FRANCE ANATOLE-ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

29

description

FRANCE ANATOLE-ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Transcript of FRANCE ANATOLE-ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚEΣ ΙΣΤΟΡIΕΣ ΑΠΟ ΝΟΜΠΕΛIΣΤΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ/2

ΑΝΑΤΟΛ ΦΡΑΝΣ

Το Μεγαλείοτης Δικαιοσύνης

Το διήγημα προέρχεται από την έκδοση

Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς

των εκδόσεων «Παρατηρητής», θεσσαλονίκη 1995,

σε μετάφραση της Αντελα Φεριτσεάν

Ειδική έκδοση του Ε καλοκαίρι 2002

Σχεδιασμός - επιμέλεια έκδοσης: Κώστας Σάρρος

Ανατόλ Φρανς (1844-1924). Ο γάλλος μυθιστοριογρά-

φος και κριτικός λογοτεχνίας, με το διεισδυτικό πνεύμα

και το κομψό ύφος, γεννήθηκε στο Παρίσι και το πραγ-

ματικό όνομα του ήταν Ανατόλ-Φρανσουά Τιμπό. Με-

γάλωσε ανάμεσα στα βιβλία κι έζησε μ' αυτά, στο βι-

βλιοπωλείο του πατέρα του μικρός, στον εκδοτικό οίκο

και στη βιβλιοθήκη όπου εργάστηκε αργότερα, καθώς

και στα διάφορα έντυπα στις στήλες των οποίων έγραφε κριτική λογοτεχνίας.

Πρωτοδημοσίευσε ποιήματα το 1873 (Χρυσά ποιήματα), αλλά το μυθι-

στόρημα Το έγκλημα του Σιλβέστρου Μπονάρ (1881) ήταν το έργο που τον

καθιέρωσε στα γράμματα. Εξέδωσε μυθιστορήματα, διηγήματα και κριτικά

κείμενα. Μερικά από τα κυριότερα έργα του είναι: Το βιβλίο του φίλου μου

(1885), Θαΐς (1890), Ο κόκκινος κρίνος (1894), Κρενκεμπίιγ (1903), Το νησί

των πιγκουίνων (1908), Οι θεοί διψούν (1912), Ο μικρός Πιέρ (1918) κ.ά.

Ο Ανατόλ Φρανς εμπνεύστηκε από τη Γαλλική επανάσταση, την υπόθεση

Ντρέιφους, τους κοινωνικούς αγώνες, αλλά και από το μεγάλο έρωτά του για

την κυρία ντε Καγιαβέ. Εγραψε για τη θρησκεία, την πολιτική και τη δικαι-

οσύνη με ιδεολογικό σκεπτικισμό και κοινωνική ευαισθησία. Το 1896 η Γαλ-

λική Ακαδημία τον έκανε μέλος της, ενώ το 1921 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λο-

γοτεχνίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΑΘΕ ΑΠΟΦΑΣΗ που απαγγέλλει ο δικαστής στο ό-νομα του κυρίαρχου λαού αντανακλά ολόκληρο τομεγαλείο της δικαιοσύνης. Ο μεγαλοπρεπής χαρα-κτήρας αυτής της δικαιοσύνης αποκαλύφθηκε στον

πλανόδιο μανάβη Ζερόμ Κρενκεμπίιγ, όταν αυτός παρουσιάστηκεστο πταισματοδικείο με την κατηγορία της εξύβρισης αστυνομικού.Καθισμένος στο εδώλιο, έβλεπε στην επιβλητική σκοτεινή αίθουσαπταισματοδίκες, υπαλλήλους, δικηγόρους ντυμένους με τήβεννο, τονκλητήρα με τις αλυσίδες, χωροφύλακες και, πίσω από ένα κάγκελο,τα άσκεπα κεφάλια των σιωπηλών θεατών. Ο ίδιος κατείχε μια υπε-ρυψωμένη θέση, σαν να του είχε απονεμηθεί μια δυσοίωνη τιμή, λό-γω της εμφάνισής του μπροστά στον πταισματοδίκη. Στο βάθος τηςαίθουσας, ανάμεσα σε δύο πραγματογνώμονες, καθόταν ο Πρόε-δρος Μπουρίς. Το έμβλημα των αξιωματικών της Ακαδημίας διακο-σμούσε το στήθος του. Πάνω από το βήμα υπήρχαν μια προτομή τηςΔημοκρατίας και ο Εσταυρωμένος, σαν να υποδηλώνουν ότι όλοι οινόμοι, θεϊκοί και ανθρώπινοι, αιωρούνται πάνω από το κεφάλι τουΚρενκεμπίιγ. Τέτοια σύμβολα από τη φύση τους του ενέπνεαν τρόμο.Μη διαθέτοντας φιλοσοφικό μυαλό, δεν εξέτασε τη σημασία τηςπροτομής και του Εσταυρωμένου, ούτε κατά πόσο ο Ιησούς και ησυμβολική προτομή εναρμονίζονταν στα Δικαστήρια. Ωστόσο, αυτόήταν ένα θεωρητικό αντικείμενο, γιατί στο κάτω-κάτω η παπική δι-δασκαλία και οι εκκλησιαστικοί κανόνες είναι σε πολλά σημεία α-ντίθετα με το σύνταγμα της Δημοκρατίας και τον αστικό κώδικα. Απ'ό,τι γνωρίζουμε, οι Εκκλησιαστικοί Νόμοι δεν έχουν καταργηθεί.Σήμερα, όπως και παλιά, η Εκκλησία του Χριστού διδάσκει ότι μόνοοι δυνάμεις στις οποίες αυτή έδωσε την έγκρισή της είναι νόμιμες. ΗΓαλλική Δημοκρατία ισχυρίζεται πως είναι ανεξάρτητη από την πα-πική εξουσία. Ο Κρενκεμπίιγ θα μπορούσε κάλλιστα να πει:

5

Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς/2

«Κύριοι πταισματοδίκες, εφόσον ο Πρόεδρος Λουμπέ δεν έχειχρισθεί, ο Χριστός, η εικόνα του οποίου αιωρείται πάνω από τα κε-φάλια σας, σας αποκηρύσσει μέσω της φωνής των εκκλησιαστικώνσυνόδων και του Πάπα. Είτε βρίσκεται εδώ για να σας υπενθυμίζειτα δικαιώματα της Εκκλησίας, τα οποία καθιστούν τα δικά σας άκυ-ρα, είτε δεν έχει νόημα η παρουσία Του».

Και τότε ο Πρόεδρος Μπουρίς θα μπορούσε ν' απαντήσει:«Κρατούμενε Κρενκεμπίιγ, οι βασιλιάδες της Γαλλίας ανέκαθεν

είχαν διαφορές με τον Πάπα. Ο Γκιγιόμ ντε Νογκαρέ αφορίστηκε,αλλά ο λόγος για τον αφορισμό ήταν τόσο ασήμαντος, που δεν πα-ραιτήθηκε καν από το αξίωμα του. Ο Χριστός του βήματος δεν είναιο Χριστός του Γρηγορίου VII ή του Μπονιφάκιου VIII. Είναι, ανπροτιμάτε, ο Χριστός του Ευαγγελίου, ο οποίος δεν ήξερε λέξη απόπαπικούς κανόνες και δεν άκουσε ποτέ για τους άγιους Εκκλησια-στικούς Νόμους».

Επειτα ο Κρενκεμπίιγ θα μπορούσε ν' απαντήσει, και όχι χωρίςλόγο:

«Ο Χριστός του Ευαγγελίου ήταν ταραχοποιός. Επιπλέον, ήταν τοθύμα μιας απόφασης την οποία για χίλια εννιακόσια χρόνια όλοι οιΧριστιανοί θεωρούσαν μια σοβαρή δικαστική πλάνη. Σας προκαλώ,Κύριε Πρόεδρε, να με καταδικάσετε στο όνομα Του και όχι για πα-ραπάνω από σαράντα οκτώ ώρες φυλάκισης».

Αλλά ο Κρενκεμπίιγ δεν έκανε ούτε ιστορικές, ούτε πολιτικές καιούτε κοινωνιολογικές αναλύσεις. Είχε μείνει κατάπληκτος. Ολο το ε-θιμοτυπικό που τον περιέβαλλε του προκαλούσε μια υψηλή αίσθησηπερί δικαιοσύνης. Γεμάτος ευλάβεια και καταβεβλημένος από τοντρόμο, ήταν έτοιμος να υποταχθεί στους δικαστές του σ' ό,τι αφο-ρούσε το θέμα της ενοχής του. Η συνείδησή του ήταν πεπεισμένη γιατην αθωότητά του, παρ' όλα αυτά ο Κρενκεμπίιγ ένιωθε πόσο ασή-μαντη είναι η συνείδηση ενός πλανόδιου μανάβη μπροστά στην πα-νοπλία του νόμου και τους εκπροσώπους της δημόσιας δικαιοσύνης.Ηδη ο δικηγόρος του τον είχε σχεδόν πείσει ότι δεν ήταν αθώος.

Μια συνοπτική και γρήγορη εξέταση αποκάλυψε τις κατηγορίεςεναντίον του.

6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Το πάθημα του Κρενκεμπίιγ

Ο πλανόδιος μανάβης Ζερόμ Κρενκεμπίιγ, περπατούσε σ' όλη τηνπόλη πάνω κάτω, σπρώχνοντας το καρότσι του, και διαλαλούσε: «Λά-χανα! Γογγύλια! Καρότα!» Οποτε είχε πράσα φώναζε: «Σπαράγγια!»Γιατί τα πράσα είναι τα σπαράγγια των φτωχών. Ετυχε στις 20 Οκτω-βρίου, το μεσημέρι, καθώς ο μανάβης κατέβαινε την Οδό Μονμάρτρ,να βγει η γυναίκα του παπουτσή, η Κυρία Μπαγιάρντ, από το μαγαζίτης. Η κυρία πλησίασε το καρότσι του Κρενκεμπίιγ και, παίρνονταςπεριφρονητικά ένα μάτσο πράσα στα χέρια της, είπε:

«Δεν μου αρέσουν και πολύ τα πράσα σου. Πόσα θέλεις για το μά-τσο;»

«Εφτάμισι φράγκα, κυρά, τα καλύτερα στην αγορά!»Και έριξε περιφρονητικά τα πράσα πίσω στο καρότσι.Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Αστυφύλακας 64 και είπε στον

Κρενκεμπίιγ:«Ξεκουμπίσου από δω».Το να πηγαινοέρχεται εδώ κι εκεί ήταν ακριβώς αυτό που έκανε ο

Κρενκεμπίιγ από το πρωί έως το βράδυ εδώ και πενήντα χρόνια. Μιατέτοια διαταγή του φάνηκε σωστή και απόλυτα σύμφωνη με τη φύσητων πραγμάτων. Απόλυτα έτοιμος να υπακούσει, πίεσε την πελάτισ-σα του να πάρει αυτό που ήθελε.

«Πρέπει να μου δώσεις χρόνο να διαλέξω» του απάντησε αυτή κο-φτερά.

Επειτα ψηλάφησε όλα τα πράσα ξανά. Τελικά, διάλεξε ένα μάτσοπου πίστευε πως ήταν το καλύτερο και το κράτησε αγκαλιά στο στή-θος της, όπως κρατούν οι άγιοι των πινάκων στις εκκλησίες τις δάφ-νες της νίκης.

«Θα σου δώσω εφτά φράγκα, που είναι υπεραρκετά, και πρέπεινα τα φέρω απ' το μαγαζί, γιατί δεν έχω λεφτά πάνω μου».

Αγκαλιάζοντας ακόμα τα πράσα, γύρισε στο μαγαζί, όπου μόλιςείχε μπει μια πελάτισσα μ' ένα παιδί αγκαλιά.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Αστυφύλακας 64 είπε για δεύτερηφορά στον Κρενκεμπίιγ:

«Ξεκουμπίσου από δω».«Περιμένω τα λεφτά μου» απάντησε ο Κρενκεμπίιγ.«Κι εγώ σου λέω να μην περιμένεις τα λεφτά σου, αλλά να ξεκου-

7

Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς/2

μπιστείς από δω» απάντησε βλοσυρά ο αστυφύλακας.Στο μεταξύ, μέσα στο μαγαζί της, η γυναίκα του παπουτσή δοκί-

μαζε γαλάζιες παντόφλες σ' ένα δεκαοκτάμηνο παιδί, η μάνα του ο-ποίου βιαζόταν πολύ. Και τα πράσα ήταν πάνω στον πάγκο.

Μετά από μισό αιώνα που έσπρωχνε το καρότσι του στους δρό-μους, ο Κρενκεμπίιγ είχε μάθει να σέβεται την εξουσία. Αλλά τώραη θέση του ήταν παράξενη: το δίλημμά του ήταν να φύγει υπακούο-ντας στο καθήκον ή να περιμένει τα χρωστούμενα. Ο Κρενκεμπίιγδεν είχε καθόλου κριτικό νου. Αδυνατούσε να καταλάβει ότι η κατο-χή ενός ατομικού δικαιώματος δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωσηαπαλλαγή από την εκπλήρωση ενός κοινωνικού καθήκοντος. ΟΚρενκεμπίιγ έδωσε πολύ πιο μεγάλη σημασία στη διεκδίκηση των ε-φτά φράγκων παρά στο καθήκον του να σπρώξει το καρότσι και ναξεκουμπιστεί από κει, να πηγαινοέρχεται μόνιμα. Εμεινε ακίνητος.

Ο Αστυφύλακας 64 τον διέταξε ήσυχα και ήρεμα, για τρίτη φορά,να ξεκουμπιστεί από κει. Αντίθετα με τον Επιθεωρητή Μαντοσιέλ, ησυνήθεια του οποίου είναι ν' απειλεί συνεχώς και να μην προχωρείποτέ σε ενέργειες, ο Αστυφύλακας 64 αργεί ν' απειλήσει, αλλά ε-νεργεί γρήγορα. Αυτό είναι οτο χαρακτήρα του. Αν και κάπως ύ-πουλος, ο Αστυφύλακας 64 είναι ένας εξαιρετικός υπηρέτης του νό-μου και ένας αφοσιωμένος στρατιώτης. Είναι θαρραλέος σαν λιο-ντάρι και τρυφερός σαν παιδί. Δεν ξέρει τίποτε άλλο, εκτός από τιςεπίσημες οδηγίες.

«Δεν καταλαβαίνεις όταν σου λέω να ξεκουμπιστείς από δω;»Για το μυαλό του Κρενκεμπίιγ, ο λόγος του να μην κινηθεί ήταν

αρκετά σοβαρός ώστε να τον θεωρήσει επαρκή. Ως εκ τούτου, απο-νήρευτα και απλά, προσπάθησε να εξηγήσει την κατάσταση:

«Για όνομα του Θεού! Δεν σου είπα ότι περιμένω τα λεφτά μου;»Ο Αστυφύλακας 64 απλά απάντησε:«Θέλεις να σου δώσω καμιά κλήση; Αν θέλεις, δεν έχεις παρά να

μου το πεις».Μετά απ' αυτά τα λόγια ο Κρενκεμπίιγ σήκωσε αργά τους ώμους

σε ένδειξη υποταγής στη μοίρα του, κοίταξε τον αστυφύλακα μεθλιμμένο ύφος και μετά σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό, σαννα έλεγε:

«Μάρτυράς μου ο Θεός! Είμαι παραβάτης του νόμου; Είμαι άν-θρωπος που δεν δίνει σημασία στους νόμους και στις διαταγές πουρυθμίζουν το πλανόδιο επάγγελμα μου; Στις πέντε το πρωί ήμουνστην αγορά. Από τις εφτά, σπρώχνοντας το καρότσι μου και κουρά-ζοντας μ' αυτό τον τρόπο τα χέρια μου όσο δεν πάει άλλο, διαλαλού-

8

Ανατόλ Φράνς, Το Μεγαλείο της Δικαιοσύνης

σα: "Λάχανα! Γογγύλια! Καρότα!" Εκλεισα τα εξήντα. Εξαντλήθη-κα. Κι εσύ με ρωτάς αν έχω υψώσει τη μαύρη σημαία της ανταρσίας.Με χλευάζεις και η κοροϊδία σου είναι σκληρή».

Είτε επειδή αδυνατούσε να προσέξει την έκφραση στο πρόσωποτου Κρενκεμπίιγ, είτε επειδή δεν τη θεωρούσε δικαιολογία για τηναπειθαρχία του, ο αστυφύλακας ρώτησε κοφτά και με τραχιά φωνήαν έγινε κατανοητός.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή η κυκλοφοριακή συμφόρηση στην ΟδόΜονμάρτρ ήταν χειρότερη παρά ποτέ. Αμαξες, κάρα, καρότσια, λε-ωφορεία, φορτηγά, στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, έμοιαζανάρρηκτα κολλημένα μεταξύ τους. Από την τρεμουλιασμένη ακινησίατους έρχονταν φωνές και βλαστήμιες. Αμαξάδες και χασάπηδες, με-γαλόστομα και με λιγωμένη φωνή, πρόσβαλλαν ο ένας τον άλλον α-πό απόσταση και οδηγοί λεωφορείων, θεωρώντας πως ο Κρενκεμπί-ιγ είναι η αιτία της συμφόρησης, τον φώναζαν «βρομερό πράσο».

Εν τω μεταξύ, στο πεζοδρόμιο οι περίεργοι μαζεύονταν για ν' α-κούσουν τη διαμάχη. Τότε, ο αστυφύλακας, βρίσκοντας τον εαυτότου στο κέντρο της προσοχής, άρχισε να σκέφτεται πως είναι ώρα ναεπιδείξει την εξουσία του.

«Πολύ καλά», είπε, βγάζοντας ένα κοντόχοντρο μολύβι κι ένα λι-γδιασμένο σημειωματάριο από την τσέπη του.

Ο Κρενκεμπίιγ επέμενε στην απόφαση του, υπακούοντας σε μια ε-σωτερική δύναμη. Εξάλλου, του ήταν τώρα πια αδύνατο να κινηθείείτε μπροστά είτε πίσω. Η ρόδα του καροτσιού του ήταν δυστυχώςπιασμένη στη ρόδα του κάρου ενός γαλατά.

Τραβώντας τα μαλλιά του φώναξε:«Μα δεν σου είπα ότι περιμένω τα λεφτά μου! Εχουμε μπλέξει ε-

δώ πέρα! Misere de misere! Bon sang de bon sang1».Αυτά τα λόγια, που εξέφραζαν μάλλον απελπισία παρά ανταρσία,

ο Αστυφύλακας 64 τα θεώρησε προσβλητικά. Και, επειδή στο μυαλότου όλες οι προσβολές έπαιρναν τον καθαγιασμένο, κανονικό, πα-ραδοσιακό, τυπικό δρόμο της έκφρασης: mort aux vaches2, ο αστυ-φύλακας άκουσε και κατάλαβε τα λόγια του παραβάτη.

«Α! Είπες "Mort aux vaches". Πολύ καλά. Ελα μαζί μου».Αποβλακωμένος από κατάπληξη και δυστυχία, ο Κρενκεμπίιγ ά-

νοιξε τα μεγάλα του μάτια και κοίταξε τον Αστυφύλακα 64. Με σπα-σμένη φωνή που τη μια φαινόταν να προέρχεται από το κεφάλι του

1. «Αθλιότητα της αθλιότητας! Καλή ζωή της καλής ζωής!», στα γαλλικά.

2. «Θάνατος στους ρουφιάνους», στα γαλλικά.

9

Αστυνομικές Ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς/2

και την άλλη από τις μπότες του, φώναξε, με τα χέρια του διπλωμέναπάνω στη γαλάζια μπλούζα του:

«Εγώ είπα "Mort aux vaches"; Εγώ;.. Ω!»Οι έμποροι και οι πιτσιρικάδες για τα θελήματα χαιρέτισαν τη

σύλληψη με γέλια, επειδή ικανοποιούσε το γούστο του πλήθους γιαβίαια και ανέντιμα θεάματα. Κι όμως, υπήρχε ανάμεσα στο πλήθοςένα σοβαρό άτομο που προσπαθούσε να περάσει μπροστά. Ηταν έ-νας θλιμμένος γέρος, ντυμένος στα μαύρα, με ένα ψηλό καπέλο. Αυ-τός πλησίασε τον αστυφύλακα και του είπε με χαμηλή φωνή, πολύ α-παλά και αποφασιστικά:

«Κάνετε λάθος. Αυτός ο άνθρωπος δεν σας πρόσβαλε».«Κοίτα τη δουλειά σου» απάντησε ο αστυνομικός, χωρίς απειλή ό-

μως, γιατί μιλούσε σ' έναν καλοντυμένο άνθρωπο. Ο γέρος επέμενεήρεμα και ακλόνητα. Τότε ο αστυνομικός τον πρόσταξε να κάνει τηδήλωση του στο Διευθυντή της Αστυνομίας.

Στο ενδιάμεσο ο Κρενκεμπίιγ εξηγούσε:«Μετά είπα "Mort aux vaches!" Ω!...»Καθώς η κατάπληξη του Κρενκεμπίιγ ατονούσε, τον πλησίασε η

Μαντάμ Μπαγιάρντ, η σύζυγος του παπουτσή, με επτά φράγκα στοχέρι της. Αλλά ο Αστυφύλακας 64 ήδη τον είχε πιάσει απ' το γιακά κιέτσι η Μαντάμ Μπαγιάρντ, σκεπτόμενη ότι δεν υπάρχουν χρέη απέ-ναντι σ' έναν άνθρωπο που οδηγούνταν στο αστυνομικό τμήμα, έβα-λε τα λεφτά στην τσέπη της ποδιάς της.

Τότε, βλέποντας ξαφνικά το καρότσι του έρημο, την ελευθερία τουχαμένη, μια άβυσσο ν' ανοίγεται κάτω απ' τα πόδια του και τον ου-ρανό συννεφιασμένο, ο Κρενκεμπίιγ μουρμούρισε:

«Δεν υπάρχει ελπίδα!»Στο Διευθυντή της Αστυνομίας, ο γέρος κύριος δήλωσε ότι είχε ε-

μποδισθεί στο δρόμο του από την κυκλοφοριακή συμφόρηση κι έτσιπαρακολούθησε το συμβάν. Επέμενε ότι ο Κρενκεμπίιγ δεν είχε προ-σβάλει τον αστυνομικό και ότι ο αστυνομικός ήταν θύμα πλάνης. Οκύριος έδωσε όνομα και επάγγελμα: Δρ Δαβίδ Ματιέ, διευθυντής ια-τρός στο Νοσοκομείο Αμπροάζ-Παρέ, αξιωματούχος της Λεγεώναςτης Τιμής. Σ' άλλες εποχές, αυτή η μαρτυρία θα ήταν επαρκής για τοΔιευθυντή της Αστυνομίας. Αλλά εκείνον τον καιρό οι επιστήμονεςαντιμετωπίζονταν ως ύποπτοι στη Γαλλία.

Ο Κρενκεμπίιγ παρέμεινε στη συνέχεια υπό κράτηση. Πέρασε τηνύχτα στο κρατητήριο και το πρωί οδηγήθηκε στο πταισματοδικείομε το κλειστό φορτηγό της φυλακής.

Δεν έβρισκε τη φυλάκιση ούτε θλιβερή ούτε ταπεινωτική. Τη θεώ-

10

Ανατόλ Φρανς, Το Μεγαλείο της Δικαιοσύνης

ρησε αναγκαία. Αυτό που του έκανε εντύπωση όταν μπήκε ήταν ηκαθαριότητα των τοίχων και του πατώματος. «Λοιπόν, από άποψηκαθαριότητας, είναι πράγματι καθαρό το μέρος. Θα μπορούσες νατρως στο πάτωμα».

Οταν τον άφησαν μόνο του θέλησε να τραβήξει την καρέκλα του.Τότε ανακάλυψε ότι η καρέκλα ήταν στερεωμένη στον τοίχο και ε-ξέφρασε την έκπληξη του δυνατά:

«Τι παράξενη ιδέα! Αυτό είναι κάτι που δεν θα το σκεφτόμουν πο-τέ, είμαι σίγουρος».

Καθισμένος πλέον, έπαιζε με τους αντίχειρες του και περίμενε κα-τάπληκτος. Η ησυχία και η μοναξιά τον κατέβαλαν. Ο χρόνος τουφαινόταν πολύς. Ανήσυχος πια, άρχισε να σκέφτεται το καρότσι του,που είχε κατασχεθεί μαζί με το περιεχόμενο του: τα λάχανα, τα κα-ρότα, τα σέλινα, τις πικραλίδες και τα καλαμπόκια. Απορούσε και α-ναρωτιόταν, αναστατωμένος:

«Τι να έκαναν το καρότσι μου;»Την τρίτη μέρα δέχτηκε μια επίσκεψη από τον δικηγόρο του, τον

Μετρ Λεμέρλ, ένα από τα νεότερα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγουτου Παρισιού, πρόεδρο ενός τμήματος της Ενωσης για την ΠατρίδαΓαλλία.

Ο Κρενκεμπίιγ προσπαθούσε να του πει την ιστορία του, αλλά αυ-τό δεν ήταν εύκολο, γιατί ο Κρενκεμπίιγ δεν ήταν εξοικειωμένος μεσυζητήσεις. Με λίγη βοήθεια ίσως να τα κατάφερνε. Αλλά ο δικηγό-ρος του κουνούσε με αμφιβολία το κεφάλι του σε οτιδήποτε έλεγε οΚρενκεμπίιγ, και, ξεφυλλίζοντας τα χαρτιά του, μουρμούρισε:

«Μμ! Μμ! Δεν βρίσκω τίποτα για όλα αυτά στην περίληψη που έ-χω».

Επειτα, με βαριεστημένη φωνή, στριφογυρίζοντας το ξανθό μου-στάκι του, είπε:

«Για το καλό σου, ίσως θα ήταν ενδεδειγμένο να ομολογήσεις. Ηεπιμονή σου σε απόλυτη άρνηση μου φαίνεται άκρως ανόητη».

Και από εκείνη τη στιγμή, ο Κρενκεμπίιγ θα ομολογούσε, αν ήξε-ρε τι να ομολογήσει.

11

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Ο Κρενκεμπίιγ μπροστά στους Πταισματοδίκες

Ο Πρόεδρος Μπουρίς αφιέρωσε έξι ολόκληρα λεπτά στην εξέτασητου Κρενκεμπίιγ. Η εξέταση θα ήταν πιο διαφωτιστική, αν ο κατηγο-ρούμενος είχε απαντήσει στις ερωτήσεις που του τέθηκαν. Αλλά οΚρενκεμπίιγ δεν ήταν εξοικειωμένος σε συζητήσεις και, σε τέτοιαπαρέα, τα χείλη του ήταν σφραγισμένα από σεβασμό και φόβο. Αραπαρέμεινε σιωπηλός και ο Πρόεδρος απάντησε στις ερωτήσεις πουείχε ο ίδιος θέσει. Οι απαντήσεις του ήταν συγκλονιστικές. Επειτασυμπέρανε: «Τελικά, παραδέχεσαι ότι έχεις πει "Mort aux vaches"».

«Εγώ είπα "Mort aux vaches!" γιατί ο αστυνομικός είχε πει "Mortaux vaches!" Τότε είπα κι εγώ "Mort aux vaches!"»

Ο Κρενκεμπίιγ εννοούσε πως, εκείνη τη στιγμή που κατηγορήθη-κε με την πιο απροσδόκητη κατηγορία, λόγω της έκπληξης του είχεαπλά επαναλάβει τις περίεργες λέξεις που κατά λάθος του αποδίδο-νταν και τις οποίες σίγουρα δεν είχε προφέρει ποτέ. Οταν είπε«Mort aux vaches!» εννοούσε κάτι σαν «Εγώ να είμαι ικανός να προ-σβάλω κάποιον! Πώς είναι δυνατόν να το πιστεύετε αυτό;»

Ο Πρόεδρος Μπουρίς έδωσε μια διαφορετική ερμηνεία στο συμ-βάν.

«Επιμένετε», είπε, «ότι ο αστυνομικός ήταν, ο ίδιος, ο πρώτος πουεκστόμισε αυτή τη φράση;»

Ο Κρενκεμπίιγ εγκατέλειψε οποιαδήποτε προσπάθεια να εξηγή-σει. Ηταν πολύ περίπλοκο.

«Δεν επιμένετε στην κατάθεση σας. Καλά κάνετε» είπε ο Πρόε-δρος.

Και κάλεσε τον μάρτυρα.Ο Αστυφύλακας 64, με το όνομα Μπαοτιέν Ματρά, ορκίστηκε ότι

θα έλεγε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Επειτα κατέθεσε λέγο-ντας τα εξής:

«Περιπολούσα στις 20 Οκτωβρίου, το μεσημέρι, όταν αντιλήφθηκαένα άτομο που φαινόταν να είναι πλανόδιος πωλητής και που αδικαι-ολόγητα ενοχλούσε την κυκλοφορία με το καρότσι του απέναντι απότο νούμερο 328. Τρεις φορές του γνωστοποίησα τη διαταγή να μετα-κινείται, αλλά αυτός αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Και όταν τον προει-δοποίησα ότι θα του επέβαλα πρόστιμο, αυτός απάντησε φωνάζο-ντας: "Mort aux vaches!" Αυτά τα λόγια τα θεώρησα προσβολή».

12

Ανατόλ Φρανς, Το Μεγαλείο της Δικαιοσύνης

Ο αστυφύλακας έδωσε την κατάθεση του με σαφή και λογικό τρό-πο και οι πταισματοδίκες την δέχτηκαν με ευνόητη επιδοκιμασία. Οιμάρτυρες της υπεράσπισης ήταν η Μαντάμ Μπαγιάρντ, η σύζυγοςτου παπουτσή, και ο Δρ Δαβίδ Ματιέ, διευθυντής ιατρός στο Νοσο-κομείο Αμπροάζ-Παρέ, αξιωματούχος της Λεγεώνας της Τιμής. ΗΜαντάμ Μπαγιάρντ δεν είχε δει ή ακούσει τίποτε. Ο Δρ Ματιέ βρι-σκόταν στο πλήθος που είχε μαζευτεί γύρω από τον αστυνομικό πουπρόσταζε τον πλανόδιο μανάβη να μετακινηθεί. Η κατάθεση του ά-νοιξε ένα καινούριο επεισόδιο στη δίκη.

«Ημουν παρών στο συμβάν», είπε ο Δρ Ματιέ, «και παρατήρησαότι ο αστυφύλακας έκανε λάθος, δεν τον είχε προσβάλει ο μανάβης.Πλησίασα τον αστυφύλακα και του συνέστησα να δώσει προσοχήστο συμβάν. Ο αστυφύλακας επέμενε να συλλάβει τον πλανόδιο μα-νάβη και μου είπε να τον ακολουθήσω στο Διευθυντή της Αστυνο-μίας. Αυτό και έκανα. Μπροστά στο Διευθυντή, επανέλαβα τη δήλω-ση μου».

«Μπορείτε να καθήσετε» είπε ο Πρόεδρος. «Κλητήρα, κάλεσε ξα-νά τον μάρτυρα Ματρά».

«Ματρά, όταν προχώρησες στη σύλληψη του κατηγορούμενου, δενσου επισήμανε ο Δρ Ματιέ ότι κάνεις λάθος;»

«Δηλαδή, Κύριε Πρόεδρε, ο Δρ Ματιέ με πρόσβαλε».«Τι είπε;»«Είπε "Mort aux vaches!"».Θορυβώδες γέλιο ξέσπασε στο κοινό.«Μπορείς ν' αποχωρήσεις» είπε ο Πρόεδρος βιαστικά.Και στη συνέχεια προειδοποίησε το κοινό ότι, αν τέτοιες απρεπείς

εκδηλώσεις συνέβαιναν ξανά, θα εκκένωνε την αίθουσα. Στο ενδιά-μεσο, ο Συνήγορος της υπεράσπισης κυμάτιζε υπεροπτικά τα μανίκιατης τηβέννου του και προς στιγμή φαινόταν ότι ο Κρενκεμπίιγ θα α-θωωνόταν.

Μετά την επαναφορά της τάξης, σηκώθηκε ο Μετρ Λεμέρλ και ξε-κίνησε την αγόρευση του μ' ένα εγκώμιο για την αστυνομία: «αυτοίοι σεμνοί υπηρέτες της κοινωνίας που, για έναν ασήμαντο μισθό, α-ντέχουν στην κούραση και αψηφούν ακατάπαυστα τους κινδύνους μεκαθημερινό ηρωισμό. Κάποτε ήταν στρατιώτες, και θα παραμείνουνστρατιώτες. Στρατιώτες, αυτή η λέξη εκφράζει τα πάντα...»

Μετά από αυτή τη θεώρηση ο Μετρ Λεμέρλ συνέχισε εύγλωττα μεμια ρητορεία για τις στρατιωτικές αρετές. Ο ίδιος είπε πως ήταν έ-νας απ' αυτούς που δεν θα επέτρεπαν σε κανέναν να σηκώσει χέρι ε-ναντίον του στρατού, εναντίον εκείνου του εθνικού στρατού, που ο ί-

13

Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς/2

διος ήταν τόσο περήφανος να είναι μέλος του.Ο Πρόεδρος έγνεψε καταφατικά. Ο Μετρ Λεμέρλ έτυχε να είναι

έφεδρος υπολοχαγός. Ηταν επίσης υποψήφιος του εθνικού κόμματοςγια τη Λε Βιέλ Οντριέτ. Ο Μετρ συνέχισε:

«Οχι, πράγματι, δεν θα μπορούσα να επαινέσω αρκετά τις ανεκτί-μητες υπηρεσίες που σε καθημερινή βάση προσφέρονται σεμνά απότους φύλακες της ειρήνης στο γενναίο λαό του Παρισιού. Και αν πί-στευα ότι ο Κρενκεμπίιγ, κύριοι, είχε προσβάλει έναν τέως στρατιώ-τη, δεν θα είχα δεχτεί ποτέ να τον εκπροσωπώ μπροστά σας. Ο πε-λάτης μου κατηγορείται για τη φράση που υποτίθεται ότι είπε: "Mortaux vaches!" Η έννοια αυτής της έκφρασης είναι σαφής. Αν συμβου-λευθείτε Το Λεξικό της Γλώσσας (λαϊκό ιδίωμα) θα βρείτε:"Vachard", ένας οκνηρός, ένας τεμπέλης, ένας που ξαπλώνει τεμπέ-λικα σαν αγελάδα αντί να δουλεύει». Vache, ένας που πουλιέταιστην αστυνομία, ένας κατάσκοπος. "Mort aux vaches!" είναι μια έκ-φραση που χρησιμοποιείται από συγκεκριμένα άτομα. Αλλά το βα-σικό ερώτημα είναι το εξής: πώς το είπε ο Κρενκεμπίιγ; Και, επιπλέ-ον, αν το είπε καν. Επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω γι' αυτό, κύριοι».

«Δεν υποπτεύομαι τον Αστυφύλακα Ματρά να έχει καμία κακήπρόθεση. Αλλά, όπως αναφέραμε, το λειτούργημα του είναι επίπονο.Μερικές φορές ο αστυφύλακας είναι ενοχλημένος, κουρασμένος, υ-περβολικός. Κάτω από αυτές τις συνθήκες μπορεί να είχε παραισθή-σεις. Και, όταν αυτός έρχεται και σας λέει, κύριοι, ότι ο Δρ ΔαβίδΜατιέ, αξιωματούχος της Λεγεώνας της Τιμής, διευθυντής ιατρός στοΝοσοκομείο Αμπροάζ-Παρέ, ένας κύριος κι ένας πρίγκιπας της επι-στήμης, φώναξε: "Mort aux vaches!" τότε είμαστε αναγκασμένοι ναπιστέψουμε ότι ο Ματρά κατατρέχεται από έμμονες ιδέες και αν ο ό-ρος δεν είναι πολύ δυνατός, υποφέρει από σύνδρομο καταδίωξης.

Και, ακόμη και αν ο Κρενκεμπίιγ, είχε φωνάξει "Mort auxvaches!" μένει ν' αποδειχθεί κατά πόσο τέτοιες λέξεις στα χείλια τουμπορούν να θεωρηθούν προσβλητικές. Ο Κρενκεμπίιγ είναι το νόθοπαιδί ενός πλανόδιου μανάβη, καταστραμμένου από χρόνιο αλκοο-λισμό και άλλες κακές συνήθειες. Ο Κρενκεμπίιγ γεννήθηκε αλκοο-λικός. Τον βλέπετε αποκτηνωμένο από τα εξήντα χρόνια φτώχειας.Κύριοι, πρέπει να συμπεράνετε ότι ο Κρενκεμπίιγ είναι ανεύθυνος».

Ο Μετρ Λεμέρλ κάθησε. Επειτα ο Πρόεδρος Μπουρίς μουρμού-ρισε μια απόφαση που καταδίκασε τον Ζερόμ Κρενκεμπίιγ να πλη-ρώσει πενήντα φράγκα πρόστιμο και να περάσει δύο εβδομάδες στηφυλακή. Οι πταισματοδίκες τον καταδίκασαν βασισμένοι στη μαρτυ-ρία του Αστυφύλακα Ματρά.

14

Ανατόλ Φρaνς, Το Μεγαλείο της Δικαιοσύνης

Καθώς οδηγούνταν στο μακρύ σκοτεινό διάδρομο του Μεγάρου, οΚρενκεμπίιγ ένιωσε μια έντονη επιθυμία για συμπόνια. Γύρισε προςτον δημοτικό φύλακα που αποτελούσε τη συνοδεία του και του φώ-ναξε τρεις φορές:

«'μοτικέ!... 'μοτικέ!... Εε! 'μοτικέ!...». Και αναστέναξε:«Αν κάποιος πριν από δύο εβδομάδες μου 'λέγε και μόνο ότι θα

συνέβαινε αυτό!»Επειτα συλλογίστηκε:«Μιλάνε πολύ γρήγορα αυτοί οι κύριοι. Μιλάνε καλά, αλλά τόσο

γρήγορα. Δεν μπορείς να τους κάνεις να σε καταλάβουν... 'μοτικέ,δεν νομίζεις ότι μιλάνε πολύ γρήγορα;»

Αλλά ο στρατιώτης συνέχισε να βηματίζει χωρίς να του απαντήσειή να γυρίσει το κεφάλι του.

Ο Κρενκεμπίιγ τον ρώτησε:«Γιατί δεν μου απαντάς;»Ο στρατιώτης παρέμεινε σιωπηλός. Και ο Κρενκεμπίιγ είπε πι-

κραμένα:«Θα μιλούσες σ' ένα σκυλί. Γιατί όχι σ' εμένα; Δεν ανοίγεις ποτέ

το στόμα σου; Μήπως βρομάει η αναπνοή σου;»

15

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Μια συγγνώμη για τον Πρόεδρο Μπουρίς

Αφού απαγγέλθηκε η απόφαση, μερικά άτομα από το κοινό και δύοή τρεις δικηγόροι έφυγαν από την αίθουσα. Ο γραμματέας ήδη κα-λούσε άλλη υπόθεση. Αυτοί που βγήκαν έξω δεν συλλογίστηκαν πά-νω στην υπόθεση Κρενκεμπίιγ, η οποία δεν τους ενδιέφερε και πολύ.Αρα δεν τη σκέφτηκαν άλλο. Ο κύριος Ζαν Λερμίτ, χαράκτης, που έ-τυχε να βρίσκεται στο μέγαρο, ήταν ο μόνος που σκεφτόταν αυτά πουμόλις είχε δει και ακούσει. Βάζοντας το χέρι του στον ώμο του ΜετρΖοζέφ Ομπαρέ, είπε:

«Ο Πρόεδρος Μπουρίς αξίζει συγχαρητήρια επειδή δεν άφησε τιςσκέψεις του να κατατρέχονται από άσκοπη περιέργεια και από τονεγωισμό των διανοούμενων που υποτίθεται πως ξέρουν τα πάντα. Ανείχε ζυγίσει τις αντιφατικές καταθέσεις του Αστυφύλακα Ματρά καιτου Δρ Δαβίδ Ματιέ, ο πταισματοδίκης θα είχε υιοθετήσει μια πο-ρεία που δεν θα οδηγούσε παρά σε αμφιβολίες και αβεβαιότητα. Ημέθοδος της εξέτασης των γεγονότων με κριτικό πνεύμα θα ήταν μοι-ραία για την απονομή της δικαιοσύνης. Αν ο δικαστής ήταν τόσο α-πρόσεκτος ώστε να ακολουθήσει αυτή τη μέθοδο, οι αποφάσεις τουθα εξαρτιούνταν από την προσωπική του σύνεση, που γενικά δεν διέ-θετε πολλή, και από την ανθρώπινη αναπηρία, που είναι παγκόσμια.Πού να βρει ένα κριτήριο; Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η ιστο-ρική μέθοδος είναι απόλυτα ανίκανη να του προσφέρει τη βεβαιότη-τα που χρειάζεται. Σε σχέση μ' αυτό υπάρει μια ιστορία για τον ΣερΟυόλτερ Ράλεϊ.

»Μια μέρα, όταν ο Ράλεϊ, φυλακισμένος στον Πύργο του Λονδί-νου, δούλευε ως συνήθως το δεύτερο μέρος του βιβλίου του "Η Πα-γκόσμια Ιστορία", έγινε ένας καβγάς κάτω από το παράθυρο του. ΟΣερ Ουόλτερ πήγε στο παράθυρο και κοίταξε ποιοι έκαναν τη φα-σαρία. Οταν γύρισε στη δουλειά του, νόμισε ότι τους είχε παρατηρή-σει πολύ προσεκτικά.

Το πρωί της άλλης μέρας, όμως, ανέφερε το συμβάν σ' έναν απότους φίλους του που το είχε επίσης παρακολουθήσει και επιπλέον εί-χε λάβει μέρος σ' αυτό. Ο φίλος του τον διέψευσε σ' όλα τα σημεία.Επειτα ο Σερ Ουόλτερ σκέφτηκε ότι, αν έκανε λάθος για συμβάνταπου έγιναν μπροστά στα μάτια του, τότε πόσο πιο δύσκολη πρέπει ναείναι η εξακρίβωση της αλήθειας των μακρινών γεγονότων, κι έτσι

16

Ανατόλ Φρανς, Το Μεγαλείο της Δικαιοσύνης

πέταξε το χειρόγραφο της ιστορίας του στη φωτιά.»Αν οι δικαστές είχαν τους ίδιους ενδοιασμούς με τον Σερ Ουόλ-

τερ Ράλεϊ, θα πετούσαν όλες τις σημειώσεις τους στη φωτιά. Αλλάδεν έχουν κανένα δικαίωμα να το κάνουν αυτό, διότι έτσι θα αψη-φούσαν τη δικαιοσύνη, θα έπρατταν ένα έγκλημα. Μας επιτρέπεταινα απελπιζόμαστε για το τι γνωρίζουμε, αλλά δεν πρέπει να απελπι-ζόμαστε να δικάζουμε. Αυτοί που απαιτούν οι αποφάσεις που αναγ-γέλλονται στα Δικαστήρια να είναι βασισμένες σε μια μεθοδική εξέ-ταση των γεγονότων, είναι επικίνδυνοι σοφιστές και δόλιοι εχθροίτόσο της αστικής όσο και της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Ο Πρόε-δρος Μπουρίς διαθέτει έναν νου πολύ κριτικό για να επιτρέπει να ε-ξαρτώνται οι αποφάσεις του από τη λογική και από τη γνώση, διότιτα συμπεράσματα αυτών είναι αιώνια αμφισβητούμενα. Αντιθέτως, οΠρόεδρος βασίζει τις αποφάσεις του σε δόγματα και τις διαμορφώ-νει σύμφωνα με την παράδοση, με αποτέλεσμα η δικαιοδοσία των α-ποφάσεων του να είναι ίση με εκείνη των εντολών της Εκκλησίας. Οιαποφάσεις του είναι πράγματι έγκυρες. Εννοώ ότι προέρχονται απόέναν συγκεκριμένο αριθμό ιερών απαραβίαστων κανόνων. Βλέπε,για παράδειγμα, πώς κατατάσσει τις μαρτυρικές καταθέσεις, όχισύμφωνα με τα αβέβαια και απατηλά χαρακτηριστικά των φαινομέ-νων και της ανθρώπινης αλήθειας, αλλά σύμφωνα με εσωτερικές, μό-νιμες και φανερές ιδιότητες. Τις ζυγίζει προσεκτικά, χρησιμοποιώ-ντας πολεμικά όπλα ως βάρη. Υπάρχει τίποτα που να είναι πιο απλόκαι ταυτόχρονα πιο σοφό; Ακαταμάχητη είναι γι' αυτόν η κατάθεσηενός φύλακα της ειρήνης, αν αφαιρεθεί η ανθρώπινη φύση του καιθεωρηθεί απρόσωπος αριθμός, σύμφωνα με τις αρετές της ιδανικήςαστυνομίας. Οχι πως ο Ματρά (Μπαστιέν), γεννημένος στο Σίντο-Μόντε της Κορσικής, του φαίνεται του Προέδρου ανίκανος να σφά-λει. Δεν σκέφτηκε ποτέ ότι ο Μπαστιέν Ματρά είναι προικισμένοςμε αλάνθαστη παρατηρητικότητα, ούτε ότι εφάρμοζε κάποια μυστικήκαι δυναμική μέθοδο στην εξέταση των γεγονότων. Στην πραγματι-κότητα δεν είναι ο Μπαστιέν Ματρά που ο Πρόεδρος εξετάζει, αλ-λά ο Αστυφύλακας 64. Πιστεύει ότι ένας άνθρωπος υπόκειται σεσφάλματα. Ο Πίτερ και ο Πολ μπορεί να κάνουν λάθη. Ο Καρτέσιοςκαι ο Γκασέντι, ο Λάιμπνιτς και ο Νιούτον, ο Μπισό και ο ΚλοντΜπερνάρ ήταν άτομα επιρρεπή στο σφάλμα. Ολοι μας μπορούμε νασφάλουμε οποιαδήποτε στιγμή. Οι αιτίες του σφάλματος είναι αμέ-τρητες. Οι αντιλήψεις των αισθήσεών μας και η κρίση του νου μας α-ποτελούν πηγές πλάνης και αιτίες αβεβαιότητας. Δεν τολμούμε ναβασιζόμαστε στην κατάθεση ενός μόνο ανθρώπου: "Εις μάρτυς, ου-

17

Αστυνομικές Ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς/2

δείς μάρτυς". Αλλά εμπιστευόμαστε έναν αριθμό. Ο Μπαστιέν Μα-τρά, από το Σίντο-Μόντε, υπόκειται σε σφάλματα. Αλλά ο Αστυφύ-λακας 64, αν αφαιρεθεί η ανθρώπινη φύση του, δεν μπορεί να σφά-λει. Αποτελεί μια οντότητα. Μια οντότητα δεν έχει τίποτε κοινό μ' έ-ναν άνθρωπο, είναι ελεύθερη από οτιδήποτε συγχέει, διαφθείρει καιαπογοητεύει ανθρώπους. Είναι αγνή, αμετάβλητη και ανόθευτη. Συ-νεπώς οι πταισματοδίκες δεν δίστασαν να απορρίψουν την κατάθε-ση ενός απλού ανθρώπου, του Δρ Δαβίδ Ματιέ, και να δεχτούν εκεί-νη του Αστυφύλακα 64, που αποτελεί την καθαρή ιδέα, μια απορροήθείας φύσης που κατέβηκε στο εδώλιο.

«Ακολουθώντας μια τέτοια γραμμή επιχειρημάτων, ο ΠρόεδροςΜπουρίς επιτυγχάνει ένα είδος αλάθητου, το μόνο το οποίο μπορείνα φιλοδοξεί ένας δικαστής. Οταν ο άνθρωπος που καταθέτει είναιοπλισμένος μ' ένα σπαθί, πρέπει να δοθεί προσοχή στην κατάθεσητου σπαθιού, όχι του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι ποταπός και μπο-ρεί να κάνει λάθος. Το σπαθί δεν είναι ποταπό και έχει πάντα δίκιο.Ο Πρόεδρος Μπουρίς έχει μπει βαθιά σο πνεύμα των νόμων. Η κοι-νωνία βασίζεται στη δύναμη. Πρέπει να σεβόμαστε τη δύναμη ως με-γαλειώδες θεμέλιο της κοινωνίας. Η δικαιοσύνη είναι η εφαρμογήτης δύναμης. Ο Πρόεδρος Μπουρίς ξέρει ότι ο Αστυφύλακας 64 εί-ναι ένα αναπόσπαστο μέρος της Κυβέρνησης. Η Κυβέρνηση ενυπάρ-χει στον κάθε αξιωματούχο της. Να μειώσει την εξουσία του Αστυ-φύλακα 64 σημαίνει να αποδυναμώσει το Κράτος. Αν τρως τα φύλλαμιας αγκινάρας σημαίνει ότι τρως την ίδια την αγκινάρα, όπως το θέ-τει ο Μποσούκτ στην υπέροχη γλώσσα του. ("Πολιτική μέσα απ' τηνΑγία Γραφή").

»Ολα τα σπαθιά του Κράτους είναι γυρισμένα προς την ίδια κα-τεύθυνση. Το να αντιτάσσεις το ένα εναντίον του άλλου σημαίνει ν'ανατρέπεις την Δημοκρατία. Γι' αυτόν το λόγο, ο Κρενκεμπίιγ, ο κα-τηγορούμενος, δίκαια καταδικάζεται σε δύο εβδομάδες φυλάκισηκαι ένα πρόστιμο πενήντα φράγκων, με βάση την κατάθεση τουΑστυφύλακα 64. Μου φαίνεται σαν ν' ακούω τον ίδιο τον ΠρόεδροΜπουρίς να εξηγεί τις ανώτερες και ευγενείς αιτίες που οδήγησανστην απόφαση του. Σαν να τον ακούω να λέει:

»Δίκασα αυτό το άτομο σύμφωνα με την κατάθεση του Αστυφύλα-κα 64, επειδή ο Αστυφύλακας 64 είναι απορροή της δημόσιας δύνα-μης. Κι αν θέλετε ν' αποδειχθεί η σοφία μου, φανταστείτε τις συνέ-πειες αν είχα υιοθετήσει την αντίστροφη πορεία. Αμέσως θα κατα-λάβετε ότι αυτό θα ήταν παράλογο. Διότι, αν οι αποφάσεις μου ήταναντίθετες με την εξουσία, δεν θα τις εκτελούσαν ποτέ. Σημειώστε,

18

Ανατόλ Φρaνς, Το Μεγαλείο της Δικαιοσύνης

κύριοι, ότι οι δικαστές μπορούν να επιβάλλονται μόνο όταν η εξου-σία είναι με το μέρος τους. Ενας δικαστής χωρίς αστυνομικούς δενθα ήταν τίποτε άλλο παρά ένας τεμπέλης ονειροπόλος. Θα έβλαπτατον εαυτό μου αν επέτρεπα σ' έναν αστυνομικό να έχει λάθος. Επι-πλέον, το ίδιο το πνεύμα των νόμων είναι αντίθετο μ' αυτό που θα έ-κανα. Ν' αφοπλίζεις τους δυνατούς και να εξοπλίζεις τους αδύνατουςσημαίνει ν' ανατρέπεις εκείνη την κοινωνική τάξη που έχω καθήκοννα προστατεύω. Η δικαιοσύνη είναι η κύρωση της κατεστημένης α-δικίας. Ηταν ποτέ η δικαιοσύνη αντίθετη σε κατακτητές και σφετερι-στές; Οταν εμφανίζεται μια παράνομη δύναμη, η δικαιοσύνη δεν έ-χει παρά να την αναγνωρίσει και η δύναμη γίνεται νόμιμη. Το παν εί-ναι η μορφή και μεταξύ εγκλήματος και νομιμότητας υπάρχει μια τό-σο μικρή απόσταση όσο το πάχος ενός φύλλου χαρτιού. Ηταν στο χέ-ρι σου, Κρενκεμπιιγ, να είσαι ο πιο δυνατός. Αν, μετά που φώναξες:"Mort aux vaches!" είχες κηρυχθεί αυτοκράτορας, δικτάτορας, πρό-εδρος της δημοκρατίας ή ακόμη και δημοτικός σύμβουλος, σε διαβε-βαιώνω ότι δεν θα είχες καταδικαστεί ούτε σε δύο εβδομάδες φυλά-κιση, ούτε θα πλήρωνες πενήντα φράγκα πρόστιμο. Θα σε είχα αθω-ώσει. Μπορείς να είσαι σίγουρος γι' αυτό.

»Αναμφίβολα αυτά θα μπορούσαν να ήταν τα λόγια του ΠροέδρουΜπουρίς. Γιατί έχει κριτικό νου και ξέρει τι οφείλει στην κοινωνία έ-νας δικαστής. Υπερασπίζει κοινωνικές αρχές με τάξη και ακρίβεια. Ηδικαιοσύνη είναι κοινωνική. Μόνο άτομα με λανθασμένο σκεπτικό θαέκαναν την δικαιοσύνη να είναι ανθρώπινη και λογική. Η δικαιοσύνηαπονέμεται με καθορισμένους κανόνες, όχι με βάση τα συναισθήματακαι τις αναλαμπές ευφυΐας. Πάνω απ' όλα μην ζητάτε από τη δικαιο-σύνη να είναι δίκαιη, δεν έχει ανάγκη να είναι δίκαιη εφόσον λέγεταιδικαιοσύνη, και μπορώ ακόμη και να πω ότι η ιδέα της δίκαιης δικαι-οσύνης μπορεί να έχει γεννηθεί μόνο στο μυαλό ενός αναρχικού. Εί-ναι αλήθεια πως ο Πρόεδρος Μαγκνό απαγγέλλει δίκαιες αποφάσεις,αλλά και να τις αναιρέσει πάλι δικαιοσύνη θα είναι κι αυτό.

»Ο δοκιμασμένος δικαστής ζυγίζει τις μαρτυρικές καταθέσεις μετο βάρος των όπλων. Ετσι έγινε στην υπόθεση Κρενκεμπιιγ αλλά καισε περισσότερες, ακόμα και πιο σπουδαίες, υποθέσεις».

Αυτά έλεγε ο Κύριος Ζαν Λερμίτ, καθώς βάδιζε πάνω κάτω στηνΑίθουσα των Χαμένων Βημάτων.

Ξύνοντας την άκρη της μύτης του, ο Μετρ Ζοζέφ Ομπαρέ, ο οποί-ος ήξερε καλά το μέγαρο, απάντησε:

«Αν θέλετε ν'ακούσετε τι νομίζω, δεν πιστεύω ότι ο ΠρόεδροςΜπουρίς έφτασε σ' ένα τόσο μεταφυσικό επίπεδο. Κατά τη γνώμη

19

Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς/2

μου, όταν δέχτηκε ως αληθή την κατάθεση του Αστυφύλακα 64, απλάενήργησε σύμφωνα με το προηγούμενο. Η μίμηση βρίσκεται στη βά-ση των περισσότερων ανθρώπινων πράξεων. Ενα αξιοσέβαστο άτο-μο είναι αυτός που συμμορφώνεται στις κοινωνικές συνήθειες. Οιάνθρωποι είναι καλοί όταν κάνουν όπως κάνουν όλοι οι άλλοι».

20

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Ο Κρενκεμπίιγ υποτάσσεταιστους Νόμους της Δημοκρατίας

Οταν οδηγήθηκε πάλι πίσω στη φυλακή, ο Κρενκεμπίιγ κάθησε στηναλυσοδεμένη καρέκλα του, γεμάτος κατάπληξη και θαυμασμό. Ο ί-διος δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν οι δικαστές έκαναν λάθος. Το δι-καστήριο είχε αποκρύψει την ουσιώδη αδυναμία του πίσω από το με-γαλείο των τύπων. Ο Κρενκεμπίιγ δεν μπορούσε να πιστέψει πως εί-χε δίκιο έναντι των δικαστών, των οποίων οι λόγοι του ήταν ακατα-νόητοι. Του ήταν αδύνατο να συλλάβει ότι κάτι μπορούσε να πάειστραβά σε μια τόσο περίτεχνη τελετή. Διότι, καθώς δεν ήταν συνηθι-σμένος να παρακολουθεί τη Λειτουργία ή να συχνάζει στο Ελιζέ, δενείχε ποτέ στη ζωή του παρασταθεί σε κάτι τόσο μεγαλοπρεπές, όπωςμια δίκη σε πταισματοδικείο. Ηταν απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν εί-χε φωνάξει ποτέ «Mort aux vaches!» To γεγονός ότι καταδικάστηκεσε φυλάκιση δύο εβδομάδων επειδή υποτίθεται πως το είχε πει αυτότου φάνηκε ένα μεγαλοπρεπές μυστήριο, ένα από εκείνα τα συμβά-ντα της μοίρας, στα οποία προσχωρούν οι πιστοί χωρίς να τα κατα-λαβαίνουν, μια κρυφή, εντυπωσιακή, αξιολάτρευτη και τρομερή α-ποκάλυψη.

Αυτός ο δυστυχισμένος γέρος θεωρούσε τον εαυτό του ένοχο γιαμυστικιστική προσβολή του Αστυφύλακα 64, ακριβώς όπως το αγο-ράκι που μαθαίνει την πρώτη κατήχηση θεωρεί τον εαυτό του ένοχογια την αμαρτία της Εύας. Η δικαστική απόφαση τον έπεισε ότι είχεφωνάξει «Mort aux vaches!» Αρα, πρέπει να είχε φωνάξει «Mort auxvaches!» μ' έναν μυστήριο τρόπο, άγνωστο στον εαυτό του. Είχε με-ταφερθεί σ' έναν υπερφυσικό κόσμο. Η δίκη του ήταν η αποκάλυψητου.

Ο Κρενκεμπίιγ δεν είχε μια ξεκάθαρη αντίληψη για την παράβα-ση, και η αντίληψη του για την ποινή ήταν ακόμη πιο ασαφής. Η α-πόφαση του δικαστηρίου του φάνηκε σαν μια επίσημη και ανώτερηιεροτελεστία, σαν κάτι εκτυφλωτικό και ακατανόητο, το οποίο δενσυζητείται και για το οποίο δεν πρέπει ούτε να επαινείς και ούτε ναλυπάσαι κάποιον. Αν εκείνη τη στιγμή έβλεπε τον Πρόεδρο Μπου-ρίς, με άσπρα φτερά και φωτοστέφανο γύρω από το μέτωπο του, νακατεβαίνει από ένα άνοιγμα στο ταβάνι, δεν θα δοκίμαζε καμία έκ-πληξη γι' αυτή την καινούρια εκδήλωση της δικαστικής δόξας. Μάλ-

21

Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς/2

λον θα έλεγε: «Είναι η συνέχεια της δίκης μου!»Την άλλη μέρα τον επισκέφθηκε ο δικηγόρος του:«Λοιπόν, καλέ μου άνθρωπε, τα πράγματα δεν πάνε και τόσο ά-

σχημα τελικά! Μην απελπίζεσαι. Δύο εβδομάδες περνούν εύκολα.Δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να παραπονιόμαστε».

«Σε ό,τι αφορά αυτό, πρέπει να πω ότι οι κύριοι ήταν πολύ καλοί,πολύ ευγενικοί: ούτε μία αγενής λέξη. Δεν θα το πίστευα. Κι ο 'μοτι-κός φορούσε άσπρα γάντια. Το προσέξατε;»

«Εχοντας υπόψη τα πάντα, κάναμε καλά που ομολογήσαμε».«Ισως».«Κρενκεμπίιγ, έχω κάποια καλά νέα για σένα. Ενας φιλάνθρω-

πος, το ενδιαφέρον του οποίου κατάφερα να παρακινήσω για σένα,μου έδωσε πενήντα φράγκα. Το ποσό θα χρησιμοποιηθεί για να πλη-ρώσουμε το πρόστιμο σου».

«Πότε θα μου δώσετε τα λεφτά;»«Θα πληρωθούν στη γραμματεία. Δεν χρειάζεται ν' ασχοληθείς μ'

αυτό».«Δεν πειράζει. Πάντως, είμαι πολύ ευγνώμων σ' αυτόν τον άν-

θρωπο». Και ο Κρενκεμπίιγ μουρμούρισε σκεπτόμενος: «Αυτό πουμου συμβαίνει είναι ασυνήθιστο».

«Μην υπερβάλλεις, Κρενκεμπίιγ. Η περίπτωση σου δεν είναι κα-θόλου σπάνια».

«Μήπως μπορείτε να μου πείτε πού έβαλαν το καρότσι μου;»

22

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Ο Κρενκεμπίιγ στο φως της κοινής γνώμης

Μετά την αποφυλάκιση του, ο Κρενκεμπίιγ έσπρωχνε το καρότσι τουκατά μήκος της Οδού Μονμάρτρ, φωνάζοντας: «Λάχανα, γογγύλια,καρότα!» Δεν ένιωθε ούτε ντροπή, ούτε περηφάνια για την περιπέ-τεια του. Η ανάμνηση της δεν του ήταν οδυνηρή. Την κατέτασσε στομυαλό του ανάμεσα στα όνειρα, τα ταξίδια και τις διασκεδάσεις.Αλλά, πάνω απ' όλα, ήταν χαρούμενος που περπατούσε ξανά στιςλάσπες, κατά μήκος των πλακόστρωτων δρόμων, και που έβλεπε ξα-νά τον βροχερό ουρανό της πόλης πάνω από το κεφάλι του. Σταμα-τούσε σε κάθε γωνιά να πιει ένα ποτό. Μετά, εύθυμος και ανέμελος,έφτυνε στα χέρια του για να υγράνει τις ροζιασμένες παλάμες του,σήκωνε τα χερούλια και έσπρωχνε πάλι το καρότσι του. Στο ενδιά-μεσο, ένα σμήνος σπουργιτιών, φτωχά και πρωινά όπως κι ο ίδιος,που έψαχναν τα προς το ζην στους δρόμους, πέταξαν ψηλά όταν α-κούστηκε η τόσο οικεία φωνή του: «Λάχανα, γογγύλια, καρότα!»Μια γριά νοικοκυρά, που είχε εμφανιστεί, του είπε καθώς άγγιζε τοσέλινο:

«Τι έπαθες, μπάρμπα Κρενκεμπίιγ; Δεν σ' έχουμε δει εδώ καιτρεις εβδομάδες. Ησουν άρρωστος; Φαίνεσαι κομμάτι χλομός».

«Να σου πω, Κυρά Μαγιό, έκανα τον κύριο».Τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή του, εκτός του ότι πήγαινε πιο συχνά

στην ταβέρνα, γιατί σκεφτόταν πως ήταν γιορτή και ότι είχε κάνει τηγνωριμία φιλάνθρωπων. Γύριζε στη σοφίτα του αρκετά εύθυμος. Ξα-πλωμένος στο στρώμα του, τραβούσε πάνω του τους δύο σάκους πουχρησιμοποιούσε για κουβέρτες, που είχε δανειστεί από τον καστα-νοπώλη στη γωνία, και συλλογιζόταν: «Λοιπόν, η φυλακή δεν είναικαι τόσο άσχημη, έχεις ό,τι θέλεις εκεί μέσα. Πάντως, είναι καλύτε-ρα στο σπίτι».

Η ικανοποίηση του δεν κράτησε πολύ. Σύντομα αντιλήφθηκε ότι οιπελάτες του τον λοξοκοιτούσαν.

«Καλό σέλινο, Κυρά Κουαντρό!»«Δεν θέλω τίποτα»«Τι! Τίποτα! Με αέρα ζεις τότε;»Και η Κυρά Κουαντρό χωρίς να καταδέχεται ν' απαντήσει γυρνά

στο μεγάλο αρτοποιείο που ήταν αφεντικίνα. Οι μαγαζάτορες και οιεπιστάτες, που κάποτε μαζεύονταν γύρω από το καρότσι του γεμάτο

23

Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς/2

πράσινα και φρέσκα λαχανικά, τώρα του γύριζαν την πλάτη. Οταν έ-φτασε στου παπουτσή, στο σύμβολο του Αγγέλου Φύλακα, εκεί όπουείχαν αρχίσει οι περιπέτειες του με τη δικαιοσύνη, φώναξε:

«Κυρά Μπαγιάρντ, κυρά Μπαγιάρντ, μου χρωστάς εφτάμισι φρά-γκα από την προηγούμενη φορά».

Αλλά η κυρά Μπαγιάρντ, που καθόταν στον πάγκο της, δεν κατα-δέχτηκε να γυρίσει το κεφάλι.

Ολόκληρη η Οδός Μονμάρτρ ήξερε ότι ο γερο-Κρενκεμπίιγ είχεπάει φυλακή, και ολόκληρη η οδός Μονμάρτρ αρνιόταν ότι τον γνώ-ριζε. Η διάδοση της καταδίκης του είχε φτάσει μέχρι το Φομπούρ καιτη θορυβώδη γωνία της Οδού Ρισέ. Εκεί, γύρω στο μεσημέρι, οΚρενκεμπιιγ αντιλήφθηκε την κυρία Λορ, μια ευγενική και πιστή πε-λάτισσα, που έσκυβε πάνω στο καρότσι ενός άλλου πλανόδιου μανά-βη, του νεαρού Μαρτέν. Η κυρία ψηλαφούσε ένα μεγάλο λάχανο. Ταμαλλιά της έλαμπαν στο ηλιόφως σαν μάζες χαλαρά πλεγμένου χρυ-σαφένιου νήματος. Και ο νεαρός Μαρτέν, ένας ασήμαντος άνθρω-πος, ένας άχρηστος, διαμαρτυρόταν με το χέρι στην καρδιά πως δενυπήρχαν πιο ωραία λαχανικά από τα δικά του. Βλέποντάς το, η καρ-διά του Κρενκεμπιιγ ράγισε. Εσπρωξε το καρότσι του δίπλα στο κα-ρότσι του νεαρού Μαρτέν και, με μια λυπητερή σπασμένη φωνή, εί-πε στην κυρία Λορ: «Είναι άδικο από μέρος σας να μ' εγκαταλείψε-τε».

Η κυρία Λορ δεν ήταν, όπως και η ίδια παραδεχόταν, σε καμίαπερίπτωση δούκισσα. Τις απόψεις της για το φορτηγάκι της φυλακήςκαι το αστυνομικό τμήμα δεν τις είχε αποκτήσει από την καλή κοι-νωνία. Αλλά είναι πράγματι αδύνατο για κάποιον να είναι τίμιος σεκάθε σταθμό της ζωής του; Ο καθένας έχει έναν αυτοσεβασμό, καιδεν είναι ευχάριστο ν' ασχοληθείς με κάποιον που μόλις έχει βγει α-πό τη φυλακή. Αρα, η μόνη σημασία που έδωσε η κυρία στον Κρεν-κεμπιιγ ήταν ένα βλέμμα γεμάτο αηδία. Και ο γέρος πλανόδιος μα-νάβης, πικραμένος από την προσβολή, φώναξε:

«Τράβα στις βρομιάρες υπηρέτριες του σιναφιού σου».Η κυρία Λορ άφησε το λάχανο να πέσει από τα χέρια της και φώ-

ναξε:«Εε! Τράβα εσύ από δω, τιποτένιε. Μόλις βγήκες απ' τη φυλακή

και προσβάλλεις πάλι κόσμο!»Αν ο Κρενκεμπιιγ είχε τον παραμικρό αυτοέλεγχο δεν θα είχε α-

παντήσει στα ουρλιαχτά της κυρίας Λορ. Ο Κρενκεμπιιγ ήξερε πάραπολύ καλά ότι δεν είναι κανείς κυρίαρχος της μοίρας του, ότι δεν μπο-ρεί πάντα κανείς να διαλέγει το επάγγελμά του και ότι καλοί άνθρω-

24

Ανατόλ Φρανς, Το Μεγαλείο της Δικαιοσύνης

ποι υπάρχουν παντού. Ηταν συνηθισμένος ν' αγνοεί διακριτικά τιςδουλειές των πελατών της μαζί της, και δεν περιφρονούσε κανέναν.Αλλά τώρα ήταν εκτός εαυτού. Τρεις φορές ονόμασε την κυρία Λορμπεκρού, υπηρέτρια, γριά μέγαιρα. Μια παρέα από τεμπέληδες μα-ζεύτηκε γύρω από την κυρία Λορ και τον Κρενκεμπίιγ. Οι δύο τους α-ντάλλαξαν και κάποιες βρισιές εξίσου σοβαρές όπως και οι αρχικές,και σύντομα θα είχαν εξαντλήσει το λεξιλόγιο τους, αν δεν είχε εμ-φανιστεί ξαφνικά ένας αστυνομικός, ο οποίος αμέσως, με τη σιωπήκαι την ακινησία του, τους έκανε εξίσου σιωπηλούς και ακίνητους ό-πως κι ο ίδιος. Οι δύο τους χώρισαν. Αλλά αυτή η σκηνή ήταν η τε-λευταία σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της δυσφήμισης του Κρεν-κεμπίιγ στην περιοχή της Φομπούρ Μονμάρτρ και της Οδού Ρισέ.

25

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Αποτελέσματα

Ο γέρος συνέχισε τον δρόμο του μουρμουρίζοντας: «Αποδεδειγμέναείναι ένα παλιοθήλυκο και τίποτε παραπάνω».

Αλλά στο βάθος της καρδιάς του δεν ήταν αυτό το παράπονο πουείχε γι' αυτήν. Ο Κρενκεμπίιγ δεν την περιφρονούσε γι' αυτό που ή-ταν. Αντίθετα, τη σεβόταν γι' αυτό, επειδή ήξερε ότι αυτή ήταν λιτήκαι τακτική. Κάποτε τους άρεσε να μιλάνε μαζί. Αυτή του έλεγε γιατους γονείς της, που ζούσαν στην επαρχία. Και είχαν και οι δύο α-ποφασίσει να έχουν έναν μικρό κήπο και να κρατούν πουλερικά.Ηταν καλή πελάτισσα. Και μετά, να τη βλέπει ν' αγοράζει λάχανα α-πό τον νεαρό Μαρτέν, έναν βρόμικο, άχρηστο παλιάνθρωπο, του ρά-γισε την καρδιά. Και όταν αυτή έκανε πως τον περιφρονούσε, αυτότου γέμισε το ποτήρι, και τότε...

Αλλά αυτή, αλίμονο, δεν ήταν η μόνη που τον απέφευγε σαν να εί-χε πανούκλα. Ολοι τον απέφευγαν. Οπως η κυρία Λορ, η κυρία Κου-αντρό, η αρτοποιός, έτσι και η κυρία Μπαγιάρντ από τον Αγγελο Φύ-λακα τον περιφρονούσε και τον έδιωχνε. Μα! Ολη η κοινωνία αρ-νιόταν να έχει σχέσεις μαζί του.

Αρα, επειδή κάποιος πήγε φυλακή για δύο εβδομάδες, δεν ήταναρκετά καλός ούτε για να πουλάει πράσα! Ηταν δίκαιο αυτό; Ητανλογικό να καταδικάζεις ένα ευπρεπές πλάσμα να πεθάνει από τηνπείνα επειδή είχε προβλήματα μ' έναν μπάτσο;

Αν δεν του επιτρεπόταν να πουλάει λαχανικά, τότε τελείωσαν όλαγια τον Κρενκεμπίιγ. Σαν νοθευμένο κρασί ο Κρενκεμπίιγ ξίνισε.Από τότε που είχε λόγια με όλον τον κόσμο. Για το τίποτα έλεγεστους πελάτες του τι πίστευε γι' αυτούς και με πολύ σαφείς όρους,σας διαβεβαιώ. Αν αυτοί άγγιζαν τα λαχανικά του για πολλή ούρα.τους έλεγε κατάμουτρα φαφλατάδες και άμυαλους. Ομοια, στην τα-βέρνα, ο Κρενκεμπίιγ έσκουζε στους συντρόφους του. Ο φίλος του, οκαστανάς, δεν τον αναγνώριζε πια και έλεγε ότι ο γέρος-Κρενκεμπί-ιγ έγινε ένας πραγματικός σκαντζόχοιρος. Ο Κρενκεμπίιγ αναμφί-βολα γινόταν αγενής, δυσάρεστος, βρομόστομος, φλύαρος. Η αλή-θεια της υπόθεσης ήταν πως ο Κρενκεμπίιγ ανακάλυπτε τις ατέλειεςτης κοινωνίας, αλλά δεν είχε τις ικανότητες ενός Καθηγητή Φιλοσο-φικών και Πολιτικών Επιστημών ώστε να εκφράζει τις απόψεις τουγια τα κακά του συστήματος και για τις απαιτούμενες μεταρρυθμί-

26

Ανατόλ Φρανς, Το Μεγαλείο της Δικαιοσύνης

σεις. Και οι σκέψεις του εξελίσσονταν χωρίς τάξη και μέτρο.Η ατυχία του τον έκανε άδικο. Επαιρνε εκδίκηση σ' αυτούς που

δεν ήθελαν το κακό του και μερικές φορές σ' αυτούς που ήταν πιο α-δύναμοι από τον ίδιον. Μια μέρα χτύπησε τον Αλφόνς, το αγοράκιτου κρασοπώλη, στο αυτί, επειδή τον είχε ρωτήσει πώς ήταν να πάεικανείς φυλακή. Ο Κρενκεμπίιγ τον βάρεσε και είπε:

«Βρομερό κουτσούβελο! Ο πατέρας σου έπρεπε να πάει φυλακή,αντί να πλουτίζει πουλώντας δηλητήριο».

Πράξη και λόγια που δεν τιμούσαν καθόλου τον Κρενκεμπίιγ, για-τί, όπως σωστά παρατήρησε ο καστανάς, δεν έπρεπε να χτυπάει κα-νείς ένα παιδί και ούτε να το κατηγορεί για έναν πατέρα που δεν εί-χε διαλέξει.

Ο Κρενκεμπίιγ άρχισε να πίνει. Οσο λιγότερα χρήματα κέρδιζε,τόσο περισσότερο κονιάκ έπινε. Ο άλλοτε λιτοδίαιτος και εγκρατήςάλλαξε πια, και αυτή η αλλαγή προξενούσε και στον ίδιο κατάπληξη.

«Ποτέ δεν ήμουν σπάταλος» είπε. «Υποθέτω ότι δεν καλυτερεύεικανείς όσο μεγαλώνει».

Μερικές φορές κατηγορούσε βαριά τον εαυτό του για το παρά-πτωμα και την τεμπελιά του:

«Κρενκεμπίιγ, γέρο, δεν κάνεις για τίποτε παρά να σηκώνεις τοποτήρι σου».

Μερικές φορές ξεγελούσε τον εαυτό του και συμπέραινε ότι χρει-αζόταν το ποτό.

«Πρέπει να πιω μια γουλιά, πρέπει να πιω μια σταγόνα για να δυ-ναμώσω και να μου φτιάξει η διάθεση. Νιώθω σαν να έχω μια φωτιάμέσα μου, και δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο απ' το ποτό για να τησβήσω».

Συχνά συνέβαινε να χάσει τη λαχαναγορά τα πρωινά και έτσι α-ναγκαζόταν να προμηθευτεί χαλασμένα φρούτα και λαχανικά με πί-στωση. Μια μέρα, αισθάνθηκε κουρασμένος και χωρίς κουράγιο, ά-φησε το καρότσι του στην παράγκα και πέρασε όλη την ημέρα στο υ-παίθριο μαγαζάκι της Μαντάμ Ροζ, που πουλούσε πατσά, ή μπαινο-βγαίνοντας στις κάβες στην αγορά. Το βράδυ, καθισμένος σ' ένα κα-λάθι, συλλογίστηκε και αντιλήφθηκε την παρακμή του. Θυμήθηκε τηδύναμη των νιάτων του, τα επιτεύγματα του παλιού καιρού, τη σκλη-ρή δουλειά και τα χαρούμενα βράδια, εκείνες τις ημέρες που περ-νούσαν γρήγορα, όλες ίδιες και γεμάτες, το περπάτημα στο σκοτάδι,πάνω - κάτω, στο πλακόστρωτο της αγοράς, περιμένοντας την πρωι-νή χοντρική, τα λαχανικά που τα κουβαλούσε αγκαλιά και που τα τα-κτοποιούσε με μεράκι στο καρότσι. Θυμήθηκε τον πολύ ζεστό μαύρο

27

Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς/2

καφέ της Μαμάς Θεοδώρας, που τον έπινε όρθιος, με μια γουλιά, θυ-μήθηκε το πώς έπιανε δυνατά τα χερούλια και, μετά, καθώς περνού-σε τους δρόμους γεμάτους κόσμο, τη δυνατή κραυγή, που έσκιζε σανλάλημα πετεινού τον πρωινό αέρα. Ολη η αθώα σκληρή ζωή του αν-θρώπινου αλόγου απλωνόταν μπροστά του. Για μισό αιώνα στο κινη-τό του μαγαζί, είχε προσφέρει στο λαό της πόλης τη φρέσκια σοδειάτων λαχανόκηπων κρατημένη με φροντίδα και ξενύχτι. Κουνώνταςτο κεφάλι του, ο Κρενκεμπίιγ αναστέναξε:

«Οχι! Δεν είμαι πια αυτός που ήμουν. Τελείωσα. Η στάμνα πάειτόσο συχνά στο πηγάδι, μέχρι που στο τέλος σπάει. Και δεν έγινα πο-τέ πια ο ίδιος από τότε που είχα την υπόθεση με τους δικαστές. Οχι,δεν είμαι πια ο άνθρωπος που ήμουν».

Με λίγα λόγια, το ηθικό του είχε καταρρακωθεί. Και, όταν έναςάνθρωπος φτάνει σ' αυτή την κατάσταση, είναι σαν να κείται στο χώ-μα, ανίκανος να σηκωθεί. Ολοι οι περαστικοί τον ποδοπατούν.

28

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

Η κατάληξη

Επειτα ήρθε η φτώχεια, μαύρη φτώχεια. Ο γέρος πλανόδιος μανάβης,που γυρνούσε σπίτι από το Φομπούρ Μονμάρτρ με μια σακούλα γε-μάτη νομίσματα των πέντε φράγκων, τώρα πια δεν είχε ούτε ένα νό-μισμα. Ο χειμώνας ήρθε. Επειδή τον είχαν διώξει από τη σοφίτα πουέμενε, κοιμόταν κάτω από τα καρότσια σε μια παράγκα. Εβρεχε μέ-ρες τώρα, τα χαντάκια ξεχείλιζαν και η παράγκα πλημμύρισε.

Κουλουριασμένος στο καρότσι του, πάνω από το βρομερό νερό, μεαράχνες, ποντικούς και μισοπεθαμένες από την πείνα γάτες για πα-ρέα, ο Κρενκεμπίιγ συλλογιζόταν στο σκοτάδι. Δεν είχε φάει τίποτεόλη την ημέρα και δεν είχε πια ούτε τους σάκους του καστανά γιασκεπάσματα. Και τότε θυμήθηκε τις δυο εβδομάδες που η κυβέρνη-ση του είχε εξασφαλίσει φαγητό και ρούχα. Ζήλευε την τύχη των φυ-λακισμένων. Αυτοί δεν υποφέρουν από το κρύο ή την πείνα. Μιασκέψη του ήρθε:

«Αφού ξέρω το κόλπο, γιατί να μην το χρησιμοποιήσω;»Σηκώθηκε και βγήκε στους δρόμους. Ηταν λίγο μετά τις έντεκα. Η

νύχτα ήταν σκοτεινή και ψυχρή. Επεφτε υγρή ομίχλη, πιο κρύα καιπιο διαπεραστική από τη βροχή. Οι λίγοι περαστικοί περπατούσανκάτω από τα μπαλκόνια των σπιτιών.

Ο Κρενκεμπίιγ πέρασε την εκκλησία του Αγίου Ευσταχίου καιμπήκε στην έρημη Οδό Μονμάρτρ. Ενας φύλακας της ειρήνης στε-κόταν στο πεζοδρόμιο, κοντά στην εκκλησία, κάτω από μια λάμπα μευγραέριο, και γύρω του η ψιλή βροχή φαινόταν κοκκινωπή στο φωςτης λάμπας. Η βροχή έπεφτε στην κουκούλα του αστυνομικού. Αυτόςφαινόταν παγωμένος μέχρι το κόκαλο, αλλά, είτε επειδή προτιμούσενα βρίσκεται στο φως, είτε επειδή είχε κουραστεί να περπατάει, στε-κόταν κάτω από τη λάμπα, που ίσως του φάνηκε σαν φίλος, σαν σύ-ντροφος. Στη μοναξιά της νύχτας η φλόγα που τρεμόπαιζε ήταν η μό-νη του διασκέδαση. Ακίνητος όπως ήταν, δεν φαινόταν σχεδόν κα-θόλου ανθρώπινος. Η αντανάκλαση από τις μπότες του στο υγρό πε-ζοδρόμιο, που έμοιαζε με λίμνη, τον προέκτεινε προς τα κάτω και α-πό απόσταση τον έκανε να μοιάζει μ' ένα αμφίβιο τέρας, μισό μέσακαι μισό έξω από το νερό. Αν τον κοιτούσε κανείς από πιο κοντά, έ-βλεπε ταυτόχρονα μια καλογερίστικη και στρατιωτική εμφάνιση. Τοτραχύ γνώρισμα της έκφρασης του μεγεθυνόταν κάτω από τη σκιά

29

Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς/2

της κουκούλας του, μελαγχολικό και ατάραχο. Είχε ένα χοντρό μου-στάκι, κοντό και γκρίζο. Ηταν ένας παλιός μπάτσος, ένας άντρας πά-νω από τα σαράντα. Ο Κρενκεμπίιγ τον πλησίασε απαλά και, με α-δύναμη διστακτική φωνή, είπε: «Mort auxvaches!»

Επειτα περίμενε το αποτέλεσμα αυτών των ιερών λέξεων. Αλλάδεν άκουσε τίποτε. Ο αστυφύλακας παρέμεινε ακίνητος και σιωπη-λός, με τα χέρια του διπλωμένα κάτω από τον κοντό μανδύα του. Ταμάτια του ήταν ορθάνοιχτα, γυάλιζαν στο σκοτάδι και κοιτούσαν τονΚρενκεμπίιγ με μελαγχολία, εγρήγορση και περιφρόνηση.

Ο Κρενκεμπίιγ, κατάπληκτος, αλλά αποφασιστικός, μουρμούρισε:«Mort auxvaches! σου λέω».Στο παγωμένο σκοτάδι επικράτησε μια μακρά σιωπή, μαζί με τον

ήχο της ψιλής διαπεραστικής βροχής. Τελικά μίλησε ο αστυφύλακας:«Τέτοια πράγματα δεν λέγονται... Σίγουρα δεν λέγονται. Στην η-

λικία σου έπρεπε να το ξέρεις αυτό. Φύγε».«Γιατί δεν τον συλλαμβάνεις;» ρώτησε ο Κρενκεμπίιγ.Ο αστυφύλακας κούνησε το κεφάλι του κάτω απ' την κουκούλα

που έσταζε:«Αν ήταν να μαζέψουμε όλους τους άμυαλους που λένε ό,τι δεν

πρέπει, έπρεπε να διακόψουμε τη δουλειά μας!.. Και τι θα κερδίζα-με;»

Τσακισμένος από την τόσο μεγαλοπρεπή περιφρόνηση, ο Κρενκε-μπίιγ παρέμεινε για λίγη ώρα απαθής και σιωπηλός, με τα πόδια τουστο χαντάκι. Πριν φύγει προσπάθησε να εξηγήσει:

«Δεν ήθελα να πω: Mort aux vaches! σε σένα. Δεν ήταν για σένα,όσο δεν ήταν και για κάποιον άλλον. Ηταν απλά μια ιδέα».

Ο αστυφύλακας του απάντησε αυστηρά αλλά φιλικά:«Είτε ιδέα, είτε οτιδήποτε άλλο, δεν πρέπει να λέγεται, γιατί, όταν

ένας άνθρωπος κάνει το καθήκον του και αντέχει πολλά, δεν θα έ-πρεπε να τον προσβάλλουν με επιπόλαιες λέξεις... Σου ξαναλέω ναφύγεις».

Ο Κρενκεμπίιγ, με σκυμμένο κεφάλι και χέρια που κρέμονταν ά-τονα, βυθίστηκε στη βροχή και στο σκοτάδι.

30