Martin George R. R. - Ο δράκος του πάγου [1980] - ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2015.pdf

128

Transcript of Martin George R. R. - Ο δράκος του πάγου [1980] - ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2015.pdf

George R. R. Martin

Εικονογράφηση: Luis Royo Μετάφραση: Ειρήνη Παϊδούση

ΜΕΤΟΙΧΜΙΟ (1)

Γtατυν Φιπς

ιιου ω σκ{:ψιηκε ιιpώιο�� J18 6λη μοιι την αγάπη

* φ φ * *

Κεφάλαιο Πρώτο !!lf/Ul:ll '!'()')' X!EJ9ν{fl.,9{JIL 11

Κεφάλαιο Δεύτερο Ml)"Σ'l'I%fl Σ'Ι'Ο ΧΙΟ9{] 27

Κεφάλαιο Τρίτο rro �ο !J.l)"9{Jll.Mα!Jf,E,ι 43

Κεφάλαιο Τέταρτο Ρ fl.,'l'f'EΣ ΜΟ9{. tJJOPP JJl. 5 5

Κεφάλαιο Πέμπτο Σ'l'JJLX!PEΣ 69

Κεφάλαιο Έκτο S'EP'F/YJ'09{.'l' JJLΣ JJL!ΠO '!'!!{ Ρ fl.,fJ'JJJL 83

Κεφάλαιο Έβδομο flJ!ty ΧΡ !!{ 9ν{JJL9{j JJl. 99

Κεφάλαιο Όγδοο JJl.9{.0JS!!{ 113

Κεφάλαιο Πρώτο

* * * * *

Στην Αντάρα άρεσε περισσότερο ο χειμώνας, αφού όταν κρύωνε ο κόσμος ερχόταν ο δράκος του

πάγου. Ποτέ δεν κατάλαβε αν το κρύο έφερ­

νε τον δράκο του πάγου ή ο δρά­κος έφερνε το κρύο. Αυτού

του είδους η απορία απασχολούσε συχνά

τον αδελφό της τον Τζοφ, που ήταν

δυο χρόνια μεγαλύτερός της και η περιέργειά του ι}ταν ακόρεστη.

Η Αντάρα όμως δε νοιαζόταν για τέτοια πράγμα­τα. Αν έρχονταν στην ώρα τους το κρύο, το χιόνι κι ο δράκος του πάγου, �}ταν ευτυχισμένη.

Πάντα ήξερε πότε ήταν η ώρα να φανούν, λόγω

* 14 $

των γενεθλίων της. Ήταν παιδί του χειμώνα η Αντάρα, γεννημέν11 στον χειρότερο παγετό που μπορούσε κανείς να θυμηθεί· ακόμα κι η γρια­Λόρα, που ζούσε στην επόμενη φάρμα και θυμό­ταν πράγματα που είχαν συμβεί πριν γεννηθούν όλοι οι άλλοι. Ακόμη μιλούσε ο κόσμος για αυτό

* 15 $

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

τον παγετό. Η Αντάρα τούς άκουγε πολλές φορές να το κάνουν.

Μιλούσαν και για άλλα πράγματα. Έλεγαν πως το ψύχος του τρομερού εκείνου παγετού ήταν αυτό που είχε σκοτώσει τη μητέρα της, σαν τρύπωσε ύπουλα την ατέλειωτη νύχτα του τοκετού, αψηφώ­ντας τη δυνατή φωτιά που είχε ανάψει ο πατέρας της Αντάρα, και χώθηκε κάτω από τα απανωτά στρωσίδια που σκέπαζαν το κρεβάτι όπου γεννήθη-

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

κε. Έλεγαν ακόμα πως το κρύο είχε φτάσει ίσαμε την Αντάρα μες στην κοιλιά της μητέρας της, πως το δέρμα της �)ταν αχνογάλανο και παγωμένο όταν βγήκε στον κόσμο, πως δε ζεστάθηκε από τότε, όσα χρόνια κι αν είχαν περάσει. Ο χειμώνας την είχε αγγίξει κι είχε αφήσει το σημάδι του πάνω της την είχε κάνει δική του.

Ήταν αλήθεια πως η Αντάρα ήταν πάντα παιδί ξεχωριστό. Ήταν ένα πολύ σοβαρό μικρό κορίτσι,

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

που σπάνια έπαιζε με τους άλλους. Ήταν όμορφη -έλεγε ο κόσμος- με έναν παράξενο όμως, απόμα­κρο τρόπο, με το χλωμό της δέρμα, τα ξανθά μαλ­λιά και τα μεγάλα καταγάλανα μάτια. Χαμογελού­σε· όχι όμως συχνά. Κανείς δεν την είχε δει ποτέ να κλαίει. Μια φορά, όταν ήταν πέvrε, είχε πατήσει ένα καρφί μιας σανίδας που ι)ταν κρυμμένη κάτω από το χιόνι και είχε τρυπήσει το πόδι της πέρα ως πέρα. Ακόμα και τότε όμως η Αvrάρα ούτε είχε κλάψει ούτε είχε ουρλιάξει. Είχε τραβήξει το πόδι της από το καρφί και είχε γυρίσει περπατώvrας σπίτι, αφήνοvrας μια γραμμή από αίμα πάνω στο χιόνι. Κι όταν έφτασε, είπε απλά: «Πατέρα, χτύπη­σα». Τα καπρίτσια, οι θυμοί και τα δάκρυα μιας συνηθισμένης παιδικής ηλικίας δεν ήταν για κείνη.

Ακόμα κι η οικογένειά της ήξερε πως η Αvrάρα ήταν διαφορετική. Ο πατέρας της έμοιαζε με πε­λώρια, άγρια αρκούδα που δεν ενδιαφερόταν ιδιαί­τερα για τους ανθρώπους πάvrα όμως άνθιζε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του όταν τον ζάλιζε με τις ερωτήσεις του ο Τζοφ, κι ήταν όλο αγκαλιές και γέλια με την Τέρι, τη μεγαλύτερη αδελφή της Αvrά­ρα, χρυσαφένια κι όλο φακίδες, που φλέρταρε

* 18 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

αδιάντροπα με όλα τα αγόρια της περιοχ1iς. Αγκά­λιαζε συχνά και την Αντάρα, αλλά μόνο τους ατέ­λειωτους χειμώνες. Δεν είχε όμως τότε χαμόγελα. Τύλιγε απλά τα χέρια του γύρω της και έσφιγγε με όλη του τη δύναμη το μικρό κορμί της, μ' έναν λυγ­μό βαθιά μες στο στήθος και χοντρές στάλες δά­κρυα να κυλούν στα κόκκινα μάγουλά του. Δεν την αγκάλιαζε ποτέ τα καλοκαίρια. Τα καλοκαίρια ήταν πολύ απασχολημένος.

Όλοι ήταν απασχολημένοι τα καλοκαίρια, εκτός από την Αντάρα. Ο Τζοφ δούλευε στα χωράφια με τον πατέρα του και έκανε ατέλειωτες ερωτήσεις για τούτο και κείνο και το άλλο, μαθαίνοντας όλα όσα έπρεπε να ξέρει ένας αγρότης. Όταν δε δούλευε έτρεχε με τους φίλους του στο ποτάμι και έμπλεκε σε περιπέτειες. Η Τέρι φρόντιζε το σπίτι και μαγεί­ρευε, ενώ δούλευε λίγο και στο πανδοχείο στο σταυ­ροδρόμι, την εποχή που είχε πολύ κόσμο. Η κόρη του πανδοχέα ήταν φίλη η1ς και ο μικρότερός του γιος κάτι παραπάνω από φίλος, κι έτσι γυρνούσε πάντα χασκογελώντας και φλυαρώντας, μεταφέρο­ντας κουτσομπολιά και νέα από τους ταξιδιώτες, τους στρατιώτες ή τους αγγελιαφόρους του βασιλιά.

* 19 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

Για την Τέρι και τον Τζοφ τα καλοκαίρια ήταν η καλύτερη εποχή· είχαν πολλά να κάνουν και δεν ασχολούνταν με την Αντάρα.

Ο πατέρας τους είχε να κάνει τα περισσότερα από όλους. Χιλιάδες πράγματα έπρεπε να γίνουν κάθε μέρα και εκείνος τα έκανε κι έβρισκε άλλα τόσα. Δούλευε απ' την αυγ1} ίσαμε το σούρουπο. Οι μύες του γίνονταν σφιχτοί και λεπτοί το καλοκαίρι, μύριζε ιδρώτα κάθε βράδυ που έμπαινε σπίτι από τα χωράφια -έμπαινε όμως πάντοτε χαμογελαστός. Μετά το δείπνο καθόταν με τον Τζοφ και του έλεγε ιστορίες ή απαντούσε στις απορίες του, ή μάθαινε στην Τέρι πράγματα που δεν ήξερε για τη μαγει­ρική, ή πήγαινε μια βόλτα στο πανδοχείο. Ήταν στ' αλήθεια άνθρωπος του καλοκαιριού.

Ποτέ δεν έπινε το καλοκαίρι, πέρα από μια κού­πα κρασί πού και πού για να τιμήσει τις επισκέψεις του αδελφού του.

Αυτός �)ταν άλλος ένας λόγος που η Τέρι και ο Τζοφ αγαπούσαν τα καλοκαίρια, όταν η πλάση ήταν πράσινη, ζεστή και έσφυζε από ζωή. Μόνο το καλοκαίρι ερχόταν να τους επισκεφθεί ο θείος Χαλ, ο μικρότερος αδελφός του πατέρα τους. Ο Χαλ

* 20 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

ήταν δρακοκαβαλάρης στην υπηρεσία του βασιλιά, ένας ψηλόλιγνος άντρας με ευγενικό πρόσωπο. Οι δράκοι δεν αντέχουν το κρύο· όταν ερχόταν λοιπόν ο χειμώνας, ο Χαλ και η πτέρυγά του πετούσαν προς τον νότο. Γυρνούσε όμως κάθε καλοκαίρι, περίλαμπρος μες στη βασιλικ1} χρυσοπράσινη στο­λή του, καθ' οδόν για τα πεδία της μάχης βόρεια και δυτικά. Όσο ζούσε η Αντάρα, ο πόλεμος δεν είχε σταματήσει.

Όποτε ερχόταν βόρεια ο Χαλ, έφερνε δώρα: παιχνίδια από την πόλη του βασιλιά, κρυστάλλινα και χρυσά κοσμήματα, ζαχαρωτά, και πάντοτε μια ακριβή μπουκάλα κρασί που μοιραζόταν με τον αδελφό του. Χαμογελούσε στην Τέρι, που κοκκίνι­ζε με τα παινέματά του, και διασκέδαζε τον Τζοφ με ιστορίες για πόλεμο, κάστρα και δράκους. Όσο για την Αντάρα, προσπαθούσε συχνά να κερδίσει ένα της χαμόγελο με δώρα και αστεία ή αγκαλιές. Σπάνια όμως το κατάφερνε.

Παρ' όλη την καλοσύνη του, η Αντάρα δε συμπα­θούσε τον Χαλ. Όταν ήταν ο Χαλ εκεί, σήμαινε πως ο χειμώνας ήταν πολύ μακριά.

Πέρα από αυτό, μια νύχτα που ήταν μόλις τεσ-

* 22 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

σάρων χρονών και νόμιζαν πως είχε από ώρα κοι­μηθεί, τους άκουσε να μιλούν όσο έπιναν κρασί.

«Πόσο αγέλαστη είναι η μικρι). .. » είπε ο Χαλ. «Πρέπει να' σαι καλύτερος μαζί της, Τζον. Δεν μπο­ρείς να κατηγορείς αυτήν για ό,τι συνέβη».

«Δεν μπορώ;» αποκρίθηκε ο πατέρας της, με φω­νή βαριά από το κρασί. «Όχι, μάλλον όχι. Είναι όμως σκληρό. Μοιάζει στην Μπεθ, μα δεν έχει ίχνος απ' τη ζεστασιά της. Έχει τον χειμώνα μέσα της, ξέρεις. Όποτε την αγγίζω νιώθω την παγωνιά και θυμάμαι πως για χάρη της η Μπεθ έπρεπε να πεθάνει».

«Εσύ είσαι ψυχρός μαζί της. Δεν την αγαπάς όπως αγαπάς τα άλλα παιδιά».

Η Αντάρα θυμόταν πώς είχε γελάσει τότε ο πα­τέρας της. «Αν την αγαπώ; Αχ, Χαλ, την αγαπούσα περισσότερο απ' όλα, το μικρό μου παιδί του χει­μώνα. Ποτέ της όμως δεν το ανταπόδωσε. Δεν έχει τίποτα μέσα της για μένα, για σένα, για κανέναν μας. Είναι ένα μικρό, ψυχρό κορίτσι». Κι ύστερα άρχισε να κλαίει, παρόλο που ήταν καλοκαίρι κι ήταν μαζί του ο Χαλ. Η Αντάρα άκουγε από το κρεβάτι της κι ευχόταν να πετούσε ο Χαλ μακριά.

* 23 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

Δεν είχε καταλάβει όλα όσα είχε ακούσει, όχι τότε· τα θυμόταν όμως και κατάλαβε αργότερα.

Δεν έκλαψε, ούτε στα τέσσερά της όταν τους άκουσε, ούτε στα έξι, όταν κατάλαβε τι εννοούσαν. Ο Χαλ έφυγε λίγες μέρες αργότερα κι ο Τζοφ με την Τέρι χαιρετούσαν ενθουσιασμένοι όταν πέρα­σε από πάνω τους η πτέρυγά του, τριάντα μεγαλό­πρεποι δράκοι σε περήφανο σχηματισμό που έσκι­ζαν τον καλοκαιριάτικο ουρανό. Η Αντάρα κοιτού­σε με τα μικρά της χέρια κολλημένα στο πλάι.

* 24 *

Κεφάλαιο Δεύτερο

* * $ * *

MtyΣ/I'Jgc.9L Σ/ΙΌΧΙΟ9{Ι

�ς Αντάρα τα χαμόγελα ήταν κρυμμένα καλά και τα ξόδευε μονάχα τον χειμώνα. Δεν έβλεπε την ώρα να έρθουν τα γενέθλιά της και να φέρουν μα-

* 29 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

ζί τους την παγωνιά. Γιατί τον χειμώνα ήταν ένα παιδί ξεχωριστό.

Το ήξερε από όταν ήταν πολύ μικρή, σαν έπαιζε με τους άλλους στο χιόνι. Ποτέ δεν την πείραζε το κρύο όπως πείραζε τον Τζοφ και την Τέρι ή τους φίλους τους. Πολλές φορές η Αντάρα έμενε μόνη έξω για ώρες, όταν όλοι οι άλλοι έτρεχαν να βρουν λίγη ζεστασιά ή πήγαιναν στη γρια-Λόρα για τη ζεστή σούπα λαχανικών που της άρεσε να φτιάχνει στα παιδιά. Η Αντάρα έβρισκε ένα μυστικό μέρος στην άλλη άκρη των χωραφιών, διαφορετικό κάθε χειμώνα, κι εκεί έφτιαχνε ένα ψηλό λευκό κάστρο, δουλεύοντας το χιόνι με τα μικρά γυμνά της χέρια, σμιλεύοντάς το σε πύργους και πολεμίστρες σαν αυτές που ανέφερε συχνά ο Χαλ όταν μιλούσε για το κάστρο του βασιλιά στην πόλη. Έκοβε κρυστάλ­λους από τα χαμηλότερα κλαδιά των δέντρων και τους χρησιμοποιούσε για να φτιάξει οβελίσκους και μυτερές κορφές ή φυλάκια που έβαζε με τάξη γύρω γύρω από το κάστρο της. Πολλές φορές μες στο καταχείμωνο έλιωνε για λίγο το χιόνι κι ύστερα πάγωνε απότομα, και το κάστρο της γινόταν μέσα σε μια νύχτα πάγος, συμπαγές και δυνατό όσο φα-

* 30 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

νταζόταν πως θα ήταν και τα αληθινά κάστρα. Κά­θε χειμώνα έφτιαχνε το κάστρο της και κανείς πο­τέ δεν ήξερε για αυτό. Πάντα ερχόταν όμως η άνοι­ξη και το χιόνι έλιωνε δίχως να ακολουθεί πάντα παγωνιά. Τότε όλες οι πολεμίστρες και τα τείχη χάνονταν, κι η Αντάρα άρχιζε να μετρά τις μέρες μέχρι να έρθουν τα επόμενα γενέθλιά της.

Σπάνια ήταν άδεια τα κάστρα της. Κάθε χρόνο, στον πρώτο παγετό, οι σαύρες του πάγου ξεμυτού­σαν από τα λαγούμια τους και τα χωράφια γέμιζαν από τα μικροσκοπικά γαλάζια πλάσματα που έτρε­χαν εδώ κι εκεί σαν να μην άγγιζαν καν το χιόνι, έτσι όπως γλιστρούσαν ανάλαφρα πάνω του. Όλα τα παιδιά έπαιζαν με τις σαύρες του πάγου. Ήταν όμως αδέξια και σκληρά, τσάκιζαν στα δυο τα μι­κροσκοπικά ζωάκια, τα έσπαγαν με τα δάχτυλά τους όπως θα έσπαγαν έναν κρύσταλλο που κρεμό­ταν από τη στέγη. Ακόμα κι ο Τζοφ, που ήταν πολύ τρυφερός κι ευγενικός για να κάνει κάτι τέτοιο, μερικές φορές νικημένος από την περιέργεια κρα­τούσε πολλή ώρα τις σαύρες, πασχίζοντας να τις εξετάσει· τότε η θέρμη των χεριών του τις έκανε να λιώσουν και να καούν και στο τέλος να πεθάνουν.

* 31 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

Τα χέρια της Αντάρα ήταν κρύα κι απαλά, κι έτσι κρατούσε τις σαύρες όσο ήθελε δίχως να τους κάνει κακό, κι αυτό πάντα ενοχλούσε τον Τζοφ που ρωτούσε όλο θυμό το ένα και το άλλο. Μερικές φορές ξάπλωνε στο κρύο υγρό χιόνι και άφηνε τις σαύρες να σκαρφαλώσουν πάνω της, απολαμβά­νοντας το ανάλαφρο άγγιγμα των ποδιών τους όπως γλιστρούσαν στο πρόσωπό της. Μερικές φο­ρές είχε σαύρες του πάγου κρυμμένες στα μαλλιά όσο έκανε τις δουλειές της, αν και φρόντιζε να μην τις βάζει ποτέ μέσα, γιατί η ζέστη από τις φωτιές θα τις σκότωνε. Πάντοτε μάζευε τα αποφάγια όταν τέλειωνε η οικογένεια το γεύμα της, τα πήγαινε στο μυστικό μέρος όπου έχτιζε το κάστρο της και τα άφηνε εκεί. Έτσι, τα κάστρα που έχτιζε ήταν γεμάτα βασιλιάδες και αυλικούς κάθε χειμώνα: μικρά χνουδωτά πλάσματα που ξετρύπωναν από το δάσος, πουλιά του χειμώνα με ωχρό λευκό φτέ­ρωμα κι εκατοντάδες εκατοντάδων σαύρες του πάγου, κρύες, γοργές και καλοθρεμμένες. Στην Αντάρα οι σαύρες του πάγου άρεσαν περισσότερο από όλα τα ζώα που τόσα χρόνια φρόντιζε η οικο­γένειά της.

* 32 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

Εκείνο που αγαπούσε όμως �}ταν ο δράκος του πάγου.

Δεν ήξερε πότε τον είδε για πρώτη φορά. Έμοιαζε να είναι από πάντα κομμάτι

της ζωής της, ένα όραμα που έβλε­πε φευγαλέα το καταχείμωνο

να διασχίζει τον κρύο ουρανό, με γαλά­

ζια, γαλήνια

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

φτερά. Ήταν σπάνιοι οι δράκοι του πάγου, ακόμα και εκείνο τον καιρό, κι όποτε τους έβλεπαν τα παι­διά τούς έδειχναν γεμάτα δέος, ενώ οι μεγάλοι μουρμούριζαν κουνώντας το κεφάλι. Ήταν σημά­δι μακρύ, σκληρού χειμώνα όταν πετούσαν οι δρά­κοι του πάγου πάνω από τη χώρα. Είχαν δει έναν δράκο του πάγου να πετά μπροστά από το φεγγάρι τη νύχτα που γεννήθηκε η Αντάρα -έτσι έλεγαν- κι από τότε έβλεπαν κάθε χειμώνα· ήταν στ' αλήθεια σκληροί οι χειμώνες εκείνοι, με την άνοιξη να αρ-

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

γεί να έρθει όλο και περισσότερο κάθε χρονιά. Έτσι, οι άνθρωποι έστηναν φωτιές και προσεύχο­νταν με την ελπίδα να κρατήσουν μακριά τον δρά­κο του πάγου, γεμίζοντας φόβο την Αντάρα.

Ποτέ δεν τα κατάφερναν όμως. Κάθε χρόνο ο δράκος του πάγου επέστρεφε. Η Αντάρα �)ξερε πως ερχόταν για εκείνη.

Ήταν μεγάλος, μισός παραπάνω από τους πο­λεμικούς δράκους με τις πράσινες φολίδες, με τους οποίους πετούσαν ο Χαλ και οι σύντροφοί του. Η Αντάρα είχε ακούσει θρύλους για άγριους δράκους μεγαλύτερους κι από βουνά, ποτέ δεν είχε δει όμως κανέναν. Ο δράκος του Χαλ ήταν σίγουρα αρκετά μεγάλος, πέντε φορές μεγαλύτερος από ένα άλογο, φάνταζε όμως μικρός μπροστά στον δράκο του πά­γου - και άσχημος.

Ο δράκος του πάγου ήταν λευκός σαν κρύσταλλο, με εκείνη την απόχρωση του λευκού που είναι τόσο ψυχρή και σκληρ1} που μοιάζει σχεδόν γαλάζια. Ήταν σκεπασμένος από πρωιν1} πάχνη και σε κάθε του κί­νηση το δέρμα έσκαγε και ράγιζε σαν την κρούστα του χιονιού που ραγίζει κάτω από τις μπότες των αν­θρώπων, αφήνοντας κομμάτια να πέσουν κάτω.

* 36 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

Τα μάτια του �ίταν καθάρια, βαθιά και παγω­μένα.

Τα φτερά του πελώρια, θύμιζαν νυχτερίδας, πο­τισμένα με ένα διάφανο, αχνό γαλάζιο. Η Αντάρα έβλεπε από μέσα τους τα σύννεφα, πολλές φορές και το φεγγάρι και τα αστέρια, όταν διέγραφε πα­γωμένους κύκλους στον ουρανό.

Τα δόντια του ήταν σταλακτίτες, τριπλή σειρά, λόγχες μυτερές σε διάφορα μήκη, άσπρα μες στο βαθυγάλανο στόμα.

Όποτε χτυπούσε τα φτερά του ο δράκος του πά­γου, ψυχροί άνεμοι φυσούσαν και το χιόνι στροβι­λιζόταν σαν τρελό, ενώ ο κόσμος έμοιαζε να ζαρώ­νει τρεμάμενος. Μερικές φορές, όταν άνοιγε μια πόρτα παρασυρμένη από μια αναπάντεχη ριπή του ανέμου, ο νοικοκύρης έτρεχε να την αμπαρώσει κι έλεγε: «'Ενας δράκος του πάγου πετά εδώ κοντά».

Κι όταν άνοιγε ο δράκος του πάγου το μεγάλο του στόμα και φυσούσε, δεν ξεπηδούσε από μέσα του φωτιά, η πύρινη εκείνη δυσωδία από θειάφι των κατώτερων δράκων.

Ο δράκος του πάγου φυσούσε κρύο. Πάγος σχηματιζόταν όπου ανάσαινε. Η ζεστασιά

* 37 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

χανόταν. Φωτιές λύγιζαν κι έσβηναν κάτω από το ψυχρό άγγιγμα. Δέντρα κοκάλωναν ίσαμε τα βάθη της αργοκίνητης ψυχής τους και τα κλαδιά τους γίνονταν σαθρά κι έσπαγαν κάτω από το ίδιο τους το βάρος. Ζώα μελάνιαζαν και πέθαιναν κλαψου­ρίζοντας, με μάτια γουρλωμένα και δέρμα σκεπα­σμένο από τον πάγο.

Ο δράκος του πάγου φυσούσε θάνατο στον κό­σμο· θάνατο, γαλήνη και παγωνιά. Η Αντάρα όμως δε φοβόταν. Ήταν παιδί του χειμώνα κι ο δράκος του πάγου ήταν το μυστικό της.

Τον είχε δει στον ουρανό χιλιάδες φορές. Όταν ήταν τεσσάρων, τον είχε δει και στη γη.

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

Ήταν έξω κι έφτιαχνε το κάστρο της από χιόνι, όταν ήρθε και προσγειώθηκε κοντά της στα άδεια χιονοσκέπαστα χωράφια. Όλες οι σαύρες του πά­γου το έβαλαν στα πόδια. Η Αντάρα έμεινε εκεί. Ο δράκος του πάγου την κοιτούσε για δέκα ατέλειω­τους χτύπους της καρδιάς, κι ύστερα πέταξε ξανά. Ο άνεμος ούρλιαζε γύρω της και μέσα της καθώς χτυπούσε τα φτερά του, η Αντάρα όμως ένιωσε μια αλλόκοτη αγαλλίαση.

Αργότερα εκείνο τον χειμώνα ξανάρθε, και η Αντάρα τον άγγιξε. Ήταν πολύ κρύο το δέρμα του. Εκείνη όμως έβγαλε το γάντι της. Δε θα είχε νόημα αλλιώς. Σχεδόν φοβόταν πως θα καιγόταν και θα έλιωνε στο άγγιγμά της, μα δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Ήταν πολύ πιο ευαίσθητος στη ζέστη, ακόμα και από τις σαύρες του πάγου - το ήξερε αυτό με κά­ποιον τρόπο η Αντάρα. Εκείνη όμως �}ταν ιδιαίτερη, το παιδί του χειμώνα, δροσερή. Τον χάιδεψε και στο τέλος άφησε ένα φιλί στο φτερό του που πόνε­σε τα χείλη της. Ήταν ο χειμώνας των τέταρτων γενεθλίων της, τη χρονιά που άγγιξε τον δράκο του πάγου.

* 40 *

Κεφάλαιο Τρίτο

* * $ * *

�ν χεψώνα των πέμπτων γενεθλίων της ήταν που ανέβηκε για πρώτη φορά στη ράχη του και πέταξε μαζί του.

..

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

Τη βρήκε να δουλεύει ξανά σε διαφορετικό κά­στρο, σε διαφορετικό μέρος στα χωράφια, μόνη όπως πάvrα. Τον είδε να έρχεται, έτρεξε προς το μέρος του και μόλις προσγειώθηκε κόλλησε πάνω του. Εκείνο το καλοκαίρι είχε ακούσει τον πατέρα της να μιλά με τον Χαλ.

Έστεκαν έτσι λεπτά ατέλειωτα, ώσπου στο τέλος η Αντάρα, φέρνοντας στον νου της τα λόγια του Χαλ, άπλωσε το μικρό της χέρι και τράβηξε το φτε­ρό του δράκου. Κι ο δράκος χτύπησε τα μεγάλα του φτερά μια φορά, κι ύστερα τα άπλωσε πάνω στο χιόνι και η Αντάρα σκαρφάλωσε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον κρύο λευκό λαιμό του.

Και πέταξαν για πρώτη φορά μαζί. Δεν είχε χαλινάρια ούτε μαστίγιο σαν εκείνο που

χρησιμοποιούσαν οι δρακοκαβαλάρηδες του βα­σιλιά. Ώρες ώρες ο χτύπος των φτερών απειλούσε να την ξεκολλ1)σει από πάνω του κι 11 παγωνιά της ράχης του τρύπωνε κάτω από τα ρούχα της, τσι­μπούσε και μούδιαζε την παιδική της σάρκα. Η Αντάρα όμως δε φοβόταν.

Πέταξαν πάνω από τη φάρμα του πατέρα της και είδε τον Τζοφ που έδειχνε τόσο μικρός εκεί

* 46 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

κάτω, ξαφνιασμένος και φοβισμένος, και ήξερε πως δεν μπορούσε να τη δει. Γέλασε με γέλιο πα­γερό, κρυστάλλινο, γέλιο ψυχρό και ζωηρό σαν τον άνεμο του χειμώνα.

Πέταξαν πάνω από το πανδοχείο στο σταυρο­δρόμι, και πλήθος κόσμου βγήκε έξω να τους δει.

Πέταξαν πάνω από το δάσος το ολόλευκο, το καταπράσινο και σιωπηλό.

Πέταξαν ψηλά στον ουρανό, τόσο ψηλά που η Αντάρα δεν έβλεπε πια τη γη από κάτω, και της φάνηκε πως είδε άλλον έναν δράκο του πάγου πέ­ρα μακριά, μα δεν ήταν μεγαλόπρεπος σαν τον δικό της.

Πετούσαν σχεδόν όλη μέρα και στο τέλος ο δρά­κος έκανε έναν μεγάλο κύκλο και άρχισε να κατε­βαίνει, με τα ακίνητα λαμπερά του φτερά να γλι­στρούν στον αέρα. Την άφησε στο χωράφι που την είχε βρει, την ώρα που άρχιζε να σουρουπώνει.

Εκεί τη βρήκε ο πατέρας της. Έκλαψε σαν την είδε και την αγκάλιασε με άγρια δύναμη. Δεν το κατάλαβε αυτό η Αντάρα, ούτε γιατί τη χτύπησε όταν πήγαν στο σπίτι. Όταν όμως εκείνη κι ο Τζοφ έπεσαν για ύπνο, άκουσε τον αδελφό της να ξεγλι-

* 47 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

στρά από το κρεβάτι του και να πλησιάζει με βή­ματα ανάλαφρα το δικό της. «Τα 'χασες όλα» της είπε. /Ήρθε ένας δράκος του πάγου και τρόμαξε τον κόσμο. Ο πατέρας φοβήθηκε πως σε είχε φάει».

Η Αντάρα χαμογέλασε κρυφά μες στο σκοτάδι, μα δεν είπε τίποτα.

Πέταξε με τον δράκο του πάγου άλλες τέσσερις φορές εκείνο τον χειμώνα, κι όλους τους χειμώνες που ακολούθησαν. Κάθε χρόνο πετούσε όλο και πιο μακριά, όλο και πιο πολύ, κι ο δράκος του πά­γου εμφανιζόταν όλο και πιο συχνά στους ουρανούς πάνω από τη φάρμα τους.

Κάθε χειμώνας ήταν όλο και πιο μακρύς, όλο και πιο παγερός από τον προηγούμενο.

Κάθε χρόνο τα χιόνια έλιωναν αργότερα. Μερικές φορές υπήρχαν κομμάτια γης, εκεί που

είχε ξαπλώσει ο δράκος του πάγου να ξεκουραστεί, που το χιόνι έμοιαζε να μη λιώνει καλά καλά.

Πολλή κουβέντα έγινε στο χωριό σαν έγινε έξι χρονών. Ένα μήνυμα στάλθηκε στον βασιλιά. Απά­ντηση δεν ήρθε όμως ποτέ.

«Άσχημο πράγμα οι δράκοι του πάγου» είπε ο Χαλ εκείνο το καλοκαίρι όταν επισκέφτηκε τη φάρ-

* 49 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

μα. «Δε μοιάζουν με τους αληθινούς δράκους, ξέ­ρετε. Δεν μπορείς να τους δαμάσεις ή να τους εκ­παιδεύσεις. Ξέρουμε ιστορίες για κάποιους που δοκίμασαν, και βρέθηκαν παγωμένοι με το μαστί­γιο και τα χαλινάρια στο χέρι. Έχω ακούσει για

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

ανθρώπους που έχασαν χέρια ή δάχτυλα από ένα και μόνο άγγιγμά τους. Από κρυοπάγημα. Ναι, άσχημο πράγμα».

«Τότε γιατί δεν κάνει κάτι ο βασιλιάς;» ρώτησε απαιτητικά ο πατέρας της. «Στείλαμε μήνυμα. Αν

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

δεν μπορέσουμε να τον σκοτώσουμε ή να τον διώ­ξουμε αποδώ, σε ένα δυο χρόνια δε θα 'χουμε καν εποχή για φύτεμα».

Ο Χαλ χαμογέλασε θλιμμένα. «Ο βασιλιάς έχει άλλες έγνοιες. Ο πόλεμος δεν πάει καλά, ξέρεις. Κάθε καλοκαίρι κερδίζουν περισσότερο έδαφος και έχουν διπλάσιους δρακοκαβαλάρηδες από εμάς. Σ' το λέω Τζον, είναι άσχημα εκεί πάνω. Κά­ποια χρονιά δε θα γυρίσω πίσω. Δεν έχει ο βασιλιάς άντρες να διαθέσει για το κυνήγι ενός δράκου του πάγου». Γέλασε. «Άλλωστε, δε νομίζω να σκότωσε ποτέ κανείς έναν από δαύτους. Ίσως θα 'πρεπε απλά να αφήσουμε τον εχθρό να πάρει όλα τούτα τα μέρη. Έτσι θα 'ναι δικός του ο δράκος του πάγου».

Δε θα ήταν όμως, σκέφτηκε η Αντάρα καθώς άκουγε. Όποιος βασιλιάς κι αν κυβερνούσε τα μέ­ρη εκείνα, θα �}ταν πάντα δικός της ο δράκος του πάγου.

* 52 *

Κεφάλαιο Τέταρτο

* * $ * *

ΡΩΙΙ'/Τ,Σ zrro9{ 13ΟΡΡ .9L

Ο Χαλ έφυγε και το καλοκαίρι μίκραινε και σωνόταν. Η Αντάρα μετρούσε τις μέρες ίσαμε τα γενέθλιά της. Ο Χαλ πέρασε ξανά πριν τα πρώτα κρύα, για να πάει τον άσχη­μο δράκο του στον νότο για τον χειμώνα. Η

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

πτέρυγά του έμοιαζε όμως πιο μικρή όταν πέρασε πετώντας πάνω από το δάσος εκείνο το φθινόπωρο, και η επίσκεψή του ήταν πιο σύντομη από ό,τι συ­νήθως, ενώ τέλειωσε με έναν δυνατό καβγά ανάμε­σα σε εκείνον και τον πατέρα της.

«Δε μετακινούνται τον χειμώνα» είπε ο Χαλ. «Το έδαφος είναι πολύ επικίνδυνο και δε διακινδυ­νεύουν προέλαση δίχως τους δρακοκαβαλάρηδες να τους καλύπτουν από τον ουρανό. Σαν έρθει όμως η άνοιξη, δε θα μπορούμε πια να τους κρατήσουμε μακριά. Ίσως να μην το προσπαθήσει καν ο βασι­λιάς. Πούλα τη φάρμα τώρα, όσο ακόμα μπορείς να πετύχεις καλή τιμή. Μπορείς να αγοράσεις άλ­λο κομμάτι γης στον νότο».

«Τούτη είναι η γη μου» είπε ο πατέρας της. «Εδώ γεννήθηκα. Κι εσύ το ίδιο, αν και φαίνεται πως το έχεις ξεχάσει. Εδώ είναι θαμμένοι οι γονείς μας. Κι η Μπεθ το ίδιο. Θέλω να με βάλουν δίπλα της σαν φύγω>>.

«Θα φύγεις πολύ πιο σύντομα από όσο θα 'θελες αν δε μ' ακούσεις» είπε οργισμένος ο Χαλ. «Μην είσαι χαζός, Τζον. Ξέρω τι σημαίνει για σένα τού­τη η γη, μα δεν αξίζει να χάσεις τη ζωή σου». Κι

* 59 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

έλεγε, κι έλεγε, ο πατέρας της όμως δεν άλλαζε γνώμη. Κατέληξαν να βρίζουν ο ένας τον άλλον κι ο Χαλ έφυγε μες στη νύχτα χτυπώντας την πόρτα πίσω του.

Η Αντάρα, που άκουγε, π1)ρε μια απόφαση. Δεν είχε σημασία τι θα έκανε ή δε θα έκανε ο πατέρας της. Εκείνη θα έμενε. Αν έφευγε, δε θα ήξερε ο δράκος του πάγου πού να τη βρει όταν θα ερχόταν ο χειμώνας, κι αν κατέληγαν πολύ νότια, δε θα μπο­ρούσε να πάει καθόλου να τη συναντήσει.

Ήρθε όμως να τη βρει αμέσως μετά τα έβδομα γενέθλιά της. Ήταν ο πιο κρύος χειμώνας από όλους. Πετούσε τόσο συχνά και τόσο μακριά μαζί του, που δεν της έμενε χρόνος να δουλέψει στο πα­γωμένο κάστρο της.

Ο Χαλ 1)ρθε ξανά την άνοιξη. Δώδεκα δράκοι υπήρχαν μόνο στην πτέρυγά του και δεν έφερε δώρα αυτή τη χρονιά. Εκείνος κι ο πατέρας της μάλωσαν για άλλη μια φορά. Ο Χαλ φώναζε και ικέτευε και απειλούσε, ο πατέρας της όμως ήταν αμετακίνητος. Τελικά ο Χαλ έφυγε για το πεδίο της μάχης.

Εκείνη τη χρονιά η γραμμή άμυνας του βασιλιά

* 60 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

έσπασε πέρα στον βορρά, κοντά σε μια πόλη με όνομα μεγάλο που η Αντάρα δεν μπορούσε να προφέρει.

Η Τέρι ήταν η πρώτη που το άκουσε. Γύρισε από το πανδοχείο ένα βράδυ, αναψοκοκκινισμένη κι όλο έξαψη. «Πέρασε ένας αγγελιαφόρος που πή­γαινε στον βασιλιά» τους είπε. «Ο εχθρός κέρδισε μια μεγάλη μάχη, και πήγαινε να ζητήσει ενισχύ­σεις. Είπε πως ο στρατός μας υποχωρεί».

Ο πατέρας τους σκυθρώπιασε και ρυτίδες έγνοιας έσκαψαν το μέτωπό του. «Είπε τίποτα για τους δρακοκαβαλάρηδες του βασιλιά;» Είτε δια­φωνούσαν είτε όχι, ο Χαλ ήταν οικογένεια.

«Ρώτησα» είπε η Τέρι. «Είπε πως οι δρακοκαβα­λάρηδες είναι η οπισθοφυλακή. Αυτοί πρέπει να κάνουν επιδρομές και να καίνε, καθυστερώντας τον εχθρό για να υποχωρ1}σει ασφαλής ο στρατός. Αχ, ελπίζω να είναι καλά ο θείος Χαλ!»

«Θα τους δείξει ο Χαλ» είπε ο Τζοφ. «Μαζί με τον Μπρίμστοουν θα τους κάψουν όλους».

Ο πατέρας τους χαμογέλασε. «Πάντα κατάφερ­νε ο Χαλ να φροντίζει τον εαυτό του. Όπως και να 'χει, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Τέρι, αν

* 61 *

**• GEORGE R. R. MARTlN **•

περάσουν κι άλλοι αγγελιαφόροι, ρώτησέ τους πώς πάει».

Εκείνη κούνησε το κεφάλι γεμάτη έξαψη πε­ρισσότερο, παρά ανησυχία. Ήταν όλα τόσο συ­ναρπαστικά.

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

Τις βδομάδες που ακολούθησαν, η έξαψη άρχι­σε να χάνεται καθώς ο κόσμος στα μέρη τους άρ­χισε να καταλαβαίνει το μέγεθος της καταστροφής. Η βασιλική οδός γινόταν όλο και πιο πολυσύχναστη και όσοι κινούνταν από τον βορρά προς τον νότο

φορούσαν πράσινα και χρυσά. Στην αρχι1 οι φάλαγγες παρέλαυναν με τάξη και πειθαρ­χία, με τους αξιωματικούς να προπορεύο­

νται φορώντας χρυσές περικεφαλαίες ακό­μα και τότε όμως μόλις που κατάφερναν να προ­χωρήσουν. Οι λογχοφόροι περπατούσαν άτονα και

οι σωλές τους ήταν βρό­μικες και σκισμένες. Τα σπαθιά, τα δόρα­τα και οι πελέκεις που

κρατούσαν οι στρατιώ­τες ήταν φαγωμένα και

κάποιες φορές ματωμένα. Μερικοί είχαν χάσει τα όπλα τους·

προχωρούσαν κουτσαίνοντας στα τυφλά, με άδεια χέρια. Οι σειρές των τραυματιών που

ακολουθούσαν ήταν πολλές φορές πιο μεγάλες από τις ίδιες τις φάλαγγες. Η Αντάρα έστεκε στο γρα­σίδι στην άκρη του δρόμου και τους κοιτούσε να περνούν. Είδε έναν άντρα δίχως μάτια να στηρίζει έναν άλλον με ένα μόνο πόδι και να προχωρούν κι

* 65 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

οι δυο μαζί. Είδε άvrρες δίχως πόδια ή χέρια, ή δίχως καθόλου μέλη. Είδε έναν άvrρα με το κεφά­λι ανοιγμένο από πέλεκυ, άλλους πολλούς γεμάτους ξεραμένα αίματα και βρομιά, ανθρώπους να βο­γκούν βαριά καθώς περπατούσαν. Μύρισε άvrρες με σώματα που ήταν πρασινωπά και φουσκαλια­σμένα. Ένας τους πέθανε και τον εγκατέλειψαν στην άκρη του δρόμου. Η Αvrάρα το είπε στον πα­τέρα της κι εκείνος μαζί με κάποιους από το χωριό βγήκαν και τον έθαψαν.

Περισσότερο από καθετί άλλο, η Αvrάρα έβλεπε άvrρες καμένους. Δεκάδες υπήρχαν σε κάθε φά­λαγγα που περνούσε, άvrρες με δέρμα μαύρο και καψαλισμένο να ξεκολλάει από πάνω τους, να έχουν χάσει χέρι i} πόδι ή το μισό πρόσωπο από την καυτή ανάσα ενός δράκου. Η Τέρι τούς είπε τι έλεγαν οι αξιωματικοί όταν σταματούσαν στο παν­δοχείο να πιουν ή να ξεκουραστούν: ο εχθρός είχε πολλούς, πολλούς δράκους.

* 66 *

Κεφάλαιο Πέμπτο

* * $ * *

Σ/Ι .9LΧ'ΙΤ,Σ

!]':,έναν μήνα σχcδόν πφνούσαν Ο< φάλαγγcς από εκεί, όλο και περισσότερες κάθε μέρα. Ακόμα και η γρια-Λόρα παραδέχτηκε πως δεν είχε δει ποτέ της τόση κίνηση στον δρόμο. Από καιρό σε καιρό περ-

νούσε κάποιος αγγελιαφόρος με το άλογό του προς την αντίθετη κατεύθυνση, καλπάζοντας προς τον βορρά, μα πάντοτε μόνος. Ύστερα από λίγο, όλοι ήξεραν πως δε θα έρχονταν ενισχύσεις.

-.

. .._. ... .....

. ·

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

Ένας αξιωματικός σε μια από τις τελευταίες φά­λαγγες συμβούλεψε τον κόσμο της περιοχής να μαζέψει ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει και να φύγει για τον νότο. «'Ερχονται» προειδοποίησε. Κάποιοι τον άκουσαν, και για μια βδομάδα ο δρόμος γέμι­σε πρόσφυγες από πόλεις που βρίσκονταν ακόμα πιο βόρεια. Μερικοί από αυτούς αφηγούνταν τρο­μακτικές ιστορίες. Όταν έφυγαν, ακόμα περισσό­τεροι ντόπιοι τούς ακολούθησαν.

Οι πιο πολλοί όμως έμειναν. Ήταν άνθρωποι σαν τον πατέρα της, και τα χώματα εκείνα κυλού­σαν στις φλέβες τους.

Το τελευταίο οργανωμένο σώμα που πέρασε από τον δρόμο ήταν ένας άθλιος ουλαμός ιππικού, άντρες κάτισχνοι σαν σκελετοί πάνω σε άλογα με δέρμα τραβηγμένο πάνω στα πλευρά τους. Πέρα­σαν από εκεί μες στη νύχτα και τα άλογα βαριανά­σαιναν αφρίζοντας. Ο μόνος που σταμάτησε ήταν ένας νεαρός χλωμός αξιωματικός, που τράβηξε για μια στιγμή τα γκέμια του αλόγου του και φώναξε: «Φύγετε, φύγετε. Καίνε τα πάντα!». Ύστερα έτρεξε πίσω από τους άντρες του.

Λίγοι στρατιώτες που ακολούθησαν μετά ήταν

* 73 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

μόνοι ή σε μικρές ομάδες. Δεν πήγαιναν πάντα από τον δρόμο και δεν πλήρωναν τα πράγματα που έπαιρναν.

Κι ύστερα, κανείς. Ο δρόμος ερήμωσε. Ο πανδοχέας έλεγε πως μύριζε τις στάχτες σαν

φυσούσε άνεμος από τον βορρά. Μάζεψε την οικο­γένειά του κι έφυγε για τον νότο. Η Τέρι έκανε σαν τρελή. Ο Τζοφ είχε μάτια γουρλωμένα, ήταν ανή­συχος και λίγο φοβισμένος. Έκανε χιλιάδες ερω­τήσεις για τον εχθρό και εξασκούνταν σαν να ήταν πολεμιστής. Ο πατέρας τους συνέχιζε να κάνει τις δουλειές του, πολυάσχολος όπως πάντα. Πόλεμος ή όχι, είχε σπαρτά στο χωράφι. Χαμογελούσε λι­γότερο από ό,τι παλιά όμως, και άρχισε να πίνει· η Αντάρα τον έβλεπε πολλές φορές να ρίχνει ματιές ψηλά στον ουρανό ενώ δούλευε.

Η Αντάρα περιπλανιόταν μόνη στα χωράφια, έπαιζε μόνη στην υγρή ζέστη του καλοκαιριού και προσπαθούσε να σκεφτεί πού θα κρυβόταν αν δο­κίμαζε ο πατέρας της να τους πάρει από εκεί.

Τελευταίοι από όλους ήρθαν οι δρακοκαβαλά­ρηδες του βασιλιά, και μαζί τους ήρθε κι ο Χαλ.

Ήταν μόνο τέσσερις. Η Αντάρα είδε τον πρώτο

* 74 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

και πήγε να το πει στον πατέρα της. Εκείνος έβαλε το χέρι στον ώμο της και έμειναν οι δυο τους να τον κοιτούν καθώς περνούσε: ένας μόνο πράσινος δρά­κος, με βλέμμα χαμένο. Δε στάθηκε να τους δει.

Δυο μέρες αργότερα φάνηκαν τρεις δράκοι να πετούν· ο ένας ξέφυγε από την πορεία και κατέβη­κε στη φάρμα τους διαγράφοντας κύκλους, ενώ οι άλλοι δύο συνέχισαν προς τον νότο.

Ο θείος Χαλ ι}ταν αδύνατος, βλοσυρός και κά­τωχρος. Ο δράκος του έδειχνε άρρωστος. Τα μάτια του έτρεχαν κι η μια του φτερούγα ήταν σε ένα μέρος καμένη· έτσι πετούσε αδέξια, βαριά, με με­γάλη δυσκολία. «Τώρα θα φύγεις;» είπε ο Χαλ στον αδελφό του μπροστά σε όλα τα παιδιά.

«'Οχι. Τίποτα δεν έχει αλλάξει». Ο Χαλ βλαστήμησε. «Σε τρεις μέρες θα 'ναι εδώ»

είπε. «Οι δρακοκαβαλάρηδές τους μπορεί να φτά­σουν και νωρίτερα».

«Πατέρα, φοβάμαι» είπε η Τέρι. Την κοίταξε, είδε τον φόβο της, δίστασε, και στο

τέλος στράφηκε ξανά στον αδελφό του. «Εγώ θα μείνω. Αν δε σε πειράζει όμως, θα ήθελα να πάρεις τα παιδιά».

* 75 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

Ήταν η σειρά του Χαλ να διστάσει. Το σκέφτη­κε μια στιγμή κι ύστερα κούνησε το κεφάλι αρνη­τικά. «Δεν μπορώ, Τζον. Θα το έκανα πρόθυμα, με μεγάλη χαρά, αν ήταν δυνατό. Μα δεν είναι. Ο Μπρίμστοουν είναι χτυπημένος. Μόλις που κουβα­λά εμένα. Οποιοδήποτε παραπανίσιο βάρος μπο­ρεί να τον σκοτώσει».

Η Τέρι άρχισε να κλαίει. «Λυπάμαι, γλυκιά μου» της είπε ο Χαλ κι έσφιξε

ανήμπορος τις γροθιές του. «Η Τέρι είναι αρκετά μεγάλη» είπε ο πατέρας

τους. «Αν είναι πολύ βαριά, τότε πάρε ένα από τα άλλα παιδιά».

Ο αδελφός κοιτούσε τον αδελφό με απόγνωση στα μάτια. Ο Χαλ έτρεμε. «Η Αντάρα» είπε τε­λικά. «Είναι μικρή και ελαφριά». Προσπάθησε να γελάσει. «Δε ζυγίζει σχεδόν τίποτα. Θα πάρω την Αντάρα. Οι υπόλοιποι πάρτε άλογα 1) μια άμαξα, 1) φύγετε με τα πόδια. Αλλά πρέπει να φύγετε».

«Θα δούμε» είπε ο πατέρας τους αόριστα. «Πά­ρε εσύ μαζί σου την Αντάρα και κράτα την ασφαλή για μας».

* 77 *

«Ναι» συμφώνησε ο Χαλ. Στράφηκε και της χα­μογέλασε. <<'Ελα, μικρι} μου. Ο θείος Χαλ θα σε πάει βόλτα με τον Μπρίμστοουν».

Η Αντάρα τον κοίταξε πολύ σοβαρή. <<'Οχι» είπε. Ύστερα στράφηκε, γλίστρησε έξω από την πόρτα κι άρχισε να τρέχει.

Έτρεξαν ξοπίσω της φυσικά, ο Χαλ, ο πατέρας της, ακόμα και ο Τζοφ. Ο πατέρας τι1ς όμως κο­ντοστάθηκε στην πόρτα και της φώναξε να γυρίσει πίσω, κι όταν άρχισε να τρέχει ι}ταν βαρύς, αδέ­ξιος, ενώ η Αντάρα ι}ταν στ' αλήθεια μικρι}, ανά­λαφρη και γοργοπόδαρη. Ο Χαλ κι ο Τζοφ την ακολούθησαν περισσότερο· ο Χαλ ήταν όμως αδύ-

* 78 *

ναμος κι ο Τζοφ σύvrομα λαχάνιασε, παρόλο που κατάφερε να τρέξει αρκετά για μερικά λεπτά. Ώσπου να φτάσει η Αvrάρα στο πιο κοvrινό χω­ράφι με το στάρι, οι τρεις τους είχαν μείνει αρκετά πίσω. Χάθηκε αμέσως μες στα στάχυα και την έψα­χναν μάταια για ώρες, ενώ εκείνη πλησίαζε προ­σεκτικά το δάσος.

* 79 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

Όταν έπεσε το σούρουπο, π1}ραν φανάρια και πυρσούς και συνέχισαν να ψάχνουν. Άκουγε πού και πού τον πατέρα της να βλαστημά ή τον Χαλ να φωνάζει το όνομά της. Έμεινε ψηλά μες στα κλαδιά της βελανιδιάς που είχε σκαρφαλώσει και χαμογε­λούσε βλέποντας τις φωτιές τους καθώς χτένιζαν ξανά και ξανά τα χωράφια. Στο τέλος αποκοιμή­θηκε και ονειρεύτηκε τον ερχομό του χειμώνα, ενώ αναρωτιόταν πώς θα ζούσε μέχρι τα γενέθλιά της. Ήταν ακόμη πολύ μακριά.

* 80 *

Κεφάλα�ο Έκτο

* * $ * *

!ΞΤ,ΡΤ,')"'J"Ό�fΙ' ΥlΣ Jl!ITO q'!J{ Ρ ΔfΙ'Ι .91

• • •• 1

Ήαυγή την ξύπνησε -η αυγή« ένας θόρυβος σrον ουρανό.

Η Αντάρα χασμουρ1}θηκε κι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της τον άκουσε ξανά. Σκαρφάλωσε σrο

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

πιο ψηλό κλαδί του δέντρου, όσο πιο ψηλά άντεχε το βάρος της, κι έκανε στην άκρη τα φύλλα.

Υπήρχαν δράκοι στον ουρανό. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί θηρία σαν αυτά. Οι φο­

λίδες τους ήταν σκούρες και καπνισμένες, όχι πρά­σινες σαν του δράκου του Χαλ. Ένας είχε το χρώ­μα της σκουριάς, άλλος του ξεραμένου αίματος κι ένας ήταν μαύρος σαν το κάρβουνο. Όλοι τους είχαν μάτια σαν κάρβουνα αναμμένα κι από τα ρουθούνια τους έβγαινε καπνός. Οι ουρές τους τινάζονταν μπρος πίσω καθώς τα σκούρα δερμά­τινα φτερά τους χτυπούσαν τον αέρα. Εκείνος στο χρώμα της σκουριάς άνοιξε το στόμα και βρυχή­θηκε, κι ολάκερο το δάσος σείστηκε στο κάλεσμά

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

του - ακόμα και το κλαδί που ήταν σκαρφαλωμέ­νη η Αντάρα ρίγησε λιγάκι. Έκανε κι ο μαύρος έναν θόρυβο, κι όταν άνοιξε τα σαγόνια του μια πύρινη λόγχη τινάχτηκε από μέσα, γαλάζια και πορτοκαλιά, κι άγγιξε τα δέντρα. Φύλλα ζάρωσαν και μαύρισαν, καπνός άρχισε να βγαίνει από εκεί που είχε πέσει η ανάσα του δράκου. Εκείνος που είχε το χρώμα του αίματος πέταξε πιο κοντά της, με φτερά που έτριζαν και τεντώνονταν και στόμα μισάνοιχτο. Ανάμεσα στα κιτρινισμένα δόντια η Αντάρα είδε κάπνα και στάχτη· ο άνεμος που έφερνε το πέρασμά του ήταν φωτιά και γυαλόχαρ­το, άγριος και σκληρός πάνω στο δέρμα της. Ζά­ρωσε.

Στις ράχες των δράκων υπήρχαν άντρες με μα­στίγιο και δόρυ, κι οι στολές τους ήταν μαύρες και πορτοκαλιές ενώ τα πρόσωπά τους κρυμμένα πίσω από σκούρες περικεφαλαίες. Εκείνος που �}ταν πά­νω στον δράκο της σκουριάς έδειξε με το δόρυ του τα κτίσματα της φάρμας πέρα στα χωράφια. Η Αντάρα κοίταξε.

Ο Χαλ υψωνόταν να τους αντιμετωπίσει. Ο πράσινος δράκος του ήταν μεγάλος σαν τους

* 88 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

δικούς τους, στην Αντάρα όμως για κάποιο λόγο φάνταζε μικρός έτσι όπως τον κοιτούσε να ανεβαί­νει στον ουρανό από τη φάρμα. Με τα φτερά του απλωμένα σε όλο τους το μήκος, �)ταν ξεκάθαρο πόσο άσχημα λαβωμένος ήταν: το δεξί του φτερό ήταν καμένο και έγερνε βαρύ στη μια πλευρά κα­θώς πετούσε. Πάνω στη ράχη του ο Χαλ έμοιαζε με τους μικρούς στρατιώτες-παιχνίδια που τους έφερνε για δώρο, χρόνια πριν.

Οι δρακοκαβαλάρηδες του εχθρού χωρίστηκαν και τον περικύκλωσαν από τρεις μεριές. Ο Χαλ είδε τι έκαναν. Προσπάθησε να στρίψει, να πέσει πάνω στον μαύρο δράκο και να ξεφύγει από τους άλλους δύο. Το μαστίγιό του κροτάλισε όλο οργή, όλο απόγνωση. Ο πράσινος δράκος του άνοιξε το στόμα και βρυχήθηκε προκλητικά, η φλόγα του όμως ήταν ωχρ1} και μικρ1), δεν άγγιξε τον εχθρό.

Οι άλλοι δεν έκαναν τίποτα. Ύστερα, με ένα σι­νιάλο, οι δράκοι τους φύσηξαν σαν ένας. Ο Χαλ τυλίχτηκε στις φλόγες.

Ο δράκος του άφησε έναν ψιλό, θρηνψικό 1)χο και η Αντάρα είδε πως καιγόταν, πως εκεiνος καιγό­ταν, πως καίγονταν κι οι δυο, θεριό κι αφέντης.

* 89 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

Έπεσαν με ορμή στο χώμα κι απέμειναν μες στους καπνούς, ανάμεσα στα στάχυα του πατέρα της.

Ο αέρας γέμισε στάχτη. Η Αντάρα τέντωσε το κεφάλι προς την άλλη

πλευρά και είδε μια στήλη καπνού να υψώνεται πέρα από το ποτάμι και το δάσος. Ήταν η φάρμα όπου ζούσε η γρια-Λόρα με τα εγγόνια της και τα δzκά τους παιδιά.

Όταν κοίταξε ξανά πίσω, οι τρεις δράκοι διέ­γραφαν κύκλους όλο και πιο χαμηλά πάνω από τη δική τους φάρμα. Ένας ένας άρχισαν να προσγειώ­νονται. Είδε τον πρώτο από τους αναβάτες να κα­τεβαίνει και να προχωρά νωχελικά προς την πόρτα τους.

Ήταν τρομοκρατημένη, μπερδεμένη, και μόνο εφτά χρονών. Η βαριά καλοκαιριάτικη ατμόσφαι­ρα έπεφτε σαν βαρίδι πάνω της, τη γέμιζε ανη­μποριά κι έκανε τους φόβους της ακόμα πιο πνι­γηρούς. Έτσι, δίχως να σκεφτεί έκανε το μόνο πράγμα που ήξερε, αυτό που της ήρθε αυθόρμη­τα. Κατέβηκε από το δέντρο της κι άρχισε να τρέ­χει. Έτρεξε μέσα από τα χωράφια, μες στο δάσος, μακριά από τη φάρμα, την οικογένειά της, τους

* 91 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

δράκους, μακριά από όλα. Έτρεξε μέχρι που τα πόδια της άρχισαν να σφυροκοπούν απ' τον πόνο, κατά το ποτάμι. Έτρεξε στο πιο κρύο μέρος που ήξερε, στις βαθιές σπηλιές κάτω από την απόκρη­μνη κοίτη του ποταμού, στο παγερό καταφύγιο, το σκοτάδι, την ασφάλεια.

Εκεί, μες στο σκοτάδι, κρύφτηκε. Ήταν παιδί του χειμώνα η Αντάρα και το κρύο δεν την ενοχλού­σε. Κι όμως, έτρεμε ενώ κρυβόταν.

Η μέρα γίνηκε νύχτα. Η Αντάρα δεν έφυγε απ' τη σπηλιά της. Προσπάθησε να κοιμηθεί, τα όνειρά της όμως ήταν γεμάτα φλεγόμενους δρά­κους.

Έγινε ένα μικρό κουβαράκι ξαπλωμένη όπως ήταν στο σκοτάδι και προσπάθησε να μετρήσει πόσες μέρες απέμεναν ως τα γενέθλιά της. Ήταν όμορφα δροσερές οι σπηλιές. Η Αντάρα μπορούσε σχεδόν να φανταστεί πως δεν ήταν δα καλοκαίρι, πως ήταν χειμώνας ή κόντευε να χειμωνιάσει. Σε λίγο ο δράκος της θα ερχόταν να τη βρει και θα ανέβαινε στη ράχη του να πάνε στη χώρα του πα­ντοτινού χειμώνα, όπου μεγάλα κάστρα από πάγο και καθεδρικοί από χιόνι έστεκαν αιώνια σε ατέ-

* 92 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

λειωτες λευκές εκτάσεις και το μόνο που υπήρχε ήταν σιγαλιά και γαλήνη.

Ήταν σχεδόν σαν χειμώνας έτσι όπως ήταν ξα­πλωμένη. Η σπηλιά γινόταν όλο και πιο κρύα θαρ­ρείς. Την έκανε να νιώθει ασφαλής. Κοιμήθηκε για λίγο. Όταν ξύπνησε, το κρύο ήταν ακόμα πιο δυ­νατό. Λευκό στρώμα πάγου σκέπαζε τα τοιχώματα της σπηλιάς κι εκείνη καθόταν σε ένα κρεβάτι από πάγο. Η Αντάρα πετάχτηκε όρθια και κοίταξε προς το στόμιο της σπηλιάς που έλουζε το αδύναμο φως της αυγής. Κρύος αέρας τη χάιδεψε. Κι ερχόταν από έξω, από τον κόσμο του καλοκαιριού, όχι από τα βάθη της σπηλιάς.

Άφησε ένα μικρό επιφώνημα χαράς και άρχισε να σκαρφαλώνει και να πηδά πάνω από τους σκε­πασμένους με πάγο βράχους.

Έξω, ο δράκος του πάγου την περίμενε. Είχε φυσήξει πάνω στο νερό και τώρα ο ποταμός

ήταν παγωμένος, ένα κομμάτι του τουλάχιστον, αν και μπορούσε να δει κανείς τον πάγο να λιώνει γρήγορα όσο ανέβαινε ο ήλιος του καλοκαιριού. Είχε φυσήξει στο πράσινο γρασίδι που φύτρωνε στις όχθες, ψηλό σαν την Αντάρα, κι εκείνο έστεκε

* 93 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

τώρα λευκό κι έτοιμο να σπάσει, τόσο που όταν ο δράκος του πάγου σάλεψε τα φτερά του, το γρα­σίδι κόπηκε στα δυο και έπεσε κάτω σαν να το είχε κόψει δρεπάνι.

Τα ψυχρά μάτια του δράκου κοίταξαν την Αντά­ρα κι εκείνη έτρεξε πάνω στο φτερό του και τύλιξε τα χέρια γύρω του. Ήξερε πως έπρεπε να βιαστεί. Ο δράκος του πάγου έδειχνε μικρότερος από κάθε άλλη φορά και καταλάβαινε τι του έκανε η ζέστη του καλοκαιριού.

«Βιάσου, δράκε» ψιθύρισε. «Πάρε με μακριά, πάρε με στη χώρα του παντοτινού χειμώνα. Δε θα γυρίσουμε ποτέ ξανά εδώ, ποτέ. Θα σου χτίσω το καλύτερο κάστρο από όλα, θα σε φροντίζω, θα πε­τώ μαζί σου κάθε μέρα. Πάρε με μόνο μακριά, δράκε, πάρε με μαζί σου».

Ο δράκος του πάγου άκουσε και κατάλαβε. Τα πλατιά, διάφανα φτερά του ξεδιπλώθηκαν και χτύπησαν τον αέρα· τσουχτεροί, αρκτικοί άνεμοι ούρλιαξαν πάνω από την καλοκαιρινή γη. Απο­γειώθηκαν. Μακριά από τη σπηλιά. Μακριά από τον ποταμό. Πέρα από το δάσος. Όλο και πιο ψηλά. Ο δράκος του πάγου έστριψε για τον βορ-

* 94 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

ρά. Η Αvrάρα είδε φευγαλέα τη φάρμα του πατέ­ρα της, ήταν όμως πολύ μικρή, γινόταν ολοένα και μικρότερη. Γύρισαν την πλάτη και συνέχισαν να πετούν.

Ένας ήχος έφτασε τότε στα αυτιά της. Ένας ήχος αδιανόητος, ένας ήχος πολύ αχνός, πολύ μα­κρινός για να τον έχει ακούσει, ειδικά μέσα στον χτύπο των φτερών του δράκου του πάγου. Εκείνη όμως τον άκουσε. Άκουσε τον πατέρα της να ουρ­λιάζει.

Καυτά δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά της κι όπου έπεφταν στη ράχη του δράκου του πάγου άφηναν μικρά βαθιά σημάδια. Άξαφνα το κρύο κάτω από τα χέρια της έγινε τσουχτερό, κι όταν τράβηξε την παλάμη της η Αvrάρα είδε το αποτύ­πωμα που είχε αφήσει πάνω στον λαιμό του δρά­κου. Φοβόταν, έμεινε όμως κολλημένη πάνω του. «Γύρνα πίσω» ψιθύρισε. «Αχ, σε παρακαλώ, δράκε. Πήγαινέ με πίσω».

Δεν μπορούσε να δει τα μάτια του δράκου, ήξε­ρε όμως πώς θα �)ταν. Το στόμα του άνοιξε και ένα γαλανόλευκο σύννεφο γεννήθηκε, μια μακριά πα­γερή γιρλάvrα που κρεμόταν στον αέρα. Τίποτα

* 95 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

δεν ακούσrηκε· οι δράκοι του πάγου είναι σιωπη­λοί. Μες σrο μυαλό της όμως η Αντάρα άκουγε τον άγριο θρι}νο της θλίψης του.

«Σε παρακαλώ» ψιθύρισε άλλη μια φορά. «Βοή­θησέ με».

Η φωνή της ήταν λεπτή, αχνή. Ο δράκος του πάγου γύρισε.

. . ·•

, .. ,,. ..... Α.,. · , ' �

Κεφάλαιο Έβδομο

* * * * *

Οι τρεις δράκοι ήταν έξω από τον αχυρώνα όταν επέστρεψε η Αντάρα, κι έτρωγαν τα καμένα και

μαυρισμένα κουφάρια των ζωντανών του πατέρα η1ς. Ένας από τους δρακο­καβαλάρηδες έστεκε κοντά τους, ακουμπισμένος

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

στο δόρυ του, και σκουντούσε πότε πότε τον δρά­κο του.

Σ1)κωσε το κεφάλι ψηλά όταν η παγωμένη ριπή του ανέμου έφτασε ουρλιάζοντας πάνω από τα χω­ράφια, φώναξε κάτι και έτρεξε προς τον μαύρο δράκο. Το θηρίο έσκισε ένα τελευταίο κομμάτι σάρκας από το άλογο του πατέρα της, κατάπιε και απογειώθηκε απρόθυμα. Ο αναβάτης τίναξε το μαστίγιό του.

Η Αντάρα είδε την πόρτα του σπιτιού της να ανοίγει διάπλατα. Οι άλλοι δύο αναβάτες όρμησαν έξω κι έτρεξαν για τους δράκους τους.

Ο μαύρος δράκος βρυχήθηκε και η φωτιά του τους άγγιξε καυη). Η Αντάρα ένιωσε τη ζέστη να την καψαλίζει κι ο δράκος του πάγου ρίγησε όταν οι φλόγες έπαιξαν πάνω στην κοιλιά του. Ύστερα τέντωσε τον μακρύ του λαιμό προς τα πίσω, κάρ­φωσε τα ολέθρια, κενά του μάτια πάνω στον εχθρό κι άνοιξε τα γεμάτα πάγο σαγόνια του. Η ανάσα κύλησε ορμητική ανάμεσα στα παγωμένα δόντια, μια ανάσα γαλάζια, γεμάτη ψύχος.

Η πνοή άγγιξε την αριστερή φτερούγα του μαύ­ρου σαν κάρβουνο δράκου που πετούσε από κάτω

* 102 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

τους και το θηρίο άφησε μια στριγκή κραυγή γε­μάτη πόνο. Όταν χτιJπησε ξανά τα φτερά, η φτε­ρούγα που �)ταν σκεπασμένη από τον πaγο έσπασε στα δυο. Δράκος και δρακοκαβαλάρης άρχισαν να πέφτουν.

Ο δράκος του πάγου φύσηξε ξανά. Ήταν νεκροί και παγωμένοι πριν καν αγγίξουνε

τη γη. Ο δράκος στο χρώμα της σκουριάς πετούσε ενα­

ντίον τους, όπως και ο δράκος στο χρώμα του αί­ματος με τον γυμνόστηθο αναβάτη του. Τα αυτιά της Αντάρα πλημμύρισαν από τους άγριους βρυ­χηθμούς τους και ένιωθε την καυτή ανάσα τους γύρω της έβλεπε την ατμόσφαιρα να τρέμει από τη ζέστη, μύριζε την αψάδα του θειαφιού.

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

Δυο μακριά πύρινα ξίφη διασταυρώθηκαν στον αέρα, κανένα όμως δεν άγγιξε τον δράκο του πάγου, παρόλο που έλιωνε μες στη ζέστη και το νερό κυ­λούσε από πάνω του σαν τη βροχ1} όποτε χτυπούσε τα φτερά του.

Ο ματοβαμμένος δράκος πέταξε πολύ κοντά και η ανάσα του δράκου του πάγου χτύπησε τον ανα­βάτη. Το γυμνό του στήθος έγινε μπλε μπροστά στα μάτια της Αντάρα και η υγρασία μέσα του κοκά­λωσε μεμιάς, καλύπτοντάς τον με ένα στρώμα πά­γου. Κραύγασε και πέθανε πέφτοντας από τον δρά­κο, με τα χαλινάρια να στέκουν στη θέση τους πα­γωμένα πάνω στον λαιμό του θηρίου. Ο δράκος του πάγου πλησίασε με τα φτερά του να σφυρίζουν το κρυφό τραγούδι του χειμώνα. Ριπή φωτιάς συνά­ντησε τη ριπή ψύχους. Ο δράκος του πάγου ρίγησε άλλη μια φορά και έφυγε μακριά στάζοντας. Ο άλ­λος δράκος πέθανε.

Ο τελευταίος δρακοκαβαλάρης �)ταν τώρα πίσω τους, φορώντας ολόκληρη την πανοπλία του και καβαλώντας τον δράκο που οι φολίδες του είχαν το χρώμα της σκουριάς. Η Αντάρα τσίριξε την ίδια στιγμή που η φωτιά κατάπιε τη φτερούγα του δρά-

* 106 *

• * * Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ * * •

κου του πάγου. Έσβησε μεμιάς, μαζί της όμως χά­θηκε και η φτερούγα, λιωμένη, κατεστραμμένη.

Η μοναδική φτερούγα του δράκου του πάγου χτυπούσε σαν τρελή για να επιβραδύνει τη θανα­τερή βουτιά, η σύγκρουση όμως με τη γη ήταν απαί­σια. Τα πόδια του συνθλίφτηκαν και η φτερούγα έσπασε σε δυο μεριές. Ήταν τόση η ορμή της προ­σγείωσης που πέταξε την Αντάρα από τη ράχη του. Κουτρουβάλησε στο μαλακό χώμα και κύλησε μα­κριά. Πάσχισε να σταθεί στα πόδια της, γεμάτη χτυπήματα μα γερή.

Ο δράκος του πάγου έμοιαζε τώρα τόσο μικρός, τόσο τσακισμένος. Ο μακρύς λαιμός του κρεμόταν κουρασμένος στη γη, το κεφάλι του ακουμπούσε ανάμεσα στα στάχυα.

Ο εχθρός οδήγησε τον δράκο του καταπάνω του με έναν βρυχηθμό θριαμβευτικό. Τα μάτια του δράκου έκαιγαν. Ο άντρας σ�}κωσε το δόρυ και φώναξε.

Ο δράκος του πάγου ύψωσε με πόνο άλλη μια φορά το κεφάλι και άφησε τον μόνο ήχο που άκου­σε ποτέ η Αντάρα από αυτόν: ένα φριχτό, στριγκό κλάμα γεμάτο μελαγχολία, σαν τον ήχο που κάνει

* 107 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

ο βοριάς όταν σαλεύει ανάμεσα στους πύργους και τις πολεμίστρες του λευκού κάστρου που στέκει αδειανό στη χώρα του παντοτινού χειμώνα.

Σαν έσβησε το κλάμα, ο δράκος του πάγου έστει­λε το ψυχρό του άγγιγμα για άλλη μια φορά στον κόσμο: ένα μακρύ, αχνιστό γαλανόλευκο ρυάκι ψύχους, γεμάτο χιόνι, σιγαλιά και το τέλος κάθε λογής ζωής. Ο δρακοκαβαλάρης πέταξε μέσα του, κραδαίνοντας ακόμη μαστίγιο και δόρυ. Η Αντάρα τον είδε να συντρίβεται καταγής.

Κι ύστερα έτρεξε μακριά από τα χωράφια, πίσω στο σπίτι και την οικογένειά της έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, λαχανιασμένη, κλαίγοντας σ' όλο τον δρόμο σαν εφτά χρονών παιδί.

Η Αντάρα δεν ήξερε τι να κάνει· βρήκε όμως την Τέρι που τα δάκρυά της είχαν πια στεγνώσει, και μαζί ελευθέρωσαν τον Τζοφ κι ύστερα έλυσαν τον πατέρα τους. Η Τέρι τον φρόντισε και καθάρισε τις πληγές του. Όταν άνοιξαν τα μάτια του και είδε την Αντάρα, χαμογέλασε. Εκείνη τον αγκάλιασε πολύ δυνατά και έκλαψε για εκείνον.

Τη νύχτα ο πατέρας της είπε πως ήταν αρκετά καλά για να ταξιδέψει. Έφυγαν αθόρυβα, κρυμ-

* 108 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

μένοι στο σκοτάδι, και πήραν τη βασιλικ1} οδό για τον νότο.

Η οικογένειά της δε ρώτησε τίποτα τότε, τις ώρες εκείνες του σκοταδιού και του φόβου. Αργότερα όμως, σαν ήταν ασφαλείς στον νότο, οι ερωτήσεις δεν είχαν τελειωμό. Η Αντάρα τούς έδινε τις καλύ­τερες απαντ1}σεις που μπορούσε. Κανείς τους όμως δεν την πίστεψε ποτέ, πέρα από τον Τζοφ- κι εκεί­νος έπαψε να την πιστεύει όταν μεγάλωσε. Στο κά­τω κάτω, ήταν μόλις εφτά χρονών και δεν μπορού­σε να καταλάβει πως οι δράκοι του πάγου δεν εμ­φανίζονται ποτέ το καλοκαίρι και κανείς δεν μπο­ρεί να τους δαμάσει ή να ανεβεί πάνω τους.

Εξάλλου, όταν έφυγαν από το σπίτι εκείνη τη νύχτα, δεν είδαν πουθενά κανέναν δράκο του πά­γου. Μόνο τα πελώρια κουφάρια τριών πολεμικών δράκων και τα μικρότερα πτώματα τριών δρακο­καβαλάρ11δων με μαύρες και πορτοκαλιές στολές. Και μια λίμνη που δεν υπήρχε πριν, μια μικρή ήσυ­χη λιμνούλα που το νερό της �}ταν πολύ, πολύ κρύο. Την είχαν προσπεράσει με προσοχή, πριν φύγουν προς τον δρόμο.

* 1 10 *

Κεφάλαιο Όγδοο

* * * * *

Ο πατέρας τους δούλεψε τρία χρόνια σrον νότο για έναν άλλον αγρότη. Μάζευε όσα μπορούσε και έδειχνε ευτυχισμένος. «Ο Χαλ χάθηκε, το ίδιο κι η γη μου» έλεγε σrην Αντάρα «και θλίβομαι για αυτό. Δεν πειράζει όμως. Πήρα την κόρη μου πίσω».

Ο χειμώνας είχε φύγει πια από πάνω της, χαμο­γελούσε, γελούσε, μέχρι που έκλαιγε σαν όλα τα άλλα κορίτσια.

Τρία χρόνια μετά το φευγιό τους, ο στρατός του βασιλιά κατατρόπωσε τον εχθρό σε μια σπουδαία μάχη και οι δράκοι του βασιλιά έκαψαν την ξένη πρωτεύουσα. Στην ειρήνη που ακολούθησε, οι βο­ρινές επαρχίες άλλαξαν για άλλη μια φορά χέρια.

* 1 17 *

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

Η Τέρι είχε ξαναβρεί το κέφι της, παντρεύτηκε έναν νεαρό έμπορο και έμεινε σrον νότο. Ο Τζοφ και η Αvrάρα επέστρεψαν με τον πατέρα τους σrη φάρμα.

*** GEORGE R. R. MARTIN ***

Σαν �}ρθαν οι πρώτοι πάγοι, πρόβαλλαν όλες οι σαύρες του πάγου όπως έκαναν πάντοτε. Η Αντάρα τις κοιτούσε με χαμόγελο στα χείλη και θυμόταν πώς ήταν παλιά. Δε δοκίμασε όμως να τις αγγίξει. Ήταν κρύα και ευαίσθητα πλάσματα, κι η ζεστασιά των χεριών της θα τους έκανε κακό.

* 120 *

Ο Luis Royo είναι ένας παραγωγικότατος Ισπανός καλλιτέχνιις, ιδιαίτερα γνωστός

για τις πλούσιες εικονογραφήσεις έργων φαντασίας. Έχουν εκδοθεί περισσότερα από τριάντα βιβλία με τα

έργα του, συμπεριλαμβανομένων των Women, Dead Moon, Visions, και της

σειράς Malefic Times. Το έργο του έχει παρουσιαστεί στο Spectrum 3 και σε εκθέσεις σε Βαρκελώνη, Μαδρίτη,

Μιλάνο, Νέα Υόρκη, Σιάτλ, και Σεντ Πίτερσμπουργκ. Επισκεφθείτε τον στο διαδίκτυο στη διεύθυνση www.luisroyo.com.

Ο George R. R. Martin είναι Αμερικανός συγγραφέας και

σεναριογράφος έργων φαντασίας,

τρόμου και επιστημονικής φαντασίας. Γεννήθιικε το 1 948 στο Νιου Τζέρσι

και σπούδασε δημοσιογραφία στο

πανεπιστήμιο Northwesteπ1 του Ιλινόις. Εργάστηκε ως σεναριογράφος

και παραγωγός για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε τη

συγγραφικιί του σταδιοδρομία το 1 97 1 και σήμερα θεωρείται ένας από τους

μεγαλύτερους συγγραφείς της λογοτε;χνίας του φανταστικού.

Διασιιμότερο διεθνώς έργο του είναι το έπος φαντασίας Το Τραγούδι της Φωτιάς

και του Πάγου, το οποίο μεταφέρθηκε σε τηλεοπτική σειρά με τον τίτλο Gaine of

Tlirones. Ο Marrin έχει τιμιιθεί έξι φορές με το βραβείο Locus, τέσσερις

φορές με το βραβείο Hugo, δύο φορές με το βραβείο Ν ebula, ενώ έχει

κατακτήσει επίσης τα βραβεία WoΓld Fantasy και Bram Stokeι-. Το 201 1

συμπεριλιίφθηκε στη λίστα του

περιοδικού Ti1ne με τα « l 00 άτομα που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροιί

παγκοσμίως», ενώ το 20 1 2 κέρδισε το

Παγκόσμιο Βραβείο Φαντασίας για Επίτευξη Στόχου Ζωής. Τα βιβλία του

έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.