ETHΣIA EKΘEΣH 19992.4 Ο διεθνής ρόλος του ευρώ 98 Κεφάλαιο V...

210
EL ECB EZB EKT BCE EKP ETH Σ IA EK Θ E Σ H 1999 EYP ΩΠ A Ï KH KENTPIKH TPA Π EZA EYP ΩΠ A Ï KH KENTPIKH TPA Π EZA ETH Σ IA EK Θ E Σ H 1999

Transcript of ETHΣIA EKΘEΣH 19992.4 Ο διεθνής ρόλος του ευρώ 98 Κεφάλαιο V...

EL

EC

B

EZ

B

EK

T

BC

E

EK

P

E T H Σ I AEKΘEΣH

1999

E Y P Ω Π A Ï K H K E N T P I K H T PA Π E Z A

EY

ΠA

ÏKH

KE

NT

PI

KH

TP

EZ

AE

TH

ΣI

A E

H 1

99

9

Bla

u Pa

nton

e Y

ello

w P

294

E T H Σ I AEKΘEΣH

1999

E Y P Ω Π A Ï K H K E N T P I K H T PA Π E Z A

© Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, 2000Διεύθυνση Kaiserstrasse 29

D-60311 Frankfurt am MainGermany

Ταχυδρομική διεύθυνση Postfach 16 03 19D-60066 Frankfurt am MainGermany

Τηλέφωνο +49 69 1344 0Σελίδα Ίντερνετ http://www.ecb.intΦαξ +49 69 1344 6000Τέλεξ 411 144 ecb d

Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για εκπαιδευτικούς και μη εμπορικούς σκοπούς, εφόσον αναφέρεται η πηγή.

Η τελευταία ημερομηνία για τα στατιστικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην παρούσα Έκθεση ήταν η 7η Μαρτίου 2000.

ISSN 1561-4514

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999 III

Περιεχόμενα

Πρόλογος 2

Κεφάλαιο Ι

Οικονομικές εξελίξεις και νομισματική πολιτική

1 Αποφάσεις νομισματικής πολιτικής στο πλαίσιο της στρατηγικής τουΕυρωσυστήματος 8

2 Νομισματικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις 122.1 Νομισματικές εξελίξεις 122.2 Χρηματοπιστωτικές αγορές 16

3 Η εξέλιξη των τιμών 26

4 Η εξέλιξη της παραγωγής, της ζήτησης και της αγοράς εργασίας 31

5 Δημοσιονομικές εξελίξεις 40

6 Το διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον, οι συναλλαγματικές ισοτιμίεςκαι το ισοζύγιο πληρωμών 43

Κεφάλαιο ΙΙ

Εργασίες Κεντρικής Τράπεζας

1 Εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής 521.1 Διαχείριση ρευστότητας 521.2 Οι πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης 531.3 Οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης 541.4 Άλλες πράξεις ανοικτής αγοράς 551.5 Πάγιες διευκολύνσεις 561.6 Το σύστημα ελάχιστων αποθεματικών 571.7 Τα επιλέξιμα ενέχυρα του Ευρωσυστήματος και η χρήση τους στις

πιστωτικές πράξεις 571.8 Συμμετοχή των αντισυμβαλλομένων του Ευρωσυστήματος στις

πράξεις νομισματικής πολιτικής 581.9 Εξελίξεις στις χρηματαγορές 59

2 Επένδυση συναλλαγματικών διαθεσίμων και ιδίων κεφαλαίων 602.1 Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα του Ευρωσυστήματος 602.2 Η προσέγγιση που ακολουθεί το Ευρωσύστημα για τη διαχείρηση

των συναλλαγματικών διαθεσίμων 602.3 Η διαχείριση των ιδίων κεφαλαίων της ΕΚΤ 61

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999IV

3 Εργασίες σχετικές με τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού 623.1 Το σύστημα TARGET 623.2 Το μοντέλο ανταποκριτριών κεντρικών τραπεζών 64

4 Διαχείριση κινδύνων 65

Κεφάλαιο ΙΙΙ

Οικονομικές εξελίξεις στις λοιπές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης 70

Κεφάλαιο IV

Ευρωπαϊκή/διεθνής συνεργασία και το Ευρωσύστημα

1 Ευρωπαϊκά θέματα 821.1 Διμερείς σχέσεις 821.2 Συντονισμός των εθνικών οικονομικών πολιτικών στην

Ευρωπαϊκή Ένωση 861.3 Μακροοικονομικός διάλογος 88

2 Διεθνή ζητήματα 892.1 Οι δραστηριότητες της ΕΚΤ στον τομέα της πολυμερούς συνεργασίας 902.2 Ανάπτυξη διμερών σχέσεων της ΕΚΤ με χώρες εκτός

Ευρωπαϊκής Ένωσης 942.3 Η αρχιτεκτονική του διεθνούς νομισματικού και χρηματοπιστωτικού

συστήματος 942.4 Ο διεθνής ρόλος του ευρώ 98

Κεφάλαιο V

Συστήματα πληρωμών και διακανονισμού χρεογράφων

1 Επίβλεψη συστημάτων πληρωμών μεγάλων ποσών 102

2 Επίβλεψη των συστημάτων λιανικών πληρωμών 103

3 Άλλες δραστηριότητες σχετικά με τα συστήματα πληρωμών 104

4 Πολιτική για τα συστήματα διακανονισμού χρεογράφων 104

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999 V

Κεφάλαιο VI

Χρηματοπιστωτική σταθερότητα και προληπτική εποπτεία

1 Το θεσμικό πλαίσιο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα 108

2 Διαρθρωτικές αλλαγές στον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέατης ΕΕ 110

3 Μακροπροληπτική εποπτεία 112

4 Συστήματα αξιολόγησης κινδύνων και μητρώα πιστώσεων 113

Κεφάλαιο VII

Η ανάπτυξη των τραπεζογραμματίων ευρώ και οι προετοιμασίες για τημετάβαση από πλευράς χρηματικού

1 Παραγωγή των τραπεζογραμματίων ευρώ 116

2 Η ποιότητα των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ 116

3 Προστασία των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ έναντι τηςπαραχάραξης 117

4 Η εκστρατεία ενημέρωσης Ευρώ 2002 118

5 Η μετάβαση προς τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ το 2002 118

6 Κυκλοφορία μετρητών πριν από το 2002 120

Κεφάλαιο VIII

Ανάπτυξη του στατιστικού πλαισίου 124

Κεφάλαιο IX

Λοιπά καθήκοντα και δραστηριότητες

1 Συμβουλευτικές δραστηριότητες 130

2 Συμμόρφωση με τις απαγορεύσεις νομισματικής χρηματοδότησης καιπρονομιακής πρόσβασης 131

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999VI

3 Μετάβαση στο έτος 2000 132

4 Διαχείριση των δανειοληπτικών και δανειοδοτικών πράξεων τηςΕυρωπαϊκής Κοινότητας 135

Κεφάλαιο X

Ενημέρωση του κοινού και υποχρέωση λογοδοσίας

1 Η πολιτική της ΕΚΤ για την πληροφόρηση και τα εργαλεία της 1381.1 Στόχοι επικοινωνιακής πολιτικής 1381.2 Εργαλεία επικοινωνίας 138

2 Υποχρέωση λογοδοσίας 1402.1 Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών και η υποχρέωση λογοδοσίας

στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση 1402.2 Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο δημοκρατικό έλεγχο

της ΕΚΤ 140

Κεφάλαιο XI

Το θεσμικό πλαίσιο του Ευρωσυστήματος και του Ευρωπαϊκού ΣυστήματοςΚεντρικών Τραπεζών

1 Το Ευρωσύστημα και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών 144

2 Τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ 1452.1 Το Διοικητικό Συμβούλιο 1452.2 Η Εκτελεστική Επιτροπή 1472.3 Το Γενικό Συμβούλιο 148

3 Η οργάνωση της ΕΚΤ 1503.1 Η διοίκηση της ΕΚΤ ως εταιρίας 1503.2 Εξελίξεις όσον αφορά το προσωπικό 1513.3 Το οργανόγραμμα της ΕΚΤ 152

4 Οι Επιτροπές του ΕΣΚΤ 153

Κεφάλαιο XII

Ετήσιοι λογαριασμοί της ΕΚΤ και Ενοποιημένη Λογιστική Κατάσταση τουΕυρωσυστήματος 1999 155

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999 VII

Παραρτήματα

Γλωσσάριο 174Χρονολόγιο των μέτρων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος 187

Εκδόσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) 193

Κατάλογος Πλαισίων, Πινάκων και Διαγραμμάτων

Πλαίσια

1 Οι διαρθρωτικές αλλαγές στον τραπεζικό τομέα και η σημασία τους για τηνομισματική πολιτική 16

2 Οι παράγοντες που συνέβαλαν στην άνοδο των αποδόσεων των ονομαστικώνομολόγων, όπως αξιολογούνται με βάση τα τιμαριθμοποιημένα ομόλογα 21Διάγραμμα: Πληθωρισμός νεκρού σημείου όπως υπολογίζεται για τον

ΔΤΚ της Γαλλίας 213 Οι επιδράσεις της απελευθέρωσης των αγορών στις τιμές καταναλωτή 28

Διάγραμμα: Εξοπλισμός και υπηρεσίες τηλεφωνίας και τηλεομοιοτυπίας 284 Αποκλίσεις ως προς τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και πληθωρισμού

στη ζώνη του ευρώ 32Πίνακας: Αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και πληθωρισμός με βάση τον

ΕνΔΤΚ στις χώρες της ζώνης του ευρώ 325 Η μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου αγαθών στη ζώνη του ευρώ το 1999 49

Διάγραμμα: Όγκος εισαγωγών στις κυριότερες αγορές προς τις οποίεςκατευθύνονται οι εξαγωγές της ζώνης του ευρώ 49

6 Η λειτουργία και οι δραστηριότητες της μόνιμης αντιπροσωπείας της ΕΚΤστην Ουάσιγκτον 92

7 Διαδικασίες διαβούλευσης κατά το 1999 130

Πίνακες

1 Η εξέλιξη των τιμών και του κόστους στη ζώνη του ευρώ 262 Σύνθεση της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ 313 Βιομηχανική παραγωγή στη ζώνη του ευρώ 364 Εξελίξεις στην αγορά εργασίας στη ζώνη του ευρώ 385 Δημοσιονομική κατάσταση στη ζώνη του ευρώ 406 Μακροοικονομικοί δείκτες για τη Δανία 717 Μακροοικονομικοί δείκτες για την Ελλάδα 748 Μακροοικονομικοί δείκτες για τη Σουηδία 769 Μακροοικονομικοί δείκτες για το Ηνωμένο Βασίλειο 7810 Ποσότητα τραπεζογραμματίων ευρώ που θα παραχθούν μέχρι την

1η Ιανουαρίου 2002 121

Διαγράμματα

1 Επιτόκια της ΕΚΤ και επιτόκια της χρηματαγοράς 92 Αύξηση του Μ3 στη ζώνη του ευρώ 123 Συνιστώσες του Μ3 στη ζώνη του ευρώ 13

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999VIII

4 Δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα και επιτόκια λιανικής 155 Βραχυπρόθεσμα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ 186α Αποδόσεις μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων στη ζώνη του ευρώ,

τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία 206β Διαφορά δεκαετών επιτοκίων των ΗΠΑ έναντι της ζώνης του ευρώ 207 Δείκτες χρηματιστηριακών τιμών στη ζώνη του ευρώ, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία 248 Ανάλυση του πληθωρισμού (ΕνΔΤΚ) στη ζώνη του ευρώ σε κατηγορίες 279 Συμβολή στην ανά τρίμηνο αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ 3410 Δείκτες εμπιστοσύνης στη ζώνη του ευρώ 3511 Συνολική απασχόληση στη ζώνη του ευρώ 3712 Ανεργία στη ζώνη του ευρώ 3813 Κυριότερες εξελίξεις στις σημαντικότερες βιομηχανικές οικονομίες 4614 Ονομαστική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία 47

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999 IX

Συντομογραφίες

Χώρες

ΒΕΛ ΒέλγιοΔΑΝ ΔανίαΓΕΡ ΓερμανίαΕΛΛ ΕλλάδαΙΣΠ ΙσπανίαΓΑΛ ΓαλλίαΙΡΛ ΙρλανδίαΙΤΑ ΙταλίαΛΟΥ ΛουξεμβούργοΟΛΛ ΟλλανδίαΑΥΣ ΑυστρίαΠΟΡ ΠορτογαλίαΦΙΝ ΦινλανδίαΣΟΥ ΣουηδίαΗΒ Ηνωμένο ΒασίλειοΙΑΠ ΙαπωνίαΗΠΑ Ηνωμένες Πολιτείες

Άλλες συντομογραφίες

ΑΕΠ Ακαθάριστο Εγχώριο ΠροϊόνΒΡΜ4 Εγχειρίδιο Ισοζυγίου Πληρωμών του ΔΝΤ (4η έκδοση)ΒΡΜ5 Εγχειρίδιο Ισοζυγίου Πληρωμών του ΔΝΤ (5η έκδοση)c.i.f κόστος, ασφάλεια, ναύλος στα σύνορα του εισαγωγέαΔΝΤ Διεθνές Νομισματικό ΤαμείοΔΟΥ Διεθνής Οργάνωση ΕργασίαςΔΤΚ Δείκτης Τιμών ΚαταναλωτήΕCU Eυρωπαϊκή Νομισματική ΜονάδαΕΕ Ευρωπαϊκή ΈνωσηΕθνΚΤ εθνικές κεντρικές τράπεζεςΕΚΤ Ευρωπαϊκή Kεντρική ΤράπεζαΕνΔΤΚ Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών ΚαταναλωτήΕΝΙ Ευρωπαϊκό Νομισματικό ΊδρυμαΕΣΚΤ Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών ΤραπεζώνΕΣΛ 95 Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών του 1995EUR/€ ευρώf.o.b. ελεύθερο στα σύνορα του εξαγωγέαΝΧΙ Νομισματικά Χρηματοδοτικά ΙδρύματαΟΟΣΑ Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και ΑνάπτυξηςΠΚ πιστοποιητικά καταθέσεωνRepos Πράξεις αγοράς/πώλησης χρεογράφων με συμφωνία επαναγοράς

επαναπώλησηςΤΔΔ Τράπεζα Διεθνών ΔιακανονισμώνTΤΔΕ (Αναθ. 3) Τυποποιημένη Ταξινόμηση Διεθνούς Εμπορίου (αναθεώρηση 3)

Σύμφωνα με την πρακτική της Κοινότητας, οι χώρες της ΕΕ αναφέρονται στην παρούσαέκθεση με την αλφαβητική σειρά του ονόματός τους στην αντίστοιχη εθνική γλώσσα.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999X

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999 1

Πρόλογος

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 19992

Η παρούσα Ετήσια Έκθεση είναι η πρώτη πουκαλύπτει ένα πλήρες έτος νομισματικήςπολιτικής του Ευρωσυστήματος. Στην έκθεσηεπίσης εξετάζονται οι λοιπές δραστηριότητεςτου Ευρωσυστήματος και του ΕυρωπαϊκούΣυστήματος Κεντρικών Τραπεζών.

Κάνοντας μια αναδρομή στον πρώτο χρόνο τουευρώ, έχουμε λόγους να νιώθουμε ικανοποίηση.Η ενιαία νομισματική πολιτική άρχισε με αρκετάευνοϊκές συνθήκες, χάρη στα αποτελεσματικάμέτρα που είχαν προηγηθεί της εισαγωγής τουευρώ. Επιπλέον, η στρατηγική νομισματικήςπολιτικής του Ευρωσυστήματος αποδείχθηκεπολύτιμο εργαλείο τόσο για τη λήψη αποφάσεωννομισματικής πολιτικής όσο και για την εξήγησητων αποφάσεων αυτών στο ευρύ κοινό. Σε όλητη διάρκεια του έτους, το Ευρωσύστημακατόρθωσε να επικεντρωθεί στη διατήρηση τουπεριβάλλοντος σταθερότητας τιμών, με πλη-θωρισμό κατά μέσο όρο μόλις άνω του 1%. Τογεγονός ότι οι τιμές μπόρεσαν και δια-τηρήθηκαν σταθερές στη ζώνη του ευρώ είναιένα επίτευγμα που δεν πρέπει να υποτιμάται.Για να το διαπιστώσουμε, αρκεί να εξετάσουμετο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν. Την τελευταίαπεντηκονταετία η σταθερότητα των τιμών ήτανμάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Γι αυτό, τοΕυρωσύστημα θα συνεχίσει να εξηγεί τη σημασία

του πρωταρχικού του σκοπού, που είναι ηδιατήρηση της σταθερότητας των τιμών στη ζώνητου ευρώ, και να ασκεί τη νομισματική τουπολιτική επιδιώκοντας την επίτευξη αυτού τουσκοπού. Ωστόσο, η νομισματική πολιτική δεν έχειαπεριόριστες δυνατότητες. Δεν μπορεί π.χ. νααποτρέψει τις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις τωντιμών. Αντίθετα, η νομισματική πολιτική πρέπεινα έχει μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και νααξιολογείται από μεσοπρόθεσμη σκοπιά.Εξάλλου, η νομισματική πολιτική χρειάζεται ναυποστηρίζεται από υγιή δημοσιονομική πολιτική,από διαρθρωτικές πολιτικές που θα έχουν στόχονα εξασφαλίζουν την αποτελεσματική λειτουργίατων αγορών, καθώς και από συμπεριφορά τωνκοινωνικών εταίρων που θα χαρακτηρίζεται απόαίσθημα ευθύνης.

Το Ευρωσύστημα πρέπει να ενεργεί ως μονάδακαι ως πραγματικά ευρωπαϊκό όργανο, πουσημαίνει ότι οι αποφάσεις πρέπει πάντοτε ναλαμβάνονται από μια οπτική γωνία που θακαλύπτει ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Ηνομισματική πολιτική είναι μία και αδιαίρετη. Δενμπορεί να αντιδρά σε καταστάσεις πουδημιουργούνται στις επιμέρους χώρες ή περιοχέςτης ζώνης του ευρώ. Σε οποιαδήποτε νο-μισματική ένωση του μεγέθους της ζώνης τουευρώ είναι αναπόφευκτο ο πληθωρισμός και οιάλλες οικονομικές εξελίξεις να μην παρουσιάζουνπλήρη ομοιομορφία μεταξύ των χωρών. Οιδιαφορές αυτές, εφόσον δεν υπερβαίνουν κάποιαεπίπεδα, θα πρέπει να θεωρούνται φυσιολογικές,καθώς έχει δείξει και η εμπειρία από άλλεςμεγάλες νομισματικές ενώσεις, όπως οιΗνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, αν τυχόν οιδιαφορές αυτές απειλήσουν να γίνουν υπέρ τοδέον μεγάλες, η απάντηση πολιτικής μπορεί ναδοθεί μόνο σε εθνικό επίπεδο, μέσω τηςδημοσιονομικής πολιτικής, των διαρθρωτικώνπολιτικών και της προσαρμοστικότητας τωναγορών.

Στα τέλη του 1998 και τους πρώτους μήνεςτου 1999 η οικονομική ανάπτυξη στη ζώνητου ευρώ επιβραδύνθηκε, σε μια εποχή που οπληθωρισμός ήταν ήδη χαμηλός. Οι χρη-ματοπιστωτικές κρίσεις της ΝοτιανατολικήςΑσίας και της Ρωσίας έγιναν αισθητές στηνΕυρώπη. Αφού έγινε σε ευρεία βάσηαξιολόγηση των προοπτικών για την εξέλιξη

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999 3

των τιμών και των κινδύνων που ενδέχεται νααπειλήσουν τη σταθερότητα των τιμών, στοπλαίσιο του δεύτερου πυλώνα της στρατηγικήςτης νομισματικής πολιτικής μας, διαπιστώθηκεότι τελικά οι τιμές υφίστανται περαιτέρωκαθοδικές πιέσεις. Ο πρώτος πυλώνας τηςστρατηγικής μας, σύμφωνα με τον οποίοαποδίδεται πρωτεύων ρόλος στην ποσότηταχρήματος και αναλύεται η νομισματικήεπέκταση σε σχέση με την τιμή αναφοράς,έδειξε ότι το Μ3 αυξήθηκε με ρυθμό γύρω στο5% στις αρχές του 1999. Το επίπεδο αυτό δεναπείχε πολύ από την τιμή αναφοράς 4,5%.Φαινόταν πιθανό ότι η μετάβαση στο ευρώείχε επηρεάσει από μόνη της τη νομισματικήεπέκταση στις αρχές του 1999. Δεν φάνηκεόμως οι νομισματικές εξελίξεις στις αρχές του1999 να συνεπάγονται κίνδυνο για τησταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα. Γιαυτό, συνεκτιμώντας τις πληροφορίες πουάντλησε μέσω των δύο πυλώνων, τοΔιοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 8Απριλίου να μειώσει το επιτόκιο των πράξεωνκύριας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ κατά 0,5της εκατοστιαίας μονάδας, στο 2,50%. Μετάτη μείωση αυτή, τα ονομαστικά βρα-χυπρόθεσμα επιτόκια στη ζώνη του ευρώέφθασαν σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα.Αυτό συνέβαλε στη δημιουργία ενόςπεριβάλλοντος όπου μπορούσε να αξιοποιηθείτο αναπτυξιακό δυναμικό της ζώνης του ευρώχωρίς να διακυβεύεται η σταθερότητα τωντιμών.

Στη διάρκεια του 1999, οι καθοδικοί κίνδυνοι γιατη σταθερότητα των τιμών υποχώρησαν καιήλθαν στο προσκήνιο ανοδικοί κίνδυνοι, οι οποίοισταδιακά επιτείνονταν. Η αύξηση της ποσότηταςχρήματος συνέχισε να αποκλίνει όλο καιπερισσότερο από την αντίστοιχη τιμή αναφοράς,ενώ ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης προςτον ιδιωτικό τομέα υπερέβαινε το 10%. Ηρευστότητα στη ζώνη του ευρώ ήταν άφθονη,ενώ τα επιτόκια της ΕΚΤ ήταν σχετικά χαμηλά.Όλες αυτές οι εξελίξεις έδειχναν ανοδικούςκινδύνους για τη σταθερότητα των τιμώνμεσοπρόθεσμα. Ταυτόχρονα, ανοδικές πιέσειςεπί των τιμών προέρχονταν από τη συνεχήαύξηση των τιμών του πετρελαίου και από τηνυποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας τουευρώ σε ένα περιβάλλον όπου οι προοπτικές

της οικονομίας άρχιζαν να γίνονται ευνοϊκότερες.Και από τους δύο πυλώνες της στρατηγικής τηςνομισματικής πολιτικής προέκυπτε λοιπόν ότιαυξάνονταν οι κίνδυνοι για τη σταθερότητα τωντιμών μεσοπρόθεσμα. Στις 4 Νοεμβρίου 1999 τοΔιοικητικό Συμβούλιο αύξησε τα τρία βασικάεπιτόκια της ΕΚΤ κατά 0,5 της εκατοστιαίαςμονάδας. Στις 3 Φεβρουαρίου και στις16 Μαρτίου 2000 αποφασίστηκε νέα αύξησηκατά 0,25 της εκατοστιαίας μονάδας κάθεφορά. Η επιλογή του χρόνου για όλες αυτέςτις αποφάσεις καταδείκνυε το μακρόπνοοχαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής τουΕυρωσυστήματος, διότι με τη λήψη μέτρωνπριν από την πραγματοποίηση των κινδύνωνμπορούν να αποφευχθούν πιο απότομεςαυξήσεις των επιτοκίων στο μέλλον. Και ενώδιαφορετικά η οικονομική ανάκαμψη θα κα-ταπνιγόταν εν τη γενέσει της, τα εν λόγω μέτραπολιτικής συμβάλλουν ώστε να δημιουργηθεί μίααπό τις προϋποθέσεις για διαρκή και ισχυρήοικονομική ανάπτυξη.

Τόσο το ευρώ όσο και η ΕΚΤ και τοΕυρωσύστημα έχουν μικρό παρελθόν. Από τηνεισαγωγή του ευρώ έχει περάσει ένας χρόνοςκαι κάτι. Η πραγματική εισαγωγή του ευρώ, μεόλες τις τεχνικές πτυχές της διαδικασίας αυτής,κύλησε ομαλά. Τις πρώτες εβδομάδες τουΙανουαρίου του 1999 πραγματοποιήθηκε ηενοποίηση των χρηματαγορών της ζώνης τουευρώ. Το λειτουργικό πλαίσιο του Ευρω-συστήματος, το οποίο περιλαμβάνει πρά-ξεις αναχρηματοδότησης, πάγιες πιστωτικέςδιευκολύνσεις και ένα σύστημα ελάχιστωναποθεματικών με δυνατότητα κάλυψης τωναπαιτούμενων αποθεματικών κατά μέσο όρο στηδιάρκεια της περιόδου τήρησης, εφαρμόστηκε μεμεγάλη επιτυχία. Τα επιτόκια μίας ημέρας ήτανγενικώς πολύ σταθερά χωρίς να χρειαστείπροσφυγή σε πράξεις εξομάλυνσης τωνβραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας.Η ΕΚΤ διενήργησε μόνο μία τέτοιου είδους πράξηστις αρχές του 2000 για να απορροφήσει κάποιαυπερβάλλουσα ρευστότητα μετά την επιτυχήμετάβαση στο έτος 2000.

Το Ευρωσύστημα, όπως είναι φυσικό,ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις εξελίξεις πουσυνδέονται με την πιθανή διεύρυνση τηςζώνης του ευρώ. Γι αυτό το λόγο αναλύονται

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 19994

προσεκτικά οι εξελίξεις στα κράτη-μέλη πουδεν έχουν ακόμη υιοθετήσει το ευρώ. ΤοΕυρωσύστημα αποδίδει μεγάλη σημασία στησυνεργασία του με αυτά τα κράτη-μέλη στοπλαίσιο του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ καιπαρακολουθεί από κοντά τη διαδικασίαένταξης των νέων κρατών-μελών στηνΕυρωπαϊκή Ένωση. Οι χώρες αυτές πρέπειεν τέλει να εκπληρώσουν τα κριτήριασύγκλισης και τότε θα μπορούν ναυιοθετήσουν το ευρώ. Σ αυτό το πλαίσιο, τοΕυρωσύστημα έχει δημιουργήσει επαφές μετις κεντρικές τράπεζες όλων των υποψήφιωνχωρών και είναι πρόθυμο να συμβάλει στηδιαδικασία ένταξης στους τομείς της αρ-μοδιότητάς του.

Μέχρι στιγμής, αναφέρθηκα κυρίως στιςδραστηριότητες της ΕΚΤ και του Ευρω-συστήματος. Ωστόσο, αμέσως μόλις δη-μιουργήθηκε, το ευρώ άρχισε να επηρεάζειολόκληρο το χρηματοπιστωτικό τομέα, τηνοικονομία της ζώνης του ευρώ και τοπαγκόσμιο νομισματικό σύστημα. Το ευρώέγινε αμέσως το δεύτερο σε σπουδαιότητανόμισμα παγκοσμίως. Η επίδραση του ευρώσυνεχίζεται και θα διευρύνεται τα προσεχήχρόνια. Το ευρώ θα αλλάξει, και έχει ήδηαρχίσει να αλλάζει, την οικονομία της ζώνηςτου ευρώ. Η εισαγωγή του ευρώ ενίσχυσε τιςήδη παρατηρούμενες τάσεις στο χρη-ματοπιστωτικό τομέα. Γενικά, ο ρόλος τωνχρηματοπιστωτικών αγορών στην κατανομήτων οικονομικών πόρων αυξάνεται σε σχέσημε το ρόλο των φορέων χρηματοπιστωτικήςδιαμεσολάβησης. Οι κεφαλαιαγορές αποκτούνμεγαλύτερο βάθος και ρευστότητα. Ορισμένατμήματα της κεφαλαιαγοράς που μέχρι προτινος δεν είχαν αναπτυχθεί αρκετά, όπως ηαγορά εταιρικών ομολόγων, έχουν επεκταθείσημαντικά. Γενικά, ο όγκος συναλλαγών στιςχρηματοπιστωτικές αγορές ήταν υψηλός,γεγονός που έδειξε ότι το ευρώ έτυχε ευνοϊκήςυποδοχής.

Οι κεφαλαιαγορές μπορούν να ενοποιηθούνακόμη περισσότερο. Σ αυτό θα βοηθούσε η λήψημέτρων με στόχο να εξασφαλιστούν ίσοι όροιανταγωνισμού. Αυτό ισχύει και για τη δημιουργίαενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.Το Ευρωσύστημα έχει π.χ. τονίσει ότι τα

συστήματα λιανικών πληρωμών, τα οποίαμειώνουν το κόστος και αυξάνουν την ταχύτητατων διασυνοριακών πληρωμών, πρέπει νααναπτυχθούν για να τεθούν σε εφαρμογή τοαργότερο κατά την ημερομηνία κυκλοφορίαςτραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ.

Οι πιέσεις που ωθούσαν προς αναδιάρθρωσηκορυφώθηκαν το 1999, όπως μαρτυρεί και ηέντονη δραστηριότητα εξαγορών και συγ-χωνεύσεων, και όχι μόνο στο χρημα-τοπιστωτικό τομέα. Στο χρηματοπιστωτικότομέα η τάση αυτή επηρεάζει όλες τις κατηγορίεςμεσολαβούντων ιδρυμάτων, από τις τράπεζεςμέχρι τα χρηματιστήρια, καθώς και τα συστήματαπληρωμών και διακανονισμού χρεογράφων.Παρόλο που ακόμη οι εξαγορές καισυγχωνεύσεις έχουν συχνά εθνικό χαρακτήρα,αυτό μπορεί στο μέλλον να αλλάξει. Το ευρώδίνει ώθηση στον ανταγωνισμό ενισχύοντας τηδιαφάνεια, ενώ οι διασυνοριακές συγκρίσειςγίνονται απλούστερες μέσα στη ζώνη του ευρώ.Αυτό επηρεάζει θετικά τη λειτουργία της ΕνιαίαςΑγοράς και έτσι τελικά ενισχύει την οικονομικήευημερία. Η διαδικασία αυτή θα δεχθεί περαιτέ-ρω ώθηση από την εισαγωγή τωντραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ. Ηεισαγωγή του ευρώ συνεπάγεται επίσης ότι οιδιαφορές μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώως προς την ποιότητα της οικονομικής τουςπολιτικής θα είναι πιο ευδιάκριτες. Αυτό θαπρέπει οι κυβερνήσεις να το θεωρήσουν ωςευκαιρία για να διδαχθούν η μία από την άλληκαι για να ανακαλύψουν και να υιοθετήσουν τιςβέλτιστες πρακτικές. Το Ευρωσύστημα πα-ρακολουθεί και αναλύει προσεκτικά τιςδιαρθρωτικές αλλαγές που πραγματοποιούνταιστη ζώνη του ευρώ, εφόσον αυτές καθορίζουνπώς και με ποια ταχύτητα τα μέτρα νομισματικήςπολιτικής επιδρούν στην οικονομική διαδικασίακαι ειδικότερα στον πληθωρισμό. Από μιαγενικότερη σκοπιά, είναι σημαντικό να υπάρχειένα αποτελεσματικό και υγιές χρηματοπιστωτικόσύστημα στη ζώνη του ευρώ, δεδομένου ότι αυτόδιευκολύνει και την άσκηση της νομισματικήςπολιτικής.

Υπάρχουν επίσης κάποιες μεταβολές που δενσυνδέονται άμεσα με την εισαγωγή του ευρώ καιτις οποίες πρέπει να προσέξει το Ευρωσύστημα.Η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού χρήματος άπτεται

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999 5

όλων των σημαντικών λειτουργιών των κεντρικώντραπεζών, όπως η νομισματική πολιτική, ηπροσπάθεια για τη διατήρηση της σταθερότηταςτων τιμών, η εποπτεία των τραπεζών και ηεπίβλεψη των συστημάτων πληρωμών. ΤοΕυρωσύστημα αποδίδει μεγάλη σημασία στηνυιοθέτηση υγιούς κανονιστικού πλαισίου για τουςεκδότες ηλεκτρονικού χρήματος. Καθώς ηπαρούσα Ετήσια Έκθεση οδεύει προς τοτυπογραφείο, έχει σημειωθεί πρόοδος στοντομέα αυτόν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά οιπροτεινόμενες ρυθμίσεις αφήνουν περιθώριαπεραιτέρω βελτιώσεων. Αυτό αφορά ιδίως τιςδιατάξεις που προβλέπουν ότι μόνο επο-πτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεταινα εκδίδουν σημαντικά ποσά ηλεκτρονικούχρήματος, ότι το Ευρωσύστημα μπορεί ναεπεκτείνει τα μέσα της νομισματικής του πολιτικήςστους εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος και ότι τοηλεκτρονικό χρήμα θα πρέπει πάντοτε ναεξαργυρώνεται στην άρτια αξία του.

Η μετάβαση στη νέα χιλιετία υπήρξε τελικάομαλή, κυρίως χάρη στις προσεκτικές προ-ετοιμασίες που έγιναν σε πολλούς τομείς,συμπεριλαμβανομένου του χρηματοπιστωτικούτομέα και του Ευρωσυστήματος. Το ευρώ είχεμια καλή εκκίνηση, αλλά για να στεφθούν μεεπιτυχία και το ευρώ και η Οικονομική καιΝομισματική Ένωση χρειάζεται σαφώς μιαμακροχρόνια διαδικασία. Το Ευρωσύστημα απότην πλευρά του θα προσπαθήσει να συμβάλει σαυτή την επιτυχία. Το έργο σε όλους τους τομείςπου προαναφέρθηκαν και σε άλλους θασυνεχιστεί και εφέτος και στα επόμενα χρόνια,προκειμένου να εδραιωθούν περαιτέρω το ευρώκαι το Ευρωσύστημα, η υποδομή και το πλαίσιοάσκησης της πολιτικής του.

Η οικονομία της ζώνης του ευρώ εισέρχεται τώρασε μια κρίσιμη φάση. Παρουσιάζεται μια λαμπρή

ευκαιρία να επιτευχθούν σημαντικές μειώσεις τουεπιπέδου της ανεργίας σε ολόκληρη τη ζώνη τουευρώ και να αναζωογονηθεί η οικονομία, τώραπου η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνεται μέσασε ένα κλίμα σταθερότητας τιμών. Η ευκαιρίααυτή μπορεί να αξιοποιηθεί μόνο αν οι υπεύθυνοιγια τη χάραξη πολιτικής κάνουν τις σωστέςεπιλογές και ο ιδιωτικός τομέας έχει σιγουριά γιατο μέλλον και τολμά να αναλάβει πρωτοβουλίες.Η προσήλωση στη διατήρηση της σταθερότηταςτων τιμών μεσοπρόθεσμα είναι η καλύτερησυμβολή που μπορεί να έχει η νομισματικήπολιτική στη μείωση της ανεργίας. Ταυτόχρονα,αυτό θα ενίσχυε περαιτέρω την αξιοπιστία τουΕυρωσυστήματος και θα τόνωνε τη βεβαιότητατων πολιτών ότι το νόμισμά τους, το ευρώ,θα διατηρήσει την αξία του διαχρονικά.Ευθυγραμμιζόμενες με το Σύμφωνο Σταθε-ρότητας και Ανάπτυξης, οι δημοσιονομικές αρχέςθα πρέπει να μειώσουν τα ελλείμματα τουπροϋπολογισμού τους ώστε να είναι σχεδόνισοσκελισμένος ή και πλεονασματικός. Οικυβερνήσεις θα πρέπει να θέσουν σε εφαρμο-γή τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πουσχεδιάζουν με στόχο να εξασφαλίσουνμεγαλύτερη ευκαμψία στη λειτουργία τωναγορών, καθώς και να οικοδομήσουν πάνω σταμέτρα που έχουν ήδη λάβει. Κατά τιςμισθολογικές διαπραγματεύσεις οι κοινωνικοίεταίροι θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τησημασία της διατήρησης σταθερότητας τιμών, τηναύξηση της παραγωγικότητας, την ανάγκη ναμειωθεί η ανεργία και το γεγονός ότι οιδιαφορετικές τοπικές συνθήκες απαιτούν δια-φορετικές μισθολογικές εξελίξεις. Πρέπει όλοινα αναλογιστούμε ότι το μέλλον προσφέρειευκαιρίες για να εξασφαλιστεί η ευημερία τωνπολιτών της Ευρώπης. Αυτές τις ευκαιρίες θαπρέπει να τις αδράξουμε όλοι, βοηθώντας έτσιτην Ευρώπη να εξελιχθεί σε σημαντικό δυναμικόπαράγοντα της παγκόσμιας οικονομίας.

Φραγκφούρτη, Μάρτιος 2000

Willem F. Duisenberg

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 19996

Κεφάλαιο I

Οικονομικές εξελίξεις καινομισματική πολιτική

8 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

1 Αποφάσεις νομισματικής πολιτικής στο πλαίσιο της στρατηγικήςτου Ευρωσυστήματος

Σύμφωνα με τις καταστατικές τουυποχρεώσεις, ο πρωταρχικός σκοπός τουΕυρωσυστήματος είναι η διατήρηση τηςσταθερότητας των τιμών στη ζώνη του ευρώ.Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός,οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικήςλαμβάνονται από μια σκοπιά στραμμένη στομέλλον βάσει μιας στρατηγικής μεπροσανατολισμό στη σταθερότητα. Αυτή ηστρατηγική υιοθετήθηκε τον Οκτώβριο του1998 (βλ. το άρθρο Η στρατηγική νο-μισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματοςμε προσανατολισμό στη σταθερότητα στοτεύχος Ιανουαρίου 1999 του Μηνιαίου Δελτίουτης ΕΚΤ). Συνοπτικά, το Διοικητικό Συμβούλιοτης ΕΚΤ ανακοίνωσε έναν ποσοτικό ορισμότης σταθερότητας των τιμών, δηλ. ετήσιααύξηση του Εναρμονισμένου Δείκτη ΤιμώνΚαταναλωτή (ΕνΔΤΚ) με ρυθμό μικρότερο του2% για τη ζώνη του ευρώ. Αναφέρθηκε επίσηςότι η σταθερότητα των τιμών πρέπει ναδιατηρείται μεσοπρόθεσμα. Προκειμένου νααξιολογηθούν οι προοπτικές για την εξέλιξητων τιμών και οι κίνδυνοι για τη μελλοντικήσταθερότητα των τιμών, υιοθετήθηκε μίαπροσέγγιση που περιλαμβάνει δύο πυλώνες.Ο πρώτος πυλώνας αναθέτει πρωτεύονταρόλο στην ποσότητα χρήματος, ο οποίοςσηματοδοτείται από την ανακοίνωση τιμήςαναφοράς για το ρυθμό αύξησης ενός ευρέοςνομισματικού μεγέθους. Το Δεκέμβριο του1998 η τιμή αναφοράς ορίστηκε σε ετήσιο ρυθμόαύξησης 4,5% για το Μ3. Οι νομισματικέςεξελίξεις σε σχέση με την τιμή αναφοράςαναλύονται σε διαρκή βάση για τις πλη-ροφορίες που περιέχουν όσον αφορά τιςπροοπτικές για την εξέλιξη των τιμώνμεσοπρόθεσμα. Στο πλαίσιο του δεύτερουπυλώνα, διενεργείται αξιολόγηση, σε ευρείαβάση, άλλων δεικτών που περιέχουνπληροφορίες σχετικά με τις προοπτικέςεξέλιξης των τιμών και τους κινδύνους για τησταθερότητα των τιμών στη ζώνη του ευρώ.Αυτή η αξιολόγηση καλύπτει ένα ευρύ φάσμαδεικτών για τις χρηματοπιστωτικές αγορές καιάλλων οικονομικών δεικτών, συμπερι-λαμβανομένων και προβλέψεων. Κατ αυτόντον τρόπο, η νομισματική πολιτική δεν αντιδρά

μηχανιστικά στις εξελίξεις ενός μόνο δείκτη ήμιας πρόβλεψης. Με βάση την ενδελεχήανάλυση των πληροφοριών που προκύπτουναπό τους δύο πυλώνες της στρατηγικής του,το Διοικητικό Συμβούλιο καθορίζει τα επιτόκιατων μέσων νομισματικής πολιτικής τουΕυρωσυστήματος στο επίπεδο που εξυπηρετείκαλύτερα τη διατήρηση της σταθερότητας τωντιμών μεσοπρόθεσμα.

Τα επιτόκια των τριών βασικών μέσωννομισματικής πολιτικής κατά την έναρξη τουΤρίτου Σταδίου της Οικονομικής και Νο-μισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) ανακοινώθηκαν επί-σημα στις 22 Δεκεμβρίου 1998. Πριν από τηναπόφαση είχε πραγματοποιηθεί συντονισμένημείωση των επιτοκίων από τις εθνικέςκεντρικές τράπεζες, η οποία αποφασίστηκεενωρίτερα το Δεκέμβριο του 1998 και με τηνοποία σχεδόν ολοκληρωνόταν η διαδικασίασύγκλισης των επίσημων επιτοκίων στιςχώρες που σήμερα συνιστούν τη ζώνη τουευρώ. Στις 22 Δεκεμβρίου 1998 το επιτόκιοτης πρώτης πράξης κύριας ανα-χρηματοδότησης, η οποία επρόκειτο ναδιενεργηθεί το 1999, καθορίστηκε σε 3,0%.Επιπλέον, το επιτόκιο της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης καθορίστηκε σε4,5% και το επιτόκιο της διευκόλυνσηςαποδοχής καταθέσεων σε 2,0%, με ισχύ από1ης Ιανουαρίου 1999 και στις δύο πε-ριπτώσεις. Ως προσωρινό μέτρο για τηνομαλή μετάβαση στην ενιαία χρηματαγορά, τοΔιοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ υιοθέτησε έναμικρό εύρος διακύμανσης για τα βρα-χυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς από τις4 έως τις 21 Ιανουαρίου 1999 καθορίζονταςτα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακήςχρηματοδότησης και της διευκόλυνσης απο-δοχής καταθέσεων σε 3,25% και 2,75% αντί-στοιχα (βλ. Διάγραμμα 1 και το τμήμα με τίτλοΧρονολόγιο των μέτρων νομισματικής πολι-τικής του Ευρωσυστήματος).

Το α΄ τρίμηνο του 1999 οι πιέσεις στις τιμέςπαρέμειναν ασθενείς. Ο πληθωρισμός (βάσειτου ΕνΔΤΚ) έφθασε στο 0,8% το Δεκέμβριοτου 1998 και παρέμεινε σ αυτό το επίπεδο

9Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 1999. Σαυτό το περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού,παρουσιάστηκαν ενδείξεις ότι ο βαθμόςεπιβράδυνσης της οικονομικής δραστη-ριότητας στη ζώνη του ευρώ κύριο αίτιο τηςοποίας ήταν η ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση ήταν ενδεχομένως μεγαλύτερος από ό,τι είχεπροβλεφθεί στα τέλη του 1998. Τα στοιχείαγια την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠυποδείκνυαν σημαντική επιβράδυνση τηςοικονομικής δραστηριότητας. Επιπλέον, ορυθμός αύξησης της βιομηχανικής παραγωγήςεξασθενούσε και ο δείκτης επιχειρηματιώνπροσδοκιών μειωνόταν συνεχώς. Κατάσυνέπεια, καθίστατο ολοένα και πιο σαφέςεκείνη την περίοδο ότι οι κίνδυνοι για τησταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμααφορούσαν τη συνεχιζόμενη πτώση τωντιμών.

Ωστόσο, για την αξιολόγηση των προοπτικώνγια τη σταθερότητα των τιμών, έπρεπε νασυνυπολογιστεί και το γεγονός ότι ορισμένοιδείκτες φαίνονταν να δείχνουν προς τηναντίθετη κατεύθυνση στις αρχές του 1999.Ειδικότερα, ο μέσος όρος τριών μηνών τωνετήσιων ρυθμών αύξησης του Μ3 για τοδιάστημα Δεκεμβρίου 1998-Φεβρουαρίου1999 ήταν γύρω στο 5,0%, δηλ. ελαφρώς

πάνω από την τιμή αναφοράς. Τα νομισματικάστοιχεία του Ιανουαρίου έδειξαν σημαντικήαύξηση των καταθέσεων μίας ημέρας.Επιπλέον, οι πιστώσεις προς τον ιδιωτικότομέα αυξάνονταν γοργά, με ρυθμό περίπου10% στις αρχές του 1999. Ακόμη, παρά τηνεπιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας,ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτώνπαρέμεινε συγκριτικά υψηλός. Τέλος, οι τιμέςτου πετρελαίου άρχισαν να αυξάνονται απότα μέσα Φεβρουαρίου 1999 και το ευρώ σεόρους σταθμισμένης συναλλαγματικής ισο-τιμίας υποτιμήθηκε τους πρώτους μήνες του1999, δύο παράγοντες που επίσης μπο-ρούσαν να ασκήσουν ανοδικές πιέσεις στιςτιμές.

Γι αυτούς τους λόγους, το ΔιοικητικόΣυμβούλιο είχε να αντιμετωπίσει αντι-κρουόμενα σήματα στις αρχές του 1999. Όσοναφορά τις νομισματικές εξελίξεις όμως, ορυθμός αύξησης του Μ3 εξακολουθούσε ναβρίσκεται κοντά στην τιμή αναφοράς 4,5%.Επιπλέον, φάνηκε ότι το ιδιαίτερο περιβάλλονπου δημιουργείτο από τη μετάβαση στο ΤρίτοΣτάδιο της ΟΝΕ είχε συμβάλει σημαντικά στηνκατακόρυφη αύξηση των καταθέσεων μίαςημέρας τον Ιανουάριο. Η μερική αναστροφήτου ρυθμού μεταβολής των καταθέσεων μίας

Διάγραμμα 1Επιτόκια της ΕΚΤ και επιτόκια της χρηματαγοράς(ποσοστά % ετησίως, ημερήσια στοιχεία)

1999 2000

1,0

1,5

2,0

2,5

3,0

3,5

4,0

4,5

5,0

1,0

1,5

2,0

2,5

3,0

3,5

4,0

4,5

5,0

α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ. α΄ τρ.

επιτόκιο οριακής χρηματοδότησηςεπιτόκιο αποδοχής καταθέσεωνεπιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης

επιτόκιο ενός μηνός (EURIBOR)επιτόκιο μίας ημέρας (ΕΟΝΙΑ)

Πηγή: ΕΚΤ.

10 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

ημέρας που παρατηρήθηκε το Φεβρουάριοενίσχυσε αυτή την άποψη. Εξάλλου, δενμπορούσε να αποκλειστεί ότι οι μεταβολές στασυστήματα ανακοίνωσης στατιστικών στοι-χείων και η μετάβαση προς την καθιέρωσητου νέου συστήματος τήρησης ελάχιστωναποθεματικών είχαν συμβάλει στον εξαιρετικάέντονο ρυθμό νομισματικής επέκτασης τονΙανουάριο. Γι΄ αυτό, δεδομένου ότι η ανάλυσητων νομισματικών εξελίξεων στις αρχές του1999 χαρακτηριζόταν από αβεβαιότητα και ηαπόκλιση από την τιμή αναφοράς ήταν μέτρια,το Διοικητικό Συμβούλιο δεν θεώρησε ότι οινομισματικές εξελίξεις υποδήλωναν ανοδικούςκινδύνους για τη σταθερότητα των τιμώνεκείνο το χρονικό διάστημα.

Γενικά, σε ένα περιβάλλον στο οποίο τατρέχοντα επίπεδα πληθωρισμού ήταν ση-μαντικά χαμηλότερα από το ανώτατο όριοπου είχε θέσει το Ευρωσύστημα για τησταθερότητα των τιμών και ενόψει τωνκαθοδικών πιέσεων στην μελλοντική εξέλιξητων τιμών οι οποίες συνδέονταν με τηνεξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας,το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 8Απριλίου να μειώσει το επιτόκιο κύριας ανα-χρηματοδότησης κατά 0,5 της εκατοστιαίαςμονάδας σε 2,5%. Παράλληλα, μείωσε τοεπιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρη-ματοδότησης κατά 1% σε 3,5% και το επι-τόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέ-σεων κατά 0,5 της εκατοστιαίας μονάδας σε1,5%, καθιερώνοντας έτσι ένα συμμετρικόεύρος διακύμανσης γύρω από το επιτόκιοπράξεων κύριας αναχρηματοδότησης. Αυτέςοι αποφάσεις θεωρήθηκαν σκόπιμες ωςπροληπτικά μέτρα για να διαφυλαχθεί ησταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα καιέτσι να αξιοποιηθεί καλύτερα το αναπτυξιακόδυναμικό της οικονομίας της ζώνης του ευρώ.

Τους επόμενους μήνες του έτους μεταξύ τωνκινδύνων υπερίσχυσαν σταδιακά αυτοί πουαφορούσαν την άνοδο των τιμών. Ο κινητόςμέσος τριών μηνών του ετήσιου ρυθμούαύξησης του Μ3 ακολούθησε σταδιακάανοδική πορεία, εγγίζοντας το 6,0% στηδιάρκεια του θέρους. Ακόμη και χωρίς τηνεπίδραση των έκτακτων εξελίξεων πουσημειώθηκαν τους πρώτους μήνες του 1999,

ήταν προφανής η παρατεταμένη νομισματικήεπέκταση. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης τωνκαταθέσεων μίας ημέρας παρέμενε υψηλός.Παράλληλα, οι πιστώσεις προς τον ιδιωτικότομέα εξακολουθούσαν να επεκτείνονται μεταχύ ρυθμό, επιβεβαιώνοντας ότι υπήρχεάφθονη ρευστότητα.

Ταυτόχρονα, το εξωτερικό περιβάλλον ενι-σχύθηκε καθώς οι ασιατικές οικονομίεςσταθεροποιήθηκαν και κατόπιν άρχισαν ναανακάμπτουν, ενώ οι ανησυχίες για χρη-ματοπιστωτική αναταραχή σε άλλες ανα-δυόμενες αγορές υποχώρησαν. Επιπλέον, ηοικονομική δραστηριότητα στις ΗΠΑ έδειχνενα παραμένει εύρωστη. Σ αυτό το πε-ριβάλλον, η οικονομική δραστηριότητα στηζώνη του ευρώ σταδιακά ανέκαμψε. Οι πρώτεςενδείξεις αυτής της διαδικασίας εκδηλώθηκανμε τη σημαντική βελτίωση των επι-χειρηματικών προσδοκιών κατά τη διάρκειατου θέρους. Η βιομηχανική παραγωγή στα-θεροποιήθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 1999και επιταχύνθηκε το τρίτο. Η σταθερή αύξησητων αποδόσεων των ομολόγων τους θερινούςμήνες επίσης σηματοδοτούσε τις προσδοκίεςτης αγοράς για βελτίωση των μακροχρόνιωνοικονομικών συνθηκών, καθώς και κάποιαάνοδο των πληθωριστικών προσδοκιών.Γενικά, γινόταν ολοένα σαφέστερο ότι ηοικονομική δραστηριότητα στη ζώνη τουευρώ επρόκειτο να επιταχυνθεί σημαντικάστη διάρκεια του 1999 και κατά το 2000.Επιπλέον, η σταθμισμένη συναλλαγματικήισοτιμία του ευρώ εξασθένησε περαιτέρω καιοι τιμές του πετρελαίου εξακολούθησαν νααυξάνονται, δύο παράγοντες που βαθμιαίααντικατοπτρίστηκαν στις τιμές καταναλωτή.

Ήταν συνεπώς εμφανές ότι μεταξύ τωνκινδύνων για τη σταθερότητα των τιμώνσταδιακά υπερίσχυαν αυτοί που αφορούσανάνοδο των τιμών στην αρχή του θέρους καιότι είχαν εκλείψει οι κίνδυνοι για πτώση τωντιμών οι οποίοι υπήρχαν όταν αποφασίστηκεη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Απρίλιο.Βάσει αυτών των δεδομένων, το ΔιοικητικόΣυμβούλιο αποφάσισε στις 4 Νοεμβρίου του1999 να αυξήσει το επιτόκιο των πράξεωνκύριας αναχρηματοδότησης κατά 0,5 τηςεκατοστιαίας μονάδας, σε 3,0%. Παράλληλα,

11Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχήςκαταθέσεων και το επιτόκιο της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης αυξήθηκαν επίσηςκατά 0,5%, σε 2,0% και 4,0% αντίστοιχα.

Αυτή η αλλαγή στην κατεύθυνση της νο-μισματικής πολιτικής αναμενόταν ότι θααποτρέψει την άφθονη ρευστότητα από το ναδημιουργήσει ανοδικές πιέσεις μεσοπρόθεσμακαι ότι θα συμβάλει στη διατήρηση τωνπληθωριστικών προσδοκιών σε επίπεδο (όχιοριακά) κάτω του 2%. Θεωρήθηκε επίσης ότιμε μια τέτοια έγκαιρη αύξηση των επιτοκίωνδεν θα χρειαστεί να ληφθούν δραστικότεραμέτρα αργότερα και έτσι θα διατηρηθεί η μηπληθωριστική ανάπτυξη επί μακρότεροχρονικό διάστημα. Επίσης, η έκταση τουμέτρου είχε στόχο να εξαλείψει τηναβεβαιότητα σχετικά με τη βραχυπρόθεσμηπορεία της νομισματικής πολιτικής, συμ-βάλλοντας έτσι στη μείωση των ασφαλίστρωναβεβαιότητας που ενδεχομένως επικρατούσανστις χρηματοπιστωτικές αγορές. Επιπλέον,επιδίωκε να συγκρατήσει τυχόν αύξηση τηςαστάθειας στις χρηματαγορές κατά τηνπερίοδο της μετάβασης στο έτος 2000.

Στη συνεδρίασή του στις 2 Δεκεμβρίου 1999το Διοικητικό Συμβούλιο επανεξέτασε την τιμήαναφοράς για τη νομισματική επέκταση,σύμφωνα με την ανακοίνωση που είχε εκδώσειτο Δεκέμβριο του 1998. Αποφασίστηκε ναεπιβεβαιωθεί η τιμή αναφοράς για τηνομισματική επέκταση, δηλαδή ετήσιοςρυθμός αύξησης 4,5% για το ευρύ νομισματικόμέγεθος Μ3. Αυτή η απόφαση ελήφθη με τοσκεπτικό ότι τα στοιχεία με βάση τα οποίακαθορίστηκε η πρώτη τιμή αναφοράς τοΔεκέμβριο του 1998, δηλ. ο ορισμός τουΕυρωσυστήματος για τη σταθερότητα τωντιμών (ετήσια αύξηση του ΕνΔΤΚ κάτω του2% για τη ζώνη του ευρώ) και οι εκτιμήσειςγια την τάση αύξησης του πραγματικούΑΕΠ (2-2,5%) και για την τάση μείωσης τηςεισοδηματικής ταχύτητας του Μ3 (0,5-1%)είχαν παραμείνει κατά βάση αμετάβλητα.

Επίσης το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισεότι, όπως και πριν, οι νομισματικές εξελίξειςθα αξιολογούνται σε σχέση με την τιμήαναφοράς με βάση τον κινητό μέσο τριών

μηνών των ετήσιων ρυθμών αύξησης του Μ3.Επιπλέον, υπογράμμισε εκ νέου ότι η εν λόγωαξιολόγηση θα διενεργείται παράλληλα με τηνσε ευρεία βάση αξιολόγηση των προοπτικώνγια την εξέλιξη των τιμών, η οποία αποτελείτο δεύτερο πυλώνα της στρατηγικής τουΕυρωσυστήματος. Έτσι, οι αποφάσεις νο-μισματικής πολιτικής που αποσκοπούν στηδιατήρηση της σταθερότητας των τιμώνμεσοπρόθεσμα θα εξακολουθούν να βα-σίζονται στις πληροφορίες που αντλούνται καιαπό τους δύο πυλώνες της στρατηγικής.Τέλος, αποφασίστηκε ότι στο εξής η τιμήαναφοράς για την ποσότητα χρήματος θαεπανεξετάζεται σε τακτική βάση μία φορά τοχρόνο, η δε επόμενη επανεξέταση θα πραγ-ματοποιηθεί το Δεκέμβριο του 2000.

Στα τέλη του 1999 και στις αρχές του 2000, ηνομισματική και πιστωτική επέκτασηεξακολούθησαν να υποδηλώνουν την ύπαρξηάφθονης ρευστότητας στη ζώνη του ευρώ.Ταυτόχρονα, οι εξελίξεις στην συναλλαγματι-κή ισοτιμία και στις τιμές των προϊόντωνσυνέχισαν να συμβάλλουν σε αυξήσεις τωντιμών και του κόστους εισαγομένων στη ζώνητου ευρώ. Επειδή αυτές οι αυξήσεις ήτανμεγαλύτερες και πιο παρατεταμένες από ό,τιείχε προβλεφθεί, ο κίνδυνος για ένα δεύτερογύρο επιπτώσεων στις τιμές καταναλωτήαυξήθηκε σημαντικά, ιδίως σε μια περίοδο πουη οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη τουευρώ ανέκαμπτε σημαντικά. Καθώς και οιδύο πυλώνες της στρατηγικής τουΕυρωσυστήματος για τη νομισματική πολιτικήέδειχναν ανοδικούς κινδύνους για τησταθερότητα των τιμών, το ΔιοικητικόΣυμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε δύο φορές,στις 3 Φεβρουαρίου και στις 16 Μαρτίου 2000να αυξήσει τα επιτόκια των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςαποδοχής καταθέσεων και της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης κατά 0,25 τηςεκατοστιαίας μονάδας κάθε φορά.

12 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

2 Νομισματικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις

2.1 Νομισματικές εξελίξεις

Αύξηση του Μ3 με ρυθμό υψηλότερο απότην τιμή αναφοράς

Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της ποσότηταςχρήματος με την ευρεία έννοια (Μ3) αυξήθηκεσταδιακά καθ όλη τη διάρκεια του 1999. Ομέσος όρος τριών μηνών των ετήσιων ρυθμώναύξησης του Μ3, ο οποίος καλύπτει τηνπερίοδο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου, έφθασε το6,0% (βλ. Διάγραμμα 2), έναντι 4,8% το δ΄τρίμηνο του 1998. Σύμφωνα με αυτά ταδεδομένα, ο ρυθμός αύξησης του Μ3 απέκλινεολοένα και περισσότερο από την τιμήαναφοράς 4,5%. Το 1999 το Μ3 αυξήθηκεκατά μέσο όρο κατά 5,7%, έναντι 4,9% το 1998και 4,1% το 1997.

Η νομισματική επέκταση το 1999 ενθαρρύνθηκεαπό το χαμηλό επίπεδο του κόστους ευκαιρίαςτης διακράτησης των περιουσιακών στοιχείων,ιδίως των πιο ρευστών, που περιλαμβάνονταιστο Μ3. Επιπλέον, η οικονομική ανάκαμψη στηζώνη του ευρώ ενδέχεται να πυροδότησε

τη ζήτηση χρήματος για συναλλακτικούςσκοπούς. Επιπλέον, οι εφάπαξ ανακατατάξειςχαρτοφυλακίων που σχετίζονταν με την εισαγωγήτου ευρώ και με το νέο καθεστώς τήρησηςελάχιστων αποθεματικών φαίνεται ότι επηρέασαντην αύξηση του Μ3 στις αρχές του έτους. Γενικά,η νομισματική επέκταση αντανακλούσε τηνύπαρξη άφθονης ρευστότητας στο μεγαλύτεροδιάστημα του 1999.

Όσον αφορά τις επιμέρους συνιστώσες τουΜ3, ο ρυθμός αύξησης του νομίσματος σεκυκλοφορία ανέκαμψε το 1999, αφού ήτανιδιαίτερα υποτονικός το 1998. Το δ΄ τρίμηνοτου 1999 ο ετήσιος ρυθμός αύξησης τουνομίσματος σε κυκλοφορία έφθασε το 6,4%,έναντι μόνο 0,4% το δ΄ τρίμηνο του 1998 και2,7% το δ΄ τρίμηνο του 1997 (βλ. Διάγραμμα3). Η οικονομική ανάκαμψη και το χαμηλόκόστος ευκαιρίας της διακράτησηςτραπεζογραμματίων ενδέχεται να στήριξε αυτήτην ανοδική τάση. Επιπλέον, λίγο πριν από τημετάβαση στο έτος 2000 σημειώθηκεπρόσκαιρη αύξηση της ζήτησης νομίσματοςγια προληπτικούς λόγους.

Διάγραμμα 2Αύξηση του Μ3 στη ζώνη του ευρώ(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές)

1997 1998 1999

3,0

4,0

5,0

6,0

7,0

3,0

4,0

5,0

6,0

7,0

Μ3 Μ3 (κινητός κεντρικός μέσος τριών μηνών) τιμή αναφοράς (4½ %)

α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ τρ. α τρ. β τρ. γ τρ. δ τρ.

Πηγή: ΕΚΤ.

13Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Οι καταθέσεις μίας ημέρας αυξήθηκαν με πολύταχείς ρυθμούς το 1999, αν και ο ρυθμόςεπέκτασής τους μετριάστηκε ελαφρώς τουςτελευταίους μήνες του έτους. Το δ΄ τρίμηνοτου 1999 ο ετήσιος ρυθμός αύξησης τωνκαταθέσεων μίας ημέρας έφθασε το 12,7%,έναντι 10,6% το δ΄ τρίμηνο του 1998 και 9,3%το αντίστοιχο τρίμηνο του 1997. Τον Ιανουάριοτου 1999 σημειώθηκε απότομη αύξηση τηςζήτησης για καταθέσεις μίας ημέρας, γεγονόςπου αντανακλούσε τις ειδικές συνθήκες πουεπικρατούσαν κατά την έναρξη της ΟΝΕ.Επιπλέον, τα χαμηλά επίπεδα πληθωρισμούκαι επιτοκίων και άρα το χαμηλό κόστοςευκαιρίας της διακράτησης καταθέσεων μίαςημέρας, καθώς και η οικονομική ανάκαμψηστη ζώνη του ευρώ, εξηγούν τη σχετικά έντονηζήτηση καταθέσεων μίας ημέρας το 1999.

Αντιθέτως, όπως τα προηγούμενα έτη, οιβραχυπρόθεσμες καταθέσεις εκτός τωνκαταθέσεων μίας ημέρας (δηλ. καταθέσειςυπό προειδοποίηση έως τριών μηνών καικαταθέσεις συμφωνημένης διάρκειας έως δύοετών) εμφάνισαν μάλλον συγκρατημένη

επέκταση το 1999. Το δ΄ τρίμηνο του 1999, οετήσιος ρυθμός αύξησής τους ήταν 1,7%,έναντι 2,6% το δ΄ τρίμηνο του 1998 και 1,1%την αντίστοιχη περίοδο του 1997. Η προφανώςχαμηλή ελκυστικότητα αυτών τωνβραχυπρόθεσμων καταθέσεων για τουςεπενδυτές ενδέχεται να συνδέεται με τογεγονός ότι η διαφορά μεταξύ του επιτοκίουτους έναντι του επιτοκίου των καταθέσεωνμίας ημέρας μειώθηκε σημαντικά τα τρίαπρώτα τρίμηνα του έτους και παρέμεινε έκτοτεσυγκριτικά μικρή. Επιπλέον, η πιο απότομηκλίση που απέκτησε η καμπύλη αποδόσεωντο 1999 ίσως να συνοδεύθηκε από στροφήπρος επενδύσεις σε πιο μακροπρόθεσμαχρηματοοικονομικά στοιχεία. Ακόμη, σεορισμένες χώρες η απομάκρυνση τωνεπενδυτών από αυτές τις βραχυπρόθεσμεςκαταθέσεις πιθανόν να οφειλόταν στησημαντική μείωση των πληθωριστικώνπροσδοκιών τα τελευταία έτη.

Αφού μειώθηκε σημαντικά στα τέλη του 1998και στις αρχές του 1999, η ζήτηση για τα άλλαχρηματοδοτικά μέσα που περιλαμβάνει το Μ3

Διάγραμμα 3Συνιστώσες του Μ3 στη ζώνη του ευρώ(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές)

1997 1998 1999

-10

-5

0

5

10

15

20

-10

-5

0

5

10

15

20

α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ τρ. α τρ. β τρ. γ τρ. δ τρ.

νόμισμα σε κυκλοφορίακαταθέσεις μίας ημέρας

άλλες βραχυπρόθεσμες καταθέσειςεμπορεύσιμα μέσα

Πηγή: ΕΚΤ.

14 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

(διαπραγματεύσιμα χρηματοδοτικά μέσα καισυμφωνίες επαναγοράς) ανέκαμψε σημαντικάκαθ όλη τη διάρκεια του 1999. Το δ΄ τρίμηνοτου 1999 ο ετήσιος ρυθμός αύξησής τουςέφθασε το 5,2%, έναντι 2,5% το δ΄ τρίμηνοτου 1998 και 7,3% το δ΄ τρίμηνο του 1997. Ηανάκαμψη κατά τη διάρκεια του 1999οφειλόταν κυρίως στη σημαντική αύξηση τωνμεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων της χρη-ματαγοράς και των χρεογράφων με αρχικήδιάρκεια έως ένα έτος. Η ζήτηση για αυτές τιςσυνιστώσες του Μ3 ενδέχεται προσωρινώς ναπροκλήθηκε από την αβεβαιότητα που κυ-ριαρχούσε στις χρηματοπιστωτικές αγορές,ιδίως προς τα τέλη του θέρους και τοφθινόπωρο, σχετικά με τη μελλοντική εξέλιξητων αποδόσεων των ομολόγων. Υπό αυτέςτις συνθήκες, τα βραχυπρόθεσμα εμπο-ρεύσιμα περιουσιακά στοιχεία, τα οποίαείναι σχετικώς ρευστά και προσφέρουναποδόσεις υψηλότερες από ό,τι οι καταθέσειςπροθεσμίας έως δύο ετών, συχνά χρησιμο-ποιούνται για την τοποθέτηση κεφαλαίων γιακάποιο χρόνο. Επίσης, η ελκυστικότητα αυτώντων χρηματοδοτικών μέσων αυξήθηκε λόγωτης ανόδου των βραχυπρόθεσμων επιτοκίωντης αγοράς μετά το τέλος Σεπτεμβρίου. Ταστατιστικά στοιχεία για το ισοζύγιο πληρωμώνγια ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώυποδηλώνουν ότι η αύξηση των μεριδίωναμοιβαίων κεφαλαίων της χρηματαγοράς καιτων χρεογράφων το 1999 οφειλόταν στηναπόκτηση των εν λόγω χρηματοδοτικώνμέσων εκ μέρους μη κατοίκων της ζώνης τουευρώ. Αν και η έννοια του Μ3 καλύπτει μόνοτην ποσότητα χρήματος που κατέχουν οικάτοικοι της ζώνης του ευρώ, λόγωστατιστικών προβλημάτων δεν είναι δυνατόν,σ αυτή τη φάση, να καταγραφούν χωριστάτα διαπραγματεύσιμα χρεόγραφα πουεκδίδουν τα ΝΧΙ και τα οποία διακρατούνμη κάτοικοι της ζώνης του ευρώ. Το γεγονόςαυτό υποδηλώνει ότι η εξέλιξη αυτών τωνεμπορεύσιμων χρηματοδοτικών μέσων θαπρέπει να ερμηνεύεται με κάποια επιφύλαξη,κρίνεται όμως ότι δεν επηρεάζεται σημαντικάη συνολική αξιολόγηση της νομισματικήςεπέκτασης το 1999.

Τον Ιανουάριο του 2000, ο ετήσιος ρυθμόςαύξησης του Μ3 υποχώρησε σημαντικά, στο

5,0% από 6,2% το Δεκέμβριο του 1999. Ηεπιβράδυνση αυτή όμως οφειλόταν κυρίωςστην ιδιαίτερα υψηλή βάση σύγκρισης, δηλ.στο ότι, λόγω του ιδιάζοντος περιβάλλοντοςπου επικρατούσε κατά την έναρξη του ΤρίτουΣταδίου της ΟΝΕ, ο μηνιαίος ρυθμός αύξησηςτου Μ3 τον Ιανουάριο του 1999 ήταν ασυ-νήθιστα υψηλός.

Έντονη πιστωτική επέκταση

Όσον αφορά τα μεγέθη που αντιστοιχούν στοΜ3 στην ενοποιημένη λογιστική κατάστασητου τομέα των ΝΧΙ, ο ετήσιος ρυθμόςπιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά καιτις επιχειρήσεις κυμάνθηκε μεταξύ 10% και11% στο μεγαλύτερο μέρος του έτους. Από τιςεπιμέρους κατηγορίες πιστώσεων προς τονιδιωτικό τομέα, το ανεξόφλητο υπόλοιπο τωνδανείων (το οποίο αποτελεί περίπου το 90%των συνολικών πιστώσεων προς τον ιδιωτικότομέα) αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 10,0%το 1999 και συνέχισε να αυξάνεται με υψηλόρυθμό τον Ιανουάριο του 2000 (8,7% σε ετήσιαβάση), έναντι 8,3% το 1998 και 6,6% το 1997.Όσον αφορά την ανάλυση των δανείων τωνΝΧΙ προς τους κατοίκους της ζώνης του ευρώκατά τομέα, κατηγορία και αρχική διάρκεια,σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία αυτή η έντονηαύξηση των δανείων αφορούσε πολλά τμή-ματα του ιδιωτικού τομέα.

Η δυναμική επέκταση των δανείων προς τανοικοκυριά και τις επιχειρήσεις πιθανόν νααντανακλούσε κυρίως το χαμηλό επίπεδο τωντραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων συγκριτικά μετα μέχρι τούδε δεδομένα και με την ανάκαμψητης οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη τουευρώ. Το πρώτο εξάμηνο του έτους τα επιτόκιατραπεζικών χορηγήσεων για όλες τις κατηγορίεςδανείων συνέχισαν τη φθίνουσα πορεία τους, ηοποία ήταν εμφανής τα προηγούμενα έτη (βλ.Διάγραμμα 4). Κατόπιν, τα επιτόκια των δανείωνγια αγορά κατοικίας και τα πιο μακροπρόθεσμαδάνεια προς τις επιχειρήσεις παρουσίασανανοδική τάση που αντανακλούσε, με κάποιαχρονική υστέρηση, την αύξηση των επιτοκίωντης κεφαλαιαγοράς η οποία είχε αρχίσει το Μάιοτου 1999. Προς το τέλος του 1999 η άνοδος τωνεπιτοκίων στις χρηματαγορές, οι οποίες ανέμε-

15Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

ναν μέτρια αύξηση των επιτοκίων τραπεζικώνχορηγήσεων, οδήγησε σε μέτρια αύξηση τωνεπιτοκίων των καταναλωτικών δανείων και τωνβραχυπρόθεσμων δανείων προς τις επιχειρήσεις.Το γεγονός ότι η αύξηση των δανείων παρέμεινεέντονη παρά τα αυξανόμενα επιτόκια υπο-δηλώνει ότι η ανάκαμψη της οικονομικής δρα-στηριότητας ίσως να συνέβαλε σημαντικά στηδιατήρηση της μεγάλης αύξησης των δανείωνπρος τον ιδιωτικό τομέα κατά το δεύτερο εξάμηνοτου 1999, αν και κατά την περίοδο εκείνηενδέχεται οι δανειζόμενοι του ιδιωτικού τομέα ναεπέσπευσαν το δανεισμό τους προσδοκώνταςνέες αυξήσεις των επιτοκίων τραπεζικώνχορηγήσεων. Άλλοι παράγοντες που συνέβαλανστην εξέλιξη αυτή το 1999 ήταν η έντονη δρα-στηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών(βλ. Τμήμα 2.2), η οποία έτεινε εν μέρει να χρη-ματοδοτείται από βραχυπρόθεσμα καιμεσοπρόθεσμα δάνεια, καθώς και η αλλη-λεπίδραση μεταξύ των στεγαστικών δανείων καιτων ταχέως αυξανόμενων τιμών των ακινήτωνσε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ.

Η αύξηση των πιστώσεων προς τη γενικήκυβέρνηση παρέμεινε υποτονική καθ όλη τη

διάρκεια του 1999, με μέσο ετήσιο ρυθμό1,1%. Αυτός ο χαμηλός ρυθμός αύξησηςπαρατηρήθηκε τόσο στα δάνεια όσο και στακρατικά χρεόγραφα που κατείχαν τα ΝΧΙ καιήταν σύμφωνος με τις μειωμένες δανειακέςανάγκες του τομέα της γενικής κυβέρνησης το1999.

Όσον αφορά τα υπόλοιπα μεγέθη πουαντιστοιχούν στο Μ3, οι πιο μακροπρόθεσμεςχρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του τομέατων ΝΧΙ αυξήθηκαν με σχετικά ταχείς ρυθμούςτο 1999 (μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης 7,3%το δ΄ τρίμηνο, έναντι 4,7 το δ΄ τρίμηνο του1998), εικόνα που συμφωνεί με τη δια-μόρφωση πιο απότομης καμπύλης απο-δόσεων.

Τέλος, κατά τη διάρκεια του 1999 οι καθαρέςαπαιτήσεις του τομέα των ΝΧΙ έναντι τουεξωτερικού μειώθηκαν σημαντικά σε ετήσιαβάση (κατά 166 ευρώ). Η μείωση αντανα-κλούσε το γεγονός ότι συνολικά οι συναλλαγέςτων κατοίκων της ζώνης του ευρώ εκτός τωνΝΧΙ με μη κατοίκους της ζώνης του ευρώεμφάνισαν καθαρή εκροή κεφαλαίων.

Διάγραμμα 4Δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα και επιτόκια λιανικής(δάνεια: ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές, επιτόκια: ποσοστά % ετησίως)

1997 1998 1999

4,0

5,0

6,0

7,0

8,0

9,0

10,0

11,0

12,0

4,0

5,0

6,0

7,0

8,0

9,0

10,0

11,0

12,0

δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέαεπιτόκιο λιανικής επί δανείων προς επιχειρήσεις έως 1 έτοςεπιτόκιο λιανικής επί δανείων προς επιχειρήσεις άνω του 1 έτους

α΄ τρ. β΄ τρ. γ τρ. δ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ τρ. δ τρ. α τρ. β τρ. γ τρ. δ τρ.

επιτόκιο λιανικής επί καταναλωτικών δανείωνεπιτόκιο λιανικής επί στεγαστικών δανείων

Πηγή: ΕΚΤ.

16 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

2.2 Χρηματοπιστωτικές αγορές

Ταχεία αύξηση της χρηματοδότησης τωνεπιχειρήσεων μέσω έκδοσης χρεογράφων

Η έναρξη του Τρίτου Σταδίου της ΟΝΕ έδρασεως καταλύτης για την ανάπτυξη και ενοποίηση

των κεφαλαιαγορών της ζώνης του ευρώ προςτην κατεύθυνση μιας πανευρωπαϊκής κεφα-λαιαγοράς.

Όσον αφορά την αγορά ομολόγων σε ευρώ,η πιο σημαντική εξέλιξη το 1999 ήταναναμφισβήτητα η ταχεία ανάπτυξη της αγοράςιδιωτικών ή εταιρικών ομολόγων, η οποία

Πλαίσιο 1Οι διαρθρωτικές αλλαγές στον τραπεζικό τομέα και η σημασία τους για τη νομισματικήπολιτική

Οι εξελίξεις στο ανταγωνιστικό περιβάλλον των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και οι συναφείς διαρθρωτικές εξελίξεις στον

τραπεζικό τομέα έχουν σημασία για την ενιαία νομισματική πολιτική. Στο παρελθόν, οι τράπεζες στη ζώνη του ευρώ ήταν οι

κυριότεροι φορείς που παρείχαν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στις μάλλον κατατμημένες και προστατευμένες από τον ανταγωνισμό

εγχώριες αγορές. Ωστόσο, καθώς έχουν περιοριστεί τα στεγανά μεταξύ των διαφόρων εγχώριων ή τοπικών αγορών, οι τράπεζες

αντιμετωπίζουν εντονότερο ανταγωνισμό η μία από την άλλη, καθώς και από άλλες εταιρίες παροχής χρηματοπιστωτικών

υπηρεσιών. Οι αλλαγές αυτές στο ανταγωνιστικό περιβάλλον έχουν πιέσει τις τράπεζες να γίνουν πιο αποτελεσματικές και έχουν

δώσει αφορμή σε πρωτοβουλίες για τη διατήρηση των ανταγωνιστικών τους θέσεων, μια εκδήλωση των οποίων είναι οι εξαγορές

και συγχωνεύσεις που πραγματοποιούνται με επιταχυνόμενο ρυθμό τα τελευταία χρόνια. Η εικόνα της αναδιάρθρωσης και

ενοποίησης συνεχίστηκε το 1999. Ειδικότερα, ο αριθμός των μεγάλων ιδρυμάτων που συμμετείχαν σε συγχωνεύσεις τραπεζών

ήταν σχετικά μεγάλος σε όλη τη διάρκεια του 1999.

Οι κυριότεροι παράγοντες που ενίσχυσαν αυτή την τάση προς αναδιάρθρωση και ενοποίηση στον τραπεζικό τομέα της ζώνης του

ευρώ είναι οι τεχνολογικές εξελίξεις, η παγκοσμιοποίηση, η κατάργηση των διοικητικών περιορισμών και η αυξημένη ζήτηση

σύνθετων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ενώ η εισαγωγή του ευρώ φαίνεται να έδρασε ως καταλύτης που επέτρεψε στις δυνάμεις

αυτές να επενεργήσουν. Πράγματι, οι δυνάμεις αυτές θεωρείται ότι προκαλούν μετασχηματισμό της αγοράς, έτσι ώστε οι

χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες αναμένεται να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και πιο ενοποιημένες τόσο εντός της ζώνης του ευρώ όσο

και παγκοσμίως.

Οι περισσότερες εξαγορές και συγχωνεύσεις όμως στον τραπεζικό τομέα της ζώνης του ευρώ δεν ξεπέρασαν τα εθνικά σύνορα των

χωρών που αποτελούν τη ζώνη του ευρώ. Το προβάδισμα των εθνικών συγχωνεύσεων μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι

τράπεζες έχουν κίνητρο να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητά τους καταργώντας εργασίες που επικαλύπτονται καθώς και ακολου-

θώντας αμυντικές στρατηγικές. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο φαίνεται να έπαιξαν ορισμένα ζητήματα πολιτιστικής συγγένειας, αλλά

και οι προσδοκίες ότι οι εξαγορές και συγχωνεύσεις σε εθνικό επίπεδο είναι πιο εύκολο να μεθοδευθούν από ό,τι οι διασυνοριακές

συγχωνεύσεις. Αυτός ο εθνικός προσανατολισμός στις εξαγορές και συγχωνεύσεις προκάλεσε προβληματισμούς για τα αυξημένα

μερίδια αγοράς που κατέχουν τα μεγαλύτερα εγχώρια ιδρύματα. Ωστόσο, ενώ δεν αποκλείεται βραχυχρόνια να υπάρξουν ορισμένες

αρνητικές επιδράσεις στον ανταγωνισμό σε τοπικό επίπεδο, η γενική εικόνα που παρουσιάζουν οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες

χαρακτηρίζεται από όξυνση του ανταγωνισμού και από μικρότερη κατάτμηση μακροχρόνια.

Οι αλλαγές αυτές στις ανταγωνιστικές συνθήκες που επικρατούν στην τραπεζική αγορά, καθώς και οι πιθανές συνέπειές τους για

την οικονομική ευρωστία του τραπεζικού τομέα, έχουν ενδεχομένως σημασία για το μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής

πολιτικής. Πρώτον, η ταχύτητα μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής είναι πιθανόν να αυξηθεί, εφόσον οι τράπεζες που

δραστηριοποιούνται στις πιο ανταγωνιστικές αγορές τείνουν να προσαρμόζουν ταχύτερα τα επιτόκια λιανικής τους στις μεταβολές

των επιτοκίων της αγοράς. Δεύτερον, η σχετική σπουδαιότητα του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής μέσω των

πιστώσεων μπορεί να αλλοιωθεί καθώς μεταβάλλονται οι σχέσεις των τραπεζών με τους πελάτες τους, πράγμα που έχει ιδιαίτερη

σημασία για τη χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Τέλος, ο αυξημένος ανταγωνισμός στη ζώνη του ευρώ θα

τείνει να επισπεύσει την προϊούσα ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος μεταξύ των συμμετεχουσών χωρών, γεγονός που

ενδέχεται να περιορίσει τις ασυμμετρίες που παρατηρούνται από χώρα σε χώρα όσον αφορά το μηχανισμό μετάδοσης της

νομισματικής πολιτικής.

17Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

υπερέβη τις προσδοκίες πολλών παρα-τηρητών πριν από την καθιέρωση του ευρώ.Αυτή η αγορά δέχθηκε ώθηση από μεγάλουόγκου εκδόσεις χρεογράφων που συνδέοντανμε μια σειρά μεγάλων συγχωνεύσεων καιεξαγορών το πρώτο εξάμηνο του 1999. Τογεγονός ότι η αγορά εταιρικών ομολόγων σεευρώ κατόρθωσε να απορροφήσει αυτές τιςεκδόσεις με μάλλον ομαλό και ταχύ ρυθμόθεωρήθηκε από πολλούς ως σημαντικήένδειξη του αυξημένου βάθους της.Ειδικότερα, η έκδοση χρεογράφων σε ευρώαπό ιδιωτικές εταιρίες εκτός του χρη-ματοπιστωτικού τομέα και από ιδιωτικέςεταιρίες κοινής ωφέλειας αυξήθηκε το 1999 σεσύγκριση με το 1998. Σύμφωνα με εμπορικέςπηγές πληροφοριών, την πρώτη θέση στιςεκδόσεις χρεογράφων το 1999 κατείχαν οιτράπεζες, οι οποίες εξέδωσαν το μεγαλύτερομέρος των χρεογράφων του ιδιωτικού τομέακαι ακολουθούν οι επιχειρήσεις εκτός τουχρηματοπιστωτικού τομέα, άλλες χρηματο-οικονομικές εταιρίες και επιχειρήσεις κοινήςωφέλειας. Από μια παγκόσμια σκοπιά, ηαύξηση των καθαρών εκδόσεων χρεογράφωνσε ευρώ κατά τη διάρκεια του 1999 ήτανιδιαίτερα έντονη συγκριτικά με την έκδοσηχρεογράφων σε δολάρια ΗΠΑ. Η έκδοσηομολόγων σε γιεν αυξήθηκε επίσης σημαντικάτο 1999 έναντι του 1998.

Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντεςπου συνέβαλαν στην ανάπτυξη της αγοράςεταιρικών ομολόγων σε ευρώ ήταν η προϊού-σα αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων στηνΕυρώπη, η οποία οδήγησε σε αυξημένηζήτηση κεφαλαίων στον τομέα των ιδιωτικώνεπιχειρήσεων. Γενικά, οι δραστηριότητες συγ-χώνευσης και εξαγοράς εταιριών στη ζώνητου ευρώ αυξήθηκαν σημαντικά το 1999, τόσοστον τραπεζικό κλάδο όσο και στους λοιπούςκλάδους (βλ. Πλαίσιο 1). Οι εταιρίες της ζώνηςτου ευρώ που μετείχαν σε συγχωνεύσεις ήεξαγορές και σε πράξεις όπως εξαγορές μευψηλή δανειακή εξάρτηση κατά τις οποίες ηεξαγορά μιας εταιρίας χρηματοδοτείται μέσωτης έκδοσης ομολόγων υψηλής απόδοσης χρηματοδοτούσαν αυτές τις συμφωνίες, σεσημαντικό βαθμό, με μεγάλου όγκου εκδόσειςομολόγων σε ευρώ, οι οποίες συχνά χρησί-μευαν για την εξόφληση προσωρινών διευκο-

λύνσεων (κυρίως κοινοπρακτικών δανείων).Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μεγάλου όγκουεκδόσεις χρεογράφων, πρωτοφανείς στηνιστορία των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών. Ησημαντική αύξηση των εκδόσεων ιδιωτικώνχρεογράφων σε ευρώ συνοδεύθηκε απόμείωση της σχετικής σημασίας του δημόσιουτομέα στις αγορές χρεογράφων το 1999,γεγονός που αντανακλούσε και τις σχετικάμικρές αυξήσεις των δανειακών αναγκών τουδημόσιου τομέα το 1999 σε σύγκριση μεπαλαιότερα έτη. Επιπλέον, η στροφή προς τηζήτηση χρεογράφων υψηλότερου κινδύνου μεσκοπό την επίτευξη υψηλότερων αποδόσεωνεξαιτίας των πρωτοφανών χαμηλών επιπέδωντων επιτοκίων φαίνεται να στήριξε την έκδοσηχρεογράφων από επιχειρήσεις.

Όπως αναπτύχθηκε στο άρθρο Η ζώνη τουευρώ ένα έτος μετά την εισαγωγή του ευρώ:βασικά χαρακτηριστικά και μεταβολές τηςχρηματοπιστωτικής διάρθρωσης στο τεύχοςΙανουαρίου 2000 του Μηνιαίου Δελτίου τηςΕΚΤ, κατά το 1999 σημειώθηκαν σημαντικέςεξελίξεις στις κεφαλαιαγορές της ζώνης τουευρώ. Στις εξελίξεις αυτές συγκαταλέγονται ηστενότερη συνεργασία μεταξύ των εθνικώνχρηματιστηρίων και η ανάπτυξη συστημάτωνηλεκτρονικής διαπραγμάτευσης τόσο στιςαγορές ομολόγων όσο και στις αγορέςμετοχών.

Τα επιτόκια της χρηματαγοράςαντανακλούν τα επιτόκια της ΕΚΤ

Το 1999 η ΕΚΤ κατόρθωσε να κατευθύνει ταβραχυπρόθεσμα επιτόκια της χρηματαγοράςμέσω του επιτοκίου που εφάρμοζε στιςπράξεις κύριας αναχρηματοδότησης. Τοεπιτόκιο μίας ημέρας, όπως μετρείται από τοδείκτη ΕΟΝΙΑ (μέσος όρος του δείκτηεπιτοκίων μίας ημέρας στη ζώνη του ευρώ),ήταν γενικά παραπλήσιο με το επιτόκιο τωνπράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, ενώ ημέση διαφορά μεταξύ των δύο επιτοκίωνισοδυναμούσε με 0,03 της εκατοστιαίαςμονάδας το 1999 (βλ. Διάγραμμα 1). Ηαστάθεια του δείκτη ΕΟΝΙΑ ήταν σχετικάχαμηλή. Ελαφρώς μεγαλύτερες διακυμάνσειςσημειώθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, προς

18 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

το τέλος των περιόδων τήρησης ελάχιστωναποθεματικών, διότι τότε το τραπεζικό σύ-στημα πιέζεται να καλύψει την υποχρέωση τή-ρησης ελάχιστων αποθεματικών. Ενόψει τηςσταθερής συμπεριφοράς του δείκτη ΕΟΝΙΑ, ηΕΚΤ δεν θεώρησε απαραίτητο να διενεργήσειπράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυ-μάνσεων της ρευστότητας κατά τη διάρκειατου 1999.

Τα άλλα επιτόκια της χρηματαγοράς ήτανεξίσου σταθερά, εκτός από μεμονωμέναπεριστατικά κατά τα οποία οι συμμετέχοντεςστην αγορά προέβλεπαν μια κίνηση τωνεπιτοκίων της ΕΚΤ ή όταν, προς το τέλος τουέτους, τα βραχυπρόθεσμα επιτόκιααυξάνονταν εξαιτίας ανησυχιών της αγοράςπου σχετίζονταν με τη μετάβαση στο έτος2000.

Στις αρχές του 1999 η καμπύλη αποδόσεωντης χρηματαγοράς ήταν κατά το μάλλον ήήττον οριζόντια, τα δε επιτόκια EURIBOR γιαδιάρκειες από ένα έως δώδεκα μήνεςπαρουσίαζαν περιορισμένη διακύμανσημεταξύ 3,21% και 3,26% (βλ. Διάγραμμα 5).Κατόπιν, κατά τη διάρκεια του πρώτουτριμήνου, τα επιτόκια της χρηματαγοράςμειώθηκαν, αντανακλώντας τις σταδιακά

αυξανόμενες προσδοκίες της αγοράς γιαμείωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων στοεγγύς μέλλον.

Αφού ανακοινώθηκε η απόφαση τουΔιοικητικού Συμβουλίου να μειώσει τα επιτόκιατης ΕΚΤ στις 8 Απριλίου 1999, τα επιτόκια τηςχρηματαγοράς μειώθηκαν περαιτέρω. Εφόσοντo Διοικητικό Συμβούλιο διευκρίνισε κατά τημείωση των επιτοκίων ότι δεν σκόπευε ναμειώσει περαιτέρω τα επιτόκιά της τηνεπερχόμενη περίοδο, αμέσως μετά η καμπύλητων αποδόσεων της χρηματαγοράς απέκτησεκαι πάλι θετική κλίση. Κατά τους θερινούςμήνες, καθώς αυξάνονταν οι προσδοκίες γιασταδιακή βελτίωση των οικονομικώνσυνθηκών στη ζώνη του ευρώ και οινομισματικές εξελίξεις έτειναν να δείχνουν μιααυξανόμενη απόκλιση της αύξησης του Μ3από την τιμή αναφοράς, τα επιτόκια τηςχρηματαγοράς σταδιακά αυξήθηκαν, μαρ-τυρώντας ενίσχυση των προσδοκιών τηςαγοράς για αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ. Ηδιαδικασία αυτή συνεχίστηκε το φθινόπωροκαι, όταν ανακοινώθηκε η απόφαση για αύ-ξηση αυτών των επιτοκίων στις 4 Νοεμβρίουτου 1999, τα επιτόκια της χρηματαγοράς είχανήδη απόλυτα προεξοφλήσει αυτή την αύξηση.Τις πρώτες ημέρες μετά την ανακοίνωση, η

Διάγραμμα 5Βραχυπρόθεσμα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ(ποσοστά % ετησίως, ημερήσια στοιχεία)

1999 2000

2,4

2,6

2,8

3,0

3,2

3,4

3,6

3,8

4,0

4,2

4,4

2,4

2,6

2,8

3,0

3,2

3,4

3,6

3,8

4,0

4,2

4,4

EURIBOR 6 μηνώνEURIBOR 12 μηνών

EURIBOR ενός μηνόςEURIBOR 3 μηνών

Ιαν. Φεβ. Μάρ. Απρ. Μάιος Ιούν. Ιούλ. Αύγ. Σεπτ. Οκτ. Νοέμ. Δεκ. Ιαν. Φεβ.

Πηγή: Reuters.

19Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

αστάθεια των επιτοκίων της χρηματαγοράςμειώθηκε σημαντικά.

Η ανάλυση των εξελίξεων στα βρα-χυπρόθεσμα επιτόκια ήταν περίπλοκη, ιδίωςόμως το β΄ εξάμηνο του 1999, καθώς εκφρά-ζονταν ανησυχίες της αγοράς για την επί-δραση που θα μπορούσε να έχει η μετά-βαση στο έτος 2000 στα επιτόκια της χρη-ματαγοράς. Το ασφάλιστρο κινδύνου που συν-δεόταν με τη μετάβαση οδήγησε σε έντονηάνοδο των επιτοκίων της αγοράς αμέσωςμόλις αυτά άρχισαν να αφορούν διάρκειες πουεκτείνονταν πέραν του έτους. Αυτό το άλμαήταν ιδιαίτερα έντονο για τα επιτόκια τηςχρηματαγοράς που αντιστοιχούσαν στιςβραχύτερες διάρκειες (βλ. Πλαίσιο 3 στις σελ.20-22 του τεύχους Δεκεμβρίου 1999 τουΜηνιαίου Δελτίου της ΕΚΤ). Εντούτοις, μετάτην επιτυχή μετάβαση στο έτος 2000, τοασφάλιστρο κινδύνου στα επιτόκια τηςχρηματαγοράς σύντομα εξέλιπε.

Τον Ιανουάριο του 2000 η κλίση της καμπύληςαποδόσεων της χρηματαγοράς ήταν θετική καιη διαφορά μεταξύ του EURIBOR ενός μηνόςκαι δώδεκα μηνών ισοδυναμούσε με 0,8 τηςεκατοστιαίας μονάδας. Προς το τέλος τουΙανουαρίου τα επιτόκια της χρηματαγοράςκινήθηκαν ανοδικά, προεξοφλώντας απόφασητης ΕΚΤ για αύξηση των επιτοκίων, η οποίαανακοινώθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2000. Κατάτη διάρκεια του Φεβρουαρίου, τα επιτόκια τηςχρηματαγοράς σταδιακά αυξήθηκαν περαι-τέρω.

Οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμωνομολόγων αυξάνονται από ιστορικώςχαμηλά επίπεδα καθώς βελτιώνονται οιπροοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη

Μετά την παρατεταμένη μείωση των μα-κροπρόθεσμων επιτοκίων η οποία παρα-τηρήθηκε στις βιομηχανικές χώρες κατά τομεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990, οιαποδόσεις των μακροπρόθεσμων κρατικώνομολόγων στη ζώνη του ευρώ έφθασαν στιςαρχές του 1999 τα χαμηλότερα επίπεδα τηςτελευταίας 50ετίας (βλ. Διάγραμμα 6(α)). Απότο Μάιο του 1999 και μετά όμως, άρχισαν να

σημειώνουν άνοδο, αρχικά ακολουθώντας τιςαυξήσεις των αποδόσεων των ομολόγων στιςΗΠΑ και την άνοδο των πληθωριστικώνπροσδοκιών από τα πολύ χαμηλά επίπεδαπου επικρατούσαν στις αρχές του 1999, αλλάαργότερα ολοένα και περισσότερο εξαιτίας τωνβελτιωμένων προοπτικών για την οικονομίατης ζώνης του ευρώ. Συνολικά, στη ζώνη τουευρώ οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγωναυξήθηκαν κατά περισσότερο από 1,5εκατοστιαία μονάδα το 1999, φθάνοντας σεεπίπεδο γύρω στο 5,5% μέχρι το τέλος τουέτους. Αντίστοιχα, στις ΗΠΑ η απόδοση τωνδεκαετών ομολόγων αυξήθηκε κατά περίπου1,8 εκατοστιαία μονάδα, φθάνοντας γύρω στο6,5% το 1999. Συνέπεια αυτών των εξελίξεωνήταν να διευρυνθεί ελαφρώς η διαφορά τωναποδόσεων των αμερικανικών δεκαετώνομολόγων των ΗΠΑ έναντι της ζώνης τουευρώ κατά τη διάρκεια του 1999, φθάνονταςτη μία εκατοστιαία μονάδα έως το τέλοςτου έτους. Στην Ιαπωνία οι εξελίξεις τωναποδόσεων των μακροπρόθεσμων ομολόγωνδιέφεραν ελαφρώς από τη ζώνη του ευρώ καιτις ΗΠΑ. Αφού αρχικά μειώθηκαν από ταυψηλά επίπεδα όπου είχαν φθάσει μετά τηχρηματοοικονομική αναταραχή στα τέλη του1998, οι αποδόσεις των ιαπωνικών μακρο-πρόθεσμων ομολόγων φάνηκαν να σταθε-ροποιούνται σε επίπεδο κάτω του 2% τοδεύτερο εξάμηνο του 1999. Στο διάστημα απότο τέλος του1998 μέχρι την τελευταία εργάσιμηημέρα του 1999, η απόδοση των δεκαετώνομολόγων στην Ιαπωνία μειώθηκε κατάπερίπου 0,4 της εκατοστιαίας μονάδας, στο1,6% περίπου.

Ο κύριος παράγοντας που συνέβαλε στιςεξελίξεις στις παγκόσμιες αγορές ομολόγωντο 1999 ήταν η άνοδος των προσδοκιών γιατην οικονομική ανάπτυξη παγκοσμίως, καθώςάρχισαν να υποχωρούν οι ανησυχίες τωνχρηματοπιστωτικών αγορών για παρατετα-μένη καθοδική πορεία της παγκόσμιαςανάπτυξης, οι οποίες οφείλονταν στη χρηματο-πιστωτική αναταραχή του 1998. Η αμερικανικήοικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται μεέντονους ρυθμούς καθ όλη τη διάρκεια του1999 και, μολονότι οι ορατές ενδείξεις γιαάνοδο του πληθωρισμού ήταν ελάχιστες, μεαφορμή την αυξανόμενη στενότητα στην

20 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

αγορά εργασίας κλιμακώθηκαν οι ανησυχίεςτων χρηματοπιστωτικών αγορών σχετικά μετο ότι η αμερικανική οικονομία αναπτυσσότανμε ρυθμό που θα μπορούσε να οδηγήσει σεπληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία. Σεμεγάλο βαθμό, οι εν λόγω εξελίξεις συνέβαλαν

στη σημαντική αύξηση των αποδόσεων τωναμερικανικών μακροπρόθεσμων ομολόγωνπου παρατηρήθηκε καθ όλη τη διάρκεια του1999. Επιπλέον, αν και η περαιτέρω βελτίωσητης δημοσιονομικής κατάστασης στις ΗΠΑενδέχεται να οδήγησε στη μείωση τωνπιέσεων που δέχονται οι κεφαλαιαγορές απότο δημόσιο τομέα, η σημαντική αύξηση τωνεκδόσεων εταιρικών ομολόγων στις ΗΠΑκατά τη διάρκεια του έτους ενδέχεται ναάσκησε ανοδικές πιέσεις στις αποδόσεις τωναμερικανικών ομολόγων.

Αντίθετα με τις εξελίξεις στις ΗΠΑ, οιαποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγωνστη ζώνη του ευρώ παρέμειναν σε γενικέςγραμμές σταθερές το α΄ τετράμηνο του 1999,αντανακλώντας τους βραδύτερους ρυθμούςοικονομικής ανάκαμψης και τις ασθενείςπληθωριστικές πιέσεις στη ζώνη του ευρώ,παράγοντες που αντικατοπτρίστηκαν στηναπόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤνα μειώσει τα επιτόκια τον Απρίλιο. Πέρα απότις δευτερογενείς επιδράσεις από τη συνε-χιζόμενη αύξηση των αποδόσεων των αμε-ρικανικών ομολόγων, φαίνεται πιθανό ότιη σταδιακή αύξηση των αποδόσεων τωνομολόγων από το Μάιο προέκυψε εν μέρει καιαπό την αναστροφή ασφαλών τοποθετήσεωνπου είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκειατου 1998, καθώς επίσης και από την αύξησητων πληθωριστικών προσδοκιών από ταπολύ χαμηλά επίπεδα που επικρατούσανστις αρχές του 1999 μετά τη χρηματοπιστω-τική αναταραχή του προηγούμενου έτους.Οι εξελίξεις στις τιμές των γαλλικώντιμαριθμοποιημένων ομολόγων εκείνο τοδιάστημα φάνηκαν να είναι συνεπείς με τουςπαράγοντες που οδήγησαν στην αύξηση τωναποδόσεων των ονομαστικών ομολόγων (βλ.Πλαίσιο 2). Επιπλέον, όπως συνέβη με τιςΗΠΑ, η σημαντική αύξηση των εκδόσεωνεταιρικών ομολόγων στη ζώνη του ευρώενδέχεται να άσκησε σημαντικές πιέσεις στιςαποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων.Εντούτοις, η αύξηση των αποδόσεων τωνομολόγων στη ζώνη του ευρώ το Μάιο και τοπρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου του 1999ήταν πολύ λιγότερο έντονη από ό,τι στις ΗΠΑ,αντανακλώντας διαφορές στις κυκλικές θέσεις,με αποτέλεσμα να διευρυνθεί σημαντικά η

1995 1996 1997 1998 1999-3,0

-2,0

-1,0

0,0

1,0

2,0

-3,0

-2,0

-1,0

0,0

1,0

2,0

(α) Αποδόσεις μακροπρόθεσμων κρατικώνομολόγων στη ζώνη του ευρώ, τις ΗΠΑ και τηνΙαπωνία(ποσοστά % ετησίως, ημερήσια στοιχεία)

(β) Διαφορά δεκαετών επιτοκίων των ΗΠΑέναντι της ζώνης του ευρώ(ποσοστά % ετησίως, ημερήσια στοιχεία)

Σημείωση: Οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων κρατικώνομολόγων αφορούν τα δεκαετή ομόλογα ή ομόλογα με τηνπλησιέστερη διαθέσιμη διάρκεια.

Διάγραμμα 6

Πηγή: Reuters.

1995 1996 1997 1998 19990,0

2,0

4,0

6,0

8,0

10,0

0,0

2,0

4,0

6,0

8,0

10,0

ζώνη ευρώ ΗΠΑ Ιαπωνία

21Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Πλαίσιο 2Οι παράγοντες που συνέβαλαν στην άνοδο των αποδόσεων των ονομαστικών ομολόγων,όπως αξιολογούνται με βάση τα τιμαριθμοποιημένα ομόλογα

Για να αξιολογήσουμε πώς οι ποικίλοι παράγοντες μπορεί να επηρέασαν τις αποδόσεις των ονομαστικών μακροπρόθεσμων

ομολόγων στη ζώνη του ευρώ το 1999, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι, σε γενικές γραμμές, η ονομαστική απόδοση ενός κρατικού

ομολόγου με καθορισμένη ληκτότητα αποτελείται από τρία συστατικά: (α) το πραγματικό επιτόκιο που απαιτούν οι επενδυτές για

να διακρατήσουν το ομόλογο έως ότου λήξει, (β) ένα ποσόν αποζημίωσης, που αντισταθμίζει το μέσο πληθωρισμό όπως αναμένεται

να διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια ζωής του ομολόγου, και (γ) μια συνιστώσα που αφορά ασφάλιστρα διάρκειας ή κινδύνου, εν

όψει, μεταξύ άλλων, και της αβεβαιότητας σχετικά με τους μελλοντικούς ρυθμούς πληθωρισμού. Η απόδοση των

τιμαριθμοποιημένων ομολόγων είναι ενδεχομένως χρήσιμη στην ανάλυση αυτή. Η διαφορά μεταξύ της απόδοσης ενός μακρο-

πρόθεσμου ομολόγου και της πραγματικής απόδοσης του τιμαριθμοποιημένου ομολόγου με την ίδια διάρκεια είναι κοινώς γνωστή

ως πληθωρισμός νεκρού σημείου. Και τούτο διότι με αυτό το ρυθμό πληθωρισμού, ο επενδυτής θα έχει την ίδια αναμενόμενη

απόδοση είτε επενδύσει σε ομόλογο σταθερού ονομαστικού εισοδήματος είτε σε τιμαριθμοποιημένο ομόλογο.

Ωστόσο, ο πληθωρισμός νεκρού σημείου δεν είναι άμεσος δείκτης των πληθωριστικών προσδοκιών, επειδή δεν λαμβάνει υπόψη το

ρόλο των διαφόρων ασφαλίστρων κινδύνου. Αφενός, ο πληθωρισμός νεκρού σημείου τείνει να υπερεκτιμά τον αναμενόμενο

πληθωρισμό εφόσον η απόδοση του ονομαστικού ομολόγου συνήθως περιέχει κάποιο ασφάλιστρο κινδύνου πληθωρισμού.

Αφετέρου, επειδή οι αγορές των τιμαριθμοποιημένων ομολόγων χαρακτηρίζονται συνήθως από χαμηλότερο βαθμό ρευστότητας, η

πραγματική απόδοση των τιμαριθμοποιημένων ομολόγων είναι πιθανόν να εμπεριέχει κάποιο επασφάλιστρο ρευστότητας. Τα μόνα

τιμαριθμοποιημένα ομόλογα που υπάρχουν στη ζώνη του ευρώ εκδόθηκαν από το Γαλλικό Δημόσιο με διάρκεια 10 και 30 ετών. Ο

πληθωρισμός νεκρού σημείου αυτών των ομολόγων αναφέρεται σε ένα ειδικό τρόπο μέτρησης του γαλλικού Δείκτη Τιμών

Καταναλωτή (ΔΤΚ), δηλ. τον ΔΤΚ χωρίς τον καπνό, και όχι στον ΕνΔΤΚ της ζώνης του ευρώ. Αυτές οι ιδιότητες καταδεικνύουν

ότι η χρησιμότητα του εν λόγω δείκτη για την αξιολόγηση των εξελίξεων στη ζώνη του ευρώ είναι κάπως περιορισμένη.

Πάντως, υπό τους παραπάνω περιορισμούς, οι εξελίξεις του 1999 στις τιμές των δεκαετών τιμαριθμοποιημένων ομολόγων του

Γαλλικού Δημοσίου παρείχαν κάποιες ενδείξεις ότι τόσο οι βελτιωμένες προοπτικές για τη μεγέθυνση της οικονομίας όσο και οι

μεταβολές των πληθωριστικών προσδοκιών μπορεί να έπαιξαν σημαντικό ρόλο που καθόρισε τις κινήσεις των ονομαστικών

μακροπρόθεσμων επιτοκίων στη διάρκεια του έτους. Από το τέλος του 1997 μέχρι το τέλος του 1999, το πραγματικό επιτόκιο του

δεκαετούς τιμαριθμοποιημένου ομολόγου αυξήθηκε κατά 0,5 της εκατοστιαίας μονάδας περίπου. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός

Πληθωρισμός νεκρού σημείου όπως υπολογίζεται για τον ΔΤΚ της Γαλλίας(σε ποσοστά %, ημερήσια στοιχεία)

Πηγές: Υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας, ISMA και Reuters.Σημείωση: Οι αποδόσεις των πραγματικών ομολόγων υπολογίζονται με βάση την αγοραία τιμή των τιμαριθμοποιημένων (με βάση τον γαλλικό ΔΤΚ πληνκαπνού) γαλλικών ομολόγων που λήγουν το 2009. Οι αποδόσεις των ονομαστικών ομολόγων υπολογίζονται με βάση την αγοραία τιμή των γαλλικώνομολόγων σταθερού εισοδήματος που επίσης λήγουν το 2009.

1999 20001998

0

1

2

3

4

5

6

0

1

2

3

4

5

6

πληθωρισμός νεκρού σημείου απόδοση ονομαστικού ομολόγου απόδοση πραγματικού ομολόγου

δ΄ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ τρ. α τρ.

22 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

νεκρού σημείου αυξήθηκε κατά 1,1 εκατοστιαία μονάδα περίπου σε σύγκριση με τα ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα που είχαν

παρατηρηθεί στις αρχές του 1999, όταν θεωρήθηκε οι κίνδυνοι για τη σταθερότητα των τιμών αφορούσαν κυρίως την πιθανή

πτωτική πορεία των τιμών (βλ. το διάγραμμα παραπάνω).

Αξίζει να σημειωθεί ότι η άνοδος της πραγματικής απόδοσης και η επιτάχυνση του πληθωρισμού νεκρού σημείου δεν συνέπεσαν

χρονικά κατά το 1999. Ενώ ο πληθωρισμός νεκρού σημείου αυξανόταν σταθερά το β΄ τρίμηνο και η ανοδική του τάση ανακόπηκε

μετά τον Ιούνιο, το πραγματικό επιτόκιο αυξήθηκε κυρίως στο β΄ εξάμηνο του έτους. Αυτό υπονοεί ότι οι αυξήσεις των ονομαστικών

αποδόσεων των ομολόγων της ζώνης του ευρώ αρχικά οφείλονταν μάλλον στις πληθωριστικές προσδοκίες, οι οποίες αυξήθηκαν σε

σχέση με τα προηγούμενα χαμηλά τους επίπεδα, και όχι τόσο στην άνοδο των πραγματικών επιτοκίων. Ωστόσο, η αναστροφή

ασφαλών τοποθετήσεων, στις οποίες είχαν προβεί οι επενδυτές κατά το 1998 απομακρυνόμενοι από αναδυόμενες αγορές, μπορεί

επίσης να εξηγεί εν μέρει γιατί αυξήθηκαν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια το α΄ εξάμηνο του 1999, δεδομένου ότι οι τοποθετήσεις

αυτές πιθανόν να συμπίεσαν τεχνητά τους ρυθμούς πληθωρισμού νεκρού σημείου που επικρατούσαν τους πρώτους μήνες του 1999.

Σ αυτή την αύξηση των ρυθμών πληθωρισμού νεκρού σημείου κατά το α΄ εξάμηνο του 1999 μπορεί ακόμη να συνέβαλαν κατά

καιρούς και οι δευτερογενείς επιδράσεις από την άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων στις ΗΠΑ. Αργότερα, καθώς πύκνωναν οι

ενδείξεις οικονομικής ανάκαμψης, η άνοδος των ονομαστικών αποδόσεων των ομολόγων συνδέονταν περισσότερο με την άνοδο

των μακροπρόθεσμων πραγματικών επιτοκίων, ενώ ο πληθωρισμός νεκρού σημείου παρέμεινε σταθερός.

διαφορά των μακροπρόθεσμων επιτοκίωνέναντι των ΗΠΑ και να φθάσει στο μέγιστοεπίπεδο (σχεδόν 1,6 εκατοστιαία μονάδα) σταμέσα Ιουνίου. Μεταγενέστερα, καθώς πλή-θαιναν οι ενδείξεις οικονομικής ανάκαμψηςστη ζώνη του ευρώ, μειώθηκε γρήγορα ηδιαφορά μεταξύ των αποδόσεων τωνμακροπρόθεσμων ομολόγων στις ΗΠΑ και τηζώνη του ευρώ (βλ. Διάγραμμα 6(β)).

Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 1999, οι αποδόσειςτων μακροπρόθεσμων ομολόγων στη ζώνητου ευρώ συνέχισαν την ανοδική τους πορεία.Από τα τέλη Οκτωβρίου, οι ενισχυόμενεςπροσδοκίες στις κεφαλαιαγορές ότι τα επιτόκιατης ΕΚΤ επρόκειτο να αυξηθούν στο πλαίσιοτων αυξανόμενων ενδείξεων για ανοδικέςπιέσεις στις τιμές και εν συνεχεία η απόφασητης 4ης Νοεμβρίου οδήγησαν προσωρινά σεσημαντικές μειώσεις των αποδόσεων τωνμακροπρόθεσμων ομολόγων. Το γεγονός αυτόφαινόταν να υποδηλώνει ότι, λόγω τηςαπόφασης για αύξηση των επιτοκίων, οισυμμετέχοντες στις αγορές είχαν αναθεωρήσειτις μακροπρόθεσμες πληθωριστικές τουςπροσδοκίες προς τα κάτω και περιόρισαν σεμέγεθος το ασφάλιστρο πληθωριστικούκινδύνου το οποίο απαιτούσαν προκειμένουνα διακρατήσουν ομόλογα σε ευρώ. Εντούτοις,στο υπόλοιπο του 1999, οι αποδόσεις τωνομολόγων στη ζώνη του ευρώ σημείωσαν εκνέου άνοδο, εν μέρει ακολουθώντας τις

ανοδικές κινήσεις των αποδόσεων τωνμακροπρόθεσμων ομολόγων στις ΗΠΑ και ενμέρει αντιδρώντας στις περαιτέρω θετικέςειδήσεις σχετικά με τις προοπτικές για τηνοικονομία της ζώνης του ευρώ. Κατόπιν τωνμεγαλύτερων αυξήσεων των αποδόσεων τωναμερικανικών ομολόγων, η διαφοράαποδόσεων έναντι των ΗΠΑ άρχισε και πάλινα αυξάνεται το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο.

Οι εξελίξεις που περιγράφηκαν παραπάνωαποτυπώθηκαν και στις κινήσεις της καμπύληςαποδόσεων στη ζώνη του ευρώ καθ όλη τηδιάρκεια του 1999. Μεταξύ της πρώτης καιτης τελευταίας εργάσιμης ημέρας του 1999 ηκλίση της καμπύλης αποδόσεων, όπωςμετρείται από τη διαφορά μεταξύ τωνδεκαετών αποδόσεων των ομολόγων στηζώνη του ευρώ και του επιτοκίου EURIBORτριών μηνών, αυξήθηκε κατά 1,4 εκατοστιαίαμονάδα σε 2,15 εκατοστιαίες μονάδες. Ηαύξηση αυτή κατά το μεγαλύτερο μέρος τηςσημειώθηκε το πρώτο εννεάμηνο του 1999.Δεδομένου ότι η καμπύλη αποδόσεων κατάκανόνα γίνεται πιο απότομη πριν ανακάμψει ορυθμός της οικονομικής δραστηριότητας, ηπαρατηρηθείσα πιο απότομη κλίση τηςκαμπύλης αποδόσεων στη ζώνη του ευρώ το1999 φαινόταν να αντανακλά την αυξανόμενηαισιοδοξία εκ μέρους των συμμετεχόντων στηναγορά σχετικά με τις μελλοντικές προοπτικέςτης οικονομίας, καθώς και την ενίσχυση των

23Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

πληθωριστικών προσδοκιών σε σχέση με ταπολύ χαμηλά επίπεδα που επικρατούσαν στιςαρχές του 1999. Ωστόσο, θα πρέπει ναερμηνευθούν με επιφύλαξη οι συνολικέςκινήσεις της καμπύλης αποδόσεων, δεδο-μένου ότι άλλοι παράγοντες, όπως ηαναστροφή των ασφαλών τοποθετήσεωνκαι οι δευτερογενείς επιδράσεις από τιςαμερικανικές αγορές ομολόγων, ενδέχεταιεπίσης να επηρέασαν τις εξελίξεις τωνμακροπρόθεσμων επιτοκίων στη ζώνη τουευρώ το 1999.

Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου2000 οι αποδόσεις των ομολόγων στη ζώνητου ευρώ παρουσίασαν κάποιες περιο-ρισμένες αυξήσεις, κυρίως εξαιτίας τωνδευτερογενών επιδράσεων από τις αμερι-κανικές αγορές ομολόγων, όπου οι αποδόσειςαυξήθηκαν σημαντικά. Στη συνέχεια, οιαποδόσεις των ομολόγων στη ζώνη του ευρώπαρέμειναν κατά βάση σταθερές τις υπόλοιπεςημέρες του Ιανουαρίου και όλο τον επόμενομήνα. Ταυτόχρονα, η διαφορά μεταξύ τωνεπιτοκίων της ζώνης του ευρώ και τωναμερικανικών επιτοκίων ήταν κάπως ασταθήςκαι δεν έδειξε κάποια ευδιάκριτη τάση στιςαρχές του 2000.

Οι χρηματιστηριακές τιμές στηνπαγκόσμια αγορά αυξάνονται σημαντικά

Το 1999 οι τιμές των χρηματιστηριακών τίτλωνστις βιομηχανικές οικονομίες σημείωσανμεγάλες αυξήσεις, συνεχίζοντας την ανοδικήτάση την οποία είχαν εμφανίσει τουςπροηγούμενους μήνες (βλ. Διάγραμμα 7).Πολύ μεγάλη αύξηση παρατηρήθηκε στη ζώνητου ευρώ, όπου μέχρι το τέλος του Δεκεμβρίου1999 ο δείκτης Dow Jones EURO STOXXδιαμορφώθηκε σε επίπεδο κατά 40%υψηλότερο από ό,τι στο τέλος του 1998. ΣτιςΗΠΑ, στο τέλος Δεκεμβρίου του 1999, οδείκτης Standard and Poors 500 ήταν κατά19% υψηλότερος από ό,τι στο τέλος του1998, ενώ στην Ιαπωνία παρατηρήθηκεσημαντική αύξηση κατά του 38% για το δείκτηΝikkei 225. Ο βασικός παράγων που συνέβαλεσ αυτές τις εξελίξεις στις παγκόσμιεςχρηματιστηριακές αγορές κατά τη διάρκεια του

1999 φαίνεται ότι ήταν η βελτίωση τωνεκτιμήσεων της αγοράς για τις μελλοντικέςπροοπτικές της παγκόσμιας οικονομικήςανάπτυξης.

Καθ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 1999 ηδιαμόρφωση των παγκόσμιων χρηματι-στηριακών εξελίξεων παρείχε ένα ευνοϊκόπεριβάλλον για την εξέλιξη των χρηματι-στηριακών τιμών στη ζώνη του ευρώ. Η κύριααιτία της ανόδου των τιμών των αμερικανικώνχρηματιστηριακών τίτλων φαινόταν να είναι οιθετικές προσδοκίες για μελλοντική αύξηση τωνκερδών των επιχειρήσεων, σε συνδυασμόμε τον έντονο ρυθμό της δραστηριότηταςτης αμερικανικής οικονομίας. Ειδικότερα,σημαντικό ρόλο έπαιξε η αισιοδοξία για τιςπροοπτικές αύξησης των κερδών στιςεπιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας. Σε ένατέτοιο κλίμα, ο δείκτης Nasdaq Composite(που κατά μεγάλο ποσοστό αποτελείται απόμετοχές επιχειρήσεων τεχνολογίας) αυξήθηκεκατά 86% το 1999.

Οι τιμές του ιαπωνικού χρηματιστηρίουφαίνεται ότι επηρεάστηκαν ευνοϊκά από τηναυξανόμενη αισιοδοξία σχετικά με τιςπροοπτικές για μελλοντική αύξηση τωνεταιρικών κερδών, που συνδέονταν με τηνανάκαμψη της ιαπωνικής οικονομίας, ιδίωςκατά το πρώτο εξάμηνο του 1999, ενώσταθεροποιήθηκαν το δεύτερο εξάμηνο του1999. Ταυτόχρονα, η μείωση των αποδόσεωντων μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγωνστην Ιαπωνία, καθώς και η υποτίμηση τουιαπωνικού γιεν έναντι του δολαρίου ΗΠΑ κατάτο α΄ εξάμηνο του 1999, φαίνεται ότι βοήθησαντην άνοδο των ιαπωνικών χρηματιστηριακώντιμών, ιδίως όσον αφορά τις τιμές των μετοχώντων εξαγωγικών εταιριών.

Ο ρυθμός ανόδου των χρηματιστηριακώντιμών στη ζώνη του ευρώ παρέμεινε σχετικάυποτονικός τους πρώτους μήνες του 1999,αντανακλώντας τους βραδείς ρυθμούςοικονομικής ανάκαμψης στη ζώνη του ευρώ.Αργότερα, καθώς οι προσδοκίες για το ρυθμότης μελλοντικής οικονομικής δραστηριότη-τας άρχισαν να βελτιώνονται, οι τιμές τωνχρηματιστηριακών τίτλων στη ζώνη του ευρώάρχισαν να ακολουθούν ανοδική πορεία. Το

24 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

γεγονός ότι η αύξηση αυτή δεν επηρεάστηκεαπό τις παράλληλες αυξήσεις των αποδόσεωντων μακροπρόθεσμων ομολόγων στη ζώνητου ευρώ ήταν αξιοσημείωτο και φάνηκε ναυποδηλώνει έντονες προσδοκίες για αύξησητων εταιρικών κερδών και μερισμάτων στηζώνη του ευρώ. Αυτή η βελτίωση ήταν αρχικάπιο εμφανής στις τιμές των μετοχών τωνεταιριών που είναι περισσότερο εκτεθειμένεςστο εξωτερικό οικονομικό περιβάλλον από ό,τιστις πιο εσωστρεφείς εταιρίες. Στο βαθμό πουοι μεγαλύτερες επιχειρήσεις τείνουν να είναιπερισσότερο εκτεθειμένες στο εξωτερικόοικονομικό περιβάλλον, αυτό φάνηκε από τογεγονός ότι ο δείκτης Dow Jones EUROSTOXX 50, ο οποίος αποτελείται από μεγάλεςεταιρίες, παρουσίασε μεγαλύτερη άνοδο απότον ευρύ δείκτη Dow Jones EURO STOXX.

Το β΄ εξάμηνο του 1999, καθώς οι συμμε-τέχοντες στην αγορά έγιναν πιο αισιόδοξοιόσον αφορά τις προοπτικές να αυξηθεί ηεγχώρια ζήτηση παράλληλα με τη βελτίωσητων επιχειρηματικών προσδοκιών και τηςεμπιστοσύνης των καταναλωτών, αυξήσειςτων τιμών των μετοχών παρατηρήθηκανσε περισσότερους διαφορετικούς τομείς τηςοικονομίας. Προς το τέλος του έτους, ιδίως

μετά τα μέσα Οκτωβρίου, σχετικά απότομεςαυξήσεις των τιμών των μετοχώνσημειώθηκαν στους τομείς της τεχνολογίας καιτων τηλεπικοινωνιών. Σ αυτούς τους τομείςμέχρι το τέλος του 1999 οι τιμές των μετοχώνείχαν αυξηθεί κατά 134% και 105% αντίστοιχασε σύγκριση με το τέλος του 1998, γεγονόςπου συνέβαλε σημαντικά στις συνολικέςαυξήσεις των τιμών των μετοχών στηζώνη του ευρώ. Οι αυξήσεις στον τομέατης τεχνολογίας και στον τομέα τωντηλεπικοινωνιών φάνηκε να συνδέονταιεν μέρει με τις ευνοϊκές προσδοκίες αύξησηςτων κερδών μετά την αναδιάρθρωση επι-χειρήσεων, τις συγχωνεύσεις και εξαγορές σαυτούς τους τομείς και τη σημαντική επέκτασητων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων πουσυνδέονται με το Ίντερνετ.

Από το τέλος του 1999 μέχρι τις 7 Μαρτίου2000, οι διεθνείς χρηματιστηριακές αγορέςχαρακτηρίστηκαν από αντίθετες τάσεις. Ενώστις ΗΠΑ οι τιμές των χρηματιστηριακώντίτλων, όπως μετρούνται με το δείκτη Standardand Poors 500, μειώθηκαν κατά 8%, στηνΙαπωνία ο δείκτης Nikkei 225 αυξήθηκε κατά5% και στη ζώνη του ευρώ ο δείκτης DowJones EURO STOXX αυξήθηκε κατά 11%.

Διάγραμμα 7Δείκτες χρηματιστηριακών τιμών στη ζώνη του ευρώ, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία(1 Ιανουαρίου 1997 = 100, ημερήσια στοιχεία)

Πηγή: Reuters.Σημείωση: Ευρύς δείκτης (χρηματιστηριακών τιμών) Dow Jones EURO STOXX για τη ζώνη του ευρώ, δείκτης Standard and Poors 500 για τις ΗΠΑ καιδείκτης Nikkei 225 για την Ιαπωνία.

1997 1998 1999

40

60

80

100

120

140

160

40

60

80

100

120

140

160

α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ τρ. α τρ. β τρ. γ τρ. δ τρ. α΄ τρ.

ζώνη ευρώ ΗΠΑ Ιαπωνία

25Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Ακολουθώντας την τάση που είχαν πα-ρουσιάσει τους τελευταίους μήνες του 1999,οι τιμές των μετοχών του τομέα της τε-χνολογίας στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκαν κατά36% στο διάστημα αυτό και συνέβαλαν

σημαντικά στη γενική άνοδο των χρη-ματιστηριακών τιμών. Αντίστοιχα, στις ΗΠΑ οιτιμές των μετοχών του τομέα της τεχνολογίαςπαρουσίασαν σημαντική άνοδο και ο δείκτηςNasdaq Composite αυξήθηκε κατά 19%.

26 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

3 Η εξέλιξη των τιμών

Ανοδική τάση του πληθωρισμού βάσει τουΕνΔΤΚ στη διάρκεια του 1999 κυρίως λόγωτων τιμών του πετρελαίου

Κατά μέσο όρο, ο Εναρμονισμένος ΔείκτηςΤιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) αυξήθηκε κατά1,1% το 1999, δηλ. με τον ίδιο ρυθμό όπωςκαι το 1998 (βλ. Πίνακα 1). Αυτός ο αμε-τάβλητος ρυθμός ετήσιας αύξησης υποκρύπτειμια σημαντική αντίθεση μεταξύ των εξελίξεωντου ΕνΔΤΚ στη διάρκεια του 1999 σε σύγκριση

με το 1998. Ενώ το 1998 ο πληθωρισμός είχεμειωθεί, το 1999 κυρίως αυξανόταν (βλ.Διάγραμμα 8). Η ανοδική αυτή τάση αντανακλάκυρίως εξωτερικούς (ως προς τη ζώνη τουευρώ) παράγοντες και συγκεκριμένα τιςεξελίξεις της τιμής του πετρελαίου στηνπαγκόσμια αγορά. Αντιθέτως, οι εγχώριεςπηγές πληθωριστικών πιέσεων παρέμεινανσχετικά υποτονικές το 1999. Μέχρι τοΔεκέμβριο του 1999, ο πληθωρισμός βάσειτου γενικού ΕνΔΤΚ διαμορφώθηκε σε δω-

1997 1998 1999 1999 1999 1999 1999 1999 1999 1999 1999 2000 2000 α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ. Σεπτ. Οκτ. Νοέμ. Δεκ. Ιαν. Φεβρ.

Εναρμονισμένος ΔείκτηςΤιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ)και οι κατηγορίες τουΓενικός δείκτης 1,6 1,1 1,1 0,8 1,0 1,1 1,5 1,2 1,3 1,5 1,7 2,0 .εκ του οποίου:Αγαθά 1,2 0,6 0,8 0,3 0,6 0,9 1,5 1,1 1,3 1,5 1,9 2,2 .Είδη διατροφής 1,4 1,6 0,5 1,3 0,6 -0,2 0,4 -0,1 0,4 0,4 0,5 0,4 .Βιομηχανοποιημένα είδηδιατροφής 1,4 1,4 0,9 1,2 0,8 0,7 0,9 0,6 0,8 0,9 1,0 1,0 .Μη βιομηχανοποιημέναείδη διατροφής 1,4 2,0 0,0 1,4 0,3 -1,4 -0,3 -1,2 -0,4 -0,2 -0,2 -0,5 .Βιομηχανικά αγαθά 1,0 0,1 1,0 -0,2 0,6 1,4 2,1 1,7 1,8 2,0 2,6 3,1 .Βιομηχανικά αγαθάπλην ενέργειας 0,5 0,9 0,6 0,8 0,6 0,5 0,5 0,5 0,5 0,6 0,5 0,7 .Ενέργεια 2,8 -2,6 2,2 -3,9 0,5 4,6 7,8 6,1 6,3 7,2 10,0 12,0 .

Υπηρεσίες 2,3 1,9 1,6 1,7 1,6 1,5 1,5 1,4 1,4 1,5 1,6 1,6 .Άλλοι δείκτες τιμών και κόστουςΤιμές παραγωγούβιομηχανικών προϊόντων 1) 1,1 -0,8 0,0 -2,6 -1,3 0,7 3,1 1,4 2,2 3,1 4,1 5,0 .Κόστος εργασίαςανά μονάδα προϊόντος 2) 0,7 0,0 . 1,6 1,6 0,7 . - - - - - -Παραγωγικότητα εργασίας 2) 1,7 1,5 . 0,1 0,5 1,0 . - - - - - -Μισθολογική δαπάνηανά απασχολούμενο 2) 2,4 1,5 . 1,7 2,0 1,7 . - - - - - -Συνολικό ωριαίοκόστος εργασίας 3) 2,5 1,7 . 2,0 2,0 2,4 . - - - - - -Τιμές πετρελαίου(ευρώ/βαρέλι) 4) 17,1 12,0 17,1 10,3 15,0 19,7 23,0 21,8 20,8 23,5 24,8 24,9 27,6Τιμές εμπορευμάτων 5) 12,9 -12,5 -3,1 -16,0 -8,2 1,1 14,0 6,6 10,7 11,9 19,3 19,4 20,0

Πίνακας 1Η εξέλιξη των τιμών και του κόστους στη ζώνη του ευρώ(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές, εκτός εάν σημειώνεται διαφορετικά)

Πηγή: Eurostat, εθνικά στοιχεία, Διεθνές Χρηματιστήριο Πετρελαίου, HWWA Institut für Wirtschaftsforschung (Hamburg) και υπολογισμοί ΕΚΤ.1) Δεν περιλαμβάνονται οι κατασκευές.2) Σύνολο οικονομίας.3) Σύνολο οικονομίας (πλην γεωργίας, δημόσιας διοίκησης, εκπαίδευσης, υγείας και λοιπών υπηρεσιών).4) Αργό εμπλουτισμένο Brent (παράδοση μετά από ένα μήνα). Μέχρι και το Δεκέμβριο του 1998, τιμές σε ECU.5) Δεν περιλαμβάνεται η ενέργεια. Τιμές σε ευρώ. Μέχρι και το Δεκέμβριο του 1998, τιμές σε ECU.

27Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

δεκάμηνη βάση στο 1,7%, έναντι 0,8% το Δε-κέμβριο του 1998. Ο δωδεκάμηνος πληθω-ρισμός επιταχύνθηκε περαιτέρω στο 2,0% τονΙανουάριο του 2000, αντανακλώντας κυρίωςτη συνεχή αύξηση των τιμών του πετρελαίου.

Στη διάρκεια του 1999, οι τιμές του πετρελαίουαυξήθηκαν από 10,3 ευρώ το βαρέλι το πρώτοτρίμηνο στα 23,0 ευρώ το βαρέλι κατά μέσοόρο το τέταρτο τρίμηνο, αντανακλώντας τησταδιακή αλλά σημαντική ανάκαμψη της τιμήςτου πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά, καθώςκαι την υποτίμηση της συναλλαγματικήςισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ.Η αύξηση αυτή, η οποία αντέστρεψε τησταθερή μείωση που είχε παρατηρηθεί το1998, αντικατοπτρίστηκε σύντομα στηνκατηγορία του ΕνΔΤΚ που αφορά τις τιμέςενέργειας. Μέχρι το Δεκέμβριο του 1999, οιτιμές της ενέργειας, που εμπεριέχουν έναμεγάλο τμήμα που αφορά έμμεσους φόρους,είχαν παρουσιάσει ετήσια αύξηση κατά 10%,η οποία ως επί το πλείστον εντοπιζόταν στιςτιμές των υγρών καυσίμων. Οι λοιπές

υποκατηγορίες της ενέργειας είτε παρου-σίασαν μια πιο σταθερή πορεία αύξησης είτε,όπως στην περίπτωση των τιμών τουηλεκτρικού ρεύματος σε ορισμένες χώρες τηςζώνης του ευρώ, δέχθηκαν καθοδικές πιέσειςπου σχετίζονταν με την απελευθέρωση τωναγορών. Επιπλέον, οι αυξανόμενες τιμές τουπετρελαίου αντισταθμίστηκαν μέχρις ενόςβαθμού από τις καθοδικές πιέσεις πουάσκησαν άλλες τιμές. Συγκεκριμένα, οι τιμέςτων μη βιομηχανοποιημένων ειδών διατροφήςείχαν σημαντική αρνητική συμβολή στο ρυθμόαύξησης των τιμών καταναλωτή.

Πιο υποτονικές αυξήσεις στις τιμές των μηεποχικών αγαθών

Εκτός από τις σχετικά ευμετάβλητες κατη-γορίες του ΕνΔΤΚ που περιγράφηκαν παρα-πάνω, οι αυξήσεις των τιμών καταναλωτή ήτανπολύ πιο συγκρατημένες το 1999, ενώ ορυθμός αύξησης του ΕνΔΤΚ εκτός ενέργειαςκαι εποχικών ειδών διατροφής μειώθηκε στο

Διάγραμμα 8Ανάλυση του πληθωρισμού (ΕνΔΤΚ) στη ζώνη του ευρώ σε κατηγορίες(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές, μηνιαία στοιχεία)

1996 1997 1998 1999-6

-4

-2

0

2

4

6

8

10

12

-6

-4

-2

0

2

4

6

8

10

12

βιομηχανικά αγαθά εκτός ενέργειαςενέργεια

γενικός ΕνΔΤΚυπηρεσίες

μη βιομηχανοποιημένα είδη διατροφήςβιομηχανοποιημένα είδη διατροφής

Πηγή: Eurostat.

28 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Πλαίσιο 3Οι επιδράσεις της απελευθέρωσης των αγορών στις τιμές καταναλωτή

Σε διάφορους τομείς της οικονομίας της ζώνης του ευρώ, γίνονται συνεχείς προσπάθειες απελευθέρωσης των αγορών προκειμένου

να εξασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις λειτουργούν με εμπορικά κριτήρια και μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η διαδικασία

αυτή, η οποία βελτιώνει γενικότερα την αποτελεσματική χρήση των πόρων, θεωρείται ότι συμβάλλει στη συνολική οικονομική

ευημερία. Σε πολλές περιπτώσεις, η διαδικασία της απελευθέρωσης μπορεί να προκαλέσει καθοδικές πιέσεις στις τιμές και στα

περιθώρια κέρδους. Η απελευθέρωση των αγορών συνεχίστηκε το 1999 και, μολονότι είναι δύσκολο να διακρίνουμε ποιες

επιδράσεις στις τιμές οφείλονται στην απελευθέρωση και ποιες σε άλλους παράγοντες, όπως οι τεχνολογικές αλλαγές, συνδέθηκε

με περαιτέρω μείωση των τιμών σε ορισμένα αγαθά και ιδίως υπηρεσίες.

Η αγορά τηλεπικοινωνιών είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποδεικνύει σε ποια έκταση ο αυξημένος ανταγωνισμός

επηρέασε τις τιμές καταναλωτή. Ενώ η απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιακών αγορών της ΕΕ άρχισε σε μερικές χώρες στη

δεκαετία του 1980, επιταχύνθηκε κατά τη δεκαετία του 1990, παράλληλα με τη ραγδαία εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών. Κατ΄

αρχήν οι περισσότερες αγορές τηλεπικοινωνιών στην ΕΕ έχουν αφεθεί εντελώς ελεύθερες στον ανταγωνισμό από την 1η Ιανουαρίου

1998, μετά την εφαρμογή μιας σειράς Οδηγιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Περαιτέρω σημαντικές μειώσεις των τιμών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών το 1999

Η συνεχιζόμενη αύξηση του ανταγωνισμού αντανακλάται στις τιμές καταναλωτή, όπως μετρούνται με τον υποδείκτη του

Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) που αφορά τηλεπικοινωνιακό και τηλεομοιοτυπικό εξοπλισμό και υπηρεσίες.

Στη διετία από το Δεκέμβριο 1997 έως το Δεκέμβριο του 1999, ο υποδείκτης αυτός ως απόλυτο μέγεθος μειώθηκε κατά ποσοστό

ελαφρώς άνω του 7,1%. Στο βαθμό που χρειάζεται χρόνος για να περιληφθούν στο δείκτη οι νέοι χρήστες, ο ΕνΔΤΚ ενδέχεται να

μην αντανακλά πλήρως τη μείωση των τιμών. Σε σχέση με τον γενικό ΕνΔΤΚ, αλλά και σε σχέση με τις τιμές των υπηρεσιών, η

μείωση ήταν ακόμη εντονότερη (βλ. το διάγραμμα παραπάνω). Εξάλλου, φαίνεται πιθανό να έχει οξυνθεί ο ανταγωνισμός ανά τη

ζώνη του ευρώ κατά το 1999 και ως εκ τούτου η μείωση των τιμών ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτη. Σημαντικές μειώσεις

παρατηρήθηκαν στη Γερμανία, την Ολλανδία, την Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο. Στη Φινλανδία, όπου η διαδικασία

απελευθέρωσης είχε αρχίσει πολύ ενωρίτερα, οι πρόσφατες μειώσεις των τιμών ήταν λιγότερο σημαντικές. Σε ορισμένες άλλες

χώρες της ζώνης του ευρώ, τα οφέλη από τον αυξημένο ανταγωνισμό φθάνουν στους καταναλωτές πιο σταδιακά με τη μορφή

βαθμιαίων μειώσεων των τιμών ή μέσω της επιβολής ορίων τιμών που καθορίζονται από την οικεία εθνική αρχή.

Είναι πιθανόν οι μειώσεις των σχετικών τιμών που παρουσιάζονται σχηματικά ανωτέρω να ώθησαν σε αυξημένη ζήτηση

τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού και υπηρεσιών. Παράδειγμα είναι η αυξημένη προσφορά τεχνολογίας κινητής τηλεφωνίας, η οποία

Εξοπλισμός και υπηρεσίες τηλεφωνίας και τηλεομοιοτυπίας(δείκτης: Δεκέμβριος 1997 = 100, μηνιαία στοιχεία)

Πηγές: Eurostat και υπολογισμοί της ΕΚΤ.

1998 1999

90

92

94

96

98

100

102

90

92

94

96

98

100

102

α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ τρ.

απόλυτο επίπεδο τιμών επίπεδο τιμών σε σχέση με τον ΕνΔΤΚεπίπεδο τιμών σε σχέση με την κατηγορία των υπηρεσιών

29Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

χαρακτηρίζεται από χαμηλό κόστος και υψηλή ποιότητα. Ωστόσο, ο ρόλος των τεχνολογικών καινοτομιών δεν μπορεί να διαχωριστεί

πλήρως από τη διαδικασία απελευθέρωσης των αγορών, επειδή ο αυξημένος ανταγωνισμός μπορεί να έδωσε επιπλέον κίνητρα στις

επιχειρήσεις να εισαγάγουν καινοτομίες και να δραστηριοποιηθούν στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης. Επιπλέον, το 1999

παρατηρήθηκε αύξηση των συγχωνεύσεων στον εν λόγω τομέα, η οποία έχει προοπτικές να εξελιχθεί σε περαιτέρω μειώσεις των

τιμών, εάν επιτύχει να προκαλέσει πρόσθετα οφέλη αποτελεσματικότητας.

Ορισμένες ενδείξεις ότι αρχίζει η απελευθέρωση στον τομέα της ενέργειας το 1999

Ενώ η απελευθέρωση του ευρωπαϊκού τομέα ενέργειας εμφανίζει χρονική υστέρηση σε σχέση με τις προαναφερθείσες εξελίξεις

του τομέα των τηλεπικοινωνιών, σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ υπήρξαν ενδείξεις ότι και ο τομέας αυτός άρχισε να

απελευθερώνεται προς το τέλος του 1999. Είχε προηγηθεί μια σειρά από πρωτοβουλίες της ΕΕ με στόχο την εγκαθίδρυση

εσωτερικής αγοράς για την παροχή ενέργειας. Η Οδηγία του 1996 για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και η Οδηγία του 1998 για

την αγορά αερίου είχαν σκοπό να εξασφαλίσουν ότι οι επιχειρήσεις στους εν λόγω τομείς μπορούν να λειτουργούν σε εμπορικά

κριτήρια και σε ένα περιβάλλον ανοικτό στον ανταγωνισμό. Για την εφαρμογή της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια ορίστηκε

προθεσμία μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου, μολονότι παραχωρήθηκε μεταβατική περίοδος ενός έτους στην περίπτωση της Ιρλανδίας και

του Βελγίου και δύο ετών στην περίπτωση της Ελλάδος. Η Οδηγία καλεί τα κράτη-μέλη να απελευθερώσουν κατ΄ αρχάς το 25%

των αγορών τους και το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί στο 1/3 περίπου έως το 2003. Ωστόσο, ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ

έχουν ήδη προχωρήσει πέρα από αυτές τις απαιτήσεις. Για την εφαρμογή της Οδηγίας για την αγορά αερίου ορίστηκε προθεσμία

μέχρι τις 10 Αυγούστου 2000 στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Σύμφωνα με την Οδηγία, τουλάχιστον 28% της αγοράς θα πρέπει να έχει

απελευθερωθεί μέχρι το 2003 και το ποσοστό αυτό θα φθάσει το 33% έως το 2008.

Μέχρι στιγμής, είναι δύσκολο να εντοπιστούν σαφείς ενδείξεις γενικευμένων καθοδικών πιέσεων επί των τιμών και των περιθωρίων

κέρδους στις αγορές ενέργειας της ζώνης του ευρώ. Και τούτο εν μέρει διότι στις περισσότερες χώρες της ζώνης του ευρώ η

διαδικασία απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας μόλις άρχισε. Οι εξελίξεις των τιμών στον τομέα αυτό μπορεί επίσης να

επηρεαστεί από άλλους παράγοντες, π.χ. από μεταβολές των τιμών των ακατέργαστων καυσίμων, από κυβερνητικούς κανονισμούς

ή από τη φορολόγηση της ενέργειας. Παρ όλα αυτά, οι αποκλίσεις των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος μεταξύ των χωρών της

ζώνης του ευρώ υποδηλώνουν ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για μείωση των τιμών. Πράγματι, προς τα τέλη του 1999, οι

τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος άρχισαν να μειώνονται σε κάποιες χώρες, κυρίως στη Γερμανία. Η πτώση των τιμών δεν οφείλεται

μόνο στον υπάρχοντα ανταγωνισμό. Σε ορισμένες χώρες που δεν άνοιξαν τελείως την αγορά τους, οι τιμές καταναλωτή έχουν

μειωθεί, καθώς αναμένεται να αλλάξουν οι συνθήκες προσφοράς και ζήτησης με το πλήρες άνοιγμα της αγοράς.

Ενώ οι επιδράσεις της απελευθέρωσης και του αυξημένου ανταγωνισμού έχουν εκδηλωθεί κυρίως στον τομέα των τηλεπικοινωνιών

και της ηλεκτρικής ενέργειας, είναι πιθανό τα προσεχή χρόνια να παρατηρηθούν και σε άλλους τομείς, όπως η αγορά αερίου και οι

μεταφορές.

1,0% έναντι 1,4% κατά μέσο όρο το 1998.Αυτό αντανακλά σημαντικές μειώσεις στορυθμό αύξησης των τιμών των βιομηχανικώναγαθών εκτός ενέργειας, των υπηρεσιών καιτων βιομηχανοποιημένων ειδών διατροφής.Στην κατηγορία του ΕνΔΤΚ που αφορά ταβιομηχανικά αγαθά πλην ενέργειας, η αύξησητων τιμών παραγωγού μετακυλίστηκε σεσχετικά περιορισμένη έκταση το 1999. Οιεξελίξεις στις τιμές παραγωγού με τη σειράτους αντανακλούσαν αυξήσεις των τιμών τουπετρελαίου και των λοιπών εμπορευμάτων, ηδε αύξηση στην τελευταία αυτή κατηγορίαοφειλόταν κυρίως στην υποτίμηση της

ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικήςισοτιμίας του ευρώ. Σε σύγκριση με μέσηαύξηση κατά 0,9% το 1998, οι τιμές τωνβιομηχανικών αγαθών εκτός ενέργειας είχανσημειώσει δωδεκάμηνο ρυθμό ανόδου 0,5%μέχρι το Δεκέμβριο του 1999. Παρομοίως, ορυθμός αύξησης των τιμών των υπηρεσιώνπαρέμεινε υποτονικός στη διάρκεια του έτουςκαι διαμορφώθηκε στο 1,6% το Δεκέμβριο του1999, δηλ. 0,3 της εκατοστιαίας μονάδαςχαμηλότερα από τη μέση αύξηση των τιμώντων υπηρεσιών το 1998. Οι εξελίξεις αυτέςαντανακλούν την ελαφρώς υψηλότερη αλλάκαι πάλι συγκρατημένη αύξηση του κόστους

30 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

εργασίας στη ζώνη του ευρώ (βλ. κατωτέρω)καθώς και καθοδικές πιέσεις στα περιθώριακέρδους ορισμένων τομέων με πιο εμφανέςπαράδειγμα αυτό των τηλεπικοινωνιών λόγωτης απελευθέρωσης της αγοράς. (Περαιτέρωανάλυση αυτών των επιδράσεων βλ. στοΠλαίσιο 3).

Άνοδος του κόστους εργασίας ανά μονάδαπροϊόντος αλλά οι αυξήσεις των μισθώνπαρέμειναν συγκρατημένες

Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντοςυπολογίζεται ότι παρουσίασε δωδεκάμηνορυθμό αύξησης 1,6% μέχρι το β΄ τρίμηνο του1999 έναντι του αντίστοιχου τριμήνου τουπροηγούμενου έτους, ενώ κατά το 1998 είχεπαραμείνει αμετάβλητο σε μέσα επίπεδα (βλ.Πίνακα 1). Η αύξηση αυτή αντανακλά κυρίωςτη μικρότερη αύξηση της παραγωγικότητας σεσυνδυασμό με την επιβράδυνση της οι-κονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώτο 1998, καθώς και κάποια αύξηση τηςονομαστικής αμοιβής ανά απασχολούμενο.Επίσης, ο ρυθμός αύξησης του συνολικού

ωριαίου κόστους εργασίας παρουσίασεανοδική κίνηση και διαμορφώθηκε σε μέσοεπίπεδο 2,4% το γ΄ τρίμηνο έναντι τουαντίστοιχου τριμήνου του προηγούμενουέτους. Σ αυτό το πλαίσιο, γ΄ τρίμηνο, ηυψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας, σεσυνδυασμό με τη σταδιακή ενίσχυση τηςοικονομικής δραστηριότητας, οδήγησε σεεπιβράδυνση του ρυθμού αύξησης τουκόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, οοποίος διαμορφώθηκε στο 0,7% έναντι τουαντίστοιχου τριμήνου του 1998. Εκτιμάται ότιτα περιθώρια κέρδους μειώθηκαν οριακά το1999 σε σύγκριση με το 1998. Η εξέλιξη αυτήεξηγείται από την προαναφερόμενη αύξησητου κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντοςκαι από τις υψηλότερες τιμές της ενέργειαςκαι των συντελεστών παραγωγής εκτόςπετρελαίου (όπως αντανακλώνται π.χ. στιςτιμές των ενδιάμεσων αγαθών). Σε ορισμένουςτομείς, όπως προαναφέρθηκε, οι δυνάμεις τουανταγωνισμού μπορεί επίσης να συγκράτησαντις επιχειρήσεις να μη μετακυλίσουν τοαυξημένο κόστος των συντελεστών παρα-γωγής στις γενικές τιμές καταναλωτή.

31Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

4 Η εξέλιξη της παραγωγής, της ζήτησης και της αγοράς εργασίας

Προοδευτική ανάκαμψη του ρυθμούαύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κατά τηδιάρκεια του 1999

Η οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη τουευρώ το 1999 χαρακτηρίστηκε από προο-δευτική ανάκαμψη του ρυθμού αύξησης τηςπαραγωγής, μετά την επιβράδυνση πουπαρατηρήθηκε στη διάρκεια του 1998. Εκ τωνυστέρων φαίνεται ότι οι δυσμενείς επιδράσειςτης κρίσης που έπληξε τις χώρες μεαναδυόμενες αγορές στην άνοδο της οι-κονομικής δραστηριότητας της ζώνης τουευρώ είχαν μάλλον περιορισμένη διάρκεια καιμέγεθος. Οι φθινοπωρινές προβλέψεις για τηναύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της ζώνης τουευρώ για το 1999 και το 2000, οι οποίεςαντανακλούν τις βελτιωμένες προοπτικές γιατην οικονομική ανάπτυξη στη διάρκεια τουέτους, ήταν ως επί το πλείστον αναθεωρη-μένες ελαφρά προς τα άνω, σε σύγκριση μετις τελευταίες προβλέψεις την άνοιξη τουπροηγούμενου έτους.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Eurostat για τη ζώνητου ευρώ, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικούΑΕΠ συνολικά το 1999 έφθασε στο 2,2%, δηλαδήήταν σαφώς χαμηλότερος από το 2,8% τουπροηγούμενου έτους (βλ. Πίνακα 2). Εντούτοις,αυτός ο ρυθμός αύξησης για ολόκληρο το έτοςσυγκαλύπτει την επιτάχυνση του ετήσιου ρυθμούαύξησης μεταξύ του πρώτου και του δεύτερουεξαμήνου του 1999, από 1,7% σε 2,7%. Έτσι, ορυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας ανέκαμψεαρκετά σύντομα και κινήθηκε σε επίπεδα πουθεωρούνται διατηρήσιμα μεσοπρόθεσμα (2-2,5%). Ο δυναμισμός που παρατηρήθηκε κατάτο δεύτερο εξάμηνο του προηγούμενου έτους,όπως αντανακλάται στην ανά τρίμηνο αύξησητου πραγματικού ΑΕΠ με ρυθμό περίπου 1%,αναμένεται να διατηρηθεί και το 2000. Σε επίπεδοεπιμέρους κρατών-μελών, οι επιδόσεις ως προςτην οικονομική ανάπτυξη το 1999 ήταν κάπωςαποκλίνουσες, σύμφωνα με τις προβλέψεις όμωςοι διαφορές μεταξύ των ρυθμών ανάπτυξης θαπεριοριστούν το 2000 (βλ. Πλαίσιο 4).

Πίνακας 2Σύνθεση της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ(εκατοστιαίες μεταβολές, εκτός εάν σημειώνεται διαφορετικά, εποχικά διορθωμένες)

Ετήσιοι ρυθμοί 1) Τριμηνιαίοι ρυθμοί 2)

1997 1998 1999 1998 1999 1999 1999 1999 1998 1999 1999 1999 1999δ΄ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ. δ΄ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ.

Πραγματικό ακαθάριστοεγχώριο προϊόν 2,3 2,8 2,2 2,0 1,7 1,8 2,3 3,1 0,2 0,6 0,5 1,0 0,9εκ του οποίου:Εγχώρια ζήτηση 1,7 3,4 2,8 3,1 2,8 2,7 2,7 3,0 0,8 0,9 0,4 0,6 1,1Ιδιωτική κατανάλωση 1,5 3,0 2,5 3,1 2,8 2,4 2,4 2,6 0,6 0,7 0,3 0,7 0,8Δημόσια κατανάλωση 0,7 1,2 1,2 1,0 1,2 0,9 1,2 1,3 0,2 0,8 -0,1 0,2 0,3Ακαθάριστες επενδύσειςπάγιου κεφαλαίου 2,2 4,4 4,5 3,8 3,6 5,1 4,8 4,6 0,6 1,6 0,7 1,7 0,5Μεταβολές αποθεμάτων 3) 4) 0,3 0,5 0,1 0,3 0,2 0,1 0,0 0,2 0,2 -0,1 0,1 -0,3 0,4Καθαρές εξαγωγές 3) 0,6 -0,5 -0,5 -1,1 -1,0 -0,9 -0,2 0,2 -0,5 -0,3 0,1 0,4 -0,1Εξαγωγές 5) 10,1 6,7 3,9 2,0 0,7 2,1 5,2 7,7 -0,9 0,4 2,4 3,3 1,4Εισαγωγές 5) 8,7 9,1 5,7 5,6 4,0 5,0 6,4 7,5 0,7 1,4 2,1 2,1 1,8

Πηγή: Eurostat και υπολογισμοί της ΕΚΤ.1) Ετήσιοι ρυθμοί: εκατοστιαία μεταβολή έναντι της ίδιας περιόδου του προηγούμενου έτους.2) Τριμηνιαίοι ρυθμοί: εκατοστιαία μεταβολή έναντι του προηγούμενου τριμήνου.3) Συμβολή στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, σε εκατοστιαίες μονάδες.4) Συμπεριλαμβάνεται η καθαρή κτήση τιμαλφών.5) Οι εξαγωγές και οι εισαγωγές καλύπτουν αγαθά και υπηρεσίες και συμπεριλαμβάνουν το διασυνοριακό εμπόριο εντός της ζώνης του ευρώ. Το εμπόριο

εντός της ζώνης του ευρώ μπορεί να συμπεριλαμβάνεται στα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Συνεπώς, αυτά ταστοιχεία δεν είναι πλήρως συγκρίσιμα με τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών.

32 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Πλαίσιο 4Αποκλίσεις ως προς τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και πληθωρισμού στη ζώνητου ευρώ

Το 1999 παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των επιμέρους χωρών της ζώνης του ευρώ τόσο ως προς τους ρυθμούς

ανάπτυξης όσο και ως προς τους ρυθμούς πληθωρισμού (βλ. τον πίνακα παρακάτω). Παρόλο που οι διαφορές πληθωρισμού και

ρυθμών ανάπτυξης αναμένεται να μειωθούν κάπως την προσεχή διετία σύμφωνα με τις διαθέσιμες προβλέψεις των κυριότερων

διεθνών οργανισμών, όπως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν είναι βάσιμο να αναμένεται ότι στο μέλλον οι διαφορές θα εκλείψουν

παντελώς, με βάση την εμπειρία από άλλες μεγάλες περιοχές ενιαίου νομίσματος, όπως οι ΗΠΑ.

Όσον αφορά τις πρόσφατες εξελίξεις της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ, οι υψηλότεροι ρυθμοί για το 1999 εκτιμάται ότι

σημειώθηκαν στην Ιρλανδία (9,4%) και το Λουξεμβούργο (5,0%), καθώς και στην Ισπανία (3,7%), τη Φινλανδία και την Ολλανδία

(και στις δύο 3,5%). Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Πορτογαλία (2,9%) και τη Γαλλία (2,7%) υπερέβαινε επίσης τον

αντίστοιχο ρυθμό ολόκληρης της ζώνης, μολονότι σε μικρότερο βαθμό. Στην Ιταλία (1,4%) και τη Γερμανία (1,5%) αντίθετα, η

ανάπτυξη ήταν σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι για το σύνολο της ζώνης του ευρώ. Στην πραγματικότητα, η απόκλιση των ρυθμών

οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ των χωρών (με βάση τη μη σταθμισμένη τυπική απόκλιση) μειώθηκε το 1999. Ενώ η ανάπτυξη

επιβραδύνθηκε στις περισσότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, η επιβράδυνση ήταν γενικώς εντονότερη σε όσες χώρες είχαν

σημειώσει τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης το 1998. Τα προσεχή έτη η άνοδος της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να

επιβραδυνθεί κάπως σε ορισμένες από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες. Στο μέλλον, αναμένεται επίσης περαιτέρω

σύγκλιση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, καθώς παρατηρείται ανάκαμψη από το β΄ εξάμηνο του 1999 και εξής στις χώρες

που είχαν βραδύτερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.

Υπενθυμίζεται ότι οι διαφορές μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ ως προς τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης αντανακλούν

τις διαφορετικές μακροχρόνιες τάσεις καθώς και κυκλικές αποκλίσεις (βλ. το άρθρο Μακροχρόνιες εξελίξεις και κυκλικές

διακυμάνσεις των βασικών οικονομικών δεικτών στις χώρες της ζώνης του ευρώ στο τεύχος Ιουλίου 1999 του Μηνιαίου Δελτίου

της ΕΚΤ). Ειδικότερα, υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης σημειώθηκαν σε ορισμένες χώρες που βρίσκονται σε διαδικασία σύγκλισης.

Οι διαφορές ως προς τους ρυθμούς ανάπτυξης ενδέχεται ακόμη να αντανακλούν την πρόοδο που σημειώνεται στην εφαρμογή

διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, οι χώρες μπορεί να βρίσκονται σε διαφορετική φάση του οικονομικού

κύκλου ή να έχουν αντιδράσει, άλλη περισσότερο και άλλη λιγότερο, στην επιβράδυνση που παρατηρήθηκε στο παγκόσμιο

περιβάλλον κατά τη διετία 1997-98. Από μια πιο μακροχρόνια σκοπιά, το μέγεθος των πρόσφατων αποκλίσεων φαίνεται να είναι

παρόμοιο με αποκλίσεις που έχουν σημειωθεί στο παρελθόν.

Οι διαφορές ως προς τους ρυθμούς πληθωρισμού υπήρξαν λιγότερο έντονες και οι ρυθμοί πληθωρισμού έχουν ήδη περιοριστεί σε

ένα αρκετά στενό φάσμα, σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη της δεκαετίας του 1990. Στην Ιρλανδία, οι τιμές καταναλωτή, όπως

μετρούνται με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), αυξήθηκαν κατά 2,5% το 1999. Η αύξηση του

ΕνΔΤΚ στην Ισπανία και την Πορτογαλία ήταν 2,2% και στην Ολλανδία 2,0%. Οι μικρότερες αυξήσεις σημειώθηκαν στην

Αυστρία (0,5%), τη Γερμανία και τη Γαλλία (0,6% και στις δύο). Στο μέλλον μπορεί να αναμένεται περαιτέρω σύγκλιση των

ΒΕΛ ΓΕΡ ΙΣΠ ΓΑΛ ΙΡΛ ΙΤΑ ΛΟΥ ΟΛΛ ΑΥΣ ΠΟΡ ΦΙΝΠραγματικό ΑΕΠ1998 2,7 2,2 4,0 3,2 8,9 1,5 5,0 3,7 2,9 3,8 5,01999 2,3 1,5 3,7 2,7 9,4 1,4 5,0 3,5 2,2 2,9 3,5

ΕνΔΤΚ1998 0,9 0,6 1,8 0,7 2,1 2,0 1,0 1,8 0,8 2,2 1,41999 1,1 0,6 2,2 0,6 2,5 1,7 1,0 2,0 0,5 2,2 1,3

Πηγές: Eurostat και εθνικά στοιχεία.

Αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και πληθωρισμός με βάση τον ΕνΔΤΚ στις χώρες της ζώνης του υρώ(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές)

33Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

ρυθμών πληθωρισμού. Οι διαφορές πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ εξετάστηκαν επαρκώς στο τεύχος Οκτωβρίου 1999 του

Μηνιαίου Δελτίου της ΕΚΤ (βλ. το άρθρο Διαφορές πληθωρισμού σε μια νομισματική ένωση). Οι εξελίξεις των τιμών ενδέχεται

να διαφέρουν μεταξύ των χωρών για διάφορους λόγους: επειδή ποικίλλουν οι συντελεστές στάθμισης των επιμέρους κατηγοριών

που απαρτίζουν τους εθνικούς ΕνΔΤΚ, εξαιτίας μιας διαδικασίας σύγκλισης των τιμών (λόγω της Νομισματικής Ένωσης και της

αυξημένης διαφάνειας των τιμών) ή εξαιτίας επιδράσεων από τη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης. Οι αποκλίνουσες εξελίξεις

των τιμών μπορούν ακόμη να οφείλονται στις υπάρχουσες κυκλικές αποκλίσεις, που συνεπάγονται διαφορετικούς βαθμούς πίεσης

από την πλευρά της ζήτησης ή των μισθών. Επιπλέον, οι διαφορές ως προς το βαθμό ευκαμψίας των εθνικών αγορών αγαθών και

εργασίας μπορεί να εντείνουν τη διαφοροποίηση των συνθηκών των τιμών από χώρα σε χώρα. Η εμπειρία των ΗΠΑ επιβεβαιώνει

ότι μέσα σε μια Νομισματική Ένωση μπορούν να υπάρχουν διαφορές πληθωρισμού και δείχνει ότι οι διαφορές πληθωρισμού που

παρατηρούνται τον τελευταίο καιρό μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ δεν είναι ασυνήθιστου μεγέθους.

Όπως ήδη σημειώθηκε, λόγω των διαρθρωτικών αλλαγών, και μάλιστα αυτών που συνδέονται με την εισαγωγή του ευρώ, είναι

πιθανόν στο μέλλον να αλλάξει η σημερινή εικόνα όσον αφορά τις διαφορές ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και πληθωρισμού

μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ. Η ΕΚΤ παρακολουθεί στενά σε ποιο βαθμό οι διαφορές μεταξύ των χωρών είναι

μονιμότερες ή διευρύνονται. Ωστόσο, η νομισματική πολιτική του Ευρωσυστήματος βασίζεται στις εξελίξεις όλης της ζώνης του

ευρώ. Εάν και εφόσον οι περιστάσεις απαιτήσουν τη λήψη μέτρων, κάτι τέτοιο θα ήταν ευθύνη άλλων μέσων εθνικής πολιτικής

(όπως και οι περιφερειακές εξελίξεις αντιμετωπίστηκαν μέχρι σήμερα από άλλες πολιτικές εκτός της νομισματικής). Έχει γίνει

πολύς λόγος για το ζήτημα ότι η κινητικότητα εργασίας στη ζώνη του ευρώ (και εντός των χωρών) είναι σχετικά χαμηλή και δεν

είναι πιθανό με αποτελέσει σπουδαίο μέσο προσαρμογής. Συνεπώς είναι σημαντικό να αυξηθεί η ευκαμψία της αγοράς εργασίας. Η

δημοσιονομική πολιτική μπορεί επίσης να παίξει ρόλο στην αντιμετώπιση διαταραχών που αφορούν μεμονωμένες χώρες. Ωστόσο,

αυτό προϋποθέτει την επίτευξη επαρκών περιθωρίων ασφαλείας στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Συνολικά, οι αποκλίσεις των οικονομικών εξελίξεων μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ τονίζουν την ανάγκη διαρθρωτικών

μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων και δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Το 1999 η μετάβαση στο νέο ΕυρωπαϊκόΣύστημα Λογαριασμών του 1995 (ΕΣΛ 95)αποτέλεσε έναν πρόσθετο λόγο αβεβαιότηταςπέραν αυτής που συνήθως περιβάλλει τιςεκτιμήσεις για το ΑΕΠ. Η μετάβαση αυτήκαθαυτή συνεπαγόταν σαφή βελτίωση όσοναφορά τη μεθοδολογία, τη συγκρισιμότητα, τησυχνότητα και την έγκαιρη κατάρτιση τωνστοιχείων, αλλά η πρακτική της εφαρμογήχαρακτηρίστηκε από απρόβλεπτες καθυ-στερήσεις, ενώ στοιχεία που δημοσιεύθηκανστη διάρκεια του 1999 έδειξαν, εν μέρει, ότιοι αναθεωρήσεις ήταν μεγαλύτερες από ό,τι αναμενόταν. Επειδή η εμπειρία από τηνκατάρτιση στοιχείων σύμφωνα με τη μεθο-δολογία του νέου ΕΣΛ 95 είναι σχετικά μικρή,ενδέχεται και στο μέλλον να γίνονταιαναθεωρήσεις εκ των υστέρων λόγω τηςμετάβασης στο νέο σύστημα, γι αυτό τα πιοπρόσφατα στοιχεία για το ΑΕΠ πρέπει ναερμηνεύονται με κάποια επιφύλαξη.

Η εγχώρια ζήτηση εμφανίζεται αρκετάσθεναρή, ενώ η συνολική δυναμικήκαθορίζεται από τις καθαρές εξαγωγές

Όσον αφορά τις κύριες συνιστώσες του ΑΕΠ,δύο βασικά γνωρίσματα χαρακτηρίζουν ου-σιαστικά την οικονομική ανάπτυξη το 1999.Πρώτον, η ισχυρή άνοδος της τελικήςεγχώριας ζήτησης εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιαποιο λόγο η επιβράδυνση της δραστηριότηταςμεταξύ 1998 και 1999 ήταν τελικά λιγότεροέντονη από ό,τι μεταξύ 1995 και 1996.Δεύτερον, η κυκλική επιβράδυνση στο τέλοςτου 1998 οφείλεται στη χειροτέρευση τωνευκαιριών για εξαγωγές προς τρίτες χώρες,ακριβώς όπως και η ανάκαμψη τηςοικονομικής ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ το1999 αντανακλούσε κυρίως τις βελτιωμένεςεπιδόσεις του εξωτερικού τομέα. Κατά τηδιάρκεια του έτους, η συμβολή της εγχώριαςζήτησης στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠγινόταν όλο και περισσότερο θετική, ενώ ησυμβολή των καθαρών εξαγωγών παρουσίασεεπίσης τάση βελτίωσης (βλ. Διάγραμμα 9).

34 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Με αρνητική συμβολή κατά 0,5 της εκα-τοστιαίας μονάδας στην αύξηση του ΑΕΠ,οι καθαρές εξαγωγές είχαν ανασταλτικήεπίδραση στη συνολική αύξηση του ΑΕΠ το1999, αν και, με βάση τις ανά τρίμηνο εξελίξεις,η συμβολή τους έγινε θετική το β΄ και γ΄τρίμηνο. Πέρα από τη σταθεροποίηση και τησταδιακή ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης,η εν λόγω βελτίωση αντανακλά, εν μέρει, καιτην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των τιμών.Ενώ οι αρνητικές επιδράσεις στην εγχώριαοικονομική δραστηριότητα, λόγω των κρίσεωνπου διέρχονται οι οικονομίες των χωρών μεαναδυόμενες αγορές, ενισχύθηκαν από τηνυψηλή εξωτερική αξία του ευρώ στην αλλαγήτου έτους 1998/1999, η υποτίμηση του ευρώπερί τα μέσα του 1999 στήριξε τις εξαγωγέςτης ζώνης του ευρώ. Ως εκ τούτου, η αύξησητων εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιώνεμφάνισε έντονη ανάκαμψη και ήταν ταχύτερηαπό την αύξηση των εισαγωγών κατά το β΄και γ΄ τρίμηνο του 1999.

Η εγχώρια ζήτηση παρέμεινε αρκετά ισχυρή το1999 και επεκτάθηκε με ετήσιο ρυθμό περίπου3% κάθε τρίμηνο. Η αρκετά σταθερή αύξηση τηςιδιωτικής κατανάλωσης ήταν σε μεγάλο βαθμό

υπεύθυνη για την έντονη αύξηση της εγχώριαςζήτησης. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών, ηοποία στις αρχές του 1999 έφθασε στουψηλότερο επίπεδο που έχει σημειωθεί ποτέ,παρέμεινε αρκετά υψηλότερη από τομακροχρόνιο μέσο όρο της σε όλη τη διάρκειατου έτους. Το εν λόγω υψηλό επίπεδοεμπιστοσύνης καθώς και η συναφής ευρωστίατης αύξησης της κατανάλωσης οφείλονταιστη συνεχιζόμενη έντονη αύξηση τηςαπασχόλησης, καθώς και στην επιτάχυνση τουρυθμού αύξησης των πραγματικών μισθών σεένα περιβάλλον χαμηλών πραγματικώνεπιτοκίων και σταθερότητας των τιμών. Τοχαμηλό επίπεδο των επιτοκίων, καθώς και οισχετικά ανθηρές αγορές μετοχών και κατοι-κιώνπιθανόν να διευκόλυναν την πιστωτική επέκτασηκαι έτσι να ενίσχυσαν την κατα-νάλωση τωννοικοκυριών. Η δημόσια κατα-νάλωση εμφάνισεμέτρια επέκταση το 1999. Το γεγονός αυτόαντανακλά τη συνεχιζόμενη ανάγκη που υπάρχειστα περισσότερα κράτη-μέλη για περαιτέρωεξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, καθώςκαι την επιθυμία να μειωθεί το σχετικό μέγεθοςτου δημόσιου τομέα στην οικονομία.

Σχετικά με τις συνιστώσες του ΑΕΠ πουαφορούν τις επενδύσεις, η συσσώρευσηκεφαλαίου το 1999 συνολικά φαίνεται ότιπαρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστη απότην επιβράδυνση της συνολικής ζήτησης,δηλαδή της εγχώριας ζήτησης συν τιςεξαγωγές. Οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιουκεφαλαίου το 1999 αυξήθηκαν κατά 4,5%συνολικά, άρα περίπου με τον ίδιο ρυθμόόπως και το 1998. Στην εξέλιξη αυτήσυνέβαλαν διάφοροι παράγοντες. Το γεγονόςότι οι αρνητικές επιδράσεις από τηνπλευρά της ζήτησης ήταν μάλλον βραχύβιες,όπως φαίνεται από την ανάκαμψη τωνεπιχειρηματικών προσδοκιών της βιομηχανίαςμετά το α΄ τρίμηνο του 1999, φαίνεται να έχειπεριορίσει τις δυσμενείς επιπτώσεις στιςεπιχειρηματικές επενδύσεις. Συγκεκριμένα, ηχρησιμοποίηση του εργοστασιακού δυναμικούστον τομέα της μεταποίησης, ως δείκτης τωνπιέσεων που ασκεί η ζήτηση σε σχέση με τιςδυνατότητες της προσφοράς, δεν εμφάνισε το1999 τιμές χαμηλότερες από το μακροχρόνιομέσο όρο της και, ως εκ τούτου, δενσηματοδότησε την ύπαρξη πλεονάζοντος

1998 1999-1,0

-0,5

0,0

0,5

1,0

1,5

-1,0

-0,5

0,0

0,5

1,0

1,5

εγχώρια ζήτησηκαθαρές εξαγωγέςπραγματικό ΑΕΠ 1)

Διάγραμμα 9Συμβολή στην ανά τρίμηνο αύξηση τουπραγματικού ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ(συμβολή ανά τρίμηνο σε εκατοστιαίες μονάδες, εποχικάδιορθωμένα στοιχεία)

Πηγές: Eurostat και υπολογισμοί της ΕΚΤ.1) Εκατοστιαία μεταβολή έναντι του προηγούμενου τριμήνου.

35Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

δυναμικού. Σημαντικό κίνητρο για ναδιατηρηθούν οι επενδυτικές προσπάθειες,όχι μόνο στον επιχειρηματικό τομέα αλλάκαι όσον αφορά τις επενδύσεις σε κατοικίες,ήταν πιθανότατα τα χαμηλά επίπεδα τωνπραγματικών επιτοκίων που επικρατούσανκατά το μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενουέτους. Όσον αφορά την άλλη συνιστώσα τωνεπενδύσεων, οι μεταβολές αποθεμάτων είχανμικρή θετική συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠτο 1999. Αυτή η περιορισμένη επίδρασημπορεί να αποδοθεί στο ότι το επίπεδο τηςαύξησης του πραγματικού ΑΕΠ παρέμεινεσχετικά υψηλό, καθώς και στο γεγονός ότι οιεταιρίες αύξησαν τα αποθέματά τους, αν καιμε χαμηλότερο ρυθμό, ώστε να διατηρήσουνμια επιθυμητή αναλογία μεταξύ αποθεμάτωνκαι προϊόντος. Δεδομένης όμως τηςστατιστικής αβεβαιότητας που συνδέεταιμε την καταγραφή της μεταβολής τωναποθεμάτων στους εθνικούς λογαριασμούς,δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν λεπτομερώςοι πιο συγκεκριμένες επιδράσεις στην εξέλιξητων αποθεμάτων το 1999, όπως αυτές πουλέγεται ότι σχετίζονται με το πρόβλημα τουέτους 2000.

Οι κυκλικές εξελίξεις έγιναν περισσότεροαισθητές στον τομέα της βιομηχανίας

Σε επίπεδο τομέων, τόσο η επιβράδυνση όσοκαι η επακόλουθη ανάκαμψη του ρυθμούαύξησης της συνολικής οικονομικής δρα-στηριότητας εντοπίζονταν κυρίως στοντομέα της βιομηχανίας, ενώ οι εξελίξεις τηςπαραγωγής στους τομείς των υπηρεσιώνφαίνεται ότι παρέμειναν πιο σταθερές. Τογεγονός αυτό αντανακλά τη σχετικά υψηλήσπουδαιότητα της εξωτερικής ζήτησης γιατο προϊόν του τομέα της μεταποίησης,καθώς και της εγχώριας ζήτησης για τιςυπηρεσίες. Οι διαφορετικές μεταξύ τωντομέων πορείες ανάπτυξης αντικατοπτρίζονταιστη διαφορετική εξέλιξη του δείκτηεμπιστοσύνης των καταναλωτών και τουδείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών τηςβιομηχανίας (βλ. Διάγραμμα 10). Αφενός, ημείωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτώναπό το ανώτατο επίπεδο όπου είχε φθάσειστις αρχές του 1999 ήταν περιορισμένη και

πρόσκαιρη, ενώ ο δείκτης αυτός παρέμεινεσε επίπεδα αρκετά υψηλότερα από τομακροχρόνιο μέσο όρο του. Οι επιχειρηματικέςπροσδοκίες της βιομηχανίας, αφετέρου,εμφάνισαν μια πιο παρατεταμένη ύφεση, ηοποία είχε αρχίσει στις αρχές του 1998, καιυποχώρησαν σε επίπεδο χαμηλότερο από τομακροχρόνιο μέσο όρο τους κατά το πρώτοεξάμηνο του 1999. Και οι δύο δείκτες(εμπιστοσύνης και προσδοκιών) ανέκαμψανστη διάρκεια του έτους και, στο τέλος του1999, σχεδόν έφθασαν στα προηγούμεναανώτατα επίπεδά τους.

Η βιομηχανική παραγωγή συνέχισε ναμειώνεται μέχρι τις αρχές του 1999, οπότεσημειώθηκε αντιστροφή της πορείας της, μεθετικούς ρυθμούς αύξησης. Το πρώτο τρίμηνοη παραγωγή ήδη εμφανίστηκε αυξημένη, κατάμέσο όρο, έναντι του τελευταίου τριμήνου του1998. Ενώ η αύξηση της παραγωγής άρχισενα επιταχύνεται μετά τους θερινούς μήνες, ορυθμός αύξησης της παραγωγής στο τέλοςτου έτους ήταν κάπως βραδύτερος από ό,τισε προηγούμενες περιόδους ανάκαμψης.

1998 1999-6

-3

0

3

6

9

12

-6

-3

0

3

6

9

12

εμπιστοσύνη καταναλωτώνεπιχειρηματικές προσδοκίες βιομηχανίας

Διάγραμμα 10Δείκτες εμπιστοσύνης στη ζώνη του ευρώ(διαφορές ποσοστών θετικών και αρνητικών απαντήσεων, μηνιαίαστοιχεία, προσαρμοσμένα ως προς το μέσο όρο)

Πηγή:Έρευνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις Επιχειρήσεις και τουςΚαταναλωτές.Σημείωση: Τα εμφανιζόμενα στοιχεία υπολογίζονται ως αποκλίσεις από τομέσο όρο της περιόδου από τον Ιανουάριο του 1985 και εξής.

36 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Ωστόσο, τα στοιχεία για την παραγωγή κατάτο δ΄ τρίμηνο του 1999 είναι πιθανόν νααναθεωρηθούν προς τα άνω με βάσηπρόσθετες πληροφορίες που έγιναν διαθέ-σιμες μετά τη δημοσίευση των σχετικών στοι-χείων για το Δεκέμβριο του 1999. Λαμβα-νομένου υπόψη αυτού, συνολικά το 1999,η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατάλιγότερο από 2% (βλ. Πίνακα 3). Η αύξησηήταν εντονότερη στους κλάδους παραγωγήςδιαρκών καταναλωτικών αγαθών, με ρυθμό2,3% για ολόκληρο το έτος. Οι εξαγωγές τωνεν λόγω κλάδων πιθανότατα ευνοήθηκαν απόμια σειρά παραγόντων και προ πάντων απότη συνεχιζόμενη ισχυρή καταναλωτική ζήτησηγενικότερα. Συγκεκριμένα, η απελευθέρωσητων αγορών τηλεπικοινωνιών και η πρόοδοςτης τεχνολογίας του Ίντερνετ ενίσχυσε τηνπαραγωγή του συναφούς εξοπλισμού. Στουςκλάδους παραγωγής κεφαλαιακών αγαθών, ηανάκαμψη του ρυθμού ανόδου της παραγωγήςάρχισε κάπως αργότερα από ό,τι σε άλλουςκλάδους, με ρυθμό ανόδου που έφθασε το1,5% συνολικά για το 1999. Τέλος, η ανά-καμψη στους κλάδους παραγωγής ενδιάμεσωναγαθών άρχισε λίγο πριν από ό,τι σταάλλα τμήματα του τομέα της μεταποίησης,αλλά εξελίχθηκε σταδιακά και η αύξηση τηςπαραγωγής δεν ξεπέρασε το 1,5% το 1999.

Συνολικά, το 1999 οι αρνητικές επιπτώσειςτων εξελίξεων που σημειώθηκαν στοεξωτερικό περιβάλλον για την οικονομικήδραστηριότητα της ζώνης του ευρώ ήτανπεριορισμένες και βραχυχρόνιες. Η ανάκαμψητης συνολικής οικονομικής δραστηριότηταςστη διάρκεια του έτους οφειλόταν σε μεγάλοβαθμό στον επιταχυνόμενο ρυθμό αύξησηςτων εξαγωγών και, από την άποψη τωνεξελίξεων στους επιμέρους τομείς, αντανα-κλούσε κυρίως την ανάκαμψη της βιομη-χανικής παραγωγής. Σε συνδυασμό με τηναρκετά σταθερή αύξηση της εγχώριας ζήτησηςκαι του προϊόντος του τομέα των υπηρεσιών,το γεγονός αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάσηγια ευρύτερη οικονομική επέκταση το 2000.

Σταθερή η αύξηση της απασχόλησης το1999

Σύμφωνα με εθνικά στοιχεία, η απασχόλησηστη ζώνη του ευρώ εκτιμάται ότι αυξήθηκε το1999 περίπου με τον ίδιο ρυθμό όπως και το1998, δηλ. 1,4%. Ενώ το γεγονός αυτόυποδηλώνει ότι η επιβράδυνση της οικο-νομικής δραστηριότητας προς το τέλος του1998 και στις αρχές του 1999 δεν επηρέασε,κατά μέσο όρο, τη συνολική αύξηση τηςαπασχόλησης, η επίδρασή της είναι εμφανής

Ετήσιοι ρυθμοί 1) Τριμηνιαίοι ρυθμοί 2)

1997 1998 1999 1998 1999 1999 1999 1999 1998 1999 1999 1999 1999δ΄ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ. δ΄ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ.

Σύνολο βιομηχανίαςπλην κατασκευών 4,4 4,1 1,6 1,6 0,5 0,4 2,1 3,3 -0,2 0,2 0,5 1,4 1,1Μεταποίηση 5,0 4,6 1,6 1,4 0,2 0,3 2,1 3,6 -0,8 0,5 0,6 1,8 0,8κύριες ομάδες βιομηχανικώναγαθών:Ενδιάμεσα αγαθά 5,4 3,7 1,5 0,3 -0,1 0,2 2,7 3,6 -0,2 0,4 0,7 1,5 1,0Κεφαλαιακά αγαθά 5,0 6,8 1,5 4,3 1,1 -0,3 1,3 3,6 0,0 -0,2 0,3 1,5 1,3Καταναλωτικά αγαθά 2,7 3,1 1,7 1,3 1,1 1,2 2,0 2,5 -0,4 0,6 0,7 1,2 0,0Διαρκή καταναλωτικά αγαθά 2,8 6,4 2,3 4,6 1,9 2,8 2,3 2,4 0,3 -0,3 1,4 1,6 0,1Μη διαρκή καταναλωτικάαγαθά 2,6 1,5 1,5 -0,3 0,8 0,1 2,3 2,6 0,2 0,4 0,3 1,0 0,4

Πίνακας 3Βιομηχανική παραγωγή στη ζώνη του ευρώ(εκατοστιαίες μεταβολές)

Πηγές: Eurostat και υπολογισμοί της ΕΚΤ.1) Ετήσιοι ρυθμοί: εκατοστιαίες μεταβολές έναντι της ίδιας περιόδου του προηγούμενου έτους. Χρησιμοποιούνται στοιχεία διορθωμένα για διαφοροποιήσεις

ως προς τον αριθμό των εργάσιμων ημερών.2) Τριμηνιαίοι ρυθμοί: εκατοστιαίες μεταβολές έναντι του προηγούμενου τριμήνου. Χρησιμοποιούνται στοιχεία διορθωμένα τόσο εποχικά όσο και ως προς

τον αριθμό των εργάσιμων ημερών.

37Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

από την εξέλιξη της ανά τρίμηνο αύξησης.Αυτή καταδεικνύει ελαφρά επιβράδυνση τουτριμηνιαίου ρυθμού αύξησης το πρώτο εξά-μηνο του 1999 σε αντίθεση με τη σταδιακήεπιτάχυνση που είχε παρατηρηθεί το προη-γούμενο έτος (βλ. Διάγραμμα 11).

Η εικόνα αυτή της συνολικής αύξησης τηςαπασχόλησης αντανακλά κυρίως τις εξελίξειςστον τομέα της βιομηχανίας, όπου η αύξησηπαρέμεινε αρνητική τα δύο πρώτα τρίμηνα του1999. Η πιο έντονη εξέλιξη στον τομέα τηςβιομηχανίας οφείλεται στο γεγονός ότι ο τομέαςαυτός είναι πολύ πιο ευαίσθητος στις εξωτερικέςεξελίξεις από ό,τι άλλοι τομείς της οικονομίας.Συνολικά το 1999, η απασχόληση στον τομέατης βιομηχανίας μειώθηκε ελαφρά. Συνεπώς,μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η πολύπεριορισμένη επίδραση της επιβράδυνσης τηςοικονομικής δραστηριότητας στη συνολικήαύξηση της απασχόλησης το 1999 πρέπει ναοφείλεται στον αδιάπτωτο ρυθμό αύξησης τηςαπασχόλησης στους άλλους τομείς της οι-κονομίας, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών. Οι

εξελίξεις της απασχόλησης σ αυτόν τον τομέα, οοποίος είναι περισσότερο εντάσεως εργασίαςαπό ό,τι ο τομέας της βιομηχανίας, ευνοήθηκαναπό τη συνεχιζόμενη αύξηση της εγχώριαςζήτησης.

Άλλοι παράγοντες που δικαιολογούν τιςεξελίξεις της απασχόλησης στη ζώνη του ευρώτο 1999 είναι, όπως αναφέρεται παραπάνωστο Τμήμα 3, οι ευνοϊκές εξελίξεις του κόστουςεργασίας, που οφείλονται στο γεγονός ότισυνεχίζεται η μέτρια αύξηση των μισθών,καθώς και σε περικοπές του μη μισθολογικούκόστους εργασίας. Επιπλέον, στην αύξηση τηςαπασχόλησης το 1999 συνέβαλαν οι κυβερ-νητικές πολιτικές που έχουν στόχο τη μείωσητης διαρθρωτικής δυσκαμψίας στην αγοράεργασίας, καθώς και τα προγράμματα για τηδημιουργία θέσεων εργασίας.

1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999-3,0

-2,0

-1,0

0,0

1,0

2,0

99

100

101

102

103

104

εκατοστιαία μεταβολή έναντι της ίδιας περιόδου του προηγούμενου έτους (αριστερή κλίμακα)εκατοστιαία μεταβολή έναντι της προηγούμενης περιόδου (αριστερή κλίμακα)επίπεδο συνολικής απασχόλησης, δείκτης: 1995=100 (δεξιά κλίμακα)

Διάγραμμα 11Συνολική απασχόληση στη ζώνη του ευρώ 1)(τριμηνιαία στοιχεία, εποχικά διορθωμένα)

Πηγές: Εθνικά στοιχεία (εκτός από το Βέλγιο και την Ιρλανδία) και υπολογισμοί της ΕΚΤ.1) Τα εθνικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στον υπολογισμό του δείκτη για τη ζώνη του ευρώ αφορούν, όταν είναι δυνατόν, τη συνολική απασχόληση

(εξαρτημένη και μη εργασία) σε όλους τους τομείς δραστηριότητας εκτός από τις ένοπλες δυνάμεις. Για την Ολλανδία αφορούν μόνο την απασχόλησηεξαρτημένης εργασίας.

38 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Συνεχίζεται η σταδιακή μείωση τουποσοστού ανεργίας

Το ποσοστό ανεργίας βάσει τυποποιημένουορισμού συνέχισε να μειώνεται στη διάρκειατου 1999, γεγονός που συμβαδίζει σε γενικέςγραμμές με την τάση που παρατηρήθηκε το1998 (βλ. Διάγραμμα 12). Στο τέλος του έτους,το ποσοστό ανεργίας έφθασε στο 9,6%,

δηλαδή ήταν κατά 0,9 της εκατοστιαίαςμονάδας χαμηλότερο από ό,τι το Δεκέμβριοτου 1998. Κατά μέσο όρο, ο αριθμός τωνανέργων μειώθηκε κατά 1 εκατομμύριοπερίπου το 1999 (έναντι μείωσης κατά785.000 το 1998), φθάνοντας στα 12,9εκατομμύρια, δηλ. το χαμηλότερο επίπεδο πουσημειώθηκε από το 1992. Όπως και το 1998,η αύξηση του εργατικού δυναμικού πουσυνόδευσε το σταθερό ρυθμό καθαρήςδημιουργίας θέσεων εργασίας το 1999φαίνεται ότι περιόρισε κάπως την επίδρασητης αύξησης της απασχόλησης στη μείωσητης ανεργίας (βλ. Πίνακα 4). Το εργατικόδυναμικό εκτιμάται ότι αυξήθηκε με παρόμοιορυθμό όπως τα τρία προηγούμενα έτη, δηλ.κατά 0,6%, ο οποίος είναι κατά 0,4 τηςεκατοστιαίας μονάδας υψηλότερος από τομέσο ρυθμό αύξησης που σημειώθηκε σταπροηγούμενα από αυτά έτη της δεκαετίας του1990. Αυτή η εντονότερη αύξηση πιθανόνοφείλεται εν μέρει στη βελτιωμένη κατάστασηπου εμφανίζει η απασχόληση τα τελευταίαχρόνια, η οποία ίσως ώθησε περισσότεραάτομα να εισέλθουν ή να επιστρέψουν στηναγορά εργασίας.

Όσον αφορά τις εξελίξεις στη διάρκεια του1999, η μείωση του ποσοστού ανεργίαςεπιβραδύνθηκε κάπως τους θερινούς μήνες,γεγονός που αντανακλά την εμφάνιση, μεκάποια χρονική υστέρηση, αρνητικών επι-δράσεων από την πρόσκαιρη επιβράδυνση

1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999-1,5

-1,0

-0,5

0,0

0,5

1,0

1,5

2,0

2,5

8,5

9,0

9,5

10,0

10,5

11,0

11,5

12,0

12,5

13,0

% του εργατικού δυναμικού (δεξιά κλίμακα)ετήσια μεταβολή σε εκατομμύρια (αριστερή κλίμακα)

Διάγραμμα 12Ανεργία στη ζώνη του ευρώ(μηνιαία στοιχεία)

Πηγή: Eurostat.

Πίνακας 4Εξελίξεις στην αγορά εργασίας στη ζώνη του ευρώ(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές και ποσοστά %)

1997 1998 1999 1997 1997 1998 1998 1998 1998 1999 1999 1999 1999γ΄ τρ. δ΄ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ.

Εργατικό δυναμικό 0,7 0,6 . 0,7 0,8 0,7 0,6 0,6 0,6 0,6 0,5 0,5 .Απασχόληση 0,6 1,4 . 0,6 0,9 1,2 1,3 1,5 1,6 1,7 1,5 1,4 .Σύνολο βιομηχανίας -1,3 0,2 . -1,2 -0,5 0,1 0,1 0,3 0,4 0,1 0,0 0,0 .Ανεργία 0,6 -5,3 -7,8 0,7 -0,5 -2,8 -4,8 -6,2 -7,5 -7,7 -7,7 -7,9 -8,0

Ποσοστό ανεργίας 1)

Σύνολο 11,5 10,9 10,0 11,6 11,4 11,2 10,9 10,8 10,6 10,3 10,1 10,0 9,7Κάτω των 25 ετών 23,2 21,2 19,1 23,1 22,6 21,8 21,4 21,1 20,7 20,0 19,3 18,9 18,325 ετών και άνω 9,9 9,4 8,8 9,9 9,9 9,7 9,5 9,3 9,1 9,0 8,9 8,7 8,6

Πηγή: Eurostat, εθνικά στοιχεία και υπολογισμοί της ΕΚΤ.1) Ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού, σύμφωνα με τις υποδείξεις της ΔΟΕ.

39Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

της οικονομικής δραστηριότητας στο τέλος του1998 και τις αρχές του 1999. Εντούτοις, απότο Σεπτέμβριο και μετά, το ποσοστό ανεργίαςσυνέχισε εκ νέου την καθοδική του πορεία,ανταποκρινόμενο στην ενίσχυση της οικο-νομικής δραστηριότητας.

Η ανάλυση του ποσοστού ανεργίας κατά ηλικίακαταδεικνύει ότι αυτό μειώθηκε και για τουςνέους και για τα άτομα άνω των 25 ετών.Ωστόσο, η μείωση ήταν πιο έντονη για τους

νέους (από 20,7% σε 18,3% μεταξύ τέλους1998 και τέλους 1999) από ό,τι για τουςυπόλοιπους (από 9,1% σε 8,6% την ίδιαπερίοδο). Τέλος, σε επίπεδο επιμέρουςχωρών, η διασπορά των ποσοστών ανεργίαςμειώθηκε στη διάρκεια του έτους, γεγονός πουοφείλεται τόσο σε κυκλικούς παράγοντες όσοκαι στις παρατεταμένες επιδράσεις τωνδιαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που εφαρ-μόστηκαν στην αγορά εργασίας σε ορισμένεςχώρες.

40 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

5 Δημοσιονομικές εξελίξεις

Τα ελλείμματα εξακολουθούν ναμειώνονται κυρίως λόγω κυκλικώνπαραγόντων και λόγω των χαμηλότερωνδαπανών εξυπηρέτησης του χρέους

Η δημοσιονομική κατάσταση εξακολούθησε ναπαρουσιάζει συγκρατημένη βελτίωση το 1999.Οι προοπτικές για περαιτέρω βελτίωση τωνδημοσιονομικών αποτελεσμάτων κατά τουςπρώτους μήνες του 1999 είχαν επιδεινωθείλόγω της επιβράδυνσης της οικονομικήςανάπτυξης. Αργότερα όμως, και κυρίως κατάτο δεύτερο εξάμηνο, οι οικονομικές συνθήκες

βελτιώθηκαν. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμόμε τα σχετικώς χαμηλά επιτόκια, είχε ευ-εργετική επίδραση στα δημόσια οικονομικά.Κατά μέσο όρο, η δημοσιονομική κατάστασησε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ βελτιώθηκεκαι ο μέσος λόγος του ελλείμματος της γενικήςκυβέρνησης/ΑΕΠ μειώθηκε από 2% το 1998σε 1,25% το 1999 (βλ. Πίνακα 5). Η μείωσηαυτή του λόγου του ελλείμματος οφειλότανστις ελαφρώς χαμηλότερες δημόσιες δαπάνεςως ποσοστό του ΑΕΠ και στα ελαφρώςαυξημένα δημόσια έσοδα ως ποσοστό τουΑΕΠ. Στις αρχές του έτους αναμενόταν μι-

Πλεόνασμα (+) ή έλλειμμα (-) της γενικής κυβέρνησης

1996 1997 1998 1999Ζώνη του ευρώ -4,3 -2,6 -2,0 -1,2Βέλγιο -3,7 -2,0 -1,0 -0,9Γερμανία -3,4 -2,6 -1,7 -1,2Ισπανία -5,0 -3,2 -2,6 -1,1Γαλλία -4,2 -3,0 -2,7 -1,8Ιρλανδία -0,6 0,8 2,1 2,0Ιταλία -7,1 -2,7 -2,8 -1,9Λουξεμβούργο 2,7 3,6 3,2 2,4Ολλανδία -1,8 -1,2 -0,8 0,5Αυστρία -3,8 -1,9 -2,5 -2,0Πορτογαλία -3,8 -2,6 -2,1 -2,0Φινλανδία -3,2 -1,5 1,3 2,3

Πίνακας 5Δημοσιονομική κατάσταση στη ζώνη του ευρώ(ως ποσοστό του ΑΕΠ)

Ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης

1996 1997 1998 1999Ζώνη του ευρώ 75,2 74,6 73,0 72,2Βέλγιο 128,3 123,0 117,4 114,4Γερμανία 59,8 60,9 60,7 61,1Ισπανία 68,0 66,7 64,9 63,5Γαλλία 57,1 59,0 59,3 58,6Ιρλανδία 74,1 65,3 55,6 52,4Ιταλία 122,1 119,8 116,3 114,9Λουξεμβούργο 6,2 6,0 6,4 6,2Ολλανδία 75,3 70,3 67,0 63,8Αυστρία 68,3 63,9 63,5 64,9Πορτογαλία 63,6 60,3 56,5 56,8Φινλανδία 57,1 54,1 49,0 47,1

Πηγή: Eurostat και ΕΚΤ για τα μεγέθη της ζώνης του ευρώ.Σημείωση: Τα στοιχεία βασίζονται στο ΕΣΛ 95.

41Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

κρότερη μείωση του λόγου του ελλείμματος,αλλά τα αποτελέσματα αποδείχθηκαν πιοευνοϊκά από ό,τι προβλεπόταν καθώς ταδημόσια έσοδα ήταν υψηλότερα από ό,τιαναμενόταν, πράγμα που εν μέρει οφειλότανστις βελτιωμένες οικονομικές συνθήκες. Επί-σης, τα αναθεωρημένα δημοσιονομικά αποτε-λέσματα για το 1998 συνεπάγονταν ευνοϊκό-τερη αφετηρία για το 1999. Το ακαθάριστοχρέος της γενικής κυβέρνησης, ως ποσοστότου ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ, μειώθηκεελαφρώς το 1999.

Δεδομένου ότι η δημοσιονομική πολιτική αποτελείευθύνη κάθε κράτους-μέλους, η αξιολόγηση μόνοτων μεγεθών για τη ζώνη του ευρώ θα σήμαινεότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι σημαντικέςδιαφορές στα δημόσια οικονομικά των επιμέ-ρους χωρών. Τέσσερις χώρες παρουσίασανπλεόνασμα κατά το 1999 (η Ιρλανδία, τοΛουξεμβούργο, η Ολλανδία και η Φινλανδία).Εκτός από την Ολλανδία, οι υπόλοιπες τρειςχώρες συμμορφώνονται άνετα και με την τιμήαναφοράς 60% για το λόγο χρέους/ΑΕΠ. ΗΟλλανδία και η Φινλανδία βελτίωσαν ταδημοσιονομικά τους αποτελέσματα και κατόρ-θωσαν να μειώσουν ακόμη περισσότερο το λόγοτου χρέους τους το 1999. Το Λουξεμβούργοανέφερε πολύ χαμηλό δημόσιο χρέος, πουαντιστοιχεί στο 6,2% του ΑΕΠ. Δύο χώρες ηΙταλία και το Βέλγιο σημείωσαν λόγο χρέουςάνω του 110% του ΑΕΠ, αλλά με ενδείξειςπεραιτέρω μείωσης. Ο λόγος του ελλείμματοςτης Ιταλίας σημείωσε μέτρια βελτίωση από 2,8%το 1998 σε 1,9% το 1999, ενώ ο λόγος τουελλείμματος του Βελγίου παρέμεινε ουσιαστικάσταθερός στο 1%. Όλες οι υπόλοιπες χώρεςπαρουσίαζαν λόγο ελλείμματος μέχρι 2% το 1999και λόγο χρέους λίγο χαμηλότερο (Γαλλία καιΠορτογαλία) ή ελαφρώς υψηλότερο από το 60%του ΑΕΠ (Γερμανία, Ισπανία, Ολλανδία καιΑυστρία). Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα ωςποσοστό του ΑΕΠ παρέμεινε περίπου σταθερόστο Βέλγιο, την Ιρλανδία και την Πορτογαλίαμεταξύ 1998 και 1999, ενώ σημαντικότερη πρό-οδο σημείωσαν οι λοιπές χώρες, με εξαίρεση τοΛουξεμβούργο, όπου ο λόγος του πλεονάσματοςπρος το ΑΕΠ μειώθηκε. Τρεις χώρες (Γερμανία,Αυστρία και Πορτογαλία) εμφάνισαν αύξηση τουλόγου του χρέους προς το ΑΕΠ.

Πάντως, κατά την αξιολόγηση της βασικήςδημοσιονομικής κατάστασης των χωρώνπρέπει να λαμβάνονται υπόψη τόσο οικυκλικές εξελίξεις όσο και άλλοι παράγοντεςπου δεν ελέγχονται άμεσα από τις κυ-βερνήσεις. Σ αυτό το πλαίσιο, φαίνεται ότι ταδημόσια οικονομικά στη ζώνη του ευρώεξακολουθούν να διαμορφώνονται από τιςοικονομικές συνθήκες και από τις μειούμενεςδαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους. Από τιςεκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπήςπροκύπτει οριακή μόνο βελτίωση στον κυκλικάπροσαρμοσμένο λόγο του πρωτογενούςελλείμματος/πλεονάσματος προς το ΑΕΠ (δηλ.το δημοσιονομικό έλλειμμα/πλεόνασμα εκτόςδαπανών για τόκους επί του δημόσιου χρέουςκαι διορθωμένο για κυκλικές επιδράσεις) γιατο σύνολο της ζώνης του ευρώ το 1999. Ταενεργητικά μέτρα εξυγίανσης δεν φαίνεται ναεπηρέασαν ενεργά τη βελτίωση των βασικώνδημοσιονομικών αποτελεσμάτων το 1999.Αυτό ήταν ήδη εμφανές από το 1998, παρά τογεγονός ότι η σθεναρή οικονομική ανάπτυξηείχε δώσει την ευκαιρία σε πολλά κράτη-μέληνα επιταχύνουν τη μείωση των διαρθρωτικώνανισορροπιών.

Αν και η μείωση των δαπανών εξυπηρέτησηςτου χρέους άσκησε έντονη επίδραση στασυνολικά δημοσιονομικά αποτελέσματα, τομέσο πρωτογενές πλεόνασμα ως ποσοστό τουΑΕΠ σημείωσε μικρή μόνο βελτίωση το 1998και το 1999. Αξίζει συγκεκριμένα να σημειωθείότι ο λόγος πρωτογενούς πλεονάσματος/ΑΕΠμειώθηκε στο Βέλγιο και την Ιταλία το 1999,χώρες όπου ο υψηλός λόγος δημόσιουχρέους/ΑΕΠ απαιτεί σχετικώς φιλόδοξουςδημοσιονομικούς στόχους προκειμένου ναμειωθεί γρήγορα το επίπεδο του χρέους.Όμως, από τα προαναφερόμενα στοιχείαφαίνεται ότι τα κράτη-μέλη με τους υψη-λότερους λόγους χρέους στη ζώνη του ευρώχρειάζεται ακόμη να σημειώσουν περαιτέρωσημαντική πρόοδο στον τομέα αυτόν.

Επιπλέον, όσον αφορά την εξέλιξη τουδημόσιου χρέους, ο ρόλος που έπαιξανοι προσαρμογές ελλείμματος-χρέους στημεταβολή των λόγων του χρέους στη ζώνητου ευρώ δεν ήταν αμελητέος, όπως άλλωστεσυνέβη και τα προηγούμενα χρόνια. Οι

42 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

προσαρμογές αυτές δεν επηρεάζουν το λόγοτου ελλείμματος, αλλά επιδρούν στα επίπεδατου δημόσιου χρέους. Μειώνουν το δημόσιοχρέος, π.χ. στην περίπτωση των ιδιωτι-κοποιήσεων, μια τακτική που ακολούθησανοι περισσότερες κυβερνήσεις της ζώνης τουευρώ το 1999 ή και νωρίτερα. Σε ορισμένεςάλλες περιπτώσεις, για παράδειγμα, η κεφα-λαιακή ενίσχυση των δημόσιων επιχειρήσεωνκαι οι προσαρμογές στην αξία του χρέους πουείναι εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα διατήρησαντο δημόσιο χρέος σε επίπεδα υψηλότερα απόεκείνα που θα αναμένονταν με βάση τοδημοσιονομικό έλλειμμα.

Οι στρατηγικές δημοσιονομικήςεξυγίανσης των κρατών-μελών

Στις πρόσφατες συζητήσεις για τον προ-σανατολισμό της δημοσιονομικής πολιτικήςτους, τα περισσότερα κράτη-μέλη κατέστη-σαν σαφές ότι σκοπεύουν να εξυγιά-νουν ακόμη περισσότερο τα δημόσια οικο-νομικά τους προκειμένου να επιτύχουν δη-μοσιονομική κατάσταση που να είναι συνε-πής με τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθε-ρότητας και Ανάπτυξης. Σύμφωνα με αυτά,οι λόγοι του ελλείμματος στη ζώνη του ευρώπροβλέπεται να εξακολουθήσουν να μειώ-νονται το 2000, αν και με αργούς ρυθμούς.Επιπλέον, σύμφωνα με τους τρέχοντεςπροϋπολογισμούς, οι περαιτέρω μειώσεις τωνδημοσιονομικών ελλειμμάτων μπορούν καιπάλι να εξηγηθούν σε μεγάλο βαθμό από τιςευνοϊκές οικονομικές συνθήκες και από τησυνεχιζόμενη μείωση των δαπανών για τόκουςσε σχέση με το ΑΕΠ.

Ταυτόχρονα, οι βασικοί στόχοι των ιθυνόντωνγια τη δημοσιονομική πολιτική φαίνεται ναστρέφονται προς μια στρατηγική μείωσης τωνδημοσιονομικών ανισορροπιών, με την οποίαεπιδιώκεται παράλληλα και η προσαρμογή τουεπιπέδου και της διάρθρωσης των δημόσιωνεσόδων και δαπανών. Αρκετές κυβερνήσειςσκοπεύουν να επωφεληθούν από τις ευνοϊκέςπροοπτικές της οικονομίας προκειμένου ναεισαγάγουν φορολογικές μεταρρυθμίσεις μεστόχο την προώθηση της ανάπτυξης και τηςαπασχόλησης, συγκρατώντας παράλληλα τις

δαπάνες ώστε να δημιουργηθεί περιθώριο γιαπεραιτέρω μειώσεις του ελλείμματος. Ως εκτούτου, η μείωση των λόγων του ελλείμματοςτο 2000 αναμένεται να τροφοδοτηθεί από τιςχαμηλότερες δημόσιες δαπάνες ως ποσοστότου ΑΕΠ σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη, κυρίωςμέσω της συγκράτησης των μισθών τωνδημοσίων υπαλλήλων και των μεταβιβάσεωνπρος τα νοικοκυριά. Ταυτόχρονα, τα δημόσιαέσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται ναμειωθούν το 2000 μέσω σχεδιαζόμενων ή ήδηεφαρμοσμένων μεταρρυθμίσεων που επη-ρεάζουν τη φορολογία και τις εισφορές κοι-νωνικής ασφάλισης. Οι φορολογικές μεταρ-ρυθμίσεις δεν πρέπει να θέτουν σε κίνδυνοτους δημοσιονομικούς στόχους ούτε να οδη-γούν σε άμεσες επιδράσεις που ενισχύουν τονοικονομικό κύκλο.

Μέχρι το τέλος του 1999 και στις αρχές του2000, τα κράτη-μέλη υπέβαλαν στην Ευ-ρωπαϊκή Επιτροπή επικαιροποιημένα προ-γράμματα σταθερότητας που καλύπτουν τηνπερίοδο μέχρι το 2002/2003, όπως προβλέπειτο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.Βάσει του Συμφώνου Σταθερότητας καιΑνάπτυξης, τα κράτη-μέλη δεσμεύονται νατηρήσουν το μεσοπρόθεσμο στόχο γιασχεδόν ισοσκελισμένη ή πλεονασματικήδημοσιονομική κατάσταση. Ο στόχος αυτόςθεωρείται κατάλληλος για να επιτρέψειστα κράτη-μέλη να αντιμετωπίσουν τιςσυνήθεις κυκλικές διακυμάνσεις διατηρώνταςταυτόχρονα το δημόσιο έλλειμμα εντός τηςτιμής αναφοράς του 3% του ΑΕΠ. Ότανορίζονται μεσοπρόθεσμοι στόχοι, πρέπει ναλαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες.Αυτοί είναι μεταξύ άλλων οι πιθανέςμελλοντικές υστερήσεις των φορολογικώνεσόδων και οι υπερβάσεις των δαπανών, ηανάγκη για ταχεία μείωση των λόγων τουχρέους στις χώρες όπου αυτοί υπερβαίνουντο 60% και η ανάγκη να αντιμετωπιστούν οιδαπάνες που συνδέονται με τη γήρανση τουπληθυσμού στο μέλλον.

Σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα προ-γράμματα σταθερότητας, οι προοπτικές οικο-νομικής ανάπτυξης το 2000 και τα αμέσωςεπόμενα χρόνια είναι τουλάχιστον εξίσουευνοϊκές όσο και στα αρχικά προγράμματα.

43Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Σ αυτό το πλαίσιο, οι κυβερνήσεις επιδιώκουννα εξυγιάνουν ακόμα περισσότερο τηδημοσιονομική κατάσταση της γενικήςκυβέρνησης μεσοπρόθεσμα. Η προβλεπόμενηπρόοδος ως προς τη μείωση των δη-μοσιονομικών ελλειμμάτων και των λόγωνχρέους διαφέρει από τη μία χώρα στην άλλη,όπως διαφέρουν και οι δημοσιονομικοί στό-χοι για το τέλος του χρονικού ορίζονταπρογραμματισμού. Αρκετές κυβερνήσειςθέτουν ήδη κάπως πιο φιλόδοξους δημο-σιονομικούς στόχους σε σύγκριση με τααρχικά τους προγράμματα. Οι περισσότερεςχώρες αναμένεται να επιτύχουν έλλειμμα κάτωτου 0,5% ή δημοσιονομικό πλεόνασμα, καθώςκαι επίπεδο χρέους κάτω του 60% του ΑΕΠμέχρι το 2002/2003. Παράλληλα, οι περισσό-τερες κυβερνήσεις σχεδιάζουν να περιορίσουντη φορολογία. Το Βέλγιο και η Ιταλία θα

εξακολουθήσουν να παρουσιάζουν επίπεδαδημόσιου χρέους κοντά στο 100% του ΑΕΠ.

Σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια του χρονικούορίζοντα προγραμματισμού τυχόν πρόσθεταδημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν σεπερίπτωση που η οικονομική ανάπτυξη είναιτελικά μεγαλύτερη της αναμενόμενης (τομέρισμα της ανάπτυξης) θα πρέπει κανονικάνα διατεθούν για να επισπευσθεί η δη-μοσιονομική εξυγίανση και όχι για να μειωθείη φορολογική επιβάρυνση. Αυτό είναι ιδιαίτερασκόπιμο για χώρες όπου ο λόγος τουελλείμματος δεν απέχει αρκετά από το όριοτου 3% του ΑΕΠ, για χώρες όπου το δημόσιοχρέος είναι ακόμη υψηλό και για χώρεςόπου υπάρχει κίνδυνος υπερθέρμανσης τηςοικονομίας.

6 Tο διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον, οι συναλλαγματικέςισοτιμίες και το ισοζύγιο πληρωμών

Σημαντική βελτίωση του διεθνούςμακροοικονομικού περιβάλλοντος

Οι διεθνείς οικονομικές και χρηματοπιστωτικέςσυνθήκες βελτιώθηκαν σημαντικά μετά τηνεπιβράδυνση του 1998, καθώς οι περισ-σότερες ασιατικές οικονομίες που είχε πλήξειη κρίση άρχισαν να ανακάμπτουν στη διάρκειατου 1999 και η παγκόσμια οικονομία φαίνεταινα βρίσκεται σε ανοδική φάση του οικονομικούκύκλου. Οι προσαρμογές σε ορισμένες απότις χώρες που υπέστησαν τα σοβαρότεραπλήγματα υπήρξαν πολύ πιο ευνοϊκές από ό,τιαναμενόταν. Στις περισσότερες αναδυόμενεςασιατικές οικονομίες επανήλθε η εμπιστοσύνητων χρηματοπιστωτικών αγορών, γεγονός πουεπέτρεψε τη χαλάρωση των νομισματικώνσυνθηκών και δημιούργησε πρόσφορο έδαφοςγια την οικονομική ανάκαμψη. Ταυτόχρονα, ηισχυρότερη από ό,τι αναμενόταν οικονομικήανάπτυξη σε ορισμένες βιομηχανικές χώρες,ιδίως στις ΗΠΑ, οδήγησε σε σημαντικά πιοθετικές αξιολογήσεις για τις διεθνείς προ-οπτικές.

Οι βελτιωμένες προοπτικές για την οικονομίαστη διάρκεια του 1999 αντισταθμίστηκαν ενμέρει από τη σημαντική αύξηση των τιμών τουπετρελαίου από τα πολύ χαμηλά επίπεδα πουείχαν σημειωθεί στα τέλη του 1998 και τιςαρχές του 1999, και έτσι ένας από τουςπαράγοντες που είχαν συμβάλει στους χα-μηλούς ρυθμούς πληθωρισμού το 1998επέδρασε το 1999 προς την αντίθετη κα-τεύθυνση. Οι τιμές του αργού πετρελαίουαυξήθηκαν από 11,5 δολάρια ΗΠΑ το βαρέλιτο πρώτο τρίμηνο του 1999 σε 26 δολάριαΗΠΑ το βαρέλι το Δεκέμβριο του 1999. Στιςαυξήσεις αυτές συνέβαλαν από κοινού αφενόςη απόφαση του Οργανισμού Πετρε-λαιοεξαγωγικών Χωρών (ΟΠΕΚ) να μειώσειτην προσφορά πετρελαίου και αφετέρουη εντονότερη ζήτηση, που προερχότανκυρίως από την Ασία. Η επίδραση από τηνέντονη αύξηση των τιμών πετρελαίου στονπαγκόσμιο πληθωρισμό αμβλύνθηκε όμως ενμέρει από τις τιμές των εμπορευμάτων εκτόςπετρελαίου (σε δολάρια ΗΠΑ), οι οποίεςσυνολικά παρέμειναν περίπου σταθερές σεόλη τη διάρκεια του έτους και παρουσίασανσυγκρατημένη άνοδο τους δύο τελευταίους

44 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

μήνες του 1999. Η αύξηση των τιμών τουπετρελαίου συνεχίστηκε στις αρχές του2000 και όταν οριστικοποιήθηκε η παρούσαΈκθεση η τιμή είχε φθάσει στα 31,9 δολάριατο βαρέλι.

Στις ΗΠΑ, οι οικονομικές εξελίξεις το 1999χαρακτηρίστηκαν από έντονη αύξηση τουπροϊόντος και της παραγωγικότητας, μείωσητης ανεργίας και υποτονικές πληθωριστικέςπιέσεις. Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠυπήρξε σθεναρή σε όλη τη διάρκεια του έτους,και κυμάνθηκε από ένα χαμηλό, εποχικώςδιορθωμένο, ρυθμό 0,5% το β΄ τρίμηνο του1999 σε σχέση με το α΄ τρίμηνο, μέχρι τονυψηλό ρυθμό 1,7% το δ΄ τρίμηνο σε σχέση μετο γ΄ τρίμηνο. Ως εκ τούτου, η αμερικανικήοικονομία σημείωσε, για τρίτο συνεχές έτος,συνολικό ρυθμό ανάπτυξης περίπου 4% το1999. Ο δυναμισμός της εγχώριας ζήτησης,ιδίως της ιδιωτικής κατανάλωσης και τωνπάγιων επενδύσεων των επιχειρήσεων, συ-νέχισε να αποτελεί τον κύριο προωθητικόπαράγοντα της επέκτασης, ενώ η συμβολήτων καθαρών εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠπαρέμεινε έντονα αρνητική. Οι εξαγωγές τωνΗΠΑ δέχθηκαν πλήγμα το πρώτο εξάμηνο,αλλά βελτιώθηκαν σημαντικά το δεύτεροεξάμηνο χάρη στην ταχεία ανάκαμψη τηςδιεθνούς οικονομικής ανάπτυξης. Όμως, οιεισαγωγές αυξήθηκαν ταχύτερα από τιςεξαγωγές σε όλη τη διάρκεια του 1999, μεαποτέλεσμα να διευρυνθεί περαιτέρω τοεμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ. Αυτό, σεσυνδυασμό με τη συνεχιζόμενη επιδείνωσητου λογαριασμού εισοδήματος από επενδύσειςείχε ως συνέπεια να φθάσει το έλλειμματρεχουσών συναλλαγών σε επίπεδο πουεκτιμάται σε 3,6% του ΑΕΠ το 1999. Μετά τηνισχυρή οικονομική ανάπτυξη που παρα-τηρήθηκε επί σειρά ετών, το ποσοστό ανερ-γίας μειώθηκε περαιτέρω στο 4,1%, επίπεδοπου είχε να παρατηρηθεί από τα τέλη τηςδεκαετίας του 1960. Παρά τη στενότητα τωναγορών εργασίας, οι πληθωριστικές πιέσειςπαρέμειναν υποτονικές λόγω της σημαντικάβελτιωμένης παραγωγικότητας της εργασίαςκαι του αυξημένου ανταγωνισμού στιςαγορές προϊόντων. Ο πληθωρισμός των τιμώνκαταναλωτή ανήλθε σε 2,2% το 1999, από1,6% το 1998, ενώ ο βασικός πληθωρισμός

που δεν συμπεριλαμβάνει τις ασταθείςκατηγορίες των ειδών διατροφής και τηςενέργειας ήταν 2,1% κατά μέσο όρο, έναντι2,3% το 1998. Προκειμένου να αντιμετω-πίσει τους αυξανόμενους πληθωριστικούςκινδύνους, οι οποίοι διαφαίνονταν από τηνολοένα μεγαλύτερη στενότητα στην αγοράεργασίας και την υπερβάλλουσα συνολικήζήτηση, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα τωνΗΠΑ ακολούθησε από το καλοκαίρι και μετάπιο περιοριστική νομισματική πολιτική,αυξάνοντας σταδιακά το επιτόκιο-στόχο γιατοποθετήσεις μίας ημέρας στην αγοράχρήματος από 4,75% σε 5,5% στο τέλος του1999, αντιστρέφοντας κατ αυτόν τον τρόποτις μειώσεις που είχε αποφασίσει τοφθινόπωρο του 1998.

Οι οικονομικές συνθήκες στην Ιαπωνίαβελτιώθηκαν το α΄ εξάμηνο του 1999, αλλάεπιδεινώθηκαν και πάλι το β΄ εξάμηνο,γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν είχε ακόμηεπιτευχθεί αυτοδύναμη ανάκαμψη. Χάρη στηλήψη δέσμης δημοσιονομικών μέτρων πουείχαν στόχο την αναθέρμανση της οικονομίαςκαι αντιστοιχούσαν γύρω στο 10% του ΑΕΠ το1998, οι δημόσιες επενδύσεις καθώς και ηιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις σεκατοικίες σημείωσαν θετικούς ρυθμούςαύξησης το α΄ εξάμηνο του 1999, ενώ οιπάγιες επιχειρηματικές επενδύσεις συνέχισαννα συρρικνώνονται ακολουθώντας την τάσηπου είχε ξεκινήσει το 1998. Όμως, το γ΄τρίμηνο του 1999, καθώς εξασθενούσε ηεπίδραση των παραπάνω μέτρων, οι δημόσιεςεπενδύσεις παρουσίασαν έντονη διορθωτικήκίνηση προς τα κάτω, ενώ παράλληλα ορυθμός αύξησης της κατανάλωσης και τωνιδιωτικών επενδύσεων έγινε αρνητικός. Οικαθαρές εξαγωγές είχαν ελαφρώς αρνητικήσυμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ, αλλά οιεξαγωγές σημείωσαν βελτίωση σε όλη τηδιάρκεια του έτους, παρά την ανατίμηση τηςπραγματικής ισοτιμίας του γιεν Ιαπωνίας κατά25% περίπου. Εν τω μεταξύ, η ασθενήςοικονομική δραστηριότητα αντικατοπτρίστηκεστην παρατεταμένη μείωση των τιμών, όπωςμετρούνται τόσο από το Δείκτη ΤιμώνΚαταναλωτή (ΔΤΚ) όσο και από το ΔείκτηΤιμών Χονδρικής (ΔΤΧ), που το 1999σημείωσαν μέση μείωση κατά 0,2% και 3,6%

45Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

περίπου αντίστοιχα, αν και οι δύο δείκτεςσταθεροποιήθηκαν τους τελευταίους μήνες του1999. Το 1999 η νομισματική πολιτικήεξακολούθησε να υποστηρίζει την οικονομία,και η Τράπεζα της Ιαπωνίας διατήρησε κοντάστο μηδέν το επιτόκιο-στόχο για τοποθετήσειςμίας ημέρας στη διατραπεζική αγορά. Πριναπό το τέλος του έτους, η ΙαπωνικήΚυβέρνηση ενέκρινε συμπληρωματική δέσμηδημοσιονομικών μέτρων ύψους περίπου 18τρισεκ. γιεν (3,6% του ΑΕΠ), καθώς ηανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσηςπαρέμεινε βραδεία και οι επιχειρηματικέςεπενδύσεις εξακολουθούσαν να συρρι-κνώνονται.

Οι λοιπές ασιατικές οικονομίες πέτυχανσημαντική και εντονότερη από ό,τι αναμενότανανάκαμψη το 1999, μετά τη σοβαρήοικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση πουείχε πλήξει την εν λόγω περιφέρεια τοπροηγούμενο έτος. Οι οικονομίες της ΝοτίουΚορέας, της Μαλαισίας, της Σιγκαπούρης καιτης Ταϊλάνδης σημείωσαν υψηλούς ρυθμούςανόδου του πραγματικού ΑΕΠ το 1999, μεκύριο προωθητικό παράγοντα αρχικά τιςκαθαρές εξαγωγές και κατόπιν τους έντονουςρυθμούς ανάκαμψης της εγχώριας ζήτησης.Σε αυτές τις οικονομίες, οι χρηματοπιστωτικέςαγορές εξελίχθηκαν όλο και πιο ευνοϊκά στηδιάρκεια του 1999. Στο Χονγκ-Κονγκ και τηνΙνδονησία όμως, η ανάπτυξη ήταν οριακάθετική το 1999. Η Κίνα εξακολούθησε νααντιμετωπίζει τα επακόλουθα της ασιατικήςκρίσης το 1999. Εν μέσω σημαντικώνδιαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ο ρυθμόςαύξησης του πραγματικού ΑΕΠ επιβρα-δύνθηκε ελαφρά στο 7,2%.

Στη διάρκεια του 1999, οι οικονομίες πουβρίσκονται σε φάση μετάβασης είχαν νααντιμετωπίσουν το δυσμενή αντίκτυπο τηςκρίσης της εμπιστοσύνης των επενδυτών στηΡωσία. Ύστερα όμως από σημαντική επι-βράδυνση κατά το α΄ τρίμηνο του 1999, οιγενικότερες προοπτικές της οικονομίαςβελτιώθηκαν γρήγορα στην Τσεχία, τηνΟυγγαρία και την Πολωνία. Στη Ρωσία, ηοικονομία συνέχισε να επηρεάζεται από τηνπολιτική αβεβαιότητα και τα ασθενή βασικάοικονομικά μεγέθη, αν και υπήρξαν ορισμένες

θετικές ενδείξεις στον πραγματικό τομέα,όπως η ανάκαμψη της βιομηχανικήςπαραγωγής. Συνεπεία αυτών των εξελίξεων,ο ρυθμός ανόδου του πραγματικού ΑΕΠεκτιμάται σε 3%, που είναι πολύ υψηλότεροςαπό ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί, ύστερα απόσυρρίκνωση κατά 5% σχεδόν το 1998. Οιυπόλοιπες οικονομίες που βρίσκονται σεμετάβαση, και ιδίως οι χώρες της Βαλτικής,παρουσιάζουν έντονη επιβράδυνση τηςανάπτυξης, καθώς η κρίση στη Ρωσία είχεισχυρότερο αντίκτυπο από ό,τι αναμενόταν.Η πολιτική και οικονομική κατάσταση στηΡουμανία εξακολούθησε να προκαλείανησυχία, καθώς οι απώλειες του ΑΕΠ από το1997 και εξής ανέρχονταν συνολικά στο 16%περίπου.

Στη Λατινική Αμερική, μέχρι το τέλος του 1999,οι προοπτικές της οικονομίας είχαν βελτιωθείαπό την άποψη των προσδοκιών για τηνανάπτυξη και της χρηματοπιστωτικής στα-θερότητας. Στην αρχή του έτους οι οιωνοί δενήταν καθόλου αίσιοι, καθώς οι περισσότερεςχώρες της περιφέρειας βρίσκονταν σε περίοδούφεσης μετά την κρίση στη Ρωσία το 1998. Τονόμισμα της Βραζιλίας δέχθηκε έντονες πιέσειςκαι αφέθηκε να διακυμαίνεται ελεύθερα απότον Ιανουάριο του 1999. Τελικά, η ύφεση στηΒραζιλία δεν ήταν τόσο σοβαρή όσο είχαναρχικά εκφραστεί φόβοι και οι δευτερογενείςεπιδράσεις της ήταν περιορισμένες. Μέχρι τοτέλος του έτους, ολόκληρη η Λατινική Αμερικήεξερχόταν από την ύφεση, αν και η οικονομικήανάκαμψη σε αρκετές χώρες παρέμενεεύθραυστη, καθώς προχωρούσαν με αργούςρυθμούς η δημοσιονομική εξυγίανση και οιδιαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Το ευρώ εξασθένησε στη διάρκεια του1999

Η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ μειώθηκεέναντι των νομισμάτων των περισσότερωνεμπορικών εταίρων της ζώνης του ευρώ κατάτο 1999, ιδίως έναντι των σημαντικότερωννομισμάτων όπως το δολάριο ΗΠΑ, το γιενΙαπωνίας και η λίρα Αγγλίας. Σε όρουςονομαστικής σταθμισμένης ισοτιμίας, μεστάθμιση έναντι των νομισμάτων των

46 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

1994 1995 1996 1997 1998 1999-4

-3

-2

-1

0

1

2

3

4

5

6

7

8

-4

-3

-2

-1

0

1

2

3

4

5

6

7

8

1994 1995 1996 1997 1998 1999-2

-1

0

1

2

3

4

5

-2

-1

0

1

2

3

4

5

1994 1995 1996 1997 1998 19990

1

2

3

4

5

6

7

8

0

1

2

3

4

5

6

7

8

1994 1995 1996 1997 1998 19990,9

1,0

1,1

1,2

1,3

1,4

1,5

1,6

1,7

80

90

100

110

120

130

140

150

ζώνη ευρώ ΙαπωνίαΗΠΑ

ζώνη ευρώ ΙαπωνίαΗΠΑ

ζώνη ευρώ ΙαπωνίαΗΠΑ

Δολ. ΗΠΑ/ευρώ (αριστερή κλίμακα)Γιεν/δολ. ΗΠΑ (δεξιά κλίμακα)

Διάγραμμα 13Κυριότερες εξελίξεις στις σημαντικότερες βιομηχανικές οικονομίες

Πηγές: Εθνικά στοιχεία, ΤΔΔ, Eurostat και υπολογισμοί της ΕΚΤ.1) Για τη ζώνη του ευρώ χρησιμοποιούνται στοιχεία της Eurostat. Για τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία χρησιμοποιούνται εθνικά στοιχεία.2) Τα στοιχεία για τη ζώνη του ευρώ μέχρι το 1995 είναι εκτιμήσεις του ΕνΔΤΚ βάσει στοιχείων για τους εθνικούς ΔΤΚ. Από το 1996 χρησιμοποιούνται

στοιχεία για τον ΕνΔΤΚ.3) Τα στοιχεία για τη ζώνη του ευρώ είναι υπολογισμοί της ΕΚΤ και αφορούν τα μέσα επίπεδα των εθνικών διατραπεζικών επιτοκίων τριών μηνών. Από το

1999 και μετά, χρησιμοποιούνται τα επιτόκια EURIBOR τριών μηνών.4) Μέχρι το 1999, η καμπύλη δολ. ΗΠΑ/ευρώ απεικονίζει τη σχέση δολ. ΗΠΑ/ECU.

Βραχυπρόθεσμα επιτόκια 3)

(μηνιαίοι μέσοι όροι, σε ποσοστά %)

Αύξηση παραγωγής 1)(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές, τριμηνιαία στοιχεία)

Πληθωρισμός 2)

(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές, μηνιαία στοιχεία)

Συναλλαγματικές ισοτιμίες 4)

(μηνιαίοι μέσοι όροι)

47Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

σημαντικότερων εμπορικών εταίρων τηςζώνης του ευρώ, το ευρώ εξασθένησε κατάπερίπου 8% από το α΄ έως το δ΄ τρίμηνοτου 1999 και το μέσο επίπεδο του δείκτηονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικήςισοτιμίας το 1999 ήταν κατά 6% περίπουχαμηλότερο από ό,τι το 1998 (βλ. Διάγραμμα14). Στις αρχές του 2000 η υποτίμηση τουευρώ συνεχίστηκε και το μέσο επίπεδο τουδείκτη ονομαστικής σταθμισμένης ισοτιμίαςτον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 2000ήταν κατά 2,6% χαμηλότερο από ό,τι το δ΄τρίμηνο του 1999 και κατά 10,3% χαμηλότεροαπό ό,τι το α΄ τρίμηνο του 1999.

Το α΄ εξάμηνο του έτους, το ευρώ υποτιμήθηκεέναντι του δολαρίου ΗΠΑ κατά 12% περίπου.Οι σημαντικότεροι παράγοντες που συνέβαλανστην ενίσχυση του δολαρίου ήταν οι μεταβολέςστις αντίστοιχες κυκλικές προοπτικές για τιςΗΠΑ και τη ζώνη του ευρώ, καθώς και οικαλύτερες των αναμενόμενων επιδόσεις τηςαμερικανικής οικονομίας μετά την παγκόσμιαχρηματοπιστωτική κρίση το β΄ εξάμηνο του1998. Η εξέλιξη αυτή αναστράφηκε στα μέσαΙουλίου, οπότε οι θετικοί οικονομικοί δείκτεςστη ζώνη του ευρώ οδήγησαν σε ανάκαμψη

του ευρώ, η οποία ενισχύθηκε περαιτέρω απόπροσδοκίες επιβράδυνσης της αμερικανικήςοικονομίας και από κινδύνους εντονότερωνδιορθωτικών κινήσεων στις αμερικανικέςχρηματιστηριακές αγορές. Ωστόσο, οι φόβοιαυτοί περιορίστηκαν όταν στη συνέχειαδημοσιεύθηκαν στοιχεία που παρουσίαζανσυνεχή έντονη ανάπτυξη και συγκρατημένεςπληθωριστικές πιέσεις στην αμερικανικήοικονομία. Στο τέλος του 1999 το ευρώισοδυναμούσε με 1,005 δολάρια ΗΠΑ. Η ίδιαεικόνα των σχετικών οικονομικών επιδόσεωνκαι οι συναφείς αυξομειώσεις των συναλ-λαγματικών ισοτιμιών συνεχίστηκαν και στιςαρχές του 2000, οπότε το ευρώ εξακολούθησενα υποτιμάται έναντι του δολαρίου ΗΠΑ. Στις7 Μαρτίου 2000 η ισοτιμία του ήταν 0,959δολάρια ΗΠΑ ανά ευρώ.

Μεταξύ των σημαντικότερων νομισμάτων, τογιεν Ιαπωνίας ήταν αυτό που παρουσίασε τηνεντονότερη ανατίμηση το 1999, αν και μέσασε ένα κλίμα υψηλής μεταβλητότητας. Από τηναρχή έως το τέλος του 1999, το γιεν Ιαπωνίαςανατιμήθηκε κατά 30% έναντι του ευρώ καικατά 11% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ. Ηενίσχυση αυτή σημειώθηκε κυρίως στοπλαίσιο των σημαντικών πλεονασμάτων πουπαρουσίασε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλ-λαγών της Ιαπωνίας και παράλληλα με τηνανάκαμψη της ιαπωνικής οικονομίας, η οποίαάρχισε να μεγεθύνεται με ελαφρώς πιο θετικόρυθμό μετά τη σχετικά σοβαρή ύφεση του1998. Ευθυγραμμιζόμενα με αυτή τηνανάκαμψη, τα μακροπρόθεσμα ονομαστικάεπιτόκια στην Ιαπωνία ανέκαμψαν από ταπολύ χαμηλά επίπεδα (λιγότερο από 1%)όπου είχαν φθάσει το β΄ εξάμηνο του 1998 σε1,8% περίπου στο τέλος του έτους. Στο τέλοςτου 1999 το ευρώ ισοδυναμούσε με 102,73γιεν. Το γιεν εξακολούθησε να είναι σχετικάασταθές στις αρχές του 2000 και δεν εμφάνισεκάποια έντονη γενικότερη τάση. Στις 7 Μαρ-τίου η ισοτιμία του ευρώ ήταν 103,00 γιεν ανάευρώ.

1994 1995 1996 1997 1998 199988

90

92

94

96

98

100

102

104

106

108

110

112

88

90

92

94

96

98

100

102

104

106

108

110

112

Διάγραμμα 14Ονομαστική σταθμισμένησυναλλαγματική ισοτιμία 1)(μηνιαίοι μέσοι όροι, περίοδος βάσεως: α΄ τρίμ. 1999 = 100)

Πηγή: ΕΚΤ.1) Τα στοιχεία είναι υπολογισμοί της ΕΚΤ (βλ. Πλαίσιο 5 στο τεύχος

Οκτωβρίου 1999 του Μηνιαίου Δελτίου της ΕΚΤ). Άνοδος του δείκτηαντιστοιχεί σε ανατίμηση του ευρώ. Η οριζόντια γραμμή απεικονίζειτο μέσο όρο κατά την αναφερόμενη περίοδο (Ιαν. 1994-Φεβρ. 2000).

48 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Μείωση του πλεονάσματος τρεχουσώνσυναλλαγών

Το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών τηςζώνης του ευρώ μειώθηκε ελαφρά στο 0,75%περίπου του ΑΕΠ το 1999 (43,2 δισεκ. ευρώ),από 1% περίπου του ΑΕΠ το 1998 (60,3 δισεκ.ECU). Η πτώση αυτή οφείλεται αφενός στημείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίουαγαθών, η οποία με τη σειρά της οφειλότανκυρίως στην έντονη αύξηση της αξίας τωνεισαγωγών στη διάρκεια του έτους λόγω τωνυψηλότερων τιμών των εισαγομένων και ιδίωςτων τιμών της ενέργειας (βλ. Πλαίσιο 5), σεσυνδυασμό με τα χαμηλά επίπεδα της αξίαςτων εξαγωγών το α΄ εξάμηνο του 1999, καιαφετέρου, αν και σε μικρότερο βαθμό, στηχειροτέρευση του ισοζυγίου υπηρεσιών.Αντίθετα, ο λογαριασμός τρεχουσών μετα-βιβάσεων και ο λογαριασμός εισοδήματοςπαρουσίασαν μικρότερα ελλείμματα το 1999.

Στη διάρκεια του 1999, το πλεόνασμα τουισοζυγίου αγαθών στη ζώνη του ευρώ μειώ-θηκε συνολικά στα 99,9 δισεκ. ευρώ από118,8 δισεκ. ECU το 1998. Στο β΄ εξάμηνοτου έτους όμως, η αξία των εξαγωγών άρχισενα παρουσιάζει εντονότερη άνοδο, πουαντανακλούσε την αυξανόμενη εξωτερικήζήτηση και βελτίωση στην ανταγωνιστικότητατων τιμών. Παρά την αύξηση των εξαγωγώνστη διάρκεια του έτους, η αξία των εισαγωγώνεξακολούθησε να αυξάνεται ταχύτερα από τιςεξαγωγές, γεγονός που φαίνεται να συνδέεταιμε τις υψηλότερες τιμές των εισαγομένων, πουεν μέρει οφείλονται στις υψηλότερες τιμέςπετρελαίου και στην εξασθένηση του ευρώ,καθώς και με ενδείξεις αυξημένης οικονομικήςδραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ τοδεύτερο εξάμηνο του 1999.

Το ισοζύγιο υπηρεσιών επίσης χειροτέρευσεκατά το 1999, σε σύγκριση με το 1998,σημειώνοντας έλλειμμα ύψους 6,6 δισεκ. ευρώστο τέλος του έτους. Οι υψηλότερεςπληρωμές, σε συνδυασμό με τη σχεδόνμηδενική αύξηση των εισπράξεων, εξηγούντην αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίουυπηρεσιών. Αντιθέτως, τα ελλείμματα τουλογαριασμού τρεχουσών μεταβιβάσεων καιτου λογαριασμού εισοδήματος συρρικνώθηκαν

το 1999, σημειώνοντας μείωση κατά 3,0 δισεκ.ευρώ και 4,6 δισεκ. ευρώ αντίστοιχα. Η βελτίωσηστο λογαριασμό εισοδήματος οφειλόταν κυρίωςστη μειωμένη καταβολή εισοδημάτων απόεπενδύσεις το 1999, σε σύγκριση με τα πολύυψηλά επίπεδα όπου είχαν φθάσει το 1998.

Οι κάτοικοι της ζώνης του ευρώ αύξησαντις άμεσες επενδύσεις τους στο εξωτερικό,ενώ μειώθηκαν οι εκροές επενδύσεωνχαρτοφυλακίου

Το 1999 οι καθαρές εκροές άμεσωνεπενδύσεων και επενδύσεων χαρτοφυλακίουανήλθαν σε 168,5 δισεκ. ευρώ έναντι 187,9δισεκ. ECU το 1998. Ο σημαντικότεροςπροσδιοριστικός παράγοντας των εκροών απότη ζώνη του ευρώ ήταν οι καθαρές εκροέςάμεσων επενδύσεων, οι οποίες αυξήθηκαναπό 102,6 δισεκ. ECU το 1998 σε 147,2 δισεκ.ευρώ το 1999. Συγκεκριμένα, οι κάτοικοι τηςζώνης του ευρώ προέβησαν σε περισσότερεςεπενδύσεις στο εξωτερικό (212,5 δισεκ. ευρώτο 1999, έναντι 183 δισεκ. ECU το 1998).Ταυτόχρονα, οι ξένες άμεσες επενδύσεις στηζώνη του ευρώ παρέμειναν υποτονικές (65,2δισεκ. ευρώ, έναντι 80,4 δισεκ. ECU το 1998).

Αντίθετα με τις καθαρές εκροές άμεσωνεπενδύσεων που αυξήθηκαν, οι καθαρές εκροέςεπενδύσεων χαρτοφυλακίου μειώθηκαν κατά64,0 δισεκ. ευρώ (σε 21,3 δισεκ. ευρώ) το 1999,σε σύγκριση με το 1998. Η εξέλιξη αυτή συνδέεταιμε το γεγονός ότι τα χρεόγραφα, από καθαρέςεκροές το 1998 (84,8 ECU), παρουσίασανκαθαρές εισροές το 1999 (34,8 δισεκ. ευρώ).Τόσο οι χαμηλότερες επενδύσεις από πλευράςκατοίκων της ζώνης του ευρώ στο εξωτερικό όσοκαι η εντονότερη ζήτηση χρεογράφων της ζώνηςτου ευρώ από πλευράς ξένων επενδυτών, ιδίωςτίτλων της κεφαλαιαγοράς, συνέβαλαν στηναναστροφή αυτή. Από την άλλη πλευρά, οικαθαρές εκροές μετοχικών τίτλων αυξήθηκαν σε56,1 δισεκ. ευρώ (από 0,4 δισεκ. ECU το 1998),κυρίως λόγω των υψηλότερων επενδύσεων σεξένους μετοχικούς τίτλους εκ μέρους κατοίκωντης ζώνης του ευρώ (οι οποίες αυξήθηκαν σε150,0 δισεκ. ευρώ από 98,7 δισεκ. ECU το1998).

49Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Πλαίσιο 5Η μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου αγαθών της ζώνης του ευρώ το 1999

Η μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου αγαθών στη ζώνη του ευρώ το 1999 εξηγείται εν μέρει από το χαμηλό επίπεδο της αξίας

των εξαγωγών κατά το α΄ εξάμηνο του έτους, κυρίως λόγω της μεταφερόμενης επιβάρυνσης από την υποτονική εξωτερική ζήτηση που

είχε σημειωθεί το 1998. Αν και η αξία των εξαγωγών παρουσίασε ανάκαμψη τους επόμενους μήνες του 1999, ακολουθώντας την

ταχύτερη άνοδο της εξωτερικής ζήτησης, η αξία των εισαγωγών αυξανόταν με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς σε όλη τη διάρκεια του

έτους, κυρίως λόγω της ανόδου των τιμών των εισαγομένων και της εντονότερης οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ.

Η ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης (η εξωτερική ζήτηση ορίζεται ως ο σταθμικός μέσος όρος των όγκων των εισαγωγών των

κυριότερων αγορών προς τις οποίες εξάγονται τα αγαθά της ζώνης του ευρώ) παρουσιάζεται στο διάγραμμα που ακολουθεί.1 Οι

έντονα αρνητικοί ρυθμοί αύξησης της ζήτησης στην Ιαπωνία και τις λοιπές ασιατικές χώρες, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της

αύξησης των εισαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου, εξηγούν εν μέρει τη μείωση της αξίας των εξαγωγών το 1998 και στις αρχές του

1999. Ομοίως, η ανάκαμψη της ζήτησης στην Ασία, όπως και η συνεχιζόμενη σθεναρή αύξηση των εισαγωγών των ΗΠΑ,

αντιστοιχεί στην ανάκαμψη των εξαγωγών της ζώνης του ευρώ το 1999. Μολονότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η μεγαλύτερη αγορά

προορισμού των εξαγωγών της ζώνης του ευρώ, καθώς αντιπροσωπεύει γύρω στο 19,3% των εξαγωγών αυτών, η Ασία

συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας αντιπροσωπεύει το 18,3%, ενώ ακολουθούν οι ΗΠΑ με 14% και οι ανατολικοευρωπαϊκές

οικονομίες που βρίσκονται στο στάδιο της μετάβασης προς την οικονομία της αγοράς με 13,5%.

Από την πλευρά των εισαγωγών, το επίμονα υψηλό επίπεδο του όγκου των εισαγωγών που συνδυάστηκε με την έντονη άνοδο των

τιμών των εισαγομένων από τις αρχές του 1999 και έπειτα και οφείλεται εν πολλοίς στην ισχυρή αύξηση των τιμών του πετρελαίου

καθώς και στην εξασθένηση του ευρώ συνέβαλε σημαντικά στην άνοδο της αξίας των εισαγωγών το 1999. Ωστόσο, η αύξηση της

αξίας των εισαγωγών μπορεί εν μέρει να αποδοθεί και στις εισαγωγές μεταποιημένων αγαθών, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 7% το

1999.2 Οι εισαγωγές μηχανημάτων και μεταφορικών μέσων αυξήθηκαν με ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς, κατά 11% περίπου το 1999,

γεγονός το οποίο συνάδει και με το υψηλότερο επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ κατά το β΄ εξάμηνο του

1999. Όσον αφορά τις χώρες προέλευσης των εισαγωγών της ζώνης του ευρώ, οι εισαγωγές αγαθών από την Κίνα και την Ουγγαρία

σημείωσαν τη μεγαλύτερη άνοδο από την άποψη της αξίας κατά το 1999, με ετήσιες αυξήσεις γύρω στο 16% και 19% αντίστοιχα.

1 Η συνολική εξωτερική ζήτηση υπολογίζεται κατά προσέγγιση με έναν σταθμικό μέσο των όγκων των εισαγωγών των κυριότερων αγορών προς τις οποίεςκατευθύνονται οι εξαγωγές της ζώνης του ευρώ (δηλ. το γινόμενο των συντελεστών στάθμισης των αγορών επί τους αντίστοιχους ρυθμούς αύξησης του όγκου τωνεισαγωγών). Οι αντίστοιχοι συντελεστές στάθμισης είναι: ΗΠΑ 14%, Ιαπωνία 3,6%, Ηνωμένο Βασίλειο 19,3%, Ελβετία 6,4%, λοιπές ανεπτυγμένες χώρες 14,9%,Ασία εκτός Ιαπωνίας 14,7%, χώρες που βρίσκονται στο στάδιο της μετάβασης 13,5%, Λατινική Αμερική 4,4%, λοιπές χώρες 9,2%.

2 Τα στοιχεία για τις εισαγωγές κατά αγαθό ή κατά χώρα αφορούν τη μεταβολή κατά το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 1999 έναντι της αντίστοιχης περιόδουτου 1998 (πηγή: Eurostat), βασίζονται σε στατιστικές της Eurostat για τις εμπορικές συναλλαγές και δεν είναι πλήρως συγκρίσιμα με τα στοιχεία της ΕΚΤ για τοισοζύγιο πληρωμών.

Όγκος εισαγωγών στις κυριότερες αγορές προς τις οποίες κατευθύνονται οι εξαγωγές της ζώνηςτου ευρώ(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές)

-1 5

-10

-1 5

-10

-5

0

5

10

15

20

1997 1997 1997 1997 1998 1998 1998 1998 1999 1999 1999 1999

-5

0

5

10

15

20

ΗΠΑ Ηνωμένο Βασίλειο Ιαπωνία Ασία Σύνολο

α΄ τρ. β΄ τρ. γ τρ. δ τρ. α΄ τρ. β΄ τρ. γ τρ. δ τρ. α τρ. β τρ. γ τρ. δ τρ.

50 Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Κεφάλλαιο II

Εργασίες κεντρικήςτράπεζας

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199952

1 Εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής

1.1 Διαχείριση ρευστότητας

Το λειτουργικό πλαίσιο της νομισματικήςπολιτικής του Ευρωσυστήματος περιέχει έναευρύ φάσμα χρηματοδοτικών μέσων τα οποίαεπελέγησαν ενόψει της ανάγκης να τηρηθούνοι αρχές του προσανατολισμού προς τηναγορά, της λειτουργικής αποτελεσματικότητας(η οποία νοείται ως η ικανότητα επίτευξης τωνστόχων του Ευρωσυστήματος), της ίσηςμεταχείρισης, της απλότητας, της διαφάνειαςκαι της εύλογης σχέσης κόστους-ωφέλειας.Επιπλέον, ενώ οι σχετικές αποφάσειςλαμβάνονται από τα διοικητικά όργανα τηςΕΚΤ, εφαρμόζονται κατά έναν αποκεντρωμένοτρόπο από τις 11 ΕθνΚΤ του Ευρω-συστήματος. Η ποικιλία των διαθέσιμωνμέσων είναι τέτοια ώστε τα διοικητικά όργανατης ΕΚΤ να μπορούν να τα χρησιμοποιήσουνσε συνδυασμούς που ενδείκνυνται για τιςεκάστοτε περιστάσεις. Γενικά, κατά το πρώτοέτος άσκησης της ενιαίας νομισματικήςπολιτικής, το λειτουργικό πλαίσιο τουΕυρωσυστήματος εφαρμόστηκε ομαλά.

Ένα στοιχείο του λειτουργικού πλαισίου τουΕυρωσυστήματος είναι το σύστημα τήρησηςελάχιστων αποθεματικών, σύμφωνα με το οποίοτα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να τηρούνυπόλοιπα σε μετρητά στις ΕθνΚΤ τουΕυρωσυστήματος ύψους ίσου με 2% της σχετικήςβάσης υπολογισμού, η οποία περιλαμβάνει μίασειρά βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Τογεγονός ότι η εν λόγω υποχρέωση πρέπει ναεκπληρούται κατά μέσο όρο σε περιόδουςτήρησης ενός μηνός συμβάλλει σημαντικά ώστενα εξομαλύνεται η ζήτηση αποθεμάτων από ταπιστωτικά ιδρύματα και ως εκ τούτου και ησυμπεριφορά των βραχυπρόθεσμων επιτοκίωντης χρηματαγοράς. Αυτός ο παράγων επέτρεψεστo Ευρωσύστημα να ασκήσει αποτελεσματικάτη νομισματική πολιτική καταφεύγοντας σε ένανπεριορισμένο μόνο αριθμό διαθέσιμωνχρηματοδοτικών μέσων κατά το πρώτο έτοςεφαρμογής της νομισματικής πολιτικής.

Όσον αφορά τη διαχείριση ρευστότητας, η ΕΚΤεπικεντρώνεται στη διατραπεζική αγοράαποθεματικών, τα οποία νοούνται ως οι

καταθέσεις σε τρεχούμενους λογαριασμούςπου τηρούν τα πιστωτικά ιδρύματα της ζώνηςτου ευρώ στις ΕθνΚΤ του Ευρωσυστήματος.Η προσφορά αυτών των αποθεματικώνκαθορίζεται από την καθαρή επίδραση τηςρευστότητας που παρέχεται μέσω τωνπράξεων νομισματικής πολιτικής και από τηρευστότητα που απορροφάται ή χορηγείταιαπό τους αυτόνομους παράγοντες (δηλ.κονδύλια της λογιστικής κατάστασης τουΕυρωσυστήματος, το ύψος των οποίων δενεξαρτάται από τις πράξεις νομισματικήςπολιτικής της κεντρικής τράπεζας, όπωςτραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία, καταθέσειςΔημοσίου και καθαρές απαιτήσεις έναντι τουεξωτερικού). Η ζήτηση αποθεματικών κα-θορίζεται από την ανάγκη των πιστωτικώνιδρυμάτων για εκπλήρωση της υποχρέωσηςτήρησης ελάχιστων αποθεματικών καιεπιπλέον από κάποια περιορισμένη ζήτηση γιαπλεονάζοντα αποθεματικά. Η τιμή αγοράςτων αποθεματικών είναι το βραχυπρόθεσμοδιατραπεζικό επιτόκιο, οπότε η διάρκεια μίαςημέρας παίζει καθοριστικό ρόλο όσον αφοράτον όγκο και συχνά αποτελεί σημείο αναφοράςεφόσον είναι η βραχύτερη σχετική διάρκεια,άρα και το αρχικό σημείο της καμπύληςαποδόσεων. Το ευρέως χρησιμοποιούμενοεπιτόκιο αναφοράς για τις καταθέσεις ευρώμίας ημέρας, το επιτόκιο ΕΟΝΙΑ (μέσος όροςτου δείκτη επιτοκίων μίας ημέρας στη ζώνητου ευρώ), είναι ένα σταθμικό επιτόκιο μίαςημέρας το οποίο υπολογίζεται ως ο σταθμικόςμέσος όρος των πράξεων δανεισμού μίαςημέρας χωρίς παροχή ασφάλειας από μίαομάδα 57 τραπεζών στη διατραπεζική αγορά.

Η διαχείριση ρευστότητας των πιστωτικώνιδρυμάτων στη ζώνη του ευρώ καθοδηγείταιμε γνώμονα την ελαχιστοποίηση τουκόστους διακράτησης των υποχρεωτικών απο-θεματικών κατά τη διάρκεια της περιόδουτήρησης. Το κόστος που επωμίζονται ταπιστωτικά ιδρύματα για τη διακράτηση τωναποθεματικών σε μια δεδομένη ημέρα μπορείνα υπολογιστεί με βάση τη διαφορά μεταξύτου διατραπεζικού επιτοκίου μίας ημέρας καιτου επιτοκίου που καταβάλλεται επί τωνυποχρεωτικών αποθεματικών (το επιτόκιο

53Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης (ΠΚΑ))εκείνη την ημέρα. Γι αυτό, τα πιστωτικάιδρύματα θα προσπαθούν να δημιουργούνπλεονάζοντα αποθεματικά όταν αυτή ηδιαφορά είναι μικρή, σε σχέση με τιςμελλοντικές αναμενόμενες διαφορές εντός τηςίδιας περιόδου τήρησης, και αντιστρόφως.Αυτή η συμπεριφορά τείνει να σταθεροποιήσειτα επιτόκια της αγοράς δεδομένου ότι, για ναγίνει εκκαθάριση στο πλαίσιο της αγοράς, ταεπιτόκια μίας ημέρας θα τείνουν ναευθυγραμμιστούν με τα μελλοντικάαναμενόμενα επιτόκια εντός της περιόδουτήρησης. Συνεπώς, τα διατραπεζικά επιτόκιαθα καθοριστούν από τις παρελθούσες,τρέχουσες και αναμενόμενες μελλοντικέςσυνθήκες ρευστότητας στην περίοδο τήρησης.Επιπλέον, το διατραπεζικό επιτόκιο μίαςημέρας επηρεάζεται από τις προσδοκίες τηςαγοράς για τις μεταβολές του επιτοκίου ΠΚΑπου θα αποφασίσει στο μέλλον η ΕΚΤ.Συνεπώς, η ΕΚΤ επηρεάζει το διατραπεζικόεπιτόκιο μίας ημέρας όχι μόνο μέσω τωναποφάσεων που πράγματι λαμβάνει, αλλά καιμέσω των προσδοκιών που δημιουργείαναφορικά με το επιτόκιό της και την πολιτικήτης για την κατανομή ρευστότητας στις πράξειςανοικτής αγοράς.

Η ποσότητα των αποθεματικών που είναιδιαθέσιμα για τα πιστωτικά ιδρύματα δενεπηρεάζεται μόνο από τις πράξεις νο-μισματικής πολιτικής, αλλά και απόδιακυμάνσεις σε άλλα κονδύλια της λογιστικήςκατάστασης του Ευρωσυστήματος, δηλαδήτους αυτόνομους παράγοντες. Οι επιπτώσειςτων αυτόνομων παραγόντων στη ρευστότηταείναι ενίοτε σημαντικές και ημερήσιεςμεταβολές των αυτόνομων παραγόντων τηςτάξεως των 10 δισεκ. ευρώ είναι σχετικάσυχνές. Στην περίπτωση του Ευρω-συστήματος, ο πιο ασταθής αυτόνομοςπαράγων είναι οι καταθέσεις του Δημοσίουστις ΕθνΚΤ. Η αστάθεια των ημερήσιωνμεταβολών στις καταθέσεις του Δημοσίου(μετρούμενη με βάση την τυπική απόκλισήτης) ανήλθε σε περισσότερο από 5 δισεκ.ευρώ, έναντι περίπου 1 εκατ. ευρώ για τατραπεζογραμμάτια. Το 1999 το σύνολο τωνυποχρεωτικών αποθεματικών των πιστωτικώνιδρυμάτων στη ζώνη του ευρώ κυμάνθηκε

μεταξύ 98,2 δισεκ. ευρώ (την πρώτη περίοδοτήρησης) και 105 δισεκ. ευρώ (κατά τηνπερίοδο τήρησης που έληγε στις 23Δεκεμβρίου). Τα τηρούμενα αποθεματικά τωντραπεζών κυμάνθηκαν μεταξύ 63,0 δισεκ.ευρώ και 126,4 δισεκ. ευρώ κατά τη διάρκειατου έτους χωρίς να ασκούν σημαντικές πιέσειςστα ισχύοντα επιτόκια της αγοράς, κατα-δεικνύοντας ότι τα αποθέματα ρευστότηταςασφαλείας του συστήματος δεν εξαντλήθηκανποτέ.

1.2 Οι πράξεις κύριαςαναχρηματοδότησης

Οι ΠΚΑ είναι οι σημαντικότερες πράξειςανοικτής αγοράς που διενεργεί τοΕυρωσύστημα και παίζουν κεντρικό ρόλο στονκαθορισμό των συνθηκών ρευστότητας και στησηματοδότηση της κατεύθυνσης της νο-μισματικής πολιτικής. Παρέχουν τον κύριοόγκο ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικότομέα. Είναι τακτικές αντιστρεπτέες συναλ-λαγές που παρέχουν ρευστότητα και διενερ-γούνται ως τυποποιημένες δημοπρασίες,με συχνότητα μία φορά την εβδομάδακαι διάρκεια δύο εβδομάδων. Το 1999 τοΕυρωσύστημα διενήργησε συνολικά 52 ΠΚΑ.Οι όγκοι που κατανεμήθηκαν κυμάνθηκανμεταξύ 39 δισεκ. ευρώ και 102 δισεκ. ευρώκαι ο μέσος όρος τους ανήλθε σε 69 δισεκ.ευρώ.

Το λειτουργικό πλαίσιο του Ευρωσυστήματοςπροβλέπει τη δυνατότητα διενέργειας δη-μοπρασιών είτε καθορισμένου είτε μεταβλητούεπιτοκίου. Η ΕΚΤ έχει μέχρι σήμερα εφαρμόσειμόνο δημοπρασίες καθορισμένου επιτοκίουστις ΠΚΑ του Ευρωσυστήματος. Οιδημοπρασίες καθορισμένου επιτοκίουδιενεργούνται κατά τρόπο που επιτρέπει στηνΕΚΤ να δώσει σαφή ένδειξη της κατεύθυνσηςτης νομισματικής πολιτικής και να κατανείμειτην ποσότητα ρευστότητας που θεωρείαπαραίτητη με δεδομένες τις προβλεπόμενεςροές των αυτόνομων παραγόντων. Στις ΠΚΑπου διενεργούνται μέσω δημοπρασιώνκαθορισμένου επιτοκίου, το επιτόκιο τηςπράξης ανακοινώνεται εκ των προτέρων. Οιαντισυμβαλλόμενοι υποβάλλουν προσφορές

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199954

με το προαναγγελθέν επιτόκιο. Κατόπιν η ΕΚΤσυγκρίνει τις προσφορές με τις δικές τηςεκτιμήσεις για τις ανάγκες ρευστότητας τουτραπεζικού τομέα, οι οποίες καθορίζονταικυρίως από τα υποχρεωτικά αποθεματικά καιτις προβλέψεις για τους αυτόνομουςπαράγοντες. Εάν οι προσφορές είναιυψηλότερες από τις προβλεπόμενες ανάγκεςρευστότητας, όπως συνήθως συμβαίνει, ηΕΚΤ κατά κανόνα καθορίζει ένα συντελεστήαναλογικής κατανομής μικρότερο του 100%.

Το μέσο ποσό των προσφορών πουυποβλήθηκαν στις ΠΚΑ που διενεργήθηκαντο 1999 ήταν 954 δισεκ. ευρώ και το μέσοποσό που κατανεμήθηκε ήταν 69 δισεκ. ευρώ.Ο μέσος συντελεστής αναλογικής κατανομής(δηλ. ο μέσος όρος των λόγων τηςρευστότητας που πράγματι κατανεμήθηκε απότην ΕΚΤ προς το συνολικό ποσό τωνπροσφορών σε μεμονωμένες δημοπρασίες)ήταν 10,8%. Το μικρότερο ποσό προσφορών,67,4 δισεκ. ευρώ, καταγράφηκε στην πράξητης 6ης Απριλίου 1999, εν μέσω έντονωνπροσδοκιών για μείωση του επιτοκίου τωνΠΚΑ εντός της ίδιας περιόδου τήρησης. Η ΕΚΤικανοποίησε τότε όλες τις προσφορές και οσυντελεστής αναλογικής κατανομής δια-μορφώθηκε σε 100%. Το υψηλότερο ποσόπροσφορών, 2.344 δισεκ. ευρώ, σημειώθηκεστις 2 Νοεμβρίου 1999, σε ένα περιβάλλονέντονων προσδοκιών για αύξηση τουεπιτοκίου των ΠΚΑ εντός της ίδιας περιόδουτήρησης. Ο επιλεγείς όγκος κατανομής των66 δισεκ. ευρώ υποδήλωνε συντελεστήκατανομής 2,82%, το μικρότερο συντελεστήπου έχει ποτέ σημειωθεί. Ενώ το μέσο ποσότων προσφορών αυξήθηκε τα τρία πρώτατρίμηνα του έτους (το μέσο ποσό τωνσυνολικών προσφορών ήταν 674 δισεκ. ευρώ,763 δισεκ. ευρώ και 1.274 δισεκ. ευρώ το α΄,β΄ και γ΄ τρίμηνο αντίστοιχα), μειώθηκεελαφρώς το τέταρτο τρίμηνο φθάνοντας σε έναμέσο συνολικό όγκο 1.104 δισεκ. ευρώ.

Η εξέλιξη του όγκου των προσφορών πουυποβλήθηκαν μπορεί να αποδοθεί στιςπροσδοκίες που επικρατούσαν μεταξύ τωνπιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά το σχετικόκόστος άντλησης κεφαλαίων στη διατραπεζικήαγορά, σε σύγκριση με το επιτόκιο των ΠΚΑ.

Πρέπει να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ τουαναμενόμενου κόστους αναχρηματοδότησηςαπό την κεντρική τράπεζα και τουαναμενόμενου κόστους άντλησης κεφαλαίωναπό τη διατραπεζική αγορά (το τελευταίοπεριλαμβάνει και ασφάλιστρο, λόγω τηςμεγαλύτερης αβεβαιότητας που χαρακτηρίζειτη χρηματοδότηση από την αγορά) ώστε ναπροληφθεί είτε κλιμάκωση είτε εξάντληση τωνπροσφορών των τραπεζών. Οι κεντρικέςτράπεζες μπορούν να ελέγχουν το μέσοεπιτόκιο μίας ημέρας καθορίζοντας τηνποσότητα των αποθεματικών των τραπεζών.Με αυτό τον τρόπο, είναι σε θέση γενικά (δηλ.εφόσον δεν υπάρχουν έντονες προσδοκίες γιαμεταβολές των επιτοκίων) να εξασφαλίζουναυτή την ισορροπία για οποιοδήποτε επιτόκιοδημοπρασίας εντός του εύρους διακύμανσηςτων επιτοκίων της διατραπεζικής αγοράς,όπως οριοθετείται από τις πάγιεςδιευκολύνσεις.

Η ΕΚΤ έτεινε να προσανατολίζει τις αποφάσειςτης για την κατανομή ρευστότητας έτσι ώστενα εξασφαλίζει ότι το μέσο διατραπεζικόεπιτόκιο μίας ημέρας θα διαμορφωθεί σεεπίπεδο παραπλήσιο του επιτοκίουδημοπρασίας. Αποτέλεσμα της πολιτικήςαυτής ήταν ότι, κατά μέσο όρο το 1999, τοεπιτόκιο ΕΟΝΙΑ ήταν κατά 0,025 τηςεκατοστιαίας μονάδας υψηλότερο από τοεπιτόκιο των ΠΚΑ. Επιπλέον, η αστάθεια τουεπιτοκίου ΕΟΝΙΑ ήταν χαμηλή σε όλη τηδιάρκεια του έτους, αν και αυξανόταν στη λήξητων περιόδων τήρησης των υποχρεωτικώναποθεματικών.

1.3 Οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμηςαναχρηματοδότησης

Εκτός από τις ΠΚΑ, το Ευρωσύστημα διενεργείκαι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης ανα-χρηματοδότησης (ΠΠΜΧ), οι οποίες είναι τακτικέςαντιστρεπτέες συναλλαγές που παρέχουνρευστότητα και διενεργούνται ως κανονικέςδημοπρασίες με συχνότητα μία φορά το μήνα καιδιάρκεια τριών μηνών. Παρέχουν μόνο έναπεριορισμένο μέρος του συνολικού όγκουχρηματοδότησης και κατά κανόνα δενδιενεργούνται με σκοπό να επηρεάσουν την

55Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

κατάσταση ρευστότητας, να αποστείλουνμηνύματα προς την αγορά ή να κατευθύνουν ταεπιτόκια της αγοράς. Προκειμένου τοΕυρωσύστημα να ενεργήσει ως τιμολήπτης (ratetaker), οι ΠΠΜΧ διενεργούνται συνήθως με τημορφή δημοπρασιών μεταβλητού επιτοκίου μεπροαναγγελθέντες όγκους κατανομής. Αυτόσυνέβη και στις 14 ΠΠΜΧ που πραγ-ματοποιήθηκαν το 1999. Οι προς κατανομή όγκοιπροαναγγέλθηκαν μέσω δελτίων τύπου γιαμεγαλύτερα χρονικά διαστήματα και κατόπινεπιβεβαιώθηκαν στις ανακοινώσεις δημοπρασίαςμία ημέρα πριν από την απόφαση κατανομής.Ενώ οι 11 πρώτες ΠΠΜΧ το 1999 είχαν όγκο 15δισεκ. ευρώ, οι τρεις τελευταίες ανήλθαν σε 25δισεκ. ευρώ, γεγονός που συνέβαλε στην ομαλήμετάβαση στο έτος 2000. Κατά μέσο όρο καθόλη τη διάρκεια του έτους, παρασχέθηκε όγκοςρευστότητας 49 δισεκ. ευρώ μέσω πράξεωναυτού του είδους και προσφορές υπέβαλαν 316αντισυμβαλλόμενοι.

Οι τρεις πρώτες ΠΠΜΧ του έτους είχαν τηνιδιαιτερότητα ότι διενεργήθηκαν παράλληλαστις 14 Ιανουαρίου και δύο από αυτές είχανμικρότερη διάρκεια (42 και 70 ημερώναντίστοιχα) προκειμένου να εισαχθούνσταδιακά τρεις εκκρεμείς ΠΠΜΧ χωρίςκαθυστέρηση. Ενώ οι τέσσερις πρώτες ΠΠΜΧδιεξήχθησαν ως δημοπρασίες ενιαίου επι-τοκίου (ολλανδικού τύπου), από το Μάρτιοκαι μετά όλες οι ΠΠΜΧ διεξήχθησαν ωςδημοπρασίες πολλαπλού επιτοκίου (δημο-πρασίες αμερικανικού τύπου) ώστε ναπροσανατολιστούν προς τις συνήθεις πρα-κτικές της αγοράς.

Για όλες τις πράξεις που διεξήχθησαν από τοΜάρτιο έως το Σεπτέμβριο, τα μέσα σταθμικάεπιτόκια των ΠΠΜΧ που διενεργήθηκαν μέσωδημοπρασίας πολλαπλού επιτοκίου ήταν 0,01της εκατοστιαίας μονάδας άνω του οριακούεπιτοκίου, αντανακλώντας χαμηλή και σταθερήδιασπορά προσδοκιών. Η εικόνα ήτανδιαφορετική στην ΠΠΜΧ που διακανονίστηκεστις 28 Οκτωβρίου, όταν το οριακό επιτόκιοήταν 0,23 της εκατοστιαίας μονάδαςχαμηλότερο του μέσου σταθμικού επιτοκίου,αντανακλώντας ανομοιογενείς αλλά αυξα-νόμενες προσδοκίες για συνεχή άνοδο τουεπιτοκίου των ΠΚΑ καθώς επίσης και ανο-

μοιογενείς προτιμήσεις τις οποίες προκάλεσετο γεγονός ότι η πράξη έληγε μετά τημετάβαση στο έτος 2000. Στις πράξεις πουδιενεργήθηκαν στις 24 Νοεμβρίου και στις22 Δεκεμβρίου, η κατάσταση εν μέρειεξομαλύνθηκε και η διαφορά μεταξύ τουοριακού και το σταθμικού επιτοκίου μειώθηκεσε 0,09 και 0,03 της εκατοστιαίας μονάδαςαντίστοιχα.

1.4 Άλλες πράξεις ανοικτής αγοράς

Πέραν των δύο τακτικών αντιστρεπτέωνπράξεων, το λειτουργικό πλαίσιο τουΕυρωσυστήματος προβλέπει έκτακτες πράξειςεξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεωντης ρευστότητας και διαρθρωτικές πράξεις.Aυτές οι πράξεις μπορεί να διενεργούνται καιμε τη μορφή αντιστρεπτέων πράξεων, αλλάτο Ευρωσύστημα διαθέτει πολλούς καιποικίλους τρόπους για να πραγματοποιείτέτοιες έκτακτες πράξεις, δηλ. οριστικέςσυναλλαγές, πράξεις ανταλλαγής νομισμάτων,έκδοση χρεογράφων και αποδοχή καταθέσεωνκαθορισμένης διάρκειας. Τα μέσα και οιδιαδικασίες που εφαρμόζονται για τηδιενέργεια των πράξεων εξομάλυνσηςβραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότηταςμπορούν να προσαρμόζονται ανάλογα με τοείδος της συναλλαγής και τους εκάστοτεεπιδιωκόμενους στόχους.

Το 1999 το Ευρωσύστημα δεν διεξήγαγεπράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιωνδιακυμάνσεων της ρευστότητας ούτεδιαρθρωτικές πράξεις, αλλά για τη διαχείρισητης ρευστότητάς του βασίστηκε αποκλειστικάστις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης καιπιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης,καθώς επίσης και στις διαθέσιμες πάγιεςδιευκολύνσεις, επωφελούμενο από τηδυνατότητα τήρησης των ελάχιστωναποθεματικών κατά μέσο όρο στη διάρκειατης περιόδου τήρησης, όπως προβλέπει τοσύστημα ελάχιστων αποθεματικών. Στιςαρχές του 2000, έκτακτες συνθήκες στηναγορά ώθησαν το Ευρωσύστημα ναδιενεργήσει μία πράξη εξομάλυνσης βρα-χυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας. Ηπράξη αυτή απέβλεπε στην απορρόφηση

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199956

ρευστότητας και συνίστατο στην αποδοχήκαταθέσεων ύψους 14,2 δισεκ. ευρώ διάρκειαςμίας εβδομάδας μέσω ταχείας δημοπρασίαςκυμαινόμενου επιτοκίου με σκοπό νααπορροφηθεί η πλεονάζουσα ρευστότητα πουείχε συσσωρευθεί στα τέλη του 1999 λόγωγεγονότων που συνδέονταν με τη μετάβασηστο έτος 2000.

1.5 Πάγιες διευκολύνσεις

Οι πάγιες διευκολύνσεις αποσκοπούν στηνπαροχή και την απορρόφηση ρευστότηταςμίας ημέρας με πρωτοβουλία των πιστωτικώνιδρυμάτων, σηματοδοτώντας τη γενικήκατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής καικαθορίζοντας το άνω και το κάτω όριο για τηδιακύμανση των επιτοκίων της αγοράς μίαςημέρας. Η διευκόλυνση οριακής χρη-ματοδότησης δύναται να χρησιμοποιηθεί γιατην απόκτηση ρευστότητας μίας ημέρας απότο Ευρωσύστημα έναντι ασφάλειας με τημορφή επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων.Το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακήςχρηματοδότησης κανονικά αποτελεί τοανώτατο όριο του επιτοκίου της αγοράς μίαςημέρας.

Η διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων μπορείνα χρησιμοποιηθεί για την κατάθεσηπλεοναζόντων κεφαλαίων μίας ημέρας στοΕυρωσύστημα. Το επιτόκιο της διευκόλυνσηςαποδοχής καταθέσεων κανονικά αποτελεί τοκατώτατο όριο του επιτοκίου της αγοράς μίαςημέρας. Έτσι, οι δύο διευκολύνσεις μαζίοριοθετούν ένα εύρος διακύμανσης για τοεπιτόκιο της αγοράς μίας ημέρας. Το εύροςαυτό κυμάνθηκε το 1999 μεταξύ 0,5 τηςεκατοστιαίας μονάδας (στο διάστημα 4-21Ιανουαρίου, με σκοπό τη διευκόλυνση τηςπροσαρμογής των πιστωτικών ιδρυμάτων στονέο πλαίσιο) και 2,5 εκατοστιαίων μονάδωναπό 22 Ιανουαρίου έως 8 Απριλίου. Από τις 9Απριλίου μέχρι το τέλος του έτους το εύροςδιακύμανσης ήταν 2 εκατοστιαίες μονάδες.

Κατά τη διάρκεια του έτους, η ημερήσιαπροσφυγή στις διευκολύνσεις οριακήςχρηματοδότησης και αποδοχής καταθέσεωνανήλθε κατά μέσο όρο σε 1 δισεκ. ευρώ και

0,8 δισεκ. ευρώ αντίστοιχα. Ωστόσο, τονΙανουάριο του 1999 παρατηρήθηκε ιδιαίτεραέντονη προσφυγή στις πάγιες διευκολύνσεις,δηλαδή κατά μέσο όρο 6,0 δισεκ. ευρώ για τηδιευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης και 2,0δισεκ. ευρώ για τη διευκόλυνση αποδοχήςκαταθέσεων. Αυτή η αυξημένη χρήση τωνπάγιων διευκολύνσεων οφειλόταν εν μέρει στογεγονός ότι το κόστος τους διετηρείτο πολύχαμηλό έως τις 21 Ιανουαρίου, αλλάυποδήλωνε επίσης ότι η διατραπεζική αγοράδεν είχε ακόμη προσαρμοστεί στο νέοπεριβάλλον.

Ενώ δεν συνέβη μεγάλη ταυτόχρονη προ-σφυγή και στις δύο πάγιες διευκολύνσεις τηνίδια ημέρα, η οποία θα μπορούσε ναερμηνευθεί ως ατέλεια της διατραπεζικήςαγοράς, παρά μόνο στην αρχή του έτους, ηυψηλή χρήση μίας μόνο πάγιας διευκόλυνσηςαποτελεί κανονικά ένδειξη ανισορροπιών στησυνολική ρευστότητα. Τέτοιες ανισορροπίεςκατά κανόνα συμβαίνουν στο τέλος τωνπεριόδων τήρησης όταν πλέον η δυνατότητατήρησης των ελάχιστων αποθεματικών κατάμέσο όρο δεν είναι εφαρμόσιμη. Η μέση χρήσητων διευκολύνσεων οριακής χρηματοδότησηςκαι αποδοχής καταθέσεων την τελευταίαημέρα των 11 περιόδων τήρησης του 1999ήταν 3,6 δισεκ. ευρώ και 6,8 δισεκ. αντίστοιχα.Εντούτοις, κάθε φορά που στο τέλος τηςπεριόδου υπήρχε μεγάλη προσφυγή σε μίααπό τις πάγιες διευκολύνσεις, η χρήση τηςάλλης διευκόλυνσης ήταν ελάχιστη, γεγονόςπου μαρτυρεί ότι η διατραπεζική αγοράκατόρθωνε να κατανέμει κεφάλαια ακόμη καιτις τελευταίες ημέρες των περιόδων τήρησης.Επιπλέον, ακόμη και η σημαντική προσφυγήστις πάγιες διευκολύνσεις στο τέλος κάθεπεριόδου και η υψηλή αστάθεια τωνδιατραπεζικών επιτοκίων μίας ημέρας κατάκανόνα δεν επηρέασαν μονιμότερα τα πιομακροπρόθεσμα επιτόκια της χρηματαγοράςκαι έτσι δεν προκάλεσαν αβεβαιότητα όσοναφορά την κατεύθυνση της νομισματικήςπολιτικής.

57Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

1.6 Το σύστημα ελάχιστωναποθεματικών

Στη διάρκεια του 1999 εκπληρώθηκανεπιτυχώς οι δύο κύριες λειτουργίες τουσυστήματος υποχρεωτικών καταθέσεων, δηλ.η σταθεροποίηση των επιτοκίων τηςχρηματαγοράς και η διεύρυνση του διαρ-θρωτικού ελλείμματος ρευστότητας τουτραπεζικού τομέα. Η προαναφερόμενηεξομαλυντική επίδραση του συστήματοςελάχιστων αποθεματικών στο επιτόκιο ΕΟΝΙΑσυνδέεται κατά κύριο λόγο με το στα-θεροποιητικό ρόλο που έπαιξε η δυνατότητατήρησης των ελάχιστων αποθεματικών κατάμέσο όρο. Όσον αφορά τη διεύρυνση τουελλείμματος διαρθρωτικής ρευστότητας, ταελάχιστα αποθεματικά συνήθως ανέρχοντανσε 50% και πλέον των συνολικών αναγκώναναχρηματοδότησης του τραπεζικού τομέα(δηλ. του συνολικού ανεξόφλητου ποσού τωντακτικών πράξεων ανοικτής αγοράς).Επιπλέον, το γεγονός ότι για τους τόκους πουκαταβάλλονται επί των ελάχιστων απο-θεματικών εφαρμόζεται επιτόκιο ίσο με αυτότων πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης τουΕυρωσυστήματος διασφάλισε ότι το σύστημαδεν επιβάρυνε τις τράπεζες με σημαντικόκόστος.

Με δεδομένη την ομαλή λειτουργία τουσυστήματος ελάχιστων αποθεματικών, τα κύριαχαρακτηριστικά του (δηλ. η δυνατότητα τήρησηςτων ελάχιστων αποθεματικών κατά μέσο όρο, ηδιάρκεια της περιόδου τήρησης και οι τόκοι πουκαταβάλλονται επί των υποχρεωτικώναποθεματικών) δεν μεταβλήθηκαν το 1999.Παρομοίως, δεν σημειώθηκαν μεταβολές στοποσοστό των ελάχιστων αποθεματικών, στηβάση υπολογισμού τους και στο ύψος τουεφάπαξ ποσού (100.000 ευρώ) που αφαιρείταιαπό αυτά. Το μόνο στοιχείο που τροποποιήθηκεκατά τη διάρκεια του 1999 ήταν η πάγια μείωσηαπό τη βάση υπολογισμού των ελάχιστωναποθεματικών που εφαρμόζεται από κάθεμεμονωμένο πιστωτικό ίδρυμα για τιςυποχρεώσεις έναντι άλλων πιστωτικώνιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ που υπόκεινταιστα ελάχιστα αποθεματικά της ΕΚΤ. Στηνπερίπτωση υποχρεώσεων υπό τη μορφήχρεογράφων με ορισμένη διάρκεια έως δύο έτη

και τίτλων της χρηματαγοράς, τα πιστωτικάιδρύματα είχαν τη δυνατότητα, κατά τη διάρκειατου 1999, να αφαιρούν από τη βάσηυπολογισμού ένα πάγιο ποσοστό 10% εάν δενμπορούσαν να παρέχουν αποδείξεις γι αυτό τοείδος των υποχρεώσεών τους έναντι άλλωνπιστωτικών ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ.Αφού μελέτησε τα στατιστικά στοιχεία που ήτανδιαθέσιμα για το 1999, η ΕΚΤ αποφάσισε στις 2Δεκεμβρίου να αυξήσει το πάγιο αυτό ποσοστόστο 30%, με ισχύ από τον Ιανουάριο του 2000.Τα πιστωτικά ιδρύματα προσαρμόστηκανγρήγορα στα νέα συστήματα ανακοίνωσηςστοιχείων και στις μεθόδους υπολογισμού τωνελάχιστων αποθεματικών. Γι αυτό, οι περι-πτώσεις μη συμμόρφωσης ήταν μάλλον περι-ορισμένες στη διάρκεια του 1999. Μετά από μιατρίμηνη περίοδο χάριτος, προκειμένου ναμπορέσουν τα πιστωτικά ιδρύματα να προ-σαρμοστούν στη νέα ενιαία νομισματική πολιτική,η ΕΚΤ επέβαλε ένα πλαίσιο κυρώσεων για όσαιδρύματα παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τουςόσον αφορά τα ελάχιστα αποθεματικά.

1.7 Τα επιλέξιμα ενέχυρα τουΕυρωσυστήματος και η χρήση τουςστις πιστωτικές πράξεις

Όλες οι πιστωτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος ενδοημερήσια πίστωση και πράξεις νο-μισματικής πολιτικής πρέπει να βασίζονται σεεπαρκή ασφάλεια που παρέχουν οιαντισυμβαλλόμενοι του Ευρωσυστήματος.Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στηχρηματοπιστωτική διάρθρωση των κρατών-μελών, τα περιουσιακά στοιχεία που γίνονταιδεκτά για τις πιστωτικές πράξεις συμπε-ριλαμβάνουν πολλά και ποικίλα χρηματοδοτικάμέσα. Τα περιουσιακά στοιχεία που γίνονταιδεκτά για τις πιστωτικές πράξεις τουΕυρωσυστήματος διακρίνονται σε δύο κατη-γορίες: την πρώτη βαθμίδα και τη δεύτερηβαθμίδα. Η διάκριση αυτή γίνεται αποκλειστικάγια εσωτερικούς σκοπούς του Ευρωσυστήματοςκαι δεν έχει συνέπειες για την ποιότητα τωνπεριουσιακών στοιχείων και την επιλεξιμότητάτους για τα διάφορα είδη πράξεων, εκτός από τοότι τα στοιχεία της δεύτερης βαθμίδας κανονικάδεν χρησιμοποιούνται από το Ευρωσύστημα σεοριστικές συναλλαγές.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199958

Η πρώτη βαθμίδα περιλαμβάνει εμπορεύσιμαχρεόγραφα που πληρούν τα κοινά γιαολόκληρη τη ζώνη του ευρώ κριτήριαεπιλεξιμότητας, τα οποία έχουν οριστείαπό την ΕΚΤ. Η δεύτερη βαθμίδαπεριλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχείαπου έχουν ιδιαίτερη σημασία για τιςχρηματοπιστωτικές αγορές και τα τραπεζικάσυστήματα των επιμέρους χωρών και για ταοποία τα κριτήρια επιλεξιμότητας καθορίζονταιαπό τις ΕθνΚΤ και και υπόκεινται στην έγκρισητης ΕΚΤ.

Έως τα μέσα Δεκεμβρίου 1999, ταεμπορεύσιμα επιλέξιμα περιουσιακά στοιχείαπου διέθετε το Ευρωσύστημα για τις πράξειςτου αντιπροσώπευαν ποσό 5.700 δισεκ. ευρώ(έναντι 5.300 δισεκ. ευρώ τον Ιανουάριο του1999). Από το ποσό αυτό, το συντριπτικάμεγαλύτερο ποσοστό (96%) αφορούσεστοιχεία της πρώτης βαθμίδας. Με βάση τησύνθεσή τους κατά εκδότη, το 62,7% τωνεμπορεύσιμων στοιχείων της πρώτηςβαθμίδας αφορούσε κρατικούς τίτλους, το32,8% τίτλους που είχαν εκδοθεί απόπιστωτικά ιδρύματα και το 4,2% εταιρικούςτίτλους. Όσον αφορά τη διάρκειά τους, το 93%αυτών των στοιχείων ήταν μακροπρόθεσμαομόλογα και μεσοπρόθεσμα γραμμάτια, ενώτο 6,5% αφορούσε βραχυπρόθεσμους τίτλους.Το ύψος των μετοχών και των άλλωνεπιλέξιμων στοιχείων της δεύτερης βαθμίδαςήταν αμελητέο (0,3% και 0,2% αντίστοιχα).

Οι αντισυμβαλλόμενοι του Ευρωσυστήματοςμπορούν να χρησιμοποιούν επιλέξιμαπεριουσιακά στοιχεία σε διασυνοριακή βάση,δηλ. να αποκτούν κεφάλαια από την ΕθνΚΤτου κράτους-μέλους όπου εδρεύουν,χρησιμοποιώντας περιουσιακά στοιχεία πουβρίσκονται σε άλλο κράτος-μέλος (βλ.Κεφάλαιο V).

Στη διάρκεια του 1999, κατόπιν αιτήματοςαρκετών ΕθνΚΤ, η ΕΚΤ προέβη σε αξιολόγησητων νέων κατηγοριών περιουσιακών στοιχείωνπου είτε δεν υπήρχαν το 1998 είτε υπέστησανστη διάρκεια του 1999 μεταβολές προκειμένουνα συμμορφωθούν με τα ελάχιστα κριτήριαεπιλεξιμότητας της ΕΚΤ. Κατόπιν τούτου, οικατηγορίες αυτές προστέθηκαν στον κατάλογο

των επιλέξιμων ενεχύρων για τις πιστωτικέςπράξεις του Ευρωσυστήματος.

1.8 Συμμετοχή των αντισυμβαλλομένωντου Ευρωσυστήματος στις πράξειςνομισματικής πολιτικής

Το πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικήςτου Ευρωσυστήματος σχεδιάζεται με στόχονα διασφαλιστεί η συμμετοχή πολλών αντι-συμβαλλομένων. Τα ιδρύματα που υπόκεινταιστο σύστημα ελάχιστων αποθεματικών τουΕυρωσυστήματος είναι επιλέξιμα ωςαντισυμβαλλόμενοι στις πράξεις ανοικτής αγοράς(ΠΑΑ) που διενεργούνται με κανονικέςδημοπρασίες και για την πρόσβαση στις πάγιεςδιευκολύνσεις.1 Στα τέλη Δεκεμβρίου 1999,περίπου 7.900 πιστωτικά ιδρύματα της ζώνηςτου ευρώ υπάγονταν στην υποχρέωσηελάχιστων αποθεματικών. Από αυτά, περίπου4.100 είχαν άμεση ή έμμεση πρόσβαση σε ένασύστημα ακαθάριστου διακανονισμού σε συνεχήχρόνο, που αποτελεί λειτουργική προϋπόθεσηγια τη συμμετοχή στις πράξεις νομισματικήςπολιτικής. Περίπου 3.800 πιστωτικά ιδρύματαείχαν πρόσβαση στη διευκόλυνση αποδοχήςκαταθέσεων και 3.200 στη διευκόλυνση οριακήςχρηματοδότησης. Προκειμένου να έχουν πρό-σβαση στις ΠΑΑ, οι αντισυμβαλλόμενοι μπο-ρεί επίσης να χρειάζεται να έχουν πρόσβασηστα εθνικά συστήματα δημοπρασιών, όπως έγινεμε 2.500 αντισυμβαλλόμενους που μπορούσαννα συμμετέχουν στις ΠΑΑ το 1999. ΤοΕυρωσύστημα επέλεξε 200 περίπου πιστωτικάιδρύματα για πιθανές πράξεις για την εξομάλυνσητων βραχυπρόθεσμων διακυμάνσεων τηςρευστότητας μέσω ταχειών δημοπρασιών ήδιμερών διαδικασιών.

Ο αριθμός των αντισυμβαλλομένων που όντωςσυμμετείχαν στις πράξεις κύριας ανα-χρηματοδότησης (ΠΚΑ) κυμάνθηκε μεταξύ 1.068(τον Ιανουάριο του 1999) και 302 (τον Απρίλιο

1 Σύμφωνα με το Άρθρο 19.1 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, η ΕΚΤγενικώς απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένασε ένα συμμετέχον κράτος-μέλος να τηρούν ελάχιστα αποθεματικά.Ορισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων βλ. στο Άρθρο 1 της ΠρώτηςΤραπεζικής Συντονιστικής Οδηγίας (77/780/ΕΟΚ), δηλ. επιχείρηση,η δραστηριότης της οποίας συνίσταται στο να δέχεται καταθέσειςαπό το κοινό ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια και να χορηγεί πιστώσειςγια λογαριασμό της.

59Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

του 1999), ενώ ο αριθμός των συμμετεχόντωνστις πράξεις πιο μακροπρόθεσμης ανα-χρηματοδότησης (ΠΠΜΑ) κυμάνθηκε μεταξύ 466(τον Ιανουάριο του 1999) και 198 (το Σεπτέμβριοτου 1999). Στο δεύτερο εξάμηνο του 1999 υπήρξεμια τάση μείωσης του αριθμού τωναντισυμβαλλόμενων που συμμετείχαν στιςπράξεις του Ευρωσυστήματος σε σύγκριση μετο πρώτο εξάμηνο του έτους. Παράλληλα, στηδιάρκεια του έτους παρατηρήθηκε μείωση τουποσοστού των μικρών ιδρυμάτων πουσυμμετείχαν στις ΠΚΑ, σε σχέση με ταμεγαλύτερα ιδρύματα, εξέλιξη που φαίνεται ναυποδηλώνει ότι έχουν περιοριστεί τα κίνητρα τωνμικρών ιδρυμάτων να συμμετέχουν στις ΠΚΑ. Οιεξελίξεις αυτές μπορούν να αποδοθούν σεδιάφορους παράγοντες, μεταξύ άλλων στηδιαδικασία ενοποίησης του τραπεζικού τομέαπου έχει ήδη ξεκινήσει και στην εκτίμηση τωναντισυμβαλλομένων ότι η διαφορά μεταξύ τωνεπιτοκίων που εφαρμόζει το Ευρωσύστημα στιςπράξεις του και των επιτοκίων ΕΟΝΙΑ ήτανμάλλον χαμηλή.

1.9 Εξελίξεις στις χρηματαγορές

Μετά την εισαγωγή του ευρώ και του νέουπλαισίου άσκησης της νομισματικής πολιτικής,οι χρηματαγορές στη ζώνη του ευρώ εισήλθανσε μια διαδικασία βαθιάς ενοποίησης. Όμως,αυτή η ενοποίηση δεν ήταν ομοιογενής σε όλα τατμήματα της αγοράς: η ενοποίηση στην αγοράκαταθέσεων χωρίς παροχή ασφάλειας, όπου οιτράπεζες ανταλλάσσουν βραχυχρόνια ρευ-στότητα χωρίς εγγύηση υπό μορφή ενεχύρου,και στις αγορές παραγώγων υπήρξε ταχύτερη,ενώ πολλά μπορούν ακόμη να γίνουν για τηνενοποίηση των αγορών συμφωνιών επαναγοράς,όπου οι συμμετέχοντες ανταλλάσσουν βρα-χυχρόνια ρευστότητα έναντι ενεχύρου, και τηςαγοράς βραχυπρόθεσμων χρεογράφων (τίτλωντου Δημοσίου, μετοχών και πιστοποιητικώνκαταθέσεων). Ήδη από την έναρξη του ΤρίτουΣταδίου της ΟΝΕ, οι διασυνοριακές συναλλαγέςστις χρηματαγορές της ζώνης του ευρώαυξήθηκαν σημαντικά και σήμερα αντιστοιχούν

σε πλέον του 50% της συνολικής δραστηριότηταςσε όλα τα τμήματα της χρηματαγοράς. Η εξέλιξηαυτή ενισχύθηκε από την ομαλή λειτουργία τουσυστήματος TARGET για τη μεταφοράκεφαλαίων μεγάλης αξίας σε όλη την ζώνη τουευρώ και στις άλλες χώρες της ΕΕ. Το TARGETαποδείχθηκε βασικό στοιχείο για τη διασφάλισηαποτελεσματικής αναδιανομής της ρευστότηταςστη ζώνη του ευρώ.

Τα τμήματα της χρηματαγοράς που αφορούντις συναλλαγές χωρίς παροχή ασφάλειαςκαι τις πράξεις ανταλλαγής ήταν εκείναπου γνώρισαν τις πιο βαθιές μεταβολές,συμπεριλαμβανομένης της σημαντικήςαύξησης των διασυνοριακών συναλλαγών ηοποία μπορεί να θεωρηθεί τόσο ως απόρροιαόσο και ως αίτιο αυτών των μεταβολών. Ηαύξηση των διασυνοριακών συναλλαγώνεξηγεί επίσης την ομοιογένεια και το υψηλόεπίπεδο ρευστότητας των αγορών αυτών.Αυτή η ομοιογένεια είναι ιδίως έκδηλη στηδιάρκεια μίας ημέρας, όπως αποδεικνύεταιαπό τις πολύ μικρές διαφορές μεταξύ τωνεπιτοκίων μίας ημέρας στις επιμέρους χώρεςτης ζώνης του ευρώ.

Άλλες διαρθρωτικές αλλαγές που παρα-τηρήθηκαν στις χρηματαγορές της ζώνης τουευρώ μετά την εισαγωγή του ευρώ ήταν οι εξής:η θεαματική άνοδος της ρευστότητας τωνδευτερογενών αγορών, η αυξημένη συγκέ-ντρωση των δραστηριοτήτων διαχείρισης δια-θεσίμων σε ευρώ σε σύγκριση με την κατά-σταση που επικρατούσε στις άλλοτε κατα-τετμημένες χρηματαγορές, η αυξημένη αντα-γωνιστικότητα και η άνοδος του αριθμού τωνσυμβαλλομένων που είναι διαθέσιμοι νασυμμετάσχουν στις σχετικές συναλλαγές μετις επιμέρους τράπεζες (περιγραφή των διαρ-θρωτικών εξελίξεων στις κεφαλαιαγορές τηςζώνης του ευρώ βλ. στο άρθρο «Η ζώνη τουευρώ ένα έτος μετά την εισαγωγή του ευρώ:βασικά χαρακτηριστικά και μεταβολές τηςχρηματοπιστωτικής διάρθρωσης» στο τεύχοςΙανουαρίου του 2000 του Μηνιαίου Δελτίου τηςΕΚΤ).

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199960

2 Επένδυση συναλλαγματικών διαθεσίμων και ιδίων κεφαλαίων

2.1 Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα τουΕυρωσυστήματος

Το Ευρωσύστημα είναι αρμόδιο να τηρεί και ναδιαχειρίζεται τα συναλλαγματικά διαθέσιμα τωνκρατών-μελών. Τόσο η ΕΚΤ όσο και οι ΕθνΚΤτηρούν συναλλαγματικά διαθέσιμα. Αν και οιΕθνΚΤ διαχειρίζονται αυτόνομα τα δικά τουςσυναλλαγματικά διαθέσιμα, οι πράξεις πουδιενεργούν στην αγορά συναλλάγματος υπό-κεινται, εφόσον υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένοόριο, στην έγκριση της ΕΚΤ, προκειμένουνα διασφαλιστεί η συνέπεια με την ενιαίανομισματική πολιτική του Ευρωσυστήματος.

Η μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμωναπό τις ΕθνΚΤ προς την ΕΚΤ πραγ-ματοποιήθηκε στην αρχή του 1999 για τοανώτατο επιτρεπτό όριο των 50 δισεκ. ευρώ,από το οποίο έχουν αφαιρεθεί τα μερίδιασυμμετοχής στο κεφάλαιο της ΕΚΤ πουαντιστοιχούν στις ΕθνΚΤ των χωρών που δενμετέχουν εξ αρχής στη Νομισματική Ένωση.Τα μερίδια αυτά ανήλθαν στα 39,46 δισεκ.ευρώ, δηλ. 80% περίπου των 50 δισεκ. ευρώ.Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα αποτελούνμεγάλο τμήμα του ενεργητικού του ισο-λογισμού της ΕΚΤ. Σύμφωνα με το Άρθρο 123της Συνθήκης, η ΕΚΤ μπορεί να ζητήσει απότις ΕθνΚΤ συμπληρωματική καταβολήδιαθεσίμων, βάσει παράγωγου κοινοτικού δι-καίου. Για το σκοπό αυτό, η ΕΚΤ έχει υπο-βάλει σύσταση για την ψήφιση κανονισμού τουΣυμβουλίου της ΕΕ.

Η κατανομή των συναλλαγματικών διαθεσίμωντης ΕΚΤ ανά νόμισμα ορίζεται σύμφωνα με τιςδυνητικές λειτουργικές ανάγκες και μπορεί νατην τροποποιήσει εάν και όποτε παραστείανάγκη. Το 15% των συναλλαγματικών δια-θεσίμων που συγκεντρώθηκαν στην ΕΚΤ με-ταβιβάστηκαν υπό μορφή χρυσού, ενώ το 85%είναι εκφρασμένο σε δολάρια ΗΠΑ και, κατάδεύτερο λόγο, σε γιεν Ιαπωνίας. Δεν γίνεταιενεργός διαχείριση της σύνθεσης κατάνόμισμα των διαθεσίμων για επενδυτικούςλόγους, ώστε να μην παρακωλύεται μεοποιοδήποτε τρόπο η άσκηση της ενιαίαςνομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.

2.2 Η προσέγγιση που ακολουθεί τοΕυρωσύστημα για τη διαχείριση τωνσυναλλαγματικών διαθεσίμων

Η διαχείριση των συναλλαγματικών δια-θεσίμων της ΕΚΤ πρέπει να διασφαλίζει ότι,ανά πάσα στιγμή, η ΕΚΤ θα έχει στη διάθεσήτης ένα επαρκές ποσόν για παρέμβασηστην αγορά συναλλάγματος. Σε περίπτωσητέτοιας παρέμβασης θα χρησιμοποιηθούντα συναλλαγματικά διαθέσιμα που έχουνσυγκεντρωθεί στην ΕΚΤ. Βάσει αυτών, ηρευστότητα και η ασφάλεια αποτελούν τιςβασικές απαιτήσεις για την επένδυση τωνσυναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ. Υπόαυτούς τους περιορισμούς, η διαχείριση τωνσυναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤστοχεύει στη μεγιστοποίηση της αξίας τους.Επίσης, η διαχείριση των συναλλαγματικώνδιαθεσίμων επιτρέπει στο Ευρωσύστημα ναγνωρίσει καλύτερα τις τεχνικές της αγοράς καινα κατανοήσει εγκαίρως τη συμπεριφορά τωνσυμμετεχόντων σε αυτήν.

Οι ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ αναλαμβάνουν,σε αποκεντρωμένη βάση, τη διαχείριση τωνσυναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ. ΤοΔιοικητικό Συμβούλιο καθορίζει τιςκατευθυντήριες γραμμές και η ΕκτελεστικήΕπιτροπή αποφασίζει το πλαίσιο για τιςεπενδύσεις τακτικής. Παράλληλα με τηνκατανομή μεταξύ των νομισμάτων, η ΕΚΤορίζει τέσσερις κεντρικές παραμέτρους για τηνεπένδυση των συναλλαγματικών διαθεσίμωντης στην αμερικανική και την ιαπωνική αγοράομολόγων. Αυτές οι παράμετροι είναι: πρώτον,η επένδυση αναφοράς δύο κλιμακίων (δηλ.μία στρατηγική και μία τακτική επένδυσηαναφοράς) για κάθε νόμισμα, δεύτερον, οιεπιτρεπόμενες αποκλίσεις από αυτές τιςεπενδύσεις αναφοράς ως προς τον κίνδυνοεπιτοκίου, τρίτον, ο κατάλογος με τα επιλέξιμαμέσα και πράξεις και τέταρτον, τα όριαέκθεσης σε πιστωτικό κίνδυνο. Οι ΕθνΚΤχρησιμοποιούν τα περιθώρια που τουςπαρέχονται από τα όρια απόκλισης καικινδύνου προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τιςαποδόσεις των χαρτοφυλακίων πουδιαχειρίζονται για λογαριασμό της ΕΚΤ, σε ένα

61Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

πλαίσιο παρακολούθησης σε συνεχή χρόνοπου ορίζεται από την ΕΚΤ. Όταν διενεργούντις επενδυτικές πράξεις της ΕΚΤ, οι ΕθνΚΤενεργούν για λογαριασμό της ΕΚΤ, βάσειφανερής αντιπροσώπευσης, έτσι ώστε οιαντισυμβαλλόμενοι της ΕΚΤ στις διεθνείςχρηματοπιστωτικές αγορές να μπορούν ναδιακρίνουν τις πράξεις που διενεργούν οιΕθνΚΤ για λογαριασμό της ΕΚΤ από εκείνεςπου διενεργούν όταν διαχειρίζονται τα ίδιασυναλλαγματικά διαθέσιμα.

Οι αντισυμβαλλόμενοι που χρησιμοποιήθηκανγια πράξεις επί των συναλλαγματικώνδιαθεσίμων της ΕΚΤ επιλέγονται ύστερα απόδιαβουλεύσεις με τις ΕθνΚΤ με γνώμονα τηνπιστοληπτική τους ικανότητα και τηλειτουργική τους αποτελεσματικότητα (βλ.επίσης Κεφάλαιο Χ). Κατά γενική αρχή, ταμέσα που θα χρησιμοποιηθούν καθορίζονταιμε βάση τις απαιτήσεις ασφάλειας καιρευστότητας. Με αυτούς τους περιορισμούς,το Ευρωσύστημα καταβάλλει κάθεπροσπάθεια να χρησιμοποιεί τελευταίαςτεχνολογίας πρακτικές και τεχνικές διαχείρισηςχαρτοφυλακίου και κινδύνου.

2.3 Η διαχείριση των ιδίων κεφαλαίωντης ΕΚΤ

Η ΕΚΤ προικοδοτήθηκε με αρχικό κεφάλαιούψους 4.000 περίπου εκατ. ευρώ. Βασικόςσκοπός του κεφαλαίου είναι να αποκτήσει ηΕΚΤ ένα αποθεματικό που θα της αποφέρειικανοποιητικό εισόδημα, ενώ παράλληλα θαδιατηρείται ένα κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας.Σύμφωνα με το Άρθρο 123 της Συνθήκης, είναιδυνατή η αύξηση του κεφαλαίου της ΕΚΤ βάσειπαραγώγου κοινοτικού δικαίου. Για το λόγοαυτό, η ΕΚΤ έχει υποβάλει σύσταση για τηνψήφιση κανονισμού του Συμβουλίου της ΕΕ.

Καθώς το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων τηςΕΚΤ επενδύεται σε περιουσιακά στοιχεία

εκφρασμένα σε ευρώ, είναι εξαιρετικάσημαντικό να μη θίγονται με οποιονδήποτετρόπο οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικήςτης ΕΚΤ. Έτσι, προκειμένου να αποφευχθεί ηδιαρροή, ή έστω και η υποψία διαρροής,εμπιστευτικών πληροφοριών για τη διαχείρισητων ιδίων κεφαλαίων της ΕΚΤ και ναπροστατευθεί η φήμη της ΕΚΤ, θεσπίστηκεένα συγκεκριμένο πλαίσιο σύμφωνα με τολεγόμενο Σινικό τείχος, δηλ. μια αυστηρήλειτουργική και χωροταξική διαίρεση μεταξύτης υπηρεσίας που διαχειρίζεται τα ίδιακεφάλαια και των άλλων μονάδων της ΕΚΤ.

Το βασικό πλαίσιο για την επένδυση των ιδίωνκεφαλαίων της ΕΚΤ είναι σύμφωνο με τημεθοδολογία που εφαρμόζεται για τηδιαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμωντης ΕΚΤ (βλ. Τμήμα 2.1 παραπάνω),δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των ιδίωνκεφαλαίων της ΕΚΤ επενδύεται σεμακροπρόθεσμα χρηματοδοτικά μέσαεκφρασμένα σε ευρώ. Επιπλέον, η ΕΚΤακολουθεί μια σχετικά παθητική επενδυτικήστάση, ιδίως στον τομέα της χρηματαγοράς,προκειμένου να μην προκαλέσει οποιου-δήποτε είδους μηνύματα για τη νομισματικήπολιτική. Αφού η ΕΚΤ έγινε μέτοχος τηςΤΔΔ, στις 7 Δεκεμβρίου 1999, μέρος τουκεφαλαίου της ΕΚΤ χρησιμοποιήθηκε για ναχρηματοδοτηθεί η αγορά των μετοχών τηςΤΔΔ.

Ο κατάλογος των επιλέξιμων αντισυμ-βαλλομένων για την επένδυση των ιδίωνκεφαλαίων της ΕΚΤ και τα σχετικά νομικάκείμενα, αν και σχεδιάστηκε χωριστά απότα αντίστοιχα για τη διαχείριση τωνσυναλλαγματικών διαθεσίμων της ΕΚΤ,πληροί τα ίδια κριτήρια πιστοληπτικήςικανότητας και λειτουργικής αποτελε-σματικότητας.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199962

3 Εργασίες σχετικές με τα συστήματα πληρωμών καιδιακανονισμού

3.1 Το σύστημα TARGET

Η έναρξη της λειτουργίας του συστήματοςTARGET σε πραγματικές συνθήκες

Το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο ΣύστημαΤαχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων σε ΣυνεχήΧρόνο (σύστημα TARGET) σχεδιάστηκε γιανα εξυπηρετεί δύο βασικούς στόχους: Πρώτον,να διευκολύνει την ενοποίηση τηςχρηματαγοράς σε ευρώ ώστε να επιτρέψει τηνομαλή εφαρμογή της ενιαίας νομισματικήςπολιτικής και, δεύτερον, να βελτιώσει τησταθερότητα και την αποτελεσματικότητα τωνδιασυνοριακών πληρωμών σε ευρώ εντός τηςΕΕ. Το σύστημα TARGET άρχισε να λειτουργείεπιτυχώς τη Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 1999, μαζίμε αρκετά άλλα συστήματα πληρωμώνμεγάλων ποσών σε ευρώ. Επειδή οι τράπεζεςχρειάζονταν χρόνο για να προσαρμοστούν στονέο περιβάλλον των συστημάτων πληρωμώνκαι στις νέες πρακτικές διαχείρισηςδιαθεσίμων, το ΕΣΚΤ παρείχε από τις 11 ώςτις 29 Ιανουαρίου 1999 μια θυρίδαπαρατεταμένης λειτουργίας, παρατείνοντας τηλειτουργία του συστήματος TARGET κατά μίαώρα, δηλ. από τις 6 μ.μ. στις 7 μ.μ. Για νααποφευχθούν τυχόν καταχρήσεις αυτής τηςρύθμισης ορίστηκε προμήθεια 15 ευρώ γιακάθε πληρωμή που θα διεξάγεται στη διάρκειααυτής της επιπλέον ώρας λειτουργίας. Καθώςοι τράπεζες προσαρμόζονταν όλο καιπερισσότερο στον πιο αποτελεσματικό τρόποδιαχείρισης της ρευστότητάς τους, η χρήσητων παρατεταμένων ωρών λειτουργίας τουσυστήματος TARGET δεν κρίθηκε απαραίτητονα συνεχιστεί. Εντούτοις, για ναδιευκολυνθούν οι συμμετέχοντες στο σύστημαTARGET στη διαχείριση των θέσεών τους στοτέλος της ημέρας, η ΕΚΤ αποφάσισε ότι απότις 5 Φεβρουαρίου 1999 το χρονικό όριο γιαόσους ζητούν πρόσβαση σε διευκολύνσειςοριακής χρηματοδότησης του Ευρωσυ-στήματος θα πρέπει να συμπίπτει με τοαντίστοιχο χρονικό όριο της διευκόλυνσηςαποδοχής καταθέσεων, δηλ. 30 λεπτά μετάτην πραγματική ώρα κλεισίματος τουTARGET.

Η εξέλιξη του TARGET το 1999

Η πρόσβαση στο TARGET είναι εφικτή μέσω34.000 ιδρυμάτων (κυρίως πιστωτικώνιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων τωνυποκαταστημάτων και των θυγατρικών τους)σε ολόκληρη την ΕΕ. Το 1999 ο αριθμός τωνπληρωμών που επεξεργάστηκε το σύστημαTARGET συνολικά, δηλ. διασυνοριακές καιεγχώριες πληρωμές μαζί, ήταν κατά μέσο όρο163.157 ημερησίως, με αξία περίπου 925δισεκ. ευρώ. Η διασυνοριακή δραστηριότηταπαρουσίασε σταθερή αύξηση σε όλη τηδιάρκεια αυτής της περιόδου. Σε σύγκριση μετον Ιανουάριο του 1999, τα στοιχεία για τοΔεκέμβριο 1999 καταδεικνύουν αύξηση κατά58% ως προς τον όγκο και κατά 39% ως προςτην αξία. Οι διασυνοριακές πληρωμές, ωςποσοστό των συνολικών πληρωμών πουεπεξεργάστηκε το σύστημα TARGET το 1999ήταν 18% από την άποψη του όγκου (κατάμέσο όρο 28.777 πληρωμές την ημέρα) και39% από την άποψη της αξίας (κατά μέσοόρο 360 δισεκ. ευρώ την ημέρα). Μέχρισήμερα, ο μεγαλύτερος όγκος συναλλαγώνσημειώθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2000, κατάτην οποία έγινε επεξεργασία 52.000 περίπουδιασυνοριακών πληρωμών, ενώ στις 31Ιανουαρίου 2000 σημειώθηκε η μεγαλύτερηαξία συναλλαγών, που ανερχόταν συνολικάσε 522 δισεκ. ευρώ.

Η μέση αξία των επιμέρους συναλλαγών πουεπεξεργάστηκαν το σύστημα TARGET καιάλλα συστήματα πληρωμών μεγάλων ποσώνσε ευρώ μειώθηκε κατά τη διάρκεια του 1999.Ο κύριος λόγος ήταν η προοδευτική στροφήτων εμπορικών πληρωμών από τις τραπεζικέςεργασίες μέσω ανταποκριτών στα οργα-νωμένα συστήματα πληρωμών. Το Δεκέμ-βριο του 1999 το 34% των διασυνοριακώνπληρωμών που επεξεργάστηκε το TARGETήταν πληρωμές πελατών, ενώ τον Ιανουάριο1999 το ποσοστό αυτό ήταν μόνο 15%. Ηχρήση του συστήματος TARGET, καθώς καιάλλων συστημάτων πληρωμών μεγάλωνποσών, για πληρωμές πελατών, αντί τηςχρήσης των τραπεζικών εργασιών μέσω

63Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

ανταποκριτών, επιτρέπει στους πελάτες πουείναι επιχειρήσεις να βελτιώσουν τη διαχείρισητων διαθεσίμων τους.

Η ΕΚΤ, στο οικείο τμήμα της σελίδας της στοInternet, παρέχει στατιστικά στοιχεία, τα οποίαενημερώνει τακτικά, σχετικά με το σύστημαTARGET και τα διαφορετικά εθνικά ΣυστήματαΔιακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (ΣΔΣΧ) πουσυμμετέχουν σε αυτό ή έχουν συνδεθεί μεαυτό.

Πλαίσιο λειτουργίας

Από τεχνική άποψη, το σύστημα TARGET έχειαποδειχθεί ικανό να επεξεργάζεται ένασημαντικό αριθμό πληρωμών μεγάλων ποσώνσε μικρό χρόνο διαβίβασης. Η απαίτηση γιαπλήρη κάλυψη της ενδοημερήσιας πίστωσηςμε ασφάλεια φαίνεται ότι δεν δημιούργησεπροβλήματα, ενώ η διαφορά τιμών μεταξύ τουTARGET και των εναλλακτικών συστημάτωνδεν απέτρεψε τις τράπεζες από την εκτεταμένηχρήση του TARGET. Ακόμα και οι μεγαλύτερεςτράπεζες, η οποίες πιθανόν έχουν φθηνότερεςεναλλακτικές επιλογές για την επεξεργασίατων πληρωμών τους, χρησιμοποιούν τοTARGET για τη διενέργεια πληρωμώνμεγάλων ποσών, για τις οποίες το TARGETπαρέχει πλεονεκτήματα όσον αφορά τηδιαχείριση των κινδύνων και της ρευστότητας.Επιπλέον, πολλές μικρές και μεσαίεςτράπεζες, οι οποίες στερούνται πρόσβασηςσε άλλα συστήματα, θεωρούν το TARGET ωςαποτελεσματική εναλλακτική επιλογή αντί τωντραπεζικών εργασιών μέσω ανταποκριτών.

Λόγω της σημασίας που έχει το TARGET για τηνχρηματαγορά της ζώνης του ευρώ και τηςαλληλεξάρτησής του με διάφορα συστήματαπληρωμών και διακανονισμού μεγάλων ποσώνσε ευρώ, απαιτείται η εξασφάλιση πολύ υψηλούεπιπέδου τεχνικής διαθεσιμότητας. Εντούτοις,από αυτή την άποψη, η απόδοση κάποιωνσυνιστωσών του συστήματος δεν ήταν πάντοτεπλήρως ικανοποιητική. Σε αυτές τις περιπτώσειςέγιναν ενέργειες για να βελτιωθεί η διαθεσιμότητατου συστήματος, στην οποία δόθηκε απόλυτηπροτεραιότητα.

Σχετικά με τις ημέρες λειτουργίας τουTARGET, το 1999 το σύστημα δεν λει-τούργησε την Πρωτοχρονιά, τα Χριστούγεννακαι, κατ εξαίρεση, στις 31 Δεκεμβρίου, για ναενισχυθεί η ασφαλής μετάβαση στο έτος 2000.Επειδή ο φόρτος ήταν σχετικά μικρός κατά τιςημέρες οι οποίες είναι παραδοσιακά επίσημες(ή τραπεζικές) αργίες στις περισσότερεςχώρες της ζώνης του ευρώ, η ΕΚΤ, κατόπιναιτήματος του ευρωπαϊκού τραπεζικούκλάδου, αποφάσισε τον Ιούλιο του 1999 ναορίσει 6 ημέρες αργίας για το TARGET το2000, πέρα από τα Σαββατοκύριακα: τηνΠρωτοχρονιά, τη Μεγάλη Παρασκευή, τηΔευτέρα του Πάσχα, την Πρωτομαγιά, ταΧριστούγεννα και τις 26 Δεκεμβρίου. Αυτές οιημέρες, εκ των πραγμάτων, δεν είναι ημέρεςδιακανονισμού για τη χρηματαγορά και τιςχρηματοπιστωτικές αγορές σε ευρώ, ούτε γιαπράξεις συναλλάγματος που περιλαμβάνουντο ευρώ. Εντούτοις, στις χώρες της ζώνης τουευρώ όπου κάποιες από αυτές οι ημέρες δεναποτελούν επίσημες αργίες, τα εθνικά ΣΔΣΧθα λειτουργούν για τη διενέργεια περιο-ρισμένων εγχώριων πληρωμών.

Διάλογος με τους χρήστες του συστήματοςTARGET

Κατά τη διάρκεια του 1999 η ΕΚΤ δημοσίευεανά τακτά χρονικά διαστήματα τις εξελίξειςσχετικά με το σύστημα TARGET στο οικείοτμήμα της σελίδας της στο Internet, καθώς καιστα τριμηνιαία τεύχη του Μηνιαίου Δελτίουτης. Πιο λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά μετο TARGET, οι οποίες απευθύνονται ειδικάστους χρήστες του συστήματος, διατέθηκαναπό τις ΕθνΚΤ κατά το δεύτερο τρίμηνο τού1999 σε μια ενημερωμένη έκδοση τουΕνημερωτικού οδηγού για τα πιστωτικάιδρύματα που χρησιμοποιούν το TARGET.

Για να παραμείνει ελκυστικό μακροπρόθεσμα,το σύστημα TARGET πρέπει να καλύπτει τιςσημερινές και τις μελλοντικές ανάγκες τηςαγοράς. Σχετικά με το θέμα αυτό, σπουδαίορόλο παίζει η ενεργός ανταλλαγή απόψεωνκαι η συνεργασία με τους χρήστες του. Γιαυτό το λόγο, η ΕΚΤ κατά τη διάρκεια του1999 διεξήγαγε έρευνα για τις υπηρεσίες

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199964

διασυνοριακών πληρωμών που προσφέρει τοσύστημα TARGET, όπως τις αντιλαμβάνονταιοι χρήστες του συστήματος. Τα βασικάευρήματα αυτής της έρευνας παρουσιάστηκανστην Έκθεση με τίτλο Διασυνοριακέςπληρωμές στο TARGET: έρευνα χρηστών, ηοποία δημοσιεύθηκε από την ΕΚΤ το Νοέμβριο1999. Το υλικό για την κατάρτιση της έκθεσηςσυγκεντρώθηκε μέσω ερωτηματολογίου πουδιανεμήθηκε στις διάφορες ευρωπαϊκέςτραπεζικές ενώσεις και στις εθνικές ομάδεςχρηστών του TARGET. Επιπλέον, πολύτιμεςπληροφορίες παρείχε η συνάντηση τωνσυμμετεχόντων στην αγορά, που οργανώθηκεστην ΕΚΤ το Σεπτέμβριο του 1999, με θέμα τοσύστημα TARGET και τα συστήματαπληρωμών μεγάλων ποσών. Από την έκθεσηπροέκυψε, μεταξύ άλλων, ότι μια μεγάληομάδα πιστωτικών ιδρυμάτων είναιικανοποιημένη με το σημερινό επίπεδοπαροχής υπηρεσιών του TARGET. Εντούτοις,ιδίως οι μεγαλύτερες συμμετέχουσεςτράπεζες, θα προτιμούσαν να είναι πιοεναρμονισμένες οι υπηρεσίες τις οποίεςπαρέχουν τα διάφορα συστήματα ΣΔΣΧ πουσυμμετέχουν στο TARGET. Τα αιτήματααυτών των τραπεζών άλλοτε αφορούσαναπλώς την εναρμόνιση της μορφής τωνμηνυμάτων και άλλοτε έφθαναν μέχρι τηνπαροχή ομοιόμορφων υπηρεσιών σε όλο τοφάσμα του TARGET. Το Ευρωσύστημα θασυνεχίσει ενεργά να συγκεντρώνει υλικό καισχόλια από τις εθνικές ομάδες χρηστών τουTARGET και, γενικότερα, από την τραπεζικήκαι χρηματοπιστωτική κοινότητα.

3.2 Το μοντέλο ανταποκριτριώνκεντρικών τραπεζών

Το μοντέλο ανταποκριτριών κεντρικώντραπεζών (ΜΑΚΤ) καθιερώθηκε με σκοπό ναδιευκολύνει τη διασυνοριακή χρήση μέσωνεξασφαλιστικών των πληρωμών στις πράξειςνομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματοςκαι στις ενδοημερήσιες πιστωτικές πράξεις τουΕΣΚΤ. Στο πλαίσιο του ΜΑΚΤ οι εθνικέςκεντρικές τράπεζες ενεργούν ως ανταπο-κρίτρια η μία της άλλης και έτσι οι αντισυμ-βαλλόμενοι με αυτές έχουν τη δυνατότητα ναχρησιμοποιούν τα επιλέξιμα περιουσιακά τους

στοιχεία για να λαμβάνουν πιστώσεις από τηνεθνική κεντρική τους τράπεζα.

Η εμπειρία από το ΜΑΚΤ κατά το πρώτο έτοςλειτουργίας του έδειξε ότι αυτό έχειανταποκριθεί με επιτυχία στους σκοπούς γιατους οποίους δημιουργήθηκε. Η αξία τωνπεριουσιακών στοιχείων που τηρούνται σεπαρακαταθήκη σε διασυνοριακή βάσηαυξανόταν σταθερά και έφθασε τα 162,7 δισεκ.ευρώ στο τέλος του 1999. Από το συνολικόποσόν των ενεχύρων που συστάθηκαν απότους αντισυμβαλλομένους του Ευρωσυ-στήματος, περίπου το 17% τηρείται μέσω τουΜΑΚΤ. Η χρήση του ΜΑΚΤ δεν ήταν ισόποσημεταξύ των χωρών και ένας μικρός αριθμόςΕθνΚΤ συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος τηςσχετικής δραστηριότητας. Οι χώρες πουπροσφέρουν τα περισσότερα ενέχυρα (ωςανταποκρίτριες κεντρικές τράπεζες) είναι ηΙταλία, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήμισυτων διασυνοριακώς χρησιμοποιούμενωνενεχύρων), το Βέλγιο και η Γερμανία. Εξάλλου,οι χώρες που χρησιμοποιούν περισσότεροενέχυρα (ως κεντρικές τράπεζες της χώραςκαταγωγής του αντισυμβαλλομένου) είναι ηΓερμανία, που χρησιμοποιεί περί το ένατέταρτο όλων των διασυνοριακών ενεχύρων,η Ολλανδία και η Γαλλία. Στην Ιρλανδία και τοΛουξεμβούργο η διασυνοριακή χρήσηενεχύρου δεν είναι πολύ μεγάλη ως απόλυτομέγεθος, αλλά η σχετική σπουδαιότητα τωνενεχύρων εξωτερικού για τουςαντισυμβαλλομένους των δύο αυτών χωρώνείναι αξιόλογη. Επειδή τα εγχώρια μέσαεξασφάλισης των πληρωμών σχετικώςσπανίζουν στην Ιρλανδία και τοΛουξεμβούργο, τα ενέχυρα εξωτερικού πουείναι κατατεθειμένα μέσω του ΜΑΚΤ σεδιασυνοριακή βάση, ως ποσοστό τωνσυνολικών ενεχύρων που έχουν καταθέσει οιαντισυμβαλλόμενοι, ανέρχονται στο 90% γιατο Λουξεμβούργο και στο 55% για τηνΙρλανδία. Η ανάλυση επίσης δείχνει ότικατά το πρώτος έτος λειτουργίας του ΜΑΚΤ,οι αντισυμβαλλόμενοι δεν χρησιμοποίησανενεργά τα περιουσιακά τους στοιχεία αφότουτα ενεχύρασαν στο πλαίσιο του ΜΑΚΤ. Κατάμέσο όρο, τα περιουσιακά στοιχεία παρέμεινανκατατεθειμένα ως ενέχυρα επί ένα τετράμηνοτουλάχιστον έως ότου ο αντισυμβαλλόμενος

65Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

ζητήσει την απόδοσή τους. Η διασυνοριακήχρήση των περιουσιακών στοιχείων τηςδεύτερης βαθμίδας είναι ασήμαντη. Εφόσον ησημασία τους περιορίζεται κυρίως στο εθνικόεπίπεδο, είναι φυσικό να απαντώνται σπάνιαστα χαρτοφυλάκια αντισυμβαλλομένων απόάλλες χώρες. Μέχρι στιγμής, το ΜΑΚΤ ήταν τοκυριότερο μέσο για τη διασυνοριακή κατάθεσηενεχύρων προς χρήση στο πλαίσιο τωνπιστωτικών πράξεων. Τα εναλλακτικά μέσαπου χρησιμοποιούνται για τις εν λόγωδιασυνοριακές μεταβιβάσεις, δηλ. οι σύν-δεσμοι μεταξύ συστημάτων διακανονισμούχρεογράφων, η χρήση των οποίων επιτράπηκεαπό το Μάιο του 1999, αντιπροσώπευαν το4% περίπου του συνόλου των κατατεθειμένωνενεχύρων στο τέλος του 1999.

Τα τέλη των διασυνοριακών μεταβιβάσεωνμέσω του ΜΑΚΤ αυξήθηκαν την 1η Οκτωβρίου1999, με σκοπό κυρίως να καλύπτονται ταέξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκαν οι ΕθνΚΤκατά την εγκαθίδρυση του μοντέλου, καθώς

και εκείνα με τα οποία εξακολουθούν ναβαρύνονται λόγω της λειτουργίας του ΜΑΚΤ.Αφού αποκτήθηκε μεγαλύτερη εμπειρία απότη χρήση του ΜΑΚΤ, άρχισε η εκπόνησημελέτης για να διαπιστωθεί το ύψος τωνπραγματικών εξόδων. Για το λόγο αυτό, αντίτων 5 ευρώ που χρεώνονταν για κάθεσυναλλαγή μέσω του ΜΑΚΤ καθιερώθηκεπολλαπλό τέλος, που περιλαμβάνει ένα ποσόν30 ευρώ ανά συναλλαγή και συνδυασμένατέλη αποθήκευσης και διαχείρισης υπο-λογιζόμενα ως ποσοστό 0,0069% ετησίως επίτου ποσού των καταθειμένων ενεχύρων.Όπως και πριν, με τα νέα τέλη επιδιώκεται νακαλύπτονται τα έξοδα της ανταποκρίτριαςκεντρικής τράπεζας που φυλάσσει το ενέχυρογια λογαριασμό της κεντρικής τράπεζας τηςχώρας καταγωγής του αντισυμβαλλομένου. Ηανταποκρίτρια κεντρική τράπεζα διατηρεί τοδικαίωμα να απαιτεί την καταβολή πρόσθετωντελών για να καλύπτει τα έξοδα στα οποίαυποβάλλεται κατά τη διαχείριση του ΜΑΚΤ.

4 Διαχείριση κινδύνων

Οι κυριότεροι κίνδυνοι (είτε επιδέχονταιποσοτικοποίηση είτε όχι) οι οποίοι πηγάζουν απότις πράξεις που διενεργεί το Ευρωσύστημα κατάτην άσκηση της νομισματικής πολιτικής και γιατις ανάγκες των συστημάτων πληρωμών, καθώςκαι στις πράξεις που αφορούν τα συναλλαγματικάδιαθέσιμα και τα ίδια κεφάλαια της ΕΚΤ, είναι οπιστωτικός κίνδυνος, ο κίνδυνος αγοράς, οκίνδυνος ρευστότητας και ο λειτουργικόςκίνδυνος. Υπάρχει ήδη ένα πλαίσιο για τονεντοπισμό, την παρακολούθηση και τη διαχείρισητων κινδύνων που πηγάζουν από τις εν λόγωπράξεις. Αυτό το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνωνέχει αναπτυχθεί σύμφωνα με τις καλύτερεςπρακτικές της αγοράς.

Πιστωτικός κίνδυνος

Ο πιστωτικός κίνδυνος συνίσταται στονκίνδυνο ζημίας λόγω της αφερεγγυότητας(πτώχευσης) ενός αντισυμβαλλομένου σε μιαενοχική σχέση ή ενός εκδότη χρεογράφου το

οποίο βρίσκεται στην κατοχή τουΕυρωσυστήματος. Το Ευρωσύστημα διατρέχειπιστωτικό κίνδυνο στις πράξεις νομισματικήςπολιτικής και στις πράξεις που διενεργούνταιστο πλαίσιο των συστημάτων πληρωμών(κυρίως μέσω του συστήματος TARGET, σεσχέση με την παροχή ενδοημερήσιαςρευστότητας). Η ΕΚΤ διατρέχει πιστωτικόκίνδυνο στις πράξεις συναλλάγματος και στιςπράξεις διαχείρισης διαθεσίμων.

Ο πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με τιςπράξεις νομισματικής πολιτικής και με τις πράξειςστο πλαίσιο των συστημάτων πληρωμώνπεριορίζεται από τη χρήση των περιουσιακώνστοιχείων που προσκομίζουν οι αντισυμ-βαλλόμενοι ως ενέχυρο προς το Ευρωσύστημακατά τη διενέργεια πράξεων ανοικτής αγοράς καιπαροχής ενδοημερήσιας ρευστότητας. Για τιςπράξεις αυτές γίνονται δεκτά μόνο περιουσιακάστοιχεία υψηλής ποιότητας. Για τον έλεγχο τουπιστωτικού κινδύνου χρησιμοποιούνται συνετάκριτήρια επιλογής που είναι κοινά για ολόκληρο

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199966

το Ευρωσύστημα. Ο πιστωτικός κίνδυνος πουσυνδέεται με τα συναλλαγματικά διαθέσιμακαι τη διαχείριση διαθεσίμων περιορίζεται μετην επιλογή αντισυμβαλλομένων και εκδοτώνχρεογράφων με υψηλή πιστοληπτική ικανότητα.Εξάλλου, προβλέπονται όρια πιστωτικούκινδύνου για επιμέρους χώρες, εκδότεςχρεογράφων και αντισυμβαλλομένους, προκει-μένου να περιορίζονται τα ανοίγματα προςοποιαδήποτε χώρα, εκδότη χρεογράφων καιαντισυμβαλλόμενο μεταξύ αυτών που πληρούντα γενικά κριτήρια επιλογής.

Κίνδυνος αγοράς

Ο κίνδυνος αγοράς συνίσταται στον κίνδυνοζημίας λόγω μεταβολής των επιτοκίων(κίνδυνος επιτοκίου) και των συναλλαγματικώνισοτιμιών (συναλλαγματικός κίνδυνος). Ωςπρος τη διαχείριση κινδύνων αγοράς στιςπράξεις συναλλάγματος και διαχείρισηςδιαθεσίμων της ΕΚΤ, προβλέπεται πλαίσιοδιαχείρισης κινδύνου αγοράς, το οποίοχαρακτηρίζεται από τα εξής βασικά στοιχεία:στρατηγικά επιτόκια αναφοράς, τα σημείααναφοράς για την κατανομή μεταξύ τωννομισμάτων, κατάλογο των επιλέξιμων χρη-ματοδοτικών μέσων και σύστημα ανα-κοίνωσης στοιχείων σχετικά με την ανάληψηκινδύνου αγοράς και με τις επιδόσεις τωνχαρτοφυλακίων.

Στις πράξεις με τα συναλλαγματικά διαθέσιμακαι στη διαχείριση διαθεσίμων, για τονέλεγχο του κινδύνου επιτοκίου χρησιμοποιείταιη τροποποιημένη διάρκεια. Η τροποποιημένηδιάρκεια των χαρτοφυλακίων ιδίων κεφαλαίωνκαι συναλλαγματικών διαθεσίμων περιορίζεταιμε ζώνες απόκλισης γύρω από τηντροποποιημένη διάρκεια των στρατηγικώνσημείων αναφοράς. Ο συναλλαγματικόςκίνδυνος των χαρτοφυλακίων συναλλαγματικώνδιαθεσίμων περιορίζεται με ζώνες απόκλισηςγύρω από το σημείο αναφοράς γιατην κατανομή μεταξύ των νομισμάτων.Προβλέπονται επίσης μέθοδοι υπολογισμούτης αξίας σε κίνδυνο (value at risk), οι οποίεςσυμπληρώνουν την ανάλυση των ανοιγμάτων.Οι επιδόσεις των χαρτοφυλακίων ιδίωνκεφαλαίων και συναλλαγματικών διαθεσίμων

παρακολουθούνται και ανακοινώνονται σεδιαρκή βάση.

Όσον αφορά τις πράξεις που συνδέονται μετην άσκηση της νομισματικής πολιτικής και τασυστήματα πληρωμών, η διαχείριση τουκινδύνου της αγοράς που εμπεριέχεται σταπεριουσιακά στοιχεία που παρέχονται ωςενέχυρο γίνεται, σε όλο το Ευρωσύστημα,μέσω της εφαρμογής κατάλληλων μέτρωνδιαχείρισης του κινδύνου (π.χ. περικοπές καιπεριθώρια).

Κίνδυνος ρευστότητας

Ο κίνδυνος ρευστότητας συνίσταται στονκίνδυνο αδυναμίας, ή δυσχέρειας, νατακτοποιηθεί ή να αντισταθμιστεί μιασυγκεκριμένη θέση στην προηγούμενη τιμήαγοράς, ή κοντά σ αυτήν, λόγω ανεπαρκούςβάθους της αγοράς ή ανωμαλιών στην αγορά.Στις πράξεις νομισματικής πολιτικής και τιςπράξεις που διενεργούνται στο πλαίσιο τωνσυστημάτων πληρωμών, ο κίνδυνος ρευ-στότητας που εμπεριέχεται στα περιουσιακάστοιχεία περιορίζεται από μέτρα ελέγχου τουκινδύνου επί αυτών των περιουσιακώνστοιχείων. Στις πράξεις συναλλάγματος καιδιαχείρισης διαθεσίμων, ο κίνδυνος αυτόςπεριορίζεται με την κατάλληλη επιλογή τωνχρηματοδοτικών μέσων που γίνονται δεκτάκαι με την κατάλληλη διάρθρωση τωνχαρτοφυλακίων από πλευράς διάρκειας.

Λειτουργικός κίνδυνος

Ο λειτουργικός κίνδυνος συνίσταται στονκίνδυνο ζημίας λόγω βλάβης του συστήματος,ανθρώπινου σφάλματος, παραβιάσεων τουεσωτερικού ελέγχου, απάτης, φυσικώνκαταστροφών ή άλλων απρόβλεπτων γεγο-νότων που επηρεάζουν τις εργασίες του.Έχουν καθιερωθεί επαρκείς εσωτερικοίέλεγχοι σε όλες τις ροές των εργασιώνώστε να μειωθεί ο λειτουργικός κίνδυνος.Το Ευρωσύστημα διαθέτει διευκολύνσειςαντιμετώπισης έκτακτων αναγκών για τηνυποστήριξη των εργασιών του.

67Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Τρέχουσες εξελίξεις

Ιδιαίτερη προσοχή καταβάλλεται στη συνεχήβελτίωση της διαχείρισης κινδύνων. Οιτρέχουσες εξελίξεις περιλαμβάνουν την

ανάλυση των συστημάτων και μεθοδολογιώνδιαχείρισης κινδύνων και την εξέταση τωνπρακτικών διαχείρισης κινδύνων σε επίπεδοΕυρωσυστήματος.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199968

69Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Κεφάλλαιο III

Οικονομικές εξελίξειςστις λοιπές χώρες

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199970

Το Ευρωσύστημα και οι ΕθνΚΤ των εκτόςζώνης ευρώ χωρών της ΕΕ συνεργάζονταιστενά στο πλαίσιο του Γενικού Συμβουλίουτης ΕΚΤ, ώστε να συμβάλλουν στη διατήρησητης σταθερότητας των τιμών σε ολόκληρη τηνΕΕ. Στα πλαίσια αυτά, η επισκόπηση τωνμακροοικονομικών συνθηκών, όπως και τηςνομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικήςκάθε χώρας, αποτελεί αναπόσπαστο συ-στατικό στοιχείο της συντονιστικής διαδικασίαςανάμεσα στο Ευρωσύστημα και τις τέσσεριςΕθνΚΤ που δεν συμμετέχουν προς το παρόνστη ζώνη του ευρώ. Αν και αυτές οι ΕθνΚΤασκούν τη νομισματική πολιτική τους σεδιαφορετικό θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο ηκαθεμία, ο τελικός σκοπός της νομισματικήςπολιτικής σε όλες αυτές τις χώρες είναι ηδιατήρηση της σταθερότητας των τιμών.

Δανία

Στη Δανία, το πραγματικό ακαθάριστο εγχώριοπροϊόν (ΑΕΠ) εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά1,5% το 1999, σημειώνοντας αισθητή επι-βράδυνση έναντι του μέσου όρου της ζώνηςτου ευρώ καθώς και των υψηλών ρυθμώνανόδου γύρω στο 3% ή και περισσότερο από τα μέσα του 1993 μέχρι το 1998. Κατά το1999, ο αντίκτυπος των μέτρων τα οποίαέλαβε η κυβέρνηση το 1998 με σκοπό τημείωση της εγχώριας ζήτησης και την αύξησητων αποταμιεύσεων (πακέτο Whitsun), σεσυνδυασμό με τον αντίκτυπο των υψηλότερωνμακροπρόθεσμων επιτοκίων, οδήγησαν σεσημαντική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησηςτης εγχώριας ζήτησης. Ωστόσο, βελτιώθηκανοι προοπτικές για τον εξωτερικό τομέα τηςοικονομίας και υποβοήθησαν τις καθαρέςεξαγωγές, με αποτέλεσμα να σημειωθεί εκνέου πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσώνσυναλλαγών. Συνολικά, σε σύγκριση με τιςπερισσότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, ηΔανία εξακολούθησε να βρίσκεται σε σχετικάπιο προχωρημένη θέση στον οικονομικό κύκλοκαι να εμφανίζει θετικό παραγωγικό κενό. Το1999 η στενότητα που χαρακτηρίζει την αγοράεργασίας της Δανίας συνέχισε να αυξάνεται.Το ποσοστό ανεργίας ήταν 4,1% το Δεκέμβριο,δηλαδή το χαμηλότερο ποσοστό εδώ και μιαεικοσαετία περίπου, καθώς η προσφορά

εργασίας δεν αυξήθηκε παρά τις πρόσφατεςπρωτοβουλίες για την αγορά εργασίας.Επιπλέον, οι αυξήσεις των πραγματικώνμισθών υπερέβαιναν την άνοδο της παρα-γωγικότητας, όπως και τα δύο προηγούμεναέτη.

Επειδή οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 4% περίπουκαι επειδή οι μειούμενες τιμές του πετρελαίουδεν λειτουργούσαν πλέον ως αντίβαρο, οιπληθωριστικές πιέσεις συνέχισαν ναεντείνονται το 1999. Ως εκ τούτου, διευ-ρύνθηκε η διαφορά του ρυθμού αύξησηςτου Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Κατα-ναλωτή (ΕνΔΤΚ) έναντι της ζώνης του ευρώκαι διαμορφώθηκε στη 1,4 εκατοστιαία μονάδατο Δεκέμβριο του 1999, καθώς ο ΕνΔΤΚέφθασε το 3,1%, έναντι 1,3% κατά μέσοόρο το 1998. Οι αυξήσεις των μισθώνμετριάστηκαν κάπως στη βιομηχανία,ενισχύθηκαν όμως στον τομέα τωνυπηρεσιών, που είναι πιο προστατευμένοςαπό ανταγωνιστικές πιέσεις. Ωστόσο, τοσυνολικό μισθολογικό κόστος το 1999εμφανίζεται αυξημένο κυρίως λόγωαντιπαραθέσεων στην αγορά εργασίας τηνάνοιξη το 1998, οι οποίες προκάλεσανστρέβλωση των στοιχείων για το 1998,παρουσιάζοντας τη συνολική μισθολογικήδαπάνη χαμηλότερη της συνηθισμένης.

Μετά την ουσιαστική δημοσιονομική εξυγίανσηπου πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο1993-1997 (οπότε το δημοσιονομικόαποτέλεσμα, από έλλειμμα 2,9% του ΑΕΠέγινε πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ), τοδημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικήςκυβέρνησης συνεχίζει να βελτιώνεται τατελευταία χρόνια. Η δέσμη μέτρων δημο-σιονομικής λιτότητας Whitsun, η οποία στα-διακά θα ελαττώσει τις φορολογικές ελα-φρύνσεις για δαπάνες τόκων και θα αυ-ξήσει τους έμμεσους φόρους στη διάρκειατης περιόδου 1999-2002, εφαρμόστηκε τονΙούνιο του 1998, με σκοπό να αντισταθμιστούνπληθωριστικές πιέσεις προερχόμενες από τησημαντική αύξηση της εγχώριας ζήτησης. Τοπλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης έφθασετο 3% του ΑΕΠ το 1999, δηλαδή ήταν σχεδόν2 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τοπροηγούμενο έτος, ενώ συνεχίστηκε η

71Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

βελτίωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ, ο οποίος το1999 μειώθηκε κατά 3 εκατοστιαίες μονάδεςφθάνοντας στο 52,6%.

Η στρατηγική νομισματικής πολιτικής τηςΕθνικής Τράπεζας της Δανίας συνεπάγεταιότι η νομισματική πολιτική είναι προ-σανατολισμένη στη σταθεροποίηση της συν-αλλαγματικής ισοτιμίας της δανικής κορώναςπρος το ευρώ. Η Δανία συμμετέχει στον ΜΣΙΙΙ από 1ης Ιανουαρίου 1999, με στενή ζώνηδιακύμανσης ±2,25% γύρω από την κεντρικήτης ισοτιμία έναντι του ευρώ. Η δανική κορώναπαρέμεινε σταθερή το 1999, γύρω από έναεπίπεδο οριακά υψηλότερο από την κεντρικήτης ισοτιμία στον ΜΣΙ ΙΙ, που είναι 7,46038δανικές κορώνες ανά ευρώ. Το πρώτοεξάμηνο του 1999 η Εθνική Τράπεζα της

Δανίας μείωσε δύο φορές τα βασικά τηςεπιτόκια, συγκεκριμένα το επιτόκιο χορη-γήσεων κατά 0,5 της εκατοστιαίας μονάδαςστις 9 Απριλίου μετά από παρόμοιααπόφαση που έλαβε το Ευρωσύστημα καικατά 0,05 της εκατοστιαίας μονάδας στις 17Ιουνίου 1999. Μετά την άνοδο των επιτοκίωντου Ευρωσυστήματος, η κεντρική τράπεζααύξησε το επιτόκιο επί των χορηγήσεών τηςκατά 0,45 της εκατοστιαίας μονάδας στις4 Νοεμβρίου 1999, κατά 0,30 της εκατοστιαίαςμονάδας στις 3 Φεβρουαρίου 2000 και κατά0,25 της εκατοστιαίας μονάδας σε 3,85% στις16 Μαρτίου 2000. Εάν εξεταστεί ολόκληρο τοέτος, διαπιστώνεται ότι τα βραχυπρόθεσμαεπιτόκια, μετρούμενα με βάση τα τριμηνιαίαεπιτόκια της χρηματαγοράς, αυξήθηκαν κατά0,2 της εκατοστιαίας μονάδας και η διαφορά

1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 1999 1999 1999 1999α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ.

Πραγματικό ΑΕΠ 0,8 5,8 3,7 2,8 3,1 2,7 1,5 0,5 1,8 1,0 .Συμβολή στην αύξηση τουπραγματικού ΑΕΠ 1)

Πραγματική εγχώρια ζήτηση,περιλαμβανομένων των αποθεμάτων 0,6 6,6 5,0 2,4 4,2 4,4 . 0,4 -0,9 0,6 .Καθαρές εξαγωγές 0,4 -0,8 -1,4 0,4 -1,1 -1,6 . 0,3 2,5 0,4 .ΕνΔΤΚ 0,9 1,8 2,0 2,1 1,9 1,3 2,1 1,4 1,8 2,3 2,8Μισθολογική δαπάνη ανά απασχολούμενο 2,3 3,5 3,5 2,9 3,8 3,0 . 4,5 6,3 3,7 .Κόστος εργασίας ανά μονάδαπροϊόντος, σύνολο οικονομίας 0,0 -2,5 0,5 1,4 2,8 2,4 . 6,3 4,3 3,6 .Τιμές εισαγομένων -0,7 1,5 2,4 0,2 2,1 -0,7 -0,3 -2,7 -1,9 0,4 3,1

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγώνκαι μεταβιβάσεις κεφαλαίου (% ΑΕΠ) . . . . 0,1 -0,1 . 0,2 0,1 0,2 .

Σύνολο απασχόλησης -1,5 -0,4 0,7 1,4 2,1 2,1 1,0 2,3 -0,0 1,0 .Ποσοστό ανεργίας (% εργατικού δυναμικού) 10,1 8,2 7,2 6,8 5,6 5,1 4,5 4,8 4,5 4,4 4,2

Δημοσιονομικό αποτέλεσμα (% ΑΕΠ) 2) 3) -2,9 -2,4 -2,3 -1,0 0,1 1,2 3,0 - - - -Ενοποιημένο ακαθάριστο χρέος (% ΑΕΠ) 2) 78,0 73,5 69,3 65,0 61,3 55,6 52,6 - - - -

Επιτόκιο τριών μηνών (% ετησίως) 4) 11,0 6,2 6,1 3,9 3,7 4,1 3,3 3,5 3,0 3,1 3,6Μακροπρόθεσμο επιτόκιο 10 ετών(% ετησίως) 4) 7,3 7,8 8,3 7,2 6,3 4,9 4,9 4,2 4,5 5,3 5,6Συναλλαγματική ισοτιμία έναντι τουECU ή του ευρώ 4) 5) 7,59 7,54 7,33 7,36 7,48 7,50 7,44 7,44 7,43 7,44 7,44

Πίνακας 6Μακροοικονομικοί δείκτες για τη Δανία(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές, εκτός εάν σημειώνεται διαφορετικά)

Πηγές: Eurostat, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εθνικά στοιχεία και υπολογισμοί της ΕΚΤ.Σημείωση: Εθνικοί λογαριασμοί σύμφωνα με το ΕΣΛ 95. Τα στοιχεία για τους ΕνΔΤΚ προ του 1995 αποτελούν εκτιμήσεις βάσει εθνικών ορισμών και δενείναι απολύτως συγκρίσιμα με τους ΕνΔΤΚ που αρχίζουν το 1995.1) Εκατοστιαίες μονάδες.2) Σύμφωνα με τον ορισμό της Συνθήκης του Μάαστριχτ.3) Πλεόνασμα (+) / έλλειμμα (-) γενικής κυβέρνησης.4) Μέσος όρος περιόδου.5) Μονάδες εθνικού νομίσματος ανά ECU μέχρι το τέλος του 1998, ανά ευρώ από 1.1.1999 και μετά.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199972

τους έναντι των συγκρίσιμων επιτοκίων τηςζώνης του ευρώ παρέμεινε σε γενικές γραμμέςσταθερή γύρω στο 0,2 της εκατοστιαίαςμονάδας. Στο τέλος Φεβρουαρίου του 2000 ταβραχυπρόθεσμα επιτόκια ανέρχονταν στο4,1% και παρουσίαζαν διαφορά 0,5 τηςεκατοστιαίας μονάδας έναντι των επιτοκίωντης ζώνης του ευρώ.

Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, μετρούμενα μεβάση τις αποδόσεις των δεκαετών κρατικώνομολόγων, ακολούθησαν την άνοδο πουπαρατηρήθηκε διεθνώς στη διάρκεια του 1999και αυξήθηκαν κατά 1,3 περίπου εκατοστιαίαμονάδα. Το Φεβρουάριο του 2000 η διαφοράτους έναντι των μέσων επιτοκίων της ζώνηςτου ευρώ ανήλθε στο 0,3 της εκατοστιαίαςμονάδας περίπου, δηλαδή παρέμεινε σεγενικές γραμμές αμετάβλητη από τις αρχέςτου 1999.

Ελλάδα

Στη διάρκεια του 1999 συνεχίστηκε η έντονηοικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Ο ρυθμόςαύξησης του ΑΕΠ, από 3,7% το 1998, μειώθηκεελαφρά μόνο και έφθασε στο 3,5% το 1999,κυρίως λόγω της μικρής αρνητικής συμβολής πουείχαν οι καθαρές εξαγωγές στην αύξηση τουΑΕΠ. Κύριος προωθητικός παράγοντας στηναύξηση του ΑΕΠ εξακολουθούν να είναι οιιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις. Οιπραγματικές ακαθάριστες επενδύσεις πάγιουκεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 8,1% το 1998 καικατά 8,3% το 1999. Αντιστρέφοντας τηνπροηγούμενη επιβράδυνση, ο ρυθμός αύξησηςτης ιδιωτικής κατανάλωσης επιταχύνθηκε από2,1% το 1998 σε 2,6% το 1999. Το ποσοστόανεργίας μειώθηκε κάπως και εκτιμάται ότιδιαμορφώθηκε σε μέσο ετήσιο επίπεδο 10,5%το 1999. Η αύξηση της απασχόλησης μειώθηκεαπό 3,4% το 1998 σε 1,2% το 1999.1 Τοεμπορικό έλλειμμα για το 1999 (το οποίο εν μέρειέχει υποστεί στρέβλωση από την πλημμελήκαταγραφή των εξαγωγών) εκτιμάται ότιπαρέμεινε σε γενικές γραμμές στο ίδιο επίπεδομε το προηγούμενο έτος, δηλ. περίπου στο 13%του ΑΕΠ.

Ο ρυθμός πληθωρισμού, βάσει του ΕνΔΤΚ,συνέχισε την καθοδική του πορεία το 1999.Το Σεπτέμβριο του 1999 ο ετήσιος ρυθμόςμεταβολής του ΕνΔΤΚ έφθασε στο χαμηλότεροσημείο του (1,5%), δηλαδή ήταν κατά 2εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερος από ό,τιτον Ιανουάριο του 1999 (3,5%). Τους τρειςτελευταίους μήνες του 1999 όμως, οπληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ επιταχύνθηκεκάπως, κυρίως λόγω της αύξησης των τιμώντης ενέργειας, φθάνοντας το 2,4% τοΔεκέμβριο του 1999, και υπερβαίνοντας κατά0,7 της εκατοστιαίας μονάδας το μέσο όρο τηςζώνης του ευρώ.

Οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στησυνολική μείωση του πληθωρισμού ήταν ηνομισματική πολιτική την οποία άσκησε ηΤράπεζα της Ελλάδος και η οποία είναιπροσανατολισμένη στη σταθερότητα, καθώςκαι η σημαντική επιβράδυνση του ρυθμούαύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδαπροϊόντος (από 5,5% το 1998 σε 2,5% το1999). Η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησηςτου κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντοςυποστηρίχθηκε, με τη σειρά της, από τηνέντονη αύξηση της παραγωγικότητας και τησυνεχιζόμενη συγκράτηση των μισθών, μετάτη διετή συλλογική σύμβαση μεταξύ τωνκοινωνικών εταίρων που υπογράφηκε το Μάιοτου 1998. O βασικός πληθωρισμός, όπωςμετρείται με βάση τον ΕνΔΤΚ χωρίς τις τιμέςτων εποχικών ειδών διατροφής και τηςενέργειας, ακολούθησε πτωτική πορεία κατάτο μεγαλύτερο μέρος του 1999, υποχωρώνταςαπό 4,4% τον Ιανουάριο σε 1,7% το Δεκέμβριοτου 1999. Άλλοι παράγοντες που εξηγούν τημείωση του πληθωρισμού είναι μία σειρά απόμειώσεις των έμμεσων φόρων το 1998 και το1999 και, κατά δεύτερο λόγο, οι συμφωνίεςκυρίων μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης καιτων επιχειρήσεων να ενθαρρύνουν τησυγκράτηση των τιμών στον ιδιωτικό τομέα.Οι μειώσεις της φορολογίας και οι συμφωνίεςκυρίων εκτιμάται ότι συνέβαλαν από κοινούσε μείωση του πληθωρισμού κατά 1εκατοστιαία μονάδα περίπου.

1 Η μεγάλη αύξηση της απασχόλησης το 1998 αντανακλά το γεγονόςότι δόθηκε άδεια εργασίας σε περισσότερους από 200.000 πρώηνλαθρομετανάστες.

73Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Μετά τη σημαντική μείωση του ελλείμματοςτης γενικής κυβέρνησης από 13,8% του ΑΕΠτο 1993 σε 2,5% του ΑΕΠ το 1998, ηδημοσιονομική εξυγίανση συνεχίστηκε στηνΕλλάδα το 1999, καθώς το έλλειμμα μειώθηκεακόμη περισσότερο στο 1,6% του ΑΕΠ. Ημείωση αυτή οφειλόταν στην υψηλή απόδοσητων δημόσιων εσόδων, τα οποία ανήλθαν από50,8% του ΑΕΠ το 1998 σε 51,7% του ΑΕΠ το1999. Εξάλλου, ο λόγος συνολικών δαπανών/ΑΕΠ μειώθηκε οριακά μόνο, από 53,3% το1998 σε 53,2% το 1999, κυρίως λόγω τηςμείωσης των δαπανών για τόκους. Τοπρωτογενές πλεόνασμα επίσης αυξήθηκε από6,4% σε 7,1% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέοςμειώθηκε κατά 1 εκατοστιαία μονάδα σε104,4% του ΑΕΠ το 1999, δηλαδή με ελαφράχαμηλότερο ρυθμό από ό,τι το 1997 και το1998, κατά τα οποία το δημόσιο χρέοςμειωνόταν κατά 3 περίπου εκατοστιαίεςμονάδες ανά έτος. Συνεπώς, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ εξελίχθηκε λιγότερο ευνοϊκά από ό,τι θααναμενόταν με βάση το λόγο ελλείμματος/ΑΕΠκαι το ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ,πράγμα που οφείλεται στο ότι οι προσαρμογέςχρέους-ελλείμματος ήταν τελικά δυσμενείς,συμπεριλαμβανομένων και κεφαλαιακώνενισχύσεων δημόσιων επιχειρήσεων καισυναλλαγματικών διαφορών. Το γεγονός ότικατά τα προηγούμενα έτη είχαν σημειωθείκαλύτερα αποτελέσματα από ό,τι αναμενότανδιευκόλυνε ώστε το επικαιροποιημένοπρόγραμμα σύγκλισης, που υπεβλήθη τοΔεκέμβριο του 1999, να θέσει πιο φιλόδοξουςστόχους σχετικά με τον προϋπολογισμό απόό,τι το προηγούμενο πρόγραμμα σύγκλισης.Το έλλειμμα προβλέπεται να μειωθείπεραιτέρω σε 1,2% του ΑΕΠ το 2000 και σε0,2% του ΑΕΠ το 2001. Το χρέος αναμένεταινα μειωθεί ελαφρά μόνο το 2000, ενώ το 2001αναμένεται να εμφανίσει μεγαλύτερη μείωση,σχεδόν κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες και θαφθάσει στο 99,5% του ΑΕΠ.

Ο πρωταρχικός σκοπός της στρατηγικής τηςνομισματικής πολιτικής που εφαρμόζει ηΤράπεζα της Ελλάδος εξακολούθησε να είναιη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών ησταθερότητα των τιμών ορίζεται ωςδωδεκάμηνη αύξηση του Δείκτη ΤιμώνΚαταναλωτή (ΔΤΚ) μικρότερη του 2%. Η

δραχμή εντάχθηκε στον ΜΣΙ στις 16 Μαρτίου1998 και συμμετέχει στον ΜΣΙ ΙΙ από 1ηςΙανουαρίου 1999, με ζώνη διακύμανσης ±15%γύρω από την κεντρική της ισοτιμία έναντι τουευρώ, η οποία ήταν 353,109 δραχμές ανάευρώ. Σε όλη τη διάρκεια του 1999 η ισοτιμίατης δραχμής ήταν κατά μέσο όρο 8,4%υψηλότερη από την κεντρική της ισοτιμία,λόγω της ανάγκης να επιτευχθεί ο στόχος γιατη σταθερότητα των τιμών. Στις 17 Ιανουαρίου2000 η κεντρική ισοτιμία ανατιμήθηκε κατά3,5%, σε 340,750 δραχμές ανά ευρώ.

Ως μέρος της στρατηγικής της για τηνομισματική πολιτική, η Τράπεζα της Ελλάδοςχρησιμοποιεί ενδεικτικές προβλέψεις τόσο γιατην ποσότητα χρήματος με την ευρεία έννοιαόσο και για την εγχώρια πιστωτική επέκταση.Σύμφωνα με τις προβλέψεις αυτές, έχει οριστείετήσιος ρυθμός αύξησης 7-9% και για τα δύομεγέθη. Το 1999 η ποσότητα χρήματος με τηνευρεία έννοια δεν έφθασε στην ενδεικτικήπρόβλεψη, σημειώνοντας ετήσιο ρυθμόαύξησης 5,6%, ενώ η εγχώρια πιστωτικήεπέκταση σταθεροποιήθηκε το δεύτεροεξάμηνο του 1999, εν μέρει λόγω τωνπροσωρινών υποχρεωτικών καταθέσεων τιςοποίες επέβαλε η Τράπεζα της Ελλάδος στιςτράπεζες που η πιστωτική τους επέκτασηυπερέβαινε το στόχο. Ωστόσο, ο ετήσιοςρυθμός εγχώριας πιστωτικής επέκτασηςπαρέμεινε το 1999 σε επίπεδο υψηλότερο απότην ενδεικτική πρόβλεψη και διαμορφώθηκεσε 12,3%.

H Τράπεζα της Ελλάδος μείωσε τοκαθορισμένο επιτόκιο δημοπρασίας για τηναποδοχή καταθέσεων διάρκειας 14 ημερών,σε 12% στις 13 Ιανουαρίου 1999 και ενσυνεχεία σε 11,5% και 10,75% στις 20Οκτωβρίου και 15 Δεκεμβρίου αντίστοιχα. Στις26 Ιανουαρίου και στις 8 Μαρτίου 2000 ηΤράπεζα της Ελλάδος μείωσε το βασικό τηςεπιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχήςκαταθέσεων με διάρκεια 14 ημερών κατά1 εκατοστιαία μονάδα και 0,5 της εκατοστιαίαςμονάδας αντίστοιχα, σε 9,25%. Στις αρχές του1999 τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια συνέχισαννα υποχωρούν από μέσο ετήσιο επίπεδο13,9% το 1998 και διαμορφώθηκαν γύρω στο10% το β΄ τρίμηνο του 1999. Έκτοτε, τα

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199974

βραχυπρόθεσμα επιτόκια παρέμειναν σεγενικές γραμμές αμετάβλητα κατά το υπόλοιποέτος, εκτός από μια πρόσκαιρη αύξηση τοΝοέμβριο του 1999. Το πρώτο δίμηνο του2000 το επιτόκιο τριών μηνών (το ATHIBOR)μειώθηκε περαιτέρω και διαμορφώθηκε σε8,7% στο τέλος Φεβρουαρίου, με αποτέλεσμανα περιοριστεί η διαφορά του από τααντίστοιχα επιτόκια της ζώνης του ευρώ στις5,10 εκατοστιαίες μονάδες, έναντι 8,50εκατοστιαίων μονάδων στις αρχές του 1999.

Τους πρώτους μήνες του 1999 συνεχίστηκεεπίσης η πτωτική τάση των μακροπρόθεσμωνεπιτοκίων, καθώς τα δεκαετή επιτόκιαμειώθηκαν από 6,3% τον Ιανουάριο σε 5,8%το Μάιο. Στη συνέχεια, τα μακροπρόθεσμαεπιτόκια αυξήθηκαν σταδιακά σε 7,0% τον

1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 1999 1999 1999 1999α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ.

Πραγματικό ΑΕΠ -1,6 2,0 2,1 2,4 3,4 3,7 3,5 . . . .Συμβολή στην αύξηση τουπραγματικού ΑΕΠ 1)

Πραγματική εγχώρια ζήτηση,περιλαμβανομένων των αποθεμάτων -1,0 1,3 4,2 3,5 4,4 3,4 3,9 . . . .Καθαρές εξαγωγές -0,6 0,7 -2,1 -1,1 -1,1 0,3 -0,4 . . . .

ΕνΔΤΚ . . . 7,9 5,4 4,5 2,3 3,4 2,2 1,7 2,2Μισθολογική δαπάνη ανά απασχολούμενο 9,8 10,8 12,9 8,8 12,4 5,8 4,8 - - - -Κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος,σύνολο οικονομίας 12,6 10,7 11,6 5,9 8,4 5,5 2,5 - - - -Τιμές εισαγομένων 7,7 5,8 6,8 5,0 2,2 5,1 0,6 - - - -

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καιμεταβιβάσεις κεφαλαίου (% ΑΕΠ) -0,8 -0,1 -2,4 -3,6 -4,0 -3,0 -2,7 - - - -

Σύνολο απασχόλησης 0,9 1,9 0,9 -0,4 -0,3 3,4 1,2 - - - -Ποσοστό ανεργίας (% εργατικού δυναμικού) 8,6 8,9 9,1 9,8 9,7 10,9 10,5 - - - -

Δημοσιονομικό αποτέλεσμα (% ΑΕΠ) 2) 3) -13,8 -10,0 -10,2 -7,4 -3,9 -2,5 -1,6 - - - -Ενοποιημένο ακαθάριστο χρέος (% ΑΕΠ) 2) 116,9 109,3 108,7 111,3 108,5 105,4 104,4 - - - -

Επιτόκιο τριών μηνών (% ετησίως) 4) 19,1 26,7 16,4 13,8 12,9 13,9 10,3 10,8 10,0 10,1 10,4Μακροπρόθεσμο επιτόκιο 10 ετών(% ετησίως) 4) 23,4 20,9 17,3 14,6 10,2 8,5 6,3 6,1 5,9 6,6 6,7Συναλλαγματική ισοτιμία έναντι τουECU ή του ευρώ 4) 5) 268 288 303 306 309 331 326 323 325 326 329

Πίνακας 7Μακροοικονομικοί δείκτες για την Ελλάδα(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές, εκτός εάν σημειώνεται διαφορετικά)

Πηγές: Eurostat, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εθνικά στοιχεία και υπολογισμοί της ΕΚΤ.Σημείωση: Εθνικοί λογαριασμοί σύμφωνα με το ΕΣΛ 95.1) Εκατοστιαίες μονάδες.2) Σύμφωνα με τον ορισμό της Συνθήκης του Μάαστριχτ.3) Πλεόνασμα (+) / έλλειμμα (-) γενικής κυβέρνησης.4) Μέσος όρος περιόδου.5) Μονάδες εθνικού νομίσματος ανά ECU μέχρι το τέλος του 1998, ανά ευρώ από 1.1.1999 και μετά.

Οκτώβριο, αλλά μειώθηκαν και πάλι σε 6,4%περίπου στο τέλος Φεβρουαρίου του 2000. Ηδιαφορά έναντι των μέσων αποδόσεων στηζώνη του ευρώ μειώθηκε από 2,50εκατοστιαίες μονάδες τον Ιανουάριο του 1999σε 0,80 της εκατοστιαίας μονάδας περίπου τοΦεβρουάριο του 2000.

Σουηδία

Στη Σουηδία το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκεκατά 3,8% το 1999, έναντι 3,0% το 1998. Ηκινητήριος δύναμη αυτής της αύξησης ήταν,όπως και πέρυσι, η έντονη άνοδος τηςεγχώριας ζήτησης που οφειλόταν στην ευνοϊκήαύξηση του πραγματικού διαθέσιμουεισοδήματος (κυρίως εξαιτίας του πολύ

75Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

χαμηλού πληθωρισμού) και της απασχόλησης,στην άνοδο των τιμών των περιουσιακώνστοιχείων και στα ιστορικώς χαμηλά επιτόκια.Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσειςκεφαλαίου σημείωσαν τις μεγαλύτερεςαυξήσεις, ενώ μεταβολές των αποθεμάτωνείχαν αρνητική συμβολή στην ανάπτυξη, κατά-0,5 της εκατοστιαίας μονάδας. Επιπλέον, ηαύξηση των εξαγωγών επηρεάστηκε λιγότεροαπό ό,τι αναμενόταν από την επιβράδυνσητης παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότηταςστα τέλη του 1998 και στις αρχές του 1999,ενώ η αύξηση των εισαγωγών περιορίστηκεσημαντικά. Έτσι, η συμβολή του εξωτερικούεμπορίου στην αύξηση του ΑΕΠ έγινε και πάλιθετική, από αρνητική που ήταν το 1998. Απότο φθινόπωρο του 1997 το ποσοστό ανεργίαςμειώνεται σημαντικά και η απασχόλησηεπιταχύνθηκε περαιτέρω το 1999, κυρίως στονιδιωτικό τομέα των υπηρεσιών. Η ανεργίαέφθασε στο 6,5% του εργατικού δυναμικούστο τέλος του 1999, έναντι 8,3% κατά μέσοόρο το 1998. Το πλεόνασμα του εμπορικούισοζυγίου έφθασε σχεδόν στο ίδιο επίπεδοόπως και το 1998, δηλ. 6,9% του ΑΕΠ, ενώ τοπλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκεοριακά και διαμορφώθηκε στο 2,8% του ΑΕΠ.

Ο πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή άρχισενα αυξάνεται από τα πολύ χαμηλά επίπεδατου 1999 κυρίως εξαιτίας της ανόδου τωντιμών του πετρελαίου. Ο βασικόςπληθωρισμός, όπως μετρείται βάσει τουUND1X (ΔΤΚ εκτός των δαπανών για τόκουςκαι των άμεσων επιδράσεων από τη μεταβολήτης έμμεσης φορολογίας και των επιδο-τήσεων), αυξήθηκε από λιγότερο του 1% το1998 σε 1,9% το Δεκέμβριο του 1999. Οπληθωρισμός με βάση τον ΕνΔΤΚ ήταν τοΔεκέμβριο του 1999 1,2%, δηλ. 0,5 τηςεκατοστιαίας μονάδας κάτω από το μέσο όροτης ζώνης του ευρώ. Κατά το μεγαλύτερομέρος του έτους, η Σουηδία ήταν ένα από τακράτη-μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις απόάποψη σταθερότητας των τιμών. Εντούτοις,οι πραγματικοί μισθοί εξακολουθούν νααυξάνονται με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι ηπαραγωγικότητα και παραμένουν ο κυριότεροςκίνδυνος για τη σταθερότητα των τιμών καιτην απασχόληση μεσοπρόθεσμα.

Μετά τη σημαντική δημοσιονομική εξυγίανσηπου επιτεύχθηκε στην εξαετία 1993-1998,κατά την οποία το αποτέλεσμα τουπροϋπολογισμού μετατράπηκε από έλλειμμα11,9% του ΑΕΠ σε πλεόνασμα 1,9% του ΑΕΠ,τα δημόσια οικονομικά παρέμειναν σταθεράμε πλεόνασμα 1,9% του ΑΕΠ. Το 1999 ολόγος χρέους μειώθηκε κατά 6,9 εκατοστιαίεςμονάδες σε 65,5% του ΑΕΠ. Το σουηδικόεπικαιροποιημένο πρόγραμμα σύγκλισης, τοοποίο υπεβλήθη το Νοέμβριο του 1999, θέτειως στόχο για το 2001 και το 2002 την επίτευξηπλεονάσματος ύψους 2% του ΑΕΠ. Το χρέοςπροβλέπεται να μειωθεί κατά 6,7 εκατοστιαίεςμονάδες το 2000 σε 58,8% του ΑΕΠ καιπεραιτέρω σε 54,1% του ΑΕΠ το 2001.

Την 1η Ιανουαρίου 1999 ψηφίστηκε ο νέοςνόμος για την κεντρική τράπεζα με σκοπό ναενισχύσει την ανεξαρτησία της Τράπεζας τηςΣουηδίας. Ο πρωταρχικός σκοπός τηςνομισματικής πολιτικής στη Σουηδία είναι ηεπίτευξη της σταθερότητας των τιμών. ΗΤράπεζα της Σουηδίας λειτουργεί με έναευέλικτο καθεστώς συναλλαγματικής ισοτιμίαςκαι ασκεί τη νομισματική της πολιτική με έναρητό στόχο για τον πληθωρισμό από το 1993.Η νομισματική πολιτική έχει στόχο τηδιατήρηση του πληθωρισμού (με βάση τονΔΤΚ) στο 2%, με επιτρεπόμενη απόκλιση±1 εκατοστιαία μονάδα. Στις αρχές του 1999δόθηκαν διευκρινίσεις σχετικά με τη χάραξητης νομισματικής πολιτικής στη Σουηδία. ΗΤράπεζα της Σουηδίας δήλωσε ρητώς ότι οιαποκλίσεις από το στόχο για τον πληθωρισμόμπορούν ενδεχομένως να δικαιολογηθούνεάν π.χ. ο πληθωρισμός επηρεαστεί απόπροσωρινούς παράγοντες. Αυτό συνέβη το1999. Στην πράξη, η νομισματική πολιτικήβασίστηκε σε αξιολόγηση του βασικούπληθωρισμού, UND1X, o οποίος διαμορ-φώθηκε σε μέσο επίπεδο 1,5% το 1999.

Στις αρχές του 1999 τα βραχυπρόθεσμαεπιτόκια μειώθηκαν, αντανακλώντας δύομειώσεις του επιτοκίου των συμφωνιώνεπαναγοράς της Τράπεζας της Σουηδίας συνολικά κατά 0,5 της εκατοστιαίας μονάδας σε 2,9% το Μάρτιο του 1999. Το επιτόκιοτων συμφωνιών επαναγοράς αυξήθηκε κατά0,35 της εκατοστιαίας μονάδας στις 11

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199976

Νοεμβρίου 1999 και κατά 0,5 της εκατοστιαίαςμονάδας σε 3,75% στις 4 Φεβρουαρίου 2000καθώς ο πληθωρισμός κατά τα επόμενα 1-2έτη προβλεπόταν να διαμορφωθεί σε επίπεδοοριακά υψηλότερο από τον αντίστοιχο στόχο.Τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια αυξήθηκανακόμη περισσότερο προς το τέλος του έτους.Η διαφορά μεταξύ των σουηδικών βραχυ-πρόθεσμων επιτοκίων και των αντίστοιχωνεπιτοκίων της ζώνης του ευρώ μειώθηκεελαφρώς κατά τη διάρκεια του 1999 καιέφθασε σε 0,50 της εκατοστιαίας μονάδαςμέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου του 2000. Το 1999και τους δύο πρώτους μήνες του 2000 ησουηδική κορώνα ανατιμήθηκε κατά 10%περίπου έναντι του ευρώ αφού υπέστηυποτίμηση του ίδιου περίπου ύψους το β΄

εξάμηνο του 1998. Η ανατίμηση της κορώναςοφειλόταν κυρίως στις βελτιωμένες προ-οπτικές ανάπτυξης της σουηδικής οικονομίας.

Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια αυξήθηκαν κατά1,6 εκατοστιαία μονάδα στη διάρκεια του 1999και περαιτέρω σε 5,8% κατά μέσο όρο έως τοτέλος Φεβρουαρίου του 2000. Η διαφορά τωνδεκαετών επιτοκίων έναντι της ζώνης τουευρώ διευρύνθηκε ελαφρώς στη διάρκεια του1999, αντανακλώντας, μεταξύ άλλων, τιςβελτιωμένες κυκλικές προοπτικές για τηΣουηδία σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ. Στοτέλος Φεβρουαρίου του 2000, η διαφορά αυτήείχε περιοριστεί σε 0,30 της εκατοστιαίαςμονάδας περίπου.

Πίνακας 8Μακροοικονομικοί δείκτες για τη Σουηδία(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές, εκτός εάν σημειώνεται διαφορετικά)

Πηγές: Eurostat, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εθνικά στοιχεία και υπολογισμοί της ΕΚΤ.Σημείωση: Εθνικοί λογαριασμοί σύμφωνα με το ΕΣΛ 95.1) Εκατοστιαίες μονάδες.2) Σύμφωνα με τον ορισμό της Συνθήκης του Μάαστριχτ.3) Πλεόνασμα (+) / έλλειμμα (-) γενικής κυβέρνησης.4) Μέσος όρος περιόδου.5) Μονάδες εθνικού νομίσματος ανά ECU μέχρι το τέλος του 1998, ανά ευρώ από 1.1.1999 και μετά.

1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 1999 1999 1999 1999α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ.

Πραγματικό ΑΕΠ -1,8 4,1 3,7 1,1 2,0 3,0 3,8 3,9 3,7 3,8 3,8Συμβολή στην αύξηση τουπραγματικού ΑΕΠ 1)

Πραγματική εγχώρια ζήτηση,περιλαμβανομένων των αποθεμάτων -5,1 2,9 1,9 0,7 0,8 3,5 3,3 3,8 2,1 3,6 3,7Καθαρές εξαγωγές 3,3 1,2 1,9 0,4 1,3 -0,5 0,5 0,1 1,6 0,2 0,1

ΕνΔΤΚ . . . 0,8 1,8 1,0 0,6 0,2 0,3 0,7 1,0Μισθολογική δαπάνη ανά απασχολούμενο 4,7 3,0 6,7 3,1 3,4 3,3 3,2 3,2 . .Κόστος εργασίας ανά μονάδαπροϊόντος, σύνολο οικονομίας . -0,1 0,5 5,1 0,4 1,5 2,4 1,7 3,8 . .Τιμές εισαγομένων 13,3 4,7 6,5 -3,5 1,9 -1,0 2,5 -1,0 2,5 3,6 4,9Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγώνκαι μεταβιβάσεις κεφαλαίου (% ΑΕΠ) -1,7 0,7 2,9 2,6 3,3 3,6 2,0 2,5 1,1 3,3 .Σύνολο απασχόλησης -5,5 -0,9 1,6 -0,6 -1,1 1,4 2,2 2,7 3,0 1,8 1,5Ποσοστό ανεργίας (% εργατικού δυναμικού) 9,1 9,4 8,8 9,6 9,9 8,3 7,0 7,5 7,0 6,9 6,6

Δημοσιονομικό αποτέλεσμα (% ΑΕΠ) 2) 3) -11,9 -10,9 -6,8 -3,4 -2,0 1,9 1,9 - - - -Ενοποιημένο ακαθάριστο χρέος (% ΑΕΠ) 2) 75,8 79,0 77,6 76,0 75,0 72,4 65,5 - - - -

Επιτόκιο τριών μηνών (% ετησίως) 4) 8,8 7,7 8,8 6,0 4,4 4,4 3,3 3,3 3,1 3,2 3,7Μακροπρόθεσμο επιτόκιο 10 ετών(% ετησίως) 4) 8,6 9,7 10,2 8,0 6,6 5,0 5,0 4,2 4,5 5,5 5,7Συναλλαγματική ισοτιμία έναντι τουECU ή του ευρώ 4) 5) 9,11 9,16 9,33 8,52 8,66 8,91 8,81 8,98 8,90 8,71 8,65

77Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Ηνωμένο Βασίλειο

Στο Ηνωμένο Βασίλειο το πραγματικό ΑΕΠαυξήθηκε κατά 2% το 1999, έναντι 2,2% το1998. Αφού επιβραδύνθηκε το δεύτεροεξάμηνο του 1998, ο ρυθμός της οικονομικήςδραστηριότητας σημείωσε ανάκαμψη κατά τηδιάρκεια του 1999. Στην αύξηση του ΑΕΠσυνέβαλε κυρίως η εγχώρια ζήτηση, ιδίως οικαταναλωτικές δαπάνες, αντανακλώντας τιςσημαντικές αυξήσεις των πραγματικώνμισθών, τη μείωση των δαπανών για τόκουςστεγαστικών δανείων και τις αυξανόμενες τιμέςτων περιουσιακών στοιχείων (ειδικότερα τωνκατοικιών). Εντούτοις, η αύξηση του όγκουτων εξαγωγών, αν και βελτιώθηκε περί ταμέσα του έτους, υστέρησε σημαντικά έναντιτης αύξησης του όγκου των εισαγωγώνεξαιτίας της ανατίμησης της λίρας Αγγλίας, τηςυποτονικής ανάπτυξης ορισμένων οικονομιώνπου αποτελούν αγορές προορισμού για τιςβρετανικές εξαγωγές και της ταχείας αύξησηςτης εγχώριας ζήτησης, με αποτέλεσμα οιεξαγωγές να εξακολουθήσουν να έχουναρνητική συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ γιατο σύνολο του έτους. Παρά την κάπωςβραδύτερη αύξηση της παραγωγής,παρατηρήθηκε περαιτέρω μείωση τηςανεργίας το 1999. Το μέσο ετήσιο ποσοστόανεργίας μειώθηκε σε 6,2% έναντι 6,3% το1998.

Ο πληθωρισμός παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδακαι ο ρυθμός ανόδου των τιμών, μετρούμενοςβάσει του δείκτη τιμών λιανικής χωρίς τόκουςστεγαστικών δανείων (RPIX), ήταν 2,3% το1999 έναντι 2,7% το 1998. Ο μέσος ετήσιοςρυθμός πληθωρισμού, μετρούμενος βάσει τουΕνΔΤΚ, ήταν 1,4% το 1999, δηλ. 0,3 τηςεκατοστιαίας μονάδας υψηλότερος από τονετήσιο μέσο πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ,έναντι 1,6% το 1998. Ωστόσο, στο τέλος του1999 και στις αρχές του 2000 ο πληθωρισμός(ΕνΔΤΚ) ήταν αρκετά χαμηλότερος από τομέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Στησυγκράτηση της ανόδου των τιμών ενδέχεταινα συνέβαλαν διάφοροι παράγοντες, όπως ηανατίμηση της λίρας Αγγλίας, ο αυξημένοςανταγωνισμός στον τομέα των λιανικώνπωλήσεων και κάποιες περαιτέρω πιέσεις πουάσκησαν οι αρμόδιες αρχές προς τις

επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας να μειώσουν τιςτιμές των υπηρεσιών τους. Ενώ ο συνολικόςπληθωρισμός παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα,οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν μεταχύτερους ρυθμούς, ενθαρρυνόμενες από ταιστορικώς χαμηλά επιτόκια των στεγαστικώνδανείων και από τη βελτίωση της οικονομικήςκατάστασης και των προοπτικών της οικο-νομίας.

Το 1999 το αποτέλεσμα της γενικήςκυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ ήτανπλεόνασμα 1,2%, έναντι 0,3% το 1998. Οιδαπάνες του Δημοσίου μειώθηκαν σε 39,9%του ΑΕΠ από 40,3% του ΑΕΠ το 1998, ενώ ταέσοδα του Δημοσίου αυξήθηκαν οριακά σε40,6% του ΑΕΠ έναντι 40,5% του ΑΕΠ. Ολόγος χρέους/ΑΕΠ μειώθηκε σε 46% το 1999έναντι 48,4% το 1998.

Κατά το 1999 η κυβέρνηση του ΗνωμένουΒασιλείου συνέχισε να θέτει στην Τράπεζα τηςΑγγλίας στόχο της νομισματικής πολιτικής γιαεπίτευξη πληθωρισμού 2,5%, με βάση τηναύξηση του RΡIX. Το επιτόκιο συμφωνιώνεπαναγοράς της Τράπεζας ήταν 6,25% στηναρχή του 1999 και σταδιακά μειώθηκε σε 5%τον Ιούνιο, αντανακλώντας το χαμηλό ρυθμότης οικονομικής δραστηριότητας το α΄ εξάμηνοτου έτους και τις πιθανές επιπτώσεις του στημελλοντική εξέλιξη του πληθωρισμού. Από τις8 Σεπτεμβρίου 1999 έως τις 10 Φεβρουαρίου2000 όμως τα επίσημα επιτόκια αυξήθηκαν σετέσσερα στάδια (κατά 0,25 της εκατοστιαίαςμονάδας κάθε φορά) σε 6%. Το γεγονός αυτόαντανακλούσε ανησυχίες μήπως τυχόναυξηθεί ο πληθωρισμός στο μέλλον μεδεδομένη την ισχυρή παγκόσμια ζήτηση,την υψηλή εγχώρια κατανάλωση (συμπε-ριλαμβανομένων και επιδράσεων από τηναγορά κατοικιών) και των συνεχιζόμενωνσυνθηκών στενότητας στην αγορά εργασίας.Τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράςυποχώρησαν κατά 1 περίπου εκατοστιαίαμονάδα σε 5,1% το πρώτο οκτάμηνο του 1999,ενώ αυξήθηκαν εκ νέου σε 6,2% στα τέληΦεβρουαρίου 2000. Η διαφορά των επιτοκίωντου Ηνωμένου Βασιλείου με τα αντίστοιχα τωνχωρών της ζώνης του ευρώ διαμορφώθηκεσε 2,6 εκατοστιαίες μονάδες στο τέλοςΦεβρουαρίου του 2000.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199978

Πίνακας 9Μακροοικονομικοί δείκτες για το Ηνωμένο Βασίλειο(ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές, εκτός εάν σημειώνεται διαφορετικά)

Πηγές: Eurostat, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εθνικά στοιχεία και υπολογισμοί ΕΚΤ.Σημείωση: Εθνικοί λογαριασμοί σύμφωνα με το ΕΣΛ 95. Τα στοιχεία για τους ΕνΔΤΚ προ του 1995 αποτελούν εκτιμήσεις βάσει εθνικών ορισμών και δενείναι απολύτως συγκρίσιμα με τους ΕνΔΤΚ που αρχίζουν το 1995.1) Εκατοστιαίες μονάδες.2) Σύμφωνα με τον ορισμό της Συνθήκης του Μάαστριχτ.3) Πλεόνασμα (+) / έλλειμμα (-) γενικής κυβέρνησης.4) Μέσος όρος περιόδου.5) Μονάδες εθνικού νομίσματος ανά ECU μέχρι το τέλος του 1998, ανά ευρώ από 1.1.1999 και μετά.

Η λίρα Αγγλίας ανατιμήθηκε σημαντικά έναντιτου ευρώ το 1999. Αυτή η ανατίμηση ενδέχεταινα αντανακλά εν μέρει τη διαφορετική κυκλικήθέση της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείουσε σύγκριση με τις οικονομίες της ζώνης τουευρώ τα τελευταία έτη. Επιπλέον, η λίραπιθανόν να υποστηρίχθηκε από την ανατίμησητου δολαρίου ΗΠΑ, εφόσον τα δύο νομίσματαείναι κατά παράδοση στενά συνδεδεμένα,καθώς και από τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξηςτης αμερικανικής οικονομίας.

Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια αυξήθηκαν κατά1 περίπου εκατοστιαία μονάδα το 1999 καιδιαμορφώθηκαν σε 5,4% στο τέλος Φεβρου-αρίου 2000. Η διαφορά των δεκαετών βρετα-νικών επιτοκίων έναντι των συγκρίσιμωνεπιτοκίων της ζώνης του ευρώ μηδενίστηκεστο τέλος Φεβρουαρίου του 2000, έναντι 0,5της εκατοστιαίας μονάδας στην αρχή του 1999.

1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 1999 1999 1999 1999α΄ τρ. β΄ τρ. γ΄ τρ. δ΄ τρ.

Πραγματικό ΑΕΠ 2,3 4,4 2,8 2,6 3,5 2,2 2,0 1,4 1,6 2,1 2,9Συμβολή στην αύξηση τουπραγματικού ΑΕΠ 1)

Πραγματική εγχώρια ζήτηση,περιλαμβανομένων των αποθεμάτων 1,9 3,3 1,8 3,0 3,7 4,1 3,5 4,0 3,2 2,8 4,0Καθαρές εξαγωγές 0,1 0,9 1,0 -0,5 -0,3 -2,1 -1,6 -2,7 -1,7 -0,9 -1,3

ΕνΔΤΚ 2,5 2,0 2,6 2,5 1,8 1,6 1,4 1,6 1,4 1,2 1,2Μισθολογική δαπάνη ανά απασχολούμενο 3,6 3,4 2,0 3,2 4,6 5,4 . 4,9 4,6 4,8 .Κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος,σύνολο οικονομίας 0,1 -0,5 1,4 1,7 2,9 3,8 . 4,2 4,0 3,4 .Τιμές εισαγομένων 8,6 3,1 6,1 0,3 -6,7 -6,3 -2,6 -3,8 -3,2 -2,3 -1,1

Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καιμεταβιβάσεις κεφαλαίου (% ΑΕΠ) -0,2 -0,0 -0,0 0,0 0,1 -0,0 . -0,2 -0,1 -0,1 .

Σύνολο απασχόλησης -1,2 0,8 1,1 1,0 1,8 1,0 1,2 1,2 1,3 1,2 1,1Ποσοστό ανεργίας (% εργατικού δυναμικού) 10,5 9,8 8,8 8,3 7,3 6,3 6,2 6,3 6,0 5,9 5,9

Δημοσιονομικό αποτέλεσμα (% ΑΕΠ) 2) 3) -8,0 -6,8 -5,8 -4,4 -2,0 0,3 1,2 - - - -Ενοποιημένο ακαθάριστο χρέος (% ΑΕΠ) 2) 45,5 48,7 52,1 52,6 50,8 48,4 46,0 - - - -

Επιτόκιο τριών μηνών (% ετησίως) 4) 5,9 5,5 6,7 6,0 6,8 7,3 5,4 5,5 5,2 5,2 5,9Μακροπρόθεσμο επιτόκιο 10 ετών(% ετησίως) 4) 7,5 8,2 8,3 7,9 7,1 5,6 5,0 4,4 4,8 5,4 5,5Συναλλαγματική ισοτιμία έναντιτου ECU ή του ευρώ 4) 5) 0,78 0,78 0,83 0,81 0,69 0,68 0,66 0,69 0,66 0,65 0,64

79Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199980

Κεφάλλαιο IV

Ευρωπαϊκή/διεθνήςσυνεργασία και τοΕυρωσύστημα

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199982

1 Ευρωπαϊκά θέματα

1.1 Διμερείς σχέσεις

Κατά το 1999, η ΕΚΤ εδραίωσε στενές σχέσειςμε κεντρικές τράπεζες γειτονικών χωρών εκτόςΕΕ. Το Ευρωσύστημα παρατηρεί με ιδιαίτεροενδιαφέρον τις οικονομικές εξελίξεις στιςχώρες αυτές, ιδίως ως προς τη βιώσιμηοικονομική ανάπτυξη και την άσκησηπολιτικών με προσανατολισμό στη σταθε-ρότητα, εν όψει μάλιστα του αυξανόμενουρόλου του ευρώ ως νομίσματος αναφοράς γιατη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική.Ως εκ τούτου, η συνέχιση του διαλόγου καιτης συνεργασίας με τις νομισματικές αρχέςτων χωρών αυτών είναι ζωτικής σημασίας.

Το Ευρωσύστημα εστίασε την προσοχή τουσε τρεις ομάδες κρατών εντός της Ευρώπης:

Πρώτον, στις υποψήφιες χώρες πουπροετοιμάζονται για την ένταξή τους στηνΕυρωπαϊκή Ένωση (Βουλγαρία, Εσθονία,Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα,Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία,Σλοβενία και Τσεχία). Αν και αναγνωρίστηκεστην Τουρκία η ιδιότητα της υποψήφιαςχώρας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τουΕλσίνκι στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 1999, οιπροϋποθέσεις που θα πρέπει ναπληρούνται πριν αρχίσουν οι διαπραγ-ματεύσεις δεν έχουν ακόμη ικανοποιηθεί.

Δεύτερον, στις χώρες που απαρτίζουν τηνΕυρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών(Ελβετία, Ισλανδία, Λιχτενστάιν καιΝορβηγία) και παρουσιάζουν ήδη υψηλόβαθμό οικονομικής και θεσμικήςενοποίησης με την ΕΕ (όπως ορίζεται απότη Συμφωνία για τον ΕυρωπαϊκόΟικονομικό Χώρο και άλλες συμφωνίες).

Τρίτον, στις περιοχές και τα εδάφη τωνΔυτικών Βαλκανίων, ιδίως το Κοσσυ-φοπέδιο και το Μαυροβούνιο όπου, με τηλήξη του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο,έγιναν προσπάθειες με πρωτοβουλίες τηςδιεθνούς κοινότητας για να εδραιωθεί ηειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή καινα ανασυγκροτηθεί η οικονομία.

Οι υποψήφιες χώρες

Το Ευρωσύστημα ενδιαφέρεται ιδιαίτερα γιατην προοπτική να ενταχθούν νέα κράτη-μέληστην ΕΕ, καθώς και για τη συμμετοχή τουςμετά ταύτα στο νέο Μηχανισμό Συναλλαγ-ματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ) και, τελικά, τηνυιοθέτηση του ευρώ από τις χώρες αυτές αφούικανοποιήσουν πλήρως τις απαιτούμενεςπροϋποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρείταιουσιαστικής σημασίας ο διαρκής διάλογοςανάμεσα στο Ευρωσύστημα και στις κεντρικέςτράπεζες των υποψήφιων χωρών, εν όψει τηςμελλοντικής τους ενσωμάτωσης στο ΕΣΚΤ και,τελικά, στο ίδιο το Ευρωσύστημα.

Οι επίσημα αναγνωρισμένες υποψήφιες χώρεςήδη απολαμβάνουν ένα ιδιαίτερο καθεστώς καιδιατηρούν στενές σχέσεις με την ΕΕ. Κατά το1999, η ΕΕ και έξι από τις Υποψήφιες χώρες(Εσθονία, Κύπρος, Ουγγαρία, Πολωνία,Σλοβενία και Τσεχία) άρχισαν διαπραγμα-τεύσεις σχετικά με το Κεφάλαιο ΟΝΕ, δηλ.την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκηςίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τουπαράγωγου δικαίου της ΕΕ που αφορούν τηνΟικονομική και Νομισματική Ένωση. Η ΕΕδήλωσε σαφώς ότι προτίθεται να μηνεπιτρέψει ρήτρες εξαίρεσης στις υποψήφιεςχώρες. Από την πλευρά τους, οι υποψήφιεςχώρες δεν ζήτησαν ειδικές μεταβατικέςρυθμίσεις. Ως εκ τούτου, ολοκληρώθηκεο προκαταρκτικός γύρος των διαπραγ-ματεύσεων για το Κεφάλαιο ΟΝΕ. Οιδιαπραγματεύσεις με άλλες έξι υποψήφιεςχώρες (Βουλγαρία, Λετονία, Λιθουανία,Μάλτα, Ρουμανία και Σλοβακία) ξεκίνησαν τοΦεβρουάριο του 2000. Αν και δεν έχει ακόμηκαθοριστεί ακριβές χρονοδιάγραμμα για τηνένταξη αυτών των χωρών στην ΕΕ, τοΕυρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι συμ-φώνησε το Δεκέμβριο του 1999 ότι η Ένωσηθα πρέπει να είναι σε θέση να υποδεχθεί νέακράτη-μέλη από τα τέλη του 2002, ευθύς ωςαποδείξουν την ικανότητά τους να αναλάβουντις υποχρεώσεις του μέλους και αφούολοκληρωθεί επιτυχώς η διαδικασία τωνδιαπραγματεύσεων.

83Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Το Ευρωσύστημα δεν μετέχει άμεσα στηδιαδικασία των διαπραγματεύσεων. Εντούτοις,απαιτείται κάποια μορφή ενασχόλησής του μετην ευρύτερη διαδικασία των διαπραγ-ματεύσεων, ιδίως σε θέματα που εμπίπτουνσε τομείς της, αποκλειστικής ή μη,αρμοδιότητας του Ευρωσυστήματος, όπως ηνομισματική πολιτική, η διαχείριση των συναλ-λαγματικών αποθεματικών, η συναλλαγματικήπολιτική, τα συστήματα πληρωμών, η συλλογήορισμένων στατιστικών δεδομένων και ηχρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Όσον αφορά τα θέματα που έχουν ιδιαίτερησημασία για το Ευρωσύστημα, η διαδικασίαένταξης διακρίνεται σε τέσσερα στάδια, καθένααπό τα οποία θα πρέπει να εξεταστείμεμονωμένα.

Πρώτον, πριν από την ένταξη στην ΕΕ, οιυποψήφιες χώρες θα έχουν τη δυνατότητα νασυνεχίσουν να εφαρμόζουν ανεξάρτητα τηδική τους νομισματική και συναλλαγματικήπολιτική. Το Ευρωσύστημα παρακολουθείστενά τις πολιτικές αυτές και τις εξελίξεις στιςυποψήφιες χώρες, εν όψει μάλιστα τηςένταξής τους στην ΕΕ. Οι υποψήφιες χώρεςθα πρέπει να διασφαλίσουν ότι το κοινοτικόκεκτημένο (το οποίο πρόσφατα έγινε γνωστόκαι ως κεκτημένο της Ένωσης) σχετικά με τηνΟΝΕ έχει ενσωματωθεί στο εθνικό τους δίκαιοκαι έχει τεθεί αποτελεσματικά σε εφαρμογήπριν από την ένταξη.

Κατά τη φάση πριν από την ένταξη, οιυποψήφιες χώρες θα είναι υποχρεωμένες ναικανοποιήσουν τα κριτήρια ένταξης πουορίστηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τηςΚοπεγχάγης το 1993. Τα κριτήρια αυτάσυνεπάγονται, μεταξύ άλλων, την ύπαρξηοικονομίας της αγοράς εν λειτουργία, καθώςκαι την ικανότητα αντιμετώπισης τηςανταγωνιστικής πίεσης και των δυνάμεων τηςαγοράς εντός της Ένωσης και την ικανότητατης ανάληψης των υποχρεώσεων του μέλουςσυμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης τωνστόχων της () οικονομικής και νομισματικήςένωσης.

Η συμμόρφωση με τα προαναφερόμενακριτήρια της Κοπεγχάγης προϋποθέτει ότι οι

υποψήφιες χώρες θα αναλάβουν πολλέςδιαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και θαολοκληρώσουν τη μετάβαση απόκατευθυνόμενες οικονομίες σε καλώς λει-τουργούσες οικονομίες της αγοράς, προ-ωθώντας έτσι μία διαδικασία πραγματικήςσύγκλισης που είναι αναγκαία για την άνοδοτου βιοτικού τους επιπέδου και για τηνπληρέστερη ενσωμάτωση των οικονομιώντους στην ΕΕ. Αν και δεν είναι υποχρεωτική ηικανοποίηση των κριτηρίων του Μάαστριχτσχετικά με την ονομαστική σύγκλιση, ηυποστήριξη των στόχων της ΟΝΕπροϋποθέτει επίσης και βούληση για τηνεπιδίωξη σταδιακής προόδου στον τομέα τηςονομαστικής σύγκλισης, καθώς και τηνεφαρμογή νομισματικής και δημοσιονομικήςπολιτικής με προσανατολισμό τη σταθερότητατων τιμών. Εν ολίγοις, η πραγματική και ηονομαστική σύγκλιση αποτελούν δύοσυνιστώσες της ίδιας στρατηγικής για τηνεπίτευξη διατηρήσιμης μη πληθωριστικήςοικονομικής ανάπτυξης, και άρα πρέπει και οιδύο να επιδιώκονται παράλληλα.

Δεύτερον, κατά την ένταξή τους στην ΕΕ, τανέα κράτη-μέλη θα εισέλθουν στην Οικονομικήκαι Νομισματική Ένωση, αλλά με την ιδιότητατου κράτους-μέλους με παρέκκλιση. Στηνπράξη αυτό σημαίνει ότι, σύμφωνα με τηδιατύπωση της Συνθήκης ίδρυσης τηςΕυρωπαϊκής Κοινότητας, θα πρέπει νααντιμετωπίζουν τη συναλλαγματική τουςπολιτική ως θέμα κοινού ενδιαφέροντος(Άρθρο 124) και να θεωρούν την οικονομικήτους πολιτική ως θέμα κοινούπροβληματισμού (Άρθρο 99). Εν τούτοις, δενθα υιοθετήσουν αμέσως το ευρώ και ηαρμοδιότητα για την άσκηση της νομισματικήςπολιτικής στην επικράτειά τους θα παραμείνειστις αντίστοιχες κεντρικές τράπεζες. Απόθεσμική σκοπιά, οι κεντρικές τράπεζες τωννέων κρατών-μελών της ΕΕ θα γίνουν μέλητου ΕΣΚΤ. Όπως συμβαίνει επί του παρόντοςμε τις κεντρικές τράπεζες της Δανίας, τηςΕλλάδος, της Σουηδίας και του ΗνωμένουΒασιλείου, θα εκπροσωπούνται και αυτές στοΓενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, όχι όμως και στοΔιοικητικό Συμβούλιο, το ανώτατο όργανολήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ. Οι κεντρικέςτράπεζες θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199984

συμβάλλουν στο στατιστικό πλαίσιο του ΕΣΚΤκαι να διασφαλίσουν, αφού ενταχθούν στηζώνη του ευρώ, την ενοποίηση τωνλογαριασμών τους (τα λοιπά καθήκοντα τουΓενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ παρατίθενται στοτμήμα 2.3 του κεφαλαίου).

Τρίτον, μετά την ένταξή τους στην ΕΕ (αν καιόχι κατ ανάγκην ταυτόχρονα με την ένταξη),θα πρέπει να αναμένεται ότι θα προσχω-ρήσουν στον ΜΣΙ ΙΙ ο οποίος συνδέει τανομίσματα των μελών που δεν συμμετέχουνστη ζώνη του ευρώ (επί του παρόντος, τηδανική κορώνα και τη δραχμή) με το ευρώ.Σχετικά με τους όρους ένταξης στον ΜΣΙ ΙΙ, θαπρέπει να είναι εφικτό να ληφθούν υπόψη οιιδιάζουσες οικονομικές συνθήκες κάθε χώρας,δεδομένου ότι ο ΜΣΙ ΙΙ χαρακτηρίζεται απόελαστικότητα.

Τέλος, τα νέα κράτη-μέλη θα είναι σε θέση ναγίνουν πλήρη μέλη της ζώνης του ευρώ. Ησυμμετοχή τους στη ζώνη θα τελεί υπό τονόρο ότι θα εξετάζεται η πραγματοποιηθείσασύγκλιση σε κάθε περίπτωση χωριστά, και ηεξέταση θα γίνεται κάθε δύο χρόνια, ή κατόπιναιτήματος των ίδιων των χωρών. Όταν πλέονπληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις πουπροβλέπονται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ,θα υιοθετούν το ευρώ.

Η πρόοδος προς την εισαγωγή του ευρώ δεν θαείναι κατ΄ ανάγκην ομοιόμορφη σε όλες τιςυποψήφιες χώρες. Με δεδομένο ότι ξεκινούν απόδιαφορετικές αφετηρίες και δεν έχουν προχω-ρήσει όλες στο ίδιο βαθμό προς την ελεύθερηοικονομία, θα πρέπει να είναι εφικτό ναακολουθηθούν περισσότερες από μία προ-σεγγίσεις χωρίς να θίγεται η ίση μεταχείριση. Τακριτήρια ονομαστικής σύγκλισης θα πρέπει ναεφαρμοστούν κατά τρόπο ώστε στις εν λόγωχώρες να παρέχονται σαφή σημεία αναφοράςπου χρειάζονται για να ευθυγραμμίσουν τηνοικονομία τους με τις προδιαγραφές και τον τελικόσκοπό της ΟΝΕ.

Το Ευρωσύστημα είναι έτοιμο να συμ-βουλεύσει τις εν λόγω χώρες στις προ-σπάθειές τους να πραγματοποιήσουν τις κα-τάλληλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις καιπολιτικές με προσανατολισμό στη σταθε-

ρότητα σύμφωνα με τα κριτήρια ένταξης καισύγκλισης. Το Ευρωσύστημα είναι επίσηςπρόθυμο να παράσχει προς τις υποψήφιεςχώρες τεχνική υποστήριξη σε τομείς τηςαρμοδιότητάς του. Μάλιστα, ορισμένες εθνικέςκεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) της ζώνης τουευρώ ήδη παρέχουν και θα συνεχίσουν ναπαρέχουν προς τις κεντρικές τράπεζες τωνυποψήφιων χωρών τεχνική υποστήριξη σεπολλούς τομείς. Θα πρέπει να αναμένεταιαύξηση των αιτημάτων για τεχνική υποστήριξηεκ μέρους των υποψήφιων χωρών αφούολοκληρώσουν το προπαρασκευαστικό έργογια την ενσωμάτωση στο ΕΣΚΤ και μετέπειταστο Ευρωσύστημα. Το Ευρωσύστημααναπτύσσει λοιπόν τις κατάλληλες διαδικασίεςώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει συ-ντονισμένα την αυξανόμενη αυτή ζήτηση, ενώταυτόχρονα μεριμνά ώστε όλες οι υποφήφιεςχώρες να λάβουν την αναγκαία υποστήριξη.Στο πλαίσιο αυτό, θα αξιοποιηθούν πλήρωςόλοι οι πόροι και η εμπειρία που διατίθενταιεντός του Ευρωσυστήματος και θαυιοθετηθούν συνεπείς προσεγγίσεις καιστρατηγικές.

Το σεμινάριο του Ελσίνκι σχετικά με τηδιαδικασία ένταξης

Προκειμένου να εγκαινιαστεί διάλογος με τιςνομισματικές αρχές των υποψήφιων χωρών,πραγματοποιήθηκε σεμινάριο σε επίπεδοανώτερων αξιωματούχων στο Ελσίνκι από τις10 μέχρι τις 12 Νοεμβρίου 1999, όπουμετείχαν το Ευρωσύστημα και οι διοικητές καιυποδιοικητές των κεντρικών τραπεζών τωνεξής χωρών: της Βουλγαρίας, της Εσθονίας,της Κύπρου, της Λετονίας, της Λιθουανίας, τηςΜάλτας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, τηςΡουμανίας, της Σλοβακίας, της Σλοβενίας καιτης Τσεχίας. Το σεμινάριο διοργάνωσαν απόκοινού η ΕΚΤ και η Κεντρική Τράπεζα τηςΦινλανδίας.

Στόχος του σεμιναρίου ήταν να γίνει ανα-σκόπηση των ζητημάτων των κεντρικών τρα-πεζών που εμπλέκονται στη διαδικασίαένταξης, να εντοπιστούν οι κύριοι τομείςπροβληματισμού και να ενισχυθεί ησυνεργασία μεταξύ του Ευρωσυστήματος και

85Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

των κεντρικών τραπεζών των υποψήφιωνχωρών.

Οι εποικοδομητικές και περιεκτικές συζητήσειςκάλυψαν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από τηνυιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου σχετικάμε την ΟΝΕ μέχρι τις στρατηγικές για τησυναλλαγματικές ισοτιμίες των υποψήφιωνχωρών και μέχρι τις προϋποθέσεις για τηνομαλή λειτουργία των τραπεζικών συστη-μάτων και των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Παρόμοιες συναντήσεις προγραμματίζονταιγια τα προσεχή χρόνια. Η πρώτη μεταξύαυτών θα πραγματοποιηθεί στη Βιέννη το2000.

Σεμινάρια με τις κεντρικές τράπεζες τωνυποψήφιων χωρών τα οποία διοργάνωσεη ΕΚΤ

Μετά το σεμινάριο του Ελσίνκι, διοργανώθηκεμια σειρά από εξειδικευμένες πολυμερείςσυναντήσεις στην ΕΚΤ. Αποτελούσαν μέροςμιας συγκροτημένης πολιτικής πολυμερώνεπαφών, τόσο σε επίπεδο πολιτικής (δηλ. σεεπίπεδο διοικητών και υποδιοικητών) όσο καισε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, σχετικά μεόλους τους σημαντικούς τομείς δραστη-ριότητας της ΕΚΤ.

Τέτοιες πολυμερείς συναντήσεις συ-μπληρώθηκαν από διμερείς επισκέψεις αντι-προσωπειών των κεντρικών τραπεζών τωνυποψήφιων χωρών στην ΕΚΤ, με τις οποίεςδόθηκε η δυνατότητα διεξοδικής ανταλλαγήςαπόψεων σε επίπεδο διοίκησης και στελεχών,ιδίως με γνώμονα την προσδοκώμενη ένταξητων κεντρικών αυτών τραπεζών στο ΕΣΚΤ. ΗΕΚΤ σκοπεύει να εντατικοποιήσει τόσο τηπολυμερή όσο και τη διμερή της συνεργασίαμε τις κεντρικές τράπεζες των υποψήφιωνχωρών.

Σχέσεις με τις κεντρικές τράπεζες τωνχωρών της ΕΖΕΣ

Το 1999 η ΕΚΤ συνέχισε την παράδοση τηςδιατήρησης των επαφών με τις κεντρικές

τράπεζες της Ελβετίας, της Ισλανδίας και τηςΝορβηγίας. Οι επαφές αυτές περιλαμβάνουντακτικές συναντήσεις σε επίπεδο διοικητώνδύο φορές το χρόνο, όπου εξετάζονται πολλάθέματα κοινού ενδιαφέροντος.

Η ΕΚΤ προχώρησε επίσης στη σύναψηδωδεκάμηνης συμφωνίας ανταλλαγής (swap)με την Τράπεζα της Νορβηγίας με ισχύ απότην 1η Ιανουαρίου 1999. Η συμφωνία αυτήαντικατέστησε παρόμοιες διμερείς ρυθμίσειςανταλλαγής μεταξύ της Τράπεζας τηςΝορβηγίας και των ΕθνΚΤ της ζώνης τουευρώ. Μετά από αίτημα της Τράπεζας τηςΝορβηγίας, το Διοικητικό Συμβούλιο απο-φάσισε το Δεκέμβριο του 1999 να ανανεώσειτη συμφωνία ανταλλαγής για το έτος 2000 γιαποσό 1.500 εκατ. ευρώ.

Νομισματικές εξελίξεις στα ΔυτικάΒαλκάνια

Στο πλαίσιο των προσπαθειών σταθερο-ποίησης που καταβάλλει η Αποστολή του ΟΗΕστο Κοσσυφοπέδιο (UNMIK) μετά τη λήξη τουπολέμου, αποφασίστηκε ότι το γερμανικόμάρκο θα αποτελεί το νόμισμα που θαχρησιμοποιείται στις πληρωμές προς κάθεδημόσια αρχή, ενώ έγινε απελευθέρωση ωςπρος το νόμισμα των συμβάσεων και άλλωνδικαιοπραξιών οι οποίες θα διακανονίζονταισε οποιοδήποτε από τα ξένα νόμισματαπου είναι ευρέως αποδεκτά στην επικράτειατου Κοσσυφοπεδίου. Στην πράξη, τα τρα-πεζογραμμάτια σε γερμανικά μάρκα ήδη χρη-σιμοποιούνταν στο Κοσσυφοπέδιο ως κύριοεργαλείο στις συναλλαγές με μετρητά και ωςαπόθεμα αξίας πριν ακόμη τεθεί σε εφαρμογήη νέα νομοθεσία.

Στις 2 Νοεμβρίου 1999, η κυβέρνηση τηςΔημοκρατίας του Μαυροβουνίου ανακοίνωσεότι εκτός του δηναρίου Γιουγκοσλαβίας,εισάγεται το γερμανικό μάρκο ως μέσοπληρωμής στο Μαυροβούνιο. Στηνπερίπτωση του Μαυροβουνίου, όπως και μετο Κοσσυφοπέδιο, τα τραπεζογραμμάτια σεγερμανικά μάρκα έχουν κατά παράδοση παίξεισημαντικό ρόλο ως απόθεμα αξίας και ωςεργαλείο στη διενέγεια πληρωμών.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199986

Και στίς δύο περιπτώσεις, δηλ. του Κοσ-συφοπεδίου και του Μαυροβουνίου, κάθε ανα-φορά της νομοθεσίας τους στο γερμανικόμάρκο θα πρέπει προφανώς να εκλαμβάνεταιως αναφορά στο ευρώ. Οι αντίστοιχες αρχέςέλαβαν αυτές τις αποφάσεις μονομερώς,χωρίς αυτό να έχει οποιαδήποτε συνέπεια γιατο Ευρωσύστημα, είτε σε επίπεδο νομικώνυποχρεώσεων είτε σε επίπεδο περιορισμώνστη χάραξη πολιτικής.

1.2 Συντονισμός των εθνικώνοικονομικών πολιτικών στηνΕυρωπαϊκή Ένωση

Μέσω της συμμετοχής της σε διάφορεςεπιτροπές της ΕΕ (όπως η Οικονομική καιΔημοσιονομική Επιτροπή και η ΕπιτροπήΟικονομικής Πολιτικής), η ΕΚΤ συμμετείχε σεσυζητήσεις σχετικά με τη συγκρότησησυνεπούς πλαισίου συντονισμού.

Η σημασία και η αιτιολόγηση τουσυντονισμού των οικονομικών πολιτικώνστην ΟΝΕ

Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ),όπως ορίζει η Συνθήκη εγκαθιδρύει μία ενιαίανομισματική πολιτική για τη ζώνη του ευρώκαι για το σκοπό αυτό δημιούργησε το ΕΣΚΤ.Η οικονομική πλευρά όμως της ΟΝΕ δενοδήγησε σε ενιαία οικονομική πολιτική.Αντιθέτως μάλιστα, η Σύνθήκη ορίζει ότι τακράτη-μέλη θεωρούν την οικονομική τουςπολιτική ως θέμα κοινού ενδιαφέροντος(Άρθρο 99). Προκειμένου να καταστεί η αρχήαυτή λειτουργική, οι διατάξεις της Συνθήκηςπροβλέπουν κοινές κατευθυντήριες γραμμέςγια τη χάραξη πολιτικής (τους ΓενικούςΠροσανατολισμούς της Οικονομικής Πολι-τικής) και μία άσκηση πολυμερούς εποπτείας.Πριν από την εισαγωγή του ευρώ, τα κράτη-μέλη προσπάθησαν να υλοποιήσουν τοπλαίσιο της Συνθήκης, δημιουργώντας νέεςδιαδικασίες συντονισμού (όπως το ΣύμφωνοΣταθερότητας και Ανάπτυξης) και βελτι-ώνοντας τις υπάρχουσες διαδικασίες.

Ενώ η δημιουργία της ενιαίας αγοράς τηςΕυρωπαϊκής Κοινότητας έχει ήδη προσδώσειστην οικονομική ενοποίηση μεταξύ τωνκρατών-μελών της ΕΕ ένα άνευ προη-γουμένου βάθος, μετά την εισαγωγή του ευρώοι οικονομικές εξελίξεις στα κράτη-μέλη τηςζώνης του ευρώ αποτελούν πλέον θέμα πουαπασχολεί πιο άμεσα τα όργανα πουχαράζουν την εθνική πολιτική. Οι αποφάσειςπου λαμβάνονται για την οικονομική πολιτικήσε μία χώρα μπορεί να μεταδοθούν στα άλλακράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, ιδίως μέσωτης ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς τηςζώνης του ευρώ και μέσω των μεταβαλ-λόμενων αντιλήψεων των συμμετεχόντωνστην αγορά. Η δημοσιονομική χαλαρότητα σεμία χώρα, φέρ ειπείν, μπορεί να δημιουργήσειανοδικές πιέσεις στα μακροπρόθεσμαεπιτόκια, με συνακόλουθη μεταβολή τωνοικονομικών συνθηκών σε όλη τη ζώνη τουευρώ.

Εκ πρώτης όψεως, τα επιχειρήματα υπέρ τουστενότερου συντονισμού των οικονομικώνπολιτικών φαίνονται σαφή. Στο βαθμό που ηευθύνη για τη άσκηση των αλληλένδετωνοικονομικών πολιτικών ανήκει σε διάφορουςφορείς, ο συντονισμός θα μπορούσε νασυμβάλει ώστε να περιοριστεί η μετάδοσηαρνητικών επιδράσεων, να παρακινηθούν οιεπιμέρους χώρες να μιμηθούν κάποιες άλλεςπου έχουν καλύτερες επιδόσεις, ναδιευκολύνει την ανταλλαγή των βέλτιστωνπρακτικών και ως εκ τούτου να επηρεάσειθετικά την ευημερία. Εντούτοις, για νααξιοποιηθούν τα οφέλη από το συντονισμότων οικονομικών πολιτικών, είναι απαραίτητοο συντονισμός να λάβει την κατάλληλη μορφήκαι, αντί να συγκρούεται με τις συντονιστικέςδυνάμεις της αγοράς, να τις υποστηρίζει. Στηντωρινή δομή της ΟΝΕ, οι διαδικασίεςσυντονισμού καλύπτουν ένα φάσμα πουεκτείνεται από αυστηρά υποχρεωτικέςπροσεγγίσεις βάσει κανόνων (όπως τοΣύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης) μέχριπροσεγγίσεις που ακολουθούνται κατάδιακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών ή είναιπιο ανεπίσημες και έχουν ως επίκεντρο τοδιάλογο σχετικά με τη χάραξη πολιτικής (π.χ.τη Διαδικασία του Κάρντιφ για την παρα-

87Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

κολούθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθ-μίσεων).

Ο ρόλος του Ευρωσυστήματος στοπλαίσιο των οικονομικών πολιτικών της ΕΕ

Ο ρόλος του Ευρωσυστήματος καθορίζεταιαπό τις διατάξεις της Συνθήκης που διέπουντο νομικό του καθεστώς και τις δραστηριότητέςτου, κυρίως ως προς την ανεξαρτησία του καιτον πρωταρχικό στόχο της διατήρησης τηςσταθερότητας των τιμών. Κατά συνέπεια, τοΕυρωσύστημα δεν μπορεί να προχωρήσει σεκανενός είδους συμφωνία που να αποβλέπειστη δημιουργία κάποιου προκαθορισμένουμείγματος πολιτικής, δεδομένου ότι αυτό θαμπορούσε να υποχρεώσει το Ευρωσύστημανα ασκήσει μια νομισματική πολιτική που θαμπορούσε να αντιβαίνει στον πρωταρχικόστόχο της σταθερότητας των τιμών.

Ο σαφής διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων γιατη χάραξη πολιτικής μεταξύ νομισματικώναρχών και κυβερνήσεων πηγάζει από τηνπεποίθηση που επιβεβαιώνεται από δεκα-ετίες πρακτικής εμπειρίας και σημαντικό όγκοοικονομικών ερευνών ότι όταν οι αρχές πουείναι υπεύθυνες για τη χάραξη νομισματικήςπολιτικής είναι προσηλωμένες στονπρωταρχικό στόχο της διατήρησης τηςσταθερότητας των τιμών υποβοηθείταισημαντικά η επίτευξη αξιόπιστης και διαρκούςσταθερότητας των τιμών. Αυτή είναι ησπουδαιότερη συμβολή που μπορεί να έχει ηνομισματική πολιτική στους ευρύτερουςοικονομικούς στόχους της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης και των πολιτών της.

Καθώς ο συντονισμός της οικονομικήςπολιτικής σχετίζεται πρωταρχικά με τησυνεργασία μεταξύ των ίδιων των κρατών-μελών, η συμβολή της ΕΚΤ στην όληδιαδικασία συντονισμού έγκειται στο διάλογομε τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα, δηλ. τοΣυμβούλιο Υπουργών και την Ομάδα των 11του ευρώ, μέσω του οποίου ανταλλάσσονταιαπόψεις και πληροφορίες. Κατά το διάλογοαυτό, γίνονται σεβαστά τα προνόμια και ηανεξαρτησία των φορέων που χαράζουν τηνπολιτική.

Μέσα και όργανα για τον συντονισμό τηςπολιτικής

Ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής στηνΕΕ γίνεται σε έναν ετήσιο κύκλο πολιτικής, μεεπίκεντρο τους Γενικούς Προσανατολισμούςτης Οικονομικής Πολιτικής. Σκοπός τωνπροσανατολισμών αυτών, οι οποίοι εγκρί-νονται κάθε χρόνο από το Ευρωπαϊκό Συμ-βούλιο, είναι να κατευθύνουν την εν γένειάσκηση της οικονομικής πολιτικής και ναδιατυπώνουν συγκεκριμένες συστάσεις απευ-θυνόμενες σε κάθε κράτος-μέλος. Οι ΓενικοίΠροσανατολισμοί της Οικονομικής Πολιτικήςαποτελούν τον άξονα όλων των υφιστάμενωνδιαδικασιών συντονισμού, τις οποίες καισυγκεντρώνουν κάτω από μια ενιαίαυπερκείμενη δομή και τις κατευθύνουν προςένα ενιαίο χρονοδιάγραμμα. Ισχύουν ειδικέςδιαδικασίες συντονισμού για τη δημοσιονομικήπολιτική (στο πλαίσιο του ΣυμφώνουΣταθερότητας και Ανάπτυξης), την πολιτικήγια την απασχόληση (τη γνωστή ωςΔιαδικασία του Λουξεμβούργου, και τιςπολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (τηΔιαδικασία του Κάρντιφ), καθεμία από τιςοποίες διαθέτει χωριστή σειρά κανόνων καιοργάνων συντονισμού. Επίσης, το ΕυρωπαϊκόΣύμφωνο για την Απασχόληση εγκαινίασετο Μακροοικονομικό Διάλογο, ο οποίοςπαρουσιάζεται αναλυτικότερα στο Τμήμα 1.3.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα τουΕυρωπαϊκού Συμβουλίου του Λουξεμβούργουτο 1997, ο κύριος φορέας συντονισμού τηςοικονομικής πολιτικής είναι το ΣυμβούλιοΥπουργών Οικονομικών και Οικονομίας(ECOFIN) το οποίο, συγκεκριμένα, υιοθετεί τησύσταση με την οποία θεσπίζονται οι ΓενικοίΠροσανατολισμοί της Οικονομικής Πολιτικήςκαι γνωμοδοτεί σχετικά με τα προγράμματασταθερότητας και σύγκλισης. Σύμφωνα με τιςδιατάξεις της Συνθήκης (Άρθρο 113), οΠρόεδρος της ΕΚΤ καλείται να συμμετάσχεισε συνεδριάσεις του Συμβουλίου της ΕΕ ότανεξετάζονται θέματα που αφορούν τουςστόχους και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. Τα μέλητης Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤπαρακολουθούν τις συνεδριάσεις τουΣυμβουλίου κατά περίπτωση με σκοπό νασυμμετέχουν, υπό ευρύτερη έννοια, στις

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199988

ανταλλαγές απόψεων επί γενικών οικονομικώνθεμάτων. Άτυπες συσκέψεις του ΣυμβουλίουECOFIN και της Ομάδας των 11 του ευρώ στις οποίες μπορεί σε τακτική βάση ναπροσκαλείται, και όντως προσεκλήθη, η ΕΚΤ επιτρέπουν επίσης την ειλικρινή ανταλλαγήαπόψεων και ως εκ τούτου παρέχουν έναβήμα ανοικτού διαλόγου μεταξύ υπουργών καιΕΚΤ.

1.3 Μακροοικονομικός Διάλογος

Κατά τη σύνοδο της Κολωνίας (3 και 4 Ιουνίου1999), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανέλαβε τηνπρωτοβουλία για την κατάρτιση ΕυρωπαϊκούΣυμφώνου για την Απασχόληση, με σκοπότην επίτευξη διατηρήσιμης μείωσης τηςανεργίας. Πιο συγκεκριμένα, το ΕυρωπαϊκόΣύμφωνο για την Απασχόληση στηρίζεται σετρεις πυλώνες, οι οποίοι θεωρούνται ωςμακροπρόθεσμες διαδικασίες που θα πρέπεινα αναπτυχθούν με την πάροδο του χρόνουανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις. Οι τρειςαυτοί πυλώνες αποτελούνται από δύουπάρχουσες πρωτοβουλίες, τη διαδικασία τουΛουξεμβούργου και τη διαδικασία του Κάρντιφ(βλ. πιο πάνω), καθώς και μια νέα διαδικασία,γνωστή ως διαδικασία της Κολωνίας, στηνοποία μετέχουν τα κράτη-μέλη, η ΕυρωπαϊκήΕπιτροπή, οι νομισματικές αρχές και οικοινωνικοί εταίροι σε επίπεδο ΕΕ καιδιεξάγουν τακτικό Μακροοικονομικό Διάλογο.

Η ΕΚΤ συμμετείχε στις δύο πρώτες συνε-δριάσεις του Μακροοικονομικού Διαλόγουτόσο σε επίπεδο τεχνοκρατών όσο και σεπολιτικό επίπεδο (στις 29 Οκτωβρίου και 8Νοεμβρίου 1999 αντίστοιχα) και θα συνεχίσεινα συμμετέχει στις μελλοντικές συνεδριάσεις.

Αντικείμενο και σκοπός

Στο πλαίσιο του προπαρασκευαστικού έργουγια τη διατύπωση του Ευρωπαϊκού Συμφώνουγια την Απασχόληση, συμφωνήθηκε ότι ηκαθιέρωση Μακροοικονομικού Διαλόγου δενθα πρέπει να οδηγήσει στη δημιουργία νέωνοργάνων ή σε δυσκίνητες διαδικασίες.Εντούτοις θεωρήθηκε σκόπιμο να συγκροτηθεί

ένα φόρουμ όπου οι διάφοροι υπεύθυνοι γιατη χάραξη πολιτικής να ενημερώνονταιδιαρκώς για τις εξελίξεις σε άλλους συναφείςτομείς πολιτικής. Θεωρήθηκε επίσης ότι ητακτική ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τωνκύριων πρωταγωνιστών στη χάραξη τηςπολιτικής είναι απαραίτητο εργαλείο πουβοηθά στην καλύτερη αμοιβαία κατανόησησχετικά με τη δημιουργία κατάλληλωνσυνθηκών για υψηλότερη, μη πληθωριστικήανάπτυξη που θα συνοδεύεται από διατη-ρήσιμη μείωση της ανεργίας.

Το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίουσχετικά με το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τηνΑπασχόληση αναφέρει σαφώς ότι οι ΓενικοίΠροσανατολισμοί της Οικονομικής Πολιτικήςθα πρέπει να παραμείνουν το κύριοσυντονιστικό όργανο οικονομικής πολιτικήςστην ΕΕ. Επίσης, οι κατάλληλοι προσα-νατολισμοί για τις διάφορες μακροοικονομικέςπολιτικές περιγράφονται στο ίδιο ψήφισμαως εξής: Η δημοσιονομική πολιτική πρέπεινα σέβεται τους στόχους του ΣυμφώνουΣταθερότητας και Ανάπτυξης, πράγμαπου συνεπάγεται την επίτευξη μεσοπρόθεσμαισοσκελισμένων ή πλεονασματικώνπροϋπολογισμών. Η μισθολογική πολιτική θαπρέπει να ακολουθεί βιώσιμη πορεία, μεμισθολογικές εξελίξεις σύμφωνες προς τιςαπαιτήσεις της σταθερότητας των τιμών καιτης δημιουργίας θέσεων απασχόλησης. Οπρωταρχικός στόχος της νομισματικήςπολιτικής είναι η διατήρηση της σταθερότηταςτων τιμών. Προς τούτο, είναι εξόχωςσημαντικό για τη νομισματική πολιτική ναυποστηρίζεται από δημοσιονομικές καιμισθολογικές πολιτικές όπως αυτές πουαναφέρονται πιο πάνω.

Οι αρχές που διέπουν τη συμμετοχή τηςΕΚΤ

Η ΕΚΤ εξέφρασε εξ αρχής την πρόθεσή τηςνα συμμετάσχει στο διάλογο για τημακροοικονομική πολιτική προκειμένου ναανταλλάξει πληροφορίες και απόψεις με τουςφορείς που είναι αρμόδιοι για την άσκηση τηςδημοσιονομικής και της διαρθρωτικής πολι-τικής, καθώς και για τις μισθολογικές διαπραγ-

89Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

ματεύσεις. Χρειάστηκε όμως να εξασφαλιστείότι κάτι τέτοιο δεν θα αντιβαίνει στηνανεξαρτησία της ΕΚΤ όπως προβλέπεται στοΆρθρο 108 (πρώην Άρθρο 107) της Συνθήκης,το οποίο απαγορεύει στην ΕΚΤ να δέχεταιοδηγίες από οποιοδήποτε άλλο όργανο ήφορέα κατά την άσκηση των καθηκόντων τηςκαι την επιδίωξη των σκοπών της. Σύμφωναμε τα παραπάνω, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιοστο ψήφισμά του για το Ευρωπαϊκό Σύμφωνογια την Απασχόληση αναγνώρισε την ανάγκηνα γίνει σεβαστή η ανεξαρτησία της ΕΚΤ, αλλάταυτόχρονα και όλων των συμμετεχόντων στοσχετικό διάλογο.

Ο ρόλος της ΕΚΤ στο διάλογο

Η ΕΚΤ εντόπισε ορισμένους τρόπους με τουςοποίους θα μπορούσε να έχει την καλύτερη

δυνατή συμβολή στο ΜακροοικονομικόΔιάλογο. Πρώτον, η ΕΚΤ είναι σε θέση ναπροβαίνει σε συνολική αξιολόγηση τωνπροοπτικών της οικονομίας και, ως εκ τούτου,να επεξηγεί το σκεπτικό που υπαγορεύει τιςαποφάσεις της σχετικά με τη νομισματικήπολιτική. Δεύτερον, ο ΜακροοικονομικόςΔιάλογος προσφέρει στην ΕΚΤ την ευκαιρίανα εκφράσει τις απόψεις της σχετικά με τιςκυριότερες προκλήσεις που πρόκειται ναπαρουσιαστούν στον τομέα της νομισματικήςπολιτικής, καθώς και σχετικά με την κατάλληληκατεύθυνση που θα πρέπει να έχουν οιμακροοικονομικές και διαρθρωτικές πολιτικέςώστε να επιτευχθεί ο απώτερος σκοπός, δηλ.η διατηρήσιμη ανάπτυξη και η υψηλήαπασχόληση σε ένα περιβάλλον σταθερότηταςτιμών.

2 Διεθνή ζητήματα

Η εισαγωγή του ευρώ συνεπάγεται τημεταβίβαση βασικών αρμοδιοτήτων τωνκεντρικών τραπεζών από το εθνικό στοκοινοτικό επίπεδο. Έτσι, εκτός από τησυναλλαγματική πολιτική, για την οποία είναιαρμόδια από κοινού το Συμβούλιο ECOFINκαι το Ευρωσύστημα, και τις πολιτικέςτραπεζικής εποπτείας, στις οποίες συμβάλλειτο Ευρωσύστημα, η νομισματική πολιτική καιτα συναφή καθήκοντα των κεντρικώντραπεζών (π.χ. η διαχείριση των επίσημωνδιαθεσίμων) αποτελούν αποκλειστική αρμο-διότητα του Ευρωσυστήματος. Για ζητήματαπου αφορούν τα αποκλειστικά του καθήκοντα,το Ευρωσύστημα είναι αυτό που αναλαμβάνειτη διεθνή εκπροσώπηση, συνήθως μέσω τηςΕΚΤ, ενώ η συμμετοχή των ΕθνΚΤ της ζώνηςτου ευρώ ποικίλλει, ανάλογα με το αν οιαντίστοιχες χώρες είναι μέλη των εκάστοτειδρυμάτων και οργάνων.

Οι κατάλληλες ρυθμίσεις για τη διεθνήεκπροσώπηση της ζώνης του ευρώ από τοΕυρωσύστημα πρέπει να λαμβάνουν υπόψηδύο συγκεκριμένα στοιχεία. Το πρώτο είναιότι δεν συμμετέχουν όλα τα κράτη-μέλη της

ζώνης του ευρώ στα ίδια όργανα (π.χ. στηνΟμάδα των 7 ή την Ομάδα των 10), γεγονόςπου αντανακλάται και σε επίπεδο κεντρικώντραπεζών. Το δεύτερο προκύπτει από τογεγονός ότι τα διακρατικά ιδρύματα, όπως τοΔιεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ή οΟργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας καιΑνάπτυξης (ΟΟΣΑ) οργανώνονται με βάση τησυμμετοχή των χωρών.

Βάσει αυτών, στο δεύτερο εξάμηνο του 1998και στις αρχές του 1999 σχεδιάστηκανδιάφορες συμφωνίες προκειμένου νασυναφθούν σχέσεις συνεργασίας μεταξύ τηςΕΚΤ και διεθνών ιδρυμάτων και φορέων. Οισυμφωνίες αυτές τέθηκαν για πρώτη φορά σεεφαρμογή το 1999. Η επεξεργασία ορισμένωναπό αυτές εντάχθηκε στη διαδικασίαμεταβολής του θεσμικού πλαισίου που διέπειτην πολυμερή συνεργασία (βλ. Τμήμα 2.1). ΗΕΚΤ άρχισε επίσης να αναπτύσσει διμερείςσχέσεις με κεντρικές τράπεζες εκτόςΕυρωπαϊκής Ένωσης (βλ. Τμήμα 2.2). Σ αυτότο πλαίσιο, η ΕΚΤ επικέντρωσε την προσοχήτης το 1999 σε δύο ζητήματα: την ενίσχυσητης αρχιτεκτονικής του διεθνούς νομισματικού

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199990

και χρηματοπιστωτικού συστήματος (βλ.Τμήμα 2.3) και το διεθνή ρόλο του ευρώ (βλ.Τμήμα 2.4).

2.1 Οι δραστηριότητες της ΕΚΤ στοντομέα της πολυμερούς συνεργασίας

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)

Η ΕΚΤ μετέχει ως παρατηρητής στιςδραστηριότητες του ΔΝΤ, τόσο σε επίπεδοΔιεθνούς Νομισματικής και Χρηματοπιστω-τικής Επιτροπής (ΔΝΧΕ, πρώην Προπαρα-σκευαστική Επιτροπή Interim Committee)όσο και σε επίπεδο Εκτελεστικής Επιτροπήςτου ΔΝΤ.

Με απόφαση του Συμβουλίου Διοικητώντου ΔΝΤ στις 30 Σεπτεμβρίου 1999 ηΠροπαρασκευαστική Επιτροπή του ΔΝΤμετασχηματίστηκε στη ΔΝΧΕ. Σε σύγκρισημε την προκάτοχό της, η νέα Επιτροπήείναι μόνιμη, γεγονός που αντανα-κλάταιστην οργάνωση των προπαρασκευ-αστικώνσυναντήσεων σε επίπεδο υποδιοικητών. Κατάτα άλλα, η δημιουργία της ΔΝΧΕ δενεπηρεάζει ουσιαστικά την υπάρχουσα θεσμικήδιάρθρωση του ΔΝΤ, σύμφωνα με την οποίατο Συμβούλιο Διοικητών αποτελεί το ανώτατοόργανο λήψεως αποφάσεων και αναθέτειτις καθημερινές εργασίες στην ΕκτελεστικήΕπιτροπή. Η ΔΝΧΕ, όπως άλλοτε ηΠροπαρασκευαστική Επιτροπή, θασυμβουλεύει και θα αναφέρει στο ΣυμβούλιοΔιοικητών σχετικά με την εποπτεία τηςδιαχείρισης και προσαρμογής του διεθνούςνομισματικού και χρηματοπιστωτικούσυστήματος. Στις συσκέψεις της ΔΝΧΕμετέχουν διάφοροι παρατηρητές, μεταξύαυτών και ο Πρόεδρος της ΕΚΤ.

Προκειμένου να εκπροσωπείται η ΕΚΤ στηνΕκτελεστική Επιτροπή του ΔΝΤ, ο Πρόεδροςτης ΕΚΤ διόρισε στις 8 Φεβρουαρίου 1999ένα μέλος της μόνιμης αντιπροσωπείας τηςΕΚΤ στην Ουάσιγκτον ως παρατηρητή στοΔΝΤ.

Στο πλαίσιο της αποστολής του (βλ. Πλαίσιο6), ο παρατηρητής της ΕΚΤ, μεταξύ άλλων,εκπροσώπησε το Ευρωσύστημα στη συνε-δρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΔΝΤστις 26 Μαρτίου 1999, όπου συζητήθηκε ηπρώτη έκθεση (staff report) με θέμα τιςΝομισματικές και Συναλλαγματικές Πολιτικέςτης Ζώνης του Ευρώ. Ακολούθως, το ΔΝΤδημοσίευσε στις 23 Απριλίου 1999 ΔημόσιαΑνακοίνωση (Public Information Notice PIN)με την οποία γνωστοποιήθηκε στο κοινό ηαξιολόγηση των οικονομικών πολιτικών τηςζώνης του ευρώ από τα μέλη της ΕκτελεστικήςΕπιτροπής του ΔΝΤ. Στο πλαίσιο του νέουγύρου διαβουλεύσεων το 2000, η ζώνη τουευρώ θα συμμετάσχει στο πιλοτικό σχέδιο πουαφορά την προαιρετική δημοσίευση τωνεκθέσεων του ΔΝΤ για τη νομισματική καισυναλλαγματική πολιτική της ζώνης του ευρώ.Αυτό το πιλοτικό σχέδιο αποτελεί σημαντικόστοιχείο που εντάσσεται στις συνεχείςπροσπάθειες του ΔΝΤ να βελτιώσει τηδιαφάνεια, κίνηση που υποστηρίζεται πλήρωςαπό το Ευρωσύστημα.

Υπουργοί Οικονομικών και ΔιοικητέςΚεντρικών Τραπεζών της Ομάδας των 7και συναφείς ομάδες (Συνδιάσκεψη για τηΧρηματοπιστωτική Σταθερότητα, Ομάδατων 20)

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, από κοινού με τηνΠροεδρία της ΕΕ, εκπροσώπησαν τη ζώνη τουευρώ στις τρεις συναντήσεις των ΥπουργώνΟικονομικών και των Διοικητών ΚεντρικώνΤραπεζών της Ομάδας των 7 που πραγμα-τοποιήθηκαν το 1999.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ εκπροσώπησε τοΕυρωσύστημα σε ζητήματα που αφορούσαντις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τηνπολυμερή εποπτεία. Οι διοικητές κεντρικώντραπεζών των χωρών της ζώνης του ευρώπου ανήκουν στην Ομάδα των 7 (Γερμανία,Γαλλία, Ιταλία) συμμετείχαν στις συσκέψεις τηςΟμάδας των 7 όπου εξετάστηκε η πρόοδοςπου σημειώνεται προς την ενίσχυση τηςδιεθνούς χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής.Με βάση τις συζητήσεις τους, οι υπουργοίοικονομικών της Ομάδας των 7 εξέδωσαν

91Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

έκθεση με τίτλο Ενίσχυση της ΔιεθνούςΧρηματοπιστωτικής Αρχιτεκτονικής, απευθυ-νόμενη προς την Οικονομική Σύνοδο Κορυφήςτης Κολωνίας (στις 18 Ιουνίου 1999).

Συνδιάσκεψη για τη ΧρηματοπιστωτικήΣταθερότητα (ΣΧΣ)

Στη σύνοδό στη Βόννη το Φεβρουάριο του1999, οι υπουργοί οικονομικών και οι διοικητέςκεντρικών τραπεζών της Ομάδας των 7ενέκριναν τη σύσταση που διατυπωνόταν στηνΈκθεση Tietmeyer για τη δημιουργία τηςΣυνδιάσκεψης για τη Χρηματοπιστωτική Στα-θερότητα (ΣΧΣ). Σκοπός της Συνδιάσκεψηςείναι να αξιολογεί τα τρωτά σημεία πουεπηρεάζουν το διεθνές χρηματοπιστωτικόσύστημα, να αναγνωρίζει και να επιβλέπει τιςαπαιτούμενες ενέργειες για την αντιμετώπισήτους και να βελτιώνει το συντονισμό και τηνανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τωνδιαφόρων αρχών που είναι αρμόδιες γιατη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η ΣΧΣαποτελείται από τις εθνικές αρχές πουείναι αρμόδιες για τη χρηματοπιστωτικήσταθερότητα στις χώρες της Ομάδας των 7(δηλ. τους υπουργούς οικονομικών, τιςκεντρικές τράπεζες και τα όργανα εποπτείας).Η ΕΚΤ μετέχει ως παρατηρητής στη ΣΧΣ.Στη Συνδιάσκεψη μετέχουν επίσης ωςμέλη αρκετά διεθνή ιδρύματα και ενώσεις (π.χ.ΤΔΔ, ΔΝΤ, Διεθνής Τράπεζα, ΟΟΣΑ) πουενδιαφέρονται για τη χρηματοπιστωτικήσταθερότητα είτε ως φορείς θέσπισηςπροτύπων είτε ως φορείς που ασχολούνταιμε την εποπτεία και την παρακολούθηση τωνχρηματοπιστωτικών συστημάτων.

Στη σύνοδό της στις 15 Σεπτεμβρίου 1999, ηΣΧΣ δέχθηκε στους κόλπους της τέσσεριςακόμη χώρες που δεν ανήκουν στην Ομάδατων 7 αλλά αντιπροσωπεύουν μεγάλα χρημα-τοπιστωτικά κέντρα (την Ολλανδία, τη Σιγκα-πούρη, την Αυστραλία και το Χονγκ Κονγκ).

Η ΣΧΣ συνήλθε δύο φορές το 1999. Μετά τησύνοδο του Απριλίου, δημιουργήθηκαν τρειςομάδες εργασίας προκειμένου να αναλύσουνζητήματα σχετικά με τη συστημικήσταθερότητα: τα Ιδρύματα Υψηλής Δανειακής

Εξάρτησης, τις Ροές Κεφαλαίων και ταΥπεράκτια Χρηματοπιστωτικά Κέντρα. Οιομάδες αυτές συνέταξαν εισηγήσεις προς ταμέλη της ΣΧΣ οι οποίες παρουσιάστηκαν στησύνοδο του Σεπτεμβρίου 1999 (περισσότερεςλεπτομέρειες βλ. στο Τμήμα 2.3). Σ αυτή τησύνοδο, η ΣΧΣ συμφώνησε επίσης νασυστήσει μια Ομάδα Έργου για την ΕφαρμογήΠροτύπων και μια Ομάδα Μελέτης για ταΣυστήματα Εγγύησης των Καταθέσεων.

Ομάδα των 20

Στη σύνοδό της το Σεπτέμβριο, η Ομάδα των7 ανακοίνωσε τη δημιουργία της λεγόμενηςΟμάδας των 20. Σκοπός του νέου αυτούοργάνου είναι να διευρυνθεί ο άτυποςδιάλογος μεταξύ των οικονομιών που έχουνιδιαίτερη συστημική σημασία σε βασικά θέματαοικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής.Τόσο η Προεδρία της ΕΕ όσο και η ΕΚΤμετέχουν στο νέο αυτό όργανο, μαζί με τουςΥπουργούς και τους Διοικητές ΚεντρικώνΤραπεζών των χωρών της Ομάδας των 7 καιτων εξής χωρών: της Αργεντινής, τηςΑυστραλίας, της Βραζιλίας, της Κίνας, τηςΙνδίας, της Ινδονησίας, της Νοτίου Κορέας,του Μεξικού, της Ρωσίας, της ΣαουδικήςΑραβίας, της Νοτίου Αφρικής και της Τουρκίας.Προκειμένου να δημιουργηθεί ένας αποτε-λεσματικός σύνδεσμος με το ΔΝΤ και τη Διε-θνή Τράπεζα, προσκλήθηκαν να συμμετέχουνστην ομάδα ως ex officio μέλη ο ΔιευθύνωνΣύμβουλος του ΔΝΤ και οι Πρόεδροι της ΔΝΧΕκαι της Επιτροπής Ανάπτυξης.

Η πρώτη σύνοδος της Ομάδας των 20πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο στις 15 και16 Δεκεμβρίου 1999, υπό την προεδρία τουPaul Martin, Υπουργού Οικονομικών τουΚαναδά. Οι Υπουργοί και οι ΔιοικητέςΚεντρικών Τραπεζών της Ομάδας των 20συζήτησαν σχετικά με το ρόλο και τουςστόχους του νέου οργάνου. Συμφώνησαν ότιη Ομάδα των 20 προσφέρει ένα χρήσιμο βήμαάτυπων συζητήσεων, ενώ τα ιδρύματα τηςσυμφωνίας Bretton Woods, ιδίως το ΔΝΤ, θαπρέπει να παραμείνουν τα όργανα λήψεωςαποφάσεων όσον αφορά τα διεθνή νομι-σματικά και χρηματοπιστωτικά ζητήματα.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199992

Επιπλέον, εντόπισαν τα κυριότερα θέματα πουθα πρέπει να επιλυθούν τόσο σε εθνικό όσοκαι σε διεθνές επίπεδο ώστε να αμβλυνθούνοι μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικέςαδυναμίες. Σ αυτό το πλαίσιο, τονίστηκειδιαίτερα η ανάγκη να υιοθετηθούν ρυθμίσειςγια τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που να είναισυνεπείς με τις εγχώριες μακροοικονομικές καιδιαρθρωτικές πολιτικές. Παράλληλα, κρίθηκεότι, προκειμένου να μειωθεί η ευαισθησία στιςκρίσεις, έχει ζωτική σημασία να βελτιωθεί ηεν γένει διαχείριση των απαιτήσεων καιυποχρεώσεων του επίσημου και του ιδιωτικούτομέα έναντι του εξωτερικού. Επιπλέον, ηΟμάδα των 20 δεσμεύθηκε να πρωτοστατήσειστην εφαρμογή κωδίκων καλής πρακτικής και

Πλαίσιο 6Η λειτουργία και οι δραστηριότητες της μόνιμης αντιπροσωπείας της ΕΚΤ στηνΟυάσιγκτον

Η Εκτελεστική Επιτροπή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) αποφάσισε στις 21 Δεκεμβρίου 1998 να αναγνωρίσει στην

ΕΚΤ την ιδιότητα του παρατηρητή. Κατόπιν τούτου, ο παρατηρητής της ΕΚΤ έχει μόνιμη πρόσκληση να εκπροσωπεί το

Ευρωσύστημα στις συνεδριάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΔΝΤ όταν συζητούνται ζητήματα σχετικά με τη νομισματική και

συναλλαγματική πολιτική της ζώνης του ευρώ. Σε αυτά περιλαμβάνονται:

συναντήσεις που αποτελούν τμήμα της διαδικασίας εποπτείας με αρχές της ζώνης του ευρώ, δηλ. εποπτείας σύμφωνα με το

Άρθρο IV ως προς την κοινή νομισματική και συναλλαγματική πολιτική της ζώνης του ευρώ και τις πολιτικές των επιμέρους

κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ,

το ρόλο του ευρώ στο διεθνές νομισματικό σύστημα,

τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας εκ μέρους του ΔΝΤ (World Economic Outlook, International Capital Markets, World

Economic and Market Developments).

Επίσης, ο παρατηρητής της ΕΚΤ καλείται να συμμετέχει, κατά περίπτωση, στις συνεδριάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής όπου

εξετάζονται ζητήματα που αναγνωρίζονται από την ΕΚΤ και το ΔΝΤ ως κοινού ενδιαφέροντος σε σχέση με την εκπλήρωση της

αποστολής και των δύο οργανισμών. Βάσει αυτών, η ΕΚΤ δημιούργησε μόνιμη αντιπροσωπεία στην Ουάσιγκτον.

Οι δραστηριότητες του εκπροσώπου της ΕΚΤ που συνδέονται με την ως άνω ιδιότητα του παρατηρητή στο ΔΝΤ συμπεριλαμβάνουν

τη συμμετοχή του στις συνεδριάσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΔΝΤ για θέματα που εμπίπτουν στις προαναφερόμενες

κατηγορίες, ενώ παράλληλα ενεργεί και ως βασικός σύνδεσμος μεταξύ ΔΝΤ και ΕΚΤ σε άλλα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος. Ο

αντιπρόσωπος επίσης συνοδεύει τις αντιπροσωπείες του ΔΝΤ όταν αυτές επισκέπτονται την ΕΚΤ στο πλαίσιο της εποπτείας

σύμφωνα με το Άρθρο IV ως προς την ενιαία νομισματική και συναλλαγματική πολιτική της ζώνης του ευρώ. Επίσης, ως μέλος της

αντιπροσωπείας της ΕΚΤ στις ετήσιες συνελεύσεις του ΔΝΤ και στις εαρινές συνόδους της ΔΝΧΕ, ο εκπρόσωπος επικουρεί τον

Πρόεδρο της ΕΚΤ, ο οποίος συμμετέχει στις συναντήσεις αυτές ως παρατηρητής.

Η αντιπροσωπεία της ΕΚΤ στην Ουάσιγκτον διατηρεί επαφές με τις αρχές των ΗΠΑ και ιδίως με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των

ΗΠΑ. Επίσης, η αντιπροσωπεία συλλέγει πληροφορίες για τις εξελίξεις στις ΗΠΑ και ενημερώνει τους ενδιαφερομένους σχετικά

με θέματα που αφορούν τη ζώνη του ευρώ. Η αντιπροσωπεία διατηρεί επίσης επαφές με τη χρηματοπιστωτική κοινότητα,

ακαδημαϊκούς κύκλους και ερευνητικά ιδρύματα των ΗΠΑ.

προτύπων (βλ. Τμήμα 2.3). Η επόμενη σύ-νοδος των υπουργών και διοικητών της Ομά-δας των 20 θα πραγματοποιηθεί στον Καναδάτο φθινόπωρο του 2000.

Υπουργοί και Διοικητές της Ομάδας των 10

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ συμμετείχε σε δύοσυνόδους των υπουργών οικονομικών καιδιοικητών κεντρικών τραπεζών των χωρών τηςΟμάδας των 10 (Βέλγιο, Καναδάς, Γαλλία,Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ολλανδία, Σουηδία,Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ). Κύριοθέμα τους ήταν η πρόληψη και η διαχείρισητων διεθνών χρηματοπιστωτικών κρίσεων

93Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

καθώς και η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα(βλ. Τμήμα 2.3). Στη σύνοδό τους στις 26Σεπτεμβρίου 1999, οι υπουργοί και οιδιοικητές της Ομάδας των 10 συμφώνησαν νααναλάβουν έργο σχετικά με την προϊούσαενοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Διοικητές Τραπεζών της Ομάδας των 10και όργανα που σχετίζονται με τηνΤράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ)

Η ΤΔΔ παίζει σημαντικό ρόλο στη διευκόλυνσητης συνεργασίας μεταξύ της κοινότητας τωνκεντρικών τραπεζών, με έμφαση στιςσυναντήσεις των διοικητών της Ομάδας των10, στις οποίες μετέχουν ο Πρόεδρος της ΕΚΤκαι οι διοικητές πέντε ΕθνΚΤ της ζώνης τουευρώ (του Βελγίου, της Γαλλίας, τηςΓερμανίας, της Ιταλίας και της Ολλανδίας). Οιδιοικητές της Ομάδας των 10 παρακολουθούνσε τακτά χρονικά διαστήματα (επτά φορές τοχρόνο) τις νομισματικές και οικονομικέςεξελίξεις, καθώς και τις κύριες τάσεις στιςδιεθνείς κεφαλαιαγορές. Οι διοικητές τηςΟμάδας των 10 παρέχουν επίσης καθοδήγησηστις Επιτροπές που έχουν συσταθεί υπό τηναιγίδα της Ομάδας προκειμένου νααντιμετωπίσουν ζητήματα που άπτονται τωναρμοδιοτήτων των κεντρικών τραπεζών.Εκπρόσωποι της ΕΚΤ μετέχουν επίσης στηνΕπιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας τηςΒασιλείας (ΕΤΕΒ), στην Επιτροπή για τοΔιεθνές Χρηματοπιστωτικό Σύστημα (ΕΔΧΣ),στην Επιτροπή για τα Συστήματα Πληρωμώνκαι Διακανονισμού, στην Επιτροπή για τοΧρυσό και το Συνάλλαγμα, στις τακτικέςσυναντήσεις στελεχών των κεντρικώντραπεζών που ειδικεύονται σε θέματαστατιστικής, οικονομικών, εσωτερικής επι-θεώρησης και τραπεζών πληροφοριών, καθώςκαι σε άλλες ομάδες που έχουν συσταθεί απότις παραπάνω Επιτροπές.

Στις 9 Δεκεμβρίου 1999, η ΕΚΤ έγινε μέτοχοςτης ΤΔΔ με την αναδοχή 3.000 μετοχών απότην τρίτη δόση του κεφαλαίου της ΤΔΔ, μαζίμε τις κεντρικές τράπεζες της Αργεντινής, τηςΙνδονησίας, της Μαλαισίας και της Ταϊλάνδης.

Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας καιΑνάπτυξης (ΟΟΣΑ)

Χρησιμοποιώντας ως νομική βάση τοΠρωτόκολλο 1 της Συνθήκης για την ίδρυσητου ΟΟΣΑ, ο Γενικός Γραμματέας τουΟργανισμού επιβεβαίωσε το Φεβρουάριο του1999 ότι επιτρέπεται στην ΕΚΤ να συμμετέχειστο έργο των συναφών επιτροπών καιομάδων εργασίας του ΟΟΣΑ ως ιδιαίτερομέλος της αντιπροσωπείας της ΕυρωπαϊκήςΚοινότητας, παράλληλα με την ΕυρωπαϊκήΕπιτροπή. Η ΕΚΤ συμμετείχε σε συνεδριάσειςτων εξής επιτροπών και ομάδων εργασίας:της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής και τωνομάδων εργασίας της (Ομάδα Εργασίας 1 και3, Βραχυχρόνιες Οικονομικές Προοπτικές), τηςΣύσκεψης Ειδικών επί Νομισματικών Θεμά-των, της Επιτροπής Εξέτασης ΟικονομικώνΚαταστάσεων και Αναπτυξιακών Προ-βλημάτων και της Επιτροπής Χρηματο-πιστωτικών Αγορών. Στο πλαίσιο τωντακτικών επισκοπήσεων χωρών που εκπονείη Επιτροπή Εξέτασης Οικονομικών Καταστά-σεων και Αναπτυξιακών Προβλημάτων(EDRC), ο ΟΟΣΑ προσαρμόζει τη διαδικασίαεπισκόπησης της ζώνης του ευρώ έτσι ώστενα είναι συνεπής με το νέο θεσμικό πλαίσιο.Οι χώρες της ζώνης του ευρώ έχουνσυμφωνήσει κατ αρχήν ότι οι αξιολογήσειςκάθε κράτους-μέλους της ζώνης του ευρώ θασυμπληρώνονται με τακτική επισκόπηση στοπλαίσιο της EDRC, των εξελίξεων και τωνπολιτικών στη ζώνη του ευρώ. Καθώς έπρεπεακόμη να διευθετηθούν τα πρακτικά ζητήματα,διεξήχθη άτυπο σεμινάριο προκειμένου ναγίνει επισκόπηση της κοινής νομισματικής καισυναλλαγματικής πολιτικής στη ζώνη τουευρώ κατά το 1999.

2.2 Ανάπτυξη διμερών σχέσεων της ΕΚΤμε χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κατά το πρώτο έτος λειτουργίας της, η ΕΚΤεγκαινίασε ευρύτατες διμερείς επαφές καισχέσεις συνεργασίας με κεντρικές τράπεζεςκαι άλλα ιδρύματα χωρών εκτός τηςΕυρωπαϊκής Ένωσης.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199994

Τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπήςεπισκέφθηκαν, μεταξύ άλλων, αρκετές ασι-ατικές χώρες το 1999. Κατά τη διάρκεια αυτώντων επισκέψεων συζητήθηκαν θέματα κοινούενδιαφέροντος, καθώς και η επίδραση πουέχει η εισαγωγή του ευρώ στην περιφέρειατης Ασίας.

Αρκετές ξένες αντιπροσωπείες χωρών εκτόςΕυρωπαϊκής Ένωσης έγιναν δεκτές από τηνΕκτελεστική Επιτροπή στην έδρα της ΕΚΤ στηΦραγκφούρτη. Σ αυτό το πλαίσιο, πραγ-ματοποιήθηκε στις 15 και 16 Ιανουαρίου1999 στην ΕΚΤ σύσκεψη των ΥπουργώνΟικονομικών Ασίας-Ευρώπης. Επίσης, στηδιάρκεια του έτους, επισκέφθηκαν τηνΕΚΤ διάφορες αντιπροσωπείες ανώτερωναξιωματούχων από χώρες της ΛατινικήςΑμερικής.

2.3 Η αρχιτεκτονική του διεθνούςνομισματικού καιχρηματοπιστωτικού συστήματος

Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που έχουν γίνεισχετικά με τη διεθνή εκπροσώπηση τουΕυρωσυστήματος, η ΕΚΤ συμμετείχε σε νέεςπρωτοβουλίες και στην πρόοδο που έχεισημειωθεί έως σήμερα στην ενίσχυση τηςαρχιτεκτονικής του διεθνούς νομισματικού καιχρηματοπιστωτικού συστήματος. Μετά την κρίσηστο Μεξικό το 1994-95 και τις χρηματοπιστωτικέςκρίσεις που έπληξαν τις οικονομίες τηςΑνατολικής Ασίας το 1997-98, η διεθνήςκοινότητα ανέλαβε δράση για να προωθήσει μιαπιο σταθερή παγκόσμια κεφαλαιαγορά. Το 1999,μετά τη σημαντική βελτίωση των προοπτικώντης διεθνούς οικονομίας, προχώρησε ακόμηπερισσότερο η εφαρμογή ήδη συμφωνημένωνμέτρων, ενώ παράλληλα υπήρξε συμφωνία γιατην ανάληψη νέων πρωτοβουλιών.

Διαφάνεια, κώδικες και πρότυπα

Η πιο εμφανής πρόοδος έχει επιτευχθεί στουςτομείς της διαφάνειας και της υποχρέωσηςλογοδοσίας του δημόσιου και του ιδιωτικούτομέα. Οι πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθείσ αυτόν τον τομέα αποσκοπούν στη

διεύρυνση και ποιοτική αναβάθμιση τηςπληροφόρησης, προκειμένου να υποστηριχθείκαλύτερα η λήψη αποφάσεων από τον ιδιωτικόκαι τον επίσημο τομέα και κατ επέκταση ναενισχυθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.Εκτός από τη βελτίωση της συλλογής καιανακοίνωσης στοιχείων από το δημόσιο καιτον ιδιωτικό τομέα, η διεθνής κοινότηταπροωθεί ενεργά την ανάπτυξη και τη διάδοσηκωδίκων και προτύπων καλής πρακτικής σεδιάφορους τομείς.

Στον τομέα της διαφάνειας των πληροφοριών,αρκετές πρωτοβουλίες αφορούν τη διαδικασίαλήψεως αποφάσεων εκ μέρους διεθνώνιδρυμάτων. Διατίθενται πλέον, σε προαιρετικήβάση, πληροφορίες για τα προγράμματα πουυποστηρίζει το ΔΝΤ για τις επιμέρους χώρες(Επιστολές Προθέσεως, Έγγραφα ΠλαισίουΠολιτικής και, στο μέλλον, Έγγραφα για τιςΣτρατηγικές Μείωσης της Φτώχειας πουαποτελούν υποστηρικτικά κείμενα για τηνεοϊδρυθείσα Διευκόλυνση Μείωσης τηςΦτώχειας και Ανάπτυξης), καθώς και για τηνεποπτεία σύμφωνα με το Άρθρο IV (ΔημόσιεςΑνακοινώσεις που απηχούν τα πορίσματα τωνσυζητήσεων της Εκτελεστικής Επιτροπής τουΔΝΤ). Τον Απρίλιο του 1999, η ΕκτελεστικήΕπιτροπή του ΔΝΤ έθεσε σε εφαρμογή έναπιλοτικό σχέδιο προκειμένου να βελτιώσειακόμη περισσότερο τη διαφάνεια μέσω τηςπροαιρετικής δημοσίευσης των εκθέσεων(staff reports) που καταρτίζει το ΔΝΤ σύμφωναμε το Άρθρο IV.

Με σκοπό να δημοσιεύονται περιεκτικά,αξιόπιστα και συνεπή στοιχεία για τασυναλλαγματικά διαθέσιμα και τις συναφείςυποχρεώσεις του επίσημου τομέα, το ΔΝΤσυμφώνησε από κοινού με τις κεντρικέςτράπεζες της Ομάδας των 10 σχετικά με έναενιαίο στατιστικό πρότυπο για τη ΔημόσιαΔιάδοση Πληροφοριών για τα ΔιεθνήΔιαθέσιμα και τη ρευστότητα σε ξένανομίσματα, σύμφωνα με το Πρότυπο ΔιάδοσηςΕιδικών Πληροφοριών (ΠΔΕΠ) του ΔΝΤ. Ηεφαρμογή του συστήματος σύμφωνα με τοΠΔΕΠ θα είναι προαιρετική και οι πε-ρισσότερες χώρες της Ομάδας των 10 προ-γραμματίζουν, ή έχουν ήδη αρχίσει, να ανα-κοινώνουν στοιχεία με το νέο σύστημα.

95Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Η βελτίωση της διαφάνειας είναι σημαντικήκαι για τον ιδιωτικό τομέα. Αρκετές ομάδεςεργασίας της ΤΔΔ (βλ. Τμήμα 2.1 παραπάνω)ανέπτυξαν μια σειρά πρωτοβουλιών σ αυτόντον τομέα. Προκειμένου να βελτιωθεί ηποιότητα των ενοποιημένων διεθνών τρα-πεζικών στατιστικών της ΤΔΔ, η ΕπιτροπήΤραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας (ΕΤΕΒ)συμφώνησε να αυξήσει τη συχνότηταανακοίνωσης των στοιχείων από εξαμηνιαίασε τριμηνιαία, αρχής γενομένης από τονΙανουάριο του 2000. Επιπλέον, παράλληλα μετην έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο έναντι τωνάμεσων αντισυμβαλλομένων θα δημοσιευθείκαι η έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο έναντι τωντελικών αντισυμβαλλομένων. Με μια σειράαπό πρωτοβουλίες, των οποίων είναιεπικεφαλής από κοινού διάφορα όργανα(Επιτροπή για το Διεθνές ΧρηματοπιστωτικόΣύστημα, ΕΤΕΒ, Διεθνής ΟργάνωσηΕπιτροπών Εποπτείας ΧρηματιστηρίωνIOSCO, Συνδιάσκεψη για τη Χρημα-τοπιστωτική Σταθερότητα, Διεθνής ΈνωσηΕπιθεωρητών Ασφαλειών και Διεθνής Επι-τροπή Λογιστικών Προτύπων-IASC) επιδιώ-κεται να ενισχυθούν οι υποχρεώσεις ανα-κοίνωσης πληροφοριών στις οποίες υπό-κεινται τα επιμέρους ιδρύματα της χρηματο-πιστωτικής αγοράς .

Όσον αφορά την ανάπτυξη και τη διάδοσηπροτύπων και κωδίκων καλής πρακτικής,βασική πρόκληση αποτελεί η εφαρμογή τουςαπό μεγάλο αριθμό αναπτυσσόμενων χωρώνκαι οικονομιών με αναδυόμενες αγορές. Ηπεραιτέρω πρόοδος σ αυτόν τον τομέααναμένεται να συμβάλει σημαντικά στηναποφυγή κρίσεων, βελτιώνοντας το θεσμικόπλαίσιο για τη διαδικασία λήψεως αποφάσεωνστον επίσημο τομέα, καθώς και στηνπληροφόρηση που παρέχεται στουςσυμμετέχοντες στην αγορά για την αξιολόγησητων δικών τους κινδύνων. Η διεθνήςχρηματοπιστωτική κοινότητα εξετάζει ήδη μεποιο τρόπο θα μπορούσε να παρακολουθείταιπιο αποτελεσματικά κατά πόσον οι επιμέρουςχώρες τηρούν κώδικες και πρότυπα διεθνούςαποδοχής.

Στο πλαίσιο ενός πιλοτικού σχεδίου, το ΔΝΤ,μαζί με τις οικείες αρχές των ενδιαφερομένων

χωρών, εγκαινίασε μια σειρά πειραματικώνΕκθέσεων για την Τήρηση των Προτύπωνκαι Κωδίκων. Οι εκθέσεις αυτές αξιολογούνκατά πόσον οι χώρες-μέλη τηρούν ορισμέναδιεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα, με ιδιαίτερηέμφαση σε τομείς του άμεσου λειτουργικούενδιαφέροντος του ΔΝΤ.

Μετά την υιοθέτηση του Κώδικα ΚαλήςΠρακτικής για τη Δημοσιονομική Διαφάνειααπό το ΔΝΤ το Νοέμβριο του 1998 (πουαργότερα τροποποιήθηκε τον Απρίλιο του1999), στις Ετήσιες Συνελεύσεις του ΔΝΤ τοΣεπτέμβριο του 1999 υιοθετήθηκε έναςΚώδικας Καλής Πρακτικής για τη Διαφάνειαστις Νομισματικές και ΧρηματοπιστωτικέςΠολιτικές. Το Ευρωσύστημα συμμετείχεενεργά στο σχεδιασμό αυτού του Κώδικα, μαζίμε τη ΤΔΔ και μια αντιπροσωπευτική ομάδακεντρικών τραπεζών και άλλων ειδικών. Ήδηγίνονται εργασίες προκειμένου να ετοιμαστείη σχετική τεκμηρίωση για τον Κώδικα. Ηπαρακολούθηση της συμμόρφωσης με τονΚώδικα Καλής Πρακτικής για τη Διαφάνεια στηΝομισματική και Χρηματοπιστωτική Πολιτικήαναμένεται να αποτελέσει τμήμα τωνπροαναφερόμενων Εκθέσεων για την Τήρησητων Προτύπων και Κωδίκων. Αυτό ήδηαντικατοπτρίζεται σε μερικές από τιςπειραματικές εκθέσεις που έχουν εκπονηθείμέχρι στιγμής από το ΔΝΤ και που δη-μοσιεύονται στην ιστοσελίδα του. Στη διαδι-κασία παρακολούθησης έλαβαν μέρος και ειδι-κοί από το Ευρωσύστημα.

Τέλος, έχουν αναληφθεί διάφορες πρω-τοβουλίες προκειμένου να διευκολυνθεί η ανά-πτυξη και η εφαρμογή προτύπων σχετικώνμε τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικώνσυστημάτων. Υπό την αιγίδα της ΣΧΣ, δη-μιουργήθηκε μια Ομάδα Δράσης για τηνΕφαρμογή Προτύπων, με σκοπό να εξετάσειτρόπους ώστε να ενθαρρυνθεί η εφαρμογήδιεθνών προτύπων και κωδίκων που αφορούντην ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών συ-στημάτων. Στον τομέα των τραπεζικών προ-τύπων ειδικότερα, η Επιτροπή ΤραπεζικήςΕποπτείας της Βασιλείας (ΕΤΕΒ) δημοσίευσεπρόταση για ένα νέο πλαίσιο κεφαλαιακήςεπάρκειας που αποτελείται από τρειςπυλώνες: τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαι-

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199996

τήσεις (ανάπτυξη και διεύρυνση της συμ-φωνίας του 1988), την εξέταση της κεφα-λαιακής επάρκειας ενός ιδρύματος τόσο απόόργανα τραπεζικής εποπτείας όσο και απόεσωτερικούς επιθεωρητές και την αποτε-λεσματική χρήση της πειθαρχίας που επι-βάλλει η αγορά. Η ΕΤΕΒ ανέμενε έως τοΜάρτιο 2000 σχόλια από όλους τουςενδιαφερόμενους φορείς προκειμένου ναπροωθήσει πιο αποκρυσταλλωμένες προτά-σεις τους επόμενους μήνες.

Ενίσχυση της σταθερότητας τουχρηματοπιστωτικού τομέα

Διάφορα ιδρύματα και φορείς όπως το ΔΝΤ, ηΔιεθνής Τράπεζα και η ΕΤΕΒ, καταβάλλουνπροσπάθειες ώστε να βελτιωθεί η στα-θερότητα των χρηματοπιστωτικών συστημά-των και του κανονιστικού και εποπτικούπλαισίου.

Αναμένεται ότι η νεοϊδρυθείσα ΣΧΣ θα ενι-σχύσει την ανταλλαγή πληροφοριών και τηδιεθνή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιωνεθνικών και διεθνών οργάνων σε θέματαεποπτείας της χρηματοπιστωτικής αγοράς,ιδίως όταν εμπλέκονται περισσότεροι του ενόςτομείς. Επιπλέον, δύο από τις ομάδεςεργασίας που δημιούργησε η ΣΧΣ αναμένεταινα διατυπώσουν συστάσεις πολιτικής μεστόχο τη μείωση του κινδύνου που σχετίζεταιμε τα μη ελεγχόμενα ή ελλιπώς ελεγχόμενατμήματα των χρηματοπιστωτικών συστη-μάτων, δηλαδή τα ιδρύματα υψηλής δανειακήςεξάρτησης και τα υπεράκτια χρηματοπιστωτικάκέντρα.

Η ΕΤΕΒ, αν και δεν αξιολογεί κατά πόσον οιχώρες πράγματι τηρούν τις Βασικές Αρχές γιατην Αποτελεσματική Τραπεζική Εποπτεία (πουυιοθετήθηκαν το 1997), δημοσίευσε τονΟκτώβριο του 1999 έγγραφο το οποίο παρέχειτη μεθοδολογία αξιολόγησης της συμμόρ-φωσης με αυτές. Το έγγραφο αυτό θα είναιμια χρήσιμη συμβολή στην εποπτεία του χρη-ματοπιστωτικού τομέα από το ΔΝΤ και τηΔιεθνή Τράπεζα. Η Επιτροπή Σύνδεσης με τοΧρηματοπιστωτικό Τομέα (FSLC) συμφώνησενα συντονίσει ένα κοινό πρόγραμμα του ΔΝΤ

και της Διεθνούς Τράπεζας για τηνπαρακολούθηση και την αξιολόγηση τουχρηματοπιστωτικού τομέα με στόχο ναεκτιμήσει την ευρωστία και τις αδυναμίες πουπαρουσιάζουν τα χρηματοπιστωτικά συστή-ματα των μελών. Το ΔΝΤ και η Διεθνής Τρά-πεζα έθεσαν σε εφαρμογή ένα ΠρόγραμμαΑξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα,μέσω του οποίου ομάδες από τα δύο ιδρύματα,με τη συμμετοχή εξωτερικών εμπειρογνω-μόνων από εθνικές εποπτικές αρχές,αξιολογούν τις αδυναμίες των εθνικών χρη-ματοπιστωτικών τομέων, αρχικά σε επι-λεγμένο αριθμό χωρών. Βάσει αυτών τωναποστολών και σε πειραματικό στάδιο, τοΔΝΤ επεξεργάζεται τις Αξιολογήσεις για τηΣταθερότητα του Χρηματοπιστωτικού Τομέαως βασικό υλικό για τις διαβουλεύσεις τουσύμφωνα με το Άρθρο IV.

Συναλλαγματικά καθεστώτα καιαπελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων

Ένας άλλος σημαντικός τομέας, γύρω από τονοποίο αναπτύσσονται συνεχείς αναλύσεις καισυζητήσεις, είναι η επισκόπηση των κατάλ-ληλων συναλλαγματικών καθεστώτων. Καιαυτό διότι η απόπειρα να διατηρηθούνσυναλλαγματικά καθεστώτα που δεν ήτανβιώσιμα ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη γιατις πρόσφατες χρηματοπιστωτικές κρίσεις.Όπως τονίστηκε στις πρόσφατες συζητήσειςστο ΔΝΤ και σε άλλα όργανα, το πλέονενδεδειγμένο καθεστώς συναλλαγματικώνισοτιμιών δεν είναι το ίδιο για όλες τις χώρεςκαι επιπλέον μπορεί να μεταβάλλεται δια-χρονικά, ανάλογα με το εξελικτικό στάδιο στοοποίο βρίσκεται η χώρα από μακροοικονομικήκαι χρηματοπιστωτική άποψη. Το Ευρω-σύστημα φρονεί ότι η εποπτεία εκ μέρους τουΔΝΤ θα πρέπει να εστιάζεται στο κατά πόσοντο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών πουεπιλέγει μια συγκεκριμένη χώρα είναι συνεπέςμε τις μακροοικονομικές και διαρθρωτικέςπολιτικές της, καθώς και με τους κυριότερουςεμπορικούς και χρηματοπιστωτικούς δεσμούςτης με το εξωτερικό.

Αντίστοιχα, χρειάζεται να προχωρήσουν οιεργασίες στον τομέα της απελευθέρωσης της

97Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

κίνησης κεφαλαίων. Αν και υπάρχει ομοφωνίαως προς το ότι η απελευθέρωση έχει τηδυνατότητα να αποφέρει σημαντικά οφέλη σεμία χώρα, η διαχείριση και η σειρά με τηνοποία θα γίνουν οι επιμέρους φάσεις τηςαπελευθέρωσης αποτελούν λεπτά ζητήματα.Ένα υγιές μακροοικονομικό πλαίσιο, που θαπεριλαμβάνει συνεπείς νομισματικές καισυναλλαγματικές πολιτικές, και μια ισχυρήχρηματοπιστωτική υποδομή έχουν κρίσιμησημασία. Προς το παρόν, ακόμη μελετώνταιτα οφέλη και οι κίνδυνοι που συνεπάγονται οιέλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, συμπε-ριλαμβανομένων και των ελέγχων πουασκούνται μέσω της επιβολής δασμών. Σεέναν συναφή τομέα, η Ομάδα Εργασίας γιατην Κίνηση Κεφαλαίων της ΣΧΣ εξετάζει μιασειρά συστάσεων πολιτικής σε δανείστριες καιδανειζόμενες χώρες που θα μπορούσαν, μετην πάροδο του χρόνου, να μειώσουν τηναστάθεια των κινήσεων κεφαλαίων και τουςκινδύνους που μπορεί να συνεπάγεται για ταχρηματοπιστωτικά συστήματα ο υπερβολικόςβραχυπρόθεσμος εξωτερικός δανεισμός.Σημαντικό ρόλο εν προκειμένω παίζει η συνετήδιαχείριση του εξωτερικού επίσημου καιιδιωτικού χρέους και γενικότερα του εθνικούισοζυγίου.

Διαχείριση κρίσεων και η συμμετοχή τουιδιωτικού τομέα

Το ΔΝΤ, εκτός από τη σημαντική αύξηση τωνοικονομικών του πόρων για να αντιμετωπίσειτις συστημικές κρίσεις τα τελευταία χρόνια,στο πλαίσιο της οποίας διπλασιάστηκαν οιέκτακτες εισφορές που προβλέπονταν στηνπαλαιότερη Γενική Συμφωνία Δανεισμού καιτη Νέα Συμφωνία Δανεισμού από 17 δισεκ. σε34 δισεκ. ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα το1998 και αυξήθηκαν τα μερίδια του ΔΝΤ κατά66 δισεκ. ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα το1999, ανέπτυξε και νέα μέσα αντιμετώπισηςτων χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Τον Απρίλιοτου 1999, η Εκτελεστική Επιτροπή του ΔΝΤενέκρινε τη Διευκόλυνση Έκτακτου ΠιστωτικούΟρίου (Contingent Credit Line Facility CCL),που αποτελεί μέσο παροχής βραχυπρόθεσμηςχρηματοδότησης σε χώρες που έχουν μενυγιείς οικονομικές πολιτικές αλλά η εξωτερική

τους θέση κινδυνεύει από τη μετάδοσηεπιδράσεων από δυσμενείς χρηματο-πιστωτικές εξελίξεις διεθνώς. Προκειμένου ναυποστηρίξει μέτρα προσαρμογής κατά τηδιάρκεια διαπραγματεύσεων για το χρέος, ηΕκτελεστική Επιτροπή του ΔΝΤ επιβεβαίωσετην πολιτική της να δανείζει σε εξατομικευμένηβάση (που υιοθετήθηκε το 1998). Επίσηςσυμφωνήθηκε ότι το ΔΝΤ μπορεί να επεκτείνειαυτή την πολιτική, κατ αρχήν, στην πε-ρίπτωση καθυστερούμενων οφειλών απόάλλους δανειζόμενους εκτός κρατών.

Περαιτέρω πρόοδος απαιτείται στονπερίπλοκο αλλά κρίσιμο τομέα τηςδιασφάλισης της συμμετοχής του ιδιωτικούτομέα στην πρόληψη και επίλυση τωνκρίσεων. Οι πρόσφατες χρηματοπιστωτικέςκρίσεις έχουν καταδείξει τα αποστα-θεροποιητικά αποτελέσματα που συνε-πάγονται οι μεταβολές του κλίματος τηςαγοράς. Ήδη έχουν γίνει μερικά βήματα, πουκυμαίνονται από ex ante μέτρα (όπως ηκαθιέρωση τακτικών διαύλων επικοινωνίαςμεταξύ χωρών-οφειλετών και των ιδιωτώνπιστωτών τους και η συμφωνία για έκτακταπιστωτικά όρια για τον ιδιωτικό τομέα) μέχριπιο υποχρεωτικά σχήματα (π.χ. o όμιλοςχωρών Paris Club απαίτησε από μία χώρα ναζητήσει συγκρίσιμη μεταχείριση από τουςπιστωτές της στο πλαίσιο ομολογιακώνδανείων). Όμως, τόσο η ΠροπαρασκευαστικήΕπιτροπή του ΔΝΤ όσο και οι υπουργοί καιδιοικητές της Ομάδας των 10 υποστήριξαν τοπλαίσιο που αναπτύχθηκε στην έκθεση πουαπηύθυναν οι υπουργοί οικονομικών τηςΟμάδας των 7 προς την Οικονομική ΣύνοδοΚορυφής της Κολωνίας (18 Ιουνίου 1999).

2.4 Ο διεθνής ρόλος του ευρώ

Η εισαγωγή του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 1999αποτέλεσε σπουδαιότατο γεγονός μεσημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο εντός αλλάκαι εκτός της ζώνης του ευρώ. Το ευρώαποτελεί το δεύτερο σε χρήση νόμισμαδιεθνώς, γεγονός που οφείλεται στα πρώηνεθνικά νομίσματα που αντικαταστάθηκαν απότο ευρώ όσο και στο ειδικό βάρος της ζώνηςτου ευρώ στην παγκόσμια οικονομία. Η

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 199998

ανάπτυξη του ευρώ ως διεθνούς νομίσματοςθα είναι κατά βάση μια διαδικασία πουκαθοδηγείται από την αγορά. Συγκεκριμένα,σημαντικό ρόλο θα παίξει η χρήση του ευρώαπό ιδιωτικούς φορείς ως νομίσματοςεπενδύσεων και χρηματοδοτήσεων, καθώς καιως μέσου πληρωμής και ως ενδιάμεσουνομίσματος (vehicle currency). Οι αποφάσειςτων φορέων του ιδιωτικού τομέα θαεπηρεαστούν κατά πολύ από το βαθμόενοποίησης, ρευστότητας και διαφοροποίησηςτων χρηματοπιστωτικών αγορών του ευρώ,καθώς και από τις διασυνοριακές σχέσεις τηςζώνης του ευρώ. Επιπλέον, ο διεθνής ρόλοςτου ευρώ θα επηρεαστεί από τις οικονομικέςσυνθήκες στη ζώνη του ευρώ, πράγμα πουτονίζει τη συμβολή όλων των οικονομικώνπολιτικών σε ένα υγιές και σταθερό νόμισμα.

Καθώς η διεθνοποίηση του ευρώ δεν αποτελείαπό μόνη της στόχο πολιτικής, τοΕυρωσύστημα δεν θα την προωθήσει ούτε θατην εμποδίσει. Ο προσανατολισμός της νο-μισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματοςπρος τη σταθερότητα των τιμών θα εξα-κολουθήσει να αποτελεί σημαντικό παράγονταπου ενισχύει την εμπιστοσύνη των επενδυτώνστο ευρώ. Αντιθέτως, το Ευρωσύστημαγνωρίζει ποιες είναι οι πιθανές συνέπειες τηςδιεθνοποίησης του ευρώ για την άσκηση τηςνομισματικής πολιτικής του και δεν θα τιςαφήσει να περιορίσουν την ικανότητά του ναδιατηρεί τη σταθερότητα των τιμών.

Η ανάδυση της ζώνης του ευρώ μεχαρακτηριστικά παρόμοια με εκείνα των άλλωνδύο σημαντικών οικονομικών περιφερειών,των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, από την άποψη

του μεγάλου μεγέθους και του χαμηλούβαθμού στον οποίο το εμπόριό τους είναιανοικτό και η αναμενόμενη αύξηση τηςχρήσης του ευρώ διεθνώς έχουν συνέπειεςκαι για τη διεθνή συνεργασία.

Με δεδομένο το ειδικό βάρος της οικονομίαςτης παγκοσμίως (αντιπροσωπεύει το 1/5 καιπλέον του παγκόσμιου ΑΕΠ), η ζώνη του ευρώαναμένεται να παίξει σημαντικό ρόλο στηδιαδικασία της διεθνούς συνεργασίας. Οπεριορισμός του αριθμού των πρωταγωνιστώνσε παγκόσμιο επίπεδο και οι πιοισορροπημένες σχέσεις μεταξύ τουςαναμένεται κατ αρχήν να διευκολύνουν τηδιεθνή συνεργασία και ταυτόχρονα νατονώσουν το αίσθημα ευθύνης καθενός απόαυτούς. Η διαδικασία αυτή υποβοηθείται απότακτικές ανταλλαγές απόψεων καιδιαβουλεύσεις μεταξύ των σημαντικότερωνοικονομικών περιφερειών.

Πέρα από τις κατάλληλες διευθετήσεις για τηνεκπροσώπηση (όσον αφορά την ΕΚΤ, βλ.Τμήμα 2.1), προκειμένου να είναι πιοαποτελεσματική η διεθνής συνεργασία και ναμειωθεί ο κίνδυνος ασυνεπειών πολιτικής, ηζώνη του ευρώ θα πρέπει να ακολουθεί ενιαίαγραμμή. Κάτι τέτοιο ευνοεί μια ζώνη του ευρώπου θα ασκεί διεθνή επιρροή ανάλογη προςτο ειδικό βάρος της οικονομίας της, ενώπαράλληλα περιορίζει ακόμη περισσότερο τονκίνδυνο μήπως πιεστεί το Ευρωσύστημα ναεπιδιώξει απρόσφορα μέτρα πολιτικής μεβραχυπρόθεσμο προσανατολισμό, γεγονόςπου θα μπορούσε να υπονομεύσει τημακροχρόνια εγχώρια, άρα και εξωτερική,σταθερότητα.

99Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999100

Κεφάλλαιο V

Συστήματα πληρωμώνκαι διακανονισμού

χρεογράφων

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999102

1 Eπίβλεψη συστημάτων πληρωμών μεγάλων ποσών

Συστήματα πληρωμών μεγάλων ποσών σεευρώ

Από τις 4 Ιανουαρίου 1999 πέντε συστήματαπληρωμών μεγάλων ποσών, τα οποίασυμμορφώνονται με τις προδιαγραφέςασφαλείας που ορίζονται στην Έκθεση τωνχωρών της Ομάδας των 10 για ταΔιατραπεζικά Συστήματα Συμψηφισμού(προδιαγραφές Lamfalussy), άρχισαν ναδιενεργούν πράξεις σε ευρώ μαζί με τοTARGET, δηλ. το Σύστημα Συμψηφισμού σεΕυρώ (Euro 1) το οποίο διαχειρίζεται η ΕταιρίαΣυμψηφισμού της Τραπεζικής Ένωσης για τοΕυρώ (ΤΕΕ), το σύστημα Euro AccessFrankfurt (EAF) στη Γερμανία, το Système NetProtégé (SNP) στη Γαλλία, το Servicio Españolde Pagos Interbancarios (SEPI) στην Ισπανίακαι το Pankkien On-line Pikasiirrot ja Sekit-jarjestelma (POPS) στη Φινλανδία. Το Απρίλιοτου 1999 το SNP αναβαθμίστηκε καιμετατράπηκε σε ένα νέο υβριδικό σύστημααποκαλούμενο Σύστημα Συμψηφισμού τουΠαρισιού (PNS). Παρόμοιο με το EAF, το νέοσύστημα συνδυάζει χαρακτηριστικάσυστημάτων συμψηφισμού και συστημάτωνδιακανονισμού.

Βάσει της κοινής κατεύθυνσης της πολιτικήςτου Ευρωσυστήματος για την επίβλεψη τωνσυστημάτων πληρωμών, οι ΕθνΚΤ είναιυπεύθυνες για την επίβλεψη των συστημάτωνπου βρίσκονται στις αντίστοιχες χώρες, ενώη ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την επίβλεψη τουΕuro 1. Σ αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ ειδικότεραπαρακολούθησε την καθημερινή διαδικασίασυμψηφισμού του Εuro 1 και παρακολούθησεστενά τη γενικότερη ανάπτυξη της ΤΕΕ. Ητελευταία χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων,από αύξηση του αριθμού των τραπεζώνσυμψηφισμού από 62 (τον Ιανουάριο του1999) σε 72 (το Δεκέμβριο του 1999). Πλέοντης εποπτικής της δραστηριότητας, η ΕΚΤδιαδραμάτισε διττό ρόλο όσον αφορά τοEuro 1: αφενός παρείχε υπηρεσίες διακανονι-σμού και αφετέρου λειτούργησε ως δεξαμενή

ρευστότητας, η οποία δημιουργήθηκε για ναεξασφαλιστεί ο έγκαιρος διακανονισμός σεπερίπτωση αδυναμίας ενός συμμετέχοντος ναεκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.

Στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων εποπτικώντους δραστηριοτήτων, η ΕΚΤ και οι ΕθνΚΤτακτικά συγκέντρωναν και αναθεωρούσανστατιστικά στοιχεία σχετικά με τα βασικάσυστήματα πληρωμών μεγάλων ποσών σεευρώ. Τα εν λόγω στοιχεία παρέχουν πολύ-τιμες πληροφορίες για την ομαλή λειτουργίακαι ανάπτυξη των διαφορετικών συστημάτων.

Σύστημα Συνεχούς Διακανονισμού (ΣΣΔ)

Το 1997 μία ομάδα μεγάλων τραπεζών πουδιενεργούν πράξεις σε συνάλλαγμα ίδρυσανστο Λονδίνο την εταιρία Continuous LinkedSettlement Services Ltd (CLSS). Στόχος τηςεταιρίας είναι να παρέχει υπηρεσίες επίπολλών νομισμάτων ώστε να διακανονίζονταιταυτόχρονα και τα δύο σκέλη των πράξεωνσυναλλάγματος. Ως εκ τούτου, μέσω τηςεφαρμογής ενός μηχανισμού πληρωμής έναντιπληρωμής ο κίνδυνος διακανονισμούσυναλλάγματος εν πολλοίς θα εξαλειφθεί. Τοσύστημα θα χειρίζεται η Τράπεζα ΣυνεχούςΔιακανονισμού (TΣΔ) που εδρεύει στη ΝέαΥόρκη, μία θυγατρική που ανήκει εξολοκλήρου στην CLSS. Η ΤΣΔ θα αρχίσει ναλειτουργεί το 2001. Eπειδή το ευρώ πρόκειταινα είναι ένα από τα πρώτα νομίσματα που θαδιακανονίζει η ΤΣΔ, το Ευρωσύστημα συμ-μετέχει στην επίβλεψη του συστήματος. Κατάτη διάρκεια του 1999 το Ευρωσύστημαεπικεντρώθηκε ιδιαίτερα στην αξιολόγησητης επίδρασης της ΤΣΔ στην κατάστασηρευστότητας στα συστήματα πληρωμώνμεγάλων ποσών στη ζώνη του ευρώ και,προκειμένου να ανταλλάξει απόψεις σχετικάμε αυτό το θέμα, διοργάνωσε υπό την αιγίδατου συνάντηση με τις τράπεζες της ζώνης τουευρώ που συμμετέχουν στο εγχείρημα.

103Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

2 Επίβλεψη συστημάτων λιανικών πληρωμών

Υπηρεσίες διασυνοριακών λιανικώνπληρωμών

Οι αποτελεσματικές υπηρεσίες διασυνορια-κών λιανικών πληρωμών είναι απαραίτητεςπροκειμένου να λειτουργήσει ομαλά η ΕνιαίαΑγορά και προκειμένου οι πολίτες αλλά και οιεπιχειρήσεις να αξιοποιήσουν πλήρως ταοφέλη που αυτή συνεπάγεται. Το επίπεδοόμως των υπηρεσιών στον τομέα τωνδιασυνοριακών λιανικών πληρωμών παρα-μένει ανεπαρκές, όσον αφορά τόσο την τα-χύτητα εκτέλεσης όσο και τα τέλη πουχρεώνονται στους πελάτες. Βελτιώσεις στιςπρακτικές των τραπεζών αναμένεται ναακολουθήσουν μετά την εφαρμογή τηςΟδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καιτου Συμβουλίου 97/5/ΕΚ της 27ης Ιανουαρίουγια τις διασυνοριακές μεταφορές πιστώσεων.Ενδέχεται όμως η εφαρμογή της Οδηγίας ναμην επαρκεί. Ως νομικό κείμενο, δεν θαμπορούσε να αντιμετωπίσει πλήρως ταζητήματα ανεπαρκούς υποδομής και τυ-ποποίησης, τα οποία επί του παρόντοςαποτελούν σημαντική πηγή κόστους. Με αυτάτα δεδομένα, η ΕΚΤ το Σεπτέμβριο του 1999δημοσίευσε έκθεση με τίτλο Βελτίωση τωνυπηρεσιών διασυνοριακών λιανικών πληρω-μών στη ζώνη του ευρώ - η άποψη του Ευρω-συστήματος, η οποία ανέλυσε την τρέχουσακατάσταση και χάραξε τη γραμμή πολιτικήςτου Ευρωσυστήματος.

Αφού συζητήθηκαν αρκετές εναλλακτικέςεπιλογές, το Ευρωσύστημα θεώρησε ότι επίτου παρόντος δεν δικαιολογείται η λειτουργικήτου ανάμιξη. Στόχο έχει να λειτουργήσειμάλλον ως καταλύτης αλλαγών, πραγμα-τοποιώντας τακτικές συζητήσεις με τον τρα-πεζικό κλάδο και τον κλάδο υπηρεσιών πλη-ρωμών προκειμένου να διευκολυνθεί ησύναψη συμφωνιών στη ζώνη του ευρώ, οιοποίες θα βελτιώσουν το περιβάλλονδιασυνοριακών μεταφορών λιανικής, ιδίωςστον τομέα της τυποποίησης. Για ναεγκαινιάσει το διάλογο και να στείλει σαφέςμήνυμα στις αγορές, το Ευρωσύστημαπροσδιόρισε μια σειρά στόχων που θα πρέπεινα επιτύχει ο κλάδος μέχρι την εισαγωγή των

τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ. Αυτοίοι στόχοι αποσκοπούν τόσο στο ναπαρακινήσουν τον κλάδο να αναλάβει τιςαναγκαίες επενδύσεις ώστε το επίπεδοαποτελεσματικότητας των διασυνοριακώνλιανικών πληρωμών να προσεγγίσει τοαντίστοιχο επίπεδο των συστημάτωνεγχώριων πληρωμών όσο και στο ναεπιτευχθεί ισορροπία μεταξύ των προσδοκιώντων χρηστών και των πραγματικών δυνα-τοτήτων του κλάδου βραχυπρόθεσμα.

Μία ένδειξη ότι οι αγορές αρχίζουν νααντιμετωπίζουν το πρόβλημα είναι η πρω-τοβουλία Πληρωμών Μικρών Ποσών (ΠΜΠ)της ΤΕΕ, η οποία στόχο έχει την ανάπτυξημιας υπηρεσίας επεξεργασίας διασυνοριακώνλιανικών πληρωμών σε ευρώ και η οποία, στααρχικά στάδια, θα βασιστεί στις τεχνικέςδυνατότητες του Εuro 1. Η έναρξη λειτουργίαςτου συστήματος έχει προγραμματιστεί για τοδεύτερο εξάμηνο του 2000.

Ηλεκτρονικό χρήμα

Αν και το ηλεκτρονικό χρήμα βρίσκεται ακόμηστα σπάργανα και η ανάπτυξή του είναι μέτριαμέχρι σήμερα, δεν μπορεί να αποκλειστεί ηπιθανότητα να αναπτυχθεί με γεωμετρικήπρόοδο. Συνεπώς, το ηλεκτρονικό χρήμα έχειτη δύναμη να ασκήσει σημαντική επίδρασηστη νομισματική πολιτική στο μέλλον. Πρέ-πει επίσης να συνυπολογιστούν ορισμένοιπρόσθετοι προβληματισμοί κανονιστικήςφύσεως, δηλ. η ασφαλής και αποτελεσματικήλειτουργία των συστημάτων πληρωμών και ηεμπιστοσύνη στα μέσα πληρωμών, ηπροστασία των πελατών και των εμπόρων, ησταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγο-ρών, η προστασία κατά της χρήσης τους γιαποινικώς κολάσιμους σκοπούς και θέματαίσων όρων ανταγωνισμού. Γι αυτούς τουςλόγους, χρειάζεται να θεσπιστούν σαφείςκανόνες που θα διέπουν τις συνθήκες έκδοσηςηλεκτρονικού χρήματος.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο τηςΕΕ καταρτίζουν Οδηγίες σχετικά με την

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999104

ανάληψη, την άσκηση και την προληπτικήεποπτεία της δραστηριότητας των ιδρυμάτωνηλεκτρονικού χρήματος και σχετικά με τηντροποποίηση της Οδηγίας του Συμβουλίου 77/780/ΕΟΚ της 12ης Δεκεμβρίου 1977 για τοσυντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικώνκαι διοικητικών διατάξεων που αφορούν τηνανάληψη και άσκηση δραστηριότητας πι-στωτικού ιδρύματος. Η ΕΚΤ έχει συμβάλειενεργά σ αυτό το έργο σύμφωνα με τηνγραμμή της πολιτικής της που ορίζεται στηνΈκθεση για το ηλεκτρονικό χρήμα(Αύγουστος 1998) και γνωμοδότησε για ταπροαναφερθέντα σχέδια Οδηγιών τονΙανουάριο του 1999. Μεταξύ άλλων, η ΕΚΤυπογράμμισε ότι τάσσεται ιδιαίτερα υπέρ του

να ταξινομούνται όλοι οι εκδότες ηλεκτρονικούχρήματος ως πιστωτικά ιδρύματα, καθώςεπίσης και υπέρ του να επιβληθεί σ αυτά ηυποχρέωση να εγγυώνται δυνατότητα με-τατροπής του ηλεκτρονικού χρήματος σεμετρητά. Ενώ τα εν λόγω σχέδια οδηγιώνσυμπεριλαμβάνουν πολλά από τα θέματα πουαπασχολούν το Ευρωσύστημα, τα παραπάνωζητήματα μείζονος σημασίας που παραμένουνανεπίλυτα θα αποτελέσουν αντικείμενοπεραιτέρω συζήτησης με το ΕυρωπαϊκόΚοινοβούλιο, στο οποίο έχουν υποβληθεί τασχέδια των Οδηγιών για μία δεύτερηανάγνωση σύμφωνα με τη διαδικασία τηςσυναπόφασης.

3 Άλλες δραστηριότητες σχετικά με τα συστήματα πληρωμών

Το Φεβρουάριο του 1999 η ΕΚΤ δημοσίευσεσυμπλήρωμα, το οποίο ενσωματώνει στοιχείατου 1997, του περιγραφικού οδηγού για τασυστήματα πληρωμών και διακανονισμούχρεογράφων που λειτουργούν στα κράτη-μέλητης ΕΕ, της λεγόμενης Κυανής Βίβλου.Επιπλέον, προκειμένου να παράσχει ολο-κληρωμένες πληροφορίες για τα σημαντικότερασυστήματα πληρωμών και διακανονισμούχρεογράφων στις υπό ένταξη χώρες, τονΑύγουστο του 1999 έδωσε στη δημοσιότητα

έκθεση με τίτλο Συστήματα πληρωμών στιςχώρες που έχουν υποβάλει αίτηση ένταξης στηνΕυρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η έκθεση καταρτίστηκεσε συνεργασία με τις κεντρικές τράπεζες τηςΒουλγαρίας, της Κύπρου, της Τσεχίας, τηςΕσθονίας, της Ουγγαρίας, της Λετονίας, τηςΠολωνίας, της Ρουμανίας, της Σλοβακίας και τηςΣλοβενίας. Αποτελεί σημαντικό ορόσημο στηνεπίτευξη βαθύτερης συνεργασίας με τις κεντρικέςτράπεζες των εν λόγω χωρών στον τομέα τωνσυστημάτων πληρωμών.

4 Πολιτική για τα συστήματα διακανονισμού χρεογράφων

Αξιολόγηση των συστημάτωνδιακανονισμού χρεογράφων της ΕΕ καιτων συνδέσεών τους

Μετά τη δημοσίευση της έκθεσης με τίτλοΠρότυπα για τη χρήση των συστημάτωνδιακανονισμού χρεογράφων της ΕΕ στιςπιστωτικές πράξεις του ΕΣΚΤ και την πρώτηαξιολόγηση των συστημάτων διακανονισμούχρεογράφων (ΣΔΧ) της ΕΕ το 1998, τα ΣΔΧέχουν καταβάλει σημαντικές προσπάθειες γιατην άνοδο του επιπέδου συμμόρφωσής τουςμε τα πρότυπα και, ως εκ τούτου, οιπροϋποθέσεις για τη χρήση τους έχουν σε

πολλές περιπτώσεις μειωθεί. Η αξιολόγησητων ΣΔΧ συμπληρώθηκε με νεότερα στοιχείατο Μάιο του 1999 και το αποτέλεσμα έδειξε ότιεπί του παρόντος υπάρχουν πέντε ΣΔΧ στηζώνη του ευρώ που μπορούν να χρη-σιμοποιηθούν ανεπιφύλακτα, έναντι ενός κατάτην έναρξη του Τρίτου Σταδίου της ΟΝΕ. Άλλαδέκα ΣΔΧ έχουν βελτιώσει σημαντικά τοεπίπεδο συμμόρφωσής τους. Η επιλεξιμότητατων ΣΔΧ θα επανεξετάζεται περιοδικά ώστενα λαμβάνονται υπόψη οι νέες εξελίξεις.

105Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Ορισμένα ΣΔΧ της ΕΕ έχουν δημιουργήσεισυνδέσεις μεταξύ τους ώστε να καταστεί δυνατήη διασυνοριακή μεταφορά χρεογράφων γενικά.Οι συνδέσεις αυτές, για να μπορέσουν ναχρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της ενιαίαςνομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος καιστις ενδοημερήσιες πιστωτικές πράξεις τουΕΣΚΤ, πρέπει πρώτα να αξιολογηθούν με βάσητα πρότυπα χρήσης των ΣΔΧ της ΕΕ. Αφούδιενεργήθηκαν οι εν λόγω αξιολογήσεις το 1999,το Διοικητικό Συμβούλιο συμφώνησε ότιορισμένες συνδέσεις μεταξύ των ΣΔΧ ήτανεπιλέξιμες για τη διασυνοριακή μεταφορά τωνενεχύρων που χρησιμοποιούνται στις πράξειςνομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος καιστις πράξεις παροχής ενδοημερήσιων πι-στώσεων του ΕΣΚΤ. Το Μάιο, μετά από έναπρώτο κύμα αξιολογήσεων, κρίθηκε ότι 26συνδέσεις συμμορφώνονταν με τα πρότυπα τηςΕΚΤ. Μετά από ένα δεύτερο κύμα αξιολογήσεωντον Οκτώβριο, το Διοικητικό Συμβούλιοσυμφώνησε ότι άλλες 21 συνδέσεις ήτανεπιλέξιμες. Έτσι, πέραν του μοντέλου αντα-ποκριτριών κεντρικών τραπεζών (ΜΑΚΤ), τοοποίο δημιούργησε το Ευρωσύστημα, υπάρχουντώρα εναλλακτικές λύσεις της αγοράς διαθέσιμεςσε ορισμένες χώρες για την διασυνοριακήμεταφορά ενεχύρων. Προς το παρόν, οισυνδέσεις είναι επιλέξιμες για ναχρησιμοποιηθούν χωρίς χρέωση, επειδή σήμεραδεν υπάρχουν μηχανισμοί ταυτόχρονηςπαράδοσης και πληρωμής (DVP) σε δια-συνοριακή βάση. Περαιτέρω συνδέσεις αξιολο-γήθηκαν και εγκρίθηκαν από το Διοικητικό Συμ-βούλιο το Φεβρουάριο του 2000.

Η διασυνοριακή μεταφορά χρεογράφων

Το ΜΑΚΤ καθιερώθηκε ως προσωρινή λύση γιατη διασυνοριακή χρήση ενεχύρου στις πράξειςνομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος καιστις πράξεις παροχής ενδοημερήσιας πίστωσηςτου ΕΣΚΤ έως ότου ο ιδιωτικός τομέας αναπτύξειπιο ολοκληρωμένες λύσεις για τη διασυνοριακήχρήση χρεογράφων γενικά. Η διασυνοριακήμεταφορά χρεογράφων γενικά καθίσταται ολοένακαι σημαντικότερο θέμα για την ιδιωτική αγορά,η οποία προσπαθεί να αναπτύξει όχι μόνοσυνδέσεις αλλά επιπλέον λύσεις αγοράςπροκειμένου να διευκολυνθούν οι διασυνοριακές

μεταφορές. Εντός της ζώνης του ευρώ, οισυμμετέχοντες στην αγορά τείνουν να τάσσονταιυπέρ μίας πιο αποτελεσματικής καιολοκληρωμένης υποδομής διακανονισμούχρεογράφων. Πολλά σχέδια εφαρμόζονταιανταγωνιστικά μεταξύ τους, ενώ τοΕυρωσύστημα τηρεί ουδέτερη στάση στο θέμα.Το Ευρωσύστημα θα προσπαθήσει ναεξασφαλίσει ότι όλες οι προτεινόμενεςεναλλακτικές λύσεις παρέχουν ένα βαθμόασφάλειας, ο οποίος συμμορφώνεται με ταπρότυπα που ισχύουν για την εξασφάλιση μεενέχυρο των πράξεων της ενιαίας νομισματικήςπολιτικής του Ευρωσυστήματος και των πράξεωνενδοημερήσιας πίστωσης του ΕΣΚΤ.

Προβλήματα υποδομής που εμποδίζουντην ενοποίηση της αγοράς τωνσυμφωνιών επαναγοράς της ζώνης τουευρώ

Το Ευρωσύστημα ενδιαφέρεται έντονα για τηνομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικώναγορών της ζώνης του ευρώ, ιδίως προ-κειμένου να εξασφαλίζει τη μετάδοση τωνεπιδράσεων της νομισματικής του πολιτικής.Σ αυτό το πλαίσιο, οι μελέτες που διεξήγαγετο Ευρωσύστημα έχουν δείξει ότι, αντίθετα μετο τμήμα της χρηματαγοράς που λειτουργείχωρίς την παροχή ασφάλειας, το τμήμα τηςαγοράς με παροχή ασφάλειας δεν είναιενοποιημένο σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.Ένα από τα θέματα που αναλύθηκαναφορούσε τα υφιστάμενα προβλήματαυποδομής που εμποδίζουν την ενοποίηση,ιδίως τις πτυχές που συνδέονται με τοδιακανονισμό χρεογράφων. Τα δυνητικάπροσκόμματα στην περαιτέρω ενοποίηση σαυτόν τον τομέα είναι η έλλειψη διαδικασιώνδιασυνοριακού διακανονισμού βάσει ενόςμηχανισμού ταυτόχρονης παράδοσης καιπληρωμής και τα διαφορετικά νομικά πλαίσια,τα οποία είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκεςτων εγχώριων αγορών. Είναι σαφές ότι τοΕυρωσύστημα έχει αναλάβει ένα ρόλο στημεγαλύτερη ευαισθητοποίηση σχετικά με αυτάτα προβλήματα. Οι πρωτοβουλίες όμως γιατην εξεύρεση λύσεων πρέπει να προέλθουνκυρίως από την αγορά.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999106

Κεφάλλαιο VI

Χρηματοπιστωτικήσταθερότητα

καιπροληπτική εποπτεία

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999108

1 Το θεσμικό πλαίσιο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα

Το θεσμικό πλαίσιο για τη χρηματοπιστω-τική σταθερότητα στην ΕΕ και στη ζώνη τουευρώ βασίζεται στην αρμόδιες αρχές των επι-μέρους χωρών και στη διεθνή συνεργασία. Μεαυτό τον τρόπο, οι ποικίλες εθνικές δομέςκαι πρακτικές συμβάλλουν, μέσα στοεναρμονισμένο πλαίσιο εποπτείας πουπροβλέπεται στη Συνθήκη ίδρυσης τηςΕυρωπαϊκής Κοινότητας (Συνθήκη) και στιςΟδηγίες της ΕΚ, στην επίτευξη των σκοπώνπου συνδέονται με τη χρηματοπιστωτικήσταθερότητα.

Η Συνθήκη προβλέπει τα μέσα πουαπαιτούνται ώστε, στο Τρίτο Στάδιο τηςΟικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ),να συνδεθεί η επικράτεια της ενιαίαςνομισματικής πολιτικής (δηλ. η ζώνη τουευρώ) με τους φορείς που υπόκεινται στηνεθνική εποπτική πολιτική (δηλ. τα ιδρύματαπου νομίμως λειτουργούν στο εσωτερικό κάθεχώρας). Πρώτον, στο Ευρωσύστημα πρέπεινα συμβάλλει στην εκ μέρους των αρμόδιωναρχών ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούντην προληπτική εποπτεία των πιστωτικώνιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρη-ματοπιστωτικού συστήματος (Άρθρο 105 (5)της Συνθήκης). Δεύτερον, η ΕΚΤ αναλαμβάνεισυμβουλευτικά καθήκοντα στο πλαίσιο τηςκανονιστικής λειτουργίας (Άρθρο 105 (4) τηςΣυνθήκης και Άρθρο 25.1 του Καταστατικούτου ΕΣΚΤ. Οι διατάξεις αυτές αντανακλούντο ενδιαφέρον του Ευρωσυστήματος, ωςκεντρικής τράπεζας της ζώνης του ευρώ,για τη διατήρηση της σταθερότητας τουχρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας (ΕΤΕ), μιαομάδα από υψηλόβαθμα στελέχη προερ-χόμενα από τις κεντρικές τράπεζες και απότις αρχές τραπεζικής εποπτείας, είναι το κύριοόργανο που επικουρεί το Ευρωσύστημα κατάτην εκτέλεση των παραπάνω καθηκόντων του.Μολονότι το Άρθρο 105 (5) της Συνθήκηςισχύει μόνο για τις συμμετέχουσες χώρες, ησυνεργασία στο πλαίσιο της ΕΤΕ αφορά όλεςτις κεντρικές τράπεζες και τις εποπτικές αρχέςκαι των 15 κρατών-μελών. Ταυτόχρονα, η ΕΤΕμπορεί να αποτελεί και βήμα διαλόγου για

διαβουλεύσεις μεταξύ των αρχών τραπεζικήςεποπτείας της ΕΕ σχετικά με θέματα που δεναφορούν τα εποπτικά καθήκοντα τουΕυρωσυστήματος. Κατά την εκπλήρωση τηςδιττής αυτής αποστολής της, η ΕΤΕ συμβάλλειώστε να διασφαλίζεται ότι τόσο οι ΕθνΚΤ όσοκαι οι εποπτικές αρχές θα είναι σε θέση νασυνεργάζονται πέραν των εθνικών συνόρων,όποτε παρίσταται ανάγκη. Οι υφιστάμενεςρυθμίσεις μπορούν να περιγραφούν με βάσητους μηχανισμούς συντονισμού: (α) εντός τουΕυρωσυστήματος, (β) μεταξύ των οργάνωντραπεζικής εποπτείας και (γ) μεταξύ τωνεποπτικών αρχών.

Μηχανισμοί συντονισμού απαιτούνται καταρχήν εντός του Ευρωσυστήματος. Αυτόσυμβαίνει στην περίπτωση της επείγουσαςστήριξης ρευστότητας (ΕΣΡ), η οποίαπεριλαμβάνει κάθε είδους εξατομικευμένηστήριξη που παρέχουν σε έκτακτεςπεριπτώσεις οι κεντρικές τράπεζες σειδρύματα και αγορές που αντιμετωπίζουνπροσωρινά προβλήματα ρευστότητας.Εξαρχής υπογραμμίζεται ότι η σημασία τηςΕΣΡ δεν πρέπει να υπερτονίζεται. Η στήριξηεκ μέρους των κεντρικών τραπεζών δενπρέπει να θεωρείται ως κύριο μέσο για τηδιασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας,εφόσον εμπεριέχει ηθικό κίνδυνο. Για τηνεπίτευξη του σκοπού αυτού, ο σπουδαιότεροςτρόπος θωράκισης απέναντι στην υπερβολικάριψοκίνδυνη συμπεριφορά και στην οικονομικήδυσπραγία συνίσταται σε προληπτικά μέτραπου ενθαρρύνουν τα χρηματοπιστωτικάιδρύματα να υιοθετούν υγιείς πρακτικέςδιαχείρισης κινδύνων, καθώς και στηναποτελεσματική θέσπιση κανόνων καιεποπτεία. Εξάλλου, η παροχή ΕΣΡ είναι πολύσπάνια στις βιομηχανικές χώρες τις τελευταίεςδεκαετίες, ενώ άλλα μέσα που εντάσσονταιστο πλέγμα ασφαλείας έχουν αποκτήσειαυξημένο ρόλο στη διαχείριση κρίσεων.Ωστόσο, εάν και όποτε κρίνεται σκόπιμο,υπάρχουν οι αναγκαίοι μηχανισμοί για τηναντιμετώπιση χρηματοπιστωτικών κρίσεων.Βασικός γνώμονας είναι η αρχή ότι η αρμόδιαΕθνΚΤ είναι εκείνη που αποφασίζει τηνπαροχή ΕΣΡ προς ένα ίδρυμα που λειτουργεί

109Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

στην επικράτειά της. Κάτι τέτοιο θα γινόταν μεευθύνη και με δαπάνη της αντίστοιχης ΕθνΚΤ.Υπάρχουν μηχανισμοί που επιτρέπουν τηνεπαρκή ροή πληροφοριών, έτσι ώστε η τυχόνεπίπτωση στη ρευστότητα να μπορεί νααντιμετωπιστεί με τρόπο συνεπή προς τηδιατήρηση της κατάλληλης κατεύθυνσης τηςενιαίας νομισματικής πολιτικής. Η συμφωνίασχετικά με την ETE είναι εσωτερική υπόθε-ση του Ευρωσυστήματος και γι αυτό δενεπηρεάζει τις συμφωνίες που έχουν ήδησυναφθεί μεταξύ των κεντρικών τραπεζών καιτων εποπτικών οργάνων σε εθνικό επίπεδοούτε τη διμερή και πολυμερή συνεργασίαμεταξύ των εποπτικών οργάνων ή μεταξύ τωντελευταίων και του Ευρωσυστήματος. Ωστόσο,η ομαλή λειτουργία τους προϋποθέτει ότιμπορούν να εφαρμόζονται, γρήγορα καιαποτελεσματικά, μηχανισμοί συντονισμού μεσκοπό την αντιμετώπιση των διασυνοριακώνεπιπτώσεων των χρηματοπιστωτικών κρίσεωνκαι την αποτροπή μετάδοσής τους σε άλλεςχώρες.

Όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ τουΕυρωσυστήματος και των εποπτικών αρχώντων χωρών της ΕΕ, το κυριότερο όργανο γιατην αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτωνείναι η ΕΕΤ. Επικουρώντας το Ευρωσύστη-μα σε θέματα προληπτικής εποπτείας καιχρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η ΕΕΤεξετάζει θέματα μακροπροληπτικής φύσεως,επισκοπεί τις εξελίξεις στο τραπεζικό καιχρηματοπιστωτικό σύστημα και προάγει τηνομαλή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τουΕυρωσυστήματος και των αρχών τραπεζικήςεποπτείας και των λοιπών εποπτικών αρχών.Σκοπός της λειτουργίας αυτής της ETE είναινα επιτρέπει τον αναγκαίο συντονισμό μεταξύτων κεντρικών τραπεζών και της εποπτείαςτων τραπεζών. Ειδικότερα, η ETE αποτελείδίαυλο μέσω του οποίου διαβιβάζονται προςτις εποπτικές αρχές χρήσιμες πληροφορίεςσχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα, τις οποί-ες ενδεχομένως αποκτούν η ΕΚΤ και οιΕθνΚΤ από την εκτέλεση των βασικών τουςκαθηκόντων στον τομέα της νομισματικήςπολιτικής και των συστημάτων πληρωμών καιδιακανονισμού χρεογράφων. Ταυτόχρονα,επιτρέπει τη ροή πληροφοριών και κατά τηναντίθετη φορά, δηλ. από τις εποπτικές αρχές

προς το Ευρωσύστημα. Ειδικότερα, εν όψειτων πιθανών συστημικών προεκτάσεων, ταόργανα εποπτείας είναι έτοιμα να ει-δοποιήσουν το Ευρωσύστημα αμέσως μόλιςεκδηλωθούν σοβαρά προβλήματα στοτραπεζικό σύστημα. Κατ αρχήν η ETE είναισε θέση να επιληφθεί όλων των σχετικώνζητημάτων, εφόσον, σε κοινοτικό επίπεδο, μετην Οδηγία που εκδόθηκε μετά την υπόθεσητης BCCI έχουν αρθεί τα νομικά κωλύματαπου εμπόδιζαν τη ροή εμπιστευτικών πλη-ροφοριών μεταξύ των φορέων εποπτείαςκαι των κεντρικών τραπεζών, συμπε-ριλαμβανομένων της ΕΚΤ και του Ευρω-συστήματος. Με βάση τις υφιστάμενες ρυθμί-σεις σε εθνικό επίπεδο, η ροή πληροφοριώνμεταξύ των φορέων εποπτείας και τουΕυρωσυστήματος πραγματοποιείται κατάκανόνα μέσω των αντίστοιχων ΕθνΚΤ.

Η συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών στοντομέα της προληπτικής εποπτείας βασίζεταιτόσο σε διμερείς όσο και σε πολυμερείςσυμφωνίες. Η διμερής συνεργασία μεταξύ τωναρχών της χώρας καταγωγής και της χώραςυποδοχής έχει ενισχυθεί σημαντικά σε όλουςτους τομείς της χρηματοπιστωτικής δρα-στηριότητας. Η δέσμη μνημονίων συνεν-νόησης που έχει τεθεί σε εφαρμογή στονΕυρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) σεσχέση με τον τραπεζικό τομέα είναι ένα δείγματης προσπάθειας να διευρυνθούν οι δίαυλοιγια την ανταλλαγή πληροφοριών και να διευ-κολυνθεί η εποπτεία των διασυνοριακώνδραστηριοτήτων. Τα μνημόνια συνεννόησηςκατά κανόνα καλύπτουν πρακτικές ρυθμίσειςσχετικά με τις διαδικασίες εγκατάστασης,διευκολύνοντας τον έλεγχο υποκαταστημάτωνκαι πέραν των συνόρων της χώρας καιενισχύοντας την ανταλλαγή πληροφοριών γιατις θυγατρικές εταιρίες. Η πολυμερήςσυνεργασία σε θέματα προληπτικής επο-πτείας εντός των ποικίλων τομέων τηςχρηματοπιστωτικής δραστηριότητας έχειεπίσης εδραιωθεί μέσω της λειτουργίαςδιαφόρων επιτροπών. Στον τραπεζικό τομέα,παράλληλα με τη δεύτερη λειτουργία της ΕΤΕ,από το 1972 λειτουργεί και η Ομάδα Επαφής(Groupe de Contact). Η ομάδα αποτελεί βήμαδιαλόγου για την πολυμερή συνεργασία καιτην ανταλλαγή πληροφοριών σε επίπεδο ΕΤΕ

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999110

για θέματα σχετικά με την εφαρμογή τωντραπεζικών κανόνων και των εποπτικώνπρακτικών, συμπεριλαμβανομένης της εξέ-τασης μεμονωμένων περιπτώσεων. Στον το-μέα των χρεογράφων, το 1997 ιδρύθηκε τοΦόρουμ Ευρωπαϊκών Επιτροπών Χρεο-γράφων (FESCO) με σκοπό να στηρίζει τηνπολυμερή συνεργασία μεταξύ των επιτροπώνχρεογράφων σε επίπεδο ΕΤΕ. Ανάλογεςλειτουργίες επιτελεί και η Διάσκεψη ΑρχώνΕποπτείας Ασφαλιστικών Εταιριών στον τομέατων ασφαλιστικών εταιριών.

Τελικά, η ενοποίηση του τραπεζικού και χρη-ματοπιστωτικού συστήματος εντός της ΕΕέχει επιτευχθεί χάρη σε ένα θεσμικό πλαίσιο

που βασίζεται στις αρμόδιες αρχές τωνεπιμέρους χωρών και στη συνεργασία. Ηενιαία νομισματική πολιτική και η επι-ταχυνόμενη ενοποίηση των τραπεζικών καιχρηματοπιστωτικών αγορών στη ζώνη τουευρώ έχουν αυξήσει τη σημασία τηςσυνεργασίας εντός του Ευρωσυστήματος,μεταξύ των εποπτικών αρχών και τουΕυρωσυστήματος, καθώς και μεταξύ τωνοργάνων εποπτείας. Υπάρχουν ήδη οιαναγκαίες συμφωνίες που θα διευκολύνουντην ανταλλαγή πληροφοριών και τηνεφαρμογή κοινώς αποδεκτών μέτρων για τηναντιμετώπιση κινδύνων που ενδέχεται νααπειλήσουν τη χρηματοπιστωτική σταθε-ρότητα.

2 Διαρθρωτικές αλλαγές στον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικότομέα της ΕΕ

Η παρακολούθηση των διαρθρωτικώναλλαγών που σημειώνονται στη ζώνη τουευρώ και στις τραπεζικές και χρη-ματοπιστωτικές αγορές της ΕΕ έχει σημασίατόσο για τις ανάγκες του Ευρωσυστήματος,ως κεντρικής τράπεζας της ζώνης του ευρώ,όσο και για τις εθνικές πολιτικές σε ζητήματαεποπτείας. Μετά την εισαγωγή του ευρώ, οιαλλαγές αυτές έχουν επιταχυνθεί, ενισχύονταςτην αναδιοργάνωση του κλάδου παροχήςχρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Οι δυνητικέςσυνέπειες της εισαγωγής του ευρώ ειδικά γιατις τράπεζες της ΕΕ έχουν εξεταστεί εκτενώςαπό την ΕΤΕ.1

Σημαντικός παράγοντας που ωθεί προς τιςαλλαγές αυτές είναι η τεχνολογία πλη-ροφορικής και επικοινωνιών.2 Αυτή συμβάλλειστη μείωση των δαπανών που συνεπάγεται ησυλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία καιδιαβίβαση των πληροφοριών, αντικαθιστώνταςτις μεθόδους που βασίζονταν στα έγγραφακαι χαρακτηρίζονταν από ένταση εργασίαςμε αυτόματες μεθόδους. Δεύτερον, αλλάζειτον τρόπο πρόσβασης των πελατών στιςυπηρεσίες και τα προϊόντα των τραπεζών,κυρίως μέσω αυτόματων μηχανισμών, δηλ.μέσω τηλεφώνου, προσωπικού υπολογιστήκαι Ίντερνετ (εξ αποστάσεως τραπεζικές

εργασίες). Και οι δύο επιδράσεις μεταβάλλουντη φύση του ανταγωνισμού στον τραπεζικότομέα και δυνητικά επηρεάζουν το μέγεθοςτης αγοράς τραπεζικών υπηρεσιών, διευ-ρύνοντας επίσης και τον κύκλο αυτών πουεπιχειρούν να εισέλθουν στην τραπεζικήαγορά. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αντι-δρούν με διάφορους τρόπους σ αυτές και σεάλλες αλλαγές των δομών της αγοράς καιταυτόχρονα τις ενισχύουν. Γενικά, τα μεγάλαιδρύματα επαναπροσδιορίζουν τη θέση τουςστη νέα αγορά, προσθέτοντας νέες δρα-στηριότητες ή/και επεκτεινόμενα γεωγραφικά.Κάτι τέτοιο θεωρείται αναγκαίο προκειμένουνα μπορούν να συνεχίσουν να εξυπηρετούντην αγορά τραπεζικών εργασιών χονδρικής.Με τον επαναπροσδιορισμό αυτό, έχουναυξηθεί οι εξαγορές και συγχωνεύσεις πουαφορούν μεγάλα ευρωπαϊκά χρηματο-πιστωτικά ιδρύματα. Ωστόσο, μόνο λίγεςδιασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορέςέχουν πραγματοποιηθεί.

Όσον αφορά τα μικρότερα ιδρύματα, οιαλλαγές οφείλονται σε διαφορετική δυναμική

1 Πιθανές μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες της ΟΝΕ για τα τραπεζικάσυστήματα της ΕΕ, ΕΚΤ, Φεβρουάριος 1999.

2 Οι επιδράσεις της τεχνολογίας στα τραπεζικά συστήματα της ΕΕ,ΕΚΤ, Ιούλιος 1999.

111Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

των αγορών. Τα πάγια έξοδα που συνε-πάγονται οι επενδύσεις σε τεχνολογίαπληροφορικής και επικοινωνιών έχουν αυξή-σει τη σημασία των οικονομιών κλίμακας.Σημαντικός αριθμός μικρών ευρωπαϊκώνιδρυμάτων έχει συμμετάσχει σε εγχώριεςεξαγορές και συγχωνεύσεις. Σε ορισμένεςχώρες της ΕΕ οι τράπεζες αποταμιεύσεων καιοι συνεταιριστικές τράπεζες έχουν διευρύνειπεραιτέρω την αμοιβαία συνεργασία εντόςτου ομίλου τους, είτε συνάπτοντας ειδικέςσυμφωνίες συνεργασίας είτε ιδρύονταςκοινοπραξίες για την παροχή υπηρεσιώνδιαχείρισης διαθεσίμων και συμψηφισμούχρεογράφων. Η συρρίκνωση του τραπεζικούτομέα από την άποψη του αριθμού τωνυποκαταστημάτων και των υπαλλήλων μέχριστιγμής έχει αποδειχθεί ασήμαντη. Ωστόσο, οεξορθολογισμός της οργανωτικής δομής καιοι σημαντικές βελτιώσεις της αποτελε-σματικότητας απαιτούν γενικά κάποιο χρόνοέως ότου δώσουν ορατά αποτελέσματα.

Οι τράπεζες, ανεξαρτήτως μεγέθους, υιο-θετούν επίσης στρατηγικές για να ανταπο-κριθούν στην αποδιαμεσολάβηση που πα-ρατηρείται στα παραδοσιακά τραπεζικάπροϊόντα. Αυτό είναι εμφανές από τα εξής: (α)την αυξημένη συμμετοχή τους σε υπηρεσίεςπου αφορούν αγοραπωλησίες χρεογράφων,(β) την παροχή υπηρεσιών θεματοφύλαξηςκαι, συχνότερα, (γ) την ίδρυση θυγατρικών μεαντικείμενο τη διαχείριση εταιριών χαρτο-φυλακίου επενδύσεων. Και πάντως η επί-δραση είναι αρκετά ορατή στα αποτελέσματαχρήσεως των τραπεζών, όπου φαίνεταιμετατόπιση από τα έσοδα από τόκους προςτα λοιπά έσοδα. Σύμφωνα με ανάλυση τηςΕTE3 τα λοιπά έσοδα (πλην τόκων) είναι ηπιο δυναμική συνιστώσα των εσόδων των

τραπεζών της ΕΕ τα τελευταία χρόνια και ησχετική σπουδαιότητά τους (ως ποσοστό τωνσυνολικών λειτουργικών εσόδων) αυξάνεταισυνεχώς. Παρά τα αυξημένα έξοδα πουσυνδέονται με την ανάπτυξη μη παρα-δοσιακών δραστηριοτήτων, η αύξηση τωνλοιπών εσόδων φαίνεται να επηρεάζει ευνοϊκάτην κερδοφορία των τραπεζών της ΕΕ τατελευταία χρόνια και να αντισταθμίζει σεμεγάλο βαθμό τη συμπίεση των περιθωρίωνκέρδους από τις παραδοσιακές τραπεζικέςδραστηριότητες. Η σύνθεση των λοιπώνεσόδων στα διάφορα τραπεζικά συστήματατης ΕΕ είναι κάπως ανομοιογενής. Ηκυριότερη συνιστώσα τους είναι οι αμοιβές καιπρομήθειες, που αντιστοιχούν στο 60%περίπου του συνόλου των εσόδων πληντόκων.

Τελικά, η αναδιοργάνωση του τραπεζικού καιχρηματοπιστωτικού κλάδου παρατηρήθηκεκυρίως εντός των εθνικών συνόρων, ενώοι σχετικές δραστηριότητες που πραγμα-τοποιούνται σε διασυνοριακό επίπεδο πα-ραμένουν περιορισμένες, ιδίως στον τομέατων τραπεζικών υπηρεσιών λιανικής. Ωστόσο,παρατηρούνται κάποιες κοινές τάσεις στηζώνη του ευρώ και στις χώρες της ΕΕ. Ηταχεία εγκαθίδρυση της ενιαίας χρηματαγοράςκαι η επιτάχυνση της ενοποίησης τωνκεφαλαιαγορών μετά την εισαγωγή του ευρώκαταδεικνύουν ότι τα ιδρύματα χρημα-τοπιστωτικής διαμεσολάβησης και οι αγορέςτης ΕΕ είναι ολοένα και πιο εκτεθειμένα σεκλονισμούς προερχόμενους από περιοχέςπέραν των εθνικών συνόρων.

3 Η διάρθρωση του εισοδήματος των τραπεζών της ΕΕ, ΕΚΤ,Aπρίλιος 2000.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999112

3 Μακροπροληπτική εποπτεία

Η ΕΤΕ άρχισε να αναλύει τη σταθερότητα τουτραπεζικού και χρηματοπιστωτικού τομέα σεεπίπεδο ΕΕ/ζώνης ευρώ με βάση ένα κοινώςαποδεκτό σύνολο πληροφοριών. Το έργο αυτόείναι γνωστό ως μακροπροληπτική ανάλυση.Επιπλέον, άλλοι διεθνείς οργανισμοί ανα-πτύσσουν αυτό τον τομέα ανάλυσης, για ναενισχύσουν τα εργαλεία που τους επιτρέπουννα κατανοήσουν ποια ήταν τα αίτια πουοδήγησαν στην πρόσφατη σοβαρή χρηματο-πιστωτική αναταραχή. Βασικό στοιχείο αυτούτου έργου είναι η ανάπτυξη αξιόπιστων πηγώνδεδομένων, έτσι ώστε να γίνουν κατανοητά τασημεία όπου χωλαίνουν τα χρηματοπιστωτικάσυστήματα τόσο των ανεπτυγμένων όσο καιτων αναπτυσσόμενων χωρών.

Το πλαίσιο της μακροπροληπτικής ανάλυσηςστηρίζεται σε μια σειρά από δείκτες πουβασίζονται σε συγκεντρωτικά στοιχεία για τοτραπεζικό σύστημα προερχόμενα από τιςκεντρικές τράπεζες και τις εποπτικές αρχές,καθώς και σε στοιχεία για το μακροοικονομικόκαι χρηματοπιστωτικό περιβάλλον που έχουνενδιαφέρον για την αξιολόγηση της ευρωστίαςτου τραπεζικού τομέα. Σκοπός των δεικτώναυτών είναι να καταγραφούν περιπτώσειςσημαντικής κλιμάκωσης κινδύνων μέσα στοτραπεζικό σύστημα, πιθανές διαταραχές πουπροέρχονται από πηγές εκτός του τραπεζι-κού συστήματος και πιθανοί δίαυλοι μετάδο-σης μέσω των οποίων οι δυσχέρειες ενόςιδρύματος μπορούν να εξαπλωθούν σε άλλαιδρύματα. Οι χρησιμοποιούμενες τεχνικές πε-ριλαμβάνουν τη συστηματική και τακτικήανάλυση με βάση ποσοτικούς δείκτες, καθώςκαι ερμηνευτικά δεδομένα που στηρίζονταιστις πληροφορίες και τις γνώσεις πουαποκτώνται από την εποπτική διαδικασία. Ημακροπροληπτική εποπτεία που ασκείται στοπλαίσιο της ΕΤΕ επικεντρώνεται στον τρα-πεζικό τομέα σε επίπεδο ΕΕ/ζώνης ευρώ.Εντάσσεται δε σε άλλες δραστηριότητες πουασκούνται σε άλλους τομείς του Ευρω-συστήματος, όπως η επίβλεψη των συστη-μάτων πληρωμών και διακανονισμού χρεο-γράφων, η εποπτεία των αγορών χρήματος

και κεφαλαίων σε σχέση με την άσκηση τηςνομισματικής πολιτικής και η παρακολούθησητων διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών. Ηανάλυση που προκύπτει σε σχέση με αυτά ταδιαφορετικά αντίστοιχα πλαίσια ενισχύειπεραιτέρω τα μέσα που έχει στη διάθεσήτου το Ευρωσύστημα για να συμβάλειστη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικήςσταθερότητας.

Κατά το 1999 έγιναν ειδικές έρευνες για δύοθέματα: τα χρηματοδοτικά ανοίγματα τωντραπεζών της ΕΕ προς τις αναδυόμενες καιτις αναπτυσσόμενες χώρες και τις πιθανέςσυνέπειες της προσαρμογής των τιμών τωνπεριουσιακών στοιχείων για τη σταθερότητατου τραπεζικού τομέα. Για το πρώτο θέμα,διαπιστώθηκε ότι ο τραπεζικός τομέας της ΕΕσυνεχίζει να ενισχύει τη θέση του έναντι τωναναδυόμενων και των αναπτυσσόμενωνχωρών, αποτελώντας την κυριότερη ομάδαδιεθνών δανειστών προς τις χώρες αυτές.Ωστόσο, καθώς τα ανοίγματα προς τις χώρεςυψηλού κινδύνου έχουν σχετικά περιορι-στεί, οι τράπεζες σχημάτισαν σημαντικέςπροβλέψεις έναντι κινδύνων και η εν γένειοικονομική κατάσταση των εν λόγω χωρώνέχει βελτιωθεί, η αξιολόγηση των κινδύνωνπου απειλούν το τραπεζικό σύστημα της ΕΕέγινε ευνοϊκότερη κατά το 1999. Όσον αφοράτο δεύτερο ζήτημα, η παρατεταμένη άνοδοςτων περισσότερων χρηματιστηριακών τιμώντης ΕΕ, μαζί με τη ραγδαία αύξηση των τιμώντων ακινήτων σε ορισμένες χώρες της ΕΕ,κατέδειξαν την ανάγκη να καταβληθεί αυ-ξημένη προσοχή από πλευράς των εθνικώνεποπτικών αρχών. Σε σχέση με το θέμα αυτό,ορισμένες εθνικές αρχές έχουν λάβει ειδικάμέτρα για να επιστήσουν την προσοχή τωντραπεζών σχετικά με τους κινδύνους και ναεξασφαλίσουν ότι οι τράπεζες θα αποφεύγουντην ανάληψη υπερβολικών κινδύνων.4

4 Οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων και η σταθερότητα τουτραπεζικού συστήματος, ΕΚΤ, Απρίλιος 2000.

113Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

4 Συστήματα αξιολόγησης κινδύνων και μητρώα πιστώσεων

Εκτός από τη συλλογή πληροφοριών για τιςεξελίξεις της αγοράς και για τους κινδύνουςπου απειλούν τη σταθερότητα του τραπεζι-κού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, ηεφαρμογή προληπτικών μέτρων σε εθνικόεπίπεδο ενισχύεται και από τη συνεργασία καιτην ανταλλαγή πληροφοριών για τις εποπτι-κές πρακτικές. Τα συστήματα αξιολόγησηςκινδύνων είναι εργαλεία που χρησιμοποιούνταιευρέως για το σκοπό αυτό.

Τα εποπτικά συστήματα αξιολόγησηςκινδύνων περιλαμβάνουν όλα τα τυπο-ποιημένα και δομημένα συστήματα καιλειτουργίες που χρησιμοποιούν τα όργανατραπεζικής εποπτείας για να εντοπίσουνεγκαίρως τα πιστωτικά ιδρύματα πουεμφανίζουν υψηλό ή αυξανόμενο κίνδυνο ήανεπαρκείς ελέγχους. Παρά τον εθνικό τουςπροσανατολισμό επειδή είναι προσαρ-μοσμένα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τιςανάγκες των εθνικών τραπεζικών συστημάτων τα εποπτικά συστήματα αξιολόγησηςκινδύνων έχουν πολλά κοινά μεταξύ τωνχωρών της ΕΕ. Οι προσπάθειες πουκαταβάλλονται στον τομέα αυτό από τηνΕΤΕ περιλαμβάνουν κυρίως την ανάλυσητων συστημάτων που ήδη λειτουργούν ήβρίσκονται στη φάση της ανάπτυξης απόαρχές τραπεζικής εποπτείας και από τιςΕθνΚΤ σε διάφορα κράτη-μέλη. Οι επαφέςεπεκτάθηκαν και εκτός της ΕΕ, δεδομένουότι αναλύθηκαν και τα συστήματα πουχρησιμοποιούνται από το καναδικό ΣύστημαΕγγύησης των Καταθέσεων και από τηνΟμοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και ταπορίσματα παρουσιάστηκαν στις εποπτικές

αρχές της ΕΕ και στις ΕθνΚΤ που εκπρο-σωπούνται στην ΕΤΕ.

Παρόλο που προορισμός τους είναι κυρίως ναβοηθήσουν τη διαχείριση του πιστωτικούκινδύνου εκ μέρους των χρηματοπιστωτικώνιδρυμάτων, τα μητρώα πιστώσεων μπορούνκαι αυτά να χρησιμοποιηθούν ως εποπτικάεργαλεία. Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύτων εθνικών αρχών στον τομέα των κεντρικώνμητρώων πιστώσεων (ΚΜΠ) που λειτουργούνήδη έχει επίσης εντατικοποιηθεί. Παρά τανομικά κωλύματα που αντιμετωπίζουνορισμένες χώρες της ΕΕ και που προς τοπαρόν δεν επιτρέπουν την διασυνοριακήανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ΚΜΠ γιαχρήση των εμπορικών τραπεζών, στο πλαίσιοτης ΕΤΕ εξετάζονται όλα τα τεχνικά καιλειτουργικά προβλήματα που συνδέονται μετην πιθανή δημοσίευση των σχετικών πλη-ροφοριών. Ο διάλογος για την αναδιάρθρωσητου διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματοςμε βάση τα διδάγματα από τις πρόσφατεςκρίσεις έχει καταδείξει την ανάγκη γιαευρύτερη συνεργασία και στον τομέατης διασυνοριακής παρακολούθησης τωνχρηματοδοτικών ανοιγμάτων που έχουνσυστημικές διαστάσεις.5 Οι θετικές καιαρνητικές πλευρές της καθιέρωσης διεθνούςμητρώου πιστώσεων έχουν ήδη εξεταστεί.Οι εργασίες συνεχίζονται σχετικά με τηδιερεύνηση του κατά πόσον είναι εφικτό έναμητρώο πιστώσεων για τη ζώνη του ευρώ.

5 Βλ. και Κεφάλαιο IV.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999114

Κεφάλαιο VII

Η ανάπτυξη τωντραπεζογραμματίων ευρώ και

οι προετοιμασίες για τημετάβαση από πλευράς

χρηματικού

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999116

1 Παραγωγή των τραπεζογραμματίων ευρώ

Τα τραπεζογραμμάτια ευρώ και τα επιμέρουςσυστατικά τους παράγονται αυτή τη στιγμή σεδιαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες από τιςΕθνΚΤ και από ιδιωτικές ή δημόσιες εταιρίες.

Η παραγωγή των τραπεζογραμματίων ευρώάρχισε τον Ιούλιο του 1999, αφού πρώταολοκληρώθηκε επιτυχώς η εκτύπωση τηςπρότυπης σειράς τραπεζογραμματίων. Πριναπό το τέλος του έτους η εκτύπωση είχεξεκινήσει σε 9 από τα 11 ιδρύματα εκτύπωσηςπου έχουν αναλάβει την παραγωγήτραπεζογραμματίων ευρώ. Η καθυστέρησηέναρξης της παραγωγής σε κάποια ιδρύματαεκτύπωσης οφείλεται είτε στον όγκο τωντραπεζογραμματίων ευρώ που πρέπει νατυπώσουν, είτε στις ανάγκες παραγωγήςεθνικών τραπεζογραμματίων.

Προς το παρόν, τυπώνονται πρώτα τατραπεζογραμμάτια της ονομαστικής αξίας μετο μεγαλύτερο όγκο παραγωγής. Ώς την 1ηΙανουαρίου 2002, περίπου 13 δισεκ.

τραπεζογραμμάτια ευρώ θα έχουν τυπωθεί γιατις 11 χώρες που συμμετέχουν: 9 δισεκ.τεμάχια για να αντικαταστήσουν τα εθνικάτραπεζογραμμάτια και 4 δισεκ. τεμάχια ωςαποθέματα εφοδιασμού (βλ. Πίνακα 10). Ηονομαστική αξία αυτών των τραπε-ζογραμματίων ανέρχεται στα 600 δισεκ. ευρώπερίπου. Οι εκτιμήσεις του αριθμού τωντραπεζογραμματίων ευρώ που θα τυπωθούνπροτού τεθεί το ευρώ σε κυκλοφορία θαυπόκεινται κάθε χρόνο σε αναθεώρηση, ώστενα λαμβάνονται υπόψη και οι πιθανέςμεταβολές της ζήτησης τραπεζογραμματίων.

Οι διαδικασίες ασφαλείας που αφορούν τηνπαραγωγή και μεταφορά των τραπεζο-γραμματίων και των επιμέρους συστα-τικών τους επανεξετάστηκαν και ενο-ποιήθηκαν. Αναπτύχθηκε μια σειρά υπο-χρεωτικών κανόνων για να εξασφαλίσει έναελάχιστο κοινό επίπεδο ασφαλείας στις διά-φορες εγκαταστάσεις της παραγωγής.

2 Η ποιότητα των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ

Η ποιότητα των τραπεζογραμματίων

Η παραγωγή τραπεζογραμματίων ίδιουποιοτικού επιπέδου σε 11 ιδρύματαεκτύπωσης με πρώτες ύλες από διαφορε-τικούς προμηθευτές αποτελεί δύσκολο έργο.Απαιτείται η εξασφάλιση πανομοιότυπηςεμφάνισης και συνεπούς απόδοσης τόσο σταμηχανήματα διαλογής όσο και στα μηχανήματααποδοχής τραπεζογραμματίων, σύμφωνα μετη βέλτιστη πρακτική που εφαρμόζεται στηνπαραγωγή των εθνικών τραπεζογραμματίων.Γι αυτό το λόγο, έχουν καθοριστείσυγκεκριμένες διαδικασίες επιθεώρησης καιποιοτικού ελέγχου.

Όλα τα ιδρύματα εκτύπωσης που συμμετέχουνστην παραγωγή των τραπεζογραμματίωνευρώ έχουν εφαρμόσει ένα κοινό σύστημαδιαχείρισης ποιότητας, με βάση τα πρότυπα

του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης(ISO)1 . Η δομή αυτού του κοινού συστήματοςεπικεντρώνεται στην ποιότητα των επιμέρουςτραπεζογραμματίων. Για να αξιολογείται ηεκπλήρωση αυτών των απαιτήσεων, έχουνοριστεί λεπτομερείς διαδικασίες επιθεώρησηςκαι ελέγχου, οι οποίες δοκιμάστηκαν κατά τηδιάρκεια της παραγωγής της πρότυπηςσειράς.

Η σωστή υλοποίηση και εφαρμογή τουσυστήματος διαχείρισης ποιότητας αξιολο-γείται από την ΕΚΤ βάσει λεπτομερών μηνιαί-ων αναφορών που υποβάλλουν τα ιδρύμα-τα εκτύπωσης, καθώς και ελέγχων πουδιενεργούνται στις εγκαταστάσεις παραγωγής.

1 ISO 9002: 1994.

117Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Η ποιότητα των κερμάτων

Τα κέρματα ευρώ παράγονται σε 10 χώρεςαπό 14 διαφορετικά νομισματοκοπεία. ΤονΙούνιο του 1999 οι υπουργοί οικονομικών τηςΕΕ, τα νομισματοκοπεία και η ΕΚΤ συμ-φώνησαν σχετικά με ένα λεπτομερές σύστημαδιαχείρισης ποιότητας για την διασφάλισηομοιόμορφης, υψηλής ποιότητας τωνκερμάτων ευρώ. Κάθε νομισματοκοπείο είναι

υπεύθυνο για την ποιότητα των δικώντου κερμάτων σύμφωνα με κοινούς κανόνες.Η ΕΚΤ λειτουργεί ως ανεξάρτητος εκτιμητής.Αξιολογεί τις μηνιαίες αναφορές σχετικάμε την ποιότητα των κερμάτων πουπαράγονται και πραγματοποιεί επισκέψεις στανομισματοκοπεία. Στην περίπτωση που θαανακύψει κάποιο πρόβλημα με την ποιότητατων κερμάτων, η ΕΚΤ θα ειδοποιήσει αμέσωςτους υπουργούς οικονομικών.

3 Προστασία των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ έναντιτης παραχάραξης

Μετά την απόφαση του ΔιοικητικούΣυμβουλίου της ΕΚΤ να δημιουργήσει μιαβάση δεδομένων στην ΕΚΤ, όπου θααποθηκεύονται όλα τα τεχνικά και στατιστικάδεδομένα σχετικά με τα πλαστάτραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ, έχεισημειωθεί πρόοδος στα ζητήματα πουαφορούν τη διαδικασία σχεδιασμού τουσυστήματος παρακολούθησης πλαστών(CMS), το οποίο αποτελείται από την ίδια τηβάση δεδομένων, τα εργαλεία που απαιτούνταιγια την αξιοποίησή της, και τις συνδέσεις μετους διαφόρους χρήστες. Οι απαιτήσεις τωνχρηστών έχουν καθοριστεί και αποτελούν τηβάση για το περαιτέρω έργο. Το γενικόπλαίσιο της τεχνικής διάρθρωσης του CMSέχει καταρτιστεί και η προεργασία για τηνανάπτυξη της λειτουργικής ανάλυσης έχειξεκινήσει.

Το Νοέμβριο του 1999 η ΕΚΤ εξέδωσε τηνΈκθεση για τη νομική προστασία τωντραπεζογραμματίων στα κράτη-μέλη της ΕΕ.Η έκθεση είναι αποτέλεσμα προσεκτικήςμελέτης και αξιολόγησης των διαφόρων

ζητημάτων που αφορούν το νομικό καθεστώςτης προστασίας των τραπεζογραμματίωνευρώ. Μεταξύ αυτών είναι η παραχάραξη, ηπροστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας(copyright), τα εξαρτήματα κατά τηςαντιγραφής για τα μηχανήματααναπαραγωγής, η έγκριση και δημοσίευση τωνσχεδίων των τραπεζογραμματίων ευρώ, ηανταλλαγή των κατεστραμμένων ή φθαρμένωντραπεζογραμματίων ευρώ, η απόσυρση τωντραπεζογραμματίων ευρώ, η έκδοσητραπεζογραμματίων από άλλους φορείς εκτόςτης ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ, καθώς και η έκδοσητραπεζογραμματίων που δεν αποτελούννόμιμο χρήμα, των λεγόμενων εικονικών(fancy) τραπεζογραμματίων.

Οι επαφές με την Europol, την Interpol καιτην Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθιερώθηκαν ήεντατικοποιήθηκαν με σκοπό να γίνουν οικατάλληλες ρυθμίσεις επικοινωνίας καισυνεργασίας, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίαςγια την εξασφάλιση αποτελεσματικής ροήςπληροφοριών στο πλαίσιο της πρόληψης καικαταπολέμησης των παραχαράξεων.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999118

4 Η εκστρατεία ενημέρωσης Ευρώ 2002

Το Διοικητικό Συμβούλιο επέλεξε μιαπαγκόσμια ομάδα επικοινωνίας, η οποία θασυμβάλλει στην πραγματοποίηση μιαςεκστρατείας ενημέρωσης σχετικά με τηνεισαγωγή των τραπεζογραμματίων καικερμάτων ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2002. ΚάθεΕθνΚΤ θα αποτελεί, σε εθνικό επίπεδο, τοβασικό συνομιλητή της παγκόσμιας ομάδαςεπικοινωνίας.

Οι κύριοι στόχοι της εκστρατείας ενημέρωσηςΕυρώ 2002 είναι οι εξής:

να εκπαιδεύσει το ευρύ κοινό και ιδίως τιςδιάφορες ομάδες συναλλασσομένων σχε-τικά με το πώς θα αναγνωρίζει τα γνήσιατραπεζογραμμάτια ευρώ,

να επιμορφώσει τους ταμίες τωνκαταστημάτων και των τραπεζών, έτσι ώστενα εξετάζουν γρήγορα και αποτελεσματικά

τα τραπεζογραμμάτια ευρώ για ναεντοπίζουν πιθανά πλαστά,

να διασφαλίσει την ευνοϊκή υποδοχή τωντραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ,και

να προετοιμάσει σταδιακά το ευρύ κοινόγια την εισαγωγή των τραπεζογραμματίωνκαι κερμάτων ευρώ επισημαίνονταςεπανειλημμένως τις παραστάσεις πουαπεικονίζονται σ αυτά.

Σ αυτό το πλαίσιο, ως ευρύ κοινό νοείται όχιμόνο ο πληθυσμός που κατοικεί στη ζώνη τουευρώ, αλλά και οι πολίτες των άλλων χωρώνόπου θα κυκλοφορήσουν τα τραπεζο-γραμμάτια ευρώ, καθώς και οι επισκέπτες τωνχωρών της ζώνης του ευρώ. Η εκστρατείαενημέρωσης θα συντονιστεί με την ΕυρωπαϊκήΕπιτροπή και τα κράτη-μέλη της ζώνης τουευρώ, καθώς και με την Ελλάδα.

5 Η μετάβαση προς τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ το 2002

Το πλαίσιο της μετάβασης

Με σκοπό να διασφαλιστεί η επιτυχής καιομαλή λειτουργία, πρέπει να καθοριστείσαφώς και πολύ ενωρίτερα το υλικοτεχνικόπλαίσιο της μετάβασης από πλευράςχρηματικού του 2002, προκειμένου όλοι οιενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αρχίσουνεγκαίρως τις απαραίτητες προετοιμασίες. Κατάτη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 1999υπήρξαν εντατικές συζητήσεις μεταξύ όλωντων ενδιαφερομένων, γεγονός που επέτρεψεστους υπουργούς που εκπροσωπούνται στοΣυμβούλιο ECOFIN, σε στενή συνεργασία μετις ΕθνΚΤ και σύμφωνα με τις απόψεις πουεξέφρασε η ΕΚΤ, να επιτύχουν συναίνεση στογενικό πρόγραμμα για τη μετάβαση απόπλευράς χρηματικού. Το σχέδιο έχει ως εξής:

Τα κράτη-μέλη θα προσπαθήσουν με κάθετρόπο να εξασφαλίσουν τη διενέργεια τουμεγαλύτερου όγκου των συναλλαγώνμετρητών σε ευρώ, μέσα σε ένα δεκα-πενθήμερο από την 1η Ιανουαρίου 2002.

Τα συμμετέχοντα κράτη-μέλη θεωρούν ότιη περίοδος παράλληλης κυκλοφορίας τωνπαλαιών και νέων τραπεζογραμματίων καικερμάτων θα πρέπει, στην ιδανικήπερίπτωση, να διαρκέσει από τέσσεριςεβδομάδες μέχρι δύο μήνες. Τα κράτη-μέληδύνανται να διευκολύνουν την ανταλλαγήτων παλαιών τραπεζογραμματίων καικερμάτων μετά από αυτό το διάστημα.

Προκειμένου να υπάρχει επαρκής ποσότηταγια κυκλοφορία κατά τις πρώτες ημέρες τουΙανουαρίου 2002, θα ήταν χρήσιμο αν ταχρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ορισμένεςάλλες ομάδες, κυρίως οι εταιρίες χρη-ματαποστολών και τα καταστήματα λια-νικής πώλησης, να εφοδιαστούν με τρα-πεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ αρκετόχρόνο πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002. Τακράτη-μέλη έχουν υπόψη τους ότι ο εκ τωνπροτέρων εφοδιασμός τραπεζογραμματίωνκαι κερμάτων δεν πρέπει να συνεπάγεται ότιτα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ θατεθούν σε κυκλοφορία πριν από την 1ηΙανουαρίου 2002.

119Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Προκειμένου να βοηθηθούν οι πολίτες ναεξοικειωθούν με τα νέα κέρματα και ναδιευκολυνθεί η μετάβαση, τα κράτη-μέλησυμφωνούν ότι μπορεί να προβλεφθεί ηδιάθεση περιορισμένων ποσοτήτων κερ-μάτων στο κοινό κατόπιν αιτήσεως, ιδίωςστις πιο ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού,όχι όμως πριν από το δεύτεροδεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου 2001.

Το πλαίσιο αυτό επιτρέπει στα κράτη-μέλη ναυλοποιήσουν την μετάβαση από πλευράςχρηματικού με τον καταλληλότερο τρόποανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες πουεπικρατούν σε κάθε χώρα.

Ο εκ των προτέρων εφοδιασμός

Η ανάγκη και ο απαιτούμενος χρόνος για τονεκ των προτέρων εφοδιασμό τραπε-ζογραμματίων και κερμάτων ευρώ σε τράπεζεςπριν από την 1η Ιανουαρίου 2002 και,κατ αρχήν, ο εφοδιασμός άλλων ομάδωνσυναλλασσομένων, μέσω των τραπεζών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σενάριομετάβασης που έχει επιλεγεί σε εθνικόεπίπεδο, καθώς και από το εθνικόυλικοτεχνικό πλαίσιο. Η γενική αρχή πουισχύει για οποιοδήποτε εκ των προτέρωνεφοδιασμό είναι ότι αυτός πρέπει να γίνεταιόσο το δυνατόν αργότερα και όσο νωρίςχρειάζεται. Σύμφωνα με αυτό, το ΔιοικητικόΣυμβούλιο συμφώνησε σχετικά με την αρχήτης εναρμόνισης των ημερομηνιών κατά τιςοποίες θα διατεθούν για πρώτη φορά, πριναπό την επίσημη ημέρα κυκλοφορίας (E-day),τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ σεσχετικές ομάδες συναλλασσομένων. ΚάθεΕθνΚΤ είναι ελεύθερη να κινηθεί μέσα σταπροβλεπόμενα χρονικά περιθώρια, ώστε νακαλύψει τις εγχώριες ανάγκες για εκ τωνπροτέρων εφοδιασμό.

Όσον αφορά τις διαφορετικές ομάδες-στόχους,όλες οι συμμετέχουσες χώρες αναγνωρίζουντην ανάγκη εφοδιασμού των εμπορικώντραπεζών με τραπεζογραμμάτια και κέρματαευρώ πριν από την επίσημη ημέρακυκλοφορίας, αφού αυτό αποτελεί προϋ-πόθεση για την ομαλή και γρήγορη με-

τάβαση. Επιπλέον, υπάρχει ομοφωνία ωςπρος την ανάγκη να εφοδιαστεί ο τομέαςλιανικής, ή τμήματά του, με κέρματα ευρώμέσω των τραπεζών πριν από την επίσημηημέρα κυκλοφορίας (εκ των προτέρων υπο-εφοδιασμός). Αυτό πηγάζει από το γεγονόςότι, σε αντίθεση με τα τραπεζογραμμάτια, τακέρματα γενικά κυκλοφορούν κυρίως μέσωτου τομέα λιανικής και όχι μέσω τωντραπεζών. Με άλλα λόγια, πρέπει ο τομέαςλιανικής να διαθέτει επαρκείς ποσότητεςκερμάτων ευρώ, από την πρώτη κιόλας ημέρακυκλοφορίας, ώστε να δίνει ρέστα απότραπεζογραμμάτια τα οποία θα έχουναποκτήσει οι καταναλωτές πραγματοποιώνταςαναλήψεις από τις θυρίδες των τραπεζών ήαπό τις αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές(ΑΤΜ). Ο εκ των προτέρων εφοδιασμός θασυμβάλει ώστε να ικανοποιηθεί η σημαντικήαπαίτηση για ολοκλήρωση της διαδικασίαςμετάβασης μέσα σε σχετικά μικρό χρονικόδιάστημα.

Σύμφωνα με την κοινή δήλωση που εξέδωσετο Συμβούλιο ECOFIN, αρκετά κράτη-μέληεξετάζουν το ενδεχόμενο του εκ των προτέρωνεφοδιασμού κερμάτων προς τους πολίτες κατάτο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου2001. Όσον αφορά τα τραπεζογραμμάτιαευρώ, το Διοικητικό Συμβούλιο φρονεί ότι ηδυνατότητα εκ των προτέρων εφοδιασμού τουκοινού αποκλείεται από τα Άρθρα 10 και 11του Κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΚ) 974/98σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ, αφού κάτιτέτοιο θα ισοδυναμούσε με θέση τους σεκυκλοφορία.

Προσαρμογή των ΑΤΜ, μηχανών διαλογήςκαι αποδοχής νομισμάτων

Σημαντικός αριθμός των τραπεζογραμματίωνευρώ αναμένεται ότι θα διατεθεί μέσω τωνΑΤΜ ή θα εισπραχθεί μέσω των μηχανώνείσπραξης μετρητών. Επιπλέον, οι κα-ταναλωτές θα ενδιαφερθούν από την αρχή ναχρησιμοποιήσουν τα τραπεζογραμμάτια καικέρματα ευρώ για να καταβάλουν το αντίτιμοτων αγαθών και υπηρεσιών που τουςπαρέχουν οι διάφοροι αυτόματοι πωλητές.Τέλος, οι τράπεζες και οι εταιρίες χρη-

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999120

ματαποστολών θα απαιτήσουν εξοπλισμόκαταμέτρησης και διαλογής ικανό ναεπεξεργαστεί τα τραπεζογραμμάτια καικέρματα ευρώ, κατά τρόπο αξιόπιστο καιασφαλή, αμέσως μόλις τεθούν σε κυκλοφορία.

Επομένως, πρέπει να είναι σαφές ότι ηπροσαρμογή των σχετικών μηχανών θα είναιζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση τηςομαλής εισαγωγής των τραπεζογραμματίωνκαι κερμάτων ευρώ το 2002.

Συζητήσεις με το σχετικό κλάδο της βιο-μηχανίας γι αυτό το θέμα άρχισαν πριν απόμερικά χρόνια. Αυτές οι συζητήσεις

επικεντρώθηκαν στο ζήτημα της έγκαιρηςπαροχής των πληροφοριών για τις τεχνικέςπροδιαγραφές των τραπεζογραμματίων καικερμάτων ευρώ, καθώς και της διαθεσιμότητάςτους για την ανάπτυξη και τη δοκιμή τωναπαιτούμενων αισθητήρων και άλλων συ-σκευών.

Ο σχετικός κλάδος της βιομηχανίας θα έχειτην ευκαιρία εντός του 2000 να δοκιμάσει τουςαισθητήρες και άλλον εξοπλισμό με τατραπεζογραμμάτια ευρώ σε ένα κεντρικόσημείο που θα ορίσει η ΕΚΤ, αλλά και εντόςτου 2001 με ένα πιο αποκεντρωμένοσύστημα. 2

6 Κυκλοφορία μετρητών πριν από το 2002

Την 1η Ιανουαρίου 1999 οι εθνικέςνομισματικές μονάδες μετατράπηκαν σευπομονάδες του ευρώ. Εντούτοις, τατραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ δεν θαεκδοθούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002.Εν τω μεταξύ η κυκλοφορία τραπεζο-γραμματίων στη ζώνη του ευρώ αποτελείταιαπό τραπεζογραμμάτια εκφραζόμενα στιςεθνικές νομισματικές μονάδες. Η ΕΚΤ εγκρίνειτην έκδοση εθνικών τραπεζογραμματίων καιτον όγκο των εκδιδόμενων κερμάτων. Κατάτη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, γιανα εξασφαλιστεί η υποκαταστασιμότηταμεταξύ των εθνικών νομισματικών μονάδων,η ανταλλαγή τραπεζογραμματίων που είναιεκφρασμένα στα εθνικά νομίσματα των χωρώνπου συμμετέχουν στην Οικονομική καιΝομισματική Ένωση (ΟΝΕ) θα διέπεται απότο Άρθρο 52 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, τοοποίο έχει ως εξής:

Μετά τον αμετάκλητο καθορισμό τωνσυναλλαγματικών ισοτιμιών, το ΔιοικητικόΣυμβούλιο λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα γιανα εξασφαλίσει ότι τα τραπεζογραμμάτια πουεκφράζονται σε νομίσματα με αμετάκλητακαθορισμένες ισοτιμίες ανταλλάσσονται απότις ΕθνΚΤ στην αντίστοιχη άρτια ισοτιμία τους.

Με αυτά τα δεδομένα, το Διοικητικό Συμβούλιοαποφάσισε ότι οι ΕθνΚΤ, τουλάχιστον σε έναντόπο της εθνικής τους επικράτειας, θαεξασφαλίσουν οι ίδιες ή μέσω διορισμένουαντιπροσώπου τους ότι τα τραπεζογραμμάτιατων άλλων κρατών-μελών της ζώνης του ευρώθα μπορούν είτε να ανταλλάσσονται με εθνικάτραπεζογραμμάτια και κέρματα είτε, εφόσονζητηθεί, να πιστώνονται σε λογαριασμότηρούμενο στο ίδρυμα που πραγματοποιεί τηνανταλλαγή, εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπειτέτοια δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσειςστην αντίστοιχη άρτια ισοτιμία τους. Οι ΕθνΚΤδύνανται να περιορίσουν τον αριθμό ή/και τησυνολική αξία των τραπεζογραμματίων πουθα είναι διατεθειμένες να δέχονται ανάσυναλλαγή ή ανά ημέρα.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, περίπου 500υποκαταστήματα ΕθνΚΤ ανά τη ζώνη τουευρώ συμμετέχουν στην ανταλλαγή μηεθνικών τραπεζογραμματίων της ζώνης τουευρώ. Από πρακτικής απόψεως, η ανταλλαγήστο πλαίσιο του Άρθρου 52 συνεχίστηκεκανονικά σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη-μέλητο 1999.

2 Όσον αφορά τα κέρματα ευρώ, ο κλάδος παραγωγής έχει τηδυνατότητα να διενεργεί δοκιμές σε κέντρα δοκιμών που έχουνιδρύσει τα κράτη-μέλη προς το σκοπό αυτό.

121Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Επιπλέον, οι ΕθνΚΤ δύνανται να επα-ναπατρίζουν τα τραπεζογραμμάτια άλλωνχωρών της ζώνης του ευρώ ή να διορίζουναντιπρόσωπο που θα εκτελεί αυτή τηνυπηρεσία επαναπατρισμού για λογαριασμότους ή να χρησιμοποιούν τις υφιστάμενεςεμπορικές μεθόδους επαναπατρισμού.

Τα τραπεζογραμμάτια που επαναπατρίστηκανστις αντίστοιχες χώρες έκδοσής τους ήταν115,6 εκατομμύρια τεμάχια, συνολικής αξίας6,2 δισεκ. ευρώ. Τη μεγαλύτερη αξίααντιπροσώπευαν οι λιρέτες Ιταλίας (1,7 δισεκ.ευρώ), τα φιορίνια Ολλανδίας (1,1 δισεκ.ευρώ) και τα σελίνια Αυστρίας (0,8 δισεκ.ευρώ).

Πίνακας 10Ποσότητα τραπεζογραμματίων ευρώπου θα παραχθούν μέχρι την 1ηΙανουαρίου 2002(εκτιμήσεις 1999, σε εκατομμύρια τεμάχια)

Βέλγιο 530

Γερμανία 4.030

Ισπανία 1.925

Γαλλία 2.585

Ιρλανδία 180

Ιταλία 1.950

Λουξεμβούργο 45

Ολλανδία 605

Αυστρία 520

Πορτογαλία 450

Φινλανδία 170

ΣΥΝΟΛΟ ΕΕ-11 12.990

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999122

Κεφάλαιο VIII

Ανάπτυξη του στατιστικούπλαισίου

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999124

Το στατιστικό έργο της ΕΚΤ, το οποίοεπιτελείται σε στενή συνεργασία με τις ΕθνΚΤπου συγκεντρώνουν στοιχεία από τους φορείςπου ανακοινώνουν τα στοιχεία, εστιάζεταικυρίως στην παραγωγή και περαιτέρωανάπτυξη στατιστικών που καλύπτουν τη ζώνητου ευρώ, με σκοπό τη στήριξη της ενιαίαςνομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος,σύμφωνα με τη Συνθήκη ίδρυσης τηςΕυρωπαϊκής Κοινότητας (Συνθήκη).

Νομισματικά και τραπεζικά στατιστικάστοιχεία, επιτόκια και εκδόσειςχρεογράφων

Το Δεκέμβριο του 1998, η ΕΚΤ δημοσίευσε ταπρώτα στοιχεία σχετικά με την ενοποιημένηλογιστική κατάσταση του τομέα τωνΝομισματικών Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων(ΝΧΙ), καθώς και τα νομισματικά στατιστικάστοιχεία που μπορούν να καταρτιστούν βάσειαυτής. Έκτοτε τα στοιχεία αυτά δημοσιεύονταικάθε μήνα, εντός ενός μηνός από τηνημερομηνία ανακοίνωσής τους. Στη διάρκειατου 1999 τα εν λόγω στατιστικά στοιχείααναπτύχθηκαν περαιτέρω. Το Μάρτιο του1999 (προκειμένου για τα στοιχεία τουΦεβρουαρίου) η αύξηση των νομισματικώνμεγεθών υπολογίστηκε για πρώτη φορά βάσειτων ροών, δηλ. μετά από διόρθωση για ναληφθούν υπόψη επανακατηγοριοποιήσεις,αναπροσαρμογές αξίας και λοιπές μεταβολέςοι οποίες δεν οφείλονται σε συναλλαγές, ενώπροηγουμένως οι ρυθμοί αύξησής τουςυπολογίζονταν βάσει των υφιστάμενωνυπολοίπων. Παράλληλα, κατέστησανδιαθέσιμες οι μεταβολές της ενοποιημένηςλογιστικής κατάστασης των ΝΧΙ υπό τη μορφήροών. Από το τέλος Ιουνίου, οπότεδημοσιεύθηκαν νομισματικά στατιστικά στοι-χεία για το Μάιο του 1999, τα τρία νομισμα-τικά μεγέθη (Μ1, Μ2 και Μ3) παρουσιάζονταισε προσωρινή εποχικά διορθωμένη μορφή.Τα στοιχεία των λογιστικών καταστάσεωνχρησιμοποιούνται επίσης και για τονυπολογισμό των ελάχιστων αποθεματικώνπου υποχρεούνται να τηρούν τα πιστωτικάιδρύματα.

Τα ΝΧΙ ανακοινώνουν ανά τρίμηνολεπτομερέστερες πληροφορίες, π.χ. ανάλυσητων εργασιών τους κατά τομέα, νόμισμα καιδιάρκεια, καθώς και περαιτέρω πληροφορίεςγια το είδος των χορηγήσεών τους.Περιορισμένα τριμηνιαία στοιχεία δημο-σιεύθηκαν για πρώτη φορά στο τεύχοςΑπριλίου 1999 του Μηνιαίου Δελτίου της ΕΚΤ.Έκτοτε η κάλυψη των στοιχείων αυτώνεπεκτάθηκε και επί του παρόντος συμ-περιλαμβάνονται και κάποια αναδρομικάστοιχεία.

Ο Κατάλογος των ΝΧΙ ενημερώνεται σεμηνιαία βάση και δημοσιεύεται στη σελίδα τηςΕΚΤ στο Ίντερνετ, έτσι ώστε να διασφαλίζεταιη συνεπής εφαρμογή του ορισμού των ΝΧΙστη ζώνη του ευρώ (και ασφαλώς και στηνΕυρωπαϊκή Ένωση).

Η ΕΚΤ δημοσίευσε για πρώτη φορά στοιχείαγια τις εκδόσεις χρεογράφων το Νοέμβριο του1999. Τα στοιχεία αυτά αφορούν νέεςεκδόσεις, εξαγορές και καθαρές εκδόσεις εκμέρους κατοίκων της ζώνης του ευρώ, σεευρώ και άλλα νομίσματα (κάθε κατηγορίαχωριστά), καθώς και εκδόσεις σε ευρώ εκμέρους μη κατοίκων της ζώνης του ευρώ καιτα ανεξόφλητα υπόλοιπα αυτών.

Από τις αρχές του 1999, η ΕΚΤ έχει επίσηςδημοσιεύσει μια σειρά επιτοκίων τηςχρηματαγοράς και αποδόσεων ομολόγων τουΔημοσίου της ζώνης του ευρώ, καθώς καιδιάφορα επιτόκια που εφαρμόζουν τα ΝΧΙ στιςκαταθέσεις που δέχονται ή στα δάνεια πουπαρέχουν στο πλαίσιο των εργασιών λιανικής.Οι τραπεζικές αγορές λιανικής της ζώνης τουευρώ παραμένουν μάλλον κατακερματισμένες.Τα στοιχεία βάσει των οποίων καταρτίζονταιτα εν λόγω επιτόκια για το σύνολο της ζώνηςτου ευρώ δεν είναι ακόμη απολύτως συγ-κρίσιμα μεταξύ τους. Έτσι, τα επιτόκια αυτάθα πρέπει να χρησιμοποιούνται κυρίως γιατη διαχρονική ανάλυση των εξελίξεων τωνεπιτοκίων λιανικής, και όχι τόσο για τηνανάλυση του ύψους τους.

Το 1999 ξεκίνησαν εργασίες για να βελτιωθείη συγκρισιμότητα των στατιστικών στοιχείωνγια τα επιτόκια λιανικής. Το εγχείρημα αυτό

125Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

μπορεί να αποβεί κάπως χρονοβόρο καιπρέπει να γίνει προσπάθεια να συμβαδίζει μετην πιθανότατα αυξανόμενη ενοποίηση τωνχρηματοπιστωτικών αγορών λιανικής τηςζώνης του ευρώ. Ανάλογες βελτιώσεις θααπαιτηθούν και για τα στατιστικά στοιχεία πουαφορούν τις εκδόσεις χρεογράφων. Η παροχήσυμπληρωματικών πληροφοριών που δενμπορούν να εξαχθούν από τις λογιστικέςκαταστάσεις των ΝΧΙ, όπως πληροφορίες γιατους κατόχους των εμπορεύσιμων χρη-ματοδοτικών μέσων που εκδίδονται από ταΝΧΙ, χρήζει περαιτέρω ανάπτυξης. Τανομισματικά στατιστικά στοιχεία, καθώς καιτα στατιστικά στοιχεία για τις εκδόσεις χρεο-γράφων των περισσότερων μηνών χρειάστηκενα αναθεωρηθούν, αν και, βάσει της εμπειρίαςπου έχει αποκτηθεί από τα στατιστικά στοιχείαγια τις λογιστικές καταστάσεις των ΝΧΙ πουκαταρτίζονται εδώ και περισσότερο καιρό,αναμένεται ότι στο μέλλον αυτό θα γίνεταιόλο και λιγότερο συχνά, καθώς θαπαγιώνονται τα συστήματα, Τέλος, έχειξεκινήσει η διαδικασία ορισμού τωνστατιστικών στοιχείων που θα αφορούντα λοιπά (μη νομισματικά) χρηματοδοτικάιδρύματα, και ιδίως τα ιδρύματα συλλογικώνεπενδύσεων, και τις εργασίες επί χρηματοοι-κονομικών παραγώγων.

Στατιστικά στοιχεία για το ισοζύγιοπληρωμών και τη διεθνή επενδυτική θέση(συμπεριλαμβανομένων τωνσυναλλαγματικών διαθεσίμων) καισταθμισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες

Τα πρώτα μηνιαία στοιχεία για το ισοζύγιοπληρωμών της ζώνης του ευρώ, τα οποίακάλυπταν βασικές κατηγορίες του ισοζυγίου,δημοσιεύθηκαν τον Απρίλιο του 1999 καιπεριείχαν και αναδρομικά στοιχεία σε ΕCUπου ξεκινούσαν από τις αρχές του 1998. ΤοΣεπτέμβριο δημοσιεύθηκαν και τα πρώτααναλυτικότερα τριμηνιαία στοιχεία. Τα πρώταστοιχεία για τη διεθνή καθαρή επενδυτική θέσητης ζώνης του ευρώ που αφορούν το τέλοςτου 1997 και το τέλος του 1998 δημοσιεύθηκανστο τεύχος Δεκεμβρίου 1999 του ΜηνιαίουΔελτίου της ΕΚΤ.

Οι έννοιες και οι ορισμοί των στατιστικώνστοιχείων για το ισοζύγιο πληρωμών και τηδιεθνή επενδυτική θέση σε γενικές γραμμέςσυμφωνούν με την 5η έκδοση του Εγχειριδίουτου Ισοζυγίου Πληρωμών του ΔΝΤ (Οκτώ-βριος 1993), μολονότι στα μηνιαία στα-τιστικά στοιχεία γίνονται δεκτές ορισμένεςπαρεκκλίσεις, προκειμένου να τηρηθούν οιαυστηρές προθεσμίες. Τα κράτη-μέληκατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για ναεπιτευχθεί εναρμόνιση πριν από την πρώτηδημοσίευση στοιχείων. Ωστόσο, οιαναθεωρήσεις που παρατηρούνται σεορισμένα κράτη-μέλη δείχνουν ότι η διαδικασίααυτή δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και έτσι οιπροσπάθειες για τη βελτίωση της ποιότηταςτων στοιχείων θα συνεχιστούν και στη διάρκειατου 2000. Η ΕΚΤ, σε συνεργασία με τηνΕυρωπαϊκή Επιτροπή (Eurostat), τις ΕθνΚΤκαι τις στατιστικές υπηρεσίες, έχει αναλάβειενεργό ρόλο όσον αφορά την ανάλυση τωνδιαφορών των στατιστικών στοιχείων για τοισοζύγιο πληρωμών.

Οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου και ο λογα-ριασμός λοιπές επενδύσεις αποτελούν τιςμεγαλύτερες προκλήσεις για τους φορείς πουκαταρτίζουν τα στατιστικά στοιχεία για τοισοζύγιο πληρωμών και τη διεθνή επενδυτικήθέση. Μια σημαντική δυσκολία, που έχειαντίκτυπο σε όλο το φάσμα των χρηματο-οικονομικών στατιστικών στοιχείων, είναι ηκαταγραφή των διακρατούμενων εμπο-ρεύσιμων χρεογράφων με τις απαραίτητεςαναλύσεις στις επιμέρους κατηγορίες τους.

Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα του Ευρω-συστήματος δημοσιεύονται μαζί με τα στοι-χεία για το ισοζύγιο πληρωμών αρχήςγενομένης από τον Απρίλιο. Τα στοιχεία αυτάπεριλαμβάνουν τις απαιτήσεις του Ευρωσυ-στήματος σε συνάλλαγμα έναντι μη κατοίκωντης ζώνης του ευρώ, καθώς και τον χρυσό,τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα και τιςσυναλλαγματικές θέσεις στο ΔΝΤ. Οιαπαιτήσεις σε ξένο νόμισμα έναντι κατοίκωντης ζώνης του ευρώ, όπως καταθέσεις σενομίσματα εκτός του ευρώ τηρούμενες σετράπεζες που δεν εδρεύουν σε κράτη-μέλητης ζώνης του ευρώ, δημοσιεύονται χωριστά,αλλά δεν συμπεριλαμβάνονται στα συναλ-

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999126

λαγματικά διαθέσιμα. Έχουν γίνει προετοιμασίεςγια τη δημοσίευση των συναλλαγματικώνδιαθεσίμων του Ευρωσυστήματος σύμφωναμε το νέο πρότυπο που θεσπίστηκε από τοΔΝΤ και από την ΤΔΔ, αρχής γενομένης απότο Μάρτιο του 2000.

Τους πρώτους μήνες του Τρίτου Σταδίου τηςΟικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), ηΕΚΤ χρησιμοποιούσε ένα δείκτη που καταρτίζεταιαπό την ΤΔΔ για τη συναλλαγματική ισοτιμία τουευρώ. Από τον Οκτώβριο του 1999 η ΕΚΤδημοσιεύει το δικό της δείκτη, που υπολογίζεταιως ο γεωμετρικός σταθμικός μέσος των διμερώνσυναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρώ έναντι τωννομισμάτων 13 χωρών, λαμβανομένων υπόψητων διμερών εμπορικών συναλλαγών, καθώς καιτου ανταγωνισμού σε τρίτες αγορές. Στο μηνιαίοδείκτη πραγματικών συναλλαγματικώνισοτιμιών τα στοιχεία αυτά διορθώνονται βάσειτων μεταβολών των τιμών καταναλωτή της ζώνηςτου ευρώ και των ανταγωνιστριών χωρών.

Λογαριασμοί κίνησης χρηματοδοτικώνμέσων

Για τη συμπλήρωση της νομισματικής ανά-λυσης και της οικονομικής έρευνας, η ΕΚΤαναπτύσσει στατιστικά στοιχεία για τουςλογαριασμούς κίνησης χρηματοδοτικών μέσωνπου θα καλύπτουν τις χρηματοοικονομικέςροές, καθώς και μια κατάσταση ανεξόφλητωνυπολοίπων των χρηματοοικονομικών απαιτή-σεων και υποχρεώσεων.

Οι βασικές πηγές αυτών των στοιχείων θαείναι η ενοποιημένη λογιστική κατάσταση τωνΝΧΙ της ζώνης του ευρώ, τα στατιστικάστοιχεία για το ισοζύγιο πληρωμών και τιςεκδόσεις χρεογράφων, τα χρηματοοικονομικάστατιστικά στοιχεία για το δημόσιο τομέα τωνχωρών της ζώνης του ευρώ, καθώς και οιεθνικοί λογαριασμοί κίνησης χρηματοδοτικώνμέσων, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό ΣύστημαΛογαριασμών του 1995 (ΕΣΛ 95), οι οποίοιαντιπροσωπεύουν ένα ισχυρό μέσο εναρ-μόνισης.

Επί του παρόντος, η ΕΚΤ δημοσιεύει ετήσιαστοιχεία για τις αποταμιεύσεις, τις επενδύσεις

και τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού μηχρηματοπιστωτικού τομέα της ζώνης του ευρώπροερχόμενα από τους εθνικούς λο-γαριασμούς κίνησης κεφαλαίων και κίνησηςχρηματοδοτικών μέσων. Στο μέλλον σκοπεύεινα καταρτίζει τέτοιου είδους στοιχεία από τιςπροαναφερθείσες τριμηνιαίες πηγές της ζώνηςτου ευρώ, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύ-τερο δυνατό τρόπο τα στοιχεία των εθνικώνλογαριασμών κίνησης χρηματοδοτικών μέσων.

Οικονομικά στατιστικά στοιχεία

Πρωταρχικός σκοπός του ΕΣΚΤ, σύμφωνα μετη Συνθήκη, είναι η διατήρηση της σταθε-ρότητας των τιμών. Η μέτρηση των τιμών πουχρησιμοποιούνται γι αυτόν το σκοπό γίνεταιμε βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη ΤιμώνΚαταναλωτή (ΕνΔΤΚ) που καλύπτει τηζώνη του ευρώ. Η ΕΚΤ χρησιμοποιεί επίσηςπολυάριθμα οικονομικά στοιχεία, ώστε ηαξιολόγηση των προοπτικών εξέλιξης τωντιμών, καθώς και των κινδύνων που απειλούντη σταθερότητα των τιμών της ζώνης τουευρώ, να διενεργείται σε ευρεία βάση. Γι αυτότο λόγο η ΕΚΤ ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τηνποιότητα και τη διαθεσιμότητα στατιστικώνπου αφορούν τις τιμές και το κόστος, τουςεθνικούς λογαριασμούς, την αγορά εργασίαςκαι οικονομικών δεικτών γενικότερα. Χρησι-μοποιεί επίσης ποιοτικά δεδομένα που προκύ-πτουν από έρευνες. Η συχνότητα και η έγκαιρησυλλογή είναι σημαντικά ποιοτικά στοιχεία,στο βαθμό που μπορούν να χρησιμοποιηθούνγια να στηρίξουν την άσκηση της νομισματικήςπολιτικής.

Περαιτέρω πρόοδος έχει πραγματοποιηθεί σεσχέση με τον ΕνΔΤΚ. Η κάλυψή του επε-κτάθηκε ώστε να συμπεριλάβει τους τομείςτης υγείας, της εκπαίδευσης και της κοινωνικήςπροστασίας, μολονότι δεν είναι διαθέσιμααναδρομικά στοιχεία για τις νέες αυτέςκατηγορίες. Απομένει επίσης να λυθεί τοπρόβλημα που αφορά το χειρισμό τωνδαπανών ιδιοκατοίκησης.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Eurostat) καταρτίζειτρεις τριμηνιαίες εκτιμήσεις για το ΑΕΠ τηςζώνης του ευρώ (μετά από 70, 100, και 120

127Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

ημέρες). Κάποιες εκτιμήσεις είναι απαραίτητες,εφόσον επί του παρόντος δεν καταρτίζονταιτριμηνιαίοι λογαριασμοί σε όλες οι χώρες τηςζώνη του ευρώ. Η εισαγωγή του ΕΣΛ 95αποδείχθηκε δυσχερέστερη από ό,τι ανα-μενόταν. Για πολλές χώρες ακόμη λείπουνορισμένοι δείκτες, ιδίως στατιστικά στοιχεία γιατην αγορά εργασίας, και έτσι είναι αδύνατοννα καταρτιστούν μεγέθη της ζώνης του ευρώπου να είναι συνεπή προς τους εθνικούςλογαριασμούς. Η έλλειψη στοιχείων για τηναπασχόληση και το κόστος εργασίας επη-ρεάζει επίσης τους παράγωγους δείκτες, όπωςτο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιεύει μεγέθητης ζώνης του ευρώ που αφορούν πολλούςβραχυχρόνιους δείκτες, και ιδίως τη βιο-μηχανική παραγωγή και τις τιμές παραγωγού.Οι περισσότεροι δείκτες δεν καλύπτουν όλεςτις χώρες της ζώνης του ευρώ και βασίζονταιεν μέρει σε εκτιμήσεις. Η έγκαιρη κατάρτισητων στοιχείων βελτιώθηκε το 1999. Εξαιτίαςτων παρεκκλίσεων, θα χρειαστεί να περάσουνκάποια χρόνια μέχρι να εφαρμοστεί πλήρωςο Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίουπερί βραχυπρόθεσμων στατιστικών (1998).Η ΕΚΤ χρησιμοποιεί επίκαιρες έρευνες γιατις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, οιοποίες διεξάγονται σε μηνιαία βάση από τηνΕυρωπαϊκή Επιτροπή.

Συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο αρμόδια για τηνκατάρτιση στατιστικών στοιχείων για τηνποσότητα χρήματος και τις τραπεζικέςεργασίες είναι η ΕΚΤ. Αρμόδιες για ταστατιστικά στοιχεία σχετικά με το ισοζύγιοπληρωμών, τη διεθνή επενδυτική θέση καιτους λογαριασμούς κίνησης χρηματοδοτικώνμέσων είναι η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή

(Εurostat). Επιπλέον, αρμόδια για τα στα-τιστικά στοιχεία για τις τιμές και το κόστος,καθώς και για τα λοιπά οικονομικά στατιστικάστοιχεία είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτόςο επιμερισμός αρμοδιοτήτων λειτούργησεεπιτυχώς το 1999.

Συνεργασία με διεθνή ιδρύματα

Σύμφωνα με το Άρθρο 5.1 του Καταστατικούτου ΕΣΚΤ, η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά επίστατιστικών θεμάτων και με διεθνείς οργα-νισμούς. Στη διάρκεια του 1999, η συνεργασίααυτή κυρίως με την ΤΔΔ και το ΔΝΤ ήτανιδιαίτερα στενή στους τομείς των στατιστικώνστοιχείων για το ισοζύγιο πληρωμών, τωνσυναλλαγματικών διαθεσίμων, των εκδόσεωνχρεογράφων (όπου πηγή των στοιχείων γιατις εκδόσεις σε ευρώ εκ μέρους μη κατοίκωντης ζώνης του ευρώ είναι η ΤΔΔ), καθώς καιτων στοιχείων για τη χρήση του ευρώ διεθνώς.

Στατιστικά στοιχεία για τα κράτη-μέληεκτός ζώνης του ευρώ

Όλα τα κράτη-μέλη δέχθηκαν σημαντικήενθάρρυνση να αρχίσουν τις προετοιμασίεςστο στατιστικό τομέα για τη συμμετοχή στοΤρίτο Στάδιο της ΟΝΕ. Στην πράξη, η ΕΚΤσυλλέγει σχεδόν πλήρη στοιχεία από τακράτη-μέλη εκτός της ζώνης του ευρώ. Ταστοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται για τηνπαρακολούθηση των οικονομικών και χρη-ματοοικονομικών εξελίξεων στις χώρεςαυτές. Ωστόσο, για τη συσσωμάτωση τωνστατιστικών στοιχείων των εν λόγω χωρώνστα μεγέθη της ζώνης του ευρώ, θα απαιτηθείεντατική εργασία εκ μέρους της εκάστοτεχώρας (ή χωρών) στην περίοδο πριν από τηδιεύρυνση της ζώνης του ευρώ.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999128

Κεφάλαιο IX

Λοιπά καθήκοντακαι δραστηριότητες

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999130

1 Συμβουλευτικές λειτουργίες

Πλαίσιο 7Διαδικασίες διαβούλευσης κατά το 1999

α/α Αιτών Θέμα

1 Ισπανία Εφαρμογή της Οδηγίας 98/26/ΕΚ της 19ης Μαΐου 1998 με τομετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στασυστήματα διακανονισμού αξιογράφων (Οδηγία για το Αμετάκλητοτου Διακανονισμού)

2 Ιταλία Τροποποίηση του νόμου σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ

3 Ιταλία Παραγωγή και έκδοση κερμάτων

4 Ελλάδα Αποϋλοποίηση των μετοχών της Τράπεζας της Ελλάδος

5 Αυστρία Αρμόδια αρχή για την τραπεζική εποπτεία

6 Ευρωπαϊκή Επιτροπή Λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2494/95του Συμβουλίου σχετικά με τα ελάχιστα πρότυπα για το χειρισμό τωνδαπανών ασφάλισης στον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή 1

7 Αυστρία Εφαρμογή της Οδηγίας 97/5/ΕΚ της 27ης Ιανουαρίου 1997 για τιςδιασυνοριακές μεταφορές πιστώσεων και της Οδηγίας για τοΑμετάκλητο του Διακανονισμού

8 Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2214/96 της Επιτροπήςσχετικά με τους υποδείκτες των ΕνΔΤΚ2

9 Σουηδία Εφαρμογή της Οδηγίας για το Αμετάκλητο του Διακανονισμού10 Γερμανία Τρίτος νόμος για την εισαγωγή του ευρώ

Σύμφωνα με το Άρθρο 105 (4) της Συνθήκηςκαι το Άρθρο 4 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ,το Συμβούλιο της ΕΕ ή οι αρμόδιες εθνικέςαρχές, κατά περίπτωση, οφείλουν να ζητούντη γνώμη της ΕΚΤ για κάθε προτεινόμενηκοινοτική ή εθνική νομοθετική ρύθμιση πουεμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΚΤ.

Τα όρια και οι προϋποθέσεις που ισχύουν ότανοι εθνικές αρχές ζητούν τη γνώμη της ΕΚΤ γιαπροτεινόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις προ-βλέπονται στην Απόφαση του Συμβουλίου98/415/ΕΚ της 29ης Ιουνίου 1998.

Επίσης οι εθνικές αρχές ζητούν προαιρετικάτη γνώμη της ΕΚΤ για τις σχεδιαζόμενεςνομοθετικές διατάξεις που προτίθενται ναεκδώσουν κατ εφαρμογή των Οδηγιών της

ΕΚ και εμπίπτουν στο πεδίο των αρμο-διοτήτων της ΕΚΤ.

Το 1999 η γνώμη της ΕΚΤ ζητήθηκε συνολικά22 φορές. Από τις περιπτώσεις αυτές, οι 3αφορούσαν κοινοτικές νομικές πράξεις και οι19 σχέδια εθνικών νομοθετικών διατάξεωνπου εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της ΕΚΤ. Οαριθμός αυτός ήταν μικρότερος εκείνου του1998 (64 αιτήσεις), καθώς οι νομοθετικέςρυθμίσεις σχετικά με τα καταστατικά τωνΕθνΚΤ και εισαγωγή του ευρώ ψηφίστηκανπριν από τον Ιανουάριο του 1999.

Στο πλαίσιο που ακολουθεί συνοψίζονται οιπεριπτώσεις κατά τις οποίες ζητήθηκε ηγνώμη της ΕΚΤ το 1999.

1 Επίσημη Εφημερίδα, C 252, 3 .9.1999, σελ. 4.2 Επίσημη Εφημερίδα, C 285, 7.10.1999, σελ. 14.

131Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

11 Συμβούλιο ΕΕ Λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2494/95του Συμβουλίου σχετικά με τα ελάχιστα πρότυπα για το χειρισμόπροϊόντων των τομέων της υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικής πρόνοιας στον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή3

12 Ιρλανδία Νόμος περί πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων

13 Ολλανδία Προστασία των πιστωτικών και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έναντι υποχρεώσεων που προκύπτουν από την αργία των συστημάτωνπληρωμών και διακανονισμού χρεογράφων της 31ης Δεκεμβρίου 1999

14 Πορτογαλία Νομοσχέδιο που προβλέπει αρμοδιότητα της Τράπεζας της Πορτογαλίας για: (i) την παραγωγή και εκτύπωση τραπεζογραμματίωνκαι λοιπών αξιών, (ii) την εκτέλεση της διανομής των τραπε-ζογραμματίων και (iii) την ανάπτυξη υπηρεσιών που είναι συνα-φείς με την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων

15 Πορτογαλία (i) Νομικό πλαίσιο των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρημα-τοοικονομικών εταιριών σχετικά με το Ταμείο Εγγύησης Κατα-θέσεων και (ii) δραστηριότητες του Ταμείου Εγγύησης Κατα-θέσεων

16 Ισπανία Ρυθμίσεις για την διανομή κερδών της Τράπεζας της Ισπανίας στοΔημόσιο

17 Λουξεμβούργο Συμβατικές υποχρεώσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα που είναιπληρωτέες στις 31 Δεκεμβρίου 1999

18 Ελλάδα Τροποποίηση του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος

19 Λουξεμβούργο Εφαρμογή της Οδηγίας για το Αμετάκλητο του Διακανονισμού

20 Γαλλία Καταστατικό και ρόλος του IEDOM (Εκδοτικού Ιδρύματος τωνΥπερπόντιων Διαμερισμάτων)

21 Γαλλία Καταστατικό και ρόλος του IEDOM

22 Λουξεμβούργο Στατιστικά στοιχεία για το ισοζύγιο πληρωμών

2 Συμμόρφωση με τις απαγορεύσεις νομισματικής χρηματοδότησηςκαι προνομιακής πρόσβασης

Σύμφωνα με το Άρθρο 237 Δ (πρώην Άρθρο180 Δ) της Συνθήκης ίδρυσης της ΕυρωπαϊκήςΚοινότητας (στο εξής η Συνθήκη), στην ΕΚΤέχει ανατεθεί το καθήκον να παρακολουθεί τησυμμόρφωση των 15 ΕθνΚΤ της ΕΕ προς τιςδιατάξεις των Άρθρων 101 και 102 (πρώηνΆρθρων 104 και 104 Α αντίστοιχα) της Συν-θήκης, καθώς και των σχετικών Κανονισμών(ΕΚ) 3603/93 και 3604/93 του Συμβουλίου.Το Άρθρο 101 απαγορεύει στην ΕΚΤ καιτις ΕθνΚΤ να παρέχουν διευκολύνσειςυπεραναλήψεων ή άλλου είδους πιστωτικέςδιευκολύνσεις σε κυβερνήσεις και κοινοτικά

όργανα και φορείς, καθώς και να αγοράζουνχρεόγραφα απευθείας από αυτούς. Το Άρθρο102 απαγορεύει οποιοδήποτε μέτρο εκτόςαν λαμβάνεται για λόγους προληπτικής επο-πτείας που καθιερώνει την προνομιακήπρόσβαση κυβερνήσεων και κοινοτικώνοργάνων ή φορέων στα χρηματοπιστωτικάιδρύματα. Από την αρχή του Δεύτερου Σταδίουτης ΟΝΕ, αυτή η διαδικασία παρακολούθησηςήταν αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Νο-μισματικού Ιδρύματος. Από την 1η Ιουνίου1998, η παρακολούθηση κατά πόσον οι ΕθνΚΤεκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους γίνεται

3 Επίσημη Εφημερίδα, C 324, 12.11.1999, σελ. 11.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999132

πλέον από την ΕΚΤ. Παράλληλα, η ΕυρωπαϊκήΕπιτροπή παρακολουθεί τη συμμόρφωση τωνκρατών-μελών με τις παραπάνω διατάξεις.

Το Ευρωσύστημα θεωρεί πολύ σημαντικό νατηρούνται σε κάθε περίπτωση οι προ-αναφερόμενες διατάξεις της Συνθήκης καιοι συναφείς Κανονισμοί του Συμβουλίου. Ηνομισματική χρηματοδότηση κυβερνήσεων καιδημόσιων οργανισμών, καθώς η πάσηςφύσεως προνομιακή τους πρόσβαση σεχρηματοπιστωτικά ιδρύματα, θα δημιουργούσεπληθωριστικές προσδοκίες και, ως εκ τούτου,θα έπληττε σημαντικά την αξιοπιστία τηςενιαίας νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, θααποδυνάμωνε τα κίνητρα για την προώθησητων απαραίτητων προγραμμάτων δημο-σιονομικής εξυγίανσης στις χώρες της ζώνηςτου ευρώ, παρέχοντας στις κυβερνήσεις έναναπλό τρόπο κάλυψης των δανειακών τουςαναγκών.

Η ΕΚΤ παρακολουθεί επίσης τα χρεόγραφατου Δημοσίου της οικείας χώρας ή άλλουκράτους-μέλους τα οποία αγοράζουν οι ΕθνΚΤστη δευτερογενή αγορά. Σύμφωνα με τονΚανονισμό (ΕΚ) 3603/93 του Συμβουλίου, ηαπόκτηση τίτλων του Δημοσίου στη δευ-τερογενή αγορά δεν πρέπει να χρησιμο-ποιείται για την καταστρατήγηση του Άρθρου101 της Συνθήκης. Οι αγορές αυτές δεν πρέπεινα γίνονται μορφή έμμεσης νομισματικήςχρηματοδότησης του δημόσιου τομέα.

Συνολικά, οι πληροφορίες που συγκέντρωσεη ΕΚΤ από τις ΕθνΚΤ επιβεβαιώνουν ότιγενικώς τηρήθηκαν οι διατάξεις των Άρθρων101 και 102 της Συνθήκης και οι συναφείςΚανονισμοί (ΕΚ) του Συμβουλίου κατά την υπόεξέταση περίοδο. Παρουσιάστηκαν κάποιεςατέλειες και τεχνικές δυσκολίες κατά τημετάβαση σε νέες ρυθμίσεις. Οι ασυμ-βατότητες αυτές είναι ήσσονος σημασίας καιήδη προωθούνται διορθωτικά μέτρα.

3 Μετάβαση στο έτος 2000

Κατά το 1999, το Ευρωπαϊκό ΣύστημαΚεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) αφιέρωσε ση-μαντικές προσπάθειες και πόρους ώστε ναδιασφαλιστεί ομαλή μετάβαση στο έτος 2000.Επειδή το ζήτημα του έτους 2000 πηγάζει απότην τεχνολογία των Η/Υ, οι περισσότερεςσχετικές ενέργειες είχαν στόχο κατ αρχάς τηνεπίτευξη συμμόρφωσης των πληροφοριακώνσυστημάτων προς το έτος 2000, με ιδιαίτερηέμφαση στα κρίσιμα συστήματα που απαι-τούνται για την άσκηση της νομισματικήςπολιτικής και στο σύστημα ΤARGET.

Δοκιμές και ενέργειες αποκατάστασης

Στην ΕΚΤ και σε κάθε ΕθνΚΤ έγινε καταγραφήτου υπάρχοντος λογισμικού και υλικού Η/Υ.Όπου κρίθηκε σκόπιμο, τα συστήματα ανα-βαθμίστηκαν και εγκαταστάθηκαν προ-γράμματα συμβατά με το έτος 2000. Η ΕΚΤκαι κάθε ΕθνΚΤ ήταν χωριστά υπεύθυνες ναδιενεργήσουν μια σειρά δοκιμών τωνεσωτερικών τους συστημάτων προκειμένου να

εξακριβώσουν ότι τα συστήματα αναγνώριζανσωστά ημερομηνίες του έτους 2000. Πέραντων δοκιμών των εσωτερικών συστημάτων ωςπρος τη συμμόρφωση, η ΕΚΤ προέβη στιςαρχικές δοκιμές του συστήματος ολόκληρουτου ΕΣΚΤ, στο βαθμό που κάτι τέτοιο ήτανεφικτό μέσα σε ένα κλειστό περιβάλλον στοπλαίσιο της ΕΚΤ. Με αυτό τον τρόπο, κατάτους πρώτους μήνες του 1999 ελέγχθηκανόλες οι επιμέρους συνιστώσες των συ-στημάτων που καλύπτουν ολόκληρο τοΕυρωσύστημα ως προς τη συμμόρφωσή τουςμε το έτος 2000.

Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε μια σειράδιμερών δοκιμών μεταξύ της ΕΚΤ και όλωντων ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ, καθώς καιάλλων ΕθνΚΤ εκτός ζώνης του ευρώ πουεπέλεξαν να συμμετάσχουν. Οι δοκιμές αυτέςέγιναν σε ένα περιβάλλον προσομοίωσης τουέτους 2000, με τη χρήση όμως της υποδομήςπαραγωγής του ΕΣΚΤ, προκειμένου ναελεγχθεί η συνεχής ροή των εργασιών τωνεφαρμογών. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών,

133Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

λίγα μόνο προβλήματα εντοπίστηκαν σχετικάμε το έτος 2000. Στις λίγες περιπτώσεις πουεντοπίστηκαν ζητήματα μη συμμόρφωσης,έγιναν με επιτυχία ενέργειες αποκατάστασηςκαι προς το τέλος του καλοκαιριού 1999εθεωρείτο ότι όλα τα κρίσιμα συστήματα πουχρησιμοποιούνται από το Ευρωσύστημα γιατους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής ήτανσυμβατά με το έτος 2000.

Παράλληλα με τις λοιπές ενέργειες του ΕΣΚΤσε σχέση με τη συμμόρφωση προς το έτος2000, το ΤΑRGET πέρασε μια περίοδοεντατικών δοκιμών. Στις εν λόγω δοκιμέςακολουθήθηκε μια προσέγγιση με βάση τηδιαδικασία της οποίας η αξία είχε αποδειχθείκατά τη δοκιμή του ΤΑRGET προτού αυτότεθεί σε λειτουργία στις 4 Ιανουαρίου 1999.Αφού ολοκληρώθηκε επιτυχώς η φάση τωνδοκιμών χωριστά στις εθνικές συνιστώσες καιστις συνδέσεις με την υπηρεσία SWIFT FIN,έγιναν δοκιμές μεταξύ των συστημάτων, όπουόλα τα συστήματα των ΕθνΚΤ και της ΕΚΤλειτούργησαν σε περιβάλλον προσομοίωσηςτου έτους 2000 κατά τη διάρκεια μιας πλήρουςεργάσιμης ημέρας του ΤΑRGET. Κατά τηδεύτερη αυτή φάση, ορισμένα πιστωτικάιδρύματα συμμετείχαν στη δοκιμή των εθνικώνσυστημάτων διακανονισμού σε συνεχή χρόνοσε κάθε χώρα. Τέλος, η συμμόρφωση τουσυστήματος ΤΑRGΕΤ με το έτος 2000καταδείχθηκε το Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου1999. Εκατοντάδες πιστωτικά ιδρύματααπέδειξαν ότι είναι σε θέση να διενεργήσουνπράξεις για αποστολή και λήψη δια-συνοριακών πληρωμών ΤΑRGΕΤ, στο πλαί-σιο της γενικής δοκιμής που κάλυπτε μιαπλήρη εργάσιμη ημέρα με προσομοίωση τουέτους 2000. Σε ορισμένες χώρες τα εγχώριασυστήματα πληρωμών δοκιμάστηκαν και σεσυνεργασία με τρίτους φορείς.

Παράλληλα, διενεργήθηκαν δοκιμές στομοντέλο ανταποκριτριών κεντρικών τραπεζών(ΜΑΚΤ). Το ΜΑΚΤ είναι ένα σύστημα πουχρησιμοποιείται για τη διασυνοριακή χρήσημέσων εξασφαλιστικών των πληρωμών, έτσιώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες για τα ενλόγω μέσα και πέραν των συνόρων μιαςχώρας για τις πράξεις νομισματικής πολιτικήςκαι για τις ανάγκες των συστημάτων

πληρωμών. Όπως έδειξαν οι δοκιμές, δενυπήρχαν προβλήματα. Στο πλαίσιο τωνεποπτικών του καθηκόντων, το ΕΣΚΤπαρακολούθησε επίσης την πρόοδο πουσημειώνουν άλλα συστήματα πληρωμώνμεγάλης αξίας και σημαντικά συστήματαλιανικών πληρωμών της ΕΕ, ιδίως εκείνα πουδιακανονίζουν τα υπόλοιπά τους στο τέλος τηςημέρας μέσω ΤΑRGΕΤ. Με την καθιέρωση ωςκανόνα της στρατηγικής του ΤΑRGEΤ για τημετάβαση στο έτος 2000, θεσπίστηκανδιαδικασίες για να δοθεί σχετική αναφορά απότις διάφορες χώρες, προκειμένου να δια-πιστωθεί ότι όλα τα συστήματα πληρωμών εί-χαν ολοκληρώσει τις εσωτερικές δοκιμές μέχριτο τέλος Απριλίου του 1999 και τις πολυμερείςδοκιμές μέχρι το τέλος Ιουλίου του 1999.

Αφού ολοκληρώθηκαν οι δοκιμές και οιενέργειες αποκατάστασης, η ΕΚΤ επέβαλε στασυστήματά της μορατόριουμ, το οποίοίσχυσε από την 1η Οκτωβρίου 1999 μέχρι την1η Μαρτίου 2000, ούτως ώστε να διασφαλιστείότι αυτά θα παραμείνουν σταθερά συμβατά μετο έτος 2000.

Άλλα προληπτικά μέτρα

Προκειμένου να περιοριστούν οι συναλλαγέςστις 31 Δεκεμβρίου 1999 και να μπορέσουντα τραπεζικά ιδρύματα να εκτελέσουν τιςδιαδικασίες τέλους έτους και να ολο-κληρώσουν τη δημιουργία πλήρους σειράςεφεδρικών αρχείων στα σχετικά συστήματαπριν από τη μετάβαση στο έτος 2000, στις31 Μαρτίου 1999 η ΕΚΤ ανακοίνωσε τηναπόφασή της η 31η Δεκεμβρίου 1999 να είναιαργία για το TARGET. Παράλληλα με το μέτροαυτό, η ΕΚΤ συνέβαλε επίσης σημαντικά στηνπροώθηση νομοθετικών πρωτοβουλιών απότα κράτη-μέλη της ΕΕ, προτείνοντας έναανακοινωθέν το οποίο εξέδωσαν οι υπουργοίοικονομικών στις 17 Απριλίου 1999. Στοανακοινωθέν αναφερόταν ότι θα έπρεπε τακράτη-μέλη με τα κατάλληλα μέσα ναδιασφαλίσουν ότι, όπως και στην περίπτωσηοποιασδήποτε συνηθισμένης αργίας, οι πάσηςφύσεως συμβατικές υποχρεώσεις τωνπιστωτικών ιδρυμάτων ή των λοιπών φορέωντων χρηματοπιστωτικών αγορών, τουλάχιστον

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999134

προκειμένου για τις συναλλαγές σε ευρώ, δενθα καθίσταντο ληξιπρόθεσμες ούτε εκτελεστέςστις 31 Δεκεμβρίου 1999.

Παράλληλα με τις εντατικές εργασίες με σκοπότην εσωτερική της συμμόρφωση, η ΕΚΤανέλυσε τις πιθανές επιπτώσεις τηςμετάβασης στο έτος 2000 στη ζώνη του ευρώ.Με βάση την ανάλυση αυτή, η ΕΚΤ κατέληξεότι το πιθανότερο ήταν οι νομισματικές καιοικονομικές συνέπειες από τη μετάβαση στοέτος 2000 να μην έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατη μεσοπρόθεσμη στρατηγική της νο-μισματικής πολιτικής. Η ΕΚΤ δεν θεωρούσεαναγκαίο κατά την περίοδο μετάβασης στοέτος 2000 να κατέχει το κοινό μεγαλύτερεςποσότητες τραπεζογραμματίων από ό,τισυνήθως θα συνέβαινε στο τέλος του έτους.Εντούτοις, οι ΕθνΚΤ εξασφάλισαν την ύπαρξηεπαρκών διαθέσιμων αποθεμάτων τραπε-ζογραμματίων ώστε να καλυφθεί τυχόν έκτα-κτη ζήτηση που θα μπορούσε να εκδηλωθείγια προληπτικούς λόγους.

Επίσης, η ΕΚΤ αξιολόγησε προσεκτικά τηνκαταλληλότητα του λειτουργικού πλαισίου τηςνομισματικής πολιτικής του ΕΣΚΤ εν όψει τηςμετάβασης στο έτος 2000. Τον Αύγουστο του1999, το Ευρωσύστημα ανακοίνωσε ότι δενδιέβλεπε την ανάγκη εισαγωγής συστημικώνμεταβολών στο πλαίσιο λειτουργίας τουεξαιτίας της μετάβασης στο έτος 2000.Μάλιστα, το λειτουργικό πλαίσιο τουΕυρωσυστήματος ήταν εξ αρχής σχεδιασμένοώστε να εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατήευελιξία κατά την εφαρμογή της νομισματικήςπολιτικής και κατά συνέπεια επιτρέπει ναγίνουν τυχόν τεχνικές προσαρμογές, αν κριθείσκόπιμο. Το λειτουργικό πλαίσιο τουΕυρωσυστήματος ήδη διέθετε ενσω-ματωμένους μηχανισμούς που είχαν σχε-διαστεί έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπιστείοσοδήποτε υψηλή ζήτηση ρευστότητας εκμέρους των συμμετεχόντων στην αγορά. Μεβάση τα όσα προαναφέρθηκαν, η ΕΚΤανακοίνωσε μια ήσσονος σημασίας μεταβολήστις 23 Σεπτεμβρίου 1999, ότι δηλ. δενεπρόκειτο να διενεργήσει καμία νέα πράξηκύριας αναχρηματοδότησης την πρώτηεβδομάδα του 2000 και ότι καμία τέτοια πράξηδεν θα έληγε κατά την ίδια εβδομάδα, πράγμα

το οποίο επέτυχε παρατείνοντας σε τρειςεβδομάδες τη διάρκεια των δύο τελευταίωνπράξεων κύριας αναχρηματοδότησης του1999. Ένα επιπλέον μέτρο, σκοπός τουοποίου ήταν να συμβάλει στην ομαλήμετάβαση στο έτος 2000 στις χρηματαγορές,ήταν η αύξηση του όγκου ρευστότητας προςκατανομή μέσω των πιο μακροχρόνιωνπράξεων αναχρηματοδότησης από 15 δισεκ.ευρώ σε 25 δισεκ. ευρώ για τις τρεις τελευταίεςπράξεις αναχρηματοδότησης του 1999.

Επιπλέον, οι υπάρχουσες νομικές συμφωνίεςτις οποίες είχε συνάψει η ΕΚΤ αναθεωρήθηκανκαι, όπου χρειαζόταν, έγιναν οι κατάλληλεςτροποποιήσεις ώστε να διασφαλιστεί ηδυνατότητα εφαρμογής τους με οποιοδήποτεσενάριο για τη μετάβαση στο έτος 2000.

Παρά ταύτα, η ΕΚΤ δεν ήθελε να παραβλέψειτο ενδεχόμενο να επηρεαστεί η ομαλήλειτουργία των συστημάτων της απόαπρόβλεπτα προβλήματα. Ως προληπτικόμέτρο λοιπόν, η ΕΚΤ αναθεώρησε τα μέτραέκτακτης ανάγκης τα οποία είχαν αναπτυχθείεν όψει της μετάβασης στο ευρώ, προκειμένουνα εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους στηνπερίπτωση που θα παρουσιάζονταν προ-βλήματα κατά τη μετάβαση στο έτος 2000.Προετοίμασε επίσης κατεπείγουσες δια-δικασίες οι οποίες θα επέτρεπαν στο προ-σωπικό της ΕΚΤ να εκτελέσει κρίσιμες δρα-στηριότητες εκτός έδρας. Ευτυχώς, τα συ-στήματα του ΕΣΚΤ εισήλθαν ομαλά στο έτος2000, και δεν χρειάστηκε να ενεργοποιηθείκαμία από τις διαδικασίες έκτακτης ανάγκης ήαπό τις κατεπείγουσες διαδικασίες.

Υποδομή επικοινωνιών

Κατά το 1999, οι διάφορες επιτροπές τουΕΣΚΤ αφιέρωσαν σημαντικό μέρος τωνεργασιών τους στην προετοιμασία τηςμετάβασης στο έτος 2000. Προκειμένου ναεξασφαλιστεί ότι οι προετοιμασίες εν όψει του2000 χαρακτηρίζονται από γενικότερη συνέ-πεια σε όλο το φάσμα του ΕΣΚΤ, το ΔιοικητικόΣυμβούλιο αποφάσισε να συστήσει τηνΕπιτροπή Συντονισμού για το έτος 2000,αποτελούμενη από τους υπευθύνους

135Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

συντονισμού των ΕθνΚΤ για το έτος 2000.Η Επιτροπή Συντονισμού του ΕΣΚΤ για τοέτος 2000 ήταν αρμόδια για το συντονισμότόσο μεταξύ των ιδρυμάτων που ανήκουν στοΕΣΚΤ όσο και μεταξύ του ΕΣΚΤ και τωνδιεθνών φορέων που επιλαμβάνονταιαπευθείας θεμάτων σχετικών με το έτος 2000.Ανάμεσα στα κύρια καθήκοντά της ήταν νααναλύει την καταλληλότητα και το εφικτότων μέτρων έκτακτης ανάγκης, καθώς καιτων διαδικασιών για την ενεργοποίηση τωνμέτρων αυτών, και να καθορίζει τα σημεία-σταθμούς για το ΕΣΚΤ τα οποία θα αποτελούναντικείμενα παρακολούθησης πριν, κατά καιμετά τη μετάβαση στο έτος 2000.

Η Επιτροπή Συντονισμού του ΕΣΚΤ για τοέτος 2000 αποτέλεσε τον πυρήνα μιας απο-τελεσματικής υποδομής επικοινωνιών με-ταξύ της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ, η οποία δη-μιουργήθηκε ειδικά για να παρακολουθεί τιςεξελίξεις κατά το διάστημα της μετάβασης στοέτος 2000. Μέσω της τακτικής ανταλλαγήςπληροφοριών σχετικά με τα εσωτερικάσυστήματα και τις υποδομές του ΕΣΚΤ, καθώςκαι σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές αγορές

της ζώνης του ευρώ, η Επιτροπή είχε συνεχώςπλήρη εικόνα της κατάστασης στην οποίαευρίσκονταν τα συστήματα του ΕΣΚΤ και ήτανσε θέση να εντοπίσει πιθανά προβλήματα σεπολύ αρχικό στάδιο. Η ΕΚΤ και οι ΕθνΚΤεπίσης αντάλλαξαν πληροφορίες με το ΜικτόΣυμβούλιο για το έτος 2000, υπό τοσυντονισμό της Τράπεζας Διεθνών Δια-κανονισμών, σε μια προσπάθεια περιορισμούτων κινδύνων που σχετίζονται με το έτος 2000και υπερβαίνουν τα όρια του Ευρωσυστήματοςσε παγκόσμιο επίπεδο. Οι υποδομές αυτέςαποδείχθηκαν πολύ αποτελεσματικές.

Πολλοί υπάλληλοι της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤβρίσκονταν στη θέση τους κατά το τριήμεροτης μετάβασης στο έτος 2000, ούτως ώστε ναδιασφαλιστεί ότι κάθε απρόβλεπτο πρόβλημαθα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Οι σε βά-θος προετοιμασίες που είχαν γίνει το 1999 εί-χαν ικανοποιητικό αντίκρυσμα, καθώς οι δρα-στηριότητες τόσο κατά το τριήμερο της με-τάβασης στο έτος 2000 όσο και κατά τηνέναρξη των συναλλαγών στις 3 Ιανουαρίου2000 κύλησαν πολύ ομαλά.

4 Διαχείριση των δανειοληπτικών και δανειοδοτικών πράξεων τηςΕυρωπαϊκής Κοινότητας

Σύμφωνα με το Άρθρο 109 Λ (παράγρ. 2) τηςΣυνθήκης και το Άρθρο 11 του Κανονισμού(ΕΟΚ) αριθ. 1969/88 του Συμβουλίου της 24ηςΙουνίου 1988, η ΕΚΤ συνέχισε να διαχειρίζεταιτις δανειοληπτικές και δανειοδοτικές πράξειςπου διενεργεί η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μέσωτου μηχανισμού Μεσοπρόθεσμης ΟικονομικήςΕνίσχυσης.

Το 1999 η ΕΚΤ εισέπραξε από την Ιταλία, τημόνη χώρα που εξακολουθούσε να οφείλει

δάνειο, τους ληξιπρόθεσμους τόκους επί τουανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων της καιτους κατέβαλε στους δανειστές τηςΕυρωπαϊκής Κοινότητας. Στις 31 Δεκεμβρίου1998, η ανεξόφλητη οφειλή της Ιταλίας απόκοινοτικά δάνεια ανερχόταν συνολικά σε 2.483εκατ. ευρώ, παραμένοντας αμετάβλητη απότις 31 Δεκεμβρίου 1999.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999136

Κεφάλαιο X

Ενημέρωση του κοινούκαι υποχρέωσηλογοδοσίας

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999138

1 H πολιτική της ΕΚΤ για την πληροφόρηση και τα εργαλεία της

1.1 Στόχοι επικοινωνιακής πολιτικής

Χρησιμοποιώντας ένα ευρύ φάσμα εργαλεί-ων επικοινωνίας, η ΕΚΤ επιδιώκει να τηρείενήμερο το ευρύ κοινό σχετικά με τουςστόχους και τα καθήκοντά της και να αιτιολογείτις πράξεις της. Κατ αυτόν τον τρόπο η ΕΚΤσυμβάλλει στην εκπλήρωση των σκοπών τηςεπικοινωνιακής πολιτικής του Ευρω-συστήματος, δηλαδή στην ενίσχυση της κα-τανόησης της νομισματικής πολιτικής καιμε τον τρόπο αυτό στην ενθάρρυνση τηςαποδοχής, εκ μέρους του κοινού, των πο-λιτικών του Ευρωσυστήματος στη ζώνη τουευρώ αλλά και πέρα από αυτήν. Άλλος έναςστόχος της επικοινωνιακής πολιτικής είναι ναπροαγάγει τη γνώση και την κατανόηση τουτρόπου με τον οποίον λειτουργεί το ΕΣΚΤ.

Η ΕΚΤ έχει δεσμευθεί στην τήρηση των αρχώντης ανοικτής πολιτικής, της διαφάνειας και τηςυποχρέωσης λογοδοσίας. Έχοντας αυτό κατάνου, παρέχει στις ποικίλες μερίδες του κοινούπρος τις οποίες εκάστοτε απευθύνεται λε-πτομερείς πληροφορίες σχετικά με το πώςαξιολογεί τις εξελίξεις στην οικονομία τηςζώνης του ευρώ και στις χρηματοπιστωτικέςαγορές. Η διάδοση των πληροφοριών είναιοργανωμένη κατά τρόπο που να εξασφαλίζειτην ίση και αμερόληπτη μεταχείριση τωνδιαφόρων χωρών και των μέσων ενημέρωσης.

Οι ΕθνΚΤ που συμμετέχουν στο ΕΣΚΤ δια-δραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επίτευξητων στόχων της επικοινωνιακής πολιτικής τουΕΣΚΤ.

Κάποια καθοδήγηση σχετικά με τηνεπικοινωνιακή πολιτική υπάρχει στο Κα-ταστατικό του ΕΣΚΤ, σύμφωνα με το οποίοη ΕΚΤ οφείλει να δημοσιεύει έκθεση για τιςδραστηριότητες του ΕΣΚΤ τουλάχιστον άπαξκάθε τρίμηνο. Αλλά και η ΕΚΤ πρέπει ναυποβάλλει ετήσια έκθεση που θα αφορά τόσοτις εν λόγω δραστηριότητες όσο και τηνομισματική πολιτική του προηγούμενου καιτου τρέχοντος έτους στο ΕυρωπαϊκόΚοινοβούλιο, το Συμβούλιο της ΕΕ, τηνΕυρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό

Συμβούλιο. Επιπλέον, η ΕΚΤ είναι υπο-χρεωμένη να δημοσιεύει εβδομαδιαία ενοποι-ημένη λογιστική κατάσταση του Ευρω-συστήματος.

1.2 Εργαλεία επικοινωνίας

Στην πραγματικότητα, η ΕΚΤ έχει δεσμευ-θεί να προχωρήσει πέραν αυτών τωναπαιτήσεων. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδροςτης ΕΚΤ εξηγούν τους λόγους που οδηγούνστις αποφάσεις που λαμβάνει το ΔιοικητικόΣυμβούλιο σε συνέντευξη τύπου η οποίαπραγματοποιείται αμέσως μετά την πρώτησυνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου κάθεμήνα. Η εισαγωγική δήλωση σ αυτή τησυνέντευξη τύπου δίδεται στον τύπο καιταυτόχρονα δημοσιεύεται στη σελίδα της ΕΚΤστο Ίντερνετ (http://www.ecb.int). Διατίθεταιεπίσης στις ιστοσελίδες των ΕθνΚΤ τουΕυρωσυστήματος. Aυτή η πρακτική έχει τοπλεονέκτημα να παρουσιάζει την αξιολόγησητου Διοικητικού Συμβουλίου για την οικονομικήκατάσταση και να εξηγεί τους βασικούςπαράγοντες που υπαγόρευσαν τις αποφάσειςτου αμέσως μετά τη συνεδρίαση.

Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τιςαπόψεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τηνοικονομική κατάσταση και τις προοπτικές γιατην εξέλιξη των τιμών παρέχονται στο ΜηνιαίοΔελτίο της ΕΚΤ, το οποίο δημοσιεύεται μίαεβδομάδα μετά την πρώτη συνεδρίαση τουΔιοικητικού Συμβουλίου κάθε μήνα και στις 11επίσημες κοινοτικές γλώσσες.

Το Μηνιαίο Δελτίο της ΕΚΤ προορίζεται νααποτελέσει πολύτιμο εργαλείο για τουςπαρατηρητές της ενιαίας νομισματικήςπολιτικής στη ζώνη του ευρώ, είτε πρόκει-ται για χρηματοοικονομικούς αναλυτές,πανεπιστημιακούς οικονομολόγους ή εκπρο-σώπους των μέσων ενημέρωσης. Η κυκλο-φορία του υπερβαίνει τα 80.000 αντίτυπα ανάτεύχος, χωρίς να υπολογίζεται πόσες φορέςδιαβάζεται μέσω των ιστοσελίδων των ΕθνΚΤ.

139Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Επιπλέον, η ΕΚΤ έχει αναθέσει καιυποστηρίζει την εκπόνηση μιας σειράςμελετών, με σκοπό να διαδοθούν τααποτελέσματα των ερευνών που διεξάγονταιεντός της ΕΚΤ στην ευρύτερη ακαδημαϊκή καιχρηματοπιστωτική κοινότητα. Τα υλικό πουπεριλαμβάνεται στη σειρά μελετών αντανακλάτα θέματα που σχετίζονται περισσότερο με τοΕυρωσύστημα.

Επίσης, η ΕΚΤ έχει δημοσιεύσει σειρά εκ-θέσεων με επίκαιρα θέματα για την εκάστοτεεξεταζόμενη περίοδο, οι οποίες απευθύνονταισε επαγγελματίες. Ολοκληρωμένος κατάλογοςτων εκδόσεων της ΕΚΤ περιέχεται σεπαράρτημα της παρούσας Ετήσιας Έκθεσης.Πλήρης και συστηματική συλλογή όλων τωνδημοσιευμένων νομικών κειμένων της ΕΚΤπαρέχεται στο Compendium: συλλογή νο-μικών πράξεων, Ιούνιος 1998 - Μάιος 1999,που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1999.

Η ΕΚΤ έχει εκδώσει ένα φυλλάδιο πουπεριγράφει τα τραπεζογραμμάτια και τακέρματα ευρώ. Το φυλλάδιο προορίζεται γιατο ευρύ κοινό και διατίθεται στις 11 επίσημεςκοινοτικές γλώσσες.

Στην επικοινωνία με το ευρύ κοινό όμως, ταμέσα μαζικής ενημέρωσης όπως οιεφημερίδες, τα περιοδικά, το ραδιόφωνο και ητηλεόραση συνιστούν πολύ σημαντικούςδιαμεσολαβητές. Τα ευρωπαϊκά μέσα ενη-μέρωσης έχουν δείξει μεγάλο ενδιαφέρονγια τις πολιτικές του Ευρωσυστήματος και γιατην έκβαση των διαβουλεύσεων του Διοι-κητικού Συμβουλίου. Τα μέλη του Διοικη-τικού Συμβουλίου επιχείρησαν να ανταπο-κριθούν σ αυτό το ενδιαφέρον δίδονταςμεγάλο αριθμό συνεντεύξεων σε διάφορα μέσαενημέρωσης. Οι ομιλίες των μελών τουΔιοικητικού Συμβουλίου έχουν δώσει αφορμήγια πολυάριθμα άρθρα στον ευρωπαϊκό αλλάκαι στο διεθνή τύπο.

Πέρα από την πλήρη σειρά των εκδόσεων καιτων δελτίων τύπου, πολλές ομιλίες των μελώντης Εκτελεστικής Επιτροπής δημοσιεύονταιστην ιστοσελίδα της ΕΚΤ. Επιπλέον, σ αυτήνπαρέχονται κατατοπιστικές πληροφορίες και

ένα ευρύ φάσμα στατιστικών στοιχείωνσχετικά με την οικονομία της ζώνης του ευρώ.

Ακόμη, η ιστοσελίδα της ΕΚΤ παρέχεισυνδέσεις με τις ιστοσελίδες όλων των ΕθνΚΤτης ΕΕ, όπου μεγάλο μέρος του υλικούδιατίθεται στις αντίστοιχες γλώσσες. Με τηναυξανόμενη χρήση του Ίντερνετ ως μέσουεπικοινωνίας, η σημασία της ιστοσελίδας τηςΕΚΤ για την επικοινωνιακή πολιτική της ΕΚΤαυξάνεται συνεχώς. Ο αριθμός τωνεπισκέψεων (ως επίσκεψη νοείται ηπρόσβαση σε μία ή περισσότερες σελίδεςαπό τον ίδιο υπολογιστή κατά τη διάρκεια μίαςσύνδεσης με το δίκτυο) στην ιστοσελίδα τηςΕΚΤ επιβεβαιώνει ότι η ζήτηση πληροφοριώνμέσω αυτής της διόδου είναι σημαντική. Το1999 αυτός ο αριθμός κυμάνθηκε μεταξύ20.000 και 40.000 εβδομαδιαίως, ενώ ομεγαλύτερος αριθμός καταγράφηκε τιςεβδομάδες κατά τις οποίες δόθηκανσυνεντεύξεις τύπου ή δημοσιεύθηκανσημαντικά έγγραφα.

Εγγενές χαρακτηριστικό αυτού του εργαλείουεπικοινωνίας είναι το πολλαπλασιαστικόαποτέλεσμα από τη διανομή των εγγράφωντης ΕΚΤ μέσω άλλων ιστοσελίδων. Αυτό τοαποτέλεσμα δεν είναι δυνατόν ναποσοτικοποιηθεί, αλλά δεν πρέπει ναυποεκτιμάται.

Οι προσπάθειες να περιγραφεί και να εξηγηθείη νομισματική πολιτική του Ευρωσυστήματοςδεν θα ήταν ολοκληρωμένες χωρίς τιςδιαπροσωπικές επαφές μεταξύ τωνυπαλλήλων της ΕΚΤ και φορέων πουδιαμορφώνουν την κοινή γνώμη και ασκούνγενική επιρροή, όπως διδασκόντων καιφοιτητών στους τομείς των οικονομικών, τηςδιοίκησης επιχειρήσεων και της νομικής,καθώς επίσης και εκείνων που ασχολούνταιμε συναφή γνωστικά αντικείμενα. Γι αυτό τοσκοπό, η ΕΚΤ δέχεται σχεδόν κάθε εργάσιμηημέρα ομάδες επισκεπτών καθ όλη τηδιάρκεια του έτους. Το 1999 ο συνολικόςαριθμός των επισκεπτών υπερέβη τους10.000. Επισκέπτες έρχονται από ολόκληροτον κόσμο, αν και, όπως είναι φυσικό, ο κύριοςόγκος τους προέρχεται από τις χώρες της ΕΕ.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999140

2 Υποχρέωση λογοδοσίας

2.1 Η ανεξαρτησία των κεντρικώντραπεζών και η υποχρέωσηλογοδοσίας στην Οικονομική καιΝομισματική Ένωση

Η θεσμική ανεξαρτησία των κεντρικώντραπεζών επιτρέπει στους υπεύθυνουςχάραξης της νομισματικής πολιτικής ναεπικεντρωθούν στην διατήρηση της στα-θερότητας των τιμών με βιώσιμο και αξιό-πιστο τρόπο, χωρίς να υπόκεινται σε βρα-χυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες. Μεγάλομέρος των θεωρητικών αναλύσεων, το οποίοενισχύεται από σημαντικά εμπειρικά στοιχεία,υποστηρίζει την άποψη ότι η ανεξαρτησία τωνκεντρικών τραπεζών οδηγεί σε βελτιωμένοσχεδιασμό και εφαρμογή της νομισματικήςπολιτικής και, κατά συνέπεια, σε σταθερότερεςτιμές. Γι αυτό το λόγο, οι κεντρικές τράπεζεςέχουν γίνει ανεξάρτητες σε πολλές χώρεςσε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό το μοντέλοαντανακλάται και στη θεσμική συγκρότηση τουΕυρωσυστήματος, όπως προβλέπεται στηΣυνθήκη. Η Συνθήκη ορίζει ότι, κατά τηνάσκηση των αρμοδιοτήτων και την εκτέλεσητων καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί,ούτε η ΕΚΤ ούτε οι 11 ΕθνΚΤ της ζώνης τουευρώ ούτε τα μέλη των οργάνων τους λήψηςαποφάσεων θα ζητούν ή θα δέχονται οδηγίεςαπό όργανα ή φορείς της Κοινότητας, απόοποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους-μέλους ήαπό οποιοδήποτε άλλο φορέα. Επιπλέον, ηΣυνθήκη υποχρεώνει αυστηρώς τα όργανα καιτους φορείς της Κοινότητας και τιςκυβερνήσεις των κρατών-μελών να τηρούναυτή την αρχή και να μη ζητούν ναεπηρεάζουν τα όργανα λήψεως αποφάσεωντης ΕΚΤ ή τις εθνικές κεντρικές τράπεζες κατάτην εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Προκειμένου να τηρείται η δημοκρατική νο-μιμότητα, μία ανεξάρτητη κεντρική τράπεζαπρέπει να λογοδοτεί. Γι αυτό το λόγο, πρέπεινα καθιερωθεί ένα πλαίσιο που θα επιτρέπειστο ευρύ κοινό και στους αρμόδιους πο-λιτικούς φορείς να παρακολουθούν τηνπολιτική του ανεξάρτητου ιδρύματος και νααξιολογούν κατά πόσον εκπληρώνει τακαθήκοντα που του έχουν ανατεθεί και ενεργεί

στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του. Αυτό, μετη σειρά του, απαιτεί σαφή και ακριβή ορισμότης εντολής του ιδρύματος. Με αυτόν τοντρόπο, οι αποφάσεις και οι δραστηριότητεςτων οργάνων μπορούν να αξιολογούνται μεβάση ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς. Στιςπεριπτώσεις όπου η εντολή περιλαμβάνειπερισσότερους από έναν στόχους, είναισημαντικό να καθορίζεται σαφώς η προ-τεραιότητα του καθενός. Το κατά πόσονένα καθήκον έχει εκτελεστεί πρέπει νααξιολογείται με βάση το παρατηρήσιμο απο-τέλεσμα της πολιτικής. Πρωταρχικό στόχοτου Ευρωσυστήματος αποτελεί η διατήρησητης σταθερότητας των τιμών στη ζώνη τουευρώ. Αυτός ο πρωταρχικός σκοπός είναι τοτελικό σημείο αναφοράς βάσει του οποίουπρέπει να αξιολογηθεί η απόδοση τουΕυρωσυστήματος. Η ΕΚΤ έχει ανακοινώσειποσοτικό ορισμό της σταθερότητας των τιμώνο οποίος προσδιορίζει περαιτέρω επακριβώςτο κριτήριο βάσει του οποίου θα πρέπει ναμετρείται η απόδοση του Ευρωσυστήματος,διευκολύνοντας έτσι το δημοκρατικό έλεγχο.

2.2 Ο ρόλος του ΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίου στο δημοκρατικόέλεγχο της ΕΚΤ

Η Συνθήκη προβλέπει διάφορους μη-χανισμούς για την πρακτική εφαρμογή τουδημοκρατικού ελέγχου της ΕΚΤ. Όπωςπεριγράφηκε παραπάνω, η ΕΚΤ υπόκειται σεαυστηρές υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεωνπρος το ευρύ κοινό και, πιο συγκεκριμένα,προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμ-βούλιο της ΕΕ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπήαλλά και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Όσον αφορά την υποχρέωση λογοδοσίας τηςΕΚΤ προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ηΣυνθήκη ορίζει ότι ο Πρόεδρος της ΕΚΤ καιάλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής τηςΕΚΤ δύνανται, κατόπιν αιτήματος του Ευ-ρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή με δική τους πρω-τοβουλία, να ζητούν ακρόαση από τις αρμόδιεςεπιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.Σύμφωνα με τον Εσωτερικό Κανονισμό του

141Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος τηςΕΚΤ καλείται να παραστεί σε συσκέψεις τωναρμόδιων επιτροπών τουλάχιστον τέσσεριςφορές το χρόνο, να προβεί σε δήλωση καινα απαντήσει σε ερωτήσεις. Οι τακτικέςπαραστάσεις του Προέδρου ενώπιον τηςΕπιτροπής Οικονομικών και ΝομισματικώνΘεμάτων μπορεί ασφαλώς να θεωρηθεί έναςαπό τους ακρογωνιαίους λίθους τηςδιαδικασίας με την οποία η ΕΚΤ υπόκειται σεδημοκρατικό έλεγχο. Σ αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤέλαβε υπόψη την απόφαση του ΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίου να προβεί σε αναδιάρθρωσητων εσωτερικών διαδικασιών λειτουργίας τουκαι να ιδρύσει την Επιτροπή Οικονομικώνκαι Νομισματικών Θεμάτων ως πλήρη καιαυτοτελή επιτροπή. Όταν παρουσιάζονταιενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών καιΝομισματικών Θεμάτων, ο Πρόεδρος της ΕΚΤκαι άλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπήςέχουν την ευκαιρία να εξηγήσουν λεπτομερώςτην αξιολόγηση της ΕΚΤ για τις τρέχουσεςοικονομικές και νομισματικές εξελίξεις στοπλαίσιο της στρατηγικής του Ευρωσυστήματοςγια τη νομισματική πολιτική, στην οποίααξιολόγηση στηρίζονται οι αποφάσεις της γιατη νομισματική πολιτική, καθώς επίσης και τιςαποφάσεις που λαμβάνει η ΕΚΤ σε άλλουςτομείς της αρμοδιότητάς της.

Τα πρακτικά αυτών των ακροάσεωνδημοσιεύονται στις ιστοσελίδες του Ευρω-παϊκού Κοινοβουλίου και της ΕΚΤ λίγο μετάαπό κάθε ακρόαση, έτσι ώστε οι δηλώσεις τουΠροέδρου και οι συζητήσεις κατά τη διάρκειατης υποβολής ερωτήσεων να διατίθενται

στο ευρύ κοινό το συντομότερο δυνατόν. Το1999 αυτές οι τριμηνιαίες ακροάσειςπραγματοποιήθηκαν στις 18 Ιανουαρίου, 19Απριλίου, 27 Σεπτεμβρίου και 29 Νοεμβρίου.

Επίσης, η Συνθήκη ορίζει ότι ο Πρόεδρος τηςΕΚΤ υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με τιςδραστηριότητες του ΕΣΚΤ και τη νομισματικήπολιτική του προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,το οποίο θα μπορεί να διενεργεί γενικόδιάλογο σε αυτή τη βάση. Σύμφωνα με αυτήτη διάταξη, στις 26 Οκτωβρίου 1999 οΠρόεδρος παρακολούθησε συνεδρίαση τηςολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μεσκοπό να παρουσιάσει την Ετήσια Έκθεσητης ΕΚΤ για το 1998.

Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσεμέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και στελέχητης ΕΚΤ να συμμετάσχουν σε πρόσθετεςακροάσεις που αφορούσαν μια σειράσυγκεκριμένων θεμάτων όπως, μεταξύάλλων, την εξωτερική εκπροσώπηση τουΕυρωσυστήματος, την προετοιμασία τωντραπεζογραμματίων ευρώ και στατιστικάθέματα. Αυτές οι ακροάσεις αποτελούν έναεπιπλέον βήμα από το οποίο η ΕΚΤ μπορεί ναπαρουσιάζει τις απόψεις της και να εξηγεί τοσκεπτικό των αποφάσεών της. Επίσης, έχειδημιουργηθεί στενή σχέση συνεργασίαςμεταξύ της ΕΚΤ και του ΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίου, η οποία περιλαμβάνει περι-στασιακές επισκέψεις μελών της ΕπιτροπήςΟικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων στηνΕΚΤ.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999142

Κεφάλαιο XI

Το θεσμικό πλαίσιο τουΕυρωσυστήματος και του

Ευρωπαϊκού Συστήματος ΚεντρικώνΤραπεζών

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999144

1 Το Ευρωσύστημα και το Ευρωπαϊκό Σύστημα ΚεντρικώνΤραπεζών

Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών(ΕΣΚΤ) αποτελείται από την Ευρωπαϊκή ΚεντρικήΤράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες(ΕθνΚΤ) των 15 κρατών-μελών της ΕΕ, δηλ.περιλαμβάνει και τις ΕθνΚΤ των τεσσάρωνκρατών-μελών που δεν υιοθέτησαν ακόμη τοευρώ. Προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνειατων κεντρικών τραπεζών στην ΕΕ και να γίνειευκολότερα κατανοητή η δομή τους, το ΔιοικητικόΣυμβούλιο της ΕΚΤ υιοθέτησε τον όροΕυρωσύστημα. Το Ευρωσύστημα αποτελείταιαπό την ΕΚΤ και τις ΕθνΚΤ των κρατών-μελώνπου έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Όσο υπάρχουνκράτη-μέλη που δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει τοευρώ, θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ τουΕυρωσυστήματος και του ΕΣΚΤ.

Η ΕΚΤ διαθέτει νομική προσωπικότητα μεβάση το διεθνές δημόσιο δίκαιο. Ιδρύθηκεως πυρήνας του Ευρωσυστήματος καιεξασφαλίζει ότι τα καθήκοντα του Ευρω-συστήματος εκτελούνται είτε μέσω των δικώντης δραστηριοτήτων είτε μέσω των ΕθνΚΤ.Όταν αποφασίζει με ποιο τρόπο θα

εκτελούνται τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ, η ΕΚΤείναι πιστή στην αρχή της αποκέντρωσηςσύμφωνα με το Καταστατικό του ΕΣΚΤ.

Καθεμία από τις ΕθνΚΤ έχει νομικήπροσωπικότητα βάσει του εθνικού δικαίου τηςοικείας χώρας. Παρά τη χωριστή νομική τουςπροσωπικότητα, οι ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώαποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του Ευρω-συστήματος. Με την ιδιότητά τους αυτή, οιΕθνΚΤ εκτελούν τα καθήκοντα που έχουνανατεθεί στο Ευρωσύστημα σύμφωνα με τουςκανόνες που θεσπίζει η ΕΚΤ. Μεταξύ άλλωνκαι μέσω της συμμετοχής των αντίστοιχωνεκπροσώπων τους στις διάφορες επιτροπέςτου ΕΣΚΤ (βλ. Τμήμα 4 πιο κάτω), οι ΕθνΚΤσυμβάλλουν και αυτές στο έργο του ΕΣΚΤ. ΟιΕθνΚΤ μπορούν με δική τους ευθύνη ναεκτελούν λειτουργίες που δεν αφορούν τοΕυρωσύστημα, εκτός εάν το ΔιοικητικόΣυμβούλιο αποφανθεί ότι αυτές παρακωλύουντους στόχους και τα καθήκοντα του Ευρω-συστήματος.

145Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

2 Τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ

Το Ευρωσύστημα και το ΕΣΚΤ διοικούνται απότα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ: τοΔιοικητικό Συμβούλιο και την ΕκτελεστικήΕπιτροπή. Με επιφύλαξη της διάταξης αυτής,το Γενικό Συμβούλιο συγκροτείται ως τρίτοόργανο λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ, εάν καιγια όσο διάστημα υπάρχουν κράτη-μέλη ταοποία δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει ως νόμισμάτους το ευρώ. Η λειτουργία των οργάνωνλήψεως αποφάσεων διέπεται από τη Συν-θήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(Συνθήκη), το Καταστατικό του ΕΣΚΤ και τουςσχετικούς Εσωτερικούς Κανονισμούς.1 Ενώ οιαποφάσεις που αφορούν τους στόχους καιτα καθήκοντα του Ευρωσυστήματος/ΕΣΚΤλαμβάνονται συγκεντρωτικά, οι εργασίες στηζώνη του ευρώ είναι αποκεντρωμένες καιδιεξάγονται από τις ΕθνΚΤ στο βαθμό πουαυτό κρίνεται σκόπιμο και εφικτό.

2.1 Το Διοικητικό Συμβούλιο

Το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο είναι τοανώτατο όργανο λήψεως αποφάσεων τηςΕΚΤ, απαρτίζεται από όλα τα μέλη τηςΕκτελεστικής Επιτροπής και τους Διοικητέςτων ΕθνΚΤ των κρατών-μελών που έχουνυιοθετήσει το ευρώ. Σύμφωνα με τη Συνθήκη,οι κύριες αρμοδιότητες του ΔιοικητικούΣυμβουλίου είναι οι εξής:

Καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές καιλαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις για τηνεκπλήρωση των καθηκόντων που έχουνανατεθεί στο ΕΣΚΤ και

Διαμορφώνει τη νομισματική πολιτική τηςΚοινότητας, συμπεριλαμβανομένων, όπουχρειάζεται, αποφάσεων σχετικών μεενδιάμεσους νομισματικούς στόχους,βασικά επιτόκια και προσφορά διαθεσίμωνστο Ευρωσύστημα και χαράζει τιςαπαραίτητες κατευθυντήριες γραμμές γιατην εκτέλεσή τους.

Κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τηνομισματική πολιτική και με άλλα καθήκοντατου Ευρωσυστήματος, τα μέλη του ΔιοικητικούΣυμβουλίου δεν ενεργούν ως εκπρόσωποι τηςχώρας τους αλλά ως πλήρως ανεξάρτηταπρόσωπα, γεγονός που αντανακλάται στηναρχή ένα πρόσωπο, μία ψήφος.

Το 1999 το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδρίαζε,κατά κανόνα, κάθε 15 ημέρες στην έδρα τηςΕΚΤ στη Φραγκφούρτη. Ωστόσο, δύο απόαυτές τις συνεδριάσεις διεξήχθησαν μέσωτηλεδιάσκεψης. Επιπλέον, το ΔιοικητικόΣυμβούλιο αποφάσισε από το 2000 νασυνεδριάζει δύο φορές το χρόνο σε άλλη χώρατης ζώνης του ευρώ. Το 2000, μία συνεδρίασηθα φιλοξενηθεί από την Τράπεζα της Ισπανίαςστη Μαδρίτη και μία από την Τράπεζα τηςΓαλλίας στο Παρίσι.

1 Οι Εσωτερικοί Κανονισμοί δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδατων Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βλ. τον Εσωτερικό Κανονισμό τηςΕυρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, L 125, 19.5.1999, σελ. 34, τονΕσωτερικό Κανονισμό του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, L 75,20.3.1999, σελ. 36 και L 156, 23.6.1999, σελ. 52, και την Απόφασητης ΕΚΤ της 12ης Οκτωβρίου 1999 σχετικά με τον ΕσωτερικόΚανονισμό της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής ΚεντρικήςΤράπεζας (ΕΚΤ/1999/7), L 314, 8.12.1999, σελ. 34. Με εξαίρεση τοτελευταίο, αναδημοσιεύθηκαν στην πρώτη νομική επετηρίδα της ΕΚΤμε τίτλο Compendium: Συλλογή νομικών κειμένων, Ιούνιος 1998-Μάιος 1999, Οκτώβριος 1999.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999146

Willem F. Duisenberg Πρόεδρος της ΕΚΤChristian Noyer Αντιπρόεδρος της ΕΚΤVítor Manuel Ribeiro Constâncio Διοικητής της Τράπεζας της Πορτογαλίας

(από 23 Φεβρουαρίου 2000)Eugenio Domingo Solans Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤAntonio Fazio Διοικητής της Τράπεζας της ΙταλίαςSirkka Hämäläinen Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤOtmar Issing Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤKlaus Liebscher Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της ΑυστρίαςYves Mersch Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας του

ΛουξεμβούργουMaurice OConnell Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της ΙρλανδίαςTommaso Padoa-Schioppa Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤGuy Quaden (από 1 Μαρτίου 1999) Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας του ΒελγίουLuis Ángel Rojo Διοικητής της Τράπεζας της ΙσπανίαςAntónio José Fernandes de Sousa Διοικητής της Τράπεζας της Πορτογαλίας

(έως 22 Φεβρουαρίου 2000)Hans Tietmeyer (έως 31 Αυγούστου 1999) Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της

ΓερμανίαςJean-Claude Trichet Διοικητής της Τράπεζας της ΓαλλίαςMatti Vanhala Διοικητής της Τράπεζας της ΦινλανδίαςAlfons Verplaetse Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας του Βελγίου

(έως 28 Φεβρουαρίου 2000)Nout Wellink Πρόεδρος της Τράπεζας της ΟλλανδίαςErnst Welteke (από 1 Σεπτεμβρίου 1999) Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της

Γερμανίας

Πίσω (από αριστερά προς τα δεξιά): Luis Ángel Rojo, Guy Quaden, Tommaso Padoa-Schioppa, Jean-Claude Trichet,Klaus Liebscher, Antonio Fazio, Yves Mersch, Maurice O’Connell, Vítor Manuel Ribeiro Constâncio, Nout Wellink,

Matti Vanhala, Ernst Welteke, Eugenio Domingo SolansΕμπρός (από αριστερά προς τα δεξιά): Otmar Issing, Christian Noyer, Willem F. Duisenberg, Sirkka Hämäläinen

Το Διοικητικό Συμβούλιο

147Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

2.2 Η Εκτελεστική Επιτροπή

Η Εκτελεστική Επιτροπή απαρτίζεται από τονΠρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τέσσερα άλλαμέλη, που διορίζονται με κοινή συμφωνία τωνκυβερνήσεων των συμμετεχόντων κρατών-μελών σε επίπεδο Αρχηγών Κρατών ήΚυβερνήσεων. Οι κύριες αρμοδιότητες τηςΕκτελεστικής Επιτροπής είναι:

Προετοιμάζει τις συνεδριάσεις τουΔιοικητικού Συμβουλίου

Ασκεί τη νομισματική πολιτική σύμφωνα μετις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες πουκαθορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιοκαι προς τούτο παρέχει τις απαραίτητες

οδηγίες προς τις ΕθνΚΤ του Ευρω-συστήματος

Είναι υπεύθυνη για τις καθημερινέςεργασίες της ΕΚΤ

Αναλαμβάνει ορισμένες αρμοδιότητες πουτης εκχωρούνται από το Διοικητικό Συμ-βούλιο, συμπεριλαμβανομένων και αρμοδιο-τήτων κανονιστικής φύσεως.

Σύμφωνα με την τρέχουσα πρακτική, ηΕκτελεστική Επιτροπή συνεδριάζει του-λάχιστον μία φορά την εβδομάδα, ώστε νααποφασίζει, μεταξύ άλλων, για τον όγκο τηςρευστότητας που θα κατανεμηθεί μέσω τωνπράξεων κύριας αναχρηματοδότησης τουΕυρωσυστήματος.

Willem F. Duisenberg Πρόεδρος της ΕΚΤ

Christian Noyer Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ

Eugenio Domingo Solans Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ

Sirkka Hämäläinen Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ

Otmar Issing Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ

Tommaso Padoa-Schioppa Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ

Πίσω (από αριστερά προς τα δεξιά): Tommaso Padoa-Schioppa, Otmar Issing, Sirkka Hämäläinen,Eugenio Domingo Solans

Εμπρός: Christian Noyer, Willem F. Duisenberg

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999148

2.3 Το Γενικό Συμβούλιο

Το Γενικό Συμβούλιο αποτελείται από τονΠρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της ΕΚΤ καιτους Διοικητές και των 15 ΕθνΚΤ, δηλ. τόσοτων χωρών της ζώνης του ευρώ όσο και τωνεκτός της ζώνης χωρών. Εκτελεί όσα από τακαθήκοντα του Ευρωπαϊκού ΝομισματικούΙδρύματος πρέπει να συνεχίσει να εκτελεί ηΕΚΤ κατά το Τρίτο Στάδιο της Ευρωπαϊκής καιΝομισματικής Ένωσης λόγω του ότι δεν έχουνυιοθετήσει όλα τα κράτη-μέλη το ευρώ.Συνεπώς οι αρμοδιότητες του ΓενικούΣυμβουλίου είναι κυρίως να υποβάλλειεκθέσεις σχετικά με την πρόοδο προς τησύγκλιση την οποία σημειώνουν τα εκτόςζώνης ευρώ κράτη-μέλη,2 καθώς και να

συμβουλεύει σχετικά με τις προετοιμασίες πουαπαιτούνται για τον αμετάκλητο καθορισμότων συναλλαγματικών ισοτιμιών τωννομισμάτων των εν λόγω κρατών-μελών (βλ.Κεφάλαιο ΙΙΙ). Επιπλέον, το Γενικό Συμβούλιοσυμβάλλει σε επιμέρους δραστηριότητες τουΕΣΚΤ, όπως οι συμβουλευτικές αρμοδιότητες(βλ. Κεφάλαιο ΙΧ) και η συλλογή στατιστικώνπληροφοριών (βλ. Κεφάλαιο VΙΙΙ). Το 1999 τοΓενικό Συμβούλιο συνεδρίαζε κάθε τρεις μήνεςστη Φραγκφούρτη.

2 Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο για ορισμένες διατάξεις που αφορούντο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίαςκαι το Πρωτόκολλο για ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία,τα οποία προσαρτώνται στη Συνθήκη, τέτοιου είδους εκθέσεις θαυποβληθούν για το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δανία μόνο όταναποφασίσουν να υιοθετήσουν το ευρώ.

149Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Willem F. Duisenberg Πρόεδρος της ΕΚΤChristian Noyer Αντιπρόεδρος της ΕΚΤBodil Nyboe Andersen Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της ΔανίαςUrban Bäckström Διοικητής της Τράπεζας της ΣουηδίαςVítor Manuel Ribeiro Constâncio Διοικητής της Τράπεζας της Πορτογαλίας

(από 23 Φεβρουαρίου 2000)Antonio Fazio Διοικητής της Τράπεζας της ΙταλίαςEdward A. J. George Διοικητής της Τράπεζας της ΑγγλίαςKlaus Liebscher Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της ΑυστρίαςYves Mersch Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας του

ΛουξεμβούργουMaurice OConnell Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της ΙρλανδίαςLucas D. Papademos Διοικητής της Τράπεζας της ΕλλάδοςGuy Quaden (από 1 Μαρτίου 1999) Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας του ΒελγίουLuis Ángel Rojo Διοικητής της Τράπεζας της ΙσπανίαςAntónio José Fernandes de Sousa Διοικητής της Τράπεζας της Πορτογαλίας

(έως 22 Φεβρουαρίου 2000)Hans Tietmeyer (έως 31 Αυγούστου 1999) Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της

ΓερμανίαςJean-Claude Trichet Διοικητής της Τράπεζας της ΓαλλίαςMatti Vanhala Διοικητής της Τράπεζας της ΦινλανδίαςAlfons Verplaetse Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας του Βελγίου

(έως 28 Φεβρουαρίου 2000)Nout Wellink Πρόεδρος της Τράπεζας της ΟλλανδίαςErnst Welteke (από 1 Σεπτεμβρίου 1999) Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της

Γερμανίας

Πίσω (από αριστερά προς τα δεξιά): Yves Mersch, Urban Bäckström, Nout Wellink, Jean-Claude Trichet, Maurice O’Connell,Lucas D. Papademos, Klaus Liebscher, Matti Vanhala, Vítor Manuel Ribeiro Constâncio, Luis Ángel Rojo, Ernst Welteke,

Edward A. J. George, Guy QuadenΕμπρός (από αριστερά προς τα δεξιά): Antonio Fazio, Christian Noyer, Willem F. Duisenberg, Bodil Nyboe Andersen

Το Γενικό Συμβούλιο

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999150

3 Η οργάνωση της ΕΚΤ

3.1 Η διοίκηση της ΕΚΤ ως εταιρίας

Από την ίδρυση της ΕΚΤ, τα οικονομικάσυμφέροντα των μετόχων της ΕΚΤ συνεχώςπροστατεύονται και παρακολουθούνται τόσοαπό εξωτερικούς ελεγκτές σύμφωνα με τοΆρθρο 27.1 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ όσοκαι, ως προς συγκεκριμένα θέματα, από τοΕυρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο σύμφωνα μετο Άρθρο 27.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ.Η ΕΚΤ διαθέτει εξάλλου δικές της διαδικασίεςεσωτερικής επιθεώρησης και ελέγχου, οιοποίες ακολουθούν τους γενικούς κανόνεςπου διέπουν τα συστήματα ελέγχου τωνιδιωτικών χρηματοοικονομικών και πιστωτι-κών ιδρυμάτων. Η Διεύθυνση ΕσωτερικήςΕπιθεώρησης διαρκώς αξιολογεί την απο-τελεσματικότητα και τις λειτουργίες εσω-τερικού ελέγχου της ΕΚΤ. Έργο της είναινα εξετάζει την αξιοπιστία και το αδιάβλητοτων οικονομικών πληροφοριών. Επιπλέον, ηΕπιτροπή Εσωτερικής Επιθεώρησης (βλ.Τμήμα 4) διασφαλίζει τη συνεργασία σε όλοτο φάσμα της ΕΕ μεταξύ των υπηρεσιώνεσωτερικής επιθεώρησης των μελών τουΕΣΚΤ, προσδιορίζοντας από κοινού με αυτέςτα ελεγκτικά προγράμματα και πρότυπαεπιθεώρησης που θα χρησιμοποιηθούν σεαποκεντρωμένη βάση για την εξέταση τωνυποδομών που είναι κοινές για όλο το ΕΣΚΤ.Αρμόδιο για τον προϋπολογισμό της ΕΚΤ είναιτο Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο εγκρίνει τονπροϋπολογισμό της ΕΚΤ μετά από πρότασητης Εκτελεστικής Επιτροπής. Η ΕπιτροπήΠροϋπολογισμού επικουρεί επίσης το Διοι-κητικό Συμβούλιο σε θέματα που αφορούν τονπροϋπολογισμό της ΕΚΤ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σύνολο τωνεσωτερικών ελέγχων που διαθέτει η ΕΚΤεντάσσονται και εσωτερικοί κανόνες για τηνπρόληψη της κατάχρησης ευαίσθητων πλη-ροφοριών για τις χρηματοπιστωτικές αγορές(κανόνες για τη διαρροή πληροφοριών εκ τωνέσω και Σινικό Τείχος).

Επί του θέματος αυτού, η ΕΚΤ συμμερίζεταιτην ανησυχία του Ευρωπαϊκού Κοινοβου-λίου, του Συμβουλίου της ΕΕ, καθώς και της

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σχετικά με τηνανάγκη καταπολέμησης της απάτης καιυποστήριξε την κοινοτική πρωτοβουλία κατάτης απάτης. Στις 7 Οκτωβρίου 1999,συγκροτήθηκε Επιτροπή Καταπολέμησης τηςΑπάτης με σκοπό να εφαρμόσει ένα πρό-γραμμα κατά της απάτης στους κόλπουςτης ΕΚΤ.3 Η Επιτροπή Καταπολέμησης τηςΑπάτης αποτελείται από τρία ανεξάρτηταπρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους καιεπαγγελματικής εμπειρίας σε θέματακεντρικών τραπεζών, δικαιοσύνης καιαστυνόμευσης, καθώς και σε θέματαπρόληψης και εντοπισμού περιπτώσεωναπάτης. Τα τρία αυτά πρόσωπα διορίστηκαναπό το Διοικητικό Συμβούλιο και είναι: οJohn L. Murray, Δικαστής του ΑνώτατουΔικαστηρίου της Ιρλανδίας, ο Erik ErnstNordholt, Σύμβουλος του ΥπουργούΕσωτερικών της Ολλανδίας και πρώην Αρχη-γός της Αστυνομίας του Άμστερνταμ, και ηMaria Schaumayer, η οποία είχε διατελέσειΔιοικητής της Εθνικής Τράπεζας τηςΑυστρίας από το 1990 μέχρι το 1995. Ταμέλη της Επιτροπής Καταπολέμησης τηςΑπάτης ανέλαβαν τα καθήκοντά τους από1ης Ιανουαρίου 2000.4 Μετά από τασυμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίουτης Κολωνίας τον Ιούνιο του 1999, πρόκειταινα συναφθούν σχέσεις συνεργασίας με τηνΕυρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης τηςΑπάτης (OLAF5 ). Στους κόλπους της ΕΚΤ, ηΔιεύθυνση Εσωτερικής Επιθεώρησης έχειαναλάβει να διενεργεί όλες τις έρευνες σχε-τικά με την πρόληψη και τον εντοπισμόπεριπτώσεων απάτης και, προς το σκοπόαυτό, αναφέρεται απευθείας στην ΕπιτροπήΚαταπολέμησης της Απάτης.

3 Βλ. Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 7ηςΟκτωβρίου 1999 σχετικά με την πρόληψη της απάτης (ΕΚΤ/1999/5),Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L 291,13.11.1999, σελ. 36. Σχετικά με το θέμα αυτό τροποποιήθηκε οΕσωτερικός Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μετην προσθήκη του νέου Άρθρου 9α, βλ. Επίσημη Εφημερίδα L 314,8.12.1999, σελ. 34.

4 Βλ. την Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 16ηςΝοεμβρίου 1999 για το διορισμό των μελών της ΕπιτροπήςΚαταπολέμησης της Απάτης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας(ΕΚΤ/1999/8), Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L299, 20.11.1999, σελ. 40.

5 Office européen de lutte antifraude.

151Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

3.2 Εξελίξεις όσον αφορά το προσωπικό

Στο τέλος του 1999, η ΕΚΤ απασχολούσεσυνολικά 732 υπαλλήλους από το σύνολο των15 κρατών-μελών, έναντι 534 στα τέλη του1998. Στις 2 Δεκεμβρίου 1999, το ΔιοικητικόΣυμβούλιο ενέκρινε τον προϋπολογισμό τηςΕΚΤ για το 2000, ο οποίος προβλέπει αύξησητων υπαλλήλων της ΕΚΤ ώστε ο αριθμός τους

να υπερβεί ελαφρώς τους 1.000 κατά τηδιάρκεια του έτους. Κατόπιν τούτου, ηΕκτελεστική Επιτροπή αποφάσισε να επιφέρειμία σειρά από οργανωτικές προσαρμογέςώστε να ενισχύσει τη διοικητική δομή της ΕΚΤ.Οι προσαρμογές αυτές αντικατοπτρίζονται στοαναθεωρημένο οργανόγραμμα της ΕΚΤ, τοοποίο τέθηκε σε ισχύ στις 4 Ιανουαρίου 2000.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999152

Εκτελεστική Επιτροπή ΕΚΤΠρόεδρος Willem F. Duisenberg

Εκτελεστική Επιτροπή ΕΚΤΑντιπρόεδρος Christian Noyer

Εκτελεστική Επιτροπή ΕΚΤEugenio Domingo Solans

ΣύμβουλοιΕκτ.ΕπιτροπήςΣυντονιστής:L. Hoogduin

ΔιεύθυνσηΕξωτερικώνΣχέσεων

M. J. Körber

Τμήμα ΕπισήμωνΕκδόσεων, Αρχείουκαι Βιβλιοθήκης

ΤμήμαΤύπου

ΤμήμαΠρωτοκόλλου καιΔιασκέψεων

ΔιεύθυνσηΓραμματείας καιΓλωσσικών

Υπηρεσιών F. Moss

ΤμήμαΓραμματείας

ΤμήμαΓλωσσικώνΥπηρεσιών

ΔιεύθυνσηΕσωτερικήςΕπιθεώρησης*M. Caparello

ΤμήμαΕπιθεώρησης της

ΕΚΤ

ΤμήμαΕπιθεώρησης του

ΕΣΚΤ

Γενική ΔιεύθυνσηΔιοίκησης και Προσωπικού

H. K. Scheller

Γενική ΔιεύθυνσηΝομικών ΥπηρεσιώνA. Sáinz de Vicuña

ΔιεύθυνσηΟικονομικώνΥπηρεσιών

I. Ingram

ΤμήμαΛογιστηρίου

Τμήμα ΟικονομικώνΕκθέσεων

και Πολιτικής

Τμήμα ΚτιριακώνΕγκαταστάσεων

ΔιεύθυνσηΠροσωπικούB. van Baak

Τμήμα ΥπηρεσιακήςΕξέλιξης

Προσωπικού

Τμήμα Πολιτικήςγια ΘέματαΠροσωπικού

ΤμήμαΕξυπηρέτησηςΓραφείων

και Ασφάλειας

ΤμήμαΧρηματοοικο-νομικού Δικαίου

ΤμήμαΘεσμικού Δικαίου

Τμήμα ΑξιολόγησηςΤοποθετήσεωνκαι ΔιαχείρισηςΚινδύνων

Γενική ΔιεύθυνσηΠληροφοριακώνΣυστημάτων

J. Etherington

Γενική ΔιεύθυνσηΣτατιστικής

P. Bull

ΔιεύθυνσηΤραπεζογραμματίων

A. Heinonen

Τμήμα Παραγωγής καιΕξυπηρέτησηςΧρηστώνΤμήμα

Υποδομής καιΥποστήριξηςΣυστημάτων

ΤμήμαΑσφάλειας

ΠληροφοριακώνΣυστημάτων

ΤμήμαΣτρατηγικούΣχεδιασμού

και Μεγάλων Έργων

Τμήμα ΥποστήριξηςΣυγκεκριμένων

ΕφαρμογώνΠληροφορικής

ΤμήμαΑνάπτυξης

ΠληροφοριακώνΣυστημάτων

Τμήμα ΣτατιστικήςΙσοζ. Πληρωμών καιΣυναλλαγματικών

Διαθεσίμων

Τμήμα ΓενικήςΟικονομικής και

ΧρηματοοικονομικήςΣτατιστικήςΤμήμα

Νομισματικής καιΤραπεζικήςΣτατιστικής

ΤμήμαΣτατιστικών

ΠληροφοριακώνΣυστημάτων

Εκτελεστική Επιτροπή ΕΚΤSirkka Hämäläinen

Εκτελεστική Επιτροπή ΕΚΤOtmar Issing

Γενική ΔιεύθυνσηΕπιχειρήσεων

F. Papadia

Τμήμα ΠαρεμβάσεωνΣυναλλαγματικής και

ΝομισματικήςΠολιτικής

ΤμήμαΑνάλυσης

Επιχειρήσεων

ΤμήμαΥποστήριξης καιΔιακανονισμούΠαρεμβάσεων

ΤμήμαΣυστημάτωνΔιαχείρισης

Χαρτοφυλακίου

ΤμήμαΔιαχείρισης Ιδίων

Κεφαλαίων

ΔιεύθυνσηΕλέγχου καιΟργάνωσης

K. Gressenbauer

ΤμήμαΠροϋπολογισμού και

Σχεδίων

ΤμήμαΟργανωτικούΣχεδιασμού

Γενική ΔιεύθυνσηΟικονομικώνΜελετών

G. J. Hogeweg

ΔιεύθυνσηΝομισματικήςΠολιτικής

H.-J. Klöckers

ΔιεύθυνσηΟικονομικώνΕξελίξεωνW. Schill

ΤμήμαΣτρατηγικήςΝομισματικήςΠολιτικής

ΤμήμαΠροσανατολισμούΝομισματικήςΠολιτικής

ΤμήμαΚεφαλαιαγορών καιΧρηματοπιστωτικής

Διάρθρωσης

ΤμήμαΔημοσιονομικής

Πολιτικής

ΤμήμαΜακροοικονομικών

ΕξελίξεωνΖώνης Ευρώ

ΤμήμαΧωρών ΕΕ

ΤμήμαΕξωτερικώνΕξελίξεων

Γενική ΔιεύθυνσηΈρευνας

V. Gaspar

ΤμήμαΟικονομετρικώνΥποδειγμάτων

ΤμήμαΓενικής Οικονομικής

Έρευνας

Σύμβουλος

Εκτελεστική Επιτροπή ΕΚΤTommaso Padoa-Schioppa

Γενική ΔιεύθυνσηΔιεθνών και

ΕυρωπαϊκώνΣχέσεωνP. Van der Haegen

Γενική ΔιεύθυνσηΣυστημάτωνΠληρωμών

J.-M. Godeffroy

ΜόνιμηΑντιπροσωπείατης ΕΚΤ στηνΟυάσιγκτονG. Grisse

ΤμήμαΔιεθνών Σχέσεων

ΤμήμαΕυρωπαϊκώνΣχέσεων

ΤμήμαΔιμερών Σχέσεων

ΤμήμαΠολιτικήςΣυστημάτωνΠληρωμών

ΤμήμαTARGET καιΕπεξεργασίας

Πληρωμών

Τμήμα ΠολιτικήςΣυστημάτωνΔιακανονισμούΧρεογράφων

ΤμήμαΠροληπτικήςΕποπτείας

* Εντός της Διεύθυνσης Εσωτερικής Επιθεώρησης συγκροτήθηκε Μονάδα Καταπολέμησης της Απάτης, η οποία θα λογοδοτείμέσω του Διευθυντή Εσωτερικής Επιθεώρησης στην Επιτροπή Καταπολέμησης της Απάτης που ιδρύθηκε σύμφωνα μετην Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σχετικά με την πρόληψη της απάτης (ΕΚΤ/1999/5) της 7ης Οκτωβρίου1999.

3.3 Το οργανόγραμμα της ΕΚΤ

153Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

4 Οι Επιτροπές του ΕΣΚΤ

Οι Επιτροπές του ΕΣΚΤ συνεχίζουν ναπαίζουν σημαντικό ρόλο στην εκτέλεση τωνκαθηκόντων του Ευρωσυστήματος/ΕΣΚΤ.Ανταποκρινόμενες σε αιτήματα τόσο τουΔιοικητικού Συμβουλίου όσο και τηςΕκτελεστικής Επιτροπής, παρείχαν εξει-δικευμένη γνώση στους αντίστοιχους τομείςτων αρμοδιοτήτων τους και διευκόλυναν τηδιαδικασία λήψεως αποφάσεων. Οι Επιτροπέςτου ΕΣΚΤ αποτελούνται από αντιπροσώπουςτων κεντρικών τραπεζών του Ευρω-συστήματος, καθώς και άλλων αρμόδιωνφορέων, όπου κρίνεται σκόπιμο, όπωςεθνικών εποπτικών αρχών στην περίπτωσητης Επιτροπής Τραπεζικής Εποπτείας. ΟιΕθνΚΤ των εκτός ζώνης ευρώ κρατών-μελών

έχουν διορίσει επίσης από έναν αντιπρόσωπο,ο οποίος συμμετέχει στις συνεδριάσεις κάθεαντίστοιχης επιτροπής του ΕΣΚΤ, όποτε αυτήασχολείται με ζητήματα που εμπίπτουν στηναρμοδιότητα του Γενικού Συμβουλίου. Προςτο παρόν υπάρχουν 13 Επιτροπές του ΕΣΚΤ,από τις οποίες οι 12 έχουν ιδρυθεί σύμφωναμε το Άρθρο 9 του Κανονισμού τηςΕυρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ ηΕπιτροπή Προϋπολογισμού, η οποίαεπικουρεί το Διοικητικό Συμβούλιο σεζητήματα σχετικά με τον προϋπολογισμό τηςΕΚΤ, ιδρύθηκε σύμφωνα με το Άρθρο 15 τουΚανονισμού της Ευρωπαϊκής ΚεντρικήςΤράπεζας.

Επιτροπές ΕΣΚΤ και Πρόεδροί τους

Επιτροπή Λογιστικής και ΝομισματικούΕισοδήματος (ΕΛΝΕ)Hanspeter K. Scheller

Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας(ΕΤΕ)

Edgar Meister

Επιτροπή Τραπεζογραμματίων(ΕΤΡ)

Antti Heinonen

Επιτροπή Εξωτερικών Επικοινωνιών(ΕΕΕ)

Manfred J. Körber

Επιτροπή Πληροφορικής(ΕΠΛ)

Jim Etherington

Επιτροπή Εσωτερικής Επιθεώρησης(ΕΕΕΠ)

Michèle Caparello

Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων(ΕΔΣ)

Hervé Hannoun

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων(ΕΝΘ)

Antonio Sáinz de Vicuña

Επιτροπή Πράξεων Αγοράς(ΕΠΑ)

Francesco Papadia

Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής(ΕΝΠ)

Gert Jan Hogeweg

Επιτροπή Στατιστικής(ΕΣΤ)

Peter Bull

Επιτροπή Προϋπολογισμού(ΕΠΡ)

Liam Barron

Επιτροπή Συστημάτων Πληρωμών καιΔιακανονισμού (ΕΣΠΔ)Jean-Michel Godeffroy

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999154

Ετήσ ιο ι Λογαρ ιασμο ί της ΕΚΤκα ι Ενοποιημένη Λογ ιστ ική

Κατάσταση του Ευρωσυστήματος19 9 9

Κεφάλλαιο XII

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999156

Ισολογισμός της 31ης Δεκεμβρίου 1999

Ενεργητικό Αριθ. 1999 1998σημείωσης € €

1 Χρυσός και απαιτήσεις σε χρυσό 1 6.956.995.273 0

2 Απαιτήσεις σε ξένο νόμισμα έναντι μηκατοίκων ζώνης του ευρώ 2

Υπόλοιπα σε τράπεζες και τοποθετήσεις σεχρεόγραφα, δάνεια εξωτερικού και λοιπέςαπαιτήσεις έναντι του εξωτερικού 41.923.041.208 343.047.341

3 Απαιτήσεις σε ξένο νόμισμα έναντικατοίκων ζωνης του ευρώ 2

Απαιτήσεις έναντι αντισυμβαλλομένωντου χρηματοπιστωτικού τομέα 2.595.090.860 0

4 Απαιτήσεις σε ευρώ έναντι μη κατοίκωντης ζώνης του ευρώ 3

Υπόλοιπα σε τράπεζες, τοποθετήσειςσε χρεόγραφα και δάνεια 3.002.567.659 3.739.796.108

5 Χρεόγραφα σε ευρώ, κατοίκων τηςζώνης του ευρώ 4 3.537.141.285 0

6 Λοιπά στοιχεία ενεργητικού6.1 Ενσώματα και ασώματα πάγια 5.1 42.589.467 30.112.0716.2 Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχεία

ενεργητικού 5.2 641.807.406 25.276.9536.3 Μεταβατικοί λογαριασμοί ενεργητικού 5.3 777.032.332 553.5826.4 Διάφορα στοιχεία 5.4 6.774.149 3.458.140

1.468.203.354 59.400.746

7 Ζημία χρήσεως 247.281.223 0

Σύνολο ενεργητικού 59.730.320.862 4.142.244.195

157Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Παθητικό Αριθ. 1999 1998σημείωσης € €

1 Υποχρεώσεις σε ευρώ έναντι άλλωνκατοίκων της ζώνης του ευρώ 6 1.080.000.000 0

2 Υποχρεώσεις σε ευρώ έναντι μηκατοίκων της ζώνης του ευρώ 7 301.656.911 0

3 Υποχρεώσεις σε ξένο νόμισμα έναντι μηκατοίκων της ζώνης του ευρώ 8

Καταθέσεις, υπόλοιπα και λοιπέςυποχρεώσεις 4.708.950.946 0

4 Υποχρεώσεις εντός του Ευρωσυστήματος4.1 Υποχρεώσεις λόγω της μεταβίβασης

συναλλαγματικών διαθεσίμων 9.1 39.468.950.000 04.2 Λοιπές υποχρεώσεις εντός του

Ευρωσυστήματος (καθαρές) 9.2 1.720.937.646 041.189.887.646 0

5 Λοιπά στοιχεία παθητικού 105.1 Πράξεις εκτός ισολογισμού:

διαφορές από αποτίμηση 0 725.3215.2 Μεταβατικοί λογαριασμοί παθητικού 1.237.727.166 4.172.7605.3 Διάφορα στοιχεία 302.605.481 78.550.581

1.540.332.647 83.448.662

6 Προβλέψεις 11 21.862.239 31.006.791

7 Λογαριασμοί αναπροσαρμογής 12 6.860.539.710 697.979

8 Κεφάλαιο και αποθεματικά 138.1 Κεφάλαιο 3.999.550.250 3.999.550.2508.2 Αποθεματικά 27.540.513 0

4.027.090.763 3.999.550.250

9 Κέρδος χρήσεως 0 27.540.513

Σύνολο παθητικού 59.730.320.862 4.142.244.195

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999158

Αποτελέσματα χρήσεως που έληξε στις31 Δεκεμβρίου 1999

Αριθ. 1999 1998σημείωσης (7 μήνες)

€ €

Τόκοι-έσοδα 4.872.234.880 97.851.703Τόκοι-έξοδα (4.118.082.387) (2.683.980)

Καθαροί τόκοι-έσοδα 1 754.152.493 95.167.723

Πραγματοποιηθέντα κέρδη/ζημίες απόχρηματοοικονομικές πράξεις 2 (264.942.584) 22.182.536

Αποσβέσεις χρηματοοικονομικών στοιχείωνκαι θέσεων 3 (604.920.383) (22.249.604)

Καθαρό αποτέλεσμα από χρηματ/κές πράξεις,αποσβέσεις και προβλέψεις έναντι κινδύνων (115.710.474) 95.100.655

Έσοδα από αμοιβές και προμήθειες 593.902 0Έξοδα που συνδέονται με αμοιβές και προμήθειες (361.702) 0

Καθαρά έσοδα από αμοιβές καιπρομήθειες 4 232.200 0

Λοιπά έσοδα 5 436.898 490.101

Συνολικά καθαρά έσοδα (115.041.376) 95.590.756

Δαπάνες προσωπικού 6 & 7 (61.022.091) (29.744.540)Διοικητικές δαπάνες 8 (60.748.855) (30.229.686)Αποσβέσεις ενσώματων/ασώματων παγίων (10.468.901) (8.076.017)

(Ζημίες)/Κέρδη χρήσεως (247.281.223) 27.540.513

Φραγκφούρτη, 29 Φεβρουαρίου 2000

EΥΡΩΠΑΪΚΗ KENTΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Willem F. DuisenbergΠρόεδρος

159Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Λογιστικές πολιτικές1

Μορφή και παρουσίαση των λογιστικώνκαταστάσεων

Οι οικονομικές καταστάσεις της ΕυρωπαϊκήςΚεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχουν σχεδιαστείμε σκοπό να παρουσιάζουν ορθά τηνοικονομική κατάσταση της ΕΚΤ και τααποτελέσματα των εργασιών της. Καταρ-τίστηκαν σύμφωνα με τις εξής λογιστικέςπολιτικές, τις οποίες το Διοικητικό Συμβούλιοθεωρεί κατάλληλες για τη λειτουργία μιαςκεντρικής τράπεζας. Οι πολιτικές αυτές είναισυνεπείς με τις διατάξεις του Άρθρου 26.4 τουΚαταστατικού του ΕΣΚΤ, το οποίο απαιτείτυποποιημένη προσέγγιση στους κανόνες γιατη λογιστική παρακολούθηση και τηγνωστοποίηση των πράξεων του Ευρω-συστήματος.

Λογιστικές αρχές

Εφαρμόστηκαν οι εξής λογιστικές αρχές: η αρχή της αληθείας και της διαφάνειας η αρχή της συντηρητικότητας η αρχή της αναγνώρισης γεγονότων πουεπήλθαν μετά την κατάρτιση του ισο-λογισμού

η αρχή του ουσιώδους η αρχή της καταγραφής των εσόδων/εξόδων σε δεδουλευμένη βάση

η αρχή της συνεχούς λειτουργίας η αρχή της συνέπειας και της συγκρι-σιμότητας.

Βάση για τη λογιστική καταγραφή

Οι λογαριασμοί καταρτίστηκαν με τη μέθοδοτου ιστορικού κόστους (κτήσεως), τρο-ποποιημένη ώστε να συμπεριλαμβάνει τηναποτίμηση των εμπορεύσιμων χρεογράφων,του χρυσού και όλων των λοιπών εντός καιεκτός ισολογισμού στοιχείων ενεργητικού καιπαθητικού που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα.Οι συναλλαγές επί χρηματοοικονομικώνστοιχείων ενεργητικού και παθητικού αντα-νακλώνται στους λογαριασμούς με βάση τηνημερομηνία διακανονισμού τους.

Χρυσός και στοιχεία ενεργητικού/παθητικού σε ξένο νόμισμα

Τα στοιχεία ενεργητικού/παθητικού πουεκφράζονται σε ξένο νόμισμα μετατρέπονταισε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία τηςημερομηνίας κατάρτισης του ισολογισμού. Ταέσοδα και τα έξοδα μετατρέπονται με τηνισοτιμία της ημέρας κατά την οποία πραγ-ματοποιήθηκε η συναλλαγή. Η αποτίμηση τωνστοιχείων ενεργητικού και παθητικού σε ξένονόμισμα γίνεται χωριστά κατά νόμισμα,συμπεριλαμβανομένων των εντός και εντόςισολογισμού στοιχείων.

Η αναπροσαρμογή της αξίας των στοιχείωνενεργητικού/παθητικού σύμφωνα με την τιμήτης αγοράς γίνεται χωριστά από τηναναπροσαρμογή της αξίας τους λόγω μετα-βολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Στην περίπτωση του χρυσού, δεν γίνεταιδιάκριση ανάμεσα στην αναπροσαρμογή τηςαξίας σύμφωνα με την τιμή της αγοράς καιστην αναπροσαρμογή της αξίας λόγωσυναλλαγματικών διαφορών, αλλά απει-κονίζεται λογιστικά μία αναπροσαρμογή τηςαξίας χρυσού με βάση την τιμή του σε ευρώανά ουγγία καθαρού χρυσού, όπως αυτήπροκύπτει από τη συναλλαγματική ισοτιμίαευρώ/δολαρίου ΗΠΑ στις 30 Δεκεμβρίου 1999.

Χρεόγραφα

Όλα τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα και ταπαρεμφερή στοιχεία ενεργητικού αποτιμώνταιμε τη μέση τιμή αγοράς της ημερομηνίαςκατάρτισης του ισολογισμού. Για τη χρήσηπου έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 1999,χρησιμοποιήθηκε η μέση τιμή αγοράς της 29ηςΔεκεμβρίου 1999. Τα μη εμπορεύσιμα χρεό-γραφα αποτιμώνται με την τιμή κόστους.

1 Οι λεπτομερείς λογιστικές πολιτικές της ΕΚΤκαθορίζονται στην Απόφαση του ΔιοικητικούΣυμβουλίου της ΕΚΤ της 1ης Δεκεμβρίου 1998 (ΕΚΤ/1998/ΝΡ23), η οποία διατίθεται κατόπιν αιτήσεως.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999160

Συμφωνίες επαναγοράς

Οι συμφωνίες επαναγοράς καταχωρούνταιστον ισολογισμό ως εισερχόμενες καταθέσειςπου καλύπτονται από ασφάλεια. Στον ισο-λογισμό εμφανίζονται οι καταθέσεις και ηαξία των χρεογράφων που χρησιμοποιούνταιως ασφάλεια. Τα χρεόγραφα που πωλούνταιστο πλαίσιο αυτού του είδους πράξεωνπαραμένουν στον ισολογισμό της ΕΚΤ καιλογίζονται ως ανήκοντα στο χαρτοφυλάκιο τουπωλητή. Συμφωνίες που αφορούν χρεόγραφασε ξένο νόμισμα δεν επηρεάζουν το μέσοκόστος της συναλλαγματικής θέσης στοαντίστοιχο νόμισμα.

Οι συμφωνίες επαναπώλησης καταχωρούνταιστην πλευρά του ενεργητικού ως δάνειοκαλυπτόμενο με ασφάλεια, για την αξία τουδανείου. Η αξία των χρεογράφων πουαποκτώνται στο πλαίσιο αυτού του είδουςπράξεων δεν υπόκειται σε αναπροσαρμογή.

Αναγνώριση εσόδων

Τα έσοδα και τα έσοδα αναγνωρίζονται στηνπερίοδο κατά την οποία καθίστανται δεδου-λευμένα.

Τα πραγματοποιηθέντα κέρδη και οιπραγματοποιηθείσες ζημίες μεταφέρονται στααποτελέσματα χρήσεως. Για να υπολογιστείτο κόστος κτήσεως των επιμέρους στοιχείωνχρησιμοποιείται η μέθοδος του μέσουκόστους. Στην περίπτωση μη πραγμα-τοποιηθεισών ζημιών επί οποιουδήποτεστοιχείου στο τέλος του έτους, το μέσο κόστοςτου εν λόγω στοιχείου μειώνεται σύμφωνα μετη συναλλαγματική ισοτιμία ή/και την αγοραίατιμή του στο τέλος του έτους.

Τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη δεναναγνωρίζονται ως έσοδα, αλλά μεταφέρονταιαπευθείας σε λογαριασμό αναπροσαρμογής.

Οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες μετα-φέρονται στα αποτελέσματα χρήσεωςεάν υπερβαίνουν προηγούμενα κέρδη εξαποτιμήσεως όπως καταγράφονται στοναντίστοιχο λογαριασμό αναπροσαρμογής. Τα

μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από οποιο-δήποτε μεμονωμένο χρεόγραφο ή νόμισμα ήχρυσό δεν συμψηφίζονται με τα μη πραγμα-τοποιηθέντα κέρδη από άλλα χρεόγραφαή νομίσματα.

Διαφορές υπέρ ή υπό το άρτιο που προ-κύπτουν από αγορασθέντα χρεόγραφα υπο-λογίζονται και εμφανίζονται ως τμήμα τωνεσόδων από τόκους και αποσβένονται κατά τηνεναπομένουσα διάρκεια ζωής των χρεο-γράφων αυτών.

Πράξεις εκτός ισολογισμού

Πράξεις σε ξένο νόμισμα, δηλ. προθεσμιακέςπράξεις συναλλάγματος, τα προθεσμιακάσκέλη πράξεων ανταλλαγής νομισμάτων καιλοιπές πράξεις που συνεπάγονται ανταλλαγήενός νομίσματος έναντι άλλου σε μελλοντικήημερομηνία, περιλαμβάνονται στην καθαρήσυναλλαγματική θέση στο αντίστοιχο νόμισμαπροκειμένου να υπολογιστούν τα συναλ-λαγματικά κέρδη και ζημίες. Οι πράξεις επίεπιτοκίων αναπροσαρμόζονται ως προς τηναξία τους ανά πράξη και ως προς το χει-ρισμό εξομοιώνονται με τα χρεόγραφα. Τακέρδη και οι ζημίες που προκύπτουν απόπράξεις εκτός ισολογισμού αναγνωρίζονται καιεξομοιώνονται με τα κέρδη και τις ζημίες πουσυνδέονται με πράξεις εντός ισολογισμού.

Γεγονότα που επήλθαν μετά τηνκατάρτιση του ισολογισμού

Τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικούδιορθώνονται ώστε να συμπεριλαμβάνουν καιγεγονότα που επέρχονται από την ημερομηνίακατάρτισης του ισολογισμού μέχρι τηνημερομηνία κατά την οποία το ΔιοικητικόΣυμβούλιο της ΕΚΤ εγκρίνει τις λογιστικέςκαταστάσεις, εάν τα εν λόγω γεγονόταεπηρεάζουν ουσιωδώς την κατάσταση τουενεργητικού και του παθητικού του ισο-λογισμού κατά την ημερομηνία κατάρτισηςτου ισολογισμού.

161Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Υπόλοιπα εντός του Ευρωσυστήματος

Τα υπόλοιπα εντός του Ευρωσυστήματος(εκτός του κεφαλαίου της ΕΚΤ και των θέσεωνπου προκύπτουν από την μεταβίβασησυναλλαγματικών διαθεσίμων στην ΕΚΤ)παρουσιάζονται στον ισολογισμό της ΕΚΤ ωςκαθαρή θέση.

Λογιστική απεικόνιση των ενσώματωνκαι ασώματων παγίων

Τα ενσώματα και ασώματα πάγια αποτιμώνταιστο κόστος μείον την αποσβεσθείσα αξία. Οιαποσβέσεις υπολογίζονται με τη μέθοδο τηςσταθερής απόσβεσης για τη διάρκεια τηςπροσδοκώμενης οικονομικής ζωής τουπεριουσιακού στοιχείου, αρχής γενομένης απότο τρίμηνο μετά την απόκτησή του, ως εξής:

ηλεκτρονικοί υπολογιστές, συναφές υλικόκαι λογισμικό, και οχήματα: τέσσερα έτη

έπιπλα, σκεύη και μηχανολογικός εξο-πλισμός: δέκα έτη.

Τα πάγια στοιχεία ενεργητικού που έχουνκόστος μικρότερο των 10.000 ευρώ απο-σβένονται κατά το έτος αγοράς τους.

Συνταξιοδοτικό πρόγραμμα της ΕΚΤ

Η ΕΚΤ εφαρμόζει ένα συνταξιοδοτικό πρό-γραμμα που βασίζεται σε καθορισμένες

εισφορές. Τα περιουσιακά στοιχεία τουπρογράμματος, σκοπός των οποίων είναιμόνο η καταβολή παροχών προς τους αμέσωςασφαλισμένους και τα προστατευόμενα μέ-λη, περιλαμβάνονται στα λοιπά στοιχείαενεργητικού της ΕΚΤ ως χωριστά κονδύλια.Τα κέρδη/οι ζημίες εξ αποτιμήσεως επί τωνπεριουσιακών στοιχείων του ταμείουσυντάξεων αναγνωρίζονται ως έσοδα καιέξοδα του συνταξιοδοτικού προγράμματοςκατά το έτος που προκύπτουν. Οι παροχέςπου είναι καταβλητέες από τον κύριολογαριασμό παροχών, ο οποίος σχηματίζεταιαπό τις εισφορές της ΕΚΤ, καλύπτονται απόελάχιστες εγγυήσεις που εξασφαλίζουν τηνκαταβολή παροχών με βάση τις καθορισμένεςσυνταξιοδοτικές εισφορές.

Λοιπά ζητήματα

Λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο της ΕΚΤ ωςκεντρικής τράπεζας, η Εκτελεστική Επιτροπήτης ΕΚΤ φρονεί ότι η δημοσίευση κατάστασηςταμειακών ροών δεν θα παρέχει στουςαναγνώστες των οικονομικών καταστάσεωνπρόσθετες σχετικές πληροφορίες.

Σύμφωνα με το Άρθρο 27 του Καταστατικού τουΕΣΚΤ, και με βάση σύσταση του ΔιοικητικούΣυμβουλίου της ΕΚΤ, το Συμβούλιο τηςΕυρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε την πρόσληψητης εταιρίας PricewaterhouseCoopers GmbH ωςεξωτερικού ελεγκτή της ΕΚΤ.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999162

Σημειώσεις επί του ισολογισμού

1 Χρυσός και απαιτήσεις σε χρυσό

Η ΕΚΤ κατέχει 24 εκατομμύρια ουγγίεςκαθαρού χρυσού. Ο χρυσός αυτός μετα-βιβάστηκε στην ΕΚΤ στην αρχή του 1999 μετην τότε τρέχουσα τιμή αγοράς (246,368 ευρώανά ουγγία καθαρού χρυσού), ως τμήματων συναλλαγματικών διαθεσίμων πουμεταβίβασαν οι ΕθνΚΤ προς την ΕΚΤ, καιαντιπροσώπευε 15% της αρχικής αξίας αυτώντων διαθεσίμων.

2 Απαιτήσεις σε ξένο νόμισμα έναντιμη κατοίκων της ζώνης του ευρώ

Οι απαιτήσεις αυτές αποτελούνται απόυπόλοιπα λογαριασμών σε ξένες τράπεζες,δάνεια σε ξένο νόμισμα και τοποθετήσεις σεχρεόγραφα, κυρίως σε δολάρια ΗΠΑ και γιενΙαπωνίας.

3 Απαιτήσεις σε ευρώ έναντι μηκατοίκων της ζώνης του ευρώ

Οι απαιτήσεις αυτές αντιπροσωπεύουν κυρίωςυπόλοιπα λογαριασμών σε ΕθνΚΤ εκτός τηςζώνης του ευρώ, τα οποία προέρχονται απόσυναλλαγές μέσω του συστήματος TARGET.

4 Χρεόγραφα σε ευρώ, κατοίκων τηςζώνης του ευρώ

Τα χρεόγραφα αυτά αποτελούνται απόεμπορεύσιμα χρεόγραφα που έχουν εκδοθείαπό ειδικούς εκδότες της ζώνης του ευρώ μευψηλή πιστοληπτική ικανότητα.

5 Λοιπά στοιχεία ενεργητικού

5.1 Ενσώματα και ασώματα πάγια

Μετά την αφαίρεση των σωρευτικώναποσβέσεων που ανέρχονται σε 29,1 εκατ.ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των αποσβέ-σεων κατά τη διάρκεια ζωής του ΕΜΙ), τα

ενσώματα πάγια περιλάμβαναν τα εξής κύριακονδύλια στις 31 Δεκεμβρίου 1999:

5.2 Λοιπά χρηματοοικονομικά στοιχείαενεργητικού

Η ομάδα αυτή αποτελείται κυρίως από τα εξής:

(α) To αντίκρυσμα συμφωνιών επαναγοράςπου πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο τηςεπένδυσης των ιδίων κεφαλαίων της ΕΚΤ.Στις 31 Δεκεμβρίου 1999 οι συμφωνίεςεπαναγοράς εμφάνιζαν ανεξόφλητο υπό-λοιπο 565,7 εκατ. ευρώ.

(β) Τα χαρτοφυλάκια επενδύσεων πουαφορούν το ταμείο συντάξεων της ΕΚΤ καιαποτιμώνται σε 32,2 εκατ. ευρώ. Ταπεριουσιακά αυτά στοιχεία αντιστοιχούνστις συσσωρευμένες συνταξιοδοτικέςεισφορές της ΕΚΤ και των υπαλλήλων τηςπου επενδύθηκαν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου1999 και τις οποίες διαχειρίζεται εξωτερικόγραφείο διαχείρισης διαθεσίμων γιαλογαριασμό της ΕΚΤ. Οι τακτικές εισφορέςτης ΕΚΤ και των ασφαλισμένων έχουνεπενδυθεί σε μηνιαία βάση. Τα πε-ριουσιακά στοιχεία του ταμείου δεν είναιανταλλάξιμα με άλλα χρηματοοικονομικάστοιχεία της ΕΚΤ, ενώ τα καθαρά έσοδαπου προκύπτουν από την διαχείρισηαυτών των πόρων δεν αποτελούν έσοδοτης ΕΚΤ, αλλά επανεπενδύονται στααντίστοιχα κεφάλαια για κάλυψη μελ-

Καθαρή Καθαρήλογιστική λογιστικήαξία στις αξία στις

31 Δεκεμβρίου 31 Δεκεμβρίου1999 1998

€ €

Ηλεκτρονικοί υπολογιστές 15.865.660 12.510.812

Έπιπλα, σκεύη,μηχανολογικός εξοπλισμόςκαι οχήματα 5.955.720 3.329.884

Πάγια υπό κατασκευή 12.989.835 11.864.257

Λοιπά ενσώματα πάγια 7.778.252 2.407.118

Σύνολο 42.589.467 30.112.071

163Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

λοντικών συνταξιοδοτικών παροχών. Ηαξία των περιουσιακών αυτών στοιχείωνβασίζεται στην αποτίμηση που έγινε απότο γραφείο διαχείρισης διαθεσίμων, σύμ-φωνα με τις αγοραίες τιμές τέλους έτους.

(γ) Μετά από πρόσκληση του ΔιοικητικούΣυμβουλίου της Τράπεζας Διεθνών Δια-κανονισμών προς την ΕΚΤ ώστε να γίνειμέλος της ΤΔΔ, στις 9 Δεκεμβρίου 1999η ΕΚΤ αγόρασε 3.000 μετοχές της ΤΔΔαντί του ποσού των 38,5 εκατ. ευρώ.

5.3 Μεταβατικοί λογαριασμοί ενεργητικού

Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει κυρίως δε-δουλευμένους τόκους επί χρεογράφων καιλοιπών χρηματοοικονομικών στοιχείων ενερ-γητικού.

5.4 Λοιπά στοιχεία

Tο κύριο στοιχείο της ομάδας αυτής είναιαπαίτηση κατά του Ομοσπονδιακού Υπουρ-γείου Οικονομικών της Γερμανίας και αφοράεπιστροφή φόρου προστιθέμενης αξίας καιάλλων έμμεσων φόρων που κατέβαλε η ΕΚΤ.Οι φόροι αυτοί επιστρέφονται υπό τους όρουςτου Άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου περί τωνπρονομίων και ασυλιών των ΕυρωπαϊκώνΚοινοτήτων, το οποίο ισχύει και για την ΕΚΤβάσει του Άρθρου 40 του Καταστατικού τουΕΣΚΤ.

6 Υποχρεώσεις σε ευρώ έναντιάλλων κατοίκων της ζώνης τουευρώ

Η ομάδα αυτή αποτελείται από καταθέσειςμελών της Τραπεζικής Ένωσης για το ευρώ(ΤΕΕ), οι οποίες χρησιμοποιούνται για ναπαρέχονται μέσα εξασφαλιστικά των πλη-ρωμών προς την ΕΚΤ σε σχέση με πληρω-μές της ΤΕΕ που διακανονίζονται μέσω τουσυστήματος TARGET.

7 Υποχρεώσεις σε ευρώ έναντι μηκατοίκων της ζώνης του ευρώ

Οι υποχρεώσεις αυτές αντιπροσωπεύουνκυρίως το υπόλοιπο μιας ΕθνΚΤ εκτός ζώνηςευρώ που προέρχεται από συναλλαγές μέσωτου συστήματος TARGET.

8 Υποχρεώσεις σε ξένο νόμισμαέναντι μη κατοίκων της ζώνης τουευρώ

Στην ομάδα αυτή υπάγονται υποχρεώσεις πουπροέρχονται από συμφωνίες επαναγοράς στοπλαίσιο της διαχείρισης των συναλλαγματικώνδιαθεσίμων της ΕΚΤ.

9 Υποχρεώσεις εντός τουΕυρωσυστήματος

9.1 Υποχρεώσεις που ισοδυναμούν με τημεταβίβαση συναλλαγματικώνδιαθεσίμων

Κατά την έναρξη του Τρίτου Σταδίου της ΟΝΕ,οι ΕθνΚΤ των χωρών της ζώνης του ευρώμεταβίβασαν στην ΕΚΤ συναλλαγματικάδιαθέσιμα, σύμφωνα με το Άρθρο 30 τουΚαταστατικού του ΕΣΚΤ και την απόφαση τουΔιοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ που έθεσεσε εφαρμογή το εν λόγω άρθρο. Μεταξύ 4 και7 Ιανουαρίου 1999 μεταβιβάστηκαν ποσά πουανέρχονταν στο ισότιμο των 39,5 δισεκ.ευρώ, υπό μορφή χρυσού, μετρητών καιχρεογράφων. Από το ποσό που μετα-βιβάστηκε με τη μορφή ξένων νομισμάτων (τοοποίο αντιπροσώπευε το 85% της συνολικήςαξίας των μεταβιβασθέντων διαθεσίμων), 90%ήταν δολάρια ΗΠΑ και 10% γιεν Ιαπωνίας.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999164

1999 1998€ €

Χρυσός 1.036.876.277 0

Ξένα νομίσματα 5.821.397.453 697.979

Χρεόγραφα 2.265.980 0

Σύνολο 6.860.539.710 697.979

Οι προκύπτουσες απαιτήσεις των ΕθνΚΤεκφράζονται σε ευρώ και τοκίζονται μετα επιτόκια βραχυπρόθεσμης αναχρη-ματοδότησης του Ευρωσυστήματος, προσαρ-μοσμένα ώστε να αντανακλάται το μηδε-νικό επιτόκιο που εφαρμόζεται επί του τμήματοςτων διαθεσίμων που μεταβιβάστηκε υπό μορφήχρυσού (βλ. Σημειώσεις επί των αποτελεσμάτωνχρήσεως, Σημείωση 1). Κατά τα τρία πρώτα έτητου Τρίτου Σταδίου της ΟΝΕ, κατόπιναποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου, χωρείμερική παραίτηση άπό τις απαιτήσεις αυτές σεπερίπτωση που τα έσοδα και τα διαθέσιμα τηςΕΚΤ δεν επαρκούν για να καλύψουν τις μηπραγματοποιηθείσες ζημίες επί των τηρούμενωνσυναλλαγματικών διαθεσίμων λόγω μείωσης τωνσυναλλαγματικών ισοτιμιών. Με την ως άνωτυχόν παραίτηση, η υποχρέωση της ΕΚΤ δενμπορεί να μειωθεί σε ύψος μικρότερο του 80%του αρχικού της.

9.2 Λοιπές υποχρεώσεις εντός τουΕυρωσυστήματος (καθαρές)

Η ομάδα αυτή αποτελείται κυρίως από ταυπόλοιπα των ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώέναντι της ΕΚΤ στο πλαίσιο του TARGET, ωςεξής:

Οφειλές κεντρικών τραπεζών της ζώνης τουευρώ από συναλλαγές μέσω TARGET 7.697.803.922

Απαιτήσεις κεντρικών τραπεζώντης ζώνης του ευρώ από συναλλαγέςμέσω TARGET (9.418.628.635)

Καθαρή θέση (1.720.824.713)

10 Λοιπά στοιχεία παθητικού

Το κύριο στοιχείο αυτής της ομάδας, δηλ. ηυπο-ομάδα διάφορα στοιχεία περιλαμβάνειπράξεις αγοράς χρεογράφων με σύμφωνοεπαναγοράς που πραγματοποιήθηκαν στοπλαίσιο της επένδυσης των ιδίων κεφαλαίωντης ΕΚΤ. Στην ίδια υπο-ομάδα καταχωρούνταιεπίσης οι υποχρεώσεις της ΕΚΤ που συν-δέονται με το ταμείο συντάξεων (32,2 εκατ.ευρώ).

11 Προβλέψεις

Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει κυρίως διοικητικέςπροβλέψεις που αφορούν δαπάνες για αγοράαγαθών και παροχή υπηρεσιών.

12 Λογαριασμοί αναπροσαρμογής

Οι λογαριασμοί αυτοί αντιπροσωπεύουναποθεματικά αναπροσαρμογής που προ-έρχονται από μη πραγματοποιηθέντα κέρδηεπί στοιχείων ενεργητικού και παθητικού,κυρίως λόγω ανόδου των συναλλαγμα-τικών ισοτιμιών έναντι του ευρώ κατά τη διάρ-κεια του 1999.

Κλείδα κατανομής(%) €

Εθνική Τράπεζα του Βελγίου 2,8658 1.432.900.000

Ομοσπονδιακή Τράπεζα τηςΓερμανίας 24,4935 12.246.750.000

Τράπεζα της Ισπανίας 8,8935 4.446.750.000

Τράπεζα της Γαλλίας 16,8337 8.416.850.000

Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας 0,8496 424.800.000

Τράπεζα της Ιταλίας 14,8950 7.447.500.000

Κεντρική Τράπεζα τουΛουξεμβούργου 0,1492 74.600.000

Τράπεζα της Ολλανδίας 4,2780 2.139.000.000

Εθνική Τράπεζα της Αυστρίας 2,3594 1.179.700.000

Τράπεζα της Πορτογαλίας 1,9232 961.600.000

Τράπεζα της Φινλανδίας 1,3970 698.500.000

Σύνολο 78,9379 39.468.950.000

165Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

13 Κεφάλαιο και αποθεματικά

Η πλήρως καταβεβλημένη συμμετοχή τωνΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ στο κεφάλαιο τηςΕΚΤ (το οποίο είναι 5 δισεκ. ευρώ) ανέρχεταισυνολικά σε 3.946.895.000 ευρώ και ανα-λύεται ως εξής:

Κλείδα κατανομής(%) €

Εθνική Τράπεζα του Βελγίου 2,8658 143.290.000

Ομοσπονδιακή Τράπεζα τηςΓερμανίας 24,4935 1.224.675.000

Τράπεζα της Ισπανίας 8,8935 444.675.000

Τράπεζα της Γαλλίας 16,8337 841.685.000

Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας 0,8496 42.480.000

Τράπεζα της Ιταλίας 14,8950 744.750.000

Κεντρική Τράπεζα τουΛουξεμβούργου 0,1492 7.460.000

Τράπεζα της Ολλανδίας 4,2780 213.900.000

Εθνική Τράπεζα της Αυστρίας 2,3594 117.970.000

Τράπεζα της Πορτογαλίας 1,9232 96.160.000

Τράπεζα της Φινλανδίας 1,3970 69.850.000

Σύνολο 78,9379 3.946.895.000

Οι εισφορές των εκτός ζώνης ευρώ ΕθνΚΤ, οιοποίες αντιπροσωπεύουν το 5% του ποσούπου θα έπρεπε να καταβάλουν αν συμμετείχανστη Νομισματική Ένωση, ανέρχονται συνολικάσε 52.655.250 ευρώ και κατανέμονται ως εξής:

Τα ποσά αυτά αντιπροσωπεύουν συμμετοχήστα λειτουργικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκεη ΕΚΤ και αφορούν εργασίες που έγιναν γιαλογαριασμό των εκτός ζώνης ευρώ ΕθνΚΤ. Οιεκτός ζώνης ευρώ ΕθνΚΤ, μέχρις ότου εντα-χθούν στο Ευρωσύστημα, δεν απαιτείται νακαταβάλουν άλλο τμήμα από το αναλογούν σεαυτές εγγεγραμμένο κεφάλαιο, πέραν τουποσού που έχουν ήδη καταβάλει. Οι εν λόγωΕθνΚΤ δεν δικαιούνται να λάβουν μερίδιο απότα διανεμητέα κέρδη της ΕΚΤ ούτε υπο-χρεούνται να καλύψουν ενδεχόμενες ζημίεςτης ΕΚΤ.

Τα αποθεματικά της ΕΚΤ έχουν ως εξής:

Κλείδα κατανομής(%) €

Εθνική Τράπεζα της Δανίας 1,6709 4.177.250

Τράπεζα της Ελλάδος 2,0564 5.141.000

Τράπεζα της Σουηδίας 2,6537 6.634.250

Τράπεζα της Αγγλίας 14,6811 36.702.750

Σύνολο 21,0621 52.655.250

1999

Γενικό αποθεματικό 5.508.000

Λοιπά αποθεματικά 0

Αδιανέμητα κέρδη 22.032.513

Σύνολο 27.540.513

14 Στοιχεία εκτός ισολογισμού

Καμία απαίτηση ή υποχρέωση δεν παρέμεινεανεξόφλητη σε σχέση με συμβάσεις που δενέχουν λήξει ή άλλες ανοικτές θέσεις. Στις31 Δεκεμβρίου 1999 δεν υπήρχαν ουσιώδειςενδεχόμενες υποχρεώσεις.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999166

Σημειώσεις επί των αποτελεσμάτων χρήσεως

1 Καθαροί τόκοι-έσοδα

Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει τόκους-έσοδα,μείον τόκους-έξοδα, επί στοιχείων ενεργητικούκαι παθητικού σε ξένα νομίσματα και σε ευρώ.Το μεγαλύτερο μέρος των τόκων αυτών(εσόδων και εξόδων) προήλθε από υπόλοιπαπου προέκυψαν από συναλλαγές μέσω τουTARGET. Οι καθαροί τόκοι-έσοδα ανήλθαν σε1,5 δισεκ. ευρώ. Τόκοι ύψους 913 εκατ. ευρώκατεβλήθησαν προς τις ΕθνΚΤ επί απαι-τήσεών τους κατά της ΕΚΤ σχετικών με τασυναλλαγματικά διαθέσιμα που της μεταβί-βασαν στην αρχή του 1999.

Ανάλυση του κονδυλίου τόκοι-έσοδα

Ανάλυση του κονδυλίου τόκοι-έξοδα

Σε συνάλλαγμα Σε ευρώ(%) (%)

1999 1998 1999 1998(7 μήνες) (7 μήνες)

Χρεόγραφα 99,6% 0,0% 0,9% 0,0%

Λοιπά στοιχείαπαθητικού 0,4% 0,0% 99,1% 100,0%

Σύνολο 100,0% 0,0% 100,0% 100,0%

2 Πραγματοποιηθέντα κέρδη/πραγματοποιηθείσες ζημίες απόχρηματοοικονομικές πράξεις

Από τη συνήθη διαχείριση χαρτοφυλακίουχρεογράφων προέκυψε καθαρή πραγμα-τοποιηθείσα ζημία, λόγω της σημαντικήςπτώσης των τιμών των διακρατούμενωνχρεογράφων κατά τη διάρκεια του 1999.

3 Αποσβέσεις (write-downs)χρηματοοικονομικών στοιχείωνενεργητικού και θέσεων

Η πτώση των τιμών οδήγησε στην απόσβεσητου κόστους κτήσεως χρεογράφων πουεμφανίζονται στον ισολογισμό, ώστε νααπεικονίζονται στην αγοραία τιμή τους όπωςείχε στις 31 Δεκεμβρίου 1999 (βλ. Λογιστικέςπολιτικές: Αναγνώριση εσόδων).

4 Καθαρά έσοδα από αμοιβές καιπρομήθειες

Η υπο-ομάδα Έσοδα από αμοιβές καιπρομήθειες αποτελείται από ποινές πουεπεβλήθησαν σε πιστωτικά ιδρύματα λόγω μησυμμόρφωσής τους προς την υποχρέωσητήρησης ελάχιστων αποθεματικών.

5 Λοιπά έσοδα

Διάφορα άλλα έξοδα προήλθαν στη διάρκειατου έτους, κυρίως από τη μεταφορά αχρη-σιμοποίητων διοικητικών προβλέψεων στααποτελέσματα χρήσεως.

6 Δαπάνες προσωπικού

Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι μισθοί καιοι λοιπές παροχές (52,3 εκατ. ευρώ) και οιεργοδοτικές εισφορές της ΕΚΤ στο ταμείοσυντάξεων, καθώς και τα ασφάλιστρα υγείαςκαι ατυχημάτων που κατέβαλε η ΕΚΤ. Οιαμοιβές των μελών της Εκτελεστικής Επι-τροπής της ΕΚΤ ανήλθαν συνολικά σε 1,8εκατ. ευρώ. Δεν κατεβλήθησαν συντάξεις σεπρώην μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής ή σεμέλη της οικογενείας τους κατά τη διάρκειατου έτους. Οι μισθοί και οι παροχές στοπροσωπικό, συμπεριλαμβανομένων και τωναμοιβών των ανώτατων διοικητικών στελεχών,ακολουθούν κατ ουσίαν το μισθολόγιο τωνΕυρωπαϊκών Κοινοτήτων και είναι συγκρίσιμαπρος αυτό.

Σε συνάλλαγμα Σε ευρώ(%) (%)

1999 1998 1999 1998(7 μήνες) (7 μήνες)

Χρεόγραφα 84,5% 0,0% 5,1% 0,0%

Λοιπά στοιχείαενεργητικού 15,5% 100,0% 94,9% 0,0%

Σύνολο 100,0% 100,0% 100,0% 0,0%

167Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Την τελευταία εργάσιμη ημέρα του 1999 η ΕΚΤαπασχολούσε 732 υπαλλήλους, από τουςοποίους 55 κατείχαν διευθυντικές θέσεις. Ομέσος αριθμός απασχολουμένων στην ΕΚΤκατά το 1999 ήταν 648, έναντι 478 το 1998.Κατά το 1999 έγιναν 242 νέες προσλήψεις,ενώ 44 υπάλληλοι αποχώρησαν από την ΕΚΤ.

7 Το συνταξιοδοτικό πρόγραμματης ΕΚΤ

Σύμφωνα με τον κανονισμό του προ-γράμματος, απαιτείται πλήρης αναλογιστικήμελέτη ανά τριετία. Πλήρης αναλογιστικήμελέτη όμως θα γίνεται κάθε χρόνο, εφόσον οαριθμός του προσωπικού αυξάνεται σημαντικάκατά τη διάρκεια του έτους. Η τελευταίααναλογιστική μελέτη έγινε στις 31 Δεκεμβρίου1999, με βάση τη Μέθοδο Projected UnitCredit, σύμφωνα με την οποία προβλέπονταιοι ελάχιστες υποχρεώσεις ως τα εφάπαξ ποσάπου θα ήταν πληρωτέα τοις μετρητοίς προςτους ασφαλισμένους κατά τη λήξη τηςυπηρεσίας τους. Η μελέτη έδειξε ότι ηαναλογιστική αξία των πόρων του ταμείουαντιπροσώπευε το 110% των παροχών πουείχαν σωρευθεί υπέρ των μελών κατά την

ημερομηνία κατάρτισης του ισολογισμού, αφούέγινε πρόβλεψη για μελλοντικές αυξήσειςτων αποδοχών και των συνταξιοδοτικών υπο-χρεώσεων.

Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες του προ-γράμματος εκτιμώνται σύμφωνα με τη γνω-μοδότηση εξειδικευμένου αναλογιστή. Τοσυνολικό συνταξιοδοτικό κόστος της ΕΚΤ ήταν8,1 εκατ. ευρώ. Στο ποσόν αυτό συμπε-ριλαμβάνεται πρόβλεψη για καταβολή συντά-ξεων σε μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπήςύψους 1,8 εκατ. ευρώ. Το απαιτούμενομελλοντικό ποσοστό εισφοράς της ΕΚΤ είναι16,5% επί των συντάξιμων αποδοχών όλουτου προσωπικού.

8 Διοικητικές δαπάνες

Αυτές καλύπτουν όλες τις λοιπές τρέχουσεςδαπάνες που αφορούν μισθώματα, συντήρησηεγκαταστάσεων, μη κεφαλαιακού χαρακτήρααγαθά και εξοπλισμό, αμοιβές εξωτερικώνσυνεργατών και λοιπές υπηρεσίες καιπρομήθειες, καθώς επίσης και δαπάνες γιατην πρόσληψη, μετάθεση, τοποθέτηση,κατάρτιση και επανεγκατάσταση υπαλλήλων.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999168

Προς τον Πρόεδρο και το Διοικητικό Συμβούλιοτης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Φραγκφούρτη

Ελέγξαμε τις επισυναπτόμενες οικονομικές καταστάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζαςτης 31ης Δεκεμβρίου 1999. Η Διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι υπεύθυνηγια την κατάρτιση των λογαριασμών. Εμείς είμαστε επιφορτισμένοι να διαμορφώσουμεανεξάρτητη γνώμη σχετικά με τους λογαριασμούς αυτούς, βάσει του ελέγχου μας, και να σαςτην αναφέρουμε.

Διενεργήσαμε τον έλεγχό μας σύμφωνα με τα Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα. Ο έλεγχοςσυμπεριλαμβάνει την εξέταση, σε δειγματοληπτική βάση, παραστατικών που αφορούν τα ποσάκαι τη διαφάνεια των λογαριασμών. Περιέχει επίσης αξιολόγηση των σημαντικών εκτιμήσεωνκαι απόψεων που διατυπώνονται όταν καταρτίζονται οι λογαριασμοί, ενώ παράλληλααξιολογείται κατά πόσον οι λογιστικές πρακτικές ενδείκνυνται για την περίπτωση τηςΕυρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και έχουν επαρκώς επεξηγηθεί.

Κατά την άποψή μας, οι οικονομικές καταστάσεις, οι οποίες καταρτίστηκαν σύμφωνα με τηλογιστική πρακτική που παρατίθεται στο Τμήμα 1 των σημειώσεων επί των λογαριασμών τηςΕυρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παρέχουν αληθή και ορθή εικόνα της οικονομικής κατάστασηςτης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις 31 Δεκεμβρίου 1998 και των αποτελεσμάτων τωνεργασιών της για το διάστημα 1 Ιανουαρίου - 31 Δεκεμβρίου 1999.

Φραγκφούρτη, 1 Μαρτίου 2000

PricewaterhouseCoopers

Ανώνυμος εταιρίαΟικονομικού Ελέγχου

Οι οικονομικοί ελεγκτές[υπογραφή] [υπογραφή](Wagener) (Kern)

169Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Σημείωση επί του επιμερισμού των ζημιών

Σημείωση: το στοιχείο αυτό δεν αποτελεί τμήματων οικονομικών καταστάσεων της ΕΚΤ.Δημοσιεύεται στην Ετήσια Έκθεση για ενη-μερωτικούς λόγους.

Σύμφωνα με το Άρθρο 33.2 του Καταστατικούτου ΕΣΚΤ, η ζημία που τυχόν υφίσταται η ΕΚΤμεταφέρεται με την εξής σειρά:

(α) η ζημία μπορεί να καλυφθεί από το γενικόαποθεματικό της ΕΚΤ,

(β) μετά από απόφαση του ΔιοικητικούΣυμβουλίου της ΕΚΤ, τυχόν ενα-πομένουσα ζημία καλύπτεται από τονομισματικό εισόδημα του αντίστοιχουοικονομικού έτους, κατ αναλογίαν καιμέχρι το ύψος των ποσών πουκατανέμονται στις ΕθνΚΤ σύμφωνα με τοΆρθρο 32.5,1

(γ) σε περίπτωση που οι εν λόγω ζημίες δενμπορούν να καλυφθούν σύμφωνα με τοΆρθρο 33.2, το Διοικητικό Συμβούλιοσυμφώνησε εν προκειμένω ότι τυχόνεναπομένουσα ζημία πρέπει να καλυφθείως εξής:

(i) τυχόν εναπομένουσα ζημία μπορεί νακαλυφθεί κατά πρώτον μέσω μερικήςπαραίτησης από την αρχική αξία τωνυποχρεώσεων της ΕΚΤ πουισοδυναμούν με τη μεταβίβασησυναλλαγματικών διαθεσίμων καιεμφανίζονται στον ισολογισμό τηςΕΚΤ. Η παραίτηση δεν μπορεί ναυπερβαίνει κατ ανώτατο όριο τα εξής:

το ποσόν των μη πραγμα-τοποιηθεισών ζημιών που προ-κύπτουν επί συναλλαγματικών θέ-σεων σε χρυσό και σε ξένα νομί-σματα,

ένα ποσόν που θα μείωνε τηνπροαναφερθείσα υποχρέωση σεποσοστό κάτω του 80% της αρχικήςτης αξίας.

(ii) τυχόν εναπομένουσα ζημία μπορεί νακαλυφθεί με άμεση χρέωση των εσόδων,επιμερισμένη σύμφωνα με την κλείδακατανομής στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, ταοποία αποκομίζουν οι συμμετέχουσεςΕθνΚΤ από εθνικά τραπεζογραμμάτια σεκυκλοφορία, υπό τον περιορισμό ότι η ενλόγω άμεση χρέωση εις βάροςοποιασδήποτε ΕθνΚΤ σε καμία πε-ρίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει ταέσοδα που αποφέρουν στην εν λόγωΕθνΚΤ τα εθνικά τραπεζογραμμάτια.

Κατά τη συνεδρίασή του στις 16 Mαρτίου 2000το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισενα επιμερίσει τη ζημία της ΕΚΤ για τη χρήσηπου έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 1999 ως εξής:

1 Σύμφωνα με το Άρθρο 32.5 του Καταστατικού τουΕΣΚΤ, το νομισματικό εισόδημα των ΕθνΚΤ κατανέμεταιμεταξύ των ΕθνΚΤ κατ αναλογία με τα καταβεβλημέναμερίδια συμμετοχής τους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. ΤοΔιοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε για ταοικονομικά έτη 1999 έως 2001 να υπολογίσει τονομισματικό εισόδημα εφαρμόζοντας ένα επιτόκιοαναφοράς στη βάση υπολογισμού, η οποίαπεριλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις από καταθέσειςέναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, τρεχούμενουςλογαριασμούς, τη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων,καταθέσεις προθεσμίας, καταθέσεις που συνδέονταιμε καταβολή πρόσθετων περιθωρίων, συμφωνίεςεπαναγοράς για την απορρόφηση ρευστότητας καιυποχρεώσεις των συμμετεχουσών ΕθνΚΤ πουαπορρέουν από την έκδοση πιστοποιητικών χρέουςτης ΕΚΤ. Το χρησιμοποιούμενο επιτόκιο αναφοράςείναι το τελευταίο διαθέσιμο επιτόκιο συμφωνιώνεπαναγοράς διάρκειας δύο εβδομάδων και εφαρμόζεταισε καθημερινή βάση στη βάση υπολογισμού κάθεΕθνΚΤ, ώστε να υπολογιστεί το συσσωρευμένονομισματικό εισόδημα. Τα ποσά των τόκων πουκαταβάλλει μια ΕθνΚΤ επί υποχρεώσεων οι οποίεςπεριλαμβάνονται στη βάση υπολογισμού τουνομισματικού της εισοδήματος αφαιρούνται από τοπρος συσσώρευση νομισματικό της εισόδημα.

1999 1998€ €

(Ζημία) / Κέρδος χρήσεως (247.281.223) 27.540.513

Αναλήψεις από / κατανομήστο γενικό αποθεματικό 27.540.513 (5.508.000)

Μεταφορά από συσσωρευμένονομισματικό εισόδημα 35.160.676 0

Παρακρατηθέντα κέρδη εις νέον (22.032.513)

Άμεση χρέωση τωνΕθνΚΤ 184.580.034 0

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999170

Ενεργητικό Υπόλοιπο της Υπόλοιπο της31ης Δεκεμβρίου 1ης Ιανουαρίου

1999 1999

1 Χρυσός και απαιτήσεις σε χρυσό 116.610 99.565

2 Απαιτήσεις από κατοίκους χωρών εκτός ζώνηςευρώ, σε συνάλλαγμα2.1 Απαιτήσεις από το ΔΝΤ 71.744 29.5112.2 Καταθέσεις από τράπεζες, χρεόγραφα, δάνεια

και λοιπά στοιχεία ενεργητικού 182.803 201.494254.547 231.005

3 Απαιτήσεις από κατοίκους της ζώνης τουευρώ, σε συνάλλαγμα 14.412 6.283

4 Απαιτήσεις από κατοίκους χωρών εκτός ζώνηςευρώ, σε ευρώ4.1 Καταθέσεις σε τράπεζες, χρεόγραφα

και δάνεια 6.050 8.9414.2 Απαιτήσεις που απορρέουν από πιστωτικές

διευκολύνσεις στο πλαίσιο του ΜΣΙ ΙΙ 0 06.050 8.941

5 Δανεισμός σε αντισυμβαλλομένους τουχρηματοπιστωτικού τομέα της ζώνης του ευρώ5.1 Πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης 161.988 143.6965.2 Πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης 74.996 24.6985.3 Αντιστρεπτέες πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων

διακυμάνσεων της ρευστότητας 0 6.6805.4 Διαρθρωτικές αντιστρεπτέες πράξεις 0 05.5 Διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης 11.429 6.3725.6 Πιστώσεις για την κάλυψη περιθωρίων 404 265.7 Λοιπές δανειοδοτικές πράξεις 1.276 3.641

250.093 185.113

6 Χρεόγραφα κατοίκων της ζώνης ευρώ, σε ευρώ 23.513 21.673

7 Χρέος γενικής κυβέρνησης, σε ευρώ 59.180 60.126

8 Λοιπά στοιχεία ενεργητικού 81.899 80.731

Σύνολο ενεργητικού 806.304 693.437

Τα γενικά/μερικά σύνολα ενδέχεται να μην αντιστοιχούν στο ακριβές άθροισμα λόγω στρογγυλοποίησης.

Ενοποιημένη λογιστική κατάσταση του Ευρωσυστήματος της31ης Δεκεμβρίου 1999(εκατ. ευρώ)

171Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Παθητικό Υπόλοιπο της Υπόλοιπο της31ης Δεκεμβρίου 1ης Ιανουαρίου

1999 1999

1 Τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία 374.976 342.194

2 Υποχρεώσεις έναντι αντισυμβαλλομένων τουχρηματοπιστωτικού τομέα της ζώνης του ευρώ, σε ευρώ2.1 Τρεχούμενοι λογαριασμοί (συμπεριλαμβανομένων

των υποχρεωτικών καταθέσεων) 114.826 84.4282.2 Διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων 2.618 9732.3 Καταθέσεις προθεσμίας 0 1.8862.4 Αντιστρεπτέες πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων

διακυμάνσεων της ρευστότητας 0 02.5 Καταθέσεις για κάλυψη περιθωρίων 10 12

117.454 87.299

3 Εκδοθέντα χρεόγραφα 7.876 13.835

4 Υποχρεώσεις έναντι λοιπών κατοίκων της ζώνης τουευρώ, σε ευρώ4.1 Γενική κυβέρνηση 57.539 55.2794.2 Λοιπές υποχρεώσεις 3.061 3.075

60.600 58.354

5 Υποχρεώσεις έναντι κατοίκων χωρών εκτός ζώνηςτου ευρώ, σε ευρώ 9.048 9.972

6 Υποχρεώσεις έναντι κατοίκων της ζώνης του ευρώ,σε συνάλλαγμα 927 595

7 Υποχρεώσεις έναντι κατοίκων χωρών εκτός ζώνης τουευρώ, σε συνάλλαγμα7.1 Καταθέσεις, υπόλοιπα και λοιπές υποχρεώσεις 11.896 3.3147.2 Υποχρεώσεις που απορρέουν από πιστωτικές

διευκολύνσεις στο πλαίσιο του ΜΣΙ ΙΙ 0 011.896 3.314

8 Λογαριασμός ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων του ΔΝΤ 6.529 5.765

9 Λοιπές υποχρεώσεις 54.493 58.070

10 Λογαριασμοί αναπροσαρμογών 106.629 60.083

11 Κεφάλαιο και αποθεματικά 55.876 53.956

Σύνολο παθητικού 806.304 693.437

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999172

Παραρτήματα

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999174

Γλωσσάριο*

Αντιστρεπτέα συναλλαγή: πράξη μέσω της οποίας η κεντρική τράπεζα αγοράζει ή πωλείπεριουσιακά στοιχεία στο πλαίσιο συμφωνίας επαναγοράς ή διενεργεί πιστωτικές πράξεις έναντιασφάλειας.

Αντισυμβαλλόμενος: ο άλλος συμβαλλόμενος σε μια χρηματοοικονομική συναλλαγή (π.χ. σεοποιαδήποτε συναλλαγή με την κεντρική τράπεζα).

Ασφάλεια (ή μέσα εξασφαλιστικά των πληρωμών): περιουσιακά στοιχεία τα οποία δίδονται ωςενέχυρο προς εξασφάλιση της αποπληρωμής των βραχυπρόθεσμων δανείων ρευστότητας πουλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα από τις κεντρικές τράπεζες, καθώς και περιουσιακά στοιχεία ταοποία τα πιστωτικά ιδρύματα πωλούν προς κεντρικές τράπεζες στο πλαίσιο συμφωνιώνεπαναγοράς.

Βάση υπολογισμού των ελάχιστων αποθεματικών: το άθροισμα των στοιχείων του ισολογισμού(συγκεκριμένα στοιχείων του παθητικού) τα οποία αποτελούν τη βάση για να υπολογίζονται ταυποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά ενός πιστωτικού ιδρύματος (βλ. υποχρέωση τήρησηςελάχιστων αποθεματικών).

Γενική κυβέρνηση: αποτελείται από την κεντρική κυβέρνηση, την περιφερειακή ή τοπικήαυτοδιοίκηση και τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, όπως ορίζονται στο ΕυρωπαϊκόΣύστημα Λογαριασμών του 1995 (EΣΛ 95).

Γενικό Συμβούλιο: ένα από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της Ευρωπαϊκής ΚεντρικήςΤράπεζας (EKT). Απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τους διοικητές και των 15εθνικών κεντρικών τραπεζών της EE.

Διατραπεζικό Σύστημα Μεταφοράς Κεφαλαίων (ΔΣΜΚ): σύστημα μεταφοράς κεφαλαίων όπουοι περισσότεροι απευθείας συμμετέχοντες (ή όλοι) είναι πιστωτικά ιδρύματα.

Διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων: πάγια διευκόλυνση του Ευρωσυστήματος, την οποίαμπορούν να χρησιμοποιούν οι αντισυμβαλλόμενοι για να πραγματοποιούν καταθέσεις μίας ημέραςσε μια εθνική κεντρική τράπεζα με προκαθορισμένο επιτόκιο.

Διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης: πάγια διευκόλυνση του Ευρωσυστήματος, την οποίαμπορούν να χρησιμοποιούν οι αντισυμβαλλόμενοι για να λαμβάνουν πιστώσεις μίας ημέρας απόμια εθνική κεντρική τράπεζα με προκαθορισμένο επιτόκιο.

Διμερής διαδικασία: διαδικασία μέσω της οποίας η κεντρική τράπεζα συναλλάσσεται απευθείας μεέναν ή με περιορισμένο αριθμό αντισυμβαλλομένων, χωρίς να προσφεύγει σε διαδικασίεςδημοπρασίας. Οι διμερείς διαδικασίες περιλαμβάνουν πράξεις που εκτελούνται μέσωχρηματιστηρίου ή φορέων της αγοράς.

Διοικητικό Συμβούλιο: ένα από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της Ευρωπαϊκής ΚεντρικήςΤράπεζας (EKT). Απαρτίζεται από όλα τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και τους διοικητές τωνεθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών-μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ.

* H αρίθμηση των Άρθρων και των Πρωτοκόλλων είναι σύμφωνη με αυτήν που καθιερώθηκε με τη Συνθήκη, όπως υπογράφηκε στοΆμστερνταμ.

175Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

ECOFIN: βλ. Συμβούλιο της ΕΕ.

ECU (Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα): το ECU ήταν καλάθι νομισμάτων, αποτελούμενο απότο άθροισμα σταθερών ποσών των δώδεκα από τα δεκαπέντε νομίσματα των κρατών-μελών. Η αξίατου ECU υπολογιζόταν ως ο σταθμικός μέσος όρος της αξίας των νομισμάτων που το συνέθεταν. ΤοECU αντικαταστάθηκε από το ευρώ με αναλογία 1:1 από 1ης Ιανουαρίου 1999.

Εκτελεστική Επιτροπή: ένα από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της Ευρωπαϊκής ΚεντρικήςΤράπεζας (ΕΚΤ). Απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και άλλα τέσσερα μέλη, πουδιορίζονται από τους Αρχηγούς Κρατών ή Κυβερνήσεων των κρατών-μελών που έχουν υιοθετήσει τοευρώ.

Εκ των προτέρων εφοδιασμός: η διανομή τραπεζογραμματίων ευρώ ή/και κερμάτων σε ορισμένεςομάδες συναλλασσομένων (π.χ. τράπεζες, καταστήματα λιανικής πώλησης, εταιρίες χρηματα-ποστολών, κατασκευαστές μηχανημάτων που λειτουργούν με μετρητά, ευρύ κοινό) πριν από το2002.

Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ): ο ΕνΔΤΚ είναι ο δείκτης τιμών πουχρησιμοποιεί το Διοικητικό Συμβούλιο προκειμένου να αξιολογήσει τη σταθερότητα των τιμών.Κατ εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης που προβλέπουν την κατάρτιση δείκτη τιμών σεσυγκρίσιμη βάση, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών των εθνικών ορισμών, αναπτύχθηκε οΕνΔΤΚ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Eurostat) σε στενή συνεργασία με τις εθνικές στατιστικέςυπηρεσίες, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ENI) και αργότερα με την Ευρωπαϊκή ΚεντρικήΤράπεζα (EKT).

Ενοποιημένη λογιστική κατάσταση των ΝΧΙ: η ενοποιημένη λογιστική κατάσταση του τομέα τωνΝομισματικών Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων (ΝΧΙ) προκύπτει από το συμψηφισμό τωναπαιτήσεων και υποχρεώσεων μεταξύ των ΝΧΙ στη συγκεντρωτική λογιστική κατάσταση των ΝΧΙ(π.χ. δάνεια μεταξύ ΝΧΙ και καταθέσεις που τηρούνται σε ΝΧΙ από αμοιβαία κεφάλαια τηςχρηματαγοράς). Παρέχει πληροφορίες για τις απαιτήσεις και υποχρεώσεις του τομέα των ΝΧΙ έναντικατοίκων της ζώνης του ευρώ εκτός του τομέα των ΝΧΙ (δηλ. έναντι της γενικής κυβέρνησης καιτων λοιπών κατοίκων της ζώνης του ευρώ) καθώς και έναντι μη κατοίκων της ζώνης του ευρώ. Ηενοποιημένη λογιστική κατάσταση είναι η κυριότερη πηγή στατιστικών στοιχείων για τον υπολογισμότων νομισματικών μεγεθών. Επιπλέον, αποτελεί βάση για την τακτική ανάλυση των στοιχείων πουαντιστοιχούν στο Μ3.

Εξ αποστάσεως πρόσβαση (σε ΔΣΜΚ): διευκόλυνση που επιτρέπει σε πιστωτικό ίδρυμαεγκατεστημένο σε μία χώρα (χώρα καταγωγής) να μετέχει απευθείας σε διατραπεζικό σύστημαμεταφοράς κεφαλαίων (ΔΣΜΚ) εγκατεστημένο σε άλλη χώρα (χώρα υποδοχής) και, προς τοσκοπό αυτό, να τηρεί λογαριασμό διακανονισμού επ ονόματί του στην κεντρική τράπεζα της χώραςυποδοχής χωρίς να χρειάζεται να έχει ιδρύσει υποκατάστημα στη χώρα υποδοχής.

ΕΟΝΙΑ (euro overnight index average): δείκτης του σταθμικού επιτοκίου που επικρατεί στηδιατραπεζική αγορά μίας ημέρας του ευρώ. Υπολογίζεται ως σταθμικός μέσος όρος των επιτοκίωνπου εφαρμόζονται σε τοποθετήσεις μίας ημέρας σε ευρώ χωρίς παροχή ασφάλειας, όπως ταεπιτόκια αυτά ανακοινώνονται από μια ομάδα τραπεζών.

Επαναπροσδιορισμός του νομίσματος στο οποίο εκφράζονται τα χρεόγραφα: το νόμισμα στοοποίο εκφράζεται ένα χρεόγραφο είναι εκείνο στο οποίο είναι διατυπωμένη η άρτια αξία του (στιςπερισσότερες περιπτώσεις, η ονομαστική αξία του χρεογράφου). Ο επαναπροσδιορισμός του

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999176

νομίσματος αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία ένα χρεόγραφο εκδιδόμενο σε εθνικό νόμισμαμετατρέπεται σε χρεόγραφο εκφραζόμενο σε ευρώ με βάση τον αμετάκλητα καθορισμένοσυντελεστή μετατροπής.

Επανευθυγράμμιση: μεταβολή της κεντρικής ισοτιμίας ενός νομίσματος που συμμετέχει σε ένασύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών, στο πλαίσιο του οποίου η σχέση των συμμετεχόντωννομισμάτων προς το νόμισμα αναφοράς είναι καθορισμένη, αλλά υπάρχει δυνατότητααναπροσαρμογής της. Στον ΜΣΙ ΙΙ, η επανευθυγράμμιση συνίσταται σε μεταβολή της κεντρικήςισοτιμίας ενός νομίσματος που συμμετέχει στο μηχανισμό, έναντι του ευρώ.

ΕURIBOR (euro interbank offered rate): είναι το επιτόκιο με το οποίο μια τράπεζα υψηλήςφερεγγυότητας (prime bank) είναι διατεθειμένη να δανείσει κεφάλαια σε ευρώ σε άλλη τράπεζαυψηλής φερεγγυότητας. Το EURIBOR υπολογίζεται καθημερινά για τις διατραπεζικές καταθέσεις μεδιάρκεια μίας εβδομάδας και ενός έως 12 μηνών, ως ο μέσος όρος των ημερήσιων επιτοκίωνπροσφοράς ενός αντιπροσωπευτικού σώματος τραπεζών υψηλής φερεγγυότητας, στρογγυ-λοποιημένος στα τρία δεκαδικά ψηφία.

Eurostat: βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ευρώ: η ονομασία του ευρωπαϊκού νομίσματος η οποία υιοθετήθηκε από το ΕυρωπαϊκόΣυμβούλιο στη σύνοδο της Μαδρίτης (15-16 Δεκεμβρίου 1995) και χρησιμοποιείται αντί του γενικούόρου ECU (Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα), που αναγράφεται στη Συνθήκη.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων): το όργανο της ΕυρωπαϊκήςΚοινότητας που μεριμνά για την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης, λαμβάνει πρωτοβουλίες γιατην κοινοτική πολιτική, προτείνει κοινοτικά νομοθετικά μέτρα και έχει δικαιοδοσίες σε συγκεκριμένουςτομείς. Στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, η Επιτροπή εισηγείται γενικούς προσανατολισμούς τηςοικονομικής πολιτικής στην Κοινότητα και υποβάλλει εκθέσεις στο Συμβούλιο της ΕΕ σχετικά με τιςοικονομικές εξελίξεις και την οικονομική πολιτική των κρατών-μελών. Παρακολουθεί τα δημόσιαοικονομικά στο πλαίσιο της πολυμερούς εποπτείας και υποβάλλει εκθέσεις προς το Συμβούλιο.Αποτελείται από 20 μέλη, δηλ. δύο εκπροσώπους από τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλίακαι το Ηνωμένο Βασίλειο και έναν εκπρόσωπο από καθένα από τα λοιπά κράτη-μέλη. Η Eurostatείναι αρμόδια για την παραγωγή κοινοτικών στατιστικών στοιχείων.

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ): η ΕΚΤ είναι το κέντρο του Ευρωπαϊκού ΣυστήματοςΚεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και του Ευρωσυστήματος και έχει νομική προσωπικότητασύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Εξασφαλίζει ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στο Ευρωσύστημακαι στο ΕΣΚΤ εκτελούνται είτε μέσω των δικών της δραστηριοτήτων σύμφωνα με το Καταστατικό τουΕυρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είτε μέσωτων εθνικών κεντρικών τραπεζών.

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: αποτελείται από 626 αντιπροσώπους των πολιτών των κρατών-μελών.Είναι τμήμα της νομοθετικής λειτουργίας, οι δικαιοδοσίες του όμως διαφοροποιούνται ανάλογα με τιςδιαδικασίες με τις οποίες θεσπίζεται το δίκαιο της ΕΕ. Στο πλαίσιο της Oικονομικής καιΝομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), το Κοινοβούλιο έχει κυρίως συμβουλευτικές αρμοδιότητες. ΗΣυνθήκη όμως θεσπίζει ορισμένες διαδικασίες για τη δημοκρατική λογοδοσία της ΕυρωπαϊκήςΚεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προς το Κοινοβούλιο (παρουσίαση της ετήσιας έκθεσης, γενικήσυζήτηση σχετικά με τη νομισματική πολιτική, ακροάσεις ενώπιον των αρμόδιων κοινοβουλευτικώνεπιτροπών).

177Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα (ΕΝΙ): το ΕΝΙ ήταν προσωρινό ίδρυμα που δημιουργήθηκε κατάτην έναρξη του Δεύτερου Σταδίου της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) (1η Ιανουαρίου1994). Τα καθήκοντα του ΕΝΙ ήταν κυρίως: α) να ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των κεντρικώντραπεζών και το συντονισμό των νομισματικών πολιτικών και β) να αναλάβει τις αναγκαίεςπροετοιμασίες για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), γιατην άσκηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής και για τη δημιουργία ενιαίου νομίσματος στο ΤρίτοΣτάδιο. Το ΕΝΙ τέθηκε υπό εκκαθάριση μετά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας(EKT) την 1η Ιουνίου 1998.

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: παρέχει στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση την απαραίτητη ώθηση για την ανάπτυξήτης και καθορίζει τις γενικές πολιτικές κατευθύνσεις της. Απαρτίζεται από τους Αρχηγούς Κρατών ήΚυβερνήσεων των κρατών-μελών και τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (βλ. καιΣυμβούλιο της ΕΕ).

Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ): Το ΕΣΚΤ απαρτίζεται από την ΕυρωπαϊκήΚεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και των 15 κρατών-μελών, δηλ.περιλαμβάνει, εκτός από τα μέλη του Ευρωσυστήματος, και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες τωνκρατών-μελών που δεν υιοθέτησαν το ευρώ κατά την έναρξη του Τρίτου Σταδίου της ΟικονομικήςΝομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Το ΕΣΚΤ διοικείται από το Διοικητικό Συμβούλιο και τηνΕκτελεστική Επιτροπή της ΕΚΤ και, ως τρίτο όργανο λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ, το ΓενικόΣυμβούλιο.

Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών του 1995 (ΕΣΛ 95): σύστημα ομοιόμορφων στατιστικώνορισμών και ταξινομήσεων με σκοπό την εναρμονισμένη ποσοτική περιγραφή των οικονομιών τωνκρατών-μελών. Το ΕΣΛ είναι η κοινοτική παραλλαγή του παγκόσμιου Συστήματος ΕθνικώνΛογαριασμών του 1993. Το ΕΣΛ 95 είναι η νεότερη παραλλαγή του ευρωπαϊκού συστήματος, ηοποία τέθηκε σε εφαρμογή στη διάρκεια του 1999 σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 2223/96 τουΣυμβουλίου.

Ευρωσύστημα: αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT) και τις εθνικέςκεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών που υιοθέτησαν το ευρώ στο Τρίτο Στάδιο της Οικονομικήςκαι Νομισματικής Ένωσης (ONE) (βλ. και ζώνη του ευρώ). Προς το παρόν στο Ευρωσύστημασυμμετέχουν 11 εθνικές κεντρικές τράπεζες. Το Ευρωσύστημα διοικείται από το ΔιοικητικόΣυμβούλιο και την Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΚΤ.

Ζώνη του ευρώ: η περιοχή η οποία εμπερικλείει τα κράτη-μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως τοενιαίο νόμισμα σύμφωνα με τη Συνθήκη και στην οποία ασκείται ενιαία νομισματική πολιτική μεευθύνη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT). Η ζώνη τουευρώ περιλαμβάνει το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, τοΛουξεμβούργο, την Ολλανδία, την Αυστρία, την Πορτογαλία και τη Φινλανδία.

Ηλεκτρονικό χρήμα: χρηματική αξία η οποία αποθηκεύεται ηλεκτρονικά σε τεχνικό μέσο και μπορείνα χρησιμοποιείται ευρέως για τη διενέργεια πληρωμών προς άλλες επιχειρήσεις εκτός από το φορέαπου την εκδίδει, χωρίς κατ ανάγκην να παρεμβάλλονται τραπεζικοί λογαριασμοί στη συναλλαγή, καιλειτουργεί ως προπληρωμένος τίτλος στον κομιστή (βλ. και προπληρωμένη κάρτα πολλαπλήςχρήσεως).

Θέση ρευστότητας του Ευρωσυστήματος σε συνάλλαγμα: αυτή περιλαμβάνει τασυναλλαγματικά διαθέσιμα του Ευρωσυστήματος και τις λοιπές απαιτήσεις και υποχρεώσεις τουΕυρωσυστήματος σε ξένο νόμισμα, συμπεριλαμβανομένων και θέσεων έναντι κατοίκων της ζώνηςτου ευρώ, όπως π.χ. καταθέσεις σε συνάλλαγμα σε τραπεζικά ιδρύματα που εδρεύουν στη ζώνη τουευρώ.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999178

Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση (ΔΕΘ) (ή καθαρές απαιτήσεις ή υποχρεώσεις έναντι τουεξωτερικού): η στατιστική απεικόνιση της αξίας και της σύνθεσης του υπολοίπου τωνχρηματοοικονομικών απαιτήσεων μιας οικονομίας έναντι των λοιπών χωρών, μείον τιςχρηματοοικονομικές υποχρεώσεις της έναντι των λοιπών χωρών.

Κανόνας (ή συμφωνία) επιμερισμού των ζημιών: συμφωνία μεταξύ των συμμετεχόντων σεσύστημα μεταφοράς κεφαλαίων ή σε σύστημα συμψηφισμού για τον επιμερισμό τυχόν ζημιών σεπερίπτωση που ένας ή περισσότεροι συμμετέχοντες δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Ηρύθμιση καθορίζει πώς θα επιμεριστούν οι ζημίες μεταξύ των ενδιαφερομένων σε περίπτωσηενεργοποίησης της συμφωνίας.

Κανονική δημοπρασία: διαδικασία δημοπρασίας την οποία χρησιμοποιεί το Ευρωσύστημα στιςτακτικές πράξεις ανοικτής αγοράς που διενεργεί. Οι κανονικές δημοπρασίες διεξάγονται μέσα σε24 ώρες. Δικαίωμα υποβολής προσφορών στις κανονικές δημοπρασίες έχουν όλοι οιαντισυμβαλλόμενοι που πληρούν τα γενικά κριτήρια επιλογής.

Καταθέσεις μίας ημέρας: η κατηγορία αυτή χρηματοδοτικών μέσων περιλαμβάνει κυρίως όσεςκαταθέσεις όψεως είναι πλήρως μεταβιβάσιμες (μέσω επιταγής κ.λπ.). Περιλαμβάνει επίσης μημεταβιβάσιμες καταθέσεις που είναι μετατρέψιμες ευθύς ως ζητηθεί ή έως το τέλος της επόμενηςεργάσιμης ημέρας.

Καταθέσεις υπό προειδοποίηση: η κατηγορία αυτή αποτελείται από καταθέσεις ταμιευτηρίου τιςοποίες ο καταθέτης μπορεί να αναλάβει εφόσον ειδοποιήσει πριν από ένα καθορισμένο χρονικόδιάστημα. Σε μερικές περιπτώσεις υπάρχει δυνατότητα ανάληψης ενός ορισμένου ποσού εντός μιαςσυγκεκριμένης προθεσμίας ή και ενωρίτερα υπό τον όρο καταβολής ποινής. Οι καταθέσεις υπόπροειδοποίηση έως τριών μηνών ανήκουν στο Μ2 (άρα και στο Μ3), ενώ αυτές με μακρότερο χρόνοπροειδοποίησης ανήκουν στις (μη νομισματικές) πιο μακροπρόθεσμες χρηματοοικονομικέςυποχρεώσεις του τομέα των Νομισματικών Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων (ΝΧΙ).

Καταθέσεις συμφωνημένης διάρκειας: η κατηγορία αυτή αποτελείται κυρίως από προθεσμιακέςκαταθέσεις με καθορισμένη διάρκεια οι οποίες, ανάλογα με την εθνική πρακτική, είτε δεν είναιμετατρέψιμες πριν από τη λήξη τους είτε μπορούν να μετατραπούν υπό τον όρο καταβολής ποινής.Επίσης περιλαμβάνει ορισμένα μη εμπορεύσιμα χρεόγραφα, όπως μη εμπορεύσιμα πιστοποιητικάκαταθέσεων (λιανικής). Οι καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια έως δύο ετών περιλαμβάνονται στοΜ2 (άρα και στο Μ3), ενώ αυτές με συμφωνημένη διάρκεια άνω των δύο ετών περιλαμβάνονται στις(μη νομισματικές) πιο μακροπρόθεσμες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του τομέα τωνΝομισματικών Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων (ΝΧΙ).

Κεντρική ισοτιμία του ευρώ: η επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων του ΜΣΙ ΙΙ έναντιτου ευρώ, γύρω από την οποία καθορίζονται τα περιθώρια διακύμανσης του ΜΣΙ ΙΙ.

Κεντρικό αποθετήριο χρεογράφων (ΚΑΧ): φορέας που διακρατεί χρεόγραφα και επιτρέπει ώστε οισυναλλαγές επί των χρεογράφων να γίνονται με λογιστικές εγγραφές. Οι τίτλοι με υλική μορφήμπορούν είτε να ακινητοποιηθούν από τα αποθετήρια είτε να αποϋλοποιηθούν (δηλ. να υφίστανταιμόνο ως ηλεκτρονικές εγγραφές). Εκτός από τις υπηρεσίες θεματοφύλακα και διαχείρισηςχρεογράφων (π.χ. υπηρεσίες που συνδέονται με την έκδοση και την εξαγορά χρεογράφων), τοκεντρικό αποθετήριο χρεογράφων μπορεί να περιλαμβάνει και λειτουργίες συμψηφισμού καιδιακανονισμού.

Kεφαλαιακές μεταβιβάσεις: σ αυτές περιλαμβάνονται: (α) διασυνοριακές εμπράγματες μετα-βιβάσεις πάγιων περιουσιακών στοιχείων, (β) διασυνοριακές μεταβιβάσεις κεφαλαίων που

179Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

συνδέονται με την απόκτηση ή διάθεση πάγιων περιουσιακών στοιχείων ή εξαρτώνται από αυτήν και(γ) την ακύρωση, χωρίς αντάλλαγμα, διασυνοριακών υποχρεώσεων εκ μέρους των πιστωτών. Οικεφαλαιακές μεταβιβάσεις μπορεί να πραγματοποιούνται σε μετρητά ή σε είδος (π.χ. άφεση χρέους).

Κίνδυνος διακανονισμού: γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τον κίνδυνομήπως, σε ένα σύστημα μεταφοράς, δεν πραγματοποιηθεί ο διακανονισμός όπως αναμένεται.Μπορεί να περιλαμβάνει τόσο τον πιστωτικό κίνδυνο όσο και τον κίνδυνο ρευστότητας.

Λόγος ελλείμματος: το αντικείμενο ενός από τα δημοσιονομικά κριτήρια σύγκλισης πουπροβλέπει η Συνθήκη, Άρθρο 104 Γ παράγρ. 2. Ορίζεται ως ο λόγος του προβλεπόμενου ήυφιστάμενου δημόσιου ελλείμματος προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τρέχουσες τιμέςαγοράς. Το δημόσιο έλλειμμα ορίζεται στο Πρωτόκολλο αριθ. 5 σχετικά με τη διαδικασία τουυπερβολικού ελλείμματος) ως καθαρός δανεισμός της γενικής κυβέρνησης. Η γενικήκυβέρνηση νοείται όπως ορίζεται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών του 1995 (ΕΣΛ 95).

Λόγος χρέους: το αντικείμενο ενός από τα δημοσιονομικά κριτήρια σύγκλισης που προβλέπει ηΣυνθήκη, Άρθρο 104 Γ παράγρ. 2. Ορίζεται ως ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστοεγχώριο προϊόν σε τρέχουσες τιμές αγοράς. Το δημόσιο χρέος ορίζεται στο Πρωτόκολλο αριθ. 5σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος ως το συνολικό ακαθάριστο χρέος στηνονομαστική του αξία που εκκρεμεί στο τέλος του έτους, ενοποιημένο εντός και μεταξύ των τομέων τηςγενικής κυβέρνησης. Η γενική κυβέρνηση νοείται όπως ορίζεται στο Ευρωπαϊκό ΣύστημαΛογαριασμών του 1995 (ΕΣΛ 95).

Μ1, Μ2, Μ3: βλ. vομισματικά μεγέθη.

Μηχανισμός Διασύνδεσης: μία από τις συνιστώσες του συστήματος TARGET. Με τον όρο αυτόννοούνται οι υποδομές και οι διαδικασίες που συνδέουν τα εγχώρια συστήματα ΣΔΣΧ με σκοπό τηνεπεξεργασία διασυνοριακών πληρωμών στο πλαίσιο του TARGET.

Μοντέλο ανταποκριτριών κεντρικών τραπεζών (ΜΑΚΤ): μοντέλο που καθιέρωσε το EυρωπαϊκόΣύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) με σκοπό να επιτρέπει στους αντισυμβαλλομένους ναμεταβιβάζουν επιλέξιμα περιουσιακά στοιχεία ως ενέχυρα σε διασυνοριακή βάση. Στο πλαίσιο τουΜΑΚΤ, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ενεργούν ως θεματοφύλακες η μία για λογαριασμό της άλλης.Αυτό σημαίνει ότι κάθε εθνική κεντρική τράπεζα τηρεί ένα λογαριασμό χρεογράφων στην αρμόδιαυπηρεσία της για καθεμιά από τις λοιπές εθνικές κεντρικές τράπεζες (και για την ΕυρωπαϊκήΚεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)).

ΜΣΙ ΙΙ (μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών ΙΙ): η ρύθμιση συναλλαγματικών ισοτιμιών ηοποία αποτελεί το πλαίσιο για τη συνεργασία στον τομέα της συναλλαγματικής πολιτικής μεταξύ τηςζώνης του ευρώ και των κρατών-μελών που δεν συμμετέχουν σ αυτήν από την έναρξη του ΤρίτουΣταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ONE). Η συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ είναιπροαιρετική. Ωστόσο, μπορεί να αναμένεται ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ με παρέκκλιση θα ενταχθούνστο μηχανισμό. Προς το παρόν, η κορώνα Δανίας και η δραχμή συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ με ζώνηδιακύμανσης γύρω από την κεντρική τους ισοτιμία έναντι του ευρώ ±2,25% και ±15% αντίστοιχα. Οιπαρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος και η χρηματοδότηση στα όρια της κανονικής και τηςστενότερης ζώνης διακύμανσης είναι κατ αρχήν αυτόματες και απεριόριστες, ενώ υπάρχει και ηδυνατότητα πολύ βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καιοι εκτός ζώνης ευρώ εθνικές κεντρικές τράπεζες έχουν όμως τη δυνατότητα να αναστείλουν τηναυτόματη παρέμβαση, εάν αυτή αντιβαίνει στον πρωταρχικό τους σκοπό, δηλ. στη διατήρηση τηςσταθερότητας των τιμών.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999180

Νόμισμα σε κυκλοφορία: Το νόμισμα σε κυκλοφορία περιλαμβάνει τόσο τα κυκλοφορούντατραπεζογραμμάτια όσο και τα κέρματα που χρησιμοποιούνται ευρέως για τη διενέργεια πληρωμών.Περιλαμβάνει τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από το Ευρωσύστημα και από άλλα ΝομισματικάΧρηματοδοτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ) στη ζώνη του ευρώ (στην Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο), καθώςκαι κέρματα που εκδίδει το Ευρωσύστημα και η κεντρική κυβέρνηση. Το νόμισμα σε κυκλοφορίαπεριλαμβάνεται στο Μ3 ως καθαρό μέγεθος, δηλ. αφορά μόνο τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα σεκυκλοφορία που διακρατούνται εκτός του τομέα των ΝΧΙ (όπως εμφανίζονται στην ενοποιημένηλογιστική κατάσταση των ΝΧΙ, άρα έχει αφαιρεθεί το νόμισμα που εκδίδεται αλλά διακρατείται απότα ΝΧΙ το ταμείο). Το νόμισμα σε κυκλοφορία δεν περιλαμβάνει το απόθεμα που κατέχουν οικεντρικές τράπεζες από τραπεζογραμμάτια εκδόσεώς τους (καθώς αυτά δεν έχουν εκδοθεί) ούτε τααναμνηστικά νομίσματα που δεν χρησιμοποιούνται από το κοινό για τη διενέργεια πληρωμών.

Νομισματικά μεγέθη: ως νομισματικό μέγεθος μπορεί να οριστεί το άθροισμα του νομίσματος σεκυκλοφορία συν τα ανεξόφλητα ποσά ορισμένων υποχρεώσεων των χρηματοπιστωτικώνιδρυμάτων που έχουν σε υψηλό βαθμό χαρακτήρα χρήματος (ή υψηλό βαθμό ρευστότητας μεευρεία έννοια). Το στενό νομισματικό μέγεθος Μ1, όπως το ορίζει το Ευρωσύστημα, περιλαμβάνειτο νόμισμα σε κυκλοφορία, συν τις καταθέσεις μίας ημέρας που τηρούν κάτοικοι της ζώνης τουευρώ (εκτός της κεντρικής κυβέρνησης) σε ιδρύματα της ζώνης του ευρώ που εκδίδουν χρήμα. Τονομισματικό μέγεθος Μ2 αποτελείται από το Μ1 συν καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια έως δύοετών και καταθέσεις υπό προειδοποίηση έως τριών μηνών. Το ευρύτερο νομισματικό μέγεθος Μ3περιλαμβάνει το Μ2 και επιπλέον συμφωνίες επαναγοράς, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων τηςχρηματαγοράς και τίτλους της χρηματαγοράς, καθώς και χρεόγραφα διάρκειας έως δύο ετών. ΤοΔιοικητικό Συμβούλιο έχει ανακοινώσει τιμή αναφοράς για την αύξηση του Μ3 (βλ. και τιμήαναφοράς για τη νομισματική επέκταση).

Νομισματικά Χρηματοδοτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ): τα χρηματοδοτικά ιδρύματα που αποτελούν τοντομέα που εκδίδει χρήμα της ζώνης του ευρώ. Περιλαμβάνει το Ευρωσύστημα, τα πιστωτικάιδρύματα (όπως ορίζονται στο κοινοτικό δίκαιο) και όλα τα λοιπά χρηματοδοτικά ιδρύματα πουεδρεύουν στη ζώνη του ευρώ και που η δραστηριότητά τους συνίσταται στο να δέχονται καταθέσειςή/και στενά υποκατάστατα καταθέσεων από άλλους φορείς πλην ΝΧΙ και να χορηγούν πιστώσειςή/και να επενδύουν σε χρεόγραφα για δικό τους λογαριασμό (τουλάχιστον από οικονομικήςαπόψεως). Η τελευταία ομάδα (των ιδρυμάτων που επενδύουν σε χρεόγραφα) περιλαμβάνει κυρίωςαμοιβαία κεφάλαια της χρηματαγοράς. Στο τέλος του 1999, υπήρχαν 9.443 ΝΧΙ στη ζώνη του ευρώ(12 κεντρικές τράπεζες, 7.906 πιστωτικά ιδρύματα, 1.517 αμοιβαία κεφάλαια της χρηματαγοράς καιάλλα 8 χρηματοδοτικά ιδρύματα).

Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ): Η Συνθήκη περιγράφει τη διαδικασία για την επίτευξηοικονομικής και νομισματικής ένωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε τρία στάδια. Το Πρώτο Στάδιο τηςΟΝΕ άρχισε τον Ιούλιο 1990 και έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 1993. Χαρακτηρίστηκε κυρίως από τηνκατάργηση όλων των εσωτερικών φραγμών στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων εντός της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης. Το Δεύτερο Στάδιο άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1994. Προέβλεψε, μεταξύ άλλων, την ίδρυσητου Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος (ΕΝΙ), την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα και της προνομιακής του πρόσβασης στα χρηματοπιστωτικάιδρύματα, καθώς και την αποφυγή υπερβολικών ελλειμμάτων. Το Τρίτο Στάδιο άρχισε την 1ηΙανουαρίου 1999 σύμφωνα με την απόφαση κατά το Άρθρο 109 Ι παράγρ. 4 της Συνθήκης, με τηνεκχώρηση της αρμοδιότητας για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής στο Ευρωσύστημα και μετην εισαγωγή του ευρώ.

Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή: συμβουλευτικό κοινοτικό όργανο που ιδρύθηκε κατάτην έναρξη του Τρίτου Σταδίου, όταν καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή. Τα κράτη-μέλη, ηΕυρωπαϊκή Επιτροπή και η Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διορίζουν από δύο το πολύ

181Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

μέλη της Επιτροπής. Το Άρθρο 109 Γ παράγρ. 2 της Συνθήκης απαριθμεί τα καθήκοντα τηςΟικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, μεταξύ των οποίων είναι και η επισκόπηση τηςοικονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης των κρατών-μελών και της Κοινότητας.

ΟΝΕ: βλ. Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

Οριστική συναλλαγή: συναλλαγή μέσω της οποίας η κεντρική τράπεζα αγοράζει ή πωλείπεριουσιακά στοιχεία μέχρι τη λήξη τους στην αγορά (με άμεση ή προθεσμιακή συναλλαγή).

Πάγια διευκόλυνση: διευκόλυνση που παρέχει η κεντρική τράπεζα στους αντισυμβαλλομένους μεδική τους πρωτοβουλία. Το Ευρωσύστημα προσφέρει δύο πάγιες διευκολύνσεις διάρκειας μίαςημέρας: τη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης και τη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων.

Πάγια έκπτωση: καθορισμένο ποσό το οποίο μπορεί να αφαιρέσει ένα ίδρυμα κατά τον υπολογισμότων ελάχιστων αποθεματικών (βλ. υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών) που υπο-χρεούται να τηρεί στο πλαίσιο του συστήματος ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος.

Περίοδος αναφοράς: χρονικά διαστήματα που καθορίζονται στο Άρθρο 104 Γ παράγρ. 2α τηςΣυνθήκης και στο Πρωτόκολλο αριθ. 6 σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης, για την εξέταση τηςπροόδου προς τη σύγκλιση.

Περίοδος τήρησης: το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπολογίζεται η συμμόρφωση με τηνυποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών. Η περίοδος τήρησης για τα ελάχιστααποθεματικά του Ευρωσυστήματος είναι ένας μήνας, από την 24η ημερολογιακή ημέρα κάθε μηνόςμέχρι την 23η ημερολογιακή ημέρα του επόμενου μηνός.

Πιστώσεις προς κατοίκους της ζώνης του ευρώ: με ευρεία έννοια, η χρηματοδότηση που παρέχειο τομέας των Νομισματικών Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων (ΝΧΙ) προς τους λοιπούς τομείς τηςοικονομίας (συμπεριλαμβανομένων της γενικής κυβέρνησης και του ιδιωτικού τομέα). Σύμφωνα μετον ορισμό, αποτελείται από α) δάνεια και β) τίτλους που διακρατούν τα ΝΧΙ. Αυτοί περιλαμβάνουνμετοχές, λοιπούς μετοχικούς τίτλους και χρεόγραφα, συμπεριλαμβανομένων τίτλων τηςχρηματαγοράς, που έχουν εκδοθεί από κατοίκους της ζώνης του ευρώ εκτός του τομέα των ΝΧΙ.Δεδομένου ότι οι τίτλοι μπορούν να θεωρηθούν ως πηγή κεφαλαίων εναλλακτική των δανείων και ότιορισμένα δάνεια είναι δυνατόν να ενσωματώνονται σε τίτλους, ο ορισμός αυτός επιτρέπει νααπεικονίζεται ακριβέστερα το συνολικό ύψος της χρηματοδότησης που παρέχει ο τομέας των ΝΧΙπρος την οικονομία από ό,τι με ένα στενό ορισμό που περιλαμβάνει μόνο τα δάνεια.

Πιστωτικό ίδρυμα: ίδρυμα που καλύπτεται από τον ορισμό ο οποίος περιέχεται στο Άρθρο 1 τηςΠρώτης Τραπεζικής Συντονιστικής Οδηγίας (77/780/ΕΟΚ), δηλ. επιχείρηση η δραστηριότητα τηςοποίας συνίσταται στο να δέχεται καταθέσεις από το κοινό ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια και ναχορηγεί πιστώσεις για λογαριασμό της.

Πληρωμές μεγάλων ποσών: πληρωμές, κυρίως μεταξύ τραπεζών ή μεταξύ συμμετεχόντων στιςχρηματοπιστωτικές αγορές, που αφορούν κατά κανόνα μεγάλα ποσά και συνήθως απαιτούνεπείγοντα και έγκαιρο διακανονισμό.

Πληρωμή έναντι πληρωμής: μηχανισμός σε σύστημα διακανονισμού πράξεων επί συναλλάγματος,σύμφωνα με τον οποίο οριστική μεταβίβαση ενός νομίσματος επέρχεται εάν και μόνον εάν επέλθειοριστική μεταβίβαση του άλλου νομίσματος ή νομισμάτων.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999182

Ποσοστό ελάχιστων αποθεματικών: το ποσοστό που καθορίζει η κεντρική τράπεζα για κάθεκατηγορία υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στη βάση υπολογισμού των ελάχιστωναποθεματικών. Τα ποσοστά αυτά χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των απαιτούμενωνελάχιστων αποθεματικών (βλ. υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών).

Πράκτορας διακανονισμού: ίδρυμα που διευθύνει τη διαδικασία διακανονισμού (π.χ. τονκαθορισμό των θέσεων διακανονισμού, την παρακολούθηση της ανταλλαγής των πληρωμών κ.λπ.)σε συστήματα μεταφοράς ή σε άλλες ρυθμίσεις που απαιτούν διακανονισμό.

Πράξη ανοικτής αγοράς: πράξη που διενεργείται με πρωτοβουλία της κεντρικής τράπεζας στιςχρηματοπιστωτικές αγορές και συνίσταται σε μία από τις εξής συναλλαγές: (α) οριστική αγορά ήπώληση περιουσιακών στοιχείων (με άμεση ή προθεσμιακή συναλλαγή), (β) αγορά ή πώλησηπεριουσιακών στοιχείων με συμφωνία επαναγοράς, (γ) παροχή ή λήψη δανείου έναντι ορισμένωνπεριουσιακών στοιχείων τα οποία προσφέρονται ως ασφάλεια, (δ) έκδοση χρεογράφων κεντρικήςτράπεζας, (ε) αποδοχή καταθέσεων ορισμένης διάρκειας και (στ) πράξεις ανταλλαγής νομισμάτωνμεταξύ του εγχώριου νομίσματος και άλλου νομίσματος.

Πράξη ανταλλαγής νομισμάτων (foreign exchange swap): πράξη που περιλαμβάνει δύοταυτόχρονες, μία άμεση (spot) και μία προθεσμιακή (forward), ανταλλαγή ενός νομίσματος με άλλο.Το Ευρωσύστημα, για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής, μπορεί να διενεργεί πράξειςανοικτής αγοράς με τη μορφή ανταλλαγής νομισμάτων, όπου οι εθνικές κεντρικές τράπεζες (ή ηΕυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT)) αγοράζουν (ή πωλούν) ευρώ με άμεση συναλλαγή έναντιξένου νομίσματος και ταυτόχρονα τα πωλούν (ή τα επαναγοράζουν) με προθεσμιακή συναλλαγή.

Πράξη εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας (fine-tuning operation):πράξη ανοικτής αγοράς που διενεργείται εκτάκτως από το Ευρωσύστημα, με σκοπό κυρίως τηναντιμετώπιση απροσδόκητων διακυμάνσεων της ρευστότητας στην αγορά.

Πράξη επαναγοράς (repo): αντιστρεπτέα συναλλαγή παροχής ρευστότητας με βάση συμφωνίαεπαναγοράς.

Πράξη κύριας αναχρηματοδότησης: τακτική πράξη ανοικτής αγοράς που διενεργείται από τοΕυρωσύστημα με τη μορφή αντιστρεπτέας συναλλαγής. Οι πράξεις κύριας αναχρηματοδότησηςδιενεργούνται μέσω εβδομαδιαίων κανονικών δημοπρασιών και έχουν διάρκεια δύο εβδομάδων.

Πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης: τακτική πράξη ανοικτής αγοράς πουδιενεργείται από το Ευρωσύστημα με τη μορφή αντιστρεπτέας συναλλαγής. Οι πράξεις πιομακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διενεργούνται μέσω μηνιαίων κανονικών δημοπρασιών καιέχουν διάρκεια τριών μηνών.

Προγράμματα σύγκλισης: βλ. Προγράμματα σταθερότητας.

Προγράμματα σταθερότητας: μεσοπρόθεσμα κυβερνητικά προγράμματα και παραδοχές πουκαταθέτουν τα συμμετέχοντα κράτη-μέλη σχετικά με την εξέλιξη βασικών οικονομικών μεταβλητώνπρος την κατεύθυνση της επίτευξης του μεσοπρόθεσμου στόχου για προϋπολογισμό σχεδόνισοσκελισμένο ή πλεονασματικό, όπως προβλέπεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.Όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, δίδεται έμφαση στα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης καθώςκαι στα συναφή οικονομικά σενάρια. Τα προγράμματα σύγκλισης πρέπει να επικαιροποιούνται κάθεχρόνο και εξετάζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Οικονομική και ΔημοσιονομικήΕπιτροπή. Με βάση τις εκθέσεις που καταρτίζουν οι επιτροπές αυτές, το Συμβούλιο ECOFINπροβαίνει σε αξιολόγηση, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στο κατά πόσον ο μεσοπρόθεσμος

183Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

δημοσιονομικός στόχος που τίθεται στο πρόγραμμα παρέχει επαρκές περιθώριο ασφαλείας πουεπιτρέπει να αποφεύγονται τα υπερβολικά ελλείμματα. Οι χώρες που δεν συμμετέχουν στη ζώνη τουευρώ υποχρεούνται να υποβάλλουν ετήσια προγράμματα σύγκλισης, όπως προβλέπει τοΣύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Προπληρωμένη κάρτα πολλαπλής χρήσεως: κάρτα στην οποία έχει αποθηκευθεί αξία και ηοποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολλούς και διάφορους σκοπούς. Η χρήση της είναι δυνατή στοεσωτερικό ή στο εξωτερικό, ενδέχεται όμως μερικές φορές να περιοριστεί σε συγκεκριμένη περιοχή.Το περιεχόμενό της μπορεί να ανανεώνεται. Σ αυτή την περίπτωση ονομάζεται και ηλεκτρονικόπορτοφόλι (βλ. και ηλεκτρονικό χρήμα).

Προσαρμογή ελλείμματος-χρέους: η διαφορά μεταξύ του δημοσιονομικού ελλείμματος και τηςμεταβολής του δημόσιου χρέους. Η διαφορά αυτή μπορεί να οφείλεται, μεταξύ άλλων, σε μεταβολέςτης ποσότητας των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που κατέχει το Δημόσιο, σεμεταβολή των χρεογράφων του Δημοσίου που κατέχουν άλλα τμήματα του δημόσιου τομέα ή σεστατιστικές προσαρμογές.

Πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού: καθαρός δανεισμός του Δημοσίου χωρίς τιςπληρωμές τόκων επί των ενοποιημένων υποχρεώσεων του Δημοσίου.

ΣΔΣΧ (Σύστημα Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο): σύστημα διακανονισμού το οποίοεπεξεργάζεται και διακανονίζει εντολές μία προς μία (χωρίς συμψηφισμό) σε πραγματικό χρόνο(συνεχώς). Βλ. και Σύστημα TARGET.

Σταθερότητα των τιμών: το Διοικητικό Συμβούλιο έχει δημοσιεύσει ποσοτικό ορισμό τηςσταθερότητας των τιμών, ώστε να δίδει σαφή καθοδήγηση στις προσδοκίες για τη μελλοντική εξέλιξητων τιμών. Το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζει τη σταθερότητα των τιμών ως ετήσια αύξηση τουΕναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) για τη ζώνη του ευρώ με ρυθμόχαμηλότερο του 2%. Αντανακλώντας την ανάγκη μελλοντικού μεσοπρόθεσμου προσανατολισμού τηςνομισματικής πολιτικής, η σταθερότητα των τιμών σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό πρέπει νατηρείται μεσοπρόθεσμα. Ο ορισμός θέτει το ανώτατο όριο του μετρούμενου πληθωρισμού καιταυτόχρονα με τη χρήση της λέξης αύξηση δίδεται το μήνυμα ότι ο αποπληθωρισμός, δηλ. ηπαρατεταμένη πτώση του επιπέδου του ΕνΔΤΚ, δεν κρίνεται συνεπής με την σταθερότητα των τιμών.

Σταθμισμένες (ονομαστικές/πραγματικές) συναλλαγματικές ισοτιμίες: οι ονομαστικές σταθμι-σμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες αποτελούν το σταθμικό μέσο όρο των διαφόρων διμερώνσυναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι πραγματικές σταθμισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οιονομαστικές σταθμισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες αποπληθωρισμένες με ένα σταθμικό μέσο όροτων τιμών ή του κόστους της ξένης χώρας σε σχέση με τις τιμές ή το κόστος στην εγχώρια αγορά. Γιατο λόγο αυτό, χρησιμεύουν για να μετρηθεί η ανταγωνιστικότητα μιας χώρας ως προς τις τιμές και τοκόστος. Η ονομαστική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ που υπολογίζεται από τηνΕυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT) είναι ο γεωμετρικός σταθμικός μέσος των συναλλαγματικώνισοτιμιών του ευρώ έναντι των νομισμάτων 13 εμπορικών εταίρων της ζώνης του ευρώ. Οισυντελεστές στάθμισης βασίζονται στις εμπορικές συναλλαγές με τους εμπορικούς εταίρους στοδιάστημα 1995-1997 και λαμβάνουν υπόψη τις επιδράσεις τρίτων αγορών. Η πραγματικήσταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ υπολογίζεται με βάση τους δείκτες τιμώνκαταναλωτή (τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) για τη ζώνη του ευρώ και ταάλλα κράτη-μέλη της ΕΕ).

Συμβούλιο της ΕΕ: όργανο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Απαρτίζεται από εκπροσώπους τωνκυβερνήσεων των κρατών-μελών, συνήθως τους Υπουργούς που είναι αρμόδιοι για τα συζητούμενα

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999184

θέματα (γι αυτό συχνά αποκαλείται Συμβούλιο Υπουργών). Όταν συνέρχεται σε επίπεδο ΥπουργώνΟικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, το Συμβούλιο της ΕΕ συχνά αποκαλείται Συμβούλιο ECOFIN.Επιπλέον, το Συμβούλιο της ΕΕ μπορεί να συνέρχεται σε επίπεδο Αρχηγών Κρατών ή Κυβερ-νήσεων. Βλ. και Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Συμφωνία επαναγοράς: ρύθμιση με την οποία ένα περιουσιακό στοιχείο πωλείται ενώ ο πωλητήςταυτόχρονα αποκτά το δικαίωμα και αναλαμβάνει την υποχρέωση να το επαναγοράσει μεκαθορισμένη τιμή σε κάποια μελλοντική ημερομηνία ή όταν ζητηθεί. Η εν λόγω συμφωνία είναιπαρόμοια με το δανεισμό επ ενεχύρω, με τη διαφορά ότι ο πωλητής δεν παρακρατεί την κυριότητατων χρεογράφων. Το Ευρωσύστημα χρησιμοποιεί τις συμφωνίες επαναγοράς με καθορισμένηδιάρκεια στις αντιστρεπτέες συναλλαγές του. Οι πράξεις επαναγοράς περιλαμβάνονται το Μ3 ότανο πωλητής είναι Νομισματικό Χρηματοδοτικό Ίδρυμα (ΝΧΙ) και ο αντισυμβαλλόμενος είναικάτοικος της ζώνης του ευρώ εκτός του τομέα των ΝΧΙ. Σύμφωνα με τον Κανονισμό της ΕΚΤ γιατην ενοποιημένη λογιστική κατάσταση του τομέα των Νομισματικών Χρηματοδοτικών ΙδρυμάτωνI

(ΕΚΤ/1998/16), οι συμφωνίες επαναγοράς ταξινομούνται ως υποχρεώσεις από καταθέσεις,εφόσον δεν είναι εμπορεύσιμες. Οι συμφωνίες επαναγοράς δεν περιλαμβάνονται όμως στο Μ2,επειδή οι σχετικές συναλλαγές έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες υποκατάστασης με βραχυπρόθεσμαχρεόγραφα παρά με καταθέσεις συμφωνημένης διάρκειας ή με καταθέσεις υπό προειδοποίηση.

Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης: αποτελείται από δύο Κανονισμούς του Συμβουλίου τηςΕΕ για την ενίσχυση της επίβλεψης των δημόσιων οικονομικών και την επίβλεψη και το συντονισμότων οικονομικών πολιτικών και για την επίσπευση και αποσαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίαςτου υπερβολικού ελλείμματος και από το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τοΣύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που υιοθετήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Άμστερνταμ στις17 Ιουνίου 1997. Σκοπός του είναι να αποτελέσει μέσο διαφύλαξης της σταθερότητας των δημόσιωνοικονομικών κατά το Τρίτο Στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, προκειμένου ναενισχυθούν οι συνθήκες για σταθερότητα τιμών και για υψηλούς ρυθμούς διατηρήσιμης ανάπτυξηςπου θα συντελεί στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ειδικότερα, η επίτευξη σχεδόν ισοσκελισμένου ήπλεονασματικού προϋπολογισμού απαιτείται ως μεσοπρόθεσμος στόχος, ώστε τα κράτη-μέλη ναείναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τις συνήθεις κυκλικές διακυμάνσεις, ενώ παράλληλα θα διατηρούντο δημόσιο έλλειμμα σε επίπεδο χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς (3% του ΑΕΠ). Το ΣύμφωνοΣταθερότητας και Ανάπτυξης προβλέπει ότι οι χώρες που συμμετέχουν στην ΟΝΕ θα ανακοινώνουνπρογράμματα σταθερότητας, ενώ οι μη συμμετέχουσες χώρες θα συνεχίσουν να υποβάλλουνπρογράμματα σύγκλισης.

Συναλλαγματικά διαθέσιμα του Ευρωσυστήματος: τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ζώνηςτου ευρώ αποτελούνται από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα του Ευρωσυστήματος, δηλ. τασυναλλαγματικά διαθέσιμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT) και τα συναλλαγματικάδιαθέσιμα που τηρούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ. Τασυναλλαγματικά διαθέσιμα πρέπει (α) να τελούν υπό τον ουσιαστικό έλεγχο της οικείας νομισματικήςαρχής, είτε της ΕΚΤ είτε της εθνικής κεντρικής τράπεζας ενός των κρατών-μελών της ζώνης τηςευρώ, και (β) να αφορούν απαιτήσεις με υψηλή ρευστότητα, εμπορευσιμότητα και φερεγγυότηταεκφρασμένες σε ξένο νόμισμα (όχι σε ευρώ) έναντι μη κατοίκων της ζώνης του ευρώ, συν τον χρυσό,τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα και τις συναλλαγματικές θέσεις των εθνικών κεντρικών τραπεζών τηςζώνης του ευρώ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Συνδέσεις μεταξύ των συστημάτων διακανονισμού χρεογράφων: διαδικασίες και συμφωνίεςμεταξύ δύο συστημάτων διακανονισμού χρεογράφων για τη διασυνοριακή μεταφοράχρεογράφων μέσω λογιστικών εγγραφών (δηλ. χωρίς μεταφορά του σώματος των τίτλων).

I Επίσημη Εφημερίδα, L 356, 30.12.1998, σελ. 7.

185Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Συνθήκη: με τον όρο αυτό νοείται η Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η Συνθήκηυπογράφηκε στη Ρώμη στις 25 Μαρτίου 1957 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1958. Ίδρυσε τηνΕυρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και συχνά λεγόταν Συνθήκη της Ρώμης. Η Συνθήκη γιατην Ευρωπαϊκή Ένωση υπογράφηκε στο Μάαστριχτ (γι αυτό συχνά αποκαλείται Συνθήκη τουΜάαστριχτ) στις 7 Φεβρουαρίου 1992 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993. Τροποποίησε τηΣυνθήκη ίδρυσης της ΕΟΚ, η οποία ονομάζεται πλέον Συνθήκη ίδρυσης της ΕυρωπαϊκήςΚοινότητας. Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη τουΆμστερνταμ, η οποία υπογράφηκε στο Άμστερνταμ στις 2 Οκτωβρίου 1997 και τέθηκε σε εφαρμογήτην 1η Μαΐου 1999.

Σύστημα διακανονισμού χρεογράφων: σύστημα που επιτρέπει τη μεταβίβαση χρεογράφων είτεχωρίς πληρωμή είτε έναντι πληρωμής.

Σύστημα μεταφοράς κεφαλαίων (ΣΜΚ): επίσημη συμφωνία, που βασίζεται σε ιδιωτική σύμβαση ήνόμο, με μεγάλο αριθμών μελών, κοινούς κανόνες και τυποποιημένες ρυθμίσεις, για τη διαβίβαση καιτο διακανονισμό χρηματικών υποχρεώσεων που ανακύπτουν μεταξύ των μελών.

Σύστημα συμψηφισμού (ΣΣ): σύστημα μεταφοράς κεφαλαίων, του οποίου οι εργασίες διακα-νονισμού ολοκληρώνονται σε διμερή ή πολυμερή καθαρή βάση.

Σύστημα TARGET (Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφα-λαίων σε Συνεχή Χρόνο): σύστημα πληρωμών που αποτελείται από τα αντίστοιχα ΣΔΣΧ τωνκρατών-μελών που συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ. Τα εγχώρια ΣΔΣΧ και ο μηχανισμόςπληρωμών της ΕΚΤ συνδέονται μεταξύ τους μέσω κοινών διαδικασιών (ΜηχανισμόςΔιασύνδεσης), έτσι ώστε να πραγματοποιούνται διασυνοριακές μεταφορές κεφαλαίων από το ένασύστημα στο άλλο σε όλη τη ζώνη του ευρώ.

Σύστημα ταυτόχρονης παράδοσης και πληρωμής (DVP): μηχανισμός στο πλαίσιο συστήματοςδιακανονισμού χρεογράφων ο οποίος εξασφαλίζει ότι η οριστική μεταβίβαση ενός περιουσιακούστοιχείου επέρχεται εάν, και μόνον εάν, γίνει η οριστική μεταβίβαση ενός ή περισσότερωνπεριουσιακών στοιχείων. Τα περιουσιακά στοιχεία μπορεί να περιλαμβάνουν χρεόγραφα ή άλλαχρηματοδοτικά μέσα.

Ταχεία δημοπρασία: η διαδικασία δημοπρασίας την οποία χρησιμοποιεί το Ευρωσύστημα στιςπράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας. Οι ταχείες δημοπρασίεςεκτελούνται εντός μιας ώρας και σ αυτές συμμετέχει μια περιορισμένη ομάδα αντισυμβαλλομένων.

Τιμή αναφοράς για τη δημοσιονομική κατάσταση: Το Πρωτόκολλο αριθ. 5 της Συνθήκης σχετικάμε τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος καθορίζει ρητές τιμές αναφοράς για το λόγο τουελλείμματος της γενικής κυβέρνησης (3% του ΑΕΠ) και το λόγο του χρέους (60% του ΑΕΠ) (βλ.και Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης).

Τιμή αναφοράς για τη νομισματική επέκταση: το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την άσκηση τηςπολιτικής του αποδίδει πρωτεύοντα ρόλο στην ποσότητα χρήματος, ο οποίος συνεπάγεται ότι τανομισματικά μεγέθη και τα στοιχεία που αντιστοιχούν σ αυτά αναλύονται διεξοδικά όσον αφορά τοπληροφοριακό τους περιεχόμενο για τη μελλοντική εξέλιξη των τιμών. Αυτό σηματοδοτείται με τηνανακοίνωση τιμής αναφοράς για το ρυθμό αύξησης του νομισματικού μεγέθους Μ3. Η τιμή αναφοράςπροκύπτει με τρόπο που είναι συνεπής και εξυπηρετεί την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών,όπως την ορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο, με βάση μεσοπρόθεσμες παραδοχές για την τάση αύξησηςτου πραγματικού ΑΕΠ και την τάση της κυκλοφοριακής ταχύτητας του Μ3. Σημαντικές ήπαρατεταμένες αποκλίσεις της αύξησης του Μ3 από την τιμή αναφοράς θα σήμαιναν, υπό κανονικές

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999186

συνθήκες, κινδύνους για τη σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, η έννοια της τιμήςαναφοράς δεν συνεπάγεται δέσμευση του Διοικητικού Συμβουλίου να διορθώνει μηχανιστικά τιςαποκλίσεις της αύξησης του Μ3 από την τιμή αναφοράς.

Τοποθέτηση αναφοράς: σε σχέση με τις επενδύσεις, τοποθέτηση αναφοράς είναι έναχαρτοφυλάκιο αναφοράς ή δείκτης που κατασκευάζεται με βάση τα επιδιωκόμενα επίπεδαρευστότητας, κινδύνου και αποδόσεων των επενδύσεων. Μπορεί να χρησιμεύσει και ως βάσησύγκρισης για να αξιολογηθεί η απόδοση ενός συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου.

Τραπεζικές εργασίες μέσω ανταποκριτών: ρύθμιση βάσει της οποίας μια τράπεζα παρέχει σε μιαάλλη τράπεζα υπηρεσίες πληρωμών και άλλες υπηρεσίες. Οι πληρωμές μέσω ανταποκριτών συχνάδιενεργούνται μέσω αλληλόχρεων λογαριασμών (λογαριασμών nostro και loro), στους οποίουςμπορεί να τεθούν πάγια πιστωτικά όρια. Οι τραπεζικές εργασίες μέσω ανταποκριτών παρέχονταικυρίως σε διασυνοριακό επίπεδο, μπορούν όμως να παρέχονται και σε εθνικό επίπεδο, οπότε είναιγνωστές και ως σχέσεις πρακτόρευσης. Λογαριασμός loro είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ηανταποκρίτρια τράπεζα για να περιγράψει το λογαριασμό που τηρεί επ ονόματι μιας ξένης τράπεζας.Η ξένη τράπεζα θεωρεί αυτό το λογαριασμό ως δικό της λογαριασμό nostro.

Τραπεζική Ένωση για το ευρώ (ΤΕΕ): διατραπεζικός οργανισμός, σκοπός του οποίου είναι νααποτελεί βήμα διαλόγου για τη διερεύνηση και συζήτηση όλων των θεμάτων που ενδιαφέρουν ταμέλη του και ειδικότερα θεμάτων που αφορούν τη χρήση του ευρώ και το διακανονισμό συναλλαγώνσε ευρώ. Στο πλαίσιο της ΤΕΕ, έχει ιδρυθεί εταιρία συμψηφισμού (ABE Clearing, Société par ActionsSimplifiée à capital variable) με σκοπό τη διαχείριση του Συστήματος Συμψηφισμού σε Ευρώ από1ης Ιανουαρίου 1999. Το Σύστημα Συμψηφισμού σε Ευρώ (Ευρώ 1) διαδέχθηκε το ΣύστημαΣυμψηφισμού και Διακανονισμού σε ECU.

Τρέχουσες μεταβιβάσεις: αποτελούνται από μεταβιβάσεις που δεν είναι κεφαλαιακές και πουεπηρεάζουν άμεσα το επίπεδο του διαθέσιμου εισοδήματος κατοίκου της ζώνης του ευρώ, είτεεντολέα είτε δικαιούχου.

Υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών: η υποχρέωση των ιδρυμάτων να τηρούνελάχιστα αποθεματικά στην κεντρική τράπεζα. Στο πλαίσιο του συστήματος ελάχιστων αποθεματικώντου Ευρωσυστήματος, προκειμένου να υπολογιστεί η υποχρέωση ενός πιστωτικού ιδρύματοςπολλαπλασιάζεται το ποσοστό ελάχιστων αποθεματικών για κάθε κατηγορία υποχρεώσεων πουπεριλαμβάνεται στη βάση υπολογισμού των ελάχιστων αποθεματικών επί τα ποσά τωναντίστοιχων κονδυλίων του ισολογισμού του ιδρύματος. Επιπλέον, τα ιδρύματα επιτρέπεται νααφαιρέσουν ένα πάγιο ποσοστό από τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά τους (βλ. πάγιαέκπτωση).

187Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Χρονολόγιο των μέτρων νομισματικής πολιτικής τουΕυρωσυστήματος

22 Δεκεμβρίου 1998

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζει ότιη πρώτη πράξη κύριας αναχρηματοδότησης τουΕυρωσυστήματος θα είναι δημοπρασία μεκαθορισμένο επιτόκιο 3%, επίπεδο το οποίοπροτίθεται να διατηρήσει για το άμεσο μέλλον. Ηέναρξη της πράξης αυτής θα γίνει στις 4Ιανουαρίου 1999, ενώ η απόφαση για τηνκατανομή θα ληφθεί στις 5 Ιανουαρίου 1999 καιο διακανονισμός θα γίνει στις 7 Ιανουαρίου 1999.Επιπλέον, η πρώτη πράξη πιο μακροπρόθεσμηςαναχρηματοδότησης θα ανακοινωθεί στις12 Ιανουαρίου 1999 (με ημερομηνίαδιακανονισμού την 14η Ιανουαρίου 1999) και θαδιενεργηθεί με δημοπρασία μεταβλητού επιτοκίουκαι με τη διαδικασία κατανομής με ενιαίο επιτόκιο.

Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει επίσηςότι το επιτόκιο για τη διευκόλυνση οριακήςχρηματοδότησης θα οριστεί σε 4,5% και τοεπιτόκιο για τη διευκόλυνση αποδοχήςκαταθέσεων σε 2,0% κατά την έναρξη τουΤρίτου Σταδίου, δηλ. την 1η Ιανουαρίου 1999.Ως μεταβατικό μέτρο, από τις 4 μέχρι τις21 Ιανουαρίου 1999, το επιτόκιο για τηδιευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης θαοριστεί σε 3,25% και το επιτόκιο για τηδιευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων σε 2,75%.Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει νακαταργήσει το μεταβατικό αυτό μέτρο αφούσυνεδριάσει στις 21 Ιανουαρίου 1999.

31 Δεκεμβρίου 1998

Σύμφωνα με το Άρθρο 109 Λ παράγρ. 4 τηςΣυνθήκης Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,το Συμβούλιο της ΕΕ, ενεργώντας με ομόφωνηαπόφαση των κρατών-μελών της ΕυρωπαϊκήςΚοινότητας χωρίς παρέκκλιση, μετά απόπρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καιδιαβούλευση με την ΕΚΤ, υιοθετεί τουςαμετάκλητους συντελεστές μετατροπής για τοευρώ που θα ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου1999, 0.00 π.μ. (τοπική ώρα).

Οι υπουργοί των κρατών-μελών της ζώνης τουευρώ, η ΕΚΤ καθώς και οι υπουργοί και οιδιοικητές των κεντρικών τραπεζών της Δανίαςκαι της Ελλάδος αποφασίζουν, σε κοινήδιαδικασία στην οποία συμμετείχε ηΕυρωπαϊκή Επιτροπή και αφού ζητήθηκε ηγνώμη της Νομισματικής Επιτροπής, νακαθορίσουν τις κεντρικές ισοτιμίες έναντι τουευρώ των νομισμάτων που συμμετέχουν στομηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, οοποίος τίθεται σε λειτουργία την 1η Ιανουαρίου1999. Μετά την απόφαση αυτή για τιςκεντρικές ισοτιμίες του ευρώ, η ΕΚΤ, η ΕθνικήΤράπεζα της Δανίας και η Τράπεζα τηςΕλλάδος καθορίζουν από κοινού τις ισοτιμίεςυποχρεωτικής παρέμβασης για τη δανικήκορώνα και τη δραχμή. Για τη δανική κορώναθα τηρείται ζώνη διακύμανσης ±2,25% γύρωαπό την κεντρική της ισοτιμία έναντι του ευρώ,ενώ για τη δραχμή θα τηρείται κανονική ζώνηδιακύμανσης ±15% γύρω από την κεντρικήτης ισοτιμία έναντι του ευρώ.

7 Ιανουαρίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι, προκειμένου για τις δύο πράξεις κύριαςαναχρηματοδότησης οι οποίες θαανακοινωθούν στις 11 και 18 Ιανουαρίου 1999,αντίστοιχα, θα ισχύουν οι ίδιοι όροι όπως καιγια την πρώτη πράξη αυτού του είδους, οδιακανονισμός της οποίας έγινε στις 7Ιανουαρίου 1999, δηλ. θα πραγματοποιηθούνμέσω δημοπρασιών με καθορισμένο επιτόκιο3,0%.

12 Ιανουαρίου 1999

Μετά την απόφαση του ΔιοικητικούΣυμβουλίου της ΕΚΤ της 22ας Δεκεμβρίου1998, η ΕΚΤ ανακοινώνει ότι οι πρώτεςπράξεις πιο μακροπρόθεσμης ανα-χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος θαπραγματοποιηθούν ως δημοπρασίες μεμεταβλητό επιτόκιο μέσω της μεθόδουκατανομής με ενιαίο επιτόκιο. Προκειμένου να

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999188

καθιερωθούν σταδιακά οι πράξεις πιομακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης,ανακοινώνεται ότι η πρώτη πράξη αυτού τουείδους θα πραγματοποιηθεί μέσω τριώνπαράλληλων δημοπρασιών με διαφορετικήπροθεσμία η καθεμία, δηλ. την 25ηΦεβρουαρίου, την 25η Μαρτίου και την 29ηΑπριλίου του 1999. Η ΕΚΤ επίσης ανακοινώνειότι πρόθεσή της είναι να κατανεμηθεί ποσόν15 δισεκ. ευρώ σε καθεμία από τιςπαράλληλες αυτές δημοπρασίες. Για τιςεπόμενες πράξεις πιο μακροπρόθεσμηςαναχρηματοδότησης που θα πραγ-ματοποηθούν εντός του πρώτου τριμήνουτου 1999, πρόθεση της ΕΚΤ είναι ναπαραμείνει αμετάβλητο το ποσόν τηςκατανομής, δηλ. 15 δισεκ. ευρώ σε κάθεπράξη.

21 Ιανουαρίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζει ναεπανεξετάσει τα επιτόκια των δύο πάγιωνδιευκολύνσεων του Ευρωσυστήματος τα οποίαείχε θεσπίσει για την έναρξη του Τρίτου Σταδίου,δηλ. να ορίσει το επιτόκιο της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης σε επίπεδο 4,5% καιτης διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων σεεπίπεδο 2,0% απο 22 Ιανουαρίου 1999.Επιπλέον, αποφασίζει ότι για τις δύο πράξειςκύριας αναχρηματοδότησης με ημερομηνίαδιακανονισμού 27 Ιανουαρίου και 3 Φεβρουαρίου1999, αντίστοιχα, θα ισχύουν οι ίδιοι όροι όπωςκαι για τις τρεις πρώτες πράξεις αυτού του είδους,ο διακανονισμός των οποίων έγινε ενωρίτερατον Ιανουάριο, δηλ. ότι θα πραγματοποιηθούνμέσω δημοπρασιών με καθορισμένο επιτόκιο3,0%.

4 Φεβρουαρίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησηςμε ημερομηνία διακανονισμού 10 και 17Φεβρουαρίου 1999 θα ισχύουν οι ίδιοι όροιόπως και για τις πρώτες πράξεις αυτού τουείδους, ο διακανονισμός των οποίων έγινεενωρίτερα εντός του έτους, δηλ. ότι θαπραγματοποιηθούν μέσω δημοπρασίας με

καθορισμένο επιτόκιο 3,0%. Επιπλέον, τοεπιτόκιο της διευκόλυνσης οριακήςχρηματοδότησης εξακολουθεί να είναι 4,5%και το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχήςκαταθέσεων παραμένει 2,0%.

18 Φεβρουαρίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησηςπου θα διακανονιστούν στις 24 Φεβρουαρίουκαι στις 3 Μαρτίου 1999 θα ισχύουν οι ίδιοιόροι όπως και για τις προηγούμενες πράξειςαυτού του είδους, ο διακανονισμός τωνοποίων έγινε ενωρίτερα εντός του έτους, δηλ.ότι θα πραγματοποιηθούν μέσω δημοπρασίαςμε καθορισμένο επιτόκιο 3,0%. Επιπλέον, τοεπιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρη-ματοδότησης εξακολουθεί να είναι 4,5% καιτο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχήςκαταθέσεων παραμένει 2,0%.

4 Μαρτίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησηςμε ημερομηνία διακανονισμού 10 και 17Μαρτίου 1999 θα ισχύουν οι ίδιοι όροι όπωςκαι για τις προηγούμενες πράξεις αυτού τουείδους, ο διακανονισμός των οποίων έγινεενωρίτερα εντός του έτους, δηλ. ότι θαπραγματοποιηθούν μέσω δημοπρασίας μεκαθορισμένο επιτόκιο 3,0%. Επιπλέον, τοεπιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρη-ματοδότησης εξακολουθεί να είναι 4,5%και το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχήςκαταθέσεων παραμένει 2,0%. Το ΔιοικητικόΣυμβούλιο αποφασίζει επίσης ότι, για τιςεπόμενες πράξεις πιο μακροπρόθεσμηςαναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος, θαισχύσει η μέθοδος κατανομής βάσειπολλαπλού επιτοκίου (αρχής γενομένης απότην πράξη που θα διακανονιστεί στις 25Μαρτίου 1999), έως ότου υπάρξει διαφορετικήαπόφαση.

189Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

18 Μαρτίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι, προκειμένου για τις πράξεις κύριαςαναχρηματοδότησης, ο διακανονισμός τωνοποίων θα γίνει στις 24 και 31 Μαρτίου καθώςκαι στις 7 Απριλίου 1999, θα ισχύουν οι ίδιοιόροι όπως και για τις προηγούμενες πράξεις,ο διακανονισμός των οποίων έγινε ενωρί-τερα εντός του έτους, δηλ. ότι θαπραγματοποιηθούν μέσω δημοπρασιών μεκαθορισμένο επιτόκιο 3,0%. Επιπλέον, τοεπιτόκιο για τη διευκόλυνση οριακήςχρηματοδότησης εξακολουθεί να είναι 4,5%και το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχήςκαταθέσεων παραμένει 2,0%.

8 Απριλίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζεινα μειώσει το επιτόκιο των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης κατά 0,5 της εκατοστιαίαςμονάδας σε 2,5%, αρχής γενομένης από τηνπράξη που θα διακανονιστεί στις 14 Απριλίου1999. Επιπλέον, αποφασίζει να μειώσει τοεπιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρη-ματοδότησης κατά 1 εκατοστιαία μονάδασε 3,5% και το επιτόκιο της διευκόλυνσηςαποδοχής καταθέσεων κατά 0,5 τηςεκατοστιαίας μονάδας σε 1,5%, και στις δύοπεριπτώσεις με ισχύ από 9ης Απριλίου 1999.

22 Απριλίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και τηςδιευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θαπαραμείνουν αμετάβλητα στο 2,5%, 3,5% και1,5%, αντίστοιχα. Επιπλέον, το ΔιοικητικόΣυμβούλιο ανακοινώνει ότι, προκειμένου γιατις πράξεις πιο μακροπρόθεσμηςαναχρηματοδότησης οι οποίες θαδιακανονιστούν εντός του προσεχούςεξαμήνου, πρόθεση της ΕΚΤ είναι νακατανέμεται ποσόν 15 δισεκ. ευρώ ανά πράξη.

6 Μαΐου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και της διευ-κόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παρα-μείνουν αμετάβλητα στο 2,5%, 3,5% και 1,5%,αντίστοιχα.

20 Μαΐου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και τηςδιευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θαπαραμείνουν αμετάβλητα στο 2,5%, 3,5% και1,5%, αντίστοιχα. Το Διοικητικό Συμβούλιοαποφασίζει επίσης να μεταβάλει τη διάρκειατης πράξης πιο μακροπρόθεσμης ανα-χρηματοδότησης που πρόκειται ναδιακανονιστεί στις 30 Σεπτεμβρίου 1999. Ηημερομηνία εξόφλησης της εν λόγω πράξηςθα μετατεθεί από τις 30 Δεκεμβρίου στις23 Δεκεμβρίου 1999. Αντίστοιχα, η πράξηπιο μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης πουεπρόκειτο αρχικά να ανακοινωθεί στις27 Δεκεμβρίου και να κατανεμηθεί και ναδιακανονιστεί στις 30 Δεκεμβρίου 1999 θαανακοινωθεί στις 21 Δεκεμβρίου, μεημερομηνίες κατανομής και διακανονισμού τις22 και 23 Δεκεμβρίου 1999, αντίστοιχα. Μετον επαναπρογραμματισμό των πράξεων,πρόθεση είναι να αποσυμφορηθούν οισυναλλαγές των συμμετεχόντων στηχρηματοπιστωτική αγορά στο τέλος του έτους.

2 Ιουνίου, 17 Ιουνίου, 1 Ιουλίου,15 Ιουλίου, 29 Ιουλίου, 26 Αυγούστου,9 Σεπτεμβρίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και της διευ-κόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παρα-μείνουν αμετάβλητα στο 2,5%, 3,5% και 1,5%,αντίστοιχα.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999190

23 Σεπτεμβρίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και της διευ-κόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παρα-μείνουν αμετάβλητα στο 2,5%, 3,5% και 1,5%,αντίστοιχα.

Η ΕΚΤ δημοσιεύει το ενδεικτικό πρόγραμματων δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος γιατο έτος 2000. Επίσης ανακοινώνει ότι δενθα διενεργηθούν νέες πράξεις κύριαςαναχρηματοδότησης την πρώτη εβδομάδα τουέτους 2000 και καμία πράξη αυτού του είδουςδεν θα λήγει την εβδομάδα εκείνη. Για το λόγοαυτό, η διάρκεια της πράξης κύριαςαναχρηματοδότησης της 21ης Δεκεμβρίου1999 θα παραταθεί, κατ εξαίρεση, σε τρειςεβδομάδες. Για να αποφευχθεί να συμπέσειη λήξη δύο πράξεων κύριας ανα-χρηματοδότησης στις 12 Ιανουαρίου 2000,η διάρκεια της πράξης της 30ής Δεκεμβρίου1999 θα παραταθεί επίσης σε τρειςεβδομάδες. Τα μέτρα αυτά λαμβάνονταιπροκειμένου να ελαχιστοποιηθούν τυχόνπροβλήματα για τους αντισυμβαλλομένους καιτη χρηματοπιστωτική αγορά, τα οποία θαμπορούσαν να προκύψουν από τη διενέργειακαι το διακανονισμό μιας πράξης μεγάλουόγκου αμέσως μετά τη μετάβαση στο νέοαιώνα.

7 Οκτωβρίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και της διευ-κόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παρα-μείνουν αμετάβλητα στο 2,5%, 3,5% και 1,5%,αντίστοιχα.

21 Οκτωβρίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια της πράξης κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και της διευ-

κόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παρα-μείνουν αμετάβλητα στο 2,5%, 3,5% και 1,5%,αντίστοιχα.

Αποφασίζει επίσης ότι για τις πράξεις πιομακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης που θαδιακανονιστούν στις 28 Οκτωβρίου 1999, 25Νοεμβρίου 1999 και 23 Δεκεμβρίου 1999υπάρχει πρόθεση να κατανεμηθεί ποσόν 25δισεκ. ευρώ για κάθε πράξη. Το ποσόν αυτόείναι υψηλότερο από το ποσόν των 15 δισεκ.ευρώ που είχε κατανεμηθεί για όλες τιςπροηγούμενες πράξεις πιο μακροπρόθεσμηςαναχρηματοδότησης που διενεργήθηκαν το1999. Αυτή η απόφαση λαμβάνει υπόψη τηνπρόθεση της ΕΚΤ να συμβάλει στην ομαλήμετάβαση στο έτος 2000.

4 Νοεμβρίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζεινα αυξήσει το επιτόκιο των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματοςκατά 0,5 της εκατοστιαίας μονάδας σε 3,0%,με ισχύ από την πράξη που θα διακανονι-στεί στις 10 Νοεμβρίου 1999. Επιπλέον,αποφασίζει να αυξήσει το επιτόκιο τόσο τηςδιευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης όσοκαι της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεωνκατά 0,5 της εκατοστιαίας μονάδας σε 4,0%και 2,0%, αντίστοιχα, και στις δύο περιπτώσειςαπό 5 Νοεμβρίου 1999.

18 Νοεμβρίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και της διευ-κόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παρα-μείνουν αμετάβλητα στο 3,0%, 4,0% και 2,0%,αντίστοιχα.

2 Δεκεμβρίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια της πράξης κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και της διευ-

191Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

κόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παρα-μείνουν αμετάβλητα στο 3,0%, 4,0% και 2,0%,αντίστοιχα.

Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει επίσηςνα επιβεβαιώσει την τιμή αναφοράς για τηνομισματική επέκταση, δηλ. ετήσιο ρυθμόαύξησης 4,5% για το ευρύ νομισματικόμέγεθος Μ3. Αυτή η απόφαση λαμβάνεται μετο σκεπτικό ότι οι συνιστώσες με βάση τιςοποίες προκύπτει η τιμή αναφοράς, δηλ. οορισμός που δίδει το Ευρωσύστημα στησταθερότητα των τιμών (ετήσια αύξηση τουΕνΔΤΚ της ζώνης του ευρώ χαμηλότερη από2%), η εκτιμώμενη τάση αύξησης τουπραγματικού ΑΕΠ (2-2,5% ετησίως) και ηεκτιμώμενη τάση μείωσης της εισοδηματικήςταχύτητας του Μ3 (0,5-1% ετησίως), έχουνπαραμείνει κατά βάση αμετάβλητες. Όπως καιπροηγουμένως, το Διοικητικό Συμβούλιο θααξιολογεί τις νομισματικές εξελίξεις σε σχέσημε την τιμή αναφοράς, με βάση τον τριμηνιαίοκινητό μέσο των ετήσιων ρυθμών αύξησης.Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει επίσηςνα επανεξετάζει στο εξής την τιμή αναφοράςσε τακτική ετήσια βάση. Η επόμενηεπανεξέταση θα γίνει το Δεκέμβριο του 2000.

Σχετικά με το σύστημα ελάχιστων αποθεματικώντου Ευρωσυστήματος, το Διοικητικό Συμβούλιο,αφού εξέτασε τα νέα στατιστικά στοιχεία,αποφασίζει να αυξήσει από 10% σε 30% το πάγιοποσοστό που αφαιρείται από τη βάσηυπολογισμού των ελάχιστων αποθεματικών καιπου εφαρμόζεται προκειμένου για χρεόγραφα μεαρχική διάρκεια έως δύο ετών και για τίτλους τηςχρηματαγοράς. Αυτή η απόφαση θα ισχύσει απότην ημερομηνία κατά την οποία θα καθοριστεί τούψος της υποχρέωσης τήρησης ελάχιστωναποθεματικών για την περίοδο τήρησης πουαρχίζει στις 24 Ιανουαρίου 2000.

15 Δεκεμβρίου 1999

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και της διευ-κόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παρα-μείνουν αμετάβλητα στο 3,0%, 4,0% και 2,0%,αντίστοιχα.

4 Ιανουαρίου 2000

Η ΕΚΤ ανακοινώνει ότι στις 5 Ιανουαρίου 2000το Ευρωσύστημα θα διενεργήσει μία πράξηεξομάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυ-μάνσεων της ρευστότητας για απορρόφησηρευστότητας, με διακανονισμό αυθημερόν.Σκοπός του μέτρου είναι να αποκατασταθούνομαλές συνθήκες ρευστότητας στην αγοράχρήματος μετά την επιτυχή μετάβαση στο έτος2000.

5 Ιανουαρίου 2000

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και της διευ-κόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παρα-μείνουν αμετάβλητα στο 3,0%, 4,0% και 2,0%,αντίστοιχα.

15 Ιανουαρίου 2000

Κατόπιν αιτήματος των ελληνικών αρχών, οιυπουργοί των κρατών-μελών της ζώνης τουευρώ, η ΕΚΤ και οι διοικητές των κεντρικώντραπεζών της Δανίας και της Ελλάδοςαποφασίζουν, μετά από κοινή διαδικασία, ναανατιμήσουν την κεντρική ισοτιμία τηςδραχμής στο Μηχανισμό ΣυναλλαγματικώνΙσοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ) κατά 3,5%, με ισχύ από17 Ιανουαρίου 2000.

20 Ιανουαρίου 2000

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και της διευ-κόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παρα-μείνουν αμετάβλητα στο 3,0%, 4,0% και 2,0%,αντίστοιχα.

Επίσης ανακοινώνει ότι το Ευρωσύστημαπροτίθεται να κατανείμει ποσόν 20 δισεκ.ευρώ σε καθεμία από τις πράξεις πιομακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης που θα

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999192

διενεργηθούν κατά το πρώτο εξάμηνο του2000. Για τον καθορισμό αυτού του ποσούελήφθησαν υπόψη οι αναμενόμενες ανάγκεςρευστότητας του τραπεζικού συστήματος τηςζώνης του ευρώ κατά το πρώτο εξάμηνο του2000 και η επιθυμία του Ευρωσυστήματος νασυνεχίσει να παρέχει το μεγαλύτερο μέρος τηςαναχρηματοδότησης του χρηματοπιστωτικούτομέα μέσω των πράξεων κύριας αναχρη-ματοδότησης που διενεργεί.

3 Φεβρουαρίου 2000

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζεινα αυξήσει το επιτόκιο των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματοςκατά 0,25 της εκατοστιαίας μονάδας σε 3,25%,αρχής γενομένης από την πράξη που θαδιακανονιστεί στις 9 Φεβρουαρίου 2000.Επιπλέον, αποφασίζει να αυξήσει τα επιτόκιατης διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησηςκαι της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεωνκατά 0,25 της εκατοστιαίας μονάδας, σε 4,25%και 2,25% αντίστοιχα, από 4 Φεβρουαρίου2000.

17 Φεβρουαρίου, 2 Μαρτίου 2000

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζειότι τα επιτόκια των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσηςοριακής χρηματοδότησης και της διευ-κόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παρα-μείνουν αμετάβλητα στο 3,25%, 4,25% και2,25%, αντίστοιχα.

16 Μαρτίου 2000

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφασίζεινα αυξήσει το επιτόκιο των πράξεων κύριαςαναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματοςκατά 0,25 της εκατοστιαίας μονάδας σε 3,5%,αρχής γενομένης από την πράξη που θαδιακανονιστεί στις 22 Μαρτίου 2000.Επιπλέον, αποφασίζει να αυξήσει τα επιτόκιατης διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησηςκαι της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεωνκατά 0,25 της εκατοστιαίας μονάδας, σε 4,5%και 2,5% αντίστοιχα, από 17 Μαρτίου 2000.

193Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Σκοπός του παρόντος καταλόγου είναι να πληροφορεί τους αναγνώστες σχετικά με επιλεγμένεςεκδόσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι εκδόσεις διατίθενται δωρεάν στουςενδιαφερομένους. από το Τμήμα Τύπου. Παρακαλούμε οι παραγγελίες να υποβάλλονταιγραπτώς στην ταχυδρομική διεύθυνση που αναγράφεται στη σελίδα II.

Πλήρη κατάλογο των εκδόσεων του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος μπορείτε να βρείτεστη ιστοσελίδα μας (http://www.ecb.int).

Ετήσια Έκθεση

Ετήσια Έκθεση για το 1998, Απρίλιος 1999.

Μηνιαίο Δελτίο

Άρθρα που δημοσιεύθηκαν από τον Ιανουάριο του 1999 και εξής:

Η ζώνη του ευρώ κατά την έναρξη του Τρίτου Σταδίου, Ιανουάριος 1999.

Η στρατηγική νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος με προσανατολισμό στησταθερότητα, Ιανουάριος 1999.

Τα νομισματικά μεγέθη της ζώνης του ευρώ και ο ρόλος τους στη στρατηγική νομισματικήςπολιτικής του Ευρωσυστήματος, Φεβρουάριος 1999.

Ο ρόλος των βραχυχρόνιων οικονομικών δεικτών στην ανάλυση της εξέλιξης των τιμών στηζώνη του ευρώ, Απρίλιος 1999.

Ο τραπεζικός τομέας στη ζώνη του ευρώ: διαρθρωτικά χαρακτηριστικά και τάσεις, Απρίλιος1999.

Το λειτουργικό πλαίσιο του Ευρωσυστήματος: περιγραφή και πρώτη αξιολόγηση, Μάιος 1999.

Η εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, Μάιος 1999.

Μακροχρόνιες εξελίξεις και κυκλικές διακυμάνσεις των βασικών οικονομικών δεικτών στιςχώρες της ζώνης του ευρώ, Ιούλιος 1999.

Το θεσμικό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, Ιούλιος 1999.

Ο διεθνής ρόλος του ευρώ, Αύγουστος 1999.

Οι λογιστικές καταστάσεις των Νομισματικών Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώστις αρχές του 1999, Αύγουστος 1999.

Διαφορές πληθωρισμού σε μια νομισματική ένωση, Οκτώβριος 1999.

Προετοιμασίες του ΕΣΚΤ για το έτος 2000, Οκτώβριος 1999.

Πολιτικές με προσανατολισμό στη σταθερότητα και η εξέλιξη των μακροπρόθεσμωνπραγματικών επιτοκίων στη δεκαετία του 1990, Νοέμβριος 1999.

Το σύστημα TARGET και οι πληρωμές σε ευρώ, Νοέμβριος 1999.

Νομικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Νοέμβριος 1999.

Η ζώνη του ευρώ ένα έτος μετά την εισαγωγή του ευρώ: βασικά χαρακτηριστικά και μεταβολέςτης χρηματοπιστωτικής διάρθρωσης, Ιανουάριος 2000.

Συναλλαγματικά διαθέσιμα και συναφείς πράξεις του Ευρωσυστήματος, Ιανουάριος 2000.

Το Ευρωσύστημα και η διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ, Φεβρουάριος 2000.

Ενοποίηση στον τομέα διακανονισμού χρεογράφων, Φεβρουάριος 2000.

Eκδόσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας(ΕΚΤ)

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999194

Σειρά μελετών

1 “A global hazard index for the world foreign exchange markets” by V. Brousseau and F.Scacciavillani, May 1999.

2 “What does the single monetary policy do? A SVAR benchmark for the European CentralBank” by C. Monticelli and O. Tristani, May 1999.

3 “Fiscal policy effectiveness and neutrality results in a non-Ricardian world” by C. Detken,May 1999.

4 “From the ERM to the euro: new evidence on economic and policy convergence among EUcountries” by I. Angeloni and L. Dedola, May 1999.

5 “Core inflation: A review of some conceptual issues” by M. Wynne, May 1999.

6 “The demand for M3 in the euro area” by G. Coenen and J.-L. Vega, September 1999.

7 “A cross-country comparison of market structures in European banking” by O. de Bandt andE. P. Davis, September 1999.

8 “Inflation zone targeting” by A. Orphanides and V. Wieland, October 1999.

9 “Asymptotic confidence bands for the estimated autocovariance and autocorrelation functionsof vector autoregressive models”, by G. Coenen, January 2000.

10 “On the effectiveness of sterilized foreign exchange intervention”, by R. Fatum, February2000.

11 “Is the yield curve a useful information variable for the Eurosystem?” by J. M. Berk andP. van Bergeijk, February 2000.

12 “Indicator variables for optimal policy” by L. E. O. Svensson and M. Woodford, February2000.

13 “Monetary policy with uncertain parameters” by U. Söderström, February 2000.

14 “Assessing nominal income rules for monetary policy with model and data uncertainty” by

G. D. Rudebusch, February 2000.

Άλλες εκδόσεις

Το επίπεδο υπηρεσιών του TARGET, Ιούλιος 1998.

Έκθεση για το ηλεκτρονικό χρήμα, Αύγουστος 1998.

Αξολόγηση των συστημάτων διακανονισμού χρεογράφων της ΕΕ με βάση τα πρότυπα για τηχρήση τους στις πιστωτικές πράξεις του ΕΣΚΤ, Σεπτέμβριος 1998.

Οδηγός για την κατάρτιση νομισματικών και τραπεζικών στατιστικών στοιχείων, Σεπτέμβριος1998.

Η ενιαία νομισματική πολιτική στο Τρίτο Στάδιο: Γενική τεκμηρίωση σχετικά με τα μέσα και τιςδιαδικασίες νομισματικής πολιτικής του ΕΣΚΤ, Σεπτέμβριος 1998.

Τρίτη έκθεση προόδου του TARGET, Νοέμβριος 1998.

Το μοντέλο ανταποκριτριών κεντρικών τραπεζών (ΜΑΚΤ), Δεκέμβριος 1998.

Συστήματα πληρωμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Συμπλήρωμα με τα στοιχεία για το 1997,Ιανουάριος 1999.

195Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Πιθανές μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες της ΟΝΕ για τα τραπεζικά συστήματα της ΕΕ,Φεβρουάριος 1999.

Νομισματικά μεγέθη της ζώνης του ευρώ: απόπειρα εννοιολογικής εναρμόνισης, Ιούλιος1999.

Οι συνέπειες της τεχνολογίας για τα τραπεζικά συστήματα της ΕΕ, Ιούλιος 1999.

Συστήματα πληρωμών στις χώρες που έχουν υποβάλει αίτηση ένταξης στην ΕυρωπαϊκήΈνωση, Αύγουστος 1999.

Βελτίωση των υπηρεσιών διασυνοριακών λιανικών πληρωμών: Η άποψη τουΕυρωσυστήματος, Σεπτέμβριος 1999.

Compendium: συλλογή νομικών κειμένων, Ιούνιος 1998 Μάιος 1999, Οκτώβριος 1999.

Στατιστικές μέθοδοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το ισοζύγιο πληρωμών/τη διεθνή επενδυτικήθέση, Νοέμβριος 1999.

Οδηγός για την κατάρτιση νομισματικών και τραπεζικών στατιστικών, Συμπλήρωμα Ι: Τίτλοιτης χρηματαγοράς, Νοέμβριος 1999.

Εγχειρίδιο του τομέα νομισματικής και τραπεζικής στατιστικής, δεύτερη έκδοση, Νοέμβριος1999.

Έκθεση για τη νομική προστασία των τραπεζογραμματίων στα κράτη-μέλη της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης, Νοέμβριος 1999.

Το μοντέλο ανταποκριτριών κεντρικών τραπεζών (ΜΑΚΤ), Νοέμβριος 1999.

Διασυνοριακές πληρωμές στο σύστημα TARGET: Έρευνα για τους χρήστες, Νοέμβριος 1999.

Συστήματα πληρωμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Συμπλήρωμα με τα στοιχεία για το 1998,Φεβρουάριος 2000.

Ενημερωτικά φυλλάδια

TARGET, Ιούλιος 1998.

Τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ, Ιούλιος 1999.

TARGET: γεγονότα, στοιχεία, μέλλον, Σεπτέμβριος 1999.

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999196

197Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999

Ετήσια Έκθεση ΕΚΤ 1999198

EL

EC

B

EZ

B

EK

T

BC

E

EK

P

E T H Σ I AEKΘEΣH

1999