JEAN TEULE - Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών

149

description

Φανταστείτε μια μικρή επιχείρηση που εδώ και δέκα γενιές πουλάει ό,τι χρειάζεστε για να... αυτοκτονήσετε. Καλώς ήρθατε στο "Μαγαζάκι των αυτοκτονιών" με σλόγκαν: "Αποτύχατε στη ζωή σας; Με εμάς θα έχετε έναν πετυχημένο θάνατο!"

Transcript of JEAN TEULE - Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών

Page 1: JEAN TEULE - Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών
Page 2: JEAN TEULE - Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών

Είναι ένα μαγαζάκι στο οποίο δεν μπαίνει ποτέ καμία ροζ και χαρούμενη αχτίδα. Το μοναδικό του

παράθυρο, στην είσοδο αριστερά, το φράζουν χάρτινα βουνά, ένας σωρός από χαρτονένια κουτιά. Ένας πί-νακας κρέμεται από το μάνταλο.

Στο ταβάνι, σωλήνες νέον φωτίζουν μια ηλικιωμένη γυναίκα που πλησιάζει ένα μωρό στο γκρι καροτσάκι του.

«Α, χαμογελάει!» Μια άλλη γυναίκα, πιο νέα -η έμπορος-, που κά-

θεται κοντά στο παράθυρο και απέναντι από το τα-μείο όπου κάνει τους λογαριασμούς της, εξανίσταται:

«Πώς είναι δυνατόν; Ο γιος μου χαμογελάει; Μπα, όχι, δε χαμογελάει. Θα πρέπει να είναι καμιά ζάρα στην άκρη του στόματος. Γιατί θα χαμογελούσε;»

Ύστερα ξαναπιάνει τους λογαριασμούς της, ενώ η ηλικιωμένη πελάτισσα βαδίζει γύρω από το παιδικό κα-ροτσάκι με τη σηκωμένη κουκούλα. Το μπαστούνι της την κάνει να φαίνεται -και να περπατάει- αδέξια. Κοιτά-ζοντας με τα νεκρικά μάτια της, σκοτεινά και παραπο-νιάρικα πίσω από το πέπλο του καταρράκτη, επιμένει:

«Κι όμως, θα 'λεγε κανείς πως χαμογελάει». «Εντύπωση θα μου έκανε. Κανένας από την οικο-

γένεια Τιβάς δεν έχει χαμογελάσει ποτέ!» διαμαρτύ-

7

Page 3: JEAN TEULE - Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών

ρεται η μητέρα του νεογέννητου, σκύβοντας πάνω από τον πάγκο για να βεβαιωθεί.

Σηκώνει το κεφάλι, τεντώνει το λεπτό λαιμό της και φωνάζει:

«Μισίμα! Έλα να δεις!» Μια καταπακτή ανοίγει, σαν στόμα, στο πάτωμα και

εμφανίζεται, σαν γλώσσα, ένα φαλακρό κρανίο. «Τι είναι; Τι συμβαίνει;» Ο Μισίμα Τιβάς βγαίνει από την καταπακτή κου-

βαλώντας ένα σακί τσιμέντο, που το ακουμπάει στο δάπεδο, ενώ η γυναίκα του του λέει:

«Η πελάτισσα ισχυρίζεται ότι ο Άλαν χαμογελάει». «Τι είναι αυτά που λες, Λουκρές;» Τινάζοντας τα μανίκια του για να φύγει η τσιμεντό-

σκονη, πλησιάζει με τη σειρά του το νεογέννητο, το κοιτάζει επίμονα με ύφος δύσπιστο και κάνει τη διά-γνωση:

«Σίγουρα έχει κολικούς. 'Οταν πονάει η κοιλιά τους, δημιουργούνται δίπλες στα χείλη τους, έτσι...» εξηγεί κουνώντας τα χέρια του οριζόντια, το ένα πάνω από το άλλο, μπροστά στο πρόσωπο του. «Καμιά φορά τις περ-νάμε για χαμόγελο, αλλά δεν είναι. Είναι γκριμάτσες».

Κατόπιν γλιστράει τα δάχτυλά του κάτω από την κου-κούλα του καροτσιού και ζητάει τη μαρτυρία της ηλι-κιωμένης.

«Κοιτάξτε. Αν σπρώξω τις άκρες των χειλιών προς το πιγούνι, δε χαμογελάει. Κάνει μούτρα, όπως ο αδελ-φός του και η αδελφή του τη στιγμή που γεννήθηκαν».

«Αφήστε τον», του ζητάει η πελάτισσα. Ο έμπορος υπακούει.

8

Page 4: JEAN TEULE - Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών

«Ορίστε! Το βλέπετε κι εσείς ότι χαμογελάει», ανα-φωνεί η ηλικιωμένη γυναίκα.

Ο Μισίμα Τιβάς σηκώνεται, φουσκώνει το στήθος και λέει εκνευρισμένος:

«Τι θα θέλατε να σας δώσουμε;» «Ένα σκοινί για να κρεμαστώ». «Είναι ψηλοτάβανο το σπίτι σας; Δεν ξέρετε; Ορί-

στε, πάρτε αυτό. Δύο μέτρα θα πρέπει να είναι αρκετά», συνεχίζει παίρνοντας από το ράφι ένα κανναβόσκοινο. «Η θηλιά είναι ήδη έτοιμη! Το μόνο που έχετε να κά-νετε είναι να την περάσετε γύρω απ' το λαιμό σας και να τη σφίξετε...»

Την ώρα που πληρώνει, η κυρία στρέφεται προς το καροτσάκι λέγοντας:

«Είναι βάλσαμο στην καρδιά το παιδικό χαμόγελο». «Καλά, καλά, εντάξει!» μουρμουρίζει ο Μισίμα.

«Άντε, πηγαίνετε σπίτι σας. Έχετε καλύτερα πράγ-ματα να κάνετε τώρα πια».

Η ηλικιωμένη και απελπισμένη γυναίκα φεύγει, με το σκοινί περασμένο στον ώμο, κάτω από ένα συννε-φιασμένο ουρανό. Ο έμπορος ξαναμπαίνει στο μαγαζί.

«Ουφ, επιτέλους την ξεφορτωθήκαμε! Μου τη σπάει αυτή η γυναίκα. Όχι, δε χαμογελάει!»

Η γυναίκα του στέκεται δίπλα στο παιδικό αμαξάκι που κουνιέται μόνο του. Το τρίξιμο των ελατηρίων μπερ-δεύεται με τα τιτιβίσματα και τα γέλια που ακούγο-νται μέσα από το καροτσάκι. Όρθιοι δεξιά και αρι-στερά, οι γονείς κοιτάζουν ο ένας τον άλλο με περί-λυπο ύφος.

«Να πάρει...»

9

Page 5: JEAN TEULE - Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών

Αλαν! Πόσες φορές πρέπει να σ' το πω; Δε λέμε "εις το επανιδείν" στους πελάτες που φεύγουν

απ' το μαγαζί μας. Τους λέμε "αντίο", αφού δεν πρό-κειται να ξανάρθουν. Πότε θα το καταλάβεις επιτέ-λους;»

Η Λουκρές Τιβάς, έξαλλη, σφίγγει στα κρυμμένα πίσω από την πλάτη χέρια της μία κόλλα χαρτιού που τρέμει στο ρυθμό του θυμού της. Σκύβοντας πάνω από το στερνοπαίδι της, που στέκεται όρθιο μπροστά της και την κοιτάζει με τη χαρούμενη φατσούλα του, του κά-νει κήρυγμα, του δίνει ένα μάθημα.

«Και πάψε να σιγοτραγουδάς (τον μιμείται) "Κα-λημέεερα..." όποτε μπαίνουν πελάτες. Πρέπει να λες με ύφος θλιμμένο "Κακημέρα, κυρία..." ή "Σας εύχομαι με-γάλη νύχτα, κύριε". Και, κυρίως, πάψε να χαμογελάς! Θέλεις να διώξεις την πελατεία; Τι μανία είναι αυτή να υποδέχεσαι τον κόσμο στριφογυρίζοντας τα μάτια και κουνώντας τους δείκτες των χεριών σου πλάι στα αφτιά; Νομίζεις ότι οι πελάτες έρχονται εδώ για να θαυ-μάσουν το χαμόγελο σου; Έχει καταντήσει ανυπόφορο. Θα σου βάλουμε φίμωτρο ή θα σε χειρουργήσουμε!»

Η κυρία Τιβάς, ένα μέτρο κι εξήντα και σαράντα χρόνων, είναι έξω φρενών. Μαλλιά καστανά, μάλλον

11

Page 6: JEAN TEULE - Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών

κοντά, τραβηγμένα πίσω από τα αφτιά, και μια κυμα-τιστή τούφα στο μέτωπο να δίνει ζωή στο χτένισμά της.

Οι μπούκλες του Άλαν κυματίζουν λες και στέκεται μπροστά στον ανεμιστήρα, απέναντι στις φωνές της μητέρας του, που τώρα του κουνάει το χαρτί το οποίο έκρυβε πίσω από την πλάτη της.

«Για πες μου, τι είναι αυτή η ζωγραφιά που έφερες απ' τον παιδικό σταθμό;»

Με το ένα χέρι κρατάει το χαρτί μπροστά της και περιγράφει το σχέδιο, ενώ με το δείκτη του άλλου της χεριού το χτυπάει θυμωμένα.

«Ένα μονοπάτι που οδηγεί σ' ένα σπίτι με μία πόρτα και ένα παράθυρο ορθάνοιχτα στον καταγάλανο ου-ρανό, όπου λάμπει ένας μεγάλος ήλιος! Δε μου λες, γιατί στη ζωγραφιά σου δεν υπάρχουν ούτε σύννεφα ούτε ρύ-πανση; Πού είναι τα αποδημητικά πουλιά που μας κου-τσουλάνε ασιατικούς ιούς στο κεφάλι και πού είναι οι επικίνδυνες ακτινοβολίες και οι τρομοκρατικές εκρή-ξεις; Αυτό που ζωγράφισες είναι εκτός πραγματικότη-τας. Καλύτερα να θαυμάσεις τις ζωγραφιές που έκα-ναν στην ηλικία σου ο Βίνσεντ και η Μέριλιν!»

Η Λουκρές, με το μακρύ της φόρεμα, ορμά προς μια βιτρίνα γεμάτη ένα σωρό γυαλιστερά και χρυσαφιά μπου-καλάκια. Περνάει μπροστά από τον πρωτότοκο γιο της, δεκαπέντε χρόνων και αδύνατος, με μπανταρισμένο κε-φάλι, που τρώει τα νύχια του και δαγκώνει τα χείλη του. Δίπλα του, η Μέριλιν, δώδεκα χρόνων και κάπως πα-χιά, σωριασμένη σε ένα σκαμνί, βαριέται αφόρητα -θα κατάπινε τον κόσμο με ένα χασμουρητό-, ενώ ο Μισίμα κατεβάζει τα σιδερένια ρολά και αρχίζει να σβήνει με-

12

Page 7: JEAN TEULE - Το μαγαζάκι των αυτοκτονιών