Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

25
1 Εροφέγιεφ, Πετρουσέφσκαγια, Κοβάλ, Τσέχωφ, Αχμάτοβα, Μπαλμόντ Σε μετάφραση της Ελένης Κατσιώλη

description

Εροφέγιεφ, Πετρουσέφσκαγια, Κοβάλ, Τσέχωφ, Αχμάτοβα, Μπαλμόντ Σε μετάφραση της Ελένης Κατσιώλη

Transcript of Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

Page 1: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

1

Εροφέγιεφ, Πετρουσέφσκαγια, Κοβάλ, Τσέχωφ,

Αχμάτοβα, Μπαλμόντ

Σε μετάφραση της Ελένης Κατσιώλη

Page 2: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

2

Βίκτορ Εροφέγιεφ (Виктор Ерофеев),

Λευκός ευνουχισμένος γάτος με μάτια καλλονής (Белый

кастрированный кот с глазами красавицы)

Λιουντμίλα Πετρουσέφσκαγια Людмила Петрушевская Σοπέν και Μέντελσον (Шопен и Мендельсон) Γιούρι Κοβάλ Юрий Коваль Το τσαγιερό Чайник Άντον Τσέχωφ (Антон Чехов) Το παραξήλωσε (Пересолил) Άντον Τσέχωφ (Антон Чехов) Οι χαραμοφάηδες (Нахлебники) Άννα Αχμάτοβα (Анна Ахматова) Έμαθα να ζω απλά και μετρημένα… (Я научилась просто, мудро жить...) Κονσταντίν Μπαλμόντ (Константин Бальмонт) Το Μυστικό της Ύπαρξης (Завет Бытия) Μετάφραση κειμένων Ελένη Κατσιώλη,

Μουσικός. Σπούδασε ρωσικά στο Ινστιτούτο Πούσκιν και στο Κέντρο

Ρωσικών Σπουδών Μιρ. Πήρε το β΄ βραβείο μετάφρασης στον 1ο

διαγωνισμό λογοτεχνικής μετάφρασης ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ 2010.

Page 3: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

3

Βίκτορ Εροφέγιεφ (Виктор Ерофеев) Λευκός ευνουχισμένος γάτος με μάτια καλλονής (Белый кастрированный кот с глазами красавицы) Hλεκτρονικό περιοδικό «Πλανόδιον»,τεύχος 47, ανάρτηση 23/5/2010 Ανθολογία Ιστορίες Μπονζάι ’14, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014.

Από τη νευρική υπερδιέγερση δύσκολα διέκρινα τις επωμίδες και τα γαλόνια

των στρατοδικών, μου φαινόταν όμως πως η υπόθεση διεξαγόταν σε άλλη εποχή, κατά την περίοδο του τσαρισμού ή και σε άλλο τόπο, πράγμα που δεν αναιρούσε την ουσία της καταδικαστικής απόφασης που μου ανακοινώθηκε.

Τότε πήδηξα, έμπηξα τις φωνές και, απευθυνόμενος προς το πολεμικό-δικαστικό νεφέλωμα, είπα ότι έκαναν λάθος, ότι ήταν άτιμο να φέρουν εμένα και τους εαυτούς τους σε τέτοια εξωφρενική κατάσταση και συνέχισα ουρλιάζοντας: πρώτον, εγώ δεν έχω τίποτε κοινό με το στρατό και ακόμα περισσότερο με το στρατοδικείο. Δεύτερον, είμαι εναντίον της θανατικής ποινής, επομένως αυτή η απόφαση φαίνεται σαν ένας επιπλέον εμπαιγμός και ακόμα περισσότερο σαν ένας διαβολικός χλευασμός. Τρίτον, αγαπώ τη γυναίκα μου που δεν θα ξεπεράσει ποτέ το θάνατό μου∙ ή θα κρεμαστεί ή θα δηλητηριαστεί ή θα πέσει από το παράθυρο ή θα πνιγεί και ο γιος μου θα μείνει πεντάρφανος και αυτή ποτέ δεν θα σας συγχωρήσει. Τέταρτον, με όλο αυτό το αναρίθμητες φορές ειπωμένο και χιλιοπαιγμένο σκηνικό που καταντάει τόσο μπανάλ, από ένοχο συνείδησης -ιδιότητα που δεν διαθέτω- με κάνετε δημιουργό αυτού του γελοίου έργου, πράγμα που εγώ ως άνθρωπος των γραμμάτων, με κατηγορηματικό τρόπο, δεν επιθυμώ. Πέμπτον, εσείς εκμεταλλευόμενοι τη λειτουργία του επαγγέλματός σας, παίρνετε πολύ στα σοβαρά τον εαυτό σας με το να επεμβαίνετε στη ζωή των άλλων σε ακραίο βαθμό και, ενώ δεν μπορώ να υποχρεώσω τον εαυτό μου να αγαπήσει τους αστυνομικούς -ποτέ δεν μου άρεσαν-, γνώρισα τη σχετική τους ωφελιμότητα, όταν μου κλέψανε τις ρόδες του αυτοκινήτου μου και πέρασα από το τμήμα. Κι εκεί με άκουσαν με προσοχή, αλλά τις ρόδες μέχρι σήμερα ποτέ δεν τις βρήκανε.

Συνήλθα στο κελί από τη μυρωδιά της αμμωνίας. Μπροστά μου καθόταν ανακούρκουδα ο συνταγματάρχης Ντιαμάντ, διευθυντής της έδρας πολέμου του πανεπιστημίου της Μόσχας, από το οποίο αποφοίτησα πριν από δεκαεπτά χρόνια. Τον αναγνώρισα αμέσως από τις ξανθές μπούκλες και την έντονα εκφραστική σλαβική όψη / φυσιογνωμία του. Κάποτε υπέφερα πολύ από αυτόν.

-Μα εσύ, νεαρέ, έγινες λιώμα, -είπε αποδοκιμαστικά ο Ντιαμάντ όχι χωρίς πατρικά συναισθήματα και, για πλάκα, μύρισε την αμμωνία, πριν κλείσει το μπουκαλάκι. –Τι λες; Δεν θέλεις να πεθάνεις;

-Σε τίποτα δεν είμαι ένοχος εγώ, σύντροφε συνταγματάρχα –του εξήγησα με αδύναμη φωνή.

Page 4: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

4

-Είσαι ένοχος –είπε σκληρά ο συνταγματάρχης. Ήταν ένας παχουλός άνδρας, με παλικαρίσια όψη και μικρά σφιχτά χείλη.

Αισθανόμουν πως η ενεργητικότητά του ήταν μεγαλύτερη από τη δική μου, ήταν ενεργητικότητα ενός πενηντάρη που είχε γευθεί την εξουσία, εγώ ποτέ δε μπορούσα να τα βρω με τέτοιους ανθρώπους σε ανοιχτή σύγκρουση, τα έχανα, άρχιζα να συμφωνώ σε όλα και τους μισούσα.

-Εσένα αύριο το πρωί μπαμ-μπαμ –μου γνωστοποίησε εμπιστευτικά ο Ντιαμάντ.

-Αύριο κιόλας! –οι λέξεις δραπέτευσαν άθελά μου. -Στις 7.00 –διευκρίνισε ο συνταγματάρχης, ρίχνοντας ματιές στο ρολόι. –

Έχεις πολύ χρόνο. Θα γράψεις; -Έφεση; -ανασκίρτησα εγώ. -Γιατί; -εξεπλάγη. Κάτι καλλιτεχνικό. Καμιά προκήρυξη. Εγώ σκεφτόμουνα. -Όχι –είπα. Δεν έχω τίποτα απολύτως να πω. Να γράψω καλύτερα ένα

σημειωματάκι στη γυναίκα μου; -Μάταιο, -είπε ο συνταγματάρχης. -Κάνετε λάθος, -είπα εγώ. Πιο πολύ απ΄ όλα στον κόσμο αγαπούσα τη

γυναίκα μου. Και έσκυψα το κεφάλι έχοντας αντιληφθεί ότι μιλούσα για τον εαυτό μου σε παρελθόντα χρόνο.

-Λες ψέματα, -δεν με πίστεψε ο συνταγματάρχης. -Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, όταν ακόμη δεν είχαμε παντρευτεί, και ενώ την

αποχωριζόμουν για το καλοκαίρι, πέρασα τρεις ώρες στο παραστάτη της πόρτας. Στη ζωή μπορεί ν΄ αγαπήσεις σοβαρά μόνο μια φορά.

-Γι’ αυτό να γράψεις –πρότεινε ο συνταγματάρχης. -Γι’ αυτό δεν γίνεται να γράφεις, -είπα εγώ αυστηρά και θλιμμένα. -Αραπίνες είχες; -Και αραπίνες δεν είχα, και την πατρίδα δεν πρόδωσα, -ξεφύσηξα εγώ. -Την πρόδωσες, –είπε σκληρά ο Ντιαμάντ. Ξέρεις τι μου αρέσει σε σένα, –

και σιωπώντας για λίγο ο συνταγματάρχης συνέχισε. Δεν φοράς βέρα. Ο πραγματικός άνδρας δεν φοράει βέρα.

Σκεφτόμασταν. Ο καθένας τα δικά του. -Θέλεις να μάθεις το μυστικό μου; -ρώτησα, πλησιάζοντας στο πρόσωπό του. -Έλα. –σφίχτηκε ολόκληρος και κοκάλωσε, έγινε σκουροκόκκινος. -Εγώ από τη φύση μου είμαι ρομαντικός… Να! Άκου! Τι ησυχία! Όπως στο

χωριό!… Μόνο σκυλιά δεν γαβγίζουν. Εγώ είμαι κρυφορομαντικός, συνταγματάρχα.

-Δε μας χέζεις! Αγρίεψε ο συνταγματάρχης και έφτυσε με κακία στο πάτωμα.

Page 5: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

5

-Και δε ντρέπεσαι να φτύνεις σε κελί μελλοθανάτου; -τον μάλωσα. -Με συγχωρείς. Άθελά μου, -ντράπηκε ο συνταγματάρχης και έτριψε τη

φτυσιά του με τη μπότα. -Έχεις μάλλον γυναίκα γριά στρίγκλα. Ο Ντιαμάντ έγνεψε σκυφτά. -Όμως η δικιά μου είναι λευκός άγγελος με λευκά φτερά! -Τι είναι, αθλήτρια; -ρώτησε ο Ντιαμάντ. -Απ΄ ότι ξέρω όχι… -είπα και άρχισα να περπατάω στο κελί πέρα-δώθε σαν

εκκρεμές, και με χωμένα τα χέρια στις τσέπες σκεφτόμουν τη γυναίκα μου. Μήπως και δεν με τουφεκίσουν; Ίσως με τρομάξουν μόνο σαν τον Ντοστογιέφσκι και με εξορίσουν. Και θα ανάβω τη σόμπα και θα γράφω μυθιστορήματα. Αφού τι θα ήταν ο Ντοστογιέφσκι, αν δεν τον είχαν στείλει για εκτέλεση;

-Ο διάολος ξέρει! –είπε προβληματισμένος ο Ντιαμάντ. -Θα έμενε σαν τον Τσερνισέφσκι1, κατάλαβες; Αλήθεια, ο Τσερνισέφσκι

έφαγε τόσα χρόνια στη Σιβηρία και δεν έγινε τίποτε, έμεινε ο Τσερνισέφσκι. -Και καλά έκανε, επιδοκίμασε ο Ντιαμάντ. -Κάπως φλυάρησα, -συνήλθα. –Εγώ περισσότερο απ΄ όλα υπέφερα στη ζωή

μου, επειδή αυτή δεν ήταν σε ακολουθία με το ιδανικό μου. Στο σχολείο είχα μια δασκάλα ιστορίας, τη Σίλια Σαμοϊλοβνα Πάλτσικ. Φαντάσου επίθετο! – Πάλτσικ! Δαχτυλάκι! –Έδειξα στον Ντιαμάντ το δείχτη μου. Χαχανίσαμε φιλικά.

- Ε πια, παράτα με, -είπε κάνοντας την ίδια κίνηση ο Ντιαμάντ και σκουπίζοντας τα δάκρια από τα γέλια.

-Υπάρχει κάτι να χλαπακιάσουμε; -Έχω σοκολάτα γάλακτος. Θέλεις; -Δεν πειράζει να σου μιλώ με το «συ»; Γιατί τι νόημα έχει που είσαι

συνταγματάρχης αφού όλα θα τελειώσουν αύριο! -Κάπου τη διάβασα αυτή τη σκέψη, -σκέφθηκε ο Ντιαμάντ. Α! τώρα που

είπαμε για σκέψεις. –Γλίστρησε το χέρι μέσα στη τσάντα κι έβγαλε ένα άλμπουμ ζωγραφικής. –Βλέπεις! έχω άλμπουμ. Συλλέγω σκέψεις. Αυτών που εμείς κάνουμε μπαμ-μπαμ. Γράψε κάτι. Και θα το φυλάξω, και από καιρό σε καιρό θα το ξαναδιαβάζω.

-Όμως οι άλλοι τι γράφουν; Μπορώ να ρίξω μια ματιά; - Περίμενε, γράψε πρώτα εσύ, διαφορετικά δεν θα έχει ενδιαφέρον. -Άντε, έλα! –συμφώνησα εγώ. -Έξοχα! –έλαμψε ο συνταγματάρχης και άνοιξε το άλμπουμ σε μια καθαρή

σελίδα. Να πάρε στυλό. Κι εγώ θα κάτσω. Θα καπνίσω.

1 Νικολάι Γκαβρίλοβιτς Τσερνισέφσκι, (1828-1889). Ανήκε στη μυστική επαναστατική οργάνωση «Γη και Θέληση».

Φυλακίστηκε και εξορίστηκε. Δημοσιογράφος, φιλόσοφος, παιδαγωγός, εκδότης, κριτικός.

Page 6: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

6

Σταύρωσα τα πόδια μου και συλλογιζόμουν. Σκεφτόμουν για πολύ τι να γράψω.

-Μόνο, σε παρακαλώ πολύ, να είναι ευανάγνωστο, -εκλιπάρησε με χαμηλή φωνή ο Ντιαμάντ.

Κάπνισε ένα τσιγάρο, δεύτερο, τρίτο. Στο τέλος συγκεντρώθηκα στις σκέψεις μου. Τα χέρια μου ήταν υγρά και κρύα. Μη αναγνωρίζοντας το γραφικό μου χαρακτήρα κατάφερα να βγάλω μερικές λέξεις.

Ο Ντιαμάντ μου άρπαξε το άλμπουμ, φόρεσε τα χρυσά γυαλιά και διάβασε συλλογισμένα, δυνατά:

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΊΑ, ΟΠΩΣ ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΈΤΑΓΜΑ.

-Πώς το βλέπεις; -τον ρώτησα. Είχε κιόλας πνιγεί από τη συγκίνηση και για πολύ δεν μπορούσε να

αρθρώσει ούτε μία λέξη. Κοίταγε μια εμένα, μια το άλμπουμ. -Εσύ μόνος σου το επινόησες αυτό; - ρώτησε τελικά ο Ντιαμάντ. -Μόνος μου. –απάντησα σεμνά εγώ, μη κρύβοντας παράλληλα ένα

χαμόγελο υπερηφάνειας. -Αυτό είναι ακριβώς σαν ύμνος! –ενθουσιάστηκε ο Ντιαμάντ, λάμποντας. –

Μεγαλοφυή λόγια. Μ΄ αγκάλιασε κιόλας. -Ευχαριστώ, ευχαριστώ, γλυκέ μου! -Σιγά τώρα… δεν αξίζει. Κοίτα τώρα τι θα σου πω, ψιθύρισε ενθουσιασμένος ο Ντιαμάντ, σκυμμένος

στο αυτί μου. – Για τέτοια λόγια… για τέτοια λόγια… Άντε, θα πάω να το αναφέρω στη διοίκηση. Για τέτοια λόγια μπορεί να σε αθωώσουν!

-Τι; -πετάχτηκα από τη θέση μου. -Τι ώρα είναι τώρα; 4.30; Άντε, φεύγω! Μπορεί και να προλάβω. -Δώστε μου κι άλλη σοκολάτα! –παρακάλεσα. -Να, πάρε ένα ολόκληρο πλακάκι. – Έβγαλε βιαστικά τη σοκολάτα από την

τσάντα, άρπαξε το άλμπουμ και κλείνοντάς μου το μάτι εξαφανίστηκε. Φαντάστηκα πως φοράει βιαστικά τη χλαίνη και το γούνινο καπέλο, βγαίνει

από την πόρτα, βρίσκει ταξί, το αυτοκίνητο σταματάει, ο νυχτερινός ταξιτζής βάζει μπρος το μετρητή, πηγαίνουν μέσα από την πόλη αφήνοντας σημάδια τροχών στο φρέσκο χιόνι, στο αυτοκίνητο είναι ζεστά και βολικά, ο οδηγός είναι σιωπηλός, ο συνταγματάρχης ρίχνει ματιές στο ρολόι, το αυτοκίνητο πετιέται στον παρόχθιο δρόμο και επιταχύνει, φωτίζουν τα κίτρινα φανάρια, εγώ τρώω σοκολάτα και κοιτάζω πως απλώνεται το χιόνι στα μαύρα νερά του Μόσχοβα, το αυτοκίνητο φρενάρει κοντά σ’ ένα πολυώροφο σπίτι που μοιάζει με γαμήλια τούρτα, είμαι γεμάτος αγάπη γι αυτή την τούρτα, βλέπω τον συνταγματάρχη που

Page 7: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

7

χτυπάει τη σκαλιστή εξώπορτα, την αγουροξυπνημένη υπάλληλο του ασανσέρ με το μαντήλι που παλεύει αδέξια να βγάλει την ασφάλεια της κλειστής πόρτας, το τεράστιο χολ μπροστά από το ασανσέρ, τον μεγαλοπρεπή θάλαμο του ασανσέρ με τους μεγάλους καθρέφτες που καθρεφτίζουν το συνταγματάρχη, ο οποίος πετάει από πάνω του το χιόνι, και επιτέλους η πολυπόθητη πόρτα: σύντομο κουδούνισμα –ησυχία. Δεύτερο, τρίτο κουδούνισμα –και να! από το μακρινό βάθος του διαμερίσματος ακούγονται βήματα, όχι της οικοδέσποινας, της υπηρέτριας, ακούγεται πολύ κοντά ο γνωστός στους Μοσχοβίτες ήχος της αλυσίδας και το τρίξιμο της κλειδαριάς, η πόρτα ανοίγει. -Χαίρετε, Ντούσια! -Χαίρετε, λέει με έκπληξη, Σεμιόν Γιάκοβλεβιτς! -Και ο Πάβελ Πετρόβιτς; Κοιμάται; -Φαίνεται ότι ακόμα δεν ξάπλωσαν. Εργάζονται. Ελάτε, να κρεμάσω τη χλαίνη. Διάδρομος. Χαραμάδα φωτός. Η φωνή του οικοδεσπότη. Από την πόρτα του γραφείου, λυγίζοντας τη μακριά του ράχη, βγαίνει ένας λευκός ευνουχισμένος γάτος με μάτια καλλονής.

-Μα τι έγινε; -φώναξα εγώ. Ο συνταγματάρχης Ντιαμάντ με ανήσυχη την πρωινή του όψη σταμάτησε

καταμεσής του κελιού. -Με συγχωρείς, νεαρέ, -είπε αδιάφορα αλλά με πόνο στη ψυχή και, κατά το

ρωσικό στυλ, μη κοιτώντας στα μάτια, άρχισε να ανοίγει τη θήκη του ρεβόλβερ. Βίκτορ Βλαντίμιροβιτς Εροφέγιεφ (Виктор Ерофеев) (Μόσχα,

1947). Πεζογράφος και ειδικός σε ζητήματα φιλολογίας,- κριτικής και ιστορίας της φιλολογίας. Σπούδασε στη Φιλολογική Σχολή του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας. Ζει στη Μόσχα.

Page 8: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

8

Λιουντμίλα Πετρουσέφσκαγια (Людмила Петрушевская) Σοπέν και Μέντελσον (Шопен и Мендельсон) Περιοδικό Φρέαρ Νο 4

Μια γυναίκα όλο παραπονιόταν, κάθε βράδυ, έλεγε, από την άλλη μεριά του

τοίχου πάντα η ίδια μουσική, μετά το φαγητό οι γέροι γείτονες, ο άντρας και η γυναίκα, ίδια σαν προγραμματισμένο δρομολόγιο τρένου πάνε στο πιάνο και η γυναίκα παίζει τα ίδια και τα ίδια: στην αρχή κάτι μελαγχολικό και μετά ένα βαλς. Κάθε μέρα το ίδιο παλιόπραμα, ταρατατί-ταρατατά, έλεγε η γυναίκα, η γειτόνισσα των γέρων και γελώντας το διηγούνταν σε όλους τους γνωστούς της και στη δουλειά της, παρόλο που αυτή η κατάσταση δεν ήτανε για γέλια. Αφού μπορεί να σου συμβαίνουν διάφορα, να σου πονάει το κεφάλι ή απλά να θέλεις να ξεκουραστείς και δεν είναι δυνατό κάθε βράδυ να βουλώνεις τα αυτιά σου βάζοντας δυνατά την τηλεόραση –και στους γέρους όλο η ίδια λατέρνα, αυτό το παλιόπραμα, ταρατατί-ταρατατά.

Αυτοί οι γέροι ακόμα και έξω έβγαιναν πάντα μαζί, σοβαρά και ευγενικά με μικρά βήματα έφταναν στο μαγαζάκι, και αυτό με δρομολόγιο, αρκετά νωρίς το πρωί, -την ώρα που οι δυνατοί ενήλικες και οι πιωμένοι βρίσκονταν στη δουλειά ή κοιμόντουσαν- για να μην μπορεί κανείς να τους πειράξει.

Κοντολογίς, η γειτόνισσα που με τον καιρό ήξερε πια το ρεπερτόριό τους, ρώτησε αρκετά άξεστα, με το περιπαικτικό της ύφος, όταν έπεσε πάνω τους (αυτοί μόλις βγαίνανε για το μαγαζάκι, με γιορτινά σιδερωμένα ρούχα, σαν για χορό, εκείνη με τριμμένο παναμαδάκι, εκείνος με άσπρη τραγιάσκα, τα ματάκια και των δύο χαρούμενα, τα χεράκια ζαρωμένα) –τι είναι αυτό που παίζετε συνέχεια, α! χαίρετε, δεν καταλαβαίνω –ενώ βασικά θα ήθελε να πει «για ποιο λόγο παίζετε συνέχεια και ενοχλείτε», όμως αυτοί κατάλαβαν ακριβώς το αντίθετο, συγκινήθηκαν, χαμογέλασαν φαρδιά-πλατειά με τα λεία πλαστικά τους δόντια και αυτή είπε -αυτή το είπε- η γριούλα: «Από τα τραγούδια χωρίς λόγια του Μέντελσον και ένα βαλς-φαντασία του Σοπέν» (Φτου σου! σκέφτηκε η γειτόνισσα).

Όμως όλα στον κόσμο τελειώνουν, και η μουσική ξαφνικά τελείωσε. Η γειτόνισσα ανέπνεε ελεύθερα, άρχισε να τραγουδάει και να το διασκεδάζει, αυτή ήταν κάτι σαν παραπεταμένη, ήταν μια εγκαταλειμμένη σύζυγος, σωστότερα ούτε καν σύζυγος, και έτσι ύστερα από τον χωρισμό τής έμεινε μια γκαρσονιέρα, και κάποιος άλλος εγκαταστάθηκε στο σπίτι της, έμενε εκεί, κάρφωσε ένα ράφι στην κουζίνα, αγόρασε και κάτι για τον εφοδιασμό του αποχωρητηρίου σαν κανονικός νοικοκύρης, ήρθε με ένα συσκευασμένο καπάκι και το βίδωσε μουρμουρίζοντας ότι αυτό που υπήρχε ήταν χάλια. Ύστερα επέστρεψε στη μάνα του. Και τώρα αυτή η μουσική κάθε βράδυ, από τον πολύ λεπτό, όπως φαίνεται, τοίχο, αυτό το βαλς

Page 9: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

9

του Σοπέν με τα λάθη πάντα στο ίδιο σημείο, πάντα το ίδιο φάλτσο σαν ένα παλιωμένο γραμμόφωνο που κολλάει και αυτό μπορεί να σε τρελάνει. Η τηλεόραση ήταν στον άλλο τοίχο, και εδώ υπήρχε ένα ντιβάνι, και ως συνήθως το παλιωμένο γραμμόφωνο ήταν σχεδόν κολλημένο κάθε βράδυ στο αυτί της. Εδώ που τα λέμε η ακοή της γειτόνισσας βελτιωνόταν σαν της νυχτερίδας, σαν του τυφλού που ακόμα και ανάμεσα στον πάταγο της τηλεόρασης ξεχωρίζει αυτόν τον καταραμένο Μέντελσον και τον Σοπέν.

Κοντολογίς, ξαφνικά όλα τελείωσαν, για δυο μέρες δεν ακουγόταν μουσική και μπορούσες να δεις τηλεόραση με ηρεμία, να τραγουδήσεις ή να χορέψεις, όμως από μακριά σαν να έκλαιγε κάποιος, σαν να τσίριζε ένα παιδί από τα πάνω πατώματα, αλλά και αυτό σταμάτησε. «Μα τι καλή ακοή που έχω!», - διηγούνταν μετά η γειτόνισσα των γέρων στη δουλειά, όταν όλα ξεκαθαρίστηκαν, ότι αυτό το τσίριγμα ήταν του άντρα της γριάς πιανίστας, ότι δεν τη βρήκανε κάπου γενικά αλλά στο πάτωμα κάτω από τον άντρα της, φαίνεται ότι αυτός από καιρό ήταν παράλυτος στο κρεβάτι («και εγώ δεν το είχα καταλάβει, κάποτε τους συναντούσα, να ‘τανε παλιά;» -συνέχιζε μονολογώντας τη διήγησή της η νεαρή γειτόνισσα), κείτονταν παράλυτος, και η γυναίκα του κάθε βράδυ, όπως φαίνεται, του έπαιζε το ρεπερτόριό της ακριβώς δίπλα στο αυτί της γειτόνισσας, προφανώς για να τον ευθυμήσει, και ύστερα αυτή κάπως έπεσε, πέθανε κοντά στο κρεβάτι του και αυτός άρχισε να προσπαθεί να κατέβει, για το τηλέφωνο μάλλον, και στο τέλος γκρεμίστηκε πάνω στη γυναίκα του και από αυτή τη θέση, παρόλ’ αυτά, κατάφερε να τηλεφωνήσει, άνοιξαν το διαμέρισμα, και οι δύο δεν ήταν πια ζωντανοί, ήταν γρήγορη η έκβαση.

«Μα τι καλή ακοή που έχω!» -έλεγε καμαρώνοντας η νεαρή γειτόνισσα σε όλους συνέχεια στο τηλέφωνο, ενώ θυμόταν εκείνο το απομακρυσμένο τσίριγμα ή κλάμα και υπολόγιζε τον χρόνο που του χρειάστηκε (το βράδυ και όλη τη νύχτα και όλη την επόμενη ημέρα), για να φτάσει το τηλέφωνο∙ γι’ αυτό φαίνεται ότι τσίριζε ο γέρος.

«Μα τι καλή ακοή που έχω! -σκεφτόταν με ανησυχία η γειτόνισσα για τους μελλοντικούς γείτονες και θυμόταν από μέσα της με αγάπη και ζήλια τον Σοπέν και τον Μέντελσον, -αυτοί εδώ ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, ήσυχοι, δεκαπέντε λεπτά την ημέρα έκαναν θόρυβο και αυτό ήταν όλο, ποιός θα τους αντικαταστήσει; Και πέθαναν με διαφορά μιας μέρας, όπως στα παραμύθια, έζησαν πολύ και πέθαναν με μια μέρα διαφορά» - Σοπέν, Σοπέν, Μέντελσον σκεφτόταν σαστισμένη μέσα στην σιωπή.

Page 10: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

10

Πηγή: ανθολογία И.И. Яценко: Русская «нетрадиционная» проза конца ХХ века», Санкт-Петербург, «Златоуст» 2004 (Αντισυμβατική ρωσική πεζογραφία του τέλους του 20ου αι., Αγία Πετρούπολη, εκδόσεις Ζλαταούστ 2004).

Λιουντμίλα Στεφάνοβνα Πετρουσέφσκαγια (Людмила

Стефановна Петрушевская) (Μόσχα 1938). Σπούδασε δημοσιογράφος. Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν της δημοσίευαν έργα. Το συγκεκριμένο διήγημα έχει αφηγηματικό χαρακτήρα. Συχνά στο έργο της αναφέρεται στη ζωή των γυναικών. Μπορεί σ’ αυτό να συναντήσεις μια «φυσική» ροή ή μια «ειρωνική πρωτοπορία, λεκτικά παιχνίδια, ανεκδοτικές καταστάσεις και παρωδίες στερεοτύπων. Ζει και εργάζεται στη Μόσχα.

Page 11: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

11

Γιούρι Κοβάλ (Юрий Коваль) Το τσαγιερό Чайник Περιοδικό “Μανδραγόρας”, τεύχος 49, 2014.

Το τσαγιερό δεν μ’ αγαπάει. Με τα θαμπά μπρούτζινα μάτια του με κατασκοπεύει όλη μέρα από τη γωνιά

του. Το πρωί, όταν το βάζω στο μάτι, κάπως συνέρχεται. Αρχίζει να βράζει,

αγανακτεί, φτύνει από χαρά ατμό και ζεματιστό νερό, χοροπηδάει και βροντάει∙ τότε, όμως, εγώ σβήνω το μάτι, ζεματάω το τσάι και η διασκέδαση τελειώνει.

Έρχεται ο Πετρόβιτς2. Ακουμπάει τον ώμο στη ντουλάπα. -Πάλι καθυστερείς την πληρωμή -λέει. Αυτές οι δυσάρεστες λέξεις μένουν μετέωρες στον αέρα ανάμεσα στο

τσαγιερό, εμένα και τον Πετρόβιτς. Η αντίδραση του τσαγιερού μού φαίνεται ακατανόητη. Του αρέσει αυτή ή

λέξη ή όχι; Με ποιον είναι; Μ’ εμένα ή τον Πετρόβιτς; -Εδώ και καιρό καθυστερείς την πληρωμή -λέει. Το τσαγιερό μού ρίχνει ένα ψυχρό βλέμμα και γίνεται απόμακρο. Δεν είναι

με τον Πετρόβιτς, αλλά δεν είναι και με μένα. Δεν ανησυχεί από τα λόγια που κρέμονται στον αέρα. Σκοτίστηκε για τις δυσκολίες μου. Και χωρίς εμένα θα επιβιώσει.

-Πότε θα πληρώσεις; -ρωτάει ο Πετρόβιτς. -Καταλαβαίνεις, -του εξηγώ, -δεν με αγαπάει το τσαγιερό. -Ποιος είπες; Αυτός που ήρθε χθες; Γιατί φωνάζατε; -Το τσαγιερό, Πετρόβιτς, Αυτό που είναι εδώ. Αυτό εδώ, το μπρούτζινο. -Και εγώ, σκέφτηκα, γιατί φωνάζουν; Ίσως έφεραν λεφτά. Άντε, σκέφτηκα,

θα πάω. Είναι ώρα να πληρώσει για το δωμάτιο. -Έχω παράξενες σχέσεις μαζί του, πολύ τεταμένες –παραπονιέμαι στον

Πετρόβιτς. Συνέχεια με ακολουθεί, διεκδικεί, θέλει να βράζει χωρίς σταματημό. Και εγώ δεν μπορώ, κατάλαβέ το! Υπάρχουν και άλλες δουλειές.

-Περίσσεψε σαλάμι! -λέει με έκπληξη ο Πετρόβιτς, κοιτάζοντας στο τραπέζι. Δεν το μάζεψες το βράδυ; Μέχρι τις δυο φωνάζατε! Και εγώ σκέφτηκα μπας και σφαχτούν!

Ανάβω το μάτι και αμέσως το τσαγιερό αρχίζει να μιλάει ένρινα. -Τώρα ακούς; Ακούς; Περίμενε, τώρα θα δεις! -λέω εγώ. Ο Πετρόβιτς δεν με ακούει. Ακούει με προσοχή την εσωτερική φωνή του. Κι

αυτή λέει: «Τι ν’ ακούσω; Βαρέθηκα! Πλήρωσε ή φύγε!»

2 Η προσφώνηση μόνο με το πατρώνυμο σημαίνει αδιαφορία.

Page 12: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

12

Το τσαγιερό σωπαίνει, παρατάει τα ένρινα και ανόητα και κατσουφιάζοντας αφουγκράζεται την κουβέντα μας.

Στου Πετρόβιτς νοικιάζω μια γωνιά που έχει μερικές γωνιές: τη γωνία που κάθομαι εγώ, τη γωνία με τις μπογιές, τη γωνία με το τσαγιερό, τη γωνία με τη ντουλάπα, και τώρα να και ο Πετρόβιτς με την εσωτερική του φωνή, που εύκολα γίνεται εξωτερική:

-Για σαλάμι λεφτά έχεις; Λουκάνικα, ψωμί, κουλτουροσυζήτηση, φωνάζατε μέχρι τις τέσσερις το πρωί! Και εμάς μας αφήνετε απλήρωτους με το έτσι θέλω!

Γιατί δεν μιλάει το τσαγιερό; Προσποιείται ότι ακόμα δεν έφτασε σε βρασμό.

-Σωπαίνει, -εξηγώ στον Πετρόβιτς. –Επίτηδες σωπαίνει, κρύβεται. Και θα σωπαίνει για πολύ, έτσι είναι ο χαρακτήρας του.

-Πρόσεξε, θα το κάνουμε σαν την προηγούμενη φορά -λέει με σημασία ο Πετρόβιτς.

Μα τι αντοχή έχει το τσαγιερό μου! Το ηλεκτρικό μάτι πύρωσε, όμως αυτό επίτηδες δεν βράζει, σφίγγει τα δόντια, υπομένει και ακούει. Ούτε μια σταλίτσα ατμού δεν ξεφεύγει από τη μύτη του, ούτε ψιθύρισμα, ούτε γουργούρισμα δεν ακούγεται κάτω από το καπάκι.

Όμως την προηγούμενη φορά έγινε πολύ άσχημα. Για καθυστερημένη πληρωμή τριών μηνών, ο Πετρόβιτς πέταξε τους καμβάδες και τους πίνακές μου στην αυλή, έφτιαξε μ’ αυτούς ένα σωρό και τους έκαψε. Οι καμβάδες, λένε, καίγονται δύσκολα και ειδικά δεν καιγόταν η νεκρή φύση με το τσαγιερό, επειδή είχα τόσο πολύ «κολλήσει» με το επίχρισμα της βάσης από άμμο και κοπανισμένο τούβλο! Ο Πετρόβιτς, όμως, τον έβγαλε από τη φωτιά, για να μην εμποδίζει το κάψιμο των χαρτιών. Τσουρουφλισμένος και θρηνώντας, παράδερνα στην πόλη και δεν ήξερα τι να κάνω. Μία ήταν η διέξοδος∙ να σκοτώσω τον Πετρόβιτς.

-Τι συμβαίνει με το τσαγιερό σου; Γιατί δεν βράζει; -λέει ο Πετρόβιτς. Τα νεύρα του τσαγιερού είναι τσιτωμένα στο έπακρο, βγάζει αργά μέσα από

το λεπτό στόμιό του ένα χαμηλότατο, σαν το βούισμα της σφήκας, ήχο. Απομακρύνομαι. Ξέρω ότι δεν πρέπει να ανακατεύομαι με το τσαγιερό μου,

δεν έχει φρένο. Μπορεί να φτάσει στα άκρα. -Ή μήπως παράκαψε το μάτι; -λέει ο Πετρόβιτς και πλησιάζει στο τσαγιερό. -Πρόσεχε, -λέω. -Το νου σου! Ο Πετρόβιτς τραβάει το χέρι αλλά είναι αργά. Το καπάκι πετάγεται από το τσαγιερό. Καυτές τουλούμπες ατμού και

κάμποσο νερό πετάγεται πάνω του. Ουρλιάζει τυφλωμένος, ορμάει στην κουζίνα και χώνει το κεφάλι του κάτω από τη βρύση.

Το τσαγερό γίνεται χαρούμενο, φτύνει προς όλες τις πλευρές, χοροπηδάει, αναπηδάει και βροντάει νικηφόρα.

Page 13: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

13

Φυσικά, θα πρέπει να σβήσω το μάτι, να κάτσω να σκεφτώ πώς θα ζήσω παραπέρα. Το πώς θα ζήσω είναι άγνωστο, αλλά το τσαγιερό σίγουρα θα το αφήσω να βράζει.

Πηγή: Ανθολογία И.И. Яценко: Русская «нетрадиционная»

проза конца ХХ века», Санкт-Петербург, «Златоуст» 2004 (Αντισυμβατική ρωσική πεζογραφία του τέλους του 20ου αι., Αγία Πετρούπολη, εκδόσεις Ζλαταούστ 2004).

Γιούρι Ιοσίφοβιτς Κοβάλ (Μόσχα 1938-1995). Σπούδασε φιλολογία

στο παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Εργάστηκε ως δάσκαλος στην επαρχία. Το τσαγιερό είναι δείγμα της ειρωνικής πρωτοπορίας που σ’ αυτήν ενυπάρχει η πραγματικότητα, η κοινωνικότητα, η ευχαρίστηση και η ψυχολογία.

Page 14: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

14

Άντον Τσέχωφ (Антон Чехов) Το παραξήλωσε (Пересолил) (Δεύτερο βραβείο στον 1ο διαγωνισμό ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ 2010) Ηλεκτρονικό περιοδικό «Πλανόδιον», τεύχος 52, ανάρτηση 20 Μαρτίου 2012. Ιστορίες Μπονζάι ’14, 83 Μικρά διηγήματα, Μια ανθολογία, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014

Ο τοπογράφος Γκλεμπ Γκαβρίλοβιτς Σμιρνόφ έφθασε στο σταθμό

«Γκνιλούσκι». Μέχρι το αγρόκτημα, όπου τον είχαν καλέσει για οριοθέτηση, έμεναν ακόμα να διανύσει τριάντα με σαράντα χιλιόμετρα. (Αν ο αμαξάς δεν είναι πιωμένος και δεν έχει ψωράλογα, ούτε με τριάντα χιλιόμετρα δεν θα μοιάζουν, αλλά αν είναι πιωμένος και τ’ άλογά του κουρασμένα, τότε μπορεί να μοιάζουν και με πενήντα).

-Πείτε μου, παρακαλώ, πού μπορώ να βρω εδώ κοντά ταχυδρομικά άλογα; είπε ο τοπογράφος, απευθυνόμενος στον χωροφύλακα του σταθμού.

-Τι; Ταχυδρομικά; Εδώ για εκατό χιλιόμετρα δρόμο δεν ακούς ούτε σκυλί, όχι ταχυδρομικά…Και σεις πού θέλετε να πάτε;

-Στο Δέφκινο, στα κτήματα του στρατηγού Χαχανίδη. -Λοιπόν; χασμουρήθηκε ο χωροφύλακας. Πηγαίνετε μέχρι το σταθμό, εκεί

στην πόρτα συχνά βρίσκονται χωρικοί, μεταφέρουν ταξιδιώτες. Ο τοπογράφος ξεφύσηξε και άρχισε να βαδίζει προς τον σταθμό. Εκεί, μετά

από πολλές αναζητήσεις, συζητήσεις και δισταγμούς, βρήκε έναν ρωμαλέο χωρικό, κατσούφη, βλογιοκομμένο, ντυμένο με ένα κουρελιασμένο τσόχινο καφτάνι και πλεχτά χορτοπάπουτσα.

Τι διάολο κάρο είναι αυτό! Συνοφρυώθηκε ο τοπογράφος, σκαρφαλώνοντας. Δεν καταλαβαίνεις πού είναι το πίσω και το μπρος…

-Μα τι να καταλάβεις; Όπου είναι η ουρά είναι και το μπρος, και εκεί που κάθεται η ευγένειά σας είναι το πίσω…

Η φοραδίτσα ήταν λιπόσαρκη, με ανοιχτά πόδια και φαγωμένα αυτιά. Όταν ο αμαξάς ανασηκώθηκε και την χτύπησε με το σχοινένιο μαστίγιο, αυτή κούνησε μόνο το κεφάλι, όταν την έβρισε και την χτύπησε άλλη μια φορά, τότε το κάρο έτριξε και άρχισε να τρέμει σαν δαιμονισμένο. Μετά το τρίτο χτύπημα το κάρο κύλησε λίγο και πια με το τέταρτο κουνήθηκε από τη θέση του.

Έτσι θα πάμε όλο το δρόμο; ρώτησε ο τοπογράφος, νοιώθοντας το δυνατό τράνταγμα και παραμένοντας έκπληκτος από την ικανότητα των Ρώσων αμαξάδων να κάνουν, με μια αργή χελωνίσια διαδρομή, την ψυχή να ξεβιδώνεται από το τράνταγμα.

Page 15: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

15

Θα-α-α φτάσουμε! –τον καθησύχασε ο αμαξάς. Η φοράδα είναι νέα, έξυπνη… Ασ’ την μόνο να πάρει φόρα και μετά δεν σταματάει… Άιντε, καταραμέ…νη!

Όταν το κάρο βγήκε από τον σταθμό, ήταν σούρουπο. Στα δεξιά τού τοπογράφου απλωνόταν η πεδιάδα, σκοτεινή, παγωμένη, χωρίς τέλος και άκρη… (Διασχίζοντάς την είναι σαν να ξεκινάς για του διαόλου τη μάνα). Στον ορίζοντα, εκεί που χανόταν και ενωνόταν με τον ουρανό, έσβηνε νωχελικά το κρύο φθινοπωρινό σούρουπο… Αριστερά από τον δρόμο, στον σκοτεινιασμένο αέρα ξεχώριζαν κάποια βουναλάκια, σαν περσινές θημωνιές ή σαν σπιτάκια. Τι ήταν μπροστά δεν έβλεπε ο τοπογράφος, επειδή απ΄ αυτή την πλευρά όλο το οπτικό πεδίο το κάλυπτε η φαρδιά, άγαρμπη πλάτη του αμαξά. Ήταν ήσυχα, αλλά κρύα και παγωμένα.

«Τι νέκρα που είναι εδώ! (σκεφτόταν ο τοπογράφος, προσπαθώντας να προστατεύσει τα αυτιά του με το γιακά του παλτού), ούτε ψυχή!» Αν του επιτεθούν ξαφνικά και τον ληστέψουν; Ακόμα και κανόνι να πέσει δεν θα το ακούσει κανείς!.. Και ο αμαξάς κάπως μυστήριος… Για δες τον, τι πλατάρα! Αυτό το παιδί της φύσης και δάχτυλο να κουνήσει, η ψυχή σου πάει στην Κούλουρη! Και η μούρη του είναι άγρια, ύποπτη».

-Ε! καλέ μου, ρώτησε ο τοπογράφος, πώς σε λένε; -Εμένα; Κλήμη. -Λοιπόν, Κλήμη, πώς είναι εδώ; Δεν είναι επικίνδυνα; Δεν γίνονται

επιθέσεις; -Όχι, μα τω θεώ… Ποιος να κάνει επίθεση; -Είναι καλό που δεν κάνουν επιθέσεις… Αλλά εγώ για καλό και για κακό έχω

πάρει μαζί μου τρία ρεβόλβερ, είπε ψέματα ο τοπογράφος. Και με το ρεβόλβερ, ξέρεις, δεν αστειεύεται κανείς. Με δέκα ληστές μπορείς να τα βγάλεις πέρα…

Σκοτεινιά. Το κάρο ξαφνικά έτριξε, τσίριξε, τρεμούλιασε, και, σαν άθελά του, έκανε αριστερά.

«Πού με πάει; σκέφτηκε ο τοπογράφος. Πήγαινε όλο ευθεία και ξαφνικά έστριψε αριστερά. Πιθανόν να με πηγαίνει σε κάποια λόχμη ο παλιάνθρωπος, και… και… συμβαίνουν τέτοια περιστατικά!»

- Άκου, απευθύνθηκε στον αμαξά. –Έτσι λες! Ότι εδώ δεν είναι επικίνδυνα; Κρίμα… Μ’ αρέσει να παλεύω με ληστές… Στην όψη είμαι αδύνατος, αρρωστιάρης, αλλά οι δυνάμεις μου, λες και είναι ταύρου… Μια φορά μου επιτέθηκαν τρεις ληστές… Και τι νομίζεις; Τον ένα τον χτύπησα τόσο άσχημα, που… που, καταλαβαίνεις, παρέδωσε την ψυχή στον Θεό, και οι άλλοι δύο εξαιτίας μου πήγαν στα κάτεργα της Σιβηρίας. Και από πού παίρνω αυτή τη δύναμη, δεν ξέρω… Αρπάζεις το χέρι κάποιου δυνατού, κάποιου σαν και σένα, και… πάει τελείωσε.

Page 16: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

16

Ο Κλήμης έριξε μια ματιά στον τοπογράφο, ανοιγόκλεισε τα μάτια και μαστίγωσε το άλογο.

-Ναι, αδελφέ… συνέχισε ο τοπογράφος. Θεός φυλάξει αν μπλεχτεί κανείς με μένα! Δεν φτάνει που ο ληστής μένει δίχως χέρια και δίχως πόδια, αλλά πρέπει και να δικαστεί… Όλοι οι δικαστές και οι αστυνομικοί μου είναι γνωστοί. Εγώ είμαι άνθρωπος του κράτους, με χρειάζονται… Το ότι εγώ ταξιδεύω είναι γνωστό στη διοίκηση… και γι αυτό παρακολουθούν για να μη μου κάνει κάποιος κακό. Παντού στον δρόμο πίσω από τους θάμνους είναι έτοιμοι να ορμήσουν εκατοντάδες υπαξιωματικοί των Κοζάκων… Α-α-αλτ! Έμπηξε τις φωνές ο τοπογράφος. –Πού μπήκες; Πού με πας;

-Μα εσείς δεν βλέπετε; Είναι δάσος! «Πράγματι, δάσος… σκέφτηκε ο τοπογράφος. Εγώ τι φοβήθηκα! Όμως δεν

πρέπει να του φανερώσω την ανησυχία μου… Ήδη πρόσεξε πως τρέμω. Γιατί με κλεφτοκοίταζε τόσο συχνά; Ίσως σχεδιάζει κάτι… Προηγουμένως πήγαινε σιγά-σιγά, βήμα-βήμα, και τώρα για δες τον, πάει σαν αστραπή!»

-Άκου, Κλήμη, γιατί βιάζεις τόσο το άλογο; -Δεν το βιάζω, μόνο του πήρε φόρα… Και όταν παίρνει φόρα τίποτε δεν

μπορεί να το σταματήσει… Και το ίδιο δεν είναι χαρούμενο με τέτοια πόδια που έχει.

-Λες ψέματα, αδελφέ! Βλέπω ότι λες ψέματα! Μόνο σε συμβουλεύω να μην τρέχεις τόσο γρήγορα. Κάνε λίγο κράτει… Ακούς; Κάνε λίγο κράτει!

-Γιατί; Επειδή… επειδή, μαζί μου από τον σταθμό θα έπρεπε να έρθουν τέσσερις

φίλοι. Πρέπει να μας προλάβουν… Υποσχέθηκαν να με προλάβουν σ΄ αυτό το δάσος… Θα είναι πιο ευχάριστα να συνεχίσουμε μαζί τους… Είναι άνθρωποι υγιείς, γεροδεμένοι… ο καθένας έχει περίστροφο… Γιατί συνέχεια στρίβεις πίσω και κοιτάζεις, σαν να κάθεσαι σε βελόνες; Ε! Εγώ, αδελφέ, έ… αδελφέ… Σε μένα δεν υπάρχει τίποτε να κοιτάξεις… τίποτε ενδιαφέρον σε μένα… Ίσως μόνο τα ρεβόλβερ… Παρακαλώ, αν θέλεις, θα σου τα δείξω, παρακαλώ…

Ο τοπογράφος έκανε ότι ψαχουλεύει τις τσέπες, και εκείνη τη στιγμή συνέβη κάτι που κανένας δεν θα μπορούσε να περιμένει, όσο δειλός κι αν ήταν. Ο Κλήμης ξαφνικά ρίχτηκε από το κάρο στα τέσσερα και έτρεξε στο ρουμάνι.

-Βοήθεια! Φώναξε κλαψιάρικα. Βοήθεια! Πάρε, καταραμένε, και το άλογο και το κάρο, μόνο μη με σκοτώσεις! Βοήθεια!

Ακούστηκαν γρήγορα βήματα που χάνονταν, τριγμός ξερόκλαδων – και τέλος σιωπή… Ο τοπογράφος, μη περιμένοντας τέτοια συμπεριφορά, σταμάτησε πρώτα το άλογο, μετά κάθισε πιο βολικά στο κάρο και άρχισε να σκέφτεται.

Page 17: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

17

«Έφυγε τρέχοντας… ο βλάκας… φοβήθηκε. Και τώρα τι θα γίνει; Μόνος να προχωρήσω δεν είναι δυνατόν, δεν ξέρω τους δρόμους και μπορεί να νομίζουν ότι έκλεψα το άλογό του… Τι θα γίνει;» -Κλήμη! Κλήμη!

-Κλήμη!.. απάντησε η ηχώ. Στη σκέψη ότι όλη τη νύχτα θα την περάσει καθισμένος στο σκοτεινό δάσος,

μέσα στο κρύο, ακούγοντας μόνο τους λύκους και την ηχώ από τα ρουθουνίσματα της λιπόσαρκης φοράδας τον έπιασε σύγκρυο.

-Κλημούλη! –φώναξε. –Καλέ μου! Πού είσαι, Κλημούλη; Δύο ώρες φώναζε ο τοπογράφος, και μόνο αφού βράχνιασε και

συμφιλιώθηκε με τη διανυκτέρευσή του στο δάσος, τότε το ελαφρό αεράκι του έφερε κάποιο βογκητό.

-Κλήμη! Εσύ είσαι καλέ μου; Πάμε. -Θα με…σκοτώσεις; -Αστειεύτηκα, καλέ μου! Τιμώρησέ με, κύριε, αστειεύτηκα! Τι ρεβόλβερ!

Εγώ είπα ψέματα από φόβο! Κάνε μου τη χάρη, πάμε! Παγώνω! Ο Κλήμης συλλογίστηκε ότι, μάλλον, ένας πραγματικός ληστής θα είχε

εξαφανιστεί προ πολλού με το άλογο και το κάρο, βγήκε από το δάσος και αναποφάσιστα πλησίασε τον επιβάτη του.

-Μα από τι φοβήθηκες, βλάκα; Εγώ… εγώ αστειευόμουνα και συ φοβήθηκες… κάτσε!

-Ο θεός μαζί σου, αφέντη, μουρμούρισε ο Κλήμης σκαρφαλώνοντας στο κάρο. Αν το ήξερα ούτε με εκατό ολόκληρα δεν θα σε πήγαινα. Παραλίγο να πεθάνω απ’ τον φόβο…

Ο Κλήμης μαστίγωσε το άλογο. Το κάρο τραντάχτηκε. Ο Κλήμης το ξαναμαστίγωσε και το κάρο κουνήθηκε. Μετά το τέταρτο χτύπημα, όταν το κάρο κουνήθηκε από τη θέση του, ο τοπογράφος σκέπασε τ’ αυτιά του με τον γιακά και βυθίστηκε σε σκέψεις. Ο δρόμος και ο αμαξάς δεν του φαινόντουσαν πια επικίνδυνοι.

Πηγή: Διήγημα του 1885. Полное собрание сочинений и писем в

30-ти томах. Сочинение Том 4 М. «Наука», 1984. (Πλήρης συλλογή έργων 30 τόμων, 4ος τόμος. Εκδόσεις Ναούκα, 1984).

Άντον Τσέχωφ (Антон Чехов)(Ταγκανρόγκ Ρωσίας 1860 – Μπαντενβάιλερ Γερμανίας 1904). Σπούδασε ιατρική στη Μόσχα. Παράλληλα με τις ιατρικές σπουδές άρχισε και το συγγραφικό του έργο. Ποτέ δεν εγκατέλειψε τη ιατρική. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς του 19ου αι. και όχι μόνο. Το διήγημα αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα το Άστυ, στις 30/8/1901 σε μετάφραση, από τη γαλλική γλώσσα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Page 18: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

18

Άντον Τσέχωφ (Антон Чехов) Οι χαραμοφάηδες (Нахлебники) Ιστολόγιο Υπουργείου Παιδείας Κύπρου www.moec.gov.cy Διδακτικά σενάρια Β΄ Γυμνασίου, Άνθρωποι και ζώα, ανάρτηση 8 Απριλίου 2013.

Ο νοικοκύρης Μιχαϊλ Πετρόφ Ζότοφ, εβδομήντα χρονών σαράβαλο, μόνος

και έρημος, ξύπνησε από το κρύο με πόνους σε όλο το γεροντικό κορμί του. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και το καντήλι μπροστά στην εικόνα είχε πια σβήσει. Σήκωσε την κουρτίνα και κοίταξε έξω. Τα σύννεφα φαίνονταν πιο άσπρα και άρχιζε ν’ ανοίγει ο ουρανός∙ δεν θα ‘ταν παραπάνω από τέσσερις και κάτι.

Ο Ζότοφ έβγαλε ένα μικρό ξεφωνητό, έβηξε λιγάκι και σφιγμένος από το κρύο σηκώθηκε από το κρεβάτι. Κατά την παλιά του συνήθεια έμεινε πολλή ώρα μπροστά στην εικόνα και προσευχήθηκε. Είπε το «Πάτερ ημών», το «Χαίρε κεχαριτωμένη», το «Πιστεύω» και μνημόνευσε μια μεγάλη σειρά από ονόματα. Σε ποιον ανήκουν αυτά τα ονόματα το έχει ξεχάσει από καιρό, και τα έλεγε μόνο από συνήθεια. Κατά την ίδια πάλι συνήθεια σκούπισε το δωμάτιο και τον διάδρομο και άναψε το μικρό σαμοβάρι, ένα φουσκωτό χαλκοκόκκινο με τέσσερα ποδαράκια. Αν δεν είχε αυτές τις συνήθειες ο Ζότοφ, δεν θα ήξερε πώς να γεμίσει την ώρα του τώρα στα γεράματα.

Το σαμοβαράκι σιγά-σιγά ζεστάθηκε και ξαφνικά, ανέλπιστα, άρχισε να σφυρίζει σαν τρεμουλιαστή φωνή μπάσου.

-Άιντε, σφύρα! –μουρμούρισε ο Ζότοφ. –Σφυρίζει όποτε του καπνίσει! Τότε ο γέρος θυμήθηκε ότι την περασμένη νύχτα ονειρεύτηκε μια σόμπα,

και αν δεις στο όνειρό σου σόμπα σημαίνει στενοχώρια. Τα όνειρα και οι οιωνοί ήταν τα μόνα που μπορούσαν να βάλουν το μυαλό

του να δουλέψει. Και αυτή τη φορά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον βυθίστηκε στη λύση ερωτημάτων: γιατί σφυρίζει το σαμοβάρι; τι στεναχώρια προφητεύει η σόμπα; Το όνειρο βγήκε γρήγορα αληθινό: όταν ο Ζότοφ ξέβγαλε το τσαγιερό και πήγε να πάρει το τσάι για να το ζεματίσει, στο μικρό κουτί δεν βρήκε ούτε ένα φυλλαράκι.

-Κάτεργο η ζωή! –γκρίνιαξε, περιστρέφοντας στο στόμα του με τη γλώσσα ψίχουλα μαύρου ψωμιού. Τι σκυλίσια μοίρα! Δεν έχει τσάι! Καλύτερα να ήμουνα ένας απλός μουζίκος παρά νοικοκύρης. Ρεζιλίκι!

Γογγύζοντας και παραμιλώντας ο Ζότοφ, άγρια ήρεμος και ψυχρός, φόρεσε το παλτό του που έμοιαζε με κρινολίνο και έχωσε τα πόδια του στις τεράστιες άγαρμπες γαλότσες που τις είχε ράψει ο τσαγκάρης Προχόριτς. Η μεγάλη αυλή, έμοιαζε να κυματίζει από τα αγριάγκαθα ενώ τα μισοκαλυμμένα κίτρινα φύλλα ασήμιζαν ελαφρά στη φθινοπωρινή πάχνη. Κανένας ήχος, ούτε αέρας. Ο γέρος έκατσε στο σκαλοπάτι της ξεχαρβαλωμένης βεράντας και εκείνη τη στιγμή έγινε

Page 19: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

19

το ίδιο που συνέβαινε συστηματικά κάθε πρωί: πλησίαζε ο Λίσκα το σκυλί του, ένα μεγάλο μαντρόσκυλο, άσπρο με μαύρες κηλίδες, μαδημένο, μισοπεθαμένο, με κλειστό το δεξί μάτι. Ο Λίσκα πλησίασε διστακτικά, σκύβοντας άτολμα, σαν να πατούσε σε πυρωμένη πλάκα και όχι σε χώμα, και όλο το γερασμένο του κορμί έμοιαζε να είναι σε μιαν ακραία ταπείνωση. Ο Ζότοφ προσποιήθηκε ότι δεν του δίνει σημασία∙ όμως όταν αυτός κούνησε λίγο την ουρά του και όπως πάντα σκύβοντας έγλειψε τη γαλότσα του, τότε χτύπησε θυμωμένα το πόδι.

-Ξουτ, άει ψόφα! –φώναξε. –Καταραμένε! Ο Λίσκα πήγε στη γωνία, έκατσε και κάρφωσε το μοναδικό του μάτι στον

αφεντικό του. -Σατανάδες! –συνέχισε ο Ζότοφ. –Σεις μου λείπατε! Κοίταξε με μίσος στο υπόστεγο που η στέγη του είχε μισοκαταρρεύσει. Εκεί,

από την πόρτα τον κοίταζε ένα μεγάλο αλογίσιο κεφάλι. Μάλλον, ευχαριστημένο από την προσοχή του αφεντικού, το κεφάλι άρχισε να κινείται, προχώρησε μπροστά, και βγήκε από το υπόστεγο ολόκληρο το άλογο, τόσο κακομοιριασμένο όπως ο Λίσκα, τόσο διστακτικό και βασανισμένο, λεπτοπόδαρο, γκριζαρισμένο, με ρουφηγμένη κοιλιά και κοκαλιάρικη ράχη. Βγήκε από το υπόστεγο και σταμάτησε αναποφάσιστο, εντελώς σαστισμένο.

-Που να σας πάρει ο Χάρος!… συνέχισε ο Ζότοφ. –Εξαφανιστείτε από τα μάτια μου, τομάρια… Μπας και θέλετε να φάτε! – μισογέλασε, στραβώνοντας το άσχημό του πρόσωπο με ένα περιφρονητικό χαμόγελο. –Με συγχωρείτε, αμέσως! Για έναν τέτοιον κέλητα η βρώμη είναι ό,τι καλύτερο! Φάτε! Αμέσως! Και εξαιρετικέ και αγαπημένε μου σκύλε τι θα φάτε! Αν δεν σας αρέσει αγαπημένε μου σκύλε το ψωμί, μήπως θα θέλατε βοδινό;

Ο Ζότοφ γκρίνιαζε για κανένα μισάωρο και φούντωνε όλο και πιο πολύ∙ στο τέλος μη μπορώντας να αντέξει τη μεγάλη κακία που έβραζε μέσα του πετάχτηκε, χτύπησε τις γαλότσες του και ούρλιαξε σε ολόκληρη την αυλή:

-Δεν είμαι υποχρεωμένος να σας ταΐζω, παράσιτα! Δεν είμαι κανένας εκατομμυριούχος για να τρώτε και να πίνετε από το φαΐ μου! Εγώ ο ίδιος δεν έχω τίποτε να φάω βρωμερά παλιόζωα, που να σας πιάσει χολέρα! Καμιά χαρά δεν είδα από σας, ούτε όφελος, παρά μόνο έξοδα και πόνο! Γιατί δεν ψοφάτε; Τι πλάσματα είσαστε εσείς που ούτε ο χάρος δεν σας παίρνει; Ζήστε, που να σας πάρει ο διάολος, εγώ όμως δεν θέλω να σας ταΐζω! Αρκετά με μένα! Δεν θέλω! Ο Ζότοφ εξοργιζόταν, αγανακτούσε και το άλογο και το σκυλί άκουγαν.

Να κατάλαβαν άραγε αυτοί οι δύο χαραμοφάηδες ότι τους κατηγορούν για ένα κομμάτι ψωμί; -δεν ξέρω, αλλά οι κοιλιές τους ρουφήχτηκαν περισσότερο και το σώμα τους συρρικνώθηκε, έσβησε και έδειχναν καταφοβισμένοι… Το ταπεινό βλέμμα τους εξόργισε ακόμα περισσότερο τον Ζότοφ.

Page 20: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

20

Έξω! –φώναξε, κυριευμένος από λύσσα. –Έξω από το σπίτι μου! Να μη σας ξαναδώ στα μάτια μου! Δεν είμαι υποχρεωμένος να κρατάω το κάθε ρεμάλι στην αυλή μου! Έξω!

Ο γέρος γοργοβάδισε προς την αυλόπορτα, την άνοιξε και παίρνοντας από κάτω μια βίτσα άρχισε να διώχνει από την αυλή τα ζωντανά του. Το άλογο άρχισε να κουνάει αργά το κοκαλιάρικο σώμα του προς την αυλόπορτα με το σκυλί από πίσω του. Και τα δύο βγήκαν στον δρόμο και έχοντας κάνει καμιά εικοσαριά βήματα σταμάτησαν στον φράχτη.

-Θα σας... –τα φοβέρισε ο Ζότοφ. Έχοντας βγάλει έξω τα ζωντανά, ησύχασε και άρχισε να σκουπίζει την αυλή.

Αραιά και πού έριχνε μια ματιά στον δρόμο: το άλογο και το σκυλί στέκονταν σαν στύλοι δίπλα στον φράχτη και κοίταζαν μελαγχολικά την αυλόπορτα.

-Άιντε να δούμε πώς θα ζήσετε χωρίς εμένα! –γκρίνιαξε ο γέρος, νοιώθοντας να καταλαγιάζει ο θυμός του- βρείτε κάποιον άλλον να ενδιαφερθεί τώρα για σας! Εγώ είμαι τσιγκούνης και κακός… με μένα να ζεις είναι ελεεινό, γι’ αυτό ζήστε με άλλον… Να δούμε!…

Απολαμβάνοντας τη θέα των χαραμοφάηδων και μαλώνοντάς τους μέχρι να χορτάσει, ο Ζότοφ βγήκε από την αυλόπορτα και παίρνοντας άγρια έκφραση στο πρόσωπό του, φώναξε:

-Έλα, τι στέκεστε; Ποιον περιμένετε; Στέκεστε στη μέση του δρόμου και εμποδίζετε τον κόσμο να περάσει! Πηγαίνετε στην αυλή!

Το άλογο και το σκυλί έσκυψαν τα κεφάλια και με ένοχο βλέμμα κατευθύνθηκαν προς την αυλόπορτα. Ο Λίσκα νοιώθοντας ότι, μάλλον, δεν άξιζε συγχώρεση άρχισε να γρυλίζει παραπονιάρικα.

-Ζήστε, κι’ όσο για τροφή, τη βάψατε! –είπε ο Ζότοφ, αφήνοντάς τα να μπουν. -Δεν πάτε να ψοφήσετε!

Στο μεταξύ μέσα από την πρωινή φθινοπωρινή καταχνιά άρχισαν να προβάλλουν οι λοξές ακτίνες του ήλιου. Ακούστηκαν φωνές και βήματα. Ο Ζότοφ έβαλε στη θέση της τη σκούπα, βγήκε από την αυλή και πήγε στον κουμπάρο του και γείτονα Μαρκ Ιβάνιτς που είχε μπακάλικο. Όταν έφτασε κάθισε στην πτυσσόμενη καρέκλα, αναστέναξε με σοβαρότητα, ίσιωσε τη γενειάδα του και άρχισε να μιλάει για τον καιρό. Από τον καιρό οι κουμπάροι πέρασαν στον καινούριο διάκονο, από τον διάκονο στους ψάλτες, -και η συζήτηση τράβαγε σε μάκρος. Με το πες-πες η ώρα περνούσε και όταν ο μικρός του μπακάλικου έφερε το μεγάλο τσαγιερό με το ζεματιστό νερό και οι κουμπάροι άρχισαν να πίνουν τσάι, ο χρόνος πέταξε σαν πουλάκι. Ο Ζότοφ ζεστάθηκε και έγινε πιο εύθυμος.

-Έχω να σου κάνω μία παράκληση, Μαρκ Ιβάνιτς, -άρχισε να λέει μετά το έκτο φλιτζάνι τσάι, χτυπώντας τα δάχτυλα στον πάγκο του μαγαζιού. –Θα είχες την καλοσύνη να μου δώσεις και σήμερα λίγη βρώμη;

Page 21: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

21

Πίσω από το μεγάλο κασόνι με το τσάι που καθόταν ο Μαρκ Ιβάνιτς, ακούστηκε ένας βαθύς αναστεναγμός.

-Κάνε μου τη χάρη, δώσε μου λίγο, -συνέχισε ο Ζότοφ. Μη μου δώσεις τσάι αλλά δώσε μου βρώμη… Ντρέπομαι που στο ζητώ, σε έχω παραφορτώσει με τη φτώχεια μου, όμως… το άλογο πεινάει.

-Ακριβώς. Μπορώ να σου δώσω, αναστέναξε ο κουμπάρος. Γιατί να μη σου δώσω; Όμως μα την κόλαση, πες μου καλέ μου, μέχρι πότε θα κρατάς αυτά τα ψοφίμια; Μακάρι ν’ άξιζε το άλογο, αλλά τώρα, φτου!... Ντρέπεσαι να το κοιτάξεις… Και το σκυλί ένας καθαρός σκελετός! Γιατί τα ταΐζεις;

-Πού να τα πάω; -Είναι γνωστό το πού. Πήγαινέ τα στον Ιγνάτ τον εκδοροσφαγέα –αυτό

είναι όλο. Από καιρό έπρεπε να τα πας εκεί. Είναι το σωστό μέρος. -Μπορεί να είναι κι έτσι!… Μάλλον είναι… -Ζεις με τη ζητιανιά και από πάνω κρατάς και ζώα, -συνέχισε ο κουμπάρος.

Εγώ δεν τσιγκουνεύομαι τη βρώμη… Ο Θεός μαζί σου, αλλά, ακόμα χειρότερα αδελφέ, να δίνεις κάθε μέρα, αυτό… είναι ασύμφορο. Και επιτέλους είναι απέραντη η φτώχεια σου! Δίνεις, δίνεις και δεν ξέρεις πότε αυτό θα πάρει τέλος.

Ο κουμπάρος αναστέναξε και χάιδεψε το κόκκινο πρόσωπό του. -Καλύτερα να είχες πεθάνει κι εσύ -είπε. –Μιας και ούτε συ ο ίδιος δεν

ξέρεις για ποιο λόγο ζεις… Ειλικρινά! Αφού ο Κύριος δεν σου δίνει τον θάνατο, θα ‘πρεπε να είχες πάει σ΄ ένα οποιοδήποτε φτωχοκομείο ή άσυλο.

-Γιατί να πάω; Έχω συγγενείς… Έχω μία εγγονή… Και άρχισε ο Ζότοφ να εξηγεί με πολλά λόγια ότι κάπου σ’ ένα αγρόκτημα

ζει η εγγονή του η Γκλάσα, κόρη της ανιψιάς του της Κατερίνας. -Είναι υποχρεωμένη να με ταΐσει! –είπε. Θα της μείνει το σπίτι μου. Άρα

πρέπει να με ταΐσει. Θα σηκωθώ και θα πάω. Έτσι είναι, καταλαβαίνεις…; η Γκλάσα είναι κόρη της Κάτιας και η Κάτια, καταλαβαίνεις…; είναι προγονή του αδερφού μου Παντελέι… καταλαβαίνεις…; Θα της μείνει το σπίτι μου… Ας με ταΐσει!

-Μα πώς; Αντί να ζητάς ελεημοσύνη θα έπρεπε να έχεις πάει σ’ αυτή εδώ και πολύ καιρό.

-Μα θα πάω! Να με τιμωρήσει ο Θεός αν δεν πάω. Είναι υποχρεωμένη! Όταν πέρασε η ώρα και οι κουμπάροι ήπιανε σφηνάκια, ο Ζότοφ έκατσε στη

μέση του πάγκου και είπε με ενθουσιασμό: -Από καιρό ετοιμάζομαι να πάω σ’ αυτή! Σήμερα θα πάω! -Σίγουρα! Όσο λες αερολογίες ότι θα πάς, εντωμεταξύ θα ψοφήσεις. Θα

περάσει καιρός για να πας στο αγρόκτημα.

Page 22: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

22

-Θα πάω αμέσως! Θα φτάσω και θα της πω: πάρε το σπίτι μου, αλλά τάισέ με και σεβάσου με. Είσαι υποχρεωμένη! Εκτός και αν δεν θέλεις να έχεις ούτε το σπίτι ούτε την ευλογία μου! Φεύγω Ιβάνιτς!

Ο Ζότοφ ήπιε ακόμα ένα σφηνάκι και εμπνευσμένος από την καινούρια ιδέα βιάστηκε να πάει στο σπίτι του… Από τη βότκα είχε γίνει κουδούνι, το κεφάλι του γύριζε, αλλά δεν ξάπλωσε, μάζεψε σε μπόγο τα ρούχα του, προσευχήθηκε, πήρε το μπαστούνι και βγήκε από την αυλή. Χωρίς να κοιτάξει πίσω, μουρμουρίζοντας και χτυπώντας το μπαστούνι στις πέτρες πέρασε όλο το δρόμο και βγήκε στους αγρούς. Μέχρι το αγρόκτημα ήταν δέκα με δώδεκα βέρστια. Πέρασε από τον στεγνό δρόμο, κοίταξε το κοπάδι που μασούσε τεμπέλικα το κίτρινο χόρτο, και σκέφτηκε για την απότομη ανατροπή της ζωής του που έγινε τόσο ξαφνικά. Θυμήθηκε τα ζωντανά του. Φεύγοντας από το σπίτι δεν έκλεισε την αυλόπορτα και έτσι τους έδωσε την ευχέρεια να πάνε όπου θέλουνε.

Δεν είχε προχωρήσει ούτε ένα βέρστι στον αγρό όταν πίσω του άκουσε βήματα. Γύρισε και θυμωμένος χτύπησε τα χέρια του: πίσω του, σκύβοντας το κεφάλι και με μαζεμένη την ουρά περπατούσαν ήσυχα το άλογο και ο Λίσκα.

-Πηγαίνετε πίσω! -τους φώναξε και κούνησε τα χέρια. Εκείνα σταμάτησαν, κοιταχτήκανε και κοίταξαν και αυτόν. Προχώρησε πιο

πέρα, αυτά από πίσω του. Τότε σταμάτησε και άρχισε να σκέφτεται. Στη μισογνώριμη εγγονή του Γκλάσα ήταν αδύνατο να πάει με αυτά τα ψοφίμια, να γυρίσει πίσω και να τα κλειδώσει δεν ήθελε, αν και δεν γινόταν επειδή η αυλόπορτα ήταν άχρηστη.

«Στο υπόστεγο θα ψοφήσουν, -σκέφτηκε ο Ζότοφ. –Να τα πάω στον Ιγκνάτ;»

Το σπίτι του Ιγκνάτ ήταν στο βοσκοτόπι, εκατό βήματα από το όριο της πόλης. Ο Ζότοφ μη έχοντας ακόμα αποφασίσει οριστικά και μη ξέροντας τι να κάνει, πήγαινε προς τα εκεί. Το κεφάλι του γύριζε και σκοτείνιαζαν τα μάτια του…

Λίγα θυμάται από αυτά που συνέβησαν στην αυλή του εκδοροσφαγέα Ιγκνάτ. Θυμάται την άσχημη βαριά μυρωδιά του δέρματος, τη νόστιμη μυρωδιά της λαχανόσουπας που έτρωγε όταν πήγε κοντά του. Σαν σε όνειρο είδε πως ο Ιγκνάτ, αναγκάζοντάς τον να περιμένει δύο ώρες, προετοίμαζε για πολύ κάτι, άλλαξε ρούχα, μίλησε με κάποια γυναίκα για σουμπλιμέ∙ θυμάται ότι το άλογο ήταν τοποθετημένο σε ένα μηχάνημα, μετά ακούστηκαν δύο κούφια χτυπήματα: ένα στο κρανίο και ένα από την πτώση του μεγάλου σώματος. Όταν ο Λίσκα, βλέποντας τον θάνατο του φίλου του, ρίχτηκε με ουρλιαχτό στον Ιγκνάτ, τότε ακούστηκε ένα τρίτο χτύπημα που έκοψε απότομα το ουρλιαχτό. Αργότερα ο Ζότοφ θυμάται ότι από κουταμάρα και μεθύσι, βλέποντας τα δύο πτώματα, πήγε στο μηχάνημα και έβαλε κι αυτός το κεφάλι του…

Page 23: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

23

Μετά, μέχρι το βράδυ τα μάτια του ήταν συννεφιασμένα από ένα θολό πέπλο και δεν μπορούσε να δει ούτε τα δάχτυλά του.

Page 24: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

24

Άννα Αχμάτοβα (Анна Ахматова) Έμαθα να ζω απλά και μετρημένα… (Я научилась просто, мудро жить...) έντυπο περιοδικό «Κουκούτσι», τεύχος 9.

Έμαθα να ζω απλά και μετρημένα, Να θωρώ τον ουρανό και στο Θεό να προσεύχομαι, Και ώρα πολύ πριν το δειλινό να τριγυρνώ, Για να κατευνάζω την ανώφελη ανησυχία. ‘Όταν θροΐζουν στο λαγκάδι τα τριβόλια Και γέρνει το χρυσοκόκκινο τσαμπί της σουρβιάς, Εγώ αποθέτω χαρούμενους στίχους Για τη φθαρτή ζωή, τη φθαρτή και ασύγκριτη. Επιστρέφω. Την παλάμη μου γλύφει Χνουδωτός γάτος. Χαρωπά γουργουρίζει. Στον πριονόμυλο της λίμνης Ζωηρά καίει η φωτιά. Αραιά και που τη γαλήνη διακόπτει Πελαργού λαλιά που φτερουγάει στη στέγη. Ξέρω τώρα, την πόρτα μου αν χτυπήσεις, Μπορεί να μη σ΄ ακούσω.

Page 25: Eleni Katsioli / Ελένη Κατσιώλη

25

Κονσταντίν Μπαλμόντ (Константин Бальмонт) Το Μυστικό της Ύπαρξης (Завет Бытия) Το μυστικό της ύπαρξης, έντυπο περιοδικό «Κουκούτσι», τεύχος 9.

Ρώτησα τον ελεύθερο Άνεμο, Σαν τι να κάνω, νέος να μείνω; Μ΄ απάντησε ο παιχνιδιάρης Άνεμος: «Σαν αγέρι να ΄σαι ανάλαφρος, ανάερος σα καπνός!» Ρώτησα την κραταιά Θάλασσα, Ποιο ειν΄ το μυστικό της ύπαρξης; Μ΄ απάντησε η ηχηρή θάλασσα: «πάντα γεμάτος να ΄σαι ήχους, όπως εγώ!» Ρώτησα τον υπέρτατο Ήλιο, Πώς πιότερο να λάμπω κι απ΄ την ανατολή; Ο Ήλιος δεν απάντησε, Μα η ψυχή αφουγκράσθη: «Εσύ πάντα να Φλέγεσαι!»