Georges Bataille Η Μητέρα Μου

83

description

Georges Bataille

Transcript of Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Page 1: Georges Bataille Η Μητέρα Μου
Page 2: Georges Bataille Η Μητέρα Μου
Page 3: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

GEORGES BATAILLE

Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΤΡΑ-ΣΥΡΙΝΙΩΤΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

Νά μιλάμε σήμερα γιά τον Georges Bataile (1897-1962) Α. \είναι ένας χαρακτηριστικός τρόπος ναμιλάμε, με όση δυνατή η επιθυμητή απόσταση μπορούμε η θέλουμε να έχουμε απ’ αυτόν, για τον 20όαιώνα. Ή ζωή τού συγγραφέα αρχίζει, παρά ίνα τρίχρονο, με τον αιώνα, χωρίς να τελειώνει μαζίτου, έχοντας όμως διασχίσει και ταυτόχρονα χαράξει ένα ικανό μέρος άπό τις νευραλγικές άρτηρίεςτου. Δυο Παγκόσμιοι πόλεμοι και άλλοι, τοπικοί, με όλη τή βιαιότητα καί έκτόνωση πού αυτόσυνεπάγεται, ή ψυχροπολεμική στάση της έντασης, πολλαπλά καί ετερογενή κινήματα ιδεών,κοινωνικές, πολιτιστικές καί ιδιωτικές επαναστάσεις, ηέν δράσει έμπειρία της ατομικής βόμβας,έπιστήμη καί τέχνη, κινηματογράφος καί ψυχανάλυση δημιουργούν τούς κρίσιμους κόμβους μέ τούςοποίους ο Μπατάιγ δέν θά σταματήσει νά διαπλέκει άμφιθυμικές κυρίως σχέσεις.

Ή υποκειμενική ετερογένεια της σκέψης καί τού έργου του συνιστούν μία στάση καί μία κρίση, ίσωςκιόλας ; στάση κρίσης μέ έμβέλεια καί έντός καί έκτος Γαλλίας απέναντι στις ριζικές αντιθέσεις καίαντιφάσεις τού αιώνα του, πού είναι ο δικός μας ο αιώνας. Το έργο του, εν μέρει θεωρητικό η καίφιλοσοφικό εν μέρει μυθιστορηματικό καί ποιητικό, πηγάζει άπό ένα βίο πού παρότι φαίνεται καίείναι αξεχώριστος άπό μία σύνεση καί ψυχραιμία τήν έπαγγελματική ικανότητα καί αξιοπρέπεια τούβιβλιοθηκάριου, το χιούμορ τήν ειρωνεία καί αύτοειρωνεία τού νοήμονος ανθρώπου δεν παύει νάσυγκλονίζεται άπό τις συνεχείς δίνες τού ψυχισμού του καί να συγκλονίζει μέ τις συγκρούσεις τήςένορμητικότητας, τις όποιες ποτέ δεν πρόκειται νά αποσιωπήσει. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ήλεγόμενη έργο-βιογραφία απαιτεί μεγάλη προσοχή καί σωφροσύνη ώστε να κατανοηθεί καί ναεξακριβωθεί η αναλογία —αν αύτή υπάρχει— ανάμεσα στα δύο σκέλη της, για οσους κόπτονται ναέχουν καί αύτη τη γνώση. Επειδή λοιπόν ανέκαθεν έπικρατούσε καί τώρα έπικρατεΐ, μα λιγότερο,μια ηθελημένη ή μη ασάφεια σ’ αύτό το θέμα, θα ήταν προτιμότερο ο βίος να μήν κρίνεται βιαστικάυπεύθυνος γιά το έργο, πράγμα πού έζάλλου δέν ευσταθεί, ούτε το έργο γιά τον βίο, πού μήτε κι αύτόεύσταθει, όταν αύτή καθαυτή ή λειτουργία τής τέχνης διαθέτει τήν αρετή νά το διαψεύδει. Πολλάέργα τού συγγραφέα, συμπεριλαμβανομένων των φιλοσοφικών-κοινωνιολογικών, υποκίνησανπράγματι ένα σκανδαλοθηρικό -αστυνομικό ένδιαφέρον καί ζήλο -στους κύκλους των αναγνωστών,σχολιαστών, κριτικών, συγγενών, φίλων καί εχθρών του. Όούσιαστικός λόγος είναι ώς επί τοπλείστον το εύρος τού ερωτισμούπού θέτουν επί τάπητος, ή πρόκληση τού ερωτισμού, αλληλένδετουκαί μέ το θάνατο καί μέ τή θρησκευτική πρόκληση, διαμορφώνοντας από κοινού μιά ιδιαίτερηπολιτική πράξη.

Υπήρξαν εποχές πού ο διάλογος ή οι διαμάχες περί Μπατάιγ φούντωναν περισσότερο άπό άλλες:οσο ζούσε, κατ’ άρχήν, επιδιώκοντας συχνά να γράφει άφανής, είτε άνώνυμα είτε μέ ψευδώνυμα‘τήν εποχή τής κορύφωσης τού σουρεαλισμού (οπού αναμφίβολα κυριαρχούσε ή μορφή τού AndreBreton), όταν γύρω στο 1924 καί τά χρόνια πού ακολούθησαν καί ιδίως χάρη στή γνωριμία του μετον Michel Leiris προσχώρησε στο κίνημα με τις σύμφυτές του συμπεριφορές τού αποκλεισμένου ήτού απομονωμένου’ το 193L στον μεσοπόλεμο με τήν ίδρυση άπό τον Boris Souvarine, ανεξάρτητο

Page 4: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

πλέον κομμουνιστή επαναστάτη τού αριστερού περιοδικού La Critique Sociale (Ή κοινωνικήκριτική) πού το διακρίνει μία οξυδερκής κριτική ματιά εχθρική προς τή σταλινική τύφλωση ·επίσηςτα πολυάριθμα άρθρα τού Μπατάιγ στα περιοδικά τού καιρού του, με ποικίλες πολιτικές,πολιτιστικές ιδεολογικές αιχμές, όχι μόνο σουρεαλιστικές καί πολλές φορές το αντίθετο, καθώς τάDocuments (Ντοκουμέντα Λ Minotaure (Μινώταυρος Λ Contre-Attaque (’Αντεπίθεση), Acephale(’Ακέφαλος Λ Critique (Κριτική), τοκατεξοχήν δικό του δημιούργημα (1946) καί μέ τήν πολύτιμησυμμετοχή τού φίλου του Maurice Blanchot καί άλλων συνεργατών, άναδεύουν κάθε τύπουάδράνεια καί έφησυχασμό κατά τά ειωθότα τών σκέψεων καί τών ιδεών. Ένα χρόνο μετά το θάνατότου τού άφιερώνεται ειδικό διπλό τεύχος (Critique,Αυγ.-Σεπτ. 1963, άρ. 195-196, έκδ. Minuit), μέάρχισυντάκτη πλέον τον Jean Piel.

\Ακούγεται καί πάλι μεταξύ 1951-1953 μέ τις διαλέξεις του περί της “ μή-γνώσης ” (non-savoir) στοΦιλοσοφικό Κολέγιο (College Philosophique ), μέ ένεργό άκροατήριο τούς Jean Wahl Α. J. Ayer,Merleau-Ponty, Ambrosino, Sartre και άλλους. ‘Άλλωστε διαλέξεις διαφορετικού περιεχομένουπροηγούνται καί έπονται, άρκετές, άποσπώντας μιά σκέψη κι ένα λόγο άπό άσφαλη καί άνασφαληκαταφύγια σιωπής. Ένα τέτοιο καταφύγιο δέν ήταν έν μέρει τά χρόνια τού πολέμου, όταν ‘ Μπατάιγπροετοίμαζε τον Ένοχο (Le Coupable) στις σελίδες ηδη τού μυστικού του ημερολογίου άπό το 1939έως το 1943; Ή άκόμη, τήν ίδια περίπου εποχή, το έργο της επίπονης άναδίπλωσης Ή εσωτερικήεμπειρία (L’experience interieure) πού πρωτοδημοσιεύουν το 1943 οι εκδόσεις Gallimard, δένσημαίνει ένα εύγλωττο δείγμα μετατροπής μιας έπώδυνης έσωστρέφειας στήν έγγενή εξωστρέφειατης γραφής ή οποία μέ τή σειρά της θά συναρθρώσει τή ρήξη της σιωπής μέ μιά νέα έσωστρέφεια τηςέμπειρίας τών ορίων πού δηλώνει;

Μετά θάνατον πάλι, άνθρωπος και έργο δεν παύουν να οξύνουν τα πνεύματα, ώστε οι κάθε λογήςεπίγονοι νά τον ξαναφέρνουν στο προσκήνιο: σημειώνουμε ιδιαίτερα όλη τήν προσπάθεια τηςομάδας τού περιοδικού Tel Quelμε συντακτική επιτροπή (1972) τούς J.-L. Baudry, Μ. Devade, J.Kristeva, M. Pleynet, J. Risset, D. Roche P. Rottenberg, Ph. Sollers, προκειμένου να δοθεί τονόημα (και ή παράβαση του) πού οι φιλόσοφοι, λογοτέχνες, αναγνώστες, συνεργάτες άρνούνται ήαδυνατούν άκόμη ν’ αναγνωρίσουν, μέσα σέ μία ακριβή άναλογία και σ’ ένα ξόδεματηςέργοβιογραφίας, τού υποκειμένου και της πράξης, σ τήν περίπτωση τού Ζώρζ Μπατάιγ. Βρισκόμαστεσέ μιά έποχή άκρατου στρουκτουραλισμού, τή δεκαετία τού ‘70, κατά τήν οποία ή σοβαρή ώστόσοεντρύφηση στή δομή, ή μελέτη τής φόρμας θεωρούνται αύτοσκοπός στο πλησίασμα ενός έργου, μιαςκοινωνίας, της ιστορίας, αφήνοντας καθετί το ενοχλητικό άδιάφορο, ασήμαντο, περασμένο,ξεπερασμένο, νοσταλγικό έκτος πεδίου έρεύνης καί βολής. Καί βέβαια, δίχως έκείνη τή στροφή, πώςαλλιώς θά μπορούσε να εξελιχτούν τά πράγματα, ώστε νά δρέφουμε τούς τότε καί τούς κατοπινούςκαρπούς τής δομιστικής εσοδείας; Το μυθιστόρημα έπρεπε ίσως κάποτε νά ξεχάσει ότι είναιμυθιστόρημα γιά νά ξαναβρεί τον εαυτό του. Η εικόνα το ίδιο. Ή επιστημονική βεβαιότηταπαρομοίως.

Διοργανώνεται λοιπόν το Συνέδριο τού Cerisy (1972) στο Διεθνές Πολιτιστικό Κέντρο τού Cerisy-la-Salle, συνέδριο πού διευθύνει ό Philippe Sollers μέ θέμα-τίτλο: Προς μία ΠολιτιστικήΕπανάσταση : Artaud, Bataille.1Μ’ αύτό τον τρόπο βλέπουμε πώς επιχειρείται μιά ριζικήμετατόπιση τής θέσης-έξαίρεσης τού Μπατάιγ δίπλα σέ μιά άλλη καί γιά άλλους λόγους θέση-εξαίρεση, εκείνης τού Λρτώ. Παρ ’όλη τήν αρνητικότητα πού δεσπόζει σ’ αύτές τις εξαιρέσεις δενμπορούμε παρά να τις εκτιμούμε ως θέσεις και δή σταθμούς, στη λογοτεχνία τού 20ού μας αιώνα.Δύο σιωπές και συγχρόνως δύο κραυγές μία έκρηξη και ένα γέλιο. ’Έπειτα διευκρινίζονται ολο και

Page 5: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

περισσότερο οι σχέσεις τού Μπατάιγ με το σουρεαλισμό και ειδικότερα με τον Breton η με τονAragon \σχέσεις αναγκαίας ιστορικής συναίνεσης, άλλα ιδίως πολεμικής, καθώς επίσης οιθεμελιώδεις διαφορές του άπό τον υπαρξισμό τού Sartre και πόσο σπουδαίο ρόλο εντέλει επαιξε στηδιαμόρφωση, άναπόσπαστη άπό την άνατίναξη και την καταστροφή στο έργο του, ένας φιλόσοφοςσάν τον Νίτσε.

’Από την ταραχώδη νεότητα της γενιάς του ο συγγραφέας δεν θά κρατήσει παρά μία ηγεμονική γι’αυτόν άξια: τήν άξια τού Κακού2πού συμπυκνώνει τήν πεμπτουσία της λογοτεχνίας. Σ’ αυτή του τήνάποψη το κακόδεν το εννοεί ως το’ ήθικό άντίθετο τού κάλου,άλλα σάν τή μαύρη νύχτατου,άναγκαΐο καί εσωτερικό στήν άντίθεση καλού-κακού,προκειμένου νά γίνει πηγή ευχαρίστησης ωςβίτσιο,νά γίνει το μέτρο τού καλού,νά εμψυχώσει τήν άντίθεση, ώστε το φέγγος τού καλούνάπροικίσει το κακόμε τή μαύρη3γοητεία του. ΌΜπατάιγ πρέπει νά καταλόγιζε στο σουρεαλισμό μιάεπιπολαιότητα σχετικά μ’ αυτή τήν οδυνηρή καί επαναστατική αντίθεση που βαστάζει άπό μέσα τουοποίον τάσσεται στις γραμμές της λογοτεχνίας.

Έκτος άπό το προσωπικό του έργο, μέ η δίχως ψευδώνυμο, δέν έχουν γραφτεί λίγα πράγματα γιά τονΖώρζ Μπατάιγ ‘άφιερώματα μετά θάνατον, κριτικές, δοκίμια, βιβλία καί τεύχη περιοδικών,βιογραφικές προσεγγίσεις, πολλά πανεπιστημιακά μελετήματα καί διατριβές άνά τον κόσμο καίκατά περιόδους μέχρι σήμερα, καί μέ προοπτικές γιά το μέλλον. Πληροφορούμαστε ότιαναζωπυρώνεται, τον τελευταίο χρόνο, ή έκδοτική δραστηριότητα στην \Αμερική καί στην Αγγλία.Επιπλέον είναι αξιοπρόσεκτη ή προσπάθεια του Michel Surya , οόποιος στήν άρχή της δεκαετίαςτου ‘90, μέ το βιβλίο του Georges Bataille, la mort a l’ceuvre (Ό θάνατος επί τω έργω,έκδ.Gallimard, 1992) μάς διαφωτίζει μέ έπάρκεια καί άνιδιοτέλεια γιά πολλές άπόκρυφες, σκοτεινέςκαί άγνωστες πτυχές της βιογραφίας του συγγραφέα.

Στήν Ελλάδα ο Μπατάιγ δέν πέρασε διόλου άπαρατήρητος. Ήδη άπό τις δεκαετίες ‘70-‘80,σημειώνεται μιά έξαρση της άνάγνωσης του έργου του, είτε στο πρωτότυπο είτε άπό μεταφράσειςτου. Μέσα στά πρώτα κιόλας βιβλία ξένης λογοτεχνίας τών έκδόσεων «’Άγρα» (Αθήνα, 1980),έχουμε καί το πρώτο μυθιστορηματικό κείμενο του Μπατάιγ που καταρχάς δημοσιεύτηκε ανώνυμοκαί έπειτα μέ το ψευδώνυμο Lord Auch , Ή ιστορία του ματιού( Histoire de Γ ceil,1928). Ή ελληνικήμετάφραση, άξιοσημείωτη, έγινε άπό τον Δημήτρη Δημητριάδη μέ ουσιαστική καί καίρια εισαγωγήκαί λεπτομερή έργοβιογραφία, περιλαμβάνοντας έξάλλου μιά θεωρία περί ερωτισμούως πρόσ-τυχηςκατεύθυνσηςπρος τήν κυριαρχία του άνθρώπου καί προς τήν κατάκτηση τών ορίων του. Εν συνεχείακαί ταχύτατα (1981) εκδίδονται πάλι στήν «’Άγρα » τά, δίχως νά έχουν τήν κλασική δομή του είδουςμυθιστορηματικά κείμενα Μαντάμ Έντουαρντά( Madame Edwarda,1937, Pauvert, 1956) σεμετάφρασή Δ. Δημητριάδη καί Ό Νεκρός(Le mort,Pauvert, 1967), σέ μετάφραση 'Αγγελικής Πέτρα.Εντω μεταξύ μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν εκ παραλλήλου άπό άλλες ελληνικές εκδόσεις μίαεπιλογή κειμένων (‘Ο ήλιακός πρωκτός,μτφ. Κ. Παπαγιώργης έκδ. Νεφέλη), Το γαλάζιο του ούρανου(Le Bleu du ciel,Pauvert, 1957 μτφ. Β. Χατζηαθανασίου, έκδ. Νεφέλη) και Τα δάκρυα του έρωτα(Les larmes d’Eros,Pauvert, 1961 —μτφ. I. Φωτόπουλου, έκδ. Νεφέλη).’Επίσης έφιστούμε τήνπροσοχή στή μετάφραση άπό τή Αίζυ Τσιριμώκου μιας διάλεξής του στο Φιλοσοφικό Κολέγιο το1955, μέ τίτλο Ή αγιοσύνη, ό ερωτισμός και ή μοναξιάπού δημοσιεύτηκε με καλαισθησία στιςεκδόσεις « Το Ροδακιό », το , 1993. Τώρα κυκλοφορεί στις εκδόσεις « Άγρα » το ανέκδοτο οσοζούσε, καθώς ήταν καί Ό Νεκρός,διηγηματικό-βιογραφικό έργο Ή μητέρα μου(Μ& mere,Pauvert,1966) καί μάλλον τελευταίο τής μυθιστορηματικής κατηγορίας.

Page 6: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Μία ενότητα έργων μοιάζει νά συγκροτούν, κατά κάποιο τρόπο, ένα σχέδιο ονόματι Divinus Deus,όδε γράφων φέρει το ψευδώνυμο Pierre Angelique.3 Θεός θείος, θεός θεϊκός. Του ΠέτρουΑγγελικού,θά το διαβάσουμε παρακάτω στο προκαταρκτικό σημείωμα τής έκδοσης Pauvert πούάνοίγει τή μετάφραση τού έργου Ή μητέρα μου.Στήν παρούσα έκδοση βασιστήκαμε στο ημιτελές,κατά τον Gallimard κει-, μενο τού Pauvert καί στο κείμενα τού Gallimard (‘Άπαντα,τόμος IV 1971),παραλείποντας μονάχα τις μακροσκελείς, ήσσονος φιλοσοφικού ενδιαφέροντος σημειώσεις τούέκδοτη. Ή μητέρα μουείναι ‘μια πιθανή επέκταση τού Μαντάμ Έντουαρντά,πού φαινόταν να επιζητείμιά συνέχεια ‘εξ ου και ολο το σχέδιο-φάκελος Divinus Deus,το όποιο συγκεντρώνει και άλλουςτίτλους άλλες γυναικείες ^μορφές: Charlotte d’Ingervilleκαί στο Παράρτημα το Sainte.Τέλος ωςπρος το Ή μητέρα μου,ο Gallimard χρησιμοποιεί τά δύο χειρόγραφα (Ms. 1, Ms. 2Χ σημειώσειςπρόχειρα καί άποσπάσματα εν άταζία (FfΧ το χειρόγραφο τού άφηγήματος Sainteκαί δύοάποσπάσματα άπό τά Τετράδια( Carnets) που περιέχει ο φάκελος Divinus Deus.Στην ελληνικήέκδοση συμπληρώθηκαν, στο κυρίως σώμα τού κειμένου καί μόνο τά παραλειπόμενα στον Pauvertμε τις παραθέσεις άπό το κείμενο τού Gallimard. cΌποτε αύτό συμβαίνει —ιδίως προς το τέλος τούέργου —,το σημειώνουμε εντός άγκυλών’ άλλες σημαντικές διαφορές δέν υπάρχουν μεταξύ τών δύοέκδοτών.

Το τελευταίο άφήγημα τού Μπατάιγ όπως θεωρείται το Ή μητέρα μου,η διήγηση, καθώς ό ίδιος τηνάποκαλεί, όλης του της ζωής δεν μάς έπιφυλάσσει έκείνες τις βιογραφικές έκπλήζεις ή άποκαλύφειςπού θά περίμενε καί θά επιθυμούσε ό κοινός νούς. Πλησιέστερη στο θάνατο,ή σημασία μιάς τέτοιαςαύτοβιογραφίας έγκειται στο ότι έλευθερωνει, δίχως όμως νά τά καταλύει —ίσα ίσα μάλιστα— τάόρια πού έζασφαλίζουν τη γοητεία καί τά αινίγματα τής αφήγησης.’Ονειρα καί πραγματικότητεςύπνος καί θάνατος όνόματα καί ψευδώνυμα ή παρατσούκλια έρωτισμός καί θρησκευτικότητα βίτσιοκαί πίστη άλήθειες καί μυθεύματα συνυπάρχουν καί ζευγαρώνονται συμβιώνουν έπί τών ορίωνεπιτρέποντας μιά άμοιβαία εισχώρηση πού περισσότερο φανερώνει παρά συσκοτίζει τά συμβάντατις φαντασιώσεις, τα δρώμενα. Μία χορεία γυναικών περιστοιχίζει τον αφηγητή ενσαρκώνοντας τιςακραίες εμπειρίες τού έρωτα, της φρίκης, τού θανάτου, αναλαμβάνοντας τη μύηση στο βέβηλο καιστο ιερό. Ή Ρέα, ή Χανσί, η Αουλού, γιά νά περιοριστούμε μόνο στο παρόν κείμενο, θά πάρουν τάηνία άπό μία δαιμονική και αιμομικτική μητέρα γιά νά μυήσουν τον νεαρό και ακαθοδήγητοαφηγητή στους δαιδάλους τού ερωτισμού. Αύτές οι γυναίκες άκολουθούν τή δική τους ιεραρχίαηλικίας, δοκιμασίας, έπιθυμίας και ευχαρίστησης και οδύνης στις μεταξύ τους ομόφυλες σχέσεις,ξεδιψώντας συνάμα τή μυστική τους αυτάρκεια στήν άμηχανία, άπειρία, πραότητα και ’γιατί όχι,στον διακαή πόθο ενός άβγαλτου άγοριού. Τού εραστή υιού, του’Αγγελικού άποδέκτη τούσυμβολαίου μέ το διαβολικό στοιχείο και στοιχειό της θηλυκότητας .και της μητρότητας. Αυτή ήσυγκατάθεση καί συνενοχή δέν γίνεται διαμιάς, θάεπέλθει κατά στάδια, σε /χίάυποκειμενική στήνεπιλογή της καί άντικειμενική στήν άσκηση της τριβή με το θείο,ώστε νά μπορούμε νά πούμε χωρίςενδοιασμούς πώς ο,τι υπήρξε ή σεξουαλικότητα γιά τον Φρόυντ, υπήρξε καί ό ερωτισμός γιά τονΜπατάιγ μέ τη διαφορά ότι δεν εννοούν τις θρησκείες με τον ίδιο τρόπο.

Το ιδιόμορφο γυναικείο ιερατείο πού περικλείεται στο Divinus Deus σάνσε δικό του μοναστήρι, τοεπισφραγίζει ή άψηγηση γιά μιά γυναίκα, πρώην μοναχή, ευσεβή άλλα καί διωγμένη άπό τον οίκοτού θεού πού άγαπά οσο καί το άσύδοτο ξεφάντωμα. Είναι ή ‘Αγία( Sainte).4Ή Κυρίατού πορνείουπού δέν έχει άλλο όνομα γιά τά κορίτσια της. Καί βέβαια ένα τέτοιο ονομα ονομάζει ένα συνολικόπρόσωπο, μία μοναδική μορφή γυναίκας πού ό συγγραφέας προσπαθεί νά δημιουργήσει μέ όλες τιςυπόλοιπες γυναικείες μορφές πού κατασκευάζει στά έργα του, καταδιωκόμενος άπό τήν ιδέα νά

Page 7: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

ονομάσει τον Θεό. Μην ξεχνάμε ότι ένα άπό τά παλαιότερα κείμενα του Ζώρζ Μπατάιγάκαθορίστου χρονολογίας (ίσως του 1918), ένα εξασέλιδο σέ πλακέτα άφιερωμένο στη νεαρή αγία,τήν πολεμίστρια Ζάν ντ’ ”Αρκ , καίπαρ’ όλη τήν έρήμωση άπό τούς βομβαρδισμούς, στονήλιόλουστο κατάλευκο Καθεδρικό της, τή Notre-Dame de Rheims \απευθύνεται καί περιγράφειστούς νέους τής Όβέρνης το οικτρό θέαμα τής πυρκαγιάς πού τή ρήμαξε.2

Αγγελική Πετρα-Σϊρινιωτη

Οι οικείοι τού Ζώρζ Μπατάιγ ήξεραν ήδη από πολύ καιρό ότι ή Μαντάμ Έντουαρντάέπρεπε να έχειαν όχι μιά συνέχεια τουλάχιστον μιά έπέκταση. Εκείνο πού έν γένει είχε αγνοηθεί, ήταν ότι ήΜαντάμ Έντουαρντάέπρεπε νά συμπεριλαμβάνεται σ’ ένα σύνολο τεσσάρων κειμένων έκ τωνοποίων το ένα τη στιγμή τού θανάτου τού Ζώρζ Μπατάιγ, ήταν γραμμένο, διορθωμένο καί ,,σχεδόνστήν ολότητά του, έτοιμο γιά το τυπωθήτω. Είναι αύτό το κείμενο πού παρουσιάζουμε σήμερα.

Επειδή δέν έχει περατωθεί ή έξέταση τών έγγράφων πού άφησε ό Ζώρζ Μπατάιγ, είναι δύσκολο νάκαθορίσουμε τήν άκριβή μορφή πού ήθελε νά δώσει σ’ αύτό το σύνολο. Ούτε και ό τίτλος του άκόμηδέν είναι βέβαιος. °Ενα χειρόγραφοφυλλάδιο, είδος σχεδίου γιά τή σελίδα τού τίτλου, περιέχειπράγματι τις παρακάτω άναφορές τών οποίων και άκολουθούμε τή διάταξη:

Πέτρου ’Αγγελικού [ Pierre Angelici5 ]

Μαντάμ’Εντουαρντά Ι

Divinus Deus

II

Ή μητέρα μου

ΙΙΙ6

μαζί με

To παράδοξο σχετικά μέ τον έρωτισμό

του

Ζώρζ Μπατάιγ

Μ’ αυτή τη σειρά βρίσκουμε τά χειρόγραφα άπό τά όποια άποσπάσαμε το Ή μητέρα μου.Μέ τηδιαφορά όμως ότι το Divinus Deus,άντί γιά το Μαντάμ Έντουαρντάγίνεται έδώ ό γενικός τίτλοςγραμμένος μόνος στη σελίδα μέ κεφαλαία, ένώ τά κείμενα πού άκολόυθούν περιλαμβάνουν τοκαθένα μία σελίδα τίτλου: Ι, Μαντάμ Έντουαρντά” II, Ή μητέρα μου.Τρίτο μέρος, Σαρλότ ντ’Ένζερβίλ(αύτό το «τρίτο μέρος» συμπτύσσεται άλλωστε σέ τρεις άρχικές σελίδες οπού βλέπουμε τονΠιέρ μετά το θάνατο της μητέρας του, νά κάνει τη γνωριμία μιας φίλης της της Σαρλότ ντ’Ένζερβίλ). Ακολουθούν 236 φυλλάδια σημειώσεων, παραλλαγών καί διαφόρων σχεδιασμάτων πούάναφέρονται στά τρία μέρη καί 15 φυλλάδια σημειώσεων πού άφορούν το Παράδοξο σχετικά με τονερωτισμότο οποίο μάλλον έκλεινε το βιβλίο.

Το χειρόγραφο Ή μητέρα μουάποτελεϊται άπό 91 φυλλάδια, άριθμημένα άπό το 22 έως το 112, σύν

Page 8: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

τη σελίδα τού τίτλου. Είναι καθώς το είπαμε διορθωμένο καί έτοιμο γιά εκτύπωση μέχρι το φυλλάδιο97 σελίδα 145 της έκδοσης μας. Σ’ αύτό το σημείο το κείμενο γίνεται συγκεχυμένο υπερφορτωμένο,καί συχνά παρουσιάζει πολλές παραλλαγές τού ίδιου χωρίου. Μετά άπό πολλούς δισταγμούς κάναμετην επιλογή νά δώσουμε μιά περίληψη (σσ. 145-146) τών λιγότερο άναγνώσιμων φυλλαδίων,άποκαθιστώντας που καί που τά εύανάγνωστα χωρία.1

Με τή μορφή πού μπορεί εδώ νά παρουσιαστείαυτό το άγνωστο έργο μας φάνηκε άπαραίτητο γιάτούς άναγνώστες, θά λέγαμε ίσως γιά τούς φίλους του Ζώρζ Μπατάιγ.

1ΤΟ ΓΗΡΑΣ ΑΝΑΝΕΩΝΕΙ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟ ΕΠ’ ΑΠΕΙΡΟΝ. ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΟ ΕΙΝΑΙ, ΔΙΧΩΣΤΕΛΕΙΩΜΟ, ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ. Η ΑΡΧΗ ΠΟΥ ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΩΕΙΝΑΙ ΤΟΓΟΥΡΟΥΝΙ ΠΟΥ ΟΥΤΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΗΤΕ Η ΥΒΡΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑΣΚΟΤΩΣΟΥΝ ΜΕΣΑ ΜΟΥ. Ο ΤΡΟΜΟΣ ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙΘΕΪΚΟΣ ΚΑΙ ΒΥΘΙΖΟΜΑΙ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΤΡΟΜΟ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ.

—Πιερ !

Ή λέξη είχε ειπωθεί χαμηλόφωνα, με μιά επίμονη γλυκύτητα.

Κάποιος στο γειτονικά δωμάτιο με είχε φωνάξει; αρκετά γλυκά, γιά νά μή με ξυπνήσει, ανκοιμόμουν; Μά ήμουν ξύπνιος. Είχα ξυπνήσει με τον ίδιο τρόπο όπως παιδί,· όταν είχα πυρετό καιμε φώναζε ή μητέρα μου μ’ αυτή τή φοβισμένη φωνή;

Με τή σειρά μου, φώναξα: κανείς δέν ήταν δίπλα μου, κανείς στο γειτονικό δωμάτιο.

Κατάλαβα εντέλει ότι, ενώ κοιμόμουν, είχα ακούσει το όνομά μου νά προφέρεται μέσα στο όνειρόμου καί ότι το συναίσθημα πού μου άφηνε θά παρέμενε γιά μένα ακατάληπτο.

’Ήμουν χωμένος μέσα στο κρεβάτι, δίχως πόνο καί δίχως ευχαρίστηση. ’Ήξερα μονάχα ότι αυτή ήφωνή,οσο διαρκούσαν οι αρρώστιες καί οι μακρόσυρτοι πυρετοί τής παιδικής μου ήλικίας, με είχεφωνάξει με τον ίδιο τρόπο: τότε δε μία απειλή θανάτου αιωρούμενη πάνω μου εδινε στή μητέραμου, πού μιλούσε, αυτήν τήν άκρα γλυκύτητα.

’Ήμουν αργός, προσεκτικός καί με ‘διαύγεια απορούσα γιατί δέν υπέφερα. Αύτή τή φορά το καυτόάπό οικειότητα ενθύμιο τής μητέρας μου δέν μ’ έκανε πλέον νά σπαράζω. Δέν ανακατευόταν πλέονμε τή φρίκη αυτών τών άσεμνων γέλιου πού συχνά είχα άκούσει.

Το 1906 ήμουν δεκαεφτά ετών όταν πέθανε ό πατέρας μου.

’Άρρωστος, είχα-ζήσει πολύ καιρό σ’ ένα χωριό, στή γιαγιά μου, οπού καμιάφορά ερχόταν ή μητέραμου νά με συναντήσει. ’Αλλά έμενα τότε στο Παρίσι, τρία χρόνια ήδη. Είχα γρήγορα καταλάβει ότιό πατέρας μου έπινε. Τά γεύματα περνούσαν σιωπηλά: ό πατέρας μου, σπάνια, άρχιζε μιάμπερδεμένη ιστορία πού δύσκολα παρακολουθούσα καί πού ή μητέρα μου άκουγε δίχως νά λέειλέξη. Δέν τελείωνε καί σώπαινε.

Page 9: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Μετά το δείπνο, άκουγα συχνά-πυκνά άπό το δωμάτιό μου μιά θορυβώδη σκηνή, άκατανόητη γιάμένα, πού μού άφηνε το συναίσθημα ότι θά όφειλα νά είχα συντρέξει τή μητέρα μου. Στο κρεβάτιμου, έφταναν στ’ αύτιά μου.ξεφωνητά άνάκατα με τή φασαρία άναποδογυρισμένων έπίπλων.Κάποτε σηκωνόμουν καί, στο διάδρομο, περίμενα νά καταλαγιάσει ό θόρυβος. Μιά μέρα άνοιξε ήπόρτα : είδα τον πατέρα μου κόκκινο, νά τρεκλίζει, άπαράλλακτο με μεθύστακα τών προαστίων,άλλόκ:οτο μέσα στήν πολυτέλεια τού σπιτιού. Ό πατέρας μου δέν μού μιλούσε ποτέ, παρά μ’ έναείδος τρυφερότητας, με κινήσεις τυφλές, σχεδόν παιδαριώδεις, καθότι τρεμάμενες. Με τρόμαζε. Μιάάλλη φορά τον αιφνιδίασα ένώ διέσχιζε τά σαλόνια: έσπρωχνε τά καθίσματα καί ή μητέρα μουμισόγυμνη το έσκαγε άπό μπροστά του : ό ίδιος ό πατέρας μου ήταν με τά πουκάμισα έξω. Τσάκωσετή μητέρα μου : μαζί, έπεσαν κάτω φωνάζοντας. ’Εξαφανίστηκα καί κατάλαβα τότε ότι έπρεπε νάείχα μείνει στο δωμάτιό μου. Μιά ώραία ήμέρα, παραστρατημένος, άνοιξε τήν πόρτα τής κάμαράςμου : στάθηκε στο κατώφλι μ’ ένα μπουκάλι στο χέρι: μέ είδε, γλιστρώντας του το μπουκάλιέσπασε καί το οινόπνευμα χύθηκε.

Μιά στιγμή, τον κοίταξα : μετά τον άπαίσιο θόρυβο τού μπουκαλιού έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στάχέρια του : σώπαινε, άλλά έτρεμα.

Τον απεχθανόμουν τόσο ολοκληρωτικά πού σε ολαττά πράγματα υιοθέτησα τον αντίποδα τώνκρίσεων του. Εκείνο τον καιρό υπήρξα ευσεβής μέχρι του σημείου να σκεφτεί κανείς ότι αργότεραθα προσχωρούσα στή θρησκεία. Ό πατέρας μου ήταν τότε ένας ένθερμος αντικληρικαλισμός. Δένάπαρνήθηκα τή θρησκευτική στάση παρά στο θάνατό του ώστε να ζήσω μέ τή μητέρα μου, μπροστάστήν οποία ήμουν τρελός άπό λατρεία. Νόμιζα πώς ή μητέρα μου ήταν όπως σκεφτόμουν, μέσα στήβλακεία μου, ο,τι ήσαν όλες οι γυναίκες, πώς ήταν αυτό πού μόνο μιά άρσενική ματαιότητα εμπόδιζενά είναι, προσκολλημένη στή θρησκεία. Δέν πήγαινα μαζί της τήν Κυριακή στή λειτουργία; Ήμητέρα μου μ’ άγαπούσε: άνάμεσα σ’ εκείνη καί σέ μένα, πίστευα στήν ταυτότητα τών σκέψεων καίτών αισθημάτων, πού διατάραζε μόνο ή παρουσία τού παρείσακτου, τού πατέρα μου. Υπέφερα, είναιάλήθεια, άπό τις συνεχείς εξόδους της, άλλά πώς νά μήν παραδεχτώ ότι δοκίμαζε παντοιοτρόπως νάξεφύγει άπ’ το άποτρόπαιο όν;

’Απορούσα, χωρίς άμφιβολία, γιατί στις άπουσίες τού πατέρα μου δέν σταματούσε νά βγαίνει έξω.Ό πατέρας μου είχε συχνά μακριές διαμονές στή Νίκαια οπού ήξερα ότι γλεντούσε, έπαιζε καί έπινε,ως συνήθως. Θά μου άρεσε νά ’λεγα στή μητέρα μου μέ πόση χαρά μάθαινα το έπικείμενυ τώνάναχωρήσεών του : ή μητέρα, μου μέ μιά παράξενη θλίψη άρνιόταν τή συζήτηση, άλλά ήμουνσίγουρος ότι δέν ήταν λιγότερο εύτυχής άπό μένα. ’Έφυγε στο τέλος γιά τή Βρετάνη, όπου τον είχεκαλέσει ή άδελφή του : ή μητέρα μου θα τον συνόδευε, άλλά, τήν τελευταία στιγμή, πήρε τήνάπόφαση νά μείνει. “Όταν έφυγε ό πατέρας μου, ήμουν τόσο χαρούμενος τήν ώρα τού δείπνου, πούτόλμησα νά εκφράσω στη μητέρα μου τή χαρά μου νά μείνω μόνος μαζί της : προς μεγάλη μουέκπληξη, φάνηκε ενθουσιασμένη, χωρατεύοντας πέραν τού κανονικού.

Είχα μόλις μεγαλώσει. Ξαφνικά ήμουν αντρας : μου υποσχέθηκε ότι σύντομα θά με πήγαινε σ’ έναεύθυμο εστιατόριο.

—Μοιάζω αρκετά νέα γιά νά σού κάνω τήν τιμή, μού είπε. Άλλά είσαι τόσο όμορφος άντρας πού θάσε πάρουν γιά εραστή μου.

Γέλασα, γιατί γελούσε, μά έμεινα σαστισμένος. Δέν μπορούσα νά πιστέψω ότι ή μητέρα μου είχε πειτή λέξη. Μού φάνηκε ότι είχε πιει.

Page 10: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Δέν είχα ποτέ προσέξει, μέχρι τότε, ότι έπινε. Γρήγορα θά καταλάβαινα ότι έπινε κάθε μέρα μέ τονίδιο τρόπο. Άλλά δέν είχε αύτό το χειμαρρώδες γέλιο, μήτε αύτή τήν άπρεπη χαρά τής ζωής. Είχεάντίθετα μιά λυπημένη, εύαίσθητη γλυκύτητα, πού τήν έκλεινε στον εαυτό της : είχε τή βαθιάμελαγχολία πού συνέδεα μέ τήν κακία τού πατέρα μου, καί αύτή ή μελαγχολία στάθηκεαποφασιστική γιά τήν άφοσίωση όλης μου τής ζωής.

’Έφυγε στο έπιδόρπιο κι έμεινα άπογοητευμένος. Δέν είχε κοροϊδέψει τή λύπη μου; Ή άπογοήτευσήμου κράτησε τις επόμενες μέρες. Ή μητέρα μου δέν σταμάτησε νά γελάει —καί νά πίνει— καίκυρίως νά φεύγει. ’Έμεινα μόνος νά εργάζομαι. Εκείνο τον καιρό παρακολουθούσα μαθήματα,μελετούσα καί, αντί γιά το πιοτό, μεθούσα μέ τήν έργασία.

Μιά μέρα ή μητέρα μου δέν βγήκε όπως συνήθιζε μετά το μεσημεριανό. Γελούσε μαζί μου. Ζητούσεσυγγνώμη γιατί δεν είχε κρατήσει τήν υπόσχεσή της καί δέν μέ είχε πάει, καθώς έλεγε, σέ «έκλεκτήδιασκέδαση ». Ή μητέρα μου, κάποτε τοσο σοβαρή πού προξενούσε ένα κουραστικό συναίσθημα νάτή βλέπεις, έκεΐνο μιας βραδιάς καταιγίδας, μού φαινόταν ξάφνου μέ μιά νέα όψη : τήν όψη μιαςνεαρής ελαφρόμυαλης. ’Ήξερα ότι ήταν όμορφη : το άκουγα &πό πολύ καιρό να λέγεται γύρω τηςμε αντιζηλία. Άλλα δέν μού ήταν γνώριμη αύτή ή προκλητική κοκεταρία της. Ήταν τριανταδύο έτώνκαί, τήν κοίταζα, ή κομψότητα, το παράστημά της μ’ έκαναν άνω-κάτω.

—θα σέ πάω αύριο, μού είπε. Σέ φιλώ. Τα λέμε αύριο βράδυ, ώραΐε μου έραστή !

Πάνω σ’ αύτό, γέλασε χωρίς συστολή, φόρεσε το καπέλο της, τα γάντια της καί μού γλίστρησετρόπον τινά μέσα απ’ τά χέρια.

Σκέφτηκα, όταν έφυγε, ότι είχε μιά ομορφιά, ότι είχε ένα γέλιο, διαβολικά.

Εκείνο το βράδυ, ή μητέρα μου δέν δείπνησε στο σπίτι.

Τήν επομένη, άπό πολύ νωρίς, θά πήγαινα νά παρακολουθήσω ένα μάθημα: όταν επέστρεψα μέαπασχολούσε το άντικείμενο τών σπουδών μου. Ή καμαριέρα ανοίγοντας τήν πόρτα μεπροειδοποίησε ότι ή μητέρα μου μέ περίμενε στο δωμάτιό της. Ήταν σκοτεινή καί μού είπε αμέσως :

—’Έχω κακά νέα γιά τον πατέρα σου.

Έμεινα δρθιος, δίχως νά πώ λέξη.

—Ήταν ξαφνικό, είπε ή μητέρα μου.

—Πέθανε; ρώτησα.

—Ναι, έκανε.

’Έμεινε γιά λίγο σιωπηλή και συνέχισε.

—θά πάρουμε σέ λίγο ένα τρένο γιά τή Βαν. “Άπό το σταθμό τής Βάν θά πάμε με αυτοκίνητο στοΣεγκραί.

Ρώτησα μονάχα άπό τί πέθανε ό πατέρας μου έτσι ξαφνικά. Μού το είπε καί σηκώθηκε. ’Έκανε μιάχειρονομία άνημπόριας. Ήταν κουρασμένη, ένα βάρος έμοιαζε νά ζυγίζει πάνωστους ώμους της, μάδέν είπε τίποτα γιά τά συναισθήματά της, έκτος :

Page 11: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Αν μιλήσεις μέ τον Ρομπέρ ή μέ τή Μάρτ, μήν ξεχνάς ότι κατ’ άρχήν ό πόνος θά πρέπει νά σέκαταβάλει.

Το αίσθημα τών εξαιρετικών ανθρώπων πού μάς υπηρετούν λέει ότι θα οφείλαμε να κλαίμε. Περιττόνα βάλεις τα κλάματα, άλλά νά χαμηλώσεις τά μάτια.

Κατάλαβα ότι ή πραότητά μου εκνεύριζε τη μητέρα μου, τής οποίας ή φωνή υψωνόταν σκληρά.Στύλωσα τά μάτια μου πάνω της. ’Ήμουν έκπληκτος πού τήν έβλεπα γερασμένη. ’Ήμουνέκπληκτος, ήμουν χαμένος. Μπορούσα νά κρύψω τήν εύσεβή άγαλλίαση πού, υπόκωφα,έναντιωνόταν στή συμβατική θλίψη, τή συνδεδεμένη με τήν ύπουλη έλευση τού θανάτου; Δέν ήθελανά γεράσει ή μητέρα μου, ήθελα νά τή δώ λευτερωμένη άπό το δήμιό της, καθώς καί άπό τήν τρελήεύθυμία οπού έβρισκε καταφύγιο, καί πού έκανε ψεύτικο το πρόσωπό της. ’Ήθελα νά είμαιευτυχισμένος, θά είχα επίσης επιθυμήσει το πένθος οπού μάς έκλεινε ή μοίρα νά διαβίβαζε στήνεύτυχία μας αύτή τή μαγευτική θλίψη πού συνιστά τή γλυκύτητα τού θανάτου…

’Αλλά έσκυψα το κεφάλι: ή φράση τής μητέρας μου δέν μ’ έκανε μονάχα νά ντρέπομαι. Είχα τήναίσθηση ότι μέ έβαλε στή θέση μου. Σκέφτηκα ότι άπό πείσμα, οσο κι άπό γελοία οργή,τουλάχιστον θ’ άρχιζα νά κλαίω. Καί καθώς έντέλει ό θάνατος καλεί τά πιο ήλίθια δάκρυα, ότανμίλησα στούς ύπηρέτες γιά τή δυστυχία μας, έκλαψα.

Ό θόρυβος τού άμαξιού, καί στο τέλος ό θόρυβος τού τρένου, μάς έπέτρεψαν εύτυχώς νάσωπάσουμε.

Μέ μισόπαιρνε ό ύπνος καί μ’ έκανε νά ξεχνώ.

Είχα μονάχα τήν έγνοια νά μήν έκνευρίσω πλέον τή μητέρα μου. Πάντως, τής πρότεινα νάπεράσουμε τή νύχτα στο ξενοδοχείο τής Βάν. Μάλλον θά είχε άναγγείλει μέ τηλεγράφημα τήν άφιξήμας γιά τήν επομένη, διότι δέχτηκε δίχως νά πει λέξη. Στο εστιατόριο, έπειτα στο σταθμό, μιλήσαμεέντέλει περί άνέμων καί υδάτων. Ή σκοτούρα μου καί τά παιδιαρίσματά μου γίνονταν άθελά μουαισθητά. Λεν είδα ότι ή μητέρα μου έπινε. Άλλα ζήτησε καί δεύτερο μπουκάλι καί κατάλαβα.Ταραγμένος, χαμήλωσα τα μάτια. Σάν σήκωσα τα μάτια, το βλέμμα τής μητέρας μου μού αντέταξεμιά σκληρότητα πού με συνέτριψε. Γέμισε το ποτήρι της επιδεικτικά. Περίμενε τήν καταραμένηστιγμή πού επέφερε ή βλακεία μου. Δέν άντεχε πλέον εδώ καί πολύ καιρο …

Μέσα σ’ αύτό το βλέμμα, όπου βάραινε ή κούραση, έκαμψε ένα δάκρυ.

’Έκλαιγε καί τά δάκρυά της κύλησαν στά μάγουλα.

—Μαμά, φώναξα, δέν είναι καλύτερα γιά κείνον; Καί γιά σένα, επίσης ;

—Σώπα, μού είπε κοφτά.

Ήταν εχθρική απέναντί μου, σάν νά μιλούσε το μίσος μέσα της.

Επανέλαβα, ψελλίζοντας :

—Μαμά, ξέρεις καλά ότι, έν πάση περιπτώσει, είναι καλύτερα γιά κείνον.

’Έπινε γρήγορα. Είχε ένα χαμόγελο ακατανόητο.

Page 12: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Πές το: τού ’κανα τή ζωή μαρτύριο.

Δέν καταλάβαινα · καλά καί διαμαρτυρήθηκα.

—Είναι νεκρός καί δέν πρέπει νά πούμε τίποτα γι’ αύτόν. Αλλά ή ζωή σου ήταν δύσκολη.

—Τί ξέρεις εσύ γιά τούτο; επανέλαβε.

Δέν έπαυε νά χαμογέλα. Δέν μ’ εβλεπε πιά.

—Δέν ξέρεις τίποτα γιά τή ζωή μου.

Ήταν αποφασισμένη νά σπάσει. Ήδη .το δεύτερο μπουκάλι ήταν άδειο.

Το γκαρσόνι πλησίασε, μάς σέρβιρε. Υπήρχε μέσα στήν αίθουσα μιά μυρωδιά θλιβερή, φθοράς, τοτραπεζομάντιλο ήταν λεκιασμένο με κόκκινο. ’Έκανε ζέστη.

—Μυρίζει καταιγίδα, είπε το γκαρσόνι.

Κανείς δέν τού απάντησε.

Είπα στον εαυτό μου (έτρεμα μπροστά στή μητέρα μου) : «Πώς θα μπορούσα να τήν καταδικάσω ;»

Και υπέφερα πού είχα αμφιβάλει μιά στιγμή γι’ αύτήν. Κοκκίνισα, σκούπισα το μέτωπό μου, όιδρώτας πάνω του λαμπύριζε.

Το πρόσωπο τής μητέρας μου έκλεισε τελείως. Ξαφνικά τά χαρακτηριστικά της παραμορφώθηκαν.Χαλάρωναν όπως χύνεται ένα κερί, κάποια στιγμή το κάτω χείλος μπήκε μέσα στο στόμα.

—Πιέρ, μού είπε, κοίταξέ με !

Αύτό το κινητικό —καί φευγαλέο— πρόσωπο φορτιζόταν: απέπνεε ένα συναίσθημα φρίκης. Στοπαραλήρημα πού τήν κυρίευε, αντέτασσε μιά μάταιη προσπάθεια. Μίλησε, λίγο λίγο, σιγά: τάχαρακτηριστικά της ήσαν καρφωμένα στήν τρέλα.

Αύτό πού έ’λεγε ή μητέρα μου μού ’σκίσε τήν καρδιά. Ή έπισημότητά της καί ιδίως., φοβερότερο,το βδελυρό μεγαλείο της με διαπέρασαν. ’Άκουγα καταβεβλημένος.

—Είσαι πολύ νέος, είπε, καί δέν θά έπρεπε νά σού μιλήσω, μά πρέπει τελικά ν’ άναρωτηθεις εάν ήμητέρα σου είναι άξια τού σεβασμού πού τής δείχνεις. Τώρα, ό πατέρας σου πέθανε καί κουράστηκανά λέω ψέματα :είμαι χειρότερη απ’ αυτόν !

Χαμογέλασε μ’ ένα χαμόγελο πικρόχολο, μ’ ένα χαμόγελο διάψευσης. Τραβούσε με τά δυο χέρια τογιακά τού φουστανιού της καί τον άνοιγε. Καμία άπρέπεια δέν συνέβαλλε σ’ αύτή τή χειρονομία,οπού εκφραζόταν μόνο ή άπόγνωση.

—Πιέρ, επανέλαβε, μόνον εσύ έχεις γιά τή μητέρα σου ένα σεβασμό πού δέν τον αξίζει. Αύτοί οιάντρες πού βρήκες μιά μέρα στο σαλόνι, αύτοί οι λιμοκοντόροι, τί νομίζεις πώς ήσαν;

Δέν απάντησα, δέν τούς είχα δώσει σημασίαν

Page 13: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—’Ο πατέρας σου, εκείνος, το ήξερε. Ό πατέρας σου ήταν σύμφωνος. Κατά τήν απουσία σου, αύτοίοι ήλίθιοι δέν είχαν πλέον σεβασμό γιά τή μητέρα σου… Κοίταξέ την !

Το βδελυρό χαμόγελο, το χαμένο χαμόγελο τής μητέρας μου ήταν το χαμόγελο τής δυστυχίας.

Ή μητέρα μου μ’ αγαπούσε: εντέλει μπορούσε νά υποφέρει τή βλακεία στήν όποια ή εύσέβειά μου—και τά ψεύδη της— με είχαν συρρικνώσει;

’Αργότερα, θά μού έλεγε τον εξής λόγο τού πατέρα μου: « Ρίχ’ τα όλα στήν πλάτη μου». Τούτουπήρξε ή εύχή τού πατέρα μου, πού αντιλαμβανόταν ότι στά μάτια μου ή μητέρα μου ήταν άμεμπτη,κι ότι έπρεπε πάση θυσία νά παραμείνει. Ό θάνατός του καθιστούσε τή σύμβαση απαράδεκτη. Καίμέσα στή σύγχυση πού άκολούθησε υποχώρησε στον πειρασμό νά φανεί βρομερή στά μάτια μου,καθώς τής άρεσε νά φαίνεται έτσι κάθε φορά πού άφηνόταν.

—Θά ήθελα, μού ελεγε τή λέξη πού μού άφησε παίρνοντας το δηλητήριο, νά μ’ αγαπάς μέχρι μέσαστο θάνατο. ’Από τή μεριά μου, σ’ αγαπώ τώρα δά μέσα στο θάνατο. “Όμως δέν θέλω τήν άγάπησου παρά εάν ξέρεις ότι είμαι απεχθής, καί ότι μ’ άγαπάς ξέροντάς το.

Τσακισμένος, εκείνη τήν ήμέρα, εγκατέλειψα τήν τραπεζαρία κι άνέβηκα στο δωμάτιο με λυγμούς.

’Από το άνοιχτό παράθυρο, κάτω άπό τον θυελλώδη ούρανό, άκουσα, ένα λεπτό, το ξέβρασμαατμών, τά σφυρίγματα και το αγκομαχητό τών ατμομηχανών. Όρθιος απευθύνθηκα σ’ αυτόν τονΘεό, ό όποιος μού έσκιζε τήν καρδιά, καί πού αύτή ή καρδιά ραγίζοντας δέν μπορούσε νά τονχωρέσει. Μέσα στήν άγωνία μου μού φάνηκε ότι με κατέκλυζε το κενό. ’’Ημουν εγώ, πολύ μικρός,πολύ τιποτένιος. Δέν ήμουν στο ύψος αύτού πού με συνέτριβε, τής φρίκης. Άκουσα να πέφτει οκεραυνός. Αφέθηκα να γλιστρήσω πάνω στο χαλί. Ξαπλωμένος μπρούμυτα, μού πέρασε στο τέλος ήιδέα ν’ ανοίξω τα χέρια μου σε σταυρό στή στάση τού ικέτη.

Πολύ αργότερα, άκουσα τή μητέρα μου να μπαίνει στο δωμάτιό της. Θυμήθηκα ότι είχα αφήσει τηνπόρτα ανοιχτή μεταξύ εκείνου τού δωματίου καί τού δικού μου. ’Άκουσα τα βήματα να πλησιάζουνκαί τήν πόρτα να σιγοκλείνει. Κλείνοντας ή πόρτα με παρέδιδε στή μοναξιά, μα τίποτα, μούφαινόταν, δέν μπορούσε πια να με βγάλει απ’ αύτήν κι έμεινα καταγής, αφήνοντας σιωπηλά τάδάκρυά μου νά κυλήσουν.

Το μακρόσυρτο βουητό τής βροντής αντηχούσε δίχως νά ταράζει τήν υπνηλία πού με κυρίευε.Ξάφνου, άνοιξε ή πόρτα, ό κεραυνός, πιο βίαιος, με είχε ξυπνήσει άπότομα. Ή άντάρα μιαςκαταιγίδας, με ξεκούφαινε. Στήν κάμαρά μου, άκουσα τή μητέρα μου νά μπαίνει ξυπόλυτη. Δίσταζε,μά δέν πρόλαβα νά σηκωθώ. Δ?ν με είδε ούτε στο κρεβάτι μου ούτε στο δωμάτιό μου καί φώναξε:

—Πιέρ!

Σκόνταψε πάνω μου. Σηκώθηκα επάνω. Τήν πήρα στήν άγκαλιά μου. Φοβόμασταν καί κλαίγαμε.Γεμίζαμε φιλιά ό ένας τον άλλο. Το νυχτικό της είχε γλιστρήσειστους ώμους, έτσι ώστε έσφιξα στήνάγκαλιά μου το σώμα της ήμίγυμνο. Άπό ένα παράθυρο τήν είχε μουσκέψει ένας χείμαρρος βροχής :μέσα στή μέθη, με τά μαλλιά άχτένιστα, δέν ήξερε πλέον τί έλεγε.

Βοήθησαωστόσο τή μητέρα μου νά καθίσει.

Συνέχιζε νά μιλάει τρελά, άλλά φορώντας το νυχτικό καθώς άρμόζει, ήταν καί πάλι εύπρεπής.

Page 14: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Μού χαμογελούσε μέσα στά δάκρυά της, άλλά ήταν διπλωμένη άπό τον πόνο καί, σάν νά ’τανέτοιμη νά κάνει εμετό, κρατούσε το στομάχι της.

—Κισαι εύγενικός, μού ελεγε. Δέν σού άξιζα. Θά έπρεπενα πέσω σε κανέναν χοντράνθρωπο που θαμε είχε προσβάλει. Θα το είχα προτιμήσει. Ή μητέρα σου δεν νιώθει άνετα παρά μέσα στο βούρκο.Δέν θά μάθεις ποτέ γιά πόση φρίκη είμαι ικανή. Θά ήθελα νά το ξέρεις. Αγαπώ το βούρκο μου. θάκαταλήξω νά κάνω εμετό σήμερα: ήπια πολύ, θά ανακουφιστώ, θά μπορούσα νά κάνω τά αίσχημπροστά σου καί θά παρέμενα αγνή στά μάτια σου.

Τής ήρθε τότε έκεινο το «άσεμνο γέλιο », το όποιο μέ κάνει κομμάτια.

’Ήμουν όρθιος, οι ώμοι καί το κεφάλι πεσμένα.

Ή μητέρα μου είχε σηκωθεί: κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της. Είχε πάλι ένα ξέσπασμα γέλιουπού ακούστηκε ψεύτικα, αλλά γύρισε καί, μολονότι το βήμα της υπήρξε αβέβαιο, μ’ έπιασε άπό τούςώμους καί μού είπε:

—Συγγνώμη !

Έπειτα χαμηλόφωνα:

—Πρέπει νά με συχωρέσεις : είμαι φρικτή καί πιωμένη. ’Αλλά σ’ αγαπώ καί σε σέβομαι καί δένάντεχα πιά νά λέω ψέματα. Ναί, ή μητέρα σου είναι αποκρουστική καί, γιά νά το ξεπεράσεις, θά σούχρειαστεί πολλή δύναμη.

Στο τέλος, με μεγάλο κόπο, πήρε πάνω της τήν εύθύνη νά πει κάπως απότομα:

—θά μπορούσα νά σε απαλλάξω, νά σούελεγα ψέματα, · αν σ’ έπαιρνα γιά χαζό. Είμαι μιά κακιάγυναίκα, μιά άκόλαστη καί πίνω, μά δέν είσαι ένας λιπόψυχος. Σκέψου το κουράγιο πού χρειάστηκαγιά νά σού μιλήσω. ’Αν ήπια αύτή τή νύχτα δίχως τελειωμό, το έκανα γιά. νά βοηθηθώ, ίσως κιόλαςγιά νά σέ βοηθήσω. Τώρα, βοήθησέ με, πήγαινέ με στο κρεβάτι μου στο δωμάτιό μου.

Εκείνη τή νύχτα συνόδευσα μιά καταπονημένη γριά γυναίκα. Βρισκόμουν καί ό ίδιος σε κατάστασηαποχαύνωσης καί κλονισμού, μέσα σ’ έναν κόσμο παγερό.

Θα επιθυμούσα, αν είχα μπορέσει, ν’ αφεθώ να πεθάνω.

Τήν ταφή τού πατέρα μου, άπό το οικογενειακό σπίτι στήν εκκλησία, έπειτα στο νεκροταφείο τούΣεγκραί, τή θυμάμαι σάν ένα χρόνο κενό άπ’ τον όποιο έλειπε ή ούσία. Μέσα σε μακριά πέπλαχήρας, ή μητέρα μου, καί ολο το ψεύδος τών παπάδων πού, εφόσον επρόκειτο γιά έναν άσεβή, χρέοςτους ήταν νά μήν ψάλλουν… Αύτό δεν ήταν σημαντικό, ούτε καί μ’ ένοιαζαν περισσότερο τά πέπλατής μητέρας μου πού, παρά τή θέλησή μου, με παρακινούσαν νά γελάω μ’ αύτό πού κάλυπταν τομιαρό. ’Ήμουν διαμελισμένος, έχανα τά λογικά μου.

Είχα καταλάβει ότι ή κατάρα, ότι ό τρόμος, σε μένα γινόταν σάρκα.

Είχα πιστέψει ότι ό θάνατος τού πατέρα μου μού παρέδιδε τή ζωή, όμως αύτό το ομοίωμα ζωήςμέσα στά μαύρα ρούχα μου μ’ έκανε τή στιγμή εκείνη νά τρέμω. Είχα μέσα μου μιά άστραπιαίαπαραζάλη, γύρω άπό τήν οποία δέν υπήρχε τίποτε πού στο έξης νά μήν έπρεπε νά μού είναιάδιάφορο. Στο βάθος τής άποστροφής μου, αισθάνθηκα όμοιος με τον ΘΕΟ. Τί είχα νά κάνω σ’

Page 15: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

αύτόν τον νεκρό κόσμο, αν όχι νά ξεχάσω τήν άστραπή πού με είχε τυφλώσει όταν ή μητέρα μουήταν στήν άγκαλιά μου; ’Αλλά ήξερα ήδη : δεν θά ξεχνούσα ποτέ.

2

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ Η ΦΡΙΚΗ ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΕ, ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΦΡΙΚΤΟ , ΩΣΤΕ ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΟΑΡΝΗΘΩ ΚΑΙ ΝΑ ΦΩΝΑΞΩ ΜΕ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΟΤΙ ΑΡΝΟΥΜΑΙ ΠΩΣ ΑΥΤΟΥΠΗΡΞΕ, ΠΩΣ ΑΥΤΟ ΥΠΑΡΧΕΙ Ή ΠΩΣ ΑΥΤΟ ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΙ. ΑΛΛΑ ΘΑ ΠΩ ΨΕΜΑΤΑ.

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΓΚΡΑΙ, ή απόγνωσή μου ήταν τόσο μεγάλη πού κρεβατώθηκα,θεωρώντας τον έαυτό μου άρρωστο. Ήρθε ό γιατρός, με εξέτασε. Ή μητέρα μου μπήκε στο δωμάτιόμου καί το « τίποτα το σοβαρό » καθώς καί το άνασήκωμα τών ώμων τού γιατρού ώς συμπέρασμαμε ελευθέρωσαν. ’Έμεινα όμως στο κρεβάτι, γευματίζοντας στο δωμάτιό μου. ’Έπειτα είπα στονέαυτό μου ότι πεισμώνοντας δεν μπορούσα νά κερδίσω παρά λίγο χρόνο. Ντύθηκα καί χτύπησα τήνπόρτα τής μητέρας μου.

—Δέν είμαι άρρωστος, τής είπα.

—Το ήξερα, είπε.

Το βλέμμα μου τήν προκαλούσε, μά είδα στά μάτια της μιά θύελλα καί μιά εχθρότητα πού μετρόμαξαν.

—Θά σηκωθώ τώρα’ θά γευματίσω, αν επιτρέπεις, στήν τραπεζαρία.

Με κοίταξε επίμονα. Ή τέλεια αξιοπρέπειά της; ή άνεσή της άνταποκρινόταν άσχημα στο τρομακτικόσυναίσθημα πού δοκίμαζα. Υπήρχε όμως σ’ αύτήν, δεμένη μ’ εκείνη τή θέρμη καταιγίδας πού τήμεγάλωνε, μιά αβάσταχτη γιά μένα περιφρόνηση.

’Αναμφίβολα επανόρθωνε μ’ αύτό τον τρόπο τήν ντροπή πού είχε θελήσει νά επωμιστεί στή Βάν.’Έκτοτε όμως χρειάστηκε νά μετρήσω πολλές φορές αύτήν τήν ήγεμονική περιφρόνηση πού έτρεφεγιά όσους δέν τήν άποδέχονταν όπως ήταν.

Μού είπε με μιά τέλεια ήρεμία πού δέν έκρυβε καλά τήν ανυπομονησία της :

—Χαίρομαι πού σε βλέπω. Προτού το επιβεβαιώσει δ γιατρός, ήξερα ότι ή αρρώστια σου ήτανπροσποιητή. Σου το είπα: δεν θα το ξεπεράσεις με τήν υπεκφυγή. Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει ν’αρχίσεις πλέον να μή με αποφεύγεις. Ξέρω ότι δεν έπαψες να με σέβεσαι βαθιά, άλλα δεν θα ανεχτώκάποιου είδους τρέλα να παρεισφρήσει ανάμεσα σε σένα καί σε μένα. Θα σου ζητήσω να μούέπιδεικνύεις αυτό το σεβασμό με τόση πληρότητα οσο καί στο παρελθόν. ’Οφείλεις να παραμείνειςό υποταγμένος γιος εκείνης τής οποίας γνωρίζεις τήν αναξιότητα.

—Φοβόμουν, απάντησα, μήπως καί έβλεπες τήν έλλειψη σεβασμού στή δυσφορία πού έχω μπροστάσου. Δεν έχω τη δύναμη ν’ αντέχω. Είμαι τόσο δυστυχισμένος. Δεν ορίζω πλέον το κεφάλι μου.

Τα δάκρυά μου κυλούσαν σιγανά. Συνέχισα:

—”Οτι είμαι δυστυχισμένος είναι το λιγότερο. Φοβάμαι.

Page 16: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Ή μητέρα μου μού απάντησε μ’ αυτή τήν εχθρική καί ραγδαία σκληρότητα πού με είχε καταπλήξειόταν μπήκα, πού είχε κάτι το αγχωτικό.

—’Έχεις δίκιο. Άλλα δεν θα γλιτώσεις παρά άψηφώντας αύτό πού φοβάσαι, θά ξαναρχίσεις τήδουλειά σου καί πρώτα θά με βοηθήσεις. Μετά το χαμό τού πατέρα σου, πρέπει νά τακτοποιήσω τοσπίτι, τήν άταξία πού άφησε. Θά σού ζητήσω, αν θέλεις, νά συνέλθεις καί νά τακτοποιήσεις στογραφείο του το χάος τών βιβλίων καί τών χαρτιών. Δεν έχω το κουράγιο καί δεν θέλω νά το υποστώπερισσότερο. Πρέπει άλλωστε νά βγώ.

Μού ζήτησε νά τή φιλήσω.

Ήταν κόκκινη, είχε, όπως λένε, το πρόσωπο ξαναμμένο.

Μπροστά μου, φόρεσε με φροντίδα το καπέλο της, άπό το όποιο κρεμόταν ένα βέλο χήρας. Είδαέκείνη τή στιγμή πώς ήταν γυμνόλαιμη καί φτιασιδωμένη καί πώς το πένθος υπογράμμιζε τήνομορφιά της σάν μιά απρέπεια.

—Μαντεύω τή σκέψη σου, μού είπε ακόμη. ’Αποφάσισα να μή σού χαριστώ πιά. Δέν θ’ αλλάξω τιςεπιθυμίες μου. θα μέ σεβαστείς έτσι όπως είμαι: δέν θα κρυφτώ σε τίποτα μπροστά σου. Επιτέλουςείμαι εύχαριστημένη να μήν κρύβομαι πιά μπροστά σου.

—Μαμά, άναφώνησα μέ φλόγα, τίποτα απ’ αύτά πού μπορείς νά κάνεις δέν θ’ άλλάξει το σεβασμόπού έχω γιά σένα. Σ’το λέω τρέμοντας αλλά, το κατάλαβες, σ’το λέω μέ ολο μου το σθένος.

Άπό τή βιασύνη μέ τήν οποία μέ εγκατέλειψε, δέν μπορούσα νά ξέρω εάν αυτή οφειλόταν στήνεπιθυμία τής διασκέδασης πού πήγαινε νά ψάξει ή στή λύπη γιά τήν τρυφερότητα πού τής έδειχναμέχρι τότε. Δέν λογάριαζα ακόμη τις ζημιές πού ή συνήθεια τής ευχαρίστησης είχε κάνει στήν ψυχήτης. ’Έκτοτε όμως γύριζα σέ κύκλο αδιεξόδου. Όλο δέ καί λιγότερο μπορούσα ν’ αγανακτώ γιά τοότι, πράγματι, ποτέ δέν έπαυσα νά υπεραγαπώ τή μητέρα μου καί νά τή λατρεύω σάν αγία. Αύτήν τήλατρεία παραδεχόμουν πώς δέν υπήρχε πλέον λόγος νά τήν έχω, μά ποτέ δέν κατάφερα νά τήνάντικρούσω. ’Έτσι ζούσα σ’ ένα βάσανο πού τίποτα δέν μπορούσε νά το καθησυχάσει, άπό το όπρΐοθά μ ̂έβγαζαν μόνο ό θάνατος καί ή οριστική δυστυχία. Αν υποχωρούσα στή φρίκη τής κραιπάληςοπού ήξερα τώρα ότι ή μητέρα μου αισθανόταν ευχαρίστηση, πάραυτα ό σεβασμός πού τής είχα μέμετέτρεπε έμένα τον ίδιο, καί όχι έκείνη, σέ αντικείμενο φρίκης. Μόλις δέ έπέστρεφα στή λατρεία,όφειλα νά ομολογήσω στον έαυτό μου δίχως άμφιβολία ότι ή κραιπάλη της μού προξενούσε ναυτία.

Αγνοούσα όμως πότε βγήκε έξω, καί χρειάστηκε ν’ αναλογιστώ πού έτρεχε, τήν καταχθόνια παγίδαπού μού είχε στήσει. Το κατάλαβα πολύ αργότερα. Καί τότε, βαθιά μέσα στή διαφθορά καί τοντρόμο, δέν έπαυσα νά τήν άγαπώ: μπήκα μέσα σ’ αύτό το ντελίριο οπού μού φάνηκε πώς χανόμουνεν ΘΕΩ.

Βρισκόμουν στο γραφείο τού πατέρα μου : εκεί βασίλευε μιά φρικαλέα αταξία. Ή ανάμνηση τήςασημαντότητας, τής βλακείας, τής κενοδοξίας του με έπνιγε. Τότε δέν είχα τή συναίσθηση αύτούπού αναμφίβολα υπήρξε: ένας παλιάτσος, ολος απρόσμενες χάρες καί άρρωστες μανίες, μά πάντοτεθεσπέσιος, πάντοτε έτοιμος νά δώσει ο,τι είχε.

Είχα γεννηθεί άπό τούς προγαμιαίους του έ’ρωτες μέ τή μητέρα μου, πού ήταν δεκατεσσάρωχρονών. Θά πρέπει ή οικογένεια νά είχε παντρέψει τά δύο νεαρά τέρατα καί το τέρας το πιο νέο είχε

Page 17: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

μεγαλώσει μέσα στο χάος πού βασίλευε σπίτι τους. Τά πλούτη τούς είχαν εξασφαλίσει άρκετάπράγματα, τίποτα όμως στή βιβλιοθήκη τού πατέρα μου δέν είχε περιορίσει τήν ακαταστασία πούάποτέλειωσε ό θάνατος, πού τήν παρέδωσε στή σκόνη. Ποτέ μου δέν είχα δει αύτό το γραφείο σέτέτοια κατάσταση. Διαφημιστικά φυλλάδια ή σωρευμένοι λογαριασμοί, μπουκαλάκια φαρμακείου,γκρίζα μελόν, γάντια, άπειρα κουμπιά, μπουκάλια άλκοόλ καί βρόμικα χτένια μπερδεύονταν με τάπιο διαφορετικά καί ήσσονος ενδιαφέροντος βιβλία. ’Άνοιξα τά παντζούρια καί οι σκόροι, στονήλιο, βγήκαν άπό τήν τσόχα τών καπέλων. Πήρα τήν άπόφαση νά πώ στή μητέρα μου ότι μονάχαμιά σκούπα μπορούσε νά συγυρίσει αύτό πού ό μοναδικός του σκοπός ήταν ή άταξία, άλλά δένμπορούσα νά το κάνω προτού κοιτάξω άπό πιο κοντά. ’Έπρεπε νά προφυλάξω, αν υπήρχαν, τάάντικείμενα κάποιας άξιας. Βρήκα πράγματι έναν μικρό άριθμό πολύ καλών βιβλίων. Τά τράβηξα, οισειρές σπυριάστηκαν καί στήν περίσσεια τής σκόνης πού ξεσήκωσα, καί τού συρφετού, ένιωσα στοτελευταίο στάδιο τής κατάπτωσης. ’Έκανα τότε μιά ιδιαίτερη ανακάλυψη. Πίσω από τά βιβλία, μέσαστά τζαμωτά ντουλάπια ποψ ό πατέρας μου κρατούσε κλειστά, άλλά τών οποίων ή μητέρα μου μουείχε δώσει τα κλειδιά, βρήκα στοίβες άπό φωτογραφίες. Οι περισσότερες ήσαν σκονισμένες. Μάγρήγορα είδα ότι επρόκειτο γιά άπίστευτες αισχρότητες. Κοκκίνισα, έτριξα τά δόντια καί χρειάστηκενά κάτσω, είχα όμως στά χέρια μου μερικές απ’ αυτές τις άποκρουστικές εικόνες. Θέλησα νά τοβάλω στά πόδια, άλλά έπρεπε μέ κάθε τρόπο νά τις πετάξω, νά τις εξαφανίσω πριν τήν έπιστροφήτής μητέρας μου. ’Έπρεπε το γρηγορότερο νά τις κάνω ένα σωρό καί νά τις κάψω. Τις μάζεψαπυρετωδώς, έφτιαξα στοίβες. Άπό τά τραπέζια που πάνω τους τις σχημάτιζα, οι πιο ψηλές στοίβεςέπεσαν, καί κοίταξα τήν καταστροφή : σκορπισμένες, κατά δεκάδες, αυτές οι εικόνες έστρωναν τοχαλί, χυδαίες μά ωστόσο άνησυχητικές. Μπορούσα νά παλέψω μ’ αυτή τήν άνυψούμενη παλίρροια;Εξαρχής είχα ξανανιώσει αυτή τήν ένδόμυχη ανατροπή, τή διακαή καί άθελη που μ’ έκανε νάαπελπιστώ όταν ή μητέρα μου, ήμίγυμνη, ρίχτηκε στήν αγκαλιά μου. Τις κοίταζα τρέμοντας, μάφρόντιζα νά διαρκέσει το τρέμουλο. ’Έχασα τά λογικά μου καί τίναξα τις στοίβες στον άέρα μέκινήσεις άνημπόριας. ’Έπρεπε όμως νά τις μαζέψω… Ό πατέρας μου, ή μητέρα μου καί αύτό τοέλος τής αισχρότητας … : άπό άπελπισία, άποφάσισα νά πάω ως τήν άκρη αύτής τής φρίκης. ’Ήδησυμπεριφερόμουν σάν πίθηκος : κλείστηκα μέσα στή σκόνη καί κατέβασα το σώβρακό μου.

Ή χαρά καί ό τρόμος σύσφιξαν μέσα μου το δεσμό πού με στραγγάλισε. Στραγγαλιζόμουν καίβρυχιόμουν άπό ήδονή. “Όσο αύτές οι εικόνες μέ τρόμαζαν, τόσο ήδονιζόμουν νά τις βλέπω. Ωςπρος τί, άκολουθώντας τούς συναγερμούς, τούς πυρετούς, τις δύσπνοιες αύτών τών τελευταίωνήμερών, ή δική μου ή βδελυγμία θά είχε μπορέσει νά μέ εξεγείρει; Τήν έπικαλούμην καί τήνέύλογούσα. Ήταν ή αναπόφευκτη μοίρα μου : ή χαρά μου ήταν άκόμη μεγαλύτερη καθότι, γιά πολύκαιρό, δέν είχα άντιτάξει. στή ζωή παρά τήν έπιλογή να υποφέρω, καί ηδονιζόμενος, δέν έπαυα ναέξευτελίζομαι καί να μπαίνω πιο μέσα στον ξεπεσμό μου. Αισθανόμουν χαμένος, ρυπαινόμουνμπροστά στις κτηνωδίες οπού είχαν κυλιστεί ό πατέρας μου — καί ίσως ή μητέρα μου. ΤΗταν ο,τιπρέπει γιά τον βρομερό που θά γινόμουν, τον γεννημένο άπό το ζευγάρωμα τού χοίρου καί τήςσκρόφας.

Ή μητέρα, είπα στον εαυτό μου, είναι υποχρεωμένη νά κάνει αύτό πού προκαλεί στά παιδιά αύτά τάτρομερά ανασκιρτήματα.

Κατάχαμα αραδιάζονταν μπροστά μου αύτές οι αναισχυντίες πολλαπλασιασμένες.

Ψηλοί άντρες με μουστάκες, ντυμένοι με ζαρτιέρες καί γυναικείες κάλτσες ριγωτές7 ορμούσανκαταπάνω σ’ άλλους άντρες ή σε κορίτσια πού, κάποια άπ’ αύτά, χονδροειδή, μού προξενούσαν

Page 18: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

φρίκη. Όρισμένα όμως, τά περισσότερα, με θάμπωναν : οι αποκρουστικές τους στάσεις άναρρίπιζαντο θάμβος μου. Σ’ αύτή τήν κατάσταση σπασμών καί δυστυχίας, μία άπ’ τις κοπέλες πού είχα τήνεικόνα της στο χέρι μου (είχα ξαπλώσει στο χαλί στηριγμένος στον άγκώνα, υπέφερα, καί ή σκόνημε είχε ρυπάνει) μού φάνηκε τόσο όμορφη (ήταν κάτω άπό έναν άντρα, άνάσκελχ, το κεφάλι πίσω,καί τά μάτια της ν’ άλληθωρίζουν ) ώστε αύτές οι λέξεις : « το κάλλος τού θανάτου», περνώντας άπ’το μυαλό μου, μού επιβλήθηκαν, προκάλεσαν το γλοιώδες άνατρίχιασμα, καί, σφίγγοντας τά δόντια,άποφάσισα νά σκοτωθώ ( πίστεψα ότι το άποφάσισα ! ).

’Έμεινα πολλή ώρα πάνω στο χαλί: άδρανής, ήμίγυμνος., πρόστυχος, εν μέσω τών εικόνων τήςαισχρότητας. Μισοκοιμόμουνα.

Τή νύχτα, ή μητέρα μου χτύπησε τήν πόρτα.

Παραζαλίστηκα. Φώναξα να περιμένει μιά στιγμή. Σιάζοντας τά ρούχα μου, μάζεψα τιςφωτογραφίες, οσο καλύτερα, οσο πιο γρήγορα κατάφερα, τις έκρυψα, έπειτα άνοιξα στή μητέραμου, ή οποία άναψε το φώς.

—Είχα αποκοιμηθεί, τής είπα.

Ήμουν ελεεινός.

Δέν θυμάμαι πιο επώδυνο εφιάλτη. Ή μοναδική έλπίδα μου ήταν νά μήν επιζήσω. Ή μητέρα μου ήίδια, προφανώς, αισθάνθηκε νά κλονίζεται. Ή μόνη ανάμνηση πού θά μπορούσα ακόμη σήμερα νάσυνδέσω μ’ αύτή τήν κατάσταση είναι το κροτάλισμα τών δοντιών στον υψηλό πυρετό. Πολύάργότερα, ή μητέρα μου παραδέχτηκε ότι είχε φοβηθεί, ότι είχε τή συναίσθηση πώς το παρατράβηξε.Ήταν εντούτοις σύμφωνη με τον εαυτό της καί, φανταζόμενη μία αυτοκτονία, γελιόταν, μά καί τί νάμπορούσε εκείνο το λεπτό, αν όχι νά σκεφτεί ότι φοβήθηκε τήν τερατώδη επιθυμία πού τήν είχεοδηγήσει στήν ιδέα αυτού τού συγυρίσματος; Διότι το είχε επιχειρήσει αύτή ή ίδια, καί μέσα στήφρίκη πού τήν έπιασε στο λαρύγγι, είχε σαδιστικά αποφασίσει νά με επιφορτίσει μ’ αύτό. “Ύστεραέτρεξε στις ήδονές της.

Μ’ άγαπούσε, είχε θελήσει νά με κρατήσει εκτός τής δυστυχίας καί τών τρομερών ήδονών πούέβρισκε σ’ αύτήν, μήπως όμως είχα εγώ ό ίδιος αντισταθεί στήν υποβολή τής φρίκης ; Γνώριζα τώρααύτές τις ήδονές : καί παρά τή θέλησή της, δέν τό ’βάζε κάτω προτού νά με κάνει με κάποιο τρόπονά μοιραστώ μαζί της αύτό πού μιά κοινή αηδία το εξήρε μέχρι το παραλήρημα.

Τώρα μόλις ήταν εμπρός μου —ομοια με μένα— μέσα στον κλοιό τής άγωνίας.

’Απ’ αυτή τήν αγωνία κατάφερε να αντλήσει αρκετή παραληρηματική ήρεμία γιά νά μου πει υστέραάπό πολλή ώρα, με μιά ζεστή φωνή που ή γοητεία της ειρήνευε :

—’Έλα στο δωμάτιό μου. Δέν θέλω νά σέ αφήσω μόνο. Ύπάκουσέ με. ’Αν δέν σου περισσεύειοίκτος γιά τον έαυτό σου, σού ζητώ νά νιώσεις οίκτο γιά μένα. Εάν όμως θέλεις, θά είμαι δυνατή γιάδύο.

Μετά τή μακρόσυρτη απόγνωσή μου, αύτή ή φωνή μέ ξανάφερνε στή ζωή. Τήν αγαπούσα άκόμηπερισσότερο ώστε τώρα, επειδή το ήξερα, ήμουν έτοιμος νά σκεφτώ πώς δέν υπήρχε τίποτα πού νάμήν είναι χαμένο, καί πώς ξαφνικά δοκίμαζα αύτήν τήν εκτός βολής νηφαλιότητα, ή οποίαθριάμβευε πάνω στο χείριστο, άναβλύζοντας άνέπαφη άπό το αποτρόπαιο.

Page 19: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Πήγε πριν άπό μένα στο δωμάτιό της όπου κατέρρευσα στήν καρέκλα πού μού ύπέδειξε νά καθίσω.

Τή στιγμή πού εγκατέλειπα τή βιβλιοθήκη, είχα δει νά σέρνονται χάμω φωτογραφίες πού μέσα στήβιασύνη μου μού είχαν ξεφύγει.

’Ήμουν ανακουφισμένος πού τις είχα δει, πού έμαθα ότι δέν χωρούσε άμφιβολία. ’Ήμουνάνακουφισμένος πού άπάντησα στήν ντροπή, τήν οποία μού φάνηκε πώς ή μητέρα μου μπορούσε νάνιώσει εμπρός σέ μένα, πού γνώριζα τή βδελυγμία της, άπό μιά ντροπή πού τή φανταζόμουνα πιοολική. Μέσα στήν παραδοχή τού ξεπεσμού μου, κατέβαινα στο επίπεδο οπού ή ζωή μου —εάνέπιζούσα— όφειλε στο έξής να σέρνεται. Τώρα, μέσα στά κομμένα μάτια μου, ή μητέρα μουμπορούσε νά διαβάσει τή μηδαμινότητά μου. Αύτήν τή σιχαινόμουν, αλλά προτιμούσα το ότι ήμητέρα μου ήξερε πο ς̂ είχα χάσει το δικαίωμα, πού ποτέ μά ποτέ δέν θά είχα πάρει, νά κοκκινίζω γι’αύτήν. Δέν θά ένιωθε πλέον σέ μένα μια αρετή πού νά καθιστά μισητές τις αδυναμίες της καί πού ν’ανοίγει τήν άβυσσο άνάμεσα σ’ εκείνη καί σε μένα. “Έπρεπε μονάχα νά συνηθίσω, νά εξοικειώνομαισιγά σιγά με τήν ιδέα ότι δέν ήμουν πιά παρά ένα ον χωρίς υπόσταση, θά έφτανα στο μοναδικόαγαθό πού θά μπορούσε στο εξής ν’ ανταποκριθεί στις προσδοκίες μου : ότι, έστω κι αν ήταντραγικό, καί ότι, επιπλέον, έστω καί αν δέν έπρεπε ποτέ νά μιλάμε γι’ αύτό, ένα αίσθημα συνενοχήςμας ένωσε τή μητέρα μου καί μένα.

Χρονοτριβούσα μέσαστους συλλογισμούς αύτής τής φύσης,οπού δέν μπορούσα νά βρω ανάπαυση,μά οπού τήν έψαχνα μέ πείσμα σάν νά μήν είχα χάσει, πάνω στον κατήφορο οπού είχα άρχίσει νάγλιστρώ, τήν παραμικρότερη εύκαιρία νά συναντήσω ένα σημείο στάσης.

Στήν έκφραση τού προσώπου τής μητέρας μου είχε πάντοτε υπάρξει ένα παράξενο στοιχείο πούδιέφευγε τήν κατανόηση : κάτι σάν μιά θυελλώδης έριστική διάθεση πού παρέμενε κοντινή στήνεύθυμία, άλλά κάποτε γινόταν προκλητική, μιά ομολογία τής εύτέλειας. Είχε τώρα μπροστά μουύφος άφηρημένο μά ωστόσο αισθανόμουν μέσα της τή λύσσα, μιά παράφρονα εύθυμία ή τήνέπονείδιστη πρόκληση, όπως στο θέατρο μπορεί νά ξέρουμε ότι, ανά πάσα .στιγμή, στά παρασκήνια,οι ήθοποιοί είναι έτοιμοι νά εισβάλουν στή σκηνή.

’Ίσως άλλωστε σ’ αύτή τήν άναμονή τού άδύνατου υπήρχε κατά μία έννοια μιά ψευδαίσθηση πούως έπί το πλείστον μού προξενούσε ή μητέρα μου. Γιατί ή φωνή της, πού σπανίως άποχωριζόταν μιάδιακριτικότητα καί μιά στιβαρότητα, καί οι δύο γοητευτικές, γρήγορα είχε ματαιώσει τήν άναμονή,γρήγορα τήν είχε μεταλλάξει σέ κατευνασμό. Μέ ξύπνησε αύτή τή φορά άπό τούτο το οδυνηρόόνειρο οπού μού φαινόταν πώς ή ζωή ξεχνιόταν.

—Δέν σού χρωστώ εξήγηση, μού είπε. Άλλά στή Βάν είχα πιει εναντίον κάθε λογικής. Σου ζητώ νατο ξεχάσεις.

—Κατάλαβέ με, επανέλαβε. Δέν θα ξεχάσεις αυτό που είπα: όμως δέν θα είχα τή δύναμη να το πώ,αν ο παιδισμός σου —αν το ποτό— καί ίσως ό πόνος βδέν μέ είχαν παραπλανήσει.

Περίμενε, μού φάνηκε, ν’ απαντήσω, άλλα έσκυψα το κεφάλι. Συνέχισε :

—Τώρα , θά ήθελα νά σού μιλήσω. Δέν είμαι σίγουρη ότι σέ βοηθώ, θ’ άξιζε όμως περισσότερο νάσέ κάνω νά κατέβεις πιο χαμηλά παρά νά σ’ εγκαταλείψω στή μοναξιά όπου φοβάμαι ότι κλείνεσαι.Ξέρω ότι είσαι φρικτά δυστυχισμένος. Είσαι και σύ άδύναμος. Ό πατέρας σου ήταν άδύναμος όπωςείσαι καί σύ. Ξέρεις, άπό προχθές, μέχρι πού πάει ή άδυναμία μου. Ξέρεις ίσως τώρα ότι ή επιθυμία

Page 20: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

μας προκαλεί τήν έξασθένηση.· ’Αλλά δέν ξέρεις άκόμη αύτό πού ξέρω…

Πώς βρήκα το σθένος —ή τήν απλότητα— νά πώ:

—θα ήθελα νά μάθω αύτό πού ξέρεις…

—’Όχι, Πιέρ, είπε, δέν πρέπει νά το μάθεις άπό μένα. ’Αλλά θά μέ συγχωρούσες αν ήξερες, θάσυγχωρούσες άκόμη καί τον πατέρα σου. Καί ιδίως…

—θά συγχωρούσες τον έαυτό σου.

Γιά πολλή ώρα, έμεινα βουβός.

—Τώρα, πρέπει νά ζήσεις, είπε ή μητέρα μου.

Είδα ότι έκείνη τή στιγμή κάρφωσε το βλέμμα μπροστά της στο πάτωμα καί ότι το ώραΐο τηςπρόσωπο ήταν κλειστό. ’Έπειτα σχημάτισε θολά ένα απλό χαμόγελο.

—Δέν είσαι χαρούμενος, είπε.

Τής μίλησα.

“Όταν βγήκε ή μητέρα μου, ξαναβρέθηκα στο κρεβάτι μου. Μέσα στο αίσχος οπού αρέσκεται συχνάή φαντασία παρά τή θέλησή μας, σκέφτηκα ότι πήγε προς άναζήτηση τής ήδονής. Πριν όμως φύγειάπό το σπίτι, είχε ερθει νά με σκεπάσει στο δωμάτιό μου, όπως το έκανε όταν ήμουν μικρό παιδί.Ούτε στιγμή δέν είχα σκεφτεί εκείνη τή μέρα ότι είχε έπιθυμήσει νά με υποβάλει στήν πρόκληση τώνφωτογραφιών ! Ζούσα μέσα στο θαυμασμό, συνεπαρμένος άπό τις εναλλαγές της τής στοργικήςγλυκύτητας καί τών άπορυθμίσεων, τών οποίων μού φαινόταν το θύμα καί έβλεπα ότι ήτανδυστυχισμένη εξαιτίας τους, όπως ήμουν δυστυχισμένος απ’ αύτό πού παρά τή θέλησή μου μούσυνέβη το άπόγευμα. Ξαπόσταινα στο κρεβάτι οπού με είχε καλοσκεπάσει με τά καλύμματα, σάνένα θύμα, μετά το δυστύχημα. “Ένας βαριά πληγωμένος πού υποφέρει κι έχει χάσει πολύ αίμα, ανέντέλει ξυπνήσει μέσα στούς επιδέσμους, άλλά καί μέσα στή γαλήνη τής κλινικής, έχει, φαντάζομαι,συναισθήματα παρόμοια με τά δικά μου.

3ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΟΠΟΥ ΜΠΗΚΑ, ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΑΝΥΦΙΣΤΑΝΤΑΙ, ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΤΗΡΟΥΝ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΕΝΑ ΙΛΙΓΓΙΩΔΕΣΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΤΟΥ ΑΜΕΤΡΟΥ: ΑΥΤΗ Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΘΕΟΣ.

Η ΖΩΗ ΞΑΝΑΡΧΙΣΕ. Μέσα στή βραδύτητά του ο χρόνος γιάτρευε το σπαραγμό. Ή μητέρα μουμπροστά μου έμοιαζε ήρεμη, θαύμαζα, αγαπούσα τήν κυριαρχία της πού με γαλήνευε βαθιά. Ποτέδέν τήν είχα αγαπήσει περισσότερο. Ποτέ δέν είχα γι’ αύτήν μιά μεγαλύτερη αφοσίωση, και τόσοπερισσότερο παράφρονα, ώστε ενωμένοι τώρα μέσα στήν ίδια κατάρα, ήμασταν χωρισμένοι άπό τονυπόλοιπο κόσμο. ’Ανάμεσα σ’ εκείνη καί σέ μένα είχε σχηματιστεί ένας νέος δεσμός, αύτός τούξεπεσμού και τής φαυλότητας. Χωρίς καθόλου νά στενοχωριέμαι επειδή μέ τή σειρά μου είχα

Page 21: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

υποκύψει, έβλεπα ότι τοσφάλμα μου μέ είχε ετοιμάσει γι’ αύτό πού μού φαινόταν ή δυστυχία τήςμητέρας μου, πού σίγουρα τή συνέθλιβε όπως καί μέ συνέθλιβε, μά πού ίσως, το κατάλαβαάργότερα, βασανίζοντάς μας ή υπό τον δρο νά μάς βασανίζει, μιας ξάνοιγε στή μοναδική εύτυχίαπού δέν ήταν μάταιη, διότι μάς θάμπωσε μές στήν περίπτυξη τής δυστυχίας.

’Αλλά κατ’ άρχήν δέν μπορούσα ν’ άποδεχτώ αύτό τον μυστικό γάμο τής κόλασης καί τούούρανού. Υπέφερα, παρ’ όλα αύτά, νά αισθάνομαι ότι ή μητέρα μου αρεσκόταν στήν αθλιότηταοπού ήξερα ότι ήταν καταδικασμένη. Κάθε βράδυ, καί κάποτε το άπόγευμα, έβγαινε. ‘Ότανδειπνούσε στο σπίτι, άντιλαμβανόμουν πολύ συχνά ότι είχε πιει. Σώπαινα, γιά νά κλάψου περίμενανά ξαναβγεί, νά ξαναγυρίσει στήν άηδία της. Θυμόμουνα τον καιρό πού οίκτιρα τήν οινοποσία τούπατέρα μου. όπου ή σιωπή καί ή σοβαρότητα τής μητέρας μου μέ άφηναν νά πιστεύω ότι μοιραζόταντο συναίσθημά μου. Αυτή τή φορά, είχα καταλάβει ότι ταυτόχρονα με τον πατέρα μου —αν όχι μαζίτου— έπινε. ( Πάντοτε όμως είχε κρατήσει μιά αξιοπρέπεια που ό πατέρας μου δέν είχε ποτέ — δέντήν είχε χάσει, παρά έλάχιστα, στή Βάν.) Το πιο βλακώδες είναι ότι παρά το προφανές τής υπόθεσης,δέν είχα τότε σταματήσει νά κατηγορώ τον πατέρα μου καί μόνο τον πατέρα μου. Τον πατέρα μου,του οποίου ή αναισχυντία άπλωνε τή φρικαλέα άκαταστασία, τον πατέρα μου πού, ήμουν σίγουροςγι’ αύτό, είχε συνηθίσει τή μητέρα μου στο ποτό καί τήν είχε σύν τω χρόνω διαφθείρει, τον πατέραμου, τού οποίου οι βρομιές, μετά το θάνατό του, μέ είχαν μέ τή σειρά μου βγάλει άπό το δρόμο.

’Απέφευγα με όλη . μου τή δύναμη ν’ άναγνωρίσω τήν αλήθεια, πού άργότερα, πριν πεθάνει, ήμητέρα μου με ύποχρέωσε νά δώ: ότι δεκατεσσάρων ετών είχε άκολουθήσει τον πατέρα μου, καίόταν ή έγκΛμοσύνη τής οποίας είμαι ο καρπός υποχρέωσε τήν οικογένεια νά τούς παντρέψει, είναιεκείνη πού πήγαινε άπό κραιπάλη σέ κραιπάλη διαφθείροντάς τον μέχρι τέλους, μέ το ίδιοοξυδερκές πείσμα πού θά επιδείκνυε καί μέ μένα. ’’Αν διέθετε τελικά μιά προκλητική ορθότητα,ήταν ωστόσο ύπουλη : ή άκρα της γλυκύτητα, παρόλο πού είχε, μερικές φορές, το άγωνιώδες βάροςτού καιρού πού προηγείται τής καταιγίδας, μέ άφησε μέσα στήν τύφλωση. Ζούσα μέ το συναίσθημαότι μιά λέπρα, στο εσωτερικό, μάς διέβρωνε: απ’ αύτό το κακό, ποτέ δέν θά θεραπευόμασταν, απ’αύτό το κακό, εκείνη κι εγώ, ήμασταν θανατηφόρα προσβεβλημένοι. Ή παιδιάστικη φαντασία μουεξακρίβωνε το πρόδηλομιας δυστυχίας, πού ή μητέρα μου υφίστατο μαζί μου.

Εντούτοις αύτό το ναυάγιο ήταν αδιανόητο δίχως τή συνενοχή μου. “Αφέθηκα στή βεβαιότητααύτού Toy αναπόφευκτου κακού. Μιά μέρα έκμεταλλεύτηκα τήν απουσία τής μητέρας μου, καιλιποτάκτησα. Μέσα στο άγχος τού πειρασμού, μπήκα στή βιβλιοθήκη καί, πρώτα, έπιασα δύοφωτογραφίες, σε λίγο άλλες δύο, καί σιγά σιγά με συνεπήρε ό ίλιγγος. ’Απολάμβανα τήν άθωότητατής δυστυχίας καί τής ανημποριάς. Μπορούσα νά προσάψω στον έαυτό μου ένα σφάλμα πού μεγοήτευε, πού με πλημμύριζε μ’ ευχαρίστηση, στο μέτρο πού ήμουν άκριβώς απελπισμένος άπ’ αύτό;

’Αμφέβαλλα, έμενα μέσα στο άγχος καί, μέσα στο άγχος, υποχωρούσα δίχως τελειωμό στήνεπιθυμία νά είμαι γιά τόν έαυτό μου άντικείμενο τής φρίκης μου : χαλασμένο δόντι σε ένα ώραιοπρόσωπο. Δέν έπαυα ν’ άναλογίζομαι τήν εξομολόγηση πού θά έπρεπε νά είχα κάνει τών ατιμιώνμου, αλλά δέν ήμουν μόνο έντρομος νά ομολογήσω μιά άνομολόγητη παρέκκλισή : ολοένα καίπερισσότερο, ή ιδέα τής έξομολόγησης μού φαινόταν προδοσία τής μητέρας μου, μιά ρήξη αύτούτού άφευκτου δεσμού πού είχε διαμορφώσει άνάμεσα σ’ έκείνη καί σέ μιένα το κοινό μας όνειδος.Ή άληθινή μου ατιμία, σκεφτόμουνα, θά ήταν νά ομολογήσω στον εξομολογητή μου, ό όποιοςγνώριζε τή μητέρα μου, ό όποιος είχε μαζί μου άποδεχτει τήν άποκλειστική άμαύρωση τού πατέραμου, νά ομολογήσω ότι τώρααγαπούσα το αμάρτημα τής μητέρας μου καί ότι ήμουν περήφανος γι’

Page 22: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

αύτό σάν ένας άγριος. Σκεφτόμουν εκ τών προτέρων τήν κοινοτοπία τής γλώσσας του. Οικοινότοπες προτροπές του θ’ ανταποκρίνονταν στο μέγεθος τής αγωνίας μου, στήν ανυπέρβλητηκατάσταση όπου με είχε θέσει ή οργή τού Θεού;.

Γιά μένα, ή τρυφερή —καί πάντοτε τραγική— γλώσσα τής μητέρας μου ήταν ή μόνη, στο μέγεθοςένός δράματος — ένός μυστηρίου πού δέν ήταν λιγότερο βαρύ ούτε λιγότερο έκτυφλωτικό άπό τόνΘεό τόν ίδιο. Μού φαινόταν ότι ή τερατώοης μιαρότητα τής μητέρας μου —καί ή δική μου, ή εξίσουαποκρουστική— κραύγαζαν στον ούρανό καί ότι ήσαν όμοιες με τον Θεό, ως προς το ότι μόνο τατέλεια ερέβη είναι ομοια μέ το φως. θυμόμουν τήν έπιγραφική φράση τού Λα Ροσφουκώ: « Μήτε όήλιος μήτε ό θάνατος μπορούν να κοιταχτούν κατάματα…» Στα μάτια μου ό θάνατος δέν ήτανλιγότερο θεϊκός άπό τον ήλιο καί ή μητέρα μου μέσα στα κρίματά της ήταν πιο κοντά στον Θεό άπ’οτιδήποτε άλλο είχα άντιληφθει άπό το παράθυρο τής Εκκλησίας. Πράγμα που κατά τή διάρκεια τώνάτελείωτων ήμερων τής μοναξιάς μου καί τής άμαρτίας μου δέν έπαψε νά μέ ορθώνει μέ τον ίδιοτρόπο πού ή κραυγή πάνω σ’ ένα τζάμι τής κόγχης ήταν ή αίσθηση ότι το κρίμα τής μητέρας μουτήνί άνύψωνε σέ Θεό, μέ τήν έννοια άκριβώς ότι ό τρόμος καί ή ιλιγγιώδης ιδέα τού Θεούταυτίζονται. Καί θέλοντας νά βρω τον Θεό ήθελα νά βουλιάξω καί νά σκεπαστώ μέ λάσπη, γιά νάμήν είμαι πιο άνάξιος άπό τή μητέρα μου. Οι ποταπές σκηνές τών φωτογραφιών φορτίζονταν στάμάτια μου μέ τή λάμψη καί μέ το μεγαλείο χωρίς τά όποια ή ζωή θά ήταν δίχως ίλιγγο καί ποτέ δένθά κοίταζε τον ήλιο μήτε το θάνατο.

Λίγο μ’ ένοιαζαν αύτά τά συναισθήματα τής πιθηκίζουσας παρακμής μου πού μ’ έκαναν νά βλέπωμέσα στά βαθουλωμένα μάτια μου τήν εικόνα τού ξεπεσμού μου. Αύτός ό ξεπεσμός μέ πλησίαζεστή γύμνια τής μητέρας μου, στήν κόλαση οπού είχε διαλέξει νά ζει: ή μάλλον νά μήν άναπνέει πιά,νά μή ζει πιά. Κάποτε ξανάπαιρνα τις πιο άηδιαστικές εικόνες τού πατέρα μου, γυμνωνόμουν καίξεφώνιζα: « Θεέ τού τρόμου, τόσο χαμηλά μάς οδηγείς, μάς οδήγησες, τή μητέρα μου καί μένα…»Μακροπρόθεσμα ήξερα ότι ήμουν υπερήφανος γι’ αύτό, καί λέγοντας στον έαυτό μου ότι τοαμάρτημα τής άλαζονείας ήταν το χειρότερο, άνορθωνόμουν. Διότι ήξερα ότι ή έντιμότητα πού όεξομολογητής μου αντιπροσώπευε στά μάτια μου θά ήταν ίσ(»>ς γιά μένα ή άρνηση αύτού τουΘεού του εκτυφλωτικού ήλιου, αύτού του Θεού τού θανάτου πού έψαχνα, στον οποίο μέξανάφερναν οι δρόμοι δυστυχίας τής μητέρας μου.

θυμήθηκα λοιπόν εικόνες μέθης τού πατέρα μου. Αμφέβαλλα εντέλει γιά το δικαίωμα πού είχαάποκτήσει νά τόν καταριέμαι: άπό εκείνον άνήκα στο μεθύσι καί στήν παραφροσύνη, σε ο,τι τοάσχημο περικλείνει ό κόσμος, απ’ οπού ό θεός ποτέ δέν αποσπάται παρά γιά το χειρότερο. Όπατέρας μου, αύτός ό χαμερπής στουπί στο μεθύσι, πού κάποτε τόν μάζευαν τά όργανα τής τάξης, όπατέρας μου ξαφνικά με γλύκαινε: έκλαιγα, θυμόμουνα τή νύχτα στο σταθμό τής Βάν καί τιςεναλλαγές τής μητέρας μου, -των στιγμών τής άπελπισμένης ήρεμίας, καί μετά ξάφνου τούχαμόγελου πού γλιστρώντας παραμόρφωνε τά χαρακτηριστικά της, σάν νά είχαν χυθεί.

’Έτρεμα, καί ήμουν δυστυχισμένος, άλλά ήδονιζόμουν νά ξανοίγομαι σε όλη τήν άταξία τούκόσμου, θά είχα άραγε μπορέσει νά μήν υποκύψω στο κακό, άπό το όποιο πνιγόταν ή μητέρα μου;Γιά πολλές μέρες έλειπε άπό το σπίτι. Περνούσα τόν καιρό μου νά φθείρομαι — ή νά κλαίω: νά τήνπεριμένω.

4

Page 23: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

TO ΓΕΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΘΕΪΚΟ, ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΟ ΑΠΟ ΤΑΔΑΚΡΥΑ.

Η ΜΗΤΕΡΑ MOΥ στήν επιστροφή της είδε τις κοιλότητες των ματιών μου. Χαμογέλασε :

—Θα το αλλάξουμε αύτό, μού είπε. Απόψε είμαι εξαντλημένη, πάω γιά ύπνο.

—Μού μοιάζεις λίγο, μαμά. Κοίταξε στον καθρέφτη, αύτά τα βαθουλωμένα μάτια…

—Μά τήν πίστη μου, είναι αλήθεια, είπε. Προτιμώ τήν πονηριά σου παρά το κομμένο σου πρόσωπο.

Πάνω σ’ αύτό, γέλασε ειλικρινά καί με φίλησε.

Τήν ξαναβρήκα τήν επομένη στο πρωινό. Ξεφώνισε:

—Δέν θέλω πιά νά δώ ένα τόσο κουρασμένο πρόσωπο. Ξέρεις πώς σε ονομάζει ή Ρέα;

—Ή Ρέα;

—Δέν τή γνωρίζεις ακόμη, είναι αλήθεια. Διασταυρωθήκατε στή σκάλα. Είναι ένα αρκετά όμορφοκορίτσι, αλλά, κατά τά φαινόμενα, τά όμορφα κορίτσια σε φοβίζουν. Εκείνη, ή Ρέα, σε είδε καλά καίαναγνώρισε το ώραιο αγόρι γιά το οποίο τής μιλώ μερικές φορές. Τώρα, με ρωτάει νέα σου: « Πώςείναι ό ιππότης μας τής Ελεεινής Μορφής ;»8 Το ύποθέτω: είναι καιρός νά ζήσεις λιγότερο μόνος.‘Ένα αγόρι τής ήλικίας σου συναντάει γυναίκες. ’Απόψε θά βγούμε με τή Ρέα. Δέν θά φορέσωπένθος : θά βάλεις τά κομψά σου ρούχα. Θά το ξέχναγα : ή Ρέα είναι ή στενή μου φίλη : είναιαξιολάτρευτη, είναι επαγγελματίας χορεύτρια, είναι ή πιο τρελή κοπέλα τού κόσμου, θά επιστρέψωμαζί της στις πέντε ή ώρα, θα γνωριστείτε, αν θέλεις. Προτού πάμε να δειπνήσουμε έξω, θα πάρουμεαναψυκτικά.

Γελούσε γλυκά, χρωματίζοντας τις φράσεις της.

—Καλά, μαμά, ψέλλισα.

’Ήμουν αποβλακωμένος. ’Έλεγα στο ̂εαυτό μου ότι αύτό το γέλιο στο πρόσωπό της ήταν έναπροσωπείο.

Ή μητέρα μου σηκώθηκε σ’ αύτό το σημείο. Περάσαμε στο τραπέζι.

—Δέν φαίνεσαι να μήν ξέρεις ότι ή απάντησή σου δέν είναι ενθαρρυντική. Σίγουρα θα μού χρειαστείν’ άσελγήσω καί γιά τούς δύό μας.

’Έσκασε στά γέλια. ’Αλλά ή θλιβερή αλήθεια —πού αγαπούσα— δέν έπαυε νά εμφανίζεται, κάτωάπό το προσωπείο.

—Μαμά! φώναξα.

—Ή μαμά σου, μού .είπε, πρέπει νά σε κακομεταχειριστεί.

Απλώνοντας τά χέρια, μ’ έπιασε άπό τά μάγουλα.

—Γιά νά σε δώ.

Page 24: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Δέν άρκει ν’ άγαπάς τή μητέρα σου, νά είσαι έξυπνος, νά είσαι ώραιος, καί νά χεις μιά βαθιάσοβαρότητα… πού με τρομάζει. Πού θά σέ οδηγήσει αύτή ή σοβαρότητα αν αγνοεί τήν εύθυμία τώνάλλων;

Σκεφτόμουνα το έγκλημα, το θάνατο… ’Έκρυψα τή μούρη μου.

—Καί σύ επίσης, είσαι σοβαρή.

—Χαζούλη ! μά είναι μιά επίφαση ! Δέν θά ήσουν παρά ένας βλάξ αν σού έλειπε ή ελαφρότητα.

Το σύστημα πού είχα .κατασκευάσει, μέσα στο όποιο έβρισκα καταφύγιο, κατέρρεε. Ή μητέρα μουείχε κάποτε τά κέφια της. ’Αλλά ποτέ δέν είχε αύτή τήν εύθυμία δίχως παγίδες, αύτή τή φαιδρότηταπού μέ κάρφωνε.

Γευμάτισε χωρίς ν’ άποχωριστεΐ τήν καλή της διάθεση, κοροϊδεύοντας τήν αυστηρότητα μου ήκάνοντάς με να γελάσω, παρά τή θέλησή μου.

—Βλέπεις, είπε, δέν ήπια, άλλά έχω το διάολο μέσα μου. Μπορείς νά περηφανεύεσαι γιά το βάθοςσου. Αύτό μ’ έφερε σ’ αύτή τήν ωραία κατάσταση ! Πές μου, προς θεού, χωρίς αστεία : φοβάσαι;

—Μά… όχι.

—Κρίμα.

“Έσκασε πάλι στά γέλια καί έφυγε.

Δέν βγήκα άπό τήν τραπεζαρία, οπού πήγα νά καθίσω σέ μιά γωνιά, μέ κατεβασμένο το κεφάλι.

Εκ τών προτέρων, ήξερα ότι θά υπάκουα, θά μπορούσα μάλιστα νά δείξω στή μητέρα μου ότι είχεάδικο νά κοροϊδεύει. Δέν αμφέβαλλα πλέον ότι μέ τή σειρά μου θά έπεδείκνυα έλαφρότητα. Εκείνοτο λεπτό μού πέρασε ή ιδέα ότι αν έδειχνα εγώ ο ίδιος μιά προσποιητή έλαφρότητα, ή μητέρα μουείχε καταφέρει ή ίδια νά υποκριθεί ένα συναίσθημα πού δέν είχε. Μπορούσα μ’ αύτό τον τρόπο νάπροφυλάξω ένα οικοδόμημα μέσα στο όποιο ήθελα νά κλειστώ. Μπορούσα ακριβώς δι’ αυτής τήςοδού ν’ ανταποκριθώ στήν πρόσκληση τής μοίρας μου πού μού ζητούσε νά βυθιστώ μέχρι τέλους,ολοένα καί περισσότερο χαμηλά, νάπάφ οπού μέ οδηγούσε ή μητέρα μου καί νά πιω μαζί της τοποτήρι μου, νά το πιώ, μόλις θά το έπιθυμοοσε, νά φέρω άσπρο πάτο… Ή φαιδρότητά της μέθάμπωνε, άλλά μήπως δέν έπρεπε ν’ άναγνωρίσω οτι ξαλαφρώνοντάς με, μού ανήγγελλε αύτό πούμπορούσε ν’ άνταποκριθει καλύτερα, στήν έπιθυμία μου νά πάω στο πιο έπικίνδυνο, αύτό πού μούπροκαλούσε τον μεγαλύτερο ίλιγγο ; Μήπως δέν ήξερα οτι ή μητέρα μου έντέλει θά μέ κατηύθυνεοπου πήγαινε; Βέβαια αυτό ήταν το πιο αισχρό. ’Ά-ν τώρα μέ γοήτευε, δέν το έκανε μέ τις κραιπάλεςπού ή φαινομενική της άξιοπρέπεια κατέληγε νά τις καθιστά καταχθόνιες ; Καί οπως ή μητέρα μου,άπό τήν ντροπή στήν αξιοπρέπεια, άπό τή φιλοφρόνηση στήν αυστηρότητα, βρισκόταν σε μιάδιαρκή ολίσθηση, το ίδιο καί οι σκέψεις μου ταράζονταν στή ρευστή προοπτική πού τήν έκανεανησυχητική ή έλαφρότητα, πού μπορεί νά φανταστεί κανείς, τής Ρέας.

—Ή μητέρα μου, σκεφτόμουν, θέλει νά μού γνωρίσει τή φίλη της, μά δέν είμαι τρελός νάσυμπεραίνω απ’ αύτό ότι τής ζήτησε νά με οδηγήσει στο χαμό;

Φανταζόμουνα αμέσως ότι μιά χορεύτρια πού ήταν ή φίλη της έπρεπε νά συμμετείχε στις αταξίες

Page 25: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

της. ’Έτσι περίμενα μέσα στον πυρετό. Ή Ρέα με τραβούσε εκ τών προτέρων. Τί λέω, μεκαταγοήτευε, ή Ρέα πού μπορούσε νά με κάνει νά μπω στον κόσμο πού με τρόμαζε, μά πού, μέσαστον τρόμο μου, ήταν το αντικείμενο όλων μου τών σκέψεων.

Αύτές οι σκέψεις ήσαν στενόχωρες, αλλά ή απειλή πού μού μετέφεραν ήταν εκείνη μιαςυπερβολικής χαράς πού θά γεννιόταν άπό τόν τρόμο μου. ’Έτσι ή τρελή εικόνα τής Ρέας πούσχημάτισα, κατέληξε νά μ’ ενοχλεί. Παραληρούσα: τήν έβλεπα με τήν πρώτη λέξη νά ξεγυμνώνεται:καί άναγκάζοντας με τις άχρειότητές της τή μητέρα μου νά το βάλει στά πόδια, εκείνη μ’ εγκατέλειπεσ’ αύτή τήν ερωτομανή πού έ’μοιαζε στά κορίτσια με τά όποια οι προστυχιές τού πατέρα μου είχανεφοδιάσει τή φαντασία μου. Παιδιάστικα, άφηνόμουνα σ’ αύτές τις ονειροπολήσεις. Δέν το πίστευα,αλλα ήμουν ήδη τόσο παραστρατημένος πού επινοούσα τις πιο άκριβείς σκηνές, ώστε νά ταράζομαικαί, φιλήδονα, νά τσαλαβουτώ περισσότερο μέσα στήν ντροπή.

Μου είναι δύσκολο σήμερα ν’ αναπαραστήσω αύτές τις πυρετο^δεις στιγμές οπού ή εξέγερσή μουσυνδεόταν με τή λαχταρα μιας τρομερής εύχαρίστησης, όπου στραγγαλιζόμουν, οπού ήδονιζόμουνπερισσότερο όσο στραγγαλιζόμουν.(Αύτό πού στο τέλος με κάνει να πιστεύω ότι επρόκειτο γιά έναπαιχνίδι, δέν είναι μονάχα ή προδοσία πού εκεί διέπραττα, πού μού επέτρεπε νά γλιστρώ, άλλά ήεπιδεξιότητα καί ή κυριαρχία πού διέθετα, μόλις παρουσιαζόταν μιά δυσκολία.’) Μπορούσα νάαισθάνομαι παράλυτος : όταν μπήκα στο μεγάλο σαλόνι καί, με φόντο τις πολυτελείς ταπετσαρίεςκαί τά καλύμματα, τις είδα, καί τή μία καί τήν άλλη με κόκκινο φόρεμα, καί γελαστές, τή μητέραμου καί τή φίλη της, γιά ένα λεπτό έμεινα βουβός· ήμουν ήδη καθηλωμένος, άλλά όντως άπόθαυμασμό. Προχώρησα χαμογελώντας. ’Αντάμωσα το βλέμμα τής μητέρας μου, οπού μπόρεσα νάδιαβάσω τήν επιδοκιμασία. ’Ήμουν πράγματι ντυμένος, ήμουν χτενισμένος, με μιά φροντίδα πούσυνήθως δέν είχα. “Όταν πλησίασα, δέν έτρεμα. Φίλησα, ίσως λίγο περισσότερη ώρα, το χέρι τήςομορφης Ρέας, τής οποίας το άρωμα, το ντεκολτέ —καί το κλείσιμο τού ματιού— δέν με άγγιξανλιγότερο, ούτε λιγότερο οικεία, άπ’ οσο θά το είχε κάνει ή επιτέλεση τών ονειροπολήσεων πού μέείχαν ταλανίσει στο δωμάτιό μου.

—Μή μού θυμώνετε, Κυρία μου, είπα στή Ρέα, αν είμαι, πώς νά πώ; άμήχανος, άλλά θά ένιωθαμεγαλύτερη ενόχληση μπροστά σας, αν δέν ζαλιζόταν τοκεφάλι μου.

—Τί χαριτωμένος πού είναι! έκανε ή Ρέα λιγωμένη. Τόσο νέος, καί νά ξέρει νά μιλά τόσοκαλά στιςγυναίκες, νά λέει τόσο ώραια ψέματα…

Τελικά, είχα γεννηθεί γιά τόν κόσμο πού μού άνοιγε ή Ρέα. Καθώς όμως ή μητέρα μου ξέσπασε σεδυνατά γέλια, τήν άκουσα καί τήν είδα: ή παρουσία της, τήν οποία, προς στιγμήν, δέν είχα πλέον στονού μου, κι αύτό το αναιδές γέλιο μέ σοκάρισαν. Αισθάνθηκα ξαφνικά μιά φοβερή δυσφορία.

—Σάς θυμώνω, είπε ή.Ρέα, άλλά, Πιέρ —μού επιτρέπετε, αγαπητή μου, νά τόν φωνάζω έτσι μέ τοόνομά του—, θά ήμουν εύτυχισμένη, Πιέρ, αν δέν λέγατε ψέματα.

Ή παρεξήγηση τής Ρέας μ’ έκανε να σαστίσω.

—Πιέρ, πρόσθεσε ή μητέρα μου, κάθισε πλάι στή φίλη μου: αν καταλαβαίνω, είναι καί δική σουφίλη.

’Έδειξε τή θέση πάνω στο σοφά.

Page 26: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Ή μητέρα μου καί ή Ρέα. ήσαν ακριβώς έτσι όπως φανταζόμουνα δύο γλεντζούδες παρέα μ’ ένασύντροφο. Ή Ρέα μου ’κανε θέση δίπλα της. ’Έπειτα πλησίασε. ’Ήδη ανέβαινε ή πρώτη μέθη τήςσαμπάνιας πού έρρεε άφθονη.

Το ντεκολτέ τής διπλανής μου μού προκαλούσε νευρικότητα. Είχα γίνει κατακόκκινος.

—Μά, Πιέρ, έλεγε ή Ρέα, δέν σάς άρέσει νά διασκεδάζετε ; Τής μαμάς σας τής αρέσει έπίσης νάδιασκεδάζει…

—Κυρία…

—Πρώτα όμως νά πείτε Ρέα. ’Έχω το λόγο σας;

Μού πήρε το χέρι, ύστερα, άφού το χάιδεψε, το έβαλε πάνω στο πόδι της. Πήγαινε πολύ ! αν όσοφάς δέν ήταν πλατύς θά το είχα σκάσει. Άλλά θά είχα τή βεβαιότητα ότι είμαι αδύναμος, καί ότιδέν έπρεπε νά τής ξεφύγω…

Ή Ρέα άφησε τή λίγη επιτήδευση πού είχε στή φωνή.

—Είναι αλήθεια, είπε, ξεφαντώνω, άλλά, βλέπετε, ποτέ δέν το μετάνιωσα, παρόλο πού είμαι άπόεύπορη οικογένεια … Βλέπετε, Πιέρ, οι γυναίκες πού γλεντάνε δέν πρέπει νά σάς τρομάζουν. ’Έτσιή μαμά σας είναι καλύτερη άπό μάς…

—Καλύτερη; διέκοψε ή μητέρα μου. Ρίχνοντας το προσωπεϊο τού γέλιου, είχε ξαναγίνει άπότομααύτό πού ήταν. Ποιόν γνωρίζετε πού νά είναι χειρότερος ; θέλω ό Πιέρ νά το ξέρει…

—Αγάπη μου, τον στενοχωρείτε, γιά ποιο λόγο;

—Ρέα, θέλω νά τού άνοίξω τά μάτια. Πιέρ, σαμπάνια !

ΙΙήρα τήν μπουκάλα καί γέμισα τά ποτήρια, ξεσηκωμένος άπό τήν κατάσταση οπού βρισκόταν ήμητέρα μου.

“Ηταν ψηλή, εύθραυστη, καί ξάφνου μού ’δώσε τήν αίσθηση ότι δέν το άντεχε άλλο. Τά μάτια τηςέλαμπαν άπό μίσος, καί τά χαρακτηριστικά της ήδη θόλωναν.

—Θέλω νά το ξέρεις μιά γιά πάντα.

Τράβηξε τή Ρέα προς το μέρος της καί, δίχως νά χάσει καιρό, τή φίλησε σπασμωδικά.

Γύρισε προς εμένα.

—Είμαι εύτυχισμένη ! μού φώναξε. Θέλω νά το ξέρεις : είμαι ή χειρότερη μητέρα…

Το πρόσωπό της μόρφαζε.

—Έλέν, άναστέναξε ή Ρέα, είσαι άπαίσια…

Σηκώθηκα.

—Πιέρ, άκουσέ με, μού είπε ή μητέρα μου (ήταν πάλι ήρεμη : ό λόγος της ήταν τρελός, μά ήτανβαρύς καί οι φράσεις της άκολουθούσαν ήρεμα ή μία τήν άλλη ). Δέν σού ζήτησα νά έρθεις σήμερα

Page 27: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

γι’ αύτό. Άλλά δέν θέλω πιά νάσε υποφέρω παραπάνω. Θέλω νά διαβάσω τήν περιφρόνηση στάμάτια σου, τήν περιφρόνηση, το φόβο. Είμαι επιτέλους ευτυχισμένη πού σ’ έχω δει: δεν το άντεχεςπλέον. Βλέπεις ότι τον πατέρα σου τον ξεχνώ. Μάθε άπό μένα οτι το νά είμαι εύτυχισμένη είναι το -μεγαλύτερο κακό.

’Ήμουν μεθυσμένος καί όμως κατάλαβα ότι ή μητέρα μου, πού επίσης ήταν μεθυσμένη όταν μπήκα,δέν είχε πλέον τή δύναμη νά σταθεί.

—Μαμά, τής είπα, άσε με ν’ άποσυρθώ.

—Δέν θά ήταν δυνατόν νά σκεφτώ, είπε ή μητέρα μου δίχως νά με βλέπει, ότι θά μού έλειπε ό γιοςμου, τήν ήμερα πού θά είχε συλλάβει τήν κακή συμπεριφορά τής μητέρας του.

Μέ μιά άνεση πού ξαφνικά με γαλήνεψε καί μ’ έκανε νά συνέλθω, είπε άκόμη :

—Μείνε έδώ. Σ’ άγαπώ με όλη μου τήν καρδιά, τώρα πού σού έδωσα το δικαίωμα νά μεπαρατηρήσεις εξεταστικά.

Το χαμόγελό της ήταν το δύστυχο χαμόγελο, σάν αθέλητο, πού τώρα γνώριζα καλά: αύτό τοχαμόγελο κατάπινε το κάτω χείλος της.

—Έλέν! φώναξε ή Ρέα, προφανώς απογοητευμένη.

Σηκώθηκε.

—Αγάπη μου, δέν θέλεις να δειπνήσεις μαζί του ; Θα ήθελες να πλαγιάσεις πάραυτα μαζί του;

—Έλέν! τή φώναξε ή Ρέα. Φεύγω τώρα. Εις το έπανιδειν, Πιέρ, ελπίζω σύντομα.

Ή Ρέα με φίλησε απαλά στο στόμα. ’Έκανε πώς έφευγε. ’Ήμουν έκθαμβος. ’Ήμουνκαταμεθυσμένος.

Ή μητέρα μου σηκώθηκε με τή σειρά της. Είδα πώς κοίταζε τή Ρέα σάν να ήθελε να ριχτεί πάνω τηςκαί να τή χτυπήσει.

—’Έλα! είπε.

Παίρνοντάς την απ’ το χέρι, τράβηξε τή Ρέα στο διπλανό δωμάτιο. Δέν μπορούσα να τις δώ, άλλά τασαλόνια επικοινωνούσαν : αν έκείνη τή στιγμή ή σαμπάνια δέν με είχε αποκοιμίσει, θα είχακαταφέρει ν’ ακούσω τήν ανάσα τους.

“Όταν ξύπνησα, ή μητέρα μου μέ κοίταζε με το ποτήρι στο χέρι.

Ή Ρέα με κοίταζε έπίσης.

—’Έχουμε λαμπερά μάτια, είπε ή μητέρα μου.

Ή Ρέα γελούσε, είδα τά μάτια της νά λάμπουν.

—Πάμε τώρα, μάς περιμένει ό αμαξάς, είπε ή μητέρα μου.

—Πρώτα όμως, είπε ή Ρέα, ας αλεγράρουμε τή θλιμμένη όψη.

Page 28: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—’Ας αδειάσουμε τα μπουκάλι, είπε ή μητέρα μου. Πάρε το ποτήρι σου καί βάλε νά πιούμε.

Τά ποτήρια στο χέρι, είπε ή Ρέα, ας πιούμε.

Μάς επαιρνε ένα κύμα κεφιού. Ξαφνικά, φίλησα τή Ρέα βαθιά στο στόμα.

Ριχτήκαμε στή σκάλα. ’Αποφάσισα να πίνω καί να ζω Ολη τή ζωή.

Μέσα στο κουπέ ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Το μπράτσο τής μητέρας μου γύρω άπό τή μέσητής Ρέας, ή Ρέα τής δάγκωνε τον ώμο. Ή Ρέα πού μού είχε πάρει το χέρι το πίεζε οσο ψηλότεραμπορούσε πάνω στή γύμνια τού ποδιού της. Κοίταζα τή μητέρα μου : έμοιαζε ν’ άκτινοβολεί.

—Πιέρ, είπε, ξέχασέ με, συγχώρεσέ με, είμαι εύτυχισμένη.

Φοβόμουν άκόμη. Σκέφτηκα ότι, αύτή τή φορά, θά’το άπέκρυπτα.

Στο εστιατόριο, ή μητέρα μου σήκωσε το ποτήρι της καί μίλησε:

—Βλέπεις, Πιέρ μου, είμαι μεθυσμένη. Κάθε μέρα είναι έτσι. Πές του, Ρέα.

—Ναι, Πιέρ! μού είπε ή Ρέα, κάθε μέρα έτσι. Μάς αρέσει νά ζούμε τή ζωή. Άλλά τής μητέρας σουδέν τής αρέσουν οι άντρες, δέν τής άρέσουν πολύ: Εμένα μού άρέσουν γιά δύο. Ή μητέρα σου είναιάξιολάτρευτη.

Ή Ρέα, φωτισμένη, κοίταζε τή μητέρα μου. Ήσ’αν σοβαρές καί ή μία καί ή άλλη.

Ή μητέρα μου μού μιλούσε τρυφερά:

—Είμαι εύτυχισμένη επειδή δέν σού φαίνομαι πιά δυστυχισμένη. ’Έχω άνομολόγητα καπρίτσια καίπαραείμαι ευτυχισμένη γιά νά σού τά ομολογήσω.

Τα μάτια της είχαν σταματήσει νά χάνονται στο κενό.

—Ξέρω τί θέλω, είπε πονηρά. Άλλά το χαμόγελο, μόλις πού γεννήθηκε, πέθανε πάνω σ’ αύτά τάχοντρά χείλη, πού είχαν τήν κίνηση τού ξέπνοου. Ξέρω τί θέλω, επανέλαβε.

—Μαμά, είπα πελαγωμένος, θέλω νά μάθω τί θέλεις, θέλω νά το μάθω καί θέλω νά το άγαπήσω.

Ή Ρέα μας κοίταζε, παρατηρούσε τή μητέρα μου. Άλλά ήμασταν, ή μητέρα μου κι εγώ, στή μέσηαυτών τών φωνακλάδικων τραπεζιών, μέσα σε μιά ερημική μοναξιά.

—Αυτό πού θέλω, μού είπε ή μητέρα μου, είναι, κι ας έμελλε νά πεθάνω, νά ύποχωρήσω σε όλες τιςεπιθυμίες μου.

—Μαμά, καί στις πιο τρελές ;

—Ναι, γιέ μου, καί στις πιο τρελές.

Χαμογέλασε, ή μάλλον, το γέλιο τής έστριψε τά χείλη. Σάν νά έπρεπε, γελώντας, νά με φάει.

—Πιέρ! είπε ή Ρέα, ήπια πολύ, άλλά ή μητέρα σου είναι τόσο τρελή πού φοβάμαι το θάνατοβλέποντάς τη. Δέν θά έπρεπε νά σού το πώ: φοβάμαι. Μάλλον θά το σκέφτηκες. Παραήπια άλλά

Page 29: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

μπορούμε νά ζήσουμε; Ξέρεις, Πιέρ, είμαι ερωτευμένη με τή μητέρα σου. Άλλά τήν καταστρέφεις.Τήν εμποδίζεις νά γελάει καί ή μητέρα σου δέν μπορεί νά ζήσει παρά γελώντας.

—Μά, Ρέα, είπα, ή μητέρα μου με κοιτάζει γελώντας. Μαμά, τί μπορώ νά κάνω ; Θά ήθελα…Ήπιαμε πάρα πολύ.

Ή μητέρα μου άμέσως διόρθωσε:

—Ή Ρέα καί σύ ήπιατε πάρα πολύ. Πιέρ,θυμήσου τόν καιρό πού κοιμόσουν, έβαζα το χέρι μου στομέτωπό σου. ’Έτρεμες άπό τόν πυρετό: ή δυστυχία μου είναι νά μή βρίσκω ποτέ μέσα στιςυπερβολές μου τήν εύτυχία τής τρεμούλας πού μού έδωσες. Πιέρ, ή Ρέα δέν με κατάλαβε. Καί ίσωςθά κωφεύεις. Άλλά μέ είδες νά γελώ: γελώντας, σκεφτόμουνα τή στιγμή πού νόμισα ότι θάπέθαινες. Πιέρ ; Ά ! λίγο μ’ ενδιαφέρει, θά κλάψω. Μή μού ζητήσεις τίποτα !

Είδα ότι θά είχε κλάψει με άναφιλητά αν δέν είχε συγκρατηθεί με μιά προσπάθεια αβάσταχτη.

—Ρέα, είπε, είχες δίκιο. Τώρα, έλεος, κάνε με νά γελάσω !

Ή ΙΡέα έγειρε προς εμένα. Μου έκανε μιά πρόταση τόσο πρόστυχη πού, μέσα στή σύγχυση τώναντιδράσεων πού αρρώσταινε και τούς τρεις μας, δέν μπόρεσα να κρατήσω το γέλιο μου ναξεσπάσει.

—Ξαναπές το, μού είπε ή μητέρα μου.

—Σκύψε, τής είπε ή Ρέα, θα το επαναλάβω.

Ή μητέρα μου έσκυψε προς τή Ρέα. Το ίδιο παιδιάστικο γέλιο μάς γαργάλισε τόσο υπερβολικά, τήνπρόστυχη πρόταση τής Ρέας τή διέκρινε μιά τόσο τρελή άπρέπεια, ώστε ταρακουνιόμασταν,ξεκαρδισμένοι, εν μέσω τών άλλων. Οι δειπνούντες άρχιζαν νά μάς κοιτάζουν, ήδη ιλαροί, καίεπειδή δέν καταλάβαιναν τίποτα, με βλέμμα ήλίθιο.

Μερικοί δίσταζαν, παρ’ όλες τις φοβερές προσπάθειες ήμασταν άποχαλινωμένοι, ήμασταν μουρλοί,άπό το δισταγμό πού νιώσαμε τά γέλια μας έγιναν διπλά: ολο το εστιατόριο άρχισε νά γελά, έξαλλοιμε το ν’ άγνοουν τήν αιτία, μά νά γελούν μέχρι τού σημείου νά υποφέρουν καί νά είναιφρενιασμένοι γι’ αύτό. Αύτό το άκαιρο γέλιο κάποτε σταματούσε, άλλά μές στή σιωπή, τελικά ένακορίτσι ξεκαρδιζόταν, μή μπορώντας άλλο : το γέλιο ξανάρχιζε στήν αίθουσα. Μετά άπό ώρα, οισυνδαιτυμόνες, φευγαλέοι, με τή μύτη χωμένη στο πιάτο τους, άνασηκώνονταν άπό το σκύψιμότους : δέν τολμούσαν πιά νά κοιταχτούν.

Τελευταίος, ό δύστυχος, γελούσα άκόμη. Ή Ρέα μού είπε, μά χαμηλόφο)να:

—Σκέψου εμένα, σκέψου τή βάση τού τοίχου…

—Ναί, είπε ή μητέρα μου, τή βάση τού τοίχου !

—Θά σε βάλω εκεί, είπε ή Ρέα, το πρόσωπο κλειστό.

Επανέλαβε τήν πρόταση μέ λόγια πού, αύτή τή φορά, οεν μπορούσαν πιά νά μέ κάνουν νά γελάσω,άλλά νά ερεθίσουν τήν επιθυμία μου.

Είμαι ή σκύλα σου, πρόσθεσε, είμαι βρόμικη, έχω κάψες. Αν δέν ήμασταν μέσα στήν αίθουσα,

Page 30: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

πάραυτα, θά γυμναζόμουν στήν άγκαλιά σου.

Ή μητέρα μου μού είπε άπό τή μεριά της, βάζοντάς μας νά πιούμε:

—Σε δίνω στή Ρέα καί σού δίνω τή Ρέα.

’Ήπια. ’Ήμασταν καί οι τρεις άναψοκοκκινισμένοι.

—Θά φερθώ άσχημα, είπε ή Ρέα. Βάλε το χέρι κάτω άπό το τραπέζι. Κοίτα.

Κοίταζα τή Ρέα: το χέρι της μόνο, κάτω άπό το τραπέζι, έκρυβε αύτό πού έκανε.

“Οταν γέμισε το ποτήρι μου, το άδειασα.

Ή Ρέα μού είπε:

—Μέσα σ’ ένα δάσος, Πιέρ, θά με γύριζες άνάσκελα.

—Δέν άντέχω άλλο, είπα στή Ρέα.

—Είμαι τρελή, είπε ή Ρέα.

—Θέλω νά πιώ κι άλλο. Δέν έχω πιά τή δύναμη. Πηγαίνετέ με ! ·

’Έκλαιγα σιγανά, με ύφος χαμένο.

Ή μητέρα μου είπε:

—Είμαστε τρελές. Ρέα, χάσαμε το μυαλό μας. Είμαστε καί οι τρεις μεθυσμένοι. Ήταν πανέμορφα.’Έλεος, Πιέρ, μήν κλαις άλλο. Θά γυρίσουμε σπίτι.

—Ναι, μαμά! Είναι ύπερβολικό! Παραείναι όμορφο, παραείναι φρικτό.

Ξαφνικά, ή φρίκη αύτών τών βλεμμάτων πού άρχίζαμε νά προσελκύουμε μάς πάγωνε.

Είδα τή μητέρα μου πολύ ήρεμη, πολύ σίγουρη γιά τόν έαυτό της. Προτού νά το καταλάβω, βρέθηκαμέσα στο κουπέ. ’Αποκοιμήθηκα. Ή Ρέα, ή μητέρα μου, ήξεραν κιόλας ότι δέν θά ξεμπέρδευαν τόσογρήγορα μ’ αύτό το παραλήρημα…

’Αλλά, πειθήνια ( δέν έβλεπα πιά τίποτα ), τις άφησα νά με βάλουν στο κρεβάτι.

Ή μητέρα μου ήταν ντυμένη στά μαύρα, άλλά μαζί με τήν εντύπωση αύτοκυριαρχίας της μού εδινεταυτόχρονα καί μιά εντύπωση συγκρατημένου παραληρήματος. Με περίμενε, ως συνήθως, στοσαλόνι, πάνω στο σοφά. Πήγα κοντά της, τή φίλησα, τήν άγκάλιασα. ’Ήμουν σχεδόν άρρωστος, καίέτρεμα.

Μέναμε άκίνητοι. Στο τέλος διέκοψα τή σιωπή.

—Είμαι εύτυχισμένος, τής είπα, μά ξέρω καλά ότι ή εύτυχία μου δέν μπορεί νά διαρκέσει.

—’Από χθές, μού είπε ή μητέρα μου, είσαι εύτυχισμένος ;

—Ναι, σε λατρεύω έτσι, άλλά …

Page 31: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—’Αλλά τί;

—θά χρειαστεί νά πειράξουμε τά πάντα…

—Βεβαίως …

Με έσφιξε πιο δυνατά. Ήταν πολύ τρυφερό, μά τής είπα:

—Το νιώθεις καλά: καί οι δύο είμαστε σφιχταγκαλιασμένοι, άλλά ή εύχαρίστηση πού αισθάνομαιείναι επώδυνη σάν δηλητήριο.

—Πρέπει νά περάσουμε στο τραπέζι, είπε ή μητέρα μου.

Καθίσαμε καί ή τακτοποίηση τής τραπεζαρίας, τού στρωμένου τραπεζιού, με άνακούφισε. Ήσαμπανιέρα περιείχε ένα μπουκάλι, άλλά μόνο ένα.

—Κατάλαβες ; ξαναείπε ή μητέρα μου, ή εύχαρίστηση δεν αρχίζει παρά τή στιγμή πού το σκουλήκιείναι μέσα στο φρούτο. Μόνο αν ή εύτυχία μας φορτίζεται με δηλητήριο γίνεται τερπνή. Τάυπόλοιπα είναι παιδιάστικα. Με -συγχωρείς πού σε στριμώχνω. Αύτό, είχες το χρόνο νά το μάθειςάργά άργά. Υπάρχει τίποτα πιο συγκινητικό, πιο καταπραϋντικό από τά παιδιαρίσματα; Άλλά ήσουντόσο άπειρος, καί είμαι, έγώ, τόσο διεφθαρμένη, πού ήμουν σίγουρα άναγκασμένη νά διαλέξου.Μπορούσα νά σε άπαρνηθώ, αλλιώτικα έπρεπε νά μιλήσω… Νόμισα ότι θά είχες-τή δύναμη νά μεάντέξεις.

Ή ευφυΐα σου είναι εξαιρετική, άλλά σε οδηγεί νά δεις τι είναι ή μητέρα σου: έχεις λοιπόνοπωσδήποτε το δικαίωμα νά τρομάζεις. Χωρίς τήν ευφυΐα σου, θά το είχα άποκρύψει, όπως αν είχανιώσει ντροπή. Δέν ντρέπομαι γιά μένα. Γρήγορα, άνοιξε το μπουκάλι… Ψυχραιμία,’ή κατάστασηείναι δίχως άμφιβολία υποφερτή, καί δέν είσαι πιο λιγόψυχος άπό μένα… Ή ψυχραιμία μάλισταάξίζει περισσότερο άπό το ζαλισμένο κεφάλι… Όδηγημένοι όμως άπό το κρασί, ξέρουμε καλύτεραγιατί το χειρότερο είναι προτιμότερο…

Υψώσαμε τά ποτήρια μας καί κοίταξα το έκκρεμές.

—Ό δείκτης, είπα στή μητέρα μου, δέν σταματάει ούτε λεπτό νά κινείται. Κρίμα…

’Ήξερα, ξέραμε, ότι μέσα στο διφορούμενο οπού ζούσαμε, δέν υπήρχε τίποτα πού, γρήγορα, νά μήνολίσθαινε καί πού, γρήγορα, νά μή βυθιζόταν.

Ή μητέρα μου ζήτησε κι άλλη σαμπάνια.

—Μόνο ένα μπουκάλι, μού είπε.

—Ναι, ίσως, ένα μπουκάλι. Κι όμως …

Σάν τέλειωσε το γεύμα, ξαναβρεθήκαμε άγκαλιασμένοι πάνω στο σοφά.

—Πίνωστους έρωτές σου μέ τή Ρέα, μού είπε ή μητέρα μου.

—Μά φοβάμαι τή Ρέα, άπάντησα.

—Χωρίς εκείνη, άκουσα νά μού λέει, θά ήμασταν χαμένοι. Σ’ εκείνη το χρωστώ το ότι είμαι συνετή

Page 32: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

: είναι τόσο τρελή. Σήμερα, μέ τή σειρά σου, θά μάθεις να γαληνεύεις στήν άγκαλιά της. Βλέπεις ότιείναι δύο ή ώρα. Στις επτά, θά έπιστρέψω. Θά δειπνήσουμε καί οι τρεις μας, άλλά θά περάσεις τήνύχτα με τή Ρέα.

—Θά φύγεις ;

—Ναι, φεύγω. Το ξέρω. Θά ήθελες νά σταματήσεις το δείκτη. Άλλά τί νά γίνει; Μέ κάνεις νάκαίγομαι δέν μπορώ νά σε κάνο; εύτυχισμένό. “Εάν έμενα, θά είχα τήν εύχαρί-στηση νά σε κάνωδυστυχισμένο. Θέλω να με γνωρίσεις καλά. Προξενώ τή δυστυχία σε ολους αυτούς πού μ’ αγαπούν.Για τούτο επιζητώ τήν εύχαρίστησή μου στις γυναίκες, τις οποίες μπορώ να χρησιμοποιώ μέσα στήναδιαφορία. Δέν απεχθάνομαι να βασανίζω, άλλα είναι μιά εύχαρίστηση εξουθενωτική. Γιά σένα …

—Μαμά, ξέρεις ότι μέ κάνεις νά βασανίζομαι…

Γέλασε, άλλά αύτό το διφορούμενο γέλιο έμοιαζε μέ κείνο πού είχε τήν προηγουμένη, στοέστιατόριο, μιλώντας μου γιά θάνατο, ήταν το γέλιο στο χείλος τών δακρύων…

—Φεύγω, είπε.

Άλλά στά μάγουλα, μέ έπνιγε μέ τά φιλιά της.

—Γρήγορα, μέχρι θανάτου, πρόσθεσε. Ξέρεις ότι ή μητέρα σου είναι λωλή.

’Έκλαψα.

Σκέφτηκα γρήγορα το μοναδικό φάρμακο στον πόνο μου.

Ήταν νά .τον αύξήσω, ήταν νά υποκύψω σ’ αύτόν.

Ανάσαινα τήν άναπνοή τής Ρέας. Σκεφτόμουνα τήν προστυχιά, τις ήδονές, μέσα στις όποιες ή Ρέαχανόταν. Οι φωτογραφίες μέ διαφώτιζαν. Ή Ρέα είχε ψιθυρίσει στ’ αύτί μου τις λέξεις πού μέστραγγάλιζαν, πού μού προκαλούσαν συμφόρηση, καί πού, αύτή τή φορά, δέν έπαυαν πλέον νά μέσυρρικνώνουν στήν επώδυνη σύσπαση τών οργάνων. Ή Ρέα μέ είχε κατευθύνει, είχε κατευθύνει τοχέρι μου προς τή διαπερατή υγρασία καί όταν μέ είχε φιλήσει είχε χώσει στο στόμα μου μιάτεράστια γλώσσα. Ή Ρέα ̂τής οποίας είχα δει τά μάτια νά λάμπουν, ή Ρέα πού άκόμη τήν άκουγα νάγελά μέ χαχανητά λόγω τού ότι ήταν παντελώς μεθυσμένη καί λόγω τής άνομολόγητηςεύχαρίστησης πού τής είχε δώσει ή μητέρα μου. Φανταζόμουνα τή ζωή τής ώραίας κοπέλαςπαρόμοια μέ τήν ακινητοποιημένη στο χρόνο πορνεία, τή Λαχανιασμένη καί άγαλήνευτη, τώνκοριτσιών στις φώτο-γραφίες. Άλλά ή Ρέα ήταν ή πιο ομορφη καί άντιπροσώπευε γιά μένα αύτές τιςάτελείωτες ταραχές τής ήδονής πού μέσα της είχα άποφασίσει νά βουλιάξω. Επαναλάμβαναξεμωραμένα στον εαυτό μου : « ο πισινός τής Ρέας », πού με λόγια τού δρόμου είχε προσφέρει στοννεανικό μου άνδρισμό. Αύτό το μέρος τής Ρέας πού ήθελα νά δω καί τού οποίου, κατά τήνπρόσκλησή της, είχα τήν πρόθεση νά κάνω κατάχρηση, έπαιρνε μορφή : αύτό πού άνοιγε σε μέναήταν ο ναός τού τρελού γέλιου ένώ ταυτόχρονα χρησίμευε γιά έμβλημα, ή γιά επικήδειο λόγο, οταντραβάς το καζανάκι. Δέν γελούσα μ’ αύτό το γέλιο: ήταν ένα νευρικό γέλιο, άναμφίβολα, μά ήτανσβησμένο, ήταν ένα κατηφές γέλιο, υποχθόνιο, ήταν το δυστυχισμένο γέλιο. Το μέρος τού εαυτούτης πού μού είχε προτείνει ή Ρέα καί αύτή ή κωμική μπόχα πού άκατάπαυστα μάς επαναφέρει στήνντροπή, μ’ έκανε νά αισθάνομαι ευτυχισμένος —μέ μιά εύτυχία πολυτιμότερη άπ’ ολες τις άλλες—,μ’ αύτή τήν επονείδιστη εύτυχία πού κανένας δέν θά επιθυμούσε. Άλλά ή Ρέα, ή άναίσχυντη, θά

Page 33: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

έπλεε σέ πελάγη εύδαιμονίας προσφέροντάς τη, καθώς, θηριωδώς, ήμουν άπληστος να τή γευτώ.Τήν εύγνωμονούσα γιά το γελοίο δώρο πού θά μού έκανε οταν, άντί γιά το άγνό μέτωπο τήςμητέρας μου, θά πρόβαλλε στο φιλί μου αύτό πού ήταν έξωφρενικό. ’Ήμουν στο άπόγειο τούπαραληρήματος καί μέσα στον πυρετό μου μουρμούρισα:

—Θέλω άπό σένα τήν άκατονόμαστη εύχαρίστηση πού μού προσφέρεις,ονομάζοντάς την .

Εκείνη τή στιγμή, χρησιμοποίησα τις λέξεις πού είχε προφέρει το στόμα τής Ρέας, τις άρθρωσα, καίνοστιμεύτηκα τήν αίσχρότητά τους.

Είχα συνείδηση, οταν είχα έπαναλάβει τις λέξεις —ήμουνα κόκκινος— οτι ή Ρέα πρότεινε το ίδιοπράγμα στή μητέρα μου : την ιόια στιγμή που η μητέρα μου το «κανε. Λπο όλα αύτά πού μούπαρουσίαζε ή σκέψη μου, ήμουν κατά κάποιο τρόπο στραγγαλισμένος, άλλα ό στραγγαλισμός μουμεγάλωνε τήν εύχαρίστησή μου. Είχα το διπλό συναίσθημα νά χαμογελώ στον ύπνο μου καί νάπερνώ άγωνία καί ότι άπό το σπασμό, άπό τόν όποιο ετρεμα, πού μού εδινε τήν ήδονή, κόντευα νάπεθάνω. Και καθώς είχα πράγματι άρθρώσει τήν πρόστυχη πρόταση τής Ρέας, μεγαλόφωνα, μέσαστήν κατάπτωσή μου, επιζήτησα το θάνατο. ’Ήξερα ότι, ζωντανός, θά είχα βιαστεί νά επανέλθω σ’αύτό τόν εμετό. Διότι οι πλέον άνομολόγητες όψεις τών εύχαριστήσεών μας μάς δένουν καί πιοστέρεα. Μπορούσα λοιπόν, βλακωδώς, νά άποφασίσω νά εξομολογηθώ, ν’ άπαρνηθώ τή συμφωνία,τήν οποία μόλις εκείνο το λεπτό είχα συνάψει με τή μητέρα μου. Μπορούσα εκ τών προτέρων ν’άμφιβάλλω ότι ή ιδέα τού Θεού ήταν άνοστη εν συγκρίσει μ’ εκείνη τής διαφθοράς. Μόνο τοάκατονόμαστο φιλί πού μού είχε προταθεί ( και πού, υπέθετα, ή μητέρα μου άγαπούσε) ήταν άξιοτής τρεμούλας μου. Αύτό το φιλί μόνο ήταν τραγικό : είχε τήν ύποπτη γεύση καί το εκπληκτικόφέγγος τού κεραυνού. ’Ήξερα ότι ή εξομολόγησή μου θά ήταν άπατηλή καί ότι τίποτα άπό δώ καίπέρα δέν θά με φύλαγε άπό τήν επιθυμία πού είχα, πού είχα τήν προηγουμένη, τήν επιθυμία τήςποταπότητάς μου. ’Απ’ αύτή τή γεύση ή άπό το θάνατο, ήξερα τώρ,α αύτό πού δέν είχα το κουράγιονά πώ στον έαυτό μου: ότι προτιμούσα το θάνατο, ότι άνηκα στο θάνατο, ότι τόν φώναζα καθώςξανοιγόμουνα στήν επιθυμία τού άποτρόπαιου, τού καταγέλαστου φιλιού.

Πηγαίνοντας στήν έκκλησία οπού, μέσα στο παραστράτημά μου, είχα άποφασίσει ν’ άποταθώ στονπρώτο τυχόντα, αναμετρούσα τήν άβεβαιότητά μου. Αγνοούσα αν άκόμη δέν θά γύριζα στο σπίτιχωρίς νά περιμένω καί, πάραυτα με τήν επιστροφή τής μητέρας μου, θά τής ελεγα νά σμίξουμε με τήΡέα. Δέν ύπήρχε τίποτα σε μένα πού νά μήν ολίσθαινε. Ήταν δυνατόν νά άμφιβάλλω γιά τήνπροσεχή πτώση; Και άπό το φόβο μήν εξερεθίσω τή μητέρα μου, δέν σκεφτόμουνα παρά νά τήνεπισπεύσω. ’Έσπευσα στο έξομολογητήριο νά κατακρίνω τον εαυτό μου, ξέροντας καλά ότι άμέσωςμπορούσα νά ξεχάσω, οτι μπορούσα νά γυρίσω τήν πλάτη σ’ αύτή τήν τύψη πού έλεγα ατόν ιερέαότι είχα, πού στ’ άλήθεια δέν είχα. Μόλις επρόκειτο νά εξομολογηθώ όλα αύτά γιά τά όποια ήμητέρα μου ήταν συνένοχος, έκανα σούζα, σταματούσα. ’Αναλογίστηκα νά φύγω καί δέν τέλειωσαπαρά μέ μιά άνανδρία οπού ή πρόκληση τής ιεροσυλίας άναμειγνυόταν μέ τήν άρνηση νά προδώσωτή μητέρα μου. Ή ήμιμέθη τού πειρασμού μέ συνεπήρε, μέσα στον ίλιγγο τής άγωνίας μου,ήδονίστηκα μέ τή γύμνια τής Ρέας. Ούτε στιγμή δέν μ’ άγγιξε ή σκέψη ενός Θεού ή μάλλον, αν τονέψαξα, ήταν μέσα στο παραλήρημα, καί μέσα στήν άπόλαυση τού πειρασμού. ^Δέν έψαχνα παρά τοντρόμο τού κακού, παρά το συναίσθημα νά καταστρέψω μέσα μου το θεμέλιο τής άνάπαυσης.)’Ένιωσα πλυμένος άπό τήν ύποψία πού έτρεφα ότι είχα έπιζητήσει τή γαλήνη, ότι είχα φοβηθεί.Μήπως είχα ομολογήσει κάτι άπό τον άνομολόγητο ρόλο τής μητέρας μου; Βρισκόμουν, άπ’ αύτόήδονιζόμουν, σέ κατάσταση θανάσιμου αμαρτήματος. Σέ λίγο χρόνο θά ξαναέβλεπα τή μητέρα μου

Page 34: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

καί ή καρδιά μου χοροπηδούσε μέσα στο σώμα μου, ξεχείλιζε άπό χαρά. ’Αναλογιζόμουνα τοαίσχος οπού εύφραινόταν ή μητέρα μου : το άναλογιζόμουνα μέσα στο άγχος —καί μάλιστα, χωρίςάμφιβολία, ήταν ένα τρελό άγχος— άλλά τώρα ήξερα ότι άπό το άγχος θά έκκολαπτόταν ή τέρψημου. Κανένα διφορούμενο δέν άνακατευόταν στο σεβασμό πού είχα γιά κείνη. Καί όμως, αύτή ήτέρψη τού άγχους μού έσφιγγε το λαιμό στήν ιδέα τών ‘τρυφερών φιλιών της. Θά μπορούσα τώραν’ άμφιβάλλω γιά τήν τρυφερή συνενοχή τής μητέρας μου ; ’Ήμουν στο άπόγειο τής εύτυχίας, τήνόποια άπολάμβανα τόσο έντονα ώστε νά τρέμω. Ή μητέρα μου; σκεφτόμουνα, προηγήθηκε άπόμένα στο βίτσιο. Καθότι το βίτσιο ήταν το πιο επιθυμητό καί το πιο δυσπρόσιτο απ’ όλα τα αγαθά.Σάν το οινόπνευμα, αύτές οι σκέψεις ζυμώνονταν, κόχλαζαν στο εύτυχισμένο μου κεφάλι, καί ήύπερβολή τής εύτυχίας μέσα μου εκτροχιαζόταν. Είχα τήν αίσθηση ότι κατείχα τόν κόσμο καίξεφώνισα:

—Δέν υπάρχουν πλέον όρια στήν εύτυχία μου ! Θά ήμουν εύτυχισμένος εάν δέν έμοιαζα στή μητέραμου, εάν δέν ήμουν, όπως εκείνη, βέβαιος ότι μεθώ καί ότι ζαλίζομαι άπό τήν αισχρότητα;

Ή τολμηρή μου επιθυμία ήδη μέ μεθούσε. Δέν πιστεύω ότι το νά έπινα εκείνη τήν ήμέρα θάπρόσθετε κάποια νέα μέθη στήν εύτυχία μου. Μπήκα γελώντας στο δωμάτιο τής μητέρας μου.Φάνηκε νά τήν εκπλήσσει, πόσο μάλλον πού τής είπα ότι επέστρεφα άπό τήν εκκλησία. Κατέληξα:

—Ξέρεις τί μού πρότεινε ή Ρέα. Μαμά, κοίταξέ με νά γελώ: άποφάσισα στις προσευχές μου νά κάνωαύτό πού μού προτείνει ή Ρέα.

—Μά, Πιέρ, ποτέ πριν δέν ήσουν χυδαίος ! Φίλησέ με, σφίξε με στήν άγκαλιά σου.

—Ά μαμά ! Τί συνενοχή !

—Ναι, Πιέρ μου ! τί συνενοχή ! ’Ας πιούμε σ’ αύτή τή συνενοχή !

Ψέλλισα:

—Μαμά, μαμά !

Τή φίλησα.

—Ή σαμπάνια είναι έτοιμη, μού είπε. Εδώ καί πολύ καιρό, δέν θυμάμαι νά ήμουν πιο χαρούμενη.’Ας ετοιμαστούμε. Ας πιούμε ! Το αμάξι έφυγε νά ψάξει τή Ρέα. Τώρα, θά πιώ μαζί σου, άλλά ότανάκούσω το αμάξι, θά πάω νά φορέσω το πιο ώραίο μου φόρεμα: κοκκίνισε ! Σέ λίγο θά δειπνήσουμεστά ιδιαίτερα. Θά ήθελα νά διασκεδάσω, νά γελάσου μαζί σας, σάν νά είχα τήν ήλικία σας. Άλλά θάσάς αφήσω μόνους μετά το δείπνο.

—Σε λατρεύω, μαμά ! Άλλα ο,τι και να κάνω…

—Ό,τι καί να κάνεις…

—Θα λυπηθώ αν φύγεις…

—Μα βλέπεις λοιπόν, δέν έχω πιά ούτε καί τήν ήλικία σου… Στήν ήλικία σου, Πιέρ, ξέρεις ότιέσκιζα τά ρούχα μουστους θάμνους ;Ζούσα μέσα στά δάση.

Γέμισα τά ποτήρια.

Page 35: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Μαζί σου, θά ήθελα να ζήσω μέσα στά δάση. Ας πιούμε.

—’Όχι, Πιέρ, σύχναζα μόνη στά δάση. ’Ήμουνα τρελή. Καί στ’ άλήθεια, σήμερα είμαι τρελή με τόνίδιο τρόπο. Άλλά στά δάση, πήγαινα με το άλογο, έβγαζα τή σέλα καί πετούσα τά φορέματά μου,Πιέρ, άκουσέ με, εκτόξευα το άλογο μέσα στά δάση… Τότε είναι πού πλάγιασα με τόν πατέρα σου.Δέν είχα τήν ήλικία σου: ήμουν δεκατριών χρονών, καί ήμουνα λυσσασμένη. Ό πατέρας σου μεβρήκε στά δάση. ’Ήμουνα γυμνή, πίστευα ότι με τ’ άλογό μου ήμασταν τά άγρίμια τών δασών…

—Τότε είναι πού γεννήθηκα !

—Τότε ! Άλλά γιά μένα, αύτός ό παλιάνθρωπος ό πατέρας σου δέν μετράει καθόλου, σχεδόνκαθόλου, στήν ιστορία. Προτιμούσα νά είμαι μόνη, ήμουν μόνη στά δάση, ήμουν γυμνή μέσα στάδάση, ήμουν γυμνή, ίππευα τσίτσιδη. Βρισκόμουν σε μιά κατάσταση πού θά πεθάνω χωρίς νά τήνξαναβρώ. ’Ονειρευόμουνα κορίτσια καί φαύνους : ήξερα ότι θά με είχαν ένοχλήσει. Ό πατέρας σουμε ενόχλησε. Άλλά μόνη, συστρεφόμουν πάνω στο άλογο, ήμουνα τερατώδης καί…

Ξαφνικά, ή μητέρα μου έκλαψε, άναλύθηκε σε λυγμούς. Τήν πήρα στήν άγκαλιά μου.

—Παιδί μου, έλεγε, παιδί μου τών δασών ! Φίλησέ με : προέρχεσαι άπό τά φυλλώματα τών δασών,άπό τήν υγρασία που ήδονιζόμουν, άλλά τόν πατέρα σου δρ τον ήθελα, ήμουνα κακιά. Όταν μεβρήκε γυμνή, με βίασε, αλλά μάτωσα το πρόσωπό του : ήθελα νά του βγάλω τά μάτια. Δέν μπόρεσα.

—Μαμά ! φώναξα.

—Ό πατέρας σου μέ είχε παραφυλάξει. Νομίζω ότι μέ άγαπούσε. Ζούσα μόνη μου τότε μέ τις θείεςμου, αύτές τις ήλίθιες γριές πού ίσως άμυδρά νά θυμάσαι…

’Έγνεψα πώς ναί.

—Οι χαζές δέν έκαναν παρά ο,τι μού κάπνιζε, καί κανόνισα με νά γεννηθείς στήν ’Ελβετία. ’Αλλάστήν επιστροφή έπρεπε νά παντρευτώ τον πατέρα σου. Ήταν στήν ήλικία σου, Πιέρ, ήταν είκοσιχρονών.’Έκανα τον πατέρα σου οικτρά δυστυχισμένο. Ποτέ, άπό τήν πρώτη μέρα, δέν τον άφησα νάμέ πλησιάσει. Τό ’ρίξε στο πιοτό : είναι φυσικά συγχωρητέο. «Κανείς, μού ’λεγε, δέν υποψιάζεταιτον έφιάλτη οπου ζώ. θά έπρεπε να σέ είχα αφήσει να μού βγάλεις τά μάτια». Μέ επιθυμούσε σάνζώο καί ήμουν δεκάξι, ήμουν είκοσι χρονών. Τό ’σκαγα απ’ αυτόν, πήγαινα στά δάση. ’Έφευγα μέτο άλογο καί ποτέ, καθώς φυλαγόμουνα, δέν μέ τσάκωσε. Στά δάση, ήμουν πάντοτε μέσα στο άγχοςάλλά τον φοβόμουνα. ’Ένιωσα πάντοτε τήν ευχαρίστησή μου μέσα στο άγχος άλλά,· μέχρι τοθάνατό του, αρρώσταινα κάθε μέρα καί περισσότερο.

—Μαμά, τρέμω σάν το φύλλο, καί τώρα φοβάμαι μήπως ή Ρέα …

—Ή Ρέα δέν θά φτάσει άμέσως. Δέν μπορούσε νά έρθει στήν ώρα της. Δέν ήξερα οτι θά σούμιλούσα σήμερα… Δέν πειράζει. Στο πρώτο λεπτό, σού μίλησα. Μήπως μπορούσα νά σού μιλήσωπιο νωρίς; Καί μήπως μπορούσα νά σέ άκούgj νά μιλάς μαζί μου γιά τή χοντροκοπιά τού πατέρασου; Πιέρ, είμαι χυδαία ! το λέω δίχως νά κλαίω: ό πατέρας σου ήταν τόσο τρυφερός., ήταν τόσοβαθιά δυστυχισμένος.

—Τον μισώ, είπα.

Page 36: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Τόν έφθειρα όμως, είπε ή μητέρα μου.

—Σέ βίασε, δέν είμαι παρά ή φρίκη που προκύπτει άπ’ αύτό ! “Όταν μού είπες : μάτωσα τοπρόσωπό του, λυπήθηκα, άλλά θά είχα ξεσκίσει το πρόσωπό του μαζί σου, μαμά!

—Πιέρ! Δέν είσαι ό γιος του άλλά ό καρπός τού άγχους πού είχα μέσα στά δάση. Προέρχεσαι άπότήν τρομάρα πού ένιωθα όταν ήμουν γυμνή μέσα στά δάση, γυμνή σάν τά ζώα, καί ήδονιζόμουν άπότήν τρεμούλα. Πιέρ, ήδονιζόμουν γιά ώρες, μέ το νά κυλιέμαι μέσα στή σαπίλα τών φύλλων:γεννιόσουν άπ’ αύτή τήν ήδονή. Ποτέ δέν θά ’θελα νά χάσω τήν ύπόληψή μου μαζί σου, μά έπρεπενά μάθεις : Πιέρ, μπορείς, αν θέλεις, ν’ απεχθάνεσαι τόν πατέρα σου, άλλά εκτός άπό μένα, ποιάμητέρα θά είχε μπορέσει νά σού μιλήσει γιά τήν απάνθρωπη λύσσα, άπό τήν οποία προέρχεσαι; Είχατή βεβαιότητα ότι ήμουν ολο καί πιο πολύ λιβιδινική, δέν ήμουν παρά μιά παιδούλα, πού ή έπιθυμίαέκαιγε μέσα μου δίχως αντιληπτά όρια, τερατωδώς. Μεγάλωσες καί έτρεμα γιά σένα, ξέρεις πόσοέτρεμα.

1

Vers une Revolution Culturelle: Artaud, Bataille.

2

To έργο του Μπατάιγ, Ή λογοτεχνία, και το κακό (La litterature et le mal, Gallimard, 1957), οπού ασχολείται μεορισμένους συγγραφείς (Baudelaire, Kafka, Emily Bronte, Michelet, William Blake, Sade, Proust, Genet), δίνοντας τοπροβάδισμα μέσω τής λογοτεχνίας στη γνώση του κακού. Το βιβλίο εχει μεταφραστεί στα ελληνικά άπό τήν Ελένη Βαρίκα,στις έκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1979.

3

Υπενθυμίζουμε ότι ο Μπατάιγ έχει τούς λόγους του να χρησιμοποιεί σύμφωνα με τις περιστάσεις αφθονία ψευδωνύμωνλόγους όχι μόνο αύτολογοκρισίας, όπως εύκολα θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, άλλα καί σημασιολογικές συνιστώσεςαυτοβιογραφίας με πρώτιστο κριτήριο τή μυθιστορηματικότητά τους, καθώς καί τούς μύθους πού θέλουν νά προτείνουνγύρο; άπό το όνομα. Ιδού μερικά : Lord Auch ( ήδη το άναφέραμε ), Louis Trente, συχνότατα Pierre Ang61ique,Tropmann.

4

“Απαντα, τ. IV, σ. 401.

Ι ι β 1

5

Ξέρουμε ότι οσο ζούσε, « Πέτρος Αγγελικός » [Pierre Angelique]

6

Εδώ ένα κενό. Μάλλον Σαρλότ ντ’ Ήνζερ&ίλ | Charlotte dlngm’UU’ |.

7

Οι ρίγες τών καλτσών άλλοτε ήσαν οριζόντιες καί άλλοτε κατακόρυφες. Οι ελευθέριες φωτογραφίες, οι πρόστυχεςφωτογραφίες εκείνης τής εποχής προσέτρεχαν σ’ αύτά τά αλλόκοτα τεχνάσματα πού, μ’ έναν τρόπο κωμικό καίαποκρουστικό, σκοπό τους ειχα$ νά τις καθιστούν πιο αποτελεσματικές — πιο ξεδιάντροπες. (Λ’. τ.<τ.)

8

’Έτσι έπονομάζεται ο Δον Κιχώτης.(Σ.τ.μ.)

Page 37: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Ι 6ι ]

Page 38: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

’Αναστατωμένος, έκλαψα. ’Έκλαψα · γιά το φόβο πού αισθάνθηκε ή μητέρα μου γιά τή ζωή μου,λίγο μ’ ένοιαζε, αύτά τά δάκρυα φορτίζονταν μ’ ένα πόνο άλλιώτικα βαθύ, βαρύ, καί αν ξεχείλιζανείναι γιατί αύτά τά δάκρυα άγγιζαν τελικά σέ μένα τις έσχατιές τών πραγμάτων, τις έσχατιέςολόκληρης τής ζωής.

—Κλαις, μού είπε ή μητέρα μου, δέν ξέρεις γιατί, άλλά κλάψε άκόμη…

—Μαμά, τής είπα, είναι δάκρυα εύτυχίας, νομίζω… Δέν ξέροΛ πιά…

—Δέν ξέρεις τίποτα. ’Ασε με νά μιλήσω. Κόπιασε νά μέ άκούσεις. Προτιμώ νά μιλώ παρά νά κλαίωκι έγώ μέ τή σειρά μου. θά ήθελα μόλις έρθει ή Ρέα νά μήν τήν υποδεχτείς μέ το μαντίλι άλλά μέ τοποτήρι στο χέρι. Δέν σου έχω μιλήσει γιά τή ζ(υή πού κάναμε ό πατέρας σου κι έγώ μέσα σ’ αυτό τοδιαμέρισμα, πολύ διαφορετική απ’ αύτό πού νόμιζες. Δέν ξέρω αν όντως μ’ αρέσουν οι γυναίκες.Πιστεύω ότι δεν αγάπησα ποτέ παρά μέσα στά δάση. Δέν αγαπούσα τά δάση, δέν αγαπούσα τίποτα.Δέν αγαπούσα τον έαυτό μου, άλλά άγαπούσα δίχως μέτρο. Δέν αγάπησα ποτέ παρά εσένα, άλλάαύτό πού άγαπώ σέ σένα, μή γελιέσαι, δέν είσαι εσύ. Νομίζω πώς δέν άγαπώ παρά τον έρωτα, καίάκόμη μέσα στον έρωτα, μόνο το άγχος τού ν’ άγαπάς : δέν το αισθάνθηκα ποτέ παρά μέσα στάδάση ή τήν ήμέρα όπου ό θάνατος… Άλλά μέ μιά όμορφη γυναίκα διασκεδάζω δίχως πρόβλημα,ίσα ίσα δίχως άγχος : γαληνεύω. Δέν θά σέ φωτίσω σέ τίποτα, φαντάζομαι, λέγοντάς σου ότι μόνομιά άκόλαστη κραιπάλη μού δίνει μιά ικανή ευχαρίστηση. Άλλά πρώτα πρώτα, χωρίς ό πατέρας σουνά δεχτεί άπό μένα καί τήν πιο ταπεινή ικανοποίηση, είχα δεσμούς μέ κορίτσια καί γρήγορα μούπέρασε ή ιδέα νά κοιτάξω νά έπωφεληθεΐ ό κακομοίρης : αύτό άνταποκρινόταν καλά στήν άπέχθειαπού έχω γιά τις κανονικές καταστάσεις. ’Ιδού τό αίσχος : τον έβαζα μέσα στο δωμάτιό μου καί τούζητούσα νά συμμετάσχει. Δέν καταλαβαίνεις καλά; Συχνά, έπέστρεφα μέ δύο κορίτσια, έκ τώνοποίων τό ένα έκανε έρωτα μέ τον πατέρα σου, το άλλο μέ μένα. Κάποτε τά κορίτσιαέφερναν’άντρες καί τούς έπαιρνα. Κάποτε μάλιστα ό αμαξάς… Κάθε βράδυ προμηθευόμουν τάπρόσωπα ενός καινούργιου οργίου, έπειτα έδειρα τον πατέρα σου, τον έδερνα μπροστά στουςάλλους. Ποτέ δέν κουραζόμουνα νά τον ταπεινώνω, τον έντυνα γυναίκα, τον έντυνα παλιάτσο καίδειπνούσαμε. Ζούσα σάν ένα αγρίμι καί όταν έπρόκειτο γιά τον πατέρα σου, δέν υπήρχε πλέονκανένας περιορισμός στήν κτηνωδία μου. Τρελαινόμουνα, Πιέρ, όπου νά ’ναι θά μάθεις τί είναι τόάεργο πάθος : στήν άρχή, είναι το κάτεργο, τά θέλγητρα ενός πορνείου, το ειδεχθές ψέμα, έπειτα τοβύθισμα καί ό θάνατος πού δέν τελειώνει πιά.

—Μαμά ! Είναι υπερβολικό…

—Ας πιούμε ! Μα κυρίως μήν ξεχνάς, δέν είμαι πιά ελεύθερη : ύπέγραψα ένα σύμφωνο με τήντρέλα, κι αύτή τή νύχτα, είναι ή σειρά σου, είναι ή σειρά σου νά ύπογράψεις.

Ή μητέρα μου γελούσε. Γελούσε μ’ αύτό το άχρεΐο γέλιο πού μού φέρνει άναγούλα, πού μεπαγώνει.

—Δέν θέλω, τής είπα. Δέν θά σέ άφήσω. Μού μιλούσες γλυκά καί ξαφνικά μιλάς σάν μιά ξένη, σάννά ήθελες το κακό μου.

—Σέ τρελαίνω !

—Ναι, φοβάμαι. Μίλησέ μου γιά τή ζωή σου μέσα στά δάση !

Page 39: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—’Όχι, ή ζωή μου δέν είναι πιά παρά ένα σκουπίδι. ’Έχεις δίκιο, ό πατέρας σου μέ νίκησε.

—Ποτέ ! φώναξα, κοίταξε τόν έαυτό σου ! Κοίταξε εμένα: βλέπεις, είμαι’το παιδί τής γιορτής τώνδασών.

—Το λιβιδινικό παιδί; ρώτησε.

—Το ξέρεις καλά, το λιβιδινικό παιδί!

Κοίταξα τή μητέρα μου. Τήν πήρα στήν άγκαλιά μου. ’Επανερχόταν σιγά σιγά σ’ αύτή τή θυελλώδηήρεμία πού ήταν ή ήρεμία τής επιθυμίας, πού ήταν ή διάχυση τής εξαγριωμένης επιθυμίας της.Διάβαζα μέσα στά μάτια της αύτή τήν ήσυχη εύτυχία καί ήξερα ότι δέν πήγαινε ενάντια στο άγχοςτης, άλλά το άπάλυνε, το καθιστούσε άπολαυστικό. ’Ήξερα ότι το βάσανο πού τήν κατέστρεφε ήτανμεγάλο, καί πιο μεγάλο το θράσος πού υπερτερούσε κάθε φόβου πού μπορεί νά φανταστεί κανείς.Πίστευε στήν εύθραυστη γοητεία πού ύπουλα κατάφερνε νά σιγάσει ό βαθύς πόνος. Καί ήδη μαζίμας άνασήκωνε ή φαιδρότητα πού μάς μετέφερε σ’ εκείνο τόν κόσμο τής εύχαρίστησης οπού μέσαστούς βάτους καί μέσα στή λύσσα, ή μητέρα μου νέα είχε βρει τόν θείο δρόμο της. Εκείνη τήστιγμή, ή είρίυνεία μου, ή ελαφριά κίνηση της ειρωνείας μου, μου εόινε τη δύναμη να προκαλέσωαυτό πού άλλοτε με κατεδάφιζε, αυτό πού τώρα μου εδι-νε αυτή τήν ήδονική τρεμούλα, και πούμπροστά του δεν θά σταματούσα πλέον νά χαμογελώ.

Μέσα σ’ αύτή τή γαλήνια σιωπή και μέσα σ’ αυτή τήν ευτυχία τήν άδιανόητη για τον εαυτό μας,κοίταξα τή μητέρα μου. Ή εύτυχία μου με έξέπλησσε κυρίως διότι ή επιθυμία με πήγαινε λιγότεροστήν ξέφρενη άποχαλίνωση πού είχα γνωρίσει μέσα στή μοναξιά, καί περισσότερο στήν ενατένισηενός τέλειου βίτσιου, τό οποίο, σάν ένα ναρκωτικό, αλλά με μια ωμή διαύγεια, μού άνοιξε ό ίλιγγοςτής άπειρης δυνατότητας. Με άλλα λόγια, ήμουν λιγότερο ταραγμένος από τή Ρέα, πού μπορούσε νάμού δώσει απτούς κατευνασμούς, απ’ όσο απ’ τή μητέρα μου, από τήν οποία, ωστόσο, δενμπορούσα νά περιμένω παρά τήν άυλη έκσταση τής ντροπής. Ή Ρέα χωρίς αμφιβολία με προσέλκυε,επιθυμούσα όμως σ’ αύτήν λιγότερο τις ευκολίες τής ευχαρίστησης, απ’ όσο το άντικείμενο τοσυμμέτοχο στις άσωτίες τής μητέρας μου, μού άρεσε δε στή μητέρα μου ή δυνατότητα μιαςσφοδρής ασωτίας πού γιά μένα ή σαρκική ευχαρίστηση δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει, καί πού δενθά ήταν δυνατόν να μεταλλάξει σε μιά ευχάριστη ικανοποίηση. Δεν είχα καταφέρει παρά μέσα στήμέθη τού ποτού ή μέσα στή μοναχική μου φρενίτιδα νά μή νοιάζομαι πλέον γιά τή μητέρα μου, αλλάγιά τή φίλη της. Δεν αμφέβαλλα τώρα πιά γιά τό λάθος μου καί εάν, καθώς το είχα κάνει τήνπροηγουμένη, άγγιζα, φιλούσα τή Ρέα, ήμουν διατεθειμένος νά μή βλέπω πια σ’ εκείνη παρά τήνπρόσβαση, με μιά παράκαμψη, σ’ αύτό που ήταν γιά μένα απροσπέλαστο, στή μητέρα μου.

Χρειάστηκε ν’ απομακρυνθώ μιά στιγμή. Ή Ρέα κατέφθασε. “Οταν επέστρεψα, μέσα σ’ ένα θόρυβογέλιου καί φιλιών, τούς έδωσα στά χέρια ποτήρια που τά γέμισα. Ή σαμπάνια τά ξεχείλιζε. ’Αμέσως:

—Μά, Πιέρ, αναστέναξε ή Ρέα, δέν με φίλησες ακόμη. —Επιστρέφω, είπε ή μητέρα μου. Πηγαίνωνα φορέσω ένα ωραίο φόρεμα.

Αμέσως σφιχταγκάλιασα τή Ρέα.

—Πιέρ, είπε ή Ρέα, σου υποσχέθηκα,, θυμήσου …

Page 40: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Κοκκίνισα.

—Ή μητέρα σου ή ίδια μου το θύμισε. Γελάσαμε.

—Είναι ενοχλητικό, είπα.

Στάθηκε μπροστά μου, προκαλώντας με, γελώντας με το να βλέπει τα χείλια μου πασαλειμμένα μεκόκκινο.

[Ή Ρέα γελώντας με τα πασαλειμμένα χείλη μου, ή Ρέα συνδεδεμένη με τήν έκπληξη του προσώπουμου ιδωμένου μέσα στον καθρέφτη, ή Ρέα πού δέν μπορώ να ξεχωρίσω τήν εικόνα της άπό τή γεύσητού ρούζ γιά τά χείλη, πού παρέμεινε, γιά μένα, ή γεύση τής κραιπάλης, ή Ρέα μετέωρη μπροστά μουτή στιγμή πού παραδίδει άπό τον εαυτό της μιά προστυχιά χωρίς όνομα, δέν έπαψε νά με στοιχειώνει: ή Ρέα με κοιτάζει άκόμη σήμερα με τον ίδιο τρόπο, άλλά σήμερα το όμορφο της πρόσωπο (μπορώεπίσης νά πώ το άπαίσιό της πρόσωπο) έχει άποτραβηχτεΐ άπό τή μαγεία τής σαμπάνιας πούξεχειλίζει. Σε μένα, αύτό το πρόσωπο, τώρα, δέν άναβρύζει παρά άπό το βάθος τών καιρών.

Αναμφίβολα, το ίδιο συμβαίνει καί με όλα τά πρόσωπα, τών οποίων τήν άντανάκλαση γεννά αύτή ήδιήγηση. Άλλά, μεταξύ άλλων, ή άνάμνηση τής Ρέας έχει τούτο το προνόμιο νά μή συνδέεται παράμε μιά πολύ φευγαλέα εμφάνιση καί νά έπεκτείνεται με τήν έμμονή ενός φόντου οπού φαντάζει ήπροστυχιά της. Αύτό το φόντο είναι το μοναστήρι ( καρμέλ1) οπού ή αύτοκτονία τής μητέρας μουέμελλε νά ωθήσει τή Ρέα ένα χρόνο αργότερα. Ευτυχισμένη Ρέα, πού μπροστά της ξανοίχτηκε ένακαταφύγιο οπού αύτή ή διήγηση δέν οδηγεί, άπό το όποιο παρεκκλίνει…

Τέτοια είναι πράγματι ή περηφάνια μου : νά κάνω κάποιον νά περιμένει τή δυστυχία, τή μόνηδυστυχία, γι’ αύτόν πού διαβάζοντας αύτό το δύστηνο βιβλίο είναι άξιος νά επωμιστεί το μόνοάγαθό, άντάξιο αύτού τού ονόματος, το μόνο πού δέν μπορεί νά τον ξεγελάσει…

Ή Ρέα δέν μπόρεσε νά πάει στο άκρο αυτής τής γελοίας θυσίας : έπρεπε τουλάχιστον νά παραιτηθείάπ’ αύτήν τήν άνευ ορίων προσφορά τού κορμιού της, άπό τήν οικειότητα καί τή γελοιότητα τήςχαράς της, γιά το κοινότοπο πέρασμα στήν οριοθετημένη πράξη.]

Ό υπονοούμενος τρόμος στις γραμμές πού προηγούνται μού επιτρέπει νά γλιστρήσω στή σκηνή πούή άπουσία τής μητέρας μου κατέστησε δυνατή. Εάν είχα περιγράψει τις άστειες όψεις της, ως εκτούτου, θά είχα καί τήν πρόθεση νά δείξω τήν τρομερή καταβολή της — πού άποκάλυψε άργότερα ήείσοδος τής Ρέας στο μοναστήρι.

Ή Ρέα δέν μπορούσε, άπό μόνη της, ν’ άφήσει νά φανεί ό τρόμος πού τήν κατοικούσε. Τήνκατοικούσε άλλωστε; Αναμφίβολα με τον τρόπο τού παιδιού, πού διασκεδάζει στο χείλος τήςάβύσσου καί δέν έχει τήν αίσθηση τής άβύσσου παρά έχοντας γλιστρήσει, αν ό θάμνος πούπιάστηκε ή φούστα της εμπόδισε μόνο τήν τρομακτική πτώση. Το παιδί δέν εχει προκαλέσειλιγότερο τήν άβυσσο.

Οταν ξανασηκώθηκε άπό μιά άβολη στάση, ή Ρέα γελούσε.

Μπορούσα όμως νά ξεχάσω τά τρελά μάτια, αύτά τά μάτια πού κοίταζαν άπό τον άλλο κόσμο, άπότο βάθος τής προστυχιάς τους ;

Τώρα ή Ρέα γελούσε. Αυτή τή φορά γελούσε τρυφερά.

Page 41: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Μου ’κάνες το κεφάλι άνω-κάτω, ελεγε.

Τής άπάντησα pi μιά άνάσα :

—Καί το δικό μου το κεφάλι είναι άνω-κάτω.

—Θά φωνάξω τή μητέρα σου, είπε. .

Ή μητέρα μου μπήκε στις μύτες τών ποδιών.

Μπήκε άπό μιά άπίθανη πόρτα.

“Όταν ένιωσα ότι τά χέρια της μου σκέπαζαν τά μάτια, οτι άφέθηκε νά τήν πιάσει αύτό το νευρικόγέλιο, το όποιο, με ολο το άνυπέρβλητο ξέσπασμά του, τής ήτανωστόσο ξένο (οπως ή μάσκα pi τοβέλο πού φορούσε τήν παραμονή τής αύτοκτονίας ), καί οτι φώναξε σιγανά μέσα στο αύτί μου«κούκου ! », φαντάστηκα οτι κανένας δέν είχε ξαναβρεί με πιο διαστροφικό τρόπο τήν εύτυχήάσωτία τής παιδικότητας. Ή μητέρα μου ήταν, μ’ ένα ύπέροχο φόρεμα, ύβριστικά ώραία. Τοάνοιγμα’τού‘έξώπλατου ήταν στά δρια τής απρέπειας. Παίρνοντάς τη στήν άγκαλιά μου, ήσυγκίνησή μου επεξέτεινε έκείνη τής άπρέπειας, αύτής εδώ τής άπεριόριστης άπρέπειας, πού μόλιςπρο ολίγου μού προξένησε ή φίλη της. Θά ήθελα νά πεθάνω με μιά σφοδρή άνατροπή, με τήν οποία,σκέφτομαι σήμερα, τίποτα δέν μοιάζει.

Ή Ρέα, ροδαλή άπό τήν εύτυχία, μοίραζε τά ποτήρια.

Μού είπε χαμηλόφωνα, σφίγγοντάς με στον ώμο της :

—Παρθένε μου ! άγάπη μου ! είμαι ή γυναίκα σου. ’Ας πιούμε με τή μητέρα σου στήν εύτυχία μας !

Ή μητέρα μου σήκωσε το ποτήρι της :

—Στούς ερωτές σας ! είπε. Ξανάπαιρνε ξαφνικά τον αχρείο τόνο πού με πάγωνε.

Ή Ρέα κι εγώ τής απαντήσαμε. Βιαζόμασταν νά πιούμε, να συμπλεχτούμε μέσα στήν τρελή μέθη,πού μόνη αύτή θά παραβγαινε με τον πυρετό τών μυαλών μας.

Μαμα! τής είπα; πάμε νά δειπνήσουμε. “Έχω ήδη πιει, άλλά θέλω νά πιω κι άλλο. Υπάρχει καμιάμητέρα πιο θαυμάσια ; πιο θεϊκή ;

Φορούσε ένα τεράστιο μαύρο καπέλο πού το περιτύλιγε ένας τεράστιος πτεροθύσανος μιαςάγνότητας χιονιού : αύτό το καπέλο στεκόταν πάνω σ’ ένα άψηλάφητο οικοδόμημα ξανθώνμαλλιών : το φόρεμά της είχε το χρώμα τής σάρκας. Παρόλο πού ήταν ψηλή, ή μητέρα μου έμοιαζεμικροκαμωμένη, έλαφριά, με μαζεμένους ώμους καί βλέμματα ούράνια : μέσα σ’ αύτούς τούςμεγαλεπήβολους φραμπαλάδες, ήταν το ελαφρό πουλί πάνω στο κλαρί, μάλλον το ελαφρό σύριγματού πουλιού.

—Ξέρεις, μαμά, αύτό πού χάνεις μέσα σ’ αύτά τά στολίδια ;

—Τή βαρύτητά σου, μαμά, όλη σου τή βαρύτητα ! Σάν νά σήκωνες το βάρος όλης τής σοβαρότηταςτού κόσμου. Δέν είσαι πιά ή μητέρα μου. Είσαι δεκατριών χρονών. Δέν είσαι πιά ή μητέρα μου :είσαι το πουλί μου τών δασών. Το κεφάλι μου γυρίζει, μαμά. Το κεφάλι μου γυρίζει κιόλας πολύγρήγορα. Είναι καλύτερα νά χάνεις το μυαλό σου, δέν είναι έτσι, μαμά; Το εχασ$.

Page 42: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Τώρα, είπε ή μαμά μου, σού άφήνω τή Ρέα. Θά δειπνησω, ΙΙιερ, με άλλες φίλες, που μεπεριμένουν στο ιόιο σπίτι, άλλά δειπνούν σε μιά άλλη αίθουσα, το ίδιο προστατευμένη άπό τήνάδιακρισία όσο καί ή δική σας.

Ψέλλισα:

—’Άλλες φίλες ;

—Ναι, Πιέρ, άλλες φίλες, πού δέν θ’ αφήσουν γιά πολλή ojpa αύτό το καπέλο νά στέκεται πάνωμου, ούτε αύτό το φόρεμα.

—’Ά μαμά, ό,τι καί νά κάνω…

—Μά, Έλέν, είπε ή Ρέα, θά δειπνήσεις μαζί μας, ή Χανσί σε περιμένει πολύ άργότερα.

—Είχες πει, μαμά, ότι έπρεπε να γελάσουμε μαζί σάν τά παιδιά. Δεν φόρεσες μιά στολή γέλιου ;Θέλω νά γελάσω μαζί σου γιά νά σε λατρέψω.

—Αν όμως μείνω, πώς νά σάς διασκεδάσω; Είναι τόσο δύσκολο νά περιμένει κανείς.

—Θά διασκεδάσουμε κάτω άπό το τραπέζι, είπε ή Ρέα. Γιά νά γελάσουμε. Καί όταν φύγεις, θάδιασκεδάσουμε γιά τά καλά.

—Γιατί όχι; είπε ή μητέρα μου. Είναι άλήθεια ότι σήμερα έχω διάθεση νά γελάσω. Μά, Πιέρ, μπορείκαί νά φοβηθείς. Μήν ξεχνάς ότι σήμερα το καπέλο μου δέν κρατιέται στο κεφάλι μου καί ότιμάλλον είμαι το άγρίμι τών δασών. Τόσο το χειρότερο, θά μ’ άγαπήσεις όπως είμαι. Τί νομίζεις ότιήμουνα μέσα στά δάση ; ’Ήμουν άποχαλινωμένη. Δέν είχα φορεσιά γέλιου.

—Φοβάμαι, είναι αλήθεια, άλλά θέλω νά φοβάμαι. Μαμά, κάνε με νά τρέμω.

—Πιες λοιπόν, μου είπε. Καί τώρα, κοίταξέ με!

Το βλέμμα της με άπέφευγε. ’Έσκαγε στά γέλια. Είχε γίνει άσεμνη καί ύπουλη, έμοιαζε νά μήν έχειπλέον γιά μένα παρά μίσος,το κάτω χείλος μπασμένο.

—’Ας γελάσουμε, φώναξε ή Ρέα. Τώρα, ας τον κάνουμε να γελάσει. Πιέρ, είναι καιρός νά γίνειςήλίθιος. ’Ας πιούμε βέβαια. Ή Έλέν θά γελάσει επίσης. Σε λίγο, Έλέν… ό Πιέρ είναι τόσο σοβαρός.

—Είναι, είπε ή μητέρα μου, το πιο άπονήρευτο παιδί. ”’Ας το κάνουμε νά γελάσει.

—Είναι τόσο τρυφερό νά είσαι άπονήρευτος, τούς είπα, μεταξύ τρελών. Μή φοβόσαστε ! Κάντε μενά γελάσω ! Κι άλλο ποτό !

II Ρέα με κάλυψε πάλι με ρούζ καί με γαργάλισε τοσο παγιδευτικά πού ανασκίρτησα σάν χαμένος.

—’Ας κατεβούμε, είπε ή μητέρα μου, το αμάξι είναι εδώ.

Μέσα στο κουπέ, άρχισε ή μεγάλη άσωτία. Ξέσπασαν τά νευρικά γέλια. Ή Ρέα παραφερόταν. “Ότανβγήκε, δέν φορούσε πλέον φούστα. Με τή μακριά κιλότα ορθάνοιχτη, έσπευσε στή σκάλα. Ήμητέρα μου τήν άκολούθησε τρέχοντας, με τή φούστα τής Ρέας στο χέρι. Τις άκολούθησα το Γδιογρήγορα, κρατώντας στο χέρι το παράδοξο καπέλο τής μητέρας μου.

Page 43: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Τρέχαμε, γελούσαμε.

“Ένα γκαρσόνι παραμέρισε, χαιρέτησε, άνοιξε τήν πόρτα τήν οποία μόλις μπήκαμε ή μητέρα μουέκλεισε χτυπώντας την.

Ή μητέρα μου ξέπνοη έριξε κάτω τή Ρέα, ρίχτηκε πάνω της.

Ξαφνικά,, σταμάτησε, καί ξανασηκώθηκε.

—Πιέρ, είπε, ήπια πάρα πολύ, είμαι τρελή. ’Έπρεπε νά σταματήσω, μά πόσο αστεία είναι ή Ρέα, τίομορφη πού είναι με τήν κιλότα ! Πιέρ ! Είμαι σίγουρη γι’ αύτό : θά είναι το πρώτο δείπνο σου μ’ένα νεαρό κορίτσι με κιλότα. Πόσο είναι γιά μένα θλιβερό νά έχω κάνει χαλάστρα στή γιορτή. Δένήταν δυνατόν νά. συνεχίζαμε να παριστάνουμε τις τρέλες… ’Επί τού παρόντος, είμαι ξεμέθυστη. Επίτού παρόντος, θά σάς αφήσω. ’

— Οχι, μαμά, θα δειπνήσεις μαζί μας.

Βαριά, αναψοκοκκινισμένος, κοίταξα τή μητέρα μου καί τής έπιασα τά χέρια. ’Ήμουν στοκορύφωμα του παραληρήματος. Διακριτικά, κάτω απ’ το τραπέζι, ή Ρέα με χάιδευε. Ή μητέρα μουpi κοίταζε επίσης, τά βλέμματα σάν νά γρατσούνιζαν.

Πολύ σιγανά, μουρμούριζα:

—θα ήθελα να μήν κουνηθώ ποτέ.

Η μητέρα μου με κοίταξε επί μακρόν. Ή Ρέα σφιγγόταν

ανάμεσά μας στο σοφά, ή κιλότα της λυμιενη και το αριστερό χέρι χαμιένο μέσα στο ροζ φόρεμα.

—Μα τα ποτήρια στο τραπέζι είναι άδεια. Είναι κρίμα, είπε ή μητέρα μου.

—”Αρπάζω το μπουκάλι, είπε ή Ρέα.

Σηκώθηκε, άλλά ήταν ξεκούμπωτη, ή κιλότα γλίστρησε. Ή μητέρα μου χαμογέλασε, το χείλος μέσαστο στόμα.

Τής πήρα το μπουκάλι άπ’ τά χέρια. Με τον πισινό γυμνό, κάθισε καί τά χέρια της ξανάρχισαν τήδιακριτική άπασχόλησή τους.

—Έλέν, είπε ή Ρέα, χαμηλόφωνα, δέν έχω άκόμη τήν περιβολή του ιδιαίτερου σαλονιού, θά έπρεπεέσύ νά μού βγάλεις το κορσάζ μου. Το βλέπεις, είμαι άπασχολημένη.

Ή Ρέα δέν είχε φυλάξει παρά έναν ψευτοκορσέ άπό μαύρες δαντέλες πού γύμνωνε τά στήθη άλλάκρατούσε τις κάλτσες.

—’Αν ήμασταν μόνοι, θά το είχα σκάσει, θά είχα φοβηθεί τή Ρέα, σκεφτόμουνα.

—Δέν έχω πιά το κουράγιο νά σάς εγκαταλείψω, στέναξε ή μητέρα μου.

—’Ας φάμε, τώρα, είπε ή Ρέα έλευθερώνοντας τά χέρια της. ’Αλλά πρώτα ας πιούμε.

Page 44: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Ή μητέρα μου κι εγώ γείραμε μαζί πάνω στή Ρέα, ή οποία έπινε άνάμεσά μας. Ή εύχαρίστησή μαςείχε γίνει τόσο μεγάλη, ώστε αύτή τή στιγμή μόνον ή σιωπή μας καί το άναψοκοκκίνισμα τούπροσώπου τήν πρόδιδαν. Γιά μερικά λεπτά, ή μητέρα μου κι έγώ χρησιμοποιήσαμε τή Ρέα το ίδιούπουλα οσο καί ή Ρέα το έκανε γιά μάς πριν ένα λεπτό. Φάγαμε: έκ νέου τά ερεθισμένα βλέμματατής μητέρας μου καί τά δικά μου άλληλοκατακτήθηκαν. Στο τέλος το παιχνίδι μας έμελλε νάδιακοπεί. Ή Ρέα άναστέναξε :

—Σαμπάνια, Πιέρ, δώσε μου σαμπάνια, δέν πεινάω άλλο. Μ’ έχετε έκνευρίσει. Βρλω νά πιω καί δένθά ^σταματήσω πιά, μέχρι να κυλήσω κάτω απ’ το τραπέζι. Ρίξε, Πιέρο, θέλω ένα γεμάτο ποτήρι, τοδικό μου, το δικό σου, ας πίνουμε συνέχεια, δέν πίνω πιά στήν υγεία σου, άλλά στο καπρίτσιο μου :ξέρεις αύτό πού περιμένω άπό σένα. Θά μάθεις ότι άγαπώ τήν ήδονή : τήν άγαπώ σφοδρά. Κατάλαβέμε καλά : τήν άγαπώ σφοδρά καί τήν άγαπώ ως το σημείο πού με τρομάζει. Ή μητέρα σου…

—”Έφυγε, τής είπα.

Είχα έναν κόμπο στο λαιμό μου.

—Δέν τήν άκούσαμε. Μάς ενοχλούσε; Θά επιθυμούσα νά ξέρω οτι είναι έδώ: άλλά δέν ήθελε. Είναιπερίεργο πόσο φοβόμαστε. Εάν δέν φοβόμασταν, αύτό θά μάς τήν έσπαγε !

«’Ώ ! » είπε. Δέν γελούσε.

Ή λέξη, καθώς καί κείνη, μέ είχε κάνει ν’ άναπηδήσω. Ρίχτηκα πάνω της καί τή φίλησα κάπωςσκυλίσια.

—Το είχα ξεχάσει, τής είπα. Είσαι γυμνή.

—Είμαι τσίτσιδη είπε. Είμαι ή πρώτη κοπέλα πού έχεις, άλλά καί ή πιο γουρούνα.

Ή γλώσσα μου διπλασίαζε το σκυλίσιο φέρσιμο. Κοίταξα τή Ρέα όπως είχα κοιτάξει τή μητέρα μου.

—Ρέα, τής είπα, δεν ξέρω αν είμαι, γουρούνι άλλά, είμαι σίγουρος γι’ αύτό, είμαι φρικαλέος.

Είχα κάνει έρωτα μέ τή Ρέα άλλά, ώς έπί το πλείστον, είχα βγάλει τή λύσσα μου πάνω της. Ή μητέραμου μέ είχε εγκαταλείψει, θά έπιθυμούσα νά έκλαιγα Λι αύτά τ’ άνασκιρτήματα μέσα στιςπεριπτύξεις μας ήσαν οι βαριοί λυγμοί από τούς οποίους πνιγόμουνα.

5

ΑΥΤΗ Η ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΛΑΜΨΗ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΛΑΜΨΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥΘΑΝΑΤΟΥ. ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΖΑΛΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ. ΠΟΤΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΔΕΝΖΑΛΙΖΕΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΠΑΡΑ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ.

ΠΟΤΕ, ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ δεν φαντάστηκα μέσα στο βίαιο πάθος πού μού ενέπνεε ή μητέρα μουοτι θα μπορούσε ακόμη καί τον καιρό τής παραφροσύνης να γίνει ή μαιτρέσα μου. Τί νόημα θαμπορούσε να έχει αύτός ό έρωτας αν είχα χάσει καί ένα γιώτα άπό τον άμετρο σεβασμό πούαισθανόμουνα — καί άπό τον όποιο, στ’ άλήθεια, ήμουν άπελπισμένος. Μού συνέβη νά επιθυμήσωνά με δείρει. ’Έφριττα άπ’ αύτή τήν επιθυμία, άκόμη κι αν γινόταν, μερικές φορές, αιχμηρή : έβλεπασ’ αύτήν τήν προδοσία μου τήν ποταπότητά μου ! Ανάμεσα στή μητέρα μου καί σέ μένα ποτέ δέν

Page 45: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

ύπήρξε κάτι το έφικτό. ’Αν εκείνη το είχε έπιθυμήσει, θά είχα άγαπήσει τον πόνο πού θά μού είχεδώσει, άλλά δέν θά είχα μπορέσει νά ταπεινωθώ μπροστά της : ό έξευτελισμός στά μάτια της θάμπορούσε νά σημαίνει σεβασμό; Γιά νά ήδονιστώ μ’ αύτό τον άξιολάτρευτο πόνο, θά έπρεπε σέάντάλλαγμα νά τή χτυπήσω.

Θυμάμαι οτι μία μέρα ή Χανσί έμελλε νά μού ξαναδιηγηθει μιά συζήτηση πού τής είχε κάνει ήμητέρα μου (ή Χανσί, το μόνο άπό τά κορίτσια μέ το όποιο κατάφερα νά ζήσω πολύ καιρό — μέσασέ μιά χορταστική εύτυχία). Ή Χανσί. Ή μητέρα μου είχε θελήσει, άλλά μάλλον ματαίως, νά τήνάποπλανήσει. Παντρεύτηκε, οταν χωρίσαμε, έναν άξιόλογο άνθρωπο, τον όποιο γνώρισα, πού τήςέδωσε μιά ευτυχισμένη, ισορροπημένη ζωή. Μαζί του άπέκτησε ένα παιδί πού ποτέ μου δέν είδαδίχως χαρά. Μετά τή ρήξη μας δέν έπαψε, άλλά σπάνια, νά πλαγιάζει μαζί μου : δέν μέ άγαπούσε πιάμέ τον ίδιο τρόπο, θά έπιθυμούσε νά μέ θεραπεύσει, καί μιε γαλήνευε πράγματι, επαναφέροντάς μεπάντοτε στή σιωπηλή νύχτα ενός αισθησιασμού δίχως άσωτία καί όμως άμετρου. Ή μητέρα μου τήςελεγε ότι το κακό δέν ήταν νά κάνει αύτό πού τής ζητούσε, άλλά το νά θέλει μάλλον νά επιζήσειμετά,άπ’ αύτό: θά επιθυμούσε νά τή συμπαρασύρει σ’ ένα όργιο τόσο άσυγχώρητο πού μόνον όθάνατος θά τού έδινε ένα τέλος. Παρόλο πού γνώριζε τον άλλόκοτο χαρακτήρα τής μητέρας μου, ήΧανσί δέν έβλεπε σ’ αύτόν παρά τήν ψυχρή ειρωνεία. ’Όχι πώς άμφέβαλλε γιά τον κίνδυνο μιάςσφοδρής εύχαρίστησης, ίσα ίσα το άντίθετο, σκεφτόταν όμως ότι γιά τή μητέρα μου —καθώς έπίσηςκαί γι’ αύτήν τήν ίδια— δέν υπήρχε ένοχη εύχαρίστηση. Ή μητέρα μου, σκεφτόταν, περιοριζότανστο ν’ άναγνωρίζει το άδύνατο τού νά φτάσεις στο άκρο τής έπιθυμίας, ή οποία, αν δέν είναιεφοδιασμένη άπό το λόγο, οδηγεί στο θάνατο. Είναι άλήθειά οτι ή ώμότητα τής Χανσί, πούμπορούσε νά είναι καί παραληρηματική, παρείχε στή σκέψη της μιά εδραίωση άξιοσημείωτη.Εντούτοις ή μητέρα μου ήταν δυνατόν νά μιλά καί χωρίς ειρωνεία. Ή Χανσί είναι πολύ έπιτήδεια,καί εξαιρετικά εύφυής. Δένκατάφερε παρ’ όλα αύτά παρά νά προαισθανθεί μέ άρκετή άσάφεια αύτόπού άπέκρυπτε ή φαινομενική νηφαλιότητα ή, γιά νά έπαναλάβω τις ίδιες τις λέξεις πούχρησιμοποίησε, «ή άχρεία μεγαλειότης » τής μητέρας μου. Συγκεχυμένα μέν, άλλά, τουλάχιστον, τοπροαισθάνθηκε σωστά: ή μητέρα μου τήν τρόμαζε, ή μητέρα μου γιά τήν οποία ή Χανσί μέτρησεπολύ. Περισσότερο άπό κάθε άλλη, έκτος άπό τή Σαρλότ, πού ήταν ή ξαδέλφη μου, μά πού,ώστόσο, δέν έμελλε νά τή γνωρίσω παρά πολύ άργότερα. Αλλά ή Σαρλότ, οπως καί ή μητέρα μου,άνήκε στον κόσμο οπού ή ήδονή καί ό θάνατος έχουν τήν ίδια άξια —καί τήν ίδια άναξιότητα—, τήνίδια βιαιότητα, όμως, καί τήν ίδια γλυκύτητα.

Αυτό πούστους έρωτες μου με τή μητέρα μου είναι το πιο σκοτεινό, είναι το διφορούμενο πούεισήγαγαν σ’ αύτούς ένας μικρός αριθμός παρακινδυνευμένων επεισοδίων, πού ταιριάζουν μιε τήνελευθεριότητα, ή οποία ήταν ολόκληρη ή ζωή τής μητέρας μου, και πού άδραξε σιγά σιγά ολόκληρητή ζωή τή δική μου. Είναι άλήθεια ότι γιά δύο τουλάχιστον φορές αφήσαμε το παραλήρημα νά μάςσυνδέσει πιο βαθιά, καί μ’ έναν πιο ανυπεράσπιστο τρόπο απ’ οσο θά μπορούσε νά το είχε κάνει ήσαρκική ένωση. Είχαμε συνείδηση αύτού τού πράγματος ή μητέρα μου κι εγώ, καί μάλιστα μέσαστήν απάνθρωπη προσπάθεια πού άπό κοινού έπρεπε νά καταβάλουμε γιά ν’ άποφύγουμε τοχειρότερο, αναγνωρίσαμε γελώντας τήν παρέκκλιση πού μάς επέτρεψε νά πάμε πιο μακριά, καί νάφτάσουμε το άπροσπέλαστο. Άλλά δέν θά ειχαμιε άντέξει νά κάνουμε αύτό πού κάνουν οι εραστές.Ποτέ ό κορεσμός δέν μάς αποτράβηξε τον έναν απ’ τον άλλο καθώς το κάνει ή μακαριότητα τούύπνου. “Όπως ο Τριστάνος καί ή Ίζόλδη είχαν μεταξύ τους το ξίφος μέ το όποιο έθεσαν τέλος στήνήδονή τών ερώτων τους, το γυμνό σώμα καί τά εύκίνητα χέρια τής Ρέας παρέμειναν μέχρι τέλους τοσημάδι ενός έντρομου σεβασμού πού, χωρίζοντάς μας μέσα στή μιέθη, συγκράτησε πάνω στο πάθοςπού μάς έκαιγε το σημείο τού αδύνατου. Θά μπορούσα νά περιμένω περισσότερο καιρό γιά νά βρώ

Page 46: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

τή λύση του; Τήν ήμιέρα κιόλας πού ή μητέρα μου κατάλαβε οτι έπρεπε στο τέλος νά υποχωρήσει,νά ρίξει στον ιδρώτα τών σεντονιών αύτό πού μιέ είχε ξεσηκώσει προς έκείνη, αύτό πού τήν είχεξεσηκώσει προς έμιένα, έπαψε νά διστάζει: σκοτώθηκε. Θά μπορούσα’ άκόμη νά πώ γι’ αύτόν τονέρ(υτα οτι ήταν αιμομικτικός ; “Ο τρελός αισθησιασμόςοπού γλιστρούσαμε μήπως δένήταναπρόσωπος καί ομοιος μ’ έκεινον τής μητέρας μου, τον τόσο βίαιο, τή στιγμή πού ζούσε γυμνήμέσα στά δάση,οπού ό πατέρας μου τή βίασε; Τήν έπιθυμία πού συχνά μού προξενούσε συμφόρησημπροστά στή μητέρα μου, αδιάφορα μπορούσα νά τήν ικανοποιήσω στήν αγκαλιά μιας άλλης. Ήμητέρα μου κι εγώ εύκολα μπαίναμε στήν κατάσταση τής γυναίκας ή του άντρα που επιθυμούν καίνιώθαμε λύσσα σ’ αύτή τήν κατάσταση, άλλά δέν επιθυμούσα τή μητέρα μου, εκείνη δέν μέεπιθυμούσε. Ήταν όπως ξέρω ότι ήταν μέσα στά δάση, τής κρατούσα τά χέρια καί ήξερα ότι ήτανμπροστά μου σάν μιά μαινάδα, ότι ήταν, στήν κυριολεξία, τρελή, καί ότι μοιραζόμουνα τοπαραλήρημά της. Εάν είχαμε μεταφράσει αύτή τή δόνηση τής παραφροσύνης μας μέσα στήναθλιότητα μιας συνουσίας, τά μάτια μας θά είχαν σταματήσει το άσπλαχνο παιχνίδι τους : θά είχασταματήσει νά βλέπω τή μητέρα μου νά παραληρεί κοιτώντας με, ή μητέρα μου θά είχε σταματήσεινά με βλέπει νά παραληρώ κοιτώντας τη. Γιά τά ψιχία μιας πιθανής λαιμαργίας, θά είχαμε χάσει τήναγνότητά μας τόύ άδύνατου.

’Ήμουν μήπως ερωτευμένος με τή μητέρα μου;Λάτρεψα τή μητέρα μου, δέν τήν άγάπησα. ’Από τήμεριά της, ήμουν γι’ αύτήν το παιδί τών δασών, ό καρπός μιας άνήκουστης ήδονής : αύτό τον καρπότον είχε θρέψει μέσα στήν παιδική της άφοσίωση, αντάλλαγμα τής τρελής τρυφερότητας, τήςάγχωτικής καί εύθυμης, πού, σπάνια, μού έδειχνε, μά πού με θάμπωνε. Είχα γεννηθεί άπό το θάμβοςτών παιδικών της παιχνιδιών, καί νομίζω ότι ποτέ δέν άγάπησε έναν αντρα. Καί μένα, ποτέ δέν μ’άγάπησε με τήν έννοια πού με αγαπησε ή Χανσί, άλλά δέν είχε στή ζωή της παρά μιά βίαιη έπιθυμία,τήν επιθυμία νά με θαμπώσει και νά μέ απολέσει μέσα στο σκάνδαλο οπού ήθελε ν’ απολεστεί:μόλις μού είχε ανοίξει τά μάτια, έγινε κιόλας κοροϊδευτική, έκμανης, η τρυφερότητά της άλλαξε σεάπληστη θέληση νά με διαφθείρει, νά μήν αγαπάει πλέον σε μένα^παρά τή διαφθορά οπούβυθιζόμουνα. Άλλά σκεφτότανε σίγουρα ότι ή διαφθορά, οντάς το καλύτερο τού έαυτού της,ταυτόχρονα δε καί ή οδός τού θάμβους προς το οποίο μιε κατηύθυνε, ήταν ή εκπλήρωση τού τρόπουμε τον όποιο είχε θελήσει να με φέρει στον κόσμο. Αύτό πού άγάπησε ήταν πάντοτε ό καρπός τώνσπλάχνων της. Τίποτε δέν τής ήταν πιο ξένο άπό το νά βλέπει σέ μένα έναν άντρα, τον όποιο θάμπορούσε νά αγαπήσει. “Ένας άντρας ποτέ δέν άπασχόλησε τή σκέψη της, ποτέ δέν είσέδυσε παράγιά νά τήν ικανοποιήσει στήν έρημο όπου φλεγόταν, όπου θά ήθελε μαζί μ’ αύτήν νά καταστραφείαισχρά ή σιωπηλή καλλονή τών όντων, άνώνυμη καί αδιάφορη. Θά μπορούσε νά ύπάρχει σ’ αύτό τολιβιδινικό βασίλειο θέση γιά τήν τρυφερότητα; Οι τρυφεροί είναι έκδιωγμένοι άπ’ αύτό το βασίλειο,στο οποίο προσκαλούσέ ό λόγος τού εύαγγελίου :violenti rapiunt illud .2 Ή μητέρα μου μέ προόριζε· γι’ αύτή τή βία, έπί τής οποίας βασίλευε. “Υπήρχε σ’ εκείνην καί προς εμένα μιά αγάπη παρόμοιαμέ αύτήν πού, κατά τά λεγόμενα τών μυστικών, ό θεός εναποθέτει στο δημιούργημα, μιά άγάπη πούκαλεί τή βία, πού ποτέ δέν δίνει τόπο στήν άνάπαυση.

Αύτό το πάθος είναι στούς αντίποδες’ τού έρωτα πού είχα γιά τή Χανσί, πού ή Χανσί είχε γιά μένα.Γιά πολύ καιρό άπέκτησα τήν εμπειρία του, προτού ή μητέρα μου μιας κυνηγήσει άπό το βασίλειόμας τής τρυφερότητας. Τή Χανσί έτρεμια μήν τή χάσω, τήν έψαχνα όπως ό διψασμένος τή ζωντανήπηγή. Ή Χανσί ήταν ή μόνη : στήν απουσία της καμία άλλη δέν θά ήταν δυνατόν νά μέπαρηγορήσει. “Όταν ή μητέρα μου επέστρεψε άπό τήν Αίγυπτο, δεν ένθουσιάστηκα γι’ αύτή τήνεπάνοδο : σκέφτηκα, δέν είχα άδικο, ότι ή μητέρα μου πάραυτα θά κατέστρεφε τήν εύτυχία μου.Μπορώ νά πώ στον έαυτό μου ότι σκότωσα τόν πατέρα μου : εκείνη ίσως νά πέθανε επειδή

Page 47: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

ύποχώρησε στήν τρυφερότητα τού φιλιού στο στόμα πού τής έδινα. Αύτό το φιλί, έξαρχής, μέεξέγειρε, καί δέν παύω απ’ αύτό νά τρίζω τά δόντια. Το ότι ή μητέρα μου θανάτωσε τόν έαυτό τηςτήν ίδια μέρα μού φάνηκε τόσο καθαρά σάν ή κατάληξη αύτού τού φιλιού, ώστε δέν έκλαψα (άλλάό πόνος δίχως δάκρυα είναι ίσως ό πιο σκληρός ). Μόλις πού τολμώ νά πώ αύτό πού σκέφτομαι : όέρωτας πού μάς συνέδεσε, τή μητέρα μου καί μένα, ήταν τού άλλου κόσμου, θά ήθελα νά είμαιβασανισμένος ( τουλάχιστον λέω στον έαυτό μου ότι θά το ήθελα ! ) : ή δύναμη, προφανώς, θά μούέλειπε, θά ήθελα ώστόσο νά γελάσω στο βασανιστήριό μου. Δέν έπιθυμώ νά ξαναδώ τή μητέρα μουκαί ούτε μάλιστα νά κάνω παραπειστικά νά έμφανιστει ή άκατάληπτη εικόνα της, έκείνη πού,ξαφνικά, έξαναγκάζει σέ στεναγμό. ’Έχει πάντοτε στο μυαλό μου τή θέση πού σημαδεύει το βιβλίομου. Μού φαίνεται πολύ συχνά ότι λατρεύω τή μητέρα μου. θά είχα πάψει νά τή λατρεύω; Ναι: αύτόπού λατρεύω είναι ό θεός. Μολονότι δέν πιστεύω στον θεό. Είμαι λοιπόν τρελός ; Το μόνο πού ξέρω: έάν γελούσα μέσα στά βασανιστήρια, οσο κι αν είναι ή ιδέα απατηλή, θά απαντούσα στο έρώτημαπού έθετα κοιτώντας τή μητέρα μου, πού έθετε ή μητέρα μου κοιτώντας έμένα. Μέ τι να γελάσεις,έδώ κάτω, αν όχι μέ τόν θεό; Οι ιδέες μου, ασφαλώς, είναι του άλλου κόσμου (ή τού τέλους τούκόσμου : σκέφτομαι κάποτε ότι μόνον ό θάνατος είναι ή διέξοδος τής βρόμικης κραιπάλης, ειδικάτής πιο βρόμικης, πού είναι το σύνολο όλων τ’ών ζωών : είναι σίγουρα αλήθεια ότι σταγόνασταγόνα, το τεράστιο σύμπαν μας δέν παύει να εισακούει τήν εύχή μου).

‘Όταν ή καμαριέρα μέ φώναξε γιά το δείπνο πού είχε σερβιριστεί, μού άνήγγειλε ότι, το ίδιο πρωί, ήΚυρία είχε εγκαταλείψει το Παρίσι. Μού παρέδωσε το γράμμα πού ή μητέρα μου μού είχε άφήσει.

Είχα ξυπνήσει άρρωστος.

Στήν άταξία τών νεύρων μου, ή ναυτία κατέκλυσε ολο μου το μυαλό. ’Ένιωσα διαμέσου τής οδύνηςμου τή σκληρότητα τού γράμματος τής μητέρας μου.

«Το παρατραβήξαμε κάπως, ελεγε, μά τόσο πολύ ώστε έπί τού παρόντος δέν μπορώ πλέον νά σουμιλήσω σάν μιά μητέρα. ’Οφείλω ώστόσο νά σού μιλήσω σάν τίποτα νά μή μπορούσε νά μάςάπομακρύνει τόν έναν άπό τόν άλλο, σάν νά μήν έπρεπε νά σέ στενοχωρήσω. Είσαι πολύ νέος, πολύσιμά στο χρόνο πού πρρσευχόσουν… Δέν μπορώ τίποτα. ’Αγανακτώ ή ίδια μ’ αύτό πού έκανα.’Αλλά είμαι συνηθισμένη, καί μπορώ άραγε νά έκπλαγώ μέ το γεγονός ότι μ’ έχει ξεπεράσει ή τρέλαμου; Χρειάζομαι κουράγιο, πράγμα πού πρέπει νά το νιώθεις, γιά ν’ άπευθυνθώ σέ σένα όπως τοκάνω, σάν νά είχαμε, σάν νά οφείλαμε νά έχουμε τή δύναμη ν’ άντέξουμε. Θά μαντεύεις ίσως άπότις φράσεις μου, οσο θλιβερές και νά ’ναι, οτι προσπαθώ νά πετύχω σέ σένα αύτό πού εκείνες θάπετύχαιναν έάν σ’ έναν κόσμο άσύλληπτο μάς έδενε μιά άγνή φιλία πού νά μήν άφορούσε παρά τιςυπερβολές μας. Αύτό μού φαίνεται πολυλογία. Είμαι ξεσηκωμένη, άλλά η ανημποριά καί ή έξέγερσηδέν άλλάζουν αύτό πού είμαι.

»Γιά πολύ καιρό, γιά μήνες, ίσως καί χρόνια, άπαρνήθηκα νά σέ βλέπω. Μ’ αύτό το τίμημα, μούφαίνεται οτι σ’ αυτό το γράμμα, καί ήδη άποχωρισμένη άπό σένα λόγω τού ανειλημμένου τεράστιουταξιδιού, μπορώ νά σού πώ αύτό το όποιο, αν σου μιλούσα διά ζώσης δέν θά ήταν άνεκτό.Όλόκληρη, είμαι αυτή πού είδες. ‘Όταν μία φορά σού μίλησα, καλύτερα νά πέθαινα παρά νά μήνήμουνα στά μάτια σου, μπροστά σου, αύτό πού μ’ άρέσει νά είμαι. ’Αγαπώ τις άπολαύσεις πούείδες. Τις άγαπώ σέ τέτοιο σημείο ώστε θά έπαυες νά μετράς γιά μιένα εάν δέν ήξερα ότι τις άγαπάςτο ίδιο άπεγνωσμένα μέ μένα. Άλλά είναι πολύ λίγο νά πώ ότι άγαπώ. Θά έσκαγα αν γιά ένα λεπτόσταματούσα νά ζώ δίχως νά διευκρινίσω τήν άλήθεια πού μέ κατοικεί. Ή εύχαρίστηση είναι όλη μουή ζωή. Δέν διάλεξα ποτέ καί ξέρω ότι δέν είμαι τίποτα δίχως τήν εύχαρίστηση μέσα μου, ότι όλα

Page 48: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

αύτά τών οποίων ή ζωή μου είναι ή άναμονή δέν θά ύπήρχαν. θά ήταν το σύμπαν δίχως το φώς, όμίσχος χωρίς το άνθος, το ον χωρίς τή ζωή. Αύτό πού λέω είναι έπιτηδευμένο, ιδίως όμως είναιάνοστο κοντά στήν ταραχή πού μέ κατέχει, πού μέ τυφλώνει, σέ σημείο μάλιστα πού, χαμένη μιέσατης, δέν βλέπω πλέον, δέν ξέρω πλέον τίποτα. Γράφοντάς σου, καταλαβαίνω τή\ άδυναμία τώνλέξεων, άλλά ξέρω ότι παρ’ όλη τήν άδυναμία τους, μακροπρόθεσμα θά σέ άγγίσουν. “Όταν σέάγγίσουν θά μαντέψεις αύτό πού δέν παύει νά με κάνει άνω-κάτω : νά μού άντιστρέφει τόν βολβότών ματιών. Αύτό πού οι ανόητοι λένε γιά τόν θεό δέν είναι τίποτα έμπρός στήν κραυγή πού μιάτόσο τρελή αλήθεια μέ κάνει νά κραυγάζω.

» Τώρα, ο,τι μέσα στον κόσμο είναι ενωμένο μάς χωρίζει. Στο εξής δέν θά μπορούσαμε πλέον νάσυναντηθούμε δίχως άσωτία καί, μιέσα στήν άσωτία, δέν πρέπει πιά νά συναντηθούμε. Αύτό πού σέσυνδέει μέ μένα, αύτό πού μέ συνδέει μέ σένα άπό δώ και μπρος συνδέεται ίσαμε το άφόρητο καίείμαστε χωρισμένοι άπό το βάθος αύτού πού μάς ενώνει. Τι θά μπορούσα; Νά σέ σοκάρω, νά σέκαταστρέψω. Και όμως, δέν υποτάσσομαι στο νά σωπάσω, θά σού σπαράξου τήν καρδιά, άλλά θάμιλήσου Διότι σέ έβγαλα απ’ τήν καρδιά μου καί αν μιά μέρα με είδε το φως, είναι γιατί σού είπα τοπαραλήρημα μιέσα στο οποίο σε συνέλαβα. Μά τήν καρδιά μου, καί σένα τόν ίδιο, σε τί θάμπορούσα νά τά διακρίνω άπό τήν εύχαρίστησή μου, άπό τήν εύχαρίστησή μου, άπό τήνεύχαρίστησή σου, άπό αύτό πού, όπως το κατάφερε, μάς έδωσε ή Ρέα; Μιλώ γιά τούτο: ξέρω ότιείναι αύτό, εφόσον συνέβη, πού θά έμελλε νά με καταδικάσει στή σιωπή. Άλλά εάν μιλώ γιά τήνκαρδιά μου, γι’ αύτή τήν καρδιά παιδιού άπ’ οπού σ’ έβγαλα, άπ’ οπού βγάζω παντοτινά αύτόν τοδεσμό τού αίματος πού συντελεί στο νά με κάνει ό πόνος μου ν’ άναστενάζω δίπλα σου, στο νά σεκάνει ο πόνος σου ν’ άναστενάζεις δίπλα μου, δέν πρόκειται μονάχα γιά τόν πόνο καί τόνάναστεναγμό, άλλά γιά το εύθυμο παραλήρημα πού μάς κατέλαβε όταν κοιταζόμασταν πιασμένοιχέρι χέρι. Διότι το μαρτύριό μας ήταν σίγουρα ή εύχαρίστηση πού ξεχείλιζε — αύτό πού ή Ρέα έβαζεπολύ χαμηλά, πού έβαζε οσο χαμηλά έπρεπε. Ή Ρέα δέν μιέ χάιδεψε πραγματικά: πάνω της,κυλιόμουνα καί παραληρούσα μπροστά σου όπως —κατά τήν άπουσία σου— κυλίστηκα καίπαραληρούσα όταν σε συνέλαβα. Δέν μπορώ πλέον νά σωπαίνω καί άθελά μου, αύτό πού στενάζει,αύτό πού παραληρεί άκόμη μιέσα μου με κάνει νά μιλώ. Δέν θά μπορούσα νά σε ξαναδώ. Αύτό πούκάναμε, δέν μπορούμε νά το ξανακάνουμε καί όμως, μπροστά σε σένα, δέν θά σκεφτόμουνα παράνά το ξανακάνω. Και γράφοντάς σου, ξέρω οτι δέν μπορώ νά σού μιλήσω, μά τίποτα δέν θάμπορούσε νά καταφέρει νά μή μιλήσω. Εγκαταλείπω το Παρίσι, φεύγω οσο το δυνατόν πιο μακριά,άλλά παντού θά ριχτώ στο ίδιο· ντελίριο, μακριά σου καθώς καί κοντά σου, επειδή ή εύχαρίστησησε μιένα δεν περιμιένει κανέναν, άναδύεται μόνον άπό μένα, άπό τήν άνισορροπία μου πού δενσταματά νά μού τσακίζει τά νεύρα. Μπορείς νά το δεις, δεν πρόκειται γιά σένα, εσένα σε στερούμαικαί θέλω νά σε άπομακρύνω άπό μένα, άλλά αν πρό κείται γιά σένα θέλω νά είμαι μέσα σ’ αύτό τοντελίριο, θέλω νά το βλέπεις, θέλω να σε καταστρέψει. Γράφοντάς σου μπήκα σ’ αύτό τοπαραλήρημα: ολο μου το είναι αύτό καθαυτό βρίσκεται σε σύσπαση, 6 πόνος μου κραυγάζει μέσαμου, με ξεριζώνει έκτος έαυτού με τον ίδιο τρόπο πού κατάφερα, γεννώντας σε, να σε ξεριζώσω άπόμένα. Μέσα σε αύτό το στρίψιμο, μέσα στήν αναίδειά του, δεν είμαι πιά παρά μιά κραυγή πού αντίάπό άγάπη είναι άπό μίσος. Είμαι στρεβλωμένη άπό άγωνία καί το ίδιο άπό ήδονή. Άλλά δέν είναιάπό άγάπη, δέν έχω παρά λύσσα. Ή λύσσα μου σ’ έφερε στον κόσμο, αύτή ή λύσσα πού τήςεπιβλήθηκε ή σιωπή, μά καί τής οποίας χθες κοιτώντας σε κατάλαβα οτι άκουγες τήν κραυγή. Δέν σ’άγαπώ, μένω μόνη, άλλά αύτή τή χαμένη κραυγή τήν άκούς, δέν θά πάψεις νά τήν άκούς, δέν θάπάψει νά σού σπάει τ’ αύτιά, κι εγώ, μέχρι το θάνατο, θά ζώ στήν ίδια κατάσταση. Θά ζώ μέσα στήνπροσμονή αύτού τού άλλου κόσμου οπού βρίσκομαι μέσα στον παροξυσμό τής εύχαρίστησης.

Page 49: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Ανήκω ολοκληρωτικά σ’ αύτό τον άλλο κόσμο καί άνήκεις ολοκληρωτικά σ’ αύτόν. Δέν θέλω νάξέρω τίποτα γιά τούτο τον κόσμο τον ρημαγμένο άπό αύτούς πού ή ύπομονή τους περιμένει νά τούςφωτίσει ό θάνατος. Ζώ εγώ μέσα στήν πνοή τού θανάτου, θά έπαυα νά υπάρχω γιά σένα αν έστω καίγιά ένα λεπτό ξεχνούσες οτι είναι γιά μένα ή πνοή τής εύχαρίστησης. Εννοώ τής διφορούμενηςεύχαρίστησης. Σού ’χω μιλήσει γιά τά δάση καί γιά τις ύβρεις κατά τών ήθών πού εκεί έψαχνα.Τίποτα δέν ήταν πιο αγνό, τίποτα δέν ήταν πιο θεϊκό, πιο βίαιο άπό τήν ήδονή μου τών δασών. Άλλάυπάρχει μιά εισαγωγή : δίχως αύτή τήν εισαγωγή, δέν θά είχε ύπάρξει έκεΐ ήδονή καί δέν θά είχαμπορέσει ν’ άνατρέψω στά δάση αύτόν εδώ τον κόσμο γιά νά βρώ σ’ αύτά τον άλλον. Λύτό πούέγδυνε τή μικρή κοπέλα στήν είσοδο τών δασών, ήταν οι άναγνώσεις της τής σοφίτας τής Ένζερβίλ.Σού άφήνω ένα λείψανο αύτής τής σοφίτας. Θα βρεις στήν κρεβατοκάμαρά μου, μέσα στο συρτάριτου μπουντουάρ, ένα βιβλίο με τίτλοΚλειστά σπίτια3, ανοιχτές κιλότες: παρ’ όλη τήν πενία του, πούδέν είναι μόνο αύτή τού τίτλου, θα σού δώσει τήν ιδέα τού πνιγμού πού μ’ ελευθέρωσε. ’Αν ήξερεςπόσο ανάσανα τόν αέρα τών δασών όταν είδα κατάχαμα, μπροστά σου, τις πατρικές φωτογραφίες.Μέσα στήν ί’δια σκόνη ! Θα μπορούσα να φιλήσω το λερωμένο πρόσωπό σου. Τή σκόνη τήςσοφίτας ! ’Ήξερα, έγώ, σέ ποιά κατάσταση… Το μόνο πού θέλησα γιά μιένα, πού θά το επικαλούμαιπαντοτινά, πού το θέλησα γιά σένα, πού γι’ αύτό, τή μέρα πού μ’ έπιασε ή λύσσα, έχοντάς τοθελήσει γιά σένα, ξεράθηκα στή δίψα: είναι αύτή ή κατάσταση, γιά τήν οποία δέν υπάρχει κανείςδημοσίως πού νά μήν τήν άποστρέφεται άπό ντροπή. ’Ονειρευόμουνα τότε νά έβλεπες τά θολάμάτια μου, άμοιρη διψασμένη γιά τήν πτώση σου καί γιά τήν άπελπισία πού άπό αύτήν θά είχες.Είμαι βέβαιη ότι ποτέ… καί θά το άρνιόμουνα στον έαυτό μου… Άλλά θέλησα νά σε κάνω νά μπειςστο βασίλειό μου πού δέν είναι μονάχα εκείνο τών δασών, μά καί τούτο τής σοφίτας. Σού ’κανα έναδώρο πυρετού μιέσα στήν κοιλιά μου καί είναι άλλο ένα δώρο τού πυρετού μου πού σού κάνωσπρώχνοντάς σε στ’ άχνάρια οπού είμαστε βυθισμένοι μαζί. Είμαι περήφανη νά γυρίζω μαζί σου τήνπλάτη σέ ολους τούς άλλους, το αισθάνεσαι; Άλλά θά σέ στραγγάλιζα έάν, ύπουλα —ήχοντροκομμένα—, έπαιρνες το μέρος τών άλλων καί αν άρνιόσουνα το βασίλειο τής σοφίτας μου.

» Φεύγω μέ τή Ρέα. Σέ άφήνω μόνο με τή Χανσί, πού δέν τή γνωρίζεις. Τή Χανσι δέν μπόρεσα νά τήδιαφθείρω καί, παρ’ όλη τήν πίκρα πού ένιωσα άπ’ αύτό, είναι ένα νέο κορίτσι -ένα ψευτονέοκορίτσι; ίσως, μά τόσο λίγο!— πού βάζω στο κρεβάτι σου. Πού το ξέρει. Πού, σύμφωνη, αύριο θασε περιμένει. Δέν θα αμφιβάλλεις πιά μπροστά στή Χανσί γιά τις θεές πού χαμογελούσαν πάνω άπότήν κούνια σου. Περιμένοντάς τη, νά ξέρεις ότι αύτές οι θεές είναι επίσης εκείνες τής σοφίτας μου…»

Το είπα, ήδη όταν διάβασα, μού ’ρθε ναυτία: δέν άναπαράσταινα καθαρά στον εαυτό μου ούτε τήστροφή πού έπαιρναν οι σχέσεις μου μέ τή μητέρα μου ούτε τήν κατάσταση όπου μού έκλεινε έναραντεβού μέ μιά κοπέλα πού αύτή είχε γοητεύσει. Άπό μιά δυσφορία, άσφυκτική, πού ίσως ήτανθαυμάσια, μού φαινόταν μάταιο νά ελπίζω ότι θά βγω. ’Ήμουν άνακουφισμένος άπό τήν άναχώρησητής μητέρας μου καί μέσα στή θολούρα όπου ήμουν χαμένος, μού φάνηκε ότι αύτό το γράμμα ήτανσίγουρα αύτό πού περίμενα, ότι μέ βούλιαζε μέσα σέ μιά οικτρή δυστυχία, άλλά καί ότι θά μού έδινετή δύναμη ν’ άγαπώ.

Ή μητέρα μου είχε ορίσει το ραντεβού μέ τή Χανσί σ’ ένα σπίτι παρόμοιο μ’ εκείνο οπού είχαμεδειπνήσει μέ τή Ρέα. Αφού μέ άφησε, είχε τήν προπαραμονή ξαναβρεί τή Χανσί στον άλλο όροφο:θέλησε οπωσδήποτε (ή ή Χανσί) νά αποφύγει τήν πιεστική άνάμνηση τής πρώτης βραδιάς. Εν τωμεταξύ είχα ζήσει μέσα στήν άναμονή. Μέσα σέ μιά άνυπόφορη άναμονή είναι άλήθεια, άλλά ήάναμονή έπιτρέπει τήν αναβολή. Τήν πέρασα διαβάζοντας δέκα φορές το γράμμα τής μητέρας μου.

Page 50: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Αύτό το γράμμα μέ μεθούσε, μού φάνηκε άκόμη ότι θά όφειλα νά είχα πιει, γιά νά το καταλάβω, γιανα συνδέσω καλύτερα τή μέθη μέ τον άγωνιώδη κόσμο που μού άνοιγε. Μπήκα στήν ώρα’μου στοσαλόνι τών ραντεβού : δέν θά είχα μπορέσει ούτε νά καθίσω ούτε νά κλείσω τήν πόρτα, δέν θά τοείχα βάλει στά πόδια γιά τίποτα στον κοσμο, άλλά οι καθρέφτες, οί έπιχρυσώσει ̂καί οι πολυέλαιοιμε τρόμαζαν. Το γκαρσόνι μού έδειξε το κουδούνι καί τις ανέσεις πού έκρυβε ένα έπιπλο απόπαλίσανδρο. Μέσα σ’ αύτή τήν πυρετώδη άχνα, μού φάνηκε οτι μόλις είχε μπει ή Χανσί, άπότομα,καί οτι ό γέρος με τις φαρδιές φαβορίτες, πού τής άνοιγε καί πάλι το έπιπλο, τής έλεγε χαμηλόφωνα: «Αύτός ό νέος άντρας μέ τήν καλή έμφάνιση θά σάς ζητήσει νά το χρησιμοποιήσετε μπροστά σας» καί μέ το χέρι λοξά έμπρός στο στόμα : « Είναι άποκρουστικό ! » Είχα τήν αίσθηση ένόςχασάπικου μέσα στο κατακαλόκαιρο, οταν ή μυρωδιά τού κρέατος είναι έντονη. Δέν ύπήρχε τίποταπού νά μήν ήταν εκεί γιά νά μέ πιάσει στο λαιμό ή δυσωδία του. Θυμάμαι το υστερόγραφο τήςμητέρας μου : «Στήν ιδέα οτι θά βρει έναν άγνωστο νέο άντρα σ’ ένα σπίτι τόσο ύποπτο, ή Χανσί ήίδια είναι έντρομη. Είναι πιο τρομαγμένη άπό σένα. Παρ’ ολα αύτά υπερισχύει σ’ αύτήν ήπεριέργεια. Δέν τής άρέσει ή σύνεση. Άλλά ή τελευταία λέξη τής μητέρας σου σού ζητά νά τήνκοιτάξεις σάν ή αίθουσαοπού θά τή βρεις νά ήταν μέσα σ’ ένα παλάτι στά παραμύθια μέ νεράιδες ».

’Όρθιος μέσα στήν έξαψή μου, ή εικόνα μου άντανακλώμενηεπ’ άπειρον μέσαστους καθρέφτεςπουέπικάλυπταν τούς τοίχους ή μιέσα σ’ έκείνους πού σχημάτιζαν τήν οροφή, κατέληγε νά μέ άφήνει νάπιστεύω οτι ήμουν άποκοιμισμένος καί οτι ονειρευόμουν — οτι ένας λαμπερός’εφιάλτης με διέλυε.’Ήμουν τόσο απορροφημένος άπ’ αύτή τή δυσφορίαπου δέν άκουσα τήν πόρτα ν’ άνοίγει. Δέν είδατή Χανσί παρά μέσα στον καθρέφτη : έντελώς δίπλα μου, χαμογελούσε, άλλά μού φάνηκε οτι, παράτή θέλησή της, έλαφρώς ετρεμε. Δίχως νά γυρίσω, έτρεμα καί ό ίδιος καί χαμογελούσα. Τής είπα :

—Δέν σάς είχα άκούσει…

Δεν απάντησε. ’Εξακολουθούσε νά χαμογελάει. Απολάμβανε τή μετέωρη στιγμή,οπού τίποτα, κάτωάπ’ αύτά τά πολλαπλα φώτα, δέν θά μπορούσε νά έχει προσδιοριστεί.

Κοίταξα πολλή ώρα τήν αντανάκλαση αυτής τής ονειρικής φιγούρας.

—’Ίσως, είπα, σε λίγο να έξαφανιστειτε — το ίδιο άπλα

όπως καί ήρθατε …

—Με προσκαλείτε, είπε, νά καθίσω στο τραπέζι σας ;

Γελούσα, πήραμε θέση καί κοιταχτήκαμε γιά μεγάλο χρονικέ διάστημα. Διασκεδάσαμε, αύτή κι εγώ,μέχρις άγωνίας. Τραύλισα …

—Πώς νά μήν είμαι φοβισμένος ;

—Είμαι, είπε —καί πάραυτα έμεινα γοητευμένος άπό τήν φωνή— είμαι το ίδιο δειλή με σάς, άλλάείναι ένα παιδικό παιχνίδι νά είσαι δειλός. ’Αν σάς φοβίζω, δόξα σόι ό θεός ! φαίνεστε νά είστεεύχαριστημένος μ’ αύτό : βλέπετε οτι άπό τή μεριά μου έχω άμηχανία, άλλά οτι είμαι εύχαριστημένηνά έχω άμηχανία. Τί νά σκεφτείτε γιά τήν κοπέλα πού έρχεται νά σάς βρει ( τά μάτια της έκαναν τογύρο τής αίθουσας ) εδώ… δίχως νά σάς γνωρίζει;

—’Όχι, είπε άμέσως, μή μού άπαντήσετε ! Ή μητέρα σας μού μίλησε γιά σάς, άλλά γιά μένα δένξέρετε τίποτα.

Page 51: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Ό γέροντας με τις μεγάλες φαβορίτες πού είχα φωνάξει γέμισε τά ποτήρια καί άρχισε άργά νά μάςσερβίρει.

Ή επιπλέον ενόχληση πού πρόσθεταν ή παρουσία του καί το επιτηδευμένο φέρσιμό τουαποχτούσεμέσα σ’ αύτό το σπίτι τών πολυτελών συνευρέσεων κάτι το άστειο : νιώθαμε ότι μάς ένωνε, άλλάπρώτα πρώτα οτι μάς διασκέδαζε μιά συνενοχή πού δέν είχαμε, πού μάλλον μάς τή δάνειζε αύτός οάνθρωπος καί οπού ήταν κωμική, άλλά κατ’ άρχήν άρκετά τρυφερή, ή σκέψη οτι μάς τή δάνειζε.

Αυτός ό άνθρωπος εντέλει βγήκε.

—Νομίζω, μού είπε ή Χανσί, οτι αν ήμουν ικανή νά κλάψω, αυτό θά ήταν λιγότερο άποπνικτικό.’Κίμαι άνίκανη γιά τούτο και όμως, αυτό θα ανταποκρινόταν καλύτερα στήν κατάσταση.

—Δέν θα θέλατε, ρώτησα, να βγαίναμε; Θα μπορούσαμε να περπατήσουμε.

—’Όχι, έκανε. Διότι υποπτεύομαι έντέλει ότι βρίσκετε, όπως κι έγώ, αύτή τή δυστυχία εξαίσια. Αύτόπού αποδεχόμουνα μπαίνοντας, το αποδέχεται κάθε γυναίκα στο γάμο της. Μπορώ να σάς πώ αύτόπού στήν πρόταση τής μητέρας σας μ’ έκανε ν’ άποφασίσω; Ξέρετε άπό τή μητέρα σας ότι δέν είμαιμιά τυχοδιώκτρια — ή ότι τουλάχιστον δέν είμαι σκληραγωγημένη άπ’ αύτό : ή πείρα μου δέν είναιστά μέτρα τής κατάστασης οπού δέν φοβήθηκα νά τοποθετηθώ. ‘Όταν κατάλαβα ότι δέν θά ήσαστανγι’ αύτό λιγότεροενοχλημένος άπό μένα, ήμουν έκ τών προτέρων τόσο γοητευμένη πού θά.είχαπηδήξει άπό χαρά. Άλλά μή φανταστείτε ότι είμαι πράγματι αύτό πού λένε ένα σεμνό κορίτσι. Ανήμουν κάτι τέτοιο, θά ήμουν φτιασιδωμένη καί παρφουμαρισμένη όπως είμαι; Μπορώ, αν θέλετε, νάεκφράσω αύτό πού μάς συμβαίνει μέ το πιο σοκαριστικό λεξιλόγιο. Σάς μιλώ γι’ αύτό ξέρονταςκαλά ότι δέν θά μού ζητήσετε νά το κάνω καί ότι μαζί μου θά προσέχετε τόσο όσο κι αν ήμουνα τοπιο χαζό νέο κορίτσι. Άλλά …

—Άλλά, λέτε…

—Υπό έναν ορο… νά είστε επίσης ταραγμένος καί νά ξέρετε ότι είμαιεξίσου ταραγμένη σάν νά είχατή συνήθεια τής εύχαρίστησης. Σάς κοιτάζω στά ίσα, άλλά, αν τολμούσα, θά χαμήλωνα τά μάτια.

Κοκκίνισα (μά το γέλιο μου διέψευδε’ τήν ‘ κοκκινίλα μου).

—Είμαι χαρούμενη γι’ αύτό, μά είμαι εύχαριστημένη διότι, ώστόσο, μέ κάνατε νά χαμηλώσω τάμάτια.

Τήν κοίταζα, άλλά καί αν είχα κοκκινίσει, καί αν ένιωθα μπροστά της τή γοητεία πού κατάφερε νάμού προξενήσει τόση ώρα, δέν μπορούσα να θραύσω μέσα μου τήν κίνηση πρόκλησης πού μέόρθωνε.

—Ένας άντρας ερωτευμένος, όταν ή κο7ϋέλα πρόκειται νά υποχωρήσει, μόλις το καταλάβει μοιάζειμέ τή νοικοκυρά πού κοιτάζει σάν θησαυρό το κουνέλιjzou πρόκειται νά σκοτώσει.

—Είμαι τόσο δυστυχισμένος, τής είπα, νά πρέπει νά σάς σκοτώσω. Δέν είμαι υποχρεωμένος νά είμαιδυστυχισμένος ;

—Είστε τόσο δυστυχισμένος ;

—’Ονειρεύομαι νά μή σάς σκοτώσω.

Page 52: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—’Αλλά γελάτε.

—’Ονειρεύομαι νά είμαι εύτυχισμένος — παρ’ όλα αύτά.

—’Αν ήμουν ερωτευμένη μαζί σας ;

—Αν ή μαγεία πού μέσα της βρίσκομαι ποτέ δέν σκορπιζόταν ;…

—”Όταν ερχόμουνα σκεφτόμουνα νά σάς άρέσω, νά σάς διασκεδάσω και νά διασκεδάσω. ’Ήμουνταραγμένη, είμαι πάντοτε. ’Αλλά δέν ήξερα οτι θά σάς άγαπούσα. Γυρίστε !

’Έδειχνε το ντιβάνι κάτω άπό τούς καθρέφτες.

—Τρομάζω μέ το νά μήν είμαι μιά πραγματική νέα κοπέλα καί μέ το να έχω τον πάγκο τού σφαγείου-τί πάγκος !— στά μάτια. Ωστόσο σάς έπιθυμώ. ’Έχω ήδη έρθει σ’ αύτή τήν αίθουσα ή μάλλον σέμιά άλλη παρόμοια, θά ήθελα νά μήν είχα κάνει ποτέ τίποτα, θά ήθελα νά μήν είχα στή μνήμη τόσεςεικόνες, άλλά αν δέν άγαπούσα τον έρωτα, θά ήμουνεδώ ; Σάς ικετεύω μονάχα νά μή μέ πάρετετώρα. Είναι γιά μένα ένας πόνος νά μή σάς κρατώ άγκαλιά. Καί ομως, έπιθυμώ εξίσου νά ύποφέρετεοπως κι έγώ ύποφέρω. Δέν θά ήθελα, δέν θά μπορούσα μάλιστα νά σάς φιλήσω. ΙΙειτε μου οτιύποφέρετε καί οτι φλέγεστε, θά ήθελα νά ταραχτώ άπό τον πόνο μου — καί άπό τον δικό σας. Δένέχει σημασία αν ξέρετε ότι είμαι ολότελα δική σας. Αύτό ήμουν πρώτα απ’ όλα εφόσον ήρθα.Επί του παρόντος αύτό είμαι μέσα στήν τρεμούλα πού βλέπετε.

Μιλούσε στρίβοντας τα χέρια της, γελώντας λιγάκι, άλλά, μέσα σ’ αύτή τήν τρεμούλα, έτοιμη νάκλάψει. Ή σιωπή πού άκολούθησε κράτησε πολλή ώρα, άλλά είχαμε σταματήσει νά γελάμε,τρώγαμε. “Ένας άδιόρατος παρατηρητής θά μπορούσε νά είχε διακρίνει μίσος στο θολό στύλωματών ματιών μας.

Λυπημένα, ή Χανσί μού μίλησε ξανά : ή φωνή της δέν έπαυε νά μέ μεθάει, σάν, ξαφνικά, όταν τήνάκουγα, νά ξεπηδούσε μέσα μου μιά φλόγα φωτεινή άπό τή φλεγόμενη θράκα.

—Γιατί δέν είμαι στήν άγκαλιά σας ; Μή μού το ζητάτε, άλλά πείτε μου ότι δέν μέ καταριέστε.

—Δέν σάς καταριέμαι, τής είπα: κοιτάξτε με ! Είμαι σίγουρος οτι ήδονίζεστε μέ τή δυσφορία μας.Επίσης ξέρετε καλά οτι δέν μπορούσατε νά μού δώσετε μεγαλύτερη εύτυχία άπ’ αύτή τή δυσφορία.Δέν είμαστε πιο στενά συμπλεγμένοι άπ’ οσο θά μπορούσαμε νά είμαστε… πάνω στον πάγκο τούσφαγείου;

—Το ξέρετε ! Ή δυσφορία μ’ εγκαταλείπει σέ σάς. Επαναλάβετέ το: νιώσατε πάλι αύτό πού νιώθω !

—Δέν φαντάζομαι μεγαλύτερη εύτυχία.

Είχε το χέρι μου μέσα στο δικό της καί το χέρι της στρίφτηκε : είδα οτι τήν έπιασε μιά άνεπαίσθητησύσπαση. Το χαμόγελο πού τή χαλάρωσε άφηνε μιά πικρή γεύση ειρωνείας τής ήδονής.

Ό χρόνος περνούσε, κυλούσε άνάμεσα στά χέρια μας.

—Μέ είρηνεύσατε, είπε. Τώρα θά μέ αφήσετε νά φύγω. Θά ήθελα ν’ άποκοιμηθώ καί νά ξυπνήσω :θά ήμασταν γυμνοί καί θά ήσασταν σέ μένα. Μή μέ φιλήσεις, δέν θά μπορούσα πλέον νά σέάποχωριστώ.

Page 53: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Γιατί θά άποχωριζόμασταν ;

—Μή μέ ρωτάς πιά τίποτα : θέλω νά κοιμηθώ, σπίτι μου.

Θα κοιμηθώ δώδεκα ώρες. Γιά τούτο θά κάνω ο,τι χρειάζεται. Όταν ξυπνήσω, θά ξέρω οτι έρχεσαι:μόλις καί θά ’χω το χρόνο νά βγώ άπ’ τον ύπνο.

’Ανεπαίσθητα το βλέμμα της βυθιζόταν.

Σάν, μέσα στήν άπλότητά της, νά κόντευε ν’ άποκοιμηθει μπροστά μου.

—Θά ήθελες ν’ άποκοιμηθείς μαζί μου ; με ρώτησε.

Δέν άπάντησα.

—Είναι άδύνατον, το ξέρεις ! Θά μέ συνοδεύσεις πίσω. Θά σέ περιμένω αύριο. Θά πάμε νάγευματίσουμε. Δέν θά μέ άποχωριστεις πιά.

Στο άνοιχτό άμάξι, δέν άνταλλάξαμε παρά λίγες λέξεις. Δέν ξέχασα τον τροχασμό τού άλογου, τοπλατάγισμα τού καμτσικιού, τήν τεράστια κίνηση τών βουλεβάρτων πού γέμιζε μιά θαυμάσιασιωπή·. Μιά στιγμή, στά κλεφτά, ή Χανσί ύπομειδίασε, σάν νά μέ κορόιδευε.

Κατεβήκαμε καί έμεινα μόνος. Θέλησα νά περπατήσω. Ή σωματική κατάστασηοπού μέ είχε άφήσειή εύτυχία τής Χανσί μέ σύγχυζε. Πόνοι στον βουβώνα μέ έζωναν. Μιά πραγματική κράμπα γρήγοραμ’ εξανάγκασε νά μήν προχωρώ παρά μέ μικρά βήματα, κουτσαίνοντας. Σκεφτόμουν τή δυσφορίακάτω άπό τά πολύ δυνατά φώτα τού εστιατορίου. Μού φαινόταν οτι ή άνταλλαγή λόγωνοπούπαραληρούσαμε, κατά βούληση, είχε τήν άδεξιότητα ένός γδυσίματος, ότι ή έκσταση τήςάπολύτρωσης, τής όποιας ή εικόνα είναι ή τελική άναισχυντία, δέν μάς είχε λείψει. Γιά νά επιστρέψωσπίτι μου, σταμάτησα ένα άλλο άμάξι. Υπέφερα’ ή κοιλία συστραμμένη, γινόμουνα γελοίος καί,παρ’ ολα αύτά, βρισκόμουνα σέ άκρα διέγερση. Κλείστηκα σ’ αύτή τήν όδυνηρή ήδονή καί σ’ ένανεπώδυνο ερεθισμό. Δέν έλεγχα τις συγκεχυμένες εικόνες πού άκολουθούσαν ή μία τήν άλλη, σεκατάσταση ονείρου πού δέν θα μπορούσα να πώ αν ήταν πολύ εύτυχής ή, αντίθετα, πολύ δυστυχής,απ’ οπού εντέλει ξέφυγα αδειασμένος, με μιά τερατώδη ύπερβολή ονείρωξης.

Ξύπνησα άργά με βαθουλωμένα μάτια. ’Έπρεπε δίχως νά περιμένω νά σπεύσω στής Χανσί. Μέσαστήν πυρετώδη βιασύνη μου, ζήτημα είναι αν είχα το χρόνο νά πώ στον έαυτό μου ότι τήν άγαπούσασφοδρά. Σωματικά, ύπέφερα άκόμη, άλλά όταν άτόνησαν οι πόνοι, άποδέχτηκα τή βεβαιότητα τήςεύτυχίας μου.

Στο διαμέρισμα οπού μπήκα, μέσα στή βαθιά πολυθρόνα οπού μ’ εβαλε νά καθίσω ή όμορφησουμπρέτα, χρειάστηκε νά περιμένω. Ένα βαθύ άγχος με κατέλαβε. Ξαφνικά ή άλήθεια βγήκε στοφώς. Μού δόθηκε ό χρόνος γιά νά εντρυφήσω : « Χθές, σκεφτόμουνα, δέν μπορούσα νά ξέρωτίποτα γιά τή Χανσί. Σήμερα είναι πρόδηλο : το νέο κορίτσι πού μού άρεσε, πού χωρίς άμφιβολίαάκόμη μού άρέσει καί δέν θά είναι δυνατόν νά πάψει νά μού άρέσει, κάνει εμπόριο ερωτοτροπιών …Αύτή ή πολυτελής εγκατάσταση, ή προκλητική κοπέλα στήν είσοδο (πάρα πολύ όμορφη, είχεχαμογελάσει γιά νά μού πει: — ή Κυρία λυπάται, άλλά με παρακάλεσε νά σάς πώ ότι θά έπρεπε ίσωςνά τήν περιμένετε λίγο) … Τί ήθελε πάλι νά πει, τήν προηγουμένη, ή άδυναμία νά μή μεάποχωριστει το γρηγορότερο; ή ή αύθάδεια με τήν οποία ή μητέρα μου τήν είχε διαθέσει, γιά τούςσκοπούς μου — σάν μιά κοπέλα πού το σώμα της είναι διαθέσιμο… Το χειρότερο ήταν ή ψεύτικη

Page 54: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

πρόφαση πού δόθηκε στήν άρνηση νά μού δοθεί το πρώτο βράδυ. Θά τή ρωτούσα χωρίς νάπεριμένω, με ποιόν, χο^ρίς νά περιμένει, μόλις με άπάτησε ». ‘Ήμουν τόσο δυστυχισμένος πούσκέφτηκα νά φύγω, μόλις όμως το σκέφτηκα, κατάλαβα καί τήν άνημπόρια μου. Δέν θά έφευγα.Σκούπισα τόν ιδρώτα στο μέτωπό μου : δέν άντεχα πλέον. Σκέφτηκα νά ξαναδιαβάσω το γράμματής μητέρας μου. Κι αύτό επίσης ήταν αδύνατον, έπρεπε να χωθώ μέσα στήν αθλιότητα οπού το πιοαλλόκοτο, το πιο αδικαιολόγητο πάθος μ’ έκανε προ ολίγου να μπώ. Δέν μπορούσα παρά νάεμβαθύνω το στοχασμό μου πάνω στο άντικείμενο αύτού τού πάθους : «Μπορούσα νά παραπονεθώότι είχα προδοθεί; ’Όχι δά, έπειδή θά έπρεπε νά είχα άποδεχτεί ότι μού άνηκε. ’Επιπλέον δένμπορούσα νά τήν κατακρίνω. Δέν είχα τήν παραμικρή άπόδειξη. ’Αν ή Χανσί, καθώς το πίστευα, δένήταν παρά μιά κοπέλα ελευθερίων ήθών, γρήγορα θά είχα χαθεί μέσα στά άναρίθμητα ψεύδη της,πού θά τά έχαφτα άκόμη καλύτερα, άφού ήδη ή σκέψη νά τή χάσω μέ πάγωνε ». Ή σκέψη μουονειροπολούσε: μιά στιγμή ή άνάμνηση τών λόγων της μέ ύποχρέωνε νά πιστεύω ότι έάν ήθελε νάμέ άπατήσει, δέν θά ήταν κάτι πού θά μού είχε πει. Υπέφερα καί, ολοζώντανη μέσα μου, ή εικόνατής Χανσί μέ γοήτευε. Θυμήθηκα ότι, φευγαλέα, μέσα στο όχημα, μέ είχε κοιτάξει γελώντας (δένείχε σκεφτεί οτι θά τήν έβλεπα ): ήταν λοιπόν τόσο όμορφη πού όταν το αναλογίζομαι, θά μπορούσανά είχα έπιθυμήσει νά μέ κορόιδευε πάντοτε, νά μέ έκανε αύτό πού είχα διαβάσει σ’ ένα βιβλίοπορνογραφικό, έναν σκλάβο βασανισμένο άπό τά χτυπήματα, νά ήδονίζεται μ’ αύτά τά χτυπήματα,νά ήδονίζεται μέ τή σκλαβιά του.

’Άκουσα το κλειδί στήν πόρτα. Λαχανιασμένη ή Χανσί έσπευσε.

—Σ’ έκανα νά περιμένεις, είπε. Κοίταξε, δέν έχω κοιμηθεί.

Με το μαστίγιο στο χέρι, τά μαλλιά πυρρόξανθα κάτω από το γυαλιστερό ήμίψηλο, ντυμένη στάμαύρα σάν αμαζόνα, ή Χανσί δέν ήταν μονάχα γοητευτική : ήταν ή ενσάρκωση τής έμμονης ιδέαςπού προ λεπτού μέ ξεσήκωσε.

Σάν νά με είχε μαντέψει! Γελαστή, κατεργάρα, άδραξε τούς καρπούς μου.

—Ή άμφίεσή μου σε κάνει άνω-κάτω. Μού άρέσει καί μ’ άρέσει νά τή φορώ. Καί ιδίως μή βλέπειςσ’ αύτήν τή στολή τών βίτσιων μου. Είμαι ήδονική καί φλέγομαι νά το δείχνω: άλλά (έδειχνε τομαστίγιο) δέν μ’ άρέσει νά το χρησιμοποιώ. Απογοητεύτηκες ; Ό θόρυβος είναι τόσο όμορφος…

Εγώ είχα κατεβάσει μούτρα καί το μαστίγιο σφύριξε. Γελαστή, άπείλησε με τή στιβαρότητα τήςθηριοδαμάστριας πού άψηφά το θηρίο καί προχώρησε προς εμένα.

—Στά πόδια μου ! φώναξε. Κοίταξε τις μπότες μου.

Παράτησε το θράσος της : έσκασε στά γέλια καί άνασ~ηκώνοντας το φόρεμά της έδειξε τις δύομπότες πού το βερνίκι τους άστραφτε.

Χαριεντίστηκε.

—Δέν είσαι πειθήνιος. Είναι κρίμα! άλλά πρέπει νά πούμε ότι, οταν τις φοράω εγώ, δέν θά σούδώσω τήν εύκαιρία νά τις φιλήσεις : δέν άξίζουν τίποτα. Πές μου τώρα τί σέ λυπεί. Μετανιώνεις;

Μιλούσε μόνη της.’ ήταν διαβολεμένη. Ξαναπαίρνοντας το μαστίγιο στο χέρι, άπότομα χτύπησε τήνάκρη του μέ πάταγο.

Page 55: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Ξέρεις τί μού προξένησε αύτήτή διάθεση ; Είναι οτι μπαίνοντας είπα στον εαυτό μου : είμαι δικήτου, είναι δικός μου. θέλεις νά τά βγάλω όλα; Προτιμάς νά κρατήσω το καπέλο μου; καί τις μπότεςμου; θά ήθελα πιά νά μήν κάvω παρά αύτό πού θές. θά ήθελες το μαστίγιο; θέλεις νά με χτυπήσειςμέχρι θανάτου; Δέν είναι τής άρεσκείας μου. Δέν μού άρέσει παρά νά είμαι δική σου καί να είμαι τοπαιχνίδι σου. Είσαι λυπημένος, το βλέπω, άλλά είμαι τρελή από χαρά, δέν άντεχα πλέον το άργόάμάξι καί ούτε καί τήν ιδέα, μή μπορώντας πιά νά κοιμηθώ, νά πάω στο δάσος.

Ποτέ δέν υπέφερα άπό το ν’ άγαπώ, ποτέ δέν άγάπησα, άλλά παραληρούσα γιά το χρόνο που σέχώριζε άπό μένα. Γιατί, χθές, σου ζήτησα νά μέ έγκαταλείψεις ;

—Ναι, Χανσί, ναι, γιατί μου ζήτησες νά σ’ εγκαταλείψω;

—Πιέρ, ήθελα νά μάθω. ’Ήμουν τρελή. Ήθελα νά βρεθώ μόνη. Πιέρ, θά ήξερες τί είναι ή μέρα, ανδέν νύχτωνε ποτέ ; ’Αλλά μέσα στή νύχτα, Πιέρ, όταν περίμενα τή μέρα, ή αναμονή γινόταν οικτρή.

Είχα μείνει κατηφής. ’Ήμουν κουφός στον άναστεναγμό τής Χανσί, και ήμουν δυστυχής πού ήμουνκουφός, πού δέν τής άνοιξα τήν άγκαλιά μου.

Νομίζω ότι μέ κατάλαβε. Ξαφνικά ξεφώνισε :

—Το είχα ξεχάσει, Πιέρ, το σκεφτόμουνα μέσα στή νύχτα, μή μπορώντας ν’ άποκοιμηθώ, δέν ξέρειςτίποτα γιά μένα!

—Δέν θέλω νά ξέρω τίποτα…

—’Εάν πουλούσα αύτό το σώμα, εάν είχα δοθεί σ’ αύτόν πού προσφέρει περισσότερα, θά μέάγαπούσες ;

’Απάντησα μ’ έναν τόνο σκαιό καί χαμήλωσα το κεφάλι:

—Το ίδιο μού κάνει. Ξέρεις ότι θά σέ άγαπούσα όπως καί νά ’ναι.

—Πόσο είσαι θλιμμένος. ’Αμφέβαλλες ;

Κρατούσα χαμηλωμένο το κεφάλι.

—Τί ξέρω γιά σένα; Φοβήθηκα ότι χθές το βράδυ μού είπες ψέματα γιά νά μ’ εγκαταλείψεις.

—Δέν σού είπα ψέματα. ’Αλλά γιά μιά κοπέλα πού δέχεται νά δειπνήσει σ’ αύτό το μέρος,σκέφτηκες οτι έκπορνεύεται; Το σκέφτηκες ;

—Το σκέφτηκα, θά το αποδεχόμουνα, άλλά θά έχανα τή διάθεση νά ζώ. Χάνω, συχνά, τή διάθεσηνά ζώ.

—Θά τήν ξαναβρείς αν μ’ άγαπάς. Φίλησέ^με !

Το ήμίψηλο έπεσε και ή εύτυχία μέ εκμηδένισε.

Πόσο χρόνο κράτησε αυτή ή ήδονική έκμηδένιση, δέν ξέρω, άλλα ή Χανσί μου είπε :

—Δέν έχω βίτσια, άπεχθάνομαι τά βίτσια, άλλά θά έκανα έναν άντρα νά πεθάνει άπό τήν ήδονή πούτού δίνω. Ξέρεις γιατί;

Page 56: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Είναι γιατί πεθαίνω άπό ήδονή.

Τά στόματά μας συγχωνεύτηκαν πάλι σ’ αύτό τοσυναίσθημα άκρατης χαράς. Στο άκρο ή έλαφράκίνηση τής γλώσσας άγγιζε το ξεχείλισμα, το ξεπέρασμα ολόκληρης τής ζωής : ή ένταση καί ήοικειότητα μιάς αίσθησης άνοιγόταν σέ μιά άβυσσο οπού δέν υπάρχει τίποτα πού νά μήν είναιχαμένο, όπως άνοίγεται στο θάνατο μιά βαθιά πληγή.

—Θά έπρεπε νά φάμε, μού είπε ή Χανσί.

—Θά έπρεπε νά φάμε, τής άπάντησα.

Άλλά είχαμε χάσει το νόημα τών λέξεων. Κοιτάζοντάς μας, αύτό πού ολοκλήρωσε τήν ταραχή μαςήταν νά δούμε μέχρι ποιού σημείου είχαμε το βλέμμα θολό : σάν νά επιστρέφαμε άπό τον άλλοκόσμο. Μέσα στήν τεντωμένη επιθυμία, δέν είχαμε πλέον τή δύναμη νά χαμογελάσουμε.

—Θέλω νά έγκαταλείψω, μού είπε ή Χανσί, όλα αύτά τά ρούχα. ’Έλα στο δωμάτιό μου καί θά πάων’ άλλάξω στο μπάνιο. Θά μπορείς νά μού μιλάς άπό το δωμάτιό μου.

Ή Χανσί μοιραζόταν τήν παιδιάστικη βιασύνη μου.

—Δέν ξέρω νά βγάζω μόνη μου τις μπότες μου,αναστέναζε.

Μάλλον θά κάλεσε τήν καμαριέρα. Πρέπει νά έδειξε άνυπομονησία καί το βγάλσιμο τής μπότας δένκράτησε πολύ.

Ξαναήρθε μ’ ένα άνάλαφρο ντεζαμπιγιέ άπό δαντέλες. Μού είπε στήν άγκαλιά μου, προσφέρονταςήδη το στόμα :

—”Ολόκληρο το σώμα μου είναι άπληστο νά σού δοθεί. Το νιώθεις ; Δέν θά ντυθώ,αφού μετά τογεύμα θά πέσουμε στο κρεβάτι… Αν θέλεις ;

Κατάλαβα ότι μέσα σ’ αύτή τήν εύτυχία, έπρεπε να ήμουν δυστυχισμένος. Ή Χανσί μπορούσε ενγνώσει τής καμαριέρας να δοθεί σ’ έναν άγνωστο σάν έμένα. Ή εξήγηση ήταν ή συνήθεια πού είχεάπ’ αύτό. Ή Χ&νσί προσπέρασε την περιέργειά μου :

—Είμαι τόσο ερωτευμένη, τόσο βιαστική, πού μόλις καί βρήκα το χρόνο νά σού μιλήσω. Σού είπαήδη ψέματα. Το άντιλήφθηκα.

—Μήν είσαι βαρύς. Σού το είπα, δέν είσαι ό πρώτος μου εραστής. Σέ λίγο θά είσαι ό τρίτος. ’Αλλάθά σέ κρατήσω. Τούς δύο πρώτους δέν τούς κράτησα παρά μία νύχτα. Μονάχα …

—Μονάχα…

—Διατείνομαι ότι δέν έχω βίτσια, ότι άπεχθάνομαι το βίτσιο. Λέω ψέματα’. Κατά μία έννοια είναισωστό, κατά τή γνώμη μου. ’Ίσως καί νά μήν είναι ένα βίτσιο. ’Αλλά ή καμαριέρα είναι πολύόμορφη. Τί νομίζεις γι’ αύτό; Κοκκινίζεις. Θά ονειρευόσουνα ήδη νά μέ άπατήσεις ; Σού είπα ότιήμουν ήδονική. Θέλεις νά μάθεις πώς ζώ. Έχω όλη μου τήν περιουσία καί ζώ άνεξάρτητα, άλλά ανδέν είχα τή Λουλού, θά μού λάχαινε νά δίνομαι στον πρώτο τυχόντα. Δέν μ’ αρεσει νά είμαι μόνηόταν πέφτει ή νύχτα.

’Αναστέναξα:

Page 57: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Χθές βράδυ;

—Είσαι δυστυχισμένος. Είσαι ζηλιάρης ;

—Δεν θά ήθελα νά μου ’χεις πει ψέματα.

—Χθές το βράδυ διπλασίασα το φάρμακο άλλά δέν κοιμήθηκα. Σήμερα το πρωί, γιά νά ξεγελάσωτήν έπιθυμία πού είχα για σένα, ονειρευόμουνα, τόσο ήμουν ξετρελαμένη, νά τήν απολαύσω όληστή θέση σου. Θά το είχα κάνει, δέν θά είχα τύψεις γι’ αύτό. Βά σού το είχα πει καί, δέν άμφιβάλλωγιά αύτό, θα μέ είχες συγχωρήσει. Άλλα αποφάσισα να πάω στο δάσος καί να φτάσω στά άκρα τήςδιέγερσής μου τρέχοντας μ’ έναν παράφρονα καλπασμό. Τώρα έχω τήν άγκαλιά σου, έχω τά χείλησου καί είμαι σχεδόν γυμνή. Θέλω νά γελάσω μαζί σου. ’Αν δέν είμαι βιτσιόζα, είμαι τσαχπίνα, καίλατρεύω νά γελώ. Τώρα δά είμαι τρελή άπό τήν άνυπομονησία. Άλλά περιμένω νά μήν το άντέχειςάλλο. Ξέρεις τί μού είπε ή Λουλού, μέ πολύ χαμηλή φωνή, στο μπάνιο, όταν μού έβγαζε τις μπότες;Δέν φαντάζεσαι πόσο διασκεδαστική είναι.

—Τή φωνάζεις Λουλού ;

—Ή Λουλού, έτσι δέν είναι, είναι ένα λαμπερό όνομα. Είμαι ολόκληρη λαμπερή. Θά μ’ άρεσε μιάμέρα νά έρθεις στο δάσος καί, ή Λουλού κι έγώ, νά διασκεδάζαμε μπροστά σου: είναι τόσο όμορφηώς άμαζόνα.

—Ή Λουλού;

—Ή Λουλού δέν είναι περισσότερο καμαριέρα άπό μένα. Είναι μιά γυναίκα πού γλεντάει καί ποτέτά παιχνίδια μας δέν είναι άθώα.

—Χανσί, τής είπα, δέν ξέρω γιατί, θά ήθελα νά κλάψω.

Ή Χανσί δέν κατάλαβε ότι αύτά τά δάκρυα πού άναμφίβολα μού έρχονταν στά μάτια, ήσαν δάκρυαεύτυχίας. Αναγνώριζα τή βλακεία μου καί θαύμαζα νά βλέπω τή ζωή, σέ άμιλλα μέ τά θέλγητρα τούέρωτα, νά μοιράζει το κάλλος καί τήν ήδονή.

—’Όχι, Πιέρ, δέν θά σέ κάνω ποτέ νά κλάψεις. Σ’ άγαπώ μέχρι δακρύων, δακρύων χαράς. Μήνάμφιβάλλεις ποτέ μήπως ο έρωτάς μας δέν είναι εύτυχισμένος. ’Αλλά είμαι έτοιμη νά μείνω γυμνήμπροστά σου. ’Ήδη, έχω το αίσθημα ότι είμαι γυμνή και θέλω νά μιλήσω μπροστά σου δίχως νάπαραλείψω μιά σεμνοτυφία πού δέν είναι πλέον καιρός νά έχεις μαζί μου. ’Ας ζήσουμε τρελά: σ’ένα λεπτό θά σού ζητήσω νά μέ πάρεις. Άλλά δέν ξέρεις άκόμη αύτό πού μού έλεγε ή Λουλού στομπάνιο.

—Χανσί, όχι, τώρα δέν θέλω να το μάθω.

—Συγγνώμη, Πιέρ, είμαι τρελή, τόσο τρελή γιά σένα, δέν ξέρω πλέον τί λέω. Παραληρώ καί ποτέκανείς δέν μ’ έφερε στήν κατάσταση πού μέ βλέπεις. Αν σού μιλώ τόσο βλακωδώς, είναι διότι ήέπιθυμία γιά σένα μέ ξετρελαίνει. Είμαι άξιοκαταφρόνητη, άλλά είμαι όμορφη. Δέν το άντέχω άλλο,είμαι σάν μιά μανία: βάλε με κάτω !

Δέν έβγαλε, μάλλον έσκισε τις δαντέλες πού τήν κάλυπταν : ήταν έκείνη πού μ’ έβαλε κάτω. Μέβοήθησε καί μένα τον ίδιο νά γυμνωθώ. Βρεθήκαμε άποχαλινωμένοι πάνω στο χαλί.

Page 58: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Μείναμε πολλές μέρες στο κρεβάτι, άπορροφημένοι άπ’ αύτό το ντελίριο, δέν σκεπαζόμασταν παράσπάνια, όταν ή Λουλού μάς έφερνε τά κρασιά, τά πουλερικά ή τά κρέατα πού ριχνόμασταν πάνωτους. Πίναμε πολύ κρασί Βουργουνδίας γιά ν’ άνακτήσουμε τις φθίνουσες δυνάμεις μας.’Αναλογιζόμασταν ένα βράδυ ότι μέ τον καιρό γινόμασταν ίσως φαντασιόπληκτοι, ίσως τρελοί. ΉΧανσί ήθελε πάντα κι άλλα ποτά.

—Θέλω νά ξέρω τί σκέφτεται γι’ αύτό, είπε ή Χανσί.

Ή Λουλού μάς έφερε σαμπάνια. Ή Χανσί τή ρώτησε:

—Λουλού, δέν ξέρουμε πιά τίποτα. ’Αναρωτιόμαστε τί μάς συμβαίνει. ’Εδώ καί πόσες μέρεςείμαστε στο κρεβάτι; Μήπως καί λιώσουμε μαζί;

Ή Λουλού άπάντησε γελώντας :

—Είναι ή τέταρτη μέρα. Είναι άλήθεια: ή Κυρία μού δίνει τήν έντύπωση ότι φθείρεται. ’Αντολμούσα, θά έλεγα το ιδιο πραγμα και στον· Κύριο.

—’Από τά άσταμάτητα…, είπε ή Χανσί, δέν ξέρω πιά άκόμη καί πού είμαι.

—Αναμφίβολα, άπό τά άσταμάτητα όνειρα’, ..

— Αναμφίβολα : άπό τά άσταμάτητα όνειρα !

Τα δυο κορίτσια έσκασαν στά γέλια.

—θά πιούμε μαζί, είπε ή Χανσί. Ό Πιέρ κι έγώ θά πιούμε στο ίδιο ποτήρι.

—Ή Κυρία μού έπιτρέπει νά τής μιλώ στον ενικό;

Ή Χανσί γέλασε πιο ζωηρά.

—Αύτό είναι, είπε, ας μιλάμε στον ενικό, αν ό Πιέρ μάς επιτρέπει.

—Λέγεσαι Πιέρ; μού είπε ή Λουλού.

—Ξανάρχομαι στή ζωή, είπε ή Χανσί.

—Πιέρ, είπε ή Λουλού, μή σκεφτείς ότι είμαστε βιτσιόζοι. ’Έχω τά βίτσια μου. Ή σουμπρέτα είναιμάλλον παράξενη. Ή Χανσί όχι. ’Αλλά είναι πάντοτε γλυκό νά γλιστράς στά σαπουνισμένα σανίδια.

—Δίνω λαβή νά νομίζουν, μού είπε ή Χανσί, καί μάλιστα, μού άρέσει νά δίνω λαβή νά νομίζουν,άλλά δέν άντέχω πάντοτε.

—Μέ τή σειρά μου, είπα, ξανάρχομαι στή ζωή.

Δέν ήξερα γιατί αύτή ή διφορούμενη γλώσσα, πού μέ νεύριαζε, μού άρεσε.

—θά είχες, είπε ή Χανσί, τή δύναμη νά ονειρευτείς ;

—Μά ναι, έπανέλάβα, ξανάρχομαι στή ζωή, άλλά είναι γιά νά ονειρευτώ καλύτερα.

—θά έπρεπε νά σάς άφήσω νά ονειρευτείτε, είπε ή Λουλού.

Page 59: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—’Αν θέλεις, είπε ή Χανσί, άλλά πρώτα τέλειωσε τήν μπουκάλα, άνοιξε τήν άλλη κι ας πιούμε τοτελευταίο ποτήρι. θά ονειρευτούμε, μετά θά ξανάρθεις, θά έχουμε νά σού διηγηθούμε καινούργιαόνειρα.

“Η Λουλού ήπιε μέ πολύ κέφι δίχως νά μιλά.

Είπε, άφού σηκώθηκε χωρίς καλά καλά νά μάς κοιτά, χο^ρίς νά δει ότι κάτω άπό τά σεντόνια ήΧανσί ξανάρχιζε υποχθόνια το παιχνίδι:

—Ή Κυρία άραγε το σκέφτεται; ‘Όταν ή σουμπρέτα έχει διάθεση ονειροπόλο, δέν έχει πάντα όρεξηνά ονειρεύεται μόνη.

Αυτός ό διάλογος μέ σάστισε. Δέν καταλάβαινα πλέον αύτό πού ή μαιτρέσα μου περίμενε άπό τήφίλη της, ούτε ή φίλη της άπό τή μαιτρέσα μου. Ή Χανσί μέ είχε τόσο τέλεια γαληνεύσει, μέ είχε σέτέτοιο βαθμό ποτίσει μ’ εύχαρίστηση … ή δυσφορία τής πρώτης μέρας ήταν’ πολύ μακριά. Δέν τήνέπιθυμουσα άλλά δέν ήμουν τρομαγμένος άπό τά ολισθήματα πού άνακαλουσαν αύτές οι φράσειςκαί πού το παράδειγμα μού είχε δώσει ή αύθάδεια τής Ρέας. Ή παρουσία τής μητέρας μου τά είχεσυνδέσει μέ το άγχος, άλλά το άγχος δέν άντιφάσκει μέ μιά εύχαρίστηση πού μπορεί νά τήνκαταστήσει .οξύτερη. Μέ μιά κάποια διορατικότητα άκινητοποίησα στήν άγκαλιά μου τή φλεγόμενηνευρικότητα τής Χανσί: καταμετρούσα το δρόμο πού διέτρεξα άπό τή μέρα οπού, γιά πρώτη φορά,είχα άντιληφθεί αύτό πού μού άνοιγε ή ήδονή. Μέσα στον άχανή τομέα οπού μοναχικός καίύποχθόνια είχα εισέλθει, ζούσα τώρα δίχως φόβο καί δίχως τύψεις. Τή θρησκευτική φρίκη πού είχαπρωτονιώσει, τή χρησιμοποιούσα, τήν έκανα ένα μυστικό ελατήριο τής εύχαρίστησής μου. Ήενδότερη ζωή τού σώματος είναι τόσο βαθιά: άνασύρει άπό μάς τήν τρομερή κραυγή πού δίπλα τηςή έφεση τής εύσέβειας δέν είναι παρά ένα μαλθακό τραύλισμα. Ή εύλάβεια όταν ξεπεραστεί δένείναι παρά πλήξη. Μόνον οι δυσκολίες, τά προβλήματα τής σάρκας, τά ψευδή της, οι άποτυχίες της,οι τρόμοι της, οι παρεξηγήσεις πού εισάγει, οι άδεξιότητες τών οποίων είναι ή άφορμή δίνουν στήναγνότητα το λόγο ύπαρξής της. Ή γενετήσια εύχαρίστηση είναι ή πολυτέλεια πού περιορίζουν τάγηρατειά, ή ασχήμια καί όλες οι μορφές τής άθλιότητας. ”’Ίσα ίσα πού αύτή ή πολυτέλεια μού είχεδοθεί, είδα μέσα στήν οργή πού της αντιτάσσουν οι ιερείς ένα παράπονο της ανίατης ανημποριάς(που ή κίνηση τής διέγερσης ανατρέπει). Αυτό πού ζούσε ακόμη σε μένα από μιά διακαήθρησκευτικότητα συνδυαζόταν με τήν έκσταση μιας ήδονικής ζωής, άποκοβόταν άπό τήν τεράστιαφύρα τού πόνου. Σε λίγο καιρό, το πρόσωπο πού ή εύχαρίστηση δέν το μεταμόρφωνε ποτέ έπαυσενά μού μοιάζει ζωντανό, οι έκλυτες διασκεδάσεις μέ γοήτευσαν, κι έκείνη τή μέρα θά ήθελα νά πωστή Λουλού νά μείνει εδώ. Ή σκέψη νά κάνω έρωτα μπροστά στά μάτια τής όμορφης κοπέλας μέδιασκέδαζε, ή διφορούμενη στάση τής Χανσί μ’ ένοχλοΰσε. “Όταν ή Χανσί πλάγιαζε μέ τή Λουλού,δέν ένιωθα γι’ αύτό καμία ζήλια, άλλά ήθελα .νά μάθω τί ήθελε.

Αύτές οι σκέψεις δέν μπορούσαν νά ελαττώσουν τήν εύχαρίστηση πού είχα στήν άγκαλιά τής Χανσί.Τήν τέταρτη μέρα ξαναβρήκα τήν ίδια ένταση τού ποταμού πού παραληρεί άπ’ το χαμό του. Καμίαγυναίκα δέν μού έδωσε μ’ αύτό τον τρόπο το άνεξάντλητο αίσθημα τής εύτυχίας πού ρέει καί πούδέν θά μπορούσε νά κυλήσει.πάρα πολύ γρήγορα. Ή πληγή είναι χωρίς άμφιβολία θανάσιμη, δένπειράζει: γιά πάντα!… Προς στιγμήν, λυπήθηκα πού είχα σκεφθεί τή δυστυχισμένη ζωή τήςΛουλού, ή οποία δέν μπορούσε νά συμμετάσχει σ’ αύτή τήν εύτυχία, τήν άπειρη, όπως ήταν ή άγάπημου, πιο κρυφή άπό τά έγκατα τής καρδιάς μου καί πιο διαυγής άπό ένα έγκλημα.

’Έφτανα αύτό το βαθμό βίαιης ζωής, ή Χανσί τον έφτανε μαζί μέ μένα, οπού θά μπορούσα νά είχα

Page 60: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

πει γιά τή Λουλού : « στράγγάλισέ τη », « γλείψε της τή γλώσσα » δίχως κατ’ άρχήν νά διακρίνω,μέσα στήν άδιαφορία μου, το δυνατό άπό το άδύνατο, το επιθυμητό άπό το γελοίο. ’Αν μέ χτυπούσεο κεραυνός, δέν θά άκουγα πλέον τή μύγα πού βουίζει στ’ αύτί μου. Ζούσα μέσα στον κεραυνό καίδέν κατόρθωνα να φτάσω παρά άργά σ’ αύτό το κενό σημείο οπού μιλώντας στή φίλη μου,δοκίμαζα εκ νέου τήν έπιθυμία νά πώ ( είχα εν τω μεταξύ κατέλθει στο θλιβερό παράχωμα τής ζωήςπου τήν έγκατέλειψε ή έπιθυμία ):

—Πριν άπό λίγο, ήθελες νά μου ξαναπείς αύτό πού είχε πει ή Λουλού, αύτό πού χαμηλόφωνα σούείπε στο μπάνιο.

Ή Χανσί μέ κοίταξε πολλή ώρα δίχως νά καταλαβαίνει. ’Έπειτα έμοιασε νά βγαίνει άπό ένα όνειρόκαί μού είπε:

—Βεβαιότατα. Θά όφειλα νά είχα χωρίσει άπ’ αύτήν. Εν πάση περιπτώσει, θέλω νά σού μιλήσω γι’αύτήν καί νά σού πώ αύτό πού είναι γιά μένα, αύτό πού ύπήρξε, ίσως.

Μού χαμογέλασε. Ή γοητεία, γιά μιά άκόμη φορά, τού χαμόγελου άλλαξε σέ γλυκύτητα τώνχειλιών, ή γλυκύτητα σέ άπληστία, ύστερα σέ βία…

Μετά έπανήλθε ή ήρεμία. Τής είπα:

—Φαντάζομαι ότι αύηη τή φορά είμαι έξαντλημένος. Είμαι νεκρός.

—Θά πρέπει νά φάμε, είπε. ’Ίσως. είναι ή ώρα τού δείπνου ;

—Δέν κούρδισα το ρολόι μου …

—Θά καλέσω τή Λουλού …

—Θά τήν καλέσεις … είναι λοιπόν ή σουμπρέτα σου… δέν μού είχες πει;

—Ναι. Ή Λουλού είναι ή καμαριέρα μου άλλά σκέψου … τίποτα δέν είναι τόσο απλό…

Τή Χανσί τήν κατέλαβε μιά αιφνίδια χαρά.

—’Ήθελα, μού είπε, νά σού, κλείσω το στόμα. Δέν έχω πιά τή δύναμη γι’ αύτό. θά καλέσω τήΛουλού.

—Μίλησέ μου προηγουμένως γι’ αύτήν.

—Πρώτα τήν καλώ.

—θά μού μιλήσεις μπροστά της ;

—Γιατι όχι;

—Σκέψου !

—Λεν έχω πιά τή δύναμη γι’ αύτό.

—Μίλησέ μου καταρχάς γιά τή Λουλού.

Page 61: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Στο μπάνιο, το μαστίγιό μου ήταν πάνω στήν καρέκλα, φορούσα τις μπότες μου. Ή Λουλούκοίταζε τις μύτες τους και μού είπε : « Κρίμα πού ή Κυρία δέν έχει τά βίτσια της, σήμερα το πρωί».Θά τήν καλέσω, εντέλει θά σού μιλήσω μπροστά της. Άλλά είναι πιο δύσκολο καί είμαι ψόφια. Ανήξερες, θέλω νά μιλήσω, θέλησα νά τά κάνω όλα μαζί σου, θέλω νά μιλήσω, ή παλιανθρωπιάεξαντλεί καί ή εξάντληση με κάνει πιο κάθαρμα άκόμη. Θά μιλήσω.

Ή Λουλού χτύπησε τήν πόρτα.

—Μπές, Λουλού. Χασμουριέμαι. Απόψε είμαι κυνική. Πρώτα πεινάμε, θά θέλαμε νά φάμε, νά φάμεκαί νά πιούμε. ’Έπειτα θά τά πεις όλα στον Πιέρ : ότι άγαπάς το μαστίγιό μου, οτι δέν είσαι ήκαμαριέρα μου, οτι τραβάμε πολύ μακριά το σχοινί. Αποκοιμιέμαι. Πιέρ, έχω ήδη άπαυδήσει άπ’ τονά μήνονειρεύομαι.

—Το δείπνο δέν είναι έτοιμο, άλλά αύτή άποκοιμιέται. Αλήθεια, Πιέρ, ή Χανσί δέν σου είπε .τίποτα;

—Εάν κατάλαβα, πήρα τή θέση σου, άλλά ή Χανσί σέ μαστιγώνει καί αύτό σού άρέσει. Αύτό τήςάρέσει επίσης ;

—Πράγματι, Πιέρ, μού είπε ή Λουλού, πήρες τή θέση μου. Κατά μία έννοια, διότι ή Χανσί ποτέ δένμέ άγάπησε.

—Νομίζεις οτι μ’ άγαπάει;

—Πιέρ, είχα τήν εντύπωση ένός κατακλυσμού, μπήκε σε ένα τόσο μεγάλο παραλήρημα πού είμαι γι’αύτό πανευτυχής, οσο κι αν θλίβομαι.

—Λουλού, τής είπα, είσαι όμορφη, νιώθω πολύ ήλίθιος μέ το νά καταλαμβάνω τή θέση σου.’Ονειρεύομαι έναν. κόσμο όπου δεν θά ύπήρχε ζήλια. Μολονότι πιστεύω οτι θά μπορούσα νάζηλεύω τή Χανσί: δεν σε ζήλεψα έσένα. Ποτέ δέν σκέφτηκα γιά το πρόσωπό σου παρά γιά τούςάλλους έρα-στές της, πού θα πρέπει να τούς γνώρισες, καί ήμουν αποτρελαμένος να βλέπω πώς δέντήν ενοχλούσε να με δέχεται, σάν νά ήταν συνηθισμένο.

—Μά όχι, ή Χανσί είναι σχεδόν παρθένα καί νόμιζα οτι δέν άγαπούσε τούς άντρες. Γελιόμουνα,άλλά άγαπάει τον έρωτα. Κάθε βράδυ ήθελε νά ήδονίζεται. Το παράλλο βράδυ μόνο… Τήν ικέτευσανά με δείρει: νά με δείρει δέν σήμαινε νά σέ άπατήσει. Κοιμάται. ΙΙές μου, θά θύμωνες αν μέχτυπούσε;

—Δέν ξέρω, είμαι τόσο κουρασμένος, ύποφέρω καί δέν ξέρω πλέον τί νομίζω. Δέν πιστεύω, μά,Λουλού, ήδονίζεσαι οταν σέ χτυπά;

—Εγώ, ναι, άλλά ή Χανσί δέν ήδονίζεται.

—Δέν ήδονίζεται, άλλά διασκεδάζει.

—’Όχι, είμαι άξια οίκτου καί ολα τά ύποφέρω, αύτό δέν τή διασκεδάζει: είναι βάναυση, άλλά άπόάδιαφορία, καί μάλιστα δέν παίρνεικαμία εύχαρίστηση ξέροντας οτι ύποφέρω, μέ άπελπίζει ώστόσο,καί το ξέρει. Μού το είπες, Πιέρ, είμαι όμορφη : ζώ κοντά σας, σάν ένα ζώο. Τήν άγαπώ άπό τονκαιρό τού οικοτροφείου. Πάντα τής άρεσε νά ήδονίζεται. ’Έπαιζε μαζί μου στά παιδικά μας χρόνια:ήταν ή κυρία κι έγώ ή καμαριέρα. Δέν έπαψε νά είναι παιδί. Παίζουμε άκόμη, καί τώρα ζώ

Page 62: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

μεταμφιεσμένη. Ή Χανσί μού είπε οτι σίγουρα δέν θά δεχόσουν νά μέ κρατήσει.

—Μά, Λουλού, δέν είναι πρέπον γιά σένα !

—Δέξου, Πιέρ, θά είμαι ή σκλάβα σου, ή σκλάβα της καί ή δική σου.

—Μά, Λουλού, τρόμαζαν. Δέν γνωρίζω αύτό πού σέ άντίκρισμα περιμένεις άπό τή Χανσί, άλλά άπόμένα δέν έχεις τίποτα νά περιμένεις.

—Δέν περιμένω τίποτα άπό τή Χανσί. Βά ήθελα νά μή σταματήσει νά μέ δέρνει. Ξέρω οτι τελείωσε.Δέν περιμένω τίποτα άπό σένα. Μπορείτε νά μέ προσκαλέσετε νά πιώ …

—””Ήμουν ταραγμένος άπ’ αυτό; Άλλα νομίζω οτι για σένα θα γίνει γρήγορα ανυπόφορο, έκτοςαν…

—… έκτος αν…

—Αν ή Χανσί ήθελε άκόμη … μαζί σου… νά διασκεδάσει …

—… θά σου άρεσε…

—Δεν ξέρω αν θα μου άρεσε, αλλα αν της άρεσε, όεν να ένιωθα γι’ αύτό ζήλια.

—Δέν σέ ένοχλει πού ή Χανσί μέ προσκαλεί νά πιούμε;

—Νομίζω μάλιστα οτι είμαι γι’ αύτό, πώς νά πώ; συγκινημένος. Δέν τό ’χω άνάγκη, άλλά τελικά,κάναμε κατάχρηση, ήρθες, υστέρα… Είμαι βέβαιος οτι ή Χανσί…

—Ας φυλάξουμε το μυστικό, ή Χανσί ή ίδια έχει μεγάλη τάση… άλλά δέν θέλει νά το παραδεχτεί.Αν κάποτε άστειεύεται μ’ αύτό, διατείνεται οτι το άπεχθάνεται… Είμαι κατενθουσιασμένη, Πιέρ,πού έχω μαζί σου ένα μυστικό. Θά νά σού φιλήσω το χέρι. Ξέρω : τίποτα δέν είναι πιο φορτικό άπότόν μαζοχισμό. Άλλά έπωφελοϋμαι άπ’ αύτό, είμαι άρκετά ομορφη γιά νά μήν έξοργίζω ! Μιάβιτσιόζα, αν άγαπάει τις γυναίκες, είναι έν πάση περιπτώσει πολύ άνετη. Οι άντρες είναι άφέντες πιοσοβαροί, άλλά πιο ένοχλητικοί. Οι μαζοχίστριες πού άγαπουν τις γυναίκες είναι φίλες πολύτιμες, γιάολες τις δουλειές … Ή φιλία σου μού έδωσε κουράγιο. Μάλλον δέν ηθελα νά βγάλω.-τήν ποδιάμου.

—Λουλού, πήγαινε νά φέρεις σαμπάνια: αν ή Χανσί κοιμάται άκόμη, θά πιούμε στή φιλία μας.Ξέρεις οτι άγαπώ τή Χανσί, άλλά θέλω νά ξέρεις οτι τήν έπιθυμώ οταν έρχεσαι κοντά της.

Ή Άουλού έφερε σαμπάνια καί πήγα νά καθίσω μαζί της έξο.> άπό το δωμάτιοοπού κοιμόταν ήΧανσί.

—’Έβγαλα, μού είπε ή . Λουλού, τά διακριτικά μου τής καμαριέρας, άλλά θά τά ξαναβάλω γιά τοδείπνο. Το δείπνο σάς περιμένει.

’Άνοιξα το μπουκάλι. ’Έτεινα στή Λουλού το ποτήρι της. —Αγαπάμε τήν ίδια γυναίκα, τής είπα. Θάπιούμε σ’ αύτή τή συνενοχή

Αδειάσαμε στή συνέχεια τά ποτήρια. ’Ήμουν εύτυχής, γελούσα:

Page 63: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Θά σε φιλήσω, Λουλού, άλλά στο μάγουλο… Δέν θά μού κακιώσεις : έχω όρεξη γιά τή Χανσί.

—Μά, Πιέρ, δέν μ’ άρέσουν οι άντρες, καί αύτό πού μού άρέσει σέ σένα, είναι ή εύτυχία τής Χανσί.“Όμως καί οι τρεις το εννοούμε μέ τον ίδιο τρόπο. ’Ας τήν ξυπνήσουμε, θά σάς φέρω το δείπνο. Οιδυο μας μιλήσαμε γιά μένα, άλλά γιά κείνη, ύποτίθεται ότι δέν σού έχω πει τίποτα, έκτος,παρεμπιπτόντως, γιά τήν άπέχθειά της γιά τή διασκέδαση… γιά τήν οποία δέν θελήσαμε νάμιλήσουμε…

Πήγα νά ξυπνήσω τή Χανσί στο δωμάτιο — καί τής έδειξα τή ζέση μου.

—Θαυμάσια, μού είπε φιλώντας με, άλλά πεινώ πάρα πολύ, ας δειπνήσουμε πρώτα.

Ή Λουλού μάς σέρβιρε. Δειπνήσαμε. Μιλούσα λίγο, έπινα πολύ. Ή Χανσί χασμουριόταν.Τρώγοντας Αγωνιζόμασταν έναντίον ενός συναισθήματος κατάπτωσης. Τά νεύρα τού κρανίουπονούσαν: δέν είχαμε πλέον τίποτε άλλο νά πούμε ό ένας στον άλλον. Τρώγαμε, πίναμε, μέ τήνέλπίδα ν’ άποκοιμίσουμε ένα πόνο οξύ. Ή Χανσί μού είπε:

—Κι όμως, είμαι εύτυχισμένη, πονούν τά νεύρα τών ματιών μου άλλά σέ βλέπω.

—Ναι, πονούν τά μάτια μου, σέ βλέπω, το μόνο μέσο για να μην υποφέρουμε πάρα πολύ είναι νάκάνουμε άκόμη έρωτα.

—Δέν έχεις πιά τή δύναμη γι’ αύτό.

Θέλησα νά φανώ περήφανος καί τής έπιασα το χέρι: δέν ξερω αν ή εξασθένησή ή ή είσοδος τήςΛουλού ή καί τά δύο με εξέπληξαν, άλλά άντί νά χαμηλώσω το χέρι, το φίλησα. “Έπειτα άφέθηκα,τά χείλη μου μισάνοιξαν, σκούπισα με το μαντίλι μου τόν ιδρώτα του μετώπου μου.

—Ή οδύνη μαζί σου, τής είπα, είναι εξαίσια: είναι όμως οδύνη.

—”Αν θέλει ή Κυρία, τής είπε ή Λουλού, έχω το πέπλο μου νοσοκόμας.

—Μάς λείπουν φορεία καί νοσοκόμοι, είπε ή Χανσί, δέν μπορείς νά κάνεις τίποτα γι’ αύτό. Αλλά θάσού ζητήσουμε σε λίγο νά οδηγήσεις στά κρεβάτια αύτά τά γερόντια. Ή συγκοπή, Λουλού,περιμένω τή συγκοπή : αύτό είναι ολο. Γελώ καί σού εύχομαι νά είσαι συχνά το ίδιο ξεψυχισμένη μεμένα. Αλλά γελώ με το ζόρι καί ή εύχή δέν μπορεί νά δικαιολογηθεί παρά στο παρελθόν. Επί τούπαρόντος… δέν έχω πιά τή δύναμη νά φάω.

’Ήμουν ώχρός κι έκανα μέ το χέρι ένα νεύμα άνημπόριας. Δέν είχα πλέον τή δύναμη νά μιλήσω.

—Ιδού ή αποκορύφωση τής εύτυχίας ! είπε ή Λουλού.

’Έκανα μιά γκριμάτσα δίχως πλέον νά γελάω —καί δίχως πλέον νά ήδονίζομαι— μέ τή χαριτωμένηδιάθεση τής Λουλού. ’Αντίθετα, υπέφερα άπ’ αύτήν τή συμφωνημένη συνενοχή, άπό τήν οποίαένιωθα φρίκη. Ή ναυτία καί ή εύτυχία συγχέονταν.

Ή Χανσί σύρθηκε μέχρι το κρεβάτι, άποκοιμήθηκε χωρίς νά περιμένει.

Αλλά δέν μπόρεσα νά κοιμηθώ. Μάτ.αια, ύποφέροντας, συλλογισμένος στο πλευρό της, χάιδεψατούς γλουτούς της, τή μέση της : τά κοίταξα πολλή ώρα. Δέν είχαν πάψει νά σημαίνουν τήν τρελήυπερβολή τής ήδονής πού έμοιαζε άκόμη νά τά πλημμυρίζει, πού. παρέμενε το νόημα τής ομορφιάς

Page 64: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

τους, πού ήταν μέσα στήν άναίδειά τους μιά πρόκληση στον άγνό θεό πού είχα άγαπήσει. Μέσαστον πόνο μου καί μέσα στο αίσθημα του πόνου τής Χανσί, άντιπαρέθετα αύτή τήν ήδονή πού τήνείχε διαδεχτεί το αντίθετό της, αύτή τήν ήδονή τήν ήδη ενταφιασμένη στή μακρινή σκοτεινότητα τούπαρελθόντος, σ’ αύτή τή χαρά εν Θεώ πού είχα γνωρίσει. Ό παρών πόνος μού φαινόταν ότι έπρεπενά είχε ταιριάξει με τήν κατάρα τών σωμάτων καί αύτής τής εύτυχίας πού μάς ξεγελάει. ’Αντίθεταόμως, υποφέροντας, είπα μέσα στή ναυτία μου ότι ή σαρκική ήδονή ήταν ιερή : ή έκσταση πούάκολουθούσε τήν προσευχή ήταν, ίσως, κι εκείνη εξίσου ιερή, άλλά ήταν πάντοτε άμφίβολη, όφειλανά πιέζομαι, νά συγκεντρώνω τήν προσοχή, έπειτα εκείνη άφθονούσε. Ποτέ όμως δέν έφτανε σ’αύτό το βαθμό ύπεραφθονίας, πληθωρικής δύναμης πού μέ ξεπερνούσε, μέ άφηνε ν’ άσφυκτιώ καίνά κραυγάζω. ’Ή, αν τον έφτανε, έπρεπε ν’ άμφιβάλλω γι’ αύτό πού τόσο παράξενα είχε προκαλέσειστο κεφάλι μου μία διαταραχή οπού συμμετείχαν αύτά τά παιδικά παιχνίδια τής εύφυΐάς. Μέσα στηνέκσταση οπού ή Χανσί κι έγώ ήμασταν χαμένοι, πρώτα συμμετείχαν οι γυμνές κοιλιές μας, έπειταένας άπεριόριστος έρωτας πού δέν ήσύχαζε αν δέν κατάφερνε νά γυμνωθούν οι κοιλιές μας, νάέλευθερωθούν άπό τα όρια. Αύτή ή κατάλυση τών ορίων πού μάς άφηνε χαμένους τον έναν στονάλλο, μού φαινόταν πιο βαθιά άπό τις ομιλίες τού ιερέα στο παρεκκλήσι τού ναού, μού φαινόταν πιοιερή. ’Έβλεπα σ’ αύτήν τά μέτρα τού Θεού οπού ποτέ δεν είδα παρά το άπεριόριστο, το άμετρο, τήνπαραφορά τού έρωτα. Ετσι μέσα στή ναυτία μου φίλησα τούς γλουτούς τής Χανσί, νιώθοντας οτιάπό τή χαρά πού μού είχαν δώσει δεν άπορρίφθηκα λιγότερο άπ’ οσο θά είχε συμβεί μέ μιά θεϊκήκαταρα. ’Αλλά μέσα σ’ αύτή τή δυστυχία πού δέν ήταν βαθια, είχα τή δύναμη νά πώ στον εαυτό μου: μ’ άρέσουν οι γλουτοί τής Χανσί, μ’ άρέσει επίσης νά τούς καταριέται ο Θεός : γέλασα, μέσα στήναυτία μου, μ αύτή τήν καταρα πού τόσο βαθιά τούς θεοποιεί. Ειναι θεϊκοί, αν τούςφιλώ, αν ξέρωοτι τής Χανσί τής αρέσει να νιώθει το χάδι τών χειλιών μου πάνω τους. Πάνω σ’ αυτό τράβηξα τασκεπάσματα : δέν έβλεπα πλέον το αντικείμενο του ανίκανου πάθους μου. Όπως πέφτει μιά λεπίδα,ο ύπνος καί το όνειρό ξαφνικά μέ άπέσπασαν άπό τον κόσμο οπου ζούσα πραγματικά : τά γυμνάσώματα πολλαπλασιάστηκαν δίπλα μου, κάποιου είδους περίπολος που δέν ήταν μόνο λιβιδινική,επιθετική, προσφερόταν έξίσου στήν ευχαρίστηση νά καταβροχθίζεις οσο καί σ’ αύτήν νάσυνουσιάζεσαι, καί προσφερόμενη στήν πιο χαμηλή εύχαρίστηση, ταυτόχρονα, ορεγόταν τον πόνο,ορεγόταν το στραγγαλισμό τού θανάτου. Μιά τέτοια κουστωδία διακήρυσσε οτι ή άσχήμια, τογήρας, το έκκριμα είναι λιγότερο σπάνια άπό το κάλλος, τήν κομψότητα, τή λάμψη τής νεότητας.Είχα το αίσθημα τών νερών πού φουσκώνουν: τά νερά, αύτά τά άπόβλητα, καί οπου νά ’ναι δέν θά’βρισκα πιά καταφύγιο μπροστά στον καταιγισμό: οπως το λαρύγγι τού πνιγμένου άνοίγεται στήνυπερβολή τών νερών, θά ύπέκυπτα στο μέγεθος τής κατάρας, στο μέγεθος τής συμφοράς.

Ή εξέλιξη τού εφιάλτη μου δέν είχε αύτή τήν απλότητα καί, αν θυμήθηκα τήν άρχή του, ξέχασα τοτέλος του. Μετά άπό πενήντα χρόνια, θυμάμαι ίσως, άλλά μονάχα οτι αύτό μού ήρθε κατακέφαλα,οταν ήμουν είκοσι χρονών. Δέν θυμάμαι το ίδιο το όνειρο, άλλά το συναίσθημα πού μού άφησε καίπού, χωρίς καμιά άμφιβολία, συστηματοποίησα οσο το δυνατόν καλύτερα. Συνέδεα τότε την εικόναπού είχα τής βίαιης θεότητας μ’ αύτήν τής ήδονής τής Χανσί, καί τις δυο μαζί μ’ εκείνα τά άπόβλητατών οποίων ή παντοδυναμία καί ή φρίκη ήταν άπειρες. Τον καιρό τής εύσέβειάς μου, είχα στοχαστείγιά τον Χριστό στο σταυρό καί γιά τήν άκαθαρσία τών πληγών του. Ή βασανιστική ναυτία πούπροερχόταν άπό μιά κατάχρηση τής ήδονής μέ είχε ξανοίξει σ’ αυτό το φρικαλέο μείγμα οπού δένυπήρχε πλέον αίσθηση που να μή φτάνει στο παραλήρημα.

Ή αναισθησία μου, το ήθικό μου βύθος, είχαν κάνει προόδους που μέ κατέπλησσαν. Σάν νά ήταν τάνευρά μου πνιγμένα στή μορφίνη καί νά μήν ένιωθαν πιά τίποτα. Τή θρησκεία, γιά τήν οποία στήνάρχή είχα πιστέψει ότι μέ τάραζε ολοσχερώς, είχα κιόλας πάψει νά τή σκέφτομαι. Ή εύχαρίστηση

Page 65: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

πού τής έδινα, ή έπιθυμία τής ήδονής πού τήν άνοιγε σέ μένα, ή εύτυχία νά έρεθίζω τή βαθιά γύμνιατού κορμιού της, νά τήν άνακαλύπτω καί νά μέ άναστατώνει, είχαν ύποκαταστήσει τή δόνηση, τήνάνασκίρτηση καί το όραμα πού μού είχε δώσει ή θεϊκή παρουσία, ή οποία άλλοτε μού μιλούσε, ήοποία μέ καλούσε, ή οποία μέ βασάνιζε.

Σύντομα είχα νέα άπό τή μητέρα μου. Δέν ύπέφερα άπό τήν άπουσία της και όταν τά γράμματά τηςμού μίλησαν, κυνικά, γιά τή ζωή πού έκανε στήν Αίγυπτο, όχι μόνο δέν μέ σκανδάλισε στήν άρχήπαρά ελάχιστα, άλλά μέ διασκέδασε. Αναλογίζομαι ότι έγώ ό ίδιος, ότι ή Χανσί… Ή μητέρα μουγινόταν έξαλλη, ήταν άποχαλινωμένη, άλλά μού έλεγε ότι ήταν εύτυχής : θεωρούσε τόν έαυτό τηςπανευτυχή, διότι άντί νά τόν ρυθμίζει, τόν άπορρύθμιζε κάθε μέρα λιγάκι περισσότερο. Θάμπορούσα νά είχα μαντέψει το λόγο γιά τόν όποιο μού το έγραφε: άλλά τή θαύμαζα, τή ζήλευα καίτήν εύχαριστούσα γιά τήν εύτυχία μου.

« Ό πατέρας σου, μού έξήγησε μιά μέρα ή μητέρα μου, με κρατούσε στον σωστό δρόμο.Προσπαθούσα μέ μιά προσποιητή άξιοπρέπεια νά βρώ λύση στο σκάνδαλο τής οινοποσίας του !Σήμερα, στήν Αίγυπτο, οπού είμαι άγνωστη, οπού κιόλας ζώ μ’ ένα ψεύτικο όνομα, έκτος γιά τήθυρίδα τής πόστ-ρεστάντ, γίνομαι σιγά σιγά το σκάνδαλο τού Καΐρου : είμαι δακτυλοδεικτούμενη,τόσα πούχάνω. Μεθώ πιο διακριτικά άπό τόν πατέρα σου… άλλά επιδεικνύομαι μέ γυναίκες.Φαντάσου ότι ή Ρέα μέ συνετίζει! Μέ ικετεύει νά

βγαίνω μιε άντρες. Βγαίνω μιε άντρες ! Είναι χειρότερα ! μου λέει ή Ρέα. Το ίδιο βράδυ, βγαίνωμαζί της : μιας πέταξαν έξω άπό το εστιατόριο. Είχαμε συμπεριφερθεί τόσο άσχημα… Δέν θαέπρεπε να σου το γράψω, άλλά ή ωραία Χανσί μου ’δώσε νά καταλάβω οτι το τελευταίογράμμα μου σε έκανε νά γελάσεις. Δέν μου χρειάζεται περισσότερο. Στον κατήφορο πούπήρα, έπαψα νά συγκρατούμαι: κι οσο πιο γρήγορα νιώθω νά κατρακυλώ, τόσο περισσότερογελώ καί τόσο πιο πολύ θαυμάζω τόν έαυτό μου. Θαυμάζω τόν έαυτό μου πού σού γράφωέτσι, κι ένθουσιάζομαι στή σκέψη οτι το γράμμα μου είναι άντάξιό σου.

» Ή κατεργάρα ή μητέρα σου, πανευτυχής νά ξέρει οτι γελάς καί οτι, οπως λέει ή Χανσί, δέν είσαιλιγότερο ονειροπόλος άπ’ αύτήν.

ΕΛΕΝ »

Λίγο νωρίτερα, το γράμμα θά μιέ είχε άπελπίσει. Μέ τρόμαξε, άλλά πάραυτα έδωσα συγχαρητήριαστον έαυτό μου πού ζούσα έτσι, στήν άτμόσφαιρα τού « ονείρου », τήν άπρόσμενη γιά μένα, άλλάστήν οποία μέ είχε τάξει ή αύθάδεια τής μητέρας μου. Εκείνη τή στιγμή έφτιαξα μιά γοητευτικήεικόνα τής μητέρας μου, άρκετά κοντά στήν άλήθεια: ή μητέρα μου είχε το δικαίωμια νάσυμπεριφέρεται έτσι, δέν μπορούσα νά φανταστώ ένα ον πιο τεταμένο, ούτε πιο δυνατό, ήπροσωποποίηση τού θράσους καί μέ συνείδηση τής άβύσσου, τήν οποία είχε προκαλέσει. Άμιέσως,τής άπάντησα:

«… Μέ τρομάζεις, μαμά, άλλά μ’ άρέσει νά φοβάμαι, σέ σημείο πού οσο περισσότερο φοβάμιαιτόσο πιο πολύ σ’ άγαπώ. Άλλά μιέ λυπεί νά σκέφτομιαι οτι δέν μού επιτρέπε ται ή ελπίδα : ποτέ τοθράσος μου δέν θα σέ κάνει να αισθανθείς οτι σ’ έχει ξεπεράσει.Ντρέπομαι γι’ αυτό καί όμως, μουείναι τρυφερό να το σκέφτομαι. Το μόνο θράσος πού μού έχει επιτραπεί είναι να είμαι περήφανοςγιά σένα, νά είμαι περήφανος γιά τή ζωή σου, καί νά σέ παρακολουθώ άπό μακριά. Άλλά μόλις καίάρχίζω —πολύ σπάνια— νά νιώθω άσχημα άπό τήν άκρως σχετική σύνεση τής Χανσί. Δίχως νά τής

Page 66: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

το πώ, γελάω γι’ αύτό, μαζί σου. Άλλά δέν θά είχα ούτε τή δύναμη ούτε το κέφι νά τή διαφθείρω ».

Ή άπάντηση έφτασε, σέ υστερόγραφο ενός εύθυμου γράμματος, μέ το ίδιο μελάνι μέ το πρώτο:

«Δέν θά μπορούσες μόνος νά διαφθείρεις τή Χανσί: το λάθος σου είναι νά προτιμάς τήνεύχαρίστηση άπό τή διαστροφή. ’Ίσως, μιά ημέρα μακρινή, νά δώσουμε τά χέρια ».

Θά όφειλα νά είχα υπολογίσει τή δυσάρεστη έμβέλεια τής πρότασης. Άλλά πώς νά το είχαάντιληφθει; Σήμερα ή άσυνέπειά μου μέ εκπλήσσει. Οι επιθυμίες μου μέ στροβίλιζαν προς όλες τιςκατευθύνσεις. “Όπως καί ή Χανσί, ήθελα άφελώς νά διαφυλάξω τήν εύχαρίστησή μου. άπ’ αύτές τιςάγχώδεις μεταπηδήσεις τής διάθεσης στις όποιες δέν άντιστοιχούν παρά οι νοσηρές έπινοήσεις τούβίτσιου. Φοβόμουνα, όπως καί ή Χανσί, τέτοιες έπινοήσεις. Άλλά ή Χανσί, πού συχνά τής άρεσε νάτο άκροθίγει, το έκανε ίσα ίσα, σίγουρη ότι, τήν κατάλληλη στιγμή, θά οπισθοχωρήσει. Το βίτσιο μέθάμπωνε, τώρα, μές στήν έλπίδα τού χείριστου, μέ τή γλώσσα άπ’ έξω καί στεγνή άπό τή δίψα. Στοτέλος, έκανα όπως κι έκείνη, έκανα πίσω, άλλα ποτέ δέν ήμουνα σίγουρος ότι μπορούσα νά το κάνω.Είχα μάλιστα τήν εμπειρία ότι δέν είχα μάθει ποτέ ν’ άποτραβιέμαι εγκαίρως. Μ’ άρεσε ή Χανσί καίμ’ άρεσε ή επιθυμία πού είχε γιά μιά διαρκή ηδονή, ή άποστροφή πού ένιωθε γιά το βίτσιο (σάν ναμπορούσε ή ήδονή να κρατήσει χωρίς να είναι μιά ευχαρίστηση τής νόησης, καί όχι τών σωμάτων,χωρίς νά είναι βίτσιο). Το κατάλαβα πολύ άργά. Ποτέ ή Χανσί δέν άφηνε μιά γλώσσα διψασμένη νάκρέμεται: άγαπούσε μιά εύτυχία πού τήν ήθελε άσκίαστη, πού ποτέ δέν θά τήν είχε ψάξει, όπως οιβιτσιόζοι, στή δυστυχία. Ή εύτυχία μας ήταν πρόσκαιρη, στηριζόταν σέ μιά παρεξήγηση. Τής έλεγααύτό πού πίστευα σάν σκέψη μου, τή βαθιά συμφωνία μου, άλλά, ταυτόχρονα, έγραφα στή μητέραμου, σάν άπάντηση στις γραμμές πού έπρεπε νά είχα δει οτι ήταν γεμάτες άπειλές : «Το σχέδιό σουγιά τήν ώραία ρούσα μας μού προκάλεσε μιά έξαίσια άνατριχίλα, κατά μήκος τής ραχοκοκαλιάς.Άπό φόβο; άπό γοητεία; δέν ξέρω. Θά ’θελα νά σού κρατήσω το χέρι».

Είχα πάρει δύναμη άπό τήν άπομάκρυνση τής μητέρας μου, δέν τήν έβλεπα πιά παρά μέσα άπό ένασύννεφο καί ζούσα στο παρόν. Το παρόν, ή « ώραία ρούσα », πού, άπό το κύμα άπό δαντέλες, θάέκανα το βράδυ ν’ άναδυθούν τά μακριά πόδια καί ή χρυσή κοιλιά της. Ή Χανσί θά μέ γέμιζε φιλιάπού θά μέ έκνεύριζαν. Δέν τήν έβρισκα καί τόσο συνεσταλμένη. Άλλά ή μητέρα μου επιφύλασσεένα διαφορετικό φύλλο για νά μού πει αύτό πού δέν έπρεπε νά πέσει στά χέρια τής ψηλής ρούσαςμου: «Ποτέ ή’“μεγάλη άρκτος”4 δέν θα μάθει, έγραφε, οτι ή ήδονή τής νόησης, πιο βρόμικη απ’αυτήν τών σωμάτων, είναι πιο αγνή, καί ή μόνη τής οποίας το νήμα δέν ξεφτίζει ποτέ. Το βίχσιοείναι στά μάτια μου σαν τή μαύρη άκτινοβολία τού πνεύματος, πού μέ τυφλώνει καί άπό τήν οποίαπεθαίνω. Ή διαφθορά είναι ό πνευματικός καρκίνος πού βασιλεύει στο βάθος τών πραγμάτων.Επειδή ζώ μέσα στήν κραιπάλη, αισθάνομαι πιο διαυγής καί το ξεχαρβάλωμα τών νεύρων μου δένείναι σε μένα παρά μιά έξόντωση πού προέρχεται άπό τά έγκατα τών σκέψεών μου. Γράφω μά είμαιμεθυσμένη και ή Ρέα, κάτω άπό το τραπέζι, με φοβερίζει. Δέν ζηλεύω τή “ μεγάλη άρκτο ”, άλλά μελυπεί νά τή νιώθω πιο λογική άπό τή Ρέα ».

Ή Χανσί ελάμβανε συγχρόνως γράμματα άπό τή μητέρα μου πού ή ιλαρή πληθωρικότητά τουςμετρίαζε στά μάτια της τήν άπρέπεια. Αύτά τά γράμματα έμοιαζαν μιέ το πρώτο μέρος αύτών πούείχαν άπευθυνθεί σε μένα.

Ή Χανσί ήταν άνέκαθεν γοητευμένη άπό τή μητέρα μου, άλλά γρήγορα τρόμαξε άπ’ αύτήν. Γελούσεμ’ αύτό. Επιθυμώντας τήν επιστροφή τής μητέρας μου, δέν μπορούσε όπως κι έγώ νά μήν .τήνάντιμετωπίζει με κάποιο ενδοιασμό.

Page 67: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Μιά μέρα μού εδειξε αύτό πού τής απαντούσε:

«… ο Πιέρ περιμένει άνυπόμονα τήν επιστροφή τής μητέρας του καί με το ίδιο συναίσθημαπεριμένω τήν επιστροφή τής ερωμένης μου. (Τήν παραμονή τής συνάντησής μας είχε γευτεί τά φιλιάτης.) Εάν δέν ήμουν κάθε βράδυ στήν άγκαλιά τού παιδιού σου… θά ονειρευόμουνα τή δική σου, ήτον κοριτσίστικο λαιμό σου. Αλλά κάθε μέρα πρέπει νά άνοίγομαι στο καταρρακτώδες όνειρο τούΠιέρ (επίσης, δέν υπάρχει μέρα πού νά μήν άνακινώ το οξυμένο του βάσανο ). Είμαι χάρη σε σένατόσο εύτυχισμένη πού, το ξέρω, θά έπρεπε να σού το άνταποδώσω, άλλά αύτή ή εύτυχία πού σούχρωστώ με ξεπερνάει: θά γελάσω στήν άγκαλιά σου με το γελαο τής άναγνώρισης, ντροπιασμένηάπό τις άπολαύσεις που ο Πιέρ κι έγώ δίνουμε ό ένας στον άλλον, εύτυχισμένη για τις απολαύσειςοπού σε άνοίγει μιά άκόρεστη έπιθυμία με τήν οποία σμίγει ή δική μου έπιθυμία, καθώς ήσαν τά ουοερωτευμένα μας σώμιατα. Σε φιλώ καί ζητώ άπό τόν

Πιέρ να μιε συχωρέσει. Τον απατώ τώρα δα μέ τή σκέψη μου, άλλά, όπως κι αγαπώντας τον δέναμφιβάλλω οτι σου ειμιαι πιστή, έτσι παραμένω καί σέ κείνον πιστή γλιστρώντας μιέ τή σκέψη τήγλώσσα μου στά δόντια σου.5 Άλλά θά μέ συχωρέσεις μέ τή σειρά σου αν κρύψω, οταν έρθεις, τοκορμί μου άπό τά φιλιά σου, διότι φυλάω γιά τον Πιέρ το πιο πολύτιμο.2 Το νά στερηθώ μιά ήδονήείναι σάν νά πέφτω άρρωστη, άλλά νά τή στερηθώ γιά τον μικρό σου Πιέρ είναι κάπως σάν νά τήστερούμαι γιά σένα, καί νά γίνομαι περισσότερο άπό ευτυχισμένη ».

Δέν είπα τίποτα: εύχαρίστησα τή Χανσί, άλλά σκέφτηκα οτι άντί νά νιώσω εύτυχισμένος, αύτή ήάρνηση, τήν οποία ή Χανσί κάλυπτε μέ άπρέπειες, μέ έθλιβε. Θά μού είχε αρέσει νά διασκέδαζε πούκαί πού ή Χανσί μέ τή μητέρα μου. Μισούσα τήν ιδέα νά πίνει μέ τή μητέρα μου, καθώς είχε θελήσεινά το κάνει, καί ώς εκ τούτου άσυναίσθητα νά ολισθαίνει. Αλλά μολονότι τά τολμηρά της γράμματαμέ άφηναν —όχι πάντοτε— μέ σφιγμένη τήν καρδιά, τά άγαπούσα. Ποτέ δέν είχα ξεχάσει οτι ήΧανσί ήταν ή μαιτρέσα τής μητέρας μου. Άπό τήν αρχή, αύτός ό δεσμός μού είχε αρέσει, καί τώραθά επιθυμούσα νά ξαναφτιαχτει καί ν<ά διαρκέσει. Διαβάζοντάς μου το γράμμα της ή Χανσί μιέ είχεσυνταράξει βαθιά. Άλλά, παρόλο πού άναμενόταν, το τέλος μιέ είχε απογοητεύσει: μονάχα ή σκέψηοτι ή Χανσί σχεδίαζε ν’ άποκρύψει το σώμα της καί όχι το στόμα της, μέ παρηγορούσε. Κυνικάσκέφτηκα οτι ή μητέρα μου θα φιλούσε μπροστά μου τή Χανσί. Μιά τέτοια οικειότηταανταποκρινόταν άκόμη καλύτερα στήν έπιθυμία μου, εφόσον ή άρνηση του σώματος περιόριζε αύτόπού, άπεριόριστο, θά με είχε γεμίσει με δέος.

Μόλις πού είχα το συναίσθημα ότι άργά άργά ή θέλησή μου διαλυόταν καί οτι ή επιστροφή τήςμητέρας μου θά ήταν ό κυκλώνας οπού όλα θά καταποντίζονταν μέσα στή φρίκη. Άλλά, προςστιγμήν, οι ελαφρόμυαλες φράσεις τού γράμματος τής « μεγάλης άρκτου » μέ είχαν θερμάνει.

—Θά ήθελα νά δώ, τής είπα, πού είσαι ρούσα.6

Ειρωνική, υπάκουσε. Αναλογίστηκα οτι μού έμοιαζε καί οτι, είτε επρόκειτο γιά τή μία είτε γιά τήνάλλη άπό τις μαιτρέσες της, έστω κι αν ήταν μιά επίκληση, ή παρουσία τους τήν άκατάλληλη στιγμήτήν ώθούσε στο «όνειρο». Στις πέντε ή ώρα, άνοιξε, τήν ήμέρα εκείνη, τά άπόκρυφα τής «χρυσήςπύλης ». Δέν τά έκλεισε παρά στις τρεις ή ώρα το πρωί. Ή Λουλού πού μας σέρβιρε, πού τήνκαλέσαμε ύστερα, μιέ ρώτησε τήν επομένη τί μας είχε φέρει σε κείνη τήν κατάσταση.

—Είμαι άνω-κάτω, μού ελεγε ή Λουλού. Μπροστά μου ή Χανσί, μέ το κεφάλι πίσω, είχε τά μάτιαγυρισμένα. Ποτέ δέν τήν είχες φιλήσει μπροστά μου. Ποτέ, γιά νά τή χαϊδέψεις, δέν τήν είχες

Page 68: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

ξεσκεπάσει τόσο ψηλά. Δέν έβλεπες πιά τίποτα.

—Δέν σε έβλεπα πιά…

Ή Λουλού μού χαμογελούσε, σήκωσε το φουστάνι της. Ή πονηριά της καί ή καλοσύνη της, ήκαθαρή γραμμή τών ποδιών καί ή γοητεία τής αναίδειας, τέλος ή σοβαρότητά της, το σβήσιμό της,μου υπέβαλλαν, περισσότερο απ’ οσο ένα πρόσωπο άπό τις χίλιες καί μία νύχτες, τήν ιδέα μιαςπλούσιας καί πανέμορφης νέας κοπέλας, τήν οποία μιά βασκανία, μεταμορφώνοντας τη σεσουμπρέτα, θά τήν είχε μετατρέψει σε ενσάρκωση μιας ξετσίπωτης επιθυμίας.

Είχα συν τω χρόνω το συναίσθημα ενός ανθρώπου ευτυχισμένου, πού έχει νιάτα, χρήμα κι ομορφιά,πού φαντάζεται τον κόσμο κι αύτούς πού τον κατοικούν φτιαγμένους γιά νά ανταποκρίνονται στήνεκκεντρικότητα τών επιθυμιών του. Δέν άμφέβαλλα πλέον γιά μιά εύτυχία, στήν οποία ή δυστυχία ήίδια -^αφελώς δέ, ήμουν περήφανος πού το ήξερα— προσέθετε, οπως το μαύρο χρώμα στήν παλέτα,μιά δυνατότητα βάθους”. ’Ήμουν εύτυχισμένος, ήμουν στο άπόγειο τής εύτυχίας. Τήν ήμέρα μεάπασχολούσε αύτός ό άνοστος κόσμος ύπό τον δρο ν’ άποσπώ κάποια επιπόλαιη ή φιλόπονηικανοποίηση — μιε μιά δόλια ειρωνεία. Σάν έπεφτε το βράδυ, ξανάρχιζε ή γιορτή. Ή Χανσί, ή οποίαδέν είχε αποδεχτεί ποτέ τίποτα, μπροστά στή Λουλού, παρά χάρη στο μεθύσι, επιτέλουςάποδεχόταν’κάποιους συμβιβασμούς.

—Στο κάτω κάτω, είμαι χαζή πού ενοχλούμαι, μού είπε.

’Έβγαλε άπό ένα ντουλάπι κάμποσες στολές μασκαράτας. Ή Λουλού ήρθε νά τής φορέσει μία άπ’αύτές : ήταν ένα φόρεμα άπό ύφασμα διαφανές. ‘Όταν οι δυο γυναίκες έπέστρεψαν άπό το μπάνιο,ενώ ή Χανσί αφηνόταν στο θαυμασμό, ή Λουλού μού έδειξε οτι επιπλέον σκισίματα άφηναν νάβλέπεις καθαρά αύτό πού το φόρεμα κάλυπτε λίγο. ’Ήμουν έκπληκτος, έκθαμβος με μιά τέτοιααλλαγή.

Άλλά αφού εύχαριστήθηκε μιέ τή διασκέδαση πού είχε παραχωρήσει, φάνηκε κακόκεφη :

—Είναι διασκεδαστικό, είπε, ύπό έναν δρο : νά σταματήσουμε εγκαίρως.

—Είναι άκόμη πιο διασκεδαστικό, τής είπα.

—Νά μου υποσχεθείς, Πιέρ, ότι θά σταματήσεις εγκαίρως ! ’Έπληττα το άπόγευμα, μου άρεσε ήΛουλού. Δέν είχα τήν αίσθηση ότι σε απατώ.

—Χανσί, άντίθετα, είμαι βέβαιος οτι άπόψε θά άγαπηθοΰμε πιο ολοκληρωμένα.

—’Έχεις δίκιο, άρνουμαι ομως νά κάνω αύτό πού θά ήθελε ή Λουλού. ’Άφησέ μας, Λουλού.Νιώθω τήν άνυπομονησία τού Πιέρ — καί τή δική μου. Θά σε καλέσω σύντομα.

Πριν άκόμη άκούσει τήν πόρτα νά κλείνει, ή Χανσί παραφερόταν άνάσκελα στήν άγκαλιά μου.

—Σ’ άγαπώ, είπε, έχεις δίκιο, θά σ’ άγαπήσω πιο ολοκληρωμένα, νομίζω μάλιστα οτι θά σε κάνωκαί πιο εύτυχισμένο.

Μπήκαμε τόσο βαθιά στήν άβυσσο τής εύχαρίστησης πού είπα στή Χανσί:

—Προ ολίγου δέν σε γνώριζα καί σ’ άγαπώ λίγο περισσότερο άπ’ οσο είναι δυνατόν: με κάνεις νά

Page 69: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

σπαράζω καί νομίζω οτι σε κάνω νά σπαράζεις μέχρι τά μύχια…

—Θά ήθελα νά πιώ πριν άποκοιμηθώ, είπε ή Χανσί. Ας χωρίσουμε, είμαι βέβαιη οτι θά βρεθούμεστήν ίδια κατάσταση χάριτος οταν άναχωρήσει ή Λουλού. Ντύσου καί δώσ’ μου το φουστάνι μου.

Χαμογέλασε, τόσο αύτό το φουστάνι ήταν το άντίθετο ένός φορέματος, άλλά το έσιαξε μέ τρόποπού νά μοιάζει εύπρεπές.

—Σε παρακαλώ, είπε ή Χανσί, έστω καί αν μ’ επιθυμείς οσο καί προηγουμένως, μή με πλησιάζεις.Ξέρεις καλά ότι το παιχνίδι με τρομάζει.

Άλλα πρόσθεσε γελώντας, με μιά φωνή πού τήν άλλαζε ή άγο ν̂ια (πολύ τρυφερά ξάπλωσε τοκεφάλι πάνω στο πόδι μου ):

—Παρ’ όλα αύτά, αν συμπεριφερόμουν… λίγο άσχημα, δέν θά μέ μάλωνες ; άλλά μήν κάνειςκατάχρηση. Απόψε έγώ έχω όλα τά δικαιώματα. Δέν θέλεις ; ‘Αν και… μή μέ κάνεις νά πάω πιομακριά άπ’ οσο θά ήθελα. Μήν το ξεχνάς : σχεδόν πάντοτε είπα όχι…

Ξάφνου φώναξε ολο ευθυμία καί κατεργαριά:

—Θά είναι σίγουρα πολύ διασκεδαστικό, έφόσον φοβόμαστε !

—θά μπορούσες νά τακτοποιήσεις το φουστάνι σου, ίσως είναι όμως χαμένος κόπος, τής είπακοιτάζοντας μέ βουλιμία ένα φόρεμα πού είχε καί πάλι μιά ακατάστατη όψη.

—Τί θέλεις ; μού είπε. ’Έχω μιά διάθεση πού σέ εκπλήσσει, άλλά φαντάζομαι οτι αύτό σού’ αρέσει.

—Ποτέ δέν θά είχα πιστέψει οτι αύτό θά μού άρεσε τόσο\ άλλά αύτό μού άρέσει ακριβώς έπειδήείσαι άγχώδης σάν εμένα καί δέν θά έφτανες μέχρι τέλους.

—Ή φωνή σου είναι βραχνή ! ή δική μου το ίδιο.2 Ακούω νά έρχεται ή Λουλού.

Ή Λουλού έβαλε τά μπουκάλια στον πάγο. Πρώτα άπ’ ολα, τίποτα δέν μέ ξάφνιασε οσο τοχαμόγελο τής Λουλού, πιο ύποχθόνιο, κυρίως πιο πνιγμένο άπό το σύνηθες.

—Λουλού, τής είπε ή Χανσί, σήμερα διασκεδάζουμε. Θά μιέ φιλήσεις;

Ή Λουλού γλίστρησε πάνω στο σοφά καί, καθώς είχε φορέσει έν τω μεταξύ ένα φόρεμα πού είχε τάίδια σκισίματα μέ το άλλο, παραμέρισε τά φύλλα του γλιστρώντας μέ τρόπο ώστε νά δείχνει τόνγυμνό πισινό της, οταν άνοιξε το στόμα της στή λαίμαργη γλώσσα τής Χανσί.

Ή Χανσί όμως σηκώθηκε πάραυτα, σπρώχνοντας τή Λουλού.

—Αύτό με δίψασε, είπε.

—Μπορώ να τον φιλήσω; είπε ή Λουλού δείχνοντάς με.

Φουριόζα, ή Χανσί περιορίστηκε στο να τήν κοιτάξει.

—Μά, Χανσί, είπε ή Λουλού, κανείς δέν ασχολείται μαζί του!

—Τόσο το χειρότερο, μου είπε ή Χανσί, έλα στήν αγκαλιά μου.

Page 70: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Αφέθηκε τόσο τέλεια σ’ αύτό το φιλί ώστε ή Λουλού μοιραζόμενη τήν έκσταση οπούσυγχωνευόμασταν ξαπλώθηκε μ’ ένα τίναγμα στή διπλανή πολυθρόνα.

Ή Χανσί τή χτύπησε με μιά κλοτσιά αρκετά απότομη.

—Θέλουμε νά πιούμε, είπε, διψάμε τρομερά.

Καί πρόσθεσαν

—Ναι, Λουλού,.δέν μπορούμε πιά.

Σάν σηκώθηκα, θαύμασα τά πελώρια ποτήρια τού δίσκου, πού ή Λουλού έσπευσε νά γεμίσει μέσαμπάνια.

Ηδονιζόμουν μέ τή δυστυχία μου.

—Θέλω νά πιώ μέσα στά χέρια σου, είπε ή Χανσί στή Λουλού.

Καθισμένη περίπου οκλαδόν, ή Λουλού πήρε στά δύό της χέρια τή Χανσί, ή οποία δίχως νά κάτσειακούμπησε πάνω της : ή Χανσί κοιτάζοντάς με μού άνοιγόταν μέσα σ’ αύτό το βλέμμα πού ωστόσοέκλεινε λίγο.1

’Ήπια τήν ίδια στιγμή.

Ή Λουλού ήπιε, ύστερα γέμισε τά ποτήρια. Δέν μιλούσαμε πλέον…

—Πίνω ακόμη ένα ποτήρι, είπε, δέν θέλω νά είμαι μεθυσμένη μετά άπό σάς. ’Έπειτα ή Κυρία θά πιειμέσα στά χέρια μου, αν ο Κύριος επιτρέπει…

Σταματήσαμε πάλι νά μιλάμε. Ξανά, ή Χανσί άκούμπησε πάνω στή Λουλού. Ή Χανσί άνοιγεπροκλητικά τά πόδια : έπινε άπληστα, άλλά σταματούσε κάποιες στιγμές στυλώνοντας πάνω μου τοβλέμμα της. Αυτού τού είδους ή επισημότητα ήταν άποπνικτική.

“Όταν περάσαμε στήν τραπεζαρία ήμασταν συγχρόνως ήδη μεθυσμένοι άλλά σιωπηλοί. Περίμενα.Ή Χανσί περίμενε και ή Λουλού δέν μού φαινόταν ή λιγότερο άρρωστη άπό τούς τρεις μας. Οιφούστες με τά σκισίματα άφηναν νά φανεί ή πιθανότητα καί, ποιος ξέρει; το επικείμενο μιάς βίαιηςάταξίας. ’Αλλά άρκοΰσε ένα κουμπί, καί το ντεκολτέ τής Χανσί έπαψε νά χάσκει. Καθίσαμεμπροστά σ’ ένα σερβιρισμένο κρύο δείπνο.

[Εδώ διακόπτεται το κείμενο στην έκδοση J.-J. Pauvert, οπού παρατίθεται ή σημείωση : ]

Εδώ ακριβώς το κείμενο γίνεται δύσκολο στην παρακολούθηση. Τα τρία πρόσωπα γλιστρούν σ’ έναπαροζυστικό οργιο και ό Georges Bataille μοιάζει να διστάζει διαρκώς μεταξύ του πιο ωμούπεριγραφικού λεξιλογίου και τών περιφράσεων πού χρησιμοποιούσε άπό τά πρώτα κιόλας φύλλατού χειρογράφου. Οι προσθήκες ως σημειώσεις δεν έχουν άρκετά σαφή θέση και πολλά χωρίαμεταξύ άγκυλών άλλά όχι σβησμένα είναι άβέβαια. Επειδή δέν στάθηκε δυνατόν νά βρεθεί καμίαάκριβής ένδειξη γιά το τέλος τού τόμου θά γίνει κατανοητό ότι έπιλέγοντας τή μία ή τήν άλλη εκδοχήμας είναι άδύνατον ν’ άποφασίσουμε αυθαίρετα στή θέση τού συγγραφέα. Δίνουμε λοιπόν μιάπερίληψη αυτών τών 16 σελίδων, παρενθέτοντας τα πιο σημαντικά αναγνώσιμα χωρία.

Page 71: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

r0 Πιέρ ή Χανσί καί ή Λουλού, εξαντλημένοι άπό το άποχαλίνωμά τους άποκοιμούνται. ΌΠιέρξυπνάει στή μέση τής νύχτας. Το πρόσωπο τής Λουλού φέρει το ίχνος μιας καμτσικιάς άπό τή Χανσί.

[Ή συνέχεια τού κειμένου στήν έκδοση τών “Απάντων(Gallimard) πού παραλείπεται στήν έκδοση J.-J. Pauvert :]

—Δέν έχω όρεξη παρά γιά σένα, μου είπε ή Χανσί.

Δέν τολμούσαμε νά μιλήσουμε παρά χαμηλόφωνα. Μου φάνηκε πώς ή Λουλού, ή οποία είχεεξαφανιστεί, ήταν κάτω άπό το τραπέζι.

—Διψάς ίσως, είπα στή Χανσί.

—Ναι, είπε, θά πιώ, καί θά πιεις.

—Ναι, κατ’ άρχήν χρειάζομαι πολύ κουράγιο καί ιδίως, οσο περισσότερο θά έχω πιει, τόσο πιο πολύθά κατουρήσω. Πιέρ, σ’ άγαπώ, σέ λατρεύω καί τά νεύρα μου τεντώνονται στο έπακρο. ’Έχω τοκεφάλι τής Λουλού μέσα στά πόδια μου : γέμισε το ποτήρι μου, θά γεμίσω το δικό σου, έπειτα θ’άμολήσω το κρασί στο στόμα τής Λουλού. Δέν φαντάζομαι μεγαλύτερη εύχαρίστηση. Το ολοπαιχνίδι θά διαρκέσει ώρα πολλή, όταν θά τά έχω κατουρήσει όλα, θά σέ κάνω νά ήδονιστεις τόσοδυνατά πού θά σού φανεί ότι πεθαίνεις. Σάν νά σέ γδέρνουν ζωντανό. Σάν κρεμασμένος.

Κατάλαβα ότι ή Χανσί, πού ήδη έτρεμε, είχε άρχίσει νά κατουρά. Τή διαπερνούσαν ρίγη.

—Είναι θαύμα, είπε. Καί θά σού δώσω σέ λίγο. Η’ άδειάσεις μέσα στο στόμα μου αύτό πού θά έχειςπιει. Ηά σού το στείλω πίσω καί θά μού πλημμυρίσεις μ’ αύτό το λα»-μό, την κοιλιά, τα πόδια. ΉΛουλού τα καταπίνει όλα, άλλα κρατάει καί λιγάκι γιά νά μουσκεύεται. Αν θέλεις, θά γδυθείς καίόταν έρθεις κάτω άπό το τραπέζι, θά σε πλημμυρίσει, μιε τή σειρά σου, με το κάτουρο μου. Όταν θάφτιαχτώ, θά μαστιγώσω τή Λουλού. Θά φύγει καί θά γαμηθούμε. Άλλ’ αύτό θά διαρκέσει… θέλωνά κατουρήσω σε μικρές δόσεις… ‘Όταν κατουρώ σε μικρές δόσεις, αύτό, θά το δεΙς, μέστραγγαλίζει. Δέν φαντάζεσαι σέ ποιά κατάσταση βρίσκομαι σάν κατουρώ μ’ αύτό τόν τρόπο. Τονιώθεις, τά πόδια μου τρέμουν καί χτυπούν στο μέτρο πού το κάτουρο μου μπαίνει μέσα στολαρύγγι της. Φίλησέ με καί θά σέ μαλακίσω. Ή Λουλού θά σού βρέξει τήν ψωλή, θά βάλει τοκάτουρο μου στο χέρι μου καί θά σέ μαλακίσω μιέ τέτοιο τρόπο ώστε νά κραυγάσεις.

» Σταματώ, Λουλού, βρέξε τώρα τήν ψωλή τού Πιέρ μιέ το κάτουρο μου. Άλλά, Πιέρ, θά φοβηθείςκαί ίσως ήδη φοβάσαι. Έγώ τρέμω άπό τήν άρχή. Δέν σού είπα ψέματα. Μή μιλάμε πιά. Είμαιύπερβολική. Κατουρώ άκόμη.

Λίγο άργότερα, επανέλαβε:

—Δέν σού είπα ψέματα. Το έκανα μία φορά —μ’ ένα πρόσωπο πού γνωρίζεις— καί δέν πίστευα ότιέχω πιά τή δύναμη νά το ξανακάνω. Όταν κατάλαβα οτι θά σού άρεσε, πήρα τήν άπόφαση. Άλλάοταν κατουρώ, μού φαίνεται πώς ή δυστυχία μπαίνει μέσα στο σπίτι. ’Ά, είναι ύπερβολικό ! θάκατουρήσω άλλη μιά φορά. Μ’ άρέσει νά κατουρώ μιέσα στο στόμα της, α, αύτή τή φορά ολη σουτή γλώσσα μέσα στο στόμα μου !

Ή Χανσί δέν μιλούσε πιά οταν κατουρούσε. Ήρθε ή στιγμή οπού μού είπε :

Page 72: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Τώρα, μέ τή σειρά σου, θά πας κάτω άπό το τραπέζι και… Σέ λίγα λεπτά, θά μέ γαμήσεις. Θάσφηνωθείς μέσα μου. Θά λουστούμε μέσα στο κάτουρο μου, θά σού δώσω το κάτουρο πού θάβάλεις στο στόμα μου. Αν ήξερες πόσο πιο δυνατά -ηδονίζομαι κατουρώντας άπ’ οσο χύνοντας. ’Ά,γρήγορα, πήγαινε κάτω άπό το τραπέζι καί ή Λουλού θά μού φιλήσει το στόμα. Γρήγορα,αισθάνομαι…

Κάτω άπό το τραπέζι, δέχτηκα τή δωρεά τού ρίγους, δωρεά πού πρόσφερε ή Χανσί τον εαυτό’ της.’Έτρεμε άκόμη φωνάζοντάς με. Ξεφώνισε:

—Πιέρ, γρήγορα, γρήγορα, τήν ψωλή σου, έλεος ! Δέν το άντέχω πιά.

Μπήκα καί μού είπε τρυφερά:

—Πόσο είναι μεγάλη, πόσο είναι ώραία. Είχα πιστέψει πώς θά τήν έδιωχνα —τή Λουλού— μά είναιπολύ άργά ! Λουλού, συνέχισε, γλείψε τήν πούτσα του άνάμεσα στά σκέλη μου καί ρούφηξέ μουβαθιά τήν τρύπα τών γλουτών. ’Ά, Λουλού, θά ήθελα νά είσαι δύο: θά έπρεπε τουλάχιστον ν’αύξηθείς κατά δύ.ο χέρια, αν δέν μιας μαλακίσεις τήν τρύπα μιέ τή γλώσσα, με ένα δάχτυλο.

—Ή Κυρία μού έχει ήδη πει οτι κανείς δέν έγλειφε μιέ μεγαλύτερη βουλιμία, είπε ή Λουλού.

—Πιέρ, ας διασκεδάσουμε οπως ποτέ δέν έχουμε διασκεδάσει καί οπως ποτέ πιά δέν θάδιασκεδάσουμε, είπε ή Χανσί.

Τά παιχνίδια μας, πού είχαν παραταθεί, άνανεώθηκαν, έπειτα κατασταλάξαμε σέ κάποιου είδουςειρήνευση. Ή Λουλού, νομίζοντας οτι είχαμε άποκάμει —ίσως δέ καί άπληστη γιά τον πόνο—,έψαξε αύτό πού είχε τακτοποιήσει.

Εδώ καί πολλή ώρα ήμασταν καί οι τρεις ολότελα γυμνοί.

Ή Λουλού ξανάρθε καί, γονατίζοντας, παρουσίασε στή Χανσί δύο άντικείμενα.

Είχε στο άριστερό χέρι ένα μαστίγιο καί στο δεξί έναν μεγαλεπήβολο ψευτοφαλλό.

1

Το όρος καί το ομώνυμο μοναχικό τάγμα τών Καρμελιτών. (Σ.τ.μ.)

Ι Ηβ Ι

2

Λατινικά στο κείμενο. Βλ. αντιστοίχως, τα ευαγγελικά χωρία: ΣυΜα^όντες όέ αυτόνήγαγον (…) Καί οι άνδρες οι συνέχοντες τον Ίήσουν ενέπαιζον αυτφ Γέροντες (…): ΚατάΛουκάν, κβ ‘ 54, 63. Οι οε επέβαλαν έπ ’ αυτόν τάς χείρας αυτών και έχράτησαν αυτόν: ΚατάΜάρκον, ιό’ 40. Οι δε κραττησαντες τον Ίησοΰν άπήγαγον (…): Κατά Ματθαίον, κστ ’ 57

(…) συνέλαβον τον Ίτησοΰν και εδησαν αυτόν, και άπήγαγον αυτόν (…) Κατά Ιωάννην, ιη’ 12-13. (Σ.τ.μ.)

Ι ιοί ]

3

Page 73: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Ή έκφραση αυτή δηλώνει το πορνείο. (Σ.τ.μ.)

4

Γίνεται το λογοπαίγνιο με τον αναγραμματισμό τών λέξεων rousse — ourse:πυρρόξανθη, ρούσα — άρκτος. ( Σ.τ.μ.)

5

Διόρθωση: κάνοντας με τη σκέψη να εισχωρήσει ή μυτερή γλώσσα μου στή μακάριατρύπα τών γλουτών σου. (Στήν έκδοση τών ‘.Απάντων: λείπει από τήν έκδοση J.-J.Pauvert.) (Σ.τ.μ.)

‘λ. Διόρθωση : διότι στον Πιέρ παραδίνω το άπό-κεΐ-πού κατουράνε και το άπο-κεΐ-πούχέζουνε. ( Λείπει άπό τήν έκδοση J.-J. Pauvert.) ( Σ.τ.μ.)

6

ΔιόρΟοχτη : Τήν ικέτευσα :

—Πρώτα το άπο-κεΐ-πού κατουράνε… (Λείπει από τήν έκδοση J.-J. Pauvert.) ( Σ.τ.μ.)

Σίγουρα το νιώθεις, εδώ και μιά ώρα καυλώνω τρομερά. (Λείπει από τήν έκδοση J.-J.Pauvert.) ( Σ.τ.μ.)

‘λ. Θα ήθελα να τή βγάλω, δέν τολμώ. (Λείπει άπό τήν έκδοση J.J. Pauvert.) (Σ.τ.μ.)

Page 74: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

Ή ομορφιά αύτών τών δύο γυμνών γυναικών, τών άνοιχτών σάν πληγές, μπούκωνε το λαιμό.

—Ή αποζημίωσή μου, ζήτησε ή Λουλού.

Ή Χανσί τής απάντησε μ’ ένα χαμόγελο, οπού είδα να διαγράφεται ή ωμότητα. ’Έβαλε το δεξί πόδιπάνω σε μια καρέκλα καί ή Λουλού, δρώντας με μιά άξιοθαύμαστη μαστοριά, τής έχωσε το πελώριοόργανο μέσα στο μουνί, έτσι ώστε έβγαιναν άπ’ αύτό μονάχα μία τεράστια τριχωτή τούφα καί τ’άρχίδια, καί έπειτα τής παρέδωσε το μαστίγιο.

Το βλέμμα μου πήγαινε άπό το γέλιο πού ήταν ή έκτράχυνση μιας άγριότητας στο θαμπωμένοχαμόγελο τής Λουλού, οπού διάβαζα τήν τρομάρα καί τήν έκσταση του πόνου.

Μεθυσμένη άπό κρασί καί άπό σπέρμα, ή Χανσί, δείχνοντάς μου μέ το βλέμμα τή Λουλού, έκανεστράκες με το μαστίγιο, καί τή χτύπησε ξαφνικά καταπρόσωπο, τόσο βάναυσα ώστε έβγαλα μιάκραυγή καί ώστε, άναυδη, ή Λουλού άφέθηκε νά πέσει, μιέ τά χείλη καί τά μάγουλα χαραγμένα μέμιά μακριά κόκκινη γραμμή. Μέσα στήν κάψα τού πυρετού, μ’ ένα μορφασμό οδυνηρό, έκστατικό,ή Λουλού κοίταζε κατάματα το αιδοίο τής Χανσί, άπ’ οπού εκείνη τραβούσε άργά τόν ψευτοφαλλό.Ή Χανσί μέ κοίταζε, το δέ άπλανές βλέμμα της έμοιαζε νά μού λέει: το βλέπεις, ό σφοδρός μουέρωτας μέ ντύνει μέ τόση αισχρότητα, μέ τόση ώμότητα.

Κρατούσε τώρα στο χέρι της τόν ψευτοφαλλό πού έβγαλε άπό μιέσα της : έσκυψε καί, δίχωςτρόπους, άνοιξε τά πό-’ δια τής Λουλού όπως θά το είχε κάνει μ’ ένα ζώο, έπειτα μέ τήν πούτσα τηςτή διαπέρασε βίαια άπό τή σχισμή.

Πλησίασε σέ μένα καί σκύβοντας άλλη μιά φορά πήρε τόν πούτσο μου στο στόμα της : μπροστάστή Λουλού, τόν ρούφηξε μιέ άπληστία. Τά καπούλια της τουρλώνονταν στά μάτια μου καίτούς βύθισα βαθιά το δάχτυλο βρεμένο, ύστερα μέ τράβηξε άγρια πάνω στο σοφά καί, ένώ μεδάκρυα, άλλα καί μιέ βαθιούς ρόγχους ή Λουλού μαλακιζόταν απλόχερα με το οπλο της,γαμηθήκαμε μιέ μανία, σάν, καταβροχθίζοντας το στόμα μας, ή βιαιότητα τής ψωλής μου, το ξέσκισμα καί το άποχαλίνωμα του κώλου της, να διατρυπούσαν το βάθος του ουρανού. Οιστραγγαλισμοί τών κορμιών μας χάνονταν μέσα στήν αίσθηση μιας γύμνιας πού πάντοτεανοιγόταν, μα πάντοτε ήταν απροσπέλαστη, πούωστόσο ή γλώσσα μου έγλειφε στον πυθμένατού λάρυγγα τής Χανσί καί πού ή άκρη τής ψωλής μου άγγιζε μέσα σε μιά άπελπισμένηπροσπάθεια νά άνοιξε ι ολόκληρη τή Χανσί - τον πυθμένα τής ήδονής τού κορμιού της.

[Συνέχεια του κειμένου καί στις δύο εκδόσεις: Pauvert, Gallimard : ]

Κοιμήθηκα άσχημα. ‘Όταν ξύπνησα, μεσονυχτίς, είδα ότι βρισκόμασταν στήν τραπεζαρία. Ξύπνιος,συνερχόμενος καί πάλι, κατάλαβα το νόημα τής εξαιρετικής επίπλωσης τού δωματίου πού το.περικύκλωνε ένας μεταξωτός σοφάς κατά μήκος τών τοίχων. Αύτός ό πολύ φαρδύς σοφάς είχεσχεδιαστεί γιά τις ερωτοτροπίες πολυάριθμων προσώπων : μία πόρτα-ντουλάπι επέτρεπε στήΛουλού, αν χρειαζόταν, νά σηκώσει το τραπέζι δίχως νά βγαίνει άπό το δωμάτιο. ’Ήμουν έκπληκτοςμε τήν άφέλειά μου : είχαμε ήδη κάνει έρωτα πάνω σ’ αύτόν τον τεράστιο σοφά, άλλά ποτέ δέν είχασκεφτεί ότι ή Χανσί είχε παραγγείλει νά τον κατασκευάσουν γι’ αύτό το σκοπό. Προς στιγμήν,άγουροξυπνημένος, καί άφού ξανακοιμήθηκα μπροστά σ’ αύτές τις γύμνιες τών ξαπλωμένων σέάταξία γυναικών, είχα τήν αίσθηση ενός επώδυνου ονείρου : μού άρεσε, μά δέν ξεμπέρδευα μ’ αύτό.Στο λιγοστό φως πού ερχόταν άπό έναν ούρανόοπού το φεγγάρι δεν πρόβαλλε παρά πού και πού

Page 75: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

άπό τά σύννεφα, είχα καταφέρει νά ξαναδώ τό πρόσωπο τής Λουλού πού το παραμορφο ν̂ε ή πληγήτης. Ή Χανσί έκανε μόλις αύτό πού μού είχε πει πως άπεχθάνεται, καί πού συχνά λυπόμουνα πού τοαπεχθανόταν, άλλά ή επίπλωση, ή προορισμένη γιά τέτοιες απολαύσεις, έδειχνε ότι παρ’ όλ’ αύτά τοσυνήθιζε. Λεν σκεφτόμουνα να τής προσάψω τίποτα, τήν άγαπούσα και αύτά τά παιχνίδια μού είχανδώσει τή μεγαλύτερη εύχαρίστηση : προτού τά γνωρίσω, τά είχα άγαπήσει με τή σκέψη, γιά τήνάκρίβεια όμως το γούστο μου δέν είχε φανερωθεί κατ’ άρχήν παρά θλιβερά, μέσα στή μοναξιάέμπρός στις φωτογραφίες τού πατέρα μου, ή στις σκηνές πού μέ είχαν τρομάξει, άνάμεσα στή Ρέα,στή μητέρα μου καί σέ μένα. Ξαναβρήκα τήν κατάσταση τού μυαλού πού άκολουθούσε τιςονειρώξεις μου καί πού άκολούθησε τή συνάντησή μου μέ τή Ρέα. Είχα πυρετό καί άπό το πρώτοβράδυ πού είχα πάει στή Χανσί, ήταν ή πρώτη φορά πού το άγχος μού έσφιγγε το λαιμό.

’Αποκοιμήθηκα πάλι σ’ αύτή τήν κατάσταση, ύστερα ξαναξύπνησα. Ή Χανσί έκλαιγε πάνω στοσοφά. Ήταν ξαπλωμένημπρούμυτα καί έκλαιγε. Ή μάλλον, μέ τή μιά της γροθιά στο στόμα,κρατιόταν νά μήν κλάψει. Πήγα προς το μέρος της καί, τρυφερά, τής είπα νά έρθει μαζί μου νάπλαγιάσει στο δωμάτιό της. Δέν μού μίλησε, άλλά δέχτηκε νά μέ άκολουθήσει καί δέν ήταν παράμέσα στο κρεβάτι της πού άρχισε καί πάλι νά τρέμει, κρατώντας τά δάκρυά της. Σκεφτόμουνα οτι τοκοιμισμένο σώμα τής Λουλού, μιέ το χαρακωμένο πρόσωπο, κειτόταν πάντοτε στήν τραπεζαρία.

—Χανσί, τής είπα, δέν θά ξαναρχίσουμε ποτέ.

Δέν άπάντησε, αλλά άφησε ελεύθερα τά δάκρυά της.

Δέν ήταν παρά μετά άπό πολλή ώρα πού ή Χανσί μού είπε μέ μιά φωνή πνιγμένη :

—Πιέρ, σού οφείλω μιά έξήγηση, άλλά είναι φρικτή.

Είπε πάλι:

—Το έκανα παρά τή θέλησή μου καί τώρα νιώθω οτι ολα έχουν χαθεί… Ή μητέρα σου…

Ξέσπασε σέ λυγμούς.·

—Είναι πολύ δύσκολο… Δέν το άντέχω άλλο. Σ’ άγαπώ πάρα πολύ, μά ολα έχουν χαθεί. ’Άφησέ με!

’Έκλαιγε δίχως τελειωμό. Εντέλει, μέσα στ’ αναφιλητά της μου μίλησε:

—’Ήξερες οτι ήμουνα,ότι είμαι ή μαιτρέσα τής μητέρας σου: ξέρεις οτι βυθίστηκε μέσα σ’ αυτά ταπαιχνίδια, στά όποια μόλις έπιδοθήκαμε. “Έως τήν ήμέρα τής αναχώρησής της, χρησιμοποιούσε ολατά μέσα γιά νά με συμπαρασύρει. Δέν ήταν πολύ δύσκολο. Ή Λουλού ήταν πάντοτε στο σπίτι. Ήτανεδώ καί πολύ καιρό ή μαιτρέσα μου, κάτω άπό τήν άπαίσια άμφίεση τής καμαριέρας στήν οποίαάρεσκόταν: αύτός ό δεσμός παρέτεινε τά παιδικά παιχνίδια οπου ή Λουλού, τής οποίας όχαρακτήρας ήταν βίαιος, με εξανάγκαζε νά τή δέρνω καί νά τήν ταπεινώνω. Υπήρξε πάντοτε έναείδος παραφροσύνης στις συνήθειές μας. Ή Λουλού με έξουσίαζε, μου επέβαλλε τή θέλησή της. Δένήταν εύχαριστημένη παρά τή στιγμή πού με είχε βγάλει εκτός έαυτού. ’Εκείνη τή στιγμή, έμπαιναστή διαυγή λύσσα οπου μιε είδες προηγουμένως. Ή μητέρα σου απέκτησε τόσο γρηγορότερα τήσυνενοχή τής Λουλού ώστε, καθώς άρνιόμουνα νά μοιράζομαι, ή Λουλού είδε αμέσως σ’ αύτές τιςπροτάσεις άπολαύσεων το μοναδικό μέσο νά ήδονίζεται μαζί μου. Δέν είχα αποδεχτεί, οπως συνέβηκαί οταν αγαπηθήκαμε, παρά νά συνεχίσουμε το παιχνίδι τής καμαριέρας. ’Αλλά το χειρότερο

Page 76: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

άρχισε τήν ήμέρα οπου ή μητέρα σου, αφού με μέθυσε, πέτυχε τούς σκοπούς της : τήν ήμέρα εκείνησυμπεριφέρθηκα οπως καί πριν άπό λίγο. Καί εδειρα τή Λουλού μπροστά στή μητέρα σου !

[’Εδώ διακόπτεται το κείμενο στην έκδοση J.-J. Pauvert οπού παρατίθεται : ]

Η μητέρα τού ΙΙιέρ συμπαρέσυρε λοιπόν τη Χανσί σ ‘αύτες τις ομαδικές κραιπάλες. Καί τώρα έτοιμηνά επιστρέφει την πληροφόρησε γιά τη Θέληση της: όλα πρέπει να ξαναρχίσουν άλλα αυτή τή φοράπαρουσία τού Πιέρ.

[Η συνέχεια τού κειμένου στήν έκδοση Gallimard: ]

—Ή μητέρα σου θριάμβευε : δίχως να περιμένει μού έκανε ένα δώρο : ή Λουλού τής προμήθευσετις διαστάσεις τής τραπεζαρίας καί, λίγο καιρό αργότερα, έκανε τήν αποστολή όλων τών σοφάδωνπού περιστοιχίζουν τήν τραπεζαρία. Ήρθε τήν επομένη να με δει. Είχε ξετρελαθεί άπό χαρά, τίναζετά πόδια στον άέρα, άλλά με άφησε νά ξαποστείλω τή Λουλού και μ’ έριξε άνάσκελα γιά νά μιέπάρει άφού έκλεισαν οι πόρτες. Κατ’ άρχήν είχε κατεβάσει όλα τά λουκέτα πού είχε πει νάτοποθετήσουν σ’ όλες τις έξόδους. ’Ήμουν συγκινημένη άπό ευγνωμοσύνη, ευτυχισμένη γιά τήντόση κατανόηση άπέναντί μου, καί τήν πίστεψα οταν μού είπε οτι γιά νά έγκαινιάσει ολους αυτούςτούς σοφάδες, έπρεπε νά καλέσει μερικές φίλες, άλλά οτι έμένα θά μέ πήγαινε στο δωμάτιό μου.Στο κάτω κάτω, θά έμπαινε στήν τραπεζαρία γιά ν’ άπολαύσει σέ κάποιο σημείο τής γιορτής τήστιγμή πού θά ήταν στο άποκορύφωμά της. Τούτο, μού έλεγε, θά τήν έφερνε σέ μιά κατάστασηοικτρής άναταραχής; πάραυτα ομως θά επέστρεφε νά” κλειστεί μαζί μου. Στήν άρχή άρνήθηκα,έπειτα, μέσα στά φιλιά της, υποχώρησα. Εκείνο το λεπτό, τήν άγαπούσα.

» Συνέχισα κατόπιν νά τήν έπιθυμώ αλλά, άπό εκείνη τήν ήμέρα, ό φόβος άνακατώνεται στήνέπιθυμία πού μέ δένει μιέ τις αισθήσεις. Ξέρω πόσο τήν άγαπάς, άλλά μού είπε οτι τά ήξερες ολα γι’αύτήν καί πρέπει νά σού μιλήσω γιά κείνη τή νύχτα φρίκης, διότι ή μητέρα σου θά γυρίσει πίσω καίθέλει νά προσκαλέσει γυναίκες στο σπίτι μου.

—Πώς; φώναξα. Παρουσία μου;

—Παρουσία σου. Θα σού έδειχνε, μού είπε, οτι στο θέμα τής κραιπάλης είχε κάνει μεγάλεςπροόδους…

’Αναστέναξα:

—Είμαι έντρομος…

’Αλλά, πνιγηρά, θυμόμουνα το διφορούμενο πού είχε εισαχθεί στά γράμματά μας.

[Ή συνέχεια του κειμένου καί στις δυο εκδόσεις : ]

—’Αρνήθηκα, μού είπε ή Χανσί.

Ξεφώνισα:

—Βέβαια!

Μέσα στήν αγωνία μου διαρκούσε υπόκωφα ή έπιθυμία ν’ απαντήσω στήν παραληρηματικήπρόταση τής μητέρας μου, να μήν άποδιώξω το θαύμα δυστυχίας καί σπαραγμού πού ήταν.

Page 77: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

’Αγαπούσα τή Χανσί, άλλά σ’ αύτήν άγαπούσα τή δυνατότητα νά βυθίζεται μέσα στον έρωτα καίοποιος καί νά ’ταν ό τρόμος μου άπό τις ύποπτες γιορτές τής μητέρας μου, άπ’ αύτό πούφανταζόμουνα γι’ αύτές, μέσα σ’ αύτό τόν τρόμο, ή τρυφερότητά της, με τήν οποία άναμειγνύονταντο άνοιγμα στον πόνο καί το αίσθημα μιας άπειλής θανάτου … Μόλις πού είχα πει με δύναμη αύτήτή λέξη « Βέβαια », καί αισθάνθηκα όχι μόνον οτι ήμουνα στοελζος τής μητέρας μου, άλλά καί οτιεπιθυμούσα τήν άβυσσο οπου με συμπαράσερνε άπό τόσο μακριά. Στήν ιδέα οτι θά χάσω τή Χανσί,μού έρχονταν ήδη λυγμοί πού με έπνιγαν. ’Αλλά ή άνάμνηση τής νύχτας άκροτήτων τής Χανσί μ’έκανε νά λέω στον έαυτό μου : « Καί σύ ή ίδια, Χανσί, δέν θά μπορέσεις νά μείνεις στήν άκρη : ήίδια δίνη θά σε παρασύρει».

[Διακοπή του κειμένου στην έκδοση J.-J. Pauvert. οπού παρατίθεται : Ι

[Συνέχεια του κειμένου στήν έκδοση Gallimard : ]

Μ’ έπιασε ξάφνου, ήμουν γυμνός, ήμουν γονατιστός πάνω στο κρεβάτι, με τις γροθιές σφιγμένεςστο στήθος, με έπιασε ένα είδος σπασμού οπου ή Χανσί διάβασε το σπαραγμό μου, άλλα χωρίς νάφανταστεί οτι ή μητέρα μου ήταν γιά μένα πιο σημαντική άπ’ αυτήν.

Εκείνη τή στιγμή μου είπε αύτό που έκρινε πιο βαρύ άπ’ ολα: το τελευταίο της γράμμα.

—Ή μητέρα σου σε θέλει σ’ ολες τις γιορτές. « Δεν χρειάζονται υπεκφυγές, μου έγραψε. Μουυποσχέθηκες οτι σιγά σιγά θά τον σκληραγωγήσεις σ’ αύτού τού είδους τις άκρότητες πού είναι τάάναπόφευκτα επακόλουθα τού έρωτα. ’Έδειχνες, θυμήσου, μιά εξαιρετική διάθεση γι’ αύτά τάπαιχνίδια. Το ξέρεις : αύτό το συναίσθημα φρίκης καί άπέχθειας, πού σε σταύρωνε, μαρτυρούσε τήδύναμη τής κλίσης σου. θά σού παραδώσω τον Πιέρ μεθαύριο, άλλά πρώτα νά τον διαφθείρεις άνευμέτρου, οπως θά μού άρεσε νά τον είχα διαφθείρει έγώ ή ’ίδια εάν δέν χρειαζόμουνα γι’ αύτό ένανόμορφο πυρρόξανθο άγγελο, ό όποιος, δίχως νά τον τρομάζει, θά είχε τήν άγνότητα ενός άγγέλοα, ήμόνη πού θά είχε τήν άναλλοίωτη άγνότητα τής διαφθοράς. Τίποτα δέν μπορεί νά έμποδίσει στοέξής τή Χανσί νά μή γίνει ό άγγελος τής διαφθοράς καί τον Πιέρ, στήν άγκαλιά της, το παιδί πού θάτής παραδώσω οταν θά έχω ολοκληρώσει τή δική του διαφθορά ». Αύτό το τελευταίο γράμμα τήςμητέρας σου έφτασε στά χέρια μου, μάντεψε ! . ..

—Χθές ; τή ρώτησα.

—Χθές, είπε.

—Δέν ήθελα νά πάρω τον κατήφορο, οπως το έκανα.

—Το βλέπεις, ο άγγελος γιά τόν οποίο μιλάει ή μητέρα σου…

—Είναι ή τρεμούλα τής ψυχής σου… Δέν κατάφερες ποτέ κάτι εις βάρος τής μητέρας μου…’Έτρεμες καί έγώ τρέμω.

—Αύτό μέ καίει. Ξέρω τώρα οτι είμαστε χαμένοι. Πάρε με. Χθές, οταν έλαβα το γράμμα της,κάλεσα τη Λουλού. Τής είπα: « Επιστρέφει ή μητέρα του, ή τρέλα θά ξαναγυρίσει στο σπίτι. Κάνεχαρές, Λουλού, θά διασκεδάσουμε μέ τόν Πιέρ, μόλις επιστρέψει. ’Αλλά τώρα διασκέδασέ με.“Όταν ό Πιέρ κι έγώ σε βαρεθούμε, θά σέ ξαποστείλουμε ». Δέν τήν ξαποστείλαμε. Πιέρ, έχειςάπαυδήσει;

Page 78: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Νόμιζα, άλλά φλέγομαι. Ας πάμε στήν τραπεζαρία. Θέλω νά σέ ξαναβρώ εδώ, έπειτα θά πάμε.

‘Όταν μπήκαμε στήν τραπεζαρία, ή Λουλού έκλαιγε σχεδόν σιωπηλά. Καί οι τρεις στεκόμαστανορθιοι στο ήμίφως.

[’Αλλά μαλάκιζε τόν ψευ·;οφαλλό μέσα στο αιδοίο οπου τόν βύθιζε. Ή Χανσί τόν έβγαλε και τήςέχωσε τή γλώσσα της. “Υστερα μού ζήτησε νά τής χώσω τή δική μου μέσα στήν τρύπα τού πισινού.‘Όταν, μέ δάκρυα άκόμη, ή Λουλού είχε άπαντήσει με σκιρτήματα στά ήδονιστικά φιλιά μας,] ήΧανσί μού είπε:

—Φίλησέ της το στόμα.

Το στόμα της ήταν κηλιδωμένο μέ αίμα, έγλειψα τά πρησμένα χείλη, ξύπνησα βάναυσα τόν πόνοτης.

[Ή συνέχεια του κειμένου καί στις δυο εκδόσεις : ]

—Θέλουμε νά εύθυμήσουμε μπροστά σου, τής είπε ή Χανσί. “Όλα τελείωσαν γιά μάς. Ή μητέρατου επιστρέφει. Κάνε χαρές : θά υποφέρουμε καί θά σέ βοηθήσουμε νά μοιραστείς τον πόνο μας, γιάνά τόν μεταλλάξουμε σέ χαρά.

ΤΙ Λουλού, μιλώντας μέ δυσκολία, ρώτησε:

—Πότε επιστρέφει;

—Δέν το ξέρουμε, άλλά ήδη ή τρέλα άδράχνει το σπίτι. “Όσο πιο άσχημα συμπεριφερθεί, τόσοκαλύτερα θ’ άνταποκριθεΐς σ’ αύτό πού μάς καταπιέζει.

[Διακοπή του κείμενου στήν έκδοση J.-J. Pauvert συνέχεια στήν έκδοση Gallimard : ]

—Πιέρ, είπε ή Λουλού, εδώ και μήνες κανένας δεν μιέ γάμησε.

Τή γάμησα. Δέν άργησε νά φωνάξει. Ή Χανσί έμπηξε τον ογκώδη ψευτοφαλλό στήν τρύπα τούκώλου.

—Είναι ό ψευτοφαλλός τής μητέρας σου, είπε ή Χανσί.

—’Ήμουν βέβαιος, τής είπα.

Ή Χανσί κάθισε οκλαδόν επάνω στή γλώσσα τής Λουλού, ή οποία τήν έγλειψε.

[Συνέχεια του κειμένου καί στις δύο εκδόσεις :]

Λίγο άργότερα ή Λουλού μού είπε:

—’Έλεος, ζητήστε μου το χείριστο. Δέν μπορώ νά κάνω τίποτα το πιο βρόμικο; Πόσο είναι κρίμα.Πιέρ, ξέρεις πώς διασκέδαζε ή μητέρα σου στο Κάιρο; Αύτό πού έκανε τή νύχτα στούς άντρες, στιςβρόμικες γωνιές τών δρόμων; [Τούς μιαλάκιζε, τούς έγλειφε, έπειτα τής τον έβαζαν. ] 1 Δένφαντάζεσαι σέ ποιο βαθμό θά ήμουν, στή θέση σου, περήφανη γι’ αύτήν, σιωπηρά. Είναι τώρα’ στοκαράβι. Άλλα αύτό πού έψαξε όλες τις νύχτες — ήταν ό θάνατος. Δέν μπορώ νά μιλήσω χωρίς νάάνοίγουν τά χείλη μου, τώρα, είμαι ευτυχισμένη. Ή μιαλλον, θα ήμουν ευτυχισμένη έάν,

Page 79: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

πεθαίνοντας, φιλούσα τα πόδια τής μητέρας σου.

Ή Χανσί κι έγώ τη φιλήσαμε μέ κάποιου είδους σπασμό, οδυνηρό καί πυρέσσοντα. Ή ίδια ή Χανσίαφηνόταν εντέλει καί ή σκέψη τής μητέρας μου τήν έβαζε στήν ίδια εξαντλητική, επώδυνη καίδυστυχή έκσταση με τή Λουλού καί με μένα. Μήτε καί πίναμε πιά. Υποφέραμε — καίήδονιζόμασταν πικρά ύποφέροντας.

Καταπονημένοι ολημερίς, περνούσαμε άπό έναν ύπνο εύθραυστο, όχι τόσο σ’ έναν ύπνο παρόμοιομέ τόν άποκοιμισμένο πόνο, άλλά σε μιά ήδονή πού ήταν το κατακάθι τής ήδονής. ’Ήμαστανπεριορισμένοι στο τμήμα τού διαμερίσματος πού ή Χανσί ονόμαζε μυστικό, πού, άπό το εσωτερικό,ήταν εύκολο νά εμποδίσεις τήν είσοδο, καί πού μαζί με το δωμάτιο τής Χανσί περιλάμβανε τομπάνιο καί τή μεγάλη τραπεζαρία. ’Άλλοτε ξαπλώναμε πάνω σ’ ένα χαλί, άλλοτε πάνω σ’ ένα σοφά.’Ήμασταν ^υμνοί, κομμένοι, μέ βαθουλωμένα μάτια, άλλά αύτά τά μάτια έμοιαζαν ώραια. “Όπωςάπό ένα σπασμένο έλατήριο, συνέβαινε μ’ ένα άπρόσμενο έναυσμα νά τραβάμε τόν κεραυνό ένόςστροβίλου. Ξαφνικά άκούσαμε νά χτυπούν στήν πόρτα τού διαδρόμου.

Είχαν χτυπήσει στήν εξωτερική είσοδο τού μπάνιου. Χωρίς άμφιβολία, το πρόσωπο πού είχεχτυπήσει γνώριζε καλά το σπίτι. Σκεφτόμουνα ότιεδώ καί πολλή ώρα είχε πέσει ή δεύτερη νύχτα.Φόρεσα τή ρόμπα μου καί άνοιξα. Κανείς δέν ήταν δίπλα στήν πόρτα, άλλά στο βάθος τούδιαδρόμου, καί σ’ έναν ισχνό φωτισμό, είδα δύο γυναίκες, πού έμοιαζαν νά γδύνονται — ίσως καινά ντύνονται. “Όταν τέλειωσε ή έτοιμασία, είδα άπό μακριά ότι καί ή μία καί ή άλλη ήσανμεταμφιεσμένες με υπέροχα μεταξωτά ήμίψηλα πού άστραφταν μέ οκτώ άνταύγειες. Ήσαν πράγματιντυμένες, άλλά δέν φορούσ,αν παρά ένα πουκάμισο καί ένα φαρδύ εσώρουχο. Μπήκαν δίχως άλλεςτσιριμόνιες, μιά δέν μιλούσαν. Ή μία έκλεισε το έσωτερικό λουκέτο. ’Έπειτα πέρασαν άπό τομπάνιο στο δωμάτιο, καί τέλος στήν αίθουσα οπου κατέληξαν νά ξυπνήσουν τή μαιτρέσα μου καίτήν καμαριέρα της. Οι μάσκες τους άπό βελούδο καί μιαύρο σατέν καί το φτιασίδι μ’ εμπόδιζαν νάτις διακρίνω. Γρήγορα κατάλαβα οτι ή μία ήταν σίγουρα ή μητέρα μου, ή άλλη ή Ρέα: καί αν δένμιλούσαν ήταν μέ τήν έλπίδα ν’ αυξήσουν, ει δυνατόν, το άγχος μου. Το δέ άγχος που μουζητούσαν ήταν στήν ’ίδια συχνότητα μέ το δικό τους. Ή μία άπ’ αύτές μίλησε στο αυτί τής Λουλούπού επανέλαβε. Ό λόγος, μού φαινόταν, άπευθυνόταν πρώτα άπ’ ολα σέ μένα. ’Απευθυνόταν στοάγχος μου. ’Από τήν προηγουμένη πέρασαν ταν καιρό τους μέ παιχνίδια πού δέν τις είχανεξαντλήσει λιγότερο άπό μάς. Τίποτα δέν έμενε άπό τήν άναιδή εύθυμία πού είχαν αύτές οι τέσσεριςγυναίκες, εκ τών οποίων πλέον δέν άμφέβαλλα οτι ή μία ήταν ή μητέρα μου, ή άλλη ή Ρέα. « Δένήρθαμε, μιας έλεγαν, μαζί μέ άλλες γυναίκες —ή μιέ άλλους άντρες— πού θά είχαν άποσπάσει τήνπροσοχή μας άπό ένα στοιχείο πού τόσο βαθιά μιας συγκλόνιζε ».

[Διακοπή του κειμένου στήν έκδοση Pauvert, συνέχεια στήν έκδοση Gallimard : ]

Ή Λουλού συνέχισε έν ονόματί τους :

—Κάναμε κι άλλα, ξέρετε οτι δέν πρόκειται νά ενοχληθούμε γιά σάς περισσότερο άπ’ ο,τι κι έσειςγιά μάς. Είστε πτώματα στήν κούραση, είναι πιθανόν, το ιόιο κι εμείς, όεν έχετε κοιμηθεί, ούτε κιεμείς έχουμε κοιμηθεί: άλλά ή κατάσταση προσφέρεται νά μιας δώσει δυνάμεις.

’Εκείνη άπό τις γυναίκες —σκέφτηκα, ίσως ή μητέρα μου— πού δέν μιλούσε, έβγαλε το καπέλοτης. ’Ήμουν έκπληκτος με τή σεμνότητά τους : μόνον ή Χανσί καί ή Λουλού ήταν γυμνές.Κατάλαβα ότι άντυτες κινδύνευα νά τις διακρίνω. Φανταζόμουνα ότι χωρίς άμφιβολία θά έπεφταν ή

Page 80: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

μία πάνω στήν άλλη ή ότι ενωμένες ήμία μέ τήν άλλη θά μ’ έριχναν άνάσκελα. Δέν το άντεχα άλλο.Ανάσανα όταν τις είδα τή μία καί τήν άλλη νά τά βάζουν μ’ αύτές πού προσφέρονταν γυμνές στάφιλιά τους. Άλλά μένοντας μόνος, δέν αισθάνθηκα καθόλου ξαλαφρωμένος. ’Ήμουν άνίκανος νά τοβάλω στά πόδια: δέν μπορούσα νά σφιχταγκαλιάσω ένα άπ’ αύτά τά προσφερόμενα σώματα [τώνοποίων πότε πότε, σάν αιφνίδιες άστραπές, φανερώνονταν οι γυμνοί πισινοί]. Δέν τολμούσα νάξεκολλήσω άπ’ αύτό. [’Ήμουν σίγουρος ότι είχα δει τούς γλουτούς τής μητέρας μου γυμνούς, άλλάή ίση καλλονή τών δυο άδιαντροπιών μέ άφηνε μές στήν άβεβαιότητα. Μέσα στή δειλία μου, θά είχαάφήσει τή μητέρα μου νά τά βάλει μαζί μου ! ] Ή πρόκληση πού υφιστάμην ήταν τέτοια πούπαρακάλεσα τή Χανσί νά ένωθει μαζί μου, γιά ένα λεπτό. Ή Χανσί ήξερε: έκεινες, τών οποίων τάφιλιά χάνονταν στά τρίσβαθα, δέν είχαν τώρα πιά καμιά άμφιβολία γιά το άντικείμενο τής τρεμούλαςμου, ότι δέν άγαπούσα παρά υπό τόν σπαρακτικό δρο νά παίρνω γιά έρωτα αύτό πού δέν ήταν παράό σπαραγμός τού έρωτά μου, καί γιά έπιθυμητό άντικείμενο αύτό πού δέν ήταν παρά ή έπιθυμία τήςολοκληρωμένης δυστυχίας.

[Συνέχεια μέχρι τέλους του κειμένου καί στις δύο εκδόσεις:]

Ξαφνικά βρέθηκα μπροστά στή μητέρα μου, είχε έλευθερ(υθει άπό κάθε περίπτυξη, είχε πετάξειβίαια το βέλο πού τήν έκρυβε καί κοίταζε λοξά, σάν μ’ αύτό το λοξό χαμόγελο νά είχε σηκώσει τοβάρος κάτω άπό το όποιο πέθαινε.

Ειπε:

—Δέν μέγνώρισες. Δέν μπόρεσες νά με άγγίξεις.

—Σε γνώρισα, τής είπα. Τώρα, αφήνεσαι στήν αγκαλιά μίου. “Οταν φτάσει ή στιγμή τής τελευταίαςμου πνοής, δέν θα είμαι περισσότερο εξαντλημένος.

—Φίλησέ με, μου είπε, γιά νά μή σκέφτεσαι πλέον. [Μπήξε εδώ τά δάχτυλά σου καί αύτό πού, σέλίγο, θά βυθίσεις εκεί μιέσα, άφησέ με νά το κρατήσω μέσα στο χέρι μου. ] 2 Βάλε το στόμα σουμέσα στο δικό μου. Τώρα, νά είσαι άμέσως εύχαριστημένος, σά νά μήν ήμουν έρειπωμένη, σάν νάμήν ήμουν κατεστραμμένη. Θέλω νά σε κάνω νά μπεις σ’ αύτό τόν κόσμο του θανάτου καί τήςδιαφθοράς οπού ήδη νιώθεις σίγουρα ότι είμαι κλεισμένη : το ήξερα ότι θά σού άρεσε. Θά ήθελατώρα νά παραληρείς μαζί μου. Θά ήθελα νά σε συμπαρασύρω στο θάνατό μου. Μιά σύντομη στιγμήτού παραληρήματος πού θά σου δώσω δέν άξίζει το σύμπαν ήλιθιότητας οπου κρυώνουν; Θέλω νάπεθάνω, «έκαψα ολες τις γέφυρες ». Ή διαφθορά σου ήταν το έργο μου: σού έδινα ο,τ ι το αγνότεροκαί βιαιότερο είχα, τήν έπιθυμία νά μήν άγαπώ παρά αύτό πού μού τραβάει μέ βία τά ρούχα. Αύτή τήφορά, είναι τά τελευταία.

Ή μητέρα μου έβγαλε μπροστά μου το πουκάμισο καί το παντελόνι της. Ξάπλωσε γυμνή..

’Ήμουν γυμνός καί ξαπλώθηκα δίπλα της.

—Ξέρω τώρα, είπε, οτι θά επιζήσεις μετά από’ μένα καί οτι, έπιβιώνοντας, θά προδώσεις μιά οικτρήμητέρα. ’Αν ομως θυμάσαι άργότερα τήν περίπτυξη πού πρόκειται νά σέ ενώσει μαζί μου, μήνξεχάσεις το λόγο γιά τόν όποιο πλάγιαζα με γυναίκες. Δέν είναι ή στιγμή νά μιλήσω γιά το κουρέλιτόν πατέρα σου : ήταν ένας άντρας ; Το ξέρεις, μού άρεσε νά γελώ, καί ίσως νά μήν έχω τελειώσει.Ποτέ δέν θά μάθεις μέχρι τήν τελευταία στιγμή, αν γελούσα μέ σένα… Δέν σέ άφησα ν’ άπαντήσεις.Μήν καί ξέρω πάλι αν φοβάμαι ή αν σ’ άγαπώ πάρα πολύ; ’Άφησέ με να ταλαντευτώ μαζί σου μέσα

Page 81: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

σ’ αύτή τή χαρά πού είναι ή βεβαιότητα μιας άβύσσου πιο ολικής, πιο βίαιης άπό κάθε επιθυμία. Ήήδονή οπού βυθίζεσαι είναι ήδη τόσο μεγάλη πού μπορώ νά σού μιλήσω : θά τήν άκολουθήσει ήλιποθυμία σου. Αύτή τή στιγμή θά φύγω, καί ποτέ δέν θά ξαναδείς αύτήν πού σέ περίμενε, γιά νά μήσού δώσει παρά τήν τελευταία πνοή της. ’Ά, σφίξε τά δόντια, γιέ μου ! μοιάζεις μέ τον πούτσο σου,μ’ αύτόν τον πούτσο πού στάζει λύσσα καί πού συστέλλει τον πόθο μου σάν σφιγκτήρας.

Page 82: Georges Bataille Η Μητέρα Μου
Page 83: Georges Bataille Η Μητέρα Μου

—Μαντεύω τή σκέψη σου, μού είπε ακόμη. ’Αποφάσισα να μη σου χαριστώ πια. Δεν θ’ αλλάξω τις επιθυμίες μου. θα με σεβαστείς έτσι όπωςείμαι: δεν θα κρυφτώ σε τίποτα μπροστά σου. Επιτέλους είμαι ευχαριστημένη να μήν κρύβομαι πια μπροστά σου.

—Μαμά, αναφώνησα με φλόγα, τίποτα απ’ αυτά πού μπορείς νά κάνεις δεν θ’ αλλάξει το σεβασμό πού έχω για σένα. Σ’τό λέω τρέμοντας αλλά,το κατάλαβες, σ’το λέω με όλο μου το σθένος.

Άπο τή βιασύνη με την οποία με εγκατέλειψε, δεν μπορούσα νά ξέρω έάν αύτή οφειλόταν στην επιθυμία τής διασκέδασης πού πήγαινε νά ψάξειή στή λύπη γιά τήν τρυφερότητα πού τής έδειχνα μέχρι τότε. Δεν λογάριαζα ακόμη τις ζημιές πού ή συνήθεια τής εύχαρίστησης είχε κάνει στήνψυχή της. ’Έκτοτε όμως γύριζα σε κύκλο άδιεξόδου. “Ολο δε και λιγότερο μπορούσα ν’ αγανακτώ γιά το ότι, πράγματι, ποτέ δεν έπαυσα νάυπεραγαπώ τή μητέρα μου καί νά τη λατρεύω σάν αγία. Αύτήν τή λατρεία παραδεχόμουν πώς δέν υπήρχε πλέον λόγος νά τήν έχω, μα ποτέ δένκατάφερα νά τήν άντικρούσω. ’Έτσι ζούσα σ’ ένα βάσανο πού τίποτα δέν μπορούσε νά το καθησυχάσει, άπο το όποιο θά μέ έβγαζαν μόνο όθάνατος καί ή οριστική δυστυχία. ’Αν υποχωρούσα στή φρίκη τής κραιπάλης οπού ήξερα τώρα ότι ή μητέρα μου αισθανόταν εύχαρίστηση,πάραυτα ο σεβασμός πού τής είχα μέ μετέτρεπε έμένα τον ί’διο, καί όχι έκείνη, σέ αντικείμενο φρίκης. Μόλις δέ έπέστρεφα στή λατρεία,

. όφειλα νά ομολογήσω στον εαυτό μου δίχως άμφιβολία ότι Φ ή κραιπάλη της μού προξενούσε ναυτία.

’Αγνοούσα όμως πότε βγήκε έξω, καί χρειάστηκε ν’ άνα-λογιστώ πού έτρεχε, τήν καταχθόνια παγίδα πού μού είχε στήσει. Το κατάλαβα πολύαργότερα. Καί τότε, βαθιά μέσα στή διαφθορά καί τον τρόμο, δέν έπαυσα νά τήν άγαπώ:

1

Τα εντός αγκύλης λείπουν άπό τήν έκδοση Pauvert. (Σ.τ.μ.)

2

Τα έντος αγκύλης λείπουν από τήν έκδοση Pauvert. (Σ.τ.μ.)

Ι ι6ι ]