εκκλησια - diapoimansi.gr ekklhsia.pdf · 5 ἐπικύρωνε, μὲ τὸν τρόπον...

68
ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ |ΕΤΟΣ 24ο ΤΕΥΧΟΣ 258| ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2014 | 3,5 € ʹ πειραϊκη εκκλησια ʹ Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης ἀφιέρωμα

Transcript of εκκλησια - diapoimansi.gr ekklhsia.pdf · 5 ἐπικύρωνε, μὲ τὸν τρόπον...

  • ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ |ΕΤΟΣ 24ο ΤΕΥΧΟΣ 258| ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2014 | 3,5 €

    ʹπειραϊκηεκκλησιαʹ᾽

    Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτηςἀφιέρωμα

  • πειραϊκηεκκλησιαʹʹ

    Ἐπὶ φ ίλῳ σου Χριστέ , δάκρυα ῥαίνε ις μυστ ικῶς, κα ὶ ἐγε ίρε ις ἐκ νεκρῶν

    Τεταρταῖον Λάζαρον, ἐκ τοῦ μνημείου, ἀναστήσας Κύ-ριε, πάντας ἐδίδαξας βοᾶν, μετὰ βαΐων καὶ κλάδων σοι· Εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος

    Ὅ ταν ἀνέστησες, Χριστέ, ἀπὸ τὸν τάφο τὸν Λάζαρο, ποὺ ἦταν τέσσερες ἡμέρες νεκρός, δίδαξες σὲ ὅλους νὰ σοῦ φωνάζουν, κρατώντας στὰ

    χέρια τους κλαδιὰ φοινίκων: «Εὐλογημένος εἶσαι σὺ

    ποὺ ἔρχεσαι».

    Ἐπὶ φίλῳ σου Χριστέ, δάκρυα ῥαίνεις μυστικῶς, καὶ ἐγείρεις ἐκ νεκρῶν, Λάζαρον κείμενον θνη-τόν· ἐν ᾧ συμπάθειαν ἔδειξας φιλανθρώπως· μαθό-

    ντα δὲ τὴν σήν, παρουσίαν Σωτήρ, τὰ πλήθη τῶν

    βρεφῶν, ἐξῆλθον σήμερον, ἐν ταῖς χερσὶ κατέχοντα

    Βαΐα, τὸ Ὡσαννά σοι κραυγάζοντα· Εὐλογημένος εἶ,

    ὅτι τὸν Κόσμον, εἰς τὸ σῶσαι ἐλήλυθας.

    Μυστικά, Χριστέ, χύνεις δάκρυα γιὰ τὸν φίλο σου Λάζαρο, ποὺ κείτεται νεκρός, καὶ τὸν ἀνασταίνεις. Σ’ αὐτὸν ἔδειξες φιλάνθρωπα τὴ συμπάθειά σου. Καὶ τὰ πλή-

    θη τῶν νηπίων, Σωτήρ, ὅταν ἔμαθαν τὴν παρουσία Σου,

    βγῆκαν σήμερα ἔξω, κρατώντας στὰ χέρια τους κλαδιὰ φοι-

    νίκων καὶ φωνάζοντάς Σου δυνατά: «Ὡσαννά, εὐλογημένος

    εἶσαι Σύ, γιατὶ ἦλθες γιὰ νὰ σώσεις τὸν κόσμο».

    Καθίσματα τοῦ ὄρθρου τῆς ἑορτῆς τῶν Βαΐων.Ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικὰ Αἰκ. Τσιρούλη-Κιούρου.

    Ἀπὸ τὸ βιβλίο Οἱ ὄρθροι τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν.

  • 2

    48 Ἀνεμοδείκτης

    50 Βιβλιοπαρουσίαση

    56 Γεγονότα

    Μηνιαία ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς

    Ἐκδότης: Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς

    Ἱδρυτής: Σεβ. Μητροπολίτης πρ. Πειραιῶς κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ

    Ἰδιοκτησία:Ἱερὰ Μητρόπολις ΠειραιῶςἈκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39, ΠειραιᾶςΤηλ. 210 4514833 Fax. 210 4518476e-mail: [email protected]

    Διευθυντής - Ἀρχισυντάκτης:Πρωτοπρ. Μιλτιάδης Ζέρβας

    Διευθυντὴς Γραφείου Τύπου,Ὑπεύθυνος συντονιστὴς ΜΜΕ Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς:Δημήτριος Ἀλφιέρης

    Συντακτικὴ ἐπιτροπή:

    Γεώργιος ἈνανιάδηςΧρῆστος Καπαγερίδης Γεώργιος ΜπάρλαςΠαναγιώτης ΦραγκάκοςΠαναγιώτης Χαρατζόπουλος

    1 Ἑορτολογικό

    4 Ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Ἀχελώου κ. Εὐθυμίου

    Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

    πειραϊκηεκκλησιαʹʹ

    Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ Δύση Ἀρχιμανδρίτου Πλακίδα Deseille

    8Ἀνατολὴ καὶ Δύση

    6 Μεγάλη Ἑβδομάς

    51 Εἰσαγωγή

    52 «Γιὰ τὴν Ἑλλάδα, Στέλιο μου, γιὰ τὰ παιδιά σου» Στέλιου Κυριακίδη

    53 Αὐτὸς ὁ πατριώτης ἔτρεχε μὲ τὴν ψυχή του Γιάννη Παπαδημητρόπουλου

    54 Ἡ ἀπίστευτη ἱστορία ἑνὸς Μεγάλου ἀλλὰ ἄγνωστου Ἕλληνα!

    Βασίλη Γαλούπη

    προσωπογραφία

    Στέλιος Κυριακίδης

    Ἱστορικά ΕΤΗΣΙΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

  • 3

    10 Εἰσαγωγή

    12 Οἱ τελευταῖοι μῆνες τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἁγίου Πορφυρίου στὰ Καυσοκαλύβια

    Μοναχοῦ Ἀκάκιου Καυσοκαλυβίτη

    18 Ἕνα παιδὶ τοῦ Θεοῦ Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου Γοντικάκη, Προηγουμένου Ἱ. Μ. Ἰβήρων

    20 Ὁ Πνευματικὸς πατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς ὀδύνης

    Γεωργίου Σ. Κρουσταλάκη

    23 Ὁ Γέρων Πορφύριος Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μπάτσκας κ. Εἰρηναίου Μπούλοβιτς

    MHNIAIO ΑΦΙΕΡΩΜΑ

    Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης

    Ἀτελιέ / Φωτοστοιχειοθεσία: Γεώργιος Ἀνανιάδης

    Καλλιτεχνικὴ ἐπιμέλεια:Γεώργιος Ἀνανιάδης Γεώργιος Καστρινάκης

    Γραμματεία:Βιολέττα Σωτηρίου τηλ. 210 4514833 / ἐσ. 305

    Συνδρομές:Ἀσπασία Ἀθανασάκη τηλ. 210 4514833 / ἐσ. 220

    Διόρθωση κειμένων:Μιχάλης Καπετανῆς

    Ἐκτύπωση - Βιβλιοδεσία: «ΛΥΧΝΙΑ» Α.Ε. Υἱοὶ Θ.Βγόντζα τηλ. 210 3410436 www.lyxnia.gr

    Διακίνηση:Πρακτορεῖο Διανομῆς Τύπου «Εὐρώπη»

    Διακίνηση περιοδικοῦ ἐκτός τῶν χώρων πωλήσεως:τηλ. 210 5714870

    ISSN: 1108-0825

    Ἀξία Συνδρομῶν:Ἐσωτερικοῦ: 31 €Ἐξωτερικοῦ: 65 € (Εὐρώπης) 80 $ (Ἀμερικῆς)

    Τιμή: 3,5 €

    πειραϊκηεκκλησιαʹʹ

    Ἔτος 24ο - Τεῦχος 258 - Ἀπρίλιος 2014

    Ὅσιος Πορφύριος ὁ ΚαυσοκαλυβίτηςἘξώφυλλο:

    26 Λόγοι τοῦ ὁσίου Πορφυρίου Ὁσίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου

    29 Ἑπόμενος τοῖς θείοις Πατράσι Μοναχοῦ Πορφυρίου

    32 Μιὰ καινοφανὴς ἡσυχαστικὴ πρόταση στὰ χρόνια τῆς μετανεωτερικότητας

    Κωνσταντίνου Νούση

    34 «Εὐάρεστος Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη» Ἱερομονάχου Δαμασκηνοῦ Ἁγιορείτου

    39 Λόγοι τοῦ ὁσίου Πορφυρίου Ὁσίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου

    41 Ὁ Ἁγιασμός Ὁσίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου

    42 Ὁ Γέροντας εἶναι μυστήριο Ἀρχιμανδρίτου Ἀνανία Κουστένη

    46 Προβληματισμοὶ γιὰ τὴν ἵδρυση

    προγράμματος ἰσλαμικῶν σπουδῶν στὸ τμῆμα Θεολογίας Θεσσαλονίκης

    Κωνσταντίνου Χολέβα

    47 Ἁγιορείτικη Οἰκουμενικότητα Δημητρίου Γ. Μεταλληνοῦ

  • 4

    θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἀπολυτρωτικὸ χαρα-κτήρα. Στὴν Κ. Διαθήκη τονίζεται ἐπανειλημμένα

    ὅτι ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἀπο-τέλεσμα τὴν «λύτρωση» καὶ τὴν «ἐξαγορὰ» τῶν ἀνθρώπων. Καί, εἰδικότε-ρα, ὅτι ὁ Χριστὸς προσέ-φερε τὸ αἷμα του ὡς «ΛΥ-ΤΡΟΝ».

    Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου... ἦλθε διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Ματθ. κ΄ 28). Καὶ ὁ ἀπόστολος Πέ-τρος γράφει στὴν Α΄ Ἐπι-στολή του: «Ἐλυτρώθητε οὐ φθαρτοῖς, ἀργυρίῳ ἢ χρυσίῳ (= μὲ ἀσημένια ἢ χρυσὰ νομίσματα ποὺ δίνονται συνήθως ὡς λύ-τρα), ἀλλὰ τιμίῳ αἵματι, ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπί-λου Χριστοῦ» (α΄ 18-19).

    Οἱ βιβλικοὶ αὐτοὶ ὅροι ἀναφέρονται σαφῶς στὸν λυτρωτικὸ χαρακτήρα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ποιά ὅμως εἶναι ἡ ἀκριβὴς ἔννοια τῶν ὅρων αὐτῶν καὶ πῶς ἡ ὀρθόδοξη σω-τηριολογία ἔχει ἑρμηνεύ-σει τὰ ἀντίστοιχα βιβλικὰ χωρία;

    Ποιός ἦταν ὁ παραλήπτης τοῦ λύτρου

    Τὸ πρῶτο ἐρώτημα, ποὺ ἔχει τε-θεῖ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὠριγένη (β΄-γ΄ αἰώνα), εἶναι: «σὲ ποιόν δόθη-κε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὡς λύτρον», γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν ἀνθρώ-πων. Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δύο ἀπα-ντήσεις εἶναι δυνατές: ἢ ὅτι τὸ λύτρο τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ δόθηκε στὸν Θεὸ Πατέρα ἢ ὅτι δόθηκε στὸν

    διάβολο. Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς λοιπόν, δημιουργεῖται ἕνα σοβαρὸ δίλημμα, τὸ ὁποῖο παρουσιάζει πολὺ παρα-στατικὰ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος: «Τίνι (= σὲ ποιόν δόθηκε) τὸ ὑπὲρ ἡμῶν

    αἷμα (τοῦ Χριστοῦ) καὶ περὶ τίνος (= γιὰ χάρη τίνος) ἐχύθη τὸ μέγα καὶ πε-ριβόητον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρχιερέως καὶ θύματος (αἷμα); Κατεχόμεθα μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ πονηροῦ... εἰ δὲ τὸ λύτρον οὐκ ἄλλου τινὸς ἢ τοῦ κατέχοντος γίνεται (= δίνεται σ’ αὐτὸν ποὺ κρατεῖ αἰχμαλώτους), ζητῶ τίνι τοῦτο εἰση-νέχθη καὶ δι’ ἣν αἰτίαν».

    Ὁ ἴδιος ἅγιος Γρηγόριος ἀποκλεί-ει τόσο τὴν ἐκδοχὴ ὅτι τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ δόθηκε ὡς λύτρο στὸν διά-βολο ὅσο καὶ τὴν ἐκδοχὴ ὅτι δόθη-

    κε στὸν Θεὸ Πατέρα:«Εἰ μὲν τῷ πονηρῷ (διαβόλῳ),

    φεῦ τῆς ὕβρεως· εἰ μὴ παρὰ Θεοῦ μόνου (= ἡ ἄποψη αὐτὴ ἀποτελεῖ ὕβρη, διότι παρουσιάζεται ὁ Θεὸς

    νὰ δίνει μόνος του λύτρο στὸν διάβολο), ἀλλὰ καὶ τὸν Θεὸν αὐτὸν λύτρον ὁ ληστὴς λαμβάνει», (= καὶ διότι στὴν περίπτωση αὐτή, ὁ διάβολος φαίνε-ται νὰ παίρνει ὡς λύτρο τὸν ἴδιο τὸν Θεό, δηλαδὴ τὸν Χριστό).

    «Εἰ δὲ τῷ πατρί, πρῶτον μὲν πῶς; (διότι) οὐχ ὑπ’ ἐκείνου ἐκρατού-μεθα, δεύτερον δέ, τίς ὁ λόγος, μονογενοῦς αἷμα τέρπειν πατέρα;»!

    Ἡ ὀρθόδοξη λοιπὸν σωτηριολογία δέχεται ὅτι τὸ λύτρο τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ δὲν δόθηκε οὔτε στὸν Θεὸ Πατέρα οὔτε, ἀκόμη περισσότε-ρο, στὸν διάβολο.

    Τὸ λύτρο τοῦ αἵμα-τος τοῦ Χριστοῦ δὲν δό-θηκε στὸν Θεὸ Πατέρα, πρῶτον, διότι δὲν ἦταν ὁ Θεὸς ἐκεῖνος ποὺ κρα-τοῦσε αἰχμαλώτους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὁ διά-βολος, καὶ δεύτερον, δι-ότι εἶναι ἀδύνατο καὶ νὰ

    σκεφθοῦμε ἀκόμη, ὅτι τὸ αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ θὰ ἔτερπε καὶ θὰ ἱκα-νοποιοῦσε τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅπως ἀνεπανάληπτα τὸ διατύπωσε ὁ Θε-ολόγος Γρηγόριος.

    Ἐξάλλου, τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ δὲν δόθηκε ὡς λύτρο οὔτε στὸν διάβολο, διότι πρῶτον, στὴν πε-ρίπτωση αὐτή, ὁ Χριστός (ὁ Θεός), ἀφενὸς θὰ παρουσιαζόταν ὅτι θεω-ροῦσε τὸν διάβολο νόμιμο ἐξουσι-αστὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀφετέρου, καταβάλλοντας λύτρα σ’ αὐτόν, θὰ

    Ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ

    Τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Ἀχελώου κ. Εὐθυμίου

  • 5

    ἐπικύρωνε, μὲ τὸν τρόπον αὐτό, τὴν παράνομη ἐξουσία τοῦ διαβόλου.

    Ὁ Χριστός, δὲν ἔδωσε στὸν διά-βολο τὸ αἷμα του, ὡς λύτρο, διότι αὐτὸς δὲν ἦταν φυσικὸς καὶ νόμιμος ἐξουσιαστὴς τῶν ἀνθρώπων. Τὴν

    φυσικὴ καὶ νόμιμη ἐξουσία πάνω στοὺς ἀνθρώπους εἶχε ὁ Θεός. Ὁ διάβολος ἁπλῶς ἐπωφελήθηκε τὸ «κενὸ ἐξουσίας» ποὺ δημιουργήθη-κε μὲ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ διάβολος, ἑπομένως, ἅρπαξε καὶ σφετερίσθηκε τὴν ἐξουσία πάνω στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν κτίση, ὡς κλέφτης καὶ ὡς ληστὴς (πρβλ. τὸ σχετικὸ χαρακτηρισμὸ τοῦ διαβό-λου, ὡς κλέφτη καὶ ληστὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, Ἰωάν. ι΄ 1).

    Δεύτερον, διότι ὁ διάβολος, ὡς κλέφτης καὶ σφετεριστὴς τῆς ἐξου-σίας ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ μὲ δυναμικὸ καὶ ταπεινωτικὸ γι’ αὐτὸν τρόπο, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἔγινε. Ὁ Χριστός, ὄχι μόνο δὲν ἔδωσε κανένα λύτρο στὸν διάβολο, ἀλλὰ καὶ τὸν μεταχειρίσθηκε ὅπως τοῦ ἔπρεπε: τὸν συνέλαβε καὶ τὸν αἰχμαλώτισε, ὅπως θὰ δοῦμε στὸ Γ΄ Μέρος.

    Οἱ ὅροι, ἑπομένως, καὶ οἱ ἔννοι-ες «λύτρον», «λύτρωση» καὶ «ἐξα-γορὰ» ἔχουν συμβολικὴ σημασία

    καὶ χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ φανε-ρώσουν τὸ σωτηριολογικὸ γεγο-νός, ὅτι ὁ Χριστός, μὲ προσωπικὴ ἐνέργεια καὶ αὐτοθυσία, ἐξουδετέ-ρωσε τὸν διάβολο καὶ τὴν παράνο-μη ἐξουσία του (κράτος) καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸ ἀπελευθέρωσε καὶ λύ-τρωσε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν τυραννικὴ κυριαρχία του.

    Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος προτείνει καὶ μιὰ μέση ἐκδοχή: ὅτι ὁ

    Χριστὸς πρόσφερε στὸν Θεὸ Πατέρα τὸν Ἑαυτό του καὶ ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι γιατὶ εἶχε ἀνάγκη κάποιας ἐξιλέωσης, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν ἀναγκαῖο γιὰ τὸν ἐξαγιασμὸ τῶν ἀνθρώπων.

    Ὁ λυτρωτικὸς χαρακτήρας τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ

    Ἀπὸ τὶς διάφορες θυσίες τῶν

    ἀρχαίων Ἑβραίων, ἐκείνη ποὺ εἶχε λυτρωτικὴ καὶ ἀπελευθερωτικὴ ση-μασία ἦταν ἡ θυσία τοῦ πασχαλίου ἀμνοῦ. Τὴν θυσία αὐτὴ εἶχε καθι-ερώσει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιὰ νὰ θυ-μοῦνται οἱ νεώτερες γενεὲς τὴν θαυ-μαστὴ λύτρωση καὶ ἀπελευθέρωση τῶν πατέρων τους ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς Αἰγύπτου (Δευτ. ιστ΄ 2-3).

    Ὁ Χριστός, στὴν βιβλικὴ ὁρολο-γία, ὄχι μόνο ὀνομάζεται «ἀμνός» (Ἰωάν. α΄ 29, 36), ἀλλὰ καὶ στὴν θυ-σία του ἀποδίδεται ἡ λυτρωτικὴ καὶ ἀπελευθερωτικὴ σημασία τῆς θυσί-ας τοῦ παραδοσιακοῦ πασχαλίου ἀμνοῦ. Ὁ Χριστὸς χαρακτηρίζεται ὅτι εἶναι τὸ «καινὸν πάσχα» (Α΄ Κορ. ε΄ 7).

    Τὴν ταύτιση τῆς θυσίας τοῦ πα-σχαλίου ἀμνοῦ μὲ τὴν προσωπική του θυσία, ἔκαμε πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, στὸν «Μυστικὸ Δεῖπνο»,

    κατὰ τὸ ὁποῖο, ὄχι μόνο τέλεσε τὸ τε-λευταῖο ΠΑΣΧΑ τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ καθιέρωσε καὶ τὸ μυστήριο τῆς θεί-ας Εὐχαριστίας, στὸ ὁποῖο ὁ Ἴδιος πάλι ἔδωσε τὸ λυτρωτικὸ νόημα τῆς θυσίας τοῦ πασχαλίου ἀμνοῦ. Στὰ κείμενα τῆς Κ. Διαθήκης, γίνε-ται ἐπανειλημμένα ἀναφορὰ στὸν πασχάλιο καὶ λυτρωτικὸ χαρακτήρα τῆς θείας Εὐχαριστίας καί, εἰδικότε-ρα, τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος

    τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, συσχετίζοντας

    τὸ Σῶμα του μὲ τὸν πασχάλιο ἀμνὸ («Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμα μου») καὶ τὸ Αἷμα του, μὲ τὸ Ποτήριο τῆς εὐχαριστίας τῆς πασχάλιας θυσί-

    ας («πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμα μου»), ἔδωσε σαφῶς τὸν πα-σχάλιο καὶ εὐχαριστιακὸ χαρακτήρα τῆς θυσίας του, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ τελεσθεῖ τὴν ἑπομένη.

    Ἡ λυτρωτική, ἑπομένως, σημα-σία τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ἔγκειται ἀκριβῶς στὸ γεγονός, ὅτι μὲ αὐτὴν ὁ Χριστὸς ἀπελευθέρωσε, ὄχι μόνο ἕνα ὁρισμένο λαό, ἀλλὰ ὁλόκλη-ρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου καὶ γενικότερα, ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἀλλοτρίωσης καὶ τῆς δουλείας τῆς μεταπτωτικῆς ἐποχῆς (Α΄ Πέτρ. α΄ 18-19).

    Οἱ γενικότερες λυτρωτικὲς συ-νέπειες τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ: Ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶχε καὶ ἄλλες λυτρωτικὲς καὶ ἀπελευθερωτικὲς συνέπειες γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ ἀνθρώπινο γένος, γενικότερα.

    Ὁ Χριστός, μὲ τὴν σταυρική του θυσία λύτρωσε τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν λύπη, τὴν πλά-νη καὶ τὴν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Τὴν

    ἀνθρώπινη φύση, ἀπὸ τὴν ροὴ καὶ τὴν ρευστότητα, τὴν ἀτίμωση καὶ τὴν ἀπογύμνωση, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. g

    Ἀπὸ τὸ βιβλίο Χριστός, Τὰ πάντα, ἐκδ. Τῆνος.

    Σταύρωση μὲ σκηνὲς ἀπὸ δεσποτικὲς ἑορτὲς, Ἱ. Μονὴ Ἁγίας Αἰκατερίνης, Σινᾶ, 14ος αἰ.

  • 6

    ὴν Παρασκευὴ τῆς ς΄ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν συμπληροῦται ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἡ μακρὰ

    περίοδος τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐντα-τικῆς προσευχῆς λαμβάνει τέλος. Τὸ ἐπιβεβαιώνουν καὶ δύο τροπάρια τῆς ἀκολουθίας τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ποὺ σημειώνουν τὸ τέλος τῆς Τεσσαρα-κοστῆς καὶ χαιρετίζουν τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος:

    «Τὴν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστὴν καὶ τὴν ἁγίαν ἑβδομά-δα τοῦ πάθους σου αἰτοῦμεν κατιδεῖν, φιλάνθρωπε, τοῦ δοξᾶσαι ἐν αὐτῇ τὰ μεγαλεῖα σου καὶ τὴν ἄφατον δι’ ἡμᾶς οἰκονομίαν σου...».

    Μετὰ ἀπὸ τεσσαρακονθήμερο νηστεία ὁ Μωυσῆς ἀνεβαίνει στὴν κορυφὴ τοῦ Σινᾶ γιὰ νὰ συνάντησῃ τὸν Θεό, ὁ Θεόπτης, καὶ νὰ πάρῃ τὶς πλάκες τοῦ Νόμου, τὸ σύμβολο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ( Ἐξόδ. 24, 12. 18). Ὁ νέος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, ἁγνίσθηκε σαράντα ἡμέρες καὶ ἤδη ἀνεβαίνει στὴν Ἱερουσαλήμ, στὸ ὄρος τῆς χάριτος. Ὄχι σὲ ὄρος φοβερό, καιόμενο καὶ φλεγόμενο, μὲ ἀστραπὲς καὶ βροντές, ἀλλὰ στὴν ἁγία πόλι τῆς εἰρήνης, στὴν πόλι τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ὅπου μαζί μας συναναβαίνει καὶ ὁ μεσίτης τῆς Νέας Διαθήκης. Ἐκεῖ ὅπου τὸ αἷμα τοῦ ραντισμοῦ θὰ λα-λήσῃ «κρεῖττον» παρὰ τὸ αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, γιὰ νὰ ἐγκαινίσῃ τὴν Δι-αθήκη καὶ νὰ καταρτίσῃ λαὸ ἅγιο, λαὸ περιούσιο τοῦ Θεοῦ ( Ἑβρ. 12, 18-24). Ἐκεῖ θὰ στηθῇ τὸ σημεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὁ σταυ-ρός, καὶ θὰ συντριβοῦν κατὰ κράτος οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ ἐξουσίες τοῦ σκότους. Ὁ Χριστὸς ἔρχεται καὶ πάλι νὰ πάθῃ καὶ νὰ νικήσῃ. Τὰ χρονικὰ σχήματα τοῦ κόσμου τούτου πίπτουν. Αἰωνιότης καὶ χρόνος συγκιρνῶνται. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἐλθὼν καὶ θὰ εἶναι πάντα ὁ ἐρχόμενος. Ὁ παθὼν καὶ ὁ πάσχων. Ὁ νικήσας καὶ ὁ νικῶν. Τὰ παρελθόντα,

    τὰ παρόντα καὶ τὰ μέλλοντα ἀνακε-φαλαιώνονται στὸν Χριστό. Μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ συναναβαίνει στὰ νοητὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ πιστός. Θὰ δώσῃ καὶ αὐτὸς τὴν νικηφόρο μάχη. Θὰ συσταυρωθῇ καὶ θὰ συναναστηθῇ γιὰ νὰ συζήσῃ μαζί Του στοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας.

    Καὶ ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς ἀρχίζει. «Μεγάλη», διότι «μεγάλα τινὰ καὶ ἀπόρρη-τα τυγχάνει τὰ ὑπάρξαντα ἡμῖν ἐν αὐτῇ ἀγαθὰ» κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο (Ὁμιλία λ΄ εἰς τὴν Γένε-σιν). Σύνδεσμος μεταξὺ τῆς Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι οἱ δύο ἐνδιάμεσες ἑορτές: Ἡ ἀνάστασις τοῦ Λαζάρου καὶ ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Θὰ ἀσχολη-θοῦμε μ’ αὐτὲς καὶ μὲ τὶς τρεῖς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ποὺ ἀποτελοῦν μία λει-τουργικὴ ἑνότητα. Ὁ χρό-νος εἶναι περιορισμένος καὶ γι’ αὐτὸ κατ’ ἀνάγκην θὰ περιορισθοῦμε σὲ μία συντομωτάτη ἀνασκόπη-σι τοῦ λειτουργικοῦ πε-ριεχομένου τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.

    Τὰ θέματα εἶναι πυ-κνά, τὰ ἀναγνώσματα ἐκτενῆ, ἡ ὑμνο-γραφία συγκεντρώνει ὅ,τι ἐκλεκτὸ καὶ ἀνυπέρβλητο συνέθεσε ὁ θεοκίνητος νοῦς τῶν ἱερῶν ποιητῶν της Ἐκκλη-σίας. Μπροστὰ στὸ θεολογικὸ καὶ πνευματικὸ βάθος τῶν ἱερῶν τελετῶν, ποὺ θὰ κληθοῦμε νὰ παρακολουθή-σωμε, μόνο ἡ ἱερὰ σιγὴ τοῦ θάμβους θὰ ἥρμοζε. Τὰ μεγάλα προκαλοῦν πάντοτε δέος· εἶναι τόσο ἀνθρώπινο, ἀλλὰ καὶ τόσο θεοπρεπὲς τὸ συναί-σθημα αὐτό. «Σιγῇ τιμάσθω τὸ θεῖον».

    «Λάλει, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου» (Α΄ Βασ. 3, 9- 10). Κοντὰ στὰ πόδια λοιπὸν τῶν ἱερῶν ὑμνογράφων θὰ καθίσωμε καὶ θὰ ἀκούσωμε ἀπὸ αὐτοὺς τὸ νό-

    ημα ποὺ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία στὶς ἱερὲς αὐτὲς ἡμέρες. Τὸ στόμα τῶν ὑμνωδῶν εἶναι καὶ στόμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ κείμενό μας θὰ εἶναι μία μικρὰ ἀνθο-λογία καὶ ἕνας ὑπομνηματισμὸς με-ρικῶν ἀπὸ τὰ πιὸ ἀντιπροσωπευτικὰ ἱερὰ αὐτὰ ἄσματα.

    Καὶ ἀρχίζομε μὲ τὸ πρῶτο ἀπόστι-χο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων τοῦ πλ. δ΄ ἤχου:

    «Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, πόλις Σιών· τέρπου καὶ ἀγάλλου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ

    Μεγάλη Ἑβδομάς

    Τοῦ Ἰωάννου Μ. Φουντούλη

    T

  • 7

    Θεοῦ· ἰδοὺ γὰρ ὁ βασιλεύς σου παρα-γέγονεν ἐν δικαιοσύνῃ, ἐπὶ πώλου κα-θεζόμενος, ὑπὸ παίδων ἀνυμνούμενος. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Εὐλογημένος εἶ, ὁ ἔχων πλῆθος οἰκτιρμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς».

    Τὸ τροπάριο εἶναι ἕνας παιὰν νί-κης· ἕνα προσκλητήριο γιὰ τὸν πανη-γυρισμὸ ἑνὸς θριάμβου. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου. Ἀνέστη-σε τὸν τετραήμερο νεκρὸ Λάζαρο, προϋπογράφοντας τὴν θαυμαστὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου καὶ προδη-λώνοντας τὴν ἰδική Του καὶ τὴν ἰδική μας ἀνάστασι. Καὶ τώρα ἔρχεται καθή-μενος ἐπάνω στὸν πῶλο τοῦ ὄνου, ὁ βασιλεὺς τῆς εἰρήνης, ὁ πραῢς καὶ ταπεινὸς θριαμβευτής. Οἱ παῖδες τῶν Ἑβραίων τὸν ὑποδέχονται μὲ νικητήρι-ες κραυγές: «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις.

    Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ματθ. 21, 9. 16). Καὶ ἡ ἱερὰ πόλις Σιὼν «ἐσείσθη» (Ματθ. 21, 10), χαίρει καὶ εὐφραίνεται. Μαζὶ ὅμως μὲ τὴν Σιὼν χαίρει καὶ πανηγυρίζει καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Γιατὶ ἔρχεται καὶ πάλι ὁ Κύριος, ὁ βασιλεύς της, ὁ νικητής· «Ἐξῆλθε νικῶν, ἵνα νι-κήσῃ» κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι (6, 2). Ἡ ἱστορικὴ ἐκείνη εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ ἐκσυγχρονίζεται. Ὁ Κύριος ἔρχεται

    καὶ σήμερα, ὅπως καὶ τότε. Τὸν ρόλο τῶν παίδων ἐκτελεῖ τώρα ὁ νέος λαός, ποὺ ἠξιώθη τῆς ἀθανάτου ζωῆς μὲ τὴν ἀνάστασί Του. Οἱ λίθοι ἔγιναν τέ-κνα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ κράζουν τώρα τὸ «Ὡσαννά» (Ματθ. 3, 9. Λούκ. 3, 8. 19, 40). Κρατοῦν καὶ αὐτά, ὅπως οἱ παῖδες, τὰ βαΐα τῶν φοινίκων, τοὺς κλάδους τῶν ἀρετῶν. Μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἔχουν καθαρισθῇ κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ εἶναι «ἀπειρόκακοι», ὅπως οἱ παῖδες ἐκεῖνοι τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ χαιρετίζουν τὸν νέο Ἀδάμ, ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τὸν παλαιὸ Ἀδάμ. Τὸ θέμα αὐτὸ ἐπεξεργάζεται τὸ πρῶτο κάθισμα τοῦ ὄρθρου τοῦ δ΄ ἤχου, πρὸς τὸ «Κατεπλάγη Ἰωσήφ»:

    «Μετὰ κλάδων νοητῶς κεκαθαρμέ-νοι τὰς ψυχάς, ὡς οἱ παῖδες τὸν Χριστὸν ἀνευφημήσωμεν πιστῶς, μεγαλοφώ-

    νως κραυγάζοντες τῷ δε-σπότῃ· Εὐλογημένος εἶ, Σω-τήρ, ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐλθὼν τοῦ σῶσαι τὸν Ἀδὰμ ἐκ τῆς ἀρχαίας ἀρᾶς, πνευματικῶς γενόμενος, φιλάνθρωπε, νέος Ἀδάμ, ὡς εὐδόκησας· ὁ πάντα, Λόγε, πρὸς τὸ συμ-φέρον οἰκονομήσας, δόξα σοι».

    Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Κύρι-ος ἐπὶ τὸ ἑκούσιον πάθος. Ἀναβαίνει στὰ Ἱεροσόλυ-μα γιὰ νὰ παραδοθῇ καὶ νὰ σταυρωθῇ, ὁ «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Καὶ πάλι οἱ πιστοὶ ἀναδέχονται τὸν ρόλο τῶν μαθητῶν· συνα-ναβαίνουν, συμπορεύο-νται, συσταυροῦνται γιὰ νὰ συζήσουν μὲ αὐτόν. Καὶ ἡ ἄνοδος αὐτὴ παίρνει ἕνα ἐσχατολογικὸ χρῶμα· εἶναι προεικόνισις καὶ ἐγγύησις τῆς συναναβάσεως τῶν πιστῶν μὲ τὸν δοξασμένο Κύριο, ὄχι πιὰ στὴν ἐπίγειο Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ στὴν οὐράνιο, στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, στὸν Πατέ-ρα τοῦ Χριστοῦ καὶ Πατέρα μας καὶ Θεό Του καὶ Θεό μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ

    περιεχόμενο τοῦ θαυμασίου στιχηροῦ ἰδιομέλου τῶν αἴνων τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Δευτέρας τοῦ α΄ ἤχου:

    «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος τοῖς ἀποστόλοις ἔλε-γεν ἐν τῇ ὁδῷ· Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ παραδοθήσεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ. Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρ-μέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα

    καὶ συζήσωμεν αὐτῷ καὶ ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ·

    Οὐκέτι εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλὴμ διὰ τὸ παθεῖν, ἀλλὰ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν καὶ συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».

    Ἡ ἀνάμνησις τῶν ἱστορικῶν γεγο-νότων ποὺ συνέβησαν, καὶ τῶν λό-γων τοῦ Κυρίου ποὺ ἐλέχθησαν ἀπὸ τὴν εἴσοδό Του στὰ Ἱεροσόλυμα μέχρι τὴν προδοσία, στιβάζονται στὶς δύο πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομά-δος. Ὁ Χριστὸς ξηραίνει τὴν ἄκαρπο συκῆ, σημαίνοντας τὸν κλῆρο τῆς ἀκάρπου συναγωγῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν μοίρα ὅλων ὅσοι θὰ δειχθοῦν ἀνάξιοι τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, «δένδρα φθινο-πωρινὰ ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα ἐκρι-ζωθέντα» ( Ἰούδ. 12).

    Ἀκολουθοῦν οἱ τραγικοὶ διάλο-γοι μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ καὶ τοὺς φαρισαίους, ποὺ προσπαθοῦν νὰ παγιδεύσουν «λόγῳ» τὸν Χριστό, οἱ τελευταῖες παραβολὲς τῆς κατα-κρίσεως τοῦ δούλου ποὺ ἔκρυψε τὸ τάλαντον καὶ τῆς ἀποδοκιμασίας τῶν κακῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος, ἡ πρόρρησις τῆς καταστροφῆς τῶν Ἱε-ροσολύμων καὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου κριτοῦ καὶ τὰ φοβερὰ «Οὐαὶ» κατὰ τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων. Μ’ ὅλα αὐτὰ συμπλέκεται καὶ ὁ τύπος τοῦ πάσχοντος δικαίου, ἡ μνήμη τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου. Ἀλλ’ οἱ λόγοι ἐκεῖνοι τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀπετέλεσαν τὸν πόλο καὶ τὸ κυριαρχοῦν θέμα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν εἶναι ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. Τὰς «φέρει» κυρίως ἡ Μεγάλη Τρίτη, ἀλλὰ τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ ἀφήγημα διαποτίζει τὶς ἀκολου-θίες καὶ τῶν ἄλλων δύο ἡμερῶν. Εἶναι τὸ ἀφυπνιστικὸ σάλπισμα τῆς παρου-σίας τοῦ Κυρίου. «Χριστὸς ὁ ἐρχόμενος ἐμφανῶς ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ». Εἶναι ὁ «Νυμφίος» τῆς παραβολῆς, ὁ «Νυμφί-ος τῆς Ἐκκλησίας», ὁ Νυμφίος τῆς κάθε ψυχῆς. Καὶ ἔρχεται γιὰ νὰ τελέσῃ τοὺς μυστικούς Του γάμους ξαφνικά, σὲ ὥρα ποὺ δὲν γνωρίζει καὶ δὲν προσ-δοκᾶ κανείς: «Ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Μακάριοι αὐτοὶ ποὺ τὸν περιμένουν, ποὺ δὲν τοὺς κατέλαβε ἡ ραθυμία τοῦ ὕπνου, ποὺ δὲν τοὺς ἔλειψε τὸ ἔλαιον ἀπὸ τὶς λαμπάδες των.

    Ἀνάξιοι οἱ δοῦλοι, ποὺ θὰ βρῇ ὁ δεσπότης νὰ ραθυμοῦν καὶ νὰ κοι-μοῦνται. Ὁ νυμφὼν εἶναι στολισμένος· τὸ ἔνδυμα τῆς εἰσόδου μας σ’ αὐτὸν πρέπει νὰ εἶναι ἀντάξιο τοῦ γάμου, λαμπρό, καθαρό, φωτοβόλο. g

    Ἀπὸ τὸ βιβλίο Λογικὴ Λατρεία, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας.

    Παναγία Ὁδηγήτρια - Ἀποκαθήλωση, Δίπτυχο, Ἱ. Μονὴ Ἁγίας Αἰκατερίνης, Σινᾶ, 14ος αἰ.

  • 8

    Ἀνατολὴ καὶ Δύσηἱστορικά

    Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ Δύση

    Μέρος A΄

    Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Πλακίδα Deseille

    Ἔχοντας σκοπὸ νὰ σᾶς μιλή-σω αὐτὸ τὸ βράδυ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴ Δύση, θ’ ἀναφερθῶ κυρίως –ὄχι ὅμως ἀποκλειστικά– στὴ Γαλλία, ἐπειδὴ γνωρίζω λιγότε-ρο τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρα-τεῖ στὶς ἄλλες χῶρες τῆς δυτικῆς Εὐρώπης.

    Παρὰ τὰ φαινόμενα, ἡ πα-ρουσία τῆς Ὀρθοδοξίας στὴ Δύση δὲν εἶναι οὔτε κάτι τὸ καινούριο, οὔτε κάτι ποὺ με-ταφέρθηκε ἀπ’ ἔξω. Ἡ ὀρθό-δοξη Ἐκκλησία, ἐξάλλου, δὲν εἶναι ἄγνωστη πουθενά, ἐπειδὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καθολικὴ ἀπὸ τὴν οὐσία της. Ἐπιπλέον, οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Δύσεως ἔχουν βαθιὰ συνείδηση ὅτι ἐπανα-συνδέονται μὲ τὶς ἴδιες τὶς ρίζες τοῦ τόπου τους καὶ τοῦ πολιτι-σμοῦ τους.

    Πράγματι, δὲν πρέπει ποτὲ νὰ μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ Δύση ὑπῆρξε ὀρθόδοξη γιὰ μιὰ χιλιε-τία, μέχρι τὸ θλιβερὸ χωρισμό, τοὺς προδρόμους τοῦ ὁποίου διακρίνουμε στὴν ἐποχὴ τοῦ Κα-ρόλου τοῦ Μεγάλου, καὶ ὁ ὁποῖος ὁλοκληρώθηκε τὸν ΙΑ΄ αἰώνα.

    Ἀναρίθμητοι ὀρθόδοξοι Ἅγιοι

    ἔζησαν στὴ Δύση, ἀπὸ τὴν ἀποστο-λικὴ ἐποχὴ μέχρι τὸ κατώφλι τοῦ

    Μεσαίωνα. Πολλὰ γαλλικὰ χωριὰ φέρουν τὸ ὄνομα Ἁγίων πού, ἐνῷ δὲν ὑπῆρξαν ἀπόστολοι ἢ μάρτυρες καθολικὰ τιμώμενοι στὸ χριστιανικὸ

    κόσμο, σχεδὸν ὅλοι ἔζησαν στὴ Γαλλορωμαϊκὴ ἢ στὴ Μεροβίγκεια

    ἐποχὴ καὶ ἑπομένως εἶναι προ-γενέστεροι τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα. Ἡ ζωὴ αὐτῶν τῶν Ἁγίων εἶναι ἀκριβῶς ὅμοια μ’ ἐκείνη ὅλων τῶν ὀρθο-δόξων Ἁγίων, ποὺ μᾶς εἶναι πολὺ γνωστοί. Ἐπίσης ἡ Δύση εἶχε καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀναγνωρισμένους ἀπὸ ὁλόκλη-ρη τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρουμε παρὰ τοὺς μεγαλυτέρους, στὴν Ἰταλία καὶ τὴ Ρώμη βρίσκουμε τοὺς πάπες ἅγιο Λέοντα τὸν Μέγα καὶ ἅγιο Γρηγόριο τὸν Μέγα (Διάλογο), τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο Μεδιολά-νων καὶ τὸν ἅγιο Ἱερώνυμο. Οἱ Γαλάτες εἶχαν τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο Λουγδούνου, τὸν ἅγιο Ἱλάριο Πικταβίου καὶ τὸν ἅγιο Κασ-σιανὸ Μασσαλίας. Δυστυχῶς, στὴ συνέχεια, ἡ Δύση τοὺς ξέ-χασε κάπως γιὰ νὰ τοποθετη-θεῖ σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στὴ σχολὴ τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς χριστιανικῆς Ἀφρικῆς. Ὁ Αὐγου-στίνος ἦταν ἕνας ἐξαίσιος ἅγιος καὶ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἰσχυρὲς με-

    γαλοφυίες τοῦ χριστιανισμοῦ. Ὅμως ἡ σκέψη του, ἔντονα προσωπικὴ μερικὲς φορές, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἐξισορροπηθεῖ καὶ συμπληρωθεῖ μὲ

  • 9

    τὴν εἰσφορὰ καὶ ὅλων τῶν ἄλλων Πατέρων, ἰδιαίτερα τῶν ἑλλήνων Πατέρων. Ἡ ὑπερβολικὰ ἀποκλει-στικὴ ἀναφορὰ στὸν ἅγιο Αὐγουστί-νο εἶναι ἀσφαλῶς μιὰ ἀπὸ τὶς αἰτίες ποὺ συνετέλεσαν περισσότερο στὸ νὰ ἀποκοπεῖ ἀργότερα ἡ Δύση ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο χριστιανικὸ κόσμο. Μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, κατὰ ἕνα σημαντικὸ μέρος, ὁ ρωμαϊκὸς κα-θολικισμὸς καὶ ὁ προτεσταντισμὸς εἶναι αὐγουστινισμοί.

    Οἱ ὀρθόδοξες ρίζες τῆς Δύσεως μᾶς ὑπενθυμίζονται ἀπὸ τὰ πολυά-ριθμα μνημεῖα ποὺ φτάνουν, τὸ λι-γότερο μερικά, σ’ αὐτὴ τὴν ἐποχή. Τὰ μνημεῖα αὐτὰ ἀφθονοῦν στὴν Ἰταλία καὶ ἀποτελοῦν προσκυνή-ματα ποὺ ὑπενθυμίζουν περισσό-τερο τὸν ἀρχαῖο αὐτὸ χριστιανισμὸ παρὰ ἐκεῖνον ποὺ μποροῦμε νὰ πιστοποιήσουμε στὶς κατακόμβες καὶ στὰ ἀπομεινάρια τῶν ἀρχαίων ρωμαϊκῶν βασιλικῶν. Ἡ Γαλλία κα-τέχει ἀκόμη βαπτιστήρια καὶ τόπους λατρείας τοῦ Ε΄ αἰώνα, ὅπως τὰ πα-ρεκκλήσια τῆς νήσου τοῦ Λερίνου ἢ τὰ λείψανα τοῦ ναϊδρίου τοῦ ἁγί-ου Κασσιανοῦ στὸν ἅγιο Βίκτωρα Μασσαλίας. Ἡ Ἱσπανία διαφύλαξε θαυμάσια κτίσματα τῆς ἐποχῆς τῶν Βισιγότθων, καὶ στὴ Γερμανία ὁλό-κληρη ἡ περιοχὴ τῆς Ρηνανίας εἶναι πλούσια ἀπὸ κατάλοιπα ποὺ χρο-νολογοῦνται σ’ αὐτὴ τὴν ἀρχαία περίοδο.

    Μιὰ βαθιὰ ρήξη πραγματοποι-ήθηκε τὸν ΙΑ΄ αἰώνα. Οἱ συνέπειές της ἐκδηλώθηκαν ἀρκετὰ γρήγο-ρα. Χωρὶς ὑπερβολὴ μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἕνας γάλλος χριστιανὸς τῶν ἀρχῶν τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα θὰ αἰσθα-νόταν πιὸ κοντὰ μ’ ἕνα χριστιανὸ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τοῦ Ε΄ αἰώνα παρὰ μ’ ἕναν ἄλλο γάλλο χριστιανὸ τοῦ ΙΓ΄ αἰώνα. Ἐὰν ἡ ρωμαϊκὴ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ οἱ τοιχογραφίες τοῦ ΣΤ΄ καὶ τοῦ Ζ΄ αἰώνα εἶναι ἀκόμη ἀρκετὰ κοντὰ μ’ ἐκεῖνες τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου, ἡ γοτθικὴ τέχνη τοῦ ΙΓ΄ αἰώνα μηνύει πολὺ διαφορετικοὺς δρόμους. Ἐὰν ἡ θεολογία καὶ ἡ πνευματικὴ διδα-σκαλία τῶν Βενεδικτίνων καὶ τῶν Σιστερσιανῶν τοῦ ΙΑ΄ καὶ ΙΒ΄ αἰώνα ἀνήκουν ἀκόμη, σ’ ἕνα σημαντικὸ μέτρο, στὴ σφαίρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ σχολαστικὴ θεο-λογία καὶ ἡ νέα πνευματικότητα ποὺ τὶς ἀντικαθιστᾶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης περιόδου τοῦ Μεσαίωνα διαφέρει πολὺ ἀπ’ αὐτές.

    Ὡστόσο, ἡ μεταβολὴ δὲν εἶναι πλήρης. Ἕνας Θωμᾶς Ἀκινάτης ἐπι-θυμεῖ νὰ εἶναι πολὺ περισσότερο μαθητὴς τῶν Πατέρων παρὰ τοῦ Ἀρι-στοτέλη: πραγματικὴ γνώση τοῦ ἁγί-ου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης καὶ ἄλλων ἑλληνικῶν πατερικῶν κειμένων τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἐκφράσει σὲ σημαντικὰ θέματα διαφορετικὰ τὸν σχεδὸν

    ἀποκλειστικὸ αὐγουστινισμὸ τῶν προγενεστέρων του, παρ’ ὅλο ποὺ παραμένει, ἀπὸ ἄλλες ἐπόψεις, πολὺ ἐξαρτημένος ἀπ’ αὐτόν. Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ ΙΓ΄ αἰώνα οἱ Ρηνο-φλαμανδοὶ πνευματικοί, στὸ ρεῦμα τῶν ὁποί-ων θὰ τοποθετηθεῖ ὁ Ἱσπανὸς Ἰωάν-νης τοῦ Σταυροῦ, διαμορφώνουν μιὰ μυστικὴ διδασκαλία σημαντικὰ ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ ἁγί-ου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη. Ἕνας Βλαδίμηρος Lossky θὰ ἐνδιαφερθεῖ ἰδιαίτερα γιὰ τὸν Maître Eckhart.

    Τὸν ΙΖ΄ αἰώνα στὴ Γαλλία, γύρω ἀπὸ τὸν καρδινάλιο de Bérulle, θὰ διαμορφωθεῖ μιὰ πνευματικὴ σχο-λή, ἡ ὁποία θὰ ξαναβρεῖ ἐν μέρει τὴ διδασκαλία τῆς θεώσεως τοῦ χριστιανοῦ ποὺ δίδαξαν οἱ ἕλληνες

    Πατέρες. Τὴν ἴδια ἐποχή, στὴ Γαλλία ἐπίσης, ὁ π. Lallemant καὶ οἱ μαθη-τές του θὰ διαδώσουν μιὰ διδασκα-λία γιὰ «τὴ φυλακὴ τῆς καρδίας» καὶ τὴν εὐπείθεια στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ὁποία συγγενεύει μὲ τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση. Ἐπίσης ὁ ΙΖ΄ αἰώνας θὰ γνωρίσει μιὰ πελώρια ἐκδοτικὴ καὶ μεταφραστικὴ προσπάθεια τῶν Πα-τέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θὰ παραταθεῖ διὰ μέσου τοῦ ΙΘ΄ αἰώνα μὲ τὴ γιγαντιαία ἔκδοση τῶν δύο Πα-τρολογιῶν, ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς, ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Migne, καὶ ἡ ὁποία συνεχίζεται μέχρι τὸν Κ΄ αἰώνα μὲ τοὺς τριακόσιους τόμους τῆς συλ-λογῆς «Χριστιανικὲς πηγές» (Sources chrétiennes). Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς κα-λύτερους γνῶστες τῆς σκέψεως ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους γάλλους ποι-ητὲς τῶν ἀρχῶν αὐτοῦ τοῦ αἰώνα, τοῦ Καρόλου Péguy, ὑπογράμμισαν τὴ συγγένεια τῆς σκέψεώς του μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Θὰ μπορού-σαμε νὰ πολλαπλασιάσουμε αὐτὰ τὰ παραδείγματα.

    Βέβαια, δὲν πρέπει νὰ ὑπερτι-μοῦμε τὶς ἀναλογίες. Κανένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς συγγραφεῖς, κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔργα δὲν εἶναι πραγ-ματικὰ ὀρθόδοξα. Ὅμως ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦν γιὰ μερικὰ στοιχεῖα ποὺ ἐπέζησαν καὶ γιὰ ἕνα εἶδος νοσταλ-γίας τῆς ἀρχέγονης Ὀρθοδοξίας. Γιὰ τὸν καθολικισμό, μὲ βάση τὴ θεωρία του γιὰ τὴ δογματικὴ ἐξέλιξη, οἱ Πα-τέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ χριστια-νισμὸς τῶν πρώτων αἰώνων ἀντι-προσωπεύουν ἕνα στάδιο ἐνδιαφέ-ρον ἀλλὰ «ξεπερασμένο» τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. «Τὰ κείμενα τῶν Πα-τέρων εἶναι ἡ ἐφημερίδα τῆς Ἐκκλησί-ας, ὅταν αὐτὴ ἦταν δεκαεφτὰ ἐτῶν», ἔλεγε ποιητικὰ ὁ π. Von Balthasar.

    Ὡστόσο, οἱ γάλλοι Ὀρθόδο-ξοι μποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ποὺ ἐπιβίωσαν κατὰ ἕναν ἄλλο τρόπο. Ξαναφυτεύοντας στὴ Δύση τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔχουν συνείδηση συγχρόνως ὅτι ἐπανασυνδέονται μὲ τὶς ρίζες τους καὶ ὅτι ὁδηγοῦν στὴν πλήρη ἀνά-πτυξή του ἕνα σπέρμα ποὺ παρέμενε μυστικὰ παρὸν μέσα σὲ ὅ,τι καλύτε-ρο παρήγαγε ἡ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Δύσεως. g

    Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἡ πορεία μου πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ἐκδ. Ἀκρίτας.

    ἐτήσιο ἀφιέρωμα 2013-2014

  • 10

  • 11

    ἀφιέρωμαὍσιος Πορφύριος ΚαυσοκαλυβίτηςΣυναξάρι

    Ὁ ὅσιος Γέρων Πορφύριος, κατὰ κόσμον Εὐάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στὶς 7 Φεβρουαρίου 1906, στὴν Εὔβοια, στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς ἐπαρχίας Καρυστίας. Οἱ γονεῖς του, Λεωνίδας Μπαϊρα-κτάρης καὶ Ἑλένη, τὸ γένος Ἀντωνίου Λάμπρου, ἦταν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας του, μάλιστα, ἦταν ψάλτης στὸ χωριὸ καὶ εἶχε γνωρίσει προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν πολυ-μελὴς καὶ οἱ γονεῖς, φτωχοὶ γεωργοί, δυσκολεύονταν νὰ τὴ συντηρήσουν. Γι’ αὐτὸ ὁ πατέρας ὑποχρεώθηκε νὰ φύγει στὴν Ἀμερική, ὅπου δούλεψε στὴν κατασκευὴ τῆς διώρυγας τοῦ Παναμᾶ.

    Ὁ μικρὸς Εὐάγγελος ἦταν τὸ τέταρτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας. Φύλαγε πρόβατα στὸ βουνὸ καὶ εἶχε παρακολου-θήσει μόνο τὴν πρώτη τάξη τοῦ δημοτικοῦ, ὅταν ἀναγκάστηκε κι αὐτὸς λόγῳ τῆς μεγάλης φτώχειας νὰ πάει στὴ Χαλκίδα γιὰ νὰ δουλέψει. Ἦταν μόλις ἑπτὰ χρονῶν. Ἐργάστηκε δύο-τρία χρόνια σ’ ἕνα παντοπωλεῖο. Μετὰ πῆγε στὸν Πειραιά, ὅπου δούλεψε δύο χρόνια σ’ ἕνα καφενεῖο.

    Στὰ δώδεκά του χρόνια, ἔφυγε κρυφὰ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ τὸν πόθο νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Κα-λυβίτη, τοῦ ὁποίου τὸ βίο εἶχε ἀπὸ παλιὰ διαβάσει καὶ τὸν ὁποῖο εἶχε ἰδιαίτερα ἀγαπήσει. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν ὁδήγησε στὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων καὶ στὴν ὑποταγὴ δύο Γερόντων, ἀδελφῶν κατὰ σάρκα, τοῦ Παντελεήμονος, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ πνευματικός, καὶ τοῦ Ἰωαννικίου. Ἀφοσιώθηκε στοὺς δύο Γέροντες, ποὺ κατὰ κοινὴ ὁμολογία ἦταν ἰδιαίτερα αὐστηροί, μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ μὲ πνεῦμα ἀπόλυτης ὑπακοῆς. Ἔγινε μοναχὸς σὲ ἡλικία δεκατεσσάρων ἐτῶν καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Νικήτας. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια ἔγινε μεγαλόσχημος. Λίγο ἀργότερα ὁ Θεὸς τοῦ δώρισε τὸ διορατικὸ χάρισμα. Στὰ δεκαεννέα του χρόνια ὁ Γέροντας ἀρρώστησε πολὺ σοβαρά, γεγονὸς ποὺ τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐπέστρεψε τότε στὴν Εὔβοια, ὅπου ἐγκαταβίωσε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους Λευκῶν. Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τὸ ἔτος 1926, σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, χειροτονήθηκε ἱερέας στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο Κύμης ἀπὸ τὸν Πορφύριο Γ΄, Ἀρχιεπίσκοπο Σινᾶ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Πορφύριος. Στὰ εἴκοσι δύο του ἔγινε πνευματικός-ἐξομολόγος καὶ λίγο ἀργότερα ἀρχιμανδρίτης. Γιὰ ἕνα διάστημα ἐργάστηκε ὡς ἐφημέριος στοὺς Τσακαίους, χωριὸ τῆς Εὔβοιας.

    Στὴν Εὔβοια, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Χαραλάμπους, ἔζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τοὺς ἀνθρώπους ὡς πνευματικὸς καὶ ἐξομολόγος, καὶ τρία χρόνια στὴν Ἄνω Βάθεια, στὴν ἐγκαταλελειμμένη Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικο-λάου. Στὰ 1940, παραμονὲς τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Γέροντας Πορφύριος ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἀνέλαβε καθήκοντα ἐφημερίου καὶ πνευματικοῦ στὴν Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν. Ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, «ἔζησε ἐκεῖ τριάντα τρία χρόνια σὰν μιὰ ἡμέρα», ἀσκώντας ἀκαταπόνητα τὸ πνευματικὸ ἔργο καὶ ἀνακουφίζοντας τὸν πόνο καὶ τὴν ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων. Ἀπὸ τὸ 1955 εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὰ Καλλίσια, ὅπου εἶχε μισθώσει ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης τὸ ἐκεῖ εὑρισκόμενο μονύδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου μὲ τὴν ἀγροτικὴ περιοχὴ ποὺ τὸ περιέβαλλε, τὴν ὁποία καλλιεργοῦσε μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια. Ἐδῶ, παράλληλα, ἐξασκοῦσε τὸ πλούσιο πνευματικό του ἔργο. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1979, ἐγκαταστάθηκε στὸ Μήλεσι μὲ τὸ ὄνειρο νὰ χτίσει μοναστήρι. Ἐκεῖ ζοῦσε στὴν ἀρχὴ σὲ ἕνα τροχόσπιτο κάτω ἀπὸ ἰδιαίτερα ἀντίξοες συνθῆκες καὶ μετὰ σὲ ἕνα ἀπέριττο κελλάκι ἀπὸ τσιμεντόλιθους, ὅπου καὶ ὑπέμενε ἀγόγγυστα τὶς πολλὲς δοκιμασίες τῆς ὑγείας του. Τὸ 1984 μεταφέρθηκε σὲ κτίσμα τοῦ ὑπὸ ἀνέγερση μοναστηριοῦ, γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ὁποίου ὁ Γέροντας, παρόλο ποὺ ἦταν πολὺ ἄρρωστος καὶ τυφλός, ἐργα-ζόταν ἀκατάπαυστα καὶ ἀκαταπόνητα. Μὲ τὴ θεμελίωση τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως, στὶς 26 Φεβρουαρίου 1990, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸ ὄνειρό του νὰ γίνεται πραγματικότητα. Τὰ τελευταῖα χρόνια της ἐπίγειας ζωῆς του ἄρχισε νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὴν κοίμησή του. Ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὰ ἀγαπη-μένα του Καυσοκαλύβια, ὅπου μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα, ὅπως ἔζησε, νὰ παραδώσει τὴν ψυχή του στὸν Νυμφίο της. Πολλὲς φορὲς τὸν ἄκουσαν νὰ λέει: «Ἐπιδιώκω καὶ τώρα ποὺ ἐγήρασα νὰ πάω καὶ νὰ πεθάνω ἐκεῖ πάνω». Πράγματι, τὸ ὁσιακὸ τέλος τὸν βρῆκε στὴν καλύβη του στὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ πρωὶ τῆς 2ας Δεκεμβρίου 1991. Τὰ τελευταῖα λό-για ποὺ ἀκούστηκαν ἀπὸ τὸ στόμα του ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου, αὐτὰ ποὺ τόσο ἀγαποῦσε καὶ πολὺ συχνὰ ἐπαναλάμβανε: «Ἵνα ὦσιν ἕν». g

    Ἀπὸ τὸ βιβλίο Βίος καὶ Λόγοι, ἐκδ. Ἱ. Μ. Χρυσοπηγῆς, Χανιά.

  • 12

    Οἱ τελευταῖοι μῆνες τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἁγίου Πορφυρίου

    στὰ ΚαυσοκαλύβιαΤοῦ Μοναχοῦ Ἀκάκιου Καυσοκαλυβίτη

    Θὰ ἦταν περίπου 18 χρονῶν ὁ ἅγιος, ὅταν ἐξ αἰτίας τῶν ἀσθενειῶν τοῦ σώματος ἐξαναγκάστηκε ἀπὸ τοὺς καλοὺς Γεροντάδες του νὰ κατέβει ἀπὸ τὰ Καυσο-καλύβια στὴν Εὔβοια, στὸ πατρικό του σπίτι. Ὕστερα ἀπὸ 5-6 χρόνια σκληρῆς καὶ ἐπί-πονης ἄσκησης καὶ τελείας ὑπακοῆς στὸν τόπο τῆς με-τάνοιάς του, κουβαλοῦσε μέσα στὸ ἤδη ἐξασθενημέ-νο σῶμα του καὶ κατέβαζε στὸν κόσμο τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἦταν κατὰ τὴ ρήση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου γι’ αὐτὸν ἕνα τσουβάλι γεμάτο ἅγιο Πνεῦμα.

    Ἔζησε ἑβδομήντα σχεδὸν χρόνια στὸν κόσμο· σὲ Μο-ναστήρι στὴν Εὔβοια, ἐφη-μέριος στὸν ἅγιο Γεράσιμο τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν κοντὰ στὴν Ὁμόνοια, στὸ Μοναστηράκι τοῦ ἁγίου Νικολάου Καλλισίων στὴν Πεντέλη καὶ τελευταῖα στὸ Ἱερὸ Γυναικεῖο Ἡσυχαστή-ριο τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸ Μήλεσι. Ὅμως ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ὁ νοῦς του δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὰ πολυπόθητά του Καυσοκα-λύβια, πιὸ ἁγιορείτης στὴν οὐσία ἀπὸ τοὺς πλείστους τῶν ἁγιορειτῶν. Ὅσο καὶ ἂν ἀγαποῦσε, ὅσο καὶ ἂν συμπονοῦσε τὸν σύγχρονο πονεμέ-νο ἄνθρωπο, ὅμως λαχταροῦσε τὴν πολυαγαπημένη του ἡσυχία στὰ Ἐρημικὰ Καυσοκαλύβια, μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ, γιὰ ἐκεῖνες τὶς οὐράνιες καὶ ὑπερουράνιες πτήσεις του.

    Ἤθελε ὁπωσδήποτε νὰ καταλήξει στὰ ἀσκητικὰ Καυ-σοκαλύβια, γιὰ νὰ παραδώσει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο, ἐκεῖ στὸν τόπο τῆς μετάνοιάς του. «Ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκα, ἐκεῖ θέλω νὰ πεθάνω», συνήθιζε νὰ λέγει: Ἤθελε ὅμως καὶ γιὰ ἄλλους δύο λόγους νὰ πεθάνει στὰ Καυσοκαλύβια. Γιατὶ πίστευε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅτι ἔτσι ὅπως ἦταν μέσα στὸν κόσμο ἦταν «χάλια» (αὐτὴ τὴ λέξη χρησιμοποιοῦσε) καὶ ντρεπόταν ἔτσι νὰ παραστεῖ στὸν Κύριο, γι’ αὐτὸ ἔπρε-πε νὰ πάει στὴν ἡσυχία, γιὰ νὰ προετοιμασθεῖ.

    Εἶχε ἐπὶ πλέον καὶ αὐτὴ τὴν ἀνησυχία· ἂν πέθαινε στὸν κόσμο, κοσμοσυρροὴ ὁλόκληρη θὰ ἔτρεχαν στὴν κηδεία του καὶ θὰ δοξαζόταν πολύ. Ὕστερα θὰ ἔκαναν προσκύ-

    νημα τὸν τάφο του ἢ τὰ λείψανά του. Καὶ πῶς ἦταν δυ-νατὸν ἕνας παναμαρτωλὸς σὰν κι αὐτόν (ἔτσι ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του), νὰ δοξαστεῖ τόσο πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν θὰ κινδύνευε νὰ χάσει τὴν Δόξα τοῦ Θεοῦ, τὸν παρά-δεισο;

    Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους καὶ γιὰ ἄλλους μυστικοὺς ἤθελε νὰ τελευτήσει στὰ Καυσοκαλύβια. Ὅμως ἀνάβαλλε τὴ μετάβασή του, ἂν καὶ ἴσχυε γι’ αὐτὸν τὸ Παύλειον «ἐμὲ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος», γιατὶ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ φύγει ἡ ἀγά-πη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Κά-ποιοι εἶπαν ὅτι ὁ Γέροντας Πορ-φύριος ἦταν σὲ τέτοια μέτρα, ποὺ εἶχε ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ διαλέξει τὸ πότε καὶ πῶς θὰ τελευτήσει. Οἱ ἐμπειρίες μου κοντά του μὲ ἔπεισαν ὅτι αὐτὸ δὲν ἀπέχει καθόλου ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.

    Κάποτε διακόπτοντας ἐκεί-νη τὴ θεία, πολύφθογγη σιωπή του, μοῦ λέγει: «Θέλω νὰ πάω στὸ Ὄρος νὰ γίνω καλὰ καὶ ἢ νὰ κρυφτῶ σὲ μιὰ σπηλιὰ νὰ προ-σεύχομαι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἢ νὰ γυρίσω στὸν κόσμο νὰ βοη-θάω τοὺς ἀνθρώπους».

    – Ποιό εἶναι, Γέροντα, τὸ κα-λύτερο ἀπὸ τὰ δύο;

    – Τὸ ἴδιο εἶναι, μοῦ ἀπάντη-σε.

    Ὅσο γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μου, τὸν παρακαλοῦσα νὰ μὲ στείλει στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὰ Καυσοκαλύβια νὰ μονά-σω καὶ αὐτὸς μοῦ τὸ ἀνέβαλλε λέγοντάς μου· «κάτσε νὰ βοηθήσεις τὰ παιδιὰ καὶ θὰ πάμε μαζὶ ἀπάνω». Ἄλλες φορὲς μοῦ τὸ ἀνέβαλλε γιὰ ἄλλους λόγους, ἀλλὰ πάντοτε κατέ-ληγε στὸ «κάτσε μαζί μου καὶ θὰ πάμε μαζὶ ἐπάνω».

    Ὅμως δὲν τολμοῦσα νὰ πιστέψω ὅτι θὰ πάω μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα στὸ Ὄρος, γιὰ νὰ τὸν γηροκομήσω καὶ νὰ τοῦ κλείσω τὰ μάτια. Τὸ θεωροῦσα πολὺ μεγάλο καὶ ὑψηλὸ γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μου, μέχρι ποὺ ὁ ἴδιος μοῦ τὸ ἐπι-βεβαίωσε μὲ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο, χωρὶς νὰ μοῦ τὸ πεῖ μὲ λόγια ποὺ βγαίναν ἀπὸ τὸ στόμα του, ἔτσι ὅπως ὁ ἴδιος ἤξερε νὰ ἐπικοινωνεῖ μέσα στὴν πολύφθογγη σιγή του…

    – Βρὲς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἐκεῖ ποὺ λέγει «ζῆ ἡ ψυχή μου, ζῆ ὁ Θεός μου ἢ ἐγκαταλείπω σε».

    Τὸ βρῆκα καὶ τοῦ τὸ διάβασα. Ἦταν ἐκεῖ ποὺ ὁ προφή-

  • 13

    Ἤθελε ὁπωσδήποτε νὰ καταλήξει στὰ ἀσκητικὰ Καυσοκαλύβια,

    γιὰ νὰ παραδώσει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο, ἐκεῖ στὸν τόπο τῆς μετάνοιάς του.

    «Ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκα, ἐκεῖ θέλω νὰ πεθάνω», συνήθιζε νὰ λέγει.

    της Ἠλίας ἤθελε νὰ περάσει ἀπέναντι γιὰ τὴν μετάστασή του καὶ εἶχε πεῖ στὸν μαθητή του τὸν Ἐλισσαῖο, νὰ μείνει πίσω καὶ ὁ Ἐλισσαῖος τοῦ ἀπάντησε ἔτσι· «ζῆ ἡ ψυχή μου, ζῆ ὁ Θεός μου ἢ ἐγκαταλείπω σε». Μοῦ λέγει ὁ Γέροντας· «καὶ τί σημαίνει αὐτό;» «Να, Γέροντα, εἶναι ἕνας ὅρκος ὅτι δὲν θὰ ἐγκαταλείψει τὸν Γέροντά του μέχρι θανάτου».

    «Ἔλα νὰ σοῦ τὸ πῶ μὲ δικά μου λόγια», ἀποκρίνεται ὁ Γέροντας καὶ ἄρχισε νὰ μὲ τραβᾶ ἐπάνω του. Ἔνιωθα μιὰ ἀνείπωτη ἕλξη καὶ μαζὶ ἕνα φοβερὸ δέος, ποὺ δυνάμωναν, ὅσο μὲ ἔφερνε πιὸ κοντά του, μέχρι ποὺ ἄρχισε νὰ μὲ φιλᾶ στὰ μαλλιὰ καὶ στὸ πρόσωπο καὶ κολλώντας τὰ χείλη του στὸ δεξί μου αὐτὶ μοῦ λέγει· «εἶναι εὐκολώτερο ὁ ἥλιος νὰ σβύσει, παρὰ ἐμᾶς τοὺς δύο ψυχρότης νὰ χωρί-σει». Αἰσθάνθηκα ἐκείνη τὴν ὥρα, ὅτι μὲ τύλιξαν οἱ φλόγες τῆς θείας ἀγάπης του καὶ ἔνιωθα σὰν καιό-μενη βάτος, ἐνῷ στὶς πλά-κες τῆς καρδιᾶς μου γρά-φτηκαν ὅσα ἐν μεθέξει μέσα στὴν καρδιά μου, μοῦ ψιθύρισε ἡ δική του καρδιά. «Θὰ πάμε μαζὶ στὰ Καυσοκαλύβια καὶ ἐκεῖ θὰ μὲ γηροκομήσεις καὶ θὰ μοῦ κλείσεις τὰ μά-τια». Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν εἶχα ἴχνος ἀμφιβολίας γι’ αὐτό, πράγμα ποὺ (ὅπως ὁ ἴδιος μὲ δίδαξε), ἦταν ἀπόδειξη ὅτι μίλησε ἡ Χάρις.

    Πέρασε ὁ καιρός, οἱ μέρες τῆς ἀναχώρησής μας γιὰ τὰ Καυσοκαλύβια· προετοιμαζόμασταν, μὲ προετοίμαζε κα-τάλληλα· δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ τὰ διηγηθῶ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ παραλείψω δύο φράσεις του, ποὺ ἀναφέρονται στὴν πεμπτουσία τῆς Πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Μοναχοῦ, τὴν ἁγία Ταπείνωση καὶ Θειοτάτη Ἀγάπη:

    α) «Τὸ ἀηδόνι, σὰν κελαηδάει μόνο του μεσ’ τὴν ἐρη-μιὰ τοῦ δάσους, δὲν τὸ ἀκούει κανείς· δὲν κελαηδάει ἀπὸ κενοδοξία».

    β) «Ἐμεῖς δὲν φεύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο γιατὶ μισοῦμε τὸν κόσμο, ἐμεῖς φεύγουμε μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ ἀγαποῦμε πολὺ τοὺς ἀνθρώπους».

    Ἤλθαμε μαζὶ τὸν Μάιο τοῦ 1991 στὰ Καυσοκαλύβια μὲ σκοπὸ νὰ παραμείνει μέχρι τὸ τέλος του, ἀλλὰ γιὰ λόγους, ποὺ δὲν εἶναι τῆς ὥρας νὰ ἀναφερθοῦμε, ξανα-γύρισε πίσω γιὰ νὰ ξανάλθει τελεσίδικα στὶς 19 Σεπτ./ 2

    Ὀκτωβρίου Ν. ΗΜ. Αὐτὰ ποὺ συνέβησαν κατὰ τὴ διάρκεια τῶν δύο μηνῶν, μέχρι τῆς ὁσίας τελευτῆς του εἶναι ἀδύνα-τον νὰ συμπεριληφθοῦν στὰ περιορισμένα πλαίσια ἑνὸς ἄρθρου, γεγονότα πολλὰ καὶ μεγάλα σὲ ἀριθμὸ καὶ ὕψος καὶ βάθος πνευματικό. Θὰ ἀναφερθοῦμε ἐνδεικτικά, γιὰ νὰ ἀναδειχθῆ ὁ ἀπύθμενος βυθὸς τῆς ταπείνωσης καὶ τὸ οὐράνιο ὕψος τῆς ἀγάπης τοῦ ὁσίου.

    Ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ποὺ βρεθήκαμε μόνοι στὸ μικρὸ κελλάκι (δωμάτιο), ὅπου ἔζησε τὶς τελευταίες 60 μέρες τῆς ζωῆς του, μοῦ δήλωσε ἐπιγραμματικά: «Ἦλθα γιὰ νὰ μείνω μέχρι τὸ τέλος μου, ἂν θελήσω νὰ φύγω, νὰ ξέρεις ὅτι θἆναι ἀπὸ τὸν σατανά, γι’ αὐτὸ κάνε ὅ,τι μπορεῖς νὰ μὲ ἐμποδίσεις». Ἔμεινα ἐμβρόντητος μ’ αὐτὰ ποὺ ἄκουσα, ἀλλὰ τὰ κράτησα βαθειὰ μέσα στὴν καρδιά μου ὡς ἐντολὴ Γέροντος. Στὴ συνέχεια ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε· «Ἦλθα ἐδῶ μὲ σκοπὸ νὰ προετοιμαστῶ γιὰ τὸ τέλος μου, δὲ βλέ-πεις τὰ χάλια μου; Τί ψυχὴ θὰ παραδώσω ἔτσι ὅπως εἶμαι;» Μετὰ μοῦ περιέ-γραψε λεπτομερῶς τὸ τί θὰ συμβῆ τὸ τελευταῖο εἰκοσιτετράωρο τῆς ζωῆς του. «Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ δεῖς νὰ γίνονται αὐτά, νὰ

    ξέρεις ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ πεθάνω».Τὰ γεγονότα τῆς τελευταίας ἡμέρας τῆς ζωῆς του ἀφο-

    ροῦν ἐμπειρίες πνευματικές, βιώματα συγκλονιστικὰ θεί-ων ἐρώτων, ὅσων ὁ ἁγιασμὸς προχώρησε ἀπὸ τὴν καρδιὰ κι ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ἔτσι ποὺ καὶ τὰ ἔσχατα μόρια τοῦ σώματός των εἶναι καὶ αὐτὰ ἁγιασμένα· δηλαδὴ τῶν ἀρίστων, τῶν πολὺ μεγάλων ἁγίων.

    Συμβαίνει πολλὲς φορὲς ἄνθρωποι ποὺ πλησιάζει τὸ τέλος τους νὰ ἀναπολοῦν ὅλη τὴ ζωή τους, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ παιδικά τους χρόνια, λὲς καὶ μαζεύουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι. Εἶναι καὶ ἕνας τρόπος ὁλοκλή-ρωσης τῆς μετάνοιας, γιὰ ὅσους πλησίασαν τὸν Χριστὸ ἢ ζοῦσαν τὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτὴ τὴ ἀναπόληση ὁ ὅσιος πατέρας μας τὴν ἔκανε ἐνσυνείδητα.

    Θυμόταν τὰ παιδικά του χρόνια μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Καλυβίτη, πῶς ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος κοντὰ στοὺς Γε-ροντάδες του, λεπτομέρειες ἀπὸ τὴν ἄσκησή του στὴν ἱερὰ καλύβη τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τὴν τελεία ὑπακοή του στοὺς Γέροντες, πῶς πῆρε τὴν πρώτη Χάρη, τὴν ἔνταση ὕστερα

  • 14

    Πρέπει ὅλοι νὰ ἑνωθοῦμε κοντὰ στὸν Θεό, νὰ γίνουμε Ὀρθόδοξοι, νὰ μᾶς ἑνώσει ἡ Ἁγία Τριάδα, ὁ ἀληθινὸς Θεός, γιατὶ μόνο σ’ Αὐτὴν ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια καὶ ἂν δὲν ἑνωθοῦμε ὅλοι μὲ τὸν Θεό, νὰ γίνουμε ἕνα, κανεὶς δὲν θὰ σωθεῖ· καὶ ὅλοι πρέπει νὰ ἑνωθοῦμε μέσα στὴν Ἄκτιστη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

    τῶν ἀγώνων του ἀπὸ φιλότιμο καὶ θεῖο ἔρωτα, πῶς πῆρε τὴν μεγάλη Χάρη, πόσο πόνεσε ὅταν ἀναγκάστηκε νὰ γυρίσει στὸν κόσμο, τὰ νεανικά του χρόνια ὡς Μοναχὸς καὶ Ἱερομόναχος στὴν Εὔβοια, στιγμιότυπα ἀπὸ τὸν ἅγιο Γεράσιμο τῆς Πολυκλινικῆς, στὰ Καλλίσια, στὸ Μήλεσι καὶ τελικὰ στὰ Καυσοκαλύβια βαδίζοντας πρὸς τὸ τέλος.

    Στὴ συνέχεια μὲ ἔβαλε νὰ τοῦ διαβάζω τὴν ἀκολουθία τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος. Λίγο-λίγο, ὅσο ἄντεχαν οἱ δυνάμεις του, μέ-χρι τὸ τέλος καὶ ξανὰ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή. Μὲ σταματοῦσε συχνὰ καὶ ἀνέλυε τὸ κείμενο μὲ τρόπο διδακτικότατο γιὰ μένα.

    Κάποια στιγμὴ μὲ ρώτησε· «ξέρεις γιατί διαβάζουμε τὴν ἀκο-λουθία;», «Προφανῶς, γιὰ νὰ μὲ διδάξετε, πῶς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Μοναχός», ἀποκρίθηκα.

    – «Θέλω καὶ ἐγώ», μοῦ εἶπε, «νὰ ζυγίσω τὸν ἑαυτό μου, ἐμεινα πιστὸς στὰ καθήκοντα τοῦ μονα-χοῦ; Ἔζησα σὰν ἀληθινὸς μονα-χός;»

    Μιὰ μέρα μοῦ ζήτησε νὰ ἀκούσει τὴν κασσέτα μὲ τὴν νε-κρώσιμη ἀκολουθία. Δὲν πρό-λαβε νὰ ἀκούσει τὸ πρῶτο τρο-πάριο και ξέσπασε σὲ λυγμούς, ἔκλαψε λίγο κι ἀμέσως βυθί-στηκε. Τὸ βίωμα μοῦ προκάλε-σε δέος, εἶχα τὴν αἴσθηση ὅτι κατεβαίνει βαθειά, πολὺ βαθειὰ μέσα σ’ ἕνα ἀτελείωτο βυθὸ καὶ ὅτι τὸν ἔχανα. Προσευχήθηκα πολὺ δυνατὰ στὸν Κύριο, νὰ μπορέσω κατὰ δύναμη νὰ ἰδῶ ποῦ βρίσκεται· ἁρπάχτηκα καὶ ἔζησα τὸ βίωμά του μόνο μερικὰ δευτερόλεπτα· ἦταν ὁ ἀπύθμενος βυθὸς τῆς ἁγίας ταπείνωσης. Ἦλθα στὸν ἑαυτό μου καὶ ὁ πρῶτος λογισμός μου ἦταν: «Τίς δύναται βαστάσαι λογισμὸν Πορφυρίου;». Δὲν ξέρω πῶς νὰ περιγράψω τὴν πολλαπλότητα τοῦ βιώ-ματος· ἦταν βυθός; Ἦταν ἄβυσσος; Ἦταν καμίνι σὰν τῶν τριῶν Παίδων, ὅπου ὁ ἅγιος ἔκλαιε γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ λαοῦ;

    Ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του, ὁλοένα καὶ χειροτέρευε. Ὕστερα ἀπὸ ἀλλεπάλληλες καρδιακὲς προσβολές, μπο-ροῦσε ἀνὰ πάσα στιγμὴ ἡ καρδιὰ νὰ τὸν προδώσει. Ἦταν οἱ γαστρορραγίες ποὺ πέρασε καὶ ἡ δυσλειτουργία ὅλου τοῦ πεπτικοῦ συστήματος, μιὰ τεράστια κοίλη, πολλαπλὸ ἀλλεργικό, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὶς κορτιζόνες καὶ τὸ ἀποκο-

    ρύφωμα ὁ καρκίνος στὸν ἐγκέφαλο, στὴν ὑπόφυση, ποὺ ἀναστάτωνε κάθε τόσο τὴν λειτουργία ὅλου τοῦ ὀργανι-σμοῦ. Πέρασε μιὰ τέτοια κρίση ἕνα βράδυ ἀπὸ τὶς ἐννέα ἡ ὥρα μέχρι τὶς τέσσερις τὸ πρωί, ποὺ ἦταν παρόμοια μὲ

    τὸ τελευταῖο βράδυ τῆς ζωῆς του. Παράλληλα δεχόταν ἀφόρητες πιέσεις ἀπὸ τὸ Ἡσυχαστήριο στὸ Μήλεσι, ποὺ μὲ κλάματα τὸν πα-ρακαλοῦσαν νὰ γυρίσει πίσω…

    Ἔτσι ἕνα πρωινὸ μοῦ λέγει· «ἑτοίμασε τὰ πράγματά μου, σὲ μία ὥρα ἀναχωροῦμε, τὸ καράβι κατευ-θύνεται ἤδη πρὸς τὰ Καυσοκαλύ-βια».

    – «Ὄχι, Γέροντα δὲν τὰ ἐτοιμάζω, γιατὶ τέτοια ἐντολὴ μοῦ δώσατε». Ὕψωσε τὸν τόνο τῆς φωνῆς του καὶ μὲ μιὰ διάθεση ταραχῆς μοῦ ἀπο-κρίθηκε· «Γέροντας εἶμαι, λέω καὶ ξελέω».

    Βρέθηκα σὲ ἀδιέξοδο, γύρισα πρὸς τὸν Ναὸ καὶ ὕψωσα τὰ χέ-ρια μου στὸν Κύριο. «Κύριε, τί νὰ κάνω;» Ἀμεσως ἦλθε ἡ πληρο-φορία στὴν καρδιά μου: «νὰ ἐκτε-λέσεις τὴν πρώτη ἐντολὴ ποὺ σοῦ ἔδωσε μὲ γαλήνη». Σχεδὸν ταυτό-χρονα ἄκουσα καὶ στ’ αὐτιά μου τὴ φωνὴ τοῦ Γέροντα· «πήγαινε πές τους νὰ τηλεφωνήσουν νὰ μὴν ἔλθει τὸ καράβι, δὲν φεύγουμε».

    Τί νὰ πρωτοθαυμάσει κανείς! Τὸ προορατικὸ τοῦ Γέροντα ἢ τὴν τέλεια ὑπακοή του στὸν Κύριο;

    Ἀκόμα μιὰ φορὰ μ’ ἔβαλε σὲ μεγάλο δίλημμα. Ὁ ἴδιος πίστευε τὸν ἑαυτό του γιὰ παναμαρτωλὸ ἐνῷ ὁ κόσμος τὸν τιμοῦσε· αὐτὸ τὸν στενοχωροῦσε πάρα πολὺ καὶ

    φοβόταν μὴν τὸν ἁγιοποιήσουν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Μοῦ ἐξέφρασε τὶς ἀνησυχίες του αὐτὲς καὶ μὲ ρώτησε· «ἐσὺ τί πιστεύεις; ὅτι εἶμαι ἅγιος;»

    Νὰ πῶ ὄχι, δὲν μοῦ πήγαινε, νὰ πῶ ναί, θὰ τὸν στενο-χωρήσω, γι’ αὐτὸ τοῦ λέω καὶ ἐγώ· «νὰ τὸ ἐξετάσουμε» καὶ συγκατένευσε.

    – «Πρῶτα ἡ ὀρθὴ πίστη, δὲν ἔχω γι’ αὐτὸ ἴχνος ἀμφιβο-λίας». Αὐτὸ τὸ δέχτηκε χωρὶς δισταγμό.

    – «Ὕστερα οἱ ἅγιες ἀρετὲς καὶ πρὸ πάντων οἱ κορυφαῖες, ταπείνωση καὶ ἀγάπη. Δὲν σὲ εἶδα ποτέ μου νὰ θυμώνεις ὅ,τι κι ἂν σοῦ κάνουν, κι ἐνῷ ἔχεις τόσο χαρίσματα θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ἀνάξιο, ἕνα παλιοντενεκέ, μιὰ σκουριασμένη σωλήνα ποὺ καβαλάει τὸ νερό! (τὴ Χάρη). Δὲν ἔχεις λοιπὸν ταπείνωση; Ὅσο γιὰ τὴν ἀγάπη, τί νὰ πρωτοπῶ. Ὅτι πέθαι-

  • 15

    Καὶ ἐνῷ εἶδα τὸν κόσμο ἔτσι, ἀπεφάσισα

    νὰ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἦλθα

    ἐδῶ νὰ προσευχηθῶ γιὰ τὸν κόσμο,

    γιατὶ εἶδα ὅτι μόνο ἔτσι θὰ σωθῶ

    καὶ ἐγὼ καὶ ὅσοι μαζὶ πιστέψουμε

    στὴν Ἁγία Τριάδα.

    νες σχεδὸν κάθε μέρα γιὰ νὰ βοηθᾶς τοὺς ἀνθρώπους, ἂν καὶ δὲν σοῦ τὸ ἐπέτρεπε ἡ ὑγεία σου κι ὅμως ἐσὺ δὲν τό ‘βα-λες κάτω; Ἣ ὅταν κλαίγοντας παρακαλοῦσες τὸν Κύριο νὰ πεθάνεις ἐσὺ στὴ θέση κάποιου ἄλλου, γιὰ νὰ ζήσει αὐτός, νὰ μεγαλώσει τὰ παιδιά του;»

    Τὸν ἔβλεπα νὰ ἔρχεται σὲ δύ-σκολη θέση ἀλλὰ συνέχισα. «Νὰ μιλήσουμε γιὰ χαρίσματα; Καὶ ποιό δὲν ἔχεις. Προορατικό, διορατικό, χαρίσματα γνώσεως, παρακλήσεις, ἰάσεις, χαρίσματα δυνάμεως;»

    Ὁ Γέροντας στενοχωρήθηκε μέχρι ποὺ τοῦ εἶπα, «ἀλλά!» «Ναί, ναί;» μοῦ λέγει καὶ ἀνάσανε.

    – «Ξέρω ἐγὼ ἂν πίσω ἀπὸ τὶς καλωσύνες σου κρύβεται ἕνα ἐγὼ καὶ ἂν τὰ χαρίσματα σοῦ τὰ ἔδωσε ὁ Θεός, ὄχι γιατὶ εἶσαι καλός, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνεις καλός; Αὐτὸ θὰ τὸ ξέρουμε μετὰ τὸν θάνατό σου· ἂν κάνεις θαύ-ματα καὶ μετὰ θάνατον, τότε θὰ εἴμα-στε σίγουροι γιὰ τὴν ἁγιότητά σου».

    Ἐνθουσιάστηκε ὁ Γέροντας, μοῦ κτύπησε τὴν πλάτη καὶ μὲ ἐνθουσι-ασμὸ καὶ χαρὰ μοῦ λέγει· «Μπράβο! Ἔτσι σὲ θέλω νὰ σκέφτεσαι· Ὀρθόδο-ξα!»

    Μιὰ μέρα τὸν εἶδα μὲ λαμπρὸ καὶ φωτεινὸ πρόσωπο καὶ μοῦ λέ-γει, «ἦλθε ὁ πρόεδρος τῶν Μυρέ-ων». Μιὰν ἄλλη φορὰ «ἦλθε ὁ προ-φήτης μας, δὲν τὸν βλέπεις;» «Ποιός προφήτης μας, Γέροντα;» «Ὁ προφη-τάναξ Δαβίδ! Ἃχ μωρέ, δὲν βλέπεις τίποτε». Μιλοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο πρόσωπο μὲ πρόσωπο καὶ θὰ ἀμφιβάλλουμε ἂν ἔκανε παρέα μὲ τοὺς ἁγίους;

    Τὸν ἔβαλα ἕνα βράδυ νὰ καθίσει στὴν καρέκλα καὶ μοῦ λέγει: «Πήγαινε στὸ ναὸ καὶ κάνε προσευχὴ μέχρι νὰ σὲ φωνάξω». Ὅταν ξαναμπῆκα στὸ κελλὶ συνάντησα μιὰν ἄλλη κατάσταση φωτεινή. Ἔνιωθα καὶ ἐγὼ ἀνάλαφρος. «Βάλε με νὰ ξαπλωθῶ» μοῦ λέγει. Μόλις τὸν ἄγγιξα ἔγινα κοῦφος, νόμιζα πὼς θὰ πετάξω, ἀκόμα καὶ ἡ φωνή μου λέπτυνε σὰν παιδική. «Γέροντα, τί συνέβηκε, εἴχαμε πάλι καμμιὰ ἐπίσκεψη;» «Ὄχι», μοῦ ἀπαντᾶ, «ξέρεις ὅτι μπορῶ νὰ περάσω ἀπὸ αὐτὸ τὸν τοῖχο (80 cm πάχος), νὰ πάω μα-κριά, πολὺ μακριὰ καὶ νὰ ξανάλθω;» «Ἀκόμα καὶ αὐτὸ Γέ-ροντα;» «Γιατί, παιδί μου, δὲν μᾶς εἶπε ὁ Χριστός μας, ὅ,τι ἔκανα ἐγὼ θὰ τὸ κάνετε καὶ ἐσεῖς μὲ τὸ παραπάνω;» «Καὶ αὐτὰ ποὺ ἔκανε μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, Γέροντα;» «Ὅλα, ὅλα, παιδί μου» «Πῶς, Γέροντα;»

    Καὶ ὁ ἅγιος, μιμούμενος τὴν παιδικὴ φωνὴ ποὺ εἶχα 10-

    12 χρονῶν, μοῦ λέγει «Νά! ἀραιώνει τὸ σῶμα, πυκνῶνει τὸ σῶμα». Τότε, στὰ παιδικά μου χρόνια εἶχα αὐτὴ τὴν ἀπο-ρία σὰν ἄκουσα τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ, ἄκουσα αὐτὴ τὴν ἐξήγηση μὲς στὴν καρδιά μου καὶ ἔμεινα ἱκανοποιημένος. Τῶρα πῆγα νὰ ἀποσπάσω ἀπὸ τὸν Γέ-

    ροντα περισσότερες ἐξηγήσεις, ἀλλὰ μὲ αὐστηρὸ ὕφος ἔκοψε τὴ συζήτηση. Μὲ δίδαξε ἔτσι νὰ μὴν διερευνῶ τὰ θεῖα φιλοπερί-εργα, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέψω στὴν ἁπλὴ πίσ�