Lexique - Microsofttraitdunionrmstorage01.blob.core.windows.net/downloads/... · 2020. 4. 8. · 2...
Transcript of Lexique - Microsofttraitdunionrmstorage01.blob.core.windows.net/downloads/... · 2020. 4. 8. · 2...
-
OS
ER
SI
Générations
Qualité de vie
Loisirs
Internet
Éducation
Travail
Santé et bien-être
Médias
Économie
1.2.3.4.5.6.7.8.
Attitudes et valeurs
9.10.
D
S
ÉM
IQ
AT
H
U
T
ES
-
2
Lexique
Générations - Γενιές 1
s’engager (un engagement) durablement, pour la vie δεσμεύομαι (μια δέσμευση) για μεγάλο διάστημα, για όλη μου τη ζωή
partager sa vie avec un compagnon/une compagne μοιράζομαι τη ζωή μου με έναν/μία σύντροφο
avoir une relation stable έχω μια σταθερή σχέση
vouloir s’épanouir θέλω να ολοκληρωθώ
attendre un épanouissement affectif, sexuel, matérielπροσδοκώ συναισθηματική, σεξουαλική, υλική ολοκλήρωση
réussir pleinement une relation amoureuse έχουμε μια απόλυτα επιτυχημένη ερωτική σχέση
prendre des décisions à deux παίρνουμε αποφάσεις και οι δύο από κοινού
faire des projets d’avenir κάνω σχέδια για το μέλλον
la confiance, la fidélité ≠ l’infidélité η εμπιστοσύνη, η (συζυγική) πίστη ≠ η απιστία
Le coupleΤο αντρόγυνο
Ses attentes - Οι προσδοκίες τουÁ
la grossesse η εγκυμοσύνη
être enceinte είμαι έγκυος
attendre un enfant/un bébé περιμένω παιδί/μωρό
mettre au monde un enfant φέρνω ένα παιδί στον κόσμο
accoucher (un accouchement) γεννώ (ένας τοκετός)
la maternité η μητρότητα
avoir beaucoup d’enfants έχω πολλά παιδιά
élever un enfant μεγαλώνω ένα παιδί
s’occuper de son éducation ασχολούμαι με την εκπαίδευσή του
consacrer du temps à son enfant αφιερώνω χρόνο στο παιδί μου
être responsable de son bien-être et de sa santéείμαι υπεύθυνος για την ευεξία του και την υγεία του
le soigner το φροντίζω
être à son chevet είμαι στο πλευρό του
prendre en charge le travail domestique (la vaisselle, la cuisine, la lessive, le repassage)
αναλαμβάνω τις δουλειές του σπιτιού (το πλύσιμο των πιάτων, το μαγείρεμα, το πλύσιμο των ρούχων, το σιδέρωμα)
faire le ménage, s’occuper des tâches ménagères συγυρίζω, ασχολούμαι με το νοικοκυριό
partager les tâches quotidiennes μοιράζομαι τις καθημερινές υποχρεώσεις
Le couple au quotidien - Το αντρόγυνο στην καθημερινή ζωήÁ
-
3
Lexique
le célibat η εργένικη ζωή
un célibataire ένας άγαμος/ανύπαντρος/εργένης
avoir des relations amoureuses décevantes, ratées έχω απογοητευτικές, αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις
des aventures sans lendemain πρόσκαιρες περιπέτειες
ne pas trouver l’âme sœur δεν βρίσκω την αδελφή ψυχή
un célibataire endurci ένας εργένης εκ πεποιθήσεως
être égoïste είμαι εγωιστής
ne pas vouloir aliéner sa liberté δεν θέλω να χάσω την ελευθερία μου
vouloir conserver son indépendance θέλω να διατηρήσω την ανεξαρτησία μου
vivre sans contraintes ζω χωρίς περιορισμούς
avoir peur de l’échec φοβάμαι την αποτυχία
avoir peur de s’engager φοβάμαι να δεσμευτώ
se consacrer à ses études, sa carrièreαφοσιώνομαι στις σπουδές μου, στη σταδιοδρομία μου
être inquiet face à un avenir économique incertainείμαι ανήσυχος μπροστά σε ένα αμφίβολο οικονομικό μέλλον
souffrir de solitude υποφέρω από μοναξιά
la solitude assumée ≠ subie η ηθελημένη μοναξιά ≠ η επιβεβλημένη μοναξιά
vivre dans l’attente d’une vraie rencontre ζω με την προσδοκία μιας αληθινής συνάντησης
aller sur un site de rencontres επισκέπτομαι ένα σάιτ γνωριμιών
La vie en soloΗ εργένικη ζωή
un mariage civil ένας πολιτικός γάμος
passer devant monsieur le maire (fam.) παντρεύομαι στο δημαρχείο
un mariage religieux ένας θρησκευτικός γάμος
se marier à l’église παντρεύομαι στην εκκλησία
les liens sacrés du mariage τα ιερά δεσμά του γάμου
une union indissoluble μια άρρηκτη ένωση
passer la bague au doigt περνώ τη βέρα στο δάχτυλο, παντρεύομαι
épouser la femme de sa vie παντρεύομαι τη γυναίκα της ζωής μου
se marier avec l’élu(e) de son cœur παντρεύομαι τον/την εκλεκτό/εκλεκτή της καρδιάς μου
un époux/une épouse, un conjoint (toujours masc.) ένας/μία σύζυγος, ένας/μία σύντροφος
la vie conjugale η συζυγική ζωή
garder son nom de jeune fille κρατώ το πατρικό μου όνομα
prendre le nom de son mari παίρνω το όνομα του συζύγου μου
accoler les deux noms προσθέτω το επίθετο του συζύγου μου στο πατρικό μου
fonder une famille κάνω οικογένεια
Les types d’unionΟι διάφοροι τύποι συμβίωσης
Le mariage - Ο γάμοςÁ
-
4
Lexique
la cohabitation juvénile η νεανική συμβίωση
un mariage à l’essai η δοκιμαστική συμβίωση
vivre en couple sans être mariés ζούμε μαζί χωρίς να έχουμε παντρευτεί
ne pas officialiser sa relation δεν επισημοποιώ τη σχέση μου
refuser les démarches officielles, les formalités administratives
αρνούμαι τις επισημότητες, τη γραφειοκρατία
un engagement personnel, social μια προσωπική, κοινωνική δέσμευση
ne pas vouloir s’engager δεν θέλω να δεσμευτώ
conserver une plus grande liberté individuelle διατηρώ μεγαλύτερη ατομική ελευθερία
régulariser sa situation après la naissance de ses enfants
νομιμοποιώ την κατάστασή μου μετά τη γέννηση των παιδιών μου
L’union libre - Η συμβίωση χωρίς γάμο, η ελεύθερη ένωση Á
se pacser, être pacséκάνω ένα πολιτικό σύμφωνο αλληλεγγύης, συμβιώνω με πολιτικό σύμφωνο αλληλεγγύης
s’assurer une protection mutuelle εξασφαλίζουμε αμοιβαία προστασία
se soutenir moralement, matériellement αλληλοϋποστηριζόμαστε ηθικά, υλικά
Le pacs - Το πολιτικό σύμφωνο αλληλεγγύης (το σύμφωνο συμβίωσης)Á
la rupture légale du mariage η νομική λύση του γάμου
une union fragile μια αδύναμη ένωση
se séparer (la séparation) χωρίζω (ο χωρισμός)
demander le divorce, divorcer ζητώ διαζύγιο, παίρνω διαζύγιο
vivre en bons termes ≠ se déchirer ζούμε σε αρμονία ≠ αλληλοσπαραζόμαστε
obtenir la garde des enfants, la garde conjointeέχω την επιμέλεια των παιδιών, την από κοινού επιμέλεια
avoir un droit de visite des enfants έχω δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά
verser une pension alimentaire πληρώνω διατροφή
un choc important, une expérience traumatisante pour les enfants
ένα σημαντικό σοκ, μια τραυματική εμπειρία για τα παιδιά
Le divorceΤο διαζύγιο
un remariage ο δεύτερος γάμος
former une grande tribu έχουμε μεγάλο σόι
bien s’entendre avec sa belle-mère, son beau-père τα πάω καλά με τη μητριά μου, με τον πατριό μου
un demi-frère, une demi-sœur ένας ετεροθαλής αδελφός, μια ετεροθαλής αδελφή
ne pas avoir de lien biologique, de liens de filiation δεν έχω βιολογικούς δεσμούς, δεσμούς πατρότητας
un enfant né d’une union précédente ένα παιδί που γεννήθηκε από προηγούμενο γάμο
vivre des relations complexes ζω περίπλοκες σχέσεις
Les modèles familiauxΟι τύποι οικογενειών
La famille recomposée - Η ανασυντεθείσα οικογένεια (ένωση διαζευγμένων με παιδιά ο καθένας)Á
-
5
Lexique
un enfant, un bambin, la progéniture ένα παιδί, ένα μικρό παιδί, τα κουτσούβελα
gâter matériellement, affectivement κακομαθαίνω υλικά, συναισθηματικά
un enfant désiré, gâté, pourri (fam.), choyé, aduléένα παιδί επιθυμητό, κακομαθημένο, παραχαϊδεμένο, κανακεμένο, λατρεμένο
capricieux, faire des caprices πεισματάρικος, κάνω καπρίτσια
un sale gosse (fam.) ένα παλιόπαιδο (οικ.)
un enfant terrible, insupportable, intenable, rebelle ≠ docile, maniable
ένα τρομερό παιδί, ανυπόφορο, σκανδαλιάρικο, απείθαρχο ≠ υπάκουο, εύπλαστο
un enfant incapable de renoncer, d’obéir sans négocier
ένα παιδί που δεν τα βάζει κάτω, που δεν υπακούει αμέσως
des parents dépassés, incapables de se faire obéir, de s’imposer, de poser des limites
γονείς ανήμποροι, ανίκανοι να επιβάλλουν την υπακοή, να επιβληθούν, να θέσουν όρια
une correction corporelle (une fessée, une claque, une gifle)
μια σωματική τιμωρία (μια ξυλιά, ένα χαστούκι, ένα σκαμπίλι)
L’enfant-roiΤο παιδί-βασιλιάς
obtenir un emploi stable αποκτώ σταθερή εργασία
quitter le domicile/foyer parental φεύγω από το σπίτι/την οικογενειακή εστία
trouver un logement βρίσκω μια κατοικία
vivre en couple, avoir des enfants ζω με έναν/μία σύντροφο, έχω παιδιά
devenir papa (la paternité), devenir maman (la maternité)
γίνομαι πατέρας (η πατρότητα), γίνομαι μητέρα (η μητρότητα)
L’autonomie des jeunesΗ αυτονομία των νέων
Phases traditionnelles d’accès à l’âge adulte - Παραδοσιακές φάσεις της ενηλικίωσηςÁ
devenir autonome/indépendant γίνομαι αυτόνομος/ανεξάρτητος
accéder à l’autonomie/l’indépendance financière αποκτώ οικονομική αυτονομία/ανεξαρτησία
couper le cordon (ombilical) κόβω τον (ομφάλιο) λώρο
Les personnes âgées
Οι ηλικιωμένοι
l’augmentation de l’espérance de vie, la longévité η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η μακροζωία
vieillir (le vieillissement, la vieillesse) γερνάω (η γήρανση, το γήρας, τα γηρατιά)
les personnes âgées, les vieux, les seniors τα ηλικιωμένα άτομα, οι γέροι, οι ηλικιωμένοι
le troisième âge, le quatrième âge η τρίτη ηλικία, η τέταρτη ηλικία
-
6
Lexique
cesser (la cessation) son activité professionnelleπαύω (η παύση) την επαγγελματική μου δραστηριότητα
partir à la/en retraite, prendre sa retraite (un retraité)
βγαίνω στη σύνταξη, παίρνω τη σύνταξή μου (ένας συνταξιούχος)
toucher une pension παίρνω μια σύνταξη
bénéficier d’un bon niveau de vie απολαμβάνω ένα καλό βιοτικό επίπεδο
profiter d’un repos bien mérité, d’un peu de bon temps
απολαμβάνω μια ξεκούραση που τη δικαιούμαι, λίγη καλοπέραση
être bien portant, en bonne santé είμαι υγιής, έχω καλή υγεία
La retraite - Η σύνταξηÁ
être actif είμαι ενεργός
s’investir dans de nouvelles activités : clubs, associations, universités du troisième âge, excursions, voyages organisés
συμμετέχω ενεργά σε νέες δραστηριότητες: λέσχες, σύλλογοι, πανεπιστήμια της τρίτης ηλικίας, εκδρομές, οργανωμένα ταξίδια
Rester actif - Παραμένω ενεργόςÁ
être moins valide είμαι λιγότερο υγιής
voir sa santé se dégrader βλέπω την υγεία μου να χειροτερεύει
devenir dépendant γίνομαι εξαρτώμενος
se sentir inutile αισθάνομαι άχρηστος
déprimer (la dépression) καταθλίβομαι (η κατάθλιψη)
souffrir de solitude υποφέρω από μοναξιά
être abandonné par ses enfants με έχουν παρατήσει τα παιδιά μου
La dépendance - Η εξάρτησηÁ
Ils aident leurs enfants pour la garde des petits-enfants pendant les vacances scolaires ou les vacances.
Βοηθούν τα παιδιά τους κρατώντας τα εγγόνια τους κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών ή των διακοπών.
Ils les soutiennent financièrement dans les moments difficiles.
Τους υποστηρίζουν οικονομικά στις δύσκολες στιγμές.
Ils contribuent à l’échange, la communication, la compréhension entre les générations.
Συμβάλλουν στην ανταλλαγή, την επικοινωνία, την κατανόηση ανάμεσα στις γενιές.
Ils maintiennent la cohésion de la famille. Grâce à eux, ses membres ne se perdent pas de vue, la famille reste soudée.
Διατηρούν τη συνοχή της οικογένειας. Χάρη σ’ αυτούς, τα μέλη της δεν χάνονται, η οικογένεια παραμένει ενωμένη.
Le rôle des jeunes retraitésΟ ρόλος των νέων συνταξιούχων
Au niveau de la famille - Στο επίπεδο της οικογένειαςÁ
Ils offrent leur expérience, leurs compétences, leur temps libre (soutien scolaire auprès de jeunes en difficulté, activités bénévoles dans des associations humanitaires…).
Προσφέρουν την εμπειρία τους, τις ικανότητές τους, τον ελεύθερό τους χρόνο (σχολική υποστήριξη σε νέους με δυσκολίες, εθελοντικές δραστηριότητες σε ανθρωπιστικές οργανώσεις…).
Ils participent à la vie publique. Συμμετέχουν στη δημόσια ζωή.
Ils jouent un rôle économique important. Παίζουν σημαντικό οικονομικό ρόλο.
Au niveau de la société - Στο επίπεδο της κοινωνίαςÁ
-
7
Lexique
Qualité de vie - Ποιότητα ζωής2
habiter en ville (un citadin), en province ζω στην πόλη (ένας αστός), στην επαρχία
une agglomération urbaine μια αστική πολεοδομική περιοχή
une zone rurale μια αγροτική περιοχή
l’absence de nuisances η απουσία οχλήσεων
l’existence d’équipements collectifs η ύπαρξη κοινόχρηστων εγκαταστάσεων
la beauté du cadre η ομορφιά του τοπίου
L’habitatΗ κατοικία
Milieu urbain, milieu rural - Αστικό περιβάλλον, αγροτικό περιβάλλονÁ
un écoquartier μια «πράσινη» γειτονιά
un quartier durable qui respecte l’environnement, privilégie la qualité de vie des habitants
μια βιώσιμη συνοικία που σέβεται το περιβάλλον, δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ποιότητα ζωής των κατοίκων
réduire la consommation d’énergie μειώνω την κατανάλωση ενέργειας
favoriser le chauffage basse consommation ενθαρρύνω τη θέρμανση χαμηλής κατανάλωσης
isoler (l’isolation) les façades μονώνω (η μόνωση) τις προσόψεις
installer (l’installation) des panneaux solaires, des toits végétaux
εγκαθιστώ (η εγκατάσταση) ηλιακούς πίνακες, φυτικές στέγες
développer les énergies renouvelables, propres : une centrale solaire, une cellule photovoltaïque, l’énergie éolienne, une éolienne
αναπτύσσω τις ανανεώσιμες, καθαρές ενέργειες: μια κεντρική ηλιακή μονάδα, ένα φωτοβολταϊκό κύτταρο, η αιολική ενέργεια, μια ανεμογεννήτρια
purifier l’air καθαρίζω τον αέρα
favoriser le développement de l’automobile électrique
ενθαρρύνω την ανάπτυξη του ηλεκτρικού αυτοκινήτου
favoriser l’autopartage ενθαρρύνω την από κοινού χρήση αυτοκινήτου
faire du covoiturage μοιράζομαι το αυτοκίνητό μου με άλλους
multiplier les pistes cyclables, les parkings à véloπολλαπλασιάζω τους ποδηλατόδρομους, τα πάρκινγκ ποδηλάτων
se déplacer à vélo (un cycliste) κινούμαι με ποδήλατο (ένας ποδηλάτης)
préférer la marche (un piéton) προτιμώ το περπάτημα (ένας πεζός)
préserver l’eau προφυλάσσω το νερό
assurer la gestion de l’eau pluviale εξασφαλίζω τη διαχείριση των όμβριων υδάτων
traiter les déchets επεξεργάζομαι τα απόβλητα
le ramassage des ordures η περισυλλογή των απορριμμάτων
le tri sélectif η διαλογή (των απορριμμάτων)
respecter la biodiversité σέβομαι τη βιοποικιλότητα
chasser le bruit διώχνω τον θόρυβο
Développement des villes vertes - Ανάπτυξη των πράσινων πόλεωνÁ
-
8
Lexique
vivre dans un quartier calme ζω σε μια ήσυχη γειτονιά
se sentir protégé, à l’abri des violences urbainesαισθάνομαι προστατευμένος, ασφαλής από τη βία της πόλης
un système de vidéosurveillance ένα σύστημα βιντεοπαρακολούθησης
une caméra de surveillance μια κάμερα παρακολούθησης
une résidence sécurisée μια προστατευμένη κατοικία
un portail μια πύλη
une clôture μια περίφραξη
un détecteur de présence ένας ανιχνευτής παρουσίας
une alarme ένα σύστημα συναγερμού
un gardien ένας φρουρός
La sécurité en villeΗ ασφάλεια στην πόλη
Un quartier tranquille - Μια ήσυχη γειτονιάÁ
un quartier sensible, à risque μια ευαίσθητη, επικίνδυνη συνοικία
une banlieue difficile ένα δύσκολο προάστιο
des bâtiments vandalisés, taggés κτίρια βανδαλισμένα, με γκράφιτι
un acte de vandalisme ένας βανδαλισμός
le trafic de drogue, un dealer, un droguéη διακίνηση ναρκωτικών, ένας ντίλερ, ένας τοξικομανής
un délinquant, la délinquance ένας παραβάτης, η παραβατικότητα
une bande de jeunes μια ομάδα νέων
Un quartier dangereux - Μια επικίνδυνη γειτονιάÁ
se faire voler son portefeuille μου έκλεψαν το πορτοφόλι μου
un vol à l’arraché μια ληστεία με αρπαγή
un voleur, un pickpocket ένας κλέφτης, ένας πορτοφολάς
se faire cambrioler, un cambriolage, un cambrioleur
πέφτω θύμα διάρρηξης, μια διάρρηξη, ένας διαρρήκτης
se faire agresser, une agression, un agresseurπέφτω θύμα επίθεσης, μια επίθεση, αυτός που διαπράττει επίθεση
se faire tuer, un meurtre, un meurtrier σκοτώνομαι, μια δολοφονία, ένας δολοφόνος
assassiner, un assassinat, un assassin δολοφονώ, μια δολοφονία, ένας δολοφόνος
Les dangers - Οι κίνδυνοιÁ
se loger στεγάζομαι
s’installer εγκαθίσταμαι
déménager (le déménagement) μετακομίζω (η μετακόμιση)
un domicile, une habitation, un chez-soi, un home, un foyer
μια οικία, μια κατοικία, ένα σπιτικό, μια εστία
La maisonΤο σπίτι
Le logement - Η στέγασηÁ
-
9
Lexique
meubler (l’ameublement, le mobilier) επιπλώνω (η επίπλωση, τα έπιπλα)
la disposition des meubles η διάταξη των επίπλων
décorer, personnaliser (un décor personnalisé)διακοσμώ, εξατομικεύω (μια εξατομικευμένη διακόσμηση)
mélanger/métisser les styles, les époques, les matériaux
αναμειγνύω/διασταυρώνω τα στυλ, τις εποχές, τα υλικά
un décor fonctionnel, traditionnel, contemporain μια λειτουργική, παραδοσιακή, σύγχρονη διακόσμηση
équiper, une cuisine intégrée, des appareils ménagers encastrables
εξοπλίζω, μια ενσωματωμένη κουζίνα (που αποτελεί ομοιογενές σύνολο), εντοιχισμένες οικιακές συσκευές
ranger (des meubles de rangement) τακτοποιώ (μονάδες αποθήκευσης)
stocker (le stockage) αποθηκεύω (η αποθήκευση)
faire de la récup (fam.) χρησιμοποιώ παλιά υλικά για να φτιάξω κάτι καινούργιο
L’aménagement intérieur - Η εσωτερική διαμόρφωσηÁ
se réfugier (un refuge) καταφεύγω (ένα καταφύγιο)
se replier (le repli) sur son foyer αποσύρομαι (η απόσυρση) στο σπίτι μου
un lieu à l’abri des agressions extérieures, sécurisant
ένας χώρος ασφαλής από εξωτερικές επιθέσεις, που με κάνει να νιώθω ασφαλής
se sentir en sécurité αισθάνομαι ασφαλής
un cocon, un nid douillet, un havre de paix ένα κουκούλι, μια ζεστή φωλιά, μια όαση γαλήνης
un lieu de détente, d’intimité, un espace privéένας χώρος χαλάρωσης, οικειότητας, ένας ιδιωτικός χώρος
se ressourcer ξαναγεμίζω τις μπαταρίες μου
un espace convivial (la convivialité) ένας φιλικός χώρος (η φιλικότητα, η συναναστροφή)
partager μοιράζω
manger ensemble τρώμε μαζί
recevoir δέχομαι
L’ambiance - Η ατμόσφαιραÁ
une résidence principale, secondaire μια κύρια κατοικία, μια εξοχική κατοικία
un pied-à-terre, une maison individuelle ένα κατάλυμα, μια μονοκατοικία
posséder une maison, être propriétaire έχω ένα σπίτι, είμαι ιδιοκτήτης
louer un appartement : la location, le loyer, le locataire, un colocataire/coloc (fam.)
νοικιάζω ένα διαμέρισμα: η μίσθωση, το ενοίκιο, ο ενοικιαστής, ο συγκάτοικος
payer les charges πληρώνω τα κοινόχρηστα
l’espace (spacieux), la superficie/la surface ο χώρος (ευρύχωρος), η επιφάνεια/το εμβαδόν
l’agencement η διαρρύθμιση
la distribution des pièces (un appartement bien ≠ mal distribué)
η κατανομή των δωματίων (ένα διαμέρισμα καλά ≠ άσχημα κατανεμημένο)
l’orientation nord/sud ο προσανατολισμός Βορρά/Νότου
cuisiner μαγειρεύω
une spécialité familiale μια οικογενειακή σπεσιαλιτέ
La nourritureΤο φαγητό
La cuisine familiale - Η οικογενειακή κουζίναÁ
-
10
Lexique
le patrimoine gastronomique η γαστρονομική κληρονομιά
les produits du terroirτα προϊόντα που προέρχονται από συγκεκριμένη αγροτική περιοχή
les produits de qualité, d’origine certifiée τα προϊόντα ποιότητας, πιστοποιημένης προέλευσης
un produit d’appellation contrôlée ένα προϊόν ΠΟΠ
un gourmet ένας γκουρμέ, ένας γευσιγνώστης
le goût, la saveur d’un mets η γεύση, η νοστιμιά ενός πιάτου
savourer, déguster, se régaler απολαμβάνω, γεύομαι, χαίρομαι το φαγητό μου
faire bonne chère απολαμβάνω το φαγητό μου
La gastronomie - Η γαστρονομίαÁ
un repas fade, insipide, sans goût, dégueulasse (fam.), expédié à toute vitesse
ένα γεύμα ανούσιο, άνοστο, άγευστο, αηδιαστικό, που διεκπεραιώνεται πάρα πολύ γρήγορα
la restauration rapide η γρήγορη εστίαση
la nourriture industrielle τα βιομηχανικά τρόφιμα
un plat tout prêt ένα προπαρασκευασμένο πιάτο
l’uniformisation de l’alimentation η εξομοίωση της διατροφής
la mauvaise bouffe (fam.) η κακή διατροφή
La mauvaise cuisine - Η κακή κουζίναÁ
un repas entièrement fait maison ένα εξ ολοκλήρου σπιτικό γεύμα
concocter des petits plats μαγειρεύω νόστιμα πιάτα
faire mijoter une sauce σιγομαγειρεύω μια σάλτσα
le bon vieux repas à la française το παλιό καλό γεύμα αλά γαλλικά
la cuisine traditionnelle η παραδοσιακή κουζίνα
transmettre les secrets de fabrication μεταδίδω τα μυστικά παρασκευής
la transmission alimentaire η μετάδοση της κουζίνας
l’héritage culinaire η γαστρονομική κληρονομιά
le retour à l’authenticité η επιστροφή στην αυθεντικότητα
une cuisine créative, inventive, inspirée μια δημιουργική, ευρηματική, εμπνευσμένη κουζίνα
la cuisine d’auteur η κουζίνα με υπογραφή
un chef étoilé ένας βραβευμένος σεφ
les plaisirs de la table οι απολαύσεις του τραπεζιού
le rituel du repas partagé το τελετουργικό του γεύματος που μοιραζόμαστε
la convivialité (les convives) η φιλική ατμόσφαιρα στο τραπέζι (οι συνδαιτυμόνες)
le tissage d’un lien social η ύφανση μια κοινωνικής σχέσης
un animal de compagnie, une bête ένα κατοικίδιο ζώο, ένα ζώο
un chien/toutou (fam.) ένας σκύλος/ένα σκυλάκι
une espèce canine μια ράτσα σκυλιών
un chien de race, un bâtard ένας σκύλος ράτσας, ένας μπασταρδεμένος σκύλος
un maître ένα αφεντικό
Les animaux familiersΤα κατοικίδια
Les animaux domestiques - Τα οικόσιτα ζώαÁ
-
11
Lexique
rongeurs, reptiles (iguanes, serpents), scorpions, araignées
τρωκτικά, ερπετά (ιγκουάνες, φίδια), σκορπιοί, αράχνες
Les NAC (nouveaux animaux de compagnie) - Τα NAC (νέα κατοικίδια ζώα)Á
un pet shop, une animalerie ένα κατάστημα κατοικίδιων ζώων
la pâtée, les croquettes η κονσέρβα με έτοιμη τροφή, οι κροκέτες
une laisse, une niche ένα λουρί, ένα σπιτάκι (σκύλου)
le panier, la litière το καλάθι, η τουαλέτα (γάτας)
les produits alimentaires τα προϊόντα διατροφής
les soins du vétérinaire η κτηνιατρική φροντίδα
le toilettage des animaux η περιποίηση του τριχώματος των κατοικίδιων ζώων
les services de gardes d’animaux οι υπηρεσίες φύλαξης ζώων
L’entretien - Η φροντίδαÁ
un chien d’appartement ένας σκύλος που ζει μέσα στο σπίτι
un chien de garde : monter la garde, aboyer (un aboiement), gronder
ένα σκυλί φύλακας: φυλάω, γαβγίζω (το γάβγισμα), γρυλίζω
un chat/minou (fam.) μια γάτα/ένα γατάκι
la race féline τα αιλουροειδή
un chat de gouttière ένας κεραμιδόγατος
un gros matou (fam.) ένας γάταρος
les petits mammifères : souris, hamsters, cochons d’Inde, lapins, écureuils
τα μικρά θηλαστικά: ποντίκια, χάμστερ, ινδικά χοιρίδια, κουνέλια, σκίουροι
les excréments/crottes (fam.) de chien τα κόπρανα/τα κακά (οικ.) του σκύλου
les déjections animales τα περιττώματα των ζώων
les morsures τα δαγκώματα
les bandes de chiens errants οι αγέλες αδέσποτων σκύλων
la fourrière η υπηρεσία περισυλλογής αδέσποτων σκύλων
les animaux écrasés sur la route τα πατημένα ζώα στο δρόμο
les animaux abandonnés, maltraités τα εγκαταλειμμένα, κακοποιημένα ζώα
Les nuisancesΟι οχλήσεις
-
12
Lexique
Loisirs - Ελεύθερος χρόνος3
le temps pour soi ο χρόνος για τον εαυτό μου
profiter de son temps libre pour επωφελούμαι από τον ελεύθερο μου χρόνο για...
consacrer son temps à αφιερώνω τον χρόνο μου σε...
vivre pleinement son temps libre εκμεταλλεύομαι πλήρως τον ελεύθερο χρόνο μου
gérer son temps διαχειρίζομαι τον χρόνο μου
se dégager un peu de temps pour ελευθερώνω λίγο χρόνο για...
avoir du temps disponible έχω διαθέσιμο χρόνο
disposer de temps pour διαθέτω χρόνο για...
prendre le temps de παίρνω τον χρόνο για να...
occuper son temps libre à απασχολώ τον ελεύθερό μου χρόνο σε...
vaquer à ses occupations ασχολούμαι με τις δουλειές/δραστηριότητές μου
se divertir (un divertissement) διασκεδάζω (η διασκέδαση)
pratiquer une activité créative, artistique, ludiqueασχολούμαι με μια δημιουργική, καλλιτεχνική, διασκεδαστική δραστηριότητα
s’investir dans la vie associative συμμετέχω σε συλλογικές δραστηριοτητές
souffler ανασαίνω
évacuer son stress αποβάλλω/διώχνω το άγχος μου
marquer une pause κάνω μια παύση/ένα διάλειμμα
faire le vide ξεχνώ τα πάντα
ne rien faire/glander (fam.) δεν κάνω τίποτα/χαζεύω
réaliser ses envies πραγματοποιώ τις επιθυμίες μου
se changer les idées αλλάζω ιδέες/παραστάσεις
les jours fériés, les jours de fête, les jours de congé οι αργίες, οι γιορτές, τα ρεπό/οι άδειες
Le temps libreΟ ελεύθερος χρόνος
lire, se plonger dans un livre, un romanδιαβάζω, βυθίζομαι μέσα σε ένα βιβλίο, ένα μυθιστόρημα
consulter un ouvrage, feuilleter une revue συμβουλεύομαι ένα βιβλίο, ξεφυλλίζω ένα περιοδικό
un lecteur passionné, assidu ένας παθιασμένος, μελετηρός αναγνώστης
dévorer un bouquin (fam.) καταβροχθίζω ένα βιβλίο
un livre scientifique, technique, pratique ένα επιστημονικό, τεχνικό, πρακτικό βιβλίο
la littérature classique η κλασική λογοτεχνία
un roman adapté au cinéma, l’adaptation cinématographique
ένα μυθιστόρημα διασκευασμένο σε ταινία, η κινηματογραφική μεταφορά
un auteur, un romancier ένας συγγραφέας, ένας μυθιστοριογράφος
Les activités culturellesΟι πολιτιστικές δραστηριότητες
La lecture - Το διάβασμαÁ
-
13
Lexique
un critique littéraire, une critique ένας λογοτεχνικός κριτικός, μια κριτική
un magazine littéraire ένα λογοτεχνικό περιοδικό
un prix littéraire ένα λογοτεχνικό βραβείο
le prix Goncourt, le prix Renaudot, le prix Femina…
το βραβείο Goncourt, το βραβείο Renaudot, το βραβείο Femina...
une maison d’édition, un éditeur, publier ένας εκδοτικός οίκος, ένας εκδότης, δημοσιεύω
les motivations des lecteurs : se divertir, se cultiver, s’évader, réfléchir, méditer
τα κίνητρα των αναγνωστών: να διασκεδάσουν, να καλλιεργηθούν, να ξεφύγουν, να σκεφτούν, να διαλογιστούν
visiter une exposition/expo (fam.), un visiteur επισκέπτομαι μια έκθεση, ένας επισκέπτης
la fréquentation d’un musée η επισκεψιμότητα ενός μουσείου
un musée d’art populaire ένα μουσείο λαϊκής τέχνης
une pinacothèque μια πινακοθήκη
une galerie d’art contemporain μια γκαλερί σύγχρονης τέχνης
une exposition périodique/un salon μια περιοδική έκθεση
le pavillon de la France à l’Εxposition universelle το περίπτερο της Γαλλίας στη Διεθνή ‘Εκθεση
une exposition temporaire ≠ permanente μια προσωρινή ≠ μόνιμη έκθεση
une rétrospective μια αναδρομική έκθεση
une biennale μια Μπιενάλε/μια διετής έκθεση
une collection particulière μια ιδιωτική συλλογή
un vernissage, une inauguration εγκαίνια έκθεσης
un mécène, le mécénat ένας χορηγός, η χορηγία
financer un événement, une exposition χρηματοδοτώ μια εκδήλωση, μια έκθεση
une œuvre, une peinture, une toile ένα έργο, ένας πίνακας, ένας καμβάς
un portrait, un autoportrait ένα πορτρέτο, μια αυτοπροσωπογραφία
un paysage, une nature morte ένα τοπίο, μια νεκρή φύση
un artiste, un peintre ένας καλλιτέχνης, ένας ζωγράφος
un sculpteur (une sculpture) ένας γλύπτης (ένα γλυπτό)
un graveur (une gravure) ένας χαράκτης (ένα χαρακτικό)
Les expositions - Οι εκθέσειςÁ
rire/rigoler (fam.)/se marrer (fam.) γελώ/ξεκαρδίζομαι
la rigolade (fam.) η πλάκα
ricaner χαχανίζω
s’esclaffer ξεκαρδίζομαι
éclater de rire σκάω στα γέλια
une dose de bonne humeur μια δόση ευθυμίας
chasser le stress, les idées noires διώχνω το στρες, τις μαύρες σκέψεις
se détendre χαλαρώνω
rire de ses peurs γελάω με τους φόβους μου
oublier la crise, les situations dramatiques ξεχνάω την κρίση, τις δραματικές καταστάσεις
une comédie μια κωμωδία
un site humour μια χιουμοριστική ιστοσελίδα
une émission satirique μια σατιρική εκπομπή
Les spectacles d’humoristes - Τα θεάματα των κωμικώνÁ
-
14
Lexique
l’humour politique το πολιτικό χιούμορ
une blague ένα αστείο
un sketch ένα σκετς
un trait d’esprit, une boutade ένα ευφυολόγημα, ένα χωρατό
plaisanter, la plaisanterie αστειεύομαι, το αστείο
la dérision ο χλευασμός
transgresser des codes παραβαίνω κώδικες
dénoncer les maux de notre société καταγγέλλω τα κακά της κοινωνίας μας
un portrait corrosif, subversif ένα διαβρωτικό, ανατρεπτικό πορτρέτο
être créatif είμαι δημιουργικός
avoir de l’imagination έχω φαντασία
être original είμαι πρωτότυπος
avoir de la patience έχω υπομονή
être habile de ses mains πιάνουν τα χέρια μου
le fait-main το χειροποίητο
le bricolage (bricoler) το μαστόρεμα (μαστορεύω)
planter un clou μπήγω ένα καρφί
percer un trou (une perceuse) κάνω μια τρύπα (ένα τρυπάνι)
monter une étagère συναρμολογώ ένα ράφι
le jardinage (jardiner) η κηπουρική (ασχολούμαι με την κηπουρική)
l’entretien et l’aménagement d’un jardin d’agrément, d’un jardin potager
η συντήρηση και η διαμόρφωση ενός ανθόκηπου, ενός λαχανόκηπου
arroser, l’arrosage automatique ποτίζω, το αυτόματο πότισμα
les plantes vertes, les plantes exotiques τα φυτά, τα εξωτικά φυτά
faire des plantations φυτεύω
les travaux manuels, le tricot, le crochet, la couture, la broderie, le patchwork
οι χειροτεχνίες, το πλέξιμο, το βελονάκι, η ραπτική, το κέντημα, το πάτσγουορκ
les travaux d’aiguille, tricoter, coudre τα εργόχειρα, πλέκω, ράβω
une pelote de laine, une paire d’aiguilles à tricoter ένα κουβάρι μαλλί, ένα ζευγάρι βελόνες για πλέξιμο
l’encadrement, le cadre, le passe-partout το κορνιζάρισμα, η κορνίζα, το πασπαρτού
restaurer une gravure συντηρώ, επισκευάζω μια γκραβούρα
encadrer une vieille photo κορνιζάρω μια παλιά φωτογραφία
la chine (chiner) το ψάξιμο αντικών (ψάχνω αντίκες)
un vide-grenier πωλήση παλιών αντικειμένων από ιδιώτες
customizer un meuble προσαρμόζω ένα έπιπλο
relooker un vieux meuble δίνω μια καινούργια εμφάνιση σ’ ένα παλιό έπιπλο
faire de la récupération/récup (fam.) χρησιμοποιώ παλιά υλικά για να φτιάξω κάτι καινούργιο
Les loisirs créatifsΤα δημιουργικά χόμπι
-
15
Lexique
un séjour, un week-end prolongéμια παρατεταμένη διαμονή, ένα παρατεταμένο Σαββατοκύριακο
faire le pontόταν μια αργία πέφτει Τρίτη ή Πέμπτη, πολλοί εργαζόμενοι παίρνουν συμπληρωματική άδεια πριν ή μετά το Σαββατοκύριακο
le fractionnement des vacances οι «σπαστές» διακοπές
une destination, un site touristique ένας τουριστικός προορισμός, μια τουριστική τοποθεσία
séjourner à l’hôtel μένω στο ξενοδοχείο
loger dans une chambre d’hôteμένω σε ένα σπίτι πληρώνοντας στον ιδιοκτήτη αμοιβή για τη διανυκτέρευση και το πρωινό
passer ses vacances dans sa résidence secondaire, dans la maison de campagne de ses parents
περνώ τις διακοπές μου στο εξοχικό μου, στο εξοχικό των γονιών μου
le tourisme d’aventure ο τουρισμός περιπέτειας
partir à l’aventure, larguer les amarres φεύγω κι όπου με βγάλει, λύνω τους κάβους
faire le tour du monde, franchir les frontières κάνω τον γύρο του κόσμου, διασχίζω τα σύνορα
découvrir d’autres horizons ανακαλύπτω άλλους ορίζοντες
chercher le dépaysement ψάχνω/αναζητώ την αλλαγή παραστάσεων
être un globe-trotter είμαι κοσμογυρισμένος
faire des randonnées dans des lieux isolés κάνω πεζοπορίες σε απομονωμένους τόπους
bivouaquer κατασκηνώνω
découvrir des cultures différentes ανακαλύπτω διαφορετικούς πολιτισμούς
observer la nature παρατηρώ τη φύση
tenir un carnet de bord κρατώ ένα ταξιδιωτικό σημειωματάριο
le farniente, se détendre (la détente) η απραξία, χαλαρώνω (η χαλάρωση)
ne pas s’en faire, se la couler douce (fam.) δεν σκάω, την περνάω ζάχαρη
se faire plaisir προσφέρω χαρά στον εαυτό μου/χαίρομαι
bronzer au soleil μαυρίζω στον ήλιο
les vacances intelligentes οι έξυπνες διακοπές
visiter un site archéologique επισκέπτομαι μια αρχαιολογική τοποθεσία
découvrir le patrimoine d’une région ανακαλύπτω την κληρονομιά μιας περιοχής
ne pas bronzer idiot δεν «μαυρίζω σαν ηλίθιος» = φροντίζω να μάθω κάτι
s’inscrire à un stage d’initiation ou de perfectionnement
εγγράφομαι σε σεμινάριο εισαγωγής ή τελειοποίησης
le tourisme éthique ο ηθικός τουρισμός
le tourisme responsable, durable ο υπεύθυνος, βιώσιμος τουρισμός
limiter les dégats du tourisme de masse περιορίζω τις ζημιές του μαζικού τουρισμού
favoriser les conditions de vie locales ενθαρρύνω τις τοπικές συνθήκες διαβίωσης
les parcs de loisirs τα πάρκα αναψυχής
les parcs animaliers, les parcs à thème τα πάρκα με ζώα, τα θεματικά πάρκα
les parcs « parcours d’aventure » τα πάρκα περιπέτειας
la thalassothérapie η θαλασσοθεραπεία
retrouver la forme ξαναβρίσκω τη φόρμα μου
se faire chouchouter (fam.), dorloter κανακεύομαι
suivre une cure amaigrissante κάνω μια θεραπεία αδυνατίσματος
se désintoxiquer απεξαρτώμαι, αποτοξινώνομαι
Vacances et voyagesΔιακοπές και ταξίδια
-
16
Lexique
Internet - Διαδίκτυο4
doser le temps consacré à l’ordinateur et le temps consacré aux activités extérieures avec ses amis « réels »
μοιράζω σωστά τον χρόνο που αφιερώνω στον υπολογιστή και στις δραστηριότητες έξω από το σπίτι με τους «πραγματικούς» φίλους μου
ne pas devenir accro, ne pas en être esclave δεν εθίζομαι, δεν είμαι σκλάβος του Διαδίκτυου
protéger son identité προστατεύω την ταυτότητά μου
discuter avec ses parents quand quelque chose nous a choqués
συζητώ με τους γονείς μου όταν κάτι με έχει σοκάρει
ne pas croire tout ce qui circule sur le Net δεν πιστεύω ό,τι κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο
Bonnes pratiques à adopterΟρθές πρακτικές
Pour les enfants - Για τα παιδιάÁ
définir des règles d’utilisation d’Internet et des jeux vidéo avec des horaires adaptés à l’âge des enfants
καθορίζω κανόνες για τη χρήση του Διαδικτύου και τα βιντεοπαιχνίδια με ωράρια προσαρμοσμένα στην ηλικία των παιδιών
ne pas utiliser le Web comme une baby-sitter gratuite
δεν χρησιμοποιώ το Διαδίκτυο ως δωρεάν μπέιμπι σίτερ
ne pas laisser les enfants surfer seuls sur Internetδεν αφήνω τα παιδιά να σερφάρουν μόνα τους στο Διαδίκτυο
installer un logiciel de contrôle parental εγκαθιστώ ένα λογισμικό γονικού ελέγχου
éviter les codes d’accès trop faciles à « craquer », à pirater
αποφεύγω τους κωδικούς πρόσβασης που μπορούν να “σπαστούν” πολύ εύκολα, να πέσουν θύμα πειρατίας
sensibiliser les enfants au fait qu’il circule sur le Net des images qui ne sont pas faites pour eux
ευαισθητοποιώ τα παιδιά στο γεγονός ότι κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο εικόνες ακτάλληλες για αυτά
pousser les enfants à être prudents sur les ré-seaux sociaux
ενθαρρύνω τα παιδιά να είναι προσεκτικά στα κοινωνικά δίκτυα
leur expliquer que toute information laissée sur Internet devient publique et peut être vue et enregistrée par des milliers de personnes
τους εξηγώ ότι οποιαδήποτε πληροφορία που έχουν αφήσει στο Διαδίκτυο γίνεται δημόσια και μπορεί να ιδωθεί και να καταγραφεί από χιλιάδες ανθρώπους
Pour les parents - Για τους γονείςÁ
propager une nouvelle διαδίδω ένα νέο
relayer une information αναμεταδίδω μια πληροφορία
faire circuler une information διαδίδω μια πληροφορία
informer des milliers de personnes d’un simple clic
ενημερώνω χιλιάδες ανθρώπους με ένα μόνο κλικ
organiser une manifestation οργανώνω μια εκδήλωση
inciter les citoyens à participer ενθαρρύνω τους πολίτες να συμμετάσχουν
déclencher un mouvement de protestation, une révolution
ξεκινώ μια διαμαρτυρία, μια επανάσταση
Internet et les révolutionsΤο Διαδίκτυο και οι επαναστάσεις
-
17
Lexique
renverser un régime répressif, une dictature (un dictateur)
ανατρέπω ένα καταπιεστικό καθεστώς, μια δικτατορία (ένας δικτάτορας)
contrôler (le contrôle) ελέγχω (ο έλεγχος)
censurer (la censure) λογοκρίνω (η λογοκρισία)
couper (la coupure) Internet διακόπτω (η διακοπή) το Διαδίκτυο
un site Internet μια ιστοσελίδα
le Web communautaire η κοινότητα του παγκόσμιου ιστού
une communauté μια κοινότητα
devenir membre γίνομαι μέλος
un réseau social amical, professionnel, solidaire, axé sur l’entraide
ένα κοινωνικό δίκτυο φιλικό, επαγγελματικό, αλληλεγγύης, με βάση την αλληλοβοήθεια
créer ≠ supprimer son profil d’utilisateur δημιουργώ ≠ διαγράφω το προφίλ χρήστη μου
définir les paramètres de confidentialité de son profil
ορίζω τις παραμέτρους απορρήτου του προφίλ μου
s’inscrire à ≠ se désinscrire de Facebook εγγράφομαι ≠ διαγράφομαι από το Facebook
se connecter à ≠ se déconnecter de συνδέομαι σε ≠ αποσυνδέομαι από
ouvrir ≠ clôturer ανοίγω ≠ κλείνω
désactiver un compte απενεργοποιώ έναν λογαριασμό
effacer ses données privées διαγράφω τα προσωπικά μου δεδομένα
poster/publier un article sur Τwitter αναρτώ/δημοσιεύω ένα άρθρο στο Twitter
twitter une information δημοσιεύω μια πληροφορία στο Twitter
écrire sur le mur d’un ami γράφω στον τοίχο ενός φίλου
mettre à jour (la mise à jour) son profil ενημερώνω (η ενημέρωση) το προφίλ μου
afficher ses « délires » εκθέτω τα «παραλήρηματά» μου, μοιράζομαι ό,τι σκεφτώ
se sentir populaire αισθάνομαι δημοφιλής
afficher le nombre de ses amis (le compteur numérique de la sociabilité)
εμφανίζω τον αριθμό των φίλων μου (ο ψηφιακός μετρητής της κοινωνικότητας)
des informations accessibles à tous, limitées à un réseau d’amis acceptés
πληροφορίες προσιτές σε όλους, περιορισμένες σε ένα δίκτυο αποδεκτών φίλων
faciliter les rapports humains, les relations sociales
διευκολύνω τις ανθρώπινες σχέσεις, τις κοινωνικές σχέσεις
rassembler un maximum de personnes μαζέυω όσο γίνεται πιο πολλά άτομα
tisser des liens χτίζω σχέσεις
Les réseaux sociauxΤα κοινωνικά δίκτυα
une évolution technologique μια τεχνολογική εξέλιξη
numériser (la numérisation) un livre ψηφιοποιώ (η ψηφιοποίηση) ένα βιβλίο
un ouvrage en format numérique, un e-book ένα βιβλίο σε ψηφιακή μορφή, ένα ηλεκτρονικό βιβλίο
une version papier ένα βιβλίο σε έντυπη μορφή
une tablette numérique tactile μια ψηφιακή ταμπλέτα αφής
La révolution numériqueΗ ψηφιακή επανάσταση
Le livre numérique - Το ψηφιακό βιβλίοÁ
-
18
Lexique
stocker des milliers de livres αποθηκεύω χιλιάδες βιβλία
un grand confort de lecture μια μεγάλη άνεση στην ανάγνωση
une consommation d’énergie presque nulle μια σχεδόν μηδενική κατανάλωση ενέργειας
un poids plume ένα μηδαμινό βάρος
un écran tactile pour faciliter la navigation μια οθόνη αφής για εύκολη πλοήγηση
une lecture confortable μια άνετη ανάγνωση
un écran net et contrasté μια οθόνη καθαρή με καλό κοντράστ
ses fonctionnalités οι λειτουργίες της
un dictionnaire intégré ένα ενσωματωμένο λεξικό
la lecture de livres audio et de musique η ανάγνωση ακουστικών βιβλίων και μουσικής
la recherche par mots-clés η αναζήτηση με λέξεις-κλειδιά
un ajout de notes et de signets μια προσθήκη σημειώσεων και σελιδοδεικτών
le catalogue des ouvrages disponibles ο κατάλογος των διαθέσιμων βιβλίων
le fonds d’un éditeur το αρχείο ενός εκδότη
les classiques tombés dans le domaine publicτα κλασικά βιβλία που έχουν περιέλθει στον δημόσιο τομέα
des livres stockés en mémoire βιβλία αποθηκευμένα στη μνήμη
la Net génération η γενιά του Διαδικτύου
la génération de la vitesse, de l’information instantanée
η γενιά της ταχύτητας, της αμεσότατης πληροφόρησης
le monde de l’image, de l’instantané, du zapping ο κόσμος της εικόνας, του στιγμιότυπου, του ζάπινγκ
L’élève numérique - Ο ψηφιακός μαθητήςÁ
-
19
Lexique
L’éducation - Η εκπαίδευση5
instruire (l’instruction) μορφώνω (η μόρφωση)
transmettre (la transmission) μεταδίδω (η μετάδοση)
le savoir η γνώση
lutter pour l’égalité des chances, contre les discriminations sociales
αγωνίζομαι για την ισότητα των ευκαιριών, ενάντια στις κοινωνικές διακρίσεις
former des citoyens εκπαιδεύω πολίτες
transmettre des valeurs (respect, tolérance, liberté, égalité...)
μεταδίδω αξίες (σεβασμό, ανοχή, ελευθερία, ισότητα...)
Le rôle de l’écoleΟ ρόλος του σχολείου
l’enseignement public ≠ privé η δημόσια ≠ ιδιωτική εκπαίδευση
une école religieuse, confessionnelle ≠ laïque (masc. : laïc)
ένα θρησκευτικό σχολείο, ένα ιδιωτικό σχολείο της Καθολικής Εκκλησίας ≠ ένα δημόσιο σχολείο (σε αντιδιαστολή με το θρησκευτικό σχολείο)
une école mixte (la mixité)ένα μικτό σχολείο (η ανάμιξη αγοριών και κοριτσιών στα σχολεία)
s’orienter (l’orientation) vers des études courtes, longues
προσανατολίζομαι (ο προσανατολισμός) σε σύντομες, μακροχρόνιες σπουδές
une formation théorique ≠ pratique μια θεωρητική ≠ πρακτική εκπαίδευση
l’enseignement professionnel η επαγγελματική εκπαίδευση
des études techniques dévalorisées υποβαθμισμένες τεχνικές σπουδές
Les types d’enseignementΟι κατηγορίες εκπαίδευσης
un établissement d’excellence, de haut niveau, très recherché, réputé, coté
ένα ίδρυμα αριστείας, υψηλού επιπέδου, περιζήτητο, ονομαστό, φημισμένο, που χαίρει εκτίμησης
une classe d’exception μια εξαιρετική τάξη
une section très sélective ένα εξαιρετικά επιλεκτικό τμήμα
sélectionner les meilleurs élèves επιλέγω τους καλύτερους μαθητές
éliminer au fur et à mesure les moins bons απορρίπτω σταδιακά τους χειρότερους
avoir un fort taux de réussite au bac έχω υψηλό ποσοστό επιτυχίας στο Απολυτήριο
une tête de classe ο πρώτος μιας τάξης
un élève très doué, un crack (argot scolaire) ένας πολύ ταλαντούχος μαθητής, ένας άσος
bien supporter la compétition αντέχω τον ανταγωνισμό
résister à la pression αντέχω την πίεση
être stimulé par l’émulation, la compétition, la concurrence entre élèves
η άμιλλα, ο ανταγωνισμός, ο συναγωνισμός μεταξύ των μαθητών είναι κίνητρο για μένα
aimer la performance μου αρέσουν οι καλές επιδόσεις
Les types d’établissementΟι κατηγορίες σχολείων
-
20
Lexique
un établissement « normal » ένα κανονικό (σχολικό) ίδρυμα
soutenir les élèves υποστηρίζω τους μαθητές
proposer un accompagnement personnalisé προτείνω μια εξατομικευμένη υποστήριξη
aider les élèves en difficulté βοηθώ τους μαθητές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες
tirer vers le haut βελτιώνω το επίπεδο
stimuler τονώνω, ενθαρρύνω
étudier dans une bonne ambiance μελετώ μέσα σε μια καλή ατμόσφαιρα
privilégier la solidarité δίνω ιδιαίτερη σημασία στην αλληλεγγύη
l’entraide η αλληλοβοήθεια
être titulaire d’un bac avec mention (passable, bien, très bien)
έχω Απολυτήριο με βαθμό (καλώς, λίαν καλώς, άριστα)
redoubler sa terminale pour obtenir une mentionξανακάνω την τρίτη λυκείου για να πετύχω Απολυτήριο με βαθμό
accéder (l’accès) à l’enseignement supérieur μπαίνω (η πρόσβαση) στην ανώτατη εκπαίδευση
l’université Paris-Sorbonne το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι
la faculté de lettres, de droit, de médecine η Φιλοσοφική, Νομική, Ιατρική Σχολή
Du lycée aux études supérieuresΑπό το λύκειο στις ανώτατες σπουδές
Entrer à l’université - Μπαίνω στο πανεπιστήμιοÁ
la voie royale η «βασιλική οδός»
une prépa scientifique, littéraire, commercialeμια επιστημονική, λογοτεχνική, εμπορική προπαρασκευαστική τάξη
présenter son dossier scolaire παρουσιάζω τον σχολικό μου φάκελο
être accepté dans un grand lycée parisien γίνομαι δεκτός σε ένα μεγάλο λύκειο στο Παρίσι
tenter le concours d’entrée à une grande écoleδοκιμάζομαι στις εισαγωγικές εξετάσεις μιας ανώτατης σχολής
une école qui recrute sur concours μια σχολή που δέχεται φοιτητές μετά από διαγωνισμό
être admis (l’admission) ≠ collé, recalé (argot scolaire)
πέρασα (στη σχολή) ≠ την πάτησα, με κόψανε
intégrer une école prestigieuse μπαίνω σε μια διαπρεπή σχολή
participer à un week-end d’intégration συμμετέχω σε ένα Σαββατοκύριακο ένταξης
un camarade de promotion/promo (argot scolaire) ένας συμμαθητής από το έτος μου
un dirigeant d’entreprise issu d’une grande école d’ingénieur
ένα διευθυντικό στέλεχος επιχείρησης που προέρχεται από μια εξέχουσα σχολή μηχανικών
Faire une classe préparatoire/une prépa (argot scolaire) - Κάνω μια προπαρασκευαστική τάξηÁ
une discipline ένα μάθημα
une UE (unité d’enseignement) μια διδακτική ενότητα
un crédit μια διδακτική μονάδα, ένα μόριο
Le cursus universitaireΤο πρόγραμμα πανεπιστημιακών σπουδών
-
21
Lexique
une option ένα μάθημα επιλογής
suivre des cours à la faculté/fac (argot scolaire) παρακολουθώ μαθήματα στη σχολή/στο πανεπιστήμιο
assister à un cours magistral en amphithéâtre/amphi (argot scolaire)
παρακολουθώ την παράδοση ενός καθηγητή
des effectifs surchargés υπερφορτωμένος αριθμός φοιτητών
travailler/bosser (argot scolaire), bûcher (argot scolaire), plancher (argot scolaire)
διαβάζω/μελετώ, σκίζομαι στο διάβασμα
un TD (travail dirigé) μια κατευθυνόμενη εργασία
un TP (travail pratique) μια πρακτική εργασία
un devoir sur table ένα τεστ, μια γραπτή εξέταση
un partiel μια τμηματική εξέταση
le contrôle continu ο συνεχής έλεγχος
un examen terminal μια τελική εξέταση
valider un semestre κατοχυρώνω ένα εξάμηνο
effectuer un stage en entreprise κάνω την πρακτική μου σε μια επιχείρηση
se réorienter (réorientation) après un échecαλλάζω προσανατολισμό (η αλλαγή προσανατολισμού) μετά από μια αποτυχία
changer de filière αλλαζω την πορεία των σπουδών μου
un enseignant-chercheur ένας εκπαιδευτικός-ερευνητής
un universitaire ένας πανεπιστημιακός
dispenser un cours à l’université διδάσκω ένα μάθημα στο πανεπιστήμιο
faire un cycle de conférences κάνω μια σειρά διαλέξεων
évaluer (l’évaluation) les performances de ses étudiants
αξιολογώ (η αξιολόγηση) τις επιδόσεις των φοιτητών μου
la notation η βαθμολόγηση
des études sanctionnées par un diplôme σπουδές που έχουν επικυρωθεί με δίπλωμα
obtenir un diplôme reconnu par l’État, délivré par une université
αποκτώ δίπλωμα αναγνωρισμένο από το Κράτος, που χορηγείται από πανεπιστήμιο
être titulaire du bac είμαι κάτοχος του Απολυτηρίου
un diplômé en sciences humaines ένας διπλωματούχος ανθρωπιστικών επιστημών
un licencié ένας πτυχιούχος
un bac + 3, un bac + 83 χρόνια σπουδών μετά το Απολυτήριο, 8 χρόνια σπουδών μετά το Απολυτήριο
un docteur en philosophie ένας διδάκτωρ φιλοσοφίας
rédiger un mémoire de master γράφω μια μεταπτυχιακή εργασία
soutenir une thèse de doctorat υποστηρίζω μια (διδακτορική) διατριβή
poursuivre ≠ abandonner ses études συνεχίζω ≠ εγκαταλείπω τις σπουδές μου
achever ses études ολοκληρώνω τις σπουδές μου
Les diplômes Τα διπλώματα
-
22
Lexique
la carte d’étudiant η φοιτητική ταυτότητα
la cité universitaire (cité-U) η πανεπιστημιούπολη
le restaurant universitaire (restau-U) το εστιατόριο του πανεπιστημίου
la bibliothèque universitaire (emprunter un ouvrage, consulter sur place)
η βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου (δανείζομαι ένα βιβλίο, διαβάζω μέσα στη βιβλιοθήκη)
avoir une chambre en cité/résidence universitaire, sur le campus, en ville
έχω ένα δωμάτιο μέσα στο πανεπιστήμιο/στη φοιτητική εστία, στην πανεπιστημιούπολη, στην πόλη
vivre en colocation συγκατοικώ, μοιράζομαι το ενοίκιο
un loyer trop cher ένα πάρα πολύ ακριβό ενοίκιο
la sécurité sociale étudiante η κοινωνική ασφάλιση των φοιτητών
adhérer à une mutuelle étudiante γράφομαι σε μια επικουρική φοιτητική ασφάλιση
La vie d’étudiantΗ φοιτητική ζωή
les frais de scolarité, d’inscription à la fac τα δίδακτρα, τα έξοδα εγγραφής στο πανεπιστήμιο
bénéficier d’une bourse d’études (un boursier) λαμβάνω μια υποτροφία (ένας υπότροφος)
toucher l’aide au logement (APL) λαμβάνω επίδομα στέγασης
être soutenu financièrement par ses parents έχω την οικονομική υποστήριξη των γονιών μου
faire des petits boulots κάνω δουλειές του ποδαριού
avoir un job étudiant pour subvenir à ses besoinsέχω μια δουλίτσα (για τους φοιτητές) για να καλύψω τις ανάγκες μου
avoir un revenu de 500 € par mois έχω ένα εισόδημα 500 € τον μήνα
souscrire un prêt étudiant παίρνω ένα σπουδαστικό δάνειο
Le financement des étudesΗ χρηματοδότηση των σπουδών
-
23
Lexique
travailler/bosser (fam.) εργάζομαι/δουλεύω
exercer un métier, une profession ασκώ ένα επάγγελμα
un métier artistique, manuel (maçon, électricien, plombier, peintre, menuisier)
ένα καλλιτεχνικό, χειρωνακτικό επάγγελμα (κτίστης, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, ελαιοχρωματιστής, ξυλουργός)
une profession libérale (médecin, avocat, architecte)
ένα ελεύθερο επάγγελμα (γιατρός, δικηγόρος, αρχιτέκτονας)
Le travailΗ εργασία
Le travail - Η εργασία6
travailler dans une entreprise/une boîte (fam.) εργάζομαι σε μια επιχείρηση
une PME μια ΜΜΕ (μικρομεσαία επιχείρηση)
une multinationale μια πολυεθνική
une société de services μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών
une compagnie d’assurances μια ασφαλιστική εταιρεία
dans un bureau, un laboratoire/labo (fam.), un atelier, un cabinet d’architectes, une exploitation agricole
σε ένα γραφείο, ένα εργαστήριο, ένα ατελιέ, ένα αρχιτεκτονικό γραφείο, ένα αγρόκτημα
en usine, sur un chantier, chez Zara σε εργοστάσιο, σε εργοτάξιο, στο Zara
Les lieux de travailΟι χώροι εργασίας
Le secteur privé - Ο ιδιωτικός τομέαςÁ
à la mairie, au ministère de l’Économie, aux impôts
στο δημαρχείο, στο Υπουργείο Οικονομίας, στην εφορία
en milieu hospitalier στον νοσοκομειακό χώρο
Le secteur public, la fonction publique - Ο δημόσιος τομέαςÁ
le chef/dirigeant d’entreprise, le PDG, le managerο διευθυντής επιχείρησης, ο γενικός διευθυντής, ο μάνατζερ
le patron/la patronne το αφεντικό/η αφεντικίνα (οικ.)
le cadre (supérieur) το (ανώτατο) στέλεχος
l’ouvrier ο εργάτης
le technicien ο τεχνικός
l’ingénieur ο μηχανικός
l’artisan ο βιοτέχνης, ο μάστορας
le fonctionnaire ο δημόσιος υπάλληλος
l’employeur ο εργοδότης
l’employé ο εργαζόμενος, ο υπάλληλος
Le travailleurΟ εργαζόμενος
-
24
Lexique
la rémunération η αμοιβή
la paie/paye ο μισθός
la feuille de paie, le bulletin de salaire το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας
toucher un bon salaire παίρνω έναν καλό μισθό
faire des heures supplémentaires/sup (fam.) κάνω υπερωρίες
négocier une augmentation de salaire διαπραγματεύομαι μια αύξηση του μισθού μου
la prime το πριμ, το δώρο
le treizième mois ο δέκατος τρίτος μήνας
une indemnité de stage ένα επίδομα κατάρτισης
avoir un plan de carrière έχω ένα σχέδιο καριέρας
faire une belle carrière κάνω μια επιτυχημένη καριέρα
Gagner sa vieΒιοπορίζομαι
répondre à une offre d’emploi, à une petite annonce sur Internet
απαντώ σε μια προσφορά εργασίας, σε μια αγγελία στο Διαδίκτυο
envoyer une lettre de candidature/motivation et un CV (curriculum vitæ)
στέλνω μια επιστολή υποψηφιότητας/εκδήλωσης ενδιαφέροντος και ένα βιογραφικό σημείωμα
envoyer une candidature spontanée στέλνω αυθόρμητα την υποψηφιότητά μου
poser sa candidature au poste de chef des ventesθέτω την υποψηφιότητά μου για τη θέση του διευθυντή πωλήσεων
postuler à un emploi κάνω αίτηση για μια θέση εργασίας
avoir un entretien d’embauche avec le DRH (directeur des ressources humaines)
έχω μια συνέντευξη πρόσληψης με τον Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού
un cabinet de recrutement ένα γραφείο εύρεσης εργασίας
recruter, un recruteur προσλαμβάνω, ένας υπεύθυνος προσλήψεων
un chasseur de têtesένας κυνηγός ταλέντων, υπεύθυνος εύρεσης ανώτερων στελεχών σε επιχειρήσεις
sélectionner un/une candidat(e) επιλέγω έναν/μια υποψήφιο/α
être embauché, engagé έχω προσληφθεί
un emploi stable ≠ précaire (la précarité de l’emploi)
μια σταθερή ≠ επισφαλής απασχόληση (η αβεβαιότητα της απασχόλησης)
décrocher (fam.) un premier emploi πετυχαίνω την πρώτη μου πρόσληψη/εργασία
Chercher un emploiΨάχνω εργασία
le salarié ο μισθωτός
l’intérimaire ο προσωρινός υπάλληλος
le stagiaire ο ασκούμενος
le collaborateur ο συνεργάτης
le collègue ο συνάδελφος
-
25
Lexique
la dégradation du climat social dans l’entreprise η υποβάθμιση του κοινωνικού κλίματος στην επιχείρηση
se mettre en grève, faire la grève, le gréviste ξεκινώ απεργία, κάνω απεργία, ο απεργός
un syndicat, un syndicaliste ένα συνδικάτο, ένας συνδικαλιστής
défendre les conditions de travail des travailleursυπερασπίζομαι τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων
avoir des revendications salariales έχω μισθολογικές διεκδικήσεις
participer à une manifestation/manif (fam.) συμμετέχω σε μια διαδήλωση
négocier (la négociation) avec la directionδιαπραγματεύομαι (η διαπραγμάτευση) με τη διεύθυνση
reprendre le travail επιστρέφω στην εργασία μου
Le conflit du travailΟι εργασιακές συγκρούσεις
l’apprentissage (l’apprenti) η μάθηση (ο μαθητευόμενος)
se former καταρτίζομαι
la formation initiale η αρχική κατάρτιση
la formation permanente η συνεχής εκπαίδευση/κατάρτιση
la formation en alternance η εναλλασσόμενη κατάρτιση
se recycler dans les nouvelles énergies, en informatique
επιμορφώνομαι στις νέες ενέργειες, στην πληροφορική
faire un stage en entreprise κάνω πρακτική άσκηση σε μια επιχείρηση
La formationΗ κατάρτιση
licencier (un licenciement) απολύω (μια απόλυση)
renvoyer (un renvoi) διώχνω (μια απόλυση)
mettre à la porte πετάω έξω
verser des indemnités de licenciement πληρώνω/καταβάλλω αποζημιώσεις λόγω απόλυσης
Le chômageΗ ανεργία
Du côté de l’employeur - Από την πλευρά του εργοδότηÁ
donner sa démission, démissionner υποβάλλω την παραίτησή μου, παραιτούμαι
être licencié, viré (fam.), renvoyé απολύομαι, με διώχνουν
perdre son travail, son job (fam.) χάνω τη δουλειά μου
pointer à Pôle emploiπαρουσιάζομαι στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού
toucher des allocations de chômage λαμβάνω επιδόματα ανεργίας
un chômeur longue durée, en fin de droitsένας μακροχρόνια άνεργος, που δεν έχει πλέον δικαίωμα αποζημίωσης
toucher le RSA (Revenu de solidarité active) λαμβάνω το RSA (επίδομα ενεργούς αλληλεγγύης)
Du côté du travailleur - Από την πλευρά του εργαζομένουÁ
-
26
Lexique
l’audiovisuel : réalisateur, scénariste, scripte, metteur en scène
ο οπτικοακουστικός τομέας: σκηνοθέτης στην τηλεόραση, σεναριογράφος, σκριπτ, σκηνοθέτης (στο σινεμά ή στο θέατρο)
la communication : attaché de presse, chargé des relations publiques
η επικοινωνία: υπεύθυνος Τύπου, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων
la création artistique : architecte d’intérieur, designer, dessinateur de BD, illustrateur
η καλλιτεχνική δημιουργία: διακοσμητής εσωτερικών χώρων, σχεδιαστής, σκιτσογράφος (κόμικς), εικονογράφος
l’environnement : urbaniste, océanographe, géologue, climatologue, météorologiste
το περιβάλλον: πολεοδόμος, ωκεανογράφος, γεωλόγος, κλιματολόγος, μετεωρολόγος
l’informatique : webmaster, concepteur de jeux vidéo, graphiste, informaticien
η πληροφορική: webmaster, σχεδιαστής βιντεοπαιχνιδιών, γραφίστας, ειδικός στην πληροφορική
la justice : juge, avocat η δικαιοσύνη: δικαστής, δικηγόρος
le marketing et la publicité : directeur du marketing, chef de produit, chef de pub, directeur artistique, maquettiste
το μάρκετινγκ και η διαφήμιση: διευθυντής μάρκετινγκ, διευθυντής προϊόντος, επικεφαλής της διαφήμισης, καλλιτεχνικός διευθυντής, γραφίστας
les médias : animateur radio, journaliste, présentateur télé, publicitaire
τα μίντια/τα ΜΜΕ: παρουσιαστής στο ραδιόφωνο, δημοσιογράφος, παρουσιαστής στην τηλεόραση, διαφημιστής
la mode : mannequin, maquilleuse, styliste, photographe
η μόδα: μοντέλο, μακιγιέζ, στυλίστας, φωτογράφος
la santé : médecin (généraliste), chirurgien, pédiatre, nutritionniste, généticien, diététicien, kinésithérapeute/kiné (fam.)
η υγεία: γιατρός (παθολόγος), χειρουργός, παιδίατρος, διατροφολόγος, γενετιστής, διαιτολόγος, φυσιοθεραπευτής
le social : assistante sociale, psychologue/psy (fam.), éducateur spécialisé
ο κοινωνικός τομέας: κοινωνικός λειτουργός, ψυχολόγος, ειδικός εκπαιδευτικός
Les métiers préférés des jeunesΤα αγαπημένα επαγγέλματα των νέων
intéressant, bien rémunéré, très lucratif, dans lequel on s’investit
ενδιαφέρουσα, καλοπληρωμένη, ιδιαίτερα κερδοφόρα, στην οποία αφιερώνει κανείς την ενέργειά του
dangereux, ennuyeux, pénible, fatigant, stressant, précaire, mal payé
επικίνδυνη, βαρετή, κοπιαστική, κουραστική, αγχωτική, επισφαλής, κακοπληρωμένη
Faire des commentairesΚάνω σχόλια
Le travail - Η εργασίαÁ
compétent (la compétence) καταρτισμένος, αρμόδιος (η αρμοδιότητα)
expérimenté (l’expérience) έμπειρος (η εμπειρία)
paresseux τεμπέλης
fainéant/feignant (fam.) κηφήνας
incompétent αναρμόδιος, ανίκανος
Le travailleur - Ο εργαζόμενοςÁ
-
27
Lexique
contracter une maladie προσβάλλομαι από μια αρρώστια
être infecté μολύνομαι
être touché par un virus προσβάλλομαι από έναν ιό
une intoxication alimentaire μια τροφική δηλητηρίαση
une épidémie dévastatrice μια καταστροφική επιδημία
une pandémie μια πανδημία
L’anxiété alimentaireΤο διατροφικό άγχος
l’industrie agroalimentaire η βιομηχανία τροφίμων
les aliments industriels τα βιομηχανικά τρόφιμα
l’alimentation de masse η μαζική διατροφή
une boîte de conserve ένα κονσερβοκούτι
des surgelés κατεψυγμένα προϊόντα
des aliments sous vide, déshydratés, lyophilisésτρόφιμα σε κενό αέρος, αφυδατωμένα, λυοφιλοποιημένα
une chaîne de restauration rapide μια αλυσίδα φαστ-φουντ
acheter des plats prêts à l’emploi, prêts à consommer, prêts à réchauffer
αγοράζω έτοιμα φαγητά, έτοιμα για κατανάλωση, έτοιμα για ζέσταμα
réchauffer un plat au micro-ondes ζεσταίνω ένα πιάτο στον φούρνο μικροκυμάτων
une substance chimique μια χημική ουσία
un additif (un conservateur, un colorant)μια πρόσθετη χημική ουσία (ένα συντηρητικό, μια χρωστική)
un pesticide ένα φυτοφάρμακο
les produits OGM τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα
le maïs transgénique το μεταλλαγμένο καλαμπόκι
les acides gras saturés τα κορεσμένα λίπη
les mauvais sucres τα κακά σάκχαρα
des substances nocives, toxiques, cancérigènes επιβλαβείς, τοξικές, καρκινογόνες ουσίες
L’alimentation post-moderneΗ μεταμοντέρνα διατροφή
Santé et bien-être - Υγεία και ευεξία
7
le veau aux hormones το μοσχάρι με ορμόνες
la vache folle η ασθένεια των τρελών αγελάδων
la grippe aviaire η γρίπη των πτηνών
la bactérie E. coli το βακτήριο Ε. coli
Les crises alimentaires - Οι διατροφικές κρίσειςÁ
le principe de précaution η αρχή της προφύλαξης
une mesure préventive ένα προληπτικό μέτρο
La sécurité alimentaire - Η διατροφική ασφάλειαÁ
-
28
Lexique
demander des informations plus complètes sur les étiquettes des produits
ζητώ πληρέστερες πληροφορίες για τις ετικέτες των προϊόντων
la traçabilité des produits η ιχνηλασιμότητα των προϊόντων
la recherche de garanties (un label) η αναζήτηση εγγυήσεων (μια ετικέτα/μάρκα)
l’alimentation biologique (la bio-attitude) η βιολογική διατροφή (ο βιολογικός τρόπος ζωής)
les produits bio τα βιολογικά προϊόντα
le retour aux produits du terroir η επιστροφή στα τοπικά προϊόντα
l’alimentation végétarienne η χορτοφαγική διατροφή
consommer trop de lipides et de glucides καταναλώνω πάρα πολλά λιπαρά και υδατάνθρακες
avoir un apport journalier trop élevé έχω μια πολύ υψηλή ημερήσια πρόσληψη
une alimentation trop riche en matières grasses, en sucres et en sel
μια διατροφή πάρα πολύ πλούσια σε λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι
emmagasiner trop de calories αποθηκεύω πάρα πολλές θερμίδες
avoir une alimentation déséquilibrée, pas assez diversifiée
έχω μια μη ισορροπημένη, όχι αρκετά διαφοροποιημένη διατροφή
manger trop de viande τρώω πάρα πολύ κρέας
manger des conserves et pas assez de produits frais
τρώω κονσερβοποιημένα τρόφιμα και όχι αρκετά φρέσκα προϊόντα
avoir des carences en minéraux et en vitamines έχω ελλείψεις σε μέταλλα και βιταμίνες
sauter un repas παραλείπω ένα γεύμα
ne pas manger à des heures régulières δεν τρώω σε τακτές ώρες
manger en dehors des repas τρώω ανάμεσα στα γεύματα
grignoter (le grignotage) τσιμπολογώ (το τσιμπολόγημα)
adopter une alimentation saine υιοθετώ μια υγιεινή διατροφή
avoir une bonne hygiène de vie ακολουθώ έναν υγιεινό τρόπο ζωής
suivre les conseils d’un nutritionniste, d’un diététicien
ακολουθώ τις συμβουλές ενός διατροφολόγου, ενός διαιτολόγου
La malbouffeΗ κακή διατροφή
avoir des rondeurs έχω καμπύλες
être bien enveloppé είμαι στρουμπουλός
avoir un excès de poids, une surcharge pondérale έχω παραπάνω βάρος, περιττά κιλά
être en surpoids, être obèse είμαι υπέρβαρος, είμαι παχύσαρκος
surveiller constamment sa ligne, contrôler son poids
παρακολουθώ συνεχώς τη γραμμή μου, ελέγχω το βάρος μου
vouloir mincir, maigrir, perdre ses kilos superflusθέλω να αδυνατίσω, να χάσω βάρος, να χάσω τα περιττά μου κιλά
Le culte de l’apparenceΗ λατρεία της εμφάνισης
La dictature de la minceur - Η δικτατορία της λεπτότηταςÁ
-
29
Lexique
l’homéopathie η ομοιοπαθητική
l’acupuncture ο βελονισμός
l’ostéopathie η οστεοπαθητική
la phytothérapie (une plante médicinale) η φυτοθεραπεία (ένα βότανο/φαρμακευτικό φυτό)
l’aromathérapie (une huile essentielle) η αρωματοθεραπεία (ένα αιθέριο έλαιο)
la réflexologie η ρεφλεξολογία
la thalassothérapie (un spa) η θαλασσοθεραπεία (το σπα)
traiter des troubles en douceur, sans effets secondaires
αντιμετωπίζω διαταραχές ήπια, χωρίς παρενέργειες
consacrer du temps à son patient, être à son écoute
αφιερώνω χρόνο στον ασθενή μου, τον ακούω
un gourou, un