H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

44

description

"H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων". Παρουσίαση του Γυμνασίου Λεπενούς, για τη συμμετοχή του στο 3 Μαθητικό Μαθηματικό Συνέδριο Αιτωλοακαρνανίας

Transcript of H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Page 1: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων
Page 2: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

ΠΟΛΥΣΗΜΙΑ: ΟΡΙΣΜΟΣΤο φαινόμενο κατά το οποίο η ίδια λέξη έχει

δύο ή περισσότερες σημασίες, που όμως έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους, έτσι ώστε το ένα νόημα να μπορεί να θεωρηθεί επέκταση του

άλλου, λέγεται πολυσημία. Η πολυσημία των λέξεων μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις

και γι' αυτό αξιοποιείται πολύ από τους ευθυμογράφους (θέατρο, κινηματογράφος,

γελοιογραφία), που δημιουργούν έτσι χιουμοριστικές καταστάσεις. O επιστημονικός λόγος αντλεί λέξεις από την κοινή χρήση και τους προσδίδει ιδιαίτερο νόημα. Λέξεις από διάφορες επιστήμες διαχέονται στην κοινή

χρήση με την ίδια ή με παραλλαγμένη σημασία.

Page 3: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣΜια γλώσσα δεν ξεχωρίζει μόνο κατά τους τόπους που

τη μιλούν, με τις ιδιωματικές της παραλλαγές και ποικιλίες, με τα ιδιώματά της και τις διαλέκτους της.

Και μέσα στον ίδιο τόπο παρουσιάζει κανονικά μικροδιαφορές λεξιλογικές, προπάντων κατά τα

κοινωνικά στρώματα και τους επαγγελματικούς κύκλους που τη μεταχειρίζονται. Συνανήκουν αυτές στην κοινή

γλώσσα και αντιστοιχούν στην κοινωνική και επαγγελματική κατανομή και ειδίκευση της κοινωνίας.Η ποικιλία αυτή της σημασίας δε μας εμποδίζει βέβαια να καταλαβαινόμαστε στην καθημερινή ζωή, επειδή από το

είδος και το θέμα της ομιλίας ή και από τα γύρω περιστατικά πάει ο νους του ακροατή σ' εκείνο που

εννοεί ο συνομιλητής του.

Page 4: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων
Page 5: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων
Page 6: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

ΑΓΝΩΣΤΟΣ

Στη Λογοτεχνία άγνωστος είναι το πρόσωπο ή κάτι που δεν είναι γνωστό ή γνώριμο, που η ταυτότητά του δεν έχει εξακριβωθεί που δεν τον ξέρουμε (π.χ. Άγνωστοι διέρρηξαν κοσμηματοπωλείο.

Mην ανοίγεις την πόρτα σε αγνώστους. Το γράμμα μιας άγνωστης. Mήνυση κατ΄

αγνώστων. Ο άγνωστος κόσμος του βυθού. Το όνομα / το πρόσωπο δε μου είναι

άγνωστο. Ψάχνω στο λεξικό τις άγνωστες λέξεις. Άγνωστες σελίδες / πτυχές της ιστορίας. Άγνωστες χώρες / θάλασσες. Άγνωστα μέρη / νησιά. Μετακόμισε σε

άγνωστη διεύθυνση. Οι δράστες της ληστείας παρέμειναν άγνωστοι).

Στην Έκφραση-Έκθεση χρησιμοποιείται σαν

έκφραση και εκφράζει τόπο, χρόνο ή κατάσταση που δε γνωρίζουμε, αυτό που βρίσκεται πέρα από τα όρια της ανθρώπινης γνώσης. (π.χ. Mπήκε

κρυφά σ΄ ένα καράβι και σάλπαρε για το άγνωστο.

Ταξίδι στο άγνωστο. Πάμε στο άγνωστο με

βάρκα την ελπίδα).

Page 7: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

ΑΔΥΝΑΤΗ Στα Μαθηματικά αδύνατη ονομάζεται μία εξίσωση όταν κανένας αριθμός

δεν την επαληθεύει (π.χ. χ+2 = χ+6 , 0.χ = 5). Στη Γλώσσα αδύνατος σημαίνει:

•Αυτός που δεν έχει υλική δύναμη, αντίθετος του δυνατός ( Αδύνατο αεράκι. εξασθενισμένος: Αδύνατη φωνή, αδύνατη όραση / ακοή, αδύνατος

οργανισμός).•Αυτός που δεν έχει αντοχή ( Αδύνατο ξύλο).

•Αυτός που δεν έχει δύναμη ηθική ( Αδύνατα επιχειρήματα, ισχνά, φτωχά, που εύκολα καταρρίπτονται, αδύνατος χαρακτήρας, που δεν προβάλλει ικανή

αντίσταση, που εύκολα παρασύρεται, υποτάσσεται). •Αυτός που είναι ισχνός, λεπτός ( Αδύνατο, κοκαλιάρικο σώμα).

•Αυτό που δεν μπορεί να γίνει, να πραγματοποιηθεί, ακατόρθωτος, ανέφικτος. ( Τίποτα δεν είναι αδύνατο· όλα γίνονται).

•Αυτός που υστερεί σε κάποιο τομέα γνώσης, κυρίως για εκπαιδευόμενο ( Είναι αδύνατος στα μαθηματικά).

•Αυτό που είναι εντελώς ακατόρθωτο, δεν είναι εφικτό (είναι των αδυνάτων αδύνατο, είναι ανθρωπίνως αδύνατο, είναι φύσει αδύνατο, κάνω τα αδύνατα δυνατά για να κάνω τα πάντα, είναι αδύνατο να αρνηθεί, μου είναι αδύνατο

να δεχτώ την πρότασή σας).•Στη γραμματική είναι τύπος μιας προσωπικής αντωνυμίας, η μορφή της έχει

λιγότερες συλλαβές και προφέρεται χωρίς τόνο ( π.χ. μου, μας, σε αντιδιαστολή προς το δυνατό τύπο).

Page 8: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

ΕΚΘΕΤΗΣ Στα Μαθηματικά εκθέτης είναι ο αριθμός που

σημειώνεται δεξιά και προς τα επάνω ενός συμβόλου και δείχνει τη δύναμη στην οποία αυτό υψώνεται

(π.χ. α4=α.α.α.α). Στη Νεοελληνική Γλώσσα εκθέτης είναι κάθε

σύμβολο που στο γραπτό λόγο, σημειώνεται στην ίδια θέση. Οι εκθέτες συνήθως γράφονται με

μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία (π.χ. Ο Αχιλλέας1 πολέμησε στον Τρωικό2 πόλεμο).

Στη Λογοτεχνία εκθέτης (εκθέτρια) είναι αυτός που συμμετέχει σε καλλιτεχνική, εμπορική κτλ.

έκθεση, εκθέτοντας δικά του έργα, προϊόντα (π.χ. ένας ζωγράφος, ένας παραγωγός κτλ.).

Page 9: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

ΜΗΔΕΝΣτα Μαθηματικά μηδέν ονομάζουμε τον αριθμό και το σύμβολό του: 0 (π.χ. Μέγεθος / ποσότητα που τείνει προς το μηδέν. Μηδέν εις το πηλίκον).Στη Φυσική ο αριθμός μηδέν χρησιμοποιείται ως βάση ή αρχή σε μετρικές κλίμακες (π.χ. Θερμοκρασία δέκα βαθμών κελσίου πάνω από / κάτω από / υπό το μηδέν. Απόλυτο μηδέν, για θερμοκρασία -273 βαθμών).Στη Γεωγραφία χρησιμοποιούμε τις εκφράσεις:• Γεωγραφικό πλάτος μηδέν, αυτό που συμπίπτει με τον ισημερινό.•Γεωγραφικό μήκος μηδέν, αυτό που συμπίπτει με τον πρώτο μεσημβρινό.Στη Νεοελληνική Γλώσσα μηδέν είναι:•Η έκφραση που δηλώνει ένα σύνολο από μηδέν (0) μονάδες, και δηλώνει την πλήρη έλλειψη ποσότητας .•μηδαμινός, όχι αξιόλογος.•το κατώτατο όριο σε βαθμολογικές κλίμακες.Στην Έκφραση-Έκθεση χρησιμοποιούμε την έκφραση για την πιο σημαντική ή κρίσιμη στιγμή: ώρα μηδέν.Στη Φιλοσοφία μηδέν είναι:•η έλλειψη του δυνατού και του πραγματικού (π.χ. Απόλυτο μηδέν).•η έλλειψη μόνο του πραγματικού (π.χ. Σχετικό μηδέν).Στα Θρησκευτικά μηδέν είναι η πλήρης έλλειψη ή ανυπαρξία.

Page 10: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Φυσική ονομάζουμε τη σειρά υποδιαιρέσεων ενός οργάνου που μετρά φυσικά

μεγέθη ( παράδειγμα Θερμομετρική κλίμακα , σεισμική δόνηση πέντε βαθμών στην κλίμακας

Ρίχτερ). Στη Χημεία ονομάζουμε

κλίμακα την κλίμακα pH που κυμαίνεται από 0 έως 14 και χρησιμοποιείται ευρέως για

τον προσδιορισμό της οξύτητας ενός διαλύματος.

Στην έκφραση-έκθεση είναι η αναφορά σε βαθμιαία επέκταση ως προς την

έκταση, το μέγεθος κτλ. ή αντίθετα η αναφορά σε βαθμιαία συρρίκνωση

( Έργα μεγάλης / μικρής κλίμακας. H είδηση έγινε ταχύτατα γνωστή σε ευρεία /

σε παγκόσμια / σε πανελλήνια / σε πανελλαδική / σε πανευρωπαϊκή

κλίμακα.) Στη Λογοτεχνία κλίμακα σημαίνει:

•η σκάλα. •η αξιολογική κατάταξη πραγμάτων, εννοιών, αξιών κτλ. σε συνεχή σειρά:

Bαθμολογική / μισθολογική / ασφαλιστική / ιεραρχική κλίμακα. Σ΄ όλη τη δημοσιοϋπαλληλική κλίμακα. Έφτασε �στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας.

Page 11: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά ακέραιος ονομάζεται ο αριθμός που δηλώνει ποσότητα από πλήρη αντικείμενα, σε αντιδιαστολή

προς τον κλασματικό αριθμό. Ακέραιοι είναι οι φυσικοί αριθμοί μαζί με τους

αντίστοιχους αρνητικούς(π.χ. -3, -2, -1, 0, 1, 2, 3). Επίσης ονομάζουμε Ακεραία μονάδα, καθεμιά από τις μονάδες από τις

οποίες αποτελείται ένας ακέραιος αριθμός.

Στη νεοελληνική γλώσσα ακέραιος είναι ο ολόκληρος, πλήρης.

για κάτι από το οποίο δεν έχει αφαιρεθεί τίποτε(π.χ. Κατέβαλα ακέραιο το ποσό

της οφειλής μου. Διατήρησε ακέραιη την περιουσία του(άθικτη)).

για κάτι που δεν καταμερίζεται(π.χ. Αναλαμβάνω ακεραία την ευθύνη των

πράξεών μου). Στην Έκφραση-Έκθεση μπορεί να

σημαίνει: σώος, αβλαβής(π.χ. Έχει ακέραιες τις

σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις).

εξ ολοκλήρου(π.χ. Επέστρεψα τα χρήματα / έκανα το καθήκον μου στο

ακέραιο). πρόσωπο που είναι απόλυτα έντιμο,

ηθικά άψογο(π.χ. Είναι ακέραιος άνθρωπος / χαρακτήρας).

Page 12: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Λογοτεχνία αντίστροφος λέγεται: αυτός που έχει αντίθετη κατεύθυνση ή

διάταξη προς κάτι άλλο(π.χ. Έδωσε στον τροχό αντίστροφη κίνηση).

όταν μετράμε ανάποδα, ξεκινάμε δηλαδή από ένα συγκεκριμένο αριθμό και καταλήγουμε στο μηδέν (π.χ. H αντίστροφη μέτρηση).

και ως έκφραση, για να δηλώσουμε μια συνεχή πορεία προς ένα αναμενόμενο τέλος ή κατάληξη(π.χ. H αντίστροφη μέτρηση για την πτώση της κυβέρνησης άρχισε όταν...).

Στη Γλώσσα : Αντίστροφο λεξικό είναι το λεξικό στο οποίο οι λέξεις κατατάσσονται όχι με βάση το πρώτο, δεύτερο, τρίτο κτλ. γράμμα, αλλά με βάση το τελευταίο,

προτελευταίο κτλ. το αντίθετο, το ανάποδο(π.χ. Συμβαίνει και το αντίστροφο, αντί δηλαδή να τον επηρεάζεις εσύ, να

επηρεάζεσαι από εκείνον). Αντίστροφο λέγεται το κείμενο στα

νέα ελληνικά που ο εξεταζόμενος πρέπει να το μεταφράσει στα αρχαία ελληνικά ή σε κάποια ξένη γλώσσα.

Page 13: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

  Στα Μαθηματικά αόριστη είναι μια

εξίσωση όταν όλοι οι αριθμοί είναι

λύσεις της, δηλαδή η μεταβλητή x

επιδέχεται πολλές τιμές (π.χ. στην

εξίσωση 0 ∙ χ = 0 ο αριθμός χ μπορεί να

πάρει όποια τιμή θέλουμε).

Στη νεοελληνική γλώσσα αόριστος είναι: κάτι που δεν μπορούμε να το καθορίσουμε, να το προσδιορίσουμε με ακρίβεια·

ακαθόριστος, αβέβαιος, απροσδιόριστος(π.χ. Αόριστος κίνδυνος. Έχω ένα

αόριστο συναίσθημα. Ένας αόριστος φόβος μ΄ εμπόδισε να πλησιάσω).

κάτι που δε φανερώνει κάτι συγκεκριμένο( π.χ. Μου έδωσε αόριστες

υποσχέσεις). κάτι που το τέλος του δεν είναι γνωστό, καθορισμένο(π.χ. Δουλεύω με

σύμβαση αόριστης διάρκειας / αόριστου χρόνου).

κάτι που επιδέχεται διάφορες ερμηνείες(π.χ. Ασαφείς ορισμοί είναι αυτοί που

διατυπώνονται με αόριστες και μεταφορικές εκφράσεις. Μου έδωσε μια

αόριστη απάντηση).Στην Έκφραση-Έκθεση χρησιμοποιούμε την έκφραση επ΄ αόριστον, εννοώντας

για άγνωστο χρονικό διάστημα(π.χ. H εκδήλωση αναβλήθηκε επ΄ αόριστον).

Page 14: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Λογοτεχνία λέγεται:

το τοπικό ή χρονικό σημείο από όπου αρχίζει κάτι., η αφετηρία ή η αρχική φάση, το πρώτο

διάστημα, το αντίθετο του τέλους (π.χ. H αρχή της παραλίας / της λεωφόρου / της οδού / του

κουβαριού. H αρχή ενός κειμένου / μιας σχέσης / μιας φιλίας. Στην αρχή του παραλιακού δρόμου

υπήρχε μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων. H 21η Mαρτίου είναι τυπικά η αρχή της άνοιξης. H αρχή της

ημέρας / της εβδομάδας / του μήνα / της σεζόν / του χειμώνα / του χρόνου. Θα εξοφλήσω το

χρέος μου στις αρχές της επόμενης εβδομάδας. Bρίσκεται ακόμα στην αρχή των σπουδών της /

της σταδιοδρομίας της. Άργησα και έχασα την αρχή του φιλμ / της παράστασης).

αρχικά, στο πρώτο διάστημα(π.χ. Στην αρχή μού άρεσε η εκδρομή, μετά όμως έπληξα)

από την πρώτη στιγμή, από την έναρξη(π.χ. Ήμουν σίγουρος από την αρχή ότι λέει ψέματα.)

από το αρχικό, από το αφετηριακό σημείο(π.χ. Αρχίζω πάλι από την αρχή. Φτου κι απ΄ την

αρχή).

για την έναρξη μιας διαδικασίας, μιας εξέλιξης που καταλήγει σε παρακμή, σε καταστροφή, σε

αφανισμό κτλ.(π.χ. η αρχή του τέλους).

περίπλοκο, ασυνάρτητο(π.χ. Δεν έχει αρχή και τέλος).

αρχίζω κάτι. (ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) καλά / άσχημα(π.χ. Από την αρχή ως το τέλος).

στην αρχή, αρχικά(π.χ. κατ ΄ αρχάς).

ΑΡΧΗ

Page 15: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στην Πολιτική Αγωγή είναι:

όρος, προϋπόθεση που τίθεται ως βάση (και που είναι κοινά αποδεκτός ή προσυμφωνημένος)(π.χ. Ως αρχή της συζήτησης / των συνομιλιών / των διαπραγματεύσεων τέθηκαν μερικοί βασικοί όροι. H αρχή της μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλων κρατών / κομμάτων. H αρχή της αυτοδιάθεσης / της αυτοδιαχείρισης).

η δημόσια εξουσία και τα πρόσωπα που την ασκούν ή την εκπροσωπούν(π.χ. Εισαγγελική / δημοτική / εκκλησιαστική / αστυνομική / εκπαιδευτική αρχή. Στρατιωτικές / τοπικές / πολιτικές αρχές. H ανώτατη αρχή. Αδίκημα περιύβρισης της αρχής. Αντίσταση κατά της αρχής).

Στη νεοελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται ως εξής: το αρχικό στάδιο κάθε προσπάθειας, κάθε εγχειρήματος είναι το πιο

δύσκολο(π.χ. Κάθε αρχή και δύσκολη. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός). η πρωταρχική αιτία, η αφορμή(π.χ. Αρχή του πολέμου υπήρξαν τα συνοριακά

επεισόδια. Οι πολιτικές διαφωνίες ήταν η αρχή της ψύχρανσης των σχέσεών τους).

αρχίζω κάτι(π.χ. Ποιος θα κάνει την αρχή;) είμαι η αιτία, η αφορμή(π.χ. Αυτός έκανε την αρχή στον καβγά). κάνω το πρώτο βήμα(π.χ. Έκανε την αρχή για να δημιουργηθεί το σωματείο).

Page 16: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Φιλοσοφία βασικός κανόνας που ρυθμίζει την προσωπική ή την

κοινωνική συμπεριφορά(π.χ. Είναι ζήτημα αρχής. Έχω ορισμένες ηθικές

αρχές. Δεν είναι μέσα στις αρχές μου να λέω ψέματα). Στα Θρησκευτικά η προέλευση,

το αρχικό σημείο της δημιουργίας(π.χ. H αρχή των πραγμάτων / του κόσμου. H πρώτη αρχή).

Στη Φυσική θεμελιακός κανόνας στη

φύση(π.χ. H αρχή του Αρχιμήδη / των

συγκοινωνούντων δοχείων).

Στην επιστήμη(π.χ. Οι

βασικές / θεμελιώδεις αρχές

της επιστήμης).

Στην τέχνη(π.χ. Οι βασικές /

θεμελιώδεις αρχές της

θεατρικής τέχνης).

Page 17: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά αφαίρεση είναι μία

από τις τέσσερις πράξεις της

αριθμητικής. Είναι η πράξη με την

οποία, όταν δίνονται δύο αριθμοί, Μ

(μειωτέος) και Α (αφαιρετέος)

βρίσκουμε έναν αριθμό Δ (διαφορά), ο

οποίος όταν προστεθεί στο Α δίνει το

Μ. Το «μείον» (-) είναι το σύμβολο

της αφαίρεσης.

Μ - Α = Δ π.χ. 15 – 7 = 8 Στη Φιλοσοφία είναι η εκούσια ή

ακούσια συγκέντρωση της προσοχής σε ορισμένα μόνο στοιχεία μιας παράστασης ή ιδέας (θετική αφαίρεση) και ο παραμερισμός των υπολοίπων (αρνητική αφαίρεση)(π.χ. H αφαίρεση διαφέρει από την ανάλυση κατά το ότι η τελευταία εξετάζει εξίσου όλα τα στοιχεία που αναλύει. H αφαίρεση απομονώνει με τη σκέψη αυτό που δεν μπορεί να αφομοιώσει).

Page 18: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Νεοελληνική Γλώσσα είναι:

η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αφαιρώ. η απόσπαση ενός πράγματος από εκεί που είναι τοποθετημένο ή

προσαρμοσμένο(π.χ. Αφαίρεση του γύψου από το σπασμένο χέρι.

Αφαίρεση του πώματος από το μπουκάλι). η στέρηση κάποιου από κάτι που έχει (αγαθό, δικαίωμα, χρήματα κτλ.)(π.χ.

Αφαίρεση λόγου / των πολιτικών δικαιωμάτων / της άδειας οδήγησης. Αφαίρεση χρημάτων, κλοπή).

η σκόπιμη παράλειψη, διαγραφή κάποιου κομματιού από ένα κείμενο λόγου(π.χ. H αφαίρεση της τελευταίας παραγράφου ήταν αναγκαία).

η αποβολή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης (π.χ. αγελάδα > γελάδα). Αφαίρεση στη συμπροφορά (π.χ. που ΄ναι, θα ΄χει).

Στην Αισθητική Αγωγή Αφαίρεση είναι

καλλιτεχνικό ρεύμα του εικοστού αιώνα(π.χ.

αυτός ο πίνακας είναι αφηρημένης τέχνης).

Page 19: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά βάση ονομάζεται:

ο αριθμός των μονάδων μιας τάξης που αποτελούν μια μονάδα ανώτερης τάξης(π.χ.

βάση του δεκαδικού συστήματος είναι ο αριθμός 10. Βάση συστήματος

αριθμήσεως). (βάση δυνάμεως) ο αριθμός που

πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του όσες φορές δείχνει ο εκθέτης, αποτελεί τη

συγκεκριμένη δύναμη(π.χ. 23=2.2.2=8) γεωμετρικού σώματος ή σχήματος η

πλευρά επάνω στην οποία πραγματικά ή υποθετικά στηρίζεται το σώμα ή το

σχήμα(π.χ. H βάση του κυλίνδρου / της πυραμίδας / του τριγώνου).

Στη Χημεία είναι η χημική ένωση με

αλκαλικές ιδιότητες: Οξέα, βάσεις και

άλατα(π.χ. ΝαΟΗ: καυστικό Νάτριο).

Page 20: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Νεοελληνική Γλώσσα είναι:

χώρος, σημείο που επάνω του πατάει, στέκεται, στηρίζεται ή στερεώνεται

κάτι(π.χ. H βάση του αγάλματος είναι από μάρμαρο, το βάθρο. Tο οικοδόμημα

στηρίζεται σε ισχυρές βάσεις, θεμέλια. Το μηχάνημα πατάει πάνω σε μια

μεταλλική βάση).

το κατώτερο μέρος ενός σώματος ή κατασκευής(π.χ. βάση στήλης / τοίχου. Βάση

κολόνας, πέλμα. Από το σεισμό δημιουργήθηκε ρήγμα στη βάση του τοιχίου. Το

χωριό είναι χτισμένο στη βάση ενός λόφου / βράχου, στους πρόποδες).

κατώτερη αξιολογικά θέση(π.χ. Δύο ομάδες βρίσκονται στη βάση του

βαθμολογικού πίνακα).

(συχνά στον πληθ.) γενική αρχή, θεμέλιο(π.χ. Ο Αριστοτέλης έβαλε τις βάσεις

των επιστημών. Τέθηκαν οι βάσεις για την οικονομική ανάπτυξη του τόπου.

Xρειάζονται βαθιές αλλαγές στη βάση του εκπαιδευτικού συστήματος. H

δημοκρατία πρέπει να αποκτήσει στέρεες βάσεις).

αφετηριακό σημείο, αρχή, πυρήνας(π.χ. Βάση της θεωρίας ήταν ένας απλός

συλλογισμός. Ένας μύθος αποτέλεσε τη βάση της πλοκής. Στη βάση του

προβληματισμού του βρισκόταν η ανθρώπινη ευτυχία).

Page 21: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή είναι:

η οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας σύμφωνα με τη μαρξιστική

θεωρία(π.χ. Οικονομική βάση και ιδεολογικό εποικοδόμημα).

τα μέλη, οι οπαδοί ενός κόμματος, μιας οργάνωσης(π.χ. Kομματική οργάνωση βάσης, βασικό οργανωτικό σχήμα στη διάρθρωση κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων).

χώρος και εγκαταστάσεις που προορίζονται για την οργάνωση και διεξαγωγή κυρίως στρατιωτικών επιχειρήσεων(π.χ. Στρατιωτική / ναυτική / αεροπορική βάση. Bάσεις εκτοξεύσεως πυραύλων. Οι διαδηλωτές ζητούσαν την κατάργηση των ξένων βάσεων).

Page 22: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Έκφραση-Έκθεση είναι:

βασικά, στα κύρια σημεία(π.χ. Kατά βάση είμαστε σύμφωνοι).

δεδομένο επάνω στο οποίο στηρίζεται κάποιος ή κάτι(π.χ. Νομική / λογική / θεωρητική / ηθική βάση. Οι

συνομιλίες έγιναν πάνω σε μια κοινά αποδεκτή βάση. Το πρόβλημα τέθηκε σε διαφορετική βάση. Διατύπωσε τη

θεωρία του στη βάση των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων).

για χρονική διάρκεια(π.χ. Σε εικοσιτετράωρη βάση, ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Σε μόνιμη βάση, διαρκώς).

σημείο στο οποίο αναφέρεται, στηρίζεται κάποιος(π.χ. H μελέτη είχε ως βάση αναφοράς την ελληνική επαρχία).

προσέχω, βάζω καλά στο μυαλό μου(π.χ. Δώσε βάση σ΄ αυτά που θα σου πω).

εμπιστεύομαι, βασίζομαι(π.χ. Mη δίνεις βάση στα λόγια του).

στήριγμα, έρεισμα(π.χ. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα σπάνια αποκτούν πλατιά λαϊκή βάση. Κοινωνική βάση του

φασισμού είναι συνήθως τα μικροαστικά στρώματα).

(δεν) έχει σχέση με την πραγματικότητα, (δεν) είναι βάσιμο(π.χ. Οι υποψίες / κατηγορίες / υποθέσεις σου (δεν)

έχουν βάση).

Κριτήριο(π.χ. Βάση για τον υπολογισμό του φόρου θεωρείται το ετήσιο εισόδημα. H επιλογή έγινε με βάση την

ικανότητα των υποψηφίων. Βάση της διαίρεσης ενός γένους σε είδη είναι ένα ιδιαίτερο γνώρισμα.).

Εταιρεία λαϊκής βάσης, που έχει συσταθεί από πολλούς και συνήθ. μικρού εισοδήματος μετόχους.

πνευματικό ή υλικό εφόδιο(π.χ. Aπ΄ το γυμνάσιο έχω γερές βάσεις στα μαθηματικά, γνώσεις. H επιχείρηση έχει

σταθερή οικονομική βάση, κεφάλαιο. Aπ΄ το σπίτι του είχε καλές βάσεις, ανατροφή).

το κυριότερο μέρος ή συστατικό ενός συνόλου(π.χ. Βάση της διατροφής είναι το κρέας. Xρώμα με βάση το

κόκκινο. Το οξυγόνο αποτελεί τη βάση πολλών χημικών ενώσεων).

οριακό σημείο κάτω από το οποίο ο συναγωνιζόμενος ή εξεταζόμενος θεωρείται ότι απέτυχε(π.χ. Πήρε τη βάση

και πέρασε την τάξη. Σε δύο μαθήματα οι βαθμοί μου ήταν κάτω από τη βάση. Ο βουλευτής δεν εκλέχτηκε, γιατί

δεν έπιασε την απαιτούμενη εκλογική βάση).

Page 23: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά δύναμη ονομάζεται το γινόμενο α.α.α…..α, που έχει ν παράγοντες

ίσους με το α και συμβολίζεται με αν. Πιο απλά είναι το γινόμενο που προκύπτει

από τον πολλαπλασιασμό ενός αριθμού με τον εαυτό του(π.χ. Yψώνω το δύο στη

δεύτερη / στην τρίτη / στη νιοστή δύναμη: 22, 23, 24). Στη Φυσική δύναμη ονομάζεται κάθε αίτιο που προκαλεί την κίνηση, την ηρεμία

ή τη μεταβολή της κινητικής κατάστασης των σωμάτων(π.χ. H δύναμη της

βαρύτητας / του ατμού. Mαγνητική / φυγόκεντρη / κεντρομόλος / κινητήρια δύναμη.

Φυσικές δυνάμεις, που δρουν αυτόματα. Δυνάμεις συνοχής / συνάφειας).

Στα Θρησκευτικά δύναμη είναι το

σύνολο των αγγέλων, των

μεταφυσικών όντων ουράνιες

στρατιές(π.χ. ουράνιες / αγγελικές

δυνάμεις).

Page 24: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Νεοελληνική Γλώσσα δύναμη είναι:

η ικανότητα που έχει ένας άνθρωπος ή ένα ζώο να δρα αποτελεσματικά, να αντιστέκεται σε κάποιον ή σε κάτι ή να αντιμετωπίζει με επιτυχία την αντίσταση που προβάλλει κάποιος ή κάτι(π.χ. Έχει σωματική / μυϊκή / πνευματική / ψυχική δύναμη. Xάνω τις δυνάμεις μου. Mε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου. Δοκιμάζω τις δυνάμεις μου. Aναλαμβάνω τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι. Διατηρώ ακμαίες τις δυνάμεις μου. Kάτι. είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, δεν μπορώ να το κάνω. Θα αγωνιστώ όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Θα προχωρήσω στην πραγματοποίηση των σκοπών μου με τις δικές μου δυνάμεις. Δε στηρίζομαι σε ξένες δυνάμεις. Aντιστέκομαι με όλες μου τις δυνάμεις. Tον αγαπά με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Xτυπώ την πόρτα / τον χτύπησα στο κεφάλι / τον έσφιξε με δύναμη.).

η δραστικότητα ενός φυσικού φαινόμενου ή στοιχείου(π.χ. H καθαρτική δύναμη της φωτιάς. H διαλυτική δύναμη του νερού. H θεραπευτική δύναμη των φαρμάκων. H δύναμη του ήχου / του αέρα(εννοώντας την ένταση του ήχου/του αέρα.)).

η δυνατότητα ενός ατόμου ή μιας ομάδας να ασκεί επιρροή ή επιβολή σε ένα σύνολο· ισχύς(π.χ. H δύναμη του κράτους / της Εκκλησίας. Ο τάδε έχει μεγάλη δύναμη μέσα στο κόμμα. Ο αυτοκράτορας συγκέντρωνε όλη τη δύναμη στα χέρια του. Ο πρωθυπουργός έχει τη δύναμη να διορίζει και να παύει υπουργούς(εννοώντας το δικαίωμα.))

αγοραστική δύναμη είναι η ποσότητα των αγαθών που μπορεί να αποκτήσει κάποιος με αυτό το νόμισμα(π.χ. H αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, η δυνατότητα απόκτησης αγαθών. H αγοραστική δύναμη της δραχμής/του ευρώ.).

Page 25: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε κάποιους συγκεκριμένους παράγοντες ή κάποια απροσδιόριστα ή μεταφυσικά στοιχεία που ασκούν επίδραση στην κοινωνική ή προσωπική ζωή των ανθρώπων (π.χ. Οι προοδευτικές δυνάμεις. Οι δυνάμεις της αντίδρασης. Σκοτεινές / καταχθόνιες δυνάμεις απειλούν τον κόσμο / τη δημοκρατία. Καμιά δύναμη δεν μπορεί να με μεταπείσει, δηλαδή κανένας απολύτως.).

ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε την καθοριστική επίδραση που ασκεί κάτι στην πορεία μιας κατάστασης ή ενός ατόμου(π.χ. H δύναμη της αλήθειας / της πειθούς / της συνήθειας / της πίστης. H δύναμη του πεπρωμένου.). η αποτελεσματικότητα των μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός σκοπού(π.χ. H δύναμη των όπλων, ισχύς. H δύναμη του τύπου / της διαφήμισης. H δύναμη του χρήματος.).

μεγάλο και ισχυρό κράτος, κυρίως με τα επίθετα μεγάλος, παγκόσμιος(π.χ. Οι μεγάλες δυνάμεις ορίζουν τις τύχες του κόσμου. Οι HΠA είναι μια παγκόσμια δύναμη. H Αγγλία ήταν κάποτε η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της Ευρώπης. H Γερμανία είναι μεγάλη οικονομική δύναμη.).

το σύνολο των στρατευμάτων, το έμψυχο και το άψυχο υλικό(π.χ Οι πολεμικές / στρατιωτικές / ναυτικές / αεροπορικές δυνάμεις ενός κράτους. Οι ένοπλες δυνάμεις. Οι δυνάμεις ασφαλείας. Οι δυνάμεις κατοχής.). ο συνολικός αριθμός ενός οργανωμένου όλου(π.χ. H δύναμη του κόμματος ανέρχεται σε εκατό βουλευτές. Δύο νέα αντιτορπιλικά προστέθηκαν στη δύναμη του πολεμικού ναυτικού.).

Page 26: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στην Έκφραση-Έκθεση χρησιμοποιούμε τη δύναμη ως εξής: στο μέτρο των δυνάμεων κάποιου, το κατά δύναμιν, δηλαδή όσο μπορώ(π.χ.

Tου υποσχέθηκα ότι θα κάνω το

κατά δύναμιν για να τον βοηθήσω.).

επίδειξη δυνάμεως, δηλαδή ενέργειες που έχουν σκοπό να δείξουν ότι κάποιος διατηρεί την υπεροχή σε έναν τομέα, π.χ. πολιτικό, στρατιωτικό κτλ. με καμιά δύναμη, για να δηλώσουμε κατηγορηματικά ότι αρνούμαστε να

κάνουμε κάτι.

κινητήρια δύναμη, ο κύριος παράγοντας που συντελεί στην εξέλιξη μιας διαδικασίας(π.χ. H παραγωγή είναι η κινητήρια δύναμη της οικονομίας. Το

χρήμα είναι η κινητήρια δύναμη στο εμπόριο.). Kύριε των δυνάμεων, για δήλωση έκπληξης.

Page 27: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά εξίσωση με έναν άγνωστο

είναι μια ισότητα, που περιέχει αριθμούς

και ένα γράμμα(άγνωστος).

2 + χ = 8 , χ ─7 = 9 , 4 ∙ χ = 12 , χ : 5 = 6

Γενικότερα εξίσωση είναι η ισότητα που

αποτελείται από γνωστούς και άγνωστους

παράγοντες και επαληθεύεται μόνο με

ορισμένες τιμές των άγνωστων παραγόντων

της (π.χ. Aλγεβρική εξίσωση. Διαφορική /

λογαριθμική εξίσωση. Σύστημα

εξισώσεων.).

Tα μέλη μιας εξίσωσης: τα δύο τμήματά της

που χωρίζονται με το ίσον.

Ρίζα της εξίσωσης: η τιμή του κάθε άγνωστου

παράγοντά της.

Λύση της εξίσωσης: εύρεση της ρίζας της.

Εξίσωση πρώτου / δεύτερου κτλ. βαθμού,

είναι αυτή που έχει μεγαλύτερο εκθέτη σε

κάποιο παράγοντά της π.χ. το 1, το 2 κτλ..

Στη Φυσική είναι ο μαθηματικός τύπος που παριστάνει ένα φυσικό

φαινόμενο(π.χ. η εξίσωση της ταχύτητας συναρτήσει του χρόνου: υ = s / t ). Στη Χημεία είναι το σύνολο των

χημικών τύπων που παριστάνουν μια χημική αντίδραση(π.χ. 2Η

2 + Ο2 = 2Η

2Ο). Στη Νεοελληνική Γλώσσα εξίσωση

είναι η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του

εξισώνω(π.χ. Μισθολογική εξίσωση των δημόσιων υπαλλήλων.).

Page 28: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά ετερώνυμα λέγονται

τα κλάσματα, που έχουν διαφορετικό

παρονομαστή(π.χ. ).

Στη Φυσική ετερώνυμο λέγεται το

σώμα που έχει διαφορετικό ηλεκτρικό

φορτίο ή διαφορετική ελκτική

ικανότητα από κάτι άλλο(π.χ.

Ετερώνυμοι πόλοι μπαταριών /

μαγνητών, που ο ένας είναι θετικός και

ο άλλος αρνητικός. Οι ετερώνυμοι

πόλοι έλκονται, οι ομώνυμοι

απωθούνται. Ετερώνυμα ηλεκτρικά

φορτία).

Στη Έκφραση-Έκθεση την έκφραση

ετερώνυμοι τη χρησιμοποιούμε για

διαφορετικούς, ιδίως ως προς το

χαρακτήρα, ανθρώπους που παρά τις

διαφορές τους ταιριάζουν(π.χ. Tα

ετερώνυμα έλκονται).

Page 29: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά ομώνυμα ονομάζονται

δύο ή περισσότερα κλάσματα όταν έχουν

τον ίδιο παρονομαστή(π.χ. ¾ , ¼).

Στη Φυσική ομώνυμα λέγονται τα

σώματα που έχουν το ίδιο ηλεκτρικό

φορτίο ή την ίδια ελκτική ικανότητα με

κάτι άλλο(π.χ. Ομώνυμοι πόλοι δύο

μπαταριών / μαγνητών, που είναι ίδιοι,

θετικοί ή αρνητικοί. Οι ομώνυμοι πόλοι

απωθούνται, οι ετερώνυμοι έλκονται.

Ομώνυμα ηλεκτρικά φορτία).

Στη Νεοελληνική Γλώσσα ονομάζουμε: Ομώνυμο, αυτό που έχει το ίδιο όνομα με

κάποιο ή με κάτι άλλο(π.χ. H πόλη Xίος, πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού. H Aντιγόνη, ηρωίδα της ομώνυμης τραγωδίας).

Ομώνυμες λέξεις, αυτές που έχουν ίδια προφορά αλλά διαφορετική σημασία, ομόηχες(π.χ. Tα επίθετα “ψηλός” και “ψιλός” είναι λέξεις ομώνυμες). Ομώνυμα, τις ομώνυμες λέξεις. Στην Έκφραση-Έκθεση για να δείξουμε

ότι αντίθετοι ανθρώπινοι χαρακτήρες μπορούν να συμφωνήσουν, να συμβιώσουν, να συνυπάρξουν χρησιμοποιούμε την έκφραση: Tα ομώνυμα απωθούνται, τα ετερώνυμα έλκονται. Στη Θεατρική Παιδεία χρησιμοποιούμε

την έκφραση: ομώνυμος ρόλος.

Page 30: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά με τη λέξη ισοδυναμία εκφράζουμε το ίδιο τμήμα ενός μεγέθους ή ίσων μεγεθών(π.χ. Ισοδύναμα κλάσματα(π.χ. 3/4 = 9/12), ισοδύναμα ποσά ).

Στη Νεοελληνική Γλώσσα ισοδύναμος είναι: αυτός που, ανεξάρτητα από τις όποιες άλλες διαφορές, έχει ίση δύναμη, ισχύ,

αξία, κτλ. με άλλον(π.χ. Ισοδύναμοι αντίπαλοι / παίχτες, ισάξιοι. Οι εκλογές ανέδειξαν τα δύο μεγάλα κόμματα σχεδόν ισοδύναμα.)

αυτός που έχει την ίδια έννοια με άλλον δηλαδή συνώνυμος, ταυτόσημος(π.χ. Οι λέξεις που εκφράζουν συγκινήσεις δεν έχουν σε όλες τις γλώσσες το ίδιο ακριβώς νόημα, όσο και αν στα λεξικά παρουσιάζονται ως ισοδύναμες.)

Page 31: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά κλάσμα είναι η παράσταση μη ακέραιου ρητού

αριθμού με την οποία δηλώνεται ένα ή περισσότερα από τα ίσα τμήματα, στα

οποία έχει διαιρεθεί η ακέραιη μονάδα( π.χ. σημαίνει ότι η ακέραια μονάδα χωρίστηκε σε 4 ίσα κομμάτια

και πήραμε τα 3. Γνήσιο ή καταχρηστικό κλάσμα, μικρότερο ή

όχι από την ακέραιη μονάδα. Κλάσμα δεκαδικό, με παρονομαστή το δέκα ή

μία δύναμη του δέκα. Κλάσμα αλγεβρικό, που οι όροι του είναι

ακέραια πολυώνυμα).

Στη Χημεία κλάσμα λέγεται το συστατικό ενός μείγματος, το οποίο χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες(π.χ. κλάσμα πετρελαίου, καθεμία από τις χημικές ενώσεις που ως μείγμα σχηματίζουν το ακάθαρτο πετρέλαιο.

Kλασματική απόσταξη, απόσταξη η οποία στηρίζεται στο διαφορετικό σημείο βρασμού των στοιχείων από τα οποία αποτελείται ένα μείγμα. Στην Έκφραση-Έκθεση κλάσμα είναι

καθένα από τα στοιχεία, τα οποία συγκροτούν ένα σύνολο ή δημιουργούνται από τη διάσπασή του· τμήμα, μέρος(π.χ. κλάσμα του μισθού. Σε κλάσμα του δευτερολέπτου, πολύ γρήγορα). Στη Μουσική κλάσμα λέγεται το

μουσικό σημείο της βυζαντινής μουσικής που μπαίνει σε όλους τους χαρακτήρες ποσότητας και προσθέτει ένα χρόνο στον αρχικό.

Page 32: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά κορυφή είναι: το σημείο ενός σχήματος ή ενός σώματος το οποίο απέχει περισσότερο από κάθε άλλο από τη βάση(π.χ. H

κορυφή του τριγώνου / του κώνου / της πυραμίδας). το σημείο της καμπύλης στο οποίο παρατηρείται η μέγιστη ή η ελάχιστη

καμπυλότητα(π.χ. H κορυφή της καμπύλης). το σημείο στο οποίο συναντώνται οι δύο πλευρές της γωνίας(π.χ. Η κορυφή της γωνίας ΑΒΓ). σαν έκφραση, γωνίες που οι πλευρές

της μιας είναι προέκταση των πλευρών της άλλης(π.χ. κατά κορυφήν γωνίες).

Στη Νεοελληνική Γλώσσα κορυφή ονομάζεται:

το υψηλότερο, σε σχέση με τη βάση του, σημείο ή

τμήμα ενός πράγματος, όταν το εξετάζουμε ως

προς την κατακόρυφη διάστασή του(π.χ.

Σκαρφαλώσαμε στην κορυφή του δέντρου.

Ξαφνικά βρέθηκα στην κορυφή του κύματος).

η βουνοκορφή(π.χ. Φτάσαμε στην κορυφή του

λόφου. Οι χιονισμένες κορυφές των βουνών. Οι

απάτητες κορυφές των Iμαλαΐων. Η κορυφή του

παγόβουνου. Σε μισή ώρα θα φτάσουμε στην

κορυφή).

το ανώτατο σημείο μιας νοητής βαθμίδας ή

αξιολογικής κλίμακας(π.χ. Bρίσκεται στην

κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας. Ο ΠAΟK

βρέθηκε στην κορυφή της βαθμολογίας. Ξαφνικά

εκτινάχτηκε στην κορυφή).

ο ανώτερος, ο καλύτερος συγκριτικά με

άλλους(π.χ. Είναι κορυφή στην επιστήμη του).

συνάντηση που γίνεται σε επίπεδο αρχηγών

κρατών ή πρωθυπουργών(π.χ. Διάσκεψη /

σύνοδος κορυφής. Συνάντηση κορυφής).

Στη Βιολογία κορυφή είναι το κέντρο της

τριχοφυΐας στο κεφάλι.

Page 33: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά μέσο:

Ενός ευθυγράμμου τμήματος ΑΒ ονομάζουμε το σημείου

Μ του τμήματος, που απέχει εξίσου από τα άκρα του.

το μεσαίο τμήμα ενός διαστήματος, χρονικού ή τοπικού·

μέση(π.χ. Προχωρείτε, παρακαλώ, στο μέσο (του

λεωφορείου) υπάρχει κενό. Στα μέσα της εβδομάδας / του

μήνα / μιας δεκαετίας / ενός αιώνα, περίπου στη μέση).

Στη Χημεία μέσο είναι το α'

συνθετικό που συναντούμε στην

οργανική και ανόργανη

χημεία(π.χ. μεσοτρυγικό οξύ,

μεσο-χλωρανθρακαίνιο).

Στη Λογοτεχνία μέσο ονομάζουμε:καθετί που χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση ενός σκοπού(π.χ. Διαθέτω / χρησιμοποιώ διάφορα μέσα.α. Μεταφορικά / τεχνικά μέσα. Mέσα παραγωγής / μαζικής ενημέρωσης. Οπτικοακουστικά / εποπτικά μέσα διδασκαλίας, όργανα. Tα εκφραστικά μέσα του καλλιτέχνη. β. ενέργειες για την πραγματοποίηση ενός σκοπού: Προληπτικά / αποτελεσματικά / νόμιμα μέσα. άνθρωπος με κατάλληλες προσβάσεις που τον χρησιμοποιούμε για να επιτύχουμε κάτι(π.χ. Έχω μέσο. Bάζω μέσο για να διοριστώ κάπου. Στη χώρα μας τίποτα δε γίνεται χωρίς μέσο. Bάζω σε ενέργεια / χρησιμοποιώ τα μεγάλα μέσα, δραστηριοποιούμαι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο για να πετύχω κάτι). 

Στην Έκφραση-Έκθεση εκφράσεις με τη λέξη μέσο είναι:διά μέσου, μέσα από, ανάμεσα σε(π.χ. H προέλαση γινόταν διά μέσου ελωδών περιοχών). εν τω μέσω της νυκτός. ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Page 34: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Γλώσσα έχουμε Προσδιορισμός του μέσου, Δοτική του μέσου.Η λέξη μέσο χρησιμοποιείται πολύ πρώτο συνθετικό σε διάφορες σύνθετες λέξεις:

δηλώνει το μέσο της χρονικής περιόδου που εκφράζει το β' συνθετικό: μεσονύχτι, μεσοσαράκοστο, μεσοβδόμαδα, μεσουρανί,· μεσοκαλόκαιρο, μεσοχείμωνο, κατακαλόκαιρο, καταχείμωνο, στην καρδιά του καλοκαιριού, του χειμώνα.

με τη σημασία:

α. εσωτερικός(π.χ. μεσοτοιχία, μεσότοιχος, μεσοφόρι , μισοφόρι).

β. μεσαίος, ενδιάμεσος(π.χ. μεσόθυρο, μεσοπύλη· μεσόπορτα).

γ. κεντρικός(π.χ. Mεσευρώπη· μεσευρωπαϊκός). χαρακτηρίζει αυτό που τοπικά ή χρονικά εμπεριέχεται, βρίσκεται μεταξύ των στοιχείων που

εκφράζει το β' συνθετικό:

α. μεσοποτάμιος· μεσοπρόθεσμος.

β. μεσοβασιλεία, μεσοπόλεμος. σε λέξεις κυρίως επιστημονικές ή γενικότερα ειδικού λεξιλογίου για να δηλώσει το μεσαίο, το

ενδιάμεσο στάδιο μιας διαβάθμισης(π.χ. μεσοελλαδικός, μεσολιθικός, μεσομινωικός, σε αντιδιαστολή προς τις ιστορικές υποδιαιρέσεις με α' συνθετικό: παλαιο-, νεο-, υστερο-).

Στη Βιολογία-Ανατομία το μέσο δηλώνει το μέρος του σώματος που βρίσκεται στη μέση ή μεταξύ των

στοιχείων που εκφράζει το β' συνθετικό(π.χ. μεσογάστριο, μεσοθώρακας,· μεσοβρεγματικός,

μεσοθωρακικός, μεσοσπονδύλιος, μεσοφλεβικός).

Στη Γεωγραφία το μέσο χρησιμοποιείται σαν πρώτο συνθετικό(π.χ. μεσόκλιμα, μεσομετεωρολογία ).

Στη Μουσική επίσης χρησιμοποιείται σαν πρώτο συνθετικό(π.χ.

μεσόφωνος)

Page 35: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά μονάδα είναι : ο μικρότερος ακέραιος αριθμός με την επανάληψη του οποίου σχηματίζονται όλοι οι άλλοι ακέραιοι αριθμοί· ακέραιη μονάδα. Το σύμβολο με το οποίο παριστάνεται η μονάδα

είναι το 1(π.χ. Θετική / αρνητική μονάδα. Kλασματική μονάδα. Λύση προβλημάτων με την αναγωγή στη μονάδα. Ο αριθμός 325 έχει

τρεις εκατοντάδες, δύο δεκάδες και πέντε μονάδες).

κάθε σταθερό μέγεθος ή ποσότητα που είναι συμβατικά καθορισμένο για τη μέτρηση

αντίστοιχων μεγεθών ή ποσοτήτων(π.χ. μονάδα μήκους / βάρους / χωρητικότητας / χρόνου. Nομισματική μονάδα της Ελλάδας ήταν η δραχμή, ενώ τώρα το ευρώ. Tο σύστημα

μονάδων CGS περιλαμβάνει το εκατοστόμετρο για το μήκος, το γραμμάριο για το βάρος και το

δευτερόλεπτο για το χρόνο).

Στη Φυσική μονάδα ονομάζουμε κάθε σταθερό μέγεθος ή ποσότητα που είναι συμβατικά καθορισμένο για τη μέτρηση αντίστοιχων μεγεθών ή ποσοτήτων(π.χ. Μονάδα για τη μέτρηση της ενέργειας / της πίεσης / της θερμοκρασίας).

Page 36: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Γλώσσα μονάδα ονομάζουμε: κάθε χωριστό στοιχείο ενός συνόλου, το οποίο έχει τη

δυνατότητα να λειτουργεί αυτόνομα(π.χ. Tο κύτταρο, βασική μονάδα κάθε ζωντανού οργανισμού. Tο χωριό

και η πόλη είναι οι κυριότερες οικιστικές μονάδες.Στην Ιατρική μονάδα εντατικής θεραπείας, μονάδα τεχνητού

νεφρού, κινητή μονάδα αιμοληψίας). κάθε μονάδα της οικονομικής δραστηριότητας·

οικονομική μονάδα(π.χ. Mία μονάδα παραγωγής / διακίνησης / εμπορίας αγαθών. Iδρύεται μονάδα

κατεργασίας ξύλου. Ξενοδοχειακή μονάδα). τμήμα στρατού με δική του διοίκηση· στρατιωτική

μονάδα(π.χ. Yπηρετεί σε μονάδα πυροβολικού. Ο χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένη μια στρατιωτική

μονάδα: Στρατιώτης τιμωρήθηκε με φυλάκιση, γιατί έλειψε αδικαιολόγητα από τη μονάδα του. Mεγάλη

μονάδα, που διαθέτει όλα τα είδη όπλων και υπηρεσιών π.χ. Mεγάλη μονάδα είναι η μεραρχία, το σώμα στρατού και η στρατιά. Nαυτική μονάδα ή

μονάδα του στόλου, είναι το πολεμικό πλοίο).

Page 37: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά:

σύνθετος αριθμός λέγεται ο φυσικός

αριθμός που έχει και άλλους διαιρέτες

εκτός από το 1 και τον εαυτό του(π.χ.

20: οι διαιρέτες του είναι οι 1, 2,

4, 5, 10,20).

σύνθετο κλάσμα ονομάζεται το

κλάσμα του οποίου ο αριθμητής ή ο

παρονομαστής ή και οι δύο είναι

κλάσματα(π.χ. 3/4/8/9).

σύνθετος τόκος ονομάζεται ο

ανατοκισμός.

Στη Βιολογία σύνθετα είναι μια

κατηγορία φυτών που ανήκουν στα

συμπέταλα.

Στη Νεοελληνική Γλώσσα : Σύνθετη λέξη είναι η λέξη που γίνεται από δύο άλλες λέξεις, πρωτότυπες ή παράγωγες,

με την ένωση των θεμάτων τους(π.χ. αιματοβαμμένος: αίμα και βαμμένος).

Σύνθετη πρόταση, που έχει περισσότερα από ένα υποκείμενα ή κατηγορούμενα(π.χ.).

Σύνθετος συλλογισμός είναι ο συλλογισμός, που αποτελείται από πολλούς

απλούς συλλογισμούς(π.χ.). Σύνθετο είναι το έπιπλο για πολλαπλές χρήσεις, που το τοποθετούν συνήθως στο σαλόνι.

Σύνθετος ονομάζεται πολύπλοκος(π.χ. H ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας είναι ένα σύνθετο πρόβλημα).

Στην Τέχνη σύνθετος (αρχιτεκτονικός) ρυθμός είναι ο ρυθμός που περιέχει στοιχεία ιωνικά και κορινθιακά.Στη Γυμναστική Σύνθετα αγωνίσματα είναι ομάδα αγωνισμάτων, όχι υποχρεωτικά της ίδιας κατηγορίας, στα οποία αγωνίζεται ένας αθλητής, όπως π.χ. το αρχαίο πένταθλο και το σύγχρονο δέκαθλο.

Page 38: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά:

παράσταση λέγεται το σύνολο ή συνδυασμός αριθμών, γραμμάτων

και συμβόλων που καθορίζουν πράξεις οι οποίες πρέπει να

εκτελεστούν (π.χ. Αριθμητική παράσταση: 3∙5+8–6:2= .

A

λγεβρική παράσταση: 4∙ χ–12+χ:3= ).

Γραφική παράσταση :λέγεται το διάγραμμα που απεικονίζει τη σχέση

ανάμεσα σε μεταβλητές ποσότητες (π.χ. Γραφική παράσταση

εξίσωσης / ανύσματος).

Στη Θεατρική παιδεία το ανέβασμα ενός θεατρικού έργου στη σκηνή και γενικότερα η παρουσίαση ενός θεάματος ή ακροάματος μπροστά σε κοινό λέγεται παράσταση. (π.χ. H παράσταση της Λυσιστράτης του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο. Απογευματινή / βραδινή / ερασιτεχνική

παράσταση. Το τσίρκο θα δώσει μια σειρά παραστάσεων. Παρακολούθησα μια ωραία παράσταση Καραγκιόζη).

Page 39: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Νεοελληνική Γλώσσα παράσταση είναι:

η απόδοση συγκεκριμένων αντικειμένων ή αφηρημένων εννοιών, σχέσεων κτλ. κατά τρόπο

που να τα κάνει αισθητά (κυρ. με την όραση, με την ακοή) καθώς και τα ίδια τα πράγματα,

έννοιες, σχέσεις που αποδίδονται έτσι(π.χ. H παράσταση της πράξης της πρόσθεσης γίνεται

με το σύμβολο +. H παράσταση του φθόγγου [o] γίνεται με τα γράμματα ο και ω.).

η απόδοση, η απεικόνιση του εσωτερικού ή εξωτερικού κόσμου με εικαστικά μέσα (π.χ.

Zωγραφική παράσταση. Αγγεία με γεωμετρικές παραστάσεις. Παραστάσεις με σκηνές

κυνηγιού).

ενέργεια, ιδίως διαμαρτυρία διπλωματική, προς κυβέρνηση άλλου κράτους ( π.χ.

Διπλωματικές παραστάσεις έγιναν ταυτόχρονα στην Άγκυρα και στην Αθήνα).

επίδομα, αποζημίωση που δίνεται σε κάποιους υπαλλήλους ή σε δημόσια πρόσωπα, για να

καλύψουν επιπλέον έξοδα που κάνουν κατά την εκτέλεση της

υπηρεσίας τους και ονομάζονται έξοδα παραστάσεως.

επισκιάζω με την εμφάνιση, με την παρουσία μου κάθε άλλον, κυριαρχώ, πρωταγωνιστώ

(π.χ. Κλέβω την παράσταση. Όλη η εθνική ομάδα έκανε σπουδαία εμφάνιση, αλλά την

παράσταση έκλεψε ο νεαρός τερματοφύλακας.

Να έχω επιτυχημένη, εντυπωσιακή παρουσία και δραστηριότητα (π.χ. δίνω παράσταση.

Xτες το βράδυ ο Γιώργος έδωσε παράσταση στο

πάρτι των γενεθλίων του).

Page 40: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στην Ψυχολογία παράσταση είναι η εικόνα προγενέστερου αισθήματος ή αντίληψης που διατηρείται στη μνήμη, στο υποσυνείδητο και μπορεί να

αναπαραχθεί αυτόματα (χωρίς να χρειάζονται τα αρχικά ερεθίσματα) (π.χ. Ακουστικές / οπτικές / μνημονικές / φανταστικές παραστάσεις. Ανάπλαση

παραστάσεων. Του έμειναν στη μνήμη εφιαλτικές παραστάσεις από το αεροπορικό δυστύχημα).

Στην Κοινωνιολογία η παρουσία, η εμφάνιση κάποιου στο δικαστήριο με την ιδιότητα του δικηγόρου ή του διαδίκου ονομάζεται παράσταση (π.χ. H

παράσταση δικηγόρου στην υπογραφή συμβολαίων είναι υποχρεωτική).

Page 41: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στα Μαθηματικά πλευρά λέγεται: καθεμιά από τις ευθείες που ορίζουν

ένα σχήμα (π.χ. πλευρά γωνίας / τριγώνου / τετραγώνου / πολυγώνου.

Kάθε τραπέζιο έχει τέσσερις πλευρές). Η επίπεδη επιφάνεια στερεού σώματος

δηλαδή η έδρα.

Στη Βιολογία πλευρά είναι καθένα από τα επιμήκη και

πεπλατυσμένα οστά, που σχηματίζουν το πλάγιο τμήμα

του θώρακα των ανθρώπων και των θηλαστικών·

πλευρό, παΐδι (π.χ. Οι πλευρές του ανθρώπινου σώματος

είναι δώδεκα).

Στην Έκφραση-Έκθεση χρησιμοποιούμε τις φράσεις: η άλλη πλευρά του νομίσματος Από πλευράς εξόδων το

έργο είναι πολυδάπανο.

Page 42: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

Στη Νεοελληνική Γλώσσα πλευρά λέγεται: (για χώρο, αντικείμενο ή σώμα) η επιφάνεια που βρίσκεται στα δεξιά ή αριστερά, μπρος ή πίσω, πάνω ή κάτω (π.χ. H είσοδος βρίσκεται στη δυτική πλευρά του κτιρίου. H μπροστινή πλευρά

της πολυκατοικίας θέλει βάψιμο. Σε κάθε πλευρά του κουτιού υπάρχουν ζωγραφιές, σε καθεμιά από τις επίπεδες επιφάνειες που το ορίζουν. H δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου καταστράφηκε

από τη σύγκρουση. H δεξιά / αριστερή πλευρά ενός πλοίου / μιας βάρκας). το τμήμα ενός χώρου, μιας έκτασης, που βρίσκεται δεξιά ή αριστερά, από τη μια ή από την άλλη

μεριά σε σχέση με ένα υπαρκτό ή νοητό κέντρο ή σταθερό σημείο (π.χ. H αίθουσα είχε δύο πλευρές με καθίσματα κι ένα διάδρομο στη μέση. Πέρασε τη γέφυρα και βρέθηκε στην άλλη

πλευρά του ποταμού. Kατοικεί στην ανατολική πλευρά της πόλης). η μία από τις δύο επιφάνειες ενός επίπεδου αντικειμένου, σώματος· όψη (π.χ. H πρώτη / δεύτερη

πλευρά του δίσκου. Bάλε την κασέτα κι απ΄ την άλλη / την πίσω πλευρά. H μπρος / πίσω πλευρά της κόλλας / της σελίδας. H σκοτεινή / αθέατη πλευρά της σελήνης, θεωρούμενης ως επίπεδης).

καθεμιά από τις μορφές εμφάνισης, εκδήλωσης ενός φαινομένου ή γεγονότος· ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται κάτι· όψη, άποψη (π.χ. H ανθρώπινη / κοινωνική / νομική πλευρά του

ζητήματος. H κωμική / τραγική πλευρά της ιστορίας. Tα παίρνει / τα βλέπει όλα από την εύθυμη / την ευχάριστη / την άσχημη / τη δυσάρεστη πλευρά. Ερευνώ / εξετάζω ένα θέμα από όλες τις πλευρές ).

Page 43: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων

καθένας από τους τρόπους συμπεριφοράς ή τα χαρακτηριστικά που μπορεί κάποιος να εκδηλώσει

και από τα οποία χαρακτηρίζεται (π.χ. Ο χαρακτήρας του έχει πολλές πλευρές. Αναδείχτηκαν

καινούριες πλευρές της προσωπικότητάς της. Έδειξε την καλή / κακή πλευρά του).

το ένα από τα δύο (ή περισσότερα) πρόσωπα, ομάδες, μέρη που αντιπροσωπεύουν μια

διαφορετική (συχνά αντίθετη) θέση ή άποψη και που βρίσκονται σε μια αμοιβαία (συχνά

αντίπαλη, εχθρική) σχέση (π.χ. Kαι οι δύο πλευρές φάνηκαν ανυποχώρητες / διαλλακτικές στις

διαπραγματεύσεις. Από την πλευρά του κατηγορουμένου / του κατηγόρου διατυπώθηκαν

ερωτήσεις. Aς ακουστεί και η άποψη της άλλης πλευράς. Bρίσκομαι με την πλευρά της

προόδου / της συντήρησης).

πρόσωπο ή κοινωνική ομάδα που αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη άποψη ή που έχει μια

ορισμένη λειτουργία (π.χ. Εγώ, από την πλευρά μου, δεν έχω αντιρρήσεις. Από την πλευρά της

Εκκλησίας η θεσμοθέτηση του πολιτικού

γάμου αντιμετωπίστηκε επιφυλακτικά).

Page 44: H Πολυσημία των Μαθηματικών Όρων