών του αυγού δεν έχουν διερευνηθεί πλήρως. Πρό-

κειται, πάντως, περί υλικών - ιδίως ο κρόκος - που ελάχιστα προσβάλλονται από την

υγρασία, αφ΄ ενός επειδή οι πρωτεϊνες τους είναι αδιάλυτες και αφ΄ ετέρου λόγω της

προστασίας που ασκούν τα λίπη: ούτω η εν λόγω τέμπερα συνιστά μία από τις ανθε-

κτικώτερες μεθόδους και έχει συχνά διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση μέχρι των ημερών

μας. Το αυγό, μάλιστα, έχει μικρότερη τάση για δημιουργία κιτρινωπής χροιάς απ΄ ό,τι

τα έλαια: υποτιθέμενες αντίθετες περιπτώσεις υπέστησαν επιζωγράφιση ή ευρείας κλί-

μακος αποκαταστάσεις.

Η καζεϊνη και το γάλα.

Η καζεϊνη είναι μία φωσφορική πρωτείνη φερομένη υπό μορφήν αλάτων, εκ των

οποίων το αμμωνιακό έχει χρησιμοποιηθεί ως συνδετικό, ιδιαιτέρως σε επιδιορθώσεις

τοιχογραφιών, αλλ΄ ακόμη και στην ζωγραφική επί ξύλου και την υδατογραφία. Το άλας

ασβεστίου, άλλωστε, παρασκευαζόμενο από παλαιά κόλλα ασβέστου ή τυρού, διακρί-

νεται για τις ισχυρότατες συναπτικές του ικανότητες, συνεπώς μόνον σπανίως εμφανί-

ζεται ως συνδετικό σε γαλακτώματα ελαιοχρωμάτων. Γενικώς οι τέμπερες καζεϊνης χα-

ρακτηρίζονται από την ταχύτητα ξηράνσεως και τον σχηματισμό θαμπού υμενίου, το

οποίο με την πάροδο του χρόνου αποκτά ρωγματώσεις. Εξ αιτίας της ευκαμψίας της η

καζεϊνη επιτρέπει, ωστόσο, τις πολύ λεπτές στρώσεις, και μάλιστα τον δέκατο ένατο

αιώνα συμμετείχε στην προπαρασκευή έργων επί υφάσματος.

Το γάλα χρησιμοποιείται επίσης ως συνδετικό υλικό, απέδωσε δε χρώματα

σταθερά και λαμπρά, όμοια με αυτά του αυγού: οι δύο, άλλωστε, τεχνικές ελάχιστα

διαφέρουν. Μολονότι δεν υπάρχει πλούσια σχετική βιβλιογραφία, φαίνεται ότι παλαιό-

τερα το γάλα υπήρξε σύνηθες στερεωτικό ή πρόσθετο.

Page 45: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Πολυσακχαριτικά συνδετικά μέσα. Φυτικά κόμμεα.

Τα φυτικά κόμμεα είναι άμορφα πολυσακχαριτικά υλικά, λαμβανόμενα από ποι-

κίλα είδη φυτών και εμφανιζόμενα ενίοτε υπό μορφήν ουρονικών αλάτων. Αξιομνημό-

νευτο χαρακτηριστικό τους είναι η υδατοδιαλυτότητα. Γνωστότερα στον χώρο των εικα-

στικών τεχνών είναι το αραβικό κόμμι, προερχόμενο από διάφορα είδη ακακίας, το

τραγακανθινό κόμμι, συναντώμενο στους κλάδους του φυτού astragalus gummifer, και

το κόμμι της κερασιάς, συνεκδοχικός όρος για εκκρίματα οπωροφόρων δένδρων. Το

αραβικό κόμμι είναι υδατοδιαλυτό και εν ψυχρώ, ενώ το τραγακανθινό διογκώνεται

προς γλοιώδες φύραμα υπό απορρόφηση σημαντικής ποσότητος ύδατος. Κατά παρό-

μοιο τρόπο συμπεριφέρονται και τα κόμμεα της κερασιάς.

Τα διαλύματα και εναιωρήματα των κόμμεων περιέχουν πάντοτε αντιμυκητικούς

παράγοντες, ενώ συχνά είναι αναγκαία και η προσθήκη υγραντικών - μέλι, γλυκερίνη -

ώστε το υμένιο να καταστεί στερεώτερο. Τα κόμμεα χρησιμοποιούνται για την παρα-

σκευή γαλακτωμάτων και μιγμάτων με έλαια, αυγό και καζεϊνη, αλλά και αποτελούν α-

νέκαθεν συνδετικά υλικά, κυρίως στην ζωγραφική επί ελαφρών υποστηριγμάτων τύπου

χάρτου, διότι έχουν αποτέλεσμα λαμπρότερο και καλύτερης χρωματικής ποιότητος. Τα

κόμμεα μαρτυρούνται, τέλος, ως στυπτικά σε χρυσογραφίες, ως συνδετικά σε υδατο-

γραφίες και κρητιδογραφίες (παστέλ) κ.λπ. Σε παλαιότερες εποχές, πάντως, εμφανίζο-

νται σπανίως και μόνον επικουρικώς.

Αμυλα και δεξτρίνες.

Τα άμυλα είναι πολυσακχαρίτες, οι οποίοι σε ζέον ύδωρ διογκώνονται προς

κολλοειδή μάζα υψηλού ιξώδους - ζελατίνη -, σε θερμοκρασίες δε άνω των 100 oC ή με

την επίδραση ειδικών αντιδραστηρίων αποικοδομούνται προς υδατοδιαλυτότερα πολυ-

μερή, τις δεξιόστροφες δεξτρίνες. Δεδομένου του υψηλού ιξώδους του υδατικού φυρά-

ματος, τα άμυλα δεν αποτελούν συνδετικά μέσα. Η κυρία χρήση τους αφορά συνεπώς

την πρόσφυση και μόνον περιστασιακώς προστίθενται σε άλλα υλικά. Αντιθέτως οι ευ-

διάλυτες δεξτρίνες έχουν ενίοτε χρησιμοποιηθεί - συνήθως σε μίγμα με φυτικά κόμμεα -

για την παρασκευή συνδετικών υδατογραφίας. Ακόμη και για τις δεξτρίνες, ωστόσο,

βασική εφαρμογή παραμένει η προσφυτική.

Ξηραινόμενα έλαια Τα ξηραινόμενα έλαια της ζωγραφικής, γνωστά στη βόρειο Ευρώπη ήδη κατά

τον Μεσαίωνα, είναι φυτικά και συνίστανται σχεδόν αποκλειστικώς από μίγματα τριγλυ-

κεριδίων του ελαϊκού, του λινελαϊκού και του λινολενικού οξέος. Οι ακόρεστες αυτές

ενώσεις εύκολα αυτοξειδώνονται, κατόπιν πολυμερίζονται και τελικώς μορφοποιούνται

Page 46: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

σε πλέγμα που εγκλωβίζει τα μη οξειδωμένα τμήματα των τριγλυκεριδίων και τα διατη-

ρεί σε υγρή κατάσταση. Ούτω το λινέλαιο και ορισμένα ακόμη συγγενή υλικά μετασχη-

ματίζονται κατά την ξήρανση σε υμένια με άριστες μηχανικές και οπτικές ιδιότητες, κα-

ταλληλότατα για τον σχηματισμό ζωγραφικών στρωμάτων. Η ολοκλήρωση, εν τούτοις,

της όλης διαδικασίας απαιτεί μακρό χρόνο, ρυθμιζόμενο με κατάλυση κατά την οξείδω-

ση ή τον πολυμερισμό. ΄Ηδη από την αρχαιότητα ήταν γνωστές η προκαταρκτική έψη-

ση σε θερμοκρασίες άνω των 100 oC και η χρήση ξηραντικών ουσιών - κυρίως παρα-

γώγων του δισθενούς μολύβδου, κοβαλτίου και μαγγανίου. Σήμερα την επιτάχυνση και

εξομάλυνση της διαδικασίας αναλαμβάνουν μεταβατικά μέταλλα ή άλλοι συνθετικοί κα-

ταλύτες. Η έψηση, άλλωστε, φαίνεται ότι υποβοηθεί τον πολυμερισμό, στα πλαίσια δε

αυτά ένας νέος τύπος λινελαίου, επονομαζόμενος stand oil, παράγεται με θέρμανση

άνω των 250οC απουσία αέρος. Πρόκειται περί προπολυμερισμένου υλικού, το οποίο

ξηραίνεται βραδύτερα, αλλά δημιουργεί υμένια συνεκτικά και ανθεκτικά που διατηρούν

τους χρωματισμούς.

Όλα τα έλαια έχουν την τάση να αποκτούν κιτρινωπή χροιά κατά την γήρανση.

Η διεργασία είναι εν μέρει αδιευκρίνιστη και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, μετα-

ξύ των οποίων ο βαθμός καθαρότητος, η παρουσία των καθ΄ έκαστα χρωστικών και

ξηραντικών, η υγρασία, το φως. Ως εκ τούτου το λινέλαιο κιτρινίζει ευκολώτερα από τα

έλαια της καρυδιάς ή της μήκωνος (παπαρούνας), το δε stand oil αποδεικνύεται σταθε-

ρώτερο από τα λοιπά ξηραινόμενα έλαια. Παρά ταύτα, και με μόνη ίσως εξαίρεση τις

περιπτώσεις πολύ ανοικτών χρωμάτων, πλέον διαδεδομένο παραμένει το λινέλαιο, διό-

τι το υμένιό του είναι ανθεκτικό, συνεκτικό και ελαστικό, αν και συν τω χρόνω καθίστα-

ται ευαίσθητο στην υγρασία: οξειδωτικές και υδρολυτικές διεργασίες επιφέρουν αναδό-

μηση του πολυμερούς και εν τέλει σχηματισμό οργανομεταλλικών ενώσεων.

Στα χημικά αυτά φαινόμενα προστίθενται και φυσικές διεργασίες καθαρώς ρεο-

λογικής υφής, οι οποίες εμφανίζονται ήδη κατά την πρώτη φάση της ξηράνσεως. Δεχό-

μενο ποικίλες τάσεις, το έλαιο ξηραίνεται προς υμένιο διαχωρισμένο σε πολλούς κυψε-

λωτούς πυρήνες: οι εσωτερικές τους τάσεις εκδηλώνονται ως ρωγματώσεις. Ο σχημα-

τισμός των τελευταίων είναι κοινός σέ όλα τα ζωγραφικά υμένια και επηρεάζεται περαι-

τέρω από εξωτερικούς παράγοντες, όταν όμως παραμείνει σε φυσιολογικά όρια αντιμε-

τωπίζεται ως απλή και ακίνδυνη συνέπεια της ηλικίας. Τέλος, οι φυσικές ιδιότητες του

υμενίου μεταβάλλονται συχνά κατά τις επεμβάσεις καθαρισμού με ακατάλληλους διαλύ-

τες που εκπλύνουν τα υγρά τριγλυκερίδια ή και επιφέρουν σοβαρότερες βλάβες, π.χ.

σαπωνοποίηση.

Η ποσότητα ελαίου, την οποία απαιτούν οι διάφορες χρωστικές για να μετασχη-

ματισθούν σε χρηστικά φυράματα, εξαρτάται από τον τύπο τους και την επεξεργασία

που υπέστησαν. Εκάστη χρωστική διαθέτει ίδιες βέλτιστες αναλογίες, η δε μεταβολή

Page 47: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

τους συντομεύει τον βίο του έργου. Δεν είναι, άλλωστε, συμβατές με τα έλαια όλες οι

χρωστικές, καθώς ορισμένες εμποδίζουν την ξήρανση του υμενίου, ενώ άλλες χάνουν

το χαρακτηριστικό δυναμικό τους από την αλληλεπίδραση των δύο δεικτών διαθλάσε-

ως: υποδειγματική παραμένει η σχέση λινελαίου και λευκού του μολύβδου. Εκτός τού-

των, στην παρασκευή βερνικίων συναντώνται και ημιξηραινόμενα ή μη ξηραινόμενα

έλαια, ούτω το έλαιο του κινέζικου ξύλου - Τουνγκ -, της σόγιας, του καρδαμώμου, του

βάμβακος, περαιτέρω φυσικά τροποποιημένα και συνθετικά έλαια.

Mικτές τεχνικές Σε μεταβατικές περιόδους ήταν πάντοτε φυσικό να αναπτυχθούν μικτές τεχνι-

κές, βασιζόμενες στην ταυτόχρονη εφαρμογή παλαιών και νέων συνδετικών, και τούτο

διότι στις προβιομηχανικές κοινωνίες η τεχνολογία τροποποιεί βαθμιαίως το περιεχόμε-

νο των εμπειρικών γνώσεων, οι δε νέες προτάσεις οφείλουν να καταξιωθούν σε διαδο-

χικά στάδια πειραματισμού. Για την ευρωπαϊκή ζωγραφική θεμελιώδης υπήρξε η αντι-

κατάσταση του αυγού με έλαια. Η εισαγωγή της νέας τεχνικής έγινε με βραδείς ρυθ-

μούς, σε ενδιάμεσες δε φάσεις χρησιμοποιούνται μίγματα των δύο υλικών. Οι αναλογί-

ες τους, μάλιστα, είναι δύσκολο να αναπαραχθούν, καθώς τα ιστορικά δεδομένα σιω-

πούν ή δίδουν ατελείς πληροφορίες, ενώ τα αποτελέσματα της χημικής, οπτικής και

στρωματογραφικής αναλύσεως των προτύπων είναι συχνά δυσερμήνευτα. Προ της

διαδόσεως της ελαιογραφίας, πάντως, και οπωσδήποτε μετά το 1450 στην Ιταλία ταυ-

τοποιούνται ως συνδετικοί παράγοντες μίγματα ελαίων με πρωτεϊνες, μάλλον του αυ-

γού.

Ο κρόκος περιέχει ήδη αφ’ εαυτού ως γαλακτωματοποιητή την λεκιθίνη, η οποία

επιτρέπει την παρουσία ελαιωδών συστατικών υπό τύπον υδατοδιαλυτού γαλακτώμα-

τος σταθεροποιουμένου περαιτέρω με την προσθήκη των χρωστικών. Η ελαιώδης αυτή

τέμπερα δημιουργεί υμένιο ευκαμπτότερο και λιγότερο εύθραυστο, απαιτεί όμως μα-

κρούς χρόνους ξηράνσεως, συνεπώς στην πράξη λειτουργεί όπως η ελαιογραφία, α-

πορρίπτοντας τα επάλληλα στρώματα και αναμιγνύοντας τις χρωστικές. Από την στιγ-

μή, άλλωστε, που θα ερμηνευθεί ο τρόπος προσθήκης των λοιπών συστατικών στο

αυγό, είναι πολύ εύκολο να ταυτοποιηθεί η παρουσία και ελαχίστων ποσοτήτων ρητι-

νωδών και γαλακτωδών βερνικίων ακόμη σε πρότυπα αλλοιωμένα από την μακρά γή-

ρανση, ώστε να διευκρινισθεί η τόσο ενδιαφέρουσα αυτή πτυχή της παλαιότερης τε-

χνογνωσίας, η οποία επέτυχε να κληροδοτήσει εκπληκτικά έργα ζωγραφικής σε άριστη

κατάσταση.

Συνθετικά υλικά

Page 48: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας των συνθετικών υλικών διατίθεται πλέον με-

γάλη ποικιλία πολυμερών, μερικά των οποίων - ιδίως τα ακρυλικά και βινυλικά – απο-

δεικνύονται εξαίρετα συνδετικά. Κατά το δεύτερο, μάλιστα, ήμισυ του εικοστού αιώνα

κάποιες από τις ενώσεις αυτές γεννούν νέες ζωγραφικές τεχνικές. Ούτω, τα λεγόμενα

ακρυλικά χρώματα αποτελούνται από διαλύματα ενδεδειγμένου ιξώδους σε ήπιους ορ-

γανικούς διαλύτες και δημιουργούν φυράματα με τις χρωστικές. Μετά την ξήρανση το

υμένιο καθίσταται ευδιαλυτότερο, προστατεύεται δε δι΄ επιστρώσεως με βινυλικές ρητί-

νες, αδιάλυτες στην βενζίνη ή την τερεβινθίνη.

Βερνίκια, Κόλλες, Στερεωτικά και Στόκοι

Εισαγωγικά Στις επόμενες παραγράφους τα βερνίκια, οι κόλλες, τα στερεωτικά και οι στόκοι

θα ταξινομηθούν με την μεγαλύτερη επιμέλεια, ώστε να αποκλεισθεί οιασδήποτε αμφι-

σημία στην χρήση τους. Στην πράξη, ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε, είναι δε σύ-

νηθες προστατευτικές ουσίες να λειτουργούν ως σταθεροποιητικοί παράγοντες ή κόλ-

λες να επιλύουν προβλήματα στερεώσεως. Στο επιτακτικό ερώτημα περί των αιτίων

της εσφαλμένης αυτής πρακτικής την απάντηση δίδει η ίδια η φύση των υλικών: πολλές

οργανικές πολυμερείς ενώσεις παρεμβαλλόμενες σε αποχωρισμούς ή αποφλοιώσεις

Page 49: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

εισχωρούν σε εσωτερικά στρώματα και επιδεικνύουν μετά την ξήρανση συγκολλητική

δράση, ενώ ταυτοχρόνως η δυνατότητα δημιουργίας επιφανειακού υμενίου τους προσ-

δίδει και ιδιότητες βερνικίου ή προστατευτικής ουσίας. Είναι, βεβαίως, ευνόητο ότι ένα

υλικό ικανοποιεί πλήρως μία και μόνη από τις ανωτέρω λειτουργίες, οι λοιπές όμως

πάντοτε συνυπάρχουν σε κάποιο βαθμό και του αποδίδουν χαρακτήρα πολυδραστικό.

Ακριβέστερα, πάντως, τα στερεωτικά διεισδύουν σε ρευστή κατάσταση στο ε-

σωτερικό των έργων, μέσω δε διεργασιών πιέσεως αναδομούν ένα πλέγμα ομογενές

και προσαρμοσμένο στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Οι κόλλες παρεισφρύουν στην ε-

λάχιστη δυνατή ποσότητα μεταξύ δύο επιφανειών και αποκαθιστούν δια πιέσεως την

αξιόπιστη συνένωσή τους. Τα προστατευτικά μέσα έχουν συγκεκριμένα οπτικά χαρα-

κτηριστικά, εφαρμόζονται υπό μορφήν λεπτού στρώματος επί της επιφανείας του αντι-

κειμένου και το προστατεύουν από εξωτερικές επιδράσεις, οι δε στόκοι είναι εύπλαστες

μάζες που πληρώνουν εσωτερικές ή εξωτερικές κοιλότητες μακροσκοπικού μεγέθους.

Οι ανωτέρω ορισμοί δεν είναι ίσως ανεπίληπτοι, αποτελούν ωστόσο μια μεθοδολογική

προσέγγιση χρήσιμη στην πράξη.

Ας σημειωθεί, τέλος, ότι κατ΄ ουσίαν η αναφορά δεν γίνεται σε χημικές ενώσεις,

αλλά σε συνταγές, σύνθετα υλικά που ικανοποιούν συγκεκριμένες απαιτήσεις. Συχνά,

άλλωστε, πρόκειται περί προϊόντων του εμπορίου, τα οποία δεν έχουν σχεδιασθεί με

προορισμό την αποκατάσταση, περαιτέρω δε περιέχουν πλήθος προσθέτων - π.χ. δια-

λύτες, γαλακτωματοποιητές, σταθεροποιητές, παράγοντες πήξεως, ρυθμιστές ροής,

πλαστικοποιητές. Είναι, λοιπόν, απαραίτητη η προσεκτική αξιολόγηση των ετοίμων

σκευασμάτων, καθώς μάλιστα οι δυνατότητες τροποποιήσεως δεν είναι πολλές. Στην

ευαισθησία του συντηρητού και στην επικουρία των ειδικών επιστημόνων επαφίεται η

βελτίωση των παραμέτρων, ήτοι η μεταβολή της συγκεντρώσεως, η χρήση των πλέον

καταλλήλων διαλυτών, η προσθήκη αδρανών ουσιών κ.τ.ό. Παραμένει φυσικά σταθερό

αίτημα του κλάδου η έγκυψη της βιομηχανίας στα προβλήματα διασώσεως των πολιτι-

στικών αγαθών.

Φυσικές ρητίνες Γενικά. Μέχρι προ εκατό περίπου ετών οι χρησιμοποιούμενες στις εικαστικές τέχνες ρη-

τινώδεις ουσίες ήταν αποκλειστικώς φυσικής προελεύσεως. Επρόκειτο περί πολυμε-

ρών εξιδρωμάτων κωνοφόρων ή τροπικών φυτών, γνωστών από την απώτερη αρχαιό-

τητα λόγω των υμενιογενών, συγκολλητικών και υδραπωθητικών τους ιδιοτήτων. Μό-

νες ή συνήθως αναμεμιγμένες με άλλα υλικά, οι φυσικές ρητίνες συναντώνται συχνότα-

Page 50: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

τα στα παλαιά συνταγολόγια, διατηρούν δε εισέτι την σημασία τους, μολονότι έχουν σε

μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από συνθετικά πολυμερή.

Φυσικές και χημικές ιδιότητες. Οι φυσικές ρητίνες διαθέτουν ορισμένα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά, τα οποία

τις διαχωρίζουν κατ΄ αρχήν από τα λοιπά φυτικά εξιδρώματα. Ούτω είναι αδιάλυτες στο

ύδωρ, αντιθέτως προς τα φυσικά κόμμεα, αλλά συνήθως κολλοειδώς διαλυτές σε ορ-

γανικούς διαλύτες και έλαια. Περαιτέρω καίονται με καπνογόνο φλόγα, ενώ σε στερεά

κατάσταση έχουν άμορφη δόμηση, εμφανίζουν δε μάλλον περιοχή μαλακύνσεως παρά

σημείο τήξεως. Δυσκολώτερη αποδεικνύεται η διάκρισή τους από τους κηρούς και τα

λίπη και έλαια, αν και έχουν συνήθως θερμοκρασίες μαλακύνσεως υψηλότερες απ΄ ό,τι

οι κηροί και είναι μάλλον διαφανείς, ενώ ως τήγματα ή εν διαλύσει έχουν σαφώς κολ-

λώδη χαρακτήρα. Μόνη, όμως, η χημική ανάλυση δίδει όντως αξιόπιστα κριτήρια δια-

φοροποιήσεως.

Από χημικής απόψεως οι φυσικές ρητίνες αποτελούνται κατά το πλείστον από

τερπενικά μίγματα και αδρανή πολυμερή τύπου μαστίχης. Στις ελαιορρητίνες είναι πα-

ρόντα ακόρεστα συστατικά χαμηλοτέρου μοριακού βάρους που προκαλούν οξείδωση

και πολυμερισμό, μεταβάλλοντας βαθμιαίως τις ιδιότητες του μορίου. Με την παρουσία,

άλλωστε, καρβοξυλικών ομάδων συνδέεται η εστεροποίηση, ιδίως του κολοφωνίου,

καθώς και η αλληλεπίδραση με μεταλλικά κατιόντα και μετατροπή σε ενώσεις που έ-

χουν χαρακτηριστικά σαπώνων, γαλακτωματοποιητών, ξηραντικών ή χρωστικών - α-

κόμη και ημιπερατών, όπως το διαφανές πράσινο του χαλκού.

Οι ανωτέρω χαρακτήρες οδήγησαν στην χρησιμοποίηση των φυσικών ρητινών

στις εικαστικές τέχνες για την παρασκευή συγκολλητικών ουσιών, στόκων και βερνικί-

ων. Παρά την ευρεία ποικιλία συνθετικών πολυμερών, τα προϊόντα της φύσεως έχουν

ως πλεονέκτημα την ετερογενή σύσταση, η οποία τα καθιστά προσαρμόσιμα και ευέλι-

κτα, ενδεχομένως αντιστρεπτά για μεγαλύτερα διαστήματα και τελικώς ίσως συγγενέ-

στερα προς τα αρχικά υλικά των έργων.

Κατάταξη των φυσικών ρητινών. Η συνήθης κατάταξη λαμβάνει υπ΄ όψιν είτε την προέλευση είτε την ρευστότητα

των φυσικών ρητινών, διακρίνει δε: (α) ελαιορρητίνες ή βάλσαμα, ρητινώδη εξιδρώματα

ζώντων δένδρων με υφή μαλακή και κολλώδη εξαιτίας της υψηλής περιεκτικότητος σε

υγρά αιθέρια έλαια, περιέχοντα δε περαιτέρω αλκοόλες, εστέρες και ορισμένα αρωμα-

τικά οξέα, (β) κυρίως ρητίνες, ρητινώδη εξιδρώματα ζώντων δένδρων, με υφή στερεά

και μάλλον σκληρή, (γ) ορυκτές ρητίνες, ρητινώδη υλικά προερχόμενα από απολιθώ-

ματα εξιδρωμάτων αρχαιοτάτων δασών, και (δ) ζωικές ρητίνες, ήτοι την γομμαλάκκα.

Page 51: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Ελαιορρητίνες και βάλσαμα.

Τερεβινθίνη της Βενετίας. προέλευση: εξίδρωμα του φυτού Larix decidua, ενδημικού στο Τυρόλο.

εμφάνιση: κιτρινωπή, κολλώδης μάζα μεγάλου ιξώδους. έχει ασθενή τάση να ξηραίνε-

ται και δεν κιτρινίζει περαιτέρω.

διαλύτες: αρωματικοί και χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες, τερεβινθέλαιο, αλκοόλες,

αιθέρας, ακετόνη, διθειάνθρακας.

χρήσεις: γνωστή από την αρχαιότητα, χρησιμοποιείται ως συστατικό βερνικίων και

ως φορέας ημιπερατών εξωτάτων χρωματικών στρώσεων. αναμεμιγμένη

με κηρούς χρησιμεύει ενίοτε για να αυξήσει την συνοχή και πρόσφυση. δί-

δει διαφανές πράσινο του χαλκού. παλαιότερα ήταν γνωστή και η τερεβιν-

θίνη του Στρασβούργου.

Ελέμιο. προέλευση: εξίδρωμα του τροπικού γένους Canarium.

εμφάνιση: υποκίτρινη ή υπόλευκη μάζα, ημιδιαφανής, επιφανειακώς κηρώδης, συ-

στάσεως αλειφώδους έως στερεάς.

διαλύτες: παρόμοιοι με αυτούς της τερεβινθίνης, εξαιρουμένων των κετονών και σε

μικρότερο βαθμό των αλκοολών.

χρήσεις: χρησιμοποιείται κυρίως για την μεταβολή της ρευστότητος βερνικίων. επί-

σης - κατά τον τρέχοντα αιώνα - στην ολλανδική μέθοδο παρασκευής κη-

ρορρητίνης για την αύξηση του ιξώδους και της συγκολλητικής ικανότητος

του μίγματος.

Κοπάιο βάλσαμο. προέλευση: ελαιορρητινούχο εξίδρωμα του νοτιαμερικανικού γένους Copaifera.

εμφάνιση: καστανη αλοιφή. ο πολυμερισμός κατά την γήρανση στον αέρα τονίζει την

κρεμώδη υφή.

διαλύτες: αρωματικοί και χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες, τερεβινθέλαιο, αιθανόλη,

αιθέρες.

χρήσεις: χρησιμοποιείται στην διεργασία Pettenkoffer για την αναγέννηση ελαιο-

γραφιών και ως πρόσθετο διαλυτών κατά την αφαίρεση επιφανειακών

βερνικίων. φαίνεται ότι αποκαθιστά τους πλαστικοποιητές και ελαστικο-

ποιητές του ζωγραφικού στρώματος που εκπλύνει ο διαλύτης.

Βάλσαμο του Καναδά. προέλευση: εξίδρωμα των βορειοαμερικανικών κωνοφόρων Abies balsamea.

εμφάνιση: κιτρινοπράσινο διαφανές υγρό μεγάλου ιξώδους. ξηραίνεται χωρίς να χά-

σει την διαφάνειά του.

διαλύτες: παρόμοιοι με εκείνους του κοπαϊου βαλσάμου.

χρήσεις:

χρησιμοποιείται σπανίως στην ζωγραφική, μολονότι ομοιάζει προς την τε-

ρεβινθίνη. βρίσκει εφαρμογή κυρίως ως κόλλα και οπτικό μέσο λόγω της

διαφανείας και του υψηλού δείκτου διαθλάσεως (n=1.52-1.54).

Page 52: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Κυρίως ρητίνες.

Μαστίχη. προέλευση: εξίδρωμα του φυτού Pistachia lentiscus, που ευδοκιμεί κυρίως στην νήσο

Χίο.

εμφάνιση: στο εμπόριο φέρεται συνήθως υπό μορφήν μικρών στερεών υποκιτρίνων

σταγόνων - δακρύων - σημείου τήξεως 76°C. η ρευστότητα ποικίλει αναλό-

γως προς την καθαρότητα.

διαλύτες: αρωματικοί και χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες, τερεβινθέλαιο, αλκοόλες,

αιθέρες. μερικώς διαλυτή σε κετόνες, σχεδόν αδιάλυτη σε πετρελαϊκό αιθέ-

ρα. κατά την διάλυση σε τερεβινθίνη παραμένουν υπολείμματα σανδαρά-

χης.

χρήσεις: χρησιμοποιείται ως ρητινώδες συστατικό βάσεως για βερνίκια. κατά κανό-

να απαντάται διαλελυμένη σε τερεβινθίνη, ενίοτε με προσθήκη ελαιορρητί-

νης προς αύξηση της ελαστικότητος. το βερνίκι είναι διαφανές, ανοικτοκί-

τρινο, ελαστικό και δίδει πολύ φωτεινό υμένιο. με την επίδραση υγρασίας,

όμως, κιτρινίζει, γίνεται εύθραυστο και θαμπώνει. περαιτέρω χρησιμο-

ποιείται ως φορέας ζωγραφικών χρωστικών, ως συστατικό γαλακτωμάτων

σε τέμπερες ή διαλελυμένη σε τερεβινθίνη και λινέλαιο: πρόκειται περί του

μίγματος Meglip, που χρησιμοποιείται πολύ κατά τον ιη΄ και ιθ΄ αιώνα, ε-

γκατελείπεται όμως λόγω της δημιουργίας κιτρινωπής χροιάς και ρωγμα-

τώσεων.

Δαμμάρα. προέλευση: εξίδρωμα του γένους των ανατολικών Ινδιών Agathis.

εμφάνιση: ανοικτοκίτρινα διαφανή τεμάχια, εύθραυστα και άοσμα, σημείου τήξεως

100°C.

διαλύτες: γενικώς όπως η μαστίχη. διαλύεται όμως πλήρως σε διαλύτες ασθενώς

πολικούς - αρωματικούς υδρογονάνθρακες - και μερικώς σε αλκοόλες.

χρήσεις: υποκαθιστά την μαστίχη, διαλελυμένη δε σε τερεβινθίνη θεωρείται μια από

τις καλύτερες ρητίνες για ζωγραφικά βερνίκια. είναι ευκολώτερα αντιστρε-

πτή από την μαστίχη, προστατεύει περισσότερο έναντι της υγρασίας και

δεν προξενεί θάμβωση. ωστόσο δίδει υμένιο ελαφρά κολλώδες. χρησιμο-

ποιείται επίσης ως συστατικό γαλακτωμάτων σε τέμπερες. είναι συμβατή

με πολλές άλλες φυσικές και συνθετικές ρητίνες.

Κολοφώνιο ή ελληνική πίσσα. προέλευση: ρητινώδες υπόλειμμα παραγόμενο από διάφορα είδη πεύκων.

εμφάνιση: ανοικτοκίτρινα έως καστανά ακανόνιστα ημιδιαφανή τεμάχια, εύθραυστα

και κονιοποιήσιμα, σημείου τήξεως 100°C.

διαλύτες: αρωματικοί και χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες, τερεβινθέλαιο, αλκοόλες,

αιθέρες, κετόνες.

Page 53: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

χρήσεις: μόνον σπανίως χρησιμοποιείται ως ρητίνη βερνικίων, διότι το υμένιο απο-

χρωματίζεται γρήγορα, γίνεται δε γίνεται αδιαφανές και τελικώς εύθραυστο

υπό την επίδραση υγρασίας. δεδομένου του χαμηλού κόστους είναι κοινό

στην νόθευση βερνικίων. βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή διαφόρων

τύπων κόλλας.

Ρητίνη σανδαράχης. προέλευση: εξίδρωμα κωνοφόρων της βορείου Αφρικής και Ισπανίας.

εμφάνιση: ξηρά διαφανή ανοικτοκίτρινα έως καστανωπά δάκρυα, εύθρυπτα, σημείου

τήξεως 135°C.

διαλύτες: αλκοόλες, αιθέρες, κετόνες. είναι διαλυτή στο τερεβινθέλαιο κατόπιν τήξε-

ως.

χρήσεις: χρησιμοποιείται κυρίως ως συστατικό βερνικίων διαλυτών στην αιθανόλη.

το σχηματιζόμενο υμένιο είναι σκληρό και εύθραυστο, έχει δε τάση να

σκουραίνει. η κυρία σημασία της είναι ότι ρυθμίζει την σκληρότητα των

βερνικίων.

Αίμα δράκοντος. προέλευση: εξίδρωμα από τους καρπούς του φυτού των ανατ. Ινδιών Calamus draco.

εμφάνιση: διαφανής καστανέρυθρη μάζα.

διαλύτες: βενζόλιο, αλκοόλη.

χρήσεις: γνωστή από την αρχαιότητα. χρησιμοποιείται ως χρωστική μικρογραφιών,

αλλά και για την απόδοση ερυθρών τόνων σε ρητινούχα μίγματα π.χ. βερ-

νίκια εγχόρδων. σήμερα προστίθεται σε λάκκες και διαβρωτικά ξύλου.

Βενζόη. προέλευση: εξίδρωμα του ινδονησιακού φυτού Styrax benzoin.

εμφάνιση: σκουροκίτρινη μάζα με χαρακτηριστική οσμή βανίλλιας, λόγω περιεκτικό-

τητος 1% σε βανιλλίνη.

διαλύτες: τετραχλωράνθρακας, αιθανόλη, αιθέρες, ακετόνη.

χρήσεις: από τον δέκατο έκτο αιώνα χρησιμοποιείται ενίοτε ως πλαστικοποιητής σε

βερνίκια.

Κοπάλια και άλλες ορυκτές ρητίνες.

Τα κοπάλια είναι απολιθωμένες κατά το πλείστον ρητίνες, προερχόμενες από

διάφορα είδη τροπικών φυτών. Κύρια διακριτικά τους είναι η σκληρότητα, το υψηλό

σημείο τήξεως (περίπου 180°C) και η ελάχιστη διαλυτότητα στους συνήθεις διαλύτες.

Σκληρότερα είναι τα κοπάλια του Κογκό και της Ζανζιβάρης, ημίσκληρα αυτά του Κα-

ουρί και της Σιέρρα Λεόνε, μαλακά τα προερχόμενα από ζώντα φυτά, π.χ. αυτό της

Μανίλας.

Αν και σχεδόν αδιάλυτες σε φυσική κατάσταση, οι ορυκτές ρητίνες διαλύονται

μερικώς κατόπιν παρατεταμένης θερμάνσεως στους 200-220°C ή με ξηρή απόσταξη

στους 400°C και συνακόλουθη διάλυση σε έλαια εν θερμώ. Η αμελητέα διαλυτότητα

Page 54: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

καθιστά τα κοπάλια ακατάλληλα για ζωγραφικά βερνίκα, καθώς λειτουργούν σχεδόν μη

αντιστρεπτώς. Στο παρελθόν, ωστόσο, έχουν χρησιμοποιηθεί περιστασιακώς, πράγμα

που σήμερα καθιστά δυσχερέστατο οιοδήποτε εγχείρημα απομακρύνσεώς τους. Κατά

παρόμοιο τρόπο συμπεριφέρεται και το ήλεκτρο, προϊόν κωνοφόρων απολιθωμένων

σε παλαιότατες γεωλογικές εποχές. Πρόκειται για την σκληρότερη γνωστή ρητίνη, η

οποία διαλύεται μόνον σε θερμά έλαια και αποδίδει σκουρόχρωμο και βραδύτατα ξη-

ραινόμενο βερνίκι, ακατάλληλο για ζωγραφική χρήση.

Ζωικές ρητίνες.

Εν αντιθέσει προς τις λοιπές ρητίνες η γομαλάκκα είναι υλικό ζωικής προελεύ-

σεως, σχηματιζόμενο από ένα είδος εντόμων Coccus που προσβάλλει τα δένδρα και

τελικώς εγκλωβίζεται στο ρητινούχο στρώμα - ενίοτε πάχους έως 2cm. Η ακατέργαστη

γομμαλάκκα είναι καστανέρυθρη μάζα σ.τ. 70°C. Η σύστασή της δεν είναι πλήρως

γνωστή, ωστόσο περιέχει σε μεγάλο ποσοστό πολυεστέρες διαφόρων υδροξυοξέων

διαλυτών σε αλκοόλες, μικρότερα ποσοστά κηρωδών ουσιών αδιάλυτων σε αλκοόλες

και ίχνη μιας καστανέρυθρης υδατοδιαλυτής χρωστικής λάκκας. Οι ποικίλοι βαθμοί κα-

θαρότητος αντιστοιχούν σε βαθμιαία εξάλειψη των κηρωδών και χρωστικών ουσιών κα-

τόπιν επεξεργασίας με διαλύτες ή διαλύματα ανθρακικών αλκάλεων: συνήθως λαμβά-

νονται λεπτά φυλλίδια ανοικτοκίτρινα έως σκούρα πορτοκαλόχροα.

Η γομμαλάκκα χρησιμοποιείται για την παρασκευή διαφανών βερνικίων διαλυ-

τών σε αιθανόλη με ερυθρωπούς τόνους, καταλλήλων για ξύλο. Είναι φωτεινότερη από

τις λοιπές ρητίνες, ωστόσο έχει πλέον σχεδόν ολοκληρωτικώς αντικατασταθεί από

συνθετικά πολυμερή. Σπανιώτατα χρησιμοποιείται ως βερνίκι ζωγραφικής λόγω της

ευαισθησίας στην υγρασία και της τάσεως να σκουραίνει εύκολα, εφαρμόζεται όμως ε-

νίοτε στην αποκατάσταση, π.χ. διαλελυμένη σε αλκοόλη ως ελαφρύ συνδετικό, ως συ-

στατικό κόλλας ή κυρίως ως στερεωτικό τοιχογραφιών. Δυστυχώς συν τω χρόνω χάνει

την αντιστρεπτότητα και δυνατότητα ευχερούς αφαιρέσεώς της.

Συνθετικές ρητίνες Γενικά. Από της δεκαετίας ήδη του '50 η εργαστηριακή παραγωγή μακρομορίων με ε-

λεγχόμενες ιδιότητες εμφανίζει εντυπωσιακή εξέλιξη, σήμερα δε σημαντικές εργασίες

συντηρήσεως θα ήταν ανέφικτες χωρίς την χρήση των εν λόγω πολυμερών. Παρά ταύ-

τα απαιτείται περίσκεψη προ της μαζικής εισροής ενώσεων με συμπεριφορά εν μέρει

άγνωστη. Πράγματι. Είναι γεγονός ότι η βιομηχανία κατά το πλείστον δεν αναπτύσσει

ειδικά σκευάσματα για την αποκατάσταση, συνεπώς ο ενδιαφερόμενος οφείλει να αρ-

κεσθεί σε υλικά προοριζόμενα για άλλες χρήσεις, συνήθως δε βραχείας διαρκείας ζω-

Page 55: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

ής. Η επιλογή, άλλωστε, είναι δυσχερής, είτε λόγω του πλήθους των προϊόντων και της

ελλιπούς γνώσεως της συμπεριφοράς τους στον χρόνο, είτε διότι πολλοί χρήστες είναι

ακόμη απροετοίμαστοι για μια ουσιαστική αξιολόγηση ή ανέτοιμοι να κατανοήσουν τις

προϋποθέσεις του έργου τέχνης.

Προσφορώτερες οδοί αποδεικνύονται, εν τέλει, η μελέτη της εξειδικευμένης βι-

βλιογραφίας, ο συνεχής πειραματισμός και η διατήρηση - έστω και σε παράλληλη χρή-

ση - των παραδοσιακών υλικών μέχρις ότου τεκμηριωθεί η αξιοπιστία των νέων. Οι έ-

λεγχοι των συνθετικών προϊόντων οφείλουν να βασίζονται τουλάχιστον σε δοκιμασίες

τεχνητής γηράνσεως, αν και τα αποτελέσματα των τελευταίων συχνά αποκλίνουν από

εκείνα της φυσικής πορείας. Ενίοτε, άλλωστε, παράγοντες, οι οποίοι μεμονωμένως α-

σκούν μικρή επίδραση, ως σύνολο προκαλούν ή καταλύουν φθοροποιές δράσεις. Σύ-

νεση, επίσης, απαιτείται όσον αφορά την αντιστρεπτότητα, καθώς ήδη διαπιστώνεται

ότι υλικά τριάντα ή σαράντα ετών δύσκολα επαναδιαλύονται στους αρχικούς τους δια-

λύτες. Την τεκμηριωμένη επιλογή παρεμποδίζει, τέλος, και η άναρχη ονοματολογία των

προϊόντων του εμπορίου, εφ΄ όσον μάλιστα σπανίως πρόκειται περί καθαρών χημικών

ενώσεων, τα δε πρόσθετα κατά το πλείστον δεν αναφέρονται.

Πολυμερή προσθήκης. Πρόκειται περί μακρομορίων λαμβανομένων μέσω μιας επαναλαμβανομένης

αντιδράσεως προσθήκης χωρίς τον σχηματισμό άλλων προϊόντων. Ο βαθμός πολυμε-

ρισμού εξαρτάται από τον αριθμό των ενεργοποιηθέντων μορίων, άρα από το αρχικό

ποσό ενέργειας ή το είδος του καταλύτου, ελέγχεται δε περαιτέρω με την βοήθεια πα-

ρεμποδιστών.

Πολυβινυλικές ρητίνες.

Στον χώρο της συντηρήσεως χρησιμοποιούνται κυρίως τα οξικά πολυβινύλια

και τα χλωροξικά συμπολυμερή, σε μικρότερο δε βαθμό οι πολυβινυλικές αλκοόλες και

ακετάλες. Σε γενικές γραμμές πρόκειται περί ρητινών θερμοπλαστικών και ευδιαλύτων,

οι οποίες προσφέρονται είτε υπό μορφήν υδατικού γαλακτώματος, είτε ως διαλύματα

σε οργανικούς διαλύτες, είτε τέλος αυτούσιες ως θερμοπλαστικές κόλλες.

Τα οξικά πολυβινύλια - Vinavil, Vinylite, Mowilith, Ayac - έχουν αξιοσημείωτη

αντοχή στην γήρανση, είναι μάλλον αδρανή εναντι του φωτός, σχηματίζουν υδατικά γα-

λακτώματα, διαλύονται σε χλωριωμένους υδρογονάνθρακες, αλκοόλες, κετόνες και ε-

στέρες, εμφανίζουν δε καλές συγκολλητικές ιδιότητες, ικανοποιητική διαφάνεια στο φώς

και χαμηλό δείκτη διαθλάσεως. Τα διαλύματα και γαλακτώματά τους βρίσκουν ευρεία

εφαρμογή ως κόλλες και στερεωτικά. Η πολυβινυλική αλκοόλη διαλύεται στο ύδωρ και

σχηματίζει υμένια, τα οποία όμως προσβάλλονται από μικροοργανισμούς. Παλαιότερα

ήταν χρήσιμη στην συντήρηση του χάρτου.

Page 56: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Ακρυλικές και μεθακρυλικές ρητίνες.

Οι πολυακρυλικοί εστέρες διαθέτουν πολλές από τις απαραίτητες στον χώρο

της συντηρήσεως ιδιότητες και λειτουργούν ως βερνίκια, στερεωτικά και συγκολλητικά.

Είναι ενώσεις σχεδόν άχροες, διαφανείς και σταθερές έναντι εξωτερικών επιδράσεων,

έχουν όμως ελαφρά τάση να κιτρινίζουν συν τω χρόνω. Διαλύονται σε αρωματικούς και

ορισμένους χλωριωμένους υδρογονάνθρακες, κετόνες και εστέρες. Τα χαρακτηριστικά

τους, άλλωστε, ποικίλουν αναλόγως του εστερικού αλκυλίου, το οποίο συνήθως είναι

μεθύλιο, αιθύλιο, κανονικό και ισοβουτύλιο ή 2-αιθοξυαιθύλιο: μεγαλύτεροι υποκατα-

στάτες επιφέρουν μείωση της σκληρότητος, συνεπώς ευκαμψία, αυξημένη προσφυτική

ικανότητα και μεγαλύτερη διαλυτότητα σε μη πολικούς διαλύτες. Τα μεθακρυλικά πολυ-

μερή είναι, άλλωστε, σκληρότερα των ακρυλικών και περισσότερο κολλώδη, ούτω τα

πρώτα χρησιμοποιούνται σε μίγματα για να προσδώσουν σκληρότητα, ενώ τα δεύτερα

ως πλαστικοποιητές. Σημαντικώτατο μεταξύ τους είναι το πολυμεθυλομεθακρυλικό πα-

ράγωγο - οργανική ύαλος ή Plexiglas -, θερμοπλαστικό υλικό αξιοσημείωτης διαφά-

νειας και καθαρότητος, πολύ σκληρό, εντελώς άχροο, ανθεκτικό στο φως, τις ατμο-

σφαιρικές επιδράσεις και την γήρανση.

Σε γενικές γραμμές τα πολυακρυλικά μονομερή έχουν πολύ χαμηλό ιξώδες και

έντονη τάση προς πολυμερισμό, πράγμα που επιτρέπει την απ΄ ευθείας χρήση τους ως

στερεωτικών: τυχόν αποσαθρωμένα πορώδη υλικά εμποτίζονται με το μονομερές, το

οποίο εν συνεχεία πολυμερίζεται επί τόπου με υψηλής ενεργείας ακτινοβόληση. Βελ-

τιωμένα εμφανίζονται τα συμπολυμερή μεθυλομεθακρυλικού και αιθυλακρυλικού οξέος

- Paraloid, Acriloid, Rhoplex -, τα οποία παρουσιάζουν ελάχιστη τάση προς διασταυ-

ρούμενη δικτύωση και σχηματισμό τρισδιαστάτων αδιαλύτων μη αντιστρεπτών πολυ-

μερών. Εν τούτοις δεν έλλειψαν ενδείξεις μερικής δυσκολίας κατά την αφαίρεση του

Paraloid σε επί τόπου εφαρμογές, όπως τοιχογραφίες κ.τ.ό.

Τα πολακρυλονιτρίλια είναι κυρίως κατάλληλα για την παρασκευή συγκολλητι-

κών ουσιών ανθεκτικών στα έλαια. Κατά κανόνα χρησιμοποιούνται τα νιτριλικά κόμμεα,

συμπολυμερή με διένια διαλυτά σε ισχυρώς πολικούς διαλύτες. Διαλυτές μόνον σε δι-

μεθυλοφορμαμίδιο, οι κυανακρυλικές ρητίνες λειτουργούν κυρίως ως συγκολλητικά κε-

ραμικών και υάλου, είναι δε δραστικές ακόμη και χωρίς καταλύτη, αρκεί οι επιφάνειες

να συμπιεσθούν επαρκώς. Σε ειδικές εφαρμογές χρησιμοποιείται απ' ευθείας το υγρό

μονομερές: προσθήκη παρεμποδιστών/πλαστικοποιητών και πίεση εξασφαλίζουν γρή-

γορο πολυμερισμό και ανθεκτικότητα σε λεπτές ήδη στρώσεις.

Φθοριωμένα πολυμερή.

Τα φθοριωμένα μακρομόρια, όπως επί παραδείγματι το παράγωγα του τετρα-

φθοροαιθυλενίου - Teflon, Fluon, Algoflon -, διακρίνονται για την αντοχή στην επιδραση

διαλύτων και υψηλών θερμοκρασιών, καθώς και έναντι της γηράνσεως. Δεν έχουν, πά-

Page 57: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

ντως, ακόμη χρησιμοποιηθεί ευρέως στην συντήρηση, εν μέρει λόγω του μη αντιστρε-

πτού τους, αλλά κυρίως ως εκ του ανεπαρκούς εισέτι πειραματισμού. ΄Ηδη, ωστόσο,

διατίθενται στο εμπόριο υγροί τετραφθοροαιθέρες - Fοmblin -, οι οποίοι προσφέρουν

προστασία από την υγρασία σε μαρμάρινα και λίθινα καλλιτεχνήματα ευρισκόμενα σε

ανοικτούς χώρους. Τα συμπολυμερή, περαιτέρω, με πολυβουταδιένια είναι σχεδόν ά-

χροα κόμμεα, διαλυτά σε τετραχλωροφθοραιθάνιο και ακετόνη, έχουν δε προταθεί ως

στερεωτικά σε περιπτώσεις προχωρημένης επιφανειακής αποσυνθέσεως μαρμάρων ή

λίθων. Δεδομένων του αντιστρεπτού, της ανθεκτικότητος, της απουσίας χρώματος και

της διατηρήσεως των χαρακτήρων αυτών κατά την γήρανση, τα εν λόγω προϊόντα είναι

κατάλληλα και για διαφύλαξη ξύλου, ορειχάλκου κ.λπ. εκτεθειμένων σε καιρικές επι-

δράσεις.

Πολυστυρένιο. Το πολυστυρένιο είναι ρητίνη θερμοπλαστική, άχροη, διαφανής, στιλπνή,

σκληρή, άκαμπτη και συνεπώς εύθραυστη. Διαλύεται σε αρωματικούς και χλωριωμέ-

νους υδρογονάνθρακες, τερεβινθίνη και εστέρες, διογκώνεται δε στην ακετόνη και κυ-

κλοεξανόλη. Υπάρχουν πολυάριθμα συμπολυμερή στυρενίου και μονομερών τύπου

βουταδιενίου ή ακρυλονιτριλίου, οι μέτριες, ωστόσο, συγκολλητικές ιδιότητες δεν ευ-

νόησαν την χρήση τους στην συντήρηση.

Πολυβουταδιένιο και συναφή.

Η τάξη αυτή προκύπτει από πολυμερισμό του βουταδιενίου, του ισοπρενίου ή

του χλωροπρενίου και συνιστά τα ελαστομερή, ενίοτε καταχρηστικώς καλούμενα κόμ-

μεα, και τούτο διότι ορισμένα, όπως το καουτσούκ, συνιστούν κατ΄ αρχάς φυτικά εξι-

δρώματα. Λόγω της ελαστικότητός τους χρησιμοποιούνται στην παρασκευή συγκολλη-

τικών ουσιών επαφής, καταλλήλων για φυλλώδη υποστρώματα ή ειδικές εφαρμογές,

όπως η κατασκευή τύπων (καλουπιών).

Πολυουρεθάνες.

Οι πολυουρεθάνες ειναι γραμμικής ή διακλαδισμένης δομής και αντιστοίχως

θερμοπλαστικού ή θερμοσκληρυνομένου τύπου, διογκώνονται δε προς στερεούς α-

φρούς - άκαμπτους, ημίσκληρους ή ελαστικούς - διακρινομένους για το χαμηλό ειδικό

βάρος και την μικρή θερμική και ακουστική αγωγιμότητα. Εάν η αντίδραση προσθήκης

πραγματοποιηθεί επί τόπου, τα σχηματιζόμενα μακρομόρια επιφέρουν σύνδεση των

εφαπτομένων επιφανειών, συνεπώς μπορούν να λειτουργήσουν ως κόλλες/στόκοι με

καλά χαρακτηριστικά. Η μειωμένη, ωστόσο, αντιστρεπτότητα και η τοξικότητα των

πρώτων υλών περιορίζουν την χρησιμότητά τους.

Πολυμερή συμπυκνώσεως.

Page 58: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Η διαδικασία της συμπυκνώσεως αφορά αντιδράσεις πολυδραστικών μονομε-

ρών και παρουσιάζει το πλεονέκτημα ευχερούς ελέγχου των διαστάσεων του μακρομο-

ρίου. Ούτω είναι δυνατόν να διακοπεί η συμπύκνωση σε ενδιάμεση φάση και να συνε-

χισθεί μετά την εφαρμογή, εφ΄ όσον βεβαίως είναι εφικτή η απομάκρυνση των παρα-

προϊόντων.

Φαινολικές και πολυεστερικές ρητίνες.

Θερμοπλαστικά ή θερμοσκληρυνόμενα προϊόντα συμπυκνώσεως φαινολών και

αλδεϋδών, οι φαινολικές ρητίνες αντικατέστησαν εν μέρει τα φυσικά κοπάλια. ΄Εχουν,

όμως, έντονη τάση να σκουραίνουν και να χάνουν την αντιστρεπτότητα κατά την γή-

ρανση. Ανάλογα μειονεκτήματα εμφανίζουν και οι ρητίνες ουρίας/φορμαλδεΰδης.

Οι πολυεστερικές ρητίνες συνιστούν πολυμερή πολυδραστικών αλκοολών με

φθαλικά οξέα. Κατά την τροποποίηση, μάλιστα, κεκορεσμένων ρητινών με ξηραινόμενα

ή ημιξηραινόμενα έλαια και ρητίνες τύπου κολοφωνίου προκύπτουν ενδιαφέροντα

προϊόντα, ευδιάλυτα σε ασθενώς πολικούς διαλύτες. Εάν οι υποκαταστάτες εισαγάγουν

ακόρεστες υδρογονανθρακικές αλύσους, τα μακρομόρια αποκτούν την δυνατότητα αυ-

τοξειδώσεως και αναπτύξεως ξηραντικών ιδιοτήτων: τα λαμβανόμενα υλικά δημιουρ-

γούν ανθεκτικά υμένια και χρησιμοποιούνται κυρίως για την παρασκευή βερνικίων με

υψηλή αντίσταση στο φώς. Εν γένει, ωστόσο, οι θερμοσκληρυνόμενοι πολυεστέρες έ-

χουν εξαίρετες μηχανικές ιδιότητες, συνιστώνται δε για την επαναστερέωση ζωγραφι-

κών έργων αποχωρισμένων από το αρχικό υποστήριγμα: η πλήρωση των διακένων γί-

νεται με δίκτυο ινών υάλου. Ούτω σήμερα αποτοιχισμένα ψηφιδωτά ή τοιχογραφίες,

αλλά και μεγάλων διαστάσεων ζωγραφικά έργα επί ξύλου συνάπτονται με κατάλληλες

κόλλες επί των εν λόγω πλεγμάτων, τα οποία μάλιστα διατίθενται και σε ευλύγιστη

μορφή διευκολύνουσα την πρόχειρη αποθήκευση.

Εποξειδικές ρητίνες.

Μια μεγάλη ομάδα πολυμερών χρησίμων στην συντήρηση λαμβάνεται κατά την

συμπύκνωση της επιχλωρυδρίνης με διφαινόλη και συναφείς ενώσεις. Οι εποξειδικοί

δεσμοί επιφέρουν περαιτέρω διακλάδωση και σκλήρυνση, ενώ η παρουσία πολλών

πολικών ομάδων επιτρέπει στο μακρομόριο να επιτυγχάνει εξαίρετες συγκολλήσεις

προσφυόμενο εύκολα σε μέταλλα, ύαλο, κεραμικά, τσιμέντα και θερμοσκληρυνόμενα

πλαστικά. Ωστόσο οι εποξειδικές ρητίνες - Araldite, Epicote, Epon, Epoxy - χρησιμο-

ποιούνται στην αποκατάσταση ως κόλλες και στερεωτικά σε ειδικές μόνον εφαρμογές,

διότι συνήθως είναι μη αντιστρεπτές και έγχρωμες. Σήμερα η πρώτιστη χρήση αφορά

τις επεμβάσεις δομικής στερεώσεως, ήτοι την πλήρωση ρωγματώσεων εν συνδυασμώ

με αδρανή υλικά, την σταθεροποίηση επισφαλών στοιχείων, την μηχανική συνδεσμο-

λογία κ.τ.ό., ή την επαναστήριξη ζωγραφικών έργων επί ξύλου. Δεν συνιστώνται, άλ-

λωστε, ως βερνίκια συντηρήσεως λόγω της χρώσεως και του μη αντιστρεπτού, είναι,

Page 59: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

όμως, καταλληλότατες για την παραγωγή εκμαγείων, τα οποία απομιμούνται το χρώμα

και την εμφάνιση του πρωτοτύπου.

Σιλικόνες. Οι σιλικονούχες ρητίνες - πρωτίστως οι σιλοξάνες και λιγώτερο οι σιλαζάνες και

σιλοθειάνες - αποτελούν μια ευρεία τάξη πολυμερών υδροφόβων και ανθεκτικών στην

θερμότητα και τα περισσότερα αντιδραστήρια. Στο εμπόριο απαντώνται υπό μορφήν

μη οξειδουμένων ελαίων, ρητινών ή ελαστομερών. Μολονότι δεν είναι αντιστρεπτές και

δημιουργούν ενίοτε αντιαισθητικό χρωματικό κορεσμό σε πορώδη υλικά, οι σιλικόνες

είναι κατάλληλες για την στερέωση λίθων ή κονιαμάτων, ενώ τα ελαστομερή παράγωγα

ενδείκνυνται για την κατασκευή εκμαγείων. Σιλικόνες χρησιμοποιούνται, περαιτέρω, ως

συγκολλητικά υάλου και γενικώς ορυκτών ουσιών: η πρόσφυση και συμβατότητά τους

είναι εξαίρετες, απουσιάζει όμως η αντιστρεπτότητα.

Κετονικές και πολυαμιδικές ρητίνες.

Λαμβάνονται κυρίως από την συμπύκνωση μεθυλοκυκλοεξανόνης και κυκλοε-

ξανόνης. Η διαλυτότητα σε αλειφατικούς και αρωματικούς υδρογονάνθρακες, κετόνες

και κυκλικούς εστέρες, η διαφάνεια και η απουσία χρώματος επέτρεψαν την χρήση ορι-

σμένων - όπως η AW2 - σε ζωγραφικά βερνίκια. Στην αυτή, άλλωστε, κατηγορία ανή-

κουν και τα προϊόντα συμπυκνώσεως κετονών και φορμαλδεΰδης, μακρομόρια διαλυτά

μόνον σε αλκόολες και συνεπώς μη συναντώμενα στην αποκατάσταση.

Ως δυσδιάλυτες ενώσεις τα πολυαμίδια έχουν μάλλον περιορισμένη εφαρμογή

στην συντήρηση. Κάποιοι, ωστόσο, τύποι διαλυτοί σε αλκοόλες ή μίγματα αλκοολών/

υδρογονάνθράκων έχουν εφαρμοσθεί ως στερεωτικά εμποτισμού, μέχρις ότου να απο-

δειχθεί ότι η αντιστρεπτότητα και το χρώμα τους υπόκεινται σε ραγδαίες μεταβολές.

Πολυαιθυλενογλυκόλες.

Οι πολυαιθυλενογλυκόλες χαμηλού μοριακού βάρους είναι παχύρρευστα υγρά,

ενώ οι λοιπές ομοιάζουν προς τους κηρούς, είναι όμως ευδιάλυτες στο ύδωρ και τις αλ-

κοόλες. Η κυρία τους εφαρμογή αφορά την στερέωση παλαιού ξύλου μέσω σταδιακής

προκαταρκτικής υποκαταστάσεως του ύδατος με αιθυλενογλυκόλη και συνακόλουθο

εμποτισμό εν θερμώ με διάλυμα πολυαιθυλενογλυκόλης - Carbowax 400 - σε αιθυλε-

νογλυκόλη. Περαιτέρω, πολυαιθυλενογλυκόλες έχουν χρησιμοποιηθεί για να προσδώ-

σουν ελαστικότητα στο δέρμα - Carbowax 1500 - και ως συνδετικά χρωστικών - Car-

bowax 6000.

Κυτταρίνη και παράγωγα. Ως βασικό δομικό πολυμερές του φυτικού κόσμου, η κυτταρίνη κατέχει ιδιαίτερη

θέση στον χώρο της συντηρήσεως, έχουν δε μελετηθεί ευρύτατα οι πιθανότητες τρο-

ποποιήσεων ικανών να αυξήσουν την διαλυτότητα στο ύδωρ και τους συνήθεις οργανι-

Page 60: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

κούς διαλύτες, και ούτω να διευρύνουν τις εφαρμογές της. Πρώτο βήμα προς την διά-

λυση αποτελεί η διόγκωση - μερική λύση των δεσμών υδρογόνου και σύνδεση με τον

διαλύτη, επιτυγχανομένη με χρήση ανοργάνων οξέων και βάσεων, αλάτων αλκαλίων

και αλκαλικών γαιών ή του αντιδραστηρίου Schweitzer Cu(NH3)4(OH)2. Μία εναλλακτική

μέθοδος προκαλεί ουσιαστικώτερες μεταβολές: πρόκειται περί του σχηματισμού εστέ-

ρων, όπως ο νιτρικός και οξικός - ή αιθέρων, των αλκυλο-, αλκοξυ- και καρβοξυμεθυ-

λοκυτταρινών. Περαιτέρω η διαλυτότητα αυξάνει μέσω διεργασιών φυσικής ή εξανα-

γκασμένης αποικοδομήσεως. Πλην της αυτονόητης παρουσίας της ως υφάσματος ή

χάρτου, η κυτταρίνη συναντάται στην ζωγραφική και αποκατάσταση υπό μορφήν ξυ-

λοπολτού ή ακόμη σε διαλύματα καθαρισμού και στερεώσεως τοιχογραφιών: τα υγρά

συστατικά διασπείρονται στο κυτταρινικό φύραμα και ούτω διατηρούνται επί μακρόν σε

άμεση επαφή με την επιφάνεια.

Γνωστότατο συνθετικό παράγωγο, η βισκόζη διαλύεται και αναγεννάται με προ-

κατεργασία σε λουτρό καυστικού νατρίου, μετατροπή σε ξανθάνη και διέλευση από

διάλυμα οξέος. Οι εστέρες, άλλωστε, της κυτταρίνης διαφοροποιούνται κατά την διαλυ-

τότητα αναλόγως προς το ποσοστό δεσμευμένων καρβοξυλίων. Η χρήση, πάντως, των

οξικών παραγώγων στην συντήρηση είναι περιορισμένη λόγω της μικρής σκληρότητος

και της ανεπαρκούς διατηρήσεως των ιδιοτήτων, ενώ οι νιτρικοί εστέρες τύπου κελλου-

λοϊτου έχουν εξαίρετη ικανότητα δημιουργίας υμενίων και βρίσκουν ευρεία εφαρμογή

σε βερνίκια. Συνάμα, όμως, η αναφλεξιμότητα και σταδιακή απώλεια της διαφανείας

περιορίζουν την σημασία τους. Οι κυτταρινικοί αιθέρες παρουσιάζουν ποικίλη διαλυτό-

τητα, αναλόγως του βαθμού και είδους της υποκαταστάσεως. Ούτω οι υδροξυπροπυ-

λοκυτταρίνες - Klucel - διαλύονται στους συνήθεις οργανικούς διαλύτες και εφαρμόζο-

νται στην συγκόλληση του χάρτου και την προκαταρκτική στερέωση τοιχογραφιών, ενώ

οι υδατοδιαλυτές καρβοξυμεθυλοκυτταρίνες αποτελούν βάσεις διασποράς δραστικών

υδατικών διαλυμάτων καταλλήλων για τον καθαρισμό τοιχογραφιών, παρά τις δυσχέ-

ρειες που δημιουργεί η τελική απομάκρυνση της πηκτής.

Κηροί Γενικά. Κηροί καλούνται φυσικά προϊόντα αποτελούμενα από εστέρες κεκορεσμένων

λιπαρών οξέων, κεκορεσμένες μονοδραστικές αλκοόλες, υδρογονάνθρακες μακράς

αλύσου, καθώς και μικρά ποσοστά των ιδίων οξέων σε ελεύθερη μορφή. Ως εκ της συ-

στάσεώς τους, οι κηροί επιδεικνύουν αξιοσημείωτη αδράνεια έναντι οιασδήποτε μετα-

βολής και συνεπώς δεν σχηματίζουν υμένια, ούτε λειτουργούν ως συνδετικά. Εξαίρεση

συνιστά η τέχνη της εγκαυστικής, γνωστή στην αρχαία Αίγυπτο και εισέτι εν χρήσει

Page 61: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

στην Πομπηία. Η ανάλυση, εν τούτοις, έδειξε ότι εν προκειμένω πρόκειται περί υδατι-

κών γαλακτωμάτων, επεξεργασμένων με άσβεστο: η τελευταία διαδικασία συνεπάγεται

τον σχηματισμό σαπώνων με γαλακτωματοποιητική δράση. Οι παραγόμενοι καρχηδο-

νιακοί κηροί επέτρεπαν την ζύμωση των χρωμάτων.

Ως ενώσεις σημείου τήξεως κάτω των 100°C, οι φυσικοί κηροί συμμετείχαν ανέ-

καθεν στην σύνθεση συγκολλητικών και στερεωτικών υλικών, όπως οι θερμοπηκτικές

κόλλες χαμηλής θερμοκρασίας. Μαρτυρούνται διαδικασίες στερεώσεως του χρώματος

και υποστρώσεως ζωγραφικών έργων με κόλλες κηρού μελισσών και ρητινών. Πράγ-

ματι, η ανάμιξη με φυσικές ή συνθετικές ρητίνες συντελεί στην λήψη ευτήκτων προϊό-

ντων ικανών να εισχωρήσουν εύκολα στους πόρους και τις μικρορωγμές και να αποκα-

ταστήσουν επαρκή συνοχή και πρόσφυση στο σύστημα. Ως έχουν, άλλωστε, ή με την

προσθήκη χρωστικών, οι κηροί έχουν χρησιμοποιηθεί και στην κατασκευή προπλα-

σμάτων. Τέλος, η υδραπωθητικότητα επέτρεψε την συχνή τους εφαρμογή στην προ-

στασία εκτεθειμένων λιθίνων ή μεταλλικών επιφανειών και την περιστασιακή τους χρή-

ση στην παρασκευή βερνικίων, ενώ σε πρόσφατα χρόνια ο λευκασμένος κηρός μελισ-

σών απέδωσε υδατικά γαλακτώματα ιδανικά ως φορείς διαλυτών καθαρισμού. Η διαλυ-

τότητα των κηρών σε απλούς και χλωριωμένους υδρογονάνθρακες διατηρείται σχεδόν

αμετάβλητη, διασφαλίζοντας την χρήση τους στην συντήρηση, εν τούτοις είναι πάντοτε

αναγκαίο να συνυπολογίζονται τυχόν δυσχέρειες, οφειλόμενες στην ελαφρώς αδιαφα-

νή, καλυπτική και ελάχιστα ανακλαστική υφή τους. Οι κηροί υπήρξαν κυρίως συστατικά

ρητινούχων βερνικίων, πάντοτε όμως με επιφυλάξεις, εφ΄ όσον συν τω χρόνω το υμέ-

νιο καθίσταται ασταθέστερο και ελαφρώς κολλώδες. Σήμερα αναμιγνύονται συνήθως

με υλικά διαθέτοντα σκληρότερο ή συνεκτικότερο υμένιο.

Κατάταξη των κηρών. Οι κηροί ταξινομούνται σε φυσικούς και τεχνητούς. Οι πρώτοι διαιρούνται σε

ζωικούς - μελισσών, κινεζικός, γομμαλάκκας, λανολίνη -, φυτικούς - καρναουβικός, ια-

πωνικός - και ορυκτούς - παραφίνη, Μοντάνα, κηροσίνη -, οι δε δεύτεροι κατατάσσο-

νται αναλόγως της χημικής συστάσεως σε μικροκρυσταλλικούς και λοιπούς, ως είναι τα

πολυαιθυλένια, τα υδρογονωμένα έλαια, οι κετονικοί και πυριτιούχοι κηροί.

Κηρός μελισσών. Ο κηρός των μελισσών χρησιμοποιείτα στον καλλιτεχνικό τομέα σε όλες τις ιστορι-

κές περιόδους. Παραγόμενος από το έντομο Apis mellifica, έχει σ.τ. 60-70°C και απο-

τελείται κατά μέσον όρο από εστέρες λιπαρών οξέων 75%, λιπαρά οξέα 11%, υδρογο-

νάνθρακες 13%, αλκοόλες, γύρη, ρητίνες, χρωστικές και αρωματικές ενώσεις 1%. Ο

ακατέργαστος παρθένος κηρός έχει χρώμα χρυσίζον έως ανοικτό κίτρινο και χαρακτη-

ριστική οσμή μέλιτος, είναι δε μάλλον εύθραυστος και διαθέτει συγκολλητικές ιδιότητες.

Page 62: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Στο εμπόριο υπάρχει και ο λευκασμένος κηρός, ο οποίος είτε έχει υποστεί χημική επε-

ξεργασία είτε έχει αποχρωματισθεί στον ήλιο και αέρα προς προϊόν διαυγές και κατάλ-

ληλο για την συντήρηση.

Ο κηρός των μελισσών είναι εύπλαστος σε χαμηλές ήδη θερμοκρασίες και δια-

λυτός - ιδίως εν θερμώ - σε απλούς και χλωριωμένους υδρογονάνθρακες, αιθέρες κ.τ.ό.

Υδρολύεται εύκολα με αλκάλια, ο δε βαθμός σαπωνοποιήσεως εξαρτάται από την πε-

ριεκτικότητα σε εστέρες, την ισχύ του αλκαλίου, τον χρόνο και την θερμοκρασία: αρ-

κούν ελάχιστες ποσότητες σάπωνος για να ληφθούν γαλακτώματα σταθερά και χρήσι-

μα για την υποστήριξη και διασπορά των διαλυτών σε εργασίες καθαρισμού.

Κινεζικός κηρός.

Είναι προϊόν εκκρίσεως εντόμου που εκτρέφεται στην Κίνα. ΄Εχει σ.τ. 80-83°C

και αποτελείται κυρίως απο εστέρες. Είναι σκληρότερος και διαφανέστερος του κηρού

των μελισσών και διαλύεται εν θερμώ σε αρωματικούς και χλωριωμένους υδρογονάν-

θρακες.

Κηρός γομμαλάκκας. Το κηρώδες συστατικό της γομμαλάκκας διαχωρίζεται από το ρητινώδες ως α-

διάλυτο υπόλειμμα σε αιθανόλη εν ψυχρώ, έχει δε σ.τ. 78-87°C και αποτελείται σε πο-

σοστό πάνω από 50% από ελεύθερη μυριλική αλκοόλη. Είναι υλικό σκληρό και εύ-

θραυστο, χρώματος ερυθροκαστάνου, διαλυτό κυρίως σε τερεβινθίνη. Προσομοιάζει

προς τον καρναουβικό κηρό.

Λανολίνη. Είναι το φυσικό λιπαντικό του ακατεργάστου ερίου των προβάτων. Αποτελείται

κυρίως από εστέρες αλκοόλων όπως η χοληστερόλη, η ισοχοληστερόλη και η λανο-

στερόλη. Επεξεργασμένη είναι διαλυτή σε χλωροφόρμιο, αιθέρα κ.λπ., έχει όψη ελα-

φρώς καστανοκίτρινη, λιπαρή και κρεμώδη, σχηματίζει δε εύκολα σταθερά υδατικά γα-

λακτώματα που δέχονται αυξημένες ποσότητες ύδατος, έχουν εξαίρετες μαλακτικές ι-

διότητες και χρησιμοποιούνται στην κατεργασία - ή αποκατάσταση - του δέρματος.

Καρναουβικός κηρός. Είναι προϊόν εξιδρώσεως των φύλλων του νοτιοαμερικανικού φοίνικα Coperni-

cia cerifera. Περιέχει εστέρες περίπου 85%, ελεύθερα λιπαρά οξέα 3%, λιπαρές αλκοό-

λες και υδρογονάνθρακες 3%, ρητίνες 5%. Εξ αιτίας των τελευταίων κατατάσσεται

στους σκληρότερους φυσικούς κηρούς, έχει δε σ.τ. 80-86°C, διαλύεται ελάχιστα σε υ-

δρογονάνθρακες, είναι εύθραυστος και εμφανίζει ποικίλες αποχρώσεις - πρασινωπός,

φαιός ή υποκίτρινος. Χρησιμοποιείται για να προσδώσει σκληρότητα και φωτεινότητα

και για να ανυψώσει το σημείο τήξεως άλλων κηρών.

Iαπωνικός κηρός.

Page 63: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Παρασκευάζεται από τους καρπούς απωανατολικών ειδών του γένους Rhus. Καθώς

αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια και ελεύθερα λιπαρά οξέα, είναι κατ΄ ουσίαν λί-

πος. ΄Εχει όψη κηρώδη και σ.τ. 50-55°C, είναι εύθραυστος, έγχρωμος και δεν κιτρινίζει

κατά την άφεση στην ατμόσφαιρα. Σαπωνοποιείται πλήρως και είναι ευδιάλυτος. Χρη-

σιμοποιείται ως συνδετικό στην κρητιδογραφία, ως μαλακτικό δέρματος και ως πρό-

σθετο άλλων κηρών για να αυξήσει την συγκολλητική ικανότητα.

Παραφίνη. Αποτελείται εξ ολοκλήρου από μίγμα υδρογονανθράκων υψηλού μοριακού βά-

ρους, δεν είναι δε γνήσιος κηρός, άλλ΄ έχει ορυκτή την προέλευση, εφ΄ όσον εξάγεται

από τον σχιστόλιθο, τον λιγνίτη και το πετρέλαιο. Διατίθεται στο εμπόριο σε διάφορες

ποιότητες αυξανομένου σημείου τήξεως (40-75°C) και αντιστοίχως ελαττουμένης διαλυ-

τότητος, πάντοτε σε μη πολικούς διαλύτες. Είναι λευκή και διαφανής, με φυλλώδη κρυ-

σταλλική δομή. Η υψηλή χημική αδράνεια, άποτέλεσμα της παρουσίας αποκλειστικώς

κεκορεσμένων υδρογονανθράκων, θα παρουσίαζε ενδιαφέρον για ορισμένες εφαρμο-

γές στην συντήρηση, συνήθως ωστόσο προτιμώνται κηρώδεις ουσίες λεπτότερης κοκ-

κομετρίας και βελτιωμένων ιδιοτήτων, οι μικροκρυσταλλικοί κηροί.

Κηρός Mοντάνα. Αποτελείται κατά μέσον όρο από εστέρες 50%, ελεύθερα οξέα 17%, ρητίνες

20%, αλκοόλες, κετόνες και πισσώδεις ενώσεις. Εξάγεται από λιγνίτες, λευκασμένος δε

και απορρητινωμένος έχει χρώμα ανοικτό κίτρινο και ινώδη κρυσταλλική δομή. Η μεγά-

λη σκληρότητα και το υψηλό σημείο τήξεως - 82-86°C - τον καθιστούν χρήσιμο υποκα-

τάστατο του καρναουβικού κηρού.

Κηροσίνη. Αποτελεί προϊόν κατεργασίας του οζοκηρίτου και έχει σ.τ. 52-57°C. Αποτελείται

απο υδρογονάνθρακες, όπως και η παραφίνη, αλλά προτιμάται ως σκληρότερη, συνε-

κτικώτερη και λεπτότερης κρυσταλλικής δομής. Μορφολογικά προσομοιάζει με τον κη-

ρό των μελισσών, του οποίου συχνά αποτελεί πρόσθετο.

Μικροκρυσταλλικοί κηροί.

Είναι υδρογονανθρακικά κλάσματα του πετρελαίου, σ.τ. 70-90°C και δομής μι-

κροκρυσταλλικών κόκκων. Διακρίνονται από την παραφίνη λόγω της συνεκτικότητος εν

ψυχρώ, η οποία επιτρέπει μεγάλο εύρος πλαστικότητος, και της έντονης ικανότητος

προσφύσεως ομοίως εν ψυχρώ. Ως εκ των ιδιοτήτων αυτών και της αξιοπρόσεκτης χη-

μικής αδρανείας και υδραπωθητικότητος σε πολλές εφαρμογές της συντηρήσεως προ-

τιμώνται από τον κηρό των μελισσών. Η αντιστρεπτότητα διατηρείται άριστα στον χρό-

νο, όπως και η απουσία χρώματος - στις λευκές φυσικά ποικιλίες. Ως κύριο μειονέκτη-

μα καταγράφεται η κολλώδης υφή, παρεπόμενο του χαμηλού σημείου τήξεως. Μεταξύ

των σειρών του εμπορίου σημειωτέες οι Cosmoloid και Multiwax.

Page 64: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Λοιποί τεχνητοί κηροί.

Υπάρχουν πολυάριθμα είδη κηρωδών ουσιών συνθετικής προελεύσεως, όπως

πολυμερή αιθυλενίου με χαμηλό μοριακό βάρος, προϊόντα λαμβανόμενα με υδρογό-

νωση ορυκτελαίων και φυτικών ελαίων, πυριτιούχοι και κετονικοί κηροί. Αν και δεν έχει

γίνει συστηματική διερεύνηση, ωστόσο ορισμένα είδη διαθέτουν χαρακτήρες δυνάμει

χρήσιμους στην συντήρηση.

Βερνίκια και προστατευτικά Γενικά.

Τόσο στην ζωγραφική, όσο και στην συντήρηση ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρου-

σιάζουν τα βερνίκια. Η συνήθεια, άλλωστε, να επιστρώνονται τα έργα με λεπτά διαφανή

προστατευτικά υμένια πρέπει να ανάγεται σε εποχές αρκετά παρωχημένες, αν και φαί-

νεται ότι παλαιότερα ο όρος εκάλυπτε πλήθος συναφών εννοιών. Τα έλαια, οι κηροί, οι

ρητίνες είναι πανάρχαια φυσικά προϊόντα και πιθανώς αρκετά ενωρίς οι καλλιτέχνες

εκμεταλλεύονται την αδιαπερατότητά τους στο φως και το ύδωρ για να διαφυλάξουν και

να βελτιώσουν την όψη των αντικειμένων: συν τω χρόνω, μάλιστα, παρασκευάζονται

μίγματα που επιτρέπουν μετασχηματισμούς ανταποκρινομένους σε συγκεκριμένα αιτή-

ματα. Και οι δύο εν λόγω κατηγορίες - βερνίκια και προστατευτικά - συνιστούν υμένια

διαπερατά και άχροα κατά το πλείστον, τα οποία επικαλύπτουν σε υγρή μορφή την ε-

πιφάνεια ενός έργου και διασφαλίζουν συγκεκριμένες οπτικές απαιτήσεις, οι οποίες

όμως εν τέλει δεν συμπίπτουν. ΄Οντως, ενώ τα βερνίκια οφείλουν να διακρίνονται και

να βελτιώνουν τα οπτικά χαρακτηριστικά, τα προστατευτικά έχουν κατ΄ ουσίαν τον

προορισμό να παρεμβάλλονται μεταξύ του έργου και του περιβάλλοντος, θα πρέπει

συνεπώς κατά το δυνατόν να μην γίνονται αντιληπτά.

Τα βερνίκια παρεμβαίνουν στην εμφάνιση του αντικειμένου, συνάμα δε λειαί-

νουν την επιφανειακή μικροανομοιογένεια. Ως διαφανή μέσα, τα σχετικά υμένια εξ ορι-

σμού και δια του συνόλου των χαρακτηριστικών τους αυξάνουν την διάχυση των χρω-

μάτων, τούτο δε δικαιολογεί την κυρία χρήση τους στα ζωγραφικά έργα και τις πολυ-

χρωμίες γενικώτερα. Αντιθέτως, το προστατευτικό μέσο δεν τροποποιεί οπτικώς το α-

ντικείμενο, δεν διαχέει τα χρώματα, δεν ανακλά το φως και προορίζεται κυρίως για έργα

μη χρωματισμένα, στα οποία τα κατασκευαστικά υλικά διατηρούν την ταυτότητά τους.

Πριν καταστεί δυνατή η λήψη καθαρών οργανικών διαλυτών δι΄ αποστάξεως

τους ζωγραφικούς πίνακες επικάλυπταν κυρίως βερνίκια προερχόμενα από την εν

θερμώ διάλυση φυσικών ρητινών σε ξηραινόμενα έλαια. Εν προκειμένω είχαν αναπτυ-

χθεί δύο παρασκευαστικές μεθοδολογίες. Η πρώτη - το ελαιώδες βερνίκι - αναφέρεται

σε ρητίνες διαλελυμένες σε θερμανθέν λινέλαιο. Η διαδικασία της ξηράνσεως λαμβάνει

Page 65: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

χώραν μέσω οξειδώσεως και πολυμερισμού του ελαίου, οδηγεί δε σε υμένιο μόνιμο και

μη αντιστρεπτό. Ο δεύτερος τύπος - το βερνίκι διαλύτου - βασίζεται στην δημιουργία

κολλοειδούς διαλύματος ρητινών σε οργανικούς πτητικούς διαλύτες: με την εξάτμισή

τους σχηματίζεται λεπτό και ελαστικό υμένιο, που απομακρύνεται εύκολα κατά την ε-

παναδιάλυση. Οι κατάλληλοι διαλύτες - με σημαντικώτερη την αιθανόλη - επιλέγονται

κάθε φορά εν σχέσει προς την ρητίνη και το υποστήριγμα εφαρμογής. Η συντήρηση

προτιμά σαφώς τα βερνίκια διαλύτου, καθώς η αντιστρεπτότητα αποτελεί αυστηρή μεν

αλλ΄ εφικτή απαίτηση για υλικά που παραμένουν στα επιφανειακά στρώματα και συνε-

πώς ούτως ή άλλως οφείλουν να αντικαθίστανται περιοδικώς.

Ενώ η επικάλυψη με βερνίκι προορίζεται κυρίως για ζωγραφικούς πίνακες, η

προστασία με κατάλληλο υμένιο θεωρείται διεργασία αφορώσα όλα τα έργα τέχνης που

δέχονται άμεσες περιβαλλοντικές επιδράσεις. Η εν λόγω σπουδή εκφεύγει των ορίων

του παρόντος, η εξειδικευμένη, πάντως, βιβλιογραφία χειρίζεται λεπτομερώς τις πολ-

λαπλές πτυχές του ζητήματος. Εν προκειμένω έχει, τέλος, ενδιαφέρον η παρατήρηση

ότι τα ανάλογα εγχειρήματα είναι ανέκαθεν γνωστά, συνήθως μάλιστα τα παλαιά προ-

στατευτικά δεν προκαλούν επιπλέον φθορές, ίσως διότι αργές αυθόρμητες διαδικασίες

τα μετατρέπουν σε ανόργανες ενώσεις.

Σχηματισμός του υμενίου στα βερνίκια διαλύτου.

Τα χρησιμοποιούμενα σήμερα βερνίκια διαλύτου συνιστούν κολλοειδή αλειφώ-

δη διαλύματα. Η σταδιακή ξήρανση οδηγεί σε σχηματισμό υμενίου ενιαίου και συνεκτι-

κού, του οποίου το πάχος ποικίλει αναλόγως προς την αραίωση, τα συστατικά και τον

αριθμό επιστρώσεων. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, εξαρτώμενο κυρίως από

τον τύπο του διαλύτου, το βερνίκι εμφανίζεται ξηρό στην όψη και την υφή. Παρά ταύτα,

σημαντικές ποσότητες διαλύτου κατακρατούνται εισέτι, μόνη δε η βραδεία εξάτμιση των

υπολειμμάτων επιτρέπει την πλήρη σταθεροποίηση των φυσικοχημικών χαρακτήρων

του ρητινώδους υμενίου. Σε επόμενα στάδια χημικές - κυρίως οξειδωτικές και φωτοχη-

μικές - και φυσικές/μηχανικές διαδικασίες θα προκαλέσουν μη αντιστρεπτή πορεία

φθοράς και σταδιακής απωλείας των ιδιοτήτων, η οποία θα εκμηδενίσει τελικώς τις

προστατευτικές και οπτικές ιδιότητες που απαιτούνται από το βερνίκι. Σήμερα η έρευνα

προσανατολίζεται πρωτίστως στην απομόνωση των συστατικών εκείνων της ρητίνης

που εγγυώνται μεγαλύτερη σταθερότητα στον χρόνο.

Όσον αφορά τον τρόπο εφαρμογής του βερνικίου, η παράδοση εξακολουθεί να

υπαγορεύει την μεθοδολογία, γεγονός αιτιολογούμενο από τις αισθητικές αναγωγές της

διεργασίας. Πράγματι, το βερνίκι συνεισφέρει περισσότερο και αμεσώτερα από το στε-

ρεωτικό, το συγκολλητικό ή τον στόκο στην τελική μορφή του έργου, όπως αυτή ανα-

κτάται μέσω της παρεμβάσεως. Πρόκειται, λοιπόν, περί ενός χώρου, στον οποίο υπει-

Page 66: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

σέρχονται σε μεγάλο βαθμό η διαίσθηση και ο επαγγελματισμός του συντηρητού: πά-

ντοτε υπάρχει εκείνος που υποστηρίζει την απόλυτη ανάγκη χρήσεως πινέλλου, εκεί-

νος που διαβεβαιώνει ότι είναι προτιμώτερο να εφαρμοσθεί το υμένιο με ψεκασμό, ε-

κείνος που υποστηρίζει τον συνδυασμό των δύο τεχνικών. Αναμφισβήτητο είναι, ωστό-

σο το ότι τα λεπτά υμένια - πάχους ίσως μόλις μερικών μικρών - υπερέχουν αμέσως

και μακροπροθέσμως, καθώς η πλειονότητα των μειονεκτημάτων προέρχεται από την

ανομοιογένεια στρωμάτων μη ελεγχομένου πάχους. Είναι, λοιπόν, σκοπιμώτερη η δια-

δοχική εφαρμογή σειράς λεπτών υμενίων αντί μιας και μόνης παχείας επαλείψεως. Πέ-

ραν τούτου, όλα επαφίενται στην εμπειρία και γνώση του ειδικού.

Ιδιότητες των βερνικίων.

Τα βερνίκια οφείλουν να παρουσιάζουν ένα σύνολο χαρακτηριστικών αμέσως

συνδεομένων με τις δύο βασικές λειτουργίες, την προστατευτική και την αισθητική. Λε-

πτομερέστερα εξετάζεται το θέμα στις επόμενες παραγράφους.

Προστατευτικές ιδιότητες.

Προφανέστατη μέριμνα είναι η διαφύλαξη από αποξέσεις και κόνεις. ΄Οντως, τα

κολλώδη και μαλακά υμένια ενσωματώνουν αμέσως τυχόν αιωρούμενα στην ατμό-

σφαιρα σωματίδια. Ο βαθμός σκληρότητος, ωστόσο, πρέπει να λαμβάνει υπ΄ όψιν και

τις αναπόφευκτες κινήσεις των ζωγραφικών στρωμάτων, ώστε να μην υπάρξει κίνδυ-

νος ρωγματώσεων. Συνεκτικότητα, πάντως, και ελαστικότητα συχνά αλληλοαναιρού-

νται και δεν είναι πολλά τα προϊόντα που ικανοποιούν ταυτοχρόνως και τις δύο συνθή-

κες.

Το βερνίκι θα πρέπει να είναι αδιαφανές έναντι ορισμένων ηλεκτρομαγνητικών

ακτινοβολιών που μεταβάλλουν τις χρωστικές και τα συνδετικά μέσα του ζωγραφικού

στρώματος, Στα πλαίσια αυτά οι φυσικές ρητίνες τύπου μαστίχης υπερέχουν των πλεί-

στων συνθετικών πολυμερών. Τα τελευταία, βεβαίως, βελτιώνονται με την προσθήκη

ενώσεων ικανών να αναχαιτίσουν την υπέρυθρη ακτινοβολία, το πρόβλημα όμως πα-

ραμένει για την υπεριώδη, εφ΄ όσον τα σχετικά προσθετικά αποκτούν κατά την έκθεση

κιτρινωπή χροιά.

Η διαπερατότητα ενός υμενίου έναντι των αερίων της ατμοσφαίρας - διοξειδίου

του θείου, οξειδίων του αζώτου, όζοντος, υδροθείου, αλλά και του οξυγόνου - είναι α-

νάλογη της ευαισθησίας του στην υγρασία. Τα χρώματα και συνδετικά υλικά πρέπει,

λοιπόν, να προστατεύονται, καταλληλότεροι δε προς τούτο είναι εν προκειμένω οι κη-

ροί και κατά δεύτερον λόγον οι φυσικές ρητίνες, ακολουθούμενες από ακρυλικά και βι-

νυλικά πολυμερή. Εξ άλλου, η οπισθία πλευρά τους ζωγραφικού πίνακα έρχεται σε ά-

μεση επαφή με την ατμόσφαιρα, μια υπερβολική δε διαφορά διαπερατότητος μπορεί να

προκαλέσει έλλειψη ισορροπίας επικίνδυνη για το έργο. Τα βερνίκια, λοιπόν, καλόν εί-

Page 67: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

ναι να παρεμβαίνουν χωρίς υπερβολές σε αμφότερες τις όψεις. Στα πλαίσια αυτά οι

παλαιότεροι οριοθετούσαν το προστατευτέο τμήμα της οπισθίας πλευράς με πρόχειρο

σχέδιο.

Οπτικές και αισθητικές ιδιότητες.

΄Οπως είναι αναμενόμενο, τα βερνίκια έχουν και αισθητικά αποτελέσματα, οφει-

λόμενα στις οπτικές ιδιότητες του υμενίου. Ενα ακάλυπτο ζωγραφικό στρώμα παρου-

σιάζει επιφάνεια μικροσκοπικώς όχι απολύτως ενιαία, η δε ανομοιογένεια εντείνεται εάν

από τον πίνακα αφαιρεθεί προϋπάρχον βερνίκι. Στην περίπτωση έντονης οπτικής αλ-

λοιώσεως του έργου η σωστή εφαρμογή υμενίου - ενός μέσου διαφορετικού δείκτου

διαθλάσεως - συνεισφέρει στην αισθητικώς ορθή χρωματική αντίθεση, καθώς οι συσχε-

τισμοί επανακτούν τις δέουσες τιμές, τα δε χρώματα εμφανίζονται διάχυτα και επανέρ-

χονται στο φυσικό τους επίπεδο απορροφήσεως της ακτινοβολίας.

Απαραίτητη ιδιότητα του υμενίου είναι η διαπερατότητα στο φως, συνδυασμένη

με αδιαφάνεια έναντι ακτινοβολιών υψηλής συχνότητος, όπως οι υπεριώδεις. Η απώ-

λεια της ικανότητος αυτής συνδέεται κυρίως με την παρουσία υγρασίας και ατμοσφαιρι-

κών ρύπων, εν τούτοις υπό κανονικές συνθήκες συντηρήσεως πολλά παλαιότατα φυ-

σικά βερνίκια διατηρούνται σε καλή κατάσταση.

Το βερνίκι πρέπει να κατασκευάζεται από υλικά τελείως ή σχεδόν άχροα, μη

χρωματιζόμενα ούτε με την γήρανση. Εξαίρεση αποτελούν κάποιες ειδικές εφαρμογές:

ούτω ένα κίτρινο υμένιο επί μεταλλικών φύλλων λειτουργεί ως απομίμηση χρυσού. Πέ-

ραν της αρχικής χρωματικής καταστάσεως σημασία έχουν και οι μεταβολές της στον

χρόνο, καθώς μάλιστα τα περισσότερα πολυμερή - φυσικά και συνθετικά - τείνουν βαθ-

μιαίως να προσλάβουν κιτρινωπούς και φαιοκίτρινους τόνους. Η διαδικασία είναι συνή-

θως συνδεδεμένη με φωτοχημικά φαινόμενα, στα οποία πιθανώς ενέχονται οξειδωτικοί

μηχανισμοί, αφορά δε το επιφανειακό τμήμα του υμενίου ή ίσως μερικά μόνον συστατι-

κά του. Τα βερνίκια, πάντως, ιδίως όσα έχουν ως βάση φυσικές ρητίνες, πρέπει να α-

ντικαθίστανται μετά από μάλλον σύντομα διαστήματα.

Μεγάλη σημασία έχει και ο βαθμός φωτεινότητος των βερνικίων, σχετιζόμενος

με τον τρόπο ανακλάσεως του φωτός: η όψη μπορεί να είναι λαμπρή ή θαμπή (ματ), με

όλες τις διαβαθμίσεις. Η φωτεινότητα εξαρτάται κυρίως από τις συνθήκες της επιφά-

νειας και δεν θα πρέπει να συγχέεται με την διαπερατότητα, η οποία αφορά την διέλευ-

ση των ακτινοβολιών διά του εσωτερικού του αντικειμένου. Επιφάνειες επαρκώς ο-

μοιόμορφες σε μικροσκοπικό επίπεδο συμπεριφέρονται οπτικώς ως ανακλώντα συ-

στήματα και εμφανίζονται λαμπρές. Αντιθέτως, επιφάνειες πλούσιες σε μικρές ανομοιο-

γένειες μετατρέπουν την τυπική ανάκλαση σε διάχυση, εκφραζομένη ως θαμπή υπό-

λευκη χροιά. Η εκάστοτε φωτεινότητα του βερνικίου εξαρτάται από πολυάριθμες παρα-

μέτρους: από τον τρόπο εφαρμογής, από εσωτερικές ιδιότητες των συστατικών - πυ-

Page 68: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

κνότητα, ιξώδες, είδος ρητίνης και διαλύτου -, από την ταχύτητα και το περιβάλλον της

ξηράνσεως, από την ηλικία και κατάσταση του έργου. Με την προοδευτική, άλλωστε,

γήρανση τα βερνίκια αποκτούν δομή πιο συμπυκνωμένη, ούτως ώστε το υμένιο να κα-

θίσταται εύθραυστο και να εμφανίζει ρωγμές.

Οι παράμετροι που επωφελώς μπορούν να επηρεάσουν την φωτεινότητα

προσδιορίζονται αυστηρώς από την δομή του βερνικίου, Είναι, ωστόσο, δυνατή η πα-

ρέμβαση κατά την στιγμή της εφαρμογής δια διαφοροποιήσεως της τεχνικής. Ούτω ο

ψεκασμός με πτητικό διαλύτη από την κατάλληλη απόσταση επιτρέπει σχετική θάμβω-

ση, οφειλομένη στην απόθεση μικροσκοπικών σταγονιδίων. Άλλες μέθοδοι αυξήσεως

της διαχύσεως καταφεύγουν στην χρήση υλικών που περιεχόυν κηρούς ή ημιδιαπερα-

τές αδρανείς πυριτικές κόνεις.

Σύσταση και λοιπές ιδιότητες των βερνικίων.

Εκτός από τις ιδιότητες που συνδέονται με προστατευτικές και αισθητικές λει-

τουργίες, τα βερνίκια πρέπει να πληρούν μια σειρά προϋποθέσεων σχετιζομένων αμέ-

σως με την σύστασή τους, ποιοτική και ποσοτική. Μέχρις ότου εξατμισθεί πλήρως, ο

διαλύτης παραμένει επί μακρόν στο ζωγραφικό στρώμα και δεν αποκλείεται να παρε-

μποδίσει φυσικές μεταβολές - μαλακύνσεις ή λειάνσεις - των συνδετικών ιδίως μέσων.

Στην πτητικότητά του, άλλωστε, θέτουν όρια τα παρεπόμενα της ψύξεως, ήτοι η συ-

μπύκνωση υγρασίας στην επιφάνεια και ο σχηματισμός ανομοιόμορφων υμενίων. Σε

γενικές γραμμές ο διαλύτης πρέπει να είναι αδρανής έναντι των συνδετικών υλικών -

και εν προκειμένω οι τέμπερες είναι λιγώτερο ευαίσθητες από τις ελαιογραφίες - και να

εξατμίζεται με την βέλτιστη ταχύτητα. Το ρητινούχο, περαιτέρω, συστατικό επιλέγεται

βάσει της διαλυτότητος και αντιστρεπτότητός του. Προτιμώνται πάντοτε η μαστίχη και η

δαμμάρα, καθώς και ορισμένα ακρυλικά και πολυκυκλοεξανονικά πολυμερή, διαλυτά

ακόμη και σε υδρογονάνθρακες.

Μεταξύ των κρισίμων ιδιοτήτων ενός βερνικίου, οι οποίες ούτως ή άλλως εξαρ-

τώνται από την σύστασή και αραίωσή του, καταλέγονται, τέλος, το ιξώδες, η πυκνότητα

και η επιφανειακή τάση.

Συγκολλητικά, στερεωτικά και στόκοι Γενικά.

Στην ζωγραφική τέχνη και την αποκατάσταση οι διαδικασίες της στερεώσεως,

της συγκολλήσεως και της εφαρμογής στόκου έχουν παίξει ανέκαθεν πρωτεύοντα ρό-

λο. Συχνά, μάλιστα, τα υλικά - συγγενή κατά την χημική δομή - έχουν ταυτοχρόνως πε-

ρισσότερες λειτουργίες, ούτως ώστε να καθίσταται επιτακτική η ανάγκη διακρίσεώς

Page 69: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

τους, και τούτο παρά την αξιοσημείωτη ασάφεια στην ορολογία. Οι επόμενες, λοιπόν,

παράγραφοι θα κινηθούν με νήμα τις ανάγκες του συντηρουμένου έργου. Σε γενικές

γραμμές, η αποσταθεροποίηση κατά πρώτον αφορά την συνοχή σε επίπεδο μικροδο-

μής, κατά δεύτερον οφείλεται στο σύνολο των στοιχείων μικρών διαστάσεων, τα οποία

λόγω φθοράς έχουν αρχίσει να απομακρύνονται αλλήλων, και τέλος αναφέρεται σε μα-

κροσκοπικές αποσυνδέσεις. Στην τρίτη αυτή περίπτωση εσφαλμένως έχει αποδοθεί η

έννοια στερέωση, διότι κατ΄ ουσίαν πρόκειται περί προσβολής των βασικών συστατι-

κών δομών του αντικειμένου: ούτω η απόσπαση του ασβεστοκονιάματος μιας τοιχο-

γραφίας, ο εκτεταμένος αποχωρισμός ζωγραφικών στρωμάτων ενός έργου επί ξύλου,

η θραύση τμημάτων ενός ξύλινου γλυπτού. Εν προκειμένω οι απαιτούμενες τεχνικές

λύσεις αφορούν εισαγωγή δομικών συνδέσεων, εφαρμογή ισχυρού συγκολλητικού, ή

ακόμη πλήρωση των κοιλοτήτων με συγκολλητικό στόκο, συνεπώς ουδέποτε γίνεται

χρήση στερεωτικών υπό την ακριβή έννοια.

Η απώλεια, αντιθέτως, συνοχής της μικροδομής απαιτεί την εφαρμογή μιας ό-

ντως στερεωτικής ουσίας. Η συνοχή εξαρτάται από το πορώδες και ελαττώνεται συν τω

χρόνω ή λόγω εξωτερικών επιρροών, επανέρχεται δε δι΄ εμποτισμού των πόρων με

υγρά προϊόντα ικανά να στερεοποιηθούν μετά την διείσδυση. Συνήθη είναι, άλλωστε,

και προβλήματα μικτής φύσεως, όπως οι ανυψώσεις του υποστηρίγματος ή μερών του

ζωγραφικού στρώματος: τα θραύσματα διατηρούν προσωρινή μόνον συνάφεια, διασώ-

ζονται όμως αν συγκολληθούν όσο ευρίσκονται εισέτι σε κατάσταση επαφής.

Τα στερεωτικά έχουν κατά το πλείστον συγκολλητικές ιδιότητες και τανάπαλιν,

δεν αποκλείεται, όμως, η ανάγκη εφαρμογής ακραιφνών συγκολλητικών ή στερεωτικών

ουσιών, ή ακόμη στόκων και μηχανικών μέσων. Εν προκειμένω η λανθασμένη επιλογή

μπορεί συχνά να αποφευχθεί με την προσεκτική ανάλυση του ζητήματος. Ενίοτε, ω-

στόσο, τα πράγματα περιπλέκονται, διότι ένα έργο μπορεί να παρουσιάζει στην ίδια

περιοχή ποικίλους τύπους αλλοιώσεων, οπότε και είναι απαραίτητη η χρήση περισσο-

τέρων προϊόντων. Βασισμένες στους προβληματισμούς αυτούς. οι επόμενες σελίδες θα

προχωρήσουν σε εξέταση των διαφόρων κατηγοριών υλικών, των ιδιοτήτων και των

ορίων τους.

Τα συγκολλητικά.

Ως συγκόλληση νοείται το σύνολο των δυνάμεων που ασκούνται μεταξύ δύο ε-

πιφανειών, όταν αυτές έλθουν σε επαφή απ΄ ευθείας ή με την παρεμβολή τρίτων πα-

ραγόντων. Πρόκειται περί διαδικασίας που εστιάζεται στο εσωτερικό των υλικών και

αντιστρέφεται στην αποκατάσταση. Εν γένει υφίστανται η μηχανική, η ηλεκτροστατι-

κή/μαγνητική και η χημική συγκόλληση. Ο πρώτος τύπος βασίζει την αμοιβαία διείσδυ-

ση αποκλειστικώς σε μηχανικές δυνάμεις, παίζει δε αποφασιστικό έμμεσο ρόλο κατά

Page 70: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

την εφαρμογή κόλλας, αν και έχει αφ΄ εαυτού ελάχιστη αξία, καθώς οι επιφάνειες των

στερεών είναι πάντοτε μικροσκοπικώς ανώμαλες και συνεπώς τα σημεία επαφής ανε-

παρκή. Η δεύτερη μορφή οφείλεται σε ηλεκτρικές ή μαγνητικές ελκτικές δυνάμεις που

ενεργούν υπό καθεστώς αντιθέτου πολώσεως, και διακρίνεται για την εύκολη αντιστρε-

πτότητα. Είναι, ωστόσο, σπανιώτατη και εμφανίζεται μόνον περιστασιακώς στην συ-

ντήρηση, π.χ. κατά την αμοιβαία συγκράτηση ακάμπτων λεπτών πλεγμάτων με πα-

ρεμβολή μικρών μαγνητών και αντιστοίχως τεμαχιδίων σιδήρου. Κατ΄ εξοχήν συγκόλ-

ληση είναι, εν τέλει, η χημική. Κατ΄ αυτήν απαιτείται η παρουσία ενδιαμέσου υμενίου, το

οποίο προκαλεί την έλξη των επιφανειών και σταθεροποιεί την σύνδεσή τους μέσω

διαμοριακών πρωτίστως δεσμών.

Μηχανισμοί χημικής συγκολλήσεως.

Για να γίνει δυνατή η ομοιόμορφη κατανομή του στις δύο επιφάνειες, το συγκολ-

λητικό πρέπει να είναι ρευστό και ικανό να καλύψει όλες τους τις ανωμαλίες, ούτως ώ-

στε να επιτευχθεί όντως αξιόπιστο αποτέλεσμα. Από τα είδη συγκολλήσεως, η οφειλο-

μένη σε τήξη και εκ νέου πήξη αναφέρεται σε θερμοπλαστικά πολυμερή χαμηλής δια-

λυτότητος, τα οποία μεταβάλλουν φυσική κατάσταση με εύκολο και αντιστρεπτό τρόπο,

κατανέμονται δε ομοιομόρφως στις επιφάνειες, είτε μέσω πλήρως εξατμιζομένου δια-

λύματος είτε υπό μορφήν λεπτού ελάσματος. Καθώς τούτες συνάπτονται υπό υψηλή

θερμοκρασία και - συνήθως - πίεση το συγκολλητικό ρευστοποιείται και ακολούθως

ψυχόμενο πήγνυται. Τα ανωτέρω υλικά έχουν ευρεία χρήση στην αποκατάσταση υφα-

σματίνων υποστηριγμάτων, είναι λοιπόν αναγκαίο να είναι θερμοπλαστικά κάτω των

50-70°C για να μην απειληθεί το έργο: συχνά, μάλιστα, η θερμοκρασία κρατείται σε α-

κόμη χαμηλότερα επίπεδα με την βοήθεια πτητικών μαλακτικών που απορροφώνται

αντιστρεπτώς, χωρίς ωστόσο να συνιστούν πραγματικούς διαλύτες.

Πέραν τούτων υπάρχουν συγκολλητικά δύο συστατικών προϋποθέτοντα χημι-

κές διαδικασίες. Κοινότερα, ωστόσο, στην αποκατάσταση είναι διαλύματα ή γαλακτώ-

ματα ζωικών και ενίοτε φυτικών πολυμερών, τα οποία πήγνυνται όταν απομακρυνθεί ο

διαλύτης. Στον τελικό σχηματισμό στερεού ξηρού υμενίου ενέχεται και η ψύξη εκ της

εξατμίσεως, η δε αντιστρεπτότητα συνήθως εξασφαλίζεται ακόμη και για ήπιους διαλύ-

τες, ενίοτε υπό θέρμανση. Τέλος, κάποιες ενώσεις προσκολλώμενες επαρκώς στις ε-

πιφάνειες δι΄ απλής πιέσεως είναι εύκολα αντιστρεπτές, παραμένουν όμως μονίμως σε

ελαστική κατάσταση, Μία παραπλήσια, άλλωστε, τάξη - οι λεγόμενες μαστίχες - εφαρ-

μόζεται εν διαλύσει, και καθώς μεγάλο μέρος του διαλύτου εξατμίζεται αμέσως, η σύν-

δεση στερεοποιείται με τους βραδείς ρυθμούς εξατμίσεως του λοιπού, διατηρώντας επί

μακρόν ελαστικότητα και καλή συνοχή. Αντιθέτως τα κυανοακρυλικά σχηματίζουν υπό

πίεση συνδέσμους υψηλής συνοχής, κυρίως σε αντικείμενα υάλινα ή κεραμικά. Λεπτο-

μέρειες για τα ανωτέρω δίδει η ογκώδης σχετική βιβλιογραφία.

Page 71: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Φυσικά η αποκατάσταση προϋποθέτει ειδικές συνθήκες που περιορίζουν κατά

πολύ τις επιλογές. Ούτω τα συγκολλητικά δύο συστατικών εφαρμόζονται σπανίως εξ

αιτίας της μη αντιστρεπτότητός τους, τα δε υλικά τήξεως οφείλουν να ρευστοποιούνται

σε χαμηλές θερμοκρασίες. Τα συγκολλητικά, περαιτέρω, σε διάλυμα ή γαλάκτωμα

χρησιμοποιούνται μόνον όταν ο διαλύτης δεν προκαλεί βλάβες και διογκώσεις των ζω-

γραφικών μέσων, ενώ όσα δρουν εξ επαφής συνήθως αλλοιώνονται με τον χρόνο.

Ιδιότητες των συγκολλητικών.

Για να ανταποκριθούν στις ειδικές ανάγκες των εφαρμογών και να εγγυηθούν

μακροχρόνια αποτελέσματα, τα - υγρά κατ΄ αρχήν - συγκολλητικά οφείλουν να έχουν

συγκεκριμένη φυσικοχημική συμπεριφορά. Πράγματι, το ρευστό υλικό πρέπει να καλύ-

πτει καθ΄ όμοιο τρόπο τις ανωμαλίες των επιφανειών και να συνάπτεται χωρίς τον κίν-

δυνο δημιουργίας φυσαλίδων. Ως εκ τούτου σημαντικό ρόλο παίζει το ιξώδες, σχετιζό-

μενο περαιτέρω με το μέγεθος των πόρων των δύο επιφανειών: πολύ πορώδη στερεά

θα απορροφούσαν τα ευκίνητα συγκολλητικά, παρακωλύοντας τον σχηματισμό συνδε-

τικού υμενίου. Στην περίπτωση, άλλωστε, των διαλυμάτων το ιξώδες ρυθμίζεται από

την συγκέντρωση, δεν επιτρέπεται δε να είναι ούτε πολύ χαμηλό, εφ΄ όσον ούτω μετά

την εξάτμιση αναπτύσσεται ανεπαρκής σύνδεση, ούτε πολύ υψηλό, για να μην δυσχε-

ραίνεται η κανονική κατανομή. Στα θερμοτηκόμενα, αντιθέτως, μακρομόρια το ιξώδες

καθορίζεται κυρίως από την θερμοκρασία κατεργασίας και οι δυνατότητες τροποποιή-

σεως είναι ελάχιστες, συνεπώς το συγκολλητικό πρέπει να είναι αποδεκτό από κατα-

σκευής.

Απαραίτητη κρίνεται, περαιτέρω, και η ομοιόμορφη διαβροχή των επιφανειών. Η

εν λόγω ικανότητα εξαρτάται στην πραγματικότητα από τις σχετικές τιμές συνοχής των

μορίων του συγκολλητικού και συναφείας μεταξύ αυτού και του υποστρώματος: οι κα-

λύτερες συνθήκες διασφαλίζονται με χαμηλές τιμές τόσο της επιφανειακής όσο και της

διεπιφανειακής τάσεως, την δε βελτίωση της κατανομής υποβοηθεί η παρουσία μικρών

ποσοτήτων τασενεργών ουσιών, οι οποίες ούτως ή άλλως εμπεριέχονται εξ ορισμού

στα γαλακτώματα. Η διαβροχή αναφέρεται σε επιφάνειες τελείως απηλλαγμένες ξένων

ουσιών - λίπων, υγρασίας, κόνεως -, και τούτο διότι η παρουσία τους τροποποιεί την

διεπιφανειακή τάση και εξασθενεί την σύνδεση. Είναι απαραίτητος, λοιπόν, ο επιμελής

καθαρισμός προ της συγκολλήσεως.

Ο χρόνος πήξεως αναφέρεται στην μετάβαση του ρευστού συγκολλητικού σε

στερεά ή ψευδοστερεά κατάσταση, δεν επιδέχεται δε τροποποιήσεις. Στην περίπτωση

διαλελυμένων προϊόντων εξαρτάται κυρίως από την ταχύτητα εξατμίσεως του διαλύτου

ή την προσρόφησή του, εάν πρόκειται περί πορωδών αντικειμένων. Συχνά η εξάτμιση

επιβραδύνεται λόγω φαινομένων κατακρατήσεως, ούτως ή άλλως, όμως, διακρίνεται

μία πρώτη φάση ταχείας απομακρύνσεως του πλείστου διαλύτου - επαρκής συνήθως

Page 72: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

για την προσωρινή συγκράτηση των μερών - και μια οριστική ξήρανση που διαρκεί πε-

ρισσότερο. Στα συγκολλητικά δύο συστατικών ο χρόνος πήξεως υποδηλώνει ολοκλή-

ρωση της αντιδράσεως και εξαρτάται από τον καταλύτη και την θερμοκρασία, διακρινό-

μενος και πάλι σε δύο στάδια. Σημαντικό και στην περίπτωση των θερμοτηκομένων υ-

λικών, το εν λόγω χρονικό διάστημα μηδενίζεται στα ελαστικά συγκολλητικά επαφής.

Εν γένει, πάντως, τα χαρακτηριστικά της συνδέσεως εξαρτώνται κατά πολύ από την

ταχύτητα στερεοποιήσεως, εφ΄ όσον μάλιστα ενίοτε επιζητείται η άνεση πραγματο-

ποιήσεως ενδιαμέσων εργασιών.

Σήμερα ο κύριος όγκος των συγκολλητικών διακινείται σε υγρή μορφή αμέσου

εφαρμογής, συνεπώς είναι απαραίτητη μεγάλη προσοχή, ώστε να αποφευχθεί τυχόν

εξάτμιση του διαλύτου. Προφυλάξεις πρέπει επίσης να λαμβάνονται στα ρητινούχα υλι-

κά, αν και ο αναπόφευκτος αργός αυτόματος πολυμερισμός ορίζει την ημερομηνία λή-

ξεώς τους. ΄Αλλης φύσεως προβληματική υπαγορεύει την αντιμετώπιση προϊόντων

που κυκλοφορούν ως διαλύματα ή αιωρήματα, είναι συνεπώς ευαίσθητα έναντι μικρο-

οργανισμών: καλόν είναι στις περιπτώσεις αυτές - π.χ. στις ζωικές κόλλες ή τα άμυλα -

να προστίθενται αντιμυκητικά, όπως σαλικυλικό οξύ, φαινόλη, τεταρτοταγή αμμωνιακά

άλατα κ.λπ.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν περαιτέρω οι χημικοί και μηχανικοί χαρακτήρες της

συνδέσεως μετά την διαδικασία της συγκολλήσεως, η οποία ούτως ή άλλως δεν θα

πρέπει να είναι ισχυρότερη του δέοντος. Το αποτέλεσμα εξαρτάται κυρίως από τον τύ-

πο του συγκολλητικού, την σχέση των δύο επιφανειών και την μάζα των αντικειμένων.

Κατά την συνένωση, επί παραδείγματι, δύο ελαφρών ελασμάτων, οι επιφάνειες είναι

πολύ μεγάλες εν σχέσει προς την μάζα και αρκεί ένα συγκολλητικό μετρίας τάσεως:

προϊόντα μεγαλυτέρων επιδόσεων θα είχαν εν προκειμένω νόημα μόνον σε περιπτώ-

σεις παραμορφωσίμων υλικών. Αντιστοίχως, κατά την σταθεροποίηση του χρώματος

ζωγραφικών έργων - η οποία λαμβάνει χώραν στις μικρές μόνον περιοχές, όπου εντο-

πίζονται αποσπάσεις - η σύνδεση υμενίου και υποστηρίγματος επανέρχεται με την έγ-

χυση του καταλλήλου πολυμερούς στην μεταξύ τους ζώνη. Ιδιαιτέρως ισχυρό συγκολ-

λητικό ίσως προκαλέση τάσεις μεταξύ της συνδέσεως και της περιφερείας της, συνε-

πώς εμφάνιση περιφερειακών πλέον αποχωρισμών λόγω μη ισορρόπου κατανομής

δυνάμεων. ΄Οταν, τέλος, πρόκειται να ενωθούν δύο βαρέα σώματα, το συγκολλητικό

οφείλει να δημιουργεί ανθεκτική σύνδεση, η οποία δεν θα υποχωρήσει υπό την πίεση

των μερών και θα είναι συμβατή με τις τελικές μηχανικές τάσεις.

Οι ελασματώδεις δομές τύπου υφάσματος, χάρτου ή περγαμηνής πρέπει να

διατηρούν την ευλυγισία τους και μετά την ενωτική παρέμβαση. Αναμένεται, λοιπόν να

έχει το συγκολλητικό επαρκή ελαστικότητα και ευκαμψία, ώστε να μην τροποποιούνται

αισθητώς οι εγγενείς ιδιότητες των υλικών. Ακόμη και σε περιπτώσεις σκληρών αντικει-

Page 73: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

μένων είναι χρήσιμη κάποια ελαστικότητα, ώστε να επιτρέπονται διαστολές και συστο-

λές μετά την πήξη. Στα ελαστομερή συγκολλητικά επαφής η ελαστικότητα αποτελεί

πρωτεύουσα ιδιότητα, στην οποία βασίζεται η λειτουργικότητα και εύκολη αντιστρεπτό-

τητά τους. Οι λεπτές, άλλωστε, συνδέσεις - όπως αυτές ορισμένων κυανοακρυλικών -

είναι πάντοτε προτιμητέες, διότι εμφανίζουν ασθενέστερη παραμόρφωση, μεγαλύτερη

αντοχή στις εσωτερικές πιέσεις και μικρότερη ευαισθησία σε αλλαγές διαστάσεων οφει-

λόμενες στο μικροκλίμα. Συνάμα, όμως, η ποσότητα του συγκολλητικού πρέπει να κα-

λύπτει όλες τις ανωμαλίες των επιφανειών και να μην εξαντλείται λόγω προσροφήσεως

ή συστολής.

Μια από τις συχνότερα απαιτούμενες συνθήκες είναι, τέλος, η αντιστρεπτότητα,

η ικανότητα του συγκολλητικού να απομακρύνεται εύκολα ακόμη και μετά από μακρές

χρονικές περιόδους. Πέραν της επαναδιαλύσεως, ο όρος αφορά φερ΄ ειπείν την δυνα-

τότητα αποκολλήσεως των δύο τμημάτων με ελαφρή θέρμανση ή συνετή μηχανική

δράση. Εάν βεβαίως ένα από τα συνδεόμενα στοιχεία - π.χ. το υποστήριγμα - πρόκει-

ται να αντικατασταθεί, η αντιστρεπτότητα δεν έχει σημασία.

Τάξεις των συγκολλητικών

Εκτός της ανωτέρω κατατάξεως, τα συγκολλητικά μπορούν να ταξινομηθούν και

βάσει της προελεύσεώς τους σε υλικά ζωικά, φυτικά και συνθετικά, περαιτέρω κηρώδη

και ορυκτά. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι κόλλες αλβουμίνης και αίματος, οι κόλ-

λες αλάτων καζεϊνης, οι ζωικές κόλλες - ιχθύων, δερμάτος κατωτέρων θηλαστικών, ο-

στών και χόνδρων ανωτέρων θηλαστικών, καθώς και η ζελατίνη. Πρόκειται πάντοτε

περί πρωτεϊνικών ενώσεων, οι οποίες εφαρμόζονται ως διαλύματα ή υδατικά γαλακτώ-

ματα. Ο μηχανισμός της πήξεως βασίζεται λιγώτερο στην εξάτμιση του ύδατος και κυ-

ρίως στην ψύξη των θερμών κολλοειδών διαλυμάτων μέσω συνθέτων φαινoμένων

σχηματισμού δεσμών υδρογόνου και δημιουργίας επιφανειακής πηκτής. Η διαδικασία

παρεμποδίζεται εντονώτατα από τυχόν αδιάλυτα άλατα, τα οποία δρουν ως κατακρη-

μνιστικά και αντιπηκτικά ή αχρηστεύουν την κόλλα: ούτω η απόσπαση νωπογραφιών

επηρεάζεται από την κρυστάλλωση νιτρικών αλάτων που παρενοχλούν την πήξη, οπό-

τε και είναι απαραίτητη η επάλειψη με υγρό υψηλού σημείου ζέσεως. Οι κόλλες, περαι-

τέρω, αλβουμίνης και αίματος παρασκευάζονται εν ψυχρώ και αποκτούν δομή πηκτής

δι΄ απλής πιέσεως ή ταχύτερα εν θερμώ.

Οι κόλλες με βάση τα άλατα καζεϊνης προϋποθέτουν διάλυση της πρωτεϊνης σε

υδατικά αλκάλια. Η διαδικασία της πήξεως γίνεται εν ψυχρώ και προφανώς συναπάγε-

ται σχηματισμό πηκτής υπό ταυτόχρονη εξάτμιση του διαλύτου, ενώ δεν αποκλείεται να

λαμβάνουν χώραν και άλλες αντιδράσεις από την περίσσεια της βάσεως. Η πηκτή πα-

ραμένει αντιστρεπτή επί μακρόν επί αλάτων νατρίου, καλίου και αμμωνίου, λιγώτερο δε

όταν πρόκειται περί ασβεστίου ή βαρίου. Οι συνδέσεις, άλλωστε, εμφανίζουν ανθεκτι-

Page 74: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

κότητα στην υγρασία αντιστρόφως ανάλογη της αντιστρεπτότητός τους. To άλας του

ασβεστίου - ένα από τα γνωστότερα συγκολλητικά της αρχαιότητος - παρασκευάζεται

συνήθως με περίσσεια ασβέστου, η δε πήξη του συνεπάγεται τον σχηματισμό ανθρακι-

κού ασβεστίου.

Αντιθέτως προς τα καζεϊνικά παράγωγα, οι ζωικές κόλλες δεν είναι υδατοδιαλυ-

τές παρά μόνον υπό αλλοίωση των πρωτεϊνών, είχαν όμως ανέκαθεν μεγάλη σημασία,

κυρίως διότι παρασκευάζονται από εύκολα προσπελάσιμες ύλες και είναι αντιστρεπτές.

Ούτω έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι προσφάτως ευρύτατα στις συγκολλήσεις ξύλου, επί

παραδείγματι κατά την προπαρασκευή ζωγραφικών υποστηριγμάτων από ξύλο και

ύφασμα, περαιτέρω κατά την ήδη αναφερθείσα σταθεροποιήση του χρώματος, τέλος

για την απόσπαση νωπογραφιών. Πράγματι, τα εν λόγω υλικά προσκολλώνται στο ύ-

φασμα και την επιφάνεια των νωπογραφιών, μετά δε την πήξη τους είναι δυνατή από-

σπαση που εκκινεί από το ένα άκρο. Η παλαιά μέθοδος αποσπάσεως του ασβεστοκο-

νιάματος μαζί με τον πίνακα έχει περιπέσει σε αχρησία. Μετά την μεταφορά του έργου

σε νέο υποστήριγμα απομακρύνονται πλέον το ύφασμα και το συγκολλητικό. Αντιθέ-

τως, κατά την - ούτως ή άλλως αποφευκτέα - διαδικασία αντικαταστάσεως του υπο-

στρώματος τοιχογραφιών χρησιμοποιείται ενίοτε το άλας ασβεστίου της καζεϊνης, υφί-

στανται δε σχετικά παραδείγματα που από δεκαετιών επιδεικνύουν άριστη συμπεριφο-

ρά. Προφανώς χρειάζεται ιδιαίτερη μέριμνα για την δοσολογία και τον τρόπο εφαρμο-

γής, ώστε να επιτευχθούν θετικά αποτελέσματα.

Τα συγκολλητικά φυτικής προελεύσεως διακρίνονται στους υδατοδιαλυτούς πο-

λυσακχαρίτες - κόλλες αλεύρου, φυράματα αμύλου, κόλλες δεξτρίνης, φυτικά κόμμεα -

και τις φυσικές ρητίνες, διαλυτές σε οργανικούς διαλύτες. Οι πολυσακχαρίτες χρησιμο-

ποιούνται ευρέως στην αποκατάσταση, ιδίως στην συγκόλληση του χάρτου, ως ασθε-

νέστεροι από τα ζωικά ανάλογά τους. Η κόλλα αλεύρου παρασκευάζεται δι΄ εναιωρή-

σεώς του σε ψυχρό ύδωρ, προσθήκης ακολούθως ζέοντος και αναδεύσεως σε θερμο-

κρασίες 70-80°C. Κοινό συγκολλητικό χαρτίνων έργων, η κόλλα αυτή έχει σήμερα υπο-

κατασταθεί από το φύραμα καθαρού αμύλου, υλικό ανάλογης παρασκευής και μικρότε-

ρης ισχύος, αλλ΄ υπέρτερο κατά το χρώμα και την μακροβιότητα. Πρόσθετα τροπο-

ποιούν το ιξώδες, αυξάνουν το κολλώδες, εμποδίζουν την προσβολή από μύκητες και

βελτιώνουν την ανθεκτικότητα του ξηρού υλικού έναντι της υγρασίας. Παρά ταύτα το

άμυλο, όπως περαιτέρω και τα άλευρα, παρουσιάζει αρκετά μειονεκτήματα: η παρα-

σκευή του απαιτεί μεγάλες ποσότητες ύδατος, συνεπώς κατά την εφαρμογή τα υπο-

στηρίγματα διαβρέχονται και μαλακύνονται, ενώ επιπλέον η σύνδεση τείνει συν τω

χρόνω να γίνει εύθραυστη λόγω της απωλείας υγρασίας και της δράσεως μικροοργανι-

σμών. Ως προσθετικό, όμως, άλλων συγκολλητικών - ζωικών, φυτικών τύπου τερεβιν-

θίνης Βενετίας ή μελάσσης κ.λπ. - τούτο χρησιμοποιείται στην επαναστήριξη του ζω-

Page 75: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

γραφικού υφάσματος. Υπάρχει, τέλος, και η δυνατότητα να καταστεί το άμυλο υδατο-

διαλυτό υπό ουσιαστικό μετασχηματισμό της μοριακής του δομής προς δεξτρίνες. Οι

σχετικές κόλλες είναι συχνά ισχυρότερες, όμως μετά την ξήρανση αποδεικνύονται σχε-

δόν αδιάλυτες και σε θερμό ακόμη ύδωρ, συνεπώς μη αντιστρεπτές.

Τα φυτικά κόμμεα - κυρίως το αραβικό - έχουν εφαρμοσθεί ως συγκολλητικά

χάρτου. Αν και μετρίας ισχύος, παρουσιάζουν όμως αρκετά θετικά χαρακτηριστικά, κα-

θώς επί παραδείγματι δεν εμποδίζουν την συστολή του υποστρώματος κατά την διάρ-

κεια της ξηράνσεως, είναι περίπου άχροα, σχηματίζουν ενώσεις χαμηλού ιξώδους και

παραμένουν αντιστρεπτά στο ύδωρ ακόμη και μετά την γήρανση. Αδιάλυτα στο ύδωρ,

αλλά διαλυτά σε οργανικούς διαλύτες συγκολλητικά της ιδίας κατηγορίας είναι οι ρητί-

νες των φυτών και καταχρηστικώς η γομμαλάκκα. Πρόκειται περί των γνωστών φυσι-

κών ρητινών των βερνικίων, ειδικώτερα περί αλκοολικών διαλυμάτων μαστίχης, κολο-

φωνίου ή γομμαλάκκας, στα οποία έχουν προστεθεί βάλσαμα - ελέμιο, τερεβινθίνη Βε-

νετίας - ως πλαστικοποιητές και ρυθμιστές του ιξώδους και κολλώδους. Παραδείγματα

εφαρμογών στην αποκατάσταση συνιστούν το αναφερθέν συγκολλητικό ζωγραφικών

υφασμάτων και τα σταθεροποιητικά μίγματα κηρού, φυτικών ρητινών και ελαιορρητι-

νών.

Τα συνθετικά και φυσικά κατεργασμένα συγκολλητικά συμπίπτουν με τα συνθε-

τικά συστατικά των βερνικίων. Ευρύτερα διαδεδομένα είναι τα βινυλικά και ακρυλικά

πολυμερή, για ειδικώτερες δε εφαρμογές χρησιμοποιούνται εποξειδικές ρητίνες, σιλικό-

νες, πολυεστέρες, κυτταρίνες κ.λπ. Η συνθήκη της αντιστρεπτότητος ισχύει μόνον στα

βινυλικά και ακρυλικά παράγωγα, άλλα ωστόσο συγκολλητικά εξυπηρετούν καλύτερα

την συνάφεια με συγκεκριμένα υποστρώματα - μεταλλικά, κεραμικά, λίθινα, υάλινα - και

τις μηχανικές ιδιότητες της συνδέσεως. Ούτω, επί παραδείγματι, η συγκόλληση μεταλ-

λικών υποστηριγμάτων σε ξύλινες βάσεις απαιτεί την χρήση εποξειδικών ρητινών, ενώ

σε έργα επί ξύλου προτιμώνται πολυβυνιλικά γαλακτώματα.

΄Ακρως ενδιαφέρουσα είναι η εναλλακτική χρήση συνθετικών συγκολλητικών σε

περιπτώσεις παρεμβάσεως στο ύφασμα της οπισθίας όψεως ζωγραφικών πινάκων.

Προτείνονται θερμοτηκόμενα βινυλικά και ακρυλικά πολυμερή/συμπολυμερή - Beva,

Ayac, Crylat, Plestol, Primal -, καθώς και ελαστομερή πολυβουταδιένια. Τούτα εφαρμό-

ζονται επί του θερμού ξύλου υπό ελαττωμένη πίεση, τόσο ως διαλύματα επαλειφόμενα

και στα δύο τμήματα και τηκόμενα σε 60-70°C, όσο και ως ελάσματα πάχους ολίγων

δεκάδων μικρών, τα οποία τοποθετούνται μεταξύ των δύο λεπτών υφασμάτων και θερ-

μοτήκονται σταδιακώς, μετά από προκαταρκτική κατεργασία με υγρό μαλακτικό. Τα ίδια

προϊόντα χρησιμοποιούνται κατά την σταθεροποίηση του χρώματος, κατά την μεταφο-

ρά έργων επί ξύλου σε νέο υποστήριγμα, κατά την αποκατάσταση διογκωθέντων ζω-

γραφικών υμενίων με έγχυση ακρυλικών υλικών - Crylat, Primal - ή την επανακόλληση

Page 76: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

νωπογραφιών. Στην συντήρηση, άλλωστε, του χάρτου προτιμώνται οι κυτταρίνες - ως

διάλυμα ή αιώρημα υδατικό, υδραιθανολικό, αιθανολικό κ.τ.ό. -, μολονότι έχουν προτα-

θεί και βινυλικά ή αμιδικά πολυμερή. Σε γενικές, εν τούτοις, γραμμές κρίσιμο μειονέκτη-

μα των συνθετικών συγκολλητικών αποτελεί η άγνωστη ακόμη συμπεριφορά τους στον

χρόνο, εφ΄ όσον οι δοκιμασίες τεχνητής γηράνσεως ουδέποτε αναπαράγουν ακριβώς

τις συνθήκες και την πορεία των φυσικών διαδικασιών. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, πε-

ραιτέρω πειράματα να επιτρέψουν την εγκαθίδρυση των νέων υλικών.

Ως προσθετικά συγκολλητικών ή ως σταθεροποιητές χρησιμοποιούνται επίσης

και οι κηροί ως εκ της αντιστρεπτότητος κατά την τήξη και του χαμηλού ιξώδους σε κα-

τάσταση τήγματος. Ευρύτερα διαδεδομένος παραμένει ο καθαρός κηρός μελισσών και

ακολουθούν οι μικροκρυσταλλικοί. Τα συγκολλητικά, τέλος, ορυκτής προελεύσεως - με-

ταλλικά ή ανόργανα - είναι γνωστά από αρχαιοτάτων χρόνων, λόγω δε της φύσεως και

του ειδικού προορισμού τους στην αποκατάσταση κατασκευαστικών ή δομικών υλικών

λειτουργούν κατ΄ ουσίαν ως συγκολλητικοί στόκοι.

Τα στερεωτικά.

Τα κυρίως στερεωτικά επαναφέρουν επαρκή βαθμό συνοχής στα υλικά των

καλλιτεχνημάτων, δρούν δε στο εσωτερικό του έργου εν αντιθέσει προς τα ηπιώτερα

συγκολλητικά. Ζητούμενο, εν προκειμένω, είναι η σταθεροποίηση της μικροδομής, η δε

παρέμβαση συνίσταται σε διαβροχή των πόρων με υγρά χαμηλού αρχικού ιξώδους, τα

οποία θα διαχυθούν ομογενώς δια των τριχοειδών και κατόπι θα αντιδράσουν ή θα

στερεοποιηθούν δι΄ εξατμίσεως του διαλύτου.

Τα περισσότερα συστατικά των ζωγραφικών έργων δεν είναι ομογενή, εφ΄ όσον

προϋποθέτουν την τεχνητή συνύπαρξη διαφορετικών ουσιών - επί παραδείγματι ημι-

στερεό υμένιο χρωστικών και συνδετικών επί συμπαγούς και εν διασπορά στόκου. Η

ετερογένεια είναι, μάλιστα, ενίοτε εσωτερική, όπως συμβαίνει στο ξύλο, συγκείμενο από

συνδεδεμένες διακριτές ίνες, ή τα κονιάματα, μίγματα ασυνεχούς πορώδους. Κοινή σε

όλες τις περιπτώσεις είναι η παρουσία ενός συνόλου δυνάμεων που διασφαλίζουν την

λειτουργικότητα του συγκεκριμένου πλαισίου, εξασθενούν όμως και εκμηδενίζονται ενί-

οτε τοπικώς υπό την επίδραση των παραμορφωτικών μηχανικών επιρροών της θερμο-

κρασίας και υγρασίας, αλλά και της χημικής ή βιολογικής αλλοιώσεως των αρχικών συ-

γκολλητικών/συνδετικών. Η κατά τα ανωτέρω έννοια της συνοχής συναρτάται με την

σκληρότητα και ελαστικότητα του υλικού, είναι συνεπώς απαραίτητο το στερεωτικό να

καλύπτει τις επιθυμητές μηχανικές ιδιότητες του έργου.

Μηχανισμοί πήξεως.

Ο τρόπος πήξεως των στερεωτικών μετά την διαβροχή του αντικειμένου εξαρ-

τάται από την φύση τους. ΄Ενας πρώτος τύπος αφορά συνήθως θερμοπλαστικά πολυ-

Page 77: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

μερή σε διάλυμα ή γαλάκτωμα: ο διαλύτης συνιστά εν προκειμένω απλό φορέα και θα

πρέπει να απομακρύνεται εύκολα. Οι εν λόγω ενώσεις επιτελούν το έργο τους αμέσως

μετά την εξάτμιση, αντιθέτως προς ορισμένα άλλα προϊόντα, τα οποία ξηραινόμενα με-

τασχηματίζονται αυθορμήτως και ούτω αποκτούν την συνεκτική τους ικανότητα. Στην

ομάδα αυτή ανήκουν πολλά στερεωτικά τοιχογραφιών.

΄Αλλη κατηγορία εφαρμόζεται υπό τήξη. Πρόκειται περί φυσικών ή συνθετικών

υλικών δραστικών σε χαμηλές θερμοκρασίες και καταλλήλων για παρεμβάσεις επί υ-

φάσματος ή ξύλου. Τα προϊόντα - κηροί ή θερμοπλαστικές βινυλικές και ακρυλικές ρη-

τίνες - επαλείφονται στην επιφάνεια ως διάλυμα ή αιώρημα, μετά δε την εξάτμιση του

διαλύτου υπό ελαττωμένη πίεση τήκονται και διεισδύουν στην δομή. Σε επόμενο στάδιο

το στερεωτικό πήγνυται εκ νέου. Το κενό συντελεί στην καλή διαβροχή και την ομοιο-

μορφία κατά την στερεοποίηση.

Περαιτέρω συναντώνται στερεωτικά αποτελούμενα από υγρά μονομερή δυνά-

μενα να πολυμερισθούν με την καταλυτική δράση διεισδυτικών ακτινοβολιών υψηλής

ενέργειας - π.χ. γάμμα ή Ραίντγκεν. Κύριο πλεονέκτημά τους είναι η εύκολη και ομογε-

νής διαβροχή, εφ΄ όσον ο πολυμερισμός λαμβάνει χώραν στο εσωτερικό, μειονεκτήμα-

τα δε η ανάγκη ειδικού εξοπλισμού, αλλά και η πλαστικοποίηση τρόπον τινα του έργου,

δηλαδή η πλήρης μεταβολή των χαρακτηριστικών του.

Ιδιότητες των στερεωτικών.

Για να επιτευχθεί στερέωση αξιόπιστη και μακράς διαρκείας, είναι απαραίτητο

τα στερεωτικά να κατέχουν κατά το δυνατόν ένα σύνολο ιδιοτήτων. Κατ΄ αρχάς, η δια-

βροχή πρέπει να είναι ομογενής και πλήρης, ώστε να αποφευχθεί τμηματική αποκατά-

σταση της συνοχής σε κάποιες - επιφανειακές κυρίως - περιοχές και συνεπώς φθορά

του αντικειμένου εξ αιτίας τοπικών τάσεων. Το πρόβλημα της διεισδύσεως εξαρτάται

από μόνο το υπόστρωμα και δη από το πορώδες του υλικού, καθίσταται δε δυσχερέ-

στερο όταν τουτο είναι λεπτότερο: θετικά αποτελέσματα έχει εν προκειμένω η εφαρμο-

γή ελαττωμένης πιέσεως στο εσωτερικό του έργου, ώστε το στερεωτικό να εισέλθει τα-

χύτερα και πληρέστερα. Στην περίπτωση των ζωγραφικών πινάκων επί ξύλου η μεθο-

δολογία συνίσταται σε περιτύλιξή τους με σάκκο από ανθεκτικό αλλ΄ εύκαμπτο πλαστι-

κό, απομάκρυνση του αέρος και έγχυση του στερεωτικού στην εφθαρμένη ζώνη με σύ-

ριγγα δια του σάκκου.

΄Οσον, τέλος, αφορά αυτό καθ΄ εαυτό το στερεωτικό, σημασία έχουν το ιξώδες,

οι διαστάσεις των στοιχειωδών σωματιδίων του και τα τριχοειδή φαινόμενα. Το ιξώδες

επηρεάζεται πολύ από την θερμοκρασία και - επί διαλυμάτων - από την συγκέντρωση,

πράγμα που καθιστά δυνατή την μείωσή του, εντός φυσικά των ορίων ασφαλείας και

ανεκτής αραιώσεως. Οι διαστάσεις, άλλωστε, των στοιχειωδών σωματιδίων του διαλύ-

ματος ή γαλακτώματος αποτελούν ενίοτε εμπόδιο στην διείσδυση, ιδίως όταν πρόκειται

Page 78: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

περί μικυλλίων: η λύση βρίσκεται στην χρήση ανόργανων στερεωτικών ή μονομερών

που πολυμερίζονται εντός του αντικειμένου. ‘Οπως και κατά την συγκόλληση, στις δια-

δικασίες διαβροχής σημαντικώτατο ρόλο παίζουν τα τριχοειδή φαινόμενα, κρίσιμη δε

παράμετρος είναι η διάμετρος των αγγείων. Οι πόροι του συντηρουμένου αντικειμένου

συνίστανται σε περίπλοκο σύνολο σωληνίσκων, επί του οποίου είναι αδύνατη οιαδήπο-

τε παρέμβαση, πέραν της απομακρύνσεως του εμπεριεχομένου αέρος με αντλία κενού.

Στις τοιχογραφίες, μάλιστα, για την εφαρμογή της ελαττωμένης πιέσεως αντί του σάκ-

κου χρησιμοποιείται λεπτή πλαστική μεμβράνη που περικλείει το έργο με την βοήθεια

πλαισίου. Τυχόν επικόλλησή της παρεμποδίζεται από τον αέρα του ασβεστοκονιάμα-

τος, ενώ το στερεωτικό εισάγεται και πάλι με σύριγγα.

Καθοριστικός για την καταλληλότητα του στερεωτικού είναι περαιτέρω ο χρόνος

πήξεως, ο οποίος πρέπει ενίοτε να είναι μακρός για να επιτευχθεί σταδιακή διείσδυση

μέρους του υλικού στα εσώτερα στρώματα. Στην περίπτωση των στερεωτικών σε διά-

λυμα, η πήξη εξαρτάται από την πτητικότητα του διαλύτου και τυχόν φαινόμενα κατα-

κρατήσεως, ολοκληρώνεται δε μάλλον αργά. Αντιθέτως, τα θερμοπλαστικά πολυμερή

υπό τήξη πήγνυνται ταχύτατα, ενώ τα θερμοσκληρυνόμενα που πολυμερίζονται κατά

την πήξη ρυθμίζουν την όλη διεργασία με την βοήθεια καταλυτών. Εάν η στερέωση ο-

φείλεται σε διαλύματα ανοργάνων υλικών υποκειμένων σε χημικές αντιδράσεις, ο χρό-

νος πήξεως εξαρτάται από την ταχύτητα των τελευταίων και τον ρυθμό εξατμίσεως του

διαλύτου. ΄Οταν, επί παραδείγματι, τοιχογραφίες στερεώνονται διά σχηματισμού αν-

θρακικού βαρίου από διάλυμα υδροξειδίου του βαρίου, πρέπει πάση θυσία να αποφευ-

χθεί η επίδραση διαξειδίου του άνθρακος επί του διαλύματος, ειδεμή σχηματίζεται δυσ-

διάλυτο λευκό υμένιο ανθρακικού βαρίου. Η δυσχέρεια υπερνικάται αν εφαρμοσθεί κα-

τάπλασμα κυτταρίνης ή ημικυτταρινών, ικανό να παραμείνει αρκετά επί του ασβεστο-

κονιάματος.

Οι ιδιότητες του στερεωτικού μετά την πήξη είναι επίσης κρίσιμες, κυρίως δε ο

βαθμός στερεώσεως και η αντιστρεπτότητα και συμβατότητα. Πράγματι. Η ασθενής

στερέωση προκαλεί προφανή προβλήματα, εξ ίσου αρνητική όμως αποδεικνύεται και η

υπερβολική, καθώς δημιουργεί τοπική συνοχή μεγαλύτερη της γενικής και έντονες τά-

σεις. Τεράστια είναι, περαιτέρω, η σημασία της αντιστρεπτότητος, πολλά δε λάθη έχουν

διαπραχθεί και διαπράττονται όσον αφορά την δυνατότητα πιθανής μελλοντικής απο-

μακρύνσεως ενός υλικού. Αντικείμενο συνεχούς προβληματισμού παραμένει η σταθε-

ρότητα των υλικών της αποκαταστάσεως και η συμβατότητά τους με τα αρχικά: πά-

ντοτε, βεβαίως, υπάρχουν περιθώρια, στην περίπτωση όμως της στερεώσεως τα

πράγματα είναι πολυπλοκώτερα, καθώς συχνά πρόκειται περί διαδικασίας δίχως επι-

στροφή. Συμβατότητα σημαίνει ομοιότητα χημικής φύσεως, αλλά και συμπεριφοράς έ-

ναντι εξωτερικών παραγόντων, ήτοι συγκρίσιμοι συντελεστές θερμικής διαστολής, α-

Page 79: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

ντίστοιχη ευαισθησία στην υγρασία, ανάλογος βαθμός συνοχής κ.λπ. Η αναζήτηση, εν

τέλει, στρέφεται προς προϊόντα ανθεκτικά και ευέλικτα με την πλατύτερη έννοια του ό-

ρου. Ούτω είναι, φερ΄ ειπείν, φανερό ότι η μεγάλη πλειοψηφία των οργανικών στερεω-

τικών δεν συμβαδίζει προς τα ορυκτά υποστρώματα. Πέραν των προφανών, όμως, πε-

ριπτώσεων η έλλειψη συμβατότητος υφίσταται και σε επίπεδα πολυπλοκώτερα, μόνη

δε η εμπειρία οδηγεί σε επιλογές αποδεκτές και αισθητικώς ορθές. Αν και είχαν στην

διάθεσή τους απλοϊκώτερη τεχνολογία, οι καλλιτέχνες του παρελθόντος αποδεικνύονται

δεξιοτέχνες στον διαχρονικό συνδυασμό υλικών, πολλά δε ζωγραφικά έργα έφθασαν

μέχρι των ημερών μας εις πείσμα λανθασμένων επιλογών.

Στερεωτικά χρησιμοποιούμενα στην πράξη.

Η ταξινόμηση των στερεωτικών είναι μάλλον δύσκολη, ως εκ της ετερογενείας

των υλικών και της ποικιλίας των υποστηριγμάτων, επί των οποίων γίνεται η παρέμβα-

ση. Διακρίνονται, πάντως, ουσίες φυσικές και - σε συνεχώς μεγαλύτερο ποσοστό - ε-

νώσεις συνθετικές. Πολλά στερεωτικά, άλλωστε, είναι ταυτοχρόνως και συγκολλητικά.

Από τα φυσικά μίγματα, οι ζωικές κόλλες χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα εν δια-

λύσει σε διαδικασίες στερεώσεως ζωγραφικών υμενίων και έργων επί ξύλου. Οι κηροί

δεν έχουν μεν επαρκή στερεωτική ικανότητα, εφαρμόζονται όμως όταν είναι αδύνατη η

χρήση κόλλας. Αν και μειωμένης αποδόσεως, φυτικά κόμμεα - όπως το αραβικό -

χρησιμοποιούνται περιστασιακώς, ομοίως και η γομμαλάκκα, που είχε προταθεί προ

εκατονταετίας περίπου για την αποκατάσταση τοιχογραφιών. Παλαιότερα στις νωπο-

γραφίες και γενικώς τα έργα ορυκτής συστάσεως είχαν προτιμηθεί ορυκτά/ανόργανα

στερεωτικά: έχει ήδη πλήρως εγκαταλειφθεί η χρήση των πυριτικών, αλκαλικών και

φθοριοπυριτικών αλάτων εξ αιτίας της αρνητικής συμπεριφοράς των σχηματιζομένων

παραγώγων, ενώ αντιθέτως παραμένουν εν χρήσει τα υδροξείδια του ασβεστίου και

κυρίως του βαρίου, καθώς προσομοιάζουν προς τα υλικά των τοιχογραφιών, κρινόμενα

δε από απόσταση είκοσι και πλέον ετών δεν δημιουργούν προβλήματα.

Ευρύτερη εφαρμογή βρίσκουν συνθετικά οργανικά προϊόντα - ιδίως πολυμερή

ή πυριτικοί εστέρες - συναντώμενα σήμερα στο εμπόριο σε μεγάλη ποικιλία. Η δυσκο-

λία έγκειται στην αδυναμία επιλογής των καταλληλοτέρων, λαμβανομένης υπ΄ όψιν της

αβεβαιότητος περί της μελλοντικής τους συμπεριφοράς, εφ΄ όσον πρόκειται σχεδόν

πάντοτε περί νέων υλικών, οι δε δοκιμασίες γηράνσεως είναι αφ΄ εαυτών περιορισμέ-

νης αξιοπιστίας και τα στερεωτικά δεν απομακρύνονται εύκολα από το έργο. Σήμερα

χρησιμοποιούνται κυρίως ακρυλικά και μετακρυλικά πολυμερή σε διάλυμα ή γαλάκτω-

μα - Paraloid, Crilat, Primal -, ενώ η χρήση πολυβινυλικών έχει εκλείψει πλήρως. Για τα

ξύλινα μέρη αρχαιολογικών ναυαγίων προτείνονται και οι πολυαιθυλενογλυκόλες, ως

συγγενείς των κυτταρινών. ΄Αλλα, τέλος, προϊόντα έχουν αποκτήσει χρήση μόνον σπο-

Page 80: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

ραδική ή αντιθέτως βρίσκονται εισέτι σε πειραματικό στάδιο: η ειδική βιβλιογραφία είναι

πλούσια σε παραδείγματα, η ανάγκη κριτικής προσεγγίσεως ωστόσο παραμένει.

Οι στόκοι. Εκτός των συγκολλητικών και στερεωτικών, στις διαδικασίες αποκαταστάσεως

των ζωγραφικών ιδίως έργων χρησιμοποιούνται ευρύτατα και οι στόκοι. Γεννημένοι

από την ανάγκη πληρώσεως εσοχών και κοιλοτήτων, οι στόκοι δημιουργούν παχέα

στρώματα και έχουν τρισδιάστατη κατανομή, παρασκευάζονται δε από μίγματα ορυ-

κτών - αμμοκονίας ασβέστου και άμμου, γύψου και μαρμάρου, συνδυασμού των τριών

κ.ο.κ. - με πιθανές προσθήκες οργανικών συνδετικών συστατικών - κόλλας, καζεϊνης,

ξηραινομένων ελαίων. Τα διάκενα είναι εσωτερικά ή εξωτερικά, αναλόγως δε διαφορο-

ποιείται ο τύπος του υλικού. Περαιτέρω, άλλωστε, ο στόκος λειτουργεί και ως συγκολ-

λητικό φύραμα μεταξύ πολύ ανωμάλων επιφανειών. Σε όλες, πάντως, τις περιπτώσεις

ζητούμενο είναι ένα εύπλαστο προϊόν, ικανό να αναπαραγάγει ογκώδεις δομές. Στις

επόμενες παραγράφους θα αναπτυχθούν οι θεμελιώδεις ιδιότητες των στόκων και οι

εφαρμογές τους στην αποκατάσταση.

Μηχανικές ιδιότητες και πορώδες.

Αποτελεί παγία θέση ότι το προστιθέμενο τμήμα πρέπει να έχει συνοχή ανάλο-

γη των γειτονικών, και τούτο διότι ο στόκος προσκολλάται κατά την περιφέρεια, άρα

οφείλει να προσαρμοσθεί στις αντιδράσεις του έργου έναντι εξωτερικών παραγόντων.

Το αντίθετο είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνο λόγω της αδυναμίας των παλαιών δομών. Η

συγκόλληση, άλλωστε, των στόκων δεν αποτελεί πρόβλημα στην αποκατάσταση, εφ΄

όσον το υποστήριγμα είναι πάντοτε ανώμαλο.

Κατά την παρασκευή των στόκων παραθεωρείται συχνά το γεγονός ότι το συ-

ντηρούμενο αντικείμενο - π.χ. η νωπογραφία - έχει συνήθως πορώδη δομή και αλλη-

λεπιδρά με το περιβάλλον. Συνεπώς το εφαρμοζόμενο πληρωτικό υλικό πρέπει να

αποκαθιστά το μέγεθος των πόρων, ιδίως μάλιστα στην περίπτωση εσωτερικών κοιλο-

τήτων, οπότε η διόρθωση καθίσταται πολύ δυσχερής.

Προβλήματα αντιστρεπτότητος.

΄Οταν πρόκειται περί εξωτερικών επεμβάσεων, οι στόκοι δεν δημιουργούν σε

γενικές γραμμές θέμα χημικής αντιστρεπτότητος, εφ΄ όσον υφίσταται η δυνατότητα μη-

χανικής αφαιρέσεώς τους. Στις περιπτώσεις, όμως, εσωτερικών διακένων ο στόκος λει-

τουργεί ως στερεωτικό διαβροχής και δεν απομακρύνεται, πρέπει συνεπώς να είναι

συμβατός προς το υπόστρωμα. Εάν, πάλι, χρησιμοποιηθεί ως συγκολλητικό φύραμα

για ανώμαλες επιφάνειες, τότε απαιτείται αντιστρεπτότητα χημικού ή θερμικού τύπου

και αποφυγή των μηχανικών μέσων.

Χρόνος σκληρύνσεως και συρρίκνωση.

Page 81: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Ο χρόνος σκληρύνσεως του στόκου αντιστοιχεί στον χρόνο πήξεως των συ-

γκολλητικών/στερεωτικών και έχει μεγάλη σημασία στις περιπτώσεις ακινήτων καθέτων

πλαισίων, όπου η βαρύτητα ευνοεί την συσσώρευση ρευστού υλικού στην κατώτερη

πλευρά της κοιλότητος. Χρήσιμα αποδεικνύονται εν προκειμένω συστήματα αφρογενή,

ήτοι δυνάμενα να εκταθούν εσωτερικώς - μέσω π.χ. αναπτύξεως αερίων κατά την

διάρκεια της πήξεως - χωρίς να δημιουργήσουν επικίνδυνες τάσεις. Το αέριο, άλλωστε,

δημιουργεί δομή σπογγώδη, η οποία αποκτά με ξήρανση την επιθυμητή μικρή συνοχή.

΄Εχουν προταθεί αρκετά προϊόντα αυτού του είδους για τα ασβεστοκονιάματα των τοι-

χογραφιών: σε γενικές γραμμές παρασκευάζονται διά προσθήκης αργιλίου - περίπου

1% - στην αμμοκονία και ελευθερώσεως υδρογόνου. Μέσω του αφρού η εγχυθείσα μά-

ζα επεκτείνεται πλέον στο εσωτερικό. Παρόμοια υλικά απαιτούν, πάντως, μεγάλη λε-

πτότητα χειρισμών.

Μεταξύ των κύριων χαρακτηριστικών των στόκων καταλέγεται αναμφιβόλως και

η συρρίκνωση, δηλαδή η τάση του ευπλάστου υλικού να μειώσει τον όγκο του κατά την

σκλήρυνση. Σπανιώτερα μπορεί, άλλωστε, να εμφανισθεί και έκταση, ογκομετρική δια-

στολή του ιδίου του στόκου στην φάση της πήξεως. Τόσο η έκταση, όσο δευτερευό-

ντως και η συρρίκνωση έχουν αρνητικά αποτελέσματα, εφ΄ όσον δεν αντανακλούν τις

μεταβολές όγκου του αντικειμένου. Στις εσωτερικές, περαιτέρω, κοιλότητες ελλοχεύει

ούτως ή άλλως κίνδυνος υπερβάσεως των ορίων, καθώς η εσωτερική επιφάνεια υφί-

σταται τις τυπικές ανωμαλίες των υγρών, όπως μηνίσκους στην περιφέρεια κ.τ.ό. Πολ-

λοί εξαίρετοι στόκοι - όπως ο παρασκευαζόμενος από γύψο/κόλλα και χρησιμοποιού-

μενος επί υφάσματος - συρρικνώνονται αφ΄ εαυτών. Εν προκειμένω απαιτούνται πε-

ρισσότερες πληρώσεις των κοιλοτήτων μέχρι των ορίων επαφής με την ζωγραφική ε-

πιφάνεια και απόρριψη τυχόν περισσευμάτων μετά την ξήρανση.

Σε γενικές, άλλωστε, γραμμές η συρρίκνωση συνδέεται με την εξάτμιση του δια-

λύτου, όταν βεβαίως υπάρχει, και τις μεταβολές του όγκου των συστατικών εν συναρ-

τήσει προς την πήξη. Στην πρώτη περίπτωση δεν απομένει παρά να επαναληφθεί η

διαδικασία όσες φορές απαιτείται, στην δεύτερη όμως πρέπει μάλλον να επιλέγονται

συστατικά ορυκτής φύσεως - αμμοκονίες, γύψος, τσιμέντα - ή συστήματα πολυμερών

σε δικτύωση. Περαιτέρω, άλλωστε, τα ως άνω φαινόμενα εξαρτώνται από την συμπε-

ριφορά της μάζης του στόκου και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτής και τυχόν συνδετι-

κών μέσων. Ούτω, επί παραδείγματι, το υλικό μπορεί να διογκωθεί με απορρόφηση

διαλύτου και κατά την εξάτμιση να συσταλεί προς όγκο κατώτερο του αρχικού. Στις ο-

ρυκτές, περαιτέρω, αμμοκονίες μάζα και συνδετικά αντιδρούν προς ενώσεις με διαφο-

ρετική πυκνότητα.

Είδη στόκων.

Page 82: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

Ως μίγματα διαφόρων αναλογιών δύο ή περισσοτέρων συστατικών ποικίλης

φύσεως, οι στόκοι ανήκουν ανέκαθεν σε πολυάριθμες κατηγορίες ενώσεων, παλαιά δε

συνταγολόγια και νεώτεροι εμπορικοί κατάλογοι αναφέρουν δεκάδες συνθέσεων. ΄Ολα

τα γνωστά πρωτεϊνικά, πολυσακχαριτικά, ελαιώδη, ρητινώδη ή κηρώδη μέσα χρησιμο-

ποιούνται κατά καιρούς ως συνδετικοί παράγοντες, ενώ η μάζα αποτελείται από κάθε

είδους κοκκώδη ή κονιοποιημένα υλικά. Τα προβλήματα, άλλωστε, εμφανίζονται σχε-

δόν πάντοτε εν καιρώ, συχνά δε από προϊόντα με ικανοποιητική άμεση συμπεριφορά.

Ενδιαφέρον σχετικό παράδειγμα αποτελεί ο Μυστικός Δείπνος του Λεονάρδου

ντα Βίντσι, μια τοιχογραφία στην οποία ο στόκος επέτρεψε να επενδυθεί και να απομο-

νωθεί η επιφάνεια του ασβεστοκονιάματος, ώστε να χρησιμοποιηθούν εν τέλει τεχνικές

ζωγραφικής επί ξύλου. Πρόκειται περί του γνωστού στην εγκαυστική στόκου ασβέ-

στου/λινελαίου: η γαλακτωματοποιητική δράση του προϊόντος σαπωνοποιήσεως του

ελαίου επιφέρει λεπτή διασπορά της λιπαρής φάσεως στην άσβεστο και επιτρέπει τον

σχηματισμό μάζα μεγάλης ομοιογένειας. Συνάμα, δυστυχώς, το υλικό έχει έντονη τάση

προς ταχεία συστολή, ιδιότητα που ευθύνεται για το μεγαλύτερο μέρος της φθοράς.

Πέραν των εξεζητημένων αυτών συνταγών, ωστόσο, στην παρασκευή των στό-

κων χρησιμοποιείται ανέκαθεν ο γύψος, περαιτέρω διάφορες μορφές ανθρακικού α-

σβεστίου - κόνις ασβέστου, λίθοι, μάρμαρο - και ορισμένες πυριτικές ενώσεις προερχό-

μενες από άμμο και χρήσιμες στην παρασκευή αμμοκονιών. Γαίες, ώχρες και αιθάλη

προσδίδουν, τέλος, την επιθυμητή απόχρωση. Μεταξύ των συνδετικών ουσιών μεγάλη

εξάπλωση είχαν παλαιότερα οι ζωικές κόλλες, η καζεϊνη και τα άλατά της, τα ξηραινό-

μενα έλαια. Σήμερα, η ποικιλία συνθετικών μακρομορίων διευρύνει τον χώρο προτείνο-

ντας αντιστρεπτά βινυλικά και ακρυλικά πολυμερή, αλλά και εποξείδια, σιλικόνες, πο-

λυεστέρες κ.λπ., όταν δεν επιβάλλεται αντιστρεπτότητα. Προσεγμένη μεταχείριση α-

παιτούν οι τοιχογραφίες, καθώς τα υλικά οφείλουν να προσαρμοσθούν στην ορυκτή

φύση του πλαισίου.

΄Ασβεστοι και τσιμέντα.

΄Ηδη δε από την αρχαιότητα η συγκόλληση λίθων και οικοδομικών υλικών ήταν

δυνατή με την χρήση ασβέστου, ορυκτών και αργίλλου. Είναι σαφές ότι εν προκειμένω

πρόκειται περί συγκολλητικών στόκων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την ανώμαλη επιφα-

νεία των συνδεομένων στοιχείων. Ευρεία διάδοση είχαν, περαιτέρω, οι αμμοκονίες της

ασβέστου, τα ορυκτά των Ποτιόλων, ο γύψος, το ασβέστιο ύδωρ και τα ποικίλα τσιμέ-

ντα. Στις επόμενες παραγράφους εξετάζονται μόνον τα αφορώντα τοιχογραφίες: η ειδι-

κή βιβλιογραφία επιτρέπει την μεγαλύτερη εμβάθυνση στο θέμα.

Οι αμμοκονίες της - εσβεσμένης - ασβέστου βασίζονται στην πηκτική ικανότητα

του κολλοειδούς υδατικού εναιωρήματος υδροξειδίου του ασβεστίου. Τα υδροξείδια,

άλλωστε, των αλκαλικών γαιών έχουν έντονη τάση απορροφήσεως διοξειδίου του άν-

Page 83: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

θρακος και μετατροπής σε δυσδιαλυτότερα ανθρακικά άλατα. Ούτω το ισχυρότατα

προσφυόμενο κρυσταλλικό ανθρακικό ασβέστιο διαλύεται στο ύδωρ κατά 0,0014% σε

20°C έναντι 0,16% του ασβεστίου ύδατος, κεκορεσμένου υδατικού διαλύματος υδρο-

ξειδίου του ασβεστίου. Οι αμμοκονίες της ασβέστου δεν διαθέτουν αφ΄ εαυτών την α-

παραίτητη συνοχή και ως εκ τούτου συμμετέχουν στην παρασκευή των ασβεστοκονια-

μάτων εν αναμίξει με άλλα ορυκτά. Τα θεμελιώδη συστατικά τους είναι, άλλωστε, ποικί-

λης προελεύσεως. Καταλληλότερη άμμος θεωρείται η ποταμία, περαιτέρω δε η άσβε-

στος παρασκευάζεται από ανθρακικό ασβέστιο, λαμβανόμενο κυρίως από μετρίου με-

γέθους τρίμματα μαρμάρου και αποβάλλον διοξείδιο του άνθρακος κατά την θέρμανση.

Σημαντική, τέλος, προϋπόθεση επιτυχίας είναι η ορθή σβέση, μία εμπειρική γνώση που

συν τω χρόνω χάνεται, χωρίς όμως να αντικατασταθεί από νέες τεχνικές αναλόγου

ποιότητος.

Η εσβεσμένη άσβεστος και οι αμμοκονίες χρησιμοποιούνται κατά κόρον στην

αποκατάσταση τοιχογραφιών, ως συγκολλητικά ισχυρά και ανθεκτικά στην γήρανση.

Εν προκειμένω η επαφή των δομικών στοιχείων με το έδαφος επιφέρει συχνά την τρι-

χοειδή ανύψωση διαλυμάτων αλάτων, τα οποία μετατρέπουν συν τω χρόνω τις ανθρα-

κικές αλκαλικές γαιες σε ευδιαλυτότερες διττανθρακικές. Η διαδικασία είναι αντιστρε-

πτή, καθώς ο αερισμός προκαλεί αφυδάτωση και ανακρυστάλλωση των ανθρακικών

αλάτων, ο δε ρόλος του φαινομένου στην συντήρηση παραμένει αμφιλεγόμενος, εφ΄

όσον την αρχική διάβρωση ακολουθεί σχηματισμός συμπαγεστέρων κρυσταλλικών

δομών.

΄Οσον αφορά τα τσιμέντα, ο ενδιαφερόμενος παραπέμπεται κατ΄ αρχήν στην ει-

δική βιβλιογραφία, καθώς οι επόμενες παράγραφοι αρκούνται σε σύντομες παρατηρή-

σεις. Αν και γενικώς αποδεικνύονται ακατάλληλα για την στερέωση τοιχογραφιών, ως

εκ των εμπεριεχομένων διαλυτών αλάτων και της υπερβολικής συνοχής, ωστόσο προ-

σφάτως ορισμένες ένυδροι άσβεστοι είχαν καλύτερα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα.

Τα συνήθη τσιμέντα - με κύριο τον τύπο Πόρτλαντ - διαφέρουν μεταξύ τους κατά την

σύνθεση, τις ιδιότητες, την πήξη. Η τελευταία αποτελεί μάλλον πολύπλοκη διαδικασία,

και τούτο διότι στην πράξη η ολοκλήρωσή της ακολουθεί βραδύτατους ρυθμούς. Στα

τσιμέντα η πήξη γίνεται με υδρόλυση και εφυδάτωση των ανύδρων συστατικών υπό

ανάπτυξη ινωδών μικροσχηματισμών πηκτής, οι οποίοι προσκολλώνται σε αλλήλους

και σχηματίζουν δομές άριστα συνδεδεμένες με τα οικοδομικά στοιχεία.

΄Αλλη τάξη τσιμέντων είναι τα ορυκτά, χρησιμοποιούμενα από χιλιετιών στην

παρασκευή αμμοκονιών υψηλής μηχανικής και χημικής αντοχής. Ως σημαντικώτερα

καταγράφονται τα ηφαιστιογενή των Ποτιόλων της Καμπανίας, συνιστάμενα σε ενώσεις

του πυριτίου και αργιλίου και δευτερευόντως σε οξείδια του σιδήρου. Δραστικά λόγω

της προελεύσεως, τούτα αλληλεπιδρούν με άσβεστο ή τσιμέντα και σχηματίζουν ένυ-

Page 84: Mauro Matteini - Η Αποκατάσταση ζωγραφικών έργων και τα υλικά της

δρες ενώσεις μεγάλης αντοχής, τις οποίες οι Έλληνες και Ρωμαίοι προτιμούσαν για

παραθαλάσσιες κατασκευές. Σήμερα η συντήρηση των τοιχογραφιών εξωτερικού χώ-

ρου προσθέτει ενίοτε αμμοκονία στην μάζα του στόκου.

Ο γύψος πήξεως, τέλος, περιέχει ήμισυ μόριο ύδατος και λαμβάνεται από τον

κοινό σε θερμοκρασίες μεταξύ 110 και 170°C, επανυδατώνεται δε προς προϊόν με αιχ-

μηρούς κρυστάλλους που δημιουργούν συμπαγή δομή και διευκολύνουν την πήξη. Ού-

τω συνηθέστεροι εμπορικοί τύποι πηγνυομένου γύψου είναι ο κοινός, τo μίγμα κοινού

και ημιυδατωμένου και ο ημιυδατωμένος, άριστος συγκολλητικός στόκος.