Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

89
Βίωμα θανάτου στον Γ. Ιωάννου: ποιητική και πεζογραφική εκδοχή Δημητρης Kοκορης Δρ Φιλολογίας, ειδικός επιστήμονας του ΑΠΘ ΟI ΦIΛOΛOΓIKEΣ κριτικές και λογοτεχνικές καταθέσεις του Γιώργου Ιωάννου συγκροτούν ένα έργο σημαντικό και πολύπτυχο. Πυρήνας της συνεισφοράς του Ιωάννου είναι τα πεζογραφήματά του, τα οποία τοποθετούν τον δημιουργό τους σε εξέχουσα θέση του μεταπολεμικού λογοτεχνικού μας κανόνα. Η πεζογραφία τού Ιωάννου είχε και έχει υψηλόβαθμη απήχηση στους αναγνώστες, στους μελετητές, αλλά και σε συνομηλίκους και νεοτέρους ομοτέχνους του. Ωστόσο, ο Ιωάννου ξεκίνησε ως ποιητής και είναι κοινός κριτικός τόπος ότι η πεζογραφική παραγωγή του ενέχει και αρκετά ποιητικά στοιχεία. Η αίσθηση της αμαρτίας, η εξομολογητικότητα, η ανάγκη ανθρώπινης επαφής, η λειτουργία της μνήμης αποτελούν δομικούς άξονες τόσο της ποιητικής όσο και της πεζογραφικής παρουσίας του συγγραφέα, ενώ εντοπίζονται βιώματα που ως θέματα τα έχει επεξεργαστεί και σε ποιητική, και σε πεζογραφική εκδοχή. Απλώς αναφέρουμε, για παράδειγμα, αφού ακόμη και οι τίτλοι σκιαγραφούν τη θεματική σύγκλιση, το ποίημα «Ομίχλη πέφτει» από τη συλλογή Τα Χίλια Δέντρα (α΄ εκδ. 1963) και το διήγημα «Ομίχλη» από τη Μόνη κληρονομιά (α΄ εκδ. 1974). Θα σχολιάσουμε εκτενέστερα ένα ποίημα και ένα πεζογράφημα του Ιωάννου, που θεμελιώνουν τη συγκινησιακή δυναμική τους σε ομοειδή βιώματα ή προφανώς και στο ίδιο βίωμα: Στον θάνατο ενός νεαρού στρατιώτη σε δυστύχημα. Τόσο η αφηγηματική φωνή του ποιήματος όσο και ο δραματοποιημένος αφηγητής του πεζογραφήματος υπογραμμίζουν τη συναδελφική και συναισθηματική σύνδεσή τους με το αδικοχαμένο παλικάρι. Το ποίημα προέρχεται από Τα Χίλια Δέντρα: ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ Oταν ήρθε το σήμα πως σκοτώθηκε, έφυγα πια και ρίχτηκα ξερός μέσα στα χόρτα. Oλη τη νύχτα έτρεχα σε κατακίτρινη ερημιά, έσκαβα λάκκους - κραύγαζα μια λύση. Oσο που ήρθε, όσο που τον έφερα· γυμνός και με τον πράσινο μπερέ καψαλισμένο. Oταν θα βάλεις τα πολιτικά, εμένα να θυμάσαι, μου ψιθύρισε· ποτέ μου δεν απόχτησα κουστούμι.

Transcript of Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Page 1: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Βίωμα θανάτου στον Γ. Ιωάννου: ποιητική και πεζογραφική εκδοχή

Δημητρης Kοκορης Δρ Φιλολογίας, ειδικός επιστήμονας του ΑΠΘ

ΟI ΦIΛOΛOΓIKEΣ κριτικές και λογοτεχνικές καταθέσεις του Γιώργου Ιωάννου συγκροτούν ένα έργο σημαντικό και πολύπτυχο. Πυρήνας της συνεισφοράς του Ιωάννου είναι τα πεζογραφήματά του, τα οποία τοποθετούν τον δημιουργό τους σε εξέχουσα θέση του μεταπολεμικού λογοτεχνικού μας κανόνα. Η πεζογραφία τού Ιωάννου είχε και έχει υψηλόβαθμη απήχηση στους αναγνώστες, στους μελετητές, αλλά και σε συνομηλίκους και νεοτέρους ομοτέχνους του. Ωστόσο, ο Ιωάννου ξεκίνησε ως ποιητής και είναι κοινός κριτικός τόπος ότι η πεζογραφική παραγωγή του ενέχει και αρκετά ποιητικά στοιχεία. Η αίσθηση της αμαρτίας, η εξομολογητικότητα, η ανάγκη ανθρώπινης επαφής, η λειτουργία της μνήμης αποτελούν δομικούς άξονες τόσο της ποιητικής όσο και της πεζογραφικής παρουσίας του συγγραφέα, ενώ εντοπίζονται βιώματα που ως θέματα τα έχει επεξεργαστεί και σε ποιητική, και σε πεζογραφική εκδοχή. Απλώς αναφέρουμε, για παράδειγμα, αφού ακόμη και οι τίτλοι σκιαγραφούν τη θεματική σύγκλιση, το ποίημα «Ομίχλη πέφτει» από τη συλλογή Τα Χίλια Δέντρα (α΄ εκδ. 1963) και το διήγημα «Ομίχλη» από τη Μόνη κληρονομιά (α΄ εκδ. 1974). Θα σχολιάσουμε εκτενέστερα ένα ποίημα και ένα πεζογράφημα του Ιωάννου, που θεμελιώνουν τη συγκινησιακή δυναμική τους σε ομοειδή βιώματα ή προφανώς και στο ίδιο βίωμα: Στον θάνατο ενός νεαρού στρατιώτη σε δυστύχημα. Τόσο η αφηγηματική φωνή του ποιήματος όσο και ο δραματοποιημένος αφηγητής του πεζογραφήματος υπογραμμίζουν τη συναδελφική και συναισθηματική σύνδεσή τους με το αδικοχαμένο παλικάρι.

Το ποίημα προέρχεται από Τα Χίλια Δέντρα:

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

Oταν ήρθε το σήμα πως σκοτώθηκε,

έφυγα πια και ρίχτηκα ξερός μέσα στα χόρτα.

Oλη τη νύχτα έτρεχα σε κατακίτρινη ερημιά,

έσκαβα λάκκους - κραύγαζα μια λύση.

Oσο που ήρθε, όσο που τον έφερα·

γυμνός και με τον πράσινο μπερέ καψαλισμένο.

Oταν θα βάλεις τα πολιτικά,

εμένα να θυμάσαι, μου ψιθύρισε·

ποτέ μου δεν απόχτησα κουστούμι.

Page 2: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Η οδυνηρή απώλεια, το τραγικό βίωμα, η μνήμη και η φαντασία ως μοχλοί του ποιήματος και ως πηγές εικόνων και συναισθημάτων κυριαρχούν. Η ρυθμική σκευή των στίχων συγκροτεί την προσωδιακή ταυτότητα του ποιητή Ιωάννου: Οι περισσότεροι στίχοι έχουν μια σχετικά χαλαρή -ωστόσο υπαρκτή- ρυθμική υπόσταση, βασισμένη στην εναλλαγή τροχαϊκής και ιαμβικής φόρτισης: Ο πρώτος στίχος, για παράδειγμα, εκκινεί με τέσσερις τροχαϊκές συλλαβές ( ΄ - ΄ -) και ολοκληρώνεται με ιάμβους ( _ ΄ ). Ωστόσο, ο δεύτερος και ο έκτος στίχος είναι ρυθμικώς άψογοι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι. Η σχετική μετρική ελευθεριότητα, εμπλουτισμένη και με νησίδες έμμετρης ρυθμικότητας, η μικρή σε έκταση φόρμα, η ανάπλαση εικόνων και λέξεων με οχήματα τη μνήμη, την εξομολόγηση και τη φαντασία, η συναισθηματική διαύγεια καθορίζουν την ποιητική φλέβα του Ιωάννου, η οποία όμως, όταν απλώθηκε στην περιοχή του πεζού λόγου, μέστωσε τα χαρακτηριστικά της και λειτούργησε πιο πρωτότυπα, αφού οι εξομολογητικές παρεκβάσεις, το μείγμα αναπόλησης και θυμοσοφίας, η χαλαρή -αλλά όχι ανύπαρκτη- πλοκή, ο βαθύς συναισθηματικός τόνος και ο δραματοποιημένος αφηγητής, που αποδίδει τα αφηγούμενα ως και σαν βιώματά του, συγχωνεύτηκαν σε ένα πεζογραφικό χαρμάνι εξαιρετικής ποιότητας.

Tα πασσαλάκια

Το πεζογράφημα «Τα πασσαλάκια» ανήκει στη συλλογή κειμένων Η σαρκοφάγος (α΄ εκδ. 1971). Στην αρχή του κειμένου στήνεται το σκηνικό εκτύλιξης του βιώματος, μιας και η φύση του πεζού λόγου επιτρέπει τα ομαλά δεσίματα των τμημάτων της αφήγησης (η ποιητική εκδοχή μπαίνει αμέσως στο τραγικό κυρίως θέμα). «Τα παραμεθόρια μέρη με τα τεράστια δέντρα και τα άφθονα άγρια ζώα και πουλιά» είναι ο τόπος στρατοπεδείας, ενώ το ότι το δάσος, όπου στήθηκαν τα αντίσκηνα των φαντάρων, «σκέπαζε ένα παμπάλαιο χριστιανικό νεκροταφείο» συγκροτεί μια τραγική προοικονομία. Oταν ο αφηγητής και ο φίλος του καταπιάνονται να στήσουν το αντίσκηνό τους, διαπιστώνουν ότι δεν τους δόθηκαν πασσαλάκια. «Χωρίς αυτά όμως τίποτε δεν μπορούσε να γίνει. Ευτυχώς που τα χέρια του έπιαναν[…] Ξύλα έκοψε απ' τα γύρω δέντρα πελεκώντας τα με την ξιφολόγχη του. Το αντίσκηνό μας ήταν απ' τα πιο μερακλίδικα».

Ο τόπος είχε πολλά φίδια. «Εγώ ο ίδιος σκότωσα μια νύχτα ένα (εξομολογείται ο αφηγητής), που είχε τυλιχτεί σ' ένα πασσαλάκι της σκηνής μας και σφύριζε. «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό», μου είπε ο σύντροφός μου

«Η αίσθηση της αμαρτίας, η εξομολογητικότητα, η ανάγκη ανθρώπινης επαφής, η λειτουργία της μνήμης αποτελούν δομικούς άξονες τόσο της ποιητικής όσο και της πεζογραφικής παρουσίας του συγγραφέα». (Η γωνιά του εικονοστασίου στο σπίτι του Γ. Ιωάννου, φωτ.: Κανάρης Τσίγκανος)

Page 3: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

συλλογισμένος», δεύτερη προοικονομία θανάτου, αρρυόμενη από τη γνωστή λαϊκή δοξασία για το τυχερό φίδι του σπιτιού. Πιάνει φωτιά το αντικρινό δάσος, σπεύδουν στρατιώτες για να τη σβήσουν, ακούγονται δυνατές εκρήξεις. «Το πρωί ένα αμάξι τριών τετάρτων σταματημένο μπροστά στο υπασπιστήριο έσταζε απ' τα αίματα. Οι κρότοι εκείνοι, που μας είχαν ξυπνήσει, ήταν νάρκες και όχι δυναμίτες. Δυο τρεις φαντάροι ήταν λαβωμένοι βαριά. Ο φίλος μου είχε αμέσως πεθάνει. Ούτε ήταν δυνατό πια να τον ξαναδώ. Τους είχαν μεταφέρει κιόλας στην πόλη.

Μου είπαν να παραδώσω τα ατομικά του είδη στη διαχείριση. Αυτός ήταν ο καημός τους. Στάθηκα αρκετή ώρα και τα κοίταζα. Oλα τους αγορίστικα ταχτοποιημένα και καθαρά. «Πάει ο γαμπρός», ψιθύρισα, συλλογιζόμενος τα όσα μου εμπιστεύονταν για τους έρωτές του και τα όνειρά του για πολλά παιδιά».

Ο αφηγητής συντρίβεται από την αναπάντεχη απώλεια, γονατίζει από τη βαριά στενοχώρια. Παίρνει άδεια και μετά τη γνωστοποίηση της επιστροφής του στη μονάδα γράφονται τα εξής, τα οποία συγκροτούν και την καταληκτήρια παράγραφο του κειμένου:

«Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα φτάνοντας στη σκηνή μου, ήταν πως όλα τα πασσαλάκια της είχαν πετάξει κάτι ωραία βλαστάρια υψηλά. Τα χλωρά ξύλα είχαν ξαναζωντανέψει. Η σκηνή μου έμοιαζε τώρα σαν ένας ωραίος τάφος, όπου μπορείς ατέλειωτα να συνομιλείς με τους χαμένους. Τα βλαστάρια αυτά ήταν το πρώτο παρηγορητικό σημάδι ύστερα από πολλές μέρες. Σχεδόν το θεώρησα σα μια χωρατατζίδικη υπόμνηση εκ μέρους του. Δεν είχε τίποτα ολότελα χαθεί κι ας είχε μπηχτεί το παλικάρι μέσα στη γη σα χλωρό πασσαλάκι. Και πράγματι από νύχτα σε νύχτα τα πασσαλάκια του έχουν γίνει πια τεράστια σκοτεινά δέντρα μες στη μνήμη και τη φαντασία μου».

Yπαινικτική έκφραση

Ο Ιωάννου εμπλουτίζει την πεζογραφική αποτύπωση του βιώματος με νότες αισιοδοξίες και με ρητές αναφορές στη μνήμη και στη φαντασία, ο ρόλος των οποίων στην ποιητική εκδοχή συνάγεται και υποβάλλεται, χωρίς να υπογραμμίζεται εμφατικά. Ο μεταπολεμικός ποιητικός λόγος στη λυρική - υπαρξιακή και στη νεοϋπερρεαλίζουσα πτυχή του υπέβαλε την υπαινικτική έκφραση, τη διανοητική σκοτεινότητα και τη σχετική διάσπαση της έλλογης τάξης, ενώ στη ρεαλιστική πτυχή του -την οποία αξιοποίησαν ποιητές σαν τον Αναγνωστάκη και τον Χριστιανόπουλο- απέδιδε λιτά και τραγικά τον πυρήνα του βιώματος. Η λογοτεχνική ιδιοσυγκρασία του Ιωάννου τον οδηγούσε -σαν τον καλό χειρουργό- να καθαρίσει εντελώς την πληγή και όλα της τα παρελκόμενα και όχι μόνο να αποδώσει συμπυκνωμένα και λιτά το βάθος της. Επιπρόσθετα, ίσως τον ώθησε προς την πεζογραφία και η θεμιτή φιλοδοξία να εξελιχθεί καλλιτεχνικά και να καταθέσει αρκούντως πρωτότυπο έργο. Περπάτησε με ευστάθεια σε ποιητικά μονοπάτια, στων οποίων όμως τη διάνοιξη δεν είχε πρωτοστατήσει, γι' αυτό με κείμενα σαν αυτά που

Page 4: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

επισημάναμε, μπορούμε να νιώσουμε πως ένας καλός ποιητής, αναδιατάσσοντας το υλικό του και αξιοποιώντας ευφυείς συγγραφικούς χειρισμούς, μετεξελίχθηκε σε πραγματικά μεγάλο πεζογράφο.

Γιώργος Iωάννου Eνας συγγραφέας με

"Tο δικό μας αίμα"

Aρχείο Επτά Ημέρες

1992 | 1993

1994 | 1995

1996 | 1997

1998 | 1999

2000 | 2001

2002 | 2003

2004 | 2005

2006 | 2007

Είχε το δώρο των σπλάχνων

Η σκάλα του Ιακώβ

Η καρδιά του σταθερά ελκύεται από τους κακοπαθημένους

Γιώργος Ιωάννου 1927-1985: Ημερομηνίες από τη ζωή και το έργο του

Η σύγχρονη ιστορία της Θεσσα λονίκης μέσα από τα μάτια του

Ρεπορτάζ από τη Θεσσαλονίκη του σήμερα

Μια συνέντευξή του το 1978 στην «Καθημερινή»

«Για χάρη του έργου μου ανασ τέλλω συνεχώς τη ζωή μου...»

Η ανέφικτη πορεία προς την έξοδο από την ντουλάπα...

Βίωμα θανάτου στον Γ. Ιωάννου: ποιητική και πεζογραφική εκδοχή

Μεταφράζοντας Στράτωνος «Μούσα Παιδική», ως αντίδοτο

«Φυλλάδιο» – η επίπεδη επιφάνεια της σφαίρας

Για τα απολυτρωτικά ρεμπέτικα

Page 5: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Μια βραδιά καρναβαλιού

Τα μυθιστορήματα που δεν έγραψε

Γιώργος Ιωάννου (λογοτέχνης)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Για άλλες χρήσεις, δείτε: Γιώργος Ιωάννου (αποσαφήνιση).

Ο Γιώργος Ιωάννου (1927 – 16 Φεβρουαρίου 1985) ήταν ένας από τους

σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες της μεταπολεμικής γενιάς.

Πίνακας περιεχομένων

[Απόκρυψη]

1 Η ζωή του

2 Το έργο του

3 Στοιχεία τεχνικής του έργου του

4 Μεταφράσεις του έργου του στα

ισπανικά

5 Υποσημειώσεις

6 Εξωτερικοί σύνδεσμοι

7 Πηγή

8 Επιπλέον βιβλιογραφία

Η ζωή του [Επεξεργασία]

Ο Γιώργος Σορολόπης (όπως ήταν το πραγματικό του Γιώργου

Ιωάννου) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Σπούδασε στο τμήμα

Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης και για ένα

διάστημα υπηρέτησε ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας ιστορίας

στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Εργάστηκε ως φιλόλογος αρχικά σε ιδιωτικά

σχολεία στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδαςκαι στη συνέχεια σε

δημόσια σχολεία σε διάφορες περιοχές της χώρας. Από το 1962 και για

δύο χρόνια δίδαξε στο ελληνικό γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το

1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου

κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την

ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Πέθανε στα

58 του χρόνια.

Το έργο του [Επεξεργασία]

Page 6: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Το 1954 εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή Ηλιοτρόπια και εννιά

χρόνια αργότερα ακολούθησε η συλλογή Τα χίλια δέντρα. Στράφηκε

οριστικά στην πεζογραφία το 1964, με μια συλλογή 22 πεζογραφημάτων

με τίτλο Για ένα φιλότιμο.

Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παράδοση και κατέγραψε και

εξέδωσε δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του Θεάτρου Σκιών.

Σχετικά με την νεοελληνική παράδοση δημοσίευσε τις εξής εργασίες:

Τα δημοτικά μας τραγούδια (1966)

Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού (1966)

Παραλογές (1970)

Καραγκιόζης (1971–1972, Τόμοι 3)

Παραμύθια του λαού μας (1973)

Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο. Το 1981 εξέδωσε ένα θεατρικό έργο για

παιδιά, Το αυγό της κότας. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε το παιδικό

ανάγνωσμά του Ο Πίκος και η Πίκα.

Επίσης μετέφρασε και σχολίασε:

Ευριπίδη, Ιφιγένεια εν Ταύροις (1969)

XII βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας που έχει τίτλο: «Στράτωνος

Μούσα Παιδική» (1980)

Γερμανία (ιστορικό δοκίμιο του Τάκιτου) (1981)

Ακόμη επιμελήθηκε την έκδοση του Ημερολογίου του Φ.Σ.

Δραγούμη (1984) με εισαγωγή, επιμέλεια και σχόλια δικά του.

Κύρια λογοτεχνική ενασχόληση όμως του Ιωάννου υπήρξε η πεζογραφία,

όπου καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, από το

οποίο επηρεάστηκαν αρκετοί μεταγενέστεροι συγγραφείς. Τα κυριότερα

πεζά του που εκδόθηκαν μέχρι τον θάνατό του είναι:

Η Σαρκοφάγος, συλλογή πεζών με 29 κείμενα (1971)

Η μόνη κληρονομιά, συλλογή πεζών με 17 κείμενα (1974)

To δικό μας αίμα, (Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας 1978) (1978)

Επιτάφιος Θρήνος (1980)

Ομόνοια (1980)

Κοιτάσματα (1981)

Πολλαπλά κατάγματα (1981)

Εφήβων και μη (1982)

Page 7: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Εύφλεκτη χώρα (1982)

Καταπακτή (1982)

Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984)

Ο της φύσεως έρως (1986)

Επίσης στίχοι του μελοποιημένοι κυκλοφόρησαν σε δίσκο,με τον

τίτλο,Κέντρο διερχομένων, σε μουσική, ενορχήστρωση Νίκου Μαμαγκάκη.

Τραγουδούν: Δημήτρης Ψαριανός, Δημήτρης Κοντογιάννης και Ελευθερία

Αρβανιτάκη, LYRA 1982

Στοιχεία τεχνικής του έργου του [Επεξεργασία]

Στοιχεία τεχνικής που χαρακτηρίζουν το έργο του Ιωάννου είναι

η μονομερής αφήγηση, η τεχνική του διασπασμένου θέματος και ησύνθεση

του χρόνου. Η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση είναι μια μορφή

αφήγησης, στην οποία τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός

μόνο προσώπου, το οποίο άλλοτε μετέχει σε αυτά που εξιστορούνται και

άλλοτε είναι θεατής και τα αφηγείται. Η αφηγηματική αυτή μορφή δεν

γίνεται απαραίτητα σε πρώτο πρόσωπο, αν και είναι το συνηθέστερο. Π.χ.

και μολονότι σε όλα πεζά του Ιωάννου ακολουθείται η μονομερής

αφήγηση, άλλα είναι γραμμένα σε πρώτο, άλλα σε δεύτερο και άλλα σε

τρίτο πρόσωπο.

Στην τεχνική του διασπασμένου θέματος, τα γεγονότα είναι ψηφίδες που

συνθέτουν το αφήγημα ενώ ταυτόχρονα παρεμβάλλονται σκέψεις και

συναισθήματα του συγγραφέα. Δεν υπάρχει δηλαδή η κλασική μορφή

διηγήματος με αρχή, μέση και τέλος.

Η σύνθεση του χρόνου αποτελεί το τρίτο τεχνικό γνώρισμα των πεζών του

Ιωάννου. Σύμφωνα με αυτό, η αφήγηση μπορεί να ξεκινά από το παρόν ή

το παρελθόν, αλλά δεν προχωρεί γραμμικά προς μεταγενέστερες στιγμές,

αφού η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι

συνεχής.

Επίσης σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου παίζουν οι εμπειρίες του

από τα μέρη όπου έζησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και το κοινωνικό

του περιβάλλον (η οικογένεια, οι φτωχογειτονιές, οι φίλοι, οι άνθρωποι

που γνώρισε, κλπ.). Ιδιαίτερο ρόλο παίζει η γενέτειρά του, η οποία δίνεται

όχι μόνο ως ένας συγκεκριμένος χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους

δρόμους, τους πρόσφυγες και την πολυπολιτισμικότητά της, αλλά και ως

χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Για τη

βιωματικότητα στο έργο του, ο Ιωάννου είπε:[1]

Page 8: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

«Λέγοντας λοιπόν βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται

από προσωπικά βιώματα του συγγραφέα [...]. Τα βιώματα πάλι δεν

είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι

φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο

άνθρωπος [...]. Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι

για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από

αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι,

όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου

υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι.»

Μεταφράσεις του έργου του στα ισπανικά [Επεξεργασία]

El sarcófago, trad. R.Bermejo- E.Ibáñez- A.López, Valladolid,

Servicio de Publicaciones de la Universidad de Valladolid, 1998.

López Jimeno A., “Un relato de Yorgos Ioanu (1927-1985): +13-12-

43, de la colección Por amor propio (Για ενα φιλοτιμο, 1964)”

Fortunatae 9, 1997, 41-57.

López Jimeno A., “Los judíos sefarditas de Tesalónica en los

relatos de Yorgos Ioanu (1927-1985): Las tumbas judías, Las

Incantadas y La cama", Hermeneus 4, 2001.

Υποσημειώσεις [Επεξεργασία]

1. ↑ Συνέντευξη στη Μ. Θερμού, εφ. Η Καθημερινή, 24/7/1977

(αντιγραφή από το περιοδικό Ο παρατηρητής, τεύχος 8, σελ.

62).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι [Επεξεργασία]

Β. Αγγελικόπουλος, «Γιώργος Ιωάννου — Ενας συγγραφέας με

"Το δικό μας αίμα"», Η Καθημερινή, 13/2/2005

Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) των Κ. Ολυμπίου και Κ. Χρίστη

Γραπτά του Γ. Ιωάννου στα Κείμενα του Νίκου Σαραντάκου

Βιογραφικό και βιβλιογραφία του Γιώργου Ιωάννου στη Βιβλιονέτ

Α.Κ. Πετρίδης, "H Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου (1927-1985):

(α) 'Στου Κεμάλ το Σπίτι' [1]", ιστολόγιο Λωτοφάγοι [2]

Α.Κ. Πετρίδης, "H Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου (1927-1985):

(β) 'Το Κρεβάτι [3]",ιστολόγιο Λωτοφάγοι [4]

Α.Κ. Πετρίδης, "H Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου (1927-1985):

(γ) 'Τα Εβραίικα Μνήματα [5]",ιστολόγιο Λωτοφάγοι [6]

Page 9: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Ζηβανού, Αναστασία Μαργαρίτη, «Η Θεσσαλονίκη της κατοχής και

του εμφυλίου μέσα από τα μάτια της Λούλας Αναγνωστάκη και του

Γιώργου Ιωάννου », Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,

Σχολή Καλών Τεχνών, Τμήμα Θεάτρου, 2009[7]

Πηγή [Επεξεργασία]

Φιλόλογος, τριμηνιαία έκδοση του συλλόγου αποφοίτων της

Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, Τεύχος 124 - Απρίλιος -

Μάιος - Ιούνιος 2006

Επιπλέον βιβλιογραφία [Επεξεργασία]

Γιώργος Ιωάννου-αφιέρωμα Διαβάζω, τ/χ.452, (Ιούνιος 2004),

σελ.70-115

Κατηγορίες:

Έλληνες συγγραφείς

Έλληνες ποιητές

Θεσσαλονικείς (πόλη)

Γεννήσεις το 1927

Θάνατοι το 1985

Ο Γιώργος Ιωάννου

Προστέθηκε από 24grammata

24grammata.com / ιστορία της Λογοτεχνίας

(ακολουθεί πλήρες βιογραφικό και εργογραφία)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ: ΤΟ ΒΙΩΜΑ ΩΣ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΚΑΙ Η ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ

ΕΠΙΔΙΩΞΗ

Ο λογοτέχνης πρέπει να χρησιμοποιεί ως ύλη τα βιώματά του. Δεν εννοώ

μονάχα τα βιώματα, τα οποία έχει αποκτήσει από την εμπειρία, αλλά και τα

συναισθήματά του, τις ισχυρές φαντασιώσεις του, όλα τέλος πάντων που έχει

ζήσει πολύ αυτός ο ίδιος […]. Στα περισσότερα πεζογραφήματά μου ο

κεντρικός πυρήνας αυτής της στοιχειώδους υποθέσεως, γύρω από τον οποίο

περιστρέφομαι, είναι μια νύξη για κάτι που μου συνέβη στη ζωή. Γύρω από κει

έχω πλέξει μετά όλο το πεζογράφημα, αλλά το έχω συνθέσει με βάση πάλι

βιωμένα στοιχεία.

Από Συνέντευξη στο περ. Διαβάζω, αρ. 9 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1977), σσ.

14-29 – παράθ. Α.Α. Δρουκόπουλος, ό.π., σ. 92.

Page 10: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Σίγουρα απεχθάνομαι τις «ιστοριούλες» που βλέπω να περνιούνται για

λογοτεχνία και μάλιστα μοντέρνα. Δεν έχουν ζουμί και δε χωράνε πολλά

πράγματα σ’ αυτές. Αρέσκομαι στο πολύπτυχο «πεζογράφημα». Αυτό που

παρέχει όλα τα είδη, που είναι και δοκίμιο και χρονικό και σχόλιο πάνω στις

ιστορίες που εννούνται.

Από Συνέντευξη στο περ. Η Λέξη, αρ. 39 (Νοέμβριος 1984), σσ. 805-810 –

παράθ. Α.Α. Δρουκόπουλος, ό.π., σ. 131.

Γιώργος Ιωάννου ο ποιητής της μοναξιάς

Το μόνο Από τη συλλογή Τα Χίλια Δέντρα (1963)

Ανήκω πλέον σ’ όλα τα Ταμεία∙

πληρώνω Φόρο Καθαράς Προσόδου,

Ταμείο Αρωγής, Ταμείο της Προνοίας,

Υγειονομική Περίθαλψη, Έκτακτη Εισφορά,

Μετοχικό Ταμείο, για δυο λόγους,

Ταμείο της Συντάξεως, Ταμείο Ασφαλείας.

Τώρα το μόνο που μπορώ είναι να αρρωστήσω…

Σφραγίδα μοναξιάς

Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πια

– να μη με βλέπουν, αυτοί που τριγυρνούνε

με μια σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.

Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου

με το χαμόγελο της τελευταίας συγκατάβασης.

Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη.

Από τη συλλογή Τα Χίλια Δέντρα (1963)

Βιογραφικό Σημείωμα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (1927-1985)

Ο Γιώργος Ιωάννου (ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη) γεννήθηκε στη

Θεσσαλονίκη, γιος του Ιωάννη Σορολόπη, υπαλλήλου των σιδηροδρόμων και

της γυναίκας του Αθανασίας. Η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη

από την Ανατολική Θράκη μετά από οικονομική καταστροφή της, και μετά από

τον Γιώργο απέκτησε τρία ακόμη παιδιά. Ο Ιωάννου πέρασε τα μαθητικά του

χρόνια στη Θεσσαλονίκη και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου

στη Χαλκιδική και την Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο

Πανεπιστήμιο (1947-1950), όπου διετέλεσε και βοηθός καθηγητής στην έδρα

Αρχαίας Ιστορίας (1954). Από το 1956 και ως το 1971 εργάστηκε ως

φιλόλογος σε διάφορα -ιδιωτικά και δημόσια- σχολεία της Ελλάδας και στη

Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1971 μετατέθηκε σε αθηναϊκό γυμνάσιο και λίγο

αργότερα στο Υπουργείο Παιδείας, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του.

Page 11: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Από το 1978 ως το 1982 κυκλοφόρησε το περιοδικό Φυλλάδιο με δική του

επιμέλεια και συγγραφή κειμένων. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της

λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια.

Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, τις

μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων και τη λαογραφία. Πήρε μέρος σε

ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσίευσε κείμενά του στον

περιοδικό και ημερήσιο Τύπο. Τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος

(1979 για το έργο του Το δικό μας αίμα). Πέθανε από μετεγχειρητική επιπλοκή

στην Αθήνα σε ηλικία πενηνταοχτώ χρόνων. Κηδεύτηκε στη Θεσσαλονίκη. Το

έργο του Γιώργου Ιωάννου τοποθετείται στη μεταπολεμική ελληνική

λογοτεχνία και πηγάζει από τις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα από

την εποχή της γερμανικής κατοχής, της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου

στην Ελλάδα. Στην πεζογραφία του, από την οποία έγινε κυρίως γνωστός,

απεικονίζεται μέσω της μονομερούς αφήγησης και του εσωτερικού

υποβλητικού λόγου του μια ολόκληρη εποχή (από τη γερμανική κατοχή ως τη

μεταπολίτευση και την μετέπειτα περίοδο) που σφράγισε τη νεοελληνική

ιστορία. Το ποιητικό του έργο, έντονα ερωτικό, τοποθετείται στην ομάδα του

Κύκλου της Διαγωνίου, ενός από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά λογοτεχνικά

περιοδικά της Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και

στο οποίο ο Ιωάννου υπήρξε βασικός συνεργάτης. 1. Για περισσότερα

βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Ιωάννου βλ. Αράγης Γιώργος, «Γιώργος

Ιωάννου», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη

δικτατορία του ‘67Γ΄, σ.150-225. Αθήνα, Σοκόλης, 1988, Καζαντζής Τόλης,

«Ιωάννου Γιώργος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική

Αθηνών, 1985 και Κορδομενίδης Γιώργος, «Σχεδίασμα για ένα χρονολόγιο

του Γιώργου Ιωάννου (1927-1985)», Εντευκτήριο2 (Θεσσαλονίκη), 2/1988,

σ.5-15.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

• Αράγης Γιώργος, «Γιώργος Ιωάννου», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από

τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67Γ΄, σ.150-225. Αθήνα, Σοκόλης,

1988.

• Αράγης Γιώργος, Γιώργος Ιωάννου· Στοιχεία προσωπογραφίας. Αθήνα,

Εταιρεία Συγγραφέων, 1988.

• Αράγης Γιώργος, «Τα χρονογραφήματα του Γ.Ιωάννου», Γράμματα και

Τέχνες61, 1987 (τώρα και στον τόμο Ασκήσεις κριτικής, σ.77-90. Αθήνα,

Σοκόλης, 1990)

• Δάλλας Γιάννης, «Η αποκατάσταση του θέματος στην πεζογραφία του

Γιώργου Ιωάννου», Δοκιμασία7, 5-6/1974, σ.158.

• Δέλιος Γιώργος, «Γιώργου Ιωάννου: Για ένα φιλότιμο», Νέα Πορεία117-118

(Θεσσαλονίκη), 1964, σ.304.

• Διοσκουρίδης Βασίλης, «Γιώργος Ιωάννου · Στοιχεία της πεζογραφίας του»,

Η λέξη39, 11/1984, σ.759.

• Δρακονταειδής Φ.Δ., «Γιώργος Ιωάννου: Επιτάφιος θρήνος

(πεζογραφήματα», Η λέξη2, 2/1981, σ.135-136.

Page 12: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

• Καζαντζής Τόλης, «Ιωάννου Γιώργος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4.

Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.

• Κοκόλης Ξ.Α., Δώδεκα ποιητές, Θεσσαλονίκη 1930 -1960. Θεσσαλονίκη,

Εγνατία, 1979.

• Κοτζιάς Αλέξανδρος, «Γιώργου Ιωάννου: Για ένα φιλότιμο», Μεσημβρινή,

22/1/1965.

• Κοτζιάς Αλέξανδρος, «Γιώργου Ιωάννου: Η σαρκοφάγος», Η Συνέχεια1,

3/1973, σ.38.

• Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Γιώργος Ιωάννου», Έλληνες μεταπολεμικοί

συγγραφείς· Ένας οδηγός, σ.99-100. Αθήνα, Πατάκης, 1995.

• Λάζαρης Νίκος, «Το μούδιασμα του φόβου · Σημειώσεις πάνω στην ποίηση

του Γιώργου Ιωάννου», Πλανόδιον7, Καλοκαίρι 1988, σ.382-386.

• Μερακλής Μ.Γ., Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία (1945-1970)ΙΙ ·

Πεζογραφία. Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινίδης, 1970.

• Μηλιώνης Χριστόφορος, «Γιώργου Ιωάννου, 13-12-43», Με το νήμα της

Αριάδνης· Μεταπολεμική πεζογραφία· Ερμηνεία κειμένων, σ.115-124. Αθήνα,

Σοκόλης, 1991.

• Μουλλάς Παναγιώτης, «Γιώργου Ιωάννου: Για ένα φιλότιμο», Εποχές26,

7/1965, σ.72.

• Μουλλάς Παναγιώτης, «Κριτική της κριτικής ή αυτοκριτική» (σχόλιο του

Μουλλά για το παραπάνω νεανικό άρθρο του), Εντευκτήριο2 (Θεσσαλονίκη),

2/1988, σ.32.

• Πατσώνης Γιάννης, «Η εσωτερική περιπέτεια στο έργο του Γ.Ιωάννου», Η

λέξη39, 11/1984, σ.765-769.

• Σαρηγιάννης Θ.Δ., Φύλλα Κισσού για τον Γιώργο Ιωάννου· Δοκιμή

βιβλιογραφίας Γιώργου Ιωάννου· Μια πρώτη καταγραφή. Θεσσαλονίκη,

έκδοση του περιοδικού Γιατί, 1995.

• Σαχίνης Απόστολος, «Γιώργου Ιωάννου: Η σαρκοφάγος», Νέα Πορεία263-

264, 1-2/1977, σ.24.

• Σταματίου Κ., Κριτική για το Δικό μας αίμα, Τα Νέα, 10/2/1979.

• Σταματίου Κ., Κριτική για τον Επιτάφιο θρήνο, τα Κοιτάσματα και την

Ομόνοια, Τα Νέα, 13/6/1981.

• Σταμέλος Δ., Κριτική για το Δικό μας αίμα, Ελευθεροτυπία, 8/2/1979.

• Τάχου – Ηλιάδου Σοφία, «Με τον τρόπο του Κ.Π.Καβάφη (διάλογος της

πεζογραφίας του Γ.Ιωάννου με την ποίηση του Καβάφη στο επίπεδο της

μορφής και της ιδεολογίας)», Πόρφυρας83 (Κέρκυρας), 10-12/1997, σ.97-104.

• Τσιβιλίκας Κώστας, «Το τελευταίο σενάριο», Εντευκτήριο2 (Θεσσαλονίκης),

2/1988, σ.17-21.

• Φουσκαρίνης Ανδρέας, «Πεζογράφος του πιθανού», Διαβάζω80,

2/11/19883, σ.48-50.

• Χεκίμογλου Βαγγέλης-Καριζώνη-Χεκίμογλου Κατερίνα, «Η σημασία του

χώρου στο πεζογραφικό έργο του Γ.Ιωάννου», Εντευκτήριο2 (Θεσσαλονίκη),

2/1988, σ.25-27.

• Χουζούρη Έλενα, Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου· Περιπλάνηση στο

Page 13: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

χώρο και το χρόνο. Αθήνα, Πατάκης, 1995.

• Χουζούρη Έλενα, «Η ποίηση στην πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου», Η

λέξη65, 6/1987, σ.506-510.

• Zimbone Anna, «Η τεχνική παρουσίασης του ήρωα στα πεζογραφήματα του

Γιώργου Ιωάννου (Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα)», Πόρφυρας66

(Κέρκυρα), 6-10/1993, σ.7-17.

Συνεντεύξεις – συνομιλίες

• «Γύρω μας αλλάζουν τα πάντα κι εμείς είμαστε τόσο απασχολημένοι…»,

Διαβάζω9, 11-12/1977, σ.14-29.

• «Σε β΄ πρόσωπο· Μια συνομιλία του Γιώργου Ιωάννου με τον Αντώνη

Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο», Η λέξη39, 11/1984, σ.805-810.

• «Μονόλογος του Γιώργου Ιωάννου για την ατμόσφαιρα και τη χλωρίδα της

Θεσσαλονίκης», Το Δέντρο17-18, 12/1985, σ.43-48 (συζήτηση με τον Γιώργο

Κορδομενίδη).

• «Το θέμα είναι το δόλωμα για να βγει ο,τι κρύβεται μέσα μας» (το δεύτερο

μέρος της παραπάνω συζήτησης με το Γιώργο Κορδομενίδη), Εντευκτήριο2,

2/1988, σ.33-39.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση

• Ηλιοτρόπια. Θεσσαλονίκη, έκδοση του συγγραφέα, 1954.

• Τα χίλια δέντρα. Θεσσαλονίκη, έκδοση περ. Διαγώνιος, 1963.

• Τα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα 1954-1963. Αθήνα, Ερμής, 1973.

ΙΙ.Πεζογραφία

• Για ένα φιλότιμο· Πεζογραφήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964.

• Η σαρκοφάγος· Πεζογραφήματα. Αθήνα, Ερμής, 1971.

• Η μόνη κληρονομιά· Πεζογραφήματα. Αθήνα, Ερμής, 1974.

• Το δικό μας αίμα. Αθήνα, Ερμής, 1978.

• Ομόνοια 1980· Φωτογραφίες Ανδρέας Μπελιάς. Αθήνα, Οδυσσέας, 1980.

• Επιτάφιος θρήνος. Αθήνα, Κέδρος, 1980.

• Κοιτάσματα· Πεζά κείμενα. Αθήνα, Ορέστης, 1981.

• Πολλαπλά κατάγματα. Αθήνα, Εστία, 1981.

• Εφήβων και μη· Διάφορα κείμενα. Αθήνα, Κέδρος, 1982.

• Εύφλεκτη χώρα. Αθήνα, Καθημερινή, 1982.

• Καταπακτή. Αθήνα, Γνώση, 1982.

• Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Αθήνα, Κέδρος, 1984.

• Ο Πίκος και η Πίκα (παιδικό παραμύθι). Αθήνα, 1986.

ΙΙΙ.Μεταφράσεις

• Ευριπίδη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις. Αθήνα, Κέδρος, 1969.

• Παλατινή ανθολογία · Στράτωνος μούσα παιδική. Αθήνα, Κέδρος, 1980.

ΙV. Μελέτες – άλλα κείμενα

• Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ.

Διαγώνιος, 1965.

Page 14: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

• Τα δημοτικά μας τραγούδια. Αθήνα, Ταχυδρόμος, 1966.

• Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού. Αθήνα, Ταχυδρόμος, 1966.

• Παραλογές. Αθήνα, Ερμής, 1970.

• Καραγκιόζης1-3. Αθήνα, Ερμής, 1973.

• Παραμύθια του λαού μας. Αθήνα, Ερμής, 1973.

• Αλεξάνδρεια 1916· Ημερολόγιο Φίλιππου Δραγούμη. Αθήνα, Δωδώνη,

1984.

• Ο της φύσεως έρως· Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης. Αθήνα,

Κέδρος, 1985.

• Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής (συνεντεύξεις). Αθήνα, Κέδρος, 19;

V. Θέατρο

• Το αυγό της κότας· Θέατρο για παιδιά. Εικονογράφηση Αλέξης

Κυριτσόπουλος. Αθήνα, Κέδρος, 1981.

Επιπλέον Πληροφορίες

Χειρόγραφα του λογοτέχνη υπάρχουν στο Γενικό Αρχείο του Ελληνικού

Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.)

πηγή για βιογραφία, εργογραφία : εθνικό κέντρο βιβλίου

Η ομίχλη [απόσπασμα] Ιωάννου Γιώργος

διαβάζει: Ιωάννου Γιώργος, Πεζογράφοι αυτοανθολογούμενοι, Εν χορδαίς 1998

Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Eίχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες". Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο. Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. Hομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα

Page 15: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

αταίριαστο. H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα. Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω. Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει. Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους. … Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω. Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα.

Επανάληψη σε νέο παράθυρο

Page 16: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

σότητα της γραφής του...

Χιούμορ, απουσία μελοδραματισμού, νηφαλιότητα.

Η αμφιθυμία

Η στάση του Ιωάννου απέναντι σε πρόσωπα και πράγματα χαρακτηρίζεται

αμφίθυμη, γιατί, παρά τη φόρτιση και την ευαισθησία που εμπερικλείουν τα

πεζογραφήματα του, κατορθώνει να χαλιναγωγεί το συναίσθημα, να κρατάει

το χιούμορ του, να αναμιγνύει το κωμικό με το τραγικό, την πικρή με τη γλυκιά

του ανάμνηση (Κοτζιάς).

Γλώσσα - Ύφος

Η γλώσσα των έργων του είναι ακριβής, απλή και καθημερινή, μια γλώσσα

βιωμένη που κατευθύνεται εσωτερικά. Ο λόγος του είναι γενικά μικροπερίοδος

και σε μερικά μόνο έργα (γύρω στο 1976) μακροπερίοδος.

Το ύφος του είναι συχνά ακτινοειδές, διότι, ό,τι συμβαίνει στην ενότητα είτε

ξεκινάει από ένα κεντρικό σημείο που έχει αντίκτυπο στην περιφέρεια, είτε

κινείται αντίστροφα από την περιφέρεια προς το κέντρο.

Ο Ιωάννου υπαινίσσεται με δύο τρόπους: α) λέγοντας και ταυτόχρονα μη

λέγοντας κάτι, όταν χρησιμοποιεί λέξεις / φράσεις γεμάτες νόημα αλλά ατελείς

και β) μεταθέτοντας σε άλλα πρόσωπα, τόπους, εποχές, γεγονότα που

συμβαίνουν εδώ και τώρα (Δρουκόπουλος).

Page 17: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Μες στους Προσφυγικούς συνοικισμούς

Η συλλογή Για ένα φιλότιμο (1964)

Η πρώτη συλλογή πεζογραφημάτων του Ιωάννου, που εισήγαγε την

πρωτοτυπία της γραφής του: 22 μικρές συνθέσεις, γραμμένες σε πρώτο

πρόσωπο, με εξομολογητική διάθεση.

θέμα

Οι πρόσφυγες (Πόντιοι, Καραμανλήδες, Μικρασιάτες, Κωνσταντινοπολίτες,

Θρακιώτες, Μοναστηριώτες κ.ά.) και οι δυσκολίες ενσωμάτωσής τους.

Οι δεσμοί του αφηγητή με τους πρόσφυγες

Η μοναξιά του μέσα στην πόλη

Η αφόρμηση του αφηγητή

Μια συνηθισμένη, καθημερινή σκηνή:

τα παιδιά που παίζουν μπάλα σε ένα προσφυγικό συνοικισμό

(«Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά ...;).

Ο αφηγητής τα παρακολουθεί από ένα καφενείο και οι σκέψεις του

ακολουθούν την ελεύθερη ροή των συνειρμών.

Page 18: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Ο χώρος και ο χρόνος

Το γνωστό («ορισμένο») καφενείο, αργά το μεσημέρι, την ώρα που οι «οι

μεγάλοι» γυρίζουν από τη δουλειά τους.

Η ταυτότητα των προσφύγων

Είναι δεύτερης γενιάς, γεννημένοι στη Θεσσαλονίκη, όπως ο αφηγητής.

Διατηρούν όμως τα χαρακτηριστικά της ράτσας και της ψυχής τους.

Βιοπαλαιστές, αληθινοί και γνήσιοι στον καθημερινό αγώνα τους.

Η ράτσα και η ψυχή

Η ράτσα: η γενιά, η φυλή, μια ορισμένη πληθυσμιακή ομάδα με συγκεκριμένη

καταγωγή και κοινάβιολογικά χαρακτηριστικά (χρώμα δέρματος, γλώσσα,

συνήθειες)

Η ψυχή: ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, η κουλτούρα και η

ψυχοσύνθεσή του.

Η αντίθεση

Οι πρόσφυγες του συνοικισμού διαφέρουν από τους «διεσπαρμένους»

πρόσφυγες, όπως ο αφηγητής, γιατί, ζώντας όλοι μαζί, διατηρούν τους

δεσμούς τους με το παρελθόν και τις ρίζες τους, έχουν περισσότερη συνοχή

και αμιγέστεραχαρακτηριστικά.

Η ικανότητα του αφηγητή να αναγνωρίζει τις φυλετικές ομάδες

Ο αφηγητής καυχιέται πως μπορεί να ξεχωρίσει τις φυλετικές ομάδες. Την

ικανότητά του αυτή τη στηρίζει:

στην εξάσκησή του

στην παρατηρητικότητά του

Page 19: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

στην προσοχή στη λεπτομέρεια

στη μεγάλη του αυτοπεποίθηση στο θέμα αυτό.

Λ.χ. αναγνωρίζει τους Ποντίους από την κορμοστασιά, την ομιλία, το

μελαχρινό

τους χρώμα.

Η ειρωνεία του αφηγητή

Το σχόλιο του αφηγητή για τους Κωνσταντινουπολίτες: όλοι ισχυρίζονται πως

προέρχονται από το κέντρο της Πόλης

Η δεσμοί που συνδέουν τον αφηγητή με τους πρόσφυγες

Ο αφηγητής νιώθει ότι βρίσκεται ανάμεσα σε δικούς του ανθρώπους, ότι τον

συνδέουν μαζί τους δεσμοί αίματος και καταγωγής. Η επαφή μαζί τους τον

συγκινεί και τον συναρπάζει.

Χαρακτηριστικά είναι τα ρήματα που εκφράζουν αυτή τη βαθιά επικοινωνία:

Διαισθάνεσαι, σου 'ρχεται ν' αγκαλιάσεις, μεθώ, χαίρομαι, ανατριχιάζω, κάτι σα

ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά κλπ

Ο συλλογισμός

Ο άνθρωπος αποτελείται απ' αυτά που τρώει και πίνει.

Εδώ τρώω και πίνω

Άρα: είμαι από εδώ

Η διαπίστωση της αντίφασης: «Και πώς εξηγείται τότε όλη αυτή η λαχτάρα;»

Επομένως: ο συλλογισμός της λογικής ανατρέπεται και το αίμα τραβάει εκεί

όπου απλώνονται οι ρίζες των γονιών του.

Page 20: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Η πατρίδα

Για τον αφηγητή, πατρίδα δεν είναι ο τόπος όπου γεννιέται και μεγαλώνει

κανείς, αλλά ο τόπος όπου απλώνονται βαθιά οι ρίζες του. Αυτό ισχύει πολύ

περισσότερο για ένα παιδί προσφύγων: να γνωρίσει τον τόπο των γονιών

του, αυτή η πατρίδα τον έλκει, μ' αυτήν τον συνδέουν δεσμοί αίματος.

Οι βαθύτερες ρίζες

Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς, ο αφηγητής νιώθει να ζωντανεύουν

και άλλοι, πανάρχαιοι, λαοί, πρόγονοι των προσφύγων, όπως οι Χετταίοι,

Φρύγες, Λυδοί, ονόματα γεμάτα μυστήριο και αγάπη για τον αφηγητή

Η παρέκβαση

Σε μια παρέκβαση ο αφηγητής με γλώσσα σκληρή και συναισθηματικά

φορτισμένη, καταφέρεται εναντίον των «εγκληματιών των γραφείων» και

όλους όσους δυσκόλεψαν με τη στάση και τη συμπεριφορά τους την

ενσωμάτωση των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία και τους εξωθούν στη

διχόνοια και τη μετανάστευση.

Η αναχώρηση

Η ανομολόγητη βαθιά επικοινωνία αλλά και η απόσταση του αφηγητή από

τους πρόσφυγες.

Το αίσθημα της απομόνωσης εκφράζεται με τρία επίθετα:

ολομόναχος, ξένος παντάξενος

Η παραίσθηση

Φεύγοντας, αισθάνεται τις οδικές αρτηρίες με τους κόκκινους

σηματοδότες και τη θορυβώδη κυκλοφορία σαν το αίμα.

Ο αφηγητής νιώθει τους πρόσφυγες παρόντες, να κυλούν

Page 21: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

μέσα στις φλέβες του.

Το αίσθημα της μοναξιάς

Ο αφηγητής νιώθει ξένος μέσα στη μεγαλούπολη κι αδιάφορες τις

σχέσεις του με τους άλλους.

Το παράπονο

Ο αφηγητής εκφράζει το παράπονό του κι αντιμετωπίζει με ειρωνεία τις

συμβατικές σχέσεις των ανθρώπων, την αδιαφορία, την ανωνυμία, τη

μοναξιά, το φόβο για τον άλλο. Χαρακτηρίζει μάλιστα τη στάση αυτή ως

πονηρές προφάσεις του πολιτισμού για να κρύβεται η παρανομία.

Η μοναξιά της μεγαλούπολης τον κάνει να «ζηλεύει» όσους παρέμειναν στα

πατρογονικά τους, στη γη και τους συγγενείς τους ή κι αυτούς που, αν και

πρόσφυγες, δεν αποκόπηκαν από τη ράτσα τους.

Η ευχή

Κυκλικά, ο αφηγητής επανέρχεται στην αρχή των συνειρμών με την ευχή να

ζούσε σε ένα προσφυγικό συνοικισμό, εκεί όπου βρίσκει την ταυτότητά του και

τις προγονικές του ρίζες.

ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Ο όρος «πρόσφυγες»

Ονομάζονται οι πληθυσμοί που ξεριζώνονται από τον τόπο τους λόγω

πολέμων ή άλλων πολιτικών γεγονότων, ακόμα και από φυσικές

καταστροφές.

Το βιωματικό υλικό

Η προσφυγική καταγωγή του αφηγητή

Page 22: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Η καταγωγή από τη Θράκη

Η γέννηση στη Θεσσαλονίκη

Η μοναχική ζωή στην πόλη

Η γνώση των θρησκευτικών εθίμων και των λαϊκών δοξασιών

Η ιστορική κατάρτιση του αφηγητή

Το αφηγηματικό υλικό

Η προσφυγιά

Η μετανάστευση

Η βιολογική και πολιτισμική καταγωγή του ανθρώπου

Η σύγχρονη ζωή στις μεγαλουπόλεις

Το εθνογραφικό, γεωγραφικό και ιστορικό υλικό

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ομάδας προσφύγων

Οι τόποι καταγωγής και τα τοπωνύμια

Τα ονόματα αρχαίων λαών που ζούσαν στους τόπους των προσφύγων

Αφηγηματικές τεχνικές

Η πλοκή οργανώνεται χαλαρά με βάση τους συνειρμούς και τις

σκέψεις του αφηγητή.

Η αφήγηση προχωρεί ευθύγραμμα και ξαναγυρίζει στην αρχή (κυκλική)

Η οργάνωση του αφηγηματικού υλικού

Γίνεται μέσω συνειρμών και παρεκβάσεων (α. η παρουσίαση των φυλών, β.

η παρέκβαση των αρχαίων λαών και γ. η εκμετάλλευση τωνπροσφύγων).

Page 23: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Το είδος της αφήγησης

Εσωτερική, πρωτοπρόσωπη, μονοεστιακή, μονομερής: ο αφηγητής

παρατηρεί από κοντά αλλά και μετέχει σε όσα αφηγείται, τα οποία

παρουσιάζει από τη δική του οπτική γωνία.

Εκφραστικοί τρόποι / γλώσσα

Το πεζογράφημα είναι διάσπαρτο από εικόνες.

Η γλώσσα είναι απλή κι ανεπιτήδευτη, ο λόγος μικροπερίοδος, η διάθεση

εξομολογητική.

Υπερτερούν τα ρήματα.

Στου Κεμάλ το σπίτι

Η συλλογή

Θέμα/ Θεματικός πυρήνας πεζογραφήματος

Οι συχνές επισκέψεις μιας άγνωστης γυναίκας τουρκικής καταγωγής στο σπίτι

του αφηγητή, που βρίσκεται κοντά στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη

Θεσσαλονίκη.

Η αγάπη και η νοσταλγία της γυναίκας για το σπίτι όπου γεννήθηκε και

μεγάλωσε.

Οι δεσμοί με τα λειτουργικά σημεία-σύμβολα του σπιτιού (τα μούρα, το νερό

από το πηγάδι)

Οι επισκέψεις:

Page 24: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Σε διάστημα οκτώ χρόνων περίπου επισκέφτηκε το σπίτι τέσσερις

φορές:

Άνοιξη 1936: την εποχή που γίνονται τα μούρα, ζητώντας με ευγένεια να της

δώσουμε λίγο νερό απ' το πηγάδι της αυλής. [ ...;] μας ζήτησε [μούρα]η ίδια

λέγοντας πως ήθελε να φυτέψει το σπόροτους στον μπαχτσέ της. Έφαγε

μερικά και ταυπόλοιπα τα έβαλε σ' ένα χαρτί και έφυγεχαρούμενη.

1938 (δύο χρόνια μετά): Κάθισε και τα έφαγε ένα ένα [τα μούρα] στο κατώφλι

1939 (λίγο πριν τον πόλεμο): της προσφέραμε νερό απ' τη βρύση. Αρνήθηκε

να πιει το νερό [ ...; ] την είδαμε ταραγμένη [ ...;] βούρκωσε

«λίγο μετά τον πόλεμο» (1944;): Μια ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει τη

ντουτιά κι είχε ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι.

Η αρχοντική εικόνα της γυναίκας στο αφήγημα

Καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου

Από την αρχή:

«Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που ερχόταν στο κατώφλι

μας κάθε χρονιά [ ...;]».

Ως το τέλος:

Page 25: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

«Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε - δεν ήρθε, άγνωστο. [ ...;] Τέτοιο

σπαραγμό δεν ματαείδα».

«Έμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηρούσε όμως πάνω της ίχνη μιας μεγάλης

αρχοντικής ομορφιάς. Και μόνο ο τρόπος που έπιανε το ποτήρι, έφτανε για να

σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως η γυναίκα αυτή στα σίγουρα ήταν μια

αρχόντισσα.»

Η στάση του αφηγητή και της οικογένειάς του απέναντί της ...;

Στην αρχή, ευγενική ...; Προσπαθούν με διάφορες εικασίες να ερμηνεύσουν

την παράξενη συμπεριφορά της, αλλά και τις σποραδικές εμφανίσεις της.

Θεωρούν ότι είναι ...;

« ...; καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ' τις πάμπολλες εκείνες, που δεν

ήξεραν λέξη ελληνικά, μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε γίνει με βάση

τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα».

Έπειτα, όταν αρνείται να πιει νερό από τη βρύση, την περιβάλλουν με

καχυποψία και αγανάκτηση:

«Η αποκάλυψη αυτή στη αρχή μάς τάραξε. Δε μας έφτανε που είχαμε δίπλα

μας του Κεμάλ το σπίτι, σα μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε

τώρα και τους τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας; Και τι

ακριβώς ήθελε από μας αυτή η γυναίκα; Πάνω σ' αυτό δεν απαντήσαμε,

κοιταχτήκαμε όμως βαθιά υποψιασμένοι.»

Ο πόνος του εκπατρισμού

Page 26: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Στη συνέχεια, τα συναισθήματα αλλάζουν, μετατρέπονται σε συμπόνια και

κατανόηση για το κοινό βίωμα του εκπατρισμού, της προσφυγιάς και της

νοσταλγίας:

«Ο πρώτος που την είδε, ήρθε μέσα και φώναξε: «η τουρκάλα!" Βγήκαμε στα

παράθυρα και την κοιτάζαμε με συγκίνηση. Παραλίγο να την καλέσουμε

απάνω στο σπίτι - τόσο μας είχε μαλακώσει την καρδιά η επίμονη νοσταλγία

της.»

Η αποκάλυψη της αλήθειας

Ο μπέης και η όμορφη κόρη

Η ανταλλαγή πληθυσμών και ο ξεριζωμός

(Συνθήκη της Λοζάννης 1923)

Η καυστικότητα του αφηγητή

Καταφέρεται ενάντια στη «μοντέρνα» αισθητική, την επικράτηση του

συμφέροντος, την αστικοποίηση, την κερδοσκοπία, την εξαπάτηση της

Αρχαιολογικής υπηρεσίας.

Ιδιαίτερα, οργίζεται για το γκρέμισμα σπιτιών με μνήμες και ιστορία και την

ύψωση στη θέση τους ακαλαίσθητων πολυκατοικιών (αντιπαροχή), αλλά και

για το «μπάζωμα» των αρχαιολογικών ευρημάτων ...;

«Το ψηφιδωτό αυτό οι δασκαλεμένοι εργάτες το σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα

για να μην τους σταματήσουν οι αρμόδιοι. Πάντως, τις ώρες που το

έβλεπε το φως του ήλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια απ' την έκθαμβη γειτονιά.

Όλοι μιλούσανε για την ομορφιά και την παλιά δόξα ...;»

Η οργή και αγανάκτηση

Αποτυπώνεται φραστικά με τα επίθετα ή άλλες λέξεις με αρνητική σημασία:

Page 27: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

σιχαμένος σπιτονοικοκύρης, πονηρό μυαλό, συμμορίες εργολάβων, γελοίοι,

δασκαλεμένοι εργάτες, νέο εξάμβλωμα.

Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα....

Αφηγηματικές τεχνικές

Ο χρόνος της αφήγησης:

Με αφετηρία το «παρόν», η αφήγηση μετατοπίζεται ευθύγραμμα προς το

παρελθόν (αναδρομική).

Χαρακτηριστικά είναι τα χρονολογικά άλματα από το παρόν (δεκαετία του '70)

στο παρελθόν (Μικρασιατική καταστροφή, 1936-1944) και αντίστροφα,

συνήθη στην πεζογραφία του Ιωάννου, ακόμα και στο μέλλον («θα

παραφυλάγω...ίσως μπορέσω να εμποδίσω»).

Ο χώρος της αφήγησης:

Η Θεσσαλονίκη - η πόλη με τον πρωταρχικό ρόλο στην πεζογραφία

του Ιωάννου- και συγκεκριμένα η γειτονιά όπου βρισκόταν το σπίτι

του Κεμάλ, μια μονοκατοικία με κήπο.

Το είδος της αφήγησης

Όπως στα περισσότερα πεζογραφήματα του Ιωάννου, η αφήγηση είναι κατά

κύριο λόγο εσωτερική (μονοεστιακή/μονομερής), βιωματική, πρωτοπρόσωπη

(εγώ, εμείς) από ομοδιηγητικό αφηγητή, που συμμετέχει

στα δρώμενα ως παρατηρητής. Παρόλο που ο αφηγητής παραχωρεί το λόγο

και σε άλλα πρόσωπα του κειμένου, με παρεμβολή ευθέος λόγου (η

ευχαρίστηση της Τουρκάλας, τα λόγια της γιαγιάς, του σπιτονοικοκύρη, της

Page 28: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

γριάς γειτόνισσας και εκείνου που αναφωνεί "η τουρκάλα"), πρόκειται μόνο για

περιστασιακές αναφορές που επιδιώκουν τη ζωντάνια και την

παραστατικότητα.

Οι εκφραστικοί τρόποι

Οι εικόνες:

Της γυναίκας, του σπιτιού, της αυλής, της συκομουριάς, του ψηφιδωτού, του

βομβαρδισμένου σπιτιού, των δύο πολυκατοικιών.

Οι αντιθέσεις:

Ο παλιός και ο νέος κόσμος, η ζεστασιά των ανθρώπινων σχέσεων και η

επιφύλαξη, το καλαίσθητο και το ακαλαίσθητο

Η γλώσσα και το ύφος

Γλώσσα: καθημερινή, απέριττη, απλή και ανεπιτήδευτη, με πεζολογικά

στοιχεία.

Ύφος: απουσία μελοδραματισμού, ποιητική ελλειπτικότητα, ελεγχόμενη

συναισθηματική φόρτιση.

Το ιστορικό υλικό

Ο Κεμάλ Ατατούρκ

Η Μικρασιατική Καταστροφή

Η Συνθήκη της Λοζάννης κι η ανταλλαγή πληθυσμών

Ο πόλεμος του '40

Η αστικοποίηση και αντιπαροχή των δεκαετιών '60-'70

Page 29: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

(η ύδρευση των πόλεων και η εγκατάλειψη των πηγαδιών, η ανέγερση

πολυκατοικιών, το γκρέμισμα των αρχοντόσπιτων κλπ).

Το βιωματικό στοιχείο

Το δράμα του βίαιου ξεριζωμού και της ανταλλαγής πληθυσμών, ο πόνος και

τα βάσανατης προσφυγιάς, η λαχτάρα για τις χαμένεςπατρίδες, ο νόστος

παρουσιάζονται ως βιώματα και των δύο πλευρών, Ελλήνων και Τούρκων.

Σύγκριση

Και τα δύο κείμενα εκφράζουν την αγάπη και τη νοσταλγία που νιώθουν οι

άνθρωποι, κάθε εθνικότητας, για τον τόπο και το σπίτι όπου γεννήθηκαν και

μεγάλωσαν, τον πόνο του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, και αναδεικνύουν

τους βαθιά ριζωμένους δεσμούς του ανθρώπου με το χώμα του, με τα δέντρα

και το νερό του τόπου του.

Η διαφορά είναι ότι η Τουρκάλα δεν ξεριζώθηκε βίαια από το σπίτι της. Αυτό

έγινε μετά από πολιτική συνθήκη ανταλλαγής πληθυσμού, σ' αντίθεση με τον

αφηγητή στο «Γλυκό του κουταλιού», που έχει το σπίτι του υπό κατοχή.

Μπορεί ο καημός της στέρησης να είναι όμοιος, αλλ' είναι οδυνηρότερος ο

πόνος που προέρχεται από τον βίαιο εκπατρισμό.

Tags: γιώργος ιωάννου, λογοτεχνία γ λυκείου, νεοελληνική λογοτεχνία, αναδημοσιεύσεις Ο Δ.Μαρωνίτης έγραψε για τον Γιώργο Ιωάννου

27 Μαρ 2010

Χωρίς Σχόλια

Page 30: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

----------------------------------------------------------------------------------------------------

Γιώργος Ιωάννου

Συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του Γιώργου

Ιωάννου, χαρισματικού αφηγητή στη ζωή και στα γραφτά του. Με πλούσιο και

πολύπλευρο συγγραφικό έργο, στο κέντρο του οποίου δεσπόζει, ποσοτικά και

ποιοτικά, η πεζογραφική του παραγωγή (αφηγήματα, δοκίμια, ημερολόγια,

φυλλάδιο, συνεντεύξεις), διαβαθμισμένη στη δωδεκαετία 1964 - 1985.

Προηγήθηκαν δύο ευαίσθητες ποιητικές καταθέσεις και μεσολάβησαν έγκυρες

μεταφραστικές και συλλεκτικές αποτυπώσεις - λογοτεχνικές, φιλολογικές,

ιστορικές και λαογραφικές. Ως φιλόλογος εξάλλου ο Ιωάννου δίδαξε για

κάποια χρόνια στη Βεγγάζη και στην Κυνουρία. H γενέθλια ωστόσο

Θεσσαλονίκη (της κατοχικής και μετακατοχικής κυρίως περιόδου) σφράγισε

ανεξίτηλα τη ζωή και το έργο του. Δίκαιη και συγκινητική επομένως η

πρωτοβουλία του «Κέδρου» να τιμήσει τη μνήμη του Γιώργου Ιωάννου με

τριπλή εκδήλωση την περασμένη Τετάρτη στο φιλόξενο Μπενάκειο επί της

Πειραιώς.

Κυκλοφορήθηκε τη μέρα εκείνη αφιερωτικός τόμος, που τον επιμελήθηκαν ο

Νάσος Βαγενάς, ο Γιάννης Κοντός και η Νινέτα Μακρυνικόλα, υπό τον τίτλο

«Με τον ρυθμό της ψυχής» (έκφραση αντλημένη από κείμενο του Ιωάννου).

Στο έντυπο αυτό αφιέρωμα συνεισφέρουν είκοσι εννέα ποιητές, πεζογράφοι

και δοκιμιογράφοι, μοιρασμένοι στα δύο: προηγούνται συνοπτικότερες

αναφορές, φορτισμένες με έντονη προσωπική συγκίνηση· έπονται διεκταμένα

δοκίμια, επικυρώνοντας τον ανεπιφύλακτο έπαινο. Το βράδυ εξάλλου της

ίδιας μέρας, μίλησαν ένθερμα, μπροστά σε πυκνό ακροατήριο, για τον

συγγραφέα και την τέχνη του ο Παναγιώτης Μουλάς, ο Γιώργος

Page 31: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Σκαμπαρδώνης και ο Κωστής Γκιμοσούλης. Ενώ στην απέναντι αίθουσα του

αμφιθεάτρου είχαν εκτεθεί έργα τριάντα δύο καλλιτεχνών - εικαστικά σήματα,

εμπνευσμένα από το έργο και τη μορφή του Γιώργου Ιωάννου.

Είχαν, υποθέτω, τον λόγο τους οι επιμελητές του αφιερωτικού τόμου να με

αποκλείσουν ευγενώς από τις συνεργατικές τους επιλογές. Προφανώς

σεβάστηκαν το μένος του Ιωάννου για τις τέσσερις επιφυλακτικές

επιφυλλίδες μου, που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο «Βήμα», το καλοκαίρι του

1977. Μένος που προκάλεσε τότε την έκδοση του «Φυλλαδίου» και

αποτυπώθηκε με ανυποχώρητη εμπάθεια στους θυσάνους του. Φαντάζομαι

ωστόσο πως δικαιούμαι να μη συμμεριστώ, ύστερα μάλιστα από είκοσι οκτώ

χρόνια, την έμπρακτη αυτή επιφύλαξη των επιμελητών του τόμου, που

μαρτυρεί μια, βολική μάλλον, μέθοδο αποχής σε επίμαχες περιπτώσεις.

Επειδή μάλιστα τα τεκμήρια της παραδειγματικής αυτής υπόθεσης τείνουν να

ξεχαστούν και να εξαφανιστούν, προτίθεμαι να τα επαναφέρω, στο «Βήμα»

πάλι, για επανάκριση, πιστεύοντας πως προσφέρω ωφέλιμη υπηρεσία στα

ευάλωτα γράμματα και ήθη του τόπου μας. Προηγουμένως λίγες, βιογραφικού

τύπου, αγνοούμενες λίγο - πολύ, πληροφορίες.

Γνώρισα τον Ιωάννου στη γενέθλια πόλη και συνδέθηκα φιλικά μαζί του μέσα

στην Κατοχή - νωρίτερα από οποιονδήποτε συνεργάτη του αφιερωτικού

τόμου. Δημοσίευσα την πρώτη, όσο ξέρω, επαινετική κριτική στη φιλολογική

σελίδα της «Μεσημβρινής» για το εναρκτήριο αφηγηματικό του κατόρθωμα, το

«Για ένα φιλότιμο». Οι επίμαχες επιφυλλίδες «Βήματος» (υπό τον τίτλο

«Επαρχιακή Λογοτεχνία» και υπότιτλο «Ερωτήματα και Απορίες»)

αποτύπωσαν καλόπιστες εισηγήσεις που έγιναν στην καλλιτεχνική εταιρεία

«Τέχνη» της Θεσσαλονίκης και αφορούσαν το εξελισσόμενο έργο του

Ιωάννου. H προσωπική του αντίδραση (προφορική και γραπτή, βίαιη και

εμπαθής) παρέμεινε εκ μέρους μου αναπάντητη. Οσο ξέρω, δεν υπήρξε, από

τότε ως τώρα, άλλος δημόσιος κριτικός αντίλογος στις διακριτικές και

συγκριτικές εκτιμήσεις μου.

Οι τέσσερις επίμαχες επιφυλλίδες τυπώθηκαν αυτολεξεί στον εξαντλημένο,

εδώ και κάμποσα χρόνια, τόμο «Πίσω Μπρος» (εκδόσειςΣτιγμή, 1986, σσ.

237- 259). Αισθάνομαι ότι θα ωφελούσε η, αποσπασματική κατ' ανάγκην,

Page 32: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

έντυπη επιστροφή τους, η οποία εγκαινιάζεται σήμερα με την τελευταία

συμπερασματική παράγραφό τους, ως ειλικρινής αφιερωτική χειρονομία στη

μνήμη του Γιώργου Ιωάννου.

«Τα τέσσερα αυτά κείμενα καθυστέρησαν κυρίως στην ύλη και στο είδος των

επαρχιακών επιλογών του Γιώργου Ιωάννου με τρόπο που, ελπίζω, ο

προσεκτικός αναγνώστης είχε κάθε στιγμή στα χέρια του λαβές, για να

ανατρέψει τις δικές μου προτάσεις. Προσπάθησα ιδιαίτερα να διακρίνω

υποθέσεις από συμπεράσματα. Και αν οι υποθέσεις υποχρεώνουν εφεξής τον

αναγνώστη του Γ. Ιωάννου να τις λάβει υπόψη του, τα συμπεράσματά μου δεν

θέλουν να εκβιάσουν κανέναν. Καθένας μπορεί να καταλήξει όπου και όπως

θέλει, φτάνει να μη γυρεύει και την πίτα σωστή και τον σκύλο χορτάτο. Αυτό

είναι όλο και αυτό είναι το μόνο που η δική μου δοκιμή και δοκιμασία

προσέθεσε στον οικείο μου χώρο της επαρχίας, μέσα και έξω από τη

λογοτεχνία».

ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-3-2006

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

---------------------------------------------------------------------

Μπρος πίσω

Οπως το υποσχέθηκα την περασμένη Κυριακή, ολοταχώς τώρα προς τα

πίσω, στο ευέλπιστο εκείνο καλοκαίρι του 1977. Οταν ενέδωσα στη φιλική

επιμονή του, απόδημου πια, Αλκη Αγγέλου και δέχτηκα να μιλήσω στην

«Τέχνη» για τα Πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου (εκδόσεις «Ερμής»).

Από όπου προέκυψαν τέσσερις επιφυλλίδες, δημοσιευμένες στο «Βήμα»

(υπό τον τίτλο «Επαρχιακή Λογοτεχνία», με τον αποφασιστικό υπότιτλο

«Ερωτήματα και Απορίες») και ενσωματωμένες αργότερα (1986) στον,

εξαντλημένο από καιρό, τόμο τουΠίσω Μπρος (εκδόσεις «Στιγμή»). Κείμενα

που προκάλεσαν το (ιδιωτικό και δημόσιο, προφορικό και έντυπο) υβριστικό

Page 33: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

μένος του Γιώργου Ιωάννου, το οποίο, μολονότι παρέμεινε από πλευράς μου

παντελώς αναπάντητο, φαίνεται να το έλαβαν σοβαρώς υπόψη στον

πρόσφατο αφιερωτικό τόμο «Με τον ρυθμό της ψυχής» (εκδόσεις «Κέδρος»)

οι τρεις επιμελητές του, και έτσι με απέκλεισαν ευμενώς από τον κατάλογο

των είκοσι εννέα συνεργατών.

Αντιδρώντας σ' αυτόν τον αυθαίρετο αποκλεισμό, αποφάσισα να επαναφέρω,

για επανάκριση, χαρακτηριστικά αποσπάσματα των δυσπρόσιτων εκείνων

επιφυλλίδων, με τη μέθοδο του μπρος πίσω. Ετσι στο προηγούμενο

μονοτονικό παρέθεσα την συμπερασματική παράγραφο της τελευταίας

επιφυλλίδας. Σήμερα, οπισθοχωρώντας, επιτάσσω τις εισαγωγές της

δεύτερης και της τρίτης επιφυλλίδας, που επεξηγούν τον παρεξηγήσιμο, όπως

αποδείχτηκε, επίτιτλο περί «Επαρχιακής Λογοτεχνίας».

1. «Οι όροι "επαρχία" και "επαρχιακός" δεν ενέχουν στην περίπτωσή μου

(ούτε ως χώρος και τρόπος ζωής ούτε ως ύλη και και ύφος τέχνης) αξιολογική

πρόθεση. Δηλώνουν, απλά και ουδέτερα, την εμμονή οποιουδήποτε τεχνίτη

σε ένα σύστημα ανθρωπογεωγραφίας κλειστό, ευσύνοπτο, έντονα

χαρακτηρισμένο· σε αντίθεση προς την ανοιχτή, ευάλωτη κοινωνία

οποιασδήποτε ανοχύρωτης πόλης. Και οπωσδήποτε η κριτική μου στάση

απέναντι στις ειδικές επαρχιακές επιλογές του Ιωάννου δεν συνεπάγεται

απόρριψη του επαρχιακού ήθους στη λογοτεχνία και στη ζωή· μάλλον

νοιάζεται για την προστασία του επαρχιακού χώρου από την ευσυγκίνητη

τουριστική περιέργεια - κίνδυνο που υποθέτω ότι τον μυρίζεται και ο

Ιωάννου».

2. «Με προκαλούν οι επιλογές που έκαμε στον ευαίσθητο και πορώδη χάρτη

της επαρχιακής μας λογοτεχνίας ο Γιώργος Ιωάννου με

ταΠεζογραφήματά του, γιατί είμαι και ο ίδιος επαρχιώτης - από καταγωγή,

συμπεριφορά και μόρφωση. Υποταγμένος δηλαδή σε ένα ψυχο-λογικό

αμυντικό σύστημα που αποκρούει εκείνες τις νεοτερικές εισβολές, για τις

οποίες η άπορή μας διαβίωση δεν εξασφάλισε έγκαιρα κατάλληλες εμπειρικές

υποδοχές. Καλύτερα, λοιπόν, λειψές αλλά δικές μας γνώσεις, με φρόνημα και

γνώμη, παρά έκθετο μυαλό που κυματίζει σαν χωράφι τσιφλικά, ή

αναλαμβάνεται στα ύψη σαν φλόγα βιομηχανική. Γιατί, εντέλει, τα σύνορα του

Page 34: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

σώματός μας είναι απαράβατα - και αυτή τη συντηρητική αξία την ξέρει η

επαρχία από πρώτο χέρι: είναι η μοίρα της και η μοναξιά της. Τόσα, για να

υποδείξω ακόμη μια φορά πού, γενικά, συμφωνώ και πού διαφωνώ με τις

επαρχιακές επιλογές του Ιωάννου».

Επιβάλλεται η αρχή της πρώτης επιφυλλίδας, η οποία αντιστέκεται στην πιο

ακατανόητη οργή του Ιωάννου: επειδή δήθεν τον εξέθεσα στους οικείους του

για ερωτική ιδιορρυθμία. H οποία όντως δηλώνεται ή υποδηλώνεται σε

ορισμένα αφηγήματα ως ροπή ιδιαίτερης συγκίνησης, όχι όμως του

συγγραφέα, αλλά του εσωτερικού αφηγητή. Απόδειξη το επόμενο παράθεμα:

«Μόνο η κακομοιριά και η σκανδαλοθηρική κουφότητα εξηγούν την

ανήκουστη όρεξη μερικών να μεταφέρουν θέματα ενός λογοτεχνικού έργου

στην ιδιωτική ζωή του συγγραφέα του. Με τον παραλογισμό αυτόν ο Σαίξπηρ

θα έπρεπε να θεωρείται αιμοσταγής και ο Μπέκετ κωφάλαλος. Οι τρόποι που

ένα λογοτέχνημα εμπεριέχει τον δημιουργό του είναι πολλοί και αναγνώσιμοι·

κανένας όμως δεν επιτρέπει τη βάναυση εξίσωση της λογοτεχνικής

σκηνοθεσίας με τη βιογραφία του συγγραφέα».

Συμπέρασμα, που δηλώνεται απερίφραστα στη συνέχεια της πρώτης πάλι

επιφυλλίδας: «Δεν παραγνωρίζω ούτε και σήμερα τη γοητεία των

αφηγηματικών τρόπων και εκτροπών του Ιωάννου. Και είμαι πρόθυμος να

αναγνωρίσω την υψηλή πάντοτε εκφραστική τους ποιότητα. Ισως μάλιστα

αυτή η γοητεία να γεννά, αντισταθμιστικά, τις οποιεσδήποτε αμυντικές

αναστολές. Πιστεύω πάντως πως δεν αποτελεί σύνδρομο κακοπιστίας, ή και

κακοήθειας, η διατάραξη της κοινής υπερθετικής κατάφασης, που έχει

γνωρίσει ως τώρα ο πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου στα γράμματά μας, από

την αμηχανία ενός που τολμά να ρωτήσει: μήπως από την ώρα που η

επιτυχής μανιέρα του Ιωάννου θα λειτουργούσε (στην πραγματικότητα έχει

ήδη λειτουργήσει) ως δέλεαρ για μίμηση, νομιμοποιείται η αυστηρότερη

κριτική της εκτίμηση;». Το τέλος της μέσης την άλλη Κυριακή.

ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-3-2006

Page 35: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

-----------------------------------------------------------------------

Δίχτυ ασφαλείας

Αποτελειώνω σήμερα τα περί επαρχιακής λογοτεχνίας, τα οποία, με αφορμή

τα «Πεζογραφήματα» του Γιώργου Ιωάννου, αποτυπώθηκαν στο «Βήμα» το

καλοκαίρι του 1977 και εκτυπώθηκαν δέκα χρόνια αργότερα στον,

εξαντλημένο πια, τόμο «Πίσω Μπρος». H προκείμενη επανάκρισή τους

προτείνεται ως αμυντική συνεισφορά στη μνήμη του χαρισματικού αφηγητή (ο

προφορικός του λόγος ήταν πράγματι απολαυστικός), με τη συμπλήρωση

είκοσι χρόνων από τον θάνατό του.

Υστερα από τα δύο προηγούμενα μονοτονικά, που ξεκαθάρισαν ελπίζω

βασικούς όρους και ορισμούς της επαρχιακής λογοτεχνίας, ζητούμενο

παραμένει η διαδοχική αφηγηματική εφαρμογή της από τον Γιώργο Ιωάννου.

H οποία, κατά τη γνώμη μου, εκτός από τις προφανείς και αδιαμφισβήτητες

αρετές της, παρουσιάζει κάποια ελλείμματα τόλμης στον χειρισμό κρίσιμων

θεμάτων και τρόπων της επαρχιακής ζωής και εμπειρίας, που εδώ

μεταφράζονται σε δίχτυ ασφαλείας.

Ο λόγος για τις τρεις πρώτες συλλογές του: το «Για ένα φιλότιμο» (1964), τη

«Σαρκοφάγο» (1971) και τη «Μόνη κληρονομιά» (1974). Ενόψει της

πεζογραφικής αυτής κατάθεσης, έγραφα τότε ότι η συγγραφική περιπέτεια του

Ιωάννου «αρχίζει με ριψοκίνδυνη ανάβαση, κορυφώνεται με δραματικό

υπολογισμό και καταλήγει σε ανακουφιστική προσγείωση». Συγκεκριμένα:

1. H γραφή του Ιωάννου ελέγχεται υπολογισμένα μοντέρνα και παραδοσιακή:

παραδοσιακή ως προς τη συντακτική της άρθρωση· μοντέρνα ως προς τη

διασπορά της αφηγηματικής της ύλης. Σ' αυτό πάντως το διπλό τροπικό

πλαίσιο ο αφηγηματικός λόγος υπακούει κατά κανόνα στην ομαλή

Page 36: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

αλληλουχία, δίχως αισθητές διαταραχές, περιπλοκές και ανακοπές της

συνέχειας. Επιπλέον: η αφήγηση, στο άκουσμα και στο διάβασμα, ανακαλεί

συχνά λαϊκότροπη καταγωγή, περασμένη βέβαια από το γλωσσικό φίλτρο

ενός προσωπικού συγγραφέα, που ασκείται στην εκφραστική οικονομία.

Παρά ταύτα ο τόνος της αποδεικνύεται όλο και πιο καθησυχαστικός.

2. Στις τρεις αφηγηματικές συλλογές του Ιωάννου παρατηρείται κατιούσα

φορά ως προς το μερίδιο εμπλοκής του αφηγηματικού εγώ στην αντικειμενική

σκηνοθεσία της αφήγησης. Στο «Για ένα φιλότιμο» η εμπλοκή αυτή

προβάλλει τη μέγιστη, συγκριτικά, οξύτητά της, με αποτέλεσμα τα αφηγήματα

της πρώτης συλλογής να έχουν έναν απρόσμενα φυγόκεντρο και

ανορθολογικό χαρακτήρα. Ηδη όμως στη «Σαρκοφάγο», και πολύ

περισσότερο στη «Μόνη κληρονομιά», ο παράτολμος αυτός τρόπος

υποχωρεί προς όφελος της αποφασισμένης φρόνησης. Γενικότερα, καθώς το

έργο του Ιωάννου εξελίσσεται, ό,τι χάνεται στην πλάστιγγα του υποκειμένου,

δεν πέφτει στην πλάστιγγα του αντικειμένου.

3. H αποκλίνουσα ερωτική διάθεση, που, σε λανθάνουσα συνήθως μορφή,

υποβάλλεται από τον αφηγητή στα αφηγήματα του Ιωάννου, μετριάζεται από

την παρέμβαση κατευναστικού διδακτισμού, που συχνά γίνεται μονότονος,

παραπέμποντας σε ένα ήθος που ενδίδει στην ήσσονα προσπάθεια,

δηλώνοντας φόβο ή και αποστροφή για αιχμηρότερες χειρονομίες. H

ανισορροπία αυτή (ερωτική απόκλιση, από τη φύση της ανατρεπτική· διδαχή

κοινόχρηστη και μαλακή) ενισχύεται καθ' οδόν με ένα τρίτο, συγγενές,

στοιχείο, που θα μπορούσε να ονομαστεί θυμοσοφία. Πρόκειται μάλλον για

μελαγχολική κατανόηση της ματαιότητας των εγκοσμίων, που στεγάζεται

συχνά στη σκιά του Παπαδιαμάντη, συχνότερα στη φωλιά μιας ανώνυμης

λαϊκής γλώσσας, που κυκλοφορεί στις παρυφές της επαρχιακής πόλης.

4. Προχωρώντας από το «Φιλότιμο» στην «Κληρονομιά», ο Ιωάννου

φαίνεται να ελέγχει ή και να λογοκρίνει τις υποκειμενικές του εμμονές· να

ισορροπεί το όποιο «σκάνδαλό» τους με ενδιαφέροντα δημοσιότερα,

πρόσφατα και πολιτικά. Στη «Μόνη κληρονομιά» μάλιστα αυτή η φρόνιμη

δοσολογία προσωπικής εξομολόγησης και φροντίδας για τα κοινά τείνει να

πάρει τη μορφή σύγχρονης χρηστομάθειας, όπου τα επικίνδυνα για τη

Page 37: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

δημόσια υγεία εξουδετερώνονται από τα ακίνδυνα, ενίοτε και από τα ελαφρώς

δημαγωγικά.

5. Μάταια θα αναζητούσε ο αναγνώστης στο εξελισσόμενο έργο του Γιώργου

Ιωάννου σημάδια ουσιαστικής ενηλικίωσης του αφηγητή· σχόλια λόγου χάριν

για τη χρονική και την τοπική εκρίζωσή του από το παθογόνο κέντρο

ανάμνησης, που είναι η Θεσσαλονίκη· κρούσεις για τις παραμορφωτικές

συνέπειες της αναγκαστικής του διαφυγής. Δεν είναι νομίζω τυχαίο ότι στα

«Πεζογραφήματα» του Ιωάννου ο αφηγητής έχει σταθερά εφηβική ηλικία.

Αυτό το, ναρκισσιστικό κάπως, όριο απαγορεύει τη δραματική σύγκρουση

ανάμεσα στο αφηγούμενο παρελθόν και στο αφηγηματικό παρόν.

Ως εδώ, προς το παρόν. Και τώρα το διπλό επιμύθιο: α) Τέτοιας λογής

ελλείμματα τα χρωστούμε εμείς στην επαρχία ή η επαρχία σ' εμάς; β)Οποιος,

επαρχιώτης ο ίδιος, μιλά για επαρχιακά ελλείμματα των άλλων, εκών άκων,

αυτοβιογραφείται.

Αυτά, προς άρση, θεμιτών και αθέμιτων, παρεξηγήσεων.

ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 9-4-2006

Tags: μαρωνίτης δημήτρης, γιώργος ιωάννου, εφημ το βημα, λογοτεχνική κριτική,νεοελληνική λογοτεχνία, αναδημοσιεύσεις Μετά είκοσι έτη

27 Μαρ 2010

Χωρίς Σχόλια

Το έργο του Ιωάννου αποτελεί κομβικό σταθμό για την πεζογραφία μας

του Νάσου Βαγενά,καθηγητή της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Page 38: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Συμπληρώνονται φέτος είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Ιωάννου.

Στο γεγονός δεν έχει ως τώρα δοθεί η δέουσα προσοχή, αν κρίνουμε από την

αδιαφορία των περισσότερων των εφημερίδων που διαμορφώνουν με τις

σελίδες τους για το βιβλίο τις συνθήκες του λογοτεχνικού μας χρηματιστηρίου

αξιών. Ο λόγος είναι προφανής. «Ο Ιωάννου δεν πουλάει», δήλωνε αφ'

υψηλού προ ημερών εκδότης εθισμένος στο λογοτεχνικό είδος των μπεστ

σέλλερ.

Και όμως, ο Ιωάννου ως τον θάνατό του ήταν ο πλέον «ευπώλητος» από

τους πεζογράφους της εποχής του. Ηταν το εμπορικό ανάλογο του πλέον

επιτυχημένου Ελληνα «μπεστσελλερίστα». Γι' αυτό και για όσους πιστεύουν

ότι είναι ένας από τους κορυφαίους Ελληνες πεζογράφους, η περίπτωση της

σημερινής τύχης του θα μπορούσε να γίνει ο γνώμονας για χρήσιμες

συγκρίσεις σε ό,τι αφορά τη σχέση σήμερα, στη χώρα μας, του

αναγνωστικού κοινού με τη λογοτεχνική ποιότητα.

«Ο Ιωάννου δεν πουλάει σήμερα», ανέλυσε ο εκδότης, «γιατί δεν

εκφράζει το πνεύμα της εποχής μας». H διαπίστωση θα ήταν εύστοχη, αν ο

βαθύτερος σκοπός της λογοτεχνίας ήταν η έκφραση του πνεύματος μιας

εποχής. Ενα έργο τέχνης βέβαια δεν μπορεί να είναι έργο σημαντικό, αν δεν

εκφράζει το πνεύμα της εποχής του. Ομως υπάρχουν έργα που εκφράζουν το

πνεύμα της εποχής τους χωρίς να είναι σημαντικά. Και τούτο γιατί ο

βαθύτερος σκοπός της τέχνης, χωρίς την υλοποίηση του οποίου ένα

έργο δεν μπορεί να είναι πραγματικά σημαντικό, είναι η απεικόνιση της

Page 39: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

ανθρώπινης κατάστασης, απεικόνιση που δεν εξαντλείται με την

έκφραση του πνεύματος της εποχής.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, αν ο Ιωάννου δεν πουλάει σήμερα, αυτό

συμβαίνει όχι γιατί το έργο του δεν εκφράζει το πνεύμα της εποχής

μας (στον βαθμό που ένα έργο είναι σημαντικό εκφράζει και το πνεύμα - το

βαθύτερο πνεύμα - και άλλων εποχών, πολλώ μάλλον το πνεύμα μιας

συνεχόμενης με την εποχή του εποχής)· αυτό συμβαίνει γιατί το

αναγνωστικό κοινό σήμερα στον τόπο μας έχει διαμορφωθεί έτσι (από

παράγοντες ορατούς τόσο που να μη χρειάζεται να τους αναφέρουμε

εδώ), ώστε να πιστεύει ότι ο βαθύτερος σκοπός ενός λογοτεχνικού

έργου είναι να εκφράζει το πνεύμα της εποχής του, νοώντας μάλιστα ως

πνεύμα της εποχής τις πλέον επιφανειακές εκδηλώσεις της.

Το γιατί ο Ιωάννου είναι ένας από τους κορυφαίους πεζογράφους μας το έχει

εξηγήσει με πειστικότητα η κριτική. Συνοψίζοντας την αξιολόγησή της θα

λέγαμε ότι το έργο του, εκτός από την ενάργεια με την οποία απεικονίζει

την ανθρώπινη μοίρα, αποτελεί και κομβικό σταθμό για την πεζογραφία

μας. Κι αυτό γιατί η γραφή του με την ιδιότυπη και καίρια διατύπωσή της

αποτέλεσε έναν βαθύ της εκσυγχρονισμό· ένα συμβάδισμά της, θα

προσθέταμε, με τις πλέον ουσιώδεις σύγχρονές της εκφράσεις του δυτικού

πεζογραφικού λόγου, το οποίο συνέβαλε αποφασιστικά στην ανανέωση της

πεζογραφίας μας. Το ιδιαίτερο στην περίπτωση του Ιωάννου είναι ότιαυτός

ο εκσυγχρονισμός υπήρξε ενδογενής· ότι ο Ιωάννου τον κατόρθωσε όχι

συνομιλώντας με τις σύγχρονές του δυτικές αναζητήσεις, όπως σχεδόν

πάντοτε συμβαίνει στη λογοτεχνία μας, αλλά με τη σύνθεση και τη

συγχώνευση σε ένα δραστικό κράμα των πλέον ζωτικών στοιχείων της

νεοελληνικής πεζογραφικής διαχρονίας.

Οπως ο Παπαδιαμάντης, ο Μπόρχες ή ο Καλβίνο, ο Ιωάννου είναι

ένας ποιητής που έγραφε σε πρόζα. Μια πρόζα βέβαια εντελώς

διαφορετική από εκείνη των ποιητικιζόντων πεζογράφων. Το νέο

πεζογραφικό ύφος που δημιούργησε, και που γονιμοποίησε τη γραφή

πολλών νεότερων ομοτέχνων του, προσγείωσε τη λυρικών διαθέσεων

πεζογραφία μας σε ποιητικά εδάφη ρεαλιστικότερα, αποπεζοποιώντας

Page 40: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

ταυτόχρονα και τη ρεαλιστική μας πεζογραφία. Ο Ιωάννου διαμόρφωσε

έναν νέο σύγχρονο πεζογραφικό λυρισμό, έναν ρεαλιστικό λυρισμό,

διαφορετικό από τον εξωστρεφή λυρισμό της έως τις μέρες του πεζογραφίας

μας· μια ποιητικότητα εσωτερικής καύσεως, που δεν χρειάζεται λυρικές λέξεις

για να αρθρωθεί και που παράγει τη θερμοκρασία της - μια δροσερή

θερμοκρασία - χάρη σε ένα νέο για τη λογοτεχνία μας είδος υποβολής, που

αναδύεται, καθοδηγούμενο από μια πραγματιστική ματιά, μέσα από μια

δεξιοτεχνική συναίρεση ποικίλων - συχνά ετερόκλητων - στοιχείων:

η εκφραστική λιτότητα που, παρά την αμεσότητά της, παράγει χάρη στις

λανθάνουσες συνδηλώσεις της μιαν υποδόρια ένταση· η διαφορετική από τις

συνήθεις μορφές της συνειρμικότητα· η αιφνίδια ανατροπή της χρονικής

ακολουθίας και οι ευφυείς παρεκβάσεις· το χιούμορ και η - συχνά

αυτοαναφορική - ειρωνεία· η επικέντρωση της προσοχής σε ελάχιστα

ορατές, ωστόσο καθοριστικές, πτυχές της πραγματικότητας,

συνεκβάλλουν σε μιαν ανεπιτήδευτη και φυσική, όμως συγχρόνως και βαθιά,

γλώσσα, σε ένα είδος ποιητικού ρεαλισμού που για πρώτη φορά

εμφανίζεται στην πεζογραφία μας.

Ο Ιωάννου μυθοποιεί ρεαλιστικά τη βίωση από τοναυτοβιογραφούμενο

ήρωα των πεζογραφημάτων του της προσωπικής του μοίρας, με μια γραφή

που αναπαριστά τις περιπέτειές του με μιαν οπτική καθαρότητα ονείρου. Και

είναι αυτή η περίτεχνη μυθοποίηση και η οντολογική διάσταση που αυτή

παρέχει στην απεικόνιση του κόσμου του που θα κάνουν, πιστεύω, το έργο

του να διαβάζεται, στις μέρες που θα έρθουν, όπως διαβάζεται σήμερα το

έργο του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη.

ΠΗΓΗ:εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ,18 Σεπτεμβρίου 2005

Tags: γιώργος ιωάννου, εφημ το βημα, νάσος βαγενάς, λογοτεχνία γ λυκείου, νεοελληνική λογοτεχνία, αναδημοσιεύσεις Γιώργου Ιωάννου,Στου Κεμάλ το σπίτι

26 Μαρ 2010

Χωρίς Σχόλια

Μια διδακτική προσέγγιση

Page 41: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

από τον Αθανάσιο Κουτσογιάννη,

Φιλόλογο 3ο ΓΕΛ Πολίχνης

Γιώργος Ιωάννου, «Στου Κεμάλ το σπίτι»

Σχολικό βιβλίο: Νεοελληνική Λογοτεχνία, Γ' ΓΕΛ, Θεωρητική κατεύθυνση

(σελ. 265-269)

Ανήκει στη συλλογή : Η μόνη κληρονομιά, 1974

Χαρακτηριστικά της συλλογής:

- H αγάπη και η κατανόηση του ανθρώπου, των καημών και των βασάνων του

- Ωριμότητα, αφηγηματική απλότητα, συγκίνηση συνάμα με χιούμορ

- Σημαντικό χάρισμα: τα πιο ασήμαντα προσωπικά περιστατικά

μετουσιώνονται σε τέχνη

- Η πόλη -Θεσσαλονίκη- μετατρέπεται σε σκηνικό που πάνω του θα

ακουμπήσουν τα γεγονότα και οι καταστάσεις τις οποίες ανακαλεί στη μνήμη

του ο αφηγητής (Σαχίνης, 1979)

Το θέμα

Οι επισκέψεις μιας γυναίκας στο σπίτι του αφηγητή, κοντά στο σπίτι που

γεννήθηκε ο Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη. Το σπίτι, που τώρα κατοικείται από την

προσφυγική οικογένεια του αφηγητή, ανήκε πριν την ανταλλαγή στην

οικογένεια της γυναίκας αυτής.

Επιμέρους θεματικοί άξονες

Page 42: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

- Η αγάπη και η νοσταλγία της γυναίκας για το σπίτι που γεννήθηκε και

μεγάλωσε

- Οι δεσμοί της γυναίκας με τα σύμβολα του σπιτιού

- Τα αισθήματα της οικογένειας απέναντι στη γυναίκα

- Η προσφυγιά και από τις δυο πλευρές και οι ανθρώπινες σχέσεις

- Η πολυκατοικία στη θέση του παλιού αρχοντικού

- Η άποψη του συγγραφέα για την καταστροφή της

παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και τη νέα αρχιτεκτονική

αισθητική

Ο τίτλος: Στου Κεμάλ το σπίτι

- Αποτελεί σημείο αναφοράς της αφήγησης

- Προσδιορίζεται ο χώρος της αφήγησης

- Λειτουργεί ως σύμβολο μιας εποχής και συνδέει την αφήγηση με

συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα

Ο τίτλος λειτουργεί, δηλαδή, ως σύμβολο μιας εποχής και συνδέει την

αφήγηση με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα (επιλέγεται ίσως γι' αυτούς τους

λόγους, αφού το σπίτι της αφήγησης είναι άλλο).

Έμμεση αναφορά στον Τουρκικό πληθυσμό που κατοικούσε πριν την

ανταλλαγή στην Θεσσαλονίκη. Προετοιμάζεται ο αναγνώστης για την

εμφάνιση - καταγωγή της γυναίκας

Page 43: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

(Να διευκρινισθεί: Ο τίτλος αναφέρεται στο σπίτι που γεννήθηκε ο Κεμάλ

Ατατούρκ, αλλά το σπίτι που επισκέπτεται η γυναίκα δεν πρόκειται για το

σημερινό τουρκικό προξενείο, αλλά για διπλανό σπίτι)

Α. Οι επισκέψεις της άγνωστης γυναίκας και οι συνήθειές της

Η γυναίκα:

- μαυροφορεμένη, κουρασμένη ψυχικά, ευγενική, οι τρόποι της προδίδουν

αρχοντική καταγωγή

- καθόταν στο κατώφλι, έπινε το νερό από το πηγάδι και έτρωγε τα μούρα που

της προσέφεραν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση

- ευχόταν στα τούρκικα

- έριχνε κλεφτές ματιές προς το σπίτι του αφηγητή

- έκλεινε τα μάτια (νοσταλγικά) και ψιθύριζε ονόματα παράξενα

Η άγνοια για την ταυτότητα της γυναίκας και ο λόγος των επισκέψεων

δημιουργούν ατμόσφαιρα αινιγματική

- έντονο το αίσθημα της φιλοξενίας

Το δέντρο (ντουτιά:συκομουριά) και οι καρποί του - Το νερό από το

πηγάδι - Το κατώφλι της αυλής

α. Μπορούν να χαρακτηριστούν ως στοιχεία πλοκής. Έχουν συναισθηματική

αξία για τη γυναίκα, τη συνδέουν με το παρελθόν της, αλλά ο αφηγητής και οι

οικείοι του το αγνοούν.

β. Συμβολίζουν την οικιστική -αρχιτεκτονική παράδοση, την ανθρώπινη, με τις

αυλές και τα δέντρα.

Β. Αναλυτική αναφορά στις επισκέψεις

Προσδιορίζονται χρονικά: από το 1936 έως λίγο μετά τον πόλεμο

Page 44: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

- Από τη συμπεριφορά της σταδιακά αρχίζει να διαφαίνεται η ταυτότητά της

και ο λόγος των επισκέψεων.

- Άρνηση να πιεί από το νερό της βρύσης -βούρκωμα της γυναίκας.

Το πηγάδι ήταν κομμάτι από τη ζωή της. Συναισθηματική αξία για εκείνη

(όπως και η μουριά).

- Αποκάλυψη της εθνικότητας: η αρχική συμπάθεια μετατρέπεται σε ταραχή

και αντιπάθεια λόγω της εθνικότητας (αρνητικές μνήμες του ξεριζωμού). Οι

εθνικές διαφορές επηρεάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις.

- Οι κοινές μνήμες της προσφυγιάς επαναφέρουν τα αρχικά συναισθήματα της

συμπάθειας

- Τα συναισθήματά της από τη θέα του έρημου και ρημαγμένου (εξαιτίας του

πολέμου) σπιτιού -τα θετικά συναισθήματα της οικογένειας του αφηγητή προς

τη γυναίκα

Γ. Η εξαφάνιση της γυναίκας - η καταστροφή του σπιτιού

- Σύνδεση με την αρχή της αφήγησης: η γυναίκα δεν ξαναφάνηκε (επιστροφή

στο παρόν)

- Γκρέμισμα του σπιτιού -χτίσιμο πολυκατοικίας που κι αυτή θα δώσει τη θέση

της σε άλλη

- Σχολιάζεται αρνητικά η σύγχρονη αρχιτεκτονική και η αισθητική των κτηρίων

που χτίζονται.

- Επιθυμία του αφηγητή να αποτρέψει την καινούργια κατασκευαστική

προσπάθεια.

Page 45: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

- Συνειρμικά επιστρέφει στο παρελθόν: αναφορά στο ψηφιδωτό που υπήρχε

στα θεμέλια της οικοδομής και στον ιδιοκτήτη του σπιτιού πριν την ανταλλαγή

των πληθυσμών.

- Αναφορά στο πλούσιο ιστορικό παρελθόν της πόλης και στην καταστροφή

της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η ταυτότητα της γυναίκας

- Μέσα από τα λόγια της γριάς «Στο σπίτι αυτό . δεν ματαείδα» - λιτότητα και

παραστατικότητα- αποκαλύπτεται έμμεσα η ταυτότητα της παράξενης

γυναίκας, ο σκοπός των επισκέψεών της και η αιτία που δεν ξαναφάνηκε.

- Η εικόνα του αποχωρισμού εκφράζει την ψυχική οδύνη και την εσωτερική

τραγωδία ενός ανθρώπου που αποκόπτεται από τις ρίζες του.

- Ο ψυχικός πόνος και η οδύνη που προκαλεί ο ξεριζωμός από τις πατρικές

εστίες: Στοιχείο βιωματικό, αφού και ο συγγραφέας κατάγεται από οικογένεια

προσφύγων.

- Το σπίτι ήταν ο συνδετικός κρίκος με το παρελθόν της.

Η καταστροφή του απέκοψε τη γυναίκα από τις ρίζες της.

Τα πρόσωπα - ο βιωματικός χαρακτήρας του κειμένου

- Η γυναίκα

- Ο αφηγητής

- Η οικογένεια του αφηγητή

- Σπιτονοικοκύρης -εργολάβοι

Page 46: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

- Η γριά

Στοιχεία βιωματικότητας: η Θεσσαλονίκη, η συγκεκριμένη γειτονιά, η

προσφυγιά, η καταστροφή της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.

Ενδεικτικές ερωτήσεις:

α) Να σχολιασθούν οι αντιδράσεις της γυναίκας στις διαφορετικές περιστάσεις

(όταν έτρωγε τα μούρα, έπινε νερό από το πηγάδι, άρνηση να πιεί από της

βρύσης).

β) Τα πεζογραφήματα του Γ. Ιωάννου έχουν χαρακτηρισθεί ως βιωματικά. Να

εντοπίσετε συγκεκριμένα παραδείγματα από το κείμενο που τεκμηριώνουν

την άποψη αυτή.

Ο Χώρος

- η Θεσσαλονίκη - γενέθλια γη

- η γειτονιά γύρω από το σπίτι που γεννήθηκε ο Κεμάλ

- ο χώρος στον οποίο ο συγγραφέας έζησε για πολλά χρόνια

Ο χρόνος

Ο χρόνος προσδιορίζεται με σαφήνεια ή συνάγεται από τις αναφορές σε

ιστορικά γεγονότα.

Αβίαστη σύνθεση παρόντος -παρελθόντος: ξεκινάει από το παρόν (δεν

ξαναφάνηκε..), περνάει στο παρελθόν (οι αναφορές στις επισκέψεις της

Page 47: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

γυναίκας - από το 1936 έως λίγο μετά τον πόλεμο), ξανά στο παρόν (..θα

παραφυλάγω.και ίσως εμποδίσω..) και τέλος πάλι στο παρελθόν- αναδρομική

αφήγηση (στο σπίτι καθόταν ένας μπέης..).

Ερώτηση:

Η αφήγηση οργανώνεται με βάση το χρόνο. Να εντοπίσετε τα διαφορετικά

επίπεδά του.

Ο χρόνος (συνέχεια)

- Οι επισκέψεις της Τουρκάλας μας μεταφέρουν στο παρελθόν, καθώς

ανακαλούν στη μνήμη του αφηγητή την προσφυγιά του 1922 («Δεν μας

έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι σαν μια διαρκή υπενθύμιση

της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους Τούρκους να μπερδουκλώνονται

πάλι στα πόδια μας;»).

Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στα χρόνια της αντιπαροχής και της οικιστικής

μεταμόρφωσης της Ελλάδας, γύρω στη δεκαετία του 60 και '70 («το σπίτι είχε

παραδοθεί.... Φρικαλέες») και στην ανέγερση των σύγχρονων πολυκατοικιών

(«Τώρα ετοιμάζονται να τη γκρεμίσουν οι γελοίοι»).

Ιστορικό πλαίσιο

Το ιστορικό πλαίσιο που διαγράφεται πίσω από τα περιστατικά:

- ανταλλαγή πληθυσμών

- προσφυγιά

- β΄ παγκόσμιος πόλεμος

Page 48: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

- μεταπολεμικός κόσμος

Ερώτηση: ποιο είναι το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το

συγκεκριμένο πεζογράφημα. Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με

συγκεκριμένα παραδείγματα.

Αφηγηματικές τεχνικές

- η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη (εγώ, εμείς)

- τύπος αφηγητή: ομοδιηγητικός, με εσωτερική οπτική γωνία

/εσωτερική εστίαση

- αφήγηση με βάση το χρόνο

- επιβράδυνση

- προοικονομία

- επιτάχυνση

- αναδρομική αφήγηση

- σχόλια

- παρεκβάσεις

- αντιθέσεις

Ερωτήσεις: να επισημάνετε στο κείμενο ένα παράδειγμα για κάθε

περίπτωση

Page 49: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Αφηγηματικοί τρόποι

- Μίμηση

- Περιγραφή

- Σχόλια

Να επισημανθεί ότι τα κείμενα του Γ. Ιωάννου δεν ακολουθούν πάντα τους

κανόνες ενός κλασικού διηγήματος. Στην τεχνική του διασπασμένου θέματος,

τα γεγονότα είναι ψηφίδες που συνθέτουν το αφήγημα, ενώ ταυτόχρονα

παρεμβάλλονται σκέψεις και συναισθήματα του συγγραφέα. Δεν υπάρχει

δηλαδή η κλασική μορφή διηγήματος με αρχή, μέση, τέλος. Κατά συνέπεια

υπάρχουν ιδιαιτερότητες ως προς τους εκφραστικούς τρόπους.

Εκφραστικά μέσα

εικόνες, σχήματα λόγου, η χρήση ρημάτων -επιθέτων:

Αποδίδεται:

- η συναισθηματική φόρτιση των προσώπων

(γυναίκας -αφηγητή) / ο πόνος από τον ξεριζωμό, η νοσταλγία,

- η οργή και ο θυμός του για την καταστροφή του σπιτιού και

του ψηφιδωτού, η απέχθειά του για τους υπεύθυνους αυτής

της καταστροφής

Page 50: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Ερωτήσεις:

α) Τα συναισθήματα της γυναίκας και του αφηγητή εκφράζονται μεταξύ των

άλλων με εικόνες και μεταφορές: να δώσετε δύο παραδείγματα για κάθε

εκφραστικό μέσο.

β) Ο αφηγητής είναι ιδιαίτερα επικριτικός για τον οικοδομικό εκσυγχρονισμό

που επιχειρείται. Να επισημάνετε συγκεκριμένα χωρία μέσα στο κείμενο

καθώς και τα εκφραστικά μέσα με τα οποία προβάλλεται αυτή η θέση του.

Γλώσσα - ύφος

- απουσία μελοδραματισμού

- μικροπερίοδος λόγος

- ποιητική ελλειπτικότητα

- τα συναισθήματα των προσώπων ( γυναίκας - αφηγητή και των οικείων

του)/ο πόνος από τον ξεριζωμό, ο σπαραγμός,η νοσταλγία, η συγκίνηση, η

συμπάθεια, κλπ αποδίδονται συγκρατημένα.

- ειρωνική χρήση της γλώσσας

- ρεαλισμός στο τέλος, όταν εκφράζει την άποψή του για τους εργολάβους

Η γλώσσα του πεζογραφήματος είναι καθημερινή, λιτή, με πεζολογικά

στοιχεία. Η συναισθηματική φόρτιση των προσώπων ( γυναίκας -αφηγητή)/ο

πόνος από τον ξεριζωμό, η νοσταλγία κλπ αποδίδεται συγκρατημένα:

απουσία μελοδραματισμού, ποιητική ελλειπτικότητα / ο ευθύς λόγος σε

κάποια σημεία προσδίδει ζωντάνια, παραστατικότητα και αμεσότητα, ενώ οι

Page 51: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

ρητορικές ερωτήσεις («δεν μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το

σπίτι....» , «ποιος ξέρει τι μεγαλεπίβολο σχέδιο...») και τα επίθετα

(κουρασμένη, κατατσακισμένη, αρχοντική ομορφιά, επίμονη νοσταλγία,

σιχαμένος σπιτινοικοκύρης, φρικαλέες πολυκατοικίες κ.λ.π.) αποδίδουν με

ευστοχία τα συναισθήματα του αφηγητή/ρεαλισμός και ειρωνεία σε κάποια

σημεία «ποιος ξέρει τι μεγαλεπίβολο σχέδιο...»)

ΠΗΓΗ: ΗΜΕΡΙΔΑ «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ΄

ΛΥΚΕΙΟΥ: ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ»

(Θεσσαλονίκη, 16-12-2009)

Tags: γιώργος ιωάννου, λογοτεχνία γ λυκείου, νεοελληνική λογοτεχνία, αναδημοσιεύσεις Γ.Ιωάννου: Μες τους προσφυγικούς συνοικισμούς

Page 53: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma
Page 54: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma
Page 55: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

ΠΗΓΗ:εφημ. ΕΘΝΟΣ, ένθετο ΠΑΙΔΕΙΑ, 27-1-2010

Tags: γιώργος ιωάννου, λογοτεχνία γ λυκείου, μεταπολεμική γενιά, νεοελληνική λογοτεχνία, αναδημοσιεύσεις, πεζογραφία Βιωματικότητα: Ένα έμμονο χαρακτηριστικό της ποιητικής του πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου

26 Φεβ 2010

Χωρίς Σχόλια

Page 56: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma
Page 57: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

ΠΗΓΗ: Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου, Κατεύθυνσης, Βιβλίο Καθηγητή,

ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999

Tags: γιώργος ιωάννου, λογοτεχνία γ λυκείου, μεταπολεμική γενιά, νεοελληνική λογοτεχνία, αναδημοσιεύσεις, πεζογραφία Βίωμα θανάτου στον Γ. Ιωάννου: ποιητική και πεζογραφική εκδοχή

03 Δεκ 2009

Χωρίς Σχόλια

Δημήτρης Kοκορης

Δρ Φιλολογίας, ειδικός επιστήμονας του ΑΠΘ

ΟI ΦIΛOΛOΓIKEΣ κριτικές και λογοτεχνικές καταθέσεις του Γιώργου

Ιωάννου συγκροτούν ένα έργο σημαντικό και πολύπτυχο. Πυρήνας της

συνεισφοράς του Ιωάννου είναι τα πεζογραφήματά του, τα οποία τοποθετούν

τον δημιουργό τους σε εξέχουσα θέση του μεταπολεμικού λογοτεχνικού μας

κανόνα. Η πεζογραφία τού Ιωάννου είχε και έχει υψηλόβαθμη απήχηση στους

αναγνώστες, στους μελετητές, αλλά και σε συνομηλίκους και νεοτέρους

ομοτέχνους του. Ωστόσο, ο Ιωάννου ξεκίνησε ως ποιητής και είναι κοινός

κριτικός τόπος ότι η πεζογραφική παραγωγή του ενέχει και αρκετά ποιητικά

στοιχεία. Η αίσθηση της αμαρτίας, η εξομολογητικότητα, η ανάγκη

ανθρώπινης επαφής, η λειτουργία της μνήμης αποτελούν δομικούς άξονες

τόσο της ποιητικής όσο και της πεζογραφικής παρουσίας του συγγραφέα, ενώ

εντοπίζονται βιώματα που ως θέματα τα έχει επεξεργαστεί και σε ποιητική, και

σε πεζογραφική εκδοχή. Απλώς αναφέρουμε, για παράδειγμα, αφού ακόμη

και οι τίτλοι σκιαγραφούν τη θεματική σύγκλιση, το ποίημα «Ομίχλη πέφτει»

από τη συλλογή Τα Χίλια Δέντρα (α΄ εκδ. 1963) και το διήγημα «Ομίχλη» από

τη Μόνη κληρονομιά (α΄ εκδ. 1974). Θα σχολιάσουμε εκτενέστερα ένα ποίημα

και ένα πεζογράφημα του Ιωάννου, που θεμελιώνουν τη συγκινησιακή

δυναμική τους σε ομοειδή βιώματα ή προφανώς και στο ίδιο βίωμα: Στον

θάνατο ενός νεαρού στρατιώτη σε δυστύχημα. Τόσο η αφηγηματική φωνή του

ποιήματος όσο και ο δραματοποιημένος αφηγητής του πεζογραφήματος

υπογραμμίζουν τη συναδελφική και συναισθηματική σύνδεσή τους με το

αδικοχαμένο παλικάρι.

«Η αίσθηση της αμαρτίας, η εξομολογητικότητα, η ανάγκη ανθρώπινης

επαφής, η λειτουργία της μνήμης αποτελούν δομικούς άξονες τόσο της

Page 58: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

ποιητικής όσο και της πεζογραφικής παρουσίας του συγγραφέα». (Η

γωνιά του εικονοστασίου στο σπίτι του Γ. Ιωάννου, φωτ.: Κανάρης Τσίγκανος)

Το ποίημα προέρχεται από Τα Χίλια Δέντρα:

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

Oταν ήρθε το σήμα πως σκοτώθηκε,

έφυγα πια και ρίχτηκα ξερός μέσα στα χόρτα.

Όλη τη νύχτα έτρεχα σε κατακίτρινη ερημιά,

έσκαβα λάκκους - κραύγαζα μια λύση.

Όσο που ήρθε, όσο που τον έφερα·

γυμνός και με τον πράσινο μπερέ καψαλισμένο.

Όταν θα βάλεις τα πολιτικά,

εμένα να θυμάσαι, μου ψιθύρισε·

ποτέ μου δεν απόχτησα κουστούμι.

Η οδυνηρή απώλεια, το τραγικό βίωμα, η μνήμη και η φαντασία ως μοχλοί του

ποιήματος και ως πηγές εικόνων και συναισθημάτων κυριαρχούν. Η ρυθμική

σκευή των στίχων συγκροτεί την προσωδιακή ταυτότητα του ποιητή Ιωάννου:

Οι περισσότεροι στίχοι έχουν μια σχετικά χαλαρή -ωστόσο υπαρκτή- ρυθμική

υπόσταση, βασισμένη στην εναλλαγή τροχαϊκής και ιαμβικής φόρτισης: Ο

πρώτος στίχος, για παράδειγμα, εκκινεί με τέσσερις τροχαϊκές συλλαβές ( ΄ - ΄

-) και ολοκληρώνεται με ιάμβους ( _ ΄ ). Ωστόσο, ο δεύτερος και ο έκτος στίχος

είναι ρυθμικώς άψογοι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι. Η σχετική μετρική

ελευθεριότητα, εμπλουτισμένη και με νησίδες έμμετρης ρυθμικότητας, η μικρή

σε έκταση φόρμα, η ανάπλαση εικόνων και λέξεων με οχήματα τη μνήμη, την

εξομολόγηση και τη φαντασία, η συναισθηματική διαύγεια καθορίζουν την

ποιητική φλέβα του Ιωάννου, η οποία όμως, όταν απλώθηκε στην περιοχή

Page 59: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

του πεζού λόγου, μέστωσε τα χαρακτηριστικά της και λειτούργησε πιο

πρωτότυπα, αφού οι εξομολογητικές παρεκβάσεις, το μείγμα αναπόλησης και

θυμοσοφίας, η χαλαρή -αλλά όχι ανύπαρκτη- πλοκή, ο βαθύς

συναισθηματικός τόνος και ο δραματοποιημένος αφηγητής, που αποδίδει τα

αφηγούμενα ως και σαν βιώματά του, συγχωνεύτηκαν σε ένα πεζογραφικό

χαρμάνι εξαιρετικής ποιότητας.

Tα πασσαλάκια

Το πεζογράφημα «Τα πασσαλάκια» ανήκει στη συλλογή κειμένων Η

σαρκοφάγος (α΄ εκδ. 1971). Στην αρχή του κειμένου στήνεται το σκηνικό

εκτύλιξης του βιώματος, μιας και η φύση του πεζού λόγου επιτρέπει τα ομαλά

δεσίματα των τμημάτων της αφήγησης (η ποιητική εκδοχή μπαίνει αμέσως

στο τραγικό κυρίως θέμα). «Τα παραμεθόρια μέρη με τα τεράστια δέντρα και

τα άφθονα άγρια ζώα και πουλιά» είναι ο τόπος στρατοπεδείας, ενώ το ότι το

δάσος, όπου στήθηκαν τα αντίσκηνα των φαντάρων, «σκέπαζε ένα

παμπάλαιο χριστιανικό νεκροταφείο» συγκροτεί μια τραγική προοικονομία.

Oταν ο αφηγητής και ο φίλος του καταπιάνονται να στήσουν το αντίσκηνό

τους, διαπιστώνουν ότι δεν τους δόθηκαν πασσαλάκια. «Χωρίς αυτά όμως

τίποτε δεν μπορούσε να γίνει. Ευτυχώς που τα χέρια του έπιαναν[.] Ξύλα

έκοψε απ' τα γύρω δέντρα πελεκώντας τα με την ξιφολόγχη του. Το αντίσκηνό

μας ήταν απ' τα πιο μερακλίδικα».

Ο τόπος είχε πολλά φίδια. «Εγώ ο ίδιος σκότωσα μια νύχτα ένα

(εξομολογείται ο αφηγητής), που είχε τυλιχτεί σ' ένα πασσαλάκι της σκηνής

μας και σφύριζε. «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό», μου είπε ο σύντροφός μου

συλλογισμένος», δεύτερη προοικονομία θανάτου, αρρυόμενη από τη γνωστή

λαϊκή δοξασία για το τυχερό φίδι του σπιτιού. Πιάνει φωτιά το αντικρινό δάσος,

σπεύδουν στρατιώτες για να τη σβήσουν, ακούγονται δυνατές εκρήξεις. «Το

πρωί ένα αμάξι τριών τετάρτων σταματημένο μπροστά στο υπασπιστήριο

έσταζε απ' τα αίματα. Οι κρότοι εκείνοι, που μας είχαν ξυπνήσει, ήταν νάρκες

και όχι δυναμίτες. Δυο τρεις φαντάροι ήταν λαβωμένοι βαριά. Ο φίλος μου είχε

αμέσως πεθάνει. Ούτε ήταν δυνατό πια να τον ξαναδώ. Τους είχαν μεταφέρει

κιόλας στην πόλη.

Page 60: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Μου είπαν να παραδώσω τα ατομικά του είδη στη διαχείριση. Αυτός ήταν ο

καημός τους. Στάθηκα αρκετή ώρα και τα κοίταζα. Oλα τους αγορίστικα

ταχτοποιημένα και καθαρά. «Πάει ο γαμπρός», ψιθύρισα, συλλογιζόμενος τα

όσα μου εμπιστεύονταν για τους έρωτές του και τα όνειρά του για πολλά

παιδιά».

Ο αφηγητής συντρίβεται από την αναπάντεχη απώλεια, γονατίζει από τη

βαριά στενοχώρια. Παίρνει άδεια και μετά τη γνωστοποίηση της επιστροφής

του στη μονάδα γράφονται τα εξής, τα οποία συγκροτούν και την

καταληκτήρια παράγραφο του κειμένου:

«Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα φτάνοντας στη σκηνή μου, ήταν πως

όλα τα πασσαλάκια της είχαν πετάξει κάτι ωραία βλαστάρια υψηλά. Τα χλωρά

ξύλα είχαν ξαναζωντανέψει. Η σκηνή μου έμοιαζε τώρα σαν ένας ωραίος

τάφος, όπου μπορείς ατέλειωτα να συνομιλείς με τους χαμένους. Τα

βλαστάρια αυτά ήταν το πρώτο παρηγορητικό σημάδι ύστερα από πολλές

μέρες. Σχεδόν το θεώρησα σα μια χωρατατζίδικη υπόμνηση εκ μέρους του.

Δεν είχε τίποτα ολότελα χαθεί κι ας είχε μπηχτεί το παλικάρι μέσα στη γη σα

χλωρό πασσαλάκι. Και πράγματι από νύχτα σε νύχτα τα πασσαλάκια του

έχουν γίνει πια τεράστια σκοτεινά δέντρα μες στη μνήμη και τη φαντασία

μου».

Yπαινικτική έκφραση

Ο Ιωάννου εμπλουτίζει την πεζογραφική αποτύπωση του βιώματος με νότες

αισιοδοξίες και με ρητές αναφορές στη μνήμη και στη φαντασία, ο ρόλος των

οποίων στην ποιητική εκδοχή συνάγεται και υποβάλλεται, χωρίς να

υπογραμμίζεται εμφατικά. Ο μεταπολεμικός ποιητικός λόγος στη λυρική -

υπαρξιακή και στη νεοϋπερρεαλίζουσα πτυχή του υπέβαλε την υπαινικτική

έκφραση, τη διανοητική σκοτεινότητα και τη σχετική διάσπαση της έλλογης

τάξης, ενώ στη ρεαλιστική πτυχή του -την οποία αξιοποίησαν ποιητές σαν τον

Αναγνωστάκη και τον Χριστιανόπουλο- απέδιδε λιτά και τραγικά τον πυρήνα

του βιώματος. Η λογοτεχνική ιδιοσυγκρασία του Ιωάννου τον οδηγούσε -σαν

τον καλό χειρουργό- να καθαρίσει εντελώς την πληγή και όλα της τα

παρελκόμενα και όχι μόνο να αποδώσει συμπυκνωμένα και λιτά το βάθος της.

Page 61: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Επιπρόσθετα, ίσως τον ώθησε προς την πεζογραφία και η θεμιτή φιλοδοξία

να εξελιχθεί καλλιτεχνικά και να καταθέσει αρκούντως πρωτότυπο έργο.

Περπάτησε με ευστάθεια σε ποιητικά μονοπάτια, στων οποίων όμως τη

διάνοιξη δεν είχε πρωτοστατήσει, γι' αυτό με κείμενα σαν αυτά που

επισημάναμε, μπορούμε να νιώσουμε πως ένας καλός ποιητής,

αναδιατάσσοντας το υλικό του και αξιοποιώντας ευφυείς συγγραφικούς

χειρισμούς, μετεξελίχθηκε σε πραγματικά μεγάλο πεζογράφο.

ΠΗΓΗ:εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ένθετο "7 ΗΜΕΡΕΣ" ,13-02-05

Tags: γιώργος ιωάννου, εφημ καθημερινή, νεοελληνική λογοτεχνία, αναδημοσιεύσεις,κριτική Γιώργος Ιωάννου: Η καρδιά του σταθερά ελκύεται από τους κακοπαθημένους

04 Νοε 2009

Χωρίς Σχόλια

του ΣΩTHPH ΔHMHTPIOY

Πεζογράφου

O ΓIΩPΓOΣ IΩANNOY είναι ο συγγραφέας που θα θέλαμε να έχουμε κοντά

μας στις δύσκολες ώρες. Aφαιρεί από τη ζωή τα λαμπιόνια και τις

ψευδαισθήσεις και βρίσκει την κρυμμένη ομορφιά και της πιο άχαρης ζωής.

H κοινωνικότητα είναι γλυκύτερη στις φυλακές και στα μοναστήρια μάς λέει· ο

βαριά άρρωστος με έναν μυστικό τρόπο βρίσκει διέξοδο.

Eίναι μετέωρος ανάμεσα στη λαϊκή και στην αστική τάξη και σε ένα επίσης

διφορούμενο ισχυρό εμείς - η οικογένειά του, οι Mικρασιάτες πρόσφυγες, η

Θεσσαλονίκη. H καρδιά του όμως σταθερά ελκύεται από τους

κακοπαθημένους.

Page 62: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Aς ακούσουμε τα λόγια του από το διήγημα O λογοτιμήτης. «...Tώρα

σφάδαζε μπροστά μας και ξερνοβολούσε. Tοξικομανής, βέβαια, γι' αυτό

και τόσο απελπισμένος. Tο σχεδόν ολόγυμνο κορμί του ήταν

εικονογραφημένο κατά τις καλύτερες παραδόσεις της φυλακής. Oυκ

οίδασι ότι το σώμα ημών ναός του εν ημίν Aγίου Πνεύματός έστιν; Πώς

μπόρεσε λοιπόν να χωρέσει και τόση βρωμιά; Kι όμως, απάνω σ' αυτά

τα παθιασμένα σώματα ριζώνει ωσάν βασιλικός στην κοπριά ο Σταυρός

του Xριστού».

Kαι δεν πειράζει που είναι μόνον ένα απόσπασμα γιατί νόημα και ομορφιά

διατρέχουν φράση φράση όλα σχεδόν τα πεζογραφήματα του Iωάννου.

H αφήγησή του μας ευχαριστεί με την ιδιαίτερη μουσική του, αλλά και τις

ιστορίες του. Πολλές δε φορές οι ιστορίες του τόσο πολύ μάς παρασέρνουν,

που λησμονάμε τον τρόπο του.

Σ' αυτό τον χώρο κάθιζε τον επισκέπτη του, μπροστά από το γραφείο

του. Το διαμέρισμα του Γιώργου Ιωάννου στην οδό Δεληγιάννη 3 στα

Εξάρχεια, αν και νοικιασμένο, συντηρείται μέχρι σήμερα από τα αδέλφια

του όπως ακριβώς ήταν -με θυσίες. Ούτε καν για το αρχείο του έχουν

ενδιαφερθεί το υπουργείο Πολιτισμού, ο Δήμος Θεσσαλονίκης ή

κάποιος άλλος «αρμόδιος φορέας» (Φωτ.: Κανάρης Τσίγκανος).

Αυτό δείχνει ασφαλώς πόσο κοπίαζε στα κείμενά του.

Ξέρουμε πώς καθαρόγραφε με καλλιγραφικά μάλιστα γράμματα τα κείμενά

του πολλές φορές. Όταν δε ήθελε να αλλάξει κάτι, μια λέξη, καθαρόγραφε

πάλι ολόκληρη τη σελίδα.

Σαν να μιλά για όλους μας

H αφήγησή του είναι κοντά στην προφορικότητα και, μάλιστα της επώδυνης

εξομολογήσεως, και βρίσκει το θεματικό της ανάλογο στα κράσπεδα της ζωής,

στους υπονόμους της και συνεχώς ως επωδό περίπου, στο υποχθόνιο μέρος

της.

Page 63: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Mιλά για τον εαυτό του και είναι σαν να μιλά για όλους μας. Έχει βαθιά

επίγνωση τού πόσο όμοιοι είμαστε στα βασικά και στα κρίσιμα. Σταγόνες

νερού ακόμα και εκεί που φαίνεται πως υπάρχουν χασμώδεις διαφορές και

μια σταγόνα από τις πιο θολές ίσως -ο συγγραφέας μας- μίλησε για όλους

από τη χαμηλή σκοπιά. Aπό ξένο άλογο γρήγορα ξεπεζεύεις, λέει μια

παροιμία. O Iωάννου όχι μόνον δεν καταδέχτηκε ξένο άλογο, αλλά ήταν ένας

συνειδητός πεζοπόρος που ψηλάφιζε τη γειτονιά που του όρισε η τέχνη του.

Kαι με τι λάμψη περιβάλλει αίφνης τους ανθρώπους και τους χώρους αυτής

της γειτονιάς.

Nιώθεις πως και ο πλέον περιφρονημένος και ταπεινός, ο πιο αμαρτωλός, ο

πιο αδαής και άχρηστος άνθρωπος, και ο απόκληρος και ο τρελός και ο

ανάπηρος, έχουν τρομερή μυστική αυταξία.

Kαι δεν γράφει από καθέδρας. Eμπλέκεται ο ίδιος διαρκώς και πάντα με

μελανά χρώματα. Σαν να μας λέει, κακός εσύ; Xειρότερος εγώ. Aστείος και

καρικατούρα εσύ; Aστειότερος εγώ.

Σαρκάζει και καμιά φορά είναι αμείλικτος με τους σπουδαιοφανείς, με τους

αξιωματούχους, με τους λαμπροφορεμένους, με τους λαϊκούς που λαίμαργα

κοιτούν τους άρχοντες, με τους επιτηδευμένους, με τους μεταφέροντες. Aς τον

ακούσουμε πάλι από το διήγημα +13.12.43.

«Eμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή

συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Eγώ τα 'χω

καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς

του πούλμαν. Γι' αυτό ξεκίνησα για το πιο κοντινό λαϊκό καφενείο, και

στον δρόμο συνέχεια έλεγα: Θεέ μου, μη μ' αφήνεις, ούτε καλημέρα να

'χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα υποκείμενα».

Όχι πως χαρίζεται στους λαϊκούς και λούμπεν ήρωές του. Mόνο που εκεί το

θάμπος του -θάμπος για την αδιαμεσολάβητη, άσκεφτη ζωή- είναι πιο φανερό

και η κριτική του πιο απαλή.

Mε τους ταπεινούς

Page 64: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Aλλά στους ταπεινούς ανθρώπους του μόχθου, που δεν διαγκωνίζονται για

τίποτα, που δεν έχουν τίποτα, παρέχει αμέριστη τη συμπάθειά του. Tόσο

ανυψώνει η γραφίδα του αυτές τις ζωές που νιώθουμε να ευνοήθηκαν που

δεν κατάφεραν ή δεν θέλησαν να ανελιχθούν κοινωνικά.

Oικογένειά του συγγραφική είναι κυρίως οι παππούδες του και οι γιαγιάδες

του, τα πατρογονικά του, οι νεκροί του. Xώρος του τα παλιά, ιδίως η Kατοχή

και τα δεινά της. Xρόνος του προνομιακός η παιδική του ηλικία.

Σέβεται ό,τι ο χρόνος δοκίμασε, αφαιρεί συνεχώς τις κρούστες του

νεωτερισμού, του προοδευτισμού και της πόζας.

Θα ήθελε όμως κανείς και τον Iωάννου ως άνθρωπο κοντά του, στις δύσκολες

στιγμές του. Kι αυτό γιατί διαισθανόμαστε ότι ο συγγραφέας συμπάσχει με

τους ήρωές του, με τους ανθρώπους.

Aνήκει στη σπάνια κατηγορία των ανθρώπων που μπορούν δίχως νοητική

μεσολάβηση αλλά και τον αυθόρμητο τρόμο της καρδιάς τους να βρεθούν σε

ηθική συστοιχία με τον συνάνθρωπό τους.

Aς ακούσουμε όμως το τέλος του διηγήματος Λαζαρίνα.

«Mονάχα στον στρατό τα μουλάρια βρίσκουν κάποια αγάπη. Kι οι

μουλαράδες φαντάροι, που συνήθως είναι τα πιο αθώα και περιφρονημένα

παλικάρια, συχνά τα χαϊδεύουν με τις χοντρές χερούκλες τους. Kι αυτά που

δεν γνώρισαν καμιά άλλη γλύκα στη ζωή τους, τούς κοιτάζουν σοβαρά

σοβαρά και σαν λυπημένα»

ΠΗΓΗ: εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13-02-05

Tags: γιώργος ιωάννου, εφημ καθημερινή, νεοελληνική λογοτεχνία, αναδημοσιεύσεις,κριτική Γιώργος Ιωάννου: Η Πεζογραφία της Μνήμης & της Μοναξιάς

Page 65: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

11 Οκτ 2009

Χωρίς Σχόλια

Page 66: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma
Page 67: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma
Page 68: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma
Page 69: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma
Page 70: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma
Page 71: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma
Page 72: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma
Page 73: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma
Page 74: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

ΠΗΓΗ: ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Εργοτάξιο Εξαιρετικών Αισθημάτων, Νο 86-87,

Μάιος- Αύγουστος 1996

Tags: περιοδικό οδός πανός, γιώργος ιωάννου, λογοτεχνικά περιοδικά, νεοελληνική λογοτεχνία, αναδημοσιεύσεις

« Γιώργος Ιωάννου 1927-1985: Ημερομηνίες από τη ζωή και το έργο του

Ο Καρλ Σάγκαν μιλάει για την ανθρωπότητα »

Γ.Ιωάννου : Η σύγχρονη ιστορία της Θεσσαλονίκης μέσα από τα μάτια του

ΓIΩPΓOΣ ANAΣTAΣIAΔHΣ

Kαθηγητής Πολιτικής Ιστορίας στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

«Πρέπει να ζούμε και να ξαναζούμε την ιστορία μας (…). Η πόλη αυτή -η

Θεσσαλονίκη- που είναι και κάτι άλλο από την Αθήνα, και εκφράζει μια άλλη

περιοχή και έχει άλλη ζωή, άλλη ιστορία, άλλο πνεύμα που απορρέει από

διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές διαδικασίες – πρέπει να γίνει

περισσότερο σεβαστή από τους πνευματικούς ανθρώπους της, οι οποίοι μαζί

με την υψηλή τέχνη τους, καλό είναι να διασώζουν πότε-πότε και μερικά

δείγματα του παλμού της (…) Σιγά σιγά επιβάλλεται να αγγίξουμε τις πληγές

μας. Να τα πούμε όλα και να τα πούμε τώρα και να μην αφήσουμε τίποτε…»

Page 75: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

(Γ. Ιωάννου)

Η ANAΓNΩΣH των κειμένων του Γιώργου Ιωάννου (Γ. Ι.) και όχι μόνο των

πεζογραφημάτων του αλλά και των συνεντεύξεων του σε περιοδικά και

εφημερίδες νομίζω ότι μπορεί να αποδειχθεί πολλαπλά χρήσιμη και

ερεθιστική για τον ερευνητή της σύγχρονης ιστορίας (και ιδίως της «μικρο-

ιστορίας») της Θεσσαλονίκης: Τα κείμενα αυτά θέτουν επί τάπητος, ως

μεθοδολογικό προαπαιτούμενο, το αίτημα μιας επαναπροσέγγισης των

σχέσεων ιστοριογραφίας και λογοτεχνίας.

Ασφαλώς το λογοτεχνικό έργο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρωτογενές

ιστορικό υλικό. Μπορεί όμως θαυμάσια να αξιοποιηθεί για να αντλήσουμε

στοιχεία για την ατμόσφαιρα και το χρώμα της εποχής και το συγκεκριμένο

βλέμμα των ανθρώπων που τη βιώνουν. Δεν θα μας «πει» π.χ. το

πεζογράφημα του Γ. Ι. πότε ακριβώς και από ποιους και με ποιο σκοπό έγινε

μια συγκέντρωση το 1944 στην πλατεία Αγ. Σοφίας. Θα μας δώσει όμως υλικό

για να αναπλάσουμε το «κλίμα» της, τον «ήχο» και τον «απόηχό» της. Μέσα

από τα κείμενα που παρέχουν το έναυσμα για μια νέα προσέγγιση, από την

σκοπιά της Τοπικής Ιστορίας, στο έργο των λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης:

του Γ. Βαφόπουλου, του Ν. Γ. Πεντζίκη, του Β. Βασιλικού, του Τ. Καζαντζή,

του Ντ. Χριστιανόπουλου, του Ν. Μπακόλα κ.ά., αναδεικνύεται μια

διαφορετική θεώρηση του παρελθόντος. Μια οπτική που το ενδιαφέρον της

δεν εστιάζεται στο πολιτικό προσκήνιο και στα «έργα και τις ημέρες» των

«επιφανών» της εξουσίας, αλλά στο πνεύμα και στις ουσιώδεις

«λεπτομέρειες» της καθημερινής ζωής των «αφανών». Εντοπίζεται δηλ. σε

περιοχές του ιστορικού βίου ζωτικές και εν τούτοις αρκετά παραμελημένες

από την επίσημη ιστοριογραφία: Στις συνοικίες, στις γειτονιές, στους δρόμους,

σ’ όλους τους τόπους που χρωματισμένοι με την «ιστορική βαφή» που τους

κάνει να ταξιδεύουν στον χρόνο σχηματίζουν μια «άλλη» πόλη και δεν

λειτουργούν ως διάκοσμος, ως ντεκόρ, αλλά ως ζωντανοί οργανισμοί που

μετέχουν στο ιστορικό γίγνεσθαι, ο καθένας με το δικό του στίγμα και τη δική

του «γλώσσα».

Τέλος, ο συνήθως πληκτικός και άνυδρος ιστοριογραφικός λόγος

μετατρέπεται χάρις στη σμιλεμένη γραφή του Γ. Ι. σε μια διαδρομή όχι μόνο

συναρπαστική αλλά και παιδαγωγική.

Προσωπικές μαρτυρίες

Ο Γ. Ι. διασώζει και αναδεικνύει, μέσα από προσωπικές μαρτυρίες και με

αίσθηση της εποχής, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες στιγμές από την καθημερινή

ζωή και τον σφυγμό της πόλης στις μέρες της Kατοχής, του διωγμού των

Εβραίων, της απελευθέρωσης και του Εμφύλιου Πολέμου. Εύγλωττα είναι τα

παρακάτω επιλεγμένα αποσπάσματα:

B «Στην πλατεία της Αγίας Σοφίας κατέληγαν όλα τα αφρισμένα ποτάμια (την

ημέρα της απελευθέρωσης). Από την οδό της Αγίας Σοφίας κατέβαιναν,

σαρώνοντας τις γειτονιές, τα παιδιά του Κουλέ Καφέ, του Αγίου Παύλου, της

Ακροπόλεως, της Κασσάνδρου. Το Τσινάρι, Εσκί-Ντελίκ, Προφήτης Ηλίας,

Διοικητήριο κατέβαιναν στη Βενιζέλου. (…) Από το Βαρδάρι πάλι ερχόταν

ξυπόλητη, ρακένδυτη, πειναλέα, σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, η Ραμόνα,

η Επτάλοφος, ο Παλιός Σταθμός, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, ενώ αντίθετα

από ανατολικά καταφτάναν μέσα σε σκόνη και αλαλαγμό, με τρομπέτες,

παντιέρες, λάβαρα και χωνιά η Τούμπα – «Τούμπα – Στάλινγκραντ» έλεγαν

Page 76: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

μόνοι τους – «η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία, η Καλαμαριά».

(«Η παραπεταμένη απελευθέρωση»: «Το δικό μας αίμα».

B «Το μπλόκο σε μας έγινε τον Απρίλη (του ’43), ο Μάρτης πέρασε μέσα στην

αγωνία της αναμονής. Κάθε νύχτα καθισμένοι οι μεγάλοι γύρω από το τραπέζι

του σαλονιού σιγοέψελναν μέχρι τα ξημερώματα. Eνα πρωϊνό άρχισαν να

ουρλιάζουν τα μεγάφωνα ενός μαύρου αυτοκινήτου της προπαγάνδας,

ιδιαίτερα μισητού (…). «Oλοι οι Εβραίοι στις πόρτες, έτοιμοι για αναχώρηση!»

(…) Οι Εβραίοι ετοιμάζονταν μέσα σε απερίγραπτο πανικό. Εντούτοις όμως

βρήκαν το κουράγιο να βράσουν εκείνη τη στιγμή αυγό και να ταΐσουν ένα

μικρό αγόρι, 3-4 χρόνων που είχαν (…) Και μετά αγκαλιές, φιλιά, όρκοι και

δάκρυα. Από κάτω το μεγάφωνο ούρλιαζε και απειλούσε …». («Το δικό μας

αίμα»).

B «Από τα κάγκελα με την σαλκιμιά και τους κισσούς (του πανεπιστημιακού

κτηρίου) πιανόμασταν όταν στον εμφύλιο, περνούσαν καθημερινά, το

απόγευμα ιδίως, πλήθος κηδείες με στρατιωτικές μουσικές και βηματισμό,

τραβώντας για την Ευαγγελίστρια. Οι μυστικοί που έζωναν τις κηδείες αλλά

και οι επίσημοι μας στραβοκοιτούσαν, όμως εμείς νιώθαμε κάτι σαν λιγοθυμιά,

βλέποντας τα φέρετρα με τους συνομηλίκους μας (…). Η Θεσσαλονίκη τότε

ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική βάση της χώρας. Στρατός, χακί, παντού

στρατοδικεία, μπλόκα, έρευνες, ταυτότητες, χειροβομβίδες ακόμη και

νυκτερινοί βομβαρδισμοί από τα αντάρτικα κανόνια. Θυμάμαι πως μετά απ’

αυτόν τον βομβαρδισμό πήγαμε ξαγρυπνησμένοι πρωί-πρωί για μάθημα (…)

Με τα ακαλαίσθητα γυμνά λαμπιόνια στην ίδια σειρά, η πόλη έμοιαζε με

απέραντο χασάπικο χωρίς πελατεία …». («Το δικό μας αίμα»).

Tο έτος-κλειδί 1916

Ο Γ. Ι. αναζητεί τις ρίζες και τις συνιστώσες του πνευματικού κλίματος της

πόλης. Θέλει μια πλήρη εξήγηση για την πικρή διαπίστωση που κάνει για τη

σημερινή Θεσσαλονίκη: «… Τα χτίσαμε και τα τσιμεντάραμε όλα. Δεν έμειναν

ανάσες. Δεν έμειναν πρασιές, ανάμεσα στα εμπορικά και δημοσιοϋπαλληλικά

βολέματά μας».

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι περιγραφές του Γ. Ι. για την οργάνωση και

την πολυσήμαντη λειτουργία ορισμένων κατηχητικών και άλλων

θρησκευτικών οργανώσεων της πόλης και οι νύξεις για τις διασυνδέσεις της

ηγεσίας τους με τις δυνάμεις της Κατοχής, τη δεξιά του Εμφυλίου και

αργότερα με τη Δικτατορία. Ασφαλώς χρειάζεται μια ειδική διερεύνηση και,

όπως σωστά επισημαίνει «… είναι σφάλμα που δεν λογαριάζεται ούτε καν

εξετάζεται η επιρροή των οργανώσεων αυτών στην διαμόρφωση της

σημερινής κοινωνίας».

Στο κείμενο «Θεσσαλονικέων ύπνος και ξύπνος» (: «Η πρωτεύουσα των

προσφύγων») ο Γ. Ι. καταγράφει μια σειρά από αιτίες ιστορικές, κοινωνικές,

ψυχολογικές που εξηγούν τη διαφορετική πολιτική σκέψη και πράξη των

ανθρώπων της πόλης και τον παραγκωνισμό τους από τις θέσεις-κλειδιά της

δημόσιας διοίκησης. Oπως εύστοχα παρατηρεί ο Γ. Ι. η περίοδος του 1916

όταν η Θεσσαλονίκη έγινε ουσιαστικά πρωτεύουσα του κράτους, είναι μια

περίοδος που δεν την ξέρουμε καλά αν και έχει μεγάλη σημασία για την

εξέλιξη και τη μοίρα του τόπου μας. Εδώ λοιπόν θα πρέπει να αναζητηθούν οι

ρίζες της ανύπαρκτης ή υποβαθμισμένης συμμετοχής των Θεσσαλονικέων

στη δημόσια ζωή της χώρας.

Page 77: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

«Μετά τη θριαμβευτική αναχώρηση της κυβέρνησης του Βενιζέλου για την

Αθήνα, έμεινε στη Θεσσαλονίκη σημαντικό μέρος μέσων και κατώτατων

στελεχών που είχαν άλλωστε εγκατασταθεί για καλά πια εδώ στη γη αυτή της

επαγγελίας ή τις «νέες χώρες» όπως τις έλεγαν οι ίδιοι (…). Αυτοί

καθοδήγησαν εδώ πάνω τη διοίκηση μέχρι τον πόλεμο του ’40 κι ακόμη πιο

πέρα και την οδήγησαν κατά τρόπο υποδειγματικά αυστηρό για τους γηγενείς.

Οι πραγματικοί κίνδυνοι αλλά και οι άλλοι που καλλιεργούσαν προς όφελός

τους αυτοί, μαζί βέβαια με τους στρατιωτικούς, τους αστυνομικούς, τους

εκκλησιαστικούς, βοηθούσαν ώστε να δημιουργηθεί εδώ μια κατάσταση

αυστηράδας, που όταν ξεμακρυνθείς λιγάκι και διαπιστώσεις την ελαστικότητα

με την οποία εφαρμόζεται το ίδιο πράγμα στην πρωτεύουσα ή αλλού, μένεις

κατάπληκτος για τη διαφορά και πιστεύω ότι αυτό το μουντό πνεύμα

συνεχίζεται γι’ αυτό και έχω γράψει με κάποια υπερβολή ότι στην Αθήνα

εφευρίσκονται οι νόμοι και στη Θεσσαλονίκη εφαρμόζονται (…). Η μόνιμη

αυτή μιζέρια διαπότισε τον πληθυσμό της πόλης ως προς τη συμπεριφορά

του, τον έκανε περιορισμένο, με ψαλιδισμένα και πολύ κοντινά όνειρα –

δουλειά, σπίτι, σπουδές για τα παιδιά και κρυφές πολιτικές πεποιθήσεις.

Δηλαδή ίσα ίσα να στεκόμαστε».

Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς σ’ όλη την έκταση με τις απόψεις

αυτές εκείνο που χρειάζεται να τονιστεί εδώ είναι η σύγκριση, η ανταγωνιστική

σχέση Αθήνας και Θεσσαλονίκης που επεξεργάζεται ως εργαλείο

προσέγγισης ο Γ. Ι. Μια παράμετρος που πολύ λίγο έχει χρησιμοποιηθεί απ’

ό,τι ξέρω στην ελληνική ιστοριογραφία αν και έχει παίξει το ρόλο της ιδίως

στους δύο διχασμούς.

Oσα αλλιώς θα χαθούν

Γράφοντας για τη συγκατοίκηση, τον παλιό συγχρωτισμό των ανθρώπων της

πόλης ο Γ. Ιωάννου μας παραδίδει μια χαρακτηριστική εικόνα για τις

καταβολές της καθημερινής Θεσσαλονίκης των προσφύγων:

«… Φέρνω τώρα στο νου μου μια συγκεκριμένη προπολεμική γειτονιά και

θυμούμαι όσο μπορώ τους ανθρώπους που περιείχε. Είχε οικογένειες από τη

Σμύρνη, την Πέργαμο, την Πάνορμο, τη Σηλύβρια, τη Ραιδεστό, την Κεσσάνη,

τις Σαράντα Εκκλησιές, την Ανδριανούπολη (…) τη Φιλιππούπολη, τη Βάρνα,

το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, τη Γευγελή, την Κορυτσά ακόμα και το Πλοέστι.

(…) Εκεί μέσα εκυοφορείτο η σημερινή Θεσσαλονίκη, η νέα μορφή της, η

νοοτροπία της και ο ψυχισμός της. Μέσα σ’ εκείνα τα στριμώγματα γεννήθηκε

πανίσχυρο το όνειρο της όσο το δυνατό πιο ξεχωριστής και ανεξάρτητης

στέγασης και μέσα σ’ εκείνη την καταπάτηση και την ισοπέδωση των ατόμων,

η ζωηρότερη επιθυμία για σπουδές και οικονομική αποκατάσταση…».

Oπως ο ίδιος παρατηρεί σχετικά με τα πεζογραφήματά του: «… δεν είναι

κείμενα που προσπαθούν να δώσουν την ιστορία (…) αλλά μια μικρή

καταβολή, γιατί βλέπω ότι αυτά τα πολύτιμα πράγματα πάνε να χαθούνε (…)

καμμιά ιστορία δεν τα πιάνει (…). Απέφυγα με επιμέλεια κάθε ιστορικό θέμα

που δεν ήταν του καιρού μου. Προσπάθησα να δω τα γεγονότα που έζησα και

που δεν έπιασε ούτε ο τύπος της εποχής μου. Και δεν είναι που θα χαθούν

αυτά καθ’ εαυτά, θα χαθεί και το πνεύμα της εποχής».

Επιζητώντας να εκπολιορκήσει το ανθρώπινο μυστήριο αυτής της πόλης, ο Γ.

I., μέσα από μια γραφή, συχνά κινηματογραφική («…γράφοντας, σκέφτομαι,

πλάνα» θα πει ο ίδιος) προσπαθεί να αιχμαλωτίσει τον χρόνο διότι όπως

Page 78: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

τονίζει: «…Καμιά φωτογραφία και καμιά ταινία δεν μπορεί να αποτυπώσει

αυτή την παλιά μορφή της Θεσσαλονίκης και της ζωής μέσα σ’ αυτήν, όπως

ένα κείμενο».

Η προσπάθεια του Γ. Ι. να αποθησαυρίσει και να προβάλει τα συγκεκριμένα

χαρακτηριστικά της ιστορικής φυσιογνωμίας της Θεσσαλονίκης εφοδιάζει τους

αναγνώστες του με την απαιτούμενη ευαισθησία και τους τροφοδοτεί με

άφθονα ερεθίσματα για νέες ανιχνεύσεις στους δημιουργικούς δρόμους που

χάραξε και άνοιξε με το έργο του.

Πηγή :

http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathglobal_1_13/02/2005_12

83741 Share on email1

About the author

Share

this

post!

Print

article

This entry was posted by Stratilio on Μαρτίου 20, 2012 at 7:28 μμ, and is filed under Ν.Ε Λογοτεχνία Γ' Λυκείου. Follow any responses to this post through RSS 2.0. You can leave a response or trackback from your own site.

Ο γείτονάς μου ο Λαπαθιώτης του Γιώργου Ιωάννου

Page 79: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δεν υπήρξε, βέβαια, γείτονάς μου την εποχή που ζούσε. Αυτό έγινε – δηλαδή «έγινε» – πολύ αργότερα, όταν εγώ πήρα των ομματιών μου και εγκαταστάθηκα οριστικά στην Αθήνα και μάλιστα, χωρίς να το καταλάβω, πάνω σ΄ αυτά τα ίδια χώματα με τα ίχνη από τα πατήματα και τα παραπατήματά του. Θεωρητικά, θα μπορούσαμε να είμαστε στην ίδια γειτονιά επί δεκάξι χρόνια, εφόσον τόσο ήμουν εγώ, όταν αυτός, πενηνταπεντάρης πια, αυτοκτόνησε στις 8 Ιανουαρίου 1944, μέσα σ΄ αυτό το πατρικό του σπίτι της οδού Κουντουριώτου – Κουντουριώτου και Οικονόμου – στα Εξάρχεια, απ΄ όπου περνώ πολλές φορές τη μέρα και πάντοτε τον μνημονεύω. Δεν μπορούσα, λοιπόν, να λείψω από αυτό το δημόσιο σαραντάχρονο μνημόσυνό του. Φοβούμαι πως αν καθόμασταν από τότε κοντά, θα τον θυμόμουν τώρα μόνο στα τελευταία του, απάνω στη μεγάλη καταρράκωση και τον παρατημό του, γιατί όταν είναι κανένας πολύ μικρός, δεν ξέρει να προσέξει, ενώ όταν είναι έφηβος, ξαφνικά ανακαλύπτει τα πάντα, ιδίως τα παράξενα φαινόμενα, και εύκολα ερεθίζεται η φαντασία του. Θα τον θυμόμουν, λοιπόν, κι εγώ στα τελευταία του, όπως κυρίως τον θυμούνται ακόμη μερικοί σ΄ αυτή τη γειτονιά.

Page 80: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Πάντως, από αυτό το σπίτι, όπου κατοικώ τώρα, της οδού Δεληγιάννη 3, δεν θα ήταν δυνατό να γειτονεύω μαζί του, γιατί τότε βρισκόταν στο χώρο αυτό η ξακουστή ταβέρνα του Γιώργη του Μιχαλάκου του κουλού, απόπου ο Λαπαθιώτης περνούσε συχνά, για να πιει κρασί με την παρέα του ή να δεχτεί κανένα ευγενικό κέρασμα, στα τελευταία του, όταν είχε πια καταπέσει. «Για τον ποιητή!» Θα υπήρχε, λοιπόν, κάποια άλλη οπτική γωνία, κάποια διαφορετική σχέση και συνάφεια ή μάλλον δεν θα υπήρχε και πάλι τίποτα, μα θα ήταν πάντα, αυτό, που είναι και τώρα : ο Λαπαθιώτης να διαγράφει τα τελευταία στάδια του κύκλου του σ΄ αυτή τη γειτονιά, κι εγώ δεκάξι χρονών έφηβος στη Θεσσαλονίκη, τρομοκρατημένος και τσαλαπατημένος, ζώντας μέσα στον εφιάλτη της Κατοχής και της άλλης καταπίεσης, να διαβάζω ό,τι έβρισκα μπροστά μου από τα κείμενά του, είτε σε παλιούς τόμους του «οικογενειακού» περιοδικού «Μπουκέτο», είτε στα τεύχη του περιοδικού της Εγκυκλοπαίδειας του «Πυρσού». Και βέβαια, όχι μονάχα Λαπαθιώτη, αλλά όλο το σύμπλεγμα. Μόνον ανίδεοι και ξιππασμένοι μπορούν σήμερα να λένε πως ο Λαπαθιώτης ήταν ένας μέτριος ή και ασήμαντος ποιητής του μεσοπολέμου, κι αυτό γιατί δεν μπορούν να δουν άλλο τίποτε παρά μονάχα τα ποιήματά του, και μάλιστα αυτά τα δημοσιεύσιμα, ενώ ο Λαπαθιώτης ήταν ένας δυνατός αισθησιακός ποιητής και προπαντός μια πνευματική προσωπικότητα. Η ποίηση του Λαπαθιώτη βρίσκεται στα ανέκδοτα τολμηρά ποιήματά του. Τον Λαπαθιώτη, λοιπόν, τον είχα προσέξει ως όνομα και ως ποιητή προτού αυτοκτονήσει, διαβάζοντας τα ποιήματα της χρυσής του εποχής, της γύρω από το τριάντα, τον καιρό που αυτός πέθαινε. Και σίγουρα γι΄ αυτό η είδηση της «ξαφνικής» αυτοκτονίας του μού έκανε εντύπωση, αναφερόταν σε ποιητή που με είχε συγκινήσει. Και λίγο αργότερα γι΄ αυτό ακριβώς καταλάβαινα πολύ καλά όλες τις νύξεις και τους υπαινιγμούς, που γίνονταν μέσα στη χριστιανική κίνηση, όπου είχα καταφύγει κι εγώ, επειδή κάτι είχα γευτεί από την «ολέθρια» ποίησή του. Φαίνεται ότι μερικοί από κείνους τους νεοχριστιανούς σαγηνεύονταν από το έργο του και μπαίνανε σε πειρασμό σκεπτόμενοι τη ζωή του, γι΄ αυτό και τον ξορκίζανε έτσι. Αλλά δεν πρόκειται εδώ να εξιστορήσω αυτά. Εδώ πρόκειται να ξαναπώ πόσο πιο δυνατή προσωπικότητα από πολλούς άλλους παρόμοιους ήταν ο Λαπαθιώτης, πόση σπουδαία και ξεχωριστή σημασία έχει αυτό και πόσο όλοι αυτοί με τις πανεπιστημιακές μεζούρες στο χέρι δεν μπορούν κάτι τέτοια να τα «πιάσουν». Κάθε τόσο ρίχνουν στη μέση διάφορους ποιητές της εποχής του και της παρέας του, λέγοντας ότι ο Λαπαθιώτης είναι πιο αδύνατος από αυτούς, ανυπόφορα αισθηματικός σε μερικά, ακόμα και σαλιάρης. Ναι, όλοι αυτοί έχουν δίκαιο στα σημεία, αλλά όχι στο σύνολο. Και εγώ άλλοτε είχα πέσει σ΄ αυτή τη λούμπα, όταν είχα γίνει ένας λογοκρατούμενος οπαδός της θεωρητικής γραμμής της γενιάς του τριάντα, η οποία ήταν μια σπουδαία γενεά, αλλά κάπως πονηρή και άκαρδη. Έβλεπα τον Λαπαθιώτη σαν ένα σαχλό αισθηματικό ποιητή και για πολλά κείμενά του ακόμα έτσι τον βλέπω. Το ενδιαφέρον μου γι΄ αυτόν ξαναζεστάθηκε, από τότε που διάβασα μερικά από τα τολμηρά ποιήματά του, που ακόμα κι εκείνη την

Page 81: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

έκδοση Δικταίου, με τις εισαγωγές της, είχαν κάνει υποφερτή. Ερωτικά κείμενα πρώτης γραμμής, που αληθινά διεγείρουν. Τώρα αποδεικνύεται ότι είχα πρωτοβρεθεί στη γειτονιά του Λαπαθιώτη, όταν γνώρισα τον Δικταίο και πέρασα καλεσμένος από το σπίτι του, Καλλιδρομίου 74Α, μια Κυριακή πρωί του 1955. Εντούτοις, ο Δικταίος, που θα μπορούσε να ισχυριστεί κι αυτός ότι ήταν γείτονας του προστάτη του Λαπαθιώτη, και μάλιστα σε εποχή πολύ κοντινότερη προς το θάνατό του, δεν μού είχε κάνει νύξη γι΄ αυτή τη γειτνίαση, ούτε και στην εκτενή και ιδιωτικής συχνά φύσεως εισαγωγή του λέει κάτι σχετικό. Ενώ σε μένα έχει κάνει σπουδαία, συνταρακτική μπορώ να πω, εντύπωση η γειτνίαση και συχνά, καθώς περνώ μέσα στα μισοσκότεινα έξω από το σπίτι του Λαπαθιώτη, συλλογίζομαι πως ευχαρίστως θα κατοικούσα κι εγώ μέσα σ΄ αυτό το ξεφλουδισμένο από το σουβά του αρχοντικό, αν το επισκεύαζαν κάπως, το «αναπαλαίωναν», όπως λένε, και μου το πρότειναν. Τότε η γειτνίαση θα μετατρεπόταν σε συγκατοίκηση. Δεν φοβούμαι εγώ τα φαντάσματα και μακάρι να υπήρχαν. Στην ανακάλυψη του σπιτιού του Λαπαθιώτη, και ότι οπωσδήποτε αυτό πρέπει να είναι, οδηγήθηκα από τη διαίσθησή μου, λίγον καιρό μετά την εγκατάστασή μου στη γειτονιά, το 1971. Είναι σπίτι δίπατο, με ισόγειο από τη μεριά της οδού Οικονόμου. Είναι τεράστιο, έχει στέγη με αέτωμα και από πίσω μεριά κήπο. Στο τζαμικιάνι, όπου καταλήγει η σκάλα, σώζονται ακόμη μικρά χρωματιστά τζάμια, που τόσο συνηθίζονταν κάποτε στα αρχοντικά. Η είσοδος είναι από την Κουντουριώτου, αλλά η πρόσοψη με το μπαλκόνι από την Οικονόμου. Τα πάντα ξεφτισμένα και ο σουβάς πεσμένος ολότελα και περίεργα. Εντούτοις, το σπίτι δεν μοιάζει με ετοιμόρροπο. Κάτω από το σουβά υπήρχαν χοντροί τοίχοι φτιαγμένοι με μεγάλες πέτρες, που τώρα προβάλλουν. Η πτώση του σουβά πιθανώς να επισπεύσθηκε και από τους όλμους, που άφθονοι έπεσαν κατά τα Δεκεμβριανά στην περιοχή, αφήνοντας τα ίχνη τους σε πολλά σημεία. «Σημεία και τέρατα!...» Ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε μέσα σ΄ αυτό το σπίτι, εννιά περίπου μήνες πριν από την απελευθέρωση. Αν έκαμνε λίγο κουράγιο ακόμη, θα μπορούσε να είχε ζήσει και τον τρόμο των Δεκεμβριανών, καθώς και τον Εμφύλιο. Και ποιος τη χάρη του, τότε... Όλη αυτή η παρέα ξεκληρίστηκε από τον πόλεμο. Ο Τέλλος Άγρας πήγε από αδέσποτη σφαίρα, που άρπαξε τις τελευταίες μέρες της Κατοχής, ενώ ο Μήτσος Παπανικολάου, «ένας από τους πιο δυσειδείς ανθρώπους, που είδε στη ζωή του», όπως με καλοσύνη γράφει ο Δικταίος, πέθανε «φυσιολογικά» από πείνα και κατάπτωση εξαιτίας της ηρωίνης. Στο αφιέρωμα που του έκανε κάποτε ένα γνωστό περιοδικό, δημοσιεύονται ξεδιάντροπες αναμνήσεις πνευματικών ανθρώπων, όπου λένε πώς θυμούνται τον Παπανικολάου να σέρνεται ζητιάνος στους δρόμους, τυλιγμένος με τσουβάλια και πρησμένος ολόκληρος. Δεν ήταν μόνο ανεπρόκοποι, μα έπαιρναν και ναρκωτικά, ακόμα και ηρωίνη. Και αυτός και ο Λαπαθιώτης. «Αυτά δεν βγαίνουν σε καλό», διακηρύττει ο αυστηρός φύλακας της ηθικής Ντίνος Χριστιανόπουλος σε παλαιότερο άρθρο του για το Λαπαθιώτη.

Page 82: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Το σπίτι του Λαπαθιώτη φέρει πια κάτι, που σε βάζει σε υποψία. Έγιναν μέσα και γύρω του χίλια δυο και του έβγαλαν στην επιφάνεια πυκνές ζαρωματιές και σημάδια. Σαν βαρυφορτωμένο από πείρα αρχοντικό πρόσωπο. Πάντως, εγώ για τις υποψίες μου ως προς το περίεργο αυτό σπίτι βεβαιώθηκα από μια κουβέντα που είχα κάποτε με τον ποιητή και εκδότη Νίκο Καρύδη. Με κάποια αφορμή, άρχισε να μου διηγείται πώς λίγο μετά την αυτοκτονία κλήθηκε και μπήκε ως εκτιμητής της βιβλιοθήκης μέσα στο σπίτι του Λαπαθιώτη. Εγώ αντί να ακούω αυτή την ενδιαφέρουσα διήγηση, τον ρωτούσα επίμονα : «Είναι αυτό που βρίσκεται στην Οικονόμου και Κουντουριώτου γωνία; Αυτό το μεγάλο ρεπιασμένο σπίτι;» «Ναι!», μού είπε ο Καρύδης και ησύχασα. Αυτό ήταν! Τώρα, που επρόκειτο να κάνω αυτό το σημείωμα, πήγα στον «Ίκαρο» και τα ξαναείπαμε. Θα τα αφηγηθώ παρακάτω. Αδράνησα πάρα πολύν καιρό να κάνω κάτι για το σπίτι, κι αν πάθει τίποτε, φοβούμαι ότι εγώ θα φταίω περισσότερο. Πριν από μερικούς μήνες ένα μικρό βυτιοφόρο, από αυτά που μοιράζουν πετρέλαιο, αναποδογύρισε ακριβώς έξω από την εξώπορτα του Λαπαθιώτη. Τα πετρέλαια πήραν την κατηφόρα και έφτασαν ως τη Σπυρίδωνος Τρικούπη. Έφριξα όταν τα είδα. Το πρώτο που θα καιγόταν, θα ήταν το σπίτι του ποιητή. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή, εγώ δεν θα ένιωθα καμιά ευθύνη για τη φωτιά, το σπίτι όπως και νά ΄ταν, διατηρητέο ή όχι, θα πέθαινε, αλλά θα ένιωθα τύψεις, γιατί θα είχε χαθεί, χωρίς να έχει τιμηθεί εκεί ο Λαπαθιώτης και η μαρτυρική ζωή του, και χωρίς να έχει μεταβιβασθεί κάτι από την ατμόσφαιρά του στους μεταγενέστερους, που περνούν απέξω ανίδεοι. Αλλά και μέσα του κατοικούν ανίδεοι και από αυτούς το σπίτι κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή και φθείρεται. Είναι κάτι οικογένειες από τα χωριά της Πίνδου ή των Αγράφων, που περιέργως έχουν ιδρύσει κάτι σαν παροικία στη γειτονιά μας και ενοικιάζουν πολλά από τα παλιά αυτά σπίτια, που αφθονούν στην περιοχή. Σε ένα υπόμνημά μου που έδωσα στο Υπουργείο Πολιτισμού, για να κηρυχθεί το σπίτι διατηρητέο, τα αναφέρω όλα. Ορισμένοι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής με τους οποίους συνομίλησα θυμούνται το σπίτι πολύ ωραίο κάποτε, με κήπο περιποιημένο, στάβλο για τα άλογα της άμαξας, υποστατικό για τους υπηρέτες. Τώρα όμως είναι το πιο απεριποίητο σπίτι της περιοχής. Οι παλαιοί αυτοί κάτοικοι θυμούνται και κάτι σπουδαιότερο. Θυμούνται καλά τον ίδιο τον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Λίγο μετά από κείνη τη συζήτηση με τον ποιητή Νίκο Καρύδη, πήρα θάρρος και άνοιξα το θέμα σε μια βραδινή συναναστροφή στο σπίτι του νοικοκύρη μου Γιώργου Τσάπρα. Αμέσως διαπίστωσα πως ένας από τους συνδαιτημόνες, ο κύριος Κίμων Μαντέλλος, πρώην ανώτερος αξιωματικός του στρατού, θυμόταν πάρα πολύ καλά τον Λαπαθιώτη, γνωριζόταν μαζί του μάλιστα, και είχε αρκετά πράγματα να πει γι΄ αυτόν. Και μια κυρία επίσης, που τώρα είναι βαριά άρρωστη, ήξερε πολλά για τον ποιητή, καθώς και για την οικογένειά του. Λίγο αργότερα, είχα την κακή έμπνευση να μιλήσω γι΄ αυτές τις ανακαλύψεις μου σε ορισμένους παράγοντες της τηλεόρασης. Ήθελα κάτι να γίνει για τη μνήμη του Λαπαθιώτη και για το σπίτι του. Το αποτέλεσμα το είδα λίγους μήνες μετά, ξαπλωμένος και μπανταρισμένος με γύψους στο κρεβάτι μου στο ΚΑΤ. Οι παλαιοί κάτοικοι της γειτονιάς δεν είχαν δεχτεί να παρουσιαστούν στο φακό και αντί γι΄ αυτούς μιλούσε ο Δικταίος, ο οποίος

Page 83: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

παρ΄ όλο που είχε βοηθηθεί στα πρώτα του βήματα από τον ποιητή και ήταν επιμελητής του τόμου με τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, δεν συμπαθούσε και πολύ τον ποιητή και προπαντός τον κύκλο του, όπως άλλωστε φαίνεται και στην εισαγωγή του τόμου. Εκείνο το βράδυ η κατάστασή μου χειροτέρεψε. Μέσα στην ταραχή μου, πήρα την απόφαση πως εγώ ο ίδιος έπρεπε κάποτε να κάνω κάτι. Όταν μου δινόταν η ευκαιρία, συζητούσα με τη γειτονιά, τους παλαιούς κατοίκους. Κι έτσι το δεύτερο για το οποίο βεβαιώθηκα, ήταν ότι από άποψη εδαφικής επαφής ήμουν πολύ κοντινότερος με τον Λαπαθιώτη, απ΄ ό,τι μέχρι τότε νόμιζα. Το σπίτι στο οποίο συνεχώς αφότου ήρθα μένω, και μάλιστα στο ισόγειο, χτίστηκε επάνω στο οικόπεδο της ταβέρνας του Γιώργη Μιχαλάκου του κουλού, η οποία ήταν στέκι του Λαπαθιώτη και της παρέας του. Στέκι για τις ανάγκες του στη γειτονιά, βέβαια. Για την ακρίβεια, το σπίτι μας είναι χτισμένο πάνω στον κήπο της ταβέρνας, που είχε, λέει, εξαίσια δέντρα, λεύκες και ιτιές, και όπου οι θαμώνες όλους τους ζεστούς μήνες εκάθονταν, μια και το οίκημα που βρισκόταν κάτω από τη διπλανή μας τώρα πολυκατοικία ήταν μικρό, για το χειμώνα μόνο κατάλληλο. Αφού και τα πολλά βαρέλια του μαγαζιού ήταν στεγασμένα κάτω από ένα ανοιχτό υπόστεγο στην αυλή. Το κρασί, πάντως, ήταν από το Κορωπί. Πολλές φορές τη νύχτα, καθώς κάθομαι κλεισμένος μέσα και δουλεύω ή στοχάζομαι, προσπαθώ να ανακαλέσω τα γέλια, τις χαρές, τα αστεία, τους χορούς και τις γλυκιές φιλικές ματιές, που διασταυρώθηκαν επί δεκαετίες σ΄ αυτούς τους βουβούς τώρα χώρους και σχεδόν απορώ με τη ματαιότητα των εγκοσμίων και τη μουγγαμάρα των στοιχείων της ύλης, που είναι βέβαια αυτά τα ίδια με τότε. Τίποτε! Αν ήμουν κανένας σαχλαμάρας, θα είχα ίσως κι εγώ κάποια αναπαράσταση της τότε εικόνας εδώ, με τον Λαπαθιώτη να κουτσοπίνει με την παρέα του, πάνω στο χωρίς τραπεζομάντηλο τραπέζι, και τους γεροδεμένους μάγκες της καρδιάς του πιο εκεί να χορεύουν. Αλλά όχι. Να λείπουν από μας οι φενακισμοί. Αυτά τα αφήνω στους κακόγουστους φιλολόγους, που διέπρεψαν φέτος σε καβαφικές αναπαραστάσεις και σαρκασμούς. Πάντως, αληθινή εικόνα της περίφημης αυτής ταβέρνας και της αυλής μπορεί να πάρει κανείς από την ταινία του Κακογιάννη «Στέλλα», η οποία γυρίστηκε ακριβώς εδώ πάνω. Βέβαια, η ταβέρνα για τις ανάγκες της ταινίας είχε λάβει το όνομα «Παράδεισος», αλλά ήταν αυτή η ίδια του Γιώργη Μιχαλάκου του κουλού. Όλη η γειτονιά θυμάται τη Μελίνα και τον Φούντα. Μέσα στις συζητήσεις ή μάλλον τις αναζητήσεις μου αυτές, άρχισε σιγά σιγά να αναδύεται και η μορφή του Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος καθόταν – άκουσον! άκουσον! – στον ίδιο δρόμο με τον Λαπαθιώτη, στην οδό Κουντουριώτου δηλαδή, αλλά λίγο παρακάτω. Στη γωνία Κουντουριώτου και Νοταρά, δεξιά ανεβαίνοντας. Εκεί έμενε η οικογένειά του όταν κι αυτός, ή μάλλον πρώτος αυτός, αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το 1928. Ο Καρυωτάκης πρέπει, σύμφωνα με τα λεγόμενα της γειτονιάς, να ήταν πολύ φίλος του Λαπαθιώτη. Ερχόταν συχνά στο σπίτι και πήγαινε μαζί του στην ταβέρνα του Μιχαλάκου. Πάντα μαζεμένος και πολύ συμπαθής.

Page 84: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Πέρσι το καλοκαίρι, όταν πια βεβαιώθηκα για το απίστευτο, ότι το σπίτι του Λαπαθιώτη δεν έχει κηρυχθεί διατηρητέο, έγραψα μια αναφορά στο Υπουργείο Πολιτισμού, με ημερομηνία 13.6.83. Επειδή όμως δεν έπαιρνα απάντηση και στο σπίτι του Λαπαθιώτη ήδη είχαν εμφανισθεί ένα γύρω πωλητήρια, έκανα μια δεύτερη αναφορά (13.9.83), ύστερα και από συνομιλία με τον δημοτικό σύμβουλο κύριο Γιώργο Βερνίκο, προς το Δήμο Αθηναίων, όπου βεβαίως σημείωνα πως για το ίδιο θέμα είχα κάνει αναφορά και στο Υπουργείο Πολιτισμού. Από το Δήμο μου απάντησαν αμέσως, γράφοντάς μου και συγχαρητήρια για το ενδιαφέρον μου. Έλεγαν ότι θα εξετάσουν το θέμα. Αλλά εκεί που δεν το περίμενα πια, έλαβα και από το Υπουργείο Πολιτισμού μια απάντηση, κοινοποίηση μάλλον, με ημερομηνία 28.12.83, όπου γράφουν ότι το θέμα παραπέμπεται στη Γραμματεία του Συμβουλίου Μνημείων Στερεάς Ελλάδος. Από τότε δεν έχω καμιά άλλη πληροφορία, αλλά αυτό οφείλεται και σε δική μου αμέλεια, γιατί δεν πήρα στο τηλέφωνο να ρωτήσω. Κατά βάθος, αισιοδοξώ πως κάτι θα γίνει. Δεν είναι δυνατό... Πάντως, από το έγγραφο του Υπουργείου έμαθα τα ονόματα των σημερινών ιδιοκτητών του σπιτιού. Παρακάτω, θα παραθέσω την αναφορά μου, αυτήν μάλιστα που έστειλα στο Δήμο, γιατί είναι κάπως πληρέστερη. Συγκεφαλαιώνει πολλά από αυτά, που μέχρι τώρα είπαμε : «Κύριε Δήμαρχε, ονομάζομαι Γιώργος Ιωάννου και είμαι συγγραφέας. Κατοικώ στην περιοχή Εξαρχείων και έτσι καθημερινά παρατηρώ τη φθορά και τους κινδύνους που διατρέχει ένα ιστορικό και ωραίο σπίτι της ίδιας περιοχής. Πρόκειται για το σπίτι του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στη γωνία των οδών Κουντουριώτη και Οικονόμου στα Εξάρχεια. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1889-1944) υπήρξε σημαντικός ποιητής, ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος και πολιτιστικός παράγων εξαιρετικά υπολογίσιμος στον καιρό του. Εξετιμάτο ιδιαιτέρως από τον ποιητή Κ.Π. Καβάφη και αποτελούσε πνευματική ομάδα με τους, επίσης σημαντικούς ποιητές, Τέλλο Άγρα και Μήτσο Παπανικολάου. Ο πατέρας του ποιητή, Λεωνίδας Λαπαθιώτης, υπήρξε στρατηγός και υπουργός των Στρατιωτικών. Γι΄ αυτό και το σπίτι, παρά τις διάφορες φθορές του, διακρίνεται από μια ιδιαίτερη αρχοντιά. Οι παλαιοί γείτονες διηγούνται ότι το σπίτι αυτό γνώρισε μεγάλες κοινωνιές δόξες και τιμήθηκε με επισκέψεις πρωθυπουργών και ανωτάτων αρχόντων της εποχής. Εξάλλου συχνά αναφέρεται στην ποίηση του Ναπ. Λαπαθιώτη. Εδώ, το 1944, επί Κατοχής, αυτοκτόνησε ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης. Σήμερα το σπίτι κατοικείται από φτωχές οικογένειες, προερχόμενες από τα μέρη της Πίνδου, που το ενοικιάζουν κατά δωμάτιο. Φοβούμαι μήπως κάποια στιγμή καταστραφεί από πυρκαγιά. Αφήνω τους άλλους κινδύνους. Πιστεύω πως, αν ξαφνικά επέλθει κάποια καταστροφή του σπιτιού, θα είναι ντροπή για όλους μας και τότε θα σηκωθούν να φωνάζουν όλοι αυτοί που, ενώ το ξέρουν, τώρα σωπαίνουν. Προτείνω, λοιπόν – και παρακαλώ θερμότατα – να κηρυχθεί από το Δήμο διατηρητέο και το σπίτι αυτό, να επισκευασθεί, και μετά την

Page 85: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

αποπεράτωση των εργασιών να γίνει Πολιτιστικό Κέντρο των Εξαρχείων, μιας περιοχής που δεν έχει τέτοιο Κέντρο, ενώ έχει τόση ανάγκη, όπως γνωρίζετε. Προ μηνών έκανα παρόμοια αναφορά και προς το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά δεν έλαβα καμιά απάντηση. Τώρα επισπεύδω, διότι γύρω από το σπίτι εμφανίσθηκαν επιγραφές που γράφουν ότι «Πωλείται» και δίνουν τον αριθμό τηλεφώνου (...)». Πράγματι, μέσα στα ποιήματα του Λαπαθιώτη όχι μόνο αναφέρεται το σπίτι, αλλά φέρεται συνδεδεμένο με τη μητέρα του. Σπίτι και μητέρα ήταν για τον ποιητή ένα σύνολο, ένα σώμα, μια ύπαρξη. Και όταν εκείνη εξέλιπε, ο ποιητής νιώθει το σπίτι εχθρικό και ξένο :

Το σπίτι μου δεν έχει πια καρδιά· το σπίτι μου με τυραννεί σαν ξένο· το σπίτι μου μια πλάκα είναι βαριά, που με πνίγει – και μόλις ανασαίνω. Την ίδια μέρα που έφυγες Εσύ, κι αυτό, με μιας, μου πήρε τη στοργή του : Μητέρα, αν ήξερες πώς με μισεί, γιατί μ΄ άφησες μόνο στην οργή του;

Από τη γειτονιά μου είπαν ότι η μάνα του Λαπαθιώτη ήταν μια πολύ ωραία αρχοντική γυναίκα κι ότι ο ποιητής της έμοιαζε. Έτσι πρέπει πάντα. Τέτοιο σπίτι και τέτοιος ποιητής θέλει μια ωραία αρχοντική μάνα. Ακόμα κι αν δεν την θυμούνταν, έτσι θα έλεγαν. Και θα ήταν σωστό. Συζήτησα, για να κάνω αυτό το κείμενο, με τον κύριο Κίμωνα Μαντέλλο, πρώην ανώτερο αξιωματικό, όπως είπα, και βοηθό στρατιωτικό ακόλουθο στην πρεσβεία μας στη Σόφια, καθώς και με τον κύριο Κώστα Καρατζά, συνταξιούχο των Σιδηροδρόμων και ανεψιό, από τη μητέρα του, του ζωγράφου Νικολάου Γύζη. Για την εσωτερική εικόνα του σπιτιού του Λαπαθιώτη αμέσως μετά την αυτοκτονία του, μου μίλησε ο ποιητής και διευθυντής των εκδόσεων «Ίκαρος» κύριος Νίκος Καρύδης και για την ταβέρνα του Γιώργη Μιχαλάκου μου είπε μερικά χαρακτηριστικά ο πάλαι ποτέ συνάδελφός μου φιλόλογος κύριος Κώστας Μιχαλάκος, νεώτερος εμού, αλλά συγγενής του ιδιοκτήτη της ταβέρνας. Ο ταβερνιάρης Γιώργης Μιχαλάκος πέθανε πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, η γυναίκα του όμως είναι εν ζωή. Πιστεύω πως αν βρισκόταν παλιότερα κανένας λόγιος με μεράκι και άνοιγε εγκαίρως συζητήσεις με αυτόν τον σπουδαίο μαγαζάτορα, πολλά θα είχε να μάθει για τις φιλολογικές παρέες της εποχής – όχι μόνο του Λαπαθιώτη. Αλλά αυτά συνήθως περιφρονούνται από τους κοντινούς λογίους, δηλαδή της αμέσως επόμενης γενιάς και κρίνονται ως μη σπουδαία, διότι η κάθε γενιά κατά κανόνα δημιουργεί διαφορές και αντιζηλίες με τις κοντινές της, την προηγούμενη και την επόμενη. Οι Λαπαθιώτηδες ήταν πλούσιοι και αριστοκράτες, όχι μόνο για τη γειτονιά, αλλά και για την Αθήνα. Ο πατέρας του ποιητή, Λεωνίδας, είχε

Page 86: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

καταλάβει γρήγορα ανώτερες θέσεις στο στράτευμα και για ένα σύντομο διάστημα την εποχή της επανάστασης στο Γουδί, το 1909, διορίστηκε υπουργός στην κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Έκτοτε παρέμεινε βενιζελικός και μάλιστα έλαβε μέρος στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης το 1916. Εκεί τον ακολούθησε και ο ποιητής, πράγμα που παρουσιάζει, νομίζω, κάποιο ενδιαφέρον. Όσον αφορά το σπίτι για το οποίο μιλάμε, αυτό υπέστη μία εξονυχιστική έρευνα από τους αντιβενιζελικούς. Η γειτονιά, πάντως, ακόμα θυμάται τον γέρο Λαπαθιώτη ως διοικητή της Σχολής Ιππικού, που είχε τις εγκαταστάσεις της στο σημερινό «Πανελλήνιο Γυμναστήριο», στο Πεδίον του Άρεως, πολύ κοντά στο σπίτι. Σε ορισμένες μέρες, γιορτές εθνικές ή θρησκευτικές, επίλεκτα τμήματα ιππέων της Σχολής, με τη σημαία και τις σάλπιγγες, έκαμναν παρέλαση εμπρός από το σπίτι του αρειμάνιου στρατηγού, ο οποίος τους χαιρετούσε από το μεγάλο μπαλκόνι, στην πλευρά της οδού Οικονόμου. Ο ποιητής στεκόταν παράμερα, αλλά ο καθείς μπορεί να φαντασθεί τη συγκίνησή του, καθώς περνούσαν από μπροστά τους οι απαστράπτοντες από λεβεντιά ιππείς. Ο πατέρας του είχε όνειρα μεγάλα γι΄ αυτόν. Το όνομα Ναπολέων δεν μπορεί να δόθηκε τυχαία στο μοναχογιό! Δυστυχώς, οι μνήμες της γειτονιάς είναι πολύ πυκνές για την εποχή της καταρράκωσης του ποιητή και πολύ αμυδρές για τα προηγούμενα καλά χρόνια. Πάντως, θυμούνται το γέρο στρατηγό, που συνήθιζε να παίρνει το καφεδάκι του σ΄ ένα καφενείο στο Πεδίον του Άρεως, πίσω, λέει, από το εκκλησάκι – ποιο από τα εκκλησάκια, δεν κατάλαβα. Εκεί τη νύχτα γίνονταν μεγάλες καντάδες από τους νεαρούς της γειτονιάς, οι οποίοι, βέβαια, τραγουδούσαν και μέσα στους δρόμους των Εξαρχείων. «Η γειτονιά είχε πολλούς κανταδόρους. Ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς», μού είπε ο κύριος Κ. Καρατζάς, 86 χρονών σήμερα. Σε κάτι τέτοιο θα αναφέρεται και το ποίημα του Λαπαθιώτη «Νοσταλγία» :

Ήρθε προς τα μεσάνυχτα, στο δρόμο, μια παρέα και μου σιγοτραγούδησε τόσο γλυκά κι ωραία, που η σκέψη μου όλη ρίγησε και ξέφυγε από μένα, και πήγε πάλι στα παλιά και τα λησμονημένα...

Και η γειτονιά όμως νοσταλγεί τώρα εκείνη την εποχή. Ήταν, λέει πολύ ωραία εδώ. Άλλες μνήμες, μάλλον απ΄ τις παλιές, αναφέρονται στον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, χωρίς όμως να μπορούν να ξεβράσουν κανένα χαρακτηριστικό του στιγμιότυπο. Τον θυμούνται να πηγαίνει συχνά στου Λαπαθιώτη ή να έρχεται μαζί του στην ταβέρνα του Μιχαλάκου.

Page 87: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Όσο ζούσαν οι γονείς του Ναπολέοντα, το σπίτι το κρατούσαν όλο μόνοι τους. Αλλά από κάποια εποχή και πέρα το σπίτι απέκτησε και ενοικιαστές. Στο πρώτο πάτωμα κατοικούσε ο ναύαρχος Παπαβασιλείου, που είχε και ένα γιο στο βασιλικό ναυτικό. Ο ναύαρχος Παπαβασιλείου ήταν εκείνος που παρέλαβε και οδήγησε στην Ελλάδα το καταδρομικό «Έλλη» από την Αμερική. Το γεγονός αυτό είχε κάνει τεράστια εντύπωση στη γειτονιά. Ο κύριος Καρατζάς, που κατοικούσε απέναντι, είχε πάει στο σπίτι του ναυάρχου, αλλά στο σπίτι των Λαπαθιώτηδων όχι. Και οι άλλοι γείτονες το ίδιο. Τον καιρό που ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε στο σπίτι δεν υπήρχε ενοικιαστής, εκτός ίσως από κάποιον γεροδεμένο λαϊκό τύπο, φιλοξενούμενο μάλλον του ποιητή. Αλλά και γι΄ αυτόν ακόμα μπορεί να έχει κανείς αμφιβολίες, αν έμενε μόνιμα εδώ ή ερχόταν μόνο την ημέρα για καμιά εξυπηρέτηση. Στάθηκε αδύνατο να μάθω από τους γείτονες κάτι συγκεκριμένο για τους έρωτες του Λαπαθιώτη. Όλοι, βέβαια, κάτι είχαν ακούσει, όπως είχαν ακούσει και για τα ναρκωτικά, αλλά κανένας δεν είχε κάτι το συγκεκριμένο να πει, κάποιο πρόσωπο, κάποιο περιστατικό, κάποιο σκάνδαλο εδώ στη γειτονιά, την εποχή εκείνη. Και ουδείς άκουσε τίποτε για τον εκ Μενιδίου Κώτσο Γκίκα. Ήταν εξαιρετικά συμπαθής ο Λαπαθιώτης εδώ στη γειτονιά και πολύ προσεκτικός. Είχε επίσης τη φήμη του ανθρώπου που βοηθάει τους δυστυχισμένους – τους βοηθάει οικονομικά. Και έτσι όποιος και να μπαινόβγαινε στο σπίτι του, όσο άλλου ρυθμού και αν ήταν, δεν προκαλούσε λόγω της διάχυτης για τον ποιητή συμπάθειας τα σχόλια της γειτονιάς. Πρόβλημα παρουσιαζόταν καμιά φορά, όταν έρχονταν, λέει, τη νύχτα κάτι μεθυσμένοι λαϊκοί τύποι και φωνάζαν διάφορες χυδαιότητες κάτω από τα παράθυρά του, στην ησυχία της βραδιάς. «Δεν τους έδινε πλέον λεφτά, γι΄ αυτό φωνάζαν». «Και τι έκαμνε ο Λαπαθιώτης;» ρώτησα εγώ. «Φερόταν σαν κύριος, ούτε έβγαινε ούτε τους απαντούσε». Τι να προσθέσει κανείς; Ήταν, λοιπόν, πολύ συμπαθής ο Λαπαθιώτης και εξαιρετικά αγαπητός στη γειτονιά. Η γυναίκα του ταβερνιάρη Γιώργη Μιχαλάκου μού μήνυσε με το φίλο μου, ότι ο άντρας της τής μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον ευγενικότατο κύριο Λαπαθιώτη. Αυτός ο ίδιος ταβερνιάρης είχε δηγηθεί σε έναν από τους κυρίους, που μου μίλησαν για το Λαπαθιώτη και ο οποίος με παρακάλεσε να μην προσδιορίσω τις πληροφορίες του, ότι κάποτε, όταν πέθανε ξαφνικά κάποιος, που κατοικούσε στην κοντινή οδό Ιουστινιανού, αφήνοντας τρία ορφανά, ο Λαπαθιώτης πέρασε από το σπίτι τους τη νύχτα και τους άφησε κρυφά ένα σημαντικό ποσό κάτω από την πόρτα τους. Δεν ξέρω πώς το είχε μάθει ο ταβερνιάρης, αλλά ίσως πρέπει να σκεφθούμε ότι οι ταβερνιάρηδες όλα τα μαθαίνουν. Δεν ήταν, λοιπόν, ο Λαπαθιώτης μόνον ο ωραιοπαθής εστέτ, που πράγματι ξεχωρίζει σε διάφορα κείμενά του. Ένας από τους φίλους του μου είπε ότι ο Λαπαθιώτης είχε ερωτευθεί μία κοπέλα της γειτονιάς. Ήταν μία ξανθούλα, που την έλεγαν Λένα και κατοικούσε στο σπίτι που βρίσκεται στη γωνία των οδών Οικονόμου και Καλλιδρομίου, δηλαδή στην ταβέρνα απέναντι. Η κοπέλα, που κατοικούσε μαζί με την αδερφή της, έβγαινε πότε πότε στη χαμηλή ταράτσα να ταΐσει κάτι περιστέρια και την έβλεπαν από την ταβέρνα οι θαμώνες και ιδιαίτερα ο Λαπαθιώτης, που, όπως είπαμε, την είχε ερωτευθεί. Αλλά ήταν Κατοχή, η κοπέλα αρρώστησε από φυματίωση, και σε λίγο πέθανε. Ο ποιητής ήταν

Page 88: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

απαρηγόρητος. Πήγε στην κηδεία, μα στεκόταν κάπως μακριά από τον κόσμο, που ήταν κυρίως άνθρωποι της γειτονιάς. Ήταν άλλωστε κουρελιασμένος, όπως μου είπε ο αφηγητής μου, και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος, που δεν ήθελε να πλησιάσει. Μόνο όταν την κατέβασαν στον τάφο, ο ποιητής πλησίασε και είπε μερικούς συγκινητικούς στίχους. «Ομόρφυνες το φέρετρο!», θυμάται ο αφηγητής μου πως είπε. Και από το βούρκωμά του υποθέτω, πως η κοπέλα αυτή δεν ήταν ξένη προς τον αφηγητή μου, αλλά ίσως στενή συγγενής του. «Ομόρφυνες το φέρετρο!». Στο γυρισμό από το νεκροταφείο, βρήκα, μου λέει, το Λαπαθιώτη στο ταβερνάκι να πίνει. Η ιστορία αυτή μολονότι πολύ μελοδραματική και «λαπαθιωτική», φαίνεται πως είναι γνήσια. Την άκουσα πριν από μερικά χρόνια από τον αφηγητή μου και την ξανάκουσα τώρα, πάντα με πολλή συγκίνηση εκ μέρους του. Τότε μάλιστα θυμόταν περισσότερους στίχους. Εκείνο όμως που δεν νομίζω, είναι πως πρόκειται για ιστορία έρωτος. Συμπάθεια ίσως, φρεναπάτη ίσως, υποβολή μπορεί, αλλά κανονικού έρωτος όχι. Δεν πρόκειται να υποστηρίξω αηδίες σαν αυτές που είδαμε να λέγονται για τον Καβάφη· ότι στα νεανικά του χρόνια είχε περιπέτειες με γυναίκες και κατόπι άλλαξε. Όπως και νά ΄ναι πάντως, είναι συγκινητικό για το Λαπαθιώτη. Ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να πουλάει ή να μοιράζει με ευκολία τα χρήματα και τα υπάρχοντα της οικογενείας του. Όσο κι αν ήταν πολλά, κάποτε πήραν να σώνονται. Ο ίδιος ποτέ δεν κέρδισε ούτε πεντάρα. Είχε από πάνω και το πάθος των ναρκωτικών, είχε και τις κλεψιές των διαφόρων τύπων. Κάποτε κατέφθασε στην ταβέρνα φορώντας μες στο κατακαλόκαιρο μόνο μια παλιά καμπαρντίνα και αποκάτω ολόγυμνος. Κάποιος του είχε κλέψει όλα του τα ρούχα. Τα βιβλία όμως κανείς δεν του τα έκλεβε και παρ΄ όλο που πούλησε κι ο ίδιος έναν αριθμό, ανεξακρίβωτο βέβαια, εν τούτοις μέσα στο γυμνό και πανάθλιο σπίτι του βρέθηκε, μετά το θάνατό του, μια τεράστια και λαμπρή βιβλιοθήκη. «Μια βδομάδα κουβαλούσαν με τα κάρα οι κληρονόμοι τα βιβλία του. Είχε αγανακτήσει όλη η γειτονιά». Τι έγιναν αυτά τα βιβλία; Ποιοι και πόσοι ήταν οι κληρονόμοι του; Αλλά η κατάρρευση του Λαπαθιώτη είχε αρχίσει πριν από τον πόλεμο. Με τον πόλεμο και τη φριχτή πείνα στην Αθήνα τα πράγματα απόγιναν. Ο ποιητής ερχόταν στην ταβέρνα μόνο για λίγο κρασί. Ο ταβερνιάρης, που ήξερε το δράμα του, αλλά και τα παλιά μεγαλεία του, δεν τον άφηνε να πληρώσει. Οι παρέες των νεαρών της γειτονιάς τού έστελναν με τρόπο κρασί στο τραπέζι : «Για τον ποιητή!». Ο Λαπαθιώτης δεν έπινε πολύ. Για το ξεπούλημα των βιβλίων έστελνε άλλους, τους οποίους προφανώς καθοδηγούσε. Το 1943, όταν πρωτάνοιξε ο εκδοτικός οίκος «Ίκαρος», στεγάστηκε στην οδό Σταδίου 10, σε ένα κατάστημα που πουλούσε γραφομηχανές, οι οποίες όμως τότε δεν παρουσίαζαν καμία κίνηση. Ο «Ίκαρος» είχε για τα βιβλία του τη δεξιά βιτρίνα του μαγαζιού. Εκεί άρχισε να εμφανίζεται κάθε τόσο ένας λαϊκός τύπος, με βιβλία για πούλημα υπό μάλης, τα οποία όμως δεν ήταν καθόλου λαϊκά, αλλά ένα κι ένα. Ο «Ίκαρος» αγόραζε τα εκλεκτά βιβλία. Αλλά πάντα υπήρχε το μυστήριο, από ποια βιβλιοθήκη προέρχονται. Ώσπου κάποια μέρα αποκαλύφθηκε το μυστικό : τα βιβλία προέρχονταν από τη βιβλιοθήκη του Λαπαθιώτη!

Page 89: Giorgos Ioannou Kathimerini Afieroma

Και η αποκάλυψη έγινε ως εξής : μετά το θάνατο του Λαπαθιώτη και την κηδεία του, που έγινε, ως γνωστό, με έρανο, έπρεπε να ορισθούν εκτιμητές για τη βιβλιοθήκη του, που μετά το σπίτι ήταν το μόνο αξιόλογο κατάλοιπο. Και έτσι ο άνθρωπος, που πήγαινε τα βιβλία στον «Ίκαρο», κληρονόμος προφανώς, πρότεινε ως εκτιμητή από μέρους του τον κύριο Νίκο Καρύδη, τον οποίο γνώριζε από τις μεταβάσεις του στο βιβλιοπωλείο. Το σπίτι ήταν γυμνό από έπιπλα και πολύ βρώμικο. Ο Νίκος Καρύδης δεν είχε γνωρίσει τον ποιητή. Ο ποιητής είχε αυτοκτονήσει στο πρώτο πάτωμα, μπαίνοντας. Οι φορατζήδες ήταν εκεί, καθώς και ο αρρενωπός φίλος του ποιητή. Ήταν ένα κρεβάτι μπαίνοντας δεξιά, το στρώμα χωρίς σεντόνι. Το στρώμα με λεκέδες, ίσως αίματα. Πίσω από την πόρτα πολλές κουρελιασμένες γραβάτες, κρεμασμένες. Στο βάθος απέναντι ένας μικρός νιπτήρας. Αριστερά μια πόρτα, απόπου περνούσες σ΄ ένα μεγάλο χώρο. Όμως όλοι οι τοίχοι σκεπασμένοι με βιβλιοθήκες, φορτωμένες βιβλία. Ήταν τόσο πολλά τα βιβλία, ώστε υπήρχαν και βιβλιοθήκες κάθετες προς το χώρο των δωματίων, σαν χωρίσματα στη μέση. Τα βιβλία ήταν εκλεκτά και ακριβά, σε γαλλική κυρίως γλώσσα. Μυθιστορήματα, ποιήματα, μελέτες, βαριές καλλιτεχνικές εκδόσεις. Και ήταν διαβασμένα βιβλία, χρησιμοποιημένα βιβλία – ζεστά. Γεμάτα σκόνη, βέβαια. «Μια βδομάδα κουβαλούσαν οι κληρονόμοι τη βιβλιοθήκη του. Είχε αγανακτήσει η γειτονιά». Ο κύριος Ναπολέων! «Κανείς δεν ξέρει την τύχη της βιβλιοθήκης του». Είναι εφτάψυχα τα βιβλία, εμείς να δούμε τι θα απογίνουμε. «Όλοι οι παλιοί εξέλιπαν πια, μόνο εγώ απόμεινα». Ο κύριος Κώστας! Καμιά μέρα θα γκρεμίσουν και το σπίτι ή θα το κάψουν. Κανείς δεν άκουσε την πιστολιά! Ούτε πρόκειται ν΄ ακούσει. Πικρή αλλά γνωστή πια η μοίρα του γείτονά μου Λαπαθιώτη. Η μοίρα του γείτονά του όμως άγνωστη. Ο κύριος Γιώργος!

Περιοδικό «η λέξη», τεύχος 33, Μάρτιος – Απρίλιος 1984, σ. 204-216.