Lexique - Microsofttraitdunionrmstorage01.blob.core.windows.net/downloads/... · 2020. 4. 8. · 2...

46
O S E R S I Générations Qualité de vie Loisirs Internet Éducation Travail Santé et bien-être Médias Économie 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. Attitudes et valeurs 9. 10. D S É M I Q A T H U T E S

Transcript of Lexique - Microsofttraitdunionrmstorage01.blob.core.windows.net/downloads/... · 2020. 4. 8. · 2...

  • OS

    ER

    SI

    Générations

    Qualité de vie

    Loisirs

    Internet

    Éducation

    Travail

    Santé et bien-être

    Médias

    Économie

    1.2.3.4.5.6.7.8.

    Attitudes et valeurs

    9.10.

    D

    S

    ÉM

    IQ

    AT

    H

    U

    T

    ES

  • 2

    Lexique

    Générations - Γενιές 1

    s’engager (un engagement) durablement, pour la vie δεσμεύομαι (μια δέσμευση) για μεγάλο διάστημα, για όλη μου τη ζωή

    partager sa vie avec un compagnon/une compagne μοιράζομαι τη ζωή μου με έναν/μία σύντροφο

    avoir une relation stable έχω μια σταθερή σχέση

    vouloir s’épanouir θέλω να ολοκληρωθώ

    attendre un épanouissement affectif, sexuel, matérielπροσδοκώ συναισθηματική, σεξουαλική, υλική ολοκλήρωση

    réussir pleinement une relation amoureuse έχουμε μια απόλυτα επιτυχημένη ερωτική σχέση

    prendre des décisions à deux παίρνουμε αποφάσεις και οι δύο από κοινού

    faire des projets d’avenir κάνω σχέδια για το μέλλον

    la confiance, la fidélité ≠ l’infidélité η εμπιστοσύνη, η (συζυγική) πίστη ≠ η απιστία

    Le coupleΤο αντρόγυνο

    Ses attentes - Οι προσδοκίες τουÁ

    la grossesse η εγκυμοσύνη

    être enceinte είμαι έγκυος

    attendre un enfant/un bébé περιμένω παιδί/μωρό

    mettre au monde un enfant φέρνω ένα παιδί στον κόσμο

    accoucher (un accouchement) γεννώ (ένας τοκετός)

    la maternité η μητρότητα

    avoir beaucoup d’enfants έχω πολλά παιδιά

    élever un enfant μεγαλώνω ένα παιδί

    s’occuper de son éducation ασχολούμαι με την εκπαίδευσή του

    consacrer du temps à son enfant αφιερώνω χρόνο στο παιδί μου

    être responsable de son bien-être et de sa santéείμαι υπεύθυνος για την ευεξία του και την υγεία του

    le soigner το φροντίζω

    être à son chevet είμαι στο πλευρό του

    prendre en charge le travail domestique (la vaisselle, la cuisine, la lessive, le repassage)

    αναλαμβάνω τις δουλειές του σπιτιού (το πλύσιμο των πιάτων, το μαγείρεμα, το πλύσιμο των ρούχων, το σιδέρωμα)

    faire le ménage, s’occuper des tâches ménagères συγυρίζω, ασχολούμαι με το νοικοκυριό

    partager les tâches quotidiennes μοιράζομαι τις καθημερινές υποχρεώσεις

    Le couple au quotidien - Το αντρόγυνο στην καθημερινή ζωήÁ

  • 3

    Lexique

    le célibat η εργένικη ζωή

    un célibataire ένας άγαμος/ανύπαντρος/εργένης

    avoir des relations amoureuses décevantes, ratées έχω απογοητευτικές, αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις

    des aventures sans lendemain πρόσκαιρες περιπέτειες

    ne pas trouver l’âme sœur δεν βρίσκω την αδελφή ψυχή

    un célibataire endurci ένας εργένης εκ πεποιθήσεως

    être égoïste είμαι εγωιστής

    ne pas vouloir aliéner sa liberté δεν θέλω να χάσω την ελευθερία μου

    vouloir conserver son indépendance θέλω να διατηρήσω την ανεξαρτησία μου

    vivre sans contraintes ζω χωρίς περιορισμούς

    avoir peur de l’échec φοβάμαι την αποτυχία

    avoir peur de s’engager φοβάμαι να δεσμευτώ

    se consacrer à ses études, sa carrièreαφοσιώνομαι στις σπουδές μου, στη σταδιοδρομία μου

    être inquiet face à un avenir économique incertainείμαι ανήσυχος μπροστά σε ένα αμφίβολο οικονομικό μέλλον

    souffrir de solitude υποφέρω από μοναξιά

    la solitude assumée ≠ subie η ηθελημένη μοναξιά ≠ η επιβεβλημένη μοναξιά

    vivre dans l’attente d’une vraie rencontre ζω με την προσδοκία μιας αληθινής συνάντησης

    aller sur un site de rencontres επισκέπτομαι ένα σάιτ γνωριμιών

    La vie en soloΗ εργένικη ζωή

    un mariage civil ένας πολιτικός γάμος

    passer devant monsieur le maire (fam.) παντρεύομαι στο δημαρχείο

    un mariage religieux ένας θρησκευτικός γάμος

    se marier à l’église παντρεύομαι στην εκκλησία

    les liens sacrés du mariage τα ιερά δεσμά του γάμου

    une union indissoluble μια άρρηκτη ένωση

    passer la bague au doigt περνώ τη βέρα στο δάχτυλο, παντρεύομαι

    épouser la femme de sa vie παντρεύομαι τη γυναίκα της ζωής μου

    se marier avec l’élu(e) de son cœur παντρεύομαι τον/την εκλεκτό/εκλεκτή της καρδιάς μου

    un époux/une épouse, un conjoint (toujours masc.) ένας/μία σύζυγος, ένας/μία σύντροφος

    la vie conjugale η συζυγική ζωή

    garder son nom de jeune fille κρατώ το πατρικό μου όνομα

    prendre le nom de son mari παίρνω το όνομα του συζύγου μου

    accoler les deux noms προσθέτω το επίθετο του συζύγου μου στο πατρικό μου

    fonder une famille κάνω οικογένεια

    Les types d’unionΟι διάφοροι τύποι συμβίωσης

    Le mariage - Ο γάμοςÁ

  • 4

    Lexique

    la cohabitation juvénile η νεανική συμβίωση

    un mariage à l’essai η δοκιμαστική συμβίωση

    vivre en couple sans être mariés ζούμε μαζί χωρίς να έχουμε παντρευτεί

    ne pas officialiser sa relation δεν επισημοποιώ τη σχέση μου

    refuser les démarches officielles, les formalités administratives

    αρνούμαι τις επισημότητες, τη γραφειοκρατία

    un engagement personnel, social μια προσωπική, κοινωνική δέσμευση

    ne pas vouloir s’engager δεν θέλω να δεσμευτώ

    conserver une plus grande liberté individuelle διατηρώ μεγαλύτερη ατομική ελευθερία

    régulariser sa situation après la naissance de ses enfants

    νομιμοποιώ την κατάστασή μου μετά τη γέννηση των παιδιών μου

    L’union libre - Η συμβίωση χωρίς γάμο, η ελεύθερη ένωση Á

    se pacser, être pacséκάνω ένα πολιτικό σύμφωνο αλληλεγγύης, συμβιώνω με πολιτικό σύμφωνο αλληλεγγύης

    s’assurer une protection mutuelle εξασφαλίζουμε αμοιβαία προστασία

    se soutenir moralement, matériellement αλληλοϋποστηριζόμαστε ηθικά, υλικά

    Le pacs - Το πολιτικό σύμφωνο αλληλεγγύης (το σύμφωνο συμβίωσης)Á

    la rupture légale du mariage η νομική λύση του γάμου

    une union fragile μια αδύναμη ένωση

    se séparer (la séparation) χωρίζω (ο χωρισμός)

    demander le divorce, divorcer ζητώ διαζύγιο, παίρνω διαζύγιο

    vivre en bons termes ≠ se déchirer ζούμε σε αρμονία ≠ αλληλοσπαραζόμαστε

    obtenir la garde des enfants, la garde conjointeέχω την επιμέλεια των παιδιών, την από κοινού επιμέλεια

    avoir un droit de visite des enfants έχω δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά

    verser une pension alimentaire πληρώνω διατροφή

    un choc important, une expérience traumatisante pour les enfants

    ένα σημαντικό σοκ, μια τραυματική εμπειρία για τα παιδιά

    Le divorceΤο διαζύγιο

    un remariage ο δεύτερος γάμος

    former une grande tribu έχουμε μεγάλο σόι

    bien s’entendre avec sa belle-mère, son beau-père τα πάω καλά με τη μητριά μου, με τον πατριό μου

    un demi-frère, une demi-sœur ένας ετεροθαλής αδελφός, μια ετεροθαλής αδελφή

    ne pas avoir de lien biologique, de liens de filiation δεν έχω βιολογικούς δεσμούς, δεσμούς πατρότητας

    un enfant né d’une union précédente ένα παιδί που γεννήθηκε από προηγούμενο γάμο

    vivre des relations complexes ζω περίπλοκες σχέσεις

    Les modèles familiauxΟι τύποι οικογενειών

    La famille recomposée - Η ανασυντεθείσα οικογένεια (ένωση διαζευγμένων με παιδιά ο καθένας)Á

  • 5

    Lexique

    un enfant, un bambin, la progéniture ένα παιδί, ένα μικρό παιδί, τα κουτσούβελα

    gâter matériellement, affectivement κακομαθαίνω υλικά, συναισθηματικά

    un enfant désiré, gâté, pourri (fam.), choyé, aduléένα παιδί επιθυμητό, κακομαθημένο, παραχαϊδεμένο, κανακεμένο, λατρεμένο

    capricieux, faire des caprices πεισματάρικος, κάνω καπρίτσια

    un sale gosse (fam.) ένα παλιόπαιδο (οικ.)

    un enfant terrible, insupportable, intenable, rebelle ≠ docile, maniable

    ένα τρομερό παιδί, ανυπόφορο, σκανδαλιάρικο, απείθαρχο ≠ υπάκουο, εύπλαστο

    un enfant incapable de renoncer, d’obéir sans négocier

    ένα παιδί που δεν τα βάζει κάτω, που δεν υπακούει αμέσως

    des parents dépassés, incapables de se faire obéir, de s’imposer, de poser des limites

    γονείς ανήμποροι, ανίκανοι να επιβάλλουν την υπακοή, να επιβληθούν, να θέσουν όρια

    une correction corporelle (une fessée, une claque, une gifle)

    μια σωματική τιμωρία (μια ξυλιά, ένα χαστούκι, ένα σκαμπίλι)

    L’enfant-roiΤο παιδί-βασιλιάς

    obtenir un emploi stable αποκτώ σταθερή εργασία

    quitter le domicile/foyer parental φεύγω από το σπίτι/την οικογενειακή εστία

    trouver un logement βρίσκω μια κατοικία

    vivre en couple, avoir des enfants ζω με έναν/μία σύντροφο, έχω παιδιά

    devenir papa (la paternité), devenir maman (la maternité)

    γίνομαι πατέρας (η πατρότητα), γίνομαι μητέρα (η μητρότητα)

    L’autonomie des jeunesΗ αυτονομία των νέων

    Phases traditionnelles d’accès à l’âge adulte - Παραδοσιακές φάσεις της ενηλικίωσηςÁ

    devenir autonome/indépendant γίνομαι αυτόνομος/ανεξάρτητος

    accéder à l’autonomie/l’indépendance financière αποκτώ οικονομική αυτονομία/ανεξαρτησία

    couper le cordon (ombilical) κόβω τον (ομφάλιο) λώρο

    Les personnes âgées

    Οι ηλικιωμένοι

    l’augmentation de l’espérance de vie, la longévité η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η μακροζωία

    vieillir (le vieillissement, la vieillesse) γερνάω (η γήρανση, το γήρας, τα γηρατιά)

    les personnes âgées, les vieux, les seniors τα ηλικιωμένα άτομα, οι γέροι, οι ηλικιωμένοι

    le troisième âge, le quatrième âge η τρίτη ηλικία, η τέταρτη ηλικία

  • 6

    Lexique

    cesser (la cessation) son activité professionnelleπαύω (η παύση) την επαγγελματική μου δραστηριότητα

    partir à la/en retraite, prendre sa retraite (un retraité)

    βγαίνω στη σύνταξη, παίρνω τη σύνταξή μου (ένας συνταξιούχος)

    toucher une pension παίρνω μια σύνταξη

    bénéficier d’un bon niveau de vie απολαμβάνω ένα καλό βιοτικό επίπεδο

    profiter d’un repos bien mérité, d’un peu de bon temps

    απολαμβάνω μια ξεκούραση που τη δικαιούμαι, λίγη καλοπέραση

    être bien portant, en bonne santé είμαι υγιής, έχω καλή υγεία

    La retraite - Η σύνταξηÁ

    être actif είμαι ενεργός

    s’investir dans de nouvelles activités : clubs, associations, universités du troisième âge, excursions, voyages organisés

    συμμετέχω ενεργά σε νέες δραστηριότητες: λέσχες, σύλλογοι, πανεπιστήμια της τρίτης ηλικίας, εκδρομές, οργανωμένα ταξίδια

    Rester actif - Παραμένω ενεργόςÁ

    être moins valide είμαι λιγότερο υγιής

    voir sa santé se dégrader βλέπω την υγεία μου να χειροτερεύει

    devenir dépendant γίνομαι εξαρτώμενος

    se sentir inutile αισθάνομαι άχρηστος

    déprimer (la dépression) καταθλίβομαι (η κατάθλιψη)

    souffrir de solitude υποφέρω από μοναξιά

    être abandonné par ses enfants με έχουν παρατήσει τα παιδιά μου

    La dépendance - Η εξάρτησηÁ

    Ils aident leurs enfants pour la garde des petits-enfants pendant les vacances scolaires ou les vacances.

    Βοηθούν τα παιδιά τους κρατώντας τα εγγόνια τους κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών ή των διακοπών.

    Ils les soutiennent financièrement dans les moments difficiles.

    Τους υποστηρίζουν οικονομικά στις δύσκολες στιγμές.

    Ils contribuent à l’échange, la communication, la compréhension entre les générations.

    Συμβάλλουν στην ανταλλαγή, την επικοινωνία, την κατανόηση ανάμεσα στις γενιές.

    Ils maintiennent la cohésion de la famille. Grâce à eux, ses membres ne se perdent pas de vue, la famille reste soudée.

    Διατηρούν τη συνοχή της οικογένειας. Χάρη σ’ αυτούς, τα μέλη της δεν χάνονται, η οικογένεια παραμένει ενωμένη.

    Le rôle des jeunes retraitésΟ ρόλος των νέων συνταξιούχων

    Au niveau de la famille - Στο επίπεδο της οικογένειαςÁ

    Ils offrent leur expérience, leurs compétences, leur temps libre (soutien scolaire auprès de jeunes en difficulté, activités bénévoles dans des associations humanitaires…).

    Προσφέρουν την εμπειρία τους, τις ικανότητές τους, τον ελεύθερό τους χρόνο (σχολική υποστήριξη σε νέους με δυσκολίες, εθελοντικές δραστηριότητες σε ανθρωπιστικές οργανώσεις…).

    Ils participent à la vie publique. Συμμετέχουν στη δημόσια ζωή.

    Ils jouent un rôle économique important. Παίζουν σημαντικό οικονομικό ρόλο.

    Au niveau de la société - Στο επίπεδο της κοινωνίαςÁ

  • 7

    Lexique

    Qualité de vie - Ποιότητα ζωής2

    habiter en ville (un citadin), en province ζω στην πόλη (ένας αστός), στην επαρχία

    une agglomération urbaine μια αστική πολεοδομική περιοχή

    une zone rurale μια αγροτική περιοχή

    l’absence de nuisances η απουσία οχλήσεων

    l’existence d’équipements collectifs η ύπαρξη κοινόχρηστων εγκαταστάσεων

    la beauté du cadre η ομορφιά του τοπίου

    L’habitatΗ κατοικία

    Milieu urbain, milieu rural - Αστικό περιβάλλον, αγροτικό περιβάλλονÁ

    un écoquartier μια «πράσινη» γειτονιά

    un quartier durable qui respecte l’environnement, privilégie la qualité de vie des habitants

    μια βιώσιμη συνοικία που σέβεται το περιβάλλον, δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ποιότητα ζωής των κατοίκων

    réduire la consommation d’énergie μειώνω την κατανάλωση ενέργειας

    favoriser le chauffage basse consommation ενθαρρύνω τη θέρμανση χαμηλής κατανάλωσης

    isoler (l’isolation) les façades μονώνω (η μόνωση) τις προσόψεις

    installer (l’installation) des panneaux solaires, des toits végétaux

    εγκαθιστώ (η εγκατάσταση) ηλιακούς πίνακες, φυτικές στέγες

    développer les énergies renouvelables, propres : une centrale solaire, une cellule photovoltaïque, l’énergie éolienne, une éolienne

    αναπτύσσω τις ανανεώσιμες, καθαρές ενέργειες: μια κεντρική ηλιακή μονάδα, ένα φωτοβολταϊκό κύτταρο, η αιολική ενέργεια, μια ανεμογεννήτρια

    purifier l’air καθαρίζω τον αέρα

    favoriser le développement de l’automobile électrique

    ενθαρρύνω την ανάπτυξη του ηλεκτρικού αυτοκινήτου

    favoriser l’autopartage ενθαρρύνω την από κοινού χρήση αυτοκινήτου

    faire du covoiturage μοιράζομαι το αυτοκίνητό μου με άλλους

    multiplier les pistes cyclables, les parkings à véloπολλαπλασιάζω τους ποδηλατόδρομους, τα πάρκινγκ ποδηλάτων

    se déplacer à vélo (un cycliste) κινούμαι με ποδήλατο (ένας ποδηλάτης)

    préférer la marche (un piéton) προτιμώ το περπάτημα (ένας πεζός)

    préserver l’eau προφυλάσσω το νερό

    assurer la gestion de l’eau pluviale εξασφαλίζω τη διαχείριση των όμβριων υδάτων

    traiter les déchets επεξεργάζομαι τα απόβλητα

    le ramassage des ordures η περισυλλογή των απορριμμάτων

    le tri sélectif η διαλογή (των απορριμμάτων)

    respecter la biodiversité σέβομαι τη βιοποικιλότητα

    chasser le bruit διώχνω τον θόρυβο

    Développement des villes vertes - Ανάπτυξη των πράσινων πόλεωνÁ

  • 8

    Lexique

    vivre dans un quartier calme ζω σε μια ήσυχη γειτονιά

    se sentir protégé, à l’abri des violences urbainesαισθάνομαι προστατευμένος, ασφαλής από τη βία της πόλης

    un système de vidéosurveillance ένα σύστημα βιντεοπαρακολούθησης

    une caméra de surveillance μια κάμερα παρακολούθησης

    une résidence sécurisée μια προστατευμένη κατοικία

    un portail μια πύλη

    une clôture μια περίφραξη

    un détecteur de présence ένας ανιχνευτής παρουσίας

    une alarme ένα σύστημα συναγερμού

    un gardien ένας φρουρός

    La sécurité en villeΗ ασφάλεια στην πόλη

    Un quartier tranquille - Μια ήσυχη γειτονιάÁ

    un quartier sensible, à risque μια ευαίσθητη, επικίνδυνη συνοικία

    une banlieue difficile ένα δύσκολο προάστιο

    des bâtiments vandalisés, taggés κτίρια βανδαλισμένα, με γκράφιτι

    un acte de vandalisme ένας βανδαλισμός

    le trafic de drogue, un dealer, un droguéη διακίνηση ναρκωτικών, ένας ντίλερ, ένας τοξικομανής

    un délinquant, la délinquance ένας παραβάτης, η παραβατικότητα

    une bande de jeunes μια ομάδα νέων

    Un quartier dangereux - Μια επικίνδυνη γειτονιάÁ

    se faire voler son portefeuille μου έκλεψαν το πορτοφόλι μου

    un vol à l’arraché μια ληστεία με αρπαγή

    un voleur, un pickpocket ένας κλέφτης, ένας πορτοφολάς

    se faire cambrioler, un cambriolage, un cambrioleur

    πέφτω θύμα διάρρηξης, μια διάρρηξη, ένας διαρρήκτης

    se faire agresser, une agression, un agresseurπέφτω θύμα επίθεσης, μια επίθεση, αυτός που διαπράττει επίθεση

    se faire tuer, un meurtre, un meurtrier σκοτώνομαι, μια δολοφονία, ένας δολοφόνος

    assassiner, un assassinat, un assassin δολοφονώ, μια δολοφονία, ένας δολοφόνος

    Les dangers - Οι κίνδυνοιÁ

    se loger στεγάζομαι

    s’installer εγκαθίσταμαι

    déménager (le déménagement) μετακομίζω (η μετακόμιση)

    un domicile, une habitation, un chez-soi, un home, un foyer

    μια οικία, μια κατοικία, ένα σπιτικό, μια εστία

    La maisonΤο σπίτι

    Le logement - Η στέγασηÁ

  • 9

    Lexique

    meubler (l’ameublement, le mobilier) επιπλώνω (η επίπλωση, τα έπιπλα)

    la disposition des meubles η διάταξη των επίπλων

    décorer, personnaliser (un décor personnalisé)διακοσμώ, εξατομικεύω (μια εξατομικευμένη διακόσμηση)

    mélanger/métisser les styles, les époques, les matériaux

    αναμειγνύω/διασταυρώνω τα στυλ, τις εποχές, τα υλικά

    un décor fonctionnel, traditionnel, contemporain μια λειτουργική, παραδοσιακή, σύγχρονη διακόσμηση

    équiper, une cuisine intégrée, des appareils ménagers encastrables

    εξοπλίζω, μια ενσωματωμένη κουζίνα (που αποτελεί ομοιογενές σύνολο), εντοιχισμένες οικιακές συσκευές

    ranger (des meubles de rangement) τακτοποιώ (μονάδες αποθήκευσης)

    stocker (le stockage) αποθηκεύω (η αποθήκευση)

    faire de la récup (fam.) χρησιμοποιώ παλιά υλικά για να φτιάξω κάτι καινούργιο

    L’aménagement intérieur - Η εσωτερική διαμόρφωσηÁ

    se réfugier (un refuge) καταφεύγω (ένα καταφύγιο)

    se replier (le repli) sur son foyer αποσύρομαι (η απόσυρση) στο σπίτι μου

    un lieu à l’abri des agressions extérieures, sécurisant

    ένας χώρος ασφαλής από εξωτερικές επιθέσεις, που με κάνει να νιώθω ασφαλής

    se sentir en sécurité αισθάνομαι ασφαλής

    un cocon, un nid douillet, un havre de paix ένα κουκούλι, μια ζεστή φωλιά, μια όαση γαλήνης

    un lieu de détente, d’intimité, un espace privéένας χώρος χαλάρωσης, οικειότητας, ένας ιδιωτικός χώρος

    se ressourcer ξαναγεμίζω τις μπαταρίες μου

    un espace convivial (la convivialité) ένας φιλικός χώρος (η φιλικότητα, η συναναστροφή)

    partager μοιράζω

    manger ensemble τρώμε μαζί

    recevoir δέχομαι

    L’ambiance - Η ατμόσφαιραÁ

    une résidence principale, secondaire μια κύρια κατοικία, μια εξοχική κατοικία

    un pied-à-terre, une maison individuelle ένα κατάλυμα, μια μονοκατοικία

    posséder une maison, être propriétaire έχω ένα σπίτι, είμαι ιδιοκτήτης

    louer un appartement : la location, le loyer, le locataire, un colocataire/coloc (fam.)

    νοικιάζω ένα διαμέρισμα: η μίσθωση, το ενοίκιο, ο ενοικιαστής, ο συγκάτοικος

    payer les charges πληρώνω τα κοινόχρηστα

    l’espace (spacieux), la superficie/la surface ο χώρος (ευρύχωρος), η επιφάνεια/το εμβαδόν

    l’agencement η διαρρύθμιση

    la distribution des pièces (un appartement bien ≠ mal distribué)

    η κατανομή των δωματίων (ένα διαμέρισμα καλά ≠ άσχημα κατανεμημένο)

    l’orientation nord/sud ο προσανατολισμός Βορρά/Νότου

    cuisiner μαγειρεύω

    une spécialité familiale μια οικογενειακή σπεσιαλιτέ

    La nourritureΤο φαγητό

    La cuisine familiale - Η οικογενειακή κουζίναÁ

  • 10

    Lexique

    le patrimoine gastronomique η γαστρονομική κληρονομιά

    les produits du terroirτα προϊόντα που προέρχονται από συγκεκριμένη αγροτική περιοχή

    les produits de qualité, d’origine certifiée τα προϊόντα ποιότητας, πιστοποιημένης προέλευσης

    un produit d’appellation contrôlée ένα προϊόν ΠΟΠ

    un gourmet ένας γκουρμέ, ένας γευσιγνώστης

    le goût, la saveur d’un mets η γεύση, η νοστιμιά ενός πιάτου

    savourer, déguster, se régaler απολαμβάνω, γεύομαι, χαίρομαι το φαγητό μου

    faire bonne chère απολαμβάνω το φαγητό μου

    La gastronomie - Η γαστρονομίαÁ

    un repas fade, insipide, sans goût, dégueulasse (fam.), expédié à toute vitesse

    ένα γεύμα ανούσιο, άνοστο, άγευστο, αηδιαστικό, που διεκπεραιώνεται πάρα πολύ γρήγορα

    la restauration rapide η γρήγορη εστίαση

    la nourriture industrielle τα βιομηχανικά τρόφιμα

    un plat tout prêt ένα προπαρασκευασμένο πιάτο

    l’uniformisation de l’alimentation η εξομοίωση της διατροφής

    la mauvaise bouffe (fam.) η κακή διατροφή

    La mauvaise cuisine - Η κακή κουζίναÁ

    un repas entièrement fait maison ένα εξ ολοκλήρου σπιτικό γεύμα

    concocter des petits plats μαγειρεύω νόστιμα πιάτα

    faire mijoter une sauce σιγομαγειρεύω μια σάλτσα

    le bon vieux repas à la française το παλιό καλό γεύμα αλά γαλλικά

    la cuisine traditionnelle η παραδοσιακή κουζίνα

    transmettre les secrets de fabrication μεταδίδω τα μυστικά παρασκευής

    la transmission alimentaire η μετάδοση της κουζίνας

    l’héritage culinaire η γαστρονομική κληρονομιά

    le retour à l’authenticité η επιστροφή στην αυθεντικότητα

    une cuisine créative, inventive, inspirée μια δημιουργική, ευρηματική, εμπνευσμένη κουζίνα

    la cuisine d’auteur η κουζίνα με υπογραφή

    un chef étoilé ένας βραβευμένος σεφ

    les plaisirs de la table οι απολαύσεις του τραπεζιού

    le rituel du repas partagé το τελετουργικό του γεύματος που μοιραζόμαστε

    la convivialité (les convives) η φιλική ατμόσφαιρα στο τραπέζι (οι συνδαιτυμόνες)

    le tissage d’un lien social η ύφανση μια κοινωνικής σχέσης

    un animal de compagnie, une bête ένα κατοικίδιο ζώο, ένα ζώο

    un chien/toutou (fam.) ένας σκύλος/ένα σκυλάκι

    une espèce canine μια ράτσα σκυλιών

    un chien de race, un bâtard ένας σκύλος ράτσας, ένας μπασταρδεμένος σκύλος

    un maître ένα αφεντικό

    Les animaux familiersΤα κατοικίδια

    Les animaux domestiques - Τα οικόσιτα ζώαÁ

  • 11

    Lexique

    rongeurs, reptiles (iguanes, serpents), scorpions, araignées

    τρωκτικά, ερπετά (ιγκουάνες, φίδια), σκορπιοί, αράχνες

    Les NAC (nouveaux animaux de compagnie) - Τα NAC (νέα κατοικίδια ζώα)Á

    un pet shop, une animalerie ένα κατάστημα κατοικίδιων ζώων

    la pâtée, les croquettes η κονσέρβα με έτοιμη τροφή, οι κροκέτες

    une laisse, une niche ένα λουρί, ένα σπιτάκι (σκύλου)

    le panier, la litière το καλάθι, η τουαλέτα (γάτας)

    les produits alimentaires τα προϊόντα διατροφής

    les soins du vétérinaire η κτηνιατρική φροντίδα

    le toilettage des animaux η περιποίηση του τριχώματος των κατοικίδιων ζώων

    les services de gardes d’animaux οι υπηρεσίες φύλαξης ζώων

    L’entretien - Η φροντίδαÁ

    un chien d’appartement ένας σκύλος που ζει μέσα στο σπίτι

    un chien de garde : monter la garde, aboyer (un aboiement), gronder

    ένα σκυλί φύλακας: φυλάω, γαβγίζω (το γάβγισμα), γρυλίζω

    un chat/minou (fam.) μια γάτα/ένα γατάκι

    la race féline τα αιλουροειδή

    un chat de gouttière ένας κεραμιδόγατος

    un gros matou (fam.) ένας γάταρος

    les petits mammifères : souris, hamsters, cochons d’Inde, lapins, écureuils

    τα μικρά θηλαστικά: ποντίκια, χάμστερ, ινδικά χοιρίδια, κουνέλια, σκίουροι

    les excréments/crottes (fam.) de chien τα κόπρανα/τα κακά (οικ.) του σκύλου

    les déjections animales τα περιττώματα των ζώων

    les morsures τα δαγκώματα

    les bandes de chiens errants οι αγέλες αδέσποτων σκύλων

    la fourrière η υπηρεσία περισυλλογής αδέσποτων σκύλων

    les animaux écrasés sur la route τα πατημένα ζώα στο δρόμο

    les animaux abandonnés, maltraités τα εγκαταλειμμένα, κακοποιημένα ζώα

    Les nuisancesΟι οχλήσεις

  • 12

    Lexique

    Loisirs - Ελεύθερος χρόνος3

    le temps pour soi ο χρόνος για τον εαυτό μου

    profiter de son temps libre pour επωφελούμαι από τον ελεύθερο μου χρόνο για...

    consacrer son temps à αφιερώνω τον χρόνο μου σε...

    vivre pleinement son temps libre εκμεταλλεύομαι πλήρως τον ελεύθερο χρόνο μου

    gérer son temps διαχειρίζομαι τον χρόνο μου

    se dégager un peu de temps pour ελευθερώνω λίγο χρόνο για...

    avoir du temps disponible έχω διαθέσιμο χρόνο

    disposer de temps pour διαθέτω χρόνο για...

    prendre le temps de παίρνω τον χρόνο για να...

    occuper son temps libre à απασχολώ τον ελεύθερό μου χρόνο σε...

    vaquer à ses occupations ασχολούμαι με τις δουλειές/δραστηριότητές μου

    se divertir (un divertissement) διασκεδάζω (η διασκέδαση)

    pratiquer une activité créative, artistique, ludiqueασχολούμαι με μια δημιουργική, καλλιτεχνική, διασκεδαστική δραστηριότητα

    s’investir dans la vie associative συμμετέχω σε συλλογικές δραστηριοτητές

    souffler ανασαίνω

    évacuer son stress αποβάλλω/διώχνω το άγχος μου

    marquer une pause κάνω μια παύση/ένα διάλειμμα

    faire le vide ξεχνώ τα πάντα

    ne rien faire/glander (fam.) δεν κάνω τίποτα/χαζεύω

    réaliser ses envies πραγματοποιώ τις επιθυμίες μου

    se changer les idées αλλάζω ιδέες/παραστάσεις

    les jours fériés, les jours de fête, les jours de congé οι αργίες, οι γιορτές, τα ρεπό/οι άδειες

    Le temps libreΟ ελεύθερος χρόνος

    lire, se plonger dans un livre, un romanδιαβάζω, βυθίζομαι μέσα σε ένα βιβλίο, ένα μυθιστόρημα

    consulter un ouvrage, feuilleter une revue συμβουλεύομαι ένα βιβλίο, ξεφυλλίζω ένα περιοδικό

    un lecteur passionné, assidu ένας παθιασμένος, μελετηρός αναγνώστης

    dévorer un bouquin (fam.) καταβροχθίζω ένα βιβλίο

    un livre scientifique, technique, pratique ένα επιστημονικό, τεχνικό, πρακτικό βιβλίο

    la littérature classique η κλασική λογοτεχνία

    un roman adapté au cinéma, l’adaptation cinématographique

    ένα μυθιστόρημα διασκευασμένο σε ταινία, η κινηματογραφική μεταφορά

    un auteur, un romancier ένας συγγραφέας, ένας μυθιστοριογράφος

    Les activités culturellesΟι πολιτιστικές δραστηριότητες

    La lecture - Το διάβασμαÁ

  • 13

    Lexique

    un critique littéraire, une critique ένας λογοτεχνικός κριτικός, μια κριτική

    un magazine littéraire ένα λογοτεχνικό περιοδικό

    un prix littéraire ένα λογοτεχνικό βραβείο

    le prix Goncourt, le prix Renaudot, le prix Femina…

    το βραβείο Goncourt, το βραβείο Renaudot, το βραβείο Femina...

    une maison d’édition, un éditeur, publier ένας εκδοτικός οίκος, ένας εκδότης, δημοσιεύω

    les motivations des lecteurs : se divertir, se cultiver, s’évader, réfléchir, méditer

    τα κίνητρα των αναγνωστών: να διασκεδάσουν, να καλλιεργηθούν, να ξεφύγουν, να σκεφτούν, να διαλογιστούν

    visiter une exposition/expo (fam.), un visiteur επισκέπτομαι μια έκθεση, ένας επισκέπτης

    la fréquentation d’un musée η επισκεψιμότητα ενός μουσείου

    un musée d’art populaire ένα μουσείο λαϊκής τέχνης

    une pinacothèque μια πινακοθήκη

    une galerie d’art contemporain μια γκαλερί σύγχρονης τέχνης

    une exposition périodique/un salon μια περιοδική έκθεση

    le pavillon de la France à l’Εxposition universelle το περίπτερο της Γαλλίας στη Διεθνή ‘Εκθεση

    une exposition temporaire ≠ permanente μια προσωρινή ≠ μόνιμη έκθεση

    une rétrospective μια αναδρομική έκθεση

    une biennale μια Μπιενάλε/μια διετής έκθεση

    une collection particulière μια ιδιωτική συλλογή

    un vernissage, une inauguration εγκαίνια έκθεσης

    un mécène, le mécénat ένας χορηγός, η χορηγία

    financer un événement, une exposition χρηματοδοτώ μια εκδήλωση, μια έκθεση

    une œuvre, une peinture, une toile ένα έργο, ένας πίνακας, ένας καμβάς

    un portrait, un autoportrait ένα πορτρέτο, μια αυτοπροσωπογραφία

    un paysage, une nature morte ένα τοπίο, μια νεκρή φύση

    un artiste, un peintre ένας καλλιτέχνης, ένας ζωγράφος

    un sculpteur (une sculpture) ένας γλύπτης (ένα γλυπτό)

    un graveur (une gravure) ένας χαράκτης (ένα χαρακτικό)

    Les expositions - Οι εκθέσειςÁ

    rire/rigoler (fam.)/se marrer (fam.) γελώ/ξεκαρδίζομαι

    la rigolade (fam.) η πλάκα

    ricaner χαχανίζω

    s’esclaffer ξεκαρδίζομαι

    éclater de rire σκάω στα γέλια

    une dose de bonne humeur μια δόση ευθυμίας

    chasser le stress, les idées noires διώχνω το στρες, τις μαύρες σκέψεις

    se détendre χαλαρώνω

    rire de ses peurs γελάω με τους φόβους μου

    oublier la crise, les situations dramatiques ξεχνάω την κρίση, τις δραματικές καταστάσεις

    une comédie μια κωμωδία

    un site humour μια χιουμοριστική ιστοσελίδα

    une émission satirique μια σατιρική εκπομπή

    Les spectacles d’humoristes - Τα θεάματα των κωμικώνÁ

  • 14

    Lexique

    l’humour politique το πολιτικό χιούμορ

    une blague ένα αστείο

    un sketch ένα σκετς

    un trait d’esprit, une boutade ένα ευφυολόγημα, ένα χωρατό

    plaisanter, la plaisanterie αστειεύομαι, το αστείο

    la dérision ο χλευασμός

    transgresser des codes παραβαίνω κώδικες

    dénoncer les maux de notre société καταγγέλλω τα κακά της κοινωνίας μας

    un portrait corrosif, subversif ένα διαβρωτικό, ανατρεπτικό πορτρέτο

    être créatif είμαι δημιουργικός

    avoir de l’imagination έχω φαντασία

    être original είμαι πρωτότυπος

    avoir de la patience έχω υπομονή

    être habile de ses mains πιάνουν τα χέρια μου

    le fait-main το χειροποίητο

    le bricolage (bricoler) το μαστόρεμα (μαστορεύω)

    planter un clou μπήγω ένα καρφί

    percer un trou (une perceuse) κάνω μια τρύπα (ένα τρυπάνι)

    monter une étagère συναρμολογώ ένα ράφι

    le jardinage (jardiner) η κηπουρική (ασχολούμαι με την κηπουρική)

    l’entretien et l’aménagement d’un jardin d’agrément, d’un jardin potager

    η συντήρηση και η διαμόρφωση ενός ανθόκηπου, ενός λαχανόκηπου

    arroser, l’arrosage automatique ποτίζω, το αυτόματο πότισμα

    les plantes vertes, les plantes exotiques τα φυτά, τα εξωτικά φυτά

    faire des plantations φυτεύω

    les travaux manuels, le tricot, le crochet, la couture, la broderie, le patchwork

    οι χειροτεχνίες, το πλέξιμο, το βελονάκι, η ραπτική, το κέντημα, το πάτσγουορκ

    les travaux d’aiguille, tricoter, coudre τα εργόχειρα, πλέκω, ράβω

    une pelote de laine, une paire d’aiguilles à tricoter ένα κουβάρι μαλλί, ένα ζευγάρι βελόνες για πλέξιμο

    l’encadrement, le cadre, le passe-partout το κορνιζάρισμα, η κορνίζα, το πασπαρτού

    restaurer une gravure συντηρώ, επισκευάζω μια γκραβούρα

    encadrer une vieille photo κορνιζάρω μια παλιά φωτογραφία

    la chine (chiner) το ψάξιμο αντικών (ψάχνω αντίκες)

    un vide-grenier πωλήση παλιών αντικειμένων από ιδιώτες

    customizer un meuble προσαρμόζω ένα έπιπλο

    relooker un vieux meuble δίνω μια καινούργια εμφάνιση σ’ ένα παλιό έπιπλο

    faire de la récupération/récup (fam.) χρησιμοποιώ παλιά υλικά για να φτιάξω κάτι καινούργιο

    Les loisirs créatifsΤα δημιουργικά χόμπι

  • 15

    Lexique

    un séjour, un week-end prolongéμια παρατεταμένη διαμονή, ένα παρατεταμένο Σαββατοκύριακο

    faire le pontόταν μια αργία πέφτει Τρίτη ή Πέμπτη, πολλοί εργαζόμενοι παίρνουν συμπληρωματική άδεια πριν ή μετά το Σαββατοκύριακο

    le fractionnement des vacances οι «σπαστές» διακοπές

    une destination, un site touristique ένας τουριστικός προορισμός, μια τουριστική τοποθεσία

    séjourner à l’hôtel μένω στο ξενοδοχείο

    loger dans une chambre d’hôteμένω σε ένα σπίτι πληρώνοντας στον ιδιοκτήτη αμοιβή για τη διανυκτέρευση και το πρωινό

    passer ses vacances dans sa résidence secondaire, dans la maison de campagne de ses parents

    περνώ τις διακοπές μου στο εξοχικό μου, στο εξοχικό των γονιών μου

    le tourisme d’aventure ο τουρισμός περιπέτειας

    partir à l’aventure, larguer les amarres φεύγω κι όπου με βγάλει, λύνω τους κάβους

    faire le tour du monde, franchir les frontières κάνω τον γύρο του κόσμου, διασχίζω τα σύνορα

    découvrir d’autres horizons ανακαλύπτω άλλους ορίζοντες

    chercher le dépaysement ψάχνω/αναζητώ την αλλαγή παραστάσεων

    être un globe-trotter είμαι κοσμογυρισμένος

    faire des randonnées dans des lieux isolés κάνω πεζοπορίες σε απομονωμένους τόπους

    bivouaquer κατασκηνώνω

    découvrir des cultures différentes ανακαλύπτω διαφορετικούς πολιτισμούς

    observer la nature παρατηρώ τη φύση

    tenir un carnet de bord κρατώ ένα ταξιδιωτικό σημειωματάριο

    le farniente, se détendre (la détente) η απραξία, χαλαρώνω (η χαλάρωση)

    ne pas s’en faire, se la couler douce (fam.) δεν σκάω, την περνάω ζάχαρη

    se faire plaisir προσφέρω χαρά στον εαυτό μου/χαίρομαι

    bronzer au soleil μαυρίζω στον ήλιο

    les vacances intelligentes οι έξυπνες διακοπές

    visiter un site archéologique επισκέπτομαι μια αρχαιολογική τοποθεσία

    découvrir le patrimoine d’une région ανακαλύπτω την κληρονομιά μιας περιοχής

    ne pas bronzer idiot δεν «μαυρίζω σαν ηλίθιος» = φροντίζω να μάθω κάτι

    s’inscrire à un stage d’initiation ou de perfectionnement

    εγγράφομαι σε σεμινάριο εισαγωγής ή τελειοποίησης

    le tourisme éthique ο ηθικός τουρισμός

    le tourisme responsable, durable ο υπεύθυνος, βιώσιμος τουρισμός

    limiter les dégats du tourisme de masse περιορίζω τις ζημιές του μαζικού τουρισμού

    favoriser les conditions de vie locales ενθαρρύνω τις τοπικές συνθήκες διαβίωσης

    les parcs de loisirs τα πάρκα αναψυχής

    les parcs animaliers, les parcs à thème τα πάρκα με ζώα, τα θεματικά πάρκα

    les parcs « parcours d’aventure » τα πάρκα περιπέτειας

    la thalassothérapie η θαλασσοθεραπεία

    retrouver la forme ξαναβρίσκω τη φόρμα μου

    se faire chouchouter (fam.), dorloter κανακεύομαι

    suivre une cure amaigrissante κάνω μια θεραπεία αδυνατίσματος

    se désintoxiquer απεξαρτώμαι, αποτοξινώνομαι

    Vacances et voyagesΔιακοπές και ταξίδια

  • 16

    Lexique

    Internet - Διαδίκτυο4

    doser le temps consacré à l’ordinateur et le temps consacré aux activités extérieures avec ses amis « réels »

    μοιράζω σωστά τον χρόνο που αφιερώνω στον υπολογιστή και στις δραστηριότητες έξω από το σπίτι με τους «πραγματικούς» φίλους μου

    ne pas devenir accro, ne pas en être esclave δεν εθίζομαι, δεν είμαι σκλάβος του Διαδίκτυου

    protéger son identité προστατεύω την ταυτότητά μου

    discuter avec ses parents quand quelque chose nous a choqués

    συζητώ με τους γονείς μου όταν κάτι με έχει σοκάρει

    ne pas croire tout ce qui circule sur le Net δεν πιστεύω ό,τι κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο

    Bonnes pratiques à adopterΟρθές πρακτικές

    Pour les enfants - Για τα παιδιάÁ

    définir des règles d’utilisation d’Internet et des jeux vidéo avec des horaires adaptés à l’âge des enfants

    καθορίζω κανόνες για τη χρήση του Διαδικτύου και τα βιντεοπαιχνίδια με ωράρια προσαρμοσμένα στην ηλικία των παιδιών

    ne pas utiliser le Web comme une baby-sitter gratuite

    δεν χρησιμοποιώ το Διαδίκτυο ως δωρεάν μπέιμπι σίτερ

    ne pas laisser les enfants surfer seuls sur Internetδεν αφήνω τα παιδιά να σερφάρουν μόνα τους στο Διαδίκτυο

    installer un logiciel de contrôle parental εγκαθιστώ ένα λογισμικό γονικού ελέγχου

    éviter les codes d’accès trop faciles à « craquer », à pirater

    αποφεύγω τους κωδικούς πρόσβασης που μπορούν να “σπαστούν” πολύ εύκολα, να πέσουν θύμα πειρατίας

    sensibiliser les enfants au fait qu’il circule sur le Net des images qui ne sont pas faites pour eux

    ευαισθητοποιώ τα παιδιά στο γεγονός ότι κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο εικόνες ακτάλληλες για αυτά

    pousser les enfants à être prudents sur les ré-seaux sociaux

    ενθαρρύνω τα παιδιά να είναι προσεκτικά στα κοινωνικά δίκτυα

    leur expliquer que toute information laissée sur Internet devient publique et peut être vue et enregistrée par des milliers de personnes

    τους εξηγώ ότι οποιαδήποτε πληροφορία που έχουν αφήσει στο Διαδίκτυο γίνεται δημόσια και μπορεί να ιδωθεί και να καταγραφεί από χιλιάδες ανθρώπους

    Pour les parents - Για τους γονείςÁ

    propager une nouvelle διαδίδω ένα νέο

    relayer une information αναμεταδίδω μια πληροφορία

    faire circuler une information διαδίδω μια πληροφορία

    informer des milliers de personnes d’un simple clic

    ενημερώνω χιλιάδες ανθρώπους με ένα μόνο κλικ

    organiser une manifestation οργανώνω μια εκδήλωση

    inciter les citoyens à participer ενθαρρύνω τους πολίτες να συμμετάσχουν

    déclencher un mouvement de protestation, une révolution

    ξεκινώ μια διαμαρτυρία, μια επανάσταση

    Internet et les révolutionsΤο Διαδίκτυο και οι επαναστάσεις

  • 17

    Lexique

    renverser un régime répressif, une dictature (un dictateur)

    ανατρέπω ένα καταπιεστικό καθεστώς, μια δικτατορία (ένας δικτάτορας)

    contrôler (le contrôle) ελέγχω (ο έλεγχος)

    censurer (la censure) λογοκρίνω (η λογοκρισία)

    couper (la coupure) Internet διακόπτω (η διακοπή) το Διαδίκτυο

    un site Internet μια ιστοσελίδα

    le Web communautaire η κοινότητα του παγκόσμιου ιστού

    une communauté μια κοινότητα

    devenir membre γίνομαι μέλος

    un réseau social amical, professionnel, solidaire, axé sur l’entraide

    ένα κοινωνικό δίκτυο φιλικό, επαγγελματικό, αλληλεγγύης, με βάση την αλληλοβοήθεια

    créer ≠ supprimer son profil d’utilisateur δημιουργώ ≠ διαγράφω το προφίλ χρήστη μου

    définir les paramètres de confidentialité de son profil

    ορίζω τις παραμέτρους απορρήτου του προφίλ μου

    s’inscrire à ≠ se désinscrire de Facebook εγγράφομαι ≠ διαγράφομαι από το Facebook

    se connecter à ≠ se déconnecter de συνδέομαι σε ≠ αποσυνδέομαι από

    ouvrir ≠ clôturer ανοίγω ≠ κλείνω

    désactiver un compte απενεργοποιώ έναν λογαριασμό

    effacer ses données privées διαγράφω τα προσωπικά μου δεδομένα

    poster/publier un article sur Τwitter αναρτώ/δημοσιεύω ένα άρθρο στο Twitter

    twitter une information δημοσιεύω μια πληροφορία στο Twitter

    écrire sur le mur d’un ami γράφω στον τοίχο ενός φίλου

    mettre à jour (la mise à jour) son profil ενημερώνω (η ενημέρωση) το προφίλ μου

    afficher ses « délires » εκθέτω τα «παραλήρηματά» μου, μοιράζομαι ό,τι σκεφτώ

    se sentir populaire αισθάνομαι δημοφιλής

    afficher le nombre de ses amis (le compteur numérique de la sociabilité)

    εμφανίζω τον αριθμό των φίλων μου (ο ψηφιακός μετρητής της κοινωνικότητας)

    des informations accessibles à tous, limitées à un réseau d’amis acceptés

    πληροφορίες προσιτές σε όλους, περιορισμένες σε ένα δίκτυο αποδεκτών φίλων

    faciliter les rapports humains, les relations sociales

    διευκολύνω τις ανθρώπινες σχέσεις, τις κοινωνικές σχέσεις

    rassembler un maximum de personnes μαζέυω όσο γίνεται πιο πολλά άτομα

    tisser des liens χτίζω σχέσεις

    Les réseaux sociauxΤα κοινωνικά δίκτυα

    une évolution technologique μια τεχνολογική εξέλιξη

    numériser (la numérisation) un livre ψηφιοποιώ (η ψηφιοποίηση) ένα βιβλίο

    un ouvrage en format numérique, un e-book ένα βιβλίο σε ψηφιακή μορφή, ένα ηλεκτρονικό βιβλίο

    une version papier ένα βιβλίο σε έντυπη μορφή

    une tablette numérique tactile μια ψηφιακή ταμπλέτα αφής

    La révolution numériqueΗ ψηφιακή επανάσταση

    Le livre numérique - Το ψηφιακό βιβλίοÁ

  • 18

    Lexique

    stocker des milliers de livres αποθηκεύω χιλιάδες βιβλία

    un grand confort de lecture μια μεγάλη άνεση στην ανάγνωση

    une consommation d’énergie presque nulle μια σχεδόν μηδενική κατανάλωση ενέργειας

    un poids plume ένα μηδαμινό βάρος

    un écran tactile pour faciliter la navigation μια οθόνη αφής για εύκολη πλοήγηση

    une lecture confortable μια άνετη ανάγνωση

    un écran net et contrasté μια οθόνη καθαρή με καλό κοντράστ

    ses fonctionnalités οι λειτουργίες της

    un dictionnaire intégré ένα ενσωματωμένο λεξικό

    la lecture de livres audio et de musique η ανάγνωση ακουστικών βιβλίων και μουσικής

    la recherche par mots-clés η αναζήτηση με λέξεις-κλειδιά

    un ajout de notes et de signets μια προσθήκη σημειώσεων και σελιδοδεικτών

    le catalogue des ouvrages disponibles ο κατάλογος των διαθέσιμων βιβλίων

    le fonds d’un éditeur το αρχείο ενός εκδότη

    les classiques tombés dans le domaine publicτα κλασικά βιβλία που έχουν περιέλθει στον δημόσιο τομέα

    des livres stockés en mémoire βιβλία αποθηκευμένα στη μνήμη

    la Net génération η γενιά του Διαδικτύου

    la génération de la vitesse, de l’information instantanée

    η γενιά της ταχύτητας, της αμεσότατης πληροφόρησης

    le monde de l’image, de l’instantané, du zapping ο κόσμος της εικόνας, του στιγμιότυπου, του ζάπινγκ

    L’élève numérique - Ο ψηφιακός μαθητήςÁ

  • 19

    Lexique

    L’éducation - Η εκπαίδευση5

    instruire (l’instruction) μορφώνω (η μόρφωση)

    transmettre (la transmission) μεταδίδω (η μετάδοση)

    le savoir η γνώση

    lutter pour l’égalité des chances, contre les discriminations sociales

    αγωνίζομαι για την ισότητα των ευκαιριών, ενάντια στις κοινωνικές διακρίσεις

    former des citoyens εκπαιδεύω πολίτες

    transmettre des valeurs (respect, tolérance, liberté, égalité...)

    μεταδίδω αξίες (σεβασμό, ανοχή, ελευθερία, ισότητα...)

    Le rôle de l’écoleΟ ρόλος του σχολείου

    l’enseignement public ≠ privé η δημόσια ≠ ιδιωτική εκπαίδευση

    une école religieuse, confessionnelle ≠ laïque (masc. : laïc)

    ένα θρησκευτικό σχολείο, ένα ιδιωτικό σχολείο της Καθολικής Εκκλησίας ≠ ένα δημόσιο σχολείο (σε αντιδιαστολή με το θρησκευτικό σχολείο)

    une école mixte (la mixité)ένα μικτό σχολείο (η ανάμιξη αγοριών και κοριτσιών στα σχολεία)

    s’orienter (l’orientation) vers des études courtes, longues

    προσανατολίζομαι (ο προσανατολισμός) σε σύντομες, μακροχρόνιες σπουδές

    une formation théorique ≠ pratique μια θεωρητική ≠ πρακτική εκπαίδευση

    l’enseignement professionnel η επαγγελματική εκπαίδευση

    des études techniques dévalorisées υποβαθμισμένες τεχνικές σπουδές

    Les types d’enseignementΟι κατηγορίες εκπαίδευσης

    un établissement d’excellence, de haut niveau, très recherché, réputé, coté

    ένα ίδρυμα αριστείας, υψηλού επιπέδου, περιζήτητο, ονομαστό, φημισμένο, που χαίρει εκτίμησης

    une classe d’exception μια εξαιρετική τάξη

    une section très sélective ένα εξαιρετικά επιλεκτικό τμήμα

    sélectionner les meilleurs élèves επιλέγω τους καλύτερους μαθητές

    éliminer au fur et à mesure les moins bons απορρίπτω σταδιακά τους χειρότερους

    avoir un fort taux de réussite au bac έχω υψηλό ποσοστό επιτυχίας στο Απολυτήριο

    une tête de classe ο πρώτος μιας τάξης

    un élève très doué, un crack (argot scolaire) ένας πολύ ταλαντούχος μαθητής, ένας άσος

    bien supporter la compétition αντέχω τον ανταγωνισμό

    résister à la pression αντέχω την πίεση

    être stimulé par l’émulation, la compétition, la concurrence entre élèves

    η άμιλλα, ο ανταγωνισμός, ο συναγωνισμός μεταξύ των μαθητών είναι κίνητρο για μένα

    aimer la performance μου αρέσουν οι καλές επιδόσεις

    Les types d’établissementΟι κατηγορίες σχολείων

  • 20

    Lexique

    un établissement « normal » ένα κανονικό (σχολικό) ίδρυμα

    soutenir les élèves υποστηρίζω τους μαθητές

    proposer un accompagnement personnalisé προτείνω μια εξατομικευμένη υποστήριξη

    aider les élèves en difficulté βοηθώ τους μαθητές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες

    tirer vers le haut βελτιώνω το επίπεδο

    stimuler τονώνω, ενθαρρύνω

    étudier dans une bonne ambiance μελετώ μέσα σε μια καλή ατμόσφαιρα

    privilégier la solidarité δίνω ιδιαίτερη σημασία στην αλληλεγγύη

    l’entraide η αλληλοβοήθεια

    être titulaire d’un bac avec mention (passable, bien, très bien)

    έχω Απολυτήριο με βαθμό (καλώς, λίαν καλώς, άριστα)

    redoubler sa terminale pour obtenir une mentionξανακάνω την τρίτη λυκείου για να πετύχω Απολυτήριο με βαθμό

    accéder (l’accès) à l’enseignement supérieur μπαίνω (η πρόσβαση) στην ανώτατη εκπαίδευση

    l’université Paris-Sorbonne το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι

    la faculté de lettres, de droit, de médecine η Φιλοσοφική, Νομική, Ιατρική Σχολή

    Du lycée aux études supérieuresΑπό το λύκειο στις ανώτατες σπουδές

    Entrer à l’université - Μπαίνω στο πανεπιστήμιοÁ

    la voie royale η «βασιλική οδός»

    une prépa scientifique, littéraire, commercialeμια επιστημονική, λογοτεχνική, εμπορική προπαρασκευαστική τάξη

    présenter son dossier scolaire παρουσιάζω τον σχολικό μου φάκελο

    être accepté dans un grand lycée parisien γίνομαι δεκτός σε ένα μεγάλο λύκειο στο Παρίσι

    tenter le concours d’entrée à une grande écoleδοκιμάζομαι στις εισαγωγικές εξετάσεις μιας ανώτατης σχολής

    une école qui recrute sur concours μια σχολή που δέχεται φοιτητές μετά από διαγωνισμό

    être admis (l’admission) ≠ collé, recalé (argot scolaire)

    πέρασα (στη σχολή) ≠ την πάτησα, με κόψανε

    intégrer une école prestigieuse μπαίνω σε μια διαπρεπή σχολή

    participer à un week-end d’intégration συμμετέχω σε ένα Σαββατοκύριακο ένταξης

    un camarade de promotion/promo (argot scolaire) ένας συμμαθητής από το έτος μου

    un dirigeant d’entreprise issu d’une grande école d’ingénieur

    ένα διευθυντικό στέλεχος επιχείρησης που προέρχεται από μια εξέχουσα σχολή μηχανικών

    Faire une classe préparatoire/une prépa (argot scolaire) - Κάνω μια προπαρασκευαστική τάξηÁ

    une discipline ένα μάθημα

    une UE (unité d’enseignement) μια διδακτική ενότητα

    un crédit μια διδακτική μονάδα, ένα μόριο

    Le cursus universitaireΤο πρόγραμμα πανεπιστημιακών σπουδών

  • 21

    Lexique

    une option ένα μάθημα επιλογής

    suivre des cours à la faculté/fac (argot scolaire) παρακολουθώ μαθήματα στη σχολή/στο πανεπιστήμιο

    assister à un cours magistral en amphithéâtre/amphi (argot scolaire)

    παρακολουθώ την παράδοση ενός καθηγητή

    des effectifs surchargés υπερφορτωμένος αριθμός φοιτητών

    travailler/bosser (argot scolaire), bûcher (argot scolaire), plancher (argot scolaire)

    διαβάζω/μελετώ, σκίζομαι στο διάβασμα

    un TD (travail dirigé) μια κατευθυνόμενη εργασία

    un TP (travail pratique) μια πρακτική εργασία

    un devoir sur table ένα τεστ, μια γραπτή εξέταση

    un partiel μια τμηματική εξέταση

    le contrôle continu ο συνεχής έλεγχος

    un examen terminal μια τελική εξέταση

    valider un semestre κατοχυρώνω ένα εξάμηνο

    effectuer un stage en entreprise κάνω την πρακτική μου σε μια επιχείρηση

    se réorienter (réorientation) après un échecαλλάζω προσανατολισμό (η αλλαγή προσανατολισμού) μετά από μια αποτυχία

    changer de filière αλλαζω την πορεία των σπουδών μου

    un enseignant-chercheur ένας εκπαιδευτικός-ερευνητής

    un universitaire ένας πανεπιστημιακός

    dispenser un cours à l’université διδάσκω ένα μάθημα στο πανεπιστήμιο

    faire un cycle de conférences κάνω μια σειρά διαλέξεων

    évaluer (l’évaluation) les performances de ses étudiants

    αξιολογώ (η αξιολόγηση) τις επιδόσεις των φοιτητών μου

    la notation η βαθμολόγηση

    des études sanctionnées par un diplôme σπουδές που έχουν επικυρωθεί με δίπλωμα

    obtenir un diplôme reconnu par l’État, délivré par une université

    αποκτώ δίπλωμα αναγνωρισμένο από το Κράτος, που χορηγείται από πανεπιστήμιο

    être titulaire du bac είμαι κάτοχος του Απολυτηρίου

    un diplômé en sciences humaines ένας διπλωματούχος ανθρωπιστικών επιστημών

    un licencié ένας πτυχιούχος

    un bac + 3, un bac + 83 χρόνια σπουδών μετά το Απολυτήριο, 8 χρόνια σπουδών μετά το Απολυτήριο

    un docteur en philosophie ένας διδάκτωρ φιλοσοφίας

    rédiger un mémoire de master γράφω μια μεταπτυχιακή εργασία

    soutenir une thèse de doctorat υποστηρίζω μια (διδακτορική) διατριβή

    poursuivre ≠ abandonner ses études συνεχίζω ≠ εγκαταλείπω τις σπουδές μου

    achever ses études ολοκληρώνω τις σπουδές μου

    Les diplômes Τα διπλώματα

  • 22

    Lexique

    la carte d’étudiant η φοιτητική ταυτότητα

    la cité universitaire (cité-U) η πανεπιστημιούπολη

    le restaurant universitaire (restau-U) το εστιατόριο του πανεπιστημίου

    la bibliothèque universitaire (emprunter un ouvrage, consulter sur place)

    η βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου (δανείζομαι ένα βιβλίο, διαβάζω μέσα στη βιβλιοθήκη)

    avoir une chambre en cité/résidence universitaire, sur le campus, en ville

    έχω ένα δωμάτιο μέσα στο πανεπιστήμιο/στη φοιτητική εστία, στην πανεπιστημιούπολη, στην πόλη

    vivre en colocation συγκατοικώ, μοιράζομαι το ενοίκιο

    un loyer trop cher ένα πάρα πολύ ακριβό ενοίκιο

    la sécurité sociale étudiante η κοινωνική ασφάλιση των φοιτητών

    adhérer à une mutuelle étudiante γράφομαι σε μια επικουρική φοιτητική ασφάλιση

    La vie d’étudiantΗ φοιτητική ζωή

    les frais de scolarité, d’inscription à la fac τα δίδακτρα, τα έξοδα εγγραφής στο πανεπιστήμιο

    bénéficier d’une bourse d’études (un boursier) λαμβάνω μια υποτροφία (ένας υπότροφος)

    toucher l’aide au logement (APL) λαμβάνω επίδομα στέγασης

    être soutenu financièrement par ses parents έχω την οικονομική υποστήριξη των γονιών μου

    faire des petits boulots κάνω δουλειές του ποδαριού

    avoir un job étudiant pour subvenir à ses besoinsέχω μια δουλίτσα (για τους φοιτητές) για να καλύψω τις ανάγκες μου

    avoir un revenu de 500 € par mois έχω ένα εισόδημα 500 € τον μήνα

    souscrire un prêt étudiant παίρνω ένα σπουδαστικό δάνειο

    Le financement des étudesΗ χρηματοδότηση των σπουδών

  • 23

    Lexique

    travailler/bosser (fam.) εργάζομαι/δουλεύω

    exercer un métier, une profession ασκώ ένα επάγγελμα

    un métier artistique, manuel (maçon, électricien, plombier, peintre, menuisier)

    ένα καλλιτεχνικό, χειρωνακτικό επάγγελμα (κτίστης, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, ελαιοχρωματιστής, ξυλουργός)

    une profession libérale (médecin, avocat, architecte)

    ένα ελεύθερο επάγγελμα (γιατρός, δικηγόρος, αρχιτέκτονας)

    Le travailΗ εργασία

    Le travail - Η εργασία6

    travailler dans une entreprise/une boîte (fam.) εργάζομαι σε μια επιχείρηση

    une PME μια ΜΜΕ (μικρομεσαία επιχείρηση)

    une multinationale μια πολυεθνική

    une société de services μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών

    une compagnie d’assurances μια ασφαλιστική εταιρεία

    dans un bureau, un laboratoire/labo (fam.), un atelier, un cabinet d’architectes, une exploitation agricole

    σε ένα γραφείο, ένα εργαστήριο, ένα ατελιέ, ένα αρχιτεκτονικό γραφείο, ένα αγρόκτημα

    en usine, sur un chantier, chez Zara σε εργοστάσιο, σε εργοτάξιο, στο Zara

    Les lieux de travailΟι χώροι εργασίας

    Le secteur privé - Ο ιδιωτικός τομέαςÁ

    à la mairie, au ministère de l’Économie, aux impôts

    στο δημαρχείο, στο Υπουργείο Οικονομίας, στην εφορία

    en milieu hospitalier στον νοσοκομειακό χώρο

    Le secteur public, la fonction publique - Ο δημόσιος τομέαςÁ

    le chef/dirigeant d’entreprise, le PDG, le managerο διευθυντής επιχείρησης, ο γενικός διευθυντής, ο μάνατζερ

    le patron/la patronne το αφεντικό/η αφεντικίνα (οικ.)

    le cadre (supérieur) το (ανώτατο) στέλεχος

    l’ouvrier ο εργάτης

    le technicien ο τεχνικός

    l’ingénieur ο μηχανικός

    l’artisan ο βιοτέχνης, ο μάστορας

    le fonctionnaire ο δημόσιος υπάλληλος

    l’employeur ο εργοδότης

    l’employé ο εργαζόμενος, ο υπάλληλος

    Le travailleurΟ εργαζόμενος

  • 24

    Lexique

    la rémunération η αμοιβή

    la paie/paye ο μισθός

    la feuille de paie, le bulletin de salaire το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας

    toucher un bon salaire παίρνω έναν καλό μισθό

    faire des heures supplémentaires/sup (fam.) κάνω υπερωρίες

    négocier une augmentation de salaire διαπραγματεύομαι μια αύξηση του μισθού μου

    la prime το πριμ, το δώρο

    le treizième mois ο δέκατος τρίτος μήνας

    une indemnité de stage ένα επίδομα κατάρτισης

    avoir un plan de carrière έχω ένα σχέδιο καριέρας

    faire une belle carrière κάνω μια επιτυχημένη καριέρα

    Gagner sa vieΒιοπορίζομαι

    répondre à une offre d’emploi, à une petite annonce sur Internet

    απαντώ σε μια προσφορά εργασίας, σε μια αγγελία στο Διαδίκτυο

    envoyer une lettre de candidature/motivation et un CV (curriculum vitæ)

    στέλνω μια επιστολή υποψηφιότητας/εκδήλωσης ενδιαφέροντος και ένα βιογραφικό σημείωμα

    envoyer une candidature spontanée στέλνω αυθόρμητα την υποψηφιότητά μου

    poser sa candidature au poste de chef des ventesθέτω την υποψηφιότητά μου για τη θέση του διευθυντή πωλήσεων

    postuler à un emploi κάνω αίτηση για μια θέση εργασίας

    avoir un entretien d’embauche avec le DRH (directeur des ressources humaines)

    έχω μια συνέντευξη πρόσληψης με τον Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού

    un cabinet de recrutement ένα γραφείο εύρεσης εργασίας

    recruter, un recruteur προσλαμβάνω, ένας υπεύθυνος προσλήψεων

    un chasseur de têtesένας κυνηγός ταλέντων, υπεύθυνος εύρεσης ανώτερων στελεχών σε επιχειρήσεις

    sélectionner un/une candidat(e) επιλέγω έναν/μια υποψήφιο/α

    être embauché, engagé έχω προσληφθεί

    un emploi stable ≠ précaire (la précarité de l’emploi)

    μια σταθερή ≠ επισφαλής απασχόληση (η αβεβαιότητα της απασχόλησης)

    décrocher (fam.) un premier emploi πετυχαίνω την πρώτη μου πρόσληψη/εργασία

    Chercher un emploiΨάχνω εργασία

    le salarié ο μισθωτός

    l’intérimaire ο προσωρινός υπάλληλος

    le stagiaire ο ασκούμενος

    le collaborateur ο συνεργάτης

    le collègue ο συνάδελφος

  • 25

    Lexique

    la dégradation du climat social dans l’entreprise η υποβάθμιση του κοινωνικού κλίματος στην επιχείρηση

    se mettre en grève, faire la grève, le gréviste ξεκινώ απεργία, κάνω απεργία, ο απεργός

    un syndicat, un syndicaliste ένα συνδικάτο, ένας συνδικαλιστής

    défendre les conditions de travail des travailleursυπερασπίζομαι τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων

    avoir des revendications salariales έχω μισθολογικές διεκδικήσεις

    participer à une manifestation/manif (fam.) συμμετέχω σε μια διαδήλωση

    négocier (la négociation) avec la directionδιαπραγματεύομαι (η διαπραγμάτευση) με τη διεύθυνση

    reprendre le travail επιστρέφω στην εργασία μου

    Le conflit du travailΟι εργασιακές συγκρούσεις

    l’apprentissage (l’apprenti) η μάθηση (ο μαθητευόμενος)

    se former καταρτίζομαι

    la formation initiale η αρχική κατάρτιση

    la formation permanente η συνεχής εκπαίδευση/κατάρτιση

    la formation en alternance η εναλλασσόμενη κατάρτιση

    se recycler dans les nouvelles énergies, en informatique

    επιμορφώνομαι στις νέες ενέργειες, στην πληροφορική

    faire un stage en entreprise κάνω πρακτική άσκηση σε μια επιχείρηση

    La formationΗ κατάρτιση

    licencier (un licenciement) απολύω (μια απόλυση)

    renvoyer (un renvoi) διώχνω (μια απόλυση)

    mettre à la porte πετάω έξω

    verser des indemnités de licenciement πληρώνω/καταβάλλω αποζημιώσεις λόγω απόλυσης

    Le chômageΗ ανεργία

    Du côté de l’employeur - Από την πλευρά του εργοδότηÁ

    donner sa démission, démissionner υποβάλλω την παραίτησή μου, παραιτούμαι

    être licencié, viré (fam.), renvoyé απολύομαι, με διώχνουν

    perdre son travail, son job (fam.) χάνω τη δουλειά μου

    pointer à Pôle emploiπαρουσιάζομαι στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού

    toucher des allocations de chômage λαμβάνω επιδόματα ανεργίας

    un chômeur longue durée, en fin de droitsένας μακροχρόνια άνεργος, που δεν έχει πλέον δικαίωμα αποζημίωσης

    toucher le RSA (Revenu de solidarité active) λαμβάνω το RSA (επίδομα ενεργούς αλληλεγγύης)

    Du côté du travailleur - Από την πλευρά του εργαζομένουÁ

  • 26

    Lexique

    l’audiovisuel : réalisateur, scénariste, scripte, metteur en scène

    ο οπτικοακουστικός τομέας: σκηνοθέτης στην τηλεόραση, σεναριογράφος, σκριπτ, σκηνοθέτης (στο σινεμά ή στο θέατρο)

    la communication : attaché de presse, chargé des relations publiques

    η επικοινωνία: υπεύθυνος Τύπου, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων

    la création artistique : architecte d’intérieur, designer, dessinateur de BD, illustrateur

    η καλλιτεχνική δημιουργία: διακοσμητής εσωτερικών χώρων, σχεδιαστής, σκιτσογράφος (κόμικς), εικονογράφος

    l’environnement : urbaniste, océanographe, géologue, climatologue, météorologiste

    το περιβάλλον: πολεοδόμος, ωκεανογράφος, γεωλόγος, κλιματολόγος, μετεωρολόγος

    l’informatique : webmaster, concepteur de jeux vidéo, graphiste, informaticien

    η πληροφορική: webmaster, σχεδιαστής βιντεοπαιχνιδιών, γραφίστας, ειδικός στην πληροφορική

    la justice : juge, avocat η δικαιοσύνη: δικαστής, δικηγόρος

    le marketing et la publicité : directeur du marketing, chef de produit, chef de pub, directeur artistique, maquettiste

    το μάρκετινγκ και η διαφήμιση: διευθυντής μάρκετινγκ, διευθυντής προϊόντος, επικεφαλής της διαφήμισης, καλλιτεχνικός διευθυντής, γραφίστας

    les médias : animateur radio, journaliste, présentateur télé, publicitaire

    τα μίντια/τα ΜΜΕ: παρουσιαστής στο ραδιόφωνο, δημοσιογράφος, παρουσιαστής στην τηλεόραση, διαφημιστής

    la mode : mannequin, maquilleuse, styliste, photographe

    η μόδα: μοντέλο, μακιγιέζ, στυλίστας, φωτογράφος

    la santé : médecin (généraliste), chirurgien, pédiatre, nutritionniste, généticien, diététicien, kinésithérapeute/kiné (fam.)

    η υγεία: γιατρός (παθολόγος), χειρουργός, παιδίατρος, διατροφολόγος, γενετιστής, διαιτολόγος, φυσιοθεραπευτής

    le social : assistante sociale, psychologue/psy (fam.), éducateur spécialisé

    ο κοινωνικός τομέας: κοινωνικός λειτουργός, ψυχολόγος, ειδικός εκπαιδευτικός

    Les métiers préférés des jeunesΤα αγαπημένα επαγγέλματα των νέων

    intéressant, bien rémunéré, très lucratif, dans lequel on s’investit

    ενδιαφέρουσα, καλοπληρωμένη, ιδιαίτερα κερδοφόρα, στην οποία αφιερώνει κανείς την ενέργειά του

    dangereux, ennuyeux, pénible, fatigant, stressant, précaire, mal payé

    επικίνδυνη, βαρετή, κοπιαστική, κουραστική, αγχωτική, επισφαλής, κακοπληρωμένη

    Faire des commentairesΚάνω σχόλια

    Le travail - Η εργασίαÁ

    compétent (la compétence) καταρτισμένος, αρμόδιος (η αρμοδιότητα)

    expérimenté (l’expérience) έμπειρος (η εμπειρία)

    paresseux τεμπέλης

    fainéant/feignant (fam.) κηφήνας

    incompétent αναρμόδιος, ανίκανος

    Le travailleur - Ο εργαζόμενοςÁ

  • 27

    Lexique

    contracter une maladie προσβάλλομαι από μια αρρώστια

    être infecté μολύνομαι

    être touché par un virus προσβάλλομαι από έναν ιό

    une intoxication alimentaire μια τροφική δηλητηρίαση

    une épidémie dévastatrice μια καταστροφική επιδημία

    une pandémie μια πανδημία

    L’anxiété alimentaireΤο διατροφικό άγχος

    l’industrie agroalimentaire η βιομηχανία τροφίμων

    les aliments industriels τα βιομηχανικά τρόφιμα

    l’alimentation de masse η μαζική διατροφή

    une boîte de conserve ένα κονσερβοκούτι

    des surgelés κατεψυγμένα προϊόντα

    des aliments sous vide, déshydratés, lyophilisésτρόφιμα σε κενό αέρος, αφυδατωμένα, λυοφιλοποιημένα

    une chaîne de restauration rapide μια αλυσίδα φαστ-φουντ

    acheter des plats prêts à l’emploi, prêts à consommer, prêts à réchauffer

    αγοράζω έτοιμα φαγητά, έτοιμα για κατανάλωση, έτοιμα για ζέσταμα

    réchauffer un plat au micro-ondes ζεσταίνω ένα πιάτο στον φούρνο μικροκυμάτων

    une substance chimique μια χημική ουσία

    un additif (un conservateur, un colorant)μια πρόσθετη χημική ουσία (ένα συντηρητικό, μια χρωστική)

    un pesticide ένα φυτοφάρμακο

    les produits OGM τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα

    le maïs transgénique το μεταλλαγμένο καλαμπόκι

    les acides gras saturés τα κορεσμένα λίπη

    les mauvais sucres τα κακά σάκχαρα

    des substances nocives, toxiques, cancérigènes επιβλαβείς, τοξικές, καρκινογόνες ουσίες

    L’alimentation post-moderneΗ μεταμοντέρνα διατροφή

    Santé et bien-être - Υγεία και ευεξία

    7

    le veau aux hormones το μοσχάρι με ορμόνες

    la vache folle η ασθένεια των τρελών αγελάδων

    la grippe aviaire η γρίπη των πτηνών

    la bactérie E. coli το βακτήριο Ε. coli

    Les crises alimentaires - Οι διατροφικές κρίσειςÁ

    le principe de précaution η αρχή της προφύλαξης

    une mesure préventive ένα προληπτικό μέτρο

    La sécurité alimentaire - Η διατροφική ασφάλειαÁ

  • 28

    Lexique

    demander des informations plus complètes sur les étiquettes des produits

    ζητώ πληρέστερες πληροφορίες για τις ετικέτες των προϊόντων

    la traçabilité des produits η ιχνηλασιμότητα των προϊόντων

    la recherche de garanties (un label) η αναζήτηση εγγυήσεων (μια ετικέτα/μάρκα)

    l’alimentation biologique (la bio-attitude) η βιολογική διατροφή (ο βιολογικός τρόπος ζωής)

    les produits bio τα βιολογικά προϊόντα

    le retour aux produits du terroir η επιστροφή στα τοπικά προϊόντα

    l’alimentation végétarienne η χορτοφαγική διατροφή

    consommer trop de lipides et de glucides καταναλώνω πάρα πολλά λιπαρά και υδατάνθρακες

    avoir un apport journalier trop élevé έχω μια πολύ υψηλή ημερήσια πρόσληψη

    une alimentation trop riche en matières grasses, en sucres et en sel

    μια διατροφή πάρα πολύ πλούσια σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι

    emmagasiner trop de calories αποθηκεύω πάρα πολλές θερμίδες

    avoir une alimentation déséquilibrée, pas assez diversifiée

    έχω μια μη ισορροπημένη, όχι αρκετά διαφοροποιημένη διατροφή

    manger trop de viande τρώω πάρα πολύ κρέας

    manger des conserves et pas assez de produits frais

    τρώω κονσερβοποιημένα τρόφιμα και όχι αρκετά φρέσκα προϊόντα

    avoir des carences en minéraux et en vitamines έχω ελλείψεις σε μέταλλα και βιταμίνες

    sauter un repas παραλείπω ένα γεύμα

    ne pas manger à des heures régulières δεν τρώω σε τακτές ώρες

    manger en dehors des repas τρώω ανάμεσα στα γεύματα

    grignoter (le grignotage) τσιμπολογώ (το τσιμπολόγημα)

    adopter une alimentation saine υιοθετώ μια υγιεινή διατροφή

    avoir une bonne hygiène de vie ακολουθώ έναν υγιεινό τρόπο ζωής

    suivre les conseils d’un nutritionniste, d’un diététicien

    ακολουθώ τις συμβουλές ενός διατροφολόγου, ενός διαιτολόγου

    La malbouffeΗ κακή διατροφή

    avoir des rondeurs έχω καμπύλες

    être bien enveloppé είμαι στρουμπουλός

    avoir un excès de poids, une surcharge pondérale έχω παραπάνω βάρος, περιττά κιλά

    être en surpoids, être obèse είμαι υπέρβαρος, είμαι παχύσαρκος

    surveiller constamment sa ligne, contrôler son poids

    παρακολουθώ συνεχώς τη γραμμή μου, ελέγχω το βάρος μου

    vouloir mincir, maigrir, perdre ses kilos superflusθέλω να αδυνατίσω, να χάσω βάρος, να χάσω τα περιττά μου κιλά

    Le culte de l’apparenceΗ λατρεία της εμφάνισης

    La dictature de la minceur - Η δικτατορία της λεπτότηταςÁ

  • 29

    Lexique

    l’homéopathie η ομοιοπαθητική

    l’acupuncture ο βελονισμός

    l’ostéopathie η οστεοπαθητική

    la phytothérapie (une plante médicinale) η φυτοθεραπεία (ένα βότανο/φαρμακευτικό φυτό)

    l’aromathérapie (une huile essentielle) η αρωματοθεραπεία (ένα αιθέριο έλαιο)

    la réflexologie η ρεφλεξολογία

    la thalassothérapie (un spa) η θαλασσοθεραπεία (το σπα)

    traiter des troubles en douceur, sans effets secondaires

    αντιμετωπίζω διαταραχές ήπια, χωρίς παρενέργειες

    consacrer du temps à son patient, être à son écoute

    αφιερώνω χρόνο στον ασθενή μου, τον ακούω

    un gourou, un