Graham Masterton-sarka Kai Aima

397

description

sarka kai aima

Transcript of Graham Masterton-sarka Kai Aima

GRAHAM MASTERTON

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

στη Βιέτσκα

.1.

Βρίσκονταν μες στο αυτοκίνητο μόλις μια ώρα όταν ο Τέρενς είπε: «Φτάσαμε, παιδιά». Οδήγησε το στραπατσαρισμένο στέιαον βάγκον έξω απ' τον δρόμο, ώστε να 'ναι γερμένο στο ανάχωμα και έσβησε τη μηχανή.

Η Έμιλι κοίταξε έξω απ' το παράθυρο το αναστατωμένο απ' τη θύελλα σταροχώραφο, τα άχυρα που είχε σηκώσει ο αέρας και τον ουρανό, που 'ταν πιο σκοτεινός κι απ' το βλέμμα του Μπαμπάκα.

«Γιατί ήρθαμε εδώ;» τον ρώτησε. «Θα χάσουμε το Deep Space Nine». Ήταν έντεκα ετών, φορούσε ένα κίτρινο, λουλουδάτο φόρεμα, που της έπεφτε ένα νούμερο μικρότερο, και γυαλιά κολλημένα με λευκοπλάστ. Τα χαλκόχρωμα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε πλεξούδες, δεμένες με κορδέλλες.

Δίπλα της η Λίζα σάλεψε, άνοιξε τα μάτια της και κατσούφιασε. Η Λίζα ήταν εννέα ετών και ξανθιά, με κοκαλιάρικους καρπούς, κσκαλαάρικες γάμπες με κάλτσες που έφταναν πάνω απ' τον αστράγαλο και περίπλοκα σιδε-ράκια στα δόντια, που πάντα την έκαναν να ψευδίζει. Ο Τζορτζ κοιμόταν με το στόμα ανοιχτό και τα σάλια του κυλούσαν στο μπράτσο του καθίσματος. Ο Τζορτζ ήταν μόλις τριών ετών καα είχε πεταχτά αυτιά.

«'Ηρθ' π ώρα, παιδιά», τους είπε ο Τέρενς, με ένα αλλόκοτο λοξό χαμόγελο. «Η ώρα να κάνουμε το σωστό». Πήδηξε έξω απ' το στέισον βάγκον και άνοιξε τις πίσω πόρτες. Έπειτα άρχισε να βηματίζει ασταμάτητα γύρω από τ' αυτοκίνητο και να χτυπά με το χέρι του την οροφή και το καπό. Ανυπόμονος, νευρικός, δεν μπορούσε να σταθεί σε μια μεριά. «Εμπρός, παι-διά, βιαστείτε, ήρθε η ώρα»,

Εκείνα πήδηξαν έξω και ο Μπαμπάκας έκλεισε τις πόρτες με δύναμη.

7

GRAHAM MASTERTON

Στάθηκαν στην άκρη του δρόμου ενώ ο άνεμος σφύριζε αγριεμένα και το ξερό χώμα σερνόταν πάνω στην άσφαλτο. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Δεν ήξε-ραν γιατί βρίσκονταν εκεί. Όμως μες στ' αμάξι ο Μπαμπάκας τούς έλεγε συνεχώς ότι έπρεπε να σωθούν.

«Σας αγαπώ, όλους σας. Ξέρετε πόσο πολύ σας αγαπώ; Να γιατί πρέπει να σωθείτε»,

Ο Μπαμπάκας άνοιξε την πόρτα της καρότσας κι έβγαλε το παλιό του σακίδιο. Το παλιό του σακίδιο δεν άρεσε στα παιδιά. Ήταν το ίδιο παλιό σακί-διο που είχε χρησιμοποιήσει για να πνίξει εκείνο το κουταβάκι ράτσας Λαμπραντόρ, που είχε γεννηθεί κάπως διαφορετικό. Το ίδιο παλιό σακίδιο μες στο οποίο συνήθως κουβαλούσε σπίτι τα βαριά ματωμένα κουφάρια των κου-νελιών που 'χε σκοτώσει στο κυνήγι. Το παλιό σακίδιο ήταν λεκιασμένο με κάθε λογής φριχτούς λεκέδες και πάντα μύριζε άσχημα.

«Εμπρός, λοιπόν, παιδιά, ελάτε εδώ πάνω», τα παρότρυνε ο Τέρενς ία όλα μαζί, ζαλισμένα ακόμα, πάσχισαν να τον ακολουθήσουν ανηφορίζοντας το σαθρό ανάχωμα. Ένα κομματάκι άχυρο μπήκε στο μάτι του Τζορτζ και τον έκανε να σταματήσει, ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια και ν' αρχίσει να το τρίβει σαν τρελός. Ο Μπαμπάκας γύρισε πίσω, άφησε κάτω το σακίδιο του και το κοίταξε.

«Μπορείς να αισθανθείς πού βρίσκεται; Κοίτα πάνω' κοίτα στο πλάι. Λεν βλέπω τίποτα, Τζορτζ. Νομίζω ότι έφυγε».

Προχώρησαν όλοι μαζί μες στον απέραντο ωκεανό από ώριμο στάρι που θρόιζε, Η Έμιλι ία ο Τζορτζ πιασμένοι χέρι-χέρι, η Λίζα λιγάκι mo πίσω. Κι ο Μπαμπάκας ακριβώς μπροστά τους, μιλώντας και κάνοντας νευρικές κινή-σεις και γυρνώντας προς τα πίσω, δίχως ποτέ να πλησιάζει, δίχως ποτέ να απομακρύνετ αϊ.

«Τι λέτε, παιδιά;» φώναξε ο Τέρενς. «Αεν είναι μια από κείνες τις μέρες;» Η Έμιλι κοίταξε ψηλά. Ο ουρανός είχε βαθύ κοιαανοκάστανο -κοιαανο-

κάοτανοί — χρώμα, ενώ τα σύννεφα έτρεχαν σαν δαιμονισμένα. Τα σύννεφα κινούνταν τόσο γρήγορα, που ήταν λες ία όλος ο κόσμος περιστρεφόταν τρι-γύρω τους* λες ία ολάκερη η Αιόβα στριφογύριζε πάνω σε μια γιγαντιαία περιστρεφόμενη πλατφόρμα που βροντούσε και ταλαντευόταν. Ο Τέρενς τραγούδησε «Αχ, κουνελάκι, κουνελάκι», ία έπειτα σφύριξε το σκοπό, χοροπή-δησε και έκανε μεταβολή. Άρχισε να στριφογυρίζει το παλιό σακίδια γύρω απ το κεφάλι του, ξανά και ξανά. «Θυμάσαι τούτο το τραγούδι; Θυμάσαι τούτο το τραγούδι, Έμιλι; Όταν ήσουν μωρό τρελαινόσουν για τούτο το τραγούδι. Στο τραγουδούσα μέρα νύχτα, νύχτα μέρα, μα τον Θεό!»

Τα παιδιά έτρεχαν με μικρές δρασκελιές και παραπατούσαν. Σταγόνες βροχής άρχισαν να κεντούν τα πρόσωπα τους.

«Σώσε μας!» κραύγασε ο Τέρενς, καθώς διέσχιζε με μεγάλες δρασκε-λιές το χωράφι με το στάρι που του φτάνε μέχρι τα γόνατα. «Σώσε μας, Θεέ μου, Σε παρακαλώ σώσε μας!»

8

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

«Σώσε μας!» πετάχτηκε ο Τζορτζ, με την αστεία ψιλή φωνούλα του, που Θύμιζε καραμούζα.

Σκόνη και άχυρα στροβιλίζονταν τριγύρω τους. «Σώσε μας!» τραγούδησε ο Τέρενς, «Σώσε μας-σώσε μας-σώσε μας!»

«Σώσε μας!» ούρλιαξαν τα παιδιά. «Σώσε μας!» «Από π ζητάμε να μας σώσει, παιδιά;» ρώτησε ο Τέρενς και με μάπα

ορθάνοιχτα έκανε μεταβολή για ν αντικρίσει τα παιδιά, δίχως, όμως, να στα-ματήσει να κάνει βήματα προς τα πίσω με τον ίδιο μεγάλο διασκελισμό. «Από π να μας σώσει, παιδιά; Από π να μας σώσει;»

«Να μας σώσει απ τον μπαμπούλα!» φώναξε ο Τζορτζ. «Ω, όχι!» αποκρίθηκε ο Τέρενς κουνώντας το κεφάλι. «Όχι απ τον μπα-

μπούλα!» «Να μας σώσει απ' το κακό αίμα;» πετάχτηκε η Λίζα. Ο Τέρενς έκανε τρία μεγάλα βήματα προς τα πίσω, κοιτώντας όλη την

ώρα την Έμιλι. Έπειτα σήκωσε ψηλά το παλιό σακίδιο και, βγάζοντας μια πρίμα τραχιά κραυγή σαν κάλεσμα γαυρουνιού, φώναξε: «Το βρήκες! Σώσε μας απ' το κακό αίμα! Σώσε μας από τούτο το κακό, κακό αίμα! Σώσε-μας-απ'-τ ο -κακό -κα ι -τ η - σάρκα-και -τ ο - διάβ ολο!»

«Σώσε-μας-απ'-το-κακό-και-τη-σάρκα-και-τ ο - διάβ ολο!» έψαλλε ο Τζορτζ. « Σ ώ σ ε -μ ας - απ' -τ ο -κακό -και -τ η- σάρκα-και-τ ο - διάβ ολο!»

Αφού προχώρησαν περίπου οχτακόσια μέτρα μες στο χωράφι, βρέθηκαν μπρος σ' ένα βαθύ χαντάκι μες στο χώμα, που έδινε την εντύπωση πως κάπο-τε ήταν βούρκος ή η κοίτη μιας ρεματιάς ή είχε σκαφτεί επίτηδες ως αντιπυρικό φράγμα. Ήταν κατάφυτο με πλατύφυλλες χρυσόβεργες, που τρε-μούλιαζαν ακατάπαυστα στον άνεμο, που τρεμούλιαζαν και κινούνταν σαν τα χέρια ενός νευρικού ανθρώπου.

Ο Τέρενς σταμάτησε και κοίταξε σκυθρωπός τριγύρω, ενώ τα μάτια του είχαν γίνει σαν σχισμές κόντρα στον άνεμο και τη σκόνη. Πρώτα κοίταξε κάτω το χαντάκι. Έπειτα έγειρε το λαιμό του προς τα πίσω και κοίταξε κατευθείαν τον ταραγμένο ουρανό. Τα σύννεφα κινούνταν τόσο γρήγορα, που για μια στιγ-μή αποπροσανατολίστηκε και σχεδόν έχασε την ισορροπία του. Ναι! Ήταν ο καιρός που έφερνε ανεμοστρόβιλους. Ήταν ο καιρός που έφερνε καταστρο-φές. Είχε σηκωθεί σίφουνας, το ένιωθε. Ήταν ολοφάνερο, δεν ήταν ώρα να χορεύει κανείς μες στα σταροχώραφα.

«Ω, Επουράνιε Θεέ, σώσε μας από τούτο το κακό, κακό αίμα!» κραύγασε προς τον ουρανό. Και τα παιδιά απάντησαν εν χορώ: «Σώσε μας!»

«Σώσε μας, ω Κύριε!» ούρλιαξε μανιασμένα· και τα παιδιά πειθήνια απά-ντησαν εν χορώ: «Σώσε μας!»

Απομακρύνθηκε λίγο με μεγάλες δρασκελιές, ανεμίζοντας το παλιό σακί-διο. Τα παιδιά παρέμειναν συγκεντρωμένα στην άκρη του χαντακιού, κρατώ-ντας και τα τρία το ένα το άλλο απ' το χέρι και τον περίμεναν. Ο Τέρενς ήταν

9

GRAHAM MASTERTON

πολύ ψηλός, κοκαλιάρης και αγύμναστος, ο ένας an' τους ώμους του καμπού-ριαζε αισθητά και η μια πλευρά του στέρνου του εξείχε, λες και η μητέρα του τον είχε ρίξει κάτω όταν ήταν μωρό. Το κεφάλι του ήταν κι εκείνο μεγάλο και γωνιώδες, σαν λεπίδι τσεκουριού. Τα κοκκινωπά του μαλλιά ήταν κομμένα πολύ κοντά, έτσι ώστε στο πίσω μέρος να πετάγονται σαν καρφιά. Παρόλο που φορούσε ξεβαμμένο τ ζην τζάκετ και φαρδύ ξεβαμμένο τ ζην παντελόνι —τα ρούχα ένος ανθρώπου που εργάζεται στα χωράφια — η επιδερμίδα του ήταν χλομή και αρρωστιάρικη και κάτω απ' τα μάτια είχε κύκλους στο χρώμα του δαμάσκηνου, λες ία ήταν κλητήρας, λογιστής ή μαριονετίσιας. Λες κι ήταν κάποιος που περνά όλη τη μέρα του κλεισμένος σε κάποιο δωμάτιο, καπνίζει υπερβολικά και σπανίως μιλάει με αληθινούς ανθρώπους.

Επέστρεψε βαδίζοντας μες στο στάρι που του φτάνε μέχρι το γόνατο. Ρουθούνισε, έβηξε και σκούπισε τη μύτη του με τη ράχη του χεριού του, «Πρέπει να προσευχηθούμε», τους είπε και η φωνή του ήταν πολύ πιο δυνατή τώρα, πολύ mo σοβαρή. «Να τι πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να προσευχηθούμε».

Η Λίζα σήκωσε το αριστερό της χέρι, για να προστατέψει το πρόσωπο της απ' τον άνεμο. «Μπαμπάκα —βρέχει τόσο δυνατά! Κρυώνω, θ έ λ ω να πάω σπίτι».

«Κι εγώ θέλω να πάω σπίτι», είπε ο Τζορτζ. Η Έμιλι τουρτούριζε, αλλά δεν είπε κουβέντα. Κοιτούσε τον πατέρα της

επιφυλακτικά, με μάτια μεγεθυμένα απ' τα ματογυάλια της. Τον είχε δει και άλλοτε να φέρεται παράξενα' από τότε που ήταν μικρούλα, τον άκουγε ν' ανα-φέρεται στο κακό αίμα, για να μην μιλήσουμε για την Αγία Γραφή και «τα πράγ-ματα που δεν πρέπει ποτέ να κάνουν οι γυναίκες». Αναφερόταν, επίσης, και σε κάτι άλλο, κάτι που εκείνη δεν είχε ποτέ μπορέσει να καταλάβει, αλλά που πάντοτε την τρομοκρατούσε ία ας μη γνώριζε ποτέ το λόγο. Αναφερόταν στον Πράσινο Ταξιδευτή, ό,τι ία αν ήταν αυτό.

Τον θυμόταν ποο φώναζε στη Μαμά: «Μπορεί να τον ακούσεις να χτυπά, Άιρις, σίγουρα μπορεί να τον ακούσεις! Ποτέ, όμως, μπν πας ν' ανοίξεις την πόρτα οτον Πράσινο Ταξιδευτή. Μη σου περάσει καν απ' το μυαλό ν' ανοίξεις την πόρτα σου, ούτε στα πιο τρελά όνειρά σου».

Όταν ήταν πολύ μικρή, τον είχε ρωτήσει αθώα τι ήταν στ' αλήθεια ο Πράσινος Ταξιδευτής. Έξαφνα το αίμα είχε στραγγιστεί απ' το πρόσωπο του με φρικτό τρόπο ία εκείνος είχε αρχίσει να τρέμει, λες και είχε καταληφθεί από επιληπτική κρίση.

Ποτέ δεν τον ρώτησε ξανά για τον Πράσινο Ταξιδευτή. Δεν τόλμησε. Αυτό, όμως, δεν την εμπόδισε να βλέπει ατέλειωτους εφιάλτες με ανθρώπους που βροντούσαν απρόσμενα την πόρτα μες στη νύχτα, που βροντούσαν ξανά και ξανά, ενώ κάτι πράσινο και απερίγραπτο πάσχιζε να μπει στο σπίτι δια της βίας. Ένας άνθρωπος που σάπιζε ία, όμως, μπορούσε ακόμα να περπατά, που είχε βρύα στις ράχες των χεριών του αντί για τρίχες και που ένα κουβάρι από

10

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

αγριόχορτα του κάλυπτε το πρόσωπο. Ο Πράσινος Ταξιδευτής!

Κάποιες φορές, πολύ νωρίς το πρωί, η Έμιλι είχε δει το μπαμπά της να στέκε-ται ακίνητος στην αυλή —τον είχε δει να στέκεται γυμνός, χλομός σαν μοσχα-ρίσιο κρέας, και να κοιτά το φράχτη, να κοιτά το σκοτεινό στενάκι πίσω απ' το σπίτι ή, ίσως, δίχως να κοιτά τίποτα απολύτως, ενώ η μητέρα της κοιμόταν και ψιθύριζε στον ύπνο της.

Είχε ακούσει την Κυρία Βαν Ντάικ στο Φαρμακείο Μέντικαπ να λέει ότι ο πατέρας της ήταν 2 τοις εκατό άνθρωπος και 98 τοις εκατό Βάλιουμ.

Ο Τέρενς ποτέ δεν κακομεταχειριζόταν τα παιδιά του, ποτέ δεν τα χτυπού-σε στον πισινό, σχεδόν ποτέ δεν τα κατσάδιαζε. Τα φιλούσε και τα έβαζε το βράδυ για ύπνο και τους έλεγε παραμύθια. Ήξεραν ότι τα αγαπούσε και τις περισσότερες φορές το γλεντούσαν μαζί του. Πάντοτε, όμως, υπήρχε το συναί-σθημα ότι κάτι στραβό είχε η υπόθεση. Πάρα πολύ συχνά το γλέντι ήταν απελ-πισμένο —τα αστεία ήταν όλο μανία, το γαργάλημα πολύ βίαιο. Και για κάποια ανεξήγητη αιτία, η Έμιλι γνώριζε ότι το στραβό στην υπόθεση ήταν εκείνα.

Κάποια απογεύματα που ο Τέρενς γυρνούσε σπίτι απ' τη δουλειά του, ήταν απρόσιτος. Κατσούφιαζε και βημάτιζε πάνω κάτω, σκέπαζε το πρόσωπο του με τα χέρια του και καταριόταν τον 0εό . Καταριόταν και τσν εαυτό του, ξανά και ξανά, «Γιατί το 'κανα; Γιατί το 'κανα; Γιατί το κανα ενώ ήξερα,»

Και, μέχρι να γίνει οκτώ ετών, η Έμιλι είχε ήδη μαντέψει τι εννοούσε λέγοντας «γιατί το 'κανα;»

Εννοούσε: «Γιατί έκανα παιδιά;» Ποτέ, όμως, δεν ανακάλυψε για ποιό λόγο αναρωτιόταν συνεχώς και τι

ήξερε που θα 'κανε έστω και την ελάχιστη διαφορά. Η βροχή κηλίδωνε τα γυαλιά της. Η Λίζα τής έσφιξε το χέρι· το χέρι της

Λίζα ήταν κρύο και κολλούσε, αλλά η Έμιλι δεν έδωσε σημασία. Η Έμιλι είχε στηλώσει το βλέμμα οίον πατέρα της και δεν το τραβούσε από πάνω του.

Ο Τέρενς άφησε κάτω το παλιό σακίδιο και πλησίασε τα παιδιά με μια ζεστή, ζαλισμένη, αφηρημένη έκφραση στο πρόσωπο του. «Έμιλι;» είπε. «Πρέπει να προσευχηθούμε».

Η Λίζα είπε; «Θέλω να πάω σπίτι, Μπαμπάκα. Βρέχει και είναι απαίσια και δε θέλω να βραχώ».

Ο Τζορτζ χτύπησε κάτω τα πόδια του και τσίριξε: «Βρέχει, βρέχει και χιο-νίζει ία ο παπάς αλευρωνίζει!»

Ο Τέρενς αγκάλιασε την Έμιλι και την έσφιξε πάνω του. «Αγαπούλα μου», είπε. «Αγαπημένο μου κοριτσάκι. Ποτέ σου μην ξεχάσεις πόσο πολύ σε αγαπούσα».

Λεν ήταν πιομένος. Μύριζε μονάχα αντισηπτικό σαπούνι και τσιγαρίλα κι είχε πάνω του εκείνη την παράξενη μυρωδιά, που πάντα φαινόταν να είναι

11

GRAHAM MASTERTON

κολλημένη στα ρούχα του, ειδικά όταν επέστρεφε απ' τη δουλειά. Δούλευε στις «κτηνοτροφές». Αυτό της είχε πει όλο ία όλο.

«Κι εγώ σ' αγαπώ, Μπαμπάκα», είπε επιφυλακτικά η Έμιλι. Ο Τέρενς την έσφιξε πολύ δυνατά ία έπειτα άρπαξε τη Λίζα και την αγκά-

λιασε ία εκείνη. «Λίζα, αγαπημένη μου, αν ήξερες μόνο πόσο ιδαίτερη είσαι για μένα. Αν ήξερες».

Η Λίζα δεν είπε κουβέντα, αλλά κοίταξε προς το μέρος της Έμιλι με μια έκφραση εν μέρει κτητική (αυτός είναι ο μπαμπάκας μου) και εν μέρει απο-ρημένη (γιατί μας έφερε εδώ; Γιατί μας φέρεται με τόση πολλή αγάπη;).

Στο τέλος, ο Τέρενς κάθησε σταυροπόδι, ανακάτεψε τα μαλλιά του Τζορτζ και τον τράβηξε κοντά του. «Έι, Τζορτζ, ξέρεις τι σημαίνει για έναν άντρα να 'χει ένα γιο;»

Ο Τζορτζ έγνεψε καταφατικά. «Ξέρω», είπε. Κι έπειτα: «Μπορούμε να γυρίσουμε σπίτι τώρα;»

Ο Τέρενς ανακάτεψε τα μαλλιά του Τζορτζ με μια σύντομη κίνηση άπει-ρης τρυφερότητας ία ο Τζορτζ τα ίσιωσε ξανά εκνευρισμένος. Ο Τέρενς χαμογέλασε. Έπειτα σηκώθηκε αργά. Η βροχή έπεφτε πάνω στο στάρι μ' ένα ήχο σαν δυνατό κροτάλισμα ία ο άνεμος ολοένα δυνάμωνε. Ήταν ολοφάνερο, δεν ήταν ώρα να χορεύει κανείς μες στα σταροχώραφα. Δεν ήταν ώρα για να χορεύει κάποιος γενικότερα.

«Πρέπει να προσευχηθούμε», είπε ο Τέρενς. «Εμπρός, παιδιά. Είναι ώρα να κάνουμε το σωστό. Ας γονατίσουμε τώρα ία ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο ία ας του ζητήσουμε να μας σώσει απ' το κακό μας αίμα».

«Και π γάτα μαγειρεύει και ο ποντικός χαζεύει!» ούρλιαξε ο Τζορτζ. «Χορεύει, Τζορτζ, όχι χαζεύει», τον παρατήρησε π Έμιλι. «Χαζεύει είναι», φώναξε ο Τζορτζ. Ο Τέρενς μίλησε και ο τόνος της φωνής του είχε γίνει επιτακτικότερος.

«Πρέπει να προσευχηθούμε, παιδιά. Καταλαβαίνετε; Γονατιστέ —γονατιστέ ενώπιον του Κυρίου και προσευχηθείτε».

Όλα τα παιδιά τον κοίταξαν επίμονα. Η βροχή διαρκώς δυνάμωνε ία εκεί-νος τους ζητούσε να γονατίσουν σ' εκείνο το χωράφι και να προσευχηθούν;

«Προσευχηθείτεί», ούρλιαξε. «Για τ' όνομα του Χριστού, προσευχήθείτεΛ» Η Λίζα γονάτισε πρώτη. Έπειτα ο Τζορτζ. Έπειτα η Έμιλι. Η βροχή τώρα

έπεφτε τόσο δυνατά, που η Έμιλι μετά βίας μπορούσε να δει, κι αναγκάστηκε να βγάλει τα γυαλιά της και να τα σκουπίσει στο στρίφωμα του στενού της φορέματος. Το χώμα ήταν πετρωμένο και γεμάτο εξογκώματα και πλάγιαζε τα γυμνά της γόνατα, σκέφτηκε, όμως, ότι όσο mo σύντομα έκανε ό,τι της έλε-γαν, τόσο πιο σύντομα θα τέλειωναν όλα αυτά και θα έμπαιναν ξανά στο στέι-σον βάγκον και θα γυρνούσαν σπίτι για το δείπνο. Η Μαμά έψηνε χοιρομέρι. Πάντα έψηνε χοιρομέρι τα απογεύματα του Σαββάτου. Και πάντα έδινε στην Έμιλι την πρώτη φέτα, που ήταν σκούρα απ'το μέλι και μύριζε έντονα γαρίφα-

12

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

λο. Και πάντα το συνόδευε με καλαμπόκι ή χυμό, «Κλείστε ία μάτια σας», είπε ο Τέρενς και τα παιδιά έκλεισαν τα μάπα τους, Η Έμιλι άκουγε τη βροχή που σάρωνε το χωράφι. Άκουγε τον άνεμο που

λυσσομανούσε και τα πόδια του πατέρα της που σέρνονταν μπρος-πίσω μες στα στάχυα. Είπε, όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς* αγιασθήτω το όνομά Σου...»

Η Λίζα ακολούθησε, ία έπειτα ο Τζορτζ. Ο Τζορτζ δεν ήξερε πολύ καλά την Κυριακή Προσευχή ία όλο ξεχνούσε λέξεις.

«Σώσε μας απ' το κακό αίμα, Κύριε», είπε ο Τέρενς και τα παιδιά είπαν «Σώσε μας!»

Η Έμιλι άκουγε τον πατέρα της να στριφογυρίζει πίσω τους. Ανοιξε τα μάτια της και γύρισε προς τα πίσω, προσπαθώντας να τον δει, όμως εκείνος της φώναξε «Κράτα τα μάτια σου κλειστά, Έμιλι, γλυιαά μου! Κράτα τα μάτια σου σφιχτά κλεισμένα! Και προσευχήσου! Γιατί αλλιώς δε θα σωθείς!»

Υπάκουα, εκείνη ξανάκλεισε τα μάτια. Τότε, όμως, άκουσε τον πιο ανατριχιαστικό ήχο που είχε ακούσει ποτέ στη ζωή της. Ο πατέρας της τρα-γουδούσε — όχι με την κανονική του φωνή, αλλά μ' ενα παράξενο φαλσέτο, λες και προσπαθούσε να τραγουδήσει σαν γυναίκα. Η Έμιλι τρεμούλιασε απ' το κρύο. Το φόρεμά της είχε γίνει μούσκεμα και ήθελε απελπισμένα να πάει στην τουαλέτα* δεν τολμούσε, όμως, ν' ανοίξει τα μάτια της, όχι μέχρι να της πει ο πατέρας της να το κάνει.

«Οδήγησε ρε, ευγενικό Φως·,.· εν μέσω του σκότους που μας περιβάλλει», τραγουδούσε. «Οδήγησε με εμπρός\»

Τον άκουγε να στριφογυρίζει, να στριφογυρίζει. Λεν τον είδε, όμως, ν' ανοίγει το παλιό σακίδιο, V απλώνει μέσα με προ-

σοχή το χέρι του και να βγάζει το μεγαλύτερο δρεπάνι του, το δρεπάνι που χρησιμοποιούσε για να κλαδεύει τις βατομουριές. Λεν τον είδε να διατρέχει την κόψη της λεπίδας με τον αντίχειρά του και να τον σχίζει μέχρι το κόκαλο, τόσο κοφτερή ήταν, ία έπειτα να πιπιλάει σκεφτικός το αίμα που ξεπηδούσε.

«Η νύχτα είναι σκοτεινή», τραγουδούσε, «και βρίσκομαι μακριά απ' το σπίτι μου, οδήγησε με».

Το αίμα απ' τον σχισμένο του αντίχειρα κυλούσε σε δυο ρυάκια απ' τον αριστερό του καρπό και μες στο μανίκι του. Πλησίασε τα παιδιά του με το ειδι-κά ακονισμένο δρεπάνι στο χέρι και πρόσωπο ήρεμο, γεμάτο συμπόνια. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν «Σώσε μας». Σώσε μας απ' το κακό, το κακό αίμα. Ο άνεμος τώρα φυσούσε τόσο άγρια που πάνω στο στάρι κατά μήκος του χωραφιού σχηματίζονταν ασημένια φιδίσια σχήματα και τα άχυρα κεντούσαν τα μαγουλά του. Ο εκτεθειμένος λαιμός του μικρού Τζορτζ ήταν τόσο λεπτός και λευκός, με λίγο χνούδι μόνο πάνω του και μια μικροσκοπική ελιά. Αν ο Τζορτζ μεγάλωνε ποτέ αρκετά ώστε ν' αποκτήσει ματαιοδοξία και συναίσθηση του εαυτού του, θα είχε κάνει εγχείρηση για να διορθώσει εκείνα

13

GRAHAM MASTERTON

τα πεταχτά αυτιά. Όμως ήταν καλύτερα έτσι -καλύτερα για τον Τζορτζ παρά για κανέναν άλλο, μιας και ο Τζορτζ ποτέ δε θα γνώριζε τη ματαιοδοξία ή την ντροπή και η καρδιά του Τζορτζ θα παρέμενε για πάντα αγνή.

Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται Ο Τέρενς στάθηκε πίσω απ' τον Τζορτζ και λίγο αριστερά του. Ο Τζορτζ

ψιθύριζε: «Πάτερ πάτερ εν τοις ουρανοίς αγιαστί τ' όνομά σου, γεννηθεί το θέλημα σου, ελθέτω η βασιλεία σου».

Ο Τέρενς ύψωσε το δρεπάνι στον ουρανό και κείνο άστραψε. Έπειτα to κατέβασε με δύναμη και πήρε το κεφάλι του Τζορτζ μ' ένα μόνο κτύπημα. Το κεφάλι κατρακύλησε εκεί που οι χρυσόβεργες ήταν πιο πυκνές και κείνες έξαφνα σταμάτησαν το τρεμούλιασμά τους ία αναρίγησαν σπασμωδικά. Απ' το λαιμό του Τζορτζ εκτοξεύτηκε ένας πίδακας από λαμπερό κόκκινα αίμα ία έπειτα το κορμί του γκρεμίστηκε προς τα εμπρός πάνω στη λάσπη.

Αμέσως —κάνοντας ένα γρήγορο, απότομο βήμα προς τ' αριστερά— ο Τέρενς κατέβασε το δρεπάνι στο λαιμό της Λίζας, κόβοντας κοτσίδες, δέρμα, σάρκα και ραχοκοκαλιά. Όχι πέρα ως πέρα. Η Λίζα φώναξε, αχ! —λες και της είχε ρίξει ένα χαστούκι όλο κι όλο. Έπειτα, όμως, ο Τέρενς διόρθωσε το κρά-τημα του και κατάφερε καινούργιο χτύπημα, προς τα πάνω τούτη τπ φορά, κατευθείαν στο λάρυγγά της και το κεφάλι της κατρακύλησε απ' τους ώμους της ία έπεσε στο έδαφος πίσω της. Το πρόσωπο της τον κοιτούσε από κάτω έκπληκτο, ενώ τα γαλάζια της μάπα ήταν ορθάνοιχτα και τα σιδεράιαα των δοντιών της αστραφτοκοπούσαν. Το αίμα ξεπήδησε με ορμή απ' τον ακρωτη-ριασμένο της λαιμό, σχημάτισε ξαφνικά ένα S στον αέρα και πιτσίλισε το πρόσωπο και τα χέρια του Τέρενς.

Η Έμιλι άκουσε τους χτύπους και το θρόισμα ία όλη τη φασαρία και τόλμησε ν' ανοίξει τα μάτια της. Στράφηκε ία είδε τον πατέρα της να στέκε-ται με το πρόσωπο του σημαδεμένο από άλικο χρώμα και το χερι υψωμένο. Δεν είδε καν το δρεπάνι — είδε, όμως, τη Λίζα πεσμένη στη λάσπη. Είδε τη ροζ καρό μπλούζα της Λίζα διακοσμημένη με αίμα. Είδε τον Τζορτζ σωρια-σμένο κι εκείνον στο έδαφος.

«Μπαμπάκα;» τσίριξε, με τεταμένη, σφιγμένη φωνή. Ο Μπαμπάκας τής χαμογέλασε. Ένα αργό, σίγουρο χαμόγελο σαν

καλωσόρισμα. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε ότι σκόπευε να τη σκοτώσει. Αισθάνθηκε τη δαγκάνα του απόλυτου τρόμου. Σηκώθηκε όρθια —αργά,

τρεμουλιαστά — και σιγά σιγά άρχισε ν' απομακρύνεται. Η βροχή κεντούσε το πλευρό του προσώπου της κι έσταζε από τα βλέφαρα και το πηγούνι της. Ο Τέρενς την πλησίασε με το χέρι ακόμα υψωμένο και, λες και τραγουδούσε κάποιο νανούρισμα, είπε απαλά: «Έμιλι —Έμιλι; Μ' ακούς, γλυκιά μου; Σ' αγαπώ! Πρέπει να σωθείς! Δε γίνεται ν' αφήσεις τον Τζορτζ και τη Λίζα να φύγουν μόνοι τους! Πρέπει να σωθείς, πανέμορφο μου κοριτσάκι!»

14

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

Κατέβασε το χέρι του, πολύ γρήγορα ία εκείνη αισθάνθηκε κάτι να αγγί-ζει ελαφρά τον ώμο της. Ήταν ένα δυνατό τσίμπημα, σαν το τσίμπημα μιας μέλισσας —μόνο, όμως, όταν πίεσε το χέρι της πάνω του ία ένιωσε μια πλημ-μύρα από κολλώδη ζεστασιά, συνειδητοποίησε τι της είχε κάνει ο πατέρας της. Σήκωσε για μία ακόμη φορά το χέρι του και τούτη τη φορά εκείνη σήκω-σε το βλέμμα και είδε το δρεπάνι.

Ήθελε να του μιλήσει, να του πει να σταματήσει. Ήταν η Έμιλι, η Έμιλι! Ήταν το πιο μεγάλο και το mo αγαπημένο κοριτσάκι του Μπαμπάκα! Δεν μπο-ρούσε, όμως, να βρει τις λέξεις για να του το εξηγήσει. Δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις για να του το πει. Το στήθος της ήταν τόσο σφιγμένο και το λαρύγγι της τόσο κλειστό και ολόκληρο το μυαλό της ήταν μπλοκαρισμένο απ' τον πανικό.

Αντί να προσπαθήσει να του μιλήσει, έκανε μεταβολή ία άρχισε να τρέχει. Δεν ήξερε πού πήγαινε. Ήξερε μόνο ότι, αν ήθελε να ζήσεί, έπρεπε να

τρέξει και να συνεχίσει να τρέχει, ώσπου να μην μπορεί πια να την ακολουθή-σει ο πατέρας της.

«Έμιλι!» βρυχήθηκε προς το μέρος της. «Έμιλι, γύρισε πίσω!» Εκείνη χώθηκε μες στα στάχυα. Της μαστίγωναν τους αστραγάλους και η

βροχή τής σκαμπίλιζε το πρόσωπο. Άκουγε ζώα να σκορπίζουν βιαστικά προς όλες τις κατευθύνσεις, ποντίκια, αρουραίους, σταροτέρατα. Συνήθως τη φόβιζαν, όχι, όμως, εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα έπρεπε να τρέξει. Έπρεπε να τρέξει και να συνεχίσει να τρέχει, ακόμα κι αν δε σταματούσε ούτε στιγμή, ώσπου να φτάσει στο σπίτι.

Βάδιζε σκοντάφτοντας από χαντάκι σε χαντάκι. Το πρόσωπο της ήτανγρα-τζουνισμένο και μες στα σανδάλια της είχαν μαζευτεί χαλίκια και χοντρή άμμος. Ή ξ ε ρ ε ότι ο πατέρας της βρισκόταν πολύ κοντά της. Μπορούσε ν' ακούσει τα βαριά, θορυβώδη του βήματα, σαν τα βήματα ενός τρομερού όντος που σε κυνηγά σε κάποιο όνειρο. Σαν τον Πράαινο Ταξιδευτή που βροντά ξανά και ξανά την πόρτα σου. Τον άκουγε να πασχίζει να πάρει ανάσα και να την φωνάζει και να την καλοπιάνει. «Δε γίνεται ν' αφήσεις τον αδερφό σου και την αδερφή σου μόνους τους, Έμιλι, σε χρειάζονται!»

Ο φόβος την είχε κυριεύσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε μόλις μπορούσε να θυμηθεί πώς να τρέξει. Σχεδόν έμπαινε στον πειρασμό να σταματήσει, να πέσει στα γόνατα και ν' αφήσει τον Μπαμπάκα να κάνει ό,τι ήθελε. Όμως είχε δει τόσο πολύ αίμα και τα ματωμένα δάχτυλα της Λίζα κουλουριασμένα προς τα πάνω και ήξερε ότι π Λίζα ήταν σίγουρα νεκρή, ίσως και ο Τζορτζ. Ήταν απόλυτα πεπεισμένη ότι αν ο πατέρας της την πρόφταινε, εκείνη θα πέθαινε και γι' αυτό το λόγο συνέχισε να τρέχει.

Πίσω από τα θολωμένα απ' τη βροχή γυαλιά της, τα μάτια της είχαν γουρ-

15

GRAHAM MASTERTON

λώσει όπως κι ενός κουνελιού. Ο Τέρενς δεν ήταν και πολύ γυμνασμένος, δεν ήταν, όμως, ο άνθρωπος που

θα παρατούσε κάτι εύκολα. Ο Τέρενς δεν απολάμβανε τον πόνο, όμως ο πόνος ήταν ο μόνος τρόπος για να κερδίσεις ό,π πραγματικά επιθυμούσες, έτσι του έλεγε πάντοτε ο πατέρας του. Ο πατέρας του τού είχε χτυπήσει τις αρθρώσεις των δαχτύλων με έναν ατσάλινο χάρακα και είχε πει με πονηρή χαρά: «Τίποτα δεν αξίζει ούτε δεκάρα, παρά μόνον αν βασανίστηκες για να τ' αποκτήσεις».

Κι ο πατέρας του Τέρενς ήξερε από βάσανα. Ο πατέρας του Τέρενς ήταν παντρεμένος με τη μητέρα του Τέρενς.

Κι η μητέρα του Τέρενς — εκείνη τη νύχτα του 1962 — Ο Τέρενς δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να το σκεφτεί, όχι

τώρα. Η σκέψη αυτή τον παρέλυε, του άρπαζε ίο κεντρικό νευρικό σύστημα σαν την παγωμένη μέγγενη ενός μηχανικού. Και έπρεπε να πιάσει την Έμιλι. Έπρεπε! Έπρεπε να εξιλεωθεί για τη γέννηση των παιδιών του. Έπρεπε να εξιλεωθεί για τόσες πολλές πράξεις βδελυρού εγωισμού. Έπρεπε να τα λυτρώσει, έπρεπε να τα απελευθερώσει. Ήθελε την ελευθερία τους περισσότερο από καθετί άλλο. Η σκέψη της λύτρωσής τους έκαιγε μες στο μυαλό του λαμπρή σαν φλεγόμενο μαγνήσιο, αγνή σα φλόγα.

Να γιατί συνέχιζε να τρέχει πίσω απ' την Έμιλι με τέτοια σκυλίσια επιμο-νή. Εκείνη ήταν μικρή, ήταν τρομαγμένη. Σύντομα θα κουραζόταν και θα σκόνταφτε. Τότε θα την έπιανε. Τότε θα την έσωζε, όπως είχε ήδη σώσει τη Λίζα και τον Τζορτζ.

Τώρα πάσχιζε να πάρει ανάσα. Δοξασμένος να 'ναι ο Κύριος στους ουρα-νούς! Ο Κύριος! Ετους ουρανούς! Δοξασμένος να 'ναι!

Η Έμιλι πλησίαζε προς τον αυτοκινητόδρομο, όχι πολύ μακριά απ' το ανά-χωμα όπου βρισκόταν λοξά παρκαρισμένο το στέισον βάγκον τους. Είχε πλέον σκοτεινιάσει τόσο πολύ, που ήταν δύσκολο να πει κανείς πού τέλειωναν τα σταροχώραφα και πού άρχιζε ο ουρανός. Η βροχή χτυπούσε την άσφαλτο σε οξεία γωνία, έτσι ώστε να τινάζονται προς τα πάνω σταγονίδια σχηματίζοντας μια ατέλειωτη παρέλαση από περιπλανώμενα φαντάσματα. Πενήντα ή εξήντα χιλιόμετρα μακριά, προς τα δυτικά, άστραφτε και βροντούσε και σηκώνονταν πυκνά μαύρα παραπετάσματα από χώμα, χιλιάδες τόνοι αγροτικής γης που είχαν σηκωθεί στον αέρα ία έκρυβαν τον ήλιο.

Η Έμιλι κοίταξε πίσω μόνο μια φορά, για να δει πόσο την είχε πλησιάσει ο πατέρας της. Ο Τέρενς ύψωσε και τα δυο του χέρια και φώναξε «Έμιλι! Έμιλι! Δεν ξέρεις τι κάνεις, γλυκιά μου! Δεν ξέρεις τι σου μέλλεται!»

Το πόδι του Τέρενς πιάστηκε σε μια τούφα χόρτου κι εκείνος σκόνταψε ία έπεσε στο ένα γόνατο. Καθώς σηκώθηκε ξανά, είδε σε μέση απόσταση ένα φως που τρεμόσβηνε - τ η ν κοφτή, ένιονη λάμψη από τους προβολείς ενός αυτοκινήτου. Πρέπει να το είχε δει και η Έμιλι, μιας και άρχισε να ανεμίζει σαν τρελή τα κοκαλιάρικα χέρια της- και πάνω απ' τον ήχο της βροχής και τις

16

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

ριπές του ανέμου που μούγγριζε μανιασμένα, ο Τέρενς άκουγε το τ σι ριχτό ουρλιαχτό της.

Ο Τέρενς αγωνιζόταν μ' όλες του τις δυνάμεις, με τα πόδια του να κινού-νται π άνω-κατ ω σαν έμβολα, τις γροθιές του σφιγμένες, το πρόσωπο του βλοσυρό. Μπορούσε ν' ακούσει την καρδιά του να χτυπά δυνατά, λες και κάποιος είχε πιάσει ένα ραβδί και δίχως λόγο χτυπούσε μανιασμένα ένα νεκρό σκυλί.

Θεέ μου, αν δεν την έπιανε, εκείνη δε θα σωζόταν, δε θα σωζόταν! Τα αυτοκίνητο ολοένα πλησίαζε και οι προβολείς του έκαναν τις

σταγόνες τις βροχής να οπινθηρίζουν, Ένα ημιφορτηγό Ελ Καμίνσ στο χρώμα του μπρούντζου, κινούνταν στον ανώμαλο δρόμο χοροπηδώντας και γέρνο-ντας. Η Έμιλι άρχισε να στριγγλίζει, να ανεμίζει τα χέρια της σαν τρελή και να τρέχει, λες και ο Σατανάς βρισκόταν στο κατόπι της, λες και ο ίδιος ο Χάρος ανάσαινε στο σβέρκο της.

Ο Τέρενς ξεφύσηξε, ούρλιαξε και στριφογύρισε τριγύρω το δρεπάνι, κάνοντας το να ξεφυσά και να σφυρίζει όπως ία ο ίδιος.

«Έμιλι! Στάσου, Έμιλι! Στάσου, γλυκιά μου!» Όμως η Έμιλι είχε κατηφορίσει το διαλυμένο λασπώδες ανάχωμα κου-

τρουβαλώντας και είχε φτάσει στον αυτοκινητόδρομο και οι άνθρωποι στο ημιφορτηγό πρέπει να την είχαν δει, μιας και έκοψαν ταχύτητα μέχρι που στα-μάτησαν, ενώ οι υαλοκαθαριστήρες ανέμιζαν πέρα-δώθε σαν τρελοί. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε.

Ο Τέρενς πλησίασε πηδώντας τα λιγοστά χαντάκια που απέμεναν, γλί-στρησε στην πλαγιά του αναχώματος και στάθηκε στο δρόμο με το ματωμένο του δρεπάνι στο χέρι, λαχανιάζοντας, ιδροκωπώντας και κοιτώντας.

Ο οδηγός του αυτοκινήτου πήδηξε έξω και η Έμιλι παραλίγο να συγκρου-στεί με την πόρτα. Εκείνος άπλωσε το αριστερό του χέρι και την τράβηξε μέσα, την τράβηξε προστατευτικά κοντά του.

Ήταν ένας ψηλός, λεπτός ασπρομάλλης άνδρας που φορούσε γυαλιά κι ένα γκρίζο λινό πανωφόρι, οαν εκείνα που φορούν οι ωρολογοποιοί ή οι λουστραδόροι. Το φαρδύ γκρίζο του παντελόνι κυμάτιζε στον άνεμο. Τα μαλ-λιά του ανέμιζαν σαν τρελά. Πέρασε το μπράτσο του γύρω απ' τους ώμους της Έμιλι και καθώς ο Τέρενς τον πλησίασε, διέκρινε στο πρόσωπο του μια έκφραση ολοφάνερης αποφασιστικότητας, σαντου δόκτωρος Μπ. Έιτς Κίμπι, του οδοντίατρου που είχε ποζάρει για τον πίνακα του Γκραντ Γουντ, American Gothic, Κλασικό τέκνο της Αιόβα -«καλός και σταθερός άνθρωπος». Καθώς ο Τέρενς πλησίασε πιο κοντά, μπόρεσε να διακρίνει στη θέση του συνοδηγού τη γυναίκα του άλλου, κοκαλιάρα με άσπρα μαλλιά, να περιμένει, όπως κάθε γυναίκα σαν ία εκείνη περιμένει την έκβαση των όσων έχουν αποφασίσει οι άντρες τους να κάνουν.

«Κάνε πίσω, τώρα!» φώναξε ο γέρος, «Μ' ακούς, κύριε; Κάνε πίσω!»

17

GRAHAM MASTERTON

Ο Τέρενς κοίταξε τριγύρω του, αριστερά και δεξιά, ακόμα και πίσω του, δήθεν μπερδεμένος. Τα μάτια ίου είχαν γίνει σαν σχισμές κόντρα στη βροχή. Όλη την ώρα, όμως, κρατούσε το δρεπάνι υψωμένο όσο σφιχτά γινόταν, με χέρι σταθερό σαν βράχος, λες και το δρεπάνι ήταν με μαγικό τρόπο καρφω-μένο στον αέρα kl εκείνος ήταν κολλημένος επάνω του.

«Δεν ξέρω ποιος είσαι, κύριε, ή τι προσπαθείς να κάνεις!» του είπε ο γέρος. «Καλύτερα, όμως, να κάνεις πίσω».

«Αυτή είν' η κόρη μου», φώναξε ο Τέρενς, πλησιάζοντας πιο κοντά, κάνο-ντας κάθε φορά ένα προσεκτικό βήμα. «Αυτό είναι το κοριτσάκι μου».

Άνοιξε διάπλατα τα χέρια για να τονίσει την αθωότητα και να επιδείξει την έλλειψη δόλου του.

«Δε θέλω να ξέρω τα ποιος ή τα γιατί τούτης της ιστορίας», είπε ο γέρος. «Μπορούμε ν' αφήσουμε το σερίφη να βγάλει άκρη».

«Κάτω τα χέρια σου απ' την κόρη μου», τον προειδοποίησε ο Τέρενς. «Δε γίνεται, κύριε. Τούτη η μικρή κυρία θα 'ρθει μαζί μας». Ο Τέρενς κούνησε αργά το κεφάλι του πέρα ως πέρα. «Ω, όχι», είπε,

απαλά, τόσο απαλά που στην αρχή ο γέρος δεν μπορούσε να τον ακούσει. «Ω, όχι, τούτη η μικρή κυρία πρέπει να σωθεί».

«Πίσω!» έκανε απότομα ο γέρος, κι έσπρωξε βιαστικά την Έμιλι στο μπροστινό κάθισμα του ημιφορτηγού. «Σε προειδοποιώ, κύριε, μείνε εκεί που είσαι!»

Ο Τέρενς πλησίασε βήμα βήμα το γέρο, προσεκτικά, ώσπου βρέθηκε μόλις εξήντα πόντους μακριά του. Οι σταγόνες της βροχής κατρακυλούσαν στις πλευρές του προσώπου του και κρέμονταν απ' τους λοβούς των αυτιών του σαν διαμαντένια σκουλαρίκια. Κοιτούσε το γέρο λες και δεν είχε δει ποτέ άλλοτε κάποιον σαν KL εκείνον. Ο γέρος άδραξε το πάνω μέρος της πόρτας του ημιφορτηγού του και αναρίγησε, ανταπέδωσε, όμως, το βλέμμα με το προκλητικό ύφος του πραγματικά τρομοκρατημένου.

Ο Τέρενς χτύπησε ελαφρά τη λεπίδα του δρεπανιού στο πάνω μέρος της πόρτας τικ τικ πκκαι είπε καθαρά: «Τούτη η μικρή κυρία, είναι η δική μου μικρή κυρία, κύριε, ια αν προσπαθήσεις να μου τηνπάρεις, θα είσαι ένοχος απαγωγής. Ή, μάλλον, κάτι χειρότερο, θα είσαι ένοχος γτα το ότι θα έχεις στείλει την ψυχή της στην ίδια την κόλαση, να τροφοδοτήσει τις φλόγες ολάκερης της αιωνιότητας. Θες στ' αλήθεια να σου βαραίνει κάτι τέτοιο τη συνείδηση;»

«Άμπνερ», φώναξε φοβισμένα μες απ' το αυτοκίνητο π γυναίκα του γέρου. «Άμπνερ, δε θέλουμε να συγχύσουμε κανέναν για κάτι που δε μας αφορά».

Ο Τέρενς σήκωσε το δρεπάνι και το κράτησε μπρος στο πρόσωπο του γέρου. «Σωστά, Άμπνερ», είπε, καρφώνονΐάς τον με τα μάτια, «Δε θέλουμε να συγχύσουμε κανέναν, έτσι δεν είναι;»

Σήκωσε αργά την αιχμή του δρεπανιού και τίναξε μια σταγόνα βροχής,

18

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

που κρεμόταν απ' την άκρη της μύτης του γέρου. «Πώς θα σου φαινόταν, Άμπνερ; Τι θα 'λεγες για μια τσάμπα πλαστική εγχείρηση; Μπορώ να ξεφορ-τωθώ τούτη την απαίσια μυτόγκα σου, μέχρι να πεις κίμινο».

Ο άνεμος δυνάμωσε απότομα και το ημιφορτηγό κουνήθηκε πέρα-δώθε πάνω στη σαραβαλιασμένη του ανάρτηση. Ο γέρος είπε: «Δε μ' αρέσει να μ' απειλείς έτσι, κύριε. Και δεν πρόκειται να πω ότι δε με φοβίζεις, γιατί θα 'λε-γα ψέματα. Κόρη σου, ή όχι, δε βλέπω το λόγο να σ' αφήσω να πάρεις τούτο το κορίτσι. Το καταλαβαίνεις; Αν της συμβεί κάτι, θα το έχω βάρος στη συνεί-δηση μου μέχρι να πεθάνω».

Ο Τέρενς χαμήλωσε το δρεπάνι, «Βάρος στη συνείδηση σου;» ρώτησε, «Αυτό είναι που λέμε θανάσιμο δίλημμα, έτσι δεν είναι; Αυτό είναι που λέμε εκατό τοις εκατό θανάσιμο δίλημμα».

Ακολούθησε ένα παράξενο διάστημα, ούτε ένα λεπτό, όπου κανείς τους δε μίλησε, αλλά η βροχή εξακολούθησε να χτυπά με κρότο τις πλευρές του ημιφορτηγού ία ο άνεμος εξακολούθησε να φλυαρεί. Από το Χόκαϊ Ντάουνς ως το Ίντιαν Κρικ, ο άνεμος σάρωνε ία πάντα. Πέρα στα βορειοανατολικά, πέρα απ' το Μάριον, οι αστραπές τρεμόσβηναν πίσω απ' τα σύννεφα και στον αέρα πλανιόταν μια έντονη οσμή όζοντος, σαν εκείνη που βγαίνει απ' τους μόλις ανοιγμένους τάφους.

Ο Τέρενς ήταν έτοιμος να πει κάτι ακόμα όταν τον διέκοψε ένας δυνατός, διαπεραστικός ήχος σαν στριγγλιά. Τα μάτια του γούρλωσαν και έστρεψε το βλέμμα του πέρα απ' τον ώμο του γέρου, στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού.

ηΤι στο διάολο ήταν αυτό;» απαίτησε να μάθει. «Τίποτα, Τίποτα απολύτως», «Το "τίποτα" τσιρίζει σαν τον ίδιο το διάβολο». Ο γέρος ανασήκωσε τους ώμους. «Γουρούνια είναι. Ένα ζευγάρι απογα-

λακτισμέ να Μπέρκσάίρ, που τα πήγαινα στου ξαδέρφου μου στο Μπέρτραμ. Πίστεψε με, κύριε -π ίστεψέ με, δε θέλω μπελάδες. Σε παρακαλώ».

Ο Τέρενς τον κοίταξε επίμονα, χωρίς ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια, παρά τη βροχή που κυλούσε ατο πρόοωπό του. Έπειτα προχώρησε γύρω απ το πλευρό του ημιφορτηγού με το δρεπάνι τ ου υψωμένο και κοίταξε στο πίσω μέρος. Δυο γεροδεμένα αρσενικά γουρουνάκια ήταν δεμένα κοντά στο πίσω μέρος της καμπίνας, πάνω σ' ένα στρώμα βρεγμένα άχυρα απ' τ' αγρόκτημα. Το ένα ήταν ροζ με μαύρες κηλίδες, λες και κάποιος είχε τινάξει πάνω του μια πένα γεμά-τη μελάνη' το άλλο ήταν ροζ σαν ζαμπονάια. Όταν είδαν τον Τέρενς να πλη-σιάζει άρχισαν να ρουθουνίζουν και να γρυλίζουν, ενώ το ένα άρχισε να σκού-ζει, να χτυπιέται και να κλοτσά το τοίχωμα της καρότσας σαν τρελό.

Ο Τέρενς πήγε μέχρι την καρότσα, ακούμπησε πάνω της τους αγκώνες του και κράτησε το δρεπάνι έτσι ώστε να μπορούν να το δουν καθαρά τα γου-ρουνάκια, Και τα δύο βρίσκονταν ήδη στα πρόθυρα της υστερίας· έσκουζαν, μούγκριζαν και τραβούσαν τα δεσμά τους.

19

GRAHAM MASTERTON

«Τα τρομάζω, έτσι δεν είναι;» είπε ο Τέρενς. Τα κοίταξε για λίγο που έσκουζαν. Έπειτα στράφηκε προς το μέρος του γέρου και σκούπισε τη βροχή απ' το μέτωπο του με τη ράχη του χεριού που κρατούσε το δρεπάνι.

«Γουρούνια!» είπε ο γέρος, σχεδόν ξεφωνίζοντας για ν' ακουστεί κόντρα στον άνεμο. «Ξέρουν να κρίνουν το χαρακτήρα των ανθρώπων! Είναι ία εκεί-να θνητά, όπως και μεις, Ξέρουν τι τους γίνεται».

«Το 'χω ακούσει αυτό», είπε ο Τέρενς. «Έχω ακούσει ακόμα να λένε ότι μπορείς να κοιτάξεις μες στο μάτι του γουρουνιού και να δεις πόσο σύντομα πρόκειται να πεθάνεις».

«Κύριε —σε παρακαλώ — » φώναξε η γυναίκα του γέρου μέσα απ' το ημιφορτηγό, «Το κοριτσάκι σου εδώ μέσα τρέμει τόσο που κοντεύει να διαλυ-θεί. Σε παρακαλώ, άσε μας να φύγουμε. Δε θα πούμε σε κανέναν τι συνέβη εδώ, στο υπόσχομαι».

Ο Τέρενς την αγνόησε. «Κοίτα μες στο μάτι του γουρουνιού, Άμπνερ», είπε στο γέρο.

«Τι;» «Κοίτα μες στο μάτι του, Άμπνερ. Δες πότε πρόκειται να πεθάνεις». Ο Άμπνερ δίστασε. Ο άνεμος άρχισε να δυναμώνει ία άλλο ία έξαφνα

τους κούφανε μια τρομερή βροντή ακριβώς από πάνω τους, που έκανε το δρόμο να σειστεί και τα γουρουνόπουλα να ουρλιάξουν τρομοκρατημένα. Η βροχή σαν να δίστασε μια στιγμή, έπειτα, όμως, άρχισε να πέφτει ξανά, ακόμα πιο καταρρακτωδώς απ' ό,τι πριν ία απ' τον αυτοκινητόδρομο σηκώθηκαν ακόμα περισσότερα φαντάσματα.

«Κύριε, έχω βραχεί μέχρι το κόκαλο εδώ ία έχω οστεοαρθρίτιδα». «Εμπρός. Άμπνερ», είπε ο Τέρενς και πρόγγηξε το γέρο στο στήθος με την

αιχμή του δρεπανιού του. «Σε προκαλώ, κοίτα μες στο μάτι του! Τι να τις κάνουμε τις κρυστάλλινες σφαίρες ή τα φύλλα του τσαγιού, Άμπνερ; Τι να τις κάνουμε τις βελόνες για να μαντέψουμε το μέλλον, όταν έχουμε το μάτι του γουρουνιού;»

Ο γέρος έστρεψε επιφυλακτικά το κεφάλι του προς το πίσω μέρος του ημιφορτηγού. Τα γουρουνόπουλα δεν έσκουζαν ma, ούτε κλοτσούσαν, εξακο-λουθούσαν, όμως, να τραβούν τα δεσμά τους σε κατάσταση τρομερής αγω-νίας. Βρομούσαν κάτουρο και φόβο.

Με τεντωμένη, πνιγμένη φωνή ο γέρος είπε: «Η Ντόροθί μου σου λέει την αλήθεια, κύριε. Δε θα πούμε κουβέντα σε κανέναν, στ' ορκίζομαι».

«Στο μάτι, Άμπνερ», επανέλαβε ο Τέρενς. Ο γέρος έριξε το βλέμμα του προς το πλησιέστερο απ' τα δύο γουρουνά-

κια. Το γουρουνόπουλο σταμάτησε να παλεύει ία έμεινε εντελώς ακίνητο, παρόλο που το αδέρφι του εξακολουθούσε να το σπρώχνει στα πλευρά. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το γέρο με —με τι; Με συμπόνια; Με θλίψη; Με αμηχανία; Στο κάτω-κάτω, όπως είχε πει κι ο γέρος, ήταν ία εκείνα θνητά, όπως και 'μεις.

20

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

Οι βλεφαρίδες του γουρουνόπουλου έμοιαζαν με λευκά αγκάθια, το μάτι του, όμως, έμοιαζε με μαύρο υγρό. Αντανακλούσε τα πάντα, με κυρτές γραμ-μές και απόλυτπ λεπτομέρεια - τ ο πλευρό της καρότσας, τη βροχή, τον ουρανό που κινούνταν με ταχύτητα, τη λεπτή μορφή του γέρου με τους στρογ-γυλούς ώμους που αναζητούσε κάποιο μαγικό σημάδι συμπόνιας μες στην ίδια του την αντανάκλαση.

Αντανακλούσε την έντονη τοιγκελωτή λάμψη απ' το δρεπάνι του Τέρενς, που έμοιαζε με την ανατολή του καινούργιου φεγγαριού σε μια ταινία παιγμέ-νη σε μεγάλη ταχύτητα.

Ο γέρος έστρεψε ξανά το βλέμμα του στον Τέρενς ένα κλάσμα του δευ-τερολέπτου προτού ο Τέρενς τον χτυπήσει και τίναξε το χέρι του για να προ-στατευθεί. Το δρεπάνι θέρισε και τα τέσσερα δάκτυλα του αριστερού του χεριού, μέσα σ' ένα σύμφυρμα από αίμα και κομμάτια σάρκας απ' τις αρθρώ-σεις. Παρέκκλινε απ' την πορεία του και, χτυπώντας την αριστερή πλευρά του προσώπου του γέρου, ξέσκισε το πάνω μέρος του αυτιού του, το μεγαλύτερο μέρος απ' το μάγουλο του και μια παχιά, πορφυρή λωρίδα απ' το χείλος,

Ο γέρος ούρλιαξε και σωριάστηκε με δύναμη στο πλάι του ημιφορτηγού. Τα γουρουνόπουλα ούρλιαζαν κι εκείνα, κλοτσούσαν και στριφογύριζαν πανικόβλητα. Το αίμα ράντισε το πίσω παρμπρίζ του ημιφορτηγού και ΊΟ κάθι-σμα Ίου οδηγού. Η Έμιλι ούρλιαξε ία εκείνη.

Τώρα ο Τέρενς βρισκόταν σε κατάσταση παροξυσμού. Η ιερή του ημέρα είχε μεταβληθεί σε κωμωδία. Τούτη η μέρα της σωτηρίας καταστρεφόταν από παρείσακτους και βλάσφημους, ηλίθιους χοιροτρόφους και γυναίκες.

Ένα ακόμα εκκωφαντικό μπούμαουνητό κατάπνιξε τις φωνές του, καθώς στάθηκε πάνω απ' το γέρο ία άρχισε να τον κατακρεουργεί.

Ο γέρος ούρλιαξε και προσπάθησε να σηκωθεί. Όμως το ματωμένο του χέρι γλίστρησε πάνω στη βρεγμένη πόρτα του ημιφορτηγού, σχηματίζοντας ένα ιερογλυφικό γεμάτο ραβδώσεις απ' τις σταγόνες της βροχής.

Στο εσωτερικό του ημιφορτηγού π γριά ούρλιαξε και κείνη, ενώ το λεκια-σμένο απ' το νερό παράθυρο παραμόρφωνε την όψη της. Πέρασε με κόπο στο κάθισμα του οδηγού και άνοιξε την πόρτα, όμως ο Τέρενς την ξανάκλεισε βίαια. Πρέπει να της είχε μαγκώσει τα δάχτυλα, γιατί την άκουσε να ξεφωνί-ζει σαν παγιδευμένο ζώο.

Ο Τέρενς κατακρεουργούσε το γέρο μανιασμένα, με πρόσωπο άγριο, και τα χτυπήματα σχημάτιζαν ένα μοτίβο σαν ψαροκόκαλο, πρώτα στα αριστερά, έπειτα στα δεξιά. Ο γέρος συνέχισε να βγάζει ένα χαμηλό, τρεμουλιαστό ουρλιαχτό, ενώ το δρεπάνι του Τέρενς βυθιζόταν στο τριχωτό του κεφαλιού του, στο πρόσωπο του και στα υψωμένα χέρια του.

Αίμα τιναζόταν παντού. Ο Τέρενς δεν είχε δει ποτέ του τόσο αίμα, παρά μόνο στο σφαγείο. Ένιωθε λες και λουζόταν με αυτό.

Το δρεπάνι έβγαζε ένα ζωηρά, χορταστικό ήχο κοψίματος, όπως όταν

21

GRAHAM MASTERTON

κάποιος δαγκώνει ένα μήλο. Μ' ένα ξαφνικό κτύπημα έκοψε το δεξί χέρι του γέρου απ' τον καρπό, ία έπειτα τον αριστερό του πήχυ. Πετσόκοψε το μεγαλύ-τερο τμήμα του τριχωτού του κεφαλιού του, έτσι ώστε τα μαλλιά του να κρέ-μονται πάνω στα μάτια του σε αιματοβαμένες τούφες. Παντού τριγύρω του έπεφταν άμορφα κομμάτια σάρκας.

Σε μια απεγνωσμένη απόπειρα αυτοπροστασίας, ο γέρος κουλσυριάστη-κε χάμω και πίεσε το πρόσωπο του στο βρεμένο οδόστρωμα, έτσι ο Τέρενς άρχισε να πετσοκόβει την πλάτη και τους ώμους του με αποτρόπαιη αποφασιστικότητα. Το λινό πανωφόρι του γέρου ήταν τόσο μουλιασμένο από αίμα, που είχε μαυρίσει.

Στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού τα γουρουνόπουλα συνέχιζαν το φρικιαστικό τους στρίγγλισμα- και κλοτσούσαν τα τοιχώματα του ημιφορτηγού με θανάσιμο πανικό.

Ο Τέρενς ύψωσε το χέρι που κρατούσε το δρεπάνι, για να καταφέρει τη χαριστική βολή στο γέρο. Γεύτηκε το αίμα και το νερό της βροχής. Ήθελε να κόψει το κεφάλι εκείνου του χωριάτη απ' τους ώμους του —ακόμα ία αν κάτι τέτοιο σήμαινε ότι ο ανακατωσούρης γερο-ηλίθιος σίγουρα θα σωζόταν, όπως σίγουρα είχαν σωθεί η Λίζα και ο Τζορτζ.

Καθώς, όμως, προσπάθησε να κατεβάσει το χέρι του, αισθάνθηκε δυο κοκαλιάρικα χέρια σαν νύχια αρπακτικού να αρπάζουν τον καρπό του. Γύρισε έξαλλος, απελπισμένος, με πρόσωπο κηλιδωμένο απ' το αίμα. Η Ντόροθι, η γυναίκα του γέρου, είχε βγει απ' το ημιφορτηγό, είχε έρθει από πίσω του και είχε κρεμαστεί από το χέρι του με μανία.

«Σταμάτα!» κραύγασε. «Σταμάτα! Σταμάτα! Τον σκοτώνεις! Είναι ο άντρας μου! Τι σου έχει κάνει;»

Ο Τέρενς ελευθέρωσε απότομα το χέρι του και κοίταξε τη γυναίκα. Η επέμβασή της τον είχε πραγματικά καταπλήξει· στ' αλήθεια. Λες την, μικρο-σκοπική, ασπρομάλλα και κοκαλιάρα σαν ορτύκι. Θα πίστευε κανείς ότι θα την παρέσερναν ο άνεμος και η βροχή. Φορούσε ένα κόκκινο καρό πουκάμισο, τ ζην και κόκκινα πλαστικά σκουλαρίκια. Ήταν η γυναίκα ενός επαρχιώτη: η γερασμένη νύφη ενός ακόμη πιο γερασμένου χωριάτη.

«Τον σκοτώνεις!» είπε με μάτια θολωμένα απ' τα δάκρυα. «Είναι ο άντρας μου και ο πατέρας των παιδιών μου κι εσύ τον σκοτώνεις!»

Ο Τέρενς κοίταξε κάτω. Δίπλα του, πάνω στην αστραφτερή υγρή άσφαλτο του δρόμου, ο γέρος είχε διπλωθεί στα δύο, με τα κούτσουρα που αποτελούσαν τώρα τα χέρια του σφιγμένα στο στέρνο. Βογγούσε σαν σκουριασμένη πόρτα, εεερργκ, εεργκ, ία έτρεμε. Απ' το στόμα του έσταζε αίμα και κάτω απ' το κορμί του κυλούσε ένα πλατύ ρυάκι αίματος, που αναμιγνυόταν με τη βροχή,

«Δεν τον έχω σκοτώσει ακόμα», αποκρίθηκε ο Τέρενς, με σιγανή, απόμακρη φωνή. «Όχι, όμως, ότι δεν προσπάθησα...τουλάχιστον αυτό πρέπει να μου το αναγνωρίσεις. Έχω κόψει σχεδόν όλα όσα με εμπόδιζαν. Εκτός απ'

22

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

το κεφάλι του, βέβαια, αλλά τώρα Θα έφτανα και ο' εκείνο». «Άσ1 τον ήσυχο», πρόσταξε η γριά. Έβγαλε τα γυαλιά της εξαιτίας της

βροχής, κράτησε, όμως, όλη την ώρα το βλέμμα της καρφωμένο στον Τέρενς. «Είναι ο άντρας μου. Άσ' τον ήσυχο».

Ο Τέρενς στράφηκε λίγο απ' την άλλη. Έτριψε τον δεξιό του αγκώνα, λες και είχε ζοριστεί αη' όλο αυτό το κόψιμο με το δρεπάνι. Απ' τη στιγμή που ο Τέρενς είχε σταματήσει το πετσόκομμα, τα γουρουνόπουλα είχαν ηρεμήσει λίγο όταν, όμως, στράφηκε ξανά προς το μέρος τους ξανάρχισαν το σκούξιμο με αναζωπυρωμένο πανικό.

Εκείνος στράφηκε ξανά προς τη γριά και καθώς το έκανε, το δεξί του χέρι τυλίχτηκε πίσω του, ακριβώς πίσω και δεξιά του, μ' όλη την επιδεξιότητα ενός καλού τενίστα και το δρεπάνι άστραψε στριφογυρίζοντας και παίρνο-ντας φόρα και τότε χραπ! το κεφάλι της αναπήδησε απ' τους ώμους της, κάνο-ντας το αίμα να ξεχυθεί λες και κάποιος είχε αναποδογυρίσει έναν κουβά, έπεσε στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού με ένα βαρύ γδούπο και κατρακύλη-σε μέχρι την πόρτα της καρότσας, όπου και σταμάτησε. Το πρόσωπο της απέ-μεινε να κοπάζει το άχυρο με ορθάνοιχτα μάτια, σαν το πρόσωπο γυναίκας που δεν έχει δει ποτέ της άχυρο.

Το κορμί της στεκόταν, ενώ απ' τον ακρωτηριασμένο της λαιμό τιναζόταν ένας ψηλός παλλόμενος πίδακας από αίμα, καμιά σαρανταριά εκατοστά στον αέρα. Ο Τέρενς εξακολουθούσε να την κοιτά. Ήταν απίστευτο ότι το κορμί της μπορούσε να στέκεται όρθιο μόνο του τόση ώρα, σαν να πίστευε ότι μπο-ρούσε να συνεχίσει να ζει χωρίς κεφάλι. Σχεδόν περίμενε πως θα 'κανε ένα βήμα ή πως θα άπλωνε το χέρι της προς το μέρος του. Τότε, όμως, τη χτύπη-σε ιιια αιφνίδια ριπή ανέμου και ξάφνου τα γόνατα της λύγισαν. Έκανε μια πιρουέτα προς το πλάι και σωριάστηκε δίπλα στο σύζυγό της πάνω στη ματω-μένη άσφαλτο. Το ένα της πόδι συσπάστηκε μέσα στο φτηνιάρικο δετό μουσα-μαδένιο παπούτσι της, συσπάστηκε ξανά και τελικά έμεινε ακίνητο.

Ο Τέρενς κατέβασε άλλη μια φορά το δρεπάνι στον ώμο του γέρου — μάλλον από φούρκα παρά από γνήσια επιθυμία να του κάνει κακό. Τούτη τη φορά ο γέρος δέχτηκε το χτύπημα αδιαμαρτύρητα. Πονούσε φρικτά και δεν είχε κουράγιο να κάνει οτιδήποτε άλλο από το να πεθάνει.

«Γιατί δε με σκοτώνεις;» είπε με λυγμούς. «Γιατί δε με σκοτώνεις;» «Γιατί είσαι ήδη νεκρός!» του φώναξε ο Τέρενς, ώστε να τον ακούσει

σίγουρα ο γέρος πάνω απ το θόρυβο της καταιγίδας. «Είμαστε όλοι νεκροί. Ποια είναι η διαφορά; Είμαστε όλοι ταξιδιώτες, όλοι μας. Όλοι ταξιδεύουμε στο δρόμο που δεν έχει επιστροφή».

Ο γέρος είπε «Άντε γαμήσου», και από τον τρόπο που το είπε ήταν ολο-φάνερο ότι δεν είχε ποτέ του βρίσει κανέναν, ποτέ σ' όλη του τη ζωή, άντρα ή αγόρι, απ' τον καιρό που σαν παιδί άκουγε τις ιστορίες των Έιμος και Αντί και τις περιπέτειες του Τζακ Άρμστρονγκ και του Τομ Μιξ στο ραδιόφωνο.

23

GRAHAM MASTERTON

Νηφάλιος, μετρημένος, άνθρωπος της εκκλησίας. Να ποιος ήταν ο άνθρωπος που ο Τέρενς κατακρεουργούσε μέχρι θανάτου.

Τελικά κατέρρευσε' και ο Τέρενς, κατάκοπος και ζαλισμένος, ακόμα και βαριεστημένος, ίσιωσε ίο κορμί του.

«Δεν μπορούσες απλά να πεθάνεις, ε;» είπε στο πτώμα του γέρου. «Δεν μπορούσες απλά να πεθάνεις; Έπρεπε να δώσεις και παράσταση. Να βρίσεις. Ήσουν ένα βήμα απ' τον παράδεισο κι έπρεπε να βρίσεις».

Η καταιγίδα είχε γίνει σχεδόν κωμικά άγρια. Η βροχή έπεφτε σία χωράφια με σχεδόν οριζόντια κλίση και χτυπούσε με κρότο τα πλάγια του ημιφορτηγού. Το αίμα που είχε χύσει ο Τέρενς δημιουργούσε σπείρες και σχήματα σαν τα νερά του μάρμαρου και χυνόταν στα χαντάκια, ανακατεμένο με τη λάσπη.

Με το χέρι υψωμένο για να προστατέψει το πρόσωπο του απ' τη βροχή, ο Τέρενς πλησίασε αθόρυβα την ανοιχτή πόρτα του οδηγού του ημιφορτηγού και έλεγξε το εσωτερικό. Η πόρτα του συνοδηγού ήταν επίσης ανοικτή. Τα καθίσματα ήταν κηλιδωμένα από αίμα και βροχή και πάνω τους βρίσκονταν μια φθαρμένη, μπεζ δερμάτινη τσάντα, μια σακούλα από ψώνια κι ένα ανοικτό γαλάζιο πλεκτό διπλωμένο σε σωρό: ίσως ένα πουλόβερ ή η απογευματινή ζακέτα ενός παιδιού. Ό,τι ία αν ήταν, θα έμενε ανολοκλήρωτο. Δεν υπήρχε, όμως, κανένα σημάδι της Έμιλι. Μόνο η πόρτα του συνοδηγού που έτριζε απ' τον άνεμο και η βροχή που κατρακυλούσε στο παράθυρο σχηματίζοντας τεθλασμένες γραμμές.

Ο Τέρενς στάθηκε όρθιος και κοίταξε τριγύρω, ρουθουνίζοντας, ανοιγο-κλείνοντας τα μάτια και καλύπτοντάς τα με τα χέρια του. Η βροχή έπεφτε τόσο δυνατά που τα χωράφια είχε καλυφθεί με μια λεπτή, ασημένια αχλή και του ήταν αδύνατο να δει μακρύτερα από εξήντα ή ενενήντα μέτρα.

«Πρέπει να τη σώσω, που να πάρει», ψιθύρισε. «Τούτη είναι η ημέρα-τούτη είναι εκείνη, εκείνη ακριβώς η μέρα. Πρέπει να τη σώσω. Δε γίνεται να την απογοητεύσω τώρα».

Βάδισε γύρω απ' το μπροστινό μέρος του ημιφορτηγού, με ασταθή βήματα, λες και κάποιος τον είχε χτυπήσει. Η βροχή κυλούσε στο σβέρκο του και έρεε απ' την άκρη της μύτης του. Ανίχνευσε την άκρη του αυτοκινητόδρομου αναζητώ-ντας- ίχνη από βήματα, αλλά έβρεχε τόσο μανιασμένα που τα χαντάκια και τα κράσπεδα είχαν μεταβληθεί σε αφρισμένες λίμνες από κίτρινη λάσπη. Θεέ μου, ένιωθε σαν να πνιγόταν. Το βρεμένο του τζην είχε κολλήσει στα μπούτια του και το πίσω μέρος του πουκαμίσου του κρεμόταν κάτω. Κι ο άνεμος ολοέ-να και δυνάμωνε, έτσι ώστε τα γουρουνόπουλα στο πίσω μέρος του ημιφορτη-γού σταμάτησαν το σκούξιμο ια άρχισαν να βογγούν απελπισμένα, όπως βογ-γούν οι άνθρωποι που είναι σίγουροι ότι πρόκειται να πεθάνουν.

«Έμιλι!» ούρλιαξε ο Τέρενς. «Πού είσαι, Εμιλι;» Μισόκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να δει μες στη βροχή. Αρχικά

24

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

δεν μπορούσε να διακρίνει απολύτως τίποτα. Όμως μετά —τι ήταν αυτό; Ένα λουλούδι που κουνιόταν μες στο μισοσκόταδο; Ένα λουλούδι, ένας θάμνος ή ένα κοριτσάκι μ' ένα πολύ στενό λουλουδάτο φόρεμα, ένα κοριτσάκι με γυα-λιά θολωμένα απ' τη βροχή, που έτρεχε για να γλπώοει τπ ζωή του;

Ο Τέρενς άρχισε να σιγοτρέχει και να πλατσουρίζει μες στα χωράφια. Έσπρωξε πίσω τα μαλλιά του με το χέρι του, το χέρι που κρατούσε το δρεπά-νι ία άρχισε να τρέχει. Τα παπούτσια και τα ρεβέρ του είχαν βαρύνει απ' τη λάσπη, όμως συνέχισε να τρέχει, καταβάλλοντος όλο και μεγαλύτερη προ-σπάθεια. Τα πόδια του πονούσαν τα μπράτσα του πονούσαν. Οι πνεύμονες του είχαν φραχτεί απ' το φλέμα. Τίναξε, όμως, πίσω το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια και ορκίστηκε στον Κύριο Θεό του ότι θα έσωζε την Έμιλί του απ' όλα αυτά, θα την έσωζε, θα την έσωζε. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να διακρίνει εκείνο το λουλουδάτο φόρεμα ν' ανεβοκατεβαίνει μπροστά του και ήξερε τι ήταν, ήξερε ότι ήταν η Έμιλι.

Του είχε κοπεί η ανάσα και δεν μπορούσε να φωνάξει τ' όνομά της, έκλει-σε, όμως, σφιχτά τα μάτια και είπε για κείνη μια προσευχή και υποσχέθηκε, υπο-σχέθηκε να τη σώσει, όποιο ία αν ήταν το τίμημα, όσο κι αν έπρεπε να τρέξει.

Θα έτρεχε και θα συνέχιζε να τρέχει μέχρι να βγει ο ήλιος, αλλά θα την έσωζε.

Μπροστά του, μόλις εξήντα μέτρα μακριά, η Έμιλι έκλαιγε ία έτρεχε. Ηξερε ότι ο Μπαμπάκας την καταδίωκε, παρόλο που δεν είχε γυρίσει πίσω ούτε μια φορά για να κοιτάξει Ακόμα κι αν το είχε κάνει δεν θα είχε καταφέρει να τσν δει. Έβρεχε τόσο δυνατά που είχε αναγκαστεί να βγάλει τα γυαλιά της και τα κρατούσε στο χέρι της. Ήταν εξουθενωμένη και βρεγμένη μέχρι τα εσώρου-χά της, ήξερε, όμως, ότι δε γινόταν να σταματήσει. Δεν είχε δει τον Αμπνερ να πεθαίνει, δεν είχε δει την Ντόροθι να πεθαίνει, είχε, όμως, ακούσει τα γουρου-νάκια να ουρλιάζουν και είχε δει το αίμα να ραντίζει το πίσω παρμπρίζ του ημι-φορτηγού' και ήξερε ότι έπρεπε να τρέξει και να συνεχίσει να τρέχει.

Δεν ήξερε που πήγαινε. Δεν ήξερε καν πού βρισκόταν. Η βροχή άρχισε να σταματά λίγο. Ο Τέρενς μπορούσε να τη νιώσει να

σταματά και τον άνεμο να εξασθενεί. Τώρα διέκρινε καθαρά την Έμιλι και ήταν βέβαιος πως ήταν εκείνη. Μπορούσε να δει το φόρεμά της. Μπορούσε να δει τα χλομά λασπωμένα πόδια της να τρέχουν.

Έβγαλε ένα υγρό, καταρροϊκό γρύλισμα θριάμβου. Σύντομα όλα θα τελείωναν και θα είχε γίνει το θέλημα του Κυρίου. Κράδαινε με δύναμη γύρω γύρω το δρεπάνι, κάνοντάς το να βουίζει καθώς περιστρεφόταν μες στη βροχή και γνώριζε ότι ο Κύριος ήταν με το μέρος του. Αν δεν του είχε κοπεί τόσο η ανάσα, αν το στήθος και οι πνεύμονες του δεν ήταν τόσο μπουκωμένοι, θα είχε φωνάξει δυνατά; «Αλληλούια]» Τέρμα το κακό αίμα.

Τους χώριζαν πλέον μόνο τριάντα μέτρα. Το χωράφι ήταν τόσο βρεγμένο και η λάσπη τόσο παχιά, που η Έμιλι μόλις κατάφερνε να τρέχει αργά σκοντά-

25

GRAHAM MASTERTON

φτοντας. Πίσω της, ο Μπαμπάκας συνέχιζε με ένα σταθερό βαρύ τρέξιμο' και άκουγε τα πόδια του που διέσχιζαν με κόπο τα χαντάκια. Στράφηκε προς τα πίσω' και εκείνος βρισκόταν πλέον τόσο κοντά, που ακόμα και χωρίς τα γυα-λιά της μποροΰοε να διακρίνει το ακαθόριστο περίγραμμά του. Μια ψηλή δια-στρεβλωμένη μορφή, σαν μισολιωμένη σκιά, που κρατούσε στο χέρι της μια αστραφτερή, καμπύλη λεπίδα.

Και συνέχιζε να έρχεται αποφασμένος στο κατόπι της. Δίχως να την καλεί1 δίχως να μιλά· αλλά κραδαίνοντας αργά εκείνη τη λεπίδα γύρω απ' το κεφάλι του, γύρω γύρω, συνεχίζοντας με εκείνο το σταθερό, βαρύ τρέξιμο.

Κατάφερε να προχωρήσει για καμιά εξηνταριά μέτρα ακόμη και έπειτα τα πάντα την κατέβαλλαν. Το σοκ των όσων είχαν συμβεί" το αίμα- η βρόχι ν και τα γουρουνόπουλα που τσίριζαν. Σκόνταψε και έπεσε μες στη λάσπη ία απέμεινε εκεί να κλαίει ξαπλωμένη, με κομμένη την ανάσα ία εξουθενωμένη, έτσι ώστε ο Μπαμπάκας μπόρεσε να μετατρέψει το τρέξιμο του οε βάδισμα και να την πλη-σιάσει αργά, με το δρεπάνι χαμηλωμένο, σκουπίζοντας τη βροχή απ' το πρόσωπο του, μουσιαδι και με κομμένη την ανάσα, αλλά ακόμα γεμάτος συμπόνια.

Ανοιξε τα μάτια της και είδε τα λασπωμένα του παπούτσια και το λασπο)-μένο του τ ζην1 δεν είχε, όμως, το κουράγιο να κοιτάξει πιο πάνω.

Εκείνος κάθισε πάνω στη λάσπη δίπλα της και άφησε το κεφάλι του να πέσει ανάμεσα στα γόνατα του. Ένιωθε λες και η καρδιά του ήταν φτιαγμένη από συμπαγή ελαφρόπετρα και κάθε της χτύπημα έγδερνε την κοιλότητα του στήθους του. Ήταν μούσκεμα απ' τη βροχή και μούσκεμα απ' τον ιδρώτα, βρο-μούσε, ήταν βουτηγμένος στο αίμα και είχε σχεδόν τελειώσει τη δουλειά του. Όμως είχε αμαρτήσει1 και ο Κύριος τού είχε μηνύσει να εξιλεωθεί από τις αμαρτίες του- και η τελευταία πράξη που έπρεπε να κάνει, προτού εξασφαλί-σει τη θέση του στον παράδεισο, ήταν να σώσει την Έμιλι.

«Έμιλι;» είπε τελικά, λαχανιάζοντας ακόμα. Η Έμιλι τον κοίταξε, ξέπνοπ και πολύ τρομοκρατημένη για να απαντήσει.

Ένιωθε τη λάσπη και τα μουστάκια των νεαρών σταχυών του χειμωνιάτικου σταριού πάνω στο μάγουλο της.

«Πρέπει να στο πω, Έμιλι, μου έδωσες να καταλάβω απ' το τρέξιμο, μα την αλήθεια».

Καθάρισε το λαιμό του, έβηξε ία έπειτα έφτυσε μες στη βροχή. «Θα σου πω κάτι, γλυκιά μου, κόντεψες να με ξεκάνεις έτσι όπως έτρε-

χες. Σχεδόν μ' έστειλες να συναντήσω το Δημιουργό μου πριν από σένα». Παρέμεινε σιωπηλός για λίγο, προσπαθώντας να πάρει ανάσα κι έπεπα

είπε: «Σ' αγαπώ, Έμιλι, θέλω να το ξέρεις. Σ' αγαπώ όπως αγαπώ κατ τη Λίζα και τον Τζορτζ. Σ' αγαπώ πάρα πολύ, πάρα πολύ. Να γιατί. Δε θα με κατηγο-ρήσεις για όσα έπρεπε να κάνω σήμερα, έτσι δεν είναι; Δε θα με κρίνεις γι' αυτά; Είναι όλα για καλό, πίστεψε με, γλυκιά μου. Να τι σημαίνει να εξιλεώ-νεσαι, να επανορθώνεις. Να π σημαίνει να λες συγγνώμη, Κύριε, αμάρτησα —

26

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

αμάρτησα πολύ άσχημα — και τώρα σου ζητώ συγχώρεση για όσα έκανα, με το μόνο τρόπο που γνωρίζω».

Η Έμιλι ξεροκατάπιε. Πονούσε όταν κατάπινε. «Μη με οκοτώσεις», τον ικέτεψε.

Εκείνος ρούφηξε τη μύτη του, συνοφρυώθηκε και κούνησε το κεφάλι του. «Σε παρακαλώ, μη με σκοτώσεις», είπε η Έμιλι. Προσπάθησε να διατηρή-

σει τη φωνή της ανέκφραστη, όπως κάνουν τα περισσότερα θύματα, μήπως και προκαλέσουν τους μέλλοντες δολοφόνους τους. Η βροχή εξακολουθούσε να τους μαστιγώνει τα πρόσωπα. Ήταν τόσο βρεγμένοι και τόσο λασπωμένοι που δύσκολα ξεχώριζαν από θημωνιές ή λάσπη που την έχει σαρώσει μπουλντόζα. Είχαν γίνει ένα με το τοπίο της Αιόβα.

Ο Τέρενς σηκώθηκε αργά όρθιος. Σκούπισε το δρεπάνι του πάνω στο λασπωμένο του μανίκι. «Θα πρέπει ν* ανακαθίσεις, γλυκιά μου. Αλλιώς δε θα μπορώ να σου πάρω παστρικά το κεφάλι».

Η Έμιλι έμεινε εκεί που βρισκόταν, ξαπλωμένη στο πλάι μέσα σ' ένα χαντάκι. Τα μάτια της ήταν ανοικτά, αλλά δεν εστίαζαν πουθενά. Ανάσαινε απ' το στόμα.

Ο Τέρενς έσκυψε από πάνω της και την κτύπησε ελαφρά στο μπράτσο με την αιχμή του δρεπανιού. «Έμιλι» της είπε προσπαθώντας να την καλοπιάσει. «Πρέπει ν' ανακαθήσεις».

«Ο Ιησούς με θέλει για ηλιαχτίδα», είπε ξερά εκείνη. Ο Τέρενς μειδίασε κι έγνεψε καταφατικά, ενώ απ' τη μύτη του κρεμόταν

μια λεπτή κλωστή από υγρή μύξα. «Σωστά, Έμιλι, έχεις απόλυτο δίκιο. Ο Ιησούς σε θέλει για ηλιαχτίδα».

Τελικά η Έμιλι ανακάθησε, στηριγμένη στο ένα της μπράτσο. Ο Τέρενς βημάτιζε γύρω της με κινήσεις νευρικές οαν μαριονέτα, πνιγμένος απ' το δίκιο του. Αδιαφορούσε για τη βροχή, αδιαφορούσε για την καταιγίδα και σκεφτόταν μόνο τι μπορούσε να κάνει για κείνη. Μπορούσε να τη σώσει! Μπορούσε να τη στείλει στον παράδεισο! Μακριά από τούτο το ανεμοδαρμέ-νο χωράφι, κατευθείαν στον παράδεισο, σε εκείνο το μέρος που ήταν πάντα ζεστό, χρυσαφένιο και λουσμένο στον ήλιο!

«Είσαι έτοιμη;» τη ρώτησε. Η Έμιλι φαινόταν ζαλισμένη. Η Έμιλι αισθανόταν ζαλισμένη. Το μόνο που

μπορούσε να σκεφτεί ήταν η Μαμά της, το κρεβάτι της και χοιρομέρι που είχαν για βραδυνό. Οι γάμπες της πονούσαν απ' το τρέξιμο και ένιωθε φριχτά που ήταν μούσκεμα. Ήλπιζε ότι ο θάνατος δε θα πονούσε.

Ο Τέρενς έσκυψε από πάνω της, και η μύτη του βρέθηκε μόλις πέντε έξι εκατοστά απ' τη δική της, «Θα σε σώσω, Έμιλι. Θα είναι τέλεια! ©α συναντή-σεις το Χριστό και τον 'Αι-Γιάννη το Βαπτιστή ία όλους τους αγγέλους του Θεού. Τέρμα το κακό αίμα, Εμιλι. Τέρμα το κακό αίμα».

Η Έμιλι μισόκλεισε τα μάτια της. Πέρα απ' τον ώμο του Μπαμπάκα, μέσα

27

GRAHAM MASTERTON

απ' την καταχνιά, διέκρινε ένα γαλάζια φως που αναβόσβηνε. Για μια στιγμή χάθηκε και σκέφτηκε ότι μάλλον το είχε φανταστεί ή ότι ήταν κάποια μακρινή αστραπή. Έπειτα, όμως, το είδε ξανά. ολοκάθαρα —ένα γαλάζιο φως και έπειτα ένα κόκκινο φως.

«Έλα τώρα, γλυιαά μου, ας τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία», είπε ο Τέρενς. «Κάποτε είναι ώρα μας να ζήσουμε και κάποτε να πεθάνουμε· και τώρα είναι η ώρα σου να πεθάνεις».

Η Έμιλι τράβηξε επίτηδες το βλέμμα της από τα φώτα που αναβόσβηναν. Έτρεμε μήπως τα έβλεπε ία ο Μπαμπάκας και τη χτυπούσε με το δρεπάνι του προτού εκείνη προλάβει να ξεφύγει. «Μπορώ να καθαρίσω τα γυαλιά μου πρώτα;» τον ρώτησε. Ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί. «Θέλω να δω τον κόσμο όπως πρέπει, για μια τελευταία φορά μόνο».

«Θες να καθαρίσεις τα γυαλιά σου;» απαίτησε εκείνος να μάθει, λες και του είχε ζητήσει κάτι τελείως εξωφρενικό, όπως ένα καινούργιο βρακί ή ένα χάμπουργκερ ή μια βόλτα με έλκυθρο στο Πάρκο Τζόουνς, Έπειτα, όμως, σκέφτηκε: γιατί όχι; Γιατί να μην την αφήσω να δει τον κόσμο όπως είναι — άθλιος, έρημος, δαρμένος από καταιγίδες; Τότε εκείνη θα τον εγκατέλειπε με χαρά.

«Βέβαια», είπε. «Ό,τι θες. Μόνο μη σου πάρει όλη τη μέρα». Στεκόταν αρκετά κοντά τπς με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι ανασηκω-

μένο, έτσι ώστε να νιώθει την μπόρα να του σφυροκοπά το πρόσωπο. Αποκάλυψη! Η Δευτέρα Παρουσία!

Η Έμιλι καθόταν δίπλα του στη λάσπη, προσπαθώντας επίμονα να καθαρί-σει τα γυαλιά της με το στρίφωμα του φορέματος της. Όταν τα φόρεσε ήταν ακόμα λεκιασμένα, ήξερε, όμως, ότι είχε γλιτώσει. Ήξερε ότι τελικά ο Θεός την είχε προστατέψει.

Μπορούσε τώρα να δει ολοκάθαρα ό,τι δεν μπορούσε να δει ο μπαμπάς της, δηλαδή τα γαλάζια και κόκκινα φώτα δύο περιπολικών που αναβόσβηναν, καθώς πλησίαζαν προς το μέρος τους, το ένα κοντά στο άλλο, κατά μήκος του χωραφιού, μες στη θολούρα της βροχής.

Και τα δύο σταμάτησαν Λιγότερο από δεκαπέντε μέτρα μακριά. Πόρτες άνοιξαν και ξεπρόβαλλαν αστυνομικοί, που έβγαλαν τα όπλα απ' τις θιίκες τους. Η βροχή που έπεφτε ανάμεσά τους σχημάτιζε ένα βαρύ παραπέτασμα.

Η Έμιλι είπε νευρικά: «Μπαμπά;» Αρχικά ο Τέρενς δεν την άκουσε. «Μπαμπά;» επανέλαβε εκείνη, λίγο

δυνατότερα. Ήταν έτοιμη να σηκωθεί και ν' αρχίσει να τρέχει, αν εκείνος δοκίμαζε να τη χτυπήσει με το δρεπάνι.

Ο Τέρενς άνοιξε τα μάτια του, με χέρια απλωμένα, σαν το Χριστό πάνω στο σταυρό.

«Ακίνητος!» του φώναξε ένας από τους αστυνομικούς. Ο Τέρενς έκανε να γυρίσει λίγο, όμως ο αστυνομικός φώναξε «Αια'νητοςΙ»για δεύτερη φορά ία

28

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

ο Τέρενς υπάκουσε. «Πάτα το δρεπάνι!» διέταξε ο αστυνομικός. Για ένα δευτερόλεπτο που φάνηκε ατελείωτο, η Έμιλι σκέφτηκε ότι δε θα

το πετούσε, άτι θα δοκίμαζε να τη χτυπήσει μ' αυτό. Τότε, όμως, χωρίς καν να την κοιτάξει, άφησε το δρεπάνι να πέσει απ' τα δάχτυλά του. Εκείνο βυθίστη-κε στο έδαφος με τη λαβή προς τα πάνω.

«Τώρα πέσε κάτω μπρούμυτα!» κραύγασε ο αστυνομικός. Ο Τέρενς έπεσε στα γόνατα ία έπειτα ξάπλωσε με τα πόδια και τα χέρια ανοικτά πάνω στο χειμωνιάτικο στάρι.

Ένας νεαρός αστυνομικός με μαύρο μουστάκι όρμησε μπροστά τρέχο-ντας. Σήκωσε την ' Ε μ ώ από τη λάσπη και έτρεξε πίσω στο περιπολικό, κουβα-λώντας τη στην αγκαλιά του. Ένιωσε το παλτό του υγρό και τραχύ και το σήμα του της γρατζούνισε το μπράτσο.

«Πόσο άσχημα έχει χτυπήσει;" άκουσε να ρωτά ένας από τους αστυνομι-κούς.

«Έχει ένα σκίσιμο στον ώμο, αυτό είν' όλο. Μάλλον βρίσκεται σε κατά-σταση σοκ. Πηγαίνετε την αμέσως στο Κέντρο Βοηθείας Μέρσι»,

Τύλιξαν την Έμιλι σε μια κουβέρτα και την ξάπλωσαν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Το αυτοκίνητο βρομούσε αντισηπτικό, βινύλιο και πολυκαιρισμένα πούρα. Όταν είδε τελευταία φορά τον μπαμπά της, εκείνος βρισκόταν ακόμα ξαπλωμένος στο έδαφος με τα χέρια και τα πόδια ανοικτά και πάνω του στέκο-νταν δύο αστυνομικοί. Αρκετά μακριά μπορούσε να διακρίνει έναν ανεμοστρόβιλο να ορθώνεται σαν σκοτεινό τιρμπουσόν και έφερε στο μυαλό της αυτό που της έλεγε ο μπαμπάς της κάθε φορά που έβλεπαν ανεμοστρόβιλο: «Είναι ο διάβολος που χορεύει πάνω στη βλογημένη γη του Θεού».

Το περιπολικό βγήκε αναπηδώντας στον αυτοκινητόδρομο και κατευθύνθηκε προς το Σίνταρ Ράπιντς με τη σειρήνα του να ουρλιάζει, σηκώνοντας πίσω του σταγόνες νερού.

Προσπέρασε το μπρούντζινο ημιφορτηγό Ελ Καμίνο και, καθώς περνούσε, ενας μεγαλόσωμος άντρας που φορούσε ένα μουσκεμένο καπέλο σερίφη και ένα ογκώδες, γκρι, πλαστικό αδιάβροχο, του έστειλε ένα βιαστικό χαιρετισμό.

Ένας βοηθός σερίφη ήρθε στο μπροστινό μέρος του ημιφορτηγού, με το γιακά σηκωμένο. Παρά το μισοσκόταδο, φορούσε ακόμα γυαλιά ηλίου που οι φακοί τους είχαν κεχριμπαρένια απόχρωση.

«Δεν βρίσκω πουθενά το κεφάλι της!» φώναξε. Ο σερίφης φαινόταν οργισμένος. «Δεν το είχε μαζί του, έτσι δεν είναα;» Ο βοηθός κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Σκατά», είπε ο σερίφης. «Αυτό μου έλειπε. Και μάλιστα μέσα σε θύελλα». Ο βοηθός έσκυψε και κοίταξε κάτω απ' τα καθίσματα του ημιφορτηγού.

Έπειτα έκανε τον κύκλο και πήγε στο πίσω μέρος. Τα γουρουνόπουλα τσίρι-

29

GRAHAM MASTERTON

ξαν θυμωμένα προς το μέρος του ία εκείνος έκανε πίσω. «Χριστέ μου, τούτα τα γουρούνια είναι πολύ ευέξαπτα». Ο σερίφης προχώρησε προς το ημιφορτηγό και κοίταξε εξεταστικά το

πίσω μέρος. Ένα από τα γουρουνόπουλα άρχισε να του στριγγλίζει, όμως εκείνος έμεινε στη θέση του και είπε: «Βαυλωστο, μπε'ίκονόφατσα».

Παρόλο που το πρώτο γουρουνόπουλο συνέχισε να τσιρίζει, το δεύτερο ήταν αρκετά απορροφημένο με το να χώνει τη μουσούδα του μέσα στα άχυρα ρουθουνίζοντας. Κάτω από τα άχυρα, δυο απ' τα αυλάκια του μεταλλικού δαπέδου ήταν ξέχειλα με κοκκινισμένο νερό της βροχής, που το γουρουνόπουλο έγλυφε λαίμαργα.

Αίμα; Κι από πού στο διάολο ερχόταν; Ο σερίφης κοίταξε ερευνητικά προς το πίσω μέρος του οχήματος και τότε

είδε εκείνο που αναζητούσε: το πρόσωπο της γριάς να τον κοιτά ντροπαλά κάτω απ' τα άχυρα, λες και έπαιζαν κρυφτό κι εκείνος την είχε βρει.

«Θεέ μου», είπε ανατριχιάζοντας. Σχεδόν φαινόταν λες και η γυναίκα τού χαμογελούσε. Έπειτα φώναξε: «Χένρι! Μπορείς να σταματήσεις το ψάξιμο! Βρήκαμε ένα κεφάλι!»

30

.2.

Όταν ο σερίφης έφτασε στο σπίτι των Πίρσον, η κυρία Πίρσον καθόταν στην κουζίνα, και φορούσε ακόμα τη γαλάζια λουλουδάτη ποδιά της. Ήταν μια λεπτή, κουρασμένη, αρκετά χαριτωμένη γυναίκα τριάντα έξι ή τριάντα επτά ετών, με γωνιώδες πρόσωπο σαν της Κάθριν Χέπμπορν, ξανθά μαλλιά που γκρίζαραν και μάτια που είχαν το χρώμα ανθών καλαμποκιού που έχουν πιε-στεί ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου κι έχουν ξεθωριάσει.

Φορούσε ασημένια κρεμαστά σκουλαρίκια, διακοσμημένα με μαύρο όνυχα, Σκουλαρίκια που μάλλον είχε αγοράσει πριν από χρόνια, όταν ήταν νέα.

Η κουζίνα ήταν όμορφα διαρρυθμισμένη, αν και παράξενα παλιομοδίτικη, σαν την κουζίνα στο Σόου της Λούσι. Υπήρχε ένα ψυγείο Γουόστινγκχαους της δεκαετίας του '60 με γαλάζιες και ροζ πόρτες, μια μηχανή για εσπρέσο Ρομπιάρι από ανοξείδωτο ατσάλι και μια τεράστια κρεμ κουζίνα, που το πάνω μέρος της ήταν τίγκα στις κατσαρόλες. Τώρα ο φούρνος ήταν σβηστός, όμως η κουζίνα ήταν ακόμα ζεστή και γεμάτη ατμούς και μύριζε έντονα ψητό χοιρομέρι.

Μαζί με την κυρία Πίρσον καθόταν η βοηθός Έντνα Μπουλόφσια (με τα καστανά της μαλλιά πιασμένα σε κοτσίδες, τα γυαλιά με τον ατσάλινο σκελετό και την τριχωτή κρεατσελιά). Έριξε στο σερίφη ένα βλέμμα που σήμαινε: «Καλύτερα να την πάρετε με το μαλακό».

«Κυρία Πίρσον — Άιρις -» είπε εκείνος. Η κυρία Πίρσον σήκωσε αφηρημένα το βλέμμα. Ήταν φανερό ότι

βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Δεν έκλαιγε, στριφογύριζε, όμως, ένα μαντήλι στα χέρια της και έδινε την εντύπωση ότι από στιγμή σε στιγμή θα κατέρρεε.

«Άιρις, από δω ο σερίφης Φρεντ. Θέλει να σου κάνει μερικές ερωτήσεις».

31

GRAHAM MASTERTON

Ο ο ερίφης έβγαλε το βρεγμένο προσκοπικό του καπέλο και το ακούμπη-σε στο τραπέζι. «Γεια σου, 'Αιρις. Θες να με λες Λουκ;»

Η 'Αιρις έγνεψε αμυδρά, για να του δείξει ότι δεν είχε αντίρρηση. Ο Λουκ τράβηξε μια καρέκλα και ρώτησε: «Σε πειράζει να καθίσω; Σου υπόσχομαι πως δε θα τη σπάσω. Έχει καφέ εκείνη η καφετιέρα, βοηθέ; Εδώ και τρεις ώρες στεκόμουν στην οδό 151 με το διακόπτη του ουρανού κολλημένο στο "ανοικτό"».

Ο Λουκ ήταν μεγαλόσωμος, με ώμους σαν ταύρου, ύψος πάνω από ένα ία ογδόντα, κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά και φαρδύ σλαβικό πρόσωπο. Εκείνο το πρωί η ζυγαριά του μπάνιου του τον είχε πληροφορήσει ότι ζύγιζε εκατόν τριάντα επτά κιλά — και τούτο αφού είχε χάσει πέντε κιλά ακολουθώ-ντας μια δίαιτα του τύπου «καθόλου μπισκότα καθόλου πατάτες και προπαντός καθόλου Σνίκερς». Πάντοτε ήταν σωματώδης, από παιδί ακόμα. Μπορεί να έφταιγαν οι ορμόνες, μπορεί να έφταιγε η μαγειρική της μητέρας του. Όταν ήταν παιδί, η οικογένεια Φρεντ δε σηκωνόταν ποτέ απ' το τραπέζι αν πρώτα δεν καθάριζαν όλοι τα πιάτα τους από τα χοιρινά παϊδάκια, τη γέμιση, τις γλυ-κοπατάτες και τα γλυκά μπισκότα, τα οποία ακολουθούσε παγωτό και κέικ- ία όλα αυτά τα κατέβαζαν πίνοντας ολόκληρα γαλόνια κρύο γάλα.

Ο Λουκ ήταν σωματώδης, αλλά ιδιαίτερα ευκίνητος για άνθρωπος του όγκου του. Τα περισσότερα σαββατοκύριακα παρακολουθούσε μαθήματα τζούντο, κολυμπούσε όποτε μπορούσε και ποτέ δεν αρκούνταν στη γυμναστι-κή που έκανε στο Γυμναστήριο Νέα Ζωή στην 3η Λεωφόρο.

«Άιρις», είπε και έπιασε τα χέρια της κυρίας Πίρσον. «Πρώτα απ' όλα θέλω να σου πω πόοο λυπόμαστε όλοι μας, όλοι στο γραφείο του σερίφη. Πρόκειται για μια τρομερή τραγωδία. Πρόκειται για κάτι που δεν θα έπρεπε να συνέβαινε σε κανέναν. Και το χειρότερο είναι ότι συνέβη σε σένα».

«Ευχαριστώ», ψιθύρισε η Αιρις. Το βλέμμα της πεταγόταν από τη μια μεριά στην άλλη, χωρίς να εστιάζει πουθενά. «Όλοι είναι τόσο ευγενκοΚ

«Ερχόμενος εδώ τηλεφώνησα στο Κέντρο Βοηθείας. Η Έμιλι είναι μια χαρά. Λε χρειάστηκε καν ράμματα. Μάλλον αύριο θα μπορεί να γυρίσει σπίτι»,

Η Άιρις έγνεψε. «Σ' ευχαριστώ», Η Έντνα Μηουλόφσια έδωσε στο Λουκ ένα φλυτζάνι σκέτο καφέ.

Εκείνος έβγαλε ένα σωληνάριο με ζαχαρίνες από ένα απ' τα θυλάιαα για τις σφαίρες στη ζώνη του ία έριξε πέντε μες στον καφέ του. Σταμάτησε κι έπει-τα έριξε άλλη μία.

«Άιρις», είπε, «ξέρω ότι είναι στ' αλήθεια εκνευριστικό, έπειτα από όλα όσα συνέβησαν, όαο συντομότερα, όμως, ανακαλύψω γιατί έκανε ο Τέρενς όσα έκανε, τόσο το καλύτερο».

Η Αι ρις κούνησε το κεφάλι της, «Ποτέ δεν έμαθα το γιατί», απάντησε. Ο Λουκ ανακάτεψε ζωηρά τον καφέ του. «Ποτέ δεν έμαθες το γιατί;» «Όχι», ψιθύρισε εκείνη. «Ποτέ».

32

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

Ο Αουκ το σκέφτηκε. Έπειτα είπε: «Όταν λες ότι ποτέ δεν έμαθες το γιατί, υπονοείς ότι υπήρχε κάποιου είδους χρόνια κατάσταση...σαν να είχε απειλήσει και παλιότερα ότι θα 'κανε κάτι τέτοιο;»

«ΌχιΛ, είπε η Άιρις. «Δηλαδή ποτέ στο παρελθόν δεν είχε απειλήσει ότι θα 'κανε κάτι τέτοιο;

Ξαφνιάστηκες όταν το έκανε;» «Ούτε στο παρελθόν είχε ποτέ απειλήσει, ούτε σήμερα. Απλά το έκανε,

χωρίς να μου πει τίποτα. Πήρε τα παιδιά μου και τα σκότωσε, χωρίς να μοιτ πει τίποτα».

«Είπες, όμως, ότι ποτέ δεν έμαθες το γιατί;» Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. Τα μάτια της άρχιζαν να πλημμυρίζουν

με δάκρυα. «Επειδή ποτέ δεν έμαθα. Όλα όσα έλεγε για την Αγία Γραφή και το κακό αίμα. Ποτέ δε σταματούσε να μιλά γι' αυτό, ποτέ. Δεν περνούσε ούτε μία μέρα χωρίς να αναφερθεί στο κακό αίμα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι προσπα-θούσε να μου πει. Του ζήτησα να μου εξηγήσει. Δεν ξέρεις πόσες φορές του ζήτησα να μου εξηγήσει. Όμως το μόνο που έλεγε ήταν; Είναι προσωπικό, είναι ντροπή και κανείς δεν πρέπει να το γνωρίζει».

Ο Λουκ ρούφηξε τον καφέ του κι έπειτα ξανάβαλε με προσοχή το φλυ-τζάνι πάνω στο πιατάκι. «Πόσο καιρό τα λεγε αυτά;»

«Από τότε που παντρευτήκαμε, κι αυτό συνέβη την πρώτη Δευτέρα του Σεπτέμβρη πριν από δώδεκα χρόνια. Τους δύο πρώτους μήνες όλα φαίνονταν μια χαρά, Όλα ήταν υπέροχα! Όμως έπειτα με πήρε να μείνουμε μαζί με τον πατέρα του στο Ντε Μόιν m από τότε άλλαξε εντελώς, χωρίς προειδοποίηση. Άρχισε ν' ανησυχεί, άρχισε να βλέπει εφιάλτες, άρχισε να μιλά για την Αγία Γραφή. Μιλούσε συνεχώς για το κακό αίμα».

«Ζητήσατε, μήπως, βοήθεια από κάποιον επαγγελματία;» ρώτησε ο Λουκ. «Ξέρεις —έναν ψυχίατρο, ίσως, ή έναν ιερέα;»

Η Άιρις κούνησε ξανά το κεφάλι. «Έλεγε ότι ήταν μια χαρά. Έλεγε ότι εφόσον δεν κάναμε παιδιά, εφόσον δεν προκαλούσαμε το πεπρωμένο, όλα θα πήγαιναν μια χαρά».

«Εφόσον δεν κάνατε παιδιά;» «Σωστά». «Κάνατε, όμως, παιδιά», είπε ο Λουκ. «Κάνατε τρία παιδιά». Η Άιρις χαμήλωσε το βλέμμα. «Ναι», ψιθύρισε, «Τρία παιδιά». «Πώς ία έτσι, αφού σε είχε ρητά προειδοποιήσει να μην τα κάνετε;» «Δεν ξέρω. Φαντάζομαι ότι απλά συνέβη. Πρώτη ήρθε ιι Έμιλι. Η Έμιλι

ήταν ατύχημα. Είπα στον Τέρι ότι, αν πραγματικά τ ο ήθελε, θα την έριχνα, όμως εκείνος δεν μπορούσε να τ' αντέξει. Είπε ότι ήτανγραφτό να συμβεί, είτε ήταν για καλό είτε για κακό. Μου φάνηκε ότι ήταν ευχαριστημένος. Μου φάνηκε πραγματικά ευχαριστημένος. Όταν, όμως, γεννήθηκε η Έμιλι, κλείστηκε στο δωμάτιο του σχεδόν τέσσερις ολόκληρες μέρες κι όταν βγήκε είχε φριχτή

33

GRAHAM MASTERTON

όψη. Σχεδόν έμοιαζε με σκελετό. Αδυνατισμένος, τρελαμένος, ξέρω γω». «Σου είπε γιατί;» «Όχι», είπε συλλογισμένη η Άιρις. «Όχι... ποτέ δε μου είπε το γιατί». «Δεν ήσουν έστω και λίγο περίεργη να μάθεις το γιατί;» Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της και το άφησε να περιπλανηθεί τριγύρω

στο πάτωμα, λες ία εξακολουθούσε να ψάχνει για κάτι που της είχε πέσει κάτω, το κούμπωμα από ένα σκουλαρίκι ή μια βίδα απ' την καφετιέρα.

«Ω, σίγουρα ήμουν περίεργη. Όμως ο Τέρι δεν ήταν ο τύπος του άντρα που μπορείς να του κάνεις πολλές ερωτήσεις. Μη με παρεξηγείς, είναι καλός πατέρας». Έκανε μια παύση, ενώ συνέχισε να στριφογυρίζει το μαντήλι της όλο και περισσότερο. «Ήτανκαλός πατέρας. Πριν απ' αυτό, πριν απ' τη σημε-ρινή μέρα. Τα παιδιά τον λάτρευαν ία απ1 ό,τι φαινόταν τα λάτρευε κι εκείνος. Έτσι νόμιζα. Ειλικρινά, έτσι νόμιζα. Αλλιώς δε θα τον άφηνα να τα βγάλει έξω. Θα τα κρατούσα σπίτι και δε θα τον άφηνα ποτέ να τ1 αγγίξει».

Ο Λουκ την κοίταξε για λίγο, με τα χέρια του διπλωμένα πάνω στο στομάχι του. Του άρεσε να παρακολουθεί τους ανθρώπους. Συχνά ήταν σε θέση να κατα-λάβει περισσότερα για κάποιο άτομο έπειτα από πέντε λεπτά παρακολούθησης, απ' ό,τι έπειτα από πέντε ώρες ανάκρισης. Οι χειρονομίες τους· τα απρόσμενα χαμογελά τους. Ο τρόπος που παρέμεναν ακίνητοι ή ο τρόπος που τινάζονταν. Οι άνθρωποι που λένε την αλήθεια δεν τρώνε τα νύχια τους έπειτα από κάθε πρόταση. Οι άνθρωποι που λένε την αλήθεια δεν κοπούν ποτέ το ταβάνι. Ποτέ.

Τελικά, είπε: «Τι έτρεχε εδώ, Άιρις; Πρέπει να ξέρω. Μην ανησυχείς για τον Τέρι, μήπως σου κάνει κακό ή οτιδήποτε άλλο, αν μου μιλήσεις. Τον πιά-σαμε επ' αυτοφώρω. Δίχως αμφιβολία θα περάσει όλες τις μέρες της υπόλοιπης ζωής του στο Φορτ Μάντιοον. Δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς».

Η Άιρις τον κοίταξε μ' εκείνα τα ξεθωριασμένα, λυπημένα μάτια της. Ανοιξε το στόμα της σαν να ήθελε να πει κάπ, αλλά δεν είπε τίποτα.

Ο Λουκ σηκώθηκε με κόπο απ' την καρέκλα του και βάδισε γύρω από το τραπέζι. Στάθηκε δίπλα στο νεροχύτη και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. Το κάτω τμήμα του παραθύρου καλυπτόταν από χαρούμενες, κόκκινες, καρό βαμ-βακερές κουρτίνες, αλλά από το πάνω τμήμα έβλεπε τα μαύρα σύννεφα να χαμηλώνουν πάνω απ' τα κτίρια στο κέντρου του ΣίνταρΡάπιντςκαι τη βροχή να πέφτει απ' τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας και να σχηματίζει γκρίζα πένθιμα παραπετάσματα. Το μεγαλύτερο μέρος της καταιγίδας είχε πλέον περάσει μέσα από τη νοτιοδυτική περιφέρεια, αλλά η βροχή συνέχιζε να πέφτει και το νερό εξακολουθούσε να παφλάζει μες στους υπονόμους.

«Σε πειράζει να πάρω ένα κουλουράκι;» ρώτησε την Άιρις, καθώς σήκω-σε το καπάκι του πορσελάνινου δοχείου, που είχε το σχήμα ενός μικρού βαρε-λιού γεμάτου λουλούδια. Πάνω του υπήρχε η επιγραφή «Τσέχικο Χωριό, Σίνταρ Ράπιντς, Αϊόβα».

Η Άιρις δεν είπε τίποτα ία έτσι ο Λουκ πήρε τρία κουλουράκια με πεκάν

34

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

ία άρχισε να τα μασουλά, ενώ στεκόταν ακριβώς από πίσω της έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει την αντανάκλαση τσυ προσώπου της στο τζάμι του ντουλα-πιού της κουζίνας.

«Ωραία είναι», είπε. «Λεν θα 'πρεπε να τα τρώω, αλλά είμαι αδύνατος χαρακτήρας».

«Κι εγώ», είπε πνιχτά η Αιρις. «Γιατί το λες αυτό;» Ακολούθησε μια παύση ία έπειτα εκείνη είπε: «Μου φαίνεται ότι πάντοτε

γνώριζα ότι κάποια μέρα θα 'κανε κάτι τρομερό. Μπορούσα να το νιώσω να κλιμακώνεται συνεχώς».

«Άιρις», είπε ο Λουκ, παρακολουθώντας την έκφραση στην αντανάκλαση του προσώπου της. «Το φταίξιμο δεν είναι δικό σου. Το φταίξιμο δεν είναι κανενός, παρά μόνο του Τέρι ία ο Τέρι είναι στη φυλακή. Λεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Λεν μπορούσες».

«Θα μπορούσα να τους πω να μην πάνε!» ξέσπασε η Άιρις, πνιγμένη στα δάκρυα, στριφογυρίζοντας στην καρέκλα της.

« Ει», την καθησύχασε ο Λουκ και της χάιδεψε τα μαλλιά. «Σίγουρα, θα μπορούσες να το έχεις κάνει. Αλλά γτατί να το κάνεις·; Μήπως είχες κάποιον καλό λόγο;»

«Πάντα υπήρχε το δωμάτιο. Έπρεπε να φανταστώ ότι κάτι θα πήγαινε στραβά κάποια μέρα. Οι φυσιολογικοί άντρες δεν έχουν δωμάτιο».

«Τι είν' αυτά που λες;» ρώτησε ο Λουκ, «Ποιο δωμάτιο;» Η Άιρις σκούπισε τα μάτια της. «Ο Τέρι έχει ένα δωμάτιο. Είναι επάνω,

στο πίσω μέρος. Το 'χει πάντα κλειδωμένα και ποτέ δε μ' αφήνει να μπω». «Ούτε μια φορά;» «Ούτε μία». Ο Λουκ κατάπιε το τελευταίο κουλουράκι και τίναξε τα ψίχουλα απ' το

πουκάμισο του. «Τι νομίζεις ότι φυλάει εκεί μέσα;» «Δεν ξέρω. Κάποτε προσπαθούσα να μαντέψω. Αρχικά νόμιζα --ξέρεις,

πορνοπεριοδικά ή κάτι τέτοιο. Μετά σκέφτηκα, όχι... έχουμε καλή ερωτυατ ζωή, γιατί, λοιπόν, να κλειδώνεται στο δωμάτιο του με πορνοπεριοδικά; Έπειτα σκέ-φτηκα ότι διαλογιζόταν, ότι κατά κάποιο τρόπο αποτραβιόταν απ' την καθημερι-νή ζωή, ότι προσπαθούσε να φορτίσει ξανά τις μπαταρίες του, ξέρεις. Μετά έπαψα να προσπαθώ να σκέφτομαι, μιας και δεν μπορούσα να καταλάβω Π φύλαγε σ' εκείνο το δωμάτιο ή γιατί περνούσε τόσες ώρες εκεί μέσα. Απλά κατέληξα να αποδέχομαι το γεγονός ότι το έκανε και ότι ποτέ δε θα μάθαινα».

Ο Λουκ σήκωσε το καπάκι της μεγαλύτερης από τις κατσαρόλες. «Καλαμπόκι, ε; Πάντα έκανα σαν τρελός για το καλαμπόκι».

Η Άιρις του έριξε μια ματιά. «Γιατί δεν τρως λίγο; Εγώ δεν πρόκειται να φάω, όχι τώρα».

«Α πα πα... μη με βάζεις σε πειρασμό», είπε εκείνος. Εκτός από τα κου-

35

GRAHAM MASTERTON

λουράκια της Άιρις και το πρωινό του, δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα. Θα προ-τιμούσε, όμως, να φάει ψόφιο κοράκι ή ψητό αρουραίο, παρά ν αγγίξει το παρατημένο δείπνο αυτής της οικογενείας. Το πεπρωμένο, η τρέλα, είχε οδη-γήσει στη σφαγή εκείνης της οικογένειας και τα δύο mo μικρούτσηία μέλη της δε θα χρειάζονταν δείπνο εκεί που πήγαιναν.

Σήκωσε άλλο ένα καπάκι, ία έπειτα άλλο. Βραστή κολοκύθα, καρότα και κοκιανολάχανο. Άμοιρη Λίζα, σκέφτηκε. Άμοιρε Τζορτζ.

Ο Λουκ είχε δει τον ιατροδικαστή να βγάζει μέσα απ' τα χαμόκλαδα μια πλαστική τσάντα, που ασήμιζε απ' την υγρασία κι ήταν λεκιασμένη με αίμα — μια πλαστική τσάντα που περιείχε το κεφάλι του Τζορτζ. Στα δεκατέσσερα χρόνια που ήταν σερίφης της κομητείας Λιν, ο Λουκ είχε δει πολλά άσχημα πράγματα* ποτέ του, όμως, δεν είχε δει κάτι τόσο άσχημο. Τη στιγμή που το είδε κατάλαβε ότι του ήταν γραφτό να το βλέπει στους εφιάλτες του, ίσως για την υπόλοιπη ζωή του.

«Θα είχατε χοιρομέρι, λοιπόν, για βραδυνό;» είπε. Προσπαθούσε να κρα-τήσει τη συζήτηση σε χαμηλούς τόνους, χωρίς εξάρσεις, ν' αντιμετωπίσει, όμως, συνάμα το γεγονός ότι όλα αυτά είχαν συμβεί στ' αλήθεια.

«Ναι, σωστά», είπε θλιμμένα η Άιρις. «Πάντοτε έχουμε χοιρομέρι τα σαββατόβραδα. Το χοιρομέρι είναι το αγαπημένο φαγητό της Έμιλι»,

Ο Λουκ έγνεψε και χαμογέλασε. «Νομίζεις ότι μπορώ να δω το δωμάτιο του Τέρι;» ρώτησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε,

«Τι εννοείς;» «Εννοώ το ιδιαίτερο του δωμάτιο. Εκείνο που έχει πάντα κλειδωμένο». Η Άιρις τον κοίταξε και δάγκωσε το χείλι της. «Δεν έχω το κλειδί! Και,

τέλος πάντων, δε θα άρεσε καθόλου στον Τέρι! Θα μπορούσε άνετα ν α - » «Θα μπορούσε άνετα να κάνει π, Άιρις;» ρώτησε ο Λουκ. «Θα μπορούσε

άνετα να θυμώσει; Θα μπορούσε άνετα ν' αρχίσει να σε δέρνει;» «Δε με χτυπούσε», είπε η Άιρις. «Ποτέ δε με χτύπησε, ούτε μια φορά». «Όχι», συμφώνησε ο Λουκ, «Δε νομίζω ότι ήταν αναγκαίο, έτσι δεν είναι;» Έκανε πάλι τον κύκλο του τραπεζιού και την κοίταξε κατά πρόσωπο.

Αρκετά μακριά κάτι άστραψε και οι λάμπες πάνω απ' τα κεφάλια τους τρεμόπαιξαν και χαμήλωσαν. «Ο Τέρι είναι οτη φυλακή, Άιρις», της υπενθύμι-σε ο Λουκ. «Ο Τέρι είναι στη φυλακή και δεν πρόκειται να βγει. Λεν πρέπει να τον φοβάσαι πια... σου δίνω το λόγο μου».

Η Άιρις παρέμεινε σκεπτική για μισό λεπτό περίπου, ενώ τα μάτια της εξακολουθούσαν να στρέφονται εδώ κι εκεί στο πάτωμα. Έπειτα σήκωσε έξαφνα το βλέμμα και είπε: «Εντάξει. Μπορείς να ρίξεις μια ματιά. Πρέπει να ρίξεις μια ματιά».

Σηκώθηκε όρθια και ίσιωσε την ποδιά της. «Έλα», είπε. Η Έντνα Μπουλόφσια περίμενε έξω απ' την πόρτα και, καθώς η Άιρις και

ο Λουκ βγήκαν, αναγκάστηκε να κάνει ένα γρήγορο βήμα πίσω.

36

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

«Απλά θα ρίξουμε μια ματιά στο δεύτερο όροφο», της είπε ο Λουκ, χαμο-γελώντας πλατιά.

«Άιρις —είσαι σίγουρη ότι νιώθεις καλά;» τη ρώτησε η Έντνα. Η Άιρις έκανε μια γκριμάτσα φτιαγμένη από εννιά διαφορετικές εκφρά-

σεις ταυτόχρονα. Μούδιασμα, αδιαφορία, πόνο και απελπισία ία ακόμα περισσότερα. «Είμαι μια χαρά», είπε, παρόλο που σαφώς δεν ήταν.

Η Έντνα είπε: «Σερίφη —μπορείτε να μιλήσετε στο Ρίια Σμιθ της Γκαζέν,»

Ο Λουκ κούνησε καταφατικά το κεφάλι, «Πες του ότι τον αγαπώ σαν αδερφό ία ότι θα τον δω σε είκοσι λεπτά. Έλα, Άιρις, ας ρίξουμε μια ματιά σε κείνο το δωμάτιο».

Η "Αιρις άρχισε να σκαρφαλώνει στην απότομη σκάλα, που ήταν καλυμμέ-νη μ' ένα λουλουδάτο χαλί. Το κλιμακοστάσιο ήταν διακοσμημένο με μια ξεθω-ριασμένη μπεζ ταπετσαρία με μοτίβα από μπαμπού και έξι εφτά οικογενεια-κές φωτογραφίες. Ο Λουκ έριξε αμήχανα μια φευγαλέα ματιά σε μια φωτο-γραφία του Τζορτζ μέσα στο βρεφικό καρότσι του κι έφερε το μυαλό του το κεφάλι του Τζορτζ μες στην τσάντα και το σωριασμένο του κορμάκι. Ο Λουκ δεν ευχόταν συχνά να ίσχυε η ποινή του θανάτου στην Αιόβα, θα το απολάμ-βανε, όμως, αν έβλεπε τον Τέρενς Πίρσον να πληρώνει με την άθλια ζωή του για όσα είχε κάνει. Κατά προτίμηση σι η λαιμητόμο.

Διέσχισαν το κεφαλόσκαλο και προσπέρασαν τις μισάνοιχτες πόρτες απ' τις κρεβατοκάμαρες των παιδιών. Μες στο δωμάτιο του Τζορτζ ο Λουκ είδε ένα κουνιστό αλογάκι βαμμένο λευκό και in α μεγάλη ζωγραφιά, μια καλικαν-τζούρα που απεικόνιζε ένα σπίτι μέσα σε έναν φωτεινό γαλάζιο κήπο, με γαλάζιους θάμνους και γαλάζια δέντρα. Στο δωμάτιο της Λίζα μια κούκλα Λαχανόπαιδο κείτονταν στο πάτωμα με το ένα πόδι υψωμένο, εκεί ακριβώς που είχε πέσει από τα χέρια της μικρής.

Το ιδιαίτερο δωμάτιο του Τέρενς βρισκόταν στο τέλος του επάνω διαδρόμου. Η Άιρις άπλωσε το χέρι της στο πάνω μέρος του πλαισίου της πόρτας και κατέβασε το κλειδί.

«Ήξερες πού βρισκόταν το κλειδί;» ρώτησε έκπληκτος ο Λουκ, Εκείνη στράφηκε προς το μέρος του. «Φυσικά. Δεν το 'κρύβε». «Ήξερες πού βρισκόταν το κλειδί και παρ' όλα αυτά δεν μπήκες μέσα;

Ποτέ\» «Ο Τέρενς είχε πει ότι αν ποτέ έμπαινα εκεί μέσα θα το καταλάβαινε». Ο Λουκ ήταν έτοιμος να πει κάτι, έπειτα, όμως, αποφάσισε να μην το

κάνει. Ήταν αδύνατο να βγάλει κανείς άκρη με το πώς ζούσε ο κόσμος. Μόλις πριν από δύο εβδομάδες είχε μπει δια της βίας ο' ένα διαμέρισμα στο κτίριο Ρόμαν στη 2η Λεωφόρο, επειδή οι γείτονες είχαν διαμαρτυρηθεί για συνεχή γαυγίσματα —για να βρει ένα γυμνό άντρα να περιφέρεται στα τέσσε-ρα φορώντας περιλαίμιο, ενώ η γυναίκα του καθόταν και παρακολουθούσε Το

37

GRAHAM MASTERTON

Μεγάλο Παζάρι πετώντας του πότε πότε μπισκότα για σκύλους. Η Άιρις ξεκλείδωσε την πόρτα. «Νομίζεις ότι θα 'πρεπε να το κάνουμε;» ρώτησε νευρικά. «Θες να ξανάρθω με ένταλμα;» ρώτησε ο Λουκ, «Όχι», είπε η Άιρις. «Δεν είν' ανάγκη».

Μπήκαν μέσα και η Άιρις άναψε το φως. Το δωμάτιο ήταν αρκετά μικρό, μόνο δυόμισι επί δύο. Το μοναδικό του παράθυρο ήταν καλυμμένο με μια παχιά δικτυωτή κουρτίνα, που είχε γίνει γκρι απ' τη βρόμα. Ο αριστερός τοίχος ήταν εντελώς σκεπασμένος από ξύλινα ράφια, που λύγιζαν κάτω από το βάρος δεκάδων βιβλίων, που μερικά ήταν δεμένα με σκασμένο μαύρο δέρμα ία άλλα ήταν σκεπασμένα με σκισμένα χάρτινα καλύμματα. Όλο το δωμάτιο μύριζε πολυκαιρισμένα βιβλία — οσμή πικρή και παρόμοια με της σκόνης— καθώς και κάτι ακόμα. Μύριζε σαν πολύ παλιό μίγμα από αποξηραμένα άνθη.

Ο δεξιός τοίχος ήταν σκεπασμένος με δέσμες από χάρτες, αστρολογικά διαγράμματα και αποκόμματα εφημερίδων, που μερικά είχαν κιτρινίσει απ' τον καιρό. Ο Λουκ πήγε προς τα εκεί kl έριξε μια ματιά σε μερικά από τα αποκόμματα. Τα περισσότερα προέρχονταν από τπ Σίνταρ Ράπιντς Γκαζέτ και τους εβδομαδιαίους Μάριον Τάιμς, παρόλο που υπήρχαν και κάποια από πολύ μακρινά μέρη, όπως η Γουϊτσίτα, το Κάνσας και η Ομάχα της Νεμπράσκα.

Ο Λουκ κοίταξε εξεταστικά δύο απ' αυτά, περιμένοντας να διαβάσει ιστο-ρίες σχετικές με φόνους ή ανθρωποθυσίες ή παρόμοια πράγματα, κάθε άρθρο, όμως, ήταν σχετικό με σοδειές σόγιας, παραγωγή καλαμποκιού και εκτροφή γουρουνιών. ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ ΣΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΜΑΝΑ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΙ ΣΟΔΕΙΑ ΡΕΚΟΡ. Η ΠΑΝΩΛΗ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ ΑΠΟΔΕΚΑΤΙΖΕΙ ΚΟΠΑΔΙ ΣΤΟ ΧΟΚΑΙ. Η ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΜΠΡΟΚΟΛΟΥ ΚΛΟΝΙΖΕΤΑΙ. Τα διαγράμ-ματα απεικόνιζαν κυρίως τμήματα των μεσοδυτικών πολιτειών, με σκιασμένες περιοχές που προσδιόριζαν τις καιρικές συνθήκες —βροχόπτωση, συχνότητα θυελλών και περιοχές που πλήττονταν από απρόβλεπτη ξηρασία.

Δύο από τα αστρολογικά διαγράμματα ήταν γεμάτα σημειώσεις με κόκκινο στυλό. Υπήρχαν τρεις υπογραμμίσεις του αστερισμού της Παρθένου και μια παχιά γραμμή που τον συνέδεε με τον Κριό. Στη βάση ενός από αυτά τα διαγράμματα ο Τέρενς είχε γράψει με κεφαλαία τη λέξη ΓΛΕΝΤΙ!!!

«Ξέρεις τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε ο Λουκ: την Άιρις. Εκείνη στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας, αγκαλιάζοντας νευρικά τον

εαυτό της. Κούνησε αρνππκά το κεφάλι. «Ο Τέρι ενδιαφέρεται συγκεκριμένα για τη γεωργία; Τις σοδειές;» «Εργάζεται στις ζωοτροφές». «Ναι», είπε ο Λουκ. «Μας το 'πε. Στις Κτηνοτροφικές Προμήθειες Ίντιαν

Κρικ. Τι λες για τ' άστρα;»

38

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

«Τ' άστρα;» ρώτησε μπερδεμένη η Άιρις. «Τ' άστρα...ξέρεις. Την αστρολογία». «Απ' όσο ξέρω δεν ασχολούνταν με τ' άστρα. Δηλαδή ποτέ δε διάβαζε το

ωροσκόπιο του ή κάτι παρόμοιο». Ο Λουκ εξέτασε τα αποκόμματα και τα διαγράμματα και δεν ήξερε τι στο

διάολο να συμπεράνει. Τι είδους άνθρωπος κρατά στοιχεία για τις σοδειές, τις καιρικές συνθήκες και τις κινήσεις των αστερισμών και με τόση εμμονή στη λεπτομέρεια;

«Λεν μιλούοε πολύ για τη δουλειά του», παρενέβη η Αι ρις. «Έλεγε ότι δεν ήταν και τόσο ενδιαφέρουσα».

«Γιατί πράγμα μιλούσε, λοιπόν;» «Πέρα από το κακό αίμα, όχι και για πολλά πράγματα, φαντάζομαι.

Μερικές φορές, όταν ήταν πολύ θυμωμένος, μιλούσε για το κακό αίμα ώρες ολόκληρες, χωρίς σταματημό, κι έλεγε ότι δεν έπρεπε να είχαμε κάνει παιδιά, γιατί το μεταδίδαμε. Μιλούσε και για την Αγία Γραφή και το Θεό και πάντα πήγαιναμε τις Κυριακές στην εκκλησία κι εκείνος μιλούσε για τη λειτουργία και συνήθως έλεγε πόσο χάλια ήταν».

Χαμήλωσε ξανά το βλέμμα της. «Φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν τα είχε βρει με τον εαυτό του. Φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν τα 'χε βρει με κανέναν».

Κάτω από το παράθυρο βρισκόταν ένα γραφείο από πευκόξυλο, αγορα-σμένο δεύτερο χέρι; ήταν πολύ φτηνό και ταλαιπωρημένο για να μπορεί να περάσει για αντίκα. Τραβηγμένη κοντά του βρισκόταν μια καρέκλα από νοβο-πάν βαμμένη μαύρη' πάνω του ήταν σκορπισμένα ανοικτά βιβλία, κίτρινα σημειωματάρια και δεκάδες μολύβια —κυριολεκτικά δεκάδες, ένα ολόκληρο δάσος από μολύβια, όλα με διαφορετικό μήκος και με μύτες διαφόρων βαθ-μών αιχμηρότητας. Δίπλα τους βρισκόταν ακουμπισμένο ένα τεράστιο δίκοπο μαχαίρι, με σκουριασμένη λεπίδα και λαβή τυλιγμένη με σπάγγο. Ο Λουκ το σήκωσε, το ζύγισε στο χέρι του και δοκίμασε την κόψη του. Μπορεί να ήταν σκουριασμένο, σίγουρα, όμως, ήταν αφύσικα κοφτερό.

Προφανώς ο Τέρενς το χρησιμοποιούσε για να ξύνει τα μολύβια του. Κάτω από το γραφείο βρισκόταν ένα καλάθι αχρήστων γεμάτο κατά το ένα τέταρτο με αρωματικά ξύσματα κέδρου.

Το χρησιμοποιούσε και για να λαξεύει. Η δεξιά άκρη του γραφείου ήταν γδαρμένη και χαραγμένη και η γωνία ήταν έτσι σκαλισμένη ώστε να απεικονί-ζει το πρόσωπο ενός αγριωπου άντρα.

«Πρέπει να του πήρε ώρες για να το σκαλίσει αυτό», παρατήρησε ο Λουκ. «Βρισκόταν εδώ πάνω ώρες ολόκληρες», είπε η Άιρις. Στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο ήταν καρφωμένη με πινέζες μια μεγάλη

ασπρόμαυρη γκραβούρα, περίπου πενήντα επί τριάντα πόντους, τυπωμένη πάνω σε χοντρό χαρτί σχεδίου. Ήταν φανερό ότι είχε διπλωθεί και ξεδιπλω-

39

GRAHAM MASTERTON

θεί πολλές φορές ία είχε κιτρινίσει και ξεθωριάσει από τον ήλιο και την υγρα-σία. Απεικόνιζε έναν παράξενο χαμογελαστό άντρα, που βάδιζε μες στο κυματιστό γρασίδι ενός σιυλιζαρισμένου χωραφιού. Στη μια άκρη του χωρα-φιού ο ήλιος έλαμπε. Στην άλλη μαζεύονταν σύννεφα θύελλας. Ο άντρας φορούσε ένα μανδύα καμωμένο αποκλειστικά από δαφνόφυλλα και δεμένο με κορδέλλες. Στο κεφάλι του φορούσε ένα κωνικό καπέλο, φτιαγμένο ία εκείνο από φύλλα. Στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί, κομμένο από κάποιο ανθισμένο δέντρο.

Η γκραβούρα ήταν γεμάτη από εκατοντάδες σουρεαλιστικές μικρολεπτο-μέρειες. Μια ομάδα μαύρων αρουραίων έπαιζε ζάρια σε μια γωνιά. Σε μια άλλη γωνιά ένα γυμνό κορίτσι έχωνε μέχρι τον αγκώνα το μπράτσο της μέσα στο αυτί ενός λαγού. Ο Λουκ τράβηξε απ' τον τοίχο το κάτω μέρος της γκρα-βούρας, για να μπορέσει να διαβάσει τη λεζάντα. Απλά έλεγε Μωμόγερος, Δια χειρός Κ. Μπούλστροουντ.

«Ξέρεις τίποτα γι' αυτό;» ρώτησε ο Λουκ. «Δεν το 'χω ξαναδεί ποτέ». «Δεν έχει ημερομηνία επάνω. Φαίνεται, όμως, αρκετά παλιό, έτσι δεν

είναι;» «Ο Τέρι συνήθως δεν ενδιαφέρεται για πίνακες, παρά μόνο για τις οικο-

γενειακές φωτογραφίες. Κάποτε προσπάθησα να κρεμάσω έναν από τους παλιούς πίνακες της μητέρας μου και κόντεψε να πάθει κρίση».

«Αλήθεια;» «Λεν έδειχνε τίποτα το ιδιαίτερο. Μόνο δέντρα». Ο Λουκ σήκωσε ένα από τα βιβλία. Ακραίες· Κλιματολογικές Συνθήκες και

Η Επίδρασή Τους στην Γεωργία, του Δρος Νιλς Θόρσον, του Πανεπιστημίου της Αιόβα. Έπειτα ένα άλλο; Πρωτομαγιά: Η Πολιτιστική Σημασία του Εορτασμού της Άνοιξης του Τζάνασεκ Χάμπρι. Και ένα ακόμα: Παγανιστικές Τελετές Γονιμότητας και Λοιπές Λαϊκές Ιεροτελεστίες.

Λφησε κάτω τα βιβλία και σήκωσε το σημειωματάριο του Τέρενς. Ήταν γεμάτο με μικροσκοπικά, ομοιόμορφα γράμματα, η μια πυκνογραμμένη σελί-δα μετά την άλλη. Όλα, όμως, ήταν γραμμένα σε μια ξένη γλώσσα, γεμάτη σημεία τονισμού και διαχωριστικά.

«Μιλούσε ία άλλη γλώσσα ο Τέρι;» ρώτησε ο Λουκ.

*Η λέξη "μωμύγεροί" χρηαιμοποιείται νια τη μονολεκτική οπόϋοοπ τπ$ Wins mummer, που οημαίνει "ηθοποιός Γ,ου ουμμετΐχει οε λαϊκά δρώμενο" Οι μωμόγφοι είναι ίνα αρχαίο ποντιακό εΒιμο πομ ΑΝΑΒΊΩΝΑ σήμερα στο KiMs, Ανήμερα τα Χριστούγεννα οι μωμόγεροι, έφιπποι dvipts on' όλα τα on (τι α του χωριού φορώντοΕ λευκέ; μάακε3 και ηρο3ειέ$. γυρνούν τρογουίώντα$ από αηίτι αε σπίτι, προτού τελικό κατολήϊ,αυν οι κάποιο κεντρικό σημείο, όπου καίνε τον παλιό χρόνο

Η επιλογή Tns λε£π5 έγινε κμρίωΐ λόγω τη$ πχππκήί opoiorrrras με την αγγλική λέξη. καθιύ£ και λόγοι του ύπ οι μωμΰγεροι είναι μαοκοφόροι και, αν και τραγουδούν, δεν μιλούν. Εννοείται, βέβαια, ότι ΰπωί και οι mummers, έτσι και οι μωμόγεροι, ουδεμία αχέ on έχουν με τα ηλάοματα που περιγράφονται οτο Βιβλίο. (Σ τ Μ.)

40

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

«Όχι με μένα», είπε η Αιρις. «Μοιάζουν με τσέχικα. Ήξερε τσέχικα ο Τέρι;» Η Αιρις κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ο Λουκ πέρασε την άκρη του δαχτύλου του πάνω στα βιβλία που βρίσκο-

νταν πάνω στα ράφια. Όλοι οι τίτλοι φανέρωναν τον ίδιο τομέα ενδιαφερόντων με εκείνα που βρίσκονταν πάνω στο γραφείο. Γεωργία. Αστρολογία. Λαϊκές ιεροτελεστίες. Και θρησκεία. Τα τρία τελευταία ράφια ήταν φορτωμένα από Βίβλους. Πρέπει να υπήρχαν σαράντα ή πενήντα από δαύτες, διαφόρων χρονολογιών και προελεύσεων. Μερικές ήταν φτηνές εκδόσεις σαν ία αυτές που βρίσκει κανείς στα δωμάτια των ξενοδοχείων. Αλλες ήταν δεμένες με φθαρμένο μαύρο δέρμα, με έντονα επίχρυσα χαράγ-ματα. Υπήρχαν Βίβλοι στα γαλλικά, Βίβλοι στα γερμανικά, Βίβλοι στα πολωνι-κά, Βίβλοι στα ισπανικά.

«Είναι τόσο θρήσκος, λοιπόν;» ρώτησε ο Λουκ. «Πάμε στην εκκλησία, αν αυτό εννοείς». Έκανε μια παύση ία έπειτα είπε:

«Πηγαίναμε στην εκκλησία». «Είστε καθολικοί;» «Ο Τέρι είναι. Εγώ όχι. Πηγαίνουμε, όμως, στην ίδια εκκλησία». «Ποια είν' αυτή;» «Η εκκλησία της Αμώμου Συλλήψεως. Ο Τέρι δεν πολυσυμπαθεί τον

Πατέρα Γουόζνιακ —λέει ότι προδίδει τη Βίβλο, ό,τι ία αν εννοεί μ' αυτό. Όμως του αρέσει το όνομα της εκκλησίας, Η Αμωμος Σύλληψις, Πάντοτε λέει στον κόσμο ότι εμείς σ' αυτή την εκκλησία πηγαίνουμε, της Αμώμου Συλλήψεως, λες και καμαρώνει στ' αλήθεια γι αυτό»,

«Ε... δεν πειράζει να καμαρώνει κανείς για την εκκλησία στην οποία πηγαίνει».

«Δεν ξέρω. Το καμάρι του δεν ήταν συνηθισμένο. Το καμάρι του Τέρι σχεδόν έμοιαζε με κρυφή ικανοποίηση».

Ο Λουκ σήκωσε το σημειωματάριο του Τέρενς. «Σε πειράζει να το πάρω αυτό, Αιρις; Να το δώσω να το μεταφράσουν; Ίσως μας δώσει κάποιο στοιχείο για το π συνέβαινε μες στο κεφάλι του Τέρι».

«Πάρτο. Παρακαλώ. Δεν το θέλω». Ο Λουκ εξέτασε το δωμάτιο για τελευταία φορά. Προσπαθούσε να διαι-

σθανθεί τι έκανε στην πραγματικότητα ο Τέρενς Πίρσον όταν κλειδαμπαρωνόταν μακριά από την οικογένειά του, έξυνε τα μολύβια του kl έγραφε όλες εκείνες τις σεΜδες με τις μικροσκοπικές σημειώσεις. Ακουσε το μακρινό μπουμπουνητό του κεραυνού και η βροχή άρχισε να ραντίζει το τζάμι του παραθύρου, απαλά και γρήγορα, λες και στην αυλή είχε σταθεί ένας τρομοκρατημένος ιερέας, που το ράντιζε βιαστικά με αγιασμό.

Την προσοχή του είχε τραβήξει ξανά ο παράξενος χαμογελαστός άντρας της γκραβούρας. Ο άντρας τσύ χαμογελούσε κάτω από το γελοίο καπέλο από

41

GRAHAM MASTERTON

φύλλα του και η έκφραση του ήταν βαθύτατα κοροϊδευτική. Ποιός είμαι; φαινόταν να ρωτά. Και γιατί είμαι ντυμένος σαν θάμνος που περπατά; Για κάποιο λόγο ο Λουκ αισθανόταν λες και του διέφευγε κάτι, κάτι θεμελιώδες, αλλά δίχως αμφιβολία αλλόκοτο και αυτό του προκαλούσε βαθιά ανησυχία.

«Οκέι, ευχαριστώ», είπε τελικά και βγήκαν από το δωμάτιο. Η Αιρις το κλεί-δωσε πίσω τους και τοποθέτησε το κλειδί ξανά στο πάνω μέρος του πλαισίου.

Καθώς επέστρεφαν στο κάτω πάτωμα, είπε: «Λεν είμαι αναγκασμένη να ξαναδώ τον Τέρι, έτσι δεν είναι;»

«Μπορεί να χρειαστεί να καταθέσεις, όταν θα προσαχθεί σε δίκη». «Στ' αλήθεια, όμως, δε θα βγει;» Ο Λουκ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. «Δίχως αμφιβολία θα τον

στείλουν στο Φορτ Μάνησον. Κανείς δε φεύγει απ' το Φορτ Μάντισον». Έφτασαν στο διάδρομο. Η Έντνα Μπουλόφσια τούς περίμενε ακόμα και

φαινόταν κουρασμένη και ανήσυχη. «Πώς αισθάνεσαι, 'Αιρις;» ζήτησε να μάθει, αγνοώντας επιδεικτικά το

Λουκ. Υπαινισσόταν ότι ο Λουκ δεν έπρεπε να την έχει υποβάλλει σε ανάκρι-ση, ενώ εκείνη βρισκόταν ακόμα σε κατάσταση σοκ.

«Ω είμαι μια χαρά», είπε η Αιρις. «Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να μαζέψω το δείπνο, τώρα που τα παιδιά δε θα 'ρθουν σπίτι».

«'Αιρις — δεν είν' ανάγκη να κάνεις τίποτα, παρά μονο να ξεκουραστείς», είπε ο Λουκ.

Η Έντνα τύλιξε το μπράτσο της γύρω της και την οδήγησε πίσω στην κου-ζίνα.

«θα συνέλθει;» ρώτησε ο Λουκ. «Ο Δόκτωρ Μέιχιου τής έδωσε ένα ηρεμιστικό, ©α της δώσω άλλο ένα σε

περίπου μισή ώρα, μαζί με μια κούπα ζεστό γάλα. Έρχεται κι η αδερφή της απ' το Ντιμπιούκ».

«Ευχαριστώ, βοηθέ», επιε ο Λουκ. Πήρε το καπέλο του απ' το τραπέζι της κουζίνας ία έπειτα πήρε στο χέρι της Άιρις και το έσφιξε. «Ευχαριστώ που μου μίλησες, "Αιρις, Τσ εκτιμώ. Ξέρω ότι ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής σου, χωρίς αμφιβολία. Μου φαίνεται ότι το μόνο που μπορώ να πω είναι τούτο: θρή-νησε τη Λίζα, θρήνησε και τον μικρό Τζορτζ. Μην ξεχάσεις, όμως, να θρηνή-σεις και για τον εαυτό σου».

Η "Αιρις έγνεψε χωρίς να πει κουβέντα. Ο Λουκ επέστρεψε στην εξώπορτα και η Έντνα τον ακολούθησε. «Μίλησα

στον Ρίια Κλαρκ. Λέει ότι μπορείτε να τον αγαπάτε και σαν αδερφή αν θέλε-τε, αλλά δεν μπορεί να περιμένει ούτε λεπτό ακόμα. Έχει προθεσμία να προ-λάβει. Και έχετε και την Τζόις Λίμπολντ από τον WMT 600, που περιμένει ία εκείνη να σας μιλήσει».

«Επιτέλους διάσημος», είπε ο Λουκ. Ανοιξε την πόρτα, που έβγαζε στην οδό Βέρνον. Η υγρή νύχτα άστραφτε

42

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

από κόκκινα και γαλάζια φώτα και τους προβολείς των τοπικών τηλεοπτικών συνεργείων. Το μεγαλύτερο μέρος της καταιγίδας είχε πια περάσει και κατευθυνόταν ανατολικά προς το Ιλινόις και φυσούσε ένας ζεστός, ξηρός άνεμος. Ο σίφουνας είχε προξενήσει μερικές ζημιές στο Αμάνα Κόλονις: το παντοπωλείο είχε χάσει τμήμα της στέγης του και μία από τις καμινάδες του εριουργείου είχε καταρρεύσει. Κοντά στο Κολόνα, έξι ή εφτά γουρούνια είχαν σκοτωθεί όταν βρέθηκαν στο ύπαιθρο, ενώ κατά τη διάρκεια του χειρότερου ξεσπάσματος της θύελλας το Δημοτικό Αεροδρόμιο του Σίνταρ Ράπιντς είχε κλείσει για δυόμισι ώρες. Όμως αυτό ήταν όλο. Δεν ήταν παρά ένας ακόμα σίφουνας των τελευταίων ημερών του καλοκαιριού.

Ο βοηθός Νόρμαν Γκόρμαν φύλαγε σκοπιά μπρος στην εξώπορτα των Πίρσον. Ήταν κοντός και γεροδεμένος, με κορμί σαν συρταριέρα της Γαλλικής Αναγέννησης. Γυμναζόταν με βάρη ο ε μια απελπισμένη και ατ έρμο-νη προσπάθεια να αυξήσει το ύψος τον κάποτε ο Λουκ τον είχε βρει κρεμα-σμένο από τα χέρια στην κάσα της πόρτας του γραφείου, με βάρη των είκοσι κιλών περασμένα σε κάθε αστράγαλο. Ο βοηθός Νόρμαν Γκόρμαν διέθετε τρομερή αίσθηση του χιούμορ για οτιδήποτε άλλο εκτός από το πόσο ψηλός δεν ήταν.

Παρόλο που ήταν κοντός, όμως, είχε συναισθηματικά καστανά μάτια κι ένα πυκνό μαύρο μουστάκι, που φαινόταν να έχει πέραση σε κάθε τύπο κορι-τσιού, τις παρθένες και τις τσούλες, ία έτσι ο Νόρμαν σπάνια ξέμενε δίχως θηλυκή συντροφιά.

«Σε τι κατάσταση είναι;» ρώτησε, δείχνοντας με το κεφάλι την εξώπορτα. Ο Λουκ διόρθωσε το βρεγμένο, άμορφο καπέλο του. «Αντέχει. Δεν την

έχει, όμως, κτυπήσει ακόμα στ' αλήθεια. Αύριο που το ηρεμιστικό θα εξασθε-νήσει, θα είναι χάλια».

«Σκατά —πώς είναι δυνατόν να κάνει κάποιος κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Νόρμαν. «Να εκτελέσει τα ίδια του τα παιδιά, γαμώτο».

«Ήταν ψυχοπαθής», είπε ο Λουκ. «Ελπίζω μόνο να μη δεχτούν οι ένορκοι τη δικαιολογία της ψυχοπάθειας, αυτό είν' όλο».

«Έπρεπε να τον είχαμε πυροβολήσει επί τόπου», είπε ο Νόρμαν, «Έπρεπε να τον είχαμε καθαρίσει τον αναθεματισμένο επί τόπου, σαν λυσσα-σμένο σκυλί».

Ο Ρίκι Κλαρκ ανηφόρισε βιαστικά το μονοπάτι, με το γιακά της άσπρης καμπαρντίνας του σηκωμένο, ενώ οι ώμοι της ήταν τόσο μουσκεμένοι απ' τη βροχή, που είχαν σκουρύνει.

«Σερίφη; θ ε ς να μου πεις πώς το πήρε;» ρώτησε. «Έι, καθήα, πώς θα το 'παιρνες εσύ, αν κάποιος έκοβε τα κεφάλια των

παιδιών σοιτ;» απάντησε αμέσως ο Νόρμαν. «Νόρμαν», είπε ο Ρικ. «Γιατί οι γονείς σου σε βάφτισαν Νόρμαν, Νόρμαν;» «Είχαν ποιητική φλέβα, Ρίκι, να γιατί», αντεπιτέθηκε ο Νόρμαν. «Ήθελαν να

43

GRAHAM MASTERTON

μου δώσουν ένα όνομα που να ομοιοκαταληκτεί με το Γκόρμαν, όπως και ο: δικοί σου γονείς σού έδωσαν ένα όνομα που να ομοιοκαταληκτεί με το καθώα».

Μόλις γύρισε στο γραφείο του στη γέφυρα της Τρίτης Λεωφόρου, ο Λουκ τηλεφώνησε σπίτι του. Το τηλέφωνο σήκωσε η εξάχρονη κόρη του, η Νάνοι.

«Μπορώ να μιλήσω στη μαμά σου, γλυκιά μου;» «Η μαμά είναι στο ντους. Θ' αργήσεις;» «Σωστά. Ο' αργήσω. Λεν ξέρω πόσο πολύ. Τι συνέβη σήμερα;» «Τίποτα, μόνο ο Ράνα Στάμερ τα 'κανε πάνω του μες στην τάξη». «Τον κακόμοιρο το Ράντι. Τι άλλο;» «Η μαμά έβαλε τις κόκκινες κάλτσες μου για πλύσιμο μαζί με το μπλε σου

μπλουζάκι». «Α, τέλεια, τώρα έχω ένα μοβ μπλουζάκι». «Όχι, δεν έχεις. Η μαμά προσπάθησε να το καθαρίσει με χλωρίνη και

τώρα έχεις ένα ξεβαμμένο μπλουζάκι», «Υπέροχα. Ακόμα καλύτερα. Ήσουν καλό κορίτσι σήμερα;» «Η κυρία Χέσλοπ μου θύμωσε επειδή έφτυσα τα χορταρικά μου». «Το ξέρεις πως πρέπει να τρως τα χορταρικά σου. Σου κάνουν καλό. Σε

κάνουν — ξέρω 'γω, χαρισματική ή κάτι τέτοιο». «Τα σιχαίνομαι τα χορταρικά. Λε θέλω να ξαναδώ χορταρικά όσο ζω. Λε

θέλω ούτε να ξαναδώ το πράσινο χρώμα τους». Ο Λουκ αστειεύτηκε λίγο ακόμα με τη Νάνοι ία έπειτα της έστειλε ένα

φιλί για καληνύχτα και κατέβασε το ακουστικό. Έπειτα, όμως, ακούμπησε πάνω στο παγωμένο, κλιματιζόμενο παράθυρο του για πολλή, πολλή ώρα. Πίεσε με το χέρι του το στόμα του, λες ία απαγόρευε στον εαυτό του να μιλή-σει, ενώ τα μάτια του φαίνονταν σοβαρά και κουρασμένα.

Ηταν ένα σαββατόβραδο σαν κάθε άλλο. Κάτω από 'κείνο το παράθυρο τα νερά του ποταμού Σίνταρ άφριζαν κάτω από τις τσιμεντένιες αψίδες της γέφυρας της Τρίτης Λεωφόρου, αντανακλώντας τα ακανόνιστα σκόρπια φώτα του κέντρου του Σίνταρ Ράπιντς και της κυκλοφορίας που σταματούσε και ξανάρχιζε στην 1η Οδό.

Χωρίς, όμως, κανέναν ιδιαίτερο λόγο που θα μπορούσε να σκεφτεί, ο Λουκ απόψε ένιωθε ότι έκανε τούτη τη δουλειά εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ένιωθε ότι είχε περάσει απ1 την ίδια στροφή τόσες πολλές φορές, που δεν ήταν πια σε θέση να την προσεγγίσει με διαφορετικό τρόπο. Η υπόθεση Πίρσον ήταν τόσο τρομερή και αποτρόπαια, που καθιστούσε αναγκαίο ένα φρέσκο τρόπο σκέψης. Καθιστούσε αναγκαία την οργή. Παρ' όλα αυτά, το μόνο που μπορούσε να ντώσει ο Λουκ ήταν να κατακλύζεται από το συναίσθη-μα άτι είχε ζήσει και εργαστεί σε τούτη την πόλη στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του* κι ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν είχαν καταλήξει και σε τίποτα

44

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

σπουδαίο. Μια τρύπα στο νερό; Μακάρι να 'ταν τόσο απλά τα πράγματα. Η Λίζα ία ο

μικρός Τζορτζ είχαν πεθάνει, ο Άμπνερ και π Ντόροθι Λόφτους είχαν πεθά-νει. Νέοι και γέροι- όλοι ανυπεράσπιστοι. Εκείνοι ακριβώς οι άνθρωποι που ο Λουκ είχε ορκιστεί να προστατέψει μ' όλο το κουράγιο και την ευφυία του. Ένιωθε ότι τους είχε απογοητεύσει όλους. Ένιωθε ότι τους είχε κόψει τα κεφάλια, όπως ακριβώς τους τα είχε κόψει ο Τέρενς Πίρσον.

Ισως η υπόθεση Πίρσον να μην ήταν παρά μια ακόμα φρικαλεότητα ανά-μεσα στις τόσες. Τα τελευταία τέσσερα ή πέντε χρόνια η ευχάριστη ευημερία του ΣίνταρΡάπιντς είχε αρχίσει να μαραζώνει και να ξεφτίζει σης άκρες, σαν φθαρμένο στρώμα, σαν πολυαγαπημένο οικογενειακό σπίτι που κανείς δεν έχει καιρό να επισκευάσει. Ένα βροχερό απόγευμα το Μάρτιο του περασμέ-νου έτους, ο Λουκ είχε κληθεί να ερευνήσει την πρώτη υπόθεση πυροβολι-σμών από διερχόμενο αυτοκίνητο στο Σίνταρ Ράπιντς. Τώρα είχε ένα σωρό μητέρες να παραπονούνται επί μονίμου βάσεως ότι μάζευαν βρόμικες σύριγ-γες από τις πίσω αυλές τους' κι ότι έπρεπε να μαθαίνουν στα παιδιά τους πως οι σφαίρες δεν έχουν γραμμένο κανενός το άνομα επάνω τους. Πολύ προτού διδαχτούν πρόσθεση κι αφαίρεση, οι μαθητές του δημοτικού έκαναν ασκή-σεις, για να διδαχτούν ότι μάλας άκουγαν να πέφτει ο πρώτος πυροβολισμός, έπρεπε να πέσουν χάμω όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Τώρα πια είχε καταντήσει υπόθεση ρουτίνας να πρέπει ο Λουκ κι οι βοη-θοί του να διαλύσουν συμπλοκές στα προάστια, με σπασίματα αυτοκινήτων, γρονθοκοπήματα και σφαίρες· όπως και να προσπαθούν να συλλάβουν εντε-κάχρονα σχολιαρόπαιδα, που έκαναν θελήματα κουβαλώντας κινητά τηλέφω-να και τσάντες με κρακ.

Είχε την εντύπωση ότι το χειρότερο το είχε δει πέρυσι, όταν ο ιατροδικα-στής είχε βγάλει απ'το ψυγείο το πτώμα της Πχρονης Ντέστινι Ράιτ και του είχε δείξει τις δεκαεπτά πληγές της από μαχαίρι, μία για κάθε χρόνο της ζωής της.

Και τώρα τούτο. Ο τελετουργικός αποκεφαλισμός της Λίζα και του Τζορτζ Πίρσον και η φρενιασμένη δολοφονία του Αμπνερ και της Ντόροθι Λόφτους. Κι ο Λουκ δεν ήξερε τι να κάνει. Σύμφωνοι, είχε συλλάβει τον Τέρενς Πίρσον ία ο Τέρενς Πίρσον είχε αβίαστα ομολογήσει. Όμως ο Λουκ δεν ήξερε τι να κάνει.

Βρισκόταν ακόμα ακουμπισμένος στο παράθυρο όταν μπήκε ο Νόρμαν Γκόρμαν.

«Σερίφη; Μας βρήκα ένα μεταφραστή για τα τσέχικα». Ο Λουκ γύρισε και προσπάθησε να χαμογελάσει. Λίγο πίσω από το

Νόρμαν στεκόταν ένας αδύνατος, κιτρινιάρης γέρος, με μεγάλη μύτη και βαθουλωμενα μάγουλα και φλέβες που ελίσσονταν στο μέτωπο του. Φορούσε ανοικτό καφέ κοστούμι ψαροκόκαλο, που έδειχνε λες και το φορούσε κάθε μέρα από τότε που είχε ενηλικιωθεί.

«Σερίφη, αυτός είναι ο κύριος Λίος Πόνικαν. Διδάσκει αγγλικά ως ξένη

45

GRAHAM MASTERTON

γλώσσα στο Τζέφερσον». «Χαίρομαι που μπορέσατε να έρθετε, κύριε Πόντκαν», είπε ο Λουκ «Σας

είπε ο αστυφύλακας Γκόρμαν τι θέλουμε να κάνετε;» Ο κύριος Πόνικαν έγνεψε καταφατικά. «Να μεταφράσω από τα τσέχικα,

σωστά;» Ο Λουκ σήκωσε ένα μάτσο φωτοτυπίες από το σημειωματάριο του Τέρενς

και του το έδωσε, Ο κύριος Πόνικαν έβγαλε ένα ζευγάρι γυαλιά με συρμάτι-νο σκελετό από την τσέπη στο στήθος του σακακιού του, τα φόρεσε και εξέ-τασε πολύ αργά την πρώτη σελίδα,

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Λουκ, αφού είχε περάσει πάνω από ένα λεπτό, «Είναι δύσκολο», είπε ο κύριος Πόνικαν. Φαινόταν πολύ δυσαρεστημέ-

νος. «Τι εννοείτε δύσκολο;^ «Πρώτα απ' όλα, τα γράμματα είναι πολύ μικρά», «Ναι, σωστά. Τα γράμματα είναι πολύ μικρά. Για την ακρίβεια, δε θα

δίσταζα να πω ότι τα γράμματα είναι πολύ, πολύ μικρά». Ο κύριος Πόνικαν πρόβαλε το κάτω χείλος του και εξέτασε για μία ακόμα

φορά την πρώτη σελίδα. «Επίσης, δεν είναι,,, πολύ εντάξει». «Δεν είναι πολύ εντάξει; Τι πάει να πει αυτό; Είναι γεμάτο λάθη;» Ο κύριος Πόνικαν κτύπησε επανειλημμένα το δάκτυλο του στη γωνία του

σημειωματάριου. «Λεν είναι συνηθισμένο κείμενο. Είναι, παλαβό κείμενο». «Α, κατάλαβα. Παλαβό κείμενο. Και με ποια έννοια είναι παλαβό κείμε-

νο;» «Μπορώ να καθήσω;» ρώτησε ο κύριος Πόνικαν. Ο Λουκ έγνεψε καταφα-

τικά ία ο Νόρμαν έφερε μια καρέκλα. Ο κύριος Πόνικαν κάθησε και άπλωσε τις φωτοτυπίες στα πόδια του. Άρχισε να διαβάζει το κείμενο δείχνοντας κάθε λέξη με το δάχτυλο του.

«"'Ερχεται με τους τρεις φίλους τους τον καιρό του χειμώνα. Βαράνε την πόρτα". Αυτό σημαίνει ότι χτυπούν την πόρτα. "Εκείνος βαρά και βαρά, αλλά όταν οι άνθρωποι μέσα φωνάζουν και λένε Ήοιός είναι; Ποιός βαρά την πόρτα μας;' δε λέει κουβέντα. Δε μιλά. Θα χτυπά, όμως, την πόρτα όλη την ώρα, αν οι άνθρωποι που είναι μέσα δεν ανοίξουν για να τον αφήσουν να μπει.

»'0ταν μπει μέσα, θα σταθεί με τους τρεις φίλους του και δε θα πει κου-βέντα. Λε μιλούν. Γι' αυτό τους λ έ ν ε - " δε γνωρίζω την αγγλική λέξη. Σημαίνει, όμως, άνθρωποι που δε μιλούν».

«Μουγγοί;» ρώτησε ο Λουκ. «Όχι, όχι ακριβώς μουγγοί. Λε σημαίνει ότι υπάρχει κάποιο σωματικό ελά-

τωμα. Σημαίνει ότι έχουν επιλέξει να μη μιλούν. Σαν να μένουν σιωπηλοί με σκοπό τη διασκέδαση».

«Μίμοι, θέλετε να πείτε;» είπε ο Νόρμαν. «Ε, και πάλι, όχι ακριβώς μίμοι. Ένας μίμος προσπαθεί να εξηγήσει τι

46

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

κάνει με χειρονομίες και κινήσεις. Εκείνοι καταφθάνουν και παραμένουν αιω-πιτλοί. Δε δίνουν καμία εξήγηση».

«Τραππιστές;» υπέθεσε ο Νόρμαν. «Πα όνομα του Θεού», είπε ο Λουκ. Ξάφνου, όμως, ήρθε στο μυαλό του η

γκραβούρα που ήταν καρφιτσωμένη στον τοίχο του ιδιαίτερου δωματίου του Τέρενς. Τον άντρα με το κοροϊδευτικό χαμόγελο, που ήταν ντυμένος με φύλλα. Τι έγραφε στη βάση της εικόνας; Μωμόγερος. Ένας μασκοφόρος άντρας που ποτέ δε μιλά. Ένας άντρας που παραμένει σιωπηλός.

Ήταν έτοιμος να πει κάτι, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Αφησε τον κύριο Πόνικαν να συνεχίσει.

«"Κάθεται στο τραπέζι. Περιμένει να του φέρουν κρασί και κάτι ακόμα..." Λε γνωρίζω τι είναι αυτό. Μοιάζει με χόβεσι μόσο, που σημαίνει βοδινό για-χνί, "Εκείνος και οι φίλοι του βγάζουν ζάρια και παίζουν μέχρι να σβήσει π φωτιά. Αυτό θα συμβεί σε μια συγκεκριμένη στιγμή του χρόνου και δεν πρόκειται να τιμήσει τους πάντες με την επίσκεψή του. Ταξιδεύει πολλά χιλιόμετρα, αλλά κανείς δεν τον βλέπει να ταξιδεύει. Σε μερικές πόλεις που δεν τις έχει επισκεφτεί ακόμα, οι άνθρωποι προσεύχονται να πάει. Σ' εκείνες, όμως, τις πόλεις που έχει επισκεφτεί αρνούνται να προφέρουν το όνομά του, όπως κι εκείνος δεν έχει ποτέ προφέρει το δικό τους"».

Ο κύριος Πόνικαν ακούμπησε κάτω τη σελίδα με ελαφρά τρεμάμενο χέρι και έβγαλε τα γυαλιά του. «Το υπόλοιπο είναι ίδιο. Όλο για ανθρώπους που έρχονται για επίσκεψη και δε λένε κουβέντα. Παίζουν ζάρια, αφήνουν δώρα. Αφήνουν πολλά διαφορετικά δώρα. Καθένας φορά και διαφορετική φορεσιά. Λε γνωρίζω αν υποτίθεται ότι είναι παραμύθι ή κάτι άλλο».

«θα το πάρετε σπίτι, για να μου το μεταφράσετε;» ρώτησε ο Λουκ. «Θα ήθελα να ξέρω τι λέει ολόκληρο».

Ο κύριος Πόνικαν ξεφύλλισε τις φωτοτυπίες, δεκαεννέα σελίδες γεμά-τες μικροσκοπικά γράμματα. «Θα μου πάρει λίγο καιρό».

«Μπορώ να πληρώσω κάτι παραπάνω, αν μου το κάνετε πολύ πολύ γρήγο-ρα».

«Καλά — σ' αυτή την περίπτωση, πολύ καλά. Θα μπορούσα, ίσως, να το μεταφράσω σε δύο μέρες».

«Τι θα λέγατε για τριάντα έξι ώρες;» «Θα βάλω τα δυνατά μου, σερίφη Φρεντ». Έφυγε παίρνοντας μαζί του τις φωτοτυπίες ία ο Λουκ κάθησε αναπαυτι-

κά προς τα πίσω στη στιλ γουέστερν καρέκλα του, ία έβαλε τα πόδια του πάνω στο γραφείο.

Ο Νόρμαν είπε: «Πολύ παλαβά πράγματα, ε;» «Λεν ξέρω... νομίζω ότι καλύτερα να μη βγάλουμε συμπεράσματα, ώσπου

να δούμε την πλήρη μετάφραση». «Νομίζω ότι η αρχική σου διαίσθηση ήταν σωστή. Του Πίρσον του 'χει στρί-

47

GRAHAM MASTERTON

ψ ει τελείως». «Νόρμαν — πραγματικά, δεν έχει σημασία αν είναι τρελός ή αν είναι

λογικός. Σκοτώθηκαν τέσσερις ολότελα αθώοι άνθρωποι. Στο Σίνταρ Ράιηντς, για τ' όνοματon Θεού. Με κάνει να νιώθω —δεν ξέρω — με κάνει να νιώθω ότι έρχεται το τέλος του κόσμου. Η Αποκάλυψη».

Κούνησε το κεφάλι του. «Ο μπαμπάς μου πίστευε ότι η μπίρα, το ροκ εντ ρολ και το πολύ μπαλαμούπ ήταν τα μεγαλύτερα κακά που θα μπορούσε να επινοήσει ο Σατανάς. Σχεδόν χαίρομαι που έχει πεθάνει».

Ο Νόρμαν κοίταξε το ρολόι του. «Θα μιλήσεις με τον Πίρσον τώρα;» Ο Λουκ έγνεψε καταφατικά. «Κι έπειτα εσύ ία εγώ θα πάμε για ύπνο. Μας

περιμένει πολύ δύσκολη μέρα»,

Ο Τέρενς στεκόταν μες στο κελί του με την πλάτη στα κάγκελα. Ο Λουκ τον πλησίασε και στάθηκε κοιτώντας τον για λίγο. Ο Τέρενς πρέπει να είχε αντι-ληφθεί ότι ο Λουκ βρισκόταν εκεί, αλλά δεν κινήθηκε, ούτε είπε τίποτα. Ακόμα και η γυρισμένη του πλάτη μετέδιδε τεράστια ένταση.

Το κρατητήριο βρισκόταν στο υπόγειο. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε δύο αποχρώσεις του γκρίζου και τα κάγκελα ήταν επίσης βαμμένα γκρι. Έκανε υπερβολική ζέστη ία η ατμόσφαιρα βρομούσε αντισηπτικό, ξερατά και ποδα-ρίλα. Εκεί μέσα ήταν ακόμα κλεισμένοι τρεις μεθυσμένοι κι ένα βαποράκι που πουλούσε κρακ, παρόλο που ήταν ακόμα νωρίς και μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες δε θα υπήρχε εκεί μέσα χώρος παρά μόνο για όρθιους.

Ένας από τους μεθυσμένους τραγουδούσε. «Μη μου ραγίζεις την καρ-διά...την πονεμένη, ραγισμένη μου καρδιά». Ένας άλλος έκλαιγε με λυγμούς.

Ένας νεαρός μαύρος αστυφύλακας στεκόταν δίπλα σι ο κελί του Τέρενς, εκτελώντας ειδική υπηρεσία σκοπού. Πριν από τρία χρόνια ο Λουκ δε θα μπαί-νε στον κόπο να τοποθετήσει ειδικό σκοπό. Τότε, όμως, ένας μεσήλικας ύπο-πτος για φόνο είχε καταφέρει να κρεμαστεί με το μανίια του πουκαμίσου του, μόλις μισή ώρα αφότου τον είχε συλλάβει ο Λουκ. Και λιγότερο από μια εβδο-μάδα αργότερα, ένας 17χρονος υπόδικος είχε αυτοκτονήσει αφού έμπηξε δυο μολύβια στη μύτη του, έπιασε το πίσω μέρος του κεφαλιού του με τα δυο του χέρια και το κατέβασε με δύναμη πάνω στο πτυσσόμενο τραπέζι. Ο Λουκ δεν μπορούσε ν' ανεχτεί να χάσει και τον Τέρενς Πίρσον με τον ίδιο τρόπο.

«Πίρσον;» είπε κοφτά. Ο νεαρός μαύρος αστυφύλακας είπε: «Εδώ και τρεις ώρες δεν έχει ανοί-

ξει σχεδόν καθόλου το στόμα του. Μόνο για να ζητήσει μια χόκα-κόλα διαίτης και να ρωτήσει τι ώρα είναι».

«Πίρσον;» επανέλαβε ο Λουκ. «Είμαι ο σερίφης Φρεντ». «Το ξέρω», είπε ο Τέρενς. «Τι θες;» «Λίγη κουβεντούλα, ίσως».

48

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

«Α, ναι; Ξέρω τι σόι κουβεντούλα θέλεις. Μια μονόπλευρη κουβέντα στην οποία εγώ θα 'μαι κείνος που θα μιλά. Σαν να λέμε, θα εξηγώ τι είναι εκείνο που εξωθεί έναν πατέρα να εκτελέσει τα ίδια του τα παιδιά».

Ο Λουκ ανασήκωσε τους ώμους, κι έβπξε. «Θα 'ταν καλό γι' αρχή», Ο Τέρενς εξακολουθούσε να μη γυρίζει. «Πρέπει να καταλάβεις ένα

πράγμα, σερίφη, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να καταλάβεις τίποτα. Δεν τα εκτέλεσα. Τα έσωσα».

«Τα έσωσες; Από τι τα έσωσες;» Ο Τέρενς έκανε μια σύντομη παύση. Έπειτα είπε: «Δε θα καταλάβαινες,

σερίφη. Δε θα καταλάβαινες τίποτα». «Θα μπορούσες να με δοκιμάσεις». Ο Τέρενς κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ο Λουκ στάθηκε έξω απ' το κελί επί σχεδόν ένα λεπτό κι ο Τέρενς ακόμα

να μιλήσει. Ο νεαρός μαύρος αστυφύλακας είπε: «Αυτά είναι τα περισσότερα που έχει πει από τότε που 'ρθε εδώ. Μια φορά μόνο ρώτησε τι ώρα ήταν και ήταν 6:47' και μια φορά ζήτησε μια κόκα-κόλα διαίτης».

Ο Λουκ είπε: «Αν νόμιζες ότι τα έσωζες, Τέρενς, μάλλον νόμιζες ότι τα έσωζες από κάτι πολύ χειρότερο από το να χάσουν τα κεφάλια τους. Φαίνεται λογικό, έτσι δεν είναι;»

Ο Τέρενς εξακολουθούσε να μην αποκρίνεται, η αγωνία του, όμως, ήταν τόσο μεγάλη που ανέδιδε μια οσμή, σαν τη μυρωδιά από καψαλισμένο καννά-βι που αναδίδουν τα υπερτεντωμένα σκοινιά,

«Ένα μένει ν' ανακαλύψω τώρα: τι μπορεί να είναι χειρότερο από το να χάσει κανείς το κεφάλι του;»

«Πιστεύεις ότι είμαι τρελός», είπε τολμηρά ο Τέρενς. «Λεν ξέρω τι να πιστέψω, εκτός ία αν μου πεις εσύ από π τα έσωζες», «Δε θα μπορούσες ούτε ν' αρχίσεις να—» «Τι τρέχει με το μωμόγερο, Πίρσον; Μήπως έχει ο μωμόγερος κάποια

σχέση μ' όλα αυτά;» Ο Τέρενς συνταράχτηκε ολοφάνερα. Τα χέρια του έκλεισαν αργά, σχη-

ματίζοντας μια σφιχτή γροθιά. Εξακολούθησε να στέκεται με γυρισμένη πλάτη.

«Έλα, Πίρσον», τον καλόπιασε ο Λουκ. «Είμαι σερίφης με μεγάλη κατανόηση. Πες μου τι σχέση έχει ο μωμόγερος μ' όλα αυτά. Κι όλες εκείνες οι Βίβλοι. Ελληνικές, γιαπωνέζικες, έχεις ό,τι έχει κυκλοφορήσει, έτσι δεν είναι;»

«Ήσουν στο δωμάτιο μου», είπε ο Τέρενς, με φωνή που θύμιζε ήχο αργής κατολίσθησης.

«Έτσι είναι, Πίρσον. Ήμουν στο δωμάτιο σου. Κι ήταν το αναθεματισμένο, το mo αλλόκοτο δωμάτιο που αντίκρυσαν ποτέ τα μάτια μου».

Ο Τέρενς γύρισε απότομα. Το γωνιώδες πρόσωπο του ήταν νεκρικά

49

GRAHAM MASTERTON

χλομό και γύρω απ' τα μάτια του είχαν σχηματιστεί πορφυροί κύκλοι. "Δεν είχες δικαίωμα! Δεν είχες κανένα δικαίωμα, που να πάρει!»

«Ηρέμησε, Πίρσον. Η γυναίκα σου με προσκάλεσε να ρίξω μια ματιά». «Δεν είχε δικαίωμα! Της είπα να μην μπει ποτέ εκεί μέσα! Ποτέ! Κι ούτε

ία εσύ είχες κανένα δικαίωμα!» «Είχα και παραείχα δικαίωμα», του είπε ο Λουκ, «Είχα το δικαίωμα που μου

δίνει ο νόμος και το δικαίωμα που μου δίνει η η Sum. Κάποιος που έχει κάνει ό,τι εσύ, χάνει σχεδόν τα πάντα. Την προσωπική ζωή, την αξιοπρέπειά του, τα πάντα. Το μόνο προνόμιο που σου χει απομείνει, είναι το προνόμιο να δικαστείς αμερόληπτα ία αυτό ακόμα είναι πολύ περισσότερο απ' ό,τι αξίζεις».

«Λεν είχες κανένα δικαίωμα να μπεις στο δωμάτιο μου», επανέλαβε ο Τέρενς. Μικρές σταγόνες σάλιου πετάγονταν απ' τα χείλη του. «Σου δίνω το λόγο μου, ΓΟ λόγο μου, ότι θα το πληρώσεις».

Ακολούθησε μια παρατεταμένη, δυσάρεστη σιωπή. Ο Τέρενς εξακολού-θησε να έχει το βλέμμα καρφωμένο στο Λουκ και να συσπάται από οργή, ενώ ο Λουκ του ανταπόδιδε σταθερά το βλέμμα κι αναρωτιόταν τι είδους άνθρω-πος ήταν. Τελικά ο Λουκ ακούμπησε για λίγο το χέρι του στον ώμο του φρου-ρού του Τέρενς και είπε: «Πρόσεξε τον καλά, αστυφύλαξ, είναι κακός άνθρω-πος», ία έφυγε.

Προσπαθούσε να φορέσει το πανωφόρι του, όταν ήρθε προς το μέ:ρος του ο Νόρμαν, που κάπνιζε και κρατούσε ένα γαλάζιο φάκελο από σκληρό χαρτί. «Είχαμε και στο παρελθόν μπελάδες με το φίλο σου τον Τέρενς Πίρσον», είπε, «Ο αρχιφύλακας Μιουλάλι μόλις ανακάλυψε τούτο δω».

«Α, ναι;» «Θυμάσαι εκείνο το περιστατικό πέρυσι το φθινόπωρο, όταν κάποιος

κατήγγειλε ότι είχαν κόψει το κεφάλι του σκύλου του;» «Ναι, θυμάμαι. Λαγωνικό Βρέθηκε Αποκεφαλισμένο». «Το σκυλί ανήκε στο γείτονα που μένει δίπλα από τον Τέρενς Πίρσον, ο

οποίος ουσιαστικά κατηγόρησε τον Πίρσον ότι το είχε σκοτώσει εκείνος. Και δεν ήταν και κανά φτηνό μπασταρδόακυλο της γειτονιάς. Ήταν ένα Βελγικό Τερβούρεν, σκυλί ράτσας που άξιζε γύρω στα δύο χιλιάδες δολάρια».

«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Λουκ. «Τελικά τίποτα. Ο Πίρσον ανακρίθηκε, κανείς, όμως, δεν ήταν σε θέση ν' απο-

δείξει όη το είχε κάνει εκείνος, ία έτσι το άψησαννα περάσει. Και έχε υπόψη ότι ο Πίρσον κι ο γείτονάς του μόλις είχαν ρίξει έναν τρικούβερτο τσακωμό».

«Για ποιο λόγο;» «Λε θα το πιστέψεις. Ο Πίρσον διαφωνούσε με το χρώμα που είχαν βάψει

τον πίσω φράκτη τους». Ο Νόρμαν άνοιξε το φάκελο και συνέχισε. «Τα ακρι-βή λόγια του γείτονα ήταν: "Ο Πίρσον γύρισε σπίτι απ' τη δουλειά του. Είδε το φράκτη μου. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπειτα εξαγριώθηκε εντελώς. Ούρλιαζε σαν μανιακός. Είπε ότι θα μας σκότωνε, αν δεν ξαναβάφαμε το φράκτη εκεί-

50

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

νη ακριβώς τη στιγμή"». «Χριστέ και Παναγία. Τι χρώμα τον είχαν βάψει, ροζ με μοβ βούλες;» «Μπα. Τον είχαν βάψει πράσινο. Το παλιό, καλό πράσινο που όλοι βάφουν

τον φράκτη του κήπου τους». Έξω στη σκάλα τον περίμενε ο Τύπος και οι κάμερες της τηλεόρασης. Ο

άνεμος του απόβραδου ήταν ζεστός και καθαρός ία αναγκάστηκε να πιάσει το καπέλο του απ' το γείσο, για να μην το πάρει ο αέρας. Στάθηκε κάτω απ' το φως που έβγαζαν οι λάμπες αλογόνου και είπε; «Δεν έχω τίποτα να προσθέ-σω στα όσα δήλωσα νωρίτερα. Ο Τέρενς Τζέιμς Πίρσον κρατείται ως ύποπτος πολλαπλών φόνων εκ προμελέτης. Δεν αναζητούμε κανέναν άλλο που να σχε-τίζεται με τους φόνους, αν και θα θέλαμε να μάθουμε αν κάποιος είδε τον Πίρσον και τα παιδιά του οποιαδήποτε στιγμή εκείνο το απόγευμα, πριν γίνουν οι φόνοι. Είχα μια προκαταρκτική συνάντηση με τον εισαγγελέα της κομη-τείας και θα συναντηθούμε ξανά με τον κύριο Ντίλαρντ το πρωί. Ο Πίρσον έχει λάβει γνώση των δικαιωμάτων του, όμως μέχρι στιγμής αρνείται να μιλήσει σε δικηγόρο. Οι έρευνές μας συνεχίζονται και αύριο θα δώσω συνέντευξη τύπου εφ' όλης της ύλης. Αυτά για τώρα, παιδιά»,

«Σερίφη -επρόκε ιτο για τελετουργικές δολοφονίες;» ρώτησε ένας από τους δημοσιογράφους της τηλεόρασης.

Ο Λουκ κούνησε το κεφάλι. «Ειλικρινά δεν μπορώ να πω. Ο Τέρενς Πίρσον έχει κάποια ασυνήθιστα ενδιαφέροντα, τα οποία ερευνούμε. Μπορεί να σχετίζονται με τους φόνους, μπορεί και όχι».

«Τι είδους ασυνήθιστα ενδιαφέροντα; Σατανισμό; Ανθρωποθυσίες; Μαύρη μαγεία; Τι;»

«Απ' ό,τι φαίνεται, ενδιαφέρεται για τη γεωργία, τη μετεωρολογία και τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Δεν μπορώ να σας πω τίποτα παραπάνω».

Ένας από τους δημοσιογράφους ρουθούνισε εύθυμα. «Δείξτε μου έστω ία έναν άνθρωπο στην ανατολική Αϊόβα που να μην ενδιαφέρεται για τη γεωρ-γία, τη μετεωρολογία και τη μελέτη της Αγίας Γραφής!»

«Σίγουρα. Όχι, όμως, με τον τρόπο που ενδιαφερόταν ο Τέρενς Πίρσον». «Με τι τρόπο ενδιαφερόταν, σερίφη;» «Α, ελάτε τώρα, σερίφη, με τι τρόπο;» Τελικά ο Λουκ κατάφερε να φτάσει ως εκεί που είχε παρκάρει ιο

αυτοκίνητο του και μπήκε στη μεγάλη του λευκή ΜπιούικΠαρκ Αβενιου. Έβαλε μπρος τη μηχανή, όμως ο Ρίια Κλαρκ τού χτύπησε το παράθυρο και είπε κάτι. Ο Λουκ κατέβασε το παράθυρο και είπε: «Έλα τώρα, Ρίια, Είμαι χάλια».

«Δως μου μια ευκαιρία, σερίφη. Μήπως έχεις καμιά θεωρία γιατί, άραγε, ο Πίροον σκότωσε τα παιδιά του;»

«Μέχρι τώρα, όχι. Ασε να ρωτήσω ία εγώ κάτι: Έχεις, μήπως, καμιά θεω-ρία γιατί, άραγε, κάποιος να κάνει σαν τρελός όποτε βλέπει πράσινο;»

«Πράσινο;» Ο Ρίκι συνοφρυώθηκε. «Δε σε πιάνω».

51

GRAHAM MASTERTON

Ο Λουκ έβαλε ταχύτητα. «Ούτε 'γω με πιάνω. Οταν, όμως, μάθω την απά-ντηση στο ένα απ' τα ερωτήματα, τότε ίσως μάθουμε και την απάντηση στο άλλο».

Πράσινο, σκέφτηκε ο Λουκ, καθώς οδηγούσε προς το σπίτι του, κατευθυνόμενος βόρεια στην 380η Οδό. Γιατί άραγε το πράσινο χρώμα εξόργιζε τόσο πολύ τον Τέρενς Πίρσον;

Έφερε στο μυαλό του την κόρη του τη Νάνοι, να του λέει πόσο πολύ σιχαινόταν τα χορταρικά. Λε θέλω ούτε να ξαναδώ το πράσινο χρώμα τους. Τότε έφερε στο μυαλό του και το σπίτι των Πίρσον. Υπήρχε, άραγε, κάτι πρά-σινο στο σπίτι των Πίρσον;

Δεν υπήρχε κανένα φυτό εσωτερικού χώρου, αυτό ήταν σίγουρο. Ούτε πράσινη ταπετσαρία. Ούτε πράσινα χαλιά. Ούτε πράσινες κουρτίνες. Και μήπως δεν του 'χε πει η 'Αιρις Πίρσον, ότι ο Τέρενς δεν την είχε αφήσει να κρεμάσει έναν πίνακα που της είχε δώσει η μητέρα της — έναν πίνακα που απεικόνιζε δέντρα; Κι εκείνη η παιδική ζωγραφιά στο δωμάτιο του μικρού Τζορτζ — απεικόνιζε, βέβαια, και γρασίδι, όμως το γρασίδι ήταν γαλάζιο.

Έφερε στο μυαλό του το δείπνο των Πίρσον. Κολοκύθα, καλαμπόκι, ΚΟΚ-ιανολάχανο, αλλά καθόλου χορταρικά. Ποια καλή μητέρα στην Αιόβα σέρβιρε δείπνο με ψητό χοιρομέρι δίχως αρακά ή φασολάιαα ή μια πιατέλα χορταρικά;

Έ π ε π α έφερε στο μυαλό του το μωμόγερο, τον πονηρό χαμογελαστό άνδρα με το καπέλο και το μανδύα από φύλλα ία όσο περισσότερο σκεφτόταν τον μωμόγερο και την εμφανή αποστροφή του Τέρενς Πίρσον για το πράσινο χρώμα, τόση περισσότερη ανησυχία ένιωθε.

Άνοιξε το ραδιόφωνο και έπεσε πάνω στον Tom Jones που τραγουδούσε το Green Green Crass of Home.

52

.3.

Οι δύο λωρίδες κυκλοφορίας του αυτοκινητόδρομου αντανακλούσαν τόσο δυνατά τον ήλιο, που ο Νέιθαν προσπέρασε τη στενή παρακαμπτήριο ία ανα-γκάστηκε να κάνει όπισθεν δεκαπέντε μέτρα, με το κιβώτιο ταχυτήτων του να σφυρίξει.

«Τι τρέχει;» ρώτησε ο Ντέιβιντ κάτω από το γείσο του φωτεινού κόκκινου καπέλου μπέιζμπολ των Κέρνελς, που φορούσε. «Γιατί σταμάτησες να οδη-γείς προς τα μπρος;»

«Απλά έχασα την έξοδο του αυτοκινητόδρομου». Έφτασε στη διασταύρωση και συμβουλεύτηκε το τυλιγμένο διάγραμμα

που του είχε στείλει με φαξ ο Δόκτωρ Μάθιους και που χρησιμοποιούσε για χάρτη. «Βλέπεις, λέει για ένα μεγάλο πράσινο αχυρώνα και ένα φράχτη βαμ-μένο άσπρο —ία εκεί, κοίτα, μια πινακίδα που λέει Εθνικό Πάρκο Αμάνα».

«Όχι, δε λέει έτσι. Λέει Εθνι κο Αμάν». Ο Νέιθαν του έριξε ένα βλέμμα παρατεταμένης αποδοκιμασίας, σαν τα

βλέμματα που έριχνε ο Χοντρός στο Λιγνό. «Πάψε να φέρεσαι σαν δεκατριά-χρονος. Δεν σου πάει»,

«Είμαι δεκατριάχρονος. Και βέβαια μου πάει», Ο Νέιθαν είχε κάνει είκοσι λεπτά παραπάνω απ' ό,τι είχε υπολογίσει, γτα

να φτάσει εκεί. Πρώτα είχε μπλέξει σε έναν φιλανθρωπικό μαραθώνιο στην οδό Νταϊαγκόναλ, ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους που έτρεχαν πάνω-κάτω ντυμένοι με φόρμες γυμναστικής, ία έπειτα είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη λεωφόρο Γουίλιαμς στο ύψοςτης οδού Έτζγουντ, επειδή μια νταλίκα γεμά-τη ζωντανά κοτόπουλα είχε ντελαπάρει κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου

53

GRAHAM MASTERTON

και η παράκαμψη τον είχε βγάλει σχεδόν στο αεροδρόμιο. Τώρα, όμως, ταξίδευαν με τα παράθυρα του αυτοκινήτου ανοιχτά ανάμε-

σα στις αγροτικές εκτάσεις της Αμάνα που ξετυλίγονταν μπρος τους. Το αυτο-κίνητο πλημμύριζε απ' το ζεστό καλοκαιριάτικο άνεμο και την οσμή του ώριμου λιπάσματος, ενώ εκείνοι προσπερνούσαν αγροκτήματα, χωράφια, σιλό και κοπάδια από ασπρόμαυρες αγελάδες Φρειζιαν που περίμεναν υπομονετικά να τις αρμέξουν, και θύμιζαν μισοτελειωμένα ασπρόμαυρα παζλ. Ένας άντρας ανεβασμένος σε μια σκάλα σταμάτησε να καρφώνει τα σανίδια στη σκεπή του αχυρώνα του και σκίασε με το χέρι τα μάτια του, για να τους δει να περνούν. Μάλλον αποτελούσαν ό,τι πιο συναρπαστικό του είχε συμβεί εκείνη τη μέρα.

«Πω, πω, κοίτα το μέγεθος εκείνης της αγελάδας», είπε ο Ντέιβιντ. «Μοιάζει μ' αερόστατο».

«Μάλλον είναι έγκυος». «Μπλιαχ! Αυτό σημαίνει ότι το έχει κανειϊ Ακόμα κι αν ήμουν ταύρος δε

θα μ' ερέθιζαν οι αγελάδες». «Α, ναι; Και τι θα σ' ερέθιζε;» «Η Σάρον Στόουν και η δεσποινίς Κεπελμέγιερ, μ' αυτή τη σειρά». «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι η Σάρον Στόουν θα ήθελε να βγει μ' έναν

ταύρο; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι η δεσποινίς Κεπελμέγιερ θα ήθελε να βγει μ' έναν ταύρο; Και. τώρα που το ξανασκέφτομαι, τι στο διάολο είν' αυτά που λέω;»

Μπορεί να 'ταν και η τέταρτη φορά εκείνη τη μέρα, που ο Νέιθαν εμπλεκόταν σε κάποια από τις σουρεαλιστικές προεφηβικές συζητήσεις που άρχιζε ο Ντέιβιντ. Ανοιξε το ραδιόφωνο ία άκουσε τις ειδήσεις. «...αυτό το καλοκαίρι τα μέσα επίπεδα ανεργίας στην Αιόβα μειώθηκαν κατά 4,3 τοις εκατό.. . παρόλο που η κομητεία Κλαρκ, με επίπεδα ανεργίας της τάξης του J J τοις εκατό, προσπαθεί να ορθοποδήσει έπειτα από το κλείσιμο του εργοστα-σίου συσκευασίας κρέατος Τζέιμς Ντιν...»

Παρά τον τρόπο που αδιάκοπα πείραζαν ο ένας τον άλλο, ο Νέιθαν και ο Ντέιβιντ είχαν μια στενή και ασυνήθιστα συναισθηματική σχέση. Οι άλλοι το αντιλαμβάνονταν από τον τρόπο που συνεχώς αγγίζονταν, τον τρόπο που πάντα πρόσεχαν ο ένας τον άλλο. Έμοιαζαν μεταξύ τους σχεδόν σε όλα. Ο Νέιθαν ήταν λεπτός και μελαχροινός, είχε κατσαρά μαλλιά και αδύνατο πρόσωπο, που πάντα θύμιζε στους άλλους τον Έλιοτ Γκουλντ σε νεαρή ηλικία, Ο Ντέιβιντ ήταν εξίσου μελαχροινός και κοκαλιάρης, σαν σωλήνας από τσι-μπούκι, είχε κατσαρά μαλλιά και αδύνατο πρόσωπο που πάντα θύμιζε στους άλλους τον Έλιοτ Γκουλντ σε πολύ νεαρή ηλικία.

Μιλούσαν με τον ίδιο τρόπο. Έκαναν τις ίδιες χειρονομίες- ειδικά όταν κτυπούσαν τα μέτωπά τους με τη βάση της παλάμης τους, κάθε φορά που έκα-ναν κάποιο λάθος. Κι ήταν παθιασμένοι με τους Κέρνελς του Σίνταρ Ράπιντς, γεγονός μάλλον υιιερβολικό αν λάβαινε κανείς υπόψη τις επιτυχίες της ομά-δας κι είχαν εισιτήρια διαρκείας για το Στάδιο Βέτερανς Μεμόριαλ. Και οι δύο

54

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

έτρωγαν παγωτό με μπισκότο και κρέμα, λες και τα Χάγκεν Ντας βρίσκονταν στα πρόθυρα της χρεωκοπιας. Τι άλλο; Και στους δύο άρεσε το Σόου του Αρσίνιο Χολ —του μεν Νέιθαν επειδή πίστευε ότι ήταν πνευματώδες, του δε Ντέιβιντ επειδή σήμαινε ότι μπορούσε να μείνει ξύπνιος μέχρι αργά για να το παρακολουθήσει.

Όμως μόνο οι πολύ κοντινοί τους φίλοι γνώριζαν για την τραγωδία που είχε κάνει τον Νέιθαν και τον Ντέιβιντ να εξαρτώνται τόσο πολύ ο ένας απ' τον άλλο και να καθρεφτίζουν ο ένας τον άλλο με τόση ακρίβεια. Ο Ντέιβιντ είχε και ένα δίδυμο αδερφό και όταν τα δύο αγόρια ήταν πολύ μικρά έμοια-ζαν με «καθετί αγγελικό και αξιαγάπητο» — «σαν τα κουταβάκια και τη λιακά-δα», σύμφωνα με τη γιαγιά τους. Όμως πριν από έξι χρόνια, ένα θυελλώδες αυγουστιάτικο απόγευμα, ο δίδυμος αδελφός του Ντέιβιντ ο Ααρον, άρχισε να έχει σπασμούς. Πανικόβλητη η μητέρα τους η Σούζαν, άφησε τον Ντέιβιντ με το γείτονα που έμενε δίπλα και ξεκίνησε με το αυτοκίνητο για να μεταφέ-ρει τον 'Ααρον στο Κέντρο Επειγόντων Περιστατικών Σεντ Λούκας.

Βγαίνοντας από τον αυτοκινητόδρομο 380 στην 8η Λεωφόρο, οι τροχοί του στέισον βάγκον της μπλόκαραν και το αμάξι έπεσε με ταχύτητα περίπου εβδομήντα χιλιομέτρων στο πίσω μέρος ενός φορτηγού που μετέφερε σκαλω-σιές. Η διεύθυνση του νοσοκομείου δεν είχε επιτρέψει στον Νέιθαν να δει τα πτώματα, όμως στην ανάκριση για τον καθορισμό των αιτίων του δυστυχήμα-τος είχε ακούσει ότι ένας στύλος σκαλωσιάς μήκους εννέα μέτρων είχε δια-περάσει το παρμπρίζ του στέισον βάγκον και είχε καρφωθεί στο πρόσωπο της Σούζαν. Λύο ακόμα στύλοι είχαν διαπεράσει τον Ααρον που καθόταν στο παιδικό καθισματάκι του.

Ποτέ ο Νέιθαν δε θα μπορούσε να ξεχάσει τ' όμορφο κορίτσι με τα καστα-νά μάτια, που ήξερε να γελά. Ο Ντέιβιντ δε θα μπορούσε να ξεχάσει έναν αδελφό, ο οποίος αποτελούσε τη μισή του ταυτότητα. Να γιατί ο ένας αντέ-γραφε τον άλλο, και πειράζονταν μεταξύ τους και είχαν τόσο στενή σχέση.

«...η αγορά των χοίρων βρίσκεται ακόμα σε καλή κατάσταση ιιαρά την έγκριση του νομοσχεδίου Ζαπφ-Κάνη από το Κογκρέσο., τα προβλεπόμενα έσοδα των σταθμών αγοράς χοίρων της Αιόβα ανέρχονται σε 93.000...πάχος λίπους πλάτης από 1,3 έως 2 εκατοστά οι τιμές των θηλυκών χοίρων ασταθείς ...κόπρωνπρος σφαγιί από 2,50 έως 3 δολάρια υψηλότερες...·»

Προσπέρασαν μια αλυσίδα από λίμνες με σκοτεινά νερά, που, όμως, αστραφτοκοπούσαν τόσο έντονα κάτω από το φως του ήλιου ώστε μετά βίας μπορούσαν να τις κοιτάξουν. Οι επιφάνειες τους αναταράσσονταν από το αεράκι και από τις πάπιες που αρμένιζαν,

Ο Νέιθαν είπε: «Όπου να 'ναι φτάνουμε. Περίμενε να δεις εκείνο το γου-ρούνι».

«Στην Αϊόβα ζούμε, Μπαμπά. Έχω δει εκατομμύρια γουρούνια. Από τριών ετών έχω γουρουνιάσει τελείως».

55

GRAHAM MASTERTON

«Κάτσε να δεις εκείνο». Περίπου τετρακόσια μέτρα παρακάτω, ο Νέιθαν εντόπισε τη μικρή πινακί-

δα με τα τυπωμένα γράμματα που έγραφε ΓΓΕΣ κι έστριψε αριστερά σ' έναν ασφαλτοστρωμένο μονόδρομο. Οι μακριές λεπίδες του γρασιδιού θρόιζαν καθώς άγγιζαν απαλά τα πλάγια του αυτοκινήτου του ία η ανάρτησή του έτρι-ζε καθώς πήγαινε πάνω-κάτω, Ο Νέιθαν ήταν αναγκασμένος να οδηγεί τόσο αργά, που του ήρθε στο μυαλό εκείνο το ποίημα του Λόρενς Φερλιγκέτι για το «τρένο με τα καφάσια γεμάτα πορτοκάλια.., που προχωρούσε τρίζοντας τόσο αργά που... οι πεταλούδες πετούσαν μέσα ία έξω».

Πέρασαν κάτω από βελανιδιές που τα κλαδιά τους σχημάτιζαν ένα θόλο. Για πέντε με δέκα λεπτά ήταν λες και είχαν μπει σ' έναν ιδιωτικό κόσμο — έναν κόσμο δροσερό, γεμάτο αρώματα, που φωτιζόταν μόνο από σμαραγδέ-νιες πούλιες, εντελώς αποκομμένος από τον υπόλοιπο πλανήτη. 'Επειτα, όμως, βρέθηκαν έξω σε μια χέρσα, χορταριασμένη έκταση γης, κάτω από το λαμπρό φως του ήλιου και ήταν λες ία ο υπόλοιπος πλανήτης είχε καταφθάσει εκεί με όλες του τις δυνάμεις.

Ένας ψηλός φράχτης από αγκαθωτό συρματόπλεγμα διέσχιζε κάθετα τα χωράφια. Ο ίδιος ο δρόμος ήταν κλεισμένος από μια ψηλή μεταλλική πύλη. Έξω απ' την πύλη βρισκόταν μια ετερόκλητη συνάθροιση από φορτηγάκια και τζιπ, παρκαρισμένα σε κάθε γωνία, καθώς και έξι επτά περιπολικά από το γρα-φείο του Σερίφη της κομητείας Λιν, με τα φώτα τους ν' αναβοσβήνουν.

Ο Ντέιβιντ αναχάθιαε ενθουσιασμένος. «Κοίτα, Μπαμπά, ταραχές!» «Ανέβασε το τζάμι σου», είπε ο Νέιθαν, «Έλα, Ντέιβιντ — ανέβασέ το,

τώρα». Λεν ήταν ακριβώς για ταραχές. Περίπου εκατό διαδηλωτές, οι

περισσότεροι νέοι, βάδιζαν κυκλικά έξω απ' την πύλη, ενώ οι πιο πολλοί κρα-τούσαν πανό που έγραφαν: ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΕ ΖΟΑ. ΦΟΝΙΑΛΕΣ! ΤΕΡΜΑ ΣΤΟ ΣΑΔΙΣΜΟ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. ΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΕΚΕΙΝΑ ΘΝΗΤΑ Έψαλλαν και τραγουδούσαν, ενώ μπρος στην πύλη φυλούσαν σκοπιά είκοσι ή τριάντα ένστολοι αστυφύλακες* μερικοί κρατούσαν γκλομπ και όπλα εκτόξευσης δακρυγόνων, οι περισσότεροι μασούσαν τσίχλα και όλοι φορούσαν γυαλιά ηλίου με κεχριμπα-ρένιους φακούς ία έδειχναν να βαριούνται, Η ασυνήθιστα έντονη παρουσία τους ίσως να οφειλόταν στο φορτηγάκι του Καναλιού 7, που ήταν παρκαρισμέ-νο κοντά στη σκιά που δημιουργούσαν μερικές ψηλές αγριοκαστανιές.

Ο Νέιθαν οδήγησε αργά ανάμεσα απ' τους διαδηλωτές, χτυπώντας απαλά μια δυο φορές το κλάξον του για να τους κάνει να αδειάσουν το δρόμο.

«Τι κάνουν, Μπαμπά;» τον ρώτησε ο Ντέιβιντ. Χαμογέλασε και κούνησε το χέρι σ' έναν άντρα με γκρίζο μούσι, που φορούσε ένα μακό μπλουζάκι με την εικόνα ενός σταυρωμένου γουρουνιού και το σύνθημα: «ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΣΥΓΧΩ-ΡΕΣΕΙΣ, ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΜΠΑΣΤΑΡΔΟΪ ΟΙΔΑΣΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ».

56

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

«Δεν τους αρέσει που οι επιστήμονες χρησιμοποιούν ζωντανά ζώα για πειράματα», απάντησε ο Νέιθαν. «Λένε ότι είναι απάνθρωπο ία ότι τα ζώα έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους ανθρώπους».

«Αφού τα τρώμε για πρωινό», «Τούτοι οι άνθρωποι δεν τα τρώνε. Μερικοί απ' αυτούς δεν έχουν φάει

ποτά ούτε αυγό». «Δε θα με πείραζε να μη φάω ποτέ αυγά. Τα σιχαίνομαι τ' αυγά». «Σ' αρέσει, όμως, το γαλλικό τοστ». «Αυτό είν* άλλο. Δεν είναι κανονικά αυγά. Είναι χτυπημένα αυγά». «Το γουλί είναι γουλί' ακόμα ία αν είναι πολτός. Τα αυγά είναι αυγά ακόμα

κι αν είναι πολτός. Χριστέ μου, π στο καλό είν' αυτά που λέω;» Είχε σχεδόν φτάσει στην πύλη, όταν μια πανύψηλη ξανθιά γυναίκα πλη-

σίασε και χτύπησε ελαφρά το παράθυρο του. Στην αρχή δίστασε να το κατε-βάσει, όμως εκείνη χαμογέλασε, χτύπησε ξανά, και τα χείλη της κουνήθηκαν σαν να είπε κάτι, έτσι ο Νέιθαν το διακινδύνευσε.

Το πρώτο που παρατήρησε πάνω της ήταν τα δόντια της. Ήταν μεγάλα σαν σαρκοφάγου ζώου ία εντυπωσιακά λευκά. Το επόμενο πράγμα που παρα-τήρησε πάνω της ήταν τα μάτια της. Ήταν μεγάλα, με βαριά βλέφαρα και είχαν ένα εντελώς ασυνήθιστο καπνιστό μοβ χρώμα- λες ία είχε γεννηθεί καταμεσής ενός ανεμοστρόβιλου, είχε κοιτάξει ψηλά και τα μάτια της είχαν πάρει το χρώμα τ' ουρανού. Είχε ψηλό μέτωπο, φαρδύ σαγόνι και μικρή σμιλε-μένη μύτη. Τα ξανθά της μαλλιά ανέμιζαν πάνω στο πρόσωπο της ία ήταν ανα-γκασμένη να τα απομακρύνει με το χέρι της.

Παρατήρησε, επίσης, τη σιλουέτα της. Δεν μπορούσε να τ' αποφύγει, μιας και κείνη ακουμπούσε πάνω στ'αυτοκίνητο. Φορούσε ένα απλό λευκό μακό, που απλά κατάφερνε να τονίζει τα τεράστια, στρογγυλά στήθη της. Πάνω απ' το ηλιο-καμμένο ντεκολτέ της κρεμόταν ένας βαρύς ασημένιος σταυρός- ία οι ρώγες της μάλλον ήταν κι εκείνες ηλισκαμμένες, αφού μπορούσε να τις διακρίνει ξεκάθαρα κάτω απ' το λευκό, βαμβακερό ύφασμα. Φορούσε ξεθωριασμένο μπλε σορτσάκι με ξεφτισμένα πατζάκια και φθαρμένες καφέ καουμπόικες μπότες, ενώ οι γάμπες της ήταν μακριές, ευλύγιστες και λεπτές όπως του πελαργού.

Σκέφτηκε ειρωνικά ότι θα μπορούσε κάλλιστα να συμμετάσχει ία εκείνος στο κίνημα για τα δικαιώματα των ζώων —τουλάχιστον ως συνεργαζόμενο μέλος.

«Συγγνώμη που ενοχλώ», είπε μειδιώντας η γυναίκα. «Εργάζεστε εδώ ή απλά επισκέπτεστε κάποιον;» Είχε τη χαρακτηριστική προφορά του Μιζουρι ία ένα εντελώς ανεπαίσθητο ψεύδισμα, που ο Νέιθαν βρήκε απρόσμενα ελκυστικό.

«Είμαι απλά επισκέπτης», της είπε ο Νέιθαν. «Έχω φίλους εδώ». «Άρα, λοιπόν, γνωρίζετε τι κάνουν εδώ».

57

GRAHAM MASTERTON

«Ναι, γνωρίζω. Εκτρέφουν γουρούνια». «Πρέπει, όμως, να γνωρίζετε και για ποιο λόγο τα εκτρέφουν». «Βεβαίως, και μάλιστα συμφωνώ». Μαζί με τη γυναίκα είχαν έρθει και τέσσερα πέντε νεαρά άτομα, ντυμέ-

να επίσης με τζιν και μακό, που ακουμπούσαν στο αυτοκίνητο ία άκουγαν μ' έναν τρόπο που μόνο ως παθητικά απειλητικός θα μπορούσε να περιγραφεί. Όλα φορούσαν κονκάρδες με τ' αρχικά ΔΣΖ —Δικαιώματα Στα Ζώα. Ένα απ' τα άτομα, ένας νεαρός άντρας με ολοστρόγγυλο πρόσωπο και γυαλιά με συρ-μάτινο σκελετό, χτυπούσε συνεχώς ρυθμπίά στην παλάμη του τη λαβή ενός τσεκουριού.

«Πώς είναι δυνατόν να συμφωνείτε να εκτρέφονται ζώα με σκοπό να ξεκοιλιαστούν ενώ είναι ακόμα ζωντανά;» απαίτησε να μάθει η γυναήία.

«Ο πατέρας μου παραλίγο να πεθάνει από νεφρίτιδα, να πώς. Δύο νεφρά χοίρου τον κράτησαν στη ζωή, ενώ περίμενε ανθρώπινο μόσχευμα».

«Πιστεύετε, λοιπόν, ότι είναι δίκαιο να σκοτωθεί το ζώο, προκειμένου να σωθεί ο άνθρωπος; Εγκρίνετε την απάνθρωπη θυσία ενός θνητού όντος, προ-κειμένου να διατηρηθεί η ζωή ενός άλλου, μόνο και μόνο επειδή τυγχάνει να ανήκει σε ό,τι ονομάζουμε ανώτερο είδος; Δε νομίζετε ότι βρισκόμαστε σε τούτο τον πλανήτη για να φροντίζουμε τα υπόλοιπα όντα, αντί να τα σφάζου-με, να τα βασανίζουμε και να τα εκμεταλλευόμαστε;»

«Ήταν ο πατέρας μου». «Κι είναι περήφανος που σε αποκαλεί γιο του;» «Ακούστε», είπε ο Νέιθαν. «Απλά επισκέπτομαι κάποιο φίλο, αν δεν έχετε

αντίρρηση^, «Πώς είναι δυνατόν να 'στε φίλος μ' ένα δολοφόνο;» Ο Νέιθαν σήκωσε το τζάμι του παραθύρου του πέντε έξι πόντους, ανα-

γκάζοντας τη γυναίκα να το αφήσει. «Αν μου επιτρέπετε...» «Σαδιστή!» φώναξε ο νεαρός που κρατούσε τη λαβή του τσεκουριού και

χτύπησε μ' αυτή την οροφή του αυτοκινήτου του Νέιθαν. «Σαρκοφάγε μαλά-κα!» Αμέσως οι υπόλοιποι άρχισαν να χτυπούν την οροφή με τις γροθιές τους και να κλοτσούν τις πόρτες και τη λαμαρίνα. Παρόλο που δεν ήταν πολλοί, ο ήχος μες στο αυτοκίνητο ήταν εκκωφαντικός, έτσι ο Ντέιβιντ κάλυψε τα αυτιά του με τις παλάμες του και κούρνιασε στο κάθισμά του.

Ο Νέιθαν μάρσαρε τον κινητήρα της Σεβρολέτ, όμως τρεις απ' τους δια-δηλωτές στάθηκαν μπρος του και τους έκοψαν το δρόμο. Αρχισε να τους σκουντά με τον μπροστινό προφυλακτήρα, όμως εκείνοι ανταπέδωσαν γρον-θοκοπώντας δυνατά το καπό και γνώριζε καλά ότι αν τραυμάτιζε ή κτυπούσε κάποιον τους θα έμπλεκε άσχημα.

«Σαδιστή!» τσίριξε ένα νεαρό κορίτσι και έφτυσε πάνω σι ο παρμπρίζ, στέλνοντας το σάλιο να κατρακυλήσει μπροστά στο πρόσωπο του.

«Βασανιστή!» βρυχηθηκε ένας άντρας κι άρχισε να χτυπά το πλευρό του

58

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

αυτοκίνητου μ' ένα κομμάτι σίδηρο σωλήνα. Εκείνο που είχε τρομοκρατήσει περισσότερο τον Νέιθαν ήταν τα

πρόσωπά τους. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει πρόσωπα τόσο παραμορφωμέ-να από εκφράσεις μίσους. Στριμώχνονταν γύρω απ' τα παράθυρα του αυτοκι-νήτου σαν φρικιαστικές ζωντανές μάσκες θανάτου, σαν τα πρόσωπα των ζόμπι στη Μέρα των Ζωντανών Νεκρών. Όλο και περισσότεροι από δαύτους περικύκλωναν το αυτοκίνητο, ουρλιάζοντας, ξεφυσώντας και κάνοντας την ανάρτησή του να πηγαίνει πάνω-κάτω. Ο Ντέιβιντ άρχισε να κλαψουρίζει ία ο Νειθαν πάτησε το κλάξον, ξανά και ξανά και φώναξε «Αφήστε με να περάσω! Αφήστε με να περάσω! Δρόμο, μπάσταρδοι, τρομάζετε το παιδί μου!»

Ένας από τους διαδηλωτές σκαρφάλωσε στον μπροστινό προφυλακτήρα και για μια στιγμή ο Νέιθαν πίστεψε ότι θα τους συνέτριβαν ολότελα. Όμως έξαφνα οι διαδηλωτές άρχισαν να σκορπίζουν' ία ο νεαρός πάνω στον προφυ-λακτήρα σωριάστηκε στο πλάι λες και τον είχε χτυπήσει κάποιο επερχόμενο φορτηγό. Ένα απ' τα κορίτσια κτύπησε με τη γροθιά της το τζάμι του παραθύ-ρου και ούρλιαξε: «Θα σε θυμόμαστε -σαδιστή!» Όμως έπειτα κάποιος την τράβηξε απότομα από τα μάτια του Νέιθαν.

Είκοσι ή τριάντα αστυνομικοί ορμούσαν στο πλήθος κραδαίνοντας κλομπ και λαβές από κασμάδες. Επικεφαλής της επίθεσης βρισκόταν η ογκώδης μορφή του σερίφη Λουκ Φρεντ, με βλέμμα κρυμμένο από μικρά στρογγυλά γυαλιά ηλίου και στομάχι που κυμάτιζε σαν στρώμα νερού κάτω από το κολλαριστό χακί του πουκάμισο. Ο Νέιθαν δεν τον είχε δει ποτέ πριν από κοντά, τον αναγνώρισε, όμως, από τις προεκλογικές του αφίσες. Ο Λουκ ανέ-μιζε ζωηρά πέρα-δώθε ένα γκλομπ ενισχυμένο μ' ελατήρια, σαν να διεύθυνε χορωδιακή συναυλία των Μελωδικών Γερακιών του Σίνταρ Ράπιντς.

Ένας μακρυμάλλης διαδηλωτής προσπάθησε να τον αποφύγει, όμως ο Λουκ τον πέτυχε στο δεξιό γόνατο μ' ένα αδιάφορο, αλλά θανατηφόρα ακρι-βές χτύπημα, ία ο διαδηλωτής ούρλιαξε σαν κουνέλι που το 'χει πατήσει αυτο-κίνητο και σωριάστηκε στο γρασίδι, σφίγγοντας τη γάμπα του και στριφογυρί-ζοντας αδιάκοπα.

Καθώς οι διαδηλωτές οπισθοχωρούσαν με θόρυβο, ο Νέιθαν διέκρινε φευγαλέα την ξανθιά γυναίκα με το λευκό μακό και τις μακριές γάμπες. Απομακρυνόταν στενά προστατευόμενη από κάθε πλευρά από μερικούς από τους mo απειλητικούς ακτιβιστές, κάτισχνους άντρες μ' αλογοουρές και σκουλαρίκια. Το βλέμμα της διασταυρώθηκε μ' εκείνο του Νέιθαν και του έστειλε ένα σύντομο, υπαινικτικό μειδίαμα που εκείνος δεν μπόρεσε να ερμη-νεύσει. Τι προσπαθούσε, άραγε, να του πει; Οα σε πετύχω την επόμενη φορά; Νομίζω ότι είσαι άχρηστος; Μ' αρέσει πώς κατσαρώνει το μαλλί σου;

Ο Λουκ προχώρησε ως το παράθυρο του αυτοκινήτου ία ανεμίζοντας το χέρι του προς τα κάτω, έδειξε στο Νέιθαν ότι έπρεπε να το ανοίξει.

«Συγγνώμη για τη στιγμιαία παραδρομή όσον αφορά την προστασία και

59

GRAHAM MASTERTON

την εξυπηρέτηση σας, αγαπητέ», είπε. «Τούτοι οι ζωόφιλοι καταφέρνουν να παίρνουν φωτιά δίχως προειδοποίηση. Τη μια στιγμή το παίζουν όλο ειρήνη -α αγάπη ία ας μην είμαστε κακοί με τα άμοιρα τα ζώα. Την επόμενη στιγμή φέρονται τόσο τρελά, που ακόμα και στην κόλαση θα τους πετούσαν έξω με ης κλοτσιές»,

«Φχαριστώ, σερίφη», είπε ο Νέιθαν. Εβγαλε το μαντήλι του και το 'δωσε στον Ντέιβιντ, για να σκουπίσει τα μάπα του. «Για μια στιγμή πίστεψα ότι θα αναποδογύριζαν Τ' αναθεματισμένο τ' αυτοκίνητο».

«Μπα, τους έχω δει να κάνουν και χειρότερα», είπε ρουφώντας τη μύτη του ο Λουκ ία έβγαλε τα γυαλιά του, «Πριν από δυο μήνες τύφλωσαν με χλω-ρίνη μια γυναίκα απ' το Μάριον, μόνο και μόνο επειδή εργαζόταν στη Φαρμακευτική Πέρσιστοουν, όπου δοκίμαζε αϊλάινερ σε κουνέλια. Επίσης έριξαν εμπρηστικές βόμβες σε δύο πάγκους με κρεατικά στο σουπερμάρκετ Οικονοτρόφιμα του Σίνταρ Ράπιντς κι έκαψαν έναν κακομοίρη τόσο άσχημα, που για την υπόλοιπη ζωή του θα μοιάζει με το ίδιο του το χάμπουργκερ».

«Ε...είμαστε λίγο ταραγμένοι, αλλά νομίζω ότι είμαστε μια χαρά», είπε ο Νέιθαν.

Ο Λουκ ίσιωσε το κορμί του ία εξέτασε απ' άκρη σ' άκρη τη Σεβρολέτ. «Ούτε τ' αμάξι είναι άσχημα χτυπημένο. Μερικά βουλιάγματα εδώ ία εκεί. Ελπίζω να 'χετε κάνει ασφάλεια ποδοπατήματος».

«Μπορώ να φύγω τώρα;» ρώτησε ο Νέιθαν. «Μα και βέβαια. Εφόσον δω κάποια ταυτότητα και μια επιστολή

πρόσκλησης». Ο Νέιθαν έβαλε το χέρι στην τσέπη του πουκαμίσου του, έβγαλε το

πορτοφόλι με τις ταυτότητες του και την επιστολή που του είχε στείλει ο Γκαρθ. Ο Λουκ τα άνοιξε και τα κοίταξε συνοφρυωμένος. «Δόκτωρ Νέιθαν Χ. Γκριν από το Ιατρικό Κέντρο Μέρσι; Εκπλήσσομαι που δε σας έχω ξανασυναντήσει».

«Είμαι βοηθός παθολόγου», εξήγησε ο Νέιθαν. «Εργάζομαι στο τμήμα ανταλλακτικών, ο έσχατος των εσχάτων. Κάτι σαν το βοηθό του δόκτωρα Φράνκεσταίν, τον Ίγκορ, αν με καταλαβαίνετε. Ο παθολόγος λέει "Φέρε μου το μυαλό, Ίγκορ", κι εγώ απαντώ "Μάλιστα, αφέντη" και τρέχω γρήγορα να φέρω το μυαλό. Είμαι αυτό που λέμε αφανής ήρωας».

Ο Λουκ δίπλωσε την επιστολή, έκλεισε το πορτοφόλι με τις ταυτότητες και τα επέστρεψε μ* ένα χαμόγελο. «Μου φαίνονται εντάξει, δόκτωρ Γκριν. Ελπίζω να ευχαριστηθείτε την επίσκεψη σας».

«Φχαριστώ», είπε ο Νέιθαν. Έβαλε ταχύτητα. «Επί τη ευκαιρία», είπε, «ποια είναι η ξανθιά με το λευκό μακό και τις καουμπόικες μπότες;»

Λε χρειάστηκε καν να στραφεί πίσω ο Λουκ και να κοιτάξει, για να κατα-λάβει για ποια μιλούσε ο Νέιθαν. «Δεν την αναγνωρίζετε; ΕίναιηΛίλιΜόναρκ. Από τότε που κατατέθηκε το προσχέδιο του νομοσχεδίου Ζαπφ-Κάντι, βγαίνει στην τηλεόραση σχεδόν κάθε βδομάδα. Είναι το δεξί χέρι του γερουσιαστή

60

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

Μηράιαν Κάνη —αν μπορεί ν' αποκαλέσει κανείς χέρι τέτοια γκόμενα. Δεν είναι φοβερή; Πρόεδρος των Υποστηρικτών των Ζώων, ιδρυτικό μέλος των Γυναικών Ενάντια στη Γούνα, ομοσπονδιακή συντονιστής του Α.ΚΚ. Σ — ξέρε-τε, Απαγορέψτε Κάθε Κατανάλωση Σάρκας - χορτοφάγος, ταραξίας, πρώην μοντέλο με μαγιό, περιστασιακή χρήστης κοκαΐνης και, γενικά, κακό σπυρί στο μέρος που καθόμαστε».

Ο Νέιθαν μόλις που μπορούσε να τη δει ν' απομακρύνεται βιαστική, περι-στοιχισμένη σφιχτά από τους σωματοφυλακές της. «Μου φάνηκε γνωστή. Δείχνει πολύ καλύτερη από κοντά»,

«Κάντε όνειρα, δόκτωρ Γκριν. Τούτη η γυναίκα μόνο με ισχυρούς ανακα-τεύεται. Χορτοφάγους ισχυρούς, φυσικά. Ίσως να 'χατε ελπίδα αν σας συμβουλευόταν ο Πρόεδρος, είχατε είκοσι εκατομμύρια δολάρια στην τράπε-ζα και δεν τρώγατε παρά μόνο μπρόκολα. Αλλιώς ξεχάστε το».

Ο Νέιθαν οδήγησε προς την ψηλή μεταλλική πύλη κι ένας απ' τους βοη-θούς του σερίφη την άνοιξε και του επέτρεψε να περάσει. Μέσα βρισκόταν ένα κουβούκλιο, απ' όπου ένας βαριεστημένος μαύρος που φορούσε τζόκεϊ, τού ζήτησε να επιδείξει την ταυτότητα και την επιστολή της πρόσκλησης μια ακόμα φορά.

«Τα έχω ήδη δείξει», «Όχι σε μένα». Η φωνή του Νέιθαν έτρεμε από υπερένταση. «Κάποια μέρα ο Ice-T θα

γράψει ένα ραπ για το τι πρέπει να κάνουμε στους σεκιουρπάδες». Ο άλλος τον κοίταξε με μεγάλη περιφρόνηση. «Κάποια μέρα, δόκτωρ,

όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν αδέρφια. Όλο ευθεία, μέσα απ' τα δέντρα. Περνάτε τη λίμνη στ' αριστερά σας. Έπειτα είναι το τρίτο κτίριο στα δεξιά. Ο δόκτωρ Μάθιους θα σας περιμένει».

Οδήγησαν το αυτοκίνητο μέσα από μια μεγάλη έκταση με ψηλό, άγριο γρασίδι, τόσο ξερό που είχε πάρει το χρώμα του μελιού. Έπειτα βυθίστηκαν στο βαθύ δροσερό ίσκιο από βελανιδιές. Τελικά βγήκαν ξανά στο φως του ήλιου, δίπλα σε μια μικρή κυκλική λίμνη με όχθες κατάφυτες από βούρλα. Μπροστά τους υψώνονταν τα κομψά κτίρια του Ινστιτούτου Γενετικών Ερευνών Σπέλμαν, χτισμένα από τούβλο και γυαλί, ενώ απ' έξω βρίσκονταν παρκαρισμένα αυτοκίνητα σε συμμετρικές σειρές και περιποιημένοι πράσινοι θάμνοι μέσα σε περιποιημένες πήλινες γλάστρες. Ο Νέιθαν σταμάτησε το αυτοκίνητο δίπλα στην πινακίδα με την επιγραφή "Επισκέπτες" και κατέβηκε.

Σχεδόν ταυτόχρονα, η γυάλινη πόρτα του κτιρίου άνοιξε κι από τη σκάλα κατέβηκε βιαστικά ο δόκτωρ Γκαρθ Μάθιους, με το χέρι ήδη προτεταμένο για χειραψία. Ήταν ένας γοητευτικός άντρας γύρω στα σαράντα, με φαρδύ μέτω-πο, καλοχτενισμένα καστανά μαλλιά κι ένα μικρό καλοκουρεμένο μουστάκι σαν οδοντόβουρτσα. Φορούσε γαλάζια ρόμπα εργαστηρίου κι από κάτω γαλά-ζιο πουκάμισο, καφέ φαρδύ παντελόνι και καλογυαλισμένα δετά παπούτσια.

61

GRAHAM MASTERTON

«Νέιθαν,. μου είπαν απ' την ασφάλεια ότι αντιμετώπισες κάποια προβλήματα». Έσφιξαν τα χέρια. «Απλά ζήσαμε λίγο απ' το Κίνημα για τα Δικαιούμαι α

των Ζώων», απάντησε ο Νέιθαν, «Τα καταραμένα, ανεύθυνα, καροτοφάγα φρικιά. Μακάρι να 'χαν έστω

και την παραμικρή ιδέα πόσες ανθρώπινες ζωές θέτουν σε κίνδυνο κάθε φορά που μας εμποδίζουν να δοκιμάσουμε κάποια καινούργια γενετική διαδι-κασία». Ο Γκαρθ άδραξε τον ώμο του Νέιθαν και τον ταρακούνησε εγκάρδια. «Είσαι καλά εσύ; Δε σου 'καναν μεγάλη ζημιά;»

«Φόβισαν τον Ντέιβιντ. Για να πω την αλήθεια, φόβισαν και μένα. Έφτυσαν πάνω στα τζάμια. Σκαρφάλωσαν στο καπό. Μιλάμε για ζημιά διακο-σίων ή τριακοσίων δολαρίων».

«Δεν υπάρχει πρόβλημα... στείλε μου το λογαριασμό και θα τα πληρώσει το Ινστιτούτο. Αρκεί που δεν πάθατε τίποτα εσύ κι ο Ντέιβιντ».

Ο Ντέιβιντ βγήκε ντροπαλά απ' τ' αυτοκίνητο. «Ο Ντέιβιντ είν' αυτός;» είπε ενθουσιασμένος ο Γκαρθ. «Έι... δεν μπορώ να

το πιστέψω! Πώς είσαι, τίγρη; Πόσο ψήλωσες από τότε που σε είδα τελευταία φορά, δεκαπέντε πόντους; Θα γίνεις ψιλότερος απ' τον πατέρα σου, πολύ ψηλότερος. Πώς σου φαίνεται, Νέιθαν; Ο ίδιος σου ο γιος θα σε κάνει να φαίνε-σαι σαν ζουμπάς. Να ποια είν' η χαρά της γενετικής, αν θες να ξέρεις».

Ξάφνου τού πέρασε απ' το μυαλό μια ανησυχητική σκέψη και στράφηκε στο Νέιθαν. «Κινδύνευσε, μήπως, το δείγμα;»

«Μπα, ούτε κατά διάνοια», τον διαβεβαίωσε ο Νέιθαν, Δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί σ' ένα ξέσπασμα ένοχης έξαψης, «Είναι στο πορτ μπαγκάζ· ία είναι συσκευασμένο με απόλυτη ασφάλεια».

«Να, λοιπόν, άλλη μια ανακουφιστική είδηση. Ακου —τι λες, το πάμε μέσα; Τότε θα μπορέσω να το δώσω απευθείας στον Ραούλ για ανάλυση DNA, Βάζω στοίχημα ότι θα 'θελες ία ένα ποτό»,

«Μέσα είσαι». Ο Νέιθαν άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ της Σεβρολέτ ία έβγα-λε ένα κουτί από πρεσαρισμένο αλουμίνιο, περίπου στο μέγεθος μιας θιίκης από βιντεοκάμερα. Το έδωσε προσεκτικά στον Γκαρθ που το έπιασε και με τα δύο χέρια, ενώ στο πρόσωπο του σχηματίστηκε ένα ασυγκράτητο μειδίαμα ικανοποίησης.

«Επιτέλους! Δεν ξέρεις πόσο πρόκειται να μας βοηθήσει. Αν πιάσει, θα αποτ ελέσει το επόμενο γιγαντιαίο βήμα για το ανθρώπινο γένος. Ή μήπως θα 'πρεπε να πω το χοίρειο γένος».

«Πραγματικά το ελπίζω», είπε ο Νέιθαν. «Έπειτα απ' όσα έκανες για τον πατέρα μου — »

«Α, έλα τώρα, Νέιθαν. Πάψε να το παίζεις τόσο σοβαρός, μου προκαλείς αμηχανία. Εκείνη ήταν μια δοκιμασμένη και ελεγμένη χειρουργική διαδικα-σία. Θα δίναμε την ίδια προτεραιότητα σε οποιονδήποτε άλλο, φίλο ή όχι. Ο μπαμπάς σου δεν επέζησε μόνο και μόνο επειδή παίζουμε ία οι δύο γκολφ στο

62

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

Έλμκρεστ». «Αυτό δε σημαίνει ότι δε σου χρωστάω χάρη». Ο Γκαρθ χάιδεψε το αλουμινένιο κουτί. «Αν πιάσει αυτό, τότε 9α 'μαστέ

παραπάνω από πάτσι, πίστεψέ με». Ανέβηκαν τα σκαλιά κι ο Ντέιβιντ άνοιξε τις πόρτες από φιμέ τζάμι, για

να μπορέσει ο Γκαρθ να μεταφέρει το κουτί μέσα. Μπήκαν σε μια ψυχρή κλιματιζόμενη αίθουσα υποδοχής με πάτωμα στρωμένο με γυαλιστερό μάρμα-ρο, Στο κέντρο βρισκόταν ένα μοντέρνο συντριβάνι σε αφηρημένο στιλ, τυλιγ-μένο καλόγουστα με το είδος του κισσού που υποτίθεται ότι ήταν της μόδας. Ο Γκαρθ τούς οδήγησε προς τη ρεσεψιόν, όπου μια μελαχροινή με μπεζ ταγιέρ, κατακόκκινα χείλη, μεγάλα γαλανά μάτια και τέλειες γωνίες στο πρόσωπο είπε: «Καλωσορίσατε στο Σπέλμαν!» Έδωσε στο Νέιθαν και τον Ντέιβιντ από μία ταμπελίτσα ασφαλείας, ία έδωσε, επίσης, στον Ντέιβιντ ένα στυλό ία ένα μπρελόκ του Ινστιτούτου Σπέλμαν.

«Και τώρα απολαύστε την επίσκεψη σας», είπε χαμογελώντας. Ο Γκαρθ τής έκλεισε το μάτι και είπε: «Φχαριστώ, Μεγκ». Ο Νέιθαν αναρωτήθηκε προς στιγμήν πώς θα ήταν να 'ρίχνε κανείς στο κρεβάτι ένα τόσο αψεγάδιαστο κορίτσι. Μήπως, άραγε, θα 'θελε πρώτα να κρεμάσει τη φούστα της και να σιγουρευτεί ότι το καλσόν της δεν είχε γυρίσει μέσα έξω; Γι θα έκανε πρώτα; Θα επιδιδόταν στα προκαταρκτικά ή θα έβαφε τα νύχια της;

Ο Γκαρθ πρέπει να είχε διαβάσει τη σκέψη του. «Πανέμορφο κορίτσι, γκρρ!» έκανε, καθώς τους οδηγούσε διαμέοου της αίθουσας υποδοχής. «Διαβολεμένα σέξι. Τι να το κάνεις, όμως; Έχει το δείκτη νοημοσύνης ενός μπαγιάτικου ντόνατ. Νόμιζε ότι οι Εσκιμώοι είναι τα μέλη της εθνικής ομάδας σία».

Τους οδήγησε μέσα από μια πόρτα με φύλλα από ξύλο βελανιδιάς, η οποία βρισκόταν στο πίσω μέρος της αίθουσας υποδοχής και πάνω της βρισκόταν μια μηφή αλλά κατηγορηματπαί προειδοποίηση: Απαγορεύεται Απόλυτα Η Πρόσβαση Πέρα Από Αυτό Το Σημείο Στο Μη Εξουσιοδοτημένο Προσωπικό. Καμία Απολύτως Εξαίρεση,

«Περάστε μέσα», είπε ο Γκαρθ. Βάδισαν κατά μήκος ενός καλογυαλισμένου διάδρομου, που μύριζε

αντισηπτικό και ήταν βαμμένος με γκρι χρώμα στην απόχρωση του μανιταριού. Ο Ντέιβιντ ανακάλυψε ότι μπορούσε να παράγει πολύ ενοχλητικούς θορύ-βους, τρίβοντας τα αθλητικά του παπούτσια πάνω στα πλακάκια από βινύλιο που κάλυπταν το δάπεδο, «Τι κάνει η Ντιάνα;» ρώτησε ο Νέιθαν.

Ο Γκαρθ ανασήκωσε τα μάτια του και πήρε μια έκφραση που έλεγε «μην τα ρωτάς». «Λέει πως δεν έχει ακόμα συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι την έχω παρατήσει. Από οικονομικής άποψης, βέβαια, έχει συμφιλιωθεί. Αφού ξέρει όπ μ' έχει ξεζουμίσει. Από συναισθηματικής άποψης, όμως, ξέχνα το. Εξακολουθεί να ζηλεύει πολύ ία αν μπορείς να το πιστέψεις, μου τηλεφωνεί κάθε πρωί πριν πάω στη δουλειά, για να μου πει να μην ξεχάσω το φαγητό μου,

63

GRAHAM MASTERTON

μιας και η Κέιλι σίγουρα Θα 'χει ξεχάσει το φαγητό μοιι». «Και όντως ξεχνάει το φαγητό σου η Κέιλι;» τοντσίγκλισε ο Νέιθαν. «Δε θα με πείραξε ακόμα ία αν η Κέιλι ξεχνούσε τ' όνομα μου. Για να

λέμε, όμως, την αλήθεια, δεν το ξεχνάει. Και βάζει μέσα καπνιστό με κάμπο-ση μουστάρδα, αντί για κείνο το φρικτό τόφου που μου 'δίνε η Ντιάνα».

«Ε, ξέρεις τι λένε για το δρόμο προς την καρδιά ενός άντρα». «Εκείνο που πραγματικά μ' απασχολεί, είναι ο δρόμος προς το ήπαρ και

τα νεφρά του». Από κάποιες απόψεις, ο Νέιθαν κι ο Γκαρθ ήταν αρκετά αταίριαστοι, για να

είναι τόσο καλοί φίλοι. Ο Νέιθαν είχε ένα εσωστρεφή, σοβαρό τρόπο σκέψης και περνούσε ένα μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του διαβάζοντας Νόαμ Τσόμσκι και Σαούλ Μπέλοου και προσπαθώντας να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν τα ανθρώπινα όντα να είναι κάτι περισσότερο από το σύνολο των ανταλλακτικών τους. Απ' την άλλη πλευρά, όπως όλοι οι παθολόγοι, είχε μια ελα-φρά σουρεαλιστική αίσθηση του χιούμορ. Δε γίνεται να ασχολείσαι όλη μέρα με σπλήνες, παρά μόνο αν βλέπεις την αστεία πλευρά της υπόθεσης. Είχε ακόμα αδυναμία στην πολύ άγρια ροκ μουσική. Πίστευε ότι οι Velvet Underground ήταν «είκοσι χρόνια πολύ παλιοί και είκοσι φορές mo χαρούμενοι». Ίσως άκου-γε τέτοιου είδους μουσική, για να κρατήσει τον κόσμο μακριά του.

Ο Γκαρθ ήταν πολυλογάς, κοινωνικός και ερωτύλας. Δεν έπαυε να μιλά όση ώρα δούλευε και δεν έπαυε να μιλά ούτε μετά τη δουλειά. Παρά την περι-ποιημένη του εμφάνιση, ήταν εξοργιστικά ακατάστατος. Διάβαζε το Πλέιμποϊ, την Πρακτική Μηχανική ία επιστημονικά περιοδικά. Στο τεύχος Σεπτεμβρίου του περιοδικού Τα Νέα της Γενετικής Μηχανικής τον είχαν περιγράψει ως «τον πιο τολμηρό και νεωτεριστή γενετικό επιστήμονα στις Ηνωμένες Πολιτείες- και ίσως στον κόσμο».

Η Ντιάνα, η πρώην γυναίκα του, τον αποκαλούσε «ψυχοπαθή οχτάχρονο ντυμένο με τα ρούχα ενός τριανταοχτάρη».

Ο Νέιθαν κι ο Γκαρθ είχαν γίνει φίλοι πριν από επτάμισι χρόνια, όταν είχαν πιάσει μια συνηθισμένη κουβέντα στο μπαρ της Αθλητικής Λέσχης 'Ελμκρεστ. Ο Νέιθαν βρισκόταν εκεί με το ζόρι: ο επικεφαλής του παθολόγος τον είχε προ-σκαλέσει να παίξουν γκολφ και η Σούζαν ήταν πεπεισμένη ότι Θα αποτελούσε μια καλή ώθηση για την καριέρα του. Ο Γκαρθ ήταν μέλος. Οι ικανότητες του στο γκολφ κυμαίνονταν από μέτριες ως συμπτωματικά εκπληκτικές, τον περισσότερο, όμως, καιρό προτιμούσε να κάθεται στο μπαρ πίνοντας κοκτέιλ και φλερτάροντας με τις συζύγους των υπόλοιπων μελών. Οτιδήποτε ήταν προτιμότερο απ' το να γυρίσει σπίτι, στην Ντιάνα και το τόφου της.

Τώρα η Σοήζαν ήταν νεκρή. Ο Νέιθαν δεν έτρεφε ma φιλοδοξίες για την καριέρα του. Όμως εκείνος και ο Γκαρθ είχαν παραμείνει φίλοι· ία όπως ο Γκαρθ είχε βοηθήσει το Νέιθαν να πενθήσει για τη Σούζαν και τον'Ααρον, έτσι ίο ο Νέιθαν είχε βοηθήσει τον Γκαρθ να γλυτώσει απ' τον εφιαλτικό του γάμο.

64

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

'Αλλωστε, ήταν και η ιστορία με τον πατέρα του Νέιθαν. Δε μιλούσαν συχνά γι' αυτή' κάθε φορά, όμως, που συναντιόντουσαν αποτελούσε ένα θέμα που δε συζητούσαν. Αιωρούνταν, κρεμόταν, πάνω από καθετί που έκαναν και καθετί που έλεγαν.

Πριν από δυο χρόνια, ο Γκαρθ είχε κανονίσει ώστε, με λιγότερο από δύο ώρες προειδοποίηση, ένα πειραματόζωο του Ινστιτούτου Σπέλμαν να σφαγεί και δύο «εξανθρωπισμένα» νεφρά χοίρου να σταλούν βιαστικά στο Ιατρικά Κέντρο Μέρσι, προκειμένου να οωθεί ο πατέρας του Νέιθαν από επικείμενη νεφρική ανεπάρκεια. Ο Νέιθαν δεν είχε ποτέ ρωτήσει πόσα νήματα είχε ανα-γκαστεί να ιανήσει ο Γκαρθ, ούτε πόσες εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια είχε κοστίσει εκείνη η ενέργειά του και ποιος τα είχε πληρώσει κι ο Γκαρθ ποτέ δεν του είχε πει. Ίσως αυτό να είχε εξασθενήσει τη φιλία τους. Ίσως να την είχε δυναμώσει. Όπως και να 'χε το πράγμα, εκείνο το γεγονός cixe διακριτικά και οριστικά μεταβάλλει την ισορροπία ανάμεσά τους.

Μπήκαν στο ευρύχωρο, φωτεινό κεντρικό εργαστήριο. Κατά μήκος ενός από τους τοίχους υπήρχε μια σειρά από μικροσκόπια, πάνω από τα οποία ήταν σκυμμένοι σαν ωρολογοποιοί τρεις ερευνητές με γαλάζιες ρόμπες, και εξέτα-ζαν γενετικά δείγματα. Στο κέντρο του δωματίου βρίσκονταν τρεις πάγκοι γεμάτοι διαφάνειες, δοκιμαστικούς σωλήνες και βιβλία, καθώς ία ένα μισοφα-γωμένο σάντουιτς με αβοκάντο και αλφάλφα ία ένα αντίτυπο του Ιστορίες .Δύναμης· του Κάρλος Καστανέντα, με τσαλακωμένες τις άκρες των σελίδων. Στον απέναντι τοίχο βρίσκονταν εννέα υπολογιστές και εκτυπωτές Σπέρι-Ραντ, κι ένα ειδικό σύστημα υπολογιστών σχεδιασμένο για την ανάλυση του DNA.

Καθώς μπήκαν, τους χαιρέτησε ένας ψηλόλιγνος μαύρος άντρας με αδύ-νατη καμπυλωτή μύτη και στενό πρόσωπο, που έμοιαζε με Αιθίοπα. Θα μπο-ρούσε να ήταν δρομέας στους Ολυμπιακούς Αγώνες ή αστέρας του μπάσκετ. Το ταμπελάια πάνω στην εργαστηριακή του ρόμπα έγραφε Ραούλ Λακουτίρ.

«Ραούλ. .» είπε ο Γκαρθ. «Από 'δω ο κολλητός μου ο δόκτωρ Νέιθαν Γκριν, απ' το τμήμα ανταλλακτικών του Μέρσι. Απλά πες του τι θες — ένα πόδι, ένα χέρι, μισό πάγκρεας, ένα σύστημα σύνδεσης Χερστ για Μπαρακούντα του 64— κι αυτός ο άνθρωπος θα στο φέρει».

«Χάρηκα για τη γνωριμία», είπε χαμογελώντας ο Ραούλ. «Μη μου πεις πως είστε φίλοι μ' αυτό τον άνθρωπο;»

«Υπάρχει κάτι το παράξενο;» ρώτησε ο Νέιθαν. «Τίποτα, δόκτωρ Γκριν. Απλά είσαι μοναδικός στο είδος σου». Ο Γκαρθ μάζεψε το σάντουιτς και ακούμπησε προσεχτικά το αλουμινένιο

κουτί πάνω στον πάγκο. Σήκωσε το βιβλίο και κοίταξε το εξώφυλλο. «Δε θα μου γίνεις χίπης τώρα, ε, Ραούλ;»

«Είναι της Τζένι. Λέει ότι είναι ώρα να ασχοληθεί με τον πνευματικό κόσμο»,

«Πώς είναι δυνατόν ν' ασχοληθεί με τον πνευματικό κόσμο όταν ποτέ της

65

GRAHAM MASTERTON

δεν έχει ασχοληθεί με τον σωματικό;» «Πολύ θα το 'θελες». Ο Γκαρθ άνοιξε τις πετοΰγιες στο πλάι του κουτιού. «Παρά τα χαρούμενα

αστεία του, Νέιθαν, ο Ραούλ τυγχάνει να είναι ο καλύτερος εξωγενετιστής που υπάρχει. Σπούδασε στο Άμστερνταμ, το Παρίσι και στο Εθνικό Ινστιτούτο Ιατρικών Ερευνών του Λονδίνου. Αν βάλουμε τις γνώσεις του πάνω στη γενε-τική των χοίρων τη μια δίπλα στην άλλη, θα φτάσουν μέχρι το εργοστάσιο της Σπαμ και πίσω».

Σήκωσε το καπάκι του κουτιού κι ο Ραούλ έχωσε μέσα τη μούρη του. Η αναπνοή του άχνιζε εξαιτίας των ψυκτικών τα οποία είχαν διατηρήσει τη θερ-μοκρασία του δείγματος κάτω από τους 5 βαθμούς Κελσίου. Το δείγμα δεν παρουσίαζε και κανένα σπουδαίο θέαμα: ένα ημιδιαφανές κομμάτι πορφυρού και μπεζ ιστού που θύμιζε διακοσμητικό σε σχήμα λουλουδιού, πιεσμένο ανά-μεσα σε δύο ξελατινένιες διαφάνειες σαν πατικωμένο χρυσάνθεμο. Μια απειροελάχιστα λεπτή διατομή του εγκεφάλου.

«Ποιος είπες ότι ήταν ο δότης;» ρώτησε ο Ραούλ. «Λεν είπα», απάντησε ο Νέιθαν. «Όπως θα σου πει ία ο Γκαρθ, ένας από

τους όρους που έθεσε το Μέρσι για τούτη τη συμφωνία ήταν ότι, πέρα από τον αριθμό καταλόγου της, π προέλευση της διατομής θα παραμείνει απροσδιόριστη».

«Σαφώς, όμως, προέρχεται από παιδί, έτσι δεν είναι;» παρενέβη ο Γκαρθ. Ο Νέιθαν κοκκίνησε, «Ναι, λυπάμαι που το λέω. Ένα αγόρι τριών ετών

που πέθανε μόλις πριν από τρεις ημέρες». «Καμιά εγκεφαλική βλάβη;» «Καμία απολύτως». «Κάποιο ίχνος εγκεφαλικής διαταραχής ή επιληψίας;» «Κανένα που να μπορούμε να το προσδιορίσουμε. Πέθανε ακαριαία εξαι-

τίας βαρύτατου τραύματος». «Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς ψάχναμε», είπε ο Γκαρθ. «Τι θα 'λεγες να το

αναλύσεις, Ραούλ, για να δούμε μετά αν θα ετοιμάσουμε τον Κάπτεν Μπλακ για εγχείρηση;»

Ο Ραούλ έκλεισε το κουτί. Κοίταξε τον Νέιθαν και τον Γκαρθ κι έπειτα τον Ντέιβιντ. Το βλέμμα του ήταν ευγενικό και θλιμμένο. «Ξέρετε κάτι; Κάνω τούτη τη δουλειά από τότε που πήγαινα στο κολέγιο, ία ακόμα δεν μπορώ να βνάλω απ' το μυαλό μου ότι έπρεπε κάποιος να πεθάνει, για να γίνει τούτο εφικτό. Ένα τρίχρονο αγοράκι! Δεν θα 'χει την ευκαιρία να χαρεί τόσες και τόσες ηλιόλουστες μέρες»,

«Αμήν», είπε αμήχανα ο Γκαρθ. Ο Ραούλ μετέφερε το δείγμα στην άλλη άκρη του εργαστηρίου, όπου ήταν

τοποθετημένοι χρωματογράφοι αερίων και απορρόφησης, καθώς και φασμα-τογράφοι και δύο αναλυτές DNA

66

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Τι λες για 'κείνο το ποτό;» ρώτησε ο Γκαρθ το Νέιθαν. «Ραούλ... γιατί δε δείχνεις στον Ντέιβιντ πώς λειτουργεί εκείνος ο αναλυτής;»

Οδήγησε τον Νέιθαν στο γραφείο του. Ήταν φανερό ότι ήταν πανάκριβα επιπλωμένο και διακοσμημένο μ' ένα μινιμαλιστικό στιλ υψηλής τεχνολογίας. Το γραφείο του Γκαρθ δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα τραπέζι από πλαστικό γυαλί, με μια καρέκλα από ατσάλι και δέρμα* τα μόνα άλλα έπιπλα ήταν ένας καμπυλωτός δερμάτινος καναπές και ένα χαμηλό τραπεζάκι από πλαστικό γυαλί. Στον τοίχο ήταν κρεμασμένος ένας πίνακας αφηρημένης τέχνης σε άσπρο και γκρίζο, ενώ στη γωνία στεκόταν ένα μακρόστενο γλυπτό που θύμιζε έργα του Τζιακομέτι.

Το μινιμαλιστικό αποτέλεσμα, όμως, είχε δεχτεί ισχυρό πλήγμα από την εντυπωσιακή ακαταστασία του Γκαρθ. Το γραφείο από πλαστικό γυαλί ήταν θαμμένο κάτω από στοίβες εκθέσεων και περιοδικών, φακέλων και βιβλίων. Γραφήματα και διαγράμματα ήταν απλωμένα σε διατάξεις βεντάλιας σ' ολόκληρο το δάπεδο - μ α ζ ί με παπούτσια του γκολφ ατάκτως εριμμένα, κου-τιά από πίτσες, εφημερίδες και σακούλες από ψώνια. Ακόμα και το τηλέφωνο βρισκόταν στο πάτωμα. Το χαμηλό τραπεζάκι ήταν πλημμυρισμένο από χαρτιά γεμάτα κακογραμμένες σημειώσεις κι εξισώσεις, καθώς και από άδεια κου-τάκια κόκα-κόλας χωρίς καφεΐνη και μισογεμάτα φλυτζάνια με καφέ που φαινόταν πλέον σαν λάδι.

Το γλυπτό φορούσε ένα κασκέτο του γκολφ σε ζωηρό κόκκινο χρώμα και από πάνω του κρεμόταν μια ταμπέλα που έγραφε «Κάντι ο Ανορεξικός».

Ο Νέιθαν πέρασε πάνω απ' τα χαρτιά και τα γραφήματα κάνοντας κουτσό και πήγε στη μεγάλη τζαμαρία που έβλεπε στην κεντρική αυλή του Ινστιτούτου. Στο κέντρο της βρισκόταν ένα μεγάλο μπρούντζινο γλυπτό -ένας γυμνός άντρας που στεκόταν ανάμεσα σ' ένα εύπιστο γουρούνι και μια καλόβολη αγελάδα. Ο Γκαρθ άνοιξε το ψυγειάκι του, έβγαλε δυο μπουκάλια μπίρα Σλιτζ και είπε: «Το ονομάζω Ενδέκατη ώρα».

«Γιατί;» «Γιατί αυτός ο άντρας βρίσκεται μεταξύ πρωινού και μεσημεριανού». Ο Νέιθαν πήρε το μπουκάλι, ήπιε μια γουλιά και σκούπισε το στόμα του.

«Είσαι κυνικός, το ξέρεις;» «Όχι, δεν είμαι», είπε ο Γκαρθ. «Σκληρόπετσος, ίσως. Μονομανής, σίγου-

ρα. Όταν, όμως, ασχολείσαι με την εξωγενετικπ, έχεις να κάνεις με ηθικά και δεοντολογικά διλήμματα που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν καν να διανοηθούν, θέλω να πω - στ' αλήθεια δικαιολογείται η εκτροφή ζώων με ανθρώπινο DNA, με μοναδικό σκοπό να δημιουργήσουμε πιο αποδεκτά όργανα για μεταμοσχεύσεις; Αν, άραγε, τα γουρούνια είχαν πορτοφόλια, θα κουβαλούσαν κάρτα δωρητή σώματος; Θα προτιμούσαν πορτοφόλια από χοιρόδερμα ή θα επέμεναν στο βινύλ; Δεν είμαι κυνικός, Νέιθαν. Απλά κάνω κάτι επειδή είναι εφικτό και επειδή είναι νόμιμο —μέχρι τώρα, βέβαια, εκτός

67

GRAHAM MASTERTON

ία αν περάσει το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι». «Θα επηρέαζε ία εσάς;» «Και βέβαια. Το άρθρο 23 απαγορεύει ρητά τη χρήση ζώντων ζώων για

πάσης φύσεως επιστημονικά ή εμπορικά πειράματα. Αν περάσει το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι, θα αναγκαστούμε να κλείσουμε οριστικά το τμήμα εξωγενετικής».

«Δεν είναι πιθανό, όμως, να περάσει, έτσι δεν είναι; Οι κτηνοτρόφοι και οι κρεατέμποροι είναι πολύ ισχυροί, σωστά; Και τι Θα γίνει με τον κόσμο; Δεν μπορεί κανείς να μετατρέψει ένα ολόκληρο έθνος σε χορτοφάγους».

Ο Γκαρθ ανασήκωσε τους ώμους. «Ποιος ξέρει; Στο κάτω κάτω, εμείς δεν ήμασταν που αναγκάσαμε ένα ολόκληρο έθνος να κόψει το ποτό; Εκείνο τον καιρό οι φανατικοί που κρύβονταν πίσω από την Ποτ απ αγόρευση, ήταν θρη-σκόληπτοι. Σήμερα είναι πολιτικά ορθοί, αλλά δεν παύουν να 'ναι φανατικοί. Το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι δεν είναι τίποτ' άλλο από τη μετενσάρκωση του Βόλστεντ και του νόμου του ενάντια στο αλκοόλ».

Ο Ντέιβιντ μπήκε μέσα σαν σίφουνας. «Ξέρεις, εκείνος ο άνθρωπος με άφησε να κοιτάξω μια τρίχα μου στο μικροσκόπιο! Ήταν σαν δέντρο με κλα-διά κι απ' όλα!»

«Μήπως έκαναν κούνια και τίποτα μαϊμούδες επάνω;» ρώτησε ο Νέιθαν, Ο Γκαρθ είπε: «Τι θα λεγε ς για μια κόκα-κόλα; Ναι; Τότε ας κάνουμε μια

βόλτα στα χοιροστάσια. Πρέπει να ρίξετε μια ματιά στον Κάπτεν Μπλακ προ-τού τον χειρουργήσουμε».

Βγήκαν απ' το γραφείο του Γκαρθ, περνώντας μέσα από μια πόρτα η οποία τους έβγαλε σε μια ζεστή, λαμπερή αυλή. Σε κάθε μια από τις τέσσερις πλευ-ρές της αστραφτσκοπούσαν τα κτίρια των καινούργιων εργαστηρίων, μέσα στα οποία μπορούσαν να δουν άντρες και γυναίκες που εργάζονταν σε κάθε είδους γενετικά πειράματα, από την ανάπτυξη ενός σπόρου σόγιας που να μεγαλώνει ταχύτερα, μέχρι την εκτροφή βοοειδών με μεγαλύτερο μέγεθος, λιγότερο πάχος και μεγαλύτερη αντοχή στις ασθένειες.

«Το Σπέλμανχρηματοδοτείται αποκλειστικά απ' τον ιδιωτικό τομέα», είπε ο Γκαρθ. «Έχουμε προϋπολογισμό έρευνας που υπερβαίνει τα εκατόν εβδο-μήντα εκατομύρια δολάρια το χρόνο, όμως πρόκειται για χρήματα που δαπα-νώνται σοιστά. Η Φαρμακευτική Κέτνερ εκτιμά ότι έχει ήδη βγάλει τα λεφτά της τρεις φορές».

«Η Φαρμακευτική Κέτνερ;» «Μεταξύ άλλων παράγουν το Plasyntfi-10. Οι περισσότεροι χειρούργοι

λένε στους ασθενείς τους ότι πρόκειται για εξ ολοκλήρου συνθετικό πλάσμα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για πλάσμα αίματος από γενετικά μεταλλαγ-μένα γουρούνια. Το ίδιο συμβαίνει με την ινσουλίνη και μια ολόκληρη γκάμα από ορμόνες —όλες προέρχονται απ' τα γουρούνια. Εκείνο που ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει είναι ότι, ως προς τις εμπορικές χρήσεις ενός γουρουνιού, μετά το κρέας ακολουθούν οι ιατρικές χρήσεις».

68

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Οι βαλίτσες;» «Εκείνες βρίσκονται στον πάτο της λίστας». Έφυγαν από την αυλή μέσω μιας σήραγγας μεταξύ των κτιρίων και βγή-

καν σ' ένα ψηλό, επικλινές χωράφι, όπου το ψηλό γρασίδι κυμάτιζε στον άνεμο ψιθυρίζοντας και οι μαργαρίτες λικνίζονταν. Στην κορυφή του χωρα-φιού, βρίσκονταν δύο χαμηλά κτίρια από τούβλο1 κι από εκείνα τα κτίρια ο άνεμος έφερνε την ώριμη, χαρακτηριστική οσμή των γουρουνιών.

«Ο κόσμος δε θέλει να το παραδεχτεί», είπε ο Γκαρθ, «αλλά τα γουρούνια μοιάζουν περισσότερο με τους ανθρώπους απ' οποιοδήποτε άλλο ζώο — από σωματική και πνευματική άποψη. Εδώ και χρόνια χρησιμοποιούμε δέρμα γου-ρουνιού ως μόσχευμα ανθρώπινης επιδερμίδας, καθώς και τις βαλβίδες απ' την καρδιά των γουρουνιών σε ανθρώπους με καρδιακά νοσήματα. Θα σας πω και κάτι ακόμα: τα γουρούνια είναι επίσης τα μοναδικά ζώα που πίνουν σκλη-ρά αλκοολούχα ποτά με τη θέλησή τους. Κάναμε στο Κέντρο Θεραπείας Σέντλασεκ κάποια τεστ πάνω στον αλκοολισμό, όπου δίναμε στα γουρούνια ουίσκι και βότκα. Είχαμε ένα γουρούνι ράτσας Μπέρκσαϊρ, που κάθε μέρα κατέβαζε ένα λίτρο Σμιρνόφ. Το πρωί δεν μπορούσες να το πλησιάσεις. Όποιον ία αν έβλεπε μούγκριζε».

Έφτασαν στα χοιροοτάσια. Τα κτίρια ήταν καινούργια και βαμμένα με κομψότητα, ενώ απ' έξω δούλευε βουίζοντας ένα κλιματιστικό σύστημα. Ο Γκαρθ ξεκλείδωσε την πόρτα του πλησιέστερου απ' τα κτίρια και μπήκαν μέσα. Το φως ήταν αμυδρό, αλλά η οσμή των γουρουνιών ήταν πολύ δυνατότερη.

Ο Νέιθαν προσπάθησε να δει μες στο μισοσκόταδο. Το χοιροστάσιο είχε μήκος τουλάχιστον εξήντα μέτρα και χαμηλό ταβάνι με λάμπες φθορισμού. Σε κάθε πλευρά υπήρχαν μάντρες με προσόψεις από πλαστικό γυαλί, αριθμημέ-νες από το 1 μέχρι το 40, που η κάθε μία είχε πάνω της τυπωμένο ένα όνομα. Ντέζι. Τσάρλι. Γουίτνι. Μεγάλος Μπιλ. Ζουτ. Αϊνστάιν.

«Ποιος τα βαφτίζει;» ρώτησε ο Ντέιβιντ. Ο Γκαρθ κλείδωσε την πόρτα πίσω τους. «Κοίτα τα μούτρα τους. Μόνα

τους βαφτίζονται. Κοίτα να δεις, τούτο δω λέγεται Λάιονελ, όπως ο Λάιονελ Ρίτσι. Αν μπορούσε να μιλήσει δε θα μιλούσε, αλλά θα τραγουδούσε το Dancing on the Ceiling».

Τους οδήγησε κατά μήκος ολόκληρου του κτιρίου, δείχνοντάς τους το ένα γουρούνι μετά το άλλο —Χάμπσαίρ, Μπέρκσαϊρ, Νπούροκ, Λευκά Τσέστερ, Γιόρκσαϊρ, Λάντρε ϊ ς - οι περισσότερες από τις κλασικές ράτσες αμερικάνι-κων γουρουνιών αγροκτήματος.

«Δουλεύουμε ακόμα και πάνω στις γενετήσιες ορμές τους. Βλέπετε, οι περισσότεροι αγρότες θέλουν να γεννούν οι γουρούνες τους δυο φορές το χρόνο, από οχτώ έως δέκα γουρουνάκια κάθε φορά, έπειτα από εγκυμοσύνη τριών μηνών, τριών εβδομάδων και τριών ημερών. Σε άγρια κατάσταση, βέβαια, τα γουρούνια φέρονται όπως οι άνθρωποι, θέλουν κοκό όλη τη διάρ-

69

GRAHAM MASTERTON

κει α του χρόνου. Έχουν πολύ, πολύ ισχυρές σεξουαλικές ορμές. »Βλέπετε εκείνη την πρωτάρα μάνα; Η πρωτάρα μάνα είναι ένα θηλυκό

γουρούνι που δεν έχει γεννήσει ακόμα. Σχεδόν πρόκειται για το τέλειο γου-ρούνι αγροκτήματος -δυνατό , με υπέροχες αναλογίες, ευρύ στήθος και καπούλια, ιδιαίτερα προσβάσιμες θηλές. Έχει σχεδόν 56 τοις εκατό λιγότερο πάχος από τα γουρούνια που εκτρέφαμε την δεκαετία του '60 και θα μεταδώ-σει αυτό το γνώρισμα και στα μικρά της. Θα μπορούσε να κερδίσει το στέμμα της Μις Μπέικον Χωρίς Χοληστερίνη».

Τελικά, έφτασαν στην άκρη του κτιρίου. Εδώ βρισκόταν ένα ειδικό μαντρί, που καταλάμβανε ολόκληρο το πλάτος του πατώματος. Κι εκείνου η πρόσοψη ήταν φτιαγμένη από πλαστικό γυαλί, το εσωτερικό της, όμως, ήτανχαρακωμέ-νο, γδαρμένο και πασαλειμμένο με σάλια, έτσι ώστε να 'ναι αδύνατο να κατα-λάβει κανείς αν υπήρχε κάτι εκεί μέσα ή όχι. Στην αριστερή πλευρά του μαντριού υπήρχε μια μεταλλική πόρτα, που επάνω ήταν τυπωμένος ο αριθμός 20 και από κάτω οι λέξεις «Κάπτεν Μπλακ».

Ο Νέιθαν πλησίασε το πλαστικό γυαλί και προσπάθησε να δει στο θολό εσωτερικό του μαντριού. Μόλις μπορούσε να διακρίνει το άχυρο που κάλυπτε το δάπεδο και τον λάκκο για το κύλισμα στη δεξιά γωνιά. Κάθε μαντρί διέθετε έναν τέτοιο λάκκο γεμάτο με νερό, επειδή τα γουρούνια δεν έχουν ιδρωτο-ποιούς αδένες και είναι αναγκασμένα να κυλιούνται πότε πότε στη λάσπη, για να παραμένουν δροσερά. Τούτος, όμως, ο λάκκος ήταν τρεις φορές μεγαλύ-τερος απ' τους άλλους και το νερό του ανεβοκατέβαινε και πλατάγιζε, λες και κάτι τεράστιο είχε μόλις βγει από μέσα.

«Δημιουργήσαμε τον Κάπτεν Μπλακ πριν από πέντε χρόνια», εξήγησε ο Γκαρθ, ενώ προσπαθούσε να ξεχωρίσει το κλειδί για το μαντρί. «Ήταν ένα από τα πρώτα πειράματά μας πάνω στον εξανθρωπισμό κι ένα από τα σημαντικότερα βήματα πρόοδου που κάναμε. Από γενετική άποψη, ο Κάπτεν Μπλακ μοιάζει τόσο πολύ με ανθρώπινο ον, που θα μπορούσαμε να χρησιμο-ποιήσουμε κάθε όργανο του σώματος του για μεταμοσχεύσεις... την καρδιά, τους πνεύμονες, το ήπαρ, τα νεφρά... με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι οι ιστοί θα ταίριαζαν».

«Που κρύβεται;» ρώτησε ο Νέιθαν, τοποθετώντας τις παλάμες γύρω απ το πρόσωπο του, για να μπορέσει να δει καθαρότερα μέσα στο χοιροστάσιο.

«Εκεί είναι, σίγουρα. Μάλλον μας άκουσε που ερχόμασταν. Μην ανησυ-χείτε, είναι αρκετά ήμερος. Για την ακρίβεια, είναι ντροπαλός. Ας μπούμε μέσα να του ρίξουμε μια ματιά».

«Μέσα;» ρώτησε ο Νέιθαν, νιώθοντας ένα ξαφνικό κύμα ανησυχίας που τον έκανε να εκπλαγεί.

«Δεν είναι παρά ένα γουρούνι, Νέιθαν. Δε λέω, είναι μεγάλο γουρούνι. Πολύ μεγάλο γουρούνι. Μπορείς, όμως, να τον ταίσεις καλαμπόκι κατευθείαν απ' το χέρι σου. Μπορείς να τον καβαλικέψεις και να κάνεις βόλτα τριγύρω

70

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

στο χωράφι. Τρελαίνεται για ανθρώπινη παρέα. Αν τον αφήναμε, θα σύχναζε σε μπαρ για εργένηδες».

Ο Νέιθαν κοίταξε τα γδαρσίματα και τις γρατξουνιές στο πλαστικό γυαλί της πρόσοψης. Μερικές βρίσκονταν σε ύψος μεγαλύτερο από τρία μέτρα* και μερικές ήταν τόσο βαθιές που σχεδόν έφταναν μέχρι την άλλη μεριά.

«Απλά αισθάνεται μοναξιά», είπε ο Γκαρθ, όταν συνειδητοποίησε τι κοι-τούσε ο Νέιθαν, «Προσπαθεί να βγει έξω, για να μπορέσει να έρθει να καθή-σει μαζί μας στο εργαστήριο».

«Ελπίζω να μην τα έχει καταφέρει ποτέ». «Μια φορά τα κατάφερε, πριν από δυο χρόνια. Τότε είχαμε ένα συνηθι-

σμένο σύρτη με τρύπα πάνω στην πόρτα. Όμως ο Κάπτεν Μπλακ ανακάλυψε ότι αν στεκόταν πολύ κοντά στην πόρτα όταν τον κλείναμε μέσα, έτσι ώστε να αναγκαστούμε να σπρώξουμε για να την κλείσουμε, το μάνταλο δεν έκλεινε τελείως και με δυο τρεις κλοτσιές η πόρτα άνοιγε. Επέστρεψα από ένα συνέ-δριο στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα και τον βρήκα να κυλιέται στη λίμνη. Αναγκαστήκαμε να τον ναρκώσουμε για να τον πάμε ξανά στο μαντρί του, μιας και, σίγουρα, δε θα πήγαινε οικειοθελώς. Νομίζετε ότι τα μουλάρια είναι πει-σματάρικα; Περιμένετε μέχρι να κοντραριστείτε μ' ένα γουρούνι»,

Ο Γκαρθ ξεκλείδωσε τη μεταλλική πόρτα και την άνοιξε. «Κάπτεν Μπλακ;» φώναξε. «Είσαι εκεί, Κάπτεν Μπλακ; Έφερα μερικούς συμπαθητι-κούς ανθρώπους να σε γνωρίσουν».

Ακολούθησε ενός λεπτού σιγή — έπειτα ακούστηκε ένα βαρύ σύρσιμο στο άχυρο, που το ακολούθησε ένα βαθύ, απειλητυίό γρύλισμα. Ουσιαστικά ήταν μάλλον βρυχηθμός παρά γρύλλισμα.

«Χριστέ μου», ψιθύρισε σιγανά ο Νέιθαν. «Θα 'σαι καλό παιδάκι σήμερα, Κάπτεν Μπλακ;» ρώτησε ο Γκαρθ. «Δε

θέλουμε νευράιαα, έτσι δεν είναι;» Ακολούθησε καινούργια αναταραχή ία ένας τραχύς ήχος σαν γδάρσιμο.

Έπειτα κάτι τεράστιο συγκρούστηκε με το πίσω μέρος της πόρτας κι ο Γκαρθ αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει παραπατώντας.

«Λε σοβαρολογείς ότι θα μπούμε εκεί μέσα μαζί μ' αυτό;» είπε ο Νέιθαν παρακλητικά.

«Είν1 εντάξει, είν' εντάξει... μάλλοννιώθει ζέστη. Ελάτε. Σας εγγυώμαι, δε θα πείραζε ούτε μύγα».

«Λε με νοιάζει πόσες μύγες έχει πειράξει. Απλά δε θέλω να δοκιμάσει με μένα».

Ο Γκαρθ έριξε το κορμί του πάνω στην πόρτα. «Έλα τώρα, Κάπτεν Μπλακ, για όνομα του Θεού! Τράβα τον πισινό σου απ* τη μέση!» Έσπρωξε ξανά. «Έλα πεισματάρη μπάσταρδε! Θα φυσήξω και θα ξεφυσήξω και θα ρίξω το βρομόσπιτό σου!» Αυτό φάνηκε να διασκεδάζει αφάνταστα τον Ντέιβιντ, που τσίριξε: «Όχι, μα τις τρίχες στο πηγούνι-πηγουνάιαμου!»

71

GRAHAM MASTERTON

Ο ΓκαρΘ πάσχιζε μ' όλη του τη δύναμη να ανοίξει την πόρτα κι ο Νέιθαν πήγε να τον βοηθήσει. Επί σχεδόν ένα λεπτό μοΰγγριζαν κι έσπρωχναν, μούγ-γριζαν κι έσπρωχναν ία ο Κάπτεν Μπλακ μούγγριζε και παρέμενε στην ίδια ακριβώς Θέση.

«Κάπτεν Μπλακ-), πετάχτηκε ο Ντέιβιντ. «Άνοιξε την πόρτα, Κάπτεν Μπλακ, θέλω να σε δω!»

Το γουρούνι έβγαλε ένα βροντερό γρύλισμα που κατέληξε σε μια οξεία, τραχιά στριγγλιά. Και τότε —σχεδόν σαν από θαύμα, απομακρύνθηκε απ την πόρτα.

«Φαίνεται ότι το 'χεις μέσα σου», είπε ο Γκαρθ, και στράφηκε χαμογελώντας προς το μέρος του Ντέιβιντ. «Το αγόρι που μπορούσε να μιλήσει γουρουνέζικα».

Άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Έπειτα πέρασε το μπράτσο του γύρω απ' τους ώμους του Ντέιβιντ και είπε: «Έλα μέσα να τον γνωρίσεις. Μπ φοβάσαι. Σε προειδοποιώ, είναι τεράστιος. Επίσης είναι ατσούμπαλος κατ πολύ ισχυρο-γνώμων. Για την ακρίβεια, μάλλον πιστεύει ότι είναι άνθρωπος, όπως ία εμείς, άρα, λοιπόν, τι δουλειά έχει εκείνος· εκεί μέσα όταν εμείς μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε; Αν, όμως, είσαι καλός μαζί του και του δείξεις ότι δε φοβάσαι, ε, τότε θα 'ναι ια εκείνος καλός μαζί σου».

Οδήγησε τον Ντέιβιντ μες στο μαντρί κι ο Νέιθαν ακολούθησε επιφυλα-κτικά.

Το πρώτο πράγμα που χτύπησε τον Νέιθαν ήταν η βρόμα. Δεν επρόκειτο για τπ συνηθισμένη οσμή των γουρουνιών. Τούτη ήταν μια ξινή, μυρωδάτη, αρσενική οσμή — ένα αποπνικτικό μίγμα από ούρα, φερεμόνες και κτήνος. Υπήρχε, όμως, και κάτι ακόμα: οι δυσώδεις αδενικσί τόνοι από κάτι πολύ περισσότερο από κτήνος.

Το μαντρί ήταν τόσο σκοτεινό κι ο Κάπτεν Μπλακ βρισκόταν κρυμμένος τόσο βαθιά μες στα σκοτάδια, που αρχικά ο Νέιθαν δεν συνειδητοποίησε πόσο τεράστιος ήταν. Τα μόνα πράγματα που μπορούσε να δει ήταν δύο αστραφτε-ρά μάτια ία ένα μαύρο και υγρό ρύγχος που συσπώταν. Όμως τότε ο Κάπτεν Μπλακ: έκανε δύο ή τρία βήματα προς το μέρος τους μες στο αχνό φως που έμπαινε απ' το παράθυρο. «Παναγιά μου», είπε ο Νέιθαν κι έκανε τρία βήμα-τα προς τα πίσω,

Ο Κάπτεν Μπλακ: είχε ύψος πάνω από ενάμισι μέτρο και μήκος πάνω από δύο εβδομήντα. Το σώμα του ήταν καλυμμένο από χοντρές μαύρες τρίχες και είχε το μέγεθος και το σχήμα ενός ογκώδους ντεπόζιτου πετρελαίου 500 γαλονιών, που στηρίζεται πάνω σε υηοστύλιο. Ήταν τόσο πελώριος, που ο Νέιθαν δύσκολα μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν αληθινός. Όμως πότε πότε τίναζε τα μεγάλα μαύρα αυτιά του και εξακολουθούσε να βαδίζει προς τα μπρος, μερικά εκατοστά κάθε φορά, ενώ τα πόδια του έβγαζαν ξερούς ήχους καθώς έξυναν το τσιμεντένιο δάπεδο.

Μπορεί το σώμα του να προκαλούσε έντονο δέος, η φάτσα του, όμως,

72

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

έκανε το Νέιθαν να ξεροκαταπιεί ενοχλημένα. Έμοιαζε περισσότερο με τη φάτσα ενός γιγαντιαίου λυκάνθρωπου παρά ενός γουρουνιού: ήταν ολόκληρη καλυμμένη με χοντρές γυαλιστερές τρίχες και είχε ένα ανατριχιαστικά πλακουτσωτό ρύγχος. Από το κάτω σαγόνι του προεξείχαν δύο καμπυλωτοί κσπτήρες και με κάθε βήμα του κρέμονταν από 'κει κορδόνια σάλιου.

Τα μάτια του είχαν ία εκείνα μαύρο χρώμα —μαύρο χρώμα λαμπερό, αστραφτερό, μαύρο χρώμα που πρόδιδε εξυπνάδα, μαύρο χρώμα σαν υγρή πίσσα, όχι σαν το ψόφιο μαύρο χρώμα που έχουν τα μάτια ενός καρχαρία. Κοιτούσε επίμονα τον Νέιθαν δίχως ν' ανοιγοκλείνει τα μάτια και υπήρχε κάτι ενοχλητικά τρομακτικό στον τρόπο που κοιτούσε, που έκανε το Νέιθαν να σκεφτεί ότι μπορούσε να σκεφτεί λογικά, ότι, αν οι φωνητικές του χορδές ήταν σε θέση να σχηματίσουν τις λέξεις, θα μπορούσε να μιλήσει.

Ήταν λες και κοιτούσε μες στα μάτια ενός ανθρώπου που τρομερά μάγια τον έχουν παγιδεύσει στο σώμα ενός ζώου.

«Αυτό ία αν είναι γουρούνι», είπε με σεβασμό ο Νέιθαν. «Το μεγαλύτερο εν ζωή γουρούνι στην Αμερική», είπε ο Γκαρθ, χωρίς να

κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει την περηφάνεια και την ικανοποίησή του. «Είναι ράτσας Πόλαντ Τσάι να, ηλικίας πέντε ετών και δύο μηνών. Έχε ι ύψος ένα μέτρο και πενήντα επτά εκατοστά και μήκος δύο μέτρα ία ενενήντα τρία εκατοστά από το ρύγχος μέχρι την ουρά. Την τελευταία φορά που τον ζυγίσα-με είχε βάρος έναν τόνο και τριακόσια δεκαοκτώ κιλά. Σχεδόν όσο κι ένα Φολκσβάγκεν Σκαραβαίος».

«Έχω εντυπωσιαστεί», είπε ο Νέιθαν και δεν έλεγε ψέματα. Ο Ντέιβιντ είχε απομείνει για πολλή ώρα με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στον

Κάπτεν Μπλακ δίχως να λέει κουβέντα Έπειτα τον πλησίασε σταδιακά, κάνοντας ένα βήμα κάθε φορά, μέχρι που έφτασε αρκετά κσντά για να τον αγγίξει.

«Ντέιβιντ-» τον προειδοποίησε ο Νέιθαν. Ο Γκαρθ, όμως, είπε: «Έι, δεν υπάρχει πρόβλημα. Είναι απόλυτα ήμερος. Απλά δώσ' του να καταλάβει ότι τον συμπαθείς κατ θα σε συμπαθήσει κι εκείνος».

Ο Ντέιβιντ άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τον Κάπτεν Μπλακ ανάμεσα στα μαλακά, διάστικτα με μαύρες κηλίδες αυτιά του. Ο Κάπτεν Μπλακ μισόστρεψε το κεφάλι του κι έκανε μια μικρή κίνηση σαν να χόρευε, αλλά δε φάνηκε TO θεωρεί τον Ντέιβιντ ως απειλή.

«Απ' ό,τι έχω ακούσει, του αρέσει να του κάνουν μασάζ στ' αυτιά», είπε ο Γκαρθ.

Ο Ντέιβιντ σήκωσε ένα απ' τα αυτιά του Κάπτεν Μπλακ και το έτριψε απαλά ανάμεσα στις παλάμες των χεριών του σαν να 'ταν ζύμη. «Είναι τόσο μαλακό», είπε. «Όλα τα άλλα είναι σκληρά σαν αγκάθια, όμως τ' αυτιά του είναι στ* αλήθεια μαλακά».

Μπορεί ο Κόπτε·/Μπλακ ν' απολάμβανε το μασάζ που του 'κανε ο Ντέιβιντ, όμως ούτε στιγμή δεν τράβηξε το βλέμμα του απ' τον Νέιθαν. Έπειτα από λίγο

73

GRAHAM MASTERTON

ο Νέιθαν μισόκρυψε το πρόσωπο του με το χέρι του, επειδή ανακάλυψε ότι το επίμονο βλέμμα του γουρουνιού τού προκαλούσε έντονη αμηχανία.

Ένας άνθρωπος που μάγια τον έχουν παγιδεύσει στο σώμα ενός γουρου-νιού.

«Είναι εκπληκτικός», είπε. «Αυτή είναι η σωστή περιγραφή», είπε ο Γκαρθ. «Θέλω να πω, τούτος ο

τύπος δεν είναι απλά το μεγαλύτερο γουρούνι στην Αμερική .. είν' επίσης και το πλησιέστερο γενετικά σε ένα ανθρώπινο ον».

«Και πού κολλάει, λοιπόν, σ' όλα αυτά η διατομή εγκεφάλου που σας έφερα;» ρώτησε ο Νέιθαν. «Στην επιστολή σου έγραφες ότι τη θέλατε για γενε-τική ανάλυση. Μεποιό τρόπο θα τη χρησιμοποιήσετε πάνω στον Κάπτεν Μπλακ;»

«Πρόκειται για εντελώς πειραματική διαδικασία. Πιστεύουμε, όμως, ότι αφού αναλύσουμε το γενετικό κώδικα εκείνης της εγκεφαλικής διατομής, θα μπορέσουμε να τη χρησιμοποιήσουμε έτσι ώστε να μεταβάλλουμε βιοχημικά τις νοητικές λειτουργίες του Κάπτεν Μπλακ, Η θεωρία μας είναι ότι, αφού με τη χρήση του γενετικού κώδικα μπορούμε να του χαρίσουμε εξανθρωπισμένο ήπαρ και εξανθρωπισμένη καρδιά —γιατί να μην του χαρίσουμε και εξανθρω-πισμένη προσωπικότητα με τη χρήση κάποιας παρόμοιας τεχνικής;»

Ο Νέιθαν τον κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια. «Γκαρθ - δ ε ν είναι δυνατόν να μετατρέψεις ένα γουρούνι σε άνθρωπο».

«Και βέβαια δεν είναι δυνατόν. Δεν προσπαθούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο. Προσπαθούμε ν' αποδείξουμε ότι είναι δυνατόν να μεταβάλλουμε την προσωπικότητα κάποιου επανακωδικοποιώντας τον εγκέφαλο του — ακριβώς σαν να ξαναγράφουμε ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι ιατρικές δυνατότητες είναι άπειρες. Σκέψου τι μπορούμε να κάνουμε, για να βοηθή-σουμε τους σχιζοφρενείς και τους μανιοκαταθλιπτικούς, τους επιληπτικούς και τους ηλικιωμένους που πάσχουν από Αλτζχάιμερ. Τέρμα η γεροντική άνοια. Τέρμα οι τρελοί. Σε δέκα χρόνια, μπορεί να είμαστε σε θέση ακόμα και να επανακωδικοποιούμε εγκεφάλους προκειμένου να επαναφέρουμε ανθρώ-πους από κωματώδεις καταστάσεις».

Ο Νέιθαν κατέβασε το χέρι του και κοίταξε επιφυλακτη<ά τον Κάπτεν Μπλακ.

Εκείνος ακλόνητος του ανταπέδωσε το βλέμμα. «Γι' αυτό, λοιπόν, ήθελες εγκεφαλική διατομή από τόσο νεαρό άτομο;» ρώτη-

σε ο Νέιθαν, «Που να μην ήταν αρκετά μορφωμένο· ή αρκετά εκλεπτυσμένο;» «Το 'πιασες με τη μία, ηιοπ ami. Χρειαζόμασταν έναν εγκέφαλο που να 'χε

ήδη αποκτήσει γλωσσική ικανότητα και συνεκτικές λειτουργίες νοερής απεικόνισης, έναν εγκέφαλο, όμως, που να 'ναι σχετικά απαλλαγμένος από τις προκαταλήψεις και την παραπληροφόρηση. Μ' άλλα λόγια, όχι ένα εντε-λώς άγραφο χαρτί, αλλά ένα λιγάκι γραμμένο».

Ο Ντέιβιντ άρχισε να κάνει μασάζ στο άλλο αυτί του Κάπτεν Μπλακ.

74

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Στράφηκε προς το Νέιθαν και χαμογέλασε θριαμβευτικά. «Βλέπεις, Μπαμπά, στ' αλήθεια με συμπαθεί!» Ο Κάπτεν Μπλακ γρύλισε και ρουθούνισε κι η τερά-στια κοιλιά του ταλαντεύτηκε πέρα δώθε.

«Δηλαδή, αφού του κάνετε την εγχείρηση, ο Κάπτεν Μπλακ θα 'χει την ίδια προσωπικότητα με το παιδί, του οποίου την εγκεφαλική διατομή σάς έφερα;»

«Μιλώντας πολύ χοντρικά, ναι —παρόλο που δεν πρόκειται να χάσει τη δική του θεμελιώδη γουρουνιά, αν καταλαβαίνεις τι Θέλω να πω. Θα εξακολουθήσει να είναι γουρούνι. Με μόνη διαφορά ότι θα γνωρίζει πως είναι γουρούνι».

«Θα γνωρίζει τη διαφορά ανάμεσα στο καλό και το κακό;» «Δεν έχουμε κάποιο λόγο να υποθέσουμε το αντίθετο». «Θα διαθέτει και φαντασία;» «Πιθανόν — παρόλο που δεν έχουμε ακόμα τρόπο να ανακαλύψουμε π θα

μπορεί να φαντάζεται. Εκτός και αν βρει τρόπο να μας το πει». «Και η αίσθηση του χιούμορ; Η συνείδηση;» «Ποιος ξέρει; Δεν είναι παρά μόνο ένα πείραμα». Ο Νέιθαν κούνησε αργά τ ο κεφάλι. «Λεν ξέρω, Γκαρθ. Το μόνο που μπορώ

να πω είναι ότι ελπίζω ν' αντιλαμβάνεσαι με τι πας να μπλέξεις». Ο Κάπτεν Μπλακ έμπηξε μια ξαφνική τσιρίδα, που τους έκανε όλους να

τιναχτούν, μαζί και τον Ντέιβιντ. «Ελάτε», είπε ο Γκαρθ. «Δεν μπορώ ν' αντέξω άλλο τούτη τη βρόμα.

Μερικές φορές είμ' αναγκασμένος να περνώ εδώ μέσα όλο μου το πρωί καϊ μετά ακόμα και το φαγητό μου μυρίζει γουρουνίλα».

Ο Ντέιβιντ έξυσε επιφυλακτικά τον Κάπτεν Μπλακ ανάμεσα στα αυτιά για τελευταία φορά.

«Αντίο, Κάπτεν Μπλακ. Θα ξανάρθω σύντομα, για να σε δω». Βγήκαν απ' το μαντρί και ο Γκαρθ κλείδωσε την πόρτα. Ο Κάπτεν Μπλακ

δεν έκανε τίποτ' άλλο, παρά μόνο ρουθούνιζε και γρύλιζε. Καθώς, όμως, επέ-στρεφαν βαδίζοντας κατά μήκος του κτιρίου, άκουσαν έναν άγριο γδούπο, που τον ακολούθησε το ανατριχιαστικό τρίξιμο από πόδι γουρουνιού πάνω σε πλαστικό, που έκανε τις τρίχες τους να σηκωθούν.

Ο Κάπτεν Μπλακ στεκόταν στα πίσω πόδια του, επιδεικνύοντας το μήκος του, μια ογκώδης μαύρη σιαά πίσω από το θολό, γεμάτο σάλια πλαστικό γυαλί του μαντριού του. Έριξε το κεφάλι του προς τα πίσω ία έβγαλε ένα βρυχηθμό που τους έκανε όλους ν' αρχίσουν, παρά τη θέληση τους, ν' απομακρύνονται ταχύτερα.

«Να ένα οικόσιτο ζώο που δε θα χαιρόμουν καθόλου να συναντήσω κάποια σκοτεινή νύχτα», είπε ο Νέιθαν, καθώς βγήκαν έξω στο φως του ήλιου.

«Είναι πρώτος», είπε ο Ντέιβιντ. «Είναι στ' αλήθεια ο πρώτος. Τον αγαπώ. Είναι καλύτερος από δεινόσαυρο. Θέλω να πω, ότι μοιάζει με τέρας, μόνο που είναι πραγματικός».

75

.4.

Η Έμιλι καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, έτρωγε την κοτόσουπά της και παρακολουθούσε το Getting By στην τηλεόραση. Πότε πότε γυρνούσε ία έρι-χνε μια φευγαλέα ματιά στη μητέρα της, η οποία καθόταν στο σαλόνι κι έραβε. Από τότε που η Έμιλι είχε επιστρέψει από το νοσοκομείο, η'Αιρις δεν έκανε τίποτ' άλλο εκτός απ' το να ράβει. Η Έμιλι την καταλάβαινε κάπως. Η τάξη και η επιμελής απουσία σκέψης που χαρακτήριζαν το ράψιμο, πρέπει να τη βοη-θούσαν να αντιμετωπίσει τη θλίψη της.

Η Έμιλι δεν είχε αρχίσει ακόμα να νιώθει θλίψη. Εξακολουθούσε να μην μπορεί να πιστέψει τι είχε συμβεί. Έφερνε ξανά και ξανά στο μυαλό της το απόγευμα του Σαββάτου και ανακάλυπτε ότι της ήταν τελείως αδύνατο να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο. Το στέισον βάγκον που σταμάτησε στην πλαγία. Τον άνεμο που σφύριζε και τη θύελλα που σηκωνόταν. Τα σύννεφα που ήταν σκο-τεινά σαν το βλέμμα του Μπαμπάκα.

Πιο πολύ απ* όλα αναλογιζόταν την τρεχάλα, την τρεχάλα μες στη βροχή και το στάρι που μαστίγωνε τις γάμπες της. Αναλογιζόταν τον πατέρα της ενώ ύψωνε το δρεπάνι —και το αίμα που πιτσίλιζε το τζάμι απ' το παράθυρο του ημιφορτηγού των Λόφτους.

Εκείνο, ωστόσο, που ήταν στ' αλήθεια παράξενο, ήταν ότι της ήταν τελείως αδύνατο να φέρει στο μυαλό τιις την εικόνα απ' το πρόσωπο του πατέ-ρα της. Μπορούσε πεντακάθαρα να δει μες στο μυαλό της τα ρούχα του. Μπορούσε να δει τα χέρια, τα μαλλιά του και καθετί άλλο. Εκεί, όμως, που θα 'πρεπε να βρίσκεται το πρόσωπο του, ίο μόνο που μπορούσε να δει ήταν μια θολή λευκή μουντζούρα, λες και κάποιος είχε σχεδιάσει το πρόσωπο του με

76

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

μολύβι κι έπειτα το είχε σβήσει με μια μαλακή γομολάσπχα. Χάζευε πάνω απ' τη σούπα της. Ήταν κοτόσουπα Κάμπελ, που δεν της

πολυάρεσε* και, τέλως πάντων, ήθελε να δει τι θα πάθαινε ο Μάρκους στο Getting By.

Τελικά, όμως, π μητέρα της παράτησε το ράψιμο, ήρθε στην κουζίνα και στάθηκε δίπλα της.

«Δε θέλεις άλλο;» Η Έμιλι άφησε κάτω το κουτάλι της. «Δεν πεινάω πολύ». Η Άιρις έριξε μια φευγαλέα ματιά στην τηλεόραση. «Δεν καταλαβαίνω

πώς μπορείς να παρακολουθείς κάτι τέτοιο, ύστερα απ' όσα συνέβησαν». «Ω, μην την κλείσεις, Μαμά. Είν' η αγαπημένη εκπομπή της Λίζα». Η Άιρις δίστασε προς στιγμήν, κι έπειτα είπε: «Εντάξει... καταλαβαίνω». Τράβηξε μια καρέκλα και κάθησε. «Σήμερα το απόγευμα μού τηλεφώνη-

σε ο πάτερ Γουόζνιακ. Η κηδεία έχει κανονιστεί για το πρωί της Τρίτης», Η Έμιλι την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια και ξεροκατάπιε, «Όχι νωρίτερα;» Η Λιρις τής έπιασε το χέρι. «Είναι το νωρίτερο δυνατό. Εξάλλου έχουμε

ία ένα σωρό προετοιμασίες να κάνουμε. Θα θέλει να έρθει κι ο παππούς σου· και τα ξαδέλφια σου από το Κάνσας Σίτι του Μιζούρι· ία όλοι οι φίλοι της Λίζα».

«Την Τρίτη, όμως» «Τι τρέχει, γλυκιά μου; Γιατί όχι την Τρίτη;» «Θα 'χουν χαλάσει μέχρι τότε!» Η Άιρις έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της, για να περιορίσει την οδύνη.

Έπειτα τα ξανάνοιξε και είπε: «Δεν υπάρχει πρόβλημα, Έμιλι. Οι άνθρωποι στο γραφείο τελετών έχουν διάφορους τρόπους για να τους κρατήσουν φρέσκους».

Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα της κουζίνας και μπήκε η αδερφή της Αιρις, η Μαίρη, με τα χέρια γεμάτα ψώνια. Η Έμιλι πετάχτηκε πάνω για να τη βοηθήσει, ενώ η Αι ρις μάζεψε το πιάτο της.

Η Μαίρη ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη απ' την "Αιρις —ήταν ολοφάνερο πώς ήταν αδερφή της, μόνο που ήταν κοντύτερη και mo στρουμπουλή. Όταν ήταν κοριτσάκια, η Αιρις πάντα θεωρούσε ότι η Μαίρη ήταν πολύ ομορφότερη από την ίδια. Όμως ο χρόνος δεν είχε επιδείξει μεγάλη αβρότητα για το παρουσιαστικό της Μαίρης. Όταν ήταν παιδί, το πρόσωπο της ήταν πάντα τόσο αγγελικά στρουμπουλό, όμως τώρα φαινόταν οβάλ, άτονο και δυσανάλογα μεγάλο. Αντίθετα, της Άιρις που πάντα φαινόταν τόσο σκελετωμένο και χλομό, τώρα έδειχνε όμορφο και με καθαρές γραμμές - αν και, φυσικά, έδει-χνε κουρασμένο και θλιμμένο.

Και οι δυό αδερφές φορούσαν μαύρα- όμως π Μαίρη ξεφυσούσε και λαχάνιαζε και πηγαινοερχόταν πέρα δώθε σε τέτοιο βαθμό, που κάλλιστα θα μπορούσε να φορά μοβ ρούχα με πορφυρά ζιγκ-ζαγκ. «Δεν κατάφερα να βρω το παγωτό Μέντοου Γκολντ που ήθελες- ξέρεις, εκείνο το διαίτης. Βρήκα,

77

GRAHAM MASTERTON

όμως, μαγιονέζα χωρίς χοληστερίνη, Α —και, Έμιλι, βρήκα εκείνα τα κοκκα-λάιαα για τα μαλλιά που μου ζήτησες».

«Φχαριστώ, θεία Μαίρη». «Τώρα θα μαγειρέψω για αύριο. Δε θέλω αντιρρήσεις. Έχετε δύο μέρες

να φάτε κανονικά εσείς οι δύο και και πρέπει να πάρετε δυνάμεις». «Είναι πολύ γλυκό εκ μέρους σου, Μαίρη. Δεν θα μπορούσα, όμως». «Τι μου λες τώρα; Όα δεν πρόκειται να ξαναφάς; Ακου, Άιρις, καταλα-

βαίνω ότι δεν έχεις όρεξη, αλλά για το καλό της Έμιλι πρέπει να παραμείνεις υγιής. Έλεγα να φτιάξω κοτόππα μόνο - είναι νόστιμη, ελαφριά και κατεβαί-νει εύκολα».

Τα μάτια της Αιρις είχαν γεμίσει δάκρυα. Δεν μπορούσε να αντέξει πώς άρχιζε έξαφνα να κλαίει, χωρίς καμία προειδοποίηση. Έφραξε το στόμα με το χέρι της, για να σταματήσει τα αναφιλητά και έγνεψε καταφατικά.

«Αγόρασα, λοιπόν, τέσσερα κομμάτια κοτόπουλο», είπε η Μαίρη, βγάζο-ντάς τα απ' τη σακκούλα. «Αγόρασα μπέικον, κρεμμύδια, κρέμα γάλακτος... και μερικά φρέσκα μπρόκολα».

Ακούμπησε τα μπρόκολα στο τραπέζι, γεμάτα σκουροπράσινα λουλουδά-κια με μια μοβ απόχρωση. Η Έμιλι τα κοίταξε όλο φρίκη. Άνοιξε το στόμα της ία έπειτα το ξανάκλεισε και στράφηκε προς τπνΆιρις με μάτια διάπλατα ανοι-κτά. «Μαμά;» είπε ψιθυρίζοντας με χείλη σφιγμένα.

Η Άιρις απομάκρυνε αργά το χέρι απ' το στόμα της. Κάρφωσε το βλέμμα της στα μπρόκολα, δαγκώνοντας νευρικά το χείλι της.

Η Μαίρη πάλευε με τα ψώνια της και δεν είχε αντιληφθεί τίποτα. Όμως έξαφνα συνειδητοποίησε ότι είχε πέσει σιωπή και σήκωσε το κεφάλι της. «Τι τρέχει;» ρώτησε.

«Τίποτα — ειλικρινά», είπε τρεμουλιαστά η Αιρις. Η Μαίρη κοίταξε την Άιρις, έπειτα την Έμιλι κι έπειτα πάλι την Άιρις. «Τι

εννοείς τίποτα. Για ρίξε μια ματιά σης δυο σας. Φαίνεστε λες και είδατε φάντασμα».

«Αλήθεια, Μαίρη, δεν είναι τίποτα». «Ποιον πας να κοροϊδέψεις; Είμ' αδερφή σου. Πες μου τι τρέχει. Μήπως

αγόρασα κάτι που δεν έπρεπε; Μήπως σας σύγχυσα; Ακου, αν αγόρασα κάτι που δεν έπρεπε, τα αγαπημένα κουλουράκια του Τζορτζ ή κάτι τέτοιο, θα πρέ-πει να με συγχωρέσεις».

«Ξεχνά το, σε παρακαλώ», επέμεινε η Άιρις. Η Μαίρη ακούμπησε τις γροθιές σιους γοφούς της. «Όχι, δεν το ξεχνάω.

Ηρθα εδώ για να βοηθήσω, Άιρις. Άφησα πίσω στο Ντιμπιούκ έναν άντρα μια χαρά, να τρέφεται με ετοιματζίδικα γεύματα και να πλένει τις κάλτσες του μόνος του, το λιγότερο, λοιπόν, που μπορείς να κάνεις είναι να μου πεις π τρέχει».

Η Άιρις ανάσανε βαθιά. Έπειτα είπε: «Είναι τα —ε— μπρόκολα».

78

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Τα μπρόκολα». «Είναι ότι —ε, λοιπόν, δεν τρώμε μπρόκολα». Το πρόσωπο της Μαίρης πήρε πέντε διαφορετικές εκφράσεις δυσπι-

στίας, «Και λοιπόν;» είπε. «Δεν τρώτε μπρόκολα. Άστε τα στην άκρη των πιά-των σας. Δεν πρόκειται να παρεξηγηθώ. Χριστέ μου! Μπορεί εγώ κι εσύ να τσακωθήκαμε για το ζαφειρένιο κολιέ της Μαμάς, αλλά δεν πρόκειται να τσα-κωθούμε για το τι λαχανικά τρώει ο καθένας».

Πήρε τα μπρόκολα, άνοιξε το ψυγείο ία ήταν έτοιμη να τα ρίξει στο συρ-τάρι των λαχανικών όταν η Έμιλι είπε με ψιλή, τρομαγμένη φωνή: «Δεν βάζου-με μπρόκολα στο σπίτι».

Η Μαίρη ίσιωσε αργά το κορμί της. «Για μισό λεπτό. Δεν βάζετε μπρόκολα στο σπίτι; Θες να πεις, ποτέ; Μήπως υπάρχει κάποια πρόληψη σχετική με τα μπρόκολα, για την οποία δεν έχω ακούσει ποτέ;»

Η Έμιλι κούνησε μανιασμένα το κεφάλι. «Ούτε φασολάκια, ούτε αρακά, ούτε πράσινες πιπεριές».

Η 'Αιρις πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μάλλον πρέπει να το μάθεις, Μαίρη. Ο Τέρι δεν επέτρεπε να υπάρχει τίποτε πράσινο μες στο σπίτι. Τίποτε απολύτως».

Η Μαίρη περιέφερε αργά το βλέμμα της στην κουζίνα. Η Άιρις είχε δίκιο. Δεν υπήρχαν καθόλου πράσινες εικόνες, πράσινα φυτά εσωτερικού χώρου, πράσινες πετσέτες για τα πιάτα, πράσινα μπαχαρηϊά.

Χωρίς να πει κουβέντα βγήκε στο σαλόνι, εξακολουθώντας να κρατά τα μπρόκολα και κοίταξε και 'κει τριγύρω. Επέστρεψε με μια έκφραση πλήρους σύγχισης στο πρόσωπο της.

«Έχεις δίκιο», είπε, «Δεν το 'χα προσέξει ποτέ πριν. Δεν έχετε τίποτε πράσινο».

«Είν' απλά μια λόξα του Τέρι, αυτό είν' όλο». «Απλα μια λόξα; Δεν έχετε τίποτε πράσινο μες στο σπίτι, δε σας άφηνε να

φάτε πράσινα λαχανικά και 'συ μου λες πως είν' απλά μια λόξα; Ω, Άιρις έπρε-πε να είχες ζητήσει βοήθεια σχετικά με τον Τέρι εδώ και χρόνια. Έπρεπε να τον είχες παρατήσει εδώ και χρόνια. Ο Αλεν πάντα έλεγε ότι ήταν θεοπάλαβος».

«Παρ'όλα αυτά», είπεη'Αιρις. «Θα μπορούσες να...» είπε ία έγνεψε προς το μπρόκολο.

«Θα μπορούσα να κάνω τι; θ ε ς να πεις να το πετάξω;» «Ε, ναι, σε παρακαλώ», είπε η Διρις, μ' ένα βιασμένο χαμόγελο που δεν

ήταν καν χαμόγελο. «Θα αισθανόμουν πιο άνετα». «Άιρις, τι νομίζεις ότι πρόκειται να σου συμβεί, αν βάλεις μπρόκολα στο

σπίτι; Ή οτιδήποτε πράσινο;» «Δεν ξέρω —απλά— ο Τέρι επιμένει πάντα τόσο πολύ πάνω σ' αυτό το

θέμα. Κά όχι απλώς επιμένει. Θυμώνει πάρα πολύ όποτε υπάρχουν πράσινα πράγματα στο σπίτι. Οι διπλανοί μας γείτονες έβαψαν το φράχτη τους πράσι-νο και ήταν έτοιμος να τους σκοτώσει».

79

GRAHAM MASTERTON

«Σου 'πε ποτέ γιατί;» ρώτησε η Μαίρη, που η σαστιμάρα της αυξανόταν όλο και περισσότερο.

«Όχι», είπε η Αιρις. «Όχι, στ' αλήθεια. Του Τέρι δεν του άρεσε να δίνει εξηγήσεις για ό,τι έκανε. 'Ελεγε ότι οι πράξεις μιλούν δυνατότερα απ' τις λέξεις».

«Ήταν για τον Πράσινο Ταξιδευτή», πετάχτηκε η Έμιλι. «Σιωπή!» την επέπλπξε η Αιρις. «Μπ λες ανοησίες!» «Έτσι ήταν, όμως. Ο Μπαμπάκας πάντα έλεγε πως η Μαμά δεν πρέπει

ποτέ ν' ανοίξει την πόρτα στον Πράσινο Ταξιδευτή, ποτέ, όση ώρα ία αν χτυ-πούσε».

«Αρκετά, Έμιλι!» επέμεινε η Αιρις. Όμως κι η Έμιλι επέμεινε. «Αν δεν έχεις τίποτε πράσινο στο σπίτι σου,

τότε ο Πράσινος Ταξιδευτής δεν μπορεί να μπει μέσα. Είναι αναγκασμένος να κτυπά και να κτυπά μέχρι να του ανοίξεις την πόρτα».

Η Μαίρη κοίταξε το μπρόκολο που κρατούσε' έπειτα την Άιρις. «Φυσικά δεν πιστεύεις ότι — ;»

«Ε, όχι, όχι, και βέβαια όχι, δεν είναι παρά ένα παραμύθι», είπε αναστα-τωμένη η 'Αιρις. «Ο Τέρι έλεγε ένα σωρό πράγματα, για να με φοβίζει. Έτσι έκανε».

«Εσύ, όμως, θες ακόμα να πετάξω τα μπρόκολα;» Αμήχανα, αλλά αρκετά κατηγορηματικά η Αι ρις έγνεψε «ναι». «'Ακου τι θα κάνω», είπε η Μαίρη. «Δενπρόκειται να τα πετάξω. Κόστισαν

ένα δολάριο και τριάντα σεντς το κιλό και θα σου κάνουν καλό, δεν πρόκειται, λοιπόν, να τα πετάξω εξαιτίας κάποιας γελοίας πρόληψης. Ο Τέρι τώρα βρί-σκεται στη φυλακή, γλυκιά μου, και θα μείνει στη φυλακή για όλη τπν υπόλοιπη ζωή του, άρα δεν έχεις κανένα λόγο ν' ανησυχείς».

Έριξε τα μπρόκολα μες στον καταψύκτη ία έκλεισε την πόρτα. Έπειτα είπε; «Αύριο θα αγοράσω μερικά πράσινα μήλα, μερικά πράσινα κρεμμύδια και μερικές πράσινες πετσέτες. Έπειτα θα δούμε τι θα γίνει μ' εκείνο τον Πράσινο Ταξιδευτή».

Η Έμιλι απέμεινε να κοιτά τον καταψύκτη, λες και περίμενε ότι θ' άνοιγε ία από μέσα θα 'βγαιναν πετώντας τα αμαρτωλά μπρόκολα. Η Μαι'ρη, όμως, είπε: «Πήγαινε να κάνεις μπάνιο, Έμιλι. Θα 'ρθω πάνω σε λίγο, για να σου τρίψω την πλάτη. Αν είσαι έτοιμη μέχρι τις εννιά, τότε θα μπορέσεις να δεις τηλεόραση για λίγο».

Η Έμιλι κοίταξε προς το μέρος της μητέρας της, όμως η Άιρις είπε: «Εμπρός, Έμιλι. Κάνε ό,τι σου λέει η θεία σου π Μαίρη»,

Όταν έφυγε, η Μαίρη ψαχούλεψε μέσα σε μια από τις σακούλες με τα ψώνια ία έβγαλε ένα μιιουκάλι Τανκερέ και μια γυάλα ελιές γεμιστές με μπα-χάρι.

«Τι θα λεγες να 'φτιαχνα ντράι μαρτίνι για τις δυο μας;»

80

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Μαίρη—» «'Ελα τώρα, Άιρις, θα σου κάνει καλό να γίνεις λιώμα. Τ' αξίζεις, αφού

έμεινες παντρεμένη τόσα χρόνια με τονΤέρι. Και πώς τελείωσε —έχασες τη Λίζα και τον Τζορτζ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που ήρθαμε για επί-σκεψη, τότε που ο Άλεν μού είπε: "Αυτός ο άνθρωπος είναι θεοπάλαβος. Αυτός ο άνθρωπος είναι θεοπάλαβος και κάποια μέρα θα κάνει κάτι πολύ θεο-πάλαβο"».

Η Άιρις κάθησε. «Έτοι είχε πει, ε; Και πράγματι, έκανε κάτι πολύ θεοπά-λαβο». Τα μάτια της ήταν θολά, εξαιτίας όλων των ηρεμιστικών που έπαιρνε.

Η Μαίρη πήγε μέχρι το ντουλάπι και έβγαλε δυο παράταιρα ποτήρια μαρ-τίνι. «Θες να μου μιλήσεις για εκείνη την ιστορία με τον Πράσινο Ταξιδευτή;»

«Δεν έχω και πολλά πράγματα να σου πω. Κάποιες φορές, όταν ο Τέρι γινόταν έξαλλος ή όταν μεθούσε, τριγυρνούσε μες στο οπίτι, αμπάρωνε τα παράθυρα, κλείδωνε τις πόρτες κι έλεγε ότι κάποια μέρα ο Πράσινος Ταξιδευτής θα μας έβρισκε, εξαιτίας όσων είχαμε κάνει* κι ότι όταν θα μας έβρισκε ο Πράσινος Ταξιδευτής, δε δ' άξιζε τον κόπο να ζούμε. 'Ελεγε ότι ο θάνατος από καρκίνο του στομάχου δε θα 'τ αν τίποτα σε σύγκριση μ' όσα θα μας έκανε ο Πράσινος Ταξιδευτής. 'Ελεγε ότι θα προτιμούσε να του έκοβαν τα χέρια και τα πόδια χωρίς αναισθητικό. "Οτι 9α προτιμούσε να 'ναι γυμνός και να του καίνε το κορμί με οξυγονοκόλλπση. Με τρομοκρατούσε τόσο πολύ, που μόλις μπορούσα ν' ανασάνω».

Η Μαίρη πήρε μια νεροκανάτα, πήγε μέχρι την κατάψυξη ία άρχισε να τη γεμίζει με παγάκια, κάνοντας φασαρία.

«Ο Τέρι είχε κλονιστεί, Αι ρις. Δεν μπορώ να το θέσω με mo ευγενικό τρόπο. Δεν υπάρχει Πράσινος Ταξιδευτής, ό,τι ία αν υποτίθεται πως είναι, όπως δεν υπάρχει Μεγαλοπόδαρος ή Δράκουλας ή τέρας του Φράνκεσταϊν».

Αδειασε μ' ένα γαργαριστ ό ήχο ολόκληρο το μπουκάλι μες στην κανάτα ία έπειτα πρόσθεσε μια απειροελάχιστη ποσότητα ξηρού βερμούτ. «Πού είναι το σουρωτήρι σου; Έχεις σουρωτήρι;»

Σέρβιρε ένα ποτό στην'Αιρις κι έπειτα έριξε μέσα και μια ελιά. «Ορίστε!» είπε, ικανοποιημένη με τον εαυτό της.

Η Αιρις έριξε στο ποτό ένα βλέμμα όλο δυστυχία, «Έλα», είπε η Μαίρη, υψώνοντας το ποτήρι της. «Άσπρο πάτο!» «Δεν ξέρω», είπε π Αιρις. «Ω, για όνομα του Θεού! Τι κακό έχει;» «Είναι πράσινη», εξήγησε απελπισμένα π Άιρις. «Η ελιά... είναι πράσινη»,

Ο Λουκ επέστρεψε στο γραφείο του λίγα λεπτά μετά τις εννιά. Το κλιματιστικό του τα 'χε παίξει για δεύτερη φορά μες στο μήνα ία η θερμοκρα-σία ήταν πάνω από 24 βαθμούς. Στάθηκε πάνω απ' το τραπέζι του, σκουπίζο-ντας το πρόσωπο και το λαιμό του με το μαντήλι του καα ξεφύλλισε στα γρήγο-

81

GRAHAM MASTERTON

ρα τα μηνύματα του. Έξω, το ποτάμι εξακολουθούσε να λαμπυρίζει και η κυκλοφορία να ρέει.

Για πρώτη φορά, δεν υπήρχε τίποτα επείγον πάνω στο γραφείο του. Δυο φάκελοι που περιείχαν τις νεκροψίες της Λίζα και του Τζορτζ Πίρσον έριξε μια ματιά και στις δύο. Δεν υπήρχαν ίχνη αλκοόλ, ναρκωτικών ή άλλων τοξηϊών ουσιών στο αίμα τους, ούτε κάποιο ίχνος χτυπημάτων ή σεξουαλικής κακο-ποίησης. Η μόνη κακομεταχείριση που είχε επιφυλάξει ο Τέρενς Πίρσον για τα παιδιά του, ήταν ο αποκεφαλισμός τους.

Υπήρχε ένας ευμεγέθης φάκελος που περιείχε μια έκθεση σχετικά με τη χρήση ναρκωτικών στα μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα των μεσοδυτικών Ηνωμένων Πολιτειών και ακόμα μια αξιολόγηση κάποιων ηλεκτρονικών σημα-τοδοτών για τον εντοπισμό των κλεμμένων οχημάτων. Υπήρχαν δυο μηνύματα απ' τη Σάλι Αν, που του υπενθύμιζαν να αγοράσει γάλα για το σπίτι και να μην ξεχάσει την κοινωνική εκδήλωση στην εκκλησία το απόγευμα της επομένης.

Φύσηξε τπ μύτη του κι έπειτα έχωσε ξανά το μαντήλι του στην τσέπη. Πίεσε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας του Νόρμαν.

«Νόρμαν; Ωραία, χαίρομαι που σε πέτυχα. Πού είν' εκείνη η μετάφραση;» -Λυπάμαι, σερίφη. Ο Πόνικαν δεν εμφανίστηκε». «Του τηλεφώνησες;» «Kin βέβαια. Δεν απάντησε». «Σκατά. Την ήθελα σήμερα εκείνη τη μετάφραση, Νόρμαν». «Το ξέρω, σερίφη. Θα συνεχίσω να τηλεφωνώ». «Πού μένει;» «Στο συγκρότημα Πέπεργουντ στην 34η οδό, νοτιοανατολικά, διαμέρισμα

603». «Λίγο πολύ είναι στο δρόμο μου για το σπίτι. Τηλεφώνησε του άλλη μία

φορά. Αν δεν απαντήσει θα περάσω απ' το σπίτι του, για μια προσωπική επί-σκεψη».

«Ό,τι πεις, σερίφη». Ο Λουκ ολοκλήρωσε την εξέταση της αλληλογραφίας του. Προσκλήσεις,

διαφημίσεις, εγκύκλιοι, και τίποτε παραπάνω. Έπειτα έσβησε το πορτατίφ του γραφείου του, έμεινε στο σκοτάδι και τεντώθηκε. Εκείνη τη μέρα είχε ντώσει λίγο πιο χαρούμενος. Είχε απομακρύνει πάνω από τριακόσιους διαδηλωτές από το Ινστιτούτο Σπέλμαν δίχως σοβαρούς τραυματισμούς και η Τζίνα Ραμίρεζ απ' το δελτίο ειδήσεων του Καναλιού 7 τον είχε αποκαλέσει «Ευγενηίό Γίγαντα». Μάλλον δεν τον είχε δει να αναγκάζει ένα νεαρό φοιτη-τή, που πάλευε σθεναρά, να πέσει μπρούμυτα στο έδαφος ούτε τον είχε δει να στέκεται στο σβέρκο του. Αν δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, είχε μάλλον στρέ-ψει εσκεμμένα τις κάμερες προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η κοινή γνώμη της κομητείας Λιν δεν έτρεφε μεγάλη συμπάθεια για όσους αγωνίζονταν για τα δικαιώματα των ζώων; πέρα από κείνους που εργάζονταν σε γιγαντιαίες εται-

82

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ρείες όπως τα Ψυγεία Αμάνα και τ α Κουάκερ Όουτς, περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού συνδεόταν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο με τη χοιροτροφία και όσοι δεν εξέτρεφαν οι ίδιοι γουρούνια, εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό απ' το χρήμα που ξόδευαν εκείνοι που το έκαναν.

Κι άλλες καλές ειδήσεις: δύο απ' τους βοηθούς του Λουκ είχαν τελικά κατορθώσει να τσακώσουν δυο έφηβους κλέφτες αυτοκινήτων, που εδώ και τρεις μήνες τρομοκρατούσαν το Χαϊαγουάθα, κλέβοντας Μάστανγκ και Καμάρο και κάνοντας κόντρες με μεγάλη ταχύτητα στους τέσσερις ημικυκλι-κούς δρόμους που έβγαζαν πέρα από την οδό Νορθμπρουκ, λες και έκαναν κύκλους στον αέρα. Έ ν α ς από τους κλέφτες είχε τουμπάρει με τη Φάιαρμπερντ που οδηγούσε κατευθείαν μέσα στην μπροστινή αυλή κάποιου ία είχε καταλήξει στο νοσοκομείο με σπασμένο λαιμό, τετραπληγικός για όλη του τη ζωή.

Ωστόσο, το καλύτερο απ' όλα ήταν ότι ο Λουκ είχε μιλήσει με τον εισαγ-γελέα της κομητείας ενώ έπιναν δυνατό καφέ κι έτρωγαν τηγανιτά αυγά στο Κόλινς Πλάζα ια απ' ό,τι φαινόταν, ήταν 90 τοις εκατό βέβαιο ότι ο Τέρενς Πίρσον θα προσαγόταν σε δίκη κατηγορούμενος για φόνο εκ προμελέτης. Το μόνο που ήθελε η κομητεία ήταν να βρει ισχυρά, αδιάσειστα στοιχεία ότι επρόκειτο για προμελετημένους αποκεφαλισμούς. Ο Λουκ έπρεπε να είναι σε θέση ν' αποδείξει χωρίς αμφιβολία, ότι ο Πίρσον είχε σχεδιάσει εκ των προτέρων να «σώσει» τη Λίζα και τον Τζορτζ από ένα πεπρωμένο χειρότερο απ' το θάνατο- να γιατί έδινε τόσο μεγάλη σημασία στη μετάφραση των σημειώσεων του Τέρενς Πίρσον, που θα έκανε ο κύριος Πόνικαν. Αρκούσε να έβρισκε ανάμεσα α' εκείνα τα μικροσκοπικά ορνιθοσκαλίσματα μία αναφορά στο ότι ο Πίρσον σκόπευε να «σώσει» τα παιδιά του —ή ακόμα καλύτερα, ότι επρόκειτο να τα εκτελέσει— ία ο Πίρσον θα πήγαινε μέσα ισόβια.

Κι όχι απλώς ισόβια. Ο Λουκ είχε στο μυαλό του μια αρκετά παραστατική εικόνα του τι θα έκαναν οι υπόλοιποι κρατούμενοι στον Τέρενς Πίρσον όταν θα έφτανε στο Φορτ Μάνησον. Τον τελευταίο παιδοκτόνο που είχε σταλεί εκεί, ένα μεθοδιστή ιερέα ονόματι Χέρμπερτ Κεντ, τον είχαν καρφώσει σε μια ξύλινη καρέκλα χρησιμοποιώντας τέσσερα καρφιά εφτάμισι εκατοστών, ένα διαμέσου κάθε όρχεος και δύο διαμέσου του πέους. Είχε αναγκαστεί να συρ-θεί σε αναζήτηση βοήθειας κατά μήκος ενός διαδρόμου είκοσι μέτρων.

Έπειτα από δέκα μέρες είχε αυτοκτονήσει1 είχε κόψει τις φλέβες του με μια ανοιχτή κονσέρβα από φασόλια.

Η ενδοεπικοινωνία του Λουκ κελάηδησε. «Σερίφη; Είμαι ο Νόρμαν, Ακόμα να σηκώσει το τηλέφωνο ο Πόνικαν

«Οκέι... θα περάσω από κει. Τα λέμε αύριο». Όταν ο Λουκ έφυγε απ' το γραφείο η νύχτα ήταν ακόμα ζεστή, αν και

κάπου μακριά τρεμόπαιζαν αστραπές. Το δελτίο καιρού δεν είχε προβλέψει βροχή, όμως ο καιρός στο τέλος του καλοκαιριού ήταν πάντα άστατος. Στον

83

GRAHAM MASTERTON

αέρα πλανιόταν μια αίσθηση ότι τα πράγματα επρόκειτο ν' αλλάξουν' ότι κάτι παράξενο και ανεξήγητο επρόκειτο να συμβεί.

Ο Λουκ ξεκλείδωσε την πόρτα της Μτηούικ του, στάθηκε, όμως, για μια σπγμή και μύρισε τον άνεμο. Είχε να αισθανθεί έτσι από τότε που ήταν 15 ετών. στην καλοκαιρινή κατασκήνωση, θυμόταν μα νύχτα που ο άνεμος μύρι-ζε έτσι ακριβώς: τεταμένος απ' το στατικό ηλεκτρισμό, φορτωμένος με έντα-ση. Εκείνιτ τη νύχτα όλοι είχαν κοιμηθεί άσχημα. Το πρωί ο Λουκ είχε βαδίσει μέχρι την όχθη της λίμνης μες στην αποπνικτική καλοκαιριάτικη ζέστη και είχε βρει τον καλύτερο φίλο του, τον Μάικλ, κρεμασμένο απ' τον ιστό της σημαίας, που βρισκόταν στην άκρη της αποβάθρας. Ο Λουκ είχε στηλώσει το βλέμμα πάνω του, σχεδόν περιμένοντας ότι ο Μάικλ θα μιλούσε, ότι θα έβαζε κοροϊ-δευτικά τον αντίχειρα στη μύτη, θα κουνούσε τα δάχτυλα και θα του έλεγε: «Στην έφερα, Λουκ!» Οι ψαροκόρακες, όμως, που 'χαν σηκωθεί από νωρίς το πρωί, είχαν ήδη τσιμπολογήσει τα μάτια του και η γλώσσα του κρεμόταν σαν βρόμικη πετσέτα που έχει χρησιμοποιηθεί για να σφουγγίσει αίμα,

Ο Λουκ μιιήκε στ' αυτοκίνητο του, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και απο-μακρύνθηκε απ* το πάρκιγκ. Γάλα, γάλα, δεν έπρεπε να ξεχάσει το γάλα. Στη γωνία της 34ης Οδού βρισκόταν ένα κατάστημα, θα μπορούσε να πάρει από 'κει. Άνοιξε το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ία άκουσε τον Sonny Landreth να τραγουδά το «Outward Bound». "Δυο πόρτες ανοιχτές... μια βγάζει μέσα και μία έξω»

Άρχισε να τραγουδά ία εκείνος. «Δυο βήματα., ένα μπρος κι ένα πίσω... έρωτας προς δυο μεριές...τα πλούτη ή πι φτώχια;»

Διέσχισε την 3η Λεωφόρο μέχρι το ύψος της 12ης οδού ία έπειτα κατευ-θύνθηκε βόρεια στην οδό Όκλαντ. Παρόλο που δεν ήταν παρά ένα δευτεριά-τικο βράδυ, επικρατούσε κυκλοφοριακή συμφόρηση και καθόλη τη διαδρομή σταματούσε και ξεκινούσε. Στο φανάρι της 29ης οδού μια μαύρη Κορβέτ, δονούμενη απ' τα μπάσα ενός δίσκου των U2, σταμάτησε δίπλα του. Ένα χαρι-τωμένο ξανθό κορίτσι με σιδεράκια σαν ράγες τρένου στα δόντια και κόκκινο κασκέτο των Χοκάι ανέμισε το μεσαίο δάχτυλο στο Λουκ και μάρσαρε τον κινητήρα, μέχρι εκείνος ν' αρχίσει να ουρλιάζει. Ο Λουκ έβγαλε βαριεστημέ-να απ' την τσέπη του πουκαμίσου του το σήμα του και το πίεσε στο τζάμι του παραθύρου, έτσι ώστε το κορίτσι να μπορεί να το δει. Όταν το φανάρι έγινε πράσινο, απομακρύνθηκε ήρεμα με 59 χιλιόμετρα την ώρα και, εξίσου ήρεμα, η Κορβέτ τον ακολούθησε.

Υπήρχαν κάτι στιγμές που ήταν ωραίο να 'ναι σερίφης, μόνο και μόνο για να νιώθει την απόλαυση να χαλάει το κέφι των άλλων.

Σταμάτησε έξω απ' το κατάστημα της 34ης οδού ία αγόρασε ένα λίτρο γάλα και (νιώθωντας ένοχα) μερικά ταρτάιαα με κεράσι. Έχωσε ένα ταρτάκ: στο στόμα του και έκρυψε τα υπόλοιπα στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. Δεν είχε φάει ούτε ένα χαρτάκι με κεράσι εδώ και εννέα εβδομάδες ία έπειτα απ'

84

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

όσα είχε κατορθώσει εκείνη τη μέρα, θεώρησε ότι του άξιζε ένα. Μήπως δεν ήταν ο Ευγενικός Γίγαντας; Πιθανώς να το χρησιμοποιούσε στην επόμενη προεκλογική του εκστρατεία.

Του πήρε άλλα πέντε λεπτά για να φτάσει στο Συγκρότημα Πέπεργουντ. Ήταν ένα άχαρο κτίριο από κιτρινωπό τσιμέντο σε σχήμα Ε, με ένα μικρό πάρ-κιγκ μπροστά και μια σειρά σκονισμένα έλατα-νάνους σε κάθε πλευρά (που το διαφημιστικό φυλλάδιο του μεσίτη περιέγραφε ως «ώριμο φυσικό τοπίο»)· Ο Λουκ πάρκαρε σιο δρόμο και βάδισε διαμέσου του πάριανγκ προς την μπρο-στινή βεράντα. Η τζαμένια πόρτα ήταν συνδεδεμένη μ' ένα ισχυρό ελατήριο ία αφού πέρασε και την άφησε απ' το χέρι του, εκείνη άρχισε να πηγαίνει μπρος -πίσω κάνοντας τζάνκ'τζόινκ-τζόινκ.

Η βεράντα ήταν καλυμμένη με κίτρινα και μαύρα πλακάκια από βινύλιο, που αχϋμάπζαν μοτίβα σαν δίνες, και στον τοίχο ακουμπούσε ένα τραπέζι από 'κείνα που τη δεκαετία του '60 αποκαλούνταν «σύγχρονα», με μεταλλικά πόδια που κατέληγαν σε σφαιρικές άκρες. Πριν από χρόνια πρέπει να υπήρ-χε μια τοιχογραφία πάνω στον τοίχο, όμως το μόνο που απέμενε πλέον, ήταν ένα ρυπαρό παραλληλόγραμμο σημάδι και έξι σκουριασμένες βίδες. Ούτε καν είχε μπει στον κόπο να καθαρίσει κανείς τη βεράντα μιας και το πάτωμα ήταν γεμάτο με ξερά δαφνόφυλλα.

Μύριζε παρκετίνη και μουχλιασμένα γεύματα. Ο Λουκ πίεσε το κουμπί του ασανσέρ και κάποια στιγμή η καμπίνα έφτα-

σε στο ισόγειο μέσα σε οξείς τριγμούς, φρέναρε για λίγο προτού σταματήσει τελικά ία έπειτα διέσχισε απότομα τα τελευταία πέντε εκατοστά, ία έπεσε με ένα δυνατό κρότο.

Στην αριστερή πλευρά της πόρτας του ασανσέρ βρισκόταν ένα μικρό κυκλικό παράθυρο κι ο Λουκ διέκρινε ξαφνιασμένος ένα χλομό ελλειψοειδές πρόσωπο να κοιτάει απο μέσα. Κατά παράξενο τρόπο το πρόσωπο έμοιαζε με ερμαφρόδιτη μάσκα και τσ μάτια του έλαμπαν σαν κελύφη σκαθαριών. Καθώς η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε, ο Λουκ απομακρύνθηκε. Ακολούθησε μια στιγ-μιαία παύση ία έπειτα ένας ψηλός άνδρας τυλιγμένος μ' ένα λευκό καλοκαιρινό αδιάβροχο που θρόιξε, όρμησε έξω απ' το ασανσέρ και διέσχισε τη βεράντα.

Ο Λουκ συνοφρυώθηκε και στράφηκε πίσω του. Ο άντρας είχε κάτι το ανησυχητικό, κάτι που τράβηξε την προσοχή του Λουκ και τον έκανε να στρα-φεί προς τα πίσω. Κατά ανεξήγητο τρόπο η εικόνα του άντρα φαινόταν θαμπή και απροσδιόριστη, λες ία ο Λουκ τον κοιτούσε μέσα από γυαλιά λεκιασμένα με βαζελίνη.

Καθώς ο άντρας πλησίασε την πόρτα, εκείνη φάνηκε ν' ανοίγει, βγάζο-ντας τον ίδιο εκνευριστικό ήχο, προτού εκείνος την αγγίξει και φάνηκε ν' αρχίζει να ταλαντώνεται και να κλείνει, προτού εκείνος περάσει από μέσα της. Κι όμως, ο άντρας είχε πράγματι περάσει από μέσα της κι έπειτα δεν απέ-

85

GRAHAM MASTERTON

μείνε από κείνον τίποτα, παρά μόνο μια λευκή μορφή ατο πάριαγκ, ώσπου τελι-κά χάθηκε.

Ο Λουκ εξακολούθησε να κοιτά προς το μέρος του. Ίσως να 'ταν υπερβο-λικά κουρασμένος. Ίσως να 'πρεπε να βάλει γυαλιά. Ήταν, όμως, σίγουρος ότι ο άντρας είχε πραγματικά ανοίξει την πόρτα δίχως να την αγγίξει και είχε περάσει από μέσα της ενώ εκείνη ήταν ακόμα μισόκλειστη.

Μπήκε σκεφτικός στην καμπίνα του ασανσέρ και πάτησε το κουμπί του 6ου ορόφου. Η πόρτα έκλεισε τρίζοντας και το ασανσέρ άρχισε ν' ανεβαίνει. Μέσα απ το παράθυρο έβλεπε τους ορόφους να περνούν. Του ήρθε μια μυρω-διά από τσίλι κον κάρνε κι άκουσε μια γυναίκα που έπαιζε στη διαπασών το «Stand Βγ Your Man» και τραγουδούσε φάλτσα από πάνω. Στον επόμενο όροφο άκουσε έναν άντρα και μια γυναίκα να καυγαδίζουν. «Είσαι τρελός! Το ξέρεις; Είσαι ένας τρελός!» Στον όροφο που ακολούθησε άκουσε κύματα γέλιου, που προέρχονταν από κάποιο τηλεπαιχνίδι.

Το ασανσέρ έκοψε ταχύτητα και διέσχισε αργά τα τελευταία εκατοστά που απέμεναν μέχρι τον έκτο όροφο, λες και φοβόταν ότι ίσως, τελικά, να μην υπήρχε έκτος όροφος. Ο Λουκ περίμενε και περίμενε, ώσπου τελικά οι πόρτες άνοιξαν γλιστρώντας στο πλάι. Ο όροφος ήταν απόλυτα ήσυχος και η μοναδική λάμπα φθορίου που φώτιζε το διάδρομο αναβόσβηνε και τρεμόσβηνε, έτσι ώστε ήταν ιδιαίτερα δύσκολο για το Λουκ να ξεχωρίσει τα ονόματα και τους αριθμούς πάνω στις πόρτες.

Διαμ. 601: Ε. Σαλτζγκάμπερ. Ο Λουκ προχώρησε, ενώ τα βαριά παιιούτσια του έτριζαν πάνω στα πλακάκια. Διαμ. 602: Sy Γ. Μολάιν. Έστριψε στη γωνία, όπου υπήρχε ακόμα λιγότερο φως και βρέθηκε μπρος απ' το Διαμέρισμα 603: Α Ρ. Πόνικαν. Πίεσε το κουδούνι και περίμενε.

Πέρασε ένα λεπτό που φάνηκε ατέλειωτο. Ο Λουκ πίεσε ξανά το κουδού-νι και φώναξε: «Κύριε Πόνικαν; Είστε μέσα;»

Και πάλι καμία απάντηση. Ο Λουκ ένιωθε την υπομονή του να εξαντλείται. Πού στο διάολο μπορούσε να 'ναι ο Πόνικαν; Είχε υποσχεθεί να παραδώσει τη μετάφραση μέσα σε τριάντα έξι ώρες, γαμώτο, ία αν εκείνη περιείχε οποιοδή-ποτε στοιχείο όη ο Τέρενς Πίρσον είχε προσχεδιάσει τη «σωτηρία» των παι-διών του πριναηό το απόγευμα του Σαββάτου, ο Λουκ το χρειαζόταν τώρα.

Πίεσε το κουδούνι και κράτησε το χέρι του κολλημένο εκεί για τουλάχι-στον μισό λεπτό. Ακουγε τον διαπεραστικό ήχο του κουδουνιού μες στο δια-μέρισμα και ήξερε ότι ο Πόνικαν δεν ήταν εκεί, συνέχισε, όμως. να χτυπά μόνο και μόνο για να δώσει διέξοδο στον εκνευρισμό του.

Συνέχιζε να χτυπά όταν έξαφνα η πόρτα του διπλανού διαμερίσματος άνοιξε ία από μέοα ξεπρόβαλε μια πανύψηλη γυναίκα με φαρδείς ώμους. Τα παραφουσκωμένα μαύρα μαλλιά της θύμιζαν τεράστια κυψέλη και τα χείλη της είχαν το χρώμα λιωμένων βατόμουρων. Φορούσε μπλε ελεκτρίκ σατέν μπλούζα, μαύρη μίνι φούστα και δικτυωτό καλσόν. Επίσης, φορούσε το ίδιο

86

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

άρωμα που είχε χαρίσει στη Σάλι Αν η μητέρα της για τα Χριστούγεννα, το Πόιζον, και μάλιστα σε μεγάλη ποσότητα.

«Με συγχωρείτε — μήπως τυχαίνει να γνωρίζετε τον τύπο που μένει εδώ;» τη ρώτησε ο Λουκ.

Η γυναίκα έπαιξε τις βλεφαρίδες της. «Και βέβαια, και βέβαια τον γνωρί-ζω. Εδώ και πέντε χρόνια περίπου είμαστε γείτονες. Κάτι περισσότερο από γείτονες; αδελφές ψυχές. Δυο μοναχικά πνεύματα σε μια μοναχική πόλη».

«Τον έχετε δει απόψε;» «Όχι. Πρέπει, όμως, να ναι σπίτι' Δευτέρα απόγευμα έχει ρεπό. Αν ήμουν

στη θέση σου, θα συνέχιζα να χτυπάω. Μάλλον κοιμάται». «Κοιμάται;» «Κάνει τρεις δουλειές, ξέρεις. Ο κακόμοιρος ο Λίος! Κατά τη διάρκεια

της μέρας διδάσκει αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα στο Τζέφερσον, έπειτα, τα απογεύματα τις καθημερινές δουλεύει σερβιτόρος στο Φλαμίνγκος, το εστιατόριο με τα κοτόπουλα· τα σαββατοκύριακα ξεναγεί κόσμο στο Εθνικό Τσέχικο και Σλοβάκικο Μουσείο». Ακούμπησε ελαφρά το μαλλί της. «Είναι πολύ ωραίες ξεναγήσεις: θα 'πρεπε να πας».

«Ο Λίος, λοιπόν, είναι ένας αρκετά πολυάσχολος άνθρωπος, ε; Δεν είναι παράξενο που κοιμάται το απόγευμα του ρεπό του».

«Κοίτα... για να 'μαι ειλικρινής, πού και πού του αρέσει να κατεβάζει κάνα ποτηράκι. Ίσως να γιορτάζει τα γενέθλια του Ντβόρζακ ή την επέτειο γάμου του Ντούμπτσεκ ή κάτι παρόμοιο. Πάντα κάτι γιορτάζει. Με σλίβοβπς. Κάποτε μού 'δωσε λίγο και, Χριστουλη μου! Εμφιαλωμένη Αμνησία, έτσι το λέω εγώ».

Έξαφνα η λάμπα φθορίου τρεμόπαιξε δυνατότερα και φώτισε το μάγουλο της γυναίκας. Ήταν καλυμένο μ' ένα παχύ στρώμα κρέμας προσώπου —όχι μόνο για να κρύβει τα μπιμπίκια και τους κρατήρες που είχε αφήσει η ακμή, αλλά και τους μαύρους κύκλους που, χωρίς αμφιβολία, είχε αφήσει το ξενύχτι.

Ο Λουκ βγήκε απ' την πορεία της γυναίκας. «Ευχαριστώ για τη βοήθειά σας, δεσποινίς», είπε αγγίζοντας το γείσο του καπέλου του, «Την εκτιμώ ιδιαί-τερα».

«Στη διάθεση σου. Είν' ωραίο να συναντάς ία έναν άντρα με μέγεθος άντρα, έτσι γι' αλλαγή. Στα σοβαρά, όμως: αν καταφέρεις να ξυπνήσεις το Λίος, μπορείς να του πεις ότι θα του ταίσω εγώ τη Σκόντα;»

«Τη Σκόντα;» «Τη γάτα του. Μου το ζήτησε». «Φυσικά», είπε ο Λουκ και την παρακολούθησε καθώς απομακρυνόταν

οεινάμενη στο διάδρομο. Πίεσε το κουμπί του ασανσέρ, στράφηκε προς τα πίσω και του έστειλε ένα πεταχτό φιλί. Χριστέ μου, σκέφτηκε ο Λουκ, Ένα τραβεστί με ύψος ένα κι ογδοντα πέντε μού κάνει τα γλυκά μάτια. Ευτυχώς δε βρισκόταν εκεί ο Νόρμαν: το δούλεμα δε θα σταματούσε ποτέ.

Πίεσε ξανά το κουδούνι του Λίος Πόνικαν και φώναξε: «Λίος! Κύριε

87

GRAHAM MASTERTON

Πόνικαν) Είμ' ο σερίφης Φρεντ! Πρέπει ν' ανοίξετε την πόρτα! Ελάτε, κύριε Πόνικαν, ξυπνήστε! Είναι επείγον!»

Και πάλι καμία απάντηση. Ή ο Λϊος Πόνικαν ήταν τόσο μεθυσμένος που δε θα ξυπνούσε ακόμα κι αν έφτανε το τέλος του κόσμου ή η ερωτιάρα γεπόνισσά του είχε κάνει λάθος. Ο Λουκ σημείωσε να τηλεφωνήσει στο Φλαμίνγκος όταν θα 'φτάνε σπίτι, για να δει μήπως ο Λίος είχε αποφασίσει να εργαστεί.

Λοκίμασε μια τελευταία φορά' κοπάνησε τπν πόρτα με τη γροθιά του και φώναξε: «Λίος! Έλα τώρα, Λίος, Λίος — ξύπνα!»

Είχε κοπανήσει την πόρτα μόλις δυο ή τρεις φορές, όταν εκείνη απρόσμενα τρεμούλιασε και άνοιξε μόνη της. Λεν ήταν κλειδωμένη. Λεν ήταν καν κλεισμένη καλά. Ο Λουκ βρέθηκε να κοπάζει μέσα σ' ένα στενό διάδρο-μο γεμάτο σκιές, όπου σ' έναν καλόγερο κρεμόταν μια ρεπούμπλικα πάνω από ένα μακρύ καφέ δίπετο αδιάβροχο, ενώ ένα αυστριακού στιλ ρολόι τοίχου μετρούσε το χρόνο μ' ένα αργό μυστιιαστικό πκ-τακ και τους τοίχους κάλυ-πταν δεκάδες ξεθωριασμένες ακουαρέλες και φωτογραφίες.

Στα δεξιά βρισκόταν μια κλειστή πόρτα, όμως απ' τις χαραμάδες τριγύρω της ξεπρόβαλλε φως. Ο Λουκ υπέθεσε ότι, αν ο Λίος Πόνικαν είχε βγει, μάλ-λον δεν είχε φύγει εδώ και πολλή ώρα, μιας και ο ήλιος δεν είχε δύσει πριν από τις 9:17 και μέχρι εκείνη την ώρα δεν θα είχε ανάψει τα φώτα του. Ίσως να 'χε βγει για να φάει ή για ν' αγοράσει ία άλλο σλίβοβιτς. Ίσως να μην είχε καν εγκαταλείψει το κτίριο, αλλά να 'χε επισκεφτεί κάποιον σε άλλο διαμέρι-σμα. Κάτι τέτοιο Θα μπορούσε να εξηγήσει την ξεκλείδωτη πόρτα.

«Κύριε Πόνικαν;» φώναξε ξανά ο Λουκ, καθώς έμπαινε στο διάδρομο. Κοίταξε εξεταστικά μια δυο εικόνες. Ένας πίνακας που απεικόνιζε τον ποταμό Βλτάβα, παγωμένο το χειμώνα' ένας άλλος πίνακας που απεικόνιζε το δάσος της Βοημίας. Οι φωτογραφίες ως επί το πλείστον απεικόνιζαν σοβα-ρές, επίσημες ομάδες ανδρών και γυναικών που φορούσαν μαύρα πανωφόρια. Τη μόνη εξαίρεση αποτελούσε το πορτραίτο μιας εξαιρετικά όμορφης κοπέλας, που φορούσε παραδοσιακό τσέχικο σκούφο διακοσμημέ-νο με φτερά, λουλούδια και μαργαριτάρια. Είχε ένα από 'κείνα τα πρόσωπα που σου καρφώνονται στο μυαλό και που τα ερωτεύεσαι, ακόμα ία όταν συνει-δητοποιείς (όπως συνειδητοποίησε κι ο Λουκ μόλις είδε την ημερομηνία στο κάτω μέρος της φωτογραφίας) ότι μάλλον έχουν πεθάνει εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια.

Η λεζάντα έγραφε μόνο: «Καρολίνα, Πράγα 1941», Πόσο ανοιχτόχρωμα μάτια είχε, πώς σ' έκαναν να λιώνεις! Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο πατέ-ρας του Λουκ είχε υπηρετήσει στην Τσεχοσλοβακία, στην 50π Μεραρχία του Πάτον και είχε διηγηθεί στο Λουκ πολλές φορές πώς είχαν σταματήσει την προέλασή τους σπς 6 Μαίου του 1945, αφού είχαν φτάσει στο Πλζεν, παρόλο που απείχαν μόλις 80 χιλιόμετρα από την Πράγα και θα μπορούσαν εύκολα να

88

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

την έχουν καταλάβει. Ο Ρούζβελτ, ο Τσώρτσιλ ία ο Στάλιν είχαν ήδη αποφα-σίσει ποιες θα ήταν οι ζώνες κατοχής ία ο Πάτον ήταν αναγκασμένος να στα-ματήσει. Το αποτέλεσμα ήταν ότι για τα επόμενα σαράντα χρόνια η Τσεχοσλοβακία κλείστηκε πίσω απ' το Σιδηρούν Παραπέτασμα - και μαζί της κι η Καρολίνα, αν ήταν ακόμα ζωντανή (που μάλλον δεν ήταν).

«Οι μπάσταρδοι», έλεγε ο πατέρας του Λουκ. «Μέχρι το μεσημέρι θα μπο-ρούσαμε να διασχίζουμε το κέντρο της πόλης».

Ο Λουκ κτύπησε την κλειστή πόρτα. «Κύριε Πόνικαν; Είστε μέσα; Είμαι ο σερίφης Φρεντ».

Περίμενε τρία τέσσερα δευτερόλεπτα κι έπειτα την άνοιξε. Βρέθηκε στο καθιστικό του Λίος Πόνικαν: ήταν καφέ και επιπλωμένο άχαρα με έναν ξεφτι-σμένο καναπέ και δυο παράταιρες πολυθρόνες. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές και το μοναδικό αμπαζούρ ήταν αναμμένο. Στην απέναντι γωνία υπήρχε ένα σκρίνιο μέσα στο οποίο βρίσκονταν ένα σετ από πορφυρά ποτήρια για παντς από κρύσταλλο Βοημίας, δύο κεραμικές φρουτιέρες, ένα μεταλλικό μοντέλο της καθεδρικής του Αγίου Βίτου κα: πορσελάνινα αγαλματίδια του Ιησού και της Παναγίας. Πάνω σε μια στοίβα από τσέχικες εγκυκλοπαίδειες, μιαοσκε-πασμένες με ένα κεντητό τραπεζομάντηλο, ήταν τοποθετημένη μια καφέ και κρεμ πλαστική φορητή τηλεόραση. Ο Λουκ ακούμπησε το χέρι του πάνω της· ήταν ακόμα ζεστή.

Το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα, λες και του χρειαζόταν ξεσκόνισμα και αέρισμα. Μύριζε γεύματα του ενός ατόμου, μοναξιά και σπρέι για τις μύγες.

Μια άλλη πόρτα έβγαζε προφανώς στην κουζίνα. Ήταν διάπλατα ανοιγ-μένη ενώ το φως ήταν αναμμένο και στην κουζίνα. Για άνθρωπος που έπρεπε να κάνει τρεις δουλειές για να τα βγάλει πέρα, ο Λίος Πόνικαν δεν ήταν διόλου φειδωλός με το ηλεκτρικό.

Ο Λουκ διέσχισε το καθιστικό και μπήκε στην κουζίνα. Και τότε αναφώνη-σε σοκαρισμένος «Αχ!» ία έκανε άθελά του ένα βήμα πίσω, με αποτέλεσμα να χτυπήσει τον ώμο του στο πλαίσιο της πόρτας.

Ο Λίος Πόνικαν στεκόταν πάνω απ' το νεροχύτη με την πλάτη γυρισμένη. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο με σηκωμένα μανίκια και το ίδιο καφέ παντελόνι που φορούσε κι όταν είχε επισκεφτεί το γραφείο του Λουκ. Εκείνο που τάραξε τόσο πολύ τον Λουκ ήταν ο τρόπος που στεκόταν, με το κεφάλι σκαμμένο και τους γοφούς γερμένους απ' τη μια μεριά. Ποτέ πριν δεν είχε ξαναδεί κάποιον να στέκεται έτσι. Για την ακρίβεια, φαινόταν απίθανο ότι θα ήταν δυνατό να στέκεται κάποιος έτσι.

Στην κουζίνα απλωνόταν μια δυσάρεστη οσμή: μια έντονη, σάπια, γλυκε-ρή οσμή, σαν από σκατά, σάπια αχλάδια και χαλασμένο κοτόπουλο, όλα ανα-κατωμένα.

«Κύριε Πόνικαν;» είπε απαλά ο Λουκ. «Κύριε Πόνικαν — είστε καλά;» Έριξε μια μαπά τριγύρω στην κουζίνα. Είχε εξοπλιστεί στα μέσα της

89

GRAHAM MASTERTON

δεκαετίας του '60 ρε πράσινα ντουλάπια και πάγκους, όλα επενδυμένα με φορμάικα' και στο μέσον του δωματίου βρισκόταν ένα κρεμ τραπέζι με επιφά-νεια από φορμάικα και τέσσερις καρέκλες. Πάνω στο τραπέζι ήταν σκορπι-σμένες οι φωτοτυπημένες σελίδες απ' το σημειωματάριο του Τέρενς Πίρσον, Μερικές ήταν τσαλακωμένες· άλλες έδιναν την εντύπωση ότι κάποιος τις είχε τσαλακώσει κι έπειτα τις είχε ισιώσει ξανά. Κάποιες ήταν λεκιασμένες με μελάνι. Πάνω τους ήταν ακουμπισμένη μια πένα με το καπάκι της ξεβιδωμέ-νο, Στο πάτωμα βρισκόταν πεσμένο ένα αγγ λ ο τ σέχικο λεξικό, εκεί όπου προ-φανώς κάποιος το είχε ρίξει.

«Κύριε Πόνικαν;» επανέλαβε ο Λουκ και έκανε τον κύκλο γύρω απ το τρα-πέζι.

Καθώς πλησίαζε, ήξερε πως είχε συμβεί κάτι ανατριχιαστικό. Τώρα έβλε-πε ότι οι σχάρες και στις δυο πλευρές του νεροχύτη ήταν λερωμένες με αίμα-ία ο ίδιος ο νεροχύτης ήταν καλυμμένος με αίμα, κολλώδες αίμα που έπηζε, σαν πορφυρό βερνίκι για τα νύχια.

0 Λουκ πλησίασε ία άλλο. Ανοιξε το στόμα του, για να πει μια ακόμα φορά «Κύριε Πόνικαν;» αλλά το έκλεισε ξανά.

Το πουκάμισο του Λίος Πόνικαν ήταν ξεκούμπωτο μπροστά, μέχρι τη ζώνη. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μεγάλο τριγωνπίό κουζινομάχαιρο, σφίνγοντάς το γερά εξαιτίας της νεκρικής ακαμψίας, με τη λαβή ανεστραμ-μένη, την κόψη στραμμένη προς το μέρος του, τη λεπίδα γεμάτη σβώλους από πηγμένο αίμα. Η κοιλιά του ήταν σκισμένη απ' την αριστερή μεριά του αφαλού του μέχρι το στέρνο του. Το χοντρό δέρμα έχασκε σαν λευκή στολή δύτη που της έχουν κατεβάσει το φερμουάρ. Και το φρικτότερο απ' όλα ήταν ότι τα έντερα και το συκώτι του κρέμονταν σχηματίζοντας πολύχρωμους, γυαλιστε-ρούς, ινώδεις σωρούς γεμάτους αίματα και γλιστερούς απ' τη βλέννα. Ήταν στοιβαγμένα μες στο νεροχύτη και το παχύ έντερο ήταν σφηνωμένο μες στο σκουπιδοφάγο. Η συσκευή ήταν ακόμα ανοιχτή, ήταν, όμως, τόσο παραγεμι-σμένη με το έντερο, που είχε μπλοκάρει. Το μόνα πράγματα που κρατούσαν όρθιο τον Λίος Πόνικαν, ήταν τα τεντωμένα σκοινιά από έντερα, που είχαν μπλεχτεί στις λεπίδες του σκουπιδοφάγου.

Ο Λουκ πλησίασε το νεροχύτη νιώθοντας εκείνο το συναίσθημα παγερού τρόμου, που απλώνεται σαν μυρμήγκιασμα προς το πίσω μέρος του κεφαλιού και κατεβαίνει στην πλάτη. Τα μάτια του Λίος ήταν ανοικτά, δίνοντας την εντύ-πωση ότι κοιτούσε αηδιασμένος την ξεντεριασμένη κοιλιά του και σε μια στιγ-μή παράνοιας ο Λουκ σκέφτηκε τρομοκρατημένος ότι ο Λίος ήταν ζωντανός ία ότι θα γυρνούσε για να του μιλήσει.

Τότε, όμως, γλίστρησε ανάμεσα απ' τα χείλη του μια ισχνή κλωστή αίμα-τος που άρχισε να στάζει στο νεροχύτη και ο Λουκ σιγουρεύτηκε πως ήταν νεκρός.

Πλησίασε με αργές κινήσεις. Τα μπράτσα του Λίος κρέμονταν μες στο

90

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

νεροχύτη και το αριστερό του χέρι ήταν θαμμένο μέσα του. Θαμμένο μέσα τους, λες και τα 'χε τραβήξει ο ίδιος μες απ' την κοιλιά του. Θαμμένο μέσα τους, λες και τα 'χε χώσει ο ίδιος στο στόμιο του σκουπιδοφάγου. Χριστέ μου.

Στο περβάζι πάνω απ' το νεροχύτη βρισκόταν ένα σκισμένο φύλλο χαρτί. Με μεγάλα, συνεχόμενα, κυρτά ορνι θ ο σκαλίσματα ήταν γραμμένο το μήνυμα Φοβάμαι τόσο πολύ τον πόνο ~Λ.Π,

Η πνιγηρή οσμή του πρόσφατα ξεκοιλιασμένου ανθρώπινου κορμιού, που τόσο έμοιαζε με τη δυσωδία των περιττωμάτων, ήταν συντριπτική ία έσφιγγε το λαρύγγι του Λουκ και του έφερνε δάκρυα στα μάτια. Παρόλο που ήταν αηδιαστική δεν του προκαλούσε ναυτία: την είχε μυρίσει ήδη κάμποσες φορές. Λόξα τω Θεώ, αν μη τι άλλο ήταν φρέσκια. Μόνο τότε που είχαν ανα-γκαστεί ν' ανοίξουν μ' ένα λοστό το πορτ-μπαγκάζ ενός εγκατελελειμμένου αυτοκινήτου κα: να βγάλουν από μέσα τα ενός μηνός ημίρρευστα λείψανα ενός θύματος ανθρωποκτονίας, του είχε έρθει ναυτία. Ανθρώπινος χιμάς, μπλιαχ.

Κατά παρόμοιο τρόπο, ένιωθε κάτι παραπάνω από ευτυχής, που δεν ήταν δική του δουλειά να ξεμπλέξει τα έντερα του Λίος Πόνικαν απ' το σκουπιδο-φάγο.

Έβγαλε το κινητό του τηλέφωνο από την τσέπη του παλτού του και σχη-μάτισε τον αριθμό 398-3521. «Νόρμαν; Είμαι στου Πόνικαν. Ναι, και βέβαια είν' εδώ. Φαντάζομαι ότι εδώ ήταν όλη την ώρα, αλλά τα 'χει τινάξει. Δεν ξέρω ακόμα. Είναι πολύ χάλια: περίπου 9 ¥ι βαθμοί της κλίμακας Μπλιαχ. Θα μπο-ρούσε να 'ναι φόνος, μοιάζει, όμως, περισσότερο με αυτοκτονία. Αν πρόκειται για φόνο, τότε ψάχνουμε για ένα ψυχοπαθή χειρότερο από τον Τέρενς Πίρσον. Αν πρόκειται για αυτοκτονία, ε, τότε δεν έχω δει ποτέ μου αυτοκτονία σαν κι αυτή. Ξεκοιλιάστηκε μόνος του κι έχωσε τα έντερά του στο σκσυπιδο-φάγο. Ναι, τα έντερά του. Όχι, δε σε δουλεύω. Έλα να δεις και μόνος σου. Όχι, θα τηλεφωνήσω στονΤζονΧάσμπαντ της Αστυνομίας του Σίνταρ Ράπιντς. Εσύ, τηλεφώνησε στον δόκτωρα Ουέιτζμαν».

Έριξε το τηλέφωνο ξανά στην τσέπη του και έριξε μια πιο προσεκτική ματιά στην κουζίνα. Λεν υπήρχαν σημάδια συμπλοκής, ούτε ενδείξεις ότι είχε βρεθεί εκεί κάποιος άλλος εκτός απ' τον Λίος Πόνικαν. Στην άκρη της σχά-ρας βρισκόταν προσεκτικά τοποθετημένο ένα και μόνο πλυμμένο πορσελάνι-νο φλυτζάνι, ισορροπημένο πάνω στο πιατάια του. Οι γαλάζιες υφαντές κουρ-τίνες ήταν σφιχτά κλεισμένες ία όταν ο Λουκ τις σήκωσε για να κοιτάξει πίσω τους, είδε ότι τα παράθυρα με τα μεταλλικά πλαίσια δεν ήταν απλώς κλειδω-μένα, αλλά είχαν βαφτεί ία από πάνω. Αφησε το σημείωμα εκεί που το είχε βρει, μήπως και επάνω υπήρχαν και άλλα δακτυλικά αποτυπώματα εκτός από 'κείνα του Λίος Πόνικαν, αλλά δεν είχε καμία αμφιβολία ότι επρόκειτο για τον γραφικό του χαρακτήρα.

Έξω από το παράθυρο μπορούσε να δει προς τα δοτικά, πέρα από τα

91

GRAHAM MASTERTON

φώτα των νοτιοανατολικών προαστίων που λαμπύριζαν και μέχρι την εθνική οδό 380. Ο Λουκ μπορούσε ακόμα να δει το ειιταώροφο ξενοδοχείο Κολινς Πλάζα, όπου εκείνο το πρωί είχε προγευματίσει μαζί με τον εισαγγελέα της κομητείας.

Βάδισε γύρω απ' το τραπέζι και έσκυψε πάνω απ' τα χαρτιά με τα οποία είχε καταπιαστεί ο Λίος Πόνικαν. Κάτω από ένα από τα ισιωμένα χαρτιά ήταν σχεδόν τελείως κρυμμένο ένα σημειωματάριο με αχνή διαγράμμιση. Ο Λουκ ρούφηξε τη μύτη του, έβγαλε το στυλό του και το χρησιμοποίησε για ν' απομα-κρύνει ra χαρτιά απ' το σημειωματάριο, ώστε να μπορέσει να διαβάσει όσα είχε μεταφράσει ο Λίος Πόνικαν.

«Οι άνθρωποι που έρχονται το χειμώνα είναι τέσσερις τον αριθμό, μερι-κές φορές πέντε, μερικές φορές επτά. Επικεφαλής τους είναι ένας άντρας ντυμένος από πάνω ως κάτω στα πράσινα, που κάποιες φορές είνα: γνωστός ο>ς Αεικίνητος Τζάνεκ ή Τζάνεκ-Που-Ταξιδεύει ή απλά Τζάνεκ ο Πράσινος Αντρας. Πάντα μαζί τους βρίσκεται ένας ξιφομάχος και πάντα βρίσκεται ένας θεραπευτής και πάντα ένας τρελός. Κάποιες φορές βρίσκεται κι ένας λεπρός1 και τα δίδυμα που τα φωνάζουν Μαχαίρι και Γυμνή.

»Ο Τζάνεκ διανύει πολλά χιλιόμετρα ταξιδεύοντας και σπάνια τον βλέπει κανείς. Τον πίσω καιρό (παλιό καιρό;) ταξίδευε με μια μαύρη άμαξα που την έσερναν τέσσερα μαύρα άλογα και που τα παράθυρα της ήταν καλυμμένα με κουρτίνες φτιαγμένες από το ύφασμα που γίνονται τα σάβανα. Ο θρύλος της άμαξας του κόμη Λράκουλα που βλέπουμε στις ταινίες με βρυκόλακες, προήλθε απ' την άμαξα του Τζάνεκ! Στη Ρωσία έλεγαν ότι τις νύχτες διέσχιζε τη χιονισμένη τούνδρα μες στο προσωπικό του τραίνο, που δεν είχε ούτε φώτα ούτε παράθυρα. Ακόμα και σήμερα, όταν οι ρωσίδες μητέρες ακούν ένα τραί-νο να σφυρίζει μες στη νύχτα, σχηματίζουν με τα χέρια ένα ειδικό σημάδι και σφίγγουν τα παίδια τους γερά μες στις αγκαλιές τους.

»Στην Τσεχία και τη Σλοβακία κάνουν το ίδιο σημάδι κάθε φορά που περνά μια μαύρη άμαξα.

«Μια πασίγνωστη εμφάνιση του Τζάνεκ και κάποιων από τους φίλους του έλαβε χώρα στο χειμώνα του 1881 στη Βενετία, κατά τη διάρκεια της επιδη-μίας χολέρας που είχε πέσει στην Ευρώπη. Ένας αλβανός γιατρός επισκεπτόταν τη Βενετία και ένα πρωινό με καταχνιά, λίγο πριν την αυγή, τους είδε στο Κανάλε ντελά Τζιουντέκα. Κωπηλατούσαν σε μια μαύρη γόνδολα, που απο την πλώρη της κρεμόταν μια μαύρη σημαία. Ο γιατρός έτρεξε να βρει μάρτυρες, ήταν, όμως, πολύ νωρίς το πρωί και δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Όταν επέστρεψε, η γόνδολα είχε εξαφανιστεί. Ίσως σε κάποιο από τα μικρότερα κανάλια. Ίσως είχε εξαϋλωθεί.

»0 Τζάνεκ έρχεται με τους τρεις του φίλους τον καιρό του χειμώνα. Χτυπούν την πόρτα. Ο Τζάνεκ κτυπά και κτυπά, όμως όταν οι άνθρωποι που βρίσκονται μέσα φωνάζουν "Ποιος είναι εκείνος, που χτυπά την πόρτα μας;"

92

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

δε λέει τίποτα. Ποτέ δεν πρόκειται να μιλήσει. Όμως θα χτυπά και θα χτυπά μέχρι τπ Δευτέρα Παρουσία, αν οι άνθρωποι που βρίσκονται μέσα δεν ανοί-ξουν την πόρτα και δεν τον αφήσουν να μπει».

Το κάτω μέρος τπς σελίδας ήταν σκισμένο. Ο Λουκ έριξε ξανά μια κλε-φτή ματιά στο Λίος Πόνικαν ία ευχήθηκε να μπορούσε να τον ρωτήσει τι στο διάολο σήμαιναν όλα αυτό. Όμως ο Λίος έμεινε εκεί που στεκόταν, μ' εκείνη την παράξενη λοξή κλίση, με το κεφάλι του σκυμμένο πάνω απ' το νεροχύτη.

Ο Λουκ σήκωσε με το στυλό του τη σκισμένη σελίδα και διάβασε όσα είχε μεταφράσει ο Λίος στη συνέχεια.

«Ανοιξε την πόρτα ία ο Τζάνεκ θα μπει στο σπίτι και θα ζητήσει φιλοξενία. Αφού τραφεί, θα παίξει ζάρια με τους φίλους του, μέχρι να σβήσει η φωτιά (δηλαδή μέχρι πολύ αργά). Θα υποσχεθεί πλούτη. Θα υποσχεθεί μεγάλες σοδειές. Μόνο μια χάρη ζητάει, να πλαγιάσει με την κυρά του σπιτιού. Έχει ένα ραβδί (ένα πέος;), που μοιάζει με παχιοΰς βλαστούς σφιχτοπλεγμένους μεταξύ τους. Είναι πολύ πειστικός. Κι αυτό χάρη στα σφιχτοπιασμένα σπαθιά. Όσοι αρνηθούν ίσως καταλήξουν να κοιτούν τα πόδια τους».

Δεν υπήρχε τίποτε άλλο* ή, και να υπήρχε, ο Λίος το είχε τσαλακώσει και το είχε πετάξει. Ο Λουκ άφησε τις σελίδες να ξαναπέσουν και στάθηκε στην κου-ζίνα κοιτώντας το Λίος και κτυπώντας ελαφρά το στυλό πάνω στα δόντια του.

Κάθε φορά που είχε να κάνει με μια προφανή αυτοκτονία, έθετε στον εαυτό του τρία ερωτήματα. Γιατί είχε συμβεί; (Συνήθως την απάντηση σ' αυτό του την έδινε κάποιο σημείωμα του αυτόχειρα). Στη συνέχεια: γιατί είχε επι-λεγεί η συγκεκριμένη μέθοδος; (Απαγχοντσμός, πνιγμός ή υπερβολική δόση). Και τελικά: ανταποκρινόταν η μέθοδος στο κίνητρο;

Οι άνθρωποι που αυτοπυρπολούνταν, προσπαθούσαν συνήθως να κάνουν κάποια θρησκευτική ή πολιτική δήλωση. Επρόκειτο για μαρτυρικό θάνατο; σαν να καίγεται κάποιος στην πυρά. Οι άνθρωποι που έπαιρναν υπερβολική δόση βαρβιτουρικών ή ήθελαν ν' αφήσουν τη ζωή όσο το δυνατόν πιο ήσυχα —να κοι-μηθούν και να μην ξαναξυπνήσαυν— ή έλπιζαν ότι την τελευταία στιγμή θα τους ανακάλυπταν και θα τους έσωζαν και μήπως τότε δε θα τους λυπούνταν όλοι;

Οι άνθρωποι που κλείνονταν στα αυτοκίνητα τους με λάστιχα του ποτίσμα-τος συνδεδεμένα στην εξάτμιση, ήταν συνήθως πρακτικοί άνθρωποι που είχαν βαρεθεί τα πάντα. Συνήθως χρεωκοπημένοι επιχειρηματίες· ή καρκινοπαθείς' ή μεσήλικες εραστές παγιδευμένοι σε άλυτα ερωτικά τρίγωνα.

Οι νεαροί συνήθως απαγχονίζονταν — με ζώνες, γραβάτες, κορδόνια από μπουρνούζια. Κολεγιόπαιδα που έτρεμαν την αποτυχία. Έφηβοι παραβάτες που αντιμετώπιζαν τη φυλάκιση.

Όμως ο Λίος Πόνικαν; Αν ο Λίος Πόνικαν είχε αυτοκτονήσει, τίποτα δε φαινόταν να κολλάει, τίποτα δε φαινόταν να βγάζει νόημα. Είχε γράψει Φοβάμαι τόσο πολύ τον πόνο, αν, όμως, φοβόταν τον πόνο, γιατί άραγε είχε επι-λέξει την μάλλον οδυνηρότερη μέθοδο αυτοκτονίας, που θα μπορούσε να του

93

GRAHAM MASTERTON

περάσει απ'το μυαλό; Ίσως — αυτοκτονώντας τόσο επίπονα, να ήθελε να αυτο-τιμωρηθεί. Ίσως -χώνοντας τα έντερα του στο στόμιο του ακουπιδοφάγου να είχε προσπαθήσει να εξαφανίσει ολότελα οποιοδήποτε ίχνος του εαυτού του.

Ήταν πιθανό ο Λίος Πόνικαν να είχε βαρεθεί να είναι μόνος. Ίσως ο γιατρός του του είχε ανακοινώσει ότι ήταν ανίατα άρρωστος. Ο Νόρμαν θα έπρεπε να το ελέγξει αυτό. Αν, όμως, ήταν μόνος ή άρρωστος, δεν ήταν δυνατόν να έχει αυτοκτονήσει με τέτοιο τρόπο. Να ξεκοιλιαστεί μόνος του, για όνομα του Θεού! Λεν είχε ουρλιάξει; Δεν τον είχε ακούσει κανείς;

Το να ξεκοιλιάζεται κανείς μόνος του ήταν μια ιδιαίτερα ασυνήθιστη μέθοδος αυτοκτονίας, εξόν μεταξύ των Ιαπώνων ή των δυτικών που είχαν έμμονες ιδέες με την ιαπωνική κουλτούρα. Η μόνη περίπτωση που είχε συνα-ντήσει ο Λουκ στην κομητεία Λιν, ήταν όταν πριν από έξι χρόνια ένας φοιτη-τής των Ανατολικών Σπουδών στο Κολλέγιο Κόου, ο οποίος είχε διαβάσει πάρα πολύ Γιούκιο Μισίμα, είχε αποπειραθεί να διαπράξει σεπούκου μ' ένα σπαθί σαμουράι που είχε παραγγείλει δι' αλληλογραφίας, είχε, όμως, δειλιά-σει την τελευταία στιγμή και επέζησε με μία μόνο σοβαρή πληγή.

Ο Λουκ άφησε να πέσει το φύλλο του χαρτιού που διάβαζε, βάδισε πάλι γύρω απ' το τραπέζι της κουζίνας και στάθηκε όσο κοντά στον Λίος μπορούσε ν' αντέξει.

«Τι προσπαθούσες να κάνεις στον εαυτό σου, πουτάνας γιε;» ρώτησε ψιθυριστά το Λίος.

Μες στην κουζίνα επικρατούσε σιωπή. Από μακριά ο Λουκ άκουγε τα ουρ-λιαχτά των σειρήνων. Απ' ό,π φαινόταν, ο Νόρμαν κι ο υπαστυνόμος Χάζμπαντ βρίσκονταν καθ' οδόν. Σε λίγα λεπτά στο διαμέρισμα θα επικρατούσε χάος. Φώτα, φωτογραφικές μηχανές, ιατροδικαστές, φωτογράφοι.

«Μήπως προσπαθούσες να ξεφύγεις;» ρώτησε ο Λουκ το Λίος, στην τελευταία τους ήσυχη στιγμή μαζί. «Ή, μήπως, ήθελες να αυτοτιμωρηθείς; Τι έκανες, Λίος, για να πρέπει να τιμωρηΒείς έτσι;»

Σταμάτησε και κοίταξε το μαχαίρι. «Ίσως να σε δολοφόνησε κάποιος. Κάποιος που πραγματικά δε σε συμπαθούσε. Κάποιος που σε αντιπαθούσε τόσο, που να θέλει να σου αλέσει τα σωθικά ία έπειτα ν' ανοίξει τη βρύση και να τα ξεπλύνει».

Συλλογίστηκε για λίγο ία έπειτα στράφηκε και κοίταξε τα τσαλακωμένα φύλλα χαρτί στο τραπέζι. «Ή ίσως ν' ανακάλυψες κάτι που σε φόβισε. Κάτι που σε φόβισε τόσο πολύ που να θες να εξαφανιστείς — κυριολεκτικά να εξα-φανιστείς— παρά να το αντιμετωπίσεις».

Ακολούθησε μια στιγμιαία παύση κι έπειτα ο Λίος έκανε μια περιστροφή πάνω στο ένα του πόδι. Το κεφάλι του έπεσε προς τα πίσω και κοίταξε το Λουκ κατευθείαν μες στα μάτια με την mo έντονη έκφραση πόνου που είχε δει ποτέ. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ο Λουκ σκέφτηκε; είναι ακόμα ζωντανός! Όμως τότε είδε ότι τα έντερα του Λίος τεντώνονταν και διαλύονταν, σχηματίζο-

94

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

νιας1 ξέφπα και νήματα και ότι απλά σωριαζόταν στο πάτωμα νεκρός. Με μισή καρδιά, ο Λουκ έκανε μια προσπάθεια να τον πιάσει. Τον έπιασε

απ' το μανίκι, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να τον κάνει να περιστραφεί και να σηκώσει το ένα του χέρι στον αέρα σ1 ένα είδος κοροϊδευτικού ναζιστι-κού χαιρετισμού. Ο Λίος σωριάστηκε στο πλάι μ' έναν περίπλοκο γδούπο, ενώ η μύτη του πιέστηκε πάνω στη βάση του ντουλαπιού της κουζίνας.

Ο Λουκ οπισθοχώρησε. Κοίταξε πρώτα τον Λίος ία έπειτα τα περιεχόμενα του νεροχύτη. Ένας έντονος σπασμός σαν αρπάγη κυρίευσε απροειδοποίητα το στομάχι του και το στόμα του πλημμύρισε από πικρή χολή και κομματάκια μισομασημένης τάρτας.

Με βαριά ία αδέξια βήματα πήγε στπν τουαλέτα και ξέρασε. Στάθηκε ακουμπισμένος με το χέρι του στη λεκάνη, ώσπου να καλμάρει το στομάχι του.

Στεκόταν ακόμα εκεί όταν άκουσε πίσω του ένα απαλό, γουργουριστό ήχο. Έναν ήχο λες και κάποιος προσπαθούσε να πάρει ανάσα ενώ το λαρύγγι του ήταν γεμάτο αίμα.

Στράφηκε και προσπάθησε να τραβήξει το όπλο του απ' τη θήκη. Στο διά-δρομο στεκόταν η τιγρέ γάτα του Λίος Πόνικαν, η Σκόντα, και τον κοιτούσε με βλέμμα πράσινο και δυσοίωνο.

«Χριστέ μου», είπε ο Λουκ. «Παρολίγο να γίνεις μακαρίτισσα, φιλενάδα». Η γάτα προχώρησε αργά προς το μέρος του κι έτριψε το κεφάλι της στη

γάμπα του. «Μιλάς τσέχικα, Σκόντα;» ρώτησε ο Λουκ. «Μιλάς άλλη γλώσσα εκτός

από γατίσια; Όχι, έτσι σκέφτηκα και 'γω. Φαντάζομαι ότι θα πρέπει ν' ανακα-λύψω τι συνέβη εδώ πέρα μόνος μου».

Η Άιρις άκουσε το ρολόι του διαδρόμου να σημαίνει μεσάνυχτα. Στριφογύρισε στο κρεβάτι της μία φορά ία έπειτα άλλη μία. Παρά τα ηρεμιστι-κά που της είχε χορηγήσει ο γιατρός Κάρτερ, εξακολουθούσε να μην μπορεί να κοιμηθεί. Λεν ήταν συνηθισμένη να πέφτει για ύπνο μόνη σ' εκείνο το μεγά-λο δρύινο κρεβάτι. Δεν ήταν συνηθισμένη να έχει δύο αδειανές κρεβατοκά-μαρες στο σπίτι της. Το σπίτι έδινε την εντύπωση ότι βρίσκεται σε μια κατά-σταση αστάθειας, ανησυχίας, λες και περίμενε να συμβεί κάτι.

Σκεφτόταν ξανά και ξανά τ' αγαπημένα νεκρά της παιδιά, τις λατρευτές της αγάπες. Προσπαθούσε να φέρει στο μυαλό της το πρόσωπο της Λίζας, τα μαλλιά της Λίζας, το πώς ένιωθε όταν την ακουμπούσε, το πώς μύριζε. Προσπάθησε να θυμηθεί κάθε μέρα απ' τη ζωή της Λίζα. Ευχόταν να μην είχε ποτέ γυρίσει την πλάτη της στη Λίζα, ποτέ, ούτε να την είχε ξεφορτωθεί στέλ-νοντάς την να παίξει με τους φίλους της, ούτε να την είχε στείλει νωρίς για ύπνο. Είχε χάσει τόσα πολλά απ' τη ζωή της κόρης της, είχε χάσει τόσες πολ-λές ανεκτίμητες στιγμές.

95

GRAHAM MASTERTON

Σκέφτηκε τον Τζορτζ. Απλωσε το χέρι της προς τα πάνω, μες σιο σκοτάδι της κρεβατοκάμαράς της και προσπάθησε να θυμηθεί πώς ένιωθε όταν του κρα-τούσε το χέρι. Χάιδεψε το σκοτάδι και προσπάθησε να φανταστεί ότι του χάι-δευε τα μαλλιά. Τα λατρεμένα, απαλά του μαλλιά. Προσπάθησε να τον ακούσει να χασκογελά. Προσπάθησε να τον φανταστεί να παρελαύνει κατά μήκος της αυλής, μ' ένα ραβδί που παρίστανε το τουφέκι, στηριγμένο στον ώμο.

Και το τρομερό ήταν ότι δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε να φέρει στο μυαλό της κανέναν τους, ούτε τη Λίζα ούτε

τον Τζορτζ. Λεν μπορούσε να τους νιώσει, δεν μπορούσε να τους μυρίσει. Θυμόταν σκόρπια κομμάτια - στιγμές λάμψης, όπως όταν ο ήλιος λαμπυρίζει πάνω στη θάλασσα, όμως αυτό ήταν όλο. Δεν μπορούσε καν να θυμηθεί πώς ήταν το παρουσιαστικό τους. Όχι πραγματικά. Όχι ακριβώς.

Ξάπλωσε ανάσκελα, ενώ καυτά δάκρυα έρρεαν ανεξέλεγκτα στα μάγουλά της και της ήταν αδύνατο να πιστέψει ότι ένα ανθρώπινο ον θα μπο-ρούσε να βιώσει τέτοια δυστυχία.

Έκλαιγε επί σχεδόν είκοσι λεπτά. Όμως έπειτα, χωρίς να το περιμένει, αποκοιμήθηκε. Μετά το σοκ του Σαββάτου κι έπειτα από ένα σαββατοκύρια-κο θρήνου ήταν αρκετά εξουθενωμένη, για να καταφέρει να παραμείνει άλλο ξύπνια. Τα δάκρυα στέγνωναν στο πρόσωπο της. Το ένα της χέρι αναπαυόταν ανοικτό στο στήθος της, λες και περίμενε κάτι να πέσει μέσα του ενώ εκείνη κοιμόταν —κάτι απαλό και φανταστικό, όπως μια μπαλίτσα από ένα απ1 τα μωρουδίσια παιχνίδια του Τζορτζ.

Ονειρεύτηκε, αλλά δεν ονειρεύτηκε τα παιδιά. Τουναντίον, φαντάστηκε ότι βρισκόταν ακόμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, άγρυπνη, χωρίς πια να κλαί-ει, αλλά σε πλήρη εγρήγορση. Απ' έξω ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου ία ο συνεχής ήχος των αυτοκινήτων που περνούσαν σαν φαντάσματα. Αναρωτήθηκε πού να βρισκόταν, ποιο να 'ταν τούτο το σπίτι. Σίγουρα δεν ήταν το δηίό της σπίτι; Επιφανειακά έμοιαζε το ίδιο, όμως είχε κάτι το εντελώς διαφορετικό, κάτι ενοχλητικό.

Είχε κάτι πράσινο μέσα του. Ανακάθισε στο κρεβάτι. Ήταν μια ζεστή, αποπνικτική νύχτα, όμως εκείνη

τουρτούριζε. «Κάποιος λαξεύει το μάρμαρο, για να σου φτιάξει την ταφόπλακα», της έλεγε η γιαγιά της, όποτε τουρτούριζε έτσι.

Της φάνηκε ότι απ' την αυλή κάτω απ' την κρεβατοκάμαρά τους ακούγο-νταν φωνές. Θροίσματα και σιγανοί ψίθυροι από άγνωστες φωνές. Γλίστρησε αθόρυβα πάνω στο χαλί τπς κρεβατοκάμαρας και πήγε στο παράθυρο. Λνοιξε τις λεπτές γαλάζιες και λευκές βαμβακερές κουρτίνες τρεις τέσσερις πόντους, όχι παραπάνω, και κοίταξε προσεκτικά κάτω στην αυλή.

Προς μεγάλη της έκπληξη, είδε εκεί την Έμιλι, η οποία δε φορούσε παρά μόνο τη μακριά λευκή νυχτικιά της. Η νυχπιαά κυμάτιζε στον άνεμο παράξε-να, σπασμωδικά, λες και η Άιρις παρακολουθούσε μια παλιομοδίτικη

96

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ασπρόμαυρη ταινία. Η Έμιλι είχε γυρισμένη την πλάτη της προς στο σπίτι ία έτσι η Αιρις δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο της. Είπε ψιθυριστά «Έμιλι», παρόλο που γνώριζε ότι εκείνη μάλλον δεν ήταν δυνατόν να την ακούσει. Σκέφτηκε ν' ανοίξει διάπλατα τις κουρτίνες και να χτυπήσει δυνατά το τζάμι του παραθύρου. Τότε, όμως, η Έμιλι έγνεψε προσκαλώντας κάποιον που βρισκόταν έξω απ' το οπτικό πεδίο της Άιρις, πίσω απ' το σπιτάκι του κήπου- και για κάποιο λόγο η Άιρις θεώρησε πως θα 'ταν πιο συνετό ν' άφηνε τις κουρτίνες καλά κλεισμένες.

Με αυξανόμενο πανικό είδε την αυλόπορτα ν' ανοίγει κι έναν ψηλό άνδρα με λευκό αδιάβροχο να κάνει την εμφάνιση του. Ποτέ της δεν είχε ξαναδεί εκείνο τον άνθρωπο: ούτε καν ήξερε ποιος μπορούσε να ναι. Εκείνος, όμως, στάθηκε μπρος στην Έμιλι κι άρχισε να της μιλά σαννα τη γνώ-ριζε καλά' κι η Έμιλι απαντούσε με νεύματα και χειρονομίες.

Κάθε τόσο η Έμιλι ύψωνε το αριστερό της χέρι και έδειχνε το σπίτι πίσω της και ο άντρας με το λευκό αδιάβροχο σήκωνε το βλέμμα του προς την κατεύθυνση της Άιρις. Εκείνη τράβηξε τις άκρες απ' τις κουρτίνες όσο κοντύ-τερα μπορούσε τη μία στην άλλη, δεν έπαυε, όμως, να νιώθει το τρομακτικό συναίσθημα πως εκείνος γνώριζε ότι η 'Αιρις βρισκόταν εκεί.

Ο άντρας στράφηκε απ' την άλλη —σταμάτησε, είπε κάτι ακόμα στην Έμιλι— ία έπειτα στράφηκε πάλι αλλού. Η Έμιλι άρχισε να βαδίζει ξανά προς το σπίτι.

Η Άιρις φώναξε δυο φορές το όνομα της μικρής. Δεν ήταν, όμως. παρά ένα όνειρο, κι όσο δυνατά και να φώναζε, κανένας ήχος δεν έβγαινε απ το στόμα της. Προσπάθησε ν' ανοίξει το παράθυρο, ήταν, όμως, σφηνωμένο γερά και το χερούλι έμοιαζε καμωμένο από κάποιο μαλακό εύθρυπτο κράμα, που έμοιαζε mo πολύ με ζαχαρωτό παρά με μέταλλο.

Ήταν έτοιμη να χτυπήσει το τζάμι με τη γροθιά της όταν είδε την αυλόπορτα ν' ανοίγει δεύτερη φορά. Λεν μπήκε κανείς, όμως ένα κύμα από φύλλα όρμησε σαν στρόβιλος στην αυλή ία η περιστρεφόμενη απλώστρα των ρούχων άρχισε αργά να στρέφεται, ενώ οι πετσέτες για τα πιάτα που 'ταν κρε-μασμένες επάνω άρχισαν ν' ανεμίζουν. Εντελώς ξαφνικά είχε σηκωθεί άνε-μος, λες και όπου να 'ταν θα ξέσπαγε μια καλοκαιριάτικη θύελλα.

Κατ ι πλιισίαζε. Καθώς η Έμιλι μπήκε στο σπίτι, η Λιρις άκουσε την πόρτα της κουζίνας να

κλείνει με πάταγο. Ήταν άραγε στ' αλήθεια όνειρο; Έμοιαζε απίστευτα ρεαλιστικό, για να 'ναι όνειρο. Ήταν έτοιμη να τρέξει στο κάτω πάτωμα και να δει αν η Έμιλι ήταν εντάξει, αλλά για κάποιο λόγο δίστασε. Έφταιγαν τα φύλλα: τη φόβιζαν. Έφταιγε ία η Έμίλΐ: η Έμιλι τη φόβιζε.

Αρχικά, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια μικρή σκόρπια ποσότητα φύλ-λων, που χόρευαν θ ραΐζοντας πάνω στο τσιμεντένιο μονοπάτι. Ύστερα, όμως όλο και περισσότερα άρχισαν να ξεχύνονται στην αυλή, και να σκαλώνουν

97

GRAHAM MASTERTON

παντού —στα σκαλιά, στα παρτέρια, στους σκουπιδοτενεκέδες, στις ακτίνες απ' τις ρόδες του ποδηλάτου της Έμιλι.

Ίσως να 'ταν όνειρο, η Αιρις, όμως, ήταν σίγουρη ότι μπορούσει ν' ακού-σει τα φύλλα ξεκάθαρα. Ολοένα και περισσότερα από δαύτα, που σχημάτιζαν όλο και παχύτερα στρώματα.

Ισως να 'ναι όνειρο, είπε μέσα της, όμως ποιος ξέρει ποιανού όνειρο είναι ή αν δεν είναι πιο πραγματικό απ την πραγματικότητα; Σίγουρα μοιάζει πραγματικό, μ' όλο τούτο τον άνεμο, όλη τούτη την κακοκαιρία ία όλα τούτα τα φύλλα που εξακολουθούν να συσσωρεύονται δίχως σταματημό στην αυλή μου και να στοιβάζονται παντού, σε κάθε γωνιά και κάθε άνοιγμα. Κοίταξέ τα! Θα μου πάρει ώρες ολόκληρες να τα μαζέψω και, μάρτυς μου ο Θεός, θα με βοη-θήσει ία η Έμιλι.

Η Έμιλι δεν έπρεπε να 'χει ποτέ ανοίξει την αυλόπορτα. Δεν έπρεπε να 'χει ανοίξει την αυλόπορτα. Λεν μπορεί να μπει — εκτός αν του ανοίξεις την αυλόπορτα, για να μπει. Ο Τέρι είχε επαναλάβει εκείνη την προειδοποίηση ξανά και ξανά, κάθε φορά που τα παιδιά άφηναν την αυλόπορτα μισάνοιχτη. Ποτέ του δεν είχε πει; «Μην αφήνετε την αυλόπορτα ανοικτή γιατί μπορεί ο μικρός σας αδερφός να τρέξει στο δρόμο και να τον χτυπήσει κανά φορτηγό». Όχι, εκείνο που πάντα έλεγε ήταν: «Μην αφήνετε την αυλόπορτα ανοικτή, γιατί εκείνος θα μπει μέσα και τότε, θυμηθείτε με, θα μας γδάρει όλους σαν κουνέλια».

Ποτέ του δεν είχε εξηγήσει ποιος μπορούσε να ναι «εκείνος» —«εκείνος» που θα τους έγδερνε. Όμως η Άαρις πάντοτε έφερνε στο μυαλό της ολοζώντα-νη την εικόνα της γούνας των κουνελιών να αφαιρείται πόντο πόντο από τα γυμνά μπλαβιά μωρουδίσια κορμιά τους ία εκείνη η εικόνα την κατατρομοκρα-τούσε. Ήταν Χριστιανή: δε φοβόταν τον ξαφνικό θάνατο. Φοβόταν, όμως, τον πόνο και φοβόταν ότι αν ποτέ κάποιος τη βασάνιζε θ' απαρνιόταν ό,τι θεωρού-σε ιερό, μόνο και μόνο για να γλιτώσει τον εαυτό της από περισσότερη οδύνη.

Ρωτούσε τον Τέρι ξανά και ξανά «Ποιος είναι εκείνος;» Πάντοτε, όμως, ο Τέρι εξαγριωνόταν. Έκλεινε την αυλόπορτα με τόση δύναιιη, που το μάνταλο έβγαινε απ' τις βίδες κι έπειτα πήγαινε στο δωμάτιο του ία έβραζε στο ζουμί του -ή ό,τι άλλο έκανε μες στο δωμάτιο του.

Φόβος, αβεβαιότητα και τρέλα —να ποιες ήταν όλες κι όλες οι αναμνή-σεις της Άιρις απ' το γάμο της. Ο Τέρι ήταν όλο προειδοποιήσεις, τρελές παράλογες προειδοποιήσεις, που τις επαναλάμβανε χωρίς σταματημό, μέχρι που ακόμα ία εκείνη είχε αρχίσει να τις πιστεύει. «Ποτέ μη φέρνεις πράσινα πράγματα μες στο σπίτι σου, τίποτε πράσινο, ό,τι ια αν είναι. Η Θέση του πρά-σινου είν' έξω». «Ποτέ μην προσεύχεσαι για καλή σοδειά, ποτέ. Αν συνεχιστεί η καλοκαιρία, θα 'χεις καλή σοδειά. Αν όχι, δε θα 'χεις. Μην προκαλείς το Θεό ζητώντας του να σου χαρίσει τη σοδειά που σου αναλογεί· είναι πολύ πιθανό να σου κάνει το χατίρι».

98

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Άκουσε την Έμιλι ν' ανεβαίνει τη σκάλα. Έπειτα είδε ότι τα ξεραμένα φύλλα ορμούσαν στην αυλή όπως η φουσκοθαλασσιά. Έβγαζαν ένα παχύρευ-στό οξύ ήχο, που σχεδόν κάλυπτε κάθε άλλο ήχο, όπως όταν στέκεσαι κοντά σε μια ατμομηχανή' και συσσωρεύονταν σε ασημοπράσινες στοίβες. Ήταν σαν φθινόπωρο, σαν να 'χαν σωριαστεί μαζί όλα τα φθινόπωρα.

Κάτι πλησιάζει. Κάτι τρομερό. Πρώτα τα φύλλα και ο άνεμος. Έπειτα το πράγμα που κανείς δεν έχει αρκετό κουράγιο ν' αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο.

Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε απότομα. Ξύπνησε στη στιγμή, μ' ένα τίναγμα που την έκανε να παραλύσει. Δε στεκόταν δίπλα στο παράθυρο, βρισκόταν ακόμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Η Μαίρη προχώρησε σκουντου-φλώντας κατά μήκος του δωματίου, την άρπαξε απ' το μπράτσο και φώναξε: ".'Αιρις! 'Αιρις! Κάποιος είναι στο σπίτή»

Η Άιρις ανακάθισε, αποσβολωμένη. "Δεν καταλαβαίνεις;» τσίριξε η Μαίρη. «Κάποιος είναι στο σπίτή» Η Άιρις στράφηκε προς το παράθυρο. Έξω τρεμόπαιζαν κάποια φώτα και

φυσούσε δυνατός άνεμος. Άκουγε το θρόισμα από ξερά φύλλα —ία έναν άλλο ήχο, τον ήχο μιας πόρτας που βροντά, ξανά και ξανά, λες ία είχε μείνει ανοιχτή η λες και κάποιοι την κτυπούσαν, για να τους αφήσει η Άιρις να μπουν μέσα.

«Ω, Θεέ μου, φοβάμαι», είπε η Μαίρη. Η Άιρις στάθηκε όρθια, «Πού είν' η Έμιλι;» ρώτησε. «Στο κρεβάτι της, φυσικά, πού αλλού μπορεί να είναι;» «Δεν ξέρω. Απλά έχω ένα κακό προαίσθημα. Μπορείς να πας να δεις;» «Εγώ;» ρώτησε εμβρόντητη η Μαίρη. «Μα αν υποθέσουμε ότι υπάρχει —

κάτι;» Η Άιρις πήγε οτσ παράθυρο και κοίταξε κάτω στην αυλή. Ήταν ακριβώς

όπως στ' όνειρο της, Η αυλόπορτα ήταν ορθάνοιχτη ία ένα κύμα από φύλλα ξεχυνόταν μέσα. Έμεινε να το κοιτά, δίχως την παραμικρή βεβαιότητα τι έπρεπε να κάνει.

Δεν ήταν πλέον σίγουρη τι ήταν όνειρο και τι πραγματικότητα. Άραγε ονειρευόταν ακόμα ή, μήπως, ήταν ξύπνια προηγουμένως καα μόλις τώρα είχε αρχίσει να ονειρεύεται;»

«Τι είν1 αυτό;» ρώτησε η Μαίρη, πλησιάζοντας από πίσω της. «Τι σημαί-νει;»

«Δεν ξέρω», είπε η Άιρις. «Ίσως να 'ναι θύελλα». Κ πόρτα βρόντηξε και βρόντηξε ξανά. «Τι θα κάνουμε;» ρώτησε η Μαίρη. «Κλείσ' την πόρτα για αρχή», είπε η Άιρις, «Λες να πρέπει να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία;» «Δεν ξέρω. Τι άκουσες;» «Ακουσα την πόρτα να βροντά και η πόρτα δε θα 'χε βροντήξει αν δεν την

είχε ανοίξει κάποιος ία αν κάποιος την άνοιξε - α υ τ ό σημαίνει ότι κάποιος — »

99

GRAHAM MASTERTON

Η Άιρις βάδισε γύρω απ' το κρεβάτι ία έπιασε το ρόπαλο τοπ μπέιζμπολ, που πάντα είχε κρυμμένο από κάτω ο Τέρι.

«Τι θα κάνεις με δαύτο;» θέλπσε να μάθει π Μαίρη, με πρόσωπο άσπρο απ' την κρέμα νυκτός και την τρομάρα. «Κι αν έχει όπλο; Σε τι θα σου χρησιμεύ-σει τότε το ρόπαλο;»

«Θα πας να δεις την Έμιλι, Μαίρη; Δε θέλω να κάνεις τίποτ' άλλο». «Καλά, καλά. Είναι τρέλα, όμως. Θα 'πρεπε να τηλεφωνήσουμε στην αστυ-

νομία». Δίχως άλλη κουβέντα, η 'Αιρις βγήκε απ' την κρεβατοκάμαρα στο

κεφαλόσκαλο, με τη Μαίρη από πίσω της. Έφτασε στην κορυφή της σκάλας και στάθηκε εκεί, προσπαθώντας ν' αφουγκραστεί οποιονδήποτε ύποπτο ήχο.

«Ακούς τίποτα;» είπε σφυριχτά η Μαίρη. Η Άιρις αφουγκράστηκε λίγο ακόμα ία έπειτα κούνησε αρνητικά το κεφά-

λι. «Μόνο τον άνεμο- ία εκείνη την αναθεματισμένη πόρτα». «Άιρις, άκου με. Σε εκλιπαρώ: πάρε τηλέφωνο την αστυνομία». Η Άιρις τράβηξε με δύναμη το χερι της, απελευθερώνοντάς το απ' το

αγωνιώδες κράτημα της Μαίρης. «Είναι το σπίτι μου, Μαίρη. Η Λίζα είναι νεκρή- ο Τζορτζ είναι νεκρός. Προστατεύω τους δικούς μου».

«Τι προσπαθείς να μου πεις; Ότι δεν σου 'χει απομείνει κανένας λόγος για να ζήσεις και γι' αυτό θες ν' αυτοκτονήσεις;»

Η Αιρις δεν απάντησε. Πιθανώς η Μαίρη να 'χε δίκιο. Τι σημασία είχε αν ζούσε ή αν πέθαινε; Η Μαίρη θα μεγάλωνε την Έμιλι και θα ΐπ μεγάλωνε σαν κόρη της. Τι ήταν ma εκείνη, δίχως οικογένεια; Θα μπορούσε κάλλιστα να 'ναι νεκρή.

Τουλάχιστον άμα ήταν νεκρή, κανείς δε θα μπορούοε να την πληγώσει άλλο.

Αρχιζε να κατηφορίζει αργά τη σκάλα, περνώντας δίπλα απ' τις σειρές με τις οικογενειακές φωτογραφίες. Από κάθε πλευρά την κοιτούσαν λευκά πρόσωπα - τ α λευκά πρόσωπα των αναμνήσεων. Η Λίζα που καβαλούσε το πρώτο της ποδήλατο με δύο ρόδες. Ο Τζορτζ καθισμένος σ' ένα λιβάδι με μαργαρίτες. Το τέταρτο σκαλί έτριξε κι εκείνη για μια στιγμή πάγωσε και συνέχισε να αφουγκράζεται. Το μόνο που ακουγόταν, όμως, ήταν τα φύλλα που συσσωρεύονταν. Τώρα είχαν σχηματίσει ένα τόσο παχύ στρώμα, που ακούγονταν σαν λεωφορείο που περνά μέσα απ' το λασπόχιονο του χειμώνα. Το μόνο που άκουγε ήταν τα διακεκομμένα χτυπήματα της πόρτας κάτω.

Έστριψε στο ημικεφαλόσκάλο και σύρθηκε αργά στη σκάλα που οδηγού-σε στο διάδρομο. Σταμάτησε για μια στιγμή και κοίταξε πίσω τη Μαίρη. «Μαίρη —για όνομα του Θεού, πήγαινε δες τι κάνει π Έμιλι»,

«Εντάξει, Άιρις, αλλά, σε παρακαλώ, πρόσεχε. Σε παρακαλώ. Δεν έχεις ιδέα ποιος ή π μπορεί να βρίσκεται εκεί κάτω».

Η Άιρις είχε σχεδόν φτάοει στο διάδρομο όταν έξαφνα η Έμιλι

100

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ξεπρόβαλλε απ' την είσοδο της τραπεζαρίας και στάθηκε ακριβώς στη βάση της σκάλας, κοιτώντας την. Φορούσε την άσπρη της νυχτηαά που κυμάτιζε στο ρεύμα παράξενα, σπασμωδικά, λες και η Άιρις παρακολουθούσε μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία, που παιζόταν με ταχύτητα τριανταπέντε καρέ το δευτερόλεπτο. Το πρόσωπο της ήταν κατάχλομο, σαν λευκό ελεφαντόδοντο και τα μάτια της μαύρα και σπινθηροβόλα, σαν χάντρες από νεκρώσιμο περι-δέραιο. Χαμογελούσε γλυκά. Πόσο γλυκό ήταν το χαμόγελο της! Κι όμως, π απέραντη γλυκύτητα του έκανε την Άιρις να κοκαλώσει στη θέση της, με το ένα χέρι την κουπαστή της σκάλας και με τ' άλλο στο ρόπαλο του Τέρι και να αισθανθεί καχυποψία, πανικό και κρύο.

«Μαμά», είπε η Έμιλι. Μερικά μοναχικά φύλλα γλίστρησαν πάνω στο γυαλιστερό ξύλινο πάτωμα, κοντοστάθηκαν ία έπειτα γλίστρησαν ξανά. Έβγαλαν ένα κροτάλισμα, λες και κάποιος έκλεβε την τελευταία τους πνοή.

«Έμιλι... έπρεπε να 'σουν στο κρεβάτι». «Όχι απόψε, Μαμά. Απόψε είν' εκείνη η νύχτα», Η Άιρις την κοίταξε μες από μάτια σαν σχισμές. Υπνοβατούσε; Την είχαν

ναρκώσει; Μια τρομερή σκέψη πέρασε απ' το μυαλό της: ίσως η Έμιλι να 'χε βρει τα ηρεμιστικά της και, περνώντας τα για καραμέλες, να 'χε καταπιεί μερι-κά. Η φωνή της ακουγόταν παράξενα, λες ία ήταν μπουκωμένη με φλέμα ή λες και μιλούσε από άλλο δωμάτιο.

«Έμιλι, τι τρέχει;» τη ρώτησε η Άιρις. «Τίποτα δεν τρέχει, Μαμά. Όλα είναι μια χαρά». «Ξέρεις τι ώρα είναι; Γύρνα στο δωμάτιο σου και πέσε στο κρεβάτι». Η Έμιλι κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Είναι πολύ αργά γι' αυτό, Μαμά». Κοίταξε κατά μήκος του διαδρόμου που οδηγούσε στην κουζίνα και προς την

πόρτα που οδηγούσε στην αυλή. «Μπορείς να μπεις τώρα», είπε, με φωνή δυνατότερη και πιο κοφτή, σαν να απευθυνόταν σε κάποιον που στεκόταν απ' έξω.

Ένα ξαφνικό κύμα από ξερά φύλλα όρμησε στο διάδρομο κι άρχισε να στριφογυρίζει γύρω απ' τους αστραγάλους της Έμιλι. «Μπορείς να μπεις τώρα!» φώναξε. «Όλα είναι μια χαρά τώρα, είσαι ευπρόσδεκτος μέσα!»

Η Αιρις την κοίταξε άγρια. «Σε ποιον μιλάς, Έμιλι; Έμιλι! Σε ποιον μιλάς;» Όμως η Έμιλι δεν απάντησε. Δε σήκωσε καν το βλέμμα. Απλά συνέχισε

να γνέφει και να κουνά ενθαρρυντικά το κεφάλι, Η Αιρις κατέβηκε βιαστικά τα λίγα σκαλιά που απέμεναν κι άρπαξε τον

ώμο της Έμιλι. «Έμιλι! Σε ποιον μιλάς;» «Αου», έκανε η Έμιλι και προσπάθησε ν' απελευθερωθεί. Όμως η Άιρις

την κρατούσε σφιχτά και στράφηκε για να δει σε ποιον έγνεφε η Έμιλι. Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός, η κουζίνα το ίδιο, όμως έξω π αυλή ήταν

λουσμένη απ' το σεληνόφως. Η Αιρις διέκρινε τα κύματα των ασημοπράσινων φύλλων, που μερικά χόρευαν και στροβιλίζονταν στον άνεμο, διέκρινε, όμως,

101

GRAHAM MASTERTON

και κάτι ακόμα. Κάτι τεράστιο και σκοτεινό, καταμεσής της αυλής. Κάτι που σερνόταν. Δεν ήξερε αν ήταν θάμνος ή τεράστιος σωρός από φύλλα ή κάποιος που φορούσε ένα μανδύα από φύλλα.

Ό,τι κι αν ήταν, την τρομοκρατούσε καθώς πλησίαζε το σπίτι με βήμα μετρημένο, άκαμπτο, λες και, αν ήθελε, θα μπορούσε να προχωρήσει γρηγορότερα, προτιμούσε, όμως, να ακολουθήσει κάποια σκοτεινή, αλλά πανάρχαια ιεροτελεστία, σαν ιερέας που βαδίζει προς την Αγία Τράπεζα ή σαν εκτελεστής που βαδίζει προς το ικρίωμα.

«Έμιλι!» ούρλιαξε η Αιρις. «Έμιλι, τι είν' αυτό;» «Τον κάλεσα μέσα», είπε η Έμιλι με ειλικρινή, τρεμάμενη φωνή. «Τι έκανες;» «Είναι άγιος. Είναι ο πατέρας του Μπαμπάκα. Τον κάλεσα μέσα». «Όχι!» είπε η Αιρις. Παρόλο που δεν ήξερε τι, ή ποιος, ήταν εκείνος ο

σωρός από φύλλα, σίγουρα ήξερε ότι δεν τον ήθελε μες στο σπίτι. Παράτησε την Έμιλι κι έτρεξε βιαστικά προς την πόρτα της κουζίνας, χτυπώντας τον γοφό της στη γωνία του τραπεζιού της κουζίνας.

Παρόλο που ήταν σκοτεινός και άμορφος, ο σωρός από φύλλα πρέπει να διέθετε αντίληψη, μιας κι αντέδρασε αμέσως, ορμώντας επάνω της μανιασμέ-να. Η Άιρις δεν κατόρθωσε να κλείσει με δύναμη την πόρτα και να γυρίσει το κλειδί, παρά μόνο την τελευταία στιγμή. Τα φύλλα συγκρούστηκαν με την πόρτα μ' ένα βαρύ κρότο, λες και κάτι να θρυμματιζόταν, κι ένα απ' τα παρά-θυρα έγινε κομμάτια, εξαπολύοντας στο πάτωμα της κουζίνας μια βροχή από σπασμένα τζάμια και φύλλα.

«Μαίρη!» τσίριξε η Αιρις. «Μαίρη! Τηλεφώνησε στην αστυνομία!» Η Έμιλι μπήκε τρέχοντας στην κουζίνα. Το πρόσωπο της ήταν πανιασμέ-

νο και τα μάτια της γουρλωμένα. « Ανοιξε την πόρτα!» φώναξε. «Πρέπει να τον αφήσεις να μπει!» Τα φύλλα συγκρούστηκαν άλλη μια φορά με την πόρτα. Τούτη τη φορά το

ξύλινο πλαίσιο της τσακίστηκε ία ένας απ' τους μεντεσέδες έφυγε απ' τη θέση του, Η Άιρις πίεσε την πόρτα με τον ώμο της, όμως η Έμιλι την τραβούσε απ' τον καρπό και ούρλιαζε: «Αστον να μπει! Αστον να μπει! Πρέπει να τον αφή-σεις να μπει!»

Τα φύλλα χτύπησαν με δύναμη άλλη μια φορά ία άλλη ια άλλη. Ο ώμος της Αιρις ήταν άσχημα χτυπημένος κι ένιωθε σαν να της είχαν μαστιγώσει το λαιμό. Όμως ολάκερο το κορμί της ήταν πλημμυρισμένο από τρόμο ία αδρενα-λίνη ία ήξερε ότι έπρεπε να κρατήσει εκείνο το πράγμα έξω απ' το σπίτι της.

Ο Τέρι την είχε προειδοποιήσει: ο Πράσινος Ταξιδευτής θα 'ρ θ ει και θα σου χτυπήσει την πόρτα και θα χτυπά και θα χτυπά και θα συνεχίσει να χτυπά μέχρι κάποιος να του ανοίξει για να μπει. Και τότε, ο Θεός βοηθός.

Και τότε, ο Θεός βοηθός. Η πόρτα τρεμούλιασε άλλη μία φορά και το τζάμι του δεύτερου παραθύ-

102

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ρου έσπασε. «Μαίρη!» ούρλιαξε η 'Αιρις. «Μαίρη, τηλεφώνησε στην αστυνομία!» Η Έμιλι εξακολουθούσε να την κρατά, να τη γρατσουνίζει και να την

τραβά με δύναμη, ώσπου τελικά η 'Αιρις ανέμισε προς τα πίσω το ελεύθερο αριστερό της χέρι και τη χαστούιασε στο μάγουλα. «Φύγε, Έμιλι! Φύγε!»

Όμως η Έμιλι εξακολουθούσε να την τραβά' κι έαχισε και το μανίκι της νυχτπαάς της.

Η Αιρις προσπάθησε να τη χαστουκίσει ξανά, όμως εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε διάπλατα με πάταγο. Η 'Αιρις και η Έμιλι έχασαν την ισορροπία τους και σωριάστηκαν στο πάτωμα, ενώ η σπαομένη πόρτα βρέθηκε από πάνω τους. Η Έμιλι άρχισε να ουρλιάζει' όμως της 'Αιρις δεν της είχε απομείνει κουράγιο, παρά μόνο για να προσπαθήσει ν' ανασάνει. Η πόρτα τής πίεζε με δύναμη το ζυγωματικό και το στήθος και νόμιζε ότι θα την έλιωνε. Παράτησε το ρόπαλο, τοποθέτησε τις παλάμες της στο θρυμματισμένο ξύλο ία έσπρωξε προς τα πάνω. Ακολούθησε μια στιγμή κατά την οποία νόμισε ότι οι καρποί της θα έσπαγαν. Τότε, όμως, η πόρτα έγειρε ία έκανε μισή περιστροφή, φεύγο-ντας από πάνω της. Κατόρθωσε ν' απελευθερωθεί βήχοντας και με κομμένη την ανάσα, παρόλο που ο δεξιός της αστράγαλος είχε πιαστεί στο σπασμένο μεντεσέ κι είχε γδαρθεί άσχημα. Σύρθηκε σφαδάζοντας προς τα πίσω πάνω στο πάτωμα κι έπειτα στάθηκε όρθια - κ α ι βρέθηκε μέσα σ' ένα σίφουνα από φύλλα που την κέντριζαν.

Έκανε στα τυφλά δυο βήματα προς τα πίσω και σκόνταψε στο πόδι μιας πεσμένης καρέκλας. Σωριάστηκε τόσο δυνατά που ήταν σαν να είχε δεχτεί γροθιά' κυλίστηκε με θόρυβο κατά μήκος του δαπέδου πάνω ο' ένα χαλί από αγκαθωτά φύλλα και σπασμένα τζάμια. Ακουσε έναν ήχο που έμοιαζε με κάτι που πέφτει από μεγάλο ύψος, όπως μια βόμβα, και σήκωσε το χέρι για να προ-στατέψει το πρόσωπο της. Ο τεράστιος σωρός από φύλλα ξεχύθηκε μες στο σπίτι ολοσκότεινος και οργισμένος, περνώντας πάνω αη' τη σπασμένη πόρτα και, καταμεσής του σκοταδιού του, τής φάνηκε πως διέκρινε μάπα να την κοι-τάζουν άγρια, μάτια τόσο μαύρα και σπινθηροβόλα όσο ήταν και τα μάτια της Έμιλι λίγο νωρίτερα.

«Ω Θεέ μου όχι Θεέ μου σε παρακαλώ Θεέ μου όχι». Πεσμένη στα τέσσερα σαν τρελαμένο ζώο, σύρθηκε κατά μήκος του

δαπέδου προς την είσοδο του διαδρόμου. Κομμάτια από τζάμι μπήγονταν στα γόνατά της ία έσχιζαν τα καλάμια της. Το κάτω μέρος των ποδιών της ήταν καλυμμένο με αίμα, αλλά εκείνη δεν αισθανόταν τίποτα, μόνο πανικό. Κατόρθωσε να σηκωθεί όρθια και να στραφεί προς την κουζίνα, με μάτια που είχαν γίνει σαν σχισμές κόντρα στον άνεμο, τη σκόνη και τα φύλλα που ορμού-σαν πάνω της.

«Έμιλι!» ούρλιαξε. Είχε αρπάξει γερά το πλαίσιο της πόρτας, για να μπο-ρέσει να σταθεί όρθια. Ένιωθε λες και στεκόταν στο κατάστρωμα μιας σκού-

103

GRAHAM MASTERTON

νας, καταμεσής μιας θύελλας εννέα μποφόρ. «Έμιλι!» Δεν πύρε απάντηση. Καθώς, όμως, ήταν έτοιμη να οπισθοχωρήσει στην κου-

ζίνα, άκουσε το οξύ θρόισμα των φύλλων τόσο κοντά της, που έμπηξε μια κραυ-γή. Κάτι που έμοιαζε με χέρι με λεπτά δάκτυλα και σπασμένα νύχια, την άρπα-ξε απ' το μπράτσο και με απίστευτη δύναμη την πέταξε βίαια πάνω στον τοίχο.

«Ασε με!» Αντιστάθηκε άγρια, υστερικά, παρόλο που δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι

ήταν εκείνο ενάντια στο οποίο μαχόταν. Χτύπησε το σκοτάδι με τις γροθιές της ία εκείνες προσέκρουσαν πάνω σε φύλλα, κλαδιά κι αγκάθια. Ήταν σαν να πάλευε με μια βατ ο μουριά. Τα χέρια της ξεσκίστηκαν, τα νύχια της έσπασαν, ακόμα και τα μαλλιά της είχαν μπερδευτεί μες στα κλαδιά.

Με κάποιο τρόπο κατόρθωσε ν' απελευθερωθεί. Η νυχπιαά της είχε σκι-στεί, κι άφηνε ακάλυπτο τον ώμο, τα στήθη και την πληγιασμένη πλάτη της. Έτρεξε κατά μήκος του διαδρόμου, έφτασε στο χολ κι εκεί άρχισε ν' ανεβαί-νει δύο δύο τα σκαλιά.

Είναι όνειρο, έλεγε συνεχώς μέσα της. Είναι όνειρο. Όμως τότε έστριψε στη γωνία της σκάλας και τον είδε εκεί: στεκόταν

ακριβώς μπροστά της. Κοκάλωσε στη θέση της κι έκανε ένα βήμα προς τα κάτω, έπειτα άλλο ένα.

Το φως που αντανακλώταν από την κρεβατοκάμαρα της Μαίρης επάνω στο κεφαλόσκαλο τον φώτιζε αμυδρά. Το πρόσωπο ίου ήταν χλομό, το αδιάβροχο του λευκό ία η έκφρασήτου ολότελα παγερή, λες και δεν είχε μπο-ρέσει ποτέ στη ζωή του να αισθανθεί οτιδήποτε. Στα χέρια του κουβαλούσε τη Μαίρη* την κακόμοιρη Μαίρη, που το σώμα της κρεμόταν άψυχο, με το ένα χέρι να αιωρείται, το άλλο λυγισμένο, το πρόσωπο της στραμμένο στο πλάι. Η κοιλιά της ήταν ξεσκισμένη, το περιεχόμενο της λεηλατημένο και τα έντερά της κρέμονταν σχηματίζοντας περίπλοκες ματωμένες γιρλάντες, ένα φρικιό πανηγύρι σε κόκκινες και μοβ αποχρώσεις.

«Ω, Θεέ μου», επιε η Άιρις. «Ω, Θεέ μου, δεν μπορεί να 'VOL αλήθεια». Όμως τότε άκουσε τα φύλλα να θρο'ίζουν πίσω της και στράφηκε και είδε

τι ήταν και βεβαιώθηκε πως ήταν αλήθεια.

104

.5.

Στην Προεδρική Σουίτα του ξενοδοχείου Κόλινς Πλάζα στη λεωφόρο Κόλινς, ο γερουσιαστής Μπράιαν Κάντι έγειρε πίσω στην τεράστια επίχρυση ροκοκό πολυθρόνα του με τα μάτια μισόκλειστα, παρακολουθώντας το πρωινό φως του ηλίου να θολώνει περνώντας ανάμεσα απ' τις βλεφαρίδες του, δίχως να σκέφτεται τίποτα.

Μπροστά του βρισκόταν γονατισμένη μια εντυπωσιακή μαύρη κοπέλα με κοντοκουρεμένα μαλλιά, πορφυρά χείλη φουσκωμένα απ' το κολλαγόνο και εγκληματικά κοντή μαύρη φούστα. Το δεξί πόδι του Μπράιαν Κάντι ήταν χωμένο στην ποδιά της κι εκείνη του γυάλιζε τα νύχια των ποδιών με μια λίμα. Ήταν έντονα αρωματισμένη με Τζόρτζιο Ρεντ,

Τα πόδια του Μπράιαν Κάντι ήταν φυσικά γυμνά· κατά τα άλλα, όμως, ήταν ντυμένος σαν νεκροθάφτης που ξέρει από μόδα. Φαρδύ γκρι παντελόνι και μαύρο μεταξωτό πουκάμισο Αρμάνι, με μαύρη γραβάτα Τσερούτι. Κάπνιζε ένα πούρο Ελεγκάντε, που έμοιαζε με τορπίλη, και το οποίο είχε μόλις ξανανάψει, έτσι όταν η Λίλι μπήκε στο δωμάτιο το κεφάλι του βρισκόταν προς στιγμήν καλυμ-μένο από καπνό, λες και μόλις είχε εκραγεί όπως του κακού στο Σκάνερς.

Ο ιδιαίτερος του Μπράιαν, ο Καρλ Ντρίμερ, στεκόταν δίπλα στο παράθυ-ρο με τις μαύρες μεταξωτές κάλτσες του Μπράιαν προσεκτικά τυλιγμένες γύρω απ' το χέρι του.

Η Λίλι διέσχισε με αγέρωχο βήμα το παχύ ανοικτοπράσινσ χαλί και φίλη-σε τον Μπράιαν στην κορυφή του κεφαλιού του, η οποία είχε μόλις επανεμ-φανιστεί μες απ' τον καπνό. Εκείνος άπλωσε το χέρι του προς τα πάνω και της έπιασε κτητικά τον καρπό.

105

GRAHAM MASTERTON

«Λίλι! Αυτή κι αν ήταν συνέντευξη! "Οπως πάντα έλαμπες, σπινθηροβολού-σες*. Πώς γίνεται και κατορθώνεις να βγαίνεις τόσο λαχταριστή στην τηλεόραση;»

«Κάνω καθαρή ζωή και καθαρές σκέψεις», απάντησε η Λίλι. «Και δεν καπνίζω τούτα τα αηδιαστικά πούρα, όπως εσύ».

Χτένισε με τα δάχτυλά της τα ακανόνιστα κομμένα μαλλιά της. Αντί για το μακό και το τζιν σορτσάκι με το οποίο την είχε δει ο Νέιθαν να διαδηλώνει έξω από το Ινστιτούτο Σπέλμαν, εκείνο το πρωί ήταν ντυμένη μ' ένα γκρι ταγιέρ Υβ Σαιντ Λοράν με μεγάλα πέτα και φαρδιά μανίκια, που έπεφταν σχηματίζοντας πτυχές. Κατέβασε με το δάχτυλο της τα λουριά απ' τα ξώφτερνα παπούτσια της και τα κλότσησε ελαφρά στην άλλη άκρη του πατώματος.

«Σπινθηροβολούσες», επανέλαβε ο Μπράιαν. «Τους έψησες το ψάρι στα χείλη. Ειδικά εκείνου του τύπου απ' το Ινστιτούτο Σπέλμαν».

«Του Γκαρθ Μάθιους; Εκείνου. Είναι ψυχοπαθής. Λεν του αρκεί να ξεκοι-λιάζει ζωντανά γουρούνια και να κλέβει τα εσωτερικά τους όργανα. Ω, όχι, θέλει να τους χαρίσει και ψυχή, έτσι ώστε να ξέρουν ότι θα τους κλέψει τα εσωτερικά τους όργανα και πόσο πολύ θα πονέσουν και γιατί».

Το πούρο του Μπράιαν έσβησε ξανά. Εκείνος έβγαλε έναν ολόχρυσο αναπτήρα Ντάνχιλ και το ξανάναψε με επιμέλεια.

^Είν' ανάγκη;» ρώτησε η Λίλι. Ο Μπράιαν ρούφηξε πολύ αργά το πούρο του, με σουφρωμένα, υγρά

χείλη. «Εκτός από σένα, Λίλα, τούτο δω είναι το μοναδικό μου βίτσιο. Ένα Ελεγκάντε Colorado maduro τυλιγμένο στο χέρι, με περιτύλιγμα υγραμένο απ' τις εκκρίσεις των αιδοίων των ειδικά εκπαιδευμένων ασκούμενων Λομινικανών καλογριών, που το έφτιαξαν».

Η Λίλι σούφρωσε τη μύτη της. «Μου κάνεις πλάκα». Ο Μπράιαν χασκογέλασε, «Ναι, σου κάνω πλάκα. Το πιθανότερο είναι ότι

κάποιος φαφούτης γερο-μπάσταρδος με ιδρωμένο γιλέκο το τύλιξε στριφογυ-ρίζοντάς το στη μασχάλη του και το κόλλησε με σάλιο».

Η Λίλι είπε; «Μου χρειάζεται ένα ποτό. Τα τηλεοπτικά στούντιο πάντα με στεγνώνουν. Και συναισ θηματ π<ά, εννοώ. Λεν τον πκπεύω εκείνον τον Γκαρθ Μάθιους. Αποτελεί τον ορισμό του σαδιστή. Μιλά για τη ζωοτομία λες και στ' αλήθεια τον διεγείρει, λες και στ' αλήθεια απολαμβάνει κάθε στιγμή που προ-καλεί πόνο σ' εκείνα τα ζώα. Ξέρεις τι μου είπε; Είπε ότι όταν τα χειρουργεί, δεν τους σκεπάζει ποτέ τα μάτια. Λεν είναι παράξενο που θέλει να τους δώσει ανθρώπινη συνείδηση. Τότε μάλλον θα κυκλοφορεί συνέχεια καυλωμένος».

Ο Μπράιαν δίστασε για μια στιγμή λες κι αναλογιζόταν πώς θα 'ταν να κυκλοφορεί κανείς συνέχεια καυλωμένος, δίχως να το απορρίπτει τελείως. Έπειτα έκανε νόημα με τα δάχτυλά του και είπε: «Καρλ, φέρε σε παρακαλώ ένα ποτό στη Λίλι. Τι θες, γλυκιά μου; Μάνγκο ή αγγούρι;»

«Νερό... αρκεί. Ραμλόζα. Δε μου αρέσει πια το Περιέ, έλειπε τόση

106

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

πνευματικότητα απ' την τελευταία φιάλη, που μου ήταν αδύνατο να το πιστέψω». «Ίσως θα πρεηε να το δοκιμάσεις με λίγη βότκα», είπε ο Καρλ. Η Λίλι τον αγνόησε και κούρνιασε στη γωνιά του καναπέ, όσο πιο κοντά

μπορούσε στον Μπράιαν. Εκείνος άλλαξε χέρι στο πούρο, ώστε ο καπνός να μην πηγαίνει στο πρόσωπο της. Η μαύρη μανηαουρίστ τής έριξε μια άγρια ματιά, δίχως, όμως, να σταματήσει να περιποιείται τα νύχια των ποδιών του Μπράιαν. Ο τρόπος που το έκανε είχε κάτι το κτητικά, έτσι όπως κρατούσε το γυμνό του πόδι, έχοντάς το χωμένο βαθιά ανάμεσα στα μπούτια της, όμως η Λίλι γνώριζε ότι ήταν γελοίο να νιώθει ζήλια. Παρ' όλα αυτά, έπειτα από μερι-κά λεπτά ανακάλυψε ότι ήταν αρκετά εκνευρισμένη για να παρακολουθήσει τον οικείο τρόπο με τον οποίο το κορίτσι κρατούσε τη γυμνή φτέρνα του Μπράιαν στην παλάμη της κι έσπρωχνε τα πετσάιαα στη βάση των νυχιών του προς τα πίσω με τη λίμα της.

«Απλά ελπίζω να έκανα κάτι καλό σήμερα, αυτό είν' όλο», είπε ανήσυχα. «Μη στενοχωριέσαι τόσο», είπε ο Μπράιαν χαϊδεύοντας απαλά το χέρι

της Λίλι. «Μόλις τέλειωσε η εκπομπή μού τηλεφώνησε ο Ντάνκαν Ουάιτ. Είναι έτοιμος να αναθεωρήσει την ψήφο του, αν του εγγυηθούμε εκείνη την επιπλέ-ον επιδότηση για τη σόγια. Σου υπόσχομαι ότι μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, η χώρα θα είναι βάσει νόμου χορτοφάγα. Σε πέντε χρόνια, αποκλειστι-κά χορτοφάγα - κ α ν ε ί ς δε θα τρώει ούτε γαλακτοκομικά ούτε αυγά».

Η Λίλι φίλησε τον Μπράιαν στο μάγουλο. Απ' τα μάτια της ξεχείλιζε ο θαυμασμός. «Είσαι καταπληκτικός», είπε. «Πάντα ονειρευόμουν να σώσω τα ζώα, ποτέ, όμως, δεν πίστευα ότι θα συνέβαινε στ' αλήθεια».

«'Ει. . δεν αξίζουν μόνο σε μένα όλοι οι έπαινοι», είπε ο Μπράιαν. «Λε θα συνέβαινε ποτέ στ' αλήθεια, αν η πλειοψηφία των Αμερικανοί δεν επιθυμού-σε να συμβεί στ' αλήθεια».

«Παρ' όλα α υ τ ά - » «Όχι, σήμερα οι Αμερικανοί αναζητούν καινούργια ιδανικά. Και τι είναι

ιδανικότερο απ' το να γίνει κανείς χορτοφάγος και να σώσει τα ζώα από τόσα μαρτύρια; Ο μέσος Αμερικανός είναι υγιέστερος, πλουσιότερος και πιο μορ-φωμένος, έχει αναπτύξει πολιτική ευαισθησία απέναντι στον πόνο των άλλων... και δεν εννοώ μόνο των εθνικών η σεξουαλικών μειονοτήτων ή των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες. Εννοώ και των άλλων θνητών όντων. Των αγελάδων, των γουρουνιών, των προβάτων... κάθε είδους. Ξέρεις τι λέει το τραγούδι».

«Ναι», είπε χαμογελώντας η Λίλι. «"Όποιοι κι αν είμαστε, ό,τι κι αν είμα-στε, όλοι καταγόμαστε απ' τη Γη"».

Ο Καρλ μπήκε, φέρνοντας ένα ποτήρι νερό για τη Λίλι. Ο Μπράιαν την παρακολούθησε καθώς το έπινε λαίμαργα, με τη μια χούφτα της ακουμπισμέ-νη πάνω απ' το αριστερό της στήθος, το καρύδι της ν' ανεβοκατεβαίνει. Η μαύρη μανηαουρίστ έχωσε απότομα τη μυτερή της λίμα στην άκρη του μεγά-λου του δαχτύλου.

107

GRAHAM MASTERTON

«Ακόμα να τελειώσεις, Τίσια;» τη ρώτησε εκνευρισμένος ο γερουσιαστής Κάνη. «Τα πόδια μου έχουν αρχίσει να μ' ενοχλούν».

«Απλά τα λειαίνω τώρα, κύριε», είπε η μανικιουρίστ. «Ε, προς το παρόν ξέχνα το. Μπορείς να τα λειάνεις αύριο. Ξέρω 'γω,

λείανέ τα την Τετάρτη». Ακολούθησε μια σύντομη παύση. Έπειτα: «Μάλιστα, κύριε γερουσιαστά». Η Λίλι ήπιε νευρικά μια γουλιά απ' το νερό της ενώ η μανικιουρίστ μάζευε

τα ψαλίδια, τις χάρτινες λίμες και τα μπουκαλάκια της με τα βερνίκια. Όταν τελικά έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της, η Λίλι χαμογέλασε, χαλάρωσε ία άλλο ία απλώθηκε πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας του γερουσιαστή Κάνη.

«Θα 'πρεπε ν' αφήσεις εμένα να στο κάνω». «Να μου γυαλίσεις τα νύχια των ποδιών; Εσύ είσαι μια από τις μεγαλύτε-

ρες κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις. Είσαι Zeitgeist. Οι Zeitgeist δεν γυαλίζουν κανενός τα νύχια».

«Στ' αλήθεια νομίζεις ότι το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάνπ εχει μεγάλες ελπί-δες;»

Ο Μπράιαν έκανε μια περίπλοκη γκριμάτσα, σαν να έδειχνε ότι εξέταζε νοερά κάμποσες διαφορετικές πιθανότητες. «Λε θα προσπαθήσω να σε ξεγε-λάσω, Λίλι: όλα θα κριθούν στο νήμα. Πρόκειται, όμως, για θέμα του σήμερα και τούτη τη στιγμή τα μέλη του Κογκρέσου θέλουν απεγνωσμένα να δείξουν στον Πρόεδρο πως eivcu τόσο μέσα στο σήμερα όσο κι εκείνος»,

«Πφφφ», παρενέβη ο Καρλ, δίχως να κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει την περιφρόνησή του. «Μπορεί να πάρετε όλες τις σημερινές υποσχέσεις σήμερα, τι θα γίνει, όμως, με τις σημερινές ψήφους αύριο;»

«Όπως είπα, όλα θα κριθούν στο νήμα», απάντησε ο Μπράιαν. «Σε περί-πτωση ισοψηφίας, όμως, ο Αντιπρόεδρος θα δώσει την αποφασιστική του ψήφο. Ο ίδιος είναι σκληροπυρηνικός χορτοφάγος —ία ακόμα, η γυναίκα του βρίσκεται σε αποθεραπεία από καρκίνο του στομάχου και τα μόνα πράγματα που μπορεί να φάει είναι χυλός από καλαμπόκι και στραγγισμένο σπανάκι. Χριστέ μου. Καρλ, τις κάλτσες μου παρακαλώ».

Ο Καρλ έδωσε τις κάλτσες στον Μπράιαν με μια επίδειξη υψηλής περιφρόνησης, η οποία θα μπορούσε να κερδίσει Όσκαρ. «Δεν ξέρω, γερου-σιαστά», είπε. «Όταν φτάσει η στιγμή της αλήθειας, π νομίζεις ότι θα προτιμή-σουν οι άξιοι, μορφωμένοι και διακεκριμένοι συνάδελφοι σου στη Γερουσία; Τη διατροφική ορθότητα- ή σενιάν φιλετάιαα στην Αίθουσα με τα Παϊδάκια του Μέιφλαουερ;»

Έκανε μια παύση. «Προσωπικά, νομίζω ότι θα ψηφίσουν ανάλογα με τις ορέξεις τους».

«Είσαι κυνικός, Καρλ», του είπε ο Μπράιαν. «Και βέβαια είμαι κυνικός. Είμαι ο ιδιαίτερος σου επί εντεκάμισι χρόνια:

ποιος δεθα'ταν; Σ' έχω δείνα κάνεις ρουσφέτια, Μπράιαν. Σ 'έχω δει να κάνεις

108

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

τα πάντα για ν' ανέβεις. Κάποιες φορές διαφώνησα με τις μεθόδους σου, όμως ποτέ δε διαφώνησα με το πολιτικό σου πρόγραμμα. Μέχρι τώρα. Τούτο το νομο-σχέδιο Ζαπφ-Κάνη είναι τουλάχιστον αλλόκοτο: είναι η τρέλα της πολιτικής ορθότητας. Το Ζαπφ-Κάντι δεν είναι το σήμερα. Δεν είναι καν το χθες».

Ο Μπράιαν σήκωσε το πούρο του. «Κάνεις μεγάλο λάθος, Καρλ, το ξέρεις; Τούτο το νομοσχέδιο είναι το μέλλον. Μιλάμε για την παγκόσμια επι-βίωση, μιλάμε για πρωτείνη από σόγια και υδροπονική. Μιλάμε για έναν κόσμο όπου όλοι θα τρώνε: όχι μόνο η παραχαϊδεμένη, γεμάτη πρωτεΐνες μειονότητα της Δύσης. Μιλάμε για μια ολοκαίνουργια άποψη για τη Γη πάνω στην οποία ζούμε και τα θνητά όντα τα οποία τη μοιράζονται μαζί μας».

«Βλέπεις», είπε ακατάδεκτα ο Καρλ, «η πρώτη μου δουλειά ήταν στα ΜακΝτόναλντς· κι απλά αναρωτιέμαι, πόσα εκατομμύρια ανθρώπους θ' αφή-σει άνεργους ο Ζαπφ-Κάντι; Μόνο στο Χορμέλ πουλάνε 140 εκατομμύρια κον-σέρβες ζαμπονάια Σπαμ το χρόνο. Αν επικυρωθεί ο Ζαπφ-Κάντι, σε ποιους θα τα πουλήσουν; Σίγουρα όχι στο Ισραήλ»,

Ο Μπράιαν κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας περιφρονητικά σαν πραγματικός ιεροκύρηκας. «Το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι διαθέτει την πλέον προοδευτική δομή αποζημιώσεων απ' οποιοδήποτε άλλο πακέτο απαγορευτι-κών μέτρων στην ιστορία της γεωργίας των ΗΠΑ. Κανένας αγρότης, κτηνοτρόφος ή συσκευαστής κρέατος δεν πρόκειται να χάσει χρήματα. Φυσικά οι θέσεις απασχόλησης θα μετακινηθούν από την κτηνοτροφία στη φυτική παραγωγή, δε θα χαθούν, όμως, όχι σε σημαντικό βαθμό».

«Και τι θα γίνει με τους ανθρώπους σαν κι εμένα, που απλά δε θέλουν να σταματήσουν να τρώνε κρέας;»

«Οα σας κάνουμε τη μεγαλύτερη χάρη που σας έχει κάνει ποτέ κανείς. Ούτε που θα γνωρίζετε τους εαυτούς σας. Θα νιώθετε αγνοί, θα νιώθετε ελκυστικοί, Έχεις ιδέα τι μπορούν να κάνουν τα ζωικά λίπη στις αρτηρίες σου; Ξέρεις πόσες πολλές ορμόνες έχει ένα συνηθισμένο κοτόπουλο του σούπερ μάρκετ; Γνωρίζεις από τι είναι φτιαγμένα τα χοτ-ντογκ; Χριστέ μου, Καρλ, φάε ένα μαρούλι αντί για μια μπριζόλα ία απελευθερώσου. Τα κεκορεομένα λίπη επιβαρύνουν κάθε πνευματικό και ψυχικό σου χάρισμα. Μπορεί να πάψεις και να 'σαι τόσο καταθλιπτικός, που να πάρει»,

Ο Μπράιαν σηκώθηκε όρθιος. Ήταν ένας μικρόσωμος άντρας γύρω στο ένα εξήντα εννιά, που θύμιζε έντονα Ιταλό, αρκετά λιπόσαρκος, με λεπτούς καρπούς και αστραγάλους και μακρόστενα, σχεδόν αραχνοειδή. δάκτυλα στα πόδια και στα χέρια. Επίσης ήταν αξιοσημείωτα ελκυστικός. Τα μαλλιά του ήταν απαλά —αυτό ήταν εμφανές χωρίς να χρειάζεται καν να τ' αγγίξει κανείς — και είχαν μια πολύ σκσυροκάστανη φυσική απόχρωση, που άγγιζε τα όρια του μαύρου, με ασημόγκριζα τονίσματα, στην απόχρωση ινδιάνικης ζωγραφιάς με μελάνι, που την έχουν κρεμάσει σ' ένα διάδρομο κάτω από έντονη λιακάδα. Το πρόσωπο του ήταν τραχύ, σαν αγγέλου μισοπεθαμένου απ'

109

GRAHAM MASTERTON

την πείνα, με βαθουλωτά καστανά μάτια, τέλεια μύτη και χείλη που έδιναν επί μονίμου βάσεως την εντύπωση ότι επρόκειτο να προφέρουν κάτι σαγηνευτικό και ταυτόχρονα ωμό.

Η ματαιοδοξία και το εγώ του ήταν τόσο ισχυρά, που σχεδόν ήταν ορατά, όπως η ζέστη που αναδίδει ένας αυτοκινητόδρομος που τον ψήνει το λιοπύρι. Σε ηλικία 51 ετών ήταν ένας από τους νεότερους προέδρους της Επιτροπής της Γερουσίας για τη Γεωργία, τη Διατροφή και τη Δασοπονία. Δύσκολα περ-νούσε απ' το μυαλό κανενός ότι κάποτε βοηθούσε στο τάισμα των γουρουνιών στο αγρόκτημα του πατέρα του στο Ιστ Πλέζαντ Πλέιν, στην κομητεία Τζέφερσον της Αϊόβα- και ότι είχε πει στους δασκάλους που δίδασκαν επαγγελματικό προσανατολισμό πως η μεγαλύτερη φιλοδοξία του ήταν να φτιάξει «παστό μπέικον που να χαίρει της εκτίμησης ολάκερης της πολιτείας»,

Στο εικοστό δεύτερο έτος της ηλικίας του, κάτι συνέβη στον Μπράιαν Κάνη. Εντελώς τυχαία γνώρισε την πανέμορφη, ατίθαση, ανικανοποίητη σύζυ-γο του γερουσιαστή Ουίλιαμ Όλσεν, κατά τη διάρκεια του εορτασμού για την ημέρα του Αγίου Νικολάου οτο Τσέχικο Χωριό στη 16η Λεωφόρο, στο Νοτιοδυτικό τμήμα του Σίνταρ Ράπιντς. Τέσσερις μήνες αργότερα του τηλε-φώνησε όλο λαχτάρα, μεθυσμένη, έχοντας ανάγκη να κάνει επειγόντως έρωτα και ξεκίνησαν μια παράλογη, αλλά εντελώς παράφορη σχέση. Εκείνη τον πήγε παντού — στην Ουάσιγκτον, στη Νέα Υόρκη, στο Σαν Φρανσίσκο, στο Λονδίνο — και τον συνέστησε στους πάντες. Μέχρι να γίνει 23 ετών, είχε δει αρκετό πλούτο και πολιτική επιρροή, ώστε να γνωρίζει επακριβώς τι ήθελε να γίνει. Λεν ήθελε πια να φτιάξει παστό μπέικον, όσης εκτίμησης κι αν έχαιρε. Ήθελε να γίνει πλούσιος, διάσημος και ισχυρός.

Δύο χρόνια αργότερα, μετά την επιστροφή από έναν αγώνα μπέιζμπολ των Κέρνελς, ο γερουσιαστής Ουίλιαμ Ολσεν έμεινε παράλυτος από ισχυρό εγκεφαλικό επεισόδιο. Αναγκάστηκε ν' αποσυρθεί απ' την πολιτική, το μυαλό του, όμως, παρέμενε το ίδιο κοφτερό και π λαχτάρα του για υψηλά αξιώματα αμείωτη. Διάλεξε το νεαρό Μπράιαν Κάντι ως αντιπρόσωπο του —όχι μόνο στο κρεβάτι με τη γυναίκα του, αλλά και ως πολιτικό του αντιπρόσωπο— και τον υποστήριξε μ' όλο τον τεράστιο πλούτο και την πολιτική επιρροή που διέθετε.

Σε ηλικία 27 ετών, ο Μπράιαν εξελέγη στο Κογκρέσο, ως εκπρόσωπος των ρεπουμπλικανών για τπν πολιτεία της Αιόβα. Χρόνια αργότερα - έ ν α χρόνο μικρότερος απ' ό,τι ήταν ο Τζον Φ, Κένεντι όταν εξελέγη γερουσιαστής στη Μασαχουσέτη— ο Μπράιαν εξελέγη στη Γερουσία. Ο Ουίλιαμ Όλσεν εξακολουθούσε να τον χρηματοδοτεί και να χρησιμοποιεί την πολιτική του ισχύ για να τον σπρώξει ακόμα ψηλότερα.

Ο Ουίλιαμ Όλσεν ήθελε να γίνει Πρόεδρος: κατ' ουσίαν, αν όχι κατ' όνομα.

Ο Ουίλιαμ Όλσεν ήθελε να ελέγχει τον κόσμο που του είχε στερήσει τον ανδρισμό του και του είχε πάρει την ικανότητά του να κινείται. Ο Μπράιαν

110

SAP ΚΑ & ΑΙΜΑ

Κάντι θα ήταν ο άνθρωπος που θα το έκανε για λογαριασμό του, «Γερουσιαστή», είπε ο Καρλ, «μην ξεχνάς εκείνο το γεύμα στις 12:30 στο

Εμπορικό Επιμελητήριο για την κατάθεση του νομοσχεδίου' κι ότι σης τρεις θα συναντήσουμε τον Κάργκιλ».

Ο Μπράιαν τον αγνόησε, πέρασε το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά της Λίλι και την κοίταξε στα μάτια με το ίδιο βλέμμα που σιγόκαιγε, το οποίο είχε ανά-ψει κάποτε κατ τη Νίνα Όλσεν. «Θα επιστρέψεις μαζί μου στην Ουάσιγκτον;» τη ρώτησε.

«Απόψε; Όχι, δε νομίζω, Μπράιαν. Προσπαθώ να οργανώσω μια συνάντη-ση με τους υπεύθυνους του Ινστιτούτου Σπέλμαν, για να δω αν μπορούμε να τους πείσουμε να εγκαταλείψουν εκείνο το πρόγραμμα εξωμεταμόσχευσης ή όχι. Όλα τα σημάδια δείχνουν ότι εδώ και δύο βδομάδες τους έχουμε υποβά-λει σε τέτοια πίεση μέσω των μέσων ενημέρωσης, που μπορεί και να συμφω-νήσουν τουλάχιστο να το αναβάλουν εθελοντικά. Αν γυρίσω τώρα στην Ουάσιγκτον η υπόθεση θα χάσει αρκετή απ την ορμή της».

«Ορμή;» είπε ο Μπράιαν. «Δεν καταλαβαίνω γιατί χάνεις τον καιρό σου. Το μόνο πράγμα που θα κάνει το Ινστιτούτο Σπέλμαν να υποχωρήσει είναι ο νόμος. Απ' τη στιγμή που θα εγκριθεί ο Ζαπφ-Κάνπ, θα 'ναι αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν τα πειράματα και τότε δε Θα χρειάζεται ν' ανησυχείς για τ ο π πιστεύουν. Η θανάτωση οποιουδήποτε είδους ζώου για οποιοδήποτε λόγο Θα θεωρείται φόνος. Το Ινστιτούτο Σπέλμαν θα πρέπει να κλείσει, όπως και κάθε άλλο μέρος όπου τα ζώα θανατώνονται ή υπόκεινται κακομεταχείριση. Απ' την μια άκρη της χώρας μας μέχρι την άλλη δεν θα μείνει ούτ' ένα σφαγείο όρθιο. Ούτ' ένα εργοστάσιο κρέατος, ούτ' ένα εργαστήριο δοκιμής καλλυντικών, ούτ' ένα μέρος όπου τα ζώα θα υποφέρουν για χάρη της ανθρώπινης άνεσης».

Η Λίλι έπιασε τα χέρια του Μπράιαν, τον τράβηξε κοντά της και τον φίλη-σε. Ακόμα και ξυπόλητη ήταν τουλάχιστο πέντε πόντους ψηλότερή του, όμως ο Μπράιαν αδιαφορούσε που ήταν κοντύτερος. Ό,τι του έλειπε σε ύψσς, το ανα-πλήρωναν με το παραπάνω τα χρήματα, η ακτινοβολία και π απόλυτη δύναμη.

«Λε μ' αρέσει να σου κάνουν μανικιούρ», είπε ανασαίνοντας στο πρόσωπο του.

Εκείνος κοίταξε εξεταστικά τα φουρτουντασμένα μάτια της. «Θες να σε κόψω φέτες με τα νύχια μου, ενώ κάνουμε έρωτα;»

«Εσύ είσ' ο εραστής. Θα 'πρεπε να ξέρεις τι θέλω. Εκείνο που θέλω να πω, όμως, είναι ότι θα μπορούσα εγώ να σου κάνω μανικιούρ».

Ο Μπράιαν ακούμπησε το μέτωπο του με ένα δάχτυλο, λες και μόλις του είχε έρθει κάτι σημαντικό στο μυαλό.

«Τι τρέχει;» ρώτησε η Λίλι. «Θα φάμε με τα μέλη του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Σίνταρ Ράπιντς,

σωστά;» ρώτησε ο Μπράιαν. «Σωστά», είπε ο Κάρλ.

111

GRAHAM MASTERTON

«Πιίρες το κοστούμι μου απ' το καθαριστήριο;» Ο Καρλ τον κοίταξε κατσουφιασμένος. Πάντα θύμιζε στο Μπράιαν ένα

χαρακτήρα της Λεωφόρου Μάνπσον από μια ζωγραφιά στο Νιου Γιόρκερ της δεκαετίας του '60: νευρωτικός, επιφυλακτικός και αιωνίως απαισιόδοξος, χωρίς να μπορεί να γελάσει με τίποτε άλλο, παρά μόνο με τη μετριότητα των άλλων. Το είδος του ανθρώπου που θα μετακόμιζε στη γειτονική πολιτεία αν μειώνονταν εκεί οι φόροι και θα επέστρεφε αν συνέβαινε το ίδιο απ' την ανά-ποδη. Ήταν ξανθός και γκρίζαρε λίγο, χλομός σαν το λίπος, με ένα ελαφρό αλληθώρισμα στο δεξί μάτι. Απ' τη στιγμή που βγήκε απ' το δωμάτιο ο Μπράιαν δεν μπορούσε πια να θυμηθεί πώς ακριβώς ήταν π όψη του.

«©α πάω να φέρω το κοστούμι σου απ' το καθαριστήριο», είπε άτονα. Περίμενε ένα λεπτό παραπάνω απ' ό,η απαιτούσε η ευγένεια ή απ' ό,τι ήταν απαραίτητο κι έφυγε.

Η Λίλι φίλησε τον Μπράιαν ξανά και ξανά, κρατώντας τον κοντά της. Τα στήθη της πιέζονταν πάνω στο Αρμάνι πουκάμισο του. «Ο Καρλ με φρικάρει", είπε αναστενάζοντας. «Αλήθεια».

«Γι' αυτό τον θέλω κοντά μου». «Για να με φρικάρει;» «Όχι, επειδή διαφωνεί μ' οτιδήποτε λέω και μ' οτιδήποτε κάνω. Πιστεύει

στο να φοράμε γούνες και να τρώμε χοιρινά παϊδάκια και στο να κρατάμε τις γυναίκες μακριά απ' την πολιτική. Μισεί τους μαύρους. Μισεί τους Κορεάτες. Μισεί οποιαδήποτε εθνική μειονότητα μπορείς να οκεφτεις. Χριστέ μου, μισεί τους Θιβετιανούς, Μισεί τον τρόπο που ντύνομαι, μισεί τον τρόπο που μιλώ, μισεί τον τρόπο που σκέφτομαι. Μπορείς να φανταστείς καταλληλότερο άνθρωπο για να με βοηθήσει να μην καβαλήσω το καλάμι;

»Θα σου πω κάτι, Λίλι: ποτέ μα ποτέ δεν πρόκειται να πιστέψω όσα λένε για μένα οι υπεύθυνοι των δημοσίων σχέσεων μου. Ποτέ, Η μέρα που θα πιστέ-ψεις όσα λεν ε οι δημόσιες σχέσεις σου, είναι η μέρα που η καριέρα σου αρχί-ζει να αποσυντίθεται. Εγώ —έχω ανθρώπους σαν τον Καρλ γύρω μου και γι' αυτό θα μετατρέψω αυτή τη χώρα σ' έναν τόπο πλασμένο για να ζούνε σε ειρηνική συνύπαρξη όλα τα θνητά πλάσματα, άνθρωποι και ζώα και γι' αυτό θα γίνω πρόεδρος».

Τη φίλησε γλιστρώντας τη γλώσσα του ανάμεσα σια χείλη της. Έπειτα έγλυψε την άκρη της μύτης της, της χαμογέλασε και είπε: «Μην ξεχνάς... το άκουσες εδώ».

Όταν έφτανε η ώρα του σεξ, εκείνη ήθελε κάτι πολύ διαφορετικό. Του το είχε πει την πρώτη φορά που την είχε ρίξει στο κρεβάτι, στο ξενοδοχείο Μπρίστολ στη Βαρσοβία, όπου και οι δύο παρακολουθούσαν το Παγκόσμιο Συνέδρια Προστασίας του Περιβάλλοντος που είχε γίνει τον προηγούμενο χρόνο. Κάθονταν μαζί στο γλυκό απογευματινό φως του Καφέ Μπρίστολ, έπι-ναν καφέ ic έτρωγαν πάστες κι εκείνη άπλωσε το χέρι της στο δικό του και

112

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

είπε: «Έχω μια ειδική ανάγκη». Εκείνος την είχε κοιτάξει μέσα απ' τον ατμό που ανέβαινε απ' τον εσπρέ-

σο του. Δεν είχε πει τίποτα. Ήταν ο εραστής της Νίνα Όλσεν· κι, επίοης, ο εραστής πολλών άλλων πλούσιων και ισχυρών γυναικών. Γνώριζε κάποια πράγματα από ειδικές ανάγκες.

Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Το παράθυ-ρο είχε ευρεία θέα προς το νότο, προς το κέντρο του Σίνταρ Ράπιντς, όπου η κυκλοφορία σπινθηροβολούσε και ο ποταμός Σίνταρ αστραφτοκοπούσε σαν ρυάκι από λιωμένο μπρούντζο.

Παρ* όλα αυτά, εκείνος δεντράβηξε τις κουρτίνες. Πέρα από το γεγονός ότι η Προεδρική Σουίτα βρισκόταν αρκετά ψηλά για να μπορεί κάποιος να κοι-τάξει μέσα, ο Μπράιαν σκόπευε να κρύψει το φως με άλλο τρόπο.

«Πόση ώρα θα κάνει ο Καρλ να σου φέρει το κοστούμι;» είπε η Λίλι, «Δεν υπάρχει κοστούμι». «Τότε — » Τη φίλησε και την ξαναφίλησε και της ξεκούμπωσε το σακάκι. «Δεν υπάρ-

χει κοστούμι», επανέλαβε. Της τράβηξε το σακάκι απ' τους ώμους. Από κάτω εκείνη φορούσε ένα

απλό, αλλά ακριβό, λευκό μεταξωτό κοντομάνικο μπλουζάκι, με χαμηλή λαιμόκοψη. Το ντεκολτέ της ήταν πολύ βαθύ και ανέδιδε τη ζεστή ευωδιά του αρώματος που έχει πάρει τη ζεστασιά του κορμιού. Φορούσε λευκό μεταξωτό στηθόδεσμο με θήκες του ενός τετάρτου, που στήριζαν τα στήθη της χωρίς να εμποδίζουν την αναπήδηση ή τη ρευστότητά τους κι άφηναν ακάλυπτες τις ρώγες. Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του απ' το δικό της, ο Μπράιαν σήκωσε τα δύο μεσαία του δάχτυλα και διέγραψε πάνω απ' το λεπτό γλιστερό μετάξι έναν κύκλο γύρω από κάθε μία απ' τις ρώγες της, μόλις αγγίζοντάς τες, γύρω γύρω, μερικές φορές χωρίς καν να τις αγγίζει, μέχρις ότου σκλήρυναν και μπορούσε να τις τραβήξει απαλά και να τις στριφογυρίσει ανάμεσα στις άκρες των δακτύλων του.

Η Λίλι συνέχισε να τον κοιτά, ανοιγοκλείνοντας ελάχιστα τα μάτια, με χείλη ελαφρά ανοικτά, ενώ π αναπνοή της δυνάμωνε με απαλά, υπομονετικά αγκομαχητά.

«Σπινθηροβολούσες», τη διαβεβαίωσε ο Μπράιαν και χαμογέλασε. «Ήσουν σαν το στεφάνι του ήλιου γύρω απ' το φεγγάρι. Και μόνο που σ' έβλε-πα μου σηκωνόταν και ζήλεψα τόσο πολύ. Ήθελα να μπουκάρω σ' εκείνο το στούντιο και να σε γαμήσω επί της οθόνης, ζωντανά, μπροστά στα εκατομμύ-ρια του κόσμου».

Της σήκωσε το μπλουζάκι. Εκείνο για μια στιγμή σήκωσε μαζί του και τα στήθη της· έπειτα, όμως, γλίστρησαν από το μετάξι κι αποκαλύφθηκαν γυμνά μπροστά του με τις σκληρές τους ρώγες και τη φαρδιά ροζ άλω γύρω τους που είχε το χρώμα πεσμένων ροδοπέταλων. Εκείνος φίλησε κάθε ρώγα και 'κείνη

113

GRAHAM MASTERTON

τον παρακολούθησε καθώς το έκανε. Έπειτα άπλωσε το χέρι του πίσω της, της ξεκούμπωσε το στηθόδεσμο και τα στήθη της έπεσαν λίγο, ταλαντώθηκαν βαριά -σταμάτησαν— ταλαντώθηκαν πάλι βαριά.

«Ήθελα να 'ρθουν κοντά οι κάμερες και να μας δείξουν να φιλάμε και να γλύφουμε ο ένας τον άλλο», είπε εκείνος. Η φωνή του ακουγόταν σιγανή, απ αλιά και αδύναμη, λες και κάποιος να φυσούσε μες στο λαιμό ενός μπουκα-λιού. «Ήθελα να δείξω σ' όλους σε τούτη την καταραμένη χώρα τι χάνουν' και γιατί σε λατρεύω- και γιατί θα προτιμήσω να σε φάω, παρά να σ' αφήσω να μου φύγεις».

Ξεκούμπωσε τα κουμπιά και τα γαντζάκια γύρω απ' τη μέση της και τα δάχτυλά του κατέβασαν το φερμουάρ της φούστας της, σαν δάχτυλα χειρούρ-γου που πραγματοποιεί την πρώτη του τομή. Η φούστα της έπεσε στο πάτωμα μ' ένα σιγανό θρόισμα ία εκείνη στάθηκε μπρος του δίχως να φορά τίποτα, παρά μόνο ένα μικροσκοπικό μεταξωτό βρακάκι, κεντημένο με μαργαρίτες. Εκείνος σκέπασε το μπροστινό μέρος της κιλότας της με την παλάμη του και ταυτόχρονα τη φίλησε, π γλώσσα του αναζήτησε κάθε λεπτομέρεια των δοντιών της, κάθε κορυφή και κάθε έλικα του εσωτερικού των ούλων της, σαν πιεστικό τυφλό αρπακτικό πλάσμα της θάλασσας. Αισθάνθηκε να της κόβεται η ανάσα- αισθάνθηκε φόβο. Έτσι αισθανόταν κάθε φορά που της έκανε έρωτα ο Μπράιαν,

Έξω απ' το παράθυρο, ο Μπράιαν διέκρινε ακίδες φωτός από ένα αερο-πλάνο της Νόρθγουεστ Έρλινκ που απογειωνόταν από το Δημοτικό Αεροδρόμιο του Σίνταρ Ράπιντς, πάνω από δώδεκα χιλόμετρα μακριά. Του φάνηκε εκπληκτπώ ότι κάποιοι πετούσαν, συζητούσαν ία έπιναν κοκτέιλ, ενώ τόσο μακριά εκείνος ρουφούσε το άρωμα μιας σχεδόν ολόγυμνης γυναίκας, «Μπράιαν...», είπε η Λίλι σαν να προσπαθούσε να του τραβήξει την προσοχή' πέρα απ' αυτό, όμως, ο τρόπος που έκανε έρωτα ήταν εντελώς παθητικός.

Τράβηξε το λεπτό λάστιχο της κιλότας της προς τα κάτω. «,.,θα μπορού-σαν να σε δουν γυμνή», της είπε, συνεχίζοντας το σενάριο του. «...εκατομμύ-ρια άντρες, που θα κάρφωναν το βλέμμα τους στο μουνί σου, θα το ήθελαν, θα το 'χαν ανάγκη και κανείς τους δε θα μπορούσε να το 'χει, εκτός από μένα...»

Εκείνη σήκωσε την κάθε της γάμπα μ' όλη την κομψότητα ενός καλά εκπαιδευμένου αλόγου, έτσι ώστε να μπορέσει εκείνος να βγάλει την κιλότα απ' το δεξί της πόδι ία έπειτα απ' το αριστερό. Την έσφιξε μες στο χέρι του σαν να έτριβε αποξηραμένα άνθη και την κράτησε για λίγο μες στη σφιχτο-κλεισμενη φούχτα του, για να σιγουρευτεί ότι την είχε στίψει από κάθε χαρακτηριστικό άρωμα που έκρυβε, το άρωμα του ιδρώτα που γεννά η νευρικότητα, το άρωμα των ούρων και του σεξ. Έπειτα έχωσε μέσα τη μύτη του και πήρε βαθιά ανάσα, «,,.και επίσης, κανείς τους δε θα μπορούσε να μοι-ραστεί τη μυρωδιά σου».

Άγγιξε με άπειρη λεπτότητα το κάτω μέρος της κοιλιάς της· η άκρη του

114

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

μεσαίου δαχτύλου του αναπαύτηκε στον αφαλό της, η άκρη του μικρού του δαχτύλου της χάιδεψε το όρος της Αφροδίτης, αρκετά για να προκαλέσουν ένα όσο το δυνατόν απαλότερο γαργόλημα των νευρικών της απολήξεων. Τη φίλησε ξανά, γλιστρώντας, κολυμπώντας και κυνηγώντας μες στο στόμα της, απαιτώντας πληροφορίες και υποταγή. «Μπράιαν», επανέλαβε εκείνη με μάτια κλειστά, περιμένοντας υπομονετικά ό,τι πραγματικά επιθυμούσε. Ισως να μην της το έδινε1 ίσως να την έκανε να περιμένει περισσότερο απ' όσο μπο-ρούσε να αντέξει.

Το αιδοίο της ήταν καλυμμένο με τρίχες καινούργιες και τόσο λεπτές, που ήταν σχεδόν αόρατες και θύμιζε ώριμο ροδάκινο. Το μεσαίο του δάχτυλο εξερεύνησε τη σχισμή της —της χώρισε τα γλιστερά χείλη, γλίστρησε προς τα κάτω απαλά, τόσο απαλά που εκείνη μόλις που μπορούσε να τον αισθανθεί, η άκρη του δαχτύλου του γλίστρησε μες στον κόλπο της για ένα δευτερόλεπτο μόνο, χωρίς καν να της δώσει το χρόνο να σφίξει τους μύες της ώστε να μπο-ρέσει πραγματικά να το αισθανθεί, έπειτα άγγιξε το περίνεό της και διέγρα-ψε έναν μόνο κύκλο ανάμεσα στα στρογγυλά μάγουλα του πισινού της, διέγει-ρε τον πρωκτό της, ούτ' αυτό, όμως δεν θα της έδινε, μιας και το δάχτυλο του αμέσως έφυγε ία άρχισε να κινείται αργά αργά στο πίσω μέρος του γυμνού της μηρού, σαν αράχνη που κινείται πάνω στον ιστό της.

«Μπράιαν». Τώρα π φωνή της ήταν όλο αδημονία κι έβγαινε βαθιά μες απ1

το λαρύγγι της. Τη φίλησε ξανά και γλίστρησε τα δάχτυλά του προς τα κάτω πάνω στη

γυμνή της πλάτη. Σκέπαοε τα βαριά της στήθη με τις παλάμες του. «Μιτρώαν—» Προσπάθησε να του αρπάξει τον καρπό, να του χώσει το

χέρι ανάμεσα στα πόδια της. Όμως εκείνος άρπαξε το δικό της καρπό ία ανε-λέητα τον κράτησε ακίνητο, έτσι ώστε εκείνη να τρέμει και να παλεύει, αλλά να μην μπορεί να λευτερωθεί. Τα φώτα ενός ακόμα αεροπλάνου τρεμόπαιξαν στο βάθος. Ήταν σαν μήνυμα οπτικού τηλέγραφου από κάποιο μοναχικό ύψωμα καταμεσής μιας πεδιάδας.

Ο Μπράιαν σταδιακά ανάγκασε τη Λίλι να χαμηλώσει το σώμα της, ώσπου εκείνη βρέθηκε καθισμένη στην άκρη του υπέρδιπλου κρεβατιού. Τα μάτια της ήταν ακόμα κλειστά. Εκείνος γονάτισε ανάμεσα στα πόδια της, κρατώντας τον αριστερό της καρπό με τόση αγριάδα που εκείνη δεν μπορούσε ούτε καν να κουνήσει τα δάχτυλά της. Με το δικό του αριστερό χέρι την έσπρωξε προς τα πίσω έτσι ώστε να την ξαπλώσει πάνω στα σκεπάσματα με τα μπούτια διά-πλατα ανοιχτά. Τα τεράστια στήθη της έπεσαν προς κάθε μία απ' τις πλευρές του στέρνου της, με τις ρώγες τους ορθωμένες. Η επιδερμίδα των στηθιώντης σχεδόν έλαμπε και πάνω της οι φλεβίτσες σχημάτιζαν ένα μικρό χάρτη.

Χαμήλωσε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια της και χρησιμοποίησε την άκρη της γλώσσας του για ν' ανοίξει τα εσωτερικά της χείλη. Εκείνα διαχωρί-στηκαν μ' έναν κολλώδη τρόπο, σαν τα φτερά μιας πεταλούδας που μόλις

115

GRAHAM MASTERTON

ξεπρόβαλλε απ' το κουκούλι. Η άκρη της γλώσσας του χασομέρησε λίγο γύρω απ' την κλειτορίδα της, κάνοντας κύκλους ξανά και ξανά, μέχρι που τα νεύρα της ήταν σε θέση να αισθανθούν τα νεύρα στην κλειτορίδα της Λίλι να αντα-ποκρίνονται και την ίδια την κλειτορίδα να πρήζεται και να σκληραίνει.

Συνέχισε το γλύψιμο προς τα κάτω, εισχωρώντας στιγμιαία στην ουρήθρα της, κάτι που την έκανε ν ανατριχιάσει. Ως απάντηση το χέρι του έσφιξε ακόμα πιο γερά τον καρπό της, λες και της υπενθύμιζε ότι εκείνη ήταν η ερω-μένη του* κι ότι εκείνος θ' αποφάσιζε πότε εκείνη θ' ανταποκρινόταν. Τελικά — έπειτα από μια παύση κατά την οποία εκείνη κράτησε την αναπνοή της και παραλίγο να πάθει ασφυξ ία- η γλώσσα του γλίστρησε μες στον κόλπο της ία άρχισε να τυλίγεται και να γλείφει. Άφησε μέσα της μια καυτή ανάσα ία έπει-τα έκανε πίσω.

Πρώτα ήταν η Οσμή, έπειτα η Γεύση. Τώρα σειρά είχε ο οργασμός* ία η Λίλι μόλις που μπορούσε να συγκρατήσει το τρεμούλιασμά της. Αναρριγούσε σαν να χε πυρετό. Κάθε της κίνηση ήταν ασυντόνιστη και ανεξέλεγκτη. Άρχισε να κλαυθμηρίζει και να βγάζει μικρά μουγκρητά απ' τη μύτη. Ολόκληρο το κορμί της παραδόθηκε σε σπασμούς. Τα δάχτυλά της άδραξαν το σκέπασμα του κρεβατιού και το πουκάμισο του Μπράιαν και θα του 'χε γρατζουνίσει και το πρόσωπο, αν εκείνος δεν είχε σκύψει και δεν είχε στρέ-ψει γρήγορα το κεφάλι του απ' την άλλη.

Λεν της μιλούσε πια. Εκείνο το κομμάτι της ιεροτελεστίας ήταν σιωπηλό, μ' εξαίρεση τα μουγκρητά και τ' αγκομαχητά της Λίλι. Λεν επρόκειτο ma για δυο ανθρώπους που έκαναν έρωτα. Επρόκειτο για την αδηφάγα και μανιασμέ-νη συνεύρεση μεταξύ δύο ζώων.

Ο Μπράιαν άπλωσε το χέρι του κάτω απ' το κρεβάτι και τράβηξε δύο λευκά μεταξωτά φουλάρια. Έπειτα στάθηκε όρθιος και γύρισε την Λίλι ανάπο-δα, αναγκάζοντάς τη να ξαπλώσει μπρούμυτα στο κρεβάτι. Εκείνη πάλευε, κλοτσούσε και τον χτυπούσε, όμως εκείνος της γύρισε το αριστερό χέρι φέρ-νοντάς το ανάμεσα στις ωμοπλάτες της κι έπειτα χαστούιασε το γυμνό της πισινό —μία, δύο, τρεις φ ο ρ έ ς - αφήνοντας έντονα κόκκινα ίχνη από δάχτυ-λα πάνω στο λαμπερό, λευκό της δέρμα.

Εκείνη προσπάθησε ν' απελευθερωθεί, όμως εκείνος την πίεσε πάνω στο κρεβάτι ακόμα πιο άγρια, συνθλίβοντας τα στήθη της πάνω στο μπροκάρ. Έπειτα την καβάλησε, τράβηξε το κεφάλι της προς τα πίσω, έδεσε ένα από τα λευκά μεταξωτά φουλάρια γύρω απ' τα μάτια της και το έσφιξε, αφήνοντάς την εντελώς τυφλή.

Εκείνη ούρλιαξε και μούγκρισε ξανά* όμως, εκείνος τράβηξε και το δεξί της χέρι πίσω της και χρησιμοποίησε το δεύτερο φουλάρι για να της δέσει τους καρπούς. Εκείνη τον κλότσησε, όμως ο Μπράιαν τη χτύπησε ξανά στον πισινό, ρίχνοντάςτης κοφτές, τσουχτερές ξυλιές και η Λίλι μάζεψε τα γόνατα της από κάτω της και κουλουριάστηκε στο κρεβάτι τρέμοντας.

116

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ο Μπράιαν σηκώθηκε όρθιας. Δίχως βιασύνη έλυσε τη γραβάτα του, ξεκούμπωσε το πουκάμισο του και το παντελόνι του. Η Λίλι παρέμεινε στη θέση της, γυμνή, με τα μάτια καλυμμένα, μαζεμένη στο κρεβάτι με τα χέρια δεμένα πίσω.

Το αιδοίο της ήταν εντελώς εκτεθειμένο σ' εκείνον* και καθώς εκείνος γδυνόταν, δεν τράβηξε ούτε μια φορά το βλέμμα του από κει, μιας ία απολάμ-βανε τη θέα από κείνα τα γυαλιστερά ρόδινα χείλη και τον τρόπο με τον οποίο πότε πότε πετάριζαν οι μύες της.

Χωρίς ρούχα ήταν λιπόσαρκος, νευρώδης και καλυμμένος με κατσαρές μαύρες τρίχες. Το πέος του εξείχε τελείως σκληρός, με τη βάλανο του μπλα-βιά σαν φρέσκια μελιτζάνα. Παλλόταν απαλά συγχρονιζόμενη με την κυκλο-φορία του αίματος του. Οι βαριοί όρχεις του κρέμονταν ανάμεσα στα μπούτια του, ία έδιναν την εντύπωση ότι από στιγμή σε στιγμή θα επωάζονταν.

Η Λίλι κλαυθμήριζε, ρουφούσε τη μύτη της και χτυπούσε το κεφάλι της πέρα δώθε σαν πανικόβλητο ζώο. Ο Μπράιαν γονάτισε στο κρεβάτι και χώρι-σε τα μάγουλα του πισινού της με τους αντίχειρες του όσο περισσότερο μπο-ρούσε. Τυφλωμένη απ' το ένα φουλάρι, δεμένη με το άλλο, η Λίλι άρχισε να ουρλιάζει. Ο Μπράιαν έσκυψε μπροστά με απίστευτη αταραξία, τόσο αργά που κάλλιστα θα μπορούσε να ζει σε μια ταινία για τη φύση παιγμένη στο ένα τέταρτο της ταχύτητάς της. πρόβαλλε τη γλώσσα του σαν χαμαιλέοντας που προσπαθεί να φτάσει ένα γλυκό μεζέ ία άγγιξε με την άκρη της τον εκτεθει-μένο της πρωίαό.

Έπειτα, μ' ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης έπιασε στο χέρι το καυλί του και έσπρωξε το πρησμένο του κεφάλι βαθιά ανάμεσα στα πόδια της Λίλι, γλιστρώντας το, γλιστρώντας το μέχρι τους ταλαντευόμενους όρχεις του, μέχρι που φαινόταν λες ία εκείνη είχε βγάλει μαύρο ηβικό τρίχωμα.

Τη γαμούσε γρήγορα και θυμωμένα, Ο πούτσος του ορμούσε μέσα της ξανά και ξανά ία εκείνη βρισκόταν ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι με τα μάτια σκεπασμένα και τους καρπούς δεμένους πίσω της, τα δόντια σφιγμένα απ' την έκσταση και την οδυνηρή ικανοποίηση.

Ψιθύριζε Τ' όνομά του, αλλά εκείνος δεν την άκουγε. Το αίμα του έκανε τα τύμπανα των αυτιών του να βροντούν και το μόνο που διαπερνούσε την αυτοσυγκέντρωσή του ήταν οι κολλώδεις γλιστεροί ήχοι της συνουσίας.

Δεν του πήρε πολλή ώρα για να φωνάξει: «Χύνω, γαμώτο!» και να σωρια-στεί εμπρός πάνω στην πλάτη της Λίλι με πρόσωπο κατακόκκινο, μάτια σφιχτά σφαλισμένα, ενώ ολόκληρο το είναι του δεν ήταν συγκεντρωμένο στο Καπιτώλιο ή στο πώς να ξεγελάσει τους ψηφοφόρους ή σε επιτυχημένες ατά-κες για την τηλεόραση, αλλά στο να εκτοξεύσει μια δόση σπέρμα μες στον ορθάνοιχτο κόλπο ενός κοριτσιού, που είχε ανάγκη να κάνει έρωτα σαν δεμέ-νο ζώο.

Ακολούθησε μιας στιγμής λαχάνιασμα· μιας στιγμής έντονη κάψα· μιας

117

GRAHAM MASTERTON

στιγμής έντονη ανακούφιση. Εκείνες ήταν οι στιγμές που ο Μπράιαν καταλά-βαινε ότι δεν την αγαπούσε πραγματικά' ότι δεν μπορούσε ν' ανεχτεί άλλο τούτη την ιεροτελεστία με το σκέπασμα των ματιών, τουλάχιστον όχι μέχρι την επόμενη φορά. Εκείνες ήταν οι στιγμές που ένιωθε πιο πολύ ο εαυτός του: κι έβλεπε τον εαυτό του όπως ήταν. Όμως τέτοιες στιγμές ήταν ελάχιστες ία αρκετά απομακρυσμένες μεταξύ τους, για να μπορέσει να σκεφτεί ν αλλάξει την κατάσταση. Ό,τι ία αν συνέβαινε, είτε κέρδιζε, είτε έχανε, το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι αποτελούσε πολιτική βόμβα ία αν έτσι αποκόμιζε απ' αυτό το μεγαλύτερο δυνατό πολιτικό κεφάλαιο, τότε φέρτε τα φουλάρια, φέρτε τα μαστίγια, φέρτε τις χειροπέδες- ό,τι επιθυμούσε π Λίλι, θα το είχε.

Ο Μπράιαν τράβηξε το, μαλακό πια, μόριό του από μέσα της. Για μια στιγ-μή τους συνέδεσε ένα λεπτό, τρεμουλιαστό νήμα σπέρματος, που έπειτα έσπασε. «Λύσε με», είπε εκείνη βραχνά κι εκείνος την έλυσε, όπως πάντοτε τον εμπιστευόταν ότι θα έκανε. Της έβγαλε το φουλάρι απ' τα μάτια.

«Ήσουν συγκλονιστική", της είπε. «Ξεπέρασες τον εαυτό σου». «Είχα χαθεί», αποκρίθηκε εκείνη. Η φωνή της ήταν αδύναμη - σ α ν ενός

μικρού παιδιού, αξιοθρήνητη και άχαρη. «Είχες χαθεί; Τι εννοείς είχες χαθεί;» «Είχα χαθεί στο χωράφι, αλλά η Μαμά ήρθε να με βρει». Ο Μπράιαν έπεσε προς τα πίσω στο κρεβάτι δίπλα της ία άπλωσε το χέρι

του για να πιάσει το μισοκαπνισμένο του πούρο. «Παιδικές αναμνήσεις, αυτό είν' όλο. Μπορούν να 'ρθουν για να σε τυραννήσουν τη στιγμή που δεν το περι-μένεις».

Έκανε μια μικρή παύση, για να βρει τον αναπτήρα του. Επειτα πρόσθεσε: «Δε μου 'χεις μιλήσει ποτέ πριν για τη μαμά σου».

«Ποτέ δεν τη γνώρισα». «Σε έσωσε όταν είχες χαθεί στο χωράφι». «Ναι, βέβαια, μόνο που εκείνη δεν ήταν η αληθινή μου μαμά», Ο Μπράιαν άναψε το πούρο του. «Δεν είν' ανάγκη να μου εξηγήσεις. Δεν

περιμένω να μάθω την ιστορία της ζωής σου». Ξάπλωσε στην αγκαλιά του. Το δέρμα της ήταν κρύο και πότε πότε ανα-

τρίχιαζε. Τη ρώτησε αν ήθελε ν' ανοίξει τον κλιματισμό, όμως εκείνη είπε όχι, της άρεσε να είναι δροσερά. Όταν ήταν δροσερά μπορούσε να νιώσει την υγρασία ανάμεσα στα πόδια της, και της άρεσε, την έκανε να αισθάνεται παρ-μένη.

«Ώρες ώρες δε σε καταλαβαίνω, έτσι που εκφράζεσαι», είπε εκείνος. «Ξέρεις, όπως όταν λες παρμένη».

Εκείνη άπλωσε το χέρι της, πήρε το μαλακό πλέον πέος του στο χέρι. της και το πίεσε. «Ούτε ία εγώ σε καταλαβαίνω —κάποιες απ' τις λέξεις που χρη-σιμοποιείς».

«Έι, μορφώθηκα μόνος μου. Μ' αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν μορφω-

118

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

θεί μόνοι τους. Είναι αυθεντικοί». Εκείνη γλίστρησε προς τα κάτω και πήρε το πέος του στο στόμα της, γλύ-

φοντας το και στριφογυρνώντας το, εξερευνώντας το με τη γλώσσα της και όαγκώνοντάς το απαλά. Όσο εκείνη ασχολούνταν μ1 αυτό, ο Μπράιαν κοιτού-σε τις αντανακλάσεις που χόρευαν στο ταβάνι της Προεδρικής Σουίτας και θαύμαζε το πώς η πολιτική σκοπιμότητα μπορούσε να συσπειρώσει εχθρούς και εραστές' και να δημιουργήσει μεταφυσικά αινίγματα, που ήταν σχεδόν αδύνατο να λυθούν.

Ο Λουκ κατέφθασε στο σπίτι των 0 ρ σ ο ν λίγο πριν τις έντεκα. Ο δρόμος ήταν γεμάτος αστυνομικά αυτοκίνητα, οχήματα του Τύπου και στέισον-βάγκον που ανήκαν στο γραφείο του ιατροδικαστή του Σίνταρ Ράπιντς. Ήταν ένα ζεστό πρωινό, όλο καταχνιά και κάπου στο βάθος πετούσαν όρνια. Δικαιολογημένα. Υπήρχαν ψοφίμια εδώ.

Ο Τζον Χάζμπαντ, ο αρχηγός της αστυνομίας, στεκόταν στην μπροστινή αυλή και μασούσε τσίχλα. Ήταν ένας γεροδεμένος, μυώδης άντρας, με μια νταηλίδικη γοητεία, κοντοκουρεμένα γκρίζα μαλλιά και τα διαυγέστερα γαλα-νά μάπα που είχε δει ποτέ του ο Λουκ λες και μπορούσε να δει μες από κλει-δωμένες πόρτες" λες και μπορούσε να δει μες από συμπαγές ατσάλι. Ο Λουκ τον πλησίασε όπως υπαγόρευε το ιδιαίτερο τους πρωτόκολλο, κάπως λοξά, σαν ένα είδος χορού ζευγαρώματος. Όλα αυτά δε συμβιβάζονταν με το γεγονός ότι κάποτε, εκπληκτικά μεθυσμένος, ο Αρχηγός είχε κατεβάσει το παντελόνι του και είχε δείξει στον Λουκ την τρομερή πληγή από σφαίρα στο υπογάστριο του, την ουλή που απλωνόταν σαν τα πλοκάμια ενός καλαμαριού, το ηβικό του τρίχωμα που φύτρωνε σε ακανόνιστες τούφες και το πέος του που κρεμόταν θεόστραβο.

«Γεια σου, Λουκ», είπε ο Τζον, συνεχίζοντας το μάσημα. Από κοντά μύρι-ζε έντονα αφρόλουτρο Ολντ Σπάις.

Ο Λουκ τον χτύπησε επιφυλακτικά στον ώμο, «Πώς είσαι, Τζον; Τι έχουμε εδώ;»

«Μια μεσόκοπη παντρεμένη λευκή γυναίκα όχι απλά νεκρή, αλλά εντελώς νεκρή. Μια μεσόκοπη παντρεμένη λευκή γυναίκα η οποία έχει δεχτεί επίθε-ση, φέρει πληγές, μώλωπες και εκδορές και έχει υποστεί ισχυρό σοκ. Ένα λευκό κορίτσι έντεκα ετών που δε φέρει ορατά τραύματα και καμία άμεση ένδειξη σοκ: προφανώς δεν υπήρξε μάρτυρας των όσων συνέβησαν».

«Η νεκρή ήταν η αδερφή της Αιρις Πίρσον, έτσι δεν είναι; Εκείνη που ήρθε απ' το Ντιμπιούκ, για να βοηθήσει την αδερφή της να ξεπεράσει το θάνα-το των παιδιών της».

«Σωστά. Η κυρία Μαίρη Βαν Μπόγκαν, οδός 'Ασμπιουρι 5537, Ντιμπιούκ.

119

GRAHAM MASTERTON

Ο σύζυγος της έρχεται αεροπορικώς». «Και η 'Αιρις;» Ο Τζον κούνησε το κεφάλι. «Πώς θα 'νιωθες εσύ αν ο άντρας σου εκτε-

λούσε τα παιδιά σου, ία έπειτα από δυο μέρες κάποιος έκανε διάρρηξη στο σπίτι σου, ξεκοίλιαζε την αδερφή σου κι εσένα σε μαστίγωνε, σε έγδερνε και σε ξυλοκοπούσε μέχρι να πάρει to κορμί σου όλα τα χρώματα της ίριδος;»

«Έχεις καμιά ιδέα τι μπορεί να έγινε;» «Δεν ξέρω. Έχω μείνει εμβρόντητος. Θέλω, όμως, να μιλήσω με τον

Τέρενς Πίρσον* να 'σαι σίγουρος γι αυτό». «Με την ευχή μου. Διορίσανε τη Γουέντι Καντελάρια να τον εκπροσωπή-

σει». Ο Τζον Χάζμπαντ έχωσε το χέρι του στην τσέπη του στήθους του παλτού

του ία έβγαλε το περιτύλιγμα της τσίχλας. Την έφτυσε μέσα προσεκτικά και το τύλιξε. «Μια μαύρη αηδία λιγότερη στο πεζοδρόμιο», είπε.

Ο Λουκ δεν ήξερε τι να πει. Ένιωθε ζέστη, φαγούρα και τσαντίλα ία έβγα-λε το μαντήλι του για να σκουπίσει το πρόσωπο του. Ο Τζον είχε τον τρόπο του να τον κάνει να νιώθει πολύ πιο ογκώδης και αδέξιος απ' ό,τι συνήθως και οι 28 βαθμοί που επικρατούσαν δε βοηθούσαν την κατάσταση.

«Ρίξε μια ματιά μέσα», είπε ο Τζον, γνέφοντάς του να μπει από την μπρο-στινή πόρτα. Δύο φωτογράφοι της αστυνομίας ία ένας που έψαχνε για δαχτυ-λικά αποτυπώματα έκαναν πίσω με σεβασμό. «Πώς τα πας;» είπε ο Λουκ στον άνθρωπο που έψαχνε για αποτυπώματα ία εκείνος του χάρισε ένα ασθενικό χαμόγελο ία ανασήκωσε ακόμη mo ασθενικά τους ώμους.

«Αρκετά αηδιαστικό, ε;» «Ούτε τα αποτυπώματα δίνουν ελπίδα. Όποιοι το 'καναν φορούσαν

γάντια. Αν όχι, τότε δεν είχαν αποτυπώματα». Ο Λουκ μπήκε στο χολ. Το κάτω τμήμα της σκάλας ήταν εξ ολοκλήρου

καλυμμένο μ' ένα γαλάζιο αδιάβροχο σεντόνι, λες και βρισκόταν ακόμα υπό κατασκειιή και οι κτίστες ήθελαν να το προστατέψουν απ' τη βροχή. Εδώ ία εκεί, όμως, φούσκωνε και κυμάτιζε, δημιουργώντας σχήματα που υποδείκνυαν με ανατριχιαστικό τρόπο τι κρυβόταν από κάτω. Ο Λουκ ακόμα παρατήρησε τις λεπτές σταγόνες αίματος που είχαν ραντίσει την ταπετσαρία από το κεφαλόσκαλο του δευτέρου ορόφου μέχρι κάτω, σχηματίζοντας κηλίδες, καλ-λικατζούρες και θαυμαστικά. Πάνω σε μια φωτογραφία του Τέρενς Πίρσον είχε πήξει μια σταγόνα αίματος σε σχήμα άγκιστρου, δίνοντας την εντύπωση ότι το αριστερό του μάτι αιμορραγούσε. Ο Πίρσον χαμογελούσε μειλίχια χωρίς λόγο.

Ένας από τους ιατροδικαστές στεκόταν στην κουζίνα κάνοντας νευρικές κινήσεις, περιμένοντας να δώσει ο Τζον τη διαταγή, για να μαζέψουν το λεί-ψανο της Μαίρη και να το πάρουν. Ο Λουκ τού χαμογέλασε, εκείνος, όμως, δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο: το μόνο που έκανε ήταν να βγάλει τα γυαλιά του με το μισό σκελετό και να αρχίσει να τα καθαρίζει επίμονα με την άκρη

120

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

της γραβάτας του. Ο Λουκ πλησίασε τη σκάλα με αργό, προσεκτικό βήμα. Το πάτωμα ήταν

στρωμένο με ωχρά, ξερά φύλλα και με κάθε βήμα τα πόδια του έτριζαν. «Τι στο διάολο είναι όλα αυτά τα φύλλα;» «Λαφνόφυλλα», είπε ο ιατροδικαστής, τοποθετώντας ξανά τα γυαλιά του

στη μικροσκοπική μυτούλα του. «Laurus nobilis της οικογενείας των Lauraceae». Έσκυψε, μάζεψε ένα από τα φύλλα και το γύρισε πάνω κάτω ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρά του. "Στην αρχαιότητα ήταν η δάφνη του νηαιτή. Σήμερα αποξηραίνουμε τα φύλλα της για το μαγείρεμα και τους καρπούς της για κτηνιατρικούς σκοπούς».

Ο Λουκ κοίταξε τριγύρω. «Ποτέ πριν δεν παρατήρησα κάποιο δαφνόδεντρο στην αυλή. Και, τέλος πάντων, τι γυρεύουν όλα τούτα τα φύλλα μες στο σπίτι;»

«Καλή ερώτηση», είπε ο Τζον. «Επειδή έχεις δίκιο —δεν υπάρχει δαφνόδεντρο στην αυλή. Εκτός αυτού, ο φίλος μας από 'δω μου λέει ότι η δάφνη είναι αειθαλής, άρα δεν ρίχνει τα φύλλα της το φθινόπωρο, και εκτός αυτού δεν είναι καν φθινόπωρο ακόμα».

«Και εκτός αιπού», παρενέβη ο ιατρό δικαστής, αφήνοντας το ξερό φύλλο να πέσει στο πάτωμα διαγράφοντας μια τροχιά ζιγκ-ζαγκ στον αέρα, «η συγκε-κριμένη δάφνη ευδοκιμεί στη Νότιο Ευρώπη και όχι στις Ηνωμένες Πολιτείες· και βρισκόμαστε αρκετά βόρεια για την κόκκινη δάφνη ή τη δάφνη του βάλτου ή την λασποδάφνη, που ευδοκιμούν».

Ο Τζον είπε: «Το λογικό συμπέρασμα είναι ότι μάλλον τούτα τα φύλλα τα έφερε εδώ ηθελημένα ή τυχαία ο δράστης ή οι δράστες».

Ο Λουκ δίπλωσε ξανά το μαντήλι του και σκούπισε ία άλλο ιδρώτα. «Μπορεί να είναι αυτό το λογικό συμπέρασμα, αλλά γιατί, βάσει της λογικής, να το κάνουν; Ή ακόμα και βάσει του παραλογισμού; Είναι, δηλαδή, αδύνατον να τα χρησιμοποιούσε η Άιρις Πίρσον για διακόσμηση με λουλούδια ή να τα αποξήραινε για το μαγείρεμα ή κάτι τέτοιο, ία απλά σκορπίστηκαν εξαιτίας της πάλης;»

«Μπα», έκανε ο Τζον. «Λεν είδες την πίσω αυλή. Υπάρχουν ολόκληρες στοίβες από δαύτα εκεί. Στοίβες και στοίβες. Έχω βάλει τέσσερις αστυφύλα-κες να τα χώνουν σε τσάντες, για να τα ψάξουμε στο αρχηγείο. Αν η Αιρις Πίρσον είχε σκοπό να τα χρησιμοποιήσει για διακόσμηση, μάλλον θα της έπια-ναν ολόκληρο το αναθεματισμένο της καθιστικό».

Μια κρεατόμυγα προσγειώθηκε πάνω στο γαλάζιο αδιάβροχο σεντόνι και έτριψε την προβοσκίδα της, Ο Λουκ τίναξε το χέρι του προς το μέρος της, όμως η μύγα έμεινε ακίνητη. Η πείρα του Λουκ τού έλεγε ότι επρόκειτο για κακό σημάδι. Σήμαινε ότι η προσήλωση της μύγας σ' ό,τι κρυβόταν κάτω απ' το σεντόνι ήταν πολύ μεγαλύτερη απ' το φόβο της μήπως τη λιώσουν.

«Λοιπόν», είπε τελικά, «καλύτερα να μου δείξετε τα χειρότερα».

121

GRAHAM MASTERTON

0 ιατροδικαστής προχώρησε μπρος και τράβηξε σχολαστικά το κάλυμμα. Ακούστηκε ένα ήχος σαν γλίστρημα ή σαν θρόισμα και τέσσερις πέντε πρη-σμένες μύγες, πετάχτηκαν έξω σφυρίζοντας, Ο Λουκ χρειάστηκε ένα δυο λεπτά μέχρι να αντιληφθεί τι ήταν αυτό που κοιτούσε, επειδή το κεφάλι της Μαίρη κρεμόταν προς τα πίσω σε μια αλλόκοτη γωνία, πάνω από την επιφά-νεια του δεύτερου σκαλιού από τη βάση, κοιτώντας τα καλάμια του με ορθά-νοιχτα μάτια, ενώ ο θώρακας και η κοιλιά της είχαν ανοιχτεί με τόση επιμέ-λεια, που το κορμί της δεν είχε πια ακέραιο ανθρώπινο σχήμα,

«Οι λεκέδες από αίμα στη βοηθητική κρεβατοκάμαρα υποδεηοπτουν ότι το θύμα ξεκοιλιάστηκε κατά τη διάρκεια μιας άγριας πάλης πάνω στο κρεβά-τι. Τα τραύματα προκλήθηκαν από ένα μακρύ όργανο, σαν σπαθί, ιδιαίτερα κοφτερό. Το αριστερό χέρι και ο πήχυς ταυ θύματος φέρουν δριμύες πληγές καθώς και μώλωπες γύρω απ' το δεξιό καρπό, που υποδείχνει ο υν ότι κάποιος τον κρατούσε ανελέητα. Πρόκειται για αναμφισβήτητα στοιχεία ότι ο δράστης ήταν δεξιόχειρας».

Ο Λουκ τέντωσε το κεφάλι του προς το πλάι, όπως κάποιος που ψάχνει για κάτι σε μια βιβλιοθήκη, προσπαθώντας να κατανοήσει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η κοιλιά της. Είδε παίδια κοντοκομμένα σαν να 'ταν έτοιμα για ψήσιμο. Είδε τη ραχοκοκκαλιά. Τα μόνα, όμως, που μπορούσε να διακρί-νει ήταν κόκκαλα και μύες. Διόλου εσωτερικά όργανα, τίποτα μαλακό. Κανένα από κείνα τα γυαλιστερά κυστοειδή πράγματα που πάντοτε απεχθανόταν τόσο, όποτε τα ανθρώπινα όντα έχαναν την εξωτερική τους ακεραιότητα. Σήκωσε το σεντόνι λίγο ακόμα, ώστε να μπορέσει να κοιτάξει προς τα πάνω τα αιματοβαμμένα σκαλιά. Τίποτα ία εκεί: ούτε ιστοί, ούτε σάρκες, ούτε κορδόνια από σιχαμερά πράγματα.

«Τι τρέχει;» ρώτησε ο ιατροδικαστής. «Δεν έχει καθόλου., εντόσθια». «Καθόλου σπλάχνα, τίποτα. Ούτε στομάχι, ήπαρ, νεφρά, πάγκρεας, πνεύ-

μονες ή έντερα, πέρα από ένα κομματιασμένο τμήμα του παχέος εντέρου, μήκους περίπου σαρανταέξι εκατοστών. Ούτε καρδιά. Από κάθε άποψη, σερί-φη, τούτη η γυναίκα είναι άδεια».

Ο Λουκ έριξε μια τελευταία ματιά, που κράτησε κάμποσο, πιέζοντας το μαντήλι του με δύναμη στο σβέρκο του. Έπειτα είπε: «Οκέι, αρκούν όσα είδα». Ο ιατροδικαστής άφησε το σεντόνι να ξαναπέσει. Έριξε στον Λουκ μια παράξενη, σχεδόν επιτηδευμένη ματιά, λες ία ήταν ο ιδιοκτήτης μιας φρικτής έκθεσης με τέρατα της φύσης —λες και αντιλαμβανόταν πάρα πολύ καλά τις τιποτένιες πράξεις αβρότητας, με τις οποίες οι άνθρωποι πάσχιζαν να καλύ-ψουν την επαίσχυντη παρόρμηση τους να παρακολουθούν εικόνες ακρωτη-ριασμού και θανάτου,

«Έλα να δεις την αυλή», είπε ο Τζον, πιάνοντας τον αγκώνα του Λουκ. Στην πραγματικότητα εννοούσε: ας αναπνεύσουμε λίγο καθαρό αέρα.

122

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Προσπαθούσε ία εκείνος να ανασάνει λίγο καθαρό αέρα όταν ο Λουκ είχε καταφθάσει εκεί' έπαιρνε πολύ μεγάλες ανάσες και μασούσε τσίχλα με γεύση δυόσμου, για να διώξει απ' τη ρινική του κοιλότητα τη βρόμα του γοργά αποσυντιθέμενου πτώματος.

Στην αυλή, ένας κοκκινοπρόσωπος αστυφύλακας που φορούσε κοντομά-νικο πουκάμισο φτυάριζε τα τελευταία δαφνόφυλλα μέσα σ' ένα τσουβάλι. Δίπλα στη μάντρα βρίσκονταν προσεκτικά στοιβαγμένα άλλα επτά τσουβάλια. Ο Λουκ βάδισε προς την άκρη της αυλής, σήκωσε το σκοινί της μπουγάδας, για να μπορέσει να περάσει από κάτω σκύβοντας το κεφάλι ία έπειτα στάθη-κε για λίγο, βαριανασαίνοντας, ιδροκοπώντας, με το χέρι ακουμπισμένο στην οροφή του σκυλόστπτου και κοίταξε τονΤζονμετο βλέμμα του ανθρώπου που πραγματικά έχει ανάγκη από μια απάντηση,

«Δεν έχω καμιά θεωρία, όπως ία εσύ», είπε ο Τζον. «Τσιγάρο;» «Το 'χω κόψει». Παρέμεινε για λίγο σιωπηλός ία έπειτα είπε: «Μίλησες με

την Άιρις Πίρσον; Τι είπε;» «Είπε ότι ένας λευκοντυμένος άντρας κατέβιικε τη σκάλα κουβαλώντας

την αδερφή της κι ότι π αδερφή της ήταν ξεκοιλιασμένη. Με το τσιγκέλι της έβγαλα κάποιες λεπτομέρειες, αλλά απ' ό,τι μου φάνηκε, η κοιλιά της κρεμόταν. Με καταλαβαίνεις; Τα — »

«Εντόσθιά της», είπε ο Λουκ. «Ναι, τα εντόσθιά της». «Χμ», έκανε ο Λουκ και κοίταξε τριγύρω. «Πού βρίσκεται τώρα η μικρή

Έμιλι;» «Στο απέναντι σπίτι, την προσέχει ένας γείτονας». «Της μίλησες κι εκείνης;» Ο Τζον έκανε μια γκριμάτσα. «Λεν είδε τίποτα. Κοιμόταν όταν συνέβη.

Τόσο το καλύτερο». «Έτσι σου είπε; Ότι κοιμόταν; Και πότε ξύπνησε;» «Την ξύπνησε η μητέρα της, έτσι μου είπε, Η μητέρα της την ξύπνησε και

της είπε ότι κάτι κακό είχε συμβεί και πως έπρεπε να μείνει εκεί που ήταν, στην κρεβατοκάμαρά της. Αυτό, λοιπόν, έκανε ία εκείνη. Έμεινε εκεί μέχρι που κατέφθασε το πρώτο περιπολικό».

Ο Λουκ εξέτασε τα τσουβάλια με τα φύλλα; έσπρωξε μερικά, κλότσησε κάποια άλλα, άνοιξε δύο ία έψαξε μέσα. Ο κοκιανοπρόσωηος αστυφύλακας κοίταξε το αφεντικό του σε μια απελπισμένη βουβή παράκληση1 όμως ο Τζον κούνησε απότομα το κεφάλι. Μπορούσες να ισχυριστείς ότι ο σερίφης Λουκ Φρεντ ήταν τσαπατσούλης όσον αφορούσε θέματα διοίκησης ή ότι ήταν νταής («Ευγενικός Γίγαντας του κώλου!»). Ποτέ, όμως, δε θα μπορούσες να ισχυρι-στείς ότι δεν ήταν επαγγελματίας ή πεισματάρης ή ικανός να κάνει εκείνο το είδος της δουλειάς, που οι αμερικανοί σεριφηδες είχαν ξεχάσει να κάνουν εδώ και καιρό.

123

GRAHAM MASTERTON

«Τι ώρα συνέβη αυτό;» ρώτησε ο Λουκ. «Τέσσερις και επτά λεπτά». «Η Έμιλι βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρά της, η Μαίρη νεκρή στη σκάλα

ία η Άιρις πού βρισκόταν;» «Η Άιρις βρισκόταν στο καθιστικό, ξαπλωμένη στο πάτωμα». «Σε τι κατάσταση βρισκόταν;» «Γυμνή, μωλωπισμένη και γεμάτη πληγές, λες και κάποιος την είχε μαστι-

γώσει με αγκαθωτό σύρμα». «Η Μαίρη κείτονταν στο κάτω μέρος της σκάλας νεκρή και ξεκοιλιασμέ-

νη. όμως η Άιρις κατόρθωσε να ανέβει την ίδια σκάλα, γυμνή και μαστιγωμέ-νη, μόνο και μόνο για να πει στην Έμιλι να παραμείνει στην κρεβατοκάμαρά της; Κι έπειτα κατέβηκε από την ίδια σκάλα, έτσι ώστε να ξαπλώσει στο πάτω-μα του καθιστικού και να περιμένει να εμφανιστεί το περιπολικό;»

Ο Τζον έχωσε το χέρι στην τσέπη του ία έβγαλε άλλο ένα κομμάτι τσίχλα δυόσμο. «Σ' αυτό το λογικό συμπέρασμα θα κατέληγες αν μιλούσες με την Έμιλι».

«Ίσως η Έμιλι να κατάλαβε λάθος». «Είν' ένα εντεκάχρονο κοριτσάκι, Λουκ! Μόλις υπέστη το τραύμα ενός

φόνου κα: τώρα έγινε μάρτυρας και σ' έναν ακόμη, πολύ χειρότερο!» «Αυτό εξακολουθεί να μην εξηγεί για ποιο λόγο φέρθηκε έτσι η μητέρα

της. Έχεις έναν αδερφό, έτσι δεν είναι;» Ο Τζον ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Αφού το ξέρεις, τον Τομ». «Αν ο Τομ κείτονταν φιλεταρισμένος στη σκάλα του σπιτιού σου, θα την

ανέβαινες τσαλαβουτώντας μες στο αίμα και τα σωθικά του, μόνο και μόνο για να πεις στο παιδί σου να μείνει στο κρεβάτι του ία έπειτα θα την κατέβαινες με τον ίδιο τρόπο; Έλα τώρα, Τζον, δε θα μπορούσες να το κάνεις, ακόμα ία αν δεν σ' είχαν μελανιάσει απ' τσ ξύλο. Το κορίτσι δε μας τα λέει όπίος συνέ-βησαν: δε θα μπορούσαν να 'χουν συμβεί έτσι».

«Και γιατί να 'πει ψέματα; Είναι έντεκα χρονών κι έχει χάσει τον αδερφό, την αδερφή και τη θεία της. Ο πατέρας της είναι στη στενή ία π μητέρα της τα έχει κυριολεκτικά παιγμένα. Γιατί να πει ψέματα;»

«Δεν ξέρω», είπε ο Λουκ, κι έχωσε τα χέρια του μες στις στενές τσέπες του παντελονιού του και κοίταξε τριγύρω στη σκουπισμένη αυλή. «Ας αρχίσου-με, όμως, να κάνουμε κάποιες σκέψεις για τούτη την υπόθεση, Τζον. Για ποιο λόγο εκτέλεσε τα παιδιά του ο Τέρενς Πίρσον; Για ποιο λόγο έχωσε ο Λίος Πόνικαν τα σωθικά του στο σκουπιδοφάγο, αφού μετέφρασε το ημερολόγιο του Τέρενς Πίρσον; Ποιος ήρθε σε τούτο το σπίτι χτες βράδυ, ξεκοίλιασε την αδερφή και έδειρε τη γυναίκα του Τέρενς Πίρσον και για ποιο λόγο η κόρη του σκάρωσε μια τελείως απίστευτη ιστορία για όλα αυτά;»

Για μια στιγμή ο Τζον έδωσε την εντύπωση ότι θ' απαντούσε. Σούφρωσε το στόμα, γούρλωσε τα μάτια. Το μόνο που μπόρεσε, όμως, να κάνει ήταν να

124

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ανασηκώσει τσιις; ώμους και να πει «Πφφ», κι έπειτα «Χριστέ μου, Λουκ, δεν ξέρω. Θα πρέπει να περιμένουμε τη Σήμανση».

«10 όλα τούτα τα φύλλα!» φώναξε ο Λουκ, και κλώτσησε ένα απ' τα τσου-βάλια. «Όλα τούτα τα γαμημένα φύλλα! Από πού ήρθαν όλα τούτα τα φύλλα;»

Σώπασε· και παρέμεινε σιωπηλός' και πίεσε το στόμα με το χέρι του. Έπειτα, χωρίς να πει τίποτε άλλο, ξαναμπήκε στο σπίτι, ία άφησε τον Τζον να στέκεται εμβρόντητος στην αυλή. Εκείνος κοίταξε τον αστυφύλακα που είχε μαζέψει τα φύλλα, έκανε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας κι ο αστυφύλακας ανασήκωσε τους ώμους και είπε: «Ξέρω 'γω;»

Ο Λουκ διέσχισε το δρόμο, σκούπισε άλλη μια φορά τον ιδρώτα απ' το λαιμό και το πρόσωπο του και καταράστηκε τη ζέστη. Ανηφόρισε το επικλινές δρο-μάκι του πάριαγκ του αριθμού 1224, ενός περιποιημένου μικρού σπιτιού με σανιδένια σκεπή και λευκή μονωτική επένδυση από αλουμίνιο, έξω απ' το οποίο βρισκόταν παρκαρισμένη μια αστραφτερή ασημί Τογιότα,

Η οικοδέσποινα μάλλον τον είχε δει να πλησιάζει, μιας και άνοιξε την πόρτα λίγο πριν εκείνος προλάβει να πατήσει το κουδούνι, ξαφνιάζοντάς τον. Ήταν μια παχουλή, χλομή γυναίκα κάτι λιγότερο από εξήντα ετών, με πρόσωπο που διέθετε μια παράξενη ανδοπρέπεια, την οποία καθιστούσε εντονότερη η πλήρης έλλειψη μέικ απ και το κοντό, καρέ της μαλλί.

Φορούσε ένα ριγέ μοβ πουλόβερ και μπεζ ελαστικό παντελόνι του σία. με θηλιές κάτω απ' τα πόδια.

«Η κυρία Τέρπστρα;» «Η ίδια. Θα θέλετε να μιλήσετε στην Έμιλι». «Πώς είναι;» «Ψύχραιμη όσο δεν παίρνει», «Ούτε δάκρυα; Ούτε σοκ;» «Ακούσατε τι είπα: Ψύχραιμη όσο δεν παίρνει». «Εκπλήσσομαι κάπως, λαμβάνοντας υπόψη την όλη κατάσταση», είπε ο

Λουκ, κι αφού έβγαλε το καπέλο του, σκούπισε την εσωτερική λωρίδα. Η κυρία Τέρπστρα έκανε ένα κοφτό νεύμα με το κεφάλι προς την κατεύ-

θυνση του σπιτιού των Πίρσον. «Τίποτα σχετικό μ' αυτή την οικογένεια δε μου προξενεί έκπληξη».

«Ναι; Και γιατί το λέτε αυτό;» «Εκείνος ο Τέρενς Πίρσον, είχε πάντοτε κάτι παλαβό πάνω του. Πάντα

ξέραμε ότι κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί, έτσι που φώναζε σε όλους. Η Άιρις, ο Θεός να την έχει καλά, ήταν αξιαγάπητη κοπέλα, αλλά π μπορούσε να κάνει, παντρεμένη μ' ένα τέτοιο πλάσμα; Πότε πότε, όταν ο Τέρενς ήταν στη δουλειά, ερχόταν σπίτι για καφέ, πάντοτε, όμως, ήταν νευρική μιας και την έπαιρνε τηλέφωνο απροειδοποίητα, μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί ότι εκεί-

125

GRAHAM MASTERTON

vn βρισκόταν στο σπίτι». «Ήταν ζηλιάρης τύπος, λοιπόν;» Η ιαιρία Τέρπστρα σούφρωσε τα χείλη. «Δεν ξέρω αν ήταν ζήλια. Τη

ρωτούσε συνεχώς αν την είχε επισκεφτεί κάποιος». «Κάποιος συγκεκριμένος ή απλά κάποιος;» «Κάποιος συγκεκριμένος, έτσι φαινόταν. Κάποτε ρώτησε το Λίλαντ —τον

άντρα μου — "Είδες κανέναν σήμερα στη γειτονιά;" Ο Λίλαντ ήταν μπροστά και κούρευε το γρασίδι και φυσικά είχε δει ένα σωρό κόσμο, το γαλατά, γεί-τονες, όλους και ρώτησε "Κάποιον συγκεκριμένο"; Κι ο Τέρενς Πίρσον απά-ντησε: "Έναν άντρα ντυμένο στ' άσπρα, έναν άντρα ντυμένο με πολύχρωμα ρούχα, ία έναν άντρα ντυμένο στα πράσινα"».

Ο Λουκ κατσούφιασε. «Μήπως είπε ποιοι μπορεί να ήταν αυτοί οι άνθρω-ποι;»

Η κυρία Τέρπστρα κούνησε αρνητικά το κεφάλι, κάνοντας το διπλοσάγονό της να τρεμουλιάσει. «Αν θέλετε τη γνώμη μου, ήταν βαρεμένος στο κεφάλι».

«Χτες το βράδυ — όταν σκοτώθηκε η αδερφή της κυρίας Πίρσον— μήπως είδατε ή ακούσατε κάτι; Οτιδήποτε;»

Εκείνη εξακολούθησε να κουνά αρνητικά το κεφάλι. «Το ίδιο με ρώτησε ία ο Αρχηγός Χάζμπαντ. Ήμουν ξύπνια περίπου την ώρα που συνέβη, επειδή έκανε πάρα πολλή ζέστη, ία επειδή άκουσα τον άνεμο να σηκώνεται και την πόρτα με τη σίτα των γειτόνων να χτυπά. Όμως αυτό ήταν όλο».

Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε στην είσοδο ακριβώς πίσω απ' την κυρία Τέρπστρα ένας λεπτός άνδρας με απαρχές φαλάκρας και κηλιδωμένο πρόσωπο, ία ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. «Εγώ είδα κάτι», είπε.

«Είστε ο κύριος Τέρπστρα;» ρώτησε ο Λουκ. «Αν δεν είναι, θα 'θελα να 'ξορα τι γύρευε χτες βράδυ στο κρεβάτι μου»,

πετάχτηκε η ιαιρία Τέρπστρα. «Τι είδατε, κύριε Τέρπστρα;» τον ρώτησε ο Λουκ, που δεν είχε όρεξη νια

εξυπνάδες. Ο κύριος Τέρπστρα είπε: «Γύρω στις τέσσερις πήγα στο μπάνιο... παίρνω

φάρμακα εξαιτίας της δερματικής μου αλλεργίας και μου προκαλούν ανάγκη να πηγαίνω».

«Τρεις ή τέσσερις φορές κάθε νύχτα», επιβεβαίωσε η κυρία Τέρπστρα. Ο κύριος Τέρπστρα έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του, λες κι έτσι αντι-

μετώπιζε πάντοτε τις παρεμβάσεις της γυναίκας του. Έπειτα είπε: «Καθώς επέστρεφα κοίταξα έξω απ' το παράθυρο στην άλλη μεριά του δρόμου, γιατί είδα φύλλα που τα παράσερνε ο άνεμος πάνω στις αυλές και τα πεζοδρόμια».

«Ναι, φύλλα», επανέλαβε ο Λουκ ανυπόμονα. «Τα είδα κι εγώ». «Όχι, όμως, μόνο φύλλα. Είδα ένα φως ν' αστράφτει σ' ένα από τα πάνω

παράθυρα του σπιτιού των Πίρσον. Μόνο για μια στιγμή. Αν είχα ανοιγοκλείσει

126

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

τα μάτια Θα το 'χα χάσει». «Τι φως; Σαν κάποιος ν' αναβόσβήσε τη λάμπα πολύ γρήγορα;» «Ω, όχι, όχι. Ήταν σαν αντανάκλαση, σαν κάτι αστραφτερό. Σαν καθρέ-

φτης, ίσως, ή μέταλλο». Σχημάτισε ένα σχήμα στο αέρα με το δάχτυλο του, «Κάτι σταυροειδές, κάπως έτσι, ή μάλλον σαν Άστρο του Δαυίδ».

Ο Λουκ έβγαλε το σημειωματάριο του ία ένα στυλό διαρκείας. «Θα θέλα-τε να μου το σχεδιάσετε; Θα βοηθούσε πολύ».

«Ελάτε μέσα», είπε η κυρία Τέρπστρα. «Ο Λίλαντ θα σας φτιάξει το σχέ-διο ία εσείς θα μιλήσετε στην Έμιλι».

Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν μικρό και σχολαστικά τακτοποιημένο. Παντού υπήρχαν μπιμπελό από πορσελάνη; σκυλάκια και μπαλαρίνες, πωλη-τές μπαλονιών και ορφανά με εκφραστικά πρόσωπα. Στη γωνία υπήρχε ία ένα μικρό εικονοστάσι, με ένα σπμαιόκι του Κολεγίου Κορνέλ, το έμβλημα των Πεζοναυτών και την έγχρωμη φωτογραφία ενός νεαρού με κοντοκουρεμένο μαλλί και μεγάλα μυωπικά γυαλιά. Μια χρυσή περγαμηνή από κάτω έγραφε: «Ντέιβιντ Κέρκγουντ Τέρπστρα 1966-1989 — Πάντοτε Πιστός».

Η Έμιλι καθόταν στο οικογενειακό δωμάτιο και παρακολουθούσε τα Χελωνονιντζάιαα. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα μ' επιμέλεια και φορούσε καθαρή κοντομάνικη μπλούζα και σορτσάκι. Στο μανήα της ήταν πιασμένο με μια παραμάνα ένα κλαράκι με φύλλα αειθαλούς δέντρου, που θύμιζαν φτερά-ιαα. Καθώς ο Λουκ μπήκε στο σπίτι, εκείνη δε γύρισε να τον κοιτάξει.

«Για να δούμε, για να το κάνω καλά», είπε ο Λίλαντ Τέρπστρα, ία αφού έβγαλε τα γυαλιά του από την τσέπη του πουκαμίσου του, κάθησε στο τραπέ-ζι της τραπεζαρίας.

Ο Λουκ πλησίασε την Εμιλι και κάθισε ανακούρκουδα δίπλα της. Εκείνη εξακολούθησε να μη γυρνά.

«Έμιλι;» είπε τελικά ο Λουκ. «Είμ' εντάξει, είμαι μια χαρά», είπε η Έμιλι, με το βλέμμα καρφωμένο

στην οθόνη της τηλεόρασης. «Θες να μου πεις τι συνέβη;» «Δεν έχω τίποτα να πω. Δεν είδα τίποτα. Λεν άκουσα τίποτα». «Είπες ότι η μαμά σου ανέβηκε στο δωμάτιό σου, για να σου πει να μεί-

νεις στο κρεβάτι και να μην κουνηθείς», «Σωστά, κι εγώ δεν κουνήθηκα. Έμεινα στο κρεβάτι, όπως μου είπε», «Μήπως είδες ή άκουσες κάποιον άλλο μες στο σπίτι πέρα από τη μαμά

σου και τη θεία σου τη Μαίρη;» «Κοιμόμουν. Το πρώτο που κατάλαβα ήταν ότι η μανούλα άνοιξε την

πόρτα του δωματίου μου και μου πε να μην κουνηθώ». Ο Λουκ έγνεψε και παρακολούθησε το Μικελάντζελο και τον Ντονατέλο

να πηδούν πάνω απ' τη στέγη μιας αποθήκης. Έπειτα είπε: «Πότε ήρθε στο δωμάτιό σου η μαμά σου και τι φορούσε;»

127

GRAHAM MASTERTON

Η Έμιλι γύρισε, επιτέλους, το κεφάλι της και τον κοίταξε. Υπήρχε κάτι στην εκφρασή της που του προκαλούσε ανησυχία —λες και κείνη μπορούσε να διαβάσει με ακρίβεια τις σκέψεις του. «Δε με πιστεύετε, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε.

«Έι... απλά θέλω να καταλάβω τι ακριβώς συνέβη». «Λεν ξέρω τι συνέβη. Η μανούλα μού είπε να μείνω στο κρεβάτι κι αυτό

έκανα». «Όταν η μανούλα σου μπήκε στο δωμάτιο», είπε ο Λουκ, «μήπως ήταν συγ-

χισμένη ή μήπως έκλαιγε ή κάτι τέτοιο; Μήπως ήταν σκισμένη η νυχτηαά της;» «Δεν την είδα στ' αλήθεια, ξέρετε. Απλά την άκουσα». Ο τρόπος που είπε «ξέρετε» είχε ένα παράξενα ακατάδεχτο τόνο,

σχεδόν σαν να τον επέπληττε. Κράτησε το βλέμμα της πάνω του για ένα ακόμη παρατεταμένο λεπτό ία έπειτα το έστρεψε ξανά στην τηλεόραση.

«Τι έχεις καρφιτσωμένο στο μανίκι σου;» ρώτησε ο Λουκ και άγγιξε το κλαράια με τα φύλλα πάνω στο μπλουζάκι της,

«Ήμερο έλατο», είπε εκείνη. «Δεν ήξερα ότι φυτρώνουν ήμερα έλατα εδώ γύρω». «Είναι το δέντρο του θανάτου», είπε η Έμιλι. «Α, ναι; Ποιος στο 'πε αυτό;» «Όλοι ξέρουν ότι το ήμερο έλατο είναι το δέντρο του θανάτου. Το φυτεύ-

ουν ατα νεκροταφεία και οι ρίζες του απλώνονται και κάθε ρίζα χώνεται στο στόμα κάποιου που είναι θαμμένος εκεί».

Ο Λουκ δίπλωνε και ξεδίπλωνε το υγρό του μαντήλι. «Αυτή είναι μια κάπως δυσάρεστη προοπτική».

Η Έμιλι τον κοίταξε φευγαλέα. «Η ζωή είναι δυσάρεστη». «Είσ' έντεκα ετών και νομίζεις ότι η ζωή είναι δυσάρεστη;» «Η αδερφή μου είναι νεκρή ία ο αδερφός μου το ίδιο». «Και η θεία σου». «Η θεία μου δεν ήταν το ίδιο». Στα μάτια της χόρευαν και τρεμόπαιζαν οι

αντανακλάσεις από τα χελωνοντντζάιαα. Ανέδιδε τέτοιον αέρα κοροϊδίας και αδιαφορίας, που ο Λουκ ανατρίχιασε παρά τη θέληση του. Δεν μπορούσε να την καταλάβει. Είχε σκεφτεί ότι αν καθόταν δίπλα της και της έπιανε την κου-βέντα — ε, θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποια επαφή, όπως πάντα έκανε με τα παιδιά. Τα παιδιά συμπαθούσαν τους εύθυμους χοντρούς και ιδίως τους εύθυμους χοντρούς που φορούσαν στολή. Η Έμιλι, όμως, δεν του έδινε ούτε μια ευκαιρία. Καθόταν δίπλα της και ήταν σαν να κάθεται δίπλα σ' έναν ανοικτό κατ αψύ ία η.

Αισθανόταν ότι στ' αλήθεια τον περιφρονούσε. «Γλυκιά μου», είπε, «πρέπει να πιάσουμε τους ανθρώπους που σκότωσαν

τη θεία σου. Χτύπησαν άσχημα και τη μανούλα σου». «Δεν είδα κανέναν. Τ' ορκίζομαι».

128

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Γιατί δεν το σκέφτεσαι; Μπορείς να μου τηλεφωνήσεις αν θες. Ορίστε ο προσωπικός μου αριθμός στη δουλειά».

«Δεν είδα κανέναν. Και στο κάτω κάτω, όλοι πρέπει να φάνε», Ο Λουκ την κάρφωσε με το βλέμμα. «Τι; Τι είπες;» «Δεν είπα τίποτα», Ο Λουκ περίμενε κάμποση ώρα, όμως γνώριζε ότι δε θα της αποσπούσε

τίποτε άλλο. Σηκώθηκε επάνω και στράφηκε για ν' αντικρύσει τον κύριο και την κυρία Τέρπστρα. Η κυρία Τέρπστρα τού έριξε ένα βλέμμα που σήμαινε «Στα 'λεγα εγώ - είναι ψύχραιμη όσο δεν παίρνει».

Ο κύριος Τέρπστρα έφερε το σκίτσο του. «Ορίστε, αυτό είναι. Ακριβώς το σχήμα που είδα. Σαν φως, καταλαβαίνετε; Σαν αντανάκλαση».

Ο Λουκ το πήρε και το κράτησε ψηλά. Έμοιαζε μάλλον με πεντάλφα, παρά με σταυροειδές διάγραμμα.

«Εντάξει, κύριε Τέρπστρα, ευχαριστώ. Δε γνωρίζω τι είναι τούτο, αλλά θα μπορούσε ν' αποτελέσει χρήσιμο εύρημα».

Μια ξαφνική έμπνευση του πέρασε απ' το μυαλό ία έτσι έστρεψε το σημειωματάριο και κράτησε το διάγραμμα μπρος στην Έμιλι. «Κοίτα το, Έμιλι. Να τι είδε ο κύριος Τέρπστρα, να λάμπει μέσα στο σπίτι σου χτες βράδυ. Έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο;»

Το πρόσωπο της Έμιλι σκλήρυνε. «Πάρ' το από δω», είπε με παιδιάστικη γκρίνια,

« Ελα, Έμιλι, ίσως σε βοηθήσει να θυμηθείς». Το κεφάλι της Έμιλι στράφηκε προς το μέρος του μ' έναν ξερό ήχο σαν

τρίξιμο, λες και ο λαιμός της είχε σπάσει και τα κόκαλα τρίβονταν μεταξύ τους. Οι κόρες των ματιών της είχαν διασταλεί ία ολόκληρο το δέρμα του προσώπού της είχε τραβηχτεί πάνω στο κρανίο της. Ο Λουκ δεν κρατήθηκε: τινάχτηκε νευρικά προς τα πίσω μ' έναν αδέξιο πήδο, έριξε κάτω το σημειωματάριο του και είπε: «Για τ' όνομα του Θεού, Έμιλι, τι τρέχει;»

Εκείνη δεν είπε λέξη, αλλά του έγνεψε να πλησιάσει. Στην αρχή εκείνος δεν ήθελε να πάει, όμως εκείνη του έγνεψε πάλι.

Ο Λουκ κοίταξε την κυρία Τέρπστρα, εκείνη, όμως, το μόνο που μπορού-σε να πει ήταν: «Δεν είναι παρά ένα παιδί, σερίφη. Είναι μόλις έντεκα ετών».

Ο Λουκ έσκυψε κοντύτερα· όμως η Έμιλι του έγνεψε να πλησιάσει κι άλλο. Ανέδιδε μια πολύ παράξενη οσμή. Μύριζε σαν φρεσκοκομμένο γρασίδι, όμως κάτω απ' τη μυρωδιά της φρεσκάδας κρυβόταν κι η γλυκερή μυρωδιά του γρασιδιού που αποσυντίθεται.

«Τι;» τη ρώτησε νευρικά. «Κοντύτερα», του ψιθύρισε. « Ελα κοντύτερα και θα σου πω». Ο Λουκ κοίταξε μέσα σε κείνα τα άψυχα, προσηλωμένα, υπολογιστικά

μάτια. Κοίταξε το φωτεινό δέρμα, που είχε τεντωθεί πάνω στα ξεκάθαρα σχη-ματισμένα ζυγωματικά. Ένιωθε σαν τον Οδυσσέα μπρος στις Σειρήνες.

129

GRAHAM MASTERTON

Ένιωθε λες ία ο Χάρος τον έγλυφε λάγνα γύρω απ' τ' αυτί με την άκρη της υγρής μπλαβιάς γλώσσας του.

«Τι;» επανέλαβε. «Οι φίλοι μου βαδίζουν ξανά στη γη», του ψιθύρισε. Έκανε πίοω σαστισμένος. Όμως εκείνη του άρπαξε τη γραβάτα και τη

στριφογύρισε ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Οι φίλοι μου βαδίζουν ξανά στη γη, και τόσο το καλύτερο για τη γη. Ο Μάρτυρας βαδίζει στη γη, ο Θεραπευτής βαδίζει στη γη, ο Πράσινος Αντρας βαδίζει στη γη. Εκείνοι, και άλλοι και η ώρα της Γιορτής πλησιάζει. Η ώρα της Γιορτής έχει ήδη φτάσει!»

«Έμιλι», είπε, πασχίζοντας να της μιλήσει σαν να ήταν ένα εντεκάχρονο κορίτσι. «Έμιλι, όλα τούτα ήταν τρομερά, όμως πρέπει να αντέξεις. Η κυρία Τέρπστρα θα σε φροντίσει για καμιά δυο ώρες κι έπειτα θα ρθει κάποιος από το Δημαρχείο, για να σου βρει ένα ασφαλές μέρος να μείνεις».

«Δεν καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;» ψιθύρισε εκείνη. «Τι;» Μόλις που μπορούσε να την ακούσει. «Οι φίλοι μου βαδίζουν ξανά στη γη». Ο Λουκ την κοίταξε κατευθείαν μες στα μάτια από απόσταση μικρότερη

από δέκα εκατοστά. Τι ήθελε; Τι προσπαθούσε να του πει; Η ανάσα της μύρι-ζε απαίσια' για την ακρίβεια βρομούσε. Ίσως να μην είχε φάει. Ίσως το σοκ να 'χε διαταράξει το πεπτικό της σύστημα. Πώς, όμως, ήταν δυνατόν να ανα-δίδει τόσο έντονα την οσμή από σάπια χλωρίδα και πολυκαιρισμένα σάλια ία εκείνη τη γλυκερή, χορταστική βρόμα, που μόνο με τη μυρωδιά του κάτουρου μπορούσε να την παρομοιάσει;

Ξεροκατάπιε, «Πες μου ποιοι είν' οι φίλοι σου». «Σου είπα. Ο Μάρτυρας, ο Θεραπευτής, ο Πράσινος Άντρας». «Κι άλλοι, είπες». «Ναι, άλλοι». Ο Λίλαντ Τέρπστρα τούς διέκοψε. «Θες να ρίξεις μια ματιά στο διάγραμ-

μα τώρα, σερίφη; Είναι ό,τι καλύτερο μπορώ να φτιάξω». Ο Λουκ σήκωσε το δεξί του χέρι ως ένδειξη ότι τον είχε ακούσει, όμως

δεν τράβηξε το βλέμμα του απ' την Έμιλι, ούτε εκείνη απ' αυτόν. «Ποιοι είναι;» επέμεινε ο Λουκ παρόλο που γνώριζε πως ήταν απόλυτα

εσφαλμένο να πιέζει τόσο άγρια έναν ανήλικο μάρτυρα, μιας και ό,τι έλεγε δε θα γινόταν αποδεκτό. «Έλα, Έμιλι, ποιοι είν' οι φίλοι σου;»

Το στόμα της Έμιλι πλάτυνε σχηματίζοντας ένα αμυδρότατο χαμόγελο. Το πρόσωπο της εξέφραζε χαρά, αλλά τα μάτια της ήταν άψυχα σαν πέτρες. Ο Λουκ αισθάνθηκε τον ιδρώτα να κυλά απ το σβέρκο του στο γιακά του που-καμίσου του. Γι; σκεφτόταν συνέχεια. Τι στο διάολο προσπαθεί να μ ου πει, Όλα τούτα είναι τελείως ανισόρροπα· τελείως τρελά.

Η Έμιλι άνοιγε το στόμα της όλο κα: περισσότερο, λες κι ήταν έτοιμη να δαγκώσει ένα μήλο. Ο Λουκ σκέφτηκε: Χασιιουριέτω - τ ι στο διάολο κάνει.

130

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

χασμουριέται Όμως τότε π γλώσσα της φάνηκε σαν να πρήζεται και γλίστρησε ανάμε-

σα απ' τα χείλη της χοντρή και πορφυρή. Εντελώς σοκαρισμένος, εντελώς αηδιασμένος συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο για γλώσσα, αλλά για to πέος ενός άντρα που γυάλιζε απ' τα σάλια, αστραφτερό και διογκωμένο, με την ακροποσθία τραβηγμένη πίσω. Απ' την οπή του πέους κυλούσε ένας λεπτός ιστός από βλέννα που έσταζε πάνω στο πηγούνι της Έμιλι.

Ακολούθησε ένα κλάσμα δευτερολέπτου όπου τα βλέμματά τους ήρθαν σε έντονη επαφή κι εκείνος καταλάβαινε τι του έλεγε. Του έλεγε: Να τι είναι οι φίλοι μου, να τι μπορούν να κάνουν οι φίλοι μου, ία είναι πολύ περισσότερα απ ό,τι είσαι σε θέση να κατανοήσεις, χοντρέ. Το πέος ορθώθηκε τελείως άκαμπτο και ξεπρόβαλλε σχεδόν δυόμισι πόντους απ' τα ορθάνοιχτα χείλη της. Έπειτα γλίστρησε πάλι μέσα κι η περιφέρειά του πιάστηκε λίγο στα πάνω της δόντια* εκείνη κατάπιε με δύναμη ία αυτό χάθηκε.

Ο Λουκ στράφηκε έντρομος προς τους Τέρπστρα, όμως η κυρία Τέρπστρα άλλαζε με φασαρία θέση στα μπιμπελό της ία ο Λίλαντ εξακολου-θούσε να του χαμογελά εξυπηρετικά και να του προτείνει το διάγραμμά του. Ήταν ολοφάνερο ότι κανείς τους δεν είχε δει το πρόστυχο πράγμα, που είχε ξεπροβάλλει απ' το στόμα της Έμιλι.

Ο Λουκ γονάτισε δίπλα στη μικρή και της έπιασε τα χέρια. «Άνοιξε το στόμα σου», επέμεινε.

«Γιατί;» είπε εκείνη, παριστάνοντας την αθώα. «Ανοιξε το στόμα σου, Έμιλι!» «Όχι!» είπε εκείνη παλεύοντας. «Φύγε από κοντά μου!» «Άνοιξε τ' αναθεματισμένο στόμα σου!» της φώναξε άγρια ο Λουκ.

Προσπάθησε να της πιάσει το σαγόνι και να τ' ανοίξει δια της βίας, αλλά η Έμιλι είχε σφαλήσει τα χείλη και κουνούσε το κεφάλι της πέρα-δώθε.

«Τι πάτε να της κάνετε, σερίφη;» ρώτησε ο Λίλαντ Τέρπστρα. «Νομίζω ότι κατάπιε κάτι», είπε ο Λουκ. «Απλά θέλω να ρίξω μια ματιά». «Όχι!» διαμαρτυρήθηκε η Έμιλι, χτυπώντας τον. «Όχι! Άσε με ήσυχη!» Ο Λουκ την άφησε και στάθηκε όρθιος. Η Έμιλι σήκωσε το βλέμμα της

πάνω του, βλέμμα μαύρο απ' το θρίαμβο και το μίσος, Η κυρία Τέρπστρα πλησίασε και ακούμπησε απαλά το χέρι της στο κεφά-

λι της Έμιλι. «Έλα τώρα, γλυκιά μου, τι ήταν αυτό που κατάπιες;» «Τίποτα», είπε η Έμιλι. «Δεν κατάπια τίποτα». «Ε, λοιπόν, τότε δε θα 'χεις αντίρπση ν' ανοίξεις το στόμα σου και ν' αφή-

σεις τον σερίφη Φρεντ να ρίξει μια ματιά, έτσι δεν είναι;» Η Έμιλι δίστασε για μια στιγμή και μετά χαμογέλασε ία έβγαλε τη γλώσσα

της. «Ορίστε, μάλλον κάνατε λάθος», είπε μειδιώντας ο Λίλαντ Τέρπστρα.

«Ίσως απλά αστειευόταν».

131

GRAHAM MASTERTON

Ο Λουκ ξεροκατάπιε. Του είχε κοπεί η ανάσα, έτρεμε ία έξαφνα ένιωσε τον ιδρώτα που έτρεχε στη ράχη του πουκαμίσου του να χει παγώσει.

«Βέβαια», είπε, «Ίσως απλά αστειευόταν». «Αισθάνεστε καλά, σερίφη;» ρώτησε ο Λίλαντ Τέρπστρα. «Φαίνεστε

κάπως χλομός», «Χλομός», επανέλαβε ο Λουκ. Κοίταξε την Έμιλι, κοίταξε τους Τέρπστρα,

κοίταξε το ρολόι του. Κοίταξε πάλι την Έμιλι, που καθόταν τόσο γλυκιά και ήσυχη και παρακολουθούσε τα Χελωνονιντξάιαα, ψύχραιμη όσο δεν έπαιρνε.

«Σερίφη;» επανέλαβε ο Λίλαντ Τέρπστρα. «Είμαι μια χαρά», τον διαβεβαίωσε ο Λουκ. «Είμαι μια χαρά». Και τότε ήταν που η Έμιλι άφησε ένα πονηρό χασκογελάκι σαν τρίξιμο- ία

ακούστηκε πιο πολύ σαν γριά παρά σαν εντεκάχρονο κορίτσι.

132

.6.

Ο Κάπτεν Μπλακ βγήκε από το χειρουργείο λίγο μετά τις 3 μ.μ., έπειτα από εννέα ώρες εξαντλητικής ομαδικής εργασίας τριών χειρούργων με διαφορε-τικές ειδικότητες και δεκαοκτώ νευρολόγων, βιοχημικών, κτηνιάτρων-αναισθησιολόγοιν και βοηθών.

Μετέφεραν τον κοιμισμένο τεράστιο όγκο του στο εργαστήριο που βρισκόταν στπ βορειοανατολική πτέρυγα του Ινστιτούτου Σπέλμαν, πάνω σε ένα φορείο, τυλιγμένο με ένα μεγάλο πράσινο χειρουργικό σεντόνι. Εκεί, κάτω υπό συνεχή επίβλεψη, θα συνερχόταν από το αναισθητικό και θα ανα-κτούσε τις δυνάμεις του μετά την εγχείρηση. Το διάγραμμα στην άκρη του φορείου του είχε πάνω τυπωμένο το όνομα Μπλακ, Κάπτεν. Ήταν ένα αστείο, όμως το προσωπικό του Σπέλμαν αντιμετώπιζε το μοναδικό και σημαντικότερο ασθενή του με βαθύ σεβασμό. Τούτο το ζώο, τούτο το θνητό ον, είχε αποκτήσει ανθρώπινη προσωπικότητα ία όλοι το γνώριζαν.

Φορώντας ακόμη τις πράσινες χειρουργικές τους ρόμπες και τις πράσι-νες χειρουργικές τους μπότες, ο Γκαρθ και ο Ραούλ αποσύρθηκαν στο γρα-φείο του πρώτου, χτύπησαν τα χέρια στον αέρα ασθενικά κι έπειτα άνοιξαν ένα μπουκάλι Chan don Brut, «Στην υγεία του Κάπτεν Μπλακ», είπε ο Γκαρθ. «Αν πιάσει το πείραμα, θα γίνει το πρώτο φιλέτο μπέικον που θα γνωρίζει πως είναι φιλέτο μπέικον».

Ο Ραούλ πάταξε μια στοίβα χαρτιά στο πάτωμα και σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα. «Φάε τα λυσσακά σου. Πόρια Πιγκ».

Ο Γκαρθ άναψε ένα τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό μέσα από τα ρουθού-νια του. «Ήσουν εκπληκτικός, Ραούλ. Απόλυτα εκπληκτικός, ρε γαμώτο».

133

GRAHAM MASTERTON

Ο Ραούλ ανέμισε περιφρονητικά το χέρι. «Απλά είμαι απ' τη φύση μου καλός στη μικροχειρουργική. Οφείλεται στην αίσθηση του ρυθμού που έχω γενετικά κληρονομήσει».

«Μαλακίες, Ήσουν εκπληκτικός». Ο Ραούλ κούνησε το κεφάλι, χαμογέλασε και είπε: «Ουάου, αυτή κι αν

ήταν εγχείρηση, ε;» Κατέβασε ια άλλη σαμπάνια, «Απλά αναρωτιέμαι πώς άραγε θα νιώσει;»

«Τι Θες να πεις;» «Όταν θα ξυπνήσει και θα γνωρίζει ότι είναι γουρούνι, πώς άραγε θα νιώ-

σει;» Ο Γκαρθ έκανε μια γκριμάτσα, «Δεν μπορώ να φανταστώ. Θα εξαρτηθεί

από το πόσο καλά πήγε η εμφύτευση. Όπως και να 'χει, δεν πρόκειται να μάθουμε μέχρι να αναπτύξει κάποιο τρόπο για να μας το πει».

«Νομίζεις ότι θα είναι σε θέση να το κάνει;» «Και βέβαια», είπε ο Γκαρθ. «Λεν έχω καμία αμφιβολία γι' αυτό. Αν όλα

πάνε όπως τα έχουμε σχεδιάσει, νομίζω ότι θα διαθέτει τη δυνατότητα για αρκετά εξελιγμένη επικοινωνία».

«Τη δυνατότητα, ίσως», συμφώνησε ο Ραούλ. «Θα 'χει, όμως, την ικανότητα; Δεν είμαι και πολύ ικανοποιημένος από τα συστήματα επικοινω-νίας με τα ζώα που έχουμε κατορθώσει να αναπτύξουμε μέχρι σήμερα. Και ΤΙ έγινε που ο Ρίμο ο χιμπαντζής μπορεί να πληκτρολογήσει τη φράση "μπανάνα παρακαλώ"; Τι έγινε που ένας σκύλος μπορεί να μας φέρει την εικόνα ενός δέντρου; Ο ένας πεινάει, ο άλλος θέλει να βγει βόλτα. Δεν είναι και ό,τι θ' αποκαλούσα εξελιγμένη επικοινωνία».

«Ξέρω απόφοιτους κολεγίου που επικοινωνούν πολύ δυσκολότερα», είπε ο Γκαρθ. «Πρόκειται, όμως, για ένα θέμα που θέλω να το συζητήσω μ' ολόκληρη την ομάδα. Ξέρω ότι έχουμε αναπτύξει το σύστημα Εξωσυμβόλων και το σύστημα αναγνώρισης λέξεων, νομίζω, όμως, ότι ήρθε η ώρα να επανα-προδιορίσουμε το όλο ζήτημα. Ο Κάπτεν Μπλακ δε θα 'ναι σε θέση να μιλήσει. Δε διαθέτει λαρύγγι, με το οποίο να μπορέσει να αρθρώσει κάτι που να θυμί-ζει, έστω, την ανθρώπινη ομιλία. Εξακολουθώ, όμως, να πιστεύω ότι θα 'πρεπε να ερευνήσουμε την πιθανότητα ύπαρξης κάποιου είδους γλώσσας».

«Δε νομίζω ότι ο διευθυντής δείχνει ιδιαίτερο ενθουσιασμό γι' αυτό τον ερευνητικό τομέα», είπε ο Ραούλ. «Πριν από κάνα δυο μέρες μου πε ότι δεν τον χαροποιεί η προοπτική ν' αρχίσει το προσωπικό να συνεννοείται με γρυλί-σματα και τσιρίδες».

«Γιατί τότε προσέλαβε τη Μεγκ στη ρεσεψιόν;» ρώτησε ο Γκαρθ. «'Ει, μην είσαι άδικος, η Μεγκ είναι καλό κορίτσι. Εξάλλου ήδη υπάρχουν

γουρούνια που μιλούν». «Ναι;» Ο Ραούλ ακούμπησε κάτω το ποτήρι του και πέταξε προς την άλλη πλευρά

134

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

του τραπεζιού το φύλλο της Γκαζέτ του Σίνταρ Ράπιντς εκείνης της ημέρας. «Α, ναι, και βέβαια υπάρχουν γουρούνια που μιλούν. Τα λένε γερουσιαστές».

Ο Γκαρθ άνοιξε την εφημερίδα. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφία των γερουσιαστών Ντορίν Ζαπφ και Μπράιαν Κάνη, με τις γροθιές τους θριαμβευτικά υψωμένες πάνω απ' τα κεφάλια τους. Η επικεφαλίδα έγρα-φε: «ΟΙ ΖΑΠΦ ΚΑΙ ΚΆΝΤΙ ΣΙΓΟΥΡΟΙ ΠΑ ΤΙΣ ΨΗΦΟΥΣ ΤΩΝ ΧΟΡΤΟΦΑΓΩΝ».

Ο Γκαρθ διάβασε τις πρώτες παραγράφους κι έπειτα έριξε την εφημερί-δα στο πάτωμα, «Σοβαρά πιστεύεις ότι θα εγκρίνουν το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι;»

«Δεν ξέρω», είπε ο Ραούλ. «Μου φαίνεται ότι πρόκειται για μία από κεί-νες τις ιδέες που πιάνουν το σφυγμό της χώρας, καταλαβαίνεις; Ο καθείς πασχίζει να φανεί όσο αγιότερος γίνεται».

«Κανείς δε χρειάζεται να πασχίσει για να φανεί αγιότερος από μένα», είπε ο Γκαρθ. Κοίταξε κάτω την πεσμένη εφημερίδα. «Μ' ανέφεραν εμένα;»

«Σ' αποκάλεσαν "Ο ζωοτόμος Γκαρθ Μάθιους, 49 ετών"». «Οι μπάσταρδοι». «Ξέρω. Δεν είσαι ζωοτόμος, είσαι ερευνητής παθολόγος». «Υπάρχουν και χειρότερα. Είμαι 48 ετών, όχι 49». «Έλα τώρα, Γκαρθ», είπε σοβαρά ο Ραούλ. «Αν περάσει το Ζαπφ-Κάνπ θα

μείνουμε στα κρύα του λουτρού. Και, αν μη τι άλλο, εσύ ία γω θα μείνουμε άνεργοι»,

Ο Γκαρθ το αναλογίστηκε για μια στιγμή, καπνίζοντας και πίνοντας ία έπειτα είπε: «Μπα, Δε θα περάσει, άκουσε με. Πρόκειται απλά για μια διατρο-φική τρέλα σε επίπεδο πολιτικής. Σαν τη μακροβιοτική' ή Tnnouvelle cuisine. Πιστεύεις στ' αλήθεια ότι θα κατορθώσουν να κάνουν τους Αμερικανούς να σταματήσουν να τρώνε κρέας; Ο Νότος θα ξεσηκωθεί ξανά!»

«Δεν ξέρω», είπε ο Ραούλ. «Έχω ένα κακό προαίσθημα γι' αυτή την ιστο-ρία».

«Πώς είναι δυνατόν; Ποιος θα παρατήσει τα χάμπουργκερ, τις μπριζόλες, τα τηγανιτά κοτόπουλα, το μπέικον και τα παϊδάκια του γάλακτος;»

«Έχω ένα κακό προαίσθημα, αυτό είν' όλο». «Ραούλ — ακόμα ία αν το περάσουν, που δεν πρόκειται, θα υπάρξει και μια

τριετής μεταβατική περίοδος. Πρέπει να υπάρξει - π ώ ς αλλιώς θα ξεφορτω-θούν οι αγρότες τα κοπάδια που ήδη έχουν; Πώς θα τους αποζημιώσει η ομο-σπονδιακή κυβέρνηση; Χριστέ μου, έπρεπε ν' άκουγες τι μου έλεγε χτες στο στούντιο της τηλεόρασης ο τύπος απ' το Υπουργείο Γεωργίας. Μόνο στις ηπει-ρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν περισσότερα από εκατό εκατομμύρια βοοειδή1 για να μη μιλήσουμε για τα πενήντα πέντε εκατομμύρια γουρούνια και τα δέκα εκατομμύρια πρόβατα. Είναι περισσότερα από τους κατοίκους της Ιαπωνίας. Είναι ένα έθνος μέσα σε έθνος»,

«Να γιατί ο κόσμος αρχίζει να αμφιβάλλει κατά πόσο είναι ηθικό να τα

135

GRAHAM MASTERTON

τρώμε», είπε ο Ραούλ. «Μπορεί να πρόκειται για αγελάδες, για γουρούνια, για πρόβατα. Όμως ο κόσμος αρχίζει να τα κοιτά στα μάτια και να λέει "Για στά-σου, αυτό που πρόκειται να βάλω στο στόμα μου είναι ένα άλλο πλάσμα!»

«Χριστέ μου», είπε ο Γκαρθ, «Αρχίζεις να μιλάς σαν τη Λίλι Μόναρκ και τους υπόλοιπους παλαβιάρηδες! Λεν σ' αρέσει το τηγανιτό κοτόπουλο;»

Ο Ραούλ το σκέφτηκε κι έπειτα είπε: «Όχι, για την ακρίβεια δε μ' αρέσει. Το μόνο νόστιμο κομμάτι είναι η πέτσα κι εγώ σιχαίνομαι την πέτσα».

Ο Γκαρθ έσβησε το τσιγάρο του. «Παραιτούμαι». «Ίσως να πρέπει να το κάνεις, Η μεταβατική περίοδος αφορά μόνο τα

ζώα στα αγροκτήματα. Η έρευνα σε ζώα θα σταματήσει μόλις υπογραφεί ο Ζαπφ-Κάντι. Το ίδιο και το εμπόριο της γούνας».

«Άσε με να σου υποσχεθώ κάτι», είπε ο Γκαρθ. Άπλωσε το χέρι του και τσούγκρισε το ποτήρι του με του Ραούλ «Το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι θα πεθά-νει. Ζήτω τα χοιρινά μπουτάκια!»

«Καλύτερα να μη σ' ακούσει ο Κάπτεν Μπλακ να το λες αυτό. Ίσως το πάρει προσωιπκά».

Βρίσκονταν ία οι δύο σε υπερένταση· ήταν κι οι δύο κουρασμένοι. Η συζή-τηση επέστρεψε στην εγχείρηση που μόλις είχαν πραγματοποιήσει. Τους είχε πάρει εννέα χρόνια για να την προετοιμάσουν και εννέα ώρες για να την ολο-κληρώσουν. Ο Γκαρθ δεν μπορούσε να καταλάβει αν ένιωθε ενθουσιασμό, κατάθλιψη ή απλά μούδιασμα. Ένιωθε λες ία ολόκληρη η καριέρα του είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Για κείνες τις εννέα ώρες όλες οι διάφορετι-κές δεξιότητες και εμπνεύσεις, που του είχαν χαρίσει κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του οι γονείς, οι καθηγητές και οι συνάδελφοι του, είχαν συγκεντρωθεί σε μια αταλάντευτη ακτίνα καθαρής ενέργειας, όπως οι ακτί-ν ε ς του ήλιου συγκεντρώνονται μέσω ενός μεγεθυντικού φακού. Τούτη είναι η μοίρα μου, που παίρνει σάρκα και οστά μπρος στα μάπα μου. Τούτος είναι ο σκοπός για τον οποίο γεννήθηκα.

Είχε πάρει γονίδια επιλεγμένα με ακρίβεια από την κάθετη εγκεφαλική διατομή, που είχε φέρει ο Νέιθαν από το Ιατρικό Κέντρο Μέρσι. Η διατομή ήταν μικροσκοπικά λεπτή, πιο λεπτή κι από τσιγαρόχαρτο, περιείχε, όμως, γενετικό υλικό από κάθε τμήμα του εγκεφάλου, από τον βρεγματικό λοβό μέχρι τον πλευρικό αύλακα.

Περιείχε ολόκληρη την προσωπικότητα του δότη: τη νοημοσύνη, τη φαντα-σία, τη σεξουαλικότητα και τα συναισθήματά του. Ο Ραούλ την είχε εμφυτεύ-σει σε κάθε ζωτική περιοχή του εγκεφάλου του Κάπτεν Μπλακ, χρησιμοποιώ-ντας μια τεχνική που παρέκαμπτε τις αρχικές του εγκεφαλικές λειτουργίες, όπως ένα σύστημα ηλεκτρικών καλωδίων παρακάμπτει ένα ελαττωματικό ιαβώτιο συνδεσμολογίας. Ανατομικά ο Κάπτεν Μπλακ εξακολουθούσε να 'ναι γουρούνι, ψυχολογικά, όμως, ήταν ένα μικρό αγόρι. Έτσι, τουλάχιστον, είχε καταλήξει να πιστεύει ο Γκαρθ έπειτα από εννέα χρόνια έρευνας. Μόνο όταν

136

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

θα ξυπνούσε ο Κάπτεν Μπλακ θα μάθαινε στα σίγουρα. Θα σκεφτόταν σαν άνθρωπος· ία αυτός ήταν ο λόγος που ο Γκαρθ είχε

επιμείνει τόσο πολύ να είναι ο δότης μικρός σε ηλικία, υγιής και απαλλαγμέ-νος από προκαταλήψεις. Όταν ο Κάπτεν Μπλακ θα συνερχόταν απ' την αναι-σθησία, το τελευταίο πράγμα που 'θελε να 'χει στα χέρια του ο Γκαρθ, ήταν ένα πλάσμα με το μυαλό ενός ψυχοπαθούς και το κορμί και το μέγεθος ενός μικρού οικογενειακού αυτοκινήτου.

Ο Ραούλ είπε: «Αν μας αφήσουν ήσυχους οι καλοθελητές, Γκαρθ, αυτή είναι μόνο η αρχή. Σκέψου τι μπορούμε να κάνουμε. Μπορούμε ν' αλλάξουμε τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Μπορούμε να θεραπεύσουμε το σύνδρομο Ντάουν, Μπορούμε να θεραπεύσουμε τη σχιζοφρένεια».

Ο Γκαρθ σήκωσε το ποτήρι του. «Μπορούμε να χειρουργήσουμε τους πολιτικούς και να τους κάνουμε ευγενικούς και λογικούς»,

«Μπορούμε να χειρουργήσουμε τους γκέι και να τους κάνουμε στρέιτ. Μπορούμε να χειρουργήσουμε τους στρέιτ και να τους κάνουμε γκέι».

«Μεταμοσχεύσεις εγκεφάλων;» πρότεινε ο Γκαρθ, μιλώντας πάνω απ' το χείλος του ποτηριού του.

Ο Ραούλ φούσκωσε τα μάγουλά του. «Γιατί όχι, δικέ μου; Αν πριν από πενήντα χρόνια πρότεινες να κάνουμε μεταμοσχεύσεις νεφρών, θα σε περ-νούσαν για τρελό. Τι το τρελό έχουν οι μεταμοσχεύσεις εγκεφάλων;»

Ο Γκαρθ αποτέλειωσε το κρασί του. Ξαφνικά η όψη του γκρίζαρε. «Δεν ξέρω. Ίσως να 'μαι κουρασμένος».

«Τότε κάνε ένα ντους. Κοιμήσου λίγο. Θα κοιτάξω εγώ τον Κάπταν Μπλακ».

«Ω... μην ανησυχείς. Θα 'ρθω μαζί σου. Τώρα πια νιώθω σχεδόν σαν μπα-μπάς του».

Ακόμα γελούσαν κι έπιναν όταν μπήκε βιαστικά στο γραφείο χωρίς να χτυπήσει η Τζένι Χένανγκς, η επικεφαλής βοηθός του Ραούλ

«Τζένι;» ρώτησε ο Ραούλ. «Τι τρέχει;» «Ο Κάπτεν», είπε. Ήταν μικροκαμωμένη, μελαχρινή, ομορφούλα ία ανα-

στατωμένη. «Συνέρχεται». «Κιόλας;» είπε ο Γκαρθ. «Περίμενα ότι θα κοιμόταν τουλάχιστον πέντε

ώρες ακόμα». «Δεν είναι μόνο αυτό. Ουρλιάζει». «Τι κάνει;» «Ουρλιάζει, Γκαρθ. Ουρλιάζει λες ία έχει τρελαθεί εντελώς».

Έτρεχαν κατά μήκος του διαδρόμου και σε κάθε στροφή τούς ακολουθούσαν άλλα στελέχη του προσωπικού. Η σειρήνα του συναγερμού ούρλιαζε μελαγχο-λικά, μπλααρπ, μπλααρπ, μπλααρπ. Έ ν α ς από τους κτπνιάτρους-

137

GRAHAM MASTERTON

αναισθησιολόγους σκουντούφλησε στον ώμο του Γκαρθ με θολωμένο βλέμμα και είπε: «Τι; Τι συμβαίνει; Μόλις ξύπνησα».

«Ξύπνησε!» είπε η Τζένι. «Ο Κάπτεν Μπλακ ξύπνησε!» «Ξύπνησε; Δεν ξέρεις ΤΙ σου γίνεται! Του έδωσα αρκετή μεθοξυφλουρά-

νη, για να μείνει ξερός επί μια βδομάδα!» «Ξύπνησε!» επανέλαβε η Τζένι· και δε χρειάστηκε να πει τίποτε άλλο. Ο

αναισθησιολόγος τούς ακολούθησε τρέχοντας· κι όλοι μαζί συγκρούστηκαν μεταξύ τους, καθώς περνούσαν την περιστρεφόμενη πόρτα που οδηγούσε στην βορειανατολική πτέρυγα.

Τα ουρλιαχτά του γουρουνιού ακούγονταν απ' την άλλη άκρη του διαδρόμου. Ήταν ο τρομακτικότερος ήχος που είχε ακούσει ποτέ του ο Γκαρθ: μια αγωνιώδης, μακρόσυρτη στριγγλιά, αναμεμειγμένη με βρυχηθμούς οργής και σύγχυσης ία έναν παχύ και κολλώδη γουργουριστό ήχο, λες ία ο λαιμός του ήταν πλημμυρισμένος με παχύρευστο φλέμα.

Ο Γκαρθ έφτασε στην πόρτα του εργαστηρίου την ίδια στιγμή που ένας από τους μαθητευόμενούς του έβγαινε έξω, με πρόσωπο πανιασμένο και αιμ ο ρραγώντ ας,

«Τι στο διάολο συμβαίνει, Πίτερ; Χτύπησες;» «Μού άρπαξε το χέρι, αυτό είν' όλο. Προσπαθούμε να τον περιορίσουμε». «Πάση ώρα είναι ξύπνιος;» «Δύο ή τρία λεπτά, ήταν αρκετά, όμως. Δεν ακούει κανέναν και τίποτα. Αν

θες τη γνώμη μου, είναι έξω φρενών». Σαν να ίο 'κανε για να τονίοει εκείνη την άποψη, ο Κάπτεν Μπλακ έμπη-

ξε μια κραυγή που τους έκανε να παραλύσουν εκεί που βρίσκονταν. «Μήπως υποφέρει;» ρώτησε ο Γκαρθ. «Δε βλέπω το λόγο. Η εγχείρηση ήταν όνειρο». Ο Γκαρθ απομάκρυνε προσεκτικά μια νοσοκόμα που του έκλεινε το

δρόμο και έφτασε στην ανοικτή πόρτα της αίθουσας αποθεραπείας. Παντού μες στην αίθουσα βρίσκονταν διασκορπισμένα τραπεζάκια με ρόδες, νυστέ-ρια, λαβίδες και βαμβάκι. Σκισμένες γαλάζιες κουρτίνες κρέμονταν από μισογκρεμισμένα κουρτινόξυλα. Τρεις οθόνες Χάνιγουελ κείτονταν σπασμέ-νες και στο πάτωμα είχε σχηματιστεί ένα λαμπερό, τριζάτο χαλί από σπασμέ-να τζάμια. Ο συναγερμός εξακολουθούσε να ηχεί ία ένα κόκιανο φως αναβόσβηνε. Δύο φύλακες κινούνταν προσεκτικά προς τα πίσω, με κατεύθυν-ση την πόρτα. Ο ένας τους είχε υψώσει το πιστόλι του, μόλις, όμως, εμφανί-στηκαν ο Γκαρθ ία ο Ραούλ το ξανάβαλε αμέσως στη θήκη του.

«Δόκτωρ Μάθιους! Δόξα τω Θεώ, δε φύγατε ακόμα». «Όλα είν' εντάξει, Στιβ.Δε χρειάζεται να φοβάσαι. Ο Κάπτεν κάνει πολλή

φασαρία ία έχει τρομακτική όψη. Ποτέ, όμως, δεν έχει πειράξει κανέναν και δεν πρόκειται ν' αρχίσει τώρα να πειράζει ανθρώπους. Απλά του δώσαμε το μυαλό ενός παιδιού τριών ετών. Είναι τρομαγμένος και πληγωμένος και μάλ-

138

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

λον ουρλιάζει γιατί φωνάζει τη μαμά του». Ο Κάπτεν Μπλακ πρέπει να είχε κατρακυλήσει από το φορείο όπου

αναπαυόταν μετά την εγχείρηση. Το πράσινο σεντόνι είχε γλιστρήσει στο πάτωμα και είχε τυλιχτεί γύρω από το ένα μπροστινό του πόδι. Στεκόταν τερά-στιος και μαύρος στην αντίθετη άκρη της αίθουσας κι ανέδιδε τη βρόμα του ζώου, του αναισθητικού και του ξεραμένου αίματος. Το κεφάλι του ήταν τυλιγ-μένο μ' επιδέσμους, που ολοφάνερα τον ενοχλούσαν, μιας και συνεχώς προ-σπαθούσε να τους τινάξει από πάνω του ή ν' απαλλαγεί απ' αυτούς, τρίβοντας το κεφάλι του πάνω στα ντουλάπια.

Τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα από αίμα, οργή και παντελή έλλειψη κατανόησης. Έδειχνε σαστισμένος και πολύ θυμωμένος γι' αυτό που είχαν κατορθώσει να κάνουν μες στο μυαλό του, ό,τι ία αν ήταν.

«Κάπτεν Μπλακ!» φώναξε ο Γκαρθ. «Έλα τώρα, Κάπτεν Μπλακ. . όλα θα πάνε μια χαρά».

Ο Κάπτεν Μπλακ τίναξε το κεφάλι προς τα πίσω, γύμνωσε τα κιτρινισμέ-να του δόντια ία έμπηξε άλλη μια κραυγή που έκανε τις τρίχες τους να σηκω-θούν όρθιες. Ακόμα κι ο Γκαρθ οπισθοχώρησε. Ο Ραούλ είπε: «Έλα τώρα, Γκαρθ, δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να του φτιάξεις το κέφι. Χρειάζεται ηρεμιστικό και γρήγορα μάλιστα. Δείχνει να υποφέρει πολύ».

Ο Γκαρθ ίσιωσε τα μαλλιά του με μια γρήγορη κίνηση. «Ναι...ίσως να 'χεις δίκιο». Στράφηκε προς τον αναισθησιολόγο. «Τι μπορούμε να του χορηγήσου-με, που να μην προκαλέσει πολλές παρενέργειες;»

«Θα σου ετοιμάσω κάτι», είπε ο αναισθησιολόγος. «Θα πρέπει, όμως, να του το χορηγήσουμε με βελάκι. Δεν υπάρχει περίπτωση να του κάνω ένεση με το χέρι. Ακόμα ία έτσι, όμως, θα πρέπει να γίνει από πολύ κοντά, σχεδόν εξ επαφής».

«Οκέι, κάντε γρήγορα, εντάξει;» Ο Κάπτεν Μπλακ άρχισε να ηρεμεί. Στεκόταν με το βλέμμα καρφωμένο

στο Γκαρθ ενώ, καθώς ανάσαινε, τα τεράστια πλευρά του ανεβοκατέβαιναν και από το τριχωτό κάτω χείλος του έτρεχαν σάλια. Ο Γκαρθ διαισθανόταν πως είχε αλλάξει* και πως δεν είχε αλλάξει μόνο εξαιτίας του πόνου που ένιωθε. Ποτέ πριν δεν είχε κοιτάξει κάποιον τόσο συγκεντρωμένος. Ποτέ πριν δεν είχε κοιτάξει τον Γκαρθ με τόση επιμονή. Ήταν ολοφάνερο πως εξακολου-θούσε να 'ναι αποχαυνωμένος απ' το αναισθητικό, παρ' όλα αυτά, όμως, ανά-σαινε και παρακολουθούσε κι ο Γκαρθ πίστευε ότι σκεφτόταν κιόλας.

«Νομίζω ότι τα καταφέραμε», είπε πολύ απαλά ο Ραούλ. «Είναι νωρίς ακόμα για συμπεράσματα», αποκρίθηκε ο Γκαρθ. «Κοίτα, όμως, την έκφρασή του. Είμαι σίγουρος ότι τα καταφέραμε». «Θα γεμίσουμε βραβεία Νόμπελ;» «Μπορεί, δικέ μου. Και βέβαια μπορεί». «Είναι τρομερό», είπε η Τζένι. «Συνέχεια προσπαθώ να φανταστώ τι έχει

139

GRAHAM MASTERTON

μες στο κεφάλι του». «Έναν φοβερό πονοκέφαλο, φαντάζομαι», είπε ο Γκαρθ. «Πρέπει να 'ναι — δεν ξέρω, σχεδόν σαν να γεννιέσαι. Ή σαν να συνέρ-

χεσαι έπειτα από κάποιο δυστύχημα». Ο Κάπτεν Μπλακ άρχισε να ξύνει δυσαρεστημένος το πάτωμα με τα

μπροστινά του πόδια. Με τους επιδέσμους στο κεφάλι είχε όψη γκροτέσκα, σχεδόν γελοία, λες και κάποιο κοριτσάκι τού είχε φορέσει ένα τουρμπάνι, προσπαθώντας να τον μασκαρέψει σαν Ινδό. "Ομως ο Γκαρθ ήξερε ότι δεν υπήρχε τίποτε το γελοίο στη δύναμη, το πείσμα του ή την ικανότητά του να προκαλέσει μεγαλύτερη κοσμοχαλασιά απ' ό,τι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το προσωπικά ασφαλείας του Ινστιτούτου Σπέλμαν.

Η μεθοξυφλουράνη με την οποία τον είχαν κοιμίσει πριν την εγχείρησή του, εξακολουθούσε να τον κάνει να νιώθει ζαλισμένος και να μην μπορεί να ισορροπήσει καλά. Παραπάτησε προς τη μία μεριά, τα πίσω του πόδια λύγισαν και βρέθηκε καθισμένος. Ακόμα και καθισμένος, όμως, αποτελούσε εντυπωσιακό και τρομακτικό θέαμα, ένα δυσώδες μαύρο βουνό από σάρκα καλυμμένη με παχύ τρίχωμα, ικανό να συντρίψει έναν άντρα μέχρι θανάτου ή να τρυπήσει με τα δόντια του έναν ατσάλινο σωλήνα πάχους επτάμισι πόντων. Όλοι παρέμειναν στριμωγμένοι στο άνοιγμα της πόρτας, αφήνοντας ολόκληρο το εργαστήριο στον Κάπτεν Μπλακ και δε χωρούσε αμφιβολία ότι, αν εκείνος έκανε δυο τρία βήματα προς την πόρτα, ο διάδρομος απ' έξω θα άδειαζε κι εκείνος στη στιγμή.

«Σκατά! Μάλλον δεν αναίσθητο ποιήθηκε καλά», είπε ο Ραούλ. «Σου είπα ότι έπρεπε να 'χαμε χρησιμοποιήσει αλοθάνη».

«Α-πα-πα. Δεν μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε να πάθει ζημιά το ήπαρ του», είπε ο Γκαρθ.

«Αν δεν καταφέρουμε τώρα να τον ελέγξουμε, θα χάσουμε πολύ περισσότερα απ' το ήπαρ του».

Ο Κάπτεν Μπλακ στριφογύρισε το κεφάλι του σαν να υπέφερε. Έπειτα άρχισε ξάφνου να ιανείται παραπαίοντας προς την πόρτα, σαρώνοντας στο διάβα του ένα τραπεζάκι γεμάιο δοκιμαστικούς σωλήνες και όργανα και σκορπίζοντάς τα παντού. Η Τζένι Χένινγκς άρπαξε το μπράτσο του Γκαρθ και το 'σφίξε με δύναμη- ία ο Γκαρθ κοίταξε το Ραούλ1 ία ο Ραούλ έκανε μια γκρι-μάτσα που σήμαινε «επιτέλους, στο δείχνει με τη γλώσσα του σώματος».

Ο αναισθησιολόγος επέστρεψε λαχανιασμένος και με κατακόκκινο πρόσωπο, κρατώντας ένα από τα μακρύκαννα όπλα εκτόξευσης βελών, τα οποία χρησιμοποιούσαν για την αντιμετώπιση ζώων που είχαν δραπετεύσει ή αφηνιάσει. «Οκέι.. τούτο δω έχει αρκετή μεθοεξιτόνη για να σταματήσει μια Μερσεντές. Θα τον βγάλει νοκ άουτ, όσο χρειάζεται για να τον ξαναβάλουμε στο φορείο και να τον ασφαλίσουμε».

Τώρα ο Κάπτεν Μπλακ στεκόταν στο μέσο του εργαστηρίου' με τον

140

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

απογευματινό ήλιο να λάμπει μέσα από το παράθυρο πίσω του, έμοιαζε με κάτι προϊστορικό και παγανιστικό, λες και το τρίχωμά του είχε αρπάξει φωτιά. Τα πορφυρά μάτια του σιγόκαιγαν από τη σύγχιση και τον πόνο. Καθώς ο αναισθησιολόγος μπήκε προσεκτικά στην αίθουσα με το όπλο προτεταμένο, ο Κάπτεν Μπλακ άφηοε ένα χαμηλό και βροντερό μούγκρισμα, που έξαφνα δυνά-μωσε σε ένταση και μετατράπηκε σ' ένα φρικιό, παραμορφωμένο στρίγγλισμα.

Ο αναισθησιολόγος έκανε ένα ακόμα προσεκτικό βήμα κοντύτερα· έπει-τα άλλο ένα. Το δέρμα του Κάπτεν Μπλακ ήταν χοντρύτερο κι από βαλίτσα από χοιρόδερμα ία αν ο αναισθησιολόγος ήθελε να χει κάποια πιθανότητα να το διαπεράσει, θα πρεπε να τον πυροβολήσει από αποστασία μικρότερη των δεκαπέντε εκατοστών.

Ένα τρίτο βήμα' ία ένα τέταρτο. Ο Κάπτεν Μπλακ έστρεψε αργά το τερά-στιο μπανιαρισμένο κεφάλι του προς τον αναισθησιολόγο, ενώ από τα χείλη του κρεμόταν ένα παχύ κορδόνι σάλιου μήκους τριάντα εκατοστών. Άρχισε να κτυπά το πάτωμα του εργαστηρίου βγάζοντας έναν παράφωνο ήχο, σαν μαχαί-ρι που ξύνει πιάτο. Ο Γκαρθ φώναξε στον αναισθησιολόγο: «Πρόσεχε, Τζακ... νιώθει πραγματικά εκνευρισμένος, το βλέπω στις κινήσεις του κορμιού του. Τέλειωνε γρήγορα».

Ο αναισθησιολόγος πλησίαζε όλο και κοντύτερα με αργές και προσεκτι-κές κινήσεις, μέχρις ότου η κάννη του όπλου σχεδόν ακουμπούσε τη λαγώνα του Κάπτεν Μπλακ που ανεβοκατέβαινε έντονα. Παρόλο που βρισκόταν αρκετά πίσω και δίπλα στην πόρτα και παρόλο που στο εργαστήριο επικρατού-σε η έντονη μυρωδιά του αντισηπτικού, ο Γκαρθ μπορούσε να μυρίσει την πλούσια, δυσώδη βαρβατίλα του Κάπτεν Μπλακ. Τούτο δω ήταν ένα γουρούνι που οι άνθρωποι το 'χαν προκαλέσει και το 'χαν εξοργίσει. Τούτο δω ήταν το μεγαλύτερο γουρούνι της Αμερικής. Τούτο δω, όμως, ήταν και κάτι ακόμα, κάτι παραπάνω από γουρούνι. Τούτο 'δω ήταν ένα γουρούνι που μπορούσε να αντιληφθεί τα όρια, αλλά και τη δύναμή του.

Για μια στιγμή ακολούθησε σιγή. Ο Κάπτεν Μπλακ σταμάτησε να ξύνει το πάτωμα με τα πόδια του και παρέμεινε ανησυχητικά σιωπηλός, ανησυχητικά ακίνητος. Ο αναισθησιολόγος πίεσε το στόμιο του όπλου στο πάνω μέρος της δεξιάς του ωμοπλάτης, πάνω στο σαρκώδες τμήμα που ένας χασάπης θα ονόμαζε σπάλα.

Ο Ραούλ επέμεινε: «Έλα, Τζακ, μη χασομεράς, ρίχ' τον κάτω!» Ο αναισθησιολόγος έχωσε το στόμιο ακόμα mo βαθιά στον ώμο του

Κάπτεν Μηλακ. Καθώς, όμως, το έκανε, ο Κάπτεν Μπλακ γύρισε, σαν ταραγ-μένο μαύρο ποτάμι από τρίχες που ξεφεύγει απ' την κοίτη του ία άρπαξε τον αριστερό πήχυ του αναισθησιολόγου ανάμεσα στις σιαγόνες του. Ακούστηκε ένας ήχος λες και ποτήρια κρασιού έσπαζαν μέσα σ' ένα τσουβάλι. Ο άνθρω-πος τίναξε πίσω το κεφάλι του, άνοιξε διάπλατα το στόμα του και ούρλιαξε. Προσπάθησε να τραβήξει το χέρι του από το στόμα του Κάπτεν Μπλακ, όμως

141

GRAHAM MASTERTON

το γουρούνι είχε σφίξει τις σιαγόνες του, κι ασκούσε σε κάθε τετραγωνικό εκατοστό τόση δύναμη, που θα αρκούσε για να ανυψώσει ένα φορτηγό.

«Περίμενε, Τζακ! Περίμενε!», φώναξε ο Ραούλ και όρμησε μέσα στο εργαστήριο. Σήκωσε ένα πεσμένο ράφι με σπασμένους δοκιμαστικούς σωλή-νες και χτύπησε τον Κάπτεν Μπλακ με δύναμη στον ώμο μία. δύο, τρεις φορές.

«Μη το κεφάλι του, Ραούλ! Μη το κεφάλι», είπε ο Γκαρθ. «Τον σκοτώνει, για όνομα του Θεού!» του φώναξε ο Ραούλ. Ο Ραούλ έσπρωξε με τον ώμο του τον ώμο του Κάπτεν Μπλακ κι έχωσε τα

δάχτυλά του ανάμεσα στα δόντια του γουρουνιού, βαθιά μες στα σάλια, βγά-ζοντας αίμα και προσπάθησε να του ανοίξει δια της βίας τις σιαγόνες. Ο Κάπτεν Μπλακ τίναξε εκνευρισμένος το κεφάλι, έβγαλε βαθιά απ' το λαρύγγι του ένα μουγκρητό ία ο Ραούλ αναγκάστηκε να τον αφήσει.

Λίγο nioco απ τον Γκαρθ ένας από τους άντρες της ασφάλειας εβγαλε το όπλο του απ' τη θήκη και είπε: «Κρατήσου μακριά του, εκεί! Λσε με να του ρίξω!»

«Όχι!» είπε ο Γκαρθ. «Λε θα καταφέρεις να τον ρίξεις κάτω, απλά θα χει-ροτερέψεις τα πράγματα!»

«Αν, όμως, τον πετύχω στο κεφάλι — » «Μη! Είναι διαταγή!» Ο Ραούλ άρπαξε ξανά το ράφι και χτύπησε με την άκρη του τον Κάπτεν

Μπλακ οτο πλάι του στόματος. Σκλήθρες απ' το κοντραπλακέ μπήχτηκαν στα χείλη και τα ούλα του Κάπτεν Μπλακ, που βρυχήθηκε μανιασμένα, αλλά εξα-κολούθησε να δαγκώνει το χέρι με δύναμη. Ο αναισθησιολόγος σταμάτησε να ουρλιάζει και κατέρρευσε. Το πρόσωπο του είχε χάσει το καστανορόδινο χρώμα του και είχε πάρει το χρώμα χαρτιού που έχει ξεθωριάσει απ' τον ήλιο. Αε στεκόταν καν στα πόδια του: το μόνο πράγμα που τον κρατούσε όρθιο ήταν το γεγονός ότι ο Κάπτεν Μπλακ εξακολουθούσε να σφίγγει ανελέητα το κατα-ξεσιασμένο χέρι του. Το αίμα τιναζόταν από τη μια άκρη του εργαστηρίου στην άλλη σε σχήματα που θύμιζαν βεντάλιες κι ο Γκαρθ σήκωσε το χέρι του, για να το εμποδίσει να του ψεκάσει τα μάτια.

«Πάρε το 100!» διέταξε το φύλακα. «Τι;» ρώτησε εμβρόντητος εκείνος. «Πάρε το 100 τώρα!» «Ραούλ!» είπε όλο αγωνία η Τζένι Χένινγκς, «Για όνομα του Θεού, Ραούλ,

πρόσεχε!» Τα πόδια του αναισθησιολόγου σέρνονταν πέρα-δώθε στο πάτωμα, σχημα-

τίζοντας ένα αιματοβαμμένο ημικύκλιο. Τα παπούτσια του έβγαζαν έναν ήχο σαν ζάρια που κατρακυλάνε. Το αχρησιμοποίητο όπλο του έπεσε στο πάτωμα και γλίστρησε μακριά. Ο Ραούλ χτυπούσε τον Κάπτεν Μπλοκ ξανά και ξανά με το ράφι ία έπειτα το πέταξε στο πλάι και τον κλότσησε στον ώμο.

142

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ο Γκαρθ έπρεπε να το είχε θυμηθεί. Όταν ήταν παιδί και κάποιο γουρούνι έτρεχε κατά πάνω του, ο πατέρας του τού είχε πει να το κλωτσά στον ώμο. Να πώς μπορούσες να σταματήσεις ένα γουρούνι. Μπορεί να κατέληγες με σπα-σμένο πόδι- θα σταματούσες, όμως, το γουρούνι στα μισά της επέλασής του.

Ο Κάπτεν Μπλακ σταμάτησε ία εκείνος, κούνησε επιθετικά το μπανταρι-σμένο κεφάλι του κι έσταξε αίμα. Ανοιξε αργά τις σιαγόνες του ία από ανά-μεσά τους έπεσε το συνθλιμένο χέρι του αναισθησιολόγου. Τα δάχτυλά του γλίστρησαν πάνω στην μακριά, υγρή μπλαβιά γλώσσα του Κάπτεν Μπλακ, δίνο-ντάς της ένα αλλόκοτο χάδι. Ο αναισθησιολόγος σωριάστηκε ανάσκελα στο πάτωμα ία άρχισε να τρέμει, ενώ τα τακούνια των καλογυαλισμένων παπου-τσιών του χτυπούσαν τα πλακάκια από βινύλιο σαν ταμπούρλο, παίζοντας έναν ελαφρά συγκοπτόμενο ρυθμό αγωνίας.

Ο Ραούλ οπισθοχώρησε, όμως τώρα ο Κάπτεν Μπλακ στρεφόταν ενάντια και σε κείνον,

«Κάπτεν Μπλακ!» φώναξε ο Γκαρθ. «Έλα τώρα, Κάπτεν Μπλακ! Κόφ' το!» Ενώ, όμως, πριν, όταν δεν ήταν παρά μόνο ένα ζώο, ο Κάπτεν Μπλακ ίσως

να υπάκουε τον Γκαρθ, τώρα τον αγνοούσε. Έτρεχε πηδηχτά, κουτσαίνοντας, και ορμούσε δίχως να ισορροπεί καλά, εκτός ελέγχου, πάνω στον Ραούλ, που ήταν αναγκασμένος να ελίσσεται γύρω απ' τους πάγκους με τα μηχανήματα ελέγχου, έτσι ώστε το γουρούνι να μην μπορεί να τον φτάσει.

Ο Γκαρθ δίστασε. Ο αναισθησιολόγος ήταν σοβαρά πληγωμένος. Για την ακρίβεια, μάλλον ξεψυχούσε. Το αρτηριακό του αίμα ανάβλυζε γυαλιστερό και καθώς χυνόταν στο πάτωμα σχημάτιζε μια λίμνη που συνεχώς πλάταινε, ενώ οι σπασμοί του γίνονταν όλο και πιο απότομοι. Με εντελώς ξεψυχισμένη φωνή είπε «Μαμά;» και μια διάφανη φούσκα από αίμα έσκασε στα χείλη του.

Ο Γκαρθ έκανε δυο τρία βήματα μες στο εργαστήριο, με σκοπό να τον τραβήξει πίσω σ' ένα ασφαλές μέρος. Κατάφερε να γονατίσει και να περάσει τα χέρια του γύρω από τα πέτα του άλλου, όμως τότε ο Κάπτεν Μπλακ γύρισε ξαφνικά και όρμησε μτσοπαραπατώντας καταπάνω του. Το γουρούνι συγκρού-στηκε με τον ώμο του Γκαρθ με όλο του το βάρος, τις σκληρές και μυτερές του τρίχες, τη μαυρίλα του. και τον έστειλε να χτυπήσει με δύναμη στο πλαίσιο της πόρτας. Έγειρε στο πλάι σαστισμένος και μουδιασμένος. Ένιωθε λες και τον είχε χτυπήσει αυτοκίνητο. Ο Κάπτεν Μπλακ στάθηκε για μια στιγμή και τον κοίταξε μ' ένα βλέμμα που σήμαινε «μην πλησιάζεις». Έπειτα στράφηκε ξανά στο Ραούλ, γεγονός που επέτρεψε στη Τζένι Χένιγκς και το φύλακα να βοη-θήσουν τον Γκαρθ να σταθεί στα πόδια του.

Ο Ραούλ φώναξε: «Θα του αποσπάσω την προσοχή, εντάξει; Θα του απο-σπάσω την προσοχή! Έτσι θα μπορέσετε να τραβήξετε έξω τον Τζακ!».

«Ραούλ —το όπλο!» φώναξε η Τζένι. Ο Ραούλ πέρασε από την άλλη άκρη του πάγκου με τα μηχανήματα ελέγ-

χου. Δεν τράβηξε καθόλου το βλέμμα του από τον Κάπτεν Μπλακ, που αργά

143

GRAHAM MASTERTON

και προσεχτικά εξακολουθούσε να τρέχει πηδηχτά και παραπατώντας προς το μέρος του.

«Ραούλ —το όπλο! Είναι κάτω απ' το τραπέζι!» Ο Ραούλ έσκυψε το κεφάλι σαν παίκτης του μπάσκετ. «Δεν το βλέπω!» «Στα αριστερά σου, αυτό είναι, λίγο παραπέρα!» Ο Ραούλ έσκυψε το κεφάλι ξανά. «Εντάξει, τώρα το βλέπω!» Ο αναισθησιολόγος βόγγηξε, έβγαλε ία άλλο αίμα ία έπειτα άνοιξε ξαφ-

νικά τα μάτια του και είπε: «Ο Γολγοθάς! Βλέπω το Γολγοθά!» Ο Γκαρθ έριξε μια ανήσυχη ματιά στη Τζένι1 ία από μακριά ακούστηκαν σειρήνες. Αστυνομία και ασθενοφόρα1 και προσευχήθηκε στο Θεό να μην έφταναν πολύ αργά,

Ο Ραούλ είπε: «Οκέι, οκέι... αν πηδήξεις μες στο δωμάτιο, φίλε, ία αρχί-σεις να φωνάζεις και να χτυπάς τα χέρια σου, τότε θα μπορέσω να γλιστρίσω κάτω απ' το τραπέζι για να πιάσω τ' όπλο και να του ρίξω εξ επαφής»,

«Εντάξει, βέβαια, εντάξει», είπε ο Γκαρθ, παρόλο που ιδροκοπούσε και έτρεμε όλο νευρικότητα.

«Μόλις πω τρία, θα πηδήξεις μες στο δωμάτιο και θ' αρχίσεις να φωνάζεις και να χτυπάς τα χέρια σου, οκέι;»

«Οκέι, μόλις πεις τρία». Ο Κάπτεν Μπλακ χαμήλωσε το ρύγχος του ία άρχισε να σπρώχνει τον

πάγκο με τα μηχανήματα ελέγχου, τα οποία κανονικά θα άπρεπε να καταγρά-φουν τη σταδιακή του ανάρρωση απ' τη μεθοξυφλουράνη. Μ' ένα συντριπτικό κρότο, αναποδογύρισε μια συσκευή ελέγχου της αναπνοής* έπειτα μια συσκευή ηλεκτροκαρδιογραφήματος· έπειτα ένα μετρητή τοξικότητας.

«Κάπτεν Μπλακ!» τον φώναξε ο Γκαρθ. «Κάπτεν Μπλακ! Για στάσου! Μείνε εκεί που είσαι και μην κάνεις άλλες ζημιές!»

Ο Κάπτεν Μπλακ απάντησε κουνώντας το κεφάλι πέρα-δώθε και στριγγλί-ζοντας όπως εννιά διάβολοι μαζί, Η ανάσα του βρομούσε αναισθητικό και αίμα.

«Δεν το πιστεύω», είπε ο φύλακας, «Πώς θα ξεφορτωθούμε ένα τέτοιο πράμα;»

«Θα βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει, να πώς», του είπε ο Γκαρθ. «Αν καταφέρω να του αποσπάσω την προσοχή όσο χρειάζεται για να πιάσει το όπλο ο Ραούλ... τότε θα 'μαστέ μια χαρά».

«Θα πάω να ετοιμάσω άλλο ένα όπλο με βελάκι», πρότεινε η Τζένι. «Είσαι μαθητευόμενη γενετική επιστήμων. Τι ξέρεις από μεθοεξιτόνη;» «Όσα περίπου ξέρω ία από αρσενική ανωτερότητα». «Τότε μην πας να ετοιμάσεις άλλο όπλο. Ο Ραούλ μπορεί να τα βγάλει

πέρα μόνος του». Ο Ραούλ κινούνταν κατά μήκος του απέναντι τοίχου του εργαστηρίου, με

το ένα χέρι πίσω του να νιώθει τις ραβδώσεις του κλιματισμού με τις άκρες των δαχτύλων του, για να βρίσκει το δρόμο του. Δεν τράβηξε το βλέμμα του

144

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

on' τον Κάπτεν Μπλακ ούτε μια φορά· και δεν ανοιγόκλεισε καθόλου τα μάτια. Είχε διακρίνει στη μούρη του γουρουνιού κάτι που ο Γκαρθ δεν είχε διακρίνει ακόμα, και που τον είχε τρομοκρατήσει. Ο Γκαρθ είχε διακρίνει τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης συνείδησης. Όμως ο Ραούλ είχε δει φευγαλέα σε ποιον ανήκε τούτη η συνείδηση. Δεν τον κυνηγούσε ένα αθώο τρίχρονο αγόρι. Τον κυνη-γούσε κάποιος που γνώριζε πώς να σαρκάζει, που γνώριζε πώς να παίζει. Κάποιος με σκοτεινό και τρομερά επιτηδευμένο μυαλό.

«Θα πηδήξω μες στο δωμάτιο τώρα, εντάξει; Μόλις μετρήσεις τρία!» φώναξε ο Γκαρθ.

Κάθησε συσπειρωμένος στο άνοιγμα της πόρτας όσο περισσότερο μπορού-σε· κι όταν ήταν αρκετά σίγουρος ότι ο Κάπτεν Μπλακ δεν κοιτούσε, όρμησε μες στο εργαστήριο — με μεγάλα, θορυβώδη βήματα και κτύπησε τα χέρια και τσίριξε: «Γιούχου! Εδώ είμαι, Κάπτεν, έλα να με πιάσεις! Έλα, Κάπτεν Μπλακ, αν θες άνθρωπο για βραδινό, δεν είν' ανάγκη να ψάξεις παραπέρα!»

Δεν θα μπορούσε να αισθανθεί mo ηλίθιος. Ο Κάπτεν Μπλακ δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Στράφηκε αδέξια προς το Ραούλ, καθώς εκείνος βουτού-σε κάτω απ' το τραπέζι για να πιάσει το όπλο. Το τραπέζι αναποδογύρισε μ' έναν εκκωφαντικό κρότο, όμως ο Ραούλ κατόρθωσε να στριφογυρίσει το κορμί του και ν' αρπάξει το όπλο με το αριστερό του χέρι. Του έπεσε, αλλά το ξανάπιασε, ακριβώς τη στιγμή που ο Κάπτεν Μπλακ πατούσε πάνω στην κοι-λιά του μ' όλο το βάρος του δεξιού μπροστινού του ποδιού.

Ο Ραούλ δε φώναξε. Δεν μπορούσε να φωνάξει. Ο Κάπτεν Μπλακ τον είχε καρφώσει κάτω, έχοντας ένα τρίτο του τόνου συγκεντρωμένο σε μια επι-φάνεια μικρότερη και αιχμηρότερη ία από κηπουρικό εργαλείο. Το γουρουνοπόδαρο διαπέρασε το δέρμα του, τους μύες του, το υποδόριο λίπος του. Τρύπησε το τοίχωμα του στομαχιού και η παχύρρευστη σαν χυλός τροφή πλημμύρισε, ζεστή και όξινη, την κοιλιακή του χώρα. Τον κρατούσε καρφωμέ-νο στο πάτωμα. Το επόμενο πράγμα που αντιλήφθηκε ήταν ότι ο Κάπτεν Μπλακ έσκυβε επάνω του, με βρομερή ανάσα, ζεστή σαν κλίβανο, ενώ απ' τα μάγουλά του κρέμονταν παγωμένα κορδόνια από παχύ σάλιο. Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πώς θα το 'κανε. Στο κορμί του δεν είχε απομείνει ανάσα· μόνο πόνος, σοκ και απόλυτη παράλυση. Δεν αντιλαμβανόταν ότι το πόδι του Κάπτεν Μπλακ δεν είχε απλά διαπεράσει το στομάχι του, αλλά είχε τσακίσει και τη σπονδυλική του στήλη.

Ο Κάπτεν Μπλακ χαμήλωσε το κεφάλι και έκρυψε το οπτικό πεδίο του Ραούλ. Αρχικά ο Ραούλ δε συνειδητοποίησε τι συνέβαινε και για μια στιγμή ένιωσε ότι είχε σωθεί, οτι είχε νυχτώσει, ότι τα χειρότερα είχαν περάσει. Έκλεισε τα μάτια του ία είπε την προσευχή που του είχε μάθει η μητέρα του όταν ήταν μικρούλης. «Cherjesu, la mut est si prof011 de, aidez-moi».

Όμως τότε ο Κάπτεν Μπλακ έκανε δυο τρία βήματα προς τα πίσω ία ο Ραούλ σήκωσε το βλέμμα και είδε το Γκαρθ, την Τζένι και το φύλακα του

145

GRAHAM MASTERTON

Ινστιτούτου Σ πέλμα v. «Ραούλ!» Ούρλιαξε ο Γκαρθ. «Ραούλ! Ρίχ' του!» Ο Ραούλ έστρεψε το λαιμό του και είδε ότι εξακολουθούσε να κρατά το

όπλο. Εκείνη τη στιγμή ο Κάπτεν Μπλακ χαμήλωσε ξανά το κεφάλι ία άρπαξε με τις σιαγόνες του το μηρό του Ραούλ. Ο Ραούλ δεν μπορούσε να το αισθαν-θεί, αλλά μπορούσε να το ακούσει. Έναν βαθύ ήχο από κάτι που αλέθεται και συνθλίβεται, και τον οξύ ήχο του δέρματος που σκίζεται.

Ο Κάπτεν Μπλακ κούνησε βίαια το κεφάλι του και ξέσχισε ακόμη περισσότερους μύες. Έπειτα έμπηξε τα δόντια του βαθιά ανάμεσα στα πόδια του Ραούλ, έσπασε τη μία πλευρά της λεκάνης του και έχωσε στο δεξί του γλουτό ένα τριγωνικό δόντι μακρύτερο από δέκα εκατοστά. Τελικά ο Ραούλ κατόρθωσε να τραβήξει αέρα μες στα πνευμόνια του. Για μια στιγμή πνίγηκε, γουργουρισε ία έπειτα έβγαλε μια κραυγή συνοδευόμενη από φούσκες αίμα-τος που ράντισαν το πρόσωπο του και προσπάθησε να απελευθερωθεί, όμως είχε παραλύσει από τη μέση και κάτω και οι σιαγόνες του Κάπτεν Μπλακ είχαν κλείσει πάνω στη λεκάνη του με όλη την ισχύ ενός υδραυλικού γρύλλου.

Ο φύλακας μπήκε στο εργαστήριο με το τριανταοχτάρι του σηκωμένο. Κλότσησε μια απ' τις πεσμένες καρέκλες βγάζοντάς την απ' το δρόμο του ία έπειτα σκαρφάλωσε πάνω στο πεσμένο τραπέζι και σημάδεψε κατευθείαν το μπανιαρισμένο κεφάλι του Κάπτεν Μπλακ.

Όμως ο Ραούλ ούρλιαξε: «Όχι! Όχι! Μην του κάνεις κακό! Μην του κάνεις κακό!»

Ο φύλακας δεν κατάλαβε, ωστόσο δεν πυροβόλησε. «Μην του κάνεις κακό!» επανέλαβε ο Ραούλ με φωνή πιο αδύναμη, εξί-

σου, όμως, πανικόβλητη. «Μην του κάνεις κακό, για όνομα του Θεού, μην του κάνεις κακό. Είναι το έργο της ζωής μου»,

Ο Κάπτεν Μπλακ γρύλλιζε και μούγκριζε και κουνούσε μανιασμένα το κεφάλι του πέρα δώθε.

«Ω, Θεέ μου», είπε ο Ραούλ· και τότε το γουρούνι σήκωσε το κεφάλι, ενώ απ' πς σιαγόνες του έσταζαν τα ματωμένα κομμάτια του υπογάστριου του Ραούλ. Ο Ραούλ κοίταξε το γουρούνι μες στα μάτια· τα μάτια ήταν μαύρα και λαμπερά, σαν νεκρώσιμα κοσμήματα, σαν γυαλισμένος μαύρος γρανίτης.

Σήκωσε το όπλο με τα αναισθητικά βέλη. Για μια στιγμή το έστρεψε παρα-παίοντας στον Κάπτεν Μπλακ. Έπειτα, όμως, έπιασε την κάννη με το δεξί του χέρι κι έστρεψε το στόμιο κατευθείαν κάτω από το ίδιο του το πηγούνι. Προτού προλάβει ο φύλακας να τον σταματήσει πυροβόλησε — ακούστηκε ένας απότομος κρότος πεπιεσμένου αέρα— και το βελάκι τρύπησε την κάτω σιαγόνα, τη γλώοσα και τον ουρανίσκο του ία έσκασε κατευθείαν μες στον εγκέφαλο του. Ακόμα ία αν δεν ήταν φορτωμένο με μια τεράστια δόση μεθοεξπόνης, θα τον είχε σκοτώσει στη στιγμή. Έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι, άφησε το όπλο να πέσει και απέμεινε να κοιτάει το κενό.

146

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ο Γκαρθ ούρλιαξε στο φύλακα: «Έλα δω! Μην του ρίξεις! Έλα δω! θα τον κλειδώσουμε εδώ μέσα για λίγο, για να δούμε μήπως και καταφέρουμε να τον ηρεμήσουμε».

Δε χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα. Ο φύλακας γύρισε πίσω όσο πιο γρή-γορα μπορούσε, σκουντουφλώντας πάνω στα έπιπλα. Ο Κάπτεν Μπλακ, όμως, δεν επιχείρησε να τον καταδιώξει· παρέμεινε εκεί που βρισκόταν και μασού-σε αργά τη σάρκα ενός από τους ανθρώπους, που είχαν βοηθήσει για να γίνει αυτός που ήταν. Λεν ήταν, όμως, πια ανέκφραστος, Ο Γκαρθ ήταν σίγουρος ότι στο λυκανθρωπίσιο μούτρο του μπορούσε να διακρίνει την περιφρόνηση' την περιφρόνηση και το χλευασμό.

Ίσως τα γουρούνια να 'ταν απ' τη φύση τους ικανά να περιφρονήσουν και να χλευάσουν και τούτη ήταν η πρώτη φορά που κάποιο γουρούνι ήταν σε θέση να το δείξει κιόλας.

Το πιο πιθανό, όμως, ήταν ότι ο Κάπτεν Μπλακ είχε κληρονομήσει από το δότη του γενετικού του υλικού την ικανότητα να περιφρονεί και να χλευάζει.

Τέτοια, όμως, ήταν τα συναισθήματα ενός αγοριού τριών ετών; Ποιο αγόρι τριών ετών τρέφει τέτοιο σαρκαστικό μίσος ενάντια στ' άλλα ανθρώπινα όντα;

Τρέμοντας, ο Γκαρθ έκλεισε την πόρτα του εργαστηρίου και την κλείδω-σε. Μες απ' το ενισχυμένο τζάμι ίου παραθύρου προσπάθησε να διακρίνει το σκοτεινό ακίνητο όγκο του Κάπτεν Μπλακ. Είδε μόνο ένα από τα πόδια του Ραούλ, γερμένο σε μια αλλόκοτη κλίση.

Η Τζένι έκλαιγε βουβά, με το χέρι πάνω στο στόμα της. Ο φύλακας είχε τυλίξει το χέρι του γύρω της. «Τι κάνουμε τώρα, δόκτωρ;» ρώτησε το Γκαρθ και στη φωνή του υπήρχε μια αυξανόμενη υποψία απείθειας. «Έπρεπε να μ' αφή-σετε να τον καθαρίσω, όσο είχα την ευκαιρία».

Παρόλο που το λαρύγγι του Γκαρθ ήταν φραγμένο, η απάντησή ήταν άμεση αν και λίγο παράφωνη. «Ο Κάπτεν Μπλακ είναι το αποτέλεσμα εννέα ετών ιδιαίτερα εξελιγμένης γενετικής έρευνας και περισσότερων εκατομμυ-ρίων δολαρίων απ' όσα θα μπορούσες να μετρήσεις σ' ολόκληρη τη ζωή σου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά επίσης αποτελεί όλα εκείνα για τα οποία εργάστηκε ο δόκτωρ Λακουτίρ».

Ο φύλακας δεν το 'βαλε κάτω. «Να με συγχωρείτε, όμως ο Κάπτεν Μπλακ δεν παύει να 'ναι ένα ξεροκέφαλο γουρούνι, που μόλις έκοψε το χέρι ενός ανθρώπου και σκότωσε έναν άλλο. Έπρεπε να τον είχα καθαρίσει επιτόπου».

«Έκανες ό,τι μπορούσες. Δε χρειάζεται ν' ανησυχείς». «Όταν άνθρωποι καταβροχθίζονται από το ίδιο τους το πρωινό, Δόκτωρ

Μάθιους, τότε ανησυχώ». Απ' έξω άκουσαν τις σειρήνες νοσοκομειακών και περιπολικών που κατέ-

φθαναν. Ο Γκαρθ πήρε το χέρι της Τζένι στο δικό του και είπε: «Έλα... δεν μπορείς να κάνεις τίποτ' άλλο εδώ».

Στο φύλακα είπε: «Πρόσεχε την πόρτα. Εεβαιώσου ότι ο Κάπτεν Μπλακ

147

GRAHAM MASTERTON

δε θα προσπαθήσει να βγει έξω». Ο φύλακας έβαλε τ1 όπλο του στη θήκη και σταύρωσε τα χέρια. Λεν είπε

τίποτα, όμως η έκφραση στο πρόσωπο του τα έλεγε όλα.

Στο φωτεινό θερμοκήπιο του σπιτιού του στα Τζόρτζτάουν της Ουάσιγκτον, που ήταν στρωμένο με ιταλικά πλακάκια, ο Ουίλιαμ Όλσεν τάιζε το κατοικίδιο κοράκι του με μικρά κομμάτια τεμαχισμένου κοτόπουλου. Το πουλί ήταν τερά-στιο και γυαλιστερό, με φτέρωμα που θύμιζε τα καπέλα που φορούσαν στις κηδείες το 19ο αιώνα. Ήταν δεμένο από το πόδι με αλυσίδα σε μια επιχρωμιω-μένη κούρνια σχήματος Τ, τοποθετημένη αρκετά κοντά στην ψάθινη καρέκλα του Ουίλιαμ Όλσεν, ώστε να μπορεί εκείνος να το ταίζει με το υγιές του χέρι,

Ο Μπράιαν Κάντι καθόταν με μισογυρισμένη την πλάτη. Η θέα του κορα-κιού που τσιμπολογούσε και κατέβαζε κομμάτια ινώδους πέτσας από κοτόπουλο, αποτελούσε προσβολή για την έμφυτη ιδιοτροπία του. Εκτός αυτού, προτιμούσε να μην κοιτάζει τον Ουίλιαμ Όλσεν όποτε εκείνος πάσχι-ζε να εκδηλώσει την ευφορία του. Το λιονταρίσιο, κάποτε όμορφο πρόσωπο του συστρεφόταν σε μια παράξενη γκριμάτσα, όπου τα δόντια γυμνώνονταν και η γλώσσα κρεμόταν έξω απ το στόμα.

Ο Μπράιαν φορούσε τα συνηθισμένα μαύρα και γκρι του ία ένα πουκάμι-σο λευκό σαν το χιόνι. Ο Ουίλιαμ Όλσεν φορούσε μια μαρόν ρόμπα, με τα μπλεγμένα αρχικά του κεντημένα με χρυσή κλωστή στην τσέπη του πέτου και μια κίτρινη γραβάτα, που του είχε δέσει η Νίνα.

«Σήμερα το πρωί μού τηλεφώνησε ο Γκόλντμπεργκ », είπε ο Μπράιαν. «Είναι σίγουρα αναποφάσιστος».

«Νόμιζα πως θα αποφάσιζε», είπε ο Ουίλιαμ, με τη λαρυγγώδη, μπουκω-μένη φωνή του. Πάντα ακουγόταν λες και προσπαθούσε ταυτόχρονα να γλύ-ψει μια γρανίτα και να μιλήσει. «Είναι φτερό στον άνεμο εξ επαγγέλματος».

«Λν το λόμπι του κρέατος δεν αλλάξει άποψη, νομίζω ότι θα έχουμε μεγα-λύτερη ελπίδα να κερδίσουμε», βεβαίωσε ο Μπράιαν. «Η χώρα έχει μπει στο πνεύμα. Είναι σαφές πως στον αέρα πλανάται ένα αίσθημα διατροφικής ευσέ-βειας».

«Και πόσο νομίζεις ότι θ' αντέξουν, προτού αρχίσουν να νοσταλγούν τα Μπιγκ Μακ;»

«Δεν έχει σημασία ακόμα ία αν ο νόμος Ζαπφ-Κάντι ακυρωθεί σ' ένα χρόνο. Εμείς και πάλι θα βγάλουμε απ' αυτόν όσα έχουμε σχεδιάσει να βγά-λουμε».

Ο Ουίλιαμ Όλσεν πέταξε οτο κοράκι του ένα ακόμη κομμάτι κοτόπουλο, ία εκείνο το άρπαξε στον αέρα. «Το 'δες;» είπε χαρούμενα. «Ένα πραγματικό αρπακτικό. Δε διστάζει ούτε στιγμή: παίρνει ό,τι θέλει χωρίς καν να το σκε-φτεί. Την ίδια ικανότητα θαυμάζω και σε σένα, Μπράιαν. Εσύ κι ο Πάλας από

148

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

δω είστε απ' την ίδια πάστα». Ο Μπράιαν είχε δυσαρεστημένη όψη. Πάντα απολάμβανε την επιδοκιμα-

σία και τη δόξα, όμως δεν του άρεσαν οι προσωπικές φιλοφρονήσεις: του προκαλούσαν αμηχανία. «Έχουμε προχωρήσει ως εκεί που μπορούσαμε να φτάσουμε», είπε στο Ουίλιαμ. «Όλα είναι έτοιμα —το μόνο που μας χρειάζε-ται τώρα είναι να κερδίσουμε την ψηφοφορία».

«Που μάλλον θα κερδίσουμε», τον διαβεβαίωσε ο Ουίλιαμ. «Δεν ξέρω... αυτό το μάλλον είναι που δε μ' αρέσει. Κρύβει τόσα πολλά,

Ουίλιαμ. Όλα τ' άλλα έχουν πάει τόσο καλά, που νομίζω ότι θα πρέπει ν' αυτο-κτονήσω αν χάσουμε».

«Θα νικήσουμε», επέμεινε ο Ουίλιαμ, «Το καλό που μας θέλω, αν λάβουμε υπόψη ότι αγοράοαμε το 60 τοις

εκατό των Σπόρων Σόγτα Κοντινένταλ' και το 53 τοις εκατό της Φάρμλαντ». «Πάψε να 'σαι τόσο παρανοϊκός», τον κατσάδιασε ο Ουίλιαμ. «Θα νική-

σουμε». Ο Μπράιαν έβγαλε ένα πούρο, το έφερε στη μύτη του και ρούφηξε το

άρωμα του. Εκείνη τη μέρα ένιωθε νευρικός. Ήταν σίγουρος ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων θα ψήφιζε το Ζαπφ-Καντι: υπήρχε ισχυρή πλειοψηφία νεαρών, πολιτικά ορθών Δημοκρατικών, πρόθυμων ν' αποδείξουν ότι ήταν ριζοσπάστες, ότι νοιάζονταν, ότι ήταν μοντέρνα πνεύματα. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι η "Ανω Βουλή θα ψήφιζε ία εκείνη υπέρ. Όμως η πλειοψηφία ήταν ακόμα πολύ εύθραυ-στη, για να 'ναι σίγουρος και κάποιοι γερουσιαστές αρνούνταν να δεσμευτούν έως ότου διαπίστωναν προς τα πού φυσούσε ο άνεμος της πολιτικής.

Εκείνη που είχε εμπνεύσει τον Μπράιαν Κάντι, ώστε να σκαρφιστεί το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι ήτανη Λίλι Μόναρκ. Τον είχε πλησιάσει πριν από δύο χρόνια σε κάποιο φεστιβάλ συγκέντρωσης χρημάτων στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα και τον είχε θρασύτατα ρωτήσει αν είχε ποτέ του αναλογιστεί τον πόνο που προξενούσαν οι άνθρωποι στα ζώα. Αν επρόκειτο για οποιοδήποτε άλλο άτομο, ο Μπράιαν θα είχε φορέσει το βγαλμένο από καλούπι χαμόγελο του γερουσιαστή και θα της είχε αραδιάσει τις συνηθισμένες κοινοτοπίες σχετικά με την οικονομική αναγκαιότητα, την ανώδυνη σφαγή και το θεώρημα «ζήσε κι άφησε τους άλλους να ζήσουν». Δεν επρόκειτο, όμως, για οποιοδήποτε άλλο άτομο: επρόκειτο για τη Λίλι Μόναρκ με τα μακριά πόδια, τ' ατίθασα μαλ-λιά, τα μεγάλα στήθη, η οποία έσφυζε από νιάτα, ομορφιά και την ειλικρινή αθωότητα του σταυροφόρου, λες και ήταν φορτισμένη με ηλεκτρηίό ρεύμα.

Εκείνο το σαββατοκύριακο, ο Μπράιαντην είχε προσκαλέσει σε δείπνο στο Χέμινγκγουέις και επί τρεις ώρες, όσο εκείνη μιλούσε όλο ενθουσιασμό για έναν κόσμο όπου τα ζώα θ' αντιμετωπίζονταν ία εκείνα ως θνητά όντα, είχε καθήσει αναπαυτικά και την άκουγε δίχως να τη διακόπτει. Δεν επρόκειτο για το συνηθι-σμένο τύπο του στρυφνού, γεμάτου περιφρόνηση χορτοφάγου, που λέει «Ποτέ δεν τρώω κάτι που είχε πρόσωπο» ή «Ποτέ δεν τρώω κάτι που είχε μητέρα».

149

GRAHAM MASTERTON

Εκείνη πραγματικά πίστειιε ότι μοιραζόμαστε τη Γη με τα ζώα' ία ότι τα ζώα μοι-ράζονται τη Γη μαζί μας· ία ότι μια αγελάδα δεν είναι ένα πράγμα, που το εκτρέ-φουμε και το σφάζουμε και το τρώμε, αλλά μέλος μια άλλης φυλής. «'Οταν σκο-τώνουμε και τρώμε τα υπόλοιπα ζωντανά πλάσματα του πλανήτη, είμαστε ένοχοι κανιβαλισμού, Λεν υπάρχει άλλος τρόπος να το δει κανείς».

Ο Μπράιαν την άκουγε και προσπαθούσε να παραμείνει ήρεμος και ανε-πηρέαστος. Από κείνο το πρώτο βράδυ κιόλας είχε θελήσει να τη ρίξει στο κρεβάτι, όμως είχε πει στο εαυτό του (αποφασιστικά, στον καθρέφτη της του-αλέτας των ανδρών), κάνε* πίσω Μπράιαν, και μείνε πίσω. Πρώτα είχε θελήσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της και να μάθει περισσότερα για τα πιστεύω της. Διαισθανόταν πως εκείνη αποτελούσε την προσωποποίηση μιας επερχόμενης αλλαγής στον τρόπο σκέψης του αμερικανικού λαού' μιας αλλα-γής που, μπορεί να κινούνταν αργά, σχεδόν τόσο αργά όσο κι ένα παγόβουνο, είχε, όμως, μεγάλο, πολύ μεγάλο βάθος.

Τρεις μέρες αργότερα τηλεφώνησε στη γερουσιαστή Νιορίν Ζαπφ, μια πασίγνωστη σαματατζού υποστηρίκτρια των δικαιωμάτων των ζώων και τη ρώτησε αν την ενδιέφερε να προωθήσουν από κοινού ένα νομοσχέδιο που να τερματίζει «κάθε εκτροφή και σφαγή ειδών που διαθέτουν αισθήσεις, με σκοπό την κατανάλωσή τους από τους ανθρώπους». Η ανταπόκριση του Τύπου ήταν εντυπωσιακή. Η Λίλι Μόναρκ είχε τηλεφωνήσει εκστασιασμένη στον Μπράιαν μες στη νύχτα. Το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι είχε γεννηθεί.

Όμως ο Μπράιαν δεν ήταν ούτε ιδεαλιστής, ούτε χορτοφάγος, ούτε ηλί-θιος. Στο Ζαπφ-Κάντι δεν είχε διακρίνει μόνο την προοπτική της πολιτικής του οσιοποίησης, αλλά και μια ευκαιρία για τεράστια κέρδη και εξουσία. Προτού προχωρήσει στην ανακοίνωση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είχε στήσει μια εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου και είχε αποκτήσει την πλειοψηφία των μετοχών των Σπόρων Σόγιας Κοντινένταλ, ενός τεράστιου, αλλά προβληματι-κού συνεταιρισμού που έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής και επε-ξεργασίας σόγιας στο Κάνσας, την Αιόβα και το Μιζούρι.

"Επειτα απ' την ανακοίνωση του Ζαπφ-Κάντι και την ξαφνική πτώση που είχαν σημειώσει οι τιμές του κρέατος, είχε αποκτήσει ένα μεγάλο μερίδιο στις Βιομηχανίες Φάρμλαντ του Κάνσας Σίτι, τη μεγαλύτερη αγροτική συνε-τά ιρι στ παί επιχείρηση της Αμερικής. Η Φάρμλαντ είχε πρόσφατα ξεκινήσει την καθετοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας της βιομηχανίας χοιρινού κρέατος της Αιόβα, αναμιγνυόμενη σε κάθε στάδιο, από την κατοχή και το τάι-σμα των ζώων, μέχρι την επεξεργασία και τη συσκευασία του κρέατος.

Αν εγκρινόταν ο νόμος Ζαπφ-Κάντι, η συμμετοχή του Μπράιν στους Σπόρους Σόγιας Κοντινέντα\ θ* άξιζε εκατομμύρια δολάρια παραπάνω, καθώς η παραγωγή πρωτεΐνης από σόγια θα αυξανόταν ώστε να ανταποκριθεί στη ζήτηση την οποία δε θα μπορούσαν πλέον να ικανοποιήσουν τα ζωικά προϊόντα. Μπριζόλες από σόγια, χάμπουργκερ από σόγια - ακόμα και στήθη κοτόπουλου

150

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

από σόγια. Εάν και εφόσον ο Ζαπφ-Ιίάνη τελικά ακυρωνόταν (κάτι που περίμε-νε πως θα συνέβαινε) ο Μπράιαν θα κατείχε ένα σημαντικό ποσοστό μιας ανερχόμενης συνεταιρειστικής επιχείρησης παραγωγής κρέατος.

Ο Μπράιαν ήταν επίσης σίγουρος ότι μεταξύ έγκρισης και ακύρωσης θα υπήρχε σταθερή ζήτηση για κρέας στη μαύρη αγορά (που του άρεσε ν' απο-καλεί «Λαθραίο μπέικον»}. Θα ήταν έτοιμος να ανταποκριθεί σ' εκείνη τη ζήτη-ση, πουλώντας σε ιδιαίτερα φουσκωμένες τιμές.

Ο Ουίλταμ Όλσεν είχε χρηματοδοτήσει την απόκτηση των Σπόρων Σόγιας Κοντινένταλ και των Βιομηχανιών Φάρμλαντ απ' τον Μπράιαν, όμως εκείνος ήταν σίγουρος πως θα 'βγάζε κάμποσα ολόδικά του κέρδη χάρη στο Ζαπφ-Κάντι- και στο τέλος θα 'λεγε στον Ουίλιαμ Όλσεν πού να χώσει το κοράκι του.

Όλα τούτα, σκέφτηκε, και μαζί ία η Λίλι Μόναρκ, Για "κείνη ήταν σχεδόν σαν θεός. Τον είχε αποκαλέσει το μοναδικό τίμιο κατ ταγμένο πολιτικό, που είχε γνωρίσει ποτέ της. Και δεν ήταν ανάγκη να μάθει ποτέ κάτι διαφορετικό,

Ο Ουίλιαμ Όλσεν τέλειωσε το τάισμα του Πάλας και σκούπισε τα χέρια του μ' ένα υγρό προσόψι. «Θα μείνεις εδώ απόψε, Μπράιαν;» ρώτησε, προ-σπαθώντας να ακουστεί πεζός.

«Λεν ξέρω. Λε νομίζω. Πρέπει να ξειανήσω νωρίς αύριο». «Η Νίνα ρωτούσε», «Λεν ξέρω. Πρέπει να πάρω την πτήση των επτά για το Κάνσας Σίτι του

Μιζουρι. Θα πάρω πρωινό με τον Ντάντλεϊ Κέιμπριτζ στις οχτώ». Ο Ουίλιαμ έπαιξε ελαφρά ταμπούρλο με τα δάχτυλά του πάνω στο μπρά-

τσο της ψάθινης καρέκλας του. «Νομίζω ότι η Νίνα θα το εκτιμούσε αν έμε-νες. Λέει ότι τον τελευταίο καιρό είσαι όλο και πιο απόμακρος».

Ο Μπράιαν κοίταξε τον Ουίλιαμ πάνω απ' τον ώμο του. «Απόμακρος; Όχι, απλά απασχολημένος».

«Έχουμε κάνει μια συμφωνία, Μπράιαν. Το ξέρεις. Μπορεί να μην την έχουμε χαράξει σε πέτρα, αλλά την έχουμε σαφώς διατυπωμένη με αίμα, που να πάρει».

Έκανε μια παύση κι έπειτα είπε με απίστευτη ψυχρότητα: «Ξέρεις, επί-σης, ότι αν ξανάβρισκα την υγεία μου — σήμερα, τώρα, θα σε σκότωνα. Ούτε καν θα το σκεφτόμουν δεύτερη φορά».

Ο Μπράιαν σηκώθηκε και βάδισε προς την καρέκλα του Ουίλιαμ. Ο Πάλας το κοράκι κουνιόταν ανήσυχα στην κούρνια του και τα νύχια του κτυ-πούσαν το χρώμιο. Ο Μπράιαν άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τα σκληρά, γκρίζα μαλλιά του Ουίλιαμ με μεγάλη τρυφερότητα, λες και ήταν γυναίκα.

«Μην το κάνεις αυτό!» είπε ο Ουίλιαμ. Όμως ο Μπράιαν συνέχισε· και χαμογέλασε μακάρια στο Ουίλιαμ. «Μην το κάνεις αυτό, γαμώτο!» «Ουίλιαμ», είπε ο Μπράιαν, «κάποια μέρα, σύντομα, εγώ πιθανώς θα γίνω

πρόεδρος ία όλα θα τα χρωστώ σε σένα. Ό,τι θες να θεσπίσω, θα το θεσπίσω.

151

GRAHAM MASTERTON

Όποιον μπάσταρδο θες να λιώσω, θα τον λιώσω για χάρη σου. Θα δώσω αξίω-μα, γραμματέα, λιμουζίνα και μισό εκατομμύριο δολάρια ετησίως σε κάθε κλαψιάρη ρουσφετολόγο που σου 'κανε ποτέ χατήρι. Θα χαρίσω στη γυναίκα σου οργασμούς ία άλλα πολλά,

»Σου είμαι υπόχρεος, Ουίλιαμ. Το γνωρίζω και θα πάρεις πίσω τα λεφτά σου με το παραπάνω. Πρέπει, όμως, να βρίσκομαι για πρωινό στο Κάνσας Σίπ του Μιζούρι, με τον Ντάντλεϊ Κέιμπριτζ και δεν έχω όρεξη να γαμήσω απόψε τη γυναίκα σου. Έχε ις κανά πρόβλημα;»

Ο Ουίλιαμ ξεροκατάπιε με θόρυβο. «Μόνο σταμάτα να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά, εντάξει; Η Νίνα νιώθει παραμελημένη. Θυμώνει όποτε νιώθει παραμε-λημένη. Αρχίζει να ξεσπά σε μένα».

Ο Μπράιαν δεν είπε κουβέντα, παρόλο που δε σταμάτησε να χαϊδεύει τα μαλλιά του Ουίλιαμ.

«Με προσβάλλει», συνέχισε εκείνος. Ξεροκατάπιε πάλι και προσπάθησε να γλύψει τα ζαρωμένα του χείλη. «Με ταπεινώνει. Λέει ότι δεν είμαι πια άντρας».

Πήρε μια βαθιά ανάσα και έπειτα είπε: «Μερικές φορές με χτυπάει». «Λυπάμαι. Λεν το ήξερα». «Λεν είναι κάτι που συνήθως παραδέχεται ένας άντρας, έτσι δεν είναι;» «Όχι... φαντάζομαι πως όχι». «Γνωρίζω κάμποσους αρτιμελείς άντρες που οι γυναίκες τους τούς χτυ-

πούν. Θυμάσαι τον Τζακ Ουόλτερς; Η γυναίκα του τον χτύπησε στο πρόσωπο μ' ένα τηγάνι ενώ εκείνος κοιμόταν. Μεγάλη πλάκα, ε; Όταν επέστρεψε στο γραφείο είπε πως έσπασε τη μύτη του ενώ έκανε σία. Όταν, όμως, μου το είπε, έκλαιγε».

Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα. «Μερικές φορές ια εγώ κλαίω». Η πόρτα του θερμοκηπίου άνοιξε. Μπήκε μια γεματούλα ξανθιά γυναίκα

γύρω στα σαράντα, κτυπώντας τα παπούτσια της στα πλακάκια του δαπέδου. Η εμφάνισή της ήταν ιδιαίτερα προσεγμένη, μ' ένα λίγο παρωχημένο στιλ των Μεσοδυτικών Πολιτειών, σαν εκείνο της Ντόρις Ντέι ή της Γκρέις Κέλι. Φορούσε ένα γαλάζιο σακάκι Σανέλ με χρυσά κουμπιά, μια χρυσή καρφίτσα σε σχήμα μικρού κλαδιού και μια φαιοκάστανη φούστα, η οποία της έπεφτε γύρω στο ενάμισι νούμερο μικρότερη. Ήταν και λίγο περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε ηλιοκαμένη.

Έκανε στο πλάι μια απ' τις καρέκλες του θερμοκηπίου κάνοντας τα πόδια της να ξύσουν το πάτωμα. Ήταν ο τύπος της γυναίκας που δεν είναι σε θέση να κάνει τίποτα χωρίς θόρυβο.

«Μπράιαν» είπε και του έπιασε τα χέρια και τον φίλησε με θόρυβο στα χείλη. «Έχουμε θαλασσινό πιτσούνι σωτέ για βραδινό απόψε... το αγαπημένο σου».

Λιώμα ία αν εκείνη δεν του σέρβιρε θαλασσινό πιτσούνι, τη νόστιμη

152

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

σάρκα απ' τη ραχοκοκαλιά του θαλάσσιου σκαντζόχοιρου, κάτι που ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθεί στις μέρες μας, ο Μπράιαν είχε έναν επιτακτικό λόγο να μείνει. Είχε πάρει οτιδήποτε μπορούσε να του προσφέρει ο Ουίλιαμ: τπ γυναίκα του, τα χρήματα του, την πολιτική του καριέρα. Έπρεπε ία εκείνος να δώσει κάτι ως αντάλλαγμα.

Κοίταξε τον Ουίλιαμ και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Ευχαριστώ, Νίνα... σπινθηροβολείς».

«Χρησιμοποιείς κάτι λέξεις», είπε εκείνη, ιηάνοντάς του τα χέρια και τρα-βώντας τον κοντά της με κτητικό τρόπο. Ο Ουίλιαμ απόστρεψε το βλέμμα ία ο Πάλας, το κοράκι, όρθωσε τα μαύρα γυαλιστερά φτερά του.

«Να σπινθηροβολείς, σημαίνει να λάμπεις», είπε ο Μπράιαν. Η Νίνα χασκογέλασε και τον φίλησε. «Βάζω στοίχημα ότι ο' όλες τα ίδια λες».

Ο Βοηθός Σερίφη Νόρμαν Γκόρμαν οδηγούσε στην 51η Οδό ΒΑ, με κατεύθυν-ση ανατολικά παίζοντας το Annie, I'm not your Daddy στο στερεοφωνικό του αυτοκινήτου ία εκτελώντας όλες τις περιστροφές του πισινού και τα κροταλί-σματα των δακτύλων που το συνόδευαν. Εκείνο το απόγευμα, ενώ ανέκρινε μερικούς απ' τους ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι είχαν δει τον Τέρενς Πίρσον και τα παιδιά του τις τελευταίες ώρες πριν τη δολοφονία τους, είχε σταθεί αρκετά τυχερός με μια χυμώδη ισπανόφωνη πιτσιρίκα που είχε δει Φευγαλέα το στέισον βάγκον τους να κατευθύνεται δυτικά στην 7η λεωφόρο.

Οι πληροφορίες της κοπέλας δεν είχαν καμία απολύτως πρακτική αξία-αυτό, όμως, δεν είχε εμποδίσει το Νόρμαν να της ζητήσει να το συζητήσουν λίγο ακόμα δειπνώντας. Η κοπέλα είχε παίξει τις βλεφαρίδες της και είχε πει: «Μα και βέβαια, οτιδήποτε για να βοηθήσουμε το νόμο».

Του Νόρμαν τού άρεσαν τέτοιες κοπέλες. Ήταν άχρηστες ως μάρτυρες, όμως δεν έκαναν ερωτήσεις και δεν έλεγαν ψέμματα. Το μόνο που ήθελαν ήταν ένας άντρας με μια καλοσιδερωμένη στολή: ένας άντρας που θα κρε-μούσε την οπλοθήκη του ώμου του στην πλάτη της καρέκλας της κρεβατοκά-μαράς τους, ώστε να μπορούν να κοιτάζουν ξελιγωμένες το λαδωμένο γεμά-το όπλο του, όσο εκείνος τις καβαλούσε με ζήλο.

Ο Νόρμαν βρισκόταν εκτός υπηρεσίας1 οδηγούσε τη Ρίγκαλ Γκραν Νάσιοναλ του, με το μεταλλικό μπλε χρώμα πίσω στο διαμέρισμά του στην 42η Οδό. Απ' τον καθρέφτη του αιωρούνταν τα γαλάζια χνουδωτά του ζάρια. Αισθανόταν κουρασμένος και καταϊδρωμένος, όμως ένα ντους κι ένα παγωμέ-νο ποτό σε μακρύ ψηλό ποτήρι, σύντομα θα διόρθωνε την κατάσταση. Είχε κανονίσει να συναντήσει τη ζουμερή ισπανόφωνη πιτσιρίκα στις επτά στο Χάκλμπερις, έτσι ώστε να μπορέσει να την ταίσει, να τη γεμίσει κοκτέιλ ία έπειτα να την πάει με τ' αυτοιανητο στον οίκο των Γκόρμαν για μια νύχτα μ' αφρο-κουβανέζικους δίσκους, περισσότερα κοκτέιλ και λίγο κρέμασμα της

153

GRAHAM MASTERTON

οπλοθήκης του ώμου στη ράχη της καρέκλας. Το όνομά της ήταν Βέλα. Λα Μπέλα Βέλα.

Συνήθως δεν ένιωθε τόσο κουρασμένος, όμως ο Μεγαλοδύναμος Λουκ Φρεντ είχε αποφασίσει να εμπλέξει το γραφείο του σερίφη στο φόνο της αδερφής της Άιρις Πίρσον. της Μαίρης, παρόλο που οι αστυνομικοί του Σίνταρ Ράπιντς ήταν αρκετά ικανοί να το χειριστούν από μόνοι τους (τουλάχι-στον κατά την άποψη του Νόρμαν). Κατ' εντολήν του Λουκ, ο Νόρμαν είχε περάσει όλη τη μέρα ανακρίνοντας με σκυλίσια επιμονή πιθανούς μάρτυρες και κάνοντας κάθε λογής ερωτήσεις, όπως «Έχετε ή είχατε ποτέ στην κατο-χή σας ένα δαφνόδεντρο ευρωπαϊκού τύπου;» και «Έχετε ακούσει ποτέ τη λέξη μωμόγεροι;» και (την mo παλαβή απ' όλες) «Έχετε κάποια απέχθεια για το πράσινο χρώμα —ία αν ναι, για ποιο λόγο;»

Σε γενικές γραμμές οι απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές ήταν «Ε;» ή «Και τι σε νοιάζει εσένα;». Ο Νόρμαν δεν είχε εκπλαγεί. Ποιος ήταν, όμως, για να φέρει αντίρρηση; Αν ο Μεγαλοδύναμος Λουκ Φρεντ τού έλεγε να πάει να κάνει τέτοιες ερωτήσεις, εκείνος πήγαινε και τις έκανε.

Καθώς οδηγούσε, ο Νόρμαν χάιδευε το μουστάκι του. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να το ψαλιδίσει προτού βγει απόψε. Τίποτε δεν άρεσε περισσότερο στα κορίτσια από ένα καλοψαλιδισμένο, γυαλιστερό μουστάκι. Ο Νόρμαν δεν είχε καμία ψευδαίσθηση σχετικά με το ζήτημα. Το μόνο που μπορούσαν να σκεφτούν τα κορίτσια όποτε έβλεπαν ένα καλοψαλτδισμένο μουστάκι ήταν ότι τούτο το μουστάκι θα σκούπιζε την ηβική τους χώρα απ' άκρη σ' άκρη, σαν πεζοδρόμιο σκεπασμένο με φύλλα.

«Ω, Άνι...» τραγουδούσε, «Λεν είμαι ο μπαμπάς σου...» Είχε μόλις προσπεράσει το ανατολικό σουπερμάρκετ «Οικονοτρόφιμα»,

όταν ένα τεράστιο μαύρο κλειστό φορτηγό μάρκας Σεβρολέτ, πετάχτηκε με μεγάλη ταχύτητα από την αντιπροσωπεία Σεβρολέτ του Πατ Μαγκράθ με την ανάρτησή του να αναπηδά και τα τέσσερα λάστιχά του να στριγγλίζουν. Έστριψε επί τόπου μπρος στο σουπερμάρκετ κατ κατευθύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα δυτικά, αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο γαλάζιου καπνού.

«Χριστέ μου», είπε ο Νόρμαν, Δεν επρόκειτο για συνηθισμένο φορτηγό. Ήταν ένα εξάτροχο φορτηγό

που είχε κατασκευαστεί επί παραγγελία, με χαμηλωμένη ανάρτηση και μηχα-νή τούρμπο. Τα παράθυρά του ήταν μαυρισμένα κι ήταν γεμάτο ραβδώσεις λάσπης. Απ' το κάτω μέρος του κρέμονταν λάσπη και γρασίδι, σαν τα κρόσσια ενός σάβανου.

Ο Νόρμαν έβρισε χαμηλόφωνα και στριφογυρίζοντας με τις παλάμες το τιμόνι, έκανε μεταβολή με την Μπιούικ, κι έκανε το γερασμένο αμορτισέρ της να βροτήσει. Άρπαξε τον ασύρματο που κρεμόταν κάτω απ' τον πίνακα ελέγ-χου και φώναξε: «Προς Γραφείο Σερίφη, εδώ βοηθός Γκόρμαν: καταδιώκω ένα μαύρο φορτηγό Σέβι, επαναλαμβάνω μαύρο φορτηγό Σέβι με κατεύθυν-

154

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ση δυπκά από το 1600 της 51ης Οδού». «Ελήφθη, βοηθέ», απάντησε η γεμάτη παράσιτα φωνή μιας κοπέλας.

«Έχεις παράσιτο-παράσιτο κυκλοφορίας;» Ο Νόρμαν προσπάθησε να δει το φορτηγό που έτρεχε μπροστά του ανα-

πηδώντας. Τα πίσω του παράθυρα ήταν καθρέφτες, ήταν βρομερό και μαύρο ία αυτό ήταν όλο. «Λεν υπάρχει αριθμός κυκλοφορίας».

«Σε λαμβάνουμε, βοηθέ Γκόρμαν... πόσο δυτικά βρίσκεσαι τώρα;» «Σχεδόν στο ύψος της οδού Σέντερ Πόιντ. Μπορώ να διακρίνω τα φανά-

ρια». «Ποια είναι περίπου η ταχύτητά σου;» «Ενενηνταπέντε, δεν ξέρω! Εκατόν δέκα! Χριστέ μου —πέρασε με

κόκκινο! Χριστέ μου, παραλίγο να χτυπήσει εκείνο το τροχόσπιτο! Χριστέ μου, στείλτε μου ενισχύσεις!»

«Οι ενισχύσεις βρίσκονται καθ' οδόν, βοηθέ Γκόρμαν». Το μαύρο φορτηγό έτρεχε κατά μήκος της 51ης Οδού με πάνω από

εκατόν είκοσι χιλόμετρα την ώρα. Ο Νόρμαν πάτησε με δύναμη το πόδι του στο γυμνό από καουτσούκ πεντάλ του γκαζιού κι η Μπιούικ έκανε ό,τι μπορού-σε για να του δώσει μια ώθηση ταχύτητας. Πριν από δέκα χρόνια ήταν ένα σύγ-χρονο σπορ μοντέλο, όμως είχε ξεχαρβαλωθεί εξαιτίας των εκατόν δέκα οκτώ χιλιάδων χιλιόμετρων που είχε διανύσει και της αμέλειας του Νόρμαν να το πηγαίνει για σέρβις σε τακτικά διαστήματα. Το αυτοκίνητο έβγαλε κάμπο-σο καπνό και η εξάτμιση του κροτάλισε μανιασμένα, όμως αυτο ήταν όλο. Το μαύρο φορτηγό άρχισε ν' απομακρύνεται, ν' αγνοεί όλα τα φανάρια, τα κορνα-ρίσματα διαμαρτυρίας των άλλων αυτοκινήτων και να κινείται με ελιγμούς μέσα κι έξω απ' το ρεύμα κυκλοφορίας σαν νεκροφόρα που τρέχει αποφασι-σμένη να φτάσει στο κρεματόριο, ό,τι κι αν συνέβαινε.

«Μπάσταρδε», είπε ξεφυσώντας ο Νόρμαν, καθώς τα δύο οχήματα κατευ-θύνονταν νότια στην οδό Σέντερ Πόιντ με τα λάστιχά τους να στριγγλίζουν. «Μη μου ξεφεύγεις». Έβαλε δευτέρα στο αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων, πάτη-σε το γκάζι και η Μπιούικ αντέδρασε αδέξια, απρόθυμα· ία έπειτα δεν έκανε τίποτε παραπάνω απ' το να κλαίει, που εκείνος τη συγκρατούσε. Ο Νόρμαν έβαλε πρώτη, κάνοντάς τη να βρυχάται και να ουρλιάζει, έπειτα, όμως, έβαλε ξανά τον αυτόματο και προσπάθησε να παραμείνει κοντά στο μαύρο φορτηγό χάρη στην ικανότητα και την επιδεξιότητά του, παρά στην ταχύτητα.

Όποιος βρισκόταν στο τιμόνι του μαύρου φορτηγού, οδηγούσε με απόλυτη απάθεια, λες και πραγματικά δεν τον ένοιαζε αν θα ζούσε ή θα πέθαινε. Ο Νόρμαν γνώριζε καλά απ' την εμπειρία του ότι ποτέ δεν μπορού-σες να συναγωνιστείς τέτοιους ανθρώπους. Σε πολλές περιπτώσεις είχε εγκαταλείψει κοντινές καταδιώξεις, επειδή γνώριζε επακριβώς τι θα συνέ-βαινε αν συνέχιζε. Είχε δει αρκετά αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, κομματια-σμένα κορμιά, σκορπισμένο αίμα, μαύρο σαν υγρό εμφάνισης φωτογραφιών.

155

GRAHAM MASTERTON

Τώρα οδηγούσαν με κατεύθυνση προς το κέντρο, ενώ στ' αριστερά τους λαμποκοπούσε η εθνική οδός 380. Πέραοαν ας λεωφόρους Τέξας, Χόλιγουντ, Αριζόνα και Ρίτομοντ. Εκείνο τ' απόγευμα ο ουρανός ήταν αρκετά καθαρός, σαν λιωμένο γυαλί, μ' εκείνη την αμυδρή υποψία ιώδους χρώματος που ειδο-ποιεί πως ήρθε η ώρα της συγκομιδής κι ότι η αργία της πρώτης Αευτέρας του Σεπτέμβρη δεν αργεί1 έπειτα το φθινόπωρο, KL έπειτα ο χειμώνας.

Ο καιρός του θανάτου, σκέφτηκε ο Νόρμαν καθώς κινήθηκε προσεκτικά απ' το πλάι, για να προσπεράσει μια παλιά αργοκίνητη Κάντιλακ. Ο οδηγός της Κάντιλακ ήταν ένας ασπρομάλλης μαύρος, που κοίταξε απειλητικά το Νόρμαν, ενώ οι φακοί των γυαλιών rou αντικατόπτριζαν τον ουρανό. Ο Νόρμαν προσπάθησε να του χαμογελάσει καθησυχαστικά, ήταν. όμως, πολύ σφιγμένος για να το κάνει.

Όταν ξανακοίταξε μπροστά του, το μαύρο φορτηγό είχε εξαφανιστεί. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. Ήταν τρελό. Δεν υπήρχαν στροφές προς

τα δεξιά μέχρι το ύψσς της 32ης Οδού και το φορτηγό θα έπρεπε να ταξιδεύ-ει με πάνω από 160 χιλιόμετρα για να 'χει φτάσει ήδη σ' εκείνη τη διασταύρω-ση. Υπήρχαν, φυσικά, κάμποσα καταστήματα, βενζινάδικα και εστιατόρια, όμως ο Νόρμαν ήταν σίγουρος ότι θα είχε δει το φορτηγό να μειώνει ταχύτη-τα και να βγαίνει απ' το δρόμο1 είχε τραβήξει το βλέμμα από πάνω του μόνο για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, όσο χρειαζόταν για να χαμογελάσει.

Έκοψε ταχύτητα ία άρχισε να κινείται αργά στη δεξιά λωρίδα και να κοι-τάζει μέσα σε κάθε πάριαγκ και κάθετο σοκάκι. Κάλυψε πάνω από ενάμισι χιλιόμετρο, αλλά δεν κατάφερε να δει πουθενά το φορτηγό. Σήκωσε την ενδοεπικοινωνία του και είπε: «Εδώ βοηθός Γκόρμαν... ακυρώστε εκείνες τις ενισχύσεις. Τον έχασα».

Ήταν έτοιμος να κάνει στροφή και να κατευθυνθεί ξανά προς το σπίτι του, όταν του φάνηκε πως διέκρινε φευγαλέα το πίσω μέρος ενός μαύρου φορτηγού πίσω από το οικογενειακό εστιατόριο «Η Καυτή Γαλοπούλα». Πάτησε απότομα φρένο —προς μεγάλη ενόχληση μιας γριάς που του είχε κολλήσει από πίσω εδώ και τρία τετράγωνα— ία έπειτα έκανε όπισθεν. Είχε δίκιο: το φορτηγό ήταν παρκαρισμένο στο κατά τα άλλα άδειο πάρκιγκ στο πίσω μέρος του εστιατορίου, δίπλα στους σκουηιδοτενεκέδες και τα καφάσια με τις κόκα-κόλες.

Ήταν το ίδιο φορτηγό. Με μαυρισμένα παράθυρα, δίχως αριθμό κυκλοφο-ρίας.

Ο Νόρμαν το παρακολούθησε για λίγο. Από πάνω του, αε ένα κοντάρι ύψους δεκαπέντε μέτρων βαμμένο καφέ, περιστρεφόταν αργά μια τεράστια ψητή γαλοπούλα επίσης βαμμένη καφέ. Ο Νόρμαν σκέφτηκε να καλέσει ξανά για ενισχύσεις, όμως μετά αποφάσισε να μην το κάνει. Στο κάτω κάτω ο οδηγός δεν είχε κάνει τίποτα χειρότερο από μια τροχαία παράβαση. Περίμενε για περίπου ένα λεπτό, μέχρι που τέλειωσε η κασέτα του Kid Creole ία από τα

156

ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ

μεγάφωνα του στερεοφωνικού του δεν ακουγόταν παρά μόνο ένα απαλό τσι-τσίρισμα. Έπειτα κατέβηκε απ' τ' αυτοκίνητο του, το κλείδωσε και βάδισε κατά μήκος του πεζοδρομίου και γύρω από το πλαϊνό μέρος του εστιατορίου. Απ' την κουζίνα ακουγόταν ο κρότος από πιάτα και κάποιος που τραγουδούσε το «It' Ξ Now or Never».

Πλησίασε με προσοχή το φορτηγό, Η μηχανή του ήταν σβηστή και τα κλει-στά του παράθυρα τόσο μαυρισμένα που το μόνο που μπορούσε να δει ο Νόρμαν ήταν η δική του αντανάκλαση, που φορούσε το τσαλακωμένο βαμβακερό του αντιανεμικό και το λουλουδάτο ροζ πουκάμισο. Έκανε έναν κύκλο γύρω από το φορτηγό κι έπειτα προχώρησε προς το μπροστινό του μέρος κι ακούμπησε το χέρι του πάνω στο πλέγμα του ψυγείου, για να σιγου-ρευτεί πως ήταν ζεστό.

Προχώρησε προς την πόρτα του οδηγού. Έβγαλε το σήμα του βοηθού σερίφη, το κράτησε ώστε να φαίνεται καθαρά απ' το παράθυρο και κτύπησε τη λαμαρίνα με την άρθρωση του δαχτύλου του. «Μπορείτε να βγείτε από το όχημα, παρακαλώ; Αστυνομία».

Δεν πήρε απάντηση. Τα πιάτα συνέχισαν να κροταλίζουν ία ο βαρύτονος συνέχισε να τραγουδά. Ο Νόρμαν χτύπησε και δεύτερη φορά και φώναξε: «Αν βρίσκονται κάποιοι εκεί μέσα, μπορούν, παρακαλώ, να βγουν από το όχημα;»

Και πάλι καμία απάντηση. Ο Νόρμαν δάγκωσε το χείλι του. Θα μπορούσε να φύγει, ν' αναφέρει το όχημα στην τροχαία και να το ξεχάσει. Εξάλλου, αν έμενε εδώ κι άλλο, θ' αργούσε στο ραντεβού του με την πανέμορφη Βέλα, ία η Βέλα ίσως να μη το Θεωρούσε και τόσο ευγενικό αν την άφηνε να περιμένει. Είχε καστανά μάτια και στήθη οαν τους μπροστινούς προφυλακτήρες μιας Σεντάν Ντε Βιλτου '39.

Χτύπησε ελαφρά το φορτηγό μια ακόμα φορά, χρησιμοποιώντας το μπρούντζινο δαχτυλίδι του με τη νεκροκεφαλή. «Έι, εκεί μέσα! Αυτή είν' η τελευταία προειδοποίηση. Είμαι απ' το γραφείο του σερίφη. Βγείτε από το όχημά σας και φανερωθείτε».

Πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό. Στον αυτοκινητόδρομο 380, ακριβώς πίσω του η κυκλοφορία εξακολουθούσε να ρέει βιαστικά· η μουσική έπαιζε - στην αυλή δίπλα απ' το πάρκινγκ κάποια παιδιά γελούσαν. Ο Νόρμαν κοίταξε την τεράστια ψητή γαλοπούλα να στριφογυρίζει και υπολόγισε ότι χρειαζόταν είκοσι δύο δευτερόλεπτα για να διαγράψει έναν πλήρη κύκλο.

Άπλωσε το αριστερό του χέρι και δοκίμασε το χερούλι της πόρτας. Το χερούλι ήταν παγωμένο, τόσο παγωμένο που το χρώμιο έδειχνε μουντό λες και ήταν νοτισμένο από ανάσα. Ο Νόρμαν ανακάλυψε σχεδόν ικανοποιημένος πως ήταν κλειδωμένη. Το φορτηγό ήταν άδειο, σωστά; Κλειδωμένο και άδειο. Ο οδηγός μάλλον το είχε εγκαταλείψει. Ίσως και να το είχε κλέψει. Θα το οδηγούσε πίσω στην αντιπροσωπεία Σεβρολετ του Πατ Μαγκράθ και θα διαπί-στωνε αν το 'χαν κλέψει από κει.

1δ7

GRAHAM MASTERTON

Ήδη απομακρυνόταν όταν άκουσε· μέσα από το φορτηγό έναν ήχο σαν ξύσιμο ή σαν θρόισμα. Δίστασε, Θα μπορούσε να συνεχίσει να βαδίζει, να προσποιηθεί ότι δεν τον είχε ακούσει. Για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να περιγράψει με λέξεις, εκείνο το φορτηγό τού έστελνε πολύ κακές δονήσεις — «βουντού του δρόμου» το αποκαλούσε πάντοτε ένας από τους μαύρους βοηθούς και σταύρωνε τα δάχτυλά του.

Ήταν μια από κείνες τις καταστάσεις που πραγματικά τον τρομοκρατού-σαν, μιας και δε συνέβαινε τίποτα φανερό, τίποτα που να μπορεί να υπαχθεί σε κάποια κατηγορία — αν συνέβαινε κάτι. Η εμπειρία του Νόρμαν τού έλεγε ότι οι μη φανερές καταστάσεις ήταν εκείνες που αποδεικνύονταν επικίνδυ-νες, αν όχι θανατηφόρες. Ο χαμογελαστός γεράκος που έξαφνα σου τράβα-γε όπλο. Ο πιτσιρικάς που έκανε μαζί σου "κόλλα πέντε" κι έπειτα σε κάρφω-νε στα πνευμόνια μ' ένα μυτερό κατσαβίδι, την ίδια στιγμή που ίου γυρνούσες την πλάτη.

Όμως το ξύσιμο ακούστηκε πάλι, η αναρτηση του φορτηγού έτριξε λίγο κι ο Νόρμαν ήταν βέβαιος πως το είδε να κουνιέται πέρα δώθε. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι κάποιος κρυβόταν μέσα. Το τι θα έκανε γι αυτό ο Νόρμαν ήταν άλλη ιστορία.

Γύρισε πίσω, στάθηκε στις μύτες των ποδιών και προσπάθησε να δει στο πίσο) μέρος του φορτηγού. Αρχικά δεν μπορούσε να δει τίποτα απολύτως, γιατί ο ουρανός αντανακλώταν στο μαυρισμένο τζάμι. Όμως έπειτα έβαλε τις παλά-μες γύρω από το πρόσωπο του και πίεσε τη μύτη του πάνω στο παράθυρο.

Είδε σκοτεινές, μπλαβιές σκιές, μία να γέρνει στ' αριστερά, μία να γέρνει στα δεξιά, έπειτα να χωρίζουν. Είδε άλλο ένα περίγραμμα, σκοτεινότερο, mo καμπουριασμένο κι έπειτα ένα περιστρεφόμενο θαμνόμορφο σχήμα.

Έκανε πίσω, και πάλι πίσω, ενώ η καρδιά του χοροπηδούσε και το στομά-χι του είχε σφιχτεί απ' τον πανικό. Τι στο διάολο συνέβαινε εκεί πέρα; Άπλωσε το χέρι του μες στο σακάκι και ξεκούμπωσε την οπλοθήκη του. Δεν ήταν ακόμα σίγουρος αν θα τραβούσε το όπλο του ή όχι. Δετν ήταν καν σίγουρος αν θα συνέ-χιζε άλλο τούτη την έρευνα. Αυτά ήταν πολύ περίεργα πράγματα.

Έκανε μεταβολή ία άρχισε να βαδίζει προς τ' αυτοκίνητο του. Δεν επρόκειτο να κάνει απολύτως τίποτα δίχως υποστήριξη. Όποιοι κι αν ήταν εκείνοι που σερνόταν μέσα σ' εκείνο το φορτηγό —έμποροι ναρκωτικών, μαφιόζοι ή κάποια θρησκευτική αίρεση που γούσταρε να παίζει με ό π λ α -μάλλον διέθεταν πολύ μεγαλύτερη δύναμη πυρός απ' ό,τι εκείνος.

Περνούσε δίπλα απ'την κουζίνα όταν άκουσε μια από τις πόρτες του φορ-τηγού ν' ανοίγει. Στριφογύρισε και σχεδόν έχασε την ισορροπία του και έριξε το κορμί του πάνω στα πλαστικά καφάσια με τις κόκα-κόλες, κρατώντας το όπλο του υψωμένο και με τα δύο χέρια.

Στο πίσω μέρος του φορτηγού στεκόταν ένας ψηλός άνδρας με χλομό πρόσωπο, που φορούσε ένα λευκό αδιάβροχο και τον κοιτούσε με τα χέρια

158

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

του στις τσέπες. Δεν είπε τίποτα, δεν κινήθηκε. Στεκόταν στη θέση του, με χείλη ελαφρά σουφρωμένα και μάτια μαύρα σαν καψίματα από τσιγάρο.

Το απογευματινό φως χανόταν, όμως το αδιάβροχο του άντρα ήταν εκτυ-φλωτικά λευκό. Ο Νόρμαν ψαχούλεψε μες στο αντιανεμικό του με τ' αριστερό του χέρι και έβγαλε το σήμα του. «Βοηθός Σερίφη», φώναξε. «Σταθείτε μακριά από το όχημα, παρακαλώ, και τοποθετήστε τα χέρια σας στο κεφάλι».

Ο άντρας έμεινε στη θέση του, με τα χέρια ακόμα χωμένα στις τσέπες. Ο Νόρμαν εγκατέλειψε την προστασία των καφασιών με τις κόκα-κόλες και πλη-σίασε λίγο. «Απομακρυνθείτε από το όχημα, κύριε».

Ο άντρας ούτε κινήθηκε ούτε μίλησε. Για τον Νόρμαν ήταν επίσης ολοφά-νερο ότι δε φοβόταν καθόλου. Ήταν ο εφιάλτης κάθε βοηθού σερίφη: ο ύπο-πτος που αδιαφορούσε αν τον σημάδευες μ' ένα όπλο ή όχι. Γινόταν όλο και πιο συνηθισμένο, μ' όλους τα πρεζόνια, τους ψυχωτικούς και τους υπόλοιπους παρεμφερείς απροσάρμοστους. Όμως τούτος ο άνθρωπος δεν έμοιαζε με πρεζόνι ούτε έδινε την εντύπωση ότι «είχε αφεθεί στη φροντίδα της κοινω-νίας». Έμοιαζε με άγριο, υπολογιστή, πανέξυπνο πουτάνας γιο, που απλά δε φοβόταν τον Νόρμαν που τον σημάδευε μ' ένα όπλο.

Ο Νόρμαν πλησίασε. Ο άντρας τον παρακολουθούσε με μια έκφραση που άγγιζε τα όρια της περιφρόνησης. Είχε ένα παράξενο οβάλ πρόσωπο με γκρί-ζα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω. Η επιδερμίδα του ήταν λαμπερή, αλλά λιγάκι βλογιοκομμένη. Ένα πρόσωπο που ερχόταν απ' την επιφάνεια της σελήνης.

«Είστε ο ιδιοκτήτης του οχήματος;» τον ρώτησε ο Νόρμαν. Ο άντρας ανασήκωσε ελάχιστα τους ώμους. Δεν ανοιγόκλεισε καν τα

μάπα, ούτε μία φορά. «Μιλάτε αγγλικά; Καταλαβαίνετε τι σας λέω;» Ο άντρας έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, λοιπόν; Είστε ο ιδιοκτήτης του οχήματος αυτού; Κομπρέντο;

Τούτο-το-φορτηγό-ανήκει-σε-σένα;» Ο άντρας ένωσε τα χέρια του λες και προσευχόταν ία έπειτα έκανε μια

παράξενη τριγωνική χειρονομία σαν να τεμάχιζε κάπ, τέμνοντας με την κόψη του ενός χεριού την κόψη του άλλου.

«Δεν καταλαβαίνω τι προσπαθείτε να μου πείτε», είπε ο Νόρμαν. Ο άντρας επανάλαβε τη χειρονομία, τέμνοντας τα χέρια του μεταξύ τους,

πρώτα απ' τη μια μεριά, έπειτα απ' την άλλη. «Οκέι» είπε χάνοντας την υπομονή του ο Νόρμαν. «Αρκετά ανέχτηκα. Θα

καλέσω ενισχύσεις, με καταλαβαίνει ε; Θα καλέσω άλλο ένα αστυνομικό αυτοκίνητο. Αυτό το αυτοκίνητο θα σας πάει στο κέντρο, στο αστυνομικό τμήμα του Σίνταρ Ράπιντς. καταλαβαίνετε τι σας λέω; Θα ελέγξουν τα χαρτιά και το όχημά σας και θα εξακριβώσουν τι στο διάολο γυρεύετε εδώ και γιατί οδηγούσατε σαν τρελός. Εντάξει;»

159

GRAHAM MASTERTON

Ο Νόρμαν ήταν έτοιμος να στραφεί προς το αυτοκίνητο του όταν ξάφνου ο άντρας έβγαλε μια ασυνήθιστη μισοιηπγμένη κραυγή.

«Τι είπατε;» «Εεεεε», συνέχισε ο άλλος. «Εεεεί Εεεε!» Εδειξε το πίσω μέρος του

φορτηγού, σχεδόν πανικόβλητος, «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Νόρμαν. «Δεν μπορείτε να μιλήσετε; Είστε

μουγγός; Γιατί δε μου το πάτε;» Έκανε δύο τρία βήματα προς το πίσω μέρος του φορτηγού και άνοιξε το

αριστερό πορτόφυλλο. Εκείνη την τελευταία στιγμή που έμελλε να διατηρήσει την όρασή του,

είδε κάτι που τον τρόμαξε τόσο πολύ, που τα σωθικά του άδειασαν μ' ένα παχύ, καυτό κύμα. Ούτε καν ούρλιαξε —δεν μπορούσε.

Απ' το πίσω μέρος του φορτηγού ξεπετάχτηκε ένας άνδρας, που ήταν, ομως, και κλαριά και φύλλα και άνθρωπος. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά και βαθουλωμένα, στο πρόσωπο του μπλέκονταν στριφογυριστές ρίζες και ινώδη κλαδιά, ενώ τα χέρια του ήταν τυλιγμένα με βατομουριές κι αναρριχητικά φυτά. Μαστίγωσε μ' αγκάθια τον Νόρμαν στο πλευρό του προσώπου, πρώτα δεξιά, έπειτα αριστερά, ξέσκισε την επιδερμίδα απ' τα μάγουλά του, τράβηξε τη σάρκα απ' τη μύτη του. Ο Νόρμαν έκανε πίσω παραπατώντας, σκόνταψε, έπεσε κάτω και χτύπησε το κεφάλι του στο έδαφος. Ο άνθρωπος έσκυψε από πάνω του και τον μαστίγωσε ξανά, κομματιάζ οντάς του το πρόσωπο και ουνέχισε να τον μαστιγώνει ξανά και ξανά δίχως να του δίνει την ευκαιρία ν' απομακρυνθεί.

Τα δύο τελευταία χτυπήματα βρήκαν το Νόρμαν στα μάτια. Ένιωσε να του ξεσκίζουν τα βλέφαρα, πρώτα το δεξί, έπειτα τ' αριστερό. Ανοιξε τα μάτια του, προσπάθησε ν' ανοίξει τα μάτια του. όμως όλα ήταν σκοτεινά. Είχε τυφλωθεί.

Ξάπλωσε το κορμί του στο τσιμέντο. Το πρόσωπο του καιγόταν απ' τον πόνο, λες και είχε αρπάξει φωτιά. Πονούσε τόσο πολύ, που δεν τολμούσε καν να τ' αγγίξει. Άκουσε έναν κροταλιστό θρόισμα και το θορυβο από βήματα. Ακουσε κάτι μεταλλικό να γλιστρά ία έπειτα ένα οξύ ήχο. Άκουσε τον άντρα με τα λευκά να κάνει «Εεεε! Εεεε!»

Το φορτηγό πήρε μπροστά. Ο Νόρμαν ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και ονειρευόταν κάποιες καλύτερες στιγμές. Οποιαδήποτε άλλη στιγμή ήταν καλύ-τερη από τούτη, μ' όλο εκείνο τον πόνο. Ένιωθε την αύρα του προχωρημένου απογεύματος να του χαϊδεύει τα πληγιασμένα μάγουλα' ένιωθε το αίμα να πήζει και να σκληραίνει γύρω από το γιακά του πουκαμίσου του. Αναρωτιόταν τι άραγε θα σκεφτόταν η Βέλα άμα μπορούσε να τον δει τώρα. Δεν μπορούσε, φυσικά, να τον δει και δε θα τον έβλεπε. Μάλλον θα προετοιμαζόταν για το ραντεβού τους στο Χάκλμπερις, θα μπογιάτιζε το πρόσωπο της, θα κουνούσε τον πισινό της και θα γινόταν όσο πιο σέξι μπορούσε.

Τη στιγμή που εκείνος κειτόταν τυφλός και καταματωμένος στο πάρκιγκ

160

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

του Οικογενειακού Εστιατορίου «Η Καυτή Γαλοπούλα» και περίμενε βοήθεια που ποτέ δεν θα ερχόταν.

Το φορτηγό έκανε όπισθεν. Μύρισε την εξάτμιση, μερικά εκατοστά μακριά του.

Μπάσταρδοι, σκέφτηκε. Θα σας· σκοτώσω. Δεν θα μπορούσαν να έχουν διαβάσει τη σκέψη του ή ίσως και να μπορού-

σαν. Όμως οδήγησαν με την όπισθεν το φορτηγό κατευθείαν πάνω στα πόδια του, έτσι ώστε εκείνος να αισθανθεί τα πίσω λάστιχα να του τραβούν το τ ζην.

«Φύγετε απ' τα πόδια μου!» ούρλιαξε. Ή νόμισε ότι ούρλιαξε, έτσι κατε-στραμμένο που ήταν το στόμα του.

Εκείνοι, όμως, συνέχισαν να κάνουν όπισθεν, πάρα πολύ αργά, έτσι ώστε ο πίσω τροχός του φορτηγού καβαλίκεψε το πόδι του ακριβώς στο σημείο πάνω από το γόνατο, σπάζοντάς του το μηρό και συνθλίβοντας το μυ. Κάποτε τον είχαν πυροβολήσει στον ώμο (αν και ήταν ένα 22άρι) και τον είχαν μαχαι-ρώσει. Ποτέ, όμως, δεν είχε βιώσει πόνο σαν ία αυτόν. Τούτος ο πόνος ήταν μαύρος και πορφυρός, σαν ουρλιαχτό. Θα προτιμούσε να είχε πεθάνει, εκεί-νη ακριβώς τη στιγμή, παρά να υπομένει τέτοιο πόνο. Εκείνος, όμως, συνεχιζόταν και συνεχιζόταν, καθώς το φορτηγό οπισθοχωρούσε εκατοστό-εκατοστό πάνω στο αριστερό του πόδι ία έπειτα στο δεξί του πόδι. Ξέχασε την τύφλωση του. Ξέχασε τσ πρόσωπο του. "Εμπηξε τα νύχια του στο τσιμέντο και ούρλιαξε τόσο δυνατά που παραλίγο να ξεκουφαθεί.

Άκουσε φωνές να ουρλιάζουν. Ένα χαλασμό από σειρήνες. Έξαφνα το φορτηγό βρυχήθηκε και ξεκίνησε, με τους πίσω τροχούς του να σπινιάρουν πάνω στα ρημαγμένα του μπούτια. Μύρισε καμμόνο λάστιχο, καμμένο τζην, καμμένη σάρκα, καμμένα νεύρα.

«Θεέ μου, σώσε με!» έσκουξε. Δεν άκουσε το φορτηγό να βγαίνει ντελαπάροντας στο δρόμο. Δεν άκου-

σε τα περιπολικά να καταφθάνουν. Κειτόταν στο τσιμέντο δίχως να σκέφτεται τίποτα, πέρα από το ότι ίσως όλα να 'χαντελειώσει, ενώ το πρόσωπο του είχε γίνει ένα ουρλιαχτό και ο κόσμος του γκρεμιζόταν.

«Ω, Μαμά», ψιθύρισε, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πριν από επτά χρόνια από καρκίνο, «Ω, Μαμά, σε παρακαλώ, βοήθη-σέ με».

Η μαμά του δεν εμφανίστηκε για να τον βοηθήσει, αλλά έπειτα από πολλή πολλή ώρα κατ έφθασε για να τον σώσει ο Λουκ Φρεντ, που διέσχισε το πάρ-ια γκ τρέχοντας μ' εκείνες τις τεράστιες μπότες του με τις τριζάτες σόλες και γονάτισε δίπλα του.

«Νόρμαν; Νόρμαν; Χριστέ μου, Νόρμαν, είμαι ο Λουκ!» Ο Νόρμαν βυθίστηκε στο πουθενά. Το απόγευμα εξαφανίστηκε, όπως

είχε εξαφανιστεί το φορτηγό. Ο Λουκ παρέμεινε γονατισμένος δίπλα του ενώ οι νοσοκόμοι κατέφθασαν σέρνοντας ένα αστραφτερό χρωμιωμένο φορείο με

161

GRAHAM MASTERTON

ροδίτσες, που κροτάλιζε πάνω στην επιφάνεια του πάρκτγκ. «Γαμώτο!» είπε ο ένας τους μιλώντας με τη μύτη. «Τι του συνέβη;» Ο Λουκ ξεροκατάτηε, ανασήκωσε τους ώμους, δίχως να μπορεί να πει

τίποτα. Οι νοσοκόμοι άνοιξαν τις ιατρικές τους τσάντες, ξετύλιξαν τις τριζά-τες διαστημικές κουβέρτες τους. «Πώς τον λένε;» ρώτησε ο ένας τους.

«Νόρμαν», του είπε ο Λουκ. «Είναι δικός μας». «Νόρμαν, μπορείς να μ' ακούσεις, Νόρμαν;» φώναξε ο άλλος νοσοκόμος,

δίχως ιδιαίτερο ζήλο. «Είναι δικός μας, για Τ* όνομα του Θεού!» του φώναξε ο Λουκ. «Είναι

δικός μαςΙ» Ο πρώτος νοσοκόμος άπλωσε το χέρι του ία άγγιξε τον πήχυ του Λουκ.

Ένα ιιλήθος είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται· σειρήνες πλησίαζαν ουρλιάζο-ντας προς το μέρος τους απ' όλες τις κατευθύνσεις. «Θα τον φροντίσουμε, εντάξει; Στο υπόσχομαι».

Ο Λουκ έγνεψε καταφατπίά, ανασήκωσε τους ώμους και προσπάθησε να πει βραχνά «Εντάξει».

Καθώς, όμως, βρισκόταν γονατισμένος εκεί μες στο φως του απογέματος που έσβηνε, πρόσεξε δυο τρία δαφνόφυλλα που στριφογύρισαν κατά μήκος του πάριαγκ και πιάστηκαν στο φράχτη από συρματόπλεγμα που το χώριζε απ' τη διπλανή αυλή.

Σηκώθηκε αργά και περπάτησε μέχρι το φράχτη, σήκωσε ένα απ' τα φύλλα, το έλιωσε μες στη φούχτα του και το μύρισε. Λεν υπήρχε αμφιβολία πώς ήταν φύλλο δάφνης.

Τώρα πια ήταν βέβαιος πώς αναζητούσε κάποιον πολύ παράξενο και πολύ τρομακτικό. Αναζητούσε κάποιον πολύ πιο ανελέητο από έμπορο κρακ ή αρχηγό συμμορίας- και πολύ πιο απάνθρωπο. Αναζητούσε κάποιον του οποίου τα κίνητρα είχαν κάποιο μοτίβο, όχι, όμως, το μοτίβο που θα είχε κάποιο νόημα στους δρόμους.

Αναζητούσε κάποιον που ξεκοίλιαζε γυναίκες, για τ' όνομα του Θεού, τύφλωνε άντρες ία άφηνε πίσω του φύλλα.

Ο Τέρενς Πίρσον του είχε δώσει κάμποσα στοιχεία. Ο Πράσινος Ταξιδευτής, για τ' όνομα του Χριστού. Κι ο Λίος Πόνικαν το ίδιο. Ο Πράσινος Τζανεκ.

Υποτίθεται πως ήταν λαϊκά παραμύθια, έτσι δεν ήταν; Μύθοι και μωμόγερον άνθρωποι που δε μιλούσαν. Ο Σερίφης Λουκ Φρεντ, 37 ετών, υπο-τίθεται ότι δεν έπρεπε να πιστεύει πως υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι. Μέσα, όμως, στο Σερίφη Λουκ Φρεντ. 37 ετών, εξακολουθούσε να κρύβεται το επτά-χρονο αγόρι απ' το Μάριον, που μια νύχτα του Αυγούστου είχε ξυπνήσει από το αναφιλητό ενός παιδιού. Διαπεραστικό αναφιλητό, τόσο θλιμμένο που του ράγιζε την καρδιά. Είχε δει ένα αγόρι που φορούσε βρόμικο φανελένιο νυχτικό να στέκεται στη γωνιά της κρεβατοκάμαρας του με το πρόσωπο στον

162

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

τοίχο και να κλαίει. Είχε ανακαθήαει στο κρεβάτι του, αναρριγώντας απ' τον τρόμο. «Ποιος

είσαι;» είχε ψιθυρίσει. «Γιατί κλαις;» Για μια στιγμή το αγόρι είχε γυρίσει και τα μάτια του είχαν λάμψει, μαύρα

σαν της γαρίδας πάνω σ' ένα διάφανο πρόσωπο. Έπειτα έσβησε —έσβησε ία εξαφανίστηκε λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ. Ο Λουκ είχε τρέξει στον τοίχο και τον είχε χτυπήσει με τα χέρια του γεμάτος φόβο ία έκπληξη. Είχε αισθαν-θεί τον τοίχο παγωμένο και την ταπετσαρία υγρή.

Όμως αυτό ήταν όλο. Το αγόρι είχε χαθεί. Πάνω από δώδεκα χρόνια αργότερα, ο Λουκ είχε ανακαλύψει από τα

αρχεία του γραφείου του σερίφη, ότι κάποιος μεθύστακας μηχανικός αυτοκι-νήτων ονόματι Τζακ Μπριν, είχε κλειδώσει το θετό του γιο, τον Τζέιμι, μέσα α' εκείνο το ίδιο δωμάτιο για πάνω από ένα μήνα, ταΐζοντας τον μόνο με κεριά και πιατάκια με βρόχινο νερό και μικρά πιάτα με περιττώματα γάτας. Το αγόρι είχε πεθάνει εκεί μέσα* όμως ο Λουκ το είχε δει. Ο Λουκ το είχε δει και είχε πιστέψει. Ακόμα κι ύστερα απ' όλα τούτα τα χρόνια τα γεμάτα ληστείες, οπζογενειακή βία και μεθυσμένους οδηγούς, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι υπήρχαν άνθρωποι που δεν ήταν σαν τους υπόλοιπους, ίσως όχι φαντάσματα, ίσως ούτε καννεκροζώντανοι, αλλά άνθρωποι που δεν υπάκουαν στους συνή-θεις κανόνες της ανθρώπινης ύπαρξης, άνθρωποι που ζούσαν επί εκατοντά-δες χρόνια, γίγαντες, νάνοι, άνθρωποι που μπορούν να περάσουν μες από τοί-χους ή να αιωρούνται μέσα ία έξω απ1 τα παράθυρα των πάνω ορόφων.

Ολα ήταν τρελά- όλα παράλογα. Όμως εκείνη την αυγουστιάτικη νύχτα, ο Λουκ είχε δει τον Τζέιμι Μπριν, τον είχε δει στ' αλήθεια. Δεν ήξερε αν αυτό τον έκανε καλύτερο ή χειρότερο σερίφη· όμως σήμερα διαισθανόταν πως κάτι παρόμοιο ξεπρόβαλλε αργοσαλεύοντας, κάτι ολότελα αλλόκοσμο και γνώριζε ότι έπρεπε να είναι προετοιμασμένος.

Οι νοσοκόμοι πέρασαν από δίπλα του με το Νόρμαν στο φορείο. Ο ένας τους φορούσε γυαλιά-καθρέφτες και είχε καλοκουρεμένο μουστάκι. Είπε: «θα τον πάμε στο Μέρσι, σερίφη. Μπορείς να ρωτήσεις εκεί γι' αυτόν».

«Φροντίστε τον», είπε ο Λουκ με κατάξερο λαρύγγι. «Να Γσαι σίγουρος», είπε ο νοσοκόμος, Κατέφθασε ο αρχηγός της αστυνομίας Τζον Χάζμπαντ, φορώντας ένα

κρεμ σπορ σακάκι με χαλαρή ύφανση και ξεθωριασμένο γαλάζιο φαρδύ παντελόνι του γκολφ. «Τι συνέβη;» ζήτησε να μάθει. «Ακουσα στον ασύρματο ότι χτύπησε ο Νόρμαν».

Ο Λουκ κοίταξε αριστερά- κι έπειτα κοίταξε δεξιά. «Τυφλώθηκε», κατά-φερε να πει. Παρέμεινε σιωπηλός για κάμποση ώρα, ξεροκαταπίνοντας, ενώ ο Τζον Χάζμπαντ τον περίμενε υπομονετικά να μιλήσει. «Δεν ξέρω», είπε, και τούτη τη φορά δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσει τα δάκρυά του. «Έχεις νιώ-σει ποτέ σου ότι είναι καιρός να τα παρατήσεις;»

163

7 • f ·

Ο Γκαρθ περίμενε στο τραπέζι τοπ έξω από το εστιατόριο «Το Αυθεντικό Κάμπριο» όταν κατέφθασαν ο Νέιθαν με τον Ντέιβιντ. Ήταν μια ζεστή, συννε-φιασμένη μέρα. Ο Νέιθαν δε θα 'χε πρόβλημα να οδηγήσει μέχρι το Ινστιτούτο Σπέλμαν, όμως ο Γκαρθ είχε επιμείνει να συναντηθούν κάπου αλλού. Το Ινστιτούτο βρισκόταν σε κατάσταση σοκ: εκείνη τη μέρα, κάθε ερευνητική εργασία είχε ανασταλεί, εκτός από ζωτικής σημασίας πειράματα που βρίσκο-νταν σε εξέλιξη κι ολόκληρο το κτίριο ήταν γεμάτο δημοσιογράφους, βοηθούς σερίφη και δοικητικούς υπαλλήλους που έχωναν τη μύτη τους παντού.

Πέρα απ' αυτό, κάτι απασχολούσε τον Γκαρθ' κάτι ανησυχητικό" κι ώσπου να το ξεδιαλύνει δεν ήθελε να τον δει κανείς να μιλάει με τον Νέιθαν. Ο Νέιθαν και ο Ντέιβιντ βάδισαν γύρω από την τυρκουάζ Θάντερμπερντ του '55 που ήταν παρκαρισμένη σ' ένα χώρο επίδειξης έξω απ' το εστιατόριο και κάθι-σαν στο τραπέζι, κάτω απ' την ομπρέλα με τις μαύρες και λευκές ρίγες.

«Λεν είναι φοβερό αυτοκίνητο;» είπε ο Γκαρθ. «Ο πατέρας μου είχε ένα από δαύτα, μαύρο και κόκκινο. Τ' απεχθανόμουν γιατί στριμωχνόμουν άσχημα στο πίσω κάθισμα».

«Δεν τα φτιάχνουν πια όπως παλιά», είπε ο Νέιθαν. Ο Γκαρθ φορούσε μπλουζάκι πόλο με ανοικτή λατμόκοψη και φαρδύ

παντελόνι, γεγονός ασυνήθιστο για εκείνον. Έδειχνε εξουθενωμένος και ο Νέιθαν ήξερε γιατί. Ο Γκαρθ και ο Ραούλ ήταν κάτι παραπάνω από συνάδελ-φοι, ήταν συνάδελφοι εξερευνητές. Ήταν σαν δύο άνθρωποι που πασχίζουν να βγουν από ένα πολύπλοκο σύστημα σπηλαίων με πλημμυρισμένα τούνελ, έχοντας μόνο τη συναδελφικότητά τους να τους δίνει κουράγιο. Όταν ένας

164

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

σπηλαιολόγος πνίγεται σε μια σπηλιά, ο συνάδελφος του δεν ρίχνει το φταίξι-μο στη σπηλιά — όπως ο Γκαρθ δεν είχε ρίξει στον Κάπτεν Μπλακ το φταίξιμο για το θάνατο του Ραούλ. Ήταν ένας απ' τους κινδύνους. Όπως και να 'χε, όμως, ο Γκαρθ θρηνούσε.

«Τρως;» ρώτησε ο Νέιθαν. Ο Γκαρθ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Μη σας απασχολεί, φάτε». Κατάφθασε μια σερβιτόρα που είπε παιχνιδιάρικα: «Τι να σας φέρω; Η

σπεσιαλιτέ μας για σήμερα είναι κρουασάν κοτόπουλο κι ένα μπολ με σούπα. Κοστίζει 4,25 δολάρια και οι σούπες είναι με χορταρικά, με βοδινό και κακα-βιά από μύδια».

«Να πάρω ένα τσίζμπεργκερ;» ρώτησε ο Ντέιβιντ, «Φυσικά», είπε ο Νέιθαν, «Και 'γω θα πάρω μια βότκα-τόνικ με πάγο», Ο Γκαρθ παρέμεινε σιωπηλός για κάμποση ώρα. Στριφογύρισε το ποτό

του και κατέβασε την τελευταία γουλιά. «Δεν ξέρω τι θα κάνω δίχως το Ραούλ. Νιώθω —χαμένος. Εντελώς χαμένος. Λες ία έχω χάσει τον αδερφό μου ή κάτι τέτοιο».

«Δεν ξέρω τι να πω», του είπε ο Νέιθαν. «Ποτέ δεν αισθάνθηκα πραγματι-κά τόσο κοντά σε κάποιον, τουλάχιστον όχι στη δουλειά».

«Τι συνέβη στον Κάπτεν Μπλακ;» ρώτησε ο Ντέιβιντ. Έκανε την ερώτηση πολύ ευγενικά, μ' όλη εκείνη την ευαισθησία που χαρίζουν στις ώρες του πέν-θους τα παιδιά. Το βλέμμα του ήταν πολύ σοβαρό1 το πρόσωπο του χλομό.

«Κοίτα, έπειτα από λίγο ηρέμησε και κατορθώσαμε να σπάσουμε ένα τζάμι στο πίσω μέρος του εργαστηρίου και να του ρίξουμε μια μεγάλη δόση αναισθητικού. Τώρα είναι πίσω στο μαντρί του, υπό στενή παρακολούθηση. Τελευταία φορά που τον είδα κοιμόταν».

«Δε θα τον σκοτώσετε, έτσι δεν είναι;» «Όχι, δε θα τον σκοτώσουμε», είπε ο Γκαρθ. «Αν θες να ξέρεις την αλή-

θεια, δεν αντέχουμε οικονομικά να τον σκοτώσουμε. Μας έχει κοστίσει 18,5 εκατομμύρια δολάρια και εννέα χρόνια έρευνας και δεν έχει σημασία ακόμα ία αν σκότωνε είκοσι άτομα, εμείς πάλι δε θα τον σκοτώναμε».

Άφησε κάτω το ποτήρι του και χάρισε στον Ντέιβιντ το πιο γλυκό του χαμόγελο, «Ας το θέσουμε ως εξής: αν κάναμε μπέικον τον Κάπτεν Μπλακ, θα σου στοίχιζε είκοσι χιλιάρικα η φέτα».

«Έχεις ιδέα τι μπορεί να συνέβη;» ρώτησε ο Νέιθαν. «Ξύπνησε», είπε ο Γκαρθ. «Υποτίθεται ότι ήταν βαθιά ναρκωμένος, αλλά

ξύπνησε». «Γιατί, όμως, εξαγριώθηκε;» «Είν' ένας από τους λόγους, που ήθελα να σου μιλήσω». Ο Νέιθαν συνοφρυώθηκε. «Λεν καταλαβαίνω. Πώς είναι δυνατόν να γνω-

ρίζω για ποιο λόγο εξαγριώθηκε;» Η σερβιτόρα έφερε τη βότκα-τόνικ του Νέιθαν, ενώ ο Γκαρθ παρήγγειλε

165

GRAHAM MASTERTON

άλλο ένα Τζακ Ντάνιελς και είπε: «Είναι σαφώς ανηδεολαγικσ, Νέιθαν, και υπό άλλες συνθήκες ούτε στ' όνειρο μου δε θα σε ρωτούσα. Από ποιον, όμως, προήλθε η εγκεφαλική διατομή; Ποιανού εγκέφαλος ήταν;»

Ο Νέιθαν κοιτούσε τσν Γκαρθ δίχως να ξέρει τι να πει. Απ' τη στιγμή που του είχε τηλεφωνήσει εκείνο το πρωί, είχε μαντέψει ότι ίσως να τον ρωτούσε για το δείγμα. Έμμεσα, ίσως. Με κάποιο αδιάφορο σχόλιο, όπως: «Τ* αγόρι απ το οποίο πήρες την εγκεφαλική διατομή ήταν εντάξει, έτσι δεν είναι;» Τούτη, όμως, ήταν μια πέρα για πέρα ξεκάθαρη ερώτηση· ήταν μια πέρα για πέρα ξεκάθαρη ερώτηση από τον άνθρωπο που είχε σώσει τη ζωή του πατέρα του, με αφάνταστο κόστος.

Επρόκειτο για ένα χρέος που είχε έρθει η ώρα να πέσει στο κεφάλι του, όπως στο Κοράκι του Πόε* και που ποτέ δε θα μπορούσε ν' αποτινάξει από πάνω του.

«Γκαρθ...» άρχισε να λέει, πασχίζοντας να σκεφτεί έναν τρόπο να πει «όχι».

«Θα στο θέσω καθαρά και ξάστερα, Νέιθαν. Έσωσα τη ζωή του πατέρα σου. Ποτέ δε σου ζήτησα κάτι και ποτέ δεν περίμενα κάτι. Τώρα, όμως, στο ζητώ. Πρέπει να μάθω από ποιον προήρθε η εγκεφαλική διατομή».

«Γκαρθ — » «Ο Κάπτεν Μπλακ ήταν πάντα πεισματάρης και ξεροκέφαλος, ποτέ όμως

δεν ήταν βίαιος. Πάντοτε γνωρίζαμε ότι το καινούργιο εγκεφαλικό υλικό, που θα του εμφυτεύαμε, θα κυριαρχούσε στην προσωπικότητά του. Η ανθρώπινη προσωπικότητα θα υπερτερούσε εκείνης του γουρουνιού. Να γιατί σου ζήτη-σα ένα παιδί τριών ετών ή και μικρότερο. Θέλαμε μια αθώα, ευγενική, άγρα-φη προσωπικότητα».

«Πίστευα ότι σου έδινα ακριβώς κάτι τέτοιο, Γκαρθ», είπε ο Νέιθαν. «Εντάξει, λοιπόν... υπάρχει μια ελάχιστη πιθανότητα να μην είχε καμία

σχέση η εγκεφαλική διατομή με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε ο Κάπτεν Μπλακ. Θα μπορούσε να υποφέρει από έντονο συναπτικό πόνο. Θα μπορού-σε να υποφέρει από μετεγχειρηπκό σοκ ή ένας Θεός ξέρει π άλλο. Όμως το mo πιθανό είναι ότι η πηγή της βίαιης συμπεριφοράς του ήταν η εγκεφαλική διατομή».

Ο Νέιθαν ανακίνησε τον πάγο στο ποτό του, χωρίς να πει κουβέντα. «Μπορώ να ξαναδώ τον Κάπτεν Μπλακ;» ρώτησε ο Ντέιβιντ. «Όταν γίνει

καλά, εννοώ. Έχω μιλήσει για 'κείνον ο' όλους μου τους φίλους». «Μάλλον θα πρέπει να περιμένεις λίγο», είπε απαλά ο Γκαρθ' αν και δεν

τράβηξε το βλέμμα του απ' το Νέιθαν. Ο Νέιθαν είπε: «Σκατά! Ναι, έσωσες τη ζωή του πατέρα μου. Να γιατί,

άλλωστε, πήρες και την εγκεφαλική διατομή». «Τι θες να πεις;» Ο Νέιθαν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θέλω να πω ότι το Μέρσι δε συνηθίζει

166

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

να δωρίζει εγκεφαλική διατομές ασθενών ιιου έχουν πεθάνει πρόσφατα για τους σκοπούς της εξελιγμένης γενετικής έρευνας».

Ο Γκαρθ τον κοίταξε άγρια. «Προσπαθείς, δηλαδή, να μου πεις ότι δεν υπήρχε εξουσιοδότηση;»

«Αυτό ακριβώς σου λέω. Είπα ότι θα μπορούσα να κινήσω κάποια νήματα, το γεγονός, όμως, ήταν ότι δεν μπορούσα. Ρώτησα το διοικητικό συμβούλιο αν θα μπορούσε το Σπέλμαν να χρησιμοποιήσει κάποια απ' τις εγκεφαλικές μας διατομές και τα μέλη του αρνήθηκαν κατηγορηματικά».

«Ελπίζω να με δουλεύεις». «Όχι, δε σε δουλεύω», είπε ο Νέιθαν. «Είπαν, όχι, σε καμιά περίπτωση.

Ακόμα και αν οι συγγενείς του θύματος δέχονταν, εκείνοι δεν ήθελαν να έχουν την παραμικρή σχέση. Πίστεψε με, το Μέρσι έχει κανόνες δεοντολο-γίας που κάνουν τις Δέκα Εντολές να θυμίζουν τα δέκα πράγματα που πρέπει να κάνει ένα αγόρι στην κατασκήνωση».

Ο Γκαρθ ένωσε τα χέρια μπρος στο πρόσωπο του σαν να προσευχόταν και έμεινε κάμποση ώρα συλλογισμένος. Εν τω μεταξύ η σερβιτόρα έφερε το τσιζμπέργκερ του Ντέιβιντ κι εκείνος, όλο ενθουσιασμό, το μούλιασε με κέτσαπ ία άρχισε να τρώει.

«Οκέι, ας το ξεκαθαρίσουμε», είπε ο Γκαρθ, «Πίστευες ότι μου χρωστού-σες χάρη, για ό,τι έκανα για τον πατέρα σου. Έτσι όταν εγώ σου ζήτησα μια εγκεφαλική διατομή, εσύ ιιήρες μία από το νεκροτομείο του Μέρσι, δίχως να πάρεις άδεια».

«Σωστά». «Μα είχες όλη τη χαρτούρα, για τ' όνομα του Θεού. Είχες μια επιστολή

από τον προϊστάμενο του Παθολογικού». «Φοβάμαι ότι απλά έμοιαζε με επιστολή από τον προϊστάμενο του

Παθολογικού». «Χριστέ μου, Νέιθαν!» είπε ξεφυσώντας ο Γκαρθ. «Λυπάμαι. Απλά ήθελα να βοηθήσω». Ο Γκαρθ δεν μπορούσε καν ν' αρχίσει να αναλογίζεται τις νομικές και

δεοντολογικές συνέπειες όσων είχαν συμβεί. Τελικά είπε: «Γνωρίζεις ποια-νού εγκεφαλική διατομή ήταν;»

«Ναι, γνωρίζω». «Τότε νομίζω ότι έχεις χρέος να μου πεις». Ο Νέιθαν πίεσε τις άκρες των δαχτύλων του στο μέτωπο του, λες και του

ερχόταν ημικρανία. «Αν διαρρεύσει, Γκαρθ, αντιλαμβάνεσαι ότι μάλλον θα χάσω τη δουλειά μου;»

«Για τ' όνομα του Θεού —ο Ραούλ έχασε τη ζωή του!» «Προσπαθείς, δηλαδή, να πεις ότι εγώ είμ' υπεύθυνος;» «Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι στο διάολο συνέβη. Σου ζητώ συγγνώμη, δεν

ήθελα να σου μιλήσω απότομα. Όμως δεν μπορώ να πιστέψω ότι το 'κάνες. Στ'

167

GRAHAM MASTERTON

αλήθεια δεν μπορώ». Ο Νέιθαν έχωσε το χέρι του στην τσέπη του πράσινου καρό πουκαμίσου

του και έβγαλε ένα καλοδιπλωμένο κομμάτι χαρτί. «Είχα μια υποψία ότι μάλ-λον γι' αυτό 8α με ρωτούσες. Η εγκεφαλική διατομή προήλθε από ένα λευκό αγόρι ονόματι Τζορτζ Σέπαρντ Πίρσον, ηλικίας τριών ετών και επτά μηνών».

Ο Γκαρθ πήρε το χαρτί, το ξεδίπλωσε και το διάβασε. Ο Νέιθαν τον παρα-κολουθούσε νιώθοντας ένα διογκούμενο συναίσθημα αμηχανίας και δυστυ-χίας. Δίπλα τους ένα κορίτσι γέλασε δυνατά. Εκείνη τη στιγμή του πρωινού το εστιατόριο δεν είχε πολύ κόσμο, όμως στα κοντινά τραπέζια κάθονταν έξι νεαροί, που έσπρωχναν ο ένας τον άλλο, κουτσομπόλευαν και απολάμβαναν την ατμόσφαιρα ενός μέρους όπου «Το κέφι της δεκαετίας του '50 δεν στα-ματά ποτέ». Εκείνη τη στιγμή ο Νέιθαν θα κανε τα πάντα, για να επιστρέψει στον Ιούνιο του 1980, όταν είχε μπει στο «Μαγκάλι της Βασίλισσας του Γάλακτος» με τα μακριά κατσαρά xirmca μαλλιά και το κολλητό τζην του ία είχε δει τη Σούζαν να κάθεται στο τραπέζι, με το στόμα της πασαλειμμένο με γιαούρτι φράουλα και το κουτάλι της να αιωρείται στο κενό.

Θα 'κανε τα πάντα, αρκεί να μη βρισκόταν εκεί, σήμερα, δίχως εκείνη* και με τούτο το σκοτεινό χρέος να κρέμεται πάνω απ' το κεφάλι του.

«Τζορτζ Πίρσον;» ρώτησε ο Γκαρθ. «Τι μου θυμίζει τ' όνομα;» «Μάλλον άκουσες να λένε για 'κείνον στην τηλερόραση. Ήταν το αγόρι

που αποκεφαλίστηκε. Εκείνος και η αδερφή του». «Θεέ μου», είπε ο Γκαρθ, «Νέιθαν, μιλάμε για πολύ άσχημο μπλέξιμο.

Πήρες δίχως εξουσιοδότηση ένα δείγμα από τη νεκροψία θύματος ανθρωπο-κτονίας και το προσέφερες στο Σπέλμαν, για να εμφυτευθεί ως γενετυίό μόσχευμα; Τι στο διάολο είχες στο μυαλό σου;»

Ο Νέιθαν ανασήκωσε τους ώμους, ξερόβηξε και απόστρεψε το βλέμμα. «Είναι συνηθισμένη μέθοδος. Παίρνουμε κάθε λογής αδένες και ιστούς από νεκρούς ασθενείς, δίχως να ζητήσουμε άδεια. Εκτός αυτού, σκεφτόμουν τον πατέρα μου, κι όσα έκανες για χάρη του».

«Όσα, όμως, έκανα για χάρη του πατέρα σου, ήταν εξίσου πολύτιμα για την έρευνά μας, όσο και για σένα. Δεν περίμενα τίποτα ως αντάλλαγμα. Και ειδικά κάτι τέτοιο!»

«Λυπάμαι». «Λυπάσαι; Σήμερα το πρωί ο Ραούλ κείτεται στο γραφείο τελετών ία ο

Τ ζ αϊ' Λέζαρντ έχασε το δεξί του χέρι- και 'συ λυπάσαι;» «Για στάσου μια στιγμή", τον διέκοψε ο Νέιθαν. «Λε φταίω για τίποτε απ'

όλα αυτά. Δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι ο Κάπτεν Μπλακ: εξαγριώθηκε, επειδή κωδικοποίησες τον εγκέφαλο του με τα γονίδια του Τζορτζ Πίρσον».

«Από ιατρικής απόψεως, νομίζω ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο», είπε ο Γκαρθ. «Το γουρούνι ράτσας Πόλαντ Τσάινα είναι ένα

168

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

από τα πιο πειθήνια από τπ φύση τους ζώα στη γη. Σπανιότατα επιτίθεται σε άλλα γουρούνια, πόσο μάλλον στους ανθρώπους».

«Μα ο Τζορτζ Πίρσον δεν ήταν παρά ένα αγόρι τριών ετών». «Βέβαια, όμως ήταν ένα αγόρι τριών ετών που μάλλον υπέστη σοβαρό

ψυχολογικό τραύμα από το γεγονός ότι σκοτώθηκε. Δε σημαίνει ότι, μόνο και μόνο επειδή πέθανε, η εμπειρία δεν άφησε μόνιμο αποτύπωμα στον εγκεφαλικό του φλοιό. Χριστέ μου, Νέιθαν. Ξέρεις τι θα συμβεί αν ανακαλύ-ψει κάτι τέτοιο ο Τύπος; Δε θα ναι λουκούμι για τη Λίλι Μόναρκ; Και το γερου-σιαστή Κάνη; Θα μας φάνε ζωντανούς!»

«Λυπάμαι», είπε ο Νέιθαν. Έτρεμε. «Θες να στο γράψω μ' αίμα; Λυπάμαι». Ο Γκαρθ σηκώθηκε. «Θέλω λίγο χρόνο να το σκεφτώ, Νέιθαν. Ισως μπο-

ρέσω να σου τηλεφωνήσω αργότερα σήμερα». Ήταν έτοιμος να φύγει όταν ο Νέιθαν του έπιασε το χέρι και τον κράτη-

σε. «Ακου, Γκαρθ, ας μην τσακωθούμε γι' αυτό. Ήταν λάθος μου που πήρα εκείνη την εγκεφαλική διατομή δίχως εξουσιοδότηση, το ξέρω. Δεν έπαιξε, όμως, καθοριστικό ρόλο. Λεν έχει σχέση με το θάνατο του Ραούλ και δεν είν' ανάγκη να μάθει κανείς τίποτα».

Ο Γκαρθ έμεινε σκεφτικός για ένα λεπτό ία έπειτα τράβηξε το χέρι του. «Δε σκοπεύω να το πω σε κανέναν, Νέιθαν. Τουλάχιστον όχι ακόμα — όχι μέχρι να κάνω ένα σωρό εξετάσεις ακόμα στον Κάπτεν Μπλακ. Αν υπάρξει έστω κι η παραμικρή ένδειξη ότι τον επηρέασε η προσωπικότητα του μικρού Τζορτζ Πίρσον —ή το ψυχικό τραύμα που υπέστη όταν δολοφονήθηκε— ε, λοιπόν, θα είναι το τέλος και της δικής μου καριέρας. Η οικογένεια του Ραούλ θα μας κάνει να χρεωκοπήσουμε πριν προλάβεις να πεις "αγωγή αποζημίω-σης"».

«Ήμαστε φίλοι, Γκαρθ», είπε ο Νέιθαν. «Οι φίλοι κάνουν σφάλματα. Δε σημαίνει ότι παύουν να 'ναι φίλοι».

Ο Γκαρθ ανασήκωσε τους ώμους και τον χτύπησε χαϊδευτικά στην πλάτη. «Εντάξει, φιλαράκο. Συγγνώμη που έχασα την ψυχραιμία μου».

«Πότε θα ξαναδώ τον Κάπτεν Μπλακ;» ρώτησε ο Ντέιβιντ. «Περίμενε καμιά βδομάδα. Επειτα ζήτα απ' τον μπαμπά σου να σε

φέρει», «Ευχαριστώ, κύριε!» «Θα τα πούμε», είπε ο Γκαρθ και έφυγε απ' το εστιατόριο, χωρίς καν να

σταθεί για να κοιτάξει τη Θάντερμπερντ του '35 ή τα κορίτσια που ήταν συνω-στισμένα τριγύρω της.

Ο Νέιθαν αποτέλειωσε το ποτό του και παρήγγειλε άλλο ένα. Ο Ντέιβιντ είπε: «Έχεις μπλέξει;»

«Σχεδόν. Μην ανησυχείς, όμως». «Του 'δωσες ένα κομμάτι απ' το μυαλό εκείνου του δολοφονημένου αγο-

ριού, ενώ δεν έπρεπε».

169

GRAHAM MASTERTON

«Ναι, κάπως έτσι». «Εκείνο to αγόρι ήταν πεθαμένο, όμως. Ποια π διαφορά;» Ο Νέιθαν ανακάτεψε τα μαλλιά του Ντέιβιντ. «Έκανα ένα σφάλμα. Δεν

έπρεπε να το 'χα κάνει. Να δεις που θ' αρχίσουν να με λένε τυμβωρύχο». «Τι είναι ο τυμβωρύχος;» «Τον παλιό καιρό, όταν οι χειρούργοι χρειάζονταν πτώματα για να τα

τεμαχίσουν, ώστε να μπορέσουν ν' ανακαλύψουν πώς είναι π ανατομία των ανθρώπων, υπήρχαν κάτι τύποι που 'σκαβαν τους τάφους των άλλων ία έκλε-βαν τα πτώματά τους. Αποκλειστικά για το κέρδος, φυσικά».

«Εσύ, όμως, δεν το 'κάνες για το κέρδος». Ο Νέιθαν ανασήκωσε τους ώμους. «Κατά κάποιον τρόπο για το κέρδος το

'κανα. Το 'κανα για να ξεπληρώσω τον Γκαρθ που 'σωσε τη ζωή του Παππού», «Δε νομίζω πως έκανες κάτι κακό», είπε ο Ντέιβιντ, «Έδωσαν στον Κάπτεν Μπλακ την προσωπικότητα εκείνου του αγοριού* κι

ο Κάπτεν Μπλακ τρελάθηκε. Σκότωσε το δόκτωρα Λακουτίρ- και κυριολεκτι-κά έφαγε το χέρι ενός απ' τους εργαζομένους στο εργαστήριο».

«Όμως, Μπαμπά, δεν έφταιγε το αγόρι, ε; Τα τρίχρονα αγόρια δε σκοτώ-νουν κόσμο!»

«Δε νομίζεις, ε; Ε, λοιπόν, ίσως εκείνο να σκότωνε. Θα μπορούσαν να το 'χουν τσαντίσει ένα σωρό πράγματα».

Κάθησαν παρέα για κάμποση ώρα, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Τελικά ο Ντέιβιντ είπε: «Τα έκανες όλα όπως έπρεπε, Μπαμπά. Πάντα τα έκανες όλα όπως έπρεπε. Δεν ήταν δικό σου το φταίξιμο που πέθαναν η Μαμά ία ο Άαρον, Ούτε τούτο ήταν δικό σου φταίξιμο. Σε παρακαλώ, Μπαμπά, δεν είν' ανάγκη να προσπαθείς πάντα τόσο πολύ. Δε είν' ανάγκη να λες πάντα συγγνώμη».

Ο Νέιθαν κοίταξε τον Ντέιβιντ ία ήταν λες κοιτούσε τον ίδιο του τον εαυτό, εκείνο που πάντοτε ήθελε να γίνει. Ξαφνικά σκέφτηκε: Σε μεγάλωσα σωστά. Σου δίδαξα την κατανόηση και σου δίδαξα τις σωστές αρχές. Κι ένας Θεός ξέρει πόσο μόχθησα για να το καταφέρω, μιας ία η δική μου μητέρα δε μου δίδαξε τίποτε πέρα από την ενοχή, την ντροπή και την ευθύνη για τα πάντα: «Ήθελα για γιο μου ένα γιατρό. Και τι έχω; Έναν παθολόγο, Ο πατέρας σου είν' άρρο>στος ία εσύ τι μπορείς να κάνεις; Δεν μπορείς καν να τον θερα-πεύσεις».

Ο Νέιθαν είχε θεραπεύσει τον πατέρα του —χάρη στην πίστη, την αφο-σίωση και τη γνωριμία του με τον Γκαρθ Μάθιους. Όμως δεν είχε καταφέρει να τον θεραπεύσει προτού πεθάνει η μητέρα του - εντελώς ξαφνικά, εντελώς αθόρυβα, όταν ενώ βάδιζε στον πάγο της λίμνης Σέμινοουλ ένα απόγευμα του Φεβρουαρίου κάτω από έναν ασθενικό, πορτοκαλί ήλιο. γλίστρησε, έπεσε καα έμεινε να κείτεται μες σης γούνες της με τα μάτια και το ατόμα ανοιχτά, λες ία ήταν έτοιμη να μιλήσει.

170

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ήταν εκείνη η στιγμή, πέρα από κάθε άλλη, που είχε κάνει το Νέιθαν ν' αποφασίσει να γράψει τη δεοντολογία στα παλιά του τα παπούτσια και να δώσει την εγκεφαλική διατομή του Τζορτζ Πίρσον στο Ινστιτούτο Σπέλμαν. Έτσι είχε αποδείξει στη μητέρα του ότι μπορούσε να σώσει κόσμο, ότι ήταν κανονικός γιατρός κι ότι μπορούσε ν' αλλάξει τη ζωή των άλλων.

«Λεν πρέπει να κλαις», είπε ο Ντέιβιντ. «Ποιος κλαίει;» «Εσύ». Πασάλειψε τα μαγουλά του με το χέρι του, «Μπήκαν μυγάκια στα μάτια

μου, αυτό είν' όλο».

Εκείνο τ' απόγευμα ο Λουκ έδωσε στον εαυτό του μερικές ώρες ρεπό και πήγε μαζί με τη Σάλι Αν και τη Νάνσι για ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Του άρεσε να ψωνίζει κάθε φορά που ήταν ανήσυχος ή ενοχλημένος· το γεγονός ότι δε χρειαζόταν και πολύ μυαλό για να βαδίζει πάνω-κάτω στους διαδρόμους, π ά π α τον ηρεμούσε και τον βοηθούσε να ξεκαθαρίσει τη σκέψη του. Το σούπερ-μάρκετ ήταν ένας λαμπρός χαρούμενος κόσμος, γεμάτος γλυκά, λουκάνικα και πίτσες με πεπερόνι. Για λίγες στιγμές δε θα 'ταν ανάγκη να σκοτίζεται για τον Λίος Πόνικαν που στεκόταν ξεκοιλιασμένος και γερμέ-νος στο πλάι. Λε θα 'ταν ανάγκη να σκοτίζεται για το Νόρμαν Γκόρμαν, που, τυφλός και σακατεμένος, χαροπάλευε στο Μέρσι. Λε θα 'ταν ανάγκη να σκο-τίζεται για δαφνόφυλλα που γέμιζαν αυλές όπου δε φύτρωναν δάφνες ή για κατακρεουργημένες γυναίκες ή για χαμογελαστούς άντρες μασκαρεμένους σε θάμνους,

Η Σάλι Αν του έπιασε για μια στιγμή το χέρι και του χαμογέλασε ία ο Λουκ της χαμογέλασε και κείνος. Ποτέ του δεν είχε πιστέψει ότι θα παντρευόταν. Πάντα ήταν πολύ μεγαλόσωμος, αδέξιος, χοντρο δάχτυλο ς, ο φιλαράκος κάθε κοριτσιού, ποτέ, όμως, ο εραστής κάποιας γυναίκας. Οταν ήταν 21 ετών, έβγαινε με μια ευαίσθητη χοντρή κοπέλα ονόματι Μαρλήν και για ένα δυο μήνες του 'χε δοθεί η εντύπωση πως επρόκειτο για την αληθινή αγάπη. «Είσαι Σκορπιός, είμαι Λέων, η τέλεια σχέση», του 'λεγε συνέχεια- και λάτρευε την αιδοιολετξία, ώρες ατέλειωτες από δαύτη. Ούτε που μπορούσε να θυμηθεί πόσες ηλιόλουστες μέρες είχαν σβήσει μες στο σούρουπο, ενώ εκείνος την έγλειφε με επιμέλεια, μέχρι να του κοπεί η ανάσα — ία εκείνη έγερνε πίσω με τα μάτια σφιχτά κλεισμένα, βγάζοντας μικρά τρυφηλά τιτιβίσματα, που έμοια-ζαν με την κραυγή του βανέλλου. Έπειτα, όμως, του είχε πει ότι δεν της ήταν δυνατόν να σκεφτεί να κάνει σοβαρό δεσμό με κάποιον που σχετιζόταν με την επιβολή του νόμου. Όλοι της οι φίλοι κάπνιζαν παράνομες ουσίες και πίστευ-αν στην «αυτοδιάθεση του ατόμου», ό,τι κι αν ήταν. Κάθε προσπάθειά του να της εξηγήσει ότι κανείς δε θα μπορούσε να 'ναι πραγματικά ελεύθερος αν

171

GRAHAM MASTERTON

κάποιοι δεν επέβαλλαν το νόμο έπεφτε σε αυτιά που κώφευαν αυτιά που δεν τον αγαπούσαν ma ή που ποτέ δεν τον είχαν αγαπήσει.

Είχε γνωρίσει τυχαία τη Σάλι Αν: ενώ συνελάμβανε έναν εκπαιδευτή σκύ-λων στον επίσημο διαγωνισμό της «Λέσχης Γερμανικών Πόιντερ με Κοντό Τρίχωμα» της Ανατολικής Αιόβα, στο Πάρκο Αγριας Ζωής Κραμπάκερ. Είχε υπάρξει κάποια διαφωνία σχετικά με το νικητή της κατηγορίας των κουταβιών και κάποιος είχε αρχίσει να κραδαίνει μια καραμπίνα. Εκείνος ο κάποιος ήταν το αγόρι της Σάλι Αν κι η Σάλι Αν τον είχε συνοδεύσει όλο αφοσίωση στο αρχηγείο της αστυνομίας.

Ενώ το αγόρι της ηρεμούσε σε ένα κελί του κρατητηρίου, η Σάλι Αν κι ο Λουκ είχαν πιάσει την κουβέντα κι είχαν ανακαλύψει ότι είχαν ελάχιστα κοινά σημεία.

Ποιος θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί κόλλησαν; Από σωματική άποψη εκείνος της έπεφτε πολύ μεγαλόσωμος. Εκείνη ήταν τόσο ευπρεπής, που άγγιζε τα όρια της σεμνοτυφίας· ήταν μικροκαμωμένη και ξανθιά, μ' ανασηκω-μένη μυτούλα και δόντια τόσο αστραφτερά και λευκά που άλλοι μόνο στον ύπνο τους θα 'βλεπαν. Ήταν τύπος της εξοχής, η κόρη ενός αγρότη απ' το Σουίσερ, παθιασμένη με την ιππασία και τα σκυλιά. Ο Λουκ συμπαθούσε τα σκυλιά της (δύο υπερβολικά ενθουσιώδη πόιντερ), ποτέ του, όμως, δεν είχε δοκιμάσει να ιππεύσει —«δεν αντιπαθώ κανένα άλογο τόσο πολύ, ώστε να κάτσω πάνω του».

«Θες να δοκιμάσεις τούτη την καινούργια σάλτσα διαίτης;» τον ρώτησε η Σάλι Αν.

«Βέβαια... οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει το μαρούλι να μην έχει γεύση μαρουλιού».

«Λε θα 'πρεπε να γκρινιάζεις τόσο πολύ, γλυκέ μου. Φαίνεσαι πολύ κομψότερος».

«Κομψός; Θα 'κανα μαζικό φόνο για ένα απ' αυτά τα ντόνατ με κανέλα». Η μικρή Νάνσι χοροπηδούσε από διάδρομο σε διάδρομο φορώντας τη

φόρμα και το μαλακό μπλε τζην καπέλο της. «Για σκέψου το», είπε η Σάλι Αν, πιάνοντάς του το χέρι. «Σε όσο καλύτερη κατάσταση βρίσκεσαι, τόσο περισσότερο θα ζήσεις. Λε θες να δεις τα εγγόνια σου;»

«Και βέβαια θέλω», είπε μειδιώντας και τη φίλησε στην κορυφή του κεφα-λιού' αν και στην πραγματικότητα σκεφτόταν εκείνο που πάντοτε σκεφτόταν. Για ποιο λόγο να στερηθώ τα ντόνατ με κανέλα, όταν αύριο μπορεί να αρπάξω μια σφαίρα; Τι προσπαθώ να κάνω —να διευκολύνω τα κοράκια που θα κου-βαλάνε το φέρετρο; Ποτέ, όμως, δεν ξεστόμιζε τέτοια πράγματα. Αρκετά ανη-συχούσε η Σάλι Αν για το πώς έβγαζε το ψωμί του, δεν ήταν ανάγκη να την κάνει κι εκείνος να νιώθει χειρότερα.

Προσπέρασαν τα βιβλία και τα περιοδικά. Στον πάνκο βρισκόταν το τελευταίο φύλλο της Γκαζέτ, με τη φωτογραφία ενός μεγάλου γουρουνιού

172

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ράτσας Πόλαντ Τσάινα σαν τον Κάπτεν Μπλακ και τον πηχυαίο τίτλο ΤΕΡΑ-ΣΤΙΟ ΓΟΥΡΟΥΝΙ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΖΟΜΕΝΟ ΜΕ ΖΩΑ.

«ACT ήταν τρομερό;» είπε η Σάλι Αν, «Ο μπαμπάς μου είχε ένα μεγάλο πολωνέζικο κάπρο, που όταν ήμουν μικρή μ' έκανε να τρελαίνομαι απ' το φόβο. Αρκούσε να τον κοιτάξεις και σου ορμούσε. Μου φαίνεται πως οι περισσότεροι δε συνειδητοποιούν πόσο επικίνδυνο μπορεί να γίνει ένα γου-ρούνι».

Ο Λουκ έριξε μια γρήγορη ματιά στον τίτλο. «Ναι... αργότερα περιμένω μια αναφορά πάνω σ' αυτό. Βλέπεις πουθενά το Καυτές Μοτοσυκλέτες αυτού του μήνα;»

«Θα πρέπει να το σκοτώσουν, έτσι δεν είναι;» «Τι να σκοτώσουν;» «Το γουρούνι. Εκείνο που σκότωσε τον επιστήμονα». Ο Λοτικ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Αμφιβάλλω. Όλα συνέβησαν στο

εργαστήριο, την ώρα που το χειρουργούσαν. Λεν είναι όπως όταν καποιανού το ππ-μπουλ δαγκώνει το παιδί κάποιου άλλου. Κι εκτός αυτού, απ' ό,τι μου 'λεγε ο Μάικ, αξίζει μια περιουσία».

Η Νάνσι πήγε προς το μέρος του και του έπιασε το χέρι. «Θα 'ρθεις την Κυριακή στο μπάρμπεκιου;» τον ρώτησε. Λόξα τω Θεώ, ήταν λεπτοκαμωμένη και μικρόσωμη, με λεπτούς καρπούς σαν τη μητέρα της. Δεν ήθελε ούτε καν να σκέφτεται πόσο θα υπέφερε ένα κορίτσι που θα 'χε κληρονομήσει τα χαρα-κτηριστικά του.

«Και βέβαια θα 'ρθω, γλυκιά μου. Λε θα το 'χανα ούτε με σφαίρες». «Το ίδιο είπες και την τελευταία φορά», τον μάλωσε π Νάνσι. «Ξ, την τελευταία φορά είχα μπλεχτεί με μια πάρα πολύ σοβαρή δουλειά». «Και τώρα δεν είσαι μπλεγμένος με μια πάρα πολύ σοβαρή δουλειά;» «Θα 'ρθω, όμως, στο μπάρμπεκιου. Σου δίνω το λόγο μου ως σερίφης». «Σταύρωσε την καρδιά σου, ξέσκισε τα σώθικά σου και κρύψου απ' το

θάμνο με τ' αγκάθια». Ο Λουκ γέλασε δυνατά. «Ή είπες;» «Νάνσι, μωρό μου! Αυτό δεν είν' ωραίο!» είπε η Σάλι Αν. Το πρόσωπο της Νάνοι ρόδισε· φαινόταν ταραγμένη. Όμως ο Λουκ είπε:

«Όχι, όχι, δεν πειράζει, δεν πειράζει. Πες μου το ξανά». Η Νάνσι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Είναι απαίσιο», παρενέβη η Σάλι Αν. «Μην τη βάζεις να το ξαναπεί». «Νάνσι, σε παρακαλώ, γλυκιά μου», την καλόπιασε ο Λουκ. «Αλήθεια θέλω

να το ξανακούσω». Η Νάνσι κοίταξε το πάτωμα κι έσυρε τις σόλες των παπουτσιών της.

«Σταύρωσε την καρδιά σου». «Ναι, συνέχισε». «Ξέσκισε τα σώθικά σου».

173

GRAHAM MASTERTON

«Ναι». Μεγάλη διακοπή. 'Επειτα, μονοκοπανιά: «Κω~κρύψου-από-το-9άμνο-με-

τ'-αγκάθια\» Ο Λουκ τη χτύπησε ελαφρά στον ώμο, «Μπράβο, καλά έκανες. Όταν θα

φτάσουμε στο ταμείο μπορείς ν' αγοράσεις ένα γλυφιτζούρι». «Και βέβαια όχι!» διαμαρτυρήθηκε η Σάλι Αν. «Όχι μόνο λέει τα πιο αηδια-

στικά πράγματα, αλλά ανταμείβεται ιαόλας' και μάλιστα με ζάχαρη!» Ο Λουκ διατήρησε την υπομονή του. «Τ' άκουσες από κάποιον φίλο σου;»

ρώτησε τη μικρή. «Όλα τα παιδιά το λένε. Είν' απλά μια τρέλα». «Εγώ, όμως, ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο όταν ήμουν παιδί». «Είναι καινούργιο, το άρχισε ο Τζέικ Μάρεκ. Είπε πως του το 'πε ο παπ-

πούς του». «Τσέχος», είπε ο Λουκ. «Τι Τσέχος;» ρώτησε η Σάλι Αν. «Τσέχος, όπως λέμε Τσεχοσλοβακία. Οι γονείς του Τζέικ Μάρεκ είναι

Τσέχοι». «Λεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει», είπε η Σάλι Αν. «Θα μπορούσε να 'χει μεγάλη σχέση. Ο Τέρενς Πίρσον έγραψε για έναν

άντρα που γυρνούσε ντυμένος στα πράσινα1 και στον τοίχο του υπήρχε μια εικόνα ενός άντρα, που ήταν καλυμμένος με φύλλα, σαν θάμνος. Όλα του τα σημειωματάρια ήταν γραμμένα στα τσέχικα - ν α γιατί μας τα μετέφραζε ο κακομοίρης ο Λίος Πόνικαν. Και τι έπαθε ο Λίος Πόνικαν; Κι η κουνιάδα του Τέρενς Πίρσον;»

«Ελπίζω να μην απαντήσεις τούτη την ερώτηση μπρος στη Νάνσι», είπε η Σάλι Αν.

«Τους ξέσκισαν τα σωθικά», πετάχτηκε ζωηρά η μικρή. «Όλοι γι' αυτό λένε. Γι' αυτό άρχισε να το λέει ο Τζέικ».

«Είπε τίποτε άλλο σχετικό; Όπως, τι υποτίθεται ότι σημαίνει;» Η Σάλι Αν άρπαξε το καρότσι για τα ψώνια, τραβώντας το με δύναμη απ'

τα χέρια του Λουκ. «Λουκ,,. υποτίθεται ότι ψωνίζουμε, όχι ότι διεξάγουμε έρευνα ανθρωποκτονίας για λογαριασμό του γραφείου του Σερίφη της κομη-τείας Λιν, Ξέρεις πόσο το απεχθάνομαι όταν το κάνεις».

«Λυπάμαι», είπε ο Λουκ. «Πραγματικά, λυπάμαι. Μπορεί, όμως, να παίξει κρίσιμο ρόλο». Κοίταξε το ρολόι του. «Ακούστε.,. πρέπει να σας αφήσω. Σιχαίνομαι που το κάνω. Κατά κάποιον τρόπο, όμως, η Νάνσι έβαλε το μυαλό μου να δουλέψει».

«Λουκ, πρέπει να κουβαλήσουμε όλα τούτα τα ψώνια σπίτι!» «Λυπάμαι, γλυκιά μου, αυτό είναι 300 τοις εκατό σημαντικό». Φίλησε τη Σάλι Αν στο μάγουλο παρόλο που εκείνη του είπε θυμωμένα

«Μη!» και προσπάθησε να τον αποφύγει. Φίλησε και τη Νάνσι ία έπειτα βγήκε

174

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

•π ' to κατάστημα με μεγάλες δρασκελιές, ενώ τα παπούτσια του έτριζαν πάνω οτο πλαστικό δάπεδο. Δεν κοίταξε πίσω. Τον πείραζε που τις είχε παρα-τήσει έτσι. Απ' τη στιγμή, όμως, που τα μυαλό του είχε αρχίσει να παίρνει στρο-φές και η αδρεναλίνη του είχε αρχίσει να ρέει, δεν έβλεπε για ποιο λόγο να κάνει οτιδήποτε κοινότοπο.

Ένας κοκαλιάρης νεαρός ταξιτζής στεκόταν ακουμπισμένος πάνω στο αυτοια'νητό του έξω από το Νέλσονς Σπορ Μπαρ & Γκριλ και κουβέντιαζε με μερικούς ξεδονπάρηδες γέρους απ' το Χοκάι. «Τι θα 'λεγες να με πετάξεις μέχρι τη γέφυρα της Τρίτης Λεωφόρου και μάλιστα γρήγορα;» του είπε ο Λουκ.

Ο ταξιτζής τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. «Γιατί βιάζεσαι, χοντρούλη;» Ο Λουκ έβγαλε το πορτοφόλι του και έδειξε το σήμα του στον ταξιτζή.

«Πρέπει να πάω στο γραφείο μου, για να υποβάλλω επειγόντως ένα παράπο-νο στον εαυτό μου σχετικά με κάποιους απρόθυμους και προσβλητικούς ταξι-τζήδες. Απλά ελπίζω να πάρω τον εαυτό μου στα σοβαρά, με καταλαβαίνεις;»

Ο ταξιτζής σήκωσε και τα δυο του χέρια σε ένδειξη υποταγής. «Εντάξει, κύριε, σερίφη, συγγνώμη. Δεν εννοούσα αυτό που είπα».

Ο Λουκ σωριάστηκε στο πίσω κάθισμα. «'Ακου 'δω, αλήτη», είπε, καθώς ο ταξιτζής απομακρύνθηκε απ' το πεζοδρόμιο μ' έναν ελιγμό. «Τούτη η πόλη είναι ξακουστή σ' όλο τον κόσμο για την ευγένειά της, ία έτσι θα μείνει».

«Μάλιστα, σερίφη». Στη θέση του συνοδηγού βρισκόταν μια σακούλα απ' το Ντάνιαν Ντόνατς,

που, καθώς ο οδηγός έπαιρνε τις στροφές, έγερνε δεξιά ία αριστερά τρίζο-ντας.

«Θες μια συμβουλή;» ρώτησε ο Λουκ. «Ε, σερίφη, εσείς αποφασίζετε». «Ορίστε η συμβουλή: δος μου ένα ντόνατ και θα σκεφτώ αν θα ξεχάσω

εκείνο το παράπονο». «Έι», είπε ο οδηγός. «Πάρτε όλη τη σακούλα».

Όταν έφτασε στο γραφείο, η βοηθός σερίφη Μπουλόφσια βρισκόταν εκεί, καθι-σμένη στο γραφείο της και κοιτούσε μουτρωμένη μια σελίδα με αναφορές, λες και μπορούσε να την κάνει με το μούτρωμα να εξαφανιστεί. Ο Λουκ χτύπησε χαλαρά την πόρτα της και χαμογέλασε, όμως εκείνη του μούτρωσε ία εκείνου, λες και μπορούσε ία εκείνον να τον κάνει να εξαφανιστεί με το μούτρωμα.

«Τι γίνεται, Έντνα;» τη χαιρέτησε. «Έμαθες τίποτε άλλο απ' το νοσοκο-μείο;»

«Τηλεφώνησαν πριν από μισή ώρα. Ο Νόρμαν κάνει προόδους». «Τι προόδους; Πώς είναι τα μάτια του;» «Οι γιατροί πιστεύουν ότι έχει τυφλωθεί οριστικά. Ίσως ανακτήσει κάποιο

175

GRAHAM MASTERTON

απειροελάχιστο ποσοστό όρασης στο δεξί μάτι, όμως πρόκειται για ακραία πιθανότητα. Ίσως, επίσης, χρειαστεί να του ακρωτηριάσουν το αριστερό πόδι. Το γόνατο ήταν τελείως συνθλιμμένο».

Σταμάτησε ία έπειτα πρόσθεσε λίγο κυνικά: «Κατά τα άλλα, κάνει προόδους».

Ο Λουκ δεν είπε τίποτα. Είχε ήδη ακούσει ότι ο Νόρμαν θα έχανε την όρασή του.

«Αυτά έχει το καθήκον, ε;» είπε η Έντνα· κυνικά, αλλά και θλιμμένα. Ο Λουκ έγνεψε καταφατικά, έγνεψε ξανά ία έπειτα είπε: «Έντνα, τι

συμπέρασμα έβγαλες απ' το σπίτι των Πίρσον; Θέλω να πω, τι στο διάολο νομί-ζεις ότι συνέβαινε εκεί;»

Η Έντνα Μπουλόβσια έβγαλε τα γυαλιά της κι έτριψε τα πρησμένα της μάτια. «Λεν ξέρω, σερίφη. Ο Τέρενς Πίρσον είχε έμμονες ιδέες ' η Αιρις Πίρσον ήταν τρομοκρατημένη. Ωαραχάιδευαν τα παιδιά τους, όμως έπειτα τα σκότωσαν».

«Όλη τούτη, όμως, η λαογραφική υπόθεση στην οποία ήταν ανακατεμένος ο Τέρενς Πίρσον. Τι συμπέρασμα βγάζεις από δαύτη;»

«Εννοείς την υπόθεση με τον Πράσινο Ταξιδευτή;» «Σωστά. Τον Πράσινο Ταξιδευτή κι όλα 'κείνα τα φύλλα». «Αν θες την άποψή μου, σερίφη, νομίζω ότι πρέπει να προσέξουμε να

φανούμε τελείως προσγειωμένοι και να μην αρχίσουμε να βλέπουμε τα πρά-ματα απ' την οπτική γωνία του Τέρενς Πίρσον. Εγώ δεν πιστεύω όλες εκείνες ης ιστορίες, ότι δήθεν για να εξιχνιάσεις ένα έγκλημα πρέπει να δεις τα πράγ-ματα όπως τα βλέπει ο εγκληματίας. Οι εγκληματίες βλέπουν τα πράγματα μ' έναν εντελώς διεστραμμένο και αντικοινωνικό τρόπο ία ο Τέρενς Πίρσον είναι πολύ mo διεστραμμένος και αντικοινωνικός απ' όλους τους».

Έβαλε τα γυαλιά της στη θέση. τους. «Αν αρχίσουμε να βλέπουμε τα πράγ-ματα όπως εκείνος, θα χάσουμε απ' τα μάτια μας εκείνο που πραγματηίά ανα-ζητούμε. Τα γεγονότα, τα στοιχεία. Και τις αποδείξεις».

Ο Λουκ δεν απάντησε. Όσον αφορούσε την αστυνομική ψυχολογία του συρμού συμφωνούσε σε μεγάλο βαθμό με την Έντνα. Είχε, ια εκείνος, σε πολύ λίγη εκτίμηση την άποψη ότι έπρεπε να κατανοήσεις τη συμπεριφορά του δολοφόνου, για να καταφέρεις να τον τσακώσεις. Χέσ' την κατανόηση, Ό,τι χρειαζόσουν ήταν εξονυχιστική, καλά οργανωμένη αστυνομική δουλειά ία αξιόπιστοι μάρτυρες —για να μη μιλήσουμε για όσους ιστούς και δακτυλι-κά αποτυπώματα και DNA που να ταιριάζει, θα μπορούσαν να πέσουν στα χέρια σου. Σε τούτη την υπόθεση, όμως, τα όσα συνέβαιναν ήταν τελείως παράξενα και προκαλούσαν βαθιά ανησυχία. Μέρα με τη μέρα πείθονταν όλο και περισσότερο ότι δε θα κατέληγε απολύτως πουθενά αν δεν κατόρθωνε να κατανοήσει έστω και λίγο ό,τι προσπαθούσε να κάνει ο Τέρενς Πίρσον.

«Κοίτα να δεις», είπε, «υπάρχει μια ξεκάθαρη σύνδεση ανάμεσα στους

176

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

φόνους που διέπραξε ο Τέρενς Πίρσονκαι τους φόνους του Λίος Πόνικαν και της Μαίρη Βαν Μπόγκαν. Υπάρχουν, επίσης, και κάποια στοιχεία ότι οι ίδιοι άνθρωποι που επιτέθηκαν στην Άιρις Πίρσον και τη Μαίρη Βαν Μπόγκαν, επι-τέθηκαν επίσης στο Νόρμαν - αν είναι δυνατόν ν' αποτελέσουν στοιχεία μερι-κά ξερά δαφνόφυλλα. Οι γιατροί εξετάζουν τα τραύματα της Άιρις Πίρσονκαι τα συγκρίνουν με κείνα του Νόρμαν. Και οι δύο έφεραν σοβαρές εκδορές στο πρόσωπο. Αν είναι το ίδιο πράγμα, πρόκειται για ακόμα σημαντικότερα στοι-χεία. Ελέγχουμε, επίσης, και τ' αποτυπώματα απ' τα λάστιχα.

»Συνεπώς — έχουμε σαφείς συνδέσεις. Κάθε φόνος, κάθε επίθεση, συν-δέεται με τις άλλες. Μέχρι τώρα, όμως, τίποτε απ όλα αυτά δεν βγάζει νόημα, που να πάρει. Δε τα συνδέει κανένα λογικό αίτιο. Να γιατί ήθελα να διαβάσω και τα υπόλοιπα σημειωματάρια του Τέρενς Πίρσον. Να γιατί προσπαθώ να εξετάσω τα πράγματα από εκείνη τη λαογραφική σκοπιά. Ίσως να μην υπάρ-χει Πράσινος Ταξιδευτής ή Πράσινος Τζάνεκ ή όπως αλλιώς τον λένε. Απ' ό,τι φαίνεται, όμως, το σημαντικότερο είναι ότι ο Τέρενς Πίρσον πίστευε πως υπήρχε και έδρασε ανάλογα».

«Όμως ο Τέρενς Πίρσον ήταν φυλακισμένος όταν σκοτώθηκαν ο Λίος Πόνικαν και η Μαίρη Βαν Μπόγκαν»,

«Και βέβαια ήταν. Ίσως, όμως, να υπάρχουν ία άλλοι πολίτες του Σίνταρ Ράπιντς που να πιστεύουν ότι υπάρχει κάποιος σαν τον Πράσινο Ταξιδευτή. Για τ' όνομα του Θεού, ίσως υπάρχει και Λέσχη Φίλων του Πράσινου Ταξιδευτή».

Το τηλέφωνο της Μπουλόβσια χτύπησε. Εκείνη σήκωσε το ακουστικό και είπε το όνομά της. Κι έπειτα: «Ναι, ναι. Για την ακρίβεια, βρίσκεται εδώ. Θέλεις να του μιλήσεις; Φυσικά».

Του έδωσε το ακουστικό. Ήταν ο ντετέκτιβ Μάικ Γουίπς, απ' το αστυνομικό τμήμα του Σίνταρ Ράπιντς. «Σερίφη; Μόλις έλαβα τα αποτελέσμα-τα των ιατρικών εξετάσεων της Άιρις Πίρσον και του Νόρμαν Γκόρμαν. Θα σας τα στείλω με φαξ, πρώτα, όμως, σκέφτηκα να σας μιλήσω».

«Λέγε». «Σύμφωνα με το δόκτωρα Σνέεμπαουμ, τόσο η Άιρις Πίρσον όσο και ο

Νόρμαν Γκόρμαν υπέστησαν βαρύτατες εκδορές, τις οποίες προκάλεσαν τα κλαριά του ίδιου είδους θάμνου ή δέντρου»,

«Του ίδιου είδους ή του ίδιου;» «Του ίδιου είδους- προς το παρόν δεν μιιορεί να πει τίποτε άλλο.

Αργότερα θα κάνει κι άλλες εξετάσεις. Φυτικό DNA μοριακή δομή, απαιτούν, όμως, χρόνο».

Ο Λουκ αναστέναξε. «Σκατά», είπε. Κι έπειτα: «Οκέι, Μάικ, ευχαριστώ που με πήρες».

«Κάτι ακόμα, σερίφη, θυμάστε εκείνα τα σημειωματάρια του Πίρσον που μας είχατε παραδώσει, για να τα δώσουμε στον Αστυφύλακα Χόρα να σας τα

177

GRAHAM MASTERTON

μεταφράσει; Λυπάμαι που θα σας το πω, αλλά ο Αστυφύλακας Χόρα αρνήθηκε». «Αρνήθηκε;» Ο Λουκ σκυθρώπιασε. «Τι εννοείς, αρνήθηκε;» «Συγγνώμη, σερίφη. Δεν ήθελε να το κάνει. Στην αρχή είπε ότι τα τσέχι-

κά του είχαν σκουριάσει, έπειτα είπε ξεκάθαρα ότι δεν ήθελε». «Έδωσε καμία εξήγηση;» «Τα επέστρεψε στον Αρχηγό, κύριε, ία έπειτα αρρώστησε και πήγε σπίτι

του». «Και τι θ' απογίνει τώρα με δαύτα;» «Θα τα πάω στον Καθηγητή Μρστικ στο Κολλέγιο Κέρκγουντ, κύριε. Είναι

φίλος του Αρχηγού: ανήκουν στην ίδια Στοά, Υποσχέθηκε να μας τα μεταφρά-σει απόψε, αν γίνεται»,

«Εντάξει, λοιπόν, πολύ ωραία. Κράτα με ενημερωμένο». Ο Λουκ κατέβασε το ακουστικό. Η Μπουλόβσια τον κοίταξε, ανοιγοκλεί-

νοντας τα μάτια, πασχίζοντας να διαβάσει όσα συνέβαιναν στο πρόσωπο του, «Κακές ειδήσεις;» τον ρώτησε τελικά. Το μόνο που είπε εκείνος, όμως, ήταν: «Σταύρωσε την καρδιά σου, ξέσκι-

σε τα σώθικά σου και κρύψου απ' το θάμνο με τ' αγκάθια»,

Όταν έφτασε στο σπίτι των Μάρεκ, το οποίο βρισκόταν μόλις τέσσερα τετρά-γωνα απ' το δικό του, είχε αρχίσει να σηκώνεται ένας άνεμος γεμάτος σκόνη. Παρόλο που το σπίτι βρισκόταν τόσο κοντά στο δικό του, ο δρόμος ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Οι βεράντες ήταν άθλιες, η μπογιά τους φθαρμέ-νη απ' τον καιρό και το πιο καινούργιο αυτοκίνητο που βρισκόταν παρκαρισμέ-νο στο ρείθρο, ήταν μια Καπρίς του '86 με σχισμένη κουκούλα από βινύλιο. Στους θάμνους ήταν μπλεγμένα κομμάτια από άχρηστα χαρτιά ία ολόκληρη η γειτονιά έδειχνε εγκαταλελειμμένη. Τούτα ήταν τα σπίτια απολυμένων μηχα-νικών, οξυγονοκολλητών που είχαν αναγκαστεί να δεχτούν περοίοπές των μισθών τους, νε ο διορισμένων δασκάλων, ταχυδρομικών διανομέων, υπαλλή-λων γραφείου, όλων εκείνων των ανθρώπων που η πολυετής ύφεση είχε ροκα-νίσει την περηφάνεια και τις οικονομίες τους.

Το τσιμεντένιο μονοπάτι ήταν ραγισμένο, όμως σε γενικές γραμμές η ιδιοκτησία των Μάρεκ ήταν από τις πιο καλοδιατηρημένες. Γύρω από τη δικτυωτή βεράντα, που είχε πρόσφατα ξαναβαφτεί, υπήρχαν κόκκινα τριαντά-φυλλα. Ο Λουκ πάτησε το κουδούνι και κείνο έπαιξε το ρυθμό απ' το «Bluebells of Scotland». Αρκετά ταιριαστό σε μια οικογένεια Τσέχων που ζούσε στην Αιόβα, σκέφτηκε. Ένας ψωραλέος μαύρος σκύλος εμφανίστηκε τρέχοντας πηδηχτά γύρω απ' το σπίτι και τον κοίταξε με τη γλώσσα κρεμασμέ-νη. Του ήρθε στο μυαλό η γλώσσα της Έμιλι Πίρσον και απέστρεψε το βλέμ-μα. Εξακολουθούσε να μην μπορεί να καταλάβει τι είχε γλιστρήσει απ' το στόμα της Έμιλι και δεν ήθελε να το σκέφτεται. Μάλλον ήταν στρεσαρισμέ-

178

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

νος, αυτό ήταν όλο. Ο Νόρμαν είχε ορκιστεί όπ κάποτε είχε δει κάποιον να κάθεται στο πίσω κάθισμα του περιπολικού του, αλλά είχε σταματήσει, είχε ψάξει τ' αυτοκίνητο και δεν είχε βρει κανέναν. Το στρες παίζει παιχνίδια με την όραση. Όχι, βέβαια, ότι θα παίζε ξανά παιχνίδια με την όραση του Νόρμαν,

Ο Λουκ είδε μια σκοτεινή φιγούρα να κινείται πίσω από τα πορτόφυλλα από αδιαφανές τζάμι. Έπειτα άκουσε μια φωνή με βαριά προφορά να φωνά-ζει: «Λε θέλω κανέναν! Φύγετε!»

«Ο κύριος Μάρεκ, ο πρεσβύτερος;» ρώτησε ο Λουκ. «Είστε ο κύριος Μάρεκ, ο πρεσβύτερος; Θα ήθελα να σας μιλήσω, κύριε, αν γίνεται».

«Λε μου χρειάζεται καθαριστικό για τ' αυτοκίνητο! Λεν έχω αυτοκίνητο! Φύγετε!»

«Κύριε Μάρεκ, είμαι ο σερίφης Φρεντ. Θα ήθελα πραγματικά να σας μιλή-σω, κύριε. Μπορώ να σας δείξω το σήμα μου».

Η πόρτα άνοιξε γύρω στους οκτώ πόντους. Ο Λουκ είδε μαύρα, γυαλιστε-ρά, φιλύποπτα μάτια, σαν τα μάτια ενός επιφυλακτικού αρουραίου. Κράτησε ψηλά το σήμα του και περίμενε υπομονετικά. Ο άνεμος έκανε το πίσω μέρος απ' το γείσο του καπέλου του να κυματίζει. Τελικά η πόρτα άνοιξε περισσότερο κι ένας μικροκαμωμένος, ηλικιωμένος άντρας τού είπε: «Εντάξει. Καλύτερα να περάσετε».

Ο κύριος Μάρεκ ο πρεσβύτερος είχε άσπρα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, γωνιώδες λιπόσαρκο πρόσωπο και ένα πάνω χείλος που δεκαετίες καπνίσματος είχαν λεκιάσει, δίνοντάς του ένα καταιάτρινο χρώμα. Η μύτη του ήταν γαμψή, σαν ανοιχτήρι κουτιών αναψυκτικού σκαλισμένο στο χέρι.

Φορούσε πεντακάθαρο λευκό πουκάμισο, κόκκινη μεταξωτή γραβάτα και ένα κοκιανοκίτρινο μεταξωτό γιλέκο. Στον γεμάτο εξογκώματα καρπό του φορούσε ένα βαρύ, απλό ρολόι από ανοξείδωτο ατσάλι, από κείνα που κάπο-τε χορηγούσαν οι Σοβιετικοί Σιδηρόδρομοι.

«Δεν ξέρω πώς μπορώ να σας φανώ χρήσιμος, σερίφη» είπε με φωνή βρα-χνή απ' το τσιγάρο. «Δεν έκανα και δεν είδα τίποτα».

Ωστόσο έπιασε τον αγκώνα του Λουκ και τον οδήγησε στο καθιστικό. Ήταν ένα μεγάλο, σκοτεινό δωμάτιο σε σχήμα Γ, με μια τηλεόραση που είχε μέγεθος μικρής μητρόπολης και τεράστια λεκιασμένα δρύινα έπιπλα. Στο πάνω μέρος απ' το τζάκι κρεμόταν μια εικόνα του Αγίου Βένσεσλας και παντού βρίσκονταν θρησκευτικές εικόνες. Το σπίτι μύριζε υγρασία, πολυκαι-ρισμένα τσιγάρα και λάχανο τουρσί.

Ταρακούνησε το γαλάζιο πακέτο των Γκολουάζ, έβγαλε ένα τσιγάρο και το κόλλησε στην άκρη του στόματος του, «Πριν από δέκα χρόνια δεν είχαμε εγκλήματα σε τούτη τη γειτονιά. Και τώρα τι γίνεται; Οι πιτσιρικάδες κλέβουν τα πάντα. Αν τα βλέφαρά μας δεν ήταν κλειστά, θα 'μπαινανστα σπίτια μας την ώρα που κοιμόμαστε, για να μας κλέψουν τα μάτια».

179

GRAHAM MASTERTON

Άναψε το τσιγάρο του με έναν παλιομοδίτικο χάλκινο αναπτήρα βενζίνης. «Καθήστε», είπε. «Μήπως θέλετε τσάι; Ή, μήπως, βότκα;»

«Δε θα πάρω», είπε ο Λουκ καθώς καθόταν στη μια άκρη του καναπέ. Το μαξιλάρι έβγαλε έναν μακρόσυρτο σιχαμερό ήχο σαν κλανιά.

«Συνήθως δεν έχω επισκέπτες», εξήγησε ο κύριος Μάρεκ ο πρεσβύτε-ρος, κουνώντας το τσιγάρο με το κάτω χείλος του. «Βλέπω λίγη τηλεόραση. Διαβάζω την εφημερίδα. Κάποιες φορές βγάζω βόλτα το σκύλο. Λένε πως δεν πρέπει να καπνίζεις, θα πεθάνεις. Τι με νοιάζει εμένα, με τέτοια ζωή;»

Ο Λουκ έγειρε προς τα εμπρός, «Κύριε Μάρεκ. . η κόρη μου, η Νάνσι, παί-ζει με τον εγγονό σας, τον Τζέικ».

«Και λοιπόν; Τι έκανε;» «Ω... τίποτε κακό, μην ανησυχείτε. Όχι, εμένα μ' ενδιαφέρει κάτι που

είπε. "Σταύρωσε την καρδιά σου, ξέσκισε τα σώθικά σου και κρύψου απ' το θάμνο με τ' αγκάθια"».

Ο κύριος Μάρεκ ο πρεσβύτερος ανοιγόκλεισε τα μάτια, κάπνισε, ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Και λοιπόν;» είπε ύστερα από λίγο.

«Σύμφωνα με τη Νάνσι, εσείς του το διδάξατε». «Σωστά. Το έλεγα και γω σαν ήμουν παιδί. Όλα τα παιδιά το λέγαμε. Στα

τσέχικα, βέβαια». «Ενδιαφέρομαι να μάθω για ποιο λόγο του το διδάξατε τώρα», Ο κύριος Μάρεκ ανοιγόκλεισε ξανά τα μάτια. «Εξαιτίας των φόνων»,

είπε, λες και ήταν τόσο προφανές, που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έμπαινε στον κόπο ο Λουκ να τον ρωτήσει. «Των παιδιών, που τους έκοψαν τα κεφάλια. Εκείνου του φόνου. Κι έπειτα του ανθρώπου απ' το τοέχικο Μουσείο, με τα έντερα βγαλμένα. Κι έπειτα της θείας των παιδιών που τους έκοψαν τα κεφάλια».

Φύσηξε τον καπνό και δεν έκανε άλλη προσπάθεια να εξηγήσει τι εννο-ούσε.

«Τι σχέση έχουν;» ρώτησε ο Λουκ «Ποια;» «Οι φόνοι και τα λόγια που μάθατε στον εγγονό σας». «Δε σας καταλαβαίνω. Τούτα τα λόγια λέει πάντα κανείς όταν συμβαίνει

κάτι τέτοιο. Είναι σαν ένα, πώς το λέτε;... ένα ξόρκι». Έμπλεξε τους δείκτες και τους μέσους των δυο χεριών σχηματίζοντας

ένα σταυροειδές σχήμα και τους σήκωσε. «Για να τους κρατήσεις μακριά». «Για να κρατήσεις ποιους μακριά;» ρώτησε ο Λουκ, προσπαθώντας να

φανεί υπομονετικός. Ο κύριος Μάρεκ εξακολούθησε να κρατά ψηλά τα πλεγμένα του δάχτυ-

λα. «Για να κρατήσεις μακριά τους ανθρώπους που ποτέ δε μιλούν, φυσικά. Ποιους άλλους;»

«Εννοείτε τους μωμόγερους;»

180

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος έγνεψε καταφατικά. «Και βέβαια. Τους μωμόγερους. Όταν ήμουν παιδί στο Κλάτοβι τους λέγαμε παίκτες των ζαριών. Ή αλλιώς βουβούς ανθρώπους».

«Ήταν υπαρκτά άτομα;» «Εξαρτάται τι εννοείτε όταν λέτε υπαρκτά άτομα». «Τους είδατε ποτέ;» Ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος απομάκρυνε προσεκτικά το υγρό του

τσιγάρο από το κάτω χείλος του. «Και βέβαια τους έχω δει. Μόνο μια φορά, όμως. Ο πατέρας μου μού είπε να κοιτάξω μακριά, έκανε το ίδιο σημάδι κι είπε τα ίδια λόγια. "Βουβοί άνθρωποι, βουβοί άνθρωποι, υποσχεθείτε πως δε θα 'ρθετε να μου κτυπήσετε την πόρτα. Σταύρωσε την καρδιά σου, ξέσκισε τα σώθικά σου και κρύψου απ' το θάμνο με τ' αγκάθια"».

«Πόσοι ήταν οι βουβοί άνθρωποι;» «Λεν ξέρω. Εγώ μόνο τέσσερις είδα. Κάποιοι είπαν πως ήταν

περισσότεροι. Ήταν όλοι διαφορετικοί μεταξύ τους, ανάλογα με την τέχνη του καθενός, με καταλαβαίνετε;»

«Γνωρίζετε για τον Πράσινο Ταξιδευτή, τον Πράσινο Τζάνεκ;» «Φυσικά. Τον είδα τον Πράσινο Τζάνεκ. Υπήρχε ία άλλο ένα τραγουδάκι

για κείνον. "Γιόμισε δάφνη ολάκερη η χώρα, ο άνθρωπο ς - θ άμνο ς έρχεται τώρα". Κάτι τέτοιο».

Ο Λουκ αναΐίάθισε κι ο καναπές έκανε ία άλλους θορύβους σαν να ξεφυ-σούσε. Διαισθανόταν ότι σύντομα θ' ανακάλυπτε περισσότερα σχετικά με την έμμονη ιδέα του Τέρενς Πίρσον για τον Πράσινο Ταξιδευτή, όμως ο κύριος Μάρεκ ο πρεσβύτερος δεν τον διευκόλυνε και τόσο. Ήταν σαφές πως για τον κύριο Μάρεκ οι μωμόγεροι ήταν κάτι τόσο συνηθισμένο —κομμάτι της καθη-μερινής ζωής— που δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο να εξηγήσει σε κάποιον τι ήταν. Ήταν σαν να του ζητούσαν να περιγράψει τους σκύλους, τα ψάρια ή τον ουρανό.

«Πείτε μου για 'κείνους, για τους βουβούς ανθρώπους». Ο κύριος Μάρεκ ο πρεσβύτερος τον κοίταξε επίμονα για κάμποση ώρα,

με το ένα μάτι κλειστό εξαιτίας του καπνού απ το τσιγάρο του. «Τη θέλετε κείνη τη βότκα; Μια ιστορία σαν και τούτη σηκώνει βότκα».

«Εντάξει, μόνο τούτη τη φορά, θα πιω βότκα». Ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος βγήκε σέρνοντας τα πόδια του κι επέ-

στρεψε κουβαλώντας δυο θολά μεγάλα ποτήρια του ουίσκι και μια μισογεμάτη μποτίλια με πολωνέζικη βότκα. Ο Λουκ απεχθανόταν την πολωνέζικη βότκα: είχε γεύση σαν αποσταγμένο γρασίδι που περίσσεψε απ1 το κούρεμα του γκαζόν. Όταν, όμως, ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος του πρόσφερε ένα ξέχει-λο ποτήρι προσπάθησε να χαμογελάσει, είπε «ΝαζντράβιαΙ» και το κατέβασε.

«Ο μύθος λέει», είπε ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος, «ότι κάθε πέντε χρόνια η σοδειά στη Βοημία ήταν τόσο κακή που οι πάντες λιμοκτονούσαν. Τα

181

GRAHAM MASTERTON

ζαχαρότευτλα σάπιζαν, τα φρούτα στις κοιλάδες των ποταμιών σάπιζαν, οι πατάτες αρρώσπζαν».

«Ορίστε;» «Οι πατάτες αρρώσπζαν. Πάθαιναν αρρώστια. Δε λέμε σάπιος-σαπίζω;

Άρα και άρρωστος-αρρωστίζω». «Εντάξει», είπε ο Λουκ. «Συγγνώμη που σας διέκοψα». Ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος συνέχισε. «Αυτό συνέβαινε παλιά —

μιλάμε για πολύ, πολύ παλιά, εδώ μιλάμε για το 10ο αιώνα, λίγο αφότου ο Αγιος Βένσεσλας είχε σκοτωθεί απ' τον αδερφό του τον Μπόλεσλαβ. Αδέρφια, ε; Ποιος τα χει ανάγκη; Είχα και 'γω έναν αδερφό κάποτε. Δεν του καιγόταν καρφάκι για μένα και δε μου καιγόταν καρφάκι για κείνον».

Κάπνισε, ανοιγόκλείσε τα μάτια ία έπειτα είπε: «Όλοι οι αγρότες έλεγαν τι στο διάολο θα κάνουμε, πεθαίνουμ' όλοι της πείνας εδώ πέρα. Προσεύχονταν στο Θεό, αλλά ο Θεός δεν τους βοηθούσε. Ετσι ρώτησαν έναν Βοημό ιερέα π έπρεπε να κάνουν. Οι Βοημοί ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Βοημίας, σωστά; Από τους Βοημούς ονομάστηκε έτσι. Οι περισσότεροι είχαν σκοτωθεί" περίπου πενήντα χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού' μερικοί, όμως, είχαν επιβιώσει και συνέχιζαν να τηρούν τ' αρχαία μαγικά έθιμα. Ήταν από κείνους τους ανθρώπους που προσεύχονταν στη γη, τα ποτάμια και τους ουρανούς,

«Τέλος πάντων, ο βοημός ιερέας είπε στους αγρότες, διαλέξτε έναν από σας, πάτε τον στο δάσος, ξεκοιλίάστε τον και φυτέψτε ένα δέντρο μες στα σωθικά του. Επειτα το δέντρο θα μεγαλώσει μες στα σωθπ<ά του και σύντομα δε θα μπορείτε να ξεχωρίσετε ποιο είν' το δέντρο και ποιος ο άνθρωπος. Θα μεγαλώσουν μαζί, θ' αποκτήσετε ένα δεντράνθρωπο. Έτσι βγήκε το όνομα Πράσινος Τζάνεκ.

»Θ Πράσινος Τζάνεκ θα 'χει τη δύναμη να κάνει τα πράγματα να αναπτύσ-σονται· να φέρνει καλή σοδειά. Αρκεί να ταξιδεύει από αγρόκτημα σ' αγρόκτημα, να κτυπά την πόρτα και να προσφέρεται να φέρει καλή σοδειά. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι το δέντρο μες στα σωθικά του Τζάνεκ θα του φάει τα σωθικά και θα χρειάζεται όλο και περισσότερα, για να παραμείνει περισσότερο άνθρωπος παρά δέντρο. Περισσότερα σωθικά! Δεν έχει σημασία από πού προέρχονται, αρκεί να τα 'χει. Θα πει στο χωρικό με παντομίμα τι χρειάζεται. Σωθικά! Αυτό μόνο χρειάζεται και πρέπει να τα φάει κατευθείαν μες απ' το κορμί! Το φαντάζεστε; Έτσι ο χωρικός έχει μια επιλογή: να του προσφέρει σωθικά με αντάλλαγμα μια καλή σοδειά ή να υπομείνει άλλη μια κακή σοδειά».

Ο Λουκ τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά απ' τη βότκα, ελπίζοντας όπ η πείνα και το παραμύθι του κυρίου Μάρεκ του Πρεσβύτερου ίσως είχαν χαρίσει μια υποψία νοστιμιάς στη γεύση της. Δεν είχαν, όμως. Η γέυση της εξακολουθού-σε να ναι ίδια μ' εκείνη του πρασινοκίτρινου υγρού που στάζει απ' τους λάκ-

182

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

κους με το λίπασμα. Ξερόβηξε και σταύρωσε τα πόδια του. Ο κύριος Μάρεκ συνέχισε. «Στην αρχή ο χωρικός λέει όχι, δεν μπορώ να

σου προσφέρω σωθικά. Ποιανού σωθικά να του προσφέρει; Της γυναίκας του; Των παιδιών του; Όμως ο Πράσινος Τζάνεκ κάθεται, παίζει με τα ζάρια, δε λέει κουβέντα και περιμένει. Στη ζωή σου αναλογεί μια καλή σοδειά. Κι ο χωρικός κάθεται ία αναλογίζεται όλους εκείνους που πεθαίνουν έτσι ία αλλιώς, απ' το κρύο, την πείνα και τη σκληρή δουλειά και σκέφτεται, τι στο διά-ολο, γιατί όχι;

»Και ιδίως αφού ο Πράσινος Τζάνεκ τού λέει με παντομίμα ότι δε θα ζητή-σει τα σωθικά τώρα, ούτε γτα τα επόμενα τριανταέξι χρόνια, αρκεί να πλαγιά-σει με τη γυναίκα του χωρικού. Μόνο μια φορά. Τίποτ' άλλο δε ζητά. Κι έξω το χωράφι είναι γυμνό από γεννήματα, οι κάμπιες έχουν μόλις ροκανίσει το τελευταίο ζαχαρότευτλο και πλακώνει χειμώνας. Τι λέει, λοιπόν, ο αγρότης;»

«Φαντάζομαι ότι λέει ναι», είπε ξερά ο Λουκ. Ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος ύψωσε ένα δάχτυλο. «Σωστά.

Σκέφτεται: τριανταέξι χρόνια είναι μια ολόκληρη ζωή και μέχρι τότε ο Πράσινος Τζάνεκ θα 'χει πεθάνει. Έπειτα από λίγο ο χωρικός πείθει τη γυναί-κα του να ζευγαρώσει με τον Πράσινο Ταξιδευτή. Την πείθει! Της ψιθυρίζει: Λε θα 'ναι και τόσο άσχημα, τι 'ναι τούτος ο άντρας, δεν είναι παρά ένας δεντράνθρωπος. ΙΟ έτσι ο Πράσινος Ταξιδευτής παίρνει τη γυναίκα του χωρι-κού μες στο δάσος και ποιος ξέρει τι κάνουν εκεί, μιας και καμιά απ' τις γυναί-κες δε μιλά γι' αυτό αργότερα. Θα με ρωτήσεις, όμως, δεν μπουμπουιαάζουν όλα έπειτα; Λεν είν' οι πατάτες μεγάλες σαν μπάλες ποδοσφαίρου; Δεν είν' το καλαμπόκι τεράστιο; Ναι— ναι, είναι. Α, ναι, ο Πράσινος Ταξιδευτής περι-διαβαίνει τη χώρα και τα πάντα καρπίζουν —υπέροχα, υπέροχα! Είν' η γονιμότητα προσωποποιημένη, η γονιμότητα! Και τι άλλο καρπίζει; M a n Y w a i -κα του χωρικού, που είν' έγκυος. Που κουβαλάει μέσα της το παιδί του Τζάνεκ».

«Πώς το 'κανε ο Πράσινος Τζάνεκ;» ρώτησε ο Λουκ. «Πώς έκανε τα γεν-νήματα να μεγαλώνουν;»

Ο κύριος Μάρεκ ο πρεσβύτερος έβγαλε το τσιγάρο απ' το στόμα του κι άφησε τον καπνό να κυλήσει αργά απ' τη μύτη του. «Σερίφη... αν ήξερα από τέτοια πράγματα, θα καθόμουν άραγε τώρα εδώ, α' αυτό το σπίτι να σας διη-γούμαι τούτη την ιστορία; Θα 'μουνα πλούσιος αγρότης με Κάντιλακ. Όλοι, όμως, ξέρουμε για τους βροχοποιούς· τους ανθρώπους που μπορούν ν' αλλά-ξουν τον καιρό. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, έτσι δεν είναι; Δρα ίσως ο Πράσινος Τζάνεκ να 'ναι ένας από δαύτους. Δεν ξέρω. Ίσως να 'ναι κάτι παραπάνω. Ο ίδιος είν' ο μισός φυτό. Ίσως να γνωρίζει πώς να μιλά στα φυτά και να τα κάνει να μεγαλώνουν».

Έμεινε για λίγο σιωπηλός ία έπειτα είπε: «Τα γεννήματα μεγαλώνουν ωραία και καλά. Το παιδί γεννιέται, Ο χωρικός, όμως, γνωρίζει ότι δεν είναι δικό

183

GRAHAM MASTERTON

του παιδί. Γνωρίζει Το παιδί έχε: μια όψη που δεν ανήκει σ' εκείνον, σωστά;» «Σωστά», είπε ο Λουκ δίχως να ναι σίγουρος πού το πήγαινε ο κύριος

Μάρεκ. «Έτσι... ο γιος του Τζάνεκ μεγαλώνει, παντρεύεται και κάνει δπαή του

παιδιά. Όμως τούτα τα παιδιά είναι και απόγονοι του Τζάνεκ... και, κάποια μέρα, όταν έχουν πια περάσει τα τριανταέξι χρόνια, ο Τζάνεκ έρχεται, κτυπά την πόρτα και ζητά τα σωθικά που του 'χαν τάξει. Σωστά; Το καταλαβαίνετε τώρα; Τριανταέξι χρόνια είναι πολύς καιρός άμα κοιτάζει κανείς το μέλλον δεν είναι, όμως, τίποτα άμα κοιτάξει προς τα πίσω. Όπως και να 'χει το πράμα, τα τριανταέξι χρόνια κάποτε περνούν* κι έρχεται η μέρα που ο Τζάνεκ περι-μένει να γευματίσει.

»Είναι σαν μια συμφωνία με το διάβολο. Ξέρετε, όπως ο Φάουστ πούλησε την ψυχή του. Όμως όλοι γνωρίζουμε ότι ο Θεός προστατεύει τις ψυχές μας ία ότι ο διάβολος δεν υπάρχει. Και στο κάτω κάτω ο Τζάνεκ δεν ενδιαφέρεται για τις ψυχές μας* αν υπάρχουν. Θέλει τα σωθικά μας. Τη σάρκα μας».

«Ο Πράσινος Τζάνεκ, λοιπόν, χτυπά την πόρτα;» ρώτησε ο Λουκ. «Και τότε π συμβαίνει;»

«Λεν μπορεί να μπει στο σπίτι παρά μόνο εάν τον προσκαλέσουν. Αν δεν τον προσκαλέσουν να μπει μέσα, είναι αναγκασμένος να χτυπά ξανά και ξανά ώσπου κάποιος να βαρεθεί τα χτυπήματά του και να πει "Σταμάτα επιτέλους το χτύπημα ία έλα μέσα"! Συνήθως, όμως, τα εγγόνια του τον προσκαλούν να μπει. Στο κάτω κάτω είναι ο παππούς τους* δεν το γνωρίζουν, αλλά διαισθάνο-νται ότι αποτελεί τμήμα τους ία ότι αποτελούν τμήμα του και θα του πούνε να περάσει μέσα».

«Και τότε;» Ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος έσβησε το τσιγάρο του. «Και τότε θα

πάρει τα σωθικά που του 'χαν τάξει, αυτό είν' όλο. Απ τον ίδιο του το γιο* ία απ' όποιον θα μπορέσει να βρει. Και θα φάει».

«Τα σωθικά:» «Ολοζώντανα ία ωμά, ενώ το θύμα του εξακολουθεί να ζει. Είν' ο

χειρότερος θάνατος που μπορεί να υποστεί κανείς, απ' ό,τι λένε». «Το φαντάζομαι». Ο κύριος Μάρεκ ο πρεσβύτερος ταρακούνησε το πακέτο ία έβγαλε άλλο

ένα Γκολουάζ. «Λε νομίζω πως είστε σε θέση να το φανταστείτε, σερίφη. Ούτε για μια στιγμή. Εδώ μιλάμε για ένα πολύ ιδιαίτερο είδος πόνου, σωστά; Λεν είναι πολλοί εκείνοι που είναι αναγκασμένοι να υποφέρουν τόσο. Είναι το είδος του πόνου που για να τον γλιτώσεις Θ' αυτοκτονούσες ή θα σκότωνες οποιονδήποτε, ακόμα ία εκείνους που αγαπάς».

«Και τα ίδια σου τα παιδιά;» ρώτησε ο Λουκ, «Οποιονδήποτε», είπε ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος.

184

.8.

Ο Λουκ είπε: «Υπάρχουν ία άλλοι μωμόγεροι, έτσι δεν είναι; Ο Πράσινος Τζάνεκ δεν είναι μόνος του».

«Μα και βέβαια όχι», είπε ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος. Τώρα στεκόταν δίπλα στο παράθυρο, είχε σηκώσει την κουρτίνα με το δεξί του χέρι και κοιτούσε έξω καπνίζοντας. Ήταν σχεδόν έξι. Το ρολόι έδινε την εντύπω-ση πως είχε πηδήξει ης ώρες, όπως συμβαίνει μετά τις 4 το απόγευμα.

«Ένας ξιφομάχος; Ένας μάρτυρας; Ένας λεπρός; Και κάποια δίδυμα που τα φωνάζουν Μαχαίρι και Γυμνή;»

Ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος στράφηκε αργά προς το μέρος του. «Ξέρετε περισσότερα απ' ό,τι μου 'πατε, σερίφη».

«Όχι, δεν ξέρω. Ο Τέρενς Πίρσον τηρούσε κάποιου είδους ημερολόγιο στα τσέχικα. Λώσαμε και μας μεταφράσανε ένα τμήμα του και να τι έλεγε».

«Τι έγινε με το υπόλοιπο;» «Θα το 'χουμε μεταφράσει έως αύριο». «Ε, λοιπόν... καλή σας τύχη. Πάντως εγώ δε θα σας μετέφραζα κάτι

τέτοιο». «Ω, ναι; Και γιατί όχι;» Ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος σχημάτισε το ίδιο σταυροειδές σημάδι

με τα δάχτυλά του, «Μη ρωτάτε. Είναι ήδη αρκετά κακό που ξεστόμισα το όνομα του Τζάνεκ».

«Μα εκείνο συνέβη στην Τσεχοσλοβακία, έτσι δεν είναι; Πριν από χρόνια, πριν από το Λεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ποιος ο λόγος ν' ανησυχείτε;»

Ο κύριος Μάρεκ άφησε την κουρτίνα να πέσει. «Επειδή ο Πράσινος

185

GRAHAM MASTERTON

Τζάνεκ πάντα ταξιδεύει και γυρεύει ανθρώπινα σωθικά, πάντα γυρεύει ανθρώπους για να τραφεί. Τώρα βρίσκεται εδώ και γι' αυτό δασκαλεύω τον Τζέ ικναλέε ι εκείνο το μικρό στιχάκι».

«Ο ίδιος Πράσινος Τζάνεκ; Έπειτ' απ ο χίλια χρόνια;» «Ο μύθος λέει ότι μπορεί να ζήσει για πάντα, Ο μύθος λέει πως οι βουβοί

άνθρωποι μπορούν να ζήσουν για πάντα». «Πείτε μου για τους άλλους». «Τους άλλους; Ο καθένας τους αντιπροσωπεύει και μια διαφορετική

τέχνη, σωστά; Μια διαφορετοστ δεξιοτεχνία. Ο ξιφομάχος σταυρώνει τα σπα-θιά του, όπως εγώ τα δάχτυλά μου, βλέπετε; Και στη μέση των σπαθιών του βρίσκεται το κεφάλι σας. Σας λέει να μείνετε ακίνητος ενώ σας ξεκοιλιάζει, αλλιώς θα σας κόψει το κεφάλι. Υπάρχει τρόπος να ξεμπλέξει κανείς τα σπα-θιά του, όμως σχεδόν όλοι είναι πολύ τρομοκρατημένοι για να τον ανακαλύ-ψουν. Έτσι υποφέρουν.

»'Η —αν του πούνε, θα 'ταν καλύτερα να μου 'κοβες το κεφάλι, τότε ο ξιφομάχος θα τραβήξει τη λαβή ενός μόνο από τα σπαθιά ία όλα θα κλείσουν ταυτόχρονα, cmid, όπως κλείνει το διάφραγμα της φωτογραφικής μηχανής και θα κόψουν το κεφάλι. Όμως ο χειρούργος θα το ξαναβάλει στη θέση του, έτσι ώστε να μπορούν να νιώσουν τον πόνο σαν θα τους ξεκοιλιάζουν».

«Ελάτε τωρα», είπε ο Λουκ, που γινόταν όλο και πιο δύσπιστος. «Μπορεί ο Θεραπευτής να ράψει ένα κομμένο κεφάλι;»

«Είναι το ίδιο με το πώς το λένε;... τη μαγεία των μαύρων». «Το βουντού;» «Σωστά, είν' το ίδιο με το βουντού. Ξέρετε για το βουντού; Είναι ακριβώς

το ίδιο. Λεν ράβει το κεφάλι, απλά το βάζει στη θέση του ία εκείνο νουφ, βρί-σκεται στη θέση του».

«Άρα, λοιπόν, την επόμενη φορά που θα μου κοπεί ένα κουμπί απ' το που-κάμισο, δεν είν' ανάγκη να το ράψω, απλά θα το βάλω επάνω ία εκείνο γουφ, θα βρεθεί στη θέση τσυ».

«Θα χρειαστείτε τα βότανα. Θα χρειαστείτε τις σωστές προσευχές», είπε ο κύριος Μάρεκ, δίχως καν αν χαμογελάσει.

Ο Λουκ έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. Λεν ήταν διόλου σίγουρος τι να συμπεράνει για τη μυθολογία του Πράσινου Τζάνεκ- όμως κατά τα άλλα, του είχε προσφέρει την πρώτη και μοναδική εξήγηση για το τι συνέβαινε από το Σάββατο κι έπειτα μέσα στο σπίτι των Πίρσον και γύρω απ' αυτό. Και δεν ήταν σε θέση να ξεχάσει εκείνο το πονηρό χαμογελαστό πρόσωπο στον τοίχο του Τέρενς Πίρσον. Εκείνο τον μωμόγερο, τον άντρα με το πονηρό πρόσωπο, που ήταν ντυμένος από πάνω ως κάτω με φύλλα.

Εκτός κι αν δεν ήταν ντυμένος. Εκτός ία αν τα φύλλα ήταν εκείνος ία εκείνος ήταν τα φύλλα και δεν μπο-

ρούσες να καταλάβεις πού τέλειωνε το δέντρο και πού ξεκινούσε ο άνθρωπος.

186

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Κάτι που, φυσικά, ήταν αδύνατο. Όπως θα 'λεγε ία ο Νόρμαν Γκόρμαν, επρόκειτο για μαλακίες με σφραγίδα αγορανομίας.

«Ο Τζάνεκ πάντοτε βιάζει τη σύζυγο του γιου του, πάντοτε», είπε σχεδόν ψυχρά ο κύριος Μάρεκ. «Μ' αυτόν τον τρόπο είν' αρκετά σίγουρος ότι θα 'χει στο μέλλον σωθικά να φάει. Η σύζυγος του γιου του θα κάνει παιδιά* ία εκεί-να τα παιδιά θα τον προσκαλέσουν μες σι ο σπίτι, για να τραφεί με τον ίδιο του το γιο* και πάει λέγοντας. Η μια γενιά μετά την άλλη. Και, βέβαια, έχει πολ-λούς, πολλούς γιους. Όπου οι άνθρωποι επιθυμούν πλουσιότερα γεννήματα, όποτε οι άνθρωποι θέλουν κάτι τζάμπα, ο Πράσινος Τζάνεκ βρίσκεται πάντο-τε εκεί.

»Σε χαλεπούς καιρούς —στις καταιγίδες ή τις πλημμύρες, θα υπάρχουν πάντα αγρότες που θα προσεύχονται να έρθει ο Πράσινος Τζάνεκ να τους χτυπήσει την πόρτα. Λεν αναλογίζονται το τίμημα. Μόνο αργότερα, σε τρια-νταέξι χρόνια αναλογίζονται το τίμημα. Τότε αρχίζουν να παρατηρούν τον καιρό. Προσεύχονται να παραμείνει καλός ο καιρός και να ταξιδέψει αλλού στον κόσμο ο Τζάνεκ. Προσεύχονται να μείνει μακριά ία ίσως να ξεχάσει να τους επισκεφτεί.

«Σχεδόν κάθε χώρα στον κόσμο έχει μια τέτοια ιστορία με βουβούς ανθρώπους. Στην Αγγλία είναι ο Τζακ-μες-στους-θάμνους, σωστά; Κι ακόμα τον θυμούνται. Έχουν ξενοδοχεία ία εκείνα τα πώς τα λένε, τα παμπ, που όλα ονομάζονται Ο Πράσινος Αντρας, από τον Πράσινο Τζάνεκ. Στα Σουδητικά Όρη της Τσεχίας τον αποκαλούσαν Γιαν Μπάουμκοπφ — Τζακ ο Δεντροκέφαλος. Και πόσες χοίρε ς έχουν ιστορίες για μωρά που γεννήθηκαν κάτω από θάμνους; Σχεδόν όλες. Από κείνον προήρθαν όλες* απ'τον Πράσινο Τζάνεκ».

Ο Λουκ έβγαλε το μαντήλι του, το δίπλωσε και σκούπισε το μέτωπο του. Παρόλο που έξω φυσούσε, το καθιστικό των Μάρεκ ήταν πνιγηρό και καταθλιπτικό και η βότκα δεν το είχε κάνει καλύτερο.

«Ακούστε», είπε. «Είναι μύθος, σωστά; Μυθολογία». «Λεν σας καταλαβαίνω». «Όλα τούτα με τον Πράσινο Τζάνεκ είναι φανταστικά; Ένα παλιό λαϊκό

παραμύθι;» «Όχι, όχι. Είναι - π ώ ς το λέτε; Τεκμηριωμένο; Γεγονός;» «Κάποιος είναι μισός άνθρωπος και μισός δέντρο και τρώει τα σωθικά του

κόσμου και είναι γεγονός;» Ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος κοίταξε επίμονα το Λουκ, περνώντας

αργά το χέρι μέσα στα μαλλιά του, «Δε με πιστεύετε;» «Ας το θέσουμε έτσι, κύριε Μάρεκ. Δεν σας αμφισβητώ, αλλά μου είναι

δύσκολο να συμφιλιωθώ με όσα λέτε». «Ήρθατε εδώ ψάχνοντας αυτό». «Ορίστε;»

187

GRAHAM MASTERTON

0 κύριος Μάρεκ σταμάτησε, για V ανάψει άλλο ένα τσιγάρο. «Ήρθατε εδώ αναζητώντας κάτι τέτοιο. Ήρθατε εδώ αναζητώντας κάποιον που θα λεγε ότι δεν είστε τρελός. Έται δεν είναι; Γνωρίζατε ήδη τα πάντα για τον Πράσινο Τζάνεκ. Δεν μπορούσατε να τα πιστέψετε. Τι κάνατε, λοιπόν; Ήρθατε εδώ για να βρείτε κάποιον που να ξέρει γι' αυτόν, ώστε να μπορέσε-τε να πείτε, Χα χα, ο Πράσινος Τζάνεκ, τι παλαβομάρες».

«Ωραία», απάντησε ο Λουκ, «μουλέτε, λοιπόν, ότι ο Πράσινος Ταξιδευτής ία όλοι τ ου οι μωμόγερο ι είναι αληθινοί. Είναι μυθικά πρόσωπα, ο κόσμος διη-γείται ιστορίες με δαύτους εδώ κι εκατοντάδες χρόνια, αλλά είναι, πράγματι, αληθινοί;»

«Σωστά, είναι αληθινοί. Όπως και τα μπουλούκια τωντσιγγάνων. Γαβ, γαβ, οι σκύλοι γαβγίζουν, ζητιάνοι φτάνουν στηνπόλη\ Το θυμάστε αυτό; Οι ζητιά-νοι του τραγουδιού ήταν ο πράσινος Τζάνεκ KL οι μωμόγεροί του. Φορούνε κουρέλια, φορούν αποφόρια, φοράνε πορφύρινη ρόμπα».

«Ω, ελάτε τώρα, κύριε Μάρεκ. Είναι αληθινοί και ζουν για πάντα;» Ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος τον κοίταξε επίμονα μέσα από τον

καπνό του τσιγάρου που ανέβαινε. «Το πιστεύετε όσο κι εγώ». Για κάμποση ώρα ο Λουκ δεν είπε τίποτα. Έπειτα έγνεψε αργά. «Ναι,

κύριε Μάρεκ. Έτσι νομίζω. Απλά δεν μπορώ να το κατανοήσω, αυτό είν' όλο. Απλά δεν μπορώ να καταλάβω τι λογής άνθρωποι είναι».

«Τσιγγάνοι, ζητιάνοι, μωμόγεροί. Ταξιδιάρηδες, να τι είναι». «Ταξιδιάρηδες που ζουν για πάντα;» «Κοιτάξτε, σερίφη, όπως είπα υπάρχουν δύο, ίσως τρεις διαφορετικές

εκδοχές της ιστορίας. Η μία λέει ότι ο Τζάνεκ και οι βουβοί άνθρωποι είναι το ίδιο με τους βρυκόλακες· ότι είναι ήδη νεκροί και δεν μπορούν ν' αναπαυθούν. Λεν ξέρω. Εγώ ποτέ δεν πίστεψα στους βρυκόλακες. Τέλος πάντων, η πιο συνηθισμένη ιστορία λέει ότι η Εκκλησία της Ρώμης τούς παραχώρησε την αθανασία».

«Ο Πάπας; Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο ο Πάπας;» «Για τον ίδιο λόγο που οι περισσότεροι πάπες έκαναν ό,τι έκαναν: για το

χρήμα. Η ιστορία λέει ότι ο Πράσινος Τζάνεκ εγκατ έλειψε τη Βοημία εξαιτίας της χολέρας και πήγε στην Τοσκάνη. Αρχισε ια εκείνα χτυπά πόρτες ία έκανε κάμποσους αγρότες πολύ πλούσιους. Ελιές, λεμόνια, στάρι - ά μ α ο Τζάνεκ επισκεπτόταν τ' αγροιαήματά τους, μπορούσαν να καλλιεργήσουν τα πάντα. Μόλις, όμως, πλούτισαν, σύντομα άρχισαν να σκέφτονται πως δεν ήθελαν να πληρώσουν για τα πλούτη τους με τις ζωές των παιδιών τους. Βρήκαν τον Πράσινο Ταξιδευτή και τον ικεσίασαν να δείξει έλεος».

«Στάσπ-στασίασαν. Ικεσία-ικεσίασαν», παρενέβη ο Λουκ. Ο κύριος Μάρεκ σκυθρώπιασε. «Σωστά, ικεσίασαν. Ικεσίασαν! Ικεσίασαν

τόσο πολύ, που στο τέλος ο Τζάνεκ τούς είπε ότι θα χάριζε τις ζωές των παι-διών τους, αν εκείνοι μπορούσαν να βρουν έναν τρόπο να κάνουν εκείνον και

188

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

τους ακολούθους του να ζήσουν για χίλια χρόνια. »Οι αγρότες δεν γνώριζαν πώς να κάνουν κάποιον να ζήσει χίλια χρόνια.

Γιατί, μήπως γνωρίζετε εσείς; Πήγαν, λοιπόν, στον Πάπα και είπαν "Πάπα, πες μας πώς να κάνουμε κάποιον να ζήσει χίλια χρόνια και 'μεις θα σου δώσουμε χρυσάφι και λεφτά και υποσχέσεις για χρυσάφι. Ο Πάπας ήθελε πολύ τα λεφτά, μιας ία έκανε ιερούς πολέμους. Ήταν ο Πάπας Φορμόσιος —ο εκατοστός ενδέκατος Πάπας. Σ' αντάλλαγμα για όλα κείνα τα χρήματα και το χρυσάφι και τις υποσχέσεις για χρυσάφι, πήρε κρυφά από τις κατακόμβες του Βατικανού τα τριάκοντα αργύρια που είχε λάβει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, για να προδώσει τον Ιησού».

«Τα πραγματικά τριάκοντα αργύρια; Τα είχαν εκεί;» «Βέβαια. Έχουν κάθε λογής ιερά λείψανα. Το σφουγγάρι που πότισαν με

ξύδι και έδωσαν στο Χριστό πάνω στο σταυρό. Την τέφρα του Ιωάννη του Βαπτιστή. Την πραγματική τέφρα! Και κάθε ένα από τα τριάκοντα αργύρια.

»Θα σας πω κάτι; πολύς κόσμος έχει αναρωτηθεί όλα τούτα τα χρόνια, γιατί να προδώσει το Χριστό ο Ιούδας για τόσο λίγα λεφτά. Λόγιοι, ιστορικοί, όλοι αναρωτήθηκαν, γιατί; Εκείνο, όμως, που δε γνώριζαν ήταν ότι τα αργύρια δεν ήταν κοινά ασημένια νομίσματα. Ήταν ειδικά νομίσματα —πολύ, πολύ, ειδικά νομίσματα και να γιατί ο Ιούδας τα ήθελε τόσο πολύ».

Ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος έβηξε κατ έβηξε ξανά ία έπειτα τον κυρίευσε ένας παροξυσμός βήχα, που ο Λουκ νόμισε πως δε θα τελείωνε ποτέ. Τελικά, όμως, γέμισε το στόμα του με βότκα, την στριφογύρισε από μάγουλο σε μάγουλο σαν να ξέπλενε το στόμα του και την κατάπιε με θόρυβο.

«Σύμφωνα με το θρύλο, εκείνα τα αργύρια — εκείνα τα τριάκοντα αργύ-ρια— είχαν κοπεί χιλάδες χρόνια προ Χριστού, από Πέρσες κλέφτες. Οι κλέ-φτες είχαν αρπάξει το ασήμι από την αυλή της Σκηνής του Μαρτυρίου, που είχε χτίσει ο Μωϋσής για να στεγάσει την Κιβωτό της Διαθήκης. Αν διαβάσε-τε την Αγία Γραφή, θα δείτε ότι ο Θεός επέμεινε οι κολώνες της αυλής να φέρουν όλες επένδυση από ασήμι και χ* ασήμι απ' το οποίο κόπηκαν εκείνα τα αργύρια ήταν μία από τις επενδύσεις. Κάθε αργύριο είχε πάνω χαραγμένες τις λέξεις Zivot ν Smrti, που σημαίνει Η Ζωή Εν Θάνατω.

«Πρέπει να έχεις πάνω σου πέντε από τούτα τα αργύρια, σωστά; Ένα για τον Πατέρα, ένα για τον Υιό, ένα για το Άγιο Πνεύμα, ένα για τον Ιησού, ένα για την Παρθένο Μαρία. Αν τα χεις πάνω σου θα ζεις πάντα μια στιγμή πριν απ' όλους τους άλλους. Στο χρόνο, θέλω να πω. Μια στιγμή πίσω στο χρόνο. Έτσι θα προστάτευε ο Θεός την κιβωτό της Διαθήκης, εξασφαλίζοντας ότι ήταν ορατή, ναι; Εξασφαλίζοντας ότι ο κόσμος θα μπορούσε να τη δει. Λεν θα μπορούσαν, όμως, ποτέ να της κάνουν ζημιά ή να την καταστρέψουν, επειδή απλά δεν υπήρχε στον παρόντα χρόνο. Βρισκόταν πάντοτε στο παρελθόν.

»Να πώς παρέμειναν ζωντανοί επί τόσο καιρό ο Πράσινος Ταξιδευτής και οι βουβοί άνθρωποι. Δεν μας έχουν φτάσει πότε, μα ποτέ. Ήρθε ποτέ η μέρα

189

GRAHAM MASTERTON

που θα έπρεπε να πεθάνουν; Ποτέ - δεν έχουν καν φτάσει ο' εκείνη τη μέρα». «Αρα, λοιπόν, οι αγρότες έδωσαν τα αργύρια στον Τζάνεκ και τους

μωμόγερούς του;» «Σωστά, πέντε αργύρια στον καθένα μέσα σε πέτσινα πουγγιά, ένα για

τον καθένα τους». «Αρα οι μωμόγεροι δεν πέθαιναν ποτέ;» «Πολύ σωστά». «Κι ο Πράσινος Ταξιδευτής χάρισε τη ζωή στα παιδιά των αγροτών;» «Θ' αστειεύεστε, βέβαια! Να τους χαρίσει τη ζωή; Όχι ο Τζάνεκ: Τα

σκότωσε έτσι ία αλλιώς. Δεν ήταν ηλίθιος. Οι αγρότ ες δεν μπορούσαν ν' απο-δείξουν στον Τζάνεκ ότι τα αργύρια θα 'καναν αθάνατους τους μωμόγερους, τουλάχιστον όχι για κάμποσα χρόνια, ία ο Τζάνεκ χρειαζόταν σωθικά. Ακόμα ία οι αθάνατοι πρέπει να τρώνε, σερίφη. Μπορεί να ζουν για πάντα, δεν είναι, όμως, απρόσβλητοι απ' την πείνα ή τον πόνο ή οποιοδήποτε από τα σωματικά προβλήματα που βασανίζουν και όλους εμάς».

«Μπορούν, λοιπόν, να σκοτωθούν;» «Φυσικά, αν τους προκαλέσετε σωματική βλάβη. Πα να το κάνετε θα

έπρεπε να τους κλέψετε τα αργύρια, έτσι ώστε να φτάσουν σιο ίδιο σημείο μ' εσάς στο χρόνο. Είναι, όμως, το ίδιο με το να σκοτώσετε το Δράκουλα μπήγο-ντας μια σφήνα στην καρδιά του ή να πυροβολήσετε έναν λυκάνθρωπο με μια ασημένη σφαίρα. Όχι ότι πιστεύω στο Λράκουλα ή τους λυκάνθρωπους, όπως καταλαβαίνετε».

«Πιστεύετε, όμως, στον Πράσινο Ταξιδευτή;» «Δίχως συζήτηση. Το ίδιο πρέπει να κάνετε και σεις. Στο κάτω κάτω

έχετε την απόδειξη. Έχετε τα φύλλα». «Τα φύλλα;» ρώτησε ο Λουκ «Επτά τσουβάλια φύλλα, έτσι έγραψαν οι εφημερίδες. Από πού νομίζετε

ότι ήρθαν;» Ο Λουκ σηκώθηκε. «Νομίζω ότι θα πρέπει να τα σκεφτώ όλα τούτα». «Απ' τον Πράσινο Τζάνεκ», είπε βραχνά ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος.

«Να από πού ήρθαν. Και μέχρι να με πιστέψετε, θα σαρώσετε πολλά ακόμα. Για να μη μιλήσουμε για πτώματα. Βρίσκεται εδώ, σερίφη, μαζί με τους υπόλοιπους βουβούς ανθρώπους· και θέλει εκείνο που θέλει»,

«Τι;» «Ποιος ξέρει; Πάντα κάτι θέλει. Είναι πλεονέχτης! Όταν, όμως, ανακαλύ-

ψετε τι θέλει, θα τον τσακώσετε, αυτό είναι σίγουρο». Ο Λουκ έσφιξε το χέρι του κυρίου Μάρεκ. «Θα ήθελα να σας ευχαριστή-

σω, κύριε. Δείξατε έντονο κοινωνικό πνεύμα και μεγάλη διάθεση συνεργα-σίας».

Ο κύριος Μάρεκ ο πρεσβύτερος άναψε άλλο ένα Γκολουάζ. «Διάθεση αυτοκτονίας, θα 'λεγα».

190

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ο Γκαρθ βαδιαε κατά μήκος ton διαδρόμου με τα χοιροστάσια, μέχρι που έφτασε στο τέρμα του, όπου βρισκόταν το μαντρί του Κάπτεν Μπλακ με τον αριθμό 20.

Παρόλο που τα παράθυρα από πλαστικό γυαλί ήταν γεμάτα γρατζουνιές και σχισίματα, αμέσως ξεχώρισε την τεράστια μαύρη φιγούρα του μεγαλύτε-ρου γουρουνιού της Αμερικής, που βρισκόταν ξαπλωμένο στην άλλη άκρη με το κεφάλι του μπανιαρισμένο. Στάθηκε και τον κοίταξε για πολλή, πολλή ώρα δίχως να μπορεί να αποφασίσει τι να νιώσει για κείνον: περπφάνεια, οργή ή απελπισία.

Το διοικητικό συμβούλιο του Ινστιτούτου Σπέλμαν είχε επιμείνει να συνε-χιστεί το πρόγραμμα εξωμεταμοσχεύσεων χωρίς καθυστέρηση ία είχε ήδη προάγει τον Γκαρθ, ώστε ν' αναλάβει τη δουλειά του Ραούλ ως προϊσταμένου του τμήματος χειρουργικής έρευνας. Όμως ο θάνατος του Ραούλ τον είχε κάνει να νιώθει κενός, να αδιαφορεί πλέον για την πραγματικότητα. Κατά τα άλλα, αντιμετώπιζε τον Κάπτεν Μπλακ με μεγάλη καχυποψία. Έπειτα από το πρώτο του ξέσπασμα, το γιγαντιαίο γουρούνι είχε παραμείνει αρκετά πειθή-νιο, όμως, κάτι πάνω του ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικό — ο τρόπος που καθόταν άκεφος μες στο μαντρί του, ο τρόπος που κοιτούσε τους ανθρώπους με κείνο το αστραφτερό, αδιάφορο βλέμμα,

Στεκόταν ακόμα έξω απ' το μαντρί όταν πλησίασε π Τζένι, που φορούσε γαλάζια φόρμα εργαστηρίου και τζην και είχε τα μαύρα της μαλλιά πιασμένα πάνω με τσιμπιδάκια από ταρταρούγα.

«Πώς είναι;» τον ρώτησε. Στο πάνω μέρος του ντοσιέ της βρισκόταν ένα καλομασημένο μολύβι. Τα νύχια των χεριών της ήταν επίσης φαγωμένα.

«Δεν ξέρω. Φαίνεται το ίδιο, όπως συνήθως. Μόλις σκεφτόμουν αν θα πρεπε να ριψοκινδυνεύσω να μπω μέσα και να του μιλήσω».

«Μόνος σας;» Η Τζένι είχε μια μικροσκοπική μαύρη ελιά στο αριστερό της ζυγωματικό, ακριβώς κάτω από το μάτι. Αναρωτήθηκε πώς δεντο 'χε προ-σέξει νωρίτερα. Ίσως να μην την είχε καν κοιτάξει στ' αλήθεια.

«Δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε, αν δεν αρχίσουμε να επικοινωνού-με μαζί του, έτσι δεν είναι;»

Η Τζένι χαμογέλασε πικρά. «Ίσως πρέπει να τοποθετήσουμε μια μικρό-φωνική εγκατάσταση. Θα 'ταν ασφαλέστερο»,

«Όχι» είπε ο Γκαρθ, «πρέπει να μας βλέπει. Πρέπει να συνδέσει τις λέξεις με τις κινήσεις του σώματος. Μείνε εδώ. Αν αρχίσει να το παίζει μυγιάγγιχτος, θα βγω αμέσως από 'κει μέσα και 'συ θα κλείσεις την πόρτα».

«Έχουμε άδεια για κάτι τέτοιο;» «Τζένι, είμ' ο νέος προϊστάμενος της διαδικασίας εξωμεταμόσχευσης.

Μπορώ να δώσω άδεια ο ίδιος. Τώρα, όσον αφορά το κατά πόσον είναι καλή ιδέα... ε, λοιπόν, θα πρέπει να δούμε τι θα συμβεί».

191

GRAHAM MASTERTON

«Λεν ξέρω. Νομίζω ότι θα 'ηρεπε να μπείτε εκεί μέσα μαζί με κάποιον άλλο. Κάποιον με όπλο».

Ο Γκαρθ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Κάθεται συνεχώς εκεί μέσα ήσυ-χος σαν γατάκι. Έχουμε ξοδέψει πάνω από δεκαοχτώ εκατομμύρια δολάρια σε τούτο το γουρούνι. Από κάπου πρέπει ν' αρχίσουμε».

Η Τζένι είπε: «Εντάξει, λοιπόν. Θυμηθείτε τι είπε ο Ο' Χένρι. "Ο αληθινός τυχοδιώκτης προχωρεί δίχως σκοπό και δίχως υπολογισμό, για να συναντήσει και να χαιρετήσει ένα άγνωστο πεπρωμένο"»,

«Πολύ σωστά», συμφώνησε ο Γκαρθ. Πλησίασε την πόρτα που έβγαζε στο μαντρί του Κάπτεν Μπλακ και την ξεκλείδωσε. Εκείνη άνοιξε προς τα έξω- και στη στιγμή ο Γκαρθ μύρισε την ώριμη, έντονη, απαίσια οσμή του γουρουνιού. Η βρόμα ήταν τόσο δυνατή, που για μι α στιγμή ο Γκαρθ σταμάτησε. Ήταν πολύ mo δυνατή απ' ό,τι στο παρελθόν κι όταν έριξε μια ματιά στο λάκκο για το κύλισμα του Κάπτεν Μπλακ, συνειδητοποίησε γιατί. Το νερό στο λάκκο ήταν ακόμα καθαρό, κάτι που σήμαινε ότι ο Κάπτεν Μπλακ δεν το είχε καν πλησιάσει.

Ολα τα γουρούνια κυλιούνται στη λάσπη, κυρίως όταν κάνει ζέστη, όμως, ο Κάπτεν Μπλακ: είχε μείνει μακριά της.

Ο Γκαρθ μπήκε στο μαντρί. Η καρδιά του χτύπησε — σταμάτησε — χτύπη-σε. Απ' το παράθυρο φιλτραριζόταν το αμυδρό απογευματινό φως, που τόνιζε το περίγραμμα της κυρτής και μαύρης ράχης του κάπρου, που ήταν καλυμμέ-νη με σκληρές γουρουνότριχες. Τα αυτιά του έπεφταν προς τα εμπρός, αν και ο Γκαρθ μπορούσε ακόμα να διακρίνει τα μάτια του, που τον κοιτούσαν επίμο-να καθώς πλησίαζε όλο κα] περισσότερο. Το ρύγχος του έδειχνε ξερό και το σκληρό σαν πετσί μαύρο δέρμα γύρω απ' τα ρουθούνια του ήταν σκασμένο. Απ' την κάτω του σιαγώνα κρεμόταν σάλια, που καθώς έστρεψε αργά το κεφάλι, λαμποκόπησαν.

«Πώς είσαι, παλιόφιλε;» ρώτησε ο Γκαρθ. «Ακόμα σε πονά το κεφάλι;» Ο Κάπτεν Μπλακ γρύλισε, ρουθούνισε και έξυσε το τσιμεντένιο δάπεδο

με τα πόδια του. «Ήσουν κακό γουρούνι, Κάπτεν Μπλακ», είπε ο Γκαρθ. «Μπορεί να μην

έφταιγες εσύ, ήσουν, όμως, κακό γουρούνι. Σκότωσες το Ραούλ ία ο Ραούλ σ' αγαπούσε, φιλαράκο. Σ' αγαπούσε τόσο που δεν άφησε κανέναν να σε πειρά-ξει, ακόμα ία όταν γνώριζε ότι πέθαινε. Ουδείς άλλος ερευνητής είχε μεγα-λύτερη αγάπη δια ζώον».

Ο Κάπτεν Μπλοκ τίναξε το κεφάλι του εκνευρισμένος. Οι επίδεσμοι του ήταν βρόμικοι, παρόλο που η ομάδα των κτηνιάτρων τους είχε αντικαταστήσει αργά την προηγούμενη νύχτα, ενώ εκείνος ήταν μισοκοιμιομένος από τη μεθοεξιτόνη. Το κεφάλι του θα θεραπευόταν ολοκληρωτικά μέσα σε μερικές μέρες ' οι επίδεσμοι ήταν κυρίως για προστασία. Κατά τη διάρκεια της εγχεί-ρισης είχαν ξυρίσει τις γουρουνότριχές του, είχαν τραβήξει πίσω ένα μεγάλο φύλλο από το δέρμα του κεφαλιού του και είχαν κάνει στο κρανίο του μια τομή

192

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

σχεδόν δώδεκα τετραγωνικών εκατοστών. Έτσι είχαν κατορθώσει να αποκτή-σουν πρόσβαση σε όλες τις κύριες συνάψεις, που ήθελαν να επανακωδικο-πστήσουν. Όταν είχαν τελειώσει, είχαν κυριολεκτικά κολλήσει την «καταπα-κτή» στη θέση της, χρησιμοποιώντας μια ισχυρή χειρουργική κολλητική ουσία, είχαν ράψει το φύλλο του δέρματος και είχαν τοποθετήσει τα καθιερωμένα μη κολλητικά, αντισηπτικά υλικά επίδεσης.

Ο Γκαρθ πλησίασε ακόμα κοντύτερα στο γουρούνι, Η καρδιά του εξακο-λουθούσε να χτυπά αργά. ακανόνιστα και μπορούσε σχεδόν να φανταστεί την ασταθή γραμμή που θα δημιουργούσε στην οθόνη ενός ηλεκιροκαρδιογρά-φου. ΜπΛχπ — μπλιπ— μπλιππ — μπλιπ. Μπορούσε πλέον ν' ακούσει το γουρού-νι ν' ανασαίνει, να τραβά και να βγάζει σφυριχτά τον αέρα, την ανάσα του να κολλά ελαφρά στα ρουθούνια του. Μπορούσε να μυρίσει το δυσώδη αέρα που έβγαινε απ' τα πνευμόνια του Κάπτεν. Μύριζε λίπασμα, ξύδι και θάνατο. Καπ έχει πάει στραβά εδώ πέρα, είπε στον εαυτό του. Περίμενα ένα πρόθυμο και συνεργάσιμο νήπιο. Αντιθέτως, έχω έναν κακόκεφο ψυχοπαθή.

Ακόμα δεν είχε πει τίποτα στο διοικητικό συμβούλιο του Σπέλμαν. Τα μέλη του εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι η εγκεφαλική, διατομή που τους είχε φέρει ο Νέιθαν ήταν νόμιμη και είχε παραχωρηθεί έντιμα και κατόπιν αδείας. Απ' την πλευρά του, ο Γκαρθ γνώριζε ότι ποτέ ο Νέιθαν δε θα τους έδινε εν γνώσει του μια εγκεφαλική διατομή που θα είχε παρουσιάσει οποιεσ-δήποτε ενδείξεις ανωμαλίας. Είχε θυμώσει με το Νέιθαν επειδή εκείνος δεν του 'χε πει τι είχε κάνει. Δεν πίστευε, όμως, στα σοβαρά ότι για τη συμπεριφο-ρά του Κάπτεν Μπλακ έφταιγε ο Νέιθαν. Μαζί με τον Ραούλ είχαν φτάσει την έρευνα για τη συμπεριφορά των ζώων στα απώτερά της όρια: στο όριο της πιθανότητας και λίγο παραπέρα, ία ο Ραούλ είχε καταβάλει το έσχατο τίμημα.

«Έλα τώρα, φίλε», είπε ο Γκαρθ κατευναστικά. «Όλα είναι μια χαρά τώρα. Θα τα πάμε μια χαρά εμείς οι δυο».

Ο Κάπτεν Μπλακ οπισθοχώρησε μακριά του1 σχεδόν λες και φοβόταν. «Έλα τώρα», τον καλόπιασε ο Γκαρθ. «Δεν είσαι παρά ένα παιδί, σωστά;

Δεν είσαι παρά ένα παιδί. Δε θα σε πειράξω, το υπόσχομαι. Έλα τώρα. Ξέρω πως δεν είν' εύκολο. Το μόνο, όμως, που πρέπει να κάνεις, είναι να μου δεί-ξεις ότι καταλαβαίνεις. Αν σε ρωτήσω αν σε λένε Τζορτζ —το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μου γνέψεις με το κεφάλι.

»Τι λες, μπορείς να το κάνεις;» Ο Κάπτεν Μπλακ έσυρε τα πόδια του και γρύλισε. Ο Γκαρθ δεν είχε την

παραμικρή ιδέα αν τον είχε κατανοήσει ή όχι. Έπρεπε, όμως, να ξεκινήσει την προσπάθεια καθιέρωσης κάποιου είδους επικοινωνίας μαζί του' ειδάλλως, εννέα χρόνια επιμελούς ερευνητικής εργασίας, που το κόστος της ανερχόταν σε αστρονομικά ποσά θ' αποδεικνυόταν άχρηστη' KL η καριέρα του ίδιου του Γκαρθ θα τελείωνε λιγότερο βίαια από εκείνη του Ραούλ, αλλά εξίσου κατη-γορπματηίά.

193

GRAHAM MASTERTON

Ο Κάπτεν Μπλακ τον παρακολουθούσε με μαύρα αστραφτερά μάτια και κίτρινους καμπύλους χαυλιόδοντες στραμμένους προς τα πάνω. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Γκαρθ ένιωσε πραγματικά τρομαγμένος. Είχε δει τον Κάπτεν Μπλακ να ξεσκίζει το υπογάστριο του Ραούλ με μια τεράστια δαγκω-νιά και από κείνη τη στιγμή ζούσε με τον τρόμο ότι ο Κάπτεν Μπλακ μπορεί να έκανε και κείνου το ίδιο. Όχι τόσο εξαιτίας του πόνου, μιας ία ο Ραούλ δεν είχε αισθανθεί πολύ πόνο. Τρόμαζε στη σκέψη ότι θα μπορούσε να παρακο-λουθήσει τον ευνουχισμό του με τα ίδια του τα μάτια γνωρίζοντας ότι μάλλον ήταν ήδη νεκρός — και ότι, αν δεν ήταν νεκρός, σύντομα θα 'χε πεθάνει.

Ο Κάπτεν Μπλακ σύρθηκε όλο και μακρύτερα, στην mo σκοτεινή γωνιά του μαντριού του.

«Έλα τώρα, φιλαράκο, ας το συζητήσουμε, ε; Μπορούμε να γίνουμε φίλοι. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Ό,τι ία αν συνέβη, δεν έφταιγες εσύ. Μπορούμε ακόμα να γίνουμε φίλοι».

«Είστε καλά, δόκτωρ Μάθιους;» φώναξε η Τζένι, «Μια χαρά ως εδώ», είπε ο Γκαρθ, «Φέρεται σαν ντροπαλό παιδί. Δηλαδή

όπως ακριβώς περίμενα πως θα φερόταν». «Θα φωνάξω την ασφάλεια αν θέλετε». «Μπα. Δεν είν' ανάγκη». Βάδισε προς το μέρος του Κάχιτεν Μπλακ και άπλωσε το δεξί του χέρι, με

την παλάμη εμπρός, σε μια χειρονομία κατευνασμού και συμφιλίωσης. Ποτέ πριν δεν είχε αισθανθεί τόσο ξινισμένη τη μυρωδιά του γουρουνιού. Μόλις που μπορούσε ν' ανασάνει δίχως να του 'ρθει αναγούλα. Ήξερε, όμως, ότι έπρεπε να έρθει σε επαφή. Αρκούσε μία μόνο επαφή, για ν' αποδείξει ότι ο Ραούλ δεν είχε πεθάνει μάταια. Ένα εσκεμμένο απαντητικό νεύμα του κεφα-λιού, ένα ξύσιμο με το πόδι, οτιδήποτε.

«Πες μου, λοιπόν, τ' όνομά σου», τον καλόπιασε ο Γκαρθ. «Μήπως σε λένε Φίλιπ;»

Κούνησε αργά το κεφάλι του πέρα-δώθε. «Όχι... δε σε λένε Φίλιπ, Μήπως Κεν; Μήπως τ' όνομά σου είναι Κεν», Κούνησε ξανά το κεφάλι κι έκανε μια κατσουφιασμένιτ γκριμάτσα απογοήτευσης. «Όχι, δε σε λένε Κεν».

Ο Κάπτεν Μπλακ είχε αρχίσει να ερεθίζεται. Τα πλευρά του ανεβοκατέ-βαιναν και η ανάσα του ξεχυνόταν καυτή και δυσώδης απ' το ρύγχος του. Ο Γκαρθ διαισθάνθηκε πως του απέμεναν μόλις μερικά δευτερόλεπτα προτού ο Κάπτεν Μπλακ χάσει την υπομονή του μαζί του. Ο Κάπτεν Μπλακ μπορεί να διέθετε το μυαλό ενός αθώου παιδιού τριών ετών, αλλά διέθετε και σωματικό όγκο ικανό να μετατρέψει το θυμό ενός παιδιού σε λυσσασμένο εφιάλτη.

«Μήπως Τζορτζ;» πρότεινε ο Γκαρθ. «Μήπως σε λένε Τζορτζ;» Κούνησε το κεφάλι του π άνω-κάτω, για να δείξει στον Κάπτεν Μπλακ ότι

τ' όνομά του ήταν Τζορτζ. Η μούρη του Κάπτεν Μπλακ συσπάστηκε λίγο, όμως το γουρούνι δεν

194

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

έκανε καμία απόπειρα να τον μιμηθεί, «Έλα, Τζορτζ», είπε ο Γκαρθ. «Σε λένε Τζορτζ ία έμενες με τον μπαμπά,

τη μαμά και τις δυο σοιι αδερφές, έτσι δεν είναι; Τη μια σου αδελφή την έλε-γαν Έμιλι και την άλλη Λίζα».

Για μια σιιγμή ο Κάπτεν Μπλακ παρέμεινε σχεδόν ακίνητος' έπειτα, απρόσμενα, χαμήλωσε το κεφάλι του. Τα μεταξένια μαύρα αυτιά του έπεσαν και κάλυψαν τα μάτια του, κρύβοντάς τα από τον Γκαρθ.

«Ήσασταν η Έμιλι, η Λίζα και συ, σωστά; Και μένατε στην οδό Βέρνον;» Απ' τη στιγμή που ο Νέιθαν του είχε αποκαλύψει την προέλευση της εγκε-

φαλικής διατομής, ο Γκαρθ είχε αγοράσει όλα τα περασμένα τεύχη της Σίνταρ Ράπιντς Γκαζέτ που σχετίζονταν με την υπόθεση Πίρσον και τα είχε ξαναδιαβάσει τρεις και τέσσερις φορές. Γνώριζε οτιδήποτε είχε τυπωθεί στα μέσα ενημέρωσης σχετικά με το μικρό Τζορτζ Πίρσον ία είχε σκοπό να μιλή-σει με τους γείτονες, τους δασκάλους και τους φίλους των Πίρσον (αν είχαν). Από κάθε άποψη, ο Κάπτεν Μπλακ ήταν τώρα πια ο Τζορτζ Πίρσον ή μια γου-ρουνίσια έκδοσή του κι όσο περισσότερα μπορούσε να μάθει για κείνον, τόσο ευκολότερα θα επικοινωνούσε μαζί του.

«Τζορτζ», είπε ο Γκαρθ, πολύ απαλά, πλησιάζοντας τον Κάπτεν Μπλακ τόσο πολύ, που μπορούσε να νιώσει την ανάσα του. «Ξέρω ότι σε τρόμαξαν... Ξέρω ότι σου 'κανανκακό. Ολα, όμως, είν εντάξει τώρα. Είσαι διαφορετικός, 8α αισθανθείς διαφορετικά. Ομως ό,τι κι αν συμβεί, εξακολουθείς να 'σαι ο Τζορτζ. Είσαι ακόμα το ανοράκιτης μαμάς σου».

Έπιασε το αυτί του Κάπτεν Μπλακ κι άρχισε να το μαλάσσει με τα δάχτυ-λά του. «Εμείς οι δυο έχουμε περάσει ένα σωρό πράγματα μαζί, έτσι δεν είναι; Σ' ανάθρεψα, σε μεγάλωσα, σε τάισα. Και τώρα απέκτησες και ψυχή. Ανθρώπινη ψυχή. Θέλω να τα βρούμε εμείς οι δύο, να μιλήσουμε ο ένας στον άλλο. Κάποια μέρα θέλω να καταλάβεις ποιον σκότωσες όταν σκότωσες τον Ραούλ Λακουτίρ και να καταλάβεις τι είχε κάνει για σένα και τι έκανες εσύ σε κείνον και να του δείξεις το σεβασμό σου».

Συνέχισε να χαϊδεύει το αυτί του Κάπτεν Μπλακ, όμως τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, δάκρυα για το Ραούλ και σκέφτηκε: «Το μισώ τούτο το γαμη-μένο γουρούνι. Μακάρι να 'χα την εξουσία ή το κουράγιο να το θανατώσω». Τότε, όμως, ο Ραούλ δε θα τον συγχωρούσε ποτέ, αλλά θα κουνούσε το κεφά-λι του πέρα απ' τον τάφο και θα λεγε: «Για ποιο λόγο πέθανα, δικέ μου, αφού εσύ κατέστρεψες το έργο μιας ζωής;» Κι ο Γκαρθ δε θα μπορούσε να δώσει απάντηση.

Όταν ήταν πάρα πολύ νεότερος, είχε πιστέψει ότι απ' την εξωγενετική θα προέκυπτε τελικά η Θεωρία των Πάντων — η απάντηση για το Θεό, η απάντη-ση για το Σύμπαν, η απάντηση στο γιατί βρισκόμαστε εδώ. Αντίθετα, είχε μάθει ότι όσο περισσότερα ανακάλυπτε τόσο λιγότερα γνώριζε. Η εξωγενετική ήταν μια χώρα των θαυμάτων κολλημένη σ' έναν καθρέφτη, ένας κόσμος όπου τα

195

GRAHAM MASTERTON

πάντα κινούνταν προς τα πίσω κι όλα ήταν ανάποδα' ία όσα περισσότερα ανα-κάλυπτες, τόσο λιγότερα καταλάβαινες.

Στα τελευταία του γενέθλια ο Ραούλ τού είχε χαρίσει ενα αντίγραφο μιας απ' τις εικόνες του Τένιελ για την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, στην οποία το μωρό που κρατά π Αλίκη μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε γουρούνι. Από κάτω ο Ραούλ είχε γράψει, «Να φοβάσαι τα γουρούνια που δεν είναι εκείνο που φαίνονται». Τότε δεν ήταν παρά ένα τρυφερό αστείο. Αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για μια οδυνηρή πρόβλεψη του θανάτου του ίδιου του Ραούλ.

Ως υπερσύγχρονο πείραμα ε ξ ωγ ενετική ς, ο Κάπτεν Μπλακ είχε σταθεί στο ύψος του: αινιγματικός, απρόβλεπτος, ανεξήγητος και επικίνδυνος. Ιίι όπως κάθε άλλο πρωτοποριακό πείραμα που είχαν διεξάγει μαζί ο Γκαρθ και ο Ραούλ, έτσι κι ο Κάπτεν Μπλακ είχε θέσει ηθικά ζητήματα, που ήταν σχεδόν αδύνατο να απαντηθούν.

Κι όμως, κάποια μέρα κάποιος θα το είχε κάνει· και ίσως ήταν καλύτερα ποιι το είχαν κάνει εκείνοι, με τον κατάλληλο εξοπλισμό, την κατάλληλη επί-βλεψη, κάτω από τις αυστηρές οδηγίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Γκαρθ ευχόταν να 'χε κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό στη ζωή του. Θα έπρεπε να είχε ανοίξει ένα μπαρ που θα τ' ονόμαζε «Ο Δόκτωρ Μάθιους» σ' ένα νησί στην Πολυνησία, ενώ η τροπική βροχή θα χτυπούσε στη στέγη και πανέμορφες νησιώτισσες με πλακουτσωτά πρόσωπα θα γλιστρούσαν ανάμεσα στα τραπέζια. Όμως είχε διαλέξει αυτό, το 'χε κάνει καλά ία ένιωθε την ηθική υποχρέωση να το φέρει σε πέρας. Κι είχε ν' αποτελειώσει και το έργο του Ραούλ Λακουτίρ. Ήταν το Λιγότερο που μπο-ρούσε να κάνει,

Ο Κάπτεν Μπλακ σήκωσε το κεφάλι του ια απόσπασε το αυτί του από το κράτημα του Γκαρθ. Κοίταξε τον Γκαρθ με παγερή αγριότητα και γύμνωσε τα δόντια του. Ο Γκαρθ διέκρινε την αντανάκλαση του στα μάτια του Κάπτεν Μπλακ. Ένιωσε ένα συναίσθημα φόβου να φουντώνει σιγά σιγά μέσα του, οπλίστηκε, όμως, με κουράγιο κι έμεινε στη θέση του, Ο πατέρας του του είχε πει να μη δείχνει ποτέ σ' έναν οργισμένο κάπρο ότι τον φοβάται. Έτσι ία αλλιώς του κάπρου δε θα του καιγόταν καρφάκι, αλλά τουλάχιστον κανείς δε θα μπορούσε να τον κατηγορήσει ότι ήταν δειλός.

Ο Κάπτεν Μπλακ διέγραψε έναν κύκλο με το κεφάλι του, έτσι ώστε τα σάλια του σκέπασαν τις ίδιες του τις σιαγόνες κι έβγαλε έναν ήχο λες και κάποιος έσερνε έναν καναπέ κατά μήκος ενός πατώματος δίχως χαλί.

«Τζορτζ», ψιθύρισε ο Γκαρθ. «Άκουσε με, Τζορτζ, βρίσκεσαι πάλι ανάμε-σα σε φίλους. Όλα θα πάνε μια χαρά. Ξέρω ότι σου έχουν κάνει κακό. Ξέρω ότι σ' έχουν φοβίσει. Όλα, όμως, θα πάνε μια χαρά».

Ο Κάπτεν Μπλακ άφησε πάλι έναν βραχνό βρυχηθμό, βαθιά μες απ' το λαρύγγι του.

«Είσ' ακόμα ζωντανός, Τζορτζ, μέσα σ' ένα άλλο κορμί», του είπε ο Γκαρθ.

196

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Τ' αγόρι που υπήρξες είναι κάτι διαφορετικό... κάτι πολύ διαφορετικό. Όμως είσαι ακόμα ζωντανός. Μπορείς να ξαναδείς τη μαμά σου και την αδερφή σου επίσης. Μπορείς να δεις την Έμιλι».

Η αντίδραση του Κάπτεν Μπλακ σε εκείνα τα λόγια ήταν ηφαιστειακή και άμεση. Έμπηξε ένα ουρλιαχτό οργής, που έκανε το αίμα του Γκαρθ να παγώ-σει και του επιτέθηκε με τα μαύρα του πόδια να χτυπούν με δύναμη πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα. Ο Γκαρθ προσπάθησε να βγει από το δρόμο του γουρου-νιού στρίβοντας το κορμί του, αλλά το τεράστιος ώμος του ζώου συγκρούστη-κε με το γοφό του και τον έστειλε να διασχίσει το μαντρί και να χτυπήσει στον τοίχο με δύναμη.

«Γκαρθ! Γκαρθ! Τρέχα στην πόρτα!» φώναξε η Τζένι. Σαστισμένος και με κομμένη την ανάσα, ο Γκαρθ προσπάθησε να σταθεί

στα πόδια του, όμως ο Κάπτεν Μπλακ όρμησε ξανά πάνω του και τον στρίμω-ξε βίαια πάνω στη μεταλλπαί ταγίστρα του. Ο Γκαρθ ένιωσε ένα από τα πλευ-ρά του να σπάει και έμπηξε μια κραυγή πόνου. Άπλωσε το χέρι του στην άκρη της ταγίστρας, προσπαθώντας μια ακόμα φορά να σταθεί στα πόδια του, όμως η αγκαθωτή λαγώνα του Κάπτεν Μπλακ χτύπησε πάνω του, όπως χτυπά το πλευρό μιας μαούνας στην αποβάθρα κι αναγκάστηκε να βγάλει το χέρι του απ' τη μέση, για να μην του πιαστούν τα δάχτυλα. Καθώς το έκανε, ο πήχυςτου πιάστηκε στο μεταλλικό χείλος στο πλάι της τάίστρας ία οι μύες του σχίστηκαν από τον καρπό μέχρι τον αγκώνα, τόαο βαθιά που φάνηκε το κόκκαλο. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Γκαρθ δεν ένιωσε σχεδόν τίποτα- όμως στη στιγμή το αίμα άρχισε ν' αναβλύζει και γέμισε την πληγή ία εκείνος αναγκάστηκε να πιέ-σει το χέρι του με δύναμη πάνω στο στέρνο του, για να το εμποδίσει να ραντί-σει τα πάντα.

Ο Κάπτεν Μπλακ μάλλον μυρίστηκε αμέσως το αίμα, μιας και έκανε μετα-βολή στο άλλο άκρο του μαντριού και έμεινε απόλυτα ακίνητος, με το τερά-στιο του κεφάλι ορθωμένο, τα ξερά του ρουθούνια να πεταρίζουν, το βλέμμα να λάμπει.

Ο Γκαρθ κατόρθωσε να σηκωθεί τρέμοντας, με το χέρ] ακόμα πιεσμένο πάνω στο στέρνο του ία ένα λεκέ από αίμα που ολοένα απλωνόταν και μετέ-τρεπε το μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του από στεγνό γαλάζιο σε υγρό καφέ. Ο Κάπτεν Μπλακ βρισκόταν πέντε μέτρα μακριά του* η ανοιχτή πόρτα βρισκόταν περίπου στην ίδια απόσταση στα δεξιά του. Η Τζένι στεκόταν στο άνοιγμά της με το χέρι απλωμένο, και του έγνεφε να προσπαθήσει να τρέξει ως εκεί.

«Γκαρθ! Έλα, Γκαρθ! Μπορείς να τα καταφέρεις εύκολα!» Ο Γκαρθ έκανε ένα ασταθές βήμα κι έπειτα ούρλιαξε «Αααχ!» και σωριά-

στηκε στο δεξί του γόνατο. Αισθανόταν λες κι ο αστράγαλος του είχε εκραγεί. Ή ήταν σπασμένος ή άσχημα βγαλμένος και δεν μπορούσε να σηκώσει κανέ-να βάρος.

197

GRAHAM MASTERTON

Ο Κάπτεν Μπλακ στεκόταν και τον παρακολουθούσε σιωπηλός. Ακόμα και πριν απ' την εγχείρηση του έδινε την εντύπωση ότι διέθετε ανθρώπινη κατανόηση, όμως τώρα το βλέμμα του είχε μια υπολογιστική, μοχθηρή έκφρα-ση, λες και πραγματικά αναρωτιόταν τι είδους βρομοδουλειά θα μπορούσε να κάνει.

Η Τζένι προχώρησε δυο τρία βήματα μες στο μαντρί με την πρόθεση να βοηθήσει τον Γκαρθ να σηκωθεί, όμως στη στιγμή ο Κάπτεν Μπλακ τής γρύλι-σε και έξυσε το πάτωμα με τα πόδια του, βγάζοντας έναν ήχο σαν του πιάτου που το ξύνουν με μαχαίρι.

«Τζένι —μη. Κάνε πίσω», την προειδοποίησε ο Γκαρθ. «Πάτα το κουμπί του συναγερμού».

«Το έκανα ήδη. Σε μια στιγμή η ασφάλεια θα 'ναι εδώ». Ακόμα και σε περίπτωση φωτιάς ο συναγερμός δεν ηχούσε μες στο ίδιο

το χοιροστάσισ, για να μην πανικοβληθούν τα γουρούνια. Υπήρχε, όμως, άμεση σύνδεση με το κεντρικό κτίριο του ινστιτούτου και οι φύλακες χρειάζονταν μόνο λίγα λεπτά, για να φτάσουν οδηγώντας στην περιοχή του αγροκτήματος. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Κάπτεν Μπλακ είχε ήδη ξεκινήοει την επίθεσή του ενάντια στον Γκαρθ, ενώ τα σάλια έσταζαν απ' τις σιαγόνες του και τα λίγα λεπτά μπορεί να αποδεικνύονταν πάρα πολλά.

Ο Γκαρθ σύρθηκε προς την πόρτα, κάνοντας το ένα επώδυνο βήμα μετά το άλλο. Το πουκάμισο του ήταν μουλιασμένο και το αίμα έσταζε στο πάτωμα απ' τον αγκώνα του. Αρχιζε να χάνει τις αισθήσεις του. Το εσωτερικό του μαντριού φαινόταν σαν να αντηχεί και να θαμπώνει και η βρόμα του γουρου-νιού ήταν τόσο έντονη, που νόμιζε ότι θα λιποθυμούσε.

Ο Κάπτεν Μπλακ διέσχισε με πηδηχτά βήματα το νερόλακό του και στά-θηκε ανάμεσα στον Γκαρθ και την πόρτα, εξακολουθώντας να τον παρακολου-θεί, δίχως να κινείται.

Ο Γκαρθ σκέφτηκε ότι ο Κάπτεν Μπλακ επρόκειτο να τον σκοτώσει. Όχι επειδή ήταν ζώο, αλλά επειδή ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ζώο. Ο Κάπτεν Μπλακ επρόκειτο να τον σκοτώσει, επειδή ήταν οργισμένος' και ήθελε να πάρει εκδίκηση για όλα τα πράγματα που του είχαν προκαλέσει τόση οργή.

«Τζορτζ», είπε ο Γκαρθ, «σκέψου τι πας να κάνεις. Αν με σκοτώσεις, Τζορτζ, δε θ' απομείνει κανείς για να σε φροντίζει. Θα σε σκοτώσουν, Τζορτζ. Δίχως αμφιβολία. Μπορούν να συγχωρέσουν τον θάνατο ενός ανθρώπου, όχι, όμως, τον θάνατο δύο».

Ο Κάπτεν Μπλακ τίναξε το κεφάλι του και έβγαλε μια σειρά από γρυΜ-αματα που γίνονταν ολοένα και βαθύτερα,

«Μήπως προσπαθείς να μου πεις κάτι;» τον ρώτησε ο Γκαρθ. Το αίμα που είχε μουλιάσει το πουκάμισο του είχε αρχίσει να πήζει και να κολλάει, ενώ ο ίδιος έτρεμε απ' το σοκ, «Έλα, Τζορτζ, μήπως προσπαθείς να μου πεις κάτι;»

Ο Κάπτεν Μπλακ τίναξε ξανά το κεφάλι του. «Έγνεφε;» σκέφτηκε μες

198

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

στη ζάλη του ο Γκαρθ. Μήπως στ' αλήθεια προσπαθούσε να γνέψει; Άκουσε τις πόρτες στην άλλη άκρη του χοιροστασίου ν' ανοίγουν και τον

θόρυβο από αντρικές φωνές και πόδια που έτρεχαν. Δόξα τω Θεώ, η ασφάλεια είχε καταφθάσει έγκαιρα. Ήταν σχεδόν έτοιμος να σωριαστεί στο πάτωμα.

«Έλα, Τζορτζ, πες μου, τι σε τάραξε», είπε. «Είπα τπ λέξη "μαμά". Αυτό σε τάραξε;»

Ο Κάπτεν Μπλακ εξακολούθησε να τον κοιτάζει δίχως να κινείται. «Είπα "Έμιλι". Μήπως σε τάραξε αυτό;» Ακολούθησε σιγή ενός δευτερολέπτου κι έπεπα ο Κάπτεν Μπλακ έριξε

πίσω το κεφάλι του και κυριολεκτικά ούρλιαξε. Στο άνοιγμα της πόρτας εμφα-νίστηκε ένας φύλακας, κρατώντας μια καραμπίνα Μόσμπεργκ διαμετρήματος 30 χιλιοστών, ακόμα και κείνος, όμως, έκανε ένα πήδημα προς τα πίσω τρο-μαγμένος. «Χρίστούλη μου, π τον έπιασε;»

Ο Γκαρθ ύψωσε προειδοποιητικά το δεξί του χέρι. «Τζιμ — μη ρίξεις. Μη, παρά μόνο αν είναι ανάγκη. Έ φ ε ρ ε ς μαζί σου αναισθητικό όπλο;»

Ένας άλλος φύλακας φώναξε: «Ο δόκτωρ Γκούντμαν είναι εδώ με τη μεθοεξπόνη».

Ο Γκαρθ σύρθηκε λίγο κοντύτερα στην πόρτα. «Τζορτζ», είπε, «δεν ξέρω γιατί σε ταράζει το όνομα Έμιλι, όμως δε θέλω να σε βλέπω ταραγμένο. Τι θα λεγες αν έφερνα την Έμιλι να σε δει; Πώς θα σου φαινόταν;»

Ο Κάπτεν Μπλακ άρχισε ξανά να γρυλίζει. Για μια στιγμή ο Γκαρθ πίστε-ψε ότι είχε κάνει πολύ κακό υπολογισμό. Ίσως ο Κάπτεν Μπλακ να 'ταν εντε-λώς ανίκανος να τον καταλάβει. Ίσως ο Τζορτζ Πι'ρσον να είχε υποστεί τόσο μεγάλο ψυχικό τραύμα εξαιτίας της δολοφονίας του, που να στερούνταν πλέον λογικής.

Τώρα ο Γκαρθ βρισκόταν τόσο κοντά στον Κάπτεν Μπλακ, που αν το γου-ρούνι αποφάσιζε να του ορμήσει, το αναισθητικό όπλο δε θα το σταματούσε έγκαιρα. Μόνο ο φύλακας με την καραμπίνα είχε κάποια πιθανότητα να σώσει τον Γκαρθ απ' το θάνατο ή το σοβαρό τραυματισμό — εφόσον τίναζε το κεφά-λι του Κάπτεν Μπλακ στον αέρα.

Ο τεράστιος, γεμάτος αγκαθωτές γουρουνότριχες όγκος του Κάπτεν Μπλακ έκρυβε τον φύλακα από το βλέμμα του Γκαρθ, που, όμως, τον άκουσε να οπλίζει την καραμπίνα.

Και είπε, mo απαλά τούτη τη φορά: «Θα φέρω την Έμιλι να σε δει... τι λες γι' αυτό; Μήπως 0α σ' έκανε να νιώσεις καλύτερα;»

Για μια στιγμή που φάνηκε να κρατάει ώρες, ο Γκαρθ είχε πειστεί ότι ο Κάπτεν Μπλακ θα του ορμούσε ξανά. Δεν είχε, όμως, αμφιβολία ότι ο Κάπτεν Μπλακ σκεφτόταν, σκεφτόταν, έβρισκε λύσεις με το μυαλό του, ζύγιζε τις πιθανότητες.

Ο φύλακας στεκόταν με το όπλο να σημαδεύει το κεφάλι του γουρουνιού δίχως να ταλαντεύεται, κι ο Γκαρθ ήξερε ότι αρκούσε μια απειλητική κίνηση

199

GRAHAM MASTERTON

προς το μέρος του ία ο Κάπτεν Μπλακ θα ήταν παρελθόν. Η Τζένι προσπάθησε να μπει μες στο μαντρί πίσω απ' την πλάτη του φύλα-

κα, όμως ο άλλος φύλακας την έπιασε απ' το μπράτσο και είπε σιγά, «Περίμενε».

Ο Κάπτεν Μπλακ τίναξε τα αυτιά του. Έπειτα, με μεγάλη προσοχή, έκανε τρία τέσσερα βήματα προς τα πίσω, καθιστώντας σαφές ότι δεν επρόκειτο να επιτεθεί ξανά στον Γκαρθ. Έκανε μεταβολή, διέσχισε το μαντρί του πηγαίνο-ντας στην απέναντι γωνιά και στάθηκε με την πλάτη του γυρισμένη σΓ εκεί-νους. Ακόμα ία αν μπορούσε να μιλήσει, δε θα είχε τους δώσει καλύτερα να καταλάβουν πως είχε αποφασίσει ν' αφήσει ήσυχο τον Γκαρθ.

«Αυτό είναι», είπε ο φύλακας. «Μπες μέσα και πάρτον!» Στάθηκε ανάμεσα στον Κάπτεν Μπλακ και τον Γκαρθ με την καραμπίνα

υψωμένη, ενώ η Τζένι ία ο δεύτερος φύλακας όρμησαν σκυφτοί μες στο μαντρί και σήκωσαν τον Γκαρθ στα πόδια του. Ο αστράγαλος του λύγισε κάτω απ* το βάρος του και πήρε μια φριχτή κλίση, κάνοντάςτοννα ουρλιάξει απ'τον πόνο. Όμως ακόμα και τότε ο Κάπτεν Μπλακ παρέμεινε στη θέση του, δίχως να δείχνει άλλα σημάδια επιθετικότητας. Η Τζένι ία ο φύλακας κατόρθωσαν να βγάλουν τον Γκαρθ σηκωτό απ' την πόρτα, ενω ο άλλος άντρας οπισθοχω-ρούσε σταδιακά μακριά από τον Κάπτεν Μπλακ με την καραμπίνα του ακόμα υψωμένη, μέχρι που βγήκε κι εκείνος απ' το μαντρί και έκλεισε την πόρτα πίσω του με δύναμη.

Ο Γκαρθ κείτονταν στο πάτωμα τρέμοντας και αναρριγώντας, ενώ ο δόκτωρ Γκούντμαν του παρείχε τις πρώτες βοήθειες. Ο δόκτωρ Γκούντμαν ήταν ένας από τους καλύτερους χειρούργους-κτηνιάτρους του ινστιτούτου και παρόλο που δεν ήταν γουρούνι ούτε αγελάδα ούτε πρόβατο, ο Γκαρθ γνώ-ριζε ότι βρισκόταν σε πολύ ικανά χέρια. Έγειρε προς τα πίσω και ο δόκτωρ Γκούντμαν άρχισε να του επιδένει τον πήχυ, ενώ το φαλακρό του κεφάλι γυά-λιζε απ1 το φως της ημέρας που εισχωρούσε απ' τα παράθυρα και τα γυαλιά του άστραφταν πότε πότε στέλνοντας ένα καθησυχαστικό μήνυμα.

«Ήσουν τυχερός που δε σου 'κοψε καμιά αρτηρία», είπε ο δόκτωρ Γκούντμαν. «Άλλα έξι χιλιοστά και θα καλούσαμε τον ιατροδικαστή».

«Θα 'ματ μια χαρά», του είπε ο Γκαρθ με βραχνή φωνή. «Νομίζω ότι ένα απ' τα πλευρά μου έχει σπάσει, πονάω, όμως, τόσο πολύ που δεν μπορώ να καταλάβω ποιο».

«Απλά μείνε ακίνητος», είπε ο δόκτωρ Γκούντμαν. «Δεν ξέρω τι γύρευες στο μαντρί του Κάπτεν Μπλακ, Προσπαθούσες να αυτοκτονήσεις;»

«Επικοινώνησα μαζί του», είπε ο Γκαρθ. «Στ' αλήθεια κατάφερα να τον κάνω να με καταλάβει. Είμαι σίγουρος».

Ο δόκτωρ Γκούντμαν έριξε μια ματιά στην Τζένι ία έπειτα κοίταξε πάλι κάτω τον Γκαρθ. «Επικοινώνησες μαζί του; Πώς το κατάλαβες;»

«Απ' την αντίδραση του. Δεν εξαγριώθηκε παρά μόνο αφού ανέφερα τ'

200

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

όνομα της αδερφής του. Είπα "Έμιλι" ία ήταν λες ία είχα ρίξει νιτρικό οξύ σε φώσφορο. Πήρε φωτιά έτσι στα καλά του καθουμένου, δίχως καμία προειδο-ποίηση».

«Είπες "Έμιλι";» ρώτησε απορημένος ο δόκτωρ Γκούντμαν. «Πώς ήξερες ότι τ' όνομα της αδερφής του ήταν Έμιλι;»

Ακόμα και στην κατάσταση σοκ στην οποία βρισκόταν, ο Γκαρθ συνειδη-τοποίησε ότι είχε διαπράξει ένα γελοίο σφάλμα. Ήταντόοο ενθουσιασμένος απ' την ειηκοινωνία του με τον Κάπτεν Μπλακ, που είχε ολότελα ξεχάσει πως υποτίθεται ότι δε γνώριζε την ταυτότητα του δότη της εγκεφαλικής διατομής.

«Χριστέ μου - » , είπε μορφάζσντας απ' τον πόνο, «με το μαλακό τον αστράγαλο μου».

«Ω, συγγνώμη», είπε ο δόκτωρ Γκούντμαν. «Άκου — οι νοσηλευτές σχεδόν έφτασαν».

Ο δόκτωρ Γκούντμαν δεν ανέφερε ξανά τον Κάπτεν Μπλακ, ήταν, όμως, σαφές από την έκφραση του προσώπου του ότι δε θ' άφηνε το θέμα στην ησυχία του. Αν ο δόκτωρ Μάθιους γνώριζε την ταυτότητα του δότη της εγκε-φαλικής διατομής, πώς ήταν δυνατόν να μην τη γνωρίζει κανένα άλλο μέλος της ερευνητικής ομάδας —και ήταν ποια η αιτία για κάτι τέτοιο;

Μες στο μαντρί του, ο Κάπτεν Μπλακ περιφερόταν γρυλίζοντας και συγκρουόταν άσκοπα με τους τοίχους. Ο Γκαρθ ήξερε τι περίμενε ία ότι τώρα ma δε θα ηρεμούσε ποτέ, αν δεν του το κανόνιζε. Ο Κάπτεν Μπλακ ήθελε να δει την Έμιλι.

Καθώς τον έβγαζαν από το χοιροστάσιο με το φορείο, ο Γκαρθ είδε το δόκτωρα Γκούντμαν να μιλά εμπιστευτικά στη Τζένη, καλύπτοντας το στόμα με την παλάμη του. Είδε την Τζένι να γνέφει, ξανά και ξανά.

Όμως πίσω τους είδε τον τεράστιο όγκο του Κάπτεν Μπλακ που στεκόταν στα πίσω πόδια του, κατάμαυρος σαν σύννεφο καταιγίδας, μυστηριώδης, παράξενος και τρομερός, ένα πλάσμα που δημιούργησε ο ίδιος, για το οποίο έφερε τόσο την ευθύνη όσο και την έσχατη ενοχή.

Ο Λουκ καθόταν δίπλα στο κρεβάτι του νοσοκομείου της Άιρις Πίρσον επί περίπου είκοσι λεπτά, προτού εκείνη ξυπνήσει. Όταν ξύπνησε τον εξέπληξε μιας και του χαμογέλασε ασθενικά και είπε: «Γεια σου, σερίφη. Είσαι το τελευταίο άτομο που περίμενα να δω».

«Σκέφτηκα να περάσω να δω πώς είσαι». «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Μπορείς να μου δώσεις ένα ποτήρι νερό;

Έχει ξεραθεί το λαρύγγι μου εδώ μέσα». Ο Λουκ τής γέμισε ένα ποτήρι καθαρό νερό και της το έδωσε. Εκείνη ήπιε

λίγο ία έπειτα του το 'δωσε πίσω. Έδειχνε χάλια. Το πρόσωπο της ήταν ακόμα πρησμένο και μελανιασμένο και το αριστερό της μάγουλο ήταν άσχημα πλη-

201

GRAHAM MASTERTON

γιασμένο. To αριστερό της μάτι ήταν τόσο πρησμένο, που ήταν σχεδόν κλειστό. Το κεφάλι της ήταν γεμάτα επιδέσμους' το ίδιο και το δεξί της χέρι.

Παρ' όλα αυτά, εξακολουθούσε να διαθέτει εκείνη την άγρια ομορφιά που της χάριζαν οι γωνίες του προσώπού της, στιλ Κάδριν Χέπμπορν πληγωμένη, αλλά συναισθηματικά δυνατή. Σε τελική ανάλυση, σκέφτηκε ο Λουκ, δεν θα ήταν δυνατόν να καταβάλεις μια γυναίκα σαντην'Λιρις Πίρσον, παρά μόνο αν της αφαιρούσες όλη τη σάρκα μέχρι το κόκαλο.

«Αισθάνομαι καλύτερα», είπε εκείνη. «Πονάω, όμως, όπως ο Μπρερ ο Κούνελος, που τον έριξαν στη βατομουριά».

«Νόμιζα ότι ο Μπρερ ο Κούνελος βγήκε απ' τη βατομουριά δίχως μια γρα-τζουνιά».

«Ε, ίσως εκείνος να τα κατάφερε. Εγώ, όμως, όχι. Και η Μαίρη, η κακόμοιρη η Μαίρη. Έπρεπε να 'χε συμβεί σε μένα, όχι σε κείνη. Λεν είναι δυνατόν να ήθελαν εκείνη, ε;»

Ο Λουκ καθάρισε το λαρύγγι του. «Απ' ό,τι αντιλαμβάνομαι, δεν τους νοιά-ζει σε ποιον επιτίθενται».

Εκείνη του ανοιγόκλεισε τα πρησμένα μάτια της. «Ξέρεις ποιοι είναι;» «Έχω μια υποψία. Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να το σκεφτώ πάρα πολύ·

και πρέπει να σου μιλήσω. Δεν είναι ό,τι φυσιολογικά θα κατατάσσαμε στις λογικές υποψίες».

«Από ποιά άποψη, σερίφη;» τον ρώτησε. Η φωνή της ήταν ανάλαφρη σαν νερό.

«Έκανα μερικές ερωτήσεις σε κάποια μέλη της τσέχικιις κοινότητας, όπου έχουν κάποιου είδους μύθο ή θρύλο. Έχει να κάνει με μωμόγερους. . ανθρώπους που επισκέπτονταν τις αγροτικές κοινότητες στην Ευρώπη κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Ίσως και πιο παλιά. Υποτίθεται πως είχαν την δύναμη να κάνουν τα φυτά ν' αναπτύσσονται, το καλαμπόκι ν' αυγατίζει και το στάρι να ψηλώνει.

»Σ' αντάλλαγμα, όμως, ήθελαν ανθρώπινες ζωές. Ένα είδος ανθρωποθυ-σίας, πιστεύω».

Η Αιρις παρέμεινε σιωπηλή και δάγκωσε το χείλι της. Αναζητούσε στο πρόσωπο του Λουκ την αλήθεια των όσων της έλεγε. Τα έλεγε για να την κάνει να αισθανθεί καλύτερα- ή, μήπως, τα 'λεγε για να την ξεγελάσει;

«Θυμάσαι την εικόνα στον τοίχο του Τέρι;» της είπε. «Τον άντρα που ήταν μασκαρεμένος σαν θάμνος;»

Εκείνη ξεροκατάπιε ία έγνεψε καταφατικά. «Κατά την άποψή μου, ήταν μια πολύ καλή αναπαράσταση ενός από τους

μωμόγερους... του αρχηγού τους απ' ό,τι υποψιάζομαι. Έχει ένα σωρό ψευ-δώνυμα, αλλά οι τσέχοι τον λένε Πράσινο Τζάνεκ».

«Ο Πράσινος Ταξιδευτής», ψιθύρισε η Άιρις. «Ναι», είπε ο Λουκ και τώρα, ήξερε ότι τελικά κατέληγε κάπου. «Να γιατί

202

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ο Τέρι είχε καρφώσει στον τοίχο όλα εκείνα τα διαγράμματα με τις σοδειές ία όλους εκείνους τους μετεωρολογικούς χάρτες. Όταν ο καιρός είναι κακός και φαίνεται ότι οι σοδειές θα 'ναι φτωχές, τότε είναι που έρχεται ο Πράσινος Τζάνεκ και χτυπά τις πόρτες, για να δει αν κανείς από τους ντόπιους αγρότες επιθυμεί να κλείσει μια συμφωνία μαζί του».

Η Άιρις ανατρίχιασε, ανατρίχιασε, αλλά δεν είπε κουβέντα. Ο Λουκ άπλωσε το χέρι του πάνω απ' το κρεβάτι και έπιασε το δικό της

χέρι. «Πρέπει να μάθω τι συνέβη εκείνη τη νύχτα, Άιρις». «Ήδη μίλησα σε δύο αστυνομικούς», του είπε. «Το ξέρω. Είδα την αναφορά τους. Όμως νομίζω ότι συνέβη κάτι που κρα-

τάς κρυφό». Το βλέμμα της πετάχτηκε γρήγορα πέρα-δώθε. «Γιατί το λες αυτό;» «Γιατί ο λαϊκός μύθος λέει ότι ο Τζάνεκ είναι μισός άνθροιπος και μισός

ένα είδος ζωντανού δέντρου. Φαίνεται απίθανο, ε; Φαίνεται γελοίο. Όμως οι αστυφύλακες μάζεψαν απ' την αυλή σου επτά τσουβάλια φύλλα ευρωπαϊκής δάφνης, αμέσως μετά την επίθεση στην αδερφή σου. Επτά τσουβάλια - όμως στην αυλή σου δεν υπάρχουν τέτοιου είδους δαφνόδεντρα ούτε στη διπλανή αυλή ούτε πουθενά στη γειτονιά. Για την ακρίβεια, το κοντινότερο δαφνόδεντρο που καταφέραμε να εντοπίσουμε βρίσκεται στο Πάρκο Νοελριτζ στη λεωφόρο Κόλινς».

Σταμάτησε και της έσφιξε το χέρι, σε μια προσπάθεια να της δείξει ότι μπορούσε να τον εμπιστευτεί. «Ο λαϊκός μύθος λέει ακόμα ότι επειδή ο Τζάνεκ είναι μισός άνθρωπος και μισός δέντρο, έχει ανάγκη από ανθρώπινα σπλάχνα για να επιβιώσει. Είχαν βγάλει τα σπλάχνα της κακόμοιρης της Μαίρη. Κάποιος άλλος, ένας Τσέχος μεταφραστής που ασχολούνταν για λογαριασμό μου με τα σημειωματάρια του Τέρι, λοιπόν, απ' ό,τι φαίνεται έβγα-λε ο ίδιος τα σπλάχνα του, για να μην του τα πάρει ο Τζάνεκ».

Ο Αουκ παρακολουθούσε κάθε λεπτομέρεια στις αντιδράσεις της Άιρις· κάθε τρεμοπαίξιμο των ματιών της, κάθε νευρικό γλείψιμο των χειλιών. Όποιος δεν είχε διαπιστώσει από μόνος του ότι ο θρύλος του πράσινου Τζάνεκ ήταν κάτι παραπάνω από θρύλος, δε θα τον είχε πιστέψει ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Τώρα, όμως, ήταν βέβαιος ότι η Άιρις ήταν μάρτυρας πολύ περισσοτέρων πραγμάτων απ' όσα είχε πει στους αστυνομικούς του Τζον Χάζμπαντ. Το μόνο που τους είχε πει ήταν: «Ήταν σκοτεινά.,, κάποιος με χτύ-πησε μ' ένα κλαδί. Όταν συνήλθα, είχε καταφθάσει η αστυνομία»,

«Το έχω σκεφτεί πολύ, Άιρις», είπε ο Λουκ. «Είναι απίθανο, ία όμως, συμ-βαίνει. Ο καιρός είναι άστατος, οι προβλέψεις για τις σοδειές πολύ κακές. Πρώτα ο Τέρι σκοτώνει τον Τζορτζ και τη Λίζα· έπειτα ο Λίος Πόνικαν αυτο-κτονεί' ύστερα η Μαίρη σου σκοτώνεται και 'κείνη. Εσύ δέχτηκες επίθεση με κάποιου είδους θάμνο και το ίδιο συνέβη και σ' έναν απ' τους βοηθούς μου».

«Και σ' έναν απ τους βοηθούς σου;» ρώτησε η Άιρις με γουρλωμένα μάτια.

203

GRAHAM MASTERTON

«Ερευνούσε μια τροχαία παράβαση. Του επιτέθηκε ένας ψηλός, χλομός τύπος με λευκό αδιάβροχο κι έπειτα κάποιοι τον μαστίγωσαν στο πρόσωπο με ένα θάμνο ή ένα κλαρί. Οι γιατροί λένε ότι ήταν το ίδιο είδος θάμνου που προ-κάλεσε και τα δικά σου τραύματα»,

«Είναι καλά;» ρώτησε η Άιρις. «Έχασε την όραση του. Λυπάμαι που το λέω». Για πολλή, πολλή, ώρα η 'Αιρις δεν είπε λέξη, όμως ο Λουκ καταλάβαινε

ότι σκεφτόταν έντονα. «Άιρις», της είπε, «εκείνοι οι τύποι είναι ακόμα ελεύθεροι. Ό,τι έκαναν σε

σένα και στην αδερφή σου θα το κάνουν και σε κάποιους άλλους. Πρέπει να τους βρούμε, είτε είναι πραγματικοί είτε μυθικοί είτε ποιος ξέρει τι».

Η Άιρις ξεροκατάπιε. Έπειτα είπε: «Της είπα να μη φέρει εκείνα τα μπρόκολα στο σπίτι».

«Ποιανής; Ποια έφερε τα μπρόκολα στο σπίτι;» «Η Μαίρη — π Μαίρη τα 'φερε». Και με μια ξαφνική, σχεδόν υστερική βια-

σύνη συνέχισε: «Της είπα ότι δεν έπρεπε να υπάρχει τίποτε πράσινο, όμως εκείνη είπε ότι δεν πείραζε. Έ φ ε ρ ε μπρόκολα κι ελιές κι ένα σωρό πράγμα-τα και δεν έβγαλε απ' τις κονσέρβες τις ετικέτες που είχαν πράσινο επάνω».

«Πες μου τι σημασία έχει αυτό», είπε ο Λουκ Τον κοίταξε απελπισμένα. «Είναι ο μόνος τρόπος για να τον κρατήσεις απ'

έξω, έτσι έλεγε πάντοτε ο Τέρι. Έτσι και κρατώντας τα παιδιά ήσυχα». «Κρατώντας τα παιδιά ήσυχα; Έτσι έλεγε ο Τέρι; Λεν το 'χες αναφέρει

νωρίτερα». «Λε νόμιζα ότι σήμαινε — » Σταμάτησε. Ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να κάνει τον εαυτό της να

προφέρει τις λέξεις «να τα σκοτώσεις». «Είχε, όμως, πει σαφώς ο Τέρι πως, αν ερχόταν ο Πράσινος Ταξιδευτής,

ο μόνος τρόπος για να τον κρατήσετε έξω θα 'ταν να κρατήσετε τα παιδιά ήσυχα; Εκείνα ήταν τα πραγματικά του λόγια;»

Η Άιρις έγνεψε καταφατικά. «Οα το κατέθετες στο δικαστήριο; Θυμήσου —δε θα 'σουν υποχρεωμένη

να το κάνεις. Η σύζυγος δεν είναι υποχρεωμένη να παρέχει αποδεικτικά στοι-χεία εναντίον του συζύγου της».

Εκείνη έγνεψε ξανά. «Έπειτα απ' ό,τι έκανε στη Λίζα και το μικρό Τζορτζ —» Ο Λουκ της έσφιξε άλλη μια φορά το χέρι. «θέλω να σου πω και κάτι

ακόμα, Αιρις. Το πρωί ύστερα απ την επίθεση σε σένα και τη Μαίρη πήγα να δω την Έμιλι στο σπίτι των Τέρπστρα. Μου είναι δύσκολο να το εκφράσω με λόγια, αλλά δε φέρθηκε όπως θα περίμενα να φερθεί. Λεν έδειχνε ιδιαίτερα σοκαρισμένη ή ταραγμένη. Πα την ακρίβεια, θα μπορούσα ακόμα και να πω ότι ουσιαστικά δεν νοιαζόταν για το τι σου είχε συμβεί».

«Λεν μπορώ να το εξηγήσω», είπε η Αιρις.

204

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Μπορεί να οφειλόταν σε ψυχολογικό τραύμα. Μίλησα με την παιδοψυχολόγο που χρησιμοποιούμε στις περιπτώσεις ανηλίκων και μου είπε ότι μερικά παιδιά κρατούν τη στενοχώρια τους θαμμένη μέσα τους για εβδο-μάδες, για να μην πούμε μήνες. Η Έμιλι υπήρξε μάρτυρας καταστάσεων που θα 'χαν κάνει τους περισσότερους ενήλικες να μισοτρελαθούν.

«Από την άλλη, έχοντας μιλήσει ο ίδιος μαζί της, προσωπικά δε νομίζω ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο».

Η Αι ρις έστρεψε το κεφάλι της απ' την άλλη. Δίπλα απ' το κρεβάτι ήταν τοποθετημένο ένα ψηλό βάζο με π ορτοκαλο κίτρινες γλαδιόλες και έξι-επτά κάρτες με περαστικά. Υπήρχε επίσης και μια κάρτα με μαύρο περιθώριο που έγραφε «Συλλυπητήρια για το πένθος σας».

«Πες μου τι συνέβη, 'Αιρις. Πρέπει να ξέρω», είπε ο Λουκ. Επί σχεδόν μισό λεπτό π Άιρις δεν είπε κουβέντα, όμως ο Λουκ γνώριζε

πότε να περιμένει και να κρατά το στόμα του κλειστό. Έξω από το παράθυρο του νοσοκομείου τα σύννεφα ήταν βαριά, γκρίζα και άμορφα. Ήταν μια μέρα δίχως σιαές· και μάλλον θα έφερνε βροχή.

«Θα μπλέξει η Έμιλι;» ρώτησε τελικά η 'Αιρις. «Και βέβαια όχι. Είναι μόνο έντεκα ετών», «Λε θα προσπαθήσουν να μου την πάρουν;» «Για ποιο λόγο; Δεν είσαι η φυσική της μητέρα;» Εκείνη δίστασε για ένα ακόμα λεπτό ία έπειτα είπε: «Αν δεν υπάρχει τίπο-

τε πράσινο μες στο σπίτι, τότε εκείνος δεν μπορεί να μπει μέσα, ακόμα κι αν χτυπά μέρα-νύχτα. Αν, όμως, υπάρχει κατι πράσινο, τότε μπορεί, αρκεί να τον προσκαλέσουν».

«Μήπως προσπαθείς να μου πεις ότι π Έμιλι τον προσκάλεσε;» «Ναι», απάντησε η Αιρις. Ο Λουκ ξεφύσηξε με θόρυβο. «Το φαντάστηκα πως ίσως το 'χε κάνει. Οι

Τσέχοι με τους οποίους μίλησα μου είπαν ότι συνήθως τον Τζάνεκ τον προ-σκαλούν μέσα τα εγγόνια του».

«Νομίζεις ότι —» «Εσύ η ίδια μού είπες ότι δυο μήνες μετά το γάμο σας ο Τέρι σε πήγε να

δεις τον πατέρα του στο Ντε Μόιν. Έτσι δεν είναι; Και είπες ότι μετά άλλαξε, ότι συνεχώς μιλούσε για τη Βίβλο και το κακό αίμα ία έλεγε ότι δεν έπρεπε να είχατε κάνει παιδιά. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να κάνει κάτι τέτοιο, αν ο πατέρας του δεν του είχε πει κάτι που να τον κάνει να φοβάται τις συνέπειες του ν' αποκτήσει παιδιά;»

«Δεν ξέρω. Απλά δεν ξέρω». «Είπες ότι γνώρισες τον πατέρα του. Γνώρισες ποτέ τη μητέρα του;» «Όχι, ποτέ. Πέθανε προτού πρωτογνωριστούμε με τον Τέρι». «Μήπως ξέρεις πώς;» Η "Αιρις κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Ο Τέρι δε μου είπε ποτέ».

205

GRAHAM MASTERTON

Ο Λουκ έγειρε πίσω. «Γιατί δε μου λες τι συνέβη, Άιρις... τη νύχτα που σκοτώθηκε η Μαίρη; Τα πάντα».

Με χαμηλή, διστακτική φωνή, με το βλέμμα κατεβασμένο, η Άιρις διηγή-θηκε στο Λουκ πώς νόμιζε πως ονειρευόταν. Του διηγήθηκε για τον άντρα με το λευκό αδιάβροχο, που στεκόταν στην αυλή. Του διηγήθηκε για τον άνεμο που σηκωνόταν και για τα φύλλα που παράσερνε. Του διηγήθηκε πώς είχε κατεβεί στο ισόγειο και είχε βρει την Έμιλι να στέκεται στο διάδρομο· και πώς η Έμιλι είχε πει: «Είναι άγιος. Είναι ο πατέρας· του Μπαμπάκα. Τον προσκά-λεσα μέσα».

Του διηγήθηκε πώς είχε προσπαθήσει να ξεφύγει. Του διηγήθηκε πώς είχε δει τον άντρα με το λευκό αδιάβροχο να κουβαλά τη Μαίρη, κατεβαί-νοντας τη σκάλα, τη Μαίρη που ήδη ήταν ξεκοιλιασμένη και ψυχορραγούσε.

Και πώς της είχε επιτεθεί εκείνο το πράγμα, που ήταν πενήντα τοις εκατό θάμνος και εκατό τοις εκατό μοχθηρία.

Ο Λουκ άκουγε δίχως να λέει κουβέντα. Αφού εκείνη τέλειωσε, την κοί-ταξε επίμονα, παρακολουθώντας το βλέμμα της, παρακολουθώντας τοντρόπο που έπαιζε νευρικά με το σεντόνι της. Ένα ερώτημα εξακολουθούσε να παραμένει αναπάντητο και ήταν το σημαντικότερο ερώτημα απ' όλα,

«Αλήθεια χαίρομαι που αποφάσισες να μου τα πεις όλα τούτα, Αιρις», της είπε. «Θα με βοηθήσουν πάρα πολύ και το εκτιμώ. Αντιλαμβάνομαι ότι δε σου ήταν εύκολο».

Η Άιρις ξεροκατάπιε, έγνεψε και είπε: «Λεν πειράζει, σερίφη». «Ένα πράγμα μόνο», είπε ο Λουκ. «Γιατί δε μας είπες νωρίτερα τίποτα απ'

όλα αυτά;» «Λεν ήθελα να ξέρετε ότι η Έμιλι τούς έβαλε μέσα». «Αυτό είν όλο;» «Λεν ήθελα ούτε η ίδια να τα πιστέψω. Ήταν τόσο παράξενα. Τόσο φρι-

κιαστικά. Τ' αναλογίζομαι ξανά και ξανά και δεν μπορώ να τα πιστέψω, πρέ-πει, όμως, μιας και συνέβησαν στ' αλήθεια».

Ο Λουκ σηκώθηκε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. «Θα πρέπει να προσπαθήσεις να το πιστέψεις, Άιρις, επειδή ία εγώ το πιστεύω ακόμα ία αν ο υπόλοιπος κόσμος νομίζει ότι μας έχει λασκάρει η βίδα. Και, άκου με, θα τους βρω εκείνους τους τύπους. Θα τον βρω τον Πράσινο Ταξιδευτή σου- και τότε θα πληρώσει το τίμημα των όσων έκανε».

Πήρε το καπέλο του απ' το κομοδίνο και βάδισε γύρω απ' το κρεβάτι με κατεύθυνση προς την πόρτα. Την τελευταία στιγμή, όμως, σταμάτησε.

«Ένα μόνο πράγμα μού παιδεύει το μυαλό», είπε στην'Αιρις. «Γιατί άραγε, νομίζεις, δε σκότωσαν ία εσένα;»

Η Άιρις ήταν ήδη χλομή, τώρα, όμως, χλόμιασε ακόμη περισσότερο. Το αίμα είχε εγκαταλείψει τα χείλη της, κάνοντάς τα να φαίνονται σχεδόν μπλα-βιασμένα.

206

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Τι εννοείτε;» ψιθύρισε. «Ο λαϊκός μύθος λέει ότι ο Πράσινος Τζάνεκ αρπάζει όλα τα σωθικά στα

οποία μπορεί να βάλει χέρι. Παρ' όλα αυτά δεν άρπαξε τα δικά σου». «Όχι. Λεν ξέρω γιατί». «Άιρις... σε πειράζει να σοιτ κάνω μια πραγματικά αδιάκριτη ερώτηση;

Σύμφωνα με το λαϊκό μύθο, ο Πράσινος Τζάνεκ προσπαθεί συνεχώς να διαι-ωνίσει τη γενιά του, αν με καταλαβαίνεις... γεννά συνεχώς όλο και περισσότερους απογόνους, ώστε να υπάρχουν πάντα εγγόνια για να του ανοί-ξουν την πόρτα... να υπάρχουν πάντα άνθρωποι με τους οποίους να τραφεί».

«Έτσι είναι;» ρώτησε η Άιρις, που το πρόσωπο της εξακολουθούσε να είναι πανιασμένο.

«Έτσι λέει ο λαϊκός μύθος ία έχουμε διαπιστώσει από μόνοι μας ότι ένα μεγάλο μέρος του θα μπορούσε να είναι κάτι παραπάνω από παραμύθι, έτσι δεν είναι; Η πραγματικά αδιάκριτη, λοιπόν, ερώτηση που πρέπει να σου κάνω, Άιρις, είναι η εξής: εκείνη τη νύχτα που σκοτώθηκε η αδερφή σου, π Μαίρη, μήπως υπέστης οποιαδήποτε κακοποίηση; Μήπως έγινε κάποια απόπειρα για ανάρμοστη πράξη ή βιασμό;

«Μπορεί να υπερβαίνω τα επιτρεπτά όρια, Άιρις, αλλά πρέπει να λάβω υπόψη την πιθανότητα ότι ο Πράσινος Τζάνεκ ίσως σ' άφησε να ζήσεις επει-δή έλπιζε ότι θα γεννήσεις το παιδί του».

Η Άιρις δεν απάντησε, ούτε κινήθηκε. Στα κατάχλομα, μελανιασμένα της μάγουλα, όμως, άρχισαν να κυλούν διάφανα, αστραφτερά δάκρυα και να στά-ζουν πάνω στο σεντόνι. Την ίδια σηγμή διάφανες, αστραφτερές σταγόνες βροχής άρχισαν να χτυπούν ελαφρά πάνω στο τζάμι του παραθύρου. Πλησίαζε ία άλλη κακοκαιρία· ία άλλες σοδειές θα ισοπεδώνονταν. Κι άλλοι αγρότες θα 'ταν πρόθυμοι να ρισκάρουν να δεχτούν κάθε προσφορά βοηθείας που μπορεί να ερχόταν να τους κτυπήσει την πόρτα.

207

.9.

Ο Νέιθαν άφησε κάτω το ακουστικό. Ο πατέρας του, που στέγνωνε τα πιάτα στην κουζίνα, φώναξε: «Απ' το συνεργείο ήταν; Καιρός ήταν να τελειώσουν εκείνο το αναθεματισμένο βάψιμο».

«Όχι», είπε ο Νέιθαν και επέστρεψε στην κουζίνα βλοσυρός. «Συνέβη ία άλλο δυστύχημα με κείνο το γουρούνι στο Ινστιτούτο Σπέλμαν. Τραυματίστηκε ο Γκαρθ».

«Ω, Θεέ μου. Είναι σοβαρά;» «Αρκετά άσχημα. Έχει σκισμένο μπράτσο, ένα σπασμένο πλευρό, σπα-

σμένο αστράγαλο, κάμποσες μελανιές. Ωστόσο έχει τις αισθήσεις του· κι απ' ο,τι φαίνεται θα γίνει καλά».

«Όμως εσύ νομίζεις ότι το φταίξιμο είναι δικό σου; Έτσι;» Ο Νέιθαν κοίταξε τον πατέρα του. Κανένας απ' όσους τον γνώριζαν για

πρώτη φορά δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι εκείνος ο κεφάτος ασπρομάλλης εβδομηνταδυάχρονος με το σπινθηροβόλο βλέμμα, παρ' ολίγο να πεθάνει πάνω στο χειρουργικό τραπέζι ία ότι είχε σωθεί μόνο και μόνο χάρη σε μια ανατριχιαστικά ριψοκίνδυνη εγχείρηση μεταμόσχευσης. Τον πρόδιδαν μόνο η μπάκα του, η πελιδνότητα της επιδερμίδας του και οι σακούλες γύρω απ' τα μάτια, δηλαδή οι παρενέργειες των στεροειδών.

Ο Μόουζες Γκριν είχε κοιτάξει τον Θεό κατ απρόσωπο, αρκετά κοντά για να νιώσει την ανάσα Του· και δεν Τον είχε φοβηθεί. Ωστόσο κάθε μέρα ευχα-ριστούσε τον Παντοδύναμο, που η πρώτη ακρόαση μαζί Του είχε αναβληθεί για λίγο και που του είχε χαριστεί η ζωή, για να περάσει μερικά ακόμα χρόνια μαζί με το Νέιθαν και τον Ντέιβιντ. Τον χρειάζονταν εδώ. Να γιατί ο Θεός τού

208

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

είχε χαρίσει τη ζωή. Ο Νέιθαν εξακολουθούσε να είναι υπερβολικά ευάλω-τος. Εξακολουθούσε να ρίχνει στον εαυτό του το φταίξιμο για ό,τι είχε συμβεί στη Σούζαν και τον Άαρον και σχεδόν ήταν έτοιμος να ρίξει στον εαυτό του το φταίξιμο για ό,τι είχε συμβεί στον δόκτωρα Λακουτίρ, παρόλο που δεν υπήρχε κανένα παθολογικό ή ψυχολογικό εύρημα που να αποδεικνύει ότι η εγκεφαλική διατομή του μικρού Τζορτζ Πίροον ήταν η αιτία που ο Κάπτεν Μπλακ είχε εξαγριωθεί.

Ο Νέιθαν τα είχε πει όλα στον πατέρα του το απόγευμα της προηγουμένης, αφού είχε μιλήσει με τον Γκαρθ στο εστιατόριο «Το καμπριολέ». Ο πατέρας του τού είχε πιάσει τον καρπό και είχε πει: «Σταμάτα να αυτοτιμωρείσαι, Νέιθαν. Έκανες εκείνο που νόμιζες σωστό. Δεν είναι δικό σου το φταίξιμο για οτιδήπο-τε τραγικό συμβαίνει σε τούτο τον κόσμο, ακόμα κι αν εσύ το επιθυμείς».

Και είχε προσθέσει: «Τούτοι οι τύποι, οι επιστήμονες, γνωρίζουν τους κιν-δύνους όσων προσπαθούν να κάνουν. Δεν είναι δυνατόν να φτιάξεις ομελέτα δίχως να σπάσεις μερικά αβγά».

Ο Νέιθαν δεν είχε νιώσει και τόσο καθησυχασμένος. Ο πατέρας του τον είχε μεγαλώσει έτσι ώστε να πιστεύει ότι ένας άντρας ήταν υπεύθυνος για τις συνέπειες όλων όσα έκανε. Και τώρα ο πατέρας του είχε αλλάξει άποψη; Αραγε όταν κορόιδευες to θάνατο, μήπως σήμαινε ότι έπρεπε να κοροϊδέ-ψεις και τις αρχές σου;

«Άκου», είπε ο Μόουζες Γκριν, καθώς κρεμούσε την πετσέτα για τα πιάτα, «λυπάμαι για τον Γκαρθ. Ξέρω πως είναι φίλος σου. Μέχρι, όμως, να βγουν και να πούν ότι διαθέτουν επιστημονικές αποδείξεις ότι εσύ έφταιγες που τρελάθηκε εκείνο το γουρούνι, πάψε να αισθάνεσαι τόσο ένοχος. Ολοι είν' αθώοι μέχρι να καταφέρει κάποιος ν' αποδείξει ότι είναι ένοχοι».

Ο Νέιθαν ανασήκωσε τους ώμους και είπε «Οκέι», αν και εξακολουθούσε να αισθάνεται άσχημα. Κοίταξε τριγύρω στην κουζίνα, για να βεβαιωθεί πως είχαν μαζέψει όλα τα πιάτα. Θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικό να διατηρεί το σπίτι τόσο καθαρό όσο το διατηρούσε πάντα η Σούζαν, να γυαλίζει συνεχώς τα πάντα, να αγοράζει πάντοτε φρέσκα λουλούδια. Μπορεί ο Ντέιβιντ να 'χε χάσει τη μητέρα του, δε σήμαινε, όμως, ότι έπρεπε να μεγαλώσει σ' ένα αχούρι,

Ο Νέιθαν έσβησε το φως και πέρασαν στο καθιστικό, όπου ο Ντέιβιντ βρισκόταν ξαπλωμένος στο πάτωμα και παρακολουθούσε ατην τηλεόραση το Ηλεκτρονικό Μανούλι σε επαναληψπ. Περίσσευε ακόμα μισό μπουκάλι κόκκινο κρασί κι ο Νέιθαν έβαλε ένα ποτήρι για τον καθένα τους και κάθισε σε μια απ' τις μεγάλες, καφέ δερμάτινες πολυθρόνες που είχαν κληρονομή-σει με τη Σούζαν απ' τον πατέρα του. Η ταπετσαρία ήταν επίσης καφέ, με σχέ-δια μπλεγμένα μεταξύ τους σαν πλεξούδες από κριθάρι* και πάνω από το τζάκι υπήρχε μια κορνιζαρισμένη γκραβούρα της Ιερουσαλήμ, σε καφέ απόχρωση.

«Θες να πας να δεις τον Γκαρθ;» ρώτησε ο Μόουζες. «Θα φροντίσω εγώ

209

GRAHAM MASTERTON

rov Ντέιβιντ». «Τι τρέχει με τον Γκαρθ;» πετάχτηκε ο μικρός. «Συνέβη άλλο ένα δυστύχημα. Ο Κάπτεν Μπλακ αγρίεψε ξανά ία έσπασε

ένα απ' τα πλευρά του Γκαρθ». «Μπαμπά —» άρχισε να λέει ο Ντέιβιντ, αλλά ο Νέιθαν ύψωσε το χέρι

του, κάνοντάς τον να σωπάσει. «Δεν είν' ανάγκη να μου το πεις. Δεν είναι δικό μου φταίξιμο. Το ξέρω.

Απλά αρχίζω να εύχομαι να μην είχα ανακατευτεί ποτέ μ' όλα αυτά». «Να τι θα πει ευαισθησία», είπε ο Μόουζες. «Τι θες να κάνεις, λοιπόν;

Θες να πας να δεις τον Γκαρθ ή όχι;» «Ναι, θα το ήθελα», είπε ο Νέιθαν. «Τι λες εσύ, Ντέιβιντ; ©ες να μείνεις

με τον παππού ή θες να 'ρθεις και συ στο νοσοκομείο;» «'Ει, θα έρθω», είπε ο Ντέιβιντ. «Έχω ήδη δει τούτη την ταινία ένα δισε-

κατομμύριο φορές». Ο Μόουζες άπλωσε το χέρι του ία ακούμπησε την παλάμη του στη ράχη

του χεριού του Νέιθαν. «Άκουσε με. Είσαι άνθρωπος, αυτό είν' όλο. Είσαι καλός άνθρωπος, έχεις φροντίσει το γιο σου ία έχεις φροντίσει και μένα. Δεν είναι ανάγκη να γίνεις κάτι παραπάνω. Άσε τα θαύματα για κείνους που είναι δουλειά τους να τα κάνουν».

«Βέβαια», είπε ο Νέιθαν και σηκώθηκε για να φύγει,

Ο Τέρενς Πίρσον καθόταν με το μεγάλο, γωνιώδες κεφάλι του ακουμπισμένο στον τοίχο του κελιού του, με τα μάτια μισόκλειστα και προσπαθούσε να κοι-μηθεί, προσπαθούσε να μην κοιμηθεί.

Απ' τη στιγμή που τον είχαν συλλάβει, ένιωθε λες και κάθε φως μες στην ψυχή του είχε τρεμοπαίξει και σβήσει, στερημένο από κάθε φροντίδα. Κι όμως, μια μόνη φλόγα εξακολουθούσε να παραμένει ία εκείνος ήταν αποφα-σισμένος να τη διατηρήσει όσο περισσότερο μπορούσε, όπως η τελευταία απ' τις μωρές παρθένες προστάτευε απ' τον άνεμο του πρωινού το λυχνάρι της που ήταν έτοιμο να σβήσει.

Η Έμιλι είχε ξεφύγει ια η Έμιλι έπρεπε να πεθάνει ία αφού κανείς εκτός από κείνον δε θα σκεφτόταν να σκοτώσει την Έμιλι, έπρεπε να επιβιώσει, έπρεπε να μείνει ζωντανός. Ακόμα ία αν χρειαζόταν μια ζωή.

Στο πρόσωπο του Τέρενς ήταν εμφανής η εξάντληση που του είχε δημιουργήσει ο φόνος των παιδιών του. Το πρόσωπο του πάντα φαινόταν ωχρό και κέρινο' τώρα έμοιαζε περισσότερο με νεκρική μάσκα. Το βλέμμα του ήταν ανέκφραστο απ' την εξάντληση* και τα κοκκινωπά μαλλιά του ήταν λιγδιασμέ-να και κολλούσαν στο δέρμα του κεφαλιού του. Το πηγούνι του ήταν αξύριστο και ήξερε ότι βρομούσε πολυκαιρισμένο ιδρώτα.

Δεν ήθελε να κοιμηθεί γιατί έτρεμε ότι ο Πράσινος Τζάνεκ θα 'ρχόταν

210

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

αναζητώντας τον. Δεν ήθελε να περαμείνει ξύπνιος γιατί δεν μπορούσε να χωνέψει όσα είχε κάνει1 όσα ήταν καθήκον του να κάνει. Καταράστηκε το θ ε ό . Καταράστηκε τον Πράσινο Τζάνεκ.

Και, πάνω απ' όλα, καταράστηκε την ίδια του την αδεξιότητα, που είχε γίνει η αιτία να ξεφύγει η Έμιλι. Η Έμιλι ήταν το μεγαλύτερο απ' τα εγγόνια του Πράσινου Ταξιδευτή, το πιο πονηρό, με τη μεγαλύτερη ευχέρεια λόγου, το εγγόνι που ο Τέρενς φοβόταν περισσότερο. Καταράστηκε τα πόδια του που δεν είχαν τρέξει γρηγορότερα. Καταράστηκε τη βροχή, τον άνεμο και την κακοκαιρία που τον είχε κάνει να μείνει πίσω.

Τώρα ο Πράσινος Τζάνεκ ία οι μωμόγεροί του θα βρίσκονταν στο κατόπι του, θα οσμίζονταν τον αέρα, αναζητώντας το λεπτό άρωμα του τρόμου του. Και μόνο στη σκέψη όσων θα του έκαναν, το στομάχι του συσπώταν και νευρι-κές σαρανταποδαρούσες σέρνονταν στις παλάμες των χεριών του.

Προσπαθούσε συνεχώς να θυμηθεί όσα είχε μάθει απ' τα βιβλία και τις βίβλους —όλα όσα είχε γράψει στα ημερολόγιά του, όλους εκείνους τους περίπλοκους κανόνες και τους τύπους βάσει των οποίων ήταν υποχρεωμένος να ζει ο Πράσινος Τζάνεκ. Ο οποίος είχε δημιουργηθεί σε μια εποχή όπου ο παράδεισος και η κόλαση θεωρούνταν αληθινά' όπου ο Θεός ήταν ο υπέρτα-τος κριτής κάθε φυσικού νόμου και ο Σατανάς ο αρχιτέκτων κάθε κακού. Ο Τέρενς δεν πίστευε ότι ο Τζάνεκ τού είχε χαρίσει τη ζωή από καλοσύνη, μιας και ο Τζάνεκ δε γνώριζε καμία καλοσύνη, όπως δε γνωρίζει καλοσύνη ούτε ο καιρός, η πλημμύρα ή η αμμοθύελλα.

Ήταν σίγουρος ότι ο Πράσινος Τζάνεκ δυσκολευόταν ή, μάλλον, ήταν αδύνατο να μπει σε κάποιο σπίτι δίχως να τον προσκαλέσουν. Στο κάτω κάτω ήταν ταξιδιώτης1 ένας άστεγος περιπλανώμενος, εξαρτημένος απ1 τη φιλοξε-νία οποιουδήποτε ήταν αρκετά άπληστος ή αρκετά αφελής, για να τον αφήσει να μπει. Ήξερε όπ η δυσκολία που αντιμετώπιζε ο Τζάνεκ για να μπει, αυξανόταν σημαντικά αν δεν υπήρχε τίποτε πράσινο μες στο σπίτι, ειδικά οτι-δήποτε ζωντανό και πράσινο, όπως τα φυτά.

Γνώριζε ότι η ικανότητα του Τζάνεκ να χαρίζει γονιμότητα στα γεννήμα-τα των αγροτών, συνδεόταν με τη σωματική του συνύφανση με τα δέντρα και τους θάμνους. Ο Τζάνεκ διέθετε μια υπερφυσική επιρροή παρόμοια μ' εκείνη που διαθέτουν οι αχυρένιες κουκλίτσες και άλλα μαγικά φυλαχτά της υπαί-θρου - τ η διέθετε, όμως, σε τεράστιο βαθμό. Επρόκειτο για τη «μαγεία της συγκομιδής», την ίδια, δηλαδή, υπερκόσμια δύναμη της Φύσης που οι αγρότες επικαλούνταν από τις προβιβλικές εποχές, όμως επρόκειτο για ανατριχιαστι-κά ισχυρή μαγεία της συγκομιδής.

Ο Τέρετνς, όμως, γνώριζε ότι εκείνο που χάριζε στον Πράσινο Τζάνεκ τη δυναμή του, αποτελούσε ταυτόχρονα και τη μεγαλύτερή του αδυναμία. Δε διέ-θετε δικά του εντόσθια, μόνο ρίζες και κληματσίδες ία ήταν επιτακτική η ανά-γκη του να τρέφεται με τους ίδιους του τους απογόνους, για να διατηρήσει

211

GRAHAM MASTERTON

ό,τι απέμενε απ' την ανθρώπινη φύση τοπ. Δίχως μια σιτνεχή δίαιτα αποτελούμενη από ζωντανά σπλάχνα, τα φυτά που ήταν μπλεγμένα με την ύπαρξή του σιγά σιγά θα υπερίσχυαν, ία εκείνος δε θα ήταν τίποτε παραπάνω από ένα δέντρο με μια ανθρώπινη ψυχή παγιδευμένη μέσα του.

Ακόμα και οι αρχαίοι 'Ελληνες γνώριζαν την ύπαρξη πλασμάτων σαν τον Πράσινο Τζάνεκ: τις αμαδρυάδες, που ήταν ανθρωπόμορφες θεότητες των οποίων οι ζωές ήταν αξεδιάλυτα συνυφασμένες μ' ένα συγκεκριμένο δέντρο και που, μόλις το δέντρο τους πέθαινε, πέθαιναν κι εκείνες.

Σε κάποιο από τα παλαιότερα βιβλία που είχε ανακαλύψει, ο Τέρενς είχε διαβάσει ότι «ως1 ανταμοιβήν δια τας εξυπηρετήσεις του, ο Πράσινος Ταξιδευτής ζητεί να πλαγιάσει με rnv σΰζυγον εκείνου όστις αιτείται βοη-θείας». Γνώριζε ότι ο Πράσινος Ταξιδευτής είχε τέτοιες ικανότητες, που πάντοτε η σύζυγος έμενε έγκυος και του γεννούσε γιο κι ότι έπειτα από «τρεις δωδεκάδες επί» όταν κι ο ίδιος ο γιος θα έκανε παιδιά, ο Πράσινος Ταξιδευτής θα επέστρεφε τελικά στην οικογένεια και θα τους καταβρόχθιζε όλους —εκτός απ' τη γυναίκα του γιου του, την οποία θα καθιστούσε έγκυο, έτσι ώστε να συνεχιστεί ολόκληρη εκείνη η αποτρόπαια διαδικασία.

Οι περιγραφές του 16ου αιώνα σχετικά με το θάνατο στα χέρια του Πράσινου Ταξιδευτή, ήταν πιο φρικιαστικές απ1 οτιδήποτε θα μπορούσε να φανταστεί ο Τέρενς πως ήταν δυνατόν. «Η εξαγωγή του ήπατος· η μεγαλύτε-ρα των οδυνών εστί, ως και η βρώσις του ενώπιον των οφθαλμών του θνιίσκο-ντος θύματος, αϊ κρσυγαί του οποίου προκαλοΰσιν την ορατή διόγιζωσιν και συρρίκνωσιν των πνευμόνων».

Ο Πράσινος Ταξιδευτής και η ακολουθία του συνήθως δε δυσκολεύονταν να αποκτήσουν πρόσβαση στο σπίτι όπου ζούσαν ο γιος του με την οικογένειά του — εκτός αν οι τελευταίοι ήταν ενήμεροι, όπως ο Τέρενς, για όλους τους μύθους και τους θρύλους κι είχαν λάβει όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις για να τον κρατήσουν απέξω.

Όπως και να 'χε, όμως, μες στις φλέβες των παιδιών ενός απ' τους γιους του Τζάνεκ θα έτρεχε το αίμα του ία όταν εκείνος θα ερχόταν και θα χτυπού-σε την πόρτα, πάντα θα έμπαιναν στον πειρασμό να τον προσκαλέσουν μέσα· παρόλο που ία εκείνα θα αποτελούσαν τροφή για την αποτρόπαια όρεξη του Τζάνεκ.

Κι ο Τέρενς ήταν ένας από τους γιους του. Έφερε στο μυαλό του εκείνο το απόβραδο που ο πατέρας του τού είχε

διηγηθεί όλα τα καθέκαστα. Βημάτιζε, κάπνιζε, έβαζε τ' αναθεματισμένα του δυνατά να το κάνει να φανεί όσο mo πραγματικό γινόταν. Στο βάθος τρεμόπαιζε η τηλεόραση, όπου παιζόταν Το Σόου της Μαίρη Τάιλερ Μουρ. Για κάποια άγνωστη αιτία, η κανονικότητα των όσων προβάλλονταν στην τηλεόραση βοήθησε τον Τέρενς να πειστεί ότι όλα όσα του διηγούνταν ο πατέ-ρας του ήταν αληθινά.

212

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Εκείνο το βράδυ η ζωή του είχε σχιστεί στο δύο, σαν ένα περίβλημα από ξύλο άγριο καστανιά ς, κι αποκαλύφθηκε μπροστά του όπως πραγματικά ήταν. Ασυνήθιστη, αδιανόητη και τρομερή —καταραμένη απ' το ξειανημά της. Ο πατέρας του τον είχε καταδικάσει προτού ακόμα εκείνος συλληφθεί. Κι όχι μόνο εκείνον, αλλά και τα εγγόνια του. μιας και η γενιά του Πράσινου Τζάνεκ υπήρχε μόνο και μόνο για να τρέφει εκείνον και την ακολουθία του - α π ό πατέρα σε γιο, από το ένα παιδί στο άλλο.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο Τέρενς γινόταν ολοένα πιο μανιώδης. Είχε γίνει συνδρομητής σε γραφεία συλλογής αποκομμάτων τύπου απ' το Σοσαλίτο μέχρι την Σαρασότα κι απ' το Σαν Αντόνιο μέχρι την πόλη του Νιαγάρα — αναζητώντας πάντα κομμάτια που ν' αναφέρονται σε απρόσμενα καλές συγκομιδές ή απότομες μεταβολές του καιρού, στα μικροκλίματα και τις ξαφνικές πλημμύρες. Είχε μάθει (άσχημα) τσέχικα χάρη σε μια μέθοδο Μπέρλιτζ, έτσι ώστε να είναι σε θέση να διαβάσει για την αρχαία Βοημία και όλους τους λοιμούς και τους λιμούς που είχαν ρημάξει την ανατολική Ευρώπη κατά το Μεσαίωνα.

Τα περισσότερα στοιχεία ήταν πολύ σαθρά, μερικές φορές τόσο ανυπόστατα, όσο λεπτά είναι τα ίχνη της βενζίνης σε μια λακούβα με νερό στην άκρη του δρόμου. Όμως ο Τέρενς τα 'χε ελεγξει όλα με επιμέλεια1 και τα 'χε καταγράψει. Στις 8 Μαρτίου του 1982, είχε βρεθεί ξεκοιλιασμένη μια οικογένεια αγροτών λίγο έξω απ' το Ποκατέλο του Άινταχο1 ία ένας αυτόπτης μάρτυρας είχε κάνει λόγο για τρεις η τ έσσερις αγνώστους, που είχαν θεαθεί γύρω απ' το σπίτι. Ένας τους φορούσε κουκούλα, ένας άλλος φορούσε ένα λευκό αδιάβροχο και για κάποιο λόγο κουβαλούσαν ένα θάμνο ή δέντρο· αν και μερικές φορές ο θάμνος φαινόταν να κινείται από μόνος του.

Μερικές φορές ο θάμνος φαινόταν να ιανείται από μόνος του. Εκείνα τα στοιχεία ήταν που είχαν τρομοκρατήσει τον Τέρενς περισσότερο από καθετί άλλο. Μερικές φορές ο θάμνος φαινόταννα κινείται από μόνος του.

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1987, στο Χάρντσελ, στην Κομητεία Μπρέθιτ του Κεντάια. μια μητέρα είχε βρεθεί ξεκοιλιασμένη μες στο σπίτι της, θύμα της «επίθεσης ενός μανιακού", παρόλο που η εξάχρονή της κόρη είχε γλιτώσει δίχως γρατζουνιά, Η τοπική εφημερίδα είχε αναφέρει ότι «η γυναίκα βρέθη-κε ξαπλωμένη πάνω σε ένα στρώμα από ξερά φύλλα», αν και απ' ό,τι φαινόταν δεν είχε γίνει άλλη απόπειρα να ανακαλυφθεί το γιατί" ή το τι σήμαινε — ή από πού είχαν έρθει εκείνα τα φύλλα. Ο συντάκτης της εφημερίδας είχε σχολιά-σει λακωνικά ότι «Κάποιοι έκαναν συγκρίσεις μεταξύ εκείνης της συγκεκριμέ-νης δολοφονίας και των διαβόητων φόνων που είχε διαπράξει στην Αγγλία ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης». Προφανώς προσπαθούσε να υπαινιχθεί ότι το θύμα ήταν γυναίκα χαλαρών ηθών όμως ο Τέρενς είχε εξετάσει το σχόλιο από πολύ διαφορετική σκοπιά.

Με τη βοήθεια λαϊκών μύθων και άρθρων εφημερίδων είχε ακολουθήσει

213

GRAHAM MASTERTON

την πορεία του Πράσινου Τζάνεκ κατά μήκος της Ευρώπης, χρονιά με χρονιά, αιώνα με αιώνα, από τις ρωσικές στέπες μέχρι τις πεδιάδες της Πολωνίας και την οροσειρά Τάτρα, που ανήκει στη σημερινή Δημοκρατία της Τσεχίας. Το Φεβρουάριο του 1837 ο Τζάνεκ είχε θεαθεί στη βόρειο Γαλλία· ία έπειτα, το Φεβρουάριο του 1838, κάποιοι τρομοκρατημένοι Λονδρέζοι είχαν αναφέρει πως είχαν δει ένα ον αποκαλούμενο «Ο Τζακ με τα Ελατήρια», μια τρομακτική μορφή που πετούσε στον αέρα κάνοντας τεράστια άλματα και αναπηδήσεις.

Ένας άγνωστος άρπαξε και έσχισε με τα νύχια του την Τζέιν Άλσοπ, ένα κορίτσι από το Μπέαρχαίντ Λέιν του Μπόου, τραυματίζοντας άσχημα το πρόσωπο και το λαιμό της. Εκείνη δεν είχε δει καθαρά τον κακοποιό, είπε, όμως, στους δικαστές ότι είχε δει ένα άντρα που φορούσε «κάποιου είδους κράνος και μια εφαρμοστή λευκή φορεσιά σαν νιτσεράδα. Το πρόσωπο του ήταν φρικτό, τα μάτια του ήταν τεράστιες πύρινες σφαίρες. Τα χέρια του είχαν τεράστια νύχια και ξερνούσε γαλάζιες και λευκές φλόγες».

Επί τριάντα χρόνια η αστυνομία και οι στρατιώτες καταδίωκαν τον «Τζακ με τα Ελατήρια» απ' άκρη σ' άκρη της Αγγλίας. Πάλι στο Λονδίνο, είχε ορμή-σει ξαφνικά στη Λούαι Σκέιλς, τη Ιθάχρονη κόρη ενός χασάπη απ' το Λάιμχα-ους, ενώ εκείνη βάδιζε κατά μήκος της Γκριν Ντράγκον Άλεϊ. Της είχε ξεσχί-σει το πρόσωπο και την είχε τυφλώσει. Στις 31 Αυγούστου 1888, ένας άντρας πλησίασε μια πόρνη ονόματι Μαίρη Αν Νίκαλς στο Μπαχς Ρόου, στο Ιστ Εντ του Λονδίνου, Της έκοψε το λαιμό και την ακρωτηρίασε φρικτά. Ακριβώς μια εβδομάδα μετά, ο ίδιος δολοφόνος σκότωσε την «Μελαψή» Ανι Τσάπμαν, αφού είχε τοποθετήσει τα δαχτυλίδια της και μερικά νομίσματα με προσοχή στα πόδια της. Την είχε ολότελα ξεκοιλιάσει.

Ο Τέρενς γνώριζε απέξω τα ονόματα των θυμάτων. Η «Μακρυκάνα Λιζ» Στράιντ η Κέιτ Έντοους, η πιο φρικτά ακρωτηριασμένη απ' όλες* καα η Μαίρη Κέλι. Γνώριζε επίσης ποιούς αναζητούσε η Σκότλαντ Γιαρντ: έναν «Ανατολικοευρωπαίο» —κάποιο Ρώσο γιατρό ονόματι Μιχαήλ Οστρόγκ, κάποιο πολωνοεβραίο ονόματι Κοσμάνσια ή έναν παράξενο Τσέχο ηθοποιό ονόματι Τζάνεκ Γκριζν.

Γνώριζε, επίσης, ποιος κυνηγούσε τον ίδιο. Ο πραγματικός του πατέρας: το ον στο οποίο ο σύζυγος της μητέρας του είχε πουλήσει τα εντόσθιά του πριν εκείνος καν συλληφθεί, για χάρη της σοδειάς μιας μόνο χρονιάς.

Υπέθετε πως είχε ακούσει να γίνονται mo μεγαλύτερες φρικαλεότητες μεταξύ πατέρα και γιου. Στον πόλεμο που είχε ακολουθήσει την πτώση τουκο-μουνισμού στη Βοσνία, οι αιχμάλωτοι μουσουλμάνοι είχαν υποχρεωθεί από Σέρβους να ευνουχίσουν τους ίδιους τους τους γιους με τα δόντια τους. Ήταν πραγματικά γεγονότα, με πραγματικούς ανθρώπους, καταγεγραμμένα από τους παρατηρητές του ΟΗΕ. Αυτό, όμως, δεν έκανε τον Τέρενς να νιώθει λιγότερη φρίκη για τον Πράσινο Τζάνεκ. Επειδή εκείνος ερχόταν κατόπιν πρόσκλησης, όχι δια της βίας- και ερχόταν σε όποιον τον είχε ανάγκη- ία οι

214

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

θυσίες που απαιτούσε ο Πράσινος Τζάνεκ χαρίζονταν ελεύθερα. Θυμήθηκε τον πατέρα του να κλαίει με λυγμούς και τα δάκρυα να του λεκιά-

ζουν το πρόσωπο. «Δε φανταζόμουν — έπειτα απ' όλο τούτο τον καιρό — » Θυμήθηκε πως όταν γεννήθηκε η Έμιλι είχε κλάψει με λυγμούς ία ο ίδιος'

και γνώριζε τι θα ήταν αναγκασμένος να της κάνει κάποια μέρα. Πάντα, όμως, διατηρούσε την ελπίδα. Πάντα πίστευε ότι θα ήταν σε θέση να προστατέψει την οικογένεια του —με δόλο, με προσεκτική μελέτη, με την ανάγνωση της Αγίας Γραφής και την παρακολούθηση του καιρού.

Δεν τα 'χε καταφέρει. Ίσως να 'ταν εξαρχής πολύ πάνω απ' τις δυνατότητές του. Όμως ο Τέρενς είχε βάλει τα δυνατά του· και στο τέλος δεν είχε ρίξει το φταίξιμο σε κανέναν άλλον παρά μόνο στον ίδιο του τον εαυτό, όχι στ' αλήθεια, όχι μες στην καρδιά του όπου πραγματικά μέτραγε.

Ποτέ του δεν έπρεπε να 'χε αποκτήσει παιδιά. Έπρεπε να 'χε εγκατελεί-ψει τη χώρα και να πάει να ζήσει στο εξωτερικό. Είχε μείνει, όμως, είχε παντρευτεί και είχε γίνει ο πατέρας τριών παιδιών, μιας ία είχε γεννηθεί στην Αιόβα ία είχε ζήσει εκεί για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ία ουδεμία πρόθεση είχε να πεθάνει ούτε να ταφεί αλλού.

Είχε κατορθώσει να ανακαλύψει μόνο ελάχιστες, μεμονωμένες περιπτώ-σεις παιδιών που είχαν γλυτώσει απ' τη λαιμαργία του Τζάνεκ — είτε επειδή είχαν πανικοβληθεί μόλις είχαν συνειδητοποιήσει ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο παππούς τους· ή επειδή ο Τζάνεκ είχε κάνει λάθος υπολογισμό και τα παιδιά δεν βρίσκονταν στο σπίτι. Δύο απ' τα παιδιά είχαν κλειστεί σε ψυχιατρικά ιδρύματα (ο Ράντι Τουρέιν απ' τη Βινίτα της Οκλαχόμα, το 1936 και η Καρολάιν Ντράμραϊτ απ' το Πρίτι Πρέρι του Κάνσας το 1951). Άλλα τρία είχαν καταδικαστεί για βιαιοπραγία ή φόνο: ο Τζειμς Μπίγκνορ, ο οποίος επί του παρόντος εξέτιε ποινή ισοβίων στην ομοσπονδια-κή φυλακή του Μάριον, επειδή είχε σκοτώσει μια γυναίκα στο διαμέρισμά της στο Κρεβ Κερ του Σεντ Λιαύις στην Πολιτεία του Μιζούρι ία είχε φάει τη μισή καρδιά της* η Κέρι Μπλάκμαν απ' το Κεγουάνι του Ιλινόις, που το 1966 είχε στραγγαλίσει και ξεκοιλιάσει τρία παιδιά που υποτίθεται πως φύλαγε και στη συνέχεια είχε κόψει τις φλέβες της- ο Ντέιβιντ Κολομπότι που το 1971 είχε οδηγήσει ένα κορίτσι 16 ετών σε μια καλύβα στο Μπέικερ της Μοντάνα, και αφού την είχε δέσει και την είχε φιμώσει της είχε ανοίξει την κοιλιά ενώ εκεί-νη ήταν ζωντανή και της είχε φάει ένα κομμάτι απ' τη μήτρα, μπρος στα ίδια της τα μάτια.

Στο μυαλό του Τέρενς δεν είχε απομείνει καμία αμφιβολία ότι π τρομερή όρεξη του Τζάνεκ ήταν κληρονομική1 κι ότι σχεδόν κάθε περιστατικό κανιβα-λισμού που είχε καταγραφεί στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε διαπραχθεί από απογόνους του Πράσινου Ταξιδευτή. Τουλάχιστον ένα μέλος της κακότυχης Ομάδας Ντόνερ του 1846 ήταν εγγόνι του Πράσινου Τζάνεκ. Όταν μια ομάδα διάσωσης βρήκε τελικά τους αποκλεισμένους απ' τα χιόνια μετανάστες στην

215

GRAHAM MASTERTON

οροσειρά της Σιέρα Νεβάδα, ανακάλυψε και ένα γερμανό αγρότη ονόματι Λούις Κέσεμπεργκ που έβραζε το συκώτι και τα πνευμόνια ενός αγοριού, ενώ εκεί κοντά βρίσκονταν πεταμένα ανέγγιχτα βοδινά μπούτια. Ο Τέρενς είχε ανακαλύψει ότι ο παππούς του Λούις Κέσεμπεργκ είχε δεχτεί την επίσκεψη του Πράσινου Τζάνεκ και της ακολουθίας του, αφού ένα μακρύ υγρό καλοκαί-ρι στη Βεστφαλία είχε καταστρέψει την παραγωγή της πατάτας του. Απ' τα αρχεία ενός δημοδιδάσκαλου της περιοχής προέκυψε ότι ο παππούς του Λιούις Κέσεμπεργκ και ο Τζάνεκ είχαν κάνει «eine gottlose und schreckliche Ubereinstimmung» —μια ανίερη και τρομερή συμφωνία.

Ο δημοδιδάσκαλος δεν ανέφερε ποια ήταν ακριβώς η συμφωνία, όμως ο Τέρενς είχε καταφέρει να μαντέψει έξυπνα. Μόνο ενός είδους συμφωνία θα μπορούσε να κάνει με τον Πράσινο Ταξιδευτή ένας φοβισμένος αγρότης — μια πλούσια συγκομιδή, μ' αντάλλαγμα το κορμί της γυναίκας του και τις ζωές των παιδιών του.

Ο Λούις Κέσεμπεργκ είχε ξεφύγει από τον Πράσινο Ταξιδευτή μετανα-στεύοντας στην Αμερική, δεν είχε καταφέρει, όμως, να ξεφύγει από την όρεξη που είχε ία ο ίδιος κληρονομήσει.

Ο Τέρενς είχε ονειρευτεί ια εκείνος ανθρώπινη σάρκα. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του είχε υποφέρει από φρικιαστικά όνειρα, στα οποία καταβρόχθιζε τους δύσοσμους καρπούς ανοιγμένων στομαχιών. Υγρότητα. ζεστασιά, συνδετικοί ιστοί, γλιστερή βλέννα. Ξυπνούσε πασχίζοντας να πάρει ανάσα, κάθιδρος, με μια τεράστια στύση, σίγουρος ότι τα χείλη του ήταν λεκιασμένα από αίμα και ότι το λαρύγγι του φούσκωνε από ανθρώπινο πατσά. Υπήρχε, όμως, πάντοτε κάτι στην προσωπικότητα του Τέρενς που είχε κάνει εκείνο το όνειρο να παραμείνει όνειρο και τίποτε παραπάνω. Ίσως να χε κλη-ρονομήσει πιο πολλή από την καλβηπστική αυτοπειθαρχία της μητέρας του, παρά από την αποτρόπαια φιληδονία του Πράσινου Τζάνεκ.

Ίσως η γενετική είχε τελικά βγάλει τη γενιά του Πράσινου Ταξιδευτή απ' το δρόμο της· και μια καινούργια μυθολογία ήταν έτοιμη ν' αρχίσει να ξετυλί-γεται. Μια μυθολογία mo παράξενη, ακόμη mo τρομακτική απ' οτιδήποτε είχε συμβεί μέχρι τότε.

Ο Τέρενς ήταν μισοκοιμισμένος όταν έξω από το κελί του εμφανίστηκαν ο Λουκ, τρεις φρουροί κι η διορισμένη απ' το δικαστήριο συνήγορος του, η Γουέντι Καντελάρια.

«Τέρι», είπε ο Λουκ, καθώς ένας απ τους φρουρούς πληκτρολογούσε το συνδυασμό, για να ξεκλειδώσει την πόρτα, «αν δε σε πειράζει, θα ήθελα να πούμε δυο φιλικές κουβέντες».

Ο Τέρενς ανακάθισε στην κουκέτα του, με βρόμικα μαλλιά, και μισόκλεισε τα μάτια μπρος στο απρόσμενο φως. «Με πειράζει. Δεν είμαι ανα-

216

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

γκασμένος να σου μιλήσω. Πουθενά δε λέει ότι είμαι αναγκασμένος να σου μιλήσω»,

Η Γουέντι Καντελάρια ήταν μια κοντή γυναίκα με όψη επιχειρηματία και ιτα-λιάνικο πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς, φουσκωμένα σκούρα κατσαρά μαλλιά και προτίμηση στα κατά παραγγελίαν ταγιέρ με φαρδείς ώμους και στενή φούστα.

«Τέρενς», είπε, «κάτι τέτοιο ίσως να βοηθήσει αρκετά στην υπεράσπιση σου».

«Είσαι η συνήγορος μου, έτσι δεν είναι; Πες στον Αρκούδο να μ' αφήσει ήσυχο».

Ο Λουκ χαμογέλασε. «Θέλω να σου μιλήσω για τον Πράσινο Ταξιδευτή: τον Πράσινο Τζάνεκ».

Ο Τέρενς κούνησε αποφασιστικά το κεφάλι. «Όχι, κύριε. Σε καμία περίπτωση».

Όμως η Γουέντι Καντελάρια κάθπσε δίπλα του κι ακούμπησε απαλά το χέρι της στον ώμο του. «Τέρενς... ο σερίφης μίλησε ήδη με τη γυναίκα σου. Εκείνη του είπε ότι πριν από κάμποσο καιρό —για την ακρίβεια πριν από πολλά χρόνια, και αρκετές φορές από τ ό τ ε - είχες πει πράγματα που θα μπο-ρούσαν να ληφθούν από τους ενόρκους ως απόδειξη της ενδεχόμενης πρόθεσής σου να σκοτώσεις τα παιδιά σου. Προφανώς είναι έτοιμη να επανα-λάβει τη μαρτυρία της στο δικαστήριο, ως μάρτυς κατηγορίας. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό, έτσι; Σημαίνει ότι μπορεί να δικαστείς για φόνο εκ προμελέ-της, ανθρωποκτονία πρώτου βαθμού. Και κάτι τέτοιο σημαίνει τουλάχιστον δύο συνεχόμενες καταδίκες σε ισόβια, συν ό,τι σου ρίξουν για το φόνο του Κυρίου και της κυρίας Λόφτους. Λε θα ξαναβγείς ζωντανός απ' το Φορτ Μάνπσον».

Ο Τέρενς σήκωσε το βλέμμα. Φαινόταν ναρκωμένο και απλανές. «Με την Αιρις; Μίλησες με την Άιρις;»

«Μάλιστα», είπε ο Λουκ. «Μιλήσαμε για ένα σωρό πράγματα. Τις σοδειές, τον καιρό, το πράσινο χρώμα. Μιλήσαμε για το ότι πρέπει να κρατάς τα παιδιά ήσυχα».

Ο Τέρενς αναρρίγησε και ρουθούνισε. «Θέλω να σου μιλήσω, Τέρι. Θέλω να μάθω τα πάντα για τον Πράσινο

Ταξιδευτή. Θέλω να μάθω τι σου είπε ο πατέρας σου όταν πήγες στοΝτεΜόιν να τσν επισκεφτείς Μγο μετά το γάμο σου με την Αιρις. Θέλω να μάθω γιατί σκότωσες τα παιδιά σου, Τέρν ία ακόμα ποιος σκότωσε την κουνιάδα σου».

Ο Τέρενς κοίταξε τη Γουέντι Καντελάρια και ψιθύρισε βραχνά: «Είμαι αναγκασμένος να του πω;»

«Όχι», απάντησε εκείνη. «Λεν είσαι υποχρεωμένος να πεις τίποτα απολύ-τως. Ας μιλήσουμε, όμως, οι δυο μας εδώ και τώρα σαν δικηγόρος με πελάτη, για να αποφασίσουμε αν θα ήταν καλύτερο να κλείναμε κάποια συμφωνία, μ' αντάλλαγμα τις πληροφορίες που θέλει ο σερίφης να του δώσεις».

Ο Τέρενς στριφογύρισε τα μάτια του. «Λε φοβάμαι το σερίφη Φρεντ. Λε

217

GRAHAM MASTERTON

φοβάμαι καθόλου το σερίφη Φρεντ». «Ποιον φοβάσαι, λοιπόν, Τέρενς;" Ο Τέρενς έγνεψε με το κεφάλι προς τον τοίχο. «Εκείνους. Εκεί έξω. Να

ποιους φοβάμαι», Ο Λουκ είπε: «Εκείνοι εκεί έξω δεν μπορούν να σ' αγγίξουν όσο βρίσκε-

σαι εδώ μέσα, Τέρι. Το ξέρεις. Η μόνη φυλακή που είναι ασφαλέστερη από κείνη της κομητείας Λιν, είν' π ομοσπονδιακή φυλακή στο Μάριον* και φαντά-ζομαι πως έχεις ακούσει πώς είν' τα πράγματα εκεί».

Η Γουέντι Καντελάρια στράφηκε προς τα πίσω. «Με όλο το σεβασμό, σερίφη —θα σας πείραζε να μιλήσω ιδιαιτέρως με τον πελάτη μου; Ισως καταφέρουμε να κάνουμε κάτι για το αμοιβαίο συμφέρον μας, αν απλά ξεκου-μπιστείτε από δω».

Ο Λουκ μειδίασε. «Εντάξει, κυρία Καντελάρια. Για κάθε ενδεχόμενο οι κύριοι θα έχουν το νου τους σε σας. Φωνάξτε με όταν και εφόσον».

Επέστρεψε στο γραφείο του και κάθισε στο τραπέζι. Μπροστά του βρισκόταν ένα διάγραμμα που είχε φτιάξει με πρόχειρες μολυβιές και το οποίο συνέδεε τους φόνους της Λίζα και του Τζορτζ Πίρσον με κείνους του Αμπνερ και της Ντόροθι Λόφτους, καθώς και με το θάνατο του Λίος Πόνικαν, τη δολοφονία της Μαίρη Βαν Μπόγκαν και την επίθεση εναντίον του βοηθού σερίφη Νόρμαν Γκόρμαν.

Όλα συνδέονταν μεταξύ τους όπως ένα καλοφτιαγμένο παζλ. Υπήρχε μόνο ένα πρόβλημα. Συνδέονταν όπως ένα καλοφτιαγμένο παζλ, μόνο εάν μπορούσες να πείσεις τον εαυτό σου να πιστέψει ότι περιπλανώμενοι μωμόγεροι των μεσαιωνικών μύθων είχαν κατά μυστηριώδη τρόπο ξεπροβάλ-λει στις Κέντρο δυτικές ΗΠΑ του σήμερα.

Ο Λουκ άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του και κοίταξε τι υπήρχε μέσα: ένας γαλάζιος φάκελος με τη σφραγίδα «Επιτροπή της Πολιτείας της Αιόβα για τη Χρήση Παράνομων Ουσιών»1 ένα τεύχος του Περιοδικού της Αστυνομίας με τσακισμένες τις άκρες των σελίδων, το οποίο περιελάμβανε ένα προφίλ του «νέου Σερίφη της κομητείας Λιν, της Αιόβα». Και πάνω από εκείνα τα δύο πράγματα βρισκόταν ένα κουτί με δώδεκα παστάιαα βατόμουρο, που ένα τους είχε ήδη φαγωθεί.

Τα κοίταξε ξανά για κάμποση ώρα. Μπορούσε ακόμα και να τα μυρίσει, τα φρούτα, τη ζάχαρη, τα αμύγδαλα. Έπειτα έκλεισε ξανά το συρτάρι κι έστρεψε το κλειδί. Έλα, Λουκ: είναι προδοσία να τρως ανάμεσα στα γεύματα. Η Σάλι Αν προσπαθούσε τόσο σκληρά να τον κρατά σε φόρμα. Περνούσε τόσες ώρες στην κουζίνα, φτιάχνοντάς του διαιτητικό κοτόπουλο κατσαρόλας, νόστιμα ψητά ψάρια με πιπεριά, ωμό σολωμό μαραναρισμένο με μοσχολέμονο και μυρωδικά και ψητές πατάτες γεμιστές με fromage frais.

Ακολούθησε με το μολύβι του την πορεία του διαγράμματος του. Ποιος άλλος λόγος θα μπορούσε να υπάρχει, για να επιτεθεί κάποιος στην Άιρις

218

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Πίρσον και τη Μαίρη Βαν Μπόγκαν; Ίσως κάποιος άγνωστος συγγενής του Αμπνερ και της Ντόροθι Λόφτους να 'χε αποφασίσει να εκδικηθεί την οικογέ-νεια Πίρσον. Έγραψε μια σημείωση στον εαυτό του να ελέγξει εκείνη την πιθανότητα. Ωστόσο, για ποιο λόγο κάποιος άγνωστος συγγενής να κυνηγήσει και το Λίος Πόνικαν; Εκτός απ' τον ίδιο και το Νόρμαν Γκόρμαν, κανείς άλλος δε γνώριζε ότι ο Λίος Πόνικαν μετέφραζε τις σημειώσεις του Τέρενς Πίρσον. Και για ποιο λόγο να επιτεθούν στο Νόρμαν Γκόρμαν;

Κάλυψε για μια στιγμή τα μάτια με το χέρι του, για να τα ξεκουράσει. Έπειτα, με μια απαλή, συνεχόμενη κίνηση, ξεκλείδωσε το συρτάρι του, έβγα-λε ένα παστάκι με βατόμουρο και το 'χωσε μες στο στόμα του, πριν προλάβει η συνείδησή του να αντιληφθεί τι είχε κάνει.

Ανακάθισε ία άρχισε να μασουλά και να καταπίνει με ηδονή και ενοχή. Ήταν μάταιο; είχε βαρύ σκελετό, είχε ανάγκη από κανονικό φαγητό.

Παρ' όλα αυτά, ακόμα μασούσε όταν έξαφνα τα πλαίσια με τις λάμπες φθορισμού στο ταβάνι του γραφείου του τρεμόπαιξαν και σκοτείνιασαν. Δεν μπορούσε να ναι σίγουρος, αλλά ένιωσε ότι η θερμοκρασία του περιβάλλο-ντος είχε επίσης πέσει απότομα, λες και κάποιος είχε ανοίξει ένα παράθυρο.

Πίεσε το κουμπί της ενδ ο συνεννόησης, όμως η γραμματέας του είχε ήδη φύγει. Σηκώθηκε όρθιος και βάδισε τριγύρω στο γραφείο, ενώ τα φώτα βούι-ζαν και τρεμόπαιζαν και η θερμοκρασία έπεφτε όλο και πιο χαμηλά.

Αφουγκράστηκε. Μόλις που μπορούσε να ακούσει τον ψίθυρο της κυκλο-φορίας και, πού και πού, το κορνάρισμα κάποιου αυτοκινήτου.

Ήταν όμως, βέβαιος ότι άκουγε και έναν άλλον ήχο. Έναν απίστευτα απαλό ήχο λες και κάποιος έτρεχε με μικρά βήματα, σχεδόν λες και μες στους αγωγούς του εξαερισμού έτρεχαν αρουραίοι. Μόνο που ήταν ελαφρύ-τερος, πιο κριτσανιστός.

Σχεδόν σταμάτησε το μάσημα. Κοίταξε το απομεινάρι απ' το παστάκι στο χέρι του και το πέταξε στο καλάθι των αχρήστων.

Διέσχισε το γραφείο του και άνοιξε την πόρτα. Έξω στον διάδρομο, οι λάμπες φθορισμού έλαμπαν φυσιολογικά.

Δεν ήξερε γιατί ένιωθε τέτοια ανησυχία. Απλά διαισθανόταν πως κάτι είχε καταφθάσει' κάτι πολύ δυσάρεστο - κάτι παγερό και ασυγκίνητο. Απλά διαισθανόταν πως κάτι πολύ άσχημο επρόκειτο να συμβεί.

Τη στιγμή που έκλεινε την πόρτα του γραφείου του. άρχισαν να τρεμοπαί-ζουν και τα φώτα του διαδρόμου —ενώ τα φώτα του γραφείου του επανήλθαν στη φυσιολογική τους κατάσταση. Ξανάνοιξε απότομα την πόρτα και μόλις πρόλαβε να δει μια ακανόνιστη, διαγώνια σκιά να διασχίζει τον πράσινο τοίχο στην άλλη άκρη του διαδρόμου.

Βγήκε απ' το γραφείο του κατσουφιασμένος και βάδισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κατά μήκος του διαδρόμου. Μέχρι να φτάσει είχε ιδρώσει, παρόλο που στην ατμόσφαιρα εξακολουθούσε να πλανάται μια υποψία παγωνιάς. Και

219

GRAHAM MASTERTON

προς το μέρος του ία ο Κάπτεν Μπλακ θα ήταν παρελθόν. Η Τζένι προσπάθησε να μπει μες στο μαντρί πίσω απ' την πλάτη του φύλα-

κα, όμως ο άλλος φύλακας την έπιασε απ' το μπράτσο και είπε σιγά, «Περίμενε».

Ο Κάπτεν Μπλακ τίναξε τα αυτιά του. "Επειτα, με μεγάλη προσοχή, έκανε τρία τέσσερα βήματα προς τα πίσω, καθιστώντας σαφές ότι δεν επρόκειτο να επιτεθεί ξανά στον Γκαρθ. Έκανε μεταβολή, διέσχισε το μαντρί του πηγαίνο-ντας στην απέναντι γωνιά και στάθηκε με την πλάτη του γυρισμένη σ' εκεί-νους. Ακόμα ία αν μπορούσε να μιλήσει, δε θα είχε τους δώσει καλύτερα να καταλάβουν πως είχε αποφασίσει ν' αφήσει ήσυχο τον Γκαρθ,

«Αυτό είναι», είπε ο φύλακας. «Μπες μέσα και πόρτο ν!» Στάθηκε ανάμεσα στον Κάπτεν Μπλακ και τον Γκαρθ με την καραμπίνα

υψωμένη, ενώ η Τζένι ία ο δεύτερος φύλακας όρμησαν σκυφτοί μες στο μαντρί και σήκωσαν τον Γκαρθ στα πόδια του. Ο αστράγαλος του λύγισε κάτω απ' το βάρος του και πήρε μια φριχτή κλίση, κάνοντάςτοννα ουρλιάξει απ'τον πόνο. Ομως ακόμα και τότε ο Κάπτεν Μπλακ παρέμεινε στη θέση του, δίχως να δείχνει άλλα σημάδια επιθετικότητας. Η Τζένι κι ο φύλακας κατόρθωσαν να βγάλουν τον Γκαρθ σηκωτό απ' την πόρτα, ενώ ο άλλος άντρας οπισθοχω-ρούσε σταδιακά μακριά από τον Κάπτεν Μπλακ με την καραμπίνα του ακόμα υψωμένη, μέχρι που βγήκε κι εκείνος απ' το μαντρί και έκλεισε την πόρτα πίσω του με δύναμη.

Ο Γκαρθ κείτονταν στο πάτωμα τρέμοντας και αναρριγώντας, ενώ ο δόκτωρ Γκούντμαν του παρείχε τις πρώτες βοήθειες. Ο δόκτωρ Γκούντμαν ήταν ένας από τους καλύτερους χειρούργους-κτηνιάτρους του ινστιτούτου και παρόλο που δεν ήταν γουρούνι ούτε αγελάδα ούτε πρόβατο, ο Γκαρθ γνώ-ριζε ότι βρισκόταν σε πολύ ικανά χέρια. Έγειρε προς τα πίσω και ο δόκτωρ Γκούντμαν άρχισε να του επιδένει τον πήχυ. ενώ το φαλακρό του κεφάλι γυά-λιζε απ' το φως της ημέρας που εισχωρούσε απ' τα παράθυρα και τα γυαλιά του άστραφταν πότε πότε στέλνοντας ένα καθησυχαστικό μήνυμα,

«Ήσουν τυχερός που δε σου 'κοψε καμιά αρτηρία», είπε ο δόιαωρ Γκούντμαν. «Αλλα έξι χιλιοστά και θα καλούσαμε τον ιατροδικαστή».

«Θα 'μαι μια χαρά», του είπε ο Γκαρθ με βραχνή φωνή. «Νομίζω ότι ένα απ' τα πλευρά μου έχει σπάσει, πονάω, όμως, τόσο πολύ που δεν μπορώ να καταλάβω ποιο»,

«Απλά μείνε ακίνητος», είπε ο δόκτωρ Γκούντμαν. «Λεν ξέρω τι γύρευες στο μαντρί του Κάπτεν Μπλακ. Προσπαθούσες να αυτοκτονήσεις;»

«Επικοινώνησα μαζί του», είπε ο Γκαρθ, «Στ' αλήθεια κατάφερα να τον κάνω να με καταλάβει. Είμαι σίγουρος».

Ο δόκτωρ Γκούντμαν έριξε μια ματιά στην Τζένι κι έπειτα κοίταξε πάλι κάτω τον Γκαρθ. «Επικοινώνησες μαζί του; Πώς το κατάλαβες;»

«Απ' την αντίδρασή του. Λεν εξαγριώθηκε παρά μόνο αφού ανέφερα τ'

220

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

εξακολουθούσαν να τρεμοπαίζουν κατ να βουίζουν, η ατμόσφαιρα ήταν σαφώς παγερή και ήταν σίγουρος ότι άκουγε έναν ήχο σαν ξύσιμο, σαν θρόισμα, σαν ψίθυρο, ο οποίος βρισκόταν στα όρια της ακοής του.

Κοίταξε προς τα επάνω. Ούτε και 'κει έβλεπε κανέναν. Ωστόσο αποφάσι-σε να ανεβεί δυο σειρές από σκαλιά, για να ρίξει μια ματιά,

«Μείνε μακριά απ' το κεφαλόσκαλο», είπε στην Έντνα. «Φώναξέ με αν δεις ή ακούσεις οτιδήποτε ύποπτο».

«Έγινε, σερίφη». Ο Λουκ σκούπισε το μέτωπο του με την ανάστροφη του χεριού του.

Έπειτα άρχισε να ανεβαίνει προσεκτικά τα τσιμεντένια σκαλιά, με την πλάτη να γλιστρά πάνω στον τοίχο, το όπλο υψωμένο, Σε κάθε του βήμα, τα χοντρά του παπούτσια με τις συνθετικές σόλες έβγαζαν έναν ήχο σαν σκούξιμο και κάθε φορά εκείνος τραβιόταν πίσω και αφουγκραζόταν. Αν κάποιος μπροστά του ανέβαινε τις σκάλες τρέχοντας, ήθελε να τον ακούσει.

Έφτασε στη δεύτερη σειρά σκαλιά. Κοίταξε πίσω του την Έντνα Μπουλόφσια και σχημάτισε με το δείκτη και τον αντίχειρά του έναν κύκλο, που σήμαινε «μέχρις εδώ καλά». Εκείνη κουνούσε νευρικά το 38άρι της δεξιά και αριστερά, μιμούμενη πειστικά την Τζόντι Φόστερ στη Σιωπή των Αμνών, Τον κοίταξε και του έγνεψε, παρόλο που δεν αισθανόταν άνετα για να πει οτι-δήποτε. Ο Λουκ την κοίταξε για μια στιγμή και του φάνηκε τόσο αστεία που σχεδόν χαλάρωσε. Προσευχήθηκε μόνο σιωπηλά, ότι δε θα 'μπαίνε στον πειρασμό να τραβήξει τη σκανδάλη: ο εξοστρακισμός μιας σφαίρας μέσα ο' ένα τσιμεντένιο κλιμακοστάσιο οκτώ ορόφων δε θα 'ταν καθόλου αστείος.

Αναρωτιόταν αν άξιζε τον κόπο να προχωρήσει περισσότερο, όταν άκου-σε βήματα. Ήταν σίγουρος ότι είχε ακούσει βήματα. Τα απαλά, κοφτά βήμα-τα κάποιου που ανηφόριζε τη σκάλα. Αφουγκράστηκε πάλι. Για μια στιγμή δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο το τζιζζζ —ποκ! — τζιζζζ απ' τα προβληματικά φώτα, ία έπειτα τ' άκουσε πάλι. Ήταν σαφώς βήματα και ανέβαιναν τη σκάλα λιγότερο από δυο σειρές σκαλιά από πάνω του ή ακόμα κοντύτερα.

Προσπάθησε να κάνει σινιάλο στην Έντνα Μπουλόφσια ότι είχε ακούσει κάτι, όμως εκείνη ήταν πολύ απασχολημένη με το να προσπαθεί να διακρίνει κάτι στο κάτω μέρος του κλιμακοστασίου και ν' ανεμίζει το περίστροφο της. Αποφάσισε ότι αποτελούσε μεγαλύτερο κίνδυνο για κείνον παρά για οποιον-δήποτε εισβολέα, ία έτσι δεν μπήκε στον κόπο να τη θέσει σε επιφυλακή. Αντίθετα, ανέβηκε κι άλλο τη σκάλα όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κρατώντας τώρα το όπλο και με τα δυο χέρια, με το στόμιο της κάννης χαμηλωμένο, ενώ οι χοντροί γοφοί του κινούνταν φιδίσια στα πλάγια και η μπάκα του κυμάτιζε κάτω απ' το τσαλακωμένο του πουκάμισο.

Είχε ανέβει μόνο τρία τέσσερα σκαλιά της επόμενης σειράς όταν άκου-σε τα βήματα δυνατά και καθαρά. Συρτά, βιαστικά βήματα, σαν τα βήματα κάποιου που φορά ένα μανδύα και τον σέρνει πίσω του στη σκάλα.

221

GRAHAM MASTERTON

Ακούστηκαν τόσο κοντά που σταμάτησε ενώ έπαιρνε το βήμα και παρολίγο να χάσει την ισορροπία του. Δεν ήταν ανάγκη να τεντώνει πλέον τα αυτιά του. Τα βήματα ακούγονταν ακριβώς από δίπλα του, ακριβώς στο πλάι του —έτσι του φαινόταν. Ακούμπησε πίσω στον τοίχο και φώναξε ταραγμένος: «Ποιος είν' εκεί; Εδώ είναι ιδιοκτησία της κομητείας! Αν δεν έχετε άδεια, τότε βρίσκεστε εδώ παράνομα!»

Η φωνή του αντήχησε από κεφαλόσκαλο σε κεφαλόσκαλο. « — βρίσκεστε εδώ παράνομα! — άνομα'.» Και πάλι, όμως, σιωπή. Οι λάμπες φθορισμού χαμή-λωσαν ακόμα περισσότερο• ώσπου το κλιμακοστάσιο σκοτείνιασε σχεδόν εντελώς, πέρα από μερικά περιστασιακά στροβοσκοπικά παιχνιδίσματα ενός γκρίζου μεταλλικού φωτός. Προχώρησε προσεκτικά προς το κιγκλίδωμα της σκάλας και κοίταξε κάτω. Άκουγε κάποιους που έσερναν τα πόδια τους, ήταν σίγουρος γι' αυτό. Και βρίσκονταν κοντά —πολύ κοντά— τόσο κοντά που θα μπορούσε να νιώσει την ανάσα τους στο σβέρκο του.

Πού βρίσκονταν, όμως; Κοίταξε επάνω, αλλά δεν κατάφερε να τους δει. Πισωπάτησε αργά, μέχρι που αισθάνθηκε στους ώμους του την καθησυχαστι-κή παγωνιά της βαμμένης μπρικέτας.

«Βοηθέ Μπουλόφσια!» φώναξε. «Μάλιστα, σερίφη;» «Βοηθέ Μπουλόφσκι, πήγαινε πίσω και συγκέντρωσε στα γρήγορα ενισχύ-

σεις! Θέλω και φακούς και γεννήτριες, αν είναι απαραίτητο! Πες του αστυφύ-λακα Τσαντίμα να ενισχύσει την ασφάλεια της μπροστινής πύλης και να στεί-λει μερικούς άντρες στη στέγη!»

«Μάλιστα, σερίφη». Κοντοστάθηκε. Ο Λουκ τής φώναξε: «Τι περιμένεις; Κουνήσου!» «Σερίφη... απλά ήθελα να σας γλιτώσω από την πιθανότητα να έρθετε σε

δύσκολη θέση». «Σε δύσκολη θέση;» απάντησε φωναχτά εκείνος. «Γιατί να 'ρθο; σε δύσκο-

λη θέση;» Η ηχώ απάντησε με τη σειρά της, «—θέση; —έση;» «Ε, για να σας πω την αλήθεια, κύριε, δε νομίζω ότι βρίσκεται πραγματικά

κάποιος εκεί». Ο Λουκ περίμενε ένα δυο λεπτά μέχρι ν' αποκριθεί, ία όση ώρα περίμενε

έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του που διέθετε τόση αυτοσυγκράτηση. Τελικά φώναξε: «Κάποιοι είν' εδώ, βοηθέ Μπουλόφσια. Μπορεί να έχουν άδεια να βρίσκονται εδώ, οπότε θα αναλάβω την πλήρη ευθύνη που σήμανα συναγερμό. Κατά τη γνώμη μου, όμως, αν είχαν άδεια να βρίσκονται εδώ, θα είχαν ήδη παρουσιαστεί για να μην τους πυροβολήσεις».

Βεβαιώθηκε ότι στο τέλος της τελευταίας πρότασης η φωνή του υψώθη-κε, έτσι ώστε αν όντως κάποιοι βρίσκονταν εκεί, να μπορέσουν άνετα να τον ακούσουν.

222

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Η Έντνα Μπουλόφσια τοποθέτησε ξανά το περίστροφο της στη θήκη του, είπε «Ας είναι», και γύρισε πίσω από την έξοδο κινδύνου.

Τώρα ο Λουκ βρισκόταν μόνος στο κλιμακοστάσιο. Τα φώτα είχαν χαμη-λώσει τόσο πολύ, που μετά βίας μπορούσε να διακρίνει οτιδήποτε, πέρα από κάποια περιστασιακή τεθλασμένη εικόνα από τσιμεντένια σκαλιά. Περίμενε και αφουγκραζόταν. Μπορούσε ν' ακούσει όλους τους θορύβους του κτιρίου γύρω του: το σφύριγμα των ανελκυστήρων, το κροτάλισμα του κλιματισμού, ακόμα και τη βραδινή κυκλοφορία των αυτοκινήτων που διέσχιζαν τη γέφυρα της Τρίτης Λεωφόρου.

Ο ιδρώτας κυλούσε αργά στο σβέρκο και το πουκάμισο του. Ήταν πεπει-σμένος ότι κάποιοι βρίσκονταν εκεί. Σχεδόν μπορούσε ν' ακούσει την ανάσα τους. Για την ακρίβεια, ήταν βέβαιος ότι αν τέντωνε πολύ τ' αυτιά του, θα μπο-ρούσε ν' ακούσει την ανάσα τους. Ξερή, κανονική και επίμονη. Μέσα-έξω, Την ανάσα κάποιων που περίμεναν να τα παρατήσει. Κάποιων που περίμεναν να τα παρατήσει και να φύγει.

Μες στο σκοτάδι άκουσε ένα κοφτό, επίμονο σύρσιμο. Κόλλησε στον τοίχο και ύψωσε το όπλο του, αλλά δε βρισκόταν κανείς εκεί.

Ανέβηκε ένα σκαλί. Άκουσε άλλο ένα σύντομο σύρσιμο, σχεδόν ταυτόχρονα. Έκανε άλλο ένα βήμα ία έπειτα άλλο ένα και κάθε φορά κάποιος άλλος τον μιμούνταν. Κάθε φορά που σταματούσε, σταματούσε και η μίμηση. Προσπαθούσαν να τον μπερδέψουν, να τον κάνουν να πιστέψει ότι το μόνο που άκουγε ήταν η αντήχηση των ίδιων του των βημάτων,

Ή, ίσως, και να μην προσπαθούσαν καν να τον μπερδέψουν. Ίσως να επρόκειτο για τις αντηχήσεις των ίδιων του των βημάτων. Ίσως η Έντνα Μπουλόφσια να 'χε δίκιο και να 'ταν μόνος.

«Είναι κανείς εδώ;» φώναξε. « — ε ι ς εδώ;» αποκρίθηκε η ηχώ. «— εις εδώ·» Έκανε άλλα δυο τρία βήματα προς τα πάνω, όσο mo γρήγορα μπορούσε.

Τούτη τη φορά ήταν σίγουρος ότι άκουγε τα βήματα κάποιων άλλων —όχι απόλυτα συγχρονισμένα με τα δικά του.

«Λεν μπορείτε να ξεφύγετε!» φώναξε. «— φύγετε\» απάντησε η ηχώ. «Το κτίριο είναι αποκλεισμένο, πάνω και κάτω! Λεν μπορείτε να φύγετε!

Καλύτερα να αρχίσετε να κατεβαίνετε τη σκάλα έχοντας τα χέρια σας σε θέση που να μπορώ να τα δω!»

« — τα δω!» Και πάλι καμία απόκριση. Στην κορυφή του κλιμακοστασίου άκουσε μια

πόρτα ν' ανοίγει διάπλατα και μια φωνή να φωνάζει: «Σερίφη; Εδώ Πκ Φρέλινγκ! Η στέγη είναι ασφαλής!»

«Φχαριστώ Ππ!» είπε ο Λουκ. «Μπορείς να ρίξεις μια ματιά κάτω στο κλι-μακοστάσιο —να δεις αν διακρίνεις κάποιον άλλο εκτός από μένα;»

223

GRAHAM MASTERTON

«Φυσικά, σερίφη». Ο Λουκ κινήθηκε επιφυλακτικά προς την κουπαστή και κοίταξε προς τα

επάνω, μες στο μισοσκόταδο που τρεμόσβηνε. Μόλις που μπορούσε να δια-κρίνει το πρόσωπο του αστυφύλακα Φρέλινγκ, μια χλομή εξπρεσιονιστική έλλειψη, σαν τη μορφή στον πίνακα του Μουνκ ΗΚραυγιί Σήκωσε το χέρι του και σε απάντηση ο αστυφύλακας Φρέλιγκ σήκωσε το δικό του.

«Βλεπεις κάτι;» φώναξε, « — άπ;» «Τίποτα, απ' ό,τι μπορώ να δω». «Είναι κανείς άλλος εκεί μαζί σου;» «Ο Κταν Όλιγκερ». «Εντάξει, τότε. Πες του Νταν να μείνει στη στέγη. Εσύ κατέβα αργά τη

σκάλα ία έλα προς το μέρος μου. Πρόσεχε, όμως .. Έχω μια έντονη διαίσθη-ση πως κάποιος κρύβεται εδώ».

«Μην ανησυχείτε καθόλου, σερίφη. Έχω την καραμπίνα μου. Εξάλλου, αύριο είναι τα γενέθλια του γιού μου και δε σκοπεύω να τα χάσω».

«Σώπα!» του είπε ο Λουκ. Ήταν βέβαιος πως είχε ακούσει τον κοφτό σαν πελέκημα ήχο από παπούτσια πάνω σε τσιμέντο.

Ακόμα ία αν τον είχε ακούσει, όμως, κάθε περαιτέρω ήχος καλύφθηκε από την αναταραχή και τη φασαρία που ξέσπασε καθώς η πόρτα στον πάτο της σκάλας άνοιξε απότομα και μια παράξενη, παραμορφωμένη φωνή κραύγασε: «Όλα εντάξει εδώ κάτω, σερίφη».

«Οκέι!» φώναξε ο Λουκ. «Και τώρα ας κάνουμε λίγη ησυχία!» Αργά, μεθοδικά, ο Πιτ Φρέλινγκ άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα απ' τη

στέγη, με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, την καραμπίνα υψωμένη. Ο Λουκ έμεινε στη θέση του, προσπαθώντας ν' αφουγκραστεί τον παραμηςρό ήχο που θα 'βγάζε κάποιος που θα προσπαθούσε να ξεφύγει —το σύρσιμο της σόλας ενός παπουτσιού πάνω στο τσιμέντο, το τρίξιμο κάποιας πόρτας. Αλλά δεν ακουγόταν τίποτε απολύτως, μόνο τα σταθερά βήματα του Πιτ Φρέλινγκ που κατέβαινε ία ο μακρόσυρτος ψίθυρος που έβγαζε η ράχη του πουκαμίσου του καθώς γλιστρούσε πάνω στο βαμμένο τοίχο.

Τελικά έφτασε στη σειρά με τα σκαλιά, όπου τον περίμενε ο Λουκ. Χαμήλωσε την καραμπίνα του και κούνησε το κεφάλι. «Αν βρίσκονταν κάποιοι εδώ, σερίφη, είναι φευγάτοι εδώ και ώρα».

«Οκέι», είπε ο Λουκ ία έχωσε το περίστροφο του στη θήκη. «Πράγματι, όμως, ήταν κάποιοι εδώ. Τους είδα με τα ίδια μου τα μάτια».

«Ίσως να 'φταιγαν τα φώτα», πρότεινε ο Φρέλιγκ. Από κοντά το πρόσωπο του φαινόταν τόσο χλομό και άχρωμο όσο κι από τρία πατώματα ψηλά: θύμιζε ημιτελές πορτραίτο. «Όταν τρεμοπαίζουν έτσι, μπορούν να παίξουν μερικά πολύ παράξενα παιχνίδια. Μερικούς τους οδηγού1/ ακόμα και σε κρίσεις».

«Είδα κάποιους, Πιτ. Λεν κάνω λάθος».

224

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Άρχισαν να κατεβαίνουν μαζί τα σκαλιά. Ο αστυφύλακας Φρέλιγκ είπε: «Θα μπορούσε να 'ναι κάποια καθαρίστρια;»

«Είναι πολύ νωρίς». Ο αστυφύλακας έριξε μια ματιά προς τα επάνω. «Θέλετε να ψάξουμε

τους ορόφους έναν προς έναν;» «Ας έχουμε απλά τα μάτια μας ανοιχτά. Και να παρακολουθείτε τις

εξόδους». «Σίγουρα, σερίφη. Κανένα πρόβλημα». Ο Φρέλιγκ έφυγε από την έξοδο κινδύνου του τρίτου ορόφου ία άφησε

τον Λουκ μόνο του στο κεφαλόσκαλο. Ο Λουκ ήταν έτοιμος να συνεχίσει να κατεβαίνει, όταν άκουσε την αντήχηση από ένα οξύ θρόισμα. Στάθηκε, αφουγκράστηκε και κοίταξε επάνω. Τα φώτα χαμήλωσαν, τρεμόπαιξαν, χαμή-λωσαν ξανά. Περίμενε.

Για πολλή, πολλή ώρα, δε συνέβη τίποτα, μόνο οι λάμπες τρεμόπαιζαν. Έπειτα —μέσα από το ασταθές, αδύναμο στροβοσκοπικό φως είδε κάτι να πέφτει, μια μικρή βροχή από φύλλα, μ' ένα νωχελικό τραμπάλισμα, μπρος πίσω, μέχρι που σκορπίστηκαν απαλά στα πόδια του. Λεν ήταν ανάγκη να σηκώσει κάποιο τους και να το κοιτάξει, για να καταλάβει τι ήταν. Ήταν φύλλα δάφνης, του είδους Laurus nobilis.

Ο Λουκ έβγαλε το όπλο του και έκανε ένα μεγάλο βήμα προς το κιγκλί-δωμα της σκάλας. Τώρα τα φώτα είχαν χαμηλώσει τόσο που μετά βίας μπο-ρούσε να διακρίνει κάτι. Όμως εκείνο το κάτι δεν κρεμόταν από το κάτω μέρος του κεφαλόσκαλου του πέμπτου ορόφου; Όχι απ' το πάνω μέρος· από το κάτω. Ένα ακανόνιστο σκιώδες σχήμα, σαν τεράστια συστάδα από κλημα-τσίδες ή σαν τεράστια συστάδα από για1 ή οποιονδήποτε από τους αναρριχητικούς θάμνους που κρέμονται απ' τα κλαδιά των δέντρων.

Ο Λουκ τέντωσε το βλέμα του. Κινούνταν, άραγε, τούτο το θαμνόμορφο σχήμα; Ή σερνόταν κατά μήκος του κάτω μέρους του κεφαλόσκαλου, κατευθυνόμενο προς τη γωνία; Ίσως να μην ήταν παρά σκιές. Πώς ήταν δυνατόν να κρέμεται ένας θάμνος από το κάτω μέρος της σκάλας;

Εκτός και αν — και τούτη η ξαφνική σκέψη τον έκανε να παγώσει μέχρι το μεδούλι - εκτός KL αν εκείνο το θαμνόμορφο σχήμα δεν ήταν καν θάμνος, αλλά κάτι άλλο. Κάτι ζωντανό. Κάτι που είχε αποφύγει τον εντοπισμό καθώς ανέβαινε τη σκάλα, επειδή ανέβαινε από το κάτω μέρος του κλιμακοστασίου, περιφρονώντας ανοικτά το νόμο της βαρύτητας,

«Ποιος είναι;» φώναξε ο Λουκ. «Κατέβα από κει αμέσως!» Για μια στιγμή ακολούθησε σιωπή κι έπειτα ο οξύς θόρυβος βιαστικής κίνη-

σης, Ο Λουκ νόμισε πως είδε δυο μάτια να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι, δεν μπο-ρούσε, όμως, να είναι σίγουρος, Η καρδιά του αντλούσε το αίμα απ' ολόκληρο του το κορμί, λες και αντλούσε το νερό από μια μαούνα που βυθιζόταν ταχύτα-τα- ολάκερος ο οργανισμός του ήταν πλημμυρισμένος από αδρεναλίνη.

225

GRAHAM MASTERTON

Θα μπορούσε να ρίξει μια προειδοποιητική βολή — και γνώριζε αρκετούς αστυνομικούς που θα το είχαν κάνει. Είχε, όμως, υπάρξει μαθητής συνετών εκπαιδευτών της παλιάς σχολής, οι οποίοι πίστευαν πως έπρεπε να αναγνω-ρίζεις το στόχο σου πριν ανοίξεις πυρ και είχε διαπιστώσει πάνω από μια φορά πάνω στη δράση πόση σοφία κρυβόταν σε κείνη την εκπαίδευση. Δεν ήταν ο Βρόμικος Χάρι: ήταν ο σερίφης Λουκ Φρεντ.

Όπως και να 'χε, συνέχισε να κρατά το όπλο του υψωμένο. «Μ' ακούς;» φώναξε. «Αν είναι κανείς εκεί, να κατεβεί από κει πάνω,

τούτη ακριβώς τη στιγμή, κατάλαβες; Γώρα!» « — ώρα», αποκρίθηκε η ηχώ. « — ώρα». Το θαμνομορφο σχήμα φάνηκε σαν να ταλαντεύεται για λίγο απ' την

οροφή. Έπειτα, δίχως προειδοποίηση, το κλιμακοστάσιο βυθίστηκε ολότελα στο σκοτάδι. Ο Λουκ δεν μπορούσε να δει το θάμνο να κουνιέται, άκουσε, όμως, μια χαώδη ανακατωσούρα, που έμοιαζε με το θόρυβο από κλαδιά και θάμνους που χτυπούν μεταξύ τους. Ένα θόρυβο που κινούνταν βιαστικά προς τα πάνω, που ανηφόριζε τη σκάλα από το κάτω μέρος, όμως.

Τα φώτα τρεμόπαιξαν ξανά, αμυδρά όμως. Το θαμνομορφο σχήμα είχε χαθεί απ' το κεφαλόσκαλο του πέμπτου ορόφου και για μια στιγμή ο Λουκ νόμισε ότι είχε φύγει. Τότε, όμως, το μάτι του πήρε ένα σκοτεινό, ακανόνιστο ίσκιο στο κάτω μέρος της σκάλας που οδηγούσε στο κεφαλόσκαλο του εβδόμου ορόφου και ήταν βέβαιος ότι μπορούσε να διακρίνει μια έκρηξη από φύλλα.

«Φρέλιγκ! Μπουλόφσια!» φώναξε. Άρχισε να τρέχει ξανά προς τα πάνω, παρόλο που ήξερε ότι δεν είχε καμία πιθανότητα να πιάσει το θαμνομορφο σχήμα, ό,τι ία αν ήταν. Στο κεφαλόσκαλο του πέμπτου ορόφου σταμάτησε, προσπάθησε να πάρει ανάσα και ύψωσε ξανά το όπλο του.

Του φαινόταν πως άκουγε τον ψίθυρο από φύλλα. Του φαινόταν πως άκουγε κάτι που έμοιαζε με σιγανή, αναστατωμένη φωνή. Μια σκιά σαν λεπτό αγκαθωτό κλαδί απλώθηκε προς την έξοδο του εβδόμου ορόφου ία η πόρτα κινήθηκε προς τα μέσα, ενώ οι υδραυλικοί της μεντεσέδες αναστέναξαν. Μόνο λιγάκι, πέντε έξι πόντους, έπειτα λίγο παραπάνω,

Ο Λουκ είπε «Ακίνητος·!», όμως το είπε ψιθυριστά, έτσι ώστε ήταν αδύνα-το να τον έχει ακούσει κανείς και χαμήλωσε αργά το όπλο του.

Όλο και πιο σαστισμένος κι απόλυτα ανήμπορος ν' αντιδράσει παρακο-λουθούσε το θαμνομορφο σχήμα, που απ' ό,π φαινόταν σερνόταν ή γλιστρού-σε από την οροφή, να διασχίζει το επιστύλιο της εξόδου κινδύνου. Έβγαζε ένα τρομερό τρίξιμο και τρεμούλιαζε λες και το είχε αναταράξει μια ξαφνική ριπή παγωμένου άνεμου. Το φως ήταν τόσο αδύναμο που του ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει αν είχε κάποιο λογικό σχήμα, αν διέθετε χέρια ή πόδια ή κορμί- ή αν δεν ήταν παρά μόνο μια σκίά, μια οπτική απάτη, μια επιληπτική αντίδραση στο τρεμοπαίξιμο του φωτός.

Ηταν, όμως·, βέβαιος, ότι το πράγμα σερνόταν πάνω από το επιστήλιο και

226

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

χανόταν στην οροφή του διαδρόμου απ' έξω, και απομακρυνόταν έρποντας ή βαδίζοντας ανάποδα, με τα πόδια του στο ταβάνι.

Η πόρτα της εξόδου κινδύνου έκλεισε μ' ένα σφύριγμα. Ο Λουκ έβαλε το όπλο του στη θήκη. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε ολότελα απομονωμέ-νος και πολύ τρομαγμένος. Ούτε στο σχολείο που τον πείραζαν κάθε μέρα επειδή ήταν τόσο ψηλός και χοντρός, δεν είχε νιώσει τόσο τρομαγμένος. Τούτες ήταν άσχημες μαλακίες. Απ' τη στιγμή που είχε ανακαλύψει το πτώμα του Λίος Πόνικαν, είχε συνειδητοποιήσει ότι η υπόθεση είχε υπερβεί τα όρια της πραγματικότητας. Ίσως έπρεπε να 'χε πειστεί έπειτα απ' τη συνομιλία του με την Έμιλι στο σπίτι των Τέρπστρα' είχε, όμως, κατορθώσει να πείσει τον εαυτό του ότι δεν είχε στ' αλήθεια δει εκείνο το πέος να ορθώνεται έξω απ' το στόμα της. Απλά ήταν η γλώσσα της, ένα παιχνίδισμα του φωτός, μια οπτι-κή απάτη, μια ψευδαίσθηση. Είχε αισθανθεί ένοχος που είχε δει κάτι τόσο σιχαμερό, λες και ήταν κανένας παιδεραστής, και είχε προσπαθήσει σοβαρά να το ξεχάσει.

Έγειρε πίσω στον τοίχο. Ήταν καθησυχαστικά συμπαγής και κρύος. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπά δυνατά και το αίμα να κυκλοφορεί στις φλέ-βες του.

«Χριστέ μου», είπε στον εαυτό του. «Χριστέ μου». Βρισκόταν ακόμα ακουμπισμένος με την πλάτη στον τοίχο όταν εμφανί-

στηκε η βοηθός Μπουλόφσια. Το φως που τρεμόπαιζε αντανακλούσε στα γυα-λιά της. «Σερίφη; Είστε καλά;»

Εκείνος ίσιωσε το κορμί του. «Είμαι μια χαρά, Έντνα— μια χαρά. Πες, όμως, του Πιτ Φρέλιγκ ότι θέλω να ερευνηθεί ολόκληρο το κτίριο. Κάθε όροφος, κάθε δωμάτιο. Κανείς δε θα βγει, κανείς δε θα μπει. Και κανείς δε θα πάει σπίτι μέχρι να τελειώσουμε».

Η βοηθός Μπουλόφσια είπε: «Εντάξει, σερίφη, αφού έτσι επιθυμείτε». Απόμεναν μόνο είκοσι λεπτά μέχρι τη λήξη της βάρδιάς της κι επρόκειτο να παρεβρεθεί σε μια συγκέντρωση της μασονικής Στοάς των Άλκεων, όπου ο Σταν, ο σύζυγος της θα ενθρονιζόταν Υπέρτατος Αρχων και η ίδια θα ανακηρυσσόταν Αγαπούλα της Χρονιάς, Παρόλο που ο Σταν θα γινόταν εκτός εαυτού, εκείνη δεν είπε τίποτα. Ήταν σίγουρη ότι ο Σταν θα γινόταν εκτός εαυ-τού. Όμως δεν διαμαρτυρήθηκε καν- μπορεί οι Αλκές να υπηρετούσαν την κοι-νωνία, όμως το γραφείο του σερίφη και την υπηρετούσε και την προστάτευε.

Ο Λουκ κατέβηκε στο κεωαλόσκαλο του δευτέρου ορόφου και άνοιξε την πόρτα σπρώχνοντάς τη. Πριν ελάχιστα λεπτά οι διάδρομοι ήταν άδειοι. Τώρα ήταν ασφυκτικά γεμάτοι από αστυφύλακες και διοικητικό προσωπικό. Εμφανίστηκε ο Τζον Χάζμπαντ, με κουρασμένη και αξύριστη όψη και έπιασε το Λουκ απ' το μπράτσο. «Τι τρέχει, Λουκ; Άκουσα ότι είχες υποψίες για εισβολέα».

«Λεν ξέρω. Τα φώτα τα 'χουν παίξει. Ίσως να 'ναι κάποιοι εδώ, ίσως όχι».

227

GRAHAM MASTERTON

«Ε, συμβαίνει. Την περασμένη βδομάδα μάς είχε έρθει ένας τύπος μ' ένα μαξιλάρι χωμένο στο μπροστινό μέρος του παντελονιού του και προσπαθούσε να μας πείσει πως ήταν ο Πέρι Μέισον. Τι το ξεχωριστό έχουν ετούτοι;»

«Τούτοι είναι ξεχωριστοί», είπε ο Λουκ με απροσδιόριστη φωνή. Ο Τζον τον σταμάτησε τραβώντας τον. «Μήπως έχει σχέση με την

υπόθεση Πίρσον;» «Λεν ξέρω, Τζον. Πιθανώς. Μπορεί». «Σ' αυτή την περίπτωση, δε νομίζεις ότι θα 'πρεπε να ενημερωθώ;» «Λεν είναι τίποτα, Τζον. Απλά μια υποψία». «Και πάλι. θα μπορούσες να την μοιραστείς μαζί μου, έτσι; Για την ακρί-

βεια, γι' αυτό ήρθα να σε δω; για να μιλήσουμε για το σύνδεσμο. Θέλω να πω, ο σύνδεσμος είναι ζωτικής σημασίας, Λουκ, εσύ ο ίδιος πάντα το 'λεγες».

«Φυσικά, Τζον. Συμφωνώ, ο σύνδεσμος είναι ζωτικής σημασίας». «Γιατί, λοιπόν, μίλησες μετην'Αιρις Πίρσον και δε μου το πες; Γιατί έπρε-

πε να το μάθω από κάποια νοσοκόμα;» «Η Άιρις Πίρσον δε μου είπε κάτι που να μπορεί να σε βοηθήσει». «Πώς το ξέρεις, Λουκ; Πρόκειται για έρευνα φόνου, Λουκ Και π παραμι-

κρή λεπτομέρεια μπορεί να παίζει κρίσιμο ρόλο». «Αν είχα κάτι χρήσιμο να σου πω, Τζον, θα στο λεγα». Ο Τζον δίστασε και για μια στιγμή τον κοίταξε εξεταστικά ία έπειτα του

άφησε το μανίκι. «Σου έχω εμπιστοσύνη, Λουκ. Σου έχω εμπιστοσύνη ότι θα με κρατάς ενήμερο»,

Ο Λουκ διέκρινε φευγαλέα το Ρίκι Σμιθ απ' την Γκαζέτ και σήκωσε το χέρι σ' ένα νεύμα αναγνώρισης. «Ποιο θα μπορούσε να 'ναι το κίνητρο μου, για να σου κρύψω οτιδήποτε;» ρώτησε τον Τζον.

Εκείνος τον κοίταξε με το ίδιο βλέμμα. Ο Λουκ μπορούσε να διαβάσει μες στα μάτια του την απάντηση στο ερώτπμά του, σχεδόν τόσο καθαρά, όσο και αν την είχε ξεστομίσει μεγαλόφωνα. Κρύβεις κάτι, επειδή θες μόνος σου όλη τη δόξα απ' την εξιχνίαση της υπόθεσης.

Μακάρι να μπορούσε ο Τζον να διαβάσει στα δικά του μάτια π σκεφτόταν εκείνος. Δε Θα τολμούσα να σου πω τι έχω ανακαλύψει σχετικά με τπν υπόθεση, επειδή θα πίστευες πως έχω ολότελα χάσει τα λογικά μου —και το ίδιο θα 'κανε ία ο εισαγγελέας της κομητείας.

Ο Ρίια Σμιθ πήγε προς το μέρος τους και είπε: «Τι τρέχει εδώ, σερίφη;» «Τίποτα σοβαρό, Ρίκι, Είχαμε μια υποψία πως κάποιος είχε εισχωρήσει

παράνομα στο κτίριο, αυτό είν' όλο. Πιθανώς άοπλος και ακίνδυνος. Ακόμη ένας δείκτης λαδιού στον κινητήρα της ζωής».

«Κρίμα για το Νόρμαν», είπε ο Ρίια, ία αψού στενογράφησε πρόχειρα κανά δυό σημειώσεις, έχωσε ξανά το στυλό του στην τσέπη του.

«Ναι, κρίμα». Ξάφνου ο Ρίκι άπλωσε το χέρι του κοντά στο πρόσωπο του Λουκ ία εκεί-

228

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

νος έκανε πίσω ενστικτωδώς, όπως θα 'κανε ο καθένας, κυρίως αν είχε εκπαι-δευτεί στην αυτοάμυνα.

«Έι, μην πανικοβάλεσαι», είπε ο Ρίκι. «Απλά έχεις κάτι στα μαλλιά σου». Έβγαλε προσεκτικά απ τα μαλλιά του Αουκ ένα φύλλο και το κράτησε

ψηλά. Ήταν ένα φύλλο δάφνης, Laurus nobilis. «Τώρα τελευταία βλέπουμε κάμποσα από δαύτα», παρατήρησε.

«Είν' η εποχή τους», είπε ο Λουκ περιφρονητικά. «Λεν ξέρω», του είπε ο Ρίια. «Έχεις ακούσει ποτέ το παιδικό τραγουδάκι,

που λέει: Γιόμισε δάφνη π πόλη κι η χώρα... ο άνθρωπος-θάμνος έρχεται τώρα».

Ο Λουκ καθάρισε το λαρύγγι του και σκούπισε με τη ράχη του χεριού το μέτωπο του. Έπειτα απ' όλο εκείνο το σκαρφάλωμα πάνω και κάτω τη σκάλα, του είχε κοπεί η ανάσα και ίδρωνε. «Πού το άκουσες αυτό;» ρώτησε.

Ο ΤζσνΧάζμπαντ στεκόταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου και μιλούσε με δύο απ' τους βοηθούς του Λουκ, πρέπει, όμως, ν' αντιλήφθηκε την υποψία έντασης στη φωνή του Λουκ, μιας και στράφηκε και τον κοίταξε με προσδο-κία, λες κι ήθελε ία εκείνος ν' ακούσει την απάντηση.

«Είναι τσέχικο», είπε ο Ρίια. «Αν το ζητήσεις, θα στο τραγουδήσει οποιο-δήποτε απ1 τα Τσεχάκια. Έχουν κάθε λογής παιδικά τραγουδάκια που μιλάνε για θάμνους».

Ο Λουκ τον κοίταξε για πολλή ώρα, όμως ο Ρίκι ούτε ανοιγόκλεισε τα μάτια ούτε ταλαντεύτηκε.

«Και τι σ' ενδιαφέρουν εσένα τα τσέχικα παιδικά τραγουδάκια;» τον ρώτη-σε τελικά.

«Εσένα τι σ' ενδιαφέρουν;» «Λε σε πιάνω». «Λιόρθωσέ με αν κάνω λάθος, αλλά άκουσα πως κάποιος πασίγνωστος

τοπικός σερίφης απέκτησε ξαφνικά ένα ασυνήθιστο ενδιαφέρον για την τσέ-χικη λαογραφία».

«Τι άλλο ξέρεις, λοιπόν;» «Όχι πολλά, πέρα από το πόσο δύσκολο θα καταφέρει ένας εκπρόσωπος

του νόμου να πείσει τον εισαγγελέα της κομητείας ότι κάποια μυθικά πρόσωπα είναι υπεύθυνα για φόνο εκ προμελέτης»,

«Με ποιον μίλησες;» απαίτησε να μάθει ο Λουκ. Ο Ρίκι έσφιξε τα χείλη του και τράβηξε πάνω τους ένα φανταστικό φερ-

μουάρ. «Απόλυτα εμπιστευτικός πηγές, σερίφη. Είναι αλήθεια, όμως, έτσι δεν είναι; Έχεις μιλήσει με πάνω από έναν ειδικούς στις τσέχικες δεισιδαιμονίες. Για την ακρίβεια, μου το είπε κάποιος φίλος μου. Βοηθά στη βιβλιοθήκη του Τσέχικου Μουσείου».

Ο Λουκ είπε: «Απλά ενημερωνόμουν πληρέστερα σχετικά με το εθνικό υπόβαθρο. Πάντοτε το κάνω, άσχετα απ' το ποιο είναι το έγκλημα. Το Σίνταρ

229

GRAHAM MASTERTON

Ράπιντς είναι πολυφυλετική κοινότητα». «Θες να πεις, δηλαδή, ότι οι μισοί κάτοικοι δουλεύουν στην εταιρεία

Ρόκγουελ, ενώ οι άλλοι μισοί στην Κουάκερ Όουτς». «Ξέρεις τι θέλω να πω». «Νομίζεις στ' αλήθεια ότι έχει ανακατευτεί κάποιο υπερφυσικό στοιχείο

στους φόνους; Σατανιστές; Λάτρεις του Διαβόλου; Κάτι χειρότερο;» «Όχι, σε καμία περίπτωση. Και μπορείς να μεταφέρεις τα λόγια μου, όσον

αφορά το ζήτημα». Ο Ρίκι έκλεισε δυνατά το σημειωματάριο του. «Κρίμα. Ακόμα κι ένα "ίσως"

θ' αποτελούσε καλύτερο τίτλο από το "σε καμία περίπτωση"». Ο Λουκ άπλωσε το χέρι του στον ώμο του Ρίια και τον έσφιξε όσο

χρειαζόταν για να πονέσει. «Θα σε κεράσω ένα ποτό, Ρίια», του είπε. Ο Τζον Χάζμπαντ είδε ότι η συνέντευξη είχε πάρει τέλος και επέστρεψε στη συζήτη-σή του.

Η Γουέντι Καντελάρια χτύπησε την πόρτα του γραφείου του Λουκ ία όρμησε μέσα βιαστικά, δίχως να περιμένει την απάντηση του.

Ο Λουκ ήταν καμπουριασμένος πάνω από το γραφείο του, ία αποτελείω-νε βαριεστημένα τη γραφική του εργασία. Κάτω από το πορτατίφ του ήταν τοποθετημένο ένα φλυτζάνι από ψελιζόλ γεμάτο με καφέ, έτσι ώστε ο ατμός έβγαινε στριφογυρίζοντας και σχημάτιζε ένα εληίοειδές, λαμπερό S. Στο πίσω μέρος του πουκαμίσου του είχε σχηματιστεί μια σκούρα κηλίδα από ιδρώτα σε σχήμα ρόμβου.

Η Γουέντι κούρνιασε στην καρέκλα που βρισκόταν ακριβώς απέναντι απ' το γραφείο του. Μαύρες νάιλον κάλτσες τρίφτηκαν τρίζοντας πάνω σε νάιλον κάλτσες. «Θα 'θελα να ξανάρθω και αύριο το πρωί. Ο Τέρενς είναι εξουθενω-μένος αυτή τη στιγμή και χρειάζεται λίγη ώρα για να σκεφτεί· απ' ό,τι φαίνε-ται, όμως, θα προσφέρει εθελοντικά κάποιες πληροφορίες, που θα σας βοη-θήσουν να εντοπίσετε τον δράστη της δολοφονίας της Μαίρη Βαν Μπόγκαν, καθώς και επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τους φόνους που φέρεται να διέπραξε ο ίδιος».

Για μια στιγμή τα φώτα τρεμόπαιξαν και οι δυό τους κοίταξαν τριγύρω το γραφείο.

«Αγνοήστε το», είπε ο Λουκ. «Είν' απλά ένα παροδικό πρόβλημα. Εκείνο που θέλω να μάθω είναι, αν ο Τέρι θα μας πει γιατί σκότωσε τα παιδιά του, καθώς και πώς».

«Τόσο σημαντικό είναι το γιατί;» «Είναι ζωτικής σημασίας». Η Γουέντι τον κοίταξε με σκληρό βλέμμα. «Κάτι τρέχει εδώ, έτσι; Το

αισθάνομαι».

230

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Δε συμβαίνει τίποτα παραπάνω απ' ό,π βλέπετε». «Όχι... έχω περάσει ολόκληρη την καριέρα μου σ' αστυνομικά τμήματα και

κομητειακές φυλακές και καταλαβαίνω πότε τρέχει κάτι. Ανησυχείτε για κάτι, κάτι παραπάνω απ' τον Τέρενς Πίρσον».

Ο Λουκ προσπάθησε να χαμογελάσει. «Έχετε ζωηρή φαντασία, δεσποινίς Καντελάρια».

«Δε νομίζω. Αν θέλετε να σας πει ο Τέρενς το γιαπί νομίζω ότι πρέπει να μάθω π».

«Γουένπ —» την προειδοποίησε ο Λουκ. «Μην ανακατεύεσαι τόσο πολύ. Μπορεί να εξαφανιστείς από τις ίδιες σου τις εντολές».

Εκείνη του έστειλε στραβομουτσουνιάζοντας, ένα φιλί γεμάτο κραγιόν. «Ευχαριστώ για την προειδοποίηση, σερίφη. Νομίζω, όμως, ότι θα το χειριστώ με τον τρόπο μου. Θα σας δω αύριο, όταν ο Τέρενς θα 'χει βρει χρόνο να σκεφτεί λίγο τα πράγματα».

Τα φώτα τρεμόπαιξαν πάλι και τούτη τη φορά το γραφείο σκοτείνιασε τόσο, που ο Λουκ μετά βίας μπορούσε να τη δει· μόνο τα μάτια της που λαμπύ-ριζαν, μόνο τη λάμψη απ' τα χείλη της, μόνο το φέγγισμα απ' τις νάιλον κάλ-τσες της,

«Ίσως έχετε καθυστερήσει τους φόρους σας», είπε η Γουένπ χαμογελώ-ντας λοξά.

«Ίσως είναι κάτι χειρότερο», είπε ο Λουκ. «Ίσως είναι το τέλος του κόσμου».

Εκείνο το βράδυ, η βροχή σερνόταν κατά μήκος της ανατολικής Αϊόβα σαντο κουρελιασμένο φόρεμα μιας παρατημένης νύφης- παγερή, άχαρη και ατε-λείωτη. Μούλιασε το καλαμπόκι, πλημμύρισε τους οχετούς και φούσκωσε τον ποταμό Σίνταρ εξήντα ολόκληρα εκατοστά, κάνοντας τα νερά του να ξεχειλί-σουν σε εννέα διαφορετικά σημεία και να παρασύρουν καλαμπόκι, σόγια και πατάτες. Στο Χοιροτροφείο Γουέσλεϊ δυτικά της διασταύρωσης Λιν, δεκαπέ-ντε πρωτάρες μάνες πνίγηκαν μες στο μαντρί τους. Κάτω απ' τα πέπλα της βροχής η κυκλοφορία στην εθνική οδό 380 βορείως του Σίνταρ Ράπιντς είχε γίνει αόρατη και στη διασταύρωση της 76ης λεωφόρου με την οδό Τίαελ Βάλεϊ ένα λεωφορείο Φολκσβάγκεν που μετέφερε έντεκα Λυκόπουλα συνεθλίβη από ένα βυτιοφόρο που μετέφερε υγρό οξυγόνο, με αποτέλεσμα δύο απ' τα παιδιά να σκοτωθούν ία άλλα τρία να τραυματιστούν σοβαρά.

Επρόκειτο για ένα από κείνα τα σκοτεινά, υγρά, τραγικά βράδια που ο Λουκ ένιωθε ότι τα πάντα στρεφόταν εναντίον του, όταν ο πραγματικός κόσμος γινόταν αφόρητος· αλλά ο μη πραγματικός κόσμος ήταν ακόμα χειρότερος. Έμεινε στο γραφείο του αρκετά μετά τις έντεκα και ο αστυφύλα-κας Φρέλιγκ πήγε να του αναφέρει ότι το κτίριο ήταν εντάξει1 ότι δεν υπήρχε

231

GRAHAM MASTERTON

κανένα ίχνος κανενός εισβολέα. «Είσαι σίγουρος; Εκατό τοις εκατό σίγουρος;» «Σας λέω, σερίφη, ελέγξαμε κάδε ντουλάπι με σκούπες' κάθε τουαλέτα'

κάθε ντουλάπι' κάθε αναθεματισμένο μέρος που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, και μερικά ακόμα».

Ο Λουκ κρατούσε στην παλάμη του ένα από τα δ αφ νό φύλλα. Το κοίταξε για λίγο ία έπειτα έκλεισε τπ φούχτα του και το έλιωσε. Μύρισε την παράξε-νη ευωδιά της δάφνης- και έκπληκτος διαπίστωσε ότι δεν την είχε παρατηρή-σει ποτέ πριν, πόσο χαρακτηριστική ήταν, πόσο χλωρή και πόσο έντονη.

«Εντάξει, Πιτ, ας σταματήσουν τώρα όλοι να ψάχνουν. Αν κάποιοι έμειναν υπερωρία, μπορούν να φύγουν τώρα και να πάρουν ρεπό αργότερα».

«Ευχαριστώ, σερίφη. Και — ε- σερίφη;» «Τι είναι, Πιτ;» Ο Πιτ Φρέλιγκ έχωσε το χέρι του στην τσέπη του πουκαμίσου του ία έβγα-

λε ένα ξεθωριασμένο νόμισμα, το οποίο τοποθέτησε στην άκρη του γραφείου ίου Λουκ. Εκείνος το σήκωσε και το εξέτασε, στρέφοντάς το από τη μια πλευ-ρά στην άλλη. Στη μια πλευρά υπήρχε ένας χοντροκομμένος δικέφαλος αετός1 στην άλλη ένας θάμνος γεμάτος φύλλα. Κάτω από το θάμνο βρίσκονταν οι ανάγλυφες λέξεις Zivot VSmrti, Η Εν Θάνατω Ζωή.

Τριάκοντα αργύρια, του είχε πει ο κύριος Μάρεκ ο Πρεσβύτερος. Και τούτο δω έπρεπε να 'ταν ένα από κείνα. Ένα από τα αργύρια με τα οποία είχε πληρωθεί ο Ιούδας επειδή πρόδωσε τον Ιησού. Ένα από τα πραγματικά αργύ-ρια.

Ο Πράσινος Ταξιδευτής είχε βρεθεί εκεί και το ίδιο και μερικοί απ' τους ακόλουθούς του, ακόμα κι αν είχαν φύγει. Εκείνο το αρχαίο ασημένιο νόμισμα αποτελούσε την απόδειξη.

«Πού το βρήκες;» ρώτησε. «Θέλετε να ψάξο) ξανά το κτίριο;» τον ρώτησε ο Πιτ Φρέλιγκ. «Ρώτησα πού το βρήκες ». «Στον τρίτο όροφο, έξω απ' τη γυναικεία τουαλέτα». «Λεν είδες, όμως, κανέναν;». «Είπα: Στον τρίτο όροφο, έξω απ' τη γυναικεία τουαλέτα». «Τι;» «Όχι, σερίφη, δεν το 'κανα. Λε με πειράζει, όμως, να ξαναψάξω το κτίριο,

αν το επιθυμείτε». «Πιτ, τι στο διάολο μού λες; Θα μιλήσεις λογικά;» «Είπα ότι δε με πειράζει να ξαναψάξω το κτίριο. Δεν είναι μπελάς». Ο Λουκ τον κάρφωσε με το βλέμμα. «Είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος ή

όχι;» •Απλά λέω ότι δεν έχω αντίρρηση για μία ακόμα έρευνα». «Πιτ —» είπε ο Λουκ. Και τότε άνοιξε τη φούχτα του και κοίταξε το

232

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

νόμισμα. Σήκωσε τα βλέμμα και κοίταξε νύρω του. Το δωμάτιο φαινόταν ασυ-νήθιστα σκοτεινό' και κατά παράξενο τρόπο η εικόνα του Πιτ φαινόταν αφεστιασμένη, όχι τόσο θαμπή, όσο ασαφής, σαν την εικόνα ενός ανθρώπου που στέκεται πίσω από μια δικτυωτή κουρτίνα. Ο Λουκ αισθανόταν ότι βρισκόταν εκεί και παρ' όλα αυτά αισθανόταν λες και δε βρισκόταν. Είχε μια ενοχλητική αίσθηση ότι το δάπεδο κινούνταν κάτω απ' τα πόδια του, σαν την αίσθηση της κολύμβησης ή του τζετ-λαγκ.

Άφησε το νόμισμα να πέσει πάνω στο γραφείο. Τη στιγμή ακριβώς που το άφηνε ένιωσε ένα οξύ συναίσθημα έξαψης* κι έπειτα τα φώτα έλαμψαν και πάλι και ο ήχος των τηλεφώνων που κτυπούσαν και του κλιματισμού που μουρ-μούριζε έγινε όσο δυνατός ήταν και πρώτα.

«Συγγνώμη;» είπε ο Πιτ. «Για τι πράγμα μου ζητάς συγγνώμη;» «Μόλις είπατε πως δεν είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος». «Α, ναι. Έτσι είπα; Ίσως σκεφτόμουν κάτι άλλο». «Ό,τι πείτε, σερίφη». Αφού είχε φύγει ο Φρέλιγκ, ο Λουκ έγειρε στην καρέκλα του και στριφο-

γύρισε πέρα-δώθε σκεφτικός. Σε κάθε κούνημα κοιτούσε το αργύριο, αλλά δεν το έπιανε στο χέρι του. Ο κύριος Μάρεκ τού είχε πει τι μπορούσε να κάνει ία ο Λουκ τον πίστευε. Αποτελούσε αποδεικτικό στοιχείο. Αδιάσειστο, πρακτικό αποδεικτικό στοιχείο. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν αποτελούσε αποδεικτικό στοιχείο ότι ο πράσινος Τζάνεκ ήταν πραγματικός κατά συρροήν δολοφόνος με σάρκα και οστά. Αποτελούσε αποδεικτικό στοιχείο ότι όλα τα λαϊκά παρα-μύθια ήταν αληθινά: ότι υπήρχε κάποιος Πράσινος Ταξιδευτής που μπορούσε να επιβιώνει με το πέρασμα των αιώνων, ότι σπήρχαν μωμόγεροι που κουβα-λούσαν ξίφη, μαχαίρια και πέτσινα πουγγιά γεμάτα αγιασμένο ασήμι.

Είχε βιώσει ο ίδιος την επίδραση ενός από τα αργύρια πάνω στον εαυτό του και το πίστευε. Το πίστευε. Για μερικές στιγμές, ενώ κρατούσε το νόμισμα σφιχτά στο χέρι του, δεν είχε ζήσει τώρα, αλλά rore, μια στιγμή πριν από τον Πιτ Φρέλιγκ, μια στιγμή πριν από ολάκερο το Σίνταρ Ράτηντς, την Αϊόβα, ακόμα ία απ' τη γυναίκα και την κόρη του.

Τώρα γνώριζε ότι δεν είχε φανταστεί το σκιερό, θαμνόμορφο πλάσμα που είχε δει φευγαλέα στο κλιμακοστάσιο, απ' όπου ία αν είχε ξεφύγει. Γνώριζε, όμως, επίσης, ότι υπήρχαν ελάχιστα πράγματα που μπορούσε να κάνει. Αν δεν στρίμωχνε στ' αλήθεια τον Πράσινο Ταξιδευτή ία αν δεν ανακάλυπτε ποιος ή τι στην πραγματικότητα ήταν, ο Πράσινος Ταξιδευτής θα παρέμενε mo πολύ μύθος παρά άνθρωπος - πιο πολύ τρομακτικός χαρακτήρας κάποιου παραμυ-θιού, παρά πραγματικός εγκληματίας.

Του Λουκ δεν του άρεσε που απέφευγε τον Τζον Χάζμπαντ και το Αστυνομικό Τμήμα του Σίνταρ Ράπτντς, αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει τι είχε πάθει πριν από τέσσερα ή πέντε χρόνια ο σερίφης Ντένις Μολόι, στην κομητεία

233

GRAHAM MASTERTON

Μπλακ Χακ. Είχε σημειωθεί μια σειρά απαίσιων σεξουαλικών επιθέσεων κατά γυναικών οδηγών από ένα γυμνό άντρα, ο οποίος — σύμφωνα με κάθε γυναίκα στην οποία είχε επιτεθεί— είχε το κεφάλι του «τοποθετημένο ανάποδα».

Παρασυρμένος από έναν ιδιαίτερα ευφάνταστο νεαρό βοηθό, ο σερίφης Μολόι είχε πειστεί ότι κατεδίωκε έναν μετεμψυχωμένο πιστολά του 1880, τον Τζακ Αλί σον, που τον είχε απαγχονιστεί στο Γουατερλού την τελευταία μέρα του Οκτώβρη του 1886. Το σκοινί του δήμιου είχε εξαρθρώσει τόσο άσχημα το λαιμό του Άλισον, που ο εργολάβος κηδειών τον είχε ξαπλώσει πλάγια στο φέρετρο του, ώστε το κεφάλι του να κοιτά προς τα επάνω.

Ο σερίφης Μολόι είχε οργανώσει εξορκισμό' κι ακόμα είχε φέρει απ' το Μαϊάμι έναν Αί'τινό ιερέα βουντού, όλα με έξοδα της κομητείας. Τελικά, όμως, ο εγκληματίας συνελήφθη ία αποδείχτηκε ότι φορούσε ανάποδα μια λαστιχένια μάσκα του Ρίτσαρντ Νίξον, στο πίσω μέρος της οποίας είχε ανοί-ξει τρύπες για τα μάτια.

Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ν' ανακαλύψει ο Λουκ ήταν το ότι ο Πράσινος Ταξιδευτής αποτελούσε τμήμα κάποιας παράξενης και περίπλοκης φάρσας, όπου ο ίδιος έπαιξε το ρόλο του κορόιδου. Λεν ήταν ακόμα έτοιμος να πάει να συναντήσει τον σερίφη Μολόι στον οίκο ευγηρίας για εύπιστους εκπροσώπους του νόμου.

Έβγαλε από το συρτάρι του ένα πλαστικό φακελάκι από κείνα που χρησι-μοποιεί η Σήμανση ία έσπρωξε προσεκτικά μέσα το ασημένιο νόμισμα με το στιλό του. Το σφράγισε και το κράτησε ψηλά. Περιβεβλημένο με πλαστικό, το νόμισμα έδειχνε να μην έχει επίδραση πάνω του. Το ακούμτπσε πάνω στην ανοικτή του παλάμη. Και πάλι καμιά επίδραση. Το έσφιξε. Τίποτα.

Ε, λοιπόν, αυτό ήταν κάτι. Ήταν λες και η πνευματική μαγεία του αρχαίου κόσμου μπορούσε να τεθεί σε καραντίνα, αν χρησιμοποιούσε κανείς ένα σύγ-χρονο υλικό. Έριξε το νόμισμα στην τσέπη του πουκαμίσου του, το χάιδεψε και περίμενε για μια στιγμή, προκειμένου να βεβαιωθεί πως δεν τον είχε σπρώξει πίσω στο χρόνο.

Μια αμυδρή αίσθηση ίλιγγου, ίσως; Όχι. Ούτε ασάφεια, ούτε τρεμουλιά-σματα. Τα πάντα ήταν μια χαρά. Εξακολουθούσε, όμως, να σέβεται τη δύναμη και την παλαιότητα του αντικειμένου που κουβαλούσε στην τσέπη του.

Πήγαινε συχνά στην εκκλησία, Ήξερε απ' έξω τα λόγια του κατά Ματθαίον. «Τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατ εκρίθη, μετ αμελη-θείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεΰσι και τοις πρεσβυτέρας. Και ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ ανεχώρησε, και απελθών απήγξατο. Οι δε αρχιερείς λαβόντες τα αργύρια είπον· ουκ έξεστι βαλείναυτά εις τονκορβα-νόν, επεί ryiri αίματος έστι.

«Συμβούλιον δε λαβόντες ηγόρασαν εξ αυτών τον αγρόν του κεραμέως εις ταψήν τοις ξένοις. Δίο εκλήθη ο αγρός εκείνος αγρός αίματος έως την σήμερον».

234

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ο Λουκ αισθάνθηκε ταπεινός, νηφάλιος και βαθύτατα φοβισμένος. Στο κάτω κάτω, κουβαλούσε πάνω του το ένα τριακοστό της τιμής του Αγρού τοπ Αίματος.

Ο Λουκ έκανε μια τελευταία βόλτα γύρω από το κτίριο, προσπαθώντας ν' αφουγκραστεί, κοιτώντας τριγύρω. Στον πρώτο όροφο συνάντησε τον ψηλό κοκαλιάρη μηχανικό του κτιρίου, τον Τζο Κρολίκεβπς, που έλεγχε έναν πίνα-κα με διακόπτες κυκλώματος.

«Εντόπισες το πρόβλημα;» τον ρώτησε ο Λουκ. Ο Τζο κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Είναι παράξενο. Μοιάζει με

ακανόνιστη σειρά από υπερροές, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί συμπεριφέρε-ται έτσι. Μίλησα με την ηλεκτρική εταιρεία, αλλά δεν έχουν καταγράψει καμ-ία διακύμανση».

«Εντάξει, Τζο... κάνε ό,τι μπορείς». Κατευθύνθηκε κατά μήκος του διαδρόμου προς τα κελιά, ενώ οι σόλες

των παπουτσιών του έτριζαν. Εκεί καλησπέρισε τον αξιωματικό υπηρεσίας (που στεκόταν προσοχή, στεφανωμένος με καπνό τσιγάρου, και μ' ένα τεύχος του Πέντχαους μασοκρυμμένο πίσω απ' την πλάτη του). Βάδισε προς το κελί του Τέρενς Πίρσονκαι στάθηκε για λίγο απέξω, παρακολουθώντας τον καθώς βρισκόταν ξαπλωμένος στην κουκέτα του με τα μάτια του ορθάνοιχτα.

«Τι κάνεις, Τέρι;» ρώτησε. «Βαριέμαι», απάντησε εκείνος, δίχως καν να τον κοιτάξει. «Η δεσποινίς Καντελάρια μού είπε ότι ίοως σ' ενδιέφερε να φανείς

συνεργάσιμος». «Το σκέφτομαι. Τι ήταν όλη εκείνη η ανακατωσούρα πριν λίγο;» «Τίποτα που να πρέπει να σ' ανησυχεί. Κάποιος εισβολέας, αυτό ήταν

όλο». Ο Τέρενς έστρεψε ξαφνικά το βλέμμα προς το μέρος του. «Κάποιος

εισβολέας;» «Κάποιος που άφησε μερικά δαφνόφυλλα σκορπισμένα τριγύρω. Είναι

κάποιος που γνωρίζεις;» Ο Τέρενς σηκώθηκε, δείχνοντας πολύ ταραγμένος. «Κάποιος ήρθε ία

άφησε τριγύρω δαφνόφυλλα; Με δουλεύεις, έτσι; Απλά προσπαθείς να με ταράξεις».

«Είδα κάποιον με τα ίδια μου τα μάτια, Τέρι. Έναν τύπο που έμοιαζε λες και φορούσε ένα θάμνο».

Ο Τέρενς πήγε κατευθείαν στα κάγκελα, τα άρπαξε σφιχτά και αναζήτη-σε στο πρόσωπο του Λουκ έστω και την παραμικρή υπόνοια ότι τον δούλευε.

«Μιλάς σοβαρά, έτσι δεν είναι;» είπε τελικά. «Τον είδες! Είδες τον Πράσινο Ταξιδευτή μέσα σε τούτο το κτίριο! Χριστέ μου! Νόμιζα ότι είχες πει

235

GRAHAM MASTERTON

πως τούτο το μέρος είναι ασφαλέστερο απ' ίο Μάριον!» «Ψάξαμε το κτίριο απ' τη στέγη έως το υπόγειο. Δεν υπάρχει κανείς εδώ». «Νομίζεις ότι θα α' άφηνε να τον βρεις; Ο Πράσινος Ταξιδευτής μπορεί

να κάνει ό,τι θέλει, να πάει όπου γουστάρει! Άκου, σερίφη, πρέπει να με βγά-λεις από δω. Δεν κάθομαι εδώ αν είναι εδώ ία ο Πράσινος Ταξιδευτής. Με κανέναν τρόπο, σερίφη. Με απολύτως κανένα τρόπο».

«Φοβάμαι ότι δεν έχεις άλλη επιλογή», του είπε ο Λουκ. «Πα όνομα του Θεού!» ούρλιαξε ο Τέρενς, «Δεν είναι ζήτημα επιλογής!

Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου! Ξέρεις τι κάνει στον κόσμο ο Πράσινος Ταξιδευτής; Αλήθεια, έχεις έστω και την παραμικρή ιδέα;»

«Τέρι», είπε ο Λουκ, «θα πάψεις να ουρλιάζεις; Εδώ είσαι εξίσου ασφα-λής με οπουδήποτε αλλού. Αν εσύ δεν μπορείς να βγεις από τούτο το κελί, τότε πώς στο διάολο νομίζεις ότι μπορεί κανείς να μπει μέσα; Ακόμα ία ο Πράσινος Ταξιδευτής δεν μπορεί να περάσει μέσα από συμπαγή ατσάλινα κάγκελα!»

Ο Τέρενς άρχισε να κάνει κύκλους μες στο κελί του, να χτυπά πάνω στον τοίχο, να χτυπά πάνω στα κάγκελα, Αρπαξε τους αγκώνες του και άρχισε να τρέμει σαν παιδί που μόλις το 'χουν βγάλει από πισίνα. «Είν' εδώ, για τ' όνομα του Χριστού! Είν' εδώ! Το ήξερα ότι θα τον έφερνε ο καιρός! Ήξερα ότι οι αποδόσεις απ' τις σοδειές θα τον έφερναν] Τον νιώθω να 'ρχεται για χρόνια και χρόνια και τώρα είν' εδώ και 'γω είμαι κλειδωμένος σε τούτο το γαμημένο κελί, δίχως κανέναν τρόπο για να βγω και κείνος θα με σκοτώσει, σερίφη. Μ' ακούς; Βρίσκεται μες στο κτίριο! Βρίσκεται μέσα σε τούτο το γαμημένο κτίριο και θα με βρει, KOJ τότε θα με σκοτώσει1.»

Τα τελευταία λόγια ξεστομίστηκαν με τόσο πανικόβλητη ψιλή φωνή, που ο Λουκ μετά βίας κατόρθωσε να τα καταλάβει. Ο Τέρενς πλησίασε στα κάγκε-λα, κρατώντας το κεφάλι με τα χέρια του, ενώ όλο το αίμα είχε φύγει απ' το πρόσωπο του, κάνοντας το δέρμα του να μοιάζει γκρίζο σαν πεπιεσμένο χαρτί.

Τράβηξε μια μικρή, αναπνοή απ' τη μύτη· έκανε μια προσπάθεια να φανεί λογικός. «Σερίφη, ο λόγος για τον οποίο τα σκότωσα— τα σκότωσα εξαιτίας του'. Εξαιτίας του Πράσινου Ταξιδευτή! Τα σκότωσα επειδή δεν υπήρχε άλλος πιθανός τρόπος. Καμία απολύτως επιλογή. Και τώρα βρίσκεται εδώ!»

«Θες να τα ομολογήσεις όλα;» ρώτησε ο Λουκ. «Θέλω να με βγάλεις από δω μέσα\» «Αν θες να τα ομολογήσεις όλα, θα σε μετακινήσουμε από τούτο το κελί.

Θα σε πάμε στην αίθουσα των ανακρίσεων και 'κει θα μπορέσεις να ομολογή-σεις».

«Στην αίθουσα των ανακρίσεων;» είπε καχύποπτα ο Τέρενς. «Φυσικά... είναι πολύ πιο άνετη για όλους τους ενδιαφερόμενους». «Ασφαλής είναι;»

236

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Φυσικά είναι ασφαλής». Ο Τέρενς κοίταξε τριγύρω, ρουφώντας σκεφτικός τα μάγουλά του. «Δεν

ξέρω. Δεν ξέρω. Δεν πας να με γελάσεις, έτσι;» «Γιατί να σε γελάσω;» Ο Τέρενς τον κοίταξε για μια απειροελάχιστη στιγμή ία έπειτα άρχισε να

γελά. «Πας να με γελάσεις, έτσι δεν είναι; Η δικηγόρος μου πήγε σπίτι της και νομίζεις ότι μπορείς να λες ό,τι α' αρέσει. Μπήκες στο δωμάτιό μου, έτσι; Είδες την εικόνα του Πράσινου Ταξιδευτή. Τα πρόσθεσες και τα δυο και τώρα προσπαθείς να με τρομάξεις, για να ομολογήσω. Δε θα γλύτωνες ένα σωρό δουλειά έτσι, και κάμποσες ώρες στο δικαστήριο; Ε, λοιπόν, δεν μπορείς να ξεγελάσεις έτσι τον Τέρενς Πίρσον - όχι εμένα, κύριε, και καλά θα κάνεις να το πιστέψεις».

«Τέρι», είπε ο Λουκ, όσο mo υπομονετικά μπορούσε, «το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Ήταν ίδιο με θάμνο. Κρεμόταν απ' το ταβάνι».

Ο Τέρενς πλησίασε τόσο, που ο Λουκ μπορούσε να μυρίσει την ανάσα του — τη δύσοσμη ανάσα ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε βαθιά απελπισία· ενός ανθρώπου που δεν έπλενε όπως έπρεπε τα δόντια του ή δεν έπινε αρκετό νερό.

«Δεν μπορείς να με ξεγελάσεις, σερίφη. Η Γουένη Καντελάρια σού είπε ότι ήμουν προετοιμασμένος να κάνω κάποια συμφωνία... κι έτσι μπήκες σε σκέψεις, σωστά; Αν έχει κάποια πληροφορία για την οποία να κάνει τη συμ-φωνία, τότε πρέπει να είναι ένοχος ή τουλάχιστον συνεργός. Θα κατέβω, λοιπόν, στα κελιά και θα τον κάνω να χεστεί απ' το φόβο του, ία έτσι θα μου πει όσα γνωρίζει δίχως να 'μαι αναγκασμένος να του δώσω οτιδήποτε ως αντάλλαγμα!»

Ο Λουκ ανασήκωσε τη ζώνη της οπλοθήκης του. «Κάνεις λάθος, Τέρι. Το είδα στο ταβάνι».

«Το διάβασες. Διάβασες στα σημειωματάριά μου, για το περπάτημα στο ταβάνι».

«Δεν έχουμε τελειώσει ακόμα τη μετάφραση των σημειωματάριων σου. Και σίγουρα δεν έχουμε βρει κάτι σχετικό με το περπάτημα στο ταβάνι».

«Λες μαλακίες, σερίφη!» του πέταξε ο Τέρενς. Σχεδόν ούρλιαζε. «Λες μαλακίες! Λεν πιστεύω λέξη απ' όσα λες!»

Ο Λουκ ξεκούμπωσε την τσέπη του πουκαμίσου του ία έβγαλε ένα απ' τα δαφνόφυλλα που είχε μαζέψει απ' το κλιμακοστάσιο. Το κράτησε μπρος στη μύτη του Τέρενς και είπε: «Τότε τι είν' αυτό;»

Ο Τέρενς σκέπασε με το χέρι τα μάτια του, λες και ήταν βρυκόλακας που τον απειλούν μ' ένα σταυρό. «Πού το βρήκες;» είπε, ρουφώντας την ανάσα του. «Θα μπορούσες να το βρεις οπουδήποτε. Θα μπορούσες να το 'χεις αγο-ράσει από κάνα μπακάλικο».

«Και βέβαια θα μπορούσα, αλλά δεν το έκανα. Το βρήκα στο κλιμακοστά-

237

GRAHAM MASTERTON

σιο, λίγο μετά που ο Πράσινος Τζάνεκ σκαρφάλωσε και βγήκε». Ο Τέρενς κράτησε το χέρι του υψωμένο. «Δε σε πιστεύω. Με κανέναν

τρόπο. Απλά πάρε τούτο το πράγμα από δω και άσε με στην ησυχία μου». Ο Λουκ έριξε το δαφνόφυλλο ξανά στην τσέπη του. «Η δεσποινίς

Καντελάρια είπε ότι απόψε θα το σκεφτόσουν. Ότι θα το σκεφτόσουν πολύ και καλά. Βεβαιώσου ότι θα το κάνεις».

Ο Τέρενς δεν απάντησε. Στεκόταν ακόμα με το χέρι υψωμένο φοβισμέ-να καθώς ο Λουκ έκανε μεταβολή ία εγκατέλειψε το κρατητήριο, έγνεψε καληνύχτα στον αξιωματικό υπηρεσίας και βγήκε πρώτα στον προθάλαμο ία έπειτα έξω στη βροχερή νύχτα.

Διέσχισε το πάριαγκ, κρατώντας το γείσο του καπέλου του γερά για να εμποδίσει τον άνεμο να το παρασύρει. Δεν ήξερε τι συμπέρασμα να βγάλει για τον Τέρενς Πίρσον. Ίσως το αρχικό του ένστικτο να ήταν σωστό και ο Τέρενς Πίρσον να μην ήταν παρά ένας κλασικός τρελάρας. Απ' την άλλη μεριά, ο Τέρενς Πίρσον πίστευε στον Πράσινο Ταξιδευτή, το ίδιο ία ο Λουκ· και κατά παράξενο τρόπο, αυτό τους έκανε συνεργούς. Όχι σε φόνο, αλλά στο ότι είχαν υπάρξει μάρτυρες του πιο αλλόκοτου και τρομακτικού φαινομέ-νου που είχε συναντήσει ο Λουκ σε ολόκληρη τη ζωή του.

Μπήκε στ' αυτοκίνητο του και έδεσε τη ζώνη ασφαλείας. Μέσα από το παρμπρίζ του που είχε γεμίσει μικρά άστρα απ' τη βροχή, του φάνηκε πως διέ-κρινε έναν ι^ιηλό άντρα με λευκό αδιάβροχο να στέκεται στο πεζοδρόμιο της γέφυρας της Τρίτης λεωφόρου. Έβαλε μπρος τη μηχανή, έθεσε σε λειτουργία τους υαλοκαθαριστήρες, όμως όταν το παρμπρίζ καθάρισε ο άντρας είχε εξα-φανιστεί. Εκείνοι που χάνοι/ιοί. τους αποκαλούσε ο παππούς του: άνθρωποι που φαίνονταν να είναι εκεί ία όταν κοιτούσες δεν ήταν. Ο παππούς του έλεγε ότι ήταν τα φαντάσματα των αποίκων που είχαν πεθάνει προσπαθώντας να δια-σχίσουν τις πεδιάδες της ανατολικής Αιόβα τη δεκαετία του 1840, ανθρώπων με ονόματα όπως Μακλάουντ, Μέρφι, Σμιθ και Μπρόζικ. Νεκρών ανθρώπων.

Ο Λουκ άπλωσε το χέρι του στο ντουλαπάκι του συνοδηγού ία έβγαλε τα γυαλί α που χρησιμοποιούσε για την οδήγηση. Τα 'χε ανάγκη μόνο όταν κουρά-ζονταν τα μάτια του. Σκέφτηκε ότι μάλλον είχε δει αρκετά απόψε: πιο πολλά απ' όσα μπορούσε να δει κάποιος σ' ολόκληρη τη ζωή του. Το μόνο που ήθελε ήταν να επιστρέψει σπίτι του και ν' ανοίξει μια μπίρα.

Κάτι λιγότερο από είκοσι λεπτά αργότερα, ο Τέρενς εξακολουθούσε να βρί-σκεται καθισμένος στην κουκέτα του, με το κεφάλι ακουμπισμένο πίσω στον γκρίζο τοίχο, το στόμα ανοιχτό, μισοκοιμισμένος, μισακούγοντ α ς.

Ήταν ένα ήσυχο βράδυ στο κρατητήριο. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα είχαν φέρει μια μαύρη γυναίκα, που πότε γελούσε και πότε έκλαιγε ία έπειτα άρχι-σε να τραγουδά «Γλυκό μου... καΛο μου αμαξάια.., έλα να με πάρεις σπίτι»

238

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ξανά και ξανά, μέχρι που μια απελπισμένη αντρική φωνή ούρλιαξε: «Για τ' όνομα του Θεού! Κοιτνήσου καλό μου αμαξάκι λέει το τραγούδι, όχι γλυκό, καλό μου αμαξάκι!»

Κάποιος άλλος, που απ1 τη φωνή του φαινόταν πολύ νέος, είχε αρχίσει να κλαίει με λυγμούς. Όμως σε γενικές γραμμές το κρατητήριο ήταν ήσυχο, και δεν ακουγόταν παρά μόνο το σύρσιμο ποδιών και σωμάτων, το ροχαλητό και πού και πού κάποιο θορυβώδες βήξιμο.

Ο Τόρενς λαγοκοιμόταν με το πίσω μέρος του κεφαλιού του ακουμπισμέ-νο στον τοίχο και ονειρευόταν ότι διέσχιζε τρέχοντας ένα σταροχώραφο που το έδερνε η θύελλα, καταδιώκοντας την Έμιλι, Ανέμιζε το δρεπάνι του, το μεγαλύτερο δρεπάνι του, εκείνο που χρησιμοποιούσε για να κλαδεύει τις βατομουριές. Ήταν ξαναμμένος, τρομαγμένος. Γνώριζε τι έπρεπε να κάνει. Τα στάχυα τού μαστίγωναν τις γάμπες, κεντρί ζ οντάς τον. Γύρω του ο ουρανός περιστρεφόταν σαν ένα τεράστιο μαύρο σύστημα μ' αλογάκια του λούνα παρκ, όπου τα αλογάκια ήταν γκρίζες αστραπές.

«Έμιλι\» της φώναζε. «Έμιλι, σταμάτα!» Όμως η Έμιλι δε σταματούσε. Έφτασε στην άκρη του χωραφιού και εξα-

φανίστηκε κατεβαίνοντας το ανάχωμα ία έπειτα χάθηκε. Ο Τέρενς έφτασε στην άκρη της πλευράς του δρόμου, ακριβώς πάνω απ'

το χαντάκι και κοίταξε τριγύρω σαν τρελός, με την ανάσα να φουσκώνει μες στα πνευμόνια του. Ο αυτοκινητόδρομος απλωνόταν σαν φίδι για χιλιόμετρα και χιλιόμετρα, και τούτη τπ φορά δεν υπήρχε κανένα ημιφορτηγό, δεν υπήρ-χε τίποτα απολύτως. Γύρισε προς τα πίσω σαστισμένος. Πού είχε πάει; Την μια στιγμή έτρεχε μερικά μέτρα μπροστά του' τώρα δεν την έβλεπε πουθενά,

«ΈμίλΐΙ» φώναξε. «Έμιλι, πού είσαι,» Περίμενε και αφουγκραζόταν. Ο άνεμος τού ρίπιζε τα αυτιά. Το στάρι

θρόιζε και ψιθύριζε σαν τη θάλασσα. Πέρασε πολλή, πολλή ώρα, κατά τη διάρ-κεια της οποίας παρέμενε καθισμένος στην κουκέτα του με το κεφάλι γερμέ-νο στον τοίχο και το στόμα ανοικτό, ροχαλίζοντας ελαφρά, καθώς ο ουρανί-σκος του είχε βυθιστεί στο λαρύγγι του.

Τότε άκουσε γέλιο. Ένα πολύ διακριτικά, διόλου τραχύ γέλιο. Το γέλιο ενός κοριτσιού, κοροϊδευτικό, αλλά γλυκό.

Στο όνειρο του στράφηκε προς τα πίσω και κει βρισκόταν η Έμιλι. Όταν όμως εκείνη έκανε αργά μεταβολή, το πρόσωπο της δεν έμοιαζε καθόλου με της Έμιλι. Ήταν το λευκό πρόσωπο ενός μωμόγερου που έμοιαζε με μάσκα, καλά λουστραρισμένη, με μαύρες τρύπες για μάτια.

Ο Τέρενς ξύπνησε σοκαρισμένος και με κομμένη την ανάσα. Κι όταν ξύπνησε, βρίσκονταν όλοι τους εκεί. Στέκονταν σιωπηλοί έξω από τα κάγκε-λα του κελιού του, και τον κοιτούσαν λες και τον παρακολουθούσαν επί ώρες.

Ήταν έξι· και οι πέντε φορούσαν λευκές προσωπίδες. Ο Τέρενς είπε: «Θεέ μου. Θεέ μου, Μεγαλοδύναμε». Η φωνή του ακουγόταν σαν τη φωνή

239

GRAHAM MASTERTON

ενός ορειβάτη που του τελειώνει το οξυγόνο. Ήταν τόσο απόλυτα τρομοκρα-τημένος που άδειαοε τη φούσκα του στο αριστερό μπατζάκι του παντελονιού του κι ένιωσε ζεστασιά, επιτακτική ανάγκη και εξευτελισμό.

Η ξαφνική τους εμφάνιση ήταν αρκετά τρομακτική από μόνη της. Εκείνο, όμως, που τους έκανε ακόμη mo τρομακτικούς, ήταν το γεγονός ότι δεν ήταν απόλυτα αδιαφανείς. Έμοιαζαν με φαντάσματα του εαυτού τους, οπτασίες του ίδιου τους του εαυτού ία όχι με πραγματικούς ανθρώπους. Αν ο Τέρενς προσπαθούσε πολύ, πραγματικά μπορούσε να διακρίνει από μέσα τους μια αχνή εικόνα του τοίχου από πίσω. Τα φώτα του διαδρόμου τούς φώπζαν ζωηρά, όμως όταν εκείνοι έμπαιναν μπροστά τους, έλαμπαν αμυδρά μέσα από τους ώμους και τα κεφάλια τους.

Εκείνο το γεγονός αποτελούσε για τον Τέρενς επαρκή απόδειξη. Ήταν σίγουρα πραγματικοί. Ζούσαν, αλλά ζούσαν μια στιγμή νωρίτερα από κείνον. Ό,τι έβλεπε ήταν εκείνοι όπως είχαν υπάρξει ένα δευτερόλεπτο νωρίτερα, όχι εκείνοι όπως πραγματικά ήταν. Να τι τους έκανε αθάνατους' να τι που τους έκανε άτρωτους. Αν τους άρπαζε, αν τους χτυπούσε, δε Θα χτυπούσε τίποτα ουσιαστικότερο από μια ανάμνηση.

Πιο κοντά στα κάγκελα στεκόταν ο ψηλός άντρας με το κατάλευκο αδιά-βροχο, με πρόσωπο από στιλπνό λευκό σμάλτο. Κρατούσε απαλά και αδιάφο-ρα το κάγκελο με το δεξί του χέρι, όπως κάποιος που κρατιέται απ' την κου-παστή στον υπόγειο. Τα δάχτυλα του ήταν μακριά, στεγνά και τέλεια περιποιη-μένα, παρόλο που τα νύχια του δείκτη και του μέσου του είχαν πάρει βαθύ κεχριμπαρένιο χρώμα απ' το κάπνισμα. Δίπλα του —ελάχιστα πιο πίσω -στεκόταν ένας mo αδύνατος, ψηλότερος άντρας, που φορούσε μια περίεργη φορεσιά σαν τσουβάλι, χωρισμένη σε τέσσερα μαύρα και κόκκινα μέρη, και ένα μικρό μαύρο κασκέτο, που έμοιαζε με μαξιλαράκι ία από κάθε του γωνιά κρεμόταν μια μεταξένια φούντα. Εκείνος ο άντρας κουβαλούσε στον ώμο του μια μακρόστενη τσάντα από μαύρο βελούδο ία απ' το στόμιο της τσάντας ξεπρόβαλλαν οι σταυροειδείς λαβές από κάμποσα ξίφη.

Πίσω απ' τον ψηλότερο άντρα βρισκόταν μισοκρυμμένη μια μικρόσωμη, καμπουριασμένη φιγούρα που φορούσε ένα χοντρό, στο χρώμα της πίσσας, ράσο σαν καλόγερου του 14ου αιώνα, με το πρόσωπο ολότελα κρυμμένο απ' τη σκιά της κουκούλας του. Το ένα του χέρι, όμως, ήταν σηκωμένο ψηλά, για να κρατά το ράσο σφιγμένο στο λαιμό του' και 'κείνο το χέρι ήταν μαλακό ία είχε δάχτυλα γεμάτα εξογκώματα, λες και η σάρκα του είχε σαπίσει όπως το τυρί. Αν και το πρόσωπο του ήταν κρυμμένο, ο Τέρενς άκουγε την ανάσα του να σφυρίζει βαριά περνώντας μέσα από μισοβουλωμένα ρουθούνια" και έβλε-πε ότι ταλαντευόταν ελαφρά, λες και βασανιζόταν από έναν διαρκή πόνο.

Από τη μια πλευρά, χώρια, φωτισμένα από τη λάμπα φθορισμού του διαδρόμου, έτσι ώστε να φαντάζουν αφύσικα πραγματικά — ακόμα rao πραγμα-τικά ία απ' την ίδια την πραγματικότητα- στέκονταν δύο νεαρά άτομα, ένα

240

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

αγόρι και ένα κορίτσι. Το αγόρι φορούσε μια εφαρμοστή πορφυρή και κίτρινη μεταξένια φορεσιά γελωτοποιού. Τα ξανθά κατοαρά μαλλιά του κοριτσιού ήταν μπλεγμένα με αποξηραμένα λουλούδια, μαργαρίτες και γαϊδουράγκαθα και κοινό βοτάνι του Άϊ-Γιάννη. Φορούσε ένα χοντρό κουρελιασμένο πανωφόρι από τομάρια ζώων, χοντροφτιαγμένες γκρίζες μάλλινες γκέτες και μπότες.

Ο καθένας τους είχε κρεμασμένο στο λαιμό του ένα μικρό πέτσινο πσυγ-γί· και κείνο το πουγγί αποτελούσε για τον Τέρενς την οριστική απόδειξη ότι ετούτοι ήταν οι ξεχωριστοί και διαλεχτοί μωμόγεροι του Πράσινου Ταξιδευτή' μιας και τα πουγγιά περιείχαν τα αργύρια με τα οποία είχε πληρωθεί ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, για να προδώσει τον Ιησού· και κείνα ήταν που εξασφάλιζαν την αθανασία τους.

«Ήρθατε, λοιπόν», είπε ο Τέρενς. Γνώριζε ολονών τα ονόματα. Ο πατέρας του τού είχε πει, ψιθυρίζοντας

βιαστικά και τρομαγμένα, ποιος ήταν ο καθένας. Ο Μάρτυρας με το λευκό πρόσωπο: εκείνος που στεκόταν και παρακολουθούσε να διαπράττονται τα αμαρτήματα της απληστίας και της προδοσίας και κατάγραφε το καθένα απ' αυτά. Ο Ξιφομάχος, που ήταν δήμιος και σφαγέας, εκείνος που ξεκοίλιαζε. Ο Λεπρός που μετέφερε κάθε νόσο που είχε κληρονομήσει η ανθρωπότητα, ο ακάθαρτος. Τα δίδυμα Μαχαίρι και Γυμνή.

Μόνο δύο έλειπαν. Ο Θεραπευτής, που μπορούσε να αποκαταστήσει τα κομμένα κεφάλια και με μαγικό τρόπο να αναστήσει τους νεκρούς. Και ο Πράσινος Ταξιδευτής, ο Τζάνεκ, ο κομιστής της καρποφορίας και της γονιμότητας, ο κληρονόμος όλων των αρχαίων και μυστηριακών δυνάμεων της πρασινάδας και της βλάστησης.

Ο Τέρενς σηκώθηκε. «Τι θέλετε;» ρώτησε. Ένιωθε το λαρύγγι του σφιγμέ-νο, λες και πνιγόταν με ψαροκόκκαλα ή αγκάθια.

Ο Μάρτυρας δεν είπε κουβέντα. Ο Ξιφομάχος δεν είπε κουβέντα. Ήταν μωμόγεροι, δε μιλούσαν ποτέ. Όμως η Γυμνή είπε πίσω από την απαλή λευκή λουστραρισμένη της μάσκα. «Πήρες κάτι που δεν σου ανήκε. Πήρες δυο ζωές που δεν σου ανήκαν».

«Τις έσωσα, να τι έκανα», είπε ο Τέρενς. «Τις καταδίκασες στην ανυπαρξία, αυτό είν όλο. Πώς είναι δυνατόν να

πιστεύεις ότι θα γίνονταν δεκτές στον παράδεισο; Ο παράδεισος είναι κλειστός για τα παιδιά του Τζάνεκ. Κι ούτε θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν απο-δεκτά στη Σκοτεινή Επικράτεια».

«Λεν ήταν παιδιά του Τζάνεκ. Ήταν δικά μου». «Ανήκαν στη γενιά του Τζάνεκ», είπε η Γυμνή. Είχε μια ελαφριά, αλλόκοτη

ανατολικοευρωπαϊκή προφορά ία η φωνή της έσβηνε και δυνάμωνε, λες και ήταν μια ραδιοφωνική μετάδοση από κάποια πολύ μακρινή πόλη τη νύχτα, όταν όλες οι ραδιοφωνικές συχνότητες γεμίζουν τραγούδια μοναξιάς και απελπι-σίας. Επίσης, ανάμεσα στη στιγμή που μιλούσε ο Τέρενς και τη στιγμή που απα-

241

GRAHAM MASTERTON

ντούσε εκείνη φαινόταν να υπάρχει μια διακοπή, μια χρονική υστέρηση. Ο Τέρενς ήξερε γιατί· ία αυιό τον τρομοκρατούσε ακόμα περισσότερο.

Τούτοι ήταν οι πραγματικοί ακόλουθοι του Πράσινου Τζάνεκ, οι σιωπηλοί αθά-νατοι, οι κάτοχοι των τριάκοντα αργυρίων που είχε εισπράξει ο Ιούδας για να προδώσει το Χριστό.

Η Γυμνή επέμεινε: «Τα παιδιά σου ήταν απόγονοι του Τζάνεκ- άρα ανή-καν στον Τζάνεκ. Ο πατέρας σου είχε ήδη δώσει την υπόσχεσή του ότι ο Τζάνεκ θα μπορούσε να τα πάρει- και σένα, επίσης, και τους δικούς σου».

«Δεν είχε δικαίωμα», είπε ο Τέρενς. Σχεδόν μπορούσε τώρα ν' ακούσει τη φωνή του πατέρα του τσακισμένη απ' τον πανικό, "-νόμιζα ότι έκανα το σωστό, Τέρι, μάρτυς μου ο Θεός, Στ' αλήθεια το πίστευα. Δεν αναλογίστηκα ούτε μια φορά τις επιπτώσεις... δε σκέφτηκα ότι θα 'ρχονταν ποτέ για να σε πάρουν, όχι στ'αλήθεια...»

Η Γυμνή πλησίασε τα κάγκελα. Μέσα από τις τρύπες της μάσκας της ο Τέρενς διέκρινε τα μάτια της που έλαμπαν. Έτρεμε στην ιδέα ότι θα μπορού-σε να βαδίσει μέσα από τα κάγκελα και να τον αγγίξει. Ήταν ένας ολότελα παράλογος τρόμος, ωστόσο, εκείνος έκανε πίσω. Ένα μπουλούκι μωμόγεροι που μπορούσαν να μπουν στο κρατητήριο της κομητείας δίχως να συναντή-σουν καμιά απολύτως αντίσταση, θα μπορούσαν κάλλιστα και να βαδίσουν μέσα από ατσάλινα κάγκελα.

Εκείνο το κορίτσι μύριζε κάτι. Μύριζε μισοσαπισμένες γούνες ζώων, παλιά αποξηραμένα άνθη και σεξ. Πίσω της το Μαχαίρι παρέμενε αμίλητο, αλλά στεκόταν με το ένα χέρι να αναπαύεται στο γοφό του, με τρόπο που έδωσε στον Τέρενς την εντύπωση ότι χαμογελούσε.

«Η υπόσχεση είναι υπόσχεση», είπε η Γυμνή. «Εγώ δεν έδωσα καμία υπόσχεση», διαμαρτυρήθηκε ο Τέρενς. «Ο πατέ-

ρας μου το 'κανε, πριν ακόμα γεννηθώ. Δεν το 'κανα εγώ». «Παρ' όλα αυτά, π υπόσχεση είναι υπόσχεση και οι επιπτώσεις είναι επι-

πτώσεις. Ό,τι παίρνεις απ' τον Πράσινο Τζάνεκ, πρέπει να το ξεπληρώσεις, "ίσως να 'ναι τριακόσια στρέμματα στάρι τον χειμώνα. Ίσως να 'ναι καλαμπόκι* ίσως να 'ναι μωρά. Ίσως να 'ναι ένα χαρούπι όλο ια όλο. Πρέπει να το ξεπλη-ρώσεις, φίλε μου. Και το ξέρεις».

Ο Τέρενς δεν ήξερε τι να πει. Ήταν τόσο τρομοκρατημένος που μόλις μπορούσε να μιλήσει. Κι όλο κατάπινε και κατάπινε και το στόμα του πλημμύ-ριζε συνεχώς με ζεστό σάλιο, λες ία ήταν έτοιμος να ξεράσει.

Ο Μάρτυρας έσυρε τα νύχια του κατά μήκος των κάγκελων του κελιού του Τέρενς, βγάζοντας ένα αδύναμο τρίξιμο. Και πάλι υπήρχε μια ανατριχια-στική χρονική υστέρηση. Το τρίξιμο ακουγόταν προτού καν ο Μάρτυρας αγγί-ξει τα κάγκελα και σταματούσε ενώ εκείνος ακόμα έσερνε τα νύχια του πάνω στο μέταλλο.

Έπειτα ο Μάρτυρας απομακρύνθηκε, λες και είχε ακούσει αρκετά, και

242

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

τώρα, αρκετά γοργά, ο Ξιφομάχος έκανε μπρος, και άπλωσε το χέρι του πίσω απ' τπν πλάτη του, τραβώντας τα ξίφη απ' τη θήκη τους. Κάθε ένα έβγαζε ένα οξύ κουδούνισμα καθώς το τραβούσε1 ένα κουδούνισμα που έκανε τα νεύρα του Τέρενς να τεντώνονται. Υπήρχαν πέντε συνολικά ξίφη ία ο Ξιφομάχος τα έμπλεξε επιδέξια μεταξύ τους, ώσπου σχημάτισαν ένα σταυροειδές πεντάγω-νο. Τα κράτησε ψηλά στον αέρα, ώστε να μπορεί ο Τέρενς να τα δει να λάμπουν. Εκείνος γνώριζε γιατί ήταν έτσι σταυρωμένα. Το κεφάλι του θύμα-τος θα τοποθετούνταν στο μέσο του πενταγώνου κι έπειτα ο ξιφομάχος θα τα τραβούσε, για να κλείσουν όπως το διάφραγμα μιας φωτογραφικής μηχανής.

Ο Τέρενς ύψωσε και τα δυο του χέρια, με τα δάχτυλα τους μπλεγμένα με τον ίδιο τρόπο όπως και τα ξίφη. «Μακριά!» επέμεινε. «Δεν μπορείτε να μπεί-τε εδώ! Δε σας προσκάλεσε κανείς —πρέπει να σας προσκαλέσουν! Και εκτός αυτού, εδώ μέσα δεν υπάρχει τίποτε πράσινο! Τίποτε!»

«Δε χρειαζόμαστε πρόσκληση, φίλε μου», είπε η Γυμνή. «Ο Τζάνεκ είναι πατέρας σου ία ο πατέρας αου σε διατάζει να μας αφήσεις να μπούμε. Εξάλλου, υπάρχει κάτι πράσινο εκεί μέσα».

Ο Τέρενς κράτησε τα δάχτυλά του υψωμένα. «Δεν υπάρχει τίποτε... σι-γουρεύτηκα γι' αυτό».

«Όλοι μας κάνουμε λάθη», είπε η Γυμνή. Ο Τέρενς κοίταξε τριγύρω στο κελί του τρομοκρατημένος. Δεν υπήρχε

τίποτε πράσινο εκεί μέσα1 ήταν βέβαιος. Κάθε μέρα έλεγχε και ξαναέλεγχε-και πάντα πριν πέσει για ύπνο έψαχνε τριγύρω με μανία. Ποτέ δεν έτρωγε πράσινα λαχανικά, ποτέ δε διάβαζε τίποτε άλλο, εκτός από χαρτόδετα βιβλία με σκισμένα τα εξώφυλλα, για την περίπτωση που η έγχρωμη στάμπα τους μπορεί να είχε μια κουκίδα πράσινου. Για τον ίδιο λόγο ποτέ δε δεχόταν ζαχα-ρωτά σε συσκευασίες. Τι μπορούσε να 'ναι πράσινο εκεί μέσα; Τι;

Ένα απαλό ρεύμα φύσηξε μες στο κελί του Τέρενς. Το δαφνόφυλλο, που ο Λουκ είχε σκοπό να ρίξει μες στην τσέπη του, ξεπρόβαλλε γλιστρώντας κάτω από την κουκέτα. Γύρισε ανάποδα, κοντοστάθηκε ία έπειτα γύρισε ανά-ποδα και πάλι.

«Πράσινο», είπε η Γυμνή. Το πρόφερε «πράσνο». Ο Μάρτυρας άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων του δεξιού του χεριού την

κλειδωνιά με συνδυασμό του κελιού του Τέρενς. Με το αριστερό του χέρι κουνούσε ένα ζευγάρι ζάρια. Τα πέταξε ψηλά, τα έπιασε, τα κούνησε και τα πέταξε ξανά. Ούτε στιγμή δεν τράβηξε το βλέμμα του απ' το πρόσωπο του Τέρενς. Εκείνος είχε αρχίσει να τρέμει. Κρατούσε τα δάχτυλα υψωμένα για να διώξει μακριά το Μάρτυρα, όμως γ-νώριζε όπ ήταν άσκοπο πια. Ο Μάρτυρας θα έριχνε τα ζάρια και θα έβρισκε το συνδυασμό.

Ο Ξιφομάχος περίμενε υπομονετικά. Ο Λεπρός στεκόταν στο βάθος, ανα-σαίνοντας τραχιά σαν κατάκοιτος ετοιμοθάνατος. Το Μαχαίρι άπλωνε τα δάχτυλά του και εξέταζε με προσοχή τα νύχια του1 η Γυμνή άπλωσε το χέρι

243

GRAHAM MASTERTON

της στον ώμο του ία άρχισε να του τον μαλάσσει αργά. «Δεν μπορείτε να το κάνετε απτό», είπε ο Τέρενς. «Χριστέ μου — δεν είστε

καν αληθινοί, είστε ένας μύθος! Είστε ένα αναθεματισμένο —παραμύθι!» «θες να διαπιστώσεις πόσο αληθινοί είμαστε;» ρώτησε η Γυμνή" «Είμαστε

mo αληθινοί από σένα». «Μπορώ να κλείσω τα μάτια μου και να τα ξανανοίξω και σεις θα 'χετε

χαθεί1» ούρλιαξε ο Τέρενς. «Δε νομίζω. Ρώτα τον Ξιφομάχο. Ρώτα τον αν μπορείς να δοκιμάσεις τα

ξίφη του, να δεις πόσο κοφτερά είναι. Σ' έχει ξεσχίσει ποτέ ένας μύθος; Έχει χύσει ποτέ αίμα ένα παραμύθι;»

Ο Μάρτυρας έφερε εφτά. Τα ζάρια φαίνονταν σαν να αναπηδούσαν και να σπινθηροβολούν στον αέρα. Ταυτόχρονα, ο Τέρενς άκουσε τον πρώτο μοχλό της κλειδωνιάς ν' απελευθερώνεται μ' ένα κλικ. Ο Μάρτυρας έπιασε τα ζάρια, τα έκλεισε στη φούχτα του κι ανάσανε πάνω τους· έπειτα τα έριξε πάλι και τούτη τη φορά έφερε εννιά.

«Τέσσερα νούμερα, τέσσερις ριξιές», είπε η Γυμνή' και πλησίασε ακόμα πιο κοντά.

Ο δεύτερος μοχλός της κλειδωνιάς απελευθερώθηκε. Ο Τέρενς οπισθοχωρούσε σταδιακά, έως ότου η πλάτη του κόλλησε στον

τοίχο του κελιού του. Κρατούσε υψωμένα τα δάχτυλά του, που σχημάτιζαν το ίδιο σταυροειδές σχήμα και τα μάτια του ήταν γουρλωμένα απ' τον τρόμο. «Ab insidiis diaboli, libera nos Dominel» ούρλιαξε.

«Τι είναι τούτα;» ρώτησε η Γυμνή. «Λόγια της εκκλησίας; Εξορκισμός; Μας έχει ευλογήσει ο ίδιος ο Άγιος Πατέρας, αγάπη μου. Τα λόγια της εκκλη-σίας είναι το ψωμί και το νερό μας».

«Ut Ecclesiam tumn secura tibi facias libertate senure, re rogamos, audi nos; Ut inimicos sanctae Ecclesiae humiliare dignins, te rogamus, audi nos. Per unigenitum Filium suum Dominum nostniim lesuni Christum, qui cum eo rniiif et re gnat in inifafe Spin His sancfi Deus, per omnia saecula saeculorum».

«Τα καταφέρνεις μια χαρά με τις ξένες γλώσσες, ε;» είπε η Γυμνή" και ο τρίτος μοχλός έκανε κλικ.

Ο Ξιφομάχος έκανε ένα βήμα μπρος- με τον αστραφτερό σχηματισμό των σπαθιών του υψωμένο στον αέρα σαν θρησκευτικό φυλακτό. Το Μαχαίρι άφησε ένα οξύ γέλιο, σαν να μην μπορούσε να περιμένει να δει τι θα συνέβαι-νε στη συνέχεια. Ο Τέρενς σταμάτησε να προσεύχεται και να παρακαλά το Θεό* κρατούσε, όμως, τα δάχτυλά του ψηλά, σχηματίζοντας το ίδιο σταυροει-δές πλέγμα και εξακολουθούσε να έχει την πλάτη του κολλημένη στον τοίχο.

«Δε σε πιστεύω», επέμεινε. «Μα δεν πιστεύεις στην κόλαση;» τον ρώτησε η Γυμνή. «Λεν πιστεύεις

στους δαίμονες; Σε κάθε λογής δαίμονα και αιχμαλωτισμένο πνεύμα», Τώρα τον χλεύαζε' χλεύαζε τις έρευνές του* χλεύαζε τις επίμονες μελέτες του για

244

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

τον καιρό και τις σοδειές. Κατά βάθος ήταν γιος του Τζάνεκ ία ο Τζάνεκ θα τον έκανε δικό του, δεν είχε σημασία πόσο χρόνο θα του έπαιρνε- δεν είχε σημασία αν οι μωμόγεροί καιροφυλακτούσαν για χρόνια.

Ο Μάρτυρας έφερε τέσσερα. «Τέσσερα», ψιθύρισε η Γυμ'ΐί κι ο μοχλός έκανε J&UK και άνοιξε, Ο Τέρενς έπεσε στα γόνατα. Η πόρτα του κελιού μισάνοιξε πάνω στους

κακολαδωμένους μεντεσέδες της και ο Μάρτυρας πέρασε μέσα, ακολουθού-μενος απ' τον Ξιφομάχο και το αγόρι που το έλεγαν Μαχαίρι.

«Θα πεθάνεις εδώ;» ρώτησε η Γυμνή. Αλλά ο Τέρενς δεν είπε κουβέντα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η Έμιλι, το τρέξιμο μες στο σταροχώραφο και την παγωμένη βροχή που του μαστίγωνε τα μάγουλα.

Ο Μάρτυρας τον άγγιξε και το άγγιγμα του ήταν πραγματικά διαβολικό' παγερό και άγριο, σαν το άγγιγμα ενός νεκρού κορμιού, που έχει ξαναέρθει στη ζωή αφού το 'χουν διαπεράσει χιλιάδες βολτ ηλεκτρικού ρεύματος. Το άγγιγμά του έκανε τους μύες στους ώμους του Τέρενς να συσπαστούν, να τρεμουλιάσουν και να αναρριγήσουν από ημι-συνειδητοποπιμένη οδύνη.

«Κομίζω πως είναι ώρα για ξεκαθάρισμα», είπε η Γυμνή. Ο Ξιφομάχος κράτησε τη διάταξη των σπαθιών του πάνω από το κεφάλι

του Τέρενς, σαν να επρόκειτο να τον στέψει βασιλέα. Εκείνος είπε: «Είστε δειλοί, όλοι σας. Κρύβετε τα πρόσωπά σας». Όμως η Γυμνή του ανταπαντησε: «Les visiteuis silencieuses se cachent

quel quefois sous des formes bes dales, on se couvrent le visage d'un masque pour demeurer inconnus».

Ο Τέρενς ένιωσε μια τρομερή αίσθηση αναπόφευκτου. Ανάσαινε από τη μύτη, με κοφτές, ρηχές αναπνοές. Είχε μάθει αρκετά σχετικά με τον Πράσινο Τζάνεκ, ώστε να γνωρίζει από πού είχε έρθει, εκείνος και οι μασκαράδες του. Είχαν πρωτοεμφανιστεί στην παλιά Βοημία, τον 9ο αιώνα, έπειτα από τη βάπτι-ση του πρίγκηπα Μπορίζοβ. Άρα, λοιπόν, είχαν εκμεταλλευτεί την άνοδο του Χριστιανισμού. Περιγελούσαν το Θεό. Προέρχονταν απ' την εποχή των θρησκευτικών δραμάτων και των ομαδικών τάφων της πανούκλας- από τις απαγορευμένες νυχτερινές συνάξεις των μαγισσών και τις ιεροτελεστίες της γονιμότητας· από τη σκοτεινή βοημική ιστορία του Πόντεμπραντ και του Λάντισλας' κι από τρομερές περιπλανήσεις σ' ολόκληρη την Ευρώπη —περι-πλανήσεις που τους είχαν οδηγήσει τελικά εδώ, στις αγροτικές εκτάσεις των κεντροδυτικών ΗΠΑ, όπου, στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, εξακολουθού-σαν να επιβιώνουν ο Χριστιανισμός και οι τσέχικες δεισιδαιμονίες, κάτι σχεδόν σπάνιο —μαζί με μια απελπισμένη ανάγκη για όσα είχε να προσφέρει ο Πράσινος Τζάνεκ.

Γονιμότητα' με μόνο αντίτιμο κάποια μελλοντική ζωή. Ευημερία· για την υπόσχεση ενός ανώνυμου, άγνωστου παιδιού, αγέννη-

του ακόμα.

245

GRAHAM MASTERTON

Ο Ξιφομάχος πλησίασε τον Τέρενς και χαμήλωσε αργά γύρω απ το λαιμό του το σταυροειδή σχηματισμό των σπαθιών.

Η Γυμνή είπε: «Ο Τζάνεκ σε θέλει, αγάπη μου. Ξέρεις ότι δεν υπάρχει διαφυγή».

246

.10.

Η Λίλι ανακάθισε. «Καλύτερα να πηγαίνω. Αύριο το πρωί έχουμε μια συγκέ-ντρωση δράσης».

«Μη μου πεις ότι σκαρώνεις πάλι τίποτα ταραχές, ε;» ρώτησε ο Μπράιαν, Ήταν γερμένος πίσω στα μαξιλάρια και φυσούσε φιλήδονα στο ταβάνι τον καπνό απ' το πούρο του.

Ήταν 12:27 το πρωί. Ο Μπράιαν είχε επιστρέψει στο Κόλινς Πλάζα λίγο μετά τις οχτώ το βράδυ και είχε βρει τη Λίλι να τον περιμένει στη σουίτα του. Δεν το είχε ευχαριστηθεί και τόσο: εκείνο το απόγευμα είχε χαραμίσει δυόμισι ώρες λογομαχώντας με αξιωματούχους του Υπουργείου Γεωργίας σχετικά με τις προτεινόμενες περικοπές στις υπηρεσίες σταθεροποίησης και προστασίας του αγροτικού τομέα' ία έπειτα άλλες δύο ώρες λογομαχώντας με χοιροτρόφους και αγελαδοτρόφους σχετικά με το Ζαπφ-Κάντι.

Ήταν βραχνιασμένος, κουρασμένος και δεν είχε όρεξη για σαδομαζοχι-στικά παιχνίδια.

Απέμεναν λιγότερο από δύο εβδομάδες, για να φτάσουν στην τελική ψηφοφορία και κάμποσοι χοιροτρόφοι είχαν αρχίσει να πανικοβάλλονται. Όταν το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι είχε πρωτοκατατεθεί για συζήτηση, είχε θεωρηθεί σε γενικές γραμμές ένα ελαφρά εκκεντρικό δείγμα πολιτικής ορθότητας. Είχε, όμως, κερδίσει τόσο μεγάλη υποστήριξη απ' την κοινή γνώμη, που ο Μπράιαν δεν προσπαθούσε ma να υπολογίσει αν θα κέρδιζε ή όχι, αλλά πόσο μεγάλη πλειοψηφία θα ήταν η πλειοψηφία υπέρ του.

Ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του νομοσχεδίου Ζαπφ-Κάνα ήταν ότι ήταν πολύ δύσκολο για τους πολιτικούς να δηλώσουν ότι δεν το υποστήριζαν.

247

GRAHAM MASTERTON

To να αντιταχθείς σε 'κείνο το νομοσχέδιο, ισοδυναμούσε με το να δηλώσεις ότι ήσουν υπέρ της ζωοτομίας, του εμπορίου γούνας και της βαναυσότητας απέναντι στα ζώα' κι ότι δεν πίστευες πως τα ζώα έχουν ψυχές.

Η Λίλι βάδισε γυμνή προς τον καθρέφτη, με τα μεγάλα στήθη της να ταλα-ντεύονται. Τα μπούτια και τα πισινά της έφεραν ακόμα αποτυπωμένα πάνω τους τα κόιαανα σημάδια από τα δάχτυλα του Μπράιαν και γύρω απ' τους καρ-πούς της διαγράφονταν πορφυροί μώλωπες. Στάθηκε μπρος στον καθρέφτη, έαιαξε τα μαλλιά της, έγλειψε τα χείλη της και στραβομουτσούνιασε.

«Νομίζεις ότι δείχνω κουρασμένη;» ρώτησε τον Μπράιαν. «Εγώ νομίζω οτι δείχνω κουρασμένη».

«Δείχνεις υπέροχη. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνεις». «Όχι. νομίζω ότι δείχνω κουρασμένη. Οα χαρώ πολύ όταν όλα τελειώ-

σουν». Ο Μπράιαν στριφογύρισε. Το πέος του κρεμόταν πάνω στο τριχωτό του

μπούτι σαν σκούρο εξωτικό φρούτο. «Τι είναι, τότε, αυτή η ιστορία με τη συγκέντρωση δράσης;» θέλησε να μάθει, «Ελπίζω να μην είναι τίποτα βίαιο. Θέλουμε τα μέσα ενημέρωσης να παραμείνουν στο πλευρό μας».

«Δε διάβασες τις εφημερίδες;» τον ρώτησε η Λίλι. Πήγε προς το διακο-σμημένο με χρυσή μπογιά γραφείο και πήρε ένα φύλλο της Σίνταρ Ράπιντς· Γκαξέτ. Ο τίτλος ήταν ΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΓΟΥΡΟΥΝΙ ΤΡΥΜΑΤΙΖΕΙ ΚΑΙ 2ο ΕΠΙΣΤΗ-ΜΟΝΑ

Ο Μπράιαν καθάρισε ένα κομμάτι από φύλλο καπνού που είχε κολλήσει στο χείλι του. «Το διάβασα. Και λοιπόν; Όταν επικυρωθεί ο Ζαπφ-Κάντι θα είναι ούτως ή άλλως αναγκασμένοι να κλείσουν το Ινστιτούτο Σπέλμαν».

«Διάβασες, όμως, τι έκαναν σε 'κείνο το κακόμοιρο ζώο; Του εμφύτευσαν ανθρώπινες εγκεφαλικές συνάψεις, έτσι ώστε να νομίζει ότι είναι άνθρω-πος».

«Κάτι τέτοιο προσπαθούν να ισχυριστούν», είπε ο Μπράιαν. «Χθες, όμως, συζητούσα με δύο γεωργικούς επιστήμονες, οι οποίοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα σοβαρά ότι είναι δυνατόν. Ίσως το αποτέλεσμα να 'ναι ένα γουρούνι με εγκέφαλο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για την επιδιόρθωση ενός κατεστραμμένου ανθρώπινου εγκέφαλου —αλλά ένα γουρούνι που να νομίζει ότι είναι άνθρωπος; Δε νομίζω»,

Η Λίλι κάθησε στο κρεβάτι δίπλα του. Η ρώγα της σύρθηκε ελαφρά πάνω στο μπράτσο του. «Μ' αγαπάς στ' αλήθεια, έτσι;» τον ρώτησε.

Εκείνος της ανταπέδωσε το βλέμμα, με μάτια έντονα εστιασμένα πάνω της. Όταν την κοιτούσε έτσι, εκείνη πάντα θεωρούσε ότι της πρόδιδε τις σκέ-ψεις του. Υποτίθεται ότι επρόκειτο για ένα βλέμμα ακλόνητης ειλικρίνειας· ένα βλέμμα που έλεγε: «Πώς τολμάς να μ' αμφισβητείς, έστω και για ένα κλά-σμα του δευτερολέπτου;» Πα τη Λίλι, όμως, ήταν ένα βλέμμα δίχως βάθος. Ήταν λες και το πρόσωπο του Μπράιαν καλυπτόταν από το γείσο ενός κρά-

248

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

νους που αντανακλούσε τα πάντα σαν καθρέφτης, ώστε να μην μπορεί να δει τίποτα εκτός απ' τον εαυτό της.

Ο Μπράιαν δεν ήταν τόσο σκληρός όσο παρίστανε. Διέθετε ένα σωρό απρόσμενα τρυφερές αδυναμίες, όπως η αγάπη του για την όπερα, η αφοσίω-ση του στα σκυλιά και το ατέλειωτο πένθος του για τη νεκρή του μητέρα, οι οποίες σαν τα νερά του Αλφ, του ιερού ποταμού, περνούσαν μες από σπηλιές που ο άνθρωπος αδυνατούσε να μετρήσει, καταλήγοντας σε μια ανήλιαγη θάλασσα. Είχε, όμως, επικαλύψει τις αδυναμίες με ματαιοδοξία ία ακόμη περισσότερη ματαιοδοξία, με την απληστία του για το χρήμα και με τη δίψα του για εξουσία. Θα μπορούσε να έχει εμπνεύσει πολλούς. Ήταν τόσο όμορφος που θα έπρεπε να 'χε γίνει ευαγγελιστής, από πολιτπαίς αν όχι απο ηθικής πλευράς. Προστάτευε, όμως, τον εαυτό του με κεράτινα στρώματα φτήνιας και τσαμπουκά και ενός εξαιρετικά επίμονου εγωισμού, που άγγιζε τα όρια της ψύχωσης.

Εκείνος είπε: «Φυσικά σ' αγαπώ», ήταν, όμως, πολύ εγωιστής για να παρα-δεχτεί ότι δεν την αγαπούσε.

«Φαίνεσαι τόσο αφηρημένος», του είπε. Προσπάθησε να του χαϊδέψει τα μαλλιά, όμως εκείνος απέστρεψε το κεφάλι του.

«Απλά είμαι κουρασμένος. Ήταν μια δύσκολη μέρα. Όλη μέρα ήμουν με χοιροτρόφους, γεωργικούς περιβαλλοντολόγους και λογιστές. Με λογιστές, Χριστέ μου! Ήξερες ότι πέντε χιλάδες υπάλληλοι του Υπουργείου Γεωργίας είναι λογιστές; Το Υπουργείο Γεωργίας έχει τόσους πολλούς γαμημένους λογιστές, που κάνουν λογιστική εργασία για το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους!»

«Μπράιαν» είπε η Λίλι. «Δεν είμαι αφελής. "Εχω διαίσθηση γι' αυτά τα πράγματα, πολύ περισσότερο από άλλους».

«Ποια πράγματα;» «Μπορώ να διαισθανθώ πότε κάποιος αρχίζει να αμφισβητεί μια σχέση,

όπως εσύ. Μπορώ να διαισθανθώ πότε κάποιος δεν επιθυμεί πραγματικά να με κατέχει»,

«Θες να σε κατέχουν, Μια γυναίκα σαν εσένα;» «Φυσικά. Πάντοτε σ' το έλεγα, απ' την αρχή κιόλας». «Πα Τ' όνομα του Θεού, Λίλι. Σ' αγαπώ. Περνώ, όμως, μια κρίση. Δώσε μου

μια ευκαιρία. Σε θέλω, σε χρειάζομαι. Είσαι τόσο ξεχωριστή. Είσαι απαραίτη-τη. Τι άλλο πρέπει να πω;»

Εκείνη ξάπλωσε κοντά του. Άγγιξε το πρόσωπο του. Ακολούθησε με την άκρη του μεσαίου της δαχτύλου το περίγραμμα του τέλειου μετώπου του, της τέλειας μύτης του. Τράβηξε μια τούφα απ' τα μαύρα σαν το μελάνι μαλλιά του. «Σε χρειάζομαι» ψιθύρισε. «Σε χρειάζομαι για τα πάντα».

Εκείνος φύσηξε μακριά της τον καπνό απ' το πλάι του στόματος του. «Λίλι... το ξέρω πως με χρειάζεσαι. Και 'γω σε χρειάζομαι. Τώρα, όμως, είμαι

249

GRAHAM MASTERTON

πραγματικά μπλεγμένος. Και κουρασμένος. Το επίπεδο της ενεργητικότητας μου βρίσκεται πολύ χαμηλά».

Εκείνη παρέμεινε κοντά του, πολύ κοντά του. Η άκρη του δαχτύλου της χάιδεψε τη σαγρέ μαύρη αξυρισιά στο πιγούνι του, το μυτερό τριγωνικό καρύ-δι του, τους επίπεδους, γυμνασμένους μύες του στέρνου του. Συνέχισε την πορεία του προς τα κάτω, προς τον αφαλό του, όπου βούτηξε μες στον ιδρώ-τα του ία έπειτα τον έγλυψε, λες και έγλυφε νέκταρ.

Εκείνος τεντώθηκε από πάνω της και ακούμπησε το πούρο του στην κρυ-στάλλινη σταχτοθήκη. Δε θα το έσβηνε· ήταν πολύ ακριβό ία είχε καπνίσει μόνο το μισό. Τη φίλησε επιπόλαια στον ώμο και είπε: «'Ακου, είσαι πολύ όμορφο κορίτσι. Έχε ις μυαλό, κότσια, ό,τι χρειάζεται. Εμείς οι δυο έχουμε συνεργαστεί καλά για το μέγιστο σκοπό. Όμως αυτό δεν πρόκειται να κρατή-σει για πάντα. Δε γίνεται. Έχεις ολόκληρη τη ζωή μπροστά σου, για να κάνεις ό,τι πρέπει να κάνεις- και 'γω έχω κι άλλα σοβαρά θέματα ν' ασχοληθώ».

Τη φίλησε ξανά. «Και γι' αρχή, θέλω να γίνω Πρόεδρος». Η Λίλι άπλωσε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια του ία άρχισε να του κάνει

μασάζ. Το μασάζ της ήταν δυνατό και αδυσώπητο και λίγο ήθελε για να γίνει οδυνηρό. Έσφιξε με τα δάχτυλά της κάθε όρχι ώσπου ο Μπράιαν ν' αντιδρά-σει παίρνοντας μια κοφτή, απότομη ανάσα- ία έπειτα άρχισε να τραβά και να μαλάσει το πέος του, ώσπου εκείνο άρχισε να σηκώνεται.

«Δε θα μπορούσες να ζήσεις χωρίς εμένα, έτσι δεν είναι;» του ψιθύρισε. «Έλα, παραδέξου το».

Ομως το μόνο που μπορούσε να πει ο Μπράιαν ήταν: «Λίλι, — για τ' όνομα του Θεού, Λίλι, άσε με ήσυχο για ένα δευτερόλεπτο».

Ευθύς εκείνη τον άφησε ία ανέμισε τα πόδια της πάνω από το πλάι του κρεβατιού. «Λυπάμαι. Απλά θεώρησα ότι είμασταν πιο κοντά σ ένας στον άλλο».

«Γλυκιά μου —» είπε ο Μπράιαν. «Δεν ξέρω πόσο κοντά νόμιζες ότι ήμα-σταν. Είμαστε σίγουρα κοντά. Κι οπωσδήποτε έχουμε πλησιάσει. Απ' τη στιγμή, όμως, που θα κερδίσουμε την ψηφοφορία —»

Η Λίλι έστρεψε το κεφάλι της και τον κοίταξε άγρια. «Αλήθεια πιστεύεις στο σκοπό μας, έτσι δεν είναι;»

Εκείνος της ανταπέδωσε ένα εξίσου άγριο βλέμμα. «Και βέβαια πιστεύω στο σκοπό μας. Νομίζεις ότι θα 'χα επενδύσεις τόσους μήνες σκληρής δου-λειάς, αν δεν πίστευα στο σκοπό μας; Νομίζεις ότι θα 'χα ρισκάρει την καριέ-ρα μου; Ξέρεις πόσο αμφιλεγόμενη είναι μια τέτοια πρόταση νόμου και ιδίως όταν προέρχεται από ένα γερουσιαστή που κατάγεται από κομητεία χοιροτρόφων; Θα μπορούσε να 'ταν αυτοκτονία. Εγώ, όμως, πίστεψα στο σκοπό μας- και δούλεψα για χάρη του- και τώρα θα γίνει πραγματικότητα».

«Και τώρα θα με παρατήσεις», είπε η Λίλι. «Είπα τίποτα τέτοιο;»

250

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Όχι... αλλά προσπαθείς να με προετοιμάσεις για κάτι τέτοιο, σωστά;» «Λίλι — » Εκείνη έσκυψε τόσο κοντά του, που οι μύτες τους σχεδόν ακούμπησαν.

«Ούτε καν γνωρίζεις ποια είμαι, έτσι δεν είναι;» Εκείνος δεν απάντησε. Στην πραγματικότητα δεν καταλάβαινε σε τι

αναφερόταν. Και βέβαια γνώριζε ποια ήταν. Την πρώτη βδομάδα της σχέσης τους, ο Καρλ Ντρίμερ είχε ξεκινήσει έναν εξονυχιστικό έλεγχο του παρελθόντος της. Γνώριζε ότι ήταν φανατική ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ζώων. Γνώριζε ότι ήταν ορφανή, η υιοθετημένη κόρη του κυρίου Καρλ Μόναρκ, ενός ευκατάστατου ασφαλιστή απ' το Μάριον. Είχε παρακολουθήσει το δημοτικό σχολείο, το γυμνάσιο και το λύκειο στη σχολακή περιοχή του Μάριον και στις εξετάσεις για το Κολέγιο είχε πάρει βαθμό 23,6 τη στιγμή που ο μέσος όρος της Αιόβα ήταν 21,6 και με τη σειρά του αποτελούσε τον υψηλότερο μέσο όρο των ΗΙΊΑ Είχε αποφοιτήσει απ το Πανεπιστήμιο της Αιόβα, παίρνοντας με άριστα το πτυχίο της στις κοινωνικές επιστήμες.

Γνώριζε πότε είχε χάσει την παρθενιά της· κι από ποιον. (Σε ηλικία δεκα-επτά ετών και τριών μηνών, από τον Τζον Φόρσο το Νεώτερο, μέλος της ομά-δας στίβου του λυκείου της). Γνώριζε το ιατρικό της ιστορικό, το οδοντιατρικό της ιστορικό, τα πάντα. Είχε δει αρκετούς πολιτικούς να πέφτουν στα χαμηλά εξαιτίας κάποιας τσούλας. Είχε ορκιστεί ότι κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε σε κείνον.

«Για τι πράγμα μιλάς;» απαίτησε να μάθει. Εκείνη στράφηκε απ την άλλη. «Για τι νομίζεις ότι μιλάω; Μιλάω γι' αγάπη.

Μιλάω γι' αφοσίωση. Σου ανήκα από την πρώτη στιγμή που μου έκανες έρωτα* και πάντα θα σου ανήκω».

Ο Μπράιαν δεν είχε ποτέ πριν ενοχληθεί από κάποια γυναίκα, τώρα, όμως, του συνέβαινε. Είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι η Λίλι Μόναρκ έκρυβε περισσότερα απ' όσα φαίνονταν με γυμνό μάτι- ία όλον εκείνο τον καιρό που την εκμεταλλευόταν, προκειμένου να προωθήσει το Ζαπφ-Κάντι, εκείνη εκμεταλλευόταν εκείνον —αν και δε γνώριζε ακόμα το λόγο.

Ήταν εκθαμβωτικά όμορφη1 ασαφής, ερωτική και μυστηριώδης, σαν κορί-τσι απ' το "σαλόνι" του Πλέιμποϊ, αλλά, επίσης, έξυπνη και τρομερά ξεροκέ-φαλη. Έλκυε κάθε είδος άντρα: εύσωμους κρατικούς αξιωματούχους, σκηνο-θέτες της τηλεόρασης, Χαρλεάδες, δημοσιογράφους, όλη τη σάρα και τη μάρα. Είχε δώσει τα πάντα στον Μπράιαν, μαζί και την εμπιστοσύνη της. Και παρ' όλα αυτά μπορούσε να λέει: «Ούτε καν γνωρίζεις ποια είμαι, έτσι δεν είναι,»· και κείνος ήξερε ότι του έλεγε αλήθεια.

Λε γνώριζε ποια ήταν. Όχι στα σίγουρα* όχι με βεβαιότητα. Και δεν ήταν σίγουρος ότι ήθελε να μάθει, όχι τώρα που το Ζαπφ-Κάντι θα υποβαλλόταν στο Κογκρέσο για επικύρωση. Μυριζόταν μπελάδες. Μυριζόταν κάτι να τον πλη-σιάζει απ' το νεκρό σημείο της ορατότητάς του. Λεν του άρεσε καθόλου. Τον

251

GRAHAM MASTERTON

έκανε να αισθάνεται φαγούρα. «Εκείνη η συγκέντρωση δράσης», είπε, «δεν έχει να κάνει με κείνο ίο

γουρούνι, έτσι;» «Ίσως έχει», του απάντησε εκείνη με γυρισμένη την πλάτη, «Δεν είν' ανάγκη να κάνεις οτιδήποτε για κείνο το γουρούνι... απ' τη στιγ-

μή που θα επικυρωθεί ο νόμος, το γουρούνι είναι ελεύθερο». «Δε θα 'χαμε, όμως, καλύτερη δημοσιότητα, αν το λευτερώναμε τώρα;» Στηρίχτηκε στον ένα του αγκώνα. «Θες να το ελευθερώσεις τώρα; Είσαι

τρελή; Δηλαδή θα εισβάλλεις παράνομα στο Ινστιτούτο Σπέλμαν και θα βγά-λεις από 'κει το γουρούνι —εξίσου παράνομα. Θα είσαι ένοχη παράνομης εισόδου, κλοπής, καταστροφής ξένης ιδιοκτησίας, ία ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Για τ' όνομα του Θεού, Λίλι! Ίσως στην Αιόβα να υπάρχουν και νόμοι ενάντια στην κλοπή γουρουνιών».

Εκείνη γύρισε και του έριξε ενα άγριο βλέμμα. «Δε θα μας σταματήσεις, Μπράιαν. Πάντα έλεγες ότι μας υποστηρίζεις. Δεν το δήλωσες και στην τηλεόραση; Το δήλωσες στο Τάιμ. Υποστηρίζω την οργάνωση Δικαιώματα Στα Ζώα εκατόν ένα τοις εκατό, να τι δήλωσες και μπορώ να σου δείξω και τ' απόκομμα. Θα το βγάλουμε έξω εκείνο το γουρούνι· θα ελευθερώσουμε το κακόμοιρο το ζώο και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να μας σταματήσεις».

Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή. Από κάτω τους ακουγόταν αμυδρά ο θόρυβος της κυκλοφορίας κι από πολύ μακριά το ανεπαίσθητο ουρλιαχτό της σειρήνας ενός ασθενοφόρου.

Τελικά ο Μπράιαν είπε: «Ίσως έχουμε κάνει ένα λάθος εμείς οι δυο. Ίσως - δ ε ν ξέρω— ίσως παρεξηγήσαμε κάπως ο ένας τον άλλο».

Εκείνη βρισκόταν ακόμα στην ίδια θέση, μισ ο γυρισμένη, έτσι ώστε το πρόσωπο της να φωτίζεται ζωηρά από το μεγάλο κρυστάλλινο πορτατίφ του κομοδίνου, τα μάτια της να σπινθηροβολούν, το δεξί της στήθος να είναι σμιλεμένο από σκιές, το επίπεδο στομάχι της να σμιλεύεται απ' το φως καθώς κάθε καμπύλη γλιστρούσε μέσα στην άλλη, το ίδιο ια οι μηροί της* και τ' αραιό κάλυμμα από ηβικό τρίχωμα έλαμπε σαν μπουμπούκι πικραλίδας που δεν έχει ακόμα ανθίσει.

Εκείνη τη στιγμή, ο Μπράιαν προσευχήθηκε στο Μεγαλοδύναμο να μπο-ρούσε να την καταλάβει, μιας και η Λίλι ήταν κάτι παραπάνω από ξεχωριστή: ήταν ένα τρόπαιο, είτε την αγαπούσε είτε όχι.

Από την άλλη, γιατί έπρεπε να 'ναι τόσο ισχυρογνώμων; Γιατί έπρεπε να είναι τόσο κτητική; Γιατί επέμενε τόσο ότι την κατείχε; Αφού εκείνος δεν την κατείχε και δεν επιθυμούσε να την κατέχει και ποτέ δε θα την κατείχε. Έπειτα από το Ζαπφ-Κάνπ, τον περίμεναν άλλα τρόπαια.

«Λίλι», είπε, «ποτέ πριν δε σε διέταξα να κάνεις κάτι. Ποτέ δε θα φερόμουν τόσο αλαζονικά. Τώρα, όμως, είμ' αναγκασμένος να σε διατάξω. Εσά ία οι παλαβιάρηδες οι φίλοι σου μείνετε μακριά από το Ινστιτούτο

252

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Σπέλμαν —σε παρακαλώ. Αλλιώς θα τα γαμήσετε όλα». Η Λίλι είπε: «Εκείνο το γουρούνι είναι σχεδόν σαν άνθρωπος, Μπράιαν...

είναι φυλακισμένο, βασανίζεται. Λεν μπορούμε να τ' αφήσουμε εκεί», «Πρέπει. Το 'πιασες; Πρέπει. Αν το αφήσετε ελεύθερο μπορεί να θέσετε

τα πάντα σε κίνδυνο. Διάβασες τις εφημερίδες. 'Κείνο το γουρούνι είναι πολύ επικίνδυνο. Σκότωσε έναν επιστήμονα και τραυμάτισε άλλους δύο. Κι αν υπο-θέσουμε ότι σκοτώνει κάποιο παιδί; Μέσα σε μια νύχτα μπορεί να καταστρέ-ψετε τα πάντα. Τούτη τη στιγμή το πλεονέκτημα το έχουμε εμείς. Μπορεί, όμως, να το χάσουμε —» κροτάλισε τα δάχτυλά του, « — έτσι απλά, μέσα σε δευτερόλεπτα, επειδή κάποιοι έκαναν κάτι ασυλλόγιστο».

Η Λίλι πήγε προς το μέρος του και τον φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού. «Λεν καταλαβαίνεις τα ζώα, ευλογημένε. Θα τα καταλάβεις, όμως».

«Λίλι — » «Οα το ελευθερώσουμε», «Λΰτ —!» Λεν ήξερε π να πει· δεν ήξερε τι να κάνει. Εκείνη στεκόταν δίπλα στο

παράθυρο, γυμνή ακόμα και κοιτούσε από κει ψηλά τα φώτα του Σίνταρ Ράπιντς, με τα χέρια πιεσμένα πάνω στα μάγουλά τπς, λες ία ήταν σοκαρισμέ-νη ή σκεφτική" ή ίσως και τα δύο. Εκείνος κλότσησε το σεντόνι που ήταν τυλιγ-μένο γύρω απ' τον αριστερό του αστράγαλο, κατέβηκε απ το κρεβάτι και στά-θηκε λίγο πίσω της. Στον ώμο της είχε ένα σχηματισμό από σκούρες κρεατο-ελιές, σαν τον αστερισμό της Κασσιόπης. Πήγε να την αγγίξει, αλλά αποφάσι-σε να μην το κάνει.

Προχώρησε προς το μπάνιο. «Με κατέχεις», είπε εκείνη, αρκετά δυνατά. «Είσαι ο εραστής μου». Εκείνος στάθηκε, γύρισε και άπλωσε τα χέρια του παρακλητικά. «Λεν σε

κατέχω, Λίλι. Ακόμα κι αν ήθελα να σε κατέχω, δε 8α μπορούσα να το κάνω. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Πιέζεις, πείθεις, απειλείς, δωροδοκείς. Δοκιμάζεις κάθε κόλπο που γνωρίζεις. Αλλά ποτέ δεν κατ έχεις τους άλλους, ποτέ. Είναι απλά αδύνατο».

Μπήκε στην τουαλέτα και μισόκλεισε την πόρτα. Κοίταξε το πρόσωπο του στον καθρέφτη πάνω απ' το νιπτήρα και σκέφτηκε πόσο πολύ έμοιαζε με μάσκα. Καταβεβλημένο όσο δεν έπαιρνε. Πήγε στη λεκάνη, οήκωσε το καπά-κι ία ήταν έτοιμος να κατουρήσει όταν μπήκε μέσα η Λίλι.

«Έλα, γλυκιά μου», είπε. «Άσε με λίγο ήσυχο, εντάξει; Είμαι κουρασμέ-νος, Πρέπει να κοιμηθώ λιγάκι».

Όμως εκείνη τον αγνόησε. Κατευθύνθηκε ίσια πάνω του, άρπαξε τα μαλ-λιά του και τον φίλησε. Η γλώσσα της γλίστρησε ανάμεσα στα δόντια του και το σάλιο της είχε γεύση κρασιού και γαρύφαλλου.

«Έλα», την ικέτεψε. «Πρέπει να κατουρήσω». Όμως εκείνη τον φίλησε ξανά ία έπεπα καβαλίκεψε τη λεκάνη με το

253

GRAHAM MASTERTON

πρόσωπο της προς το μέρος του, έπιασε το πέος του και έμπηξε τα νύχια της μες στο δέρμα του, ώστε να μην μπορεί να της ξεφύγει. «Κατούρα, λοιπόν», του είπε1 και, όπως πάντα, τον προκαλούσε με το βλέμμα.

Του ήταν αδύνατον να κρατηθεί. Ένας καυτός πίδακας από ούρα ξεπήδη-σε απ' το πέος του ία ευθύς η Λίλα τον κατεύθηνε στα στήθη της. Τραβούσε το πέος του πέρα δώθε, ώστε να κατουρά κάθε ρόγα με τη σειρά- κι έπειτα κατεύθυνε το ρυάκι προς τα κάτω, έτσι ώστε να κατουρά την κοιλιά της. "Απλωσε κάτω το αριστερό της χέρι κι άνοιξε τα χείλη του αιδοίου της, ώστε τα καυτά, αφρισμένα ούρα να ρέουν κατευθείαν μες στον ανοικτό κόλπο της και να κατρακυλούν στα μπούτια της.

Μέσα σε δευτερόλεπτα όλα είχαν τελειώσει. Εκείνος τραβήχτηκε μακριά, πραγματικά σοκαρισμένος - τ ό σ ο γρήγορα που τα νύχια της του γρα-τσούνισαν το πέος, ματώνοντάς τον.

«Χριστέ μου, Λίλι», της είπε. Όμως εκείνη παρέμεινε εντελώς' ατάραχη. Στάθηκε όρθια, υγρή και στάζοντας και τον αγκάλιασε, άρπαξε το πέος και τους όρχεις του και τα έσφιξε ξανά και ξανά. Τον φίλησε και τον άλειψε ολόκληρο με τα χέρια της ία έπειτα τον φίλησε πάλι, του δάγκωσε τα χείλη και σήκωσε το δεξί της πόδι, ώστε να μπορέσει να τρίψει μ' αυτό το πίσω μέρος των μηρών και των γλουτών του.

Βρίσκονταν ξαπλωμένοι πάνω στο πάτωμα με το πράσινο χαλί, γυμνοί και κολλώντας και η Λίλι ερχόταν επιτακτικά σε οργασμό. Όμως ο Μπράιαν ήταν εξουθενωμένος και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν: σε παρακαλώ, θέλω να τελειώσει αυτό. Είναι πέρα απ' τα όριά μου. Όταν, τελικά, τελείωσε, έμεινε ξαπλωμένος στο πάτωμα κοιτώντας το πόδι της Λίλι και το πλάι της μπανιέρας, δίχως να σκέφτεται τίποτα απολύτως, πέρα από τους μπελάδες που πλησίαζαν πολύ άσχημους μπελάδες.

Ανασηκώθηκε. «Λίλι», είπε, «καλύτερα να κάνουμε ένα ντους, δε νομί-ζεις;»

Εκείνη του χαμογέλασε. «Αν αυτό επιθυμείς. Εμένα μου αρκεί να μυρίζω όπως εσύ».

«Αλλά — m κάτουρα; Χριστέ μου, ποιος κάνει κάτι τέτοιο;» Εκείνη συνέχισε να χαμογελά και τώρα φαινόταν σχεδόν να ονειροπολεί.

Έτριψε τα στήθη της, ξανά και ξανά, τραβώντας και πιάνοντας τις ρώγες, λες και αναθυμόταν κάτι αισθησιακό, λες ία έφερνε στο μυαλό της κάτι πρωτόγονο και χυδαίο, κάτι το οποίο την ερέθιζε.

«Ω», είπε, «Οι κάπροι». «Οι κάπροι;» «Ο κάπρος μαρκάρει τη θηλυιαά του, ουρώντας πάνω της - μ ε τον ίδιο

τρόπο που μαρκάρει και την περιοχή του. Είναι η απόδειξη της ιδιοκτησίας του».

Ο Μπραιαν την κοίταξε για κάμποση ώρα κι έπειτα κούνησε αργα το

254

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

κεφάλι. Είχε αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά ότι ίσως π στρατολόγηση της Λίλι Μόναρκ και τον ακπβιστών της για τα δικαιώματα των ζώων ήταν ένα πολύ σοβαρό σφάλμα.

«Πρέπει να σου πω κάτι», είπε εκείνη. «Είναι καιρός να το μάθεις». Είχε περάσει μια ώρα. Είχαν κάνει και οι δύο ντους και τώρα ο Μπράιαν

βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, φορώντας το λευκό χνουδωτό μπουρνού-ζι του ξενοδοχείου και διόρθωνε το κείμενο μιας ομιλίας που θα εκφωνούσε την επομένη σε φοιτητές του τμήματος διοίκησης επιχειρήσεων του πανεπι-στημίου της Αϊόβα. Καθόταν μέσα σε μια μικρή έλλειψη από φως με τα γυαλιά του να λάμπουν, και την καφέ πένα του από ταρταρούγα ζυγιασμένη πάνω απ' το κείμενο. Τα νύχια των ποδιών του ήταν κομμένα' μύριζε άφτερ-σέιβ Χέριτατζ.

Η Λίλι σκαρφάλωσε στην άκρη του κρεβατιού —αρκετά κοντά ώστε να υπάρχει οικειότητα ία αρκετά μακριά ώστε να μην μπορεί να την αγγίξει ο Μπράιαν. Φορούσε το πάνω μέρος μιας μεταξωτής πυτζάμας mo χρώμα του ελεφαντόδοντου, δίχως το παντελόνι. Αν εκείνος σήκωνε το κεφάλι του απ' το μαξιλάρι, θα μπορούσε ανάμεσα στα μπούτια της να διακρίνει τη φτέρνα της χωμένη μες στο αιδοίο της, όμως έμεινε στη θέση του, με τα γυαλιά να λάμπουν, την πένα στο χέρι, περιμένοντας ν' ακούσει τι είχε να του πει.

«Σου φαίνεται δύσκολη η σχέση μας, έτσι;» είπε. Ο Μπράιαν έβγαλε τα γυαλιά του και την κάρφωσε για μια στιγμή με το

βλέμμα. Όχι με το παγερό, αμυντικό του βλέμμα που έμοιαζε με καθρέφτη, αλλά με ένα βλέμμα ανυπόκριτης περιέργειας. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που κάποια κοπέλα τού είχε μιλήσει έτσι.

«Μου φαίνεται ασυνιϊθιστη», παραδέχτηκε τελικά. Η Λίλι σχημάτισε με το νύχι της ένα σχήμα πάνω στο κάλυμμα του κρεβα-

τιού. «Δε θέλω να την παρατήσεις γι' αυτό. Είναι πολύ σημαντική». «Για ποιο λόγο σημαντική; Επειδή δε θα μπορούσες να πείσεις άλλον

άντρα να υποβάλλει ένα χορτοφαγικό νομοσχέδιο στο Κογκρέσο; Επειδή δε θα μπορούσες να πείσεις άλλον άντρα να κατουρήσει πάνω σου; Γιατί;»

«Ίσως και για τα δύο», είπε η Λίλι, απαλά. «Ίσως και για τα δύο και για κάτι ακόμα».

«Εντάξει, λοιπόν. Πες μου. Κανείς ποτέ δε με κατηγόρησε ότι είμαι στε-νοκέφαλος».

«Θυμάσαι το Γουρουνοκόρπσο;» «Το Γουρουνοκόριτσο; Κατ βέβαια, ποιος δε θυμάται το Γουρουνοκόρπσο.

Πότε ήταν —πριν από δώδεκα, δεκατρία χρόνια; Στο Πρέριβιλ ή κάποιο παρόμοιο μέρος».

«Ήταν πριν από δεκαπέντε χρόνια, στο Πρέριμπουργκ», είπε η Λίλι.

255

GRAHAM MASTERTON

«Σωστά. Είχαν ανακαλύψει ένα μικρό κορίτσι σε ένα εντελώς απομονω-μένο αγρόκτημα. Οι γονείς της είχαν πεθάνει και την είχαν αναθρέψει τα γου-ρούνια. Ήταν πιο πολύ γουρούνα παρά άνθρωπος».

«Σωστά», είπε η Λίλι. «Τα γουρούνια την τάιζαν, της έβρισκαν τροφή και τη ζέσταιναν. Κατά κάποιο τρόπο την εκπαίδευαν κιόλας. Μπορούσε να επι-κοινωνήσει μαζί τους- μπορούσε να καταλάβει τις επιθυμίες τους».

Ακολούθησε μια σιωπή, τόσο παρατεταμένη που η Λίλι φοβήθηκε ότι ο Μπράιαν δε θα της ξαναμιλούσε. Απλά την κοιτούσε με το μπράτσο των γυα-λιών του στο στόμα και της ήταν αδύνατο να διαβάσει την έκφρασή του.

«Εσύ ήσουν το Γουρουνοκόρπσο;» τη ρώτησε. Η Λίλι χαμήλωσε το κεφάλι. Στα μαγουλά της άρχισαν να κυλούν δάκρυα. «Το Γουρουνοκόριτσο ήσουν εσύ;» επανέλαβε καχύποπτα. «Όλο τούτο

τον καιρό κοιμάμαι με το Γουρουνοκόριτσο;» Εκείνη σήκωσε το βλέμμα και ξεροκατάπιε. «Το πραγματικό μου όνομα

δεν είναι καν Λίλι Μόναρκ. Είναι Βιρτζίνια Λάουτερμπαχ». «Λυτό είναι, Βιρτζίνια Λάουτερμπαχ, το Γουρουνοκόρπσο», είπε ο

Μπράιαν.«Έβαλα τον Καρλ να σε ελέγξει. Έβαλα τον Καρλ να ελέγξει τα πάντα, ακόμα και τι νούμερο διάφραγμα χρησιμοποιείς. Πώς και δεν το ανα-κάλυψε αυτό;»

«Έβαλες τον Καρλ να με ελέγξει; Λεν μπορούσες να μ' εμπιστευτείς;» «Ω, έλα τώρα, Λίλι, ξέρεις πώς είναι. Είμαι γερουσιαστής. Θέλω να γίνω

πρόεδρος. Πρέπει να λαμβάνω τα μέτρα μου. Τόσο για το δικό σου το καλό όσο και για το δικό μου».

«Θα μπορούσες να μ' είχες ρωτήσει. Θα μπορούσες να μ' είχες ρωτήσει ό,τι ήθελες».

«Λυπάμαι, Λίλι, αλλά ελέγχω τους πάντες. Το προσωπικό, τους φίλους μου. Ακόμα και το παιδί του ταχυδρομείου».

Η Λίλι σκούπισε τ α μάτια της με το μανίκι της. «Ε, λοιπόν... φαντάζομαι ότι ένας γερουσιαστής οφείλει να κάνει ό,τι οφείλει να κάνει ένας γερουσια-στής. Όμως δε θα είχες ανακαλύψει ότι ήμουν το Γουρουνοκόρπσο. Τουλάχιστον όχι εύκολα. Η υπηρεσία κοινωνικής πρόνοιας της Αιόβα κανόνισε την υιοθεσία μου. Μου χάρισαν ένα καινούργιο παρελθόν ία ένα και-νούργιο μέλλον. Έφτανε που ανατράφηκα από γουρούνια, δεν ήταν ανάγκη να υπομείνω σ' ολόκληρη τη ζωή μου και την αρρωστημένη περιέργεια του καθενός. Από τότε που με βρήκαν, μού πήρε εννέα εβδομάδες για ν' αποκτή-σω ξανά τη συνήθεια να περπατώ όρθια. Ακόμα αισθάνομαι πολύ άνετα όταν πέφτω στα τέσσερα. Έκανα δεκαοχτώ μήνες θεραπεία προτού αρχίσω να μιλώ».

Ο Μπράιαν έγνεψε καταφατικά και φαινόταν σαν να μην μπορούσε να σταματήσει να γνέφει. «Θυμάμαι. Είχα διαβάσει σχετικά στο Ρίντερς Νταπζεστ. Ήταν απίστευτη ιστορία. Πραγματικά απίστευτη. Και ήσουν εσύ;

256

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Χριστέ και Κύριε!» Η Λίλι έστρεψε το πρόσωπο της απ' την άλλη. «Ίσως να μην έπρεπε να στο

πω». «Γιατί όχι; Είναι απίστευτο. Είναι συναρπαστικό!» «Πάψε να λες είναι αιπ'στε-υτο. Με κάνεις να αισθάνομαι σαν τέρας της

φύσης». Ο Μπράιαν πέταξε στο πλάι την ομιλία του και ανακάθισε στο κρεβάτι.

«Λίλι — δεν είσαι τέρας της φύσης, με κανέναν τρόπο. Λεν έφταιγες εσύ για ό,τι σου συνέβη. Ήταν απίστευτο που κατάφερες να επιβιώσεις. Αν είναι δυνατόν, το Γουρουνοκόρπσο».

«Λεν είναι κάτι που θέλει κανείς να του θυμίζουν». «Πες τα μου, όμως». Ανακάθισε, άπλωσε το χέρι του πάνω απ' το κρεβάτι

και της έπιασε τον καρπό. «Άμα διάβασες το άρθρο στο Ρίντερς Ντάιτζεστ, ίσως να τα γνωρίζεις

όλα, Ο πατέρας ία η μητέρα μου είχαν ένα χοιροτροφείο έξω απ' την Αμάνα, όμως τα πράγματα πήγαν στραβά και η Αγροτική Τράπεζα τους το 'βγάλε σε πλειστηριασμό. Τουλάχιστον έτσι ανακάλυψα αργότερα. Αργά κάποια νύχτα ο πατέρας μου φόρτωσε όλα τα γουρούνια που είχαν απομείνει κι απλά μαζέ-ψαμε τα πράματά μας και φύγαμε.

«Φαντάζομαι πως σταθήκαμε τυχεροί. Βρήκαμε ένα εγκαταλελειμμένο αγρόκτημα κοντά στο Πρέριμπουργκ κι εγκατασταθήκαμε εκεί, δίχως να ρωτήσουμε κανέναν. Μεγάλωσα ανάμεσα στα γουρούνια, επειδή ο πατέρας μου δεν τολμούσε να με στ είλει στο σχολείο, μήπως κι ανακάλυπτε κανείς πού βρισκόμασταν. Πάντα μ' έβαζε να ορκιστώ ότι δε θα 'φευγα ποτέ απ' το αγρόκτημα, ποτέ, αλλά εγώ φοβόμουν να το κάνω έτσι ία αλλιώς. Θυμάμαι να στέκομαι δίπλα στα μαντριά των γουρουνιών μια ζεστή σκονισμένη μέρα, ν' ατενίζω τον ορίζοντα τριγύρω και να λέω μέσα μου από 'κει θα 'ρθουν οι κακοί άνθρωποι».

Ο Μπράιαν κούνησε συμπονετικά το κεφάλι. «Απίστευτο», επανέλαβε. «Κάποιο χειμώνα, έκανε άγρια παγωνιά κι έτσι οι γονείς μου γέμισαν

μέχρι πάνω τη σόμπα, για να μας ζεστάνει όλη νύχτα και το πρωί δεν ξυπνού-σαν. Είχαν δηλητηριαστεί απ' το μονοξείδιο του άνθρακα. Ήμουν τεσσάρων ετών. Λεν τολμούσα να φύγω απ' το αγρόκτημα, επειδή ο πατέρας μου μού είχε πει να μην το κάνω κι από την άλλη δεν ήθελα να μπω στο σπίτι, επειδή ο πατέρας και η μητέρα μου κείτονταν μέσα νεκροί. Έτσι στράφηκα στους μοναδικούς φίλους που είχα- και 'κείνοι ήταν τα γουρούνια.

»Με δέχτηκαν, με φρόντισαν και μου φέρθηκαν σαν δική τους. Τράφηκα με γάλα απ' το βυζί της γουρούνας, τσαλαπατημένα γογγύλια κι ό,τι άλλο μπο-ρούσαν να βρουν τα γουρούνια. Μια συγκεκριμένη γουρούνα βρισκόταν πάντοτε στο πλευρό μου. Την αγαπούσα όσο θα μπορούσα ν' αγαπήσω μια μητέρα. Κάποτε είχα χαθεί στα χωράφια ία είχα στραμπουλήξει τον

257

GRAHAM MASTERTON

αστράγαλο μου και 'κείνη βγήκε, με βρήκε και ξάιιλωσε δίπλα μου για να με κρατήσει ζεστή, ώσπου που να μπορέσω να επιστρέψω στο αγρόκτημα.

»Από τότε που πέθαναν ο πατέρας ία η μητέρα μου, τα γουρούνια δε χρειάστηκαν πάνω από μερικές εβδομάδες για να παλινδρομήσουν ία από κατοικίδια να γίνουν άγρια- και μέχρι να μ' ανακαλύψουν, είχα σχεδόν γίνει και 'γω η ίδια ένα άγριο γουρούνι. Μια πρωτάρα μάνα, για να χρησιμοποιήσω τον ακριβή όρο».

Ήταν φανερό πως ο Μπράιαν ήταν εντυπωσιασμένος ία ερεθισμένος. Της χάιδεψε το μπράτσο με τη ράχη του χεριού του, KL έπειτα τους ώμους και το μάγουλο.

«Τι ήταν, λοιπόν, εκείνη η ιστορία στην τουαλέτα; Οι σεξουαλικές συνή-θειες μιας γουρούνας;»

«Έτσι φερόταν η μητέρα μου. Η γουρουνομητέρα μου εννοώ». «Εσυηίδια —ποτέ δ ε ν - ; » Η Λίλι τον κοίταξε στα μάτια. «Αν το χα κάνει, θα σ' αηδίαζα;» Για πρώτη φορά από τότε που τον είχε γνωρίσει, ο Μπράιαν κοιαα'νησε.

«Συγγνώμη», είπε. «Λεν έπρεπε καν να μου 'χει περάσει απ' το μυαλό». «Γιατί όχι; Εμένα θα μου 'χε περάσει απ το μυαλό, αν ήμουν στη θέση σου.

Να κάτι που διδάχτηκα απ' τη ζωή με τα γουρούνια. Η απόλυτη ειλικρίνεια. Η απάντηση, όμως, στο ερώτημά σου είναι όχι, ποτέ δεν το 'κανα. Οι κάπροι απλά δεν έδειχναν ενδιαφέρον για μένα. Τους διεγείρουν σεξουαλικά οι οσμές. Φαντάζομαι ότι μύριζα και 'γω πολύ άσχημα, αλλά απλά δε μύριζα όπως έπρεπε»,

«Πώς σ' ανακάλυψαν;» ρώτησε ο Μπράιαν, σε μια προσπάθεια ν' αλλάξει θέμα.

«Εντελώς τυχαία. Κάποιο καλοκαιρινό απόγευμα ήρθε στο αγρόκτημα ένας ία ηματ ο μεσίτης και με βρήκε ξαπλωμένη δίπλα στη γουρουνομητέρα μου να κοιμάμαι γυμνή, βρόμικη, κοκαλιάρα σαν στέκα. Με ξύπνησε και το πρώτο που έκανα ήταν να τρέξω μακριά. Σκέφτηκα πως ήταν ένας απ' τους κακούς ανθρώπους για τους οποίους με είχε προειδοποιήσει ο πατέρας μου.

»Εκείνα τα γουρούνια ήταν έξυπνα- και ανιδιοτελή* KL επίσης ευγενικά. Όταν είναι ερεθισμένα μπορεί να γίνουν τρομακτικά. Μπορούν και να σου κάνουν κακό. Όταν. όμως, τα γνωρίσεις —όταν πραγματικά καταφέρεις να τα γνωρίσεις καλά— ε, λοιπόν, διαθέτουν τόση κατανόηση, τόσο φυσική συμπόνια, τόση χάρη.

»Τώρα αντιλαμβάνεσαι γιατί θεωρώ καθήκον μου να ελευθερώσω τον Κάπτεν Μπλακ».

Ο Μπράιαν τής χάιδεψε τα μαλλιά. «Ναι, το αντιλαμβάνομαι». Δίστασε για μια στιγμή κι έπειτα κατέβηκε απ' το κρεβάτι και πήγε στο

μπαράκι με τα ποτά. «Θες ένα ουίσκι;» τη ρώτησε. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

258

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Έβαλε ένα διπλό για τον ίδιο. «Αντιλαμβάνομαι γιατί νιώθεις έτσι, αλή-θεια. Θέλω να πω ότι η ζωή με τα γουρούνια ήταν απίστευτη εμπειρία. Είσαι, όμως, απόλυτα μοναδική. Κανείς δεν μπορεί κατανοήσει τα συναισθήματα των γουρουνιών όπως εσύ, κανείς απολύτως. Αυτό σημαίνει ότι το ευρύ κοινό δεν πρόκειται να κατανοήσει τι πρόκειται να κάνεις KL αν είναι να περάσουμε το Ζαπφ-Κάντι απ' το Κογκρέσο, χρειαζόμαστε κατανόηση απ' το ευρύ κοινό και την χρειαζόμαστε πολύ».

Η Λίλι δεν είπε κουβέντα, αλλά κάθισε στο κρεβάτι κοιτώντας τον επίμο-να.

«Το Γουρουνοκόρπσο», είπε εκείνος και κατάπιε το ουίσκι. «Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί; Τα 'χω φτιάξει με το αναθεματισμένο το Γουρουνοκόριτ σο».

Διέσχισαν όλοι μαζί βιαστικά το διάδρομο, ώσπου έφτασαν στην έξοδο κινδύ-νου που οδηγούσε στη σκάλα. Αφηναν πίσω τους μια δίνη ανάστατου αέρα· και την οσμή από μισοσαπισμένο καναβάτσο, ξινισμένα απ' την υγρασία τομά-ρια ζώων και πανούκλα. Την οσμή της κουστωδίας του Πράσινου Τζάνεκ, του Πράσινου Ταξιδευτή και του τρομοκρατημένου αιχμαλώτου τους, του Τέρενς Πίρσον, που απομακρύνονταν βιαστικά.

Έστριψαν τη γωνία ία έξαφνα βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη βοηθό Μπουλόφσια, που βάδιζε μ' ανασηκωμένους τους ώμους, τυλιγμένη στο ροζ αδιάβροχο της. Σταμάτησαν και την κοίταξαν εξεταστικά και τους κοίταξε και κείνη.

Πρώτα κοίταξε τον Μάρτυρα, τόσο ψηλό και λευκό. Έπε ιτα τον Ξιφομάχο. Ίσα ίσα έριξε μια ματιά το Λεπρό· ή τη Γυμνή π το Μαχαίρι. Αναγνώρισε, όμως, τον Τέρενς.

«Με συγχωρείτε», είπε. «Αλλά ποιοι είστε; Και πού στο διάολο νομίζετε ότι πηγαίνετε;»

Ο Τέρενς δεν είπε κουβέντα' όμως η Γυμνή είπε: «Λσε μας ήσυχους, αλλιώς θα το μετανοιώσεις».

«Ορίστε;» «Άσε μας ήσυχους και ξέχασέ το. Γύρνα σπίτι σου. Εκεί δεν πήγαινες;» Η Έντνα Μπουλόφσια έκανε ένα αποφασιστικό βήμα μπρος ία άπλωσε το

χέρι στιι θήκη του όπλου της «Νομίζω ότι κάνετε κάποιο λάθος, παιδιά», τους είπε. «Τούτος ο άντρας είναι υπό κράτηση, είναι φυλακισμένος· κι εσείς όχι απλώς βρίσκεστε εδώ παράνομα, αλλά τον βγάζετε έξω κιόλας. Κι αυτό είναι κακούργημα».

«Σε παρακαλώ... άσε χιας να περάσουμε», είπε η Γυμνή. Η Έντνα Μπουλόφσια σήκωσε το όπλο της και κούνησε αργά πέρα δώθε

το κεφάλι της. «Όχι, λυπάμαι. Λε γίνεται. Ο άνθρωπος αυτός πρέπει να επι-

259

GRAHAM MASTERTON

στρέψει στο κελί του- και πρέπει να συλλάβω και σας, παιδιά. Συλλαμβάνεστε ως ύποπτοι παράνομης εισόδου σε ιδιοκτησία της κομητείας· και επίσης επει-δή βοηθάτε έναν ύποπτο εγκλήματος να δραπετεύσει από το κρατητήριο- ία αν κρίνω απ' τα μούτρα οας και για ένα σωρό πράματα ακόμα. Θέλετε να μάθετε τα δικαιώματά σας; Θα σας τα διαβάσω. Πρώτα, όμως, ας πάμε ήσυχα να βρούμε μερικά κελιά, σύμφωνοι;»

Ο Ξιφομάχος προχώρησε μπροστά. Πρώτα ακούστηκε ο ήχος- έπειτα ακολούθησε το πόδι του. Η Έντνα είπε: «Ακίνητος παρακαλώ, κύριε. Μείνετε εκεί που είστε. Ακουμπήστε τα χέρια σας στον τοίχο, για να μπορώ να τα δω».

Ο Ξιφομάχος δεν έκανε τίποτα απολύτως. Η Έντνα δεν ήταν καν σίγου-ρη ότι την είχε ακούσει. Φαινόταν παράξενα δυσδιάκριτος, λες και τα γυαλιά της είχαν θαμπώσει. Για την ακρίβεια, όλοι εκείνοι οι άνθρωποι, εκτός από τον Τέρενς Πίρσον, φαίνονταν σχεδόν διαφανείς.

«Έπρεπε να μας αφήσεις να περάσουμε», αποκρίθηκε η Γυμνή με πολύ συνεργάσιμο τόνο.

«Κωφάλαλος είναι;» απαίτησε να μάθει η Έντνα, τινάζοντας το κεφάλι προς το μέρος του Ξιφομάχου.

«Ω, όχι. Δεν είναι κωφάλαλος. Απλά έχει επιλέξει να μη μιλά». «Ε, λοιπόν, π ε ς του ότι θα ήταν καλή ιδέα αν επέλεγε να βάλει τα χέρια

του στον τοίχο και ν' ανοίξει τα πόδια του». Ακολούθησε μια παύση ενός δευτερολέπτου κι έπειτα η Γυμνή είπε:

«Υπακούει μόνο έναν αφέντη. Το ίδιο και όλοι μας». «Υπακούει μόνο έναν αφέντη;» Καινούργια διακοπή. «Σωστά. Δεν πρόκειται να δεχτεί εντολές από κανέ-

ναν». «Μπορεί, όμως, να δεχτεί συμβουλές πότε πότε;» «Και βέβαια. Κανείς μας δεν είναι τόσο περήφανος, ώστε ν' αγνοήσει

συμβουλές», «Πες του, λοιπόν, ότι η συμβουλή μου είναι να βάλει τα χέρια του στον

τοίχο και ν' ανοίξει τα πόδια μέχρι να μετρήσω ως το τρία, ειδάλλως θα του ρίξω».

Η Γυμνή έστρεψε το πρόσωπο της απ' την άλλη — ούτε καν απάντησε. Το Μαχαίρι στάθηκε στις μύτες των ποδιών, πρώτα του ενός έπειτα του άλλου, σε μια αδέξια μίμηση των βημάτων του μπαλέτου. Η Έντνα πέρασε τη γλώσσα πάνω απ' τα χείλη της. Κάτι πήγαινε στραβά, πολύ στραβά. Μέσα απ' τα υψω-μένα χέρια του αγοριού διέκρινε τον τοίχο. Έμοιαζε με φάντασμα, με διπλό είδωλο. Ο Τέρενς Πίρσον κοίταξε την Έντνα κάθιδρος, με πρόσωπο γκρίζο, όμως ούτε κι εκείνος μίλησε. Οι μωμόγεροι του προκαλούσαν πολύ μεγαλύτε-ρο φόβο, απ' την κοντή, διοπτροφόρο βοηθό σερίφη, που ούτε ενισχύσεις είχε, ούτε την παραμικρή ιδέα π είδους πλάσματα είχαν βρεθεί στο δρόμο της. που το χνώτο τους βρομούσε θάνατο.

260

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Ένα», μέτρησε η Έντνα. Το λαρύγγι της ακουγόταν κλεισμένο. Και πάλι ο Ξιφομάχος παρέμεινε στη θέση του. Δε φαινόταν καν ν' ανα-

πνέει. «Δύο», είπε η Έντνα, Προσευχόταν έντονα να μην αναγκαζόταν να πυρο-

βολήσει εκείνο τον άνθρωπο, ήταν, όμως, σίγουρη ότι δε θα της άφηνε περι-θώρια, Ίσως απλά μετέφερε τα ξίφη ενώ βρισκόταν μπλεγμένος στη διεξαγω-γή κάποιου εγκλήματος.

Είχε κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει θανάσιμη βία, αν το θεωρούσε απαραίτητο,

«Τρία, Είν' η τελευταία σου ευκαιρία». Πυροβόλησε. Μες στα όρια του διαδρόμου ο πυροβολισμός ακούστηκε

σαν βροντή. Πρέπει να τον είχε πετύχει, μιας και τον είχε πυροβολήσει εξ επαφής· ία, όμως, μια στιγμή αφού εκείνη είχε πυροβολήσει, και η σφαίρα είχε γδάρει ένα σβώλο σοβά απ' τον τοίχο πίσω του, τον Ξιφομάχο, αυτός κινήθηκε προς τη μία μεριά. Αφού του είχε ρίξει, όχι μετά —ία, όμως, ήταν ακόμα σώος.

Σημάδεψε ξανά με το περίστροφο της, για μια δεύτερη βολή. Όμως το χέρι του Ξιφομάχου τινάχτηκε πίσω του τόσο γρήγορα, που ούτε καν το είδε. Ακουσε το οξύ, ανατριχιαστικό, σύρσιμο του ατσαλιού πάνω στη θήκη. Πίεσε εσκεμμένα τη σκανδάλη του υπηρεσιακού της περιστρόφου, όμως μέχρι να το κάνει, το ξίφος ήδη διέσχιζε τον αέρα κατευθυνόμενο στο πρόσωπο της, με την αιχμή μπροστά και ταχύτητα εκατό περίπου χιλιομέτρων την ώρα. Μ' ένα remain! έκοψε στα δύο το φακό των γυαλιών τπς και την πέτυχε κατευθείαν στο δεξί μάτι, διαπέρασε το κρανίο από μπρος μέχρι πίσω και την κάρφωσε στονγκρίζο σοβάτινο τοίχο. Το όπλο της κατρακύλησε, δίχως να εκπυρσοκρο-τήσει, στο πάτωμα.

Η Έντνα ήταν σοκαρισμένη, όχι, όμως, νεκρή. Στεκόταν ακουμπισμένη στον τοίχο κι αισθανόταν απόλυτη παγωνιά, αν και δεν μπορούσε να σκεφτεί γιατί. Αισθανόταν παγωνιά ακόμα και στο εσωτερικό του εγκεφάλου της. Ήθελε να ιανηθεί1 ήθελε να σωριαστεί Ήθελε να καταλάβει τι τπς είχε συμβεί.

Είδε θαμπές σιλουέτες να στέκονται μπροστά της. «Τι μου συνέβη;» τις ρώτησε· ή νόμισε ότι τις ρώτησε. Δεν ήταν καν σίγου-

ρη ότι ήξερε πώς να μιλήσει. Μια από τις σιλουέτες πλησίασε πολύ κοντά της, τόσο κοντά που δεν μπο-

ρούσε να την εστιάσει. Μια φωνή είπε; «Έπρεπε να μας είχες αφήσει να περά-σουμε. Υπακούμε μόνο σ' έναν αφέντη και, λυπάμαι που το λέω, δεν είσαι συ».

Ένιωσε στον ώμο της ένα δυνατό, κοκαλιάρικο χέρι, να την πιέζει άγρια πάνω στον τοίχο. Τι τπς έκαναν; Γιατί την πίεζαν έτσι; Έπειτα, όμως, αισθάν-θηκε την παγερή, τραχιά αίσθηση του ξίφους που τραβήχτηκε απ' το σοβά, πέρασε απ' το πλάι του εγκεφάλου της και βγήκε απ' την κόγχη του ματιού της.

Ο πόνος εξερράγη στο κεφάλι της σαν λευκή, μαινόμενη φωτιά. Για την

261

GRAHAM MASTERTON

ακρίβεια, νόμιζε ότι καιγόταν. Γλίστρησε στο πλάι πάνω στον τοίχο, διαγράφο-ντας ένα αιματοβαμμένο ημικύκλιο, ενώ το πάτωμα ήρθε προς το μέρος της και τη χτύπησε με όση ορμή περνά κάποιος βιαστικά μες από μια πόρτα.

Δεν είδε τα πόδια που πέρασαν σερνόμενα δίπλα της1 τα πόδια του Μάρτυρα, του Ξιφομάχου και του Λεπρού- τα παπούτσια μπαλέτου του Μαχαιριού' τις μπότες της Γυμνής. Τα χωρίς κορδόνια σερνόμενα παπούτσια του Τέρενς Πίρσον, που πήγαινε να συναντήσει τη Νέμεσή του, τον Πράσινο Τζάνεκ, βαδίζοντας με σπαστική απροθυμία, όπως κάποιος που οδηγείται στην αγχόνη.

Βγήκαν από την πόρτα της εξόδου. Το φως στο κλιμακοστάσιο εξακολου-θούσε να 'ναι ασταθές- και χάριζε στους πέντε μωμόγερους μία ξεχωριστή αύρα σκότους και μοχθηρίας. Ο Τέρενς κοίταξε κάτω τις σκιές που τρεμόπαιζαν και είπε: «Πού με πάτε; Δε θα καταφέρετε να με βγάλετε από 'δω. Το κτίριο φυλάσσεται πολύ καλά».

«Μερικοί μπορούν να μας δουν και μερικοί όχι», είπε η Γυμνή, «Εξάλλου, δεν πάμε προς τα κάτω. Πάμε επάνω, στη στέγη».

«Πάμε στη στέγη; Κι έπειτα τι;» «Κα έπειτα, φίλε μου, θα δεις όσα δεις κι ακόμα περισσότερα». «Αν ανεβούμε στη στέγη θα παγιδευτούμε». «Ο Τζάνεκ, ο πατέρας σου, δεν μπορεί ποτέ να παγιδευτεί ούτε να περιο-

ριστεί. Βαδίζει στο χρόνο σαν μια βροχή από σπέρμα. Χαρίζει ζωή, χαρίζει βλάστηση. Είναι η γονιμότητα προσωποποιημένη. Πώς είναι δυνατόν να παγι-δευτεί; Παγιδεύεται ποτέ η ρίζα κάτω από την πλάκα του δρόμου;»

«Δε νομίζω ότι θα τα καταφέρω», είπε ο Τέρενς. Η Γυμνή απόρησε. «Τι δε νομίζεις ότι θα καταφέρεις;» «Δε νομίζω ότι θα τα καταφέρω να φτάσω στη στέγη. Τα πόδια μου μ'

εγκαταλείπουν». «Πρέπει, φίλε μου. Δεν έχεις άλλη επιλογή». Λες και το 'κανε για να τονίσει τα λόγια της, ο Ξιφομάχος ξεθήκωσε δύο

από τα ξίφη του και κράτησε από ένα στο κάθε χέρι με την αιχμή προς τα πάνω. Το φως γλιστρούσε στις λεπίδες τους, όπως γλιστρά ο υδράργυρος από μια σχισμή στον τοίχο.

«Εντάξει», είπε ο Τέρενς. Ένιωθε τρομερή απελπισία, λες και όλα όσα είχε ποτέ κάνει, ήταν μάταια. Όλα εκείνα τα χρόνια που μελετούσε Βίβλους, βιβλία ιστορίας και μετεωρολογικούς χάρτες - ό λ α εκείνα τα χρόνια που παρακολουθούσε και περίμενε— και να που βρίσκονταν εδώ, οι μωμόγεροι που πάντα έτρεμε.

Στην αρχή, όταν ο πατέρας του τού είχε εξηγήσει για ποιο λόγο δεν έπρε-πε ποτέ να κάνει παιδιά, εκείνος τον δεν είχε πιστέψει. «Δεν είσαι γιος ρου», του είχε πει μες στο λυκόφως του καθιστικού του, ενώ το περίγραμμα του προ-σώπου του διαγραφόταν πάνω στις διχτυωτές κουρτίνες με τα μοτίβα από

262

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

παπαγάλους και ορχιδέες. «Επέτρεψα σε κάποιον άλλο να πλαγιάσει με τη ΐπιτέρα σου,,, τότε φαινόταν πως άξιζε τον κόπο... ποτέ δεν πίστεψα άτι θα γινόσουν αυτός που είσαι...»

Όλο το απόγευμα λογομαχούσε με τον πατέρα του. Είχε τηλεφωνήσει ακόμα και στον γιατρό του. «Λέει πως δεν είμαι γιος του... δεν μπορώ να τον πείσω, ό,τι κι αν κάνω».

Και τότε ο γιατρός του πατέρα του είχε πει απαλά: «Όντως υπήρχε κάποιο ζήτημα πατρότητας. Μην αναφέρεις τα λόγια μου, γιατί θα τα διαψεύσω, αλλά η μητέρα σου πάντα έλεγε ότι ήσουν γιος κάποιου άλλου. Λεν υπήρχε δεσμός. Μόνο μια φορά είχε κοιμηθεί μαζί του KL εκείνη η μία φορά ήταν τρομερή. Ήταν, όμως, αρκετή».

Έφτασαν στον τελευταίο όροφο. Το Μαχαίρι άνοιξε την πόρτα και βγήκε στη στέγη, και η Γυμνή ακολούθησε.

«Έλα», τον παρότρυνε. «Πάντα ήθελες να συναντήσεις το δημιουργό σου, έτσι δεν είναι;»

Ο Τέρενς ένιωθε τόσο χάλια απ' το φόβο, που έγειρε στον τοίχο. «Δεν ξέρω... δεν μπορώ να το κάνω».

«Είν' ο πατέρας σου», επέμεινε η Γυμνή. Ο Τέρενς σκέφτηκε να προσπαθήσει να ξεφύγει και να τρέξει, όμως ο

Ξιφομάχος είχε πάρει τέτοια θέση που, δίχως αμφιβολία, κάθε απόπειρα δια-φυγής φάνταζε ριψοκίνδυνη KCU κάτι ακόμα περισσότερο: θανατηφόρα.

Ο Τέρενς ανέβηκε τα τελευταία σκαλιά μέχρι τη στέγη· βγήκε σε μια γυα-λιστερή λίμνη από μαύρη άσφαλτο. Εξακολουθούσε να βρέχει, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και από κάθε πλευρά φαινόταν το Σίνταρ Ράπιντς. Προς το Βορρά, οι αστραφτεροί μαίανδροι του Ποταμού Σίνταρ και πιο πέρα το Χαϊαγουάθα. Προς το Νότο, το αεροδρόμιο και εκατομμύρια στρέμματα ανήσυ-χης αγροτικής γης, όπου πάντοτε βλάσταιναν και ξεπετάγονταν απ' το έδαφος διάφορα πράγματα, σαν νεκροί που αρνούνται να παραμείνουν θαμμένοι.

Ο Τέρενς βάδισε προς το παραπέτο και κοίταξε πέρα. Ο Ξιφομάχος τον ακολούθησε από κοντά. Ο Τέρενς ατένισε την κυκλοφορία κάτω για κάμποση ώρα, ώσπου η βροχή άρχισε να στάζει από την άκρη της μύτης του ία έπειτα γύρισε, παραμέρισε τον Ξιφομάχο και είπε στη Γυμνή: «Πού είναι; Τι θέλει;»

«Εδώ είναι», είπε εκείνη και υποκλίθηκε κάνοντας πίσω, ενώ οι σταγόνες της βροχής σπινθηροβολούσαν πάνω στο ταγκιασμένο πανωφόρι της από τομάρι σκύλου.

Και φυσικά, εκεί ήταν. Ξεπρόβαλλε θροίζοντας απ' τη σκιά της καμπίνας του ανελκυστήρα και,

τελικά, βρισκόταν εκεί - ο Πράσινος Ταξιδευτής, τον οποίο ο Τέρενς έτρεμε απ' τα παιδικά του χρόνια. Το πλάσμα που μπορούσε να σε γεννήσει κι έπειτα να λαχταρά για χρόνια τα σωθικά σου. Το πλάσμα που πίστευε ότι κάθε παιδί του τού ανήκε, με όποιο τρόπο ήταν δυνατό να διανοηθεί κανείς.

263

GRAHAM MASTERTON

To πλάσμα που ερχόταν τη νύχτα και κτυπούσε την πόρτα σου, ξανά και ξανά, επειδή ήθελε να τραφεί με την ίδια του τη σάρκα και το αίμα.

Το πρόσωπο του ήταν κρυμμένο, όπως και τα πρόσωπα των ακολούθων του, πίσω από μια λευκή, λουστραρισμένη μάσκα, που πάνω της ήταν ζωγρα-φισμένο το ίδιο πονηρό χαμογελαστό πρόσωπο της γκραβούρας που ο Τέρενς είχε καρφώσει στον τοίχο πάνω απ' το γραφείο του. Ήταν ένα ιδιόμορφο μεσαιωνικό πρόσωπο, με απαλά σλαβικά χαρακτηριστικά και τρομοκράτησε τον Τέρενς τόσο πολύ που μετά βίας μπορούσε να κάνει τον εαυτό του να το κοιτάξει. Το πρόσωπο ήταν τριγυρισμένο από ένα θαμνόμορφο μανδύα από δάφνη ία η δάφνη ήταν μπλεγμένη με βάτα και τσουκνίδες και την κατσαρή, φουντωτή κλπματίδα, που είναι γνωστή ως χελιδονιά.

Πλησίασε αργά τον Τέρενς μ' ένα σερνάμενο θρόισμα, ώσπου βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, μόλις εξήντα μ' ενενήντα πόνους μακριά. Ο άνεμος έκανε τα φύλλα του να φλυαρούν, ωστόσο ο Τέρενς νόμισε πως άκουγε μια αργή, οδυνηρή ανάσα, σαν ασθματικού. Επίσης, ο Πράσινος Ταξιδευτής ανά-διδε μια πολύ παράξενη οσμή, σαν από βότανα, από βρύα και υγρή τύρφη. Και ήταν παγωμένος. Παγωμένος σαν ένα κοίλωμα μες στο δάσος κάποια νύχτα του Γενάρη.

Η Γυμνή πλησίασε και έγειρε κοντά στη μάσκα του Πράσινου Ταξιδευτή. Έγνεψε, έγνεψε ξανά ία έπειτα είπε στον Τέρενς: «Ο Τζάνεκ είνα: δυσαρε-στημένος μαζί σου. Ήθελε ένα γιο για τον οποίο να 'ναι περήφανος. Λέει ότι του στέρησες κάτι πολύτιμο και σημαντικό, που ήταν δικαιωματικά δικό του».

Ο Τέρενς ξεροκατάπιε. Ήταν σχεδόν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Ήθελα να τα σώσω, αυτό είν' όλο. Λεν ήθελα να υποφέρουν».

«Λεν ήθελες να υποφέρουν; Τώρα υποφέρουν. Οι ψυχές τους δεν έχουν πού να πάνε. Τα πνεύματα τους δεν έχουν πού ν' αναπαυθούν. Και όλα εξαι-τίας σου».

«Ήθελα να τα σώσω», επέμεινε ο Τέρενς. «Ήταν παιδιά μου, για τ' όνομα του Χριστού!»

«Ποιανού παιδιά ήταν;» ρώτησε η Γυμνή. «Δικά μου, παιδιά μου. Δικά μου. Τα παιδιά που γεννήσαμε η Άιρις ία εγώ». Η Γυμνή έγειρε πάλι κοντά στον Πράσινο Ταξιδευτή ία έπειτα είπε: «Και

σένα, ποιος σε γέννησε;» Ο Τέρενς απέστρεψε το βλέμμα. Το Μαχαίρι τού έγνεψε, σχεδόν με

συμπόνοια. «Ποιος γέννησε εσένα, Τέρενς;» επανέλαβε η Γυμνή, σε πολύ οξύτερο

τόνο. «Η μητέρα μου με γέννησε, Η μητέρα μου και -κάτ ι . Κάτι το οποίο έδωσε

κακό αίμα στην οπ<ογένειά μου. Για όλα έφταιγε ο πατέρας μου». «Ο πατέρας σου;» «Ο άντρας της μητέρας μου. Ο Τζέιμς Πίρσον. Ο αγρότης απ' το Ντε Μόιν

264

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

της Αιόβα». «Ο πραγματικός πατέρας σου, όμως;» Ο Τέρενς έσφιγγε και ξ έσφιγγε τις γροθιές του. Ήθελε ν' αντιμετωπίσει

τον Πράσινο Ταξιδευτή, ήθελε ν' αντιμετωπίσει εκείνο το μειλίχιο, κοροϊδευτικό μεσαιωνικό χαμόγελο, αλλά δυσκολευόταν πολύ. Ό,τι και να 'λεγε, όσο ία αν εξοργιζόταν, γνώριζε ότι εκείνος ήταν ο πραγματικός πατέρας του, το πλάσμα που είχε αφήσει έγκυο τη μητέρα του και του 'χε χαρίσει ζωή.

Ό,τι ήταν εκείνο το πλάσμα, ήταν ία εκείνος. Δεν μπορούσε να το αποφύ-γει.

Η Γυμνή έγειρε πάλι κοντά στον Πράσινο Ταξιδευτή. Ακουσε τι της είπε, προτού, όμως, αποκριθεί, δίστασε.

«Τι τρέχει;» θέλησε να μάθει ο Τέρενς. Η φωνή του οχεδόν πνιγόταν απ' τη βροντή ενός αεροπλάνου, που διέγραφε κύκλους κατευθυνόμενο προς το αεροδρόμιο. «Ώ τρέχει; Πες μου, για τ' όνομα του ΘεούI»

«Λέει ότι τον έχεις εξοργίσει- λέει ότι τον έχεις απογοητεύσει. Ποτέ άλλοτε δεν είχε διαπιστώσει τέτοια συμπεριφορά από κάποιον απ' τους γιους του. Όλοι του οι γιοι είναι υπάκουοι, ποτέ δε συνομωτούν με τόσο ζήλο για να του στερήσουν εκείνο που δικαιωματικά του ανήκει. Είσαι η σάρκα και το αίμα του. Γιατί προσπάθησες να τον ξεγελάσεις;»

«Θα μας σκότωνε όλους», είπε ο Τέρενς. «Θα μας σκότωνεΐ Το λέει στην Αγία Γραφή, το λέει σε κάθε βιβλίο, σε κάθε γλώσσα! Θα μας ξεκοίλιαζε και θα μας έτρωγε τα σωθικά!»

«Είναι, όμως, ο πατέρας σου. Σου χάρισε ζωή: έχει το δικαίωμα να την αφαιρέσει».

Ο Τέρενς κούνησε αρνητικά το κεφάλι, ξανά και ξανά. «Με κανέναν τρόπο, κυρία μου. Με κανέναν απολύτως τρόπο. Δεν είχε το δικαίωμα να κάνει κάτι τέτοιο. Απ* τη στιγμή που έχεις γεννηθεί, έχεις γεννηθεί άσχετα απ το ποιοι είναι οι γονείς σου. Απ' τη στιγμή που σου έχει δοθεί η ζωή, κανείς δεν μπορεί να στην αφαιρέσει - κ α ν έ ν α ς - επειδή η ζωή είναι ιερή, για τον καθένα».

«Εσύ, όμως, δε σκότωσες τα παιδιά σου; Με ποιο δικαίωμα το έκανες;» «Είχα το δικαίωμα να τα προστατέψω απ' τον πόνο. Τ' αγαπούσα, ανάθε-

μα! Τ' αγαπούσα! Αλλά είχαν κακό αίμα! Είχαν τόσο κακό, κακό αίμα!» Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλάτου και πρότεινε το δάχτυλο του

προς τη Γυμνή, γεμάτος μανία, φόβο και απελπισία. «Δεν του ανήκει ούτε ένα κομμάτι μου, ούτε ένα αναθεματισμένο νύχι! Επειδή είμ' εγώ! Επειδή είμ' εγώ! Επειδή είμ' εγώ!».

Για μια στιγμή ακολούθησε σιωπή. Ο Πράσινος Ταξιδευτής θρόισε ία έκανε πίσω* κατ τότε έκαναν πίσω ακόμα κι ο Ξιφομάχος ία ο Μάρτυρας με το λευκό αδιάβροχο. Ο Λεπρός στεκόταν ήδη παράμερα, κοντά στο απέναντι παραπέτο και η σιλουέτα του διαγραφόταν από τη λάμψη των φώτων του

265

GRAHAM MASTERTON

κέντρου του Σίνταρ Ράπιντς, σαν εφιάλτης του ϊ4ου αιώνα με κουκούλα. Το Μαχαίρι έκανε τρία ειπφυλαιαικά βήματα πίσω, κοντοστάθηκε, κι έπειτα έκανε άλλο ένα.

«Τι; Τι κάνετε;» είπε ο Τέρενς. Όμως η Γυμνή δεν είπε κουβέντα. Ένας μικρός στρόβιλος από φύλλα

σηκώθηκε, άρχισε να κροταλίζει πάνω στη στέγη και πέταξε στον ουρανό. Δύο τερατώδη χέρια ξεπρόβαλλαν μες από το στρόβιλο - χ έ ρ ι α που αποτελού-νταν από σάρκα, κόκκαλα και κλαριά, μπλεγμένα μεταξύ τους. Ο Τέρενς γνώ-ριζε με ακρίβεια τι ήταν πραγματικά ο Πράσινος Ταξιδευτής* όμως τώρα που τον αντιμετώπιζε για πρώτη φορά, διαπίστωνε ότι δεν είχε καμία σχέση με τα βιβλία, τις Βίβλους ή την ιστορική έρευνα. Τώρα που τον αντιμετώπιζε για πρώτη φορά, αντιλαμβανόταν την παράξενη και τρομακτική δύναμη της Φύσης —μια δύναμη που δε διεπόταν από κανένα νόμο, παρά μόνο από το νόμο της ανάπτυξης, της τροφής και της καινούργιας ανάπτυξης και η οποία κατέκλυζε οτιδήποτε στεκόταν στο δρόμο της.

Ο Τέρενς δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα απ' τον Πράσινο Ταξιδευτή, πέρα από μια αναμπουμπούλα από ιπτάμενα φύλλα δάφνης, απ' την οποία εξεί-χαν τα δυο του χέρια, σαν τα χέρια κάποιου που πνίγεται μέοα σε μια λίμνη σκεπασμένη από φύλλα. Τα χέρια του ήταν τόσο λευκά, που σχεδόν έλαμπαν, ία είχαν το χρώμα βολβών που δεν έχουν δει ποτέ το φως του ήλιου. Μερικές απ' τις φλέβες ήταν γαλάζιες, εκεί που μέσα τους κυλούσε αίμα. Άλλες ήταν περιστρεφόμενες λευκές ρίζες. Απ' τις πλευρές των δαχτύλων του και από τα νύχια του, ξεφύτρωναν άκαμπτα κλαριά, μετατρέποντας τα χέρια του σε πολύ-πλοκες δαγκάνες φτιαγμένες από γαμψά και σπασμένα ραβδιά.

«Ω, βοήθα με Θεέ μου», είπε ο Τέρενς. Έτρεμε τόσο που μόλις μπορού-σε να σταθεί όρθιος. Να τι σήμαινε τρόμος. Να τι σήμαινε απόλυτος παγερός τρόμος. Παρακολουθούσε εκείνα τα δύο χέρια να υψώνονται μπρος του και τα σωθικά του διαλύθηκαν. Το τρομαχτικότερο ήταν ότι γνώριζε τι επρόκειτο να του συμβεί. Το είχε μελετήσει ία ερευνήσει επί τόσα πολλά χρόνια και περί-μενε ότι θα το απέφευγε. Είχε αποκτήσει τέτοια εξειδίκευση στον Πράσινο Τζάνεκ που κατά κάποιον τρόπο είχε φανταστεί ότι, αν ποτέ τον συναντούσε, θα μπορούσε να ασκήσει κάποια επιρροή πάνω του.

Αντιθέτως, ένιωθε να καταρρέει και να διαλύεται1 ένιωθε την αποφασισπκότητά του να λιώνει* ένιωθε τη δύναμη της θέλησής του να εξα-τμίζεται.

Η Γυμνή άκουσε για μια στιγμή τον Πράσινο Τζάνεκ κι έπειτα είπε στον Τέρενς: «Σ' αρέσει εδώ πάνω στη στέγη;»

Ο Τέρενς ανασήκωσε τους ώμους, ανήμπορος να μιλήσει. «Ο πατέρας σου α έφερε εδώ επειδή ήθελε να σου δείξει κάτι». Ο Τέρενς κοίταξε τριγύρω σαν τρελός. Το μόνο που μπορούσε να δει

ήταν τα φώτα του Σίνταρ Ράπιντς* το μόνο που μπορούσε να αισθανθεί ήταν ο

266

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

άνεμος. Ο Πράσινος Τζάνεκ προχώρησε δροΐζοντάς στην άκρη της στέγης και

σκαρφάλωσε στο παραπέτο. Στάθηκε με την σιλουέτα του να διαγράφεται πάνω στο αστραφτερό νυχτερινό τοπίο της πόλης και έγειρε προς τον άνεμο για να κρατήσει την ισορροπία του. Ο άνεμος άρπαξε τα φύλλα του μανδύα του και τα σήκωσε στον αέρα, έτσι ώστε πίσω από τον Πράσινο Τζάνεκ σηκώ-θηκε μια ουρά από φύλλα που κινήθηκε με ταχύτητα θρο'ίζοντάς σαν πολεμι-κή παντιέρα κι έπειτα διασκορπίστηκε στους δρόμους από κάτω.

«Θέλει να δεις τη μηδαμινότητα της ανθρώπινης ζωής», ψιθύρισε η Γυμνή στο αφτί του Τέρενς, πλησιάζοντας ξεδιάντροπα κοντά του. «Θέλει να δεις πόσο εύθραυστοι είστε όλοι* φωτάκια που τρεμοσβήνουν».

Απ' το δρόμο μακριά κάτω τους ακούστηκε η αντήχηση από σειρήνες. «Και, βέβαια, ποιος θα σκεφτόταν να σ' αναζητήσει εδώ πάνω;»

Ο Τέρενς απόμεινε να παρακολουθεί τα φύλλα που πετούσαν από την πλάτη του Τζάνεκ στον αέρα και σχημάτιζαν ένα σκούρο ποτάμι που παρά-σερνε ο άνεμος. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο Πράσινος Τζάνεκ ήταν όλα όσα έλεγε για 'κείνον η Αγία Γραφή' ία ακόμα χειρότερα. Ήταν ένα ειδεχθές θαύμα. Κι ήταν πραγματικός.

Και βρισκόταν εκεί. Κι ο Τέρενς δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, παρά μόνο να περιμένει

ό,τι του ήταν γραφτό να πάθει.

Στην 76η Λεωφόρο, νοτιοδυτικά, περίπου πέντε χιλόμετρα δυτικά του αερο-δρομίου, ένας φορτηγατζής ονόματι Ράντι Γκετζ, οδηγούσε με κατεύθυνση δυτικά, μεταφέροντας ένα πλήρες φορτίο αποτελούμενο από ενενήντα έξι δίπορτα ψυγεία, με προορισμό το Ντε Μόιν.

Η βροχή είχε σχεδόν σταματήσει, όμως το ψιλόβροχο πάνω στον αυτοκινητόδρομο εξακολουθούσε να είναι ενοχλητικό, έτσι κρατούσε την ταχύτητά του σε χαμηλά επίπεδα, διατηρώντας την με προσοχή στα 70. Πριν από μερικά χιλιόμετρα είχε σχεδόν συγκρουστεί με το πίσω μέρος ενός χάτσ-μπακ Τογιότα, που είχε πεταχτεί μπροστά του και κείνος ήταν ο τύπος του οδηγού που προτιμούσε να φτάσει σε σημείο απελπισίας, παρά να ξεκληρίσει μια πενταμελή οικογένεια. Το είχε δει να συμβαίνει αρκετά συχνά. Ένας στιγ-μιαίος θυμός* ένας άκαιρος ελιγμός* και στη συνέχεια μία από εκείνες τις συγκρούσεις που δεν μπορούσες να καταλάβεις πού τέλειωνε το μέταλλο και που άρχιζαν οι άνθρωποι.

Ο Ράντι ήταν 55 ετών και δούλευε για τελευταία χρονιά οδηγός στις Μεταφορές Χοκ Άι. Λε λυπόταν καθόλου. Λε θα του έλειπαν οι αυτοκινητόδρομοι, που ξετυλίγονταν δίχως τελειωμό μπροστά του ούτε οι μέρες της φριχτής μοναξιάς, παρόλο που θα του έλειπαν τα άγρια, χυδαία πει-

267

GRAHAM MASTERTON

ράγματα μέσω του ασυρμάτου, οι σταθμοί των φορτηγών κι ο χειμωνιάτικος ήλιος που ανέτειλε πάνω απ' τα λιβάδια. Θα του έλειπε ία η ελευθερία του, μιας και τώρα θα 'ταν αναγκασμένος να επιστρέψει στο μικρό, πράσινο σπίτι στο Μάριον και να μιλά κάθε μέρα με την Μπέτι, να πηγαίνει για ψώνια κάθε Πέμπτη πρωί, και να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι κάθε νύχτα, παρακολουθώντας τους προβολείς των άλλων φορτηγών να περιστρέφονται στο ταβάνι.

Το μέλλον δεν φαινόταν και τόσο ευοίωνο, αλλά ο Ράντι προσπαθούσε να δείχνει αισιοδοξία. Εκείνο που τον ανησυχούσε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο, ήταν για τι πράγμα θα μιλούσε με την Μπέτι, μέρα με τη μέρα. Ποτέ του δεν ήταν ομιλητικός. Ήταν γοητευτικός, με τον άοχημο τρόπο που είναι γοητευτικός ο Τσαρλς Μπρόνσον, στραβοκάνης και φτιαγμένος όπως και τα ψυγεία που μετέφερε. Ήταν και ισχυρογνώμων. Είχε γνώμη για τα πάντα, ειδι-κά αν ήθελε κανείς να διαφωνήσει κανείς μαζί του για το χόκεϊ επί πάγου. Δεν υπήρχε, όμως, σχεδόν τίποτα για το οποίο να θέλει να μιλήσει με την Μπέτι. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν οι πρωινές εκπομπές της τηλεόρασης και τα ψώνια. Την τελευταία φορά που της είχε ζητήσει να βγουν, της είχε πει ότι θα την πήγαινε όπου εκείνη ήθελε, οπουδήποτε. Ίσως στο Σπορτς Πέπζ, στην 1η Λεωφόρο, που η τονοσαλάτα του της άρεσε τόσο' ή στο Χάκλμπερις. Τι του είχε ζητήσει, όμως, εκείνη; Του είχε ζητήσει να την πετάξει με το αυτοκίνητο στο Γουίλιαμσπεργκ, πάνω από μια ώρα δρόμο, για να αγοράσει λουλουδάτα καλύμματα για τον καναπέ του καθιστικού.

Η βροχή μαστίγωνε το παρμπρίζ του φορτηγού και οι υαλοκαθαριστήρες ορμούσαν ολοταχώς από τη μια πλευρά στην άλλη. Στο ραδιόφωνο ο νεκρός Roy Orbison μοιρολογούσε: «Μόνο οι μοναχικοί... γνωρίζουν πώς νιώθεις... απόψε».

Όχι, ρε γαμώτο, σκέφτηκε ο Ράντι, δε γνωρίζουν. Η ίδια Τογιότα που είχε πεταχτεί μπροστά του στην οδό "Εντζγουντ, είχε κόψει τώρα ταχύτητα και βρισκόταν ακριβώς μπροστά του, πηγαίνοντας με 50 χιλιόμετρα την ώρα. Αναβόσβησε τους κεντρικούς προβολείς του, όμως ο οδηγός δεν έδωσε σημασία· για την ακρίβεια έκοψε κι άλλο. Ο Ράντι δεν ήθελε να τον χτυπήσει από πίσω, αλλά δεν ήθελε ούτε και να χάσει τη φόρα του. Μια νταλίκα τέτοιου μεγέθους χρειαζόταν πάνω από ενάμισι χιλιόμετρο για να επιταχύνει' ία έκαι-γε ία ένα σωρό πετρέλαιο.

«Κουνήσου, μαλάκα», ψιθύρισε, κατεβάζοντας δύο ταχύτητες. Όμως ο οδηγός της Τογιότα επιβράδυνε όλο και περισσότερο, μέχρι που

μόλις έτρεχε με 40. Ο Ράντι ήρθε ακριβώς από πίσω του, σχεδόν προφυλακτή-ρα με προφυλακτήρα, όμως ο οδηγός τπς Τογιότα ήταν είτε μεθυσμένος είτε ηλικιωμένος είτε υπερβολικά ξεροκέφαλος, μιας κα: συνέχισε με την ίδια αξιοθρήνητη ταχύτητα, χιλιόμετρο ανά χιλιόμετρο, μέχρι που ο Ράντ: αισθανόταν ότι σε λίγο θα τον εμβόλιζε. Εκείνο που τον τσάντιζε ακόμα περισσότερο ήταν το αυτοκόλλητο με το ηλίθιο χαμογελαστό προσωπάκι στο

268

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

πίσω παρμπρίζ και το σλόγκαν ΟΙΗΣΟΥΣ ΣΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΤΩΡΑ. Ο Ράνπ ήταν τόσο συγκεντρωμένος στην προσπάθειά του να διατηρήσει

την απόσταση του από τον πίσω προφυλακτήρα της Τογιότα, που δεν αντιλή-φθηκε τις αχνές σιλουέτες που διέσχιζαν τον αυτοκινητόδρομο μπροστά τους — όχι μέχρι να είναι πολύ αργά. Ούτε η Τογιότα μπορούσε να τις είχε δει, μιας κι έξαφνα έκανε μια στραβοτιμονιά προς το πλάι, κι έπειτα αναπήδησε μία, δύο φορές και ντεραπάρισε στην άλλη άκρη του δρόμου.

Ο Ράντι σανίδωσε τα φρένα του και τα λάστιχα της νταλίκας αρπάχτηκαν από το οδόστρωμα μ' έναν οξύ τρεμουλιαστό ουρλιαχτό. Την ίδια, όμως, στιγ-μή άκουσε βαριά, σαρκώδη αντικείμενα να χτυπούν με δύναμη στο μπροστινό προφυλακτήρα και τη μάσκα του, ντουζίνες από δαύτα, ία έξαφνα το παρμπρίζ του πιτσιλίστηκε με αίμα και κομματάκια σάρκας, τόσο απότομα λες και κάποιος είχε αδειάσει πάνω του έναν κουβά σφαγείου.

Η νταλίκα δίπλωσε ία ολόκληρο το όχημα έκανε περιστροφή 180 μοιρών και η ρυμούλκα του συγκρούστηκε με το πλευρό της Τογιότα. Η Τογιότα τινά-χτηκε έξω από τον αυτοκινητόδρομο και κατέληξε με τη μούρη γερμένη μέσα σε ένα τσιμεντένιο χαντάκι αποχέτευσης. Την ίδια στιγμή οι πίσω πόρτες της ρυμούλκας άνοιξαν διάπλατα με δύναμη και έξι εφτά ψυγεία έπεσαν στο δρόμο με πάταγο, ενώ δύο από αιπά προσγειώθηκαν στην οροφή της Τογιότα.

Για μια στιγμή που φάνηκε αιώνας, ο Ράντι πίστεψε ότι θα κατάφερνε να κρατήσει το φορτηγό υπό έλεγχο. Έστρεψε το τιμόνι προς το φρένο και σχεδόν κατάφερε να ισιώσει την πορεία. Η διπλωμένη, όμως, ρυμούλκα είχε αποκτήσει τέτοια ορμή, που στριφογύρισε κατά μήκος του δρόμου με τα λάστι-χά της να στριγγλίζουν ία αναποδογύρισε ολόκληρη την νταλίκα στο πλάι. Ο Ράντι την ένιωσε να του φεύγει. Ήξερε ότι ήταν αργά για να πηδήξει, έριξε, όμως, το σώμα του στο πλάι κατά μήκος του δαπέδου του κουβουκλίου, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αποφύγει να γίνει λιώμα.

Ακολούθησε μια καταστροφική σύγκρουση κι ο εκκωφαντικός θόρυβος από ψυγεία που πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο. Το παρμπρίζ του φορτηγού τινάχτηκε προς τα έξω σαν καταιγισμός από χιόνι που πέφτει από μια βερά-ντα το χειμώνα ία ο Ράντι αισθάνθηκε το παγερό τσίμπημα της βροχής και το μανιασμένο σφυροκόπηματου ανέμου.

Αισθάνθηκε και κάτι άλλο. Ένα τσίμπημα στον αριστερό του αστράγαλο. Όχι κάποιον ιδιαίτερο πόνο, απλά ένα τσίμπημα. Προσπάθησε να τον σηκώσει για να δει τι είχε πάθει, ανακάλυψε, όμως, ότι δεν μπορούσε. Κοίταξε κάτω στο χώρο των ποδιών και είδε ότι το σωληνοειδές στήριγμα του καθίσματος είχε καταρρεύσει ια είχε καρφώσει τον αστράγαλο του σαν γιγαντιαίος συν-δετήρας. Τον κούνησε και δεν τον αισθάνθηκε σπασμένο, ωστόσο δεν υπήρ-χε τρόπος να ελευθερώσει το πόδι του.

Ρουθούνισε με δύναμη. Δόξα τω θ ε ώ δεν του μύριζε βενζίνη, δεν έπαυε, όμως, να θέλει να βγει έξω. Η νταλίκα κείτονταν απ' άκρη σ' άκρη του

269

GRAHAM MASTERTON

αυτοκινητόδρομου, με τα φώτα της σβησμένα και παρόλο που η ώρα ήταν έντεκα και πέντε και η κυκλοφορία ήταν ελάχιστη, υπήρχε τεράστιος κίνδυ-νος να έρθει κάποιος τρέχοντας οαν παλαβός και να πέσει επάνω της.

Αρχικά ο Ράνπ είχε υποστεί τέτοιο σοκ, που δε σκέφτηκε τι μπορούσε να έχει κλείσει το δρόμο και σε τι μπορούσε να έχει χτυπήσει. Είχε ακούσει εννέα ή δέκα ξεχωριστές προσκρούσεις και είχε δει ένα σωρό αίμα. Προσευχόταν να μην είχε χτυπήσει μια ολόκληρη παρέα από τύπους που έκα-ναν οτοστόπ ή μια ομάδα εργατών που επισκεύαζαν το δρόμο. Δε φαινόταν, όμως, πολύ πιθανό να βαδίζει κάποιος στον αυτοκινητόδρομο ούτε να τον ασφαλτοστρώνει νυχτιάτικα με τέτοιο καιρό και ήταν βέβαιος ότι δεν είχε δει κανένα προειδοποιητικό σήμα.

Τότε, όμως, καθώς προσπάθησε να δει από το δίχως τζάμι παρμπρίζ, μέσα απ' τη βροχή και το σκοτάδι, άρχισε να διακρίνει κάτι να κινείται. Άρχισε να διακρίνει ωχρά, ππσιλωτά σχήματα να κυκλοφορούν τριγύρω μες στη βροχή και το σκοτάδι, δεκάδες από δαύτα, όλα τριγύρω από το διαλυμένο όχημα. Ακουσε κλαυθμπρίσματα και κραυγές, έπειτα ένα οξύ ουρλιαχτό ία έπειτα άλλο ένα.

Δυο τρία απ' τα σχήματα στράφηκαν και τον πλησίασαν και τότε συνειδη-τοποίησε τι ήταν. Γουρούνια, γαμώτο. Μια ολόκληρη αγέλη από αδέσποτα γου-ρούνια. Ένα τους τον πλησίασε ία ο Ράντι δεν εξεπλάγη που ο οδηγός της Τογιότα δεν τα είχε δει, παρά μόνο όταν ήταν πολύ αργά. Το γουρούνι ήταν ρυπαρό και κάτισχνο και το τρίχωμά του ήταν θαμπό απ' τη βροχή και τη λάσπη. Φαινόταν επίσης υποσιτισμένο, λες κι είχε βδομάδες να τραφεί. Ένα ακόμα πλησίασε, με τα μαύρα μάτια του να λάμπουν στο σκοτάδι κι ήταν τόσο κοκαλιάρικο με ράχη τόσο αδύνατη, που έμοιαζε πιο πολύ με γιγαντιαίο αρου-ραίο των υπονόμων, παρά με γουρούνι αγροκτήματος. Πλησίασε ία άλλο γου-ρούνι, κι έπειτα ένα ακόμη. Οσμίζονταν καχύποπτα το φορτηγό, ενώ απ' τα σαγόνια τους κρέμονταν σάλια.

Ο Ράντι ούρλιαξε: «Βοήθεια! Ακούει κανείς; Είμαι παγιδευμένος στο κου-βούκλιο!»

Τα γουρούνια ξαφνιάστηκαν ία οπισθοχώρησαν μερικά βήματα- σύντομα, όμως, επέστρεψαν και τούτη τη φορά τ' ακολουθούσαν κι άλλα. Ο Ράνπ τούς είπε: «Ελάτε, παιδιά, αφήστε με ήσυχο. Απλά θέλω να βγω από 'δω μέσα». Δεν τα φοβόταν: κάποτε ο θείος του εξέτρεφε γουρούνια κατ κείνος συχνά τα τάιζε και τα πότιζε και τα οδηγούσε απ' το 'να μαντρί στο άλλο, χτυπώντας τα καπούλια τους μ' ένα ραβδί.

Έπειτα από αρκετές αδέξιες προσπάθειες, κατόρθωσε να φτάσει το μικρόφωνο του Σι-Mm του, η συσκευή, όμως, ήταν σπασμένη. Ούρλιαξε ξανά «Είναι κανείς εκεί έξω; Είμαι παγιδευμένος!»

Και πάλι δεν ακούστηκε τίποτα, παρά μόνο η βροχή, ο άνεμος και το γρύ-λισμα κάποιου τραυματισμένου γουρουνιού. Ένα από αυτά πήγε κατευθείαν

270

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

στο κουβούκλιο ία έχωσε μέσα το ρύγχος του, μόλις μερικά εκατοστά μακριά του. Ο Ράντι ένιωσε την οσμή του, ακόμα και πάνω από tn βρόμα του χυμένου ντίζελ. Βρομούσε χειρότερα από οποιοδήποτε άλλο γουρούνι είχε μυρίσει ποτέ του.

«Έλα, φύγε από δω!» μούγκρισε. Όμως εκείνο ούτε καν τραβήχτηκε. Στεκόταν εκεί, με το κεφάλι μες στο κουβούκλιο, κοιτώντας τον λες και στ' αλήθεια σκεφτόταν τι θα έκανε στη συνέχεια.

Ο Ράνπ έστριψε με δύναμη τον αστράγαλό του πέρα-δώθε, όμως και πάλι δεν κατόρθωσε να τον ελευθερώσει. Ήρθε ία άλλο γουρούνι κι έπειτα ένα ακόμη. Τον οσμίστηκε ρουθουνίζοντας με φασαρία* επιφυλακτικά στην αρχή κι έπειτα mo αχόρταγα.

«Φύγε, ουστ!» φώναξε ο Ράντι. «Πάρ' το βρομερό κουφάρι σου από δω!» Όμως το γουρούνι πήρε θάρρος. Όρμησε ξαφνικά μες στο αναποδογυρι-

σμένο κουβούκλιο και δάγκωσε το μανίκι του Ράντι. Εκείνος φώναξε «Ουστ, μπάσταρδο!», όμως το γουρούνι δεν έδωσε σημασία και του δάγκωσε ξανά το μανίκι. Τούτη τη φορά τρύπησε το τζην και του 'σχίσε το δέρμα.

Μέχρι εκείνη tn στιγμή ο Ράντι ένιωθε εκνευρισμό. Τώρα άρχιζε να νιώ-θει πραγματικό φόβο. Πάσχισε ακόμα mo μανιασμένα να ελευθερώσει τον αστράγαλο του, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσε να φτάσει το ντουλαπάκι του συνοδηγού, όπου φύλαγε έναν φακό βαρέων καθηκόντων ία ένα γαλλικό κλειδί.

Όμως το γουρούνι τού όρμησε πάλι και τούτη τη φορά του δάγκωσε με μανία τον καρπό. Εκείνος άρχισε να το χτυπά με την ανοιχτή του παλάμη και να ουρλιάζει: «Στα ΐσακίδια, μπάσταρδο! Ξεκουμπίσου από δω!»

Όμως αντί να οπισθοχωρήσει, το γουρούνι έσκουξε, βρυχήθπκε και εξα-γριώθηκε εντελώς. Προχώρησε mo πολύ μες στο κουβούκλιο και του δάγκω-σε το μπράτσο και το δεξί του χέρι με το οποίο το κτυπούσε. Στην αρχή ο Ράντι δεν αισθάνθηκε τίποτα εκτός από ένα οξύ μούδιασμα, έξαφνα, όμως, τα πάντα γέμισαν αίμα, υγρό και ζεστό. Χτύπησε το γουρούνι άλλες δυο φορές, πριν διαπιστώσει ότι έλειπαν και τα τέσσερα δάχτυλα του δεξιού του χεριού κι ότι απέμενε μόνο ο αντίχειρας.

Ούρλιαξε, Ήταν ένα τρομερό ουρλιαχτό, που του έγδαρε τα πνευμόνια. Χτύπησε το γουρούνι ξανά και ξανά1 όμως το κτήνος τού επιτέθηκε πάλι, του δάγκωσε τον καρπό και τίναξε προς τα πίσω το κεφάλι, σχίζοντας έτσι από το μπράτσο του μια μακριά λουρίδα από σάρκα και μύες, που έφτανε μέχρι τον αγκώνα του.

Τώρα τα υπόλοιπα γουρούνια είχαν μυρίσει το αίμα. Συνωστίστηκαν τρι-γύρω από το κουβούκλιο, σπρώχνοντας και στριφογυρίζοντας και στριγγλίζο-ντας, και σκαρφάλωναν το ένα απάνω στο άλλο, για να τον φτάσουν. Το μόνο που έβλεπε ήταν αστραφτερά μάτια και ρύγχη που έσταζαν σάλια και τον κυρίευσε ο πόνος και η δυσοσμία των γουρουνιών.

271

GRAHAM MASTERTON

Ούρλιαξε ξανά και ανέμιζε τριγύρω τα κούτσουρα που του 'χαν απομείνει για χέρια. Πανιού, όμως, βρίσκονταν δόντια που τον άρπαζαν και ξέσχιζαν ολόκληρα κομμάτια σάρκας απ' τα μπράτσα του.

Ένα γουρούνι όρμησε να του δαγκώσει το πρόσωπο ία εκείνη τη στιγμή, κατάλαβε ότι ήταν νεκρός- ία, επίσης, ότι ήθελε να πεθάνει. Ένιωσε το χνώτο του γουρουνιού στο πρόσωπό του ία έπειτα 'κείνο έμπηξε τα δόντια στο μάγουλο του και στο πλάι της μύτης του και διαπέρασε δέρμα, σάρκα, χόνδρους και κόκαλο, αποσπώντας κυριολεκτικά το πρόσωπο απ' το κεφάλι του. Ο Ράνπ είδε μισοτυφλωμένος το γουρούνι να τινάζει μακριά το κεφάλι του, με τη σάρκα να κρέμεται απ' τις σιαγόνες του* κι έπειτα αισθάνθηκε τη βροχή να πέφτει στα γδαρμένα ζυγωματικά του.

Ένιωθε την καρδιά του σαν εκκρεμές, που κρέμεται από το χέρι κάποιου. Και αφήνεται. Και ταλαντεύεται. Και πιάνεται ξανά και μένει σταματημένο για αρκετή, αρκετή ώρα. Και αφήνεται. Και ταλαντεύεται. Και πιάνεται ξανά. Και μένει σταματημέ-

νο για πάντα. Τα γουρούνια στριφογύριζαν, στριμώχνονταν μες στο κουβούκλιο και

κομμάτιαζαν το κορμί του. Καταβρόχθιζαν κάθε κομμάτι που μπορούσαν να φτάσουν, τραβούσαν κιτρινωπά, λεκιασμένα απ' τον καπνό ξέφτια απ' τα πνευμόνια του, ία έχωναν τις μουσούδες τους μες στη λεκάνη του για να φάνε τα έντερά του, λες και έχωναν τις μουσούδες μέσα σε μια συνωστισμένη ταγί-στρα. Έσκισαν σε λωρίδες κι έφαγαν ακόμα και το αιματοβαμμένο βινύλιο των καθισμάτων κι, επίσης, λίγη από την αφρώδη γέμισή τους.

Στην άλλη πλευρά του αυτοκινητόδρομου, μες στο πλημμυρισμένο απ' τη βροχή χαντάκι της αποχέτευσης, είκοσι ή τριάντα ακόμα γουρούνια ξέσχιζαν τα κορμιά του οδηγού και του συνοδηγού της Τογιότα. Εκείνοι οι δυο είχαν σταθεί mo τυχεροί από το Ράντι: ο 55χρονος οδηγός είχε πεθάνει ακαριαία όταν το αυτοκίνητο του εγκατέλειψε το δρόμο, καθώς το στήθος του είχε συγ-κρουστεί με το τιμόνι. Η συνοδηγός του, μια γυναίκα 35 ετών, είχε πεθάνει μερικά λεπτά αργότερα εξαιτίας της απώλειας αίματος που είχε προκαλέσει το σπάσιμο μιας αρτηρίας στο μηρό της. Το μόνο που είχαν αντιληφθεί σχετι-κά με τα γουρούνια, ήταν όταν είχαν συγκρουστεί με την πρώτη εξάδα από δαύτα, καθώς εκείνα είχαν π ^ α χ τ ε ί στον αυτοκινητόδρομο μπροστά τους.

Μέσα σε λιγότερο από δέκα λεπτά, δεν είχε απομείνει σχεδόν τίποτα από τον Ράντι και τους επιβάτες της Τογιότα, εκτός από τρεις μπλεγμένους σωρούς από αίμα και κόκαλα. Το αόμματο κρανίο του Ράντι που πάνω του κρέ-μονταν τούφες μαλλιών, βρισκόταν ακουμπισμένο στην πόρτα και κοιτούσε τυφλά τον παγιδευμένο αστράγαλο του, Ο οδηγός της Τογιότα φορούσε γάντια από χοιρόδερμα τα οποία είχαν φαγωθεί αδιακρίτως από τα γουρούνια, αν λάβει κανείς υπόψη ότι ένα λιμασμένο γουρούνι είναι ικανό να φάει

272

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

σχεδόν τα πάντα. Πάνω στο τιμόνι ήταν πιασμένο ένα χέρι: ένα χέρι που δε συνδεόταν με τίποτα απολύτως.

Ακούστηκε δυνατή βοή από κεραυνούς και μερικά από τα γουρούνια ήδη άρχιζαν να ξεκινούν.

Τότε ήταν που ένας εικοσάχρονος σπουδαστής κολλεγίου ονόματι Ρικ ΜακΚρίντι κατέφθασε με ιλιγγιώδη ταχύτητα από την ανατολική κατεύθυνση του αυτοκινητόδρομου, οδηγώντας την Καμάρο του πατέρα του που είχε μπρούντζινο χρώμα. Ο Ρικ είχε υποσχεθεί στον πατέρα του να τον υποδεχτεί στο αεροδρόμιο, όπου θα επέστρεφε με μια απ' τις τελευταίες πτήσεις απ' το Σικάγο, όπου η θεία του είχε γεννήσει δίδυμα. Ήδη είχε αργήσει είκοσι λεπτά ία ο πατέρας του θα τα είχε πάρει στο κρανίο, να, λοιπόν, γιατί έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα.

Η βροχή μαστίγωνε το δρόμο, πέφτοντας διαγώνια με νότια-νοτιοδυτική κατεύθυνση και ακόμα και με τους υαλοκαθαριστήρες του στην μέγιστη ταχύ-τητα, δύσκολα μπορούσε να δει πάνω από τετρακόσια μέτρα μπροστά. Όμως η 76η Λεωφόρος ήταν ίσια σαν βέλος και εκείνη την ώρα της νύχτας ποτέ δε βρισκόταν κανείς άλλος στο δρόμο, τουλάχιστον όχι στην αγροτική ανατολική Αιόβα, όπου μόλις τέλειωνε το Σταρ Τρεκ: π Επόμενη Γενιά, οι περισσότεροι κουκουλώνονταν στα κρεβάτια τους. Ο Ρικ οδηγούσε με ταχύτητα λίγο μεγαλύτερη από 130 χιλιόμετρα την ώρα, σπρώχνοντας το κοντέρ στα I3S και τραγουδούσε πάνω από το Hea.rt-Shaped JSox, των Nirvana, χτυπώντας τα χέρια του στο τιμόνι στο ρυθμό των ντραμς.

Λεν είδε την αναποδογυρισμένη νταλίκα του Ράντι Γκετζ, που κείτονταν κατά πλάτος του δρόμου, παρά μόνο όταν ήταν πια πολύ αργά για να σταματή-σει. Σανίδωσετο φρένο, αλλά όταν η Καμάρο συγκρούστηκε με το κουβούκλιο έτρεχε με πάνω από 110. Η σύγκρουση την έφερε κάτω από τον κινητήρα του φορτηγού, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να συμπιεστεί τόσο άγρια, που το ύψος του μπροστινού μέρους του χώρου των επιβατών ελαττώθηκε πάνω από δύο τρίτα. Μαζί του συμπιέστηκε και ο Ρικ ΜακΚρίντι, που ακαριαία μεταβλή-θηκε σε ένα πλατύ, επίπεδο σωρό από λιωμένη σάρκα, που ακόμα KL Ο πατέ-ρας του δε θα ήταν σε θέση να αναγνωρίσει, αν δε φορούσε την κολεγιακή μπλούζα του Ρικ.

Ακολούθησε ένα αλλόκοτο κενό, όπου ακουγόταν μόνο ο ήχος της βρο-χής και του ανέμου και οι απελπισμένες στριγγλιές απ' τα τραυματισμένα γου-ρούνια. Έπειτα το ντεπόζιτο βενζίνης του Ρικ εξερράγη, τινάζοντας στον αέρα δύο φλεγόμενα γουρούνια και ένα φλεγόμενο μαύρο λάστιχο. Ακολούθησε άλλο ένα κενό κι έπειτα άλλη μία τρομερή έκρηξη. Φλεγόμενα κομμάτια του φορτηγού κατρακυλούσαν κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τα συντρίμμια από τη μια πλευρά του αυτοκινητόδρομου μέχρι την άλλη είχαν αρπάξει φωτιά. Φλεγόμενα γουρού-νια ορμούσαν σε κατάσταση υστερίας από 'δω κι από κει, ουρλιάζοντας σαν

273

GRAHAM MASTERTON

παιδιά. Ένα από αυτά άρχισε να τρέχει διαγράφοντας ένα πύρινο ζιγκ-ζαγκ μες στο χωράφι με το καλαμπόκι, που βρισκόταν δίπλα στο δρόμο και να διπλώνεται και να ξεδιπλώνεται από τον πόνο, προτού τελικά καταρρεύσει και απομείνει να καίγεται σαν εγκαταλελειμμένος καναπές.

Η 76η λεωφόρος έμοιαζε με σκηνή βγαλμένη απ' την Κόλαση. Βροντούσε-η βροχή έπεφτε σε γυαλιστερά στρώματα. Και μες στη βροχή διακρινόταν η μακάβρια λάμψη από τα φλεγόμενα συντρίμμια του φορτηγού και των αυτοκι-νήτων ενώ οι μόνες φωνές που ακούγονταν χτταν οι τρομερές κραυγές των πληγωμένων ζώων.

274

.11.

Εκείνο το βράδυ έφαγαν κοτόπουλο τηγανητό και χορταρικά με μουστάρδα, μιας και η Σάλι Αν του επέτρεπε να τρώει ένα γεύμα με πολλές θερμίδες τη βδομάδα, για να μη βρίσκει τόοο αποκαρδιωτική τη δίαιτά του. Ίσως να 'χε αλλάξει γνώμη αν γνώριζε για την παράνομη κατανάλωση των δανέζικων γλυ-κών με το βατόμουρο και των ζαχαρωμένων στρογγυλών ντόνατ από μέρους του. Όλοι τους, όμως, απολάμβαναν ένα ωραίο παραδοσιακό οικογενειακό γεύμα μαζί, που τους έκανε να αισθανθούν κοντά ο ένας στον άλλο ία η ολο-φάνερη χαρά του Λουκ αποτελούσε ανταμοιβή από μόνη της.

Εκείνη παρακολουθούσε στοργικά την απόλαυση με την οποία σκούπιζε τη σάλτσα απ1 το πιάτο του με το φρεσκοψημένο καλαμποκόψωμό του όταν, έξαφνα, χτύπησε το τηλέφωνο.

Εκείνος σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα του κι έκανε να σηκωθεί, όμως εκείνη είπε: «Όχι, όχι. Θα συνεχίσεις το φαγητό σου. Θα τελειώσεις το βραδινό σου, εκτός ία αν έχει γίνει φόνος». Σήκωσε το ακουστικό. «Εμπρός;», είπε και άκουσε. «Ναι, η γυναίκα του είμαι. Ναι, εδώ είναι, αλλά τρώει».

«Ποιος; Ποιος είναι;» ρώτησε ο Λουκ, ία έχωσε στο στόμα του άλλο ένα κομμάτι καλαμποκόψωμο. «Μπαμπά! Μη μιλάς με το στόμα γεμάτο!» είπε η Νάνσι, «Εσύ πάντα μου λες να μην το κάνω!»

Η Σάλι Αν άκουσε λίγο ακόμα ία έπεπα έφερε το τηλέφωνο στο τραπέζι. «Είναι ο ΤζονΧάζμπαντ. Είναι σοβαρό».

Ο Λουκ πήρε το ακουστικό ta είπε ξερά: «Ακούω», «Συγνώμη, Λουκ. Έχω σκατένια νέα. Κάποιος μόλις έβγαλε έξω τον

Τέρενς Πίρσον».

275

GRAHAM MASTERTON

«Τι;» εξερράγη • Λουκ. «Πώς είναι δυνατόν να έβγαλε έξω κάποιος τον Τέρενς Πίρσον;» Όμως συνάμα σκεφτόταν ο Πράσινος Ταξιδευτής, τον είδα, εκεί βρισκόταν στο κάτω κάτω.

«Έχω και χειρότερα νέα», είπε ο Τζον. «Έφαγαν και πέντε δικούς σου», Ο Λουκ σταμάτησε το μάσημα. «Τι εννοείς, έφαγαν πέντε δικούς μου;» «Τους σκότωσαν, Λουκ. Έχεις πέντε αστυφύλακες νεκρούς». Ο Λουκ άρχισε να τρέμει. «Πότε συνέβη αυτό;» ζήτησε να μάθει. «Λύσκολο να πούμε- μόλις το ανακαλύψαμε. Ο Μάικ Γουίπς πέρασε από

'δω, για να σου δώσει την τελευταία του αναφορά σχετικά με την υπόθεση Πίρσον. Τα πάντα ήταν εντάξει στο γραφείο της εισόδου, αλλά όταν ανέβηκε σιον τρίτο όροφο το μόνο που βρήκε ήταν πεθαμένοι και αίμα. Έπειτα ένας από τους βοηθούς σου ανέβηκε και του είπε ότι ο Πίρσον είχε γίνει καπνός».

«Πες μου ποιοι είναι οι νεκροί». «Οι Βέρμπικ, Σμίτκαμπ, Έγκελ, Σλόουν κα: Μπουλόφσια». «Σκότωσαν την Έντνα;» «Λυπάμαι. Ξέρω ότι, εκτός από αστυνομικοί, ήταν όλοι τους φίλοι σου». «Μη μου πεις άλλα», είπε ο Λουκ. «Έρχομα: αμέσως εκεί». «Ειδοποίησα, επίσης, την πολιτειακή αστυνομία· και την τροχαία εθνικών

οδών». «Έρχομαι αμέσως». Έδωσε το τηλέφωνο πίσω στη Σάλι Αν. Καταλάβαινε ότι ήταν καταστενο-

χωρημένος. Εκείνος σηκώθηκε, φίλησε τη Νάνσι, έπειτα τη Σάλι Αν κα: πήγε προς την πόρτα. Φορούσε πολιτικά: ένα γαλάζιο πουκάμισο ξυλοκόπου κα: ευκολοφόρετο τζην, φόρεσε, όμως, το τζάκετ τπς στολής του, το καπέλο κα: τη ζώνη με τα όπλα του.

«Λουκ — » είπε η Σάλι Αν. «Πέντε νεκροί», είπε εκείνος, «μαζί κι η Έντνα. Δραπέτευσε κ: ο Πίρσον,

κράτα, λοιπόν, την πόρτα κλειδωμένη. Ποτέ δεν ξέρεις με τέτοιους παλαβούς: κάποιες φορές θέλουν να εκδικηθούν τους ανθρώπους που τους έχωσαν μέσα».

«Ω, Λουκ, λυπάμαι. Λυπάμα: τόσο πολύ». Εκείνος άνοιξε την εξώπορτα, «Ευχαριστώ. Έχουμε καιρό γι' αυτά

αργότερα. Τώρα έχω δουλειά να κάνω».

Μέχρι να φτάσει στη γέφυρα της Τρίτης Λεωφόρου, η βροχή έπεφτε με το τουλούμ:. Το πάριαγκ ήταν γεμάτο ασθενοφόρα, περιπολικά κα: αυτοκίνητα του Τύπου. Πα το Θεό, βρισκόταν εκεί ακόμα κι η λιμουζίνα του επιτρόπου της αστυνομίας. Ο Λουκ πάρκαρε τπν Μπιοιπκ και έτρεξε με βαριά βήματα προς την μπροστινή είσοδο, όπου αμέσως περικυκλώθηκε από δημοσιογρά-φους και φωτογράφους.

276

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Αφήστε με να περάσω», επέμεινε. «Μα, σερίφη —μήπως αυτό σημαίνει ότι σ Τέρενς Πίρσον ανήκε σε μια

οργανωμένη σπείρα εγκληματιών; Ή, ίσως, σε κάποιου είδους θρησκευτική οργάνωση φανατικών;»

«Γνωρίζετε πώς πέθαναν οι βοηθοί σας;» «Πάντα περηφανευόσασταν ότι το κρατητήριΰ σας ήταν υψηλής ασφα-

λείας. Πώς κατάφερε ένας κατά συρροήν δολοφόνος να βγει έτσι απλά από 'κει μέσα;»

Ο Λουκ δεν απάντησε σε καμία από τις ερωτήσεις, αλλά προχώρησε σπρώχνοντας έως τον προθάλαμο, όπου τον περίμεναν ο Τζον Χάζμπαντ, ο Μάικ Γουίπς και καμιά εικοσαριά ακόμα αστυνομικοί, καθώς και ο αναπληρω-τής επίτροπος, ένας άντρας με ροδαλό πρόσωπο, κυματιστά ασημένια μαλλιά ία έναν απαίσιο, επαναλαμβανόμενο βήχα.

Στο πάτωμα μπρος από το γραφείο της εισόδου βρίσκονταν δύο κυρτωμέ-να σεντόνια. Ένα ισχνό ρυάκι αίματος είχε κυλήσει από το κάθε κορμί που βρισκόταν από κάτω τους κι είχε ακολουθήσει το οκταγωνικό μοτίβο, που σχη-μάτιζαν τα μαρμάρινα πλακάκια του δαπέδου.

Ο Λουκ αγνόησε οποιονδήποτε άλλο και άρπαξε το μπράτσο του Τζον Χάζμπαντ. «Πες μου τι συνέβη», είπε ψιθυριστά. «Όσα ξέρεις. Με μονοσύλλα-βες λέξεις. Και μην πεις "λυπάμαι". Έχει τρεις συλλαβές».

Ο Τζον είπε: «Φαίνεται παράλογο. Είναι λες και κανείς δεν είδε τίποτα. Οι Σμίτκαμπ και Έγκελ βρίσκονταν στο γραφείο της εισόδου. Κάποιος μάλλον μπήκε έτσι απλά και τους καθάρισε μ' ένα μαχαίρι. Είχαν ία οι δυο κομμένα τα λαρύγγια. Απ' το 'να αυτί μέχρι τ' άλλο και λίγο παραπάνω».

«Είχαν τραβήξει τα όπλα τους;» Ο Τζον κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Τίποτα αποτυπώματα παπουτσιών;» «Κανένα. Όποιος το 'κανε ήξερε πώς να χειρίζεται το μαχαίρι, σ' το λέω». «Δολοφονήθηκαν ια οι δύο με το ίδιο μαχαίρι;» «Με το ίδιο είδος μαχαιριού, απ' ό,τι φαίνεται. Μέχρι, όμως, να πάρουμε

δείγματα μετάλλου απ' τις πληγές, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε στα σίγου-ρα».

Ο Λουκ: βάδισε γύρω απ το γραφείο και κοίταξε τα δυο κυρτωμένα σεντόνια. Για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του, πραγματικά δεν ήθελε να δει τι βρισκόταν από κάτω. Λιγότερο από δύο ώρες πριν μιλούσε με τον Σμίτκαμπ και τον Έγκελς. Γνώριζε, ωστόσο, ότι θα έπρεπε να κοιτάξει και να κοιτάξει προσεκτικά, μιας και τούτο ήταν ένα από κείνα τα ακατανόητα περιστατικά, που μερικές φορές δεν μπορούν να εξηγηθούν, όση ερευνητική δουλειά και να γίνει. Πώς ήταν δυνατόν ένας άντρας να κόψει τα λαρύγγτα δύο οπλισμέ-νων αστυνομικών;

«Πάνω από ένας δράστες, σαφώς», είπε.

277

GRAHAM MASTERTON

«Κανείς δεν είδε κανέναν». Ο Λουκ άρχισε να βηματίζει γύρω γύρω στον προθάλαμο. Οι συνάδελφοι

του και οι εκπρόσωποι του Τύπου στέκονταν απ' έξω με σεβασμό. Ήξερε τι αναζητούσε. Λεν αναζητούσε δακτυλικά αποτυπώματα ή αποτυπώματα από παπούτσια. Αναζητούσε κάποιο σημάδι ότι ο Πράσινος Ταξιδευτής είχε βρε-θεί εκεί.

Σταμάτησε να βηματίζει πάνω κάτω και στάθηκε με το χέρι να καλύπτει το στόμα του, αναλογιζόμενος. Ο Τζον Χάζμπαντ πήγε προς το μέρος του και είπε: «0ες να δεις το κελί;

»Λεν παραβίασαν την κλειδαριά. Πρέπει να γνώριζαν ή να μάντεψαν το συνδυασμό. Ίσως ένας τους να 'ταν ειδικευμένος στη διάρρηξη χρηματοκιβω-τίων».

«Ναι», είπε ο Λουκ. «Κι ίσως, πάλι, να μην ήταν. Ίσως να 'ταν κάποιος που παίζει ζάρια. Όσοι παίζουν ζάρια έχουν τον τρόπο τους με τους συνδυασμούς αριθμών, έτσι δεν είναι;»

Ο Τζον Χάζμπαντ τον κοίταξε απορημένος. «Έτσι φαντάζομαι», παραδέ-χτηκε.

Ήταν μια απαίσια νύχτα. Ο Λουκ σήκωσε το σεντόνι που σκέπαζε την Έντνα Μπουλόφσια και απέμεινε να την κοιτάξει γι' αρκετή ώρα. Είχε σωρια-στεί με τέτοιο τρόπο, που φαινόταν σαν να του χαμογελάει με το ένα τυφλό και ματωμένο της μάτι. Κοίταξε, επίσης, τα πτώματα των Σλόουν και Βέρμπικ, στο μικρό δωμάτιο δίπλα στα κελιά, εκεί που οι αστυνομικοί της νυχτερινής βάρδιας έφτιαχναν καφέ. Τα πόστερ με τις κοπέλες στον τοίχο ήταν ζαρωμέ-να και πιτσιλισμένα με αίμα.

«Πολύ παράξενη υπόθεση», παρατήρησε ο Τζον Χάζμπαντ. «Ο Τέρενς Πίρσον ήταν ένας πολύ παράξενος τύπος, με μερικές πολύ

παράξενες απόψεις». «Και με πολύ παράξενους φίλους, απ' ό,τι φαίνεται». «Όχι» είπε ο Λουκ, «τούτοι 'δω δεν ήταν φίλοι του. Λεν είχε φίλους.

Τούτοι 'δω ήταν κάποιοι που τον ήθελαν γι' άλλο λόγο». «Πρέπει να τον ήθελαν παρά πολύ, γαμώτο». «Ναι», είπε ο Λουκ, «Απλά θα 'θελα να ξέρω το γιατί». Επέστρεψαν στο γραφείο της εισόδου, για να μιλήσουν με τον ιατροδικα-

στή. Ήταν ο ίδιος ευέξαπτος, νευρικός ιατροδικαστής που 'χε ασχοληθεί και με τη Μαίρη βαν Μπόγκαν τότε στο σπίτι των Πίρσον. Φαινόταν κουρασμένος και κακόκεφος.

«Καμιά ιδέα;» τον ρώτησε ο Λουκ. Ο ιατροδικαστής ανασήκωσε τους ώμους. «Με μια επιφανειακή εξέταση,

φαίνεται ότι και οι τέσσερις άρρενες αστυνομικοί δολοφονήθηκαν από το ίδιο ή από ακριβώς παρόμοια όπλα. Θα έλεγα ότι κάποιος τους κράτησε από πίσω ία ότι το θανάσιμο κτύπημα δόθηκε με μεγάλη επιδεξιότητα. Το όπλο ήτα όπλα

278

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ήταν εξαιρετικά κοφτερό, σχεδόν αφύσικα κοφτερό. Μιλάμε για ένα μαχαίρι που θα μπορούσε να κόψει έναν ατσάλινο σωλήνα πάχους ενός εκατοστού, όχι απλά έναν ανθρώπινο λαιμό».

«Και π βοηθός Μπουλόφσια;» «Ξίφος ή πολύ μακρύ μαχαίρι. Σύμφωνα με κάποιες ενδείξεις μάλλον

εκτοξεύτηκε, παρά ωθήθηκε. Στο κάτω μέρος του στομίου της κόγχης του ματιού υπάρχουν δευτερεύουσες πληγές που υποδεικνύουν ότι, έπειτα από την πρώτη εισχώρηση, η λεπίδα έπεσε ή ταλαντώθηκε. Φυσιολογικά κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε, αν ο δράστης κρατούσε το όπλο απ' τη λαβή του».

«Τίποτε άλλο;» «Όχι ακόμα. Θα οας στείλω ένα σύνολο από λεπτομερείς αναφορές όσο

πιο σύντομα γίνεται». «Ευχαριστώ», είπε ο Αουκ. «Είστε πολύ συνεργάσιμος». Ο ιατροδικαστής τον κοίταξε πάνω από τους μισούς φακούς των γυαλιών

του, με βλέμμα ψυχρό και σοβαρό. «Τούτοι εδώ ήταν δικοί μας άνθρωποι, σερίφη. Θα έχετε όση συνεργασία θέλετε».

Ο Λουκ ακόμα έψαχνε στο κλιμακοστάσιο και τους διαδρόμους, όταν ο βοηθός Φέρμπραδερ πήγε βιαστικά προς το μέρος του. «Σερίφη; Συγνώμη που σας διακόπτω, αλλά είχαμε ένα θανατηφόρο τροχαίο στην 76η Λεωφόρο νοτιοδυτικά. Νταλίκα και δύο επιβατικά».

«Υπάρχει κάτι που να μην μπορείς να αντιμετωπίσεις μόνος;» «Όχι, κύριε, αλλά νομίζω ότι θα έπρεπε να γνωρίζετε τι αναφέρθηκε ως

αιτία του ατυχήματος». «Λέγε». «Ε, λοιπόν, ήταν γουρούνια, κύριε. Ένα ολόκληρο κοπάδι γουρούνια, ίσως

εκατό ή και παραπάνω». Ο Λουκ έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του και έτριψε τους μύες στο

σβέρκο του. «Χριστέ μου», είπε. «Αυτό μου έλειπε. Γουρούνια».

Μπορεί ο Γκαρθ να ήταν μωλωπισμένος και εξασθενημένος, αλλά όταν ο Νέιθαν ία ο Ντέιβιντ μπήκαν στο δωμάτιο του στο Ιατρικό Κέντρο Μέρσι, κατόρθωσε να σκάσει ένα χαμόγελο.

Ο Νέιθαν τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι. Τα σκεπάσματα ήταν τραβηγμένα πάνω από ένα πλαίσιο για το πόδι, για να προστατεύεται ο σπασμέ-νος αστράγαλος του Γκαρθ. Τα πλευρά του ήταν δεμένα μέχρι τις μασχάλες.

«Σκατά φαίνεσαι», είπε ο Νέιθαν και του έπιασε το χέρι. «Ευχαριστώ. Έτσι νιώθω». «Σου φέραμε γλυκά με πεκάν» είπε ο Ντέιβιντ, «α, κι αυτό, επίσης».

Έδωσε στο Γκαρθ ένα κουτί ξηρούς καρπούς μ' επικάλυψη σοκολάτας ία ένα τεύχος του Πλέψποϊ. «Είπα πως μπορεί να σ' αναστάτωνε, ο Μπαμπάς, όμως,

279

GRAHAM MASTERTON

είπε ότι έχεις οριαστεί στη Βίβλο πως ποτέ δεν κοιτάς τις φωτογραφίες». «Παραέχει γίνει τσαχπίνης ο γιόκας σου», είπε ο Γκαρθ, «Ήρθε να σε δει η Κέιλι;» ρώτησε ο Νέιθαν. «Φυσικά. Μου 'φερε εκείνα τα λουλούδια, ©α ξανάρθει αργότερα, αφού

φάει κάτι». «Πες μου τι συνέβη», είπε ο Νέιθαν. «Δεν πρέπει ν' ανησυχείς τόσο». «Και βέβαια ανησυχώ. Νιώθω υπεύθυνος». «Ε, λοιπόν... δεν αρνούμαι ότι όσα συνέβησαν ήταν οδυνηρά, ήταν, όμως,

πραγματικά ενδιαφέροντα. Μπήκα στο μαντρί του Κάπτεν Μπλακ και άρχισα να του μιλώ. Ήταν κάπως νευρικός, αλλά δεν ανταποκρινόταν ιδιαίτερα. Όχι ώσπου ανέφερα τ' όνομα Έμιλι».

«Έμιλι; Έτσι δεν έλεγαν την κόρη των Πίρσον; Εκείνη που επέζησε;» «Ακριβώς. Γιατί νομίζεις ότι το ανέφερα; Τότε, όμως, ήταν που ο Κάπτεν

εξαγριώθηκε τελείως. Αφήνιασε! Μου όρμησε σαν τρενάκι του λούνα παρκ». «Τι θες να πεις, λοιπόν;» «Προσπαθώ να πω ότι π εξωμεταμόσχευση μάλλον έπιασε. Ξέρω ότι κάτι

τέτοιο δεν αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη, με κανέναν τρόπο. Ίσως απλά ο Κάπτεν να τσαντίστηκε, Η ανταπόκριση του, όμως, στο Έμιλι ήταν τόσο άμεση — τόσο θετυαί»,

«Πιστεύεις στ' αλήθεια ότι ο Κάπτεν Μπλακ έχει κληρονομήσει την προσωπικότητα του μικρού Τζορτζ Πίρσον;»

«Ίσως όχι ολόκληρη. Εξάλλου π προσωπικότητα του μικρού Τζορτζ ήταν μόνο κατά το ήμισυ διαμορφωμένη. Ίσως, όμως, έχει κληρονομήσει τις ανα-μνήσεις του. Τα σημεία αναφοράς του σε ψυχολογικό επίπεδο. Η Έμιλι πάντο-τε τον προστάτευε. Η Έμιλι πάντοτε τον φρόντιζε. Ίσως η αιτία για την οποία να εξαγριώθηκε να ήταν επειδή —εκείνη τη φορά, εκείνη την τελευταία φορά— η Έμιλι δεν κατάφερε να τον φροντίσει, κι εκείνος πέθανε. Ή, τουλά-χιστον, τερματίστηκε π σωματική του ύπαρξη ως τριάχρονο αγόρι. Κατά ένα μέρος ο εγκέφαλος του εξακολούθησε να ζει».

Ο Νέιθαν κούνησε αργά το κεφάλι. «Μεγάλοδύναμε, είναι απίστευτο. Εννοώ, είναι απίστευτο, αν έχεις δίκιο. Δεν πίστευα ότι η υπόθεση θα προχω-ρούσε πέρα από μια απλή μεταμόσχευση ιστών».

«Ούτε ία εγώ είμαι σίγουρος ότι το πίστευα», είπε ο Γκαρθ. «Αν σου μεταμοσχευθεί οποιοδήποτε άλλο είδος οργάνου, δεν αποκτάς κάποιο από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δότη, έτσι δεν είναι; Δεν είναι όπως στις ται-νίες φρίκης, όπου ράβουν σε κάποιον το χέρι ενός δολοφόνου, στη θέση του δικού του κι εκείνος τριγυρνά και στραγγαλίζει κόσμο».

«Σε τούτη την περίπτωση, όμως —» Ο Γκαρθ ακούμπησε προσεκτικά τα χείλη του, για να αισθανθεί πόσο πρη-

σμένα και σκασμένα ήταν. «Σε τούτη την περίπτωση, ναι. Είναι πραγματικά

280

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

πιθανό να έχουμε αλλάξει την προσωπικότητα του Κάπτεν Μπλακ. Αν τον καταφέρω να αντιδράσει θετικά σε — ας πούμε — μια ντουζίνα πράγματα που μόνο ο Τζορτζ θα μπορούσε να γνωρίζει, τότε νομίζω ότι θα κάνουμε εκπλη-κτική πρόοδο. Θέλω να πω, ότι αν είμαστε σε Θέση να μεταφέρουμε χαρακτη-ριστικά της προσωπικότητας από τον ένα εγκέφαλο στον άλλο —αναλσγίσου πς δυνατότητες. Μπορούμε σε μια νύχτα να φέρουμε την επανάσταση στη θεραπεία των ψυχικών διαταραχών»,

«Φάε τα λυσσακά σου, Σίγκμουντ Φρόιντ», είπε χαμογελώντας ο Νέιθαν. «Μη γελάς», είπε ο Γκαρθ. «Θα μπορούσε άνετα να συμβεί». «Αρα...» τον ρώτησε ο Νέιθαν, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του και πλέ-

κοντας τα χέρια πίσω απ το κεφάλι, «τι προτείνεις να κάνουμε;» «Να βγω από τούτο το μέρος, όοο νρηγορότερα γίνεται. Σιχαίνομαι τα

νοσοκομεία». «Θα μπορούσες να βρίσκεσαι κάπου πολύ χειρότερα απ' το Μέρσι», τον

διαβεβαίωσε ο Νέιθαν και σήκωσε το διάγραμμά του από την άκρη του κρεβα-τιού. «Χμμ... εδώ λέει ότι υπέστης κάταγμα Pott. Είναι μπελάς. Παίρνει εβδο-μάδες για να θεραπευθεί, ιδίως σε γέρους όπως εσύ».

«Και 'γω σε αγαπώ», είπε ο Γκαρθ. «Θέλω, όμως, να 'χω βγει από δω μέχρι αύριο. Δε γίνεται να αναβάλω ία άλλη μέρα το πείραμα».

«Θα το ξανακάνεις; Έπειτα απ' ό,τι σου έκανε ο Κάπτεν Μπλακ; Που σκότωσε και τον Ραούλ;»

«Πρέπει, Νέιθαν. Με το Ζαπφ-Κάντι να οδεύει προς ψήφιση, ίσως να μη μας μένει πολύς καιρός. Εξάλλου, τώρα ξέρω τι να περιμένω. Θα το κάνω εκ του ασφαλούς».

«Μπορώ να ξαναδώ τον Κάπτεν Μπλακ;» ρώτησε ο Ντέιβιντ. Ο Νέιθαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δε νομίζω. Έχει γίνει αρκετά

επικίνδυνος από τότε που τον χειρουργήσανε». Όμως ο Γκαρθ είπε: «Και βέβαια μπορείς να τον δεις. Γιατί όχι; Δεν

πρόκειται να παραστήσουμε άλλη φορά το Δανιήλ στον Λάκκο των Χοίρων. Θα εγκαταστήσω ένα μηχανισμό μέσω του οποίου θα μπορούμε να μιλάμε στον Κάπτεν Μπλακ, δίχως να θέτουμε τους εαυτούς μας σε κίνδυνο. Ή εκείνον, εν προκειμένω. Και βέβαια μπορείς να τον δεις. Πα την ακρίβεια, νομίζω ότι πραγματικά θα ήθελα να το κάνεις. Δε σε συμπάθησε, άλλωστε, την πρώτη φορά που συναντηθήκατε; Ίσως η παρουσία ενός νεότερου ατόμου να τον βοηθήσει να ηρεμήσει λίγο».

«Δεν ξέρω», είπε ο Νέιθαν. «Αν υπάρχει κάποιος κίνδυνος —» Ο Γκαρθ ύψωσε το χέρι του. «Κανένας κίνδυνος, το εγγυώμαι. Με κανέ-

ναν τρόπο δεν το ξαναπερνάω αυτό. Όχι, ευχαριστώ. Ούτε για χάρη της επι-στήμης».

«Ε, λοιπόν, θα το σκεφτώ», είπε ο Νέιθαν. «Ω, έλα τώρα, Μπαμπά», τον παρακάλεσε ο Ντέιβιντ. «Έχω μιλήσει για

281

GRAHAM MASTERTON

κείνον σ' όλους μου τους φίλους». «Είπα, θα το σκεφτώ, εντάξει;» Συζήτησαν για λίγο σχετικά με την επιστροφή στα θρανία και το μπέιζ-

μπολ και έπειτα ο Ντέιβιντ πήγε να αγοράσει μια Σέβεν-απ. Ο Νέιθαν τράβη-ξε την καρέκλα του λίγο πιο κοντά στο κρεβάτι του Γκαρθ και είπε: «Ασε με να σε ρωτήσω κάτι σοβαρά. Νομίζεις ότι ο Κάπτεν Μπλακ έχει πραγματικά αποκτήσει την προσωπικότητα του αγοριού;»

«Δεν είμαι απόλυτα βέβαιος», είπε ο Γκαρθ, «Όμως υπάρχουν ενδείξεις». «Ξέρεις πόσο άσχημα με κάνει να νιώθω;» «Γιατί να νιώθεις άσχημα; Τ' αγόρι ήταν νεκρό. Τώρα κάποιο τμήμα του

ζει. Σίγουρα το κάτι είναι καλύτερο από το τίποτα». «Ζει, όμως, μέσα ο' ένα γουρούνι, Γκαρθ! Τι σόι εφιάλτης είναι τούτος;» Ο Γκαρθ ξάπλωσε στα μαξιλάρια του. Το πρόσωπο του ήταν εξαντλημένο,

χλομό ία απίστευτα σοβαρό. «Δεν ξέρω, Νέιθαν. Θα βάλω, όμως, τα δυνατά μου, για να μάθω».

«Κι αν αποδειχτεί πως όταν ένα αγοράκι ανακαλύπτει ότι μετεμψυχώθη-κε σε γουρούνι, ζει την κόλαση επί της γης;»

Ο Γκαρθ κάρφωσε το βλέμμα του σ' εκείνο του Νέιθαν. «Αν αποδειχτεί κάτι τέτοιο, τότε θα πρέπει να κάνουμε στον Κάπτεν Μπλακ ό,τι θα έκανε κάθε καλός κτηνίατρος: θα πρέπει να θέσουμε ένα τέρμα στη δυστυχία του».

«Θες να πεις ότι ο μικρός Τζορτζ Πίρσον θα αναγκαστεί να υπομείνει ξανά την οδύνη της δολοφονίας του;»

«Νέιθαν», είπε ο Γκαρθ. «Είσαι πολύ συναισθηματικός. Ακόμα ία αν υπάρ-χει κάτι από τον Τζορτζ στον εγκέφαλο του Κάπτεν Μπλακ, μάλλον δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αμυδρή ημιεπίγνωση».

«Εντάξει, εντάξει», είπε γνέφοντας ο Νέιθαν. «Νομίζω ότι απλά νιώθω ενοχές».

«Η ιστορία της ζωής σου, φιλαράκο μου», είπε ο Γκαρθ και του έπιασε το χέρι. «Ευχαριστώ που ήρθατε. Και σένα και τον Ντέιβιντ. Ελάτε στο Ινστιτούτο το Σάββατο το πρωί, να διαπιστώσετε από μόνοι σας πώς τα πάει ο Κάπτεν Μπλακ. Θα 'ναι ενδιαφέρον. Κι ασφαλές, σ' το υπόσχομαι. Πρόκειται για το είδος πειράματος που συμβαίνει μια φορά στις χίλιες και 'συ αποτελείς τμήμα του. Οφείλεις να βρίσκεσαι εκεί».

«Δεν είναι εύκολο, ξέρεις, να νιώθεις υπεύθυνος για το θάνατο άλλων ανθρώπων».

«Δεν είσαι υπεύθυνος. Ο Ραούλ γνώριζε τι κίνδυνο αντιμετώπιζε». «Το ίδιο μου κάνει». Ο Γκαρθ άρπαξε το χέρι του Νέιθαν, «'Ακου, υπάρχει και κάτι που το λένε

πεπρωμένο ία όσο έξυπνοι κι αν είμαστε, δεν μπορούμε να τ' αποφύγουμε, μιας και το δημιουργούμε οι ίδιοι. Πρέπει, αλλιώς τι θα 'μασταν; Ο Ραούλ δημιούργησε το δικό του πεπρωμένο* και το ίδιο έκανε με τον τρόπο της και η

282

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Σούζαν. Προσπάθησε να οδηγήσει μέχρι το νοσοκομείο για να σώσει το παιδί της, ενώ θα ήταν πιο σωστό να 'χε καλέσει ασθενοφόρο. Ποιος ξέρει γιατί το 'κάνε; Μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ. Έτσι, όμως, ήταν εκείνη, έτσι θα συμπεριφερόταν πάντα και το πεπρωμένο της την περίμενε σε κείνο τον γλιστερό δρόμο, με τον ίδιο τρόπο που το πεπρωμένο του Ραούλ τον περίμενε μέσα σε κείνο το εργαστήριο. Σταμάτα να ρίχνεις το φταίξιμο σε σένα. Πα τ1

όνομα του Θεού, Νέιθαν, είναι ανθρωπίνως αδύνατο να προβλέπεις τις επι-πτώσεις όλων όσα κάνεις».

«Έτσι νομίζω», είπε ο Νέιθαν. Ακόμα, όμως, δεν μπορούσε να σταματήσει να φέρνει στο μυαλό του την εικόνα του Τζορτζ Πίρσον —του μικρούλη, κατά-πληκτου Τζορτζ Πίρσον— τη στιγμή που άνοιγε τα μάτια του κι ανακάλυπτε ότι δεν ήταν πια αγόρι, τουλάχιστον όχι όσον αφορούσε στη μορφή· αλλά ένα τεράστιο, βαρύ ία αδέξιο γουρούνι. Θεέ μου, δεν ήταν ν' απορεί κανείς που 'χε εξαγριωθεί. Οποιοσδήποτε θα εξαγριωνόταν. Ηταν χειρότερο κι απ' την Μεταμόρφωση του Κάφκα, όπου ο νεαρός άντρας μεταμορφώνεται σε γιγα-ντιαία σαρανταποδαρούσα.

Ο Ντέιβιντ επέστρεψε με τη Σέβεν-απ του. «Έπρεπε να 'βλεπες τις ειδή-σεις», είπε ενθουσιασμένος στον πατέρα του. «Ξέφυγαν κάτι γουρούνια και προκάλεσαν καραμπόλα έξω απ' τ* αεροδρόμιο. Οι μπάτσοι λένε ότι τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν και τα γουρούνια τούς έφαγαν».

«Ιησού Χριστέ», είπε ο Γκαρθ. «Πρέπει να κάνουν λάθος», είπε ο Νέιθαν. «Τα γουρούνια δεν τρώνε

ανθρώπους». «Φοβάμαι ότι θα πρέπει να σε διορθώσω», είπε ο Γκαρθ. «Είναι γνωστό ότι

το κάνουν. Για την ακρίβεια, αν πραγματικά πεινούν, είναι ικανά να φάνε σχεδόν τα πάντα. Πριν από δυο τρεις μήνες ένας από τους βοηθούς ερευνη-τές μας άφησε το ντοσιέ του σ' ένα μαντρί και την επόμενη μέρα το γουρούνι που ζούσε εκεί, έσκουζε έτοιμο να σκάσει, μιας και έχεζε αχώνευτους μαρκαδόρους και συνδετήρες με επικάλυψη χρωμίου».

Ο Νέιθαν σηκώθηκε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Ντέιβιντ. «Θκέι, Γκαρθ, νομίζω ότι αρκεί γι' απόψε. Πρέπει να φύγουμε».

«Ω, κούλαρε, Μπαμπά, θέλω ν' ακούσω για τα γουρούνια», «Είπα, αρκεί γι' απόψε. Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα, Γκαρθ. Χαίρομαι

που δεν τσακίστηκες χειρότερα». «Ξέρω να επιβιώνω», απάντησε εκείνος. «Ή μήπως δεν το 'χεςήδη μαντέ-

ψει;»

Το μαύρο κλειστό φορηγό έστριψε στην οδό Βέρνον κι ο οδηγός έσβηοε τη μηχανή και τα φώτα. Είχε παρκάρει διαγώνια απέναντι από το σπίτι των Πίρσον, παρόλο που εκείνη την νύχτα το σπίτι των Πίρσον ήταν θεοσκότεινο.

283

GRAHAM MASTERTON

Οι ριπές του ανέμου μαστίγωναν τα δέντρα και τραβούσαν και παρ έσερναν τις κορδέλες με την ένδειξη ΥΠΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ λες και ήταν σημαιάιαα σε πλοίο.

Ο Τέρενς βρισκόταν καθισμένος στην καρότσα του φορτηγού μ' ένα φίμωτρο δεμένο σφιχτά στο στόμα του και τα χέρια δεμένα πίσω του. Ήταν μωλωπισμένος, πονούσε ια ήταν βέβαιος πως είχε χάσει μερικά δόντια, αν και το στόμα του ήταν τόσο πρησμένο, που του ήταν αδύνατο να καταλάβει. Ήταν επίσης εξαντλημένος. Αισθανόταν λες κι εκείνη η νύχτα δεν επρόκειτο να τελειώσει ποτέ, ότι δε θα χάραζε ποτέ. Τα παράθυρα του φορτηγού είχαν σκούρο χρώμα, όμως έτσι ία αλλιώς δεν ερχόταν απ' έξω η παραμικρή λάμψη. Δεν ακουγόταν τίποτα, εκτός από το βουητό των τηλεφωνικών γραμμών, το θρόισμα των φύλλων στη στέγη και το αδιάκοπο μπανγκ - πα ύοη-μπ ανγκ κάποιας αυλόπορτας.

Το δάπεδο της καρότσας ήταν διάσπαρτο με βρόμικες κουβέρτες ία ακα-τέργαστα γιδοτόμαρα. Ο Τέρενς ήταν στριμωγμένος κοντά στον Λεπρό και το βρομερό πισσωμένο του ράσο, Ο Λεπρός δεν έλεγε κουβέντα, αλλά ανάσαι-νε βγάζοντας ένα περίπλοκο, μπουκωμένο σφύριγμα και πού και που ξυνόταν. Ο Τέρενς ήταν σίγουρος ότι άκουγε μαλακά εξογκώματα ατροφικής σάρκας να πέφτουν από πάνω του, αλλά μάλλον ήταν ιδέα του.

Στην απέναντι πλευρά του, ακόμα πιο κοντά, καθόταν η Γυμνή, με το γού-νινο σακάια της που βρομούσε αρουραίο και τα μαλλιά της που ήταν γεμάτα ξεραμένα λουλούδια. Απ' τη στιγμή που είχαν φύγει από το γραφείο του σερί-φη δεν του είχε μιλήσει σχεδόν καθόλου, πού και πού, όμως, του χάιδευε το μάγουλο με τα στραβά δάχτυλα του αριστερού της χεριού, σχεδόν αφηρημέ-να, λες και προσπαθούσε να θυμηθεί πώς ήταν όταν τον άγγιζε, πώς έμοιαζε.

Στην άλλη άκρη του φορτηγού, ελάχιστα ορατός μες στο μισοσκόταδο, καθόταν ο Ξιφομάχος, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια και την τσάντα με τα ξίφη ακουμπισμένη στο γόνατο του. Δίπλα του καθόταν το Μαχαίρι, που έπαιρνε πόζες, κουνιόταν νευρικά και πότε πότε αναστέναζε. Στη θέση του οδηγού βρισκόταν ο Μάρτυρας, έτσι ώστε ο Τέρενς μπορούσε να δει μόνο το περίγραμμα της πλάτης του. Υπέθεσε ότι δίπλα του, στο κάθισμα του συνοδη-γού, καθόταν ο Θεραπευτής. Είχε ακούσει έναν πυκνό, χαμηλόφωνο διάλογο σε λαϊκά τσέχικα —όχι τα τσέχικα των βιβλίων ή των ακαδημαϊκών συζητήσε-ων, αλλά τα τσέχικα των λιγότερο μορφωμένων κατοίκων της Βοημίας και του Μπρνο, γεμάτα λαρυγγικά «ρο» και δυνατά ξεφυαήματα, προφερόμενα με εκείνο τον τρόπο που χάριζε νόημα σε λέξεις όπως σκρβκλ και τρπιτ.

Είχε μαντέψει ότι εκείνος πρέπει να ήταν ο Θεραπευτής, επειδή τα ίδια λαϊκά τσέχικα χρησιμοποιούσαν επίσης οι φοιτητές των πανεπιστημίων και οι διανοούμενοι, παρόλο που ελάχιστα βιβλία ή άρθρα γράφονταν σ' αυτή τη γλώσσα.

Ωστόσο ο Θεραπευτής δεν τον φάβιζε. Όχι όσο τον φόβιζε ο Ξιφομάχος-

284

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

και δεν υπήρχε σύγκριση με τον φόβο που του προξενούσε η θαμνώδης μορφή που έτριζε και θρόιζε θρονιασμένη στο πίσω μέρος της καρότσας. Ο Πράσινος Τζάνεκ, που μύριζε δάφνη1 σκοτεινός σαν φρέσκο ανοιγμένο ς τάφος- μια αμείλικτη και αδηφάγα παρουσία, της οποίας την ύπαρξη δεν μπο-ρούσε καν να συλλάβει.

Εκεί που καθόταν ο Πράσινος Τζάνεκ, οι κουβέρτες ήταν γεμάτες με σωρούς δύσοσμου χώματος. Η Γυμνή είχε πει με λακωνική ευθυμία: «Να κάτι που πρέπει να δεις... από δω προήλθε η ιστορία του Δράκουλα, που κουβαλού-σε μαζί του εκείνα τα κιβώτια με το χώμα». Το πρόφερε «Δρά-κουλ-λα» και του Τέρενς του φάνηκε ακόμη mo τρομαχτικό, λες και κείνη τον είχε γνωρί-σει στην πραγματικότητα.

Ο Τέρενς εξακολουθούσε να είναι σοκαρισμένος και μωλωτησμένος εξαιτίας της ταχύτατης απόδρασής τους από το γραφείο του Σερίφη. Είχαν κατεβεί βιαστικά και οι έξι τους απ' τπ στέγη, λες και χόρευαν μια θεότρελη μαζούρκα, διέσχισαν τη μια σκάλα μετά την άλλη, ώσπου έφτασαν στην έξοδο κινδύνου που οδηγούσε στο δρόμο, όρμησαν καταπάνω της και βγήκαν έξω στην καταιγίδα. Δεν υπήρχε κανείς για να τους σταματήσει* κανείς δεν είχε φωνάξει «Ακίνητοι! ΑστυνομΜ». Είχαν διασχίσει τρέχοντας το πάριαγκ που το μαστίγωνε η βροχή, είχαν φτάσει στο φορτηγό τους και είχαν σκαρφαλώσει στην καρότσα.

Ο Τέρενς είχε φωνάξει: «'Ει! Είμ' εδώ! Για τ' όνομα του Χριστού, είμ' εδώ!» και τότε ήταν που ο Μάρτυρας του είχε ρίξει μια τρομερή γροθιά στο πλάι του προσώπου, που τον είχε χτυπήσει δυνατά σαν γκλομπ και τον είχε κάνει να στριφογυρίσει προς τα πίσω στηριζόμενος στο ένα πόδι, με το άλλο του πόδι σηκωμένο στο αέρα σαν μανιακός παλιάτσος και να σωριαστεί στο βρεγμένο τσιμέντο. Το Μαχαίρι και η Γυμνή τον είχαν σηκώσει και τον είχαν κουβαλήσει στην καρότσα του κλειστού φορτηγού* και εκεί βρίσκονταν τώρα.

«Τι περιμένουμε;» ρώτησε τη Γυμνή. Η φωνή του ήταν μπουκωμένη και πνιχτή.

«Περιμένουμε ν' αρχίσει να κλαίει το κοριτσάκι σου και να ξυπνήσει το γείτονα», ψιθύρισε η Γυμνή. «Εκείνος θα πάει να το δει και θα το ρωτήσει τι τρέχει. Εκείνη θα του πει ότι άκουσε έναν τρομαχτικό θόρυβο έξω στο δρόμο. Εκείνος θα κατέβει, θα ξεκλειδώσει την πόρτα και θα κοιτάξει έξω. Τότε είναι που θα μπούμε στο σπίτι δίχως να χυθεί αίμα και θα του πάρουμε την Έμιλι».

«Πώς το ξέρετε;» ρώτησε ο Τέρενς. «Το ξέρουμε επειδή ένα παιδί του Τζάνεκ πάντα διαισθάνεται ότι εκείνος

βρίσκεται κοντά. Δεν το διαισθάνθηκες και 'συ όταν ήσουν κλειδωμένος στο κελί σου; Το διαισθάνεται ία η Έμιλι».

«Πρέπει να την αφήσετε ήσυχη», είπε όλο δυστυχία ο Τέρενς. «Δεν πρέ-πει να την πάρετε. Πρέπει να την αφήσετε ήσυχη».

«Ορίστε μας», είπε η Γυμνή. «Και ποιος είσαι 'συ που λες τέτοια πράγμα-

285

GRAHAM MASTERTON

τα; Εσύ, ο γιος του πατέρα σου;» Ο Τέρενς έριξε μια ματιά στη σκοτεινή θαμνόμορφη φιγούρα στη γωνιά

του φορτηγού και δεν κατάφερε να μην ανατριχιάσει, λες και κάποιος αγκαθωτός δαίμονας είχε ψιθυρίσει με παγερή φωνή στ' αυτί του και του είχε ανακοινώσει την ημερομηνία του θανάτου του. «Δεν είναι πατέρας μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας ευγενικός, λεπτός άνθρωπος. Ποτέ δε θα σκότωνε κανέναν, ποτέ».

«Μα φυσικά είναι ευγενικός άνθρωπος ο πατέρας σου. Και εξακολουθεί να είναι. Κοίταξε τον, φίλε μου. Δε θα μπορούσε να σου έχει πάρει τη ζωή στη στέγη: Σ' άφησε, όμως, να ζήσεις επειδή σε αγαπά. Είσαι η σάρκα και το αίμα του, έτσι δεν είναι; Εκείνος σε σκοτώνει, εκείνος σου χαρίζει τη ζωή. Και προς το παρόν έχει επιλέξει το δεύτερο κι αυτό είναι ευγενικό».

Ο Τέρενς έβηξε και τρεμούλιασε. Έξαφνα ο Μάρτυρας ύψωσε το χέρι του και ο Πράσινος Ταξιδευτής θρόισε ανατριχιαστικά γεμάτος ενθουσιασμό. Στο σπίτι τωνΤέρπστρα είχε ανάψει κάποιο φως. Λίγο αργότερα φάνηκε προς στιγμήν ο κύριος Τέρπστρα να διασχίζει το κεφαλόσκαλο του επάνω ορόφου φορώντας το μπουρνούζι του με τις καφέ και κόκκινες ρίγες.

«Ορίστε», ψιθύρισε η Γυμνή. «Η κόρη σου έβαλε τα κλάματα». Ο Τέρενς δάγκωσε κατά λάθος το πρησμένο του χείλι και μόρφασε.

Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε στο Θεό να μην πειράξει κανέναν τους ο Τζάνεκ, ούτε τον ίδιο ούτε την Έμιλι. Ω, Θεέ μου, σώσε με από τον Πράσινο Ταξιδευτή. Ω, Θεέ μου, σώσε με από το ίδιο το κακό μου αίμα.

Πέρασαν δύο τρία λεπτά και έπειτα είδαν τον κύριο Τέρπστρα να επι-στρέφει διασχίζοντας το κεφαλόσκαλο.

«Ήρθε η ώρα», είπε σιγανά η Γυμνή. Περίμεναν για μερικά ακόμα τεταμέ-να δευτερόλεπτα ία έπειτα, προς έκπληξη του Τέρενς, —και σαφώς προς έκπληξη της Γυμνής — το φως του κεφαλόσκαλου έσβησε.

Από τπ μεριά του Πράσινου Τζάνεκ ακούστηκε ένα οξύ, ενοχλημένο θρόισμα. Ο Μάρτυρας γύρισε από το κάθισμά του και παρόλο που φορούσε την ανέκφραστη μάσκα του με το λευκό λούστρο, ήταν ολοφάνερο ότι ήταν σαστισμένος.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Τέρενς. «Ο γείτονάς σου ξανάπεσε στο κρεβάτι. Δεν πήγε καν να δει την κόρη

σου», «Και τι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει ότι θα πρέπει να μπούμε στο σπίτι με άλλο τρόπο». «Θες να πεις ότι θα μπείτε δια της βίας;» «Δεν μπορούμε». «Γιατί όχι; Είστε πέντε», «Απλά δεν μπορούμε. Δεν είναι... δυνατόν, αυτό είν' όλο». Η Γυμνή

ακουγόταν νευρική και ανήσυχη. Από τα τριξίματα στο πίσω μέρος της

286

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

καρότσας, ο Τέρενς μάντεψε ότι κι ο Πράσινος Τζάνεκ άρχιζε κι εκείνος ν' ανησυχεί. Ή, ίσως, να πεινάει. Σύμφωνα με τα παλιά βιβλία που είχε μελετή-σει ο Τέρενς, ο Τζάνεκ έπρεπε να τρέφεται τουλάχιστον δύο φορές τη βδο-μάδα και μερικές φορές ακόμα συχνότερα.

«Θα πρέπει να πας ο ίδιος στην πόρτα και να περιμένεις το γείτονά σου να σου ανοίξει».

«Χριστέ μου, δε θα το κάνει αυτό», είπε ο Τέρενς. «Σιχαίνεται ακόμα και τα μούτρα μου, πάντα έτσι ήταν».

«Θα πρέπει να προσπαθήσεις. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος». «Δε νομίζω ότι κατάλαβες», απάντησε ο Τέρενς. «Πέρα από το ότι ο

Τέρπστρα δε με χωνεύει καθόλου, δε θα καλούσε ένα φυγά παιδοκτόνο στο σπίτι του, έτσι δεν είναι; Μπορεί να είναι ηλίθιος, αλλά δεν είναι βλάκας».

«Θα πρέπει να προσπαθήσεις», επανέλαβε η Γυμνή. Σαν υπογράμμιση της παράκλησης της, ο Ξιφομάχος τράβηξε ένα από τα

ξίφη του και το έστρεψε σταθερά κατευθείαν στο μέτωπο του Τέρενς, έτσι ώστε η αιχμή του χώθηκε στο δέρμα του. Ο Τέρενς αισθάνθηκε το αίμα να κυλά ανάμεσα στα μάτια του και να γλιστρά στο πλάι της μύτης του.

«Εντάξει, λοιπόν, θα προσπαθήσω», συμφώνησε. «Πρώτα, όμως, θα πρέπει να με λύσετε».

Η Γυμνή άπλωσε το χέρι της κι ο Ξιφομάχος τής έδωσε ένα μαχαίρι με λαβή από κέρατο. Εκείνη έκοψε τα σκοινιά με τα οποία ήταν δεμένοι οι καρ-ποί του Τέρενς και τον έσπρωξε με την παλάμη της. «Δε θα δοκιμάσεις να το σκάσεις, έτσι; Δε θα μ' άρεσε καθόλου να σε δω να πεθαίνεις».

Ο Τέρενς δεν είπε κουβέντα. Το Μαχαίρι άπλωσε το χέρι του, άνοιξε την πόρτα του φορτηγού και ο Τέρενς βγήκε περνώντας δίπλα από τον Λεπρό και την ακαθόριστη θαμνόμορφη φιγούρα του Πράσινου Τζάνεκ. Εκεί κοντοστά-θηκε για μια στιγμή, αλλά ο Τζάνεκ δεν αντέδρασε καθόλου. Πίσω από τη μάσκα του, παρέμενε ψυχρός και εχθρικός όσο ποτέ.

Ο Τέρενς κατέβηκε στο δρόμο, Η Γυμνή είπε: «Σιγουρέψου ότι θα σε προσκαλέσει μέσα. Ο Τζάνεκ θα θυμώσει πολύ μαζί σου αν δεν το κάνεις». Το πρόφερε ως «χυμώσει».

«Μου φαίνεται πως έλαβα το μήνυμα», είπε ο Τέρενς. Διέσχισε διαγώνια τον δρόμο, κατευθυνόμενος προς το δρομάκι για το αυτοκίνητο των Τέρπστρα, και στο δρόμο έτριβε τους καρπούς του. Αισθανόταν λες και το στόμα του είχε μεγαλώσει δέκα φορές και ο δεξιός του κρόταφος παλλόταν. Όταν έφτασε στην μπροστινή αυλή των Τέρπστρα, σταμάτησε και έκανε μεταβολή. Το φορτηγό παρέμενε σκοτεινιασμένο και διαβολικό και δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι βρισκόταν κάποιος μέσα, Ο Τέρενς έριξε μια ματιά κατά μήκος του δρόμου, προσπαθώντας να υπολογίσει τις πιθανότητες διαφυγής του. Ομως η πλησιέστερη στροφή του δρόμου βρισκόταν πάνω από εκατόν πενή-ντα μέτρα μακριά και όταν ο Ξιφομάχος είχε σκοτώσει εκείνη τη βοηθό σερί-

287

GRAHAM MASTERTON

φη, είχε διαπιστώσει από μόνος του με πόση ταχύτητα και ακρίβεια μπορούσε να χτυπήσει.

Εξάλλου δε χρειαζόταν μόνο ταχύτητα για να δραπετεύσει, αλλά και θέληση- και δεν ήταν σίγουρος ότι διέθετε πια τόση αποφασιστικότητα.

Ο Τέρενς προχώρησε κουτσαίνοντας ως το σπίτι των Τέρπστρα και πάτη-σε το κουδούνι. Το πίεσε έξι ή εφτά φορές, ώσπου το φως του κεφαλόσκαλου άναψε πάλι ία άκουσε το Λίλαντ να κατεβαίνει τη σκάλα γκρινιάζοντας. «Εντάξει! Εντάξει! Για τ' όνομα του Χριστού, δεν ξέρετε τι ώρα είναι;»

Ο Τέρενς δεν είπε κουβέντα, ώσπου ο Λίλαντ Τέρπστρα άνοιξε την πόρτα κα: προσπάθησε να δει μες στο σκοτάδι.

«Ποιος είσαι;» απαίτησε να μάθει. «Τι στο διάολο θέλεις;» «Γειά σου, Λίλαντ», είπε ο Τέρενς, προσπαθώντας να ακουστεί ήρεμος

και φιλικός. «Ποιος είσαι;» επανέλαβε ο άλλος. Κι έπειτα είπε; «Τέρενς, εσύ είσαι;» «Το βρήκες με την πρώτη, Λίλαντ». «Νόμιζα πως ήσουν στη φυλακή», είπε νευρικά ο Λίλαντ. «Σ' άφησαν;» «Κάτι τέτοιο. Μ' άφησαν μ' εγγύηση». « Επειτα απ' ό,τι έκανες; Σ' άφησαν μ' εγγύηση;» «Λίλαντ, είμαι κουρασμένος, πεινασμένος και δεν μπορώ να μπω στο σπίτι

μου. Στο γραφείο του σερίφη ξέχασαν να μου επιστρέψουν τα κλειδιά μου και 'γω ξέχασα να τα ζητήσω».

«Λυπάμαι, Τέρενς, δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Η Ντόλι έδωσε το έξτρα κλειδί μας στην αστυνομία. Είπαν ότι κανείς δεν πρέπει να μπει στο σπίτι μέχρι να ολοκληρωθεί η έρευνά τους».

«Απλά δεν ξέρω τι να κάνω», είπε ο Τέρενς. «Λεν έχω αρκετά χρήματα για ξενοδοχείο. Λεν έχω καν ένα κέρμα, για να τηλεφωνήσω».

Απ' το επάνω κεφαλόσκαλο η κυρία Τέρπστρα φώναξε; «Λίλαντ; Ποιος είναι; Τι συμβαίνει;»

«Όλα είναι μια χαρά, Ντόλι», είπε ο Λίλαντ Τέρπστρα. «Μην ανησυχείς. Κάποιος ζητούσε οδηγίες για το δρόμο».

Κοίταξε, όμως, άγρια τον Τέρενς και είπε; «Λυπάμαι, Τέρενς. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Ασε μας ήσυχους τώρα».

Ο Τέρενς πλησίασε πιο κοντά στην εξώπορτα. Ο Λίλαντ Τέρπστρα είχε βάλει την μπρούντζινη αλυσιδίτσα ασφαλείας και τώρα την έκλεισε δυο τρεις πόντους ακόμα.

«Δεν πρέπει να με φοβάσαι, Λίλαντ. Δεν έκανα τίποτα κακό». «Έκοψες τα κεφάλια των παιδιών σου και νομίζεις ότι δεν είναι κακό;

Είσαι μανιακός. Πάντα ήσουν μανιακός, έτσι που φώναζες σε όλους- έτσι που φερόσουν στην κακόμοιρη την Αιρις. Τούτη τη φορά, όμως, πήγες κι έκανες κάτι εντελώς εξωφρενικό, Τέρενς, και δε νομίζω ότι θέλω να 'χω καμιά σχέση μαζί σου. Καμία, μ' ακούς;»

288

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Τι κάνει η Έμιλι;» ρώτησε ο Τέρενς, προσπαθώντας να ακουστεί λογικός, προσπαθώντας να ηρεμήσει το Λίλαντ.

«Η Έμιλι είναι μια χαρά, και όχι, πάντως, χάρη σε σένα. Είναι τυχερή η κακομοίρα που δεν κατέληξε σε κανά ψυχιατρικό ίδρυμα, με όσα της συνέβη-σαν».

«Υπάρχει περίπτωση να τη δω;» Ο Τέρενς έριξε μια ματιά στο φορτηγό. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να αυτο-

προσκληθεί μέσα. Ο Πράσινος Ταξιδευτής έπρεπε να προσκληθεί ελεύθερα1

αλλιώς ήταν ανήμπορος να διαβεί οποιοδήποτε κατώφλι. Είχε επιρροή μόνο πάνω σε κείνους που συμφωνούσαν πρόθυμα να δεχτούν όσα προσέφερε1

ήταν, όμως, αξιοσημείωτο πόσοι άνθρωποι το έκαναν αυτό. Ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν το μέλλον των αγέννητων, αβάπτιστων παιδιών τους, αρκεί να απο-κτούσαν σήμερα πλούτο και αφθονία.

Κι όμως, συλλογίστηκε πικρόχολα ο Τέρενς, δεν ήταν ασυνήθιστο. Κάθε μέρα της εβδομάδας, οι άνθρωποι θυσίαζαν το μέλλον των αγέννητων, αβάππ-στων παιδιών τους και αρκετά συχνά δεν το έκαναν καν για χάρη του πλούτου και της αφθονίας, αλλά απλά από ανοησία, απάθεια ή μοχθηρία.

Δεν υπήρχε κανένα σημάδι από το φορτηγάκι, έτσι, λοιπόν, στράφηκε ξανά προς το Λίλαντ Τέρπστρα. «Δως μου μια ευκαιρία, Λίλαντ. Δεν είμαι ένο-χος, μέχρι να το αποφασίσουν οι ένορκοι. Ίσως κάποιες φορές να είχα απο-τρελαθεί. Αλλά δεν θα 'κανα κακό στα παιδιά, το ξέρεις».

Ο Λίλαντ προσπάθησε να δει κατά μήκος του δρόμου, πρώτα από τη μία μεριά, μετά από την άλλη. «Πώς έφτασες εδώ;» θέλησε να μάθει.

«Με πέταξαν κάτι φίλοι. Έφυγαν προτού αντιληφθώ ότι δεν είχα το κλειδί», «Λεν μπορείς να το διαρρήξεις; Στο κάτω κάτω, σπίτι σου είναι». «Ίσως το κάνω. Θα ήθελα, όμως, να βεβαιωθώ ότι η Έμιλι είναι καλά», «Φοβάμαι πως είναι αδύνατον, Τέρενς». «Είμαι ο πατέρας της, Λίλαντ. Για ό,τι και να με κατηγορούν, εξακολουθώ

να έχω την ευθύνη της». «Είπα αδύνατον. Δε βρίσκεται εδώ». «Τι εννοείς δε βρίσκεται εδώ; Ο σερίφης μού πε ότι την είδε εδώ. Μου το

'πε ο ίδιος!» «Όντως την είδε εδώ. Αυτό συνέβη μετά το φόνο της κουνιάδας σου.

Νομίζεις, όμως, ότι θα την άφηναν εδώ; Ήρθαν και τη μάζεψαν οι άνθρωποι από την υπηρεσία πρόνοιας της κομητείας. Δεν ξέρω πού την έχουν πάει, Σε κάποια παιδική στέγη φαντάζομαι».

«Δεν σου είπαν σε ποια;» «Και να το 'καναν, δε θυμάμαι. Την κρατήσαμε για κανα δυο ώρες, αυτό

είν όλο. Απλά κάναμε το καθήκον μας ως γείτονες». Ο Τέρενς πίεσε το χέρι του στο στήθος. Είχε αρχίσει να ύπεροξυγονώνε-

ται. Λεν τολμούσε να φανταστεί π θα συνέβαινε αν αναγκαζόταν να επιστρέ-

289

GRAHAM MASTERTON

ψει στο φορτηγάκι και να πει στον Πράσινο Τζάνεκ ότι π Έμιλι είχε φάγει ία ότι δεν είχε καταφέρει να προσκληθεί στο σπίτι των Τέρπστρα.

«Είσαι καλά;» είπε ο Λίλαντ, κοιτώντας τον πιο επίμονα. «Το χείλι σου έχει πρηστεί πολύ άσχημα. Και τι έπαθε το κεφάλι σου;»

«Λίλαντ», ψιθύρισε, «στ' αλήθεια πρέπει να καθήσω». Όμως ο άλλος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Λε οε βάζω μέσα, Τέρενς.

Με κανέναν τρόπο. Σ' έχω δει να φέρεσαι σαν τρελός και δε θέλω τέτοια πράγματα μες στο σπίτι μου. Και τώρα καλύτερα να φύγεις από την αυλή μου γιατί αλλιώς θα φωνάξω τους μπάτσους να σε μαζέψουν και κάτι τέτοιο δε δα 'ταν καλό για κάποιον που είναι έξω μ' εγγύηση, σωστά;»

«Λίλαντ, αε ικετεύω. Αλλιώς θα πέσω ξερός εδώ», Ο Λίλαντ δίστασε για κάμποση ώρα. Ο Τέρενς έκλεισε τα μάτια του και

σχεδόν του επέβαλλε τη θέληση TOU να τον προσκαλέσει μέσα. Τελικά ο Λίλαντ έκλεισε την πόρτα, έβγαλε την αλυσιδίτσα ασφαλείας και είπε: «Μόνο πέντε λεπτά, Τέρενς. Ούτε λεπτό παραπάνω. Και όχι παλαβομάρες. Κατ αλα β αίνεις;»

«Λίλαντ, δε σου ζητάω τίποτα παραπάνω». Ο Λίλαντ άνοιξε την πόρτα. Σχεδόν ταυτόχρονα ο Τέρενς άκουσε τις

πόρτες του φορτηγού στην άλλη πλευρά του δρόμου να ανοίγουν με πάταγο. Ο Λίλαντ προσπάθησε να δει πάνω από τον ώμο του Τέρενς και είπε κατσου-φιάζοντάς: «Ποιοι είναι τούτοι; Μοιάζει με καρναβάλι».

Ο Τέρενς στράφηκε πίσω. Ο Ξιφομάχος, ο Λεπρός, ο Μάρτυρας και τα δίδυμα, το Μαχαίρι και η Γυμνή, διέσχιζαν το δρόμο με γρήγορο, αθόρυβο, αποφασιστικό βήμα, ακολουθούμενοι από μια μικρόσωμη πιθηκοειδή μορφή που φορούσε ένα σκούρο βελούδινο μανδύα και που το πρόσωπο της ήταν κρυμμένο πίσω από μια μάσκα λουστραρισμένη με κατακόκκινο χρώμα, στο χρώμα του φρέσκου αίματος. Πρέπει να είναι ο θεραπευτής, σκέφτηκε, και γνώριζε τι ήταν σε θέση να κάνει ο Θεραπευτής.

Όταν ο Λίλαντ είδε ότι η κουστωδία βάδιζε προς το δρομάκι του είπε «Σκατά, Τέρενς!» και προσπάθησε να κλείσει την πόρτα. Όμως ο Τέρενς άπλωσε τον αγκώνα του και τον εμπόδισε να την κλείσει κι έπειτα έριξε στην πόρτα μια γερή κλοτσιά που την έκανε ν' ανοίξει διαπλατα τρεμουλιάζσντας. «Σκατά, Τέρενς, τι τρέχει;» ρώτησε πανικόβλητος ο Λίλαντ.

Ο Ξιφομάχος τού επιτέθηκε προτού προλάβει να πει οτιδήποτε άλλο. Ήταν λες και είχε διασχίσει την μπροστινή αυλή αστραπιαία, σε μια στιγμή. Ψηλός, μακρυκάνπς και ασυγκράτητος, άρπαξε τον Λίλαντ Τέρπστρα απ' το γιακά, τον στριφογύρισε και τον κλότσησε, στέλνοντάς τον με τα μούτρα στη σκάλα. Ο Λίλαντ έμπηξε μια κραυγή που ήταν κάτι μεταξύ βήχα και ουρλια-χτού, όμως ο Ξιφομάχος τον κλότσησε πάλι και η στενή, μαύρη καστόρινη μπότα του βρήκε το διάστημα ανάμεσα στις ωμοπλάτες του Λίλαντ με τόση δύναμη, που του έκοψε την ανάσα.

290

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Η υπόλοιπη ακολουθία του Πράσινου Ταξιδευτή συνωστίστηκε στο διάδρο-μο, ενώ ο Ξιφομάχος έσυρε το Λίλαντ στο καθιστικό. Το Μαχαίρι έκλεισε καλά τις κουρτίνες κι έπειτα άναψε τα φώτα. Από πάνω η κυρία Τέρπστρα φώναξε: «Λίλαντ; Λίλαντ! Τι τρέχει εκεί κάτω, Λίλαντ; Τι είναι τούτος ο σαματάς;»

Η Γυμνή έριξε μια σύντομη ματιά στο Μαχαίρι και δίχως δισταγμό εκείνο έφυγε απ' το καθιστικό και ανέβηκε πάνω, γρήγορα και ήσυχα. Ο Τέρενς κοί-ταξε τρομαγμένος τη Γυμνή, αλλά εκείνη έφερε τα δάχτυλα στα χείλη της, για να του υποδείξει να παραμείνει σιωπηλός, να μην πει κουβέντα. Ο Τέρενς παρακολουθούσε ανήμπορος καθώς ο Ξιφομάχος ανάγκαζε τον Λίλαντ να γονατίσει στο κέντρο του δωματίου και τον μπάτσιζε από δεξιά και αριστερά. Ακουγόταν λες και κάποιος χασάπης χτυπούσε μπριζόλες για να μαλακώσουν.

Τα μάγουλα του Λίλαντ έκαιγαν. Στο μέτωπο του ξεφύτρωνε μια απαίσια μελανιά ία από την άκρη του στόματος του έτρεχε αίμα. Στράφηκε στον Τέρενς έντρομος και αρνούμενος να πιστέψει όσα συνέβαιναν.

«Είναι αλήθεια», ήταν to μόνο που μπορούσε να του πει ο Τέρενς. «Πού είν' η κόρη σου;» απαίτησε να μάθει η Γυμνή. «Είπες ότι η κόρη σου

θα 'ταν εδώ». Ο Τέρενς σήκωσε απολογητικά τα χέρια. «Την πήρε η υπηρεσία

πρόνοιας». «Η υπηρεσία πρόνοιας;» «Τ' ορκίζομαι». Η Γυμνή κοίταξε περιφρονητικά το καλοσυγυρισμένο, παρκεταρισμένο

καθιστικό. Τόσο εκείνη, όσο και η υπόλοιπη ακολουθία του Τζάνεκ ήταν τόσο εκτός τόπου μέσα σ' ένα τέτοιο δωμάτιο, που ακόμα κι ο Τέρενς δυσκολευόταν να πιστέψει ότι πράγματι βρίσκονταν εκεί. Ήταν τόσο σάπιοι, τόσο παρηκμασμένοι, τόσο μεσαιωνικοί. Η ύπαρξή τους, όμως, επιβεβαιωνόταν από τη δύναμή και την αυτοπεποίθηση τους, καθώς και από το γεγονός ότι μύριζαν σαν άνθρωποι του μεσαίωνα, ότι μύριζαν ιδρώτα και λίπος και βρομερό βελούδο.

Η Γυμνή πλησίασε τον Λίλαντ Τέρπστρα και τον κοίταξε πίσω από την κενή, λευκή μάσκα της. Ο Λίλαντ σήκωσε το βλέμμα και το καρύδι του πήγαι-νε πάνω κάτω, λες και προσπαθούσε να καταπιεί ένα τεράστιο σβώλο λίπους. «Τι θέλετε;» τη ρώτησε. «Λε θα με σκοτώσετε, έτσι;»

Εκείνη άπλωσε το ένα της χέρι στον ώμο του. «Τι ξέρεις εσύ για το θάνα-το;» τον ρώτησε.

«Λεν σε καταλαβαίνω». «Θέλω να πω, ξέρεις τι σου συμβαίνει όταν πεθαίνεις;» «"Οχι. Αλήθεια δε ξέρεις. Κάποιοι λένε ότι βλέπεις ένα φως, έτσι; Και νιώ-

θεις ότι βαδίζεις μέσα του, επειδή είναι τόσο ευχάριστο». «Και 'συ πιστεύεις σε 'κείνο το μαγικό φως; Αν σε σκότωνα τώρα, εκεί θα

πήγαινες; Κατευθείαν μες στο φως;»

291

GRAHAM MASTERTON

0 Λίλαντ στριφογύριζε το ένα του χέρι μες στο άλλο, γύρω γύρω. «Μη με σκοτώσεις, σε παρακαλώ, Προσπάθησα να 'μαι καλός, εντάξει; Προσπάθησα να 'μαι δίκαιος και ειλικρινής με όλους. Αν ήξερα ότι θέλατε την Έμιλι θα την κρατούσα εδώ. Λε θα 'χε διαφορά για μένα. Λε γνώριζα, όμως, ότι τη θέλατε και οι άνθρωποι της πρόνοιας την πήραν κι απ' όσο ήξερα ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί».

«Πού βρίσκεται;» ρώτησε η Γυμνή, με ακαθόριστη, γοητευτική φωνή. Του χάιδεψε το μάγουλο με τις αρθρώσεις των δαχτύλων της. ξανά και ξανά, «Γιατί δε μου λες πού βρίσκεται;»

Ο Λίλαντ ιδροκοπούσε και έτρεμε. «Κυρία, πιστέψτε με, αν ήξερα θα σας έλεγα».

Εκείνη συνέχισε να τον χαϊδεύει, όλο και mo λάγνα, ώσπου το πρόσωπο του πλημμύρισε από απελπισία. «Πρέπει να ξέρεις», ψιθύρισε. «Πρέπει να καταφέρεις να θυμηθείς».

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι, ξανά και ξανά. Τώρα ήταν τόσο τρομοκρα-τημένος που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει,

Ο Τέρενς είπε: «Λεν υπάρχουν και πολλά μέρη στο Σίνταρ Ράπιντς για να πάνε ένα εγκαταλελειμμένο παιδί. Οα έλεγα πως την πήγαν στην Παιδική Στέγη ΜακΚίνλεϊ, μιας και βρίσκεται κοντά στο Ιατρικό Κέντρο Μέρσι. Εκεί νοσηλεύεται η μητέρα της. Η γυναίκα μου, η Άιρις».

«Απλά δεν ξέρω, απλά δεν ξέρω», είπε απεγνωσμένα ο Λίλαντ. «Ε, λοιπόν...» είπε η Γυμνή. «Όχι πως έχει σημασία κιόλας. Οα τη βρούμε

έτσι ία αλλιώς». «Απλά δεν ξέρω. Τ' ορκίζομαι. Απλά δεν ξέρω». Όλη την ώρα που ο Λίλαντ ικέτευε και μουρμούριζε, ο Ξιφομάχος τρα-

βούσε ένα ένα τα ξίφη από τη θήκη τους, προκαλώντας εκείνο τον τρομερό ήχο, το σύρσιμο, το κουδούνισμα. Τράβηξε και τα πέντε και τα έπλεξε, λεπί-δα με λεπίδα, ώσπου σχημάτισαν το πεντάγωνο που ο ίδιος ο Λίλαντ είχε δια-κρίνει φευγαλέα τη νύχτα που είχε δολοφονηθεί η Μαίρη Βαν Μπόγκαν στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

Ο Ξιφομάχος ύψωσε το πεντάγωνο, έτσι ώστε να πλαισιώσει το πράο, μασκοφόρο πρόσωπο του. Ο Λίλαντ τον κοίταξε, έπειτα κοίταξε τον Τέρενς και είπε: «Τι; Τι είναι; Τι θα κάνει;»

Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ξανά το Μαχαίρι. Έδε ιχνε σαν να του 'χε κοπεί η ανάσα. Κοίταξε προς τη μεριά της Γυμνής κι έγνεψε και για μια στιγ-μή εκείνη έκλεισε τα μάτια σ' ένα σιωπηλό νεύμα κατανόησης.

Ο Θεραπευτής διέσχισε το δωμάτιο. Η μάσκα του δεν ήταν καλά προσαρ-μοσμένη και φαινόταν το τριχωτό του κεφαλιού του, τραχύ και όλο τούφες. Στάθηκε κοντά στο Λίλαντ και έβηξε — ένα βήξιμο οξύ, πνιγμένο στο φλέμα — ία έπειτα τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο.

«Ο θεραπευτής λέει να μη φοβάσαι», είπε η Γυμνή.

292

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Τέρενς — », ικέτεψε ο Λίλαντ. Ο Τέρενς τού γύριοε την πλάτη. Γνώριζε καλά τι Θα συνέβαινε. Ο Λίλαντ

τούς είχε προσκαλεσει μέσα* κι αφού ο Λίλαντ τούς είχε προσκαλέσει μέσα, είχε ανέκκλητα θέσει τπ μοίρα του στα χέρια του Πράσινου Ταξιδευτή. Κι εκείνος πεινούσε* οι ρίζες και οι έλικες του στριφογύριζαν οδυνηρά εκεί που θα πρεπε να βρίσκεται το στομάχι του* και μόνο ένα φαγητό τραβούσε η όρεξη του. Ανθρώπινα εντόσθια —τα εντόσθια του Λίλαντ, μιας και δε βρισκόταν κανείς άλλος εκεί. Δε θα ήταν τόσο γλυκά όσο τα εντόσθια των ίδιων των παιδιών του Πράσινου Ταξιδευτή* όχι τόσο χορταστικά. Λεν έπαυαν, όμως, V αποτελούν τροφή.

Ο Ξιφομάχος χαμήλωσε το πεντάγωνο με τα ξίφη πάνω από το κεφάλι του Λίλαντ, με τον ίδιο τρόπο που το είχε χαμηλώσει πάνω από το κεφάλι του Τέρενς, όταν βρίσκονταν στο κρατητήριο. Όταν, όμως, βρίσκονταν στο κρατη-τήριο το είχε κάνει μόνο και μόνο για να προειδοποιήσει τον Τέρενς ότι παιζόταν το κεφάλι του αν δε συμμορφωνόταν. Τούτη τη φορά ο Τέρενς γνώ-ριζε ότι ο Ξιφομάχος έπαιζε το ρόλο του ως εκτελεστής του Τζάνεκ. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του και ψιθύρισε: «Επουράνιε Πατέρα, λυπήσου τον»

Ο Λίλαντ ξεφυσούσε, έβγαζε έναν απαίσιο, ακανόνιστο ήχο, από το ένα μόνο ρουθούνι. Το φτιαγμένο από ξίφη πεντάγωνο συνέχισε να χαμηλώνει πάνω στο πρόσωπό του, ώσπου μεταβλήθηκε σ ένα σταυροειδές ατσάλινο κολλάρο γύρω απ1 το λαιμό του. Έστρεψε το κεφάλι από τη μία πλευρά στην άλλη σε κατάσταση αλλοφροσύνης, παγιδευμένος, ία έπειτα ούρλιαξε «Βοήθα με, Τέρενς! Θεέ μου, βοήθα με! Μην τους αφήσεις να με σκοτώσουν, Τέρενς! Μη!»

Ο Τέρενς έκανε το λάθος να στραφεί ξανά προς το μέρος του. Εκείνη τη στιγμή, ο Ξιφομάχος έκλεισε το πεντάγωνο μ' έναν ανεπαίσθητο ήχο ατσαλιού που γλιστρά πάνω σ' ατσάλι και τα ξίφη έκοψαν το λαιμό του Λίλαντ Τέρπστρα, λες και δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το μίσχο ενός λάχανου.

Πάντα ακολουθεί μια στιγμή κατά την οποία ένα κομμένο κεφάλι μπορεί να δει και να καταλάβει τι του έχει συμβεί* και το κεφάλι του Λίλαντ Τέρπστρα δεν θα μπορούσε ν' αποτελέσει εξαίρεση. Κοίταξε τον Τέρενς και το στόμα του άρχισε να ανοίγει λες και ήθελε να πει κάτι. Όμως τότε το αίμα εκτινά-χθηκε από την καρωτίδα, μούσκεψε τους ώμους και το μπουρνούζι του* ία ευθύς ο Θεραπευτής άρπαξε τα αραιά μαλλιά, σήκωσε το κεφάλι ία άρχισε να το κουνάει πέρα δώθε, ραντίζοντας με αίμα όλο το δωμάτιο και την ταπετσα-ρία στον τοίχο και ππσιλίζοντάς την έγχρωμη φωτογραφία του Ντέιβιντ Κέρκγουντ Τέρπστρα στον οικογενειακό βωμό των Τέρπστρα.

«Για τ' όνομα του Θεού!» ούρλιαξε στον Θεραπευτή ο Τέρενς. Ο Θεραπευτής λούφαξε, παριστάνοντας τον φοβισμένο. Έτεινε μπροστά

το κεφάλι του Λίλαντ που έσταζε αίμα, λες ία ήθελε να το δο")σει στον Τέρενς ως προσφορά κατευνασμού. Ο Τέρενς δεν είχε φάει σχεδόν τίποτα όλη μέρα* μόνο το χάμπουργκερ που του είχαν δώσει στο κελί του για βραδινό και το

293

GRAHAM MASTERTON

στομάχι του σφιγγόταν, ενώ το στόμα του είχε γεμίσει με κοκκώδη όξινο εμετό, τον οποίο πάσχιζε να καταπιεί.

«Πες του να σταματήσει!» είπε βραχνά στη Γυμνή. «Πες του να τ' αφήσει κάτω!»

Όμως η Γυμνή απλά χασκσγέλασε. Ο Τέρενς ένιωσε ότι ζούσε έναν εφιάλτη: ότι ποτέ δεν είχε κοιμηθεί κι ότι ποτέ δε θα ξανακοιμόταν, μιας και δε θα 'χε σημασία αν θα ήταν ξύπνιος ή κοιμισμένος. Προσπάθησε να αρπάξει το ταλαντευόμενο κεφάλι του Λίλαντ, όμως ο Θεραπευτής το τράβηξε μακριά του και ύψωσε προειδοποιητικά ένα σκελετωμένο δάχτυλο.

Εν τ ω μεταξύ, ο Ξιφομάχος είχε στήσει το ακέφαλο σώμα του Λίλαντ, έτσι ώστε να κάθεται στο πάτωμα με την πλάτη του στηριγμένη στον καναπέ. Το χαλί τριγύρω ήταν τόσο μουλιασμένο απ' το αίμα που κυριολεκτικά έτριζε, όμως ο Ξιφομάχος δεν έδινε σημασία. Επρόκειτο σαφώς για ένα μέρος κάποιας χιλιοπροβαρισμένης ιεροτελεστίας. Τα πάντα έπρεπε να προετοιμα-στούν με τον ίδιο τρόπο που είχε τιμήσει ο χρόνος.

Ο Τέρενς έτρεμε απ' την αηδία, «Θεέ μου», έλεγε και ξανάλεγε. «Θεέ μου, είστε άρρωστοι. Είστε χειρότεροι απ' ό,τι είχα φανταστεί».

«Δίνουμε στους ανθρώπους ό,τι επιθυμούν, αυτό είν' όλο», είπε η Γυμνή. «Δε ζητάμε και πολλά γι' αντάλλαγμα». Έδειξε την αιματοβαμμένη φωτογρα-φία του Ντέιβιντ Κέρκγουντ Τέρπστρα στον τοίχο. «Τόσοι νέοι άντρες σκοτώ-θηκαν, σ' ένα σωρό πολέμους» είπε. «Και τι κέρδισαν απ1 αυτό οι γονείς τους; Ούτε μια σπιθαμή γης, ούτε μια καλή σοδειά. Ο Πράσινος Τζάνεκ είναι εκεί-νος που χαρίζει τη ζωή, όχι εκείνος που την στερεί. Το μόνο που περιμένει, είναι εκείνο που δικαιωματικά του ανήκει. Λεν μπορεί να καταναλώσει ό,τι έχει γεννήσει;»

Στο μεταξύ, ο Θεραπευτής κρατούσε το κεφάλι του Λίλαντ με το δεξί του χέρι, ενώ με το άλλο έψαχνε τις τσέπες του μανδύα του. Έβγαλε ματσάκια από αποξηραμένα βότανα, ρίζες και άνθη, κάποια από τα οποία ο Τέρενς ανα-γνώρισε, ενώ τα άλλα μόνο να μαντέψει τι ήταν μπορούσε. Ο θεραπευτής τα έχωσε στη χαίνουσα κοιλότητα του λαιμού του σώματος του Λίλαντ, ενώ ταυτόχρονα διέγραφε σύμβολα και σχέδια στον αέρα.

Χάρη στις μακροχρόνιες έρευνές του, ο Τέρενς γνώριζε ότι ο Θεραπευ-τής χρησιμοποιούσε φασκόμηλο, δεντρολίβανο και θυμάρι, τα βότανα του γάμου και της σύνδεσης των πραγμάτων. Χρησιμοποιούσε ακόμα φασόλια, που κατά παράδοση τοποθετούνταν στα φέρετρα, έτσι ώστε τα βλαστάρια τους να ευχαριστήσουν τους νεκρούς. Κι ακόμα φιδόχορτο για τη θεραπεία της αιμορραγίας- απήγανο για τη μεταστροφή των αποφάσεων γαϊδουράγκα-θο για τη θεραπεία της πληγιασμένης σάρκας- και ασκόλυμπρο για τη δημιουρ-γία ψευδαισθήσεων.

Χρησιμοποιούσε βερβένα, ένα βότανο τόσο ισχυρό που το Μεσαίωνα πίστευαν ότι θα μπορούσε να κάνει τον ήλιο γαλάζιο, αρκεί να μπορούσε να

294

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

το πάει κανείς ως εκεί. Μα το δυνατότερο απ' όλα ήταν η ρίζα του αρσενικού μανδραγόρα, μαύρη

απ' έξω και λευκή από μέσα. Σύμφωνα με τη μεσαιωνική δοξασία, ο μανδραγόρας φύτρωνε από το σπόρο της τελευταίας ακούσιας εκσπερμάτω-σης ενός άντρα που πέθαινε στην αγχόνη. Ήταν π ρίζα που προξενούσε απί-στευτη σεξουαλική ικανότητα ία απίστευτη βιαιότητα.

Όταν ο Θεραπευτής είχε τελειώσει, από το άνοιγμα του λαιμού του Λίλαντ ξεπηδούσαν βότανα, ρίζες και αποξηραμένα άνθη, κάνοντάς το να μοιάζει με μια αλλόκοτη γλάστρα.

Η Γυμνή πλησίασε το κορμί και έψαλλε: «Conjuro et confinno, super vos angeii fortes, sancti atque potente.s, sancti atque potentes, sancti atque potentes».

Ο Θεραπευτής σήκωσε το κεφάλι του Λίλαντ και με τα δυο του χέρια, το κράτησε για μια στιγμή και έπειτα το κατέβασε αργά πάνω στο ματωμένο σωλήνα, που ήταν ο ακρωτηριασμένος του λαιμός. Εκείνο έβγαλε έναν απαλό ήχο, σαν φιλί,

Ο Τέρενς είχε διαβάσει τα πάντα σχετικά με την ικανότητα του Θεραπευτή να αποκαθιστά τα κομμένα κεφάλια. Υπήρχαν αρκετές αναφορές σ' αυτήν στην τσέχικη βιβλιογραφία του 14ου αιώνα και σε κάποια από τα παλαιότερα βιβλία που είχε ανακαλύψει, στα οποία περιλαμβάνονταν το Clavicules de Salomon και η Ιερή Μαγεία του Μάγου Αμπραμελίν, απαγορευ-μένα και τα δύο απ' την Καθολική Εκκλησία.

Είχε διαβάσει γι' αυτή, αλλά ποτέ δεν είχε πραγματικά πιστέψει ότι ήταν αληθινή' και ποτέ του δεν είχε διανοηθεί ότι θα την έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια.

Ο Θεραπευτής, όμως, έσφιξε με τα χέρια του το λαιμό του Λίλαντ, τα κρά-τησε για λίγο εκεί κι έπειτα τα τράβηξε.

Ο Τέρενς ανατρίχιασε από το σοκ- και δεν κατάφερε να μην αφήσει ένα τρομερό γρόλισμα αναγούλας. Το κεφάλι του Λίλαντ είχε συνδεθεί ξανά με το λαιμό του, αλλά τρομερά άμορφα ία αδέξια. Απ' το δέρμα του εξακολουθού-σαν να εξέχουν κλαράκια απ' τα βότανα και τα αποξηραμένα άνθη, έτσι ώστε να δίνει την εντύπωση ότι φορούσε ένα περιλαίμιο καμωμένο από δεματια-σμένα φυλλαράιαα.

«Βλέπεις;» είπε η Γυμνή, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια της σαν βοηθός ταχυδακτυλουργού. «Το κεφάλι κόπηκε' το κεφάλι ξαναμπήκε στη θέση του».

«Μα δεν είναι δυνατό να ζει!» «Γιατί όχι; Και βέβαια ζει! Θεραπεύτηκε!» Λες ία αποκρινόταν στον ισχυρισμό της Γυμνής, ο Λίλαντ βόγγπξε. «Λεν είναι παρά μόνο αέρας, που βγαίνει απ' τα πνευμόνια του», διαμαρ-

τυρήθηκε ο Τέρενς. «Του κόψατε το κεφάλι! Δεν είναι δυνατό να ζει!» Τότε. όμως, ο Λίλαντ άνοιξε περισσότερο το στόμα του και έβγαλε ένα

295

GRAHAM MASTERTON

ακόμη βογγητό, τούτη τη φορά πιο μακρόσυρτο. Δεν ήταν βογγητό πόνου. Ήταν βογγητό απόλυτης απελπισίας. Ήταν ακόμα χειρότερο από το βογγητό κάποιου που γνωρίζει ότι πρόκειται να πεθάνει, ήταν το βογγητό κάποιου που γνωρίζει ότι ήδη είναι νεκρός. Έκανε το δέρμα του Τέρενς να τραβηχτεί,

«ΟρίστεΙ» είπε θριαμβευτικά η Γυμνή. «Τώρα ο Μάρτυρας μπορεί να φωνάξει τον πατέρα σου ία εκείνος θα δείξει σε τούτο τον άνθρωπο τι σημαί-νει πραγματική οδύνη!»

Ο Μάρτυρας βγήκε σιωπηλά από το δωμάτιο με μεγαλοπρέπεια. Ο Τέρενς δεν ήταν σε θέση να μιλήσει, δεν μπορούσε καν να πάρει

ανάσα. Από την πρώτη στιγμή που ο πατέρας του τού είχε μιλήσει για τον Πράσινο Ταξιδευτή ζούσε μέσα σ' έναν εφιάλτη, αλλά δεν είχε ποτέ του σκε-φτεί ότι ο εφιάλτης θα είχε τέτοια κατάληξη.

Ο Λίλαντ βόγγηξε ξανά και το βογγητό δυνάμωνε σταδιακά, ώσπου μετα-βλήθηκε σε μια τραχιά ατέλειωτη κραυγή. Τα μάτια του άνοιξαν ξαφνηϊά και κοίταξε τον Τέρενς με μια έκφραση που πρόδινε πνευματικό μαρτύριο.

«Σκοτώσέ με!» ούρλιαξε. «Σκότωσε με, Τέρενς, σκότωσέ με! Σκότωσε με σκότωσέ με σκότωσέ με!»

Ο Τέρενς έκανε να ιανηθεί προς το μέρος του, αδέξια, μισο παραλυμένο ς, αλλά, με μια ρευστή κίνηση, ο Ξιφομάχος σήκωσε μια από τις μακριές αστρα-φτερές λεπίδες του και σημάδεψε το λαρύγγι του, σε μια προειδοποίηση να κρατηθεί μακριά.

Ο Λίλαντ συνέχιζε να ουρλιάζει ασταμάτητα: «Σκότωσέ με, Τέρενς! Σκότωσέ με! Σκότωσέ με!» Στριφογύριζε το κεφάλι του δεξιά αριστερά. Ο λαιμός του είχε διογκωθεί και κομματάκια από τα βότανα που προεξείχαν από το δέρμα του έπεφταν πάνω στο αιματοβαμμένο μπουρνούζι του και κολλού-σαν όπως οι σκνίπες στο μέλι. «Σκότωσέ με σκότωσέ με σκότωσέ με ΣΚΟΤΩ-ΣΕ ΜΕ, ΤΕΡΕΝΣ!»

Ο Τέρενς προσπάθησε να κάνει άλλο ένα βήμα προς τα εμπρός, τούτη τη φορά, όμως, ο Ξιφομάχος έμπηξε την αιχμή του ξίφους στον ώμο του, σχεδόν ένα εκατοστό μέσα. Η πληγή έτσουξε σαν το κεντρί της σφήκας ία αμέσως ο Τέρενς οπισθοχώρησε.

«Μην ανακατεύεσαι, γιε του Τζάνεκ», τον συμβούλευσε η Γυμνή, μιλώ-ντας πολύ mo δυνατά απ' ό,τι συνήθως, έτσι ώστε να μπορέσει ν' ακουστεί πάνω από τα ικετευτικά ουρλιαχτά του Λίλαντ. «Δε θες να δυσαρεστήσεις τον πατέρα σου, έτσι δεν είναι;»

Ο Ξιφομάχος έσπρωχνε τον Τέρενς με το ξίφος του όλο και πιο πίσω, μέχρι που εκείνος αναγκάστηκε να καθήσει στην πλυθρόνα δίπλα στο τζάκι.

«Και μείνε εκεί», τον προειδοποίησε η Γυμνή. Ο Λίλαντ άρχισε να ανεμίζει τριγύρω τα χέρια του. Προσπάθησε να στα-

θεί όρθιος, φαινόταν, όμως, ότι ο αποκεφαλισμός του τού είχε στερήσει την ισορροπία και το συντονισμό του κορμιού του και το μόνο που κατάφερε ήταν

296

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

να γυρίσει και να βρεθεί κουλουριασμένος πάνω στον καναπέ. Από τα στόμα του έτρεχε ένα ισχνό κορδόνι από αίμα και σάλιο. Έβηξε και με το βήξιμο έβγαλε ξερή αγκαθωτή τρικοκιά και αίμα. «Σκότώσέ με», είπε στον καναπέ. «Σκότωσε με», είπε στον τοίχο. «Σκότωσε με», είπε στην βεβηλωμένη φωτο-γραφία του αγαπημένου νεκρού γιου του.

Η πόρτα άνοιξε πάλι και ο Μάρτυρας επέστρεψε. Έριξε το βλέμμα στο Λίλαντ Τέρπστρα ία έπειτα έγνεψε σιο πράγμα που τον ακολουθούσε.

Ένα ρεύμα φύσηξε από την ανοικτή πόρτα και μια κλειδόσχπμη σπείρα από ξερά δαφνόφυλλα σύρθηκε θρο'ίζ οντάς πάνω στο χαλί. Έπειτα εμφανίστηκε ο Πράσινος Τζάνεκ, που φορούσε το πανωφόρι του από θάμνους και κλαριά. Τα κλαριά έγδαραν το πλαίσιο της πόρτας και τα φύλλα έπεφταν τριγύρω του δίχως σταματημό. Η μάσκα του παρέμενε αδιαπέραστη και σαρκαστική όσο ποτέ, όμως κάτω από το έντονο φως που κρεμόταν από το ταβάνι του καθιστικού των Τέρπστρα, ο Τέρενς κατάφερε να διακρίνει καθαρότερα και το υπόλοιπο κορμί του' ία όσο πιο καθαρά φαινόταν, τόσο πιο τρομακτικός γινόταν. Τα μαλλιά του ήταν λευκά σαν το κόκκαλο, σχεδόν πρασίνιζαν, κατά τόπους, όμως, το κεφάλι του ήταν καλυμμένο με τούφες από υγρά πράσινα βρύα. Ήταν δύσκολο να δει μες στο σκοτάδι του καμωμένου από φύλλα μανδύα του, αλλά ο Τέρενς μπο-ρούσε να διακρίνει ρίζες που κρέμονταν και αχνά ωχρά σχήματα που έμοιαζαν με παρασιτικούς μύκητες. Και βρομούσε. Βρομούσε μουχλιασμένα φύλλα και σάπιο χώμα και τον πικρό χυμό λιωμένης τσουκνίδας.

Ο Ξιφομάχος άρπαξε τον ώμο του Λίλαντ και τον έστρεψε τριγύρω, έτσι ώστε να μπορεί να δει ία εκείνος τον Πράσινο Τζάνεκ. Ο Λίλαντ ανοιγόκλεισε το στόμα του κι έπειτα άρχισε να ουρλιάζει και πάλι, βγάζοντας ένα ουρλιαχτό που θύμισε στον Τέρενς σκύλο που τον έχει πατήσει φορτηγό.

Ο Λίλαντ σήκωσε το ένα χέρι και το άπλωσε τρομοκρατημένος προς τον Τέρενς. «Σκότωσέ με, Τέρενς! Για τ' όνομα του Θεού, Τέρενς! Σκότωσε με!»

Ο Τέρενς έκανε να σταθεί όρθιος, αλλά ο Ξιφομάχος στράφηκε και κού-νησε προειδοποιητικά το σπαθί του.

«Σκότωσέ με, Τέρενς!» τσίριξε ο Λίλαντ. «Ζήτα το από 'κείνον!» του απάντησε φωνάζοντας ία ο Τέρενς. Ήταν

σαφές ότι ο Λίλαντ βρισκόταν σε κατάσταση τρομερής υστερίας για ν' απαντή-σει, επειδή συνεχώς τίναζε το κεφάλι του δεξιά αριστερά και τραβούσε τα μαξιλάρια του καναπέ λες και ήθελε να τα ξεσχίσει.

«Ζήτα το από 'κείνον!» επανέλαβε ο Τέρενς, όσο πιο δυνατά μπορούσε, ία έδειξε τον Πράσινο Ταξιδευτή. «Ακου με, Λίλαντ, ζήτα το από 'κείνον!»

Ο Λίλαντ συνέχισε να μουρμουρίζει για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα έπειτα σταμάτησε και κοίταξε τον Τέρενς με γουρλωμένα μάτια. Εκείνος εξα-κολουθούσε να δείχνει τον Πράσινο Ταξιδευτή και τούτη τη φορά επανέλαβε πολύ πιο απαλά: «Ζήτα το από 'κείνον».

Λεν ήταν ώρα για να συζητήσει κατά πόσον υπήρχε ηθηοί σ' όσα έκανε.

297

GRAHAM MASTERTON

Ήξερε ότι ο Λίλαντ θα πέθαινε με έναν αιιό τους πλέον μαρτυρικούς τρόπους που είχαν επινοηθεί ποτέ' αν, όμως, δεν τον σκότωνε ο Τζάνεκ, δε θα πέθαι-νε ποτέ.

Ο Λίλαντ έστρεψε το κεφάλι του πάνω στον διογκωμένο λαιμό του με το περιδέραιο από βότανα και κοίταξε με δέος τον Πράσινο Ταξιδευτή. Ακολούθησε ρ α ατέλειωτη στιγμή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Τέρενς δεν πίστευε ότι ο Λίλαντ θα μπορούσε να μιλήσει, αλλά θα έπρεπε να μιλήσει, μιας και μόνο κατόπιν προσκλήσεως μπορούσε ο Πράσινος Ταξιδευτής να σκοτώσει.

Ο Λίλαντ έβηξε —ία άλλο αίμα, KL άλλα βότανα. Έπειτα είπε με απίστευτη ψυχραιμία: «Σκότωσε με».

Ο Ξιφομάχος αντέδρασε αστραπιαία. Έριξε μ' ένα σπρώξιμο τον Λίλαντ στον καναπέ κι άνοιξε το αιματοβαμμένο του μπουρνούζι. Έσχισε το πάνω μέρος της πυτζάμας με το μαχαίρι του με την κεράτινη λαβή και την άνοιξε, για ν' αποκαλύψει τη λευκή του κοιλιά. Το στήθος του Λίλαντ ανεβοκατέβαινε όλο τρόμο.

Ο Πράσινος Ταξιδευτής πλησίασε τον καναπέ και άπλωσε το ένα του χέρι, γεμάτο κοφτερά βάτα. Αρχισε να γρατζουνά το γυμνό στομάχι του Λίλαντ, σχηματίζοντας πάνω του κάμποσες λεπτές, παράλληλες γραμμές — γραμμές απ' τις οποίες έσταζαν μικρές σταγόνες αίματος. Ο Λίλαντ έσφίξε τα δόντια ία άρχισε να αναπνέει γρήγορα, βγάζοντας κοφτά, σύντομα σφυρίγμα-τα. Ήταν πολύ τρομοκρατημένος για να μιλήσει άλλο. Είχε ήδη βιώσει ένα θάνατο απόψε, Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να βιώσει ένα θάνατο που θα διαρκούσε και θα του χάριζε τη γαλήνη.

Ο Πράσινος Ταξιδευτής κύρτωσε την καλυμμένη με φύλλα πλάτη του και μισοστράφηκε μακριά απ' τον Λίλαντ, λες και είχε αλλάξει γνώμη και δεν ήθελε, τελικά, να τον σκοτώσει. Ο Λίλαντ εξακολουθούσε να ανασαίνει γρή-γορα, περιμένοντας να μάθει τι επρόκειτο να του κάνει ο Πράσινος Ταξιδευτής, κι έμπηγε τα δάχτυλά του στα μαξιλάρια του καναπέ. Παντού έπεφταν φύλλα, θαρρείς και είχε πέσει το ατέλειωτο φθινόπωρο της ψυχής.

Συνέβη τόσο γρήγορα που ο Τέρενς το έχασε. Ο Ξιφομάχος άπλωσε το χέρι, στο οποίο κρατούσε το πιο λεπτό του μαχαίρι και άνοιξε την κοιλιά του Λίλαντ από το γκρίζο πβικό του τρίχωμα ως το βουλιαγμένο του στέρνο. Το μαχαίρι ήταν τόσο κοφτερό που για μια στιγμή καρφώθηκε στο στέρνο και ο Ξιφομάχος αναγκάστηκε να το τραβήξει με δύναμη μπρος πίσω, για να το αποσπάσει.

Για την ακρίβεια, συνέβη τόσο γρήγορα που ούτε ο Λίλαντ δεν είχε συνει-δητοποιήσει τι του είχε συμβεί, ώσπου σήκωσε το κεφάλι και είδε ότι η κοιλιά του έχασκε ορθάνοιχτη ία ότι η ποδιά του είχε γεμίσει με γυαλιστερά εντόσθια στο χρώμα της ώχρας, που έδιναν την εντύπωση ότι φούσκωναν και πρήζονταν σαν κάποιου είδους αχνιστή, αηδιαστική πουτίγκα. Η οσμή ήταν τόσο γλυκερή και παχιά που ο Τέρενς δεν μπορούσε να την ανεχτεί άλλο, έτσι αναγαύλιασε

298

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

δυο φορές κι έπειτα ξέρασε ό,τι είχε στο στομάχι του, πονώντας, πεσμένος στα τέσσερα μπρος στο τζάκι των Τέρπστρα.

Ακουσε το Λίλαντ να ουρλιάζει ξανά και ξανά. Λεν ήθελε να κοιτάξει άλλο. Λεν μπορούσε. Τότε, όμως, ο Λίλαντ ούρλιαξε «Τέρενς!» και 'κείνος έστρεψε το κεφάλι του, ενώ τα μάτια του είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα, ία οι ρινικές του κοιλότητες ήταν μπουκωμένες από αίμα και απ'το κρέας που είχε ξεράσει.

Είδε τον Πράσινο Ταξιδευτή να σκύβει πάνω από την ανοιγμένη κοιλιά του Λίλαντ, με το ένα χέρι χωμένο βαθιά στα σωθικά του. Με το άλλο χέρι, ηδονι-κά γερμένο, σαν καλοφαγάς που καταβροχθίζει τα mo εκλεκτά εδέσματα, ο Πράσινος Ταξιδευτής είχε σηκώσει το σκούρο, καλυμμένο με μεβράνη συκώ-τι και το έχωνε στο άνοιγμα που σχημάτιζε το πονηρό στόμα της μάσκας του.

«Τέρενς]» ούρλιαξε ξανά ο Λίλαντ. Όμως ο Τέρενς κάθησε ανακούρκου-δα πίσω απ' την καρέκλα, κάλυψε τα αφτιά με τα χέρια του και προσπάθησε να προσποιηθεί ότι δε βρισκόταν εκεί, ότι δεν είχε γεννηθεί, ότι ακόμα και η χειρότερη φρίκη πρέπει κάποτε να πάρει τέλος.

299

.12.

Η Έμιλι βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της στον οίκο πρόνοιας κατ κοιτού-σε το ταβάνι. Ήταν περασμένες τρεις τα χαράματα, εκείνη, όμως, δεν είχε κοιμηθεί όλη νύχτα. "Ακουγε το νερό της βροχής να κελαρύζει μες σης υδρορ-ροές και της θύμιζε τις φωνές ανθρώπων που πνίγονται. Το ρεύμα από το μισάνοιχτο παράθυρο της έκανε τη διχτυωτή κουρτίνα να κυματίζει' και σχη-μάτιζε στο ταβάνι ένα συνεχές θέατρο σκιών, όπου πρωταγωνιστούσε ένα καμπουριασμένο πλάσμα με τεράστιο κεφάλι, συνοδευόμενο δύο μακρόστενα λαγωνικά, που έτρεχαν δίχως σταματημό δίπλα του.

Διαισθανόταν ότι κάτι βαρυσήμαντο της συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Ένιωθε λες και είχε δυο εαυτούς- τον ένα μες στον άλλο. Ήταν ακριβώς λες και δυο σχεδόν ίδια φωτογραφικά αρνητικά είχαν τοποθε-τηθεί το ένα πάνω στο άλλο, αφού ία οι δύο προσωπικότητες ήταν δικές της, παρόλο που η μία ήταν πιο σκοτεινή, πιο παράξενη, πιο δυσδιάκριτη, λες και κάλυπτε το πρόσωπο με τα χέρια της.

Και αυτή η σκοτεινή της πλευρά θέριευε. Την ένιωθε έντονα να μεγαλώνει. Σχεδόν ένιωθε ότι μπορούσε να της μιλήσει, σαν να ήταν ξεχωριστό άτομο, κι όμως, δεν έπαυε να είναι η ίδια.

Είχε πρωτονιώσει εκείνο το θόλωμα της προσωπικότητάς της τη νύχτα που είχε δολοφονηθεί η Θεία Μαίρη. Η Έμιλι είχε ξυπνήσει ία είχε νιώσει ένα τεράστιο κύμα πανικού και χαράς, λες και βρισκόταν πάνω σ' ένα τρενάκι του λούνα παρκ μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. Είχε ανακαθήσει στο κρεβάτι με μάτια διάπλατα ανοιχτά και είχε καταλάβει ότι κοντά της βρισκόταν κάποιος που την αγαπούσε, κάποιος που δεν είχε συναντήσει ποτέ πριν, κάποιος, όμως, που θα

300

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

της χάριζε ό,τι επιθυμούσε. Είχε μυρίσει, επίσης, κάτι διεγερτικό, σαν αρωματικά βότανα ή σαν το

δάσος το χειμώνα' και στη γλώσσα της είχε νιώσει μια ασυνήθιστη γεύση — κολλώδη, αψιά, αμυδρά γλοιώδη.

Θυμήθηκε που μιλούσε στην αυλή με τον ψηλό άντρα με το λευκό πρόσωπο και το λευκό πανωφόρι, δεν μπορούσε, όμως, να θυμηθεί ακριβώς πώς είχε βρεθεί εκεί. Θυμόταν πόσο ενθουσιασμένη ένιωθε, πόσο συγκινημέ-νη, Ερχόταν ο πατέρας του πατέρα της! Δεν έβλεπε την ώρα να τον δει, δεν έβλεπε την ώρα να τον προσκαλέσει στο σπίτι. Δεν ήταν ο παππούς απ'το Ντε Μόιν, ήταν ένας ολότελα καινούργιος παππούς, πανίσχυρος, υπέροχος και παράξενος.

Θυμήθηκε τα φύλλα που έτρεχαν κατά μήκος της αυλής, ολοένα και περισσότερα από δαύτα και πώς πιάνονταν στο συρματόπλεγμα. Θυμήθηκε ένα κορίτσι με μακριά πόδια ντυμένο με μια φθαρμένη ζακέτα από γούνες κουνελιών και σκύλων, ία έναν άλλον άντρα που φορούσε ένα παράξενο μαύρο κασκέτο.

Έπειτα, όμως, τίποτα δε φαινόταν να βγάζει νόημα. Είχε, άραγε, δει τη μητέρα της στη σκάλα: Είχε στο μυαλό της μισή εικόνα, δεν ήταν δυνατόν, όμως, να είναι σίγουρη. Είχε, άραγε, ακούσει τη Θεία Μαίρη να ξεφωνίζει; Δεν ήξερε. Το μυαλό της δεν έλεγε να συγκεντρωθεί σε τίποτα.

Στενοχωριόταν για τη Θεία Μαίρη. Είχε κλάψει για κείνη, πολύ πικρά, όταν βρισκόταν στο σπίτι των Τέρπστρα. Έπειτα, όμως, είχε πάψει να στενο-χωριέται, και ένιωθε, αντιθέτως, απίστευτη ευχαρίστηση, επειδή διαισθανόταν ότι ία ο πατέρας του πατέρα της ήταν ευχαριστημένος.

Δεν θυμόταν αν όντως είχε δει τον πατέρα του πατέρα της ή όχι. Είχε μια ακαθόριστη ανάμνηση από κάτι σκοτεινό και θαμνόμσρφο που μαστίγωνε τον αέρα, πώς μπορούσε, όμως, να είναι ο πατέρας του πατέρα της;

Αναλογίστηκε τον Τζορτζ και τη Λίζα και ένιωσε ξανά λυπημένη. Τους έφερε στο μυαλό της γονατισμένους στο χωράφι, θυμήθηκε που νόμιζε ότι προσεύχονταν, τη στιγμή που ο πατέρας τους απ' την αρχή ετοιμαζόταν να τους κόψει τα κεφάλια.

Παρακολούθησε το καμπουρικο πλάσμα να τινάζεται και να πηδά στο ταβάνι και τα αδύνατα, κάτισχνα σκυλιά να τρέχουν δίπλα του. Αναρωτήθηκε προς τα πού άραγε να έτρεχε αυτό το πλάσμα —αν έτρεχε να κρυφτεί από κάτι ακόμα πιο τρομακτικό ή αν κυνηγούσε κάποιον. Ένα ξαφνικό ρίπισμα της βροχής στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας την έκανε να αναπηδήσει και σήκωσε το κεφάλι της για να βεβαιωθεί ότι στο περβάζι δεν ήταν σκαρφαλω-μένο ένα πραγματικό καμπούρικο πλάσμα, που πάσχιζε να δει μέσα.

Ήξερε ότι ο καινούργιος της παππούς δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με τον πατέρα της. Λεν ήξερε πώς γινόταν να ξέρει, απλά έτσι ήταν. Βρισκόταν μες στο κεφάλι της λες και το γνώριζε εξαρχής. Ο πατέρας της

301

GRAHAM MASTERTON

δεν είχε πράξει όπως έπρεπε. Δεν είχε φερθεί ο αν γιος. Είχε σκοτώσει τον Τζορτζ και τη Λίζα επειδή δεν ήθελε ούτε καν να τους δει ο καινούργιος τους παππούς· και αν η ίδια δεν είχε τρέξει τόσο γρήγορα, θα την είχε σκοτώσει ία εκείνη, και τότε τα πράγματα θα 'ταν χειρότερα, πολύ χειρότερα.

Όχι απλά χειρότερα, αλλά τόσο χειρότερα που θα άλλαζε περισσότερο ο καιρός, ο τρόπος που μεγάλωνε το γρασίδι, τόσο χειρότερα που θα σκοτώνονταν ακόμα περισσότεροι άνθρωποι.

Ήταν λάθος της που ένιωθε έτσι τώρα και αντιλαμβανόταν ξεκάθαρα ότι η ύπαρξη δύο Έμιλι μέσα στη μία Έμιλι, θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις. Όχι μόνο για κείνη, αλλά και για τον καινούργιο της παππού και για τους χιλιάδες ανθρώπους που τον είχαν ανάγκη. Η Έμιλι έφερε στο μυαλό της χωράφια κι αγροκτήματα. Αλλά δεν έβλεπε σόγια ν' ανθίζει ή καλαμπόκι να θρο'ίζει κάτω απ' τον καλοκαιρινό ήλιο. Δεν έβλεπε παρά μόνο στέρφα γη, ξηρασία και ανέ-μους που παράσερναν διαβρωμένο χώμα. Τρύπησε τα ρουθούνια της η μυρωδιά από β αλτ ωμέ να χαντάκια, σάπιο στάρι και φρέσκο σκαμμένους τάφους.

Ρώτησε τον εαυτό της ποια ήταν και δεν ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να απαντήσει. Ήταν σίγουρη πως ήταν η Έμιλι. Ήταν, όμως, επίσης η "Έμιλι".

Και ήταν η "Έμιλι" που είχε προσκαλέσει τον καινούργιο παππού και όλους του τους φίλους μες στο σπίτι τη νύχτα που είχε σκοτωθεί η θεία Μαίρη. Η "Έμιλι" ήταν που είχε μιλήσει στο σερίφη στο σπίτι των Τέρπστρα. Δεν μπο-ρούσε καν να θυμηθεί π του είχε πει η "Έμιλι"1 παρόλο που θυμόταν πως είχε αισθανθεί κάτι δυσάρεστο να της φράζει το στόμα και είχε νιώσει πως είχε πει κάτι πρόστυχο.

Τώρα, απόψε, δεν ήταν σίγουρη πού τέλειωνε η Έμιλι και που άρχιζε η "Έμιλι". Λεν ήξερε καν αν έπρεπε να νιώσει φόβο.

Η διχτυωτή κουρτίνα τυλίχτηκε από μια ξαφνική ριπή του ανέμου ία ο καμπούρης έκανε μια τούμπα, πήδηξε και χάθηκε σε κάποια ρωγμή του κόσμου, ενώ τα λαγωνικά πήδηξαν ακολουθώντας τον.

Η πόρτα της κρεβατοκάμαράς της άνοιξε τρεις τέσσερις πόντους και μέσα απ' τα μισόκλειστα μάτια της η Έμιλι είδε κάποιον απ' το προσωπικό με τις μπεζ στολές να ελέγχει αν ήταν καλά. Ακολούθησε μια στιγμιαία παύση ία έπειτα η πόρτα έκλεισε ήσυχα.

Η Έμιλι σκέφτηκε: Είμαστε δύο εδώ, δε μας βλέπεις; Το κορίτσι και το "κορίτσι". Ο καιρός αλλάζει, ο κόσμος αλλάζει· ια εγώ αλλάζω, επίσης.

Στις δέκα και τέταρτο το επόμενο πρωί, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας του σπιτιού της Λίλι ια εκείνη πήγε ν' ανοίξει, στεγνώνοντας ακόμα τα μαλλιά της με μια πετσέτα. Τρεις κουρελιάρηδες νεαροί και μια εξίσου κουρελιάρα νεαρή γυναίκα στέκονταν στη βεράντα. Πίσω τους, η βροχή έπεφτε στο τέρμα

302

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

της λεωφόρου Φιρ, σχηματίζοντας λιμνούλες στην αραιή πλακόστρωση, και οι σταγόνες κρέμονταν από τα δέντρα σαν καπνός.

«'Ει, ελάτε μέσα», είπε η Λίλι. «Μόλις έφτιαξα καφέ». Ο πιο ψηλός απο τους νεαρούς, που φορούσε καουμπόικες μπότες,

μπήκε στο χολ με μια δρασκελιά. Είχε αδύνατο πρόσωπο, σκούρο δέρμα και μαύρα μακριά μαλλιά δεμένα πίσω σε μια φουντωτή αλογοουρά. Φορούσε φθαρμένα μαύρα δερμάτινα ρούχα, διακοσμημένα με σήματα, καρφίτσες και μεταλλικά κουμπιά με τα αρχικά ΛΣΖ. Ένας από τους άλλους δύο νεαρούς, ο Χένρι, φορούσε ένα μάλλινο σκούφο με φούντα στην άκρη, σαν εκείνον που φορούσε ο Michael Nesmith των Monkees, και ο άλλος, που αυτοαποκαλού-νταν Κιτ, είχε μεγάλη μύτη και γυαλιά λερωμένα απ' τη βροχή. Το κορίτσι ήταν όμορφο, αν σου άρεσαν οι ανορεξικές με παιδικά χαρακτηριστικά. Η καφέ βαμβακερή μακρυμάνικπ μπλούζα της ήταν μουλιασμένη και εκείνη συνεχώς έβγαζε το νερό στίβοντας τα μανίκια.

«Χάριετ, θες να σου δανείσω κάτι στεγνό;» τη ρώτησε η Λίλι. Η ίδια φορού-σε εφαρμοστό τζιν ία ένα χοντρό πουκάμισο ξυλοκόπου, ξεκούμπωτο σχεδόν μέχρι τη μέση. «Θες ν' αρπάξεις κανά κρύωμα;»

«Όχι, ευχαριστώ», είπε ρουθουνίζοντας η Χάριετ, Διέσχισε το κόκκινο και κίτρινο ινδιάνικο χαλί και πήγε στο τζάκι, όπου τρία σταχτιά κούτσουρα ανέδι-δαν την τελευταία ξεψυχισμένη ζεστασιά τους. Χτύπησε τα βρεγμένα της μανίκια για να κάνει το αίμα της να κυκλοφορήσει.

«Έχω ένα σωρό μπλούζες, βολέψου». «Λεν πειράζει», επέμεινε εκνευρισμένη η Χάριετ. Ήταν η

"οσιομάρτυρας" της κίνησης Δικαιώματα Στα Ζώα. Πάντα έλεγε ότι αν ποτέ σκότωνε κάποιο ζώο, έστω και κατά λάθος, θα έκοβε τις φλέβες της. Είχε ικε-τέψει τη Φαρμακευτική Απτζον να τη χρησιμοποιήσει για ζωοτομία αντί για κάποιον χιμπατζή, μιας και οι χιμπατζήδες ήταν όμοιοι με τους ανθρώπους, άρα ποια η διαφορά;

«Εσύ τι λες, Ντιν;» ρώτησε η Λίλι τον ψηλό, μελαχρινό νεαρό, «Είν' όλα έτοιμα;»

«Σίγουρα, Έχουμε σκάλες, συρματοκόφτες, έχουμε κοχλιοκάφτες και προβολείς. Ο Τζον είναι έτοιμος να χτυπήσει στην κεντρική πύλη ακριβώς στις 12:01' θα επιτεθούμε στον περιμετρικό φράχτη μόλις ακούσουμε το σινιά-λο του».

«Αυτό θα γίνει παντού πρωτοσέλιδο», είπε θριαμβευτικά ο νεαρός με το σκούφο. «Θέλω να πω ότι αυτό θα μας κάνει διάσημους, σε όλο τον κόσμο».

«Τι είπε ο γερουσιαστής;» ρώτησε ο Ντιν, με φωνή τόσο σκοτεινή όσο ία η όψη του.

Η Λίλι βούρτσιζε τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη με την κορνίζα από κοχύλια που κρεμόταν δίπλα απ' το τηλέφωνο. «Για να πούμε την αλήθεια, ο γερουσιαστής δε χάρηκε και πολύ».

303

GRAHAM MASTERTON

«Τι περίμενες; Αυτή τη στιγμή εκμεταλλεύεται τα ζώα σχεδόν όσο τα εκμεταλλεύονται και τα ερευνητικά εργαστήρια. Τα χρησιμοποιεί, με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιεί και σένα».

Πλησίασε και στάθηκε πίσω της, και κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέ-φτη.

«Δεν είναι πως δεν συμφωνεί με όσα κάνουμε», είπε η Λίλι. «Απλά δεν μπορεί να σχετιστεί ανοιχτά με οτιδήποτε παράνομο».

«Είναι πολπηίός, Λίλι, και δεν μπορεί να σχετιστεί ανοιχτά με οτιδήποτε παράνομο; Μάλλον με δουλεύεις».

«Πρέπει να του αναγνωρίσεις κάποια πράγματα, Ντιν. Αν δεν ήταν εκεί-νος, δε θα μας έπαιρνε κανείς στα σοβαρά - ούτε τα μέσα μαζηαίς ενημέρω-σης, ούτε το Κογκρέσο, κανείς. Σίγουρα ούτε στον ύπνο μας δε θα είχαμε δει ένα νομοσχέδιο σαν το Ζαπφ-Κάντι, ούτε σ' ένα εκατομμύριο χρόνια. Σε μια βδομάδα τίθεται σε ψηφοφορία και θα περάσει. Είμαι σίγουρη».

«Κι ο λατρευτός σου Μπράιαν Κάνη θα εισπράξει όλη τη δόξα;» «Δεν έχει σημασία ποιος θα εισπράξει τη δόξα. Εκείνο που έχει σημασία

είναι ότι εκατομύρια ζώα θα αποκτήσουν το δικαίωμα στη ζωή». Ο Ντιν τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέοη της Λίλι και την έσφιξε πάνω

του. «Τι σημαίνει, λοιπόν, αυτό; Ότι αν είχα σκαρώσει και 'γω ένα νομοσχέδιο σαν το Ζαπφ-Κάντι, θα είχες εξακολουθήσει να γαμιέσαι και μαζί μου;»

Εκείνη έσπρωξε τα μπλεγμένα χέρια του προς τα κάτω. «Άφησε με, Ντιν. Ό,τι κάνουμε εγώ ία ο Μπράιαν στην προσωπική μας ζωή, είναι δική μας υπόθεση, όχι δική σου».

Ο Ντιν σήκωσε τα χέρια του και πίεσε και τα δυο της στήθη πάνω από το πουκάμισό της. Εκείνη γύρισε απότομα και προσπάθησε να τον χαστουιαίσει, όμως εκείνος άρπαξε τους καρπούς της ία άρχισε να γελάει στα μούτρα της.

«Είσαι σκατιάρης, Ντιν», του είπε καθώς αποτραβιόταν. «Τουλάχιστον είμαι ειλικρινής σκατιάρης. Τουλάχιστον προσπαθώ να

φτιάξω έναν καλύτερο ία όχι έναν χειρότερο κόσμο». <Άλήθεια; Και τι θέση κατέχει στον κατάλογο σου με τις βελτιώσεις που

πρέπει να γίνουν στον κόσμο το να μου πιάνεις τα βυζιά;» «Ω, έλα τώρα, Λίλι, για τ' όνομα του θεού . Ξέρεις ότι δεν ανέχομαι να σε

βλέπω να κάνεις χαρούλες σε 'κείνο τον μπάσταρδο. Υποφέρω, Λίλι. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό»,

Η Λίλι κούμπωσε το πουκάμισό της ια έπειτα πήγε στο χολ και ξεκρέμασε ένα αδιάβροχο χακί πανωφόρι. «Ας ξεκινήσουμε, εντάξει; Στο Ινστιτούτο Σπέλμαν είναι φυλακισμένο ένα ζώο, που υποφέρει εκατό φορές περισσότερο από σένα».

Η Λίλι άνοιξε τη γδαρμένη και στραπατσαρισμένη πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα ία ευθύς έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τα δυο μαλλιαρά γερ-μανικά της τσοπανόσκυλα, που προφανώς νόμιζαν πως θα τα έβγαζε βόλτα.

304

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Κάτω, Ρούντι. Κάτω, Μαξ. Η μανούλα θα επιστρέψει αργότερα». «Ίσως θα 'πρεπε να τα πάρεις μαζί σου», παρατήρησε ο Ντιν. «Είναι τα πιο

άγρια τετράποδα που έχω δει ποτέ μου». «Δεν θέλω να ριψοιανδυνεύσω να μου πάθουν τίποτα. Δεν είχες έρθει ο'

εκείνη τη διαδήλωση στο Ντένβερ; Ο Ρον Σορτ είχε φέρει το ντόμπερμάν του. Το πρώτο πράγμα που συνέβη ήταν ότι ένας φρουρός τίναξε τα μπροστινά πόδια του κακόμοιρου του σκυλιού στον αέρα. Ήταν φρικτό».

Η Χάριετ σκούπιζε τη μύτη της μ' ένα μικροσκοπικό υγρό κομματάιο χαρ-τομάντηλο. Ταυτόχρονα κοιτούσε τη φωτογραφία που κρεμόταν πάνω από το τζάκι. Απεικόνιζε μια τεράστια γουρούνα ράτσας Μπέρκσαϊρ μέσα σε ένα μισογκρεμισμένο μαντρί, τριγυρισμένη από έξι εφτά γουρουνάκια. «Μου φαί-νεται πως τα γουρούνια είναι το ευαίσθητο σημείο σου, Λίλι», είπε.

Η Λίλι χαμογέλασε. «Είναι τ' αγαπημένα μου ζώα. Είναι έξυπνα. Είναι ευγενικά. Έχουν θνητές ψυχές».

Ο Ντιν συμβουλεύτηκε το ρολόι του. «Είναι και είκοσι πέντε. Δεν πρέπει να μας πάρει πάνω από είκοσι λεπτά για να φτάσουμε εκεί».

Έφυγαν από το μικρό σπίτι με την επένδυση παντός καιρού και διέσχισαν την κεκλιμένη αυλή μέχρι που έφτασαν στο δρόμο, όπου βρισκόταν παρκαρι-σμένο το λασπωμένο Τσερόκι του Ντιν. Ανέβηκαν και κατευθύνθηκαν δυτικά,

«Δεν μπορώ να πάρω την 76η λεωφόρο, γιατί είν' ακόμα κλεισμένη εξαι-τίας εκείνου του δυστυχήματος. Η πυρκαγιά ήταν τόσο μεγάλη που είναι ανα-γκασμένοι να ασφαλτοστρώσουν ξανά το δρόμο. Αντί γι' αυτό θα περάσω δίπλα από το αεροδρόμιο»,

«Είδα το δυστύχημα σης ειδήσεις», είπε η Λίλι. «Είπαν ότι είχε ξεφύγει ένα ολόκληρο κοπάδι γουρούνια».

«Τ' αγαπημένα σου ζώα», της είπε η Χάριετ κάνοντας μια γκριμάτσα, Διένυσαν την υπόλοιπη διαδρομή ως το Ινστιτούτο Σπέλμαν δίχως ν'

ανταλλάξουν μεταξύ τους πάνω από δυο τρεις κουβέντες. Παρά την ψευτο-παληκαριά τους, ήταν όλοι ανήσυχοι. Το Ινστιτούτο διέθετε μια από πς πλέον επίφοβες υπηρεσίες ασφαλείας στην ανατολική Αϊόβα κι από την τελευταία φορά που η Λίλι και οι υποστηρικτές της είχαν διαδηλώσει απέξω, τα μέτρα είχαν ενταθεί ία άλλο. Τούτη φυσικά, η εκδήλωση διαμαρτυρίας θα ήταν πολύ mo ριψοκίνδυνη. Ελάχιστα γνώριζαν σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας γύρω από τον Κάπτεν Μπλακ. Δεν είχαν την παραμικρή ιδέα αν βρισκόταν κάτω από συνεχή φρούρηση ή όχι - ούτε πόσο γρήγορα μπορούσε να αντιδράσει το προοσωπικό ασφαλείας σε μια εισβολή.

Συνήθως η Λίλι κι ο Νττν σχεδίαζαν τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας τους μέχρι και το τελευταίο εκατοστό και το τελευταίο κλάσμα του δευτερολέπτου, όμως η ασφάλεια του Σπέλμαν ήταν τόσο σφιχτή που είχε σταθεί αδύνατο να πέσει στα χέρια τους οποιαδήποτε λεπτομερής πληροφορία. Είχαν βρει ένα ατελές αρχιτεκτονικό διάγραμμα συνημμένο στον ετήσιο απολογισμό του

305

GRAHAM MASTERTON

Ινστιτούτου, έτσι γνώριζαν πού περίπου βρίσκονταν τα κύρια χοιροστάσια και θα προσπαθούσαν να εισχωρήσουν από τον περιμετρικό φράχτη όσο πιο κοντά τους γινόταν. Όμως εκείνη η πλευρά του Ινστιτούτου διέθετε ελάχιστη κάλυ-ψη ία οι πιθανότητές τους να γλιστρήσουν μες στο κτίριο δίχως να γίνουν αντι-ληπτοί από κάποια κάμερα ασφαλείας ήταν μάλλον μηδενικές.

Εξάλλου, ένα Πολύ Σημαντικό Γουρούνι όπως ο Κάπτεν Μπλακ, ίσως να μη στεγαζόταν καν στο ίδιο μαντρί με τα υπόλοιπα ζωντανά του Σπέλμαν, από το φόβο της μετάδοσης ασθενειών.

Και πάλι, σκεφτόταν η Λίλι, ακόμα ία αν αποτύγχαναν να διασώσουν τον Κάπτεν Μπλακ, το ίδιο το γεγονός ότι είχαν προσπαθήσει θα γινόταν πρωτο-σέλιδο σ' ολόκληρη τη χώρα. Λεν υποτιμούσε βέβαια το βάρος που είχε η ίδια ως είδηση. Ως έννοια της φαινόταν αποκρουστική, δεν έπαυε, όμως, να είναι ρεαλίστρια και γνώριζε αρκετά καλά ότι αν ξεκούμπωνε το πουκάμισο της, η πιθανότητα να δει τη φωτογραφία της πρωτοσέλιδη θα αυξανόταν πενήντα φορές με κάθε κουμπί που θα ξεκούμπωνε,

Ο Μπράιαν Κάνη της το είχε αποδείξει κάποτε, όταν της είχε ζητήσει να φορέσει ένα φόρεμα με βαθύ ντεκολτέ και να διασχίσει μια αίθουσα στην οποία πραγματοποιούσε μια σημαντική εκλογική ενημέρωση σε είκοσι μέλη του επιτελείου του. Ούτε ένα τους —ακόμα και οι γυναίκες— δεν είχε συγ-κρατήσει έστω μια λέξη απ' όσα τους είχε πει ο Μπράιαν. Εκείνος είπε αργότερα: «Ακόμα και ο mo ευφράδης πολιτικός στον κόσμο δεν μπορεί να τονίσει κάτι τόσο καλά όσο ο στηθόδεσμος μιας γυναίκας».

Κάτω από ένα μολυβένιο ουρανό, εγκατέλειψαν το δρόμο στο ΰψος της πινακίδας που έγραφε «Εθνικό Αμάν», αντί, όμως, ν' ακολουθήσουν το δρόμο που οδηγούσε κατευθείαν στην μπροστινή πύλη του Ινστιτούτου Σπέλμαν, έστριψαν νότια και κατηφόρισαν μια ελαφρά επικλινή ρεματιά, περνώντας μέσα από γαϊδουράγκαθα και δαρμένα απ' τη βροχή χόρτα ία έπειτα σκαρφά-λωσαν σε απότομη κλίση τον λόφο που έβλεπε προς τη νοτιοδυτική περίμετρο του Ινστιτούτου. Το έδαφος ήταν ανώμαλο και το γεγονός ότι τις τελευταίες μέρες έβρεχε τόσο δυνατά, δε βοηθούσε καθόλου. Το Τ σεράια μούγκριζε κι αγκομαχούσε ία ο Ντιν αναγκάστηκε να κατεβάσει και να ξανακατεβάσει ταχύτητα, μέχρι που κατέληξαν να ανηφορίζουν σερνόμενοι την τελευταία απότομη πλαγιά με ταχύτητα μικρότερη από τέσσερα χιλιόμετρα την ώρα.

«Θα τα καταφέρουμε;» ρώτησε η Λίλι. Ο Νταν κοίταξε το ρολόι του. «Ναι, θα τα καταφέρουμε. Στο τσακ, όμως». Τα λάστιχα του Τσερόια ούρλιαζαν καθώς προσπαθούσαν να αρπαχτούν

από τη γλιστερή βλάστηση και τη λάσπη. Οι υαλοκαθαριστήρες τινάζονταν δεξιά αριστερά, χορεύοντας μια ατέλειωτη μονότονη σάμπα. Ο Ντιν γκάζωσε ξανά και ξανά τον κινητήρα και μουρμούρισε: «'Ελα, μπάσταρδε. Μπορείς να τα καταφέρεις. Έλα, μπάσταρδε. Μια ακόμα προσπάθεια».

Για περίπου δέκα δευτερόλεπτα, το Τσερόια παρέμεινε κολλημένο στη

306

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

θέση του, γερμένο στην κορυφή της πλαγιάς, με τους τροχούς του να περι-στρέφονται μανιασμένα. Η Λίλι ήταν σίγουρη ότι δε θα τα κατάφερναν ότι το όχημα θα γλιστρούσε προς τα πίσω στην πλαγιά και θα αναποδογύριζε. Όμως ο Ντιν έσφιξε τα δόντια, έβαλε το λεβιέ ταχυτήτων στην πρώτη και σανίδωσε το γκάζι ξανά και ξανά. Τελικά το Τσερόκι ανέβηκε με χίλιους κόπους στην κορυφή της πλαγιάς ία έφτασε στο κυματιστό χωράφι που τη διαδεχόταν.

«Παραλίγο», είπε η Χάριετ. «Νόμισα ότι θα αναγκαζόμασταν να κάνουμε μεταβολή και να γυρίσουμε σπίτι».

«Ακόμα μπορείς να το κάνεις, αν θες», είπε η Λίλι. Η Χάριετ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Μπορεί να μην ενέκρινα αυτή τη

συγκεκριμένη εκδιίλωση διαμαρτυρίας, αλλά δε σημαίνει ότι θα σας αφήσω να κερδίσετε όλα τα εύσημα».

«Εσύ τι θα προτιμούσες να κάνεις; Ν' αφήσεις εκείνο το γουρούνι να υπο-φέρει;»

Ο Ντιν είπε: «Η Χάριετ θα προτιμούσε να τινάξει τα μυαλά της στον αέρα και να τα προσφέρει για έρευνα στο Σπέλμαν».

«Είσαι σκατιάρης, Ντιν», είπε η Χάριετ. «Έτσι μου λένε όλοι». Το Τσερόκι αναπηδούσε καθώς διέσχιζε το χωράφι, κατευθυνόμενο προς

μια συστάδα από βελανιδιές που θα τους παρείχε την πλησιέστερη διαθέσιιιπ κάλυψη προς το νότιο τμήμα του περιμετρικού φράκτη του ινστιτούτου. Μες στο όχημα όλοι ήταν αρπαγμένοι από τις χειρολαβές και πάσχιζαν να μην τιναχτούν από την μια μεριά στην άλλη. Στ' αριστερά τους, όπου είχαν κάποια ορατότητα μες απ' τη βροχή, διέκριναν τις αστραφτερές στέγες των εργαστηρίων του Σπέλμαν και τους αγκαθωτούς κώνους από ης κεραίες βραχέων κυμάτων.

«Να μαστέ!» ξεφώνισε ο Ντιν και οδήγησε το τζιπ κατευθείαν μες στο δάσος, ενώ κλαδιά και κλαδάκια μαστίγωναν μανιασμένα τα τζάμια. Ακολούθησαν μια διαδρομή όλο τραντάγματα, που κόντεψε να τους ραγίσει τις ραχοκοκαλιές, πάνω από ρίζες και βράχια και πεσμένα κλαδιά, ώσπου τελικά έφτασαν στην άκρη των δέντρων, σε απόσταση περίπου εξήντα μέτρων από την περίμετρο. Το ινστιτούτο είχε αποψιλώσει το δάσος, προκειμένου να αποθαρρύνει εκείνο ακριβώς το είδος επίθεσης που προσπαθούσαν να κάνουν η Λίλι και οι φίλοι της.

Ο Ντιν έσβησε τη μηχανή και κάθισαν σιωπηλοί για λίγα λεπτά, προσπα-θώντας να αξιολογήσουν τη δυσκολία της αποστολής που τους περίμενε. Ο περιμετρικός φράχτης είχε ύψος τεσσεράμισι μέτρα, κι ήταν φτιαγμένος από υψηλής ποιότητας αλυσιδωτό σύρμα, που στην κορυφή είχε επτά πλεξούδες από αγκαθωτό σύρμα. Τρία μέτρα προς το εσωτερικό υπήρχε ένας δεύτερος φράκτης, που κι εκείνος είχε στην κορυφή αγκαθωτό σύρμα και που ανά δια-στήματα είχε κρεμασμένες πάνω του πινακίδες που απεικόνιζαν μια νεκροκε-φαλή και έναν κεραυνό.

307

GRAHAM MASTERTON

Περίπου ενενήντα μέτρα μακριά και δεκαπέντε προς· το εσωτερικό του διπλού φράκτη, βρισκόταν ένας ψηλός ατσαλένιος πάσσαλος, στην κορυφή του οποίου στριφογύριζε αργά μια βιντεοκάμερα ία επιτηρούσε την περίμετρο σαν Αρειανός από τον Πόλεμο των Κόσμων.

Ο Ντιν σύγκρινε την αργή περιστροφή της κάμερας παρακολούθησης με την ιάνηση του δευτερολεπτοδείκτη στο ρολόι του. Τη σύγκρινε ξανά ία έπει-τα είπε: «Τριάντα επτά δευτερόλεπτα, απ' τπ μια άκρη ατην άλλη. Αυτό σημαί-νει ότι έχουμε στη διάθεσή μας μόλις κάτι παραπάνω από μισό λεπτό, για να βγούμε απ' το δάσος, να φτάσουμε στο φράκτη, να κόψουμε το συρματόπλεγμα, να φτάσουμε στο δεύτερο φράκτη, να κόψουμε το συρματόπλεγμα και να διασχίσουμε τουλάχιστον δεκαπέντε μέτρα ως το συγκρότημα».

«Αδύνατον», είπε η Λίλι, «Είμαι πολύ γρήγορος με τους συρματοκόφτες», είπε ο Ντιν, «Όπως και να 'χει, είμαστε πέντε, δεν θα τα καταφέρουμε. Ακούστε —

ούτως ή άλλως, αργά ή γρήγορα θα μας εντοπίσουν που πάμε να εισβάλουμε. Όσο, όμως, περισσότερο χρόνο κερδίσουμε πριν σημάνουν συναγερμό, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να ελευθερώσουμε τον Κάπτεν Μπλακ»,

«Τι προτείνεις, λοιπόν;» Η Λίλι κοίταξε τριγύρω. «Η ορατότητα είναι πολύ κακή, έτσι; Και οι καται-

γίδες έχουν ρίξει ένα σωρό κλαδιά. Θα πάρω μαζί μου ένα μεγάλο κλαδί, θα το δέσω γύρω από τους ώμους μου, θα τρέξω μέχρι το φράκτη κι έπειτα, μόλις μετρήσω τριανταεπτά, θα πέσω στο έδαφος. Αν είμαι τυχερή, η κάμερα δε θα δει παρά μόνο φύλλα».

Ο Ντιν πήγε να διαμαρτυρηθεί, έπειτα, όμως, ανασιτκωσε τους ώμους. «Λε μου φαίνεται κακή ιδέα. Άλλωστε, τις περισσότερες φορές εκείνοι οι φύλακες δεν μπαίνουν καν στον κόπο να κοιτάξουν τις οθόνες τους. Νομίζω, όμως, πως πρέπει να πάω εγώ, όχι εσύ».

«Εγώ πρέπει να πάω», προσφέρθηκε η Χάριετ. «Είμαι η πιο μικροκαμωμέ-νη».

«Μπορείς, όμως, ν' ανοίξεις τρύπα στο συρματόπλεγμα;» ρώτησε ο Ντιν. «Το 'κανα στο συρματόπλεγμα των Καλλυντικών Μέιμπελ, έτσι δεν είναι;

Κι εκείνο βρισκόταν ψηλά στη στέγη», «Έχεις δίκιο», παραδέχτηκε ο Ντιν, «Τι λες, Λίλι;» Εκείνη το σκέφτηκε. Πολλά πράγματα συνηγορούσαν στο ν' αφήσει τη

Χάριετ ν* ανοίξει την τρύπα στο συρματόπλεγμα. Θα κατάφερενε σε μεγάλο βαθμό να την ηρεμήσει, να την κάνει να αισθανθεί χρήσιμη. Στη ΛΣΖ υπήρχαν περισσότερες από μία Χάριετ κι όλες ανησυχούσαν όλο και περισσότερο από τότε που η Λίλι είχε αρχίσει να σχετίζεται με τον Μπράιαν Κάντι και σταδιακά εγκατέλειπε την τρομοκρατία για χάρη της προβολής από τα μέσα μαζπατς ενημέρωσης και της άσκησης πολιτικής πίεσης. Εκείνες οι Χάριετ ήθελαν να

308

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ρίχνουν κόκκινη μπογιά σε παλτά από μινκ. Ήθελαν να πετούν βόμβες μολότοφ σε εργοστάσια συσκευασίας κρέατος· να ανατινάσσουν εγκατα-στάσεις ιατρικών ερευνών και να δολοφονούν όσους έφτιαχναν κραγιόν.

Η Λίλι γνώριζε ότι ένα νομοσχέδιο όπως το Ζαπφ-Καντι θα επιτύγχανε απείρως περισσότερα από πολλές τρομοκρατικές ενέργειες, δεν ήθελε, όμως, να χάσει τους υποστηρικτές της ούτε καν τους εξτρεμιστές, τουλάχι-στον όχι μέχρι να σιγουρευτεί ότι το Ζαπφ-Κάντι είχε περάσει.

Επί του παρόντος, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης την λάτρευαν. Όμως ο Μπράιαν την είχε προειδοποιήσει ότι γρήγορα τα μέσα μαζικής ενημέρω-σης στρέφονταν εναντίον εκείνων που λάτρευαν περισσότερο κι ότι —με την παραμικρή ένδειξη αδυναμίας — ευχαρίστως θα την κατασπάραζαν με τέτοια μανία, που θα έκανε ένα κοπάδι πιράνχα να φαντάζουν εξίσου ήμερα με μια κονσέρβα τόνου.

Ο Ντιν κοίταξε ξανά το ρολόι του. «Καλύτερα ν' αποφασίσουμε. Είναι πάρα πέντε».

«Μπορεί να πάει η Χάριετ», είπε η Λίλι. «Για την ακρίβεια, νομίζω ότι θα 'πρεπε».

«Αλληλούια», είπε μειδιώντας η Χάριετ και χτύπησε περιφρονητικά τον Ντιν στην πλάτη με την παλάμη της.

Κατέβηκαν απ' το Τσερόκι μέσα στο δάσος που έσταζε, ία αφού έψα-ξαν λίγο μες στα χόρτα, βρήκαν ακριβώς ό,τι χρειάζονταν: ένα κλαδί βελα-νιδιάς πάνω από ενάμισι μέτρο μακρύ, με πολύ απλωτή φυλλωσιά, που μόλις είχε πέσει. Το έδεσαν στην πλάτη της Χάριετ με νάιλον σπάγγο κι έπειτα της έδωσαν ένα συρματοκόφτη βαρέων βαρών ία ένα ζευγάρι μονωτικά βιομη-χανικά γάντια.

«Μοιάζεις μ' αναθεματισμένο θάμνο που βαδίζει», είπε μειδιώντας ο Ντιν καθώς η Χάριετ άρχισε να κινείται προς την άκρη του δάσους.

«Θυμήσου τον Μακβέθ», πετάχτηκε ο Χένρι. «Όσο του Μπέρναμ το μεγάλο δάσος δεν κινά, για να 'ρθει ψηλά στο Ντάνσινεν, Μακβέθ δεν πέφτει».

«Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημά σου, Χένρι;» του απάντησε ο Ντιν. «Είσαι τόσο μορφωμένος, ρε γαμώτο. Η μόρφωση κάνει κακό στον εγκέφα-λο. Λεν σ' αφήνει να σκέφτεσαι σωστά».

Μαζεύτηκαν στην άκρη του δάσους περιμένοντας να πάει δώδεκα. Έσερναν τα πόδια τους για να ζεσταθούν και παρακολουθούσαν τη βροχή να σαρώνει το κατηφορικό έδαφος που οδηγούσε στα χοιροστάσια. Ο Ντιν κοιτούσε συνεχώς το ρολόι του ία έλεγε: «Έλα, Τζον, για το Χριστό».

Περίπου ένα λεπτό μετά τις δώδεκα άκουσαν το οξύ σφύριγμα μιας

ΌυίλΛιαμ Σαίίηηρ, Μακβέθ. μετατροπή ΒοοίΛιι Ρώτα. εκδόοείί Επικαιρότητα (Σ.τ.Μ)

309

GRAHAM MASTERTON

ρουκέτας από την άλλη πλευρά του ινστιτούτου. Την είδαν για μια στιγμή V αστράφτει μες στη βροχή ία έπειτα έσβησε. Ο Ντιν χρονομετρούσε την κάμε-ρα ασφαλείας και άρχισε να μετρά δυνατά, «...τριάντα τρία... τριάντα τέσσε-ρα... τριάντα πέντε... τριάντα έξι... εντάξει, Χάριετ, φύγε'.»

Με την πλάτη καμπουριασμένη και το κλαδί να σέρνεται πίσω της, η Χάριετ άρχισε να διασχίζει βιαστικά το άγριο γρασίδι που χώριζε το δάσος από τον περιμετρικό φράκτη. Η Λίλι κρατούσε την ανάσα της, κι ευχόταν να μη σκοντάψει η Χάριετ. Ο Ντιν συνεχώς μετρούσε, καθώς η κάμερα διέγρα-ψε αργά τη γωνία παρακολούθησης των 180 μοιρών, έφτασε στο τέλος της διαδρομής της κι ευθύς άρχισε να επιστρέφει.

Η Χάριετ είχε φτάσει στον εξωτερικό φράκτη και είχε ήδη κουλουριαστεί δίπλα του, παλεύοντας με το συρματοκόφτη.

«...είκοσι οκτώ... είκοσι εννιά...» Έκοψε ένα σύνδεσμο περίπου εκατόν είκοσι εκατοστά πάνω από το έδα-

φος κι έπειτα άρχισε να κόβει τους συνδέσμους προχωρώντας προς τα κάτω, έναν κάθε φορά. Οι άλλοι άκουγαν τους ήχους απ1 τα κοψίματα να αντηχούν στο δάσος πίσω τους. Το σύρμα πρέπει να είχε μεγάλη διάμετρο, μιας και ήταν αναγκασμένη να παλέψει με κάθε σύνδεσμο.

«...δεκαπέντε.,, δεκαέξι» Η Χάριετ έπεσε μπρούμυτα στο γρασίδι και παρέμεινε απόλυτα ακίνητη.

Δεν διέφερε από ένα πεσμένο κλαδί. Το βλέμμα της κάμερας πέρασε από πάνω της ία έπειτα στράφηκε ξανά απ' την άλλη,

«Διάνα!» είπε ο Κιτ, κι έριξε μια γροθιά στο αέρα. «Τους τη φέραμε!» «...έντεκα... δώδεκα... δεκατρία...» Η Χάριετ άρχισε να παίρνει το κολάι του πώς να κόβει τους συνδέσμους

και τούτη τη φορά κατόρθωσε να φτάσει μέχρι το έδαφος, προτού αναγκαστεί να πέσει μπρούμυτα στο γρασίδι για δεύτερη φορά, εξαιτίας της επιστροφής της κάμερας ασφαλείας.

Έκοψε μερικούς ακόμα συνδέσμους στην κορυφή ία έπειτα λύγισε το συρματόπλεγμα προς τα πίσω, και δημιούργησε μια «είσοδο» που δεν θα ήταν απλά αρκετά μεγάλη ώστε να χωρέσουν οι πέντε τους' αλλά που θα ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να μπορέσουν από μέσα της να βγάλουν έξω τον Κάπτεν Μπλακ - εάν και εφόσον κατόρθωναν να τον απελευθερώσουν.

Η κάμερα επέστρεψε. Εκείνη έπεσε στο έδαφος μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού περιμετρικού φράκτη και έμεινε ακίνητη.

«Ας ελπίσουμε ότι δεν θα παρατηρήσουν την τρύπα στο συρματόπλεγμα», είπε η Λίλι. Από την άλλη πλευρά του ινστιτούτου, όμως, ακούστηκε ο κρότος καινούργιων πυροτεχνημάτων και το ουρλιαχτό των σειρήνων και υπήρχε μεγάλη πιθανότητα ότι κανείς από το προσωπικό ασφαλείας του Σπέλμαν δε θα 'δίνε μεγάλη προσοχή στις κινήσεις ενός πεσμένου κλαδιού από βελανιδιά στη νότια πλευρά της περιμέτρου, όσο αφύσικες ία αν ήταν.

310

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Η Χάριετ έφτασε στον εσωτερικό φράκτη και γονάτισε δίπλα του. «Γάντια!» φώναξε η Λίλι και η Χάριετ στράφηκε και της έδειξε μ' ένα

σύντομο νεύμα ότι είχε ακούσει. Φόρεσε τα μονωτικά της γάντια ία άρχισε να κόβει τους συνδέσμους με τον ίδιο τρόπο που είχε κόψει και 'κείνους του εξωτερικού φράκτη. Με κάθε κόψιμο, η Λίλι έβλεπε να ξεπηδά μια βροχή από μικροσκοπικές λευκές σπίθες, κάτι που έδειχνε ότι ολόκληρος ο φράκτης ήταν ηλεκτροφόρος, όχι μόνο τα σύρματα που τον συγκρατούσαν.

«...τριάντα έξι...τριάντα επτά...» μέτρησε ο Ντινκαι η Χάριετ έπεσε κάτω μια ακόμα φορά.

Είχε αποτελειώσει το κάθετο κόψιμο όταν ξαφνικά ο Χένρι τράβηξε τη Λίλι από το μανίκι. «Για όνομα του Θεού», ψιθύρισε. «Κοίτα!»

Ήταν κάτι που κανένας τους δεν είχε προβλέψει. Απ' την εξωτερική πλευρά του περιμετρικού φράκτη ερχόταν ίΐρος το μέρος τους ένας φύλακας που φορούσε μια σκούρα μπλε αδιάβροχη κάπα και κρατούσε ένα ντόμπερμαν από μια χοντρή αλυσίδα. Βρισκόταν ήδη τόσο κοντά που μπορού-σαν ν' ακούσουν το λαχάνιασμα του σκύλου, το κουδούνισμα της αλυσίδας κατ το τρίξιμο της υγρής κάπας του φρουρού καθώς βάδιζε.

Η Χάριετ μάλλον τον είδε ταυτόχρονα, γιατί σωριάστηκε μπρούμυτα, παρόλο που δεν είχε μετρήσει πέρα από το δεκαεπτά. "Ομως ο σκύλος γαύγι-ζε και τιναζόταν προς τα εμπρός ία ο φύλακας άρχισε να μισοτρέχει προς την τρύπα που είχε ανοιχτεί στο φράκτη. Στριφογύρισε την αλυσίδα του σκύλου δυο φορές γύρω από το αριστερό του χέρι και έχωσε το δεξί του χέρι μες στην κάπα του για να τραβήξει το περίστροφο.

«Έΐ!» φώναξε. «Βγες από κει μέσα με τα χέρια στο κεφάλι! Σε βλέπω και θέλω να βγεις από κει μέθα!»

Η Χάριετ έμεινε στη θέση της, ζαρωμένη κάτω από το κλαδί της. Ο φύλα-κας πλησίασε προσεκτικά την τρύπα του εξωτερικού φράκτη και πέρασε σκυφτός από μέσα της. Ο σκύλος του πάλευε τόσο άγρια με το λουρί του που κόντευε να πνιγεί και η Λίλι άκουγε την πνιχτή ανάσα του, καθώς πάσχιζε να ελευθερωθεί και να χιμήξει στον εισβολέα, όπως τον είχαν εκπαιδεύσει.

Ο φύλακας στάθηκε πάνω από τη Χάριετ KL έστρεψε το περίστροφο του στο κεφάλι της, Η Λίλι τώρα τον έβλεπε καθαρά. Φαινόταν απίστευτα νέος, είχε χλομό χοντρό πρόσωπο και μουστάκι σαν του Μπαρτ Ρέινολντς. Μόλις που κατάφερνε να εμποδίσει το ντόμπερμάν του να χορεύει και να στροβιλί-ζεται στις άκρες των ποδιών του και να προσπαθεί να απελευθερωθεί από το κράτημά του.

«Έλα τώρα, σε βλέπω, δεν είσαι καλά κρυμμένη! Θέλω να σταθείς όρθια και να βλέπω τα χέρια σου, ήσυχα κι όμορφα».

Πέρασαν σχεδόν δέκα δευτερόλεπτα, ενώ η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει ασταμάτητα· και η κάμερα εξακολουθούσε να στριφογυρίζει ήρεμα πάνω στον ψηλό της γκρίζο πάσσαλο* και το ντόμπερμαν λαχάνιαζε, σάλια

311

GRAHAM MASTERTON

έσταζαν απ' το στόμα του και έσκαβε το χώμα με τα νύχια του. Τότε —πολύ αργά— με τα χέρια της να φαίνονται καθαρά, η Χάριετ στάθηκε όρθια και αντιμετώπισε το φρουρό με πρόσωπο ταλαιπωρημένο και λασπωμένο, πάνω στο οποίο ήταν ζωγραφισμένη μια έκφραση περιφρόνησης. Έλυσε το νάιλον σκοινί από τη μέση της και έσπρωξε μακριά το κλαδί που ήταν δεμένο στην πλάτη της. Είπε κάτι στο φρουρό, αλλά η Λίλι δεν μπορούσε να τ' ακούσει.

«Αυτό ήταν», είπε, αγγίζοντας τον Ντιν στον ώμο. «Ας του δίνουμε». «Λε νομίζω», απάντησε ο Ντιν. Ιΐάτι στον τόνο της φωνής του έκανε τη Λίλι να στραφεί προς το μέρος του

και καθώς το έκανε τον είδε να τραβά απ' τη δερμάτινη τσέπη του ένα αυτόματο πιστόλι, ένα νικελωμένο Μπράουνιγκ Χάι-Πάουερ, διαμετρήματος 9 χιλιοστών. Ήξερε τι ήταν επειδή της το είχε ξαναδείξει δύο φορές —την πρώτη, όταν του είχε ανακοινώσει ότι η σχέση τους είχε λήξει και 'κείνος είχε απειλήσει ότι θα σκότωνε και τους δύο τους. Τη δεύτερη όταν επρόκειτο να εισβάλλουν στην Εταιρεία Λουκάνικων Σουίλερ και γνώριζαν ότι θα αντιμετώ-πιζαν αυστηρά μέτρα ασφαλείας. Και στις δύο περιπτώσεις τού είχε πει να το κρύψει. Τα όπλα δεν είχαν καμία σχέση με τον έρωτα ή με την απουσία του· ούτε με τη σωτηρία της ζωής των αθώων ζωντανών.

«Ντιν! Όχι!» του είπε κοφτά. Όμως εκείνος σήκωσε το πιστόλι και με τα δυο του χέρια, σημάδεψε με

απόλυτη αποφασιστικότητα το φρουρό και δίχως ούτε να τον προειδοποιήσει ούτε να αμφιταλαντευτεί, πίεσε τη σκανδάλη και πυροβόλησε.

Ακούστηκε ένας ελαφρύς κρότος, λες KL είχε σπάσει κάποιο κλαδί και ξεπρόβαλλε ένα συννεφάκι καπνού. Ο φρουρός σωριάστηκε με δύναμη στο χώμα.

Αμέσως το Ντόμπερμαν όρμησε μπρος μ' ένα δυνατό γαύγισμα και τράβη-ξε την αλυσίδα από το χέρι του φρουρού. Το σκυλί χιμηξε γαυγίζοντας στη Χάριετ σαν μια καφέ μουντζούρα κι άρχισε να της ξεσκίζει τα μπράτσα. Η Χάριετ ούρλιαζε και προσπαθούσε να διώξει το ντόμπερμαν κτυπώντας το, όμως εκείνο είχε αποτρελαθεΐ από τον τρόμο και τη μανία του και της ορμού-σε μ' έναν τρόπο που η Λίλι δεν είχε δει ποτέ πριν σκυλί να ορμά.

«Ντιν!» ούρλιαξε. «Ρίχ' του!» Αρχισε να τρέχει προς τον περιμετρικό φράκτη. Λε νοιαζόταν πια για την

κάμερα. Ο Ντιν κοντοστάθηκε κι έπειτα άρχισε να τρέχει ξωπίσω της. «Ρίχ'του, Νπν!» τσίριξε, σχεδόν υστερικά. Έβλεπε αίμα να τινάζεται στον

αέρα- έβλεπε το χέρι της Χάριετ να ανεμίζει ξέφρενα. Ο Ντιν την προσπέρασε με το πιστόλι υψωμένο. Είχαν, όμως, αργήσει και

οι δύο. Η Χάριετ προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της, με το πρόσωπο ματω-μένο και τη μπλούζα της κουρελιασμένη ενώ το ντόμπερμαν στριφογύριζε και πηδούσε πάνω της με όλη τη δύναμη και ευλυγισία που διαθέτει ένα εκπαι-δευμένο σκυλί-δολοφόνος.

312

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Τούτη τη φορά η Χάριετ δεν ούρλιαξε- όμως η ορμή του σκύλου την έκανε να χάσει την ισορροπία της και να πέσει πίσω, πάνω στον ηλεκτροφόρο φρά-κτη. Ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος και η Χάριετ τίναξε προς τα πάνω τα χέρια της ία άρχισε να χορεύει ένα ανώμαλο, σπασμωδικό χορό. Από τους ώμους της κατρακυλούσαν σπίθες σαν το μανδύα μιας νεράιδας. Τα μαλλιά της έπιασαν φωτιά χαρίζοντάς της και τη νεραϊδένια κορώνα. Άνοιξε το στόμα της νια να ουρλιάξει, αλλά οι μύες της ήταν μπλοκαρισμένοι σε έναν ηλεκτρόπληκτο σπασμό και το μόνο που βγήκε από μέσα ήταν μια φλόγα που τρεμόπαιξε και μια λωρίδα καπνού.

Το ντόμπερμαν της χίμηξε ξανά και χτύπησε στο φράκτη με όλη του τη δύναμη. Ακολούθησε μια καινούργια έκρηξη από σπίθες και το σκυλί τινάχτη-κε με τα πόδια πάνω και σωριάστηκε πέφτοντας στην πλάτη του πάνω από έξι μέτρα μακριά, όπου απέμεινε με τα πόδια άκαμπτα, τρέμοντας, με τη γούνα καψαλισμένη ενώ από το στόμα, τα αυτιά και τον πρωκτό του έβγαινε καπνός.

Πήγαν μέχρι την Χάριετ, όμως εκείνη ήταν σίγουρα νεκρή. Το πρόσωπο της είχε μαυρίσει. Το κορμί της έκαιγε τόσο, που ούτε καν μπορούσαν να την αγγίξουν. Η Λίλι σηκώθηκε όρθια και στα μάγουλα της έτρεχαν ελεύθερα τα δάκρυα.

«Γιατί κουβάλησες το γαμημένο τ' όπλο;» είπε εξοργισμένη στον Ντιν. «Θεέ μου, είσαι ένας επιθετικός, μικρόμυαλος ηλίθιος!»

«Μη μου φωνάζεις, Λίλι! Είχαμε ανάγκη από προστασία!» «Προστασία; Προστασία από τι; Έπρεπε να φέρεις το γαμημένο τ' όπλο,

ρε μαλάκα! Έχεις ιδέα πόσο βλάκες δείχνουν οι άντρες όταν κουβαλάνε όπλα; Ο μόνος λόγος που κουβαλάνε όπλα είναι επειδή θα ήταν παράνομο να κυκλοφορούν με τα μαγαζιά τους ανοιχτά, και τέλος πάντων, ο κόσμος θα τους έπαιρνε στο ψιλό».

«Για τ' όνομα του Θεού, Λίλι, ο τύπος τη σημάδευε με πιστόλι!» «Επειδή ήταν μαλάκας, όπως εσύ κι επειδή είμαστ' όλοι μαλάκες, που επι-

τρέπουμε σε κάποιους να κυκλοφορούν με όπλα. Εσύ, όμως, είσαι ο μεγαλύ-τερος μαλάκας απ' όλους, επειδή το χρησιμοποίησες και τον σκότωσες και σκότωσες μαζί και την Χάριετ!»

Ο Ντιν βάδιζε τριγύρω σε κύκλους, ντροπιασμένος, οργισμένος. «Εντάξει, εντάξει. Τα κανα θάλασσα».

Η Λίλι τον έπιασε από το σακάκι και απότομα τίναξε πίσω το χέρι της και τον χαστούκισε τόσο δυνατά στο πρόσωπο, που εκείνος έμπηξε μια φωνή. Εκείνη σταμάτησε κι έπειτα τον χαστούκισε ξανά και ξανά.

«Λεν τα κάνες θάλασσα, επειδή δε θα σ' αφήσω να τα κάνεις θάλασοα!» του φώναξε. «Μήπως εκείνο το φουντουκάκι που αποκαλείς μυαλό κατόρθωσε να συγκρατήσει κάπου ό,τι είπα; Θα βεβαιωθώ ότι η Χάριετ δεν πέθανε τζάμπα! Θα πάμε σε 'κείνο το χοιροστάσιο και θα βγάλουμε έξω τον Κάπτεν Μπλακ και συ θα μας βοηθήσεις να το κάνουμε!»

313

GRAHAM MASTERTON

Ο Ντιν σήκωαε και τα δυο χέρια σε ένδειξη υποταγής. Το αριστερό του μάγουλο έκαιγε απ' τα χαστούκια.

Η Λίλι είπε: «Δεν έχουμε καθόλου χρόνο. Οι φρουροί θα μας έχουν ήδη δει. Ας το κάνουμε, ό,τι ία αν έχει γίνει».

Ακολούθησε μια στιγμή κατά την οποία νόμισε ότι ο Ντιν θα της γύριζε την πλάτη και θα έφευγε. Οταν, όμως, εκείνος την κοίταξε κατάματα, κατάλαβε από τον τρόπο που συσπώνταν τα μάτια του, ότι δεν θα μπορούσε να το κάνει. Παρόλο που ποτέ ma δεν την έβλεπε γυμνή, παρόλο που δεν μπορούσε ma να την πάρει στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει, δεν ήταν ακόμα έτοιμος να φύγει. Θα ερχόταν κάποια μέρα που δε θα τη σκεφτόταν καθόλου, ούτε μια φορά, αλλά εκείνη η μέρα δεν είχε φτάσει ακόμα,

«Χένρι, Κπ», είπε εκείνος. «Ας το κάνουμε». Σήκωσε τα μονωμένα γάντια που είχαν πέσει από τη Χάριετ και έκοψε

γρήγορα τους τελευταίους συνδέσμους του ηλεκτροφόρου φράκτη. Μια βροχή από σπίθες έπεσε στο γρασίδι. Εσκυψε μες απ' το άνοιγμα και είπε: «Ελάτε. Εσύ το είπες. Πρέπει να βιαστούμε».

«Το όπλο, Ντιν», είπε η Λίλι. Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Θα το κρατήσω. Σκότωσα κάποιον,

χρειάζομαι προστασία». Για μια στιγμή π Λίλι παρολίγο να μην ακολουθήσει. Παρά το θάνατο, όμως,

της Χάριετ —ή μάλλον εξαιτίας του— ένιωθε επικίνδυνη, πλημμυρισμένη από ενθουσιασμό και αδρεναλίνη. Ίσως ήθελε ν' αποδείξει κι εκείνη κάτι στον Μπράιαν. Του ανήκε, σίγουρα. Δεντην πείραζε. Απολάμβανε να ανήκει σεξου-λικά σε κάποιον. Θα μπορούσε να οφείλεται στην ασυνήθιστη ανατροφή της· θα μπορούσε να οφείλεται στον τρόπο που ήταν φτιαγμένη, όμως η σκέψη όΐΐ θα έπρεπε ν' ανοίξει τα πόδια της όποτε το επιθυμούσε εκείνος ήταν τρομακτι-κά ερεθιστική. Διέθετε, όμως, ανεξάρτητη σκέψη και δική της δύναμη και τίπο-τα στον κόσμο δε θα μπορούσε να την εμποδίσει να εκφραστεί.

«Εντάξει», είπε με τρεμάμενη φωνή. «Κράτα τ' αναθεματισμένο σου όπλο. Αλλά κράτα και την τελευταία αναθεματισμένη σφαίρα για σένα1 μιας ία αυτή σου αξίζει».

Από κάπου κοντά, έφτανε στ' αυτιά τους ο παραπονιάρικος, επαναλαμβανόμενος ήχος ενός συναγερμού. Άκουσαν φωνές και οχήματα που μάρσαραν. Οι τέσσερις τους κατηφόρισαν τρέχοντας μαζί όσο mo γρήγο-ρα μπορούσαν την πλαγιά με το καλοκουρεμενο γρασίδι που οδηγούσε προς το κτίριο με τα χοιροστάσια, ενώ οι σόλες των αθλητικών παπουτσιών τους έτριζαν πάνω στο υγρό γρασίδι.

Είχαν σχεδόν φτάσει στο κτίριο όταν η Λίλι μύρισε το γλυκό, ευδιάκριτο άρωμα· εκείνο το άρωμα που πάντα την ερέθιζε, ό,τι ία αν συνέβαινε. Ο Ντιν προσπαθούσε να πάρει ανάσα.

«Υπεροξυγονώθηκα», είπε και σκούπισε το μέτωπο του με τη ράχη του

314

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

χεριού του. «Δεν έχουμε χρόνο», είπε λαχανιαστά η Λίλι. Άκουσαν ένα μεγάφωνο να βροντοφωνάζει και ν' αντηχεί στα κεντρικά

κτίρια. Ήταν αδύνατο να καταλάβουν τι ακριβώς έλεγε, δεν ήταν, όμως, δύσκολο να καταλάβουν το νόημα. Η νότια περίμετρος είχε εκτεθεί σε κίνδυ-νο. Ένας φρουρός είχε βρεθεί νεκρός. Μια γνωστή ακτιβίστρια για τα δικαι-ώματα των ζώων είχε βρεθεί νεκρή από ηλεκτροπληξία. Στο χώρο του Ινστιτούτου βρίσκονταν εισβολείς.

Διέσχισαν τρέχοντας το γεμάτο λιμνούλες τσιμεντένιο μονοπάτι που οδη-γούσε στην κεντρική πόρτα του κτιρίου των χοιροστασίων. Ο Ντιν ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο σαν τον Ράμπο ία έπειτα έσπρωξε την πόρτα με το χέρι του.

«Ε, λοιπόν, δεν θα το πιστέψεις», είπε έκπληκτος, «δεν είναι καν κλειδω-μένη».

Όλο το πρωί ο Κάπτεν Μπλακ είχε παραμείνει στη σκοτεινότερη γωνιά του μαντριού του, αλλά ο Γκαρθ δεν έπαυε να ελπίζει.

«Κρατάει μούτρα, αυτό είν' όλο. Φέρεται σαν παιδί τριών ετών που δεν του δίνουν σοκολάτα».

Ο Νέιθαν έριξε μια κάπως έκπληκτη ματιά στον Γκαρθ. Λεν μπορούσε να καταλάβει πώς μπορούσε να φαίνεται τόσο ανεξίκακος, έπειτα απ' ό,τι είχε κάνει ο Κάπτεν Μπλακ στο Ραούλ Λακουτίρ και στον ίδιο. Ίσως, όμως, αυτό να μην είχε καμία σχέση με την συγχώρεση. Δεν περιμένεις να σου ζητήσει συγ-γνώμη ο Θεός που σου πήρε τη γυναίκα και το γιο δίχως προειδοποίηση. Ίσως να μην περιμένεις κι απ' τα πλάσματα του Θεού να ζητήσουν συγγνώμη, όταν σκοτώνουν τους φίλους σου και σου τσακίζουν τα πλευρά.

«Ίσως θα πρεπε να δοκιμάσουμε να του πούμε μερικά ονόματα», πρότεινε η Τζένι. «Αν αντέδρασε στο Έμιλι, ίσως αντιδράσει και σ' άλλα.

«Θα 'ταν καλή αρχή», συμφώνησε ο Γκαρθ. «Ας ανοίξουμε τη μικροφωντ-κή».

Οι ηλεκτρολόγοι του Ινστιτούτου είχαν εγκαταστήσει ένα απλό σύστημα μικροφώνου-μεγαφώνου, δύο κατευθύνσεων, ώστε να μπορεί ο Γκαρθ να μιλήσει στον Κάπτεν Μπλακ, χωρίς να εκτίθεται σε κίνδυνο. Η βιτρίνα από πλαστικό τζάμι στο μαντρί είχε καθαριστεί από τα ξεραμένα σάλια ενώ είχαν τριφτεί και τα γδαρσίματα, έτσι ώστε τώρα να βλέπουν ολοκάθαρα σε κάθε γωνιά του.

«Έχει κάνει κάτι μη γουροιινίσιο·,» είπε ο Νέιθαν. «Εννοώ, οτιδήποτε θα έκανε ένα αγόρι ία όχι ένα γουρούνι;»

«Η δομή του ύπνου του έχει μεταβληθεί», είπε η Τζένι. «Δείχνει να έχει ανάγκη από περισσότερο ύπνο, πολύ πιο συχνά. Είναι πολύ νωρίς για να πούμε

,315

GRAHAM MASTERTON

αν αυτό έχει κάποια σημασία. Εξακολουθεί να παίρνει αντιβιοτικό κι αργεί ν' αναρρώσει απ' όλα τα αναισθητικά που του χορηγήσαμε».

«Τίποτ' άλλο;» «Ναι... ασυνήθιστα έντονη δραστηριότητα των δακρυγόνων αδένων». Ο Ντέιβιντ κοιτούσε τον Κάπτεν Μπλακ απόλυτα μαγεμένος. «Τι σημαίνει

αυτό;» ζήτησε να μάθει. «Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κλαίει πολύ». Ο Ντέιβιντ έγνεψε. «Και 'γω νομίζω ότι θα 'κλαιγα, αν ήμουν τριών ετών

και ανακάλυπτα πως βρίσκομαι μέσα σ' ένα τεράστιο γουρούνι». Ο Γκαρθ χτύπησε το μικρόφωνο με την άκρη του δαχτύλου του και εκείνο

έβγαλε έναν οξύ, ξερό κρότο. Ο Κάπτεν Μπλακ γρύλισε και στράφηκε και ο Νέιθαν είδε τα μάτια του να σπινθηρίζουν μέσα από τις αλλόκοτες σκιές του προσώπου του, «Δοκιμή, δοκιμή» είπε ο Γκαρθ. «Α όπως Άνταμ, Άλαν, Αρθουρ και Αμπιγκε'ίλ. Β όπως Βον, Βάνα, Βήα».

Ο Κάπτεν Μπλακ βάδιζε τριγύρω σε κύκλο, σαν να θεωρούσε απίστευτα εκνευριστικό τον ήχο της ενισχυμένης φωνής του Γκαρθ, Κούνησε το κεφάλι σαν βρεγμένος σκύλος ία άφησε ένα βαθύ, ανατριχιαστικό γρύλισμα,

«Δε φαίνεται να ενδιαφέρεται τόσο για το μεγάφωνο, ε;» παρατήρησε η Τζένι.

«Αν έχει παιδικό μυαλό, ίσως θέλει να ακούσει και παιδική φωνή», πρότεινε ο Ντέιβιντ,

Στο πρόσωπο του Γκαρθ ζωγραφίστηκε μια έκφραση εκτίμησης ία ο Νέιθαν υποπτεύθηκε ότι απ' την αρχή περίμενε ν' ακούσει τον Ντέιβιντ να λέει κάτι τέτοιο.

«Εντάξει», είπε ο Γκαρθ, «ας δοκιμάσουμε. Πες ό,τι όνομα σου 'ρθει στο μυαλό —όμως μην πεις ακόμα Έμιλι».

Ο Γκαρθ αποτραβήχτηκε απ' το μικρόφωνο με το πόδι άκαμπτο και κάθη-σε στην αναπηρική πολυθρόνα που είχε πάνω τυπωμένες της λέξε ις Ιδιοκτησία του ΙΓΣ. Ο αστράγαλος του ήταν τοποθετημένος σε γύψο, αλλά ήταν ακόμα πολύ ευαίσθητος ία αρκούσε η πιο μικρή πίεση πάνω του για να νιώσει λες και ο Κάπτεν Μπλακ εξακολουθούσε να στέκεται πάνω του μ' όλο το βάρος, αρνούμενος να κουνηθεί.

Ο Νέιθαν άπλωσε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους του Ντέιβιντ και είπε: «Έλα, λοιπόν, ας δοκιμάσουμε».

Ο Ντέιβιντ έσκυψε προς το μικρόφωνο και είπε νευρικά: «Κάπτεν Μπλακ; Μ' ακούς, Κάπτεν Μπλακ; Εγώ είμαι, ο Ντέιβιντ. Ξανασυναντηθήκαμε. θυμά-σαι; Σου χάιδεψα τ' αυτιά. Αυτό συνέβη προτού κάνεις την εγχείρηση».

Ο Κάπτεν Μπλακ γρύλισε, αλλά δεν έδειξε άλλο σημάδι ότι αναγνώριζε τη φωνή του Ντέιβιντ.

«Κάπτεν Μπλακ, θα σου πω μερικά ονόματα, εντάξει; Εσύ πρέπει να κου-νήσεις πάνω-κάτω το κεφάλι σου αν θυμάσαι κάποιο απ' αυτά ή να το κουνή-

316

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

σεις δεξιά-αριστερά αν δεν τα θυμάσαι. Να, λοιπόν, το πρώτο όνομα: Αδάμ, όπως λέμε Αδάμ και Εύα. Αδάμ. Το θυμάσαι αυτό το όνομα ή όχι;»

Ακολούθησε ένα μεγάλο διάστημα σιωπής. Ο Κάπτεν Μπλακ παρέμεινε ακίνητος, τεράστιος, ακαθόριστος και μαύρος, όμως ούτε μια φορά δεν τρά-βηξε το βλέμμα του από τον Ντέιβιντ.

«Εντάξει, λοιπόν, δε θυμάσαι το όνομα Αδάμ. Τι λες τότε για το Βίκι, θυμά-σαι τ1 όνομα Βίια;»

Και πάλι καμία απόκριση. Η Τζένι είπε: «Δεν νομίζω ότι προχωράμε πολύ, εσείς τι λέτε; Ίσως πρέπει να προσπεράσουμε το στάδιο της γλωσσικής ανα-γνώρισης και να περάσουμε κατευθείαν στη σάρωση του εγκεφάλου»,

«Όχι, όχι είναι εντυπωσιακό», είπε ο Γκαρθ. «Θέλω να διαπιστώσω αν μπορώ να προκαλέσω μια σειρά από αντιδράσεις που να μπορούν να ερμηνευ-τούν θετικά ως αντιδράσεις του Τζορτζ. Ή, τουλάχιστον, ως αντιδράσεις ανθρώπου. Ή, στην έσχατη περίπτωση, ως μη φυσιολογικές αντιδράσεις γου-ρουνιού».

«Τι λες για τ' όνομα Γκάμπριελ;» ρώτησε ο Ντέιβιντ, «Γκαρθ, Γκρεγκ; Γκάι; Γκας;»

Ο Κάπτεν Μπλακ δεν κουνούσε το κεφάλι του προς καμία κατεύθυνση, έδειχνε, όμως, κάποια σημάδια απόκρισης. Αρχισε να βγάζει ένα βαθύ μουγκρητό, έναν παλλόμενο βρυχηθμό που συνεχιζόταν και ολοένα δυνάμω-νε, σαν σεισμός που πλησιάζει.

«Δανιήλ; Δάφνη; Δαυίδ;» Ο Κάπτεν Μπλακ άρχισε να κινείται σιγά προς το παράθυρο από πλαστικό

τζάμι. Τα αφτιά του ήταν υψωμένα με επιθετικό τρόπο και η γούνα του ήταν ορθωμένη. Ο Ντέιβιντ έκανε ένα βήμα πίσω, όμως ο Νέιθαν τον έπιασε απ' τους ώμους για να τον ενθαρρύνει και είπε: «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Δεν μπο-ρεί να βγει από 'κει. Με κανέναν τρόπο».

«Είναι υπέροχος», είπε ο Ντέιβιντ. «Κοίτα τον, είναι τεράστιος». «Φαίνεται να περιμένει κάτι», είπε ο Γκαρθ. «Τροφή, ίσως; Μεζεδάκια;» πρότεινε ο Νέιθαν. «Μόλις έφαγε», είπε η Τζένι, «Τρώει πολύ, αλλά μόνο όσο χρειάζεται ία

έπειτα σταματά. Τα γουρούνια δεν παρακαλάνε για τ' αποφάγια, όπως οι σκύ-λοι».

«Τότε, τι;» ρώτησε ο Νέιθαν. «Σαφώς περιμένει κάτι. Κοίτα τον». Ο Γκαρθ σηκώθηκε με κόπο απ' την αναπηρική καρέκλα και στάθηκε

κοντά στο πλαστικό τζάμι, όμως ο Κάπτεν Μπλακ τον αγνόησε. Είχε καρφωμέ-νο το βλέμμα στον Ντέιβιντ.

«Περιμένει να κάνει κάτι ο Ντέιβιντ», είπε ο Νέιθαν. «Ναι, τι όμως;» «Ο Τζορτζ Πίρσον είχε ζήσει», είπε ο Γκαρθ. «Θα 'χε προλάβει να μάθει

το αλφάβητο;»

,317

GRAHAM MASTERTON

0 Νέιθαν κούνησε αρνιιτικά ίο κεφάλι. «Ίσως έμαθε από την Σέσαμι Στριτχα πρώτα τέσσερα ή πέντε γράμματα, τίποτα παραπάνω, όμως. Συνήθως τα παιδάκια δεν καταφέρνουν να μάθουν ολόκληρο το αλφάβητο μέχρι να γίνουν πέντε ετών».

«Δεν είν' ανάγκη να γνωρίζει ολόκληρο το αλφάβητο», είπε ο Γκαρθ. «Αρκεί να γνωρίζει ότι το Ε ακολουθεί μετά το Δ».

«Δεν σε πιάνω». «Νομίζω ότι περιμένει τον Ντέιβιντ να πει Έμιλι». Ο μικρός τον κοίταξε φευγαλέα. «Να το πω;» «Δοκίμασε μερικά ονόματα που να αρχίζουν από Ε και έπειτα πες το». «Εντάξει. Εντι. Εντουίνα. "Ελι, Έρικα». Τ' αφτιά του Κάπτεν Μπλακ εξακολουθούσαν να 'ναι τεντωμένα, το ρύγ-

χος του ελαφρά ορθωμένο, τα δόντια του μισοφανερωμένα. Δεν είχε κινηθεί ούτε πόντο, αλλά η ένταση μέσα του ήταν σχεδόν χειροπιαστή. Τόνοι απο μύες και οστά, σφιγμένα σαν ένα σφιχτά κουρδισμένο ξυπνητήρι - όλα περί-μεναν την αντίδραση των εγκεφαλικών κυττάρων ενός παιδιού σ' ένα και μόνο όνομα.

«Χριστέ μου, είναι φοβερό», είπε ο Γκαρθ. «Έντγκαρ», είπε ο Ντέιβιντ. «Έστερ, Έγκμπερτ». «Τώρα», είπε ο Γκαρθ ία ο Νέιθαν έσφιξε τον ώμο του Ντέιβιντ λίγο

σφιχτότερα. "Έμιλι». Ο Κάπτεν Μπλακ ξέσπασε. Ρίχτηκε στην οθόνη από πλαστπίό τζάμι και

συγκρούστηκε πάνω της, χτυπώντας με τόση δύναμη που ένα κομμάτι αλουμι-νένιου πλαισίου μήκους εκατόν ογδόντα εκατοστών ξεκόλλησε απ' το πλάι και έπεσε με κρότο στο τσιμεντένιο πάτωμα. Εκείνος έκανε πίσω ία έπεπα όρμησε ξανά και κατόρθωσε να ραγίσει τον τοίχο του μαντριού του.

«Πάλι εξαγριώθηκε!» κραύγασε η Τζέν:. «Θα πρέπει να του κάνω κι άλλη ένεση!»

Σήκωσε το μεταλλικό κτηνιατρικό της βαλιτσάκι, το τοποθέτησε σε μια καρέκλα και τ' άνοιξε.

Ο Νέιθαν απομάκρυνε απαλά τον Ντέιβιντ απ το μαντρί του Κάπτεν Μπλακ. Το γουρούνι επιτέθηκε τρίτη φορά κι έπειτα σταμάτησε. Στο τζάμι υπήρχε αίμα- ο Νέιθαν υποψιάστηκε ότι μάλλον είχαν φύγει μερικά ράμματα απ' το κεφάλι του.

Ο Γκαρθ είπε θριαμβευτικά: «Γνωρίζει το όνομα της αδερφής του. Είμαι σίγουρος. Γνωρίζει το όνομα της αδερφής του».

«Και τι 0α κάνεις τώρα;» «Σίγουρα θα κανονίσω να συναντηθούν». Ο Κάπτεν Μπλακ συγκρούστηκε ξανά με το παράθυρο και το ράντισε με

αίμα και παχιά κορδόνια σάλιου. «Τα 'χεις παίξει», είπε ο Νέιθαν.

318

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Δε νομίζω», είπε μειδιώντας ο Γκαρθ. «Νομίζω ότι μόλις ξεκινήσαμε κάτι υπέροχο. Εννοώ ότι μιλήσαμε για τα ιατρικά και τα ψυχοθεραπευτικά οφέλη — δες, όμως, το τελικό συμπέρασμα του όλου πράγματος. Αν κάποιος αγαπη-μένος σου πεθάνει, θα μπορείς να μεταμοσχεύσεις την προσωπικότητά του στο οικογενειακό κατοικίδιο ζώο, το σκύλο ή τη γάτα σου. Δεν είναι ανάγκη να τους χάσεις, όχι τελείως».

«Μιλάς σοβαρά;» τον ρώτησε ο Νέιθαν. «Δεν ξέρω. Ίσως όχι τελείως. Έχουν, όμως, συμβεί και πιο παράξενα

πράγματα». Ο Κάπτεν Μπλακ βρόντηξε πάλι πάνω στο παράθυρο. Ο Γκαρθ είπε

απότομα: «Είν' έτοιμο το αναισθητικό, Τζένι;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά, έκλεισε το βαλιτσάκι της και προχώρησε

μπροστά με ένα γεμάτο όπλο αναισθητικών βελών, «Ας ανοίξουμε γρήγορα την πόρτα, να του ρίξουμε μια ένεση στο στήθος».

Ο Γκαρθ προχώρησε με την πολυθρόνα του όσο mo κοντά μπορούσε στην πόρτα και πληκτρολόγησε το συνδυασμό. Η Τζένι έστρεψε το πόμολο και ήταν έτοιμη ν' ανοίξει το μαντρί, όταν μια ψιλή, απότομη φωνή πρόσταξε: «Ακίνητοι! Μην κουνηθείτε!»

Στράφηκαν πίσω σαστισμένοι. Μια ψηλή ξανθιά κοπέλα που φορούσε τζην και μπότες βάδιζε βιαστικά προς το μέρος τους κατά μήκος του χοιρο-στασίου, μαζί με δύο κουρελιάρηδες νεαρούς ία έναν άλλον άντρα, ψηλότερο και πιο μελαχροινό, που φορούσε ένα δερμάτινο σακάκι. Ο μελαχροινός άντρας με το δερμάτινο σακάκι τούς σημάδευε μ' ένα πιστόλι.

«Τι στο διάολο σημαίνει αυτό;» απαίτησε να μάθει ο Γκαρθ. «Ποιοι είστε; Τι στο διάολο γυρεύετε; Εδώ είναι απαγορευμένος χώρος!»

Ο Νέιθαν αναγνώρισε αμέσως την κοπέλα —και καθώς εκείνη κινήθηκε προς τα εμπρός ία έφτασε κάτω από τον πλησιέστερο κύκλο που σχημάτιζε η λάμπα φθορισμού, ο Γκαρθ την αναγνώρισε ία εκείνος. Την τελευταία φορά που την είχε δει, ήταν κάτω από το καυτό φως των προβολέων ενός τηλεοπτι-κού στούντιο που ξέραινε τα μάπα, εκεί όπου εκείνη τον είχε αποκαλέσει κατάμουτρα χασάπη και σαδιστή.

«Βρε, βρε», είπε. «Να που ξανασυναντιόμαστε. Τιμή μου. Να γιατί είχαμε όλες εκείνες τις σειρήνες και τα πυροτεχνήματα».

«Ως ένα σημείο», είπε η Λίλι. Φαινόταν αναψοκοκκινισμένη και ξαναμμέ-νη, με πρόσωπο αγριεμένο από την υπερένταση. «Ο κύριος, όμως, λόγος που βρισκόμαστε εδώ είναι εκείνος».

Έδειξε τον Κάπτεν Μπλακ. Ο Γκαρθ στράφηκε και τον κοίταξε ία εκείνος ία έπειτα στράφηκε πάλι πίσω. «Δεν είμαι βέβαιος ότι σας καταλαβαίνω».

«Είναι απλούστατο», είπε η Λίλι. «Ήρθαμε για να τον ελευθερώσουμε. Ήρθαμε για να του ξαναδώσουμε την αξιοπρέπειά του και το δικαίωμά του να ζήσει, δίχως να τον χρησιμοποιούν ως ζωντανό πείραμα. Ήρθαμε για να τον

,319

GRAHAM MASTERTON

αφήσουμε ελεύθερο». Ο Γκαρθ κοίταξε το Νέιθαν, έπειτα την Τζένι και τέλος πάλι τη Λίλι. Είχε

μείνει μ' ανοικτό το στόμα. «Ήρθατε να τον αφήσετε ελεύθερο1, Ελπίζω να μη σοβαρολογείτε».

«Λεν έχω διάθεση γι' αστεία, δόκτωρ Μάθιους. Μια από τις υποστηρίκ-τριές μας μόλις σκοτώθηκε στην προσπάθειά της να μπει εδώ».

«Πολλοί περισσότεροι θα πάθουν κακό αν αφήσετε τούτο το γουρούνι να βγει απ' το μαντρί του. Λείτε από μόνη σας, δεσποινίς Μόναρκ. Έχω ραγισμέ-να πλευρά, σπασμένο αστράγαλο, σχισμένο μυ, μελανιές, γδαρσίματαια έναν κολασμένο πονοκέφαλο. Μου τα 'κανε ο Κάπτεν Μπλακ μέσα σε λίγα λεπτά* ία ήμουν απ' τους τυχερούς».

«Ανοίξτε το μαντρί», επέμεινε η Λίλι. «Ήρθαμε για να τον αφήσουμε ελεύ-θερο».

«Δεσποινίς Μόναρκ, ο Κάπτεν Μπλακ είναι ένα πολύ επικίνδυνο θηρίο. Λε γίνεται να τον αφήσετε ελεύθερο».

«Ανοίξτε το μαντρί», είπε η Λίλι. Τούτη τη φορά ο Ντιν προχώρησε μπρο-στά, κρατώντας το πιστόλι και με τα δύο χέρια, με τον κόκορα σηκωμένο. Δίχως να πει κουβέντα σημάδεψε το κεφάλι του Γκαρθ.

«Γκαρθ», είπε ο Νέιθαν, «καλύτερα ν' ανοίξουμε το μαντρί». «Θα μας σκοτώσει», απάντησε ο Γκαρθ, κοιτώντας τη Λίλι στα μάτια.

«Ορίστε, τον βλέπετε, είναι ήδη ερεθισμένος». Η Λίλι έσκυψε μπροστά, έτσι ώστε ο Γκαρθ ήταν σε θέση να μυρίσει το

άρωμά της (Ρεντ, του Τζόρτζιο, αναμεμιγμένο με λάσπη, βροχή και ιδρώτα φόβου). Ανέδιδε, επίσης, και μια άλλη οσμή, μια αρσενική οσμή, λες ία είχε πρόσφατα κάνει έρωτα.

«Άνοιξε το γαμημένο μαντρί», ψιθύρισε. Ο Γκαρθ στράφηκε προς τη Τζένι και είπε: «Άνοιξε το μαντρί, Τζένι.

Έπειτα κάνε πίσω και μη σου περάσει καν απ' το μυαλό να κινηθείς. Νέιθαν — εσύ κι ο Ντέιβιντ κάντε το ίδιο. Κολλήστετις πλάτες σας στον τοίχο και μην κουνήσετε ούτε βλέφαρο».

Ο Νπν κινήθηκε αγέρωχα προς την Τζένι και κράτησε το πιστόλι του μόλις δυόμισι πόντους απ' το κεφάλι της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και ξερακατάπιε. Έπειτα κατέβασε το μοχλό και έσπρωξε την πόρτα προς τα πίσω. Μαζί με το ρεύμα του αέρα, από μέσα ξεχύθηκε η δυσοσμία από υγρό φαΐ χοίρου και ξινι-σμένα ούρα, τόσο έντονη που ο Νέιθαν ένιωσε τα μάτια του να πλημμυρίζουν δάκρυα,

Η Τζένι οπισθοχώρησε πίσω απ' την πόρτα. Ο Γκαρθ στήριξε την αναπηρι-κή του πολυθρόνα ία έπειτα σηκώθηκε με κόπο και άρχισε να βαδίζει κουτσαί-νοντας και στηριγμένος πάνω στο μπαστούνι του, ώσπου έφτασε εκεί που στέ-κονταν ο Νέιθαν κι ο Ντέιβιντ. «Είναι τρελή», είπε σιγά. «Αν αφήσει το γουρού-νι να βγει έξω, ένας Θεός ξέρει τι θα συμβεί».

320

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ο Κάπτεν Μπλακ βρυχήθηκε, γρύλισε και συγκρούστηκε άλλη μια φορά με το τζάμι. 'Αλλο ένα κομμάτι από αλουμίνιο έπεσε στο πάτωμα μ' έναν καμπανιστό ήχο.

«Τι σας είπα;» προκάλεσε ο Γκαρθ τη Λίλι. «Είναι έξω φρενών. Λε γίνεται να τον ελευθερώσετε, θα σκοτωθεί KCU θα σκοτώσει ία όποιον βρεθεί στο δρόμο του».

Όμως η Λίλι στράφηκε και με τα καταγάλανα μάτια της του έριξε ένα βλέμμα που τον έκανε να σωπάσει αμέσως. «Τι νομίζετε πως είμ' εγώ, δόκτωρ Μάθιους; Τι στο διάολο νομίζετε ότι κάνω εδώ;»

Πλησίασε στην ανοικτή πόρτα του μαντριού και για μια στιγμή στάθηκε παίρνοντας μια πόζα, που ήταν σχεδόν σαν να είχε βγει από μπαλέτο, σαν ένας από τους κύκνους στη Λίμνη των Κύκνων. Ο Κάπτεν Μπλακ χτυπιόταν μανιασμένα εδώ ια εκεί στο μαντρί του, έπεφτε με δύναμη στους τοίχους, βρυχώτανκαι ούρλιαζε. Βρισκόταν σε τέτοιο παροξυσμό που δεν είχε ακόμα αντιληφθεί ότι η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη και ότι ήταν ελεύθερος να φύγει,

Η Λίλι έβγαλε μια οξεία κραυγή. Ήταν τόσο οξεία που αρχικά ο Νέιθαν νόμισε ότι την είχε φανταστεί, Ωστόσο σταδιακά ο τόνος της χαμήλωσε και μεταβλήθηκε σε τρίλια — σε μια απόκοσμη κραυγή ζώου που έκανε το τριχωτό του κεφαλιού του Νέιθαν να ζαρώοει και έκανε τα μαλλιά του να ορθωθούν από την ανατριχίλα.

«Τι στο διάολο κάνει;» ψιθύρισε στον Γκαρθ. «Τον καλεί, σωστά;» «Λεν είναι συνηθισμένο κάλεσμα γουρουνιού», είπε με δέος ο Γκαρθ. «Τι είναι τότε; Ακου, ηρεμεί!» Ο Γκαρθ έσκυψε προς το Νέιθαν και είπε σιγά; «Είναι κραυγή ζευγαρώ-

ματος. Η κραυγή του ζευγαρώματος που βγάζει η γουρούνα. Είμαι σίγουρος». «θες να πεις —;» «Του τα ρίχνει άψογα. Ακου, της απαντά! Ναι, τον ξελογιάζει. Να τι κάνει.

Τον ανάβει». Η Λίλι απομακρύνθηκε αργά από την ανοικτή πόρτα, εξακολουθώντας να

κραυγάζει, εξακολουθώντας να βγάζει εκείνο τον ήχο και τότε εμφανίστηκε ο Κάπτεν Μπλακ, γεμάτος μελανιές και κακαδιασμένο αίμα, με τους επιδέ-σμους του λυμένους. Το πρόσωπό του έμοιαζε με ηρόσωπο τεράστιου, γκρο-τέσκου δαίμονα από μαυρισμένο χυτό μπρούντζο. Το βλέμμα του δεν εστίαζε και ήταν πιο αποβλακωμένο από ποτέ, λες και ήταν σαστισμένος ή ναρκωμέ-νος ή κουρασμένος απ* τη ζωή. Απ' τις σιαγόνες του έτρεχαν σάλια στο πάτω-μα και το στομάχι του μπουμπούνιζε σαν καλοκαιριάτικο αστραπόβροντο,

Η Λίλι άπλωσε το χέρι της, έπιασε το αφτί του Κάπτεν Μπλακ και το χάι-δεψε. Εκείνος ρουθούνισε πάνω στο χέρι της και χαμήλωσε το κεφάλι, Η Λίλι κοίταξε θριαμβευτικά τον Γκαρθ. «Βλέπετε; Λεν είναι απαραίτητο να φέρεστε βάναυσα, δεν είναι απαραίτητο να τιμωρείτε. Είναι ένα θνητό πλάσμα όπως εσείς κι εγώ».

,321

GRAHAM MASTERTON

Ακούμπησε to μπράτσο της στη λαγόνα τοπ Κάπτεν Μπλακ και είπε: «Θα φύγουμε τώρα· και θα τον πάρω μαζί μας. Παρακαλώ μην προσπαθήσετε να μας εμποδίσετε. Αρκετές τραγωδίες είχαμε για σήμερα».

Ο Γκαρθ είπε: «Συνειδητοποιείτε ότι υπογράφετε τη θανατική καταδίκη του ζώου; Τη στιγμή που θα εγκαταλείψει το ινστιτούτο, θα βρεθεί έξω από την προστατευτική μας δικαιοδοσία. Αν δε λιμοκτονήσει πρώτα, θα τον κατα-διώξουν και θα τον σκοτώσουν. Ας το θέσω αλλιώς: κανένας απ' όσους ισχυ-ρίζονται ότι αγαπούν τα ζώα δε θα μπορούσε να διανοηθεί να τον αφήσει ελεύθερο. Είναι ένα ιδιαίτερα ανεπτυγμένο και ιδιαίτερα εξειδικευμένο οικόσιτο γουρούνι. Αεν είναι αγριογούρουνο· δεν είναι αμερικανικός αγριόχοιρος. Είναι ένα πλάσμα μεγαλωμένο ία αναθρεμένο από ανθρώπους».

« Ενας παραπάνω λόγος να επανενταχτεί στον πραγματικό κόσμο». «Δε νομίζω», είπε ο Γκαρθ. Ο Ντιν τούς πλησίασε με το πιστόλι προτεταμένο. «Θα κάνετε λίγη ησυ-

χία, παρακαλώ; Θα πάρουμε το ζώο ία αυτό ήταν». Ο Λίλι έπιασε απαλά το αφτί του Κάπτεν Μπλακ ία άρχισε να τον οδηγεί

διαμέσου του κεντρικού διαδρόμου, που σχηματιζόταν ανάμεσα απ τα μαντριά. Καθώς περνούσαν δίπλα τους, τα γουρούνια που βρίσκονταν μέσα άρχισαν να κλαψουρίζουν, να γρυλίζουν και να ουρλιάζουν, ώσπου ολόκληρο το κτίριο αντηχούσε από την κακοφωνία των γουρουνίσιων κραυγών. Θα μπο-ρούσε να 'ναι το Καθαρτήριο του Δάντη; μάλλον ήταν.

Ο Χένρι κι ο Ιίιτ βάδιζαν δίπλα από το καθένα από τα γλιτσιασμένα πλευ-ρά του Κάπτεν Μπλακ· ενώ ο Ντιν ακολουθούσε απ' τα νώτα, κινώντας αργά το πιστόλι του πέρα δώθε, προκαλώντας με το βλέμμα οποιονδήποτε να σημάνει συναγερμό ή να του ορμήσει ή να κάνει οποιαδήποτε κίνηση θα του έδινε μια δικαιολογία να πυροβολήσει. Εκείνη τη μέρα είχε ήδη πυροβολήσει και σκοτώ-σει κάποιον. Δε θα 'χε καμία διαφορά αν σκότωνε έναν ακόμα. Αν σκότωνε έναν ακόμα, σχεδόν θα ένιωθε ηδονή. Εκείνη την απόλαυση, την ανταμοιβή. Ήταν κάτι. Κι ο φρουρός που είχε σωριαστεί με τα μούτρα στο γρασίδι.

Ο Γκαρθ κοίταξε τη Τζένι, που σιγά σιγά ξεπρόβαλλε πίσω από την πόρτα του χοιροστασίου. Το όπλο με τα αναισθητικά βέλη βρισκόταν πεσμένο μόλις μερικά εκατοστά από την άκρη του δεξιού ποδιού της —οπλισμένο, με τον κόκκορα σηκωμένο και φορτωμένο μ1 αρκετό αναισθητικό για να ρίξει ξερό ένα εξαγριωμένο, χοντρόπετσο γουρούνι με βάρος ενάμιση τόνο. Πόσο μάλ-λον να ρίξει ξερό έναν εκνευρισμένο άνθρωπο με λεπτό δέρμα και βάρος 88 κιλά.

Ο Γκαρθ κοίταξε επίμονα το όπλο όσο πιο πρόδηλα γινόταν, με μάτια ορθάνοιχτα. Έπειτα έδειξε τον Ντιν μ' ένα τίναγμα του κεφαλιού.

Η Τζένι έλαβε αμέσως το μήνυμα, ήταν, όμως, σαφές όπ δεν μιιορούσε να αποφασίσει κατά πόσον κάτι τέτοιο ήταν ηθικό. Ανασήκωσε τους ώμους και προσπάθησε να τον κοιτάξει παρακλητικά. Όμως ο Γκαρθ επανέλαβε την

322

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

κίνηση του κεφαλιού και προσπάθησε να σχηματίσει με το στόμα τη λέξη «Τώρα1.»

Ο Νέιθαν τον προειδοποίησε χαμηλόφωνα: «Μην το ρισκάρεις, Γκαρθ, Για τ' όνομα του Θεού, Δε θες να σκοτωθεί η Τζένι».

Ει ο Ντέιβιντ είπε: «'Ακου, Μπαμπά! Σειρήνες! Έρχεται η αστυνομία να μας σώσει!»

Όμως εκείνη τη στιγμή η Τζένι πήρε την απόφασή της, έσκυψε στο πάτω-μα μάζεψε το όπλο και έριξε. Το βέλος πέρασε τόσο κοντά απ το κεφάλι του Ντιν που του τίναξε τα μαλλιά. Εκείνος έφερε το χέρι στο κεφάλι του, αρκε-τά βέβαιος για μια στιγμή ότι η Τζένι τον είχε πετύχει. Αλλά τότε ο Χενρι, που βρισκόταν πίσω του, έπεσε κάτω KL άρχισε να χτυπιέται, να τρέμει και να συσπάται.

Ο Γκαρθ φώναξε «Όχι!», όμως ο Ντιν ήταν εντελώς στην πρίζα και χορο-πηδούσε με τα πόδια τεντωμένα, σαν μαριονέτα. «Σκύλα!» φώναξε και πυροβόλησε δυο φορές τη Τζένη στο πρόσωπο, τινάζοντας στον αέρα σάρκα, οστά και χόνδρους. Οι πυροβολισμοί αντήχησαν παντού και τα γουρούνια άρχισαν να σκληρίζουνκαι να γρυλίζουν πανικόβλητα, Η Τζένι έπεσε στο πλάι με τα μπράτσα να κρέμονται άψυχα, το πρόσωπο πολτοποιημένο και γλίστρη-σε προς την πόρτα. Ο Ντιν οπισθοχώρησε με πρόσωπο γκρίζο, κραυγάζοντας-όμως την ίδια στιγμή ο Γκαρθ φώναξε: "Έμιλι! Έμιλι!»

Η Λίλι είχε κατορθώσει να οδηγήσει τον Κάπτεν Μπλακ ως τα μισά της απόστασης μέχρι την είσοδο του χοιροτροφείου και μέχρι εκείνη τη στιγμή την είχε ακολουθήσει υπακούοντας σαν σκυλάκι. Ωστόσο, όταν ο Γκαρθ φώναξε «Έμιλι!» τίναξε πίσω το βαρύ κεφάλι του, άνοιξε διάπλατα το στόμα και έβγα-λε μια κραυγή οργής και πόνου, που έκανε ακόμα και τον Ντιν να κατεβάσει το όπλο του και να κοιτάξει γύρω με δέος.

Ο Κάπτεν Μπλακ ούρλιαξε ξανά, βγάζοντας ένα βρυχπθμό που συντάρα-ξε το κτίριο συθέμελα και δυνάμωσε καταλήγοντας σε μια στριγγλιά που έσπαγε τύμπανα. Στράφηκε προς τα πίσω και σηκώθηκε στα πισινά του πόδια, τρικλίζοντας και ζυγίζοντας κάθε βήμα. Δέσποζε πάνω απ' όλους τους, μαύ-ρος, με ορθωμένο τρίχωμα και μανιασμένο βλέμμα, σχεδόν τρία μέτρα ψηλός, σχεδόν δυο φορές ψηλότερος από έναν καλοφτιαγμένο άντρα, αλλά καμωμέ-νος σαν χοντρή αιχμηρή κολόνα από λίπος, μύες και μαύρο τριχωτό δέρμα. Επρόκειτο μάλλον για εφιάλτη παρά για ζωντανό θηρίο' επρόκειτο για το απαίσιο τέρας με τ' αστραφτερά μάπα που καταδιώκει τους ανθρώπους στον ύπνο τους.

Ήταν, όμως, ζωντανός και βρισκόταν εκεί, συμπαγής, δυσώδπς κατ μανια-σμένος.

Έπεσε ξανά στα τέσσερα μ' έναν δυνατό κρότο, Η Λίλι δοκίμασε να ξαναρχίσει το τραγούδι της, αλλά ο Κάπτεν Μπλακ

τίναξε το κεφάλι με ολοφάνερη περιφρόνηση κι έτσι το τραγούδι της σιγά

,323

GRAHAM MASTERTON

σιγά έσβησε και κείνη οπισθοχώρησε. «Δεσποινίς Μόναρκ!» φώναξε ο Γκαρθ. «Αν ήμουν στη θέση σας θα το

'βαζα στα πόδια! Το γουρούνι έχει θυμώσει!» Όμως η Λίλι έμεινε στη θέση της. «Ήρθαμε να τον ελευθερώσουμε! Κι

αυτό ακριβώς θα κάνουμε!» Ανέμισε τα χέρια της προς τον Κάπτεν Μπλακ και φώναξε: «Εδώ κύριε,

εδώ κύριε, εδώ κάπτεν, έλα 'δω κύριε!» Όμως ο Κάπτεν Μπλακ βρυχήθηκε και τίναξε το γεμάτο κακαδιασμένο

αίμα κεφάλι του ία έπειτα έξαφνα όρμησε στο Χένρι με το ρυθμό, την ταχύτη-τα και την ασταμάτητη ορμή μιας μικρής ατμομηχανής. Ο Χένρι είπε μισοαστειευόμενος «'Ει, φιλαράκο, κάτσε φρόνιμα!» και σήκωσε το χέρι του, για να τον απομακρύνει. Τότε, όμως, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν παγιδευ-μένος σε μια γωνία ανάμεσα σε δυο μαντριά κι ότι ο Κάπτεν Μπλακ κάλπαζε προς το μέρος του με μεγάλη ταχύτητα ίο ότι δεν επρόκειτο καθόλου γι' αστείο, αλλά για μια απειλητική κατάσταση η οποία θα μπορούσε πολύ εύκο-λα να καταλήξει στο θάνατο του.

«Έλα τώρα, γουρουνάκι!» αστειεύτηκε καθώς ο Κάπτεν Μπλακ πλησίαζε όλο και πιο κοντά, «Μόνο στ' αστεία, εντάξει;»

Ενάμισι, όμως, τόνος χοιρινής σάρκας τον χτύπησε με ταχύτητα σχεδόν 8 χιλιομέτρων την ώρα και το κορμί του δεν ήταν φτιαγμένο για να αντέξει έστω και το ένα δέκατο εκείνης της σύγκρουσης. Ακούστηκε μια σειρά από τριξί-ματα από τα στήθος ως τη λεκάνη του. Προσπάθησε να πει κάτι, αλλά στάθη-κε αδύνατο. Στα πνευμόνια του δεν είχε απομείνει ανάσα. Ανοιξε το στόμα και το μόνο που βγήκε ήταν αίμα.

Ο Κιτ έσκυψε το κεφάλι και το έβαλε στα πόδια. Προτού καν ο Κάπτεν Μπλακ καταφέρει να στραφεί προς τα πίσω είχε ήδη εξαφανιστεί από την μπροστινή είσοδο μες στη βροχή. Ο Ντιν ύψωσε διστακτικά το όπλο του, ήταν, όμως, σαφές ότι αν ήθελε να σταματήσει τον Κάπτεν Μπλακ επί τόπου θα έπρεπε να τον πυροβολήσει κατευθείαν στον εγκέφαλο ία ο Κάπτεν Μπλακ αποτελούσε ένα κινητό, απειλητικό στόχο. Άρχισε να οπισθοχωρεί, βήμα βήμα-έπεπα έκανε μεταβολή και άρχισε να περπατά. Κι έπειτα άρχισε να τρέχει.

Ο Κάπτεν Μπλακ τον κυνήγησε. Τα πόδια του χτυπούσαν στο τσιμεντένιο πάτωμα όπως σι οπλές ενός μεγάλου αλόγου. Ξεχύθηκε στη βροχή' ία ο Νέιθαν άκουσε κραυγές και πυροβολισμούς.

Η Λίλι είχε απομείνει ακίνητη, με τα χέρια να καλύπτουν το πρόσωπο της, εμβρόντητη. Ο Νέιθαν την προσπέρασε ία έτρεξε πίσω από τον Κάπτεν Μπλακ. Έξω, μια μικρή δύναμη από έξι εφτά φρουρούς σκαρφάλωνε την πλα-γιά προς το χοιροστάσιο και οι δύο απ' αυτούς είχαν ήδη πιάσει και συλλάβει τον Ντιν. Κείτονταν πάνω στο βρεγμένο γρασίδι με τα χέρια και τα πόδια απλωμένα, το πρόσωπο mo παραμορφωμένο και σκοτεινό από ποτέ, σαν το πρόσωπο ενός δαίμονα. Ένας από τους φρουρούς τον πατούσε στο σβέρκο

324

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

με την μπότα του και ακουμπούσε ένα Ιίολτ στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ο Κάπτεν Μπλακ έτρεξε διαγώνια προς τους φρουρούς1 έπειτα κοντο-

στάθηκε· έπειτα στράφηκε προς το νότο. Δύο τρεις φρουροί πυροβόλησαν στον αέρα. Οι πυροβολισμοί αντήχησαν άτονα στον υγρό αέρα του πρωινού' όμως ο Κάπτεν Μπλακ δε σταμάτησε. Για την ακρίβεια, άρχισε να τρέχει γρηγορότερα.

Ο Ντέιβιντ έτρεξε, άρπαξε το χέρι του Νέιθαν και είπε παρακλητικά: «Δε θα τον σκοτώσουν, έτσι;»

Ο Νέιθαν σήκωσε το χέρι του, για να προφυλάξει τα μάτια του απ' τη βροχή. Μπορούσε να διακρίνει τους περιμετρικούς φράκτες1 ία έξαφνα συνειδητοποίησε όη κάποιος είχε ανοίξει τρύπες και στους δύο. Όχι στενές, τριγωνικές τρύπες όπως θα έκαναν κάποιοι τυχαίοι εισβολείς· αλλά φαρδιές, μεγάλες τρύπες, αρκετά μεγάλες για να χωρέσουν ένα ολόκληρο Φολκσβάγκεν. Τις τρύπες εκείνες που θα είχε ανοίξει η Λίλι Μόναρκ, αν στ' αλήθεια εννοούσε ότι θα έσωζε τον Κάπτεν Μπλακ.

«Σκατά», ψιθύρισε ία άρχισε να τρέχει· γνώριζε, όμως, ότι ο Κάπτεν Μπλακ βρισκόταν πολύ μπροστά του. Ένας από τους φρουρούς, ένας λαχα-νιασμένος γουρλομάτης άντρας με κηλιδωμένο πρόσωπο που φορούσε ένα σκούρο μπλε μπερέ και κρατούσε αδέξια ένα Κολτ Κομάντο, τον είχε σχεδόν προφτάσει. «Κάλεσε ασθενοφόρο!» του φώναξε ο Νέιθαν. «Κάλεσε την αστυ-νομία! Εκεί έξω βρίσκεται ένα άγριο γουρούνι! Επικίνδυνο! Κατάλαβες; Κάλεσε την αστυνομία!»

Ο φρουρός στάθηκε, παραπάτησε και τον κοίταξε κατάματα. «Τι;» είπε, δίχως να καταλαβαίνει.

Ο Κάπτεν Μπλακ πρέπει να 'ταν μέντιουμ. Ανηφόρισε καλπάζοντας το λόφο και κατευθύνθηκε προς την τρύπα του περιμετρικού φράκτη, δίχως να λοξο-δρομήσει καθόλου. Έκανε το έδαφος να τρέμει. Έσκαβε το χώμα. Ήταν κάτι παραπάνω από ζώο, κάτι παραπάνω από γουρούνι: αποτελούσε την ενσάρκω-ση των πιο σκοτεινών ονείρων του Γκαρθ Μάθιους· αντιπροσώπευε όλες εκεί-νες τις ακραίες πθανότητες που θα μπορούσε να φέρει στη ζωή π γενετική επιστήμη.

Το κεφάλι του στριφογύριζε σαν μια ταινία γεμάτη σύννεφα, λιακάδα και ουρανό, παιγμένη γρήγορα. Ήξερε ότι έπρεπε να βρει την έμ-ελ-ι, όπου ία αν βρισκόταν, όπου ια αν κρυβόταν, μιας και η έμ-ελ-ι ήταν διαφορετική, όπως ία εκείνος ήταν διαφορετικός και η έμ-ελ-ι ήξερε για ποιο λόγο έπρεπε να πεθά-νουν και για ποιο λόγο δεν είχαν πεθάνει και ποιος ερχόταν και για ποιο λόγο έπρεπε να πεθάνουν.

Έφτασε τον πρώτο περιμετρικό φράχτη, πέρασε από μέσα και η γούνα του τίναξε σπίθες. Πετάχτηκε καπνός που διαλύθηκε μες στη βροχή. Έπειτα

,325

GRAHAM MASTERTON

πέρασε από το δεύτερο φράχτη. Έτρεξε προς το δάσος, ενώ οι μύες των ώμων του ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά σαν τα τεράστια, λαδωμένα μαύρα έμβο-λα μιας αντλίας. Εξαφανίστηκε ανάμεσα στα δέντρα· και μέχρι να φτάσουν στην περίμετρο ο Νέιθαν με τον Ντέιβιντ και τους υπόλοιπους φρουρούς, είχε εξαφανιστεί.

«Το πιο αναθεματισμένο πράγμα που είδα ποτέ», είπε ο γουρλομάτης φρουρός. «Το mo αναθεματισμένο πράγμα που είδα ποτέ».

Πίσω στο χοιροστάσιο, χτύπησε το τηλέφωνο. Αρχικά ο Γκαρθ το αγνόησε, έπειτα, όμως, πήγε να το σηκώσει, κουτσαίνοντας επώδυνα.

«Γκαρθ; Εδώ Μόρτον». Ο Μόρτον Χολ ήταν ο διευθυντής και προϊστάμενος του διοικητικού τμή-

ματος του Ινστιτούτου Σπέλμαν ήταν ένας υπερόπτης, καθώς πρέπει άνθρω-πος που εκτιμούσε τις ικανότητες του Γκαρθ, αλλά σε γενικές γραμμές τον θεωρούσε εκκεντρικό, ακατάστατο και διακρινόμενο από χρόνια έλλειψη της ιδιότητας που αποκαλούσε «εταιρική συνείδηση» —με άλλα λόγια της ιδιότητας να κάνει ό,τι του έλεγαν.

«Τι μπορώ να κάνω για σένα, Μόρτον;» ρώτησε ο Γκαρθ, «Έλαβα από το δόισωρα Γκούντμαν μια αναφορά σύμφωνα με την οποία

η ερευνά σου πάνω στον Κάπτεν Μπλακ ίσως να υπόκειται σε κάποιες δεο-ντολογικές παρατυπίες. Μέχρι να μας δοθεί μια ευκαιρία να συζητήσουμε γι' αυτές θα επιθυμούσα να αναστείλεις το ερευνητικό σου πρόγραμμα».

«Αε θέλεις πια να κάνω πειράματα με τον Κάπτεν Μπλακ;» «Όχι επί του παρόντος». Ο Γκαρθ κοίταξε το αδειανό ματωμένο μαντρί. Έπειτα είπε: «Οκέι,

Μόρτον, όπως επιθυμείς». «Λε θα μου φέρεις αντίρρηση;» ρώτησε ο Μόρτον, εμφανώς έκπληκτος. «Οχι, Μόρτον. Θα υποκλιθώ στην ανώτερη σου κρίση». Ο Μόρτον ήταν σαστισμένος και ικανοποιημένος. «Είσαι πολύ συνεργάσι-

μος». Ήταν έτοιμος να κατεβάσει το ακουστικό όταν είπε: «Έχετε σημάνει συναγερμό εκεί στα χοιροστάσια; Μόλις είδα ένα όχημα της ασφάλειας να κατευθύνεται προς το μέρος σας».

«Ω, τίποτα το ανησυχητικό», είπε ο Γκαρθ. «Απλά χάσαμε ένα δυο πράγ-ματα, αυτό είν' όλο».

Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Μακμπεθ», Μετάφραση Βασίλη Ρώτα, εκδόσεις Επικαιρότητα.

326

.13.

Η βροχή είχε ηρεμήσει για λίγο και πάνω από το Χαϊαγουάθα είχε εμφανιστεί μια λεπτή τριγωνική λωρίδα γαλάζιου καθαρού ουρανού σαν θεϊκό σημάδι, αλλά το μεσημεριανό φως ήταν ακόμα μουντό, αλλόκοτο και γεμάτο σκιές, ενώ τ' αποκαΐδια της νταλίκας του Ράντι Γκετζ εξακολουθούσαν να στάζουν σαν τον Ώτανζκο που μόλις έχει ανελκυστεί.

Ο Λουκ βάδιζε τριγύρω με το καπέλο στο χέρι. Πότε πότε κοιτούσε πίσω του το βοηθό σερίφη Τζο Φρίμανλες και περίμενε ν' ακουστεί κάποια άποψη, όμως ο βοηθός σερίφη Τζο Φρίμαν ήταν υπερβολικά άξεστος για να ξέρει ότι ο σερίφης περίμενε ν' ακούσει μια γνώμη απ' αυτόν και αρκετά άξεστος για να 'χει άποψη. Επρόκειτο για τη δεύτερη φορά που ασχολούνταν με θανατηφόρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα και την τρίτη που δούλευε με τον Λουκ.

«Οι μάρτυρες μιλούν για γουρούνια», παρατήρησε ο Λουκ, «Σωστά», είπε ο Φρίμαν με ενθουσιασμό. «Ολάκερο κοπάδι, που διέσχιζε

αδέσποτο τον αυτοκινητόδρομο». «Κι έχουμε κάμποσα κουφάρια γουρουνιών που μας τ' αποδεικνύουν»,

είπε ο Λουκ. «Μάλιστα, κύριε. Σωστά, κύριε. Είκοσι οκτώ αναγνωρίσιμα κουφάρια

συνολικά, συν κάποια καμμένα κομμάτια που ίσως ήταν γουρούνια ή κομμάτια από γουρούνια, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να το αποδείξουμε, παρά μόνο μέσω της Σήμανσης».

«Από πού νομίζεις όπ ήρθαν;» τον ρώτησε ο Λουκ. «Είσαι ντόπιος», Ο βοηθός σερίφη Φρίμαν έκανε μια γκριμάτσα. «Κάποια κοπάδια πράγμα-

τι ξεφεύγουν πότε πότε, αλλά συνήθως δεν πάνε πολύ μακριά. Κατά κανόνα

327

GRAHAM MASTERTON

είναι πολύ άτολμα και ξέρουν πού έχει ψωμί». «Δηλαδή;» «Act απομακρύνονται από 'κει που βρίσκεται το φαγητό τους και είναι

πολύ ιδιότροπα μ' αυτό». «Το ίδιο σκέφτηκα ία εγώ», είπε ο Λουκ. «Γιατί, λοιπόν, εκατό και βάλε

γουρούνια αποφάσισαν να διασχίσουν την νοτιοδυτική 76η Λεωφόρο καταμε-σής της βροχερής νύχτας* και πού στο διάολο νόμιζαν ότι πήγαιναν;»

«Δε γνωρίζω, κύριε. Όμως εδώ κοντά βρίσκονται δυο αρκετά μεγάλα χοι-ροτροφεία — του Κράβπζ και του Τζόνσον».

Ο Λουκ σήκωσε απ' το πλευρό του φορτηγού του Ράντι Γκετζ μια καφέ κρουσταλιασμένη καμπύλη φλούδα. Το μύρισε και ξάφνου συνειδητοποίησε τι ήταν. Το πέρασε στο Φρίμαν και είπε: «Μύρισέ το. Τι νομίζεις;»

Εκείνος το μύρισε προσεκτικά ία έπειτα ανοιγόκλειοε τα μάτια, έβηξε και ξεροκατάπιε με θόρυβο.

«Ξεροψημένη χοιρινή πέτσα;»

Πριν από έξι ή εφτά χρόνια ήταν σίγουρα ένα χοιροτροφείο που ευημερούσε, με μεγάλα εξωτερικά κτίρια, χοιροστάσια, αποθήκες ζωοτροφής ία ένα δίπα-το αγροτόστπτο με σκεπή από κόκκινα κεραμίδια και είσοδο με στέγαστρο και κολόνες σαν αυτό που είχε η Τάρα στο Όσα Παίρνει ο Άνεμος.

Ομως τώρα ήταν παραμελημένο και τσακισμένο απ' τον καιρό, και είχε εκείνη την γκρίζα κούραση που προσβάλλει τους άντρες και τ' αγροκτήματα που έχουν φάει τα ψωμιά τους. Ο δρόμος που ελισσόταν μπρος στο σπίτι ήταν γεμάτος αγριόχορτα, τα τζάμια στα παράθυρα του αχυρώνα ήταν σπασμένα ία από τον ανεμόμυλο έλειπαν έξι επτά πτερύγια. Η πινακίδα πάνω από τα χοι-ροστάσια ήταν τόσο ξεθωριασμένη από τον ήλιο και τη βροχή, που ήταν σχεδόν αδύνατο να διακρίνει κανείς τις λέξεις «Φρανκ Τζόνσον — Εξαιρετικά Γουρούνια Μπέρκσάίρ».

Ο Λουκ πάρκαρε μπροστά από το κυρίως σπίτι και βγήκε απ' τη Μιηούικ του. Τα σύννεφα είχαν κατέβει χαμηλά κι έμοιαζαν με τις κρεμασμένες τέντες ενός χρεωκοπημένου τσίρκου. Εξακολουθούσε να πέφτει ψιλή βροχή ία ο Λουκ έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε το πρόσωπο του. Οσμίστηκε τον αέρα. Διέκρινε μια χορταστική γλυκερή οσμή, ένα μίγμα γουραυνίσιας κοπριάς, σάπιων μήλων και χαλασμένου κρέατος, που ανακάτευε το στομάχι.

Στην κορυφή του χοιροστασίου ένας ανεμοδείκτης σε σχήμα αγρότη που κυνηγά ένα γουρουνάκι, στριφογυρνούσε τρίζοντας λυπητερά από τα βορειο-δυτικά στα βόρεια-βορειοδυτικά. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ο υγρός καιρός θα συνεχιζόταν.

Ανέβηκε τα σκαλιά της μπροστινής βεράντας. Η πράσινη πόρτα ήταν ανοι-κτή, παρ' όλα αυτά, όμως, εκείνος τη χτύπησε και φώναξε: «Κύριε Τζόνσον;

328

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Κύριε Φρανκ Τζόνσον; Εδώ σερίφης Φρεντ!» Έπειτα από σύντομη σιωπή στο χολ εμφανίστηκε ένας κάτισχνος άντρας,

που φορούσε γκρίζα φόρμα και ένα ξεθωριασμένο κόκκινο πουκάμισο εργα-σίας. Είχε λιπόσαρκο πρόσωπο και σχεδόν άχρωμα μάτια. Ένα στριφτό τσιγά-ρο ήταν κολλημένο στην άκρη του χείλους του.

«Ο Φρανκ Τζόνσον;» είπε ο Λουκ. Έβγαλε το σήμα του και του το έδειξε. «Έχουμε ξανασυναντηθεί», είπε ο Τζόνσον. «Πριν από τρία ή τέσσερα

χρόνια ο μεγαλύτερος γιός μου ο Ρόι είχε συλληφθεί επειδή οδηγούσε μεθυ-σμένος, και σεις πήγατε και του τα ψάλλατε».

«Το θυμάμαι. Του 'κανε καθόλου καλό;» «Όχι πολύ. Τώρα βρίσκεται στο Φέρμπανκς της Αλάσκα, ένας Θεός ξέρει

τι κάνει, αλλά ό,τι κι αν κάνει, βγάζει πολλά λεφτά. Ακόμα πίνει. Ακόμα οδη-γεί».

«Ήρθα να σας μιλήσω για τα γουρούνια σας», είπε ο Λουκ. «Δεν έχω ma γουρούνια, σερίφη. Το αγρόκτημα είναι για πούλημα και το

μόνο που κάνουμε με τη Μπεθ είναι να τα φέρνουμε βόλτα όπως μπορούμε. Εγώ τα βολεύω επισκευάζοντας τρακτέρ ία αλωνιστικές μηχανές και τέτοια πράγματα, αλλά δε βγάζω πολλά».

«Τι συνέβη στα γουρούνια σας;» «Τι νομίζετε; Ό,τι συνέβη και ο' ολονών τα γουρούνια». «Πουλήθηκαν;» Ο Φρανκ Τζόνσον κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Λεν ήταν σε κατάσταση

για να δημοπρατηθούν, σερίφη. Λκόμα και να 'ιαν, η τιμή ήταν τόσο αναθεμα-τισμένα χαμηλή, που ίσα-ίσα θα 'βγαζαταλεφτά για τις ζωοτροφές. Όλοι γνω-ρίζουν ότι τα κρεαηκά θ' απαγορευτούν σήμερα το πρωί δεν θα μπορούσες να πουλήσεις ένα πρώτης ποιότητας Μπέρκσαϊρ πάνω από δωδεκάμισι δολά-ρια, ολάκερο τ' αναθεματισμένο το ζώο και την επόμενη βδομάδα, που θα περάσουν εκείνο το καταραμένο νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι, δε θα μπορείς ούτε να το χαρίσεις το γουρούνι, σε κανέναν, μιας και θα ναι παράνομο.»,

«Τι έκανες, λοιπόν, με τα γουρούνια σου, Φρανκ;» «Έκανα εκείνο που έπρεπε». «Τα έσφαξες;» Εκείνος κούνησε ξανά το κεφάλι. «Κοστίζει πολλά το σφάξιμο, που να

πάρει. Απλά έπαψα να τα ταίζω, αυτό είν' όλο». Ο Λουκ σιαιθρώπιάσε. «Τι έκανες;» «Απλά έπαψα να τα ταίζω. Σκέφτηκα ότι σύντομα θα πέθαιναν και εκείνα

που θα πέθαιναν πρώτα θα αποτελούσαν τροφή για 'κείνα που θα πέθαιναν αργότερα».

«Χριστέ μου, Φρανκ», είπε αηδιασμένος ο Λουκ. «Ξέρεις πόσο βάναυσο είναι αυτό;»

Ο Φρανκ Τζονσον δεν έδειξε VQ εντυπωσιάζεσαι. «Δε γίνεται να τ' απ ο*

,329

GRAHAM MASTERTON

φύγεις. Αντα συγκρίνεις, ένα κιλό ζωοτροφής κοστίζει πιο πολύ από ένα κιλό κρέατος. Είν' αυτό που λέμε αγροτική οικονομία».

«Τι θα γίνει, όμως, αν ο Ζαπφ-Κάνπ δεν περάσει; Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο».

«Δε θα υπάρξει διαφορά. Η τιμή για τα γουρούνια είναι τόσο χαμηλή εδώ και τόσο πολύ καιρό, που δε θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα με τίποτα, με κανέναν τρόπο».

«Ασε με να ρίξω μια ματιά σε κείνα τα χοιροστάαια», είπε ο Λουκ. «Σίγουρα; Δεν είν' ευχάριστο θέαμα». Ο Φρανκ Τζόνοον τον οδήγησε διαμέσου της αυλής, σταματώντας μια

στιγμή για να ξανανάψει τη γόπα του με έναν αναπτήρα που βρομούσε πετρέ-λαιο και κάπνιζε.

«Πόσα γουρούνια είχες;» τον ρώτησε ο Λουκ καθώς πλησίαζαν την κυρίως είσοδο του χοιροστασίου.

«Πάνω από τρεις χιλιάδες, μια δυο γουρουνομάνες πάνω ή κάτω. Ήταν ο ελάχιστος αριθμός που μπορούσα να τρέφω, για να κρατώ τούτο το μέρος στα πόδια του. Σκεφτείτε, λοιπόν, το λογαριασμό για τη ζωοτροφή. Κάθε γουρού-νι που μεγαλώνει τρώει δύο με δυόμισι κιλά ζωοτροφής τη μέρα, που σημαίνει ότι μέρα μπαίνει-μέρα βγαίνει, και με τις Κυριακές μαζί, τρώει οχτώ περίπου τόνους. Οχτώ τόνοι είναι το βάρος τεσσεράμισι μεγάλων Κάντιλακ και 'γω δεν έχω ούτε μια από δαύτες, όχι πια».

Με ένα απότομο τράβηγμα άνοιξε τη σκουριασμένη, ανεμοδαρμένη πόρτα. Το εσωτερικό ήταν σκοτεινό, αλλά ο Λουκ δεν ήταν ανάγκη να δει, για να είναι βέβαιος τι επρόκειτο να συναντήσει. Η οσμή της σάρκας που σάπιζε ήταν τόσο έντονη που αναγκάστηκε να πιο ω πατήσει προς την αυλή και να πάρει έξι εφτά βαθιές ανάσες. Ακόμα και 'κει ο αέρας είχε μολυνθεί απ' την οσμή του θανάτου.

« Αμα δουλεύεις με γουρούνια το συνηθίζεις», είπε ωμά ο Φρανκ και ρούφη-ξε ίο τσιγάρο του, περιμένοντας να συνέλθει ο Λουκ. Ο Λουκ ένιωθε το στομάχι του να συσπάται και θα πλήρωνε όσο όσο για να μην είχε φάει εκείνα τα τρία δανέζικα γλυκά με το κεράσι, που είχε απονείμει στο εαυτό του ως έπαθλο, επειδή είχε φάει μόνο φρυγανισμένο ψωμί, χυμό και σκέτο καφέ για πρωινό.

Τελικά, αφού κατάπιε το σάλιο του, είπε: «Έλα, Φρανκ, ας ρίξουμε λίγο φως στο ζήτημα».

Ο Φρανκ ανασήκωσε τους ώμους ία άπλωσε το χέρι του στο εσωτερικό αναζητώντας τον διακόπτη για τα φώτα. Οι λάμπες φθορισμού βούισαν, τρεμόπαιξαν ία έπειτα άναψαν.

Ο Λουκ άνοιξε το στόμα του ία έπειτα το ξανάκλεισε. Λεν του ερχόταν τίποτα στο μυαλό που να μην ήταν βλασφημία. Το χοιροστάσιο του Φρανκ Τζόνοον θύμιζε εφιαλτικό πεδίο μάχης του Μεσαίωνα· ένα οστεοφυλάκιο βγαλμένο από την κόλαση.

330

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Είχε μήκος περίπου ενενήντα μέτρα και ψηλό ταβάνι από αυλακωτό αλουμίνιο, που στηριζόταν σε τριγωνικά αλουμινένια δοκάρια. Ο τεράστιος χώρος του χωριζόταν με κάγκελα σε εκατοντάδες μαντριά. Τουλάχιστον ένα γουρούνι κείτονταν νεκρό σε καθένα από τα μαντριά, ενώ σε μερικά κείτο-νταν ολόκληρες γέννες από έξι ή εφτά γουρουνόπουλα. Η σάρκα τους αστρα-φτοκοπούσε από εκατομμύρια κρεατόμυγες, κυριολεκτικά εκατομμύρια από δαύτες και τα περισσότερα φούσκωναν απ' τα σκουλήκια. Από κάθε μεριά ο Φρανκ έβλεπε μισοφαγωμένα κρανία γουρουνιών να του χαμογελούν σαρδόνια. Το στόμα ενός γουρουνιού φάνηκε σαν να κινείται, ώσπου ο Λουκ συνειδητοποίησε ότι απλά στα χείλη του κυμάτιζαν σκουλήκια. Πόδια, ουρές, λαγόνες και κεφάλια, όλα ήταν ανακατεμένα σε μια αποτρόπαια σαπίλα.

«Αυτά είναι όλα;» ρώτησε ο Λουκ, κι έκανε νόημα στο Φρανκ Τζόνσοννα κλείσει την πόρτα.

«Τα περισσότερα. Μερικά ξέφυγαν πριν από κανά δυο μέρες —ογδόντα, ίσως εκατό. Είναι έξυπνα τα μπαγάσικα. Ανακάλυψαν πώς να σηκώσουν τα κάγκελα ανάμεσα στα μαντριά τους κι έπειτα ανακάλυψαν πώς να σηκώσουν με τα μουσούδια τους το μάνταλο της πόρτας».

«Ξέρεις πού πήγαν;» «Πρώτα πήγαν στον μηλεώνα, ψάχνοντας για ρίζες και μήλα. Έκαναν

τεράστια ζημιά εκεί· ούτε καν μπορούσα να υπολογίσω την έκταση της. Ήθελα να τα διώξω από 'κει μέσα, ήταν, όμως, αγριεμένα και, αν και δεν υπάρχει τίποτα πιο χαριτωμένο από ένα καλόβολο γουρούνι, δεν υπάρχει τίπο-τα αγριότερο από ένα αγριεμένο. Αν τους δινόταν έστω και μισή ευκαιρία θα με κατασπάραζαν. Έπειτα, λες και το 'θελε η τύχη μου, ήρθε η καταιγίδα και τα τρόμαξε ία ήταν η τελευταία φορά που τα είδα. Φαντάζομαι ότι θα σκαλί-ζουν κάπου, δε θα 'ναι δύσκολο να βρεθούν»,

«Τα βρήκαμε ήδη», είπε ο Λουκ. «Χτες το βράδυ διέσχισαν την 76η λεωφόρο και προκάλεσαν ένα δυστύχημα στο οποίο τραυματίστηκαν θανάσι-μα τρία άτομα».

Ο Φρανκ Τζόνσον τον κοίταξε, πιπίλισε το σβησμένο του τσιγάρο ία ανοιγόκλεισε τα μάτια. Έπειτα από λίγο κοίταξε αλλού, όπως κάποιος που περιμένει την απόφαση για την τιμή μιας γουρούνας και ρούφηξε τη μύτη του. Εκείνη τη στιγμή ο Λουκ βεβαιώθηκε ότι ο Φρανκ Τζόνσον είχε χάσει κάθε αίσθηση της πραγματικότητας πριν από πολύ καιρό. Είχε χάσει τα λογικά του δίχως κανείς να το αντιληφθεί, κάτι που συχνά συνέβαινε στους αγρότες των Μεσοδυτικών ΗΠΑ. Όλα εκείνα τα χρόνια της απομόνωσης, όλα εκείνα τα χρόνια της έντασης, του μόχθου και των τραπεζικών κατασχέσεων όλοι εκεί-νοι οι ανεμοστρόβιλοι, όλη εκείνη η βροχή' όλα εκείνα τα χρόνια στις τερά-στιες πεδιάδες που τους κατάπιναν, όπου ένιωθαν σαν μικροσκοπικά σημαδά-κια μες στην απεραντοσύνη της νύχτας, με μόνη συντροφιά μια ταλαιπωρημέ-νη σύζυγο και το Μεγάλο Παζάρι στην τηλεόραση.

,331

GRAHAM MASTERTON

Ο Λουκ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Φρανκ. «Πρέπει να σκεφτώ, Φρανκ, αν θα σε συλλάβω για εγκληματική αμέλεια. Πρώτα, όμως, έχω ένα σωρό άλλα πράγματα να κάνω και θέλω να έρθουν εδώ μερικοί υπάλληλοι της Φιλοζωικής Εταιρείας και του Γραφείου Γεωργίας της κομητείας και να δουν από μόνοι τους».

Ο Φρανκ Τζόνσον έγνεψε καταφατικά. «Δεν μπορούσα να τα πυροβολήσω», είπε. «Τα φυσίγγια κοστίζουν, δεν είχα χρήματα για τρεις χιλιάδες φυσίγγια».

«Το ξέρω, Φρανκ, Απλά κάνε μου μια χάρη και μην κάνεις το παραμικρό μέχρι να σε ειδοποιήσω. Μην πειράξεις τίποτα, απλά άσ' τα όλα όπως είναι».

«Ό,τι πείτε, σερίφη», Ο Λουκ μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο του, έβαλε μπρος, έκανε επί τόπου

στροφή και απομακρύνθηκε. Δεν είχε προχωρήσει ούτε οχτακόσια μέτρα στο χωματόδρομο όταν άρχισε να ιδροκοπά και το στομάχι του άρχισε πάλι να συσπάται.

Σταμάτησε στην άκρη του χωματόδρομου, βάδισε παραπατώντας μέσα σ' ένα χωράφι και έκανε εμετό.

Έμεινε διπλωμένος αρκετή ώρα, μέχρι να υποχωρήσουν οι σπασμοί του. Άκουγε το ψιλόβροχο να σκάει πάνω στα καλαμπόκι και το απαλό, μονότονο σφύριγμα ενός συκοφάγου. Τελικά σηκώθηκε, δίπλωσε το μαντήλι του και σκούπισε το στόμα του.

Από 'κει που βρισκόταν μπορούσε ακόμα να δει το χοιροστάσιο του Φρανκ Τζόνσον. Και είδε καπνό ν' ανηφορίζει από κει, πυκνό, σκοτεινό καπνό, γεμά-το σπίθες που στροβιλίζονταν.

«Σκατά», ψιθύρισε και άρχισε να διασχίζει χοροπηδώντας το χωράφι με τα καλαμπόκια, τρέχοντας προς τ' αυτοκίνητο του.

Μπήκε μέσα και ήταν έτοιμος να κλείσει την πόρτα, όταν άκουσε τον οξύ κρότο ενός πυροβολισμού' έπειτα μια στιγμαία παύση, έπειτα άλλον έναν κρότο. OL πυροβολισμοί αντηχούσαν ξανά και ξανά κατά μήκος του χωραφιού σαν χειροκροτήματα.

Ο Λουκ κάθησε στο αυτοκίνητο του με το κεφάλι κατεβασμένο, και δεν μπήκε καν στον κόπο να βάλει μπροστά.

Ο Τέρενς άνοιξε τα μάτια του και είδε το φως της μέρας να ξεπροβάλλει από τις άκρες των περσίδων. Σηκώθηκε με κόπο. Όταν είχε συλληφθεί, του είχαν πάρει το ρολόι, έτσι δεν είχε ιδέα τι ώρα ήταν. Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε και κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο. Ήταν μικρό, με λιγοστά έπιπλα και γυμνά σανίδια στο πάτωμα, ένα απλό κρεβάτι που δίπλωνε και ένα φτηνό λουστραρι-σμένο γραφείο. Στον τοίχο κρεμόταν μια κιτρινισμένη γκραβούρα που απεικόνιζε έναν βλοσυρό γενειοφόρο άντρα κι έ φ ε ρ ε την επιγραφή Μπόντεσλας.

332

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ξεδίπλωσε το παντελόνι του και το φόρεοε με ασταθείς κινήσεις. Αισθανόταν λες και τα είχε κοπανήσει, όμως ήξερε ότι κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί. Σήκωσε τα ρολά ία ανακάλυψε ότι το δωμάτιο έβλεπε σ' ένα στενό σοκάκι γεμάτο σκουπίδια, ανάμεσα σε δυο τσιμεντένιες μονοκατοικίες. Υπήρχε μια σκουριασμένη ψησταριά υγραερίου, ένα κομμάτι από μια ξαπλώ-στρα και κάμποσα κουτιά από ανοιχτή πράσινη μπογιά, που ήταν τώρα μισογε-μάτα με βρόχινο νερό.

Η πόρτα της κρεβατοκάμαράς του άνοιξε και μπήκε μέοα η Γυμνή, που εξακολουθούσε να φορά τη μάσκα της. Φορούσε μόνο μια χοντρή λινή πουκα-μίσα ξεφτισμένη στις άκρες, κακόγουστα διακοσμημένη με κόκκινο και μαύρο μαλλί. Τα αδύναμά της πόδια έδιναν την εντύπωση ότι ήταν λεκιασμένα με χυμό από μούρα και τα δάχτυλα των ποδιών της ήταν βρόμικα. Φαινόταν πιο διάφανη από ποτέ. Στοντοίχο κρεμόταν στραβά ένα διαφημιστικό ημερολόγιο ττον ελαστικών Φάιαρστοουν, δυο χρόνια παλιό και ο Τέρενς μπόρεσε να δια-βάσει καθαρά ένα μέρος της λέξης «επτέμβριος» μες από τον ώμο της.

«Σήμερα πρέπει να βρούμε την Έμιλι», είπε εκείνη. «Τόσο σπουδαίο είναι;» ρώτησε ο Τέρενς. «Ο πατέρας σου πρέπει να βρει την Έμιλι». «Άκουσες τι είπε ο άμοιρος ο Λίλαντ Τέρπστρα. Την πήρε η υπηρεσία

πρόνοιας· ία άμα την πήρε η υπηρεσία πρόνοιας, το πιο πιθανό είναι να μένει στην Παιδική Στέγη ΜακΚίνλεϊ».

«Τότε από 'κει θα αρχίσουμε το ψάξιμο», είπε ξερά η Γυμνή. Έκανε μεταβολή για να φύγει. Ο Τέρενς προσπάθησε να την πιάσει απ'

το μανίκι, όμως το χέρι του πέρασε μες από αέρα. Ως συνήθως, βρισκόταν ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πίσω στο χρόνο* ποτέ δεν έφτανε στο δικό του παρόν. Ο Τέρενς είπε: «Ο Τζάνεκ δε θα πειράξει την Έμιλι, έτσι; Αν πρόκειται να την πειράξει, δε θα τον βοηθήσω να τη βρει».

«Λεν έχεις επιλογή. Είναι πατέρας σου», «Γιατί, όμως, πρέπει να βρει την Έμιλι; Γιατί δεν την αφήνει ήσυχη; Ένα

παιδί δε θα κάνει τη διαφορά, σωστά; Εκείνος έχει δεκάδες παιδιά». «Η Έμιλι είναι διαφορετική». «Και γιατί παρακαλώ είναι τόσο διαφορετική;» Η Γυμνή παρέμεινε σιωπηλή για μια στιγμή. Έπειτα είπε; «Θα 'πρεπε να

ξέρεις. Είσαι και συ διαφορετικός». «Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω. Διαφορετικός από τι;» «Διαφορετικός από τα περισσότερα απ' τα υπόλοιπα παιδιά του πατέρα

σου. Απείθαρχος. Διαφορετικός». Ο Τέρενς την κοίταξε επίμονα, ελπίζοντας ότι θα εστίαζε πλήρως στην

εικόνα της, ώστε να μπορέσει να δει πώς έμοιαζε στην πραγματικότητα. Αυτό ήταν, λοιπόν. Ήταν απείθαρχος. Ποτέ, καθόλη την διάρκεια των ερευνών του δεν του είχε περάσει απ' το μυαλό ότι ήταν το πρώτο και μοναδικό παιδί του

,333

GRAHAM MASTERTON

Πράσινοι: Τζάνεκ, που είχε αφιερώσει τόση ενεργεία και τόση εμμονή στην αποφυγή του πεπρωμένου του. Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία, ο Τζάνεκ είχε συχνά αντιμετωπίσει την αντίσταση κάποιων από τους αγρότες, που του είχαν επιτρέψει να αφήσει έγκυες τις γυναίκες τους, ιδίως όταν τα τριάντα έ-ξι χρόνια περνούσαν και πήγαινε να εισπράξει τα οφειλόμενα σωθικά. Όμως ο Τζάνεκ δεν είχε ποτέ πριν συναντήσει αντίσταση από τα ίδια τα παιδιά. Μάλλον το αντίθετο: συνήθως τον καλοδέχονταν. Τον προσκαλούσαν μέσα και του προσφέρονταν με χαρά.

«Θα ξεκινήσουμε σύντομα», είπε η Γυμνή. «Πεινάς;» «Όχι, δεν πεινάω», είπε εκείνος και κάθισε στο πτυσσόμενο κρεβάτι που

έτριζε. Ήταν απείθαρχος. Ίσως ήταν κι η Έμιλι απείθαρχη- και γι' αυτό την ήθελαν τόσο επίμονα. Ίσως· ο Τζάνεκ είχε αρχίσει κάτι που δεν μπορούσε να τελειώσει — ίσως είχε δημιουργήσει μια γενιά που δεν ήταν διατεθειμένη να υποταχθεί, όπως οι άλλες.

Ο Τέρενς δε γνώριζε καλά τη μητέρα του. Είχε πεθάνει όταν εκείνος ήταν εννέα ετών. Πάντα, όμως, θυμόταν μια μικροκαμωμένη, θερμόαιμη μελα-χρινή γυναίκα με λαμπερά, βαθουλωμένα μάτια και μυτερή τριγωνική μύτη, μια πραγματική Θυγατέρα της Επανάστασης, μια μητέρα με ποδιά βγαλμένη από πίνακα του Γκραντ Γουντ. Κι ο πατέρας του ήταν τόσο βραδύς, ταπεινός και ηττοπαθής, ένας άνθρωπος χωρίς θέληση.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε η Γυμνή. Εκείνος έγνεψε. «Ναι... ναι, είμαι καλά. Απλά θυμήθηκα κάτι». «Φοβάσαι;» «Εσύ τι λες;» Η Γυμνή κοντοστάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. «Έχει σχεδόν τελειώσει,

Τέρενς. Το γνωρίζεις, έτσι δεν είναι; Έχει σχεδόν τελειώσει για τα καλά». «Για τα καλά», επανέλαβε ο Τέρενς, αν και δεν ήταν σίγουρος τι εννοού-

σε εκείνη. Τι είχε τελειώσει; Η ζωή του; Η ζωή της Έμιλι; Ή τα μεγάλα κατα-στροφικά ταξίδια του Πράσινου Ταξιδευτή διαμέσου της Ανατολικής Ευρώπης, της Ρωσίας και των πεδιάδων των μεσοδυτικών ΗΠΑ:

Εκείνη έδειχνε κάποια συμπόνοια. Ήταν, όμως, η φωνή του Πράσινου Τζάνεκ, η συνήγορος του και πρέπει να είχε σταθεί μάρτυρας μεγάλης οδύ-νης, τεράστιων μαρτυρίων, πάμπολλων περιπτώσεων όπου αθώοι είχαν γίνει βορά του.

Έξω από το παράθυρο, η βροχή έπεφτε πάνω στην παλιά ψησταριά υγρα-ερίου κι έσταζε από την υδρορροή. Από το διπλανό δωμάτιο, ο Τέρενς άκου-γε το σύρσιμο φύλλων και κλαδιών και το χαμηλό, συνωμοτικό ψίθυρο ανθρώ-πων που σχεδόν ποτέ δε μιλούν. Διαισθανόταν ότι είχε μάθει κάτι σπουδαίο-ότι ήταν σε θέση να αλλάξει τα πράγματα.

Ένιωθε έξαψη και φόβο- εκείνο, όμως, που τον τρόμαζε και τον εξήπτε περισσότερο ήταν το γεγονός ότι δε γνώριζε γιατί.

334

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Όταν ο Λουκ επέστρεψε στο γραφείο του, βρήκε τον καθηγητή Μρστικνα τον περιμένει, κρατώντας σφιχτά κάτω από το μπράτσο του ένα χοντρό χαρτοφύ-λακα από καφέ δέρμα, σαν να 'ταν γουρουνάκι. Ο καθηγητής Μρστικ ήταν ψηλός, σχεδόν όσο και ο Λουκ, με αραιά κόκκινα μαλλιά και πρόσωπο τόσο λευκό που ήταν λες και του είχαν ρίξει ξαφνικά αλεύρι στα μούτρα. Φορούσε ένα καφεκόιαανο κοστούμι, που ήταν πολύ χοντρό γτα την εποχή και μύριζε υγρασία.

Καθώς ο Λουκ μπήκε, σηκώθηκε και υποκλίθηκε και του πρότεινε ένα υγρό και οστεώδες χέρι. «Αποφάσισα να περιμένω άλλα δέκα λεπτά», είπε. «Αλλιώς θα έπρεπε να ξαναπεράσω την επόμενη εβδομάδα. Είναι το τσέχικο σαββατοκύριακο μας - έχουμε λαϊκούς χορούς, γιορτές, ε, ένας Θεός ξέρει π! Πάντα μου φέρνει δάκρυα στα μάτια! Και μερικές φορές και πόνο στο κεφά-λι!»

«Συγγνώμη που άργησα», είπε απολογητικά ο Λουκ. «Έχουμε κανά δυο σοβαρά γεγονότα σε εξέλιξη... Είμαι σίγουρος ότι μπορείτε να καταλάβετε πώς είναι η κατάσταση».

«Φυσικά! Ολόκληρη η ζωή είναι ένα σοβαρό γεγονός σε εξέλιξη, σωστά:» Ο Λουκ έπιασε τον καθηγητή απ* τον αγκώνα και τον οδήγησε προς το

γραφείο του. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν ένας σωρός από μηνύματα και το φωτάκι του τηλεφωνητή αναβόσβηνε, τα αγνόησε, όμως, όλα και τράβηξε μια καρέκλα, για να καθήσει ο καθηγητής Μρστικ.

«Θέλετε καφέ;» τον ρώτησε. «Τσάι, ανγίνεται». «Μπισκότα;» Ο καθηγητής τον κοίταξε με προσοχή. «Εσείς θέλετε μπισκότα, σωστά;

Αν, όμως, ζητήσω μπισκότα τότε η ευθύνη Θα είναι δική μου». Ο Λουκ τον κοίταξε μπερδεμένος. Ο καθηγητής Μρστικ γέλασε. «Έχετε

ένα βιβλίο με δίαιτες στο γραφείο σας, σωστά; Είστε, όμως, ολοφάνερα άνθρωπος που του αρέσει το φαγητό. Πολύ καλά, λοιπόν, εγώ θα σας ζητήσω μπισκότα με το τσάι μου και σεις θα λάβετε άφεση αμαρτιών».

Ο Λουκ πίεσε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας και δίχως να τραβήξει το βλέμμα απ' τον καθηγητή είπε: «Τζάνις; Έναν καφέ, παρακαλώ1 ία ένα τσάι- ία ένα πιάτο μπισκότα με κομματάκια σοκολάτας. Ναι, ναι, τα μεγάλα».

«Πάντοτε ήθελα να παραστήσω τον ντετέκπβ», είπε ο καθηγητής Μρστικ, «Κατ κείνα τα σημειωματάρια του Τέρενς Πίρσον που μου στείλατε, ε, μου άνοιξαν την όρεξη».

«Τι λέτε γι' αυτά;» ρώτησε ο Λουκ. «θέλετε την ειλικρινή μου άποψη: Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό δεν

πρόκειται για λαϊκό θρύλο. Νομίζω ότι τα περισσότερα είναι αλήθεια». Ο Λουκ σηκώθηκε. Η καρέκλα του έτριξε κάμποσο κι έπειτα σταμάτησε.

,335

GRAHAM MASTERTON

Βάδισε κατά μήκος του γραφείου του ία έπειτα ξαναγύρισε μέχρι τπ μέση. «Νομίζετε ότι τα περισσότερα είναι αλήθεια;» «Με προκαλείτε; Σ' αυτή την περίπτωση θα πω με έμφαση ναι, τα

περισσότερα είναι αλήθεια. Κάνει μερικά λάθη, μιας και δεν μπορεί να κατα-νοήσει όλες τις λεπτές αποχρώσεις της τσέχικης γλώσσας· όμως στην ουσία, ναι, ολόκληρη η ιστορία του για τον Πράσινο Ταξιδευτή, ολόκληρη η ιστορία του με τους μωμόγερους και τις συμφωνίες που έκλειναν για μια καλή σοδειά, ναι, εκείνες οι συμφωνίες είχαν γίνει και έχει ία αποδείξεις! Εκείνος ο Τέρενς Πίρσον έχει εργαστεί πολύ σκληρά για να βρει αποδείξεις! Εφημερίδες, περιοδικά, μετεωρολογικές εκθέσεις, εκθέσεις στοιχείων αγρο-τικής παραγωγής, πιστοποιητικά γεννήσεως, νοσοκομειακά αρχεία, πιστο-ποιητικά θανάτου, χιλιάδες λεπτομέρειες, χιλιάδες».

Άνοιξε το χαρτοφύλακα, έβγαλε ένα χοντρό, ακατάστατο σωρό από χαρ-τιά και το σήκωσε ψηλά. «Αποδείξεις! Ο Πράσινος Τζάνεκ είναι πραγματικός-ο Πράσινος Τζάνεκ ζει- και ο φόβος του Τέρενς Πίρσον για τον Πράσινο Τζάνεκ αποτέλεσε το άμεσο κίνητρο για να σκοτώσει τα παιδιά του».

Ο Λουκ πήρε τα χαρτιά, τα ακούμπησε προσεκτικά πάνω οτο στυπόχαρτο του γραφείου του και τα χτύπησε πάνω κάτω για να τα ταιριάξει. «Λόξα τω Θεό», είπε. «Και ένα μεγάλο ευχαριστώ και σε σας, καθηγητά. Άρχιζα να πιστεύω ότι έχανα τα λογικά μου»,

«Σας έλειπαν, δηλαδή, μερικά γλυκά για να κάνετε κηδεία, όπως λένε», είπε γελώντας ο καθηγητής. Ο Λουκ τον κοίταξε συνοφρυωμένος και κείνος έκοψε το γέλιο του στη μέση και είπε: «Συγγνώμη ..Το τσέχικο χιούμορ είναι πάντοτε λίγο διαφορετικό. "Εχουμε μερικά πολύ αστεία ανέκδοτα με καταπλά-σματα».

«Είμαι σίγουρος. Όμως στο μεταξύ, αυτό θα με βοηθήσει πολύ. Αλήθεια». Η Τζάνις μπήκε ία έφερε τον καφέ, το τσάι και τα μπισκότα. Άφησε τα

μπισκότα κοντά στον αγκώνα του Λουκ, όμως εκείνος είπε; «Όχι... είναι για τον καθηγητή Μρστικ από δω». Η Τζάνις τού έσκασε ένα ασθενικό χαμόγελο δυσπιστίας και βγήκε από το γραφείο.

«Φυσικά όλα τούτα μου προκάλεσαν έντονο ενδιαφέρον», είπε ο καθηγη-τής, «Άκουγα για τον Πράσινο Τζάνεκ όταν ήμουν μικρούλης. Τραγουδούσαμε: "Σταύρωσε την καρδιά σου, ξέσιασε τα σώθικά σου και κρύ-ψου απ' το θάμνο με τ' αγκάθια". Το να βρω αποδείξεις πως ήταν αλήθεια... ε, μπορείτε να φανταστείτε τι ήταν για μάνα. Ήταν σαν ν1 ανακάλυπτα ότι ήταν αληθινός ο Ψαλιδάνθρωπος από το Struwwelpeter. Ήταν σαν ν' ανακάλυπτα ότι ήταν αληθινός ο Δράκουλας

Ο Λουκ είπε: «Αντιλαμβάνεστε, βέβαια, ότι όλα αυτά είναι υπό εκδίκαση. Δεν μπορείτε να αναφέρετε τίποτα και σε κανέναν, όχι ακόμα».

«Βέβαια, βέβαια, δε με πειράζει, όμως! Η απόλαυση βρίσκεται στην έρευ-να και την ανακάλυψη! Κι έχω κάνει περισσότερη έρευνα με το φίλο μου το

336

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

δόκτωρα Σένμαν, ο οποίος ενδιαφέρεται πολύ για τους θρύλους, αλλά και για τη βιολογία».

Ο Λουκ είχε αρχίσει να κουράζεται. Οα ήθελε να μην ήταν τόσο καυτός ο καφές του- ία ευχόταν να τελειώσει γρήγορα το τσάι του ο καθηγητής και να τον αφήσει ήσυχο. Αισθανόταν κουρασμένος και πεινασμένος· ία απελπιστικά ένοχος. Έπρεπε να είχε διαβάσει το μήνυμα στο πρόσωπο του Φρανκ Τζόνοον. Το είχε δει τόσες πολλές φορές στο παρελθόν, σε τόσα πολλά πρόσωπα αγροτών, όμως εκείνη τη φορά είχε αποστρέψει το βλέμμα. Έπρεπε να το σκεφτεί μόνος του και να προσπαθήσει να συμβιβαστεί μ' αυτό.

Έπρεπε να πάει για ψάρεμα* ή να σταθεί γι' αρκετή ώρα στις όχθες του ποταμού Σίνταρ, ν' ανηφορίσει το ρεύμα στην οδό Μπλερς Φέρι έξω στις αλυ-σίδες των λιμνών και να δει τον ήλιο να κατεβαίνει φλεγόμενος στον δυτικό ορίζοντα' μες στη γαλήνη· μες στη σιωπή.

Όμως ο καθηγητής Μρστικ είπε: «Ο συνδυασμός ζωικών και φυτικών γονιδίων δεν αποτελεί απλά πιθανότητα, αλλά πραγματικότητα, σωστά; Οι εταιρείες τροφίμων έχουν ήδη ανακαλύψει ότι μπορούν να εισάγουν γονίδια ζώων σε φυτά και αντιστρόφως, για να τα κάνουν να μεγαλώσουν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο».

Ξεφύλλισε ένα σωρό από αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, ώσπου ανακάλυψε εκείνο που αναζητούσε. «Ορίστε —κοιτάξτε, η πιο πρόσφατη συνεδρίαση της Επιτροπής Δεοντολογίας Γενετικής Μετατροπής και Χρήσης Τροφίμων... η εισαγωγή ζωικών γονιδίων σε συγκεκριμένα φυτικά προϊόντα και αντιστρόφως αποτελεί, πλέον, κοινή πρακτική... πλησιάζουμε στο σημείο όπου θα υπάρχουν βιώσιμα τρόφιμα που δε θα είναι ούτε σαφώς ζωικά ούτε σαφώς φυτηίά. Βλέπετε, λοιπόν, ότι ο Πράσινος Τζάνεκ δεν απο-τελεί απλά παραμύθι, αλλά επιστημονική πραγματικότητα. Οι δεισιδαίμονες αγρότες της Βοημίας δημιούργησαν ουσιαστικά ένα ζωντανό, βιώσιμο ον. Ένα τρομερό πλάσμα, λυπημένο και τρομακτικό ταυτόχρονα. Πραγματικό, όμως, και ικανό να αναπαραχθεί».

«Τι είπε ο φίλος σας σχετικά με τα παιδιά του Πράσινου Τζάνεκ και πς μεθόδους αναπαραγωγής του;»

«Ω, όχι και πολλά. Ο δόκτωρ Σένμαν είναι απλά ένας ερασιτέχνης βιολόγος, όχι γενετικός επιστήμων. Πρότεινε, όμως, να ρωτήσετε κάποιους από τους ερευνητές του Ινστιτούτου Σπέλμαν στην Αμάνα. Στη γειτονιά σας έχετε ένα από τα κορυφαία κέντρα γενετικής έρευνας σε ολόκληρη τη χώρα, σωστά;»

Σάλιωσε τον αντίχειρα του και ξεφύλλισε ξανά το ντοσιέ. «Να 'μαστέ... πρότεινε δύο ονόματα, τους δόκτορες Ρ. Λακουτίρκαι Γκ. Μάθιους».

«Ο δόκτωρ Λακουτίρ είναι νεκρός. Σκοτώθηκε πριν από μερικές μέρες, όταν ένα από τα πειράματα του Ινστιτούτου ξέφυγε λίγο απ' τον έλεγχο».

«Ω1 Νομίζω ότι το είδα στις ειδήσεις. Ήταν ο επιστήμων που σκοτώθηκε από κάποιο γουρούνι;»

,337

GRAHAM MASTERTON

«Εκείνος. Όμως, απ' όσο γνωρίζω, ο δόκτωρ Μάθιους βρίσκεται ακόμα κοντό μας».

«Ε, λοιπόν, ίσως είναι ο άνθρωπος σας». Συζήτησαν λίγη ώρα ακόμα κι έπειτα ο δόκτωρ Μρστικ παρέδωσε στο Λουκ

την πλήρη μετάφραση των σημειωματάριων του Τέρενς ία όλο το υπόλοιπο υλικό που είχε συλλέξει. «Κρατήστε με ενήμερο για την πρόοδο σας, σερίφη Τούτο το ζήτημα με γοητεύει πολύ. Στο σύγχρονο κόσμο έχουμε αγνοήσει πάρα πολλούς θρύλους· μόλις τώρα, όμως, αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε ότι πολλά παράξενα και τρομερά πράγματα κρύβονται ανάμεσά μας επί εκατοντάδες χρόνια. Γιατί μπαίνουν στον κόπο να εφευρίσκουν απίθανες φανταστικές ιστο-ρίες σαν το Τζουράσικ Παρκ, τη στιγμή που αληθινά θαύματα της γενετικής βαδίζουν στους ίδιους δρόμους της πόλης που βαδίζουμε και μεις;

»Αν ποτέ βρείτε τούτο τον Πράσινο Τζάνεκ, πρέπει να μ' αφήσετε να τον δω. Επιμένω. Είναι το μόνο που ζητώ ως πληρωμή για τη μετάφραση».

«Θα το σκεφτώ», του είπε ο Λουκ. «Ίσως, όμως, αντιμετωπίσετε προσωπικό κίνδυνο, αν ο Πράσινος Τζάνεκ ανακαλύψει ποιος είστε. Το πρώτο άτομο που προσπάθησε να μεταφράσει τα σημειωματάρια καταδιώχθηκε από ένα ή περισσότερα άγνωστα άτομα και αυτοκτόνησε».

«Ναι, ο κύριος Πόνικαν. Ήταν ιδιαίτερα λυπηρό γεγονός. Τον γνώριζα αρκετά καλά».

«Κάναμε το λάθος να μιλήσουμε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης για κεί-νον. Λεν κάναμε το ίδιο σφάλμα και με εσάς. Κανείς εκτός γραφείου δε γνω-ρίζει ότι έχετε κάνει τη μετάφραση. Αν ήμουν στη θέση σας, θα βεβαιωνόμουν ότι η κατάσταση θα παραμείνει ως έχει. Πιστεύω στον Πράσινο Τζάνεκ και πιστεύετε και σεις στον Πράσινο Τζάνεκ και δε νομίζω ότι θα θέλατε να ανοί-ξετε την πόρτα σας απόψε τα μεσάνυχτα και να διαπιστώσετε ότι εκείνος είναι που χτυπά».

Ο δόκτωρ Μρστικ έγνεψε θλιμμένα. «Σας αντιλαμβάνομαι, σερίφη1 και σας ευχαριστώ».

Ο Κάπτεν Μπλακ ήταν βαρύτερος απ' οποιοδήποτε άλλο γουρούνι στην Αμερική' είχε, όμως, τέλειο μυϊκό σύστημα και απίστευτη δύναμη. Είχε πλα-στεί με σκοπό την τελειότητα. Η καρδιά και οι πνεύμονές του είχαν σχηματι-στεί από τον καλύτερο γενετικό συνδυασμό ανθρώπου και χοίρου. Τώρα, βέβαια, διέθετε και κάτι ακόμα - ένα μυαλό που δεν ήταν απλά ικανό για έξυ-πνες αντιδράσεις, όπως πάντοτε συμβαίνει με τα μυαλά των γουρουνιών, αλλά ένα μυαλό ικανό να φαντάζεται.

Απομακρύνθηκε από το δάσος και τους θάμνους στα νότια του Ινστιτούτου Σπέλμαν, συνθλίβοντας στο περασμά του βατομουριές και φτέ-ρες, σαν τεράστια μαύρη ατμομηχανή. Το νερό της βροχής κυλούσε στο τομά-

338

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

pi του- στο κάτω μέρος της κοιλιάς του, η λάσπη είχε πετρώσει. Οι επίδεσμοι του είχαν φύγει εντελώς, αλλά το κεφάλι του τώρα είχε σχεδόν γιατρευτεί και δεν ένιωθε τίποτα παραπάνω από έναν πολύ ακαθόριστο πονοκέφαλο. Τον εκνεύριζε, αλλά δεν τον αποσπούσε από τη μοναδική σκέψη που δονούσε το μυαλό του απ' τη στιγμή που είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις του.

Έμιλι, σκέφτηκε. Έπρεπε να βρει την Έμιλι. Πάντα ήξερε ότι η Έμιλι ήταν διαφορετική και ότι κάποια μέρα η Έμιλι θα έπρεπε να πεθάνει. Η Έμιλι δεν έμοιαζε καθόλου με τη Λίζα. Η Έμιλι δεν έμοιαζε με κείνον. Η Έμιλι έμοιαζε mo πολύ με τον Μπαμπάκα, είχε το αίμα του Μπαμπάκα και το αίμα του Μπαμπάκα ήταν mo κακό απ' ό,τι νόμιζε και ο ίδιος ο Μπαμπάκας.

Από τις πρώτες μέρες που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει, από τότε που είχε ανακαθήσει στην κούνια του στην ηλιόλουστη κρεβατοκάμαρα του σπι-τιού της Οδού Βέρνον, ήξερε με βεβαιότητα ότι η Έμιλι ήταν διαφορετική, ότι η Έμιλι ήταν λάθος.

Την αγαπούσε. Την αγαπούσε πολύ. Αυτό, όμως, συνέβαινε όταν ήταν «αδερφή», όχι εκείνο το άλλο πράγμα. Όταν γινόταν το άλλο πράγμα, όταν γινόταν «Έμιλι», τότε ήταν παράξενη και αχώνευτη και δεν έμοιαζε καθόλου με κείνον και τη Λίζα. Μερικές φορές την παρακολουθούσε και κάτι στο βλέμμα της τον έκανε να νιώθει φόβο και έχθρα.

Πάνω απ' το κεφάλι του έπεφταν βροντές και η βροχή άρχισε να πέφτει με μεγαλύτερη ένταση. Βάδιζε αδέξια κατά μήκος της βόρειας όχθης μιας μικρής λίμνης σε ελλειπτικό σχήμα, ενώ τα πόδια του κολλούσαν μέσα σε πηχτή μαύρη λάσπη. Στην άλλη άκρη της λίμνης, ένα σμήνος πάπιες στεκόταν κακομοίρικα κάτω απ' τα δέντρα περιμένοντας να περάσει η καταιγίδα.

Ο Κάπτεν Μπλακ ήξερε ότι η καταιγίδα δεν θα περνούσε. Ο Κάπτεν Μπλακ ήξερε ότι η βροχή θα συνεχιζόταν μέχρι το τέλος της συγκομιδής ία ότι χιλιάδες στρέμματα στην ανατολική Αιόβα, το Ιλινόις και το Μιζούρι θα πλημμύριζαν. Ο Κάπτεν Μπλακ διέθετε τον εγκέφαλο ενός γουρουνιού ράτσας Πόλαντ Τσάινα, διέθετε, όμως, και το μυαλό του Τζορτζ Πίρσον, KL Ο Τζορτζ Πίρσον ήταν ο εγγονός του Πράσινου Ταξιδευτή, εκείνου που χάριζε γονιμότητα και την έπαιρνε πίσω κιόλας αν είχε την πρόθεση.

Ο Κάπτεν Μπλακ άρχισε σταδιακά να κατευθύνεται βόρεια-βορειοανατο-λικά. Λιέθετε μια ενστικτώδη αίσθηση προσανατολισμού - εν μέρει ζωώδη, εν μέρει ανθρώπινη, εν μέρει μεταφυσική. Μπορούσε να αισθανθεί πώς φυσού-σε ο άνεμος, μπορούσε να νιώσει το κροτάλισμα της αστραπής μες στα σύν-νεφα. Και το κυριότερο, ήξερε πού ακριβώς ήθελε να πάει. Πίσω στο Σίνταρ Ράπιντς, εκεί που βρισκόταν η Έμιλι. Act μπορούσε ν' αφήσει την Έμιλα να ξεφύγει. Έπρεπε να θυσιαστεί, έπρεπε να προσφερθεί στον Πράσινο Τζάνεκ. Ο Μπαμπάκας δεν θα το 'κανε. Ο Μπαμπάκας θα προτιμούσε πρώτα να της κόψει το κεφάλι, όπως είχε κόψει κατ εκείνου τ ο κεφάλι.

Διέσχισε τη γωνία ενός χωραφιού χιλίων στρεμμάτων, τσακίζοντας και

,339

GRAHAM MASTERTON

χτυπώντας τα μαραμένα στάχια του κατεστραμμένου απ τη βροχή καλαμπο-κιού. Βάδισε με θόρυβο κατά μήκος ενός υγρού, έρημου δρόμου. Άκουσε ένα ελικόπτερο να πλησιάζει από τα δυτικά κι έτρεξε σε μια μικρή τριγωνική συστάδα από δέντρα, όπου περίμενε. Το ελικόπτερο πλησίασε αργά και κατέ-βηκε αρκετά χαμηλά, πετώντας κάτω από τα σύννεφα. Ο ρυθμός των ελίκων του έκανε το κεφάλι του Κάπτεν Μπλακ να πονέσει, έπειτα, όμως. στάθηκε ακίνητος σαν κούτσουρο και περίμενε υπομονετικά ώσπου το ελικόπτερο πέρασε, ενώ η βροχή έσταζε απ' το ρύγχος του.

Μόλις τα χωράφια ησύχασαν πάλι, ξεπρόβαλλε ανάμεσα απ' τα δέντρα με γοργά μικρά βήματα και συνέχισε να τρέχει προς το βορρά.

Ωστόσο δεν είχε τρέξει ούτε δέκα λεπτά, όταν είδε μια ομάδα από σκο-τεινά, ακαθόριστα σχήματα να περιφέρονται στο χωράφι μπροστά του. Έβρεχε ακόμα πιο δυνατά και το χωράφι ήταν σκεπασμένο από ομίχλη, έτσι στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν.

Καθώς, όμως, πλησίαοε κοντύτερα έπιασε μια έντονη και οικεία οσμή. Έβγαλε ένα γρύλισμα, έπειτα άλλο ένα ία έπειτα μια τσιριχτή κραυγή. Τα σχή-ματα οπισθοχώρησαν ία έπειτα τον περικύκλωσαν, τριάντα ή σαράντα από δαύτα. Στάθηκε καταμεσής του χωραφιού, τίναξε πίσω το κεφάλι του κι έβγα-λε μια κραυγή πρόκλησης και επιβεβαίωσης.

Εδώ είμαι, κι είμαι ο δυνατότερος. Ποιος θέλει ν' αποδείξει ΓΟ αντίθετο·, Τα σχήματα πλησίασαν. Ήταν πετσί και κόκκαλο, λασπωμένα και τον πλη-

σίαζαν με δέος. Ήταν πεινασμένα, αποπροσανατολισμένα και δίχως ηγέτη. Μερικά ήταν τραυματισμένα ή καμμένα. Επρόκειτο για τα τελευταία υηολεί-ματα του κακότυχου κοπαδιού του Φρανκ Τζόνσον, που σκάλιζαν το χώμα αναζητώντας μικρά γουλιά.

Ο Κάπτεν Μπλακ κραύγασε πάλι και ύψωσε το γκροτέσκο, λυκανθρωπίσιο κεφάλι του προς τα σύννεφα. Τα υπόλοιπα γουρούνια συγκεντρώθηκαν γύρω του, σκουντώντας τον με σκυμμένα τα κεφάλια. Το τεράστιο κόκκινο τιρμπουσόν που είχε για πέος ο Κάπτεν Μπλακ γλίστρησε λαμποκοπώντας από τη μαύρη μαλλιαρή θήκη του και ούρησε με επιμέλεια στη λάσπη. Τα Μπερκσάιρ άρχισαν να στριφογυρίζουν γύρω απ' το δυσώδη ατμό, απατίσντάς του φόρο τιμής.

Όταν εκείνος κίνησε προς το Βορρά, τον ακολούθησαν τρέχοντας αγέλη δ όν.

Ο Μπράιαν Κάντι γευμάτιζε με τον Ουίλιαμ και τη Νίνα Όλσεν όταν τον φώνα-ξαν στο τηλέφωνο. Η Νίνα τάιζε τον Ουίλιαμ με μικρές πηρουνιές κροκέτες τούρνας και κοίταξε εκνευρισμένη τον υπηρέτη της, «Δεν μπορεί να περιμέ-νει, Νιούτον; Ο γερουσιαστής μόλις άρχισε να τρώει».

«Λυπάμαι, κυρία Όλσεν, όμως το άτομο που τηλεφώνησε είπε ότι είναι

340

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

επείγον». «Είπε ποιος ήταν;» «Δεν ήταν άντρας, κυρία Όλσεν, ήταν γυναίκα. Η δεσποινίς Λίλι Μόναρκ». «Εκείνη η παλαβή οκύλα. Όλο βυζιά και διόλου ανατροφή». Ο Μπράιαν σκούπισε το στόμα του με τη λινή πετσέτα του στο χρώμα της

μέντας και ύψωσε συμβιβαστικά το χέρι. «Μην τρελαίνεσαι, Νίνα, μάλλον πρόκειται για κάποια λεπτομέρεια της τελευταίας στιγμής».

«Θα χαρώ πολύ όταν η υπόθεση Ζαπφ-Κάντι τελειώσει μια και καλή», είπε άγρια η Νίνα. «Ω, Ουίλιαμ, για τ' όνομα του Θεού, πέφτει όλο απ' την άκρη του στόματος σου! Είσαι χειρότερος ία από μωρό!»

Ο Μπράιαν έσπρωξε πίσω την Τσιπεντέιλ καρέκλα του, βάδισε κατά μήκος της τραπεζαρίας με τη δρύινη επένδυση και βγήκε στο διάδρομο. Το τηλέφωνο βρισκόταν πάνω σ' ένα επίχρυσο τραπεζάκι, κάτω από έναν τερά-στιο πίνακα του Τζορτζ Λιουκς που απεικόνιζε παιδιά που χόρευαν κατ μάλ-λον κόστιζε πάνω από 1,3 εκατομμύριο δολάρια. «Λίλι;» είπε. Μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα του γραφείου είδε μια καμαριέρα που γυάλιζε το γραφείο του Ουίλιαμ Όλσεν και μια γάτα να κοιμάται στην πολυθρόνα του.

«Μπράιαν, κάνω το τηλεφώνημά μου». «Τι εννοείς "κάνω το τηλεφώνημά μου";» «Με συνέλαβαν. Κάνω το τηλεφώνημά μου». Το στόμα του Μπράιαν στέγνωσε, «Σε συνέλαβαν, Τι στο διάολο έκανες;

Μη μου πεις ότι έκανες εκείνη την παλαβομάρα με τον Κάπτεν Μπλακ;» Η Λίλι άρχισε να κλαίει. «Προσπαθήσαμε, Μπράιαν, αλλά όλα πήγαν στρα-

βά. Πιάσανε την Χάριετ ενώ προσπαθούσε να ανοίξει τρύπα στο φράχτη κι ο Ντιν πυροβόλησε το φύλακα ία η Χάριετ είναι και κείνη νεκρή, έπεσε πάνω στον φράκτη και ήταν ηλεκτροφόρος».

«Πα το Χριστό, Λίλι, πιο αργά. Πάρε ανάσα». «Όλα πήγαν στραβά, Μπράιαν. Η Χάριετ είναι νεκρή κι ο Χένρι βρίσκεται

σε κώμα. Ο Ντιν κατηγορείται για φόνο κι όλοι κατηγορούμαστε για ένοπλη ληστεία, βιαιοπραγία και παράνομη είσοδο».

Ο Μπράιαν έσφιξε τόσο γερά τη γροθιά του, που οι αρθρώσεις των δακτύ-λων του μεταβλήθηκαν σε λευκές κηλίδες. «Πού βρίσκεσαι τώρα;» τη ρώτησε, πασχίζοντας να ελέγξει τα νέυρα του.

«Στο γραφείο του σερίφη της Κομητείας Λιν». «Σου διάβασαν τα δικαιώματά σου;» «Ναι». «Μήπως σε παρενόχλησαν ή σε φόβισαν ή χρησιμοποίησαν άσκοπη βία;» «Όχι». «Υποθέτω ότι θες να σου βρω δικηγόρο». «Απλά θέλω να με βγάλεις από δω μέσα!» «Εντάξει», είπε ο Μπράιαν. «Θα κάνω ό,τι μπορώ. Είναι, όμως, σοβαρό,

,341

GRAHAM MASTERTON

Λίλι, πίστεψε με. Σου είπα να μην το κάνεις, για το Χριστό, αλλά εσύ έκανες του κεφαλιού σου, έτσι δεν είναι; Αυτό ίσως μας στοιχίσει ολόκληρο το Ζαπφ-Κάντι».

«Δε θέλαμε να πάθει κανείς κακό, Μπράιαν. Όλα, όμως, πήγαν στραβά». Ο Μπράιαν πήρε μια βαθιά ανάσα. Μην χάνεις την ψυχραιμία σου, είπε

στον εαυτό του. Είναι ηλίθια. Είναι υπέρμετρα παρορμητική. Μάλλον τα γάμη-σε όλα. Όμως, μην χάνεις την ψυχραιμία σου.

«Τι έγινε το γουρούνι;» τη ρώτησε, «Για τι πράγμα μιλάς;» «Ο Κάπτεν Μπλακ. Καταφέρατε τελικά να τον βγάλετε έξω;» «Και βέβαια! Γι' αυτό πήγαμε εκεί!» «Ω, Χριστέ μου, Λίλι. Πες μου πως είναι ψέμα», «Είμαι περήφανη γι' αυτό, Μπράιαν! Τουλάχιστον η Χάριετ δεν πέθανε

τζάμπα! Ξέρεις τι έκαναν σε κείνο το γουρούνι; Του άνοιξαν το κεφάλι και του έδωσαν τον εγκέφαλο ενός παιδιού τριών ετών! Φαντάσου η θα σκεφτόταν εκείνο το παιδί! Μπορείς να φανταστείς τι θα σκεφτόταν ο Κάπτεν Μπλακ;»

«Χριστέ μου», είπε ο Μπράιαν. Πίεσε με δύναμη το μέτωπο του με τις άκρες των δακτύλων του. Έβλεπε χρόνια δουλειάς και εκατομμύρια δολάρια δαπανημένα σε προεκλογικές εκστρατείες να γλιστρούν κάτω από τα πόδια του, όπως η άμμος γλιστρά απ' τπν πλαγιά ενός αμμόλοφου.

«Μπράιαν», είπε η Λίλι, «ξέρω ότι έδρασα παρορμητικό. Το ξέρω. Λεν μπορούσα, όμως, ν' αφήσω εκείνο το δύστυχο ζώο να υποφέρει άλλο τέτοια μεταχείριση. Ήταν φανερό πόσο δυστυχισμένο, πόσο απελπισμένο ήταν. Χτυπιόταν πάνω στους τοίχους του μαντριού του. Έκανε σκόπιμα κακό στον εαυτό του. Τα γουρούνια δεν κάνουν ποτέ κάτι τέτοιο, προστατεύουν πολύ τον εαυτό τους. Εκτός αν τρελαθούν ή αν είναι δυστυχισμένα1 ία ο Κάπτεν Μπλακ ήταν και τα δύο».

«Ελευθερώσατε, λοιπόν, ένα τρελό, δυστυχισμένο γουρούνι ενάμιση τόνου — ένα γουρούνι που έχει ήδη σκοτώσει έναν άνθρωπο κι έχει τραυματί-σει σοβαρά αρκετούς ακόμα— ια όλα αυτά στ' όνομα της ελευθερίας των ζώων. Για τ' όνομα του Θεού, Λίλι, π νομίζατε ότι κάνατε;»

«Ο Κάπτεν Μπλακ είναι ένα θνητό ον, Μπράιαν! Ένα ζωντανό πλάσμα με αισθήσεις, όπως εσύ ια εγώ!»

«Είναι γουρούνι, Λίλι! Να π είναι! Ένα ψητό που βαδίζει! Παϊδάκια, συκωταριές, μπριζόλες, μουσούδια και πικ-νικ!»

«Υποκριτή!» ούρλιαξε π Λίλι. «Δεν πιστεύεις πραγματικά σε τίποτα απ' όλα αυτά, έτσι δεν είναι; Όλα είναι πολιτική για σένα! Όλα είναι μηχανορραφίες!»

«Και τι σημασία έχει, που να πάρει ο διάολος;» απάντησε άγρια ο Μπράιαν. «Έτσι κι αλλιώς εσύ και οι αντάρτικες μέθοδοι σου τα σκατώσατε όλα!»

342

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Είχε χρόνια να αισθανθεί τέτοια οργή. Αν υπήρχε κάτι που να τον εξοργί-ζει περισσότερο απ'την προδοσία, περισσότερο απ'το δόλο, περισσότερο από κάθε είδους πολιτική κατεργαριά που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, ήταν π ανικανότητα. Κι αν υπήρχε κάτι που να τον εξοργίζει περισσότερο απ' την ανικανότητα, ήταν το να ανακαλύπτει πως ήταν υποχρεωμένος να υποστηρί-ξει και να δικαιολογήσει ανθρώπους που είχαν ενεργήσει σαν ανίκανοι.

Χωρίς απολύτως καμία λογική αιτία — πέρα από την ανισόρροπη και υπερ-συναισθηματική προσκόλλησή της με τα γουρούνια — η Λίλι είχε θέσει σε κίν-δυνο ολόκληρη την πολιτική του σταδιοδρομία. Όταν ο Μπράιαν αναλογίστη-κε όλο εκείνο το χρόνο που είχε σπαταλήσει βγάζοντας για φαγητό δύσκο-λους αντιπάλους, καλοπιάνοντας τηλεοπτικούς σταθμούς, το Νιούσγοιπκ και την Ουάσιγκτον Ποστ, όλο εκείνο το χρόνο που είχε σπαταλήσει σε περιο-δείες, διαλέξεις και μεταμεσονύχτια ραδιοφωνικά προγράμματα, ένιωσε τέτοια μανία που θα μπορούσε να είχε σπάσει κάθε διακοσμητικό που θα μπο-ρούσε να φτάσει. Σχεδόν υπεροξυγονονώταν και η συζήτηση διακόπηκε για κάμποση ώρα, δίχως κανείς τους να κλείσει το τηλέφωνο.

Έπειτα από λίγο η Λίλι είπε: «Μπράιαν —λυπάμαι αν σου προξένησα προ-βλήματα. Δεν το ήθελα. Έπρεπε, όμως, να κάνω μια δική μου δήλωση. Έπρεπε να αυτοεπιβεβαιωθώ».

«Σε ποιούς; Στον Ντιν πώς-τον-λένε; Στην Χάριετ; Σ' όλους τους υπόλοιπους παλαβιάρηδες χορτοφάγους;»

«Έκανα μια συμφωνία με το διάβολο, Μπράιαν. Έκανα μια συμφωνία με σένα».

«θες να πεις ότι συνήψες σαρκική σχέση μ' ένα μέλος του Κογκρέσου, προκειμένου να δεις τα παλαβά μειοψηφικά ιδανικά σου να υιοθετούνται ως νομοθεσία;»

«Γιατί μού φέρεσαι τόσο φρικτά;» φώναξε η Λίλι. «Πάντα μου έλεγες ότι πίστευες και 'συ σ' αυτά!»

«Ακου, Λίλι, πιστεύω στην πολιτική δέσμευση! Πιστεύω στον επαγγελματισμό! Πιστεύω στο να φέρνουμε τα πράγματα σε πέρας! Πάνω απ' όλα, πιστεύω στο να μη φέρομαι σαν ξεροκέφαλος, πεισματάρης ηλίθιος και να καταστρέφω σχεδιασμό μηνών και επενδύσεις εκατομμυρίων δολαρίων! Είσαι κακομαθημένη, Λίλι! Είσαι μαλθακή! Όταν κάνεις μια συμφωνία με το διάβολο δεν μπορείς να τη λύσεις και δεν μπορείς ποτέ να υπαναχωρήσεις, ποτέ».

Πνιγμένη στα δάκρυα η Λίλι είπε: «Λεν παύω να χρειάζομαι δικηγόρο». «Χριστέ μου, εσύ δε χρειάζεσαι δικηγόρο. Εσύ χρειάζεσαι ολόκληρο τον

γαμημένο Δικηγορικό Σύλλογο». «Ίσως ο Κάπτεν Μπλακ απλά επιστρέψει». «Στον ύπνο σου, Λίλι. Τούτη είναι η πραγματική ζωή. Φέρε στο μυαλό σου

την χειρότερη πιθανή εκδοχή, κι έπειτα πολλαπλασίασέ την επί δύο. Γουρούνι Τέρας Αφηνιάζει σε Βρεφοκομείο. Πεινασμένο Γουρούνι Τέρας

,343

GRAHAM MASTERTON

Καταβροχθίζει Καλόγριες σε Μοναστήρι. Σκατά, Λίλι. Βάλε- την φαντασία σου να δουλέψει».

«Αν, όμως, τον ξαναπιάναμε —ανλέγαμε ότι τον αφήσαμε μόνο και μόνο ως διαφημιστικό κόλπο —;»

«Λίλι, πώς θα τον ξαναπιάσουμε; Φοράω σπορ κοστούμι Τσερούτι τρισήμι-σι χιλιάδων δολαρίων, σωστά; Θες να αμολυθώ στο δάσος μ' ένα λάσο και να επιστρέψω το γιγαντιαίο σου γουρούνι σπίτι του, δεμένο στο πίσω μέρος της Φεράρι μου;»

«Ξέρω ποιος είναι, Μπράιαν. Ξέρω ποιανού εγκεφαλική διατομή του εμφύτ ευσαν».

«Και σε τι βοηθά αυτό;» «Ακου, Μπράιαν. Ήταν ο Τζορτζ Πίρσον, τριών ετών. Άκουσα τους αστυ-

νομικούς που μιλούσαν με τον Γκαρθ Μάθιους όταν μας συνέλαβαν. Ο Τζορτζ Πίρσον ήταν το αγόρι που δολοφονήθηκε από τον πατέρα του ο' ένα χωράφι».

«Για θύμησέ μου». «Πήρε όλα του τα παιδιά σ' ένα χωράφι και τους έκοψε τα κεφάλια μ' ένα

δρεπάνι, πρέπει να το θυμάσαι. Σκότωσε και μερικούς άλλους, όμως μία από τις κόρες του ξέφυγε».

«Ναι» είπε προσεκτικά ο Μπράιαν. Άρχιζε να δείχνει ενδιαφέρον. «Το θυμάμαι».

«Ε, λοιπόν, κοντεύαμε να ελευθερώσουμε τον Κάπτεν Μπλακ, όταν ο Γκαρθ Μάθιους φώναξε "Έμιλι" —στην κυριολεξία ούρλιαξε. Και το όνομα της αδερφής του Τζορτζ Πίρσον, εκείνης που επέζησε, είναι Έμιλι. Ο Κάπτεν Μπλακ εξαγριώθηκε. Κυριολεκτικά».

«Λεν ήταν απλά φοβισμένος;» «Όχι, καθόλου. Τον είχα καλμάρει, τον ηρεμούσα». «Όμως ο Γκαρθ Μάθιους φώναξε "Έμιλι" κι εκείνος εξαγριώθηκε;» «Σωστά. Κι αργότερα, κρυφάκουσα τον Γκαρθ Μάθιους να λέει στον άλλο

τύπο, το Νέιθαν Τάδε ότι μάλλον ο Κάπτεν Μπλακ δα αναζητούσε την Έμιλι». «Γιατί να το κάνει;» «Μπράιαν, δεν το πιάνεις. Μπορεί να μοιάζει με γουρούνι, αλλά μες στο

κεφάλι του έχει τη νοημοσύνη ενός αγοριού τριών ετών». «Αλήθεια το πιστεύεις;» «Ναι, το είδα. Αλήθεια το πιστεύω». «Και αναζητεί την αδελφή του, την Έμιλι;» «Ποιον άλλον έχει, πέρα απ' τη μητέρα του; Κι απ' ό,τι μου είπαν στο γρα-

φείο του σερίφη, η μητέρα του εξακολουθεί να βρίσκεται στο νοσοκομείο». Ο Μπράιαν κοίταξε τον πίνακα με τα παιδιά που χόρευαν. Τόση

αθωότητα, τόση ευτυχία. «Λες, λοιπόν, ότι ο Κάπτεν Μπλακ θα προσπαθήσει να εντοπίσει τη μεγαλύτερη αδερφή του;»

«Ακριβώς. Αυτό ακριβώς».

344

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ο Μπράιαν απέμεινε νια μια στιγμή σκεφτικός. Ο Νιούτον εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας της τραπεζαρίας και φώναξε απαλά: «Κύριε Κάντι. Θέλετε να κρατήσω ζεστά τα ορεκτικά σας;»

Ο Μπράιαν κούνησε το χέρι και είπε: «Όχι, ευχαριστώ, Νιούτον». Έτσι ία αλλιώς δεν του άρεσαν οι κροκέτες τούρνας- η γεύση τους έμοιαζε με μισο-πηγμένη κόλλα για ταπετσαρίες.

«'Ακου, Λίλι», είπε, «γνωρίζεις τα πάντα για τα γουρούνια, σωστά; Πώς σκέφτονται, τι μπορούν να κάνουν;»

«Φυσικά», είπε επιφυλακτικά εκείνη, «Νομίζεις ότι ο Κάπτεν Μπλακ θα μπορέσει να βρει το δρόμο του προς το

Σίνταρ Ράπιντς;» «Λεν το αποκλείω. Τα γουρούνια έχουν μια πραγματικά Θαυμαστή αίσθη-

ση προσανατολισμού». «Θα ξαναγυρνούσε σπίτι του, στο σπίτι τον Πίρσον; Λε θα γνώριζε ότι η

αδερφή του έχει τεθεί υπό την φροντίδα κάποιων;» «Όχι, δε νομίζω. Σε κάθε περίπτωση, σίγουρα θα ξεκινούσε από κάποιο

γνωστό μέρος». «Ωραία», είπε ο Μπράιαν. Σκεφτόταν γρήγορα, υπολόγιζε γρήγορα. «Το

μόνο που πρέπει να κάνω είναι να κανονίσω να τεθεί υπό παρακολούθηση το σπίτι των Πίρσον. Αν εμφανιστεί ο Κάπτεν Μπλακ μπορώ να έχω μια ομάδα από κοιροκυνηγούς ία ελεύθερους σκοπευτές, έτοιμους να τον αντιμετωπί-σουν ία από δίπλα τον Τύπο. Ίσως καταφέρουμε να περισώσουμε κάτι απ' όλο τούτο τ' αναθεματισμένο φιάσκο».

«Ποτέ δεν πίστεψες σε κάτι απ' όλα αυτά, έτσι δεν είναι;» είπε η Λίλι. «Τι να σου πω;» αποκρίθηκε ο Μπράιαν. «Πίστευα ότι μπορούσαμε να

συνεργαστούμε για το κοινό μας συμφέρον. Τώρα φάνηκε ότι είχες άλλες απόψεις».

«Έπρεπε να ελευθερώσω τον Κάπτεν Μπλακ, Μπράιαν. Έπρεπε να δείξω στον κόσμο πόσο απάνθρωπα είναι κείνα τα πειράματα».

«Ω, αλήθεια: Μάλλον του έχεις προκαλεσει περισσότερο πόνο και τρόμο απ' ό,τι έχει υπομείνει ποτέ. "Ακου —πρέπει να κάνω κάποια τηλεφωνήματα, να οργανώσω το καρτέρι. Θα σου βρω και δικηγόρο. Εν τω μεταξύ κάτσε ήσυχα, εντάξει;»

«Μπράιαν, ο αγαπώ, το ξέρεις. Ανήκω σε σένα». Ο Μπράιαν ξεφύσηξε κοφτά και νευρικά. «Δεν νομίζεις πως είναι λίγο

αργά για κάτι τέτοιο; Αν το Ζαπφ-Κάντι δεν εγκριθεί, θα χάσω εκατομμύρια δολάρια και η πολιτική μου σταδιοδρομία ουσιαστικά θα τερματιστεί — ία όλα εξαιτίας σου. Λίγο παράξενα δεν μου δείχνεις την αγάπη σου;»

«Μπράιαν — » «Τελειώσαμε, Λίλι. Ξέχνα το. Λεν νομίζω ότι άρχισε καν ποτέ. Θα σε

βγάλω με εγγύηση- θ' αναλάβω τα δικαστικά σου έξοδα. Μέχρι εκεί, όμως.

,345

GRAHAM MASTERTON

Τελειώσαμε». Δεν περίμενε την απάντηση της. Αντιθέτως, κατέβασε το ακουστικό και

στάθηκε κοιτώντας τον ξύλινο τοίχο με ανεστίαστο βλέμμα. Μην χάνεις την ψυχραιμία σου, είπε στο εαυτό του. Σκέψου καθαρά. Έπειτα άρπαξε το τηλέ-φωνο και το εκσφενδόνισε κατά μήκος του διαδρόμου, κάνοντάς το χίλια κομμάτια στον απέναντι τοίχο.

346

.14.

Το μαύρο κλειστό φορτηγό με τα φιμέ τζάμια σταμάτησε απέναντι από την Παιδική Στέγη ΜακΚίνλεϊ στο κέντρο του Σίνταρ Ράπιντς. Έστριψε κι έπειτα έκανε όπισθεν σε ένα στενό σοκάκι ανάμεσα στο κτίριο της Αγροτικής Τράπεζας και το Συγκρότημα Διαμερισμάτων Σίνταρ. Ο Μάρτυρας έσβησε τη μηχανή και σταμάτησε τους υαλοκαθαριστήρες, έτσι που το παρμπρίζ θόλωσε απ* τη βροχή.

«Εδώ είμαστε, σωστά;» ρώτησε η Γυμνή. «Ναι, εδώ είμαστε». «Τότε εσύ ία ο Μάρτυρας θα μπείτε μέσα και θα βρείτε πού κρατάνε την

κόρη σου». «Κι αν τη φρουρούν ή κάτι τέτοιο;» «θα σας συνοδεύσει ία ο Ξιφομάχος». Ο Τέρενς στράφηκε προς τη Γυμνή. «Δεν μπορώ να το κάνω. Δε θα μας

αφήσουν να μπούμε. Πρέπει να 'χουν κάποιου είδους ασφάλεια. Οα τηλεφω-νήσουν στην αστυνομία. Θα μας σκοτώσουν».

«Πρέπει», είπε η Γυμνή' και η φωνή της, κατά έναν παράξενο τρόπο, θύμι-σε στον Τέρενς την σχοινοβάτιδα απ' την ταινία Ελβίρα Μάντιγκαν, καθώς προσπαθούσε να πείσει τον εραστή της, Σίξτεν, ότι έπρεπε να την πυροβολήσει. «Πρέπει».

«Δε θα μας αφήσουν να μπούμε», είπε ο Τέρενς μπερδεύοντας τα λόγια του. «Λε θα μας αφήσουν να μπούμε! Κοίτα μας! Με μάσκες!»

«Μη φοβάσαι, ο Μάρτυρας κι ο Ξιφομάχος θα βγάλουν τις μάσκες τους. Κι ο Ξιφομάχος θα κουβαλάει μόνο ένα ξίφος, κρυμμένο».

347

GRAHAM MASTERTON

«Λεν μπορώ να το κάνω», είπε ο Τέρενς. Βρισκόταν στα πρόθυρα του απόλυτου πανικού. Αισθανόταν λες και τα κύτταρα του αίματος του κυκλοφο-ρούσαν μες στο κορμί του σαν αυτοκίνητα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο.

«Πρέπει». «Λεν μπορώ, αλήθεια δεν μπορώ». «Εάν δεν το κάνεις, φίλε μου, θα πεθάνουν χιλιάδες άνθρωποι. Μπορείς

να διαπιστώσεις από μόνος σου τι συμβαίνει με τον καιρό. Ήδη οι σοδειές πλημμυρίζουν και ισοπεδώνονται. Ξέρεις γιατί. Προτού ασχοληθεί με ο,τιδή-ποτε άλλο, ο Πράσινος Ταξιδευτής πρέπει πρώτα να ασχοληθεί με κείνους τους ανθρώπους που τον απειλούν — εκείνους που αποτελούν απειλή για την αγνότητα του γενεαλογικού του δέντρου. Υπάρχουν δυνατά, όρθια φυτά και υπάρχουν και γερμένα, άρρωστα φυτά και συ είσαι το φυτό που άλλαξε τα πάντα. Εσύ και το σόι σου κάποια μέρα θα καταστρέψετε τον γονιό, εκτός αν σας καταστρέψουμε πρώτα εμείς».

Με έναν ασαφή, αποσπασματικό τρόπο ο Τέρενς νόμισε ότι άρχιζε να αντιλαμβάνεται για ποιο λόγο ήθελε τόσο πολύ την Έμιλι ο Πράσινος Ταξιδευτής. Είχε διαβάσει σε κάποια απ' τα βιβλία του για παιδιά του Πράσινου Τζάνεκ «που δεν είχανε μεγαλώσει με τον ορθό τρόπο, τον τρόπο του πατρός τους». Σε μερικά απ' τα παιδιά, η παραμόρφωση ήταν φανερή απ' τη στιγμή της γέννησης και οι γονείς τους τα είχαν στραγγαλίσει ή πνίξει.

Το 1632, στη Μπρυζ της Φλαμανδίας, είχε βρεθεί στο κανάλι κάτω από την γέφυρα Χόγκστρατ να επιπλέει ένα νεκρό μωρό. Η πλάτη του ήταν καλυμ-μένη με υγρά φύλλα- τις φλέβες και ης αρτηρίες του διαπερνούσαν στριφο-γυριστές ρίζες λαχανικών. Η καρδιά του ήταν κυριολεκτικά πράσινη σαν πιπε-ρίτσα. Ο Άντονι Βαν Ντάικ είχε κάνει με κάρβουνο ένα οια'τσο του μωρού, το οποίο μπορούσε και σήμερα να δει κανείς στο ιδιαίτερο δωμάτιο του Μουσείου Γκρένιγκε. Εκείνη τη φορά τα φυτικά γονίδια που ήταν αξεδιάλυτα μπλεγμένα με την υλική οντότητα του Πράσινου Ταξιδευτή, είχαν κυριαρχήσει πάνω στη εμφάνιση ενός από τους απογόνους του.

Υπήρχαν, όμως, και άλλα παιδιά, που τα διεστραμμένα γενετικά χαρακτη-ριστικά τους ήταν πολύ λιγότερο εμφανή. Μόνο όταν έφταναν στην εφηβεία παρουσίαζαν κάποια σημάδια ότι η μη ανθρώπινη πλευρά του Πράσινου Ταξιδευτή τα είχε επηρεάσει τόσο έντονα. Ο Τέρενς είχε ανακαλύψει ένα γερμανικό φυλλάδιο του 15ου αιώνα, που λεγόταν Unheiligen Kinder, όπου αναφερόταν μια περίπτωση στο Ντρένσταϊνφιρτ, ένα χωριό κοντά στο Μίνστερ της Βεστφαλίας, όπου μια νεαρή αγροτσπούλα είχε ανακαλυφθεί απ' τους γονείς τπς «να στριφογυρίζει στο κρεβάτι της, ενώ το δέρμα του προσώ-που της είχε ξεφλουδίσει, αποκαλύπτοντας ένα πράσινο κρανίο γεμάτο ρωγ-μές ενώ μυτερά αγκάθια και κλαριά διαπερνούσαν το νυχτικό της από μέσα». Το μαρτύριο της ήταν τόσο μεγάλο, που ο πατέρας της είχε αναγκαστεί να τη

348

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

σκοτώσει μ' ένα τσεκούρι. Παιδιά σαν ία εκείνα έτρεμε ο Πράσινος Ταξιδευτής ία εκείνα τα παίδια

είχε αποφασίσει να καταδιώκει και να καταστρέφει με μια ιεροτελεστία «πυρός και σιδήρου».

Ο Πράσινος Ταξιδευτής λαχταρούσε την ανθρώπινη ιδιότητα. Έμοιαζε με ναρκομανή σπρωγμένο από μια φρικιαστική ανάγκη, που χρειαζόταν όλο και περισσότερα ανθρώπινα εντόσθια, για να επιβραδύνει την αμείλικτη ανάπτυ-ξη των ριζών και των κονδύλων που περιπλέκονταν με τον οργανισμό του.

Ο Τέρενς δεν ήταν βέβαιος τι είδους απειλή θα μπορούσε να αποτελεί για κείνον η Έμιλι, σίγουρα, όμως, ο Πράσινος Ταξιδευτής έτσι την αντιμετώ-πιζε - ί α αν κάτι τέτοιο ήταν αλήθεια, έπρεπε να θεωρεί και τον Τέρενς ως κάποιου είδους απειλή. Αν ο Τέρενς είχε γεννήσει ένα παιδί σαν την Έμιλι, θα μπορούσε να γεννήσει και άλλο. Να γιατί ο Πράσινος Ταξιδευτής είχε χαρίσει τη ζωή στην Έμιλι τη νύχτα που είχε σκοτώσει τη Μαίρη. Χρειαζόταν την πρόσκληση της προκειμένου να κατασπαράξει τον Τέρενς, όμως ο Τέρενς δε βρισκόταν εκεί.

Ο Τέρενς είχε νιώσει την ανάγκη να σκοτώσει την Έμιλι, επειδή ήταν εγγονή του Τζάνεκ κι έτρεμε ότι θα τον προσκαλούσε να μπει στο σπίτι και να σφαγιάσει όλη την οικογένεια. Τώρα, όμως, συνειδητοποιούσε ότι η Έμιλι θα μπορούσε ν' αποτελέσει τη μοναδική του σωτηρία.

Στο πίσω μέρος του φορτηγού ο Τζάνεκ θρόιζε και κουνιόταν. Ο Τέρενς δεν μπορούσε να φανταστεί κάτι πιο αφύσικο και παραμορφωμένο από εκεί-νον γνώριζε, όμως, ότι η διατήρηση της αγνότητας των γόνων του είχε ζωτική σημασία νια την επιβίωση του. Τα παιδιά δεν έπρεπε ποτέ να επαναστατούν. Έπρεπε πάντα να υποτάσσονται στο θέλημα του Τζάνεκ. Το πρώτο παιδί που θα αρνιόταν να του ανοίξει την πόρτα αφού χτυπούσε, θα ήταν το πρώτο παιδί που θα τον έκανε να λιμοκτονήσει από έλλειψη ζωής και θα του στερούσε την πιθανότητα να ξαναγίνει άνθρωπος. Το πρώτο παιδί που θα τον απαρνιόταν, θα επέτρεπε σε κείνες τις ρίζες να στριφογυρίσουν ακόμα βαθύτερα μες στις αρτηρίες του· και σε κείνα τα κλαριά να διαπεράσουν τον εγκέφαλο του.

«Είσαι έτοιμος να ξεκινήσεις;» ψιθύρισε η Γυμνή. «Θα γνωρίσεις τρομερά μαρτύρια αν δεν το κάνεις».

«Εντάξει», ψιθύρισε ο Τέρενς. Το πρόσωπο του ήταν καλυμμένο από ιδρώτα. «Δε θα μας κάνετε κακό, όμως».

«Ίσως ναι, ίσως όχι», είπε η Γυμνή. «Όμως ο Τζάνεκ θα σας αφήσει και τους δύο να ζήσετε, με την προϋπόθεση ότι θα συμμετάσχετε στην ιεροτελε-στία του εξαγνισμού της γενιάς ία ότι θα ορκιστείτε πως δεν θα κάνετε παιδιά, κανείς από τους δυο σας και, ακόμα, υπό την προύπόθεση ότι θα φύγετε μακριά από τούτο τον τόπο, σε μια πόλη που δε θα υπάρχουν αγροκτήματα ή βοσκοτόπια. Είσαι το σάπιο, παραμορφωμένο φυτό' κι η κόρη σου είναι το σάπιο και παραμορφωμένο βλαστάρι».

,349

GRAHAM MASTERTON

«Πότε ξανάφπσε ο Τζάνεκ κάποιον να ζήσει;» ρώτησε ο Τέρενς. «Τούτη τη φορά ίσως το κάνει. Πρέπει, όμως, να βεβαιωθεί ότι έχετε

λάβει μέρος στην ιεροτελεστία του εξαγνισμού κι ότι θα φύγετε από τούτο τον τόπο για πάντα».

Ο Τέρενς στράφηκε και κοίταξε το σκοτεινό, θαμνώδες περίγραμμα του Πράσινου Τζάνεκ. Η βροχή χτυπούσε στην οροφή του φορτηγού' ο Λεπρός έβηχε ία έφτυνε. Ο Τέρενς γνώριζε πως ο Τζάνεκ ήταν πανούργος ία ανέντι-μος και δύσκολα μπορούσε να πιστέψει ότι στ' αλήθεια θ' άφηνε εκείνον και την Έμιλι να φύγουν. Είχε, όμως, ελάχιστες επιλογές. Απ' όσα είχε διαβάσει, γνώριζε ότι όποτε κάποιοι αρνούνταν να δώσουν στον Πράσινο Ταξιδευτή ό,τι επιθυμούσε, οι συνέπειες ήταν συνήθως ολέθριες. Στα τέλη του Μεσαίωνα είχαν πεθάνει από πείνα χιλιάδες άνθρωποι σ' ολόκληρη την Κεντρική Ευρώπη εξαιτίας μιας ασθένειας της πατάτας —ία όλα αυτά επειδή κάποιος αγρότης είχε προτιμήσει να κάψει ζωντανή την κόρη του μέσα σε μια θημωνιά, παρά να την αφήσει στον Πράσινο Ταξιδευτή.

Η βροχή συνέχιζε να σφυροκοπά την οροφή του φορτηγού και ο Τέρενς ήξερε ότι δεν θα κόπαζε, παρά μόνο όταν ο Πράσινος Ταξιδευτής θα έβρισκε την εγγονή του. Ήδη οι όχθες του Μιζούρι είχαν ξεχειλίσει σε εικοσιοκτώ δια-φορετικά σημεία και χιλιάδες στρέμματα αγροτικής γης βρίσκονταν βαθιά κάτω απ' το νερό. Ο Τέρενς κοίταξε το ρολόι πάνω στο ταμπλό. Η ώρα ήταν 2:17' άρχιζε να πεινά και να διψά. «Εντάξει», είπε. «Ας το κάνουμε, όσο ακόμα μπορούμε».

Ο Μάρτυρας έβγαλε τη μάσκα του. Από κάτω, το πρόσωπο του ήταν σχεδόν τόσο λευκό όοο ία π μάσκα, με επιδερμίδα απαλή σαν αστίλβωτη πορ-σελάνη και μαύρα σλάβικα μάτια. Το στόμα του έμοιαζε με θεόστενη σχισμή και δεν είχε την παραμικρή έκφραση. Είχε δει τα πάντα, τα πιο βδελυρά ανθρώπινα βίτσια, τις πιο απεχθείς απάτες και προδοσίες και παρ' όλα αυτά το πρόσωπο του δεν πρόδιδε τίποτα. Ήταν μάρτυρας1 και παρέμενε ασυγκίνητος.

Ο Ξιφομάχος έβγαλε και κείνος τη μάσκα του. Το πρόσωπο του ήταν εντελώς διαφορετικό. Γωνιώδες, γεμάτο ουλές, με σουβλερή μύτη και γκρίζα γυαλιστερά μάτια. Είχε ένα ακανόνιστο γκρίζο γενάτα και αραιό γκρίζο μου-στάκι. Παρόλο που κοιτούσε τον Τέρενς ζωηρά, έτοιμος να αμυνθεί, το πρόσωπο του είχε την όψη νεκρής σάρκας, λες και, αν τολμούσε να το αγγί-ξει, θα το ένιωθε μαλακό και σάπιο.

«Πηγαίνετε», είπε η Γυμνή. «Προσέχετε όσο μπορείτε». Ο Πράσινος Ταξιδευτής έβγαλε έναν αδύναμο, σφυριχτά ήχο, που τον

ακολούθησε ένας ήχος σαν στάξιμο. Ο Τέρενς δεν τόλμησε καν να κοιτάξει προς το μέρος του.

Το Μαχαίρι άνοιξε τις πίσω πόρτες και βγήκαν από το φορτηγό στη βροχή. Καθώς διέσχιζαν το θορυβώδη, γλιστερό δρόμο ο Μάρτυρας ία ο Ξιφομάχος βάδιζαν δίπλα στον Τέρενς, αλλά εκείνος άκουγε ουσιαστικά τα

350

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

βήματα τους λίγο μπροστά του. Ήταν μόλις ορατοί μες στην ανταύγεια και το φως της νύχτας και έμοιαζαν περισσότερο με δυο κινούμενες σιαές, παρά με επικίνδυνα καθάρματα του Μεσαίωνα.

Μπήκαν από τις περιστρεφόμενες πόρτες της παιδικής στέγης ΜακΚίνλεϊ και βρήκαν τον προθάλαμο με την καφέ μοκέτα άπλετα φωτισμέ-νο, ενώ και στις δύο πλευρές του ήταν αναρτημένοι πίνακες διακοσμημένοι με δημιουργήματα παιδιών. Μια φαντασμαγορική ζωγραφιά με τίτλο Ο Οσγΐίουντ Σέφαρντ χτίζει μια καλύβα δίπλα στον Ποταμό Σίνταρ τιμούσε τον ιδρυτή του Σίνταρ Ράπιντς, απεικονίζοντας το σπίτι του πρώτου αποίκου με χτυπητό μοβ. Η ασύμμετρη ζωγραφιά ενός εργοστασίου έφερε τον τίτλο «Ο μύλος αλεύρων βρώμης Νορθ Σταρ, 1872, που σήμερα είναι η Εταιρεία Κουάκερ (Εκεί που Λουλεύει ο Μπαμπάς)».

Ο Τέρενς διέσχισε τον προθάλαμο κατευθυνόμενος προς ένα γραφείο από φορμάικα, όπου μια τεράστια μαύρη με γυαλιά στερεωμένα στο μέτωπο της, πληκτρολογούσε κάτι σ' έναν επεξεργαστή κειμένου.

«Μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησε δίχως να σηκώσει το βλέμμα. Έπειτα το σήκωσε, έβγαλε τα γυαλιά της και κοίταξε την εξωφρενική τριανδρία με απροκάλυπτη αποδοκιμασία — κυρίως τον Μάρτυρα, τον οποίο κοίταξε κατσουφιασμένη μες από μάτια σαν σχισμές, λες και πίστευε ότι θα μπορού-σε να τον κάνει να εξαφανιστεί κατσουφιάζοντας. Και σχεδόν μπορούσε να το κάνει: μιας και το περίγραμμά του εξακολουθούσε να είναι σιαώδες και ρευστό και τα μάτια του αιωρούνταν στον αέρα σαν θρόμβοι αίματος σε ένα γονιμοποιημένο αυγό κότας.

«Ψάχνω για ένα κορίτσι ονόματι Έμιλι Πίρσον», είπε ο Τέρενς. «Μου είπαν ότι ίσως μένει εδώ».

«Δεν μπορώ να δώσω πληροφορίες σε κανέναν, παρά μόνο στους συγγε-νείς», του είπε η ρεσεψιονίστ.

«Μπορείτε, όμως, να μου πείτε αν βρίσκεται εδώ». «Όχι, κύριε, δεν μπορώ. Δεν μπορώ να δώσω πληροφορίες σε κανέναν,

παρά μόνο στους συγγενείς». «Το ξέρω. Είμαι, όμως, ο - θείος της». «Είστε ο θείος της; Μπορείτε να το αποδείξετε;» «Όχι ακριβώς, όχι». «Δεν μπορώ να σας δώσω καμία πληροφορία σχετικά με την Έμιλι Πίρσον,

μέχρι να μπορέσετε να το αποδείξετε». «Άρα βρίσκεται εδώ;» Η ρεσεψιονίστ κούνησε το κεφάλι και ξαναγύρισε στην πληκτρολόγηση

της, ενώ τα πορφυρά νύχια της, που έμοιαζαν με αρπακτικού, κροτάλιζαν πάνω στα πλήκτρα. «Σας είπα. Πληροφορίες μόνο σε συγγενείς»,

Ο Ξιφομάχος έσκυψε πάνω απ' τον πάγκο. Κρατούσε ένα μακρύ, λεπτό, αστραφτερό στιλέτο και πίεζε την αιχμή του στο πλευρό του λαιμού της ρεσε-

,351

GRAHAM MASTERTON

ψιονίστ, παρόλο που ο Τέρενς δεν τον είχε καν δει να το τραβά. Εκείνη πάγω-σε, τα νύχια της απέμειναν να αιωρούνται πάνω από το πληκτρολόγιο και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.

Ο Τέρενς είπε; «Νομίζω ότι θα ήταν καλή ιδέα να μου λέγατε αν βρίσκε-ται εδώ η Έμιλι Πίρσον ή όχι».

Εκείνη ξεροκατάπιε κι έπειτα έγνεψε. «Ναι, εδώ βρίσκεται. Την έφεραν χτες».

«Ωραία», είπε ο Τέρενς. «Που βρίσκεται, λοιπόν, τώρα;» «Μόλις έφαγαν βραδινό. Μάλλον βρίσκεται στο σαλόνι και βλέπει

τηλεόραση». «Και πού βρίσκεται το σαλόνι;» «Προχωρήστε στο βάθος, ανεβείτε την αριστερή σκάλα και έπειτα μπείτε

στην πόρτα που θα βρείτε μπροστά σας». Ο Τέρενς έριξε μια ματιά προς τη μεριά του δρόμου. Έπειτα είπε: «Δε θα

ειδοποιήσετε τους μπάτσους, έτσι δεν είναι;» «Α πα πα», έκανε π ρεσεψιονίστ, ενώ τα μάτια της στριφογύριζαν προς τα

κάτω, καθώς πάσχιζε να δει τη λεπίδα με την οποία ο Ξιφομάχος κέντριζε το λαιμό της.

«Τι είπατε;» επέμεινε ο Τέρενς. «Είπα ότι δεν πρόκειται να ειδοποιήσω τους μπάτσους· αυτό είπα». «Έτσι μου φάνηκε και μένα». Ο Τέρενς στράφηκε προς το Μάρτυρα και 'κείνος υπέδειξε μ' ένα γνέψι-

μο του κεφαλιού ότι έπρεπε να πάνε στο βάθος του κτιρίου και να βρούν την Έμιλι. Ο Τέρενς στράφηκε ξανά προς τον Ξιφομάχο και μόλις πρόφτασε να δει την αιχμή του μαχαιριού να ξεπροβάλλει από το πίσω μέρος του λαιμού της ρεσεψιονίστ - μ ό λ ι ς πέντε έξι πόντους - ία έπειτα να ξαναχάνεται απ' τα μάτια του. Ο Ξιφομάχος σκούπισε το λεπίδι στο σηκωμένο του μανίκι ία έπει-τα το ξανάχωσε στη θήκη του. Δεν είχε δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον ενδιαφέρον για ό,τι είχε κάνει. Για λίγες στιγμές η ρεσεψιονίστ συνέχισε να στέκεται όρθια, όμως έξαφνα, καθώς εκείνοι απομακρύνονταν, αναποδογύρι-σε και σωριάστηκε στο πάτωμα. Οι ώμοι της ήταν σκεπασμένοι από γυαλιστερό αίμα.

«Ήταν ανάγκη να την σκοτώσεις·,» διαμαρτυρήθηκε ο Τέρενς, ψιθυρίζο-ντας άγρια. «Λεν σου 'φταίξε σε τίποτα!»

Ο Ξιφομάχος έσπρωξε τον Τέρενς προς τα πίσω, για να του δείξει ότι θα έκανε ό,τι ήθελε, όποτε ήθελε. Ο Τέρενς παραπάτησε ία έπειτα συνέχισε να διασχίζει το διάδρομο ανάμεσα από ακόμα περισσότερες παιδικές ζωγρα-φιές ία ένα τεράστιο πίνακα ανακοινώσεων που ανακοίνωνε ότι «Είμαστε τα παιδιά του ΜακΚίνλεϊ: Ευτυχισμένα και Αγαπημένα».

Ακουσαν παιδικές φωνές να τραγουδούν «...ο γεωργός πάει στον αγρό, στον αγρό, στον αγρό...». Έπειτα ανέβηκαν μια μικρή σειρά από σκαλιά και

352

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

πέρασαν από ένα ζευγάρι περιστρεφόμενες πόρτες. Το δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο και γεμάτο παιδιά που κάθονταν σε διαλυμένες πολυθρόνες, καναπέδες και πουφ. Παρακολουθούσαν το Ιντιάνα Τζόουνς και ο ναός του Χαμένου Θησαυρού, σε μια ογκώδη, παλιά τηλεόραση. Ήταν τόσο απορροφη-μένα απ' τη σκηνή της ανθρωποθυσίας, που σχεδόν κανένα τους δε γύρισε καθώς ο Τέρενς, ο Μάρτυρας ία ο Ξιφομάχος μπήκαν μέσα ία άρχισαν να κοι-τάνε επιτακτικά κάθε παιδί, προσπαθώντας να εντοπίσουν την Έμιλι.

Ο Τέρενς σκέφτηκε: Παρακαλώ, Θεέ μου, μη μου πεις όη δε βρίσκεται εδώ. Όμως εκείνη τη στιγμή ένα κορίτσι που καθόταν σ' ενα πουφ κοντά στην οθόνη της τηλεόρασης έστρεψε το κεφάλι της για να δει τι συνέβαινε, και ήταν εκείνη.

Ήταν λες και όλα διαδραματίστηκαν σε αργή κίνηση. Γούρλωσε τα μάτια της, άνοιξε το ατόμα, σηκώθηκε από το πουφ και άρχισε να τρέχει προς την πόρτα που βρισκόταν στην απέναντι μεριά του σαλονιού. Ο Τέρενς σχημάτισε ένα χωνί με τα χέρια γύρω από το στόμα του και φώναξε: «ΈμμμηλλλιηίΜ» Ο Μάρτυρας όρμησε κατά μήκος της αίθουσας, ενώ το λευκό πανωφόρι του τυλιγόταν και ξετυλιγόταν σαν τον τρίγκο ενός ιστιοφόρου στην ανοικτή θάλασσα ία ο Ξιφομάχος τράβηξε το μαχαίρι του.

Το μαχαίρι στριφογύρισε αργά σχίζοντας τον αέρα και καθώς στριφογυρ-νούσε άστραφτε. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ο Τέρενς πίστεψε ότι ο Ξιφομάχος την είχε σκοτώσει, ότι θα της τρυπούσε την καρδιά. Ομως το μαχαίρι διαπέρασε το μανίκι της ροζ μπλούζας της και την κάρφωσε στην πόρτα, μ' ένα γδούπο που θύμιζε τον ήχο που κάνει το καπάκι του φέρετρου όταν κλείνει. Ο Τέρενς δεν έπρεπε να έχει φοβηθεί. Γνώριζε ότι ο Ξιφομάχος δεν μπορούσε να την σκοτώσει: όχι ώσπου εκείνη να προσφέρει ελεύθερα τον εαυτό της. Κι επίσης γνώριζε ότι δεν ήθελε να τη σκοτώσει: όχι μέχρι εκείνη να προσφέρει τη ζωή του Τέρενς ως δώρο προς τον αδηφάγο παππού της.

«Μπαμπάκα», είπε η Έμιλι με πρόσωπο πανιασμένο, τρομοκρατημένη. Μερικά παιδάκια άρχισαν να ουρλιάζουν, κάποια έβαλαν τα κλάματα, τα περισσότερα, όμως, παρέμειναν σιωπηλά.

Ο Τέρενς διέσχισε αργά την αίθουσα. Η Έμιλι τραβήχτηκε φοβισμένη μακριά του, ενώ το βλέμμα της πετούσε από 'δω ία από 'κει, αναζητώντας μια δίοδο διαφυγής. Μπορούσε να καταλάβει το λόγο. Ευχόταν να υπήρχε κάποιος τρόπος να της εξηγήσει, απλά. όμως, δεν υπήρχε. Πρέπει να σε πάρω επειδή ο παππούς σου είναι μισός άνθρωπος, μισός θάμνος κι έχει ανάγκη από τα σωθικά σου για να κρατηθεί στη ζωή; Πρέπει να σε πάρω επειδή, αν δεν το κάνω, χιλιάδες άνθρωποι θα χάσουν το βιός τους κι εκατοντάδες περισσότεροι μπορεί να χάσουν τη ζωή τους;

Πρέπει να σε πάρω επειδή η ζωή σου είχε δεσμευτεί απ' τη μέρα που γεν-νήθηκες και δεν έχεις καμία επιλογή, παρά μόνο να υποστείς τις συνέπειες της απληστίας του παππού σου και της ανικανότητας του πατέρα σου;

,353

GRAHAM MASTERTON

«Έμιλι», είπε ο Τέρενς απλώνοντας το χέρι, «θα μας αφήσουν να φύγου-με. Δε θα σε πειράξω, γλυκιά μου. Δεν είναι πια ανάγκη».

Ο Ξιφομάχος άρπαξε τον ώμο του Τέρενς και έδειξε με το δάχτυλο την πόρτα, σε μια ένδειξη ότι έπρεπε να πάρουν την Έμιλι και να φύγουν αμέσως απ' το κτίριο. Έπειτα βάδισε προς το μέρος της, τράβηξε το μαχαίρι του απ' το μανίκι της KCU την έσπρωξε προς τον Τέρενς λες κι ήταν ένα τσουβάλι αλεύρι.

Ο Τέρενς προσπάθησε να την πιάσει, όμως εκείνη στριφογύρισε γτα να του ξεφύγει. «Όχι!» ψιθύρισε,

«Λεν καταλαβαίνεις, γλυκιά μου. Είν' αλλιώς τώρα». Εκείνη τον κοίταξε KL Ο Τέρενς διέκρινε στο βλέμμα της κάτι που δεν

καταλάβαινε- κάτι που τον τρόμαξε. Για μια στιγμή δεν έμοιαζε με την Έμιλι. Έμοιαζε με τη μάσκα ενός μωμόγερου, μέσα απ' τα μάτια της κοιτούσε κάποιος άλλος. Ο Τέρενς έκανε στο πλάι και κοίταξε συνοφρυωμένος το Μάρτυρα, όμως εκείνος του έγνεψε με παγερή ανυπομονησία να βγει απ' το σαλόνι ΚΪ όλοι μαζί πέρασαν απ' τις περιστρεφόμενες πόρτες, κατέβηκαν τη σκάλα και προσπέρασαν τη ρεσεψιόν.

Ο Τέρενς προσπάθησε να μη δει το αίμα, αλλά ήταν αδύνατο. Ο Ξιφομάχος δεν ήξερε μόνο από ξίφη· ήξερε και από αρτηρίες και πού να τις βρει και πώς να τις χαράξει, ώστε μέσα σ' ελάχιστο χρόνο να ξεπεταχτούν από μέσα τους συντριβάνια αίματος.

Βγήκαν από το κτίριο και διέσχισαν το δρόμο. Έ ν α ς ταξιτζής τούς κόρναρε ία έπειτα φώναξε: «Έι! Θέλετε να σκοτωθείτε;»

Ο Ξιφομάχος στάθηκε, γύρισε και τον κάρφωσε με το βλέμμα. Το σαγόνι του ταξιτζή έπεσε αργά, έπειτα ξανάκλεισε και κείνος επιτάχυνε ια ανηφόρισε τη 10η Οδό με τα υγρά του λάστιχα να στριγγλίζουν.

Ο Τέρενς είχε το κεφάλι κατεβασμένο και δεν έλεγε κουβέντα. Ο Μάρτυρας τον ακολουθούσε από κοντά. Οδήγησε την Έμιλι στο σοκάκι και άνοιξε τις πόρτες του φορτηγού.

Με φωνή που πρόδινε τρόμο π Έμιλι είπε: «Μπαμπάκα —δε θα μου κόψεις το κεφάλι, έτσι δεν είναι;»

«Όχι γλυκιά μου, δε θα το κάνω», απάντησε εκείνος. «Λεν ξέρω, όμως, τι θα συμβεί στη συνέχεια. Ο παππούς σου είν' εδώ. Ο πραγματικός σαυ παπ-πούς, ο Πράσινος Ταξιδευτής. Και κείνος θ' αποφασίσει τι θα συμβεί στη συνέχεια».

Ο Ξιφομάχος ία ο Μάρτυρας ανέβηκαν στο φορτηγό. Ο Μάρτυρας ξαναφόρεσε τη μάσκα του, κάθησε σι ο κάθισμα του οδηγού κι έβαλε μπρος. Ο Θεραπευτής γύρισε προς τα πίσω με πρόσωπο χλομό σαν καντήλι.

«Μπαμπάκα, φοβάμαι». «Και 'γω, γλυιαά μου. Ας το ρισκάρουμε, όμως. Ο Πράσινος Ταξιδευτής

προσφέρθηκε να μας χαρίσει τη ζωή. Θα μας αφήσει να φύγουμε, αρκεί να φύγουμε από την Αιόβα και να πάμε να μείνουμε στην πόλη, ίσως στο

354

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Κλίβελαντ ή κάπου αλλού, π στην Ινπανάπολπ». «Αυτό είν' όλο;» «Έτσι νομίζω». Η Έμιλι ανέβηκε στο φορτηγό, ο Τέρενς την ακολούθησε και το Μαχαίρι

έκλεισε τις πόρτες. Τότε ήταν που ο Τέρενς θα Ίπρεπε να 'χει καταλάβει ότι π Έμιλι είχε αλλάξει. Κανένα άλλο εντεκάχρονο κορίτσι δε θα 'χε σκαρφαλώ-σει με τόση άνεση σ' ένα κατασκοτεινό φορτηγό, που μία του γωνιά καταλάμ-βανε ένας σκοτεινός θάμνος που θρόιζε και μία άλλη μια λιπαρή, κουκουλω-μένη νοσηρή μορφή, που έβηχε κι ανέδιδε τη δυσοσμία της λέπρας.

Ξεκίνησαν μες στη βροχή. Η Γυμνή άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τα χέρια της Έμιλι και είπε: «Είσαι παγωμένη, αγάπη μου».

«Δεν είμαι αγάπη σου και είμαι πάντα παγωμένη». «Ξέρεις γιατί βρίσκεσαι εδώ, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Κάτι πήγε στραβά, Έμιλι. Δεν έφταιγες εσύ. Όταν ο πατέρας σου γεννή-

θηκε δεν βγήκε όπως έπρεπε ία έτσι ούτε 'συ ούτε η Λίζα ούτε ο Τζορτζ βγή-κατε όπως θα πρεπε».

Έστριψαν νοτιοανατολικά στην οδό Μάουντ Βέρνον. Η Έμιλι κοίταξε προς τον Τέρενς λες και έψαχνε επιβεβαίωση ότι όσα έλεγε η Γυμνή ήταν αληθινά- όμως ο Τέρενς κοίταξε ηθελημένα από την άλλη, έξω από το παρ-μπρίζ. Δεν ήξερε τι είχε σκοπό να τους κάνει ο Πράσινος Ταξιδευτής- γνώρι-ζε, όμως, ότι ο τελετουργικός εξαγνισμός δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση κι ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να σκοτωθεί τόσο εκείνος όσο και η Έμιλι. Τα γεννήματα ήταν πάντοτε mo σημαντικά απ' τους ανθρώπους που τα καλ-λιεργούσαν και σ' ολόκληρη την ανατολική Αιόβα το χώμα ήταν διάσπαρτο με τα οστά των αγροτών που είχαν δώσει τη ζωή τους για μια πλούσια σοδειά- και μερικών που είχαν δώσει και την ψυχή τους.

«Πού πάμε;» ρώτησε η Έμιλι, «Πίσω στο σπίτι σας», είπε η Γυμνή. «Και τότε θα μπορέσουμε να χτυπή-

σουμε την πόρτα όπως είχαμε κάνει και πριν και 'συ θα μπορέσεις να μας καλέσεις να μπούμε».

«Κι αν δεν το κάνω;» «Θα το κάνεις», είπε πίσω απ' τη μάσκα της η Γυμνή. «Έτσι κάνουν πάντα

τα καλά κορίτσια».

Ο Λουκ κτύπησε ελαφρά την πόρτα ία έπειτα μπήκε στο γραφείο όπου εδώ και μια ώρα και δέκα λεπτά ο Γκαρθ και ο Νέιθαν είχαν στρωθεί στο διάβασμα.

«Πώς πάει;» τους ρώτησε, κι ακούμπησε το ένα τεράστιο κωλομέρι του στην άκρη του γραφείου.

«Εντυπωσιακό», είπε τρίβοντας τα μάτια του ο Γκαρθ κι έριξε τις τελευ-ταίες σελίδες της μετάφρασης του καθηγητή Μρστικ στο στυπόχαρτο μπρος

,355

GRAHAM MASTERTON

του. «Εκατό τοις εκατό εντυπωσιακό. Πρόκειται για την πρώτη πειστική σύνδε-ση μυθικών προσώπων κατ αποδείξιμης γενετικής επιστήμης που έχω δει ποτέ. Θέλω να πω, ποιος ξέρει τι έχει σειρά; Ίσως μπορέσουμε ν' αποδείξου-με ότι υπάρχουν οι νεράιδες».

(•Πιστεύετε, λοιπόν, ότι όλη η ιστορία του Πράσινο Ταξιδευτή είν' αλή-θεια;»

«Όχι απολύτως», είπε ο Γκαρθ. «Μερικά κομμάτια του θρύλου είναι παρα-τραβηγμένα. Σαφώς, όμως, διαθέτει κάποιον κεντρικό πυρήνα αλήθειας. Απ' ό,τι φαίνεται, ο Πίρσον έλεγξε τις περισσότερες από τις πρόσφατες ιστορικές συνδέσεις. Και πιστεύω ότι όντως υπήρχε κάποιου είδους πρωταρχική ιεροτε-λεστία για τη μετατροπή ενός ανθρώπου σε δέντρο - εμφανίζεται σε επτά ή οκτώ διαφορετικές διηγήσεις, όλες γραμμένες σε διαφορετικές εποχές. Συνέβαινε κυρίως στον Αγιο Δομίνικο, την Αϊτή και τη Βρετανική Γούίάνα, αλλά έχουν αναφερθεί και μεμονωμένες περιπτώσεις στο Βόρειο Ημισφαίριο, κυρίως στη Βοημία και τη Ρουμανία.

»Εκείνο που μ' ενδιαφέρει περισσότερο απ' όλα είναι τα γενετιστικά του στοιχεία, που είναι πολύ ουσιαστικά και ιδιαίτερα λογικά. Θέλω αν πω ότι τα βιβλία που μελετούσε ο Τέρενς Πίρσον ήταν πενήντα, εξήντα, μερικά εκατό ετών. Όλα, όμως, ήταν κατηγορηματικά στο ότι "άνθρωπος και θάμνος ήσαν αληθώς πεπλεγμένοι, ώστε να μην διακρίνονται εις εκ του ετέρου". Στο Σπέλμαν έχουμε κάνει κάποιους συνδυασμούς ζωικών με φυτικά γονίδια. Δημιουργήσαμε ένα βάτραχο που κυριολεκτικά είχε στη ράχπ του λειχήνες αντί για δέρμα. Μπορούμε, όμως, να προχωρήσουμε παραπέρα, πολύ παραπέ-ρα. Μιλάμε για ζώα που να μπορούν ως ένα σημείο να φωτοσυνθέσουν και φυτά με υποτυπώδη σκέψη. Όλα είναι πιθανά, όλα γίνονται σήμερα».

Ο Λουκ είπε: «Νόμιζα ότι θα βάζατε τα γέλια. Νόμιζα ότι δε θα με πιστεύ-ατε».

Ο Γκαρθ ανασήκωσε τους ώμους. Φαινόταν χλομός και κουρασμένος, και ήταν μελανιασμένος. «Πριν από δέκα, ακόμα και πριν από πέντε χρόνια, ίσως να μην σας πίστευα. Όμως η γενετική έχει κάνει από τότε τεράστια βήματα και κάθε μέρα προσπαθούμε να πετύχουμε και κάτι καινούργιο. Δείτε τον Κάπτεν Μπλακ».

«Θα τον έβλεπα, δόκτωρ Μάθιους, αν ήξερα πού να τον βρω». «Πιστεύω ότι πηγαίνει σπίτι του», είπε ο Ντέιβιντ. «Και τι σε κάνει να το πιστεύεις;» «Πιστεύω ότι πηγαίνει σπίτι του, γιατί δεν έχει πού αλλού να πάει». «Δόκτωρ Μάθιους;» ρώτησε ο Λουκ. Ο Γκαρθ ανασήκωσε πάλι τους ώμους. «Φαίνεται λογικό. Ίσως θα πρεπε

να 'χετε το νου σας στο σπίτι των Πίρσον». «Θα στείλω κανά δυο βοηθούς για να 'χουν απλά το νου τους στην κατά-

σταση».

356

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ο Γκαρθ είπε: «Ειδοποιήστε με μόλις κάποιος τον εντοπίσει, εντάξει; Ο Ραούλ κι εγώ περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας μας δημιουργώντας τον Κάπτεν Μπλακ. Πάντα πιστεύαμε ότι μετά την εισαγωγή της ανθρώπινης εγκεφαλικής ουσίας, η συμπεριφορά του ίσως γινόταν λιγότερο πειθήνια. Τώρα, όμως, έχουμε ία ένα μπαλαντέρ στη γενετική του δομή: το γεγονός ότι είναι πιθανόν να 'χει άμεση συγγένεια με τον Πράσινο Ταξιδευτή, στον οποίο αναφέρεται συνεχώς εκείνος ο Τέρενς Πίρσον. Ειλικρινά, δεν υπάρχει τρόπος να προσδιορίσουμε αν πρόκειται γι' αγόρι, γου-ρούνι, μυθικό μωμόγερο ή για κάποιο συγκεκριμένο συνδυασμό και των τριών».

«Εκείνο που θέλω να ξέρω», είπε ο Λουκ, «είναι πώς μπορέσατε να χρη-σιμοποιήσετε την εγκεφαλική διατομή του μικρού Τζορτζ Πίρσον δίχως την άδεια του Τέρενς ή της Άιρις Πίρσον;»

«Κανονικά δε χρειάζεται η άδεια για τη χρήση ασήμαντων ποσοτήτων ιστού από νεκρά σώματα, ούτε την ζητά κανείς», είπε ο Γκαρθ. «Για παράδειγ-μα, είναι συνήθης πρακτική να παίρνουμε τους αδένες της υπόφυσης απ' τα πτώματα, να τους κονιορτοποιούμε και να φτιάχνουμε ορμόνες, που με τη σειρά τους χρησιμοποιούνται σε φάρμακα γονιμότητας ή ουσίες για την προ-ώθηση της ανάπτυξης. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα νούμερα που είδα, αφαι-ρούμε τακτικά τους αδένες της υπόφυσης από σχεδόν ένα εκατομμύριο πτώ-ματα το χρόνο. Επίσης κατά τακτά χρονικά διαστήματα παίρνουμε εγκεφαλικά ιστό από νεκρά σώματα και τον χρησιμοποιούμε σε διάφορες μορφές νευρο-χειρουργικής, όπως τις μεταμοσχεύσεις μήνιγγας»,

«Δίχως να ερωτηθεί κανείς;» είπε έκπληκτος ο Λουκ. «Δεν τα παίρνουμε και μαζί μας στον τάφο», πετάχτηκε ο Νέιθαν, Εκείνη τη στιγμή, η αστυφύλακας ΤζινΛέμαν χτύπησε την ανοικτή πόρτα.

Ήταν μια κοντόχοντρη κοκκινομάλλα, που πάντα θύμιζε στον Λουκ: την Λορέ-τα Σουίτ. Συνόδευε τη μωλωτπσμένη, χλομή και απογοητευμένη Λίλι Μόναρκ.

«Η δεσποινίς Μόναρκ ζήτησε να σας δει, σερίφη. Είπε ότι ήταν επείγον». «Εντάξει, λοιπόν», είπε ο Λουκ, και σηκώθηκε αργά από την άκρη του γρα-

φείου, «Τι μπορώ να κάνω για σας, δεσποινίς Μόναρκ;» «Πρέπει να σας μιλήσω», είπε η Λίλι με πολύ αδύναμη φωνή. «Σχετικά με

τον Κάπτεν Μπλακ», «Ας βρούμε, λοιπόν, ένα γραφείο», είπε ο Λουκ «Όχι, όχι. Δε με πειράζει να μιλήσω εδώ. Μπορεί ο δόκτωρ Μάθιους ία

εγώ να 'μαστέ εχθροί όσον αφορά στη ζωοτομία και τα πειράματα στα ζώα, αλλά —ίσως πρέπει να ακούσει ό,τι έχω να πω. Ίσως μπορεί να βοηθήσει».

«Εγώ δεν έχω πρόβλημα», είπε ο Γκαρθ, «Γνωρίζετε τους άλλους δύο κυρίους; Από εδώ ο Νέιθαν Γκριν, παθολόγος του Ιατρικού Κέντρου Μέρσι. Κι εκείνος είν' ο γιος του, ο Ντέιβιντ»,

Ο Λίλι τους χάρισε ένα κοφτό, περιφρονητπίό χαμόγελο. «Μόλις έκανα το τηλεφώνημά μου», είπε.

,357

GRAHAM MASTERTON

«Μπορείτε να πείτε στη βοηθό τα ονόματα των δικηγόρων σας», είπε ο Λουκ.

«Λεν έχω μιλήοει ακόμα με τους δικηγόρους μου. Τηλεφώνησα στο γερουσιαστή Μπράιαν Κάντι. Πιθανώς γνωρίζετε ότι είναι κάτι σαν φίλος μου. Ή ήταν, τέλος πάντων».

«Συνεχίστε». «Ο Μπράιαν είναι συγχυσμένος μαζί μου, επειδή απελευθέρωσα τον

Κάπτεν Μπλακ. Κομίζει ότι η πράξη μου θα θέσει σε κίνδυνο τις ελπίδες του να εγκριθεί το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάνπ από το Κογκρέσο την επόμενη εβδομά-δα. Έτσι, αποφάσισε να πιάσει μόνος του τον Κάπτεν Μπλακ».

«Α, ναι; Και πώς θα το κάνει;» «Θα παραφυλάει έξω από το σπίτι των Πίρσον με χοιροκυνπγούς κι ελεύ-

θερους σκοπευτές. Και φυσικά θα καλέσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Νομίζει ότι αν τσακώσει τον Κάπτεν Μπλακ θα γίνει κάτι σαν ήρωας».

«Αρα και ο γερουσιαστής Κάντι πιστεύει ότι ο Κάπτεν Μπλακ κατευθύνε-ται προς το σπίτι του».

«Έτσι υπέθεσα». «Κι ο νεαρός Ντέιβιντ από δω υπέθεσε το ίδιο. Προσπαθούσε να φαντα-

στεί τι θα έκανε ένα παιδί τριών ετών». «Και γω προσπαθούσα να φανταστώ τι θα έκανε ένα ενήλικος κάπρος

ράτσας Πόλαντ Τσάινα». Καθώς μίλησε, η φωνή της είχε έναν αλλόκοτο τονισμό, που δεν πέρασε

απαρατήρητος απ' το Λουκ. Προσπαθούσε να του πει κάτι- κάτι που ήταν πολύ σημαντικό για 'κείνη, το οποίο, όμως, δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να ξεστομίσει εύκολα.

«Πώς είναι δυνατόν να φανταστείτε τι θα έκανε ένα ενήλικος κάπρος;» τη ρώτησε.

Εκείνη παρέμεινε σιωπηλή για λίγες στιγμές ία έπειτα είπε: «Ίσως θα έπρεπε να κοιτάξετε για μένα σι' αρχεία σας».

«Ναι; Και τι συγκεκριμένα θα 'πρεπε ν' αναζητήσω;» «Το Γουρουνοκόριτσο», είπε η Λίλι. «Θυμάστε το Γουρουνοκόριτσο;» «Το θυμάμαι», είπε ο Νέιθαν. «Ήταν πριν από δεκαπέντε χρόνια, σωστά;

Στο Πρέριμπουργκ ή κάποιο παρόμοιο μέρος. Ένα επτάχρονο κορίτσι είχε βρεθεί σε κάποιο εντελώς απομονωμένο χοιροτροφείο. Οι γονείς του είχαν πεθάνει πριν από τρία χρόνια περίπου, αλλά το είχαν μεγαλώσει τα γουρούνια. Ήταν περισσότερο γουρούνι παρά άνθρωπος».

«Σωστά», είπε η Λίλι, «Έμαθε να επικοινωνεί μαζί τους· καταλάβαινε τι ήθελαν και μπορούσε να φανταστεί πού θα πήγαιναν αν ήταν μόνα, φοβισμέ-να ία είχαν ανάγκη από συντροφιά».

Ο Λουκ την κοίταξε εξεταστικά, «Θέλετε να πείτε ότι εσείς ήσασταν το Γουρουνοκόριτ σο;»

358

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Στα μάτια της Λίλι έλαμψαν δάκρυα. «Ναι, εγώ ήμουν εκείνο το Γ ουρουνο κ ό ριτ σο ».

«Απ* ό,τι άκουσα, όμως, εκείνο το κοριτσάκι ήταν σχεδόν σαν γουρούνι. Της πήρε χρόνια ψυχοθεραπείας μόνο και μόνο για να πειστεί ότι ήταν άνθρω-πος».

«Εξακολουθώ να κάνω ψυχοθεραπεία. Αν αμφιβάλετε, μπορείτε να τηλε-φωνήσετε στο δόκτωρα Κοέν του Ινστιτούτου Σίνταρ».

«Θα το κάνω», είπε ο Λουκ. «Όχι πως δεν σας πιστεύω, αλλά νομίζω ότι πρέπει να το ελέγξω. Λεν θέλω να μπλεχτείτε με κάτι που θα ανακόψει το πρόγραμμα της θεραπείας σας. Η κομητεία θα μπορούσε να βρεθεί υπόλογη για την πρόκληση βλαβών».

Εκείνη είπε εν συντομία στον Γκαρθ και τον Λουκ τα ίδια που είχε πει και στον Μπράιαν Κάντι —πώς είχαν πεθάνει οι γονείς της και πώς την είχαν ανα-θρέψει τα γουρούνια. Εκείνοι άκουγαν σιωπηλοί ία όταν η Λίλι τελείωσε, κοι-τάχτηκαν μεταξύ τους συγκινημένοι ία εντυπωσιασμένοι.

Ο Λουκ χτύπησε ελαφρά το δείκτη του στο μέτωπο του. «Άρα, γνωρίζο-ντας ό,τι γνωρίζετε για τα γουρούνια, εκείνο που μας λέτε, δεσποινίς Μόναρκ, είναι ότι θα 'πρεπε να είστε σε θέση να προβλέψετε τι πρόκειται να κάνει ο Κάπτεν Μπλακ;»

«Έτσι νομίζω». Σκούπισε τα μάτια με το μανίκι της. «Τον ελευθερώσατε' γιατί θέλετε να μας βοηθήσετε να τον ξαναπιάσου-

με; Αφού θα γυρίσει πίσω στο Σπέλμαν». «Θέλω νας σας βοηθήσω να τον ξαναπιάσετε, επειδή έκανα ένα ηλίθιο

σφάλμα όσον αφορά την κρίση μου για τον Μπράιαν —το γερουσιαστή Κάντι. Λε θέλω να κερδίσει όλη τη δόξα».

Ο Γκαρθ είπε: «Να υποθέσουμε, δηλαδή, ότι ο γερουσιαστής Κάντι φοβά-ται ότι η σχέση του με άτομα, που πραγματοποιούν επιδρομές εναντίον ερευ-νητικών ισνστιτούτων, θα επηρεάσει την έγκριση του νομοσχεδίου του;»

Η Λίλι έγνεψε καταφατικά. «Μ' έλουσε με κάθε λογής βρισιά που μπορεί-τε να φανταστείτε».

«Ε, κι εγώ θα μπορούσα να σας βρίσω», είπε ο Γκαρθ. Εκείνη είπε: «Λε με νοιάζει πλέον αν δεν επικυρώσουν το Ζαπφ-Κάνπ.

Νόμιζα ότι ο Μπράιαν ήταν ιδεολόγος. Νόμιζα ότι είχε κοινωνικές πεποιθή-σεις. Το γεγονός, όμως, ότι το Ζαπφ-Κάντι έχει προσχεδιαστεί έτσι ώστε να προστατεύει τα ζώα, είν' απλή σύμπτωση. Απλά πρόκειται για ένα ακόμα νομο-σχέδιο που ακολουθεί το ρεύμα της εποχής. Έχει σχέση με την προώθηση της πολιτικής σταδιοδρομίας του Μπράιαν, τελεία και παύλα».

«Φαίνεται ότι πράγματι σας έπεσαν τα λέπια απ' τα μάτια», παρατήρησε ξερά ο Γκαρθ.

Ο Λουκ κοίταξε το ρολόι του. «Εντάξει», είπε. «Νομίζω ότι πρέπει να δούμε τι συμβαίνει στο σπίτι IGOV Πίρσον. Μπορείτε V G ετρθειε KQJ, Θ £ ΐ Ζ ,

,359

GRAHAM MASTERTON

δεσποινίς Μόναρκ, είμαι, όμως, αναγκασμένος να επιμείνω να φορέσετε χει-ροπέδες».

«Θα βάλετε τα δυνατά σας για να συλλάβετε ζωντανό τον Κάπτεν Μπλακ;» είπε ο Γκαρθ.

Ο Λουκ τον κοίταξε με την στρυφνή, ασυγκίνητη έκφραση του σερίφη. «Ελάτε τώρα», είπε ο Γκαρθ. «Τούτο το ζώο μάς έχει κοστίσει εκατομμύ-

ρια. Αποτελεί ένα θαύμα της εξωγενετικής χειρουργικής. Ο δόκτωρ Λακουτίρ προτίμησε να θυσιάσει τη ζωή του, παρά να δει αυτό το γουρούνι να πεθαίνει».

«Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγ-ματα», είπε ο Λουκ.

«Μπορώ, όμως, να τον ναρκώσω, αν μου δοθεί η ευκαιρία. Τότε δε θα είναι ανάγκη να τον σκοτώσετε».

«Εντάξει, λοιπόν, φέρτε αν θέλετε τον απαραίτητο εξοπλισμό για να τον ναρκώσετε. Αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα».

«Μπορώ να έρθω;» ρώτησε ενθουσιασμένος ο Ντέιβιντ. Ο Γκαρθ είπε: «Μπορεί να είναι καλή ιδέα, σερίφη. Ο Ντέιβιντ τα κατα-

φέρνει καλά με τον Κάπτεν Μπλακ ή, μάλλον, με το μικρό Τζορτζ Πίρσον», «Αρκεί να μείνεις μες στ' αυτοκίνητο και να μην μπλεχτείς στα πόδια

μας», επέμεινε ο Λουκ, Η Λίλι κατευθύνθηκε προς το μέρος του Γκαρθ και του έτεινε το χέρι.

«Θέλω να πω ότι λυπάμαι για την τροπή που πήραν τα πράγματα». Ο Γκαρθ σήκωσε το βλέμμα πάνω της. «Λεν το πιάνετε, έτσι δεν είναι;

Μόλις θέσατε σε κίνδυνο το έργο ολόκληρης της ζωής μου, για χάρη κάποιας συναισθηματικής ιδεολογικής μπούρδας. Και βέβαια γνωρίζω ότι τα γουρού-νια είναι θνητά. Και βέβαια νοιάζομαι όταν υποφέρουν. Όμως ο ανθρώπινος πόνος που μπορούνν' ανακουφίσουν είναι εκατομμύρια φορές μεγαλύτερος».

Η Λίλι τράβηξε το χέρι της. « Οπως και να 'χει, λυπάμαι». Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Λουκ το σήκωσε και είπε: «Ναι; Τι είναι; Έχω

δουλειά». «Είμαι ο βοηθός Γουόλς, σερίφη. Μου ήρθαν δύο αναφορές —η μία απ'το

αεροδρόμιο, η άλλη από την πόλη». «Καλές ειδήσεις ή σκατένιες ειδήσεις;» «Σκατένιες νομίζω. Ο πιλότος ενός ιδιωτικού ελικοπτέρου εντόπισε ανα-

τολικά του αεροδρομίου κάτι που έμοιαζε με καμιά εκατοστή αδέσποτα γου-ρούνια, να κατευθύνονται βόρεια-βορειοανατολικά προς την πόλη. Φαίνεται ότι πρόκειται για τα ίδια γουρούνια που χτες το βράδυ προκάλεσαν το δυστύ-χημα στην 76η Λεωφόρο. Η μόνη διαφορά είναι πως απ' ό,τι φαίνεται έχουν αρχηγό —ένα πολύ μεγαλύτερο γουρούνι, ένα μεγάλο μαύρο μπάσταρδο, τρεις φορές μεγαλύτερο από ένα φυσιολογικό κάπρο».

«Ο Κάπτεν Μπλακ», είπε δυσαρεστημένα ο Λουκ. «Φαίνεται ότι βρήκε ακολουθία. Έχουμε στείλει δικά μας μέσα παρακολούθησης;»

360

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Προσπαθήσαμε να στείλουμε ένα ελικόπτερο, όμως ο καιρός επιδεινώ-θηκε άσχημα. Ακόμα και το αεροδρόμιο έκλεισε. Στείλαμε κανά δυο τζιπ, όμως έχουν πέσει σε πολύ δύσβατο έδαφος».

«Σκατά. Τέλος πάντων, κάντε ό,τι μπορείτε. Τι λέει η άλλη αναφορά;» «Δεν θα σου αρέσει αυτό, σερίφη. Μόλις πριν από είκοσι λεπτά, τρεις

άντρες εισέβαλλαν στον παιδικό Οίκο ΜακΚίνλεϊ. Τραυμάτισαν θανάσιμα την ρεσεψιονίστ, έπειτα μπήκαν στο σαλόνι και μαντέψτε ποίάν απήγαγαν».

Ο Λουκ κάλυψε τα μάπα του με το κοντόχοντρο χέρι του. «Δεν το πιστεύω», είπε. «Μη μου πεις την Έμιλι Πίρσον;»

«Το βρήκατε με τη μία, σερίφη». «Τους είδε κανείς τους τύπους;» «Κάμποσοι περαστικοί, τα περισσότερα παιδιά ία ένας ταξιτζής. Οι δύο

είχαν λευκά πρόσωπα, ήταν ψηλοί και κάπως τρομακτικοί. Ο άλλος ήταν λεπτός, χλομός ία είχε κοντοκουρεμένα μαλλιά».

«Ο Τέρενς Πίρσον», είπε ψιθυριστά ο Λουκ. «Μάλιστα, κύριε. Ο ταξιτζής τον αναγνώρισε από μια φωτογραφία της

αστυνομίας. Είπε ότι έτσι κι αλλιώς τον θυμόταν απ' την εφημερίδα». «Οι άλλοι δύο;» «Ο ταξιτζής δεν ήταν τόσο σίγουρος. Είπε ότι για κάποιο λόγο δεν μπο-

ρούσε να τους διακρίνει καλά». «Είδε κανείς το όχημα με το οποίο διέφυγαν;» «Ήταν ένα μαύρο κλειστό φορτηγό Σεβρσλέτ, τελευταίο μοντέλο, με

φΐμέ παράθυρα. Λεν είχε αριθμό κυκλοφορίας». «Προς τα πού κατευθύνθηκαν;» «Έστριψαν βορειοανατολικά στην 4ηΛεωφόρο, ία έπειτα εξαφανίστηκαν

μες στην κυκλοφορία». Ο Λουκ κατέβασε το ακουστικό. Λεν είπε τίποτα. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε πρόθυμα ο Γκαρθ. «Ναι, νομίζω ότι όπου να 'ναι τα σκατά θα σκεπάσουν τα κεφάλια μας».

Το Εμπορικό Κέντρο Σίνταρ βρισκόταν πάνω σε μια φαρδιά, θαμνώδη λωρίδα άγονης γης, που γινόταν όλο και πιο βαλτώδης, ώσπου τελικά εγκατέλειπε την προσπάθειά της να παραμείνει στεριά και βούλιαζε μέσα σ' ένα λασπωμένο, φουσκωμένο παραπόταμο του ποταμού Σίνταρ.

Παρόλο που ήταν μόλις τέσσερις το απόγευμα, τα σύννεφα της βροχής β ρίσκοντ αν τ όσο χαμηλά που όλα τα φώτα γύρω από το εμπορικό κέντρο είχαν ανάψει και χάριζαν μια πολύχρωμη λάμψη στην βρεγμένη επιφάνεια του πάρ-ιαγκ, ενώ τα ίδια αντανακλώνταν κόκκινα και πράσινα σης γλυφές λιμνούλες του χωραφιού που βρισκόταν από πίσω.

Ο Κάπτεν Μπλακ στεκόταν χωμένος μέχρι τα γόνατα σε μια από εκείνες

,361

GRAHAM MASTERTON

τις λιμνούλες, με τους βαρείς μαύρους ώμους του καμπουριασμένους, ενώ τα αυτιά και το ρύγχος του έσταζαν. Τα υπόλοιπα γουρούνια γυρνούσαν γύρω του με προσοχή και σεβασμό, γρυλίζοντας πότε πότε.

Ο Κάπτεν Μπλακ γνώριζε ό,τι γνώριζε και ο Τζορτζ Πίρσον — ότι τα εμπο-ρικά κέντρα σήμαιναν φαγητό. Ο Κάπτεν Μπλακ δεν είχε φάει από αργά το πρωί και το στομάχι του πονούσε. Παρόλο που συνήθως έτρωγε έως και εφτά κιλά ζωοτροφής ημερησίως, συνήθως δεν σπαταλούσε τόση πολλή ενέργεια, τόσο για να τρέξει, όσο και για να διατηρηθεί ζεστός.

Ύψωσε το ρύγχος του και οσμίστηκε τον αέρα. Ο βορειοδυτυιός άνεμος μετέφερε την ευωδιά του φρεοκοψημένου ψωμιού από ένα αρτοποιείο μες στο κτίριο' από μπιφτέκια που ψήνονταν και πατάτες που τηγανίζονταν. Έβγαλε μια βαθιά, βροντερή κραυγή ία άρχισε να βαδίζει αργά μες στο λασπωμένο, κατάφυτο χωράφι, με κατεύθυνση προς το εμπορυώ κέντρο. Τα υπόλοιπα γουρούνια τον ακολούθησαν, αν και τα περισσότερα ήταν πολύ πει-νασμένα κι εξαντλημένα για να τον προφτάσουν.

Άρχισαν να διασχίζουν το πάριαγκ. Τα πόδια τους κροτάλιζαν λες και πλη-σίαζαν διάβολοι με διχαλωτές οπλές. Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από την κύρια είσοδο μια οικογένεια ντυμένη με αδιάβροχα, με κεφάλια σκυμμένα για να προφυλαχτεί από τον άνεμο και τη βροχή και με τα καρότσια γεμάτα ως απάνω με ψώνια. Ένα από τα παιδιά τσίριξε: «Κοιτάχτε! Γουρούνια!» KL Ο πατέρας με τη μητέρα οπισθοχώρησαν από φόβο και σαστιμάρα, ενώ τα καρο-τσάκια τους συγκρούστηκαν μεταξύ τους.

Τα γουρούνια ξεπρόβαλλαν από το βροχερό μισοσκόταδο και τα μάτια τους γυάλιζαν κατάμαυρα κάτω απ' το φως που έβγαινε απ' το εσωτερικό του εμπορικού κέντρου. Τα μεριά τους ήταν καλυμμένα με παχιά λιπαρή λάσπη ενώ απ' τα μουσούδια τους έσταζαν σάλια. Οι αυτόματες γυάλινες πόρτες γλί-στρησαν απαλά στο πλάι για να περάσουν και κείνα όρμησαν τρέχοντας μες στο εμπορικό κέντρο, σχεδόν καμιά εκατοστή από δαύτα, προτού προλάβει κανείς να σκεφτεί με ποιον τρόπο θα τα σταματούσε.

Το εμπορικό κέντρο ήταν ζεστό, στεγνό, κατάφωτο και γεμάτο κόσμο. Ήταν χτισμένο σε σχήμα σταυρού τηςΛοραίνης, με ένα μεγάλο κεντρικό διά-δρομο και δύο μυΐρότερους που διακλαδώνονταν μέσα απ' αυτόν. Τα πατώμα-τα ήταν επενδυμένα με λευκό μάρμαρο και στο κέντρο του κυρίως διαδρόμου βρίσκονταν μαρμάρινες ζαρντινιέρες με φοίνικες, συντριβάνια και ημιαφηρη-μένα γλυπτά που απεικόνιζαν την πολιτιστική κληρονομιά του Σίνταρ Ράπιντς — Ινδιάνικα κανό, σκοτσέζικες πίπιζες και τσέχικα υαλικά.

Μαύρος σαν το Σατανά και ρυπαρός σαν την Κόλαση, ο Κάπτεν Μπλακ στάθηκε καταμεσής του εμπορικού κέντρου ία έμπηξε ένα τραχύ, οξύ ουρλιαχτό που έπνιξε τις κουβέντες, τα γέλια κι ακόμα και τη σοροπιαστή ορχηστρική εκδοχή του «I can't Help Falling in Love with You» που ξεχυνόταν απ τα μεγάφωνα.

362

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ούρλιαξε ξανά και ξανά και το ίδιο έκανε και η εξαγριωμένη, λασπωμέ-νη αγέλη που είχε συγκεντρωθεί γύρω του. Μια γυναίκα ούρλιαξε και μαζί με κάποια παιδιά έμπηξε τα κλάματα. Ένας άντρας φώναξε: «Γαμώ το κερατά μου! Ένα αναθεματισμένο τέρας!»

Για ανθρώπους μεγαλωμένους με το FBI σε συναγερμό, την Απειλή και τα Σαγόνια του Καρχαρία, δεν υπήρχε παρά μία αντανακλαστική αντίδραση, που δεν ήταν άλλη από τον πανικό. Σηκώθηκε μια ανατριχιαστική κραυγή ομαδικού φόβου, σαν τις κραυγές των επιβατών ενός αεροπλάνου, που έχουν πειστεί ότι πρόκειται να πεθάνουν. Οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν στον κεντρικό διάδρομο, με τα πόδια τους να σέρνονται και να χτυπούν με δύναμη πάνω στο πλακοστρωμένο δάπεδο. Αρπαζαν παιδιά' παρατούσαν καροτσάκια για τα ψώνια· πέταγαν παντού τσάντες και καλάθια.

Ο Κάπτεν Μπλακ είδε ανθρώπους να τρέχουν κι άρχισε να τρέχει και κεί-νος. Το τρέξιμο τον έκανε να νιώθει όμορφα. Προς το παρόν δεν έτρεχε στο κατόπι τους. Σε αντίθεση με την αγέλη των ισχνών και άγριων Μπέρκσαϊρ που έτρεχαν δίπλα του, ο Κάπτεν Μπλακ δεν είχε ακόμα φτάσει στο σημείο να τρώει οτιδήποτε θα ήταν σε θέση να χωνέψει.

Έτρεχε κατά μήκος του κεντρικού διαδρόμου, σκορπίζοντας καρότσια για τα ψώνια, καθίσματα και παρατημένα καροτσάκια μωρών. Συγκρούστηκε με τους φοίνικες και τα συντριβάνια ία ένα απ' τα γλυπτά τού έγδαρε το αριστερό πλευρό, ματώνοντας τον. Εκείνος βρυχήθηκε και ούρλιαξε' το ίδιο έκαναν και τα γουρούνια.

Οι πελάτες σκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Δυο τρία γουρού-νια όρμησαν στο αρτοπωλείο κι άρχισαν να καταβροχθίζουν τα κέικ και τα ψωμάκια. Παντού τινάζονταν ψίχουλα και σπασμένα κουλουράκια. Ο ιταλός διευθυντής προσπάθησε να διώξει τα γουρούνια μ' ένα σκουπόξυλο, όμως τότε τέσσερα ακόμα όρμησαν τρέχοντας στο μαγαζί. Έπεσαν στα γάνατά του, τον έκαναν να χάσει την ισορροπία του και την επόμενη στιγμή βρισκόταν πεσμέ-νος ανάσκελα, ενώ τα γουρούνια ξέσκιζαν το παντελόνι και την ποδιά του.

«Φύγετε από πάνω μου! Φύγετε από πάνω μου!» τους φώναξε με οργή και φόβο. Τότε, όμως, ένα απ' τα Μπέρκσαϊρ άρπαξε το αυτί του με τα δόντια του και του το έκοψε, μαζί με ένα κομμάτι απ' το τριχωτό της κεφαλής του* το πρώτο αίμα είχε χυθεί, Τα υπόλοιπα γουρούνια παράτησαν τα διαλυμένα και κατεστραμμένα γλυκά κι επιτέθηκαν στο διευθυντή ουρλιάζοντας λαίμαργα.

Κάποια γουρούνια όρμησαν μες στο Μακντόναλντς και αφού σκαρφάλω-σαν πάνω στους πάγκους, άρχισαν να καταβροχθίζουν τα ψωμάκια για τα χάμπουργκερ και τα τσίζμπουργκερ και να ξεσκίζουν κουτιά από πολυστυρέ-νιο και σακούλες με τηγανητές πατάτες. Κάποιο Μπέρκσαϊρ προσπάθησε να αρπάξει τα μπιφτέκια κατευθείαν απ' την πλάκα της ψησταριάς. Το ρύγχος του κάηκε τσιτσιρίζοντας ία εκείνο άρχισε να σκληρίζει και να στριφογυρνά πάνω στην ψησταριά, ενώ οι γσυρουνότριχές του κατ σάρωναν και κάπνιζαν,

,363

GRAHAM MASTERTON

και τα πόδια του τινάζονταν απ' τον πόνο. Είκοσι ή τριάντα γουρούνια καταδίωξαν γύρω στα έξι παιδιά μες στον

Κόσμο του Μωρού. Τα γουρούνια ήταν τόοο λιμασμένα που πάλευαν το ένα με το άλλο, για να περάσουν από τιιν πόρτα. Στον Κόσμο του Μωρού δεν υπήρ-χαν επιζώντες ούτε μάρτυρες. Όμως π βιτρίνα με τα βρεφικά παιχνίδια, τα κουνιστά αλογάκια και τις κούνιες σε στιλ Νέας Αγγλίας, μουσκεύτηκε έξαφ-να με αίμα και κομμάτια σχισμένης σάρκας,

Ο Κάπτεν Μπλακ είχε φάει. Τρία ή τέσσερα γουρούνια είχαν φέρει φρατζόλες, λουκάνικα και ζαμπόν, τα είχαν ρίξει στα πόδια του και 'κείνος είχε μείνει στη θέση του ία είχε φάει με αξιοπρέπεια. Το εμπορικό κέντρο είχε εγκαταλειφθεί σχεδόν ολότελα και κείνος άρχισε να βαδίζει αργά κατά μήκος του κεντρικού διαδρόμου, γρυλλίζοντας απ' τα βάθη του λάρυγγά του. Ερχόμουν εδώ και πριν, το θυμάμαι —ήταν, όμως, πριν—

Πριν από τι; Εξακολουθούσε να μην μπορεί ν αντιληφθεί π του είχε συμ-βεί' ή ποιος ήταν ή π ήταν. Αισθανόταν δυνατός και πανίσχυρος, ωστόσο αισθανόταν συνάμα τρομαγμένος και μικρός και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί.

Η Έμιλι. Η Έμιλι θα του έλεγε π ήταν. Εξακολουθούσε να βαδίζει αγέρωχα κατά μήκος του εμπορικού κέντρου,

όταν άκουσε παράξενα ουρλιαχτά. Λεν έμοιαζαν με ουρλιαχτά γουρουνιού ούτε κανενός άλλου ζώου. Του θύμιζαν κάτι συναρπαστικό, δεν μπορούσε, όμως, να προσδιορίσει τι. Συνέχισε να βαδίζει. Σε μια απ' τις βιτρίνες δίπλα του, πέντε γουρούνια κατασπάραζαν ένα πεσμένο κορίτσι, σκορπίζοντας παντού αίματα. Κοίταξαν προς τα επάνω και το βλέμμα τους ήταν τρομερό, ενώ το αίμα έσταζε παχύ απ' τα λερωμένα σαγόνια τους. Απέστρεψε το βλέμ-μα. Τον αηδίαζαν. Θεωρούσε ότι ήταν αδύναμα και άγρια, ήξερε, όμως, ότι έπρεπε να φάνε κιόλας.

Ακουσε ανθρώπους να φωνάζουν και πόρτες ν' ανοίγουν. Είδε γαλάζια και κόκκινα φώτα ν' αστράφτουν. Είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος του εμπορι-κού κέντρου όταν είδε επτά ή οκτώ άντρες να ορμούν μέσα τρέχοντας — άντρες, ήξερε ότι τους έλεγαν άντρες. Παρατάχθηκαν σε μια γραμμή στο τέλος του κεντρικού διαδρόμου άρχισαν να του φωνάζουν.

Εκείνος που βρισκόταν στο κέντρο φώναζε πιο πολύ απ' όλους. «Τζιμ! Είναι έτοιμο το όπλο για ελέφαντες; Αν ετούτος ο μάγκας κάνει ένα ακόμα βήμα θα πάρει δρόμο για το κρεοπωλείο! Ρομπ, άρχισε να σαρώνεις τα κατα-στήματα. Όποτε βλέπεις γουρούνια πυροβόλησε και σκότωσέ τα!»

Ο Κάπτεν Μπλακ κοίταξε επίμονα τον άντρα στο κέντρο και προσπάθησε να του μιλήσει. Όταν βρισκόταν στο μαντρί του ο άντρας και το αγόρι είχαν προσπαθήσει να του μιλήσουν. Το αγόρι τού είχε πει πολλά ονόματα ία έπειτα είχε πει «Έμιλι». Μερικές φορές οι φωνές τους τον γαλήνευαν όχι, όμως, πολύ συχνά. Τις περισσότερες φορές τον τρέλαιναν. Λεν μπορούσε να ακε-

364

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

φτεί τι ήταν οι «άντρες». Δεν μπορούσε να σκεφτεί τι ήταν «εκείνος». Ήξερε, όμως, ότι δε συμπαθούσε τον άντρα στο κέντρο, εκείνο τον άντρα

που όλη την ώρα φώναξε. Έκανε τρία απειλητικά βήματα προς το μέρος του, γύμνωσε τους χαυλιόδοντές του κατ ούρλιαξε μέχρι που κι ο ίδιος κόντεψε να κουφαθεί, επειδή ένιωθε πως έπρεπε να ουρλιάξει.

Ο άντρας στο κέντρο ήταν ο Τζον Χάζμπαντ, ο αρχηγός της αστυνομίας. Επέστρεφε σπίτι του με το αυτοκίνητο έπειτα από μια μεγάλη σε διάρκεια σύσκεψη με την διεύθυνση κυκλοφοριακού σχεδιασμού της πόλης, όταν έπια-σε στον ασύρματο του μια επείγουσα κλήση από το εμπορικό κέντρο Σίνταρ. Είχε αμέσως στρίψει επί τόπου και είχε οδηγήσει μέχρι εκεί1 και ήταν ένας από τους πρώτους αστυνομικούς που είχε φτάσει επί σκηνής.

Σχεδόν δεν μπορούσε να πιστέψει όσα έβλεπε. Είχε δει φωτογραφίες του Κάπτεν Μπλακ στις εφημερίδες, ποτέ, όμως, δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ένα γουρούνι ήταν δυνατόν να είναι τόσο τεράστιο —ούτε τόσο διαβολε-μένα άσχημο. Ο Κάπτεν Μπλακ είχε σχεδόν τον όγκο ενός μικρού λεωφο-ρείου Φολκσβάγκεν1 έκανε δυο τρία βήματα μπρος και το υγρό, γλιτσιασμένο τομάρι του κυριολεκτικά άχνιζε.

«Πίσω!» του φώναξε ο Τζον. Αλλά ο Κάπτεν Μπλακ δεν έδειξε κανένα σημάδι ότι θα έκανε πίσω.

Ένας από τους αστυνομικούς κρατούσε μια καραμπίνα. Ο Τζον φώναξε: «Κάούζακ— τίναξε του το κεφάλι στον αέρα! Οι υπόλοιποι συνεχίστε να σημα-δεύετε τα υπόλοιπα γουρούνια!»

Εκείνη τη στιγμή ο Κάπτεν Μπλακ άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους. Τα πόδια του έτριξαν και χτύπησαν πάνω στο μαρμάρινο δάπεδο. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω στον Τζον, λες και ήθελε να το υποτάξει κοιτώντας τον άγρια. Ο Τζον ύψωσε το σαραντατεσσάρι Μάγκνουμ του με τα δυο του χέρια, σημάδεψε το κεφάλι του Κάπτεν Μπλακ και πυροβόλησε. Η σφαίρα βγήκε από τηνκάννη με ταχύτητα ογδόντα ενός χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο και Τ' αριστερό αυτί του Κάπτεν Μπλακ τινάχτηκε μέσα σ' ένα σύμφυρμα από αίμα και χόνδρους. Ο κρότος ήταν εκκωφαντικός.

Ο αρχιφύλακας Κιούζακ πυροβόλησε κι εκείνος και πέτυχε τον Κάπτεν Μπλακ στον αριστερό ώμο με μια ολόκληρη μπαταριά από σκάγια. Ένα τερά-στιο κομμάτι μυός τινάχτηκε προς τα πάνω και ο Κάπτεν Μπλακ ούρλιαξε απ' τον πόνο.

Τώρα βρισκόταν σχεδόν επάνω του, τρέχοντας με όλη του την ορμή ία ο Τζον πυροβόλησε ξανά, όμως η σφαίρα εξοστρακίστηκε στο πάτωμα και θρυμμάτισε την τεράστια τζαμαρία από ενισχυμένο γυαλί του Φαρμακείου Πέτρι. Ο Τζον προσπάθησε να βγει απ' την πορεία του γουρουνιού, όμως την τελευταία στιγμή το ιαλιό του τραύμα από σφαίρα τον πρόδωσε και το πόδι του λύγισε από κάτω του. Ο Κάπτεν Μπλακ συγκρούστηκε μαζί του με ταχύτη-τα σχεδόν 32 χιλιομέτρων την ώρα και τον έσπρωξε μες στη τζαμαρία του

,365

GRAHAM MASTERTON

Καταστήματος Καλλυντικών. Ο Τζον δεν πρόλαβε καν να ουρλιάξει. Ο Κάπτεν Μπλακ τον έσπρωξε

κατά μήκος του καταστήματος και τον κάρφωσε σ' έναν τεράστιο καθρέφτη, που έπιανε ολόκληρο τοίχο. Ο Τζον ένιωσε τα πάντα μέσα του να συνθλίβο-νται, λες και το στήθος του περιείχε μόνο κελύφη αυγών. Το τελευταίο που ένιωσε ήταν ο χαυλιόδοντας του Κάπτεν Μπλακ που μπηγόταν στο αυτί του,

Ο Κάπτεν Μπλακ βρυχήθηκε και οπισθοχώρησε. Ο Τζον γλίστρησε πάνω στον καθρέφτη, αφήνοντας ένα τριπλό ίχνος αίματος.

Για μια ατέλειωτη στιγμή, ο Κάπτεν Μπλακ στάθηκε ανάμεοα στα συντρίμ-μια απ' τα σπασμένα μπουκαλάκια με τ' αρώματα, τη χυμένη πούδρα και τα σκορπισμένα κραγιόν και κοίταξε την αντανάκλασή του στον καθρέφτη. Αντίκρυσε ένα απαίσιο, τρομακτικό θηρίο, ένα θηρίο που τρόμαξε ακόμα και τον ίδιο. Έβγαλε έναν βρυχηθμό μες απ' το λαρύγγι του ία απομακρύνθηκε επιφυλακτικά. Ο ώμος του πονούσε κι ήξερε ότι τώρα ήταν μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ να βρει την Έμιλι.

Το εμπορικό κέντρο αντηχούσε από τους πυροβολισμούς. Τα γουρούνια αποκλείονταν σε γωνίες όπου πυροβολούνταν και σκλήοιζαν πανικόβλητα. Ο Κάπτεν Μπλακ βγήκε από το κατάστημα με τα καλλυντικά, για να βρεθεί αντι-μέτωπος με μισή ντουζίνα άντρες που κρατούσαν περίστροφα και καραμπί-νες.

Ύψωσαν τα όπλα τους και τότε αντιλήφθηκε ότι θα του έκαναν κακό. Έβγαλε έναν τρομερό, οργισμένο βρυχηθμό και χίμηξε κατευθείαν επάνω τους.

Ακουσε τα όπλα τους να εκπυρσοκροτούν. Ένιωσε το βαρύ, οδυνηρό γδούπο απ' τις σφαίρες. Δεν ήταν, όμως, τόσο άσχημα πληγωμένος, ώστε να μπορέσουν να τον σταματήσουν. Έτρεξε προς την πλαϊνή είσοδο του εμπορι-κού κέντρου, εξακολουθώντας να βρυχάται και κατευθύνθηκε προς τα φώτα, τη βροχή και τη λάμψη της κυκλοφορίας.

Ο αρχιφύλακας Κιούζακ φώναξε: «Κλείστε τις πόρτες!» κι ένας άλλος αστυφύλακας κατέβασε το διακόπτη που κλείδωνε τις αυτόματες πόρτες.

«Έτοιμοι —μόλις γυρίσει προς τα πίσω — ανοίξτε πυρ!» διέταξε ο αρχιφύ-λακας Κιούζακ.

Ύψωσαν ξανά τα όπλα τους και σημάδεψαν. Όμως ο Κάπτεν Μπλακ δεν γύρισε προς τα πίσω. Ούτε καν κοντοστάθηκε. Το μόνο που έβλεπε εμπρός του ήταν ο ανοικτός αέρας και η ελευθερία, συγκρούστηκε, λοιπόν, με τις τζα-μένιες πόρτες, δίχως καν να λοξοδρομήσει.

Τρεις τόνοι γυαλιού εξερράγησαν σε εκατομμύρια αστραφτερά κομματά-κια μ' έναν τρομερό κρότο. Για ένα δευτερόλεπτο φάνηκαν σαν να αιωρού-νταν στον αέρα, σαν μια διαμαντένια κουρτίνα. Έπειτα έπεσαν στο πάτωμα σχηματίζοντας μια θεαματική βροχή, ενώ ο Κάπτεν Μπλακ είχε εξαφανιστεί στο μισοσκόταδο σαν καταστροφική σκιά.

366

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ο αρχιφύλακας Κισύζακ σχεδόν ούρλιαζε στον προσωπικό του ασύρματο: «Χτυπήθηκε αστυνομικός! Χτυπήθηκε αστυνομικός! Το γουρούνι βγήκε από δω! Φέρτε μου βαρύ πυροβολικό, για τ όνομα του Θεού! Τουφέκια για ελέφα-ντες, ό,τι να 'ναι! Και φέρτε περισσότερα ασθενοφόρα! Και κάποιους που να ξέρουν να πυροβολούν!»

Το μαύρο φορτηγό σταμάτησε έξω από το σπίτι των Πίρσον και περίμενε μερι-κά λεπτά με τη μηχανή του αναμμένη. Ο δρόμος ήταν βρεγμένος ία έρημος. Στο σπίτι των Τέρπστρα τα παράθυρα ήταν σκοτεινά και η πρωινή εφημερίδα εξακολουθούσε να βρίσκεται πεταμένη στη μπροστινή αυλή μες στο πλαστικό της περιτύλιγμα. Ήταν εμφανές ότι κανείς δεν είχε ακόμα παρατηρήσει ότι οι Τέρπστρα είχαν να εμφανιστούν από την προηγούμενη μέρα.

Τελικά, η Γυμνή άγγιξε το Μάρτυρα σιονώμο και κείνος έσβηοε τη μηχα-νή. «Νομίζω ότι είμαστε ασφαλείς πλέον», είπε στον Τέρενς. «Μπορούμε να ξεκουραστούμε για λίγο. Η ιεροτελεστία πρέπει πάντα να τελείται στο ενδέ-κατο λεπτό της ενδέκατης ώρας. Ο αριθμός έντεκα ήταν ιερός για τους Βοημούς. Μπορούμε να περιμένουμε για την πιο απόκρυφη στιγμή».

Περίμεναν. Στα μπροστινά καθίσματα ο Μάρτυρας και ο Θεραπευτής τελικά αποκοιμήθηκαν. Έπειτα η κουκούλα του Λεπρού έπεσε προς τα εμπρός και η ανάσα του μεταβλήθηκε σε έναν πνιχτό, άρρωστο ρόγχο. Το Μαχαίρι παρέμεινε ξύπνιο, ενώ το ξύσιμο και το θρόισμα στο πίσω μέρος του φορτηγού μαρτυρούσε ότι το ίδιο έκανε και ο Πράσινος Τζάνεκ. Όμως το κεφάλι της Γυμνής έγειρε αργά στο πλάι, ώσπου τα μαλλιά της αναπαύτηκαν στον ώμο του Τέρενς.

Καθώς συνέβη αυτό, το μαλακό δερμάτινο πουγγί που κρεμόταν απ' το λαιμό της έπεσε πάνω στο μπράτσο του. Εκείνος άκουσε τα νομίσματα μέσα να κουδουνίζουν. Περίμενε για πολλή πολλή ώρα μες στο σκοτάδι, αφουγίΐραζόμενος τους μωμόγερους που κοιμούνταν, αφουγκραζόμενος το ανατριχιαστικό ξύσιμο του Πράσινου Τζάνεκ.

Έπειτα* με τεράστια προσοχή, κρατώντας την ανάσα του, άπλωσε το αριστερό του χέρι, ώσπου ένιωσε το πουγγί της Γυμνής. Το δερμάτινο κορδόνι στην κορυφή του ήταν πολύ σφιγμένο, εκείνος, όμως, κατόρθωσε να χώσει τις άκρες του δείκτη και του μέσου του μες στο στόμιο του, και σιγά σιγά να το ανοίξει. Όλη την ώρα το Μαχαίρι τον κοιτούσε, αλλά επικρατούσε πολύ βαθύ σκοτάδι στο εσωτερικό του φορτηγού, για να μπορέσει κανείς τους να αντιλη-φθεί τι έκανε.

Χούφτωσε το πουγγί με την παλάμη του και το κούνησε απαλά. Τα νομί-σματα κύλησαν έξω κι έπεσαν πάνω στις κουβέρτες που κάλυπταν το δάπεδο του φορτηγού, δίχως να βγάλουν ήχο. Προσπάθησε να πιάσει ένα τους, όμως εκείνο γλίστρησε ανάμεσα απ' τα δάχτυλά του.

,367

GRAHAM MASTERTON

Έγειρε προς τα πίσω και προσπάθησε να χαλαρώσει, παρόλο που έτρεμε. Δε μπορούσε να στερήσει άλλους μωμόγερους απ' τα νομίαματά τους, όμως τουλάχιστον ένας από δαύτους μπορούσε πλέον να σκοτωθεί. Ακόμα και μία ευκαιρία ήταν καλύτερη από το τίποτα.

Στις έντεκα παρά τέταρτο, το Μαχαίρι πλησίασε και κούνησε τον ώμο της Γυμνής. Εκείνη στην αρχή προσπάθησε να το διώξει, όμως έπειτα άνοιξε τα μάτια της.

«Πόσην ώρα κοιμάμαι;» ρώτησε, «Αισθάνομαι τόσο κουρασμένη». Ο Τέρενς δεν απάντησε· ούτε και η Έμιλι. Όμως το Μαχαίρι ύψωσε δέκα

δάκτυλα ία έπειτα ένα ακόμα, για να δείξει ότι ήταν σχεδόν έντεκα. «Ώρα να πηγαίνετε», είπε στον Τέρενς η Γυμνή. Ακουγόταν εκνευρισμέ-

νη, αφηρημένη. Ο Τέρενς γνώριζε γιατί, αλλά φυσικά δεν της είπε. Δεν κου-βαλούσε πλέον πάνω της το μερίδιο της απ' τα χρήματα του Ιούδα του Ισκαριώτη, τα αργύρια που είχαν κοπεί απ' τις επενδύσεις απ' τις κολώνες της Σκηνής του Μαρτυρίου, Δε ζούσε πια μια στιγμή πίσω στο χρόνο. Ηταν ξανά θνητή, παρόλο που δεν το είχε ακόμα συνειδητοποιήσει.

«Βιάσου, πρέπει να πηγαίνεις!» επέμεινε η Γυμνή. Ο Τέρενς άπλωσε το χέρι του και προσπάθησε να πιάσει το χέρι της Έμιλι, αλλά εκείνη το τράβη-ξε. «Συγνώμη», είπε εκείνος και δεν ζητούσε απλά συγγνώμη επειδή είχε προσπαθήσει να της πιάσει το χέρι.

Το Μαχαίρι άνοιξε την πόρτα του φορτηγού. Το Μαχαίρι, η Γυμνή και ο Ξιφομάχος συνόδευσαν αναμεσά τους τον Τέρενς και την Έμιλι δια μέσου της αυλής και προς την εξώπορτα.

«Γνωρίζετε τι πρέπει να κάνετε;» ρώτησε η Γυμνή, Έβγαλε τη μάσκα της και τον κοίταξε. Το πρόσωπο της ήταν πολύ χλομό, σχεδόν ασημόγκριζο, είχε, όμως, μια έντονη σλαβική ομορφιά. Η βροχή άστραφτε πάνω στα μπλεγμένα μαλλιά και τα βλέφαρά της και χάιδευε τα χείλη της.

«Πρέπει να περιμένουμε να χτυπήσετε την πόρτα», είπε ο Τέρενς με σφιγμένη φωνή. «Και τότε η Έμιλι πρέπει να σας προσκαλέσει να μπείτε».

«Ξέρεις ότι ο πατέρας σου θα σου χαρίσει τη ζωή, σωστά; Μπορεί να συγ-χωρήσει, όταν το επιθυμεί. Θα χρειαστεί, όμως, αίμα, για να ολοκληρώσει την ιεροτελεστία».

«Πόσο αίμα;» «Θα το πάρει απ' τις φλέβες σου. Δεν θα καταλάβεις καν ότι το έχασες». Ο Τέρενς πήρε μια βαθιά, τρομαγμένη ανάσα ία έπειτα έβηξε. «Αν είν' ο

μόνος τρόπος», «Είναι, πίστεψέ με», τον διαβεβαίωσε η Γυμνή. Ο Τέρενς πήγε στην εξώπορτα ία έπειτα έξαφνα έκανε μεταβολή και

γέλασε νευρικά. «Δεν έχω κλειδί. Πώς θα σας προσκαλέσουμε να μπείτε, αν

368

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

δεν μπορούμε ούτε εμείς οι ίδιοι να μπούμε;» Δίχως να πει κουβέντα ο Ξιφομάχος προχώρησε εμπρός και τράβηξε το

αστραφτερό του στιλέτο. Έμπηξε την αιχμή του στο πλάι της πόρτας ία έπει-τα χτύπησε το σφαίρωμα της λαβής με την παλάμη του. Το ξύλο σχίστηκε ία ο Ξιφομάχος κλότσησε με την μπότα του την πόρτα, που άνοιξε τρεμουλιάζο-ντας.

«Τώρα μπείτε μέσα ία ανάψτε τα φώτα», είπε η Γυμνή. «Κάντε το σπίτι φιλόξενο».

«Πόσο θα περιμένουμε για να χτυπήσετε;» «Εξαρτάται απ' τον πατέρα σου. Όχι, όμως, πολύ, σε διαβεβαιώνω». Ο Τέρενς και η Έμιλι μπήκαν μέσα ία ο Τέρενς άρχισε να πηγαίνει από το

ένα δωμάτιο στο άλλο και να ανάβει τα φώτα. Το σπίτι έδινε την εντύπωση πως ήταν κρύο, υγρό και έρημο ία ο Τέρενς ήταν σίγουρος ότι εξακολουθούσε να βρομά θάνατο. Δύσκολα μπορούσε να ξεφορτωθεί κανείς τη βρόμα του θανά-του. Κολλούσε τόσο στην ψυχή σου όσο και στο σπίτι σου.

Η Έμιλι στεκόταν στο μέσο του καθιστικού, με τα χέρια της σεμνά πιασμέ-να μπροστά της και κοιτούσε τριγύρω. «Δε μοιάζει ma με το σπίτι μας», είπε.

«Λεν είναι ma το πραγματικό μας σπίτι. Ο Πράσινος Ταξιδευτής μάς έκανε επίσκεψη κι όλα τελείωσαν».

«Τώρα ξέρω γιατί σκότωσες τη Λίζα και τον Τζορτζ και γιατί ήθελες να σκοτώσεις και μένα».

Ο Τέρενς πήγε μέχρι το μικρό δίσκο με τα ποτά, που βρισκόταν δίπλα στην τηλεόραση και έβαλε να πιει ένα μπέρμπον. Ο λαιμός του μπουκαλιού τσούγκριζε νευρικά πάνω στο ποτήρι. Ο Τέρενς κατάπιε, έβηξε κι έπειτα σέρ-βιρε άλλο ένα,

«Μπορείς να καταλάβεις. Μπορείς, όμως, να συγχωρέσεις;» Η Έμιλι τον κοιτούσε περίεργα μες απ' τα δεμένα με λευκοπλάστ γυαλιά

της. «Γιατί θες να σε συγχωρέσω;» «Νομίζω ότι όλοι όσοι κάνουν κακό στους άλλους, επιθυμούν τη συγχώρε-

ση». «Δεν έχουμε κακό αίμα;» ρώτησε η Έμιλι. «Ναι, έχουμε το αίμα του Τζάνεκ. Ο Τζάνεκ είναι πατέρας μου* και παπ-

πούς σου1 ια όλους μας γέννησε με το συγκεκριμένο σκοπό να μας φάει». «Νομίζεις ότι θα προσπαθήσει να μας φάει τώρα;» «Λεν ξέρω. Υποσχέθηκε πως δεν θα το κάνει. Ο θρύλος λέει ότι δεν είναι

αναγκασμένος να φάει τα παιδιά του αν δεν το θέλει. Κάποτε, όχι πολύ παλιά, ερωτεύτηκε κάποια από τις κόρες του και δεν την έφαγε. Κάποια άλλη φορά, το 10ο αιώνα, άφησε μια ολόκληρη οικογένεια με επτά παιδιά να επιζήσει, επειδή οι γονείς τους τον είχαν πληρώσει με τα τριάκοντα αργύρια με τα οποία είχε αμειφθεί ο Ιούδας επειδή πρόδωσε τον Ιησού και 'κείνα τα αργύρια βοή-θησαν εκείνον και τους ακολούθους του να ζήσουν για εκατοντάδες χρόνια.

,369

GRAHAM MASTERTON

»Όμως ακόμα κι αν δεν πρόκειται για χρήματα, πάντα θέλει κάτι... ένα κομμάτι δέρμα, ένα δάχτυλο του χεριού ή του ποδιού, μια πλεξούδα μαλλιά ή αίμα. Ποτέ δε ο' αφήνει δίχως να πάρει κάτι. Βλέπεις, σου έχει δώσει ένα κομ-μάτι της ζωής του, για να κάνει τα γεννήματα των γονιών σου να μεγαλώ-σουν... πρέπει ως αντάλλαγμα να πάρει κάποιου είδους ζωή».

Η Έμιλι είχε ύφος συλλογισμένο, σχεδόν πονηρό. «Ποια ήταν η κοπέλα που άφησε να ζήσει;»

«Τι σημασία έχει; Υποτίθεται πως συνέβη το 1947 ή το 1948, αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Ιλινόις, νομίζω».

«Ποια ήταν η κοπέλα που άφησε να ζήσει;» επανέλαβε η Έμιλι. Ο Τέρενς την κοίταξε σκυθρωπά και άφησε κάτω το ποτήρι του.

«Γιατί θες να ξέρεις;» «Έχει σημασία». «Λεν ξέρω. Το λέει σε ένα από τα βιβλία που έχω επάνω αν, δηλαδή, δεν

το πήραν οι μπάτσοι». «Βρες το. Πες μου πώς τπν έλεγαν», «Έμιλι —» «Βρες ΓΟ!» διέταξε η Έμιλι. Έξαφνα η φωνή της είχε γίνει βραχνή και

ακαθόριστη. «Εντάξει, αν το θες, αλλά δεν μπορώ να εγγυηθώ πως — » «Βρες το!» Ο Τέρενς ήταν έτοιμος να βγει απ' το καθιστικό, όταν ακούστηκε ένα

δυνατό, επίμονο χτύπημα στην πίσω πόρτα. «Ήρθαν κιόλας!» είπε. «Βρες πρώτα τ' όνομα της κοπέλας», επέμεινε η Έμιλι. «Λε θα τους προσκαλέσεις να μπουν;» «Όχι, μέχρι να βρεις τ' όνομα». Τα κτυπήματα συνεχίστηκαν και δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ο

Ξιφομάχος ήταν στην πόρτα. Ο Θεραπευτής ήταν στην πόρτα. Ο Λεπρός χτυ-πούσε· το ίδιο έκανε το Μαχαίρι και η Γυμνή. Όμως ο τρομακτικότερος απ' όλους, ο Πράοινος Ταξιδευτής βρισκόταν επιτέλους εκεί, και κτυπούσε ξανά και ξανά, περιμένοντας την Έμιλι να τον προσκαλέσει να μπει.

Ο Τέρενς ανέβηκε επάνω και ένιωθε λες και αντί για μύες και οστά τα πόδια του περιείχαν νερό. Στο πάνω πάτωμα τα χτυπήματα ακούγονταν εξίσου δυνατά με το καθιστικό. Πήγε στο γραφείο του, κατέβασε το κλειδί και ξεκλείδωσε την πόρτα. Γύρισε πίσω, αλλά η Έμιλι δεν τον είχε ακολουθήσει. Κοντοστάθηκε ία έπειτα άναψε το φως και κατευθύνθηκε προς το ράφι με τα βιβλία.

Οι άνθρωποι του σερίφη είχαν αδειάσει το γραφείο του από ντοσιέ, ημερολόγια και εικόνες. Είχαν, όμως, αφήσει τα βιβλία του, μαζί και τις Βίβλους του. Το βιβλίο που ήθελε βρισκόταν ακόμα εκεί: Αγροτική Μυθολογία στη Σύγχρονη Αμερηαί, των Χόλτζμπεργκερ και Γουέντ. Το κατέβασε ία ανα-

370

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ζήτησε τον Πράσινο Τζάνεκ στα περιεχόμενα. Τα κτυπήματα συνεχίζονταν κι εκνεύριζαν τόσο πολύ τον Τέρενς, που

μετά βίας μπορούσε να διαβάσει. Σιγά σιγά, όμως, δείχνοντας τις λέξεις με την άκρη του δαχτύλου του, ξεροκαταπίνοντας ξανά και ξανά απ' τον τρόμο, κατόρθωσε να βγάλει νόημα τι έλεγαν.

«Υποτίθεται ότι ο Πράσινος Τζάνεκ έφτασε στην Αμερική κάιιοια στιγμή στις αρχές του 18ου αιώνα, παρόλο που υπάρχουν αρκετές αντικρουόμενες περιγραφές του τρόπου με τον οποίο εκείνος και οι μωμόγεροί του διέσχισαν τον Ατλαντικό...

»Μια από τις τελευταίες εμφανίσεις του που αναφέρθηκε, ήταν την Ανοιξη του 1947 στο Μίλερσμπεργκ του δυτικού Ιλινόις. Σύμφωνα με την διή-γηση, κατέφθασε σε ένα μικρό αγρόκτημα για να κάνει το συνηθισμένο παζά-ρι του, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι η γυναίκα του αγρότη ήταν μια από τις απογόνους του...

ί>Ήταν μια Τσέχα μετανάστης που η καταγωγή της αναγόταν σε μια από τις κόρες του Πράσινου Τζάνεκ, την οποία εκείνος είχε γεννήσει στα μέσα του 17ου αιώνα, καθώς διέσχιζε τη Βοημία. Είχε αγαπήσει παθιασμένα την κόρη του και είχε διαπράξει αιμομιξία μαζί της, χαρίζοντάς της ένα παιδί που έλπιζε ότι θα διαιώνιζε τα χαρακτηριστικά της, από αιώνα σε αιώνα, από κόρη σε κόρη, ώστε να μην την χάσει ποτέ...

«Έπειτα χωρίστηκαν από πολέμους και χιλιάδες χιλιόμετρα ταξιδιού, όμως ο Πράσινος Τζάνεκ αναγνώρισε αμέσως εκείνο το κορίτσι...

«Σύμφωνα με το σύγχρονο μύθο, σε αντάλλαγμα για την καλή σοδειά, ο Πράσινος Τζάνεκ χάρισε στη σύζυγο του αγρότη από το Μίλερσμπεργκ ένα παιδί, προϊόν αιμομιξίας· και, επίσης, η αιμομικτική γενιά των θυγατέρων και των εγγονών του Πράσινου Τζάνεκ συνεχίζεται ακόμα κατ σήμερα σης μεσοδυτικές πολιτείες. Υποτίθεται ότι τα χαρακτηριστικά τους είναι πολύ ευδιάκριτα.

»Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μεσαιωνικές εκδοχές του θρύλου του Πράσινου Τζάνεκ προειδοποιούν όλες ότι, όπως και στην περίπτωση του Ναρκίσσου, η πτώση του θα προέλθει εξαιτίας της αγάπης του για την ίδια του τη μορφή και ότι κάποια μέρα π ίδια του η σάρκα και το αίμα θα ξεσηκωθεί εναντίον του»,

Τα κτυπήματα στην πόρτα ήταν τόσο διαπεραστικά, που ο Τέρενς αισθανόταν λες και ο Πράσινος Ταξιδευτής σφυροκοπούσε μες στο κεφάλι του. Πίεσε το αριστερό αυτί με το χέρι του για να κρατήσει έξω τα θόρυβο, έπρεπε, όμως, να χρησιμοποιεί το δεξί του χέρι, για να ξεφυλλίζει γρήγορα την Αγροτική Μυθολογία, αναζητώντας κάποιο όνομα. Βρες ΓΟ όνομα, του είχε ζητήσει επιτακτικά π Έμιλτ και γνώριζε ότι έπρεπε να το κάνει.

Το κυρίως κείμενο δεν ανέφερε ονόματα, όμως στράφηκε στις Πηγές και τα Παραρτήματα και αναζήτησε τη σελίδα 243, όπου περιγράφονταν οι αιμο-μικτικές σχέσεις του Πράσινου Τζάνεκ. «Τζέρναλ Σταρ της Πεόρια, 17

,371

GRAHAM MASTERTON

Μαρτίου 1947: Σύζυγος Αγρότη Κατηγορεί Ανθρωπο-Θάμνο για Βίαιη Επίθεση, — Η σύζυγος ενός αγρότη στη μικρή κοινότητα του Μίλερσμπεργκ του Ιλινόις, κατήγγειλε την Τετάρτη σε βοηθούς του σερίφη ότι είχε δεχτεί την επίθεση ενός άντρα μεταμφιεσμένου με φύλλα και κλαδιά. Η κυρία Καρολίνα Ο' Νιλ που έφτασε μόλις πέρυσι στο Ιλινόις, ως πρόσφυγας από την Πράγα της Τσεχοσλοβακίας, ανέφερε ότι τις πρώτες πρωινές ώρες είχε κτυ-πήσει την πόρτα της ένας άντρας και εκείνη τον είχε προσκαλέσει στο σπίτι, πιστεύοντας ότι ήταν κάποιος ταξιδιώτης που ήθελε οδηγίες για το δρόμο ή βοήθεια».

Ο Τέρενς πήδηξε το υπόλοιπο κείμενο ία εφτασε στον πάτο της υποση-μείωσης. Έλεγε ξερά: «Η κυρία Ο' Νιλ ήταν ιδιαίτερα γνωστή σε μέλη της τσέ-χικης κοινότητας ως δεσποινίς Καρολίνα Πόνικαν»,

Έκλεισε το βιβλίο. Στάθηκε ακίνητος ία αφουγκράστηκε τα κτυπήματα, Ο Πράσινος Ταξιδευτής δε θα έφευγε. Θα χτυπούσε ξανά και ξανά ώσπου να τον καλέσει μέσα η Έμιλι, Γιατί, όμως, εκείνη δεν τον καλούσε; Στο κάτω κάτω η Έμιλι ήταν εγγονή του Πράσινου Ταξιδευτή και τα εγγόνια του δεν ήταν που ικέτευαν τους γονείς τους να τον αφήσουν να μπει μέσα; Είναι άγιος, ας τον να μπει.

Ίσως, όμως, να μην τον άφηναν αν ήταν διαφορετικά. Ίσως να μην τον άφηναν να μπει αν ο χαρακτήρας τους ήταν πολύ παρόμοιος με το δικό του. Εφόσον ήταν προϊόντα αιμομιξίας· εφόσον ήταν παράξενα' εφόσον το αίμα τους ήταν κακό. Οι κληρονομικές γραμμές αδυνατίζουν και υπόκεινται σε γενετικές μετατροπές εξαιτίας της επαναλαμβανόμενης αιμομιξίας ία ίσως είχε σημάνει η ώρα να πληρώσει το Πράσινος Τζάνεκ το τίμημα της διαιώνισης του μοναδικού προοώπου που είχε πραγματικά λατρέψει, πέρα απ' το δικο του.

Η Καρολίνα Πόνικαν ήταν η αδερφή του Λίος Πόνικαν να γιατί ο Λίος γνώριζε τι είδους μαρτύρια τον περίμεναν, αν τον καταδίωκε ο Πράσινος Ταξιδευτής. Όμως η Καρολίνα Πόνικαν ήταν και η Καρολίνα Ο' Νιλ και ο Τέρενς την γνώριζε καλά: ήταν η Κάρολ Ο' Νιλ, η πεθερά του.

Η Αιρις ήταν κόρη του Πράσινου Τζάνεκ, όπως ία εκείνος, ο Τέρενς, ήταν γιος του. Ήταν αδερφός και αδερφή από τον ίδιο πατέρα και οι δυο τους μαζί είχαν φέρει στον κόσμο τρία παιδιά που ο παππούς τους απ' την πλευρά του πατέρα ήταν και παππούς απ' την πλευρά της μητέρας τους ία π γενετική ιδιο-μορφία του ξεπερνούσε κάθε φαντασία.

Τα κτυπήματα συνεχίζονταν. Η Έμιλι εξακολουθούσε να τα αγνοεί. Ο Τέρενς επέστρεψε στο κάτω πάτωμα, πίσω στο καθιστικό και εκείνη στεκόταν εκεί με τις γροθιές σφιγμένες και το στόμα σφιχτοκλεισμένο σαν κουμπωμέ-νο πορτοφολάκι.

«Πώς το ήξερες;» τη ρώτησε. «Τι πράγμα;» «Πώς ήξερες ότι η μαμά σου κι εγώ ήμασταν αδερφός ία αδερφή;»

372

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Εκείνη μόλις που κατάφερε να χαμογελάσει. «Δεν το ήξερα. Το ένιωσα. Είναι λες και είμαι δύο άνθρωποι, ο ένας πάνω στον άλλο. Είμαι λάθος. Είμαι κάτι άλλο' δεν είμαι η Έμιλι. Είμαι η "Έμιλι"»,

«Θα μπορούσα να σ' είχα σκοτώσει. Θα μπορούσα να σου έχω πάρει το κεφάλι».

«Δεν το 'κάνες· αυτό μετράει», «Τι θα κάνεις: Θα τους προσκαλέσεις μέσα;» Η Έμιλι έγνεψε καταφατικά, αλλά τα μάτια της έλεγαν άλλα. «Μ' αγαπά-

ει, αλλά γνωρίζει ότι είμαι λάθος. Δεν καταλαβαίνει γιατί. Μ' αγαπάει, αλλά θα προσπαθήσει να με σκοτώσει, είμαι σίγουρη. Τον τρομάζω».

«£σύ τον τρομάζεις;» Τοκ- τ οκ- τοκ- roK-r οκ «Θα σηκώσει στο πόδι ολόκληρη τη γειτονιά, ρε γαμώτο». «Ελπίζω να το κάνει. Τότε δε θα του μένει πολύ ώρα», «Γιατί δεν προσπάθησε να σε σκοτώσει και mo πριν; Όταν σκότωσε και τη

θεία Μαίρη;» Η Έμιλι κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορούσε, γιατί έπρεπε πρώτα να σκο-

τώσει εσένα μιας και ήσουνα γιος του· και ξέρεις ότι δεν μπορούσε να σε σκοτώσει δίχως πρόσκληση».

«Θα τον προσκαλέσεις τώρα να με σκοτώσει;» Η Έμιλι ανασήκωσε τους ώμους μ' έναν αλλόκοτο αέρινο τρόπο. «Δεν

ξέρω. Νομίζεις ότι θα έπρεπε; Είπες όπ ήθελες συγχώρεση». «Συγχώρεση από σένα, όχι από κείνσν». «Δε σε συγχωρώ. Γιατί να το κάνω άλλωστε; Τα παιδιά δεν πρέπει ποτέ να

συγχωρούν τους γονείς τους. Δεν έχουν το δικαίωμα. Εξάλλου, δεν είναι απα-ραίτητο».

Το χτύπημα στην πόρτα είχε δυναμώσει τόσο που ο Τέρενς κόντευε να κουφαθεί.

«Θα τον αφήσεις να μπει μέσα τώρα; Ή όχι;» Η Έμιλι άπλωσε το χέρι της, έπιασε το χέρι του Τέρενς και το έσφιξε. Το

δικό της χέρι ήταν παγωμένο και κάπως γλιστερό, λες και είχε καθαρίσει ψάρια.

«Νομίζω ότι θα τον αφήσω να μπει». Βάδισε — γλίστρησε— ως την πίσω πόρτα. Την άνοιξε και μες στο σπίτι

όρμησε ένα βροχερό ρεύμα αέρα, μεταφέροντας δεκάδες δαφνόφυλλα που άρχισαν να στροβιλίζονται στο δάπεδο.

«Ελάτε μέσα», είπε. Πρώτη μπήκε η Γυμνή. Είχε φορέσει ξανά τη μάσκα της, αλλά από τον

τρόπο που στεκόταν ο Τέρενς μπορούσε να μαντέψει ποια ήταν η έκφραση του προσώπου της. Αλαζονική, εύθυμη και υπέροχη. Έπειτα μπήκαν το Μαχαίρι, ο Θεραπευτής και μετά ο Λεπρός, που ανάσαινε σαν τρύπιο, δερμά-

,373

GRAHAM MASTERTON

τινο φυσερό. Στη συνέχεια μπήκε ο Πράσινος Τζάνεκ. Η είσοδος του ήταν αργή και θεατρική, εν μέσω μιας βροχής από φύλλα. Ο Τέρενς δεν τον είχε δει ποτέ πριν κάτω από τόσο έντονο φως και σοκαρίστηκε εξαιτίας του τρόπου που η φυτική πλευρά του κορμιού του είχε κατασπαράξει την ανθρώ-πινη. Το πρόσωπο του εξακολουθούσε να είναι κρυμμένο πίσω από μια μάσκα, όμως οι ρίζες που ξεπρόβαλλαν στριφογυριστά από παντού, φανέρωναν έναν άνθρωπο που έχανε σιγά σιγά τη μάχη ενάντια στις δυνάμεις της Φύσης.

Από πίσω του ερχόταν ο Μάρτυρας και ο Μάρτυρας έκλεισε την πόρτα. «Μας αφήσατε να περιμένουμε», είπε η Γυμνή. «Ναι», παραδέχτηκε ο Τέρενς. «Συγνώμη γι' αυτό, α λ λ ά - » Η Έμιλι τον έκοψε υψώνοντας το χέρι της. «Καλωσόρισες, παππού», είπε. Ο Πράσινος Τζάνεκ έβγαλε ένα στενάχωρο θρόϊσμα. «Τι θες από μας;» ρώτησε η Έμιλι. «Μια ιεροτελεστία», είπε η Γυμνή. «Την ιεροτελεστία της μοιρασιάς του

αίματος, έτσι ώστε ο Τζάνεκ να γευτεί το νοστιμότερο κομμάτι της σάρκας του· και να συνεχίσει να λάμπει από υγεία- και να ζήσει για πάντα».

«Κι αυτό είν' σΑο; Τ' ορκίζεστε;» «Τ' ορκιζόμαστε», είπε η Γυμνή, πιέζοντας με το χέρι το στήθος της. Ο

Ξιφομάχος τράβηξε πέντε ξίφη απ' το θηκάρι του, το ένα μετά το άλλο και τα έπλεξε μεταξύ τους με θόρυβο,

Ο Τέρενς είπε: «Ας ξεμπερδεύουμε, εντάξει;» «Πολύ ωραία», συμφώνησε η Γυμνή και αφού έκανε ένα βήμα μπρος,

σήκωσε το μανίκι του Τέρενς και γύμνωσε τον καρπό του. Χωρίς να to θέλει, ο Τέρενς παρατήρησε εκείνη την έντονη οσμή από υγρές γούνες ζώων, άνθη και αντρικό σπέρμα, λες και είχε μόλις σηκωθεί απ' το κρεβάτι κάποιου. Ήταν ερεθιστικό και τρομακτικό συνάμα.

Ο Πράσινος Τζάνεκ σύρθηκε προς τα εμπρός ια άπλωσε ία εκείνος το χέρι του: έναν τυραννισμένο συνδυασμό από πρασινωπά δάχτυλα και σκισμέ-να κλαριά τρικοιααάς. Τ' ακροδάχτυλατου πατέρα άγγιξαν εκείνα του γιου, σε μια υπερφυσική, αιμομικτική συνεύρεση φυτού κι ανθρώπου. Ο Τέρενς έβλε-πε ότι το χέρι του έτρεμε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήταν πέρα από τον έλεγχό του, ήταν τρομοκρατημένος.

Ο Ξιφομάχος τούς πλησίασε. Τώρα είχε βγάλει τη μάσκα του και κοιτού-σε επίμονα τον Τέρενς μ' εκείνο το γκρίζο, χαρακωμένο πρόσωπο ία ο Τέρενς δεν διέκρινε στη ματιά του το παραμικρό. Κανέναν οίκτο" καμία ελπίδα· ούτε καν οργή. Μόνο μια τρομερή απονεκρωμένη βαναυσότητα - μ ι α βαναυσότητα που υπήρχε από μόνη της, όχι για χάρη της σαρκικής ηδονής ή της εκδίκησης,

Ο Ξιφομάχος άρπαξε τον καρπό του Τέρενς και τον έσχισε τόσο αστρα-πιαία που εκείνος δεν αντιλήφθηκε καν ότι είδε μαχαίρι. Το αίμα κύλησε δια-γώνια πάνω στο δέρμα και χύθηκε στο πάτωμα. Ο Ξιφομάχος σήκωσε λίγο το μπράτσο του και το κράτησε σταθερό, ώστε να μπορεί ο Πράσινος Ταξιδευτής

374

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

να εκτείνει ένα από τα κλ α δ όμορφα δάχτυλα του και να το χώσει στη φλέβα του Τέρενς. Πονούσε- κι ο Τέρενς ούρλιαξε.

Ο Ξιφομάχος τα κρατούσε ανελέητα ενωμένα μεταξύ τους, κρατώντας σφιχτά κάθε καρπό και μάλασσε με δύναμη τον καρπό του Τέρενς, ώστε το αίμα να αντλείται γρηγορότερα. Πίσω απ' τη μάσκα του ο Πράσινος Ταξιδευτής αναρρίγησε και ρουθούνισε - ξερά ρουθουνίσματα, που συντά-ρασσαν τη μύτη.

Η Έμιλι περίμενε και παρακολουθούσε. Η Γυμνή στεκόταν κοντά της και την παρακολουθούσε και κείνη.

«Υποτίθεται ότι θα κάνετε μια ιεροτελεστία», είπε η Έμιλι. «Όταν κάνεις μια ιεροτελεστία, ψέλνεις και κάνεις τέτοια πράγματα».

Η Γυμνή χαμογέλασε. «Η ουσία, Έμιλι, είναι ότι δε μας νοιάζει. Η αφαί-μαξη του πατέρα σου είν' απλά ένας τρόπος για να του στερήσουμε τη δύνα-μη. Θα πάρουμε τα σωθικά του, αγάπη μου- όπως θα πάρουμε και τα δικά σου».

«Δεν μπορείτε!» είπε η Έμιλι. Έβγαλε τα γυαλιά της και τα πέταξε στο πλάι, σε μια χειρονομία πρόσφατα συνειδητοποιημένης ισχύος.

«Ω, ναι, μπορούμε», είπε η Γυμνή. «Μας προσκάλεσες». «Δεν ξέρετε ποια είμαι;» είπε η Έμιλι, ρίχνοντας φευγαλέες και ανήσυ-

χ ε ς ματιές στον καρπό του Τέρενς. «Και βέβαια: είσαι το πρόσωπο που πάντα λατρεύαμε. Μερικές φορές,

όμως, είσαι αναγκασμένος να θυσιάσεις κάτι που λατρεύεις προκειμένου να επιζήσεις- ία ο παππούς σου αναγκάστηκε να πάρει μια τέτοια απόφαση. Παραδέχεται την ανοησία του. Θα 'πρεπε να τον σέβεσαι γι' αυτό».

Η Έμιλι απομακρύνθηκε ένα βήμα απ' τη Γυμνή ία έπειτα άλλο ένα. Τα φώτα στο καθιστικό ήταν πολύ επίπεδα και λαμπερά και όλοι τους έμοιαζαν με χαρακτήρες τηλεοπτικού θεατρικού έργου της δεκαετίας του '30, επιτη-δευμένοι και μονόχρωμοι. Φαίνονταν ακόμη πιο ξεκάθαροι, μιας και δε ζού-σαν πλέον στο παρελθόν. Δεν προστατεύονταν πλέον απ' το θάνατο χάρη στην διαφορά της μιας στιγμής- χάρη στο γεγονός ότι ποτέ δε θα έφταναν στον παροντικό χρόνο.

Όμως ο Τέρενς άρχισε έξαφνα να αισθάνεται κύματα αδυναμίας. Ένιωθε και πριν άψυχα τα πόδια του- τώρα ήταν λες και έλιωναν ολότελα. Ήταν πρόθυμος να προσφέρει λίγο αίμα στον Πράσινο Ταξιδευτή, μόνο και μόνο για να του ξεφύγει, όμως αισθανόταν λες και κάθε φλέβα και αρτηρία του άδεια-ζε, λες κι η ζωή κυλούσε από μέσα του, αίμα, όνειρα και αναμνήσεις, όλα ανα-κατεμένα.

«Σταματήστε», είπε βραχνά η Έμιλι. Αρχικά δεν την άκουσαν ή δεν την κατάλαβαν. «Σταματήστε», επανέλαβε

εκείνη, με την ίδια τραχιά φωνή. Ίσως κατάλαβε ο Ξιφομάχος, γιατί σήκωσε το πεντάγωνο που σχημάτιζαν

οι λεπίδες απ' τα ξίφη του και το κράτησε πάνω απ' το κεφάλι του Τέρενς σαν

,375

GRAHAM MASTERTON

φωτοστέφανο. «Σταματήστε», είπε η Έμιλι για τρίτη φορά. Άνοιξε διάπλατα το στάμα της, ολοένα και πιο διάπλατα. Ξαφνικά, οι βολ-

βοί των ματιών της πλημμύρισαν από πράσινο χρώμα — σαν ποτήρια του λικέρ που γεμίζουν με μέντα. Τα χείλη της συστράφηκαν πάνω απ' τα ούλα της, που και κείνα ήταν πρασινόλευκα. Από το λαρύγγι της ξεπρόβαλλε ένα τεράστιο διογκωμένο πέος μήκους εξήντα ή ενενήντα εκατοστών, καλυμμένο με γλι-στερή βλέννα, το οποίο υψωνόταν, ορθωνόταν και ξετυλιγόταν, σέρνοντας πίσω του ένα κολλώδες κορδόνι από διπλωμένα φύλλα σαν πράσινο σάλι, όλο και περισσότερο από δαύτο, ώσπου έπεσε ία άρχισε να κουλουριάζεται στο πάτωμα, σχηματίζοντας ολάκερους σωρούς.

Το καθιστικό έζεχνε από τη βρόμα του αμνιακού υγρού και της χλωρο-φύλλης. Η Έμιλι κυριολεκτικά άδειαζε τα σωθικά της, ενώ το στόμα της τεντωνόταν όλο και περισσότερο, ώσπου το τριχωτό της κεφαλής της ξετυλί-χτηκε από το κρανίο της σαν πράσινο λαστιχένιο σκουφάτα του μπάνιου και το σαγόνι της εξαρθρώθηκε έτσι ώστε το στενά καμπυλωτό της στέρνο να βγει από το στόμα της, ακολουθούμενο από παλλόμενα γυαλιστερά εντόσθια και μια λεκάνη με σχήμα σαν φτυάρι τυμβωρύχου.

Ακούστηκε ένας ύστατος ήχος σαν ρούφηγμα ία έπειτα η πραγματική Έμιλι στάθηαε μπρος τους, μια φρικιαστική αλληλουχία ανθρώπου και φυτού, ο καρπός της αιμομιξίας, η κόρη της απληστίας, της πλεονεξίας και της μυστι-κιστικής γενετικής. Στην αρχή έμοιαζε μ' αλογάκι της Παναγιάς που τρεμού-λιαζε, όμως έπειτα τα φύλλα της στέγνωσαν ία άρχισαν να ξεδιπλώνονται ενώ απ' τα πόδια και τα χέρια της ξεπρόβαλλαν στριφογυριστές ρίζες ία όλοι γνώ-ριζαν ότι πράγματι μπροστά τους βριοκόταν η κόρη του πατέρα της.

Έβγαλε έναν ήχο που δεν έμοιαζε με καμία κραυγή που είχε ποτέ ακού-σει ο Τέρενς, από άνθρωπο ή ζώο. Ταλαντώθηκε και κινήθηκε, κι έπειτα χτύ-πησε δυνατά την Γυμνή μ' ένα μπράτσο που το μισό ήταν δαγκάνα αρπακτικού και τ' άλλο μισό σχηματισμός από ρίζες. Η Γυμνή έκανε στο πλάι, τότε, όμως, η "Έμιλι" τη χτύπησε ξανά και τούτη τη φορά η δαγκάνα της την πέτυχε στο μάγουλο και ξέσκισε τη σάρκα απ' το κόκαλο σαν αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Η Γυμνή ούρλιαξε. Ποτέ πριν δεν είχε νιώσει τέτοιο πόνο, μιας και πάντοτε βρισκόταν μια στιγμή μακριά απ' τον πόνο' ία από κάθε εκδίκηση.

Η "Έμιλι" πλησίασε ία άλλο, βγάζοντας ένα περίπλοκο κροτάλισμα από οστά και ρίζες και άρχισε να κτυπά με δύναμη την Γυμνή ξανά και ξανά, ώσπου η προβιά της άρχισε να τινάζεται απ' την πλάτη της σε τούφες γούνας αλεπούς, λαγού και κογιότ ενώ τα μαλλιά της βάφτηκαν κόκιανα και απ' τους μηρούς της κρέμονταν λωρίδες σάρκας. Η Γυμνή ούρλιαξε ξανά και ξανά ία έπειτα έξαφνα σταμάτησε να ουρλιάζει- κι αυτό ήταν ακόμα χειρότερο.

Ο Πράσινος Ταξιδευτής τράβηξε το κλαδόμορφο δάχτυλο του από τη φλέβα του Τέρενς, Το δέρμα πιάστηκε στο κλαρί. Ο Τέρενς παραπάτησε και

376

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

προσπάθησε να πέσει στο πλάι, όμως το πεντάγωνο τοπ Ξιφομάχου βρισκόταν πλέον γύρω απ το λαιμό του. Αισθάνθηκε τις παγερές, κοφτερές λεπίδες πάνω στο καρύδι του και προσπάθησε ξανά να σταθεί όρθιος.

Δεν υπήρχε κανείς για να του μιλήσει, κανείς για να του δώσει συγχώρε-ση, κανείς για να του πει τι αμαρτία είχε διαπράξει μόνο και μόνο με τη γέν-νηση του. Οι μωμόγεροι δε θα μιλούσαν, η Γυμνή είχε δαρθεί μέχρι θανάτου ία η ίδια του η κόρη ήταν ό,τι και 'κείνος, ένα αβοήθητο, μοχθηρό θύμα της ίδιας του της καταγωγής.

Ανοιξε τα μάτια του μόνο για μια φορά και είπε: «Συγχωρά με», όμως κανείς δεν τον συγχώρησε και το πεντάγωνο του Ξιφομάχου έκλεισε και του έκοψε το λαιμό και το κεφάλι του κύλησε στο πάτωμα. Καθώς το κεφάλι του κατρακυλού-σε σκέφτηκε ολοκάθαρα: Με σκότωσαν, είμαι νεκρός, και όντως ήταν,

Η "Έμιλι" κι ο Πράσινος Ταξιδευτής στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον. Ο Λεπρός κινήθηκε προς την πίσω πόρτα σέρνοντας τα πόδια του. Οπισθοχώρησε και το Μαχαίρι, με το 'να χέρι υψωμένο σε στάση άμυνας. Από μακριά ακουγόταν το ουρλιαχτό των σειρήνων και ο βόμβος των ελικοπτέρων.

Το πράγμα που έμοιαζε μ' αλογάια της Παναγίας και το έλεγαν "Έμιλι", επιτέθηκε πρώτα στον Τζάνεκ κι έπειτα στο Μαχαίρι. Όμως τότε κοντοστάθη-κε κι έριξε το βλέμμα του στο ακέφαλο πτώμα, που κάποτε ήταν ο Τέρενς. Κατά μήκος του πατώματος απλωνόταν μια μεγάλη λίμνη από αστραφτερό αίμα που σερνόταν κρυφά πάνω στο σοβατεπί. Εκείνη τη στιγμή δε γνώριζε αν ήταν η "Έμιλι" ή η Έμιλι, αν ήταν άνθρωπος ή φυτό, αν ήθελε την ηρεμία και τον ύπνο ή την μανιασμένη δράση.

Όσο εκείνη δίσταζε, ο Πράσινος Ταξιδευτής άρχισε να αναδεύεται γεμά-τος ζωή. Τα φύλλα του άρχισαν να αναζωογονούνται και να φουντώνουν, τα χέρια του άρχισαν να μοιάζουν ακόμα περισσότερο με κλαριά, με τις δαγκά-νες ενός θηριώδους δέντρου. Τα φώτα στο καθιστικό χαμήλωσαν και τρεμόπαιξαν κι άρχισε να σηκώνεται άνεμος. Το δάπεδο έτρεμε. Τα μπιμπελό και τα βάζα κροτάλιζαν μες στις βιτρίνες τους.

Η "Έμιλι" έμπηξε μια κραυγή που κατά ένα μέρος ήταν κραυγή κοριτσιού και κατά ένα μέρος κραυγή θηλυκού φυτού - τ η ν ίδια κραυγή οδύνης που βγάζουν οι ρίζες του θηλυκού μανδραγόρα όταν οι αγρότες τις τραβούν από το χώμα, ζωντανές ακόμα.

Ο Πράσινος Ταξιδευτής έμπηξε και κείνος μια κραυγή —μόνο που η κραυγή του θύμιζε περισσότερο βροντερό βρηχυθμό. Την κραυγή ακολούθη-σε ένα σύρσιμο ία ο Πράσινος Ταξιδευτής τυλίχτηκε σε μια θύελλα από ξερά δαφνόφυλλα, ώσπου καλύφθηκε εντελώς. Αρχισε να μεγαλώνει σε μέγεθος, να διακλαδώνεται, να απλώνεται και να τρίζει. Το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκο-τάδι, το οποίο διαπερνούσε κατα αραιά διαστήματα μια εκτυφλωτική λάμψη

,377

GRAHAM MASTERTON

πρασινωπού φωτός. Ολόκληρο το σπίτι τρανταζόταν συθέμελα, ώσπου τα τζά-μια των παραθύρων γκρεμίστηκαν απ' τα πλαίσιά τους, τα ταβανοσάνιδα άρχι-σαν να γλιστρούν απ' την οροφή και η τουβλινη καμινάδα αναποδογύρισε και σωριάστηκε στην αυλή.

Στην κουζίνα, το ψυγείο σωριάστηκε με πάταγο ενώ τα ντουλάπια γκρεμί-ζονταν από τους τοίχους. Έπεσαν κάτω ία όλες οι χάλκινες κατσαρόλες τπς 'Αιρις, σε μια κωδωνοκρουσία από κσκόψωνες καμπάνες.

Μες στον κατακλυσμό των δαφνόφυλλων, η "Έμιλι" ύψωσε το χλομό, ιξώ-δες κεφάλι της προς το μέρος τους. Έβγαλε ένα φρικιαστικό βογγητό. Ήθελε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή* δεν ήθελε να ζήσει έτσι. Δεν ένιωθε πως ήταν η Έμιλι. Ένιωθε μόνο σαν "Έμιλι" - μ ι α γκροτέσκα παρωδία κοριτσιού, διαλυ-μένη απ' τον πόνο, με κάθε νεύρο της να στριγγλίζει απ την οδύνη της μεταμόρφωσης. Ήταν λες και ξαναγεννιόταν απ' την αρχή, μόνο που ήταν πολύ χειρότερο. Ήταν λες και γεννιόταν από μέσα προς τα έξω, λες και κάθε μυς συστρεφόταν, λες και κάθε νευρπαί απόληξη απογυμνωνόταν οδυνηρά.

Είχε κάνει εκείνο που έπρεπε: είχε αποδείξει στον Πράσινο Ταξιδευτή ότι η γενιά του είχε υποστεί αθεράπευτη γενετική παραμόρφωση και το μόνο που του απέμενε ήταν να επιτρέψει στις ρίζες που φύτρωναν μέσα του να τον κυριε-ύσουν, μέχρι να στραγγαλίσουν για πάντα και την ύστατη ικμάδα ανθρωπιάς.

Δε χρειάστηκε να περιμένει πάνω από μερικά δευτερόλεπτα για την άφεση των αμαρτιών της. Ο Ξιφομάχος τράβηξε ένα μακρύ σπαθί και το σήκωσε ψηλά. Άρχισε να κομματιάζει ξανά και ξανά και ξανά. Κάποιες φορές η λεπίδα κομμάτιαζε φύλλα που πετούσαν στον αέρα, μαζί με σάρκα. Παντού σκορπίζονταν δάχτυλα, οστά και κομμάτια από φύλλα.

Η "Έμιλι" αποδεχόταν σιωπηλά την εκτέλεσή της. Δεν έκανε τίποτα για να προστατευτεί. Κατέρρευσε, διπλώθηκε κι άρχισε να συρρικνώνεται, καθώς η πράσινη σάρκα της ζάρωνε όπως τα ζεματισμένα λαχανόφυλλα, τα κλαριά της έσπαζαν, οι ρίζες της γυμνώνονταν η κόρη της γονιμότητας είχε μετα-βληθεί ο' έναν πετσοκομένο σωρό αίματος, οστών και κλαδιών.

Όμως ο Ξιφομάχος δεν σταμάτησε. Όχι μέχρι να γεμίσει το δάπεδο κλα-ριά και τεμαχισμένα ανθρώπινα όργανα, σβώλους, νήματα και πράγματα κατά το ήμισυ ανθρώπινα και κατά το ήμισυ φυτικά, που γυάλιζαν απ' τη βλέννα.

Ο Πράσινος Ταξιδευτής βγήκε στριφογυρίζοντας απ' το δωμάτιο, απομα-κρύνθηκε στριφογυρίζοντας απ' το σπίτι και ξεχύθηκε μες στο σκοτάδι. Άστραφτε- βροντούσε. Πέρα προς το Χαϊαγουάθα, ο ουρανός είχε πάρει το χρώμα του αίματος και του παπικού ράσου.

Ο Ξιφομάχος κοντοστάθηκε κι έπειτα έπιασε το Θεραπευτή και τον Μάρτυρα από τον ώμο. Για μια στιγμή κρατήθηκαν κοντά ο ένας στον άλλο, πολύ κοντά, σε μια σιωπηλή ένδειξη συντροφικότητας, που μόνο οι μωμόγεροι μπορούσαν να κατανοήσουν. Κανείς άλλος δεν είχε ταξιδέψει όσο είχαν ταξι-δέψει εκείνοι* διαμέσου χιλιάδων χιλιομέτρων χιονοδαρμένης στέπας, πάνω

378

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

από βουνά και λιβάδια και τοπία πιο παγερά ία απ' το φεγγάρι. Κανείς άλλος δε θα μπορούσε να 'χει δει τον Βένσεσλας εκτεθειμένο οε λαϊκό προσκύνημα και να 'χει ακούσει και τον Μότσαρτ. Κανείς άλλος δε θα μπορούσε να 'χει βαδίσει στους δρόμους του Λονδίνου καταμεσής του Μαύρου Θανάτου, φορώντας μάσκες και κουκούλες και να διασχίσει τον Ατλαντικό μες στο αμπάρι ενός πλοίου μεταναστών του 19ου αιώνα.

Λεν είπαν κουβέντα, γνώριζαν, όμως, ότι είχαν φτάσει σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής τους —σε μια στιγμή που η συντροφικότητα δε θα 'ταν αρκε-τή. Κοντοστάθηκαν μόνο ένα λεπτό ακόμα κι έπειτα ξεχύθηκαν έξω στη νύχτα.

,379

.15.

Έτρεξαν κατά μήκος της βρεγμένης μπροστινής αυλής και έξαφνα άναψαν προβολείς, που τους έκαναν να παγώσουν. Πάνω απ' τα κεφάλια τους ένα ελικόπτερο έκανε τρομερή φασαρία, καθώς διέγραφε κύκλους και παρακο-λουθούσε.

Έτρεξαν προς τα δεξιά' μια σειρήνα ούρλιαξε, φώτα άστραψαν και εκεί-νοι έτρεξαν προς τα αριστερά.

Ο Λουκ βγήκε με κόπο από το αυτοκίνητο του και πήρε μαζί την καραμπί-να του. Στράφηκε στον Νέιθαν και τον Ντέιβιντ και είπε: «Μείνετε στη θέση σας — οκέι; Αρκετές απώλειες είχα μέχρι τώρα».

«Μάλιστα, κύριε», είπε ο Νέιθαν. «Λεν υπάρχει πρόβλημα». Η Λίλι. που καθόταν με τη βοηθό Λέμαν στο πίσω κάθισμα, δεν είπε κου-

βέντα. Ο Λουκ δεν περίμενε τίποτα- ούτε καν τον Κάπτεν Μπλακ. Βρίσκονταν,

όμως, εκεί οι μπάσταρδοι που αναζητούσε - ο ι άνθρωποι που επί εκατοντά-δες χρόνια σάρωναν την Ευρώπη, την Αγγλία και τις κεντρικές ΗΓΊΑ, οι άνθρω-ποι που προσέφεραν μπιχλιμπίδια και παιχνίδια με ζάρια, οι άνθρωποι που αυγάτιζαν τα γεννήματα μ' αντάλλαγμα ανθρώπινες ζωές. Οι άνθρωποι του Τζάνεκ, οι μωμόγεροι, βρίσκονταν επιτέλους στριμωγμένοι σε μια γωνιά. Έτρεχαν κατά μήκος της κατάφωτης αυλής μπροστά από το σπίτι των Πίρσον, ένας λευκοντυμένος άντρας, ένας άντρας που φορούσε ράσο καλόγερου κι ένας άντρας που κουβαλούσε ξίφη στην πλάτη του. Οι σταγόνες της βροχής άστραφταν πάνω στο γρασίδι. Τους άκουγε να λαχανιάζουν,

«Ακίνητοι, αστυνομία!» τους φώναξε, όμως εκείνοι δεν σταμάτησαν. Δύο

380

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

ακόμη περιπολικά σταμάτησαν γλιστρώντας, με τα φώτα αναμμένα και τις σει-ρήνες να ουρλιάζουν. Το ελικόπτερο έκανε στροφή πάνω από την άκρη του δρόμου ία έπειτα ήρθε προς το μέρος τους προκαλώντας τρομερή φασαρία.

«Ακίνητοι!» ούρλιαξε ο Λουκ. Ήταν σχεδόν αδύνατο να ακουστεί πάνω από το θόρυβο του ελικοπτέρου. Έπρεπε, όμως, να είχαν αντιληφθεί ότι τους έλεγε να σταματήσουν.

Το αγόρι που το έλεγαν Μαχαίρι άνοιξε το πίσω μέρος του φορτηγού. Ο Θεραπευτής ία ο Λεπρός σκαρφάλωσαν μέσα. Ο Μάρτυρας πήγε στο μπροστινό μέρος ία άνοιξε απότομα την πόρτα. Ο Λουκ έγειρε προς τα εμπρός με την κοιλιά του να αναπηδά και το περίστροφο υψωμένο και φώνα-ξε: «Σταθείτε! Ακίνητοι! Βάλτε τα χέρια στο κεφάλι σας!»

Τον αγνόησαν. Ο Μάρτυρας έκλεισε με δύναμη την πόρτα και έβαλε μπρος και το μαύρο, κλειστό φορτηγό απομακρύνθηκε από το πεζοδρόμιο ενώ τα λάστιχά του ξερνούσαν καπνό και ατμούς. Ο Λουκ δεν ήθελε να το κάνει. Θα μπορούσε να πυροβολήσει και να αστοχήσει εσκεμμένα, αν, όμως, δεν ενεργούσε τώρα με αποφασιστικότητα, ίσως αύριο ή μεθαύριο ή ο' ένα χρόνο να έθετε σε κίνδυνο τη ζωή κάποιου άλλου εκπρόσωπου του νόμου. Έτσι, πυροβόλησε κι ένα βλήμα Μάγκνουμ διαμετρήματος 325 χιλιοστών με κοίλο άκρο και περίβλημα 125 κόκκων πέτυχε κατευθείαν το ντεπόζιτο της βενζίνης.

Όταν το φορτηγό εξερράγη έτρεχε με περίπου 65 χιλιόμετρα την ώρα, Ο κρότος έκανε τα αυτιά του Λουκ να βουλώσουν, λες και κάποιος είχε κλείσει το παράθυρο ενός αυτοκινήτου ενώ εκείνο έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Κομμάτια από φλεγόμενα υλικά έπεσαν στριφογυρίζοντας απ1 άκρη σ' άκρη της οδού Βέρνον. Ο κύριος όγκος του φορτηγού κινήθηκε ολοταχώς κατά μήκος του δρόμου για δεκαπέντε ακόμα μέτρα σαν φλεγόμενη άμαξα, ενώ τα λάστιχά του έσπερναν φλόγες σαν περιστρεφόμενα πυροτεχνήματα, ώσπου τελικά στάθηκε στο ρείθρο του πεζοδρομίου ταλαντευόμενο μπρος πίσω, εξα-κολουθώντας ακόμα να φλέγεται.

Τα μαυρισμένα τζάμια του φορτηγού ράγισαν, εξερράγησαν ία από τα πλαίσιά τους ξεπήδησαν φλόγες, που άρχισαν να γλείφουν πεινασμένες την οροφή. Ο Λουκ διέκρινε μες στο φορτηγό τους μωμόγερους τυλιγμένους στις φλόγες και τους έβλεπε που κινούνταν. Λεν κινούνταν, όμως, υστερικά ή μανιασμένα, όπως κάνουν τα περισσότερα θύματα εμπρησμών όταν αρπάζουν φωτιά. Έδιναν την εντύπωση ότι περιφέρονταν αρκετά ήρεμοι και προσπα-θούσαν να ανοίξουν τις πόρτες του φορτηγού.

Ήταν αθάνατοι. Ο καθένας τους κουβαλούσε πάνω του τα αργύρια που κρατούσαν το πεπρωμένο τους μια στιγμή μακριά. Ήταν αλώβητοι απ' οτιδήποτε θα μπορούσε να τους συμβεί —εντελώς άθικτοι, εντελώς ασημά-δευτοι, όπως μια γυναίκα που πηδά από ένα εξαώροφο κτίριο, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν σκάσει στο πεζοδρόμιο, μόνο που για εκείνους το κλά-σμα του δευτερολέπτου κρατούσε για πάντα.

,381

GRAHAM MASTERTON

Η πόρτα του συνοδηγού του φορτηγού άνοιξε ία από μέσα ξεπήδησαν καυτές, πορτοκαλιές πύρινες γλώσσες. Για μια στιγμή ο Λουκ νόμισε ότι πράγ-ματι οι μωμόγεροί θα κατέβαιναν από το φορτηγάκι και θα ξέφευγαν.

Τότε, όμως, άκουσε κάποιον να ουρλιάζει. Ένα τρομερό, ανθρώπινο ουρλιαχτό που συνεχιζόταν χωρίς σταματημό και με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε γινόταν ολοένα τρομερότερο. Είχε ξανακούσει ανθρώπους να ουρ-λιάζουν έτσι. Ανθρώπους εγκλωβισμένους σε φλεγόμενα κτίρια, ανθρώπους κλειδωμένους σε αυτοκίνητα που είχαν γίνει παρανάλωμα του πυρός. Ήταν το ουρλιαχτό της απόλυτης οδύνης, καθώς στρώματα επιδερμίδας και γάγγλια καίγονταν και η φωτιά μετέβαλλε κάποιο ανθρώπινο πλάσμα σε ωμό, καυτη-ριασμένο κομμάτι κρέας.

Ακούστηκε μία ακόμα κραυγή ία έπειτα άλλη μία. Οι μωμόγεροί καίγο-νταν. Οι μωμόγεροί πράγματι καίγονταν. Ο Λουκ έφερε το χέρι στα μάτια του για να τα προστατέψει απ' τη ζέστη και τους παρακολουθούσε δίχως να μπο-ρεί να κάνει τίποτα, ενώ εκείνοι χόρευαν τον τελευταίο μαρτυρίκια τους χορό μες στο πλαίσιο του φορτηγού.

Η ζέστη, σκέφτηκε. Λυτό ήταν. Η ζέστη. Το ασήμι μπορεί να αντέξει κάθε βαθμό παγωνιάς. Το ασήμι οξειδώνεται,

αλλά δεν σκουριάζει ποτέ. Απ' οποιαδήποτε άποψη το ασήμι κρατάει για πάντα. Με μόνη διαφορά ότι το ασήμι λιώνει στους 961,5 βαθμούς Κελσίου και είναι ο καλύτερος αγωγός της θερμότητας απ' όλα τα μέταλλα.

θεριεμένη από την καταιγίδα, θρεμμένη απ' τον άνεμο, η ζέστη στο εσωτερικό του φορτηγού είχε λιώσει τα νομίσματα των μωμόγέρων ία είχε μετατρέψει τα αργύρια του Ιούδα του Ισκαριώτη σε σταγόνες λιωμένου μεταλλεύματος. Λεν ήταν πλέον συμβολικά, δεν διέθεταν πλέον υπερφυσικές δυνάμεις, δεν ήταν πια ευλογημένα.

Λυο βοηθοί όρμησαν με πυροσβεστήρες, όμως ο Λουκ τους φώναξε άγρια: «Αφήστε το! Αστε το να καεί! Είναι διαταγή!»

Οι βοηθοί κοντοστάθηκαν κι έπειτα υποχώρησαν. Ο Νέιθαν βγήκε από το αυτοκίνητο ία έκλεισε με δύναμη την πόρτα.

Στάθηκε κι απόμεινε να κοιτά το φλεγόμενο συντρίμι, ενώ η φωτιά καθρεφτιζόταν στα μάπα του.

«Θεέ μου», είπε. Ο Λουκ ρούφηξε τη μύτη του κι έβαλε το περίστροφο στη θήκη. «Κι ακόμα

δε βρήκαμε αυτό για το οποίο ήρθαμε», είπε. «Και πάλι...» είπε ο Νέιθαν, «ποτέ δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο». «Ούτε θα το ξαναδείς, αν έχεις τον Θεό στο πλευρό σου», αποκρίθηκε ο

Λουκ. Ο άνεμος αγρίευε όλο και περισσότερο και ήταν αναγκασμένος να κρατά το καπέλο του. Από σύννεφο σε σύννεφο ξεπηδούσαν αστραπές, λες και ήταν μια γεννήτρια Βαν ντερ Γκράαφ.

Ο Λουκ βάδισε προς το σπίτι. Ένας από τους βοηθούς του έτρεξε προς

382

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

το μέρος του, ένας ξανθός νεαρός με ζωηρό κοκκινωπό πρόσωπο, «Ψάξε την πίσω αυλή», τον διέταξε. «Θέλω να στηθούν οδοφράγματα στην οδό Μάουντ Βάρνον, ανατολικά και δυτικά1 στην 5η λεωφόρο στο ύφος της Ουέλτγκτον, στη Γκραντ στο ύψος της Φέρβιου, και στην Ουάσιγκτον στο ύψος της 35ης».

«Τι ψάχνουμε;» ρώτησε ο βοηθός. «Έναν τύπο μασκαρεμένο με φύλλα». «Ορίστε;» «Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις; Έναν τύπο που φοράει φύλλα!» «Φύλλα», επανέλαβε ο βοηθός, εντελώς σαστισμένος. Το φορτηγό φλεγόταν ανατριχιαστικό. Ο αέρας έζεχνε από τον καπνό

της βενζίνης και την οσμή της γερασμένης, καψαλισμένης σάρκας. Ο άνεμος παράσερνε τον καπνό σε σκοτεινές έλικες που τους τύφλωναν ία ο Λουκ συνειδητοποίησε ότι ανάσαινε τους ανθρώπους που μόλις είχε σκοτώσει.

Μπήκε στο σπίτι των Πίρσον και προχώρησε στο καθιστικό. Οι νοσηλευτές βρί-σκονταν ήδη εκεί, το ίδτο ία ο ιατροδικαστής.

Είδε έναν άντρα δίχως κεφάλι, ένα κορίτσι που φορούσε μια ποντικοφα-γωμένη γούνινη ζακέτα κι ένα ματωμένο σωρό από ραβδιά και κρέας, που θύμιζε ανατιναγμένη ψησταριά. Στο πάτωμα βρισκόταν σκορπισμένο τόσο πολύ αίμα ία ανθρώπινοι ιστοί, που αναγκάστηκε να σταθεί στην είσοδο, φοβούμενος μην τα πατήσει.

Όμως εκείνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν η κακόμοιρη μικρούλα Έμιλι Πίρσον ή ένα μέρος απ' αυτήν. Το πρόσωπο της ήταν λεκιασμένο με αίμα, αλλά ήταν σχεδόν ανέγγιχτο. Έμοιαζε με τη νεκρική μάσκα ενός παι-διού αγίου, στεφανωμένη από χαλκόχρωμους βόστρυχους.

Ο ιατροδικαστής έβγαλε τα γυαλιά του και ανασήκωσε τους ώμους. «Μη με ρωτάτε, σερίφη. Τούτη τη φορά δεν έχω την παραμικρή ιδέα».

«Πώς ία έτσι;», του πέταξε ο Λουκ. «Έχουμε, ωστόσο, σωρούς από φύλλα», του είπε ο ιατροδικαστής και

σήκωσε ένα αιματοβαμμένο δαφνόφυλλο. «Η laurus nobilis ξαναχτυπά. Έχουμε κι άλλο φυτικό υλικό. Σαν σόγια ή κάτι άλλο, αλλά δεν πρόκειται να ρισκάρω να μαντέψω, όχι ακόμα».

Ο Λουκ κάθησε ανακούρκουδα, ώστε να μπορέσει να δει καλύτερα τη Γυμνή. Το πρόσωπο και οι ώμοι της είχαν ξεσκιστεί από κάτι που θα μπορού-σε να είναι μαστίγιο ή αγκαθωτό σύρμα ή κλαριά τριανταφυλλιάς, γεμάτα αγκάθια- Από τα αυτιά και πίσω ήταν καταγδαρμένη. Το πρόσωπο της κείτο-νταν σε μια λίμνη από αίμα, όμως, όπως και η Έμιλι. έδειχνε γαλήνια, λες και κοιμόταν. Ήταν, επίσης, αρκετά όμορφη και του θύμισε κάποιανπου είχε γνω-ρίσει πριν από πολύ καιρό, ίσως όχι σε τούτη τη ζωή, ίσως σε καμία ζωή. Ίσως ήταν το είδος κοριτσιού που είχε συναντήσει μόνο στα όνειρά του. Το πανέ-

,383

GRAHAM MASTERTON

μορφο πρόσωπο τπς καθρεφτιζόταν μες στο ίδιο τπς το αίμα. Ο Λουκ σηκώθηκε όρθιος. Ενιωθε απίστευτα εξαντλημένος. Πάρα πολλοί

άνθρωποι είχαν σκοτωθεί απ' τη στιγμή που ο Τέρενς Πίρσον είχε αποπειρα-θεί για πρώτη φορά να σκοτώσει τα παιδιά του1 ία ο Λουκ είχε γρήγορα υπο-ψιαστεί γιατί. Είχε διαίσθηση, είχε εμπειρία. Από επτά χρονών είχε πιστέψει τα απίστευτα και πάντοτε είχε δίκιο. Παρ' όλα αυτά δεν είχε κατορθώσει να σώσει την όραση του Νόρμαν Γκόρμαν ούτε τη ζωή της Μαίρη β αν Μπόγκαν ούτε του Λίος Πόνικαν ούτε κανενός απ'τους νεκρούς βοηθούς του' ουτετου Τέρενς Πίρσον ούτε της Έμιλι Πίρσον ούτε του κακομοίρη του Φρανκ Τζόνσον, του χοιροτρόφου.

Κι ήταν κι ο άμοιρος ο ΤζονΧάζμπαντ κι όλοι οι αθώοι άνθρωποι που είχαν σκοτωθεί στο Εμπορικό Κέντρο Σίνταρ. Το ζήτημα χειριζόταν τώρα η πολιτεια-κή αστυνομία, όμως ο Λουκ ήξερε ότι αμέσως μόλις έπιανε τον Κάπτεν Μπλακ, θα έπρεπε να πάει εκεί.

Ένιωθε λες ία ήταν ο επίσημος καταγραφέας του ίδιου του θανάτου, εκεί-νος που έγραφε τα ονόματα στο βιβλίο των επιταφίων.

Βγήκε από το σπίτι των Πίρσον μες στη θύελλα. Είχε καταφθάσει ο Τύπος και μαζί μια ανθρακί λιμουζίνα Κάντιλακ, με τους προβολείς της να λάμπουν, καθώς και ένα κόκκινο ημιφορτηγό Τογιότα, γεμάτο αγριωπούς άντρες με τουφέκια, κόκκινα καρό τζάκετ και λάσα.

Ο Λουκ κατευθύνθηκε προς τη λιμουζίνα και χτύπησε ελαφρά το πίοω τζάμι με τον κόμπο του δακτύλου του. Το τζάμι κατέβηκε μ' ένα βόμβο και αποκάλυψε το όμορφο, αλλά σφιγμένο πρόσωπο του γερουσιαστή Μπράιαν Κάντι.

«Λυπάμαι, γερουσιαστά, δεν μπορείτε να παρκάρετε εδώ. Διεξάγεται κάποιου είδους έρευνα για ανθρωποκτονία».

«Ποιος πέθανε;» ρώτησε ο Μπράιαν, «Δεν μπορώ να σας πω ακόμα, γερουσιαστά. Δεν έχουμε αναγνωρίσει τα

πτώματα;» «Δεν έχετε καμιά ιδέα;» «Όχι. Λυπάμαι. Πρέπει να φύγετε». Ο Μπράιαν φάνηκε εκνευρισμένος. «Ακούστε... έχω φέρει όλους εκεί-

νους τους άντρες». «Το βλέπω. Σε μια στιγμή θ' αρχίσουμε να ελέγχουμε όλες τις άδειες

οπλοφορίας τους». «Δεν καταλαβαίνετε. Ξέρετε για εκείνο το γουρούνι που ξέφυγε από το

Ινστιτούτο Σπέλμαν; Εκείνο που σκότωσε όλους εκείνους τους ανθρώπους στο Εμπορικό Κέντρο Σίνταρ;»

«Εννοείτε το γουρούνι που ελευθέρωσαν ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων από το Ινστιτούτο Σπέλμαν;»

«Ναι».

384

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Και βέβαια ξέρω, γερουσιαστά», είπε σκυθρωπά ο Λουκ. *Γι αυτό είμ' εδώ, για να το πιάσω. Σκότωσε έναν από τους καλύτερους φίλους μου, τον Αρχηγό Τζον Χάζμπαντ, σας διαβεβαιώ, λοιπόν, ότι δεν πρόκειται να ξεφύ-γει».

Ο Μπράιαν είπε: «Θέλω να σας βοηθήσω να το ξαναπιάσετε. Ελευθερώθηκε από το ινστιτούτο εν ονόματι των δικαιωμάτων των ζώων, σωστά; Όμως πιστεύω ότι υπάρχει ία ένα όριο στα δικαιώματα των ζώων όταν εκείνα καταπατούν τα δικαιώματα των ανθρώπων. Εκείνο το γουρούνι πρέπει να συλληφθεί για την ασφάλεια όλων μας και για τη δική του προστασία».

«Μην ταράζεστε, γερουσιαστά, εμείς θα το κάνουμε». Ο Μπράιαν τον κοίταξε. Είχε συναντήσει το Λουκ αρκετές φορές στο

παρελθόν και γνώριζε αρκετά καλά πόσο δαιμόνιος ήταν. Δεν υπήρχε λόγος να του λέει μαλακίες.

«Επιτρέψτε μου ν' ανοίξω τα χαρτιά μου, σερίφη», είπε. «Έχω ξοδέψει πολύ χρόνο ία ένα σωρό λεφτά για την προώθηση των συμφερόντων των δικαι-ωμάτων των ζώων. Το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι θα είναι ένα από τα πιο βαρυ-σήμαντα νομοθετήματα από την εποχή της Δεκάτης Τέταρτης Τροπολογίας».

«"Καμία πολιτεία δε θα αρνηθεί την ίση προστασία του νόμου σε οποιοδή-ποτε άτομο βρίσκεται στη δικαιοδοσία της";» ρώτησε ο Λουκ.

«Σωστά, σερίφη. Τώρα, όμως, μπορείτε να το αλλάξετε και να πείτε οποιοδήποτε άτομο ή ζώο».

«Εντάξει, γερουσιαστά», είπε υπομονετικά ο Λουκ. «Και πάλι, όμως, θα πρέπει να σας απομακρύνω. Εδώ έγινε μια πολλαπλή ανθρωποκτονία, η κατά-σταση δεν είναι διόλου ευχάριστη ία είμαι πολύ ταραγμένος».

Ο Λουκ ακόμα μιλούσε στον Μπράιαν όταν ένας από τους βοηθούς του πλησίασε και είπε: «Να σας πω δυο λόγια, σερίφη». Πήρε παράμερα το Λουκ και είπε: «Η πολιτειακή αστυνομία το επιβεβαίωσε. Έχουν εντοπιστεί όλα τα αδέσποτα γουρούνια, εκτός απ' τον Κάπτεν Μηλακ. Εθεάθη πριν από είκοσι λεπτά. Απ' ό,τι φαινόταν έχανε αρκετό αίμα, εξακολουθούσε, όμως, να τρέχει και έτρεχε προς την κατεύθυνσή μας».

«Φχαριστώ», είπε ο Λουκ μ1 ένα γνέψιμο και συνέχισε: «Εκείνη η λιμουζί-να ανήκει στο γερουσιαστή Μπράιαν Κάντι. Εκείνο το ημιφορτηγό ανήκει στους χοιροκυνηγούς που έχει προσλάβει. Κατά κάποιον τρόπο ο γερουσια-στής Κάντι έχει καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με εμάς, ότι, δηλαδή, ο Κάπτεν Μπλακ θα κατευθυνθεί προς τα εδώ. Θέλω να ξεκουμπιστεί από 'δω μαζί με τους χοιροκυνηγούς του, γρήγορα, όμως. Το 'πιασες;»

«Έγινε, σερίφη». Βάδισε πίσω στη Μπιούικ του. Ο Τζον πέθανε, τού κοπανούσε συνέχεια

το μυαλό του. Ο Τζον πέθανε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Νέιθαν. «Γίνεται πανδαιμόνιο». Κατέφθασε κουτσαίνοντας και ο Γκαρθ με τη βοήθεια ενός εβένινου μπα-

,385

GRAHAM MASTERTON

στουνιού. «Κάνα νέο του Κάπτεν Μπλακ;» «Εδώ έγινε μια πολύ άσχημη πολλαπλή ανθρωποκτονία, που μπορεί να

συνδέεται με τον Κάπτεν Μπλακ, μπορεί και όχι. Είχα, όμως, κάποιες πληρο-φορίες ότι κατευθύνεται προς τα εδώ ή ότι θα μπορούσε να κατευθύνεται προς τα εδώ. Ξέφυγε εκτός ελέγχου μαζί με μια αγέλη γουρούνια στο εμπορικό κέντρο Σίνταρ. Φοβάμαι ότι σκοτώθηκε ένα σωρό κόσμος».

«Ναι, άκουσα τα δελτία ειδήσεων στο ραδιόφωνο», είπε ο Γκαρθ. «Νιώθω τόσο άσχημα για όλα αυτά», είπε ο Νέιθαν. «Νιώθω λες και καθέ-

νας από τους θανάτους οφείλεται σε προσωπικό μου σφάλμα». Ο Λουκ είπε: «Απ' όσα μου είπατε, δόκτωρ Γκριν, δε νομίζω ότι οφείλεται

σε δικό σας σφάλμα. Σύμφωνοι, πήρατε μια εγκεφαλική διατομή από ένα πτώμα δίχως να πάρετε άδεια από τους εργοδότες σας. Μου φαίνεται, όμως, ότι το να παίρνει κανείς κομμάτια και κομματάκια από πτώματα θεωρείται σε γενικές γραμμές καθιερωμένη συνήθεια στη φαρμακευτική βιομηχανία».

«Φοβάμαι πως έχετε δίκιο», συμφώνησε ο Γκαρθ. «Ό,π έκανε ο Γκαρθ ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, απερίσκεπτο. Έλα τώρα, όμως, Νέιθαν, δες το συνολικά. Ίσως εκείνη η εγκεφαλική διατομή να τρέλανε τον Κάπτεν Μπλακ, ίσως όχι. Ό,τι, όμως, έκανες, δεν ήταν ούτε κατά το ήμισυ όσο κακό είναι εκείνο που κάνουν οι μεγάλες εταιρείες φαρμάκων, όταν βάζουν έστω ία έναν άρρωστο αδένα μες στα ορμονικά φάρμαΐίά τους. Καταλήγουν να μολύνουν χιλιάδες δόσεις, δόσεις οι οποίες χορηγούνται σε γυναίκες και παι-διά που δεν γνωρίζουν με τι στο διάολο τούς κάνουν ένεση. Νιώσε ένοχος, λοιπόν, αν θέλεις, εντάξει; Αλλά μη νιώθεις τόσο ένοχος. Δεν είσαι ο μόνος».

Ο Νέιθαν κούνησε το κεφάλι του. «Μόνο και μόνο επειδή άλλοι άνθρωποι είναι κατά συρροή δολοφόνοι, δε

σημαίνει ότι εγώ είμαι λιγότερο κατά συρροή δολοφόνος». Ο Γκαρθ είπε κάτι, όμως ο θόρυβος ενός ελικοπτέρου έπνιξε τα λόγια

του. Το φως του προβολέα του τους έλουσε για μια στιγμή κι έπειτα απομα-κρύνθηκε ξανά.

Στο εσωτερικό του σπιτιού των Πίρσον, τα φλας άστραφταν σαν καλοκαι-ρινές αστραπές. Οι φωτογράφοι της αστυνομίας φωτογράφιζαν τα πτώματα. Το κεφάλι του Τέρενς Πίρσον κάτω από το τραπεζάκι με τα ποτά. Τον ακρω-τηριασμένο λαιμό του. Διάσπαρτες ποσότητες από δαφνόφυλλα, που κολλού-σαν απ' το αίμα. Την Γυμνή, νέα σαν την αμαρτία, να κοιτά την ίδια της την αντανάκλαση μες στο αίμα της. Το πρόσωπο της Έμιλι Πίρσον,

Ο Λουκ φώναξε: «Δε διώξατε ακόμα εκείνη τη λιμουζίνα;» Τότε, όμως, άκουσε ένα απότομο οξύ γαύγισμα, λες και κάποιος είχε πατήσει ένα σκύλο και έστρεψε το κεφάλι του στην άλλη άκρη της οδού Βέρνον, εκεί όπου διασταυρωνόταν με τη Ρίτζγουεϊ, για να δει ένα τεράστιο μαύρο σχήμα που κινούνταν αργά μες στη βροχή προς το μέρος τους, ένα σχήμα τόσο τεράστιο που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν ζωντανό ή πραγματικό.

386

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Υπήρχε μια έντονη Θεατρικότητα στον τρόπο που τους πλησίαζε ο Κάπτεν Μπλακ. Οα έπρεπε να συνοδεύεται από ταμπούρλα, θα έπρεπε να συνοδεύε-ται από φλάουτα, θα έπρεπε να συνοδεύεται από κατάμαυρες σημαίες. Στάθηκαν ακίνητοι και κοίταζαν με δέος καθώς ένα γουρούνι που ζύγιζε ενά-μιση τόνο, είχε πρόσωπο σαν του διαβόλου και τ' αστραφτερά μάτια ενός χιλιόχρονου μωμόγερου ανηφόριζε αργά την οδό Βέρνον. Η βροχή έραινε τον δρόμο, έτρεχε απ' το ρύγχος του και κανείς δεν κινούνταν, κανείς δε μιλού-σε' όλοι τον παρακολουθούσαν με μεγάλο σεβασμό.

Βάδισε προς το μέρος τους και έπειτα στάθηκε. Αναζητούσε την Έμιλι. κανείς, όμως, δεν το γνώριζε. Ήταν εξουθενωμένος, βρεγμένος, και κάθε πληγή από σφαίρα και σκάγια καραμπίνας έκαιγε το τομάρι του σαν την φωτιά. Βρισκόταν, όμως, σπίτι του· και μιας και βρισκόταν σπίτι του η μητέρα του θα τον φρόντιζε, π μητέρα του θα βεβαιωνόταν ότι όλα ήταν ζεστά και αναπαυτι-κά κι ό,τι το κάψιμο του θα σταματούσε.

Η Λίλι ξεπρόβαλλε απ' το πλήθος και βάδισε κατευθείαν εμπρός του. Φορούσε ακόμα χειροπέδες, ήταν ολότελα ανυπεράσπιστη, όμως τον είχε πλησιάσει δίχως να φοβάται.

Ο Λουκ της φώναξε άγρια: «Δεσποινίς Μόναρκ! Φύγετε αμέσως από κει! Είναι επικίνδυνος!»

Όμως η Λίλι δε γύρισε καν να τον κοιτάξει. Είπε: «Κάπτεν Μπλακ; Μ' ακούς, Κάπτεν Μπλακ;»

Δεν το είπε, ωστόσο, στ' αγγλικά. Το είπε σε μιαν άλλη γλώσσα —μια γλώσσα που εκείνος πραγματικά καταλάβαινε. Ήταν μια γλώσσα ζεστή, συναισθηματική και γεμάτη ασφάλεια1 μια γλώσσα που του θύμιζε άχυρο, φαγητό και αναπαυτικό όγκο, τα λαγόνια της μητέρας του, το βαρύ σκοτεινό όγκο του πατέρα του.

«Είσαι ασφαλής», είπε η Λίλι. «Μπορείς να με καταλάβεις, είσαι ασφα-λής».

Όλοι όσοι κοιτούσαν είχαν την εντύπωση ότι του τραγουδούσε, ότι του σιγομουρμούριζε.

Ο Κάπτεν Μπλακ έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω, έτσι ώστε η βροχή να του κεντρίζει τα μάτια και προσπάθησε να φωνάξει «Έμιλι.' Έμιλι.'», όμως το λαρύγγι του ήταν ανήμπορο να σχηματίσει τ' όνομά της- και πονούσε τόσο πολύ.

Η Λίλι έκανε ένα βήμα εμπρός κι έπειτα άλλο ένα. Τα φλας των δημοσιο-γράφων άστραψαν- τριγύρω αιωρούνταν οι προβολείς των τηλεοπτικών συνεργείων. Ο Κάπτεν Μπλακ φωτιζόταν μες στη βροχή με όλη του την αποτρόπαια μεγαλοπρέπεια και μαζί του και η Λίλι,

Για τον Μπράιαν Κάνη, η σκηνή αυτή ήταν υπεραρκετή. Ήδη έβλεπε τις αυριανές εφημερίδες, με τη Λίλι και τον Κάπτεν Μπλακ σε κάθε πρωτοσέλι-δο. Έβγαλε μια κραυγή και όρμησε τρέχοντας από την λιμουζίνα του, για ν'

,387

GRAHAM MASTERTON

αδράξει την στιγμή. Αρπαξε το τουφέκι ενός από τους χοιροκυνηγούς και έτρεξε προς τον Κάπτεν Μπλακ, ενώ έξαφνα οι φωτογραφικές μηχανές τον είχαν πάρει στο κατόπι, μαζί με τις κάμερες, τους τεχνικούς ήχου και τους χειριστές των προβολέων. Ο Μπράιαν στάθηκε αγκομαχώντας μες στο Αρμάνι κοστούμι του μόλις δύο τρία μέτρα μακριά από τον Κάπτεν Μπλακ. Τράβηξε τον μοχλό του κλείστρου, σήκωσε το όπλο και σημάδεψε.

Η Λίλι ούρλιαξε: «Μη! Έχει τραβήξει αρκετά, Μπράιαν, μη!» Ο Μπράιαν κοντοστάθηκε και στράφηκε προς το μέρος της. Και συνειδη-

τοποίησε ότι τα είχε κάνει θάλασσα. Γιατί, αφού ο Κάπτεν Μπλακ στεκόταν εντελώς ακίνητος και απλά τον κοιτούσε, τι υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνει εκείνος; Ο mo ένθερμος υποστηρικτής των δικαιωμάτων των ζώων στην Αμερική θα πυροβολούσε εν ψυχρώ ένα πληγωμένο, ακίνητο ζώο; Τη στιγμή που στεκόταν μες στη βροχή με το τουφέια υψωμένο, έβλεπε μες στο μυαλό του τις επικεφαλίδες της επομένης: ΓΕΡΟΥΣΙΑ Σ ΤΗ Σ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΣΩΩΝ ΣΦΑΓΙΑΖΕΙ ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟ ΓΟΥΡΟΥΝΙ. Και για ποιο λόγο; Για να διασώσει τη Λίλι, που σαφώς δεν φοβόταν;

Χαμήλωσε το τουφέκι, γύρισε την πλάτη στον Κάπτεν Μπλακ και χαμογέ-λασε στις τηλεοπτικές κάμερες. «Φαντάζομαι ότι αποφάσισε να παραδοθεί ήσυχα», είπε.

Τότε, όμως, ο Κάπτεν Μπλακ έκανε γρήγορα τέσσερα βήματα προς το μέρος του και του κατάφερε ένα χτύπημα με το λασπωμένο, τριχωτό πόδι του, σωριάζοντάς τον στο οδόστρωμα.

Η Λίλι ούρλιαξε «Μη, Κάπτεν Μπλακ! Μη!» και ξεφώνισε μια διαταγή στη γλώσσα των χοίρων. Όμως ο Κάιπεν Μπλακ ήταν πληγωμένος και το μυαλό του ήταν ένας κυκεώνας από οργή, πόνο και παιδιάστικο τρόμο. Αρπαξε με τα δόντια του το σακάκι του Μπράιαν και του έσχισε το μανίκι.

Ο Μπράιαν στριφογύρισε, έριξε κάτω το τουφέκι, το ξανάπιασε. «Μπ!» ούρλιαξε η Λίλι, αλλά ο Κάπτεν Μπλακ ήταν πολύ mo γρήγορος. Πάτησε το πρόσωπο του Μπράιαν Κάνη. Η πίεση που ασκούσε το λασπω-

μένο του γουρουνοπόδαρο ήταν αρκετή για να ανοίξει μια τρύπα στην πόρτα ενός αυτοκινήτου. Διαπέρασε την μύτη, τη σι αγώνα, τον ουρανίσκο και το κρα-νίο. Ακούστηκε ένα οξύ τρίξιμο. Από τα αυτιά του Μπράιαν εκτινάχθηκαν κίτρινα μυαλά σαν υγρό αυγοτάραχο. Εκείνος αναπηδούσε, τιναζόταν και χτυ-πούσε με τα χέρια του τον αέρα, κανείς, όμως, δεν μπορούσε να τον κοιτάξει, μιας και όλοι γνώριζαν πως ήταν νεκρός.

«Πυρ!» ούρλιαξε ο Λουκ. Ο Γκαρθ φώναξε: «Μη! Μη του κάνετε άλλο κακό!» Αμέσως, όμως, η

φωνή του πνίγηκε από μια ομοβροντία κρότων από καραμπίνες, περίστροφα και ημιαυτόματα τουφέκια. Από την πλάτη του Κάπτεν Μπλακ τινάζονταν κομ-μάτια τριχωτής σάρκας και η τεράστια κρεμάμενη κοιλιά του τρεμούλιαζε καθώς οι σφαίρες έσκαζαν μέσα της. Η ομοβροντία φαινόταν ασταμάτητη·

388

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

όταν: όμως, τελείωσε, ο Κάπτεν Μπλοκ έκανε τρία βήματα προς τα εμπρός ενώ το αίμα έτρεχε από πάνω του, δίχως, όμως να σταματήσει, τίναξε πίσω το κεφάλι του και ούρλιαξε.

Η Λίλι τον πλησίασε ξανά. Ο Λουκ φώναξε: «Για τη δική σας ασφάλεια, δεσποινίς Μόναρκ, φύγετε από 'κει!»

Όμως η Λίλι γύρισε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι και ο Λουκ κατάλα-βε από την έκφραση του προσώπου της ότι ήταν ήρεμη, απόλυτα σίγουρη και ήξερε τι έκανε.

Ο Κάπτεν Μπλακ στεκόταν με κεφάλι σκυφτό που έσταζε αίμα, ενώ η Λίλι τον έκανε να σωπάσει και του τραγουδούσε με παράξενη, ψιλή φωνή.

Ο Λουκ πήγε και στάθηκε δίπλα της. Η οσμή του αίματος και του γουρου-νιού ήταν τόσο έντονη, που του ήρθε να ξεράσει.

«Τι του λέτε;» ρώτησε. «Του λέω ότι τον αγαπώ», είπε η Λίλι. «Ότι όλα θα πάνε μια χαρά». «Νομίζετε ότι θα παραμείνει ήμερος;» «Νομίζω ότι πεθαίνει». Ο Κάπτεν Μπλακ τίναξε το κεφάλι του και έβγαλε ένα βαθύ, περίπλοκο

γρύλισμα. «Σας μιλά;» ρώτησε ο Λουκ. «Κατά κάποιον τρόπο. Αυτή είναι η κραυγή που βγάζουν τα γουρούνια

όταν αναζητούν τις οικογένειές τους. Νομίζω ότι σ' αυτήν την περίπτωση ανα-ζητά την αδερφή του».

Ο Λουκ στράφηκε προς το σπίτι. Λίπλα στην πόρτα στεκόταν φρουρός ένας βοηθός οπλισμένος με καραμπίνα. Ο Λουκ φώναξε: «Βοηθέ! Πες τους να φέρουν έξω το κορίτσι! Το μικρό, όχι το άλλο με τη γούνινη ζακέτα! Βάλτε τη σ' ένα φορείο με ρόδες και βγάλτε τη εδώ έξω!»

«Κύριε;» αποκρίθηκε σ βοηθός. «Το κορίτσι είναι σκορπισμένο παντού», «Πες του ιατροδικαστή να φτιαρίσει ό,τι μπορεί να βρει σε μια σακούλα

για πτώματα, αρκεί να υπάρχει πάνω ένα πρόσωπο. Έπειτα βγάλτε το έξω- και σβέλτα».

Ο βοηθός είχε χλομιάσει. «Μάλιστα, κύριε σερίφη». Ο Κάπτεν Μπλακ παρέμεινε στη θέση του, ενώ η αναπνοή του σφύριζε

μες σία τρύπια του πνευμόνια. Λίγα λεπτά αργότερα, βγήκαν από το σπίτι δυο νοσηλευτές, που έσπρωχναν ένα φορείο. Πάνω του κείτονταν μια σακούλα για πτώματα, που ταρακουνιόταν άψυχα σε κάθε σαμαράια του πεζοδρομίου.

«Εδώ», είπε γνέφοντας ο Λουκ. Έσπρωξαν επιφυλακτικά το φορτίο τους μπροστά στον Κάπτεν Μπλακ. Η

Λίλι άγγιξε το μουσούδι του, χάιδεψε το μάγουλο του και σχεδόν του τραγού-δησε. Εκείνος στεκόταν και κοιτούσε την Έμιλι ρουθουνίζοντας και ακόμα ία ο Λουκ μπορούσε να καταλάβει ότι τούτη ήταν η στιγμή που συναντιόντουσαν τα παράξενα και αντιφατικά συστατικά στοιχεία της προσωπικότητάς του —το

,389

GRAHAM MASTERTON

γουρούνι, το αγόρι και ο μυθικός μωμόγερος. Δίχως προειδοποίηση, π βροχή άρχισε να πέφτει ακόμα δυνατότερα.

Μόλις ενάμισι χιλιόμετρο μακριά, οι αστραπές κροτάλιζαν και τσιτσίριζαν και οι βροντές έπεφταν λες και ένα ολάκερο σύνταγμα από τυμπανιστές πετού-σαν κάτω τα τύμπανά τους. Ο Λουκ φώναξε: «Πού είναι ο τύπος απ' το Ινστιτούτο Σπέλμαν; Δόκτωρ Μάθιους; Υποτίθεται ότι 9' αναισθητοποιούσε τούτο το γαμιόλη!»

Μπουμπούνισε ξανά και η βροχή συνέχισε να πέφτει, τώρα, όμως, ο Λουκ άκουγε ένα ακόμα ήχο —το κοφτό σαν κροτάλισμα θρόισμα των ξεραμένων φύλλων. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε ότι ο αέρας ήτανγεμάτος δαφνόφυλλα που περιστρέφονταν, εκατομμύρια από δαύτα, πυκνά σαν ακρίδες.

Ακούστηκαν κραυγές προειδοποίησης από τους αστυνομικούς, τους εθνοφρουρούς και τους βοηθούς του σερίφη. Τα φύλλα πέρασαν ανάμεσά τους σαν μια άγρια χιονοθύελλα, μαστιγώνοντας τα πρόσωπά τους και κεντρί-ζοντας τα χέρια τους. Υπήρχαν τόσα πολλά φύλλα που κάποιοι παραπάτησαν και έπεσαν στα γόνατα. Ένα περιπολικό προσπάθησε να τα αποφύγει και συγ-κρούστηκε με μεγάλο θόρυβο μ' ένα παρκαρισμένο στέισον βάγκον. Δύο ακόμα περιπολικά συγκρούστηκαν. Ο αέρας πλέον ήταν τόσο πυκνός απ' τα φύλλα που είχαν χαθεί ακόμα και τα φώτα των σπιτιών τριγύρω τους.

Ο Λουκ σκέπασε τα μάτια με τα χέρια του και τα μισόκλεισε, για να δει τι συνέβαινε. Ο Νέιθαν ία ο Ντέιβιντ έμειναν κοντά του, το ίδιο και η Λίλι, παρόλο που εκείνη είχε καλύψει τελείως το πρόσωπο με τα χέρια της. Τα φύλλα τούς γρατζούνιζαν και τους μαστίγωναν τόσο άγρια, που ο Λουκ ένιω-σε αίμα να στάζει από τις ράχες των χεριών του.

Ο Κάπτεν Μπλακ έμπηξε μια τρομερή κραυγή πόνου και απόγνωσης- η κραυγή του είχε και κάτι άλλο, όμως, τόσο ξεχωριστό που ο Λουκ στράφηκε προς τη Λίλι και της φώναξε: «Τι λέει; Ξέρετε τι λέει;»

Η Λίλι σήκωσε για μια στιγμή τα χέρια της και φώναξε: «Παππού*.» «Τι;» «Τα γουρούνια έχουν ήχους που σημαίνουν πατέρας και εννοούν τον

πατέρα τους και έπειτα μεγάλος πατέρας που σημαίνει παππούς. Να τι λέει! Παππού!»

Ο Κάπτεν Μπλακ φώναξε ξανά. Πέρασε σχεδόν μισό λεπτό' ία έπειτα κάτι τεράστιο και σκοτεινό εμφανίστηκε μπροστά τους, κοντά στο καμένο φορτηγό. Ήταν μια έντονη συγκέντρωση καταιγίδας, φύλλων κι απελευθερω-μένης μανίας της Φύσης. Ήταν η ίδια η δύναμη του πλανήτη Γη, η ενέργειά του, η ανάπτυξή του, ο μυστικισμός του, η εκρηκτική αδηφάγα ενέργειά του. Ο Κρόνος μπορεί να έτρωγε τα παιδιά του' όμως η Γη έτρωγε τα παιδιά της και τα παιδιά των παιδιών της και να πώς το έκανε.

Η νύχτα είχε μεταβληθεί σε ένα εκτυφλωτικό καταρράκτη από φύλλα και βροχή. Ακούγονταν συνεχώς μπουμπουνητά, λες και ποτέ δε θα σταματούσαν.

390

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Ο αέρας μετέφερε τη μεθυστική οσμή του όζοντος, της δάφνης και των φρέ-σκο ανοιγμένων τάφων.

Το τεράστιο σκοτεινό σχήμα πλησίασε1 σαν ανεμοστρόβιλος που σιγόβραζε. Ο Λουκ ένιωθε λες και η άσφαλτος κάτω από τα πόδια του απομακρυνόταν φοβισμένη μακριά του έρποντας.

«Για όνομα του Θεού», είπε ψιθυριστά ο Λουκ, μάλλον στον εαυτό του, παρά σε οποιονδήποτε άλλο. «Ο Πράσινος Τζάνεκ αυτοπροσώπως».

Ο άνθρωπος που κάποτε ήταν ο Τζάνεκ, είχε χάσει τελικά τη μάχη με τις ρίζες που φύτρωναν μέσα του. Τώρα που τα μέλη της ακολουθίας του είχαν καεί ζωντανά και το χώμα της πατρίδας του είχε αποστειρωθεί απ' τη φωτιά, δεν είχε πού να πάει. Μέσα σε μια νύχτα, βλάστηση καταπιεσμένη επί αιώνες είχε πια ξεσπάσει, και το μόνο που απόμενε ήταν μια καταιγίδα από κλαριά, φύλλα και αγκάθια που μαστίγωναν τον αέρα. Μες στη στροβοσκοπική λάμψη της αστραπής ο Λουκ διέκρινε ανάμεσα απ' τη βλάστηση τα υπολλείματα ενός άνδρα: ένα λευκό πρόσοιπο, σαν το πρόσωπο ενός αγίου, με μαύρα, μισόκλειστα μάτια, κλεισμένο σ' ένα κλουβί από βάτα1 λωρίδες από κατακόκκινη απ' το αίμα σάρκα των μηρών και τα δύο κάτισχνα πόδια ενός μάρτυρα.

Ακούστηκε ν' αντηχεί το κροτάλισμα από τις καραμπίνες που όπλιζαν, όμως ο Λουκ φώναξε: «Μην πυροβολήσετε!» Ηταν τρομαγμένος, αλλά και γοητευμένος. Ηθελε να δει ζωντανό τον Πράσινο Ταξιδευτή" ήθελε να δει με τι θα μπορούσε να μοιάζει ένα τέτοιο πλάσμα. Και στο κάτω κάτω τι θα πυρο-βολούσαν; Κλαριά; Βάτα; Μια καταιγίδα από φύλλα;

Ο σκοτεινός, περιστρεφόμενος σίφουνας από φύλλα πλησίαζε όλο και περισσότερο. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Εκείνη τη στιγμή ο Κάπτεν Μπλακ κραύγασε ξανά, βγάζοντας ένα οξύ κάλεσμα που κατέληξε σε γρύλισμα,

Η Λίλι άρπαξε το χέρι του Λουκ και το κράτησε σφιχτά. «Λέει σκοτώστε με. Το 'χω ξανακούσει, κάθε φορά που κάποιο γουρούνι πληγωνόταν ή αρρώ-σταινε, Η ίδια κραυγή. Σκοτώστε με».

Ο Ντέιβιντ στεκόταν εκεί κοντά. «Μη!» φώναξε. «Δεν πρέπειΙ Θα γίνει καλά! Είναι ένα αγόρι!»

Ο Λουκ στράφηκε στο βοηθό με το κοκκινωπό πρόσωπο και ούρλιαξε: «Πάρε τούτο το παιδί από δω!»

Πριν, όμως, ο βοηθός προλάβει να του αρπάξει το μπράτσο, ο Ντέιβιντ άρχισε να τρέχει προς τον Κάπτεν Μπλακ, ανάμεσα στα φύλλα και να ουρλιά-ζει: «Μην τον σκοτώσετε! Μην τον σκοτώσετε! Είν' ένα αγόρι!»

«Σκατά!» είπε ο Λουκ ία άρχισε να τρέχει ξοπίσωτου. Τα φύλλα πετούσαν τόσο πυκνά στον αέρα, που ίσα ίσα μπορούσε να αναπνεύσει, ίσα ίσα μπορού-σε να δει. Η μπάκα του κουνιόταν πέρα-δώθε, π καρδιά του χτυπούσε δυνατά, λες και κάποιος χτυπιόταν μόνος του μ' ένα μαξιλάρι. Έξαφνα συγκρούστηκε με τον Ντέιβιντ και την κολλώδη από το αίμα λαγόνα του Κάπτεν Μπλακ.

,391

GRAHAM MASTERTON

«Πρέπει να φύγουμε από 'δω, Ντέιβιντ! Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα! Έλα, παιδί μου, για όνομα του Θεού!»

Οι δέσμες φωτός των προβολέων διασταυρώνονταν ανάμεσα στα φύλλα και τη βροχή. Το έδαφος έτρεμε και σειόταν κάτω απ' τα πόδια τους. Ο Λουκ άκουσε κάποιους αστυνομικούς να φωνάζουν τον Κάπτεν Μπλακ να αναρρι-γεί και να γρυλίζει.

Μια αστραπή έλαμψε εκτυφλωτικά και ο Ντέιβιντ ούρλιαξε. Ακριβώς εμπρός τους, μόλις εξήντα με ενενήντα εκατοστά μακριά, τόσο κοντά που να μπορούν να το μυρίσουν, υψωνόταν ένα τεράστιο παραμορφωμένο κεφάλι που έσταζε. Ήταν π γιγαντιαία παρωδία ενός ανθρώπινου κεφαλιού, που το κρανίο απείχε απ' το πηγούνι του εκατόν ογδόντα με διακόσια δέκα εκατοστά, με γαλακτώδη πράσινα μάτια, αχνοπράσινα ζυγωματικά και ένα στόμα που έχασκε, με μακριά καμπύλα αγκάθια για δόντια και χείλια απ' τα οποία έστα-ζαν κουτσουλιές. Είχε κάτι σαν γένι, φτιαγμένο από γυαλιστερούς έλικες, αναρριχητικά φυτά και φύλλα γεμάτα γυμνό σάλιαγκες.

Ήταν το πρόσωπο του Τζάνεκ, το ίδιο πρόσωπο που ο Λουκ είχε δει στην γκραβούρα του Τέρενς Πίρσον, μεσαιωνικό και πονηρό, αλλά γεμάτο βλάστη-ση. Τα φυτικά γονίδια είχαν υπερκεράσει την ανθρώπινη φύση του και τον είχαν μετατρέψει σ' αυτό ~σ ' ένα ζωντανό, τυραννισμένο πλάσμα, καμωμένο από φυτικούς ιστούς και σάρκα.

Το κεφάλι του Τζάνεκ κουνιόταν πέρα-δώθε, στηριγμένο σ' ένα παχύ κορδόνι φυτικού ιστού. Τα βλέφαρά του έκλεισαν κι έπειτα ξανάνοιξαν και τα σαγόνια του άνοιξαν διάπλατα. Έπειτα τα φώτα απομακρύνθηκαν, η αστραπή έσβησε και το πλάσμα βυθίστηκε στο σκοτάδι.

«Τρέξε!» βρυχήθηκε ο Λουκ, ενώ τα φύλλα μαστίγωναν το πρόσωπο του. «Δεν μπορώ!» ούρλιαξε ο Ντέιβιντ. «Τρέξε! Ξεχνά τον Κάπτεν Μπλακ! Τρέξε!» «Δεν μπορώ! Κάτι με έχει αρπάξει!» Ο Λουκ στράφηκε προς τα πίσω, προσπάθησε να τραβήξει το πιστόλι του,

όμως τότε τον κτύπησε στον ώμο κάτι σκληρό και δυνατό, σαν τον προφυλα-κτήρα ενός αυτοκινήτου. Παραπάτησε, έχασε την ισορροπία του, παραπάτησε πάλι KL έπειτα κατόρθωσε να σταθεί όρθιος. Εκείνη τη στιγμή κάτι που έμοια-ζε με πενήντα δέσμες αγκαθωτού σύρματος τον κτύπησε κατευθείαν στο πρόσωπο και του έσχισε το πουκάμισο,

«Ντέιβιντ!» φώναξε μες στο σκοτάδι που βρυχώταν. «Ντέιβιντ, φύγε από 'κει, για όνομα του θεού, απλά φύγε από 'κει!»

Ο Ντέιβιντ ούρλιαζε, αλλά ο Λουκ δεν μπορούσε να τον δει. Τα φύλλα ήταν πολύ πυκνά' η νύκτα θεοσκότεινη. Πίεσε ελαφρά το χέρι στο μάγουλο του, αισθάνθηκε ζεστασιά και κάτι που κολλούσε και κατάλαβε ότι είχε πλη-γωθεί. Το πουκάμισο και η φανέλα του είχαν σκιστεί, το στέρνο του ήταν κατα-γδαρμένο. Ακόμα και η τσέπη του πουκαμίσου του είχε μισανοίξει.

392

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

Μέσα της ένιωσε τον πλαστικό φάκελο, που περιείχε το αργύριο του Ιούδα. Την ίδια ακριβώς στιγμή ο Ντέιβιντ ούρλιαξε ξανά, και στο φως μιας αστραπής ο Λουκ είδε το αγόρι εγκλωβισμένο μέσα σε μια αδιαπέραστη βατο-μουριά και το γκροτέσκο κεφάλι του Πράσινου Τζάνεκ ν' ανοίγει τα σαγόνια του όλο και περισότερο, τόσο πολύ που οι τένοντές του έτριζαν.

Τα αγκαθόδοντα του Τζάνεκ ήταν ακόμα mo άγρια απ' τα δόντια ενός μεγάλου λευκού καρχαρία, αλεπάλληλες σειρές από γερτά τσιγκέλια. Από την πράσινη πτυχωτή οροφή του στόματος του έσταζε φυτικός χυμός.

Συγχωρά με, Χριστέ μου, γι' αυτό που κάνω, είπε μέσα του ο Λουκ κι άνοι-ξε τον πλαστικό φάκελο με το δείκτη και τον αντίχειρά του.

Κράτησε το νόμισμα στην παλάμη του και το έσφιξε γερά. Αισθάνθηκε ένα παράξενο, καθυστερημένο ταρακούνημα. Είχε το τρομερά παράξενο συναί-σθημα ότι βρισκόταν εκεί, καταμεσής εκείνης της καταιγίδας από άνεμο, βροχή και δαφνόφυλλα και παρ' όλα αυτά, ούτε εκεί. Έκανε τρεις μεγάλες δρασκελίες προς τον Ντέιβιντ, τον έπιασε και τον απελευθέρωσε απ' τα βάτα. Ο Τζάνεκ τσίριξε, τα μάτια του άνοιξαν και τα βάτα μαστίγωσαν μανιασμένα τον αριστερό ώμο του Λουκ. Τούτη τη φορά, όμως, τα βάτα πέρασαν μες από τους μύες του δίχως καν να τον αγγίξουν. Εκείνη τη στιγμή ο Λουκ δε βρισκόταν ακόμα εκεί.

Σκοτάδι, Φύλλα και σκόνη. Ο Λουκ κυλίστηκε στην υγρή άσφαλτο, κρατώντας τον Ντέιβιντ σφιχτά

πάνω του. Κυλίστηκε αρκετές φορές. Έξαφνα το φως από φακούς διαπέρα-σε τα φύλλα και ακούστηκαν φωνές: «Σερίφη! Σερίφη, είστε καλά;»

Άφησε τον Ντέιβιντ και προσπάθησε να πάρει ανάσα, Ο Ντέιβιντ στάθηκε όρθιος. Ο Νέιθαν άπλωσε το χέρι του και βοήθησε και τον Λουκ να σηκωθεί.

«Τι στο διάολο συνέβη;» φώναξε πάνω απ' το θόρυβο της καταιγίδας. «Καραμπίνα!» είπε ο Λουκ. «Τι;» φώναξε ο κοιαανομούρης βοηθός του. «Λώσε μου μια καραμπίνα!» «Σερίφη, είστε πληγωμένος!» είπε η Λίλι. «Κοιτάξτε τα χάλια σας! Το

πουκάμισο σας είναι βουτηγμένο στο αίμα!» «Καραμπίνα!» βρυχήθηκε ο Λουκ, «Είμ' ο μόνος που μπορεί να το κάνει!» Ο βοηθός του τού πέταξε μία. Εκείνος την έπιασε και στράφηκε ξανά

προς το σκοτάδι και την καταιγίδα από φύλλα. Ο άνεμος ούρλιαζε σαν χορωδία από χίλιες βασανισμένες καλόγριες. Τα

δαφνόφυλλα πετούσαν τόσο μανιασμένα, που του έσχισαν το μάγουλο. Η καταιγίδα είχε απομακρυνθεί: τώρα άστραφτε νοτιοδυτικά, έτσι το κέντρο αυτού του συγκεκριμένου σίφουνα ήταν σκοτεινότερο και πολύ πιο τρομακτικό. Ο Λουκ προχώρησε αργά με την καραμπίνα στο δεξί του χέρι και το ασημένιο νόμισμα στο αριστερό.

Ο δε Ιησούς έλεγε• πάτερ, άφες αυτοίς• ου γαρ οίδασι τι ποιούσι

,393

GRAHAM MASTERTON

Είδε τον Κάπτεν Μπλακ να στέκει ακίνητος εν μέσω των φύλλων που στροβιλίζονταν. Είδε τον Τζάνεκ να τεντώνεται από πάνω του, να μεγαλώνει ία άλλο, να γίνεται ακόμα πιο γκροτέσκος, καθώς αιώνες ολόκληροι καταπιε-σμένης γενετικής ενέργειας κατακυρίευαν τον οργανισμό του. Στο αμυδρό φως της μακρινής αστραπής ο Λουκ διέκρινε δύο αποτρόπαια δημιουργήμα-τα, που μόνο ο άνθρωπος θα μπορούσε να έχει φτιάξει, παρεμβαίνοντας στην ίδια του τη δημιουργία.

Κατόρθωσε να φτάσει εκεί που βρισκόταν ο Κάπτεν Μπλακ, στάθηκε δίπλα του και κράυγασε: «Τζάνεκ! Πράσινε Τζάνεκ!»

Το κεφάλι του Τζάνεκ ταλαντώθηκε και παραμορφώθηκε και κοίταξε το Λουκ με απαθές βλέμμα.

Ο Λουκ ύψωσε την καραμπίνα και σημάδεψε κατευθείαν το δύσμορφο κρανίο του Τζάνεκ. Ευχήθηκε να μπορούσε να σκεφτεί μια ατάκα σαν ία εκεί-νες του Επιθεωρητή Κάλαχαν, ήταν, όμως, τόσο εξουθενωμένος, μελανιασμέ-νος και οργισμένος που δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, παρά μόνο να βρυ-χηθεί όσο mo δυνατά μπορούσε.

Ο Πράσινος Τζάνεκ προσπάθησε μανιασμένα να τον χτυπήσει, με βάτα, κισσούς ία αγκάθια χοντρά σαν βούνευρα. Ο Λουκ σήκωσε από ένστικτο το χέρι του για να προστατευτεί, αλλά δεν ήταν ανάγκη. Πέρασαν από μέσα του, λες και απλά δε βρισκόταν εκεί.

Πυροβόλησε. Η πρώτη μπαταριά τίναξε ένα τεράστιο κομμάτι από πρασινωπό κρανιακό υλικό από το πλευρό του κεφαλιού του Τζάνεκ Έπειτα απλώθηκε απόλυτο σκοτάδι. Πυροβόλησε όπλισε, πυροβόλησε ξανά. Ανάμεσα στις λάμψεις που ξεπρόβαλλαν από το στόμιο της κάννης διέκρινε φευγαλέα τα μάτια, τα δόντια και τα ορθάνοιχτα σαγόνια του Τζάνεκ,

Συνεχώς βρυχώταν και εξακολουθούσε να βρυχάται. Ακολούθησε μια στιγμή κατά την οποία ένιωσε ότι τα φύλλα θα τον έπνι-

γαν εντελώς. Είχαν πιαστεί στα μαλλιά του, στο πουκάμισό του, στο στόμα του. Όπλισε πάλι και πυροβόλησε ξανά και τούτη τη φορά η λάμψη της εκπυρσο-κρότησης δε φώτισε τίποτα, μόνο το σκοτάδι.

Άκουσε έναν τελείως ασυνήθιστα ήχο σαν ρούφηγμα. Αισθάνθηκε λες ία ολόκληρος ο κόσμος κατέρρεε προς τα μέσα. Δεν μπορούσε να δει τίποτα απολύτως, παρά μόνο μερικά ανακατωμένα φώτα, ένιωθε, όμως, τα φύλλα να περνούν δίπλα του και μια άισθηση ότι τα πάντα έλκονταν από τον Πράσινο Τζάνεκ, λες κι ο Πράσινος Τζάνεκ ήταν ένα απόλυτο κενό και όχι ένα ζωντανό ον.

Ο θόρυβος συνεχίστηκε και η καταιγίδα των φύλλων αγρίευε όλο και περισσότερο. Έξαφνα ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος, σαν την πόρτα ενός καθεδρικού ναού που κλείνει με πάταγο. Η νύχτα φάνηκε λες και αυτοσυμπιεζόνταν σε ένα μαύρο τετράγωνο έντασης σε μέγεθος βίβλου. Εκείνη τη στιγμή ο Λουκ πίστεψε ότι σχεδόν κατανοούσε τον Θεό, ότι σχεδόν

394

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

αντιλαμβανόταν το Θεμελιώδες νόημα του χρόνου και της ιστορίας και το λόγο για τον οποίο το ανθρώπινο γόνος είχε παλέψει και πολεμήσει για τόσους πολ-λούς αιώνες ενάντια στον εαυτό του και στη φύση.

Ο κρότος αντήχησε, όμως οι αντηχήσεις του εξασθενούσαν όλο και περισσότερο και η νύχτα άρχισε να αλαφ ραίνει' ακόμα ία ο αέρας φάνηκε να ηρεμεί. Ο άνεμος παρέσυρε μακριά τα φύλλα και σχημάτιζε σπείρες που σέρ-νονταν σα φίδια κροταλίζοντας ία έπειτα τα περισσότερα είχαν χαθεί, ο δρόμος φωτιζόταν και η καταιγίδα κατευθυνόταν νοτιοδυτικά, προς την πόλη της Αϊόβα,

Ο Νέιθαν προχώρησε κοιτάζοντας γύρω του έκπληκτος. «Τι συνέβη; Τη μια στιγμή επικρατούσε σκοτάδι' τώρα όλα είναι πάλι

φωτεινά». Ο Λουκ έβηξε και σκούπισε το μετωπό του με τη ράχη του χεριού του.

«Αυτό κι αν είναι επιβολή του νόμου». Εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, ο Κάπτεν Μπλακ μετακινήθηκε κι έβγαλε μια

απότομη, αξιολύπητη κραυγή. Φαινόταν εξουθενωμένος, εξαντλημένος, σαν ατμομηχανή που ετοιμάζεται να πάρει το δρόμο για τα παλιό σίδερα.

«Εκείνη η κραυγή —τι σημαίνει;» ρώτησε τη Λίλι ο Λουκ. Η Λίλι ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε δάκρυα. «Θέλει να πεθάνει, σερίφη.

Υποφέρει, και έχει υπομείνει πολλά. Ό,τι ία αν συνέβη εδώ —ό,τι κι αν ήταν εκείνο το πράγμα— ήταν η τελευταία του ελπίδα. Σας παρακαλώ, όλα τελείω-σαν. Σας παρακαλώ».

«Όχι, σερίφη», είπε ο Γκαρθ. «Όχι εδώ. Μπορούμε να τον πάμε πίσω στο ινστιτούτο».

Η Λίλι στράφηκε στον Γκαρθ και άναψε. «Έστω μια φορά στη ζωή σας, δόκτωρ Μάθιους, μπορείτε, παρακαλώ, να κάνετε εκείνο που είναι σωστό, αντί για κείνο που είναι προοδευτικό;»

Ο Γκαρθ ήταν έτοιμος να της ανταποδώσει την έκρηξη, όταν ο Ντέιβιντ είπε; «Σας παρακαλώ, μην τον αφήσετε να ζήσει άλλο. Είναι ία εκείνος ένα αγόρι».

Ο Κάπτεν Μπλακ έκανε τρία ασταθή βήματα προς τα πίσω. Μούγκρισε και τίναξε το κεφάλι του, ενώ απ' τα σαγόνια του έσταζε αίμα. Ακολούθησε μια στιγμή δισταγμού, καθώς όλοι στέκονταν σχηματίζοντας ένα απίστευτα παρά-ξενο στιγμιότυπο, και αναρωτιόντουσαν τι θα έκαναν στη συνέχεια. Οι αστυ-νομικοί κοιτούσαν τον Λουκ, περιμένοντας εντολές για ν' ανοίξουν πυρ. Ο Λουκ κοίταξε τον Ντέιβιντ κι έπειτα τον Νέιθαν, τον Γκαρθ και τελικά τη Λίλι.

«Είναι ένα θνητό ον, έτσι δεν είναι;» την ρώτησε. «Είναι σαν εσάς ία εμένα. Αυτό λέγατε τόσον καιρό. Με π δικαίωμα θα σκοτώσω άλλο ένα θνητό ον;»

Όμως η Λίλι είπε: «Το ξέρει πως είναι τελειωμένος. Είναι πλέον μόνος, και ξέρει ότι πρόκειται να πεθάνει».

«Σας το είπε;»

,395

GRAHAM MASTERTON

«Σερίφη, ένα πράγμα έμαθα ζώντας με τα γουρούνια: ότι τα περισσότερα ζώα θα ζούσαν ευχαρίστως με τους ανθρώπους, αν μπορούσαν να τους εμπι-στευτούν»,

Ο Κάπτεν Μπλακ άρχισε να απομακρύνεται από το μέρος τους, μια τερά-στια και τραγική μορφή. Ο δρόμος γυάλιζε απ' τη βροχή και το αίμα, Ο Λουκ γνώριζε ότι μόνο μ' έναν τρόπο θα λάβαινε τέλος η σφαγή ία έπρεπε να γίνει γρήγορα.

«Θέλω όλους τους αστυνομικούς εδώ, τώρα!» φώναξε. «Κάθε διαθέσιμη δύναμη πυρός!»

Τα παπούτσια και οι μπότες τους κροτάλισαν πάνω στην άσφαλτο. Πρόλαβαν τον Κάπτεν Μπλακ, τον περικύκλωσαν και κείνος σταμάτησε ξανά. Το ελικόπτερο μπουμπούνισε και οπισθοχώρησε, μπουμπούνισε και διέγραψε άλλον ένα κύκλο.

Ο Λουκ προχώρησε ως τον Κάπτεν Μπλακ με τη Λίλα στο πλάι του. Εκείνη ήθελε να πλησιάσει περισσότερο, όμως ο Λουκ την κράτησε από το μπράτσο. «Ξέρω ότι μπορείτε να τον καταλάβετε. Φαντάζομαι ότι σας καταλαβαίνει ία εκείνος. Σήμερα, όμως, προκάλεσε κάποιες καταστροφές, σκότωσε κάποιους ανθρώπους. Δε θέλω να συμπεριληφθείτε ια εσείς στα θύματα».

Η Λίλι φώναξε προς τον Κάπτεν Μπλεκ —έβγαλε μια οξεία κραυγή σαν ολολυγμό που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του Λουκ να σηκωθούν. Η κραυγή συνεχιζόταν όλο και οξύτερη ία έπειτα έσβησε.

Ο Κάπτεν Μπλακ δεν αποκρίθηκε. Στεκόταν, περίμενε, ρουφούσε το αίμα απ' την μύτη του ία αυτό ήταν όλο.

«Τι του είπατε;» ρώτησε ο Λουκ. Η Λίλι απέστρεψε το βλέμμα και τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα. «Του

είπα ότι είναι ασφαλής πλέον κι ότι τον αγαπώ». Ο Λουκ έκανε πίσω και σήκωσε το ένα του χέρι. «Μόλις δώσω σύνθημα,

ανοίξτε πυρ», φώναξε. Γύρισε για να κοιτάξει τπ Λίλι κι εκείνη έγνεψε κατα-φατικά και σχημάτισε με τα χείλη της την λέξη «Ευχαριστώ».

Ο Γκαρθ γύρισε την πλάτη και σταυροκοπήθηκε στη μνήμη του Ραούλ Λακουτίρ.

Τριάντα αστυνομικοί άνοιξαν πυρ με ό,τι διέθεταν. Ο θόρυβος ακούστηκε σαν βροντή. Παντού τινάζονταν αίμα και σάρκες. Ο Κάπτεν Μπλακ έπεσε αργά στα γόνατα κι εκείνοι εξακολουθούσαν να τον πυροβολούν, ώσπου απ' το ανοιχτό του στόμα ξεπρόβαλλε καπνός. Τελικά ο Λουκ φώναξε: «Αρκετά! Αρκετά!» Και οι αστυνομικοί οπισθοχώρησαν, αφήνοντας το ματωμένο κουφά-ρι να κείτεται στο πλάι.

Ο Νέιθαν προχώρησε μπροστά και στάθηκε δίπλα στο Λουκ. «Ξέρετε πώς ξεκίνησαν όλα;» ρώτησε,

Ο Λουκ έβγαλε το μαντήλι του και σκούπισε το πρόσωπο του. Έπειτα φύσηξε τη μύτη του.

396

ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ

«Ξεκίνησαν με μια χάρη», είπε ο Νέιθαν. Ο Λουκ τον κοίταξε επίμονα ία έπειτα τον χτύπησε στην πλάτη. «Έτσι

ξεκινούν όλοι οι μπελάδες». Σταδιακά η βροχή άρχισε να εξασθενεί. Το μαύρο κλειστό φορτηγό κει-

τόταν καπνίζοντας δίπλα στο ρείθρο· ο Κάπτεν Μπλακ κείτονταν κομματια-σμένος και σιωπηλός καταμεσής του δρόμου, με τα πόδια ακίνητα, με μάτια θολά. Λεν είχε απομείνει τίποτα από τον Πράσινο Τζάνεκ, παρά μόνο φύλλα που παράσερνε ο άνεμος. Ο Λουκ έβγαλε απ' τηντσέπητουτο νόμισμα με την επιγραφή Η Εν Θάνατω Ζωή και τ' άφησε να πέσει ανάμεσα στα φύλλα.

«Πλήρης αποπληρωμή», είπε απαλά. Έπειτα βάδισε προς το αυτοκίνητο του, ακολουθούμενος από βοηθούς,

κάμερες των ειδήσεων και δημοσιογράφους που έσπρωχναν ο ένας τον άλλο. Ο Ρίια Σμιθ κατάφερε σκουντώντας να φτάσει δίπλα του. «Έφερε αποτε-

λέσματα, λοιπόν;» ρώτησε. «Εκείνη η ιστορία με την τσέχικη μυθολογία». «Λεν ξέρω π είν' αυτά που λες, Ρίια», είπε ο Λουκ. «Είχαμε ένα

αυτοκινητιστικό δυστύχημα* είχαμε ένα περιστατικό μ' ένα εξαγριωμένο γου-ρούνι· αυτό ήταν όλο».

«Αλλα είδα εγώ. Το ίδιο KL ένα σωρό κόσμος». Ο Λουκ στάθηκε και τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. «Όχι», είπε καθησυ-

χαστικά. «Λεν είδαμε τίποτε απολύτως». Μπήκε στο αυτοκίνητο του ία έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Ο Ρίκι Σμιθ

τον κοιτούσε μέσα από το διακοσμημένο με σταγόνες της βροχής παρμπρίζ. Έπειτα σήκωσε και τα δυο του χέρια σε ένδειξη δήθεν παράδοσης· ο Λουκ έβαλε μπρος τη μηχανή' γνώριζε ότι όλα είχαν τελειώσει.

Το ίδιο βράδυ ο Καρλ Ντρίμερ, πρώην βοηθός του αείμνηστου γερουσιαστή Κάντι, τηλεφώνησε στον Ουίλιαμ Όλσεν και είπε: «Ακούσατε ης ειδήσεις;»

Η Νίνα Όλσεν, που πάντοτε σήκωνε τα τηλέφωνα είπε: «Ναι, και δεν μπορώ να πω ότι λυπάμαι».

«Λε μ' αρέσει να κακολογώ κάποιον που μόλις απεβίωσε, αλλά θα μπο-ρούσε να έχει διαλέξει ένα πολύ λιγότερο αμφιλεγόμενο ζήτημα, και πάλι να έχει μεγάλες πιθανότητες να φτάσει στο Λευκό Οίκο».

«Εσείς έχετε κάποιες φαεινές ιδέες;» ρώτησε π Νίνα, «Εγώ; Χιλιάδες. Οι περισσότερες ιδέες του Μπράιαν ήταν δικές μου». Ακολούθησε μια παύση, ο Ουίλιαμ τάιζε τον Πάλας με χοιρινό πλακούντα

και το ράμφος του πουλιού το τέντωνε σχηματίζοντας λεπτές, άνοστες λωρί-δες.

«Τότε ελάτε να με δείτε», είπε π Νίνα, «Ίσως μπορούμε να συνεργαστού-με, εσείς, ο Ουίλιαμ κι εγώ. Κυρίως εσείς κι εγώ».

,397

GRAHAM MASTERTON

Η Αιρις βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου και παρακολου-θούσε τα φώτα των αεροπλάνων που διέγραφαν κύκλους πάνω από το Σίνταρ Ράπιντς. Η βροχή είχε σταματήσει: η νύχτα τώρα ήταν ξάστερη.

Ένιωθε παράξενα αναζωογονημένη, λες και όλα της τα προβλήματα είχαν τελειώσει. Το μόνο που είχε πια να κάνει, ήταν να περιμένει να φέρει στον κόσμο το μωρό της.

398

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όλες οι ιατρικές ή εξωγενετιστικές διαδικασίες που περιγράφονται στο βιβλίο έχουν ήδη εφαρμοστεί π ήδη μπορούν να εφαρμοστούν. Θα ήθελα να απευθύνω ιδιαίτερες ευχαριστίες στη διοίκηση και το προσωπικό του Ινστιτούτου Γενετικών Ερευνών Σπέλμαν στην Αμάνα της Αιόβα, για την ευγέ-νεια και τη γενναιοδωρία τους. Ευχαριστώ επίσης το γραφείο του Σερίφη της κομητείας Λιν, την αστυνομία του Σίνταρ Ράπιντς, τη Γκαζέτ του Σίνταρ Ράπιντς, το Ιατρικό Κέντρο Μέρσι και το Τσέχικο και Σλοβακικό Μουσείο και Βιβλιοθήκη,

Για την ιστορία, το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι ετέθη ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων δεκαπέντε μέρες αργότερα και καταψηφίστηκε από την πρώτη του ακρόαση.

399