manteia tis Stereas Elladas

52
1 ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ ΤΡΟΦΩΝΙΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΤΩΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΥΠΕΥΘΥΝΕΣ ∆ΑΣΚΑΛΕΣ ΛΑΦΑΖΑΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΑΡΙ∆ΑΚΗ ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ – ΓΕΩΜΥΘΟΛΟΓΙΚΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ

description

manteia tis Stereas Elladas

Transcript of manteia tis Stereas Elladas

1

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΗΣ

ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑ∆ΑΣ

ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΚΑΙ

Η ΜΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ∆ΕΛΦΩΝ

ΤΡΟΦΩΝΙΟ ΜΑΝΤΕΙΟ

ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΤΩΟΥ

ΑΠΟΛΛΩΝΑ

ΥΠΕΥΘΥΝΕΣ ∆ΑΣΚΑΛΕΣ

ΛΑΦΑΖΑΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

ΜΑΡΙ∆ΑΚΗ ΕΛΕΝΗ

ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ – ΓΕΩΜΥΘΟΛΟΓΙΚΑ

ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ

2

ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ – ΓΕΩΜΥΘΟΛΟΓΙΚΑ

ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑ∆ΑΣ

ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ∆ΕΛΦΩΝ

ΤΡΟΦΩΝΙΟ ΜΑΝΤΕΙΟ

ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΤΩΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ

3

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΘΗΤΩΝ

∆1 ∆2

1. Αγραφιώτης Στάθης Βουτσελάς Άγγελος

2. Γκουλή Ζωή ∆αλαµάγκας Χάρης

3. ∆αφτσής Χρήστος Ζάµπας Νικόλας

4. Ζιάγκα Ελένη Ιωάννου Ελένη

5. Καλογήρου Κλέαρχος Καρατσόλη Αντριάνα

6. Καραγκούνη ∆ήµητρα Κώτσου Ηλίας

7. Κορογιάννος Κωνσταντίνος Μανούσκος Γιάννης

8. Κούκος Νίκος Μανούσκου Παναγιώτα

9. Λαζινός Βαγγέλης Μηττά Λαµπρινή

10. Μανούσκος Ταξιάρχης Μπαλτσιώτης Αλέξανδρος

11. Μπαυκόπουλος Αστέρης Παναγιώτου Νέλη

12. Ντάικο Χριστίνα Παπαναστασίου Τάσος

13. Πάλλα Αγγελική Πολυτάρχος Γιώργος

14. Παπακωνσταντίνου Μαρία Σκουρολιάκου Μαρία

15. Παπαχαραλάµπους Φιλοθέη Σούλα Ρεντιόν

16. Πούλου ∆ιώνη Ταγκαλέγκας ∆ηµήτρης

17. Σόλιας Απόστολος Τσιτσιρίγκου Γεωργία

18. Σούλα Ελντόνα Τσολάκου Μαριγκλένα

19. Τζιράκης Στέργιος

20. Χριστοδούλου ∆ήµητρα

4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελ.

Εισαγωγή 4

1. Τα αρχαία µαντεία και η µαντική τέχνη 6

1.1. Τι είναι µαντείο; 6

1.2. Τα µαντεία στην Αρχαία Ελλάδα 6

1.3. Μαντική τέχνη και προφητεία 8

2. Μαντείο των ∆ελφών 10

2.1. ∆ελφικοί µύθοι 10

2.2. Ο τόπος 11

2.3. Ιστορία των ∆ελφών 14

2.4. Η χρησµοδοσία 19

3. Τροφώνιο µαντείο 26

3.1. Η «γέννηση» της Λιβαδειάς 26

3.2. Έρκυνα, η «ζωή» της πόλης µας 27

3.3. Τροφώνιος – Αγαµήδης 29

3.4. Το ιερατείο του µαντείου 31

3.5. Η µορφή του µαντείου 32

3.6. Η χρησµοδοσία 33

3.7. Οι χρησµοί του Τροφωνίου 35

3.8. Ο ιερός χώρος του µαντείου 36

4. Το µαντείο του Πτώου Απόλλωνα 42

4.1. Το Όρος Πτώον και οι µύθοι για το όνοµά του 42

4.2. Ο ναός του Απόλλωνος Πτώου 43

4.3. Μαντείο του Πτώου Απόλλωνα – Το σπήλαιο –Η χρησµοδοσία 45

4.4. Άλλες κτιριακές εγκαταστάσεις του ιερού χώρου του Πτώου Απόλλωνα 46

4.5. Τα Πτώια 47

5

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η περιέργεια του ανθρώπου να γνωρίσει τα µελλούµενα αποτέλεσε και

θα αποτελεί πάντα ένα από τα υπαρξιακά ερωτήµατα που θέτει ο καθένας

µας. Έτσι και οι αρχαίοι Έλληνες όπως και άλλοι λαοί από τα προϊστορικά

χρόνια κιόλας έχοντας λύσει τις πρωτογενείς τους ανάγκες, θέλησαν να δουν

το µέλλον, να αγγίξουν το θείο. Εξαιτίας αυτών οφείλεται η δηµιουργία, η

ύπαρξη και η λειτουργία των µαντείων που σκοπός τους ήταν ή εξαγωγή

συµβουλών για το µέλλον – χρησµούς. Η «τυφλή» εµπιστοσύνη των

ανθρώπων στα µαντεύµατα των θεών και τον ορισµό της ζωής τους.

Αυτή η «τυφλή» πίστη και η «αµάθειά» τους οδήγησε τους τότε

Έλληνες να δηµιουργήσουν µύθους για τις έντονες γεωλογικές και

περιβαλλοντικές αλλαγές που συνέβησαν στον ελλαδικό χώρο. Αυτή η έντονη

γεωλογική δραστηριότητα (σεισµοί, έντονη ηφαιστειότητα, αλλαγή

ακτογραµµών κ.ά.) που έλαβε πολλά χρόνια πριν στη Στερεά Ελλάδα µάς

ώθησε να ασχοληθούµε µε τα µαντεία του γεωγραφικού µας διαµερίσµατος,

τα οποία πρέπει να επισηµάνουµε ότι στη Στερεά Ελλάδα βρίσκονται τα πιο

πολλά µαντεία σε σχέση µε άλλες περιοχές της Ελλάδας.

Οι µαθητές των τµηµάτων ∆1 και ∆2 του 4ου ∆ηµοτικού Σχολείου

Λιβαδειάς συµµετείχαν στο πρόγραµµα «Γεωπεριβαλλοντικά –

Γεωµυθολογικά µονοπάτια» µε θέµα: «Τα µαντεία της Στερεάς

Ελλάδας: Μαντείο των ∆ελφών, Τροφώνιο Μαντείο και Μαντείο του

Πτώου Απόλλωνα». Συγκεκριµένα οι µαθητές του ∆2 ασχολήθηκαν και µε

τα τρία παραπάνω µαντεία και οι µαθητές του ∆1 ασχολήθηκαν µε το

Τροφώνιο Μαντείο. Επιλέχθηκαν αυτά τα τρία µαντεία καθώς όλα ήταν

γνωστά στην αρχαιότητα, βρίσκονται κοντά στην περιοχή µας και επιπλέον το

ένα απ’ αυτά, το Τροφώνιο Μαντείο αποτελεί ιστορικό ορόσηµο της πόλης

µας, της Λιβαδειάς.

Στόχοι του προγράµµατος είναι:

Α) Να έρθουν οι µαθητές σε επαφή µε το σηµερινό φυσικό περιβάλλον, να

εξηγήσουν τις µεταβολές και να αντιληφθούν ότι η επιφάνεια της γης

µεταβάλλεται συνεχώς και θα συνεχίζει να µεταβάλλεται στο µέλλον, αλλά και

την ανθρώπινη παρέµβαση στις µεταβολές αυτές.

Β) Να γνωρίσουν τους µύθους θρύλους κ.λ.π. και να κατανοήσουν τα

φαινόµενα που προσπάθησαν να εξηγήσουν οι µύθοι αυτοί, σε µια εποχή που

δεν είχαν αναπτυχθεί οι Φυσικές Επιστήµες.

Γ) Να συµβάλλουµε στην ανάδειξη των πολιτιστικών αξιών και την ανάπτυξη

των γνώσεων για το περιβάλλον.

6

∆) Να δηµιουργηθούν γεωπεριβαλλοντικά - γεωµυθολογικά µονοπάτια σε όλη

την Ελλάδα µε προοπτική να επεκταθεί και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.

Το πρόγραµµα αυτό ξεκίνησε από το Νοέµβριο του 2010 και

ολοκληρώθηκε τέλη Μαΐου 2011. Κατά τη διάρκεια του προγράµµατος οι

µαθητές έψαξαν, διάβασαν, άκουσαν, παρακολούθησαν, γνώρισαν, βρήκαν

πληροφορίες για τα τρία µαντεία της εργασίας µας. Οι επισκέψεις σ΄ αυτά τα

τρία µαντεία ολοκλήρωσε τις απόψεις των παιδιών. Το πρόγραµµά µας θα

παρουσιαστεί στις 9 Ιουνίου 2011 και ώρα 10 π.µ. στο 4ο ∆ηµοτικό Σχολείο.

Πριν κλείσω θα ήθελα να ευχαριστήσω θερµά όσους µας βοήθησαν για

να υλοποιηθεί αυτό το πρόγραµµα:

- Τη διευθύντρια του σχολείου µας, κα. Μπάρλα-Νιαβή Βασιλική

που µας ενέπνευσε, µας καθοδήγησε, µας δίδαξε, µας βοήθησε και µας

συµπαραστάθηκε.

- Τους συναδέλφους του ΚΠΕ Άµφισσας για τη θερµή τους βοήθεια.

- Την αδερφή µου, κα. Μαριδάκη ∆έσποινα, που βοήθησε κι αυτή

στην ανεύρεση πληροφοριών και στην µορφοποίηση της παρούσας

εργασίας.

Με εκτίµηση

Μαριδάκη Ελένη, δασκάλα,

επιµελήτρια της παρούσας εργασίας

7

1.1. Τι είναι µαντείο;

Όπως είναι γνωστό οι αρχαίοι λαοί έδιναν ιδιαίτερη σηµασία στους

διάφορους χρησµούς των µαντείων και µάλιστα τόσο µεγάλη, ώστε οι

προσωπικές, οικογενειακές και περιουσιακές τους υποθέσεις, οι πολιτικές και

στρατιωτικές τους ενέργειες να καθοδηγούνται από τους χρησµούς των

µαντείων. Έτσι εξαιτίας αυτής της «τυφλής» πίστης προς τη µαντική τέχνη

δηµιουργήθηκαν τα διάφορα µαντεία, τα οποία διάφοροι επιτήδειοι τα

εκµεταλλεύτηκαν µε σκοπό να εξοικονοµήσουν χρηµατικά οφέλη και να

οικειοποιηθούν τα ακριβότερα προσφερόµενα δώρα.

Το µαντείο, που ετυµολογικά σχετίζεται µε τη λέξη µήνυµα, ήταν ο

τόπος που, κατά την αρχαιότητα, πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο άνθρωπος

µε το θείο. Ο άνθρωπος εξέφραζε τη θέλησή του µε το χρησµό και ο θεός

αποδοκίµαζε ή επιδοκίµαζε τις πράξεις του παρελθόντος ή έδινε συµβουλές για

ένα µελλοντικό γεγονός.

1.2. Τα µαντεία στην Αρχαία Ελλάδα

Από την επιθυµία του ανθρώπου να γνωρίσει το µέλλον, συνυφασµένη

µε µία εσωτερική του ανάγκη να προσεγγίσει την αιωνιότητα φτάνουµε στα

πολυάριθµα µαντεία που εµφανίστηκαν κατά την αρχαιότητα στον ελληνικό

χώρο, καθώς και από ιστορίες που καταµαρτυρούν την εµπιστοσύνη των

ανθρώπων εκείνης της εποχής για τις προφητείες. Τον 7ο π.Χ. αιώνα υπήρχαν

περίπου 100 µαντεία. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τουλάχιστον 18 ιερά που

περιείχαν µαντεία εν ενεργεία.

Τα κυριότερα µαντεία ήταν αφιερωµένα στο ∆ία ή στον Απόλλωνα.

Τα δύο γνωστότερα µαντεία του αρχαίου ελληνισµού ήταν το µαντείο των

∆ελφών (Στερεά Ελλάδα) και το µαντείο της ∆ωδώνης (Ήπειρος), που είναι

το παλαιότερο ελληνικό µαντείο. Στο µαντείο της ∆ωδώνης, στους πρόποδες

του όρους Τόµαρος, ο Ζευς έδινε τους χρησµούς του µε τη φωνή των δρυών

και του ανέµου. Οι ιερείς που υπηρετούσαν στο ναό λέγονταν Σελλοί,

κοιµούνταν επάνω στο έδαφος και δεν έπλεναν ποτέ τα πόδια τους. Στο

µαντείο υπήρχαν και τρεις προφήτισσες, οι οποίες διηγήθηκαν στον Ηρόδοτο

έναν µύθο σχετικό µε την αιγυπτιακή προέλευση του µαντείου.

8

Χάρτης που δείχνει τις αποστάσεις των µαντείων της αρχαιότητας σε σχέση µε το πρώτο µαντείο του

αρχαίου κόσµου, το µαντείο της ∆ωδώνης

Μαντεία µε µεγαλύτερη φήµη ήταν αυτό του Αµφιάραου (στα σύνορα

της Αττικής µε τη Βοιωτία, συγκεκριµένα στον Ωρωπό), του Τροφωνίου στη

Βοιωτία, του Απόλλωνα στο ιερό των Βαγχιδών ή ∆ιδύµειων (στη Μίλητο της

Ιωνίας), στην Κλάρο, στα Πάταρα της Λυκίας, στο Σπόδιο των Θηβών, στο

όρος Πτώο του Απόλλωνα στη Βοιωτία, του Ογχηστού αφιερωµένο στον

Ποσειδώνα στη Βοιωτία, το µαντείο των Αβών στη Φωκίδα, το µαντείο του

Απόλλωνα στη Βόρεια Εύβοια,του Σελινούντος κ.α. Σπουδαίο επίσης µαντείο

για τους Έλληνες ήταν του Άµµωνα ∆ία στη Λιβύη. Εδώ ταξίδευαν σπουδαία

δηµόσια πρόσωπα και ιδιώτες για να το συµβουλευτούν.

Σ’ όλη την αρχαιότητα τα µαντεία επηρέαζαν τον λαό στην καθηµερινή

του ζωή και τις πόλεις στις ιστορικές τους τύχες. Στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα

όµως, µε τα διδάγµατα των σοφιστών και την ορθολογιστική κριτική, το κύρος

των µαντείων άρχισε να κλονίζεται. Ο Θουκυδίδης πίστευε ότι η µαντική

οφείλεται στην αµάθεια. Και πραγµατικά, µετά τον 4ο π.Χ. αιώνα, τα µαντεία

θ’ ακολουθήσουν την τύχη του αρχαίου ελληνικού κόσµου.

9

Ιστορικός χάρτης των µαντείων στον ελλαδικό χώρο

1.3. Μαντική τέχνη και προφητεία

Η προφητεία και η µαντική τέχνη εµφανίζονται να είναι στενά

συνδεδεµένες µεταξύ τους. Σύµφωνα µε τους αρχαίους Έλληνες, η µαντική

ήταν η επιστήµη των οιωνών (συχνά αναφέρεται αυτή η όψη της µαντικής

τέχνης ως οιωνοσκοπία) και εφαρµοζόταν µε ποικίλους τρόπους, όπως για

παράδειγµα η ερµηνεία του πετάγµατος των πουλιών. Η ερµηνεία του

πετάγµατος των πουλιών ήταν τόσο διαδεδοµένη, ώστε το όνοµα του πουλιού

«όρνις» σήµαινε «οιωνός». Ο Αριστοφάνης στις «Όρνιθες» παίζει µε τη διπλή

ονοµασία της λέξης όρνις – οιωνός. Σηµασία δινόταν για την κατεύθυνση που

πετούσαν τα πουλιά, για το ύψος, αλλά και τον τρόπο πετάγµατός τους και

σηµαντικοί µάντεις της αρχαίας εποχής που αναφέρονται στον Όµηρο, όπως

Κάλχας (Έλληνες) και ο Έλενος (Τρώες) ήταν περίφηµοι στην ερµηνεία αυτών

των οιωνών.

Άλλοι τρόποι οιωνοσκοπίας ήταν η µελέτη των ουράνιων σηµείων, των

κεραυνών και των σεισµών. Ακόµα µπορούσαν να µελετήσουν και µία

σταγόνα της βροχής, ενώ ιδιαίτερη σηµασία έδιναν στα όνειρα, που

θεωρούνταν ως τρόποι για να λάβει κανείς συµβουλές από τους θεούς, όπως

γινόταν στα ιερά του Ασκληπιού, για παράδειγµα στην Επίδαυρο όπου οι

επισκέπτες – ασθενείς έπρεπε να κοιµηθούν σε ένα κτίριο κοντά στο ναό,

έβλεπαν ένα όνειρο και την επόµενη ηµέρα ξυπνούσαν θεραπευµένοι. Πολλοί

10

µάντεις της αρχαιότητας εξέταζαν τα εντόσθια των ζώων που είχαν θυσιαστεί

(κυρίως το συκώτι), ή τη φλόγα που έκαιγε στο βωµό του θυσιαστηρίου.

Γενικά, έδιναν πολλή µεγάλη σηµασία στους οιωνούς, πολλές φορές σε τόσο

υπερβολικό ίσως βαθµό, που ακόµα και ένα φτέρνισµα, µπορούσε να

αποτελέσει σηµάδι για κάποιο σηµαντικό γεγονός ή συµβουλή για να παρθεί

µία δύσκολη απόφαση. Στη ραψωδία ζ΄ της Οδύσσειας, ένα φτέρνισµα του

Τηλέµαχου κάνει την Πηνελόπη να αποφασίσει να φωνάξει το ζητιάνο, που

είναι ο Οδυσσέας ντυµένος µε κουρέλια.

Μία άλλη ενδιαφέρουσα µορφή της αρχαιότητας είναι οι προφήτες. Ως

τέτοιοι χαρακτηρίζονταν οι άνθρωποι που είχαν δεχτεί από τους θεούς το

χάρισµα να προφητεύουν. Οι γυναίκες προφήτισσες, ονοµάζονταν στην

αρχαία Ελλάδα Σίβυλλες, ενώ οι άντρες ονοµάζονταν Βάκις. Συνέτασσαν

κυρίως έµµετρες προφητείες που ερµηνεύονταν από κάποιους εξηγητές, όπως

είναι γνωστό ότι γίνονταν αργότερα στο δυτικό κόσµο µε τις έµµετρες

προφητείες του Νοστράδαµου. Υπήρχαν ωστόσο ανάµεσά τους και αγύρτες. Ο

λαός δεν έβλεπε πάντα µε καλό µάτι τους επαγγελµατίες προφήτες. Πολλοί

απ’ αυτούς όµως έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή ιδιαίτερα των

Αθηνών.

Πέρα από την οιωνοσκοπία και τους προφήτες που έγραφαν έµµετρες

προφητείες, πιο επίσηµη µορφή µαντείας µπορούσε να ζητηθεί από τα ιερά,

όπου υπήρχε µαντείο εν ενεργεία. Υπήρχαν πολλά τέτοια µαντεία και

δηµιουργήθηκαν καινούργια µέχρι και τη ρωµαϊκή εποχή. ∆εν είχαν όλα την

ίδια φήµη. Άλλα είχαν µεγάλη εµβέλεια και άλλα πιο τοπική.

Ένα τέτοιο τοπικό µαντείο είναι εκείνο που βρισκόταν στο ιερό της

θεάς ∆ήµητρας, στην Πάτρα της Αχαΐας. Σύµφωνα µε τον Παυσανία,

ζητούσαν συµβουλές από το µαντείο αυτό για θέµατα υγείας. Κρεµούσαν έναν

καθρέπτη µε ένα λεπτό σκοινί και τον κατέβαζαν µέχρι την πηγή του

µαντείου, προσέχοντας να µην βυθιστεί στο νερό, αλλά να ακουµπάει µόλις

στην επιφάνειά του. Μετά από προσευχή στη θεά ∆ήµητρα και θυσία (καύση

λιβανιού), κοίταζαν µέσα στον καθρέπτη που έδειχνε τον ασθενή νεκρό ή

ζωντανό.

Μαντεία µε µεγαλύτερη φήµη ήταν αυτό του Απόλλωνα στους

∆ελφούς, στους πρόποδες του όρους Πτώου (στο σηµερινό Ακραίφνιο,

Βοιωτίας) το µαντείο που ήταν αφιερωµένο και αυτό στον Απόλλωνα, του

Τροφώνιου ∆ία στη σηµερινή Λιβαδειά Βοιωτίας κ.ά.

Με αυτά τα παραπάνω µαντεία θα ασχοληθεί η παρούσα εργασία µας.

11

Ο τόπος και λατρεία του Απόλλωνα

2.1. ∆ελφικοί µύθοι

«Προµάντισσα» στο δελφικό ιερό στάθηκε η µητέρα των θεών, η Γη.

Ύστερα τη διαδέχτηκε η κόρη της, η Θέµις και τρίτη στη σειρά ήρθε µία άλλη

κόρη της Γαίας, η Τιτανίς Φοίβη, που ήταν αυτή που χάρισε γενέθλιο δώρο

στον Απόλλωνα το επώνυµο Φοίβος. Αυτά µαθαίνουµε από το στόµα της

προφήτισσας Πυθίας, που ανοίγει το αισχύλειο δράµα των Ευµενίδων.

Αλλά ολόκληρο το µύθο ή τουλάχιστον µία παραλλαγή του έχουµε

κυρίως στο λεγόµενο Οµηρικό ύµνο εις Απόλλωνα Πύθιον (7ος αιώνας π.Χ.).

Από τον ύµνο αυτό µαθαίνουµε πως ο Απόλλωνας έστησε εκεί τον πρώτο

ναό του και «ἂλσεα δενδρήεντα» στους ∆ελφούς. Έγινε κύριος του τόπου

σκοτώνοντας τη φοβερή δράκαινα (το θηλυκό φίδι), την Πυθώ, που φύλαγε

την προφητική πηγή Κασσοτίδα. Αργότερα οι άνθρωποι πίστευαν πως το

φίδι αυτό ήταν αρσενικό και φοβερό, ο ονοµαστός Πύθων, φύλακας του

µαντείου της Γης και πως η µάχη που έκανε ο νέος θεός που έφτασε από το

Βορρά, για να το εξοντώσει ήταν τροµερή.

Ακόµα πίστευαν πως, θεός αυτός, ωστόσο πειθάρχησε στη θεϊκή αρχή,

που ο ίδιος είχε θέσει, να εξορίζεται όποιος µολύνει τα χέρια του µε φόνο.

Έτσι έφυγε να καθαρθεί από το µίασµα του φονικού αίµατος, φθάνοντας στην

κοιλάδα των Τεµπών και δουλεύοντας για το βασιλιά των Φερών, τον Άδµητο.

Μετά από οχτώ χρόνια εξορίας ξαναγυρνά, αγνός πια και καθαρός, φέρνοντας

µαζί του τη δάφνη και όντας µόνο κύριος στο δελφικό µαντείο, χτίζει τον

πρώτο ναό.

Ο ναός του Απόλλωνα στους ∆ελφούς

12

Τέτοια διηγούνταν οι παλιοί για την αρχή του θρυλικού µαντείου. Όµως

και για τον τόπο τον ίδιο, που είναι µοναδικός και συγκλονίζει αυτόν που τον

πρωτοαντικρίζει, είχαν να πουν µια άλλη ιστορία. Ο Ζευς, θέλοντας να βρει το

κέντρο της γης, έστειλε από τις δύο άκρες του κόσµου (Ανατολή - ∆ύση) δυο

αετούς. Τα ιερά πουλιά συναντήθηκαν στους ∆ελφούς, που σήµαινε πως εκεί

ήταν ο «οµφαλός» της γης. Γι’ αυτό µέσα στο ιερό του Απόλλωνος ήταν

στηµένος από τα πανάρχαια χρόνια ένας οµφαλός και τάµατα στο σχήµα του

οµφαλού που προσφέρονταν στο δελφικό µαντείο από τους ευλαβικούς

προσκυνητές όλου του κόσµου. Γιατί το απολλώνιο αυτό µαντείο ήταν

φηµισµένο και σεβαστό σε όλη τη γη, όχι µονάχα οι Έλληνες, µα και οι

βάρβαροι µονάρχες έστελναν τους ανθρώπους τους να πάρουν χρησµό απ’

αυτό, και την ευγνωµοσύνη τους την έδειχναν στέλνοντας βαρύτιµα δώρα και

αναθήµατα στο θεό.

Ο οµφαλός Ο Ηνίοχος

2.2. Ο τόπος

Αυτά µας λένε οι µύθοι που πίστευαν οι αρχαίοι για τον Απόλλωνα, για

τους ∆ελφούς και για το φηµισµένο µαντείο τους. Προτού µιλήσουµε για το

µαντείο πρέπει να δούµε τον τόπο τον ίδιο, αυτόν που θεωρήθηκε το κέντρο

της Γης.

Η συνηθισµένη πρόσβαση των ∆ελφών από τη στεριά είναι από το

δρόµο που σκαρφαλώνει από τη Βοιωτία προς την Αράχοβα και µετά

13

κατεβαίνει δυτικά. Είναι ο ίδιος δρόµος που ακολούθησε και ο θεός όταν

πρωτοήρθε στους ∆ελφούς, όπως µας πληροφορεί ο οµηρικός ύµνος στον

Απόλλωνα. Μια άλλη πρόσβαση είναι από τον Κορινθιακό κόλπο µέσω του

κόλπου της Ιτέας, όπου κατά την αρχαιότητα ήταν το επίνειο των ∆ελφών, η

Κίρρα. Μάλιστα αυτή τη διαδροµή χρησιµοποίησαν οι πρώτοι ιερείς του

µαντείου που ήταν Κρήτες. Τώρα ο επισκέπτης συναντά ένα τοπίο που το

περιγράφει ζωηρά ο οµηρικός ύµνος: «Σκαρφάλωσες γοργά (απευθύνεται στο

Φοίβο) τρέχοντας πάνω από τις βουνοκορφές και έφτασες στην Κρίσα κάτω

από τον Παρνασσό τον σκεπασµένο µε χιόνια, σε µια πλαγιά που βλέπει

δυτικά και όπου ένας µεγάλος βράχος κρέµεται από πάνω, ενώ κάτω

απλώνεται µια βαθιά άγρια κοιλάδα. Εκεί ο βασιλιάς Φοίβος Απόλλων

αποφάσισε να αποκτήσει έναν ωραίο ναό…».

Όποιος αντικρίσει για πρώτη φορά τον τόπο µένει κατάπληκτος. Ο Χρ.

Καρούζος συγκεκριµένα αναφέρει: «Σαν να έχει ανοίξει ο τόπος στα δύο από

έναν κοσµογονικό σπασµό, ένα τεράστιο βαθύ χάσµα αποτελεί την κοιλάδα

αυτή… Και µόλις φτάσουµε στη ρίζα των δυο Φαιδριάδων, εκεί ακριβώς που

βρίσκεται η πηγή της Κασταλίας, αντικρίζουµε κάτι που θαρρείς πως είναι το

χάσµα των χασµάτων: τους δυο βράχους τους χωρίζει ένα τροµαχτικό

φαράγγι, στενό κι απάτητο - το Αρκουδόρεµα, όπως το λένε σήµερα, - που

συνεχίζεται ως κάτω στην πλαγιά βαθιά µέσα στο λόγγο». Εκεί στο µυχό του

φαραγγιού, εκεί που σµίγουν οι δυο βράχοι, στη ρίζα του ανατολικού, του

14

Φλεµπούκου (της αρχαίας Υάµπειας), βγαίνει απροσδόκητα το πιο

κρυστάλλινο νερό: το νερό της Κασταλίας, της φηµισµένης κρήνης, όπου

πλένονταν όλοι, ιερείς και προσκυνητές, προτού µπούνε στο ναό. Αυτό το

νερό ήταν το πρώτο απαραίτητο στοιχείο για να αποκτήσει σπουδαιότητα ο

τόπος. Στην άλλη µεριά, τη δυτική, της Ρόδινης, όπως λέγεται ο βράχος

αυτός, απλώνεται στο ανηφορικό άνοιγµα το ιερό του Απόλλωνος, το πιο

φηµισµένο ιερό της αρχαίας Ελλάδας.

Αντικρίζοντας τον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών

Πανοραµική θέα της κοιλάδας των ∆ελφών

Από την πανοραµική θέση τους οι ∆ελφοί αντικρίζουν τις απότοµες

γκριζοπράσινες πλαγιές του βουνού της Κίρφης, την κοιλάδα του Πλείστου

ανάµεσα, τον κάµπο της Άµφισσας και της Ιτέας, τη γαλήνια συνήθως

θάλασσα του κόλπου της αρχαίας Κίρρας και, πέρα από τον Κορινθιακό κόλπο,

τα ατέλειωτα βουνά της Πελοποννήσου. Ένα υπέροχο θέαµα που συνδυάζει

15

τις οµορφιές απ’ όλα τα στοιχεία της φύσης! Σ’ αυτό έχει προστεθεί και ο

απέραντος ελαιώνας, που µοιάζει θάλασσα µε το χαρακτηριστικό

ασηµοπράσινο χρώµα της ελιάς.

2.3. Ιστορία των ∆ελφών

Η ιστορία των ∆ελφών είναι δεµένη µε την ιστορία του ιερού και του

µαντείου. Ακριβέστερα θα λέγαµε πως δεν υπάρχουν οι ∆ελφοί, παρά µονάχα

σαν µια µικρή πόλη που ζει στη σκιά του µαντείου. Οι αρχαιολογικές

ανασκαφές αποκάλυψαν την ύπαρξη ενός ασήµαντου χωριού, που απλώνεται

στη θέση του ιερού – και ανατολικότερα – από το 1400 π.Χ. περίπου. Το

χωριό αυτό καταστρέφεται στο τέλος των µυκηναϊκών χρόνων, δηλαδή κατά

το τέλος της Εποχής του Χαλκού, από βράχους που κατέπεσαν µαζί µε

χώµατα.

Η ζωή όµως ξαναρχίζει κατά την περίοδο των γεωµετρικών χρόνων,

γιατί τότε είναι που ριζώνει και η λατρεία του Απόλλωνα. Ο θεός έκτισε τον

πρώτο ναό, έδινε χρησµούς στο ιερό της Γης µε το στόµα µιας Πυθίας, που

καθόταν δεµένη στο «στόµιο» ενός «χάσµατος γης», από το οποίο έβγαινε

«πνεύµα». ∆εν πρέπει να ξεχνάµε ότι εξαιτίας αυτού του γεωλογικού

φαινοµένου ιδρύθηκε το µαντείο, δηλαδή η ύπαρξη ενός χάσµατος από το

οποίο έβγαιναν ατµοί, που επέτρεπαν έτσι στους ανθρώπους να περνούν σε

µια κατάσταση έκστασης. Από την εποχή αυτή και ύστερα οι ∆ελφοί αποκτούν

φήµη και δύναµη παγκόσµια, όσο κανένας άλλος τόπος στην Ελλάδα, κι όµως

εξακολουθούν να παραµένουν πάντα µια µικρή ολιγάνθρωπη πολιτεία. Ακόµα

και στον 4ο αι. π.Χ. µόλις που φτάνουν τους 700 ελεύθερους πολίτες.

Ασήµαντη θα έµενε µια τέτοια πολιτεία, χτισµένη επάνω σ’ έναν άγονο βράχο

στις απόµερες πλαγιές της Κιρφέως, χωρίς την παρουσία του θεού και του

περιλάλητου µαντείου του. Όµως µέσα σε 250 χρόνια έγιναν γι’ αυτήν

τέσσερις ιεροί πόλεµοι και στο τέλος προκάλεσε και την καταστροφή των

Φωκέων.

∆εν είναι εύκολο να δώσουµε µέσα σε λίγες γραµµές την ιστορία των

∆ελφών ούτε να ερµηνεύσουµε τη σηµασία που είχε από τα πρώιµα χρόνια ο

δελφικός χρησµός για τους Έλληνες. Είναι ανάγκη όµως να πούµε πως το

δελφικό µαντείο δε στάθηκε ουδέτερο στις ιστορικές τύχες του ελληνισµού

και δεν περιορίστηκε στον παθητικό ρόλο µιας προφητικής συµβουλής. Κατά

τρόπο µοναδικό και σχεδόν ανεξήγητο για µας, η δελφική συµβολή σε

πολεµικές και ειρηνικές επιχειρήσεις, σε πολιτικές και πολιτειακές διαµάχες, σε

πνευµατικές και θρησκευτικές αναζητήσεις στάθηκε πάντοτε βαρυσήµαντη και

αποφασιστική στον ελληνικό κόσµο. Υπάρχει όµως ένας βασικός παράγοντας

που µπορεί κάπως να εξηγήσει τη µοναδική θέση που κατέλαβε το δελφικό

ιερό στην ελληνική ιστορία.

16

Στην κεντρική Ελλάδα υπήρχε µια Αµφικτυονία που την αποτελούσαν

δώδεκα φυλές της κεντρικής Ελλάδας, της Αττικής, της Εύβοιας και της

βορειοανατολικής Πελοποννήσου, µε κέντρο αρχικά το ιερό της ∆ήµητρας

στην Ανθήλη, µια µικρή πόλη κοντά στις Θερµοπύλες. Στον 7ο αι. π.Χ. η έδρα

της Αµφικτυονίας µεταφέρθηκε στο ιερό του Απόλλωνα στους ∆ελφούς. Η

Αµφικτυονία, λοιπόν, ανακήρυξε τους ∆ελφούς ανεξάρτητη πόλη – πράγµα το

οποίο σήµαινε πως δεν ανήκε πια στο κράτος των Φωκέων – και περιέλαβε το

ιερό κάτω από την προστασία της. Την Αµφικτυονία των ∆ελφών δεν την

αποτελούσαν αντιπρόσωποι από πόλεις – κράτη, αλλά από αρχαίες φυλές που

αποτελούσαν το κύριο σώµα του ελληνισµού: Αινιάνες, Αχαιοί, Φθιώτες,

∆όλοπες, ∆ωριείς, Θεσσαλοί, Ίωνες, Λοκροί, Μαλιείς, Μαγνήτες, Περραιβοί,

Φωκείς. Έτσι το µαντείο έγινε το θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο του

ελληνισµού.

Κατά τα τέλη του 8ου αι. π.Χ. και στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., δηλαδή

στα χρόνια του µεγάλου αποικισµού οι ελληνικές πόλεις έστειλαν αποίκους

σε µακρινή γη, έχοντας πρώτα συµβουλευτεί το δελφικό µαντείο, που

χρησµοδοτούσε για το πού πρέπει να πάνε και ποιος να είναι ο «οικιστής». Οι

Συρακούσες, ο Κρότων, η Κυρήνη, η Θάσος είναι µερικές από τις πολλές

αποικίες που ιδρύθηκαν χάρη στο Φοίβο. Άλλες πάλι του οφείλουν την

ονοµασία τους από το όνοµά του: Απολλωνία. Έτσι ο θεός απέκτησε την

επωνυµία «Αρχηγέτης», που σηµαίνει πρώτος ηγεµών. Έτσι, η ακτινοβολία και

η φήµη του µαντείου απλώνεται πέρα από τα στενά όρια της µητροπολιτικής

Ελλάδας.

Ζωγραφική αναπαράσταση του ιερού χώρου των ∆ελφών

17

Έγινε τόσο γνωστό το απολλώνιο µαντείο όπου βασιλείς το

εµπιστεύονταν και το τιµούσαν. Ο Μίδας, ο βασιλιάς της Φρυγίας, στις αρχές

του 7ου αι. π.Χ. έστειλε ευλαβικό αφιέρωµα το βασιλικό του θρόνο στο

µαντείο. Ο Γύγης, µυθικός βασιλιάς της Λυδίας, ιδρυτής της δυναστείας των

Μερµναδών και πρόγονος του Κροίσου από τις Σάρδεις έστειλε κατά το 675

π.Χ. στο Φοίβο ολόχρυσα αναθήµατα. Επίσης ο τύραννος της Κορίνθου,

Κύψελος, χτίζει στο δελφικό µαντείο τον πρώτο «θησαυρό». Και έπονται

τόσοι και τόσοι ηγεµόνες όπως ο Κροίσος της Λυδίας, ο Άµασις της

Αιγύπτου κ.ά.

Η δόξα του µαντείου µεγαλώνει όπως επίσης και η περιουσία του. Τα

πλούτη που συγκέντρωνε το ιερό των ∆ελφών προκάλεσαν το φθόνο της

Κίρρας που βρήκε τρόπο να επωφεληθεί επιβάλλοντας φόρο στους

περαστικούς προσκυνητές. Αυτό ήταν αφορµή του λεγόµενου πρώτου ιερού

πολέµου (600 – 586 π.Χ.). Τον πόλεµο αυτό έκαναν κατά της Κίρρας η

Αµφικτυονία µε αποτέλεσµα να καταστραφεί ολοκληρωτικά η Κίρρα και Κρίσα

το 590 π.Χ. Η γη της Κίρρας και της Κρίσας δόθηκε από του Αµφικτύονες ως

αφιέρωµα στο µαντείο. Τότε είναι που η Αµφικτυονία αναδιοργανώνει τα

Πύθια, γιορτή που αρχικά τελούνταν κάθε 8 έτη ως ανάµνηση της

επιστροφής του Απόλλωνα από την εκούσια φυγή του ‘ύστερα από το φόνο

του Πύθωνα. Από το 582 π.Χ. τα Πύθια τελούνται κάθε 4 χρόνια και

παράλληλα µε το µουσικό αγώνα προστίθενται γυµνικοί και ιππικοί αγώνες.

Το αρχαίο θέατρο Το στάδιο

Στα κρίσιµα χρόνια των Περσικών πολέµων το µαντείο κλονίστηκε

αρκετά από τους ισχυρού κατακτητές. Οι προφητείες και οι συµβουλές του

δεν ανταποκρίνονταν στο υψηλό εκείνο ηθικό το τόσο χαρακτηριστικό των

Ελλήνων που µάχονταν «υπέρ πάντων». Το ίδιο το ιερό γλίτωσε τη λεηλασία

από τους Πέρσες χάρη στη θαυµατουργή παρέµβαση του θεού: τεράστιοι

βράχοι κύλησαν από τις Φαιδριάδες και έκαναν τον εχθρό να φύγει

πανικόβλητος. Μπορεί το µαντείο να έδειξε κάποια αδυναµία την ώρα της

κρίσης, αλλά η πίστη των Ελλήνων στο Φοίβο παρέµεινε ακλόνητη.

18

Ξανάναψαν τους βεβηλωµένους ναούς µε την άσβηστη φλόγα του ιερού,

έστειλαν λαµπρά αναθήµατα όπως τον περίφηµο χρυσό τρίποδα µετά τη νίκη

των Ελλήνων στις Πλαταιές.

Η Ιερά Οδός και ο Θησαυρός των Αθηναίων

Οι πόλεµοι όµως για το δελφικό µαντείο συνεχίστηκαν. Στα µέσα

περίπου του 5ου αι. π.Χ. οι Φωκείς ξαναπήραν την πολιτική δύναµη στους

∆ελφούς, µε αποτέλεσµα να κηρυχθεί ο δεύτερος ιερός πόλεµος για να

ξανακερδίσει το ιερό την ανεξαρτησία του (447 π.Χ.). Στα 373 π.Χ. ένας από

τους πιο φοβερούς σεισµούς αποσπά βράχους και τους ρίχνει επάνω στο ναό

του Απόλλωνα. Με πανελλήνια πάλι συνδροµή αρχίζει η ανοικοδόµηση

αµέσως, αλλά τρίτος ιερός πόλεµος στα 356 π.Χ. τη διακόπτει. Οι Φωκείς

κατέλαβαν το ιερό για 10 χρόνια και πήραν όχι µονάχα τα χρήµατα του, αλλά

και πολλά από τα πολύτιµα αφιερώµατα. Η ιερή αγανάκτηση των Ελλήνων

ήταν µεγάλη και µε επέµβαση του Φιλίππου Β’, βασιλιά της Μακεδονίας, οι

Φωκείς κατατροπώθηκαν, διώχτηκαν από την Αµφικτυονία και αναγκάστηκαν

να πληρώσουν µια κολοσσιαία αποζηµίωση (420 τάλαντα) για την ιεροσυλία

τους. Τέλος, στα 339 π.Χ. ξεσπά ο τέταρτος ιερός πόλεµος, εναντίον των

Λοκρών αυτή τη φορά. Ο Φίλιππος Β’ δέχεται και πάλι την αρχηγία, τους νικά

και προχωρεί στη συνέχεια στη Χαιρώνεια, όπου δίνει την περίφηµη µάχη

(338 π.Χ.).

Στα ελληνιστικά χρόνια ο ελληνικός κόσµος µεταµορφώνεται ριζικά. Η

παλιά πίστη έχει κλονιστεί, οι πόλεις χωνεύονται µέσα στα µεγάλα βασίλεια, οι

δυνατοί βασιλείς στηρίζονται στο στρατό τους πιο πολύ παρά στη βοήθεια

19

των θεών. Πάντα ζητούν τους χρησµούς του µαντείου και στέλνουν πλούσια

δώρα , τώρα όµως για να δείξουν το δικό τους πλούτο πιο πολύ παρά για να

τιµήσουν το θεό. Στα 279 π.Χ. οι ∆ελφοί γλίτωσαν, πάλι µε θαυµατουργή

βοήθεια του θεού, από τη φοβερή επιδροµή των Γαλατών. Για ανάµνηση οι

Αιτωλοί, που είναι τώρα οι κύριοι του τόπου, καθιέρωσαν καινούρια ετήσια

γιορτή, τα Σωτήρια. Οι Περγαµηνοί βασιλείς, φιλότεχνοι και γενναιόδωροι

χτίζουν στοές, συντηρούν τις παλιές τοιχογραφίες του Πολυγνώτου, στέλνουν

αφιερώµατα, αλλά στήνουν και τους ανδριάντες τους µέσα στο ιερό.

Αναπαράσταση (µακέτα) του ιερού χώρου

Έχει φτάσει η αρχή του τέλους για το δελφικό µαντείο όταν το 168

π.Χ. ο Ρωµαίος Αιµίλιος Παύλος νικά στην Πύδνα τους Μακεδόνες, και

στους ∆ελφούς, επάνω στη στήλη που είχε ετοιµάσει ο Περσέας, ο βασιλιάς

της Μακεδονίας, για να στήσει το άγαλµά του, στήνει αυτός το δικό του

έφιππο ανδριάντα. Η ώρα της Ρώµης έχει φτάσει. Ο Σύλλας το 86 π.Χ.

παίρνει όσα πολύτιµα αφιερώµατα είχαν αποµείνει από τον τέταρτο ιερό

πόλεµο και το 83 π.Χ. Θράκες βάρβαροι λεηλατούν το ιερό και πυρπολούν το

ναό. Τότε, λέει η παράδοση, έσβησε για πρώτη φορά η άσβηστη φωτιά, που

έκαιγε από τα πανάρχαια χρόνια, φωτίζοντας και έλληνες και βάρβαρους.

Κι όµως το δελφικό ιερό ήταν ακόµα ακµαίο. Ο Νέρων άρπαξε απ’

αυτό 500 αγάλµατα κι ωστόσο όταν το 2ο αι. µ.Χ. το επισκέφτηκε ο

Παυσανίας το βρήκε ακόµα πλούσιο σε έργα τέχνης και θησαυρούς, παρόλο

που το ιερό ήταν ρηµαγµένο. Όταν όµως οι αυτοκράτορες έγιναν χριστιανοί, η

αρχαία θρησκεία δεν είχε πια θέση µέσα στο κράτος τους. Ο Μέγας

Κωνσταντίνος πήρε από τους ∆ελφούς αµέτρητα έργα τέχνης για να

οµορφύνει τη νέα του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Ο Μέγας

20

Θεοδόσιος απαγόρευσε την αρχαία λατρεία το 394 µ.Χ. Και όταν ο

Ιουλιανός ο Παραβάτης, στέλνει τον Ορειβάσιο να πάρει χρησµό από την

Πυθία, αυτή του δίνει τον τελευταίο µελαγχολικό χρησµό της , ένα

πραγµατικά επιτάφιο επίγραµµα στην πανάρχαια λατρεία:

«Είπατε τω βασιλήι, χαµαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου µάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ.»

2.4. Η χρησµοδοσία

Η φήµη και η δύναµη του δελφικού ιερού στηρίχθηκε στο µαντείο του,

ένα από τα παλαιότερα της Ελλάδας. Σε όλους σχεδόν τους αρχαίους

συγγραφείς υπάρχει κάποια µνεία του κάποια ιστορία σχετικά µ’ αυτό.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να φαντασθεί ο αναγνώστης πως γνωρίζουµε µε όση

ακρίβεια θα θέλαµε και µε τις λεπτοµέρειες που εµείς θεωρούµε απαραίτητες

όλη τη διαδικασία χρησµοδοσίας. Πλήθος προβλήµατα παραµένουν ακόµη

άλυτα και πολλά ερωτήµατα δεν έχουν βρει την απόκρισή τους. Γι’ αυτό θα

προσπαθήσουµε να εκθέσουµε όσο µπορούµε πιο ευσύνοπτα τα πορίσµατα

των πρόσφατων ερευνών για τον τρόπο της χρησµοδοσίας στο δελφικό

µαντείο.

Όλα στην Ελλάδα αρχίζουν από την αρχαία παράδοση. Ο Παρνασσός,

ο επώνυµος ήρωας του βουνού Παρνασσός, βρήκε, λέει, πρώτος τον τρόπο να

µαντεύει από το πέταγµα των πουλιών. Σ’ έναν τόπο γεµάτο πουλιά, από τους

αετούς ως τα ωδικά πτηνά, µπορεί να το φαντασθεί κανείς, ότι κάπως έτσι θα

άρχισε η µαντική. Άλλη παράδοση µας λέει ότι ο ήρωας ∆ελφός, επώνυµος

της πόλης, αυτός πρώτος ήξερε σπλαγχνοσκοπία, ενώ ο ήρωας

Αµφικτύων, επώνυµος της Αµφικτυονίας αυτός, χρησιµοποίησε πρώτος την

ονειροµαντεία. Οι λεγόµενοι Πυρκόοι µάντευαν από τις φλόγες

λατρευτικών πυρών στους ∆ελφούς. Εξάλλου, ενώ οι Έλληνες έλεγαν θριές τα

χαλίκια, που χρησιµοποιούσαν για µαντική, στους ∆ελφούς µυθολογούσαν ότι

Θριές ήταν νύµφες που χρησµοδοτούσαν. Οπωσδήποτε οι µύθοι και οι

παραδόσεις κάνουν φανερό ότι τα πουλιά, σπλάγχνα, όνειρα, πεσσοί, όλοι οι

τρόποι της µαντείας ήταν γνωστοί στους ∆ελφούς.

Το µαντείο ωστόσο χρωστούσε τη φήµη του στους χρησµούς της

Πυθίας, που εµπνεόταν κατευθείαν από τον Απόλλωνα και µιλούσε στο

21

όνοµά του·µε άλλα λόγια, το δελφικό χρησµό τον έδινε ο ίδιος ο θεός της

µαντικής χρησιµοποιώντας την Πυθία ως µέσο.

Σκηνή χρησµοδοσίας της Πυθίας

Η Πυθία ήταν µία γυναίκα προχωρηµένης ηλικίας, που είχε

συµπληρώσει τα πενήντα της χρόνια. ∆εν ήταν απαραίτητο να ήταν παρθένα,

αλλά από τη στιγµή που αναλάµβανε το ύψιστο χρέος να υπηρετήσει το θεό

ήταν υποχρεωµένη να εγκαταλείψει τον άντρα της και τα παιδιά της, να

εγκατασταθεί σε µία οικία µέσα στον ιερό περίβολο προορισµένη γι’ αυτήν και

µόνο, να είναι αµίαντη και άψογη και να τηρεί ορισµένους ιερούς κανόνες.

Φορούσε άσπρα, παρά την ηλικία της, σηµάδι καθαρότητας του βίου της. ∆εν

ήταν ανάγκη να είναι από καλή οικογένεια ή µορφωµένη. Παλαιότερα ήταν

µία, όταν όµως οι ανάγκες του µαντείου µεγάλωσαν, χρειάστηκε να

προστεθούν άλλες δύο. Πρώτη Πυθία ήταν η Φηµονόη, η οποία επιλέχτηκε

από τον ίδιο το Φοίβο να τον υπηρετεί. Μια ακόµη γνωστή Πυθία ήταν η

ποιήτρια, Βοιώ, η οποία συνέθεσε τον πρώτο ύµνο στον Απόλλωνα, από τον

οποίο σώζονται λίγοι στίχοι.

Ως τα κλασικά χρόνια κανένας δεν σκεφτόταν να ρωτήσει πως γινόταν

και η Πυθία µεταµορφωνόταν ξαφνικά και µιλούσε τη φωνή του Φοίβου. Όλα

όσα γράφτηκαν για χάσµα και φυσικούς ατµούς ή για τη δάφνη που

µασούσε και το νερό που έπινε είναι απαντήσεις σε ερωτήµατα που έθεσαν οι

άνθρωποι, ότι η πίστη τους άρχισε να λιγοστεύει και φαντάστηκαν πως

µπορούν να ερµηνεύσουν το θεϊκό θαύµα µε την ψυχρή γλώσσα της λογικής.

Όµως οι παλιοί Έλληνες ήξεραν ένα και µόνο: τον άγιο τρίποδα του θεού,

αυτόν που ήταν ο θρόνος του, που κάποτε φτερωτός τον έφερε πάνω από

στεριές και θάλασσες. Πώς και γιατί ο Απόλλων διάλεξε αυτόν τον περίεργο

θρόνο κανένας δεν το ήξερε και κανένας δεν είχε το θράσος να ρωτήσει. Ούτε

και οι σηµερινοί σοφοί µπορούν να δώσουν κάποια σίγουρη εξήγηση.

22

Σ’ αυτόν, λοιπόν, το θρόνο καθόταν η Πυθία για να γίνει το όργανο του

θεού. Έφτανε να πάρει τη θέση του Απόλλωνα για να αφήσει την καθηµερινή

της υπόσταση, να πέσει σε έκσταση και να κραυγάζει άναρθρα και

µυστηριακά τους θείους λόγους. Όµως προτού η Πυθία καθίσει στον

τρίποδα έπρεπε να ξέρουν αν ο θεός συγκατένευε στη χρησµοδοσία. Τότε

έφερναν ένα κατσίκι για θυσία. Πριν το θυσιάσουν το έβρεχαν µε κρύο νερό.

Αν το ζώο αναρριγούσε δυνατά από την κεφαλή ως τα πόδια σ’ ολόκληρο το

σώµα, σήµαινε πως ο θεός ευνοούσε τη χρησµοδοσία, αν όχι, τότε η Πυθία

δεν έπρεπε να καθίσει στο µαντικό τρίποδα.

Πριν από τον 6ο αι. π.Χ., η χρησµοδοσία γινόταν µια φορά το χρόνο

στις 7 του µηνός Βυσίου (Φεβρουάριος – Μάρτιος), τη γενέθλια µέρα του

Απόλλωνα. Αργότερα γινόταν κάθε µήνα, την 7η πάντα µέρα, εκτός από τους

τρεις µήνες του χειµώνα, τότε που ο θεός άφηνε το δελφικό µαντείο για να

πάει µακριά στη χώρα των Υπερβορείων, δίνοντας τη θέση του στο ∆ιόνυσο,

το θεό του κρασιού και του κεφιού, που λατρευόταν κι αυτός δίπλα στον

Απόλλωνα, µέσα στον ίδιο το ναό του. Μπορούσαν να συµβουλευτούν το

µαντείο οποιαδήποτε ηµέρα, αν δεν είχε αντίρρηση ο θεός, ο Πρόξενος µιας

πόλης στους ∆ελφούς, καθώς είχε δοθεί από τους ιερείς σε ορισµένες πόλεις

και ιδιώτες να έχουν το προνόµιο της προµαντείας.

Την ιερή αυτή µέρα της χρησµοδοσίας, πρώτη η Πυθία πήγαινε τα

ξηµερώµατα στην Κασταλία πηγή να καθαρθεί, έπινε νερό από την άλλη

ιερή πηγή, την Κασσοτίδα κι ύστερα θυµιατιζόταν στην ιερή εστία µε φύλλα

δάφνης. Στο µεταξύ οι ιερείς τελούσαν την τελετή που αναφέραµε µε το

κατσίκι. Αν ο θεός έδινε τη συγκατάθεσή του, το σφάγιο θυσιαζόταν στο

µεγάλο βωµό µπροστά στο ναό, που ήταν ανάθηµα των Χίων, κι έτσι όλοι οι

προσκυνητές µάθαιναν πως θα δοθεί τη µέρα εκείνη χρησµός. Σ’ αυτό το

διάστηµα οι Προφήτες και οι Όσιοι (ιερείς του ∆ιόνυσου και του Απόλλωνα)

και ορισµένοι αντιπρόσωποι των ∆ελφών καθαίρονταν κι αυτοί στα ιερά

νάµατα της Κασταλίας. Τέλος και όλοι οι προσκυνητές που ήθελαν να

ζητήσουν χρησµό τελούσαν καθαρµό στην ίδια πηγή, στην Κασταλία κρήνη

που το κρύο της νερό αναβλύζει στη βάση του βράχου της Υάµπειας.

23

Η Κασταλία πηγή

Έτοιµοι όλοι πια προχωρούσαν σε µια εορταστική ποµπή προς το ναό,

γεµάτοι δέος και προσδοκία. «Θεοπρόποι» (απεσταλµένοι των πόλεων) και

ιδιώτες στέκονταν έξω από το ναό να προσφέρουν πρώτα τον «πέλανο» στο

βωµό, ένα «πρόσφορο» που πουλιόταν εκεί σε υψηλή τιµή, µια πρώτη

εισφορά του πιστού στο δελφικό ιερό. Ύστερα προχωρούσαν µε τη σειρά

τους στο ναό. Εκεί πρόσφεραν σφάγιο στον εσωτερικό βωµό, όπου έκαιγε η

άσβηστη φλόγα.

Η Πυθία είχε καθίσει στον τρίποδα στο άδυτο του ναού (µαντείο ή

τελεστήριον), οι Προφήτες στέκονταν κάπου κοντά της και ο πιστός, µόνον

άντρας, κάθιζε σε µια άκρη, αφού είχε δώσει την ερώτησή του στον Προφήτη

(γραπτή ή προφορική). Κανένας δεν έβλεπε την Πυθία, που βρισκόταν πίσω

από κάποιο παραπέτασµα. Ο Προφήτης της έθετε το ερώτηµα κι εκείνη µέσα

στην έκστασή της και καθισµένη στον τρίποδα που ήταν πάνω στο στόµιο του

χάσµατος, έδινε την απόκριση του θεού, ακατάληπτη, φαίνεται, για τους

άλλους, που ο Προφήτης µπορούσε να την συλλάβει και να την γράψει σε

µορφή εξάµετρων στίχων. Αυτή τη γραπτή απόκριση έπαιρνε ο προσκυνητής

κι έφευγε. Όταν δίνονταν χρησµοί, πρώτοι έπαιρναν χρησµό οι ∆ελφοί,

ακολουθούσαν όσοι είχαν το προνόµιο της προµαντείας και έπειτα οι άλλοι µε

τη σειρά της κλήρωσης.

Είναι φηµισµένες οι διφορούµενες αποκρίσεις του µαντείου, οι

δυσνόητες και σκοτεινές, που απαιτούσαν µια πρόσθετη µαντική ικανότητα για

να κατανοήσεις το σωστό τους νόηµα και να µην πλανηθείς οικτρά, όπως ο

Κροίσος λ.χ. Γιατί αυτός, όταν του αποκρίθηκε ο θεός πως θα καταστρέψει µια

µεγάλη χώρα, αν κάνει πόλεµο µε τους Πέρσες και αν διαβεί τον ποταµό Άλυ.

Ο Κροίσος ερµήνευσε το χρησµό όπως τον συνέφερε και δεν υποπτεύθηκε

πως ο Λοξίας (επίθετο του Απόλλωνα που σηµαίνει αυτές τις «λοξές»

αποκρίσεις) ήθελε να του πει πως θα καταστρέψει το δικό του κράτος.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι η ιστορία της εποίκησης του

Τάραντα και η ίδρυση της πόλης από τον Φάλανθο στα µέσα του7ου αι. π.Χ.

Ο Φάλανθος πριν ξεκινήσει ζήτησε χρησµό από το µαντείο των ∆ελφών και

24

του απάντησαν πως θα κατακτούσε εδάφη και µια πόλη, όταν θα αισθανόταν

βροχή κάτω από καθαρό ουρανό. Φτάνοντας στην Ιταλία σηµείωσε πολλές

νίκες αλλά δεν κατόρθωσε να καταλάβει κάποια πόλη ή εδάφη. Καθώς

θεωρούσε αδύνατο να βρέξει µε καθαρό ουρανό όπως έλεγε η προφητεία,

ήταν απογοητευµένος κι έγειρε το κεφάλι του στα γόνατα της γυναίκας του, η

οποία άρχισε να ψάχνει για ψείρες στα µαλλιά του. Εκείνη τότε ξέσπασε σε

κλάµατα, τα οποία έβρεξαν τα µαλλιά του Φαλάνθου και ξαφνικά

συνειδητοποίησε το νόηµα της προφητείας: τα δάκρυα της γυναίκας του ήταν

σαν βροχή και το όνοµά της Αίθρα, δηλαδή καθαρός ουρανός. Πράγµατι την

επόµενη νύχτα επιτέθηκε στον Τάραντα και κατέκτησε την πόλη.

Ένα άλλο ιστορικό παράδειγµα που συνδέεται µε το µαντείο των

∆ελφών, είναι αυτό του Θεαγένη από τη Θάσο. Εξαιτίας της δόξας που είχε

φέρει στο νησί λόγω των αθλητικών του θριάµβων, έστησαν ένα άγαλµα για

να τον τιµήσουν. Μετά το θάνατό του, ένας εχθρός του Θεαγένη ερχόταν

κάθε νύχτα και έδερνε µε χάλκινες βέργες το άγαλµα. Λέγεται ότι το άγαλµα

εκδικήθηκε την πράξη αυτή, προκαλώντας το θάνατο του ανθρώπου και τα

παιδιά του δίκασαν το άγαλµα για φόνο, µε αποτέλεσµα να πεταχτεί στη

θάλασσα από τους κατοίκους της Θάσου. Κατόπιν, ακαρπία έπληξε τη Θάσο

και οι κάτοικοί της έστειλαν ερώτηση στο µαντείο, που τους συµβούλεψε να

φέρουν πίσω αυτούς που είχαν διώξει. Οι κάτοικοι της Θάσου επέτρεψαν

στους εξόριστους να γυρίσουν πίσω, αλλά το κακό δε διορθωνόταν. Ρωτώντας

ξανά την Πυθία, εκείνη τους απάντησε ότι ξέχασαν τη µνήµη του µεγάλου

Θεαγένη. Κάποιοι ψαράδες ψάρεψαν κατά τύχη το άγαλµα µέσα από τη

θάλασσα, οι Θάσιοι το τοποθέτησαν και πάλι στην αρχική του θέση και έκτοτε

το τίµησαν ως θεό, ως θεραπευτή και προστάτη της Θάσου.

Πολλά θαυµαστά λέγονταν και γίνονταν αυτές τις εννέα µέρες του

χρόνου, όταν η Πυθία µιλούσε µε το στόµα του Λοξία, και πρέπει να

προκαλούσαν συγκλονιστική εντύπωση στους προσκυνητές που είχαν την

τύχη να βρεθούν στο δελφικό ιερό. Όµως µόνον ένα ελάχιστο ποσοστό από

όσους θα ήθελαν το θεϊκό χρησµό θα κατόρθωνε να τον λάβει µέσα στις 9

ορισµένες ηµέρες του χρόνου. Για το λόγο αυτό από τα αρχαϊκά κιόλας χρόνια

δινόταν απόκριση στα ερωτήµατα των πιστών µε έναν άλλο τρόπο: µε την

κληροµαντεία, όπως δηλώνει και το ρήµα που χρησιµοποιούσαν συχνά για

τις αποκρίσεις του θεού: «ανείλεν ο θεός», που σηµαίνει έβγαλε τον κλήρο.

Μια τέτοια διαδικασία πρέπει να γινόταν όλες τις ηµέρες του χρόνου και όχι

πια µέσα στο άδυτο, αλλά σε δηµόσια θέα, και αυτός ήταν, φαίνεται ο πιο

συνηθισµένος τρόπος χρησµοδοσίας σε απλά και συγκεκριµένα ερωτήµατα,

όπου η απόκριση µπορούσε να είναι καταφατική ή αρνητική. Όµως όταν

µιλούµε για την Πυθία και για τους χρησµούς των ∆ελφών, έχουµε στο νου

µας τις µοναδικές εκείνες µέρες που ο θεός ο ίδιος έστελνε τη φωνή του µε το

στόµα της συνεπαρµένης προφήτισσας.

25

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΑΣ ΣΤΟΥΣ ∆ΕΛΦΟΥΣ

26

27

3.1. Η «γέννηση» της Λιβαδειάς

Πριν από την ανοικοδόµηση της Λιβαδειάς υπήρχε σε ένα λόφο, «επί

µετεώρου» κατά τον Παυσανία, η πόλη Μίδεια ήταν στην κορυφή του

κωνικού λόφου του Προφήτη Ηλία. Η πόλη αυτή ονοµάστηκε Μίδεια µε σκοπό

να τιµηθεί η µητέρα του Ασπλήδονα, που ονοµαζόταν Μίδεια.

Σύµφωνα µε την παράδοση σ’ αυτή την πόλη µετέβη «εξ Αθηνών» ο

Λέβαδος µε τη σύζυγο του Λαονίκη. Ο Αθηναίος Λέβαδος υπέδειξε και έπεισε

να κατοικήσουν σε χαµηλότερα µέρη και να κτίσουν µία άλλη πόλη, νέα που

ονοµάστηκε Λεβάδεια προς τιµήν του Λέβαδου. Πότε ιδρύθηκε η πόλη δεν

είναι γνωστό. Είναι όµως γνωστό ότι η Λεβάδεια (Λεβάδια, Λεβαδία, Λεβαδειά,

Λειβαδειά, Λειβαδιά και Λιβαδειά) υπήρχε στην µυκηναϊκή εποχή (1600 –

1100π.Χ.). Τον περασµένο αιώνα είχε βρεθεί ρυτόν (αγγείο που η βάση του

µοιάζει µε κορυφή κώνου) µυκηναϊκής εποχής. Μάλιστα ήταν κτισµένη πριν

τον Τρωικό πόλεµο, γιατί σύµφωνα µε τον ποιητή Όµηρο στην εκστρατεία της

Τροίας µεταξύ των άλλων πόλεων της Βοιωτίας συµµετείχε η πόλη Μίδεια,

στέλνοντας στρατό και στόλο.

Η εκδοχή ότι η Λεβάδεια ήταν κτισµένη πριν από τον Τρωικό πόλεµο,

είναι βάσιµη εάν ληφθεί υπ’ όψη ότι από τη µία ο Παυσανίας µας βεβαιώνει ότι

ο Όµηρος γνώριζε την ύπαρξη της Λεβάδειας, αλλά χρησιµοποίησε το παλιό

όνοµα της πόλης, λόγω των πρώτων κατοίκων της. Από την άλλη στο άλσος

του Τροφώνιου στη Λεβάδεια υπήρχε το µνήµα του Αρκεσίλαου, ήρωά της

που σκοτώθηκε στον Τρωικό πόλεµο.

Η νέα πόλη άρχισε να ακµάζει, να στολίζεται µε καλλιτεχνικά

δηµιουργήµατα, ναούς, ιερά κλπ. και συγκαταλέγονταν ανάµεσα στις

καλύτερες ελληνικές πόλεις σύµφωνα µε τον Παυσανία. Η µεγάλη κίνηση στην

πόλη οφειλόταν στο εν ενεργεία µαντείο του Τροφωνίου ∆ιός, το οποίο είχε

επισκέπτες από όλη την Ελλάδα, διάσηµους και άσηµους, πολιτικούς, ήρωες,

φιλοσόφους, συγγραφείς κ.α., διότι εκτός των χρησµών ζητούσαν οι

προσκυνητές από το πνεύµα του Τροφωνίου λύσεις και απαντήσεις σε

φιλοσοφικές αναζητήσεις.

Τη Λεβάδεια τη χώριζε από το άλσος του Τροφωνίου ο ποταµός

Έρκυνα «Έρκυν» και συγκεκριµένα ανατολικά της όχθης του ποταµού

πρωτοχτίστηκε η πόλη.

Τα όρια της επικράτειας της Λεβάδειας, στο µεγαλύτερο µέρος, ήταν τα

γεωγραφικά όρια της κοιλάδας της και ταυτίζονταν µε τα σηµερινά. Συνόδευε

28

δυτικά µε τη φωκική πόλη Τραχίνα, που ήταν στη θέση Καρακόλιθος, βόρεια

µε τη Χαιρώνεια, ανατολικά µε τον Ορχοµενό, νοτιοανατολικά µε τις

Αλαλκοµενές και νότια µε την Κορώνεια.

Όσον αφορά τα σύνορα της Λεβάδειας και της Κορώνειας, υπάρχει

γραπτή µαρτυρία ότι το Κοινό των Βοιωτών είχαν ορίσει τα σύνορα της

Λεβάδειας µε την Κορώνεια να αρχίζουν από τις πηγές και να τελειώνουν στην

πηγή που τα νερά της αναβλύζουν κοντά στο βωµό του Λαφυστίου ∆ιός. Ο

βωµός του ∆ιός ήταν κοντά στον Άγιο Ταξιάρχη στην Πόντζα. Εποµένως το

Λαφύστιο όρος (βουνό της Γρανίτσας) ανήκε στη Λεβάδεια.

Νόµισµα του Κοινού των Βοιωτών

Η Λεβάδεια µετείχε στη Βοιωτική οµοσπονδία όπως και ο

Ορχοµενός, η Κορώνεια, η Αλίαρτος, η Θήβα, οι Θεσπιές, η Τανάγρα, κ.α. Η

βοιωτική οµοσπονδία ήταν οργανισµός µε οικονοµική αυτάρκεια, πολιτική

εξουσία και δικαστικές αρχές. Οι άρχοντες αυτών των πόλεων, που

ονοµάζονταν Βοιωτάρχες, συνεδρίαζαν σε διάφορα χρονικά διαστήµατα κοντά

στην Κορώνεια. Αυτό το κοινό συνέδριο ονοµάζονταν «Παµβοιώτια». Σ’ αυτό

το «κοινό των Βοιωτών» υπήρχαν ισχυροί φυλετικοί, θρησκευτικοί και

οικονοµικοί δεσµοί. Όλοι οι Βοιωτοί ήταν Αιολείς, λάτρευαν την Ιτωνία Αθηνά

και είχαν δικό τους νόµισµα, γιατί αυτό τους διευκόλυνε στις µεταξύ τους

σχέσεις.

Η Λεβάδεια συνέχισε να ακµάζει σ’ όλη τη διάρκεια των αρχαίων

ιστορικών χρόνων, παίζοντας σηµαντικό ρόλο στην τοπική βοιωτική κοινωνία.

3.2. Έρκυνα, η «ζωή» της πόλης µας.

Η Έρκυνα αποτελούσε, αποτελεί και θα αποτελεί αναπόσπαστο

κοµµάτι της Λιβαδειάς. Είναι το στολίδι και η γοητεία του τόπου. Όποιος

επισκεφτεί το φαράγγι του Ξηριά, θα περπατήσει στα τοξωτά, πέτρινα

γεφύρια, θα θαυµάσει τα κρυστάλλινα νερά και τους καταρράκτες της

Έρκυνας, θα αισθανθεί δέος από τους απόκρηµνους ασβεστολιθικούς βράχους

της Γαρδαβίτσας. Θα καταλάβει ότι το ποτάµι και η κοιλάδα του έδωσαν ζωή

σ’ αυτή την πόλη και ότι καταµαρτυρεί την προϊστορική, αρχαία, βυζαντινή και

σύγχρονη ιστορία αυτού του τόπου.

29

Ο ποταµός

∆ικαιολογηµένα, λοιπόν, οι αρχαίοι κάτοικοι της πόλης εκεί στην

περιοχή της Κρύας δηµιούργησαν, το άλσος του Τροφωνίου, τους ναούς

και τα ιερά του όπως µας αναφέρει ο Παυσανίας.

Έτσι για να τιµήσουν τη ζωοδότρα Έρκυνα έπλεξαν ένα ωραιότατο

µύθο.

Κάποτε ο ποταµός «Έρκυν» ήταν όπως λέγεται, µία όµορφη παρθένα

κόρη του ιδρυτή και αρχιτέκτονα Τροφώνιου. Μία µέρα έπαιζε µε τη φίλη της

την Περσεφόνη, κόρη της θεάς ∆ήµητρας, κοντά στην πατρική κατοικία της

Έρκυνας. Στα χέρια της η νεαρή κόρη είχε µία χήνα. Καθώς τα δύο κορίτσια

έτρεχαν χαρούµενα και έπαιζαν µε τη χήνα, αυτή πέταξε και χώθηκε σε ένα

κοντινό σπήλαιο. Τότε έτρεξε η µικρή Έρκυνα στη σπηλιά για να βρει τη χήνα

της που ήταν κρυµµένη πίσω από µία µεγάλη πέτρα. Η νύφη Έρκυνα

µετακίνησε το λίθο και ξαφνικά άρχισαν να αναβλύζουν τα νερά ενός ποταµού

στον οποίο µεταµορφώθηκε η Έρκυνα.

Γλυπτό της νύµφης Έρκυνας

Ο ποταµός αυτός κατά τη λειτουργία του µαντείου θεωρούνταν ιερός

λόγω της ξαφνικής και µυστηριώδους του γέννησης καθώς οι πηγές του ήταν

µέσα σ’ αυτή τη σπηλιά και ήταν αφανείς. Το νερό του ήταν κρύο και λόγω

αυτής της ιδιότητας, ο προσκυνητής του µαντείου έπαιρνε «ψυχρόν

λουτρόν».

Ερµηνεύοντας τον µύθο µαθαίνουµε ότι η Έρκυνα ήταν αρχικά µια

τοπική θεότητα που προστάτευε και έλεγχε τα υπόγεια νερά, τα εµπόδιζε να

ανέβουν στην επιφάνεια να ωφελήσουν τους ανθρώπους. Άλλωστε η

30

ετυµολογία του ονόµατός της, Έρκυνα, που προέρχεται από το αρχαίο ρήµα

«είργνυµι» (= εµποδίζω την έξοδο ) το καταµαρτυρεί. Έτσι µέσα από αυτό

τον µύθο οι κάτοικοι προσπάθησαν να εξευµενίσουν τη θεότητα µε τη χήνα

και τα κατάφεραν να ξεφύγουν από την ανοµβρία. Έτσι έγινε θεότητα της

γονιµότητας, που τιµούνταν στην Λεβάδεια µε την γιορτή των Ερκυνίων.

Επίσης η ρίζα της λέξης Έρκυνα ίσως προέρχεται από τη ρίζα ερκ- της

λέξης έρκος. Ο Όµηρος στην Ιλιάδα (Ξ 84) µιλάει για «έρκος οδόντων».

Έρκος σηµαίνει ηµικυκλικό περίφραγµα. Αλλά έρκος σχηµατίζουν: ο λόφος

του Φρουρίου και η λοφοσειρά όπου είναι οι εκκλησίες της Αγίας Ιερουσαλήµ

και των Αγίων Αναργύρων. Κατά συνέπεια το ποτάµι ονοµάστηκε Έρκυνα

επειδή είχε τις πηγές του µέσα στο έρκος.

Οφείλουµε να εξετάσουµε τον παραπάνω µύθο από γεωλογική άποψη.

Συνήθως όταν γίνεται µία σεισµική δόνηση τα επιφανειακά νερά αποσύρονται,

χάνονται, πηγές στερεύουν αλλά εµφανίζονται και νέες. Στην περιοχή τα

πετρώµατα είναι ασβεστολιθικά κατά µεγάλο ποσοστό υδατοπερατά που όταν

συναντούν µάργα (είδος πετρώµατος), που είναι αδιαπέραστη στο νερό, το

νερό εγκλωβίζεται ανάµεσα στα δύο πετρώµατα και όταν η µάργα, για κάποιο

γεωλογικό συµβάν, βγαίνει στην επιφάνεια αναβλύζει έτσι και το

εγκλωβισµένο νερό. Έτσι λοιπόν ίσως µετά από κάποιο σεισµό τα

εγκλωβισµένα υπόγεια νερά του τόπου να βρήκαν τρόπο διαφυγής στις πηγές

του ποταµού Έρκυνας.

3.3. Τροφώνιος – Αγαµήδης

Οι ήρωες αναδύονται µέσα από την αχλή των µύθων, σαν

υπεράνθρωπα πλάσµατα που επικοινωνούν µε τους θεούς.

Ο Τροφώνιος ήταν ήρωας και στη Λεβάδεια λατρεύονταν ως θεός.

Μερικές φορές στους µύθους η καταγωγή και τα πρόσωπα των ηρώων

µπερδεύονταν, αλλά αυτό δεν προβληµάτιζε κανένα, αντίθετα διευκόλυνε και

οι άνθρωποι πίστευαν την εκδοχή που προτιµούσαν. Έτσι όσοι επισκέπτονταν

το µαντείο πίστευαν ότι ο Τροφώνιος ήταν γιός του Απόλλωνα και της

Επικάστης και αδερφός του Αγαµήδη. Ο Παυσανίας για παράδειγµα έγραφε

ότι ο Τροφώνιος ήταν γιός του βασιλιά του Ορχοµενού Εργίνου και της

Ιοκάστης.

Ο Τροφώνιος ήταν µεγάλος αρχιτέκτονας. Μαζί µε τον αδερφό του

Αγαµήδη είχαν οικοδοµήσει: τα ανάκτορα του Αµφιτρύονα και της Αλκµήνης

στη Θήβα, τον πέτρινο ναό του Απόλλωνα ( τον τέταρτο κατά σειρά ) και τον

ξύλινο ναό του Ιππύου Ποσειδώνος στη Μαντινεία.

Σύµφωνα µε τον µύθο που διηγείται ο περιηγητής Παυσανίας, τα δύο

αδέρφια έχτισαν και το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά της Υρίας (κοντά στην

Αυλίδα). Αλλά µετακινώντας µε έντεχνο τρόπο µία πέτρα της οικοδοµής,

31

έκλεβαν τους θησαυρούς του βασιλιά. Στο θησαυροφυλάκιο στήθηκαν παγίδες

και ο Αγαµήδης πιάστηκε στο δόκανο. Ο Τροφώνιος δεν µπόρεσε να τον

ελευθερώσει. Κόβει λοιπόν το κεφάλι του Αγαµήδη και το θάβει σε άλσος στη

Λεβάδεια, που ονοµάστηκε Άλσος του Τροφωνίου. Τότε άνοιξε η γη και

κατάπιε τον Τροφώνιο. Το σηµείο εκείνο ονοµάστηκε βόθρος του Αγαµήδη (οι

βόθροι ήταν αφιερωµένοι σε υποχθόνιες θεότητες) την εποχή του Παυσανία.

Ένας άλλος µύθος λέει ότι τα δύο αδέρφια έκτισαν τον ναό του

Απόλλωνα στους ∆ελφούς και ζήτησαν απ’ αυτόν αµοιβή και να τους δώσει ότι

καλύτερο αυτός θεωρούσε. Ο θεός ζήτησε ένα περιθώριο εφτά ηµερών µέχρι

να τους πληρώσει. Στο διάστηµα αυτό τα δύο αδέρφια έτρωγαν και έπιναν.

Την έβδοµη ηµέρα ήταν κουρασµένα και έπεσαν για ύπνο, από τον οποίο ποτέ

δεν ξύπνησαν, έχοντας έναν ευτυχισµένο θάνατο. Μάλιστα, ο Απόλλων ως

αµοιβή έδωσε στον Τροφώνιο την µαντική τέχνη. Έτσι ιδρύθηκε το Τροφώνιο

µαντείο.

Από τον Παυσανία επίσης διασώθηκε και ο µύθος που περιγράφει την

ανακάλυψη του µαντείου.

Στη Βοιωτία είχε να βρέξει δύο χρόνια και οι βοιωτικές πόλεις έστελναν

αντιπροσώπους στην Πυθία να παρακαλέσουν για να σταµατήσει η ανοµβρία.

Η Πυθία συµβούλευε τους αντιπροσώπους των πόλεων να περάσουν από τη

Λεβάδεια και να ζητήσουν τον Τροφώνιο, εκείνος θα τους γλίτωνε από το

κακό. Στους Βοιωτούς ο Τροφώνιος ήταν άγνωστος. Οι αντιπρόσωποι

πέρασαν από τη Λεβάδεια αλλά δε βρήκαν τον Τροφώνιο. Ο Σάων όµως, ένας

από τους πιο ηλικιωµένους αντιπροσώπους του Ακραιφνίου, είδε ένα σµήνος

µελισσών και τις ακολούθησε. Οι µέλισσες στην αρχαιότητα ήταν σεβαστά

έντοµα καθώς οι αρχαίοι πίστευαν ότι συνόδευαν τις ψυχές στον άλλο κόσµο.

Έτσι οι µέλισσες τρύπωσαν σε µια ρωγµή του βράχου, τρύπωσε και ο Σάων

στη ρωγµή, θεωρώντας την εµφάνιση των µελισσών θεϊκό σηµάδι και

βρέθηκε µέσα στο µαντείο. Εκεί ο Τροφώνιος τον µύησε στη µαντική και έγινε

ο Σάων ο πρώτος ιερέας του µαντείου, θυσιάζει και λαµβάνει χρησµό. Ο

ουρανός γεµίζει µε σύννεφα και βροχή αρχίζει να πέφτει στη διψασµένη γη.

Αργότερα ο Τροφώνιος ταυτίστηκε µε το ∆ία και γι’ αυτό το µαντείο

ονοµάστηκε «Τροφωνίου ∆ιός» και ο ίδιος ο Τροφώνιος πήρε το όνοµα

«Ζευς Τροφώνιος».

Ο Τροφώνιος

32

3.4. Το ιερατείο του µαντείου

Κρίνοντας από τον Πλούταρχο, που υπήρξε ιερέας στους ∆ελφούς,

καταλαβαίνουµε ότι οι ιερείς ήταν άτοµα µε υψηλή µόρφωση και

κοινωνική καταξίωση, επίσης ήταν και νέοι στην ηλικία. Ο ιερέας του ∆ιός

του Τροφωνίου ίσως ήταν πρωθιερέας, καθώς ήταν και πρόαρχος του

Βακχείου. Οι ιερείς τελούσαν τις λατρευτικές τελετές και πιθανόν έδιναν

έµµεσα χρησµούς.

Το µαντείο δε λειτουργούσε το χειµώνα, γιατί καθώς ήταν

εσωτερικά στο έδαφος θα έσταζε ο χώρος από την υγρασία. Επιπλέον οι

εξαγνισµοί των επισκεπτών µε καθαρµούς στα κρυστάλλινα νερά της

Έρκυνας, προϋποθέτουν ζεστό νερό. Επίσης και το µαντείο των ∆ελφών δε

λειτουργούσε το χειµώνα καθώς ο θεός της µαντικής απουσίαζε στις

υπερβόρειες χώρες.

Όσο διαρκούσαν οι καθαρµοί οι χρηστηριαζόµενοι έµεναν στον ξενώνα

του µαντείου, στο οίκηµα ∆αίµονος τε Αγαθού και Τύχης. Τα µαγειρεία του

ξενώνα ήταν στη θέση της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων, καθώς είχαν

βρεθεί αρχαία ευρήµατα. Εκεί κοντά στο µαγειρείο ήταν και ο ξενώνας. Η

διαµονή στο οίκηµα του ξενώνα ήταν υποχρεωτική. Μάλιστα ο Αθηναίος στο

έργο του «∆ειπνοσοφιστές» συµπεριλαµβάνει ένα απόσπασµα µίας άγνωστης

κωµωδίας του Μένανδρου (4ος αι.π.Χ.) και συγκεκριµένα ένα διάλογο µεταξύ

των υπευθύνων του ξενώνα του Τροφωνίου.

Ο χρηστηριαζόµενος µας διηγείται ο Παυσανίας, θυσίαζε στον

Τροφώνιο και τα παιδιά του, τον Άλκανδρο και την Έρκυνα. Την ίδια µέρα

θυσίαζε στους τέσσερις θεούς που οι ναοί τους ήταν στο λόφο του Αη – Λια,

στον Απόλλωνα, στον Κρόνο, στο ∆ία Βασιλέα και στην Ήρα Ηνιόχη. Επίσης

θυσίαζε και στη θεά ∆ήµητρα Ευρώπη, που είχε αναθρέψει τον Τροφώνιο και

το ιερό της βρισκόταν στο άλσος του.

Τα ζώα θυσίαζε ο θύτης ή ο µάντης που παρατηρούσε τα σπλάχνα και

προφήτευε αν ο Τροφώνιος θα καταδεχόταν να δώσει χρησµό στον

ερωτώντα. Καθοριστικής σηµασίας ήταν τα σηµάδια των σπλάχνων του

κριαριού. Η θυσία γινόταν στο βόθρο του Αγαµήδη. Αν οι οιωνοί έδειχναν ότι

ο Τροφώνιος είχε ευνοϊκές διαθέσεις, ο χρηστηριαζόµενος θα µπορούσε να

κατεβεί στο µαντείο. Σε περίπτωση όµως που τα σηµάδια ήταν αρνητικά, την

άλλη µέρα συνεχιζόταν η ίδια διαδικασία.

Ο περιηγητής Παυσανίας εξιστορούσε ότι στον ξενώνα υπήρχαν πολλά

σφάγια από τις θυσίες. Μας είναι άγνωστο εάν το ιερατείο του Τροφωνίου

έπαιρνε µερίδιο από τα κρέατα. Το σίγουρο είναι ότι οι ιερείς του µαντείου

των ∆ελφών έπαιρναν µερίδιο από τα σφάγια και από τα δέρµατά τους.

Επίσης εισέπρατταν και τον πέλανο (= µια µελόπιτα ή τηγανίτα). Την

33

µελόπιτα την έκαιγε ο πιστός στο βωµό που ήταν µπροστά στο ναό του

Απόλλωνα.

Με µελόπιτες στα χέρια κατέβαινε το βράδυ ο προσκυνητής στο

Τροφώνιο µαντείο. Επίσης φορούσε και µία ειδική ενδυµασία. Λινό χιτώνα

ζωσµένο µε ταινίες και εγχώρια σανδάλια. Ο Λουκιανός στους Νεκρικούς

∆ιαλόγους παρουσιάζει το Μένιππο να λέει περιπαιχτικά στον Τροφώνιο: «Τι

λες και αν δεν πάω στη Λεβάδεια και αν δεν τυλιχτώ στο σεντόνι (το λινό

χιτώνα που θα ήταν πολύ φαρδύς γιατί θα πουλιόταν σε ένα µέγεθος) ώστε

να γίνω µασκαράς. Και αν δεν κρατώ στα χέρια τηγανίτα και αν δεν µπω

σερνόµενος στη σπηλιά σου που είναι χαµηλά στη γη».

Από τους ιερείς και τις ιέρειες, ελάχιστοι ήταν µόνιµοι. Στις επιγραφές

ρωµαϊκής εποχής που βρέθηκαν στη συνοικία Ζαγαρά, ο Μένανδρος Χρησίµου

λέει ότι διετέλεσε ιερέας του ∆ιός Βασιλέως πέντε χρόνια. Μόνιµοι ήταν όσοι

είχαν το αξίωµα της ιεροσύνης από πατρική κληρονοµιά και ορισµένοι που

ανακηρύσσονταν τιµής ένεκεν.

3.5. Η µορφή του µαντείου

Μέσα στον ιερό χώρο του µαντείου υπήρχε το άδυτο (χρηστήριον). Το

που ήταν ακριβώς δε γνωρίζουµε, ξέρουµε όµως το πώς ήταν από περιγραφές

συγγραφέων της εποχής εκείνης. Ο Παυσανίας το τοποθετεί πάνω από το ιερό

άλσος σε ένα λόφο. Ο Στράβωνας µας λέει ότι είναι µεταξύ Χαιρώνειας,

Ελικώνα και είναι κοντά στην Κορώνεια, ενώ ο Φιλόστρατος µας πληροφορεί

ότι δεν φαίνεται στον ιερό χώρο, αλλά είναι µικρό και βρίσκεται πάνω από το

ιερό σε ένα λόφο. Εποµένως η περιγραφή της τοποθεσίας είναι αινιγµατική.

Το άδυτο, το «στόµιον», το «άντρον» και όπως αλλιώς το αποκαλούν

είναι ένα θολωτό µικρό υπόγειο οικοδόµηµα. Ο Παυσανίας µας

περιγράφει ότι το µαντείο αποτελούνταν από δύο µέρη. Ο χρηστηριαζόµενος

αρχικά έµπαινε σε ένα προθάλαµο «χάσµα γη» και έπειτα στο άδυτο. Η

είσοδος του µαντείου ήταν σε ένα καλλιµάρµαρο λευκό όρυγµα. Γύρω

υπήρχαν χάλκινοι στύλοι µε διαστάσεις όσο ένα µικρό αλώνι και είχε ύψος

περίπου ενενήντα εκατοστά. Ήταν οικοδοµηµένο µε ¨τέχνη και αρµονία» και

περιφραγµένο µε χάλκινα κολονάκια. Χάλκινες ήταν και οι ζώνες που τα

συνέδεαν. Το όρυγµα είχε βάθος τέσσερα µέτρα περίπου, διάµετρο δύο µέτρα

και έµοιαζε εξωτερικά µε φούρνο ή αλλιώς µε «κρίβανο» ένα είδος µαγειρικού

σκεύους που έµοιαζε µε τη σηµερινή γάστρα. Ο πιστός κατέβαινε στο όρυγµα

από µία κινητή σκάλα.

Το όρυγµα κοντά στο δάπεδο είχε ένα άνοιγµα, πλάτους µισού µέτρου

και ύψους είκοσι πέντε περίπου εκατοστών. Αυτό το άνοιγµα ήταν η είσοδος

του µαντείου, «το ιερόν στόµα» κατά τον Παυσανία.

34

Για το «άδυτον» δεν έχουµε πληροφορίες, γνωρίζουµε όµως ότι εκεί

δίνονταν οι χρησµοί και πίστευαν ότι βρισκόταν το πνεύµα του Τροφωνίου

∆ιός. Πρέπει ο χώρος να ήταν µεγαλύτερος από τον προθάλαµο, γιατί εκεί

µέσα γίνονταν µυστηριακές τελετουργίες.

Η περιγραφή του Τροφώνιου µαντείου µας θυµίζει µικρό µυκηναϊκό

τάφο. Σαν αυτό του Ατρέα στις Μυκήνες και σαν αυτό του Θησαυρού των

Μινύων στον Ορχοµενό. ∆ηλαδή όλα τα κτίσµατα είναι κυκλικά µε θολωτή

στέγη, οδηγούνται στο εσωτερικό µε ένα διάδροµο – είσοδο και ένα πλαϊνό

ορθογώνιο δωµάτιο, που χρησίµευε ως νεκρικός θάλαµος. Έτσι δικαιολογούµε

τους χαρακτηρισµούς ορισµένων συγγραφέων ως «υπόγειον οίκηµα» και

«µνήµα». Ίσως στο «άδυτον» να ενταφιάστηκε ο Τροφώνιος.

3.6. Η χρησµοδοσία

Η χρησµοδοσία γινόταν τη νύχτα. Οι ιερείς παραλάβαιναν το

χρηστηριαζόµενο από τους «Ερµές», τα δύο αγόρια, 13 ετών περίπου, που

τον είχαν πλύνει και αλείψει µε µύρο. Έπειτα πήγαιναν στην πηγή της Λήθης

για να πιει το νερό της, για να ξεχάσει τις εγκόσµιες σκέψεις. Στη συνέχεια τον

οδηγούσαν στην πηγή της Μνηµοσύνης να πιει και από ‘κει νερό µε σκοπό

να θυµάται όσα θα έβλεπε και θα άκουγε όταν θα βρισκόταν στο άδυτο του

µαντείου. Οι πηγές της Λήθης και της Μνηµοσύνης υπάρχουν ακόµη στη

Λιβαδειά και µάλιστα την υδροδοτούν, µόνο που τώρα ονοµάζονται Χλιά και

Κρύα αντίστοιχα. Αφού έπινε και νερό από την πηγή της Μνηµοσύνης, οι

ιερείς οδηγούσαν τον ενδιαφερόµενο στο χώρο που βρισκόταν το ξύλινο

ξόανο του Τροφωνίου, για να το προσκυνήσει και να προσευχηθεί.

Μάλιστα, λέγεται ότι το ξόανο του Τροφωνίου ήταν δηµιουργία του ∆αιδάλου,

που είχε φτιάξει το λαβύρινθο στο παλάτι του Μίνωα και ένα άγαλµα του

Ηρακλή στη Θήβα. Άρα µπορούµε να υποθέσουµε ότι το µαντείο υπήρχε από

τα µυθικά κιόλας χρόνια. Μετά ο χρηστηριαζόµενος κατευθυνόταν στο

µαντείο.

Όπως προείπαµε ο ερωτών έµπαινε στο µαντείο µέσα από έναν λευκό

από µάρµαρο προθάλαµο όπου έβλεπε το θολωτό όρυγµα που έµοιαζε µε

φούρνο. Στο δάπεδο του ήταν το άνοιγµα που ο χρηστηριαζόµενος ξάπλωνε

ανάσκελα και προσπαθούσε να βάλει τα δυο του πόδια, ως τα γόνατα, µέσα

στο άνοιγµα. Όταν τα τοποθετούσε, αισθανόταν σαν τον τραβούσε ένα

ορµητικό ποτάµι και µέχρι να καταλάβει τι του είχε συµβεί είχε γλιστρήσει

µέσα στο µαντείο. Στο άδυτο του µαντείου δεν επιτρεπόταν να µπει κάποιος

που δεν ήταν εξαγνισµένος κι αυτός είτε έβλεπε τροµερά οράµατα είτε άκουγε

φοβερά λόγια. Πάντως απάντηση από τον Τροφώνιο έπαιρνε σε ό,τι ρωτούσε

σχετικά µε το µέλλον του και κυρίως για τις µεταφυσικές του ανησυχίες.

35

Η είσοδος του χρηστηριαζόµενου στο άδυτο του µαντείου

Κατά τη διάρκεια της χρησµοδοσίας οι ιερείς παρέµεναν στην είσοδο

του µαντείου, για να παραλάβουν τον ενδιαφερόµενο που έβγαινε από το

µαντείο ξαπλωµένος µε τα πόδια προς τα έξω. Τότε οι ιερείς τον κάθιζαν στο

θρόνο της Μνηµοσύνης, που ήταν κοντά στην είσοδο του µαντείου. Εκεί τον

ρωτούσαν τι είδε ή τι άκουσε. Παράλληλα ήταν εκεί και οι συγγενείς του που

τον παραλάµβαναν και τον πήγαιναν στον ξενώνα του µαντείου, για να τον

συνεφέρουν. Ο µαντευόµενος ήταν καταφοβισµένος και ανίκανος να

αναγνωρίσει τους άλλους, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Με τον καιρό

έβρισκε τα λογικά του και ήταν ελεύθερος να φύγει, έχοντας όµως την

υποχρέωση να αφιερώσει στο µαντείο µια πινακίδα όπου ήταν γραµµένα όσα

είδε ή όσα άκουσε. Έτσι µας τα διηγήθηκε ο Παυσανίας, µ’ αυτόν το µοναδικό

τρόπο, όταν ο ίδιος επισκέφτηκε ως πιστός το µαντείο του Τροφωνίου γύρω

στο 175 µ.Χ.

Το άδυτο του µαντείου

Ο Πλούταρχος µας αναφέρει στο έργο του «Περί Σωκράτους

∆αιµόνιον» ότι ο φανταστικός Τίµαρχος όταν κατέβηκε στο Τροφώνιο

βρέθηκε σε βαθύ σκοτάδι. Έκανε την προσευχή του και έµεινε ξαπλωµένος

χωρίς να ξέρει αν ήταν ξύπνιος ή αν ονειρευόταν. Του φάνηκε ότι είχε δεχθεί

και ένα χτύπηµα στο κεφάλι που συνοδευόταν µε έναν κρότο. Ξαφνικά

κάποιος που δε φαινόταν, τον ρώτησε: «για ποιο πράγµα θέλεις να µάθεις

Τίµαρχε;» ο Τίµαρχος απάντησε: «Για όλα, γιατί και ποιο δεν είναι

36

αξιοθαύµαστο;». Αφού µίλησαν αρκετά η ίδια φωνή είπε: «Τώρα φύγε, αυτά

που ζητάς θα τα µάθεις µε περισσότερες λεπτοµέρειες σε τρεις µήνες». Μόλις

σταµάτησε η φωνή, γύρισε το κεφάλι να δει µε ποιον µιλούσε, αλλά τότε

αισθάνθηκε πάλι δυνατό πόνο, σαν να έσπαζε το κεφάλι του και έχασε τις

αισθήσεις του. Αλλά, µετά από λίγο συνήρθε και βρέθηκε ξαπλωµένος στην

είσοδο του µαντείου µε τα πόδια προς τα έξω.

Ο Πλούταρχος µας έδωσε την ευκαιρία µε τα παθήµατα του Τιµάρχου,

να καταλάβουµε έστω και λίγο τι γινόταν στο άδυτο. Γιατί, ως ιερέας του

µαντείου των ∆ελφών, θα ήταν µυηµένος σ’ όλες τις µεθόδους της µαντικής.

3.7. Οι χρησµοί του Τροφωνίου

Μέχρι σήµερα καµία πινακίδα δεν έχει ανακαλυφθεί µε τους χρησµούς,

έτσι υποθέτουµε ότι οι πινακίδες ήταν ξύλινες οι οποίες καταστράφηκαν.

Υπάρχουν όµως µαρτυρίες ιστορικών, προσκυνητών και περιηγητών. ∆εν

πρέπει να ξεχνάµε ότι το µαντείο του Τροφωνίου ήταν ξακουστό και τον 6ο αι.

π.Χ αποτέλεσε ένα σηµαντικό κέντρο µαντικής, έτσι ήταν φυσιολογικό

ιστορικοί ν’ ασχοληθούν µ’ αυτό.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Λύδος βασιλιάς, Κροίσος, είχε στείλει

αντιπρόσωπο σε πολλά µαντεία για να δοκιµάσει την αξιοπιστία τους θέτοντας

το ερώτηµα «Με τι ασχολείται αυτή τη στιγµή ο βασιλιάς των Λύδων Κροίσος,

ο γιος του Αλυάτου;». Το µόνο µαντείο που δεν του έδωσε ικανοποιητική

απάντηση ήταν του Τροφωνίου. Ο ίδιος ιστορικός µας αναφέρει ότι την άνοιξη

του 479 π.Χ. ο Πέρσης στρατηγός Μαρδόνιος έστειλε το διερµηνέα Μυν για

να ζητήσει χρησµό πριν αναµετρηθεί µε τους Έλληνες στις Πλαταιές.

Ο Παυσανίας µας πληροφορεί ότι κάποτε ο Θηβαίος στρατηγός

Επαµεινώνδας πριν τη µάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) είχε ζητήσει χρησµό

από γνωστά µαντεία όπως των Αβών, του Πτώου, όµως προτίµησε του

Τροφωνίου που τον συµβούλεψε πριν τη µάχη µε τους Σπαρτιάτες να στήσει

τρόπαιο που θα το στόλιζε µε την ασπίδα που χάρισε στον ίδιο, τον Τροφώνιο

ο Αριστοµένης, ο ανδρείος Μεσσήνιος στρατηγός. Τους διαβεβαίωσε ότι θα

κατέστρεφε το εχθρικό στράτευµα.

Ο Επαµεινώνδας ζήτησε από το βοιωτάρχη Ξενοκράτη να τη µεταφέρει

µε ασφάλεια στα Λεύκτρα. Έστησε την περίφηµη ασπίδα σε περίοπτη θέση ως

τρόπαιο. Οι Λακεδαιµόνιοι αναγνώρισαν την ασπίδα του Αριστοµένη, είτε γιατί

την είχαν δει στο µαντείο είτε γιατί είχαν ακούσει γι’ αυτή. Παράλληλα το

θηβαϊκό στράτευµα αντικρίζοντάς την τονώθηκε το ηθικό του και ρίχτηκαν

στη µάχη µε γενναιότητα και κέρδισαν. Αυτό το περιστατικό µας το

επιβεβαιώνει ο ∆ιόδωρος ο Σικελιώτης και µάλιστα αναφέρει ότι κάποιος που

37

είχε ανέβει πρόσφατα από το µαντείο του Τροφωνίου είπε ότι ο Τροφώνιος

πρόσταζε τους Βοιωτούς όταν νικήσουν, να διοργανώνουν αγώνες προς τιµήν

του ∆ιός Βασιλέως και στους νικητές να προσφέρουν στεφάνια.

Για πολλούς αιώνες το µαντείο φώτιζε τα µυαλά των προσκυνητών

ακόµα και τη ρωµαϊκή εποχή, όπως µας πληροφορεί ο Πλούταρχος, οι Ρωµαίοι

έπαιρναν καλές ειδήσεις και νικηφόρα µαντεύµατα. Το µαντείο συνέχισε να

λειτουργεί ως τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώ τα άλλα βοιωτικά µαντεία είχαν

σιγάσει. ∆έχτηκε πολλές λεηλασίες από τον Αλάριχο, τον Αρχέλαο, το Σύλλα

κ.ά.

Το µαντείο µε την επικράτηση του χριστιανισµού αφέθηκε στην τύχη

του, όπως και τόσα άλλα µαντεία. ∆εν εγκαταλείφθηκε ξαφνικά, αλλά

σταδιακά οδηγήθηκε σε µαρασµό. Υπάρχουν πάντως ενδείξεις ότι το µαντείο

το πρώτο µισό του 4ου µ.Χ. αιώνα λειτουργούσε και ήταν το τελευταίο µαντείο

που σίγασε. Τα υποστηρίγµατα θα υποχώρησαν µε το πέρασµα του χρόνου

και το θρυλικό άντρο του Τροφωνίου θα βούλιαξε στα έγκατα.

3.8. Ο ιερός χώρος του µαντείου

Το µαντείο του Τροφωνίου ήταν γνωστό ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια.

Το πότε ακριβώς ιδρύθηκε µας είναι άγνωστο. Ωστόσο ήταν ένα από τα πιο

ξακουστά µαντεία της αρχαιότητας. Επίσης µας είναι άγνωστο για ποιο λόγο

προτιµήθηκε να φτιαχτεί εκεί το µαντείο και το ιερό άλσος του, αφού ούτε

είναι ιαµατικά τα νερά της Έρκυνας ούτε υπάρχουν θεραπευτικά φυτά. Το

µόνο σίγουρο είναι ότι αυτή η αγριότητα των βράχων και η µυστικοπάθεια του

τοπίου προκαλεί θαυµασµό και δέος στους επισκέπτες.

38

Πιθανή αναπαράσταση του ιερού άλσους του Τροφωνίου

Σύµφωνα, λοιπόν, µε τον Παυσανία το ποτάµι της Έρκυνας χώριζε την

πόλη από το ιερό άλσος του µαντείου. Στο µαντείο πέρα από τη λατρεία στον

Τροφώνιο λατρεύονταν οι: ∆ήµητρα, η Περσεφόνη, η Ευρώπη, ο Υέτιος Ζευς,

ο Ζευς Βασιλεύς, ο Απόλλων, ο Κρόνος, η Ήρα, η Μνηµοσύνη, η Πυθία, ο

Ασκληπιός, η Υγεία, η Μήδεια, η Αταλάντη, ο Παν, ο ∆ιόνυσος, οι Μούσες. Το

ιερό άλσος εκτεινόταν κατά µήκος της ιερής όχθης του ποταµού, άρα η δεξιά

όχθη ανήκε στην πόλη. Μεταξύ του ποταµού και του λόφου του Αη Λια, που

βρίσκεται ο ηµιτελής ναός του ∆ιός Βασιλέως ήταν ο χώρος του µαντείου και

πάνω στο λόφο εικάζεται ότι ήταν το µαντείο µε το άδυτό του.

Ο ηµιτελής ναός του ∆ιός Βασιλέως

39

Αρχικά ο Παυσανίας βαδίζοντας στον ιερό χώρο του µαντείου αντίκρισε

το ναό της Έρκυνας. Μέσα σ’ αυτόν ήταν τοποθετηµένο το άγαλµα της

νύµφης που κρατούσε στα χέρια της τη χήνα της. Κατά πάσα πιθανότητα ο

ναός αυτός να ήταν κοντά στην πηγή της Μνηµοσύνης (Κρύα), στο σηµείο

που είχε αναβλύσει, σύµφωνα µε το µύθο, το ποτάµι.

∆ίπλα στο ποτάµι είδε και το µνήµα του Αρκεσίλαου που τον είχε

σκοτώσει ο Έκτορας στην Τροία. Πιο πέρα ήταν οι σπηλιές που ήταν οι πηγές

του ποταµού και δύο όρθια αγάλµατα να κρατούν σκήπτρα που ήταν

τυλιγµένα µε φίδια. Ο Παυσανίας µας αναφέρει ότι είτε παρίσταναν τον

Ασκληπιό και την Υγεία είτε τον Τροφώνιο και την Έρκυνα. Γιατί και ο

Τροφώνιος είχε ως σύµβολα τα φίδια.

Από τις πηγές που σχηµατίζουν το ποτάµι ο Παυσανίας κατευθύνθηκε

µέσα στο ιερό δάσος του µαντείου. Πρώτος στη σειρά ήταν ο ναός του

Τροφωνίου. Μέσα στο ναό δέσποζε το άγαλµα του θεού που ήταν

δηµιούργηµα του γνωστού γλύπτη της αρχαιότητας, του Πραξιτέλη. Εκεί

βρισκόταν και η ασπίδα του στρατηγού Αριστοµένη. Μέσα στο άλσος ήταν το

ιερό της ∆ήµητρας Ευρώπης και έξω στο ύπαιθρο είδε το άγαλµα του Υέτιου

∆ιός.

Οι κόγχες για τα αναθήµατα σε λιθογραφία εποχής

Όσον αφορά το µαντείο, ο Παυσανίας αναφέρει δύο φράσεις που

φωτίζουν την υπόθεση για το πού βρισκόταν το µαντείο. Οι φράσεις είναι:

«Ανεβαίνουν δε προς το µαντείο και από εκεί φθάνουν…» [στο λόφο Αη Λια]

και «είναι δε το µαντείο πάνω από το άλσος στο βουνό». Τόσο ο Παυσανίας

όσο και ο Στράβων και ο Φιλόστρατος δεν προσδιορίζουν το ακριβές µέρος.

Προκειµένου να συµπληρώσουµε τα κενά της περιγραφής του

Παυσανία, ανατρέχουµε στη µυθολογία, στα ευφυολογήµατα του Αριστοφάνη

και του Λουκιανού και στα γεγονότα. Υπόγειο χαρακτήρισε ο Αριστοφάνης το

µαντείο, σπηλιά ο Λουκιανός. Αλλά και οι Λεβαδείς, σπηλιά του Τροφωνίου

40

ονόµαζαν το µαντείο. Το µαντείο ήταν υπόγειο, δεδοµένου ότι η είσοδος ήταν

µέσα σε τεχνητό όρυγµα. Αλλά µπορεί να υποστηριχθεί ότι κατέληγε σε

κάποια απρόσιτη σπηλιά της ανατολικής πλευράς του λόφου του Φρουρίου.

Γιατί το στόµιο της σπηλιάς θα έδινε την επιθυµητή λύση στο πρόβληµα

αερισµού του υπόγειου µαντείου και θα χρησίµευε ως αεραγωγός. Για σπηλιά

µιλάει και ο µύθος µε τον Σάωνα. Το περιστατικό µε το δορυφόρο του

Μακεδόνα βασιλιά, του ∆ηµήτριου του Πολιορκητή, φανερώνει ότι υπήρχε

κάποιο στόµιο. Γιατί ενώ ο δορυφόρος κατέβηκε από την είσοδο του µαντείου

να κλέψει χρυσάφι και ασήµι, βρέθηκε νεκρός σε άλλο σηµείο, έγραφε ο

Παυσανίας στα Βοιωτικά.

Ο Παυσανίας ανέβηκε «εις το πρόσω του όρους», όπου εκεί είδε το

ιερό που το έλεγαν της «Κόρης Θήρα» και το ηµιτελές ιερό του Βασιλέως ∆ιός.

Τα ναό αυτό αποφάσισε τον οικοδοµήσει το Κοινό των Βοιωτών. Ο ναός

έµεινε ηµιτελής εξαιτίας των αλλεπάλληλων πολεµικών συγκρούσεων ή

εξαιτίας του µεγάλου του µεγέθους. Σ’ αυτό το µέρος υπήρχε ναός µε

αγάλµατα του Κρόνου, της Ήρας Ηνιόχης και του ∆ιός. Στο λόφο αυτόν

υπήρχε και του ιερό του Απόλλωνος, αλλά ήταν κάπως παράµερα.

Η ύπαρξη σ’ αυτό το χώρο τόσων ναών, αγαλµάτων και αναθηµάτων

για τους διάφορους θεούς και θεότητες της εποχής εκείνης καταµαρτυρεί την

ιερότητα του χώρου του µαντείου και ότι οι άνθρωποι σέβονταν και λάτρευαν

τον Τροφώνιο ως θεό και συµµορφώνονταν στις θεϊκές προσταγές του.

Τµήµα του αρχαιολογικού χώρου του Τροφώνιου µαντείου που διασώζεται στις ηµέρες µας.

Οι έρευνες για να βρεθεί η ακριβής θέση του Τροφωνίου άρχισαν το

καλοκαίρι του 1797, όταν στη Λιβαδειά πήγε ο πρώτος ερευνητής, ο Γάλλος

πρόξενος στην Αθήνα, Φωβέλ, ο οποίος άρχισε τις ανασκαφές. Ο βοεβόδας

όµως της Λιβαδειάς του αρνήθηκε να µετακινήσει χώµατα κοντά στη

δεξαµενή.

Το 1802 ο ερευνητής και περιηγητής Κλαρκ άρχισε να σκάβει τη σπηλιά

που βρισκόταν κοντά στη δεξαµενή και ζήτησε βοήθεια από τους εργάτες. Τον

βοήθησε ένας ονόµατι Κριπς, ο οποίος µπήκε στη σπηλιά, ψάχνοντας όµως µε

ένα µακρύ ξύλο, βρήκε την είσοδο φραγµένη, οπότε εγκατέλειψε την

προσπάθεια.

41

Μετά από ένα χρόνο, ακολούθησε ο περίφηµος σε εµάς λόρδος Έλγιν,

ο γνωστός µε τα κλεµµένα ελγίνεια µάρµαρα, ο οποίος θέλησε να κάνει

ανασκαφές για να ερευνήσει το περιεχόµενο µε σκοπό τη γνωστή του τακτική,

την κλοπή. Βοηθό του είχε τον Ιταλό πράκτορα Τζιοβάνι Λουζιέρι. Για να µην

τον εµποδίσουν οι δηµογέροντες χάρισε στην πόλη ένα ρολόι στηµένο στη

θέση του σηµερινού ρολογιού. Οι δηµογέροντες όµως µε επικεφαλής τον Αγά

του απαγόρευσαν να συνεχίσει τις ανασκαφές µε το αιτιολογικό ότι θα τον

εµπόδιζε η δεξαµενή που βρισκόταν µπροστά στο µαντείο.

Ο William Haygarth στο ταξιδιωτικό του ποίηµα "Greece a poem", το

1814 έγραψε: "Προχωρώ και συναντώ µόνο µια σπηλιά, όχι όµως το µαντείο

Τροφωνίου, όπου ο Τροφώνιος, ψιθύριζε τα µαντεύµατά του".

Ο Thurner το 1820 πήγε τη µεριά που πίστεψε πως ήταν το µαντείο

Τροφωνίου και όταν ρώτησε ένα στρατιώτη Αρβανίτη από τη Βοιωτία που

ήταν στην Κρύα: «Πού είναι το Τροφώνιο µαντείο;» Ο στρατιώτης του είπε:

«Μερικοί Φράγκοι είχαν έρθει πριν 3-4 χρόνια, πήραν µόνο νερό από τη

σπηλιά και έφυγαν, δεν κατάλαβα όµως γιατί το πήραν». Τη θέση του

µαντείου έψαχναν και οι Οδ. Ανδρούτσος και Αθ. ∆ιάκος, αλλά οι προσπάθειες

τους έπεσαν στο κενό.

Το 1822 έφτασε στη Λιβαδειά ο άνθρωπος που ανακάλυψε το Άργος,

την Ιθάκη και το θησαυρό του Μινύα, (µυθικός βασιλιάς του Ορχοµενού, ο

οποίος κατασκεύασε λίθινο τάφο για υποδοχή των χρηµάτων, όπως γράφει ο

Παυσανίας στα "Βοιωτικά"), ο άνθρωπος που ανακάλυψε τους τάφους των

Μυκηνών και τα τείχη της Τροίας του Πριάµου, ο Ερρίκος Σλήµαν, αλλά και

εκείνου οι έρευνες απέτυχαν.

Το 1824, δύο Βοιωτοί από τη Λιβαδειά, ο φιλόλογος Γιάννης Καβράκης

και ο νοµικός Στάθης Γιατράς ερεύνησαν την περιοχή χωρίς όµως κανένα

αποτέλεσµα και αυτοί.

Το 1912, η Αρχαιολογική Εταιρεία µε επίβλεψη του αρχαιολόγου,

Αντώνη Κεραµόπουλλου έκανε έρευνα χωρίς όµως να βρει τη θέση του

µαντείου.

Τελευταία µε άδεια του αρµόδιου Υπουργείου ασχολήθηκε και ο

Λειβαδίτης Στάθης Βαλλάς. Με τις έρευνες που έκανε έγραψε πως το µαντείο

Τροφωνίου, βρίσκεται πάνω από το άλσος, στο λόφο Προφήτης Ηλίας, την

ακριβή όµως θέση και πάλι δεν τη βρήκε. Κατά τον αείµνηστο Τάκη Λάππα, το

µαντείο Τροφωνίου κρατάει κλειστή την πόρτα στους ερευνητές του.

Οι γεωλογικές µεταβολές που συνέβησαν από το πέρασµα του χρόνου

από διαβρώσεις, σεισµούς, κ.ά. άλλαξαν το περιβάλλον γι' αυτό είναι δύσκολο,

να εξακριβωθεί η θέση του Τροφωνίου µαντείου το µόνο που είναι γνωστό

είναι ότι στους ∆ελφούς βρίσκεται το κρηπίδωµα του µαντείου Τροφωνίου.

42

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΑΣ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ

ΕΡΚΥΝΑΣ

43

«Τούτο δὲ τό ἰρον καλέεται µὲν Πτώον ανήκει ἔστι δὲ Θηβαίων, κέεται δὲ ὑπέρ

τῆς Κωπαΐδος λίµνης πρός ὀύρει ἀγχοτάτω Ἀκραιφίης πόλιος»

Ηροδότου VIII, 135 480-420 π.Χ.

4.1. Το Όρος Πτώον και οι µύθοι για το όνοµά του

Το βοιωτικό όρος Πτώον (ή όρος Αγίας Πελαγίας) µε ύψος 720 µ.

βρίσκεται 3 χµ. από το Ακραίφνιο και βόρεια των λιµνών Υλίκη και Παραλίµνη.

Το Πτώον όρος

Για την ονοµασία του υπάρχουν τρεις εκδοχές.

Η πρώτη εκδοχή βασίζεται σε ένα µύθο ο οποίος αναφέρει ότι ο θεός

Απόλλωνας απέκτησε από τη Ζευξίππη δύο γιους, τον Πτώο και τον Ακραιφέα.

Ο πρώτος έδωσε το όνοµά του στο όρος και ο δεύτερος στην πόλη.

Η δεύτερη εκδοχή βασίζεται στον περιηγητή Παυσανία ο οποίος γράφει

στο κεφάλαιο «Βοιωτικά» ότι ο Πτώος ήταν γιος του Αθάµαντα και της

Θεµιστούς. Ο Πτώος ήταν τοπικός ήρωας και θεός, παραµερίστηκε από τον

Απόλλωνα. Επειδή όµως οι κάτοικοι της περιοχής δεν λησµόνησαν τον ήρωά

τους απεκάλεσαν το θεό "Απόλλωνα Πτώο". Ο Απόλλων στην περιοχή αυτή

λεγόταν Πτώος ή Πτώιος ή Πτωιεύς και Ακραίφιος ή Ακραφιαίος ή Ακραφιεύς.

Και µια τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι όταν η Λητώ κατέφυγε στο όρος,

κυνηγηµένη, για να γεννήσει τα παιδιά που είχε µε το ∆ία, τρόµαξε από

κάποιο αγριογούρουνο που παρουσιάστηκε ξαφνικά µπροστά της, δηλαδή

"επτοήθη" και έτσι το όρος πήρε το όνοµα "Πτώον".

44

4.2. Ο ναός του Απόλλωνος Πτώου

Τρία χιλιόµετρα ανατολικά του Ακραίφνιου και κάτω από µια βραχώδη

προεξοχή του όρους Πτώου, στη θέση Περδικόβρυση, δίπλα από το σηµερινό

εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής ήταν κτισµένος ο ναός του Πτώου

Απόλλωνα (4ος αι. π.Χ.). Μαζί µε το ναό λειτουργούσε και µαντείο του θεού

που χαρακτηριζόταν "πολύφωνο", επειδή έδινε χρησµούς και σε µη ελληνική

γλώσσα, χρησµοδοτούσε ακόµη και βαρβάρους και "αψευδές" δηλαδή

αλάθητο καθώς ποτέ δεν είχε δώσει λανθασµένο χρησµό.

Σύµφωνα µε την παράδοση θεµελιωτής του ιερού είναι ο ίδιος ο θεός

της µαντικής, ο Απόλλων. Ενώ ο γεωγράφος Στράβων αναφέρει τον Τήνερο

ως πρώτο ιερέα του ναού. Ο Τήνερος ήταν γιος του Απόλλωνα και της νύµφης

Μελίας και είχε αδερφό τον Ισµηνό. Ο πατέρας του τού πρόσφερε το χάρισµα

της µαντικής.

Την περίοδο 1885 - 1888, το έτος 1891 και συµπληρωµατικά το έτος

1903 έγιναν ανασκαφές από τη Γαλλική Αρχαιολογική σχολή όπου ήρθαν στο

φως σηµαντικά ευρήµατα, τα οποία έριξαν φως στην αρχαία ελληνική ιστορία.

Το κτιριακό συγκρότηµα που ήρθε στο φως βρισκόταν σε υψόµετρο

370 µ. και απλωνόταν σε τρία επίπεδα. Ο ναός στην αρχή, κατά πάσα

πιθανότητα, ήταν ξύλινος (7ος αι. π.Χ.) και µε ανατολικό προσανατολισµό είχε

επένδυση από πηλό στις πλευρές, που ήταν εκτεθειµένες στις ατµοσφαιρικές

µεταβολές, βόρεια, νότια και δυτικά. Προοδευτικά τα τµήµατα του ναού που

πάθαιναν ζηµιές και καταστροφές, τα αντικαθιστούσαν µε τοίχους από

πώρινους λίθους. ώστε γύρω στο 550 - 500 π.Χ. να έχει γίνει όλος ο ναός

πώρινος, επενδεδυµένος εσωτερικά µα πώρινες πλάκες. Από το ναό βρέθηκαν

και σώζονται τα πώρινα θεµέλιά του και µέρος από την εσωτερική

πλακόστρωση.

Το ιερό του Πτώου Απόλλωνα σήµερα

Ο ναός είχε διαστάσεις περίπου 24,72 Χ11,65 µ. Ήταν δωρικού ρυθµού

και περιβάλλονταν από κιονοστοιχίες σε όλες τις πλευρές. Είχε 13 κίονες σε

κάθε µακρά πλευρά και 6 σε κάθε στενή πλευρά. Ο κύριος ναός - σηκός, είχε

45

διαστάσεις 4Χ12 και περιλάµβανε µόνο δίστυλο πρόναο µε διαστάσεις 2,65

Χ3,10. Το δάπεδο του ναού ήταν στρωµένο µε µεγάλες πλάκες. Ο ναός είχε

γλυπτικό διάκοσµο τόσο στη ζωοφόρο, όσο και στα αετώµατα, είχε επίσης

χρώµα στα γείσα, υδρορροή κλπ.

Αναπαράσταση του ναού του Πτώου Απόλλωνα

Κάτοψη του ναού

Ο ναός ανακαινίστηκε στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., περίπου το 316, όταν ο

βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος ξανάχτισε την κατεστραµµένη Θήβα,

καθώς ο Μ. Αλέξανδρος είχε καταστρέψει και την πόλη της Θήβας αλλά και το

µαντείο µε το ιερό του Πτώου Απόλλωνα. Εξαιτίας αυτής της καταστροφής το

µαντείο και το ιερό είχαν διακόψει τις τελετουργίες για περίπου 25 χρόνια.

Από τις ανασκαφές στο χώρο αποκαλύφθηκε µια σειρά πανέµορφων

Κούρων που κοσµούν σήµερα τα αρχαιολογικά µουσεία της Θήβας και της

Αθήνας.

Κούρος από το ιερό του Πτώου

46

4.3. Μαντείο του Πτώου Απόλλωνα – Το σπήλαιο –Η χρησµοδοσία

Το µαντείο λειτουργούσε από τα πανάρχαια χρόνια από τα χρόνια που

εγκαταστάθηκε η απολλώνια λατρεία στη Βοιωτία.

Το σπήλαιο ήταν µια θολωτή κατασκευή, σε βάθος 5-6 µέτρα ώστε να

µην είναι ορατή από τους πιστούς η προφητική τελετουργία. Το σπήλαιο

βρισκόταν στα νότια του ναού του Απόλλωνα. Κοντά στο ναό υπήρχε πηγή

της οποίας το νερό µεταφερόταν µέσω ενός πήλινου αγωγού, που ήταν

εγκαταστηµένος περίπου στην επιφάνεια του εδάφους, στο σπήλαιο. Στην

οροφή του σπηλαίου ήταν προσαρµοσµένος ένας µεταλλικός αγωγός που

έφερνε το νερό µέσα.

Αποµεινάρια του συστήµατος µεταφοράς νερού

Στο µαντείο του Πτώου Απόλλωνα υπηρετούσαν µόνο άρρενες

προφήτες και µάντεις. Τα χρησµοδοτικά λόγια τα ερµήνευαν οι ιερείς και

απέδιδαν σε πινακίδα το χρησµό. Ο προφήτης και ο µάντης "µαντεύονταν"

µέσα στο σπήλαιο πίνοντας από το αγιασµένο και µαντικό νερό της πηγής

και κάνοντας συγχρόνως µυστικές τελετουργίες.

Όσοι επιθυµούσαν να συµβουλευτούν το θεό έπρεπε να πάνε µε

αγνότητα σκέψης και να υποβληθούν σε κάθαρση, σωµατική και ψυχική

κάνοντας ιδιαίτερη νηστεία και προσευχή. Ο µάντης έδινε τους χρησµούς µε

φωνές και ασυνάρτητες λέξεις, έµπειροι όµως ιερείς διατύπωναν σωστά το

χρησµό.

Η αίγλη του ναού ήταν µεγάλη. Προσκυνητές από όλη την Ελλάδα

συνέρρεαν εδώ µε τα αναθήµατά τους. Η φήµη του είχε διαδοθεί πέρα από το

Αιγαίο και πολλοί πιστοί επισκέπτονταν το ναό του Πτώου Απόλλωνα.

Από τον 3 αι. π.Χ. το ιερό και το µαντείο του Πτώου Απόλλωνα

λειτουργούσε υπό την προστασία του Κοινού των Βοιωτών και το

γνωρίζουµε από επιγραφή που έχει βρεθεί.

Όταν ολοκληρώνεται η υποδούλωση της Ελλάδας στους Ρωµαίους (146

π.Χ.) αρχίζει να σηµειώνει κάµψη και η δραστηριότητα των µαντείων. Το

47

µαντείο του Πτώου Απόλλωνα θα διατηρηθεί µέχρι το τελευταίο τέταρτο του

2ου αι. µ.Χ. Είναι όµως βέβαιο ότι δεν υπήρχε το 150 µ.Χ. όταν πέρασε από

τη Βοιωτία ο Παυσανίας.

4.4. Άλλες κτιριακές εγκαταστάσεις του ιερού χώρου του Πτώου

Απόλλωνα

Το κτιριακό συγκρότηµα του ναού του Πτώου Απόλλωνα στο

Ακραίφνιο που ήταν ανεπτυγµένο σε τρία διαφορετικά επίπεδα,

περιελάµβανε εκτός του ναού και της "µαντικής σπηλιάς" και τις εξής

εγκαταστάσεις:

Α. Το ναό της Προναίας Αθηνάς: Ήταν ένας µικρός ναός που βρισκόταν

ανατολικά του ναού. Είχε διαστάσεις 4,30 Χ 6,70 . Ο ναός αυτός αποτελεί ένα

είδος συµβολικής αντιγραφής του ναού της Προναίας Αθηνάς στους ∆ελφούς.

Β. Το θέατρο: Εµπρός από την ανατολική πλευρά του ναού του Απόλλωνα

υπήρχε µια πλατεία όπου βρισκόταν το θέατρο στο οποίο τελούνταν κάθε

πέντε χρόνια τα Πτώϊα.

Γ. Εγκαταστάσεις για τους θεωρούς.

∆. Οικοδοµήµατα για τους ιερείς και τους δηµόσιους λειτουργούς:

Κάτω από το ναό και πολύ κοντά του υπήρχαν κτίρια στα οποία διέµεναν οι

άρχοντες και οι λειτουργοί του ιερού, ίσως και οι αντιπρόσωποι των βοιωτικών

πόλεων οι οποίοι έρχονταν να παρακολουθήσουν τα Πτώια ή να προσφέρουν

αφιερώµατα στον Απόλλωνα. Στα κτίρια αυτά έµεναν και πιστοί που πήγαιναν

να ζητήσουν χρησµό

Ε. ∆εξαµενή νερού και λουτρά: Πιο κάτω από τα κτίρια διαµονής, υπήρχε

µια δεξαµενή νερού, στενόµακρη και χωρισµένη σε επτά διαµερίσµατα,

επιχρισµένα µε ειδικό κονίαµα. Ήταν κτισµένη µε πέτρες σχεδόν ίδιου

µεγέθους η καθεµία. Εκεί κοντά ήταν και τα λουτρά.

Στ. Στο κατώτερο σηµείο του συγκροτήµατος υπήρχε και ένας Θόλος

αγνώστου αποστολής.

Μέρος του κτιριακού συγκροτήµατος σήµερα

48

4.5. Τα Πτώϊα

Τα Πτώϊα ήταν αγωνίσµατα πνευµατικού ενδιαφέροντος που

τελούνταν κάθε πέντε χρόνια. Από µια επιγραφή που βρέθηκε

πληροφορούµαστε ότι κατά τον πρώτο αιώνα π.Χ. τελούνταν τα αθλήµατα

του Σαλπιστή, Κήρυκος, Ραψωδού, Ποιητή Επών, Αθλητή και

Κιθαρωδού. Τα αγωνίσµατα διεξάγονταν στο θέατρο.

Πριν αρχίσουν τα αγωνίσµατα έπρεπε να έχει προηγηθεί η κήρυξη της

εκεχειρίας. Για την ασφαλή διεξαγωγή των αγώνων και την ασφάλεια της

περιοχής της Ακραιφίας και του Πτώου άρχιζε εκεχειρία από τις 15 Ιουλίου

( Ιπποδρόµιος µήνας του βοιωτικού ηµερολογίου) µέχρι τις 15 Αυγούστου,

σύµφωνα µε το δόγµα των Αµφικτυονιών κρατούσε ένα µήνα. Στο διάστηµα

αυτό σταµατούσε κάθε πολεµική και εχθρική ενέργεια και ο τόπος βρισκόταν

σε κατάσταση αναγκαστικής ειρήνης.

Στη συνέχεια γινόταν επίσηµη θυσία στην οποία συµµετείχαν οι

θεωροί, δηλαδή οι επίσηµοι απεσταλµένοι του Βοιωτικού Κοινού και της πόλης

της Ακραιφίας.

Έπειτα τελούνταν τα αγωνίσµατα στο θέατρο όπου και αναδεικνύονταν

οι νικητές, οι οποίοι βραβεύονταν µε στεφάνι µπροστά στη θυµέλη και γι'

αυτό το αγώνισµα λεγόταν «στεφανίτης θυµελικός αγών» ή θεατρικό

αγώνισµα επειδή γινόταν στη θεατρική σκηνή.

Μετά τους αγώνες ακολουθούσαν µεγάλες εορταστικές εκδηλώσεις µε

χορούς, όπως ο συρτός που από τότε έφτασε και στα δικά µας χρόνια µε

δείπνα, διανοµή γλυκών, χρηµάτων, φαγητών κ.ά. Τα ονόµατα των νικητών

χαράσσονταν σε λίθινες στήλες τις οποίες έστηναν στο ιερό.

Όταν ήταν αυτοκράτορας ο Καλιγούλας τα Πτώϊα σταµάτησαν για 30

χρόνια. Όταν ξανάρχισε η λειτουργία τους µε καινούριο όνοµα τα «Μεγάλα

Πτώϊα και Καισάρεια» τα αγωνίσµατα αναµορφώθηκαν και απέκτησαν

µεγάλη λαµπρότητα. Αυτό έγινε όταν ήταν αγωνοθέτης ο Ακραίφιος πολίτης

Επαµεινώνδας Επαµεινώνδου. Το 177 µ.Χ µε τη σίγαση του µαντείου

διακόπηκαν και οι αγώνες Πτώϊα.

49

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΤΟΥ

ΠΤΩΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΦΝΙΟ

50

Αυτό είναι άρθρο δηµοσιευµένο στο blog του σχολείου και στον τοπικό τύπο.

Στα πλαίσια του περιβαλλοντικού προγράµµατος" Γεωπεριβαλλοντικά - Γεωµυθολογικά µονοπάτια - τα Μαντεία της Στερεάς Ελλάδας", εµείς τα παιδιά της ∆΄ τάξης του 4ου ∆ηµ. Σχ. Λιβαδειάς, επισκεφτήκαµε το ναό και µαντείο του Πτώου Απόλλωνα στο Ακραίφνιο της Βοιωτίας.

Συνοδοί µας ήταν οι δασκάλες µας κ. Λαφαζάνη Παρασκευή, κ. Μαριδάκη Ελένη και η ∆ιευθύντρια του σχολείου µας κ. Μπάρλα - Νιαβή Βασιλική. Ο ναός και το µαντείο του Πτώου Απόλλωνα βρίσκεται στη θέση Περδικόβρυση, το όρος Πτώον, τρία χιλιόµετρα ανατολικά του Ακραιφνίου, κάτω από µια βραχώδη προεξοχή του όρους Πτώου, δίπλα στο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Μετά από µιας ώρας περίπου ταξίδι φτάσαµε στο Ακραίφνιο και πήραµε το δρόµο που οδηγεί στο µοναστήρι της Αγίας Πελαγίας. Μετά από τρία χιλιόµετρα φτάσαµε στη διασταύρωση και πήραµε το χωµατόδροµο

που οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο. Η φύση ήταν καταπράσινη, πολύχρωµα αγριολούλουδα στόλιζαν το τοπίο και µας χάριζαν µεθυστικές µυρωδιές. Η οµορφιά του τοπίου δικαιολογεί απόλυτα την επιλογή των προγόνων µας να χτίσουν εδώ το µαντείο και το ναό του Απόλλωνα, του θεού της µουσικής και του φωτός. Όταν φτάσαµε καθίσαµε στα παγκάκια της Αγίας

Παρασκευής για ξεκούραση και ενηµέρωση. Στη συνέχεια πήγαµε στον αρχαιολογικό χώρο. Στο ψηλότερο σηµείο της πλαγιάς βρισκόταν ο ναός του Απόλλωνα, το µαντείο ή "µαντική σπηλιά", στα δυτικά του ναού, το οποίο χαρακτηριζόταν "πολύφωνο" γιατί έδινε χρησµούς και σε άλλες γλώσσες εκτός των Ελληνικών και " αψευδές" δηλαδή αλάθητο. Ανατολικά του ναού υπήρχε το ξύλινο θέατρο, στο οποίο εκτελούντο κάθε πέντε χρόνια τα Πτώια, αγωνίσµατα πνευµατικά, του Σαλπιστή, Κήρυκος, Ραψωδού, Ποιητή των Επών, Αθλητή και Κιθαρωδού. Κατηφορίζοντας υπήρχαν οικοδοµήµατα για τους ιερείς, εγκαταστάσεις για τους θεωρούς των αγώνων, λουτρά και δεξαµενές, και στο κατώτερο σηµείο υπήρχε ο ναός της Προναίας Αθηνάς και η Θόλος. Λίγα πράγµατα σώζονται σήµερα από το Ναό, το Μαντείο και τις άλλες κτιριακές εγκαταστάσεις. Όµως, και αυτά τα λίγα που έχουν αποµείνει, µας φανερώνουν τις παλιές δόξες του. Ήµασταν πολύ χαρούµενοι για όσα µάθαµε και συνεχώς ρωτούσαµε να µάθουµε ακόµα περισσότερα για το χώρο αυτό και την ιστορία του. Όπως χαρακτηριστικά είπε

51

µια συµµαθήτριά µας " Νιώσαµε σαν να ζούσαµε τότε και πως ήρθαµε εδώ για να πάρουµε χρησµό για το µέλλον µας." Μετά την επίσκεψή µας στον αρχαιολογικό χώρο επιστρέψαµε στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής για ξεκούραση και φαγητό. Ξαπλώσαµε στο γρασίδι, µυρίσαµε τα αγριολούλουδα, µας ζέστανε ο ήλιος µε τις χρυσαφένιες του ακτίνες, τα πουλιά µας κρατούσαν συντροφιά µε το κελάηδισµά τους, χαθήκαµε κυριολεκτικά µέσα στην ανοιξιάτικη αγκαλιά της φύσης.

52

Βιβλιογραφία - Πηγές:

• Ανδρόνικος, Μ.: ∆ελφοί, Αθήνα: εκδ. Εκδοτική Αθηνών, 2009

• Γιαννακούρου-Χατζηµανόλη, Αι.: Η αρχαία Λεβάδεια, Λιβαδειά, 1997

• ∆ιαµαντόπουλος, Α.: Τροφώνιος, Έρκυνα, Λεβάδεια, Αθήνα,

ανατύπωση 1991

• Κατσουλάκος, Θ.-Λένα, Μ.-Καρυώτη, Ι.-Κατσαρού, Χ.: Στα αρχαία

χρόνια (Ιστορία ∆’ ∆ηµοτικού), Αθήνα, εκδ. ΟΕ∆Β, 2010

• Πέτσας, Φ.: ∆ελφοί, Αθήνα: εκδ. Κρήνη, 1983

• Στεφάνου, Κ: Λιβαδειά, ταξίδι µνήµης, Λιβαδειά: εκδ. ∆ήµος Λεβαδέων

• Ρούσσαρη, Α.: Ο µύθος της Έρκυνας και το ποτάµι της στη Λεβάδεια,

Λιβαδειά, 2001

• Ρούσσαρη, Α: Μύθοι και ιστορίες της αρχαίας Βοιωτίας, Λιβαδειά, 2002

• Σχετικές αναρτήσεις στο διαδίκτυο