Kaplan Robert

23
Η Εκδίκηση της Γεωγραφίας Του Robert D. Kaplan [Μετάφραση από τα Αγγλικά: Κέλλυ Καζαντινού, Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Επιστημονική Επιμέλεια: Ι. Θ. Μάζης, Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας Γεωπολιτικής-Ιόνιο Πανεπιστήμιο] FOREIGN POLICY: Μάιος/Ιούνιος 2009 Οι άνθρωποι και οι ιδέες επηρεάζουν τα γεγονότα, κυρίως όμως είναι η γεωγραφία που τα καθορίζει, τώρα περισσότερο από ποτέ. Προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι επερχόμενες διαμάχες, έφθασε η ώρα να κατεβάσουμε από το ράφι τους βικτωριανούς διανοητές, οι οποίοι γνώριζαν καλύτερα τον φυσικό κόσμο. Ένας δημοσιογράφος, ο οποίος έχει καλύψει τα πέρατα της Γης, μας παρέχει έναν οδηγό του ανάγλυφου χάρτη –και ένα αλφαβητάρι για την επόμενη φάση των διαμαχών. Η κατεδάφιση του τείχους του Βερολίνου από τους ενθουσιασμένους Γερμανούς πριν από 20 χρόνια, συμβόλιζε πολλά περισσότερα από την κατάργηση ενός δεσποτικού συνόρου. Απετέλεσε το έναυσμα δημιουργίας ενός κύκλου διανόησης ο οποίος θεωρούσε ότι όλοι οι διαχωρισμοί, γεωγραφικοί και άλλοι είναι, επίσης, καταργήσιμοι, ο οποίος αναφερόταν με υποτιμητικό τρόπο στους όρους «ρεαλισμός» και «πραγματισμός» και που επικαλείτο τον ανθρωπισμό του Isaiah Berlin ή τον κατευνασμό του Χίτλερ στο Μόναχο για να προωθήσει αλλεπάλληλες διεθνείς επεμβάσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο «ένοπλος φιλελευθερισμός» (armed liberalism) και ο προωθών την δημοκρατία νεοσυντηρητισμός της δεκαετίας του ’90 μοιράζονταν τις ίδιες ουνιβερσαλιστικές φιλοδοξίες. Αλίμονο όμως, όταν ο φόβος ενός Μονάχου οδηγεί σε υπερεκτίμηση των προοπτικών, το αποτέλεσμα είναι ένα Βιετνάμ - ή στην

Transcript of Kaplan Robert

Η Εκδίκηση της Γεωγραφίας

Του Robert D. Kaplan

[Μετάφραση από τα Αγγλικά: Κέλλυ Καζαντινού, Ιόνιο Πανεπιστήμιο.

Επιστημονική Επιμέλεια: Ι. Θ. Μάζης, Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας Γεωπολιτικής-Ιόνιο Πανεπιστήμιο]

FOREIGN POLICY: Μάιος/Ιούνιος 2009

Οι άνθρωποι και οι ιδέες επηρεάζουν τα γεγονότα, κυρίως όμως είναι η

γεωγραφία που τα καθορίζει, τώρα περισσότερο από ποτέ. Προκειμένου να

γίνουν κατανοητές οι επερχόμενες διαμάχες, έφθασε η ώρα να κατεβάσουμε από

το ράφι τους βικτωριανούς διανοητές, οι οποίοι γνώριζαν καλύτερα τον φυσικό

κόσμο. Ένας δημοσιογράφος, ο οποίος έχει καλύψει τα πέρατα της Γης, μας

παρέχει έναν οδηγό του ανάγλυφου χάρτη –και ένα αλφαβητάρι για την επόμενη

φάση των διαμαχών.

Η κατεδάφιση του τείχους του Βερολίνου από τους ενθουσιασμένους Γερμανούς πριν

από 20 χρόνια, συμβόλιζε πολλά περισσότερα από την κατάργηση ενός δεσποτικού

συνόρου. Απετέλεσε το έναυσμα δημιουργίας ενός κύκλου διανόησης ο οποίος

θεωρούσε ότι όλοι οι διαχωρισμοί, γεωγραφικοί και άλλοι είναι, επίσης, καταργήσιμοι,

ο οποίος αναφερόταν με υποτιμητικό τρόπο στους όρους «ρεαλισμός» και

«πραγματισμός» και που επικαλείτο τον ανθρωπισμό του Isaiah Berlin ή τον

κατευνασμό του Χίτλερ στο Μόναχο για να προωθήσει αλλεπάλληλες διεθνείς

επεμβάσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο «ένοπλος φιλελευθερισμός» (armed liberalism)

και ο προωθών την δημοκρατία νεοσυντηρητισμός της δεκαετίας του ’90 μοιράζονταν

τις ίδιες ουνιβερσαλιστικές φιλοδοξίες. Αλίμονο όμως, όταν ο φόβος ενός Μονάχου

οδηγεί σε υπερεκτίμηση των προοπτικών, το αποτέλεσμα είναι ένα Βιετνάμ - ή στην

περίπτωσή μας ένα Ιράκ.

Και έτσι ξεκίνησε η αποκατάσταση του ρεαλισμού και μαζί με αυτήν, ένας άλλος

κύκλος διανόησης. Ο όρος «ρεαλιστής» αποτελεί πλέον ένδειξη σεβασμού, ο

«νεοσυντηρητικός» όρο χλευασμού. Η αναλογία του Βιετνάμ νίκησε εκείνη του

Μονάχου. Ο Thomas Hobbes, ο οποίος εκθείασε τα ηθικά οφέλη του φόβου και

θεώρησε την αναρχία μείζονα απειλή για την κοινωνία, παραγκώνισε τον Isaiah

Berlin από την θέση του φιλοσόφου του σημερινού κύκλου διανόησης. Τώρα δεν

εστιάζουμε τόσο σε παγκόσμια ιδανικά όσο σε συγκεκριμένες διακρίσεις, αρχίζοντας

από την εθνική καταγωγή και φθάνοντας στα θρησκευτικά πολιτισμικά στοιχεία.

Όσοι διαπίστωναν το παραπάνω πριν από μια δεκαετία, χλευάζονταν ως

«μοιρολάτρες» ή «ντετερμινιστές». Τώρα, χειροκροτούνται ως «πραγματιστές». Και

αυτή είναι η βαθύτερη γνώση που αποκομίσαμε τις τελευταίες δύο δεκαετίες - ότι

υπάρχουν χειρότερα πράγματα στον κόσμο από την ακραία τυραννία και ότι στο Ιράκ

τα προκαλέσαμε εμείς οι ίδιοι. Και αυτό το λέω έχοντας υποστηρίξει τον πόλεμο.

Ως εκ τούτου, τώρα, έχοντας σωφρονισθεί, έχουμε γίνει όλοι ρεαλιστές. Ή έτσι,

τουλάχιστον, πιστεύουμε. Ωστόσο, ο ρεαλισμός δεν έγκειται στην απλή αντίθεσή μας

προς έναν πόλεμο στο Ιράκ, ο οποίος, όπως είδαμε εκ των υστέρων, είχε άσχημη

έκβαση. Ρεαλισμός σημαίνει αναγνώριση ότι οι διεθνείς σχέσεις διέπονται από μία

πιο λυπηρή, πιο περιορισμένη πραγματικότητα από εκείνη που διέπει την εσωτερική

μας πολιτική. Σημαίνει ότι αξιολογούμε την τάξη υψηλότερα από την ελευθερία, διότι

η ελευθερία καθίσταται σημαντική μόνο εφόσον έχει εδραιωθεί η τάξη. Σημαίνει ότι

εστιάζουμε σε όσα χωρίζουν την ανθρωπότητα, παρά σε όσα την ενώνουν, όπως θα

το έθεταν οι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης. Εν ολίγοις, ρεαλισμός σημαίνει

αναγνώριση και ενστερνισμός των δυνάμεων πέρα από τον έλεγχό μας, οι οποίες

περιορίζουν την ανθρώπινη δράση – πολιτισμός, παράδοση, ιστορία, τα πάθη που

βρίσκονται «υποδορίως» της επίφασης του πολιτισμού. Με αυτό τίθεται το θεμελιώδες

ερώτημα για τους ρεαλιστές, αναφορικά με την εξωτερική πολιτική: Ποιος μπορεί να

κάνει τί σε ποιον; Και από όλες τις δυσάρεστες αλήθειες πάνω στις οποίες βασίζεται ο

ρεαλισμός, η πλέον ωμή, η πλέον ενοχλητική και η πλέον ντετερμινιστική όλων, είναι

η γεωγραφία.

Πράγματι, αυτό που επιτυγχάνεται με την πρόσφατη στροφή στον ρεαλισμό είναι η

εκδίκηση της γεωγραφίας με την πλέον παλαιομοδίτικη έννοιά της. Τον 18ο και τον

19ο αιώνα, πριν από την εμφάνιση της πολιτικής επιστήμης ως ακαδημαϊκής

ειδίκευσης, η γεωγραφία αποτελούσε μία τιμημένη εάν όχι πάντα επισημοποιημένη

επιστήμη στην οποία η πολιτική, ο πολιτισμός και η οικονομία μελετούνταν συχνά σε

σχέση με τον ανάγλυφο χάρτη. Έτσι, την βικτωριανή και την εδουαρδιανή εποχή, τα

όρη και οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί. αποτελούσαν την πρώτη τάξη πραγμάτων· οι

ιδέες, όσο και εάν ασκούσαν επιρροή, έρχονταν δεύτερες.

Παρ’ όλ’ αυτά, ο ενστερνισμός της γεωγραφίας δεν συνεπάγεται αποδοχή της ως μία

άτεγκτη δύναμη απέναντι στην οποία ο άνθρωπος είναι παντελώς αδύναμος.

Τουναντίον, τονίζει την ανθρώπινη ελευθερία και επιλογή με μία μετριοπαθή

αποδοχή της μοίρας. Και αυτό είναι που έχει σημασία στις μέρες μας, επειδή αντί να

αποδυναμώνει την συνάφεια της γεωγραφίας, η παγκοσμιοποίηση την ενισχύει. Τα

μέσα μαζικής επικοινωνίας και η οικονομική ολοκλήρωση αποδυναμώνουν πολλά

κράτη, εκθέτοντας έναν χομπσιανό κόσμο μικρών, δύσκολων περιφερειών, εντός των

οποίων, οι τοπικές, εθνικές και θρησκευτικές πηγές ταυτότητας επιβεβαιώνονται και

επειδή είναι αγκιστρωμένες σε συγκεκριμένα εδάφη εξηγούνται καλύτερα βάσει της

γεωγραφίας. Όπως τα ρήγματα καθορίζουν τους σεισμούς, το πολιτικό μέλλον

καθορίζεται με συγκρούσεις και αστάθεια με μία παρόμοια γεωγραφική λογική. Οι

ανακατατάξεις που πληθαίνουν λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης

αυξάνουν την συνάφεια της γεωγραφίας ακόμη περισσότερο αποδυναμώνοντας την

κοινωνική τάξη πραγμάτων και άλλα δημιουργήματα της ανθρωπότητας, αφήνοντας

τα φυσικά σύνορα της υδρογείου ως τον μόνο περιορισμό.

Ως εκ τούτου, και εμείς πρέπει να επιστρέψουμε στον χάρτη και ιδιαιτέρως σε αυτό

που ονομάζω “ζώνες κατακερματισμού” της Ευρασίας. Πρέπει να αποκαταστήσουμε

εκείνους τους διανοητές οι οποίοι γνώριζαν το φυσικό τοπίο καλύτερα. Και πρέπει να

εκσυγχρονίσουμε τις θεωρίες τους αναφορικά με την εκδίκηση της γεωγραφίας στην

εποχή μας.

Ε άν επιθυμείτε να κατακτήσετε τα βαθύτερα νοήματα της γεωγραφίας, χρειάζεται

να αναζητήσετε εκείνους τους διανοητές οι οποίοι προκαλούν μεγάλη ανησυχία

στους φιλελεύθερους ανθρωπιστές – εκείνους τους συγγραφείς οι οποίοι θεωρούσαν

ότι ο χάρτης καθορίζει σχεδόν τα πάντα μην αφήνοντας πολλά περιθώρια στον

ανθρώπινο παράγοντα.

Ένας από αυτούς είναι ο Γάλλος ιστορικός Fernand Braudel, ο οποίος δημοσίευσε το

1949 το έργο του The Mediterranean and the Mediterranean World in the Age of Philip II (Η

Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου του 2ου).

Ενσωματώνοντας την δημογραφία και την ίδια την φύση στην ιστορία, ο Braudel

συνετέλεσε στην αποκατάσταση της αίγλης της γεωγραφίας. Στο έργο του, μόνιμες

περιβαλλοντικές δυνάμεις οδηγούν σε επιβιώνουσες ιστορικές τάσεις, οι οποίες

προκαθορίζουν πολιτικά γεγονότα και περιφερειακούς πολέμους. Για τον Braudel, επί

παραδείγματι, τα πτωχά, επισφαλή εδάφη κατά μήκος της Μεσογείου, σε συνδυασμό

με το αβέβαιο, πληττόμενο από ρεύματα κλίμα, προκάλεσαν την κατάκτηση του

αρχαίου κόσμου από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Με άλλα λόγια,

αυταπατόμαστε θεωρώντας ότι ελέγχουμε εμείς οι ίδιοι το πεπρωμένο μας. Για να

κατανοήσουμε τις υφιστάμενες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, την άνοδο της

θερμοκρασίας στις αρκτικές θάλασσες και την ανεπάρκεια πόρων όπως είναι το

πετρέλαιο και το νερό, θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ερμηνεία του Braudel για τα

περιβαλλοντικά φαινόμενα.

Θα πρέπει, επίσης, να επανεξετάσουμε στρατηγική των βαθέων υδάτων του Alfred

Thayer Mahan, ενός αμερικανού Ναυάρχου και συγγραφέα του έργου The Influence of

Sea Power Upon History, 1660-1783 (Η επιρροή της θάλασσας στην Ιστορία, 1660-1783).

Θεωρώντας την θάλασσα ένα από τα μείζονα «αγαθά» του πολιτισμού, ο Mahan

πίστευε ότι οι ναυτικές δυνάμεις απετέλεσαν πάντοτε τον αποφασιστικό παράγοντα

στις παγκόσμιες πολιτικές διαμάχες. Ήταν ο Mahan εκείνος που το 1902, επινόησε τον

όρο «Μέση Ανατολή» για να ορίσει την περιοχή μεταξύ της Αραβίας και της Ινδίας, η

οποία είχε μεγάλη σημασία για την ναυτική στρατηγική. Πράγματι, ο Mahan θεώρησε

τον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό βασικά σημεία του γεωπολιτικού πεπρωμένου

(hinges of geopolitical destiny), διότι μπορούσαν να επιτρέψουν σε ένα ναυτικό έθνος

να προβάλει την δύναμή του σε ολόκληρο τον Eυρασιατικό δακτύλιο (Eurasian rim)

και από εκεί να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις στα βάθη της Κεντρικής Ασίας. Το

σκεπτικό του Mahan βοηθά να εξηγηθεί ο λόγος για τον οποίο ο Ινδικός Ωκεανός θα

αποτελέσει την καρδιά του γεωπολιτικού ανταγωνισμού τον 21ο αιώνα και τον λόγο

για τον οποίο τα βιβλία του είναι δημοφιλέστατα στους διανοητές της στρατηγικής

της Κίνας και της Ινδίας.

Ομοίως, ο Ολλανδοαμερικανός Nicholas Spykman θεώρησε τις ακταιακές ζώνες

(seabords) του Ινδικού και του Ειρηνικού Ωκεανού θεμελιώδεις για την επίτευξη της

κυριαρχίας στην Ευρασία και τα φυσικά μέσα για τον έλεγχο της χερσαίας δύναμης

της Ρωσίας. Προτού αποβιώσει το 1943, ενώ οι Η.Π.Α. πολεμούσαν με την Ιαπωνία, ο

Spykman προέβλεψε την άνοδο της Κίνας και την επακόλουθη ανάγκη των Η.Π.Α. να

υπερασπισθούν την Ιαπωνία. Και καθώς οι Η.Π.Α. πολεμούσαν για την

απελευθέρωση της Ευρώπης, ο Spykman προειδοποίησε ότι η μεταπολεμική εμφάνιση

μιας ενωμένης Ευρώπης θα απέβαινε τελικά απρόσφορη για τις Η.Π.Α. Αυτού του

επιπέδου είναι οι προβλέψεις του γεωγραφικού ντετερμινισμού.

Ίσως όμως τον πλέον σημαντικό οδηγό για την εκδίκηση της γεωγραφίας αποτελεί ο

ίδιος ο πατέρας της σύγχρονης γεωπολιτικής, Sir Halford J. Mackinder, ο οποίος είναι

διάσημος όχι μόνο για ένα βιβλίο του, αλλά και για ένα άρθρο του με τίτλο, «The

Geographical Pivot of History» (Ο γεωγραφικός Άξονας της Ιστορίας), το οποίο

ξεκίνησε ως διάλεξη το 1904 στην Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία του Λονδίνου. Το

έργο του Mackinder συνιστά το αρχέτυπο της Επιστήμης της Γεωγραφίας και

συνοψίζει το θέμα του ως εξής: «Ο άνθρωπος είναι ο εισηγητής και όχι η φύση, η φύση

όμως είναι εκείνη η οποία, εν πολλοίς, ελέγχει»[1].

Η θέση του είναι ότι η Ρωσία, η Ανατολική Ευρώπη και η Κεντρική Ασία αποτελούν

τον «άξονα» γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το πεπρωμένο της παγκόσμιας

κυριαρχίας. Ονόμασε την περιοχή της Ευρασίας «Heartland» (Κεντρικό Άξονα) σε ένα

επόμενο βιβλίο του. Γύρω από αυτόν, υπάρχουν τέσσερεις «περιφερειακές» περιοχές

της ευρασιατικής χερσαίας μάζας, οι οποίες, καθόλου συμπτωματικά, αντιστοιχούν

στις τέσσερεις μείζονες θρησκείες, επειδή και η πίστη αποτελεί απλώς μία λειτουργία

για τον Mackinder. Υπάρχουν δύο «γαίες μουσώνων»: η μία ανατολικά, η οποία

στρέφεται προς τον Ειρηνικό Ωκεανό, πατρίδα του Βουδισμού, η άλλη νότια που

στρέφεται στον Ινδικό Ωκεανό, πατρίδα του Ινδουισμού. Η τρίτη περιφερειακή

περιοχή είναι η Ευρώπη, η οποία βρέχεται από τον Ατλαντικό στα δυτικά και όπου

εδράζεται ο Χριστιανισμός. Η πλέον εύθραυστη όμως από τις τέσσερεις περιφερειακές

περιοχές είναι η Μέση Ανατολή, πατρίδα του Ισλάμ, η οποία «στερείται υγρότητας

εξαιτίας της εγγύτητας της Αφρικής» και η οποία, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι

«αραιοκατοικημένη» (εννοείται το 1904).

Αυτός ο ευρασιατικός ανάγλυφος χάρτης και τα γεγονότα που διαδραματίζονται επ’

αυτού στις αρχές του 20ου αιώνα, αποτελούν το αντικείμενο του Mackinder και από

την εναρκτήρια πρόταση προμηνύεται ότι η άποψή του θα είναι σαρωτική:

Όταν οι ιστορικοί του απώτερου μέλλοντος εξετάσουν ομαδικά τους αιώνες που

διανύουμε τώρα και τους δουν συνοπτικά, όπως μελετούμε σήμερα τις αιγυπτιακές

δυναστείες, πιθανότατα θα περιγράψουν τα τελευταία 400 χρόνια ως την Κολομβιανή

Εποχή και θα πουν ότι έληξε λίγο μετά το 1900.

Ο Mackinder εξηγεί ότι, ενώ ο μεσαιωνικός Χριστιανισμός ήταν «εγκλωβισμένος σε

μία στενή περιφέρεια και απειλούταν από την προ των πυλών ευρισκόμενη

βαρβαρική παρουσία» κατά την Κολομβιανή Εποχή – δηλαδή, την εποχή των

ανακαλύψεων- η Ευρώπη επεκτάθηκε σε όλους τους ωκεανούς και σε νέους τόπους.

Ως εκ τούτου, στις αρχές του 20ου αιώνα, «θα έχουμε και πάλι να διαχειρισθούμε ένα

κλειστό πολιτικό σύστημα» και, αυτή τη φορά, «παγκοσμίου κλίμακας».

Κάθε έκρηξη κοινωνικών δυνάμεων, αντί να εξαφανίζεται σε μια χοάνη αγνώστων

χωρικών οντοτήτων και βαρβαρικού χάους, από τούδε και στο εξής, θα αντηχεί στα

πέρατα της υδρογείου και θα έχει ως αποτέλεσμα, τον κατακερματισμό των

αδύνατων στοιχείων του διεθνούς πολιτικού και οικονομικού οργανισμού.

Αντιλαμβανόμενος ότι οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες δεν είχαν άλλο χώρο για

επέκταση[2] με αποτέλεσμα την πρόκληση διεθνών συγκρούσεων, ο Mackinder

προέβλεψε, αν και αόριστα, και τους δύο παγκοσμίους πολέμους.

Ο Mackinder θεωρούσε την ευρωπαϊκή ιστορία «υποδεέστερη» της ασιατικής, διότι

αντιμετώπιζε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό απλώς, ως το αποτέλεσμα του αγώνα ενάντια

στην ασιατική εισβολή. Η Ευρώπη, γράφει, κατέστη το σημερινό πολιτισμικό

φαινόμενο μόνο εξαιτίας της γεωγραφίας της: ένα δαιδαλώδες σύνολο ορέων,

κοιλάδων και χερσονήσων, το οποίο οριοθετείται από τους βόρειους πάγους και έναν

δυτικό ωκεανό, εμποδίζεται από θάλασσες και την Σαχάρα στο Νότο και ανατολικά

από την αχανή, απειλητική πεδιάδα της Ρωσίας. Στο περιορισμένο αυτό τοπίο

συνέρευσαν αλλεπάλληλα νομάδες, Ασιάτες εισβολείς των γυμνών στεπών. Από την

ένωση των Φράγκων, των Γότθων και των Ρωμαίων επαρχιωτών δημιουργήθηκε η

βάση της σύγχρονης Γαλλίας. Ομοίως, προήλθαν άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ή,

τουλάχιστον ωρίμασαν μέσω των επαφών τους με τους Ασιάτες νομάδες. Πράγματι, η

επίφαση της υποτιθέμενης κακομεταχείρισης των Σελτζούκων Τούρκων απέναντι

στους Χριστιανούς προσκυνητές της Ιερουσαλήμ ήταν αυτή που προκάλεσε τις

Σταυροφορίες, τις οποίες ο Mackinder θεωρεί ως την αρχή της συλλογικής σύγχρονης

ιστορίας της Ευρώπης.

Εν τω μεταξύ, η Ρωσία, αν και προστατευμένη από τα ξέφωτά της από πολλές

καταστροφικές στρατιές, ωστόσο έπεσε θύμα τον 13ο αιώνα της «Χρυσής Ορδής» των

Μογγόλων. Οι εν λόγω εισβολείς κατέστρεψαν ολοσχερώς και, συνεπεία τούτου,

άλλαξαν την Ρωσία. Επειδή, όμως το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης δεν γνώρισε

ποτέ τέτοιο μέγεθος καταστροφής, μπόρεσε να αναδυθεί ως παγκόσμιο πολιτικό

πιλοτήριο, ενώ η Ρωσία δεν γνώρισε, εν γένει, την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Η

υπέρτατη αυτοκρατορία των αχανών εκτάσεων, η Ρωσία, θα αντιλαμβάνετο άπαξ δια

παντός την σημασία της βάναυσης κατάκτησης. Ως αποτέλεσμα, θα αποκτούσε για

πολλά χρόνια εμμονή με την επέκταση και την διατήρηση εδαφών.

Οι βασικές ανακαλύψεις της Κολομβιανής εποχής, γράφει ο Mackinder, απλώς

ενίσχυσαν τη σημασία των αδυσώπητων γεωγραφικών γεγονότων. Κατά τον

Μεσαίωνα, οι λαοί της Ευρώπης, περιορίζονταν γενικώς στην ξηρά. Όταν όμως

ανακαλύφθηκε η θαλάσσια οδός προς την Ινδία, από το Ακρωτήριο της Καλής

Ελπίδας, οι Ευρωπαίοι ξαφνικά απέκτησαν πρόσβαση στο σύνολο του περιφερειακού

δακτυλίου της νότιας Ασίας, για να μην αναφέρουμε και τις στρατηγικές

ανακαλύψεις του Νέου Κόσμου. Ενώ οι Δυτικοευρωπαίοι «σκέπαζαν τον ωκεανό με

τους στόλους τους», αναφέρει ο Mackinder, η Ρωσία επεκτεινόταν εξίσου

εντυπωσιακά σε χερσαίο έδαφος «αναδυόμενη από τα βόρεια δάση της» για να

ελέγξει την στέπα με τους Κοζάκους της, να σαρώσει την Σιβηρία, και να στείλει

αγρότες να σπείρουν σιτάρι στην νοτιοδυτική στέπα. Ήταν η παλιά γνωστή ιστορία:

Η Ευρώπη εναντίον της Ρωσίας, η φιλελεύθερη θαλάσσια δύναμη (όπως η Αθήνα και

η Βενετία) εναντίον μιας αντιδραστικής χερσαίας δύναμης (όπως η Σπάρτη και η

Πρωσία). Διότι στην περίπτωση της θάλασσας, πέρα από τις κοσμοπολίτικες επιρροές

που εμφανίζονται λόγω της πρόσβασης σε απομακρυσμένα λιμάνια, παρέχεται και η

απαραβίαστη ασφάλεια συνόρων που απαιτείται για να ανθίσει η δημοκρατία.

Τον 19ο αιώνα, σημειώνει ο Mackinder, η επέλευση της ατμομηχανής και η δημιουργία

της Διώρυγας του Σουέζ, αύξησαν την κινητικότητα της ευρωπαϊκής θαλάσσιας

ισχύος γύρω από τον νότιο δακτύλιο της Ευρασίας, ακριβώς όπως οι σιδηρόδρομοι

άρχιζαν να πράττουν το ίδιο προς όφελος της χερσαίας ισχύος στον ευρασιατικό

Κεντρικό Άξονα. Ως εκ τούτου, η διαμάχη θα διεξήγετο για την κατοχή της Ευρασίας,

οδηγώντας των Mackinder στην ακόλουθη θέση:

Όσο επισκοπούμε σύντομα τα γενικότερα ρεύματα της ιστορίας, δεν γίνεται σαφής η

διαρκής ύπαρξη της γεωγραφικής συνάφειας; Δεν αποτελεί άξονα της παγκόσμιας

πολιτικής η αχανής εκείνη περιοχή της Ευρασίας στην οποία δεν έχουν πρόσβαση πλοία,

αλλά στην αρχαιότητα ήταν ανοικτή σε νομάδες ιππείς και σήμερα πρόκειται να

καλυφθεί με ένα σιδηροδρομικό δίκτυο;

Ακριβώς όπως οι Μογγόλοι έκρουαν και, συχνά, γκρέμιζαν τις πύλες των

περιφερειακών περιοχών γύρω από την Ευρασία, έτσι και η Ρωσία θα διαδραμάτιζε

τον ίδιο κατακτητικό ρόλο, διότι, όπως γράφει ο Mackinder, «τα γεωγραφικά ποσοτικά

μεγέθη υπολογίζονται καλύτερα και είναι περισσότερο σταθερά από ότι τα

ανθρώπινα». «Ξεχάστε τους τσάρους και τους επερχόμενους κομισάριους το 1904. Είναι

ασήμαντοι σε σχέση με τις βαθύτερες τεκτονικές δυνάμεις της γεωγραφίας».

Ο ντετερμινισμός του Mackinder μάς προετοίμασε για την άνοδο της Σοβιετικής

Ένωσης και της τεράστιας ζώνης επιρροής της κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα,

καθώς για τους δύο παγκόσμιους πολέμους που προηγήθηκαν. Εξάλλου, όπως

σημειώνει ο ιστορικός Paul Kennedy, οι εν λόγω διαμάχες ήταν αγώνες για τις

«περιφερειακές» περιοχές του Mackinder, οι οποίες ξεκινούν από την Ανατολική

Ευρώπη έως τα Ιμαλάια και παραπέρα. Επιπλέον, η στρατηγική αναχαίτισης

(containment) του Ψυχρού Πολέμου, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε βάσεις του

περιφερειακού δακτυλίου (rimland bases) κατά μήκος της ευρύτερης Μέσης Ανατολής

και του Ινδικού Ωκεανού. Πράγματι, η προβολή ισχύος των Η.Π.Α. στο Αφγανιστάν

και το Ιράκ και οι σημερινές εντάσεις με την Ρωσία για την πολιτική μοίρα της

Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου ενισχύουν την άποψη του Mackinder. Στην

τελευταία παράγραφο του άρθρου του, ο Mackinder εγείρει ακόμη το ζήτημα της

απειλής των κατακτήσεων του «Άξονα» από τους Κινέζους, το οποίο θα καθιστούσε

την Κίνα την κυρίαρχη γεωπολιτική δύναμη. Δείτε πώς οι Κινέζοι μετανάστες

αξιώνουν δημογραφικά μέρη της Σιβηρίας, καθώς ο πολιτικός έλεγχος της Ρωσίας

στα ανατολικά σύνορά της δυσχεραίνεται. Και πάλι ο Mackinder φαίνεται να έχει

δίκιο.

Η σοφία του γεωγραφικού ντετερμινισμού επιβίωσε έναν ολόκληρο χαοτικό αιώνα,

επειδή αναγνωρίζει ότι οι βαθύτερες διαμάχες της ανθρωπότητας δεν διεξάγονται

προς χάριν ιδεολογιών αλλά για τον έλεγχο επί μιας εδαφικής επικράτειας, κυρίως

της «Κεντρικής Γης» (Heartland) και των αναχωματικών δακτυλίων (rimlands) της

Ευρασίας. Φυσικά, έχουν και οι ιδεολογίες σημασία και επεκτείνονται γεωγραφικά.

Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχει μία ορισμένη γεωγραφική λογική ως προς το πού θα ανθίσουν

ορισμένες ιδεολογίες. Οι κομουνιστικές Ανατολική Ευρώπη, Μογγολία, Κίνα και

Βόρεια Κορέα ήταν περιοχές όμορες με την μεγάλη χερσαία δύναμη της Σοβιετικής

Ένωσης. Ο κλασσικός φασισμός ήταν κυρίως ευρωπαϊκό ζήτημα και ο

φιλελευθερισμός ρίζωσε βαθειά στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Μεγάλη Βρετανία,

δύο κυρίως νησιωτικά έθνη με θαλάσσια ισχύ. Ένας ντετερμινισμός αυτού του είδους,

εύκολα γίνεται μισητός, δύσκολα όμως παραβλέπεται.

Για να κατανοήσουμε πού θα μάς οδηγήσει η διαμάχη των ιδεολογιών, θα πρέπει να

αναθεωρήσουμε τον Mackinder στο πλαίσιο της εποχής μας. Εξάλλου, ο Mackinder

δεν μπορούσε να προβλέψει πώς οι παγκόσμιες αλλαγές μέσα σε έναν αιώνα θα

επαναπροσδιόριζαν και θα αύξαναν την σημασία της γεωγραφίας στον σημερινό

κόσμο. Ένας συγγραφέας ο οποίος το έπραξε ήταν ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου

του Yale Paul Bracken, ο οποίος εξέδωσε το 1999, το Fire in the East (Πυρά στην Ανατολή).

Ο Bracken σχεδιάζει έναν νοητικό χάρτη της Ευρασίας οριζόμενο από την σύμπτυξη

του χρόνου και του χώρου και την πλήρωση των κενών περιοχών. Η εν λόγω ιδέα τον

οδηγεί στην δήλωση της «χωρικής κρίσης». Στο παρελθόν, η αραιοκατοικημένη

γεωγραφική κατανομή λειτούργησε ως μηχανισμός ασφαλείας. Δεν υφίσταται όμως

πλέον κάτι τέτοιο, υποστηρίζει ο Bracken, διότι ο κενός χώρος εξαφανίζεται σταδιακά

και το «πεπερασμένο μέγεθος του πλανήτη» καθίσταται παράγοντας αστάθειας. Και

όπως έμαθα στο Κολλέγιο Στρατιωτικής Διοίκησης και Γενικού Επιτελείου των Η.Π.Α.

(U.S. Army’s Command and General Staff College) «η απομείωση του [χώρου] οδηγεί σε

μεγάλες αλλαγές».

Ένας παράγοντας που συρρικνώνει τον χάρτη της Ευρασίας είναι η τεχνολογία,

ειδικότερα οι στρατιωτικές εφαρμογές της και η αύξηση της ισχύος που συνεπάγεται

για τα κράτη. Στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, τα ασιατικά στρατεύματα ήταν κυρίως

ογκώδη βαριά στρατεύματα, κύριος στόχος των οποίων ήταν η εθνική συνοχή.

Εστίαζαν στο εσωτερικό τους. Καθώς όμως ο εθνικός πλούτος συσσωρευόταν και

εδραιωνόταν η τεχνολογική επανάσταση, τα ασιατικά στρατεύματα από την πλούσια

σε πετρέλαια Μέση Ανατολή έως τις σκληρές οικονομίες του Ειρηνικού, ανέπτυξαν

ισότιμα στρατιωτικο-πολιτικά μεταβιομηχανικά σύμπλοκα, με πυραύλους, οπτικές

ίνες και δορυφορικά τηλέφωνα. Τα ίδια κράτη έγιναν επίσης περισσότερο συνεκτικά

από γραφειοκρατική άποψη, επιτρέποντας στους στρατούς τους να εστιάζουν στο

εξωτερικό, προς άλλα κράτη. Η γεωγραφία στην Ευρασία, αντί για μέσο αποτροπής,

εξελίσσονταν σε μία φυλακή από την οποία δεν ήταν δυνατό να αποδράσει κανείς.

Τώρα, υφίσταται μία «αρραγής ζώνη κρατών» (unbroken belt of countries), κατά τα

λόγια του Bracken, από το Ισραήλ έως την Βόρεια Κορέα, η οποία κατασκευάζει

βαλλιστικούς πυραύλους και καταστροφικά οπλοστάσια. Ένας χάρτης της εμβέλειας

των πυραύλων των εν λόγω κρατών, παρουσιάζει μία σειρά αλληλεπικαλυπτόμενων

κύκλων: Όχι μόνο δεν είναι κανείς ασφαλής αλλά μία αλυσιδωτή αντίδραση τύπου

1914 που θα οδηγούσε σε έναν ευρύτερο πόλεμο γίνεται εύκολα αντιληπτή. «Η

εξάπλωση των πυραύλων και των όπλων μαζικής καταστροφής στην Ασία θυμίζει

την εξάπλωση των εξάσφαιρων στην παλαιά αμερικανική Δύση», γράφει ο Bracken -

ένας φθηνός, θανατηφόρος εξισωτής κρατών (deadly equalizer of states).

Ο έτερος παράγοντας που υποκινεί την εκδίκηση της γεωγραφίας είναι η αύξηση του

πληθυσμού (population growth), η οποία καθιστά τον χάρτη της Ευρασίας

περισσότερο κλειστοφοβικό. Την δεκαετία του '90, πολλοί διανοούμενοι

αντιμετώπισαν τον Thomas Malthus ως έναν υπερβολικά ντετερμινιστή στοχαστή

επειδή αντιμετώπισε την ανθρωπότητα ως είδος που αντιδρά στο φυσικό του

περιβάλλον και όχι ως ένα σώμα αυτόνομων ατόμων. Όσο όμως περνούν τα χρόνια

και οι τιμές των τροφίμων και της ενέργειας κυμαίνονται παγκοσμίως, ο Malthus

ανακτά τον σεβασμό που του αρμόζει. Εάν περιδιαβεί κανείς τις φτωχογειτονιές του

Καράτσι και της Γάζα, οι οποίες χωρίζουν πλήθη εξαγριωμένων λούμπεν πιστών

κυρίως νεαρών ανδρών- μπορεί κανείς εύκολα να προβλέψει ότι οι διαμάχες για τους

δυσεύρετους πόρους που προέβλεψε ο Malthus είναι αναμενόμενες. Έχοντας καλύψει

την Μέση Ανατολή για τρεις δεκαετίες, την είδα να εξελίσσεται από μία σε μεγάλο

βαθμό αγροτική κοινωνία σε ένα βασίλειο πολυπληθέστατων μεγαλουπόλεων. Τα

επόμενα 20 χρόνια, ο αραβικός πληθυσμός παγκοσμίως σχεδόν θα διπλασιαστεί ενώ

οι προμήθειες σε υπόγεια ύδατα θα μειωθούν.

Μία Ευρασία αχανών αστικών περιοχών, οι οποίες αλληλεπικαλύπτονται σε

πυραυλικές εμβέλειες και εντυπωσιακά μέσα μαζικής επικοινωνίας θα είναι μία

Ευρασία διαρκώς εξαγριούμενων μαζών που θα βομβαρδίζονται με φήμες

διαδιδόμενες με την ταχύτητα του φωτός από την μία τριτοκοσμική μεγαλούπολη

στην άλλη. Συνεπώς, εκτός από τον Malthus, θα ακούσουμε ακόμη να μιλούν πολύ

για τον Elias Canetti, τον φιλόσοφο του 20ου αιώνα περί ψυχολογίας του πλήθους: το

φαινόμενο μιας μάζας ανθρώπων, οι οποίοι εγκαταλείπουν την ατομικότητά τους

προς χάριν ενός μεθυστικού συλλογικού συμβόλου. Στις πόλεις της Ευρασίας είναι

κυρίως που θα έχει τον μεγαλύτερο γεωπολιτικό αντίκτυπο η ψυχολογία της μάζας.

Αλίμονο, οι ιδεολογίες όντως μετρούν. Και είναι αυτή η ίδια η γεωγραφική

συμπύκνωση που θα παράσχει το βέλτιστο έδαφος για να αναπτυχθούν επικίνδυνες

ιδεολογίες και δίαυλοι για να εξαπλωθούν.

Όλα τα ανωτέρω απαιτούν μεγάλη αναθεώρηση των θεωριών του Mackinder για την

γεωπολιτική. Διότι καθώς ο χάρτης της Ευρασίας συρρικνώνεται και γέμει

πληθυσμών, δεν αφανίζει μόνο τις τεχνητές περιφέρειες για την μελέτη των

περιοχών, εξαλείφει και την διάκριση της Ευρασίας του Mackinder σε έναν

συγκεκριμένο «Άξονα» και όμορες «περιφερειακές» ζώνες. Η στρατιωτική βοήθεια

από την Κίνα και την Βόρεια Κορέα προς το Ιράν μπορεί να προκαλέσει το Ισραήλ να

δράσει στρατιωτικά. Η αμερικανική αεροπορία μπορεί να επιτεθεί στο μεσόγειο

Αφγανιστάν από το Ντιέγκο Γκαρσία, ένα νησί στο μέσο του Ινδικού Ωκεανού. Το

ναυτικό της Κίνας και της Ινδίας μπορεί να προβάλει την ισχύ του από τον Κόλπο του

Άντεν στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, δηλαδή έξω από τις περιφέρειες των ιδίων

των κρατών, σε ολόκληρο τον αναχωματικό δακτύλιο. Εν ολίγοις, αντίθετα με τον

Mackinder, η Ευρασία έχει αναδιαμορφωθεί σε ένα οργανικό όλον.

Το νέο αδιαίρετο σύνολο του χάρτη γίνεται εύκολα αντιληπτό στα όρια του Πακιστάν,

στο Γκουαντάρ. Εκεί, στον Ινδικό Ωκεανό, κοντά στα σύνορα με το Ιράν, οι Κινέζοι

έχουν κατασκευάσει ένα ολοκαίνουριο λιμάνι βαθέων υδάτων. Οι τιμές γης

αυξάνονται ραγδαία και όλοι αναφέρονται στο ήσυχο ψαροχώρι ως το νέο Ντουμπάι,

το οποίο μπορεί κάποτε να συνδέει πόλεις της Κεντρικής Ασίας με τους ταχύτατα

αναπτυσσόμενους μεσοαστικούς τόπους ευδαιμονίας της Ινδίας και της Κίνας, μέσω

αγωγών, γιγαντιαίων δεξαμενόπλοιων και των Στενών της Μαλάκκα. Οι Κινέζοι

έχουν εξίσου σχέδια για την ανάπτυξη άλλων λιμανιών του Ινδικού Ωκεανού για την

μεταφορά πετρελαίου μέσω αγωγών απευθείας στην δυτική και την κεντρική Κίνα,

την στιγμή που πιθανόν να κατασκευαστεί ένα κανάλι και μία χερσαία γέφυρα στον

Ισθμό του Κρα στην Ταϊλάνδη. Φοβούμενοι την υπεροχή των Κινέζων, οι Ινδοί

επεκτείνουν τα δικά τους στρατιωτικά λιμάνια και ενισχύουν τους δεσμούς τους τόσο

με το Ιράν όσο και με την Μπούρμα, όπου ο ανταγωνισμός Ινδών-Κινέζων θα είναι

άγριος.

Η επέκταση αυτή των συνδέσεων μετατρέπει την Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία,

τον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό σε ένα αχανές συνεχές, στο οποίο το στενό και

ευάλωτο Στενό της Μαλάκκα θα καταστεί το νέο Φαράγγι της Φούλντας του 21ου

αιώνα. Οι μοίρες της ισλαμικής Μέσης Ανατολής και της ισλαμικής Ινδονησίας

γίνονται αλληλένδετες. Είναι όμως οι γεωγραφικές συνδέσεις και όχι οι θρησκευτικές

που έχουν μεγαλύτερη σημασία.

Ο νέος αυτός χάρτης της Ευρασίας – περισσότερο στέρεος, περισσότερο

ολοκληρωμένος και περισσότερο πολυπληθής – θα είναι ακόμη λιγότερο σταθερός

από ό,τι θεωρούσε ο Mackinder. Στην θέση της Κεντρικής Γης και των περιφερειακών

ζωνών, οι οποίες συνεπάγονται διακριτότητα, θα έχουμε μία σειρά εσωτερικών και

εξωτερικών πυρήνων, οι οποίοι θα συγκεράζονται μέσω της πολιτικής των μαζών και

της από κοινού παράνοιας. Στην ουσία, μεγάλο μέρος της Ευρασίας θα καταλήξει

τελικά εξίσου κλειστοφοβικό με τα εδάφη του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, ενώ η

γεωγραφία θα ελέγχει τα πάντα μην αφήνοντας περιθώρια ελιγμών. Παρόλο που ο

Σιωνισμός καταδεικνύει την ισχύ της ιδεολογίας, η μάχη για τα εδάφη μεταξύ των

Ισραηλινών και των Παλαιστινίων αποτελεί περίπτωση υπέρτατου γεωγραφικού

ντετερμινισμού. Και αυτό είναι και το μέλλον της Ευρασίας.

Η δυνατότητα των κρατών να ελέγχουν τα γεγονότα θα φθίνει και σε ορισμένες

περιπτώσεις θα καταστραφεί. Τα τεχνητά σύνορα θα καταρρεύσουν και θα

καταστούν περισσότερο σχιζογενή, αφήνοντας μόνο τα ποτάμια, τις ερήμους, τα όρη

και άλλα πάγια στοιχεία της γεωγραφίας. Πράγματι, τα φυσικά χαρακτηριστικά του

τοπίου ίσως να αποτελούν τους μοναδικούς εναπομείναντες οδηγούς για την

κατανόηση του σχήματος των μελλοντικών διαμαχών. Όπως οι ρωγμές στον φλοιό

της Γης προκαλούν φυσική αστάθεια, έτσι υπάρχουν περιοχές στην Ευρασία, οι οποίες

είναι πιο επιρρεπείς σε διαμάχες από άλλες. Αυτές οι «ζώνες κατακερματισμού»

(shatter zones) απειλούν να εκραγούν προς τα μέσα ή προς τα έξω ή να διατηρήσουν

μία εύθραυστη ισορροπία. Και καθόλου παραδόξως βρίσκονται στον εσωτερικό

πυρήνα της Ευρασίας: την ευρύτερη Μέση Ανατολή, τον αχανή ενδιάμεσο σταθμό

μεταξύ του μεσογειακού κόσμου και της ινδικής υποηπείρου όπου καταγράφονται

όλες οι βασικότερες αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική ισχύος.

Ο εσωτερικός αυτός πυρήνας ήταν για τον Mackinder, η πλέον ασταθής περιφέρεια.

Και όμως, γράφοντας σε μία εποχή πριν από την ύπαρξη αγωγών πετρελαίου και

βαλλιστικών πυραύλων, θεώρησε αυτή την περιφέρεια ως εγγενώς ασταθή, με

γεωγραφικούς όρους, αλλά και ως δευτερεύουσας ανησυχίας. Ένας αιώνας

τεχνολογικών επιτευγμάτων και πληθυσμιακής έκρηξης, κατέστησε την ευρύτερη

Μέση Ανατολή εξίσου ασταθή, αλλά δραματικά μεγαλύτερης σημασίας. Είναι στις

πολλές ζώνες κατακερματισμού της ευρύτερης Μέσης Ανατολής που η Ευρασία

κινδυνεύει σήμερα περισσότερο να καταρρεύσει.

Η ινδική υποήπειρος αποτελεί μία τέτοια ζώνη κατακερματισμού. Ορίζεται στις

χερσαίες πλευρές της από τα αδρά γεωγραφικά σύνορα των Ιμαλαΐων προς τον

Βορρά, την ζούγκλα της Μπούρμα ανατολικά και τα σχετικά ηπιότερα σύνορα του

Ινδού Ποταμού δυτικά. Πράγματι, το δυτικό σύνορο αποτελείται από τρία μέρη: τον

Ινδό Ποταμό, τους απότομους γκρεμούς και τα φαράγγια που οδηγούν βορειότερα

στην άγονη χέρσα γη της Κεντρικής Ασίας, έδρα των φυλών Παστούν και τελικά,

στους γρανιτένιους χιονισμένους ορεινούς όγκους του Χίντου Κους, που διατέμνουν

το Αφγανιστάν. Επειδή τα εν λόγω γεωγραφικά εμπόδια δεν συμβαδίζουν με τα

νομικά σύνορα και επειδή σχεδόν καμία από τις γειτονικές χώρες της Ινδίας δεν

αποτελεί λειτουργικό κράτος, η υφιστάμενη πολιτική οργάνωση της υποηπείρου δεν

θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Το παραπάνω είναι έκδηλο εάν ακολουθήσει

κανείς τα χερσαία αυτά σύνορα, από τα οποία τα πλέον αδύναμα, από την εμπειρία

μου, είναι τα επίσημα – απλώς ένα σύνολο τραπεζιών όπου ιδιόρρυθμοι

γραφειοκράτες επιθεωρούν αποσκευές. Κυρίως στα δυτικά, το μόνο σύνορο που θα

έπρεπε να ονομάζεται σύνορο είναι το Χίντου Κους, κάτι που με ώθησε να

συλλογιστώ ότι στις μέρες μας, η φαινομενική τάξη στο Πακιστάν και το

νοτιοανατολικό Αφγανιστάν θα μπορούσε να ξεφτίσει και να επιστρέψει, ουσιαστικά,

στο ασαφές φυσικό περιβάλλον της ευρύτερης Ινδίας.

Στο Νεπάλ, η Κυβέρνηση ελάχιστα ελέγχει την επαρχία της όπου ζει το 85 τοις εκατό

του πληθυσμού του. Παρά την αίγλη που κληροδότησαν τα Ιμαλάια, σχεδόν το ήμισυ

του πληθυσμού του Νεπάλ ζει στα νοτερά με υγρασία πεδινά κατά μήκος των σχεδόν

αφύλακτων συνόρων με την Ινδία. Διερχόμενος από αυτήν την περιοχή δεν είναι

εύκολο να την διακρίνει κανείς από την Κοιλάδα του Γάγγη. Εάν οι Μαοϊστές, οι

οποίοι κυβερνούν το Νεπάλ σήμερα δεν μπορέσουν να αυξήσουν τις ικανότητες του

κράτους, το ίδιο το κράτος μπορεί να διαλυθεί.

Το ίδιο ισχύει και για το Μπαγκλαντές. Ακόμη περισσότερο από το Νεπάλ, δεν

διαθέτει την γεωγραφική άμυνα να επιβληθεί ως κράτος. Η θέα από το παράθυρό

μου, κατά την διάρκεια ενός πρόσφατου ταξιδιού με το λεωφορείο ήταν ενός συνεχούς

επίπεδου υδάτινου τοπίου ορυζώνων και λόγγων και στις δύο πλευρές της γραμμής με

την Ινδία. Τα συνοριακά φυλάκια ήταν αποδιοργανωμένα και ετοιμόρροπα. Το

τεχνητό αυτό κομμάτι γης της ινδικής υποηπείρου θα μπορούσε να μεταμορφωθεί

ξανά, εν μέσω των βίαιων δυνάμεων της περιφερειακής πολιτικής, του

μουσουλμανικού εξτρεμισμού και της ίδιας της φύσης.

Όπως στο Πακιστάν, καμία κυβέρνηση του Μπαγκλαντές, στρατιωτική ή πολιτική,

δεν μπόρεσε ποτέ να λειτουργήσει έστω και σε ελάχιστο βαθμό καλά. Εκατομμύρια

προσφύγων του Μπαγκλαντές έχουν ήδη περάσει παράνομα τα σύνορα προς την

Ινδία. Με πληθυσμό 150 εκατομμυρίων - μεγαλύτερο από της Ρωσίας- να στοιβάζεται

σε μηδενικό υψόμετρο, το Μπαγκλαντές είναι ευπαθές και στην παραμικρή κλιματική

αλλαγή, για να μην αναφέρουμε τις κλιματικές αλλαγές της υπερθέρμανσης του

πλανήτη. Μόνο εξαιτίας της γεωγραφίας του, δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων στο

Μπαγκλαντές θα μπορούσαν να πλημμυρίσουν με θαλασσινό νερό, το οποίο θα

απαιτούσε γιγαντιαία ανθρωπιστική βοήθεια. Σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε

να καταρρεύσει το ίδιο το κράτος.

Φυσικά, ο χειρότερος εφιάλτης για την υποήπειρο είναι το Πακιστάν, η δυσλειτουργία

του οποίου απορρέει άμεσα από την παντελή έλλειψη γεωγραφικής λογικής. Ο Ινδός

θα έπρεπε να είναι ένα σύνορο, όμως το Πακιστάν εκτείνεται κατά μήκος των δύο

οχθών του, όπως ακριβώς η γόνιμη και εύφορη πεδιάδα του Παντζάμπ διχοτομείται

από τα σύνορα Ινδίας - Πακιστάν. Μόνο η έρημος Θαρ και οι βάλτοι στο νότο δρουν

ως φυσικά σύνορα μεταξύ Πακιστάν και Ινδίας. Και παρόλο που αποτελούν

ανυπέρβλητα σύνορα, δεν επαρκούν για να οριοθετήσουν διακριτές, με γεωγραφικούς

όρους, εθνοτικές ομάδες – Παντζάμπ, Σίνδοι, Μπαλούχοι και Παστούν για τους

οποίους το Ισλάμ δεν ήταν αρκετό για να δεθούν μεταξύ τους. Όλες οι υπόλοιπες

ομάδες του Πακιστάν μισούν τους Παντζάμπι και τον στρατό που αυτοί ελέγχουν,

όπως οι ομάδες της πρώην Γιουγκοσλαβίας μισούσαν τους Σέρβους και τον στρατό

που ήλεγχαν. Ο λόγος ύπαρξης του Πακιστάν είναι ότι παρέχει υποθετικά μία

πατρίδα για τους υποηπειροτικούς Μουσουλμάνους, αλλά 154 εκατομμύρια από

αυτούς, σχεδόν ο ίδιος αριθμός με το σύνολο του πληθυσμού του Πακιστάν, ζουν πέρα

από τα σύνορα στην Ινδία.

Δυτικά, οι γκρεμοί και τα φαράγγια της Επαρχίας των βορειοδυτικών συνόρων του

Πακιστάν, που συνορεύει με το Αφγανιστάν είναι εξαιρετικά διάτρητα. Όσες φορές

πέρασα τα σύνορα Πακιστάν - Αφγανιστάν ήταν παρανόμως. Ουσιαστικά, οι δύο

χώρες δεν χωρίζονται. Και από τις δύο πλευρές ζουν οι Παστούν. Η ευρεία εδαφική

ζώνη μεταξύ των ορέων του Χίντου Κους και του Ινδού Ποταμού συνιστά στην

πραγματικότητα το Παστουνιστάν, μία οντότητα που απειλεί να δημιουργηθεί εάν

διαλυόταν το Πακιστάν. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε με την σειρά του στην διάλυση του

Αφγανιστάν.

Οι Ταλιμπάν αποτελούν απλώς την πιο πρόσφατη ενσάρκωση του εθνικισμού των

Παστούν. Πράγματι, το μεγαλύτερο μέρος της διαμάχης στο Αφγανιστάν συμβαίνει

στο Παστουνιστάν: το νότιο και το ανατολικό Αφγανιστάν και οι περιοχές των φυλών

του Πακιστάν. Το βόρειο μέρος του Αφγανιστάν, πέρα από το Χιντου Κους έχει

γνωρίζει λιγότερες διαμάχες και βρίσκεται εν τω μέσω ανακατασκευής και

σφυρηλάτησης στενότερων δεσμών με τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της

Κεντρικής Ασίας, στις οποίες κατοικούν οι ίδιες εθνοτικές ομάδες που κατοικούν και

στο βόρειο Αφγανιστάν. Εδώ βρίσκεται ο υπέρτατος κόσμος του Mackinder, των ορέων

και των ανθρώπων, όπου τα γεγονότα της γεωγραφίας επιβεβαιώνονται καθημερινά,

προς μεγάλη δυσαρέσκεια των δυνάμεων που καθοδηγούνται από τις Η.Π.Α. αλλά

και της Ινδίας, η μοίρα της οποίας και τα σύνορα είναι όμηροι των παιγνίων που

πραγματοποιούνται κοντά στο, ύψους 20.000 ποδών, τείχος του Χίντου Κους.

Μία ακόμη ζώνη κατακερματισμού είναι η Αραβική Χερσόνησος. Η αχανής έκταση

που ελέγχεται από την σαουδική βασιλική οικογένεια είναι συνώνυμη της Αραβίας,

όπως η Ινδία είναι συνώνυμη με την υποήπειρο. Ενώ όμως η Ινδία είναι

πυκνοκατοικημένη από άκρου εις άκρον, η Σαουδική Αραβία συνιστά ένα

γεωγραφικά συγκεχυμένο δίκτυο οάσεων που χωρίζονται από χαώδεις άνυδρες

εκτάσεις γης. Οι οδικές αρτηρίες και οι εγχώριες εναέριες συνδέσεις είναι ζωτικής

σημασίας για την συνοχή της Σαουδικής Αραβίας. Παρόλο που η Ινδία βασίζεται στην

ιδέα της δημοκρατίας και του θρησκευτικού πλουραλισμού, η Σαουδική Αραβία

βασίζεται στην πίστη σε μια διευρυμένη οικογένεια. Ενώ όμως η Ινδία, κατ' ουσίαν,

περιβάλλεται από προβληματική γεωγραφία και δυσλειτουργικά κράτη, τα σύνορα

της Σαουδικής Αραβίας χάνονται σε ακίνδυνες ερήμους στο Βορρά και

προστατεύονται από σθεναρά, καλώς διοικούμενα, αυτάρκη σεϊχάτα στα ανατολικά

και τα νοτιοανατολικά.

Εκεί όπου η Σαουδική Αραβία είναι πραγματικά τρωτή και όπου είναι περισσότερο

έντονη η ζώνη κατακερματισμού της Αραβίας, είναι στην πυκνοκατοικημένη Υεμένη

του Νότου. Παρόλο που καταλαμβάνει μόνο το ένα τέταρτο του εδάφους της

Σαουδικής Αραβίας, ο πληθυσμός της Υεμένης είναι σχεδόν ίσος. Συνεπώς, ο

σημαντικότερος δημογραφικά πυρήνας της Αραβικής Χερσονήσου είναι

στριμωγμένος στην βραχώδη νοτιοδυτική της πλευρά, όπου εκτεταμένα βασαλτικά

οροπέδια, τα οποία ορθώνονται σαν κάστρα στην άμμο και ηφαιστειακά στενώματα,

αγκαλιάζουν ένα δίκτυο οάσεων πυκνοκατοικημένων από την αρχαιότητα. Επειδή οι

Τούρκοι και οι Βρετανοί δεν ήλεγξαν ποτέ πραγματικά την Υεμένη, δεν άφησαν πίσω

τους τους ισχυρούς γραφειοκρατικούς θεσμούς που κληρονόμησαν άλλες πρώην

αποικίες.

Όταν ταξίδεψα στα σύνορα Σουδικής Αραβίας – Υεμένης πριν από κάποια χρόνια,

ήταν γεμάτα ημιφορτηγά με νεαρούς ένοπλους άνδρες, πιστούς σε κάποιον σεΐχη,

ενώ η παρουσία της υεμενικής κυβέρνησης ήταν αμελητέα. Πλίθινες πολεμίστρες

έκρυβαν τα στρατόπεδα των επαναστατών σεΐχηδων, ορισμένοι από τους οποίους

είχαν το δικό τους πυροβολικό. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των πυροβόλων όπλων

της Υεμένης ποικίλλουν, οποιοσδήποτε όμως Υεμένιος επιθυμεί ένα όπλο, το βρίσκει

εύκολα. Εντωμεταξύ, οι προμήθειες σε υπόγεια ύδατα δεν θα αντέξουν για

περισσότερες από μία ή δύο γενιές.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που μου είπε ένας ειδικός του αμερικανικού στρατού, στην

πρωτεύουσα, την Σαναά: «Η τρομοκρατία είναι επιχειρηματική δραστηριότητα και

στην Υεμένη υπάρχουν περισσότεροι από 20 εκατομμύρια επιθετικοί, με

επιχειρηματικό μυαλό και καλά οπλισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι εργάζονται πολύ

σκληρά σε σχέση με τους διπλανούς τους Σαουδάραβες. Αυτό είναι το μέλλον και

τρομοκρατεί εξαιρετικά την κυβέρνηση στο Ρυάντ". Το μέλλον της Υεμένης με την

πληθώρα φυλών θα συντελέσει αποφασιστικά στον καθορισμό του μέλλοντος της

Σαουδικής Αραβίας. Και είναι η γεωγραφία και όχι οι ιδεολογίες που σχετίζονται

άμεσα με αυτό.

Η Εύφορη Ημισέληνος που εκτείνεται μεταξύ της Μεσογείου και του οροπεδίου του

Ιράν, συνιστά μία ακόμη ζώνη κατακερματισμού. Οι χώρες της περιοχής αυτής –

Ιορδανία, Λίβανος, Συρία και Ιράκ – αποτελούν ασαφείς γεωγραφικές εκφράσεις άνευ

μεγάλης σημασίας πριν από τον 20ο αιώνα. Όταν αφαιρεθούν τα πολιτικά σύνορα

από τον χάρτη, αυτό που μένει είναι μία ανεπεξέργαστη δακτυλογραφία σουνιτικών

και σιιτικών ομάδων που δεν συνάδουν με τα εθνικά σύνορα. Εντός αυτών των

συνόρων, οι κυβερνητικές αρχές του Λιβάνου και του Ιράκ, μόλις που υφίστανται. Η

μία στην Συρία είναι τυραννική με ασταθή θεμέλια· η άλλη στην Ιορδανία είναι

ορθολογική αλλά υπό διακριτική πολιορκία. (ο βασικός λόγος ύπαρξης της Ιορδανίας

είναι να δρα ως ενδιάμεσο κράτος για τα υπόλοιπα αραβικά καθεστώτα εξαιτίας του

φόβου των κοινών συνόρων με το Ισραήλ). Πράγματι, η Ανατολική Μεσόγειος

χαρακτηρίζεται από κουρασμένα απολυταρχικά καθεστώτα και αναποτελεσματικές

δημοκρατίες.

Από όλα τα γεωγραφικώς παράλογα κράτη της Εύφορης Ημισελήνου κανένα δεν

είναι πιο παράλογο από το Ιράκ. Η Τυραννία του Σαντάμ Χουσεΐν, μακράν η

χειρότερη του αραβικού κόσμου, καθοριζόταν η ίδια από γεωγραφικά κριτήρια: κάθε

Ιρακινός δικτάτορας από το πρώτο κιόλας στρατιωτικό πραξικόπημα του 1958, έπρεπε

να είναι πιο αυταρχικός από τον προηγούμενο, ούτως ώστε να διατηρηθεί η ενότητα

μιας χώρας άνευ φυσικών συνόρων που έβραζε από εθνικές και διασπαστικές

συνειδήσεις. Τα όρη που διακρίνουν το Κουρδιστάν από το υπόλοιπο Ιράκ και ο

διαχωρισμός της πεδιάδας της Μεσοποταμίας μεταξύ των Σουνιτών στο κέντρο και

των Σιιτών στα νότια, ίσως να αποδειχθεί περισσότερο καίριος για την σταθερότητα

του Ιράκ από ότι η λαχτάρα για την ιδέα της δημοκρατίας. Εάν η δημοκρατία δεν

εδραιώσει τάχιστα ισχυρά θεσμικά θεμέλια, η γεωγραφία του Ιράκ πιθανόν να την

οδηγήσει ξανά πίσω στην τυραννία ή την αναρχία.

Παρά, όμως την πρόσφατη εστίαση στο Ιράκ, η γεωγραφία και η ιστορία μάς

διαμηνύουν ότι η Συρία θα βρίσκεται στο πραγματικό επίκεντρο των μελλοντικών

αναταραχών του αραβικού κόσμου. Το Αλέππο (Χαλέπι) στα βόρεια της Συρίας είναι

μια πόλη αγορά με μεγαλύτερους ιστορικά δεσμούς με την Μοσούλη, την Βαγδάτη

και την Ανατολία από ότι με την Δαμασκό. Κάθε φορά που στην Δαμασκό η

κατάσταση ήταν αρνητική με την άνοδο της Βαγδάτης στην ανατολή, το Χαλέπι

ανακτούσε την μεγαλοσύνη του. Περιδιαβαίνοντας τα σουκ του Χαλεπίου, εύκολα

κατανοεί κανείς πόσο μακρινή και άσχετη φαντάζει η Δαμασκός: τα παζάρια

κυριαρχούνται από Κούρδους, Τούρκους, Κιρκάσιους, Άραβες Χριστιανούς, Αρμένιους

και άλλους, σε αντίθεση με τα σουκ της Δαμασκού, τα οποία ήταν ο κόσμος των

Σουνιτών Αράβων. Όπως στο Πακιστάν και την πρώην Γιουγκοσλαβία, κάθε αίρεση

και θρησκεία στην Συρία έχει την δική της τοποθεσία. Μεταξύ του Χαλεπίου και της

Δαμασκού βρίσκεται η καρδιά των αυξανόμενων Ισλαμιστών Σουνιτών. Μεταξύ της

Δαμασκού και των συνόρων της Ιορδανίας είναι οι Δρούζοι και στο ορεινό οχυρό

γειτνιάζουν με το Λίβανο οι Αλαουίτες – απομεινάρια ενός κύματος Σιιτών από την

Περσία και την Μεσοποταμία που σάρωσαν την Συρία πριν από χίλια χρόνια.

Οι εκλογές στη Συρία το 1947, το 1949 και το 1954 επέτειναν τους διαχωρισμούς αυτούς

πολώνοντας την ψήφο ανάμεσα στις αιρέσεις. Ο αείμνηστος Hafez al-Assad ήρθε στην

εξουσία το 1970 μετά από 21 αλλαγές στην κυβέρνηση μέσα σε 24 χρόνια. Επί τρεις

δεκαετίες ήταν ο Leonid Brezhnev του αραβικού κόσμου, εμποδίζοντας το μέλλον, μην

δυνάμενος να οικοδομήσει μία κοινωνία των πολιτών στη χώρα. Ο γιος του Bashar θα

πρέπει να ανοίξει τελικά το πολιτικό σύστημα, τουλάχιστον για να συμβαδίζει με μία

δυναμικά μεταβαλλόμενη κοινωνία οπλισμένη με δορυφορικές κεραίες και Διαδίκτυο.

Κανείς όμως δεν γνωρίζει πόσο σταθερή μπορεί να είναι η μετα-απολυταρχική Συρία.

Οι διαμορφωτές της πολιτικής θα πρέπει να φοβούνται τα χειρότερα. Ωστόσο, η μετά

Ασσάντ Συρία ίσως να έχει καλύτερη εξέλιξη από το μετά Σαντάμ Ιράκ, ακριβώς

επειδή η τυραννία της δεν ήταν τόσο αυστηρή. Πράγματι, ταξιδεύοντας από το Ιράκ

του Σαντάμ στην Συρία του Ασσάντ ήταν σαν να μπορούσε κανείς πλέον να

αναπνεύσει ελεύθερα.

Επιπρόσθετα της αδυναμίας του να επιλύσει το ζήτημα της πολιτικής νομιμότητας, ο

αραβικός κόσμος αδυνατεί να διασφαλίσει το περιβάλλον του. Οι λαοί των οροπεδίων

της Τουρκίας θα κατακτήσουν τους Άραβες τον 21ο αιώνα επειδή οι Τούρκοι έχουν

ύδατα ενώ οι Άραβες όχι. Πράγματι, για να αναπτύξει το δικό του απελπιστικά πτωχό

νοτιοανατολικό μέρος και κατά συνέπεια να καταστείλει τις αυτονομιστικές τάσεις

των Κούρδων, η Τουρκία θα χρειαστεί να εκτρέψει ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του

Ευφράτη από την Συρία και το Ιράκ. Καθώς η Μέση Ανατολή μετατρέπεται σε

βασίλειο άνυδρων αστικών περιοχών, η αξία των υδάτων θα αυξηθεί σε σχέση με το

πετρέλαιο. Ως εκ τούτου, οι χώρες που διαθέτουν ύδατα, θα διατηρούν την

δυνατότητα, και συνεπώς την ισχύ, να εκβιάζουν όσες δεν διαθέτουν. Τα ύδατα θα

εξισωθούν με την πυρηνική ενέργεια, και συνεπώς οι εγκαταστάσεις αφαλάτωσης και

παραγωγής ενέργειας διπλής χρήσης θα αποτελούν τους πρωταρχικούς στόχους των

πυραύλων σε μελλοντικούς πολέμους. Όχι μόνο στη Δυτική Όχθη, αλλά και παντού

όπου δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια ελιγμών.

Η τελευταία ζώνη κατακερματισμού (shatter zone) είναι ο περσικός πυρήνας, που

εκτείνεται από την Κασπία Θάλασσα στα βόρεια του Ιράν έως τον Περσικό Κόλπο στο

Νότο. Ουσιαστικά το σύνολο των πετρελαίων και του φυσικού αερίου της ευρύτερης

Μέσης Ανατολής βρίσκεται σε αυτή την περιοχή. Όπως οι θαλάσσιες οδοί εκτείνονται

ακτινωτά από τον Περσικό Κόλπο, οι αγωγοί εκτείνονται αυξητικά από την περιοχή

της Κασπίας προς την Μεσόγειο, την Μαύρη Θάλασσα, την Κίνα και τον Ινδικό

Ωκεανό. Η μοναδική χώρα που συνορεύει και με τις δύο περιοχές παραγωγής

ενέργειας είναι το Ιράν, όπως σημειώνουν οι Geoffrey Kemp και Robert E. Harkavy, στο

Strategic Geography and the Changing Middle East (Στρατηγική Γεωγραφία και Αλλαγές

στη Μέση Ανατολή). Ο Περσικός Κόλπος κατέχει το 55% των παγκόσμιων

αποθεμάτων πετρελαίου και το Ιράν υπερισχύει σε ολόκληρο τον Κόλπο, από το Σατ

αλ-Άραμπ στα ιρακινά σύνορα έως το Στενό του Ορμούζ νοτιοανατολικά – δηλαδή

μία ακτογραμμή 1.317 ναυτικών μιλίων, χάρις στους πολλούς κόλπους, τους

κολπίσκους, τους όρμους και τα νησιά που παρέχουν πολλά εξαιρετικά μέρη για την

απόκρυψη ταχύπλοων που εμβολίζουν πετρελαιοφόρα.

Δεν είναι τυχαίο ότι το Ιράν αποτελούσε την πρώτη υπερδύναμη του αρχαίου κόσμου.

Υπήρχε μια ορισμένη γεωγραφική λογική σ' αυτό. Το Ιράν είναι ο παγκόσμιος

σύνδεσμος της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, καθώς συγκεράζει όλους τους

εξωτερικούς πυρήνες. Τα σύνορά του ακολουθούν ομαλά το φυσικό περίγραμμα του

τοπίου – οροπέδια στα δυτικά, όρη και θάλασσες νότια και βόρεια και έρημος, η οποία

εκτείνεται προς το Αφγανιστάν. Για τον λόγο αυτό, το Ιράν έχει μία αξιοσημείωτη

ιστορία ως έθνος-κράτος και αστικός πολιτισμός σε σχέση με τον υπόλοιπο αραβικό

κόσμο και τα υπόλοιπα εδάφη της Εύφορης Ημισελήνου. Αντίθετα με τις γεωγραφικά

παράλογες χώρες, της παρακείμενης περιοχής, τίποτα δεν είναι τεχνητό στο Ιράν. Και

είναι φυσικές οι προσπάθειες προσέγγισης της Ινδίας και της Κίνας, οι ναυτικές

δυνάμεις των οποίων θα κατακτήσουν τελικά τις θαλάσσιες οδούς της Ευρασίας τον

21ο αιώνα.

Από όλες τις ζώνες κατακερματισμού της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, ο ιρανικός

πυρήνας είναι μοναδικός: η αστάθεια που θα προκαλέσει το Ιράν δεν θα προέλθει

από δική του ενδόρρηξη, αλλά από ένα ισχυρό, συνεκτικό στο εσωτερικό του ιρανικό

έθνος, το οποίο θα εκραγεί προς τα έξω, από μία φυσική γεωγραφική βάση για να

κατακερματίσει την γύρω περιοχή. Η ασφάλεια που παρέχεται στο Ιράν από τα

φυσικά του σύνορα έχει ιστορικά αποτελέσει μία ισχυρή δύναμη προβολής ισχύος. Το

παρόν δεν διαφέρει. Μέσα από την ασυμβίβαστη ιδεολογία και τις οξύνοες υπηρεσίες

πληροφοριών του, το Ιράν συνιστά μια αντισυμβατική, μεταμοντέρνα αυτοκρατορία

υποκρατικών οντοτήτων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή: η Χαμάς στην Παλαιστίνη, η

Χεζμπολά στο Λίβανο και το κίνημα των Σαντριστών στο νότιο Ιράκ. Εάν η

γεωγραφική λογική της ιρανικής επέκτασης ακούγεται μυστηριωδώς παρόμοια με

εκείνη της ρωσικής επέκτασης του Mackinder, είναι πράγματι.

Η γεωγραφία του Ιράν σήμερα, όπως εκείνη της Ρωσίας τότε, καθορίζει την πλέον

ρεαλιστική στρατηγική για την διασφάλιση αυτής της ζώνης κατακερματισμού:

αναχαίτιση. Όπως και στη Ρωσία, ο στόχος της αναχαίτισης του Ιράν θα πρέπει να

είναι η επιβολή πιέσεων στο αντιφατικό, μη δημοφιλές θεοκρατικό καθεστώς της

Τεχεράνης, πιέσεων οι οποίες θα επιφέρουν τελικά την αλλαγή από το εσωτερικό. Η

μάχη για την Ευρασία έχει πολλά αλληλεμπλεκόμενα μέτωπα. Το βασικό όμως είναι

για την καρδιά και τον νου των Ιρανών, όπως συνέβη και για τους Ανατολικούς

Ευρωπαίους κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Το Ιράν είναι η πατρίδα ενός

από τους πλέον εξελιγμένους πληθυσμούς παγκοσμίως και ταξιδεύοντας εκεί,

συναντά κανείς λιγότερο αντιαμερικανισμό και αντισημιτισμό από ότι στην Αίγυπτο.

Εκεί είναι που η μάχη των ιδεολογιών συναντά τις επιταγές της γεωγραφίας.

Στην μάχη του αιώνα μας για την Ευρασία, όπως και του προηγούμενου αιώνα, το

αξίωμα του Mackinder είναι αληθές: ο άνθρωπος εισηγείται, η φύση όμως ελέγχει. Η

φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και ο ατομισμός του Isaiah Berlin δεν

εγκαταλείπονται, γίνεται όμως σαφές ότι οι εν λόγω ιδέες είναι σε μεγάλο βαθμό

μετρήσιμα μεγέθη και καθορίζονται από την γεωγραφία. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν και

είναι πιο δύσκολο να το αρνηθούμε τώρα, καθώς η συνεχιζόμενη ύφεση θα

προκαλέσει πιθανόν συστολή της παγκόσμιας οικονομίας για πρώτη φορά μετά από

έξι δεκαετίες. Όχι μόνο ο πλούτος, αλλά και η πολιτική και η κοινωνική τάξη θα

διαβρωθούν σε πολλά μέρη, αφήνοντας μόνο τα φυσικά σύνορα και τα ανθρώπινα

πάθη ως τους βασικούς κριτές του παλαιού ερωτήματος: Ποιος θα κατακτήσει ποιον;

Πιστέψαμε ότι η παγκοσμιοποίηση είχε ξεφορτωθεί αυτούς τους μουχλιασμένους

χάρτες του παλαιού κόσμου, τώρα όμως επιστρέφουν με εκδικητικές διαθέσεις.

Θα πρέπει όλοι να μάθουμε να σκεφτόμαστε όπως οι Βικτωριανοί. Και αυτό θα πρέπει

να καθοδηγεί και να ενημερώνει τον νεοανακαλυφθέντα ρεαλισμό μας. Οι

γεωγράφοι ντετερμινιστές θα πρέπει να καταλαμβάνουν την ίδια τιμητική θέση με

τους φιλελεύθερους ουμανιστές, συγχωνεύοντας έτσι τις αναλογίες του Βιετνάμ και

του Μονάχου. Ο ενστερνισμός των επιταγών και των περιορισμών της γεωγραφίας θα

είναι ιδιαίτερα σκληρός για τους Αμερικανούς, οι οποίοι αρέσκονται στην ιδέα ότι δεν

υφίσταται για αυτούς κανένας περιορισμός, φυσικός ή άλλος. Αρνούμενοι όμως τα

στοιχεία της γεωγραφίας μόνο καταστροφές μπορούν να προκύψουν, οι οποίες, με

την σειρά τους μάς καθιστούν θύματα της γεωγραφίας.

Και είναι καλύτερο, αντ’ αυτού, να μελετήσουμε σε βάθος τον χάρτη για να εξεύρουμε

μεγαλοφυείς τρόπους να αμβλύνουμε τους περιορισμούς που επιβάλλει, το οποίο θα

καταστήσει κάθε υποστήριξη φιλελεύθερων αρχών στον κόσμο περισσότερο

αποτελεσματική. Εν τω μέσω της εκδίκησης της γεωγραφίας, αυτή είναι η ουσία του

ρεαλισμού και η ουσία της σοφής διαμόρφωσης πολιτικής- να εργαζόμαστε κοντά στο

χείλος του εφικτού, χωρίς να πέφτουμε στον γκρεμό.

Ο Robert D. Kaplan είναι εθνικός ανταποκριτής για το The Atlantic και συνεργάτης στο

Κέντρο Νέας Αμερικανικής Ασφάλειας.

[1] Σ.τ. Επιμελητή: “Man and not nature initiates, but nature in large measure controls”.

[2] Σ.τ. Επιμελητή: Ομιλεί περί Ζωτικού Χώρου. Ακόμη ένα σημείο που αποδεικνύει ότι ο Mackinder μελέτησε καλά τον F. Ratzel και τον υιοθέτησε από μεθοδολογικής απόψεως.