H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

26
H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ Στερνή μου θέληση λοιπόν, ακούστε σαν πεθάνω εκατοντάδες γυναικών στον τάφο μου επάνω να γαμηθούν ολόγυμνες από μπροστά και πίσω ίσως καυλώσω κι εγώ στον τάφο μου και χύσω. Επάνω από τον τάφο μου να �ρθουνε αγγελούδια να �ναι μικρά ξεβράκωτα με φίνα κωλαρούδια να γίνουν γλέντια και γιορτές, χαρές και πανηγύρια και να γαμούν καλόγεροι μέσα στα μοναστήρια τις όμορφες καλόγριες και καλογεροπαίδια να γεμιστούν ψωλόχυμα χιλιάδες τενεκέδια. Τα κόκαλα μου κλύσματα και ψώλαρους να κάνουν και οι γυναίκες όλες τους στον κώλο τους να βάλουν μες τα σγουρά τους τα μουνιά και τον αφράτο πάτο και να θυμούνται κάποτε κι εμένα το βαρβάτο που όταν ήμουν ζωντανός τις δρόσιζα ο καημένος και τώρα δεν τις ξέχασα κι ας είμαι πεθαμένος. Οση έχω επίπλωση, κτήματα και παράδες να μοιραστούν στους πουτσαράδες και στους κωλομπαράδες, τα κινητά κι ακίνητα θα τα κληροδοτήσω σ� όσες μικρούλες παχουλές το κάνουν από πίσω. Στην κουρασμένη πούτσα μου να βάλουνε στεφάνι γιατί δεν άφησε μουνί και κώλο πριν πεθάνει. Κλάψτε με κώλοι και μουνιά και μαυροφορεθείτε τον πιο πιστό σας σύντροφο δεν θα τον ξαναδείτε. Η διαθήκη γράφτηκε χωρίς συμβολαιογράφο και όποιος έχει αντίρρηση στ� αρχίδια μου τον γράφω και σεις γιατροί και χειρουργοί με τα πολλά ψαλίδια Κλάψτε μου όλη την ψωλή και κλάστε μου τ� αρχίδια. ΟΜΗΡΟΣ, ΟΜΗΡΟΣ Ο πούτσος μου ο κακόμοιρος. ````````````````````````````````````````````````````````` ```````````````````

Transcript of H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

Page 1: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

Στερνή μου θέληση λοιπόν, ακούστε σαν πεθάνωεκατοντάδες γυναικών στον τάφο μου επάνωνα γαμηθούν ολόγυμνες από μπροστά και πίσωίσως καυλώσω κι εγώ στον τάφο μου και χύσω.

Επάνω από τον τάφο μου να �ρθουνε αγγελούδιανα �ναι μικρά ξεβράκωτα με φίνα κωλαρούδιανα γίνουν γλέντια και γιορτές, χαρές και πανηγύριακαι να γαμούν καλόγεροι μέσα στα μοναστήριατις όμορφες καλόγριες και καλογεροπαίδιανα γεμιστούν ψωλόχυμα χιλιάδες τενεκέδια.

Τα κόκαλα μου κλύσματα και ψώλαρους να κάνουνκαι οι γυναίκες όλες τους στον κώλο τους να βάλουνμες τα σγουρά τους τα μουνιά και τον αφράτο πάτοκαι να θυμούνται κάποτε κι εμένα το βαρβάτοπου όταν ήμουν ζωντανός τις δρόσιζα ο καημένοςκαι τώρα δεν τις ξέχασα κι ας είμαι πεθαμένος.

Οση έχω επίπλωση, κτήματα και παράδεςνα μοιραστούν στους πουτσαράδες και στους κωλομπαράδες,τα κινητά κι ακίνητα θα τα κληροδοτήσωσ� όσες μικρούλες παχουλές το κάνουν από πίσω.

Στην κουρασμένη πούτσα μου να βάλουνε στεφάνιγιατί δεν άφησε μουνί και κώλο πριν πεθάνει.Κλάψτε με κώλοι και μουνιά και μαυροφορεθείτετον πιο πιστό σας σύντροφο δεν θα τον ξαναδείτε.

Η διαθήκη γράφτηκε χωρίς συμβολαιογράφοκαι όποιος έχει αντίρρηση στ� αρχίδια μου τον γράφωκαι σεις γιατροί και χειρουργοί με τα πολλά ψαλίδιαΚλάψτε μου όλη την ψωλή και κλάστε μου τ� αρχίδια.

ΟΜΗΡΟΣ, ΟΜΗΡΟΣΟ πούτσος μου ο κακόμοιρος.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΔΗ

Πήρε λοιπόν την άδεια, και την θεά την πείθειαφού την εκατασκεψε τον όμορφο τον πείθεινα πάει στα βασίλεια του Αδη να γαμήσεικι όσο πιο γρήγορα μπορεί οπίσω να γυρίσει.

Page 2: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

Νυφούλες, νέοι πούστηδες μυριοβασανισένοικοπέλες ομορφότατες με την καρδιά θλιμμένησαν άμμος εμαζέφτηκαν τριγύρω του με λύσσαεχάιδεβαν τον πούτσο του και του �γλυφαν τα χύσια.

Και τότε μια καμπαρετζού, μεγάλη πουτανάραφώναξε με φωνή βραχνή και κάργα παιχνιδιάρα:"Βλέπω έναν άντρα να �ρχεται και καυλοχτυπημένοστης Αφροδίτης τα όργια τόνε θαρρώ μπλεγμένοτον ερωτά μου προς εσέ θε να σου δείξω η ίδια"κι αμέσως του τον άρπαξε κρατώντας του τ� αρχίδια.Τι καύλα είναι τούτη δω αλήτη και καυλιάρηέχεις μια πούτσα κάθετη σα να �τανε στειλιάρι.Θε να σηκώσω αψηλά τα σκέλια στο ταβάνικαι θα σκιστώ σαν πούτανος, σαν πόρνη που το κάνει.

Μίλησε τότε ο Οδυσσεύς, μουγκρίζοντας λιγάκιγιατί από καύλα φούντωνε σα να �τανε γεράκι.Αλί σε με ο δύστυχος τι καύλα μ� έχει πιάσεισα να με δέσαν σε τροχό τ� αρχίδια μου �χουν σπάσεικαι τώρα αγάπη μου γλυκιά μη λες ανοησίεςέχεις τον πόθο για ψωλή και μέχρι αφασίας.

Και ύστερα εδιάλεξε διάφορες περιπτώσειςμε ζηλευτή ειδίκευση και άπειρες τις γνώσειςτους άλλους καθησύχασε λέγοντας θα γυρίσωνα σας γαμήσω απάνθρωπα από εμπρός και πίσω.

Μετά εσυναντήθηκε με μάντη Τειρεσίανα τον γαμήσει και αυτόν, κάνοντας τη θυσίανα γλυκαθεί ο πούσταρος, μήπως και βοηθήσειστην όμορφη πατρίδα του πίσω για να γυρίσει.

Μα στάθηκε αδύνατο όλους να τους ευχαριστήσεικαι βρύση να �ταν η ψωλή του δεν θα �χε άλλο να χύσεικαι γύρισε μονομερής εις τη θεά την Κίρκηνα της ξεσκίσει το μουνί με τρομερό μανίκι.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ

Μετά τον Αδη σάλπαρε και πάλι το καράβικατεύθυνση για το νησί με σκέψη που σ� ανάβεικαι η θεά στην αμμουδιά χαρούμενη πηδούσεπροσμένοντας τον ψωλαρά που θα την εγαμούσε.

Πατώντας έξω στη στεριά τον φίλησε με πάθοςκαι έσπρωξε τον πούτσο του στ� ολόγλυκο της βάθος.

Page 3: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

Κι αφού γλεντήσανε μαζί ολόκληρο το βράδυτη μέρα τον βοήθησε για πλοίο και κοπάδιγια τρόφιμα και υλικά χρήσιμα στο ταξίδιτη νύχτα πάλι ερωτά, πρήστηκε το γλωσσίδι.

Ετσι χορτάτη η θεά απ� το τρελό γαμήσιώρα πολλή ορμήνευε σ� ένα γλυκό μεθύσιτον άντρα που την έσκισε, το φίνο, τον αλήτηπως να σωθεί και τι να πει σ� ανθρώπους και προφήτη.

Κι όταν ξημέρωσε καλά, γλειφόντουσαν ακόμαώσπου σχεδόν αναίσθητοι και με βαρύ το σώμαεπέσανε ημιθανείς, μα η ψυχή πετούσεσφάδαζε η κορμάρα της, τον πούτσο του μασούσεκι αυτός της έγλυφε γλυκά τ� ασύγκριτο κορμί τηςρουφώντας μέλι αθάνατο απ� το γλυκό μουνί της.

Μα ξάφνου όλα σώπασαν, τα μουγκρητά χαθήκανκαι δυο κορμιά σαν νεκρικά σε ένα ενωθήκανγια λίγα δευτερόλεπτα ένιωσαν πεθαμένοικι από την καύλα την πολλή, χαμένοι μαγεμένοι.

Μα γρήγορα συνήλθανε και στο λουτρό επήγανκαι λούστηκαν και πλύθηκαν, για το καράβι φύγαν.Και τότε ο μέγας Οδυσσεύς φωνάζει στους συντρόφουςνα ετοιμασθούν και νάρθουνε από τους γύρω λόφουςγια τη γλυκιά πατρίδα τους να ξεκινήσουν πάλιφίλους, γνωστούς και συγγενείς να σφίξουν στην αγκάλη.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Ο ΟΔΥΣΕΥΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ

Πάνω στην πλώρη την φαρδιά, την διπλοσκαλισμένηκάθεται ο Οδυσσεύς με την καρδιά σκισμένημήνες τον εβασάνισαν πείνα και ταλαιπώριακαι τ� άλλο το χειρότερο το λογαριάζει χώρια.

Εχει καιρό να δει μουνί, κι αυτό �ναι που τον σκιάζειγια το φαΐ και το πιοτί δεν τόνε πολυνοιάζειο δύστυχος ο Οδυσσεύς οπούχε συνηθίσεικι απ� το μουνί τον έβγαζε μόνο να κατουρήσει.

Εκτός απ� την γυναίκα του που ήταν θεοκόματοςείχε γαμήσει και μουνιά κάθε λογής και χρώματος.Αυτός που τόσες πέρασαν απ� τον χοντρό του ψώλοτους άνδρες να παρακαλεί για να του δώσουν κώλο.

Αυτά καθώς σκεφτότανε με καύλα και με πάθος

Page 4: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

ξάφνου ακούστηκε φωνή "νησί μπροστά στο βάθος".Ο Οδυσσεύς τινάχτηκε του φάνηκε σαν ψέμαείδε αμέσως το νησί το έμπειρο του βλέμμα.

Δίχως να πάψει μια στιγμή προς τη στεριά να βλέπειτο βρώμικο το χέρι του έβαλε μες την τσέπηκι έβγαλε πάπυρο παλιό και χιλιοδιπλωμένοχάρτη καλό που ναυτικός τον είχε καμωμένο.

Μα πριν του ρίξει μια ματιά να δει μην είναι η Δήλοςσηκώθηκε η ψωλάρα του και γίνηκε σαν στύλοςέσκισε τον χιτώνα του, βγήκε έξω η μισήκαι γέρνοντας στ� αριστερά του �δειξε το νησί.

τότε κατάλαβε ο Οδυσσεύς απ� της ψωλής τους τρόπουςπως στις σειρήνες φτάσανε που τρώγανε κι ανθρώπουςμα των σειρήνων το νησί δεν ήταν τίποτ� άλλοπαρά μπουρδέλο υπαίθριο παρά πολύ μεγάλογιατί εκείνο τον καιρό τους έπιασε μια τρέλακαι μ� ένα διάταγμα αυστηρό κλείσανε τα μπουρδέλαόλες τις πόρνες μάζεψαν απ� τα κρυφά τους άντρακαι τις αφήσαν στο νησί μονάχες Δίχως άντρα.

Απ� την πολλή την καύλα τους ουρλιάζανε κι εκείνεςκαι απ� την βοή που κάνανε τις βγάλανε σειρήνεςΔίχως να εξετάσουνε, Δίχως μεγάλους κόπουςέγραψαν οι Ιστορικοί πως τρώγανε κι ανθρώπους.

Θεοί, τι ψέμα φοβερό, εκείνες οι καημένεςάνδρες σαν φτάσαν στο νησί κάναν σαν λυσσασμένεςμε περιποίηση πολλή τους παίρναν στην αυλή τουςκαι εκεί βεβαίως τρώγανε, μα μόνο το καυλί τους.

αυτό το ήξερ� ο Οδυσσεύς κι είχε χαρά μεγάληδεν είπε όμως τίποτα να μην το μάθουν οι άλλοιέδεσε τους συντρόφους του τους βούλωσε τ� αφτιάπετάει και τα ρούχα του και ρίχνει μια βουτιάκολύμπαγε ανάσκελα γρήγορα με τετάρτηκι ο καυλωμένος πούτσος του φάνταζε σαν κατάρτιαυτές τον βλέπουν νάρχεται στριμώχνονται σαν βόδιαξαπλώνουν όλες στην ακτή κι ανοίγουνε τα πόδια.

Σαν φτάνει κείνος στην στεριά ειν� απ� την καύλα μαύροςγαμεί δεξιά κι αριστερά και μουγκανάει σαν ταύροςτις γάμησε επτά φορές μέσα σε μια ώρακαι για όγδοη πήγαινε γιατί είχε πάρει φόραμα κείνες ξεκαβλώσανε τους πέρασε η καύλακαι στο τρελό γαμήσι του βαλαν' τελεία-παύλαμέσα στο δάσος τρέξανε κρυφτήκανε με βιάσηκι άδικα ψάχνει ο Οδυσσεύς καμία για να πιάσει.

Page 5: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

Γυρίζει όλο το νησί ψάχνοντας με κακίακι αφού δεν βρίσκει πια καμιά βαράει μαλακίακι έφτασε στους συντρόφους του ταχύς με μακροβούτιακι άρχισε να τους φιλά να τους κρατά τα μπούτιακοιτάει τους συντρόφους του με ματιά λαμπεράφουσκώνοντας τ� αρχίδια του τα μαύρα καυλεράέτσι δεμένους στ� άλμπουρο πλησίασε με δόλοκαι έναν-έναν στη σειρά τους γάμησε τον κώλο.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΙΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη Μετά απ� τις σειρήνεςπέρασαν δύσκολες στιγμές, πέρασαν δύο μήνεςήταν γυναίκες δυνατές, σκληρές αντρειωμένεςπλακομουνούδες άφθαστες από ψωλή καμένες.

Καθόλου δεν εχώνεβαν τους άντρες τους γαμιάδεςτους έσκιζαν, τους έγδερναν σα να �τανε πουλάδεςγι� αυτό κι αρπάξανε πολλούς και τους σκοτώσαν όλουςαφού τους εβασάνισαν την πούτσα και τους κώλους.

Οι λίγοι που εγλύτωσαν απ� τα μαρτύρια τούτασε λίγο αντικρίσανε χώρα γεμάτη φρούταήταν του Ηλιου το νησί με πρόβατα ωραίακι αγελάδες ζωηρές που βόσκανε παρέα.

τότε ξεχύθηκαν με μιας όλοι τους στο λιβάδικαι στην κραιπάλη την αισχρή το �ριξαν μέχρι βράδυγαμούσανε τα ζωντανά με πόθο και μανίακαι κάνανε τους κώλους τους σα να �τανε χωνιά.

Κι ύστερα άρχισε η σφαγή των γαμημένων ζώωνιδού πως εκατάντησαν σύντροφοι των ηρώων.Μα ο θεός λυπήθηκε τα ζώα τα καημέναπου όλα τα εξέσκισαν και έγιναν γαμημένακαι όλους αυτούς τους ασεβείς τους έστειλε στον Αδηνα ζούνε κάτω από τη γη και μέσα σε σκοτάδι.Και ο Οδυσσέας έμεινε με Δίχως πια συντρόφουςκι αγνάντευε περίλυπος όλους τους γύρω λόφους.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Ο ΟΔΥΣΕΑΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΩΣ

Μετά από κόπους φοβερούς, πάμπολλες τρικυμίες

Page 6: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

κι αμέτρητες με θάνατο π� έκανε γνωριμίεςόταν στο πέλαγος γυμνός και με ψυχή χαμένηη Καλυψώ δυναμικά τον έσωσε η καημένηόταν κολύμπαγε Αυτός προς την ξηρά για να βγεικι είδε τον πούτσο του ορθωτό και η καρδιά εκάγη.

τότε κατέβει αθέατη και του τον εφιλούσετον έγλυφε, τον έπαιζε και τον επιπιλούσεκαι στην ξηρά τον έσπρωχνε και λίγο τον τραβούσετο αποχαυνωμένο το κορμί που όλο σπαρταρούσε.

Κι ετσι βγήκε στην ξηρά σχεδόν ρυμουλκημένοςαπό τον πούτσο τον μακρύ, κρύος και μαραμένοςκι όταν συνήλθε κάποτε και φθάνει στο παλάτιτότε την βλέπει νά �ρχεται φουριόζα και τρεχάτη.Βοήθεια, ρούχα και φαΐ να του προσφέρει τάχααπ� ανθρωπιά κι αισθήματα που ένιωθε μονάχαγια κάθε που θα �ρχότανε στο ερημικό νησίκι είχε ανάγκη από φαΐ και ρούχα και κρασί.

Μα για πολύ δεν κράτησαν τα τυπικά του κώλουγιατί λιγουρευότανε το κάλος του του ψώλουκι αμέσως τότε άρχισαν τα φοβερά τα όργιαμες την θερμή της αγκαλιά την όμορφη πανόργιακι ετσι περνούσε ο καιρός γεμάτος συγκινήσειςκι έχυνε ο πούτσος του σαν το νερό της βρύσηςμα λυπημένος κάθεται την θάλασσα θωρείπου στην γλυκεία πατρίδα του, να φθάσει δεν μπορεί.

Μα κάποτε λυπήθηκαν την τύχη του οι Θεοίκαι μήνυμα στην Καλυψώ του Ολύμπου οι κραταιοίτον φτερωτό Ερμή της στείλαν για να δώσειαπόφαση τελειωτική που την καρδιά θα λιώσει.

Ρίγησε τότε η Καλυψώ κι από θυμό γιομάτησκέφτηκε νύχτες και στιγμές απ� ηδονή χορτάτη.Είστε σκληροί, ζηλόφθονοι, μουρμούρισε με πόνοκαι μα το Δια μου �ρχεται να φτάσω μέχρι φόνο.

Φθονείτε όλοι σας ψηλά, την όμορφη μου τύχηβρέθηκε ναναι πουτσαράς, τον έχει ένα πήχη.όμως εγώ τον έσωσα στο πέλαγος πνιγμένοαπό ανθρώπους και θεούς τελείως ξεγραμμένοκαι το γλυκό μου το μουνί και όλο μου το σώμαΑυτός μονάχα το γαμεί και μ� έχει κάνει λιώμα.Μα τι να κάνω η δύστυχη και την καρδιά μου σφάζουνθα υποταχθώ στη μοίρα τη σκληρή, αφού με διατάζουν.

Κι είπε ο Ερμής ο φτερωτός θερμά και λυπημένα:Ελα καλή μου Καλυψώ, μη τα �χεις πια χαμένα

Page 7: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

δώσε εσύ τις συμβουλές, βόηθα τον να φύγεικουράγιο κάνε, βάσταξε, όσο και αν σε θίγει.

Αυτά 'πε και εχάθηκε στης νύχτας το σκοτάδικι η Καλυψώ εζήταγε χαρά και λίγο χάδι.τότε γλυκά, ναζιάρικα μ� αβάσταχτη τη καύλααπ� την ακτή τον φώναξε, στους ρεμβασμούς του παύλα.

όταν του υποσχέθηκε πως θα τον εβοηθήσεινα φύγει από το νησί κι αλλού να πάει να ζήσειτότε Αυτός αχόρταγα την ξάπλωσε στο στρώματην φίλαγε, την έγλυφε, της δάγκωνε το σώμαΜετά την ετουμπάρισε της έστησε τον κώλοκαι μαλακά της βύθισε τον άγριο του ψώλομε χέρια πια τρεμάμενα και λιγωμένα χείλημούγκριζε κι ακουγότανε γύρω στο ένα μίλι.Της έτριβε τις ρόγες της, της έγλυφε το σώμακι από την καύλα την πολλή είχανε γίνει λιώμα.Μα κάποτε ξημέρωσε και έπρεπε να φύγειόσο και αν ελιώσανε με καύλα που να πνίγει.

Κι η Καλυψώ εφώναζε, γαμιά μου γύρνα πίσωέλα αγαπούλα μου γλυκεία και θα λιποθυμήσωχωρίς ψωλή στο σπίτι μου πως θα γενεί να ζήσωντυμένη ωραία προκλητικά το σώμα θα στολίσωγια να καυλώσω το Θεό μαζί μου και να χύσειαπ� του Ολύμπου το βουνό σκληρά να με γαμήσεικαύλα που φύτεψε ο Οδυσσεύς να �ρθεί να την τρυγήσει.

τότε λοιπόν ο Οδυσσεύς της λέει ένα γεια σουτι καύλες πάλι μ� άναψες, πως δείχνει η ομορφιά σουμ� αυτά τα νάζια τα γλυκά το σώμα μου καυλώνειςμα κάτσε τώρα ήσυχη γιατί πρέπει να φύγωκαι τα πανιά του καραβιού αμέσως τα ανοίγω.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ

Ορκο στο γιο του ο Ποσειδών μεγάλο είχε τάξειόταν με δόλο ο Οδυσσεύς το μάτι του �χε κάψεινα τον παιδεύει διαρκώς, να μη τόνε αφήσειαπ� του σπιτιού το τζάκι του καπνό να αντικρίσει.

Τα πλοία του εβύθιζε το �να μετά το άλλογιατί το μίσος του γι αυτόν ήταν πολύ μεγάλο.Με το στερνό λοιπόν που έφτιαξε ο Οδυσσεύς καράβιστην Πηνελόπη την πιστή που τώρα ράβειτο θρυλικό της κέντημα, σκέφτηκε να γυρίσει

Page 8: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

και κάτι βρώμες π� άκουσε να τις ξεκαθαρίσει.

Το πλοίο γοργοτάξιδο τα κύματα ξεσκίζεικαι μέσα στην καμπίνα του ο Οδυσσεύς πασχίζειτον πούτσο του που καύλωσε κάπως να τον καλμάρεικι από το πολύ το σήκωμα μοιάζει σαν παλαμάρι.

Ηδονικά στην σκέψη του την Πηνελόπη φέρνειόταν το πλοίο ξαφνικά αρχίνισε να γέρνει.Μπατάρισε πάρα πολύ, ήρθε η επάνω κάτωκαι ξαφνικά ευρέθηκε στης θάλασσας τον πάτο.

γιατί το πλοίο μπλέχτηκε σε φοβερό κυκλώναπου είχε στείλει η οργή του θείου Ποσειδώνα.Ο Οδυσσεύς κολύμπησε να βρει κανένα ξύλοκαι τέλος τα κατάφερε, πιάστηκε σ� ένα στύλο.Μέρες πολλές κολύμπησε στο κούτσουρο πιασμένοςκαι με μεγάλη του χαρά αντίκρισε ο καημένοςστο βάθος του ορίζοντα ένα μικρό νησάκικι ο νους του αμέσως πέταξε σε τρυφερό μουνάκιπου πιθανόν θα έβρισκε, εκεί για να γαμήσεικαι με τη σκέψη του αυτή του �ρθε να ξεροχύσει.Ευθύς δυνάμεις μάζεψε, δυο απλωτές ακόμακι ως που να πεις βερίκοκο, επάτησε στο χώμα.

Παρ� όλο που αισθανότανε τόση μεγάλη καύλα,απ τη μεγάλη κούραση έπεσε κάτω τάβλα.Πόσο πολύ κοιμήθηκε, ούτε ο ίδιος ξέρει,μα όταν στο τέλος ξύπνησε, τον κράταγε στο χέρι.

είδε πως ήταν τάχατες σ� ωραίο περιβόλικι από τα δέντρα κρέμονταν σωρό αφράτοι κώλοικώλοι λευκοί και στρογγυλοί, κώλοι αδροπλασμένοι,λες και για την ψωλάρα του να ήτανε φτιασμένοι.Στο βάθος εκελάρυζε το χύσι στα ρυάκιακι έσκυβαν να δροσιστούν σωρό γλυκά μουνάκια.

Μόλις τον μυριστήκανε άρχισαν οι κώλοισα να �τανε καλόγνωμες ν� ανοιγοκλείνουν όλοι.Κι Αυτός γαμούσε τάχατες τ� αφράτα κωλομέρια,και δυο βυζάκια στρογγυλά έτριβε με τα χέρια,το στόμα του πιπίλιζε ένα μουνί παρθένοκι απ� τη μεγάλη καύλα του ξεφύσαγε σαν τρένο.

είχε αρχίσει κι έχυνε, τι ηδονή μεγάληυγρά κι αντάρα ξέρναγε του πούτσου το κεφάλι,πέταγε το ψωλόχυμα σωστά εξήντα μέτρακαι είχε τόση δύναμη που τρύπαγε και πέτρα.

Μα ξάφνου εκεί που άρχιζε να βγάζει τα υγρά του,

Page 9: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

εξύπνησε ο φουκαράς κι είδε, ω συμφορά του,πως όλα ήταν ψέματα, τα είδε στ� όνειρό τουκι ο πούτσος του ζωγράφιζε νησιά στο σώβρακό του.

σηκώθηκε απότομα, πέταξε τον μανδύακαι με τα μούτρα ρίχνεται στη σωβρακομαντεία.Με μια ματιά που έριξε στων νήσων την σωρείατο γερακίσιο βλέμμα του γέμισε απορία.

Σήκωσε το κεφάλι του στιγμή χωρίς να χάσεικι αμέσως ετινάχθηκε ορθός γεμάτος βιάσηγιατί ένιωσε πως βρίσκονταν όχι στο Καπανδρίτιμα κει που εβασίλευε Αλκίνοος και Αρήτη.

Ευθύς αμέσως ένιωσε γλυκιά ανατριχίλα,σκούπισε τα παπάρια του με λίγα ξερά φύλλακι ολόγυρα εκοίταξε γεμάτος απορία,γιατί �ξερε ο μπάσταρδος από την ιστορίαπως των Φαιάκων το νησί δεν ήταν τίποτ� άλλοπαρά ένα σωστό κωλάδικο παρά πολύ μεγάλο.Η Αρήτη αβέρτα το �κανε μ� όλους τους αυλικούς τηςκι ο Αλκίνοος χαχάνιζε γιατί �ταν μέγας πούστης.από μικρός φαινότανε τι πούσταρος θα γίνειτότε που καθ� ένα μωρό το δάχτυλο βυζαίνει,Αυτός γύρευε σαν τρελός να γλύφει για μαντζούνι,των αυλικών, των δούλων του, των φίλων το τσουτσούνι.

Αν πεις και για την Ναυσικά, την όμορφη μαργιόλα,ήτανε μέγας πούτανος, μια τρομερή καριόλα,Σ� όλα τα σπίτια έτρεχε, έμπαινε πριν βραδιάσεικαι κανενός δεν άφηνε τον πούτσο να σκουριάσει.Διάλεγε όμορφες ψωλές, τις χάιδευε με τρέλα,κι ύστερα τις πιπίλαγε σαν να �ταν καραμέλα.

Παιδούλα ακόμα άπραγη με μεταξένιες μπούκλεςτότε που όλα τα παιδιά παίζουνε με τις κούκλεςαυτή �χε για παιχνίδι της μικρό ένα τακουνάκικι ολημερίς το έχωνε στ� ωραίο της μουνάκι,κι όταν ποτέ βαριότανε να παίζει το τακούνιεπιδινόταν σ� ένα σπορ, γνωστό σαν πλακομούνι.

Στη Ναυσικά τριγύρναγε ο νους του, την κουφάλα,όταν πάνω στον πούτσο του γκελάρισε μια μπάλα.ήταν μια μπάλα όμορφη, γεμάτη μπιχλιμπίδια,κι απ� το γερο το χτύπημα του ζάλισε τ� αρχίδια.

αμέσως ακούστηκαν φωνές, κραυγές και γέλιακαι να κοπέλες φάνηκαν μ� ολόγυμνα τα σκέλιακαι πρώτη απ� όλες, πανώρια η Ναυσικά του,ίδια όπως την είχε δει πριν λίγο στ� όνειρά του.

Page 10: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

ήτανε κάτασπρη, ψηλή, όμορφη σαν μαντόνακι ήτανε πλήθος τα παιδιά που κάνανε σφεντόνατο πούτσο τους για χάρη της κοιτώντας με κακίακαι τράβαγαν βράδυ-πρωί με λύσσα μαλακία.Τα χείλη της μαργιόλικα σου �λεγαν πάντα όχι,το ναι της όμως το �βλεπες μες των ματιών την κόχη.Τα στήθη της δροσοπηγές, κι απ� της φωνής τον τόνοέβλεπες πως εγνώριζε πάμπολλα για τον φόνο.

Με καλοσύνη ρώτησε, ποιος είναι, τι γυρεύει,αλλά Αυτός αρχίνισε κιόλας να χαμουρεύεισε όλα της απάντησε ψέματα από δόλο,κι ενώ περνούσε δίπλα της της έπιανε τον κώλο.

αυτή τότε κατάλαβε πως ήθελε να σπρώξεικαι πρόφαση εγύρευε, τις δούλες της να διώξειτις διαβολόστειλε λοιπόν να πάνε μάνι-μάνινα δούνε αν κουνιόντουσαν οι βάρκες στο λιμάνι.

μέσα στις φτέρνες ξάπλωσε και τούριξ� ένα βλέμμαπου ήταν σαν να του �ριχνε φωτιά μέσα στο αίμα.Ο Οδυσσεύς δεν άντεξε να περιμένει άλλοκι όρμησε λες κι ελέφαντας του πάτησε τον κάλο.

Παρ� όλο που η καύλα του ήταν πολύ μεγάληκρατήθηκε κι ακούμπησε στα μπούτια το κεφάλιτα δυο του χέρια χούφτιασαν τα τορνευτά της στήθηκι όλες τις άλλες σκέψεις του τις σκέπασε η λήθη.Σιγά-Σιγά τον πούτσο του μες το μουνί της βάζεικαι κείνη απ� την καύλα της αρχίζει να ουρλιάζει,όμως ο πολυμήχανος δεν της τον βάζει όλο,κι όταν αυτή εσπάραζε της χάιδευε τον κώλο.Μες του μουνιού της τρίβοντας, ο πούτσος τα καπάκιαγιατ� ήξερε ο μπάσταρδος τερτίπια και κολπάκια,που τάμαθε τόσο καιρό μπουχέ τα πήγαιν� έλακι είχε φοιτήσει ανελλιπώς στα πιο καλά μπουρδέλα.Τα χέρια του της χάιδευαν τις πιο κρυφές γωνιές τηςκι εκείνη ξεφωνίζοντας δάγκωνε τις γροθιές τηςκι ενώ αυτή σκεφτότανε τώρα θα μου τον χώσει,Αυτός τον ξανά έβγαζε σαν να �χε μετανιώσει.

Το γλείψιμο αρχίνισε σε όλο το κορμί τηςμα όμως δεν επρόλαβε να φτάσει στο μουνί της.Τ� άρπαξε την ψωλάρα του με το λευκό της χέρικαι στο μουνί την έβαλε σαν να �ταν γουδοχέρι.

Με ψαλιδιά τα πόδια της στη μέση του τυλίγεικι απάνω του γαντζώνεται μήπως και της ξεφύγει.Ο Οδυσσεύς δεν άντεξε άλλο να περιμένειγιατ� είχε αρχίσει και Αυτός βαριά να ανασαίνει.

Page 11: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

Σα λυσσασμένος έσπρωξε τον τρομερό του ψώλο,κι η Ναυσικά ξεφώνισε, σκίσε με, βάλτον όλο.Η καύλα την πλημμύρισε, λαχάνιασμα την πιάνεικι όλο τον κόσμο γύρω της αρχίζει να τον χάνει.

Κι αρχίζει σκαμπανέβασμα σα να �τανε φρεγάδακαι το μουνί της το �τρεμε μ� ανήκουστη σβελτάδα.Το ρυθμικό της κούνημα βάσταξε πολλή ώρατέλος όμως δυνάμωσε κι είχαν πάρει φόραστη μια στιγμή ενώνονταν στην άλλη χωριζότανσα φίδια στριφογύριζαν και σφιχταγκαλιαζόταν.Μάνα μου σκούζει Ναυσικά, από την καύλα σβήνω.Βιάσου εμούγκρισ� ο Οδυσσεύς, κι εγώ σε λίγο χύνω.Μα κείνη το κατάλαβε, δεν ήταν δα χαζήχύσε αγάπη μου γλυκεία, να χύσουμε μαζίκαι σ� ένα ύστατο σπασμό, τρεμούλιασμα σαν ψάριακαθώς αυτή του χάιδευε τα τριχωτά παπάρια.

Ακόμη του εχάιδευε τ� αριστερό παπάρικαι δεν επρόλαβε καλά χαμπάρι να το πάρειγια πότε την εγύρισαν τα στιβαρά του χέριακι ο πούτσος του καρφώθηκε στ� αφράτα κωλομέρια.

Σα της γαρίδας βγήκανε της Ναυσικάς τα μάτιααπ� την ψωλιά την φοβερή την έκανε κομμάτιααπό τον πόνο τον πολύ τη πλουμιστή χλαμύδακαθώς χάμω εσπάραξε σα να �ταν παλαμίδα.

όμως ο πολυμήχανος που τη δουλειά του ξέρει,τ� αυτάκι της πιπίλαγε με το �να του το χέριχαϊδεύει τ� αναιδέστατα, τα μυτερά της στήθη,ενώ τ� άλλο ευκίνητο μες το μουνί εχύθη.

Της τρίβει ασταμάτητα το μακρουλό γλωσσίδικαι μπαίνει-βγαίνει συνεχώς, γλιστράει σαν το φίδι."Τσόγλανε" σκούζει Ναυσικά, "μαλάκα μου, με τσουζειμου εσκισες τον κώλο μου σαν να �τανε καρπουζιεγώ τον εκαμάρωνα και το �χα καύχημά μου,τον κούναγα κι εσειώτανε η γη στο πέρασμά μου,κι εσύ μου τον σακάτεψες, μαλάκα, άει σιχτίρι,δεν είναι κώλος πια Αυτός, μα τρύπιο σουρωτήρι".

όμως του πολυμήχανου τ� αυτί του δεν ιδρώνει,σφυράει του πούτσου το χαβά και πιο βαθιά τον χώνεινιώθει του κώλου την δροσιά, τα σάλια του μαζεύει,"Κούνα γλυκά τον κώλο σου, κούνα τον κυκλικά,θέλω να χύσω αγάπη μου, να χύσω πιο γλυκιά".

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Page 12: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

````````````````````

ΟΙ ΑΧΑΙΟΙ ΑΠΟΠΛΕΟΥΝ

ήταν σχεδόν αδύνατο μες την παλιά την πόληνα βρει κανείς για να κρυφτεί χαντάκι η περβόλιτην Τροία πια την όμορφη την είχαν ξεκληρίσεικαι οι γυναίκες στην σειρά, κάνανε όλες πλύση.

Πλένανε και χτυπούσανε τον κώλο τους στη γηγια να �βγει το ψωλόχυμα και κάνανε πληγή.Κι αδιάκοπα ακουγόντουσαν σπαρακτικές κραυγέςκι όποιος αντιστέκετο, έπεφταν και σφαγές.

Από την άλλη την πλευρά, στων Αχαιών τα πλήθηγλέντια, χαρές, ξεφάντωμα, γαμήσια κακοήθη.Τα πάντα σε ερείπια ήτανε σωριασμένακι όλοι γυρνούσαν σαν τρελοί και τα �χανε χαμένα.

Στους καυλερούς τους Αχαιούς σαν άλμπουρα οι ψώλοιστους Τρωαδήτες σκούζοντας "πονάνε πια οι κώλοι"το βράδυ που κουράστηκαν απ� την πολλή καβάλααρχίσανε να σκέπτονται για σύντομη φευγάλα.

Στα πλοία κουβαλούσανε διαμάντια και πετράδιαχρυσάφι, ασήμι και χαλκό μεσ� τα βαθιά σκοτάδιατα πήγαιναν στ' αμπάρια τους τα παραφορτωμένακι από τα πλούτη τα πολλά τα είχανε χαμένα.

Κι αφού τελειώσαν όλα αυτά, τα τόσο λυπηράτην χιλιογαμημένη πήρανε, σαν να �τανε κυρακαι την παρουσιάσανε πως ήταν αρπαγμένηκαι πως με ζόρι κι απειλές ήτανε γαμημένη.

Γιατί σαν συναντήθηκαν στο ξένο το παλάτιέξυπνη και πανέμορφη και καύλα όλο γεμάτηκι ολόγυμνη με το μουνί καλά αρωματισμένομε μόνο το βρακάκι της κι αυτό μισό βγαλμένομπροστά εις τον Μενέλαο εστάθη η Ελένηκι αυτός θωρώντας την βουβά με πούτσα καυλωμένηάρχισε να γυμνώνεται, πετώντας το σπαθίκαι στη στιγμή οι σύντροφοι του τον έχουν μιμηθείκαι όσο αυτός εγάμαγε μ� ορμή και φλυαρίαόλος ο άλλος ο στρατός βαρούσε μαλακία.

Μα όλα ετελείωσαν, τέρμα στα πανηγύριαέλυσαν τα καράβια τους, χάλασαν τα τσαντίριαστοιβάζουν τις αιχμάλωτες, βουνό τις κακομοίρεςνέες μικρές ανύπαντρες, γεμάτες όλο ψείρεςθυσίασαν του Πρίαμου την κόρη Πολυξένη

Page 13: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

για να τιμήσουν τους Θεούς σ� όλη την οικουμένη.

Ετσι εξεκινήσανε απ� την ερειπωμένη Τροίαχαράζοντας κατεύθυνση και σταθερή πορείαγια της πατρίδας το χωριό, τη πόλη, το λιμάνιμ� επιθυμία αμέτρητη να φτάσουν μάνι-μάνι.Και δεν θ� αργούσαν να� φταναν στην όμορφη πατρίδααν ξαφνικά δεν έπιανε μεγάλη καταιγίδα.

Φύσηξ� αέρας τρομερός, κι αγρίεψε η φύσημαύρο βουνό η θάλασσα, τα πλοία πήραν κλίσησκίστηκαν όλα τα πανιά, σκόρπισαν τα καράβιακι έχασε η μάνα το παιδί κι η σκύλα τα κουτάβιακι έτσι επροσπαθήσανε και περιπλανηθήκανκι άλλοι γυρίσαν νικητές κι άλλοι γαμηθήκαν.

Ομως από τους ήρωες που κούρσεψαν την Τροίακανείς δεν εκουράστηκε, ως λέει η Ιστορίαόπως ο πολυμήχανος, πανούργος Οδυσσέαςπου από μικρός αρέσκετο σε πονηράς παρέας.

Γιατί η φίνα Αθηνά του κράταγε κακίαόταν αυτός εδιάλεξε μια δόση μαλακίακαι δεν την άφησε γυμνή τον πούτσο του να παίζεινα τον ρουφά αχόρταγα σα να �χε πετιμέζι.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΩΤΟΦΑΓΩΝ

Ο άνεμος τους έφερε στη χώρα των Κικόνωνεπάνω στο κατάστρωμα τα πάντα όλα σαρώνουν.Βγήκαν αμέσως στην ξηρά κι άρχισαν επιθέσειςμάζεψαν λάφυρα πολλά, του μέλλοντος ανέσεις.

Μάχη εδώσανε σκληρή και χάσανε συντρόφουςόταν τους επετέθησαν στους γύρω-γύρω λόφους,την ώρα που γαμούσανε τα δροσερά μουνάκιακαι τρώγανε και πίνανε με καύλα και μεράκια.

Μετά εξεκινήσανε και στα καράβια μπήκαναυξάνοντας σημαντικά των θυγατρών την προίκαν.Δεν άργησε κι αγνάντεψαν ξανά ένα νησίκι αρχίσανε να τραγουδούν, να πίνουν και κρασί,μα η ξηρά π� αράξανε είχε πολλές παγίδεςοι Λωτοφάγοι μένανε, κοντά και με φακίδεςμα τις ψωλές πολύ καλά τις είχαν ακονίσεικώλο μονάχα γάμαγαν σ� ένα τρελό μεθύσι.

Page 14: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

Και λένε οι ιστορικοί, πως τρώγοντας λωτούςτόσο γλυκοί που ήτανε, ξεχνούσαν τους γνωστούςοι επισκέπτες όλοι τους όσο κι αν λαχταρούσανκαι στη γλυκιά πατρίδα τους ποτέ τους δεν γυρνούσαν.

Κι αυτό πάντα συνέβαινε που είπα παραπάνωμα ο λόγος ήταν διάφορος και στη αλήθεια φτάνω.Σ� αυτό το ωραίο το νησί με τις πολλές κοιλάδεςζούσαν οι μεγαλύτεροι, τρανοί κωλομπαράδες.

Αυτοί με τέχνη ασύγκριτη και μέθοδο σπουδαίαγαμούσανε χωρίς ντροπή και μόνοι και παρέαμε σχέδιο αλάνθαστο, πάντα πετυχημένογια κώλο που �χε γαμηθεί, για κώλο και παρθένο.

Ετσι τα καταφέρνανε, με τέχνη και μανίακαι δεν παρέμενε ποτέ καμία παρθενίακι οι Αχαιοί γλυκάθηκαν απ� το τρελό γαμήσικι έχυνε ο κώλος ολονών σα να �τανε μια βρύση.

Μα ο πανούργος Οδυσσεύς που όλα τα ρυθμίζειτους κώλους υποσχέθηκε σ� όλους να τους δροσίζεικαι τότε δέχτηκαν Αυτοί το πλοίο να κινήσειμα ζήτησαν ολοι μαζί πρώτα να τους γαμήσει.

Κι ο Οδυσσεύς γλυκόψωλος πηδώντας και με γέλιατον πόθο άναψε παντού σε κώλους και σε σκέλιακαι η ψωλή καυλώθηκε, μαγκούρα έχει γίνεικαθόλου δεν κουράστηκε, σαν βρύση όλο χύνει.

Ικανοποιώντας τους λοιπόν όλους εις την αράδατους γάμησε, τους ξέσκισε όλους με νουμεράδακαι ξαναφύγαν μ� όρεξη για τη γλυκιά πατρίδαελπίζοντας μη πέσουνε σ� άλλη καμία παγίδα.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟΥΣ ΚΥΚΛΩΠΕΣ

πολύ εδυσκολεύθηκε την συντροφιά να πείσεινα ξεχαστούν συνήθειες που είχε αποχτήσεινα σταματήσουν να ζητούν όλους να τους γαμήσειφωνάζοντας και λέγοντας πως θα τους απολύσει.

Κι ετσι τα κατάφερε ένα πρωί να φτάσουνσε κάποια όμορφη στεριά Θεό για να δοξάσουνπου όλους τους απήλλαξε απ� τα κακά τα βίτσιααυτούς τους λεβεντόκορμους ψηλούς σαν κυπαρίσσια.

Page 15: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

Μα η χώρα που ποδίσανε ήτανε των Κυκλώπωνκι εκεί τους επερίμενε ζωή γεμάτη κόπων.όταν σκοτείνιασε αρκετά, ξεκίνησαν με τάξηο Οδυσσεύς με δώδεκα, προμήθειες να αρπάξει.

Εμπήκαν μέσα σε σπηλιά κι όλα πηγαίναν φίνακαι είχαν εξασφαλισθεί στο μέλλον από πείνα.Μα ξάφνου εμφανίστηκε ο Κύκλωπας στη πόρταέμπασε μέσα τα αρνιά και άναψε τα φώτα.αγρίεψε και φώναξε κι άρπαξε δυο συντρόφουςξερίζωσε τον πούτσο τους, τους έκανε πια ψόφιουςκι ενώ Αυτοί εβόγγαγαν πεθαίνοντας στο χώματους έσχισε ολοζώντανους λουρίδες τους το σώμα.

Μα ο πανούργος Οδυσσεύς τα βόλεψε και πάλιτον πότισε γλυκό κρασί, τον έκανε ρετάλικι αφού κοιμήθηκε βαριά μεσ� το γλυκό μεθύσιστειλιάρι έφιαξ� αιχμηρό απ� ίσιο κυπαρίσσικι αφού τον έγδυσε καλά, του το �χωσαν στο μάτικαι του �μπηξαν ταυτόχρονα στον κώλο άλλο κατάρτιοι δυνατοί συντρόφοι του με βία και γινάτικι έφυγαν τρέχοντας μαζί από το μονοπάτι.Εφτάσανε στο πλοίο τους, στο φίνο ακρογιάλιμπήκανε μέσα στη στιγμή και με ορμή μεγάληξεκίνησαν με τα κουπιά κι έφυγαν τρομαγμένοιπιστεύοντας πως ήτανε απ� τη ζωή χαμένοι.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΑΙΟΛΟΥ

Σε λίγο έφτασε ο Οδυσσεύς, στη νήσο Αιολίαχώρα που �χε σαν έμβλημα, μόρφωση και σχολεία.Στην πράξη ομως ήτανε πρόστυχο νησίπου οι κάτοικοι του ζούσανε με χάδια και κρασί.

από το γέρο Αίολο επήρε τ� όνομά τουτο σεξ και κάργα πουτανιά επήρε απ� τη μαμά τουκαι τώρα ας προσέξουμε τι λέγει η Ιστορίαγια τους κατοίκους του νησιού για σεξ και πονηρία.

Μια ντουζίνα από παιδιά ο Αίολος είχε κάνειέξι αγόρια φρόνιμα, ψηλά σαν πελεκάνοικι έξι κορίτσια όμορφα, γλυκά και μορφωμέναγια σπιτικό νοικοκυριό, μονάχα γεννημένα...

Τα πράγματα ομως δυστυχώς ήταν τελείως άλλαΚι ολημερίς βρισκόντουσαν σ� ανάσκελη καβάλαμα την αλήθεια άλλαξε σαφώς ο ιστορικός

Page 16: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

όταν εγάμησε τρελά κι αυτός περαστικός.

Με μια κουβέντα ήτανε φαμίλια που γαμιότανεκι όλο για πούτσους και μουνιά ολημερίς σκεφτότανεμε κατευθύνσεις και σκοπούς σε σύλληψη απίθανεςσταμάταγαν το ξέσκισμα και γίνονταν ημίθανες.

Και γράφει ένας διαβατικός πολύ χαριτωμένοςαπό παρακολούθηση, Γιατί είχ� αυτό το μένοςδυο αδελφών που σκίζονταν επάνω στο κρεβάτικαι φώναζαν και μίλαγαν με καύλα και γινάτι:

"Μωρό μου, γλύκα μου εσύ, τεχνήτρα στο γαμήσιτέτοια ηδονή αγάπη μου, τέτοιο γλυκό μεθύσιούτε η πορνομάνα μας δεν ξέρει τόσα κόλπα".Κι εκείνη αποκρίθηκε "Πάψε βρε πούστη, σώπαΓιατί τα ίδια πράγματα μου λέει κι ο πατέρας"

"Ωστε γαμεί και �σένανε το βρωμερό το τέραςκαι μου �λεγε ο άτιμος, ο ψεύτης, ο αλήτηςπως μόνο εμένανε γαμεί, εγώ είμ� ο τεχνίτης"

τώρα λοιπόν γνωρίσατε τη χώρα Αιολίαπου �ταν πανεπιστήμιο σε προστυχοσχολείαΓι� αυτό περάσανε καλά και μάθανε τερτίπιατου Οδυσσέα οι σύντροφοι μα γίνανε ερείπια.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ ΚΙΡΚΗΣ

Τελείωσαν με τους Αιόλες και φθάσαν σε λιμάνικι ανέβηκε ο Οδυσσεύς γοργά και μανι-μανισε ένα λόφο υψηλό για να �βρει κάποιο σπίτιν� ακούσει ανθρώπινη φωνή, να δει κανά πολίτη.

Εχώρισε τους άνδρες του σε δυο μικρές ομάδεςκαι είπε στον Εβρύλογο να πάει στις κοιλάδεςπου �δε χτισμένο ακίνητο μεγάλο σαν σχολείομα ήτανε ανάκτορο τρανό με μεγαλείο.

Σε λίγο επλησίασαν και μπαίνουν στο παλάτιμόνος κρυμμένος έμεινε και μ� άγρυπνο το μάτιο αρχηγός Εβρύλογος στην άκρη μιας σχισμάδαςπαραμονεύοντας να δει την τύχη της ομάδας.

από την κρύπτη του αυτή, που ήτανε χωμένοςπήρε τρομάρα φοβερή, κοιτούσε μαγεμένοςσυντρόφους λεβεντόκορμους, δυο μέτρα παλικάρια

Page 17: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

να γίνουν χοίροι στο λεπτό, να βόσκουν στα λιθάρια.

Μα στη στιγμή αντέδρασε και έτρεξε να φύγειστο Οδυσσέα για να πει, τον πόνο που τον πνίγει.Ο Οδυσσεύ στο μεταξύ μ� Ερμή εσυναντήθηκι αφού τον εδασκάλεψε, προς το παλάτι εχύθη.

εκεί την Κίρκη γάμησε μ� ασύγκριτη γλυκάδατην έδειρε, την μαύρισε, σαν να �τανε φοράδαΓιατί ήταν μαζοχίστρια κι ήθελε κάργα ξύλοκαι πούτσο να την εγαμεί, σαν της ΔΕΗ το στύλο.

Και όταν γλυκαθήκανε απ� το τρελό γαμήσικαι το μουνί της έχυνε σαν να �τανε μια βρύσητότε με μαγικά ραβδιά τους χτύπαγε ένα-ένακι άνθρωποι γινόντουσαν και τα �χανε χαμένα.

Ετσι ξεπέρασε κι αυτό της μοίρας το γραμμένοκαι τόνε βρήκε το πρωί με πούτσο μαραμένομα είχε κράση δυνατή, κι ήταν μυαλό σπουδαίοκι αμέσως ασχολήθηκε με κάτι το ωραίο.Εσκέφθη να επισκεφτεί τους φίλους του στον Αδηκαι στη Θεά το ζήτησε με θάρρος και με χάδι.````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ :

Είναι γνωστή η Οδύσσεια στους πάντες και στις πάσηπου αφηγείται τις σκηνές γοργά σε κάθε φάσητις τρομερές, αβάσταχτες, φρικτές περιπλανήσειςη άσχημη μοίρα Οδυσσεύ σ� έβαλε να τρυγήσεις.

Γυρνώντας, ταξιδεύοντας δέκα γεμάτα χρόνιασπουδαία τα κατάφερες, για σε μιλούν αιώνια.Σ� αναγνωρίζουν ολοι τους πανούργο, τολμηρόστα πάτρια που γύρισες, σε τόπο βρωμερό,και τους μνηστήρες μπόρεσες όλους να κυνηγήσειςτης Πηνελόπης το μουνί με λύσσα να τρυγήσεις.

Και τώρα φίλοι μου καλοί και χιλιοδιαβασμένοιολοι μαζί τη δράση του, την πολυδοξασμένηας δούμε πάλι από κοντά, πως έμεινε αιώνιααχτύπητη, αθάνατη, στο πέρασμα στα χρόνια...

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Page 18: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

ΑΙΤΙΑ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο Τρωικός ο πόλεμος είχε αφορμή τον κώλοκαι όσα λέει ο Ομηρος γνωστά στον κόσμο όλο.Ο κώλος και όχι το μουνί υπήρξε η αιτίακαι προς απόδειξη αυτού ιδού η Ιστορία:

Τον Πάρη γιο του Πρίαμου νέο πολύ ωραίοπου οπως λεν οι στορικοί κωλομπαρά σπουδαίοτυχαία φιλοξένησε κάποια φόρα στη Σπάρτηο βασιλιάς Μενέλαος στο μέγα του παλάτι.

Είχε όμως ο Μενέλαος ένα ανιψιό ωραίομε κώλο ολοστρόγγυλο, κι έγινε το μοιραίο,ο Πάρις ο κωλομπαράς σαν είδε αυτό τον κώλοτον τορνευτό, το σπάνιο δια τον κόσμο όλο.

Τη νύχτα εσηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτικι οχτώ φορές τον γάμησε με καύλα και ραχάτικατά κακή του σύμπτωση να σου και η Ελένηβλέπει την τρομερή ψωλή την τριπλοκαβλώμενη.Και οπως ήταν φυσικό εκαύλωσε πολύκαι σκέφθηκε του Πάριδος να φάει την ψωλή.

Την άλλη μέρα ο άνδρας της σαν πήγε για κυνήγιαυτή τα πλούσια τα βυζιά με τέχνη τα ανοίγειστου Πάρη πάει την σκηνή, τάχα να τον ξυπνήσειμ� αυτός ευθύς κατάλαβε πως γύρευε γαμήσι.

Και η Ελένη στήθηκε να φάει τον ψώλο όλοκαι ο Πάρης την εξέσκισε τη γάμησε απ� τον κώλο.Μα σαν η τρομερή ψωλή στον κώλο της εχώθητην έσκισε κι ο κώλος της με το μουνί ενώθη.

Εις την κατάσταση αυτή πλέον μη δυνάμενηνα ζει με τον Μενέλαο η κωλογαμημένητον Πάρη ακολούθησε και φύγαν για την Τροίακαι κει πλέον ελευθέρα γαμιέται η αχρεία.

Τσιμπούκια και εξηνταενιά, ψαλίδια, πλακομούνιαστενάζει ο τόπος και βογκούν, βογκούν τα κορφοβούνιαολημερίς κι ολονυχτίς γεύεται και γαμιέταικαι τώρα πια το κέρατο τ� αντρός της δε μετριέται.

Στη Σπάρτη ο Μενέλαος ζει πλέον σαν χαμένοςπερίλυπος μονολογεί και λέει απελπισμένοςΠούτσα μου πως κατάντησες εσύ σε τέτοιο χαλίπου όταν μύριζες μουνί γινόσουνα μεγάλη.Αγρίευες και θέριευες, γινόσουν άνω κάτωκαι ξέσκιζες της καθεμιάς τον μούνο και τον πάτο

Page 19: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

τώρα κλεισμένη στο βρακί δε μου ζητάς παιχνίδιακάθεσαι κι αναπαύεσαι στα ένδοξα σου αρχίδια.

Μα κάποτε σκεφτήκανε ολοι οι Βασιλιάδεςκαι βρήκαν λύση τολμηρή για άντρες πουτσαράδεςΑποφασίσανε λοιπόν, πόλεμο με την Τροίαμα κει δυσκολευτήκανε ως λέει κι η Ιστορία...

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΥΣΚΕΨΗ ΑΡΧΗΓΩΝ

Μαζεύτηκαν οι αρχηγοί για σύσκεψη μεγάληνα πούνε τις απόψεις τους σε ένα ακρογιάλιο βασιλιάς Μενέλαος μονολογεί σαν γραίακαι κλαίει και οδύρεται μαζί με Οδυσσέα:

Μενέλαος:Μου �φυγε το Λενάκι μου και πήγε με τον ΠάρηΛες και δεν είχα και εγώ αρχίδια και παπάρι.

Οδυσσεύς:Ησύχασε Μενέλαε μην κανείς σαν Μωρόξέρεις εγώ τα κλάματα πολύ τα τιμωρώθα στον τσακίσω τον μπινέ και θε να βλαστημήσειτην ώρα π� απεφάσισε να σου την εγαμήσει.Είναι κι αυτή παλιόπραμα και για δυο φρέσκα μήλαμε Ανδρομάχη και λοιπές γαμιέται σαν τη σκύλα.

Μετά τα λόγια τα σοφά του φίνου Οδυσσέατο λόγο δίνουν στον ψηλό, το βασιλιά τον Αία:

Αίας:Φίλε μου Αγαμέμνονα, φίλε Οδυσσέα γεια σαςκαι οπως λεν οι σύγχρονοι ψωλή μου στα μεριά σαςΤο έμαθα Μενέλαε, μάλακα να σε βράσωστην έσκασε ο ψωλαράς και σ� άφησε στον άσσοκι αν η Ελένη σου �φυγε δική σου ήταν βλακείαομως μην απελπίζεσαι σου μένει η μαλακία.τώρα απομένει σύντροφοι, να δούμε τι θα γίνεικαι την δική του προσβολή γρήγορα να ξεπλύνειΑκόμα δεν σας μίλησα και μου �ρθε μια ιδέατι διάβολο Μενέλαε, Γιατί με λένε Αία:

Είμαι της γνώμης το λοιπόν να μεταμφιεστούμεσαν αστυνομικοί κρυφοί, στην Τροία οι δυο να μπούμε.εσύ του Υγειονομικού και εγώ της ασφαλείαςζητάμε από τον Πρίαμο εξέταση υγείας.Ολες τις εξετάζουμε, φτάνουμε στην Ελένη

Page 20: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

κοιτάμε το μουνάκι της με πούτσα καυλωμένητης βρίσκεις τάχα σύφιλη και υπερμετρωπίατην παίρνουμε για του Συγγρού να κάνει θεραπεία.Και ετσι δίχως βάσανα και δίχως φασαρίαστη Σπάρτη την πηγαίνουμε και λήγει η Ιστορία.

Αγαμέμνων:Καλή είναι η ιδέα σου μα θ� ανακαλυφθούμεκαι δεν θα τη γλυτώσουμε, σκληρά θα γαμηθούμε,και δεν το θέλω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλοςαφού τη γλύτωσε μικρός να γαμηθεί μεγάλος.

Μενέλαος:Φέρτε μου το Λενάκι μου κι άμα μου το ζητήσετεπολύ ευχαρίστως κάθομαι να μου τον κοπανίσετε.

Τοτ� επενέβη ο Οδυσσεύς και μίλησε σταράταστο βασιλιά Μενέλαο και του �σκισε τη γάτα:

Αστα κουβαρνταλίκια σου κι εμείς δεν τα μασάμετο ξέρεις δα πολύ καλά πως κώλο δεν γαμάμεκι αν κάτι τέτοιο κάνουμε μια μέρα παρά φύσητότε ο πούτσος ο καυτός να μην μπορεί να χύσει.

Ετσι εσταματήσανε χωρίς να καταλήξουνγια να σκεφθούν καλύτερα προτού να ξανασμίξουνκαι ο καθένας χωριστά τη λύση για να φέρεινα γλυτωθούν τα βάσανα μακριά σε ξένα μέρη.

Τ� απόγευμα συνέχισαν, μα είχαν άλλες βλέψειςμε βάση το φιλότιμο και λανθασμένες σκέψεις.ξανά εκυριάρχησε για πόλεμο η γνώμηκι ετσι αρχίσαν τα δεινά, το αίμα και οι τρόμοι...

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ

γύρω απ� το κάστρο το ψηλό με τα γερά τα τείχηκάθοντ� οι Ελληνες βουβοί και βλαστημούν την τύχη.μοίρα κακή τους έριξε και πάνε δέκα χρόνιαοι ζέστες τους τσουρούφλισαν, τους πάγωσαν τα χιόνια.

Και ο πανούργος Οδυσσεύς κι αυτός εχει σαστίσεικαι τους θεούς παρακαλεί να δώσουν κάποια λύση."Αχ Οδυσσέα" έλεγε "Είσαι μεγάλος βλάκαςποιος του �πε του Μενέλαου να γεννηθεί μαλάκαςκι ετσι τον Παρη άφησε να τόνε κερατώσεικαι στης Ελένης το μουνί τον πούτσο του να χώσει.

Page 21: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

Κι εγώ τι φταίω για όλα αυτά ν� αφήσω την Καλή μουκαι δέκα χρόνια να βαρώ στην Τροία την ψωλή μου".

αυτά λοιπόν σκεφτότανε μάτι χωρίς να κλείσεικαι το μυαλό του το �στιβε να για να �βρει κάποια λύσηκαθώς στη τρύπια του σκηνή μια μέρα ξαπλωμένοςεχάιδευε τον πούτσο του που ήταν σηκωμένοςκαι τα μεγάλα αρχίδια του κρεμόντουσαν με χάρηνάσου μπροστά η Αθηνά μ� ασπίδα και κοντάρισηκώνει την χλαμύδα της, του δείχνει το μουνί τηςσκύβει και λέει του στ� αφτί με τη γλυκιά φωνή της

"Ω πολυμήχαν� Οδυσσεύ απ� τ� ουρανού τα ύψηστο πατρικό σου το νησί σε κοίταζα με θλίψητης Πηνελόπης το μουνί να το γαμάς με λύσσακι αόρατη κατέβαινα και σου �γλυφα τα χύσια.Σαν λιγωμένη κοίταζα την μακριά ψωλή σουτ� αρχίδια σου τα τριχωτά και το χοντρό καυλί σου.μεγάλη καύλα μ� έπιασε και δεν θα ησυχάσωτον πούτσο σου που λαχταρώ αν δεν τον δοκιμάσω.

εγώ σου δίνω το κλειδί την Τροία για να πάρειςμα θέλω σαν αντάλλαγμα να μου τόνε φερμάρεις"

Την έγδυσε, την ξάπλωσε στο στρώμακι από την καύλα την πολλή θα την γαμούσε Ακόμα.Μα πήγε ο νους του στη δουλειά, σηκώθηκε ξανάσκουπίζει την ψωλάρα του και λέει στην Αθηνά."Μικρή καυλιάρα στο �κανα και τούτο το χατίριπες μου το κόλπο γρήγορα και πήγαινε σιχτίρι"

Και ξέρουμε απ� τον Ομηρο τι να το λέω ξανάτι κόλπο του ξεφούρνισε η πρόστυχη Αθηνά.Εσαξαν ένα άλογο, ψηλό τριάντα μέτραπου ήταν όλο ξύλινο και όχι από πέτρα.μέσα στην κούφια την κοιλιά κρυφτήκανε μ� ελπίδακαι κόβανε την κίνηση απ� την κωλοτρυπίδα.

Κι οι Τρώες που στο βάθος τους μαλάκες ήταν ολοιεγκρέμισαν τα τείχη τους και το �βαλαν στην πόλη.Κι όταν η νύχτα έφτασε, οι Τρώες κουρασμένοιστα μαλακά κρεβάτια τους πέσαν ευτυχισμένοι.

μέσα στης νύχτας το βαθύ ατέλειωτο σκοτάδιξεχύνονται από παντού σαν να �ρχόνταν απ� τον Αδηεκατοντάδες Αχαιοί δαυλιά κρατώντας ολοικι απ� του αλόγου την κοιλιά ξεχύνονται στην πόλη.

Με φοβερούς αλαλαγμούς ανάβουν τα δαυλιά τουςμε τ� άλλο χέρι πιάνουνε τα κόκκινα καυλιά τους

Page 22: H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

μέσα στην Τροία μπαίνουνε σαν Πριαποί βαρβάτοικι όποια γυναίκα η άντρα βρουν τον ρίχνουν στο κρεβάτι.

Μες το βαθύ τον ύπνο τους οι Τρώες κουρασμένοιγια ποτέ γαμηθήκανε, μυστήριο θα τους μένειτου κάκου έσκουζ� ο Οδυσσεύς να τους σκοτώσουν όλουςοι Ελληνες ακράτητοι τους έσκαψαν τους κώλους.τότε κατάλαβ� ο Οδυσσεύς πως για να πέσει η Τροίαπρώτα να πέσουν έπρεπε των Αχαιών τα τρία.