Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

download Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

of 103

Transcript of Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    1/103

     

    Φως στο Σκοτάδι 

    Janet Beaton

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    2/103

     

    Κεφάλαιο 1 

    Συνωστισμός και πίεση 

    Η Τζίλι Στίρλιν μπήκε βιαστικά στη γραμματεία και χρειάστηκε να

    περάσουν λίγα λεπτά για να δουν οι δακτυλογράφοι ότι βρισκόταν εκεί.

    Κατόπιν, η μία  μετά την άλλη, σταμάτησαν να φλυαρούν και

    τακτοποιήθηκαν στις θέσεις τους. Τα φτερωτά τους δάχτυλα άρχισαν να

    χτυπούν ρυθμικά τα πλήκτρα ή να γλιστρούν τις γραφομηχανές τους στηνεπόμενη αράδα. Ο τρόπος με τον οποίο η «γραμματέας του αφεντικού»

    επιδρούσε πάνω τους έτσι κατεναυστικά, είχε κάτι μάλλον εκφοβιστικό. 

    Η Τζιλ θα ήθελε να τους φωνάξει: 

    «Ε, κορίτσια, χαλαρώστε. Εγώ είμαι. Και δεν είμαι παρά μια από

    σας, έτσι δεν είναι;» Η αλήθεια ήταν πως ορισμένες κοπέλες χρειάζονταν λίγη

    αυστηρότητα, για παράδειγμα η Μαίρη Ντάουσον που έκανε πολλή ώρα

    για ν' αποφασίσει να στρωθεί στη δουλειά. Καθώς περνούσε πλάι από το

    γραφείο της, η Τζιλ  την άκουσε καθαρά να μουρμουρίζει: «Ω, η χαϊδεμένη του Γουίλι Γουώλς!» Ωστόσο, δεν ήθελε να καυγαδίσει με τη Μαίρη. Ο σκοπός της ήταν

     να διατηρήσει την τάξη και την αρμονία. Έτσι, πήγε ήρεμα στο γραφείο

    της πιο ώριμης Mις Τόμκινς και με καθαρή φωνή που ακουγόταν από τις

    άλλες, είπε: 

    «Σας παρακαλώ, Μις Τόμκινς, έχετε τακτοποιήσει εκείνους τους

    λογαριασμούς; Ο κύριος Γουώλς θα ήθελε  να τους παραλάβει». 

    Βγήκε, νιώθοντας πολύ εκνευρισμένη, τόσο από το θορυβώδες

    γραφείο, όσο και από την καλυμένη αυθάδεια των κοριτσιών - ή μήπως,απλά, έφταιγε η αποπνικτική ατμόσφαιρα του δωματίου; Δεν ήταν

    έξυπνο εκ μέρους της ν' αφήσει αυτό το ζήτημα στην Μις Τόμκινς πουσίγουρα, προτιμούσε τη ζέστη από τον φρέσκο αέρα -και ποιος θα

    μπορούσε να την κατηγορήσει, στην ηλικία της; Κι όμως, δε θα

    μπορούσε ν' ανοίξει το παράθυρο, έστω και για λίγο; Στο κάτω κάτω, ο

    καιρός είχε αρχίσει να γλυκαίνει. Ήταν Μάιος. 

    Άνοιξε το τζάμι για ν' αναπνεύσει τον καθαρό αέρα -κι αυτός ήτανγεμάτος από καπνούς, λάδια και πετρέλαια, από την πυκνή κυκλοφορία

    που έπνιγε τους δρόμους του Λονδίνου κι από ένα φύσημα καπνού απότην καμινάδα κάποιου που ποτέ δεν είχε ακούσει για αντικαπνογόνους

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    3/103

    ζώνες. Ουφ! Έκλεισε πάλι το παράθυρο. Η Μις Τόμκινς δεν είχε και τόσο

    άδικο, τελικά! Η Τζιλ ένιωθε ν' ασφυκτιά, να πνίγεται; τόσα άτομα μέσα

    στο δωμάτιο - το αποκαλούσαν «ανοιχτό πλάνο» - τόσα αυτοκίνητα και

    λεωφορεία στο δρόμο. Προσπάθησε να  τα διώξει όλα αυτά από τη σκέψη της, πριν

    χτυπήσει την πόρτα του Γουίλι - συγνώμη! του κυρίου Γουώλς και

    μπορέσει να παρουσιαστεί μπροστά του με ήρεμη κι ευχάριστη όψη. Η

    Τζιλ κατάλαβε πως ο άντρας θα έπρεπε να είχε απλώσει τα πόδια του

    πάνω στο γραφείο πριν και τώρα, ξανακαθόταν σε μια πιο κόσμια θέση

    στην καρέκλα του. 

    «Α, είσαι η Μις Στίρλιν!» είπε με κάποια ανακούφιση. «Ακριβώς η

    κυρία που ζητούσα». 

    Κι έβγαλε ένα χασμουρητό, σίγουρα το τελευταίο μιας σειράς

    πολλών άλλων. «Συγνώμη, Τζιλ. Κοιμήθηκα αργά, χτες. Βλέπεις, φάγαμε και

    ήπιαμε πολύ με το διευθυντή της Μόρτον Ράμπερ Λίμιντιντ. Θα μας

    δώσουν την τελική απάντηση στο τέλος της εβδομάδας - ας ελπίσουμε

    ότι θα είναι ευνοϊκή κι ότι δεν θα χρειαστούν περισσότερα δείπνα

    καταχρήσεων. Εσύ, Τζιλ, δεν θα έρθεις ποτέ σ' ένα απ' αυτά; Ξέρεις πωςείναι, σχεδόν, μέσα στα καθήκοντα σου. Είσαι βασικό στέλεχος της

    εταιρείας, ιδιαιτέρα γραμματεύς του διευθυντή της. Τι λες; Θα σε πάω

    στο σπίτι σου μετά, ξέρεις». 

    «Σας έφερα τα γράμματα που ετοίμασα για να τα υπογράψετε, κύριε Γουώλς. Μου τα υπαγορέψατε από το ντικταφόν, θυμόσαστε; Α

     ναι, και να ρίξετε μια ματιά σ' αυτούς τους λογαριασμούς». 

    Ο άντρας σταμάτησε απότομα από τον κοφτό τόνο της φωνής της,

    κι αυτό ακριβώς ήθελε η Τζιλ. 

    «Α, ναι, φυσικά. Ευχαριστώ. Για να τα δω», είπε. 

    Η Τζιλ κάρφωσε τα μάτια της στην προεξοχή μιας καπνοδόχου,

    πέρα στο δρόμο. Να ήταν αυτή από την οποία ερχόταν ο καπνός; Το

    δωμάτιο του κυρίου Γουώλς, όπως άρμοζε στη θέση του, ήταν φωτεινό

    και ήσυχο και αντίκριζε ένα στενό, πλαϊνό δρόμο. Αλλά της Τζιλ δεν τηςέλεγε τίποτα, έτσι που το έβλεπε ν' ατενίζει μια θέα γεμάτη συνωστισμό

    κι οχλοβοή. «Μου τα υπογράφετε, σας παρακαλώ, κύριε;» 

    Εκείνο το «κύριε» είχε σκοπό να επαναφέρει το μυαλό του στη

    δουλειά και το κατόρθωσε. Τον έκανε, όμως, και να γκρινιάξει. 

    «Κάνε μου μια χάρη. Μη με αποκαλείς «κύριε», τουλάχιστον όταν

    είμαστε μόνοι. Βρισκόμαστε μαζί εδώ και -πόσο καιρό; - πάνω από δύοχρόνια. 

    Γνωρίζεις όλα τα επαγγελματικά μου μυστικά. Είμαστε συνεργάτες.Δε χρειάζεται να είσαι τυπική μαζί μου. Μου επέτρεψες να σε αποκαλώ

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    4/103

    με το μικρό σου όνομα, έτσι δεν είναι; Νομίζω πως όταν είμαστε οι δυομας, μπορείς να με λες Γουίλι. Στο κάτω κάτω, μου αξίζει να μου

    φέρονται με συμπάθεια, για λίγες ώρες της ημέρας. Στο σπίτι, δεν την

    απολαμβάνω και πολύ - το ξέρεις κι αυτό. Το κακό είναι ότι, εδώ και

    μερικά χρόνια τώρα, η γυναίκα μου δε με καταλαβαίνει. (Σεκαταλαβαίνει πολύ καλά, Γουίλι!). Δεν θα είχες αντίρρηση να βάλω το

    χέρι μου στον ώμο σου, έτσι; Δεν υπάρχει τίποτα κακό σε λίγη πατρική

    στοργή, δε συμφωνείς;» 

    Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα πάνω της. Η Τζιλ δεν αισθάνθηκε

    φόβο - ήξερε πως ήταν αρκετά ακίνδυνος -αλλά αηδία. Ο άντρας είχε

    έρθει στο γραφείο πολύ αργά, μετά τις τρεις και προφανώς, είχε πιει πολύ

    περισσότερο απ' όσο έπρεπε. 

    «Ήταν καλό το γεύμα σας;» τον ρώτησε, για ν' αλλάξει θέμα. 

    «Αν ήταν καλό; Ναι, πολύ καλό. Και καθίσαμε μιλώντας πολύ,

    μετά. Με μια τόσο ικανή γραμματέα, μπορώ να κάνω μερικές απουσίες,που και που. Λοιπόν, που είχαμε μείνει;» 

    «Στα γράμματα, κύριε Γουώλς. Αν έχετε την καλοσύνη, σας

    παρακαλώ να μου τα υπογράψετε για να τα πάω στο ταχυδρομείο.

    Κλείνει στις πέντε». 

    «Ναι, ναι, θα τα υπογράψω. Επί τη ευκαιρία, ένα αντίγραφο τηςεπιστολής στους Μόρτον πρέπει να σταλεί στην - πως την λένε; στην

    Τάιρ Κόμπανι». 

    Καθώς η Τζιλ έπαιρνε τα γράμματα, είπε ήρεμα: 

    «Κύριε Γουώλς, νομίζω πως πρέπει να σας το υπενθυμίσω. ' Εχετεβρει άτομο να με αντικαταστήσει ή μπορεί ν' αναλάβει η Μις Τόμκινς τηδουλειά μου; Μπορώ να της δείξω μερικά πράγματα, αν θέλετε. Φεύγω

    με άδεια την επόμενη βδομάδα. Το θυμόσαστε», πρόσθεσε γιατί ο Γουίλι

    κοιτούσε ανέκφραστα. 

    «Φεύγεις με άδεια; Α, ναι, ναι, ναι, βέβαια! Θυμάμαι τώρα.

    Προσπαθώ μόνο να κάνω πως δεν θυμάμαι. Ευσεβείς πόθοι, θα μου πεις.

    Την ζήτησες εγκαίρως και πρέπει να φύγεις. Τυπική, όπως συνήθως, όχι

    σαν την Μις Τομ - και πόσο καιρό θα λείψεις;» 

    «Τρεις βδομάδες, κύριε Γουώλς» «Ω, Τζιλ. Τρεις βδομάδες είναι πολύς καιρός». 

    «Ω, ναι, ναι. Και σου αξίζει. Μα πόσο θ' αντέξω χωρίς εσένα,Τζιλ;» 

    Είχε σηκωθεί και τώρα, έκανε το γύρο του γραφείου του κι η Τζιλ

    κατάλαβε πως προσπαθούσε να γλιστρήσει το χέρι του στους ώμους της.

    Πατρικά; Ίσως. Αλλά ευχήθηκε να μην το κάνει και απομακρύνθηκε, ένα

    δυο βήματα. «Δεν πηγαίνεις με κανένα ξανά, έτσι;» τη ρώτησε ήρεμα. «Έχεις

    κάποιον στο νου σου; Ελπίζω, όχι τον νεαρό μου αδελφό, τον Τζάκο. Ε,Τζιλ; Όχι, είμαι σίγουρος πως όχι». 

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    5/103

    «Κανέναν απολύτως. Με συγχωρείτε, κύριε Γουώλς αλλά...». «Μήπως προτιμάς ένα πιο ηλικιωμένο άντρα; Έχεις καλό γούστο,

    αγαπητή μου, όπως σε όλα όσα κάνεις. Εκτιμάς περισσότερο ένα πιο

    μεγάλο, πιο ώριμο άτομο». 

    Η Τζιλ αναρωτήθηκε αν θα πήγαινε πάλι κοντά της. «Μια και μιλάμε για γούστο, δεν μ' άρεσε και πολύ εκείνος ο τύπος

    που είχε έρθει εδώ κάποτε και σε είχε ζητήσει. Έπρεπε να μου τον

    συστήσεις αλλά δεν θυμάμαι τ' όνομα του. Πάντως, ομολογώ ότι σ' αυτή

    την περίπτωση, το γούστο του ατύχησε». 

    Η Τζιλ κατέπνιξε την ισχυρή παρόρμηση που της ήρθε να του πει: 

    «Δεν είναι μέσα στα καθήκοντα μου να συζητώ τις προσωπικές μου

     υποθέσεις μαζί σου». 

    Αντί γι' αυτό, είπε: 

    «Δεν μ' άρεσε ούτε εμένα πολύ, κύριε Γουώλς. Δεν είχε καμιά

    δουλειά να έρθει εδώ και να μου μιλήσει. Αλλά, αν δεν σας πειράζει, θαπροτιμούσα να μην μιλήσω...». 

    «Τέτοιους τύπους, συνήθως, τους αποκαλούμε αγροίκους. Δεν μ'

    ένοιαξε για την γραβάτα ή για τα παπούτσια που φορούσε αλλά είπα στον

    εαυτό μου: «Πως γνώρισε η εκλεκτική μας Τζιλ ένα τέτοιο άνθρωπο;» 

    «Κύριε Γουώλς, σας είχα πει, τότε, ότι τον είχα γνωρίσει απόλάθος». 

    «Μα την αλήθεια, θα ήσουν πιο καλά με τον καημένο τον γέρο-

    Τζάκο παρά μ' εκείνον εκεί. Τώρα, κοίτα, δεν ήθελα να σε προσβάλλω.

    Μην παίρνεις τέτοιο σκυθρωπό ύφος. Σκέφτομαι μόνο το καλό σου,αγαπητή μου. 

    Δεν σου λείπει ο μνηστήρας σου; Καλό παιδί. Πως τον έλεγαν, να

    δεις. Του μίλησα λίγο, για πέντε λεπτά, σ' εκείνο το χριστουγεννιάτικο

    πάρτι που είχαμε κάνει. Καλό παλικάρι αλλά δεν βρήκε να πει ούτε μια

    λέξη. Ήταν, όμως, πολύ νέος για σένα. Ίσως να σου άρεσε πολύ. Αλλά,

    στο κάτω κάτω, θέλεις έναν άντρα για αρραβωνιαστικό σου, όχι ένα

    παιδαρέλι. Ω, ναι, βέβαια, θα διαπιστώσεις ότι είναι πιο καλά μ' ένα πιο

    ηλικιωμένο άντρα. Επί τη ευκαιρία, Τζιλ, τι θα έλεγες για ένα γλεντάκι,

    πριν πας για τις διακοπές σου; Ένα ήσυχο βράδυ, κάπου έξω από τηνπόλη; Μόνο εσύ κι εγώ. Ποτέ δεν σου έδειξα το θαυμάσιο, μικρό

    ξενοδοχείο που υπάρχει σ' αυτή την πλευρά του αγγλικού Καναλιού. Ήσυχο, διακριτικό, θαυμάσιο. Στο στοιχείο σου. Μη με κοιτάζεις έτσι,

    Τζιλ! Δεν ήθελα να...». 

    «Το ταχυδρομείο, κύριε Γουώλς. Πρέπει να φύγω. Πως είναι η

    γυναίκα σας αυτές τις μέρες;» 

    Ο Γουώλς έπιασε το μήνυμα και σούφρωσε τα χείλη του. «Η Κόνι; Ω, πάντα τα ίδια. Δεν τα πηγαίνει καλά με την Αναστάζια

    και πλήττει με τα παιδιά...». «Λοιπόν, θα σε δω πριν φύγεις; Όχι; Ωραία, τότε, σου εύχομαι να

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    6/103

    περάσεις καλά, αγαπητή μου. Να τα ξεχάσεις όλα γύρω από εμάς, εδώ». 

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    7/103

     

    Κεφάλαιο 2 

    Μια Ονειροπόληση Η Τζιλ ακούμπησε το κεφάλι της στον τοίχο του μικρού, ιδιωτικού

    της βεστιαρίου, νιώθοντας πολύ εξαντλημένη για να φορέσει το

    πανωφόρι και το μαντήλι της. Μέσα της, αισθανόταν συσσωρευμένη  υπερένταση και κούραση.

    Το άγχος την είχε κυριεύσει. Τους τελευταίους μήνες, είχαν μαζευτεί

    πολλές εντάσεις στην ψυχή και στο μυαλό της, ή μάλλον πολλοί

    άνθρωποι της είχαν μεταδώσει τις δικές τους εντάσεις. Την είχαν αγγίξει

    αλλά δεν την είχαν σημαδέψει βαθιά, εκεί όπου βρισκόταν το φρούριο

    της καρδιάς της. Δεν είχε αγαπήσει κανένα τους, ούτε καν τον ευγενικό

    και περιποιητικό Τίμοθι, με τον οποίο, μια και εκείνος το ήθελε τόσο

    πολύ, είχε αρραβωνιαστεί. Είχε υποχωρήσει στις παρακλήσεις του, από

    συμπόνια, το να του αρνηθεί θα ήταν σα ν' απογοήτευε ένα καλό και

    τρυφερό παιδί. Επίσης, ίσως - κι αν ίσχυε αυτό, τότε έφταιγε πολύ - είχε

    συμφωνήσει γι' αυτό τον αρραβώνα, για ν' απομακρύνει τους άλλους.

    Τουλάχιστον, είχε απομακρύνει τον αδελφό του κυρίου Γουώλς, τονΤζακ Γουώλς, για ένα διάστημα. Και άλλους δυο ή τρεις γιατί, χωρίς να

    το θέλει, προσέλκυε πάντα μια τακτική ομάδα νέων αντρών. 

    «Σε ζηλεύω, Τζιλ!» στέναξε η συνάδελφος της, η Άλιξ. «Ω, πόσο

    σε ζηλεύω! Νομίζω ότι, τουλάχιστον πέντε άντρες συγχρόνως είναι

    ερωτευμένοι μαζί σου. 

    Πρέπει να είσαι ευχαριστημένη με τον εαυτό σου». 

    «Όχι», είχε αποκριθεί, με απόλυτη ειλικρίνεια. «Είναι κάτικουραστικό, πολύ κουραστικό. Θέλω να έχω μόνο έναν άντρα στη ζωή

    μου και ακόμη, δεν τον έχω γνωρίσει. Μπορεί και να μην τον γνωρίσω

    ποτέ». Ο πιο κουραστικός απ' όλους αυτούς ήταν, βέβαια, ο Τζώρτζ

    Μπάρτον, «εκείνος ο τύπος», όπως τον είχε αποκαλέσει τόσο

    χαρακτηριστικά ο κύριος Γουώλς. Πως, στην ευχή, είχε μπλέξει μ' ένα

    άνθρωπο σαν αυτόν; Ήταν  η Άλιξ  που, όταν είχαν περάσει μαζί ένα

    Σαββατοκύριακο στο Μπράιτον, την είχε πείσει να πάει σε μια ντίσκο

    μαζί της. Είχαν πάει, τελικά αν και δεν ήταν ακριβώς του  τύπου τηςαυτού του είδους η διασκέδαση, ήταν ένα υγρό, μελαγχολικό βράδυ που

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    8/103

    ούτε τα χρωματιστά φώτα μπορούσαν να το κάνουν πιο εύθυμο. Ηαίθουσα της ντίσκο έστελνε τα φώτα της στο δρόμο και μαζί μ' αυτά, τη

    δυνατή, ρυθμική της, ορμητική μουσική. Στην αρχή, ήταν διασκεδαστικό

     να στέκεται στον τοίχο και να παρατηρεί τους χαρούμενους νεαρούς να

    χορεύουν και πιο διασκεδαστικό όταν, καθώς πρόσεξαν τις κοπέλες,άρχισαν να τις ζητούν σε χορό. Είχε προσέξει έναν από τους άντρες που

    χόρευαν, ήταν τόσο κομψός στις  κινήσεις του, τόσο ζωντανός, τόσο

    ωραία συγχρονισμένος με τον ρυθμό της μουσικής. Ο άντρας είχε

    συλλάβει το βλέμμα της πάνω του προφανώς, γιατί της έστειλε ένα

    πλατύ, αφοπλιστικό χαμόγελο που την έκανε να του χαμογελάσει κι η

    ίδια. Έτσι, όταν η μουσική άλλαξε, ο τύπος ήρθε κοντά της και με

    ευγένεια, της ζήτησε να χορέψει μαζί του. Ήταν μια ευχάριστη εμπειρία

     να συνταιριάζει τα βήματα της με τα βήματα  κάποιου τόσο έμπειρου

    χορευτή. Στην πορεία της συζήτησης τους, εκείνος της αποκάλυψε ότι

    είχε εργαστεί για ένα διάστημα, ως ξενοδόχος σ' ένα από τα «καλά»ξενοδοχεία. Της είχε ζητήσει να χορέψουν γι' άλλη μια φορά μαζί,

    τραβώντας την παιχνιδιάρικα από ένα άλλο παρτεναίρ. Η Άλιξ, επίσης,

    είχε βρει ένα παρτεναίρ για πολλούς χορούς. Έτσι, είχαν βγει από τη

     ντίσκο  κι είχαν πάρει ένα ταξί για το σπίτι, ευχαριστημένες K ι  οι δυό,

    εκείνη τη βραδιά, που είχαν βρει όχι ξένους, αλλά φίλους, όπως τουςείχαν θεωρήσει. 

     Ήταν ένα ευχάριστο κι ανώδυνο βράδυ, όπως είχε πιστέψει. Ποιος

    θα το έλεγε ποτέ ότι την ίδια μέρα μετά την επιστροφή της στο Λονδίνο,

    θα συναντούσε τον χορευτή σ' ένα πάρκιν αυτοκινήτων; Τα αμάξια τουςστέκονταν το ένα πλάι στο άλλο. 

    «Λοιπόν, λοιπόν, για σκέψου! Τι φανταστική τύχη να πέσω πάνω σ'

    εσένα, το πιο όμορφο κορίτσι στην Αγγλία και επίσης, στην πιο καλή

    χορεύτρια! Αλλά γιατί έφυγες τόσο ξαφνικά από εκείνο το χορό, στο

    Μπράιτον; Ήσουν σαν την Σταχτοπούτα που έφυγε μακριά από την καλή

    της τύχη». 

    Εκείνη τη στιγμή, η νέα είχε προσέξει αυτό που της είχε διαφύγει,

    όταν ήταν συνεπαρμένη από την ευχαρίστηση του χορού, τον ψυχρό του

    αέρα της υπεροψίας. Έβλεπε τον εαυτό του ως την «καλή τύχη» κάθεκοριτσιού, όπως φαινόταν. 

    Ωστόσο, ήταν αρκετά γοητευτικός, έτσι, όταν της είπε: «Τι θαέλεγες να πηγαίναμε σ' αυτό το ξενοδοχείο και να φλυαρούσαμε λίγο,

    πίνοντας ένα ποτό, πριν πάμε στα σπίτια μας; Δεν έχουμε ανταλλάξει

    ούτε τα ονόματα μας, ξέρεις. Εμένα με λένε Τζώρτζ Μπάρτον, Μπακ -

    κομψευόμενο - για τους φίλους μου». 

    «Κι εμένα με λένε Τζίλιαν, Τζιλ για συντομία». «Ωραία, έλα Τζιλ. Θα πιούμε ένα ποτό στα γρήγορα και θα

    κουβεντιάσουμε». «Εργάζεσαι κι εσύ στο Λονδίνο, λοιπόν;» 

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    9/103

    «Εργάζομαι - και παίζω. Παρατηρώ, αγάπη, πόσο βαθιά σκούραμάτια έχεις! Βιολέ - έχουν γίνει από βιολέτες. Θα ήθελα να μπορούσα να

    τα πάρω και να τ' αποκρυσταλλώσω και να τα φάω και τα δύο μαζί. Θα

    σε πείραζε, στ' αλήθεια, αν το έκανα;» 

    Της έφτιαξε ένα παιχνιδιάρικο σχέδιο από μια τέτοια πράξη που τηνέκανε να γελάσει. Ήταν μάλλον ευχάριστος στην παρέα. Κι όμως, όταν

    της πρότεινε να βγουν για δείπνο το επόμενο βράδυ, με τα λόγια: «Μόνο

    για ένα απεριτίφ», η Τζιλ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. 

    «Λυπάμαι, δε μπορώ. Εκτός αν φέρω μαζί μου τον αρραβωνιαστικό

    μου». 

    «Τον αρραβωνιαστικό σου!» της σφύριξε. «Που να πάρει! Θα

    έπρεπε να το περιμένω. Μα δε φορούσες δαχτυλίδι, στο Μπράιτον.

    Βλέπω ότι τώρα, φοράς». 

    «Είχα φύγει εκείνες τις μέρες, για να μπορέσω ν' αποφασίσω με την

    ησυχία μου. Τελικά, του είπα το ναι, έτσι...». «Για περίμενε λίγο! Μόνο λίγα λεπτά. Αυτό είναι πολύ λυπηρό. Να

    γνωριστούμε μόνο και μόνο για να χωρίσουμε». 

    Η Τζιλ είχε γελάσει με το μελοδραματικό του ύφος κι εκείνου δεν

    του άρεσε αυτό. Το πρόσωπο του έχασε τη λάμψη του και σκυθρώπιασε. 

    «Η γνωριμία μας ήταν μια σύμπτωση της στιγμής, κύριε Μπάρτον.Δεν είχα σκοπό να την αφήσω να εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο. Και

    τώρα, είμαι αρραβωνιασμένη μ' έναν πολύ καλό άνθρωπο, έναν άνθρωπο

    με τον οποίο θα ζήσω ευτυχισμένη». 

    Αλλά ο κύριος Μπάρτον ήταν φοβερά επίμονος. Την περίμενε, ότανέβγαζε το αυτοκίνητο της από το γκαράζ, ανακάλυψε που εργαζόταν και,μάλιστα, μια φορά είχε εισβάλλει στην εταιρεία και της έπιασε την

    κουβέντα, την ώρα που εργαζόταν. Ο κύριος Γουώλς είχε μια αμυδρή

    εικόνα απ' όλη αυτή τη σκηνή - ή να έκανε πως δεν είδε τίποτα, από

    διακριτικότητα; 

    Η Τζιλ ήξερε, χωρίς ν' ακούσει τη γνώμη του, ότι η νέα της

    γνωριμία δεν ήταν καθόλου του τύπου της. Για λίγο, κολακεύτηκε από το

    φλερτ του, ξεφεύγοντας έτσι από τον αρραβώνα της. Μετά, όταν

    κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει και διέκοψε κάθε επαφή, βρέθηκεεκτεθειμένη σε μια επίμονη κι εχθρική ενόχληση. Πραγματικά,

    κουραστικό. Και πέρα απ' αυτό, ο καημένος ο Τζάκο Γουώλς που ήταν τόσο

    αδύναμος όσο δυναμικός ήταν ο μεγάλος του αδελφός, είχε φανταστεί ότι

    η Τζιλ είχε διακόψει με τον Τίμοθι Μπράντλεϊ, για δική του χάρη! 

    «Ήξερα ότι θα λογικευόσουνα!» είχε κραυγάσει, αφήνοντας κατά

    μέρος τους δισταγμούς του κι είχε έρθει κατ' ευθείαν στο γραφείο τουαδελφού του όπου η Τζιλ εργαζόταν. «Ήταν η δική μου σκέψη - Αγάπη

    μου!». Και της είχε αρπάξει το χέρι, κρατώντας ακόμη το στυλό του και

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    10/103

    της το είχε φιλήσει, γεμίζοντας το σάλια. Ο Τίμοθι, ο Μπακ Μπάρτον, ο Τζάκο Γουώλς - και ο  κύριος

    Γουώλς - ω, πως είχαν εγκλωβιστεί γύρω της, έτσι που την έκαναν να

    λαχταρά να ξεφύγει, να είναι ελεύθερη, να βρει χώρο κι αέρα για ν'

    ανασάνει! Ξύπνησε από το ονειροπόλημά της και κούμπωσε βιαστικά το

    παλτό της. Η δίψα της να φύγει μακριά και να αισθανθεί ελεύθερη, την

    έκανε να πηδήσει τα σκαλιά για να πάει στην μπροστινή είσοδο. Και

    τότε, έπεσε κατ' ευθείαν πάνω στον κύριο Γουώλς, που βάδιζε βαριά,

    βγαίνοντας από το ασανσέρ. Την κράτησε από το μπράτσο ενώ της

    μιλούσε. 

    «Και που πηγαίνεις, λοιπόν, Τζιλ; Δεν εννοώ τώρα, εννοώ για τις

    διακοπές σου. Πάλι στην Ιταλία; Ή, νομίζω, πως κάποτε μου είπες πως

    σκεφτόσουν να πας στη Νορβηγία;» 

    «Δεν έχω κατασταλάξει, ακόμα, κύριε Γουώλς». «Ακόμα! Υποθέτω ότι θα βασίζεσαι σε καμιά ακύρωση. Λοιπόν,

    τώρα σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να βοηθήσω, να σου βρω που θα

    μείνεις, ένα, δυο ξενοδοχεία. Δε με πειράζει καθόλου να σου κάνω τον

    συνοδό! Όχι, αλλά περίμενε μια στιγμή!», είπε καθώς η κοπέλα

    αγωνιζόταν να γλιτώσει από τη λαβή του. «Ξέρεις ότι ενδιαφέρομαι γιασένα, την θαυμάσια γραμματέα μου. Λοιπόν, που πρόκειται να πας;» 

    «Δεν θα πάω στο εξωτερικό. Κάπου στη Βρετανία, φαντάζομαι».

    (Αλλά κάπου μακριά από εδώ). 

    «Αυτό είναι αόριστο. Σε ποιο μέρος της Βρετανίας; Έτσι, για ναμπορώ να σε σκέφτομαι συχνά. Ω! καταλαβαίνω τι σκέφτεσαι. Όχι, δενθα σου στείλω τον Τζάκο. Θα σ' ενοχλεί νύχτα και μέρα, το ξέρω. Αυτοί

    οι τεμπέληδες έχουν όλο το χρόνο του κόσμου για να πηγαίνουν εδώ κι

    εκεί, όπου τους κάνει κέφι, ενώ εμείς οι εργαζόμενοι, πρέπει να μένουμε

    και να τους συντηρούμε». 

    «Δεν ξέρω ακόμη που πηγαίνω. Θα το αφήσω στην τύχη». 

    «Αυτή είναι αλλόκοτη απάντηση. Στην πραγματικότητα, είσαι

    περίεργη, αυτές τις μέρες. Τι συμβαίνει;» 

    «Είναι απλά ότι έχω κουραστεί λιγάκι». «Λυπάμαι, αγαπητό μου κορίτσι (και φαινόταν ειλικρινά

    λυπημένος, δεν ήταν κόλπο). Και για πόσο καιρό σκέφτεσαι να μαςλείψεις;» 

    «Τρεις βδομάδες, κύριε Γουώλς, εντάξει;» 

    «Είναι πολύ διάστημα. Πάντως, αν σου κάνει καλό, εντάξει από

    μένα. Ειλικρινά, σου χρειάζεται μια καλή ανάπαυση. Να δοκιμάσεις ένα

    από τα καταφύγια: το Μπράιτον, το Μπούνμουθ, το Μπλάκπουλ!». «Όχι. Κάπου στην εξοχή, νομίζω. Κάπου ήσυχα». 

    «Ναι, το βλέπω». Μετά, ο άντρας πρόσθεσε με κάποια επίγνωση: 

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    11/103

    «Η δημοτικότητα είναι κατάρα, έτσι δεν είναι; Όμως, θα έρθειςπίσω σ' εμάς. Δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψεις, έτσι;» 

    «Και βέβαια όχι, κύριε Γουώλς! Θα σας ειδοποιούσα εγκαίρως, αν

    το έκανα». 

    «Ίσως να μείνεις πιο πολύ απ' όσο υπολογίζεις!» Την φίλησε στο μέτωπο, μ' ένα φιλικό, πατρικό φιλί. 

    «Μη με παρεξηγείς. Σε σέβομαι πάρα πολύ». 

    Η Τζιλ μπορούσε να τον χειριστεί. Τον αντάμειψε μ' ένα μικρό,

    σύντομο χαμόγελο και πήγε προς την πόρτα. Εκείνος της την κράτησε

    ανοιχτή και, χωρίς να ρίξει ματιά πίσω της, η Τζιλ κίνησε για το

    αυτοκίνητο της. 

    Ω, όχι! Ο Τίμοθι Μπράντλεϊ στεκόταν εκεί, όπως το είχε κάνει μια

    φορά, με το ντροπαλό του πρόσωπο να την επιπλήττει; Ή ο Τζάκο, με

    την σαχλή του δικαιολογία ότι είχε έρθει να δει τον αδελφό του; Ή, το

    χειρότερο απ' όλα, ο Μπακ Μπάρτον, ελαφρά μεθυσμένος, γεμάτοςσιγουριά και τελείως ανεπιθύμητος; 

     Έμπαινε με ανακούφιση στο αυτοκίνητο της που έμοιαζε να την

    περιμένει υπομονετικά, όταν ένα γερό χέρι έπιασε τον ώμο της.

    Αναπήδησε από το φόβο κι ο τρόμος της δεν λιγόστεψε καθόλου, όταν

    ανακάλυψε ότι πράγματι, ήταν ο Μπάρτον που της χαμογελούσε. «Σε τσάκωσα!», της είπε με μεγάλη ευθυμία. «Το σκέφτηκες ξανά,

    αγάπη μου; Θα έρθεις μαζί μου για δείπνο;» 

    «Δεν θα έρθω!» του είπε με πείσμα που θύμιζε παιδί. 

    «Ω, ναι, θα έρθεις!»  Ήταν σα να έπαιζαν παντομίμα. «Που αλλού καλύτερα έχεις να πας;» 

    «Άσε με ήσυχη!», φώναξε θυμωμένη. «Μη μ' αγγίζεις. Φύγε

    μακριά!» (Είμαι πολύ κουρασμένη για να παλέψω μαζί του, σκέφτηκε

    αδύναμα). «Αν δεν μ' αφήσεις ήσυχη, θα φωνάξω στον φύλακα, εκεί

    πέρα. Θέλεις να σε συλλάβουν για επίθεση εναντίον μου;» 

    Σ' αυτά τα λόγια, ο άντρας οπισθοχώρησε. Το πρόσωπο του ήταν

    πλημμυρισμένο με μανία. 

    «Θα σε κάνω να έρθεις σε μένα, αργά ή γρήγορα. Δεν θα μεδιώχνεις πάντα», βρυχήθηκε. 

    Μόνο όταν ο άντρας απομακρύνθηκε αρκετά, η Τζιλ ένιωσε τηνκαρδιά της να ξαναχτυπά κανονικά. 

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    12/103

     

    Κεφάλαιο 3 

    Το ταξίδι αρχίζει  Ήταν ήδη κουρασμένη, όταν ξεκίνησε το ταξίδι της και

    κουράστηκε ακόμη πιο πολύ, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με την πυκνή,

    λονδρέζικη κυκλοφορία. Μετά, βγήκε στον αυτοκινητόδρομο. Είχε

    αποφασίσει να πάει πρώτα στο Γιορκ, γιατί εκεί έμενε η καλή της φίλη, ηΚάρολ. Η Κάρολ ήταν έξι χρόνια  μεγαλύτερη της, συμμαθήτρια της

    μεγαλύτερης αδελφής της που τώρα, δυστυχώς, ήταν στον Καναδά. Είχε

    τηλεφωνήσει, ήδη, για να εξακριβώσει αν ήταν κατάλληλος ο καιρός για να πάει. 

    «Ναι! Ναι! Δε βλέπω την ώρα να σε δω!» είχε αναφωνήσει

    εγκάρδια η Κάρολ κι αυτό έδωσε φτερά στους τροχούς του αυτοκινήτου

    της Τζιλ. 

    Θα μπορούσε να μιλήσει για όλα της τα προβλήματα σ' εκείνα τα

    έξυπνα και πρόθυμα αυτιά. Δεν θα μπορούσε να πει ποια ήταν ακριβώςαυτά τα προβλήματα, ίσως αυτό να ήταν το κύριο πρόβλημα. Ένιωθε

    εκείνη την βαριά αίσθηση κατάθλιψης, υπερέντασης, σα να ήταν

    συντετριμμένη και αποκλεισμένη από κάθε πλευρά. 

    Η Κάρολ ήταν έτσι ακριβώς όπως είχε ελπίσει να την βρει, ήρεμη κι

    εύθυμη και γεμάτη καλωσορίσματα. Το βραδινό φαγητό μύριζε τόσο

    όμορφα που ένιωσε πεινασμένη σαν μικρό παιδί. Μετά, κάθισαν

    αναπαυτικά πλάι στο ξύλινο τζάκι γιατί τα βράδια ήταν ακόμη παγερά. Η 

    Κάρολ άρχισε ν' ανασκαλεύει με προσοχή το ζήτημα που είχε θίξει η

    φίλη της. Ήταν πολύ έξυπνη για να μπει στο θέμα, αμέσως. 

    «Και μετά από εδώ, που θα πας, Τζίλι;» «Δεν έχω αποφασίσει, ακόμη». 

    «Ακόμη; Καλά, σίγουρα, ξέρεις ότι εγώ θέλω πάρα πολύ να σε

    κρατήσω εδώ, όσο καιρό μπορείς να μείνεις. Πηγαίνω στη δουλειά κάθε

    μέρα, εκτός από τα Σαββατοκύριακα, αλλά μπορείς να βολευτείς εδώ, σα να είναι το σπίτι σου, κι υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα να δεις και να

    κάνεις». 

    «Σ' ευχαριστώ, αγαπημένη μου Κάρολ, δε θα μπορούσα να σκεφτώ

    τίποτα καλύτερο από το να βρίσκομαι εδώ». 

    «Τότε, μείνε. Να περάσεις όλη σου την άδεια μαζί μου. Θα μουάρεσε πολύ. Και ξέρεις τι θαυμάσια εποχή είναι αυτή εδώ, με όλη της την

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    13/103

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    14/103

    τη λένε Στίρλιν, την έχεις ακουστά; Μια παλιά, ιστορική πόλη. Ομπαμπάς μου έλεγε ότι πίστευε πως οι προγονοί του κατάγονταν απ'

    αυτήν. Θα πάω εκεί πρώτα και θα την περιεργαστώ, απ' άκρη σ' άκρη». 

    «Ανοησίες! Τρέλες! Είσαι τόσο παρορμητική. Τι σου συμβαίνει,

    Τζιλ; Ξέρω κάποιον στο Γκόθλαντ και θα μας εξυπηρετήσει κι εσύ - ω,ειλικρινά είσαι απερίγραπτη. Νομίζω ότι θα κάνεις μεγάλο λάθος αν δεν

    τα ξαναφτιάξεις μ' εκείνο το θαυμάσιο άνθρωπο, τον Τίμοθι Μπράν-τλεί.

    Θα γίνει πολύ καλός σύζυγος, πιστός και αξιόπιστος. Τέλος πάντων, δεν

    πρέπει να επεμβαίνω στις υποθέσεις σου. Η αδελφή σου με κατηγορούσε

    ότι έπαιζα τον αγαθό τύραννο, η παρέμβαση είναι το αποκλειστικό μου

    αμάρτημα, συνήθιζε να λέει». 

    Η Τζιλ είπε ευγενικά: 

    «Είσαι πολύ καλή, μην ανησυχείς. Αλλά τώρα βιάσου, γιατί θα

    καθυστερήσεις. Θα δεις πόσο θα ηρεμήσω, όταν θα επιστρέψω από τις

    διακοπές μου». Μόνο αφού έπλυνε τα φλυτζάνια και τα πιάτα που είχαν

    χρησιμοποιήσει στο πρόγευμα τους και αφού γέμισε το θερμό της με

    βραστό νερό για να φτιάξει καφέ στο δρόμο, η Τζιλ παραδέχτηκε στον

    εαυτό της τον πραγματικό λόγο που ήθελε να φύγει η φίλη της. 

    «Πρέπει να πάω κάπου όπου μπορώ, να ξεφύγω από τις σκέψειςόλων, κάπου που δεν έχω βρεθεί ποτέ πριν». 

    Λοιπόν, ήταν ένας σοβαρός λόγος, όπως οποιοσδήποτε άλλος. 

    «Θέλω να χάσω τον εαυτό μου σε κάποιο μέρος που θα είναι

    ολοκληρωτικά καινούριο για μένα. Θέλω να επιστρέψω καινούριοςάνθρωπος». 

    * * * Οδήγησε πολύ χαρούμενη μέχρι το Εδιμβούργο  και

    εντυπωσιάστηκε πολύ από το Φορθ Ρόουντ Μπριτζ και μετά, συνέχισε το

    δρόμο της, χωρίς καθυστέρηση, για μερικά μίλια - ώσπου

    συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν σίγουρη αν κατευθυνόταν προς τα βόρεια

    όπου ήταν το Στίρλιν ή προς τα δυτικά. Θα έπρεπε να την είχε

    ανησυχήσει αυτή η αβεβαιότητα αλλά, καθώς βρισκόταν σε καλή,διάθεση, ένιωσε ευχαρίστηση. Αυτό είναι, είπε στον εαυτό της. Πήγαινεόπου σε πάει η φαντασία σου! 

    Στο Περθ όπου σταμάτησε για τσάι, είδε πως κατευθυνόταν ακόμη

    προς τα βόρεια, αλλά ένιωσε κάποιο δέος μπροστά στα μεγάλα, 

    διάστικτα με χιόνια βουνά που έμοιαζαν να τη ζυγώνουν κάπωςαπειλητικά. Μετά από μια ματιά στο χάρτη της, αποφάσισε να πάει στ'

    ανατολικά κι έφτασε σ' ένα μεγάλο χωριό που το έλεγαν Κούπαρ

    Άνγκους - πράγμα που αντήχησε πολύ περίεργα στ' αυτιά της - κι από 

    εκεί, τράβηξε ανατολικά. Η φαντασία της κάλπασε, όταν είδε μιαπινακίδα που έδειχνε πως βρισκόταν κοντά στο Κάστρο Γκλάμις, αλλά

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    15/103

    ήταν πολύ αργά για να το επισκεφτεί, τώρα. Αντί γι' αυτό, πήρε έναδρόμο που πήγαινε στο Κιριεμούιρ. Ο ήχος αυτής της ονομασίας της

    άρεσε και σταμάτησε εκεί για να ξεκουραστεί. 

     Ήταν μια πολίχνη με κόκκινα σπίτια, συγκεντρωμένα, θαρρείς,

    συντροφικά το ένα πλάι στο άλλο. Οι δρόμοι είχαν μια ανεπιτήδευτη,χαρούμενη όψη που ταίριαζε τόσο πολύ με τη διάθεση της Τζιλ. Η φιλική

    σερβιτόρα της είπε με μεγάλη προθυμία όλα όσα ήθελε να μάθει. Ήταν 

    ένα πολύ γνωστό μέρος σ' ολόκληρη τη Βρετανία - κι ήταν πολύ ευγενική

    για να πει το παραμικρό κακό. Γιατί; Γιατί ήταν ο τόπος όπου γεννήθηκε

    ο Τζ. Μ. Μπάρι. «Τι; Δεν είχε ακούσει γι' αυτόν η κυρία; Δεν είχε

    ακούσει για τον Πήτερ Παν και για τον Κάπταιν Κουκ κι όλες αυτές τις

    ιστορίες; Υπάρχει ένα άγαλμα του - του Πήτερ Παν - και μπορείτε να

    δείτε τον τόπο γέννησης του, αλλά όχι αυτή τη στιγμή, ανοίγει πάλι

    αύριο. Όλοι το βρίσκουν εξαιρετικά ενδιαφέρον, έτσι μου λένε». 

    Φαινόταν βάρβαρο να μην τρέξει να επισκεφτεί το σπίτι και τοάγαλμα. Αλλά η πείνα έκανε τη Τζιλ να μείνει για τα σάντουιτς και τις

    τηγανίτες και για το κέικ με τις σταφίδες που τόσο δελεαστικά

    επιδεικνύονταν σ' ένα δίσκο, στο τραπέζι. 

    Πάντως, περιπλανήθηκε στην μικρή πόλη, αργότερα. Γοητεύτηκε

    από την απλή κι εγκάρδια ατμόσφαιρα της, από τα στενά δρομάκια καιτις μικρές πλατείες και από τους τοίχους με ζεστή, κόκκινη πέτρα.

    Υπήρχε κάτι φιλικό ολόγυρα κι η Τζιλ αποφάσισε ότι θα έμενε εκεί για

    τη νύχτα, αν έβρισκε μέρος για να μείνει - αν και, άρρωστη καθώς ήταν

    από την πόλη, θα προτιμούσε μια πραγματική εξοχή. «Μπορείτε να μου συστήσετε ένα μέρος για να μείνω το βράδυ;»,

    ρώτησε τη σερβιτόρα. 

    Η γυναίκα φάνηκε κάπως αβέβαιη. Όπως πολλοί άνθρωποι, ήξερε

    ελάχιστα πράγματα για τα ξενοδοχεία της πόλης όπου ήταν το σπίτι της. 

    «Θα φωνάξω τον διευθυντή και θα τον ρωτήσω», απάντησε

    επιφυλακτικά. 

     Όταν ήρθε ο διευθυντής, βάλθηκε να της κάνει ερωτήσεις. 

    «Θέλετε να μείνετε μέσα στην πόλη ή να πάτε κάπου πιο εξοχικά;» 

     Έμοιαζε συνηθισμένος στους τουρίστες και στις προτιμήσεις τους. «Βέβαια, αυτή η πολιτεία είναι αρκετά ελκυστική. Αλλά, ναι,

    σκεφτόμουν κάπου στην εξοχή», είπε η Τζιλ. «Καταλαβαίνω». 

     Έφερε το χέρι στα μαλλιά του. 

    «Λοιπόν, εξαρτάται από το τι σας ενδιαφέρει. Σας αρέσει το

    ψάρεμα ή προτιμάτε το κυνήγι;» 

    Η Τζιλ κούνησε το κεφάλι της, ζωηρά. «Μήπως, σας αρέσει το ποδήλατο; Όχι; Το σκι; Δεν υπάρχουν

    πολλά χιόνια τώρα, στο Γκλένσι αλλά υπάρχει μια μικρή σχολήεκμάθησης, όχι μακριά από εδώ. Σας αρέσει να βαδίζετε στους λόφους;

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    16/103

     Ή να ορειβατείτε;» Φαινόταν καταφρονητέο να μην έχει κανένα χόμπι! 

    Η Τζιλ πιάστηκε από την τελευταία του πρόταση. 

    «Όχι ακριβώς να ορειβατώ αλλά μου αρέσει να βαδίζω στους

    λόφους. Να σκαρφαλώνω». «Θαυμάσια! Τότε, τι θα λέγατε για  το Λέτερκερν; Είναι ένα

    όμορφο, μικρό μέρος, στην κορυφή των κοιλάδων». 

    «Έχει ξενοδοχείο;» 

    «Ω, ναι, βέβαια. Πάντα, ο κόσμος θέλεις να πηγαίνει εκεί. Δεν θέλει

    όμως να περπατά, πολλοί βλέπουν την άσκηση μόνο από τα παράθυρα

    τους!». 

    Αφού αγνόησε τον υπαινιγμό του, μ' ένα χαμόγελο, η Τζιλ ρώτησε: 

    «Είναι μακριά; Πως θα πάω εκεί;» 

    «Δεν είναι καθόλου μακριά, μόνο τέσσερα ή πέντε μίλια. Θα πάτε

    εκεί, περίπου σ' ένα τέταρτο της ώρας. Θαυμάσιο μικρό μέρος, καλή θέα.Και κοντά στις κοιλάδες». 

    Το Λέτερκερν φαινόταν όμορφο μέρος και η Τζιλ ήταν κουρασμένη

    από το ταξίδι κι έτοιμη να εγκατασταθεί εκεί. 

    Πήγαν στην πόρτα του καφενείου κι ο άντρας της έδειξε το δρόμο. 

    * * *  Ήταν ένας καλοστρωμένος δρόμος και δεν υπήρχαν πολλοί

    άνθρωποι. Η Τζιλ ένιωσε περισσότερο χαλαρωμένη απ' όσο ήταν εδώ και

    μερικές μέρες, ακόμη και παρότι υπήρχε η ελαφρή ανησυχία μέσα τηςμήπως δεν έβρισκε μέρος να μείνει και θα έπρεπε να πάει αλλού - αλλά

    που; Πάνω, στις κοιλάδες; Άφησε τον εαυτό της να απολαύσει τη θέα

    των λόφων όπου πλησίαζε, λόφων ψηλών με μια νύξη ακόμη πιο ψηλών

    από πίσω τους. Μπορούσε να βλέπει την κάθε τους πλευρά καθώςοδηγούσε, ενώ πλατιά, πράσινα λιβάδια με σιτηρά που μεγάλωναν και

    που την όψη τους έκοβαν που και που, ψηλές, παλιές οξιές, με τους

    όμορφους γκρίζους κορμούς τους να προβάλλουν από τα φρέσκα,

    πράσινα φύλλα του Μάη. Η γη έμοιαζε καλοφροντισμένη και εύφορη,

    άγγιξε μια χορδή στην ψυχή της - της άρεσε να είναι όλα σε τάξη - ακόμηκαι στις προσωπικές σχέσεις! 

    Σύντομα, όπως της είχε πει ο διευθυντής, είδε μια ταμπέλα που

    έγραφε καθαρά «Λέτερκερν» και ανακάλυψε ότι ήταν ένα χωριό,

    ανάμεσα στα λίγα σπίτια που πρόβαλαν, δεν δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει

    το ξενοδοχείο, αφού έγραφε τη λέξη «Hotel» με πελώρια, μαύραγράμματα, πάνω στον άσπρο του αέτωμα. Η ρεσεψιονίστ που ήρθε από τ'

    άλλα μέρη του κτιρίου, ακούγοντας το κουδούνι, στην αρχή κούνησε το

    κεφάλι της. 

    «Ω, αγαπητή μου, αγαπητή μου! Έχουμε μια μεγάλη ομάδα απόπούλμαν, απόψε. Είκοσι άτομα, τουλάχιστον - όλα στα εννέα διπλά

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    17/103

    δωμάτια και στα δύο μονά —  Ω, μα περιμένετε μια στιγμή!» Σήκωσε τα μάτια της από το βιβλίο και συνάντησε το απαρηγόρητο

    βλέμμα της Τζίλ και ξαφνικά, χαμογέλασε. 

    «Υπάρχει μια ακύρωση. Ένα από τα μονά δωμάτια. Δεν είστε

    τυχερή; Αν δεν σας πειράζει που θ' ακούγεται λίγος θόρυβος από τηντραπεζαρία». 

    Η Τζιλ βρήκε  τα πράγματα σκούρα. Είχε έρθει εδώ για  να είναι

    μακριά από κόσμο και θόρυβο και σίγουρα, θα προτιμούσε ένα

    ξενοδοχείο τόσο ήσυχο, όσο ήταν η υπόλοιπη αυτή περιοχή. 

    «Δεν υπάρχει άλλο μέρος να πάω;», ρώτησε βιαστικά. 

    «Όχι, αν μιλάτε για ξενοδοχεία», είπε η κυρία. «Γιατί δεν μένετε

    μαζί μας για μια νύχτα και να δείτε πως θα πάει; Δεν έχουμε πάντα

    γκρουπ με πολλούς». 

    Η πρόταση της γυναίκας της φάνηκε πολύ λεπτή για να την

    αρνηθεί. Εξάλλου πεινούσε πολύ. «Σας ευχαριστώ. Εντάξει, θα μείνω. Σερβίρετε δείπνο;» 

    Δεν  χρειαζόταν να το ρωτήσει αυτό, γιατί κάποιες ορεκτικές

    μυρωδιές έρχονταν κάθε τόσο στα ρουθούνια της. 

    «Ναι, στις επτάμιση. Αλλά θα μπορούσατε να φάτε και τώρα

    αμέσως, αν προτιμάτε. Ίσως, αν είστε λίγο κουρασμένη με το ταξίδι σας, να πεινάτε, ήδη αρκετά». 

     Ήταν ήδη επτά και τέταρτο. Με ευχαρίστηση, η Τζιλ είπε ότι θα

    έτρωγε. 

    Μπήκε μέσα στο μάλλον μικρό, μονό δωμάτιο της και κρέμασε τοφόρεμα και το παλτό της. Από το παράθυρο της, κοίταξε έξω, στον κήποτου ξενοδοχείου, στα φροντισμένα λιβάδια, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο,

    απλώνονταν συστάδες από ασφόδελους αλλά υπήρχε, επίσης, ένας

    περιποιημένος κήπος με λαχανικά, σειρές από φυτά κεντούσαν το έδαφος

    και ήταν το καθένα πολύ προσεκτικά μαρκαρισμένο, με μια πινακίδα από

    πάνω του. 

    Το γκρουπ είχε αργήσει. Η Τζίλ μπόρεσε να φάει ένα ωραίο δείπνο

    με την ησυχία της. 

    Μετά από το φαγητό, βγήκε έξω για να ρίξει άλλη μια ματιά στηνεξοχή με το βόρειο βραδινό φως. Τα λιβάδια σχημάτιζαν ένα απέραντο

    τοπίο που απλωνόταν μακριά προς το νότο, όπου διαγραφόταν μια σειράαπό λόφους. Ω, αυτό ήταν που ήθελε, πλατιοί ορίζοντες: αυτό ήταν που

    αναζητούσε το μυαλό κι η ψυχή της. Βάδισε κάτω, στο δρόμο προς το

    χωριό. Ένα μοναχικός κότσυφας έψαλε το νυχτερινό τραγούδι του. Πέρα,

    μακριά, ένα πρόβατο βέλαζε. Πόσο ήρεμο σκηνικό, πόσο ερημικό αλλά

    και ασφαλές.  Ένα ζευγάρι που συνάντησε στο δρόμο της, της έδωσε με προθυμία

    πληροφορίες. Οι λόφοι στα νότια ήταν το Σιντλάου Χιλς. Αυτό που ηΤζιλ αποκαλούσε «πλατιά πεδιάδα», ήταν το Στράθμορ. Της είπαν,

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    18/103

    επίσης, ότι οι λόφοι πίσω ήταν οι νότιες πλαγιές του Γκράμπιανς, έδειξαντην άκρη μιας από τις πεδιάδες. 

    Μπορεί να μίλησε και να βάδισε μαζί τους πίσω, αλλά με την

    τωρινή, ακοινώνητη διάθεση της, της φάνηκε καλύτερο να προχωρήσει

    ολομόναχη.  Ήθελε ν' απολαύσει τη γαλήνη. Όμως αυτό ήταν μια μάταιη ελπίδα

    γιατί όταν επέστρεψε, διαπίστωσε ότι το γκρουπ είχε φτάσει πράγματι

    και όλοι ήταν εξαιρετικά εύθυμοι, γελώντας και φωνάζοντας ο ένας στον

    άλλο για το πόσο κουρασμένοι ήταν και για το ότι είχαν ξεχάσει οι

    άνθρωποι από το ξενοδοχείο να πάρουν τις βαλίτσες τους. 

    Μέσα στο μικρό της δωμάτιο, πάντως, ήταν ήσυχη. 

    «Εδώ είσαι, Τζιλ Στίρλιν», είπε στον εαυτό της, καθώς

    αποκοιμιόταν. «Βρίσκεσαι σε μέρος άγνωστο, κανείς δεν σε ξέρει, δεν

    ενδιαφέρεις καθόλου κανένα». 

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    19/103

     

    Κεφάλαιο 4 

    Το σχολικό λεωφορείο Η Τζιλ κοιμήθηκε θαυμάσια εκείνη τη νύχτα, ξυπνώντας μόνο μια

    φορά, από την κραυγή μιας κουκουβάγιας, ήταν μια υπέροχη αίσθηση να

    βρίσκεται στην αληθινή εξοχή. Σηκώθηκε νωρίς κι όταν τράβηξε τιςκουρτίνες, ένιωσε αληθινή ευτυχία που είδε τον ήλιο να λάμπει σ' ένα

    καταπράσινο κόσμο. Κατέβηκε για να δει αν το πρόγευμα ήταν κιόλας

    έτοιμο και πράγματι, ήταν. Επρόκειτο για ένα πλούσιο πρωινό, με

    φρουτοχυμούς και δημητριακά - κουάκερ, για όσους τα προτιμούσαν -

    μπέικον και αυγά για συμπλήρωμα, μερικά ζεστά ψωμάκια που, όταν ταδοκίμασε, έλιωσαν μέσα στο στόμα της. Ήταν «βουτυρώματα», της είπε

    η σερβιτόρα, μια σπεσιαλιτέ της περιοχής. 

    Η γαλήνη της κράτησε πολύ λίγο γιατί, όλη η ομάδα του πούλμαν

    μπήκε μέσα, με φασαρία. Η Τζιλ άρχισε ν' αποσύρεται βιαστικά. Καθώςείχε βαρεθεί τ' αυτοκίνητα, αποφάσισε να κάνει την πρωινή της βόλτα μετα πόδια. Στην αρχή, μίλησε στην ρεσεψιονίστ. 

    «Αν θελήσω να μείνω εδώ το βράδυ, θα έχετε δωμάτιο;» 

    Η νέα γυναίκα φάνηκε κάπως στενοχωρημένη. 

    «Τι να σας πω; Για απόψε, το δωμάτιο σας είναι εντάξει. Αλλά,αύριο, θα έχουμε μια ομάδα από ορειβάτες». 

    «Ω, δεν πειράζει». 

    Η Τζιλ προσπάθησε να κρύψει την απογοήτευση της. 

    «Θα πρέπει να δοκιμάσω κάπου αλλού». 

    Βρήκε το δρόμο που οδηγούσε σε μια από τις κοιλάδες και τον

    ανέβηκε, βαδίζοντας ένα ή δύο μίλια, κάνοντας παρεκβάσεις στο δάσοςπου απλωνόταν στην μια πλευρά, για να δει τις υπέροχες λευκές και

    πορφυρές ανεμώνες και ένα ακόμη μικρότερο, κατάλευκο λουλούδι που

    τ' όνομα του δε μπορούσε να το θυμηθεί. Μια φορά, προς μεγάλη της

    ευχαρίστηση, είδε ένα ελάφι να τρέχει ανάμεσα στους κορμούς των

    δέντρων - ένα από εκείνα τα ελάφια δίχως κέρατα που, σίγουρα,

    κατοικούν στα μεγάλα βουνά στα οποία μπορούσε να ρίξει μόνο μερικές

    ματιές από εδώ. Και σ' όλη τη διάρκεια του περιπάτου της, άκουγε τα

    πουλιά να κελαηδούν γύρω της, μπορούσε ν' αναγνωρίσει το τραγούδι

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    20/103

    του κότσυφα, αλλά ποθούσε να μπορεί ν' αναγνωρίσει και τα άλλα πουάκουγε ν' αναμιγνύονται μ' αυτό. 

    Καθώς έπαιρνε την τελευταία στροφή και αντίκρισε το ξενοδοχείο,

    είδε μια περίεργη και μάλλον συναρπαστική θέα: ένα εύθυμα

    χρωματισμένο, στολισμένο λεωφορείο που στεκόταν στο δημόσιοπάρκιν, απέναντι στο δρόμο. Είδε ότι οι εικόνες του ήταν από ιστορίες

    παραμυθιών: η μικρή Βοσκοπούλα που κοίταζε ολόγυρα για τα αρνιά

    της, η Κοκκινοσκουφίτσα που μετέφερε προσεκτικά το καλάθι της με τα

    αγαθά στην γιαγιά της, ο Καμπούρης Ντάμπτι, καθισμένος στον τοίχο

    του, ανίδεος ακόμη για την επικείμενη πτώση του. Στάθηκε, κοιτάζοντας

    με ενδιαφέρον. Τώρα, ποιος θα τολμούσε να οδηγήσει ένα τέτοιο

    λεωφορείο; 

    Λοιπόν, δεν ήταν δική της δουλειά! Επέστρεψε στο ξενοδοχείο, στο

    μόνο της σπίτι, ήσυχη τώρα, ότι η ομάδα του λεωφορείου είχε φύγει και

    παράγγειλε καφέ. Μόνο ένα άλλο πρόσωπο ήταν στο σαλόνι τουξενοδοχείου, μια κυρία που κοίταξε πάνω βιαστικά και χαμογέλασε,

    καθώς η Τζιλ  την προσπέρασε για να πάει σε μια άλλη καρέκλα. Αν η

    κυρία, ήθελε κουβέντες, η Τζιλ, αντίθετα με ότι συνηθιζόταν, θα

    κλεινόταν στο καβούκι της. 

    Παρόλα αυτά, ένιωθε μια επιθυμία να μιλήσει - στο κάτω κάτω,μπορεί κάποιος να έχει χορτάσει τη σιωπή και τη μοναξιά! Περίμενε,

    ώσπου η παρέα της σηκώθηκε να φύγει, στέλνοντας της άλλο ένα

    χαμόγελο και μετά, παρατήρησε: 

    «Υπάρχει ένα πολύ περίεργο λεωφορείο, απέναντι στο πάρκιν. Τοέχετε δει; Γεμάτο από ιστορίες και παραμύθια. Αναρωτιέμαι, ποιουμπορεί να είναι;» 

    Μ' αυτά τα λόγια, η κυρία πήγε κοντά της. 

    «Λοιπόν, μου φαίνεται ότι θα μπορούσα, σχεδόν, να πω ότι ήταν

    δικό μου. Θέλω να πω, έχω κάποια σχέση μαζί του. Είναι ένα σχολικό

    αυτοκίνητο, ένα αυτοκίνητο νηπιαγωγείου που ταξιδεύει. Έρχεται για

    δύο πρωινά την εβδομάδα στο Λέτερκερν, τον υπόλοιπο καιρό, πηγαίνει

    σε άλλα μέρη. Είναι για παιδιά απομακρυσμένων περιοχών που δεν έχουν

    δικό τους σχολείο και είναι πολύ μακριά για να ταξιδέψουν στοπλησιέστερο κέντρο. Κι εγώ, είμαι η οργανώτρια. Ήρθα εδώ για να πάρω

    μια ανάσα, αλλά τώρα, πηγαίνω πίσω. Θα ήθελες να έρθεις και να δεις τοεσωτερικό; Είμαστε μάλλον περήφανοι γι' αυτό». 

    Τώρα, ήταν κι αυτός ένας τρόπος για να γεμίσει το πρωινό που της

    έμενε. Η Τζιλ ήπιε τον υπόλοιπο καφέ της με μια γουλιά και ακολούθησε

    την άλλη έξω και κατά μήκος του δρόμου, στο πάρκιν. Καθώς πήγαν

    κοντά, άκουσε διαπεραστικές φωνές και γέλια. «Καλωσόρισες!» είπε η κοπέλα και άνοιξε την πόρτα στο πλάι του

    λεωφορείου. Κανείς δε θα μπορούσε να το πιστέψει. Αντί για τους

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    21/103

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    22/103

    της, τις αντάμειψε. Ένα μικρό αγόρι καθόταν ήσυχο, ολομόναχο. Πιπίλιζε το δάχτυλο

    του και φορούσε ένα ζευγάρι χοντρές μπότες με καρφιά που το έκαναν να

    χαμογελά με απερίγραπτη ευχαρίστηση και με καμάρι. 

    «Αυτές είναι οι μπότες του για αναρρίχηση», εξήγησε η Κατριόναμ' ένα διακριτικό ψίθυρο. «Δεν είναι αληθινές αναρριχητικές μπότες

    βέβαια, μόνο το πιο καλό του ζευγάρι. Απλά, φαντάζεται ότι είναι

    ορειβάτης». 

    «Είναι πολύ ωραίες οι μπότες σου», είπε η Τζιλ ευγενικά στο μικρό

    αγόρι. 

    Στην αρχή, εκείνο δεν άκουσε τι του είπε. Όταν η Τζιλ επανέλαβε

    την παρατήρηση, το αγόρι την κοίταξε. 

    «Α», είπε μ' ένα τόνο ικανοποίησης στη φωνή του. «Αυτές είναι.

    Είναι οι ορειβατικές μου μπότες». 

    Από το πρόσωπο της,  τα μάτια του πήγαν εκεί όπου, από τοπαράθυρο του λεωφορείου, μπορούσαν να έχουν ένα θέαμα με ψηλούς

    λόφους. 

    «Θα πάω εκεί ψηλά. Δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε μένα και στον

    ουρανό. Μπορώ να δω όλο τον κόσμο από κάτω μου». 

    Κοίταξε πάλι τις μπότες του και η Τζιλ μεταφέρθηκε μαζί του στηφανταστική του σκηνή, ένιωσε τον διαπεραστικό αέρα του μεγάλου

     ύψους να φυσά στο πρόσωπο της, είδε τον κόσμο να απλώνεται μακριά,

    κάτω. Καταλάβαινε πως ένιωθε το μικρό αγόρι. 

    Παρέμεινε εκεί, μιλώντας με τα άλλα παιδιά και με την Κατριόνα. Ήταν τόσο παράξενο, τόσο αναζωογονητικό   να είναι ανάμεσα σταπαιδιά, πάλι, δεν είχε αυτή την ευκαιρία από τότε που η αδελφή της, η

    Σου έφυγε στον Καναδά, παίρνοντας μαζί της και τον μικρό της κόσμο.

    Μετά τη ζωή στην εταιρεία όπου όλοι ήταν μεγάλοι, βέβαια, ήταν σα να

    μεταφερόταν σε μια ολότελα διαφορετική ατμόσφαιρα. 

    Η Κατριόνα, αφού είδε τα παιδιά στην αγκαλιά των συγγενών που

    τα μάζεψαν, βάδισε μαζί με την Τζιλ, στο πάρκιν. Ο αέρας ήταν πολύ

    γλυκός, μ' ένα άρωμα από φρέσκα φύλλα. Ούτε υποψία από πετρέλαιο ή

    καυσαέριο. Ούτε νύξη από θορύβους κυκλοφορίας δεν τάραζε το ήσυχοάκουσμα ενός προβάτου που βέλαζε στους κοντινότερους λόφους, ούτε

    ξαφνικό τιτίβισμα πουλιού. «Ω, τι ωραία που είναι!» είπε η Τζιλ με βαθιά ανάσα, κάνοντας την

    Κατριόνα να νιώσει περήφανη. 

    «Είσαι από κάπου αλλού;» τη ρώτησε. «Από τη νότια Αγγλία;» 

    «Ναι, από το Λονδίνο». 

    «Και σου αρέσει εδώ; Εγώ το βρίσκω μάλλον ήσυχο, μου λείπει τοΕδιμβούργο, όπου έκανα την εξάσκηση μου. Αλλά είναι ωραία, ω ναι,

    φαντάζομαι ότι είναι ωραία. Αυτή την εποχή του χρόνου, θα είναι υπέροχα». 

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    23/103

    «Θα μείνεις στο ξενοδοχείο;» ρώτησε μετά, με ευγένεια, σα ναχρειαζόταν διακριτικότητα για μια τέτοια ερώτηση. «Πιστεύω ότι είναι

    σπουδαία εδώ». 

    «Είναι εντάξει. Ωραία- αλλά σε ζηλεύω, Κατριόνα, αν μένεις σ'

    αυτό το μέρος». «Ω, ναι, μεγάλωσα εδώ. Ο πατέρας μου έχει μια φάρμα - πέρα από

    εκείνο το δάσος - μπορείς, ίσως να δεις μια από τις καμινάδες;» 

    Η Τζιλ είχε μια ξαφνική ιδέα. 

    «Κατριόνα - αν ξέρεις αυτό το μέρος, μου λες που θα μπορούσα να

    μείνω, για μια-δυο βδομάδες; Θα το ήθελα πολύ. Αλλά, αν δεν γίνει

    αυτό, μήπως θα μπορούσα να βρω δωμάτιο σε κάποιο σπίτι;» 

    Η Κατριόνα στράφηκε για να την κοιτάξει. Ήταν μια ζωηρή νεαρή

    με δροσερό πρόσωπο, με λαμπερά καστανά μαλλιά. Το δέρμα της ήταν

    τέλειο, λευκό και ρόδινο. Πάνω απ' όλα, τα καστανά της μάτια έλαμπαν

    από καλωσύνη. «Λοιπόν, άκου! Είναι εκπληκτικό. Η θεία μου έχει ένα μικρό σπίτι,

    στο χωριό, εδώ. Είναι άδειο, εδώ κι ένα μήνα, γιατί πήγε να δει το γιο της

    στην Αυστραλία. Ρωτούσε τη μητέρα μου, στο τελευταίο της γράμμα αν

    μπορούσε να βρει κάποιον για να το ανοίξει και να μείνει εκεί, μόνο για

     ν' αερίζεται το σπίτι, τουλάχιστον». «Ω, μη μου πεις! Είναι θαυμάσιο». 

    Αλλά η Τζιλ ξαναβρήκε την ψυχραιμία της και είπε, πιο νηφάλια: 

    «Νομίζεις ότι μπορώ να του ρίξω μια ματιά;» 

    «Σίγουρα», είπε η Κατριόνα. «Είναι εδώ κοντά, πλάι σ' εκείνο τονμικρό δρόμο που ανοίγεται, μετά από το ξενοδοχείο σου. Είναικλειδωμένο, ξέρεις. Πρέπει να φέρω το κλειδί». 

    «Θα μπορούσα να το δω, μόνο απ' έξω;» 

    «Σίγουρα», είπε πάλι η Κατριόνα. 

    Τα μάτια της Τζιλ καρφώθηκαν στο χαρούμενο, μικρό σπίτι. Ήταν

    όλο χτισμένο από γκρίζα πέτρα, καρποφόρα δέντρα απλώνονταν σε

    σχήμα βεντάλιας πάνω από τον τοίχο του και μια σειρά από

    κατακόκκινες τουλίπες πρόβαλε ζωγραφιστά πάνω στο γκρίζο. Η

    οικογένεια της Κατριόνα φαινόταν να φροντίζει τον κήπο γιατί η  μικρήχλόη μπροστά ήταν κλαδεμένη και περιποιημένη και λευκολούλουδα και

    πασχαλιές φύτρωναν μέσα από τα αγριόχορτα. «Θα έρθω αύριο και θα σε περάσω μέσα, για να δεις»,

    προσφέρθηκε η Κατριόνα. «Τι ώρα θα σε βόλευε;» 

    «Μπορείς να έρθεις για γεύμα, στο ξενοδοχείο; Μετά, μπορούμε να

    πάμε μαζί». 

    «Στο ξενοδοχείο;» Η Κατριόνα εξακολουθούσε να το θεωρεί μεγάλο κελεπούρι. 

    «Εντάξει. Σ' ευχαριστώ. Γύρω στις μία;» «Ναι. Γύρω στις μία». 

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    24/103

    Η Κατριόνα έστρεψε ένα πρόσωπο όλο λάμψη, προς το μέρος της. Μα και το πρόσωπο της Τζιλ θα πρέπει ν' ακτινοβολούσε. Φαινόταν

     να είναι μια τυχερή μέρα, όλα να πήγαιναν καλά γι' αυτήν. Με μια

    διάθεση ανακούφισης και χαράς, σκέφτηκε τους άλλους ανθρώπους και

    πηγαίνοντας στο ένα και μοναδικό μαγαζί, αγόρασε τρεις κάρτες. Τομαγαζί πρόσφερε τσάι και παγωτά, έτσι, κάθισε σ' ένα μικρό τραπέζι,

    πάνω από ένα φλυτζάνι με τσάι και άρχισε να γράφει τις κάρτες της: Μία

    στην ευγενική Κάρολ, μία στην αδελφή της τη Σου και την τρίτη - στον

    κύριο Γουίλι Γουώλς. Ο καημένος ο Γουίλι! Συχνά, η Τζιλ σκέφτονταν

    ότι του χρειαζόταν, πράγματι, λίγη ανθρώπινη τρυφερότητα - αν και

    τίποτα περισσότερο. Το μικρό ταχυδρομείο ήταν κοντά στο μαγαζί και

    ταχυδρόμησε τις κάρτες της, βάζοντας τις μέσα στο κόκκινο

    γραμματοκιβώτιο, πριν φύγει για  το καθυστερημένο της γεύμα στο

    ξενοδοχείο. 

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    25/103

     

    Κεφάλαιο 5 

    Το Σπίτι του Δάσους Την άλλη μέρα, η Κατριόνα ήρθε στην ώρα της και φάνηκε ν'

    απολαμβάνει πολύ το γεύμα της στο ξενοδοχείο, αν και η Τζιλ θα

    στοιχημάτιζε ότι το φαγητό δεν ήταν καλύτερο απ' αυτό που συνήθιζε να

    τρώει στο σπίτι. Η Κατριόνα είχε φέρει μαζί της το κλειδί και άνοιξε τηνπόρτα του Σπιτιού του Δάσους, όπως ήταν η ονομασία του σπιτιού. Το

    σπίτι και ο κήπος είχαν φροντιστεί καλά και ανέδιδαν ένα φρέσκο μύρο.

    Δεν υπήρχε πουθενά υγρασία. Η Κατριόνα έδειξε στην Τζιλ την κουζίνα. «Χρησιμοποίησε όλα όσα είναι εδώ. Υπάρχει τσάι και καφές και

    ένα σωρό κονσέρβες, πάρε ότι θες». 

    «Από που μπορώ να πάρω κι άλλες κουρτίνες;» 

    «Ω, από το μαγαζί, πολύ απλά. Η κυρία Μπάξτερ έχει τα

    περισσότερα πράγματα. Αν δεν τα έχει, θα παραγγείλει ότι της πεις από

    το Κιριεμούιρ». 

    Η Κατριόνα άνοιξε την κεντρική θέρμανση, μετά άνοιξε το

     ντουλάπι με τα σκεπάσματα και βοήθησε τη Τζιλ να κρεμάσει τα

    σεντόνια στον αέρα, πριν στρώσει το κρεβάτι της. Η κρεβατοκάμαρα,

    όπως η κουζίνα,  έβλεπαν προς τα πίσω, στη λοφοπλαγιά. Η Κατριόνα

    άνοιξε τις βρύσες του μπάνιου για να βγει το νερό λευκό, όπως είπε,

    εξηγώντας ότι κάποια κατακάθια μπορεί να το έκαναν καφετί, μερικές

    φορές. 

    «Αλλά έτσι είναι εντάξει», πρόσθεσε καθησυχαστικά. 

    Πράγματι, ένας φύλακας άγγελος. Της Τζιλ της ήρθε η παρόρμηση

     να την αγκαλιάσει. «Μπορώ να το πάρω για δυο εβδομάδες; Και θα το νοικιάσω,

    βέβαια». 

    «Εντάξει. Αλλά για μας, θα είναι βοήθεια που θα μένεις εδώ και θα

    το αερίζεις. Η μητέρα μου είπε ότι αυτό μειώνει το νοίκι». Ανέφερε ένα ποσό που η Τζιλ το βρήκε πολύ χαμηλό αλλά, όταν

    προσπάθησε να το συζητήσει, το κορίτσι, απλά απάντησε: 

    «Θα έχεις φασαρίες με τη μητέρα μου! Αν ήμουν στη θέση σου, θα

    το άφηνα έτσι το πράγμα. Μα, δεν θα νιώθεις μόνη;» ρώτησε με

    συμπάθεια, καθώς μετά από ένα φλυτζάνι τσάι, χωρίστηκαν. Κι όταν η Τζιλ αποκρίθηκε: «Γι' αυτό ακριβώς ήρθα "εδώ!», η

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    26/103

    κοπέλα δε μπόρεσε να βγάλει νόημα. «Κοίτα, αν νιώθεις μόνη, έλα πάνω, στο σπίτι μας»,

    προθυμοποιήθηκε. «Στην Αγροικία του Δάσους - έτσι το λέμε. Να το

    θυμάσαι. Τα πρωινά θα λείπω, στο νηπιαγωγείο. Αλλά τα παιδιά μου θα

    ήθελαν να σε βλέπουν. Τι θα κάνεις;» Η Κατριόνα ήταν γεμάτη ενδιαφέρον. Ένα νέο κορίτσι, με μητρικές

    τάσεις! 

    «Ω, θα... αλήθεια, τι κάνουν εδώ οι άνθρωποι, όταν είναι σε

    διακοπές, Κατριόνα;» 

    «Βαδίζουν. Ή οδηγούν. Υπάρχει η Κοιλάδα Κιουχάριτι για να

    εξερευνήσουν, αυτή που βρίσκεται πιο κοντά εδώ. Είναι ωραία εκεί

    πάνω. Μήπως είσαι ορειβάτης;» 

    «Όχι. Απλά, μου άρεσε να βαδίζω στην Περιοχή των 

    Λιμνών. Αλλά όχι πολύ. Συνήθως, πηγαίνω στο εξωτερικό  και

    τεμπελιάζω στον ήλιο και στην ακτή». «Χριστέ μου!» 

    Η Κατριόνα άνοιξε διάπλατα τα σκούρα της μάτια. 

    «Κάποια μέρα, ίσως να το κάνω κι εγώ αυτό. Λοιπόν, πάρε το

    αμάξι σου και ανέβα στην κοιλάδα, ώσπου να βρεις ένα καλό μέρος,

    μετά, σταμάτα λίγο και κάνε ένα περίπατο μόνη σου. Μπορείς να παςμόνη σου για πικ νικ. Υπάρχουν μερικά μέρη-σταθμοί, με χώρο για το

    αυτοκίνητο σου. Και υπάρχει το μεγάλο ξενοδοχείο στην Γέφυρα του

    Κιουχάριτι... Μα νομίζω, να... φαίνεσαι μοναχική!» 

    Κούνησε το κεφάλι της, μετά την επανειλημμένη διαβεβαίωση τηςΤζιλ ότι είχε έρθει ακριβώς γι' αυτό. «Μμμμμ!....» έκανε. 

     Ήταν απολαυστικό να βρίσκεται εδώ μόνη της, σ' αυτό το

    ευχάριστο, μικρό σπίτι. Το άλλο πρωί, μετά το πρόγευμα, κάθισε,

    κοιτάζοντας επιδοκιμαστικά έξω στον κήπο που φανέρωνε ομορφιές που

    ποτέ δεν είχε δει - σωρούς από κίτρινα, ανθισμένα μπουμπούκια και

    δάφνες με ρόδινα λουλουδάκια που σύντομα θα γίνονταν φύλλα. Και,

    πέρα από τον κήπο, τα πράσινα λιβάδια με τα στάχυα και οι ψηλές οξιές. 

    Και ακόμη - και ακόμη κι άλλα που μπορεί κανείς να απολαύσει

    μέσα από τη μοναξιά του. Στις δέκα η ώρα, βρισκόταν μέσα στοαυτοκίνητο και κατευθυνόταν στην Κοιλάδα Κιουχάριτι. 

     Ήταν ένας τύπος εξοχής, όχι τόσο οικείος σ' αυτήν, αν και είχεεκείνη την μικρή γνωριμία με την Περιοχή της Λίμνης. Η κοιλάδα που

    στένευε, κοβόταν από ένα  στιλπνό, μαύρο ποτάμι. Στην αρχή, σε κάθε

    πλευρά του δρόμου, υπήρχαν λιβάδια και αγροτόσπιτα αλλά, μετά από

    λίγο, φαινόταν ένα πιο άγριο τοπίο, με ρείκια και ξεμυτίσματα βράχων,

    που και που. Το ποτάμι άλλαζε κι αυτό όψη και από ήσυχο, βαθύ ρυάκι,γινόταν ορμητικό και γοργό, και τιναζόταν λευκό πάνω στις πέτρες του.

    Η Τζιλ βγήκε από το αμάξι και στάθηκε, ακούγοντας μαγεμένη τον ήχοπου έβγαζε, ένα ήχο καταπραϋντικό ή διεγερτικό, δεν ήξερε να πει ποιο

  • 8/16/2019 Janet Beaton-Φως Στο Σκοτάδι

    27/103

    από τα δύο. Μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο και συνέχισε. Ο δρόμος, αν και η

    επιφάνεια του ήταν καλή, γινόταν στενότερος, θα ήταν δύσκολο να

    παρκάρει τώρα, στο πλάι. Αλλά, κόβοντας σε μια στροφή, βρέθηκε

    μπροστά