Guia de conjugação

301
Nicolas Pelicioni de OLIVEIRA Licenciatura em Letras - Ibilce, UNESP http://nicolas-pelicioni.blogspot.com/ [email protected] Το Ρηματικό Σύστημα Aristotle University of Thessaloniki, Institute of Neohellenic Studies, 1998. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Thessaloniki, Greece). Disponível em: < http://www.greek-language.gr/ >. Acessado em 16 de maio de 2013.

Transcript of Guia de conjugação

Page 1: Guia de conjugação

Nicolas Pelicioni de OLIVEIRA Licenciatura em Letras - Ibilce, UNESP http://nicolas-pelicioni.blogspot.com/ [email protected]

Το Ρηματικό Σύστημα

Aristotle University of Thessaloniki, Institute of Neohellenic Studies, 1998. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Thessaloniki, Greece). Disponível em: < http://www.greek-language.gr/ >. Acessado em 16 de maio de 2013.

Page 2: Guia de conjugação

Μορφολογία

Θέμα

Ρ1 {-ν, -σ, -θ} δηλώνω δηλώνομαι Από το ενεστωτικό θέμα σχηματίζονται ο ενεστώτας, ο παρατατικός και ο εξακολουθητικός μέλλοντας, π.χ. από το δηλών- Ενεστώτας → δηλών-ω δηλών-ομαι Παρατατικός → δήλων-α δηλων-όμουν Εξακολουθητικός μέλλοντας → θα δηλών-ω θα δηλών-ομαι Από το αοριστικό θέμα του ενεργητικού αόριστου σχηματίζονται ο αόριστος, ο συνοπτικός μέλλοντας και το απαρέμφατο της ενεργητικής φωνής, π.χ. από το δήλωσ- Αόριστος → δήλωσ-α Συνοπτικός μέλλοντας → θα δηλώσ-ω Απαρέμφατο → (έχω) δήλώσ-ει Από το αοριστικό θέμα του παθητικού αοριστού σχιματίζονται ο αόριστος, ο σθνόπτικός μέλλοντας και το απαρέμφατο της παθητικής φωνής, π.χ. από το δηλώθ- Αόριστος → δηλώθ-ηκα Συνοπτικός μέλλοντας → θα δηλωθ-ώ Απαρέμφατο → (έχω) δηλωθ-εί

Page 3: Guia de conjugação

Τα ρήματα είμαι και έχω

είμαι έχω

ενεστ. ενεστ. οριστ./υποτ. οριστ./υποτ. είμαι είμαστε έχω έχουμε είσαι είστε έχεις έχετε είναι είναι έχει έχουν

μτχ. όντας μτχ. έχοντας

πρτ. πρτ. οριστ. οριστ. ήμουν ήμασταν είχα είχαμε ήσουν ήσασταν είχες είχατε ήταν ήταν είχε είχαν

μέλλ. μέλλ. οριστ. θα είμαι οριστ. θα έχω

Page 4: Guia de conjugação

Ρ1α Ενεργητική φωνή

κλειδώνω {-ν, -σ, -θ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα κλειδώνω κλειδώνω κλειδώνεις κλειδώνεις κλειδώνει κλειδώνει κλειδώνο(υ)με κλειδώνο(υ)με κλειδώνετε κλειδώνετε κλειδώνουν κλειδώνουν

προστακτική ενεστώτα κλείδωνε κλειδώνετε

οριστική παρατατικού κλείδωνα κλειδώναμε κλείδωνες κλειδώνατε κλείδωνε κλείδωναν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου κλείδωσα κλειδώσω κλείδωσες κλειδώσεις κλείδωσε κλειδώσει κλειδώσαμε κλειδώσο(υ)με κλειδώσατε κλειδώσετε κλείδωσαν κλειδώσουν

προστακτική αορίστου κλείδωσε κλειδώστε

μετοχή ενεστώτα κλειδώνοντας

απαρέμφατο αορίστου κλειδώσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω κλειδώσει (ή έχω κλειδωμένο) να έχω κλειδώσει (ή να έχω κλειδωμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα κλειδώνω

συνοπτικός μέλλοντας θα κλειδώσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω κλειδώσει (ή θα έχω κλειδωμένο)

υπερσυντέλικος είχα κλειδώσει (ή είχα κλειδωμένο)

Page 5: Guia de conjugação

P1β Παθητική φωνή

κλειδώνομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα κλειδώνομαι κλειδώνομαι κλειδώνεσαι κλειδώνεσαι κλειδώνεται κλειδώνεται κλειδωνόμαστε κλειδωνόμαστε κλειδώνεστε κλειδώνεστε κλειδώνονται κλειδώνονται

προστακτική ενεστώτα (κλειδώνου) (κλειδώνεστε)

οριστική παρατατικού κλειδωνόμουν κλειδωνόμασταν κλειδωνόσουν κλειδωνόσασταν κλειδωνόταν κλειδώνονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου κλειδώθηκα κλειδωθώ κλειδώθηκες κλειδωθείς κλειδώθηκε κλειδωθεί κλειδωθήκαμε κλειδωθούμε κλειδωθήκατε κλειδωθείτε κλειδώθηκαν κλειδωθούν

προστακτική αορίστου κλειδώσου κλειδωθείτε

απαρέμφατο αορίστου κλειδωθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω κλειδωθεί (ή είμαι κλειδωμένος) να έχω κλειδωθεί (ή να είμαι κλειδωμένος)

μετοχή παρακειμένου κλειδωμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα κλειδώνομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα κλειδωθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω κλειδωθεί (ή θα είμαι κλειδωμένος)

υπερσυντέλικος είχα κλειδωθεί (ή ήμουν κλειδωμένος)

Page 6: Guia de conjugação

Ρ2.1α Ενεργητική φωνή

δροσίζω {-ζ, -σ, -στ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα δροσίζω δροσίζω δροσίζεις δροσίζεις δροσίζει δροσίζει δροσίζο(υ)με δροσίζο(υ)με δροσίζετε δροσίζετε δροσίζουν δροσίζουν

προστακτική ενεστώτα δρόσιζε δροσίζετε

οριστική παρατατικού δρόσιζα δροσίζαμε δρόσιζες δροσίζατε δρόσιζε δρόσιζαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου δρόσισα δροσίσω δρόσισες δροσίσεις δρόσισε δροσίσει δροσίσαμε δροσίσο(υ)με δροσίσατε δροσίσετε δρόσισαν δροσίσουν

προστακτική αορίστου δρόσισε δροσίστε

μετοχή ενεστώτα δροσίζοντας

απαρέμφατο αορίστου δροσίσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω δροσίσει (ή έχω δροσισμένο) να έχω δροσίσει (ή να έχω δροσισμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα δροσίζω

συνοπτικός μέλλοντας θα δροσίσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω δροσίσει (ή θα έχω δροσισμένο)

υπερσυντέλικος είχα δροσίσει (ή είχα δροσισμένο)

Page 7: Guia de conjugação

Ρ2.1β Παθητική φωνή

δροσίζομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα δροσίζομαι δροσίζομαι δροσίζεσαι δροσίζεσαι δροσίζεται δροσίζεται δροσιζόμαστε δροσιζόμαστε δροσίζεστε δροσίζεστε δροσίζονται δροσίζονται

προστακτική ενεστώτα (δροσίζου) (δροσίζεστε)

οριστική παρατατικού δροσιζόμουν δροσιζόμασταν δροσιζόσουν δροσιζόσασταν δροσιζόταν δροσίζονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου δροσίστηκα δροσιστώ δροσίστηκες δροσιστείς δροσίστηκε δροσιστεί δροσιστήκαμε δροσιστούμε δροσιστήκατε δροσιστείτε δροσίστηκαν δροσιστούν

προστακτική αορίστου δροσίσου δροσιστείτε

απαρέμφατο αορίστου δροσιστεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω δροσιστεί (ή είμαι δροσισμένος) να έχω δροσιστεί (ή να είμαι δροσισμένος)

μετοχή παρακειμένου δροσισμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα δροσίζομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα δροσιστώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω δροσιστεί (ή θα είμαι δροσισμένος)

υπερσυντέλικος είχα δροσιστεί (ή ήμουν δροσισμένος)

Page 8: Guia de conjugação

Ρ2.2α Ενεργητική φωνή

αλλάζω {-ζ, -ξ, -χτ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα αλλάζω αλλάζω αλλάζεις αλλάζεις αλλάζει αλλάζει αλλάζο(υ)με αλλάζο(υ)με αλλάζετε αλλάζετε αλλάζουν αλλάζουν

προστακτική ενεστώτα άλλαζε αλλάζετε

οριστική παρατατικού άλλαζα αλλάζαμε άλλαζες αλλάζατε άλλαζε άλλαζαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου άλλαξα αλλάξω άλλαξες αλλάξεις άλλαξε αλλάξει αλλάξαμε αλλάξο(υ)με αλλάξατε αλλάξετε άλλαξαν αλλάξουν

προστακτική αορίστου άλλαξε αλλάξτε

μετοχή ενεστώτα αλλάζοντας

απαρέμφατο αορίστου αλλάξει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω αλλάξει (ή έχω αλλαγμένο) να έχω αλλάξει (ή να έχω αλλαγμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα αλλάζω

συνοπτικός μέλλοντας θα αλλάξω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω αλλάξει (ή θα έχω αλλαγμένο)

υπερσυντέλικος είχα αλλάξει (ή είχα αλλαγμένο)

Page 9: Guia de conjugação

Ρ2.2β Παθητική φωνή

αλλάζομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα αλλάζομαι αλλάζομαι αλλάζεσαι αλλάζεσαι αλλάζεται αλλάζεται αλλαζόμαστε αλλαζόμαστε αλλάζεστε αλλάζεστε αλλάζονται αλλάζονται

προστακτική ενεστώτα (αλλάζου) (αλλάζεστε)

οριστική παρατατικού αλλαζόμουν αλλαζόμασταν αλλαζόσουν αλλαζόσασταν αλλαζόταν αλλάζονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου αλλάχτηκα αλλαχτώ αλλάχτηκες αλλαχτείς αλλάχτηκε αλλαχτεί αλλαχτήκαμε αλλαχτούμε αλλαχτήκατε αλλαχτείτε αλλάχτηκαν αλλαχτούν

προστακτική αορίστου αλλάξου αλλαχτείτε

απαρέμφατο αορίστου αλλαχτεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω αλλαχτεί (ή είμαι αλλαγμένος) να έχω αλλαχτεί (ή να είμαι αλλαγμένος)

μετοχή παρακειμένου αλλαγμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα αλλάζομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα αλλαχτώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω αλλαχτεί (ή θα είμαι αλλαγμένος)

υπερσυντέλικος είχα αλλαχτεί (ή ήμουν αλλαγμένος)

Page 10: Guia de conjugação

Ρ2.3α Ενεργητική φωνή

αγγίζω

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα αγγίζω αγγίζω αγγίζεις αγγίζεις αγγίζει αγγίζει αγγίζο(υ)με αγγίζο(υ)με αγγίζετε αγγίζετε αγγίζουν αγγίζουν

προστακτική ενεστώτα άγγιζε αγγίζετε

οριστική παρατατικού άγγιζα αγγίζαμε άγγιζες αγγίζατε άγγιζε άγγιζαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου άγγιξα/άγγισα αγγίξω/αγγίσω άγγιξες/άγγισες αγγίξεις/αγγίσεις άγγιξε/άγγισε αγγίξει/αγγίσει αγγίξαμε/αγγίσαμε αγγίξο(υ)με/αγγίσουμε αγγίξατε/αγγίσατε αγγίξετε/αγγίσετε άγγιξαν/άγγισαν αγγίξουν/αγγίσουν

προστακτική αορίστου άγγιξε, άγγισε αγγίξτε, αγγίστε

μετοχή ενεστώτα αγγίζοντας

απαρέμφατο αορίστου αγγίξει, αγγίσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω αγγίξει, έχω αγγίσει να έχω αγγίξει, να έχω αγγίσει (ή έχω αγγιγμένο, έχω αγγισμένο) (ή να έχω αγγιγμένο, να έχω αγγισμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα αγγίζω

συνοπτικός μέλλοντας θα αγγίξω, θα αγγίσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω αγγίξει, θα έχω αγγίσει (ή θα έχω αγγιγμένο, θα έχω αγγισμένο)

υπερσυντέλικος είχα αγγίξει, είχα αγγίσει (ή είχα αγγιγμένο, είχα αγγισμένο)

Page 11: Guia de conjugação

Ρ2.3β Παθητική φωνή

αγγίζομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα αγγίζομαι αγγίζομαι αγγίζεσαι αγγίζεσαι αγγίζεστε αγγίζεστε αγγιζόμαστε αγγιζόμαστε αγγίζεται αγγίζεται αγγίζονται αγγίζονται

προστακτική ενεστώτα (αγγίζου) (αγγίζεστε)

οριστική παρατατικού αγγιζόμουν αγγιζόμασταν αγγιζόσουν αγγιζόσασταν αγγιζόταν αγγίζονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου αγγίχτηκα/αγγίστηκα αγγιχτώ/αγγιστώ αγγίχτηκες/αγγίστηκες αγγιχτείς/αγγιστείς αγγίχτηκε/αγγίστηκε αγγιχτεί/αγγιστεί αγγιχτήκαμε/αγγιστήκαμε αγγιχτούμε/αγγιστούμε αγγιχτήκατε/αγγιστήκατε αγγιχτείτε/αγγιστείτε αγγίχτηκαν/αγγίστηκαν αγγιχτούν/αγγιστούν

προστακτική αορίστου αγγίξου, αγγίσου αγγιχτείτε, αγγιστείτε

απαρέμφατο αορίστου αγγιχτεί, αγγιστεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω αγγιχτεί, έχω αγγιστεί να έχω αγγιχτεί, να έχω αγγιστεί (ή είμαι αγγιγμένος, είμαι αγγισμένος) (ή να είμαι αγγιγμένος, να είμαι αγγισμένος)

μετοχή παρακειμένου αγγιγμένος, αγγισμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα αγγίζομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα αγγιχτώ, θα αγγιστώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω αγγιχτεί, θα έχω αγγιστεί (ή θα είμαι αγγιγμένος, θα είμαι αγγισμένος)

υπερσυντέλικος είχα αγγιχτεί, είχα αγγιστεί (ή ήμουν αγγιγμένος, ήμουν αγγισμένος)

Page 12: Guia de conjugação

Ρ3α Ενεργητική φωνή

πλέκω {-κ, -ξ, -χτ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα πλέκω πλέκω πλέκεις πλέκεις πλέκει πλέκει πλέκο(υ)με πλέκο(υ)με πλέκετε πλέκετε πλέκουν πλέκουν

προστακτική ενεστώτα πλέκε πλέκετε

οριστική παρατατικού έπλεκα πλέκαμε έπλεκες πλέκατε έπλεκε έπλεκαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου έπλεξα πλέξω έπλεξες πλέξεις έπλεξε πλέξει πλέξαμε πλέξο(υ)με πλέξατε πλέξετε έπλεξαν πλέξουν

προστακτική αορίστου πλέξε πλέξτε

μετοχή ενεστώτα πλέκοντας

απαρέμφατο αορίστου πλέξει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω πλέξει (ή έχω πλεγμένο) να έχω πλέξει (ή να έχω πλεγμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα πλέκω

συνοπτικός μέλλοντας θα πλέξω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω πλέξει (ή θα έχω πλεγμένο)

υπερσυντέλικος είχα πλέξει (ή είχα πλεγμένο)

Page 13: Guia de conjugação

Ρ3β Παθητική φωνή

πλέκομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα πλέκομαι πλέκομαι πλέκεσαι πλέκεσαι πλέκεται πλέκεται πλεκόμαστε πλεκόμαστε πλέκεστε πλέκεστε πλέκονται πλέκονται

προστακτική ενεστώτα (πλέκου) (πλέκεστε)

οριστική παρατατικού πλεκόμουν πλεκόμασταν πλεκόσουν πλεκόσασταν πλεκόταν πλέκονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου πλέχτηκα πλεχτώ πλέχτηκες πλεχτείς πλέχτηκε πλεχτεί πλεχτήκαμε πλεχτούμε πλεχτήκατε πλεχτείτε πλέχτηκαν πλεχτούν

προστακτική αορίστου πλέξου πλεχτείτε

απαρέμφατο αορίστου πλεχτεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω πλεχτεί (ή είμαι πλεγμένος) να έχω πλεχτεί (ή να είμαι πλεγμένος)

μετοχή παρακειμένου πλεγμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα πλέκομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα πλεχτώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω πλεχτεί (ή θα είμαι πλεγμένος)

υπερσυντέλικος είχα πλεχτεί (ή ήμουν πλεγμένος)

Page 14: Guia de conjugação

Ρ4α Ενεργητική φωνή

κρύβω {-β, -ψ, -φτ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα κρύβω κρύβω κρύβεις κρύβεις κρύβει κρύβει κρύβο(υ)με κρύβο(υ)με κρύβετε κρύβετε κρύβουν κρύβουν

προστακτική ενεστώτα κρύβε κρύβετε

οριστική παρατατικού έκρυβα κρύβαμε έκρυβες κρύβατε έκρυβε έκρυβαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου έκρυψα κρύψω έκρυψες κρύψεις έκρυψε κρύψει κρύψαμε κρύψο(υ)με κρύψατε κρύψετε έκρυψαν κρύψουν

προστακτική αορίστου κρύψε κρύψτε

μετοχή ενεστώτα κρύβοντας

απαρέμφατο αορίστου κρύψει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω κρύψει (ή έχω κρυμμένο) να έχω κρύψει (ή να έχω κρυμμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα κρύβω

συνοπτικός μέλλοντας θα κρύψω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω κρύψει (ή θα έχω κρυμμένο)

υπερσυντέλικος είχα κρύψει (ή είχα κρυμμένο)

Page 15: Guia de conjugação

Ρ4β Παθητική φωνή

κρύβομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα κρύβομαι κρύβομαι κρύβεσαι κρύβεσαι κρύβεται κρύβεται κρυβόμαστε κρυβόμαστε κρύβεστε κρύβεστε κρύβονται κρύβονται

προστακτική ενεστώτα (κρύβου) (κρύβεστε)

οριστική παρατατικού κρυβόμουν κρυβόμασταν κρυβόσουν κρυβόσασταν κρυβόταν κρύβονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου κρύφτηκα κρυφτώ κρύφτηκες κρυφτείς κρύφτηκε κρυφτεί κρυφτήκαμε κρυφτούμε κρυφτήκατε κρυφτείτε κρύφτηκαν κρυφτούν

προστακτική αορίστου κρύψου κρυφτείτε

απαρέμφατο αορίστου κρυφτεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω κρυφτεί (ή είμαι κρυμμένος) να έχω κρυφτεί (ή να είμαι κρυμμένος)

μετοχή παρακειμένου κρυμμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα κρύβομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα κρυφτώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω κρυφτεί (ή θα είμαι κρυμμένος)

υπερσυντέλικος είχα κρυφτεί (ή ήμουν κρυμμένος)

Page 16: Guia de conjugação

Ρ5.1α Ενεργητική φωνή

δεσμεύω {-(ε)υ, -(ε)υσ, -(ε)υτ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα δεσμεύω δεσμεύω δεσμεύεις δεσμεύεις δεσμεύει δεσμεύει δεσμεύο(υ)με δεσμεύο(υ)με δεσμεύετε δεσμεύετε δεσμεύουν δεσμεύουν

προστακτική ενεστώτα δέσμευε δεσμεύετε

οριστική παρατατικού δέσμευα δεσμεύαμε δέσμευες δεσμεύατε δέσμευε δέσμευαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου δέσμευσα δεσμεύσω δέσμευσες δεσμεύσεις δέσμευσε δεσμεύσει δεσμεύσαμε δεσμεύσο(υ)με δεσμεύσατε δεσμεύσετε δέσμευσαν δεσμεύσουν

προστακτική αορίστου δέσμευσε δεσμεύστε

μετοχή ενεστώτα δεσμεύοντας

απαρέμφατο αορίστου δεσμεύσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω δεσμεύσει (ή έχω δεσμευμένο) να έχω δεσμεύσει (ή να έχω δεσμευμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα δεσμεύω

συνοπτικός μέλλοντας θα δεσμεύσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω δεσμεύσει (ή θα έχω δεσμευμένο)

υπερσυντέλικος είχα δεσμεύσει (ή είχα δεσμευμένο)

Page 17: Guia de conjugação

Ρ5.1β Παθητική φωνή

δεσμεύομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα δεσμεύομαι δεσμεύομαι δεσμεύεσαι δεσμεύεσαι δεσμεύεται δεσμεύεται δεσμευόμαστε δεσμευόμαστε δεσμεύεστε δεσμεύεστε δεσμεύονται δεσμεύονται

προστακτική ενεστώτα (δεσμεύου) (δεσμεύεστε)

οριστική παρατατικού δεσμευόμουν δεσμευόμασταν δεσμευόσουν δεσμευόσασταν δεσμευόταν δεσμεύονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου δεσμεύτηκα δεσμευτώ δεσμεύτηκες δεσμευτείς δεσμεύτηκε δεσμευτεί δεσμευτήκαμε δεσμευτούμε δεσμευτήκατε δεσμευτείτε δεσμεύτηκαν δεσμευτούν

προστακτική αορίστου δεσμεύσου δεσμευτείτε

απαρέμφατο αορίστου δεσμευτεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω δεσμευτεί (ή είμαι δεσμευμένος) να έχω δεσμευτεί (ή να είμαι δεσμευμένος)

μετοχή παρακειμένου δεσμευμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα δεσμεύομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα δεσμευτώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω δεσμευτεί (ή θα είμαι δεσμευμένος)

υπερσυντέλικος είχα δεσμευτεί (ή ήμουν δεσμευμένος)

Page 18: Guia de conjugação

Ρ5.2α Ενεργητική φωνή

φυτεύω {-(ε)υ, -(ε)ψα, -(ε)υτ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα φυτεύω φυτεύω φυτεύεις φυτεύεις φυτεύει φυτεύει φυτεύο(υ)με φυτεύο(υ)με φυτεύετε φυτεύετε φυτεύουν φυτεύουν

προστακτική ενεστώτα φύτευε φυτεύετε

οριστική παρατατικού φύτευα φυτεύαμε φύτευες φυτεύατε φύτευε φύτευαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου φύτεψα φυτέψω φύτεψες φυτέψεις φύτεψε φυτέψει φυτέψαμε φυτέψο(υ)με φυτέψατε φυτέψετε φύτεψαν φυτέψουν

προστακτική αορίστου φύτεψε φυτέψτε

μετοχή ενεστώτα φυτεύοντας

απαρέμφατο αορίστου φυτέψει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω φυτέψει (ή έχω φυτεμένο) να έχω φυτέψει (ή να έχω φυτεμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα φυτεύω

συνοπτικός μέλλοντας θα φυτέψω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω φυτέψει (ή θα έχω φυτεμένο)

υπερσυντέλικος είχα φυτέψει (ή είχα φυτεμένο)

Page 19: Guia de conjugação

Ρ5.2β Παθητική φωνή

φυτεύομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα φυτεύομαι φυτεύομαι φυτεύεσαι φυτεύεσαι φυτεύεται φυτεύεται φυτευόμαστε φυτευόμαστε φυτεύεστε φυτεύεστε φυτεύονται φυτεύονται

προστακτική ενεστώτα (φυτεύου) (φυτεύεστε)

οριστική παρατατικού φυτευόμουν φυτευόμασταν φυτευόσουν φυτευόσασταν φυτευόταν φυτεύονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου φυτεύτηκα φυτευτώ φυτεύτηκες φυτευτείς φυτεύτηκε φυτευτεί φυτευτήκαμε φυτευτούμε φυτευτήκατε φυτευτείτε φυτεύτηκαν φυτευτούν

προστακτική αορίστου φυτέψου φυτευτείτε

απαρέμφατο αορίστου φυτευτεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω φυτευτεί (ή είμαι φυτεμένος) να έχω φυτευτεί (ή να είμαι φυτεμένος)

μετοχή παρακειμένου φυτεμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα φυτεύομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα φυτευτώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω φυτευτεί (ή θα είμαι φυτεμένος)

υπερσυντέλικος είχα φυτευτεί (ή ήμουν φυτεμένος)

Page 20: Guia de conjugação

Ρ6α Ενεργητική φωνή

τρατάρω {-(α)ρ, -(α)ρισ, -(α)ριστ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα τρατάρω τρατάρω τρατάρεις τρατάρεις τρατάρει τρατάρει τρατάρο(υ)με τρατάρο(υ)με τρατάρετε τρατάρετε τρατάρουν τρατάρουν

προστακτική ενεστώτα τράταρε τρατάρετε

οριστική παρατατικού τράταρα/τρατάριζα τρατάραμε/τραταρίζαμε τράταρες/τρατάριζες τρατάρατε/τραταρίζατε τράταρε/τρατάριζε τράταραν/τρατάριζαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου τράταρα/τρατάρισα τρατάρω τράταρες/τρατάρισες τρατάρεις τράταρε/τρατάρισε τρατάρει τρατάραμε/τραταρίσαμε τρατάρο(υ)με τρατάρατε/τραταρίσατε τρατάρετε τράταραν/τρατάρισαν τρατάρουν

προστακτική αορίστου τράταρε, τρατάρισε τρατάρετε

μετοχή ενεστώτα τρατάροντας

απαρέμφατο αορίστου τρατάρει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω τρατάρει (ή έχω τραταρισμένο) να έχω τρατάρει (ή να έχω τραταρισμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα τρατάρω

συνοπτικός μέλλοντας θα τρατάρω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω τρατάρει (ή θα έχω τραταρισμένο)

υπερσυντέλικος είχα τρατάρει (ή είχα τραταρισμένο)

Page 21: Guia de conjugação

Ρ6β Παθητική φωνή

τρατάρομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα τρατάρομαι τρατάρομαι τρατάρεσαι τρατάρεσαι τρατάρεται τρατάρεται τραταρόμαστε τραταρόμαστε τρατάρεστε τρατάρεστε τρατάρονται τρατάρονται

προστακτική ενεστώτα (τρατάρου) (τρατάρεστε)

οριστική παρατατικού τραταριζόμουν τραταριζόμασταν τραταριζόσουν τραταριζόσασταν τραταριζόταν τραταρίζονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου τραταρίστηκα τραταριστώ τραταρίστηκες τραταριστείς τραταρίστηκε τραταριστεί τραταριστήκαμε τραταριστούμε τραταριστήκατε τραταριστείτε τραταρίστηκαν τραταριστούν

προστακτική αορίστου τραταρίσου τραταριστείτε

απαρέμφατο αορίστου τραταριστεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω τραταριστεί να έχω τραταριστεί (ή είμαι τραταρισμένος) (ή να είμαι τραταρισμένος)

μετοχή παρακειμένου τραταρισμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα τρατάρομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα τραταριστώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω τραταριστεί (ή θα είμαι τραταρισμένος)

υπερσυντέλικος είχα τραταριστεί (ή ήμουν τραταρισμένος)

Page 22: Guia de conjugação

Ρ7.1α Ενεργητική φωνή

μαραίνω {-(αι)ν, -(α)ν, -(α)θ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα μαραίνω μαραίνω μαραίνεις μαραίνεις μαραίνει μαραίνει μαραίνο(υ)με μαραίνο(υ)με μαραίνετε μαραίνετε μαραίνουν μαραίνουν

προστακτική ενεστώτα μάραινε μαραίνετε

οριστική παρατατικού μάραινα μαραίναμε μάραινες μαραίνατε μάραινε μάραιναν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου μάρανα μαράνω μάρανες μαράνεις μαράνατε μαράνει μαράναμε μαράνο(υ)με μάρανε μαράνετε μάραναν μαράνουν

προστακτική αορίστου μάρανε μαράνετε

μετοχή ενεστώτα μαραίνοντας

απαρέμφατο αορίστου μαράνει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω μαράνει (ή έχω μαραμένο) να έχω μαράνει (ή να έχω μαραμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα μαραίνω

συνοπτικός μέλλοντας θα μαράνω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω μαράνει (ή θα έχω μαραμένο)

υπερσυντέλικος είχα μαράνει (ή είχα μαραμένο)

Page 23: Guia de conjugação

Ρ7.1β Παθητική φωνή

μαραίνομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα μαραίνομαι μαραίνομαι μαραίνεσαι μαραίνεσαι μαραίνεται μαραίνεται μαραινόμαστε μαραινόμαστε μαραίνεστε μαραίνεστε μαραίνονται μαραίνονται

προστακτική ενεστώτα (μαραίνου) (μαραίνεστε)

οριστική παρατατικού μαραινόμουν μαραινόμασταν μαραινόσουν μαραινόσασταν μαραινόταν μαραίνονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου μαράθηκα μαραθώ μαράθηκες μαραθείς μαράθηκε μαραθεί μαραθήκαμε μαραθούμε μαραθήκατε μαραθείτε μαράθηκαν μαραθούν

προστακτική αορίστου − μαραθείτε

απαρέμφατο αορίστου μαραθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω μαραθεί (ή είμαι μαραμένος) να έχω μαραθεί (ή να είμαι μαραμένος)

μετοχή παρακειμένου μαραμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα μαραίνομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα μαραθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω μαραθεί (ή θα είμαι μαραμένος)

υπερσυντέλικος είχα μαραθεί (ή ήμουν μαραμένος)

Page 24: Guia de conjugação

Ρ7.2α Ενεργητική φωνή

λιπαίνω {-(αι)ν, -(α)ν, -(α)νθ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα λιπαίνω λιπαίνω λιπαίνεις λιπαίνεις λιπαίνει λιπαίνει λιπαίνο(υ)με λιπαίνο(υ)με λιπαίνετε λιπαίνετε λιπαίνουν λιπαίνουν

προστακτική ενεστώτα λίπαινε λιπαίνετε

οριστική παρατατικού λίπαινα λιπαίναμε λίπαινες λιπαίνατε λίπαινε λίπαιναν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου λίπανα λιπάνω λίπανες λιπάνεις λίπανε λιπάνει λιπάναμε λιπάνο(υ)με λιπάνατε λιπάνετε λίπαναν λιπάνουν

προστακτική αορίστου λίπανε λιπάνετε

μετοχή ενεστώτα λιπαίνοντας

απαρέμφατο αορίστου λιπάνει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω λιπάνει (ή έχω λιπασμένο) να έχω λιπάνει (ή να έχω λιπασμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα λιπαίνω

συνοπτικός μέλλοντας θα λιπάνω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω λιπάνει (ή θα έχω λιπασμένο)

υπερσυντέλικος είχα λιπάνει (ή είχα λιπασμένο)

Page 25: Guia de conjugação

Ρ7.2β Παθητική φωνή

λιπαίνομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα λιπαίνομαι λιπαίνομαι λιπαίνεσαι λιπαίνεσαι λιπαίνεται λιπαίνεται λιπαινόμαστε λιπαινόμαστε λιπαίνεστε λιπαίνεστε λιπαίνονται λιπαίνονται

προστακτική ενεστώτα (λιπαίνου) (λιπαίνεστε)

οριστική παρατατικού λιπαινόμουν λιπαινόμασταν λιπαινόσουν λιπαινόσασταν λιπαινόταν λιπαίνονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου λιπάνθηκα λιπανθώ λιπάνθηκες λιπανθείς λιπάνθηκε λιπανθεί λιπανθήκαμε λιπανθούμε λιπανθήκατε λιπανθείτε λιπάνθηκαν λιπανθούν

προστακτική αορίστου − λιπανθείτε

απαρέμφατο αορίστου λιπανθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω λιπανθεί (ή είμαι λιπασμένος) να έχω λιπανθεί (ή να είμαι λιπασμένος)

μετοχή παρακειμένου λιπασμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα λιπαίνομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα λιπανθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω λιπανθεί (ή θα είμαι λιπασμένος)

υπερσυντέλικος είχα λιπανθεί (ή ήμουν λιπασμένος)

Page 26: Guia de conjugação

Ρ7.3α Ενεργητική φωνή

λευκαίνω {-(αι)ν, -(α)ν, -(α)νθ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα λευκαίνω λευκαίνω λευκαίνεις λευκαίνεις λευκαίνει λευκαίνει λευκαίνο(υ)με λευκαίνο(υ)με λευκαίνετε λευκαίνετε λευκαίνουν λευκαίνουν

προστακτική ενεστώτα λεύκαινε λευκαίνετε

οριστική παρατατικού λεύκαινα λευκαίναμε λεύκαινες λευκαίνατε λεύκαινε λεύκαιναν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου λεύκανα λευκάνω λεύκανες λευκάνεις λεύκανε λευκάνει λευκάναμε λευκάνο(υ)με λευκάνατε λευκάνετε λεύκαναν λευκάνουν

προστακτική αορίστου λεύκανε λευκάνετε

μετοχή ενεστώτα λευκαίνοντας

απαρέμφατο αορίστου λευκάνει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω λευκάνει να έχω λευκάνει (ή έχω λευκασμένο, έχω λευκαμένο) (ή να έχω λευκασμένο, να έχω λευκαμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα λευκαίνω

συνοπτικός μέλλοντας θα λευκάνω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω λευκάνει (ή θα έχω λευκασμένο, θα έχω λευκαμένο)

υπερσυντέλικος είχα λευκάνει (ή είχα λευκασμένο, είχα λευκαμένο)

Page 27: Guia de conjugação

Ρ7.3β Παθητική φωνή

λευκαίνομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα λευκαίνομαι λευκαίνομαι λευκαίνεσαι λευκαίνεσαι λευκαίνεται λευκαίνεται λευκαινόμαστε λευκαινόμαστε λευκαίνεστε λευκαίνεστε λευκαίνονται λευκαίνονται

προστακτική ενεστώτα (λευκαίνου) (λευκαίνεστε)

οριστική παρατατικού λευκαινόμουν λευκαινόμασταν λευκαινόσουν λευκαινόσασταν λευκαινόταν λευκαίνονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου λευκάνθηκα/λευκάθηκα λευκανθώ/λευκαθώ λευκάνθηκες/λευκάθηκες λευκανθείς/λευκαθείς λευκάνθηκε/λευκάθηκε λευκανθεί/λευκαθεί λευκανθήκαμε/λευκαθήκαμε λευκανθούμε/λευκαθούμε λευκανθήκατε/λευκαθήκατε λευκανθείτε/λευκαθείτε λευκάνθηκαν/λευκάθηκαν λευκανθούν/λευκαθούν

προστακτική αορίστου − λευκανθείτε, λευκαθείτε

απαρέμφατο αορίστου λευκανθεί, λευκαθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω λευκανθεί, έχω λευκαθεί να έχω λευκανθεί, να έχω λευκαθεί (ή είμαι λευκασμένος, είμαι λευκαμένος) (ή να είμαι λευκασμένος, να είμαι

λευκαμένος)

μετοχή παρακειμένου λευκασμένος, λευκαμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα λευκαίνομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα λευκανθώ, θα λευκαθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω λευκανθεί, θα έχω λευκαθεί (ή θα είμαι λευκασμένος, θα είμαι

λευκαμένος)

υπερσυντέλικος είχα λευκανθεί, είχα λευκαθεί (ή ήμουν λευκασμένος, ήμουν λευκαμένος)

Page 28: Guia de conjugação

Ρ7.4α Ενεργητική φωνή

απαλαίνω {-(αι)ν, -υν, -υνθ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα απαλαίνω απαλαίνω απαλαίνεις απαλαίνεις απαλαίνει απαλαίνει απαλαίνο(υ)με απαλαίνο(υ)με απαλαίνετε απαλαίνετε απαλαίνουν απαλαίνουν

προστακτική ενεστώτα απάλαινε απαλαίνετε

οριστική παρατατικού απάλαινα απαλαίναμε απάλαινες απαλαίνατε απάλαινε απάλαιναν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου απάλυνα απαλύνω απάλυνες απαλύνεις απάλυνε απαλύνει απαλύναμε απαλύνο(υ)με απαλύνατε απαλύνετε απάλυναν απαλύνουν

προστακτική αορίστου απάλυνε απαλύνετε

μετοχή ενεστώτα απαλαίνοντας

απαρέμφατο αορίστου απαλύνει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω απαλύνει (ή έχω απαλυμένο) να έχω απαλύνει (ή να έχω απαλυμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα απαλαίνω

συνοπτικός μέλλοντας θα απαλύνω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω απαλύνει (ή θα έχω απαλυμένο)

υπερσυντέλικος είχα απαλύνει (ή είχα απαλυμένο)

Page 29: Guia de conjugação

Ρ7.4β Παθητική φωνή

απαλαίνομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα απαλαίνομαι απαλαίνομαι απαλαίνεσαι απαλαίνεσαι απαλαίνεται απαλαίνεται απαλαινόμαστε απαλαινόμαστε απαλαίνεστε απαλαίνεστε απαλαίνονται απαλαίνονται

προστακτική ενεστώτα (απαλαίνου) (απαλαίνεστε)

οριστική παρατατικού απαλαινόμουν απαλαινόμασταν απαλαινόσουν απαλαινόσασταν απαλαινόταν απαλαίνονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου απαλύνθηκα απαλυνθώ απαλύνθηκες απαλυνθείς απαλύνθηκε απαλυνθεί απαλυνθήκαμε απαλυνθούμε απαλυνθήκατε απαλυνθείτε απαλύνθηκαν απαλυνθούν

προστακτική αορίστου − απαλυνθείτε

απαρέμφατο αορίστου απαλυνθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω απαλυνθεί (ή είμαι απαλυμένος) να έχω απαλυνθεί (ή να είμαι απαλυμένος)

μετοχή παρακειμένου απαλυμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα απαλαίνομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα απαλυνθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω απαλυνθεί (ή θα είμαι απαλυμένος)

υπερσυντέλικος είχα απαλυνθεί (ή ήμουν απαλυμένος)

Page 30: Guia de conjugação

Ρ8.1α Ενεργητική φωνή

ευκολύνω {-ν, -ν, -νθ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα ευκολύνω ευκολύνω ευκολύνεις ευκολύνεις ευκολύνει ευκολύνει ευκολύνο(υ)με ευκολύνο(υ)με ευκολύνετε ευκολύνετε ευκολύνουν ευκολύνουν

προστακτική ενεστώτα ευκόλυνε ευκολύνετε

οριστική παρατατικού ευκόλυνα ευκολύναμε ευκόλυνες ευκολύνατε ευκόλυνε ευκόλυναν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου ευκόλυνα ευκολύνω ευκόλυνες ευκολύνεις ευκόλυνε ευκολύνει ευκολύναμε ευκολύνο(υ)με ευκολύνατε ευκολύνετε ευκόλυναν ευκολύνουν

προστακτική αορίστου ευκόλυνε ευκολύνετε

μετοχή ενεστώτα ευκολύνοντας

απαρέμφατο αορίστου ευκολύνει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω ευκολύνει (ή έχω ευκολυμένο) να έχω ευκολύνει (ή να έχω ευκολυμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα ευκολύνω

συνοπτικός μέλλοντας θα ευκολύνω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω ευκολύνει (ή θα έχω ευκολυμένο)

υπερσυντέλικος είχα ευκολύνει (ή είχα ευκολυμένο)

Page 31: Guia de conjugação

Ρ8.1β Παθητική φωνή

ευκολύνομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα ευκολύνομαι ευκολύνομαι ευκολύνεσαι ευκολύνεσαι ευκολύνεται ευκολύνεται ευκολυνόμαστε ευκολυνόμαστε ευκολύνεστε ευκολύνεστε ευκολύνονται ευκολύνονται

προστακτική ενεστώτα (ευκολύνου) (ευκολύνεστε)

οριστική παρατατικού ευκολυνόμουν ευκολυνόμασταν ευκολυνόσουν ευκολυνόσασταν ευκολυνόταν ευκολύνονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου ευκολύνθηκα ευκολυνθώ ευκολύνθηκες ευκολυνθείς ευκολύνθηκε ευκολυνθεί ευκολυνθήκαμε ευκολυνθούμε ευκολυνθήκατε ευκολυνθείτε ευκολύνθηκαν ευκολυνθούν

προστακτική αορίστου ευκολύνσου ευκολυνθείτε

απαρέμφατο αορίστου ευκολυνθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω ευκολυνθεί (ή είμαι ευκολυμένος) να έχω ευκολυνθεί (ή να είμαι ευκολυμένος)

μετοχή παρακειμένου ευκολυμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα ευκολύνομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα ευκολυνθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω ευκολυνθεί (ή θα είμαι ευκολυμένος)

υπερσυντέλικος είχα ευκολυνθεί (ή ήμουν ευκολυμένος)

Page 32: Guia de conjugação

Ρ8.2α Ενεργητική φωνή

μολύνω {-ν, -ν, -νθ, (-σμένος)}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα μολύνω μολύνω μολύνεις μολύνεις μολύνει μολύνει μολύνο(υ)με μολύνο(υ)με μολύνετε μολύνετε μολύνουν μολύνουν

προστακτική ενεστώτα μόλυνε μολύνετε

οριστική παρατατικού μόλυνα μολύναμε μόλυνες μολύνατε μόλυνε μόλυναν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου μόλυνα μολύνω μόλυνες μολύνεις μόλυνε μολύνει μολύναμε μολύνο(υ)με μολύνατε μολύνετε μόλυναν μολύνουν

προστακτική αορίστου μόλυνε μολύνετε

μετοχή ενεστώτα μολύνοντας

απαρέμφατο αορίστου μολύνει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω μολύνει (ή έχω μολυσμένο) να έχω μολύνει (ή να έχω μολυσμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα μολύνω

συνοπτικός μέλλοντας θα μολύνω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω μολύνει (ή θα έχω μολυσμένο)

υπερσυντέλικος είχα μολύνει (ή είχα μολυσμένο)

Page 33: Guia de conjugação

Ρ8.2β Παθητική φωνή

μολύνομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα μολύνομαι μολύνομαι μολύνεσαι μολύνεσαι μολύνεται μολύνεται μολυνόμαστε μολυνόμαστε μολύνεστε μολύνεστε μολύνονται μολύνονται

προστακτική ενεστώτα (μολύνου) (μολύνεστε)

οριστική παρατατικού μολυνόμουν μολυνόμασταν μολυνόσουν μολυνόσασταν μολυνόταν μολύνονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου μολύνθηκα μολυνθώ μολύνθηκες μολυνθείς μολύνθηκε μολυνθεί μολυνθήκαμε μολυνθούμε μολυνθήκατε μολυνθείτε μολύνθηκαν μολυνθούν

προστακτική αορίστου μολύνσου μολυνθείτε

απαρέμφατο αορίστου μολυνθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω μολυνθεί (ή είμαι μολυσμένος) να έχω μολυνθεί (ή να είμαι μολυσμένος)

μετοχή παρακειμένου μολυσμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα μολύνομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα μολυνθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω μολυνθεί (ή θα είμαι μολυσμένος)

υπερσυντέλικος είχα μολυνθεί (ή ήμουν μολυσμένος)

Page 34: Guia de conjugação

Ρ9α Ενεργητική φωνή

ιδρύω {-σ, -θ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα ιδρύω ιδρύω ιδρύεις ιδρύεις ιδρύει ιδρύει ιδρύο(υ)με ιδρύο(υ)με ιδρύετε ιδρύετε ιδρύουν ιδρύουν

προστακτική ενεστώτα ίδρυε ιδρύετε

οριστική παρατατικού ίδρυα ιδρύαμε ίδρυες ιδρύατε ίδρυε ίδρυαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου ίδρυσα ιδρύσω ίδρυσες ιδρύσεις ίδρυσε ιδρύσει ιδρύσαμε ιδρύσο(υ)με ιδρύσατε ιδρύσετε ίδρυσαν ιδρύσουν

προστακτική αορίστου ίδρυσε ιδρύστε

μετοχή ενεστώτα ιδρύοντας

απαρέμφατο αορίστου ιδρύσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω ιδρύσει (ή έχω ιδρυμένο) να έχω ιδρύσει (ή να έχω ιδρυμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα ιδρύω

συνοπτικός μέλλοντας θα ιδρύσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω ιδρύσει (ή θα έχω ιδρυμένο)

υπερσυντέλικος είχα ιδρύσει (ή είχα ιδρυμένο)

Page 35: Guia de conjugação

Ρ9β Παθητική φωνή

ιδρύομαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα ιδρύομαι ιδρύομαι ιδρύεσαι ιδρύεσαι ιδρύεται ιδρύεται ιδρυόμαστε ιδρυόμαστε ιδρύεστε ιδρύεστε ιδρύονται ιδρύονται

προστακτική ενεστώτα (ιδρύου) (ιδρύεστε)

οριστική παρατατικού ιδρυόμουν ιδρυόμασταν ιδρυόσουν ιδρυόσασταν ιδρυόταν ιδρύονταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου ιδρύθηκα ιδρυθώ ιδρύθηκες ιδρυθείς ιδρύθηκε ιδρυθεί ιδρυθήκαμε ιδρυθούμε ιδρυθήκατε ιδρυθείτε ιδρύθηκαν ιδρυθούν

προστακτική αορίστου ιδρύσου ιδρυθείτε

απαρέμφατο αορίστου ιδρυθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω ιδρυθεί (ή είμαι ιδρυμένος) να έχω ιδρυθεί (ή να είμαι ιδρυμένος)

μετοχή παρακειμένου ιδρυμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα ιδρύομαι

συνοπτικός μέλλοντας θα ιδρυθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω ιδρυθεί (ή θα είμαι ιδρυμένος)

υπερσυντέλικος είχα ιδρυθεί (ή ήμουν ιδρυμένος)

Page 36: Guia de conjugação

Ρ10.1α Ενεργητική φωνή

αγαπώ, -άω {-ησ, -ηθ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα αγαπώ, -άω αγαπώ, -άω αγαπάς αγαπάς αγαπά(ει) αγαπά(ει) αγαπούμε, -άμε αγαπούμε, -άμε αγαπάτε αγαπάτε αγαπούν, -άν αγαπούν, -άν

προστακτική ενεστώτα αγάπα αγαπάτε

οριστική παρατατικού αγαπούσα αγαπούσαμε αγαπούσες αγαπούσατε αγαπούσε αγαπούσαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου αγάπησα αγαπήσω αγάπησες αγαπήσεις αγάπησε αγαπήσει αγαπήσαμε αγαπήσο(υ)με αγαπήσατε αγαπήσετε αγάπησαν αγαπήσουν

προστακτική αορίστου αγάπησε αγαπήστε

μετοχή ενεστώτα αγαπώντας

απαρέμφατο αορίστου αγαπήσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω αγαπήσει (ή έχω αγαπημένο) να έχω αγαπήσει (ή να έχω αγαπημένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα αγαπώ, θα αγαπάω

συνοπτικός μέλλοντας θα αγαπήσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω αγαπήσει (ή θα έχω αγαπημένο)

υπερσυντέλικος είχα αγαπήσει (ή είχα αγαπημένο)

Page 37: Guia de conjugação

Ρ10.1β Παθητική φωνή

αγαπιέμαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα αγαπιέμαι αγαπιέμαι αγαπιέσαι αγαπιέσαι αγαπιέται αγαπιέται αγαπιόμαστε αγαπιόμαστε αγαπιέστε αγαπιέστε αγαπιούνται αγαπιούνται

προστακτική ενεστώτα αγαπήσου αγαπηθείτε

οριστική παρατατικού αγαπιόμουν αγαπιόμασταν αγαπιόσουν αγαπιόσασταν αγαπιόταν αγαπιόνταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου αγαπήθηκα αγαπηθώ αγαπήθηκες αγαπηθείς αγαπήθηκε αγαπηθεί αγαπηθήκαμε αγαπηθούμε αγαπηθήκατε αγαπηθείτε αγαπήθηκαν αγαπηθούν

προστακτική αορίστου − −

απαρέμφατο αορίστου αγαπηθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω αγαπηθεί (ή είμαι αγαπημένος) να έχω αγαπηθεί (ή να είμαι αγαπημένος)

μετοχή παρακειμένου αγαπημένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα αγαπιέμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα αγαπηθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω αγαπηθεί (ή θα είμαι αγαπημένος)

υπερσυντέλικος είχα αγαπηθεί (ή ήμουν αγαπημένος)

Page 38: Guia de conjugação

Ρ10.2α Ενεργητική φωνή

ζουπώ, -άω {-ηξ/-ησ, -ηχτ/-ηθ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα ζουπώ, -άω ζουπώ, -άω ζουπάς ζουπάς ζουπά(ει) ζουπά(ει) ζουπούμε, -άμε ζουπούμε, -άμε ζουπάτε ζουπάτε ζουπούν, -άν ζουπούν, -άν

προστακτική ενεστώτα ζούπα ζουπάτε

οριστική παρατατικού ζουπούσα ζουπούσαμε ζουπούσες ζουπούσατε ζουπούσε ζουπούσαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου ζούπηξα/ζούπησα ζουπήξω/ζουπήσω ζούπηξες/ζούπησες ζουπήξεις/ζουπήσεις ζούπηξε/ζούπησε ζουπήξει/ζουπήσει ζουπήξαμε/ζουπήσαμε ζουπήξο(υ)με/ζουπήσο(υ)με ζουπήξατε/ζουπήσατε ζουπήξετε/ζουπήσετε ζούπηξαν/ζούπησαν ζουπήξουν/ζουπήσουν

προστακτική αορίστου ζούπηξε, ζούπησε ζουπήξτε, ζουπήστε

μετοχή ενεστώτα ζουπώντας

απαρέμφατο αορίστου ζουπήξει, ζουπήσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω ζουπήξει, έχω ζουπήσει να έχω ζουπήξει, να έχω ζουπήσει (ή έχω ζουπηγμένο, έχω ζουπημένο) (ή να έχω ζουπηγμένο, να έχω ζουπημένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα ζουπώ, θα ζουπάω

συνοπτικός μέλλοντας θα ζουπήξω, θα ζουπήσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω ζουπήξει, θα έχω ζουπήσει (ή θα έχω ζουπηγμένο, θα έχω ζουπημένο)

υπερσυντέλικος είχα ζουπήξει, είχα ζουπήσει (ή είχα ζουπηγμένο, είχα ζουπημένο)

Page 39: Guia de conjugação

Ρ10.2β Παθητική φωνή

ζουπιέμαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα ζουπιέμαι ζουπιέμαι ζουπιέσαι ζουπιέσαι ζουπιέται ζουπιέται ζουπιόμαστε ζουπιόμαστε ζουπιέστε ζουπιέστε ζουπιούνται ζουπιούνται

προστακτική ενεστώτα − −

οριστική παρατατικού ζουπιόμουν ζουπιόμασταν ζουπιόσουν ζουπιόσασταν ζουπιόταν ζουπιόνταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου ζουπήχτηκα/ζουπήθηκα ζουπηχτώ/ζουπηθώ ζουπήχτηκες/ζουπήθηκες ζουπηχτείς/ζουπηθείς ζουπήχτηκε/ζουπήθηκε ζουπηχτεί/ζουπηθεί ζουπηχτήκαμε/ζουπηθήκαμε ζουπηχτούμε/ζουπηθούμε ζουπηχτήκατε/ζουπηθήκατε ζουπηχτείτε/ζουπηθείτε ζουπήχτηκαν/ζουπήθηκαν ζουπηχτούν/ζουπηθούν

προστακτική αορίστου ζουπήξου, ζουπήσου ζουπηχτείτε, ζουπηθείτε

απαρέμφατο αορίστου ζουπηχτεί, ζουπηθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω ζουπηχτεί, έχω ζουπηθεί να έχω ζουπηχτεί, να έχω ζουπηθεί (ή είμαι ζουπηγμένος, είμαι ζουπημένος) (ή να είμαι ζουπηγμένος, να είμαι

ζουπημένος)

μετοχή παρακειμένου ζουπηγμένος, ζουπημένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα ζουπιέμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα ζουπηχτώ, θα ζουπηθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω ζουπηχτεί, θα έχω ζουπηθεί (ή θα είμαι ζουπηγμένος, θα είμαι

ζουπημένος)

υπερσυντέλικος είχα ζουπηχτεί, είχα ζουπηθεί (ή ήμουν ζουπηγμένος, ήμουν ζουπημένος)

Page 40: Guia de conjugação

Ρ10.3α Eνεργητική φωνή

βαστώ, -άω {-αξ/-ηξ, -αχτ/-ηχτ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα βαστώ, -άω βαστώ, -άω βαστάς βαστάς βαστά(ει) βαστά(ει) βαστούμε, -άμε βαστούμε, -άμε βαστάτε βαστάτε βαστούν, -άν βαστούν, -άν

προστακτική ενεστώτα βάστα βαστάτε

οριστική παρατατικού βαστούσα βαστούσαμε βαστούσες βαστούσατε βαστούσε βαστούσαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου βάσταξα/βάστηξα βαστάξω/βαστήξω βάσταξες/βάστηξες βαστάξεις/βαστήξεις βάσταξε/βάστηξε βαστάξει/βαστήξει βαστάξαμε/βαστήξαμε βαστάξο(υ)με/βαστήξο(υ)με βαστάξατε/βαστήξατε βαστάξετε/βαστήξετε βάσταξαν/βάστηξαν βαστάξουν/βαστήξουν

προστακτική αορίστου βάσταξε, βάστηξε βαστάξτε, βαστήξτε

μετοχή ενεστώτα βαστώντας

απαρέμφατο αορίστου βαστάξει, βαστήξει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω βαστάξει, έχω βαστήξει να έχω βαστάξει, να έχω βαστήξει (ή έχω βασταγμένο, έχω βαστηγμένο) (ή να έχω βασταγμένο, να έχω βαστηγμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα βαστώ, θα βαστάω

συνοπτικός μέλλοντας θα βαστάξω, θα βαστήξω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω βαστάξει, θα έχω βαστήξει (ή θα έχω βασταγμένο, θα έχω βαστηγμένο)

υπερσυντέλικος είχα βαστάξει, είχα βαστήξει (ή είχα βασταγμένο, είχα βαστηγμένο)

Page 41: Guia de conjugação

Ρ10.3β Παθητική φωνή

βαστιέμαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα βαστιέμαι βαστιέμαι βαστιέσαι βαστιέσαι βαστιέται βαστιέται βαστιόμαστε βαστιόμαστε βαστιέστε βαστιέστε βαστιούνται βαστιούνται

προστακτική ενεστώτα − −

οριστική παρατατικού βαστιόμουν βαστιόμασταν βαστιόσουν βαστιόσασταν βαστιόταν βαστιόνταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου βαστάχτηκα/βαστήχτηκα βασταχτώ/βαστηχτώ βαστάχτηκες/βαστήχτηκες βασταχτείς/βαστηχτείς βαστάχτηκε/βαστήχτηκε βασταχτεί/βαστηχτεί βασταχτήκαμε/βαστηχτήκαμε βασταχτούμε/βαστηχτούμε βασταχτήκατε/βαστηχτήκατε βασταχτείτε/βαστηχτείτε βαστάχτηκαν/βαστήχτηκαν βασταχτούν/βαστηχτούν

προστακτική αορίστου βαστάξου, βαστήξου βασταχτείτε, βαστηχτείτε

απαρέμφατο αορίστου βασταχτεί, βαστηχτεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω βασταχτεί, έχω βαστηχτεί να έχω βασταχτεί, να έχω βαστηχτεί (ή είμαι βασταγμένος, είμαι βαστηγμένος) (ή να είμαι βασταγμένος, να είμαι

βαστηγμένος)

μετοχή παρακειμένου βασταγμένος, βαστηγμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα βαστιέμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα βασταχτώ, θα βαστηχτώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω βασταχτεί, θα έχω βαστηχτεί (ή θα είμαι βασταγμένος, θα είμαι

βαστηγμένος)

υπερσυντέλικος είχα βασταχτεί, είχα βαστηχτεί (ή ήμουν βασταγμένος, ήμουν βαστηγμένος)

Page 42: Guia de conjugação

Ρ10.4α Eνεργητική φωνή

γελώ, -άω {-ασ, -αστ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα γελώ, -άω γελώ, -άω γελάς γελάς γελά(ει) γελά(ει) γελούμε, -άμε γελούμε, -άμε γελάτε γελάτε γελούν, -άν γελούν, -άν

προστακτική ενεστώτα γέλα γελάτε

οριστική παρατατικού γελούσα γελούσαμε γελούσες γελούσατε γελούσε γελούσαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου γέλασα γελάσω γέλασες γελάσεις γέλασε γελάσει γελάσαμε γελάσο(υ)με γελάσατε γελάσετε γέλασαν γελάσουν

προστακτική αορίστου γέλασε γελάστε

μετοχή ενεστώτα γελώντας

απαρέμφατο αορίστου γελάσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω γελάσει (ή έχω γελασμένο) να έχω γελάσει (ή να έχω γελασμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα γελώ, θα γελάω

συνοπτικός μέλλοντας θα γελάσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω γελάσει (ή θα έχω γελασμένο)

υπερσυντέλικος είχα γελάσει (ή είχα γελασμένο)

Page 43: Guia de conjugação

Ρ10.4β Παθητική φωνή

γελιέμαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα γελιέμαι γελιέμαι γελιέσαι γελιέσαι γελιέται γελιέται γελιόμαστε γελιόμαστε γελιέστε γελιέστε γελιούνται γελιούνται

προστακτική ενεστώτα − −

οριστική παρατατικού γελιόμουν γελιόμασταν γελιόσουν γελιόσασταν γελιόταν γελιόνταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου γελάστηκα γελαστώ γελάστηκες γελαστείς γελάστηκε γελαστεί γελαστήκαμε γελαστούμε γελαστήκατε γελαστείτε γελάστηκαν γελαστούν

προστακτική αορίστου γελάσου γελαστείτε

απαρέμφατο αορίστου γελαστεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω γελαστεί (ή είμαι γελασμένος) να έχω γελαστεί (ή να είμαι γελασμένος)

μετοχή παρακειμένου γελασμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα γελιέμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα γελαστώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω γελαστεί (ή θα είμαι γελασμένος)

υπερσυντέλικος είχα γελαστεί (ή ήμουν γελασμένος)

Page 44: Guia de conjugação

Ρ10.5α Ενεργητική φωνή

φορώ, -άω {-εσ, -εθ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα φορώ, -άω φορώ, -άω φοράς φοράς φορά(ει) φορά(ει) φορούμε, -άμε φορούμε, -άμε φοράτε φοράτε φορούν, -άν φορούν, -άν

προστακτική ενεστώτα φόρα φοράτε

οριστική παρατατικού φορούσα φορούσαμε φορούσες φορούσατε φορούσε φορούσαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου φόρεσα φορέσω φόρεσες φορέσεις φόρεσε φορέσει φορέσαμε φορέσο(υ)με φορέσατε φορέσετε φόρεσαν φορέσουν

προστακτική αορίστου φόρεσε φορέστε

μετοχή ενεστώτα φορώντας

απαρέμφατο αορίστου φορέσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω φορέσει (ή έχω φορεμένο) να έχω φορέσει (ή να έχω φορεμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα φορώ, θα φοράω

συνοπτικός μέλλοντας θα φορέσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω φορέσει (ή θα έχω φορεμένο)

υπερσυντέλικος είχα φορέσει (ή είχα φορεμένο)

Page 45: Guia de conjugação

Ρ10.5β Παθητική φωνή

φοριέμαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα φοριέμαι φοριέμαι φοριέσαι φοριέσαι φοριέται φοριέται φοριόμαστε φοριόμαστε φοριέστε φοριέστε φοριούνται φοριούνται

προστακτική ενεστώτα − −

οριστική παρατατικού φοριόμουν φοριόμασταν φοριόσουν φοριόσασταν φοριόταν φοριόνταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου φορέθηκα φορεθώ φορέθηκες φορεθείς φορέθηκε φορεθεί φορεθήκαμε φορεθούμε φορεθήκατε φορεθείτε φορέθηκαν φορεθούν

προστακτική αορίστου φορέσου φορεθείτε

απαρέμφατο αορίστου φορεθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω φορεθεί (ή είμαι φορεμένος) να έχω φορεθεί (ή να είμαι φορεμένος)

μετοχή παρακειμένου φορεμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα φοριέμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα φορεθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω φορεθεί (ή θα είμαι φορεμένος)

υπερσυντέλικος είχα φορεθεί (ή ήμουν φορεμένος)

Page 46: Guia de conjugação

Ρ10.6α Ενεργητική φωνή

πετώ, -άω {-αξ, -αχτ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα πετώ, -άω πετώ, -άω πετάς πετάς πετά(ει) πετά(ει) πετούμε, -άμε πετούμε, -άμε πετάτε πετάτε πετούν, -άν πετούν, -άν

προστακτική ενεστώτα πέτα πετάτε

οριστική παρατατικού πετούσα πετούσαμε πετούσες πετούσατε πετούσε πετούσαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου πέταξα πετάξω πέταξες πετάξεις πέταξε πετάξει πετάξαμε πετάξο(υ)με πετάξατε πετάξετε πέταξαν πετάξουν

προστακτική αορίστου πέταξε πετάξτε

μετοχή ενεστώτα πετώντας

απαρέμφατο αορίστου πετάξει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω πετάξει να έχω πετάξει (ή έχω πεταγμένο, έχω πεταμένο) (ή να έχω πεταγμένο, να έχω πεταμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα πετώ, θα πετάω

συνοπτικός μέλλοντας θα πετάξω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω πετάξει (ή θα έχω πεταγμένο, θα έχω πεταμένο)

υπερσυντέλικος είχα πετάξει (ή είχα πεταγμένο, είχα πεταμένο)

Page 47: Guia de conjugação

Ρ10.6β Παθητική φωνή

πετιέμαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα πετιέμαι πετιέμαι πετιέσαι πετιέσαι πετιέται πετιέται πετιόμαστε πετιόμαστε πετιέστε πετιέστε πετιούνται πετιούνται

προστακτική ενεστώτα − −

οριστική παρατατικού πετιόμουν πετιόμασταν πετιόσουν πετιόσασταν πετιόταν πετιόνταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου πετάχτηκα πεταχτώ πετάχτηκες πεταχτείς πετάχτηκε πεταχτεί πεταχτήκαμε πεταχτούμε πεταχτήκατε πεταχτείτε πετάχτηκαν πεταχτούν

προστακτική αορίστου πετάξου πεταχτείτε

απαρέμφατο αορίστου πεταχτεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω πεταχτεί να έχω πεταχτεί (ή είμαι πεταγμένος, είμαι πεταμένος) (ή να είμαι πεταγμένος, να είμαι πεταμένος)

μετοχή παρακειμένου πεταγμένος, πεταμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα πετιέμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα πεταχτώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω πεταχτεί (ή θα είμαι πεταγμένος, θα είμαι πεταμένος)

υπερσυντέλικος είχα πεταχτεί (ή ήμουν πεταγμένος, ήμουν πεταμένος)

Page 48: Guia de conjugação

Ρ10.7α Ενεργητική φωνή

τραβώ, -άω {-ηξ, -ηχτ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα τραβώ, -άω τραβώ, -άω τραβάς τραβάς τραβά(ει) τραβά(ει) τραβούμε, -άμε τραβούμε, -άμε τραβάτε τραβάτε τραβούν, -άν τραβούν, -άν

προστακτική ενεστώτα τράβα τραβάτε

οριστική παρατατικού τραβούσα τραβούσαμε τραβούσες τραβούσατε τραβούσε τραβούσαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου τράβηξα τραβήξω τράβηξες τραβήξεις τράβηξε τραβήξει τραβήξαμε τραβήξο(υ)με τραβήξατε τραβήξετε τράβηξαν τραβήξουν

προστακτική αορίστου τράβηξε τραβήξτε

μετοχή ενεστώτα τραβώντας

απαρέμφατο αορίστου τραβήξει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω τραβήξει (ή έχω τραβηγμένο) να έχω τραβήξει (ή να έχω τραβηγμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα τραβώ, θα τραβάω

συνοπτικός μέλλοντας θα τραβήξω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω τραβήξει (ή θα έχω τραβηγμένο)

υπερσυντέλικος είχα τραβήξει (ή είχα τραβηγμένο)

Page 49: Guia de conjugação

Ρ10.7β Παθητική φωνή

τραβιέμαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα τραβιέμαι τραβιέμαι τραβιέσαι τραβιέσαι τραβιέται τραβιέται τραβιόμαστε τραβιόμαστε τραβιέστε τραβιέστε τραβιούνται τραβιούνται

προστακτική ενεστώτα − −

οριστική παρατατικού τραβιόμουν τραβιόμασταν τραβιόσουν τραβιόσασταν τραβιόταν τραβιόνταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου τραβήχτηκα τραβηχτώ τραβήχτηκες τραβηχτείς τραβήχτηκε τραβηχτεί τραβηχτήκαμε τραβηχτούμε τραβηχτήκατε τραβηχτείτε τραβήχτηκαν τραβηχτούν

προστακτική αορίστου τραβήξου τραβηχτείτε

απαρέμφατο αορίστου τραβηχτεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω τραβηχτεί (ή είμαι τραβηγμένος) να έχω τραβηχτεί (ή να είμαι τραβηγμένος)

μετοχή παρακειμένου τραβηγμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα τραβιέμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα τραβηχτώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω τραβηχτεί (ή θα είμαι τραβηγμένος)

υπερσυντέλικος είχα τραβηχτεί (ή ήμουν τραβηγμένος)

Page 50: Guia de conjugação

Ρ10.8α Ενεργητική φωνή

ανακλώ {-ασ, -αστ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα ανακλώ ανακλώ ανακλάς ανακλάς ανακλά ανακλά ανακλούμε ανακλούμε ανακλάτε ανακλάτε ανακλούν ανακλούν

προστακτική ενεστώτα − ανακλάτε

οριστική παρατατικού ανακλούσα ανακλούσαμε ανακλούσες ανακλούσατε ανακλούσε ανακλούσαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου ανάκλασα ανακλάσω ανάκλασες ανακλάσεις ανάκλασε ανακλάσει ανακλάσαμε ανακλάσο(υ)με ανακλάσατε ανακλάσετε ανάκλασαν ανακλάσουν

προστακτική αορίστου ανάκλασε ανακλάστε

μετοχή ενεστώτα ανακλώντας

απαρέμφατο αορίστου ανακλάσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω ανακλάσει (ή έχω ανακλασμένο) να έχω ανακλάσει (ή να έχω ανακλασμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα ανακλώ

συνοπτικός μέλλοντας θα ανακλάσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω ανακλάσει (ή θα έχω ανακλασμένο)

υπερσυντέλικος είχα ανακλάσει (ή είχα ανακλασμένο)

Page 51: Guia de conjugação

Ρ10.8β Παθητική φωνή

ανακλώμαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα ανακλώμαι ανακλώμαι ανακλάσαι ανακλάσαι ανακλάται ανακλάται ανακλόμαστε ανακλόμαστε ανακλάστε ανακλάστε ανακλώνται ανακλώνται

προστακτική ενεστώτα − −

οριστική παρατατικού ανακλόμουν ανακλόμασταν ανακλόσουν ανακλόσασταν ανακλόταν (ανακλάτο) ανακλόνταν (ανακλώντο)

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου ανακλάστηκα ανακλαστώ ανακλάστηκες ανακλαστείς ανακλάστηκε ανακλαστεί ανακλαστήκαμε ανακλαστούμε ανακλαστήκατε ανακλαστείτε ανακλάστηκαν ανακλαστούν

προστακτική αορίστου ανακλάσου ανακλαστείτε

απαρέμφατο αορίστου ανακλαστεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω ανακλαστεί να έχω ανακλαστεί (ή είμαι ανακλασμένος) (ή να είμαι ανακλασμένος)

μετοχή παρακειμένου ανακλασμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα ανακλώμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα ανακλαστώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω ανακλαστεί (ή θα είμαι ανακλασμένος)

υπερσυντέλικος είχα ανακλαστεί (ή ήμουν ανακλασμένος)

Page 52: Guia de conjugação

Ρ10.9α Eνεργητική φωνή

στερώ {-ησ, -ηθ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα στερώ στερώ στερείς στερείς στερεί στερεί στερούμε στερούμε στερείτε στερείτε στερούν στερούν

προστακτική ενεστώτα (στέρει) (στερείτε)

οριστική παρατατικού στερούσα στερούσαμε στερούσες στερούσατε στερούσε στερούσαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου στέρησα στερήσω στέρησες στερήσεις στέρησε στερήσει στερήσαμε στερήσο(υ)με στερήσατε στερήσετε στέρησαν στερήσουν

προστακτική αορίστου στέρησε στερήστε

μετοχή ενεστώτα στερώντας

απαρέμφατο αορίστου στερήσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω στερήσει (ή έχω στερημένο) να έχω στερήσει (ή να έχω στερημένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα στερώ

συνοπτικός μέλλοντας θα στερήσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω στερήσει (ή θα έχω στερημένο)

υπερσυντέλικος είχα στερήσει (ή είχα στερημένο)

Page 53: Guia de conjugação

Ρ10.9β Παθητική φωνή

στερούμαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα στερούμαι στερούμαι στερείσαι στερείσαι στερείται στερείται στερούμαστε στερούμαστε στερείστε στερείστε στερούνται στερούνται

προστακτική ενεστώτα − −

οριστική παρατατικού στερούμουν στερούμασταν στερούσουν στερούσασταν στερούνταν στερούνταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου στερήθηκα στερηθώ στερήθηκες στερηθείς στερήθηκε στερηθεί στερηθήκαμε στερηθούμε στερηθήκατε στερηθείτε στερήθηκαν στερηθούν

προστακτική αορίστου στερήσου στερηθείτε

απαρέμφατο αορίστου στερηθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω στερηθεί (ή είμαι στερημένος) να έχω στερηθεί (ή να είμαι στερημένος)

μετοχή παρακειμένου στερημένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα στερούμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα στερηθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω στερηθεί (ή θα είμαι στερημένος)

υπερσυντέλικος είχα στερηθεί (ή ήμουν στερημένος)

Page 54: Guia de conjugação

Ρ10.10α Eνεργητική φωνή

αποτελώ {-εσ, -εστ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα αποτελώ αποτελώ αποτελείς αποτελείς αποτελεί αποτελεί αποτελούμε αποτελούμε αποτελείτε αποτελείτε αποτελούν αποτελούν

προστακτική ενεστώτα (αποτέλει) (αποτελείτε)

οριστική παρατατικού αποτελούσα αποτελούσαμε αποτελούσες αποτελούσατε αποτελούσε αποτελούσάν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου αποτέλεσα αποτελέσω αποτέλεσες αποτελέσεις αποτέλεσε αποτελέσει αποτελέσαμε αποτελέσο(υ)με αποτελέσατε αποτελέσετε αποτέλεσαν αποτελέσουν

προστακτική αορίστου αποτέλεσε αποτελέστε

μετοχή ενεστώτα αποτελώντας

απαρέμφατο αορίστου αποτελέσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω αποτελέσει (ή έχω αποτελεσμένο) να έχω αποτελέσει (ή να έχω αποτελεσμένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα αποτελώ

συνοπτικός μέλλοντας θα αποτελέσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω αποτελέσει (ή θα έχω αποτελεσμένο)

υπερσυντέλικος είχα αποτελέσει (ή είχα αποτελεσμένο)

Page 55: Guia de conjugação

Ρ10.10β Παθητική φωνή

αποτελούμαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα αποτελούμαι αποτελούμαι αποτελείσαι αποτελείσαι αποτελείται αποτελείται αποτελούμαστε αποτελούμαστε αποτελείστε αποτελείστε αποτελούνται αποτελούνται

προστακτική ενεστώτα − −

οριστική παρατατικού αποτελούμουν αποτελούμασταν αποτελούσουν αποτελούσασταν αποτελούνταν αποτελούνταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου αποτελέστηκα αποτελεστώ αποτελέστηκες αποτελεστείς αποτελέστηκε αποτελεστεί αποτελεστήκαμε αποτελεστούμε αποτελεστήκατε αποτελεστείτε αποτελέστηκαν αποτελεστούν

προστακτική αορίστου αποτελέσου αποτελεστείτε

απαρέμφατο αορίστου αποτελεστεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω αποτελεστεί να έχω αποτελεστεί (ή είμαι αποτελεσμένος) (ή να είμαι αποτελεσμένος)

μετοχή παρακειμένου αποτελεσμένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα αποτελούμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα αποτελεστώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω αποτελεστεί (ή θα είμαι αποτελεσμένος)

υπερσυντέλικος είχα αποτελεστεί (ή ήμουν αποτελεσμένος)

Page 56: Guia de conjugação

Ρ10.11α Eνεργητική φωνή

μιλώ, -άω {-ησ, -ηθ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα μιλώ,-άω μιλώ,-άω μιλάς/μιλείς μιλάς/μιλείς μιλά(ει)/μιλεί μιλά(ει)/μιλεί μιλούμε, -άμε μιλούμε, -άμε μιλάτε/μιλείτε μιλάτε/μιλείτε μιλούν, -άν μιλούν, -άν

προστακτική ενεστώτα μίλα μιλάτε, μιλείτε

οριστική παρατατικού μιλούσα μιλούσαμε μιλούσες μιλούσατε μιλούσε μιλούσαν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου μίλησα μιλήσω μίλησες μιλήσεις μίλησε μιλήσει μιλήσαμε μιλήσο(υ)με μιλήσατε μιλήσετε μίλησαν μιλήσουν

προστακτική αορίστου μίλησε μιλήστε

μετοχή ενεστώτα μιλώντας

απαρέμφατο αορίστου μιλήσει

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω μιλήσει (ή έχω μιλημένο) να έχω μιλήσει (ή να έχω μιλημένο)

εξακολουθητικός μέλλοντας θα μιλώ, θα μιλάω

συνοπτικός μέλλοντας θα μιλήσω

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω μιλήσει (ή θα έχω μιλημένο)

υπερσυντέλικος είχα μιλήσει (ή είχα μιλημένο)

Page 57: Guia de conjugação

Ρ10.11β Παθητική φωνή

μιλιέμαι

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα μιλιέμαι μιλιέμαι μιλιέσαι μιλιέσαι μιλιέται μιλιέται μιλιόμαστε μιλιόμαστε μιλιέστε μιλιέστε μιλιούνται μιλιούνται

προστακτική ενεστώτα − −

οριστική παρατατικού μιλιόμουν μιλιόμασταν μιλιόσουν μιλιόσασταν μιλιόταν μιλιόνταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου μιλήθηκα μιληθώ μιλήθηκες μιληθείς μιλήθηκε μιληθεί μιληθήκαμε μιληθούμε μιληθήκατε μιληθείτε μιλήθηκαν μιληθούν

προστακτική αορίστου μιλήσου μιληθείτε

απαρέμφατο αορίστου μιληθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω μιληθεί (ή είμαι μιλημένος) να έχω μιληθεί (ή να είμαι μιλημένος)

μετοχή παρακειμένου μιλημένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα μιλιέμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα μιληθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω μιληθεί (ή θα είμαι μιλημένος)

υπερσυντέλικος είχα μιληθεί (ή ήμουν μιλημένος)

Page 58: Guia de conjugação

Ρ11 Παθητική φωνή

εγγυώμαι {-ηθ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα εγγυώμαι εγγυώμαι εγγυάσαι εγγυάσαι εγγυάται εγγυάται εγγυόμαστε εγγυόμαστε εγγυάστε εγγυάστε εγγυώνται εγγυώνται

προστακτική ενεστώτα − −

οριστική παρατατικού εγγυόμουν εγγυόμασταν εγγυόσουν εγγυόσασταν εγγυόταν εγγυόνταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου εγγυήθηκα εγγυηθώ εγγυήθηκες εγγυηθείς εγγυήθηκε εγγυηθεί εγγυηθήκαμε εγγυηθούμε εγγυηθήκατε εγγυηθείτε εγγυήθηκαν εγγυηθούν

προστακτική αορίστου εγγυήσου εγγυηθείτε

απαρέμφατο αορίστου εγγυηθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω εγγυηθεί (ή είμαι εγγυημένος) να έχω εγγυηθεί (ή να είμαι εγγυημένος)

μετοχή παρακειμένου εγγυημένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα εγγυώμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα εγγυηθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω εγγυηθεί (ή θα είμαι εγγυημένος)

υπερσυντέλικος είχα εγγυηθεί (ή ήμουν εγγυημένος)

Page 59: Guia de conjugação

Ρ12 Παθητική φωνή

θυμάμαι {-ηθ}

οριστική ενεστώτα υποτακτική ενεστώτα θυμάμαι/θυμούμαι θυμάμαι/θυμούμαι θυμάσαι θυμάσαι θυμάται θυμάται θυμόμαστε/θυμούμαστέ θυμόμαστε/θυμούμαστέ θυμάστε θυμάστε θυμούνται θυμούνται

προστακτική ενεστώτα − −

οριστική παρατατικού θυμόμουν θυμόμασταν θυμόσουν θυμόσασταν θυμόταν θυμόνταν

οριστική αορίστου υποτακτική αορίστου θυμήθηκα θυμηθώ θυμήθηκες θυμηθείς θυμήθηκε θυμηθεί θυμηθήκαμε θυμηθούμε θυμηθήκατε θυμηθείτε θυμήθηκαν θυμηθούν

προστακτική αορίστου θυμήσου θυμηθείτε

απαρέμφατο αορίστου θυμηθεί

οριστική παρακείμενου υποτακτική παρακείμενου έχω θυμηθεί (ή είμαι θυμημένος) να έχω θυμηθεί (ή να είμαι θυμημένος)

μετοχή παρακειμένου θυμημένος

εξακολουθητικός μέλλοντας θα θυμάμαι, θα θυμούμαι

συνοπτικός μέλλοντας θα θυμηθώ

συντελεσμένος μέλλοντας θα έχω θυμηθεί (ή θα είμαι θυμημένος)

υπερσυντέλικος είχα θυμηθεί (ή ήμουν θυμημένος)

Page 60: Guia de conjugação

Λεξικό

Α

αβαράρω [avaráro] Ρ6α

αβγαταίνω [avγaténo] Ρ7.4α

αβγατίζω [avγatízo] Ρ2.1α μππ. αβγατισμένος

αβιζάρω [avizáro] Ρ6α

αγαθεύω [aγaθévo] Ρ5.2α

αγαθοφέρνω [aγaθoférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγαθόφερνα

αγαλιάζω [aγalázo] Ρ2.1α

αγαλλιάζω [aγaliázo & aγalázo] Ρ2.1α

αγαλλιώ [aγalió] Ρ10.4α

αγάλλομαι [aγálome] Ρ1β (μόνο στο ενεστ. θ.)

αγανακτώ [aγanaktó] Ρ10.9α μππ. αγανακτισμένος* & αγαναχτώ [aγanaxtó] Ρ10.11α μππ. αγαναχτισμένος*

αγαντάρω [aγandáro] Ρ6α

αγαπίζω [aγapízo] Ρ2.1α

αγαπώ [aγapó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. αγαπημένος*

αγγαρεύω [aŋgarévo] -ομαι Ρ5.2

αγγελιάζομαι [angeázome] Ρ2.1β

αγγέλλω [angélo] -ομαι Ρ (μόνο στον ενεστ.)

αγγελοθωρώ [angeloθoró] Ρ10.9α

αγγελοκόβω [angelokóvo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. αγγελοκόπηκα, απαρέμφ. αγγελοκοπεί

αγγελοκρούω [angelokrúo] -ομαι Ρ9 παθ. αόρ. αγγελοκρούστηκα, απαρέμφ. αγγελοκρουστεί, μππ. αγγελοκρουσμένος

αγγελοσκιάζομαι [angelosázome] Ρ2.2β

αγγίζω [anízo] -ομαι Ρ2.3

Page 61: Guia de conjugação

αγιάζω [ajázo & ajiázo] -ομαι Ρ2.1

αγιογραφώ [ajioγrafó] -ούμαι Ρ10.9

αγιοποιώ [ajiopió] -ούμαι Ρ10.9

αγκαζάρω [aŋgazáro] -ομαι Ρ6

αγκαθώνω [aŋgaθóno] Ρ1α

αγκαλιάζω [aŋgalázo] -ομαι Ρ2.1

αγκιστρώνω [angistróno] -ομαι Ρ1

αγκιτάρω [agitáro] Ρ6α

αγκομαχώ [aŋgomaxó] & -άω Ρ10.1α

αγκουσεύω [aŋgusévo] -ομαι Ρ5.2

αγκυλώνω [angilóno] -ομαι Ρ1

αγκυροβολώ [angirovoló] Ρ10.9α

αγλαΐζω [aγlaízo] -ομαι Ρ2.1

αγναντεύω [aγnandévo] Ρ5.2α

αγνοώ [aγnoó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. αγνοούμενος*

αγοράζω [aγorázo] -ομαι Ρ2.1

αγορεύω [aγorévo] Ρ5.1α

αγοροφέρνω [aγoroférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγορόφερνα

αγρεύω [aγrévo] -ομαι Ρ5.1

αγριεύω [aγriévo] -ομαι Ρ5.2 μππ. αγριεμένος*

αγριοκοιτάζω [aγriokitázo] -ομαι Ρ (βλ. κοιτάζω) & αγριοκοιτώ [aγriokitó] & -άω, -ιέμαι Ρ (βλ. κοιτώ)

αγριομιλώ [aγriomiló] & -άω Ρ10.11α

αγριοπαίρνω [aγriopérno] Ρ (βλ. παίρνω)

αγριοφέρνω [aγrioférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγριόφερνα

αγριώνω [aγrióno] -ομαι Ρ1

αγρυπνώ [aγripnó] Ρ10.1α

άγχομαι [áŋxome] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

αγχώνω [aŋxóno] -ομαι Ρ1

Page 62: Guia de conjugação

άγω [áγo] -ομαι Ρ (μόνο στον ενεστ.)

αγωνίζομαι [aγonízome] Ρ2.1β

αγωνιώ [aγonió] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

αγωνοθετώ [aγonoθetó] -ούμαι Ρ10.9

αδειάζω 1 [aδjázo] Ρ2.1α

αδειάζω 2

αδελφοποιούμαι [aδelfopiúme] Ρ10.9β

αδελφώνω [aδelfóno] -ομαι & αδερφώνω [aδerfóno] -ομαι Ρ1

αδημονώ [aδimonó] Ρ10.9α

αδιαβροχοποιώ [aδiavroxopió] -ούμαι Ρ10.9

αδιαθετώ [aδiaθetó] Ρ10.9α

αδιαφορώ [aδiaforó] Ρ10.9α

αδικοπραγώ [aδikopraγó] Ρ10.9α

αδικώ [aδikó] -ούμαι Ρ10.9

αδρανώ [aδranó] Ρ10.9α

αδράχνω [aδráxno] Ρ αόρ. άδραξα, απαρέμφ. αδράξει & δράχνω [δráxno] Ρ αόρ. έδραξα, απαρέμφ. δράξει

αδυνατίζω [aδinatízo] Ρ2.1α μππ. αδυνατισμένος

αδυνατώ [aδinató] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.)

αερίζω [aerízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.)

αεροβατώ [aerovató] Ρ10.9α (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

αερολογώ [aeroloγó] Ρ10.9α

αεροφωτογραφίζω [aerofotoγrafízo] -ομαι Ρ2.1 & (λόγ.) αεροφωτογραφώ [aerofotoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

αηδιάζω [aiδiázo] Ρ2.1α μππ. αηδιασμένος

αθεΐζω [aθeízo] Ρ2.1α

αθετώ [aθetó] -ούμαι Ρ10.9

αθλοθετώ [aθloθetó] -ούμαι Ρ10.9

αθλώ [aθló] -ούμαι Ρ10.9

Page 63: Guia de conjugação

αθροίζω [aθrízo] -ομαι Ρ2.1

αθυμώ [aθimó] Ρ10.9α

αθωώνω [aθoóno] -ομαι Ρ1

αιθεροβατώ [eθerovató] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.)

αιθριάζω [eθriázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

αιμάσσω [emáso] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

αιματοκυλίζω [ematokilízo] -ομαι Ρ2.1 & αιματοκυλώ [ematokiló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

αιματώνω [ematóno] -ομαι Ρ1

αιμορραγώ [emoraγó] Ρ10.9α

αιμορροώ [emoroó] Ρ10.9α

αίρω [éro] -ομαι Ρ αόρ. ήρα, απαρέμφ. άρει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. ήρθη, ήρθησαν, απαρέμφ. αρθεί

αισθάνομαι [esθánome] Ρ7.2β (χωρίς μππ.)

αισθηματολογώ [esθimatoloγó] Ρ10.9α

αισθητοποιώ [esθitopió] -ούμαι Ρ10.9

αισιοδοξώ [esioδoksó] Ρ10.9α

αισχροκερδώ [esxrokerδó] Ρ10.9α

αισχρολογώ [esxroloγó] Ρ10.9α

αισχύνομαι [esxínome] Ρ8.1β

αιτιοκρατούμαι [etiokratúme] Ρ10.9β (συνήθ. στον ενεστ.)

αιτιολογώ [etioloγó] -ούμαι Ρ10.9

αιτιώμαι [etióme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.)

αιτούμαι [etúme] Ρ10.9β

αιφνιδιάζω [efniδiázo] -ομαι Ρ2.1

αιχμαλωτίζω [exmalotízo] -ομαι Ρ2.1

αιωρίζω [eorízo] -ομαι Ρ2.1

αιωρούμαι [eorúme] Ρ10.9β

ακεραιώνω [akereóno] -ομαι Ρ1

ακινητοποιώ [akinitopió] -ούμαι Ρ10.9

Page 64: Guia de conjugação

ακινητώ [akinitó] Ρ10.9α

ακκίζομαι [akízome] Ρ2.1β

ακμάζω [akmázo] Ρ2.1α

ακολουθώ [akoluθó] -ούμαι Ρ10.9

ακομπανιάρω [akompanáro] -ομαι Ρ6

ακονίζω [akonízo] -ομαι Ρ2.1

ακοντίζω [akondízo] Ρ2.1α

ακοστάρω [akostáro] Ρ6α

ακουμπίζω [akumbízo] Ρ2.1α συνήθ. στη μππ. ακουμπισμένος

ακουμπώ [akumbó] & -άω Ρ10.1α μππ. (σπάν.) ακουμπημένος· (πρβ. ακουμπίζω)

ακουρμαίνομαι [akurménome] Ρ7.1β & ακουρμάζομαι [akurmázome] Ρ2.1β & ακρουμαίνομαι [akruménome] Ρ7.1β (χωρίς μππ.)

ακούω [akúo] -γομαι Ρ ενεστ. ακούς, ακούει, ακούμε, ακούτε, ακούν(ε), προστ. άκου, ακούτε, μεε. ακούγοντας, πρτ. άκουγα, αόρ. άκουσα, απαρέμφ. ακούσει, παθ. αόρ. ακούστηκα, απαρέμφ. ακουστεί, μππ. ακουσμένος

ακριβαίνω [akrivéno] Ρ7.4α

ακριβολογώ [akrivoloγó] Ρ10.9α

ακριβοπληρώνω [akrivopliróno] -ομαι Ρ1

ακριβοπουλώ [akrivopuló] Ρ10.1α

ακροάζομαι [akroázome] Ρ2.1β

ακροβατώ [akrovató] Ρ10.9α

ακροβολίζομαι [akrovolízome] Ρ2.1β

ακροπατώ [akropató] Ρ10.11α

ακρωτηριάζω [akrotiriázo] -ομαι Ρ2.1

ακτινοβολώ [aktinovoló] -ούμαι Ρ10.9

ακτινογραφώ [aktinoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

ακτινοσκοπώ [aktinoskopó] Ρ10.9α

ακυριολεκτώ [akiriolektó] & (σπανιότ.) ακυρολεκτώ [akirolektó] Ρ10.9α

ακυρώνω [akiróno] -ομαι Ρ1

Page 65: Guia de conjugação

αλαζονεύομαι [alazonévome] Ρ5.1β

αλαλάζω [alalázo] Ρ2.2α

αλαλιάζω [alalázo] Ρ2.1α μππ. αλαλιασμένος

αλαργεύω [alarjévo] Ρ5.2α μππ. αλαργεμένος

αλάρω [aláro] Ρ6α

αλατίζω [alatízo] -ομαι Ρ2.1

αλατοπιπερώνω [alatopiperóno] Ρ1α

αλαφιάζω [alafxázo] -ομαι Ρ2.1 μππ. αλαφιασμένος*

αλαφραίνω [alafréno] Ρ7.4α

αλαφρώνω [alafróno] -ομαι Ρ1

αλέθω [aléθo] -ομαι Ρ αόρ. άλεσα, απαρέμφ. αλέσει, παθ. αόρ. αλέστηκα, απαρέμφ. αλεστεί, μππ. αλεσμένος

αλείφω [alífo] -ομαι & αλείβω [alívo] -ομαι Ρ4

αλευρώνω [alevróno] -ομαι Ρ1

αληθεύω [aliθévo] Ρ5.2α (στο γ' πρόσ.)

αλησμονώ [alizmonó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11

αλητεύω [alitévo] Ρ5.2α

αλιεύω [aliévo] -ομαι Ρ5.1

αλίζω [alízo] -ομαι Ρ2.1

αλλάζω [alázo] -ομαι Ρ2.2

αλλαξοδρομώ [alaksoδromó] Ρ10.9α

αλλαξοπιστώ [alaksopistó] Ρ10.9α

αλληθωρίζω [aliθorízo] Ρ2.1α

αλληλεπιδρώ [alilepiδró] Ρ10.4α αόρ. αλληλεπέδρασα, απαρέμφ. αλληλεπιδράσει & αλληλοεπιδρώ [aliloepiδró] Ρ10.4α αόρ. αλληλοεπέδρασα, απαρέμφ. αλληλοεπιδράσει

αλληλοασπάζομαι [aliloaspázome] Ρ2.1β (συνήθ. πληθ.)

αλληλοβοηθούμαι [alilovoiθúme] Ρ10.9β & αλληλοβοηθιέμαι [alilovoiθéme] Ρ10.1β (συνήθ. πληθ.)

αλληλοβρίζομαι [alilovrízome] Ρ2.1β (συνήθ. πληθ.)

αλληλογραφώ [aliloγrafó] Ρ10.9α

Page 66: Guia de conjugação

αλληλοδιαψεύδομαι [aliloδiapsévδome] Ρ αόρ. αλληλοδιαψεύστηκα και αλληλοδιαψεύσθηκα, απαρέμφ. αλληλοδιαψευστεί και αλληλοδιαψευσθεί (συνήθ. πληθ.)

αλληλοεξαρτώμαι [aliloeksartóme] Ρ11 (συνήθ. πληθ.)

αλληλοεξοντώνομαι [aliloeksondónome] Ρ1β (συνήθ. πληθ.)

αλληλοεξυπηρετούμαι [aliloeksipiretúme] Ρ10.9β (συνήθ. πληθ.)

αλληλοθαυμάζομαι [aliloθavmázome] Ρ2.1β (συνήθ. πληθ.)

αλληλοκατηγορούμαι [alilokatiγorúme] Ρ10.9β (συνήθ. πληθ.)

αλληλοσκοτώνομαι [aliloskotónome] Ρ1β (συνήθ. πληθ.)

αλληλοσπαράσσομαι [alilosparásome] Ρ2.2β (συνήθ. πληθ.)

αλληλοσυγκρούομαι [alilosiŋgrúome] Ρ αόρ. αλληλοσυγκρούστηκα, απαρέμφ. αλληλοσυγκρουστεί (συνήθ. πληθ.)

αλληλοσυμπληρώνω [alilosimbliróno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. πληθ.)

αλληλοσφάζομαι [alilosfázome] Ρ2.2β (συνήθ. πληθ.)

αλληλοτρώγομαι [alilotróγome] Ρ αόρ. αλληλοφαγώθηκα, απαρέμφ. αλληλοφαγωθεί (συνήθ. πληθ.)

αλληλοϋβρίζομαι [aliloivrízome] Ρ2.1β (συνήθ. πληθ.)

αλληλοϋπερασπίζομαι [aliloiperaspízome] Ρ2.1β (συνήθ. πληθ.)

αλληλοϋποβλέπομαι [aliloipovlépome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) (συνήθ. πληθ.)

αλληλοφαγώνομαι [alilofaγónome] Ρ (βλ. φαγώνομαι)

αλλοιώνω [alióno] -ομαι Ρ1

αλλοτριώνω [alotrióno] -ομαι Ρ1

αλλοφρονώ [alofronó] Ρ10.9α

αλυσοδένω [alisoδéno] -ομαι Ρ1

αλυχτώ [alixtó] & -άω Ρ10.1α

αλφαβητίζω [alfavitízo] -ομαι Ρ2.1

αλφαδιάζω [alfaδjázo] -ομαι Ρ2.1

αλωνίζω [alonízo] -ομαι Ρ2.1

αλώνω [alóno] -ομαι Ρ1

αμαρταίνω [amarténo] Ρ αόρ. αμάρτησα, απαρέμφ. αμαρτήσει

Page 67: Guia de conjugação

αμαρτάνω [amartáno] Ρ αόρ. αμάρτησα, απαρέμφ. αμαρτήσει

αμαυρώνω [amavróno] -ομαι Ρ1

αμβλύνω [amvlíno] -ομαι Ρ8.1

αμβλώνω [amvlóno] Ρ1α

αμείβω [amívo] -ομαι Ρ4 (χωρίς μππ.)

αμελώ [ameló] Ρ10.9α

αμιλλώμαι [amilóme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.)

αμνηστεύω [amnistévo] -ομαι Ρ5.1

αμολώ [amoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

αμπαλάρω [ambaláro] -ομαι Ρ6

αμπαριάζω [ambarjázo] -ομαι Ρ2.1

αμπαρώνω [ambaróno] -ομαι Ρ1

αμπελοφιλοσοφώ [ambelofilosofó] Ρ10.9α

αμύνομαι [amínome] Ρ8.1β (χωρίς μππ.)

αμφισβητώ [amfizvitó] -ούμαι Ρ10.9

αμφιταλαντεύομαι [amfitalandévome] Ρ5.1β

αναβαθμίζω [anavaθmízo] -ομαι Ρ2.1

αναβαθμολογώ [anavaθmoloγó] -ούμαι Ρ10.9

αναβάλλω [anaválo] -ομαι Ρ πρτ. ανέβαλλα, αόρ. ανέβαλα, απαρέμφ. αναβάλει, παθ. αόρ. αναβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και ανεβλήθη, ανεβλήθησαν, απαρέμφ. αναβληθεί

αναβαπτίζω [anavaptízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.)

αναβαστάζω [anavastázo] -ομαι Ρ2.2 & αναβαστώ [anavastó] -ιέμαι Ρ10.3

αναβιβάζω [anavivázo] -ομαι Ρ2.1

αναβιώνω [anavióno] Ρ1α

αναβλασταίνω [anavlasténo] Ρ (βλ. βλασταίνω)

αναβλέπω [anavlépo] Ρ αόρ. ανέβλεψα και ανάβλεψα, απαρέμφ. αναβλέψει

αναβλύζω [anavlízo] Ρ αόρ. ανάβλυσα και ανέβλυσα, απαρέμφ. αναβλύσει & αναβρύζω [anavrízo] Ρ αόρ. ανάβρυσα και ανέβρυσα, απαρέμφ. αναβρύσει

αναβοσβήνω [anavozvíno] Ρ αόρ. αναβόσβησα, απαρέμφ. αναβοσβήσει

Page 68: Guia de conjugação

αναβοώ [anavoó] Ρ10.1α

αναβράζω [anavrázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

ανάβω [anávo] -ομαι Ρ4

αναγαλλιάζω [anaγalázo] Ρ2.1α

αναγγέλλω [anangélo] -ομαι Ρ πρτ. ανάγγελλα και ανήγγελλα, αόρ. ανήγγειλα και ανάγγειλα, απαρέμφ. αναγγείλει, παθ. αόρ. αναγγέλθηκα, απαρέμφ. αναγγελθεί, μππ. αναγγελμένος

αναγεννώ [anajenó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

αναγέρνω [anajérno] Ρ αόρ. ανάγειρα, απαρέμφ. αναγείρει, μππ. αναγερμένος

αναγκάζω [anaŋgázo] -ομαι Ρ2.1

αναγνωρίζω [anaγnorízo] -ομαι Ρ2.1

αναγομώνω [anaγomóno] -ομαι Ρ1

αναγορεύω [anaγorévo] -ομαι Ρ5.1

αναγουλιάζω [anaγulázo] Ρ2.1α μππ. αναγουλιασμένος

αναγραμματίζω [anaγramatízo] -ομαι Ρ2.1

αναγράφω [anaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. ανέγραψα, απαρέμφ. αναγράψει, παθ. αόρ. αναγράφηκα και αναγράφτηκα, απαρέμφ. αναγραφεί και αναγραφτεί

αναγυρεύω [anajirévo] Ρ5.2α

ανάγω [anáγo] -ομαι Ρ πρτ. ανήγα, αόρ. ανήγαγα, απαρέμφ. αναγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) ανάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανήχθη, ανήχθησαν, απαρέμφ. αναχθεί

αναδακρύζω [anaδakrízo] Ρ2.1α

αναδασώνω [anaδasóno] -ομαι Ρ1

αναδαυλίζω [anaδavlízo] Ρ2.1α

αναδεικνύω [anaδiknío] -ομαι Ρ αόρ. ανέδειξα και ανάδειξα, απαρέμφ. αναδείξει, παθ. αόρ. αναδείχτηκα και αναδείχθηκα, απαρέμφ. αναδειχτεί και αναδειχθεί

αναδείχνω [anaδíxno] -ομαι Ρ αόρ. ανάδειξα, απαρέμφ. αναδείξει, παθ. αόρ. αναδείχτηκα, απαρέμφ. αναδειχτεί

αναδεύω [anaδévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1

αναδέχομαι [anaδéxome] Ρ3β

αναδημιουργώ [anaδimiurγó] -ούμαι Ρ10.9

αναδημοσιεύω [anaδimosiévo] -ομαι Ρ5.1

Page 69: Guia de conjugação

αναδιανέμω [anaδianémo] -ομαι Ρ (βλ. διανέμω)

αναδιαρθρώνω [anaδiarθróno] -ομαι Ρ1

αναδιατάσσω [anaδiatásο] -ομαι Ρ (βλ. διατάσσω)

αναδιατυπώνω [anaδiatipónο] -ομαι Ρ1

αναδίδω [anaδíδο] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ανέδιδα και ανάδιδα

αναδίνω [anaδínο] -ομαι Ρ αόρ. ανάδωσα, απαρέμφ. αναδώσει, σπάν. παθ. αόρ. αναδόθηκα, απαρέμφ. αναδοθεί

αναδιοργανώνω [anaδiorγanóno] -ομαι Ρ1

αναδιπλασιάζω [anaδiplasiázo] -ομαι Ρ2.1

αναδιπλώνω [anaδiplóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.)

αναδιφώ [anaδifó] Ρ10.11α

αναδομώ [anaδomó] -ούμαι Ρ10.9

αναδύομαι [anaδíome] Ρ9β

αναζητώ [anazitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 -ούμαι Ρ10.9β

αναζωγραφίζω [anazoγrafízo] -ομαι Ρ2.1

αναζωογονώ [anazooγonó] -ούμαι Ρ10.9

αναζωπυρώνω [anazopiróno] -ομαι Ρ1

αναθαρρεύω [anaθarévo] Ρ5.2α & αναθαρρώ [anaθaró] Ρ10.9α

αναθαρρύνω [anaθaríno] -ομαι Ρ8.1

αναθεματίζω [anaθematízo] -ομαι Ρ2.1

αναθερμαίνω [anaθerméno] -ομαι Ρ7.2

αναθέτω [anaθéto] -ομαι, ανατίθεμαι [anatíθeme] Ρ αόρ. ανέθεσα και ανάθεσα, απαρέμφ. αναθέσει, παθ. ανατίθεμαι, ανατίθεσαι, ανατίθεται, ανατιθέμεθα, ανατίθεστε, ανατίθενται, και (προφ.) αναθέτομαι, αόρ. ανατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανετέθη, ανετέθησαν, απαρέμφ. ανατεθεί

αναθεωρώ [anaθeoró] -ούμαι Ρ10.9

αναθρώσκω [anaθrósko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

αναθυμάμαι [anaθimáme] & αναθυμούμαι [anaθimúme] Ρ12

αναιρώ [aneró] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. αναιρέθηκα, απαρέμφ. αναιρεθεί

αναισθητοποιώ [anesθitopió] -ούμαι Ρ10.9

Page 70: Guia de conjugação

ανακαθίζω [anakaθízo] Ρ2.1α μππ. ανακαθισμένος

ανακάθομαι [anakáθome] Ρ αόρ. ανακάθισα, απαρέμφ. ανακαθίσει, μππ. ανακαθισμένος

ανακαινίζω [anakenízo] -ομαι Ρ2.1

ανακαλύπτω [anakalípto] -ομαι Ρ4

ανακαλώ [anakaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. ανακλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανεκλήθη, ανεκλήθησαν, απαρέμφ. ανακληθεί

ανακάμπτω [anakámpto] Ρ αόρ. ανέκαμψα, απαρέμφ. ανακάμψει

ανακατακτώ [anakataktó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

ανακαταμετρώ [anakatametró] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β & -ώμαι Ρ11

ανακατασκευάζω [anakataskevázo] -ομαι Ρ2.1

ανακατεύω [anakatévo] -ομαι Ρ5.2 & ανακατώνω [anakatóno] -ομαι Ρ1

ανακεφαλαιώνω [anakefaleóno] -ομαι Ρ1

ανακηρύσσω [anakiríso] -ομαι Ρ2.2

ανακινώ [anakinó] -ούμαι Ρ10.9

ανακλαδίζομαι [anaklaδízome] Ρ2.1β

ανακλώ [anakló] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. και ανέκλασα, απαρέμφ. ανακλάσει

ανακοινώνω [anakinóno] -ομαι Ρ1

ανακολπώνω [anakolpóno] -ομαι Ρ1

ανακόπτω [anakópto] -ομαι Ρ αόρ. ανέκοψα, απαρέμφ. ανακόψει, παθ. αόρ. ανακόπηκα, απαρέμφ. ανακοπεί

ανακουφίζω [anakufízo] -ομαι Ρ2.1

ανακράζω [anakrázo] Ρ αόρ. ανέκραξα, απαρέμφ. ανακράξει

ανακριβολογώ [anakrivoloγó] Ρ10.9α

ανακρίνω [anakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ανέκρινα και (σπάν.) ανάκρινα, απαρέμφ. ανακρίνει, παθ. αόρ. ανακρίθηκα, απαρέμφ. ανακριθεί

ανακρούω 1 [anakrúo] -ομαι Ρ αόρ. ανέκρουσα, απαρέμφ. ανακρούσει, παθ. αόρ. ανακρούστηκα, απαρέμφ. ανακρουστεί

ανακρούω 2 Ρ αόρ. ανέκρουσα, απαρέμφ. ανακρούσει

ανακτώ [anaktó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 ενεργ. αόρ. ανέκτησα, απαρέμφ. ανακτήσει

ανακυκλώνω [anakiklóno] -ομαι Ρ1

Page 71: Guia de conjugação

ανακύπτω [anaípto] Ρ αόρ. ανέκυψα, απαρέμφ. ανακύψει (στο γ' πρόσ.)

αναλαμβάνω [analamváno] -ομαι Ρ αόρ. ανέλαβα, απαρέμφ. αναλάβει, παθ. αόρ. αναλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανελήφθη, ανελήφθησαν, απαρέμφ. αναληφθεί, μππ. ανειλημμένος* & αναλαβαίνω [analavéno] Ρ αόρ. ανάλαβα, απαρέμφ. αναλάβει

αναλιγώνω [analiγóno] -ομαι Ρ1

αναλίσκω [analísko] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

αναλογίζομαι [analojízome] Ρ2.1β

αναλογίζω [analojízo] Ρ2.1α

αναλογώ [analoγó] Ρ10.9α

αναλύω 1 [analío] -ομαι Ρ9 αόρ. ανέλυσα και ανάλυσα, απαρέμφ. αναλύσει

αναλύω 2 -ομαι

αναλώνω [analóno] -ομαι Ρ1

αναμαλλιάζω [anamalázo] -ομαι Ρ2.1

αναμασώ [anamasó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

αναμειγνύω [anamiγnío] -ομαι Ρ αόρ. ανέμειξα και ανάμειξα, απαρέμφ. αναμείξει, παθ. αόρ. αναμείχθηκα, απαρέμφ. αναμειχθεί, μππ. αναμειγμένος και αναμεμειγμένος*

αναμένω [anaméno] -ομαι Ρ αόρ. ανέμεινα, απαρέμφ. αναμείνει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

αναμερίζω [anamerízo] -ομαι Ρ2.1

αναμεταδίδω [anametaδíδo] -ομαι Ρ (βλ. μεταδίδω)

αναμετρώ [anametró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ούμαι Ρ10.9β

αναμηρυκάζω [anamirikázo] Ρ2.1α

αναμισθώνω [anamisθóno] -ομαι Ρ1

αναμολύνω [anamolíno] -ομαι Ρ8.2

αναμορφώνω [anamorfóno] -ομαι Ρ1

αναμοχλεύω [anamoxlévo] -ομαι Ρ5.1

αναμπαίζω [anambézo] -ομαι Ρ2.2

ανανεώνω [ananeóno] -ομαι Ρ1

ανανογιέμαι [ananojéme] Ρ10.1β

αναξέω [anakséo] Ρ

αναξιοπαθώ [anaksiopaθó] Ρ10.9α

Page 72: Guia de conjugação

αναπαλαιώνω [anapaleóno] -ομαι Ρ1

αναπαράγω [anaparáγo] -ομαι Ρ (βλ. παράγω)

αναπαριστάνω [anaparistáno] -ομαι Ρ (βλ. παριστάνω)

αναπαριστώ [anaparistó] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

αναπαύω [anapávo] -ομαι Ρ5.1 μππ. (λαϊκότρ., λογοτ.) και αναπαμένος

αναπέμπω [anapémbo] -ομαι Ρ αόρ. ανέπεμψα, απαρέμφ. αναπέμψει, παθ. αόρ. αναπέμφθηκα, απαρέμφ. αναπεμφθεί

αναπεταρίζω [anapetarízo] Ρ2.1α

αναπηδώ [anapiδó] Ρ10.1α

αναπλάθω [anapláθo] -ομαι Ρ αόρ. ανέπλασα, απαρέμφ. αναπλάσει, παθ. αόρ. αναπλάστηκα, απαρέμφ. αναπλαστεί, μππ. αναπλασμένος

αναπλέω [anapléo] Ρ αόρ. ανέπλευσα, απαρέμφ. αναπλεύσει

αναπληρώνω [anapliróno] -ομαι Ρ1

αναπλωρίζω [anaplorízo] Ρ2.1α

αναπνέω [anapnéo] Ρ αόρ. ανέπνευσα και ανάπνευσα, απαρέμφ. αναπνεύσει

αναποδιάζω [anapoδjázo] Ρ2.1α μππ. αναποδιασμένος

αναποδογυρίζω [anapoδojirízo] -ομαι Ρ2.1 & αναποδογυρνώ [anapoδo jirnó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 (μόνο στο ενεστ. θ.)

αναπολώ [anapoló] Ρ10.9α

αναπροσανατολίζω [anaprosanatolízo] -ομαι Ρ2.1

αναπροσαρμόζω [anaprosarmózo] -ομαι Ρ2.1

αναπτερώνω [anapteróno] -ομαι Ρ1

αναπτύσσω [anaptíso] -ομαι Ρ2.2 αόρ. και ανέπτυξα, απαρέμφ. αναπτύξει, μππ. και ανεπτυγμένος

ανάπτω [anápto] -ομαι Ρ4

αναριγώ [anariγó] Ρ10.9α

αναρριπίζω [anaripízo] -ομαι Ρ2.1

αναρριχιέμαι [anarixéme] Ρ10.1β

αναρριχώμαι [anarixóme] Ρ11

αναρροφώ [anarofó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

Page 73: Guia de conjugação

αναρρώνω [anaróno] Ρ αόρ. ανάρρωσα και ανέρρωσα, απαρέμφ. αναρρώσει

αναρτώ [anartó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

αναρχούμαι [anarxúme] Ρ10.9β

αναρωτιέμαι [anarotxéme] Ρ10.1β

ανασαίνω [anaséno] Ρ7.1α

ανασαλεύω [anasalévo] -ομαι Ρ5.2

ανασέρνω [anasérno] -ομαι Ρ αόρ. ανάσυρα, απαρέμφ. ανασύρει, παθ. αόρ. ανασύρθηκα, απαρέμφ. ανασυρθεί

ανασηκώνω [anasikóno] -ομαι Ρ1

ανασκάβω [anaskávo] -ομαι Ρ4

ανασκαλεύω [anaskalévo] -ομαι Ρ5.2

ανασκάπτω [anaskápto] -ομαι Ρ αόρ. ανέσκαψα, απαρέμφ. ανασκάψει, παθ. αόρ. ανασκάφηκα, απαρέμφ. ανασκαφεί

ανασκελώνω [anaskelóno] -ομαι Ρ1

ανασκευάζω [anaskevázo] -ομαι Ρ2.1

ανασκιρτώ [anaskirtó] Ρ10.1α

ανασκολοπίζω [anaskolopízo] -ομαι Ρ2.1

ανασκοπώ [anaskopó] -ούμαι Ρ10.9

ανασκουμπώνω [anaskumbóno] -ομαι Ρ1

ανασπάζομαι [anaspázome] Ρ2.1β

ανασπώ [anaspó] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. ανέσπασα, απαρέμφ. ανασπάσει

ανασταίνω [anasténo] -ομαι Ρ αόρ. ανάστησα και ανέστησα, απαρέμφ. αναστήσει, παθ. αόρ. αναστήθηκα, γ' πρόσ. εν. (λόγ.) και ανέστη*, απαρέμφ. αναστηθεί, μππ. αναστημένος

αναστατώνω [anastatóno] -ομαι Ρ1

αναστέλλω [anastélo] -ομαι Ρ αόρ. ανέστειλα, απαρέμφ. αναστείλει, παθ. αόρ. αναστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανεστάλη, ανεστάλησαν, απαρέμφ. ανασταλεί

αναστενάζω [anastenázo] Ρ2.2α

αναστηλώνω [anastilóno] -ομαι Ρ1

αναστομώνω [anastomóno] -ομαι Ρ1

Page 74: Guia de conjugação

αναστρέφω [anastréfo] -ομαι Ρ αόρ. ανέστρεψα, απαρέμφ. αναστρέψει, παθ. αόρ. αναστράφηκα, απαρέμφ. αναστραφεί, μππ. ανεστραμμένος*

αναστυλώνω [anastilóno] -ομαι Ρ1

ανασυγκολλώ [anasiŋgoló] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

ανασυγκροτώ [anasiŋgrotó] -ούμαι Ρ10.9

ανασυνδέω [anasinδéo] -ομαι Ρ (βλ. συνδέω)

ανασυνθέτω [anasinθéto] -ομαι, ανασυντίθεμαι [anasindíθeme] Ρ (βλ. συνθέτω)

ανασυνιστώ [anasinistó] -ώμαι Ρ (βλ. συνιστώ 1)

ανασυνοικίζω [anasinikízo] -ομαι Ρ2.1

ανασυντάσσω [anasindáso] -ομαι Ρ (βλ. συντάσσω)

ανασύρω [anasíro] -ομαι Ρ αόρ. ανέσυρα, απαρέμφ. ανασύρει, παθ. αόρ. ανασύρθηκα, απαρέμφ. ανασυρθεί

ανασυστήνω [anasistíno] -ομαι Ρ (βλ. συστήνω 2)

ανασχηματίζω [anasximatízo] -ομαι Ρ2.1

αναταράζω [anatarázo] -ομαι Ρ2.2

αναταράσσω [anataráso] -ομαι Ρ2.2

ανατέλλω [anatélo] Ρ αόρ. ανέτειλα και ανάτειλα, απαρέμφ. ανατείλει

ανατέμνω [anatémno] -ομαι Ρ αόρ. ανέτμησα, απαρέμφ. ανατμήσει, παθ. αόρ. ανατμήθηκα, απαρέμφ. ανατμηθεί

ανατιμώ [anatimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

ανατινάζω [anatinázo] -ομαι Ρ2.2

ανατοκίζω [anatokízo] -ομαι Ρ2.1

ανατολίζω [anatolízo] Ρ2.1α

ανατοποθετώ [anatopoθetó] -ούμαι Ρ10.9

ανατρέπω [anatrépo] -ομαι Ρ αόρ. ανέτρεψα και (σπάν.) ανάτρεψα, απαρέμφ. ανατρέψει, παθ. αόρ. ανατράπηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανετράπη, ανετράπησαν, απαρέμφ. ανατραπεί

ανατρέφω [anatréfo] -ομαι & αναθρέφω [anaθréfo] -ομαι Ρ αόρ. ανέθρεψα και ανάθρεψα, απαρέμφ. αναθρέψει, παθ. αόρ. ανατράφηκα και αναθράφηκα, απαρέμφ. ανατραφεί και αναθραφεί, μππ. αναθρεμμένος

ανατρέχω [anatréxo] Ρ αόρ. ανέτρεξα, απαρέμφ. ανατρέξει

ανατριχιάζω [anatrixázo] Ρ2.1α μππ. ανατριχιασμένος

Page 75: Guia de conjugação

ανατυπώνω [anatipóno] -ομαι Ρ1

αναφαίνομαι [anafénome] Ρ (βλ. φαίνομαι)

αναφέρω [anaféro] -ομαι Ρ αόρ. ανέφερα και ανάφερα, απαρέμφ. αναφέρει, παθ. αόρ. αναφέρθηκα, απαρέμφ. αναφερθεί

αναφλέγω [anafléγo] -ομαι Ρ αόρ. ανέφλεξα, απαρέμφ. αναφλέξει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) ανεφλέγη, ανεφλέγησαν

αναφτερουγίζω [anafterujízo] Ρ2.1α

ανάφτω [anáfto] Ρ4α

αναφυλλίζω 1 [anafilízo] Ρ2.1α

αναφυλλίζω 2 [anafilízo] & αναφυλλιάζω [anafiázo] Ρ2.1α

αναφύομαι [anafíome] Ρ9β (μόνο στο ενεστ. θ.)

αναφυσώ [anafisó] Ρ10.1α

αναφωνώ [anafonó] Ρ10.9α

αναχαιτίζω [anaxetízo] -ομαι Ρ2.1

αναχωματίζω [anaxomatízo] Ρ2.1α

αναχωνεύω [anaxonévo] -ομαι Ρ5.1

αναχώνω [anaxóno] Ρ1α

αναχωρώ [anaxoró] Ρ10.9α

αναψηλαφώ [anapsilafó] Ρ10.9α

αναψοκοκκινίζω [anapsokokinízo] Ρ2.1α μππ. αναψοκοκκινισμένος

αναψυχώνω [anapsixóno] -ομαι Ρ1

ανδραγαθώ [anδraγaθó] Ρ10.9α

ανδραποδίζω [anδrapoδízo] -ομαι Ρ2.1

ανδροκρατούμαι [anδrokratúme] & αντροκρατούμαι [androkratúme] Ρ10.9β

ανδρώνομαι [anδrónome] & αντρώνομαι [andrónome] Ρ1β

ανεβάζω [anevázo] Ρ2.1α μππ. ανεβασμένος

ανεβαίνω [anevéno] Ρ αόρ. ανέβηκα, προστ. ανέβα, απαρέμφ. ανέβει και ανεβεί, μππ. ανεβασμένος

ανεβοκατεβάζω [anevokatevázo] Ρ2.1α

ανεβοκατεβαίνω [anevokatevéno] Ρ (βλ. κατεβαίνω)

Page 76: Guia de conjugação

ανελκύω [anelkío] –ομαι Ρ9 παθ. αόρ. ανελκύστηκα, απαρέμφ. ανελκυστεί, μππ. ανελκυσμένος

ανεμίζω [anemízo] -ομαι Ρ2.1

ανεμοδέρνω [anemoδérno] -ομαι Ρ αόρ. ανεμόδειρα, απαρέμφ. ανεμοδείρει, παθ. αόρ. ανεμοδάρθηκα, απαρέμφ. ανεμοδαρθεί, μππ. ανεμοδαρμένος

ανεμοσκορπίζω [anemoskorpízo] -ομαι Ρ2.1

ανεξαρτητοποιώ [aneksartitopió] -ούμαι Ρ10.9

ανερευνώ [anerevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

ανέρχομαι [anérxome] Ρ αόρ. ανήλθα, απαρέμφ. ανέλθει

ανέστη [anésti] Ρ

ανευθυνολογώ [anefθinoloγó] Ρ10.9α

ανευρίσκω [anevrísko] -ομαι Ρ παθ. αόρ. γ' πρόσ. ανευρέθη, ανευρέθησαν, απαρέμφ. ανευρεθεί

ανεφοδιάζω [anefoδiázo] -ομαι Ρ2.1

ανέχομαι [anéxome] Ρ αόρ. ανέχτηκα, απαρέμφ. ανεχτεί

ανήκω [aníko] Ρ πρτ. ανήκα, μτχ. ανήκοντας

ανησυχώ [anisixó] Ρ10.9α

ανηφοριάζω [aniforjázo] Ρ2.1α

ανηφορίζω [aniforízo] Ρ2.1α

ανθίζομαι [anθízome] Ρ2.1β

ανθίζω [anθízo] Ρ2.1α μππ. ανθισμένος & ανθώ [anθó] Ρ10.9α

ανθοβολώ [anθovoló] & -άω Ρ10.11α

ανθολογώ [anθoloγó] -ούμαι Ρ10.9

ανθοστεφανώνω [anθostefanóno] -ομαι Ρ1

ανθοστολίζω [anθostolízo] -ομαι Ρ2.1

ανθοστρώνω [anθostróno] -ομαι Ρ1

ανθοφορώ [anθoforó] Ρ10.9α

ανθρακεύω [anθrakévo] -ομαι Ρ5.1

ανθρωπεύω [anθropévo] Ρ5.2α

ανθρωπίζω [anθropízo] Ρ2.1α

ανιστορώ [anistoró] -ούμαι Ρ10.9

Page 77: Guia de conjugação

ανιχνεύω [anixnévo] -ομαι Ρ5.1

ανοηταίνω [anoiténo] Ρ7.1α (μόνο στον ενεστ.)

ανοιγοκλείνω [aniγoklíno] Ρ αόρ. ανοιγόκλεισα, απαρέμφ. ανοιγοκλείσει

ανοίγω [aníγo] -ομαι Ρ3

ανοικοδομώ [anikoδomó] -ούμαι Ρ10.9

ανορθώνω [anorθóno] -ομαι Ρ1

ανοσιουργώ [anosiurγó] Ρ10.9α

ανοσοποιώ [anosopió] -ούμαι Ρ10.9

ανοσταίνω [anosténo] Ρ7.4α

ανοστεύω [anostévo] Ρ5.2α

ανοστίζω [anostízo] Ρ2.1α

ανταγωνίζομαι [andaγonízome] Ρ2.1β

ανταλλάζω [andalázo] -ομαι Ρ2.2

ανταλλάσσω [andaláso] -ομαι Ρ2.2 παθ. αόρ. γ' πρόσ. πληθ. (λόγ.) και αντηλλάγησαν

ανταμείβω [andamívo] -ομαι Ρ4

ανταμώνω [andamóno] -ομαι Ρ1

αντανακλώ [andanakló] -ώμαι Ρ10.8

ανταπαντώ [andapandó] & -άω Ρ10.1α

ανταποδίδω [andapoδíδο] Ρ (βλ. αποδίδω)

ανταποδίνω [andapoδíno] Ρ (βλ. αποδίνω)

ανταποκρίνομαι [andapokrínome] Ρ1β

ανταπολαμβάνω [andapolamváno] Ρ (βλ. απολαμβάνω)

ανταριάζω [andarjázo] Ρ2.1α μππ. ανταριασμένος & ανταρεύω [andarévo] Ρ5.2α μππ. ανταρεμένος

ανταρτεύω [andartévo] Ρ5.2α

αντασφαλίζω [andasfalízo] -ομαι Ρ2.1

ανταυγάζω [andavγázo] Ρ2.1α

αντεισηγούμαι [andisiγúme] & αντιεισηγούμαι [andiisiγúme] Ρ10.9β

αντεκδικούμαι [andekδikúme] Ρ10.9β

Page 78: Guia de conjugação

αντενδείκνυμαι [andenδíknime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

αντενεργώ [andenerγó] Ρ (βλ. ενεργώ)

αντεπεξέρχομαι [andepeksérxome] Ρ (βλ. εξέρχομαι)

αντεπιτίθεμαι [andepitíθeme] Ρ (βλ. επιτίθεμαι)

αντεύχομαι [andéfxome] Ρ (βλ. εύχομαι)

αντέχω [andéxo] -ομαι Ρ3 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

αντηχώ [andixó] Ρ10.9α

αντιβαίνω [andivéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.) πρτ. αντέβαινα

αντιβάλλω [andiválo] -ομαι Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

αντιβγαίνω [andivjéno] Ρ (βλ. βγαίνω)

αντιβουίζω [andivuízo] Ρ2.1α

αντιγνωμώ [andiγnomó] Ρ10.9α

αντιγράφω [andiγráfo] -ομαι Ρ αόρ. αντέγραψα, απαρέμφ. αντιγράψει, παθ. αόρ. αντιγράφτηκα και (σπάν.) αντιγράφηκα, απαρέμφ. αντιγραφτεί και (σπάν.) αντιγραφεί, μππ. αντιγραμμένος

αντιδιαδηλώνω [andiδiaδilóno] Ρ1α

αντιδιαστέλλω [andiδiastélo] -ομαι Ρ (βλ. διαστέλλω)

αντιδικώ [andiδikó] Ρ10.9α

αντιδρώ [andiδró] Ρ10.4α αόρ. αντέδρασα, απαρέμφ. αντιδράσει

αντιθέτω [andiθéto] -ομαι Ρ αόρ. αντέθεσα, απαρέμφ. αντιθέσει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

αντικαθιστώ [andikaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. αντικατέστησα και αντικατάστησα, απαρέμφ. αντικαταστήσει, παθ. αόρ. αντικαταστάθηκα, απαρέμφ. αντικατασταθεί, μππ. και αντικατεστημένος

αντικαθρεφτίζω [andikaθreftízo] -ομαι Ρ2.1

αντικαταβάλλω [andikataválo] -ομαι Ρ (βλ. καταβάλλω)

αντικατασταίνω [andikatasténo] -ομαι Ρ7.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

αντικατοπτρίζω [andikatoptrízo] -ομαι Ρ2.1

αντίκειμαι [andíime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.)

αντικόβω [andikóvo] & αντικόφτω [andikófto] Ρ4α αόρ. και αντέκοψα

αντικρίζω [andikrízo] -ομαι Ρ2.1

Page 79: Guia de conjugação

αντικρούω [andikrúo] -ομαι Ρ αόρ. αντέκρουσα, απαρέμφ. αντικρούσει, παθ. αόρ. αντικρούστηκα, απαρέμφ. αντικρουστεί

αντιλαλώ [andilaló] Ρ10.9α

αντιλαμβάνομαι [andilamvánome] Ρ αόρ. αντιλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και αντελήφθη, αντελήφθησαν, απαρέμφ. αντιληφθεί

αντιλέγω [andiléγo] Ρ πρτ. αντέλεγα, αόρ. αντείπα, απαρέμφ. αντιπεί

αντιλογίζω [andilojízo] -ομαι Ρ2.1

αντιμάχομαι [andimáxome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

αντιμεταθέτω [andimetaθéto] -ομαι, αντιμετατίθεμαι [andimetatíθeme] Ρ (βλ. μεταθέτω)

αντιμετριέμαι [andimetriéme] Ρ10.1β

αντιμετωπίζω [andimetopízo] -ομαι Ρ2.1

αντιμιλώ [andimiló] & -άω Ρ10.1α

αντιπαθώ [antipaθó] Ρ10.9α

αντιπαλεύω [andipalévo] Ρ5.2α

αντιπαραβάλλω [andiparaválo] -ομαι Ρ (βλ. παραβάλλω)

αντιπαραθέτω [andiparaθéto] -ομαι, αντιπαρατίθεμαι [andiparatíθeme] Ρ (βλ. παραθέτω)

αντιπαρατάσσω [andiparatáso] -ομαι Ρ (βλ. παρατάσσω)

αντιπαρέρχομαι [andiparérxome] Ρ (βλ. παρέρχομαι)

αντιπολιτεύομαι [andipolitévome] Ρ5.1β

αντιπροσωπεύω [andiprosopévo] -ομαι

αντιπροτείνω [antiprotíno] -ομαι Ρ (βλ. προτείνω)

αντιρροπίζω [andiropízo] -ομαι Ρ2.1

αντισταθμίζω [andistaθmízo] -ομαι Ρ2.1

αντιστέκομαι [andistékome] Ρ (βλ. στέκομαι)

αντιστηρίζω [andistirízo] -ομαι Ρ2.1

αντιστοιχίζω [andistixízo] -ομαι Ρ2.1

αντιστοιχώ [andistixó] Ρ10.9α

αντιστρατεύομαι [andistratévome] Ρ5.1β

Page 80: Guia de conjugação

αντιστρέφω [andistréfo] -ομαι Ρ αόρ. αντέστρεψα, απαρέμφ. αντιστρέψει, παθ. αόρ. αντιστράφηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και αντεστράφη, αντεστράφησαν, απαρέμφ. αντιστραφεί, μππ. αντιστραμμένος και αντεστραμμένος*

αντιτάσσω [anditáso] -ομαι Ρ αόρ. αντέταξα, απαρέμφ. αντιτάξει, παθ. αόρ. αντιτάχθηκα, απαρέμφ. αντιταχθεί

αντιτείνω [anditíno] Ρ αόρ. αντέτεινα, απαρέμφ. αντιτείνει

αντιτίθεμαι [anditíθeme] Ρ αντιτίθεσαι, αντιτίθεται, αντιτιθέμεθα, αντιτίθεστε, αντιτίθενται, πρτ. γ' πρόσ. αντετίθετο, αντετίθεντο, αόρ. αντιτέθηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) αντετέθη, αντετέθησαν, απαρέμφ. αντιτεθεί

αντιφάσκω [andifásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. αντέφασκα

αντιφεγγίζω [andifengízo] Ρ2.1α

αντιφέγγω [andiféŋgo] Ρ3α

αντιφωνώ [andifonó] Ρ10.9α

αντιχαιρετίζω [andixeretízo] Ρ2.1α

αντιχαιρετώ [andixeretó] & -άω Ρ10.1α

αντλώ [andló] -ούμαι Ρ10.9

αντρειεύω [andriévo] Ρ5.2α μππ. αντρειεμένος

ανυμνώ [animnó] -ούμαι Ρ10.9

ανυπομονώ [anipomonó] Ρ10.9α

ανυψώνω [anipsóno] -ομαι Ρ1

ανωνυμογραφώ [anonimoγrafó] Ρ10.9α

αξίζω [aksízo] Ρ2.1α

αξιολογώ [aksioloγó] -ούμαι Ρ10.9

αξιοποιώ [aksiopió] -ούμαι Ρ10.9

αξιώνω [aksióno] -ομαι Ρ1

αοριστολογώ [aoristoloγó] Ρ10.9α

απαγγέλλω [apangélo] -ομαι Ρ πρτ. απήγγελλα, αόρ. απήγγειλα, απαρέμφ. απαγγείλει, παθ. αόρ. απαγγέλθηκα, απαρέμφ. απαγγελθεί, μππ. απαγγελμένος

απαγγέλνω [apangélno] -ομαι Ρ αόρ. απάγγειλα, απαρέμφ. απαγγείλει, παθ. αόρ. απαγγέλθηκα, απαρέμφ. απαγγελθεί, μππ. απαγγελμένος

απαγκιάζω [apangázo] Ρ2.1α μππ. απαγκιασμένος

Page 81: Guia de conjugação

απαγκιστρώνω [apangistróno] -ομαι Ρ1

απαγορεύω [apaγorévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

απαγχονίζω [apaŋxonízo] -ομαι Ρ2.1

απάγω [apáγo] -ομαι Ρ πρτ. απήγα, αόρ. απήγαγα, απαρέμφ. απαγάγει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) απήχθη, απήχθησαν, απαρέμφ. απαχθεί

απαθανατίζω [apaθanatízo] -ομαι & αποθανατίζω [apoθanatízo] -ομαι Ρ2.1

απαιτώ [apetó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. απαιτούμενος*

απαλείφω [apalífo] -ομαι Ρ4

απαλλάσσω [apaláso] -ομαι Ρ2.2 αόρ. (λόγ.) και απήλλαξα, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) και απηλλάγη, απηλλάγησαν, απαρέμφ. και απαλλαγεί

απαλλοτριώνω [apalotrióno] -ομαι Ρ1

απαλύνω [apalíno] -ομαι Ρ8.1

απαμβλύνω [apamvlíno] -ομαι Ρ8.1

απανθρακώνω [apanθrakóno] -ομαι Ρ1

απαντέχω [apandéxo] Ρ3α

απαντώ 1 [apandó] -ιέμαι Ρ10.1

απαντώ 2 -ιέμαι

απαντώ 3 Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

απαξιώ [apaksió] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) β' εν. απαξιοίς, γ' απαξιοί, β' πληθ. απαξιοίτε

απαξιώνω [apaksióno] Ρ1α

απαριθμώ [apariθmó] -ούμαι Ρ10.9

απαρνιέμαι [aparnéme] Ρ10.1β & απαρνούμαι [aparnúme] Ρ10.9β

απαρτίζω [apartízo] -ομαι Ρ2.1

απασφαλίζω [apasfalízo] -ομαι Ρ2.1

απασχολώ [apasxoló] -ούμαι Ρ10.9

απατώ [apató] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

απαυδώ [apavδó] Ρ10.1α αόρ. και απηύδησα, μππ. απαυδισμένος

απαυτώνω [apaftóno] -ομαι Ρ1

απεγκλωβίζω [apeŋglovízo] -ομαι Ρ2.1

Page 82: Guia de conjugação

απειθαρχώ [apiθarxó] Ρ10.9α

απειθώ [apiθó] Ρ10.9α

απεικονίζω [apikonízo] -ομαι Ρ2.1

απειλώ [apíló] -ούμαι Ρ10.9

απεκδύομαι [apekδíome] Ρ

απεκκρίνω [apekríno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

απελαύνω [apelávno] -ομαι Ρ αόρ. απέλασα, απαρέμφ. απελάσει, παθ. αόρ. απελάθηκα, απαρέμφ. απελαθεί

απελευθερώνω [apelefθeróno] -ομαι Ρ1

απελπίζω [apelpízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. απελπισμένος*

απεμπλέκω [apembléko] -ομαι Ρ (βλ. εμπλέκω) (συνήθ. παθ. στο απαρέμφ. αορ.)

απεμπολώ [apemboló] -ούμαι Ρ10.9

απεξαρτώμαι [apeksartóme] Ρ11

απεραντολογώ [aperandoloγó] Ρ10.9α

απεργάζομαι [aperγázome] Ρ2.1β

απεργώ [aperγó] Ρ10.9α αόρ. απήργησα και (σπάν.) απέργησα, απαρέμφ. απεργήσει

απέρχομαι [apérxome] Ρ αόρ. απήλθα, απαρέμφ. απέλθει

απευθύνω [apefθíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. απηύθυνα και (σπάν.) απεύθυνα, απαρέμφ. απευθύνει, παθ. αόρ. απευθύνθηκα, απαρέμφ. απευθυνθεί

απεύχομαι [apéfxome] Ρ (βλ. εύχομαι) (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

απεχθάνομαι [apexθánome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

απέχω 1 [apéxo] Ρ πρτ. απείχα, μτχ. απέχοντας

απέχω 2 Ρ πρτ. απείχα, (λόγ.) αόρ. γ' πρόσ. απέσχε, απέσχον, απαρέμφ. απόσχει

απηχώ [apixó] Ρ10.9α (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

απιθώνω [apiθóno] Ρ1α μππ. απιθωμένος

απιστώ [apistó] Ρ10.9α

απλοποιώ [aplopió] -ούμαι Ρ10.9

απλουστεύω [aplustévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

απλώνω [aplóno] -ομαι Ρ1

Page 83: Guia de conjugação

αποβαίνω [apovéno] Ρ (συνήθ. στο γ' πρόσ.) πρτ. απέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) απέβη, απέβησαν, απαρέμφ. αποβεί

αποβάλλω [apoválo] -ομαι Ρ πρτ. απέβαλλα, αόρ. απέβαλα και (προφ.) απόβαλα, απαρέμφ. αποβάλει, παθ. αόρ. αποβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και απεβλήθη, απεβλήθησαν, απαρέμφ. αποβληθεί

αποβιβάζω [apovivázo] -ομαι Ρ2.1

αποβιώνω [apovióno] Ρ αόρ. απεβίωσα, απαρέμφ. αποβιώσει

αποβλακώνω [apovlakóno] -ομαι Ρ1

αποβλέπω [apovlépo] Ρ αόρ. απέβλεψα και (σπάν.) απόβλεψα, απαρέμφ. αποβλέψει

αποβουτυρώνω [apovutiróno] -ομαι Ρ1

αποβράζω [apovrázo] Ρ2.1α μππ. αποβρασμένος

απογαλακτίζω [apoγalaktízo] -ομαι Ρ2.1

απογειώνω [apojióno] -ομαι Ρ1

απογεμίζω 1 [apojemízo] Ρ2.1α μππ. απογεμισμένος

απογεμίζω 2

απογεννώ [apojenó] Ρ10.1α

απογέρνω [apojérno] Ρ αόρ. απόγειρα, απαρέμφ. απογείρει

απογερνώ [apojernó] Ρ10.4α αόρ. απογέρασα, απαρέμφ. απογεράσει

απογίνομαι 1 [apojínome] Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. απέγινα και απόγινα, απαρέμφ. απογίνει

απογίνομαι 2 Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. απόγινα, απαρέμφ. απογίνει

απογκρεμίζω [apogremízo] -ομαι Ρ2.1

απογοητεύω [apoγoitévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

απογράφω [apoγráfo] -ομαι Ρ αόρ. απέγραψα, απαρέμφ. απογράψει, παθ. αόρ. απογράφηκα και απογράφτηκα, απαρέμφ. απογραφεί και απογραφτεί

απογυμνώνω [apojimnóno] -ομαι Ρ1

αποδεικνύω [apoδiknío] -ομαι Ρ αόρ. απέδειξα και απόδειξα, απαρέμφ. αποδείξει, παθ. αόρ. αποδείχτηκα και αποδείχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και απεδείχθη, απεδείχθησαν, απαρέμφ. αποδειχτεί και αποδειχθεί, μππ. αποδεδειγμένος*

αποδειπνώ [apoδipnó] Ρ10.9α

αποδείχνω [apoδíxno] -ομαι Ρ αόρ. απόδειξα, απαρέμφ. αποδείξει, παθ. αόρ. αποδείχτηκα, απαρέμφ. αποδειχτεί

Page 84: Guia de conjugação

αποδεκατίζω [apoδekatízo] -ομαι Ρ2.1

αποδελτιώνω [apoδeltióno] -ομαι Ρ1

αποδεσμεύω [apoδezmévo] -ομαι Ρ5.1

αποδέχομαι [apoδéxome] Ρ3β παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και απεδέχθη, απεδέχθησαν

αποδημώ [apoδimó] Ρ10.9α

αποδιαλέγω [apoδjaléγo] -ομαι Ρ3

αποδιαρθρώνω [apoδiarθróno] -ομαι Ρ1

αποδίδω [apoδíδo] -ομαι Ρ αόρ. απέδωσα και (σπάν.) απόδωσα, απαρέμφ. αποδώσει, παθ. αόρ. αποδόθηκα, απαρέμφ. αποδοθεί, μππ. αποδομένος και αποδοσμένος

αποδιεθνοποιώ [apoδieθnopió] -ούμαι Ρ10.9

αποδίνω [apoδíno] -ομαι Ρ αόρ. απόδωσα, απαρέμφ. αποδώσει, παθ. αόρ. αποδόθηκα, απαρέμφ. αποδοθεί, μππ. αποδομένος και αποδοσμένος

αποδιοργανώνω [apoδiorγanóno] -ομαι Ρ1

αποδιώχνω [apoδjóxno] -ομαι Ρ3 αόρ. απόδιωξα, απαρέμφ. αποδιώξει

αποδοκιμάζω [apoδokimázo] -ομαι Ρ2.1

αποδρώ [apoδró] Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. απέδρασα, απαρέμφ. αποδράσει

αποδυναμώνω [apoδinamóno] -ομαι Ρ1

απόειδα [apóiδa] Ρ

αποζημιώνω [apozimióno] -ομαι Ρ1

αποζητώ [apozitó] Ρ10.1α

αποζουρλαίνω [apozurléno] -ομαι Ρ7.1

αποζώ [apozó] Ρ10.9α

αποηχηροποιούμαι [apoixiropiúme] Ρ10.9β

αποθαίνω [apoθéno] Ρ7.1α μππ. αποθαμένος

αποθαλασσώνω [apoθalasóno] -ομαι Ρ1

αποθαρρύνω [apoθaríno] -ομαι Ρ8.1

αποθαυμάζω [apoθavmázo] Ρ2.1α

αποθεραπεύω [apoθerapévo] -ομαι Ρ5.1

αποθερίζω [apoθerízo] Ρ2.1α

Page 85: Guia de conjugação

αποθερμαίνω [apoθerméno] -ομαι Ρ7.2

αποθέτω [apoθéto] Ρ αόρ. απέθεσα και απόθεσα, απαρέμφ. αποθέσει

αποθεώνω [apoθeóno] -ομαι Ρ1

αποθηκεύω [apoθikévo] -ομαι Ρ5.1

αποθηλάζω [apoθilázo] Ρ2.1α

αποθηριώνω [apoθirióno] -ομαι Ρ1

αποθησαυρίζω [apoθisavrízo] -ομαι Ρ2.1

αποθνήσκω [apoθnísko] Ρ αόρ. απέθανα, απαρέμφ. αποθάνει

αποθρασύνω [apoθrasíno] -ομαι Ρ8.1

αποθυμώ [apoθimó] -ιέμαι Ρ10.1

αποικίζω [apikízo] -ομαι Ρ2.1

αποικοδομώ [apikoδomó] -ούμαι Ρ10.9

αποικώ [apikó] Ρ10.9α

αποκαθηλώνω [apokaθilóno] -ομαι Ρ1

αποκαθιστώ [apokaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. αποκατέστησα και αποκατάστησα, απαρέμφ. αποκαταστήσει, παθ. αόρ. αποκαταστάθηκα, απαρέμφ. αποκατασταθεί, μππ. και αποκατεστημένος

αποκαίω [apokéo] -ομαι & αποκαίγω [apokéγo] -ομαι Ρ (βλ. καίω) αόρ. απέκαψα και απόκαψα, απαρέμφ. αποκάψει

αποκαλύπτω [apokalípto] -ομαι Ρ4

αποκαλώ [apokaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. αποκλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν. ) και απεκλήθη, απεκλήθησαν, απαρέμφ. αποκληθεί

αποκάνω [apokáno] & αποκάμνω [apokámno] Ρ αόρ. απόκαμα και απόκανα, απαρέμφ. αποκάνει και αποκάμει, μππ. αποκαμωμένος

αποκαρδιώνω [apokarδióno] -ομαι Ρ1

αποκαρώνω [apokaróno] -ομαι Ρ1

αποκατασταίνω [apokatasténo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

αποκεντρώνω [apokendróno] -ομαι Ρ1

αποκεφαλίζω [apokefalízo] -ομαι Ρ2.1

αποκηρύσσω [apokiríso] -ομαι Ρ2.2

Page 86: Guia de conjugação

αποκλείω [apoklío] -ομαι Ρ αόρ. απέκλεισα και (σπάν.) απόκλεισα, απαρέμφ. αποκλείσει, παθ. αόρ. αποκλείστηκα, απαρέμφ. αποκλειστεί, μππ. αποκλεισμένος

αποκληρώνω [apokliróno] -ομαι Ρ1

αποκλιμακώνω [apoklimakóno] -ομαι Ρ1

αποκλίνω [apoklíno] Ρ πρτ. και αόρ. απέκλινα και (σπάν.) απόκλινα, απαρέμφ. αποκλίνει

αποκόβω [apokóvo] -ομαι Ρ αόρ. απόκοψα και απέκοψα, απαρέμφ. αποκόψει, παθ. αόρ. αποκόπηκα, απαρέμφ. αποκοπεί

αποκοιμιέμαι [apokiméme] Ρ10.1β & αποκοιμούμαι [apokimúme] & αποκοιμάμαι [apokimáme] Ρ12 μππ. αποκοιμισμένος

αποκοιμίζω [apokimízo] -ομαι Ρ2.1

αποκολλώ [apokoló] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

αποκομίζω [apokomízo] Ρ2.1α

αποκόπτω [apokópto] -ομαι Ρ αόρ. απέκοψα, απαρέμφ. αποκόψει, παθ. αόρ. αποκόπηκα, απαρέμφ. αποκοπεί, μππ. αποκομμένος

αποκορυφώνω [apokorifóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.)

αποκοτώ [apokotó] & -άω Ρ10.1α

αποκρατικοποιώ [apokratikopió] -ούμαι Ρ10.9

αποκρεύω [apokrévo] Ρ5.2α

αποκρίνομαι [apokrínome] Ρ1β

αποκρούω [apokrúo] -ομαι Ρ αόρ. απέκρουσα και (σπάν.) απόκρουσα, απαρέμφ. αποκρούσει, παθ. αόρ. αποκρούστηκα, απαρέμφ. αποκρουστεί

αποκρυπτογραφώ [apokriptoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

αποκρύπτω [apokrípto] -ομαι & αποκρύβω [apokrívo] -ομαι Ρ αόρ. απέκρυψα και (σπάν.) απόκρυψα, απαρέμφ. αποκρύψει, παθ. αόρ. αποκρύφτηκα, απαρέμφ. αποκρυφτεί

αποκρυσταλλώνω [apokristalóno] -ομαι Ρ1

αποκτηνώνω [apoktinóno] -ομαι Ρ1

αποκτώ [apoktó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 αόρ. και απέκτησα & -ώμαι Ρ11 & αποχτώ [apoxtó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

αποκωδικοποιώ [apokoδikopió] -ούμαι Ρ10.9

απολαμβάνω [apolamváno] & απολαβαίνω [apolavéno] Ρ αόρ. απόλαυσα, απαρέμφ. απολαύσει

απολαύω [apolávo] Ρ αόρ. απήλαυσα, απαρέμφ. απολαύσει

Page 87: Guia de conjugação

απολείπω [apolípo] Ρ αόρ. απόλειψα, απαρέμφ. απολείψει

απολεπίζω [apolepízo] -ομαι Ρ2.1

απολήγω [apolíγo] Ρ3α (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

απολησμονώ [apolizmonó] -ιέμαι Ρ10.11

απολιθώνω [apoliθóno] -ομαι Ρ1 (κυρ. παθ.)

απολιπαίνω [apolipéno] -ομαι Ρ7.2

απολνώ [apolnó] Ρ10.1α αόρ. απόλυσα, απαρέμφ. απολύσει

απολογιέμαι [apolojéme] & απηλογιέμαι [apilojéme] Ρ10.1β

απολογούμαι [apoloγúme] Ρ10.9β

απολυμαίνω [apoliméno] -ομαι Ρ7.2

απολυτρώνω [apolitróno] -ομαι Ρ1

απολύω [apolío] -ομαι Ρ αόρ. απέλυσα και (σπάν.) απόλυσα, απαρέμφ. απολύσει, παθ. αόρ. απολύθηκα, απαρέμφ. απολυθεί, μππ. απολυμένος

απολωλαίνω [apololéno] -ομαι Ρ7.1

απομαγνητίζω [apomaγnitízo] -ομαι Ρ2.1

απομαγνητοφωνώ [apomaγnitofonó] -ούμαι Ρ10.9

απομαζεύω [apomazévo] -ομαι Ρ5.2

απομαζώνω [apomazóno] -ομαι Ρ αόρ. απομάζωξα, απαρέμφ. απομαζώξει, παθ. αόρ. απομαζώχτηκα, απαρέμφ. απομαζωχτεί

απομακρύνω [apomakríno] -ομαι Ρ8.2

απομαραίνω [apomaréno] -ομαι Ρ7.1

απομένω [apoméno] Ρ αόρ. απέμεινα και απόμεινα, απαρέμφ. απομείνει (ιδ. στο γ' πρόσ.)

απομιμούμαι [apomimúme] Ρ10.9β

απομνημονεύω [apomnimonévo] -ομαι Ρ5.1

απομονώνω [apomonóno] -ομαι Ρ1

απομυζώ [apomizó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

απομυθοποιώ [apomiθopió] -ούμαι Ρ10.9

αποναρκώνω [aponarkóno] -ομαι Ρ1

απονεκρώνω [aponekróno] -ομαι Ρ1

Page 88: Guia de conjugação

απονέμω [aponémo] -ομαι Ρ αόρ. απένειμα, απαρέμφ. απονείμει, παθ. αόρ. απονεμήθηκα, απαρέμφ. απονεμηθεί, μππ. απονεμημένος

απονευρώνω [aponevróno] -ομαι Ρ1

αποξενώνω [apoksenóno] -ομαι Ρ1

αποξεραίνω [apokseréno] -ομαι Ρ7.1

αποξεχνώ [apoksexnó] -ιέμαι Ρ10.4

αποξέω [apokséo] Ρ αόρ. απέξεσα, απαρέμφ. αποξέσει

αποξηραίνω [apoksiréno] -ομαι Ρ7.2 μππ. αποξηραμένος

αποπαίρνω [apopérno] Ρ πρτ. απόπαιρνα, αόρ. αποπήρα, απαρέμφ. αποπάρει

αποπατώ [apopató] Ρ10.9α

αποπειρώμαι [apopiróme] Ρ11 αόρ. αποπειράθηκα, απαρέμφ. αποπειραθεί

αποπέμπω [apopémbo] -ομαι Ρ αόρ. απέπεμψα, απαρέμφ. αποπέμψει, παθ. αόρ. αποπέμφθηκα, απαρέμφ. αποπεμφθεί

αποπερατώνω [apoperatóno] -ομαι Ρ1

αποπίνω [apopíno] Ρ αόρ. απόπια, απαρέμφ. αποπιεί

αποπλανώ [apoplanó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

αποπλένω [apopléno] -ομαι Ρ αόρ. απόπλυνα, απαρέμφ. αποπλύνει, παθ. αόρ. αποπλύθηκα, απαρέμφ. αποπλυθεί

αποπλέω [apopléo] Ρ αόρ. απέπλευσα, απαρέμφ. αποπλεύσει

αποπληρώνω [apopliróno] -ομαι Ρ1

αποπλύνω [apoplíno] -ομαι Ρ αόρ. απέπλυνα, απαρέμφ. αποπλύνει, παθ. αόρ. αποπλύθηκα, απαρέμφ. αποπλυθεί

αποπνέω [apopnéo] Ρ αόρ. απέπνευσα, απαρέμφ. αποπνεύσει

αποποινικοποιώ [apopinikopió] -ούμαι Ρ10.9

αποποιούμαι [apopiúme] Ρ10.9β

αποπροσανατολίζω [apoprosanatolízo] -ομαι Ρ2.1

αποπυρηνικοποιώ [apopirinikopió] -ούμαι Ρ10.9

αποπωματίζω [apopomatízo] -ομαι Ρ2.1

απορρέω [aporéo] Ρ αόρ. απέρρευσα, απαρέμφ. απορρεύσει

Page 89: Guia de conjugação

απορρίπτω [aporípto] -ομαι Ρ αόρ. απέρριψα και (σπάν.) απόρριψα, απαρέμφ. απορρίψει, παθ. αόρ. απορρίφθηκα, απαρέμφ. απορριφθεί

απορροφώ [aporofó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

απορρυθμίζω [aporiθmízo] -ομαι Ρ2.1

απορρυπαίνω [aporipéno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.)

απορφανίζω [aporfanízo] -ομαι Ρ2.1

απορώ [aporó] Ρ10.9α μππ. απορημένος

αποσαθρώνω [aposaθróno] -ομαι Ρ1

αποσαφηνίζω [aposafinízo] -ομαι Ρ2.1

αποσβένω [apozvéno] -ομαι Ρ αόρ. απόσβεσα, απαρέμφ. αποσβέσει, παθ. αόρ. αποσβέστηκα, απαρέμφ. αποσβεστεί (συνήθ. στο αορ. θ.)

αποσβολώνω [apozvolóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.)

αποσείω [aposío] -ομαι Ρ αόρ. απέσεισα και (σπάν.) απόσεισα, απαρέμφ. αποσείσει, παθ. αόρ. αποσείστηκα, απαρέμφ. αποσειστεί

αποσιωπώ [aposiopó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

αποσκελετώνω [aposkeletóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.)

αποσκιρτώ [aposkirtó] Ρ10.1α

αποσκοπώ [aposkopó] Ρ10.9α

αποσκορακίζω [aposkorakízo] -ομαι Ρ2.1

αποσοβώ [aposovó] -ούμαι Ρ10.9

αποσπώ [apospó] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. απέσπασα και (σπάν.) απόσπασα, απαρέμφ. αποσπάσει

αποστάζω [apostázo] -ομαι Ρ αόρ. απέσταξα και απόσταξα, απαρέμφ. αποστάξει, αόρ. αποστάχθηκα, απαρέμφ. αποσταχθεί, μππ. αποσταγμένος και απεσταγμένος*

αποσταθεροποιώ [apostaθeropió] -ούμαι Ρ10.9

αποσταίνω [aposténo] Ρ αόρ. απόστασα, απαρέμφ. αποστάσει, μππ. αποσταμένος

αποστασιοποιούμαι [apostasiopiúme] Ρ10.9β

αποστατώ [apostató] Ρ10.9α

αποστειρώνω [apostiróno] -ομαι Ρ1

αποστέλλω [apostélo] -ομαι Ρ αόρ. απέστειλα, απαρέμφ. αποστείλει, παθ. αόρ. αποστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και απεστάλη, απεστάλησαν, απαρέμφ. αποσταλεί

Page 90: Guia de conjugação

αποστέργω [apostérγo] Ρ αόρ. απέστερξα, απαρέμφ. αποστέρξει

αποστερώ [aposteró] -ούμαι Ρ10.9

αποστεώνομαι [aposteónome] Ρ1β

αποστηθίζω [apostiθízo] -ομαι Ρ2.1

αποστομώνω [apostomóno] -ομαι Ρ1

αποστραβώνω 1 [apostravóno] -ομαι Ρ1

αποστραβώνω 2 -ομαι

αποστραγγίζω [apostrangízo] -ομαι Ρ2.1

αποστρατεύω [apostratévo] -ομαι Ρ5.1

αποστρατιωτικοποιώ [apostratiotikopió] -ούμαι Ρ10.9

αποστρέφομαι [apostréfome] Ρ αόρ. αποστράφηκα, απαρέμφ. αποστραφεί

αποστρέφω [apostréfo] Ρ αόρ. απέστρεψα, απαρέμφ. αποστρέψει

αποστρογγυλεύω [apostrongilévo] -ομαι Ρ5.2

αποσυμπιέζω [aposimbiézo] -ομαι Ρ2.1

αποσυμφορώ [aposimforó] -ούμαι Ρ10.9

αποσυναρμολογώ [aposinarmoloγó] -ούμαι Ρ10.9

αποσυνδέω [aposinδéo] -ομαι Ρ (βλ. συνδέω) μππ. και αποσυνδεδεμένος*

αποσυνθέτω [aposinθéto] -ομαι, αποσυντίθεμαι [aposindíθeme] Ρ (βλ. συνθέτω) μππ. και αποσυντεθειμένος*

αποσυντονίζω [aposindonízo] -ομαι Ρ2.1

αποσύρω [aposíro] -ομαι Ρ αόρ. απέσυρα και (σπάν.) απόσυρα, απαρέμφ. αποσύρει, παθ. αόρ. αποσύρθηκα, απαρέμφ. αποσυρθεί, μππ. αποσυρμένος

αποσυσκευάζω [aposiskevázo] -ομαι Ρ2.1

αποσφραγίζω [aposfrajízo] -ομαι Ρ2.1

αποσχηματίζω [aposximatízo] -ομαι Ρ2.1

αποσχίζομαι [aposxízome] Ρ2.1β (συνήθ. στο αορ. θ.)

αποσώνω [aposóno] -ομαι Ρ1

αποταμιεύω [apotamiévo] -ομαι Ρ5.1

αποτάσσω [apotáso] -ομαι Ρ αόρ. απέταξα, απαρέμφ. αποτάξει, παθ. αόρ. αποτάχθηκα, απαρέμφ. αποταχθεί, μππ. αποταγμένος

Page 91: Guia de conjugação

αποτείνω [apotíno] -ομαι Ρ αόρ. απέτεινα και (σπάν.) απότεινα, απαρέμφ. αποτείνει, παθ. αόρ. αποτάθηκα, απαρέμφ. αποταθεί

αποτελειώνω [apotelióno & apotelóno] -ομαι Ρ1

αποτελματώνω [apotelmatóno] -ομαι Ρ1

αποτελώ [apoteló] -ούμαι Ρ10.10

αποτετοιώνω [apotetxóno] -ομαι Ρ1

αποτεφρώνω [apotefróno] -ομαι Ρ1

αποτιμώ [apotimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

αποτινάζω [apotinázo] -ομαι & αποτινάσσω [apotináso] -ομαι Ρ2.2

αποτίνω [apotíno] & αποτίω [apotío] Ρ αόρ. απέτισα και (σπάν.) απότισα, απαρέμφ. αποτίσει

αποτοιχίζω [apotixízo] -ομαι Ρ2.1

αποτολμώ [apotolmó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

αποτοξινώνω [apotoksinóno] -ομαι Ρ1

αποτραβώ [apotravó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.7

αποτρελαίνω [apotreléno] -ομαι Ρ7.1

αποτρέπω [apotrépo] -ομαι Ρ αόρ. απέτρεψα και (σπάν.) απότρεψα, απαρέμφ. αποτρέψει, παθ. αόρ. αποτράπηκα, απαρέμφ. αποτραπεί

αποτριχώνω [apotrixóno] -ομαι Ρ1

αποτρώω [apotróo] & αποτρώγω [apotróγo] Ρ (βλ. τρώω) (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. απόφαγα, απαρέμφ. αποφάει

αποτυπώνω [apotipóno] -ομαι Ρ1

αποτυφλώνω [apotiflóno] -ομαι Ρ1

αποτυχαίνω [apotixéno] & αποτυγχάνω [apotiŋxáno] Ρ αόρ. απέτυχα και (σπάν.) απότυχα, απαρέμφ. αποτύχει, μππ. αποτυχημένος

απουσιάζω [apusiázo] Ρ2.1α

αποφαίνομαι [apofénome] Ρ αόρ. αποφάνθηκα, απαρέμφ. αποφανθεί

αποφασίζω [apofasízo] -ομαι Ρ2.1

αποφέρω [apoféro] Ρ αόρ. απέφερα, απαρέμφ. αποφέρει

αποφεύγω [apofévγo] -ομαι Ρ αόρ. απέφυγα και (σπάν.) απόφυγα, απαρέμφ. αποφύγει, παθ. αόρ. αποφεύχθηκα, απαρέμφ. αποφευχθεί

Page 92: Guia de conjugação

αποφλοιώνω [apoflióno] -ομαι Ρ1

αποφοιτώ [apofitó] Ρ10.1α

αποφορτίζω [apofortízo] -ομαι Ρ2.1

αποφράζω [apofrázo] -ομαι & αποφράσσω [apofráso] -ομαι Ρ αόρ. απέφραξα και (σπάν.) απόφραξα, απαρέμφ. αποφράξει, παθ. αόρ. αποφράχτηκα, απαρέμφ. αποφραχτεί

αποφυλακίζω [apofilakízo] -ομαι Ρ2.1

αποχαιρετίζω [apoxeretízo] -ομαι Ρ2.1

αποχαιρετώ [apoxeretó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

αποχαλινώνομαι [apoxalinónome] Ρ1β

αποχαλώ [apoxaló] & -άω Ρ10.4α

αποχαρακτηρίζω [apoxaraktirízo] -ομαι Ρ2.1

αποχαυνώνω [apoxavnóno] -ομαι Ρ1

αποχερσώνω [apoxersóno] -ομαι Ρ1

αποχετεύω [apoxetévo] -ομαι Ρ5.1

αποχρωματίζω [apoxromatízo] -ομαι Ρ2.1

αποχωρίζω [apoxorízo] -ομαι Ρ2.1

αποχωρώ [apoxoró] Ρ10.9α

αποψιλώνω [apopsilóno] -ομαι Ρ1

αποψύχω [apopsíxo] -ομαι Ρ αόρ. απέψυξα και απόψυξα, απαρέμφ. αποψύξει, παθ. αόρ. αποψύχθηκα, απαρέμφ. αποψυχθεί, μππ. αποψυγμένος

απρακτώ [apraktó] Ρ10.9α

άπτομαι [áptome] Ρ (κυρ. στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.)

απωθώ [apoθó] -ούμαι Ρ10.9

απώλεσα [apólesa] Ρ απαρέμφ. απολέσει, παθ. αόρ. απολέσθηκα, απαρέμφ. απολεσθεί

αραδιάζω [araδjázo] -ομαι Ρ2.1

αράζω [arázo] Ρ2.2α μππ. αραγμένος

αραιώνω [areóno] -ομαι Ρ1

αραχνιάζω [araxnázo] Ρ2.1α μππ. αραχνιασμένος

αργάζω [arγázo] -ομαι Ρ2.1

Page 93: Guia de conjugação

αργοκινώ [arγokinó] -ούμαι Ρ10.9

αργοκυλώ [arγokiló] & -άω Ρ10.1α

αργοπεθαίνω [arγopeθéno] Ρ7.1α

αργοπορώ [arγoporó] Ρ10.9α μππ. αργοπορημένος

αργοσαλεύω [arγosalévo] Ρ5.2α

αργοσβήνω [arγozvíno] Ρ αόρ. αργόσβησα, απαρέμφ. αργοσβήσει (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

αργώ [arγó] Ρ10.9α

αρδεύω [arδévo] -ομαι Ρ5.1

αρέσω [aréso] Ρ πρτ. άρεσα και άρεζα, αόρ. άρεσα, απαρέμφ. αρέσει

αρθρογραφώ [arθroγrafó] Ρ10.9α

αρθρώνω [arθróno] -ομαι Ρ1

αριβάρω [ariváro] Ρ αόρ. αριβάρισα, απαρέμφ. αριβάρει

αριθμώ [ariθmó] -ούμαι Ρ10.9

αριστερίζω [aristerízo] Ρ2.1α

αριστεύω [aristévo] Ρ5.1α

αρκουδίζω [arkuδízo] Ρ2.1α

αρκώ [arkó] -ούμαι Ρ10.10 (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

αρμαθιάζω [armaθxázo] -ομαι Ρ2.1

αρματώνω [armatóno] -ομαι Ρ1

αρμέγω [arméγo] -ομαι Ρ3

αρμενίζω [armenízo] Ρ2.1α

αρμόζω [armózo] Ρ2.1α μππ. αρμοσμένος

αρμολογώ [armoloγó] -ούμαι Ρ10.9

αρμυρίζω [armirízo] Ρ2.1α μππ. αρμυρισμένος & αλμυρίζω [almirízo] Ρ2.1α μππ. αλμυρισμένος

αρνούμαι [arnúme] Ρ10.9β & αρνιέμαι [aréme] Ρ10.11β

αρπάζω [arpázo] -ομαι Ρ2.2 προφ. προστ. και άρπα

αρραβωνιάζω [aravonázo] -ομαι Ρ2.1

αρρωσταίνω [arosténo] Ρ αόρ. αρρώστησα, απαρέμφ. αρρωστήσει, μππ. αρρωστημένος*

Page 94: Guia de conjugação

αρρωστώ [arostó] & -άω Ρ10.1α μππ. αρρωστημένος*

αρταίνω [arténo] -ομαι Ρ αόρ. άρτυσα, απαρέμφ. αρτύσει, παθ. αόρ. αρτύθηκα, απαρέμφ. αρτυθεί, μππ. αρτυμένος

αρχαΐζω [arxaízo] Ρ2.1α

αρχειοθετώ [arxioθetó] -ούμαι Ρ10.9

αρχηγεύω [arxijévo] Ρ5.1α

αρχιερατεύω [arxieratévo] Ρ5.1α

αρχίζω [arxízo] Ρ2.1α

αρχινώ [arxinó] & -άω Ρ10.1α μππ. αρχινημένος* & αρχινίζω [arxinízo] Ρ2.1α μππ. αρχινισμένος*

αρωματίζω [aromatízo] -ομαι Ρ2.1

αρωτώ [arotó] Ρ10.2α

ασβεστώνω [azvestóno] -ομαι Ρ1

ασεβώ [asevó] Ρ10.9α

ασελγώ [aselγó] Ρ10.9α

ασημώνω [asimóno] -ομαι Ρ1

ασθενώ [asθenó] Ρ10.9α

ασθμαίνω [asθméno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

ασκητεύω [askitévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α

ασκώ [askó] -ούμαι Ρ10.9

ασπάζομαι [aspázome] Ρ2.1β

ασπρίζω [asprízo] -ομαι Ρ2.1

ασταρώνω [astaróno] -ομαι Ρ1

αστειεύομαι [astiévome] Ρ5.1β

αστεΐζομαι [asteízome] Ρ2.1β

αστειολογώ [astioloγó] Ρ10.9α

αστικοποιώ [astikopió] -ούμαι Ρ10.9

αστοχώ [astoxó] Ρ10.9α

αστραποβολώ [astrapovoló] & -άω Ρ10.1α

Page 95: Guia de conjugação

αστράφτω [astráfto] Ρ4α

αστυνομεύω [astinomévo] -ομαι Ρ5.1

αστυνομοκρατούμαι [astinomokratúme] Ρ10.9β

ασφαλίζω [asfalízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. ασφαλισμένος*

ασφαλτοστρώνω [asfaltostróno] -ομαι Ρ1

ασφαλτώνω [asfaltóno] -ομαι Ρ1

ασφυκτιώ [asfiktió] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

ασχημαίνω [asximéno] & ασκημαίνω [asiméno] Ρ7.4α

ασχημίζω [asximízo] & ασκημίζω [asimízo] Ρ2.1α

ασχημονώ [asximonó] Ρ10.9α

ασχολούμαι [asxolúme] Ρ10.9β

ασωτεύω [asotévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α

ατακτώ [ataktó] Ρ10.9α

ατενίζω [atenízo] Ρ2.1α

ατιμάζω [atimázo] -ομαι Ρ2.1

ατιμώνω [atimóno] -ομαι Ρ1

ατονώ [atonó] Ρ10.9α μππ. ατονημένος

ατροφώ [atrofó] Ρ10.9α

ατσαλώνω [atsalóno] -ομαι Ρ1

αττικίζω [atikízo] Ρ2.1α

ατυχώ [atixó] Ρ10.9α

αυγάζω [avγázo] Ρ2.1α

αυγοκόβω [avγokóvo] Ρ4α μππ. αυγοκομμένος

αυθαδιάζω [afθaδiázo] Ρ2.1α

αυθαιρετώ [afθeretó] Ρ10.9α

αυθυποβάλλομαι [afθipoválome] Ρ αόρ. αυθυποβλήθηκα, απαρέμφ. αυθυποβληθεί

αυλακιάζω [avlakázo] & αυλακίζω [avlakízo] Ρ2.1α

αυλακώνω [avlakóno] -ομαι Ρ1

Page 96: Guia de conjugação

αυλίζω [avlízo] -ομαι Ρ2.1

αυνανίζομαι [avnanízome] Ρ2.1β

αυξάνω [afksáno] -ομαι Ρ αόρ. αύξησα, απαρέμφ. αυξήσει, παθ. αόρ. αυξήθηκα, απαρέμφ. αυξηθεί, μππ. αυξημένος και ηυξημένος*

αυξομειώνω [afksomióno] -ομαι Ρ1

αυταπατώμαι [aftapatóme] Ρ11

αυτενεργώ [aftenerγó] Ρ10.9α

αυτιάζομαι [aftxázome] Ρ2.1β

αυτοαναγορεύομαι [aftoanaγorévome] Ρ5.1β

αυτοαναιρούμαι [aftoanerúme] Ρ10.9β

αυτοανακηρύσσομαι [aftoanakirísome] Ρ2.2β

αυτοαναλύομαι [aftoanalíome] Ρ9β

αυτοαποκαλούμαι [aftoapokalúme] Ρ10.10β παθ. αόρ. αυτοαποκλήθηκα, απαρέμφ. αυτοαποκληθεί

αυτοβιογραφούμαι [aftovioγrafúme] Ρ10.9β

αυτοδημιουργούμαι [aftoδimiurγúme] Ρ10.9β

αυτοδιαλύομαι [aftoδialíome] Ρ9β

αυτοδιαφημίζομαι [aftoδiafimízome] Ρ2.1β

αυτοδικώ [aftoδikó] Ρ10.9α

αυτοδιοικούμαι [aftoδiikúme] Ρ10.9β

αυτοελέγχομαι [aftoeléŋxome] Ρ αόρ. αυτοελέγχθηκα, απαρέμφ. αυτοελεγχθεί

αυτοεξορίζομαι [aftoeksorízome] Ρ2.1β

αυτοεξυπηρετούμαι [aftoeksipiretúme] Ρ10.9β

αυτοεπιβάλλομαι [aftoepiválome] Ρ αόρ. αυτοεπιβλήθηκα, απαρέμφ. αυτοεπιβληθεί

αυτοθαυμάζομαι [aftoθavmázome] Ρ2.1β

αυτοθυσιάζομαι [aftoθisiázome] Ρ2.1β

αυτοϊκανοποιούμαι [aftoikanopiúme] Ρ10.9β

αυτοκαθαρίζομαι [aftokaθarízome] Ρ2.1β (συνήθ. στη μπε.)

αυτοκαταδικάζομαι [aftokataδikázome] Ρ2.1β

Page 97: Guia de conjugação

αυτοκαταστρέφομαι [aftokatastréfome] Ρ αόρ. αυτοκαταστράφηκα, απαρέμφ. αυτοκαταστραφεί

αυτοκατηγορούμαι [aftokatiγorúme] Ρ10.9β

αυτοκτονώ [aftoktonó] Ρ10.9α

αυτοκυριαρχούμαι [aftokiriarxúme] Ρ10.9β

αυτοματοποιώ [aftomatopió] -ούμαι Ρ10.9

αυτομολώ [aftomoló] Ρ10.9α

αυτονομούμαι [aftonomúme] Ρ10.9β

αυτοπαρηγορούμαι [aftopariγorúme] Ρ10.9β & αυτοπαρηγοριέμαι [aftopariγorjéme] Ρ10.11β

αυτοπαρουσιάζομαι [aftoparusiázome] Ρ2.1β

αυτοπειθαρχούμαι [aftopiθarxúme] Ρ10.9β

αυτοπεριορίζομαι [aftoperiorízome] Ρ2.1β

αυτοπυρπολούμαι [aftopirpolúme] Ρ10.9β

αυτοστεγάζομαι [aftosteγázome] Ρ2.1β

αυτοσυγκεντρώνομαι [aftosingendrónome] Ρ1β

αυτοσυγκρατούμαι [aftosiŋgratúme] Ρ10.9β

αυτοσυντηρούμαι [aftosindirúme] Ρ10.9β

αυτοσυστήνομαι [aftosistínome] Ρ (βλ. συστήνω 1)

αυτοσχεδιάζω [aftosxeδiázo] Ρ2.1α

αυτοτιτλοφορούμαι [aftotitloforúme] Ρ10.9β

αυτοτραυματίζομαι [aftotravmatízome] Ρ2.1β

αυτοχαρακτηρίζομαι [aftoxaraktirízome] Ρ2.1β

αυτοχειροτονούμαι [aftoxirotonúme] Ρ10.9β

αυτοχρηματοδοτούμαι [aftoxrimatoδotúme] Ρ10.9β

αυτώνω [aftóno] -ομαι Ρ1

αφαιρώ [aferó] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. αφαιρέθηκα, απαρέμφ. αφαιρεθεί, μππ. αφηρημένος* και (σπάν.) αφαιρεμένος

αφαλατώνω [afalatóno] -ομαι Ρ1

αφαλοκόβω [afalokóvo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. και αφαλοκόπηκα, απαρέμφ. και αφαλοκοπεί

αφανίζω [afanízo] -ομαι Ρ2.1

Page 98: Guia de conjugação

αφελληνίζω [afelinízo] -ομαι Ρ2.1

αφεντεύω [afendévo] Ρ5.2α

αφερματίζω [afermatízo] -ομαι Ρ2.1

αφηγούμαι [afiγúme] Ρ10.9β

αφηνιάζω [afiniázo & afinázo] Ρ2.1α μππ. αφηνιασμένος

αφήνω [afíno] -ομαι Ρ αόρ. άφησα και (λαϊκότρ.) άφηκα & αφήκα, προστ. άφησε και άσε, πληθ. αφήστε και άστε, παθ. αόρ. αφέθηκα, μππ. αφημένος

αφθονώ [afθonó] Ρ10.9α

αφιερώνω [afieróno] -ομαι Ρ1

αφικνούμαι [afiknúme] Ρ10.9β (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. γ' πρόσ. αφίχθη, αφίχθησαν, απαρέμφ. αφιχθεί

αφιονίζω [afxonízo] -ομαι Ρ2.1

αφιππεύω [afipévo] Ρ5.1α

αφισοκολλώ [afisokoló] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β

αφίσταμαι [afístame] Ρ

αφοδεύω [afoδévo] Ρ5.1α

αφομοιώνω [afomióno] -ομαι Ρ1

αφοπλίζω [afoplízo] -ομαι Ρ2.1

αφορίζω [aforízo] -ομαι Ρ2.1

αφορμίζω [aformízo] Ρ2.1α

αφορώ [aforó] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ., στο γ' πρόσ.)

αφοσιώνομαι [afosiónome] Ρ1β

αφουγκράζομαι [afugrázome] Ρ2.1β

αφρατεύω [afratévo] Ρ5.2α μππ. αφρατεμένος

αφρίζω [afrízo] Ρ2.1α μππ. αφρισμένος

αφροκοπώ [afrokopó] & -άω Ρ10.1α

αφυδατώνω [afiδatóno] -ομαι Ρ1

αφυπηρετώ [afipiretó] Ρ10.9α

αφυπνίζω [afipnízo] -ομαι Ρ2.1

Page 99: Guia de conjugação

αχαμναίνω [axamnéno] Ρ7.4α

αχνίζω [axnízo] -ομαι Ρ2.1

αχνογελώ [axnojeló] & -άω Ρ10.4α

αχνοφέγγω [axnoféŋgo] Ρ αόρ. αχνόφεξα, απαρέμφ. αχνοφέξει (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

αχολογώ [axoloγó] & -άω Ρ10.1α

αχρηστεύω [axristévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

αψηλώνω [apsilóno] Ρ1α

αψηφώ [apsifó] & -άω Ρ10.1α

αψιμαχώ [apsimaxó] Ρ10.9α

Page 100: Guia de conjugação

Β

βαδίζω [vaδízo] Ρ2.1α

βάζω [vázo] Ρ αόρ. έβαλα, απαρέμφ. βάλει, παθ. αόρ. βάλθηκα, απαρέμφ. βαλθεί, μππ. βαλμένος

βαθαίνω [vaθéno] Ρ7.4α

βαθμολογώ [vaθmoloγó] -ούμαι Ρ10.9

βαθουλώνω [vaθulóno] -ομαι Ρ1

βαίνω [véno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

βαλαντώνω [valandóno] -ομαι Ρ1

βάλλω [válo] -ομαι Ρ πρτ. έβαλλα, αόρ. έβαλα, απαρέμφ. βάλει, παθ. αόρ. βλήθηκα, απαρέμφ. βληθεί

βαλσαμώνω [valsamóno] -ομαι Ρ1

βαλσάρω [valsáro] Ρ6α

βαλτώνω [valtóno] -ομαι Ρ1

βαραίνω [varéno] Ρ7.4α

βαράω [varáo] & -ώ Ρ10.5α μππ. βαρεμένος

βαριανασαίνω [varjanaséno] Ρ7.2α

βαριέμαι [varjéme] Ρ10.5β

βαρύνω [varíno] -ομαι Ρ8.1

βαρυπενθώ [varipenθó] Ρ10.9α

βασιλεύω [vasilévo] Ρ5.2α μπε. βασιλευόμενος

βασκαίνω [vaskéno] -ομαι & αβασκαίνω [avaskéno] -ομαι Ρ7.1

βαστώ [vastó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.3

βατεύω [vatévo] -ομαι Ρ5.2

βαρελιάζω [varelázo] -ομαι Ρ2.1

βαριαναστενάζω [varjanastenázo] Ρ2.2α

βαριεστίζω [varjestízo] Ρ2.1α

βαριεστώ [varjestó] Ρ10.1α μππ. βαριεστημένος*

βαρυγκομώ [variŋgomó] & -άω Ρ10.1α μππ. βαρυγκομισμένος

Page 101: Guia de conjugação

βαρυκαρδίζω [varikarδízo] Ρ2.1α

βαρυστομαχιάζω [varistomaxázo] Ρ2.1α μππ. βαρυστομαχιασμένος

βαρυφαίνεται [varifénete] Ρ (βλ. φαίνομαι) (στο γ' πρόσ. με γεν. προσ. αντων.)

βαρυφορτώνω [varifortóno] -ομαι Ρ1

βασανίζω [vasanízo] -ομαι Ρ2.1

βασίζω [vasízo] -ομαι Ρ2.1

βατσινιάζω [vatsinázo] -ομαι Ρ2.1

βατσινώνω [vatsinóno] -ομαι Ρ1

βαυκαλίζω [vafkalízo] -ομαι Ρ2.1

βαφτίζω [vaftízo] -ομαι & (σπάν.) βαπτίζω [vaptízo] -ομαι Ρ2.1

βάφω [váfo] -ομαι Ρ4

βγάζω [vγázo] Ρ αόρ. έβγαλα, απαρέμφ. βγάλει, παθ. αόρ. βγάλθηκα, απαρέμφ. βγαλθεί, μππ. βγαλμένος

βγαίνω [vjéno] Ρ αόρ. βγήκα, προστ. βγες και έβγα, απαρέμφ. βγει, μππ. βγαλμένος

βεβαιώ [veveó] -ούμαι Ρ

βεβαιώνω [veveóno] -ομαι Ρ1

βεβηλώνω [vevilóno] -ομαι Ρ1

βελάζω [velázo] Ρ2.2α

βελονιάζω [velonázo] -ομαι Ρ2.1

βελτιστοποιώ [veltistopió] -ούμαι Ρ10.9

βελτιώνω [veltióno] -ομαι Ρ1

βεντετίζω [vendetízo] Ρ2.1α

βερνικώνω [vernikóno] -ομαι Ρ1

βηματίζω [vimatízo] Ρ2.1α

βήχω [víxo] Ρ3α

βηχώ [vixó] & -άω Ρ10.2α (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

βιάζομαι [vjázome] Ρ2.1β

βιάζω 1 [viázo] -ομαι Ρ2.1

βιάζω 2 [vjázo] Ρ2.1α

Page 102: Guia de conjugação

βιαιοπραγώ [vieopraγó] Ρ10.9α

βιβλιογραφώ [vivlioγrafó] -ούμαι Ρ10.9

βιβλιοδετώ [vivlioδetó] -ούμαι Ρ10.9

βιγλίζω [viγlízo] Ρ2.1α

βιδώνω [viδóno] -ομαι Ρ1

βιντεοσκοπώ [videoskopó] -ούμαι Ρ10.9

βιογραφώ [vioγrafó] -ούμαι Ρ10.9

βιοδιασπώ [vioδiaspó] -ώμαι Ρ10.8

βιομηχανοποιώ [viomixanopió] -ούμαι Ρ10.9

βιράρω [viráro] Ρ6α

βιτσίζω [vitsízo] Ρ2.1α

βιώνω [vióno] -ομαι Ρ1

βλακοφέρνω [vlakoférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. βλακόφερνα

βλάπτω [vlápto] -ομαι & βλάφτω [vláfto] -ομαι Ρ4

βλασταίνω [vlasténo] & βλαστάνω [vlastáno] Ρ7.1α αόρ. βλάστησα, απαρέμφ. βλαστήσει

βλαστημώ [vlastimó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

βλαστολογώ [vlastoloγó] Ρ10.11α

βλασφημώ [vlasfimó] -ούμαι Ρ10.9

βλέπω [vlépo] -ομαι Ρ αόρ. είδα, προστ. δες, απαρέμφ. δει και (σπάν.) ιδεί, παθ. αόρ. ειδώθηκα, απαρέμφ. ιδωθεί, μππ. ιδωμένος

βλεφαρίζω [vlefarízo] Ρ2.1α

βλογώ [vloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

βογκώ [voŋgó] & -άω Ρ10.2α

βοηθώ [voiθó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β

βολεί [volí] Ρ απρόσ. (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

βολεύω [volévo] -ομαι Ρ5.2

βολιδοσκοπώ [voliδoskopó] -ούμαι Ρ10.9

βολοδέρνω [voloδérno] Ρ αόρ. βολόδειρα, απαρέμφ. βολοδείρει

βολοκοπώ [volokopó] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β

Page 103: Guia de conjugação

βολτάρω [voltáro] Ρ6α

βομβαρδίζω [vomvarδízo] -ομαι Ρ2.1

βομβώ [vomvó] Ρ10.9α

βόσκω [vósko] Ρ αόρ. βόσκησα, απαρέμφ. βοσκήσει & βοσκώ [voskó] & -άω Ρ10.1α

βοτανίζω [votanízo] -ομαι Ρ2.1

βουβαίνω [vuvéno] -ομαι Ρ7.1

βουίζω [vuízo] Ρ2.1α

βουλεύομαι [vulévome] Ρ5.1β

βουλιάζω [vulázo] Ρ2.2α μππ. βουλιαγμένος

βουλκανίζω [vulkanízo] Ρ2.1α μππ. βουλκανισμένος

βουλώνω [vulóno] Ρ1α μππ. βουλωμένος

βουρκώνω [vurkóno] Ρ1α μππ. βουρκωμένος

βουρλιάζω [vurlázo] -ομαι Ρ2.1

βουρλίζω [vurlízo] -ομαι Ρ2.1

βουρτσίζω [vurtsízo] -ομαι Ρ2.1

βουτάω [vutáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.7

βουτυρώνω [vutiróno] -ομαι Ρ1

βοώ [voó] Ρ10.1α

βραβεύω [vravévo] -ομαι Ρ5.1

βραδιάζω [vraδjázo] -ομαι Ρ2.1

βραδύνω [vraδíno] Ρ8.1α

βραδυπορώ [vraδiporó] Ρ10.9α

βράζω [vrázo] -ομαι Ρ2.1

βραχνιάζω [vraxnázo] Ρ2.1α μππ. βραχνιασμένος*

βραχυκυκλώνω [vraiiklóno] -ομαι Ρ1

βρέχω [vréxo] -ομαι Ρ3 παθ. αόρ. και βράχηκα, απαρέμφ. και βραχεί

βρίζω [vrízo] -ομαι Ρ2.1

βρίθω [vríθo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

Page 104: Guia de conjugação

βρικολακιάζω [vrikolakázo] Ρ2.1α μππ. βρικολακιασμένος

βρίσκω [vrísko] -ομαι Ρ αόρ. βρήκα και (λαϊκότρ.) ήβρα, προστ. βρες, απαρέμφ. βρει, παθ. αόρ. βρέθηκα, απαρέμφ. βρεθεί

βρομάω [vromáo] & -ώ Ρ10.1α

βρομίζω [vromízo] -ομαι Ρ2.1

βρομοκοπάω [vromokopáo] & -ώ Ρ10.1α

βροντοκοπώ [vrondokopó] & -άω Ρ10.1α

βροντοφωνάζω [vrondofonázo] Ρ2.2α

βροντοφωνώ [vrondofonó] Ρ10.9α

βροντοχτυπώ [vrondoxtipó] & -άω Ρ10.1α

βροντώ [vrondó] & -άω Ρ10.2α

βρυχιέμαι [vrixéme] Ρ10.1β & βρυχώμαι [vrixóme] Ρ11

βυζαίνω [vizéno] -ομαι Ρ αόρ. βύζαξα, απαρέμφ. βυζάξει, παθ. αόρ. βυζάχτηκα, απαρέμφ. βυζαχτεί

βυζαντινολογώ [vizandinoloγó] Ρ10.9α

βυθίζω [viθízo] -ομαι Ρ2.1

βυθομετρώ [viθometró] -ούμαι Ρ10.9

βυθοσκοπώ [viθoskopó] -ούμαι Ρ10.9

βυσματώνω [vizmatóno] -ομαι Ρ1

βυσσοδομώ [visoδomó] Ρ10.9α

βωμολοχώ [vomoloxó] Ρ10.9α

Page 105: Guia de conjugação

Γ

γαβγίζω [γavjízo] Ρ2.1α

γαγγραινιάζω [γaŋgrenázo] Ρ2.1α μππ. γαγγραινιασμένος

γαζώνω [γazóno] -ομαι Ρ1

γαϊδουρογυρεύω [γaiδurojirévo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

γαϊδουροδένω [γaiδuroδéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

γαλβανίζω [γalvanízo] -ομαι Ρ2.1

γαληνεύω [γalinévo] Ρ5.2α μππ. γαληνεμένος

γαλουχώ [γaluxó] -ούμαι Ρ10.9

γαμπρίζω [γambrízo] Ρ2.1α

γαμώ [γamó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11

γανιάζω [γanázo] Ρ2.1α μππ. γανιασμένος

γαντζώνω [γandzóno] -ομαι Ρ1

γανώνω [γanóno] -ομαι Ρ1

γαργαλεύω [γarγalévo] -ομαι Ρ5.2

γαργαλίζω [γarγalízo] -ομαι Ρ2.1

γαργαλώ [γarγaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

γαργαρίζω [γarγarízo] Ρ2.1α

γαριάζω [γarjázo] Ρ2.1α μππ. γαριασμένος

γαρνίρω [γarníro] -ομαι Ρ6

γγαστρώνω [gastróno] -ομαι

γδέρνω [γδérno] -ομαι Ρ αόρ. έγδαρα, απαρέμφ. γδάρει, παθ. αόρ. γδάρθηκα, απαρέμφ. γδαρθεί, μππ. γδαρμένος

γδικιέμαι [γδikéme] Ρ10.11β

γδύνω [γδíno] -ομαι Ρ1

γειτνιάζω [jitniázo] Ρ2.1α

γειτονεύω [jitonévo] Ρ5.2α

γειώνω [jióno] -ομαι Ρ1

Page 106: Guia de conjugação

γελοιογραφώ [jelioγrafó] -ούμαι Ρ10.9

γελοιοποιώ [jeliopió] -ούμαι Ρ10.9

γελώ [jeló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4

γεμίζω [jemízo] Ρ2.1α μππ. γεμισμένος

γενέσθαι [jenésθe] Ρ

γενηθήτω [jeniθíto] Ρ

γενικεύω [jenikévo] -ομαι Ρ5.1

γεννοβολώ [jenovoló] & -άω Ρ10.1α

γεννώ [jenó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

γεράζω [jerázo] Ρ2.1α μππ. γερασμένος

γέρνω [jérno] Ρ αόρ. έγειρα, απαρέμφ. γείρει, μππ. γερμένος

γερνώ [jernó] & -άω Ρ10.4α αόρ. γέρασα, απαρέμφ. γεράσει, μππ. γερασμένος

γεροκομώ [jerokomó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

γεροντοκορίζω [jerondokorízo] Ρ2.1α

γεροντοκρατούμαι [jerondokratúme] Ρ10.9β

γευματίζω [jevmatízo] Ρ2.1α

γεύομαι [jévome] Ρ5.1β

γεφυρώνω [jefiróno] -ομαι Ρ1

γηράσκω [jirásko] Ρ

γηροκομώ [jirokomó] -ούμαι Ρ10.9

γητεύω [jitévo] -ομαι Ρ5.2

γιαίνω [jéno] Ρ7.1α

γιαουρτώνω [jaurtóno] -ομαι Ρ1

γιατρεύω [jatrévo] -ομαι Ρ5.2

γιαχνίζω [jaxnízo] Ρ2.1α

γιγαντεύω [jiγandévo] -ομαι Ρ5.2

γιγαντώνω [jiγandóno] -ομαι Ρ1

γίνομαι [jínome] Ρ αόρ. έγινα και (οικ., σπάν.) γίνηκα, απαρέμφ. γίνει και (οικ., σπάν.) γενεί, μππ. γινωμένος*

Page 107: Guia de conjugação

γιομίζω [jomízo] -ομαι Ρ2.1

γιορτάζω [jortázo] -ομαι Ρ2.1

γιουχαΐζω [juxaízo] -ομαι Ρ2.1

γιουχάρω [juxáro] -ομαι Ρ6

γκαβώνω [gavóno] -ομαι Ρ1

γκαζώνω [gazóno] -ομαι Ρ1

γκαρίζω [garízo] Ρ2.1α

γκλασάρω [glasáro] & γλασάρω [γlasáro] Ρ6α μππ. γκλασαρισμένος & γλασαρισμένος

γκομενίζω [gomenízo] & γκομενιάζω [gomeázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

γκρεμίζω [gremízo] -ομαι Ρ2.1

γκρεμοτσακίζω [gremotsakízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.)

γκριζάρω [grizáro] Ρ6α μππ. γκριζαρισμένος

γκρινιάζω [grinázo] Ρ2.2α

γκρουπάρω [grupáro] -ομαι Ρ6

γλαρώνω [γlaróno] Ρ1α μππ. γλαρωμένος

γλείφω [γlífo] -ομαι Ρ4

γλεντοκοπώ [γlendokopó] & -άω Ρ10.1α

γλεντώ [γlendó] & -άω Ρ10.1α

γλιστρώ [γlistró] & -άω Ρ10.1α

γλιτσιάζω [γlitsxázo] Ρ2.1α μππ. γλιτσιασμένος

γλιτώνω [γlitóno] Ρ1α

γλυκαίνω [γlikéno] -ομαι Ρ7.1

γλυκίζω [γlikízo] Ρ2.1α

γλυκοκελαηδώ [γlikokel(ai)δó] & -άω Ρ10.1α

γλυκοκοιτάζω [γlikokitázo] Ρ2.2α & γλυκοκοιτώ [γlikokitó] & -άω Ρ10.6α

γλυκομιλώ [γlikomiló] &-άω Ρ10.1α

γλυκοφιλώ [γlikofiló] & -άω Ρ10.1α

γλυκοχαράζει [γlikoxarázi] Ρ2.2α (στο γ' πρόσ.)

Page 108: Guia de conjugação

γλυφίζω [γlifízo] Ρ2.1α

γλωσσολογώ [γlosoloγó] Ρ10.9α

γλωσσοτρώω [γlosotróo] & γλωσσοτρώγω [γlosotróγo] Ρ (βλ. τρώω) αόρ. γλωσσόφαγα, απαρέμφ. γλωσσοφάει

γνέθω [γnéθo] -ομαι Ρ αόρ. έγνεσα, απαρέμφ. γνέσει, παθ. αόρ. γνέστηκα, απαρέμφ. γνεστεί

γνέφω [γnéfo] Ρ4α

γνοιάζει [γázi] Ρ2.2α (στο γ' πρόσ.)

γνοιάζομαι [γnázome] Ρ2.1β

γνωματεύω [γnomatévo] Ρ5.1α

γνωμοδοτώ [γnomoδotó] Ρ10.9α

γνωρίζω [γnorízo] -ομαι Ρ2.1

γνωστεύω [γnostévo] Ρ5.2α

γνωστοποιώ [γnostopió] -ούμαι Ρ10.9

γογγύζω [γongízo] Ρ2.3α

γοητεύω [γoitévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

γομώνω [γomóno] Ρ1α μππ. γομωμένος

γονατίζω [γonatízo] Ρ2.1α μππ. γονατισμένος

γονιμοποιώ [γonimopió] -ούμαι Ρ10.9

γουβώνω [γuvóno] Ρ1α & γουβιάζω [γuvjázo] Ρ2.1α μππ. γουβιασμένος

γουργουρίζω [γurγurízo] Ρ2.1α

γουρλώνω [γurlóno] Ρ1α μππ. γουρλωμένος

γουστάρω [γustáro] & γουστέρνω [γustérno] Ρ6α

γραδάρω [γraδáro] Ρ6α

γραπώνω [γrapóno] -ομαι Ρ1

γρασάρω [γrasáro] -ομαι Ρ6

γρατζουνάω [γradzunáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 & γρατζουνίζω [γradzunízo] -ομαι Ρ2.1 &

γρατσουνάω [γratsunáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 & γρατσουνίζω [γratsunízo] -ομαι Ρ2.1

γράφω [γráfo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. (σπάν.) και γράφηκα, απαρέμφ. (σπάν.) και γραφεί

γρηγορώ [γriγoró] Ρ10.9α

Page 109: Guia de conjugação

γρικώ [γrikó] & -άω, -ιέμαι & αγρικώ [aγrikó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

γρινιάζω [γrinázo] Ρ2.1α

γριπώνομαι [γripónome] Ρ1β & γριπιάζομαι [γripázome] Ρ2.1β

γρονθοκοπώ [γronθοkopó] -ιέμαι & γροθοκοπώ [γroθokopó] -ιέμαι Ρ10.1

γρουσουζεύω [γrusuzévo] -ομαι & γουρσουζεύω [γursuzévo] -ομαι Ρ5.2

γρυλίζω [γrilízo] Ρ2.1α

γυαλίζω [jalízo] -ομαι Ρ2.1

γυαλοκοπώ [jalokopó] & -άω Ρ10.1α

γυμνάζω [jimnázo] -ομαι Ρ2.1

γυμνώνω [jimnóno] -ομαι Ρ1

γυναικίζω [jinekízo] Ρ2.1α

γυναικοκρατούμαι [jinekokratúme] Ρ10.9β

γυναικοφέρνω [jinekoférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. γυναικόφερνα

γυρεύω [jirévo] Ρ5.2α

γυρίζω [jirízo] -ομαι Ρ2.1 & γυρνώ [jirnó] & -άω Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

γυροφέρνω [jiroférno] Ρ (βλ. φέρνω) πρτ. και γυρόφερνα, αόρ. και γυρόφερα

γωνιάζω [γonázo] Ρ2.1α μππ. Γωνιασμένος

Page 110: Guia de conjugação

Δ

δαγκώνω [δaŋgóno] -ομαι & δαγκάνω [δaŋgáno] -ομαι Ρ1

δαιμονίζω [δemonízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. δαιμονισμένος*

δακρύζω [δakrízo] Ρ2.1α μππ. δακρυσμένος*

δακτυλογραφώ [δaktiloγrafó] -ούμαι Ρ10.9

δαμάζω [δamázo] -ομαι Ρ2.1

δαμαλίζω [δamalízo] -ομαι Ρ2.1

δανείζω [δanízo] -ομαι Ρ2.1

δανειοδοτώ [δanioδotó] -ούμαι Ρ10.9

δαπανώ [δapanó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

δασκαλεύω [δaskalévo] -ομαι Ρ5.2

δασμολογώ [δazmoloγó] -ούμαι Ρ10.9

δασύνω [δasíno] -ομαι Ρ8.1

δειγματίζω [δiγmatízo] -ομαι Ρ2.1

δειλιάζω [δilázo] Ρ2.1α

δεινοπαθώ [δinopaθó] Ρ10.9α

δειπνώ [δipnó] Ρ10.11α

δείχνω [δíxno] -ομαι Ρ3

δεκαπλασιάζω [δekaplasiázo] -ομαι Ρ2.1

δεκαρολογώ 1 [δekaroloγó] Ρ10.11α

δεκαρολογώ 2 Ρ10.11α

δελεάζω [δeleázo] -ομαι Ρ2.1

δεματιάζω [δematxázo] -ομαι Ρ2.1

δενδροφυτεύω [δenδrofitévo] -ομαι Ρ5.1 & δεντροφυτεύω [δendrofitévo] -ομαι Ρ5.2

δένω [δéno] -ομαι Ρ1

δεξιώνομαι [δeksiónome] Ρ1β

δέομαι [δéome] Ρ αόρ. δεήθηκα, απαρέμφ. δεηθεί

Page 111: Guia de conjugação

δέρνω [δérno] -ομαι Ρ αόρ. έδειρα, απαρέμφ. δείρει, παθ. αόρ. δάρθηκα, απαρέμφ. δαρθεί, μππ. δαρμένος

δεσμεύω [δezmévo] -ομαι Ρ5.1

δεσπόζω [δespózo] Ρ2.1α

δευτερολογώ [δefteroloγó] Ρ10.9α

δέχομαι [δéxome] Ρ3β

δηλητηριάζω [δilitiriázo] -ομαι Ρ2.1

δηλώνω [δilóno] -ομαι Ρ1

δημαγωγώ [δimaγoγó] Ρ10.9α

δημαρχεύω [δimarxévo] Ρ5.1α

δημηγορώ [δimiγoró] Ρ10.9α

δημεύω [δimévo] -ομαι Ρ5.1

δημιουργώ [δimiurγó] -ούμαι Ρ10.9

δημοκοπώ [δimokopó] Ρ10.9α

δημοπρατώ [δimoprató] -ούμαι Ρ10.9

δημοσιεύω [δimosiévo] -ομαι Ρ5.1

δημοσιογραφώ [δimosioγrafó] Ρ10.9α

δημοσιοποιώ [δimosiopió] -ούμαι Ρ10.9

δημοτικίζω [δimotikízo] Ρ2.1α

διαβάζω [δjavázo] -ομαι Ρ2.1 μππ. διαβασμένος

διαβαθμίζω [δiavaθmízo] -ομαι Ρ2.1

διαβαίνω [δjavéno] Ρ αόρ. διάβηκα, προστ. διάβα, απαρέμφ. διαβεί

διαβάλλω [δiaválo] -ομαι Ρ πρτ. διέβαλλα, αόρ. διέβαλα, απαρέμφ. διαβάλει, παθ. αόρ. διαβλήθηκα, απαρέμφ. διαβληθεί

διαβεβαιώνω [δiaveveóno] Ρ1α

διαβιβάζω [δiavivázo] -ομαι Ρ2.1

διαβιώνω [δiavióno] Ρ1α

διαβλέπω [δiavlépo] Ρ αόρ. διέβλεψα και διείδα, απαρέμφ. διαβλέψει

διαβουλεύομαι [δiavulévome] Ρ5.1β

Page 112: Guia de conjugação

διαβρέχω [δiavréxo] -ομαι Ρ αόρ. διέβρεξα, απαρέμφ. διαβρέξει, παθ. αόρ. διαβράχηκα, απαρέμφ. διαβραχεί

διαβρώνω [δiavróno] -ομαι Ρ1

διαγιγνώσκω [δiajiγnósko] -ομαι Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. διέγνωσα, απαρέμφ. διαγνώσει, παθ. αόρ. διαγνώσθηκα, απαρέμφ. διαγνωσθεί

διαγκωνίζομαι [δiaŋgonízome] Ρ2.1β

διαγουμίζω [δjaγumízo] -ομαι Ρ2.1

διαγραμμίζω [δiaγramízo] -ομαι Ρ2.1

διαγράφω [δiaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. διέγραψα, απαρέμφ. διαγράψει, παθ. αόρ. διαγράφηκα και διαγράφτηκα, απαρέμφ. διαγραφεί και διαγραφτεί, μππ. διαγραμμένος

διαγωνίζομαι [δiaγonízome] Ρ2.1β

διαδέχομαι [δiaδéxome] Ρ3β

διαδηλώνω [δiaδilóno] -ομαι Ρ1

διαδίδω [δiaδíδo] -ομαι Ρ αόρ. διέδωσα, απαρέμφ. διαδώσει, παθ. αόρ. διαδόθηκα, απαρέμφ. διαδοθεί

διαδραματίζω [δiaδramatízo] -ομαι Ρ2.1

διαθέτω [δiaθéto] -ομαι, διατίθεμαι [δiatíθeme] Ρ αόρ. διέθεσα, απαρέμφ. διαθέσει, παθ. διατίθεμαι, διατίθεσαι, διατίθεται, διατιθέμεθα, διατίθεστε, διατίθενται, και (προφ.) διαθέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) διετίθετο, διετίθεντο, αόρ. διατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και διετέθη, διετέθησαν, απαρέμφ. διατεθεί, μππ. διατεθειμένος*

διαθλώ [δiaθló] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. διέθλασα, απαρέμφ. διαθλάσει

διαιτητεύω [δietitévo] Ρ5.1α

διαιρώ [δieró] -ούμαι Ρ10.10 αόρ. διαιρέθηκα, απαρέμφ. διαιρεθεί, μππ. διαιρεμένος και διηρημένος*

διαισθάνομαι [δiesθánome] (χωρίς μππ.) Ρ7.2β

διαιωνίζω [δieonízo] -ομαι Ρ2.1

διακανονίζω [δiakanonízo] -ομαι Ρ2.1

διακατέχω [δiakatéxo] -ομαι Ρ πρτ. διακατείχα, παθ. πρτ. διακατεχόμουν

διάκειμαι [δiákime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) μτχ. διακείμενος

διακηρύσσω [δiakiríso] -ομαι Ρ2.2

διακινδυνεύω [δiakinδinévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 μππ. διακινδυνευμένος

διακινώ [δiakinó] -ούμαι Ρ10.9

Page 113: Guia de conjugação

διακλαδίζομαι [δiaklaδízome] Ρ2.1β

διακοινώνω [δiakinóno] -ομαι Ρ1

διακομίζω [δiakomízo] -ομαι Ρ2.1

διακονεύω [δjakonévo] Ρ5.2α

διακονώ [δiakonó] -ούμαι Ρ10.9

διακόπτω [δiakópto] -ομαι Ρ αόρ. διέκοψα, απαρέμφ. διακόψει, παθ. αόρ. διακόπηκα, απαρέμφ. διακοπεί, μππ. διακεκομμένος*

διακορεύω [δiakorévo] -ομαι Ρ5.1

διακοσμώ [δiakozmó] -ούμαι Ρ10.9

διακριβώνω [δiakrivóno] -ομαι Ρ1

διακρίνω [δiakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. διέκρινα, απαρέμφ. διακρίνει, παθ. αόρ. διακρίθηκα, απαρέμφ. διακριθεί, μππ. διακεκριμένος*

διακυβερνώ [δiakivernó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

διακυβεύω [διakivévo] -ομαι Ρ5.1 (συνήθ. παθ.)

διακωμωδώ [δiakomoδó] -ούμαι Ρ10.9

διαλαλώ [δialaló] -ούμαι Ρ10.9

διαλαμβάνω [δialamváno] Ρ αόρ. διέλαβα, απαρέμφ. διαλάβει

διαλέγομαι [δialéγome] Ρ3β

διαλέγω [δjaléγo] -ομαι Ρ3

διαλευκαίνω [δialefkéno] -ομαι Ρ7.3

διαλογίζομαι [δialojízome] Ρ2.1β

διαλύω [δialío] -ομαι Ρ9 αόρ. διέλυσα, απαρέμφ. διαλύσει

διαλώ [δialó] -ιέμαι Ρ10.1

διαμαρτύρομαι [δiamartírome] Ρ9β

διαμαρτυρώ [δiamartiró] -ούμαι Ρ10.9

διαμείβομαι [δiamívome] Ρ4β αόρ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και διημείφθη, διημείφθησαν

διαμελίζω [δiamelízo] -ομαι Ρ2.1

διαμένω [δiaméno] Ρ αόρ. διέμεινα, απαρέμφ. διαμείνει

διαμερίζω [δiamerízo] -ομαι Ρ2.1

Page 114: Guia de conjugação

διαμεσολαβώ [δiamesolavó] Ρ10.9α

διαμετακομίζω [δiametakomízo] -ομαι Ρ2.1

διαμηνύω [δiaminío] -ομαι Ρ9 αόρ. και διεμήνυσα, απαρέμφ. διαμηνύσει

διαμοιράζω [δiamirázo] -ομαι Ρ2.1

διαμορφώνω [δiamorfóno] -ομαι Ρ1

διαμφισβητώ [δiamfizvitó] -ούμαι Ρ10.9

διανέμω [δianémo] -ομαι Ρ αόρ. διένειμα, απαρέμφ. διανείμει, παθ. αόρ. διανεμήθηκα, απαρέμφ. διανεμηθεί, μππ. διανεμημένος

διανεύω [δjanévo] Ρ5.2α

διανθίζω [δianθízo] -ομαι Ρ2.1

διανοίγω [δianíγo] -ομαι Ρ2.2

διανοούμαι [δianoúme] Ρ10.9β

διανυκτερεύω [δianikterévo] Ρ5.1α

διανύω [δianío] -ομαι Ρ9 αόρ. και διήνυσα, απαρέμφ. διανύσει

διαολίζω [δjaolízo] -ομαι Ρ2.1

διαολοστέλνω [δjaolostélno] -ομαι & διαβολοστέλνω [δjavolostélno] -ομαι Ρ αόρ. δια(β)ολόστειλα, απαρέμφ. δια(β)ολοστείλει, παθ. αόρ. δια(β)ολοστάλθηκα, απαρέμφ. δια(β)ολοσταλθεί

διαπαιδαγωγώ [δiapeδaγoγó] -ούμαι Ρ10.9

διαπεραιώνω [δiapereóno] -ομαι Ρ1

διαπερνώ [δiapernó] -ιέμαι Ρ10.4

διαπιστώνω [δiapistóno] -ομαι Ρ1

διαπλάθω [δiapláθo] -ομαι Ρ αόρ. διέπλασα, απαρέμφ. διαπλάσει, παθ. αόρ. διαπλάστηκα, απαρέμφ. διαπλαστεί, μππ. διαπλασμένος

διαπλατύνω [δiaplatíno] -ομαι Ρ8.2

διαπλέκω [δiapléko] -ομαι Ρ3 αόρ. διέπλεξα, απαρέμφ. διαπλέξει

διαπλέω [δiapléo] Ρ αόρ. διέπλευσα, απαρέμφ. διαπλεύσει

διαπληκτίζομαι [δiapliktízome] Ρ2.1β

διαπνέω [δiapnéo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

διαπομπεύω [δiapombévo] -ομαι Ρ5.1

Page 115: Guia de conjugação

διαποτίζω [δiapotízo] -ομαι Ρ2.1

διαπραγματεύομαι [δiapraγmatévome] Ρ5.1β

διαπράττω [δiapráto] -ομαι Ρ αόρ. διέπραξα, απαρέμφ. διαπράξει, παθ. αόρ. διαπράχθηκα, απαρέμφ. διαπραχθεί

διαπρέπω [δiaprépo] Ρ αόρ. διέπρεψα, απαρέμφ. διαπρέψει

διαπυούμαι [δiapiúme] Ρ10.9β

διαρθρώνω [δiarθróno] -ομαι Ρ1

διαρκώ [δiarkó] Ρ10.9α αόρ. διήρκεσα και διάρκεσα, απαρέμφ. διαρκέσει

διαρπάζω [δiarpázo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. και διήρπασα, απαρέμφ. και διαρπάσει

διαρρέω [δiaréo] Ρ αόρ. διέρρευσα, απαρέμφ. διαρρεύσει

διαρρηγνύω [δiariγnío] -ομαι Ρ αόρ. διέρρηξα, απαρέμφ. διαρρήξει, παθ. αόρ. διαρρήχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και διερράγη, διερράγησαν, απαρέμφ. διαρρηχθεί και διαρραγεί, μππ. διαρρηγμένος

διαρρυθμίζω [δiariθmízo] -ομαι Ρ2.1

διασαλεύω [δiasalévo] -ομαι Ρ5.1

διασαφηνίζω [δiasafinízo] -ομαι Ρ2.1

διασκεδάζω [δiaskeδázo] -ομαι Ρ2.1

διασκελίζω [δiaskelízo] -ομαι Ρ2.1

διασκέπτομαι [δiasképtome] Ρ4β

διασκευάζω [δiaskevázo] -ομαι Ρ2.1

διασκορπίζω [δiaskorpízo] -ομαι Ρ2.1

διασπαθίζω [δiaspaθízo] -ομαι Ρ2.1

διασπείρω [δiaspíro] -ομαι Ρ αόρ. διέσπειρα, απαρέμφ. διασπείρει, παθ. αόρ. διασπάρθηκα, απαρέμφ. διασπαρεί, μππ. διασπαρμένος και διεσπαρμένος

διασπώ [δiaspó] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. διέσπασα και (σπάν.) διάσπασα, απαρέμφ. διασπάσει, μππ. διασπασμένος

διασταυρώνω [δiastavróno] -ομαι Ρ1

διαστέλλω [δiastélo] -ομαι Ρ αόρ. διέστειλα, απαρέμφ. διαστείλει, παθ. αόρ. διαστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και διεστάλη, διεστάλησαν, απαρέμφ. διασταλεί, μππ. διεσταλμένος

διαστρεβλώνω [δiastrevlóno] -ομαι Ρ1

διαστρέφω [δiastréfo] -ομαι Ρ αόρ. διέστρεψα, απαρέμφ. διαστρέψει, παθ. αόρ. διαστράφηκα, απαρέμφ. διαστραφεί, μππ. διεστραμμένος*

Page 116: Guia de conjugação

διασύρω [δiasíro] -ομαι Ρ αόρ. διέσυρα, απαρέμφ. διασύρει, παθ. αόρ. διασύρθηκα, απαρέμφ. διασυρθεί, μππ. διασυρμένος

διασφαλίζω [δiasfalízo] -ομαι Ρ2.1

διασχίζω [δiasxízo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. διέσχισα, απαρέμφ. διασχίσει

διασώζω [δiasózo] -ομαι Ρ αόρ. διέσωσα, απαρέμφ. διασώσει, παθ. αόρ. διασώθηκα, απαρέμφ. διασωθεί

διασωληνώνω [δiasolinóno] -ομαι Ρ1

διατάζω [δiatázo] -ομαι Ρ αόρ. διέταξα, απαρέμφ. διατάξει, παθ. αόρ. διατάχτηκα, απαρέμφ. διαταχτεί

διαταράσσω [δiataráso] -ομαι Ρ2.2

διατάσσω 1 [δiatáso] -ομαι Ρ αόρ. διέταξα, απαρέμφ. διατάξει, παθ. αόρ. διατάχθηκα, απαρέμφ. διαταχθεί

διατάσσω 2 -ομαι

διατείνομαι [δiatínome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

διατελώ [δiateló] Ρ10.5α αόρ. διετέλεσα και (σπάν.) διατέλεσα, απαρέμφ. διατελέσει

διατηρώ [δiatiró] -ούμαι Ρ10.9

διατιμώ [δiatimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

διατοιχίζω [δiatixízo] -ομαι Ρ2.1

διατρανώνω [δiatranóno] -ομαι Ρ1

διατρέφω [δiatréfo] -ομαι Ρ αόρ. διέθρεψα, απαρέμφ. διαθρέψει, παθ. αόρ. διατράφηκα, απαρέμφ. διατραφεί

διατρέχω [δiatréxo] Ρ αόρ. διέτρεξα, απαρέμφ. διατρέξει

διατρυπώ [δiatripó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

διατυμπανίζω [δiatimbanízo] -ομαι Ρ2.1

διατυπώνω [δiatipóno] -ομαι Ρ1

διαφαίνομαι [δiafénome] Ρ (βλ. φαίνομαι) (κυρ. στο γ' πρόσ.)

διαφεντεύω [δjafendévo & δiafendévo] -ομαι Ρ5.2

διαφέρω [δiaféro] Ρ πρτ. και αόρ. διέφερα, απαρέμφ. διαφέρει

διαφεύγω [δiafévγo] Ρ αόρ. διέφυγα, απαρέμφ. διαφύγει

διαφημίζω [δiafimízo] -ομαι Ρ2.1

Page 117: Guia de conjugação

διαφθείρω [δiafθíro] -ομαι Ρ αόρ. διέφθειρα, απαρέμφ. διαφθείρει, παθ. αόρ. διαφθάρηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) διεφθάρη, διεφθάρησαν, απαρέμφ. διαφθαρεί, μππ. διεφθαρμένος*

διαφιλονικώ [δiafilonikó] Ρ10.9α μπε. διαφιλονικούμενος

διαφορίζω [δiaforízo] -ομαι Ρ2.1

διαφοροποιώ [δiaforopió] -ούμαι Ρ10.9

διαφυλάσσω [δiafiláso] -ομαι & διαφυλάττω [δiafiláto] -ομαι Ρ2.2 & διαφυλάγω [δiafiláγo] -ομαι Ρ3

διαφωνώ [δiafonó] Ρ10.9α

διαφωτίζω [δiafotízo] -ομαι Ρ2.1

διαχειμάζω [δiaximázo] Ρ2.1α

διαχειρίζομαι [δiaxirízome] Ρ2.1β

διαχέω [δiaxéo] -ομαι Ρ αόρ. διέχυσα, απαρέμφ. διαχύσει, παθ. αόρ. διαχύθηκα, απαρέμφ. διαχυθεί

διαχύνω [δiaxíno] -ομαι Ρ1

διαχωρίζω [δiaxorízo] -ομαι Ρ2.1

διαψεύδω [δiapsévδo] -ομαι Ρ αόρ. διέψευσα, απαρέμφ. διαψεύσει, παθ. αόρ. διαψεύστηκα και διαψεύσθηκα, απαρέμφ. διαψευστεί και διαψευσθεί, μππ. διαψευσμένος

διβολίζω [δivolízo] Ρ2.1α

διδάσκω [δiδásko] -ομαι Ρ3

δίδω [δíδo] -ομαι Ρ αόρ. έδωσα, απαρέμφ. δώσει, παθ. αόρ. δόθηκα, απαρέμφ. δοθεί

διεγείρω [δiejíro] -ομαι Ρ (βλ. εγείρω) μππ. διεγερμένος

διεθνοποιώ [δieθnopió] -ούμαι Ρ10.9

διεισδύω [δiizδío] Ρ9α

διεκδικώ [δiekδikó] -ούμαι Ρ10.9

διεκπεραιώνω [δiekpereóno] -ομαι Ρ1

διεκτραγωδώ [δiektraγoδó] -ούμαι Ρ10.9

διενεργώ [δienerγó] -ούμαι Ρ10.9

διεξάγω [δieksáγo] -ομαι Ρ πρτ. διεξήγα, αόρ. διεξήγαγα, απαρέμφ. διεξαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) διεξάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και διεξήχθη, διεξήχθησαν, απαρέμφ. διεξαχθεί

διεξέρχομαι [δieksérxome] Ρ αόρ. διεξήλθα, απαρέμφ. διεξέλθει

Page 118: Guia de conjugação

διέπω [δiépo] -ομαι Ρ (λόγ.) (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.)

διερευνώ [δierevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

διερμηνεύω [δierminévo] -ομαι Ρ5.1

διέρχομαι [δiérxome] Ρ αόρ. διήλθα, απαρέμφ. διέλθει

διερωτώμαι [δierotóme] Ρ11

διευθετώ [δiefθetó] -ούμαι Ρ10.9

διευθύνω [δiefθíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. διηύθυνα και (σπάν.) διεύθυνα, απαρέμφ. διευθύνει, παθ. αόρ. διευθύνθηκα, απαρέμφ. διευθυνθεί

διευκολύνω [δiefkolíno] -ομαι Ρ8.1

διευκρινίζω [δiefkrinízo] -ομαι Ρ2.1

διευρύνω [δievríno] -ομαι Ρ8.1

διηγηματογραφώ [δiijimatoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

διηγιέμαι [δiijéme] Ρ10.1β

διηγούμαι [δiiγúme] Ρ10.9β προφ. μεε. διηγώντας

διηθώ [δiiθó] -ούμαι Ρ10.9

διημερεύω [δiimerévo] Ρ5.1α

διίσταμαι [δiístame] Ρ (κυρ. στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) ενεστ. διίσταται, διίστανται, πρτ. διίστατο, διίσταντο, μπε. διιστάμενος

δικάζω [δikázo] -ομαι Ρ2.1

δικαιολογώ [δikeoloγó] -ούμαι Ρ10.9 μππ. δικαιολογημένος*

δικαιούμαι [δikeúme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) δικαιούσαι, δικαιούται, δικαιούμαστε, δικαιούστε, δικαιούνται, πρτ. δικαιούμουν, μπε. δικαιούμενος

δικαιώνω [δikeóno] -ομαι Ρ1

δικηγορώ [δikiγoró] Ρ10.9α

δικτυώνω [δiktióno] -ομαι Ρ1

δίνω [δíno] -ομαι Ρ αόρ. έδωσα, απαρέμφ. δώσει, παθ. αόρ. δόθηκα, απαρέμφ. δοθεί, μππ. δοσμένος

διογκώνω [δioŋgóno] -ομαι Ρ1

διοικώ [δiikó] -ούμαι Ρ10.9

διολισθαίνω [δiolisθéno] Ρ αόρ. διολίσθησα, απαρέμφ. διολισθήσει

Page 119: Guia de conjugação

διονυσιάζομαι [δionisiázome] Ρ2.1β

διοργανώνω [δiorγanóno] -ομαι Ρ1

διορθώνω [δiorθóno] -ομαι Ρ1

διορίζω [δiorízo] -ομαι Ρ2.1

διορύσσω [δioríso] -ομαι Ρ2.2

διοχετεύω [δioxetévo] -ομαι Ρ5.1

διπλαρώνω [δiplaróno] Ρ1α μππ. διπλαρωμένος

διπλασιάζω [δiplasiázo] -ομαι Ρ2.1

διπλιάζω [δiplázo] -ομαι Ρ2.1

διπλοκλειδώνω [δiplokliδóno] -ομαι Ρ1

διπλομανταλώνω [δiplomandalóno] -ομαι Ρ1

διπλοψηφίζω [δiplopsifízo] Ρ2.1α

διπλώνω [δiplóno] -ομαι Ρ1

διστάζω [δistázo] Ρ2.1α

διυλίζω [δiilízo] -ομαι Ρ2.1

διχάζω [δixázo] -ομαι Ρ2.1

διχογνωμώ [δixoγnomó] Ρ10.9α

διχοτομώ [δixotomó] -ούμαι Ρ10.9

διψώ [δipsó] & -άω Ρ10.4α μππ. διψασμένος

διώκω [δióko] -ομαι Ρ3

διώχνω [δjóxno] -ομαι Ρ3

δογματίζω [δoγmatízo] Ρ2.1α

δοκιμάζω [δokimázo] -ομαι Ρ2.1

δολιεύομαι [δoliévome] Ρ5.1β

δολιχοδρομώ [δolixoδromó] Ρ10.9α

δολοπλοκώ [δoloplokó] Ρ10.9α

δολοφονώ [δolofonó] -ούμαι Ρ10.9

δολώνω [δolóno] -ομαι Ρ1

Page 120: Guia de conjugação

δομώ [δomó] -ούμαι Ρ10.9

δονώ [δonó] -ούμαι Ρ10.9

δοξάζω [δoksázo] -ομαι Ρ2.1

δοξολογώ [δoksoloγó] -ούμαι Ρ10.9

δουλεύω [δulévo] -ομαι Ρ5.2

δουλώνω [δulóno] -ομαι Ρ1

δραματοποιώ [δramatopió] -ούμαι Ρ10.9

δραπετεύω [δrapetévo] Ρ5.1α

δρασκελώ [δraskeló] & -άω Ρ10.1α & δρασκελίζω [δraskelízo] Ρ2.1α

δραστηριοποιώ [δrastiriopió] -ούμαι Ρ10.9

δράττομαι [δrátome] Ρ

δράχνω [δráxno] Ρ αόρ. έδραξα, απαρέμφ. δράξει & αδράχνω [aδráxno] Ρ αόρ. άδραξα, απαρέμφ. αδράξει

δρέπω [δrépo] Ρ4α

δρομολογώ [δromoloγó] -ούμαι Ρ10.9

δρομομετρώ [δromometró] Ρ10.9α

δροσερεύω [δroserévo] Ρ5.2α

δροσίζω [δrosízo] -ομαι Ρ2.1

δροσοβολώ [δrosovoló] & -άω Ρ10.1α

δροσολογώ [δrosoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

δρω [δró] Ρ10.4α αόρ. έδρασα, απαρέμφ. δράσει

δύναμαι [δíname] Ρ αόρ. δυνήθηκα, απαρέμφ. δυνηθεί

δυναμιτίζω [δinamitízo] -ομαι Ρ2.1

δυναμώνω [δinamóno] Ρ1α μππ. δυναμωμένος

δυναστεύω [δinastévo] -ομαι Ρ5.1

δυσανασχετώ [δisanasxetó] Ρ10.9α

δυσαρεστώ [δisarestó] -ούμαι Ρ10.9

δυσκολεύω [δiskolévo] -ομαι Ρ5.2

δυσλειτουργώ [δisliturγó] Ρ10.9α

Page 121: Guia de conjugação

δυσπιστώ [δispistó] Ρ10.9α

δυσπραγώ [δispraγó] Ρ10.9α

δυστροπώ [δistropó] Ρ10.9α

δυστυχώ [δistixó] Ρ10.9α μππ. δυστυχισμένος*

δυσφημώ [δisfimó] -ούμαι Ρ10.9 & δυσφημίζω [δisfimízo] -ομαι Ρ2.1

δυσφορώ [δisforó] Ρ10.9α

δυσχεραίνω [δisxeréno] -ομαι Ρ7.2

δύω [δío] Ρ9α

δωρίζω [δorízo] -ομαι Ρ2.1

δωροδοκώ [δoroδokó] -ούμαι Ρ10.9

Page 122: Guia de conjugação

Ε

εβαζάρω [evazáro] Ρ6α

εβραΐζω [evraízo] Ρ2.1α

εγγίζω [engízo] Ρ2.1α πρτ. ήγγιζα, αόρ. ήγγισα, απαρέμφ. εγγίσει

εγγράφω [eŋγráfo] -ομαι Ρ4 αόρ. ενέγραψα, απαρέμφ. εγγράψει, παθ. αόρ. εγγράφτηκα και εγγράφηκα, απαρέμφ. εγγραφτεί και εγγραφεί, μππ. εγγεγραμμένος*

εγγυούμαι [engiúme] Ρ10.9β

εγγυώμαι [engióme] Ρ11 μππ. εγγυημένος*

εγείρω [ejíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ήγειρα, απαρέμφ. εγείρει, παθ. αόρ. εγέρθηκα, απαρέμφ. εγερθεί

εγκαθιδρύω [eŋgaθiδrío] -ομαι Ρ9

εγκαθιστώ [eŋgaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. εγκατέστησα και (σπάν.) εγκατάστησα, απαρέμφ. εγκαταστήσει, παθ. αόρ. εγκαταστάθηκα, απαρέμφ. εγκατασταθεί, μππ. και εγκατεστημένος*

εγκαινιάζω [engeniázo] -ομαι Ρ2.1

εγκαλώ [eŋgaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. και εγκλήθηκα, απαρέμφ. εγκληθεί

εγκαρδιώνω [eŋgarδióno] -ομαι Ρ1

εγκαρτερώ [eŋgarteró] Ρ10.9α

εγκαταλείπω [eŋgatalípo] -ομαι Ρ αόρ. εγκατέλειψα, απαρέμφ. εγκαταλείψει, παθ. αόρ. εγκαταλείφθηκα, απαρέμφ. εγκαταλειφθεί, μππ. εγκαταλελειμμένος* και (σπάν.) εγκαταλειμμένος

εγκατασπείρω [eŋgataspíro] -ομαι Ρ αόρ. εγκατέσπειρα, απαρέμφ. εγκατασπείρει, παθ. αόρ. εγκατασπάρθηκα, απαρέμφ. εγκατασπαρθεί, μππ. εγκατασπαρμένος και εγκατεσπαρμένος*

εγκατασταίνω [eŋgatasténo] -ομαι Ρ αόρ. εγκατάστησα, απαρέμφ. εγκαταστήσει, παθ. αόρ. εγκαταστάθηκα, απαρέμφ. εγκατασταθεί, μππ. εγκαταστημένος

έγκειται [énite] Ρ πρτ. έγκειτο (στο γ' πρόσ.)

εγκιβωτίζω [engivotízo] -ομαι Ρ2.1

εγκλείω [eŋglío] -ομαι Ρ αόρ. ενέκλεισα, απαρέμφ. εγκλείσει, παθ. αόρ. εγκλείστηκα, απαρέμφ. εγκλειστεί, μππ. εγκλεισμένος

εγκληματώ [eŋglimató] Ρ10.9α

εγκλιματίζω [eŋglimatízo] -ομαι Ρ2.1

εγκλίνω [eŋglíno] -ομαι Ρ1 (μόνο στον ενεστ., συνήθ. παθ.)

Page 123: Guia de conjugação

εγκλωβίζω [eŋglovízο] -ομαι Ρ2.1

εγκολπώνομαι [eŋgolpónome] Ρ1β

εγκρίνω [eŋgríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ενέκρινα, απαρέμφ. εγκρίνει, παθ. αόρ. εγκρίθηκα, απαρέμφ. εγκριθεί, μππ. εγκεκριμένος* και (σπάν.) εγκριμένος

εγκυμονώ [enimonó] -ούμαι Ρ10.9

εγκύπτω [engípto] Ρ αόρ. ενέκυψα, απαρέμφ. εγκύψει

εγκωμιάζω [eŋgomiázo] -ομαι Ρ2.1

εγχαράσσω [eŋxaráso] -ομαι Ρ2.2

εγχειρίζω 1 [enxirízo] -ομαι Ρ2.1

εγχειρίζω 2 -ομαι Ρ2.1 αόρ. ενεχείρισα, απαρέμφ. εγχειρίσει

εγχειρώ [enxiró] -ούμαι Ρ10.9

εδέησα [eδéisa] Ρ απαρέμφ. δεήσει

εδράζομαι [eδrázome] Ρ2.1β

εδραιώνω [eδreóno] -ομαι Ρ1

εδρεύω [eδrévo] Ρ5.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

εθελοτυφλώ [eθelotifló] Ρ10.9α

εθίζω [eθízo] -ομαι Ρ2.1

εθνικοποιώ [eθnikopió] -ούμαι Ρ10.9

ειδικεύω [iδikévo] -ομαι Ρ5.1

ειδοποιώ [iδopió] -ούμαι Ρ10.9

είθισται [íθiste] Ρ (απρόσ.)

εικάζω [ikázo] -εται Ρ αόρ. είκασα, απαρέμφ. εικάσει, παθ. μόνο στο γ' πρόσ. ενεστ.

εικονίζω [ikonízo] -ομαι Ρ2.1

εικονογραφώ [ikonoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

εικοσαπλασιάζω [ikosaplasiázo] -ομαι Ρ2.1

εικοτολογώ [ikotoloγó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.)

είμαι [íme] Ρ πρτ. ήμουν, μτχ. όντας* (οι άλλοι χρόνοι, ανάλογα με τη σημασία, από τα γίνομαι, υπάρχω, στέκομαι)· στον προφορικό και λογοτεχνικό κυρίως λόγο η αρχική συλλαβή παθαίνει αφαίρεση στη συμπροφορά: Εσύ ΄σαι, πού ΄ναι, που ΄ναι, θα ΄μαστε, να ΄μασταν, να ΄μαι, να ΄σαι

Page 124: Guia de conjugação

ειρηνεύω [irinévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α μππ. ειρηνεμένος

ειρήσθω [irísθo] Ρ

ειρωνεύομαι [ironévome] Ρ5.1β

εισαγγελεύω [isangelévo] Ρ5.1α

εισάγω [isáγo] -ομαι Ρ πρτ. εισήγα, αόρ. εισήγαγα, απαρέμφ. εισαγάγει, παθ. αόρ. εισάχθηκα και εισήχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εισήχθη, εισήχθησαν, απαρέμφ. εισαχθεί, μππ. εισηγμένος*

εισακούω [isakúo] -ομαι Ρ (βλ. ακούω)

εισβάλλω [izválo] Ρ πρτ. εισέβαλλα, αόρ. εισέβαλα, απαρέμφ. εισβάλει

εισδύω [izδío] Ρ αόρ. εισέδυσα, απαρέμφ. εισδύσει

εισέρχομαι [isérxome] Ρ αόρ. εισήλθα, απαρέμφ. εισέλθει

εισηγούμαι [isiγúme] Ρ10.9β

εισορμώ [isormó] Ρ10.1α

εισπλέω [ispléo] Ρ αόρ. εισέπλευσα, απαρέμφ. εισπλεύσει

εισπνέω [ispnéo] -ομαι Ρ αόρ. εισέπνευσα, απαρέμφ. εισπνεύσει, σπάν. παθ. αόρ. εισπνεύστηκα, απαρέμφ. εισπνευστεί

εισπράττω [ispráto] -ομαι Ρ αόρ. εισέπραξα, απαρέμφ. εισπράξει, παθ. αόρ. εισπράχθηκα, απαρέμφ. εισπραχθεί

εισρέω [isréo] Ρ αόρ. εισέρρευσα, απαρέμφ. εισρεύσει

εισφέρω [isféro] Ρ πρτ. και αόρ. εισέφερα, απαρέμφ. εισφέρει

εισχωρώ [isxoró] Ρ10.9α

εκατονταπλασιάζω [ekatondaplasiázo] -ομαι Ρ2.1

εκατοστίζω [ekatostízo] & κατοστίζω [katostízo] Ρ2.1α

εκβαθύνω [ekvaθíno] -ομαι Ρ8.1

εκβάλλω [ekválo] -ομαι Ρ πρτ. εξέβαλλα, αόρ. εξέβαλα, απαρέμφ. εκβάλει, παθ. αόρ. εκβλήθηκα, απαρέμφ. εκβληθεί

εκβαρβαρίζω [ekvarvarízo] -ομαι Ρ2.1

εκβαρβαρώνω [ekvarvaróno] -ομαι Ρ1

εκβιάζω [ekviázo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. και εξεβίασα, απαρέμφ. εκβιάσει

εκβιομηχανίζω [ekviomixanízo] -ομαι Ρ2.1

εκβλαστάνω [ekvlastáno] & εκβλασταίνω [ekvlasténo] Ρ (βλ. βλασταίνω)

Page 125: Guia de conjugação

εκβουλγαρίζω [ekvulγarízo] -ομαι Ρ2.1

εκβράζω [ekvrázo] -ομαι Ρ αόρ. εξέβρασα, απαρέμφ. εκβράσει, παθ. αόρ. εκβράστηκα, απαρέμφ. εκβραστεί

εκβραχίζω [ekvraxízo] -ομαι Ρ2.1

εκγυμνάζω [ekjimnázo] -ομαι Ρ2.1

εκδηλώνω [ekδilóno] -ομαι Ρ1

εκδημοκρατίζω [ekδimokratízo] -ομαι Ρ2.1

εκδημοτικίζω [ekδimotikízo] -ομαι Ρ2.1

εκδίδω [ekδíδo] -ομαι Ρ πρτ. εξέδιδα, αόρ. εξέδωσα, απαρέμφ. εκδώσει, παθ. αόρ. εκδόθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξεδόθη, εξεδόθησαν, απαρέμφ. εκδοθεί

εκδικάζω [ekδikázo] -ομαι Ρ2.1

εκδικούμαι [ekδikúme] Ρ10.9β & (προφ.) εκδικιέμαι [ekδiéme] Ρ10.11β

εκδιώκω [ekδióko] -ομαι Ρ3 αόρ. και εξεδίωξα, απαρέμφ. εκδιώξει

εκδράμω [ekδrámo] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

εκδύω [ekδío] -ομαι Ρ αόρ. εξέδυσα, απαρέμφ. εκδύσει, παθ. αόρ. εκδύθηκα, απαρέμφ. εκδυθεί

εκθειάζω [ekθiázo] -ομαι Ρ2.1

εκθεμελιώνω [ekθemelióno] -ομαι Ρ1

εκθέτω [ekθéto] -ομαι, εκτίθεμαι [ektíθeme] Ρ αόρ. εξέθεσα, απαρέμφ. εκθέσει, παθ. εκτίθεμαι, εκτίθεσαι, εκτίθεται, εκτιθέμεθα, εκτίθεστε, εκτίθενται, και (προφ.) εκθέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) εξετίθετο, εξετίθεντο, αόρ. εκτέθηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) εξετέθη, εξετέθησαν, απαρέμφ. εκτεθεί, μππ. εκτεθειμένος*

εκθηλύνω [ekθilíno] -ομαι Ρ8.1

εκθλίβω 1 [ekθlívo] -ομαι Ρ αόρ. εξέθλιψα, απαρέμφ. εκθλίψει, παθ. αόρ. εκθλίφθηκα, απαρέμφ. εκθλιφθεί

εκθλίβω 2 -ομαι Ρ (συνήθ. στον ενεστ.)

εκθρονίζω [ekθronízo] -ομαι Ρ2.1

εκκαθαρίζω [ekaθarízo] -ομαι Ρ2.1

εκκαμινεύω [ekaminévo] -ομαι Ρ5.1

εκκενώνω [ekenóno] -ομαι Ρ1

εκκλησιάζομαι [eklisiázome] Ρ2.1β

εκκοκκίζω [ekokízo] -ομαι Ρ2.1

Page 126: Guia de conjugação

εκκολάπτω [ekolápto] -ομαι Ρ4

εκκρεμώ [ekremó] Ρ10.9α (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

εκκρίνω [ekríno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

εκκρούω [ekrúo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

εκλαϊκεύω [eklaikévo] -ομαι Ρ5.1

εκλαμβάνω [eklamváno] -ομαι Ρ αόρ. εξέλαβα, απαρέμφ. εκλάβει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) εξελήφθη, εξελήφθησαν, απαρέμφ. εκληφθεί

εκλατινίζω [eklatinízo] -ομαι Ρ2.1

εκλέγω [ekléγo] -ομαι Ρ αόρ. εξέλεξα, απαρέμφ. εκλέξει, παθ. αόρ. εκλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξελέγη, εξελέγησαν, απαρέμφ. εκλεγεί και εκλεχτεί, μππ. εκλεγμένος

εκλείπω [eklípo] Ρ αόρ. εξέλιπα, απαρέμφ. εκλείψει

εκλεπτύνω [ekleptíno] -ομαι Ρ8.2 μππ. εκλεπτυσμένος*

εκλιπαρώ [ekliparó] Ρ10.9α

εκλογικεύω [eklojikévo] -ομαι Ρ5.1

εκλύω [eklío] -ομαι Ρ9 αόρ. εξέλυσα, απαρέμφ. εκλύσει

εκμαιεύω [ekmeévo] -ομαι Ρ5.1

εκμανθάνω [ekmanθáno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

εκμαυλίζω [ekmavlízo] -ομαι Ρ2.1

εκμεταλλεύομαι [ekmetalévome] Ρ5.1β

εκμετρώ [ekmetró] Ρ10.11α αόρ. εξεμέτρησα, απαρέμφ. εκμετρήσει

εκμηδενίζω [ekmiδenízo] -ομαι Ρ2.1

εκμισθώνω [ekmisθóno] -ομαι Ρ1

εκμοντερνίζω [ekmodernízo] -ομαι Ρ2.1

εκμυστηρεύομαι [ekmistirévome] Ρ5.1β

εκναυλώνω [eknavlóno] -ομαι Ρ1

εκνευρίζω [eknevrízo] -ομαι Ρ2.1

εκπαιδεύω [ekpeδévo] -ομαι Ρ5.1

εκπαραθυρώνω [ekparaθiróno] -ομαι Ρ1

εκπαρθενεύω [ekparθenévo] -ομαι Ρ5.1

Page 127: Guia de conjugação

εκπατρίζομαι [ekpatrízome] Ρ2.1β

εκπέμπω [ekpémbo] -ομαι Ρ αόρ. εξέπεμψα, απαρέμφ. εκπέμψει, παθ. αόρ. εκπέμφθηκα, απαρέμφ. εκπεμφθεί

εκπηγάζω [ekpiγázo] Ρ2.1α

εκπίπτω [ekpípto] Ρ αόρ. εξέπεσα, απαρέμφ. εκπέσει

εκπλειστηριάζω [ekplistiriázo] -ομαι Ρ2.1

εκπληρώνω [ekpliróno] -ομαι Ρ1 λόγ. αόρ. και εξεπλήρωσα, απαρέμφ. εκπληρώσει

εκπλήσσω [ekplíso] -ομαι & εκπλήττω [ekplíto] -ομαι Ρ αόρ. εξέπληξα, απαρέμφ. εκπλήξει, παθ. αόρ. εξεπλάγην, απαρέμφ. εκπλαγεί

εκπνέω [ekpnéo] -ομαι Ρ αόρ. εξέπνευσα, απαρέμφ. εκπνεύσει, σπάν. παθ. αόρ. εκπνεύστηκα, απαρέμφ. εκπνευστεί

εκποιώ [ekpió] -ούμαι Ρ10.9

εκπολιορκώ [ekpoliorkó] -ούμαι Ρ10.9

εκπολιτίζω [ekpolitízo] -ομαι Ρ2.1

εκπονώ [ekponó] -ούμαι Ρ10.9

εκπορεύομαι [ekporévome] Ρ5.1β

εκπορθώ [ekporθó] -ούμαι Ρ10.9

εκπορνεύω [ekpornévo] -ομαι Ρ5.1

εκπροσωπεύω [ekprosopévo] -ομαι Ρ5.1

εκπροσωπώ [ekprosopó] -ούμαι Ρ10.9

εκπυρσοκροτώ [ekpirsokrotó] Ρ10.9α

εκπωματίζω [ekpomatízo] -ομαι Ρ2.1

εκρέω [ekréo] Ρ αόρ. εξέρρευσα, απαρέμφ. εκρεύσει

εκρήγνυμαι [ekríγnime] Ρ αόρ. εξερράγην, απαρέμφ. εκραγεί

εκριζώνω [ekrizóno] -ομαι Ρ1

εκρωσίζω [ekrosízo] -ομαι Ρ2.1

εκσκάπτω [ekskápto] -ομαι Ρ4 (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

εκσλαβίζω [ekslavízo] -ομαι Ρ2.1

εκσπερματίζω [ekspermatízo] -ομαι Ρ2.1

Page 128: Guia de conjugação

εκσπερματώνω [ekspermatóno] Ρ1α

εκστασιάζομαι [ekstasiázome] Ρ2.1β

εκστασιάζω [ekstasiázo] Ρ2.1α

εκστομίζω [ekstomízo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. και εξεστόμισα, απαρέμφ. εκστομίσει

εκστρατεύω [ekstratévo] Ρ5.1α αόρ. και εξεστράτευσα, απαρέμφ. εκστρατεύσει

εκσυγχρονίζω [eksiŋxronízo] -ομαι Ρ2.1

εκσφενδονίζω [eksfenδonízo] -ομαι Ρ2.1

εκταμιεύω [ektamiévo] -ομαι Ρ5.1

εκτείνω [ektíno] -ομαι Ρ αόρ. εξέτεινα, απαρέμφ. εκτείνει, παθ. αόρ. εκτάθηκα, απαρέμφ. εκταθεί, μππ. εκτεταμένος*

εκτελώ [ekteló] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. και εξετέλεσα

εκτελωνίζω [ektelonízo] -ομαι Ρ2.1

εκτιμώ [ektimó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

εκτινάσσω [ektináso] -ομαι Ρ2.2

εκτίω [ektío] Ρ9α & εκτίνω [ektíno] Ρ1α αόρ. εξέτισα, απαρέμφ. εκτίσει

εκτονώνω [ektonóno] -ομαι Ρ1

εκτοξεύω [ektoksévo] -ομαι Ρ5.1

εκτοπίζω [ektopízo] -ομαι Ρ2.1

εκτουρκίζω [ekturkízo] -ομαι Ρ2.1

εκτραχηλίζομαι [ektraxilízome] Ρ2.1β

εκτραχύνω [ektraxíno] -ομαι Ρ8.1

εκτρέπω [ektrépo] -ομαι Ρ αόρ. εξέτρεψα, απαρέμφ. εκτρέψει, παθ. αόρ. εκτράπηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξετράπη, εξετράπησαν, απαρέμφ. εκτραπεί

εκτρέφω [ektréfo] -ομαι Ρ αόρ. εξέθρεψα, απαρέμφ. εκθρέψει, παθ. αόρ. εκτράφηκα, απαρέμφ. εκτραφεί

εκτροχιάζω [ektroxiázo] -ομαι Ρ2.1

εκτυλίσσω [ektilíso] -ομαι Ρ2.2

εκτυπώνω [ektipóno] -ομαι Ρ1

εκφαυλίζω [ekfavlízo] -ομαι Ρ2.1

Page 129: Guia de conjugação

εκφέρω [ekféro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. εξέφερα, απαρέμφ. εκφέρει, παθ. αόρ. εκφέρθηκα, απαρέμφ. εκφερθεί

εκφεύγω [ekfévγo] Ρ αόρ. εξέφυγα, απαρέμφ. εκφύγει

εκφοβίζω [ekfovízo] Ρ2.1α

εκφορούμαι [ekforúme] Ρ10.9β

εκφορτίζω [ekfortízo] -ομαι Ρ2.1

εκφορτώνω [ekfortóno] -ομαι Ρ1

εκφράζω [ekfrázo] -ομαι Ρ αόρ. εξέφρασα, απαρέμφ. εκφράσει, παθ. αόρ. εκφράστηκα, απαρέμφ. εκφραστεί

εκφυλίζω [ekfilízo] -ομαι Ρ2.1

εκφύομαι [ekfíome] Ρ9β (μόνο στο ενεστ. θ.)

εκφωνώ [ekfonó] -ούμαι Ρ10.9

εκχερσώνω [ekxersóno] -ομαι Ρ1

εκχριστιανίζω [ekxristxanízo] -ομαι Ρ2.1

εκχυδαΐζω [ekxiδaízo] -ομαι Ρ2.1

εκχυλίζω [ekxilízo] -ομαι Ρ2.1

εκχυμώνομαι [ekximónome] Ρ1β

εκχωματίζω [ekxomatízo] -ομαι Ρ2.1

εκχωματώνω [ekxomatóno] -ομαι Ρ1

εκχωρώ [ekxoró] -ούμαι Ρ10.9

ελαιοχρωματίζω [eleoxromatízo] -ομαι Ρ2.1

ελαττώνω [elatóno] -ομαι Ρ1

ελαφραίνω [elafréno] Ρ7.4α

ελαφρύνω [elafríno] -ομαι Ρ8.1

ελαφρώνω [elafróno] -ομαι Ρ1

ελαχιστοποιώ [elaxistopió] -ούμαι Ρ10.9

ελέγχω [eléŋxo] -ομαι Ρ αόρ. έλεγξα και (λόγ.) ήλεγξα, απαρέμφ. ελέγξει, παθ. αόρ. ελέγχθηκα, απαρέμφ. ελεγχθεί, μππ. ελεγμένος και ηλεγμένος*

ελεεινολογώ [eleinoloγó] -ούμαι Ρ10.9

ελέησον [eléison] Ρ

Page 130: Guia de conjugação

ελευθεριάζω [elefθeriázo] Ρ2.1α

ελευθεροκοινωνώ [elefθerokinonó] Ρ10.9α

ελευθερώνω [elefθeróno] -ομαι Ρ1

ελεώ [eleó] Ρ10.9α απαρχ. τ. προστ. αορ. ελέησον* & ελεούμαι [eleúme] Ρ10.9β

ελίσσομαι [elísome] Ρ2.2β

ελκύω [elkío] -ομαι Ρ9 λόγ. αόρ. και είλκυσα, απαρέμφ. ελκύσει, παθ. αόρ. ελκύστηκα, απαρέμφ. ελκυστεί

έλκω [élko] -ομαι Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

ελλείπω [elípo] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

ελληνίζω [elinízo] Ρ2.1α

ελλιμενίζομαι [elimenízome] Ρ2.1β

ελλοχεύω [eloxévo] Ρ5.1α

ελπίζω [elpízo] Ρ2.1α αόρ. και ήλπισα, απαρέμφ. ελπίσει

εμαγιάρω [emajáro] Ρ6α

εμβάζω [emvázo] -ομαι Ρ2.1

εμβαθύνω [emvaθíno] Ρ8.1α

εμβάλλω [emválo] -ομαι Ρ πρτ. ενέβαλλα, αόρ. ενέβαλα, απαρέμφ. εμβάλει, σπάν. παθ. αόρ. εμβλήθηκα, απαρέμφ. εμβληθεί

εμβαπτίζω [emvaptízo] -ομαι Ρ2.1

εμβολιάζω [emvoliázo] -ομαι Ρ2.1

εμβολίζω [emvolízo] -ομαι Ρ2.1

εμμένω [eméno] Ρ αόρ. ενέμεινα, απαρέμφ. εμμείνει

εμμηνορροώ [eminoroó] Ρ10.9α

εμορφαίνω [emorféno] Ρ7.4α

εμπαίζω [embézo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. ενέπαιξα, απαρέμφ. εμπαίξει

εμπεδώνω [embeδóno] -ομαι Ρ1

εμπερικλείω [emberiklío] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. εμπεριέκλεια

εμπίπτω [embípto] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ενέπιπτα

εμπιστεύομαι [embistévome] Ρ5.1β

Page 131: Guia de conjugação

εμπλέκω [embléko] -ομαι Ρ αόρ. ενέπλεξα, απαρέμφ. εμπλέξει, παθ. αόρ. εμπλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ενεπλάκη, ενεπλάκησαν, απαρέμφ. εμπλα κεί

εμπλουτίζω [emblutízo] -ομαι Ρ2.1

εμπνέω [embnéo] -ομαι Ρ αόρ. ενέπνευσα, απαρέμφ. εμπνεύσει, παθ. αόρ. εμπνεύστηκα, απαρέμφ. εμπνευστεί, μππ. εμπνευσμένος

εμποδίζω [emboδízo] -ομαι Ρ2.1

εμπορευματοποιώ [emborevmatopió] -ούμαι Ρ10.9

εμπορεύομαι [emborévome] Ρ5.1β μπε. εμπορευόμενος*

εμποτίζω [embotízo] -ομαι Ρ2.1

εμπυάζω [embjázo] Ρ2.1α μππ. εμπυασμένος & ομπυάζω [ombjázo] Ρ2.1α μππ. ομπυασμένος

εμπυούμαι [embiúme] Ρ10.9β

εμφαίνω [emféno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

εμφανίζω [emfanízo] -ομαι Ρ2.1

εμφιαλώνω [emfialóno] -ομαι Ρ1

εμφιλοχωρώ [emfiloxoró] Ρ10.9α

εμφορούμαι [emforúme] Ρ10.9β

εμφράσσω [emfráso] -ομαι Ρ2.2 αόρ. ενέφραξα, απαρέμφ. εμφράξει

εμφυσώ [emfisó] Ρ10.1α αόρ. και ενεφύσησα, απαρέμφ. εμφυσήσει

εμφυτεύω [emfitévo] -ομαι Ρ5.2

εμφωλεύω [emfolévo] Ρ5.1α (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

εμψυχώνω [empsixóno] -ομαι Ρ1

εμώ [emó] Ρ10.10α (μόνο στο ενεστ. θ.)

εναγκαλίζομαι [enaŋgalízome] Ρ2.1β

ενάγω [enáγo] -ομαι Ρ (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ενήγα, αόρ. ενήγαγα, απαρέμφ. εναγάγει

εναλλάσσω [enaláso] -ομαι Ρ2.2 μπε. εναλλασσόμενος*

ενανθρακώνω [enanθrakóno] -ομαι Ρ1

ενανθρωπίζομαι [enanθropízome] Ρ2.1β

εναντιολογώ [enandioloγó] Ρ10.9α

εναντιώνομαι [enandiónome] Ρ1β

Page 132: Guia de conjugação

εναποθέτω [enapoθéto] -ομαι, εναποτίθεμαι [enapotíθeme] Ρ αόρ. εναπέθεσα και εναπόθεσα, απαρέμφ. εναποθέσει, παθ. εναποτίθεμαι, εναποτίθεσαι, εναποτίθεται, εναποτιθέμεθα, εναποτίθεστε, εναποτίθενται, και (προφ.) εναποθέτομαι, αόρ. εναποτέθηκα, απαρέμφ. εναποτεθεί

εναποθηκεύω [enapoθikévo] -ομαι Ρ5.1

εναπομένω [enapoméno] Ρ αόρ. εναπέμεινα και εναπόμεινα, απαρέμφ. εναπομείνει

εναρμονίζω [enarmonízo] -ομαι Ρ2.1

ενασκώ [enaskó] -ούμαι Ρ10.9

ενασχολούμαι [enasxolúme] Ρ10.9β

ενατενίζω [enatenízo] Ρ2.1α

ενδείκνυμαι [enδíknime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) μππ. ενδεδειγμένος*

ενδεικνύομαι [enδikníome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

ενδεκαπλασιάζω [enδekaplasiázo] -ομαι Ρ2.1

ενδημώ [enδimó] Ρ10.9α

ενδιατρίβω [enδiatrívo] Ρ αόρ. ενδιέτριψα, απαρέμφ. ενδιατρίψει

ενδιαφέρω [enδiaféro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ενδιέφερα, απαρέμφ. ενδιαφέρει, παθ. αόρ. ενδιαφέρθηκα, απαρέμφ. ενδιαφερθεί

ενδίδω [enδíδω] Ρ αόρ. ενέδωσα, απαρέμφ. ενδώσει

ενδοσκοπώ [enδoskopó] -ούμαι Ρ10.9

ενδυναμώνω [enδinamóno] -ομαι Ρ1

ενδύω [enδío] -ομαι Ρ9 αόρ. ενέδυσα, απαρέμφ. ενδύσει, μππ. ενδεδυμένος

ενεδρεύω [eneδrévo] Ρ5.1α

ενεργοποιώ [enerγopió] -ούμαι Ρ10.9

ενεργώ [enerγó] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. ενήργησα, απαρέμφ. ενεργήσει

ενετοκρατούμαι [enetokratúme] Ρ10.9β (συνήθ. στη μπε.)

ενέχομαι [enéxome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

ενεχυριάζω [enexiriázo] -ομαι Ρ2.1

ενηλικιώνομαι [enilikiónome] Ρ1β

ενημερώνω [enimeróno] -ομαι Ρ1

ενθαρρύνω [enθaríno] -ομαι Ρ8.1

Page 133: Guia de conjugação

ενθέτω [enθéto] Ρ

ενθουσιάζω [enθusiázo] -ομαι Ρ2.1

ενθρονίζω [enθronízo] -ομαι Ρ2.1

ενθυλακώνω [enθilakóno] Ρ1α

ενθυμίζω [enθimízo] Ρ2.1α

ενθυμούμαι [enθimúme] Ρ10.9β

ενθυμώ [enθimó] Ρ10.9α

ενίσταμαι [enístame] Ρ

ενισχύω [enisxío] -ομαι Ρ9

εννοώ [enoó] -ούμαι Ρ10.9

ενοικιάζω [enikiázo] -ομαι Ρ2.1

ενοποιώ [enopió] -ούμαι Ρ10.9

ενορχηστρώνω [enorxistróno] -ομαι Ρ1

ενοφθαλμίζω [enofθalmízo] -ομαι Ρ2.1

ενοχλώ [enoxló] -ούμαι Ρ10.9

ενοχοποιώ [enoxopió] -ούμαι Ρ10.9

ενσαρκώνω [ensarkóno] -ομαι Ρ1

ενσκήπτω [enskípto] Ρ αόρ. ενέσκηψα, απαρέμφ. ενσκήψει

ενσπείρω [enspíro] Ρ αόρ. ενέσπειρα, απαρέμφ. ενσπείρει

ενσταλάζω [enstalázo] -ομαι Ρ2.2

ενστερνίζομαι [ensternízome] Ρ2.1β

ενσφηνώνω [ensfinóno] -ομαι Ρ1

ενσωματώνω [ensomatóno] -ομαι Ρ1

εντάσσω [endáso] -ομαι Ρ αόρ. ενέταξα και (σπάν.) ένταξα, απαρέμφ. εντάξει, παθ. αόρ. εντάχθηκα, απαρέμφ. ενταχθεί, μππ. ενταγμένος και εντεταγμένος*

εντατικοποιώ [endatikopió] -ούμαι Ρ10.9

ενταφιάζω [endafiázo] -ομαι Ρ2.1

εντείνω [endíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ενέτεινα, απαρέμφ. εντείνει, παθ. αόρ. εντάθηκα, απαρέμφ. ενταθεί

Page 134: Guia de conjugação

εντέλλομαι [endélome] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μππ. εντεταλμένος*

εντοιχίζω [endixízo] -ομαι Ρ2.1

εντοπίζω [endopízo] -ομαι Ρ2.1

εντρέπομαι [endrépome] Ρ αόρ. εντράπηκα, απαρέμφ. εντραπεί

εντροπιάζω [endropxázo] -ομαι Ρ2.1

εντρυφώ [endrifó] Ρ10.1α

εντυπώνω [endipóno] -ομαι Ρ1

εντυπωσιάζω [endiposiázo] -ομαι Ρ2.1

ενυδατώνω [eniδatóno] -ομαι Ρ1

ενυπάρχω [enipárxo] Ρ (βλ. υπάρχω)

ενώνω [enóno] -ομαι Ρ1

εξαγγέλλω [eksangélo] -ομαι Ρ πρτ. εξάγγελλα και εξήγγελλα, αόρ. εξήγγειλα και εξάγγειλα, απαρέμφ. εξαγγείλλει, παθ. αόρ. εξαγγέλθηκα, απαρέμφ. εξαγγελθεί, μππ. εξαγγελμένος

εξαγιάζω [eksajiázo] -ομαι Ρ2.1

εξαγνίζω [eksaγnízo] -ομαι Ρ2.1

εξαγοράζω [eksaγorázo] -ομαι Ρ2.1

εξαγριώνω [eksaγrióno] -ομαι Ρ1

εξάγω [eksáγo] -ομαι Ρ πρτ. εξήγα, αόρ. εξήγαγα, απαρέμφ. εξαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) εξάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξήχθη, εξήχθησαν, απαρέμφ. εξαχθεί

εξαερίζω [eksaerízo] -ομαι Ρ2.1

εξαεριούμαι [eksaeriúme] Ρ

εξαεριώνω [eksaerióno] -ομαι Ρ1

εξαερούμαι [eksaerúme] Ρ

εξαερώνω [eksaeróno] -ομαι Ρ1

εξαθλιώνω [eksaθlióno] -ομαι Ρ1

εξαίρω [ekséro] -ομαι Ρ αόρ. εξήρα, απαρέμφ. εξάρει, παθ. αόρ. εξάρθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξήρθη, εξήρθησαν, απαρέμφ. εξαρθεί

εξαιρώ [ekseró] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. εξαιρέθηκα, απαρέμφ. εξαιρεθεί

εξακολουθώ [eksakoluθó] Ρ10.9α

Page 135: Guia de conjugação

εξακοντίζω [eksakondízo] -ομαι Ρ2.1

εξακριβώνω [eksakrivóno] -ομαι Ρ1

εξαλείφω [eksalífo] -ομαι Ρ4

εξαναγκάζω [eksanaŋgázo] -ομαι Ρ2.1

εξανδραποδίζω [eksanδrapoδízo] -ομαι Ρ2.1

εξανεμίζω [eksanemízo] -ομαι Ρ2.1

εξανθρωπίζω [eksanθropízo] -ομαι Ρ2.1

εξανίσταμαι [eksanístame] Ρ αόρ. γ' πρόσ. εξανέστη, εξανέστησαν

εξαντλώ [eksandló] -ούμαι Ρ10.9

εξαπατώ [eksapató] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

εξαπλασιάζω [eksaplasiázo] -ομαι Ρ2.1

εξαπλώνω [eksaplóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.)

εξαπολύω [eksapolío] -ομαι Ρ αόρ. εξαπέλυσα, απαρέμφ. εξαπολύσει, παθ. αόρ. εξαπολύθηκα, απαρέμφ. εξαπολυθεί

εξαποστέλλω [eksapostélo] Ρ αόρ. εξαπέστειλα, απαρέμφ. εξαποστείλει

εξάπτω [eksápto] -ομαι Ρ4 αόρ. εξήψα, απαρέμφ. εξάψει

εξαργυρώνω [eksarjiróno] -ομαι Ρ1

εξαρθρώνω [eksarθróno] -ομαι Ρ1

εξαρτώ [eksartó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

εξαρχαΐζω [eksarxaízo] -ομαι Ρ2.1

εξασθενίζω [eksasθenízo] Ρ2.1α μππ. εξασθενισμένος

εξασθενώ [eksasθenó] Ρ10.9α μππ. εξασθενημένος

εξασκώ [eksaskó] -ούμαι Ρ10.9

εξασφαλίζω [eksasfalízo] -ομαι Ρ2.1

εξατμίζω [eksatmízo] -ομαι Ρ2.1

εξατομικεύω [eksatomikévo] -ομαι Ρ5.1

εξαϋλώνω [eksailóno] -ομαι Ρ1

εξαφανίζω [eksafanízo] -ομαι Ρ2.1

εξαχρειώνω [eksaxrióno] -ομαι Ρ1

Page 136: Guia de conjugação

εξεγείρω [eksejíro] -ομαι Ρ (βλ. εγείρω) (συνήθ. παθ.)

εξειδικεύω [eksiδikévo] -ομαι Ρ5.1

εξεικονίζω [eksikonízo] -ομαι Ρ2.1

εξελίσσω [ekselíso] -ομαι Ρ2.2

εξελληνίζω [ekselinízo] -ομαι Ρ2.1

εξεμώ [eksemó] Ρ10.10α (μόνο στο ενεστ. θ.)

εξερεθίζω [eksereθízo] -ομαι Ρ2.1

εξερευνώ [ekserevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

εξέρχομαι [eksérxome] Ρ αόρ. εξήλθα, απαρέμφ. εξέλθει

εξετάζω [eksetázo] -ομαι Ρ2.1

εξευγενίζω [eksevjenízo] -ομαι Ρ2.1

εξευμενίζω [eksevmenízo] -ομαι Ρ2.1

εξευρίσκω [eksevrísko] -ομαι Ρ παθ. αόρ. εξευρέθηκα, απαρέμφ. εξευρεθεί

εξευρωπαΐζω [eksevropaízo] -ομαι Ρ2.1

εξευτελίζω [ekseftelízo] -ομαι Ρ2.1

εξέχω [ekséxo] Ρ πρτ. εξείχα

εξηγώ [eksiγó] -ούμαι Ρ10.9

εξηλεκτρίζω [eksilektrízo] -ομαι Ρ2.1

εξημερώνω [eksimeróno] -ομαι Ρ1

εξιδανικεύω [eksiδanikévo] -ομαι Ρ5.1

εξιλεώνω [eksileóno] -ομαι Ρ1

εξισλαμίζω [eksislamízo] -ομαι Ρ2.1

εξισορροπώ [eksisoropó] -ούμαι Ρ10.9

εξίσταμαι [eksístame] Ρ

εξιστορώ [eksistoró] -ούμαι Ρ10.9

εξισώνω [eksisóno] -ομαι Ρ1

εξιχνιάζω [eksixniázo] -ομαι Ρ2.1

εξοβελίζω [eksovelízo] -ομαι Ρ2.1

Page 137: Guia de conjugação

εξογκώνω [eksoŋgóno] -ομαι Ρ1

εξοικειώνω [eksikióno] -ομαι Ρ1

εξοικονομώ [eksikonomó] -ούμαι Ρ10.9

εξοκέλλω [eksokélo] Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. εξόκειλα, απαρέμφ. εξοκείλει

εξολοθρεύω [eksoloθrévo] -ομαι Ρ5.1 μππ. εξολοθρεμένος

εξομαλύνω [eksomalíno] -ομαι Ρ8.2

εξομοιώνω [eksomióno] -ομαι Ρ1

εξομολογώ [eksomoloγó] -ούμαι Ρ10.9 & (προφ.) -ιέμαι Ρ10.1β

εξοντώνω [eksondóno] -ομαι Ρ1

εξονυχίζω [eksonixízo] -ομαι Ρ2.1

εξοπλίζω [eksoplízo] -ομαι Ρ2.1

εξοργίζω [eksorjízo] -ομαι Ρ2.1

εξορίζω [eksorízo] -ομαι Ρ2.1

εξορκίζω [eksorkízo] -ομαι Ρ2.1

εξορμώ [eksormó] & -άω Ρ10.1α

εξορύσσω [eksoríso] -ομαι Ρ2.2

εξοστρακίζω [eksostrakízo] -ομαι Ρ2.1

εξουδετερώνω [eksuδeteróno] -ομαι Ρ1

εξουθενώνω [eksuθenóno] -ομαι Ρ1

εξουσιάζω [eksusiázo] -ομαι Ρ2.1

εξουσιοδοτώ [eksusioδotó] -ούμαι Ρ10.9

εξοφλώ [eksofló] -ούμαι Ρ10.9

εξυβρίζω [eksivrízo] -ομαι Ρ2.1

εξυγιαίνω [eksijiéno] -ομαι Ρ7.2

εξυμνώ [eksimnó] -ούμαι Ρ10.9

εξυπακούεται [eksipakúete] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) μπε. εξυπακουόμενος

εξυπηρετώ [eksipiretó] -ούμαι Ρ10.9

εξυπονοείται [eksiponoíte] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.)

Page 138: Guia de conjugação

εξυφαίνω [eksiféno] -ομαι Ρ7.2

εξυψώνω [eksipsóno] -ομαι Ρ1

εξωθώ [eksoθó] -ούμαι Ρ10.9

εξωνούμαι [eksonúme] Ρ10.9β

εξώνω [eksóno] -ομαι Ρ1

εξωραΐζω [eksoraízo] -ομαι Ρ2.1

εξωτερικεύω [eksoterikévo] -ομαι Ρ5.1

εορτάζω [eortázo] -ομαι Ρ2.1 μπε. εορταζόμενος*

επαγγέλλομαι [epangélome] Ρ αόρ. επαγγέλθηκα, απαρέμφ. επαγγελθεί

επαγρυπνώ [epaγripnó] Ρ10.9α

επάγω [epáγo] -ομαι Ρ αόρ. επήγαγα, απαρέμφ. επαγάγει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) επήχθη, επήχθησαν, απαρέμφ. επαχθεί

επαινώ [epenó] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. επαινέθηκα, απαρέμφ. επαινεθεί

επαίρομαι [epérome] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) μππ. επηρμένος*

επαιτώ [epetó] Ρ10.9α

επακολουθώ [epakoluθó] Ρ10.9α

επαλείφω [epalífo] -ομαι Ρ4

επαληθεύω [epaliθévo] -ομαι Ρ5.1

επαμφοτερίζω [epamfoterízo] Ρ2.1α

επαναβεβαιώνω [epanaveveóno] -ομαι Ρ1

επαναδιαπραγματεύομαι [epanaδiapraγmatévome] Ρ5.1β

επαναδραστηριοποιώ [epanaδrastiriopió] -ούμαι Ρ10.9

επανακάμπτω [epanakámpto] Ρ αόρ. επανέκαμψα, απαρέμφ. επανακάμψει

επανακρίνω [epanakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επανέκρινα, απαρέμφ. επανακρίνει, παθ. αόρ. επανακρίθηκα, απαρέμφ. επανακριθεί

επανακτώ [epanaktó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 αόρ. επανέκτησα, απαρέμφ. επανακτήσει

επανακυκλοφορώ [epanakikloforó] Ρ10.9α

επαναλαμβάνω [epanalamváno] -ομαι Ρ αόρ. επανέλαβα, απαρέμφ. επαναλάβει, παθ. αόρ. επαναλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επανελήφθη, επανελήφθησαν, απαρέμφ. επαναληφθεί, μππ. επανειλημμένος*

Page 139: Guia de conjugação

επαναλειτουργώ [epanaliturγó] Ρ10.9α

επαναπατρίζομαι [epanapatrízome] Ρ2.1β

επαναπαύω [epanapávo] -ομαι Ρ5.1

επαναπροσδιορίζω [epanaprozδiorízo] -ομαι Ρ2.1

επαναπροσλαμβάνω [epanaproslamvávo] -ομαι Ρ αόρ. επαναπροσέλαβα, απαρέμφ. επαναπροσλάβει, παθ. αόρ. επαναπροσλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επαναπροσελήφθη, επαναπροσελήφθησαν, απαρέμφ. επαναπροσληφθεί

επαναστατώ [epanastató] Ρ10.9α μππ. επαναστατημένος

επανασυνδέω [epanasinδéo] -ομαι Ρ (βλ. συνδέω)

επανατοποθετώ [epanatopoθetó] -ούμαι Ρ10.9

επαναφέρω [epanaféro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επανέφερα και επανάφερα, απαρέμφ. επαναφέρει, παθ. αόρ. επαναφέρθηκα, απαρέμφ. επαναφερθεί

επανδρώνω [epanδróno] -ομαι Ρ1

επανεισάγω [epanisáγo] -ομαι Ρ (βλ. εισάγω)

επανεκδίδω [epanekδíδo] -ομαι Ρ πρτ. επανεξέδιδα, αόρ. επανεξέδωσα, απαρέμφ. επανεκδώσει, παθ. αόρ. επανεκδόθηκα, απαρέμφ. επανεκδοθεί

επανεκλέγω [epanekléγo] -ομαι Ρ αόρ. επανεξέλεξα, απαρέμφ. επανεκλέξει, παθ. αόρ. επανεκλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επανεξελέγη, επανεξελέγησαν, απαρέμφ. επανεκλεγεί, μππ. επανεκλεγμένος

επανεκπέμπω [epanekpémbo] -ομαι Ρ (βλ. εκπέμπω)

επανεκτιμώ [epanektimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

επανεμφανίζω [epanemfanízo] -ομαι Ρ2.1

επανεντάσσω [epanendáso] -ομαι Ρ2.2 αόρ. επανένταξα, απαρέμφ. επανεντάξει

επανεξάγω [epaneksáγo] -ομαι Ρ (βλ. εξάγω)

επανεξετάζω [epaneksetázo] -ομαι Ρ2.1

επανεξοπλίζω [epaneksoplízo] -ομαι Ρ2.1

επανέρχομαι [epanérxome] Ρ αόρ. επανήλθα, απαρέμφ. επανέλθει

επανιδρύω [epaniδrío] -ομαι Ρ9

επανορθώνω [epanorθóno] -ομαι Ρ1

επαργυρώνω [eparjiróno] -ομαι Ρ1

επαρκώ [eparkó] Ρ10.10α

Page 140: Guia de conjugação

επαυξάνω [epafksáno] -ομαι Ρ (βλ. αυξάνω)

επαφίεμαι [epafíeme] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

επέδραμα [epéδrama] Ρ απαρέμφ. επιδράμει

επείγει [epíji] Ρ (στο γ' πρόσ.)

επείγομαι [epíγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

επεκτείνω [epektíno] -ομαι Ρ (βλ. εκτείνω) μππ. επεκτεταμένος* και επεκταμένος

επελαύνω [epelávno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

επεμβαίνω [epemvéno] Ρ πρτ. επενέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. επενέβη, επενέβησαν, απαρέμφ. επέμβει

επενδύω [epenδío] -ομαι Ρ9

επενεργώ [epenerγó] Ρ10.9α

επεξεργάζομαι [epekserγázome] Ρ2.1β

επεξηγώ [epeksiγó] -ούμαι Ρ10.9

επέπρωτο [epéproto] Ρ (απρόσ.)

επέρχομαι [epérxome] Ρ αόρ. επήλθα, απαρέμφ. επέλθει

επερωτώ [eperotó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

επέστη [epésti] Ρ

επευφημώ [epefimó] -ούμαι Ρ10.9

επέχω [epéxo] Ρ πρτ. επείχα

επηρεάζω [epireázo] -ομαι Ρ2.1

επιβαίνω [epivéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. επέβαινα

επιβάλλω [epiválo] -ομαι Ρ πρτ. επέβαλλα, αόρ. επέβαλα, απαρέμφ. επιβάλει, παθ. αόρ. επιβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και επεβλήθη, επεβλήθησαν, απαρέμφ. επιβληθεί, μππ. επιβεβλημένος*

επιβαρύνω [epivaríno] -ομαι Ρ8.1

επιβεβαιώνω [epiveveóno] -ομαι Ρ1

επιβιβάζω [epivivázo] -ομαι Ρ2.1

επιβιώνω [epivióno] Ρ1α

επιβλέπω [epivlépo] Ρ αόρ. επέβλεψα, απαρέμφ. επιβλέψει

επιβουλεύομαι [epivulévome] Ρ5.1β

Page 141: Guia de conjugação

επιβραβεύω [epivravévo] -ομαι Ρ5.1

επιβραδύνω [epivraδíno] -ομαι Ρ8.1

επιγράφω [epiγráfo] -ομαι Ρ αόρ. επέγραψα, απαρέμφ. επιγράψει, παθ. αόρ. επιγράφτηκα και επιγράφηκα, απαρέμφ. επιγραφτεί και επιγραφεί

επιδαψιλεύω [epiδapsilévo] Ρ5.1α

επιδεικνύω [epiδiknío] -ομαι Ρ πρτ. επιδείκνυα, αόρ. επέδειξα, απαρέμφ. επιδείξει, παθ. αόρ. επιδείχθηκα, απαρέμφ. επιδειχθεί

επιδεινώνω [epiδinóno] -ομαι Ρ1

επιδείχνω [epiδíxno] -ομαι Ρ αόρ. επέδειξα, απαρέμφ. επιδείξει, παθ. αόρ. επιδείχτηκα, απαρέμφ. επιδειχτεί

επιδένω [epiδéno] -ομαι Ρ1

επιδέχομαι [epiδéxome] Ρ3β (ιδ. στο γ' πρόσ. και στο ενεστ. θ.)

επιδημώ [epiδimó] Ρ10.9α

επιδίδομαι [epiδíδome] Ρ αόρ. επιδόθηκα, απαρέμφ. επιδοθεί

επιδίδω [epiδíδo] -ομαι Ρ πρτ. επέδιδα, αόρ. επέδωσα, απαρέμφ. επιδώσει, παθ. αόρ. επιδόθηκα, απαρέμφ. επιδοθεί

επιδικάζω [epiδikázo] -ομαι Ρ2.1

επιδιορθώνω [epiδiorθóno] -ομαι Ρ1

επιδιώκω [epiδióko] -εται Ρ3

επιδοκιμάζω [epiδokimázo] -ομαι Ρ2.1

επιδοτώ [epiδotó] -ούμαι Ρ10.9

επιδρώ [epiδró] Ρ10.4α αόρ. επέδρασα, απαρέμφ. επιδράσει

επιζητώ [epizitó] -είται Ρ10.9

επιζώ [epizó] Ρ10.9α αόρ. επέζησα, απαρέμφ. επιζήσει

επιθέτω [epiθéto] Ρ αόρ. επέθεσα, απαρέμφ. επιθέσει

επιθεωρώ [epiθeoró] -ούμαι Ρ10.9

επιθυμώ [epiθimó] Ρ10.9α

επικάθημαι [epikáθime] Ρ

επικάθομαι [epikáθome] Ρ (βλ. κάθομαι)

Page 142: Guia de conjugação

επικαλούμαι [epikalúme] Ρ10.10 αόρ. επικαλέστηκα, απαρέμφ. επικαλεστεί στη σημ. I και αόρ. επικλήθηκα, απαρέμφ. επικληθεί στη σημ. II

επικαλύπτω [epikalípto] -ομαι Ρ4

επικαρπώνομαι [epikarpónome] Ρ1β & (λόγ.) επικαρπούμαι [epikarpúme] Ρ

επικασσιτερώνω [epikasiteróno] -ομαι Ρ1

επίκειται [epíite] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. επικείμενος*

επικεντρώνω [epikendróno] -ομαι Ρ1

επικηρύσσω [epikiríso] -ομαι Ρ2.2

επικοινωνώ [epikinonó] Ρ10.9α

επικολλώ [epikoló] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

επικουρώ [epikuró] -ούμαι Ρ10.9

επικρατώ [epikrató] Ρ10.9α

επικρέμαται [epikrémate] Ρ (στο γ' πρόσ.) μπε. επικρεμάμενος*

επικρίνω [epikríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επέκρινα, απαρέμφ. επικρίνει, παθ. αόρ. επικρίθηκα, απαρέμφ. επικριθεί

επικροτώ [epikrotó] -ούμαι Ρ10.9

επικυρώνω [epikiróno] -ομαι Ρ1

επιλαμβάνομαι [epilamvánome] Ρ παθ. αόρ. επιλήφθηκα, απαρέμφ. επιληφθεί

επιλέγομαι [epiléγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

επιλέγω [epiléγo] -ομαι Ρ αόρ. επέλεξα, απαρέμφ. επιλέξει, παθ. αόρ. επιλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επελέγη, επελέγησαν, απαρέμφ. επιλεγεί και επιλεχτεί, μππ. επιλεγμένος

επιλύω [epilíο] -ομαι Ρ9 αόρ. επέλυσα, απαρέμφ. επιλύσει

επιμελούμαι [epimelúme] Ρ10.9β

επιμένω [epiméno] Ρ αόρ. επέμεινα, απαρέμφ. επιμείνει

επιμερίζω [epimerízo] -ομαι Ρ2.1

επιμεταλλώνω [epimetalóno] -ομαι Ρ1

επιμετρώ [epimetró] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β & -ώμαι Ρ11

επιμηκύνω [epimikíno] -ομαι Ρ8.2

επιμολυβδώνω [epimolivδóno] -ομαι Ρ1

Page 143: Guia de conjugação

επιμορφώνω [epimorfóno] -ομαι Ρ1

επινεύω [epinévo] Ρ αόρ. επένευσα, απαρέμφ. επινεύσει

επινικελώνω [epinikelóno] -ομαι Ρ1

επινοώ [epinoó] -ούμαι Ρ10.9

επιορκώ [epiorkó] Ρ10.9α

επιπίπτω [epipípto] Ρ αόρ. επέπεσα, απαρέμφ. επιπέσει

επιπλατινώνω [epiplatinóno] -ομαι Ρ1

επιπλέω [epipléo] Ρ αόρ. επέπλευσα, απαρέμφ. επιπλεύσει

επιπλήττω [epiplíto] -ομαι Ρ2.2 αόρ. επέπληξα, απαρέμφ. επιπλήξει

επιπλώνω [epiplóno] -ομαι Ρ1

επιρρίπτω [epirípto] -ομαι Ρ αόρ. επέρριψα, απαρέμφ. επιρρίψει, παθ. αόρ. επιρρίφθηκα, απαρέμφ. επιρριφθεί

επισείω [episío] -ομαι Ρ αόρ. επέσεισα, απαρέμφ. επισείσει, παθ. αόρ. επισείστηκα, απαρέμφ. επισειστεί

επισημαίνω [episiméno] -ομαι Ρ7.2

επισημοποιώ [episimopió] -ούμαι Ρ10.9

επισιτίζω [episitízo] -ομαι Ρ2.1

επισκέπτομαι [episképtome] Ρ4β

επισκευάζω [episkevázo] -ομαι Ρ2.1

επισκιάζω [episkiázo] -ομαι Ρ2.1

επισκοπώ [episkopó] -ούμαι Ρ10.9

επισπεύδω [epispévδo] -εται Ρ αόρ. επέσπευσα, απαρέμφ. επισπεύσει, παθ. αόρ. επισπεύσθηκε, απαρέμφ. επισπευσθεί

επιστατώ [epistató] -ούμαι Ρ10.9

επιστεγάζω [episteγázo] -ομαι Ρ2.1

επιστρατεύω [epistratévo] -ομαι Ρ5.1

επιστρέφω [epistréfo] -ομαι Ρ αόρ. επέστρεψα, απαρέμφ. επιστρέψει, παθ. αόρ. επιστράφηκα, απαρέμφ. επιστραφεί

επιστρώνω [epistróno] -ομαι Ρ1

επισυμβαίνει [episimvéni] Ρ (βλ. συμβαίνει) (στο γ' πρόσ.)

Page 144: Guia de conjugação

επισυνάπτω [episinápto] -ομαι Ρ (βλ. συνάπτω)

επισύρω [episíro] -ομαι Ρ αόρ. επέσυρα, απαρέμφ. επισύρει, παθ. αόρ. επισύρθηκα, απαρέμφ. επισυρθεί

επισφραγίζω [episfrajízo] -ομαι Ρ2.1

επισωρεύω [episorévo] -ομαι Ρ5.1

επιτάζω [epitázo] -ομαι Ρ2.2

επιτάσσω [epitáso] -ομαι Ρ2.2

επιταχύνω [epitaxíno] -ομαι Ρ8.1

επιτείνω [epitíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επέτεινα, απαρέμφ. επιτείνει, παθ. αόρ. επιτάθηκα, απαρέμφ. επιταθεί

επιτελώ [epiteló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. καθαιρέθηκα, απαρέμφ. καθαιρεθεί, μππ. καθαιρεμένος και καθηρημένος*

επιτηδεύομαι [epitiδévome] Ρ5.1β μππ. επιτηδευμένος*

επιτηρώ [epitiró] -ούμαι Ρ10.9

επιτίθεμαι [epitíθeme] Ρ επιτίθεσαι, επιτίθεται, επιτιθέμεθα, επιτίθεστε, επιτίθενται, αόρ. επιτέθηκα και γ' πρόσ. (λόγ.) και επετέθη, επετέθησαν, απαρέμφ. επιτεθεί

επιτιμώ [epitimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

επιτονίζω [epitonízo] -ομαι Ρ2.1

επιτρέπω [epitrépo] -εται Ρ αόρ. επέτρεψα, απαρέμφ. επιτρέψει, παθ. αόρ. επιτράπηκε, απαρέμφ. επιτραπεί

επιτροπεύω [epitropévo] -ομαι Ρ5.1

επιτυγχάνω [epitiŋxáno] -ομαι Ρ αόρ. επέτυχα, απαρέμφ. επιτύχει, παθ. αόρ. επιτεύχθηκα, απαρέμφ. επιτευχθεί, μππ. επιτυχημένος*

επιφέρω [epiféro] -εται Ρ πρτ. και αόρ. επέφερα, απαρέμφ. επιφέρει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

επιφοιτώ [epifitó] Ρ10.1α

επιφορτίζω [epifortízo] -ομαι Ρ2.1

επιφυλάσσω [epifiláso] -ομαι Ρ2.2

επιχαίρω [epixéro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

επιχειρηματολογώ [epixirimatoloγó] Ρ10.9α

επιχειρώ [epixiró] -είται Ρ10.9

επιχορηγώ [epixoriγó] -ούμαι Ρ10.9

Page 145: Guia de conjugação

επιχρίω [epixrío] -ομαι Ρ αόρ. επέχρισα, απαρέμφ. επιχρίσει, παθ. αόρ. επιχρίστηκα, απαρέμφ. επιχριστεί, μππ. επιχρισμένος

επιχρυσώνω [epixrisóno] -ομαι Ρ1

επιχωματίζω [epixomatízo] -ομαι Ρ2.1

επιχωματώνω [epixomatóno] -ομαι Ρ1

επιχωριάζει [epixoriázi] Ρ2.1α

επιψηφίζω [epipsifízo] -ομαι Ρ2.1

εποικίζω [epikízo] -ομαι Ρ2.1

εποικώ [epikó] Ρ10.9α

έπομαι [épome] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. επόμενος*

επονομάζω [eponomázo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.)

εποπτεύω [epoptévo] -ομαι Ρ5.1

επουλώνω [epulóno] -ομαι Ρ1

εποφθαλμιώ [epofθalmió] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.)

επταπλασιάζω [eptaplasiázo] -ομαι & εφταπλασιάζω [eftaplasiázo] -ομαι Ρ2.1

επωάζω [epoázo] -ομαι Ρ2.1

επωμίζομαι [epomízome] Ρ2.1β

επωφελούμαι [epofelúme] Ρ10.9β

ερανίζομαι [eranízome] Ρ2.1β

εργάζομαι [erγázome] Ρ2.1β (πρβ. δουλεύω)

ερεθίζω [ereθízo] -ομαι Ρ2.1

ερείδομαι [eríδome] Ρ

ερειπώνω [eripóno] -ομαι Ρ1

ερευνώ [erevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

ερημοδικώ [erimoδikó] Ρ10.9α

ερημώνω [erimóno] -ομαι Ρ1

ερίζω [erízo] Ρ2.1α

ερμηνεύω [erminévo] -ομαι Ρ5.1

έρπω [érpo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

Page 146: Guia de conjugação

ερυθραίνω [eriθréno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.)

ερυθριώ [eriθrió] Ρ10.4α

έρχομαι [érxome] Ρ αόρ. ήρθα και ήλθα, προστ. έλα, ελάτε, απαρέμφ. έρθει και έλθει και ΄ρθει

ερωτεύομαι [erotévome] Ρ5.1β

ερωτοτροπώ [erototropó] Ρ10.9α

ερωτώ [erotó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

εσοδεύω [esoδévo] Ρ5.1α

εστί [estí] & έστι [ésti] Ρ

εστιάζω [estiázo] -ομαι Ρ2.1

εσωκλείω [esoklío] -ομαι Ρ αόρ. εσώκλεισα, απαρέμφ. εσωκλείσει, παθ. αόρ. εσωκλείστηκα, απαρέμφ. εσωκλειστεί

εσωτερικεύω [esoterikévo] -ομαι Ρ5.1

ετεροχρονίζω [eteroxronízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. ετεροχρονισμένος*

ετοιμάζω [etimázo] -ομαι Ρ2.1

ετυμολογώ [etimoloγó] -είται Ρ10.9

ευαγγελίζομαι [evangelízome] Ρ2.1β

ευαισθητοποιώ [evesθitopió] -ούμαι Ρ10.9

ευαρεστούμαι [evarestúme] Ρ10.9β

ευγνωμονώ [evγnomonó] Ρ10.9α

ευδαιμονώ [evδemonó] Ρ10.9α

ευδοκιμώ [evδokimó] Ρ10.9α

ευδοκώ [evδokó] Ρ10.9α

ευελπιστώ [evelpistó] Ρ10.9α

ευεργετώ [everjetó] -ούμαι Ρ10.9

ευημερώ [evimeró] Ρ10.9α

ευθειάζω [efθiázo] -ομαι Ρ2.1

ευθυγραμμίζω [efθiγramízo] -ομαι Ρ2.1

ευθυμώ [efθimó] Ρ10.9α

ευθύνομαι [efθínome] Ρ8.1β (μόνο στο ενεστ. θ.)

Page 147: Guia de conjugação

ευκαιρώ [efkeró] Ρ10.9α

ευκολύνω [efkolíno] -ομαι Ρ8.1

ευλαβούμαι [evlavúme] Ρ10.9β

ευλογώ [evloγó] -ούμαι Ρ10.9 & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. ευλογημένος*

ευνομούμαι [evnomúme] Ρ10.9β

ευνουχίζω [evnuxízo] -ομαι Ρ2.1

ευνοώ [evnoó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. ευνοούμενος*

ευοδώνω [evoδóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.)

ευπορώ [efporó] Ρ10.9α

ευπρεπίζω [efprepízo] -ομαι Ρ2.1

ευρετηριάζω [evretiriázo] -ομαι Ρ2.1

ευρύνω [evríno] -ομαι Ρ8.1

ευρωπαΐζω [evropaízo] Ρ2.1α

ευσπλαχνίζομαι [efsplaxnízome] & ευσπλαγχνίζομαι [efsplaŋxnízome] Ρ2.1β

ευσταθεί [efstaθí] Ρ (στο γ' πρόσ., κυρ. στο ενεστ. θ.)

ευστοχώ [efstoxó] Ρ10.9α

ευτελίζω [eftelízo] -ομαι Ρ2.1

ευτρεπίζω [eftrepízo] -ομαι Ρ2.1

ευτυχώ [eftixó] Ρ10.9α μππ. ευτυχισμένος*

ευφυολογώ [efioloγó] Ρ10.9α

ευχαριστώ [efxaristó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β

εύχομαι [éfxome] Ρ αόρ. ευχήθηκα, απαρέμφ. ευχηθεί

ευφραίνω [efréno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.)

ευωδιάζω [evoδjázo & evoδiázo] Ρ2.1α

ευωχούμαι [evoxúme] Ρ10.9β

εφάπτομαι [efáptome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

εφαρμόζω [efarmózo] -εται Ρ2.1

εφεσιβάλλω [efesiválo] -εται Ρ (συνήθ. στον ενεστ.)

Page 148: Guia de conjugação

εφευρίσκω [efevrísko] -ομαι Ρ αόρ. εφεύρα, απαρέμφ. εφεύρει, παθ. αόρ. εφευρέθηκα, απαρέμφ. εφευρεθεί

εφημερεύω [efimerévo] Ρ5.1α

εφησυχάζω [efisixázo] Ρ2.1α μππ. εφησυχασμένος

εφιστώ [efistó] Ρ10.1α αόρ. επέστησα, απαρέμφ. επιστήσει

εφοδιάζω [efoδiázo] -ομαι Ρ2.1

εφορεύω [eforévo] -εται Ρ5.1

εφορμώ [eformó] Ρ10.1α

εφυαλώνω [efialóno] -ομαι Ρ1

εχθρεύομαι [exθrévome] Ρ5.1β (χωρίς μππ.)

έχω [éxo] Ρ πρτ. είχα, μτχ. έχοντας

Page 149: Guia de conjugação

Ζ

ζαβλακώνω [zavlakóno] -ομαι Ρ1

ζαβώνω [zavóno] Ρ1α

ζαλίζω [zalízo] -ομαι Ρ2.1

ζαλικώνω [zalikóno] -ομαι Ρ1

ζαλώνω [zalóno] -ομαι Ρ1

ζαρώνω [zaróno] Ρ1α μππ. ζαρωμένος

ζάφτω [záfto] Ρ4α

ζαχαριάζω [zaxarjázo] Ρ2.1α μππ. ζαχαριασμένος

ζαχαρώνω [zaxaróno] Ρ1α μππ. ζαχαρωμένος

ζεματώ [zemató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & ζεματίζω [zematízo] -ομαι Ρ2.1

ζένω [zéno] Ρ3α & ζένομαι [zénome] Ρ3β

ζεσταίνω [zesténo] -ομαι Ρ7.1

ζευγαρίζω [zevγarízo] Ρ2.1α

ζευγαρώνω [zevγaróno] Ρ1α μππ. στη σημ. 2β ζευγαρωμένος

ζεύω [zévo] -ομαι Ρ5.2

ζέχνω [zéxno] Ρ3α

ζέω [zéo] Ρ (στο γ' πρόσ., στον ενεστ.)

ζηλεύω [zilévo] -ομαι Ρ5.2 μππ. ζηλεμένος*

ζηλοτυπώ [zilotipó] Ρ10.9α

ζηλοφθονώ [zilofθonó] Ρ10.9α

ζημιώνω [zimióno] -ομαι Ρ1

ζητιανεύω [zitxanévo] Ρ5.2α

ζητώ [zitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β μπε. ζητούμενο*

ζητωκραυγάζω [zitokravγázo] Ρ2.1α

ζορίζω [zorízo] -ομαι Ρ2.1

ζουζουνίζω [zuzunízo] Ρ2.1α

ζουλίζω [zulízo] -ομαι Ρ2.1

Page 150: Guia de conjugação

ζουλώ [zuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2

ζουμάρω [zumáro] Ρ6α

ζουπίζω [zupízo] -ομαι Ρ2.3

ζουπώ [zupó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2

ζουρλαίνω [zurléno] -ομαι Ρ7.1

ζοχαδιάζω [zoxaδjázo] -ομαι Ρ2.1

ζυγιάζω [zijázo] -ομαι Ρ2.1

ζυγίζω [zijízo] -ομαι Ρ2.1

ζυγοσταθμίζω [ziγostaθmízo] -ομαι Ρ2.1

ζυγώνω [ziγóno] Ρ1α

ζυμώνω [zimóno] -ομαι Ρ1

ζω [zó] Ρ10.9α

ζωγραφίζω [zoγrafízo] -ομαι Ρ2.1

ζωηρεύω [zoirévo] Ρ5.2α

ζωντανεύω [zondanévo] Ρ5.2α

ζώνω [zóno] -ομαι Ρ1 παθ. αόρ. ζώστηκα, απαρέμφ. ζωστεί, μππ. ζωσμένος

ζωογονώ [zooγonó] -ούμαι Ρ10.9

Page 151: Guia de conjugação

Η

ηγεμονεύω [ijemonévo] Ρ5.1α

ηγούμαι [iγúme] Ρ10.9β

ηγουμενεύω [iγumenévo] Ρ5.1α

ηδονίζομαι [iδonízome] Ρ2.1β

ηθικολογώ [iθikoloγó] Ρ10.9α

ηθικοποιώ [iθikopió] Ρ10.9α

ηθογραφώ [iθoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

ηλεκτρίζω [ilektrízo] -ομαι Ρ2.1

ηλεκτροδοτώ [ilektroδotó] -ούμαι Ρ10.9

ηλεκτροφωτίζω [ilektrofotízo] -ομαι Ρ2.1

ημερεύω [imerévo] Ρ5.2α

ημερώνω [imeróno] -ομαι Ρ1

ηρεμώ [iremó] Ρ10.9α

ηρωοποιώ [iroopió] -ούμαι Ρ10.9

ησυχάζω [isixázo] Ρ2.1α

ηττώμαι [itóme] Ρ11

ηχηροποιούμαι [ixiropiúme] Ρ10.9β

ηχογραφώ [ixoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

ηχώ [ixó] Ρ10.9α

Page 152: Guia de conjugação

Θ

θάβω [θávo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. και τάφηκα, απαρέμφ. και ταφεί

θαλασσοδέρνω [θalasoδérno] -ομαι Ρ αόρ. θαλασσόδειρα, απαρέμφ. θαλασσοδείρει, παθ. αόρ. θαλασσοδάρθηκα, απαρέμφ. θαλασσοδαρθεί, μππ. θαλασσοδαρμένος

θαλασσοπνίγομαι [θalasopníγome] Ρ3β

θαλασσώνω [θalasóno] Ρ1α

θάλλω [θálo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

θάλπω [θálpo] Ρ4α

θολώνω [θolóno] Ρ1α μππ. θολωμένος

θαμποφέγγω [θamboféŋgo] Ρ αόρ. θαμπόφεξα, απαρέμφ. θαμποφέξει (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

θαμπώνω [θambóno] -ομαι Ρ1

θανατώνω [θanatóno] -ομαι Ρ1

θαρρώ [θaró] Ρ10.9α λαϊκότρ. αόρ. και θάρρεψα, απαρέμφ. και θαρρέψει

θαυμάζω [θavmázo] -ομαι Ρ2.1

θαυματουργώ [θavmaturγó] Ρ10.9α

θεατρίζομαι [θeatrízome] Ρ2.1β

θειαφίζω [θxafízo] -ομαι Ρ2.1

θέλγω [θélγo] -ομαι Ρ3

θέλω [θélo] Ρ δεύτεροι τ. ενεστ. θες, (λαϊκότρ.) θέμε, θέτε, θένε, πρτ. ήθελα, αόρ. θέλησα, απαρέμφ. θελήσει, μππ. θελημένος

θεμελιώνω [θemelióno] -ομαι Ρ1

θεολογώ [θeoloγó] Ρ10.1α

θεοποιώ [θeopió] -ούμαι Ρ10.9

θεραπεύω [θerapévo] -ομαι Ρ5.1

θεριεύω [θerjévo] Ρ5.2α μππ. θεριεμένος

θερίζω [θerízo] -ομαι Ρ2.1

θερμαίνω [θerméno] -ομαι Ρ7.2

θερμομετρώ [θermometró] -ούμαι Ρ10.9

Page 153: Guia de conjugação

θερμοπαρακαλώ [θermoparakaló] Ρ10.11α αόρ. θερμοπαρακάλεσα, απαρέμφ. θερμοπαρακαλέσει

θεσμοθετώ [θezmoθetó] -ούμαι Ρ10.9

θεσπίζω [θespízo] -ομαι Ρ2.1

θέτω [θéto] -ομαι, τίθεμαι [tíθeme] Ρ αόρ. έθεσα, απαρέμφ. θέσει, παθ. τίθεμαι, τίθεσαι, τίθεται, τιθέμεθα, τίθεστε, τίθενται, και (προφ.) θέτομαι, πρτ. γ' πρόσ. ετίθετο, ετίθεντο, αόρ. τέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ετέθη, ετέθησαν, απαρέμφ. τεθεί

θεώμαι [θeóme] Ρ11 αόρ. θεάθηκα, απαρέμφ. θεαθεί

θεωρητικολογώ [θeoritikoloγó] Ρ10.9α

θεωρώ [θeoró] -ούμαι Ρ10.9

θηλάζω [θilázo] Ρ2.1α

θηλυκώνω [θilikóno] -ομαι Ρ1

θημωνιάζω [θimonázo] -ομαι Ρ2.1

θηρεύω [θirévo] -ομαι Ρ5.1

θησαυρίζω [θisavrízo] -ομαι Ρ2.1

θητεύω [θitévo] Ρ5.1α

θίγω [θíγo] -ομαι Ρ3

θλίβω [θlívo] -ομαι Ρ4 μππ. θλιμμένος*

θορυβώ [θorivó] -ούμαι Ρ10.9

θρασεύω [θrasévo] Ρ5.2α μππ. θρασεμένος

θρασομανώ [θrasomanó] Ρ10.1α

θραύω [θrávo] -ομαι Ρ5.1 παθ. αόρ. θραύστηκα, απαρέμφ. θραυστεί

θρέφω [θréfo] -ομαι Ρ αόρ. έθρεψα, απαρέμφ. θρέψει, παθ. αόρ. θράφη κα, απαρέμφ. θραφεί, μππ. θρεμμένος

θρηνολογώ [θrinoloγó] Ρ10.9α

θρηνώ [θrinó] -ούμαι Ρ10.9

θρησκεύομαι [θriskévome] μπε. θρησκευόμενος Ρ5.1β & (σπανιότ.) θρησκεύω [θriskévo] Ρ5.1α

θριαμβεύω [θriamvévo] Ρ5.1α

θριαμβολογώ [θriamvoloγó] Ρ10.9α

θροΐζω [θroízo] Ρ2.1α

Page 154: Guia de conjugação

θρονιάζω [θronázo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.)

θρυλείται [θrilíte] Ρ10.9β

θρυμματίζω [θrimatízo] -ομαι Ρ2.1

θρυψαλιάζω [θripsalázo] -ομαι Ρ2.1

θυμάμαι [θimáme] & θυμούμαι [θimúme] Ρ12

θυμιάζω [θimnázo] -ομαι Ρ2.1

θυμιατίζω [θimnatízo] -ομαι Ρ2.1

θυμίζω [θimízo] Ρ2.1α

θυμώνω [θimóno] Ρ1α μππ. θυμωμένος*

θυροκολλώ [θirokoló] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 & -ούμαι Ρ10.9β

θυσιάζω [θisiázo] -ομαι Ρ2.1

θωπεύω [θopévo] -ομαι Ρ5.1

θωρακίζω [θorakízo] -ομαι Ρ2.1

θωρώ [θoró] Ρ10.9α

Page 155: Guia de conjugação

Ι

ιδανικεύω [iδanikévo] -ομαι Ρ5.1

ιδεάζω [iδeázo] -ομαι Ρ2.1

ιδιοποιούμαι [iδiopiúme] Ρ10.9β

ιδιωτεύω [iδiotévo] Ρ5.1α

ιδιωτικοποιώ [iδiotikopió] -ούμαι Ρ10.9

ιδροκοπώ [iδrokopó] Ρ10.1α

ιδρυματοποιώ [iδrimatopió] -ούμαι Ρ10.9

ιδρύω [iδrío] -ομαι Ρ9

ιδρώνω [iδróno] Ρ1α μππ. ιδρωμένος

ιερατεύω [ieratévo] Ρ5.1α

ιεραρχώ [ierarxó] -ούμαι Ρ10.9

ιερολογώ [ieroloγó] Ρ10.9α

ιεροσυλώ [ierosiló] Ρ10.9α

ιερουργώ [ierurγó] Ρ10.9α

ικανοποιώ [ikanopió] -ούμαι Ρ10.9

ικετεύω [iketévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α

ιντριγκάρω [indrigáro & intrigáro] Ρ6α

ιονίζω [ionízo] -ομαι Ρ2.1

ιοντίζω [iondízo] -ομαι Ρ2.1

ιππεύω [ipévo] Ρ5.1α

ίπταμαι [íptame] Ρ μπε. ιπτάμενος*

ιριδίζω [iriδízo] Ρ2.1α

ισάζω [isázo] Ρ2.3α

ισιάζω [isxázo] Ρ2.3α

ισιώνω [isxóno] Ρ1α

ισκιώνω [iskóno] Ρ1α

ισοβαθμώ [isovaθmó] Ρ10.9α

Page 156: Guia de conjugação

ισοδυναμώ [isoδinamó] Ρ10.9α

ισοζυγιάζω [isozijázo] -ομαι Ρ2.1

ισοζυγίζω [isozijízo] -ομαι Ρ2.1

ισοπεδώνω [isopeδóno] -ομαι Ρ1

ισορροπώ [isoropó] Ρ10.9α μππ. ισορροπημένος*

ισοσκελίζω [isoskelízo] -ομαι Ρ2.1

ισοσταθμίζω [isostaθmízo] -ομαι Ρ2.1

ισούμαι [isúme] Ρ (στο γ' πρόσ.) ισούται, ισούνται, πρτ. ισούνταν

ισοφαρίζω [isofarízo] -ομαι Ρ2.1

ισοψηφώ [isopsifó] Ρ10.9α

ιστορώ [istoró] -ούμαι Ρ10.9

ισχναίνω [isxnéno] -ομαι Ρ7.2

ισχυρίζομαι [isxirízome] Ρ2.1β

ισχυροποιώ [isxiropió] -ούμαι Ρ10.9

ισχύω [isxío] Ρ9α

ιχνηλατώ [ixnilató] Ρ10.9α

ιχνογραφώ [ixnoγrafó] -είται Ρ10.9

Page 157: Guia de conjugação

Κ

καβαλικεύω [kavalikévo] Ρ5.2α μππ. καβαλικεμένος

καβαλώ [kavaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

καβατζάρω [kavadzáro] & καβαντζάρω [kavandzáro] Ρ6α

καβγαδίζω [kavγaδízo] Ρ2.1α

καβουρντίζω [kavurdízo] -ομαι & καβουρδίζω [kavurδízo] -ομαι Ρ2.1

καγχάζω [kaŋxázo] Ρ2.1α

καδράρω [kaδráro] Ρ6α μππ. καδραρισμένος

καδρονιάζω [kaδronázo] -ομαι Ρ2.1

καζανιάζω [kazanázo] Ρ2.1α

καζαντίζω [kazandízo] Ρ2.1α

καθαγιάζω [kaθajiázo] -ομαι Ρ2.1

καθαίρω [kaθéro] -ομαι Ρ σπάν. αόρ. εκάθαρα, απαρέμφ. καθάρει, παθ. αόρ. καθάρθηκα, απαρέμφ. καθαρθεί, μππ. καθαρμένος

καθαιρώ [kaθeró] -ούμαι Ρ10.10

καθάπτομαι [kaθáptome] Ρ (συνήθ. στο γ' πρόσ. του ενεστ.)

καθαρίζω [kaθarízo] -ομαι Ρ2.1

καθαρογράφω [kaθaroγráfo] -ομαι Ρ αόρ. καθαρόγραψα, απαρέμφ. καθαρογράψει, παθ. αόρ. καθαρογράφτηκα και καθαρογράφηκα, απαρέμφ. καθαρογραφτεί και καθαρογραφεί, μππ. καθαρογραμμένος

καθαρογραφώ [kaθaroγrafó] -ούμαι Ρ10.9

καθελκύω [kaθelkío] -ομαι Ρ9 αόρ. και καθείλκυσα, απαρέμφ. καθελκύσει, παθ. αόρ. καθελκύστηκα, απαρέμφ. καθελκυστεί, μππ. καθελκυσμένος

καθετηριάζω [kaθetiriázo] -ομαι Ρ2.1

καθετοποιώ [kaθetopió] -ούμαι Ρ10.9

καθεύδω [kaθévδo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

καθηλώνω [kaθilóno] -ομαι Ρ1

καθησυχάζω [kaθisixázo] Ρ2.1α μππ. καθησυχασμένος

καθιερώνω [kaθieróno] -ομαι Ρ1

Page 158: Guia de conjugação

καθιζάνω [kaθizáno] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

καθίζω [kaθízo] Ρ αόρ. κάθισα, απαρέμφ. καθίσει, μππ. καθισμένος

καθικετεύω [kaθiketévo] Ρ5.1α

καθιστώ [kaθistó] -αμαι Ρ αόρ. κατέστησα, απαρέμφ. καταστήσει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. κατέστη, κατέστησαν, απαρέμφ. καταστεί, μππ. κατεστημένος*

καθοδηγώ [kaθoδiγó] -ούμαι Ρ10.9

καθολικεύω [kaθolikévo] -ομαι Ρ5.1

κάθομαι [káθome] Ρ αόρ. κάθισα και (προφ.) έκατσα, απαρέμφ. καθίσει και (προφ.) κάτσει, μππ. καθισμένος

καθορίζω [kaθorízo] -ομαι Ρ2.1

καθρεφτίζω [kaθreftízo] -ομαι Ρ2.1

καθυβρίζω [kaθivrízo] -ομαι Ρ2.1

καθυποτάσσω [kaθipotáso] -ομαι Ρ (βλ. υποτάσσω)

καθυποχρεώνω [kaθipoxreóno] -ομαι Ρ1

καθυστερώ [kaθisteró] Ρ10.9α μπε. καθυστερούμενος, μππ. καθυστερημένος*

καινοτομώ [kenotomó] Ρ10.9α

καινουριώνω [kenurjóno] Ρ1α

καιροσκοπώ [keroskopó] Ρ10.9α

καιροφυλακτώ [kerofilaktó] Ρ10.9α

καίω [kéo] -ομαι & καίγω [kéγo] -ομαι Ρ ενεστ. οριστ. καις, καίει, καίμε, καίτε, καίνε και καιν, αόρ. έκαψα, απαρέμφ. κάψει, παθ. αόρ. κάηκα, απαρέμφ. καεί, μππ. καμένος

κακαδιάζω [kakaδjázo] Ρ2.1α

κακαρίζω [kakarízo] Ρ2.1α

κακαρώνω [kakaróno] Ρ1α

κακεύω [kakévo] Ρ5.2α

κακίζω [kakízo] Ρ2.1α

κακιώνω [kakóno] Ρ1α

κακοβάζω [kakovázo] & κακοβάνω [kakováno] Ρ αόρ. κακόβαλα, απαρέμφ. κακοβάλει

κακογεννώ [kakojenó] & -άω Ρ10.1α

Page 159: Guia de conjugação

κακογερνώ [kakojernó] & -άω Ρ10.4α αόρ. κακογέρασα, απαρέμφ. κακογεράσει, μππ. κακογερασμένος

κακογλωσσεύω [kakoγlosévo] Ρ5.2α

κακογράφω [kakoγráfo] -ομαι Ρ αόρ. κακόγραψα και κακοέγραψα, απαρέμφ. κακογράψει, παθ. αόρ. κακογράφτηκα και κακογράφηκα, απαρέμφ. κακογραφτεί και κακογραφεί, συνήθ. στη μππ. κακογραμμένος ANT καλογραμμένος

κακοδιοικώ [kakoδiikó] -ούμαι Ρ10.9

κακοζώ [kakozó] Ρ10.9α αόρ. κακόζησα και κακοέζησα, απαρέμφ. κακοζήσει

κακοθανατίζω [kakoθanatízo] Ρ2.1α

κακοκαρδίζω [kakokarδízo] -ομαι Ρ2.1

κακοκεφιάζω [kakokefázo] Ρ2.1α

κακοκοιμάμαι [kakokimáme] Ρ12 μππ. κακοκοιμισμένος

κακολογώ [kakoloγó] Ρ10.9α

κακομαθαίνω [kakomaθéno] Ρ αόρ. κακόμαθα και κακοέμαθα, απαρέμφ. κακομάθει, μππ. κακομαθημένος

κακομελετώ [kakomeletó] & -άω Ρ10.1α μππ. κακομελετημένος

κακομεταχειρίζομαι [kakometaxirízome] Ρ2.1β

κακομιλώ [kakomiló] & -άω Ρ10.1α

κακονυχτώ [kakonixtó] & -άω Ρ10.1α μππ. κακονυχτισμένος

κακοπαθαίνω [kakopaθéno] Ρ αόρ. κακόπαθα και κακοέπαθα, απαρέμφ. κακοπάθει, μππ. κακοπαθημένος και κακοπαθισμένος

κακοπαίρνω [kakopérno] Ρ αόρ. κακοπήρα, απαρέμφ. κακοπάρει

κακοπαντρεύω [kakopandrévo] -ομαι Ρ5.2 (συνήθ. παθ.)

κακοπερνώ [kakopernó] & -άω Ρ10.4α αόρ. κακοπέρασα, απαρέμφ. κακοπεράσει

κακοπέφτω [kakopéfto] Ρ αόρ. κακόπεσα και κακοέπεσα, απαρέμφ. κακοπέσει

κακοπληρώνω [kakopliróno] -ομαι Ρ1

κακοποιώ [kakopió] -ούμαι Ρ10.9

κακοράβω [kakorávo] -ομαι Ρ4 αόρ. κακόραψα και κακοέραψα, απαρέμφ. κακοράψει

κακοσυνηθίζω [kakosiniθízo] Ρ2.1α μππ. κακοσυνηθισμένος

κακοσυσταίνω [kakosisténo] -ομαι & κακοσυστήνω [kakosistíno] -ομαι Ρ (βλ. συστήνω 1)

Page 160: Guia de conjugação

κακοτρώω [kakotróo] Ρ αόρ. κακόφαγα και κακοέφαγα, απαρέμφ. κακοφάει

κακοτυπώνω [kakotipóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. στη μππ.)

κακοτυχώ [kakotixó] Ρ10.9α

κακοφαίνεται [kakofénete] Ρ αόρ. κακοφάνηκε, απαρέμφ. κακοφανεί (στο γ' πρόσ.)

κακοφανίζομαι [kakofanízome] Ρ2.1β

κακοφέρνομαι [kakoférnome] Ρ αόρ. κακοφέρθηκα, απαρέμφ. κακοφερθεί

κακοφορμίζω [kakoformízo] Ρ2.1α μππ. κακοφορμισμένος

κακοφτιάνω [kakoftxáno] & κακοφτιάχνω [kakoftxáxno] Ρ3α (συνήθ. στη μππ.)

κακοχωνεύω [kakoxonévo] -ομαι Ρ5.2 (συνήθ. στη μππ.)

κακοψήνω [kakopsíno] -ομαι Ρ1 αόρ. κακόψησα και κακοέψησα, απαρέμφ. κακοψήσει (συνήθ. στη μππ.)

καλαθιάζω [kalaθxázo] -ομαι Ρ2.1

καλακούω [kalakúo] -γομαι & καλοακούω [kaloakúo] -γομαι Ρ (βλ. ακούω)

καλαμίζω [kalamízo] -ομαι Ρ2.1

καλαμπουρίζω [kalaburízo] Ρ2.1α

καλαμώνω [kalamóno] -ομαι Ρ1

καλαρέσω [kalaréso] & καλοαρέσω [kaloaréso] Ρ (βλ. αρέσω) (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

καλάρω [kaláro] Ρ6α

καλαφατίζω [kalafatízo] -ομαι Ρ2.1

καλημερίζω [kalimerízo] -ομαι Ρ2.1

καληνυχτίζω [kalinixtízo] -ομαι Ρ2.1 & καληνυχτώ [kalinixtó] Ρ10.1α

καλησπερίζω [kalisperízo] -ομαι Ρ2.1

καλιγώνω [kaliγóno] -ομαι Ρ1

καλλιγραφώ [kaliγrafó] -ούμαι Ρ10.9

καλλιεργώ [kalierγó] -ούμαι Ρ10.9

καλλωπίζω [kalopízo] -ομαι Ρ2.1

καλμάρω [kalmáro] Ρ6α μππ. καλμαρισμένος

καλοβλέπω [kalovlépo] Ρ πρτ. καλόβλεπα και καλοέβλεπα, αόρ. καλόειδα και καλοείδα και (σπάν., λαϊκότρ.) καλόδα, απαρέμφ. καλοδεί

Page 161: Guia de conjugação

καλοβράζω [kalovrázo] Ρ αόρ. καλόβρασα και καλοέβρασα, απαρέμφ. καλοβράσει, μππ. καλοβρασμένος

καλογερεύω [kalojerévo] Ρ5.2α

καλογνωρίζω [kaloγnorízo] Ρ2.1α

καλοδέχομαι [kaloδéxome] Ρ3β

καλοεξετάζω [kaloeksetázo] -ομαι Ρ2.1

καλοζώ [kalozó] Ρ10.9α αόρ. καλόζησα και καλοέζησα, απαρέμφ. καλοζήσει

καλοθέλω [kaloθélo] Ρ πρτ. καλόθελα και καλοήθελα, αόρ. καλοθέλησα, απαρέμφ. καλοθελήσει

καλοθυμάμαι [kaloθimáme] Ρ12

καλοκάθομαι [kalokáθome] Ρ αόρ. καλοκάθισα και (προφ.) καλόκατσα και καλοέκατσα, απαρέμφ. καλοκαθίσει και (προφ.) καλοκάτσει, μππ. καλοκαθισμένος

καλοκαιρεύει [kalokerévi] Ρ5.2α (απρόσ.)

καλοκαιριάζει [kalokerjázi] Ρ2.1α (απρόσ.)

καλοκαρδίζω [kalokarδízo] -ομαι Ρ2.1

καλοκοιτάζω [kalokitázo] -ομαι Ρ2.2 & καλοκοιτώ [kalokitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 (μόνο στο ενεστ. θ.)

καλομαθαίνω [kalomaθéno] Ρ αόρ. καλόμαθα και καλοέμαθα, απαρέμφ. καλομάθει, μππ. καλομαθημένος

καλομελετώ [kalomeletó] & -άω Ρ10.1α μππ. καλομελετημένος

καλομιλώ [kalomiló] & -άω Ρ10.1α

καλοναρχώ [kalonarxó] & καλαναρχώ [kalanarxó] Ρ10.1α

καλοξημερώνω [kaloksimeróno] -ομαι Ρ1

καλοπαντρεύω [kalopandrévo] -ομαι Ρ5.2

καλοπερνώ [kalopernó] & -άω Ρ10.4α αόρ. καλοπέρασα, απαρέμφ. καλοπεράσει

καλοπέφτω [kalopéfto] Ρ αόρ. καλόπεσα και καλοέπεσα, απαρέμφ. καλοπέσει

καλοπιάνω [kalopxáno] Ρ αόρ. καλόπιασα, απαρέμφ. καλοπιάσει

καλοπληρώνω [kalopliróno] -ομαι Ρ1

καλοπουλώ [kalopuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

καλορωτώ [kalorotó] Ρ10.1α

καλοσκέφτομαι [kaloskéftome] Ρ4β

Page 162: Guia de conjugação

καλοστρώνω [kalostróno] -ομαι Ρ1 αόρ. καλόστρωσα και καλοέστρωσα, απαρέμφ. καλοστρώσει

καλοσυλλογίζομαι [kalosilojízome] Ρ2.1β

καλοσυνεύω [kalosinévo] Ρ5.2α

καλοσυνηθίζω [kalosiniθízo] Ρ2.1α μππ. καλοσυνηθισμένος

καλοσυσταίνω [kalosisténo] -ομαι & καλοσυστήνω [kalosistíno] -ομαι Ρ (βλ. συστήνω 1)

καλοταΐζω [kalotaízo] -ομαι Ρ2.1

καλοτρώω [kalotróo] Ρ αόρ. καλόφαγα και καλοέφαγα, απαρέμφ. καλοφάει, μππ. καλοφαγωμένος

καλοτυπώνω [kalotipóno] -ομαι Ρ1

καλοτυχίζω [kalotixízo] Ρ2.1α

καλουμάρω [kalumáro] Ρ6α μππ. καλουμαρισμένος

καλουπιάζω [kalupxázo] -ομαι Ρ2.1

καλουπώνω [kalupóno] -ομαι Ρ1

καλοφαίνεται [kalofénete] Ρ αόρ. καλοφάνηκε, απαρέμφ. καλοφανεί (στο γ' πρόσ.)

καλοφέγγει [kaloféngi] Ρ αόρ. καλόφεξε, απαρέμφ. καλοφέξει (απρόσ.)

καλοφτιάνω [kaloftxáno] & καλοφτιάχνω [kaloftxáxno] Ρ3α μππ. καλοφτιαγμένος (συνήθ. στη μππ.)

καλοχωνεύω [kaloxonévo] -ομαι Ρ5.2 (συνήθ. στη μππ.)

καλοψήνω [kalopsíno] -ομαι Ρ1 αόρ. καλόψησα και καλοέψησα, απαρέμφ. καλοψήσει

καλπάζω [kalpázo] Ρ2.1α

καλτσώνω [kaltsóno] -ομαι Ρ1

καλύπτω [kalípto] -ομαι Ρ4

καλυτερεύω [kaliterévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α

καλώ [kaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. καλέστηκα, απαρέμφ. καλεστεί στη σημ. 1 και παθ. αόρ. κλήθηκα, απαρέμφ. κληθεί στη σημ. 2, μππ. καλεσμένος στη σημ. 1

καλωσορίζω [kalosorízo] Ρ2.1α

καμακώνω [kamakóno] -ομαι Ρ1

καμαρώνω [kamaróno] Ρ1α

καμινεύω [kaminévo] -ομαι Ρ5.1

καμουτσικίζω [kamutsikízo] & (προφ.) καμτσικίζω [kamtsikízo] Ρ2.1α

Page 163: Guia de conjugação

καμουφλάρω [kamufláro] -ομαι Ρ6

καμπανίζω [kambanízo] Ρ2.1α

καμπουριάζω [kamburjázo] Ρ2.1α μππ. καμπουριασμένος

κάμπτω [kámpto] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. κάμφθηκα, απαρέμφ. καμφθεί, μππ. κεκαμμένος*

καμπυλώνω [kambilóno] -ομαι Ρ1

καμώνομαι [kamónome] Ρ1β

κανακεύω [kanakévo] -ομαι Ρ5.2

καναλιζάρω [kanalizáro] -ομαι Ρ6

κανοναρχώ [kanonarxó] Ρ10.11α

κανονίζω [kanonízo] -ομαι Ρ2.1

κανονιοβολώ [kanoniovoló] -ούμαι Ρ10.9

καντηλιάζω 1 [kandilázo] Ρ2.1α

καντηλιάζω 2

κάνω [káno] Ρ πρτ. έκανα, αόρ. έκανα και (σπάν.) έκαμα, απαρέμφ. κάνει και (σπάν.) κάμει, μππ. καμωμένος· (πρβ. γίνομαι, ως αντίστοιχο παθ.)

καπακώνω [kapakóno] -ομαι Ρ1

καπαρώνω [kaparóno] -ομαι Ρ1

καπελώνω [kapelóno] -ομαι Ρ1

καπηλεύομαι [kapilévome] Ρ5.1β

καπιστρώνω [kapistróno] -ομαι Ρ1

καπλαντίζω [kaplandízo] -ομαι Ρ2.1

καπνίζω 1 [kapnízo] -ομαι Ρ2.1

καπνίζω 2, -ομαι

καραβοτσακίζομαι [karavotsakízome] Ρ2.1β

καραδοκώ [karaδokó] Ρ10.9α

καραμελιάζω [karamelázo] Ρ2.1α

καραμελώνω [karamelóno] Ρ1α μππ. καραμελωμένος

καρατάρω [karatáro] Ρ6α

καρατομώ [karatomó] -ούμαι Ρ10.9

Page 164: Guia de conjugação

καραφλιάζω [karaflázo] Ρ2.1α

καρβουνιάζω [karvunázo] & καρβουνίζω [karvunízo] Ρ2.1α

καργάρω [karγáro] Ρ6α μππ. καργαρισμένος

καρδαμώνω [karδamóno] Ρ1α μππ. καρδαμωμένος

καρδιοχτυπώ [karδjoxtipó] & -άω Ρ10.1α

καρικώνω [karikóno] -ομαι Ρ1

καρκινοβατώ [karkinovató] Ρ10.9α

καρουλιάζω 1 [karulázo] -ομαι Ρ2.1

καρουλιάζω 2

καρπαζώνω [karpazóno] -ομαι Ρ1

καρπίζω [karpízo] Ρ2.1α μππ. καρπισμένος

καρπολογώ [karpoloγó] Ρ10.1α

καρποφορώ [karpoforó] Ρ10.9α

καρπώνομαι [karpónome] Ρ1β

καρτερεύω [karterévo] -ομαι Ρ5.2

καρτερώ [karteró] & -άω Ρ10.11α

καρυδώνω [kariδóno] -ομαι Ρ1

καρυκεύω [karikévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α μππ. καρυκευμένος

καρφιτσώνω [karfitsóno] -ομαι Ρ1

καρφώνω [karfóno] -ομαι Ρ1

καρώνω [karóno] Ρ1α

κασελιάζω [kaselázo] -ομαι Ρ2.1

κασιδιάζω [kasiδjázo] Ρ2.1α μππ. κασιδιασμένος

κασονιάζω [kasonázo] -ομαι Ρ2.1

κασσιτερώνω [kasiteróno] -ομαι Ρ1

καταβάλλω 1 [kataválo] -ομαι Ρ πρτ. κατέβαλλα, αόρ. κατέβαλα, απαρέμφ. καταβάλει, παθ. αόρ. καταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και κατεβλήθη, κατεβλήθησαν, απαρέμφ. καταβληθεί, μππ. καταβεβλημένος* και (σπάν.) καταβλημένος

καταβάλλω 2, -ομαι

Page 165: Guia de conjugação

καταβαραθρώνω [katavaraθróno] -ομαι Ρ1

καταβασανίζω [katavasanízo] -ομαι Ρ2.1

καταβιβάζω [katavivázo] -ομαι Ρ2.1

καταβολιάζω [katavolázo] -ομαι Ρ2.1

καταβρέχω [katavréxo] -ομαι Ρ3 παθ. αόρ. και καταβράχηκα, απαρέμφ. και καταβραχεί

καταβροχθίζω [katavroxθízo] -ομαι Ρ2.1

καταβυθίζω [kataviθízo] -ομαι Ρ2.1

καταγγέλλω [katangélo] -ομαι Ρ πρτ. κατάγγελλα και κατήγγελλα, αόρ. κατήγγειλα και κατάγγειλα, απαρέμφ. καταγγείλει, παθ. αόρ. καταγγέλθηκα, απαρέμφ. καταγγελθεί, μππ. καταγγελμένος

καταγίνομαι [katajínome] Ρ λαϊκότρ. αόρ. καταγίνηκα, λαϊκότρ. απαρέμφ. καταγενεί

καταγοητεύω [kataγoitévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

κατάγομαι [katáγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

καταγράφω [kataγráfo] -ομαι Ρ αόρ. κατέγραψα, απαρέμφ. καταγράψει, παθ. αόρ. καταγράφηκα και καταγράφτηκα, απαρέμφ. καταγραφεί και καταγραφτεί, μππ. καταγραμμένος και καταγεγραμμένος*

κατάγω [katáγo] Ρ πρτ. κατήγα, αόρ. κατήγαγα, απαρέμφ. καταγάγει

καταδαπανώ [kataδapanó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

καταδεικνύω [kataδiknío] -ομαι Ρ αόρ. κατέδειξα και (σπάν.) κατάδειξα, απαρέμφ. καταδείξει, παθ. αόρ. καταδείχτηκα και καταδείχθηκα, απαρέμφ. καταδειχτεί και καταδειχθεί

καταδέχομαι [kataδéxome] Ρ3β

καταδημαγωγώ [kataδimaγoγó] Ρ10.9α

καταδίδω [kataδíδo] -ομαι Ρ αόρ. κατέδωσα, απαρέμφ. καταδώσει, παθ. αόρ. καταδόθηκα, απαρέμφ. καταδοθεί

καταδικάζω [kataδikázo] -ομαι Ρ2.1

καταδιώκω [kataδióko] -ομαι Ρ3

καταδολιεύομαι [kataδoliévome] Ρ5.1β

καταδυναστεύω [kataδinastévo] -ομαι Ρ5.1

καταδύομαι [kataδíome] Ρ9β

καταζητώ [katazitó] -ούμαι Ρ10.9

Page 166: Guia de conjugação

καταθέτω [kataθéto] -ομαι, κατατίθεμαι [katatíθeme] Ρ αόρ. κατέθεσα και κατάθεσα, απαρέμφ. καταθέσει, παθ. κατατίθεμαι, κατατίθεσαι, κατατίθεται, κατατιθέμεθα, κατατίθεστε, κατατίθενται, και (προφ.) καταθέτομαι, αόρ. κατατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατετέθη, κατετέθησαν, απαρέμφ. κατατεθεί, μππ. κατατεθειμένος*

καταθλίβω [kataθlívo] -ομαι Ρ αόρ. κατέθλιψα, απαρέμφ. καταθλίψει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

καταθορυβώ [kataθorivó] -ούμαι Ρ10.9

κατακάθομαι [katakáθome] & κατακαθίζω [katakaθízo] Ρ αόρ. κατακάθισα, απαρέμφ. κατακαθίσει και (προφ.) κατακάτσει

κατακαίω [katakéo] -ομαι & κατακαίγω [katakéγo] -ομαι Ρ (βλ. και καίω) αόρ. κατέκαψα και κατάκαψα και καταέκαψα, απαρέμφ. κατακάψει, παθ. αόρ. κατακάηκα, απαρέμφ. κατακαεί, μππ. κατακαμένος

κατακεραυνώνω [katakeravnóno] -ομαι Ρ1

κατακερματίζω [katakermatízo] -ομαι Ρ2.1

κατακιτρινίζω [katakitrinízo] Ρ2.1α μππ. κατακιτρινισμένος

κατακλέβω [kataklévo] Ρ αόρ. κατάκλεψα, απαρέμφ. κατακλέψει

κατακλίνομαι [kataklínome] Ρ1β

κατακλύζω [kataklízo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. κατέκλυσα, απαρέμφ. κατακλύσει

κατακόβω [katakóvo] -ομαι Ρ αόρ. κατάκοψα και καταέκοψα, απαρέμφ. κατακόψει, παθ. αόρ. κατακόπηκα, απαρέμφ. κατακοπεί, μππ. κατακομ μένος

κατακοκκινίζω [katakokinízo] Ρ2.1α μππ. κατακοκκινισμένος

κατακομματιάζω [katakomatxázo] -ομαι Ρ2.1

κατακουράζω [katakurázo] -ομαι Ρ2.1

κατακρατώ [katakrató] -ούμαι Ρ10.9

κατακρεουργώ [katakreurγó] -ούμαι Ρ10.9

κατακρημνίζω [katakrimnízo] -ομαι Ρ2.1

κατακρίνω [katakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. κατέκρινα, απαρέμφ. κατακρίνει, παθ. αόρ. κατακρίθηκα, απαρέμφ. κατακριθεί

κατακτώ [kataktó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 αόρ. κατέκτησα και (σπάν.) κατάκτησα, απαρέμφ. κατακτήσει & -ώμαι Ρ11

κατακυριεύω [katakiriévo] -ομαι Ρ5.1

κατακυρώνω [katakiróno] -ομαι Ρ1

Page 167: Guia de conjugação

καταλαβαίνω [katalavéno] Ρ αόρ. κατάλαβα, απαρέμφ. καταλάβει (παθ., προφ., μόνο στον πληθ. του ενεστ. στη σημ. 2γ)

καταλαγιάζω [katalajázo] Ρ2.1α μππ. καταλαγιασμένος

καταλαμβάνω [katalamváno] -ομαι Ρ αόρ. κατέλαβα, απαρέμφ. καταλάβει, παθ. αόρ. καταλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατελήφθη, κατελήφθησαν, απαρέμφ. καταληφθεί, μππ. κατειλημμένος*

καταλέγομαι [kataléγome] Ρ3β

καταλείπω [katalípo] -ομαι Ρ αόρ. κατέλιπα (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

καταλήγω [katalíγo] Ρ αόρ. κατέληξα, απαρέμφ. καταλήξει

καταληστεύω [katalistévo] -ομαι Ρ5.2

καταλογίζω [katalojízo] -ομαι Ρ2.1

καταλογογραφώ [kataloγoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

καταλυπώ [katalipó] -ούμαι Ρ10.9 μππ. καταλυπημένος*

καταλύω 1 [katalío] -ομαι Ρ9 αόρ. κατέλυσα, απαρέμφ. καταλύσει

καταλύω 2 Ρ9α αόρ. κατέλυσα, απαρέμφ. καταλύσει

καταλύω 3

καταλώ [kataló] & κατελώ [kateló] Ρ10.9α

καταμαγεύω [katamajévo] -ομαι Ρ5.2

καταμαρτυρώ [katamartiró] Ρ10.11α

καταματώνω [katamatóno] -ομαι Ρ1

καταμαυρίζω [katamavrízo] -ομαι Ρ2.1

καταμερίζω [katamerízo] -ομαι Ρ2.1

καταμετρώ [katametró] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β & -ώμαι Ρ11

καταμηνύω [kataminío] -ομαι Ρ9

καταναγκάζω [katanaŋgázo] -ομαι Ρ2.1

καταναλίσκω [katanalísko] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

καταναλώνω [katanalóno] -ομαι Ρ1

καταναυμαχώ [katanavmaxó] -ούμαι Ρ10.9

κατανέμω [katanémo] -ομαι Ρ αόρ. κατένειμα, απαρέμφ. κατανείμει, παθ. αόρ. κατανεμήθηκα, απαρέμφ. κατανεμηθεί, μππ. κατανεμημένος*

Page 168: Guia de conjugação

κατανεύω [katanévo] Ρ αόρ. κατένευσα, απαρέμφ. κατανεύσει

κατανικώ [katanikó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

κατανοώ [katanoó] -ούμαι Ρ10.9

καταντρέπομαι [katadrépome] Ρ (βλ. ντρέπομαι)

καταντροπιάζω [katadropxázo] -ομαι Ρ2.1

καταντώ [katandó] & -άω Ρ10.1α μππ. καταντημένος

καταξεραίνω [katakseréno] -ομαι Ρ7.1

καταξεσκίζω [katakseskízo] -ομαι & καταξεσχίζω [kataksesízo] -ομαι Ρ2.1

καταξιώνω [kataksióno] -ομαι Ρ1

καταξοδεύω [kataksoδévo] -ομαι Ρ5.2

καταπατώ [katapató] -ούμαι Ρ10.9 & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

καταπαύω [katapávo] Ρ αόρ. κατέπαυσα, απαρέμφ. καταπαύσει

καταπέφτω [katapéfto] Ρ αόρ. κατάπεσα, απαρέμφ. καταπέσει, μππ. καταπεσμένος

καταπιάνομαι [katapxánome] Ρ αόρ. καταπιάστηκα, απαρέμφ. καταπιαστεί

καταπιέζω [katapiézo] -ομαι Ρ2.1

καταπικραίνω [katapikréno] -ομαι Ρ7.1

καταπίνω [katapíno] -ομαι Ρ αόρ. κατάπια, απαρέμφ. καταπιεί (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

καταπίπτω [katapípto] Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. κατέπεσα, απαρέμφ. καταπέσει

καταπλακώνω [kataplakóno] -ομαι Ρ1

καταπλέω [katapléo] Ρ αόρ. κατέπλευσα, απαρέμφ. καταπλεύσει

καταπλημμυρίζω [kataplimirízo] Ρ2.1α μππ. καταπλημμυρισμένος

καταπλήσσω [kataplíso] -ομαι Ρ αόρ. κατέπληξα, απαρέμφ. καταπλήξει, παθ. αόρ. κατεπλάγην, απαρέμφ. καταπλαγεί

καταπνίγω [katapníγo] -ομαι Ρ αόρ. κατέπνιξα, απαρέμφ. καταπνίξει, παθ. αόρ. καταπνίγηκα και καταπνίχτηκα, απαρέμφ. καταπνιγεί και καταπνιχτεί, μππ. καταπνιγμένος

καταπολεμώ [katapolemó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ούμαι Ρ10.9β

καταποντίζω [katapontízo] -ομαι Ρ2.1

καταπονώ [kataponó] -ούμαι Ρ10.9

καταπραΰνω [katapraíno] -ομαι Ρ8.1

Page 169: Guia de conjugação

καταπροδίδω [kataproδíδo] -ομαι & καταπροδίνω [kataproδíno] -ομαι Ρ (βλ. προδίδω)

καταπτοώ [kataptoó] -ούμαι Ρ10.9

καταργώ [katarγó] -ούμαι Ρ10.9

καταριέμαι [katarjéme] Ρ10.4β μππ. καταραμένος*

καταριθμώ [katariθmó] -ούμαι Ρ10.9

καταρρακώνω [katarakóno] -ομαι Ρ1

καταρρέω [kataréo] Ρ αόρ. κατέρρευσα, απαρέμφ. καταρρεύσει

καταρρίπτω [katarípto] -ομαι Ρ αόρ. κατέρριψα και (προφ., σπάν.) κατάρριψα, απαρέμφ. καταρρίψει, παθ. αόρ. καταρρίφθηκα, απαρέμφ. καταρριφθεί

καταρτίζω [katartízo] -ομαι Ρ2.1

κατασβήνω [katazvíno] -ομαι Ρ αόρ. κατέσβησα και κατέσβεσα, απαρέμφ. κατασβήσει και κατασβέσει, παθ. αόρ. κατασβήστηκα και κατασβέστηκα, απαρέμφ. κατασβηστεί και κατασβεστεί

κατασιγάζω [katasiγázo] -ομαι Ρ2.1

κατασκευάζω [kataskevázo] -ομαι Ρ2.1

κατασκηνώνω [kataskinóno] Ρ1α

κατασκίζω [kataskízo] -ομαι & κατασχίζω [katasízo] -ομαι Ρ2.1 σπάν. αόρ. και κατέσχισα

κατασκονίζω [kataskonízo] -ομαι Ρ2.1

κατασκοπεύω [kataskopévo] -ομαι Ρ5.1

κατασκοτώνω [kataskotóno] -ομαι Ρ1

κατασκουριάζω [kataskurjázo] Ρ2.1α μππ. κατασκουριασμένος

κατασπάζομαι [kataspázome] Ρ2.1β

κατασπαράζω [katasparázo] -ομαι & κατασπαράσσω [katasparáso] -ομαι Ρ2.2

κατασπαταλώ [kataspataló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

κατασπιλώνω [kataspilóno] -ομαι Ρ1

κατασταλάζω [katastalázo] Ρ2.2α μππ. κατασταλαγμένος

καταστέλλω [katastélo] -ομαι Ρ αόρ. κατέστειλα, απαρέμφ. καταστείλει, παθ. αόρ. καταστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατεστάλη, κατεστάλησαν, απαρέμφ. κατασταλεί

καταστενοχωρώ [katastenoxoró] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β & καταστεναχωρώ [katastenaxoró] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β

καταστρατηγώ [katastratiγó] -ούμαι Ρ10.9

Page 170: Guia de conjugação

καταστρέφω [katastréfo] -ομαι Ρ αόρ. κατέστρεψα και (προφ.) κατάστρε ψα, απαρέμφ. καταστρέψει, παθ. αόρ. καταστράφηκα, απαρέμφ. καταστραφεί, μππ. κατεστραμμένος και καταστραμμένος

καταστρώνω [katastróno] -ομαι Ρ1 αόρ. κατέστρωσα, απαρέμφ. καταστρώσει

κατασυγκινώ [katasinginó] -ούμαι Ρ10.9

κατασυκοφαντώ [katasikofandó] -ούμαι Ρ10.9

κατασφάζω [katasfázo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. κατέσφαξα και (σπάν.) κατάσφαξα, απαρέμφ. κατασφάξει

κατάσχω [katásxo] -ομαι Ρ αόρ. κατάσχεσα και κατέσχεσα, απαρέμφ. κατασχέσει, παθ. αόρ. κατασχέθηκα, απαρέμφ. κατασχεθεί

καταταλαιπωρώ [katataleporó] -ούμαι Ρ10.9

καταταράζω [katatarázo] -ομαι Ρ2.2

κατατάσσω [katatáso] -ομαι Ρ αόρ. κατέταξα, απαρέμφ. κατατάξει, παθ. αόρ. κατατάχτηκα και κατατάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατετάγη, κατε τάγησαν, απαρέμφ. καταταχτεί, καταταχθεί και καταταγεί

κατατείνω [katatíno] Ρ αόρ. κατέτεινα, απαρέμφ. κατατείνει

κατατεμαχίζω [katatemaxízo] -ομαι Ρ2.1

κατατέμνω [katatémno] -ομαι Ρ αόρ. κατέτμησα και κατάτμησα, απαρέμφ. κατατμήσει, παθ. αόρ. κατατμήθηκα, απαρέμφ. κατατμηθεί, μππ. κατατμημένος

κατατοπίζω [katatopízo] -ομαι Ρ2.1

κατατρέχω [katatréxo] -ομαι Ρ3 (συνήθ. στο ενεστ. θ. και στη μππ.) αόρ. και κατέτρεξα, απαρέμφ. κατατρέξει

κατατρίβομαι [katatrívome] Ρ4β (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

κατατρομάζω [katatromázo] Ρ2.2α μππ. κατατρομαγμένος*

κατατροπώνω [katatropóno] -ομαι Ρ1

κατατρυπώ [katatripó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

κατατρύχω [katatríxo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

κατατρώω [katatróo] -γομαι & κατατρώγω [katatróγo] -ομαι Ρ (βλ. και τρώω) πρτ. κατάτρωγα και κατέτρωγα, αόρ. κατάφαγα και κατέφαγα, απαρέμφ. καταφάει, παθ. αόρ. καταφαγώθηκα, απαρέμφ. καταφαγωθεί, μππ. καταφαγωμένος

κατατυραννώ [katatiranó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 παθ. αόρ. και κατατυραννίστηκα, απαρέμφ. και κατατυραννιστεί, μππ. και κατατυραννισμένος

καταυγάζω [katavγázo] -ομαι Ρ2.1

Page 171: Guia de conjugação

καταυλίζομαι [katavlízome] Ρ2.1β

καταϋποχρεώνω [kataipoxreóno] -ομαι Ρ1

καταφαίνεται [katafénete] Ρ αόρ. καταφάνηκε, απαρέμφ. καταφανεί

καταφάσκω [katafásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

καταφέρνω 1 [kataférno] Ρ αόρ. κατάφερα, απαρέμφ. καταφέρει

καταφέρομαι [kataférome] Ρ αόρ. καταφέρθηκα, απαρέμφ. καταφερθεί

καταφέρω [kataféro] -εται Ρ αόρ. κατέφερα, απαρέμφ. καταφέρει, παθ. αόρ. καταφέρθηκε, απαρέμφ. καταφερθεί & καταφέρνω 2 [kataférno] -εται Ρ αόρ. κατάφερα, απαρέμφ. καταφέρει, παθ. αόρ. καταφέρθηκε, απαρέμφ. καταφερθεί

καταφεύγω [katafévγo] Ρ αόρ. κατέφυγα, απαρέμφ. καταφύγει

καταφθάνω [katafθáno] Ρ αόρ. κατέφθασα, απαρέμφ. καταφθάσει & καταφτάνω [kataftáno] Ρ αόρ. κατέφτασα, απαρέμφ. καταφτάσει

καταφιλώ [katafiló] Ρ10.1α

καταφοβάμαι [katafováme] Ρ αόρ. καταφοβήθηκα, απαρέμφ. καταφοβηθεί, μππ. καταφοβισμένος

καταφοβίζω [katafovízo] Ρ2.1α μππ. καταφοβισμένος

καταφρονώ [katafronó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β αόρ. και καταφρόνεσα, απαρέμφ. και καταφρονέσει, παθ. αόρ. και καταφρονέθηκα, απαρέμφ. και καταφρονεθεί, μππ. και καταφρονεμένος

καταχαίρομαι [kataxérome] Ρ αόρ. καταχάρηκα, απαρέμφ. καταχαρεί

καταχειροκροτώ [kataxirokrotó] -ούμαι Ρ10.9

καταχερίζω [kataxerízo] -ομαι Ρ2.1

καταχνιάζει [kataxnázi] Ρ2.1α μππ. καταχνιασμένος (απρόσ.)

καταχρεώνομαι [kataxreónome] Ρ1β

καταχρώμαι [kataxróme] Ρ10.8β

καταχωνιάζω [kataxonázo] -ομαι Ρ2.1

καταχώνω [kataxóno] -ομαι Ρ1 μππ. και καταχωσμένος

καταχωρίζω [kataxorízo] -ομαι Ρ2.1

καταχωρώ [kataxoró] -ούμαι Ρ10.9

καταψηφίζω [katapsifízo] -ομαι Ρ2.1

καταψύχω [katapsíxo] -ομαι Ρ αόρ. κατέψυξα και κατάψυξα, απαρέμφ. καταψύξει, παθ. αόρ. καταψύχθηκα, απαρέμφ. καταψυχθεί, μππ. καταψυγμένος και κατεψυγμένος*

Page 172: Guia de conjugação

κατεβάζω [katevázo] Ρ2.1α μππ. κατεβασμένος· (πρβ. κατεβαίνω, ως αντίστοιχο παθ.)

κατεβαίνω [katevéno] Ρ αόρ. κατέβηκα, προστ. κατέβα, απαρέμφ. κατέβει και κατεβεί, μππ. κατεβασμένος· (πρβ. κατεβάζω, ως αντίστοιχο ενεργ.)

κατεδαφίζω [kateδafízo] -ομαι Ρ2.1

κατενθουσιάζω [katenθusiázo] -ομαι Ρ2.1

κατεξευτελίζω [katekseftelízo] -ομαι Ρ2.1

κατεξουσιάζω [kateksusiázo] -ομαι Ρ2.1

κατεργάζομαι [katerγázome] Ρ2.1β

κατερειπώνω [kateripóno] -ομαι Ρ1

κατέρχομαι [katérxome] Ρ αόρ. κατήλθα, απαρέμφ. κατέλθει

κατευθύνω [katefθíno] -ομαι Ρ8.1 πρτ. και αόρ. και κατηύθυνα, απαρέμφ. κατευθύνει

κατευνάζω [katevnázo] -ομαι Ρ2.1

κατευοδώνω [katevoδóno] -ομαι Ρ1

κατευχαριστώ [katefxaristó] Ρ10.9α -ιέμαι Ρ10.1β

κατέχω [katéxo] -ομαι Ρ πρτ. κατείχα και λαϊκότρ. κάτεχα, παθ. πρτ. κατεχόμουν

κατηγορώ [katiγoró] -ούμαι Ρ10.9 μπε. κατηγορούμενος*

κατηφορίζω [katiforízo] Ρ2.1α

κατηχώ [katixó] -ούμαι Ρ10.9

κατοικοεδρεύω [katikoeδrévo] Ρ5.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

κατοικώ [katikó] -ούμαι Ρ10.9

κατολισθαίνω [katolisθéno] Ρ αόρ. κατολίσθησα, απαρέμφ. κατολισθήσει

κατονομάζω [katonomázo] -ομαι Ρ2.1

κατοπτεύω [katoptévo] Ρ5.1α

κατοπτρίζω [katoptrízo] -ομαι Ρ2.1

κατορθώνω [katorθóno] (σπάν.) -εται Ρ1

κατουρώ [katuró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

κατοχυρώνω [katoxiróno] -ομαι Ρ1

κατρακυλώ [katrakiló] & -άω Ρ10.1α

κατραμώνω [katramóno] -ομαι Ρ1

Page 173: Guia de conjugação

κατσαδιάζω [katsaδjázo] -ομαι Ρ2.1

κατσαρώνω [katsaróno] Ρ1α μππ. κατσαρωμένος

κατσιάζω [katsxázo] Ρ2.1α μππ. κατσιασμένος

κατσουφιάζω [katsufxázo] Ρ2.1α μππ. κατσουφιασμένος

καυλώνω [kavlóno] Ρ1α μππ. καυλωμένος

καυτηριάζω [kaftiriázo] -ομαι Ρ2.1

καυχιέμαι [kafxéme] Ρ10.1β & καυχώμαι [kafxóme] Ρ11

καψαλίζω [kapsalízo] -ομαι Ρ2.1

καψώνω [kapsóno] Ρ1α

κείμαι [íme] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. κείμενος

κείτομαι [kítome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

κελαηδώ [kel(ai)δó] & -άω Ρ10.1α

κελαρύζω [kelarízo] Ρ2.1α

κενολογώ [kenoloγó] Ρ10.9α

κεντράρω [kendráro] -ομαι Ρ6

κεντρίζω [kendrízo] -ομαι Ρ2.1

κεντρώνω [kendróno] -ομαι Ρ1

κεντώ 1 [kendó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

κεντώ 2 & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

κενώνω [kenóno] -ομαι Ρ1

κερατώνω [keratóno] -ομαι Ρ1

κεραυνοβολώ [keravnovoló] -ούμαι Ρ10.9

κεραυνώνω [keravnóno] -ομαι Ρ1

κερδίζω [erδízo] -ομαι Ρ2.1 παθ. αόρ. κερδήθηκα, απαρέμφ. κερδηθεί

κερδοσκοπώ [kerδoskopó] Ρ10.9α

κερματίζω [kermatízo] -ομαι Ρ2.1

κερνώ [kernó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 αόρ. κέρασα, απαρέμφ. κεράσει, παθ. αόρ. κεράστηκα, απαρέμφ. κεραστεί, μππ. κερασμένος

κερώνω [keróno] -ομαι Ρ1

Page 174: Guia de conjugação

κεφαλαιοποιώ [kefaleopió] -ούμαι Ρ10.9

κεφάρω [kefáro] Ρ6α

κηδεμονεύω [kiδemonévo] -ομαι Ρ5.1

κηδεύω [kiδévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

κηλιδώνω [kiliδóno] -ομαι Ρ1

κηρύττω [kiríto] -ομαι & κηρύσσω [kiríso] -ομαι Ρ2.2

κιαλάρω [kaláro] Ρ6α

κινδυνεύω [kinδinévo] Ρ5.2α

κινδυνολογώ [kinδinoloγó] Ρ10.9α

κινηματογραφώ [kinimatoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

κινητοποιώ [kinitopió] -ούμαι Ρ10.9

κινώ [kinó] -ούμαι Ρ10.9

κιοτεύω [kotévo] Ρ5.2α

κιτρινίζω [kitrinízo] Ρ2.1α μππ. κιτρινισμένος & κιτρινιάζω [kitriázo] Ρ2.1α μππ. κιτρινιασμένος

κλαδεύω [klaδévo] -ομαι Ρ5.2

κλαίω [kléo] -γομαι στη σημ. 2 Ρ ενεστ. οριστ. κλαις, κλαίει, κλαίμε, κλαίτε, κλαίνε και κλαιν, πρτ. έκλαιγα, αόρ. έκλαψα, απαρέμφ. κλάψει, παθ. αόρ. κλαύτηκα, απαρέμφ. κλαυτεί, μππ. κλαμένος

κλάνω [kláno] Ρ αόρ. έκλασα, απαρέμφ. κλάσει, μππ. κλασμένος

κλασάρω [klasáro] Ρ6α μππ. κλασαρισμένος

κλασικίζω [klasikízo] Ρ2.1α

κλατάρω [klatáro] Ρ6α μππ. κλαταρισμένος

κλαυθμυρίζω [klafθmirízo] Ρ2.1α

κλαψουρίζω [klapsurízo] Ρ2.1α

κλέβω [klévo] -ομαι Ρ4

κλειδαμπαρώνω [kliδambaróno] -ομαι Ρ1

κλειδομανταλώνω [kliδomandalóno] -ομαι Ρ1

κλειδώνω [kliδóno] -ομαι Ρ1

κλείνω [klíno] -ομαι Ρ αόρ. έκλεισα, απαρέμφ. κλείσει, παθ. αόρ. κλείστη κα, απαρέμφ. κλειστεί, μππ. κλεισμένος

Page 175: Guia de conjugação

κληροδοτώ [kliroδotó] -ούμαι Ρ10.9

κληρονομώ [klironomó] -ούμαι Ρ10.9

κληρώνω [kliróno] -ομαι Ρ1

κλητεύω [klitévo] -ομαι Ρ5.1

κλιμακώνω [klimakóno] -ομαι Ρ1

κλιματίζομαι [klimatízome] Ρ2.1β (κυρ. στο γ' πρόσ.)

κλίνω [klíno] -ομαι στη σημ. II Ρ πρτ. και αόρ. έκλινα, απαρέμφ. κλίνει, παθ. αόρ. κλίθηκα, απαρέμφ. κλιθεί, μππ. κλιμένος

κλονίζω [klonízo] -ομαι Ρ2.1

κλοτσώ [klotsó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

κλουβιάζω [kluvjázo] Ρ2.1α & κλουβιαίνω [kluvjéno] Ρ7.3α μππ. κλουβιασμένος

κλυδωνίζομαι [kliδοnízome] Ρ2.1β

κλωθογυρίζω [kloθojirízo] Ρ2.1α

κλώθω [klóθo] Ρ αόρ. έκλωσα, απαρέμφ. κλώσει, μππ. κλωσμένος

κλωνοποιώ [klonopió] -ούμαι Ρ10.9

κλωσώ [klosó] & -άω Ρ10.1α μππ. κλωσημένος

κοάζω [koázo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

κόβω [kóvo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. κόπηκα, απαρέμφ. κοπεί

κογιονάρω [kojonáro] Ρ6α

κοζάρω [kozáro] Ρ6α

κοιλαίνω [kiléno] -ομαι Ρ7.2

κοιλοπονώ [kiloponó] & -άω Ρ10.5α

κοιμάμαι [kimáme] & κοιμούμαι [kimúme] Ρ12 μππ. κοιμισμένος*

κοιμίζω [kimízo] Ρ2.1α μππ. κοιμισμένος*

κοινολογώ [kinoloγó] -ούμαι Ρ10.9

κοινοποιώ [kinopió] -ούμαι Ρ10.9

κοινωνικοποιώ [kinonikopió] -ούμαι Ρ10.9

κοινωνώ [kinonó] Ρ10.9α

κοιτάζω [kitázo] -ομαι Ρ2.2 & κοιτώ [kitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.6 μππ. κοιταγμένος

Page 176: Guia de conjugação

κοκαλιάζω [kokalázo] Ρ2.1α μππ. κοκαλιασμένος

κοκαλώνω [kokalóno] Ρ1α μππ. κοκαλωμένος

κοκετάρομαι [koketárome] Ρ6β & κοκεταρίζομαι [koketarízome] Ρ2.1β

κοκκινίζω [kokinízo] Ρ2.1α μππ. κοκκινισμένος

κολάζω [kolázo] -ομαι Ρ2.1

κολακεύω [kolakévo] -ομαι Ρ5.2

κολατσίζω [kolatsízo] Ρ2.1α

κολλαρίζω [kolarízo] -ομαι Ρ2.1 & κολλάρω [koláro] -ομαι Ρ6

κολλώ [koló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

κολοβώνω [kolovóno] -ομαι Ρ1

κολπώνω [kolpóno] -ομαι Ρ1

κολυμπώ [kolimbó] & -άω Ρ10.1α

κομίζω [komízo] Ρ2.1α

κομματιάζω [komatxázo] -ομαι Ρ2.1

κομματίζομαι [komatízome] Ρ2.1β

κομματικοποιώ [komatikopió] -ούμαι Ρ10.9

κομπάζω [kombázo] Ρ2.1α

κομπιάζω [kombjázo] Ρ2.1α μππ. κομπιασμένος

κομπλάρω [kombláro] Ρ6α μππ. κομπλαρισμένος

κομπλεξάρω [kombleksáro & kompleksáro] -ομαι Ρ6

κομπλιμεντάρω [komplimentáro] & κοπλιμεντάρω [koplimentáro] Ρ6α

κομποδένω [komboδéno] Ρ αόρ. κομπόδεσα, απαρέμφ. κομποδέσει, μππ. κομποδεμένος

κομπορρημονώ [komborimonó] Ρ10.9α

κομψαίνω [kompséno] Ρ7.4α

κομψεύομαι [kompsévome] Ρ5.1β

κονεύω [konévo] Ρ5.2α μππ. κονεμένος

κονιορτοποιώ [koniortopió] -ούμαι Ρ10.9

κονομάω [konomáo] Ρ10.1α μππ. κονομημένος

Page 177: Guia de conjugação

κονσερβαρίζω [konservarízo] -ομαι Ρ2.1

κονσερβάρω [konserváro] -ομαι Ρ6

κονσερβοποιώ [konservopió] -ούμαι Ρ10.9

κονταίνω [kondéno] Ρ7.4α

κοντανασαίνω [kondanaséno] Ρ7.1α

κονταροχτυπώ [kondaroxtipó] -ιέμαι Ρ10.1

κοντεύω [kondévo] Ρ5.2α

κοντοζυγώνω [kondoziγóno] Ρ1α

κοντοστέκομαι [kondostékome] Ρ αόρ. κοντοστάθηκα, απαρέμφ. κοντοσταθεί

κοντοστέκω [kondostéko] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

κοντράρω [kondráro] -ομαι Ρ6 & κοντραρίζω [kondrarízo] -ομαι Ρ2.1

κοντρολάρω [kontroláro] -ομαι Ρ6

κοπάζω [kopázo] Ρ2.1α

κοπανάω [kopanáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

κοπανίζω [kopanízo] -ομαι Ρ2.1

κοπιάζω 1 [kopxázo & kopiázo] Ρ2.1α

κοπιάζω 2 [kopxázo] Ρ2.1α

κοπιάρω [kopxáro] -ομαι Ρ6

κοπρίζω [koprízo] -ομαι Ρ2.1

κοπροσκυλιάζω [koproskiázo] Ρ2.1α

κόπτομαι [kóptome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

κορακιάζω [korakázo] Ρ2.1α μππ. κορακιασμένος

κορδελιάζω [korδelázo] Ρ2.1α

κορδώνω [korδóno] -ομαι Ρ1

κορεννύω [korenío] Ρ (μόνο στο αορ. θ.) αόρ. κόρεσα, απαρέμφ. κορέσει, παθ. αόρ. κορέστηκα, απαρέμφ. κορεστεί, μππ. κορεσμένος και κεκορεσμένος*

κορνάρω [kornáro] Ρ6α

κορνιζάρω [kornizáro] -ομαι Ρ6

κορνιζώνω [kornizóno] -ομαι Ρ1

Page 178: Guia de conjugação

κοροϊδεύω [koroiδévo] -ομαι Ρ5.2

κορτάρω [kortáro] Ρ6α

κορυβαντιώ [korivandió] Ρ10.1α

κορυφώνω [korifóno] -ομαι Ρ1

κορφολογώ [korfoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

κορώνω [koróno] Ρ1α μππ. κορωμένος

κοσκινίζω [koskinízo] -ομαι Ρ2.1

κοσμώ [kozmó] -ούμαι Ρ10.9

κοστίζω [kostízo] Ρ2.1α

κοστολογώ [kostoloγó] -ούμαι Ρ10.9

κοτάω [kotáo] & -ώ Ρ10.1α

κοτσάρω [kotsáro] & κοτσέρνω [kotsérno] Ρ6α

κουβαλώ [kuvaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

κουβαριάζω [kuvarjázo] -ομαι Ρ2.1

κουβεντιάζω [kuvendjázo] -ομαι Ρ2.1

κουδουνίζω [kuδunízo] Ρ2.1α & κουδουνάω [kuδunáo] Ρ10.1α

κουζουλαίνω [kuzuléno] -ομαι Ρ7.1

κουκουβίζω [kukuvízo] Ρ2.1α

κουκουλώνω [kukulóno] -ομαι Ρ1

κουλαίνω [kuléno] -ομαι Ρ7.1

κουλαντρίζω [kulandrízo] & κολαντρίζω [kolandrízo] Ρ2.1α

κουλουριάζω [kulurjázo] -ομαι Ρ2.1

κουμαντάρω [kumandáro] -ομαι & κουμαντέρνω [kumandérno] -ομαι Ρ6

κουμπαριάζω [kumbarjázo] Ρ2.1α

κουμπώνω [kumbóno] -ομαι Ρ1

κουνώ [kunó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

κουράζω [kurázo] -ομαι Ρ2.1

κουράρω [kuráro] -ομαι Ρ6

Page 179: Guia de conjugação

κουρδίζω [kurδízo] -ομαι Ρ2.1

κουρελιάζω [kurelázo] -ομαι Ρ2.1

κουρεύω [kurévo] -ομαι Ρ5.2

κουρκουτιάζω [kurkutxázo] Ρ2.1α μππ. κουρκουτιασμένος

κουρνιάζω [kurnázo] Ρ2.1α μππ. κουρνιασμένος

κουρντίζω [kurdízo] -ομαι Ρ2.1

κουρσεύω [kursévo] -ομαι Ρ5.2

κουστουμαρίζομαι [kustumarízome] Ρ2.1β

κουστουμάρομαι [kustumárome] Ρ6β

κουτουλώ [kutuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

κουτρουβαλιάζω [kutruvalázo] -ομαι Ρ2.1

κουτρουβαλώ [kutruvaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

κουτσαίνω [kutséno] -ομαι Ρ7.1

κουτσοβολεύω [kutsovolévo] -ομαι Ρ5.2

κουτσοκαταφέρνω [kutsokataférno] Ρ αόρ. κουτσοκατάφερα, απαρέμφ. κουτσοκαταφέρει

κουτσομπολεύω [kutsombolévo] -ομαι Ρ5.2

κουτσοπίνω [kutsopíno] Ρ πρτ. κουτσόπινα και κουτσοέπινα, αόρ. κουτσοήπια, απαρέμφ. κουτσοπιεί

κουτσουλίζω [kutsulízo] -ομαι Ρ2.1 & κουτσουλάω [kutsuláo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1

κουτσουρεύω [kutsurévo] -ομαι Ρ5.2

κουφαίνω 1 [kuféno] -ομαι Ρ7.1

κουφαίνω 2

κουφοβράζω [kufovrázo] Ρ αόρ. κουφόβρασα, απαρέμφ. κουφοβράσει

κουφώνω [kufóno] Ρ1α μππ. κουφωμένος

κόφτει [kófti] Ρ

κοχλάζω [koxlázo] & χοχλάζω [xoxlázo] Ρ2.1α

κοχλιώνω [koxlióno] -ομαι Ρ1

κοψομεσιάζω [kopsomesxázo] -ομαι Ρ2.1

κραδαίνω [kraδéno] -ομαι Ρ7.2 (μόνο στο ενεστ. θ.)

Page 180: Guia de conjugação

κράζω [krázo] Ρ2.2α

κραταιώνω [krateóno] -ομαι Ρ1

κρατικοποιώ [kratikopió] -ούμαι Ρ10.9

κρατώ [krató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β

κραυγάζω [kravγázo] Ρ2.1α

κρεβατώνω [krevatóno] -ομαι Ρ1

κρέμομαι [krémome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

κρεμώ [kremó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4

κρένω [kréno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

κρεουργώ [kreurγó] -ούμαι Ρ10.9

κρεπάρω 1 [krepáro] Ρ6α μππ. κρεπαρισμένος

κρεπάρω 2

κρησαρίζω [krisarízo] -ομαι Ρ2.1

κριματίζω [krimatízo] -ομαι Ρ2.1

κρίνω [kríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. έκρινα, απαρέμφ. κρίνει, παθ. αόρ. κρίθηκα, απαρέμφ. κριθεί, μππ. κριμένος

κριτικάρω [kritikáro] -ομαι Ρ6

κριτσανίζω [kritsanízo] Ρ2.1α

κροταλίζω [krotalízo] Ρ2.1α

κροτώ [krotó] Ρ10.9α

κρουσταλλιάζω [krustalázo] Ρ2.1α μππ. κρουσταλλιασμένος

κρούω [krúo] -ομαι Ρ9 παθ. αόρ. κρούστηκα, απαρέμφ. κρουστεί, μππ. κρουσμένος

κρύβω [krívo] -ομαι Ρ4

κρυολογώ [krioloγó] Ρ10.9α μππ. κρυολογημένος

κρυπτογραφώ [kriptoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

κρυσταλλιάζω [kristalázo] Ρ2.1α μππ. κρυσταλλιασμένος

κρυσταλλώνω [kristalóno] -ομαι Ρ1

κρυφακούω [krifakúo] Ρ (βλ. ακούω)

κρυφογελώ [krifojeló] & -άω Ρ10.4α

Page 181: Guia de conjugação

κρυφοκαίω [krifokéo] Ρ (δες και καίω) αόρ. κρυφόκαψα, απαρέμφ. κρυφοκάψει

κρυφοκαμαρώνω [krifokamaróno] Ρ1α

κρυφοκοιτάζω [krifokitázo] -ομαι Ρ2.2 & κρυφοκοιτάω [krifokitáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.6

κρυφομιλώ [krifomiló] & -άω Ρ10.1α

κρυώνω [krióno] Ρ1α μππ. κρυωμένος

κρώζω [krózo] Ρ2.2α

κυβερνώ [kivernó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1α & (λόγ.) -ώμαι Ρ11

κυβίζω [kivízo] Ρ2.1α

κυκλοφορώ [kikloforó] Ρ10.9α

κυκλώνω [kiklóno] -ομαι Ρ1

κυλιέμαι [kiéme] Ρ10.1β αόρ. κυλίστηκα, απαρέμφ. κυλιστεί

κυλώ [kiló] & -άω Ρ10.1α

κυμαίνομαι [kiménome] Ρ7.2β

κυματίζω [kimatízo] Ρ2.1α

κυνηγώ [kiniγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

κυοφορώ [kioforó] -ούμαι Ρ10.9

κυριαρχώ [kiriarxó] -ούμαι Ρ10.9

κυριεύω [kiriévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

κυριολεκτώ [kiriolektó] Ρ10.9α

κυρτώνω [kirtóno] -ομαι Ρ1

κυρώνω [kiróno] -ομαι Ρ1

κωδικοποιώ [koδikopió] -ούμαι Ρ10.9

κωλοβαράω [kolovaráo] & -ώ Ρ10.5α

κωλογλείφω [koloγlífo] Ρ4α

κωλυσιεργώ [kolisierγó] Ρ10.9α

κωλύω [kolío] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

κωλώνω [kolóno] Ρ1α

κωπηλατώ [kopilató] Ρ10.9α

Page 182: Guia de conjugação

κωφεύω [kofévo] Ρ5.1α

Page 183: Guia de conjugação

Λ

λαβώνω [lavóno] -ομαι Ρ1

λαγαρίζω [laγarízo] Ρ2.1α μππ. λαγαρισμένος

λαγγεύω [langévo] -ομαι Ρ5.2 (συνήθ. παθ.)

λαγοκοιμάμαι [laγokimáme] Ρ12

λαδομπογιατίζω [laδobojatízo] -ομαι & λαδομπογιαντίζω [laδobojandízo] -ομαι Ρ2.1

λαδώνω [laδóno] -ομαι Ρ1

λαθεύω [laθévo] Ρ5.2α μππ. λαθεμένος

λακίζω [lakízo] Ρ2.1α & (σπάν.) λακώ [lakó] & -άω Ρ10.1α

λακτίζω [laktízo] -ομαι Ρ2.1

λακωνίζω [lakonízo] Ρ2.1α

λαλώ [laló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

λαμβάνω [lamváno] -ομαι Ρ αόρ. έλαβα, απαρέμφ. λάβει, παθ. αόρ. λήφθηκα, γ' πρόσ. και ελήφθη, ελήφθησαν, απαρέμφ. ληφθεί & (σπάν.) λαβαίνω [lavéno] Ρ αόρ. έλαβα, απαρέμφ. λάβει

λαμνοκοπώ [lamnokopó] Ρ10.1α

λάμνω [lámno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

λαμπαδιάζω [lambaδjázo] -ομαι Ρ2.1

λαμπικάρω [lambikáro] -ομαι Ρ6

λαμποκοπώ [lambokopó] & -άω Ρ10.1α

λαμπρύνω [lambríno] -ομαι Ρ8.1

λαμπυρίζω [lambirízo] Ρ2.1α

λάμπω [lámbo] Ρ4α

λαναρίζω [lanarízo] -ομαι Ρ2.1

λανθάνω [lanθáno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

λανσάρω [lansáro] -ομαι Ρ6

λαξεύω [laksévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

λαπαδιάζω [lapaδjázo] Ρ2.1α

λασκάρω [laskáro] -ομαι & λασκέρνω [lasérno] -ομαι Ρ6

Page 184: Guia de conjugação

λασπολογώ [laspoloγó] Ρ10.9α

λασπώνω [laspóno] -ομαι Ρ1

λατρεύω [latrévo] -ομαι Ρ5.2

λαφυραγωγώ [lafiraγoγó] -ούμαι Ρ10.9

λαχαίνω [laéno] Ρ αόρ. έλαχα, απαρέμφ. λάχει (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

λαχανιάζω [laxanázo] Ρ2.1α μππ. λαχανιασμένος

λαχταρίζω [laxtarízo] Ρ2.1α

λαχταρώ [laxtaró] & -άω Ρ10.1α

λεηλατώ [leilató] -ούμαι Ρ10.9

λειαίνω [liéno] -ομαι Ρ7.2

λείπω [lípo] Ρ4α

λειτουργώ [liturγó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β

λεκιάζω [lekázo] -ομαι Ρ2.1

λεπταίνω [lepténo] Ρ7.4α

λεπτολογώ [leptoloγó] Ρ10.9α

λερώνω [leróno] -ομαι Ρ1

λεσβιάζω [lezviázo] Ρ2.1α

λευκάζω [lefkázo] Ρ2.1α

λευκαίνω [lefkéno] -ομαι Ρ7.2

λευτερώνω [lefteróno] -ομαι Ρ1

λέω [léo] -γομαι & λέγω [léγo] -ομαι Ρ ενεστ. λες, λέει, λέμε, λέτε, λένε και λεν, προστ. λέγε, λέ(γε)τε, μεε. λέγοντας, πρτ. έλεγα, αόρ. είπα, προστ. πες, απαρέμφ. πει, παθ. αόρ. ειπώθηκα και λέχθηκα, απαρέμφ. ειπωθεί και λεχθεί, μππ. ειπωμένος

λήγω [líγo] Ρ3α μππ. Ληγμένος

λημματογραφώ [limatoγrató] -ούμαι Ρ10.9

λημματολογώ [limatoloγó] -ούμαι Ρ10.9

λημματοποιώ [limatopíó] -ούμαι Ρ10.9

λησμονώ [lizmonó] -ιέμαι Ρ10.11

ληστεύω [listévo] -ομαι Ρ5.2

Page 185: Guia de conjugação

λιάζω [lázo] -ομαι Ρ2.1

λιανίζω [lanízo] -ομαι Ρ2.1

λιβανίζω [livanízo] -ομαι Ρ2.1

λιβελογραφώ [liveloγrafó] Ρ10.9α

λιγδιάζω [liγδjázo] Ρ2.1α μππ. λιγδιασμένος

λιγδώνω [liγδóno] -ομαι Ρ1

λιγοθυμώ [liγoθimó] & -άω Ρ10.1α μππ. λιγοθυμισμένος

λιγοστεύω [liγostévo] Ρ5.2α

λιγουρεύομαι [liγurévome] Ρ5.2β

λιγοψυχώ [liγopsixó] Ρ10.11α

λιγώνω [liγóno] -ομαι Ρ1

λιθοβολώ [liθovoló] -ούμαι Ρ10.9

λιθοστρώνω [liθostróno] -ομαι Ρ1

λικνίζω [liknízo] -ομαι Ρ2.1

λιμάζω [limázo] Ρ2.2α μππ. λιμασμένος

λιμάρω [limáro] -ομαι Ρ6

λιμνάζω [limnázo] Ρ2.1α

λιμοκτονώ [limoktonó] Ρ10.9α

λιμπίζομαι [limbízome] Ρ2.1β

λιντσάρω [lintsáro] -ομαι Ρ6

λιπαίνω [lipéno] -ομαι Ρ7.2

λιποθυμώ [lipoθimó] & -άω Ρ10.1α μππ. λιποθυμισμένος

λιποτακτώ [lipotaktó] Ρ10.9α

λιποψυχώ [lipopsixó] Ρ10.11α

λιτανεύω [litanévo] Ρ5.1α

λιχνίζω [lixnízo] -ομαι Ρ2.1

λιώνω [lóno] Ρ1α μππ. λιωμένος

λογαριάζω [loγarjázo] -ομαι Ρ2.1

Page 186: Guia de conjugação

λογιάζω [lojázo] -ομαι Ρ2.1 & λογιέμαι [lojéme] Ρ10.4β

λογίζομαι [lojízome] Ρ2.1β

λογικεύω [lojikévo] -ομαι Ρ5.2

λογοδίνομαι [loγoδínome] Ρ αόρ. λογοδόθηκα, απαρέμφ. λογοδοθεί, μππ. λογοδοσμένος

λογοδοτώ [loγoδotó] Ρ10.9α

λογοκοπώ [loγokopó] Ρ10.9α

λογοκρατούμαι [loγokratúme] Ρ10.9β

λογοκρίνω [loγokríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. λογόκρινα, απαρέμφ. λογοκρίνει, παθ. αόρ. λογοκρίθηκα, απαρέμφ. λογοκριθεί, μππ. λογοκριμένος

λογομαχώ [loγomaxó] Ρ10.9α

λογοφέρνω [loγoférno] Ρ αόρ. λογόφερα, απαρέμφ. λογοφέρει

λογχίζω [lonxízo] -ομαι Ρ2.1

λοιδορώ [liδoró] -ούμαι Ρ10.9

λοξεύω [loksévo] Ρ5.2α

λοξοδρομώ [loksoδromó] Ρ10.9α

λοξοκοιτάζω [loksokitázo] Ρ2.2α & λοξοκοιτώ [loksokitó] & -άω Ρ10.6α

λούζω [lúzo] -ομαι Ρ2.1

λουλακιάζω [lulakázo] -ομαι Ρ2.1

λουλουδίζω [luluδízo] & λουλουδιάζω [luluδjázo] Ρ2.1α μππ. λουλουδιασμένος

λουστράρω [lustráro] -ομαι Ρ6

λουφάζω [lufázo] Ρ2.2α μππ. λουφαγμένος

λουφάρω [lufáro] Ρ6α

λυγίζω [lijízo] -ομαι Ρ2.1 & λυγώ [liγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

λυμαίνομαι [liménome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

λύνω [líno] -ομαι Ρ αόρ. έλυσα, απαρέμφ. λύσει, παθ. αόρ. λύθηκα, απαρέμφ. λυθεί, μππ. λυμένος

λυπώ [lipó] Ρ10.9α -ούμαι & -άμαι Ρ12 μππ. λυπημένος*

λυσιτελώ [lisiteló] Ρ10.10α

λυσσάω [lisáo] & -ώ Ρ10.6α & λυσσιάζω [lisázo] Ρ2.2α μππ. λυσσασμένος & λυσσ(ι)αγμένος

Page 187: Guia de conjugação

λυσσομανάω [lisomanáo] & -ώ Ρ10.1α

λυτρώνω [litróno] -ομαι Ρ1

λύω [lío] -ομαι Ρ9α μπε. λυόμενος*

λωλαίνω [loléno] -ομαι Ρ7.1

Page 188: Guia de conjugação

Μ

μαγαρίζω [maγarízo] -ομαι Ρ2.1

μαγειρεύω [majirévo] -ομαι Ρ5.2

μαγεύω [majévo] -ομαι Ρ5.2

μαγκεύω [mangévo] Ρ5.2α

μαγκώνω [maŋgóno] -ομαι Ρ1

μαγνητίζω [maγnitízo] -ομαι Ρ2.1

μαγνητοσκοπώ [maγnitoskopó] -ούμαι Ρ10.9

μαγνητοφωνώ [maγnitofonó] -ούμαι Ρ10.9

μαδώ [maδó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

μαζεύω [mazévo] -ομαι Ρ5.2 λαϊκότρ. αόρ. και έμασα, λαϊκότρ. απαρέμφ. και μάσει

μαζικοποιώ [mazikopió] -ούμαι Ρ10.9

μαζώνω [mazóno] -ομαι Ρ αόρ. μάζωξα, απαρέμφ. μαζώξει, παθ. αόρ. μαζώχτηκα, απαρέμφ. μαζωχτεί, μππ. μαζωμένος

μαθαίνω [maθéno] -ομαι Ρ αόρ. έμαθα, απαρέμφ. μάθει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.), μππ. μαθημένος*

μαθεύομαι [maθévome] Ρ5.1β (χωρίς μππ.)

μαθητεύω [maθitévo] Ρ5.1α μπε. μαθητευόμενος

μαϊμουδίζω [maimuδízo] Ρ2.1α

μαϊνάρω [maináro] Ρ6α

μαίνομαι [ménome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

μακαρίζω [makarízo] -ομαι Ρ2.1

μακαρονίζω [makaronízo] Ρ2.1α

μακελεύω [makelévo] -ομαι Ρ5.2

μακιγιάρω [makijáro] -ομαι Ρ6

μακραίνω [makréno] Ρ7.4α

μακρηγορώ [makriγoró] Ρ10.9α

μακρολογώ [makroloγó] Ρ10.9α

Page 189: Guia de conjugação

μαλάζω [malázo] -ομαι Ρ2.2

μαλακίζομαι [malakízome] Ρ2.1β μππ. μαλακισμένος*

μαλακώνω [malakóno] Ρ1α μππ. μαλακωμένος

μαλάσσω [maláso] -ομαι Ρ2.2

μαλλιάζω [malázo] Ρ2.1α μππ. μαλλιασμένος

μαλλιοτραβιέμαι [malotravjéme] Ρ10.7β

μαλώνω [malóno] Ρ1α μππ. μαλωμένος

μανιάζω [maázo] Ρ2.1α μππ. μανιασμένος*

μανουβράρω [manuvráro] -ομαι Ρ6

μανταλώνω [mandalóno] -ομαι Ρ1

μαντάρω [mandáro] -ομαι Ρ6

μαντεύω [mandévo] -ομαι Ρ5.2

μαντρίζω [mandrízo] -ομαι Ρ2.1

μαντρώνω [mandróno] -ομαι Ρ1

μαραγκιάζω [marangázo] Ρ2.1α μππ. μαραγκιασμένος

μαραζώνω [marazóno] Ρ1α μππ. μαραζωμένος

μαραίνω [maréno] -ομαι Ρ7.1

μαργώνω [marγóno] Ρ1α μππ. μαργωμένος

μαρινάρω [marináro] -ομαι Ρ6

μαρκαλίζω [markalízo] -ομαι Ρ2.1 & μαρκαλώ [markaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

μαρκάρω [markáro] -ομαι Ρ6

μαρμαρώνω [marmaróno] Ρ1α μππ. μαρμαρωμένος

μαρσάρω [marsáro] -ομαι Ρ6

μαρτυρώ 1 [martiró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β

μαρτυρώ 2 Ρ10.11α

μασκαρεύω [maskarévo] -ομαι Ρ5.2

μασουλώ [masuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & μασουλίζω [masulízo] -ομαι Ρ2.1

μαστιγώνω [mastiγóno] -ομαι Ρ1

Page 190: Guia de conjugação

μαστίζω [mastizo] -ομαι Ρ2.1

μαστορεύω [mastorévo] -ομαι Ρ5.2

μαστουρώνω [masturóno] -ομαι Ρ1

μασώ [masó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ματαιοπονώ [mateoponó] Ρ10.9α

ματαιώνω [mateóno] -ομαι Ρ1

ματιάζω [matxázo] -ομαι Ρ2.1

ματίζω [matízo] -ομαι Ρ2.1

ματοκυλίζω [matokilízo] -ομαι Ρ2.1 & ματοκυλώ [matokiló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ματσώνομαι [matsónome] Ρ1β

ματώνω [matóno] -ομαι Ρ1

μαυλίζω [mavlizo] -ομαι Ρ2.1

μαυρίζω [mavrízo] -ομαι Ρ2.1

μαυροφορώ [mavroforó] -ιέμαι Ρ10.5

μαχαιρώνω [maxeróno] -ομαι Ρ1

μάχομαι [máxome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

μεγαλοδείχνω [meγaloδíxno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. μεγαλόδειχνα

μεγαλοπιάνομαι [meγalopxánome] Ρ αόρ. μεγαλοπιάστηκα, απαρέμφ. μεγαλοπιαστεί, μππ. μεγαλοπιασμένος

μεγαλοποιώ [meγalopió] -ούμαι Ρ10.9

μεγαλουργώ [meγalurγó] Ρ10.9α

μεγαλοφέρνω [meγaloférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. μεγαλόφερνα

μεγαλώνω [meγalóno] Ρ1α μππ. μεγαλωμένος

μεγεθύνω [mejeθíno] -ομαι Ρ8.2

μεγιστοποιώ [mejistopió] -ούμαι Ρ10.9

μεθοδεύω [meθoδévo] -ομαι Ρ5.1

μεθοκοπώ [meθokopó] & -άω Ρ10.1α

μεθώ [meθó] & -άω Ρ10.1α αόρ. μέθυσα, απαρέμφ. μεθύσει, μππ. μεθυσμένος*

μειδιώ [miδió] Ρ10.4α

Page 191: Guia de conjugação

μειοδοτώ [mioδotó] Ρ10.9α

μειονεκτώ [mionektó] Ρ10.9α

μειονοψηφώ [mionopsifó] Ρ10.9α

μειοψηφώ [miopsifó] Ρ10.9α

μειώνω [mióno] -ομαι Ρ1

μελαγχολώ [melaŋxoló] Ρ10.9α

μελανιάζω [melanázo] Ρ2.1α μππ. μελανιασμένος

μελανώνω [melanóno] -ομαι Ρ1

μέλει [méli] Ρ (απρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.)

μελετώ [meletó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

μέλλει [méli] & μέλλεται [mélete] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.)

μελοποιώ [melopió] -ούμαι Ρ10.9

μελώνω [melóno] -ομαι Ρ1

μέμφομαι [mémfome] Ρ αόρ. μέμφθηκα, απαρέμφ. μεμφθεί

μεμψιμοιρώ [mempsimiró] Ρ10.9α

μένω [méno] Ρ αόρ. έμεινα, απαρέμφ. μείνει

μερακλώνω [meraklóno] -ομαι Ρ1

μερεμετίζω [meremetízo] -ομαι Ρ2.1

μερεύω [merévo] Ρ5.2α

μεριάζω [merjázo] Ρ2.1α

μερίζω [merízo] -ομαι Ρ2.1

μερικεύω [merikévo] -ομαι Ρ5.1

μεριμνώ [merimnó] Ρ10.1α

μεροληπτώ [meroliptó] Ρ10.9α

μερώνω [meróno] -ομαι Ρ1

μεσημεριάζω [mesimerjázo] -ομαι Ρ2.1

μεσιάζω [mesxázo] Ρ2.1α

μεσιτεύω [mesitévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α

Page 192: Guia de conjugação

μεσολαβώ [mesolavó] Ρ10.9α

μεσουρανώ [mesuranó] Ρ10.9α

μεστώνω [mestóno] Ρ1α μππ. μεστωμένος

μεταβαίνω [metavéno] Ρ πρτ. μετέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. μετέβη, μετέβησαν, απαρέμφ. μεταβεί

μεταβάλλω [metaválo] -ομαι Ρ πρτ. μετέβαλλα, αόρ. μετέβαλα, απαρέμφ. μεταβάλει, παθ. αόρ. μεταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και μετεβλήθη, μετεβλήθησαν, απαρέμφ. μεταβληθεί, μππ. μεταβεβλημένος*

μεταβαπτίζω [metavaptízo] -ομαι Ρ2.1

μεταβιβάζω [metavivázo] -ομαι Ρ2.1

μεταγγίζω [metangízo] -ομαι Ρ2.1

μεταγλωττίζω [metaγlotízo] -ομαι Ρ2.1

μεταγράφω [metaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. μετέγραψα, απαρέμφ. μεταγράψει, παθ. αόρ. μεταγράφηκα και μεταγράφτηκα, απαρέμφ. μεταγραφεί και μεταγραφτεί, μππ. μεταγραμμένος

μετάγω [metáγo] -ομαι Ρ πρτ. μετήγα, αόρ. μετήγαγα, απαρέμφ. μεταγάγει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) μετήχθη, μετήχθησαν, απαρέμφ. μεταχθεί

μεταδημοτεύω [metaδimotévo] Ρ5.1α

μεταδίδω [metaδíδo] -ομαι Ρ αόρ. μετέδωσα, απαρέμφ. μεταδώσει, παθ. αόρ. μεταδόθηκα, απαρέμφ. μεταδοθεί

μεταθέτω [metaθéto] -ομαι, μετατίθεμαι [metatíθeme] Ρ αόρ. μετέθεσα και μετάθεσα, απαρέμφ. μεταθέσει, παθ. μετατίθεμαι, μετατίθεσαι, μετατίθεται, μετατιθέμεθα, μετατίθεστε, μετατίθενται, και (προφ.) μεταθέτομαι, αόρ. μετατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και μετετέθη, μετετέθησαν, απαρέμφ. μετατεθεί, μππ. μετατεθειμένος*

μετακαλώ [metakaló] -ούμαι Ρ10.10 αόρ. μετεκάλεσα και μετακάλεσα, απαρέμφ. μετακαλέσει, παθ. αόρ. μετακλήθηκα, απαρέμφ. μετακληθεί

μετακινώ [metakinó] -ούμαι Ρ10.9

μετακομίζω [metakomízo] -ομαι Ρ2.1

μεταλαβαίνω [metalavéno] Ρ αόρ. μετάλαβα, απαρέμφ. μεταλάβει

μεταλαμβάνω [metalamváno] Ρ αόρ. μετέλαβα, απαρέμφ. μεταλάβει

μεταλαμπαδεύω [metalambaδévo] -ομαι Ρ5.1

μεταλλάσσω [metaláso] -ομαι Ρ2.2

μεταμελούμαι [metamelúme] Ρ10.9β

μεταμορφώνω [metamorfóno] -ομαι Ρ1

Page 193: Guia de conjugação

μεταμοσχεύω [metamosxévo] -ομαι Ρ5.1

μεταμφιέζω [metamfiézo] -ομαι Ρ2.1

μεταναστεύω [metanastévo] Ρ5.1α

μετανιώνω [metanóno] Ρ1α μππ. μετανιωμένος

μετανοώ [metanoó] Ρ10.9α μππ. μετανοημένος

μεταπείθω [metapíθo] -ομαι Ρ αόρ. μετέπεισα, απαρέμφ. μεταπείσει, παθ. αόρ. μεταπείστηκα, απαρέμφ. μεταπειστεί, μππ. μεταπεισμένος

μεταπηδώ [metapiδó] Ρ10.1α

μεταπίπτω [metapípto] Ρ αόρ. μετέπεσα, απαρέμφ. μεταπέσει

μεταπλάθω [metapláθo] -ομαι Ρ αόρ. μετέπλασα, απαρέμφ. μεταπλάσει, παθ. αόρ. μεταπλάστηκα, απαρέμφ. μεταπλαστεί, μππ. μεταπλασμένος

μεταποιώ [metapió] -ούμαι Ρ10.9

μεταπωλώ [metapoló] -ούμαι Ρ10.9 & μεταπουλώ [metapuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

μεταρρυθμίζω [metariθmízo] -ομαι Ρ2.1

μεταρσιώνω [metarsióno] -ομαι Ρ1

μετασκευάζω [metaskevázo] -ομαι Ρ2.1

μεταστεγάζω [metasteγázo] -ομαι Ρ2.1

μετασχηματίζω [metasximatízo] -ομαι Ρ2.1

μετατάσσω [metatáso] -ομαι Ρ αόρ. μετέταξα και (προφ., σπάν.) μετάτα ξα, απαρέμφ. μετατάξει, παθ. αόρ. μετατάχθηκα, απαρέμφ. μεταταχθεί, μππ. μεταταγμένος

μετατοπίζω [metatopízo] -ομαι Ρ2.1

μετατρέπω [metatrépo] -ομαι Ρ αόρ. μετέτρεψα, απαρέμφ. μετατρέψει, παθ. αόρ. μετατράπηκα, απαρέμφ. μετατραπεί

μεταφέρω [metaféro] -ομαι Ρ αόρ. μετέφερα, απαρέμφ. μεταφέρει, παθ. αόρ. μεταφέρθηκα, απαρέμφ. μεταφερθεί, μππ. μεταφερμένος

μεταφράζω [metafrázo] -ομαι Ρ αόρ. μετέφρασα και (προφ., σπάν.) μετά φρασα, απαρέμφ. μεταφράσει, παθ. αόρ. μεταφράστηκα, απαρέμφ. μετα φραστεί, μππ. μεταφρασμένος

μεταφυτεύω [metafitévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1

μεταχειρίζομαι [metaxirízome] Ρ2.1β

μεταχρονολογώ [metaxronoloγó] -ούμαι Ρ10.9

μετεκπαιδεύω [metekpeδévo] -ομαι Ρ5.1

Page 194: Guia de conjugação

μετεμψυχώνομαι [metempsixónome] Ρ1β

μετενσαρκώνομαι [metensarkónome] Ρ1β

μετεξελίσσομαι [metekselísome] Ρ2.2β

μετεπιβιβάζω [metepivivázo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.)

μετέχω [metéxo] Ρ πρτ. μετείχα, (λόγ.) αόρ. γ' πρόσ. μετέσχε, μετέσχον, απαρέμφ. μετάσχει

μετεωρίζω [meteorízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.)

μετοικίζω [metikízo] Ρ2.1α

μετοικώ [metikó] Ρ10.9α

μετονομάζω [metonomázo] -ομαι Ρ2.1

μετουσιώνω [metusióno] -ομαι Ρ1

μετριάζω [metriázo] -ομαι Ρ2.1

μετρώ [metró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. μετρημένος*

μηδενίζω [miδenízo] -ομαι Ρ2.1

μηδίζω [miδízo] Ρ2.1α

μηνύω [minío] -ομαι Ρ9

μηνώ [minó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 αόρ. μήνυσα, απαρέμφ. μηνύσει, παθ. αόρ. μηνύθηκα, απαρέμφ. μηνυθεί, μππ. μηνυμένος

μηχανεύομαι [mixanévome] Ρ5.1β

μηχανογραφώ [mixanoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

μηχανοκρατούμαι [mixanokratúme] Ρ10.9β

μηχανορραφώ [mixanorafó] Ρ10.9α

μιαίνω [miéno] -ομαι Ρ7.2

μικραίνω [mikréno] Ρ7.4α

μικροδείχνω [mikroδíxno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. μικρόδειχνα

μικροπαντρεύω [mikropandrévo] -ομαι Ρ5.2

μικροφέρνω [mikroférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. μικρόφερνα

μικροφωνίζω [mikrofonízo] Ρ2.1α

μιλώ [miló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11

μιμούμαι [mimúme] Ρ10.9β

Page 195: Guia de conjugação

μισεύω [misévo] Ρ5.2α μππ. μισεμένος

μισθοδοτώ [misθoδotó] -ούμαι Ρ10.9

μισθώνω [misθóno] -ομαι Ρ1

μισοβυθίζομαι [misoviθízome] Ρ2.1β

μισώ [misó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β

μνημονεύω [mnimonévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

μνησικακώ [mnisikakó] Ρ10.9α

μνηστεύω [mnistévo] -ομαι Ρ5.1 (συνήθ. παθ.)

μοιάζω [mnázo] Ρ2.1α

μοιράζω [mirázo] -ομαι Ρ2.1

μοιραίνω [miréno] Ρ7.1α

μοιρολογώ [miroloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11

μοιχεύω [mixévo] -ομαι Ρ5.1

μολεύω [molévo] -ομαι Ρ5.2

μολογώ [moloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

μολύνω [molíno] -ομαι Ρ8.2

μονάζω [monázo] Ρ2.1α

μονιμοποιώ [monimopió] -ούμαι Ρ10.9

μονογραφώ [monoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 & μονογράφω [monoγráfo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. μονογράφηκα, απαρέμφ. μονογραφεί

μονοδρομώ [monoδromó] -ούμαι Ρ10.9

μονοιάζω [monázo] Ρ2.1α μππ. μονοιασμένος*

μονολογώ [monoloγó] Ρ10.9α

μονομαχώ [monomaxó] Ρ10.9α

μονοπωλώ [monopoló] -ούμαι Ρ10.9

μοντάρω [mondáro & montáro] -ομαι Ρ6

μονώνω [monóno] -ομαι Ρ1

μορφάζω [morfázo] Ρ2.1α

μορφοποιώ [morfopió] -ούμαι Ρ10.9

Page 196: Guia de conjugação

μορφώνω [morfóno] -ομαι Ρ1 μππ. μορφωμένος*

μοσκοβολώ [moskovoló] & -άω Ρ10.1α

μοσκομυρίζω [moskomirízo] Ρ2.1α μππ. μοσκομυρισμένος

μοστράρω [mostráro] -ομαι Ρ6

μοσχαναθρέφω [mosxanaθréfo] -ομαι Ρ4

μοσχοβολώ [mosxovoló] & -άω Ρ10.1α

μοσχομυρίζω [mosxomirízo] Ρ2.1α μππ. μοσχομυρισμένος

μοσχοπουλώ [mosxopuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

μουγγαίνω [mungéno] -ομαι Ρ7.1

μουγκρίζω [muŋgrízo] Ρ2.1α

μουδιάζω [muδjázo] Ρ2.1α μππ. μουδιασμένος*

μουκανίζω [mukanízo] & μουγκανίζω [muŋganízo] Ρ2.1α & μουκανιέμαι [mukaéme] Ρ10.1β (χωρίς μππ.)

μουλαρώνω [mularóno] Ρ1α μππ. μουλαρωμένος

μουλιάζω [mulázo] Ρ2.1α μππ. μουλιασμένος

μουλώνω [mulóno] Ρ1α αόρ. και μούλωξα, απαρέμφ. και μουλώξει

μουνουχίζω [munuxízo] -ομαι Ρ2.1

μουνταίνω [mundéno] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

μουντάρω [mundáro] Ρ6α

μουρλαίνω [murléno] -ομαι Ρ7.1

μουρμουράω [murmuráo] Ρ10.1α

μουρμουρίζω [murmurízo] Ρ2.1α

μουρνταρεύω [murdarévo] Ρ5.2α

μουσκεύω [muskévo] -ομαι Ρ5.2

μουτζαλώνω [mudzalóno] -ομαι & μουντζαλώνω [mundzalóno] -ομαι Ρ1

μουτζουρώνω [mudzuróno] -ομαι & μουντζουρώνω [mundzuróno] -ομαι Ρ1

μουτζώνω [mudzóno] -ομαι & μουντζώνω [mundzóno] -ομαι Ρ1

μουτρώνω [mutróno] Ρ1α μππ. μουτρωμένος*

μουφλουζεύω [mufluzévo] Ρ5.2α

Page 197: Guia de conjugação

μουχλιάζω [muxlázo] Ρ2.1α μππ. μουχλιασμένος

μουχρώνει [muxróni] Ρ1α (απρόσ.)

μοχθώ [moxθó] Ρ10.9α

μπαγιατεύω [bajatévo] Ρ5.2α μππ. μπαγιατεμένος & μπαγιατιάζω [bajatázo] Ρ2.1α μππ. μπαγιατιασμένος

μπαγλαρώνω [baγlaróno] -ομαι Ρ1

μπάζω [bázo] Ρ2.1α μππ. μπασμένος

μπαζώνω [bazóno] -ομαι Ρ1

μπαϊλντίζω [baildízo] Ρ2.1α μππ. μπαϊλντισμένος

μπαινοβγαίνω [benovjéno] Ρ πρτ. μπαινόβγαινα, αόρ. μπαινοβγήκα, απαρέμφ. μπαινοβγεί

μπαίνω [béno] Ρ αόρ. μπήκα, προστ. μπες και έμπα, απαρέμφ. μπει, μππ. μπασμένος

μπαλαμουτιάζω [balamutxázo] -ομαι Ρ2.1

μπαλσαμώνω [balsamóno] -ομαι Ρ1

μπαλώνω [balóno] -ομαι Ρ1

μπαμπακιάζω [babakázo] Ρ2.1α μππ. μπαμπακιασμένος

μπαμπουλώνω [babulóno] -ομαι Ρ1

μπανιαρίζω [banarízo] -ομαι Ρ2.1 & μπανιάρω [banáro] -ομαι Ρ6

μπανίζω [banízo] Ρ2.1α

μπαρκάρω [barkáro] & μπαρκέρνω [barérno] Ρ6α μππ. μπαρκαρισμένος

μπαρουτιάζω [barutxázo] Ρ2.1α μππ. μπαρουτιασμένος

μπασταρδεύω [bastarδévo] -ομαι Ρ5.2

μπατάρω [batáro] Ρ6α μππ. μπαταρισμένος

μπατιρίζω [batirízo] Ρ2.1α μππ. μπατιριμένος

μπατσίζω [batsízo] Ρ2.1α

μπαφιάζω [bafxázo] Ρ2.1α μππ. μπαφιασμένος*

μπεγλερίζω [beγlerízo] Ρ2.1α

μπεζερίζω [bezerízo] Ρ2.1α μππ. μπεζερισμένος

μπεκρολογώ [bekroloγó] & -άω Ρ10.1α

μπεκρουλιάζω [bekrulázo] Ρ2.1α

Page 198: Guia de conjugação

μπεμπεκίζω [bebekízo] Ρ2.1α

μπερδεύω [berδévo] -ομαι Ρ5.2

μπερμπαντεύω [berbandévo] Ρ5.2α

μπήγω [bíγo] -ομαι & (σπάν.) μπήζω [bízo] -ομαι & μπήχνω [bíxno] -ομαι Ρ2.2

μπιζάρω [bizáro] Ρ6α

μπιστεύομαι [bistévome] Ρ5.2β μππ. μπιστεμένος*

μπιτίζω [bitízo] Ρ2.1α

μπλαβίζω [blavízo] Ρ2.1α μππ. μπλαβισμένος

μπλέκω [bléko] -ομαι Ρ3

μπλοκάρω [blokáro] -ομαι Ρ6

μπλοφάρω [blofáro] Ρ6α

μπογιατίζω [bojatízo] -ομαι & μπογιαντίζω [bojadízo] -ομαι Ρ2.1

μποδίζω [boδízo] -ομαι Ρ2.1

μποϊκοτάρω [boikotáro] -ομαι Ρ6

μπολιάζω [bolázo] -ομαι Ρ2.1

μπορώ [boró] Ρ10.10α

μποτιλιάρω [botiláro] -ομαι Ρ6

μπουγαδιάζω [buγaδjázo] Ρ2.1α

μπουγελώνω [bujelóno] -ομαι Ρ1

μπουζουριάζω [buzurjázo] -ομαι Ρ2.1

μπουκάρω [bukáro] Ρ6α

μπουκώνω [bukóno] -ομαι Ρ1

μπουμπουκιάζω [bubukázo] Ρ2.1α μππ. μπουμπουκιασμένος

μπουμπουνίζω [bubunízo] Ρ2.1α

μπουντρουμιάζω [budrumnázo] -ομαι Ρ2.1

μπουρδουκλώνω [burδuklóno] -ομαι & μπερδουκλώνω [berδuklóno] -ομαι Ρ1

μπουσουλώ [busuló] & -άω Ρ10.1α & μπουσουλίζω [busulízo] Ρ2.1α

μπουχτίζω [buxtízo] Ρ2.1α μππ. μπουχτισμένος

Page 199: Guia de conjugação

μπρουμυτίζω [brumitízo] Ρ2.1α

μυγιάζομαι [mijázome] Ρ2.1β

μυθοποιώ [miθopió] -ούμαι Ρ10.9

μυκτηρίζω [miktirízo] -ομαι Ρ2.1

μυκώμαι [mikóme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.)

μυξοκλαίω [miksokléo] Ρ πρτ. μυξόκλαιγα, αόρ. μυξόκλαψα, απαρέμφ. μυξοκλάψει

μυρίζω [mirízo] -ομαι Ρ2.1

μυρμηγκιάζω [mirmingázo] Ρ2.1α

μύρομαι [mírome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

μυρώνω [miróno] -ομαι Ρ1

μυστρίζω [mistrízo] -ομαι Ρ2.1

μυώ [mió] -ούμαι Ρ10.9

μωλωπίζω [molopízo] -ομαι Ρ2.1

μωραίνω [moréno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.)

μωρουδίζω [moruδízo] Ρ2.1α

μωρώνω [moróno] -ομαι Ρ1

Page 200: Guia de conjugação

Ν

ναναρίζω [nanarízo] -ομαι Ρ2.1

νανουρίζω [nanurízo] -ομαι Ρ2.1

ναρκισσεύομαι [narkisévome] Ρ5.1β

ναρκοθετώ [narkoθetó] -ούμαι Ρ10.9

ναρκώνω [narkóno] -ομαι Ρ1

ναυαγώ [navaγó] Ρ10.9α μππ. ναυαγισμένος

ναυλοχώ [navloxó] Ρ10.9α

ναυλώνω [navlóno] -ομαι Ρ1

ναυμαχώ [navmaxó] Ρ10.9α

ναυπηγώ [nafpiγó] -ούμαι Ρ10.9

ναυτολογώ [naftoloγó] -ούμαι Ρ10.9

νεάζω [neázo] Ρ2.1α

νεκρανασταίνω [nekranasténo] -ομαι Ρ αόρ. νεκρανάστησα, απαρέμφ. νεκραναστήσει, παθ. αόρ. νεκραναστήθηκα, απαρέμφ. νεκραναστηθεί, μππ. νεκραναστημένος

νεκροστολίζω [nekrostolízo] Ρ2.1α μππ. νεκροστολισμένος

νεκροφιλώ [nekrofiló] & -άω Ρ10.1α

νεκρώνω [nekróno] -ομαι Ρ1

νερουλιάζω [nerulázo] Ρ2.1α μππ. νερουλιασμένος

νερώνω [neróno] -ομαι Ρ1

νετάρω [netáro] Ρ6α μππ. νεταρισμένος

νευριάζω [nevriázo] Ρ2.1α μππ. νευριασμένος*

νεύω [névo] Ρ5.2α, Ρ5.1α

νεωτερίζω [neoterízo] Ρ2.1α

νηολογώ [nioloγó] -ούμαι Ρ10.9

νηστεύω [nistévo] Ρ5.2α

νιαουρίζω [naurízo] Ρ2.1α

νίβω [nívo] -ομαι Ρ4

Page 201: Guia de conjugação

νικελώνω [nikelóno] -ομαι Ρ1

νικώ [nikó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

νίπτω [nípto] -ομαι Ρ4

νιώθω [nóθo] Ρ αόρ. ένιωσα, απαρέμφ. νιώσει

νογάω [noγáo] & -ώ Ρ10.1α

νοηματοδοτώ [noimatoδotó] -ούμαι Ρ10.9

νοθεύω [noθévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 μππ. νοθευμένος

νοιάζει [ázi] Ρ2.2α (στο γ' πρόσ.)

νοιάζομαι [názome] Ρ2.1β

νοικιάζω [nikázo] -ομαι Ρ2.1

νοικοκυρεύω [nikokirévo] -ομαι Ρ5.2

νομαρχεύω [nomarxévo] Ρ5.1α

νομίζω [nomízo] -ομαι Ρ2.1

νομιμοποιώ [nomimopió] -ούμαι Ρ10.9

νομοθετώ [nomoθetó] -ούμαι Ρ10.9

νοσηλεύω [nosilévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

νοσταλγώ [nostalγó] Ρ10.9α

νοστιμεύομαι [nostimévome] Ρ5.2β

νοστιμεύω [nostimévo] Ρ5.2α

νοστιμίζω [nostimízo] Ρ2.1α

νοσώ [nosó] Ρ10.9α

νοτίζω [notízo] Ρ2.1α μππ. νοτισμένος

νουθετώ [nuθetó] -ούμαι Ρ10.9

νοώ [noó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ., στο γ' πρόσ.)

νταβραντίζω [davradízo] Ρ2.1α μππ. νταβραντισμένος

νταγιαντίζω [dajandízo] Ρ2.1α & νταγιαντώ [dajandó] & -άω Ρ10.1α

νταλκαδιάζω [dalkaδjázo] Ρ2.1α μππ. νταλκαδιασμένος

νταντεύω [dadévo] Ρ5.2α

Page 202: Guia de conjugação

νταραβερίζομαι [daraverízome] & νταλαβερίζομαι [dalaverízome] Ρ2.1β

ντεμπουτάρω [debutáro] Ρ6α

ντεραπάρω [derapáro] Ρ6α μππ. ντεραπαρισμένος & ντελαπάρω [delapáro] Ρ6α μππ. ντελαπαρισμένος

ντερλικώνω [derlikóno] Ρ1α μππ. ντερλικωμένος

ντοκουμεντάρω [dokumentáro] -ομαι Ρ6

ντοπάρω [dopáro] -ομαι Ρ6

ντουμανιάζω [dumanázo] Ρ2.1α μππ. ντουμανιασμένος

ντουμπλάρω [dubláro] -ομαι Ρ6

ντραπάρω [drapáro] Ρ6α μππ. ντραπαρισμένος

ντρέπομαι [drépome] Ρ αόρ. ντράπηκα, απαρέμφ. ντραπεί

ντρεσάρω [dresáro] -ομαι Ρ6

ντροπιάζω [dropxázo] -ομαι Ρ2.1

ντύνω [díno] -ομαι Ρ αόρ. έντυσα, απαρέμφ. ντύσει, παθ. αόρ. ντύθηκα, απαρέμφ. ντυθεί, μππ. ντυμένος

νυκτοβατώ [niktovató] Ρ10.9α

νυμφεύω [nimfévo] -ομαι Ρ5.1

νυστάζω [nistázo] Ρ2.2α μππ. νυσταγμένος

νυφοστολίζω [nifostolízo] -ομαι Ρ2.1

νυχιάζω [nixázo] -ομαι Ρ2.1

νυχτερεύω [nixterévo] Ρ5.1α

νυχτοπερπατώ [nixtoperpató] & -άω Ρ10.1α

νυχτώνω [nixtóno] -ομαι Ρ1

Page 203: Guia de conjugação

Ξ

ξαγκιστρώνω [ksangistróno] -ομαι Ρ1

ξαγναντεύω [ksaγnandévo] Ρ5.2α

ξαγρυπνώ [ksaγripnó] Ρ10.1α μππ. ξαγρυπνισμένος

ξαίνω [kséno] -ομαι Ρ7.1 παθ. αόρ. ξάστηκα, απαρέμφ. ξαστεί, μππ. ξασμένος

ξακρίζω [ksakrízo] -ομαι Ρ2.1

ξαλαφρώνω [ksalafróno] Ρ1α μππ. ξαλαφρωμένος & ξελαφρώνω [ksela fróno] Ρ1α μππ. ξελαφρωμένος

ξαμολώ [ksamoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξαμώνω [ksamóno] Ρ1α

ξαναβάζω [ksanavázo] Ρ αόρ. ξανάβαλα και ξαναέβαλα, απαρέμφ. ξανα βάλει, μππ. ξαναβαλμένος

ξαναβγάζω [ksanavγázo] Ρ αόρ. ξανάβγαλα και ξαναέβγαλα, απαρέμφ. ξαναβγάλει, μππ. ξαναβγαλμένος

ξαναβγαίνω [ksanavjéno] Ρ πρτ. ξανάβγαινα και ξαναέβγαινα, αόρ. ξαναβγήκα, απαρέμφ. ξαναβγεί

ξαναβλέπω [ksanavlépo] -ομαι Ρ πρτ. ξανάβλεπα και ξαναέβλεπα, αόρ. ξανάδα και ξαναείδα, απαρέμφ. ξαναδεί, παθ. αόρ. ξαναειδώθηκα, απαρέμφ. ξαναϊδωθεί

ξαναβρίσκω [ksanavrísko] -ομαι Ρ πρτ. ξανάβρισκα και ξαναέβρισκα, αόρ. ξαναβρήκα και (προφ.) ξανάβρα και (λαϊκότρ.) ξαναήβρα, προστ. ξαναβρές, απαρέμφ. ξαναβρεί, παθ. αόρ. ξαναβρέθηκα, απαρέμφ. ξαναβρεθεί

ξανάβω [ksanávo] Ρ4α μππ. ξαναμμένος (συνήθ. στη μππ.)

ξαναγεμίζω [ksanajemízo] -ομαι Ρ2.1

ξαναγεννώ [ksanajenó] -ιέμαι Ρ10.1

ξαναγίνομαι [ksanajínome] Ρ αόρ. ξανάγινα και ξαναέγινα και (οικ., σπάν.) ξαναγίνηκα, απαρέμφ. ξαναγίνει και (οικ., σπάν.) ξαναγενεί· (πρβ. ξανακάνω, ως αντίστοιχο ενεργ.)

ξαναγράφω [ksanaγráfo] -ομαι Ρ αόρ. ξανάγραψα και ξαναέγραψα, απαρέμφ. ξαναγράψει, παθ. αόρ. ξαναγράφτηκα και (σπάν.) ξαναγράφηκα, απαρέμφ. ξαναγραφτεί και (σπάν.) ξαναγραφεί, μππ. ξαναγραμμένος

ξαναγυρίζω [ksanajirízo] Ρ2.1α & ξαναγυρνώ [ksanajirnó] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

ξαναδιαβάζω [ksanaδjavázo] -ομαι Ρ2.1

ξαναδίνω [ksanaδíno] -ομαι Ρ αόρ. ξανάδωσα και ξαναέδωσα, απαρέμφ. ξαναδώσει, παθ. αόρ. ξαναδόθηκα, απαρέμφ. ξαναδοθεί

Page 204: Guia de conjugação

ξαναδοκιμάζω [ksanaδokimázo] -ομαι Ρ2.1

ξαναέρχομαι [ksanaérxome] Ρ αόρ. ξαναήρθα και (σπάν.) ξαναήλθα, προστ. ξαναέλα, απαρέμφ. ξαναέρθει και (σπάν.) ξαναέλθει & ξανάρχομαι [ksanárxome] Ρ αόρ. ξανάρθα, απαρέμφ. ξανάρθει και ξαναρθεί

ξαναζεσταίνω [ksanazesténo] -ομαι Ρ7.1

ξαναζώ [ksanazó] Ρ10.9α αόρ. ξανάζησα και ξαναέζησα, απαρέμφ. ξανα ζήσει

ξαναζωντανεύω [ksanazondanévo] Ρ5.2α

ξανακαλώ [ksanakaló] -ούμαι Ρ (βλ. καλώ)

ξανακάνω [ksanakáno] Ρ πρτ. ξανάκανα και ξαναέκανα, αόρ. ξανάκανα, ξαναέκανα και (σπάν.) ξανάκαμα και ξαναέκαμα, απαρέμφ. ξανακάνει και (σπάν.) ξανακάμει, μππ. ξανακαμωμένος· (πρβ. ξαναγίνομαι, ως αντίστοιχο παθ.)

ξανακερδίζω [ksanakerδízo] -ομαι Ρ2.1

ξανακλείνω [ksanaklíno] -ομαι Ρ αόρ. ξανάκλεισα και ξαναέκλεισα, απαρέμφ. ξανακλείσει, παθ. αόρ. ξανακλείστηκα, απαρέμφ. ξανακλειστεί, μππ. ξανακλεισμένος

ξανακοιμάμαι [ksanakimáme] & ξανακοιμούμαι [ksanakimúme] Ρ12

ξανακοιτάζω [ksanakitázo] -ομαι Ρ2.2 & ξανακοιτώ [ksanakitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.6 μππ. ξανακοιταγμένος

ξανακούω [ksanakúo] -ομαι Ρ (βλ. ακούω)

ξανακυκλοφορώ [ksanakikloforó] Ρ10.9α

ξανακυλώ [ksanakiló] Ρ10.1α

ξαναλέω [ksanaléo] -γομαι Ρ (βλ. και λέω) πρτ. ξανάλεγα και ξαναέλεγα, αόρ. ξανάπα και ξαναείπα, προστ. ξαναπές, απαρέμφ. ξαναπεί, παθ. αόρ. ξαναειπώθηκα και ξαναλέχθηκα, απαρέμφ. ξαναειπωθεί και ξαναλεχθεί, μππ. ξαναειπωμένος

ξαναμετρώ [ksanametró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξαναμιλώ [ksanamiló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξαναμοιράζω [ksanamirázo] -ομαι Ρ2.1

ξανανιώθω [ksananóθo] Ρ αόρ. ξανάνιωσα και ξαναένιωσα, απαρέμφ. ξανανιώσει

ξανανιώνω [ksananóno] Ρ1α μππ. ξανανιωμένος

ξαναπαθαίνω [ksanapaθéno] Ρ αόρ. ξανάπαθα και ξαναέπαθα, απαρέμφ. ξαναπάθει

ξαναπαίρνω [ksanapérno] -ομαι Ρ πρτ. ξανάπαιρνα και ξαναέπαιρνα, αόρ. ξαναπήρα, απαρέμφ. ξαναπάρει, παθ. αόρ. ξαναπάρθηκα, απαρέμφ. ξαναπαρθεί

ξαναπαντρεύω [ksanapandrévo] -ομαι Ρ5.2

Page 205: Guia de conjugação

ξαναπατώ [ksanapató] Ρ10.1α

ξαναπερνώ [ksanapernó] & -άω, -ιέμαι Ρ (βλ. περνώ)

ξαναπηγαίνω [ksanapijéno] & ξαναπάω [ksanapáo] Ρ (βλ. πηγαίνω)

ξαναπιάνω [ksanapxáno] -ομαι Ρ αόρ. ξανάπιασα και ξαναέπιασα, απαρέμφ. ξαναπιάσει, παθ. αόρ. ξαναπιάστηκα, απαρέμφ. ξαναπιαστεί, μππ. ξαναπιασμένος

ξαναπίνω [ksanapíno] Ρ πρτ. ξανάπινα και ξαναέπινα, αόρ. ξανάπια και ξαναήπια, απαρέμφ. ξαναπιεί

ξαναπροσπαθώ [ksanaprospaθó] Ρ10.9α

ξαναρχίζω [ksanarxízo] Ρ2.1α

ξαναρωτώ [ksanarotó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξανασαίνω [ksanaséno] Ρ7.1α

ξανασκέφτομαι [ksanaskéftome] Ρ (βλ. σκέφτομαι)

ξανασμίγω [ksanazmíγo] Ρ αόρ. ξανάσμιξα και ξαναέσμιξα, απαρέμφ. ξανασμίξει

ξανασυναντώ [ksanasinandó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξανασχηματίζω [ksanasximatízo] -ομαι Ρ2.1

ξαναφαίνομαι [ksanafénome] Ρ (βλ. φαίνομαι)

ξαναφέρνω [ksanaférno] Ρ αόρ. ξανάφερα και ξαναέφερα, απαρέμφ. ξαναφέρει

ξαναφεύγω [ksanafévγo] Ρ αόρ. ξανάφυγα και ξαναέφυγα, απαρέμφ. ξαναφύγει

ξαναφορώ [ksanaforó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5

ξαναφτιάχνω [ksanaftxáxno] -ομαι Ρ αόρ. ξανάφτιαξα και ξαναέφτιαξα, απαρέμφ. ξαναφτιάξει, παθ. αόρ. ξαναφτιάχτηκα, απαρέμφ. ξαναφτιαχτεί, μππ. ξαναφτιαγμένος

ξαναχτυπώ [ksanaxtipó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξανθαίνω [ksanθéno] Ρ7.4α

ξανοίγω [ksaníγo] -ομαι Ρ3

ξαπλάρω [ksapláro] Ρ6α

ξαπλώνω [ksaplóno] -ομαι Ρ1

ξαπολώ [ksapoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξαποσταίνω [ksaposténo] Ρ αόρ. ξαπόστασα, απαρέμφ. ξαποστάσει, μππ. ξαποσταμένος

ξαποστέλνω [ksapostélno] Ρ αόρ. ξαπόστειλα και ξαπέστειλα, απαρέμφ. ξαποστείλει

ξαραχνιάζω [ksaraxnázo] -ομαι Ρ2.1

Page 206: Guia de conjugação

ξαρμυρίζω [ksarmirízo] μππ. ξαρμυρισμένος & ξαλμυρίζω [ksalmirízo] Ρ2.1α μππ. ξαλμυρισμένος

ξασπρίζω [ksasprízo] Ρ2.1α

ξαστερώνω [ksasteróno] Ρ1α (στο γ' πρόσ.) μππ. ξαστερωμένος

ξαστοχώ [ksastoxó] Ρ10.1α & ξαστοχιέμαι [ksastoéme] Ρ10.1β

ξαφνιάζω [ksafnázo] -ομαι Ρ2.1

ξαφνίζω [ksafnízo] -ομαι Ρ2.1

ξαφρίζω [ksafrízo] -ομαι Ρ2.1

ξεβάφω [kseváfo] -ομαι Ρ4

ξεβγάζω [ksevγázo] -ομαι Ρ αόρ. ξέβγαλα, απαρέμφ. ξεβγάλει, παθ. αόρ. ξεβγάλθηκα, απαρέμφ. ξεβγαλθεί, μππ. ξεβγαλμένος

ξεβγαίνω [ksevjéno] Ρ αόρ. ξεβγήκα, απαρέμφ. ξεβγεί

ξεβιδώνω [kseviδóno] -ομαι Ρ1

ξεβοτανίζω [ksevotanízo] -ομαι Ρ2.1

ξεβουλώνω [ksevulóno] Ρ1α μππ. ξεβουλωμένος

ξεβράζω [ksevrázo] -ομαι Ρ2.1

ξεβρακώνω [ksevrakóno] -ομαι Ρ1

ξεβρομίζω [ksevromízo] -ομαι Ρ2.1

ξεγαντζώνω [kseγandzóno] -ομαι Ρ1

ξεγδέρνω [kseγδérno] -ομαι Ρ αόρ. ξέγδαρα, απαρέμφ. ξεγδάρει, παθ. αόρ. ξεγδάρθηκα, απαρέμφ. ξεγδαρθεί, μππ. ξεγδαρμένος

ξεγελώ [ksejeló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4

ξεγεννώ [ksejenó] Ρ10.1α

ξεγίνεται [ksejínete] Ρ αόρ. ξέγινε, απαρέμφ. ξεγίνει (στο γ' πρόσ.)

ξεγλιστρώ [kseγlistró] & -άω Ρ10.1α

ξεγοφιάζω [kseγofxázo] -ομαι Ρ2.1

ξεγράφω [kseγráfo] -ομαι Ρ4

ξεγυμνώνω [ksejimnóno] -ομαι Ρ1

ξεγυρίζω [ksejirízo] Ρ2.1α μππ. ξεγυρισμένος

ξεδιαλέγω [kseδjaléγo] Ρ3α μππ. ξεδιαλεγμένος

Page 207: Guia de conjugação

ξεδιαλύνω [kseδjalíno] -ομαι Ρ8.1 παθ. αόρ. ξεδιαλύθηκα, απαρέμφ. ξεδιαλυθεί, μππ. ξεδιαλυμένος

ξεδίνω [kseδíno] Ρ αόρ. ξέδωσα, απαρέμφ. ξεδώσει

ξεδιπλώνω [kseδiplóno] -ομαι Ρ1

ξεδιψώ [kseδipsó] & -άω Ρ10.4α μππ. ξεδιψασμένος

ξεδοντιάζω [kseδondjázo] -ομαι Ρ2.1

ξεζαλίζω [ksezalízo] -ομαι Ρ2.1

ξεζεύω [ksezévo] -ομαι Ρ5.2

ξεζουμίζω [ksezumízo] -ομαι Ρ2.1

ξεζώνω [ksezóno] -ομαι Ρ1 παθ. αόρ. ξεζώστηκα, απαρέμφ. ξεζωστεί, μππ. ξεζωσμένος

ξεθάβω [kseθávo] -ομαι Ρ4

ξεθαρρεύω [kseθarévo] -ομαι Ρ5.2

ξεθεμελιώνω [kseθemelóno] -ομαι Ρ1

ξεθεώνω [kseθeóno] -ομαι Ρ1

ξεθηλυκώνω [kseθilikóno] -ομαι Ρ1

ξεθολώνω [kseθolóno] Ρ1α μππ. ξεθολωμένος

ξεθυμαίνω [kseθiméno] Ρ7.2α μππ. ξεθυμασμένος

ξεθυμώνω [kseθimóno] Ρ1α μππ. ξεθυμωμένος

ξεθωριάζω [kseθorjázo] Ρ2.1α μππ. ξεθωριασμένος

ξεϊδρώνω [kseiδróno] Ρ1α μππ. ξεϊδρωμένος

ξεκαβαλικεύω [ksekavalikévo] Ρ5.2α

ξεκαθαρίζω [ksekaθarízo] -ομαι Ρ2.1

ξεκαλοκαιριάζω [ksekalokerjázo] Ρ2.1α

ξεκαλουπώνω [ksekalupóno] -ομαι Ρ1

ξεκαλτσώνω [ksekaltsóno] -ομαι Ρ1

ξεκάνω [ksekáno] Ρ αόρ. ξέκανα, απαρέμφ. ξεκάνει

ξεκαπακώνω [ksekapakóno] -ομαι Ρ1

ξεκαρδίζομαι [ksekarδízome] Ρ2.1β

ξεκαρφώνω [ksekarfóno] -ομαι Ρ1

Page 208: Guia de conjugação

ξεκατινιάζω [ksekatinázo] -ομαι Ρ2.1

ξεκινώ [ksekinó] & -άω Ρ10.1α

ξεκλέβω [kseklévo] Ρ4α

ξεκλειδώνω [ksekliδóno] -ομαι Ρ1

ξεκληρίζω [kseklirízo] -ομαι Ρ2.1

ξεκόβω [ksekóvo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. ξεκόπηκα, απαρέμφ. ξεκοπεί, μππ. ξεκομμένος*

ξεκοιλιάζω [ksekiázo] -ομαι Ρ2.1

ξεκοκαλίζω [ksekokalízo] -ομαι Ρ2.1

ξεκολλώ [ksekoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξεκουβαριάζω [ksekuvarjázo] -ομαι Ρ2.1

ξεκουκίζω [ksekukízo] Ρ2.1α

ξεκουκουλώνω [ksekukulóno] -ομαι Ρ1

ξεκουκουτσιάζω [ksekukutsxázo] -ομαι Ρ2.1

ξεκουμπίζω [ksekumbízo] -ομαι Ρ2.1 (κυρίως παθ., συνήθ. στο β' και στο γ' πρόσ.) ξεκουράζω [ksekurázo] -ομαι Ρ2.1

ξεκουμπώνω [ksekumbóno] -ομαι Ρ1

ξεκουνώ [ksekunó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξεκουρδίζω [ksekurδízo] -ομαι & ξεκουρντίζω [ksekurdízo] -ομαι Ρ2.1

ξεκουτιαίνω [ksekutxéno] Ρ7.3α & ξεκουτιάζω [ksekutxázo] Ρ2.1α μππ. ξεκουτιασμένος

ξεκουφαίνω [ksekuféno] -ομαι Ρ7.1

ξεκρεμώ [ksekremó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4

ξεκωλώνω [ksekolóno] -ομαι Ρ1

ξελαιμιάζομαι [kselemnázome] Ρ2.1β

ξελαρυγγίζομαι [kselaringízome] & ξελαρυγγιάζομαι [kselaringázome] Ρ2.1β

ξελασκάρω [kselaskáro] Ρ6α

ξελασπώνω [kselaspóno] Ρ1α

ξελεκιάζω [kselekázo] -ομαι Ρ2.1

ξελεπίζω [kselepízo] -ομαι Ρ2.1

ξελέω [kseléo] Ρ (βλ. και λέω) αόρ. ξείπα

Page 209: Guia de conjugação

ξελιγοθυμώ [kseliγoθimó] & -άω Ρ10.1α μππ. ξελιγοθυμισμένος

ξελιγώνω [kseliγóno] -ομαι Ρ1 μππ. ξελιγωμένος*

ξελιποθυμώ [kselipoθimó] & -άω Ρ10.1α μππ. ξελιποθυμισμένος

ξελογιάζω [kselojázo] -ομαι Ρ2.1

ξεμαθαίνω [ksemaθéno] -ομαι Ρ αόρ. ξέμαθα, απαρέμφ. ξεμάθει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) μππ. ξεμαθημένος

ξεμακραίνω [ksemakréno] Ρ7.4α

ξεμαλλιάζω [ksemalázo] -ομαι Ρ2.1

ξεμανταλώνω [ksemandalóno] -ομαι Ρ1

ξεμαρκάρω [ksemarkáro] -ομαι Ρ6

ξεμασκαρεύω [ksemaskarévo] -ομαι Ρ5.2

ξεματιάζω [ksematxázo] -ομαι Ρ2.1

ξεμεθώ [ksemeθó] & -άω Ρ10.1α αόρ. ξεμέθυσα, απαρέμφ. ξεμεθύσει

ξεμένω [kseméno] Ρ αόρ. ξέμεινα, απαρέμφ. ξεμείνει

ξεμεσημεριάζω [ksemesimerjázo] -ομαι Ρ2.1

ξεμεσιάζω [ksemesxázo] -ομαι Ρ2.1

ξεμολογώ [ksemoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξεμοναχιάζω [ksemonaxázo] -ομαι Ρ2.1

ξεμοντάρω [ksemondáro] -ομαι Ρ6

ξεμουδιάζω [ksemuδjázo] Ρ2.1α μππ. ξεμουδιασμένος

ξεμουρλαίνω [ksemurléno] -ομαι Ρ7.1

ξεμουχλιάζω [ksemuxlázo] Ρ2.1α μππ. ξεμουχλιασμένος

ξεμπαρκάρω [ksebarkáro] & ξεμπαρκέρνω [ksebarérno] Ρ6α

ξεμπερδεύω [kseberδévo] -ομαι Ρ5.2

ξεμπλέκω [ksebléko] -ομαι Ρ3

ξεμπλοκάρω [kseblokáro] -ομαι Ρ6

ξεμπουκάρω [ksebukáro] Ρ6α

ξεμπρατσώνω [ksebratsóno] -ομαι Ρ1 (κυρ. παθ.)

ξεμπροστιάζω [ksebrostxázo] -ομαι Ρ2.1

Page 210: Guia de conjugação

ξεμυαλίζω [ksemnalízo] -ομαι Ρ2.1

ξεμυστηρεύομαι [ksemistirévome] Ρ5.2β

ξεμυτίζω [ksemitízo] Ρ2.1α

ξεμωραίνω [ksemoréno] -ομαι Ρ7.1 (συνήθ. παθ.)

ξεναγώ [ksenaγó] -ούμαι Ρ10.9

ξενερίζω [ksenerízo] Ρ2.1α

ξενερώνω [kseneróno] Ρ1α

ξενίζω [ksenízo] -ομαι Ρ2.1

ξενιτεύομαι [ksenitévome] Ρ5.2β

ξενοδουλεύω [ksenoδulévo] Ρ5.2α

ξενοιάζω [ksenázo] & ξεγνοιάζω [kseγnázo] Ρ2.1α

ξενοικιάζω [ksenikázo] -ομαι Ρ2.1

ξενοκοιμάμαι [ksenokimáme] Ρ12

ξενοκοιτάζω [ksenokitázo] Ρ2.2α & ξενοκοιτώ [ksenokitó] & -άω Ρ10.6α

ξενοπλένω [ksenopléno] Ρ αόρ. ξενόπλυνα, απαρέμφ. ξενοπλύνει

ξεντροπιάζω [ksendropxázo] -ομαι Ρ2.1

ξεντύνω [ksendíno] -ομαι Ρ αόρ. ξέντυσα, απαρέμφ. ξεντύσει, παθ. αόρ. ξεντύθηκα, απαρέμφ. ξεντυθεί, μππ. ξεντυμένος

ξενυστάζω [ksenistázo] Ρ2.2α

ξενυχιάζω [ksenixázo] -ομαι Ρ2.1

ξενυχτώ [ksenixtó] & -άω Ρ10.1α μππ. ξενυχτισμένος

ξεπαγιάζω [ksepajázo] Ρ2.1α μππ. ξεπαγιασμένος

ξεπαγώνω [ksepaγóno] Ρ1α

ξεπαρθενεύω [kseparθenévo] -ομαι Ρ5.2

ξεπαστρεύω [ksepastrévo] -ομαι Ρ5.2

ξεπατικώνω [ksepatikóno] -ομαι Ρ1

ξεπαραδιάζω [kseparaδjázo] -ομαι Ρ2.1

ξεπεζεύω [ksepezévo] Ρ5.2α

Page 211: Guia de conjugação

ξεπερνώ [ksepernó] -ιέμαι Ρ10.4 αόρ. ξεπέρασα, απαρέμφ. ξεπεράσει, παθ. αόρ. ξεπεράστηκα, απαρέμφ. ξεπεραστεί, μππ. ξεπερασμένος

ξεπετώ [ksepetó] -ιέμαι Ρ10.6 & ξεπετάγομαι [ksepetáγome] Ρ3β

ξεπέφτω [ksepéfto] Ρ αόρ. ξέπεσα, απαρέμφ. ξεπέσει, μππ. ξεπεσμένος

ξεπηγάζω [ksepiγázo] Ρ2.1α

ξεπηδώ [ksepiδó] & -άω Ρ10.2α

ξεπιάνομαι [ksepxánome] Ρ αόρ. ξεπιάστηκα, απαρέμφ. ξεπιαστεί, μππ. ξεπιασμένος

ξεπικρίζω [ksepikrízo] Ρ2.1α

ξεπλέκω [ksepléko] -ομαι Ρ3

ξεπλένω [ksepléno] -ομαι Ρ αόρ. ξέπλυνα, απαρέμφ. ξεπλύνει, παθ. αόρ. ξεπλύθηκα, απαρέμφ. ξεπλυθεί, μππ. ξεπλυμένος

ξεπληρώνω [ksepliróno] -ομαι Ρ1

ξεποδαριάζω [ksepoδarjázo] -ομαι Ρ2.1

ξεπορτίζω [kseportízo] Ρ2.1α

ξεπουλώ [ksepuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξεπουπουλιάζω [ksepupulázo] -ομαι & ξεπουπουλίζω [ksepupulízo] -ομαι Ρ2.1

ξεπρήζομαι [kseprízome] Ρ2.1β

ξεπροβάλλω [kseproválo] Ρ πρτ. ξεπρόβαλλα, αόρ. ξεπρόβαλα, απαρέμφ. ξεπροβάλει

ξεπροβοδίζω [kseprovoδízo] Ρ2.1α & ξεπροβοδώ [kseprovoδó] Ρ10.1α & ξεπροβοδώνω [kseprovoδóno] Ρ1α

ξεραίνω [kseréno] -ομαι Ρ7.1

ξεριζώνω [kserizóno] -ομαι Ρ1

ξερνοβολώ [ksernovoló] Ρ10.1α

ξερνώ [ksernó] Ρ10.4α αόρ. ξέρασα, απαρέμφ. ξεράσει, μππ. ξερασμένος

ξεροβήχω [kserovíxo] Ρ3α

ξερογλείφομαι [kseroγlífome] Ρ4β

ξεροκαταπίνω [kserokatapíno] Ρ αόρ. ξεροκατάπια, απαρέμφ. ξεροκαταπιεί

ξεροτηγανίζω [kserotiγanízo] -ομαι Ρ2.1

ξεροσταλιάζω [kserostalázo] Ρ2.1α

Page 212: Guia de conjugação

ξεροψήνω [kseropsíno] -ομαι Ρ1

ξέρω [kséro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ήξερα

ξεσαλώνω [ksesalóno] -ομαι Ρ1

ξεσαμαρώνω [ksesamaróno] -ομαι Ρ1

ξεσελώνω [kseselóno] -ομαι Ρ1

ξεσηκώνω [ksesikóno] -ομαι Ρ1

ξεσκαλίζω [kseskalízo] Ρ2.1α

ξεσκαλώνω [kseskalóno] Ρ1α

ξεσκαρτάρω [kseskartáro] Ρ6α

ξεσκατώνω [kseskatóno] Ρ1α

ξεσκάω [kseskáo] Ρ10.4α πρτ. ξέσκαγα, αόρ. ξέσκασα, απαρέμφ. ξεσκάσει & ξεσκάζω [kseskázo] Ρ2.1α ξεσπώ [ksespó] & -άω

ξεσκεπάζω [kseskepázo] -ομαι Ρ2.1

ξεσκίζω [kseskízo] -ομαι & ξεσχίζω [ksesízo] -ομαι Ρ2.1

ξεσκλαβώνω [ksesklavóno] -ομαι Ρ1

ξεσκολίζω [kseskolízo] Ρ2.1α μππ. ξεσκολισμένος

ξεσκονίζω [kseskonízo] -ομαι Ρ2.1

ξεσκοτίζω [kseskotízo] -ομαι Ρ2.1

ξεσκουριάζω [kseskurjázo] Ρ2.1α

ξεσπαθώνω [ksespaθóno] Ρ1α μππ. ξεσπαθωμένος

ξεσπιτώνω [ksespitóno] -ομαι Ρ1

ξεσποριάζω [ksesporjázo] Ρ2.1α μππ. ξεσποριασμένος

ξεσταχιάζω [ksestaxázo] Ρ2.1α μππ. ξεσταχιασμένος

ξεστηθώνω [ksestiθóno] -ομαι Ρ1

ξεστολίζω [ksestolízo] -ομαι Ρ2.1

ξεστομίζω [ksestomízo] Ρ2.1α

ξεστραβώνω [ksestravóno] -ομαι Ρ1

ξεστρατίζω [ksestratízo] Ρ2.1α μππ. ξεστρατισμένος

ξεστρώνω [ksestróno] -ομαι Ρ1

Page 213: Guia de conjugação

ξεσυνερίζομαι [ksesinerízome] Ρ2.1β

ξεσυνηθίζω [ksesiniθízo] Ρ2.1α

ξεσυννεφιάζω [ksesinefxázo] Ρ2.1α

ξεσφίγγω [ksesfíŋgo] -ομαι Ρ αόρ. ξέσφιξα, απαρέμφ. ξεσφίξει, παθ. αόρ. ξεσφίχτηκα, απαρέμφ. ξεσφιχτεί, μππ. ξεσφιγμένος

ξεταπώνω [ksetapóno] Ρ1α

ξετινάζω [ksetinázo] -ομαι Ρ2.2

ξετρελαίνω [ksetreléno] -ομαι Ρ7.1

ξετρυπώνω 1 [ksetripóno] Ρ1α

ξετρυπώνω 2, -ομαι Ρ1

ξετσιπώνομαι [ksetsipónome] Ρ1β

ξετυλίγω [ksetilíγo] -ομαι Ρ3

ξεφαντώνω [ksefandóno] Ρ1α

ξεφεύγω [ksefévγo] Ρ αόρ. ξέφυγα, απαρέμφ. ξεφύγει

ξεφλουδίζω [ksefluδízo] -ομαι Ρ2.1

ξεφορτώνω [ksefortóno] -ομαι Ρ1

ξεφουρνίζω [ksefurnízo] -ομαι Ρ2.1

ξεφουσκώνω [ksefuskóno] -ομαι Ρ1

ξεφράζω [ksefrázo] -ομαι Ρ2.2

ξεφτίζω [kseftízo] Ρ2.1α & ξεφτώ [kseftó] & -άω Ρ10.1α μππ. ξεφτισμένος

ξεφτιλίζω [kseftilízo] -ομαι & ξεφτελίζω [kseftelízo] -ομαι Ρ2.1

ξεφυλλίζω [ksefilízo] Ρ2.1α

ξεφυσώ [ksefisó] & -άω Ρ10.2α

ξεφυτρώνω [ksefitróno] Ρ1α

ξεφωνίζω [ksefonízo] Ρ2.1α

ξεφωνώ [ksefonó] Ρ10.11α μππ. ξεφωνημένος

ξεχαρβαλώνω [ksexarvalóno] -ομαι Ρ1

ξεχαρμανιάζω [ksexarmanázo] Ρ2.1α

ξεχέζω [ksexézo] -ομαι Ρ2.1

Page 214: Guia de conjugação

ξεχειλίζω [ksexilízo] Ρ2.1α μππ. ξεχειλισμένος

ξεχειλώνω [ksexilóno] -ομαι Ρ1

ξεχειμάζω [kseximázo] Ρ2.1α

ξεχειμωνιάζω [kseximoázo] Ρ2.1α

ξεχερσώνω [ksexersóno] Ρ1α

ξεχνώ [ksexnó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 αόρ. ξέχασα, απαρέμφ. ξεχάσει, παθ. αόρ. ξεχάστηκα, απαρέμφ. ξεχαστεί, μππ. ξεχασμένος

ξεχορταριάζω [ksexortarjázo] -ομαι Ρ2.1

ξεχρεώνω [ksexreóno] -ομαι Ρ1

ξεχτενίζω [ksextenízo] -ομαι Ρ2.1

ξεχύνομαι [ksexínome] Ρ1β

ξεχώνω [ksexóno] -ομαι Ρ1 μππ. και ξεχωσμένος

ξεχωρίζω [ksexorízo] -ομαι Ρ2.1

ξεψαρώνω [ksepsaróno] Ρ1α μππ. ξεψαρωμένος

ξεψαχνίζω [ksepsaxnízo] -ομαι Ρ2.1

ξεψειριάζω [ksepsirjázo] -ομαι & ξεψειρίζω [ksepsirízo] -ομαι Ρ2.1

ξεψυχώ [ksepsixó] & -άω Ρ10.1α μππ. ξεψυχισμένος*

ξηγιέμαι [ksijéme] Ρ10.1β μππ. ξηγημένος*

ξηλώνω [ksilóno] -ομαι Ρ1

ξημεροβραδιάζομαι [ksimerovraδjázome] Ρ2.1β

ξημερώνω [ksimeróno] -ομαι Ρ1

ξηραίνω [ksiréno] -ομαι Ρ7.1

ξινίζω [ksinízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. ξινισμένος

ξινοφαίνεται [ksinofénete] Ρ αόρ. ξινοφάνηκε, απαρέμφ. ξινοφανεί (στο γ' πρόσ. με γεν. προσ. αντων.)

ξιπάζομαι [ksipázome] Ρ2.1β

ξιφομαχώ [ksifomaxó] Ρ10.9α

ξιφουλκώ [ksifulkó] Ρ10.9α

ξοδεύω [ksoδévo] -ομαι Ρ5.2

Page 215: Guia de conjugação

ξοδιάζω [ksoδjázo] -ομαι Ρ2.1

ξολοθρεύω [ksoloθrévo] -ομαι Ρ5.2

ξομολογώ [ksomoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξομπλιάζω [ksomblázo] Ρ2.1α μππ. ξομπλιασμένος

ξορκίζω [ksorkízo] -ομαι Ρ2.1

ξουραφίζω [ksurafízo] -ομαι Ρ2.1

ξουρίζω [ksurízo] -ομαι Ρ2.1

ξοφλώ [ksofló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ξυλεύομαι [ksilévome] Ρ5.1β

ξυλιάζω [ksilázo] Ρ2.1α μππ. ξυλιασμένος

ξυλίζω [ksilízo] -ομαι Ρ2.1

ξυλοκοπώ [ksilokopó] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β

ξυλοφορτώνω [ksilofortóno] -ομαι Ρ1

ξύνω [ksíno] -ομαι Ρ αόρ. έξυσα, απαρέμφ. ξύσει, παθ. αόρ. ξύθηκα και ξύστηκα, απαρέμφ. ξυθεί και ξυστεί, μππ. ξυμένος και ξυσμένος

ξυπνώ [ksipnó] & -άω Ρ10.1α

ξυπολιέμαι [ksipoléme] Ρ10.1β αόρ. ξυπολύθηκα, απαρέμφ. ξυπολυθεί, μππ. ξυπολυμένος

ξυραφίζω [ksirafízo] -ομαι Ρ2.1

ξυρίζω [ksirízo] -ομαι Ρ2.1

ξυστρίζω [ksistrízo] -ομαι Ρ2.1

Page 216: Guia de conjugação

Ο

οβελίζω [ovelízo] -ομαι Ρ2.1

ογκούμαι [oŋgúme] Ρ (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

ογκώνω [oŋgóno] -ομαι Ρ1

οδεύω [oδévo] Ρ5.1α

οδηγώ [oδiγó] -ούμαι Ρ10.9

οδοιπορώ [oδiporó] Ρ10.9α

οδύρομαι [oδírome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

όζω [ózo] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

οίδα [íδa] Ρ

οικειοποιούμαι [ikiopiúme] Ρ10.9β

οικίζω [ikízo] -ομαι Ρ2.1

οικοδομώ [ikoδomó] -ούμαι Ρ10.9

οικονομώ [ikonomó] & -άω Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β

οικοπεδοποιώ [ikopeδopió] -ούμαι Ρ10.9

οικουρώ [ikuró] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.)

οικτίρω [iktíro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

οιμώζω [imózo] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

οιστρηλατώ [istrilató] -ούμαι Ρ10.9

ολιγοπιστώ [oliγopistó] Ρ10.9α

ολιγοψυχώ [oliγopsixó] Ρ10.9α

ολιγωρώ [oliγoró] Ρ10.9α

ολισθαίνω [olisθéno] Ρ αόρ. ολίσθησα, απαρέμφ. ολισθήσει

ολοκληρώνω [olokliróno] -ομαι Ρ1 μππ. ολοκληρωμένος*

ολοφύρομαι [olofírome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

ομαλοποιώ [omalopió] -ούμαι Ρ10.9

ομιλώ [omiló] -ούμαι Ρ10.9

ομνύω [omnío] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

Page 217: Guia de conjugação

ομογνωμώ [omoγnomó] Ρ10.9α

ομοιάζω [omiázo] Ρ2.1α

ομοιοκαταληκτώ [omiokataliktó] Ρ10.9α

ομολογώ [omoloγó] -ούμαι Ρ10.9

ομονοώ [omonoó] Ρ10.9α

ομόνω [omóno] Ρ αόρ. όμοσα, απαρέμφ. ομόσει

ομορφαίνω [omorféno] Ρ7.4α

ομοφρονώ [omofronó] Ρ10.9α

ομφαλοσκοπώ [omfaloskopó] Ρ10.9α

ονειδίζω [oniδízo] -ομαι Ρ2.1

ονειρεύομαι [onirévome] Ρ5.2β

ονειροβατώ [onirovató] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.)

ονειροπολώ [oniropoló] Ρ10.9α

ονομάζω [onomázo] -ομαι Ρ2.1

ονοματίζω [onomatízo] -ομαι Ρ2.1

οξειδώνω [oksiδóno] -ομαι Ρ1

οξυγονώνω [oksiγοnóno] -ομαι Ρ1

οξύνω 1 [oksíno] -ομαι Ρ8.1 μππ. οξυμμένος

οξύνω 2, -ομαι Ρ8.1 (συνήθ. παθ., χωρίς μππ.)

οπισθογραφώ [opisθóγrafó] -ούμαι Ρ10.9

οπισθοδρομώ [opisθoδromó] Ρ10.9α

οπισθοχωρώ [opisθoxoró] Ρ10.9α

οπλίζω [oplízo] -ομαι Ρ2.1

οπλοφορώ [oploforó] Ρ10.9α

οπτικοποιώ [optikopió] -ούμαι Ρ10.9

οραματίζομαι [oramatízome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.)

οργανώνω [orγanóno] -ομαι Ρ1 μππ. οργανωμένος*

οργιάζω [orjiázo] Ρ2.1α

Page 218: Guia de conjugação

οργίζομαι [orjízome] Ρ2.1β μππ. οργισμένος*

οργώνω [orγóno] -ομαι Ρ1

ορέγομαι [oréγome] Ρ3β (χωρίς μππ.)

ορθοποδίζω [orθopoδízo] Ρ2.1α & ορθοποδώ [orθopoδó] Ρ10.9α

ορθογραφώ [orθoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

ορθοτομώ [orθotomó] -ούμαι Ρ10.9

ορθοφρονώ [orθofronó] Ρ10.9α

ορθώνω [orθóno] -ομαι Ρ1

οριζοντιώνω [orizondióno] -ομαι Ρ1

ορίζω [orízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. ορισμένος*

οριοθετώ [orioθetó] -ούμαι Ρ10.9

ορκίζω [orkízo] -ομαι Ρ2.1

ορμηνεύω [orminévo] -ομαι Ρ5.2

ορμώ [ormó] & -άω Ρ10.2α

ορμώμαι [ormóme] Ρ11

οροθετώ [oroθetó] -ούμαι Ρ10.9

ορρωδώ [oroδó] Ρ10.9α

ορτσάρω [ortsáro] Ρ6α

ορφανεύω [orfanévo] Ρ5.2α μππ. ορφανεμένος (συνήθ. στο αορ. θ.)

οσμίζομαι [ozmízome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.)

οσφραίνομαι [osfrénome] Ρ7.2β (χωρίς μππ.)

ουδετεροποιώ [uδeteropió] -ούμαι Ρ10.9

ουδετερώνω [uδeteróno] -ομαι Ρ1

ουρανοβατώ [uranovató] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.)

ουρανώνω [uranóno] -ομαι Ρ1

ουριοδρομώ [urioδromó] Ρ10.9α

ουρλιάζω [urlázo] Ρ2.2α

ουρώ [uró] Ρ10.9α

Page 219: Guia de conjugação

ουσιαστικοποιώ [usiastikopió] -ούμαι Ρ10.9

οφείλω [ofílo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

οχεύω [oxévo] Ρ5.1α

οχλοκρατούμαι [οxlokratúme] Ρ10.9β

οχταπλασιάζω [oxtaplasiázo] -ομαι & οκταπλασιάζω [oktaplasiázo] -ομαι Ρ2.2

οχτρεύομαι [oxtrévome] Ρ5.1β (χωρίς μππ.)

οχυρώνω [oxiróno] -ομαι Ρ1

όψομαι [ópsome] Ρ

Page 220: Guia de conjugação

Π

παγαίνω [pajéno] & πααίνω [paéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) μππ. παγεμένος και (σπάν.) παεμένος

παγιδεύω [pajiδévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

παγιοποιώ [pajiopió] -ούμαι Ρ10.9

παγιώνω [pajióno] -ομαι Ρ1

παγοδρομώ [paγoδromó] Ρ10.9α

παγώνω [paγóno] Ρ1α μππ. παγωμένος

παζαρεύω [pazarévo] Ρ5.2α

παθαίνω [paθéno] -ομαι Ρ αόρ. έπαθα, απαρέμφ. πάθει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.), μππ. παθημένος

παθιάζομαι [paθxázome] Ρ2.1β

παιανίζω [peanízo] Ρ2.1α

παιδαγωγώ [peδaγoγó] -ούμαι Ρ10.9

παιδεύω [peδévo] -ομαι Ρ5.2

παιδιακίζω [peδjakízo] Ρ2.1α

παιδιαρίζω [peδjarízo] Ρ2.1α

παιδοκομώ [peδokomó] Ρ10.9α

παιζογελώ [pezojeló] & -άω Ρ10.4α

παίζω [pézo] -ομαι Ρ3

παινεύω [penévo] -ομαι Ρ5.2

παινώ [penó] -ιέμαι Ρ10.5

παίρνω [pérno] -ομαι Ρ αόρ. πήρα, απαρέμφ. πάρει, παθ. αόρ. πάρθηκα, απαρέμφ. παρθεί, μππ. παρμένος

παιχνιδίζω [pexniδízo] & παιγνιδίζω [peγniδízo] Ρ2.1α

πακετάρω [paketáro] -ομαι Ρ6

πακτώνω 1 [paktóno] -ομαι & παχτώνω [paxtóno] -ομαι Ρ1

πακτώνω 2 -ομαι Ρ1

παλαβώνω [palavóno] Ρ1α μππ. παλαβωμένος

Page 221: Guia de conjugação

παλαμίζω [palamízo] Ρ2.1α μππ. παλαμισμένος

παλαντζάρω [palandzáro] & μπαλαντζάρω [balandzáro] Ρ6α

παλεύω [palévo] -ομαι Ρ5.2

παλιλλογώ [paliloγó] Ρ10.9α

παλινδρομώ [palinδromó] Ρ10.9α

παλιννοστώ [palinostó] Ρ10.9α

παλινωδώ [palinoδó] Ρ10.9α

παλιώνω [palóno] Ρ1α μππ. παλιωμένος

πάλλομαι [pálome] & πάλλω [pálo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

παλουκώνω [palukóno] -ομαι Ρ1

παναθεματίζω [panaθematízo] -ομαι Ρ2.1α μππ. παναθεματισμένος

πανηγυρίζω [panijirízo] Ρ2.1α

πανιάζω [panázo] Ρ2.1α μππ. πανιασμένος

πανικοβάλλω [panikoválo] -ομαι Ρ πρτ. πανικόβαλλα, αόρ. πανικόβαλα, απαρέμφ. πανικοβάλει, παθ. αόρ. πανικοβλήθηκα, απαρέμφ. πανικοβληθεί, μππ. πανικοβλημένος

πανουκλιάζω [panuklázo] Ρ2.1α μππ. πανουκλιασμένος

παντρεύω [pandrévo] -ομαι Ρ5.2

παντρολογώ [pandroloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11

παπαγαλίζω [papaγalízo] Ρ2.1α

παπουτσώνω [paputsóno] -ομαι Ρ1

παραβάζω [paravázo] Ρ αόρ. παραέβαλα και παράβαλα, απαρέμφ. παραβάλει, μππ. παραβαλμένος

παραβαίνω [paravéno] -ομαι Ρ αόρ. γ' πρόσ. παρέβη, παρέβησαν, απαρέμφ. παραβεί, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

παραβάλλω [paraválo] -ομαι Ρ πρτ. παρέβαλλα, αόρ. παρέβαλα, απαρέμφ. παραβάλει, παθ. αόρ. παραβλήθηκα, απαρέμφ. παραβληθεί

παραβαραίνω [paravaréno] Ρ7.4α

παραβγάζω 1 [paravγázo] Ρ αόρ. παραέβγαλα και παράβγαλα, απαρέμφ. παραβγάλει

παραβγάζω 2 Ρ αόρ. παράβγαλα, απαρέμφ. παραβγάλει

παραβγαίνω 1 [paravjéno] Ρ αόρ. παραβγήκα, απαρέμφ. παραβγεί

παραβγαίνω 2

Page 222: Guia de conjugação

παραβιάζω [paraviázo] -ομαι Ρ2.1

παραβλάπτω [paravlápto] -ομαι Ρ αόρ. παρέβλαψα, απαρέμφ. παραβλάψει, παθ. αόρ. παραβλάφθηκα, απαρέμφ. παραβλαφθεί

παραβλέπω 1 [paravlépo] -ομαι Ρ αόρ. παρέβλεψα και (οικ.) παράβλε ψα, απαρέμφ. παραβλέψει, παθ. αόρ. παραβλέφθηκα, απαρέμφ. παραβλεφθεί

παραβλέπω 2, -ομαι Ρ αόρ. παραείδα, απαρέμφ. παραδεί, παθ. αόρ. παραειδώθηκα, απαρέμφ. παραϊδωθεί, μππ. παραϊδωμένος

παραβράζω [paravrázo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. και παραέβρασα, απαρέμφ. παραβράσει

παραγγέλλω [parangélo] -ομαι Ρ πρτ. παρήγγελλα και παράγγελλα, αόρ. παρήγγειλα, απαρέμφ. παραγγείλει, παθ. αόρ. παραγγέλθηκα, απαρέμφ. παραγγελθεί, μππ. παραγγελμένος & παραγγέλνω [parangélno] -ομαι Ρ πρτ. παράγγελνα, αόρ. παράγγειλα, απαρέμφ. παραγγείλει, παθ. αόρ. παραγγέλθηκα, απαρέμφ. παραγγελθεί, μππ. παραγγελμένος

παραγεμίζω 1 [parajemízo] Ρ2.1α μππ. παραγεμισμένος

παραγεμίζω 2

παραγερνώ [parajernó] & -άω Ρ10.4α & παραγεράζω [parajerázo] Ρ2.1α μππ. παραγερασμένος

παραγίνομαι [parajínome] Ρ αόρ. παράγινα και παραέγινα και (οικ., σπάν.) παραγίνηκα, απαρέμφ. παραγίνει και (οικ., σπάν.) παραγενεί, μππ. παραγινωμένος

παραγκωνίζω [paraŋgonízo] -ομαι Ρ2.1

παραγνωρίζομαι [paraγnorízome] Ρ2.1β

παραγνωρίζω [paraγnorízo] -ομαι Ρ2.1

παραγοντίζω [paraγondízo] Ρ2.1α

παραγράφω 1 [paraγráfo] -ομαι Ρ αόρ. παρέγραψα, απαρέμφ. παραγράψει, παθ. αόρ. παραγράφηκα, απαρέμφ. παραγραφεί, μππ. (προφ.) παραγραμμένος (συνήθ. παθ.)

παραγράφω 2, -ομαι Ρ αόρ. παράγραψα και παραέγραψα, απαρέμφ. παραγράψει, παθ. αόρ. παραγράφτηκα, απαρέμφ. παραγραφτεί, μππ. παραγραμμένος

παράγω [paráγo] -ομαι Ρ πρτ. παρήγα, αόρ. παρήγαγα, απαρέμφ. παραγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) παράχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και παρήχθη, παρήχθησαν, απαρέμφ. παραχθεί

παραδειγματίζω [paraδiγmatízo] -ομαι Ρ2.1

παραδέρνω 1 [paraδérno] Ρ αόρ. παράδειρα, απαρέμφ. παραδείρει, μππ. παραδαρμένος

παραδέρνω 2 Ρ αόρ. παραέδειρα, απαρέμφ. παραδείρει

παραδέχομαι [paraδéxome] Ρ3β

παραδίδω [paraδíδo] -ομαι & παραδίνω 2 [paraδíno] -ομαι Ρ αόρ. παρέδωσα, απαρέμφ. παραδώσει, παθ. αόρ. παραδόθηκα, απαρέμφ. παραδο θεί, μππ. παραδομένος

Page 223: Guia de conjugação

παραδίνω 1 [paraδíno] Ρ αόρ. παράδωσα και παραέδωσα, απαρέμφ. παραδώσει

παραδοξολογώ [paraδoksoloγó] Ρ10.9α

παραδουλεύω [paraδulévo] Ρ5.2

παραείμαι [paraíme] Ρ (βλ. είμαι)

παραέχω [paraéxo] Ρ πρτ. παραείχα

παραζαλίζω 1 [parazalízo] -ομαι Ρ2.1

παραζαλίζω 2, -ομαι

παραζεσταίνω [parazesténo] -ομαι Ρ7.1

παραθερίζω [paraθerízo] Ρ2.1α

παραθέτω [paraθéto] -ομαι, παρατίθεμαι [paratíθeme] Ρ αόρ. παρέθεσα και παράθεσα, απαρέμφ. παραθέσει, παθ. παρατίθεμαι, παρατίθεσαι, παρατίθεται, παρατιθέμεθα, παρατίθεστε, παρατίθενται, και (προφ.) παραθέτομαι, αόρ. παρατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και παρετέθη, παρετέθησαν, απαρέμφ. παρατεθεί

παραινώ [parenó] Ρ10.10α

παραιτούμαι [paretúme] Ρ10.9β

παραιτώ [paretó] Ρ10.9α

παρακάθομαι 1 [parakáθome] Ρ αόρ. παρεκάθησα και παρακάθησα, απαρέμφ. παρακαθήσει

παρακάθομαι 2 Ρ αόρ. παρακάθισα και (προφ.) παράκατσα και παραέκατσα, απαρέμφ. παρακαθίσει και (προφ.) παρακάτσει

παρακαλώ [parakaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 αόρ. παρακάλεσα, απαρέμφ. παρακαλέσει & -ούμαι Ρ.10.10β παθ. αόρ. και παρακλήθηκα, απαρέμφ. και παρακληθεί

παρακάμπτω [parakámpto] -ομαι Ρ αόρ. παρέκαμψα και (προφ.) παράκαμψα, απαρέμφ. παρακάμψει, παθ. αόρ. παρακάμφθηκα, απαρέμφ. παρακαμφθεί

παρακάνω [parakáno] Ρ πρτ. και αόρ. παράκανα και παραέκανα, απαρέμφ. παρακάνει

παρακεντώ [parakendó] Ρ10.1α

παρακινδυνεύω [parakinδinévo] Ρ5.1α συνήθ. στη μππ. παρακινδυνευμένος

παρακινώ [parakinó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β

παρακμάζω [parakmázo] Ρ2.1α αόρ. και παρήκμασα, απαρέμφ. παρακμάσει, μππ. παρακμασμένος και παρηκμασμένος*

παρακολουθώ [parakoluθó] -ούμαι Ρ10.9

παρακούω 1 [parakúo] -ομαι Ρ (βλ. ακούω)

Page 224: Guia de conjugação

παρακούω 2, -γομαι

παρακρατώ 1 [parakrató] -ούμαι Ρ10.9

παρακρατώ 2 Ρ10.9α

παρακωλύω [parakolío] -ομαι Ρ9

παραλαμβάνω [paralamváno] -ομαι Ρ αόρ. παρέλαβα, απαρέμφ. παραλάβει, παθ. αόρ. παραλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και παρελήφθη, παρελήφθησαν, απαρέμφ. παραληφθεί & παραλαβαίνω [paralavéno] Ρ αόρ. παράλαβα, απαρέμφ. παραλάβει

παραλείπω [paralípo] -ομαι Ρ αόρ. παρέλειψα και (προφ.) παράλειψα, απαρέμφ. παραλείψει, παθ. αόρ. παραλείφθηκα, απαρέμφ. παραλειφθεί

παραλέω [paraléo] Ρ (βλ. και λέω) πρτ. παραέλεγα, αόρ. παραείπα και (προφ.) παράπα, απαρέμφ. παραπεί

παραληρώ [paraliró] Ρ10.9α

παραλλάζω [paralázo] -ομαι Ρ2.2

παραλλάσσω [paraláso] -ομαι Ρ2.2

παραλληλίζω [paralilízo] -ομαι Ρ2.1

παραλογίζομαι [paralojízome] Ρ2.1β

παραλύω [paralío] Ρ αόρ. παρέλυσα και (προφ.) παράλυσα, απαρέμφ. παραλύσει, μππ. παραλυμένος*

παραμαζεύω [paramazévo] Ρ5.2α αόρ. και παράμασα, απαρέμφ. και παραμάσει & παραμαζώνω [paramazóno] Ρ1α αόρ. και παραμάζωξα, απαρέμφ. και παραμαζώξει

παραμελώ [parameló] -ούμαι Ρ10.9

παραμένω 1 [paraméno] Ρ αόρ. παρέμεινα, απαρέμφ. παραμείνει

παραμένω 2 Ρ αόρ. παραέμεινα, απαρέμφ. παραμείνει

παραμερίζω [paramerízo] -ομαι Ρ2.1

παραμιλώ 1 [paramiló] & -άω Ρ10.1α

παραμιλώ 2 & -άω

παραμονεύω [paramonévo] Ρ5.2α

παραμορφώνω [paramorfóno] -ομαι Ρ1

παραμυθιάζω [paramiθxázo] -ομαι Ρ2.1

παρανομώ [paranomó] Ρ10.9α

παρανοώ [paranoó] -ούμαι Ρ10.9

Page 225: Guia de conjugação

παραξενεύω [paraksenévo] -ομαι Ρ5.2

παραξηγώ [paraksiγó] -ιέμαι Ρ10.1

παραξηλώνω [paraksilóno] Ρ1α

παραπαίω [parapéo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. παρέπαια και (σπάν.) παράπαια

παραπατώ [parapató] & -άω Ρ10.1α

παραπάω [parapáo] & παραπηγαίνω [parapijéno] Ρ αόρ. παραπήγα, απαρέμφ. παραπάει

παραπείθω [parapíθo] -ομαι Ρ αόρ. παρέπεισα, απαρέμφ. παραπείσει, παθ. αόρ. παραπείστηκα, απαρέμφ. παραπειστεί

παραπέμπω [parapémbo] -ομαι Ρ αόρ. παρέπεμψα, απαρέμφ. παραπέμψει, παθ. αόρ. παραπέμφθηκα, απαρέμφ. παραπεμφθεί

παραπετώ [parapetó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.6

παραπέφτω 1 [parapéfto] Ρ αόρ. παράπεσα, απαρέμφ. παραπέσει

παραπέφτω 2 Ρ αόρ. παραέπεσα και παράπεσα, απαρέμφ. παραπέσει

παραπίνω [parapíno] Ρ αόρ. παράπια και παραήπια, απαρέμφ. παραπιεί

παραπλανώ [paraplanó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

παραπλέω [parapléo] Ρ αόρ. παρέπλευσα, απαρέμφ. παραπλεύσει

παραπληροφορώ [parapliroforó] -ούμαι Ρ10.9

παραποιώ [parapió] -ούμαι Ρ10.9

παραπονιέμαι [paraponéme] Ρ10.5β & παραπονούμαι [paraponúme] Ρ αόρ. παραπονέθηκα, απαρέμφ. παραπονεθεί, μππ. παραπονεμένος*

παρασέρνω [parasérno] -ομαι Ρ αόρ. παρέσυρα και παράσυρα, απαρέμφ. παρασύρει, παθ. αόρ. παρασύρθηκα, απαρέμφ. παρασυρθεί, μππ. παρασυρμένος & παρασύρω [parasíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. παρέσυρα, απαρέμφ. παρασύρει, παθ. αόρ. παρασύρθηκα, απαρέμφ. παρασυρθεί, μππ. παρασυρμένος

παρασημοφορώ [parasimoforó] -ούμαι Ρ10.9

παρασιτώ [parasitó] Ρ10.9α

παρασιωπώ [parasiopó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

παρασκευάζω [paraskevázo] -ομαι Ρ2.1

παρασκοτίζω [paraskotízo] -ομαι Ρ2.1

παρασπονδώ [parasponδó] Ρ10.9α

Page 226: Guia de conjugação

παρασταίνω [parasténo] -ομαι Ρ αόρ. παράστησα, απαρέμφ. παραστήσει, παθ. αόρ. παραστάθηκα, απαρέμφ. παρασταθεί

παραστέκομαι [parastékome] Ρ (βλ. στέκομαι) & παραστέκω [parastéko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. παράστεκα

παραστρατίζω [parastratízo] Ρ2.1α

παραστρατώ [parastrató] Ρ10.9α μππ. παραστρατημένος

παρατάσσω [paratáso] -ομαι Ρ αόρ. παρέταξα, απαρέμφ. παρατάξει, παθ. αόρ. παρατάχτηκα και παρατάχθηκα, απαρέμφ. παραταχτεί και παραταχθεί, μππ. παραταγμένος

παρατείνω [paratíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. παρέτεινα, απαρέμφ. παρατείνει, παθ. αόρ. παρατάθηκα, απαρέμφ. παραταθεί, μππ. παρατεταμένος*

παρατηρώ [paratiró] -ούμαι Ρ10.9

παρατονίζω [paratonízo] -ομαι Ρ2.1

παρατραβώ [paratravó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.7

παρατρέχω 1 [paratréxo] Ρ αόρ. παρέτρεξα, απαρέμφ. παρατρέξει

παρατρέχω 2 Ρ αόρ. παραέτρεξα και παράτρεξα, απαρέμφ. παρατρέξει

παρατρώω [paratróo] Ρ (βλ. και τρώω) αόρ. παράφαγα και παραέφαγα, απαρέμφ. παραφάει

παρατυπώ [paratipó] Ρ10.9α

παρατώ [parató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

παραφέρομαι [paraférome] Ρ (βλ. φέρομαι)

παραφθείρω [parafθíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. παρέφθειρα, απαρέμφ. παραφθείρει, παθ. αόρ. παραφθάρθηκα και παραφθάρηκα, απαρέμφ. παραφθαρθεί και παραφθαρεί, μππ. παραφθαρμένος και παρεφθαρμένος*

παραφορτώνω [parafortóno] -ομαι Ρ1

παραφορώ [paraforó] -ιέμαι Ρ10.5

παραφουσκώνω [parafuskóno] -ομαι Ρ1

παραφράζω [parafrázo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. παρέφρασα, απαρέμφ. παραφράσει

παραφρονώ [parafronó] Ρ10.9α

παραφυλάω [parafiláo] Ρ10.6α & παραφυλάγω [parafiláγo] Ρ3α

παραφωνώ [parafonó] Ρ10.9α

παραχαράζω [paraxarázo] -ομαι Ρ2.2

παραχειμάζω [paraximázo] Ρ2.1α

Page 227: Guia de conjugação

παραχώνομαι [paraxónome] Ρ1β

παραχώνω [paraxóno] -ομαι Ρ1

παραχωρώ [paraxoró] -ούμαι Ρ10.9

παραωριμάζω [paraorimázo] Ρ2.1α μππ. παραωριμασμένος

παρεισφρέω [parisfréo] Ρ πρτ. παρεισέφρεα, αόρ. παρεισέφρησα, απαρέμφ. παρεισφρήσει

παρεκκλίνω [pareklíno] Ρ πρτ. και αόρ. παρεξέκλινα και (οικ.) παρέκκλινα, απαρέμφ. παρεκκλίνει

παρεκτρέπομαι [parektrépome] Ρ αόρ. παρεκτράπηκα, απαρέμφ. παρεκτραπεί

παρελαύνω [parelávno] Ρ πρτ. παρήλαυνα, αόρ. παρήλασα και παρέλα σα, απαρέμφ. παρελάσει

παρελθοντολογώ [parelθondoloγó] Ρ10.9α

παρεμβαίνω [paremvéno] Ρ πρτ. παρενέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. παρενέβη, παρενέβησαν, απαρέμφ. παρέμβει

παρεμβάλλω [paremválo] -ομαι Ρ πρτ. παρενέβαλλα, αόρ. παρενέβαλα, απαρέμφ. παρεμβάλει, παθ. αόρ. παρεμβλήθηκα, απαρέμφ. παρεμβληθεί

παρεμποδίζω [paremboδízo] -ομαι Ρ2.1

παρενοχλώ [parenoxló] -ούμαι Ρ10.9

παρεξηγώ [pareksiγó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β

παρεπιδημώ [parepiδimó] Ρ10.9α

παρερμηνεύω [parerminévo] -ομαι Ρ5.1

παρέρχομαι [parérxome] Ρ αόρ. παρήλθα, απαρέμφ. παρέλθει

παρετυμολογώ [paretimoloγó] -ούμαι Ρ10.9

παρευρίσκομαι [parevrískome] Ρ αόρ. παρευρέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και παρευρέθη, παρευρέθησαν, απαρέμφ. παρευρεθεί & παραβρίσκομαι [paravrískome] Ρ αόρ. παραβρέθηκα, απαρέμφ. παραβρεθεί

παρέχω [paréxo] -ομαι Ρ πρτ. παρείχα, αόρ. γ' πρόσ. παρέσχε, παρέσχεσαν, απαρέμφ. παράσχει, παθ. αόρ. παρασχέθηκα, απαρέμφ. παρασχεθεί

παρηγορώ [pariγoró] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β

παρίσταμαι [parístame] Ρ ενεστ. παρίστασαι, παρίσταται, παριστάμεθα, παρίστασθε, παρίστανται, πρτ. γ' πρόσ. παρίστατο, παρίσταντο, αόρ. γ' πρόσ. παρέστη, παρέστησαν, απαρέμφ. παραστεί

παριστάνω [paristáno] -ομαι Ρ πρτ. παρίστανα, αόρ. παρέστησα, απαρέμφ. παραστήσει, παθ. αόρ. παραστήθηκα και παραστάθηκα, απαρέμφ. παραστηθεί και παρασταθεί

παριστώ [paristó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 (μόνο στον ενεστ.)

Page 228: Guia de conjugação

παρκάρω [parkáro] -ομαι & παρκέρνω [parérno] -ομαι Ρ6

παρκετάρω [parketáro] Ρ6α μππ. παρκεταρισμένος

παρλάρω [parláro] Ρ6α

παροικώ [parikó] Ρ10.9α

παρομοιάζω [paromiázo] -ομαι Ρ2.1

παρονομάζω [paronomázo] -ομαι Ρ2.1

παροξύνω 1 [paroksíno] -ομαι Ρ8.1

παροξύνω 2, -ομαι

παροπλίζω [paroplízo] -ομαι Ρ2.1

παροτρύνω [parotríno] -ομαι Ρ8.1

παρουσιάζω [parusiazo] -ομαι Ρ2.1

παροχετεύω [paroxetévo] -ομαι Ρ5.1

παρφουμάρω [parfumáro] -ομαι Ρ6 & παρφουμαρίζω [parfumarízo] -ομαι Ρ2.1

παρωδώ [paroδó] -ούμαι Ρ10.9

παρωθώ [paroθó] -ούμαι Ρ10.9

πασαλείφω [pasalífo] -ομαι & πασαλείβω [pasalívo] -ομαι Ρ4

πασάρω [pasáro] -ομαι Ρ6

πασπαλίζω [paspalízo] -ομαι Ρ2.1

πασπατεύω [paspatévo] Ρ5.2α

πασσαλώνω [pasalóno] -ομαι Ρ1

παστεριώνω [pasterióno] -ομαι Ρ1

παστρεύω [pastrévo] -ομαι Ρ5.2

παστώνω [pastóno] -ομαι Ρ1

πασχάζω [pasxázo] Ρ2.1α

πασχίζω [pasxízo] & πασκίζω [pasízo] Ρ2.1α

πάσχω [pásxo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

πατάσσω [patáso] -ομαι Ρ2.2

πατεντάρω [patendáro] Ρ6α μππ. πατενταρισμένος

Page 229: Guia de conjugação

πατικώνω [patikóno] -ομαι Ρ1

πατινάρω 1 [patináro] Ρ6α

πατινάρω 2, -ομαι Ρ6

πατρονάρω [patronáro] -ομαι Ρ6

πατσαβουριάζω [patsavurjázo] -ομαι Ρ2.1

πατσίζω [patsízo] -ομαι Ρ2.1

πατώ [pató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

πατώνω [patóno] Ρ1α

παύω [pávo] -ομαι Ρ5.2, Ρ.5.1 μππ. παυμένος

παφλάζω [paflázo] Ρ2.1α

παχύνω [paxíno] -ομαι Ρ8.1

πεδικλώνω [peδiklóno] -ομαι & περδικλώνω [perδiklóno] -ομαι Ρ1

πεδουκλώνω [peδuklóno] -ομαι & περδουκλώνω [perδuklóno] -ομαι Ρ1

πεζεύω [pezévo] Ρ5.2α

πεζοδρομώ [pezoδromó] -ούμαι Ρ10.9

πεζολογώ [pezoloγó] Ρ10.9α

πεζοπορώ [pezoporó] Ρ10.9α

πεθαίνω [peθéno] Ρ7.1α μππ. πεθαμένος*

πεθυμώ [peθimó] Ρ10.1α

πειθαναγκάζω [piθanaŋgázo] -ομαι Ρ2.1

πειθαρχώ [piθarxó] Ρ10.9α μππ. πειθαρχημένος*

πείθω [píθo] -ομαι Ρ αόρ. έπεισα, απαρέμφ. πείσει, παθ. αόρ. πείστηκα, απαρέμφ. πειστεί, μππ. πεισμένος και (λόγ.) πεπεισμένος*

πεινώ [pinó] & -άω Ρ10.4α μππ. πεινασμένος

πειράζω [pirázo] -ομαι Ρ2.2

πειραματίζομαι [piramatízome] Ρ2.1β

πεισματώνω [pizmatóno] Ρ1α μππ. πεισματωμένος

πεισμώνω [pizmóno] Ρ1α μππ. πεισμωμένος

πελαγοδρομώ [pelaγoδromó] Ρ10.9α

Page 230: Guia de conjugação

πελαγώνω [pelaγóno] Ρ1α μππ. πελαγωμένος

πελάζει [pelázi] Ρ

πελεκώ [pelekó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & πελεκίζω [peleízo] -ομαι Ρ2.1

πενθηφορώ [penθiforó] & πενθοφορώ [penθoforó] Ρ10.9α

πενθώ [penθó] Ρ10.9α

πένομαι [pénome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

πενταπλασιάζω [pendaplasiázo] -ομαι Ρ2.1

πεντοβολώ [pendovoló] & -άω Ρ10.1α

πέπρωται [péprote] Ρ πρτ. πέπρωτο, επέπρωτο*

πέπτω [pépto] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

περαιώνω [pereóno] -ομαι Ρ1

περατώνω [peratóno] -ομαι Ρ1

πέρδομαι [pérδome] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

περιαδράχνω [periaδráxno] Ρ αόρ. περιάδραξα, απαρέμφ. περιαδράξει

περιαρπάζω [periarpázo] Ρ2.2α

περιαυτολογώ [periaftoloγó] Ρ10.9α

περιβάλλω [periválo] -ομαι Ρ πρτ. περιέβαλλα, αόρ. περιέβαλα, απαρέμφ. περιβάλει, παθ. αόρ. περιβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και περιεβλήθη, περιεβλήθησαν, απαρέμφ. περιβληθεί, μππ. περιβεβλημένος*

περιβρέχω [perivréxo] -ομαι Ρ αόρ. περιέβρεξα, απαρέμφ. περιβρέξει, παθ. αόρ. περιβράχηκα, απαρέμφ. περιβραχεί

περιγελώ [perijeló] Ρ10.4α

περιγράφω [periγráfo] -ομαι Ρ αόρ. περιέγραψα, απαρέμφ. περιγράψει, παθ. αόρ. περιγράφηκα και περιγράφτηκα, απαρέμφ. περιγραφεί και περιγραφτεί, μππ. περιγεγραμμένος*

περιδένω [periδéno] -ομαι Ρ αόρ. περιέδεσα, απαρέμφ. περιδέσει, παθ. αόρ. περιδέθηκα, απαρέμφ. περιδεθεί, μππ. περιδεμένος

περιδιαβάζω [periδjavázo] Ρ2.1α

περιδρομιάζω [periδromnázo] Ρ2.1α

περιελίσσω [perielíso] -ομαι Ρ αόρ. περιέλιξα, απαρέμφ. περιελίξει, παθ. αόρ. περιελίχθηκα, απαρέμφ. περιελιχθεί

περιεργάζομαι [perierγázome] Ρ2.1β

Page 231: Guia de conjugação

περιέρχομαι [periérxome] Ρ αόρ. περιήλθα, απαρέμφ. περιέλθει

περιέχω [periéxo] -ομαι Ρ πρτ. περιείχα, παθ. πρτ. περιεχόμουν

περιζώνω [perizóno] -ομαι Ρ αόρ. περιέζωσα, απαρέμφ. περιζώσει, παθ. αόρ. περιζώθηκα και περιζώστηκα, απαρέμφ. περιζωθεί και περιζωστεί, μππ. περιζωσμένος

περιηγούμαι [periiγúme] Ρ10.9β

περιθάλπω [periθálpo] -ομαι Ρ αόρ. περιέθαλψα, απαρέμφ. περιθάλψει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

περιθωριοποιώ [periθoriopió] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.)

περιίπταμαι [periíptame] Ρ

περικαλύπτω [perikalípto] -ομαι Ρ4

περικαλώ [perikaló] Ρ10.5α

περικλείω [periklío] -ομαι & περικλείνω [periklíno] -ομαι Ρ αόρ. περιέκλεισα, απαρέμφ. περικλείσει, παθ. αόρ. περικλείστηκα, απαρέμφ. περικλειστεί, μππ. περικλεισμένος

περικόπτω [perikópto] -ομαι & περικόβω [perikóvo] -ομαι Ρ αόρ. περιέκοψα, απαρέμφ. περικόψει, παθ. αόρ. περικόπηκα, απαρέμφ. περικοπεί, μππ. περικομμένος

περικυκλώνω [perikiklóno] -ομαι Ρ1

περιλαβαίνω [perilavéno] Ρ αόρ. περιέλαβα και περίλαβα, απαρέμφ. περιλάβει

περιλαμβάνω [perilamváno] -ομαι Ρ αόρ. περιέλαβα, απαρέμφ. περιλάβει, παθ. αόρ. περιλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και περιελήφθη, περιελήφθη σαν, απαρέμφ. περιληφθεί

περιλούζω [perilúzo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. περιέλουσα, απαρέμφ. περιλούσει

περιμαζεύω [perimazévo] -ομαι Ρ5.2

περιμαζώνω [perimazóno] Ρ αόρ. περιμάζωξα, απαρέμφ. περιμαζώξει

περιμαντρώνω [perimandróno] -ομαι Ρ1

περιμένω [periméno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. περίμενα

περιοδεύω [perioδévo] Ρ5.1α

περιορίζω [periorízo] -ομαι Ρ2.1

περιπαίζω [peripézo] Ρ αόρ. περιέπαιξα, απαρέμφ. περιπαίξει

περιπατώ [peripató] Ρ10.9α

περιπίπτω [peripípto] Ρ αόρ. περιέπεσα, απαρέμφ. περιπέσει

περιπλανιέμαι [periplanéme] Ρ10.1β & (λόγ.) περιπλανώμαι [periplanóme] Ρ11

περιπλέκω [peripléko] -ομαι Ρ3 αόρ. περιέπλεξα, απαρέμφ. περιπλέξει

Page 232: Guia de conjugação

περιπλέω [peripléo] Ρ αόρ. περιέπλευσα, απαρέμφ. περιπλεύσει

περιποιούμαι [peripiúme] Ρ10.9β

περιπολώ [peripoló] Ρ10.9α

περισκοπώ [periskopó] Ρ10.9α

περισπώ 1 [perispó] -ώμαι Ρ10.8 (συνήθ. στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.)

περισπώ 2, -ώμαι Ρ10.8 (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.)

περισσεύω [perisévo] Ρ5.2α μπε. (οικ.) περισσευούμενος

περιστέλλω [peristélo] -ομαι Ρ αόρ. περιέστειλα, απαρέμφ. περιστείλει, παθ. αόρ. περιστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και περιεστάλη, περιεστάλησαν, απαρέμφ. περισταλεί

περιστοιχίζω [peristixízo] -ομαι Ρ2.1

περιστρέφω [peristréfo] -ομαι Ρ αόρ. περιέστρεψα, απαρέμφ. περιστρέψει, παθ. αόρ. περιστράφηκα, απαρέμφ. περιστραφεί

περισυλλέγω [perisiléγo] -ομαι Ρ (βλ. συλλέγω)

περισφίγγω [perisfíŋgo] -ομαι Ρ αόρ. περιέσφιξα, απαρέμφ. περισφίξει, παθ. αόρ. περισφίχτηκα, απαρέμφ. περισφιχτεί

περισώζω [perisózo] -ομαι Ρ αόρ. περιέσωσα, απαρέμφ. περισώσει, παθ. αόρ. περισώθηκα, απαρέμφ. περισωθεί, μππ. περισωσμένος

περιτειχίζω [peritixízo] -ομαι Ρ2.1

περιτοιχίζω [peritixízo] -ομαι Ρ2.1

περιτρέχω [peritréxo] Ρ αόρ. περιέτρεξα, απαρέμφ. περιτρέξει

περιτριγυρίζω [peritrijirízo] -ομαι Ρ2.1

περιττεύω [peritévo] Ρ5.1α

περιττολογώ [peritoloγó] Ρ10.9α

περιτυλίγω [peritilíγo] -ομαι & περιτυλίσσω [peritilíso] -ομαι Ρ3

περιυβρίζω [periivrízo] -ομαι Ρ2.1

περιφέρω [periféro] -ομαι Ρ αόρ. περιέφερα, απαρέμφ. περιφέρει, παθ. αόρ. περιφέρθηκα, απαρέμφ. περιφερθεί

περιφράζω [perifrázo] -ομαι Ρ2.2

περιφράσσω [perifráso] -ομαι Ρ αόρ. περιέφραξα, απαρέμφ. περιφράξει, παθ. αόρ. περιφράχθηκα, απαρέμφ. περιφραχθεί, μππ. περιφραγμένος

περιφρονώ [perifronó] -ούμαι Ρ10.9

Page 233: Guia de conjugação

περιφρουρώ [perifruró] -ούμαι Ρ10.9

περιχαρακώνω [perixarakóno] -ομαι Ρ1

περιχύνω [perixíno] -ομαι Ρ αόρ. περιέχυσα, απαρέμφ. περιχύσει, παθ. αόρ. περιχύθηκα, απαρέμφ. περιχυθεί, μππ. περιχυμένος

περνοδιαβαίνω [pernoδjavéno] Ρ (βλ. διαβαίνω)

περνώ [pernó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 αόρ. πέρασα, απαρέμφ. περάσει, παθ. αόρ. περάστηκα, απαρέμφ. περαστεί, μππ. περασμένος*

περονιάζω [peronázo] & περουνιάζω [perunázo] Ρ2.1α

περπατώ [perpató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

πεταλουδίζω [petaluδízo] Ρ2.1α

πεταλώνω [petalóno] -ομαι Ρ1

πεταρίζω [petarízo] Ρ2.1α

πετροβολώ [petrovoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11

πετρώνω [petróno] Ρ1α μππ. πετρωμένος

πετσιάζω [petsxázo] Ρ2.1α

πετσικάρω [petsikáro] Ρ6α μππ. πετσικαρισμένος & πιτσικάρω [pitsikáro] Ρ6α μππ. πιτσικαρισμένος

πετσοκόβω [petsokóvo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. και πετσοκόπηκα, απαρέμφ. και πετσοκοπεί

πετσώνω [petsóno] Ρ1α μππ. πετσωμένος

πετυχαίνω [petixéno] Ρ αόρ. πέτυχα, απαρέμφ. πετύχει, μππ. πετυχημένος*

πετώ 1 [petó] & -άω Ρ10.6α λαϊκότρ. μπε. πετούμενος*

πετώ 2 & -άω, -ιέμαι Ρ10.6 & πετάγομαι [petáγome] Ρ3β

πέφτω [péfto] Ρ αόρ. έπεσα, απαρέμφ. πέσει, μππ. πεσμένος

πηγάζω [piγázo] Ρ2.1α

πηγαινοέρχομαι [pijenoérxome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

πηγαίνω [pijéno] & πάω [páo] Ρ πας, πάει, πάμε, πάτε, πάνε και παν· πρτ. πήγαινα, αόρ. πήγα, προστ. και πάνε, πάτε, απαρέμφ. πάει, μππ. (λαϊκότρ.) πηγαιμένος

πηδάω [piδáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.2

πήζω [pízo] Ρ2.2α μππ. πηγμένος

πηλαλώ [pilaló] & -άω Ρ10.1α

Page 234: Guia de conjugação

πηχτώνω [pixtóno] Ρ1α μππ. πηχτωμένος

πιάνω [páno] -ομαι Ρ αόρ. έπιασα, απαρέμφ. πιάσει, παθ. αόρ. πιάστηκα, απαρέμφ. πιαστεί, μππ. πιασμένος

πιέζω [piézo] -ομαι Ρ2.1 λόγ. μππ. και πεπιεσμένος*

πιθανολογώ [piθanoloγó] -ούμαι Ρ10.9

πιθηκίζω [piθikízo] Ρ2.1α

πικάρω [pikáro] -ομαι Ρ6

πικρίζω [pikrízo] -ομαι Ρ2.1

πιλατεύω [pilatévo] Ρ5.2α

πιλοτάρω [pilotáro] -ομαι Ρ6

πίνω [píno] -ομαι Ρ αόρ. ήπια, απαρέμφ. πιει, παθ. αόρ. (λαϊκότρ.) πιώθη κα, απαρέμφ. (λαϊκότρ.) πιωθεί, μππ. πιωμένος

πιπερίζω [piperízo] Ρ2.1α

πιπερώνω [piperóno] -ομαι Ρ1

πιπιλίζω [pipilízo] Ρ2.1α & πιπιλάω [pipiláo] Ρ10.1α

πίπτω [pípto] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

πιρουνιάζω [pirunázo] -ομαι Ρ2.1

πισσάρω [pisáro] -ομαι Ρ6

πισσώνω [pisóno] -ομαι Ρ1

πιστεύω [pistévo] -εται Ρ5.2

πιστοδοτώ [pistoδotó] -ούμαι Ρ10.9

πιστολίζω [pistolízo] -ομαι Ρ2.1

πιστοποιώ [pistopió] -ούμαι Ρ10.9

πιστοχρεώνω [pistoxreóno] -ομαι Ρ1

πιστώνω [pistóno] -ομαι Ρ1

πισωγυρίζω [pisojirízo] Ρ2.1α

πισωδρομώ [pisoδromó] Ρ10.9α

πιτσιλίζω [pitsilízo] -ομαι Ρ2.1 & πιτσιλώ [pitsiló] -άω, -ιέμαι Ρ10.1

πλαγιάζω [plajázo] Ρ2.1α μππ. πλαγιασμένος

Page 235: Guia de conjugação

πλαγιοδρομώ [plajioδromó] Ρ10.9α

πλαγιοκοπώ [plajiokopó] -ούμαι Ρ10.9

πλαδαρεύω [plaδarévo] Ρ5.2α

πλάθω [pláθo] -ομαι Ρ αόρ. έπλασα, απαρέμφ. πλάσει, παθ. αόρ. πλάστη κα, απαρέμφ. πλαστεί, μππ. πλασμένος

πλαισιώνω [plesióno] -ομαι Ρ1

πλακοστρώνω [plakostróno] -ομαι Ρ1

πλακώνω [plakóno] -ομαι Ρ1

πλανάρω [planáro] -ομαι & πλανιάρω [plaáro] -ομαι Ρ6

πλανεύω [planévo] -ομαι Ρ5.2

πλανίζω [planízo] -ομαι Ρ2.1

πλαντάζω [plandázo] Ρ2.2α μππ. πλανταγμένος

πλανώ [planó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 λόγ. μππ. και πεπλανημένος* (συνήθ. παθ.)

πλασάρω [plasáro] -ομαι Ρ6

πλαστικοποιώ [plastikopió] -ούμαι Ρ10.9

πλαστογραφώ [plastoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

πλαταγίζω [platajízo] Ρ2.1α

πλαταίνω [platéno] Ρ7.4α

πλατειάζω [platiázo] Ρ2.1α

πλατσουρίζω [platsurízo] & πλατσαρίζω [platsarízo] Ρ2.1α

πλειοδοτώ [plioδotó] Ρ10.9α

πλειονοψηφώ [plionopsifó] Ρ10.9α

πλειοψηφώ [pliopsifó] Ρ10.9α

πλειστηριάζω [plistiriázo] Ρ2.1α

πλέκω [pléko] -ομαι Ρ3

πλένω [pléno] -ομαι Ρ αόρ. έπλυνα, απαρέμφ. πλύνει, παθ. αόρ. πλύθηκα, απαρέμφ. πλυθεί, μππ. πλυμένος

πλεονάζω [pleonázo] Ρ2.1α

πλεονεκτώ [pleonektó] Ρ10.9α

Page 236: Guia de conjugação

πλερώνω [pleróno] -ομαι Ρ1

πλευρίζω [plevrízo] Ρ2.1α μππ. πλευρισμένος

πλευριτώνω [plevritóno] -ομαι Ρ1

πλευροκοπώ [plevrokopó] -ούμαι Ρ10.9

πλέω [pléo] Ρ αόρ. έπλευσα, απαρέμφ. πλεύσει

πληγιάζω [plijázo] Ρ2.1α μππ. πληγιασμένος

πληγώνω [pliγóno] -ομαι Ρ1 μππ. πληγωμένος*

πληθαίνω [pliθéno] Ρ7.4α

πληθύνω [pliθíno] -ομαι Ρ8.1

πληκτρολογώ [pliktroloγó] -ούμαι Ρ10.9

πλημμυρίζω [plimirízo] Ρ2.1α μππ. πλημμυρισμένος

πληροφορώ [pliroforó] -ούμαι Ρ10.9

πληρώ [pliró] -ούμαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πληροίς, πληροί, πληρούμε, πληροίτε, πληρούν

πληρώνω [pliróno] -ομαι Ρ1

πλησιάζω [plisiázo] -ομαι Ρ2.1

πλήττω 1 [plíto] Ρ2.2α

πλήττω 2, -ομαι Ρ2.2 παθ. αόρ. πλήγηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επλήγη, επλήγησαν, απαρέμφ. πληγεί

πλιατσικολογώ [platsikoloγó] -ιέμαι Ρ10.11

πλισάρω [plisáro] -ομαι Ρ6

πλοηγώ [ploiγó] -ούμαι Ρ10.9

πλουμίζω [plumízo] -ομαι Ρ2.1

πλουταίνω [pluténo] Ρ7.4α

πλουτίζω [plutízo] -ομαι Ρ2.1

πλουτώ [plutó] Ρ10.9α

πνέω [pnéo] Ρ αόρ. έπνευσα, απαρέμφ. πνεύσει

πνίγω [pníγo] -ομαι Ρ3 παθ. αόρ. και πνίγηκα, απαρέμφ. και πνιγεί

ποδένω [poδéno] -ομαι Ρ αόρ. πόδεσα, απαρέμφ. ποδέσει, παθ. αόρ. ποδέθηκα, απαρέμφ. ποδεθεί

ποδηγετώ [poδijetó] -ούμαι Ρ10.9

Page 237: Guia de conjugação

ποδηλατώ [poδilató] Ρ10.9α

ποδίζω [poδízo] Ρ2.1α

ποδοκροτώ [poδokrotó] Ρ10.9α

ποδοπατώ [poδopató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ποζάρω [pozáro] Ρ6α

ποθώ [poθó] Ρ10.9α μπε. ποθούμενος*

ποικίλλω [pikílo] Ρ πρτ. ποίκιλλα, αόρ. ποίκιλα, απαρέμφ. ποικίλει, παθ. αόρ. ποικίλθηκα, απαρέμφ. ποικιλθεί, μππ. ποικιλμένος

ποιμαίνω [piméno] -ομαι Ρ7.2

ποιμεναρχώ [pimenarxó] Ρ10.9α

ποινικοποιώ [pinikopió] -ούμαι Ρ10.9

ποιώ [pió] -ούμαι Ρ10.9

πολεμώ [polemó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

πολεοδομώ [poleoδomó] -ούμαι Ρ10.9

πολιορκώ [poliorkó] -ούμαι Ρ10.9

πολιτεύομαι [politévome] Ρ5.1β

πολιτικολογώ [politikoloγó] Ρ10.9α

πολιτικοποιώ [politikopió] -ούμαι Ρ10.9

πολιτογραφώ [politoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

πολλαπλασιάζω [polaplasiázo] -ομαι Ρ2.1

πολτοποιώ [poltopió] -ούμαι Ρ10.9

πολυαγαπώ [poliaγapó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

πολυβολώ [polivoló] -ούμαι Ρ10.9

πολυγραφώ [poliγrafó] -ούμαι Ρ10.9

πολυδιαβάζω [poliδjavázo] -ομαι Ρ2.1

πολυδιασπώ [poliδiaspó] -ώμαι Ρ (βλ. διασπώ)

πολυκαιρίζω [polikerízo] Ρ2.1α

πολυλογώ [poliloγó] Ρ10.9α

πολυμερίζω [polimerízo] -ομαι Ρ2.1

Page 238: Guia de conjugação

πολυμιλώ [polimiló] & -άω Ρ10.1α

πολυπαίζω [polipézo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. πολυέπαιξα, απαρέμφ. πολυπαίξει

πολυπραγμονώ [polipraγmonó] Ρ10.9α

πολυσυζητώ [polisizitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

πολώνω [polóno] -ομαι Ρ1

πομπεύω [pombévo] -ομαι Ρ5.2

πονάω [ponáo] & -ώ Ρ10.5α μππ. πονεμένος

πονηρεύω [ponirévo] -ομαι Ρ5.2

πονοκεφαλιάζω [ponokefaázo] Ρ2.1α

ποντάρω 1 [pondáro] -ομαι Ρ6

ποντάρω 2 -ομαι

ποντζάρω [pondzáro] & μποτζάρω [bodzáro] Ρ6α

ποντίζω [pondízo] -ομαι Ρ2.1

ποντοπορώ [pondoporó] Ρ10.9α

πορδοκλάνω [porδokláno] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

πορεύομαι 1 [porévome] Ρ5.1β, Ρ5.2β

πορνεύομαι [pornévome] Ρ5.1β & πορνεύω [pornévo] Ρ5.1α

πορφυρίζω [porfirízo] Ρ2.1α

ποτίζω [potízo] -ομαι Ρ2.1

πουδράρω [puδráro] -ομαι Ρ6 & πουδραρίζω [puδrarízo] -ομαι Ρ2.1

πουλάω [puláo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1

πουντιάζω [pundjázo] Ρ2.1α μππ. πουντιασμένος

πουρεύω [purévo] Ρ5.2α

πουτσίζω [putsízo] Ρ2.1α

πραγματεύομαι [praγmatévome] Ρ5.1β

πραγματοποιώ [praγmatopió] -ούμαι Ρ10.9

πραγματώνω [praγmatóno] -ομαι Ρ1

πρακτορεύω [praktorévo] -ομαι Ρ5.1

Page 239: Guia de conjugação

πρασινίζω [prasinízo] -ομαι Ρ2.1

πράττω [práto] -ομαι Ρ αόρ. έπραξα, απαρέμφ. πράξει, παθ. αόρ. πράχθηκα, απαρέμφ. πραχθεί, μππ. (ως ουσ.) τα πεπραγμένα*

πραΰνω [praíno] -ομαι Ρ8.1

πρέπει [prépi] Ρ (απρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.)

πρέπω [prépo] Ρ (στο γ' προσ., μόνο στο ενεστ. θ.)

πρεσάρω [presáro] -ομαι Ρ6

πρεσβεύω [prezvévo] Ρ5.1α

πρήζω [prízo] -ομαι Ρ2.2 παθ. αόρ. και πρήστηκα, απαρέμφ. και πρηστεί, μππ. πρησμένος

πριμοδοτώ [primoδotó] -ούμαι Ρ10.9

πριονίζω [prionízo] -ομαι Ρ2.1

πριτσινώνω [pritsinóno] -ομαι & περτσινώνω [pertsinóno] -ομαι Ρ1

προαγγέλλω [proangélo] -ομαι Ρ πρτ. προήγγελλα, αόρ. προήγγειλα, απαρέμφ. προαγγείλει, παθ. αόρ. προαγγέλθηκα, απαρέμφ. προαγγελθεί, μππ. προαγγελμένος

προαγοράζω [proaγοrázo] -ομαι Ρ2.1

προάγω [proáγo] -ομαι Ρ πρτ. προήγα, αόρ. προήγαγα, απαρέμφ. προαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) προάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προήχθη, προήχθησαν, απαρέμφ. προαχθεί

προαιρούμαι [proerúme] Ρ10.9β (μόνο στον ενεστ.)

προαισθάνομαι [proesθánome] Ρ αόρ. προαισθάνθηκα, απαρέμφ. προαισθανθεί

προαλείφω [proalífo] -ομαι Ρ4

προαναγγέλλω [proanangélo] -ομαι Ρ (βλ. αναγγέλλω)

προανακρίνω [proanakríno] -ομαι Ρ (βλ. ανακρίνω)

προαναφέρω [proanaféro] -ομαι Ρ (βλ. αναφέρω)

προαπαιτώ [proapetó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.)

προαποφασίζω [proapofasízo] -ομαι Ρ2.1

προασπίζω [proaspízo] Ρ2.1α & προασπίζομαι [proaspízome] Ρ2.1β

προαφαιρώ [proaferó] -ούμαι Ρ10.9

προβαίνω [provéno] Ρ αόρ. γ' πρόσ. προέβη, προέβησαν, απαρέμφ. προβεί

προβάλλω [proválo] -ομαι Ρ πρτ. προέβαλλα και πρόβαλλα, αόρ. προέβα λα και πρόβαλα, απαρέμφ. προβάλει, παθ. αόρ. προβλήθηκα, απαρέμφ. προβληθεί, λόγ. μππ. προβεβλημένος*

Page 240: Guia de conjugação

προβάρω [prováro] -ομαι Ρ6

προβιβάζω [provivázo] -ομαι Ρ2.1

προβλέπω [provlépo] -ομαι Ρ αόρ. προέβλεψα και πρόβλεψα και προείδα, απαρέμφ. προβλέψει, παθ. αόρ. προβλέφθηκα, απαρέμφ. προβλεφθεί

προβληματίζω [provlimatízo] -ομαι Ρ2.1

προβοδίζω [provoδízo] Ρ2.1α & προβοδώ [provoδó] Ρ10.1α

προβοκάρω [provokáro] -ομαι Ρ6

προγευματίζω [projevmatízo] Ρ2.1α

προγκάω [proŋgáo] & -ώ Ρ10.2α μππ. προγκηγμένος & προγκάρω [proŋgáro] Ρ6α & προγκίζω [pronízo] Ρ2.3α μππ. προγκισμένος

προγραμματίζω [proγramatízo] -ομαι Ρ2.1

προγράφω [proγráfo] -ομαι Ρ αόρ. προέγραψα, απαρέμφ. προγράψει, παθ. αόρ. προγράφηκα, απαρέμφ. προγραφεί

προγυμνάζω [projimnázo] -ομαι Ρ2.1

προδημοσιεύω [proδimosiévo] -ομαι Ρ5.1

προδιαγράφω [proδiaγráfo] -ομαι Ρ (βλ. διαγράφω)

προδιαθέτω [proδiaθéto] -ομαι, προδιατίθεμαι Ρ (βλ. διαθέτω)

προδίδω [proδíδo] -ομαι & προδίνω [proδíno] -ομαι Ρ αόρ. πρόδωσα, απαρέμφ. προδώσει, παθ. αόρ. προδόθηκα, απαρέμφ. προδοθεί, μππ. προδομένος

προδικάζω [proδikázo] -ομαι Ρ2.1

προεγγράφω [proeŋγráfo] -ομαι Ρ (βλ. εγγράφω)

προεδρεύω [proeδrévo] -ομαι Ρ5.1 αόρ. και προήδρευσα

προειδοποιώ [proiδopió] -ούμαι Ρ10.9

προεικάζω [proikázo] -ομαι Ρ2.1

προεικονίζω [proikonízo] -ομαι Ρ2.1

προεισπράττω [proispráto] -ομαι Ρ (βλ. εισπράττω)

προεκτείνω [proektíno] -ομαι Ρ (βλ. εκτείνω)

προελαύνω [proelávno] Ρ πρτ. προήλαυνα, αόρ. προήλασα και προέλα σα, απαρέμφ. προελάσει

προελέγχω [proeléŋxo] -ομαι Ρ (βλ. ελέγχω)

προεμβάζω [proemvázo] -ομαι Ρ2.1

Page 241: Guia de conjugação

προεντείνω [proendíno] -ομαι Ρ (βλ. εντείνω)

προεξαγγέλλω [proeksangélo] -ομαι Ρ (βλ. εξαγγέλλω)

προεξάρχω [proeksárxo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. προεξήρχα

προεξέχω [proekséxo] Ρ πρτ. προεξείχα

προεξοφλώ [proeksofló] -ούμαι Ρ10.9

προεπιλέγω [proepiléγo] -ομαι Ρ (βλ. επιλέγω)

προέρχομαι [proérxome] Ρ αόρ. προήλθα και (προφ.) προήρθα, απαρέμφ. προέλθει και (προφ.) προέρθει

προετοιμάζω [proetimázo] -ομαι Ρ2.1

προέχει [proéi] Ρ (στο γ' πρόσ.) πρτ. προείχε

προηγούμαι [proiγúme] Ρ10.9β

προθερμαίνω [proθerméno] -ομαι Ρ7.2

προθυμοποιούμαι [proθimopiúme] Ρ10.9β

προϊδεάζω [proiδeázo] -ομαι Ρ2.1

προικίζω [prikízo] -ομαι Ρ2.1

προικοδοτώ [prikoδotó] -ούμαι Ρ10.9

προΐσταμαι [proístame] Ρ μπε. προϊστάμενος*

προκαθορίζω [prokaθorízo] -ομαι Ρ2.1

προκαλώ [prokaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. προκλήθηκα, απαρέμφ. προκληθεί

προκάνω [prokáno] Ρ αόρ. πρόκανα, απαρέμφ. προκάνει

προκαταβάλλω [prokataválo] -ομαι Ρ (βλ. καταβάλλω)

προκαταλαμβάνω [prokatalamváno] -ομαι Ρ (βλ. καταλαμβάνω) μππ. προκατειλημμένος*

προκατασκευάζω [prokataskevázo] -ομαι Ρ2.1

πρόκειται [próite] Ρ (απρόσ.) πρτ. επρόκειτο

προκηρύσσω [prokiríso] -ομαι Ρ2.2

προκόβω [prokóvo] Ρ αόρ. πρόκοψα, απαρέμφ. προκόψει, μππ. προκομμένος*

προκρίνω [prokríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. πρόκρινα και προέκρινα, απαρέμφ. προκρίνει, παθ. αόρ. προκρίθηκα, απαρέμφ. προκριθεί, μππ. προκριμένος

προκύπτει [proípti] Ρ (στο γ' πρόσ.) αόρ. προέκυψε και (πρόφ.) πρόκυψε, απαρέμφ. προκύψει

Page 242: Guia de conjugação

προλαβαίνω [prolavéno] -ομαι Ρ αόρ. πρόλαβα, απαρέμφ. προλάβει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

προλαμβάνω [prolamváno] -ομαι Ρ αόρ. πρόλαβα, απαρέμφ. προλάβει, παθ. αόρ. προλήφθηκα, απαρέμφ. προληφθεί

προλέγω [proléγo] -ομαι Ρ (βλ. και λέω) αόρ. προείπα, απαρέμφ. προείπει και προειπεί, παθ. αόρ. προλέχθηκα και προειπώθηκα, απαρέμφ. προλεχθεί και προειπωθεί

προλειαίνω [proliéno] -ομαι Ρ7.2

προλογίζω [prolojízo] -ομαι Ρ2.1

προμαντεύω [promandévo] -ομαι Ρ5.2

προμαχώ [promaxó] Ρ10.9α

προμελετώ [promeletó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 μππ. προμελετημένος*

προμηθεύω [promiθévo] -ομαι Ρ5.1

προμηνύω [prominío] -εται Ρ9 & προμηνώ [prominó] Ρ10.1α

προνοώ [pronoó] Ρ10.9α

προξενεύω [proksenévo] Ρ5.2α

προξενώ [proksenó] -ούμαι Ρ10.9

προοδεύω [prooδévo] Ρ5.1α μππ. προοδευμένος

προοικονομώ [proikonomó] -ούμαι Ρ10.9

προοιωνίζομαι [proionízome] Ρ2.1β (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

προοιωνίζω [proionízo] Ρ2.1α

προορίζω [proorízo] -ομαι Ρ2.1

προπαγανδίζω [propaγanδízo] -ομαι Ρ2.1

προπαρασκευάζω [proparaskevázo] -ομαι Ρ2.1

προπαροξύνω [proparoksíno] -ομαι Ρ8.1 (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.)

προπέμπω [propémbo] Ρ αόρ. προέπεμψα, απαρέμφ. προπέμψει

προπερισπώ [properispó] -ώμαι Ρ10.8 (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.)

προπηλακίζω [propilakízo] -ομαι Ρ2.1

προπληρώνω [propliróno] -ομαι Ρ1

προπονώ [proponó] -ούμαι Ρ10.9

προπορεύομαι [proporévome] Ρ5.1β

Page 243: Guia de conjugação

προπωλώ [propoló] -ούμαι Ρ10.9

προσαγορεύω [prosaγorévo] -ομαι Ρ5.1

προσάγω [prosáγo] -ομαι Ρ πρτ. προσήγα, αόρ. προσήγαγα, απαρέμφ. προσαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) προσάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσήχθη, προσήχθησαν, απαρέμφ. προσαχθεί

προσανατολίζω [prosanatolízo] -ομαι Ρ2.1

προσάπτω [prosápto] -ομαι Ρ αόρ. προσήψα, απαρέμφ. προσάψει, (παθ. μόνο στον ενεστ.)

προσαράζω [prosarázo] Ρ2.2α

προσαρμόζω [prosarmózo] -ομαι Ρ2.1

προσαρτώ [prosartó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

προσαυξάνω [prosafksáno] -ομαι Ρ (βλ. αυξάνω)

προσβάλλω [prozválo] -ομαι Ρ πρτ. προσέβαλλα και πρόσβαλλα, αόρ. προσέβαλα και πρόσβαλα, απαρέμφ. προσβάλει, παθ. αόρ. προσβλήθη κα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσεβλήθη, προσεβλήθησαν, απαρέμφ. προσβλη θεί, μππ. προσβλημένος και (λόγ.) προσβεβλημένος*

προσβλέπω [prozvlépo] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. προσέβλεπα

προσγειώνω [prozjióno] -ομαι Ρ1 μππ. προσγειωμένος*

προσγράφω [prozγráfo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. προσέγραφα, μππ. προσγεγραμμένος*

προσδένω [prozδéno] -ομαι Ρ αόρ. προσέδεσα και (πρόφ.) πρόσδεσα, απαρέμφ. προσδέσει, παθ. αόρ. προσδέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσεδέ θη, προσεδέθησαν, απαρέμφ. προσδεθεί, μππ. προσδεμένος και (λόγ.) προσδεδεμένος*

προσδίδω [prozδíδo] -ομαι Ρ αόρ. προσέδωσα, απαρέμφ. προσδώσει, παθ. αόρ. προσδόθηκα, απαρέμφ. προσδοθεί

προσδιορίζω [prozδiorízo] -ομαι Ρ2.1

προσδοκώ [prozδokó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

προσεγγίζω [prosengízo] -ομαι Ρ2.1

προσεδαφίζω [proseδafízo] -ομαι Ρ2.1

προσελκύω [proselkío] -ομαι Ρ (βλ. ελκύω)

προσέρχομαι [prosérxome] Ρ αόρ. προσήλθα και (προφ.) προσήρθα, απαρέμφ. προσέλθει και (προφ.) προσέρθει

προσεταιρίζομαι [proseterízome] Ρ2.1β

προσεύχομαι [proséfxome] Ρ αόρ. προσευχήθηκα, απαρέμφ. προσευχηθεί

προσέχω [proséxo] -ομαι Ρ3

Page 244: Guia de conjugação

προσηλυτίζω [prosilitízo] -ομαι Ρ2.1

προσηλώνω [prosilóno] -ομαι Ρ1

προσημειώνω [prosimióno] -ομαι Ρ1

προσθαλασσώνω [prosθalasóno] -ομαι Ρ1

προσθαφαιρώ [prosθaferó] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. προσθαφαιρέθηκα, απαρέμφ. προσθαφαιρεθεί

προσθέτω [prosθéto] -ομαι, προστίθεμαι [prostíθeme] Ρ αόρ. πρόσθεσα και προσέθεσα, απαρέμφ. προσθέσει, παθ. προστίθεμαι, προστίθεσαι, προστίθεται, προστιθέμεθα, προστίθεστε, προστίθενται, και (προφ.) προσθέτομαι, μπε. προστιθέμενος*, αόρ. προστέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσετέθη, προσετέθησαν, απαρέμφ. προστεθεί, μππ. (προφ.) προσθεμένος και (λόγ.) προστεθειμένος*

προσιδιάζω [prosiδiázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

προσκαλώ [proskaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. και προσκλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσεκλήθη, προσεκλήθησαν, απαρέμφ. και προσκληθεί, μππ. και προσκεκλημένος*

πρόσκειμαι [próskime] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. προσκείμενος

προσκολλώ [proskoló] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

προσκομίζω [proskomízo] -ομαι Ρ2.1

προσκόπτω [proskópto] Ρ αόρ. προσέκοψα, απαρέμφ. προσκόψει

προσκρούω [proskrúo] Ρ αόρ. προσέκρουσα και (προφ.) πρόσκρουσα, απαρέμφ. προσκρούσει

προσκτώμαι [prosktóme] Ρ11

προσκυνώ [proskinó] & -άω μππ. προσκυνημένος

προσκυρώνω [proskiróno] -ομαι Ρ1

προσλαμβάνω [proslamváno] -ομαι Ρ αόρ. προσέλαβα, απαρέμφ. προσλάβει, παθ. αόρ. προσλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσελήφθη, προσελήφθησαν, απαρέμφ. προσληφθεί

προσλιμενίζομαι [proslimenízome] Ρ2.1β

προσμειγνύω [prozmiγnío] -ομαι Ρ αόρ. προσέμειξα και πρόσμειξα, απαρέμφ. προσμείξει, παθ. αόρ. προσμείχθηκα, απαρέμφ. προσμειχθεί

προσμένω [prozméno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. πρόσμενα

προσμετρώ [prozmetró] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β & -ώμαι Ρ11

προσοικειώνω [prosikióno] -ομαι Ρ1

προσομοιάζω [prosomiázo] -ομαι Ρ2.1

προσορμίζω [prosormízo] -ομαι Ρ2.1

Page 245: Guia de conjugação

προσπαθώ [prospaθó] Ρ10.9α

προσπελάζω [prospelázo] Ρ2.1α

προσπερνώ [prospernó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4

προσπέφτω [prospéfto] Ρ αόρ. πρόσπεσα, απαρέμφ. προσπέσει

προσπίπτω [prospípto] Ρ αόρ. προσέπεσα, απαρέμφ. προσπέσει

προσποιούμαι [prospiúme] Ρ10.9β

προσπορίζω [prosporízo] -ομαι Ρ2.1

προσροφώ [prozrofó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

προσσεληνώνω [proselinóno] -ομαι Ρ1

προστάζω [prostázo] -ομαι Ρ2.2

προστατεύω [prostatévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 μπε. προστατευόμενος*, μππ. προστατευμένος

προστιμάρω [prostimáro] Ρ6α

προστρέχω [prostréxo] Ρ αόρ. προσέτρεξα και (οικ.) πρόστρεξα, απαρέμφ. προστρέξει

προστυχεύω [prostixévo] Ρ5.2α & προστυχαίνω [prostixéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

προσυμφωνώ [prosimfonó] -είται Ρ10.9

προσυνεννοούμαι [prosinenoúme] Ρ10.9β

προσυπογράφω [prosipoγráfo] -ομαι Ρ (βλ. υπογράφω)

προσφέρω [prosféro] -ομαι Ρ αόρ. πρόσφερα και προσέφερα, απαρέμφ. προσφέρει, παθ. αόρ. προσφέρθηκα, απαρέμφ. προσφερθεί, μππ. προσφερμένος

προσφεύγω [prosfévγo] Ρ αόρ. προσέφυγα, απαρέμφ. προσφύγει

προσφύομαι [prosfíome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

προσφωνώ [prosfonó] -ούμαι Ρ10.9

προσχεδιάζω [prosxeδiázo] -ομαι Ρ2.1

προσχηματίζω [prosximatízo] -ομαι Ρ2.1

προσχώνω [prosxóno] -ομαι Ρ1

προσχωρώ [prosxoró] Ρ10.9α

προσωποκρατώ [prosopokrató] -ούμαι Ρ10.9

προσωποληπτώ [prosopoliptó] Ρ10.9α

προσωποποιώ [prosopopió] -ούμαι Ρ10.9

Page 246: Guia de conjugação

προτάσσω [protáso] -ομαι Ρ2.2 αόρ. και προέταξα

προτείνω 1 [protíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. πρότεινα, απαρέμφ. προτείνει, παθ. αόρ. προτάθηκα, απαρέμφ. προταθεί

προτείνω 2 Ρ πρτ. και αόρ. πρότεινα και προέτεινα, απαρέμφ. προτείνει, μππ. προτεταμένος*

προτειχίζω [protixízo] Ρ2.1α

προτίθεμαι [protíθeme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) προτίθεσαι, προτίθεται, προτιθέμεθα, προτίθεστε, προτίθενται, πρτ. γ' πρόσ. προετίθετο, προετίθεντο, μπε. προτιθέμενος

προτιμολογώ [protimoloγó] -ούμαι Ρ10.9

προτιμώ [protimó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 μπε. προτιμώμενος

προτρέπω [protrépo] -ομαι Ρ αόρ. προέτρεψα και (οικ.) πρότρεψα, απαρέμφ. προτρέψει, (παθ. σπάν., μόνο στον ενεστ.)

προτρέχω [protréxo] Ρ αόρ. προέτρεξα, απαρέμφ. προτρέξει

προϋπαντώ [proipandó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

προϋπάρχω [proipárxo] Ρ αόρ. προϋπήρξα, απαρέμφ. προϋπάρξει

προϋπηρετώ [proipiretó] Ρ10.9α

προϋποθέτω [proipoθéto] προϋποτίθεμαι [proipotíθeme] Ρ (βλ. υποθέτω)

προϋπολογίζω [proipolojízo] -ομαι Ρ2.1

προφασίζομαι [profasízome] Ρ2.1β

προφέρω [proféro] -ομαι Ρ αόρ. πρόφερα, απαρέμφ. προφέρει, παθ. αόρ. προφέρθηκα, απαρέμφ. προφερθεί

προφητεύω [profitévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α

προφταίνω [profténo] & προφτάνω [proftáno] Ρ αόρ. πρόφτασα, απαρέμφ. προφτάσει & προφθάνω [profθáno] Ρ αόρ. πρόφθασα, απαρέμφ. προφθάσει

προφυλακίζω [profilakízo] -ομαι Ρ2.1

προφυλάω [profiláo] Ρ10.6α & προφυλάγω [profiláγo] -ομαι & προφυλάσσω [profiláso] -

ομαι Ρ3

προχειρίζω [proxirízo] -ομαι Ρ2.1

προχειρολογώ [proxiroloγó] Ρ10.9α

προχρονολογώ [proxronoloγó] -ούμαι Ρ10.9

προχωρώ [proxoró] & -άω Ρ10.11α μππ. προχωρημένος

προωθώ [prooθó] -ούμαι Ρ10.9

Page 247: Guia de conjugação

πρυμίζω [primízo] Ρ2.1α

πρυτανεύω 1 [pritanévo] Ρ5.1α

πρυτανεύω 2

πρωθυπουργεύω [proθipurjévo] Ρ5.1α (μόνο στον ενεστ.)

πρωταγωνιστώ [protaγonistó] Ρ10.9α

πρωταρχινίζω [protarxinízo] Ρ2.1α μππ. πρωταρχινισμένος

πρωτεύω [protévo] Ρ5.1α

πρωτοανακαλύπτω [protoanakalípto] -ομαι Ρ4

πρωτοαρχίζω [protoarxízo] & πρωταρχίζω [protarxízo] Ρ2.1α

πρωτοβάζω [protovázo] Ρ αόρ. πρωτόβαλα και πρωτοέβαλα, απαρέμφ. πρωτοβάλει, μππ. πρωτοβαλμένος

πρωτοβγάζω [protovγázo] Ρ αόρ. πρωτόβγαλα και πρωτοέβγαλα, απαρέμφ. πρωτοβγάλει, μππ. πρωτοβγαλμένος

πρωτοβγαίνω [protovjéno] Ρ πρτ. πρωτόβγαινα και πρωτοέβγαινα, αόρ. πρωτοβγήκα, απαρέμφ. πρωτοβγεί

πρωτοβλέπω [protovlépo] -ομαι Ρ πρτ. πρωτόβλεπα και πρωτοέβλεπα, αόρ. πρωτοείδα και πρωτόειδα και (προφ.) πρωτόδα, απαρέμφ. πρωτοδεί, παθ. αόρ. πρωτοειδώθηκα, απαρέμφ. πρωτοϊδωθεί

πρωτοβρίσκω [protovrísko] -ομαι Ρ αόρ. πρωτοβρήκα και (προφ.) πρωτόβρα, απαρέμφ. πρωτοβρεί

πρωτογνωρίζω [protoγnorízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. στο αορ. θ.)

πρωτοδημοσιεύω [protoδimosiévo] -ομαι Ρ5.1

πρωτοδοκιμάζω [protoδokimázo] -ομαι Ρ2.1

πρωτοεμφανίζομαι [protoemfanízome] Ρ2.1β

πρωτοθυμάμαι [protoθimáme] & πρωτοθυμούμαι [protoθimúme] Ρ12

πρωτοκατασκευάζω [protokataskevázo] -ομαι Ρ2.1

πρωτοκολλώ [protokoló] -ούμαι Ρ10.9

πρωτολέω [protoléo] -γομαι Ρ (βλ. και λέω) αόρ. πρωτοείπα και πρωτό πα, απαρέμφ. πρωτοπεί, παθ. αόρ. πρωτοειπώθηκα και πρωτολέχθηκα, απαρέμφ. πρωτοειπωθεί και πρωτολεχθεί, μππ. πρωτοειπωμένος

πρωτομαθαίνω [protomaθéno] -ομαι Ρ αόρ. πρωτοέμαθα και πρωτόμαθα, απαρέμφ. πρωτομάθει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

Page 248: Guia de conjugação

πρωτομαθεύομαι [protomaθévome] Ρ5.1β (χωρίς μππ.)

πρωτομιλώ [protomiló] & -άω Ρ10.1α

πρωτοπηγαίνω [protopijéno] & πρωτοπάω [protopáo] Ρ (βλ. και πηγαίνω) αόρ. πρωτοπήγα, απαρέμφ. πρωτοπάει

πρωτοπορώ [protoporó] Ρ10.9α

πρωτοσμίγω [protozmíγο] Ρ αόρ. πρωτοέσμιξα και πρωτόσμιξα, απαρέμφ. πρωτοσμίξει

πρωτοστατώ [protostató] Ρ10.9α

πρωτοτυπώ [prototipó] Ρ10.9α

πρωτοφορώ [protoforó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5

πρωτοχρησιμοποιώ [protoxrisimopió] -ούμαι Ρ10.9

πτερυγίζω [pterijízo] Ρ2.1α

πτοώ [ptoó] -ούμαι Ρ10.9

πτυχώνω [ptixóno] -ομαι Ρ1

πτύω [ptío] -ομαι Ρ9

πτωχεύω [ptoxévo] Ρ5.1α

πυγμαχώ [piγmaxó] Ρ10.9α

πυκνώνω [piknóno] Ρ1α μππ. πυκνωμένος

πυορροώ [pioroó] Ρ10.9α

πυρακτώνω [piraktóno] -ομαι Ρ1

πυργώνω [pirγóno] -ομαι Ρ1

πυροβολώ [pirovoló] -ούμαι Ρ10.9

πυροδοτώ [piroδotó] -ούμαι Ρ10.9

πυροκοκκινίζω [pirokokinízo] Ρ2.1α μππ. πυροκοκκινισμένος

πυρπολώ [pirpoló] -ούμαι Ρ10.9

πυρώνω [piróno] -ομαι Ρ1

πυτιάζω [pitxázo] -ομαι Ρ2.1

πωλώ [poló] -ούμαι Ρ10.9

πωματίζω [pomatízo] -ομαι Ρ2.1

πωρώνω [poróno] -ομαι Ρ1

Page 249: Guia de conjugação

Ρ

ραβδίζω [ravδízo] -ομαι Ρ2.1

ράβω [rávo] -ομαι Ρ4

ραγίζω [rajízo] Ρ2.1α μππ. ραγισμένος

ραδιοτηλεγραφώ [raδiotileγrafó] Ρ10.9α

ραδιοτηλεφωνώ [raδiotilefonó] Ρ10.9α

ραδιουργώ [raδiurγó] Ρ10.9α

ραΐζω [raízo] Ρ2.1α μππ. ραϊσμένος

ραίνω [réno] Ρ7.1α

ραμφίζω [ramfízo] Ρ2.1α

ραντίζω [randízo] -ομαι Ρ2.1

ραπίζω [rapízo] Ρ2.1α

ραφινάρω [rafináro] -ομαι Ρ6

ραχατεύω [raxatévo] Ρ5.2α

ρεβεγιονάρω [revejonáro] Ρ6α

ρέγομαι [réγome] Ρ3β

ρεγουλάρω [reγuláro] -ομαι Ρ6

ρεζιλεύω [rezilévo] -ομαι Ρ5.2

ρεκάζω [rekázo] Ρ2.3α

ρελιάζω [relázo] -ομαι Ρ2.1

ρεμβάζω [remvázo] Ρ2.1α

ρεμιζάρω [remizáro] Ρ6α

ρεμπελεύω [rebelévo] Ρ5.2α

ρεμπελιάζω [rebelázo] Ρ2.1α

ρετάρω [retáro] Ρ6α

ρετουσάρω [retusáro] -ομαι Ρ6

ρεύγομαι [révγome] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

ρεύομαι [révome] Ρ5.2β

Page 250: Guia de conjugação

ρευστοποιώ [refstopió] -ούμαι Ρ10.9

ρεύω [révo] Ρ5.2α (συνήθ. στο αορ. θ.)

ρεφάρω [refáro] Ρ6α

ρέω [réo] Ρ αόρ. έρευσα, απαρέμφ. ρεύσει

ρημάζω [rimázo] -ομαι Ρ2.2

ρητορεύω [ritorévo] Ρ5.1α

ρηχαίνω [rixéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

ριγώ [riγó] Ρ10.11α

ριγώνω [riγóno] Ρ1α μππ. ριγωμένος

ριζοβολώ [rizovoló] & -άω Ρ10.1α

ριζοσπαστικοποιώ [rizospastikopió] -ούμαι Ρ10.9

ριζώνω [rizóno] Ρ1α μππ. ριζωμένος

ριλαξάρω [rilaksáro] & ρελαξάρω [relaksáro] Ρ6α

ριμάρω [rimáro] Ρ6α

ρινίζω [rinízo] -ομαι Ρ2.1

ρισκάρω [riskáro] Ρ6α

ρίχνω [ríxno] -ομαι Ρ αόρ. έριξα, απαρέμφ. ρίξει, παθ. αόρ. ρίχτηκα, απαρέμφ. ριχτεί, μππ. ριγμένος

ριψοκινδυνεύω [ripsokinδinévo] Ρ5.1α

ροβολώ [rovoló] Ρ10.1α

ροδίζω [roδízo] Ρ2.1α

ροδοκοκκινίζω [roδokokinízo] Ρ2.1α μππ. ροδοκοκκινισμένος

ροδοχαράζει [roδoxarázi] Ρ2.2α (στο γ' πρόσ.)

ροζιάζω [rozjázo] Ρ2.1α μππ. ροζιασμένος

ροκανίζω [rokanízo] -ομαι Ρ2.1

ρολάρω [roláro] Ρ6α

ρομαντζάρω [romandzáro] Ρ6α

ροντάρω [rodáro] -ομαι Ρ6

ρουθουνίζω [ruθunízo] Ρ2.1α

Page 251: Guia de conjugação

ρουσφετολογώ [rusfetoloγó] Ρ10.9α

ρουφιανεύω [rufxanévo] Ρ5.2α

ρουφώ [rufó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.7

ροφώ [rofó] Ρ10.11α

ροχαλίζω [roxalízo] Ρ2.1α

ρυθμίζω [riθmízo] -ομαι Ρ2.1

ρυμοτομώ [rimotomó] -ούμαι Ρ10.9

ρυμουλκώ [rimulkó] -ούμαι Ρ10.9

ρυπαίνω [ripéno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.)

ρυπαρογραφώ [riparoγrafó] Ρ10.9α

ρυτιδιάζω [ritiδjázo] Ρ2.1α μππ. ρυτιδιασμένος

ρυτιδώνω [ritiδóno] -ομαι Ρ1

ρωτώ [rotó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

Page 252: Guia de conjugação

Σ

σαβανώνω [savanóno] -ομαι Ρ1

σαβουρντίζω [savurdízo] -ομαι Ρ2.1 & σαβουρντάω [savurdáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1

σαβουρώνω [savuróno] Ρ1α μππ. σαβουρωμένος

σαγηνεύω [sajinévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1

σαϊτεύω [saitévo] -ομαι & σαγιτεύω [sajitévo] -ομαι Ρ5.2

σακατεύω [sakatévo] -ομαι Ρ5.2

σακιάζω [sakázo] Ρ2.1α μππ. σακιασμένος

σακουλεύομαι [sakulévome] Ρ5.2β

σακουλιάζω [sakulázo] Ρ2.1α μππ. σακουλιασμένος

σαλαγώ [salaγó] & -άω Ρ10.1α

σαλεύω [salévo] Ρ5.2α μππ. σαλεμένος

σαλιαρίζω [salarízo] Ρ2.1α

σαλιώνω [salóno] -ομαι Ρ1

σαλπάρω [salpáro] Ρ6α

σαλπίζω [salpízo] Ρ2.1α

σαλτάρω [saltáro] & σαλτέρνω [saltérno] Ρ6α μππ. σαλταρισμένος

σαμαρώνω [samaróno] -ομαι Ρ1

σαμποτάρω [sabotáro] -ομαι Ρ6

σανιδώνω [saniδóno] -ομαι Ρ1

σαπίζω [sapízo] Ρ2.1α μππ. σαπισμένος

σαπουνίζω [sapunízo] -ομαι Ρ2.1

σαπωνοποιώ [saponopió] -ούμαι Ρ10.9

σαραβαλιάζω [saravalázo] -ομαι Ρ2.1

σαρακιάζω [sarakázo] Ρ2.1α μππ. σαρακιασμένος

σαρανταρίζω [sarandarízo] Ρ2.1α

σαραντίζω [sarandízo] Ρ2.1α μππ. σαραντισμένος

σαρκάζω [sarkázo] Ρ2.1α

Page 253: Guia de conjugação

σαρώνω [saróno] -ομαι Ρ1

σαστίζω [sastízo] Ρ2.1α μππ. σαστισμένος*

σατιρίζω [satirízo] -ομαι Ρ2.1

σαφηνίζω [safinízo] -ομαι Ρ2.1

σαχλαμαρίζω [saxlamarízo] Ρ2.1α

σβαρνίζω [zvarnízo] -ομαι Ρ2.1

σβερκώνω [zverkóno] Ρ1α

σβήνω [zvíno] -ομαι Ρ αόρ. έσβησα, απαρέμφ. σβήσει, παθ. αόρ. σβήστη κα, απαρέμφ. σβηστεί, μππ. σβησμένος

σβολιάζω [zvolázo] Ρ2.1α μππ. σβολιασμένος

σβουρίζω [zvurízo] Ρ2.3α

σγουραίνω [zγuréno] Ρ7.4α

σέβομαι [sévome] Ρ αόρ. σεβάστηκα, απαρέμφ. σεβαστεί

σέβω [sévo] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

σεγκοντάρω [segondáro] & σεκοντάρω [sekondáro] & σεγοντάρω [seγondáro] & σιγοντάρω [siγondáro] Ρ6α

σειέμαι [sxéme] Ρ10.1β (μόνο στο ενεστ. θ.)

σείω [sío] -ομαι Ρ αόρ. έσεισα, απαρέμφ. σείσει, παθ. αόρ. σείστηκα, απαρέμφ. σειστεί

σεκλετίζω [sekletízo] -ομαι Ρ2.1

σελαγίζω [selajízo] Ρ2.1α

σεληνιάζομαι [seliniázome] Ρ2.1β

σελιδοποιώ [seliδopió] -ούμαι Ρ10.9

σελώνω [selóno] -ομαι Ρ1

σεμνύνομαι [semnínome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

σενιαρίζομαι [senarízome] & σινιαρίζομαι [sinarízome] Ρ2.1β

σενιάρω [senáro] -ομαι & σινιάρω [sináro] -ομαι Ρ6

σεντονιάζω [sendonázo] -ομαι Ρ2.1

σεντράρω [sendráro] Ρ6α

σερβίρω [servíro] -ομαι Ρ6 & σερβιρίζω [servirízo] -ομαι Ρ2.1

Page 254: Guia de conjugação

σεργιανίζω [serjanízo] Ρ2.1α & σεργιανάω [serjanáo] Ρ10.1α

σέρνω [sérno] -ομαι Ρ αόρ. έσυρα, απαρέμφ. σύρει, παθ. αόρ. σύρθηκα, απαρέμφ. συρθεί

σερφάρω [serfáro] Ρ6α

σηκώνω [sikóno] -ομαι Ρ1

σημαδεύω [simaδévo] -ομαι Ρ5.2

σημαίνω [siméno] -ομαι Ρ7.2 (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

σημαιοστολίζω [simeostolízo] -ομαι Ρ2.1

σηματοδοτώ [simatoδotó] -ούμαι Ρ10.9

σημειώνω [simióno] -ομαι Ρ1

σήπομαι [sípome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

σιάζω [sxázo] -ομαι & σιάχνω [sxáxno] -ομαι Ρ2.2

σιγοβράζω [siγovrázo] Ρ2.1α

σιγοβρέχει [siγοvréxi] Ρ3α

σιγοκελαηδώ [siγokel(ai)δó] & -άω Ρ10.1α

σιγομουρμουρίζω [siγomurmurízo] Ρ2.1α

σιγοτραγουδώ [siγotraγuδó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

σιγουράρω [siγuráro] Ρ6α

σιγουρεύω [siγurévo] -ομαι Ρ5.2

σιγώ [siγó] Ρ10.11α

σιδερώνω [siδeróno] -ομαι Ρ1

σιμώνω [simóno] Ρ1α

σινιαλάρω [sinaláro] Ρ6α

σιροπιάζω [siropxázo] -ομαι & σοροπιάζω [soropxázo] -ομαι Ρ2.1

σιτεύω [sitévo] Ρ5.2α μππ. σιτεμένος

σιτίζω [sitízo] -ομαι Ρ2.1

σιχαίνομαι [sixénome] Ρ7.1β

σιχτιρίζω [sixtirízo] -ομαι Ρ2.1

σιωπώ [siopó] Ρ10.1α

Page 255: Guia de conjugação

σκάβω [skávo] -ομαι Ρ4

σκαλίζω [skalízo] -ομαι Ρ2.1

σκαλώνω [skalóno] Ρ1α μππ. σκαλωμένος

σκαμπάζω [skambázo] Ρ2.1α

σκαμπανεβάζω [skambanevázo] Ρ2.1α

σκαμπιλίζω [skabilízo] -ομαι Ρ2.1

σκανάρω [skanáro] -ομαι Ρ6

σκανδαλίζω [skanδalízo] -ομαι Ρ2.1

σκανδαλολογώ [skanδaloloγó] Ρ10.9α

σκανταλίζω [skandalízo] -ομαι Ρ2.1

σκαντζάρω [skandzáro] Ρ6α

σκάνω [skáno] Ρ1α

σκαπουλάρω [skapuláro] Ρ6α

σκαρίζω [skarízo] Ρ2.1α

σκαρτεύω [skartévo] Ρ5.2α

σκαρφαλώνω [skarfalóno] Ρ1α μππ. σκαρφαλωμένος

σκαρφίζομαι [skarfízome] Ρ2.1β

σκαρώνω [skaróno] -ομαι Ρ1

σκατώνω [skatóno] -ομαι Ρ1

σκάω [skáo] Ρ10.4α πρτ. έσκαγα, αόρ. έσκασα, απαρέμφ. σκάσει, μππ. σκασμένος & σκάζω [skázo] Ρ2.1α μππ. σκασμένος

σκεβρώνω [skevróno] Ρ1α μππ. σκεβρωμένος

σκεπάζω [skepázo] -ομαι Ρ2.1

σκευωρώ [skevoró] Ρ10.9α

σκέφτομαι [skéftome] & σκέπτομαι [sképtome] Ρ αόρ. σκέφτηκα, απαρέμφ. σκεφτεί

σκηνογραφώ [skinoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

σκηνοθετώ [skinoθetó] -ούμαι Ρ10.9

σκιαγραφώ [skiaγrafó] -ούμαι Ρ10.9

σκιάζω 1 [skiázo] -ομαι Ρ2.1

Page 256: Guia de conjugação

σκιάζω 2 [skázo] -ομαι Ρ2.2

σκιαμαχώ [skiamaxó] Ρ10.9α

σκίζω [skízo] -ομαι & σχίζω [sízo] -ομαι Ρ2.1

σκιρτώ [skirtó] & -άω Ρ10.1α

σκιτσάρω [skitsáro] -ομαι Ρ6

σκλαβώνω [sklavóno] -ομαι Ρ1

σκληραγωγώ [skliraγoγó] -ούμαι Ρ10.9

σκληραίνω [skliréno] -ομαι Ρ7.4α παθ. αόρ. σκληρύνθηκα, απαρέμφ. σκληρυνθεί

σκληρίζω [sklirízo] Ρ2.1α

σκληρύνω [skliríno] -ομαι Ρ8.1

σκονίζω [skonízo] -ομαι Ρ2.1

σκοντάβω [skondávo] Ρ4α

σκοντάφτω [skondáfto] Ρ4α

σκοπεύω 1 [skopévo] Ρ5.1α

σκοπεύω 2 Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

σκοράρω [skoráro] Ρ6α

σκορπίζω [skorpízo] -ομαι Ρ2.1 & σκορπώ [skorpó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

σκορτσάρω [skortsáro] Ρ6α

σκοτεινιάζω [skotinázo] Ρ2.1α μππ. σκοτεινιασμένος

σκοτιδιάζω [skotiδjázo] Ρ2.1α μππ. σκοτιδιασμένος

σκοτίζω [skotízo] -ομαι Ρ2.1

σκοτώνω [skotóno] -ομαι Ρ1

σκούζω [skúzo] Ρ2.2α

σκουληκιάζω [skulikázo] Ρ2.1α μππ. σκουληκιασμένος

σκουντουφλιάζω [skunduflázo] Ρ2.1α μππ. σκουντουφλιασμένος

σκουντουφλώ [skundufló] & -άω Ρ10.1α

σκουντώ [skundó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2

σκουπίζω [skupízo] -ομαι Ρ2.1

Page 257: Guia de conjugação

σκουραίνω [skuréno] Ρ7.4α

σκουριάζω [skurjázo] Ρ2.1α μππ. σκουριασμένος

σκύβω [skívo] Ρ4α μππ. σκυμμένος

σκυθρωπάζω [skiθropázo] Ρ2.1α μππ. σκυθρωπασμένος

σκυθρωπιάζω [skiθropázo] Ρ2.1α μππ. σκυθρωπιασμένος

σκυλεύω [skilévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

σκυλιάζω [skiázo] Ρ2.1α μππ. σκυλιασμένος

σκυλοβαριέμαι [skilovarjéme] Ρ10.5β

σκυλοβρίζω [skilovrízo] -ομαι Ρ2.1

σκώπτω [skópto] Ρ4α

σμαλτώνω [zmaltóno] Ρ1α μππ. σμαλτωμένος

σμίγω [zmíγo] Ρ3α μππ. σμιγμένος

σμικρύνω [zmikríno] -ομαι Ρ8.2

σμιλεύω [zmilévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

σμπαραλιάζω [zbaralázo] -ομαι Ρ2.1

σνιφάρω [snifáro] -ομαι Ρ6

σνομπάρω [snobáro] Ρ6α

σοβαρεύω [sovarévo] -ομαι Ρ5.2

σοβαρολογώ [sovaroloγó] Ρ10.9α

σοβατίζω [sovatízo] -ομαι & σοβαντίζω [sovadízo] -ομαι Ρ2.1

σοβεί [soví] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.)

σοδιάζω [soδjázo] -ομαι Ρ2.1

σοκάρω [sokáro] -ομαι Ρ6

σολάρω [soláro] Ρ6α

σολιάζω [solázo] -ομαι Ρ2.1

σολοικίζω [solikízo] Ρ2.1α

σοσιαλίζω [sosialízo] Ρ2.1α

σοτάρω [sotáro] -ομαι Ρ6

Page 258: Guia de conjugação

σουβατίζω [suvatízo] -ομαι & σουβαντίζω [suvadízo] -ομαι Ρ2.1

σουβλίζω [suvlízo] -ομαι Ρ2.1

σουγλίζω [suγlízo] -ομαι Ρ2.1

σουλατσάρω [sulatsáro] & σουλατσέρνω [sulatsérno] Ρ6α

σουλουπώνω [sulupóno] -ομαι Ρ1

σουμάρω [sumáro] -ομαι Ρ6

σουρίζω [surízo] Ρ2.2α

σούρνω [súrno] -ομαι Ρ αόρ. έσουρα, απαρέμφ. σούρει, παθ. αόρ. σούρθηκα, απαρέμφ. σουρθεί

σουρουπώνει [surupóni] Ρ1α

σουρτουκεύω [surtukévo] Ρ5.2α

σουρώνω 1 [suróno] Ρ1α μππ. σουρωμένος

σουρώνω 2, -ομαι Ρ1

σουρώνω 3 Ρ1α μππ. σουρωμένος

σουσουδίζω [susuδízo] Ρ2.1α

σουσσουμιάζω [susumnázo] Ρ2.1α

σουτάρω [sutáro] -ομαι & σουτέρνω [sutérno] -ομαι Ρ6

σουφρώνω [sufróno] Ρ1α μππ. σουφρωμένος

σοφάρω [sofáro] Ρ6α

σοφίζομαι [sofízome] Ρ2.1β

σοφιλιάζω [sofilázo] Ρ2.1α

σπαζοκεφαλιάζω [spazokefaázo] Ρ2.1α

σπάζω [spázo] -ομαι Ρ2.1 & σπάω [spáo] Ρ10.4α πρτ. έσπαγα, αόρ. έσπασα, απαρέμφ. σπάσει, μππ. σπασμένος*

σπαθίζω [spaθízo] Ρ2.1α

σπανίζω [spanízo] Ρ2.1α

σπάνω [spáno] Ρ1α

σπαράζω [sparázo] -ομαι Ρ2.2

σπαράσσω [sparáso] -ομαι Ρ2.2

σπαργανώνω [sparγanóno] -ομαι Ρ1

Page 259: Guia de conjugação

σπαρταρώ [spartaró] & -άω Ρ10.1α & σπαρταρίζω [spartarízo] Ρ2.1α

σπαταλώ [spataló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

σπατουλάρω [spatuláro] -ομαι Ρ6

σπεκουλάρω [spekuláro] Ρ6α

σπερμολογώ [spermoloγó] Ρ10.9α

σπέρνω [spérno] -ομαι Ρ αόρ. έσπειρα, απαρέμφ. σπείρει, παθ. αόρ. σπάρθη κα, απαρέμφ. σπαρθεί και σπαρεί, μππ. σπαρμένος

σπεύδω [spévδo] Ρ αόρ. έσπευσα, απαρέμφ. σπεύσει

σπιθίζω [spiθízo] Ρ2.1α

σπιθοβολώ [spiθοvoló] Ρ10.1α

σπικάρω [spikáro] Ρ6α

σπιλώνω [spilóno] -ομαι Ρ1

σπινάρω [spináro] Ρ6α

σπινθηρίζω [spinθirízo] Ρ2.1α

σπινθηροβολώ [spinθirovoló] Ρ10.9α

σπιντάρω [spidáro] Ρ6α

σπιρουνίζω [spirunízo] & σπιρουνιάζω [spiruázo] Ρ2.1α

σπιτώνω [spitóno] -ομαι Ρ1

σπλαχνίζομαι [splaxnízome] Ρ2.1β

σποριάζω [sporjázo] Ρ2.1α μππ. σποριασμένος

σπουδάζω [spuδázo] Ρ2.1α μππ. σπουδασμένος* και σπουδαγμένος*

σπουδαιολογώ [spuδeoloγó] Ρ10.9α

σπρώχνω [spróno & zbróno] -ομαι Ρ3

σπυριάζω [spirjázo] Ρ2.1α μππ. σπυριασμένος

σταβλίζω [stavlízo] -ομαι Ρ2.1

σταδιοδρομώ [staδioδromó] Ρ10.9α

στάζω [stázo] -ομαι Ρ2.2

σταθεροποιώ [staθeropió] -ούμαι Ρ10.9

σταθμεύω [staθmévo] Ρ5.1α μππ. σταθμευμένος

Page 260: Guia de conjugação

σταθμίζω [staθmízo] -ομαι Ρ2.1

σταλάζω [stalázo] Ρ2.2α

σταλίζω [stalízo] Ρ2.1α

σταματώ [stamató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 (παθ. στο ενεστ. θ.) μππ. σταματημένος

σταμπάρω [stambáro] -ομαι Ρ6

στασιάζω [stasiázo] Ρ2.1α

σταυροκοπιέμαι [stavrokopxéme] Ρ10.1β

σταυρώνω [stavróno] -ομαι Ρ1

σταφιδιάζω [stafiδjázo] Ρ2.1α μππ. σταφιδιασμένος

σταφιδώνω [stafiδóno] Ρ1α μππ. σταφιδωμένος

σταφνίζω [stafnízo] -ομαι Ρ2.1

σταχιάζω [staxázo] Ρ2.1α μππ. σταχιασμένος

σταχολογώ [staxoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

σταχτώνω [staxtóno] -ομαι Ρ1

σταχυολογώ [staxioloγó] -ούμαι Ρ10.9

σταχώνω [staxóno] -ομαι Ρ1

στεγάζω [steγázo] -ομαι Ρ2.1

στεγανοποιώ [steγanopió] -ούμαι Ρ10.9

στεγνώνω [steγnóno] Ρ1α μππ. στεγνωμένος

στειλιαρώνω [stilaróno] -ομαι Ρ1

στειρεύω [stirévo] Ρ5.2α

στειρώνω [stiróno] -ομαι Ρ1

στέκομαι [stékome] Ρ αόρ. στάθηκα, απαρέμφ. σταθεί, μπε. στεκούμενος* και (λαϊκότρ.) στεκάμενος*

στέκω [stéko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

στελεχώνω [stelexóno] -ομαι Ρ1

στέλνω [stélno] -ομαι Ρ αόρ. έστειλα, απαρέμφ. στείλει, παθ. αόρ. στάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εστάλη, εστάλησαν, απαρέμφ. σταλεί και σταλθεί, μππ. σταλμένος

στενάζω [stenázo] Ρ2.2α

Page 261: Guia de conjugação

στενεύω [stenévo] -ομαι Ρ5.2

στενογραφώ [stenoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

στενοχωρώ [stenoxoró] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β αόρ. και στενοχώρεσα, απαρέμφ. και στενοχωρέσει, παθ. αόρ. και στενοχωρέθηκα, απαρέμφ. και στενοχωρηθεί, μππ. στενοχωρημένος* και στενοχωρεμένος & στεναχωρώ [stenaxoró] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β αόρ. και στεναχώρεσα, απαρέμφ. και στεναχωρέσει, παθ. αόρ. και στεναχωρέθηκα, απαρέμφ. και στεναχωρεθεί, μππ. στεναχωρημένος και στεναχωρεμένος

στέργω [stérγo] Ρ3α

στερεοποιώ [stereopió] -ούμαι Ρ10.9

στερεύω 1 [sterévo] Ρ5.2α μππ. στερεμένος

στερεύω 2, -ομαι Ρ5.2

στερεώνω [stereóno] -ομαι Ρ1

στεριώνω [sterjóno] -ομαι Ρ1

στερώ [steró] -ούμαι Ρ10.9 μππ. στερημένος*

στεφανώνω [stefanóno] -ομαι Ρ1

στέφω [stéfo] -ομαι Ρ4

στηθοδέρνομαι [stiθoδérnome] Ρ αόρ. στηθοδάρθηκα, απαρέμφ. στηθοδαρθεί, μππ. στηθοδαρμένος

στηθοκοπιέμαι [stiθokopxéme] Ρ10.1β

στηθοσκοπώ [stiθoskopó] -ούμαι Ρ10.9

στηλιτεύω [stilitévo] -ομαι Ρ5.1

στημονιάζω [stimonázo] -ομαι Ρ2.1

στήνω [stíno] -ομαι Ρ αόρ. έστησα, απαρέμφ. στήσει, παθ. αόρ. στήθηκα, απαρέμφ. στηθεί, μππ. στημένος

στηρίζω [stirízo] -ομαι Ρ2.2

στιγματίζω [stiγmatízo] -ομαι Ρ2.1

στίζω [stízo] Ρ2.2α

στιλβώνω [stilvóno] -ομαι Ρ1

στιλιζάρω [stilizáro] -ομαι Ρ6

στιμάρω [stimáro] Ρ6α

στιχουργώ [stixurγó] Ρ10.9α

Page 262: Guia de conjugação

στοιβάζω [stivázo] -ομαι Ρ2.2

στοιχειοθετώ [stixioθetó] -ούμαι Ρ10.9

στοιχειώνω [stixóno] Ρ1α μππ. στοιχειωμένος

στοιχηματίζω [stiximatízo] Ρ2.1α

στοιχίζω 1 [stixízo] Ρ2.1α

στοιχίζω 2, -ομαι Ρ2.1 παθ. αόρ. και στοιχήθηκα, απαρέμφ. και στοιχηθεί, μππ. και στοιχημένος

στοκάρω [stokáro] -ομαι Ρ6

στολίζω [stolízo] -ομαι Ρ2.1

στομαχιάζω [stomaxázo] Ρ2.1α μππ. στομαχιασμένος

στομώνω [stomóno] Ρ1α μππ. στομωμένος

στουκάρω [stukáro] Ρ6α

στουμπίζω [stumbízo] -ομαι Ρ2.3 & στουμπάω [stumbáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.2

στουμπώνω [stumbóno] Ρ1α μππ. στουμπωμένος

στουπώνω [stupóno] Ρ1α μππ. στουπωμένος

στοχάζομαι [stoxázome] Ρ2.1β

στοχεύω [stoxévo] Ρ5.1α

στραβίζω [stravízo] Ρ2.1α

στραβογερνώ [stravojernó] & -άω Ρ (βλ. γερνώ)

στραβοκαταλαβαίνω [stravokatalavéno] Ρ (βλ. καταλαβαίνω)

στραβοκαταπίνω [stravokatapíno] Ρ (βλ. καταπίνω)

στραβοκατινιάζω [stravokatinázo] Ρ2.1α μππ. στραβοκατινιασμένος

στραβοκοιτάζω [stravokitázo] Ρ2.2α & στραβοκοιτώ [stravokitó] Ρ10.6α

στραβολαιμιάζω [stravolemnázo] Ρ2.1α & στραβολαιμιάζομαι [stravo lemnázome] Ρ2.1β

στραβομουτσουνιάζω [stravomutsunázo] Ρ2.1α μππ. στραβομουτσουνιασμένος

στραβοπατώ [stravopató] & -άω Ρ10.1α μππ. στραβοπατημένος

στραβώνω 1 [stravóno] Ρ1α μππ. στραβωμένος

στραβώνω 2, -ομαι Ρ1

στραγγαλίζω [straŋgalízo] -ομαι Ρ2.1

Page 263: Guia de conjugação

στραγγίζω [strangízo] -ομαι Ρ2.3

στραγγουλώ [straŋguló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 & στραγγουλίζω [straŋgulízo] -ομαι Ρ2.3

στραμπουλώ [strambuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 & στραμπουλίζω [strambulízo] -ομαι Ρ2.3

στραπατσάρω [strapatsáro] -ομαι & στραπατσέρνω [strapatsérno] -ομαι Ρ6

στρατεύομαι [stratévome] Ρ5.1β

στρατιωτικοποιώ [stratiotikopió] -ούμαι Ρ10.9

στρατοκρατούμαι [stratokratúme] Ρ10.9β

στρατολογώ [stratoloγó] -ούμαι Ρ10.9

στρατοπεδεύω [stratopeδévo] Ρ5.1α μππ. στρατοπεδευμένος

στρατωνίζω [stratonízo] -ομαι Ρ2.1

στραφταλίζω [straftalízo] Ρ2.1α

στράφτω [stráfto] Ρ4α

στρεβλώνω [strevlóno] -ομαι Ρ1

στρέγω [stréγo] & στρέχω [stréxo] Ρ3α

στρεσάρω [stresáro] -ομαι Ρ6

στρέφω [stréfo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. στράφηκα, απαρέμφ. στραφεί, μππ. στραμμένος

στρεψοδικώ [strepsoδikó] Ρ10.9α

στρίβω [strívo] -ομαι Ρ4

στριγκλιάζω [striŋglázo] Ρ2.1α

στριγκλίζω [striŋglízo] Ρ2.1α

στριμώχνω [strimóxno] -ομαι & στριμώνω [strimóno] -ομαι Ρ3

στριφογυρίζω [strifojirízo] Ρ2.1α & στριφογυρνώ [strifojirnó] & -άω Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

στριφώνω [strifóno] -ομαι Ρ1

στροβιλίζω [strovilízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.)

στρογγυλαίνω [strongiléno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

στρογγυλεύω [strongilévo] -ομαι Ρ5.2

στρογγυλοκάθομαι [strongilokáθome] Ρ (βλ. κάθομαι)

στρουθοκαμηλίζω [struθokamilízo] Ρ2.1α

Page 264: Guia de conjugação

στροφοδινούμαι [strofoδinúme] Ρ10.9β

στρώνω [stróno] -ομαι Ρ1

στύβω [stívo] -ομαι Ρ4

στυλώνω [stilóno] -ομαι Ρ1

στυπώνω [stipóno] Ρ1α

στυφίζω [stifízo] Ρ2.1α

συγγενεύω [singenévo] Ρ5.2α

συγγράφω [siŋγráfo] -ομαι Ρ αόρ. συνέγραψα, απαρέμφ. συγγράψει, παθ. αόρ. συγγράφηκα και συγγράφτηκα, απαρέμφ. συγγραφεί και συγγραφτεί, μππ. συγγραμμένος

συγκαίω [singéo] -ομαι Ρ (βλ. και καίω) παθ. αόρ. συγκάηκα, απαρέμφ. συγκαεί, μππ. συγκαμένος

συγκαλύπτω [siŋgalípto] -ομαι Ρ4

συγκαλώ [siŋgaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. συγκλήθηκα και (προφ.) συγκαλέστηκα, απαρέμφ. συγκληθεί και (προφ.) συγκαλεστεί, μππ. συγκα λεσμένος και συγκλημένος

συγκαταλέγω [siŋgataléγo] -ομαι Ρ αόρ. συγκατέλεξα, απαρέμφ. συγκαταλέξει, παθ. αόρ. συγκαταλέχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συγκατελέγη, συγκατελέγησαν, απαρέμφ. συγκαταλεγεί και συγκαταλεχθεί

συγκατανεύω [siŋgatanévo] Ρ αόρ. συγκατένευσα, απαρέμφ. συγκατανεύσει

συγκατατίθεμαι [siŋgatatíθeme] Ρ συγκατατίθεσαι, συγκατατίθεται, συγκατατιθέμεθα, συγκατατίθεστε, συγκατατίθενται, αόρ. συγκατατέθηκα. γ' πρόσ. (λόγ.) και συγκατετέθη, συγκατετέθησαν, απαρέμφ. συγκατατε θεί

συγκατοικώ [siŋgatikó] Ρ10.9α

σύγκειμαι [síngime] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

συγκεκριμενοποιώ [singekrimenopió] -ούμαι Ρ10.9

συγκεντρώνω [singendróno] -ομαι Ρ1 μππ. συγκεντρωμένος*

συγκεράζω [singerázo] -ομαι Ρ2.1

συγκεφαλαιώνω [singefaleóno] -ομαι Ρ1

συγκινώ [singinó] -ούμαι Ρ10.9 μππ. στερημένος*

συγκληρονομώ [siŋglironomó] -ούμαι Ρ10.9

συγκλίνω [siŋglíno] Ρ πρτ. και αόρ. συνέκλινα, απαρέμφ. συγκλίνει

συγκλονίζω [siŋglonízo] -ομαι Ρ2.1

Page 265: Guia de conjugação

συγκοινωνώ [singinonó] Ρ10.9α

συγκολλώ [siŋgoló] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

συγκόπτω [siŋgópto] -ομαι Ρ (μόνο στον ενεστ.)

συγκρατώ [siŋgrató] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β μππ. συγκρατημένος*

συγκρίνω [siŋgríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. συνέκρινα και σύγκρινα, απαρέμφ. συγκρίνει, παθ. αόρ. συγκρίθηκα, απαρέμφ. συγκριθεί

συγκροτώ [siŋgrotó] -ούμαι Ρ10.9 μππ. συγκροτημένος*

συγκρούομαι [siŋgrúome] Ρ αόρ. συγκρούστηκα, απαρέμφ. συγκρουστεί (χωρίς μππ.)

συγκυβερνώ [singivernó] Ρ10.1α

συγυρίζω [sijirízo] -ομαι Ρ2.1

συγχαίρω [sinxéro] Ρ πρτ. συνέχαιρα, αόρ. συγχάρηκα και (λόγ.) συνεχάρην, απαρέμφ. συγχαρεί

συγχέω [sinxéo] -ομαι Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. συνέχεα, αόρ. σύγχυσα, απαρέμφ. συγχύσει, παθ. αόρ. συγχύθηκα, απαρέμφ. συγχυθεί, μππ. συγκεχυμένος*

συγχρονίζω [siŋxronízo] -ομαι Ρ2.1

συγχρωτίζομαι [siŋxrotízome] Ρ2.1β

συγχύζω [sinxízo] -ομαι Ρ2.1

συγχωνεύω [siŋxonévo] -ομαι Ρ5.1

συγχωρώ [siŋxoró] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. και συγχώρεσα, απαρέμφ. και συγχωρέσει, παθ. αόρ. και συγχωρέθηκα, απαρέμφ. και συγχωρεθεί, μππ. και συγχωρεμένος

συζευγνύω [sizevγnío] -ομαι Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. συνέζευξα, απαρέμφ. συζεύξει, παθ. αόρ. συζεύχθηκα, απαρέμφ. συζευχθεί, μππ. συζευγμένος

συζητώ [sizitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & -ούμαι Ρ10.9β

συζώ [sizó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.)

συκοφαντώ [sikofandó] -ούμαι Ρ10.9

συλλαβίζω [silavízo] -ομαι Ρ2.1

συλλαμβάνω [silamváno] -ομαι Ρ αόρ. συνέλαβα, απαρέμφ. συλλάβει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. συνελήφθη, συνελήφθησαν, απαρέμφ. συλληφθεί

συλλέγω [siléγo] -ομαι Ρ αόρ. συνέλεξα, απαρέμφ. συλλέξει, παθ. αόρ. συλλέχτηκα, απαρέμφ. συλλεχτεί και συλλεγεί

συλλειτουργώ [siliturγó] Ρ10.9α

συλλογιέμαι [silojéme] Ρ10.1β αόρ. συλλογίστηκα, απαρέμφ. συλλογιστεί, μππ. συλλογισμένος

Page 266: Guia de conjugação

συλλογίζομαι [silojízome] Ρ2.1β

συλλυπούμαι [silipúme] Ρ10.9β

συλώ [siló] -ούμαι Ρ10.9

συμβαδίζω [simvaδízo] Ρ2.1α

συμβαίνει [simvéni] Ρ πρτ. συνέβαινε, αόρ. συνέβη, απαρέμφ. συμβεί

συμβάλλω [simválo] -ομαι Ρ πρτ. συνέβαλλα, αόρ. συνέβαλα, απαρέμφ. συμβάλει, παθ. αόρ. συμβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και συνεβλήθη, συνεβλήθησαν, απαρέμφ. συμβληθεί, μππ. συμβεβλημένος* και (σπάν.) συμβλημένος

συμβασιλεύω [simvasilévo] Ρ5.1α

συμβιβάζω [simvivázo] -ομαι Ρ2.1

συμβιώνω [simvióno] Ρ1α

συμβολίζω [simvolízo] -ομαι Ρ2.1

συμβουλεύω [simvulévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1

συμμαζεύω [simazévo] -ομαι Ρ5.2

συμμαζώνω [simazóno] Ρ αόρ. συμμάζωξα, απαρέμφ. συμμαζώξει

συμμαχώ [simaxó] Ρ10.9α

συμμερίζομαι [simerízome] Ρ2.1β

συμμετέχω [simetéxo] Ρ (βλ. μετέχω)

συμμορφώνω [simorfóno] -ομαι Ρ1

συμπαθάω [simbaθáo] Ρ10.1α (συνήθ. στην προστ.)

συμπαθώ [simbaθó] Ρ10.9α

συμπαραστέκομαι [simbarastékome] Ρ (βλ. στέκομαι)

συμπαρασύρω [simbarasíro] -ομαι Ρ (βλ. παρασύρω) & συμπαρασέρνω [simbarasérno] -ομαι Ρ (βλ. παρασέρνω)

συμπαρατάσσω [simbaratáso] -ομαι Ρ2.2

συμπαρίσταμαι [simbarístame] Ρ (βλ. παρίσταμαι)

συμπάσχω [simbásxo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. συνέπασχα

συμπεθεριάζω [simbeθerjázo] Ρ2.1α & συμπεθερεύω [simbeθerévo] Ρ5.2α

συμπεραίνω [simberéno] -εται Ρ7.2 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

Page 267: Guia de conjugação

συμπεριλαμβάνω [simberilamváno] -ομαι Ρ (βλ. περιλαμβάνω)

συμπεριφέρομαι [simberiférome] Ρ αόρ. συμπεριφέρθηκα, απαρέμφ. συμπεριφερθεί

συμπηγνύω [simbiγnío] Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. συνέπηξα, απαρέμφ. συμπήξει

συμπιέζω [simbiézo] -ομαι Ρ2.1

συμπίπτω [simbípto] Ρ αόρ. συνέπεσα, απαρέμφ. συμπέσει

συμπλέκω [simbléko] -ομαι Ρ αόρ. συνέπλεξα, απαρέμφ. συμπλέξει, παθ. αόρ. συμπλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνεπλάκη, συνεπλάκησαν, απαρέμφ. συμπλακεί και συμπλεχτεί

συμπλέω [simbléo] Ρ αόρ. συνέπλευσα, απαρέμφ. συμπλεύσει

συμπληρώνω [simbliróno] -ομαι Ρ1

συμπολιτεύομαι [simbolitévome] Ρ5.1β

συμπονώ [simbonó] Ρ10.5α

συμπορεύομαι [simborévome] Ρ5.1β

συμποσούμαι [simbosúme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

συμπράττω [simbráto] Ρ αόρ. συνέπραξα, απαρέμφ. συμπράξει

συμπροφέρω [simbroféro] -ομαι Ρ (βλ. προφέρω)

συμπρωταγωνιστώ [simbrotaγonistó] Ρ10.9α

συμπτύσσω [simptíso] -ομαι Ρ3 αόρ. και συνέπτυξα, απαρέμφ. συμπτύξει, μππ. και συνεπτυγμένος*

συμπυκνώνω [simbiknóno] -ομαι Ρ1

συμφέρω [simféro] Ρ πρτ. και αόρ. συνέφερα, απαρέμφ. συμφέρει

συμφιλιώνω [simfilióno] -ομαι Ρ1

συμφοιτώ [simfitó] Ρ10.1α

συμφύομαι [simfíome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

συμφύρω [simfíro] -ομαι Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) παθ. αόρ. συμφύρθηκα, απαρέμφ. συμφυρθεί, μππ. συμφυρμένος

συμφωνώ [simfonó] -είται Ρ10.9

συμψηφίζω [simpsifízo] -ομαι Ρ2.1

συναγείρω [sinajíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. συνήγειρα, απαρέμφ. συναγείρει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

συναγελάζομαι [sinajelázome] Ρ2.1β

Page 268: Guia de conjugação

συνάγω [sináγo] -ομαι Ρ πρτ. συνήγα, αόρ. συνήγαγα, απαρέμφ. συναγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) συνάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνήχθη, συνήχθησαν, απαρέμφ. συναχθεί

συναγωνίζομαι [sinaγonízome] Ρ2.1β

συναδελφώνω [sinaδelfóno] -ομαι & συναδερφώνω [sinaδerfóno] -ομαι Ρ1

συνάζω [sinázo] -ομαι Ρ2.2

συναθροίζω [sinaθrízo] -ομαι Ρ2.1

συναινώ [sinenó] Ρ10.10α

συναιρώ [sineró] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. συναίρεσα, απαρέμφ. συναιρέσει, παθ. αόρ. συναιρέθηκα, απαρέμφ. συναιρεθεί, μππ. συνηρημένος* και (σπάν.) συναιρεμένος (συνήθ. παθ.)

συναισθάνομαι [sinesθánome] Ρ7.2β (χωρίς μππ.)

συναλλάζω [sinalázo] Ρ2.2α

συναλλάσσομαι [sinalásome] Ρ2.2β

συναναστρέφομαι [sinanastréfome] Ρ αόρ. συναναστράφηκα, απαρέμφ. συναναστραφεί

συναντώ [sinandó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & (λόγ.) -ώμαι Ρ11

συναπαντώ [sinapandó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

συναπαρτίζω [sinapartízo] -ομαι Ρ2.1

συναποκομίζω [sinapokomízo] Ρ2.1α

συναποτελώ [sinapoteló] -ούμαι Ρ10.10

συνάπτω [sinápto] -ομαι Ρ4 αόρ. (λόγ.) και συνήψα, απαρέμφ. συνάψει, μππ. συνημμένος*

συναρθρώνω [sinarθróno] -ομαι Ρ1

συναριθμώ [sinariθmó] -ούμαι Ρ10.9

συναρμόζω [sinarmózo] -ομαι Ρ2.1

συναρμολογώ [sinarmoloγó] -ούμαι Ρ10.9

συναρπάζω [sinarpázo] -ομαι Ρ2.1

συναρτώ [sinartó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

συνασπίζω [sinaspízo] -ομαι Ρ2.1 (κυρ. παθ.)

συναχώνω [sinaxóno] -ομαι Ρ1

συνδαυλίζω [sinδavlízo] -εται & συδαυλίζω [siδavlízo] -εται Ρ2.1

Page 269: Guia de conjugação

συνδέω [sinδéo] -ομαι Ρ πρτ. συνέδεα, αόρ. συνέδεσα και σύνδεσα, απαρέμφ. συνδέσει, παθ. αόρ. συνδέθηκα, απαρέμφ. συνδεθεί, μππ. συνδεμένος και συνδεδεμένος*

συνδιαλέγομαι [sinδialéγome] Ρ3β

συνδιαλλάσσω [sinδialáso] -ομαι Ρ2.2 (συνήθ. παθ.)

συνδιασκέπτομαι [sinδiasképtome] Ρ4β

συνδικαλίζω [sinδikalízo] -ομαι Ρ2.1

συνδράμω [sinδrámo] Ρ πρτ. και αόρ. συνέδραμα, απαρέμφ. συνδράμει

συνδυάζω [sinδiázo] -ομαι Ρ2.1

συνεγείρω [sinejíro] -ομαι Ρ (βλ. εγείρω)

συνεδριάζω [sineδriázo] Ρ2.1α

συνειδητοποιώ [siniδitopió] -ούμαι Ρ10.9

συνεισφέρω [sinisféro] Ρ πρτ. και αόρ. συνεισέφερα, απαρέμφ. συνεισφέρει

συνεκτιμώ [sinektimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

συνεκφέρω [sinekféro] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.)

συνεκφωνώ [sinekfonó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.)

συνεννοούμαι [sinenoúme] Ρ10.9β

συνενώνω [sinenóno] -ομαι Ρ1

συνεξετάζω [sineksetázo] -ομαι Ρ2.1

συνεορτάζω [sineortázo] -ομαι Ρ2.1

συνεπάγεται [sinepájete] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

συνεπαίρνω [sinepérno] Ρ αόρ. συνεπήρα, απαρέμφ. συνεπάρει, μππ. συνεπαρμένος

συνεπιδρώ [sinepiδró] Ρ10.4α αόρ. συνεπέδρασα, απαρέμφ. συνεπιδράσει

συνεπικουρώ [sinepikuró] -ούμαι Ρ10.9

συνεπιφέρω [sinepiféro] Ρ πρτ. και αόρ. συνεπέφερα, απαρέμφ. συνεπιφέρει

συνεργάζομαι [sinerγázome] Ρ2.1β

συνεργώ [sinerγó] Ρ10.9α αόρ. (λόγ.) και συνήργησα, απαρέμφ. συνεργήσει

συνερίζομαι [sinerízome] Ρ2.1β

συνέρχομαι 1 [sinérxome] Ρ αόρ. συνήλθα και συνήρθα, απαρέμφ. συνέλθει και συνέρθει

συνέρχομαι 2 Ρ αόρ. συνήλθα, απαρέμφ. συνέλθει

Page 270: Guia de conjugação

συνεταιρίζομαι [sineterízome] Ρ2.1β

συνετίζω [sinetízo] -ομαι Ρ2.1

συνευρίσκομαι [sinevrískome] Ρ αόρ. συνευρέθηκα, απαρέμφ. συνευρεθεί

συνεφέρνω [sineférno] Ρ αόρ. συνέφερα, απαρέμφ. συνεφέρει

συνεχίζω [sinexízo] -ομαι Ρ2.1

συνέχω [sinéxo] -ομαι Ρ πρτ. συνείχα

συνηγορώ [siniγoró] Ρ10.9α

συνηθάω [siniθáo] -ιέμαι Ρ10.1 (μόνο στο ενεστ. θ.)

συνηθίζω [siniθízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. συνηθισμένος*

συνηχώ [sinixó] Ρ10.9α

συνθέτω [sinθéto] -ομαι, συντίθεμαι [sindíθeme] Ρ αόρ. συνέθεσα και (προφ.) σύνθεσα, απαρέμφ. συνθέσει, παθ. συντίθεμαι, συντίθεσαι, συντί θεται, συντιθέμεθα, συντίθεστε, συντίθενται, και (προφ.) συνθέτομαι, αόρ. συντέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνετέθη, συνετέθησαν, απαρέμφ. συντεθεί, μππ. συνθεμένος και συντεθειμένος*

συνθηκολογώ [sinθikoloγó] Ρ10.9α

συνθηματολογώ [sinθimatoloγó] Ρ10.9α

συνθλίβω [sinθlívo] -ομαι Ρ αόρ. συνέθλιψα και (προφ.) σύνθλιψα, απαρέμφ. συνθλίψει, παθ. αόρ. συνθλίφτηκα, απαρέμφ. συνθλιφτεί και συνθλιβεί

συνιστώ 1 [sinistó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 αόρ. σύστησα και συνέστησα, απαρέμφ. συστήσει, παθ. αόρ. συστάθηκα και συστήθηκα, απαρέμφ. συσταθεί και συστηθεί

συνιστώ 2, -ώμαι Ρ μππ. συστημένος*

συνιστώ 3 παθ. συνίσταμαι [sinístame] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., κυρ. στο γ' πρόσ.)

συννεφιάζω [sinefázo] Ρ2.1α μππ. συννεφιασμένος

συνοδεύω [sinoδévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

συνοδοιπορώ [sinoδiporó] Ρ10.9α

συνοικίζω [sinikízo] -ομαι Ρ2.1

συνοικώ [sinikó] Ρ10.9α

συνομιλώ [sinomiló] Ρ10.9α

συνομολογώ [sinomoloγó] -ούμαι Ρ10.9

συνορεύω [sinorévo] Ρ5.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

Page 271: Guia de conjugação

συνορίζομαι [sinorízome] Ρ2.1β

συνουσιάζομαι [sinusiázome] Ρ2.1β

συνοφρυώνομαι [sinofriónome] Ρ1β

συνοψίζω [sinopsízo] -ομαι Ρ2.1

συνταγογραφώ [sindaγoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

συνταιριάζω [sinderjázo] -ομαι Ρ2.1

συνταξιδεύω [sindaksiδévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α

συνταξιοδοτώ [sindaksioδotó] -ούμαι Ρ10.9

συνταράσσω [sindaráso] -ομαι & συνταράζω [sindarázo] -ομαι Ρ2.2

συντάσσω [sindáso] -ομαι Ρ αόρ. συνέταξα και (προφ.) σύνταξα, απαρέμφ. συντάξει, παθ. αόρ. συντάχτηκα και συντάχθηκα, απαρέμφ. συνταχτεί και συνταχθεί, μππ. συνταγμένος και συντεταγμένος*

συνταυτίζω [sindaftízo] -ομαι Ρ2.1

συντείνω [sindíno] Ρ πρτ. και αόρ. συνέτεινα, απαρέμφ. συντείνει

συντελώ [sindeló] -ούμαι Ρ10.10 αόρ. και συνετέλεσα, απαρέμφ. συντελέσει, μππ. συντελεσμένος*

συντέμνω [sindémno] -ομαι Ρ αόρ. σύντμησα, απαρέμφ. συντμήσει, παθ. αόρ. συντμήθηκα, απαρέμφ. συντμηθεί, μππ. συντετμημένος*

συντήκω [sindíko] -ομαι Ρ αόρ. συνέτηξα, απαρέμφ. συντήξει, παθ. αόρ. συντήχθηκα, απαρέμφ. συντηχθεί

συντηρώ [sindiró] -ούμαι Ρ10.9

συντομεύω [sindomévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

συντομογραφώ [sindomoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. στη μππ.)

συντονίζω [sindonízo] -ομαι Ρ2.1 μππ. συντονισμένος*

συντρέχω [sindréxo] Ρ αόρ. συνέτρεξα και σύντρεξα, απαρέμφ. συντρέξει

συντρίβω [sindrívo] -ομαι Ρ αόρ. συνέτριψα και (προφ.) σύντριψα, απαρέμφ. συντρίψει, παθ. αόρ. συντρίφτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνετρίβη, συνετρίβησαν, απαρέμφ. συντριφτεί και συντριβεί, μππ. συντριμμένος και συντετριμμένος*

συντροφεύω [sindrofévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1

συντροφιάζω [sindrofxázo] Ρ2.1α μππ. συντροφιασμένος

συντρώγω [sintróγo] Ρ αόρ. συνέφαγα, απαρέμφ. συμφάγει

συντυχαίνω [sintixéno] Ρ αόρ. σύντυχα, απαρέμφ. συντύχει

Page 272: Guia de conjugação

συνυπάρχω [sinipárxo] Ρ αόρ. συνυπήρξα, απαρέμφ. συνυπάρξει

συνυπηρετώ [sinipiretó] Ρ10.9α

συνυποβάλλω [sinipoválo] -ομαι Ρ (βλ. υποβάλλω)

συνυπογράφω [sinipoγráfo] -ομαι Ρ (βλ. υπογράφω)

συνυπολογίζω [sinipolojízo] -ομαι Ρ2.1

συνυφαίνω [siniféno] -ομαι Ρ7.2

συνωθούμαι [sinoθúme] Ρ10.9β

συνωμοτώ [sinomotó] Ρ10.9α

συνωστίζομαι [sinostízome] Ρ2.1β

συρίζω [sirízo] Ρ2.2α

συρματοποιώ [sirmatopió] -ούμαι Ρ10.9

συρράπτω [sirápto] -ομαι Ρ αόρ. συνέρραψα, απαρέμφ. συρράψει, παθ. αόρ. συρράφθηκα, απαρέμφ. συρραφθεί, μππ. συρραμμένος

συρρέω [siréo] Ρ αόρ. συνέρρευσα, απαρέμφ. συρρεύσει

συρρικνώνω [siriknóno] -ομαι Ρ1

σύρω [síro] -ομαι Ρ αόρ. έσυρα, απαρέμφ. σύρει, παθ. αόρ. σύρθηκα, απαρέμφ. συρθεί, μπε. συρόμενος*

συσκέπτομαι [sisképtome] Ρ4β (χωρίς μππ.)

συσκευάζω [siskevázo] -ομαι Ρ2.1

συσκοτίζω [siskotízo] -ομαι Ρ2.1

συσπειρώνω [sispiróno] -ομαι Ρ1

συσπώ [sispó] -ώμαι Ρ10.8 (συνήθ. παθ.)

συσσωματώνω [sisomatóno] -ομαι Ρ1

συσσωρεύω [sisorévo] -ομαι Ρ5.1

συστεγάζω [sisteγázo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.)

συστέλλομαι [sistélome] Ρ αόρ. συστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνεστάλη, συνεστάλησαν, απαρέμφ. συσταλεί, μππ. συνεσταλμένος*

συστέλλω [sistélo] -ομαι Ρ αόρ. συνέστειλα, απαρέμφ. συστείλει, παθ. αόρ. συστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνεστάλη, συνεστάλησαν, απαρέμφ. συσταλεί

συστηματοποιώ [sistimatopió] -ούμαι Ρ10.9

Page 273: Guia de conjugação

συστήνω 1 [sistíno] -ομαι & (σπάν.) συσταίνω [sisténo] -ομαι Ρ αόρ. σύστησα, απαρέμφ. συστήσει, παθ. αόρ. συστήθηκα, απαρέμφ. συστηθεί, μππ. συστημένος*

συστήνω 2, -ομαι Ρ αόρ. σύστησα, απαρέμφ. συστήσει, παθ. αόρ. συστήθηκα και συστάθηκα, απαρέμφ. συστηθεί και συσταθεί

συστρέφω [sistréfo] -ομαι Ρ αόρ. συνέστρεψα, απαρέμφ. συστρέψει, παθ. αόρ. συστράφηκα, απαρέμφ. συστραφεί, μππ. συστραμμένος και συνεστραμμένος*

συσφίγγω [sisfíŋgo] -ομαι Ρ συνέσφιξα και (προφ.) σύσφιξα, απαρέμφ. συσφίξει, παθ. αόρ. συσφίχθηκα, απαρέμφ. συσφιχθεί

συσχετίζω [sisxetízo] -ομαι Ρ2.1

συχνάζω [sixnázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

συχνοβλέπω [sixnovlépo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

συχνοδιαβαίνω [sixnoδjavéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

συχνοπερνώ [sixnopernó] & -άω Ρ10.4α (μόνο στο ενεστ. θ.)

συχνορωτώ [sixnorotó] & -άω Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

συχωρνάω [sixornáo] -ιέμαι & σχωρνάω [sxornáo] -ιέμαι Ρ10.5

συχωρώ [sixoró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5

σφαγιάζω [sfajiázo] -ομαι Ρ2.1

σφαδάζω [sfaδázo] Ρ2.1α

σφάζω [sfázo] -ομαι Ρ2.2

σφαλιαρίζω [sfalarízo] Ρ2.1α

σφαλίζω [sfalízo] -ομαι Ρ2.3

σφάλλω [sfálo] Ρ πρτ. έσφαλλα, αόρ. έσφαλα, απαρέμφ. σφάλει, μππ. εσφαλμένος*

σφαλώ [sfaló] & -άω & σφαλνώ [sfalnó] & -άω Ρ10.2α

σφεντονίζω [sfendonízo] Ρ2.1α

σφετερίζομαι [sfeterízome] Ρ2.1β

σφηνώνω [sfinóno] -ομαι Ρ1

σφίγγω [sfíŋgo] -ομαι Ρ έσφιξα, απαρέμφ. σφίξει, παθ. αόρ. σφίχτηκα, απαρέμφ. σφιχτεί, μππ. σφιγμένος

σφιχταγκαλιάζω [sfixtaŋgalázo] -ομαι Ρ2.1

σφουγγαρίζω [sfuŋgarízo] -ομαι Ρ2.1

Page 274: Guia de conjugação

σφουγγίζω [sfungízo] -ομαι Ρ2.1

σφραγίζω [sfrajízo] -ομαι Ρ2.1

σφυγμομετρώ [sfiγmometró] -ούμαι Ρ10.9

σφύζω [sfízo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

σφυρηλατώ [sfirilató] -ούμαι Ρ10.9

σφυρίζω [sfirízo] -ομαι Ρ2.2

σφυροκοπώ [sfirokopó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β

σχάζω [sxázo] -ομαι Ρ2.1

σχεδιάζω [sxeδiázo] -ομαι Ρ2.1

σχεδιοποιώ [sxeδiopió] -ούμαι Ρ10.9

σχετίζω [sxetízo] -ομαι Ρ2.1

σχηματίζω [sximatízo] -ομαι Ρ2.1

σχηματοποιώ [simatopió] -ούμαι Ρ10.9

σχοινοβατώ [sxinovató] Ρ10.9α

σχολάζω [sxolázo] Ρ2.1α

σχολαστικίζω [sxolastikízo] Ρ2.1α

σχολιάζω [sxoliázo] -ομαι Ρ2.1

σχολνώ [sxolnó] & -άω & σκολνώ [skolnó] & -άω Ρ10.4α

σχολώ [sxoló] & -άω Ρ10.4α

σώζω [sózo] -ομαι Ρ αόρ. έσωσα, απαρέμφ. σώσει, παθ. αόρ. σώθηκα, απαρέμφ. σωθεί, μππ. σωσμένος

σωληνώνω [solinóno] -ομαι Ρ1

σωματοποιώ [somatopió] -ούμαι Ρ10.9

σώνω [sóno] -ομαι Ρ αόρ. έσωσα, απαρέμφ. σώσει, παθ. αόρ. σώθηκα, απαρέμφ. σωθεί, μππ. σωμένος και σωσμένος

σωπαίνω [sopéno] Ρ αόρ. σώπασα, απαρέμφ. σωπάσει

σωρεύω [sorévo] -ομαι Ρ5.1

σωριάζω [sorjázo] -ομαι Ρ2.1

σωφρονίζω [sofronízo] -ομαι Ρ2.1

Page 275: Guia de conjugação

Τ

ταβανώνω [tavanóno] -ομαι & νταβανώνω [davanóno] -ομαι Ρ1

ταγιάρω [tajáro] -ομαι Ρ6

ταγκίζω [tangízo] Ρ2.1α μππ. ταγκισμένος & ταγκιάζω [tangázo] Ρ2.1α μππ. ταγκιασμένος & τσαγκίζω [tsangízo] Ρ2.1α μππ. τσαγκισμένος

τάζω [tázo] -ομαι Ρ2.2 μππ. και ταμένος

ταΐζω [taízo] -ομαι Ρ2.1

ταιριάζω [terjázo] Ρ2.3α μππ. ταιριασμένος

τακιμιάζω [takimázo] Ρ2.1α

τακτοποιώ [taktopió] -ούμαι & ταχτοποιώ [taxtopió] -ούμαι Ρ10.9

ταλαιπωρώ [taleporó] -ούμαι Ρ10.9

ταλανίζω [talanízo] -ομαι Ρ2.1

ταλαντεύομαι [talandévome] Ρ5.1β

ταλαντώνομαι [talandónome] Ρ1β

ταμπονάρω [tabonáro & tambonáro] Ρ6α

ταμπουρώνω [taburóno] -ομαι Ρ1

τανιέμαι [tanéme] Ρ10.1β

τανύζω [tanízo] -ομαι Ρ2.1

ταξιδεύω [taksiδévo] Ρ5.2α μππ. ταξιδεμένος

ταξιθετώ [taksiθetó] -ούμαι Ρ10.9

ταξινομώ [taksinomó] -ούμαι Ρ10.9

ταπεινώνω [tapinóno] -ομαι Ρ1

ταπετσάρω [tapetsáro] -ομαι Ρ6

ταπώνω [tapóno] -ομαι Ρ1

ταράζω [tarázo] -ομαι Ρ2.2

ταρακουνώ [tarakunó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

ταράσσω [taráso] -ομαι Ρ2.2

ταρατσώνω [taratsóno] Ρ1α

Page 276: Guia de conjugação

ταριχεύω [tarixévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2

τάσσω [táso] -ομαι Ρ2.2

ταυτίζω [taftízo] -ομαι Ρ2.1

ταυτολογώ [taftoloγó] Ρ10.9α

ταχταρίζω [taxtarízo] Ρ2.1α

ταχυδρομώ [taxiδromó] -ούμαι Ρ10.9

ταχύνω [taxíno] Ρ8.1α

τεζάρω [tezáro] -ομαι Ρ6

τείνω [tíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. έτεινα, απαρέμφ. τείνει, παθ. αόρ. τάθηκα, απαρέμφ. ταθεί

τειχίζω [tixízo] -ομαι Ρ2.1

τεκμηριώνω [tekmirióno] -ομαι Ρ1 μππ. τεκμηριωμένος*

τεκνοποιώ [teknopió] Ρ10.9α

τελειοποιώ [teliopió] -ούμαι Ρ10.9

τελειώνομαι [teliónome] Ρ1β

τελειώνω [telóno & telióno] Ρ1α μππ. τελειωμένος

τελεσφορώ [telesforó] Ρ10.9α

τελευτώ [teleftó] Ρ10.1α

τελεύω [telévo] Ρ5.2α

τελώ [teló] -ούμαι Ρ10.10

τεμαχίζω [temaxízo] -ομαι Ρ2.1

τέμνω [témno] -ομαι Ρ αόρ. έτμησα, απαρέμφ. τμήσει, παθ. αόρ. τμήθηκα, απαρέμφ. τμηθεί

τεμπελιάζω [tembelázo] Ρ2.1α

τεντώνω [tendóno] -ομαι Ρ1

τερετίζω [teretízo] Ρ2.1α

τερματίζω [termatízo] -ομαι Ρ2.1

τέρπω [térpo] -ομαι Ρ4 (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

τεστάρω [testáro] -ομαι Ρ6

τετοιώνω [tetxóno] Ρ1α

Page 277: Guia de conjugação

τετραγωνίζω [tetraγonízo] -ομαι Ρ2.1

τετραπλασιάζω [tetraplasiázo] -ομαι Ρ2.1

τεχνολογώ [texnoloγó] -ούμαι Ρ10.9

τεχνουργώ [texnurγó] -ούμαι Ρ10.9

τζαζεύω [dzazévo] Ρ5.2α

τζιράρω [dziráro] Ρ6α

τηγανίζω [tiγanízo] -ομαι Ρ2.1

τήκω [tíko] -ομαι Ρ3 (συνήθ. στον παθ. ενεστ., στο γ' πρόσ.)

τηλεγραφώ [tileγrafó] -είται Ρ10.9

τηλεφωνώ [tilefonó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β

τηράω [tiráo] Ρ10.1α

τηρώ [tiró] -ούμαι Ρ10.9

τιθασεύω [tiθasévo] -ομαι Ρ5.1

τίκτω [tíkto] -ομαι Ρ αόρ. γ' πρόσ. έτεκε

τιμαριθμοποιώ [timariθmopió] -ούμαι Ρ10.9

τιμολογώ [timoloγó] -ούμαι Ρ10.9

τιμώ [timó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

τιμωρώ [timoró] -ούμαι Ρ10.9

τινάζω [tinázo] -ομαι Ρ2.2

τιτιβίζω [titivízo] Ρ2.1α

τιτλοφορώ [titloforó] -ούμαι Ρ10.9

τοιχογραφώ [tixoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

τοιχοκολλώ [tixokoló] -ούμαι Ρ10.9

τοκίζω [tokízo] -ομαι Ρ2.1

τολμώ [tolmó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

τονίζω [tonízo] -ομαι Ρ2.1

τονώνω [tonóno] -ομαι Ρ1

τοξεύω [toksévo] -ομαι Ρ5.1

Page 278: Guia de conjugação

τοποθετώ [topoθetó] -ούμαι Ρ10.9

τορνεύω [tornévo] -ομαι Ρ5.1

τορπιλίζω [torpilízo] -ομαι Ρ2.1

τουαλεταρίζομαι [tualetarízome] Ρ2.1β

τουλουμιάζω [tulumnázo] Ρ2.1α μππ. τουλουμιασμένος

τουμπανιάζω [tumbanázo] Ρ2.1α μππ. τουμπανιασμένος

τουμπάρω [tumbáro] -ομαι & τουμπέρνω [tumbérno] -ομαι Ρ6α

τουρκεύω [turkévo] Ρ5.2α μππ. τουρκεμένος

τουρκοκρατούμαι [turkokratúme] Ρ10.9β

τουρλώνω [turlóno] -ομαι Ρ1

τουρτουρίζω [turturízo] Ρ2.1α

τουφεκάω [tufekáo] -ιέμαι & ντουφεκάω [dufekáo] -ιέμαι Ρ10.1 (μόνο στο ενεστ. θ.)

τουφεκίζω [tufekízo] -ομαι & ντουφεκίζω [dufekízo] -ομαι Ρ2.1

τραβολογώ [travoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

τραβώ [travó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.7

τραγανίζω [traγanízo] Ρ2.1α

τραγικοποιώ [trajikopió] -ούμαι Ρ10.9

τραγουδώ [traγuδó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. και τραγουδισμένος

τρακάρομαι [trakárome] Ρ6β & τρακαρίζομαι [trakarízome] Ρ2.1β

τρακάρω [trakáro] -ομαι & τρακέρνω [traérno] -ομαι Ρ6 μππ. τρακαρισμένος

τραμπαλίζομαι [trambalízome] Ρ2.1β

τρανεύω [tranévo] Ρ5.2α

τραντάζω [trandázo] -ομαι Ρ2.2

τραπεζώνω [trapezóno] -ομαι Ρ1

τρατάρω [tratáro] -ομαι & τρατέρνω [tratérno] -ομαι Ρ6

τραυλίζω [travlízo] Ρ2.1α

τραυματίζω [travmatízo] -ομαι Ρ2.1

τραχύνω [traxíno] -ομαι Ρ8.1

Page 279: Guia de conjugação

τρελαίνω [treléno] -ομαι Ρ7.1

τρεμοπαίζω [tremopézo] Ρ αόρ. τρεμόπαιξα, απαρέμφ. τρεμοπαίξει

τρεμοσβήνω [tremozvíno] Ρ αόρ. τρεμόσβησα, απαρέμφ. τρεμοσβήσει

τρεμουλιάζω [tremulázo] Ρ2.1α

τρεμοφέγγω [tremoféŋgo] Ρ αόρ. τρεμόφεξα, απαρέμφ. τρεμοφέξει

τρέμω [trémo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

τρενάρω [trenáro] Ρ6α

τρέπω [trépo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. τράπηκα, απαρέμφ. τραπεί

τρέφω [tréfo] -ομαι Ρ αόρ. έθρεψα, απαρέμφ. θρέψει, παθ. αόρ. τράφηκα, απαρέμφ. τραφεί, μππ. θρεμμένος· (βλ. και θρέφω)

τρέχω [tréxo] Ρ3α

τριβελίζω [trivelízo] Ρ2.1α

τρίβω [trívo] -ομαι Ρ4

τριγυρίζω [trijirízο] -ομαι Ρ2.1 & τριγυρνώ [trijirnó] & -άω Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

τριζοβολώ [trizovoló] & -άω Ρ10.1α

τριζοκοπώ [trizokopó] & -άω Ρ10.1α

τρίζω [trízo] Ρ2.2α

τρικλίζω [triklízo] & τρεκλίζω [treklízo] Ρ2.1α

τριπλάρω [tripláro] -ομαι & ντριπλάρω [dripláro] -ομαι Ρ6

τριπλασιάζω [triplasiázo] -ομαι Ρ2.1

τριποδίζω [tripoδízo] Ρ2.1α

τριτεγγυώμαι [tritengióme] Ρ11

τριτεύω [tritévo] Ρ5.1α (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

τριτώνω [tritóno] Ρ1α

τριχοτομώ [trixotomó] -ούμαι Ρ10.9

τρομάζω [tromázo] Ρ2.2α μππ. τρομαγμένος*

τρομοκρατώ [tromokrató] -ούμαι Ρ10.9

τρομπάρω [trombáro] & τρομπέρνω [trombérno] Ρ6α

τροπολογώ [tropoloγó] -ούμαι Ρ10.9

Page 280: Guia de conjugação

τροποποιώ [tropopió] -ούμαι Ρ10.9

τροφοδοτώ [trofoδotó] -ούμαι Ρ10.9

τροχίζω [troxízo] -ομαι Ρ2.1

τροχοδρομώ [troxoδromó] Ρ10.9α

τροχοπεδώ [troxopeδó] Ρ10.9α

τρυγώ [triγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

τρυπώ [tripó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

τρυπώνω 1 [tripóno] Ρ1α μππ. τρυπωμένος

τρυπώνω 2 -ομαι Ρ1

τρώω [tróo] -γομαι & (σπάν.) τρώγω [tróγo] -ομαι Ρ ενεστ. τρως, τρώ(γ)ει, τρώμε, τρώτε, τρώνε, τρων και τρώγουν, προστ. τρώ(γ)ε, τρώτε, μεε. τρώγοντας, πρτ. έτρωγα, αόρ. έφαγα, απαρέμφ. φάει και (σπάν.) φάγει, παθ. αόρ. φαγώθηκα, απαρέμφ. φαγωθεί, μππ. φαγωμένος· (βλ. και φαγώνομαι)

τσαγκρουνάω [tsagrunáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 & τσαγκρουνίζω [tsagrunízo] -ομαι Ρ2.1]

τσακίζω [tsakízo] -ομαι Ρ2.1

τσακώνομαι [tsakónome] Ρ1β

τσακώνω [tsakóno] Ρ1α

τσαλαβουτώ [tsalavutó] & -άω Ρ10.2α

τσαλακώνω [tsalakóno] -ομαι Ρ1

τσαλαπατώ [tsalapató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

τσαμπουνάω [tsabunáo] & -ώ Ρ10.1α

τσαπίζω [tsapízo] -ομαι Ρ2.1

τσατίζω [tsatízo] -ομαι & τσαντίζω [tsadízo] -ομαι Ρ2.1

τσεκάρω [tsekáro] -ομαι Ρ6

τσεκουρώνω [tsekuróno] -ομαι Ρ1

τσεπώνω [tsepóno] Ρ1α

τσιγαρίζω [tsiγarízo] -ομαι Ρ2.1

τσιγκλάω [tsiŋgláo] & -ώ Ρ10.1α & τσιγκλίζω [tsiŋglízo] Ρ2.1α

τσιγκουνεύομαι [tsiŋgunévome] Ρ5.2β

τσικνίζω [tsiknízo] Ρ2.1α μππ. τσικνισμένος

Page 281: Guia de conjugação

τσιλημπουρδάω [tsiliburδáo] & -ώ Ρ10.1α & τσιλημπουρδίζω [tsiliburδízo] Ρ2.1α

τσιμεντάρω [tsimendáro] -ομαι Ρ6

τσιμπλιάζω [tsimblázo] Ρ2.1α μππ. τσιμπλιασμένος

τσιμπολογώ [tsimboloγó] & -άω Ρ10.1α

τσιμπώ [tsimbó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

τσινάω [tsináo] & -ώ Ρ10.1α μππ. τσινισμένος

τσιρίζω [tsirízo] Ρ2.2α

τσιτσιδώνω [tsitsiδóno] -ομαι Ρ1

τσιτσιρίζω [tsitsirízo] -ομαι Ρ2.1

τσιτώνω [tsitóno] -ομαι Ρ1

τσοντάρω [tsondáro] -ομαι & τσοντέρνω [tsondérno] -ομαι Ρ6

τσουβαλιάζω [tsuvalázo] -ομαι Ρ2.1

τσουγκρανίζω [tsugranízo] Ρ2.1α

τσουγκρίζω [tsugrízo] -ομαι Ρ2.1

τσούζω [tsúzo] Ρ2.2α

τσουλώ [tsuló] & -άω Ρ10.1α

τσουρουφλίζω [tsuruflízo] -ομαι Ρ2.1

τυγχάνω [tiŋxáno] Ρ αόρ. έτυχα, απαρέμφ. τύχει

τυλιγαδιάζω [tiliγaδjázo] -εται Ρ2.1

τυλίγω [tilíγo] -ομαι Ρ3

τυλώνω [tilóno] Ρ1α μππ. τυλωμένος

τυποποιώ [tipopió] -ούμαι Ρ10.9

τύπτω [típto] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

τυπώνω [tipóno] -ομαι Ρ1

τυραννώ [tiranó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 παθ. αόρ. και τυραννίστηκα, απαρέμφ. και τυραννιστεί, μππ. και τυραννισμένος*

τυρβάζω [tirvázo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

τυφλώνω [tiflóno] -ομαι Ρ1

τυχαίνω [tiéno] Ρ αόρ. έτυχα, απαρέμφ. τύχει

Page 282: Guia de conjugação

Υ

υβρίζω [ivrízo] -ομαι Ρ2.1

υγραίνω [iγréno] -ομαι Ρ7.2

υγροποιώ [iγropió] -ούμαι Ρ10.9

υδρεύω [iδrévo] -ομαι Ρ5.1

υδροδοτώ [iδroδotó] -ούμαι Ρ10.9

υιοθετώ [ioθetó] -ούμαι Ρ10.9

υλοποιώ [ilopió] -ούμαι Ρ10.9

υλοτομώ [ilotomó] -ούμαι Ρ10.9

υμνολογώ [imnoloγó] -ούμαι Ρ10.9

υμνώ [imnó] -ούμαι Ρ10.9

υπαγορεύω [ipaγorévo] -ομαι Ρ5.1

υπάγω [ipáγo] -ομαι Ρ πρτ. υπήγα, αόρ. υπήγαγα, απαρέμφ. υπαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) υπάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπήχθη, υπήχθησαν, απαρέμφ. υπαχθεί

υπαινίσσομαι [ipenísome] Ρ2.2β

υπακούω [ipakúo] Ρ (βλ. ακούω)

υπαναχωρώ [ipanaxoró] Ρ10.9α

υπάρχω [ipárxo] Ρ πρτ. υπήρχα, αόρ. υπήρξα, απαρέμφ. υπάρξει

υπεισέρχομαι [ipisérxome] Ρ αόρ. υπεισήλθα, απαρέμφ. υπεισέλθει

υπεκφεύγω [ipekfévγo] Ρ αόρ. υπεξέφυγα, απαρέμφ. υπεκφύγει

υπενθυμίζω [ipenθimízo] Ρ2.1α

υπενοικιάζω [ipenikiázo] -ομαι Ρ2.1

υπεξαιρώ [ipekseró] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. υπεξαιρέθηκα, απαρέμφ. υπεξαιρεθεί

υπεραγαπώ [iperaγapó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

υπερακοντίζω [iperakondízo] -ομαι Ρ2.1

υπεραπλουστεύω [iperaplustévo] -ομαι Ρ5.1

υπερασπίζομαι [iperaspízome] Ρ2.1β & υπερασπίζω [iperaspízo] Ρ2.1α

υπερβαίνω [ipervéno] Ρ αόρ. γ' πρόσ. υπερέβη, υπερέβησαν, απαρέμφ. υπερβεί

Page 283: Guia de conjugação

υπερβάλλω [iperválo] Ρ πρτ. υπερέβαλλα, αόρ. υπερέβα λα, απαρέμφ. υπερβάλει

υπερεκκρίνω [iperekríno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

υπερεκτιμώ [iperektimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

υπερευχαριστώ [ipérefxaristó] Ρ10.9α -ιέμαι Ρ10.1β

υπερέχω [iperéxo] Ρ πρτ. υπερείχα

υπερηφανεύομαι [iperifanévome] & περηφανεύομαι [perifanévome] Ρ5.1β

υπερθεματίζω [iperθematízo] Ρ2.1α

υπερθερμαίνω [iperθerméno] -ομαι Ρ7.2

υπερίπταμαι [iperíptame] Ρ

υπερισχύω [iperisxío] Ρ9α

υπερκαλύπτω [iperkalípto] -ομαι Ρ4

υπέρκειμαι [ipérkime] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. υπερκείμενος

υπερκεράζω [iperkerázo] -ομαι Ρ2.1

υπερλειτουργώ [iperliturγó] Ρ10.9α

υπερνικώ [ipernikó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11

υπερπηδώ [iperpiδó] Ρ10.1α

υπερσιτίζω [ipersitízo] -ομαι Ρ2.1

υπερτερώ [iperteró] Ρ10.9α

υπερτιμολογώ [ipertimoloγó] -ούμαι Ρ10.9

υπερτιμώ [ipertimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

υπερτονίζω [ipertonízo] -ομαι Ρ2.1

υπερυψώνω [iperipsóno] -ομαι Ρ1

υπερφαλαγγίζω [iperfalangízo] -ομαι Ρ2.1

υπερφορτίζω [iperfortízo] -ομαι Ρ2.1

υπερφορτώνω [iperfortóno] -ομαι Ρ1

υπερχειλίζω [iperxilízo] Ρ2.1α μππ. υπερχειλισμένος

υπερχρεώνομαι [iperxreónome] Ρ1β

υπερψηφίζω [iperpsifízo] -ομαι Ρ2.1

Page 284: Guia de conjugação

υπηρετώ [ipiretó] -ούμαι Ρ10.9

υπνοβατώ [ipnovató] Ρ10.9α

υπνώνω [ipnóno] -ομαι Ρ1

υπνωτίζω [ipnotízo] -ομαι Ρ2.1

υπνώττω [ipnóto] Ρ (μόνο στον ενεστ.)

υποαπασχολούμαι [ipoapasxolúme] Ρ10.9β

υποβαθμίζω [ipovaθmízo] -ομαι Ρ2.1

υποβάλλω [ipoválo] -ομαι Ρ πρτ. υπέβαλλα, αόρ. υπέβα λα και (προφ.) υπόβαλα, απαρέμφ. υποβάλει, παθ. αόρ. υποβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπεβλήθη, υπεβλήθησαν, απαρέμφ. υποβληθεί

υποβαστάζω [ipovastázo] -ομαι Ρ2.2

υποβιβάζω [ipovivázo] -ομαι Ρ2.1

υποβλέπω [ipovlépo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. υπέβλεπα

υποβοηθώ [ipovoiθó] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β

υποβόσκω [ipovósko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. υπέβοσκα

υπογραμμίζω [ipoγramízo] -ομαι Ρ2.1

υπογράφω [ipoγráfo] -ομαι Ρ αόρ. υπέγραψα και (προφ.) υπόγραψα, απαρέμφ. υπογράψει, παθ. αόρ. υπογράφηκα και υπογράφτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπεγράφη, υπεγράφησαν, απαρέμφ. υπογραφεί και υπογραφτεί, μππ. υπογραμμένος και υπογεγραμμένος*

υποδαυλίζω [ipoδavlízo] -ομαι Ρ2.1

υποδεικνύω [ipoδiknío] -ομαι Ρ πρτ. υποδείκνυα και υπεδείκνυα, αόρ. υπέδειξα, απαρέμφ. υποδείξει, παθ. αόρ. υποδείχθηκα, απαρέμφ. υποδειχθεί

υποδέχομαι [ipoδéxome] Ρ3β

υποδηλώνω [ipoδilóno] -ομαι Ρ1

υποδιαιρώ [ipoδieró] -ούμαι Ρ10.9

υποδουλώνω [ipoδulóno] -ομαι Ρ1

υποδύομαι [ipoδíome] Ρ9β

υποθάλπω [ipoθálpo] -ομαι Ρ αόρ. υπέθαλψα, απαρέμφ. υποθάλψει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

υποθέτω [ipoθéto] υποτίθεμαι [ipotíθeme] Ρ αόρ. υπέθεσα, απαρέμφ. υποθέσει, παθ. υποτίθεμαι, υποτίθεσαι, υποτίθεται, υποτιθέμεθα, υποτίθεσθε, υποτίθενται, αόρ. υποτέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπετέθη, υπετέθησαν, απαρέμφ. υποτεθεί

υποθηκεύω [ipoθiévo] -ομαι Ρ5.1

Page 285: Guia de conjugação

υποκαθιστώ [ipokaθistó] -αμαι Ρ αόρ. υποκατέστησα, απαρέμφ. υποκαταστήσει, παθ. αόρ. υποκαταστάθηκα, απαρέμφ. υποκατασταθεί

υπόκειμαι [ipókime] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. υποκείμενος

υποκινώ [ipokinó] -ούμαι Ρ10.9

υποκλέπτω [ipoklépto] -ομαι Ρ αόρ. υπέκλεψα, απαρέμφ. υποκλέψει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. υπεκλάπη, υπεκλάπησαν, απαρέμφ. υποκλαπεί

υποκλίνομαι [ipoklínome] Ρ αόρ. υποκλίθηκα, απαρέμφ. υποκλιθεί

υποκρίνομαι [ipokrínome] Ρ αόρ. υποκρίθηκα, απαρέμφ. υποκριθεί

υποκρύπτω [ipokrípto] -ομαι Ρ αόρ. υπέκρυψα, απαρέμφ. υποκρύψει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

υποκύπτω [ipoípto] Ρ αόρ. υπέκυψα, απαρέμφ. υποκύψει

υπολανθάνω [ipolanθáno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

υπολείπομαι [ipolípome] Ρ4β (συνήθ. στο ενεστ. θ.)

υπολειτουργώ [ipoliturγó] Ρ10.9α

υπολήπτομαι [ipolíptome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

υπολογίζω [ipolojízo] -ομαι Ρ2.1

υπομένω [ipoméno] Ρ αόρ. υπέμεινα και (προφ.) υπόμεινα, απαρέμφ. υπομείνει

υπομισθώνω [ipomisθóno] -ομαι Ρ1

υπομονεύω [ipomonévo] Ρ5.2α

υπομνηματίζω [ipomnimatízo] -ομαι Ρ2.1

υπονομεύω [iponomévo] -ομαι Ρ5.1

υπονοώ [iponoó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. υπονοούμενο*

υποπίπτω [ipopípto] Ρ αόρ. υπέπεσα, απαρέμφ. υποπέσει

υποπτεύομαι [ipoptévome] Ρ5.1β

υποσημειώνω [iposimióno] -ομαι Ρ1

υποσιτίζω [ipositízo] -ομαι Ρ2.1

υποσκάπτω [iposkápto] -ομαι Ρ αόρ. υπέσκαψα, απαρέμφ. υποσκάψει, παθ. αόρ. υποσκάφθηκα, απαρέμφ. υποσκαφθεί

υποσκελίζω [iposkelízo] -ομαι Ρ2.1

υποστέλλω [ipostélo] -ομαι Ρ αόρ. υπέστειλα, απαρέμφ. υποστείλει, παθ. αόρ. υποστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπεστάλη, υπεστάλησαν, απαρέμφ. υποσταλεί

Page 286: Guia de conjugação

υποστηρίζω [ipostirízo] -ομαι Ρ2.2

υποστυλώνω [ipostilóno] -ομαι Ρ1

υπόσχομαι [ipósxome] Ρ αόρ. υποσχέθηκα, απαρέμφ. υποσχεθεί, μπε. υποσχόμενος

υποτάσσω [ipotáso] -ομαι Ρ αόρ. υπέταξα και (προφ.) υπόταξα, απαρέμφ. υποτάξει, παθ. αόρ. υποτάχθηκα, απαρέμφ. υποταχθεί, μππ. υποταγμένος

υποτιμώ [ipotimó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11

υποτονθορίζω [ipotonθorízo] Ρ2.1α

υποτροπιάζω [ipotropiázo] Ρ2.1α

υπουργοποιώ [ipurγοpió] -ούμαι Ρ10.9

υποφέρω [ipoféro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. υπέφερα και υπόφερα, απαρέμφ. υποφέρει, παθ. αόρ. (προφ.) υποφέρθηκα, απαρέμφ. (προφ.) υποφερθεί

υποφώσκει [ipofósi] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. υπέφωσκε

υποχρεούμαι [ipoxreúme] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) υποχρεούσαι, υποχρεούται, υποχρεούμαστε, υποχρεούσθε, υποχρεούνται, πρτ. υποχρεούμουν

υποχρεώνω [ipoxreóno] -ομαι Ρ1

υποχωρώ [ipoxoró] Ρ10.9α

υποψιάζομαι [ipopsiázome] Ρ2.1β

υποψιάζω [ipopsiázo] Ρ2.1α

υστερολογώ [isteroloγó] Ρ10.9α

υστερώ [isteró] Ρ10.9α

υφαίνω [iféno] -ομαι Ρ7.2

υφαρπάζω [ifarpázo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. και υφάρπασα, απαρέμφ. και υφαρπάσει, μππ. και υφαρπασμένος

υφέρπω [iférpo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

υφίσταμαι [ifístame] Ρ μπε. υφιστάμενος*

υψώνω [ipsóno] -ομαι Ρ1

Page 287: Guia de conjugação

Φ

φαγουρίζω [faγurízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. στο γ' πρόσ.)

φαγώνομαι [faγónome] Ρ1β (βλ. και τρώω)

φαιδρύνω [feδríno] -ομαι Ρ8.1

φαίνομαι [fénome] Ρ αόρ. φάνηκα, απαρέμφ. φανεί

φακελώνω [fakelóno] -ομαι Ρ1

φαλιρίζω [falirízo] Ρ2.1α & φαλίρω [falíro] Ρ6α μππ. φαλιρισμένος

φαλκιδεύω [falkiδévo] -ομαι Ρ5.1

φαλτσάρω [faltsáro] Ρ6α

φανατίζω [fanatízo] -ομαι Ρ2.1

φανερώνω [faneróno] -ομαι Ρ1

φονεύω [fonévo] -ομαι Ρ5.1

φαντάζομαι [fandázome] Ρ2.1β

φαντάζω [fandázo] Ρ2.3α

φαντασιοκοπώ [fandasiokopó] Ρ10.9α

φαντασιώνω [fandasióno] -ομαι Ρ1

φαρδαίνω [farδéno] Ρ7.4α

φαρμακώνω [farmakóno] -ομαι Ρ1

φασκελώνω [faskelóno] -ομαι Ρ1

φασκιώνω [faskóno] -ομαι Ρ1

φάσκω [fásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

φατριάζω [fatriázo] Ρ2.1α

φαφουτιάζω [fafutxázo] Ρ2.1α & φαφουτιαίνω [fafutxéno] Ρ7.2α μππ. φαφουτιασμένος

φεγγίζω [fenízo & feízo] Ρ2.1α (στο γ' πρόσ.)

φεγγοβολώ [feŋgovoló & fegovoló] & -άω Ρ10.1α μππ. φεγγοβολημένος

φεγγρίζω [fegrízo] Ρ2.1α

φέγγω [féŋgo & fégo] Ρ αόρ. έφεξα, απαρέμφ. φέξει

φείδομαι [fíδome] Ρ αόρ. φείστηκα, απαρέμφ. φειστεί

Page 288: Guia de conjugação

φειδωλεύομαι [fiδolévome] Ρ5.1β

φελάω [feláo] & -ώ Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.)

φενακίζω [fenakízo] -ομαι Ρ2.1

φερμάρω [fermáro] Ρ6α

φέρνω [férno] -ομαι Ρ αόρ. έφερα, απαρέμφ. φέρει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.), μππ. φερμένος

φέρομαι [férome] & (προφ.) φέρνομαι [férnome] Ρ αόρ. φέρθηκα, απαρέμφ. φερθεί

φέρω [féro] -ομαι Ρ αόρ. έφερα, απαρέμφ. φέρει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.)

φεσώνω [fesóno] -ομαι Ρ1

φευγατίζω [fevγatízo] -ομαι Ρ2.1

φεύγω [févγo] Ρ αόρ. έφυγα, απαρέμφ. φύγει

φημίζομαι [fimízome] Ρ2.1β μππ. φημισμένος*

φημολογούμαι [fimoloγúme] Ρ10.9β

φθείρω [fθíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. έφθειρα, απαρέμφ. φθείρει, παθ. αόρ. φθάρθηκα και φθάρηκα, απαρέμφ. φθαρθεί και φθαρεί, μππ. φθαρμένος

φθινοπωριάζει [fθinoporjázi] Ρ2.1α

φθίνω [fθíno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

φθονώ [fθonó] -ούμαι Ρ10.9

φθορίζω [fθorízo] Ρ2.1α

φιγουράρω [fiγuráro] Ρ6α

φιλελευθεροποιώ [filelefθeropió] -ούμαι Ρ10.9

φιλεύω [filévo] -ομαι Ρ5.2

φιλιώνω [filóno] -ομαι Ρ1

φιλμάρω [filmáro] -ομαι Ρ6

φιλοδοξώ [filoδοksó] Ρ10.9α

φιλοδωρώ [filoδoró] Ρ10.9α

φιλολογίζω [filolojízo] Ρ2.1α

φιλολογώ [filoloγó] Ρ10.9α

φιλονικώ [filonikó] Ρ10.9α

φιλοξενώ [filoksenó] -ούμαι Ρ10.9

Page 289: Guia de conjugação

φιλοσοφώ [filosofó] Ρ10.9α μππ. φιλοσοφημένος*

φιλοτεχνώ [filotexnó] -ούμαι Ρ10.9

φιλοτιμώ [filotimó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β

φιλτράρω [filtráro] -ομαι Ρ6

φιλώ [filó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

φιμώνω [fimóno] -ομαι Ρ1

φιξάρω [fiksáro] -ομαι Ρ6

φισκάρω [fiskáro] -ομαι Ρ6

φιτιλιάζω [fitilázo] -ομαι Ρ2.1

φκιάνω [fkáno] -ομαι Ρ αόρ. έφκιασα, απαρέμφ. φκιάσει, παθ. αόρ. φκιάχτηκα, απαρέμφ. φκιαχτεί, μππ. φκιαγμένος

φκιασιδώνω [fkasiδóno] -ομαι Ρ1

φκιάχνω [fkáxno] -ομαι Ρ αόρ. έφκιαξα, απαρέμφ. φκιάξει, παθ. αόρ. φκιάχτηκα, απαρέμφ. φκιαχτεί, μππ. φκιαγμένος

φλεβίζω [flevízo] Ρ2.1α : μόνο στην ΠAΡ Ο Φλεβάρης* κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.

φλεγμαίνω [fleγméno] Ρ7.2α

φλέγομαι [fléγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

φλερτάρω [flertáro] Ρ6α

φλιπάρω [flipáro] Ρ6α μππ. φλιπαρισμένος

φλογίζω [flojízo] -ομαι Ρ2.1

φλομώνω [flomóno] Ρ1α μππ. φλομωμένος

φλυαρώ [fliaró] Ρ10.9α

φοβάμαι [fováme] & φοβούμαι [fovúme] Ρ12 μππ. φοβισμένος*

φοβερίζω [foverízo] -ομαι Ρ2.1

φοβίζω [fovízo] Ρ2.1α μππ. φοβισμένος*

φοδράρω [foδráro] -ομαι & φοδρέρνω [foδrérno] -ομαι Ρ6 & φοδραρίζω [foδrarízo] -ομαι Ρ2.1

φοιτώ [fitó] Ρ10.1α

φορμάρω [formáro] -ομαι Ρ6

Page 290: Guia de conjugação

φοροαποφεύγω [foroapofévγo] Ρ αόρ. φοροαπέφυγα, απαρέμφ. φοροαποφύγει

φοροδιαφεύγω [foroδiafévγo] Ρ αόρ. φοροδιέφυγα, απαρέμφ. φοροδιαφύγει

φοροκλέπτω [foroklépto] Ρ αόρ. φοροέκλεψα, απαρέμφ. φοροκλέψει

φορολογώ [foroloγó] -ούμαι Ρ10.9

φορτίζω [fortízo] -ομαι Ρ2.1

φορτσάρω [fortsáro] Ρ6α μππ. φορτσαρισμένος

φορτώνω [fortóno] -ομαι Ρ1

φορώ [foró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5

φουλάρω 1 [fuláro] Ρ6α μππ. φουλαρισμένος

φουλάρω 2

φουμάρω [fumáro] & φουμέρνω [fumérno] Ρ6α

φουντάρω [fundáro] Ρ6α μππ. φουνταρισμένος

φουντώνω [fundóno] Ρ1α μππ. φουντωμένος

φουρκίζω [furkízo] -ομαι Ρ2.1

φουρνίζω [furnízo] -ομαι Ρ2.1

φουρτουνιάζω [furtuázo] Ρ2.1α μππ. φουρτουνιασμένος

φουσκαλιάζω [fuskalázo] Ρ2.1α μππ. φουσκαλιασμένος

φουσκώνω [fouskóno] Ρ1α μππ. φουσκωμένος

φουχτώνω [fuxtóno] Ρ1α & φουχτιάζω [fuxtázo] Ρ2.1α

φραγκεύω [frangévo] Ρ5.2α

φραγκοκρατούμαι [fraŋgokratúme] Ρ10.9β

φράζω [frázo] -ομαι Ρ2.2

φρακάρω [frakáro] -ομαι Ρ6

φράσσω [fráso] -ομαι Ρ2.2

φρεζάρω [frezáro] -ομαι Ρ6

φρενάρω [frenáro] -ομαι Ρ6

φρενιάζω [frenázo] Ρ2.1α μππ. φρενιασμένος*

φρεσκάρω [freskáro] -ομαι Ρ6

Page 291: Guia de conjugação

φρικιάζω [frikázo] Ρ2.1α

φρικιώ [frikió] Ρ10.4α

φρίττω [fríto] Ρ αόρ. έφριξα, απαρέμφ. φρίξει

φρονηματίζω [fronimatízo] -ομαι Ρ2.1

φρονιμεύω [fronimévo] Ρ5.2α

φροντίζω [frondízo] Ρ2.1α μππ. φροντισμένος

φρονώ [fronó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.)

φρουμάζω [frumázo] Ρ2.2α μππ. φρουμασμένος

φρουρώ [fruró] -ούμαι Ρ10.9

φρυάζω [friázo] Ρ2.2α

φρυγανίζω [friγanízo] -ομαι Ρ2.1

φταίω [ftéo] Ρ ενεστ. φταις, φταίει, φταίμε, φταίτε, φταίνε και φταιν, πρτ. έφταιγα, αόρ. έφταιξα, απαρέμφ. φταίξει

φτάνω [ftáno] -ομαι Ρ αόρ. έφτασα, απαρέμφ. φτάσει, παθ. αόρ. (προφ., σπάν.) φτάστηκα, απαρέμφ. (προφ., σπάν.) φταστεί, μππ. φτασμένος & φθάνω [fθáno] -ομαι Ρ αόρ. έφθασα, απαρέμφ. φθάσει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.), μππ. φθασμένος

φταρνίζομαι [ftarnízome] & φτερνίζομαι [fternízome] Ρ2.1β

φτεροκοπώ [fterokopó] & -άω Ρ10.1α

φτερουγίζω [fterujízo] Ρ2.1α & φτερουγώ [fteruγó] & -άω Ρ10.1α

φτερώνω [fteróno] -ομαι Ρ1

φτηναίνω [ftinéno] & φθηναίνω [fθinéno] Ρ7.4α

φτιασιδώνω [ftxasiδóno] -ομαι Ρ1

φτιάχνω [ftxáxno] -ομαι & φτιάνω [ftxáno] -ομαι Ρ αόρ. έφτιαξα και (προφ.) έφτιασα, απαρέμφ. φτιάξει και (προφ.) φτιάσει, παθ. αόρ. φτιάχτηκα, απαρέμφ. φτιαχτεί, μππ. φτιαγμένος

φτουράω [fturáo] & -ώ Ρ10.1α

φτυαρίζω [ftxarízo] -ομαι Ρ2.1

φτύνω [ftíno] -ομαι Ρ αόρ. έφτυσα, απαρέμφ. φτύσει, παθ. αόρ. φτύστηκα, απαρέμφ. φτυστεί, μππ. φτυσμένος

φτωχαίνω [ftoxéno] Ρ7.4α

φυγαδεύω [fiγaδévo] -ομαι Ρ5.1

Page 292: Guia de conjugação

φυγοδικώ [fiγoδikó] Ρ10.9α

φυγομαχώ [fiγοmaxó] Ρ10.9α

φυγοπονώ [fiγoponó] Ρ10.9α

φυλακίζω [filakízo] -ομαι Ρ2.1

φυλάσσω [filáso] -ομαι Ρ2.2

φυλάω [filáo] & -ώ Ρ10.6α & φυλάγω [filáγo] -ομαι Ρ3

φυλλομετρώ [filometró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

φυλλορροώ [filoroó] Ρ10.9α

φύομαι [fíome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

φυραίνω [firéno] Ρ7.1α

φυσάω [fisáo] & -ώ Ρ10.7α σπάν. αόρ. και φύσησα, σπάν. απαρέμφ. και φυσήσει

φυσομανάω [fisomanáo] & -ώ Ρ10.1α

φυτεύω [fitévo] -ομαι Ρ5.2

φυτοζωώ [fitozoó] Ρ10.9α

φυτρώνω [fitróno] Ρ1α μππ. φυτρωμένος

φχαριστώ [fxaristó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 (προφ.) ευχαριστώ.

φωλιάζω [folázo] Ρ2.1α μππ. φωλιασμένος

φωνάζω [fonázo] Ρ2.2α

φωνασκώ [fonaskó] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.)

φωσφορίζω [fosforízo] Ρ2.1α

φωταγωγώ [fotaγoγó] -ούμαι Ρ10.9

φωτίζω [fotízo] -ομαι Ρ2.1

φωτοβολώ [fotovoló] Ρ10.9α μππ. φωτοβολημένος

φωτογραφίζω [fotoγrafízo] -ομαι Ρ2.1 & φωτογραφώ [fotoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

φωτοστοιχειοθετώ [fotostixioθetó] -ούμαι Ρ10.9

φωτοτυπώ [fototipó] -ούμαι Ρ10.9

Page 293: Guia de conjugação

Χ

χαβαλεδιάζω [xavaleδjázo] Ρ2.1α

χαζεύω [xazévo] Ρ5.2α

χαζογελώ [xazojeló] & -άω Ρ10.4α

χαζολογώ [xazoloγó] & -άω Ρ10.1α

χαζοφέρνω [xazoférno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. χαζόφερνα

χαϊδεύω [xaiδévo] -ομαι Ρ5.2

χαϊδολογώ [xaiδoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

χαιρετίζω [xeretízo] -ομαι Ρ2.1

χαιρετώ [xeretó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

χαίρομαι [xérome] Ρ αόρ. χάρηκα, απαρέμφ. χαρεί

χαίρω [xéro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

χαλαλίζω [xalalízo] -ομαι Ρ2.1

χαλαρώνω [xalaróno] -ομαι Ρ1

χαλβαδιάζω [xalvaδjázo] Ρ2.1α

χαλικοστρώνω [xalikostróno] -ομαι Ρ1

χαλιναγωγώ [xalinaγoγó] -ούμαι Ρ10.9

χαλκεύω [xalkévo] -ομαι Ρ5.1

χαλυβδώνω [xalivδóno] -ομαι Ρ1

χαλώ [xaló] & -άω, -ιέμαι & (σπάν.) χαλνώ [xalnó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 (παθ. συνήθ. στη μππ.)

χαμαιλεοντίζω [xameleondízo] Ρ2.1α

χαμηλώνω [xamilóno] Ρ1α μππ. χαμηλωμένος

χαμογελώ [xamojeló] & -άω Ρ10.4α

χαμπαρίζω [xabarízo] Ρ2.1α

χαντακώνω [xandakóno] -ομαι Ρ1

χάνω [xáno] -ομαι Ρ αόρ. έχασα, απαρέμφ. χάσει, παθ. αόρ. χάθηκα, απαρέμφ. χαθεί, μππ. χαμένος

Page 294: Guia de conjugação

χαράζω [xarázo] -ομαι Ρ2.2

χαρακτηρίζω [xaraktirízo] -ομαι Ρ2.1

χαρακώνω [xarakóno] -ομαι Ρ1

χαραμίζω [xaramízo] -ομαι Ρ2.1

χαράσσω [xaráso] -ομαι Ρ2.2

χαριεντίζομαι [xarjendízome] Ρ2.1β

χαρίζω [xarízo] -ομαι Ρ2.1

χαριτολογώ [xaritoloγó] Ρ10.9α

χαρμανιάζω [xarmanázo] Ρ2.1α

χαροκοπώ [xarokopó] Ρ10.1α

χαροπαλεύω [xaropalévo] Ρ5.2α

χαροποιώ [xaropió] Ρ10.9α

χαρτζιλικώνω [xardzilikóno] -ομαι Ρ1

χαρτογραφώ [xartoγrafó] -ούμαι Ρ10.9

χαρτοπαίζω [xartopézo] Ρ2.2α

χαρτοσημαίνω [xartosiméno] -ομαι Ρ7.2

χαρχαλεύω [xarxalévo] Ρ5.2α

χασκογελώ [xaskojeló] & -άω Ρ10.4α

χάσκω [xásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

χασμουριέμαι [xazmurjéme] Ρ10.1β (χωρίς μππ.)

χασομερώ [xasomeró] & -άω Ρ10.1α

χαστουκίζω [xastukízo] -ομαι Ρ2.1

χαυνώνω [xavnóno] -ομαι Ρ1

χάφτω [xáfto] & χάβω [xávo] Ρ4α

χαχανίζω [xaxanízo] Ρ2.1α

χέζω [xézo] -ομαι Ρ2.1

χειμάζομαι [ximázome] Ρ2.1β

χειμωνιάζει [ximoázi] Ρ2.1α (απρόσ.)

Page 295: Guia de conjugação

χειραγωγώ [xiraγoγó] -ούμαι Ρ10.9

χειραφετώ [xirafetó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ.)

χειρίζομαι [xirízome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.)

χειροδικώ [xiroδikó] Ρ10.9α

χειροκροτώ [xirokrotó] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β

χειρονομώ [xironomó] Ρ10.9α

χειροτερεύω [xiroterévo] Ρ5.2α

χειροτονώ [xirotonó] -ούμαι Ρ10.9 & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

χειρουργώ [xirurγó] -ούμαι Ρ10.9

χηρεύω [xirévo] Ρ5.2α

χιλιάζω [xiázo] Ρ2.1α

χιλιομετρώ [xiliometró] -ούμαι Ρ10.9

χιονίζει [xonízi] Ρ2.1α μππ. χιονισμένος

χλαπακιάζω [xlapakázo] Ρ2.1α & χλαπακώνω [xlapakóno] Ρ1α

χλευάζω [xlevázo] -ομαι Ρ2.1

χλιαίνω [xliéno] Ρ7.2α

χλιαραίνω [xliaréno] Ρ7.4α

χλιμιντρίζω [xlimindrízo] Ρ2.1α & χλιμιντρώ [xlimindró] & -άω Ρ10.1α

χλωμιάζω [xlomnázo] Ρ2.1α μππ. χλωμιασμένος

χλωμιαίνω [xlomnéno] Ρ7.2α

χλωριώνω [xlorióno] -ομαι Ρ1

χλωροφορμίζω [xloroformízo] -ομαι Ρ2.1

χνουδιάζω [xnuδjázo] Ρ2.1α μππ. χνουδιασμένος

χολιάζω [xolázo] Ρ2.1α μππ. χολιασμένος

χολοσκάω [xoloskáo] Ρ10.4α πρτ. χολόσκαγα, αόρ. χολόσκασα, απαρέμφ. χολοσκάσει, μππ. χολοσκασμένος

χολώνω [xolóno] -ομαι Ρ1

χοντραίνω [xondréno] Ρ7.4α

χορεύω [xorévo] -ομαι Ρ5.2 (χωρίς μππ.)

Page 296: Guia de conjugação

χορηγώ [xoriγó] -ούμαι Ρ10.9

χοροπηδώ [xoropiδó] & -άω Ρ10.1α

χοροστατώ [xorostató] Ρ10.9α

χορταίνω [xorténo] Ρ αόρ. χόρτασα, απαρέμφ. χορτάσει, μππ. χορτασμένος

χορταριάζω [xortarjázo] Ρ2.1α μππ. χορταριασμένος

χουγιάζω [xujázo] Ρ2.2α

χουζουρεύω [xuzurévo] Ρ5.2α

χουφτώνω [xuftóno] Ρ1α & χουφτιάζω [xuftázo] Ρ2.1α

χουχουλίζω [xuxulízo] Ρ2.1α

χοχλακίζω [xoxlakízo] Ρ2.1α

χρειάζομαι [xriázome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.)

χρεμετίζω [xremetízo] Ρ2.1α

χρεοκοπώ [xreokopó] Ρ10.9α μππ. χρεοκοπημένος

χρεώνω [xreóno] -ομαι Ρ1

χρήζω [xrízo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ. με γεν. αφηρ. ουσ.)

χρηματίζομαι [xrimatízome] Ρ2.1β

χρηματίζω [xrimatízo] Ρ2.1α (μόνο στο αορ. θ.)

χρηματοδοτώ [xrimatoδotó] -ούμαι Ρ10.9

χρησιμεύω [xrisimévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α

χρησιμοποιώ [xrisimopió] -ούμαι Ρ10.9

χρησμοδοτώ [xrizmoδotó] Ρ10.9α

χρίω [xrío] -ομαι & χρίζω [xrízo] -ομαι Ρ αόρ. έχρισα, απαρέμφ. χρίσει, παθ. αόρ. χρίστηκα, απαρέμφ. χριστεί, μππ. χρισμένος

χρονιάζω [xronázo] Ρ2.1α

χρονίζω [xronízo] Ρ2.1α

χρονογραφώ [xronoγrafó] Ρ10.9α

χρονολογώ [xronoloγó] -ούμαι Ρ10.9

χρονομετρώ [xronometró] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β

χρονοτριβώ [xronotrivó] Ρ10.9α

Page 297: Guia de conjugação

χρυσίζω [xrisízo] Ρ2.1α

χρυσοπληρώνω [xrisopliróno] -ομαι Ρ1

χρυσώνω [xrisóno] -ομαι Ρ1

χρωματίζω [xromatízo] -ομαι Ρ2.1

χρωστώ [xrostó] & -άω Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.)

χτενίζω [xtenízo] -ομαι Ρ2.1

χτίζω [xtízo] -ομαι & κτίζω [ktízo] -ομαι Ρ2.1

χτικιάζω [xtikázo] Ρ2.1α μππ. χτικιασμένος

χτυπώ [xtipó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1

χυδαΐζω [xiδaízo] Ρ2.1α

χυδαιολογώ [xiδeoloγó] Ρ10.9α

χυλώνω [xilóno] Ρ1α μππ. χυλωμένος

χυμάω [ximáo] & -ώ & χιμάω [ximáo] & -ώ Ρ10.7α

χυμοποιώ [ximopió] -ούμαι Ρ10.9

χύνω [xíno] -ομαι Ρ αόρ. έχυσα, απαρέμφ. χύσει, παθ. αόρ. χύθηκα, απαρέμφ. χυθεί, μππ. χυμένος

χωλαίνω [xoléno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

χωνεύω [xonévo] -ομαι Ρ5.2

χώνω [xóno] -ομαι Ρ1

χωρατεύω [xoratévo] Ρ5.2α

χωριατοφέρνω [xorjatoférno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

χωρίζω [xorízo] -ομαι Ρ2.1

χωροθετώ [xoroθetó] -ούμαι Ρ10.9

χωρομετρώ [xorometró] -ούμαι Ρ10.9

χωροσταθμώ [xorostaθmó] -ούμαι Ρ10.9

χωρώ [xoró] & -άω Ρ10.5α

Page 298: Guia de conjugação

Ψ

ψαθώνω [psaθóno] -ομαι Ρ1

ψαλιδίζω [psaliδízo] -ομαι Ρ2.1

ψαραίνω [psaréno] Ρ7.4α

ψαρεύω [psarévo] -ομαι Ρ5.2

ψαρώνω [psaróno] Ρ1α μππ. ψαρωμένος

ψαύω [psávo] -ομαι Ρ5.1

ψάχνω [psáxno] -ομαι Ρ αόρ. έψαξα, απαρέμφ. ψάξει, παθ. αόρ. ψάχτηκα, απαρέμφ. ψαχτεί, μππ. ψαγμένος

ψαχουλεύω [psaxulévo] -ομαι Ρ5.2

ψεγαδιάζω [pseγaδjázo] Ρ2.1α

ψέγω [pséγo] -ομαι Ρ3

ψειριάζω [psirjázo] Ρ2.1α μππ. ψειριασμένος

ψειρίζω [psirízo] -ομαι Ρ2.1

ψεκάζω [psekázo] -ομαι Ρ2.1

ψελλίζω [pselízo] Ρ2.1α

ψέλνω [psélno] -ομαι Ρ αόρ. έψαλα, απαρέμφ. ψάλει, παθ. αόρ. ψάλθηκα, απαρέμφ. ψαλθεί, μππ. ψαλμένος & ψάλλω [psálo] -ομαι Ρ πρτ. έψαλλα, αόρ. έψαλα, απαρέμφ. ψάλει, παθ. αόρ. ψάλθηκα, απαρέμφ. ψαλθεί και ψαλεί, μππ. ψαλμένος

ψεματίζω [psematízo] Ρ2.1α

ψένω [pséno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

ψευδαργυρώνω [psevδarjiróno] -ομαι Ρ1

ψευδίζω [psevδízo] & τσευδίζω [tsevδízo] Ρ2.1α

ψευδολογώ [psevδoloγó] Ρ10.9α

ψεύδομαι [psévδome] Ρ αόρ. ψεύσθηκα, απαρέμφ. ψευσθεί

ψευδομαρτυρώ [psevδomartiró] Ρ10.9α

ψευτίζω [pseftízo] Ρ2.1α μππ. ψευτισμένος

ψευτοδουλεύω [pseftoδulévo] Ρ5.2α

ψευτοζώ [pseftozó] Ρ10.9α

Page 299: Guia de conjugação

ψηλαφώ [psilafó] -ούμαι Ρ10.9 & ψηλαφίζω [psilafízo] -ομαι Ρ2.1

ψηλώνω [psilóno] Ρ1α

ψήνω [psíno] -ομαι Ρ αόρ. έψησα, απαρέμφ. ψήσει, παθ. αόρ. ψήθηκα, απαρέμφ. ψηθεί, μππ. ψημένος

ψηφίζω [psifízo] -ομαι Ρ2.1

ψηφοθηρώ [psifoθiró] Ρ10.9α

ψηφώ [psifó] & -άω Ρ10.1α

ψιθυρίζω [psiθirízo] -εται Ρ2.1

ψιλαίνω [psiléno] Ρ7.4α

ψιλοβρέχει [psilovréxi] Ρ αόρ. ψιλόβρεξε, απαρέμφ. ψιλοβρέξει

ψιλοκόβω [psilokóvo] -ομαι Ρ αόρ. ψιλόκοψα, απαρέμφ. ψιλοκόψει, παθ. αόρ. ψιλοκόπηκα, απαρέμφ. ψιλοκοπεί, μππ. ψιλοκομμένος

ψιλοκοσκινίζω [psilokoskinízo] -ομαι Ρ2.1

ψιλολογώ [psiloloγó] Ρ10.11α

ψιλορωτώ [psilorotó] & -άω Ρ10.1α

ψιττακίζω [psitakízo] Ρ2.1α

ψιχαλίζει [psixalízi] Ρ2.1α

ψιψιρίζω [psipsirízo] Ρ2.1α

ψοφολογώ [psofoloγó] & -άω Ρ10.1α

ψοφώ [psofó] & -άω Ρ10.1α

ψυλλιάζομαι [psilázome] Ρ2.1β

ψυχαγωγώ [psixaγoγó] -ούμαι Ρ10.9

ψυχανεμίζομαι [psixanemízome] Ρ2.1β

ψυχολογώ [psixoloγó] -ούμαι Ρ10.9

ψυχομαχώ [psixomaxó] & -άω Ρ10.11α

ψυχοπλακώνω [psixoplakóno] -ομαι Ρ1

ψυχοπονώ [psixoponó] & -άω Ρ10.5α

ψυχορραγώ [psixoraγó] Ρ10.9α

ψυχραίνω [psixréno] -ομαι Ρ7.3

Page 300: Guia de conjugação

ψύχω [psíxo] -ομαι Ρ3

ψωμοζητώ [psomozitó] & -άω Ρ10.1α

ψωμοζώ [psomozó] Ρ10.9α

ψωμώνω [psomóno] Ρ1α μππ. ψωμωμένος

ψωνίζω [psonízo] -ομαι Ρ2.1

ψωριάζω [psorjázo] Ρ2.1α μππ. ψωριασμένος

Page 301: Guia de conjugação

Ω

ωθώ [oθó] -ούμαι Ρ10.9

ωραΐζω [oraízo] -ομαι Ρ2.1

ωραιοποιώ [oreopió] -ούμαι Ρ10.9

ωριμάζω [orimázo] Ρ2.1α μππ. ωριμασμένος

ωρύομαι [oríome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.)

ωφελώ [ofeló] -ούμαι Ρ10.9

ωχραίνω [oxréno] Ρ7.2α

ωχριώ [oxrió] Ρ10.4α