English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

78
English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard McKirahan, Pomona College ©2015

Transcript of English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

Page 1: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard McKirahan, Pomona College

©2015

Page 2: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

A a fortiori κατά μείζονα λόγο a posteriori α ποστεριόρι, εκ των υστέρων a priori α πριόρι, εκ των προτέρων abduce απάγω abduction απαγωγή absolute (adj.) απόλυτος absolute (n.) απόλυτο absorb απορροφώ absorption απορρόφηση abstract (adj.) αφηρημένος abstract (v.) αφαιρώ abstraction αφαίρεση acceptance αποδοχή, παραδοχή access πρόσβαση accident συμβεβηκός accidental κατά συμβεβηκός, συμπτωματικός, τυχαίος accidentalism τυχαιοκρατία accuracy ακρίβεια accurate ακριβής, επακριβής acosmism ακοσμισμός acquaintance γνωστική επαφή, εξοικείωση acquaintance: knowledge by acquaintance γνώση εξ άμεσου γνωριμίας acquainted: be acquainted γνωρίζω, έχω εξοικείωση, έχω γνωριμία acquire αποκτώ acquired επίκτητος acquisition απόκτηση, πρόσκτηση act πράξη act: purposive act σκόπιμη ενέργεια, σκόπιμη πράξη action δράση, ενέργεια, πράξη activate ενεργοποιώ activation ενεργοποίηση active ενεργητικός, ενεργός actual αληθινός, ενεργεία, ενεργός, πραγματικός actualism ενεργειοκρατία adapt προσαρμόζω, προσαρμόζομαι adaptation προσαρμογή adapted προσαρμοσμένος adaptive προσαρμόσιμος, προσαρμοστικός add προσθέτω addition πρόσθεση, προσθήκη additive προσθετικός additivity προσθετικότητα

Page 3: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

adequacy επάρκεια adequate επαρκής adherence εμμονή, πίστη, προσκόλληση, υπακοή adherent θιασώτης, οπαδός, υπερασπιστής, υπέρμαχος,

υποστηρικτής adiaphoristic αδιαφοριστικός, θεολογικά αδιάφορος adjunction προσάρτηση, πρόσζευξη adventitious συμπτωματικός adverb επίρρημα adverbial επιρρηματικός adverbialism επιρρηματικοποίηση adversative αντιθετικός, εναντιωματικός aesthete αισθητής aesthetic αισθητικός aestheticism αισθητισμός aesthetics αισθητική affair: state of affairs κατάσταση πραγμάτων affirm βεβαιώνω, καταφάσκω affirmation βεβαίωση, κατάφαση affirmative επιβεβαιωτικός, καταφατικός affirmative action επιβεβαιωτική πράξη, θετική δράση affirming the consequent επιβεβαίωση της επομένης after-image μετείκασμα afterlife μετά θάνατον ζωή, μεταθανάτια ζωή agent δρων, δρων υποκείμενο, πράττων agent intellect δρων νους, ποιητικός νους aggregate (adj.) αθροιστικός, συνολικός aggregate (n.) σύμπλεγμα, σύνολο aggregate (v.) αθροίζω, συμπεριλαμβάνω agnosticism αγνωσιαρχία, αγνωστικισμός akrasia ακρασία alethic modality αληθειακή τροπικότητα algorithm αλγόριθμος alienation αλλοτρίωση, αποξένωση allowable επιτρεπτός alogical εξωλογικός alteration μετατροπή alternate (adj.) έκ περιτροπής, εναλλακτικός, εναλλάξ alternate (v.) εναλλάσσομαι alternation αλληλοδιαδοχή, εναλλαγή alternative εναλλακτικός altruism αλτρουισμός, φιλαλληλία ambiguity αμφισημία, διφορούμενο, ομωνυμία ambiguity: scope ambiguity αμφισημία εμβέλειας ambiguous αμφίβολος, αμφίσημος, ασαφής, διφορούμενος amphiboly αμφιβολία, αμφιλογία

Page 4: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

analogous ανάλογος analogy αναλογία analyse αναλύω analysis ανάλυση analytic αναλυτικός analytical αναλυτικός analyticity αναλυτικότητα anaphora αναφορά anaphorism αναφορικότητα anarchism αναρχισμός anomalism ανώμαλος χαρακτήρας anomalous ανώμαλος anomaly ανωμαλία anosognosia ανοσογνωσία antecedent (n.) ηγούμενη, ηγούμενο, προγενέστερο, προηγούμενο,

προκείμενη antecedent: denying the antecedent άρνηση της ηγούμενης anthropomorphism ανθρωπομορφισμός anticipation προάγγελος, προαναγγελία, πρόληψη anticipatory προληπτικός, προνοητικός anti-essentialism αντι-ουσιοκρατία anti-factualist αντι-πραγματιστής anti-holism αντι-ολισμός antilogism αντιλογισμός antinomianism αντινομισμός antinomy αντινομία antiphasis αντίφαση antirealism αντιρεαλισμός antisymmetrical αντισυμμετρικός anxiety άγχος, αγωνία anxious αγχομένος aphasia αφασία apodeictic αποδεικτικός apodosis απόδοση appearance εμφάνιση, φαινόμενο appearing εμφάνιση apperception επαναντίληψη, κατάληψη applicative εφαρμοστικός approbation επιδοκιμασία appropriate (adj.) κατάλληλος, πρέπον appropriate (v.) ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι arational άλογος, ανορθολογικός, μη ορθολογικός arbitrary αυθαίρετος, τυχαίος archetype αρχέτυπο argument επιχείρημα argument (of a function) όρισμα

Page 5: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

argument: deductive argument παραγωγή, παραγωγικό argument: sound argument ορθό επιχείρημα argumentation επιχειρηματολογία argumentative επιχειρηματολογικός arithmetization αριθμητικοποίηση articulate αρθρωμένος artifact τεχνούργημα artificial τεχνητός ascetic ασκητικός asceticism ασκητική ζωή, ασκητισμός ascribe αποδίδω ascription απόδοση ascriptivism καταλογισμός aspect όψη, πλευρά, πτυχή assert βεβαιώνω, ισχυρίζομαι assertability βεβαιωσιμότητα assertion απόφανση, βεβαίωση, επιβεβαίωση, ισχυρισμός assertive βεβαιωτικός, κατηγορηματικός assertoric βεβαιωτικός assessment αποτίμηση association προσεταιρισμός, συνειρμός, συσχέτιση,

συσχετισμός associationism θεωρία του συνειρμού, συνειρμισμός associative προσεταιριστικός, συνειρμικός associativity προσεταιριστικότητα, συνειρμικότητα assume υποθέτω assumption άποψη, θέση, παραδοχή, προϋπόθεση, υπόθεση asyllogistic ασυλλογιστικός asymmetric ασύμμετρος asymmetrical ασυμμετρικός asymmetry ασυμμετρία atomism ατομική θεωρία, ατομισμός attention προσοχή, σημασία attitude διάθεση, στάση attitude: propositional attitude προτασιακή στάση attribute (n.) απόδοση, γνώρισμα, ιδιότητα, κατηγόρημα,

κατηγορούμενο, χαρακτηριστικό attribute (v.) αποδίδω attribution απόδοση, κατηγόρηση atttribution: belief attribution απόδοση πεποίθησης attunement συντονισμός authentic αυθεντικός authenticate πιστοποιώ την αυθεντικότητα authenticity αυθεντικότητα authoritarian απολυταρχικός, αυταρχικός authoritarianism απολυταρχία, αυταρχισμός

Page 6: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

authority αυθεντία authority: first person authority πρωτοπρόσωπη αυθεντία autonomous αυτεξούσιος, αυτόνομος autonomy αυτονομία avenge εκδικούμαι avowal αναγνώριση, αποδοχή, επιβεβαίωση, παραδοχή aware: be aware έχω συνείδηση awareness επίγνωση axiom αξίωμα axiom: pairing axiom αξίωμα ζεύγους axiomatic αξιωματικός axiomatization αξιωματικοποίηση axiomatize αξιοματικοποιώ

Page 7: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

B

backward οπισθοδρομικός, οπισθόδρομος, πίσω balance (n.) ισορροπία balance (v.) ισορροπώ bare particular γυμνό επιμέρους, γυμνό καθέκαστο, σκέτο

επιμέρους, σκέτο καθέκαστο base βάση basic βασικός, θεμελιώδης basic statement βασική δήλωση basis βάση bayesian μπεϋζιανός Bayesianism μπεϋζιανισμός bearer φορέας bearer: truth bearer φορέας αληθείας begging the question λήψη του ζητουμένου, ψευδώνυμος συλλογισμός

παρά την λήψιν του ζητουμένου behavior συμπεριφορά behavior: purposive behavior σκόπιμη συμπεριφορά behaviorism θεωρία της συμπεριφοράς, μπιχεβιορισμός,

συμπεριφορισμός being είναι, ον being: nonbeing μη είναι, μη ον belief πεποίθηση, πίστη belief attribution απόδοση πεποίθησης biconditional αμφίδρομη συνεπαγωγή, διπλή συνεπαγωγή,

ισοδυναμία binary διθέσιος, διμελής, διπλός, δυαδικός binding variable δεσμεύουσα μεταβλητή bioethics βιοηθική bivalence δισθένεια bivalent δισθενής Boolean function συνάρτηση Μπουλ borderline συνοριακός bound (adj.) δεσμευμένος, συνδεδεμένος bound (n.) όριο, πέρας, σύνδεση, φράγμα, φραγμός bound: greatest lower bound μέγιστο κάτω φράγμα, μέγιστος κάτω φραγμός bound: least upper bound ελάχιστο άνω φράγμα, ελάχιστος άνω φραγμός bound: lower bound κάτω φράγμα, κάτω φραγμός bound: upper bound άνω φράγμα, άνω φραγμός bound variable δεσμευμένη μεταβλητή boundary (adj.) οριακός boundary (n.) όριο, πέρας, σύνορο bounded οριακός bracket (n.) αγκύλη

Page 8: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

bracket (v.) θέτω εντός παρενθέσεως, θέτω σε παρένθεση bundle theory θεωρία δέσμης

Page 9: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

C

calculus λογισμός calculus: predicate calculus κατηγορηματικός λογισμός, κατηγορικός λογισμός calculus: propositional calculus προτασιακός λογισμός calculus: sentential calculus αποφαντικός λογισμός, προτασιακός λογισμός canon κανόνας canonical κανονικός, κανονιστικός capitalism καπιταλισμός, κεφαλαιοκρατία cardinal απόλυτος, βασικός, θεμελιώδης, κύριος cardinal number πληθικός αριθμός cardinality πληθικότητα case περίπτωση case: is the case ισχύει casuistry καζουιστική, περιπτωσιοκρατία categorematic κατηγορηματικός categorical κατηγοριακός, κατηγορικός categoricity κατηγορικότητα category κατηγορία category mistake κατηγοριακό σφάλμα catharsis κάθαρση causal αιτιακός, αιτιώδης causality αιτιατό, αιτιότητα causation αιτιακή σύνδεση, αιτιότητα, αιτιώδης-αιτιακή

επενέργεια cause (n.) αιτία, αίτιο cause: efficient cause ποιητικό αίτιο cause: final cause τελικό αίτιο censor (v.) λογοκρίνω censorship λογοκρισία censure επικρίνω, επιπλήττω central κεντρικός central state (adj.) κεντρικών καταστάσεων certain βέβαιος certainty βεβαιότητα chain argument αλυσιδωτό επιχείρημα chain of being αλυσίδα του είναι, αλυσίδα του όντος challenge (n.) αμφισβήτηση, πρόκληση challenge (v.) αμφισβητώ, προκαλώ chance τύχη change (n.) αλλαγή, μεταβολή change (v.) αλλάζω, αλλάσσω, αλλοιώνω, μεταβάλλω,

τροποποιώ characteristic (adj.) χαρακτηριστικός characteristic (n.) χαρακτηριστικό

Page 10: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

charity γενναιοδωρία choice αίρεση, επιλογή choose διαλέγω, επιλέγω choosing (n.) επιλογή circle κύκλος circle: vicious circle φαύλος κύκλος circuit κύκλωμα, περιοδεία circumstance περίπτωση, περίσταση circumstantial περιστασιακός claim (n.) αξίωση, ισχυρισμός clarity διαύγεια, ενάργεια, καθαρότητα, σαφήνεια class κατηγορία, κλάση, σύνολο, τάξη, ταξινόμηση class: equivalence class κλάση ισοδυναμίας classification κατάταξη, ταξινόμηση classificatory ταξινομητικός, ταξινομικός classify ταξινομώ clear πρόδηλος, σαφής, φανερός clearness ενάργεια, σαφήνεια closed κλειστός closure κλείσιμο, κλειστότητα cluster δέσμη, ομάδα, πλέγμα, σύνολο coenaesthesis συναίσθηση coextensionality συνεκτασιμότητα coextensive ιδίας εκτάσεως, ισόκυρος, ομοεκτατός,

συνεκτασιακός cognition αντίληψη, γνώση, γνωστικές διεργασίες cognitive γνωσιακός, γνωστικός cognitivism γνωσιοκρατία cognitivism: noncognitivism μη γνωσιοκρατία cognitivist (adj.) γνωσιαρχικός, γνωσιοκρατικός cognitivist (n.) γνωσιοκράτης cognitivist: noncognitivist (adj.) μη γνωσιοκρατικός cognitivist: noncognitivist (n.) μη γνωσιοκράτης cognize αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω cohere έχω συνοχή, συνενώνομαι coherence συνοχή coherent συνεκτικός coherentism συνεκτικισμός cohesion συνοχή coincide συμπίπτω coincidence σύμπτωση co-instantiation συνέκφανση, ταυτόχρονη εκδήλωση collection συλλογή, συναγωγή collectivity συλλογικότητα combination συνδυασμός combinatorial συνδυαστικός combinatory logic συνδυαστική λογική

Page 11: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

combine συνδυάζω, συνδυάζομαι communitarian κοινοτικός communitarianism κοινοτικό πνεύμα, κοινοτισμός commutation αντιμεταθεση, εναλλαγή, μετάθεση, συμμετάλλαξη commutative αντιμεταθετικός commutativity αντιμεταθετικότητα, μεταθετικότητα compact (adj.) συμπαγής compactness συμπάγεια comparability συγκρισιμότητα comparable συγκρίσιμος comparative συγκριτικός compatibilism συμβατοκρατία compatibility συμβατότητα compatible συμβατός complement (n.) συμπλήρωμα complement (v.) συμπληρώνω complementary συμπληρωματικός complete (adj.) ολόκληρος, πλήρης complete (v.) συμπληρώνω completeness πληρότητα complex (adj.) περίπλοκος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, σύνθετος complex (n.) σύμπλεγμα, σύνθεση complexity πολυπλοκότητα, συνθετότητα component (n.) συνθετικό, συνιστώσα, συστατικό composite (adj.) σύνθετος composite (n.) σύνθεση composition σύνθεση compositionality συνθεσιακότητα compossible από κοινού δυνατόν compound (adj.) συμμιγής, σύνθετος compound (v.) συνδυάζω, συνθέτω comprehend καταλαβαίνω, κατανοώ comprehension συμπερίληψη comprehensive διεξοδικός, ευρύς, περιεκτικός, συνεκτικός computability υπολογισιμότητα computable υπολογίσιμος computation υπολογισμός computational υπολογιστικός compute υπολογίζω computing υπολογιστικός conation ενόρμηση conative ενορμικός conceivability νοητικότητα conceivable διανοητός conceive διανοούμαι, συλλαμβάνω concentrate συγκεντρώνω

Page 12: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

concentration συγκέντρωση concept έννοια conception σύλληψη conceptual εννοιολογικός conceptualism εννοιοκρατία conclude καταλήγω στο συμπέρασμα, συμπεραίνω, τελειώνω conclusion αποτέλεσμα, συμπέρασμα concomitant επακόλουθος, συνακόλουθος concrete (adj.) συγκεκριμένος concretism συγκεκριμενοκρατία, συγκεκριμενοποίηση condition συνθήκη condition: truth condition συνθήκη αληθείας conditional (adj.) δεσμευτικός, κατά συνθήκη, υποθετικός conditional (n.) υπόθεση, υποθετική πρόταση, υποθετικό conditional: counterfactual conditional αντιγεγονικός υποθετικός λόγος conditional: material conditional υλικός υποθετικός conditionalization συνθηκοποίηση conditioning εξαρτημένη μάθηση conduct συμπεριφορά confidence αξιοπιστία configuration σχηματισμός confinement περιορισμός confirm επιβεβαιώνω, επικυρώνω confirmation επιβεβαίωση, επικύρωση confused συγκεχυμένος conjecture (n.) εικασία conjecture (v.) εικάζω conjoin συζευγνύω, συναρμόζω, συνδέω conjunct σύζευγμα, συζευκτικό μέρος conjunction σύζευξη, σύνδεση, σύνδεσμος conjunctive συζευκτικός connate συμφυής, σύμφυτος connected συνεκτικός connection επαφή, σύνδεση, συνοχή connectionism συνδετισμός connective (n.) σύνδεσμος, συνδετικό connotation συνδήλωση connotative παραδηλωτικός, συνδηλωτικός conscience συνείδηση conscious συνειδητός conscious: non-conscious μη συνειδητός consciousness συνειδέναι, συνείδηση consecutive διαδοχικός consensus κοινή συγκατάνευση, ομοφωνία consensus συναίνεση consent (n.) συναίνεση

Page 13: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

consent (v.) δέχομαι, συγκατατίθεμαι, συναιvώ consequence ακόλουθο, επίπτωση, συνέπεια consequence: material consequence υλική συνέπεια consequent (adj.) ακόλουθος, επόμενος, συνακόλουθος consequent (n.) διαιρέτης, επόμενη, επόμενο consequent: affirming the consequent επιβεβαίωση της επομένης consequentialism συνεπειοκρατία consequently κατά συνέπεια, εν συνέχεια conservation διατήρηση, συντήρηση conservatism συντηρητισμός consist συνίσταμαι consistency συνέπεια consistent συνεπής constant (adj.) σταθερός constant (n.) σταθερά constant: individual constant ατομική σταθερά constant: primitive constant πρωταρχική σταθερά constate διαπιστώνω constative διαπίστωση, διαπιστωτικός constituent συστατικό constitute συνιστώ constitution συγκρότηση, σύνταγμα, σύσταση constitutional συνταγματικός, συστατικός constitutionalism συνταγματισμός constrain αναγκάζω, εξαναγκάζω, περιορίζω constrained περιορισμένος constraining περιοριστικός constraint καθορισμός, καταναγκασμός, περιορισμός constraint: soft constraint ήπιος περιορισμός construct (n.) κατασκευή, σχεδιασμός construct (v.) κατασκευάζω constructability κατασκευασιμότητα, κατασκευοκρατία construction κατασκευή constructive δημιουργικός, κατασκευαστικός constructivism εποικοδομητισμός, κατασκευασιοκρατία construe εκλαμβάνω, ερμηνεύω consummation ολοκλήρωση contemplate θεάζομαι contemplation ενατένιση, θέαση, θεώρηση contents (n.) περιεχόμενο context πλαίσιο, πλαίσιο αναφοράς, συμφραζόμενα (τα),

σύμφραση contextual πλαισιακός, συμφραστικός contextualism πλαισιοκρατία, συμφρασιοκρατία continental ηπειρωτικός contingency ενδεχομενικότητα, ενδεχόμενο

Page 14: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

contingent (adj.) ενδεχόμενος contingent (n.) ενδεχομενικό (n.) continuant (n.) συνεχές continuity συνέχεια continuous συνεχής continuum συνεχές contract (n.) συμβόλαιο contract: social contract κοινωνικό συμβόλαιο contractarianism συμβολαιοκρατία contractualism συμβολαιοκρατία contradict αντικρούω, διαψεύδω contradiction αντίφαση contradiction: noncontradiction μη αντίφαση contradiction: noncontradiction, principle of αρχή της μη αντίφασης contradictory αντιφατικός contraposition αντιθετοαναστροφή, αντιμετάθεση contrapositive (adj.) αντιθετικός, contrapositive (n.) αντιθετοανάστροφο, αντίστροφο του αντιστρόφου contraries αντίθετα contrary αντίθετος contrary to fact (adj.) αντιπραγματικός contrast αντίθεση contrast (n.) αντιπαραβολή contrast (v.) αντιπαραβάλλω controversial αμφιλεγόμενος, επίμαχος controversion αντιδρομή controversy αντιγνωμία, διαμάχη, έριδα controvert διαμφισβητώ convention σύμβαση conventional συμβατικός conventionalism συμβασιοκρατία converge συγκλίνω convergence σύγκλιση convergent συγκλίνουσα, συγκλίνων conversation διάλογος, συζήτηση, συνομιλία conversational συνομιλιακός converse (adj.) αντίστροφος converse (n.) αντίστροφο converse (v.) συζητώ, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ conversion αντιστροφή, μεταστροφή, μετατροπή convert μετατρέπω convert (n.) προσήλυτος convert (v.) προσηλυτίζω convertibility μετατρεψιμότητα convince πείθω coordinate (adj.) συντεταγμένος

Page 15: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

copula συνδετικό copulative συνδετικός corner γωνία corollary απόρροια, πόρισμα, συνέπεια corporeal ενσώματος, σωματικός, υλικός, υλομορφικός correct (adj.) ορθός correct (v.) διορθώνω correction διόρθωση correctness ορθότητα correlate (n.) αντίστοιχος σχετικός όρος correlate (v.) συσχετίζω correlation συσχέτιση, συσχετισμός correspond ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ correspondence αντιστοιχία correspondence: many-one correspondence αντιστοιχία πολλά-εν correspondence: one-many correspondence αντιστοιχία εν-πολλά, αμφιμονοσήμαντη

αντιστοιχία, αντιστοιχία έν προς έν corresponding αντίστοιχος corrigibility μη διορθωσιμότητα cosmic κοσμικός cosmogony κοσμογονία cosmological κοσμολογικός cosmology κοσμολογία count noun αριθμητό ουσιαστικό countability αριθμησιτότητα countable αριθμήσιμος counterexample αντιπαράδειγμα counterfactual (adj.) αντιγεγονικός counterfactual conditional αντιγεγονικός υποθετικός λόγος counterfactual implication αντιγεγονική συνεπαγωγή counterinstance αντιπαράδειγμα counterpart αντίστοιχο, ομόλογο count noun αριθμητό ουσιαστικό courage ανδρεία courageous ανδρείος co-variation συμπαραλλαγή co-variational συμπαραλλακτικός covering law επικαλύπτων νόμος create δημιουργώ creation δημιουργία creationism δημιουργισμός creative δημιουργικός creativity δημιουργικότητα criteriology κριτηριολογία criterion κριτήριο critical κρίσιμος, κριτικός

Page 16: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

criticism κριτική criticize ασκώ κριτική cumulative αθροιστικός, σωρευτικός custom έθιμο, συνήθεια customary εθιμικός, συνήθης cybernetics κυβερνητική cynic (adj.) κυνικός cynical κυνικός cynicism κυνισμός

Page 17: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

D

data: sense data αισθητηριακά δεδομένα datum: sense datum αισθητηριακό δεδομένο datum: sense datum theory θεωρία αισθητηριακών δεδομένων decadence παρακμή decadent παρακμαίος decidability αποκρισιμότητα, αποφασισιμότητα, ελεγξιμότητα decidable αποκρίσιμος, αποφασίσισμος decide αποφασίζω deciding (n.) απόφαση, αποφασίζειν decision απόφαση declaration δήλωση declarative δηλωτικός declarative: non-declarative μη δηλωτικός declare δηλώνω decomposition ανάλυση deconstruct αποδομώ deconstruction αποδόμηση deconstructionism αποδόμηση deduce παράγω deducible παραγώγιμος deduction παραγωγή deductive παραγωγικός, συμπερασματικός deductive-nomological παραγωγικό-νομολογικός deductive-statistical παραγωγικό-στατιστικός deductive argument παραγωγή, παραγωγικό επιχείρημα deductive: hypothetico-deductive υποθετικο-παραγωγικός deep grammar βαθιά γραμματική (δομή) default προεπιλογή defeasibility ακυρωσιμότητα, κατανικησιμότητα defeasible ακυρώσιμος, κατανικήσιμος defect ατέλεια, ελάττωμα, μειονέκτημα definability ορισιμότητα definable ορίσιμος, που μπορεί να οριστεί, που μπορεί να

προσδιοριστεί, προσδιορίσιμος define ορίζω, προσδιορίζω definiendum οριζόμενο definiens ορίζον definism ορισιμότητα, ορισμικότητα definist οριστής definite ορισμένος, οριστικός definite description όριστική περιγραφή definition ορισμός definition: domain of a definition πεδίο ορισμού

Page 18: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

definition: real definition πραγματικός ορισμός deflationary συσταλτικός deflationism συσταλτικότητα degree βαθμός degrees of truth βαθμοί αληθείας deism ντεϊσμός deliberate (v.) διαβουλεύομαι deliberation διαβούλευση demiurge δημιουργός demonstrate αποδεικνύω, δείχνω, φανερώνω demonstration απόδειξη demonstrative (adj.) αποδεικτικός demonstrative (n.) δεικτική έκφραση, δεικτικό denial άρνηση denial: joint denial σύζευξη αρνήσεων denominative προσηγορικός denotation καταδήλωση denotative καταδεικτικός, καταδηλωτικός denote δηλώνω, καταδεικνύω, καταδηλώνω denoting καταδηλωτικός dense πυκνός densely ordered πυκνά διατεταγμένος density πυκνικότητα denumerable αριθμήσιμος deny αρνούμαι denying the antecedent άρνηση της ηγούμενης deontic δεοντικός deontological δεοντοκρατικός, δεοντολογικός deontologism δεοντολογισμός deontology δεοντοκρατία, δεοντολογία dependency εξάρτηση dependent εξαρτημένος derivability δυνατότητα παραγωγής, παραγωγή,

παραγωγικότητα derivable παραγώγιμος, που μπορεί να παραχθεί, που μπορεί

να προκύψει, που παράγεται derivation απόδειξη, παραγωγή derivative (adj.) παράγωγος derive παράγω, συμπεραίνω, συνεπάγομαι derived επαγόμενος, προκύπτων descending απορρέων, φθίνων describe περιγράφω description περιγραφή description: definite description όριστική περιγραφή description: knowledge by description γνώση μέσω περιγραφής

Page 19: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

description: proper description κατάλληλη περιγραφή, κύρια περιγραφή, ορθή περιγραφή, σωστή περιγραφή

descriptional περιγραφικός descriptionalism περιγραφισμός descriptive περιγραφικός descriptivism περιγραφιοκρατία, περιγραφισμός descriptivism: nondescriptivism μη περιγραφισμός descriptor περιγραφέας design (n.) σχεδιασμός, σχέδιο design (v.) σχεδιάζω designate υποδεικνύω designation αναφορά, καταδήλωση, προσδιορισμός,

χαρακτηρισμός designator καταδηλωτής designator: rigid designator άκαμπτος καταδηλωτής desire (n.) επιθυμία desιre (v.) επιθυμώ detach αποσπώ detachment απόσπαση detensed αποχρονικοποιημένος determinable (adj.) προσδιορίσιμος determinable (n.) προσδιορίσιμο determinacy καθορισιμότητα, προσδιοριστικότητα determinate (adj.) καθορισμένος, προσδιορισμένο determinate (n.) προσδιορισμένο determination καθορισμός, προσδιορισμός determine καθορίζω, προσδιορίζω determined καθορισμένος determinism αιτιοκρατία, ντετερμινισμός deviant αποκλίνων, παρεκκλίνων diagnose διαγιγνώσκω diagnostic διαγνωστικός diagonal proposition διαγώνια πρόταση diagram: Venn diagram διάγρμμα Venn diagramming κατασκευή διαγραμμάτων dialectic (n.) διαλεκτική dialectical διαλεκτικός dichotomy διχοτομία diction εκφώνηση, προφορά, ρήση difference διαφορά difference: specific difference ειδοποιός διαφορά differentia ειδοποιός διαφορά differential διαφορικός differentiate διαφορίζω differentiation διαφόριση difficult δύσκολος

Page 20: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

difficulty δυσκολία dignity αξιοπρέπεια dilation διαστολή, εύρυνση dilemma δίλημμα dimension διάσταση dimensionality διάσταση direct άμεσος disagreement ασυμφωνία, διαφωνία disanalogy δυσαναλογία discontinuity ασυνέχεια discontinuous ασυνεχής discourse (n.) διάλογος, λόγος, πραγματεία, συζήτηση discourse: indirect discourse πλάγιος λόγος discourse: universe of discourse κόσμος του λόγου, πεδίο ομιλίας, πεδίο του λόγου,

σύμπαν ομιλίας, σύμπαν του λόγου discrete διακεκριμένος, διακριτός discreteness διακριτότητα discriminate διακρίνω discrimination διάκριση disembodied αποσωματωμένος, ασώματος, εξαϋλομένος disinterestedness ανιδιοτέλεια disjoint ασυνάρτητος, ασύνδετος, ξένος disjunction διάζευξη, διαχωρισμός disjunctive διαζευτικός displacement μετατόπιση disposition προδιάθεση dispositional προδιαθεσιακός dispositionalism προδιαθετικότητα disproof αναίρεση disprove διαψεύδω dispute (v.) αμφισβητώ, λογομαχώ disquotational απεισαγωγικός disquotationalism απεισαγωγικότητα, απεισαγωγισμός dissemination διάδοση dissonance ασυμφωνία distance απόσταση distinct διακριτός, ευκρινής distinction διάκριση distinctness διακριτότητα distortion διαστρέβλωση, παραμόρφωση, παραποίηση distribute διανέμω, κατανέμω distributed κατανεμημένος distribution επιμερισμός, καταμερισμός, κατανομή distributive διανεμητικός, επιμεριστικός distributivity επιμεριστικότητα diverge αποκλίνω

Page 21: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

divergence απόκλιση divergent αποκλίνων, διιστάμενος divide διαιρώ divisibility διαιρετότητα division διαίρεση docetism δοκητισμός doctrine of the mean θεωρία της μεσότητας, θεωρία του μέσου dogma δόγμα dogmatism δογματισμός domain πεδίο domain of a definition πεδίο ορισμού domain of a relation σχεσιακό πεδίο dominate κυριαρχώ domination επιβολή, κυριαρχία doubt (n.) αμφιβολία doubt (v.) αμφιβάλλω, αμφισβητώ doxastic δοξαστικός dualism διαρχία, δυϊσμός dualist (adj.) δυϊστικός dualist (n.) δυϊστής duality δυαδικότητα dummy βουβός duration διάρκεια duty καθήκον dyadic δυαδικός dynamic δυναμικός dynamical δυναμικός dynamics (n.) δυναμική dynamism δυναμισμός

Page 22: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

E

earth: twin earth δίδυμη γη eclectic εκλεκτικός, εκλεκτιστικός eclecticism εκλεκτικισμός ecstasy έκσταση eduction εξαγωγή effect (n.) αποτέλεσμα effective αποτελεσματικός effectiveness αποτελεσματικότητα efficient cause ποιητικό αίτιο egalitarian (adj.) ισοκρατικός egalitarianism εξισωτισμός, θεωρία της ισότητας, ισότητα ego εγώ egocentric εγωκεντρικός egoism εγωισμός egoist εγωιστής element στοιχείο elementary στοιχειώδης eliminability εξάλειψη eliminate εκμηδενίζω, εξαλείφω elimination απαλοιφή, εξάλειψη eliminative εξαλειπτικός eliminativism εξαλειπτισμός emanate απορρέω emanation απορροή emanationism θεωρία της απορροής embodiment ενσάρκωση, ενσωμάτωση, πραγμάτωση embody ενσωματώνω emerge αναδύομαι emergence ανάδυση emergent αναδυόμενος, αναδυτιστικός emergentism αναδυτισμός emotion συγκίνηση, συναίσθημα emotional συγκινησιακός, συναισθηματικός emotive συγκινησιακός emotivism συγκινησιοκρατία empathy ενσυναίσθηση empirical εμπειρικός empiricism εμπειρισμός empiriocriticism εμπειριοκριτικισμός, εμπειριοκριτισμός empty άδειος, κενός enantiomorphic εναντιόμορφος end σκοπός, τέλος end: kingdom of ends βασίλειο των σκοπών

Page 23: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

energetic ενεργητικός energeticism ενεργητικισμός energy ενέργεια enjoy απολαμβάνω enjoyment απόλαυση enlightened διαφωτισμένος, πεφωτισμένος, φωτισμένος enlightenment διαφωτισμός enounce εξαγγέλλω entail κατεπάγομαι entailment κατεπαγωγή entelechy εντελέχεια entheism ενθεϊσμός enthymeme ενθύμημα entity οντότητα entropy εντροπία enumerable αριθμήσιμος enumerate απαριθμώ enumeration απαρίθμηση, αρίθμηση, καταμέτρηση enunciative εξαγγελτικός epiphenomenalism επιφαινομενισμός epistemic επιστημικός epistemology γνωσιοθεωρία, γνωσιολογία equal ισοδύναμος, ίσος equality ισότητα equalize εξισώνω equate εξισώνω equation εξίσωση equational εξισωτικός equilibrium ισορροπία equilibrium: reflective equilibrium αναστοχαστική ισορροπία equipollence ισοσθένεια equipollent ισοπληθικός equiprobable ισοπίθανος equity επιείκεια, ισότητα equivalence ισοδυναμία equivalence class κλάση ισοδυναμίας equivalence: material equivalence υλική ισοδυναμία equivalent ισοδύναμος equivocal αμφίσημος equivocate γράφω αμφίσημα, μιλώ αμφίσημα equivocation αμφιλογία, αμφισημαντότητα, αμφισημία equivocity αμφισημία eristic (adj.) εριστικός eristic (n.) εριστική, εριστική τέχνη erotetic (n.) ερωτητική error λάθος, πλάνη, σφάλμα

Page 24: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

eschatology εσχατολογία essence ουσία, ουσιότητα essential ουσιώδης essentialism ουσιοκρατία essentialism: anti-essentialism αντι-ουσιοκρατία essentialism: pan-essentialism παν-ουσιοκρατία established: pre-established προδιατεταγμένος, προκαθορισμένος estimate (v.) εκτιμώ estimation εκτίμηση eternal αιώνιος eternity αιωνιότητα ethics ηθική ethics: virtue ethics αρεταϊκή ηθική, αρετολογική ηθική ethnocentrism εθνοκεντρισμος etiology αίτια, αιτιολογία eudaemonism ευδαιμονισμός eugenics ευγονική euthanasia ευθανασία evaluate εκτιμώ evaluation αξιολόγηση, αποτίμηση, εκτίμηση event γεγονός, συμβάν evidence απόδειξη, μαρτυρία, τεκμήριο evident έκδηλος evidential αποδεικτικός evidentialism τεκμηριοκρατία evolution εξέλιξη evolutionary εξελικτικός evolutionism εξελικτικισμός, εξελικτισμός evolve εξελίσσομαι exact ακριβής exception εξαίρεση excess υπερβολή exclude αποκλείω excluded middle αποκλειόμενος μέσος, αποκλειόμενος τρίτος excluded: law of the excluded middle νόμος του αποκλειόμενου μέσου, νόμος του

αποκλειόμενου τρίτου exclusive αποκλειστικός, ασυμβίβαστος exclusive: mutually exclusive αμοιβαία αποκλειόμενος exemplarism παραδειγματικοκρατία exemplification δειγματισμός exemplify αποτελώ παράδειγμα, δίνω παράδειγμα exist υπάρχω existence ύπαρξη existence: non-existence ανυπαρξία, μη υπάρχειν existence: pre-existence προϋπαρξη existent υπαρκτός

Page 25: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

existent: non-existent ανύπαρκτος, μη υπαρκτός existential υπαρκτικός existentialism υπαρξισμός expansiveness διασταλτικότητα, επεκτατικότητα experience (n.) εμπειρία experience (v.) βιώνω experience: sense experience αισθητηριακή εμπειρία experientialism εμπειριαρχία experiment (n.) πείραμα experiment (v.) δοκιμάζω, κάνω ένα πείραμα experimental πειραματικός experimentalism πειραματική μέθοδος experimentation πείραμα, πειραματισμός explain εξηγώ explanandum εξηγητέο explanans εξηγούν explanation εξήγηση explanatory εξηγητικός explicature επεξήγηση explicit προφανής, ρητός exponible εκθετός export εξάγω exportation εξαγωγή expression έκφραση expression: referring expression αναφορική έκφραση expressionism εξπρεσιονισμός expressive εκφραστικός expressiveness εκφραστικότητα extend εκτείνω, εκτείνομαι extension έκταση, επέκταση, εύρος, πλάτος extensional εκτασιακός extensionalism εκτασιοκρατία extensionalist εκστασιοκρατικός extensionality εκτασιακή αντίληψη, εκτασιακότητα,

εκτασιοκρατία extensive εκτασιακός external εξωτερικός externalism εξτερναλισμός extreme ακραίος, άκρος, οριακός extremism εξτρεμισμός extrinsic εξωγενής, εξωτερικός

Page 26: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

F

fact γεγονός fact: contrary to fact αντιπραγματικός fact: matters of fact γεγονότα, γεγονότα της πραγματικότητας facticity γεγονικότητα, γεγονότητα factitious πλασματικός, τεχνητός factor παράγοντας, συντελεστής factual γεγονικός, γεγονοτικός, πραγματικός,

πραγματολογικός factualist πραγματιστής factualist: anti-factualist αντι-πραγματιστής fair (adj.) αμερόληπτος, δίκαιος fairness ακριβοδικία fallacious εσφαλμένος fallacy παραλογισμός, πλάνη, σόφισμα, σφάλμα fallacy: pathetic fallacy συναισθηματική πλάνη fallibilism φαλλιμπιλισμός fallible υποκείμενος σε σφάλματα false εσφαλμένος, ψευδής falsehood ψεύδος falsifiability διαψευσιμότητα falsification διάψευση falsity ψεύδος family resemblance οικογενειακή ομοιότητα fantastic φαντασιακός fascism φασισμός fascist (adj.) φασιστικός fascist (n.) φασίστας fatalism μοιρολατρία, φαταλισμός fatalist μοιρολάτρης, φαταλιστής fatalistic μοιρολατρικός, φαταλιστικός fate ειμαρμένη, μοίρα faultless αλάνθαστος, άψογος faultlessness απουσία σφάλματος feature γνώρισμα feedback ανάδραση, ανατροφοδότηση feeling (n.) αίσθημα, συναίσθημα fiction μυθοπλασία fictional μυθοπλαστικός, πλασματικός fictionalism μυθοπλασιοκρατία, φιξιοναλισμός fideism πιστιοκρατία, φιντεϊσμός field πεδίο field theory θεωρία πεδίου field: visual field οπτικό πεδίο

Page 27: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

final cause τελικό αίτιο fine structure ακριβής δομή, άρτια δομή, καλή δομή, λεπτή δομή finitary πεπερασμένος, περατοκρατικός finite (adj.) πεπερασμένος finite (n.) πεπερασμένο finitism περατοκρατία finitistic περατοκρατικός first order πρώτη τάξη, πρώτης τάξεως first person authority πρωτοπρόσωπη αυθεντία firstness πρωτότητα fixed σταθερός flux ροή focal εστιακός focus (n.) εστία focus (v.) εστιάζω focusing (n.) εστίαση following: rule following ακολουθία κανόνων, τήρηση κανόνων force (n.) βία, δύναμη, ισχύς, ροπή forced εξαναγκασμένος forcing (n.) εξαναγκασμός, μέθοδος επιβολής form είδος, ιδέα, μορφή, φόρμα formal ειδητικός, μορφικός, τυπικός, τυποκρατικός,

τυποποιημένος formal language τυπική γλώσσα formal system τυπικό σύστημα formalism φορμαλισμός formalizability δυνατότητα τυποποίησης formalization τυποποίηση formalize τυποποιώ formalized τυποποιημένος formation σχηματισμός formation rule κανόνας σχηματισμού formed: well formed καλοσχηματισμένος formula τύπος foundationalism θεμελιοκρατία foundations θεμέλια frame πλαίσιο frame of reference σύστημα αναφοράς framing (n.) πλαισίωση free occurrence of a variable ελεύθερη εμφάνιση μιας μεταβλητής free variable ελεύθερη μεταβλητή free will ελεύθερη βούληση free: quantifier free ελεύθερος από ποσοδείκτες, χωρίς ποσοδείκτη free: value free αξιακά ουδέτερος, μη αξιολογικός freedom ελευθερία fulfillment εκπλήρωση

Page 28: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

fulfillment: wish fulfillment εκπλήρωση επιθυμίας, εκπλήρωση ευχής function λειτουργία, συνάρτηση function: Boolean function συνάρτηση Μπουλ function: natural sign function φυσικο-σημειακή λειτουργία, φυσικο-σημειακή

συνάρτηση function: propositional function προτασιακή συνάρτηση function: Sheffer stroke function γραμμή λειτουργίας Σέφφερ function: truth function αληθοσυνάρτηση functional λειτουργικός, συναρτησιακός functional: truth functional αληθοσυναρτησιακός functionalism λειτουργισμός, φανξιοναλισμός fundamental βασικός fusion συγχώνευση, συνένωση, σύντηξη future (n.) μέλλον fuzzy logic ασαφής λογική

Page 29: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

G

game: language game γλωσσικό παίγνιο, γλωσσικό παιχνίδι general γενικός generality γενικότητα generalization γενίκευση generalize γενικεύω genetic γενετικός genetics γενετική genus γένος genus: proximum genus εγγύτατο γένος, πλησιέστερο γένος gnostic (adj.) γνωστικιστικός, γνωστικός gnostic (n.) γνωστικιστής gnosticism γνωστικισμός goal στόχος goal-directed προσανατολισμένος σε κάποιο στόχο,

στοχο-κατευθυνόμενος, στοχο-προσηλωμένος golden rule χρυσός κανόνας, χρυσούς κανών good (n.) αγαθό good: nonintrinsic good μη εγγενές αγαθό grace χάρη, χάρις grammar γραμματική grammar: deep grammar βαθιά γραμματική (δομή) grammar: surface grammar επιφανειακή γραμματική (δομή) greatest lower bound μέγιστο κάτω φράγμα, μέγιστος κάτω φραγμός group ομάδα, σύμπλεγμα group theory θεωρία ομάδων grouping κατηγοριοποίηση, ομαδοποίηση guarantee (n.) εγγύηση guaranteed εγγυημένος guilt ενοχή guilty ένοχος guise αμφίεση

Page 30: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

H

haecceity αυτότητα happiness ευδαιμονία, ευτυχία harmonious αρμονικός harmony αρμονία harrass παρενοχλώ harrassment ενόχληση, παρενόχληση hedonic ηδονικός hedonism ηδονισμός, ηδονοκρατία hedonist ηδονιστής henological ενολογικός henology ενολογία henotheism ενοθεϊσμός hereditary κληρονομικός heredity κληρονομικότητα heresy αίρεση hermeneutic (adj.) ερμηνευτικός hermeneutics ερμηνευτική hermetic ερμητικός hermeticism ερμητική διδασκαλία hermeticism ερμητισμός heuristics ευρετική hierarchy ιεραρχία historicism ιστορικισμός historicity ιστορικότητα holism ολισμός holism: anti-holism αντι-ολισμός holistic ολιστικός homogeneity ομογένεια homogeneous ομογενής homomorphism ομομορφισμός homonym ομώνυμο homonymity ομωνυμία homonymous ομώνυμος homuncular ανθρωπάκος, ανθρωπάκι homunculus ανθρωπάριο horned syllogism κερατίτης (λόγος), κερατίνης συλλογισμός how: knowing how γνωρίζω πώς human (adj.) ανθρώπινος human (n.) άνθρωπος humane ανθρώπινος, ανθρωπιστικός humanism ανθρωπισμός, ουμανισμός humanity ανθρωπιά, ανθρώπινη φύση, ανθρωπισμός,

ανθρωπότητα

Page 31: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

humanity ανθρώπινη φύση hylomorphic υλομορφικός hylomorphism υλομορφισμός hylozoic υλοζωικός hylozoism υλοζωισμός hyperintensional υπερεντασιακός hypostasis υπόσταση, υποστασιοποίηση hypothesis υπόθεση hypothesize υποθέτω hypothetical (adj.) υποθετικός hypothetical: mixed hypothetical syllogism μεικτός υποθετικός συλλογισμός hypothetico-deductive υποθετικο-παραγωγικός

Page 32: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

I

I and thou εγώ κι εσύ iconic εικονικός iconoclastic εικονοκλαστικός id αυτό idea είδος, ιδέα ideal (adj.) ιδανικός, ιδεατός, ίδεώδης ideal (n.) ίδανικό, ιδεώδες, ίνδαλμα, idealism ιδεαλισμός, ιδεοκρατία idealist (adj.) ιδεαλιστικός idealist (n.) ιδεαλιστής idealization εξιδανίκευση ideation ιδεασμός, ιδεατό ideational ιδεαλιστικός, ιδεοποιητικός idempotence ταυτοδυναμία idempotency ταυτοδυναμία identical ίδιος, ταυτιζόμενος identity (n.) ταυτότητα identity (adj.) ταυτοτικός identity of indiscernibles ταυτότητα των αδιακρίτων, ταυτότητα των μη

διακρίσιμων identity statement δήλωση ταυτότητας identity: partial identity μερική ταυτότητα ideology ιδεολογία ideomotor ιδεοκινητικός idiolect ιδιόλεκτος iff (if and only if) ανν (εάν και μόνο εάν) I-it relationship σχέση εγώ-αυτό illative συμπερασματικός illicit αθέμιτος illocutionary ελλεκτικός, ενδολεκτικός illocutionary act ενδολεκτικό ενέργημα illumination έλλαμψη, φώτιση, φωτισμός illuminationism θεωρία της φώτισης illusion αυταπάτη, ψευδαίσθηση illusionism ιλουζιονισμός image (n.) απείκασμα, είδωλο, εικόνα, ίνδαλμα image (v.) απεικονίζω image: after-image μετείκασμα imagery απεικόνιση, εικόνες, εικονολογία, σχηματισμός

εικόνων imagery: mental imagery νοητικά σχήματα imaginary φανταστικός imitate μιμούμαι

Page 33: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

imitation μίμημα, μίμηση imitationism μιμησιοκρατία immanence εμμένεια immanent εμμενής immaterial άϋλος immaterialism αντιυλισμός, αϋλοκρατία immediacy αμεσότητα immediate άμεσος immutability αναλλοίωτο immutable ακίνητος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος,

απαράλλαχτος, άτρεπτος impanation εναρτισμός impartial αμερόληπτος impartiality αμεροληψία imperative προστακτική impetus ορμή impetus: vital impetus ζωτική ορμή implicate υποσημαίνω implication προκύπτουσα πρόταση, συνεπαγωγή, υποδήλωση implication: counterfactual implication αντιγεγονική συνεπαγωγή implication: material implication υλική συνεπαγωγή implication: strict implication αυστηρή συνεπαγωγή implicature υπονόηση implicit έμμεσος, ενδιάθετος, μη ρητός, πεπλεγμένος,

σιωπηρός, υπόρρητος imply συνεπάγομαι, υπαινίσσομαι, υποδηλώνω, υπονοώ import (n.) αξία, βαρύτητα, δέσμευση, σημασία, σπουδαιότητα,

συνέπεια imposition επιβολή impredicative μη κατηγορηματικός, μη κατηγορικός impression: sense impression αισθητηριακή εντύπωση imprinting αποτύπωση improvisation αυτοσχεδιασμός improvise αυτοσχεδιάζω inclination έφεση, κλίση, παρόρμηση, προδιάθεση, πρόθεση,

ροπή, τάση include περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω inclusion εγκλεισμός, ένταξη, συμπερίληψη inclusive περιεκτικός, συμπεριλαμβανόμενος,

συμπεριλαμβάνων incoherence ασυνεκτικότητα, έλλειψη συνοχής incoherent ανακόλουθος, ασυνάρτητος, ασυνεκτικός incommensurability ασυμμετρία incommensurable ασύμμετρος incompatibility ασυμβατότητα incompatible ασύμβατος, μη συμβατός

Page 34: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

incompletability μη πληρότητα incomplete ατελής incompleteness μη πληρότητα inconsistency ασυνέπεια inconsistent ασυμβίβαστος, ασυνεπής, μη συνεπής incontinence ακρασία incorporeal ασώματος, άϋλος, μη σωματικός incorporeality ασώματη φύση, ασωματότητα, μη σωματικό, μη

σωματικότητα incorrigibility αδυναμία διόρθωσης, αδυνατότητα διόρθωσης,

ανεπίδεκτο διόρθωσης, μη διορθωσιμότητα, μη επιδεχόμενο διόρθωση

incorrigible μη επιδεχόμενος διόρθωση increment αύξηση indefinable απροσδιόριστος, μη ορίσιμος indefinite ακαθόριστος, αόριστος, απροσδιόριστος independence ανεξαρτησία independent ανεξάρτητος indeterminacy απροσδιοριστία indeterminate ακαθόριστος, αόριστος, απροσδιόριστος indeterminism απόρριψη του ντετερμινισμού, απροσδιοριστία index δείκτης, ευρετήριο, κατάλογος, πίνακας indexical (n.) δεικτική έκφραση, δεικτικό indexicality δεικτικότητα indicate υποδεικνύω indication δήλωση, ένδειξη indicative δηλωτικός, ενδεικτικός, οριστική indicative mood οριστική έγκλιση indicator δείκτης indicator: premise indicator δείκτης προκείμενης indifference αδιαφορία indifferent αδιάφορος indirect έμμεσος indirect discourse πλάγιος λόγος indirect proof πλάγια απόδειξη indiscernibility απαραλλαξία, μη διακρισιμότητα indiscernible μη διακρίσιμος indiscernible: identity of indiscernibles ταυτότητα των αδιακρίτων, ταυτότητα των

μη διακρίσιμων individual ατομικός, άτομο, επιμέρους, καθέκαστον, individual constant ατομική σταθερά individualism ατομικισμός, ατομισμός individuality ατομικότητα, ιδιοπροσωπία individuation εξατομίκευση indubitability αδιαμφισβήτητο indubitable αδιαμφισβήτητος, αναμφίβολος, αναμφισβήτητος

Page 35: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

induction επαγωγή inductive επαγωγικός inductivism επαγωγισμός ineffable (adj.) ανείπωτος, ανέκφραστος, απόρρητος, άρρητος,

άφραστος ineffable (n.) άρρητο inequality ανισότητα inertia αδράνεια infallibility αλάθητο, αλάνθαστο infallible αδιάψευστος, αλάθητος, αλάνθαστος infer συμπεραίνω, συνάγω inferability συναγωγιμότητα inference συμπέρασμα, συμπερασμός, συναγωγή inference: mediate inference έμμεση συναγωγή inferential συναγωγικός inferential justification συναγωγική δικαιολόγηση inferential: non-inferential μη συμπερασματικός, μη συναγωγικός infima species ειδικότατο είδος, κατώτατο είδος infinitary απειροκρατικός infinite (adj.) άπειρος infinite (n.) άπειρο infinitesimal απειροελάχιστος, απειροστικός, απειροστός infinitude απειρία, άπειρο, απεραντοσύνη infinity άπειρον, απειρότητα informal άτυπος informatics πληροφορική information πληροφορία informational πληροφοριακός informative ενημερωτικός, πληροφοριακός, πληροφορικός ingenuity επινοητικότητα, ευφυΐα, εφευρετικότητα inhere ενυπάρχω inherent εγγενής, έμφυτος inhibit αναστέλλω, εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω inhibition αναστολή, αποτροπή innate εγγενής, έμφυτος innateness έμφυτη φύση, έμφυτο, έμφυτος χαρακτήρας innatism εμφυτοκρατία, ύπαρξη έμφυτης γνώσης inner εσωτερικός, εσώτερος inner sense εσωτερική αίσθηση, εσωτερική σημασία input εισαγωγή, είσοδος, εισροή inquiry διερεύνηση, έρευνα inquiry: meta-inquiry μετα-έρευνα inscribe εγγράφω inscription αναφορά, επίγραμμα, επιγραφή, καταγραφή inscriptional επιγραφικός inscrutability ανεξιχνίαστο, μη ανιχνεύσιμο

Page 36: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

inscrutable ανεξιχνίαστος insight αντίληψη, βαθύνοια, διαίσθηση, διαισθητική

άποψη, διόραση, διορατικότητα, ενόραση, ιδέα, κατανόηση, οξυδέρκεια, σύλληψη

inspiration έμπνευση inspire εμπνέω instance δείγμα, παράδειγμα, περιστατικό, στιγμιότυπο instant (adj.) στιγμιαίος instant (n.) βαθμίδα, στιγμή, χρονική στιγμή instant: point-instant στιγμιαίο σημείο instantaneous στιγμιαίος instantiability πραγμάτωση παραδειγματική, πραγματώσιμος

παραδειγματικά instantial πραγματώσιμος instantiate συγκεκριμενοπιώ instantiation συγκεκριμενοποίηση instinct ένστικτο instinctive ενστικτώδης instruction διδασκαλία, διδαχή, εκπαίδευση, καθοδήγηση,

οδηγία instrumental εργαλειακός instrumentalism εργαλειοκρατία insufficient ανεπαρκής integral (adj.) αναπόσπαστος, ενσωματωμένος, ενύπαρκτος,

ολοκληρωτικός, ολοκληρωμένος integral (n.) ολοκλήρωμα integrate ενσωματώνω, ολοκληρώνω integration ενσωμάτωση, ολοκλήρωση integrity ακεραιότητα, ολοκλήρωση integrity: with integrity ακέραιος intellect διάνοια, νόηση, νους intellect: agent intellect δρων νους, ποιητικός νους intellectual διανοητικός, διανοούμενος, νοερός, νοητικός,

πνευματικός intelligence διάνοια, ευφυΐα, νοημοσύνη, νόηση, νους, πνεύμα intelligibility δυνατότητα κατανόησης, κατανόηση,

κατανοησιμότητα, κατανοητότητα, νοητό, νοητότητα

intelligible διανοητικός, καταληπτός, κατανοήσιμος κατανοητός, νοήμων, νοητικός, νοητός, πνευματικός

intend έχω την πρόθεση, σκοπεύω intended model κύριο μοντέλο intension βάθος, ένταση intensional logic εντασιακή λογική intensity ένταση

Page 37: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

intention προαίρεση, πρόθεση intention: second intention δεύτερη πρόθεση intentional αποβλεπτικός, προθεσιακός, προθετικός,

σημασιακός intentionality αποβλεπτικότητα, προθεσιακότητα, προθετικότητα intention based semantics πρόθεση βασισμένη στην σημασιολογία,

σημασιολογία βασισμένη στην πρόθεση interact αλληλεπιδρώ interaction αλληλεπίδραση, διάδραση interactionism θεωρία της αλληλεπίδρασης interchange ανταλλαγή, αντικατάσταση, συναλλαγή interchangeability αμοιβαία ανταλλαξιμότητα, εναλλαξιμότητα interdependent αλληλοεξαρτώμενος interest (n.) ενδιαφέρον, όφελος, συμφέρον intermediate (adj.) ενδιάμεσος internal εγγενής, εσωτερικός internalism εσωτερικισμός, ιντερναλισμός internalist (adj.) ιντερναλιστικός internalist (n.) ιντερναλιστής internality εσωτερικότητα internationalism διεθνισμός interpret ερμηνεύω, μεταφράζω interpretation ερμηνεία interpretationist ερμηνευτής interpreted διερμηνευμένος, ερμηνευμένος interpreter διερμηνέας interrogate ανακρίνω, υποβάλλω σε εξέταση interrogation ερώτημα, ερώτηση interrogative ερωτηματικός intersect (v.) τέμνω intersection σημείο τομής, τομή intersubjectivity διυποκειμενικότητα intertext διακείμενο intertextuality διακειμενικότητα interval (adj.) ενδιάμεσος interval (n.) διάκενο, διάστημα, μεσοδιάστημα intervening παρεμβαίνων intolerance αδιαλλαξία, έλλειψη ανεκτικότητας intransitive μη μεταβατικός intransitivity αμεταβατότητα, μη μεταβατικότητα intrinsic εσωτερικός intrinsic: nonintrinsic good μη εγγενές αγαθό intrinsics ενδογενείς ιδιότητες intrinsics: temporary intrinsics χρονικά ενδογενείς, χρονικά εσωτερικά introspection ενδοσκόπηση introspectionism ενδοσκοπισμός

Page 38: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

introspective ενδοσκοπικός introversion ενδοστρέφεια, εσωστρέφεια introvert εσωστρεφής intuit διαισθάνομαι intuition ενόραση, εποπτεία intuitionalism ενορασιοκρατία, θεωρία της ενόρασης,

ιντουισιονισμός intuitionism ενορασιοκρατία, ιντουισιονισμός intuitive ενορατικός invalid άκυρος invalidate ακυρώνω invalidity ακυρότητα invariance αμεταβλητότητα, αναλλοίωτο, μη μεταβλητότητα invariant αμετάβλητος, αναλλοίωτος, μη μεταβλητός,

σταθερός inverse (adj.) αντίστροφος inversion αναστροφή, αντιστροφή inverted ανεστραμμένος, αντεστραμμένος involuntary ακούσιος irrational άλογος, ανορθολογικός, ανορθόλογος irrational άρρητος, παράλογος irrationalism αλογοκρατία, ανορθολογισμός, αντιορθολογισμός,

ιρασιοναλισμός irrationality αλογία, άλογο, ανορθολογικότητα irreducible μη ανάγωγος irreflexive αντιανακλαστικός, μη ανακλαστικός irreflexivity μη ανακλαστικότητα irregular μη κανονικός irrelevance έλλειψη συνάφειας irrelevant άσχετος, μη συναφής irreversible μη αναστρέψιμος is the case ισχύει isolate απομονώνω isolated μεμονωμένος isolation απομόνωση isolationism απομονωτισμός isomorphic ισόμορφος isomorphism ισομορφισμός isosthenia ισοσθένεια iterate επαναλαμβάνω iterated επαναλαμβανόμενος iteration επανάληψη iterative επαναληπτικός itself: thing in itself πράγμα καθ’ εαυτό

Page 39: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

J

joint κοινός, συνδυαστικός joint denial σύζευξη αρνήσεων judge (v.) κρίνω judgment κρίση judgment: suspension of judgment αναστολή της απόφασης; αναστολή της κρίσης,

έφεκτικότητα judgment: value judgment αξιολογική κρίση judicative δικαστικός, κριτικός judicial δικαιικός, δικανικός, δικαστικός, νομολογικός juridical δικαιικός, δικανικός jurisprudence νομική επιστήμη justice δικαιοσύνη justification δικαιολόγηση, δικαίωση justification: inferential justification συναγωγική δικαιολόγηση justificational δικαιολογητικός justified δικαιολογημένος justify δικαιολογώ

Page 40: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

K

kairological καιρολογικός kind είδος kind term ειδητικός όρος kind: natural kind φυσικό είδος kinematics κινηματική kinetic energy κινητική ενέργεια kingdom of ends βασίλειο των σκοπών kinship συγγένεια know γνωρίζω, ξέρω knowable γνώσιμος knowing how γνωρίζω πώς knowing that γνωρίζω ότι knowledge by acquaintance γνώση εξ άμεσου γνωριμίας knowledge by description γνώση μέσω περιγραφής

Page 41: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

L

language γλώσσα language game γλωσσικό παίγνιο, γλωσσικό παιχνίδι language: formal language τυπική γλώσσα language: ordinary language καθημερινή γλώσσα, κοινή γλώσσα latency λανθάνουσα κατάσταση, λανθάνουσα περίοδος latent λανθάνων law of the excluded middle νόμος του αποκλειόμενου μέσου, νόμος του

αποκλειόμενου τρίτου law: natural law φυσικό δίκαιο, φυσικός νόμος lawlike νομοειδής learnability δυνατότητα εκμάθησης, ικανότητα για μάθηση least action ελάχιστη δράση least upper bound ελάχιστο άνω φράγμα, ελάχιστος άνω φραγμός legal νομικός legalism νομικισμός legitimacy εγκυρότητα, νομιμότητα leisure άνεση, ελεύθερος χρόνος lemma λήμμα level (n.) επίπεδο level-numbers αριθμοί επιπέδου levels theory θεωρία επιπέδων lexical λεκτικός, λεξικογραφικός, λεξικός liberal φιλελεύθερος liberal arts ελευθέριες τέχνες liberalism φιλελευθερισμός liberation απελευθέρωση liberation theology θεολογία της απελευθέρωσης libertarianism ελευθεριασμός, ελευθεριοκρατία, ελευθεροκρατία liberty ελευθερία likelihood πιθανοφάνεια limit (adj.) οριακός limit (n.) όριο, πέρας limit number περιορισμένος αριθμός limitation περιορισμός limitative περιοριστικός limited πεπερασμένος, περιορισμένος limiting οριακός linear γραμμικός linear ordering γραμμική διάταξη linguistic γλωσσικός literal κυριολεκτικός literalism κυριολεκτισμός, κυριολεξία literalness κυριολεξία

Page 42: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

literalness: non-literalness μη κυριολεξία locutionary λεκτικός logic λογική logic: combinatory logic συνδυαστική λογική logic: fuzzy logic ασαφής λογική logic: intensional logic εντασιακή λογική logic: three-valued logic λογική τριών τιμών, τρίτιμη λογική logic: two-valued logic δίτιμη λογική logical λογικός logicism λογικισμός logistic (adj.) λογιστικός logocentrism λογοκεντρισμός lower bound κάτω φράγμα, κάτω φραγμός

Page 43: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

M

macrocosm μακρόκοσμος major premise μείζων προκείμενη major term μείζων όρος Manichaeism Μανιχαϊσμός manifestation εκδήλωση, εμφάνιση, φανέρωση manner ήθος, τρόπος many-one correspondence αντιστοιχία πολλά-εν many valued πλειότιμος, πολύ-τιμος mark: quotation marks εισαγωγικά marxism μαρξισμός mass (adj.) μαζικός mass (n.) μάζα mass term μαζικός όρος material (adj.) υλικός material (n.) ύλη material conditional υλικός υποθετικός material consequence υλική συνέπεια material equivalenc υλική ισοδυναμία material implication υλική συνεπαγωγή materialism ματεριαλισμός, υλισμός materialist (adj.) υλιστικός materialist (n.) υλιστής matrix μήτρα, πίνακας matter ύλη matters of fact γεγονότα, γεγονότα της πραγματικότητας maxim απόφθεγμα, αφορισμός, γνώμη maximal σε μέγιστο βαθμό mean (adj.) μεσαίος, μέσος mean (n.) μέσο, μεσότητα mean: doctrine of the mean θεωρία της μεσότητας, θεωρία του μέσου meaning νόημα, σημασία meaningless χωρίς νόημα, χωρίς σημασία means μέσα mechanical μηχανικός mechanistic μηχανιστικός mediate inference έμμεση συναγωγή medium μέσο meliorism βελτιοδοξία member μέλος membership ιδιότητα μέλους memory μνήμη mental νοητικός mental imagery νοητικά σχήματα

Page 44: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

mental representation νοητική αναπαράσταση mentalese νοητική mentalism νοησιαρχία mentalist (adj.) νοησιαρχικός mentalistic νοησιαρχικός mereological μερεολογικός, μερολογικός mereology μερεολογία, μερολογία meritarian αξιοκράτης meritocracy αξιοκρατία meta-inquiry μετα-έρευνα metacriticism μετακριτική metaethical μεταηθικός metaethics μεταηθική metalanguage μεταγλώσσα metamathematics μεταμαθηματικά metaphor μεταφορά metaphysical μεταφυσικός metaphysics μεταφυσική metatheorem μεταθεώρημα metatheory μεταθεωρία methexis μέθεξη method μέθοδος methodological μεθοδολογικός metontology μεταοντολογία metrical μετρικός microcosm μικρόκοσμος micro-reduction μικρο-αναγωγή middle μέσος middle term μέσος όρος middle: excluded middle αποκλειόμενος μέσος, αποκλειόμενος τρίτος middle: law of the excluded middle νόμος του αποκλειόμενου μέσου, νόμος του

αποκλειόμενου τρίτου mimesis μίμηση minimalism μινιμαλισμός minimalization ελαχιστοποίηση minor premise ελάσσων προκείμενη minor term ελάσσων όρος misrepresentation σφαλερή αναπαράσταση mixed hypothetical syllogism μεικτός υποθετικός συλλογισμός mistake σφάλμα mistake: category mistake κατηγοριακό σφάλμα mnemic μνημικός modal τροπικός modality τροπικότητα modality: alethic modality αληθειακή τροπικότητα modality: nested modality ένθετη τροπικότητα

Page 45: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

mode τρόπος model μοντέλο, πρότυπο model: intended model κύριο μοντέλο model: standard model καθιερομένο πρώτυπο modularity αρθρωτότητα moment στιγμή momentary στιγμιαίος monad μονάδα monadic μοναδιαίος, μοναδικός monadology μοναδολογία monism μονισμός monotheism μονοθεϊσμός monotonic μονοτονικός monotony μονοτονία mood διάθεση, έγκλιση, τρόπος mood: indicative mood οριστική έγκλιση mood: optative mood ευκτική έγκλιση moral (adj.) ηθικός moral (n.) επιμύθιο, ηθική, ηθικό δίδαγμα moral sense ηθική αίσθηση moralism ηθικισμός morality ηθική, ηθικότητα, ήθος motion κίνηση motionless ακίνητος motivation κίνητρο, παρακίνηση motivational κινητήριος, παρακινητικός motive (adj.) κινητήριος, κινητικός motive (n.) κίνητρο multiculturalism πολυπολιτισμικότητα multidimensional πολυδιάστατος multifunctionalism πολυλειτουργικότητα multivocal πολύσημος, πολψσήμαντος mutual αμοιβαίος mutualism αμοιβαιότητα mutually exclusive αμοιβαία αποκλειόμενος

Page 46: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

N

name (n.) όνομα name (v.) ονομάζω name: privative name στερητικό όνομα name: proper name κύριο όνομα naming ονομάζειν, ονομασία, ονοματοδοσία nativism εμφυτοκρατία natural φυσικός natural kind φυσικό είδος natural law φυσικό δίκαιο, φυσικός νόμος natural right φυσικό δικαίωμα natural sign function φυσικο-σημειακή λειτουργία, φυσικο-σημειακή

συνάρτηση naturalism νατουραλισμός, φυσιοκρατία naturalism: nonnaturalism μη φυσιοκρατία naturalistic νατουραλιστικός, φυσιοκρατικός naturalized φυσικοποιημένος necessary αναγκαίος necessary and sufficient αναγκαίος και επαρκής necessitarianism αναγκαιοκρατία necessitation αναγκαιοποίηση, αναγκαιότητα necessity αναγκαιότητα need (n.) ανάγκη negation άρνηση nemesis νέμεσις nested ἐγκιβωτισμένος nested modality ένθετη τροπικότητα nesting εγκιβωτισμός, εμφώλευση, ένθεση, ενσωμάτωση neutral ουδέτερος neutral: topic neutral θεματικά ουδέτερος neutrality ουδετερότητα neutrality: topic neutrality θεματική ουδετερότητα nihilism μηδενισμός nihilist μηδενιστής, νιχιλιστής nihilistic μηδενιστικός noetic νοητικός nominal ονομαστικός, ονοματικός, ονοματοκρατικός nominalism νομιναλισμός, ονοματοκρατία nomological νομολογικός nomological: deductive-nomological παραγωγικό-νομολογικός non-conscious μη συνειδητός non-declarative μη δηλωτικός non-existence ανυπαρξία, μη υπάρχειν non-existent ανύπαρκτος, μη υπαρκτός

Page 47: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

non-inferential μη συμπερασματικός, μη συναγωγικός non-literalness μη κυριολεξία nonbeing μη είναι, μη ον noncognitivism μη γνωσιοκρατία noncognitivist (adj.) μη γνωσιοκρατικός noncognitivist (n.) μη γνωσιοκράτης noncontradiction μη αντίφαση noncontradiction, principle of αρχή της μη αντίφασης nondescriptivism μη περιγραφισμός nonintrinsic good μη εγγενές αγαθό nonnaturalism μη φυσιοκρατία nonsense ανοησία nonstandard μη κανονικός norm κανόνας, κανονιστική αρχή normal κανονικός normative κανονιστικός normativity κανονιστικότητα nothingness μηδέν, μηδενικότητα noumenal νοούμενος noun: proper noun κύριο όνομα, κύριο ουσιαστικό null κενός number αριθμός number: cardinal number πληθικός αριθμός number: limit number περιορισμένος αριθμός number: ordinal number διατακτικός αριθμός

Page 48: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

O

object (n.) αντικείμενο object (v.) αντιτίθεμαι σε/προς, έχω αντίρρηση objective (adj.) αντικειμενικός objectivism αντικειμενισμός objectivity αντικειμενικότητα obligation αίσθηση χρέους, υποχρέωση oblige καθιστώ υπόχρεο, υποχρεώνω obliged υπόχρεος, υποχρεωμένος oblique έμμεσος, πλάγιος obverse αντίθεση obversion μεταστροφή occasion περίπτωση occasionalism οκκαζιοναλισμός, περιπτωσιοκρατία,

περιστασιοκρατία occur συμβαίνω occurrence εμφάνιση, συμβάν occurrent έκδηλος, εμφανιζόμενος, συμβαίνων Ockham’s razor ξυράφι του Όκκαμ omnipotence παντοδυναμία omnipotent πανίσχυρος, παντοδύναμος omniscience παντογνωσία omniscient πάνσοφος, παντογνώστης omnitemporal παντοτινός one-many correspondence αντιστοιχία εν-πολλά, αμφιμονοσήμαντη

αντιστοιχία, αντιστοιχία έν προς έν ontic οντικός ontological οντολογικός ontologism οντολογισμός ontology οντολογία onymatic system ονυματικό σύστημα opacity αδιαφάνεια opacity: referential opacity αναφορική αδιαφάνεια opaque αδιαφανής open texture ανοιχτή σύσταση, ανοιχτή υφή operant συντελεστικός operate λειτουργώ operational λειτουργικός, οπερασιοναλιστικός, τελεστικός operationalism οπερασιοναλισμός, τελεσιοκρατία operationism οπερασιονισμός operator τελεστής, τελεστικός operator shift μετατόπιση τελεστή opinion άποψη, γνώμη, δόξα oppose ανθίσταμαι, άντιτίθεμαι εις

Page 49: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

opposite αντίθετος opposition αντίθεση, αντιπαραβολή, αντιπαράθεση, εναντίωση opposition: square of opposition λογικό τετράγωνο optative (adj.) ευκτικός optative (gram.) ευκτική έγκλιση optimism αισιοδοξία, οπτιμισμός order (n.) βαθμός, διάταξη, ευταξία, τάξη order: second-order δευτεροβάθμιος order (v.) διατάσσω ordered διατεταγμένος ordered pair διατεταγμένο ζεύγος ordered: densely ordered πυκνά διατεταγμένος ordered: partially ordered μερικώς διατεταγμένος ordered: well ordered καλώς διατεταγμένος ordering διάταξη, ιεράρχηση, τάξη ordering: linear ordering γραμμική διάταξη ordinal βαθμιδωτός, διατακτικός ordinal number διατακτικός αριθμός ordinally similar διατακτικά όμοιος ordinary language καθημερινή γλώσσα, κοινή γλώσσα organ όργανο organ: sense organ αισθητήριο όργανο organic οργανικός organicism οργανικισμός organism οργανισμός organization οργάνωση origin απαρχή, αρχή, καταγωγή, πηγή, προέλευση original αρχικός, αυθεντικός, γνήσιος, πρωταρχικός,

πρωτότυπος originality αυθεντικότητα, πρωτοτυπία originate κατάγω, πηγάζω, προέρχομαι ostensible καταδεικτικός ostensive δεικτικός, καταδεικτικός ostention κατάδειξη otiose μάταιος otiosity ματαιότητα output εκροή, έξοδος, παραγωγή overdetermination υπερκαθορισμός, υπερπροσδιορισμός

Page 50: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

P

pacifism ειρηνισμός, πασιφισμός pacifist ειρηνιστής pair ζεύγος pair: ordered pair διατεταγμένο ζεύγος pairing axiom αξίωμα ζεύγους palingenesis παλιγγενεσία pan-essentialism παν-ουσιοκρατία panlogism πανλογισμός panphysician πανίατρος panpsychism παμψυχισμός pansomatism πανσωματισμός pantheism πανθεϊσμός paraconsistency παρασυνέπεια paradigm (n.) παράδειγμα paradigm (adj.) παραδειγματικός paradigm case παραδειγματική περίπτωση paradigmatic παραδειγματικός paradox παράδοξο paradoxical παράδοξος parallel παράλληλος parallelism παραλληλισμός paralogism παραλογισμός parameter παράμετρος paraphrastic παραφραστικός parapsychology παραψυχολογία paratactic παρατακτικός parenthesis παρένθεση parsimony οικονομία part μέρος partial μερικός partial identity μερική ταυτότητα partiality μερικότητα, μεροληψία partially ordered μερικώς διατεταγμένος participation μέθεξη, μετοχή, συμμετοχή particular (adj.) επιμέρους particular (n.) επιμέρους, καθέκαστο particular: bare particular γυμνό επιμέρους, γυμνό καθέκαστο, σκέτο

επιμέρους, σκέτο καθέκαστο partition κατάτμηση passive παθητικός patent (adj.) εμφανής, πρόδηλος, προφανής pathetic fallacy συναισθηματική πλάνη patriarchalism πατριαρχισμός

Page 51: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

patristic πατερικός percept αίσθημα, αισθητηριακή πρόσληψη, αισθητό,

αντιληπτικό ερέθισμα, νοούμενο perceptible (adj.) αισθητός, αντιληπτός perceptible (n.) αισθητό perception αντίληψη perceptive αντιληπτικός perceptiveness αντιληπτικότητα perceptual αντιληπτικός perfect (adj.) τέλειος perfect (v.) τελειοποιώ perfection τελειότητα perfectionism τελειοθηρία, τελειοκρατία perform εκτελώ performance απόδοση, εκτέλεση, επίδοση, επιτέλεση, τέλεση performative επιτελεστικός peripheralist περιφερειαλιστής perlocutionary περιλεκτικός, προσλεκτικός permissible επιτρεπτός permissive επιτρεπτικός permutation αντιμετάθεση, μετάθεση, μετασχηματισμός,

παραλλαγή perpetual αέναος perpetuity αιωνιότητα persistence διάρκεια, εμμονή, παραμονή person άτομο, πρόσωπο person: first person authority πρωτοπρόσωπη αυθεντία personal προσωπικός personalism περσοναλισμός personalistic περσοναλιστικός personality προσωπικότητα perspectivalism προοπτικισμός perspective προοπτική pessimism απαισιοδοξία, πεσιμισμός pessimistic απαισιόδοξος phase φάση phenomenal φαινομενικός, φαινόμενος phenomenalism φαινομεναλισμός, φαινομενοκρατία phenomenological φαινομενολογικός phenomenologist φαινομενολόγος phenomenology φαινομενολογία phenomenon φαινόμενο phonetics φωνητική phonology φωνολογία phrase (adj.) φραστικός phrase (n.) φράση

Page 52: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

phrase structure φραστική δομή phrastic φραστικό στοιχείο physicalism φυσικαλισμός physicalistic φυσικαλιστικός physicotheology φυσικοθεολογία physiognomy φυσιογνωμία pictorialist πικτοριαλιστής pietism ευσεβισμός, πιετισμός pietistic θρησκόληπτος piety ευλάβεια, ευσέβεια platitude κοινοτοπία pleonotetic πλειονοτικός plural πληθυντικός, πληθυντικός αριθμός pluralism πλουραλισμός pluralitive πληθυντικός point-instant στιγμιαίο σημείο polar πολικός polarity πολικότητα polarization πόλωση polarized πολωμένος pole πόλος polysyllogism πολυσυλλογισμός populism λαϊκισμός positive θετικός positivism θετικισμός positivist θετικιστιστής positivistic θετικιστικός possibilism πιθανοκρατία, ποσιμπιλισμός possibility δυνατότητα possible δυνατός postpositivism μεταθετικισμός poststructuralism μεταδομισμός, μεταστρουκτουραλισμός postulate (n.) αίτημα, αξίωμα postulate (v.) θέτω ως αίτημα potency δύναμις potential (adj.) δυνάμει, δυναμικός, δυνητικός potential (n.) δυναμικό potentiality δυνατότητα, δυνητικότητα power δύναμη, ισχύς power set δυναμοσύνολο powerlessness αδυναμία practical πρακτικός practical reason πρακτικός λόγος practical reasoning πρακτική επιχειρηματολογία, πρσκτική

συλλογιστική practical wisdom φρόνηση

Page 53: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

practition πρακτέον, πραξικό περιεχόμενο pragmatic πραγματιστικός, πραγματολογικός pragmaticism πραγματικισμός pragmatics πραγματολογία pragmatism πραγματισμός pragmatist (adj.) πραγματιστικός pragmatist (n.) πραγματιστής praxis πράξη preanalytic προαναλυτικός precedent (adj.) προηγούμενος precedent (n.) προηγούμενο precise ακριβής precision ακρίβεια precognition πρόγνωση preconscious (adj.) προσυνειδητός preconscious (n.) προσυνειδητό predestination προκαθορισμός, προορισμός predetermine προκαθορίζω predetermination προκαθορισμός predicable (n.) κατηγόρημα, τρόπος κατηγόρησης, κατηγορίσιμος predicate (adj.) κατηγορηματικός predicate (n.) κατηγόρημα, κατηγορούμενο predicate: truth predicate αληθοκατηγόρημα predicate: two-place predicate κατηγόρημα δύο θέσεων predicate calculus κατηγορηματικός λογισμός, κατηγορικός λογισμός predication κατηγόρηση, κατηγοριοποίηση predict προβλέπω, προλέγω predictability προβλεψιμότητα prediction πρόβλεψη predominance επικυριαρχία pre-established προδιατεταγμένος, προκαθορισμένος pre-existence προϋπαρξη preferential μεροληπτικός, προνομιακός, προτιμητός preformation προδιαμόρφωση, προσχηματισμός prejudice (n.) προκατάληψη prejudice (v.) προδιαθέτω, προκαταλαμβάνω preliminary αρχικός, προκαταρκτικός, προπαρασκευαστικός premise προκείμενη premise indicator δείκτης προκείμενης premise: major premise μείζων προκείμενη premise: minor premise ελάσσων προκείμενη prescription εντολή, επιταγή, συνταγή prescriptive επιτακτικός, περιγραφικός, ρυθμιστικός prescriptivism επιτακτικισμός, επιτακτισμός presence παρουσία present (adj.) παρών

Page 54: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

present (n.) παρόν present: timeless present άχρονο παρόν presume προϋποθέτω, υποθέτω presumption αξίωση, τεκμήριο, υπόθεση presuppose προϋποθέτω presupposition προϋπόθεση pretence προσποίηση, πρόσχημα, πρόφαση pretend προσποιούμαι, υποκρίvομαι pretheoretical προθεωρητικός prima facie εκ πρώτης όψεως prime κύριος, πρωταρχικός, πρώτος primitive αρχικός, πρωταρχικός, πρωτογενής primitive constant πρωταρχική σταθερά primitivism πριμιτιβισμός, πρωτογονισμός principle αρχή principle of noncontradiction αρχή της μη αντίφασης principle: reality principle αρχή της πραγματικότητας privation στέρηση privative στερητικός privative name στερητικό όνομα privatization ιδιωτικοποίηση privilege προνόμιο privileged προνομιακός, προνομιούχος probabilism πιθανοκρατία probability πιθανότητα probable πιθανός problem πρόβλημα problematic προβληματικός problematic proposition προβληματική πρόταση procedure διαδικασία process ανέλιξη, διαδικασία, διεργασία, μέθοδος process reliabilism αξιοπιστοκρατία διαδικασιών processing επεξεργασία product γινόμενο, προϊόν program πρόγραμμα programming προγραμματισμός progress πρόοδος projectibility προβλητότητα, προβολικότητα projection προβολή projectivism προβολησιαρχία, προβολισμός pronominal αντωνυμικός proof απόδειξη proof theory θεωρία απόδειξης propensity τάση proper description κατάλληλη περιγραφή, κύρια περιγραφή, ορθή

περιγραφή, σωστή περιγραφή

Page 55: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

proper name κύριο όνομα proper noun κύριο όνομα, κύριο ουσιαστικό property ιδιότητα, ιδίωμα property: sparse property σποραδική ιδιότητα proportion αναλογία proportionality αναλογία, αναλογικότητα, επιμεριστικότητα proposition απόφανση, προτασιακό περιεχόμενο proposition: diagonal proposition διαγώνια πρόταση proposition: problematic proposition προβληματική πρόταση proposition: singular proposition ενική απόφανση propositional προτασιακός propositional attitude προτασιακή στάση propositional calculus προτασιακός λογισμός propositional function προτασιακή συνάρτηση proprium ίδιον, ιδίωμα prosentential προ-προτασιακός prosleptic προσληπτικός prosyllogism προσυλλογισμός protasis πρόταση protothetic (adj.) πρωτοθετικός protothetic (n.) πρωτοθετική prototype πρότυπο, πρωτότυπο provability αποδειξιμότητα prove αποδεικνύω providence πρόνοια providential προνοιακός proximal άμεσος, ασυμπτωτικά εγγύς, εγγύς, παραπλήσιος proximate ακριβής, άμεσος, προσεχής proximity εγγύτητα proximum genus εγγύτατο γένος, πλησιέστερο γένος psychic υπερφυσικός, ψυχικός psychical ψυχικός punctiform σημειακός punctuation σημεία στίξης, στίξη punish κολάζω, τιμωρώ punishment ποινή, τιμωρία purgation εξαγνισμός, κάθαρση purification εξαγνισμός, κάθαρση puritan πουριτανός puritanical πουριτανικός puritanism πουριτανισμός purity αγνότητα, καθαρότητα purpose σκοπός purposive σκόπιμος purposive act σκόπιμη ενέργεια, σκόπιμη πράξη purposive behavior σκόπιμη συμπεριφορά

Page 56: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

purposiveness σκοπιμότητα

Page 57: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

Q

qua ως Quakerism Κουακερισμός qualia φαινόμενες ποιότητες qualification προσδιορισμός qualify προσδιορίζω qualitative ποιοτικός quality ποιόν, ποιότητα quantification (n.) ποσοδεικτική ένδειξη, ποσοδεικτικός

προσδιορισμός, ποσόδειξη, ποσοποίηση, ποσοτικοποίηση

quantification (adj.) ποσοδεικτικός quantificational ποσοδεικτικός, ποσοτικοποιημένος quantified ποσοδεδειγμένος, ποσοτικά προσδιορισμένος quantifier ποσοδείκτης, ποσοτικό quantifier free ελεύθερος από ποσοδείκτες, χωρίς ποσοδείκτη quantify ποσοδεικνύω, ποσοτικοποιώ quantitative ποσοτικός quantity ποσόν, ποσότητα quantum (adj.) κβαντικός quantum (n.) κβάντο quasi σχεδόν, οιονεί quasi- ημι-, ψευδο- question: begging the question λήψη του ζητουμένου, ψευδώνυμος συλλογισμός

παρά την λήψιν του ζητουμένου quiddity ουσιώδης φύση quotation απόσπασμα, εισαγωγικά, εισαγωγικά σημεία,

παράθεμα quotation marks εισαγωγικά quote (v.) παραθέτω εισαγωγικά

Page 58: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

R

racism ρατσισμός, φυλετισμός radical ριζοσπαστικός radicalism ριζοσπαστισμός ramification διακλάδωση, επίπτωση ramified διακλαδιζόμενος, διακλαδισμένος random τυχαίος randomization τυχαιοποίηση, τυχαιότητα randomize τυχαιοποιώ range βεληνεκές, εύρος, πεδίο, φάσμα rank (set theory) βαθμίδα, βαθμός, θέση, τάξη ratio αναλογία, λόγος rational λογικός, ορθολογικός rational choice theory θεωρία (της) ορθολογικής επιλογής rationalism ορθολογισμός, ρασιοναλισμός rationality ορθολογικότητα rationalization εκλογίκευση razor: Ockham’s razor ξυράφι του Όκκαμ reaction αντίδραση real πραγματικός real definition πραγματικός ορισμός realism ρεαλισμός realist (adj.) ρεαλιστικός realist (n.) ρεαλιστής realistic ρεαλιστικός reality πραγματικότητα reality principle αρχή της πραγματικότητας realizability δυνατότητα πραγμάτωσης realize πραγματώνω reason (n.) λόγος reason: practical reason πρακτικός λόγος reason: sufficient reason αποχρών λόγος, επαρκής λόγος reason (v.) λογίζομαι, συλλογίζομαι reasonable εύλογος reasonableness εύλογο, λογικότητα reasoning λογισμός, συλλογισμός, συλλογιστική,

συλλογιστικό reasoning: practical reasoning πρακτική επιχειρηματολογία, πρσκτική

συλλογιστική reciprocal αμοιβαίος, αντίστροφος reciprocity αλληλεπίδραση, αμοιβαιότητα, ανταπόδοση,

αντιστροφή reckonability υπολογισιμότητα recollect ενθυμούμαι

Page 59: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

recollection ανάμνηση rectification διόρθωση rectify διορθώνω recur επαναλαμβάνομαι recurrence επανάληψη, επάνοδος, επιστροφή recursion αναδρομή recursion theory θεωρία αναδρομικότητας, θεωρία αναδρομικών

συναρτήσεων, θεωρίααναδρομών recursive αναδρομικός redintegration ανασύνθεση reduce ανάγω, μειώνω reducibility αναγωγιμότητα reducible αναγώγιμος, αναγώγος reductio ad absurdum απαγωγή εις άτοπον reductio ad impossible απαγωγή εις το αδύνατον, απαγωγή στο αδύνατον reduction αναγωγή reduction: micro-reduction μικρο-αναγωγή reductionalism αναγωγισμός reductionism αναγωγισμός reductive αναγωγικός, αναγωγιστικός redundancy πλεονασμός redundant πλεοναστικός reduplicative αναδιπλασιαστικός refer αναφέρω, αναφέρομαι, παραπέμπω reference αναφορά reference: frame of reference σύστημα αναφοράς reference: time reference περίοδος αναφοράς referent αντικείμενο αναφοράς referential αναφορικός referential opacity αναφορική αδιαφάνεια referring (adj.) αναφερόμενος, αναφορικός referring (n.) αναφορά referring expression αναφορική έκφραση referring term αναφορικός όρος reflect αντανακλώ reflection στοχασμός reflective ανακλαστικός, αναστοχαστικός, αντανακλαστικός reflective equilibrium αναστοχαστική ισορροπία reflexive ανακλαστικός reflexive: token reflexive αυτοπαθής ως προς το δείγμα reflexivity ανακλαστική ιδιότητα, ανακλαστικότητα,

αυτοπάθεια, αυτοπαθητικότητα reformation αναμόρφωση, ανασχηματισμός, μεταρρύθμιση reformed αναμορφωμένος, μεταρρυθμισμένος reformer μεταρρυθμιστής refutation ανακατασκευή, ανασκευή, διάψευση, έλεγχος

Page 60: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

regress αναδρομή regress: vicious regress φαύλη αναδρομή regression παλινδρόμηση regularity κανονικότητα reification πραγμοποίηση reify πραγμοποιώ reincarnation επανενσάρκωση, μετεμψύχωση, μετενσάρκωση,

μετενσωμάτωση reism πραγμοκρατία, ρεϊσμός relation σχέση relation: domain of a relation σχεσιακό πεδίο relational συσχετιστικός, σχεσιακός relationism σχεσιοκρατία relative (adj.) αναφορικός, σχεσιακός, σχετικός relative (n.) συγγενής relativism σχετικισμός relativistic σχετικιστικός relativity σχετικότητα relevance συνάφεια relevant συναφής reliabilism αξιοπιστοκρατία reliabilism: process reliabilism αξιοπιστοκρατία διαδικασιών reliability αξιοπιστία reliable αξιόπιστος remote απώτερος replace αντικαθιστώ replacement αντικατάσταση represent αναπαριστώ, παριστάνω representation αναπαράσταση representation: mental representation νοητική αναπαράσταση representational αναπαραστατικός, αντιπροσωπευτικός representative (adj.) αναπαραστασιακός, αναπαραστατικός,

αντιπροσωπευτικός representative (n.) αντιπρόσωπος require απαιτώ, έχω την απαίτηση requirement απαίτηση, προϋπόθεση resemblance ομοιότητα resemblance: family resemblance οικογενειακή ομοιότητα resemble μοιάζω, ομοιάζω residue κατάλοιπο, υπόλοιπο resolution επίλυση, λύση resolve λύω respond αντιδρώ, απαντώ, αποκρίνομαι response αντίδραση, απάντηση, απόκριση responsibility ευθύνη, υπαιτιότητα, υπευθυνότητα responsible υπεύθυνος,

Page 61: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

responsive ανταποκρίσιμος, ανταποκριτικός restrict περιορίζω restricted περιορισμένος restriction περιορισμός restrictive περιοριστικός, στενός result αποτέλεσμα resultance απόρροια, επακολούθηση retribution ανταπόδοση retrograde οπισθοδρομικός retrospect ανασκόπηση retrospection ανασκόπηση revelation αποκάλυψη revenge εκδίκηση reverse (adj.) αντίστροφος reversibility αναστρεψιμότητα, αντιστροφή reversible αντιστρέψιμος reversion αντιστροφή revise αναθεωρώ revision αναθεώρηση revisionism αναθεωρητισμός, ρεβιζιονισμός revolution επανάσταση, περιστροφή revolutionary επαναστατικός reward (n.) αμοιβή, ανταμοιβή, επιβράβευση reward (v.) ανταμείβω right δικαίωμα right: natural right φυσικό δικαίωμα rightness ορθότητα rights δικαιώματα rigid άκαμπτος, αυστηρός rigid designator άκαμπτος καταδηλωτής rigidified άκαμπτος rigidity ακαμψία rigor αυστηρότητα rigorous αυστηρός romanticism ρομαντισμός root ρίζα rule (n.) κανόνας, rule: formation rule κανόνας σχηματισμού rule: golden rule χρυσός κανόνας, χρυσούς κανών rule (adj.) κανονιστικός rule following ακολουθία κανόνων, τήρηση κανόνων

Page 62: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

S

salvation σωτηρία sample (adj.) δειγματοληπτικός sample (n.) δείγμα sample (v.) δειγματολογώ sampling δειγματοληψία sanction κύρωση satisfaction ικανοποίηση satisfiability ικανοποιησιμότητα satisfiable (adj.) ικανοποιήσιμος satisfiable (n.) ικανοποιήσιμο satisfice αρκούμαι satisfy ικανοποιώ scalar βαθμωτός, διαβαθμίσιμος scale κλίμακα sceptic (adj.) σκεπτιστικός, σκεπτικός sceptic (n.) σκεπτικός, σκεπτιστής sceptical σκεπτικιστικός, σκεπτικός scepticism σκεπτικισμός schema σχήμα schematize σχηματοποιώ schematizing σχηματοποίηση scholasticism σχολαστικισμός science επιστήμη scientific επιστημονικός scientism επιστημονισμός scientist επιστήμων scope βεληνεκές, εμβέλεια, εύρος, πεδίο, περιεκτικότητα,

περιθώρια, πλαίσιο, στόχος, σφαίρα, φάσμα scope ambiguity αμφισημία εμβέλειας second intention δεύτερη πρόθεση second-order δευτεροβάθμιος secondary δευτερεύων, δευτερογενής section εδάφιο, τεμάχιο, τμήμα, τομέας, τομή segment τεμάχιο, τμήμα self εαυτός self- αυτο- semantic σημασιολογικός semantical σημασιολογικός semantics σημασιολογία semantics: intention based semantics σημασιολογία βασισμένη στην πρόθεση semasiology σημασιολογία semi- ημι-

Page 63: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

seminal γονιμοποιός, γονιμότερος, κεφαλαιώδης, σημαίνων, σημαντικός, σπερματικός

semiology σημειολογία, σημειωτική semiosis σημείωση semiotic σημειωτικός semiotics σημειολογία semipositivism ημιθετικισμός semisentence ημιπρόταση sensation αίσθημα, αίσθηση sensationalism αισθηματοκρατία, αισθησιαρχία, αισθησιοκρατία sense (adj.) αισθητηριακός, εννοιακός sense (n.) αίσθηση, έννοια, νόημα, σημασία sense (v.) διαισθάνομαι sense data αισθητηριακά δεδομένα sense datum αισθητηριακό δεδομένο sense datum theory θεωρία αισθητηριακών δεδομένων sense experience αισθητηριακή εμπειρία sense impression αισθητηριακή εντύπωση sense organ αισθητήριο όργανο sense: inner sense εσωτερική αίσθηση, εσωτερική σημασία sense: moral sense ηθική αίσθηση sensibilia αισθητά sensibility αισθητικότητα, αισθητότητα sensible αισθητός sensing (adj.) αισθητηριακός sensing (n.) αισθάνεσθαι, αίσθηση sensorium αισθητήριο sensory αισθητηριακός, αισθητήριος sensual αισθησιακός sensualism αισθησιαρχία, αισθησιοκρατία sensualistic αισθησιοκρατικός sensuality αισθησιακότητα, αισθησιασμός sensum αισθητό sensuous αισθητηριακός sentence πρόταση sentence: singular sentence ενική απόφανση sentence token δείγμα πρότασης sentential προτασιακός sentential calculus αποφαντικός λογισμός, προτασιακός λογισμός sentiment αίσθημα, συναίσθημα sentimentalism συναισθηματισμός, συναισθηματοκρατία separable διαχωρίσιμος separate (adj.) χωριστός separate (v.) χωρίζω separation διαχωρισμός, χωρισμός sequence ακολουθία

Page 64: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

sequential ακολουθιακός, διαδοχικός, επακόλουθος serial αύξων, σειριακός seriality σειριακότητα series σειρά set σύνολο set theoretic συνολοθεωρητικός set theory θεωρία συνόλων set: unit set of x σύνολο του οποίου μόνο μέλος είναι το χ set: unit set μονομελές σύνολο shame αιδώς, αισχύνη, ντροπή shameful επαίσχυντος Sheffer stroke function γραμμή λειτουργίας Σέφφερ shift: operator shift μετατόπιση τελεστή sign ένδειξη, σημείο sign: natural sign function φυσικο-σημειακή λειτουργία, φυσικο-σημειακή

συνάρτηση significance σημασία significant δηλωτικός, σημαντικός signification σήμανση, σημασία signifier σημαίνον similar όμοιος similar: ordinally similar διατακτικά όμοιος similarity ομοιότητα simile παρομοίωση simple απλός simplicity απλότητα simplification απλοποίηση, απλούστευση simplified απλοποιημένος simply απλώς simulacrum είδωλo, ομοίώμα simulate προσομοιώνω simulation προσομοίωση simultaneity ταυτοχρονία simultaneous σύγχρονος, ταυτόχρονος sin αμάρτημα, αμαρτία sincere ειλικρινής sincerity ειλικρίνεια sine qua non εκ των ων ουκ άνευ singular ενικός, ιδιάζων, ιδιόμορφος singular proposition ενική απόφανση singular sentence ενική απόφανση singular term ενικός όρος singularity ιδιομορφία sinigular μοναδιαίος situate θέτω, τοποθετώ situated τοποθετημένος

Page 65: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

situation (adj.) καταστασιακός situational περιπτωσιακός skepticism σκεπτικισμός skill δεξιότητα, ικανότητα slice: temporal slice χρονικό τεμάχιο smell (n.) μυρωδιά, οσμή smell (v.) μυρίζω social contract κοινωνικό συμβόλαιο socialism κοινωνιοκρατία socialism σοσιαλισμός sociality κοινωνικότητα socialization κοινωνικοποίηση soft constraint ήπιος περιορισμός solid στερεός solidarity αλληλεγγύη solipsism σολιψισμός solution επίλυση, λύση solvability επιλυσιμότητα sophism σόφισμα, σοφιστεία sophist σοφιστής sophistic σοφιστικός sophistical σοφιστικός sorites σωρείτης sortal ειδολογικός soul: world soul κοσμική ψυχή, παγκόσμια ψύχη, ψυχή του κόσμου sound (adj.) βάσιμος, ορθός sound (n.) ήχος sound argument ορθό επιχείρημα soundness ορθότητα sovereign κυρίαρχος sovereignty κυριαρχία, κυριότητα space χώρος space-time χωροχρόνος space: vector space διανυσματικός χώρος sparse αραιός sparse property σποραδική ιδιότητα spatial χωρικός spatiotemporal χωροχρονικός spatiotemporality χωροχρονικότητα species είδος speciesism ειδισμός, σπισισμός specific ειδικός, ειδοποιός, ιδιαίτερος, συγκεκριμένος specific difference ειδοποιός διαφορά specification καθορισμός, προσδιορισμός spectator θεατής spectrum φάσμα

Page 66: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

speculate εικάζω, εικοτολογώ, στοχάζομαι speculation εικασία, εικοτολογία, στοχασμός speculative εικοτολογικός, θεωρησιακός speech (adj.) γλωσσικός, ομιλιακός speech (n.) λεκτική πράξη, λόγος, ομιλία speech act λεκτική πράξη, λεκτικό ενέργημα, ομιλιακό

ενέργημα spermatic σπερματικός spirit πνεύμα spiritual πνευματικός spontaneity αυθορμησία, αυτενέργεια spontaneous αυθόρμητος square of opposition λογικό τετράγωνο stability σταθερότητα stable σταθερός stage: temporal stage χρονικό στάδιο stance θέση, όψη, στάση standard (adj.) καθιερωμένος, κανονικός standard: nonstandard μη κανονικός standard model καθιερωμένο πρώτυπο state (adj.) καταστατικός state (n.) κατάσταση, κράτος, πολιτεία, state (v.) δηλώνω state of affairs κατάσταση πραγμάτων state vector καταστατικό διάνυσμα state: central state (adj.) κεντρικών καταστάσεων statement δήλωση, πρόταση statement: basic statement βασική δήλωση statement: identity statement δήλωση ταυτότητας statement: subject-predicate statement δήλωση υποκειμένου-κατηγορήματος statics στατική statistical στατιστικός statistical: deductive-statistical παραγωγικό-στατιστικός statistics στατιστική stimulus ερέθισμα stimulus-response ερέθισμα-ανταπόκριση, ερέθισμα-απόκριση stipulate αξιώνω, ορίζω ρητώς stipulation αξίωση stipulative κατ' αξίωσιν stochastic στοχαστικός stoic στοικός stoical στοικός stoicism στωικισμός stratification διαστρωμάτωση stratified διαστρωματωμένος, στρωματοποιημένος stratify διαστρώνω

Page 67: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

stress ένταση, τάση strict αυστηρός strict implication αυστηρή συνεπαγωγή strictness αυστηρότητα stricture επίκριση striving πάλη stroke: Sheffer stroke function γραμμή λειτουργίας Σέφφερ structure δομή, κατασκευή structure: phrase structure φραστική δομή structural δομικός structuralism δομισμός, στρουκτουραλισμός structure δομή, κατασκευή structure: fine structure ακριβής δομή, άρτια δομή, καλή δομή, λεπτή δομή subaltern υπάλληλος subalternate (adj.) υπάλληλος subalternation υπαλληλία subclass υποκλάση subconscious (adj.) υποσυνείδητος subconscious (n.) υποσυνείδητο subcontrary υπενάντιος subdoxastic υποδοξαστικός subject (adj.) υποκείμενος subject (n.) θέμα, υποκείμενο subjective υποκειμενικός subjectivism υποκειμενισμός subjectivist (adj.) υποκειμενιστικός subjectivist (n.) υποκειμενιστής subjectivity υποκειμενικότητα subject-predicate statement δήλωση υποκειμένου-κατηγορήματος subjoin επισυνάπτω, προσθέτω sublimation μετουσίωση sublime (adj.) υψηλός sublime (n.) υψηλό subliminal υποσυνείδητος sublimity μεγαλείο, υπεροχή, υψηλότης, υψηλότητα, ύψος subset υποσύνολο subsidiarity επικουρικότητα subsist υφίσταμαι subsistence υφίστασθαι substance ουσία, υπόσταση substantial ουσιαστικός, ουσιώδης substantialism ουσιοκρατισμός substantival ουσιαστικός, ουσιολογικός substantivalism ουσιολογισμός substantive ουσιαστικός, ουσιολογικός, ουσιώδης substitutability αντικαταστασιμότητα, υποκαταστασιμότητα

Page 68: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

substitute (n.) υποκατάστατο substitute (v.) υποκαθιστώ substitution αντικατάσταση, υποκατάσταση substitutivity υποκαταστασιμότητα substratum υπόστρωμα succeed διαδέχομαι succession διαδοχή, σειρά successive διαδοχικός, ακόλουθος successor διάδοχος, επίγονος, επαρκής sufficient επαρκής sufficient: necessary and sufficient αναγκαίος και επαρκής sufficient reason αποχρών λόγος, επαρκής λόγος sum (n.) άθροισμα summation άθροισμα summum bonum ύψιστο αγαθό superego υπερεγώ superficial επιπόλαιος, επιφανειακός, ρηχός superficialism επιφανειακότητα superficiality επιπολαιότητα, ρηχότητα supernatural (adj.) υπερφυσικός supernatural (n.) υπερφυσικό supervaluation υπεραποτίμηση supervenience επιγένεση supervenient επιγιγνόμενος supplement (n.) παραπλήρωμα, συμπλήρωμα supplemental συμπληρωματικός supplementary συμπληρωματικός support (n.) ενίσχυση, στήριγμα, υποστήριγμα, υποστήριξη support (v.) υποστηριίζω supporter υποστηρικτής suppose υπθέτω suppositional υποθετικός suppress αποθώ, καταστέλλω suppression απώθηση, καταστολή supranaturalism υπερνατουραλισμός, υπερφυσιοκρατία surface grammar επιφανειακή γραμματική suspension of judgment αναστολή της απόφασης; αναστολή της κρίσης,

έφεκτικότητα syllogism συλλογισμός syllogism: horned syllogism κερατίτης (λόγος), κερατίνης συλλογισμός syllogism: mixed hypothetical syllogism μεικτός υποθετικός συλλογισμός syllogistic (adj.) συλλογιστικός syllogistic (n.) συλλογιστική syllogistic figure συλλογιστικό σχήμα symbol σύμβολο symbolic συμβολικός

Page 69: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

symbolism συμβολισμός symbolize συμβολίζω symmetric συμμετρικός, σύμμετρος symmetrical συμμετρικός, σύμμετρος symmetry συμμετρία sympathetic συμπαθητικός, συμπονετικός sympathetic (be) διάκειμαι ευμενώς sympathize κατανοώ sympathy συμπάθεια synaesthesis συναισθησία syncategorematic συγκατηγορηματικός syncretic συγκρητικός syncretism συγκρητισμός synechiology συνεχειολογία synechism συνεχισμός synergism συνεργισμός synergy συνέργεια, συνεργία synonym συνώνυμο synonymity συνωνυμία synonymous συνώνυμος, ταυτόσημος synonymy συνωνυμία, ταυτοσημία syntactic συντακτικός syntacticism συντακτικισμός syntactics σύνταξη syntax σύνταξη synthesis σύνθεση synthetic συνθετικός syntropism συντροπισμός system σύστημα system: formal systems τυπικά συστήματα system: onymatic system ονυματικό σύστημα systematic συστηματικός systematicity συστηματικότητα

Page 70: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

T

table πίνακας table: truth table αληθοπίνακας, πίνακας αληθείας tabula rasa άγραφος πίνακας tacit λανθάνων, σιωπηρός, υπόρρητος tangibility απτότητα, κατανοητότητα tangible απτός taste γεύση, γούστο, καλαισθησία, φιλοκαλία tautologous ταυτολογικός tautology ταυτολογία taxonomy ταξινόμηση, ταξινομία technicism τεχνικισμός technicity τεχνικότητα technique μέθοδος, τεχνική technocracy τεχνοκρατία teleological τελεολογικός, τελολογικός teleology τελεολογία, τελολογία teleosemantics τελεοσημασιολογία telepathy τηλεπάθεια temporal έγχρονος, χρονικός temporal slice χρονικό τεμάχιο temporal stage χρονικό στάδιο temporality χρονικότητα temporary intrinsics χρονικά ενδογενείς, χρονικά εσωτερικο tenable υποστηρίξιμος tendentious εσκεμμένος, μεροληπτικός tenet θέση tense (adj.) τεταμένος, χρονικός tense (n.) χρόνος tense logic χρονική λογική tensed έγχρονος, που έχει γραμματικό χρόνο, χρονικός tenseless αχρονικός, άχρονος term όρος term: mass term μαζικός όρος term: middle term μέσος όρος term: minor term ελάσσων όρος term: referring term αναφορικός όρος term: singular term ενικός όρος terminism οροκρατία, τερμινισμός terminist τερμινιστικός tertium non datur νόμος του αποκλειόμενου τρίτου testability δυνατότητα ελέγχου, ελεγξιμότητα testimony μαρτυρία testing δοκιμασία, δοκιμή, έλεγχος, εξέταση

Page 71: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

textualism κειμενισμός, κειμενοκρατία texture: open texture ανοιχτή σύσταση, ανοιχτή υφή that: knowing that γνωρίζω ότι theism θεϊσμός theistic θεϊστικός theocracy θεοκρατία theocratic θεοκρατικός theodicy θεοδικία theorem θεώρημα theoretic θεωρητικός theoretic: set theoretic συνολοθεωρητικός theoretical θεωρητικός theoretician θεωρητικολόγος, θεωρητικός theory θεωρία theory: bundle theory θεωρία δέσμης theory: field theory θεωρία πεδίου theory: group theory θεωρία ομάδων theory: proof theory θεωρία απόδειξης theory: rational choice theory θεωρία (της) ορθολογικής επιλογής theory: recursion theory θεωρία αναδρομικότητας, θεωρία αναδρομικών

συναρτήσεων, θεωρίααναδρομών theory: sense datum theory θεωρία αισθητηριακών δεδομένων theory: set theory θεωρία συνόλων theosophy θεοσοφία thesis θέση theurgy θεουργία thing in itself πράγμα καθ’ εαυτό thinking (adj.) νοών, σκεπτόμενος thinking (n.) σκέπτεσθαι, σκέψη, στοχασμός thirdness τριτότητα thirst δίψα thisness αυτότητα thlipsis θλίψη thou: I and thou εγώ κι εσύ three-valued logic λογική τριών τιμών, τρίτιμη λογική tilde περισπωμένη time χρόνος time reference περίοδος αναφοράς timeless άχρονος timeless present άχρονο παρόν token απότυπος, δείγμα token reflexive αυτοπαθής ως προς το δείγμα token: sentence token δείγμα πρότασης topic ζήτημα, θέμα topic neutral θεματικά ουδέτερος topic neutrality θεματική ουδετερότητα

Page 72: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

total (adj.) ολικός total (n.) σύνολο totalitarianism ολοκληρωτισμός totemism τοτεμισμός touch αφή, επαφή trace ίχνος tradition παράδοση traditionalism παραδοσιοκρατία trait γνώρισμα, χαρακτηριστικό transcendence υπερβατικότητα transcendent υπερβατικός transcendental υπερβατικός, υπερβατολογικός transcendentalism υπερβατολογισμός transcendentalist υπερβατολογικός transducer μετασχηματιστής transduction μεταγωγή transfer (n.) μεταφορά transfer (v.) μεταφέρω transference μεταβίβαση, μεταφορά transfinite υπερπεπερασμένος transform μετασχηματίζω transformation μετασχηματισμός transitive μεταβατικός transitivity μεταβατικότητα translational μεταδιδόμενος transmigration μετεμψύχωση, μετενσάρκωση, μετενσωμάτωση transparency διαπερατότητα, διαφάνεια transparent διαφανής transpose μεταθέτω transposition αναστροφή, αντιμετάθεση, μετάθεση, μετατόπιση,

μεταφορά transsubjectivity υπερυποκειμενικότητα transubstantiation μετουσίωση transversalilty εγκαρσιότητα triadic τριαδικός trichotomy τριχοτομία trope σχήμα λόγου, τρόπος true αληθής, αληθινός truth αλήθεια truth-maker αληθοποιητής truth bearer φορέας αληθείας truth condition συνθήκη αληθείας truth function αληθοσυνάρτηση truth functional αληθοσυναρτησιακός truth predicate αληθοκατηγόρημα truth table αληθοπίνακας, πίνακας αληθείας

Page 73: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

truth value αληθοτιμή, τιμή αληθείας truth: degrees of truth βαθμοί αληθείας truthlike αληθόμοιος truthlikeness αληθομοιότητα twin earth δίδυμη γη two-place predicate κατηγόρημα δύο θέσεων two-valued logic δίτιμη λογική tychism τυχισμός, τυχοκρατία type τύπος typology τυπολογία

Page 74: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

U

ultimate έσχατος, τελευταίος, τελικός ultraproducts υπεργινόμενα unarticulated μη αρθρωμένος unbiased αμερόληπτος uncombinable ασυνδύαστος, μη συνδυάσιμος unconditionality ανεξαρτησία από κάθε όρο, απροϋπόθετο unconscious ασυνείδητος unconsciousness ασυναισθησία, ασυνειδησία, έλλειψη επίγνωσης,

έλλειψη συνειδητότητας, μη συνειδητότητα undecidability μη αποκρισιμότητα, μη αποφασισιμότητα undecidable μη αποκρίσιμος, μη αποφασίσιμος undefined αόριστος, απροσδιόριστος underdetermination υποκαθορισμός υποπροσδιορισμός understanding διάνοια, κατανόηση undetermined ακαθόριστος undistributed μη διανεμημένος, μη επιμερισμένος, μη

κατανεμημένος unfulfilled ανεκπλήρωτος uniform ομαλός, ομοιόμορφος uniformity ομοιομορφία uninstantiated μη πραγματωμένος uninterpreted ανερμήνευτος union ένωση uniqueness μοναδικότητα unit μονάδα unit set μονομελές σύνολο unit set of x σύνολο του οποίου μόνο μέλος είναι το χ unitarianism ουνιταρισμός unity ενότητα, μονάδα universal καθ’ όλου, καθολικός, καθόλου universality καθολικότητα universalizability καθολικευσιμότητα universalization καθολίκευση universalize καθολικεύω universe κόσμος, σύμπαν universe of discourse κόσμος του λόγου, πεδίο ομιλίας, πεδίο του λόγου,

σύμπαν ομιλίας, σύμπαν του λόγου univocal μονοσήμαντος univocity μονοσημαντότητα unknowability μη γνωσιμότητα unknowable απρόσιτος στη γνώση, μη γνώσιμος unknown άγνωστος unsaturated ακόρεστος

Page 75: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

unsolvability μη επιλυσιμότητα upper bound άνω φράγμα, άνω φραγμός utilitarian (adj.) χρηστικός, ωφελιμιστικός utilitarian (n.) ωφελιμιστής utilitarianism ωφελιμισμός, ωφελιμοκρατία utility ωφέλειαωφελιμότητα utopia ουτοπία utopianism ουτοπισμός utter (v.) εκφέρω, εκφωνώ utterance εκφορά, εκφώνημα, εκφώνηση

Page 76: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

V

vacuity κενότης vacuous κενός, τετριμμένος vacuousness κενότης vacuum κενό vague ασαφής vagueness ασάφεια vain μάταιος valid έγκυρος validity εγκυρότητα, ισχύς valuation αξιολόγηση, αποτίμηση value (adj.) αξιακός value (n.) αξία, τιμή value free αξιακά ουδέτερος, μη αξιολογικός value judgment αξιολογική κρίση value: many valued πλειότιμος, πολύ-τιμος value: truth value αληθοτιμή, τιμή αληθείας vanity ματαιοδοξία, ματαιότητα variability μεταβλητότητα variable (adj.) μεταβλητός variable (n.) μεταβλητή variable: binding variable δεσμεύουσα μεταβλητή variable: bound variable δεσμευμένη μεταβλητή variable: free occurrence of a variable ελεύθερη εμφάνιση μιας μεταβλητής variation απόκλιση, παραλλαγή vector (adj.) διανυσματικός vector (n.) άνυσμα, διάνυσμα vector space διανυσματικός χώρος vector: state vector καταστατικό διάνυσμα velocity ταχύτητα Venn diagram διάγρμμα Venn verb ρήμα verbal λεκτικός, ρηματικός, φραστικός veridical αληθειακός verifiability επαληθευσιμότητα verifiable επαληθεύσιμος verification επαλήθευση verificationism επαληθευσιοκρατία verificationist επαληθευσιοκρατικός verify επαληθεύω verisimilitude αληθοφάνεια viability βιωσιμότητα viable βιώσιμος vice κακία

Page 77: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

vicious circle φαύλος κύκλος vicious regress φαύλη αναδρομή virtue (n.) αρετή virtue (adj.) αρετολογικός virtue ethics αρεταϊκή ηθική, αρετολογική ηθική virtuous ενάρετος vision θέαση, θεώρηση, όραμα, όραση visual field οπτικό πεδίο vital ζωτικός vital impetus ζωτική ορμή vitalism βιταλισμός vitality ζωτικότητα void κενό volition βούληση, βουλητικό ενέργημα voluntarism βολονταρισμός, βουλησιαρχία voluntaristic βολονταριστικός voluntary εκούσιος

Page 78: English-Greek Glossary of Philosophical Terms Richard ...

W

want (n.) έλλειψη, επιθυμία, θέληση want (v.) επιθυμώ, θέλω warrant (n.) εγγύηση warrant (v.) εγγυώμαι warranted εγγυημένος weakness of will αδυναμία της βούλησης well formed καλοσχηματισμένος well ordered καλώς διατεταγμένος will βούληση will: weakness of will αδυναμία της βούλησης wisdom σοφία, φρόνηση wisdom: practical wisdom φρόνηση wise σοφός wish (n.) επιθυμία, ευχή wish fulfillment εκπλήρωση επιθυμίας, εκπλήρωση ευχής word λέξη, όρος world soul κοσμική ψυχή, παγκόσμια ψύχη, ψυχή του κόσμου