Εισαγωγή - Πανελλήνιο Σχολικό...

50

Transcript of Εισαγωγή - Πανελλήνιο Σχολικό...

•Εισαγωγή

• 1η Ενότητα Πόντος στη μυθολογία

•2η ενότητα Αποικισμός και εγκατάσταση

•3η ενότητα Το Βασίλειο του Πόντου

• 4η ενότητα Παναγία Σουμελά

•5η ενότητα Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας

•6η ενότητα Ποντιακή Γενοκτονία

•7η ενότητα Πως συνεισέφεραν οι Πόντιοι

στην Επανάσταση του 1821

•8η ενότητa Μουσική παράδοση του Πόντου

•Επίλογος

Πόντιοι ονομάζονται οι Έλληνες που κατάγονται από την περιοχή του Πόντου δηλαδή τα νότια παράλια της Μαύρης θάλασσας (Εύξεινος Πόντος), στη σημερινή βορειοανατολική Τουρκία, όπως επίσης και από την ΕΣΣΔ . Η παρουσία Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου ανάγεται από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους οπότε η πλειονότητά τους (οι χριστιανοί Πόντιοι) μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, με την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Όσοι Πόντιοι είχαν μεταναστεύσει στην Ρωσική Αυτοκρατορία ή είχαν διαφύγει στην ΕΣΣΔ, μετά από ένα σύντομο διάστημα ακμής που ακολουθήθηκε από σκληρούς διωγμούς από το σταλινικό καθεστώς, αναγκάστηκαν να μετεγκατασταθούν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση της Ένωσης.

Ο Φρίξος, γιος της Νεφέλης και του

Αθάμαντα, βασιλιά του Ορχομενού στη Βοιωτία, συκοφαντήθηκε από την Ινώ, τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα του, και οδηγήθηκε στον τόπο της θυσίας. Την αδικία δεν ήθελαν όμως ούτε και οι θεοί… Ένα χρυσόμαλλο κριάρι που εμφανίστηκε από τον ουρανό, σταλμένο από τον Δία, έδωσε τη λύση. Ο Φρίξος και η αδελφή του η Έλλη, που έκλαιγε για τον επικείμενο χαμό του, πήδηξαν στη ράχη του και πέταξαν μαζί του προς την Ανατολή. Ενώ όμως περνούσαν πάνω από ένα θαλάσσιο στενό, η Έλλη ζαλίστηκε, έπεσε από το κριάρι στο νερό και πνίγηκε. Η θάλασσα πήρε το όνομά της και ονομάστηκε Ελλήσποντος, γιατί πόντος στα αρχαία σήμαινε θάλασσα.

Η αφετηρία του ποντιακού ελληνισμού εντοπίζεται στο θρύλο τής Αργοναυτικής Εκστρατείας και στο μύθο του Φρίξου και της Έλλης.

Μόνος του πια ο Φρίξος συνεχίζει και φτάνει σε μια μακρινή χώρα, την Κολχίδα (σημερινή Γεωργία). Εκεί θυσιάζει το κριάρι στον Δία για να τον ευχαριστήσει, και το δέρμα του το χαρίζει στον τοπικό βασιλιά, τον Αιήτη. Ο βασιλιάς κρεμά το δέρμα σε μια βελανιδιά και βάζει έναν δράκοντα να το φυλάει. Αυτή είναι η πρώτη επαφή του μητροπολιτικού ελληνισμού με τον Πόντο.

Η δεύτερη είναι η Αργοναυτική Εκστρατεία, που κίνητρό της είχε την ανάκτηση του χρυσόμαλλου δέρατος από την Κολχίδα.

Στην Ιωλκό, κοντά στον σημερινό Βόλο, βασίλευε ο πατέρας του Ιάσωνα, Αίσονας, τον οποίο εκθρόνισε βιαίως ο αδελφός του, Πελίας. Ο Ιάσωνας, που προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη, κάλεσε τον σφετεριστή θείο του να εγκαταλείψει το θρόνο και να τον επιστρέψει στον πατέρα του. Ο Πελίας δεν αρνήθηκε, αλλά του ζήτησε να φέρει προηγουμένως το χρυσόμαλλο δέρας από την Κολχίδα στην Ιωλκό. Ήταν βέβαιος ότι από ένα τέτοιο ταξίδι ο ανιψιός του δεν θα γυρνούσε ζωντανός…

Ο Ιάσωνας σήκωσε το γάντι και η εκστρατεία ξεκίνησε. Ονομάστηκε Αργοναυτική από το πλοίο που τους μετέφερε, την Αργώ, το οποίο κατασκεύασε ο ξακουστός ναυπηγός Άργος, γιος του Φρίξου. Στην εκστρατεία αυτή συμμετείχαν οι γονείς των ηρώων του Τρωικού Πολέμου. Ο πατέρας του Αχιλλέα Πηλέας, ο πατέρας του Οδυσσέα Λαέρτης, ο Ηρακλής, ο Ορφέας, οι Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης, ο Θησέας, ο πατέρας του Αίαντα Τελαμώνας αλλά και η Αταλάντη, η μοναδική γυναίκα στο σκάφος.

Στην Κολχίδα πια ο Ιάσωνας έχει να αντιμετωπίσει τον βασιλιά Αιήτη, ο οποίος του ζητά να κάνει μια σειρά άθλους για να του παραδώσει το δέρμα. Η επιτυχία του ήταν εγγυημένη από τη στιγμή που έβαλε το χέρι της η κόρη του Αίαντα, Μήδεια, την οποία ο ήρωας ερωτεύτηκε και πήρε μαζί του στην Ιωλκό.

Ο μύθος δηλώνει τις δυσκολίες και τους αιματηρούς αγώνες που κατέβαλαν οι Έλληνες στην αρχή της ιστορίας τους για τον έλεγχο του εμπορικού δρόμου προς τον Εύξεινο Πόντο, όπου πλέον εγκαταστάθηκαν μόνιμα.

4ος εως 7ος αιώνας

Οι δύο αιώνες μετά το 750 π.Χ. είναι από τους πιο ενδιαφέροντες στην παγκόσμια ιστορία. Οι Έλληνες ξεκίνησαν τη δεύτερη φάση της αποικιακής τους επέκτασης και γέμισαν τις ακτές της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου με τις νέες τους αποικίες. Συνήθως οι άνθρωποι δεν εγκαταλείπουν την πατρίδα τους με προθυμία, και αν μάλιστα η χώρα που πηγαίνουν τους είναι άγνωστη, τότε είναι φανερό πως το κίνητρο που τους ανάγκασε να μεταναστεύσουν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δυνατό. Κοινωνικές διαμάχες, εκτοπισμοί πολιτικών αντιπάλων, αύξηση του πληθυσμού, ανάγκη δημιουργίας καινούριων αγορών, εγκατάσταση εμπορικών διαμετακομιστικών σταθμών σε λιμάνια είναι μερικοί από τους λόγους αυτούς. Οι Ίωνες έπλεαν με τα πλοία τους μέσα από τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα ακολουθώντας τις ακτές του Ευξείνου, όπου ψάρευαν τόνους, έκαναν εμπόριο με τους ιθαγενείς και εγκαθιστούσαν οικισμούς σε όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές. Λέγεται ότι η Μίλητος, που ήταν μεγάλο αποικιακό κράτος, ίδρυσε ογδόντα αποικίες σε αυτήν την περιοχή.

Η πρώτη ελληνική αποικία στον Εύξεινο Πόντο είναι η Ηράκλεια, αποικία των Μεγαρέων, έπειτα η Σινώπη, αποικία των Ιώνων της Μιλήτου, κατόπιν τα Κοτύωρα (σημερινή Ορντού), η Κερασούντα, η Τραπεζούντα, το Ρίζαιον και η Αθήνα, αποικίες των Σινωπέων, δηλαδή ιωνικές, και στη συνέχεια, πιο πέρα, στις ανατολικές, βόρειες και δυτικές ακτές, μια αλυσίδα από ελληνικές πόλεις όπως η Φάσις, η Διοσκουριάς, το Παντικάπαιον, η Ολβία, η Θεοδόσια, η Οδησσός κ.ά. αποτέλεσαν σημαντικά αποικιακά κέντρα. Τέλος, το 562 π.Χ. οι Ίωνες της Φώκαιας ίδρυσαν την Αμισό (Σαμψούντα). Οι πηγές ανάγουν την ίδρυση κάποιων αποικιών της Μιλήτου στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. . Αν και οι ελληνικές αποικίες έζωναν τον Εύξεινο Πόντο σε μια σχεδόν αδιάσπαστη αλυσίδα, ο ελληνικός πολιτισμός δεν κατόρθωσε να διεισδύσει βαθιά στο εσωτερικό της χώρας. Η παράκτια ζώνη του Ευξείνου προμήθευε στην Ελλάδα ψάρια, ξυλεία, βαφές, σιτάρι, μέταλλα, αγελάδες και βόδια. Χρησίμευε δε και για τον έλεγχο των δρόμων που οδηγούσαν από τα παράλια στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Με αυτόν τον τρόπο η ελληνική φυλή απέκτησε δεσπόζουσα παρουσία ανάμεσα στις άλλες φυλές του κάθε τόπου. Στα κατοπινά χρόνια οι άποικοι συνέχισαν να επικοινωνούν με τη μητροπολιτική Ελλάδα και ιδιαίτερα με το ιωνικό στοιχείο της Μιλήτου, απ’ όπου κατάγονταν. Η νοσταλγία, όπως συμβαίνει σε όλους τους ξενιτεμένους, τους έφερνε νοερά πιο κοντά στην παλιά τους πατρίδα και καθώς διαχώριζαν τον εαυτό τους από τους ντόπιους, δημιουργούσαν έντονη συνείδηση της ελληνικότητάς τους. Έτσι γεννήθηκαν οι πρώτοι Έλληνες Πόντιοι.

Ποια είναι η πρώτη ελληνική αποικία και πώς δημιουργήθηκαν οι πρώτοι Έλληνες Πόντιοι ;

Τους τελευταίους τέσσερις αιώνες π.Χ. στον Πόντο ιδρύθηκε ένα μικρό ανεξάρτητο βασίλειο, με ισχυρές ελληνικές Επιρροές .

Ιδρυτές του ήταν οι Πέρσες σατράπες Αριοβαρζάνης (363-337 π.Χ.) και Μιθριδάτης Α΄ (337-302 π.Χ.). Εκείνος όμως που έμελλε να μείνει στην ιστορία του Πόντου ήταν ο Μιθριδάτης ΣΤ΄.

Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη Α΄ στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του Μιθριδάτης Β΄ (302-266) και ακολούθησε ο Αριοβαρζάνης Β΄ .Τον τελευταίο διαδέχθηκε ο γιος του, Μιθριδάτης Γ΄ (255-222), που πήρε ως σύζυγό του την (Ελληνίδα) κόρη του βασιλιά της Συρίας Σέλευκου. Ο διάδοχός του, ο Μιθριδάτης Δ΄ (222-184), επεξέτεινε το κράτος που παρέλαβε από τον πατέρα του. Ακολούθησε ο Μιθριδάτης Ε΄ ο Ευεργέτης (157-120), και το 120 π.Χ. ανέβηκε στο θρόνο ο τελευταίος και διασημότερος βασιλιάς του Πόντου, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ ο Μέγας, επονομαζόμενος και Ευπάτωρ (120-63), που για πολλά χρόνια αναστάτωσε τη Ρώμη. Αυτή ήταν η διαδοχή των βασιλιάδων του ποντιακού κράτους.

Ο τελευταίος των Μιθριδατών, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄, είχε αποκτήσει ελληνική παιδεία, περιστοιχιζόταν από Έλληνες διανοουμένους, είχε μητέρα τη Λαοδίκη, που τον επιτρόπευε ως τα 12, και παντρεύτηκε Ελληνίδα. Προσπάθησε να εξελληνίσει το κράτος του και να συνενώσει τον ελληνικό με τον περσικό πολιτισμό, και ως ένα σημείο τα κατάφερε. Χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτισμού ήταν να συνθέτει πολιτισμικά στοιχεία τα οποία παρελάμβανε συνήθως από την Ανατολή, προσδίδοντάς τους λογική διάσταση.

Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ κατέστησε νέα πρωτεύουσα του κράτους του τη Σινώπη. Παραδοσιακή πρωτεύουσα του κράτους των Μιθριδατών ήταν η Αμάσεια, πατρίδα του μεγάλου γεωγράφου της αρχαιότητας Στράβωνα και πόλη όπου, το 1921, λειτούργησε το «Δικαστήριο Ανεξαρτησίας» του Κεμάλ, που οδήγησε στην κρεμάλα πολλούς αγωνιστές και προύχοντες του Πόντου. Στην πόλη αυτή, στις όχθες του ποταμού Ίρη, βρίσκονται και οι λαξευτοί τάφοι των Μιθριδατών.

Για 27 ολόκληρα χρόνια με τους τρεις Μιθριδατικούς πολέμους του κράτησε σε αναταραχή την κοσμοκράτειρα, τότε, Ρώμη. Στον τελευταίο από αυτούς ο Πομπήιος, με μεγάλες δυνάμεις στρατού, νίκησε σε απανωτές μάχες τον Μιθριδάτη, χρησιμοποιώντας ακόμη και τον γιο του βασιλιά του Πόντου, τον Φαρνάκη Β΄, ο οποίος στασίασε εναντίον του πατέρα του (63 π.Χ.).

Ο Μιθριδάτης καταδιωκόμενος, σε ηλικία 69 ετών, το 63 π.Χ. έχασε τελικά τη ζωή του στο Παντικάπαιο της Ταυρικής χερσονήσου με τραγικό τρόπο. Για να αποφύγει τον εξευτελισμό στη Ρώμη, διέταξε τον υπασπιστή του να τον σκοτώσει για να μην πέσει στα χέρια του γιου του, ο οποίος θα τον παρέδιδε στον Πομπήιο.

Δεν μπορούσε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο διότι, όπως είναι γνωστό, από την παιδική ηλικία του (και κατόπιν οδηγιών του φαρμακοποιού-γιατρού που ήταν πάντοτε κοντά του) λάμβανε καθημερινά μικρές δόσεις δηλητηρίου, ώστε να συνηθίσει τον οργανισμό του και να αποφύγει τη δηλητηρίαση από οποιονδήποτε εχθρό του. Η τακτική αυτή, ο σταδιακός δηλαδή εθισμός σε ολοένα και αυξανόμενες δόσεις δηλητηρίου, ονομάστηκε «μιθριδατισμός». Αυτό ήταν το τέλος του Πόντιου Ελληνοπέρση και φιλέλληνα βασιλιά. Με το θάνατό του κατέρρευσε και το κράτος του, το οποίο διαμελίστηκε.

Ο ακριβής χρόνος ίδρυσης της Μονής της Παναγίας Σουμελά δεν είναι γνωστός. Κατά μία άποψη, που συνοδεύεται και από στοιχεία παράδοσης, η Μονή ιδρύθηκε τα τέλη του 4ου αιώνα στο όρος Μελά της Τραπεζούντας. Ιδρυτές θεωρούνται δύο καλόγεροι από την Αθήνα, ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος, που πήγαν στον Πόντο παρακινημένοι από ένα όνειρο που είδαν. Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα που τοποθέτησαν στη μονή οι δύο καλόγεροι ήταν ζωγραφισμένη από τον ευαγγελιστή Λουκά και βρισκόταν προηγουμένως στην Αθήνα, εξού και η αρχική της ονομασία, Παναγία Αθηνιώτισσα. Η Μονή διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο τόσο στην ανάπτυξη του πολιτισμού και των γραμμάτων στον Πόντο όσο και σε κοινωνική προσφορά και περίθαλψη των Ποντίων κατά τα δύσκολα χρόνια των τουρκικών διώξεων.

Στα νοτιοανατολικά του Βυζαντινού Δικαιόσημου, ή αλλιώς, Ματσούκας, σημερινής Maçka, εκτείνεται η κοιλάδα με το φαράγγι της Παναγίας που την διατρέχει το ομώνυμο ποτάμι. Η κοιλάδα είναι υποβλητική και κατάφυτη από ωραία ροδόδεντρα, την ποντική αζαλέα, και από πυκνό δάσος πεύκης, κλέθρου, πτελέας, σφενδάμου, κρανέας, μυρσίνης, ελάτης και πύξου, από την οποία πύξο, πήρε το όνομά του και ο Πυξίτης ποταμός που πήγαζε από τα υψίπεδα του όρους Κολάτ, μικρό τμήμα του οποίου αποτελούσε και το ποτάμι της Παναγίας. Πάνω από αυτό το ποτάμι, σε βράχο του όρους Μελά, κυριολεκτικά κρεμιέται η μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του Μελά (Σουμελά = Στου Μελά). Εδώ, κατά την παράδοση, εναπόθεσαν την εικόνα της Θεοτόκου, όπως

προαναφέρθηκε, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι άγνωστο πότε ήρθαν στη δυσπρόσιτη και αφιλόξενη αυτή περιοχή της Τραπεζούντας. Κατά την παράδοση αυτό συνέβη στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στη διήγηση, όμως, του ταξιδιού τους, περιγράφονται εικόνες και συμβάντα του Βυζαντίου που αντιστοιχούν στα χρόνια της Μακεδονικής Δυναστείας. Και είναι πιθανό η εγκατάστασή τους στην περιοχή να χρονολογείται περί τον 10o αιώνα. Ακούγεται λογικό, διότι ο τόπος την περίοδο αυτή είχε ηρεμήσει από τους βαρβάρους, μέχρι να κάνουν την εμφάνισή τους οι τουρκομανικές φυλές και κυρίως οι Σελτζούκοι Τούρκοι του Ικονίου ή οι γειτονικοί Τζάνοι και Τσεπνήδες, ορεσίβιες φυλές που συχνά απειλούσαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Ο Ανδρόνικος ο Γίδων και οι μετά αυτόν αυτοκράτορες αναδιοργάνωσαν την άμυνα των ορεινών περασμάτων, ενδυνάμωσαν τα υπάρχοντα φρούρια και έκτισαν νέα. Ενίσχυσαν την ασκητική πολιτεία του Όρους Μελά και ίδρυσαν ένα οργανωμένο μοναστικό κέντρο που θα έλεγχε τα ορεινά περάσματα και τις Πύλες του Πόντου.

Σημαντικότερος δωρητής και ευεργέτης υπήρξε αναμφίβολα ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Γ΄, ο επιφανέστερος ίσως των Μεγάλων Κομνηνών, που βασίλευσε από το 1349 μέχρι το θάνατό του το 1390. Σύμφωνα με την παράδοση, η γαλέρα που μετέφερε από την Κωνσταντινούπολη τον Αλέξιο, τον Μέγα Κομνηνό, καθώς περιέπλεε τα Πλάτανα, έπεσε σε θαλασσοταραχή. Ο Αλέξιος ζήτησε τη βοήθεια της Παναγίας, η οποία του παρεσχέθη.

Αυτοκράτωρ Αλέξιος Γ’

Το προνομιακό καθεστώς της μονής αποδέχθηκαν και οι Οθωμανοί κατακτητές μετά το 1461. Ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ (1467-1520), γιος και διάδοχος του σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄ και της Γκιουλμπαχάρ Χατούν, της Τραπεζούντιας κόρης Μαρίας, δώρησε στη μονή πέντε λαμπάδες, ενώ επικύρωσε και ανανέωσε με χατί σερίφ (αυτοκρατορικό διάταγμα) τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στη Μονή από τους Κομνηνούς αυτοκράτορες.

Μετά το 1923 και το διωγμό των Ελλήνων από την περιοχή, οι Τούρκοι πήραν τα χειρόγραφα και τα ιερά κειμήλια της μονής. Για ένα διάστημα η Μονή έγινε καταφύγιο λαθρεμπόρων, τα δε ξύλινα τμήματά της πυρπολήθηκαν το 1930.

Από τα κειμήλια του μοναστηριού τελικά σώθηκαν τρία που θεωρούνται τα πιο σπουδαία: η περίφημη εικόνα της Παναγίας, ο σταυρός που δώρησε στη μονή ο αυτοκράτορας Μανουήλ Γ΄ (1390-1417) και το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου. Τα είχαν κρύψει σε παρακείμενη της Μονής περιοχή οι καλόγεροι μετά την αναχώρησή τους το 1924. Το 1931 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με γράμμα του προς τον Ισμέτ Ινονού, πρωθυπουργό τότε της Τουρκίας, πέτυχε να δοθεί άδεια στον ιερομόναχο Αμβρόσιο Σουμελιώτη να πάει στη Μονή, να βρει τα κειμήλια και να τα φέρει στο Βυζαντινό Μουσείο.

Το 1951 οι Πόντιοι μετέφεραν την εικόνα της Παναγίας Σουμελά από το Βυζαντινό Μουσείο στο νέο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά που ανιστορήθηκε στις πλαγιές του Βερμίου.

Ιδρυτές της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας το 1204 υπήρξαν δύο αδέλφια, οι Κομνηνοί Αλέξιος και Δαυίδ. Ήταν παιδιά του Μανουήλ, γιου του Ανδρόνικου Α΄, ιδρυτή της αυτοκρατορικής δυναστείας των Κομνηνών. Ο Ανδρόνικος είχε σκοτωθεί κατά την εξέγερση του 1185, οπότε και οι Κομνηνοί έχασαν το θρόνο από τη δυναστεία των Αγγέλων.

Η ώθηση για τη δημιουργία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας δόθηκε από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το 1204, από τους Σταυροφόρους. Ουσιαστικά, μετά την ημερομηνία αυτή η Κωνσταντινούπολη δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της αίγλη. Για την ανακατάληψη της Πόλης δημιουργήθηκαν τρία ελληνικά κράτη, με κέντρα τη Νίκαια, την Τραπεζούντα και την Ήπειρο. Το μακροβιότερο υπήρξε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η οποία επέζησε επί 257 χρόνια. Τα δύο αδέλφια, ο Αλέξιος και ο Δαυίδ, που είχαν γεννηθεί ο πρώτος το 1182 και ο δεύτερος δύο χρόνια νωρίτερα, απομακρύνθηκαν από την επαναστατημένη πρωτεύουσα το 1185 και εστάλησαν στη θεία τους, βασίλισσα των Ιβήρων (Γεωργίας) Θάμαρ (1184-1212). Μετά την κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους Σταυροφόρους οι δύο νεαροί Κομνηνοί, με τη βοήθεια της θείας τους, των Γεωργιανών στρατιωτών, τη συνεργασία των σχολάριων αρχόντων που έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη και ντόπιων Ποντίων αριστοκρατών, κατέλαβαν την Τραπεζούντα και ίδρυσαν το μεσαιωνικό κράτος του Πόντου το 1204.

Οι αυτοκράτορες του κράτους αυτού πήραν την προσωνυμία Μεγάλοι Κομνηνοί, και αισθάνονταν Έλληνες και συνεχιστές του βυζαντινού κράτους. Έμβλημά τους είχαν τον μονοκέφαλο αετό, σε αντιδιαστολή με τον δικέφαλο της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Τα σύνορα της αυτοκρατορίας είχαν φτάσει δυτικά μέχρι τη Νικομήδεια, αλλά μετά την ήττα του Δαυίδ από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη (1204-1222) περιορίστηκαν ως τη Σινώπη. Αργότερα συρρικνώθηκαν κι άλλο. Η αδυναμία συνεννόησης των δύο ελληνικών κρατών, της Νίκαιας και της Τραπεζούντας, είχε αρνητικές επιπτώσεις στις προσπάθειες αναχαίτισης τόσο των Λατίνων όσο και των Σελτζούκων Τούρκων.

Η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1261 έθεσε τέλος στα όνειρα των Κομνηνών να επιστρέψουν στο θρόνο της βυζαντινής πρωτεύουσας, κι έτσι επιδόθηκαν στην ισχυροποίηση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Το ποντιακό κράτος διατηρήθηκε ως το 1461, οκτώ χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, αναδείχτηκε σε ισχυρό προπύργιο του ελληνισμού, και η πρωτεύουσά του, η Τραπεζούντα, σε σπουδαίο εμπορικό κέντρο και λαμπρή εστία των ελληνικών γραμμάτων και της βυζαντινής τέχνης. Στις σχολές της, κυρίως των θετικών επιστημών, σπούδαζαν μαθητές που έρχονταν ακόμη και από την Κωνσταντινούπολη.

Στο ποντιακό κράτος έζησαν, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, οι σχολάριοι άρχοντες που αποτελούσαν την κύρια φρουρά του παλατιού της Κωνσταντινούπολης και βοήθησαν στη δημιουργία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Αργότερα ήρθαν σε αντίθεση με τους ντόπιους άρχοντες. Στο Βυζάντιο επικρατούσε η αντίληψη πως αυτοκρατορία χωρίς Πατριαρχείο δεν νοείται, διότι ο Πατριάρχης χρίει τον Αυτοκράτορα. Έτσι, μετά την κατάληψη της Πόλης και τη μεταφορά του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Νίκαια, η Τραπεζούντα αμφισβήτησε τη συνέχεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο το 1258 αποδέχτηκε την αυτοτέλεια της Εκκλησίας του Πόντου. Μετά την απελευθέρωση της Πόλης τα πράγματα ομαλοποιήθηκαν και οι Πόντιοι αποδέχτηκαν την πρωτοκαθεδρία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Ισχυρή αυτοκρατορική προσωπικότητα στην Τραπεζούντα υπήρξε ο Αλέξιος Γ΄ ο Κομνηνός, οι διάδοχοί του όμως δεν μπόρεσαν να σταθούν στο ύψος των δύσκολων περιστάσεων. Οι Τούρκοι είχαν επανακάμψει απειλητικοί στην περιοχή, ενώ τοπικοί άρχοντες διεκδικούσαν την αυτονομία τους αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο την κεντρική εξουσία.

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Δ΄ ο Καλοϊωάννης για να σώσει το κράτος από τους Οθωμανούς Τούρκους, οι οποίοι είχαν ήδη καταλάβει την Κωνσταντινούπολη το 1453, συμμάχησε με τους Τουρκομάνους που κατοικούσαν στην Αμίδη (Ντιγιάρμπακιρ), τους Λεύκαρνους (Ασπροπροβατάδες) όπως τους έλεγαν αλλιώς. Για να πετύχει η συμμαχία τούς παραχώρησε την Καππαδοκία και αρραβώνιασε την πανέμορφη κόρη του με τον ηγέτη τους Ουζούν Χαν. Το σχέδιό του δεν ολοκληρώθηκε. Πέθανε το 1458. Στο θρόνο ανέβηκε ο αδελφός του Δαυίδ Κομνηνός, ο τελευταίος αυτοκράτορας της Τραπεζούντας. Όχι ιδιαίτερα τολμηρός ο ίδιος, προδόθηκε και από τον πρωτοβεστιάριο Αμιρούτζη, ο οποίος τον έπεισε να παραδώσει την πόλη στον Μωάμεθ Β΄ ενάντια στη θέληση του πολιορκημένου λαού. Ήταν το έτος 1461 το τέλος της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας…

Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα -το 40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.

Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.

Το 1908 ήταν μια χρονιά - ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στο περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας. Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.

Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.

Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι , όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1916, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!

Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση». Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 300.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 353.000. Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα. Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.

Η επανάσταση του 1821 ήταν ο μεγάλος αγώνας της πατρίδας μας, για την αποτίναξη της τούρκικης σκλαβιάς. Οι Πόντιοι συμμετείχαν στον αγώνα αυτό με πολλούς τρόπους. Λίγα όμως γράφτηκαν, για τη συμβολή τους στην επανάσταση. Υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες ότι οι Πόντιοι πολέμησαν γενναία στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Αλλού αναφέρονται με το όνομα «Μαυροθαλασσίτης» και αλλού με το όνομα της καταγωγής τους. Αναφέρονται 17 τέτοια ονόματα, από τον Πόντο. Ο κλεφταρματωλός του 1821 Αλέξης Μαυροθαλασσίτης αγωνίστηκε πρώτα στον Πόντο και μετά στην Ελλάδα. Αγωνίστηκε με τους συμπατριώτες του στην Ύδρα (1821) και στην Κρήτη (με 120 παλικάρια). Πολλοί πήγαν στην Ελλάδα να πολεμήσουν τους Τούρκους. Ο γνωστός Βούλγαρος λόγιος Τοντόρωφ αναφέρει κατάλογο αγωνιστών και φιλικών στη Μολδοβλαχία. Ανάμεσα στα 1002 ονόματα υπάρχουν πολλοί Πόντιοι αγωνιστές από την Οδησσό. Ο ιστορικός της επανάστασης Ιωάννης Φιλήμων πολλά γράφει για τους Πόντιους αγωνιστές του 1821.

Οι μεγαλύτερες, ίσως, μορφές του 1821 ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο αδερφός του Δημήτριος Υψηλάντης. Ο Πόντιος Α. Υψηλάντης, (1792-1828) στρατηγός και αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, άρχισε τον αγώνα με τον Ιερό Λόχο, και ο αδερφός του Δ. Υψηλάντης, στρατάρχης, σφράγισε την Επανάσταση το 1829 με νίκη στην Πέτρα Βοιωτίας, νικώντας 7.000 Τούρκους (με 3.000 Έλληνες). Πολλοί Πόντιοι στελέχωσαν την Φιλική Εταιρεία. Πολλά μέλη της ζούσαν στη Ρωσία, στην Πόλη και στις Παραδουνάβιες Χώρες. Το 4% των μελών της ήταν στον Πόντο. Οι Πόντιοι ενίσχυσαν οικονομικά την Φιλική Εταιρεία (ιδρύθηκε το 1814). Πολλοί Πόντιοι αγωνίστηκαν στον Ιερό Λόχο. Είναι γνωστά τα ονόματα 19 Ποντίων αγωνιστών του. Υπήρξαν και άλλοι. Ο σουλτάνος κήρυξε τον Ιερό Λόχο σαν ποντιακή στρατιωτική μονάδα. Πόντιοι αγωνιστές του 1821 στην περιοχή της Τραπεζούντας κυνηγήθηκαν και μαρτύρησαν από τους Τούρκους. Την περίοδο 1810-1824 χιλιάδες Έλληνες της περιοχής Πάφρας Αμισού εξοντώθηκαν με ύπουλο τρόπο (4.000 Έλληνες αντί για κατάταξη στο στρατό τους εκτέλεσαν). Την περίοδο του 1821 πολλοί Πόντιοι οπλαρχηγοί και αρματωλοί βγήκαν στα βουνά να πολεμήσουν .

Ο Πόντος αποτέλεσε προπύργιο του Ελληνισμού λόγω της γεωγραφικής του θέσης και ανέπτυξε ενδιαφέρουσα μουσική παράδοση, η οποία διατηρείται έως σήμερα. Τα ποντιακά τραγούδια δημιουργήθηκαν όπως όλα τα δημοτικά τραγούδια. Δημιουργός ενός δημοτικού τραγουδιού /ποντιακού είναι ένα άτομο. Συνήθως αυτό το άτομο μαθαίνει για κάποιο συγκλονιστικό γεγονός ευχάριστο ή δυσάρεστο και δοκιμάζει να το εκφράσει. Έτσι δημιουργείται η έμπνευση και «κατασκευάζεται» το λαϊκό τραγούδι. Αν είναι πολύ πετυχημένο, ο λαός το μαθαίνει και το διαδίδει. ‘Έτσι μεταδίδεται από γενιά σε γενιά προφορικά. Αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε και στα ποντιακά τραγούδια. Οι λαϊκοί οργανοπαίκτες του Πόντου με πρώτο το λυράρη είναι οι δημιουργοί των περισσότερων ποντιακών τραγουδιών. Στα ποντιακά τραγούδια υμνείται ο έρωτας, ο θρίαμβος της φυλής και οι συμφορές της. Επίσης, τα τραγούδια παίζουν και τραγουδούν ενάντια στο θάνατο υμνούν την ποντιακή γη και τις ομορφιές της εκφράζουν την ομορφιά και την χαρά της ζωής και τον πόνο. Τραγουδούν επίσης τον ξεριζωμό από την πατρίδα τους, τραγουδούν την αγάπη τους για το ωραίο, το γνήσιο και το παραδοσιακό.

Το ποντιακό τραγούδι μένει διαχρονικό. Από γενιά σε γενιά μεταδίδεται αυτή η παράδοση των προγόνων και μ αυτό τον τρόπο σύγχρονα παιδιά Ποντίων υιοθετούν τα διδάγματα της ομορφιάς των ποντιακών τραγουδιών. Η ανάπτυξη των ποντιακών τραγουδιών χωρίζεται σε 3 μεγάλες περιόδους. •1η περίοδος είναι η βυζαντινή περίοδος από τον 10ο αιώνα μ.Χ μέχρι την άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους το 1461 μ.Χ. Τα τραγούδια αυτά είναι τα έπη των ακριτών ( ακριτικά τραγούδια).

•2η περίοδος είναι η μεταβυζαντινή από τον 15ο αιώνα έως και τον 19ο αιώνα. Τα τραγούδια αυτά εκφράζουν τον θρήνο για την εθνική συμφορά με την άλωση της Πόλης και από την άλλη την ελπίδα για την αναγέννηση του έθνους.

•3η περίοδος είναι η σύγχρονη. Σε αυτήν είναι όλα τα νεότερα τραγούδια που ασχολούνται με την κοινωνική ζωή και αποτελούν την συνέχιση της ποντιακής παράδοσης.

Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στα ποντιακά τραγούδια είναι η ποντιακή διάλεκτος, ελληνική και πολύ εκφραστική. Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται είναι έγχορδα όπως η λύρα (κεμεντζέ), πνευστά όπως η φλογέρα (γαβάλ) και κρουστά όπως το νταούλι. Είναι όργανα που τα κατασκευάζουν ειδικοί λαϊκοί τεχνίτες. Η λύρα είναι ο αποκλειστικός συνοδός του ποντιακού τραγουδιού. Σπάνια χρησιμοποιούνται και άλλα όργανα όπως το κλαρίνο και το βιολί. Ο ρόλος των ποντιακών τραγουδιών είναι σημαντικός. Μεταφέρουν από γενιά σε γενιά την ιστορία των προγόνων, την δυστυχία που υπέστησαν οι Έλληνες στη γη του Πόντου, την υψηλή ιδέα της ελευθερίας και την αισιοδοξία ότι : ‘'η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο'' που σημαίνει «το έθνος και αν σκλαβώθηκε θα αναστηθεί και πάλι».

Η μυθολογία μάς έχει αφηγηθεί ότι «εφευρέτης» της λύρας είναι ο Ερμής και ότι την χάρισε στον Απόλλωνα προκειμένου να τον εξευμενίσει. Από τότε θα γίνει το σύμβολο του αρχαίου θεού της ποίησης και της μουσικής. Αν θελήσει όμως κανείς να αναζητήσει τις αδιάρρηκτες σχέσεις των Ελλήνων με τη λύρα, είτε αυτή είναι ποντιακή είτε πολίτικη, είτε κρητική είτε θρακική, θα πρέπει να πάει πίσω στη λυρική ποίηση, το λογοτεχνικό είδος που αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα και οφείλει το όνομά του στο γεγονός ότι συνοδευόταν πάντα από τη λύρα. Η δοξαρωτή λύρα θα εμφανιστεί περίπου τον 8ο με 10ο αιώνα στο Βυζάντιο. Ο αποκλεισμός των μουσικών οργάνων από τη λειτουργία της ορθόδοξης εκκλησίας οδηγεί τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι κατά τη μεταχριστιανική εποχή η χρήση της περνά εξολοκλήρου στα λαϊκά στρώματα.

‘’Ο βασιλιάς Δαυίδ κουρδίζει τη λύρα του (από χειρόγραφο του 12ου αιώνα που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της Γλασκόβης) ‘’

Η λύρα των Ελλήνων του Πόντου έχει φιαλόσχημο ηχείο, κοντό λαιμό (γούλα) και τρεις μονές χορδές. Οι Έλληνες της Καππαδοκίας και οι Πόντιοι του Ατά-Παζάρ’ χρησιμοποιούν τον κεμανέ που έχει μεγαλύτερο ηχείο από τη λύρα, κεφαλή όπως του βιολιού και τέσσερις ή πέντε βασικές και ανάλογες συμπαθητικές χορδές. Στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν συνηθισμένο οι οργανοπαίχτες να είναι και κατασκευαστές. Το ίδιο ίσχυε και για τον Πόντιο λυράρη που κατασκεύαζε και επισκεύαζε μόνος τη λύρα του. Τρία είναι τα μεγέθη μιας ποντιακής λύρας και σχετίζονται με το μήκος, το πλάτος και το βάθος του ηχείου: το μικρό (ζιλ), το μέτριο (ζιλοκάπανο) και το μεγάλο (καπάν). Τα μικρά όργανα ήταν πιο ελαφριά και με πιο διαπεραστικό ήχο, και γι’ αυτό προτιμούνταν από τους λυράρηδες του Πόντου που συνήθιζαν να παίζουν όρθιοι.

Οι παραδοσιακοί κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν μονοκόμματο ξύλο και κολλούσαν μόνο το καπάκι, καθώς θεωρούσαν ότι έτσι επιτύγχαναν καλύτερο ήχο. Σήμερα οι περισσότερες λύρες κατασκευάζονται με ξεχωριστά κομμάτια ξύλου. Για το βασικό σώμα του οργάνου χρησιμοποιείται ξύλο δαμασκηνιάς (κοκκύμελον), μουριάς, σφεντάμι, καρυδιά ή κισσός, ενώ για το καπάκι χρησιμοποιείται κυρίως πεύκο ή έλατο. Οι χορδές της λύρας πλέον είναι κοινές με του βιολιού, για να επιτευχθεί δυνατή «φωνή». Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν έντερο ζώων ή μετάξι. Το δοξάρι της είναι κυρτό και φτιάχνεται από σκληρό ξύλο. Έχει ίνες (τρίχες από ουρά αλόγου) και συνήθως δένεται με ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται με το χέρι και κολλάει στο άλλο άκρο. Επειδή δεν είναι πολύ τεντωμένο, το τεντώνουν με τα δάχτυλα. Για να κατασκευαστεί ένα δοξάρι απαιτείται όλη η τέχνη του μάστορα καθώς πρόκειται για το κύριο εργαλείο ενός λυράρη. Ειδικά για τον Πόντιο, ο οποίος μπορεί να το χειριστεί με αριστοτεχνικό τρόπο και ταχύτητα που μπορεί να φτάσει ακόμα και στις επτά δοξαριές το δευτερόλεπτο.

Το καβάλ ή αλλιώς η καβάλι ανήκει στον τύπο των αυλών με ανοιχτό κυλινδρικό σωλήνα, κατασκευάζεται όμως συνήθως από ξύλο. Αυλοί τύπου καβάλ είναι διαδεδομένοι σε ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής. Στη λαϊκή μουσική παράδοση της Θράκης αλλά και στη Βουλγαρία, χρησιμοποιείται ένα είδος καβάλ αποτελούμενο από τρία τμήματα, το μεσαίο των οποίων έχει επτά οπές δακτυλισμού στην μπροστινή μεριά και μία οπή στην πίσω μεριά. Οι οπές του καβάλ έχουν ίσες αποστάσεις μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το καβάλ να είναι κουρντισμένο σύμφωνα με το δυτικό ή «ισοσυγκερασμένο» σύστημα.

Ο ήχος που παράγεται είναι πλουσιότερος και ειδικά στη χαμηλή οκτάβα. Παλαιά, το καβάλ ήταν το χαρακτηριστικό όργανο των βοσκών και μέχρι τις ημέρες μας απαντάται κυρίως στις λαϊκές μουσικές παραδόσεις της Εγγύς Ανατολής και των Βαλκανίων. Εξαίρεση αποτελεί η Βουλγαρία όπου, από τη δεκαετία του 1970, το καβάλ διδάσκεται σε Ανωτάτες Σχολές Μουσικής και έχει καθιερωθεί ως σολιστικό όργανο της έντεχνης συμφωνικής μουσικής και της τζαζ.

O ζουρνάς ή η ζουρνά, κατά την περσική εκδοχή, έλκει την καταγωγή του από τον αρχαίο οξύαυλο. Στον ελλαδικό χώρο, ηπειρωτικό και νησιώτικο, είναι η καραμούζα ή η πίπιζα. Όπως όμως και αν το πει κανείς, δύσκολα μπορεί να μπερδέψει τον ζουρνά με κάποιο άλλο όργανο: το διπλό του γλωσσίδι τού χαρίζει έναν οξύ και διαπεραστικό ήχο. Κι αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του είναι εκείνο που τον έκανε παντοτινό «ζευγάρι» με το νταούλι (ταούλ’). Το δίδυμο ζουρνάς-νταούλι, ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους, ήταν η πιο χαρακτηριστική ζυγιά (συνδυασμός μουσικών οργάνων) των γιορτών και των γάμων, αφού στην εποχή, όπου δεν υπήρχαν οι ενισχυτές, ο ήχος έφτανε μέχρι και τον τελευταίο θεατή.

Και στον Πόντο θεωρείται ένα λαϊκό όργανο. Ζουρνάδες συναντά κανείς σε όλες τις περιοχές, και μάλλον ήταν το κυρίαρχο όργανο με το οποίο εκτελούνταν οι ποντιακοί χοροί. Τον καθιέρωσαν κυρίως τα πανηγύρια των παρχαριών, αφού ο ανοιχτός χώρος κάνει τη χρήση της λύρας σχεδόν απαγορευτική σε αντίθεση με την ηχητική ένταση του ζουρνά, που δίνει τη δυνατότητα να χορεύουν πάρα πολλά άτομα ακούγοντάς τον. Οι μουσικοί της ζυγιάς βρίσκονται στη μέση του κύκλου των χορευτών και τον διατρέχουν από τον πρώτο ως τον τελευταίο για να σιγουρευτούν ότι ακούνε όλοι.

Οι οργανοπαίχτες ενώ φυσούν από το στόμα και ο ζουρνάς παράγει ήχο, ταυτόχρονα παίρνουν αέρα από την μύτη και τον αποθηκεύουν στη στοματική κοιλότητα προκειμένου να μην σταματάει ποτέ η ροή του αέρα στο μουσικό όργανο. Η ιδιομορφία του ήχου του είναι πλεονέκτημα αλλά και μειονέκτημα ταυτόχρονα. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορούν να τραγουδήσουν συνοδεία ζουρνά. Έτσι, και καθώς το τραγούδι είναι συνυφασμένο με ην ποντιακή διασκέδαση, στα πανηγύρια οι μεγάλες παρέες χορεύουν με το ζουρνά και οι μικρότερες τραγουδούν με τη λύρα. Στις περισσότερες καταγραφές που υπάρχουν για την ποντιακή μουσική, στη ζυγιά ο ζουρνάς είναι μόνον ένας. Το μέγεθος του ζουρνά διαφέρει από περιοχή σε περιοχή του Πόντου. Στην περιοχή της Ματσούκας συναντάμε το μικρότερο μέγεθος, περίπου 25-30 εκ., με πολύ οξύ ήχο. Στις υπόλοιπες περιοχές του Πόντου κυριαρχεί το μεσαίο μέγεθος, που συνήθως κυμαίνεται στα 40-45 εκ. Στην Μπάφρα συναντάται το μεγαλύτερο μέγεθος, στα 60 εκ. Συνήθως κατασκευαστής ήταν ο ίδιος ο οργανοπαίχτης και τα ξύλα διάφορα: από απλό καλάμι έως οξιά, κερασιά, καρυδιά, ελιά, κουμαριά, βερικοκιά, σφεντάμι, ρείκι, μαυρομουριά. Τα πιο σπάνια ήταν τα εβένινα. Κάθε ζουρνάς αποτελείται από τρία μέρη: τον κυρίως ζουρνά, τον κλέφτη, και το κανέλι με την τσαμπούνα (τσιμπόν). Ο σωλήνας του ζουρνά –συνήθως ελαφρά κωνικός, κάποτε και κυλινδρικός– καταλήγει σ’ ένα χωνί, περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό. Ωστόσο σημαντικό ρόλο στην ποιότητα του ήχου παίζει η τσαμπούνα, κοινώς το γλωσσίδι. Στο «τελετουργικό» του ζουρνατζή πριν από κάθε παίξιμο περιλαμβάνεται το να σαλιώσει και να «μασήσει» ελαφρά την τσαμπούνα προκειμένου να μαλακώσει και να αποδώσει καλύτερα. Άλλοτε, για να επιτύχουν το ίδιο αποτέλεσμα ρίχνουν μέσα στο ζουρνά νερό ή οινοπνευματώδες ποτό.

Ήταν ένα είδος φλογέρας που παιζόταν στην περιοχή του Ανατολικού Πόντου από Μουσουλμάνους Πόντιους. Φτιάχνονταν από ένα χόρτο το οποίο βρίσκεται στον Πόντο και είναι από τη φύση του άδειο. Το ετοίμαζαν για μουσική, με ένα μαχαιράκι σε 10 λεπτά περίπου και μπορούσε να παίξει κανείς με αυτό, όλους τους Ποντιακούς μουσικούς ρυθμούς.

Μπορεί να το συναντήσει κανείς με αρκετά ονόματα. Στην Ελλάδα ήρθε κατά πάσα πιθανότητα από την Ασία τον 10ο αιώνα μ.Χ. και ονομάστηκε άσκαυλος (ασκός+αυλός). Περισσότερο γνωστό σήμερα είναι ως αγγείον. Στον Πόντο το έλεγαν και τουλούμ', τούλουμπαν και τουλούμ-ζουρνά. Στα νησιά είναι η τσαμπούνα, και στη Μακεδονία και τη Θράκη η γκάιντα. Ως γκάιντα το χρησιμοποιούν και οι Σλάβοι. Όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα λαϊκά όργανα, έτσι και στο αγγείον ο τουλουμτζής (οργανοπαίχτης) είναι και ο κατασκευαστής. Για την κατασκευή του οργάνου χρησιμοποιείται επεξεργασμένο δέρμα προβάτου ή κατσίκας, το οποίο το γυρίζουν ανάποδα ώστε το τρίχωμα να είναι στη μέσα μεριά. Έτσι ολόκληρο το τομάρι του ζώου μετατρέπεται σε ένα είδος αεροθάλαμου που κρατείται κάτω από τη μασχάλη. Μέσω του ειδικού επιστόμιου σωλήνα που τοποθετείται επάνω στον στεγανοποιημένο ασκό, ο οργανοπαίχτης, ενώ παίζει, φυσά ανά διαστήματα προκειμένου να αναπληρώσει τον αέρα που φεύγει από τους αυλούς. Η αναπνοή του γίνεται από το διάφραγμα και όχι με το στήθος και εκεί βρίσκεται η εξήγηση στο γιατί μπορεί κάποιος να παίζει τόσες ώρες χωρίς να κουράζεται.

Ενώ όμως στην γκάιντα του ελλαδικού χώρου και των Σλάβων είναι τοποθετημένος μόνο ένας αυλός με τις κανονισμένες τρύπες και ο άλλος λειτουργεί σε διαφορετική θέση του οργάνου για να κρατάει απλώς το «ίσο», με το αγγείον του Πόντου τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ειδικός αυλός για «ίσο» δεν υπάρχει. Υπάρχουν δύο αυλοί, τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, ομοιόμορφοι και με ισάριθμες τρύπες. Οι δύο αυτοί αυλοί παίζουν ταυτόχρονα, ομόηχα και στον ίδιο ακριβώς τόνο.

Ως όργανο ήταν γνωστό σε όλες σχεδόν τις περιοχές του Πόντου, αλλά μαζί με τη λύρα είναι το αγαπημένο όργανο του ανατολικού Πόντου. Το αγγείον το συναντάμε και χωρίς συνοδεία άλλων μουσικών οργάνων, αλλά και στα πανηγύρια αφού ο έντονος ήχος του βοηθά στο να ακούγεται σε μεγάλη απόσταση. Καλός τουλουμτζής θεωρείται εκείνος που βάζει «στολίδια» στο παίξιμό του ώστε η μελωδία να καλλωπίζεται διαρκώς. Τα «στολίδια» αυτά είναι κυρίως οι γρήγορες και μικρές νότες και το τσάκισμα της φωνής, όπου μια νότα της μελωδίας επαναλαμβάνεται γρήγορα αφού προηγηθεί η αμέσως ψηλότερη ή χαμηλότερη από αυτήν νότα. Σύμφωνα με τον Φοίβο Ανωγειανάκη, όταν ο οργανοπαίχτης παράλληλα με τα μελωδικά στολίδια κλείνει τη μία μόνο από τις δύο απέναντι τρύπες, πότε του ενός και πότε του άλλου αυλού, «τότε πετυχαίνει ένα ιδιότυπο πολυφωνικό άκουσμα».

Στον Πόντο είναι το ταούλιν (ταούλ’), οι υπόλοιποι το γνωρίζουν ως νταούλι, τύμπανο. Το ήξεραν όμως και οι Βυζαντινοί ως ένα κατεξοχήν ρυθμικό όργανο το οποίο ωστόσο έπρεπε να «ζευγαρώσει» με ένα μελωδικό όργανο προκειμένου να δημιουργήσει μια ζυγιά, δηλαδή ένα παραδοσιακό οργανικό συγκρότημα. Έτσι ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους η πιο χαρακτηριστική ζυγιά που μπορεί κανείς να συναντήσει είναι το νταούλι μαζί με το ζουρνά. Η έντασή τους θα τα χρίσει ως το «δίδυμο» των χορών και γενικά των διασκεδάσεων, κυρίως σε ανοικτούς χώρους. Άλλοτε το νταούλι συνοδεύει το αγγείον (τουλούμ’). Στα μεγάλα πανηγύρια των παρχαριών ο κάθε κύκλος χορού αποτελείται από 20 έως και 200 άτομα. Οι μουσικοί της ζυγιάς βρίσκονται στη μέση του κύκλου και τον διατρέχουν από τον πρώτο ως τον τελευταίο χορευτή για να σιγουρευτούν ότι ακούνε όλοι.

Η Μυροφόρα Ευσταθιάδου γράφει ότι ο ίδιος ο οργανοπαίχτης θα κάνει μια φορά το τσάκωμα και στη συνέχεια ακολουθεί όλος ο κύκλος. Ορισμένοι ερευνητές υπογραμμίζουν την «επικοινωνία» ανάμεσα στον πρωτοχορευτή και τον ταουλτσή: «παίζω με τον τρόπο που χορεύει», λέει ο ένας. «Χορεύω με τον τρόπο που χτυπάει το τύμπανο», λέει ο άλλος. Ο ταουλτσής παίζει πάντα όρθιος, είτε βρίσκεται σε ανοιχτό είτε σε κλειστό χώρο. Το νταούλι είναι κρεμασμένο από τον αριστερό του ώμο ώστε στα δεξιά του να είναι η δερμάτινη επιφάνεια που δίνει τον βαρύτερο ήχο. Εκεί χτυπάει με τον κόπανο, το πιο χοντρό ξύλο που κρατάει με το δεξί του χέρι, και δίνει τους ισχυρούς τόνους του μέτρου. Στο αριστερό χέρι έχει τη βέργα που δίνει οξύτερο ήχο και δίνει τους αδύνατους τόνους.

Ο καλός μουσικός ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμό του με ενδιάμεσα χτυπήματα – υποδιαιρέσεις των ισχυρών και των αδύνατων χρόνων. Παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια, για παράδειγμα δυνατά ή σιγά, ή μαλακά και ξυστά, ή πολύ κοντά στο στεφάνι, χαρίζει κάθε φορά και έναν διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου. Όπως συνέβαινε και με τα περισσότερα παραδοσιακά μουσικά όργανα, ο οργανοπαίχτης είναι συνήθως ο κατασκευαστής. Αποτελείται από έναν ξύλινο κύλινδρο σκεπασμένο στις δυο παράλληλες βάσεις του με δέρμα συνήθως από γίδα ή τράγο και παλαιότερα από πρόβατο, που συνήθως τεντώνεται και κουρδίζεται με σκοινί. Το μέγεθος ενός νταουλιού το καθορίζει όχι μόνο η μουσική παράδοση του κάθε τόπου αλλά και «ο ταουλτσής που φτιάχνει το νταούλι στα μέτρα του», γράφει ο Φοίβος Ανωγειανάκης. Στον Πόντο συνήθιζαν τα νταούλια μεγάλου μεγέθους. Γενικά πάντως τα μεγέθη κυμαίνονται από τα 25 εκατοστά έως το ένα μέτρο για τη διάμετρο της δερμάτινης επιφάνειας και από 20 έως 60 εκατοστά για την απόσταση ανάμεσά τους.

Ο νταϊρές και το μπεντίρ δεν είναι ευρέως γνωστά ως ποντιακά μουσικά όργανα. Περισσότερο είναι γνωστά στη μακεδονίτικη και θρακιώτικη μουσική παράδοση. Ωστόσο υπάρχουν μαρτυρίες προσφύγων από τον Πόντο που ήρθαν στον ελλαδικό χώρο, καθώς και μαρτυρίες των σημερινών ποντιόφωνων πληθυσμών της Μαύρης Θάλασσας, που συνηγορούν στο ότι ήταν αρκετά διαδεδομένα στην παράδοση του Εύξεινου Πόντου.

Ο νταϊρές ή νταχαρές ή ταγαράκι ή μπεντίρ ή τουμπανάς ή (με την πανελλήνια ονομασία) ντέφι είναι ένα μεγάλο κόσκινο καλυμμένο με δέρμα. Ο νταϊρές έχει διάμετρο 20-50 εκ. ενώ ως μπεντίρ 50-55 εκ., κάποτε όμως και μικρότερη. Στα ντέφια ή νταϊρέδες περνούν στον ξύλινο σκελετό σε ίσες αποστάσεις μικρά μπρούτζινα ζίλια (κύμβαλα). Το μπεντίρ δεν έχει ζίλια. Το δέρμα του μπεντίρ είναι συνήθως από κατσίκα ενώ του νταϊρέ από κατσίκα, πρόβατο ή λαγό. Στερεώνεται στον ξύλινο κύλινδρο με κόλλα, καρφιά ή και τα δύο μαζί.

Παλιά διακοσμούσαν τον κυλινδρικό σκελετό με εγχάρακτα σχέδια ή με την ενθετική τεχνική σε διάφορα γεωμετρικά σχέδια. Στη Θράκη ζωγραφίζουν ακόμη και σήμερα επάνω στο δέρμα έγχρωμα σχέδια.

Ιστορία και εξέλιξη του οργάνου

Ο νταϊρές είναι το αρχαιοελληνικό τύμπανον. Η ιστορία του είναι τόσο παλιά όσο και η μητριαρχία. Χάνεται δηλαδή στα βάθη του χρόνου και του μύθου. Είναι το πρώτο μεμβρανόφωνο όργανο που χρησιμοποίησε ποτέ ο άνθρωπος, γι’ αυτό και υπάρχει σε διαφορετικά μεγέθη με διαφορετικό όνομα και με διαφορετικές τεχνικές παιξίματος σχεδόν σε κάθε χώρα. Χρησιμοποιούνταν κυρίως από γυναίκες σε τελετές θρησκευτικού-οργιαστικού περιεχομένου (ο όρος «οργιαστικός» δεν πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα· επρόκειτο για τελετές κυρίως ψυχοθεραπευτικές – όπως η σημερινή ομαδική ψυχοθεραπεία). Οι τελετές αυτές έχουν τις ρίζες τους στις πανάρχαιες προϊστορικές μητριαρχικές κοινωνίες της Ανατολικής Μεσογείου.

Αν θέλουμε να βρούμε την ιστορία του οργάνου θα πρέπει να ανατρέξουμε στη Ρέα-Κυβέλη-«Μεγάλη Μητέρα του επάνω και του κάτω κόσμου», τα μυστηριακά τελετουργικά της Μεγάλης Μητέρας και το συμβολισμό του κύκλου στη φιλοσοφία (ένωση του πνεύματος με την ύλη). Αν θέλουμε να βρούμε την ιστορία της κατασκευής του θα πρέπει να ανατρέξουμε στα απλά οικιακά σκεύη που λειτουργούσαν ανέκαθεν και ως μουσικά όργανα, π.χ. κόσκινα και ταψιά (χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα ως μουσικά όργανα σε αρκετές περιοχές). Τα ταψιά ή τα κόσκινα που συνόδευαν τους γυναικείους χορούς και τα τραγούδια ντύθηκαν αργότερα με δέρματα και έγιναν νταϊρέδες ή μπεντίρια (φωτ. αριστερά: Πήλινο τηγανόσχημο σκεύος και ταυτόχρονα μουσικό όργανο, Πρωτοκυκλαδική περίοδος, 2800-2300 π.Χ., Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης).

Πολύ αργότερα ενώθηκαν δύο μπεντίρια αντικριστά στην επιφάνεια ενός ξύλινου κυλίνδρου. Με τη σταδιακή αύξηση στο ύψος του κυλίνδρου τα δύο ενωμένα μπεντίρια μετεξελίχθηκαν στο νταούλι.

Αναφορές για παίξιμο νταϊρέ ή μπεντίρ έχουμε στην Ελένη του Ευριπίδη, στις Σφήκες του Αριστοφάνη και αλλού (με διαφορετικές βέβαια ονομασίες). Στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια το συναντάμε με ονομασίες όπως: πληθία (τα), ανακαράδες (οι) και σείστρον (παρόλο που σείστρον ονομάζεται και άλλο μουσικό όργανο). Σε χειρόγραφο κείμενο του 10ου αιώνα (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος) εμφανίζεται το πλήθος να επευφημεί τους νεόνυμφους έξω από την εκκλησία με «πληθία» και «χειροκύμβαλα». Συνήθεις συνδυασμοί ήταν: λύρα-ντέφι (με τρόπο παρόμοιο με αυτό των δραμινών λυρών και ντεφιών), γκάιντα (αγγείον) - ντέφι, βιολί-λαούτο-ντέφι (για το βιολί και το λαούτο στον Πόντο υπάρχει άρθρο σε εξέλιξη). Κάποιες φορές όμως παιζόταν και μόνο του, συνοδεύοντας κυρίως γυναικείους χορούς, σπανίως δε και αντρικούς.

Ήταν κάποτε ένα λουλούδι. Το λουλούδι αυτό φύτρωνε πάνω σε απόκρημνα βράχια, δίπλα στο γιαλό, πάνω σε οροπέδια, αλλά και μέσα στο δάσος. Το ίδιο λουλούδι, με το ίδιο μεθυστικό άρωμα. Κάποιοι, όμως, αποφάσισαν ότι το λουλούδι αυτό δεν πρέπει να ζει άλλο εκεί. Το ξερίζωσαν, το πήγαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, το φύτεψαν σε μια γλάστρα και του είπαν… ζήσε! Και έζησε το λουλούδι. Μεγάλωσε, δυνάμωσε και επέστρεψε στον τόπο όπου γεννήθηκε. Προς μεγάλη του έκπληξη, είδε κι άλλα λουλούδια να του μοιάζουν. Δεν πεθαίνουν, σκέφτηκε, τα αμάραντα, γι αυτό και λεγόμαστε αμάραντα. (Ένα τέτοιο λουλούδι του Πόντου βρίσκεται σήμερα ανάμεσά μας). Τα αμάραντα του Πόντου, όμως, δε συνειδητοποιούν ότι είναι αντικείμενα μελέτης της Ποντιακής Λαογραφίας, γιατί απλά τη βιώνουν στην καθημερινότητά τους. Είναι από τις περιπτώσεις που λέγαμε ότι δημιουργούν ιστορία, χωρίς να το γνωρίζουν. Είναι αυτονόητο να πάει σον παρχάρ΄, όπως και αυτονόητο είναι να είναι ση δείσαν μαθεμένος. Είναι δεδομένο ότι μιλά ποντιακά. Έτσι είναι τα αμάραντα του Πόντου. Διατηρούν την Ποντιακή Λαογραφία, αβίαστα, χωρίς να προσπαθούν εναγωνίως να το κατορθώσουν.

• Είναι, όμως, περήφανοι και για κάποια ακόμη, μικρά κι ίσως ασήμαντα ή αδιάφορα γι’ άλλους.

• Γιατί είτε ξέρουν είτε όχι να χορεύουν θα σηκωθούν στην πρώτη νότα της λύρας. • Γιατί κανένα άλλο τραγούδι δεν εκφράζει καλύτερα την αγάπη στη μάνα από το «η μάνα εν

κρύο νερό». • Γιατί τσακώνονται, φωνάζουν, νευριάζουν αλλά στα δύσκολα γίνονται ένα. • Γιατί με λέξεις, ακατανόητες για τους υπόλοιπους, εκφράζουν όλη τους την αγάπη, τη

λατρεία, την αδυναμία. Τι θα καταλάβαινε κάποιος στο άκουσμα των «τσικάρι μ’», «γουρπάν σε σεν’», «λελέβω σε», «να χάμε ‘γω για τ’ εσέν»;

• Γιατί όταν έχουν κόσμο στο σπίτι θα βγάλουν απ’ τα ντουλάπια ό, τι έχουν για να τον ευχαριστήσουν και θα στήσουν τραπέζι απ’ το τίποτα.

• Γιατί τους έμαθαν να πιστεύουν σε αξίες, ήθη κι έθιμα και να ‘χουν σεβασμό, αξιοπρέπεια και φιλότιμο.

• Γιατί τα ποντιακά φαγητά είναι τόσο νόστιμα που δεν αντιστέκεσαι. • Γιατί ο Κωστίκας, ο Γιωρίκας κι η Σιμέλα είναι πασίγνωστοι. • Γιατί γελάνε και δεν παρεξηγούνται με τ’ ανέκδοτα για τους Ποντίους κι ας τους θεωρούν

«χαζούληδες». • Γιατί είναι νοικοκύρηδες. • Γιατί όταν διαβάζουν το «ούτε τ’ όνομα μου» ή παρακολουθούν το χορό «σέρα»

ανατριχιάζουν και δακρύζουν. • Γιατί είναι Πόντιοι σκύροι, σεβνταλήδες και παλαλοί. • Για όλα αυτά και γι’ άλλα τόσα είναι περήφανοι και καμαρώνουν για τις ρίζες τους.

Για όλα αυτά κάθε Πόντιος είναι περήφανος για την καταγωγή του . Γιατί οι πρόγονοι τους πέρασαν όλες αυτές τις δύσκολες-απάνθρωπες καταστάσεις και παρόλα αυτά κατάφεραν να ορθοποδήσουν .