edward said
description
Transcript of edward said
Διανοούμενοι και εξουσία
Τίτλο,ς πρωτοτύπου: EDWARD W. SATORepresentations of the Intellectual (The 1993 Reith Lectures)
Πρώτη έκδοση: 1994Copyright © 1994, Edward W, SaidAll rights reserved
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ EDWARD W. SAID: Διανοούμενοί xat Εζου&ίά
© Για την ελληνική γλώσσα, εκδόσεις SCRIPTAΑσκληπιού 10, Αθήνα 106 80, τηλ.: 3616528, fax: 3616529
EDWARD W. SAID
ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ(Διαλέξεις Reith 1993)
Μετάφραση:ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ SCRIPTA ΑΘΗΝΑ 1997
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή 11
I Η φυσιογνωμία και ο ρόλος του διανοουμένου 25
II Έθνη και παραδόσεις σε απόσταση 45
ΙΠ Πνευματική εξορία: εκπατρισμός και περιθωριοποίηση 65
IV Επαγγελματίες και ερασιτέχνες 83
V Η αλήθεια απέναντι στην εξουσία 103
VI θεοί ανάξιοι πίστης 121
Σημειώσεις 143
Για τον Ben Sonnenberg
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Αν και δεν υπάρχει στις Ηνωμένες Πολιτείες κάτι αντίστοιχο τω ν ΔιαλέξεωνReith*, αρκετοί Αμερικανοί, όπως oRobert Oppenheimer, ο Jolui Kenneth Galbraith και o John Searle, έχουν πραγματοποιήσει τέτοιες διαλέξεις από τότε που ο Bertrand Russell εγκαινίασε τη συγκεκριμένη σειρά, εν έτει 1948. Είχα στο παρελθόν ακαύσει κάποιες α π ’ αυτές τις διαλέξεις του BBC, το οποίο, όταν ήμουν ακόμα ένα παιδί που μεγάλωνε στον αραβικό κόσμο, αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής μας ζωής — θυμάμαι ειδικά τη σειρά εκπομπών T0uT0ynbee**T0 1950. Ακόμα και στις μέρες μας, οράσεις όπο>ς «Το Λονδίνο είπε σήμερα το πρωί...» είναι ευρύτατα διαδεδομένες στη Μέση Ανατολή. Ο κόσμος τις χρησιμοποιεί θεωρώντας πάντα ως δεδομένο ότι το «Λονδίνο» λέει την αλήθεια. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν η άποψη αυτή αποτελεί απλώς κατάλοιπο της αποικιοκρατίας, γεγονός όμως είναι ότι, τόσο στην Αγγλία όσο και στο εξωτερικό, τη θέση που κατέχει toBBC στο δημόσιο βίο θα τη ζήλευαν όχι μόνο οι κρατικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, όπως η Φωνή της Αμερικής, αλλά και τα διάφορα αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα, μεταξύ τω ν οποίων και το CNN. Ένας από τους λόγους είναι ότι το BBC δεν παρουσιάζει τόσο τις εκπομπές σαν τις Διαλέξεις Reith εν είδει επίσημα εγκεκριμένων προγραμμάτων, όσο σαν μια καλή ευκαιρία να ακοΰσει και να δει κανείς ένα ευρύτατο φάσμα από σοβαρό και, πολλές φορές, υψηλού επιπέδου υλικό.
* Οι Διαλέξεις Reith (Reith Lectures) είναι μια σειρά ομιλιών itou το BBC αναθέτει κάθε χρόνο αε κάποιον διακεκριμένο επιστήμονι* Πήρην το όνομά τους από τον πρώτο διευθυντή του BBC, Lord Reith (1889-1971), που έαεινε στην ιστορία της ραδιοτηλεόρασης για τα υψηλά ποιοτικά του στά- νταρντ [Σ.τ.Μ.].** Arnold Toynbee (188!Μ!Π5) Βρετανός ιστορικό; [Σ.τ.Μ.].
EDW ARD W. SAID
Ως εκ τούτου, ήταν μεγάλη τιμή για μένα το γεγονός ότι η Ann Winder του BBC μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω τις Διαλέξεις Reith του 1993. Λόγω προγραμματικών κωλυμάτων, κανονίσαμε μια ημερομηνία στα τέλη του Ιουνίου, και όχι κατά την καθιερωμένη περίοδο του Ιανουαρίου. Παρ’ όλα αυτά, σχεδόν από την πρώτη στιγμή που ανακοίνωσε τις συγκεκριμένες διαλέξεις, ήτοι στα τέλη του 1992, το BBC έγινε στόχος επίμονων, αν και περιορισμένης έκτασης, επικρίσεων, για το απλούστατο γεγονός ότι μου είχε κάνει αυτή την πρόσκληση. Η κυριότερη κατηγορία που μου πρόσαπταν ήταν ότι έπαιρνα ενεργό μέρος στον αγώνα για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, πράγμα που μου αφαιρούσε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσω ένα τόσο σοβαρό και αξιοσέβαστο βήμα. Αυτό ήταν απλώς το πρώτο από μια σειρά «αντιπνευματικών» και παράλογων επιχειρημάτων, που όλα τους, με τον πιο ειρωνικό τρόπο, στήριζαν τη θεωρία που ανέπτυσσα στις διαλέξεις μου σχετικά με τον κοινωνικό ρόλο του διανοουμένου ως «ξένου», «ερασιτέχνη» και ανατροπέα του status quo.
Οι εν λόγω επικρίσεις φανερώνουν πράγματι πολλά σχετικά με τις απόψεις των Βρετανών για τον διανοούμενο. Είναι γεγονός ότι τις απόψεις αυτές τις αποδίδουν στο βρετανικό κοινό οι δημοσιογράφοι- ωστόσο, επαναλαμβάνονται τόσο συχνά, που η ύπαρξή τους μοιάζει μάλλον αληθινή. Σχολιάζοντας το αντικείμενό μου σ’ αυτές τις διαλέξεις —τι, δηλαδή, εκπροσωπεί ο διανοούμενος— ένας κατά τα άλλα καλοπροαίρετος δημοσιογράφος δήλωσε πωςεπρόκειτο για ένα κατ’ εξοχήν «μη αγγλικό» θέμα συζήτησης· ο ίδιος, μάλιστα, δημοσιογράφος συνέδεε τη λέξη «διανοούμενος)) με τις λέξεις «απόμακρος» και «σαρκασμός». Το θλιβερό αυτό τρόπο σκέψης τον υπογραμμίζει και ο Raymond Williams στο έργο του Keywords: «Μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, οι λέξεις διανοούμενοι, διανοουμενισμός και διανόηση είχαν αρνητικές παραδηλώσεις στην αγγλική γλώσσα, κι είναι αναμφίβολο ότι αυτή η νοοτροπία εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα».’
Ένα από τα καθήκοντα του διανοουμένου είναι να προσπαθήσει να καταλΰσει τα στερεότυπα και τις απλουστεύσεις που περιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη και την επικοινωνία των
ΕΙΣΑΓΩ ΓΗ 13
ανθρώπων. Πριν δώσω αυτές τις διαλέξεις, ούτε που μου περνούσε απ’ το μυαλό πόσο με άγγιζε προσωπικά αυτή η κατάσταση. Συχνά πυκνά είχα ακούσει διάφορους δημοσιογράφους και σχολιαστές να μου προσάπτουν ότι είμαι Παλαιστίνιος, ιδιότητα που, όπως ξέρουν όλοι, είναι ταυτόσημη με τη βία, το φανατισμό, το θάνατο των Εβραίων. Ουδεμία δική μου ρήση είχε παρατεθεί: υποτίθεται απλώς πως τα παραπάνω ήταν για όλους δεδομένα. Η Sunday Telegraph, με το χαρακτηριστικό βαρύγδουπο ύφος της, με παρουσίαζε ως«αντιδυτικό» και υποστήριζε πως το κεντρικό μέλημα που είχα στα γραπτά μου ήταν να επιρρίπτω στη Δύση ευθύνες για όλα τα κακά του κόσμου, ιδιαιτέρως δε του Τρίτου Κόσμου.
Φαίνεται πως ό,τι είχα γράψει σε μια ολόκληρη σειρά βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων του Οριενταλισμού και του Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός*, διέφευγε εντελώς της προσοχής. (Το ασυγχώρητο αμάρτημα που είχα διαπράξει στο δεύτερο από τα παραπάνω βιβλία ήταν ο ισχυρισμός μου ότι το Mansfield Park της Jane Austen —μυθιστόρημα το οποίο εκτιμώ βαθύτατα, όπως άλλωστε και όλο της το έργο— είχε κατά κάποιο τρόπο να κάνει με τη δουλεία και τις βρετανικές φυτείες ζα-χαροκάλαμου στην Αντίγκουα, στοιχεία στα οποία η ίδια η 'Ωστιν κάνει ασφαλώς ρητή αναφορά. Κατά την άποψή μου, όπως ακριβώς η Ώστιν πραγματεύεται κάποια συμβάντα, που άλλα λαμβάνουν χώρα στη Βρετανία και άλλα στις υπερπόντιες βρετανικές κτήσεις, έτσι πρέπει να κάνουν σήμερα και οι αναγνώστες και οι κριτικοί του έργου της, οι οποίοι εδώ και πολύ καιρό επικεντρώνουν την προσοχή τους αποκλειστικά στα πρώτα.) Αν προσπάθησα να καταπολεμήσω κάτι με τα βιβλία μου, αυτό είναι η δημιουργία μύθων του τύπου «Ανατολή» και «Δύση» — για να μη μιλήσουμε και για ρατσιστικές έννοιες όπως «οι υποτελείς φυλές», «οι Ανατολί- τες», «οι Άριοι», «οι νέγροι», κ.ο.κ. Όχι μόνο δεν θέλησα να ενισχύσω την οποιαδήποτε αίσθηση πληγωμένης αρχέγονης αθωό
* Ε. W. Said, Οριενταλισμόζ, μτφρ. Φώτης Τερζάχης (Αθήνα: εκδ. Νεφέλη, 1996). Ε. W. Said, Κουλτούρα χαι Ιμπεριαλισμός, μτφρ. Βανέσα Λάππα (ΑΘηνα: εκδ, Νεφέλη, 1996) [Σ.τ.Μ.].
14 ED W ARD W . SA ID
τητας στις χώρες που είχαν κ α τ’ επανάληψη υποστεί τις λεηλασίες της αποικιοκρατίας, αλλά αντιθέτως, φρόντισα να δηλώσω ξανά και ξανά ότι αυτού του είδους οι μυθικές αφαιρέσεις, όπως και οι διάφορες επικριτικές ρητορείες που απορρέουν από τις τελευταίες, είναι πέρα για πέρα ψευδείς. Οι πολιτισμοί έχουν σε τέτοιο βαθμό αναμιχθει, η υβριδοποίηση και η αλληλεξάρτηση που χαρακτηρίζουν τις ιστορικές διαδρομές τους είναι τόσο έντονες, που αποκλείουν κάθε προσπάθεια να διαχωριστούν ριζικά σε μεγάλες ιδεολογικές αντιθέσεις του είδους «Ανατολή» και «Δύση».
Ακόμα και όσοι άσκησαν καλοπροαίρετη κριτική σ ’ αυτές τις διαλέξεις —κάποιοι σχολιαστές που έδειχναν πραγματικά εξοικειωμένοι με τα λεγάμενα μου— ήθελαν να πιστεύουν ότι, πίσω από τους ισχυρισμούς μου σχετικά με το ρόλο που διαδραματίζει ο διανοούμενος στην κοινωνία, κρυβόταν ένα αυτοβιογραφικό μήνυμα. Και τι γίνεται με τους δεξιούς διανοουμένους σαν xovWyndham Lewis* ή τον William Buckley**; με ρωτούσαν. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, πρέπει όλοι οι διανοούμενοι -άντρες, γυναίκες— να ανήκουν στην αριστερά; Κ άτι στο οποίο δεν είχε προφανώς δοθεί καμία σημασία ήταν το γεγονός ότι ο Juiien Benda, ένας άνθρωπος στον οποίο έχω ουκ ολίγες φορές —κι ίσως κατά παράδοξο τρόπο— αναφερθεί, ανήκε σαφώς στη δεξιά. Στην πραγματικότητα, αυτό που προσπαθώ να κάνω στις συγκεκριμένες διαλέξεις είναι να μιλήσω για τους διανοουμένους θεωρώντας τους ακριβώς ως εκείνα τα πρόσωπα, που οι δημόσιες θέσεις τους ούτε προβλέψιμες είναι, ούτε μπορούν να περιοριστούν σε κάποιο σλόγκαν, κάποια ορθόδοξη κομματική γραμμή ή κάποιο στερεότυπο δόγμα. Οι κομματικοί δεσμοί, το εθνικό πλαίσιο και η πρωταρχική αίσθηση νομιμοφροσύνης του διανοουμένου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποσκελίζουν το κριτήριο της αλήθειας σχετικά με την ανθρώπινη δυστυχία και καταπίεση. Κανένα άλλο στοιχείο
* Wyndham Lewis (1882-1957) Βρετανός ζωγράφος, συγγραφέας και κριτικός, υπέρμαχος του φασισμού [Σ.τ.Μ .].** William Buckley (1925- ) Αμερικανός συντηρητικός συγγραφέας και εκδότης, ιδρυτής του National R ev iew [Σ.τ.Μ .].
Ε ΙΣΑΓΩΓΗ 15
δεν παραμορφώνει το δημόσιο πρόσωπο του διανοουμένου περισσότερο από τη λοξοδρομία, την επιφυλακτική σιωπή, τον πατριωτικό φανφαρονισμό, τη μελοδραματική αναδρομική αποστασία.
Σημαντική συνιστώσα του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τον διανοούμενο αποτελεί η προσπάθεια τήρησης ενός και μοναδικού οικουμενικού κριτηρίου ή, με άλλα λόγια, η αλληλεπίδραση μεταξύ του οικουμενικού στοιχείου, απ’ τη μια μεριά, και του τοπικού, του υποκειμενικού, ίου εδώ και του τώρα, από την άλλη. Το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του John Carey The Intellectuals and the Masses: Pride and Prejudice Among the Literary Intelligentsia 1880-19392 κυκλοφόρησε στην Αμερική αφού εγώ είχα γράψει τις διαλέξεις μου· παρ’ όλα αυτά, σχημάτισα την άποψη πως -τα εν πολλοίς αποθαρρυντικά του πορίσματα λειτουργούσαν συμπληρωματικά προς τα δικά μου. Κατά τον Carey, αρκετοί Βρετανοί διανοούμενοι, όπως oGissing*,o Wells και ο Wyndham Lewis απεχθάνονταν την άνοδο των σύγχρονων μαζικών κοινωνιών, θεωρώντας αξιοθρήνητη την εμφάνιση εννοιών όπως «ο μέσος άνθρωπος», «τα αριστοκρατικά προάστια», «το μεσοαστικό γούστο». Στη θέση αυτών, προωθούσαν μια φυσική αριστοκρατία, ένα «καλύτερο» παρελθόν, μια ανώτερη κουλτούρα. Κατά τη δική μου άποψη, ο διανοούμενος απευθύνεται σε ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό, του οποίου αποτελεί τον εκπρόσωπο, μα όχι και τον τιμητή. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο, όπως πιστεύει ο Κάρεϊ, η μαζική κοινωνία εννοούμενη ως σύνολο, όσο μάλλον οι «επαΤοντες», οι ειδήμονες, οι κλίκες και οι επαγγελματίες, που, με τις μεθόδους που προσδιορίστηκαν σε προγενέστερο σημείο αυτού του αιώνα από τον μεγάλο Walter Lippman**, διαμορφώ
* George Gissing (1857-1903) Άγγλος ρεαλιστής μυθιστοριογράφος [Σ.τ.Μ.].** Walter Lippman (1889-1974) Αμερικανός δημοσιογράφος, συγγραφέας και οικονομολόγος. Στο έργο του Public Opinion (1922) υποστηρίζει ότι οι πολίτες δεν μπορούν πλέον να κρίνουν ορθολογικά τις δημόσιες υποθέσεις, εξαιτίας της ταχύτητας της ενημέρωσης και της τάσης που έχουν τα Μ.Μ.Ε. να παρουσιάζουν την πληροφορία με υπεραπλουστευμένη μορφή, σαν σλόγκαν [Σ.τ.Μ.].
16 EDW ARD W . SA ID
νουν την κοινή γνώμη, την ωθούν στον κομφορμισμέ και ενθαρρύνουν την εμπιστοσύνη της στη μικρή ομάδα των «πάνσοφων» ανθρώπων που βρίσκονται στην εξουσία. Αντίθετα με αυτούς που προωθούν τα ατομικά συμφέροντα, οι διανοούμενοι έχουν την υποχρέωση να θέτουν υπό αμφισβήτηση τον πατριωτικό εθνικισμό, τη συντεχνιακή νοοτροπία και την όποια αίσθηση ανωτερότητας λόγω τάξης, φυλής ή γένους.
Η έννοια της οικουμενικότητας προϋποθέτει ν« μη διστάζουμε να υπερβούμε τα εύκολα δεδομένα που μας παρέχουν οι ρίζες μας, η γλώσσα μιας και η εθνικότητά μιας, οι οποίες συχνά πυκνά δρουν σαν ασπίδες που μας προστατεύουν από την πραγματικότητα των άλλων. Προϋποθέτει, επίσης, την αναζήτηση και την τήρηση ενός και μοναδικού κριτηρίου ή γνώμονα συμπεριφοράς, ιδιαιτέρως δε όταν πρόκειται για ζητήματα όπως η εξωτερική και η κοινωνική πολιτική. Κατά συνέπεια, αν καταδικάζουμε την απρόκλητη επίθεση ενός εχθρού, το ίδιο πρέπει να είμαστε σε θέση να κάνουμε και όταν η κυβέρνησή μας παραβιάζει τα δικαιώματα κάποιος μικρότερης παράταξης. Δεν υπάρχουν κανόνες βάσει των οποίων οι διανοούμενοι ξέρουν τι να πουν ή τι να κάνουν κι ούτε υπάρχουν για τον καθαυτό κοσμικό διανοούμενο κάποιοι θεοί που να μπορούν να γίνουν οι αλάθητοι καθοδηγητές του.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το κοινωνικό πεδίο ούτε είναι ομοιογενές, αλλά ούτε και προσφέρεται για διαπραγματεύσεις. Ο Ernest Gellner, σ ’ ένα δοκίμιό του με τίτλο La trahison de la tmhison des clercs*, όπου μέμφεται τον άκριτο πλατωνισμό του Μπεντά, όχι μόνο δεν καταλήγει σε κάποιο συγκεκριμένο συμπέρασμα, αλλά είναι, σε τελική ανάλυση, λιγότερο σαφής από τον Μπεντά, λιγότερο θαρραλέος από τον Sartre —cov οποίο, μάλιστα, επικρίνει—, λιγότερο χρήσιμος ακόμα κι από εκείνους που επικαλούνται κάποιο υποτυπώδες δόγμα: «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το καθήκον της μη διάπραξης [τη ς προδοσίας των διανοου
* Γαλλικό στο πρωτότυπο: «Η προδοσία της προδοσίας των διανοουμένων» (αναφορά στην πραγματεία του Μπεντά La Trahison d es cle r cs ) [Σ.τ.Μ .].
ΕΙΣΑΓΩ ΓΗ 17
μένων] είναι απείρως πιο δύσκολο απ’ όσο θα ήθελε να μας κάνει να πιστέψουμε κάποιο φρικτά απλουστευμένο μοντέλο της εργασιακής κατάστασης του διανοουμένου».3 Η ανούσια εφεκτικότητα του Γκέλνερ, όπως και η υβριστική κι απίστευτα κυνική επίθεση του Paul Johnson στο σύνολο των διανοουμένων («Ως προς τα ηθικά και τα πολιτικά ζητήματα, δέκα άνθρωποι επι- λεγμένοι τυχαία στο δρόμο έχουν τις ίδιες —αν όχι περισσότερες— πιθανότητες με ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα διανοουμένων να εκφράσουν απόψεις λογικές»4), καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται στη ζωή κλίση για τη διανόηση και ότι πρέπει να πανηγυρίζουμε για την έλλειψη αυτή.
Διαφωνώ, όχι μόνο επειδή μπορεί όντως να διατυπωθεί μια συνεκτική περιγραφή της εν λόγω κλίσης, αλλά επίσης επειδή πλέον ο κόσμος βρίθει, όσο ποτέ άλλοτε, από επαγγελματίες, ειδήμονες, συμβούλους — εν ολίγοις, από διανοουμένους, που ο κυριότερος ρόλος τους είναι να παρέχουν την αυθεντία τους, αποκομίζοντας συγχρόνως σημαντικότατα κέρδη. Ο διανοούμενος βρίσκεται αντιμέτωπος με κάποιες συγκεκριμένες επιλογές, τις οποίες και Θέλησα να προσδιορίσω στις παρούσες διαλέξεις. Πρώτη είναι, βεβαίως, η αντίληψη ότι κάθε διανοούμενος εκπροσωπεί κάτι για το κοινό του και» ως εκ τούτου, εκπροσωπεί το ίδιο πράγμα και για τον ίδιο του τον εαυτό. Όντως, ανεξάρτητα από το αν είσαι πανεπιστημιακός, αντικομφορμιστής δοκιμιογράφος ή σύμβουλος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, ό,τι κάνεις το κάνεις ανάλογα με την ιδέα ή την εικόνα που έχεις για τον εαυτό σου όταν κάνει αυτό που κάνει: Θεωρείς ότι δίνεις «αντικειμενικές» μισθολογικές συμβουλές· πιστεύεις ότι τα όσα διδάσκεις στους φοιτητές σου είναι έγκυρα' θεωρείς τον εαυτό σου μια προσωπικότητα που υπερασπίζεται κάποια εκκεντρική, πλην όμως λογική άποψη.
Ως κοινωνικά όντα, όλοι μας είμαστε μέλη μιας εθνικής κοινότητας που έχει δική της γλώσσα, μια συγκεκριμένη παράδοση και μια δεδομένη ιστορική θέση. Κατά πόσον, άραγε, οι διανοούμενοι υπηρετούν αυτή την πραγματικότητα; Κατά πόσον την εχθρεύονται; Τα ίδια ερωτήματα ισχύουν και για τη σχέση
18 EDW ARD W . SAID
των διανοουμένων με τους θεσμούς (πανεπιστήμιο, Εκκλησία, επαγγελματικοί κύκλοι) και τις κοσμικές εξουσίες, οι οποίες, στην εποχή μιας, έχουν αφομοιώσει μεγάλο αριθμό διανοουμένων. Σαν αποτέλεσμα, κατά το στίχο του Wilfred Owen, «οι γραμματείς τον κόσμο όλο σπρώχνουν/ Κ ι όρκο πίστεως στο κράτος παίρνουν, με κραυγές». Θεωρώ πρωταρχικό καθήκον του διανοουμένου την απελευθέρωση από αυτού του είδους τις πιέσεις· γι αυτό και τον παρουσιάζω ως εξόριστο, περιθωριακό κι ερασιτέχνη, ως τον άνθρωπο που, απέναντι στην εξουσία, μιλά τη γλώσσα της αλήθειας — τη γλώσσα του.
Ένα από τα προτερήματα και, συγχρόνως, μία από τις δυσκολίες των Διαλέξεων Reith είναι ο αυστηρός περιορισμός του άκαμπτου ραδιοφωνικού φορμάτ: δίνεις μια τριαντάλεπτη διάλεξη την εβδομάδα, για έξι συνεχόμενες εβδομάδες. Από την άλλη μεριά, το κοινό στο οποίο απευθύνεσαι ζωντανά είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το κοινό στο οποίο συνηθίζουν να δίνουν διαλέξεις οι διανοούμενοι και οι πανεπιστημιακοί. Για ένα θέμα τόσο περίπλοκο κι ενδεχομένως τόσο ανεξάντλητο, όσο το δικό μου, το τελευταίο αυτό στοιχείο αποτέλεσε ένα επιπλέον φορτίο στους ώμους μου, αφού με υποχρέωσε να είμαι όσο πιο ακριβής, προσιτός και συνοπτικός γινόταν. Προετοιμάζοντας τη δημοσίευση αυτών των διαλέξεων, προσπάθησα να τις κρατήσω όσο το δυ- νατόν πλησιέστερα στην αρχική τους μορφή —προσθέτοντας αραιά μόνο κάποια παραπομπή ή κάποιο παράδειγμα προκειμένου να διατηρήσω τόσο την αμεσότητα, όσο και την απαιτούμενη οικονομία του πρωτοτύπου— με αποτέλεσμα να μην έχω πλέον καμία ευκαιρία για να επεξεργαστώ, να επεκτείνω ή να τροποποιήσω τα κύρια σημεία.
Ως εκ τούτου, αν και είναι ελάχιστα αυτά που θα είχα να προσθέσω όσον αφορά το περιεχόμενο των ιδεών, θα ήθελα στην παρούσα εισαγωγή να διευρύνω κάπως το γενικό πλαίσιο. Επι- σημαίνοντας το ρόλο του διανοουμένου ως «ξένου», συλλογιζόμουν πόσο ανίσχυρος αισθάνεται πολλές φορές κανείς όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με το αφοπλιστικά ισχυρό δίκτυο των κοινωνικών εξουσιών —Μ.Μ Ε., κυβέρνηση, μεγάλες εταιρίες, κτλ.—
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 19
οι οποίες δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αλλαγής. Το να μην ανήκει κανείς εκ προθέσεως σε αυτές τις εξουσίες σημαίνει, για διάφορους λόγους, να μην έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει άμεσες αλλαγές και, ορισμένες φορές, να περιορίζεται δυστυχώς στο ρόλο του μάρτυρα κάποιων δραματικών γεγονότων, τα οποία, διαφορετικά, θα αποκρύπτονταν. Μια πρόσφατη, βαθύτατα συγκινητική μελέτη του Peter Dailey για τον ταλαντούχο Αφροαμερικανό δοκιμιογράφο και μυθιστοριογράφο James Baldwin, απεικονίζει την ιδιότητα του «μάρτυρα» σ’ όλο το μέγεθος του πάθους και της διφορούμενης ευγλωττίας της.5
Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι μορφές σαν τον Μπώλντουιν και τον Malcolm X προσδιόρισαν το είδος των έργων που έχουν ασκήσει τη μεγαλύτερη επιρροή στον τρόπο με τον οποίο ο γράφων αντιλαμβάνεται και απεικονίζει τη συνείδηση του διανοουμένου. Σε μια εποχή, όπου ο αγώνας υπέρ των ομάδων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση φαίνεται να αποβαίνει άδικα εναντίον τους, ο ρομαντισμός, το ενδιαφέρον, η όλη πρόκληση στη ζωή ενός διανοουμένου έγκειται σαφώς στην αντίθεσή του προς το status quo: αυτός είναι ο λόγος που, αν με διακατέχει κάτι, αυτό είναι ένα πνεύμα διαφωνίας μάλλον, παρά συμβιβασμού. Η εμπειρία μου στην παλαιστινιακή πολιτική ενίσχυσε αυτή την αίσθηση ακόμα περισσότερο. Τόσο στη Δύση, όσο και στον αραβικό κόσμο, το χάσμα μεταξύ ευπορών και απόρων μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και βυθίζει τους διανοουμένους που βρίσκονται στην εξουσία σε μια μακάρια αμεριμνησία — ειλικρινά, απωθητική. Τι θα μπορούσε να είναι λιγότερο πειστικό από τη θεωρία του Fukuyama περί του «τέλους της Ιστορίας» ή τα λεγόμενα του Lyotard για την «εξαφάνιση» των «μεγάλων αφηγήσεων», που, χθες ακόμη, χαλούσαν κόσμο; Το ίδιο ισχύει και για τους διάφορους ψυχρούς πραγματιστές και ρεαλιστές, που επινόησαν ορισμένα τερατώδη μυθεύματα, όπως η Νέα Παγκόσμια Τάξη και η «σύγκρουση των πολιτισμών».
Δεν θέλω να οδηγήσω σε λανθασμένα συμπεράσματα. Κάνεις δεν υποχρεώνει τους διανοουμένους να έχουν ως μονη τους έγνοια τη σοβαροφάνεια, ως μόνο τους καθήκον το παράπονο- και
EDW ARD W . SA ID
τούτο το επαληθεύουν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τα παραδείγματα διάσημων και δραστήριων αντιρρησιών, όπως του Noam Chomsky και του Gore Vidal. Το να βιώνει κανείς μια θλιβερή κατάσταση πραγμάτων ως μάρτυρας που δεν βρίσκεται στην εξουσία, κατ’ ουδένα τρόπο αποτελεί δραστηριότητα μονότονη ή μονοχρωματική. Σχετίζεται με την κατά Foucault «απηνή ευρυμάθεια», την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών, την ανά- συρση θαμμένων ντοκουμέντων, την αναβίωση κάθε λησμονημένης (ή εγκαταλειμμένης) ιστορίας. Προϋποθέτει μια ορισμένη αίσθηση δραματικότητας και επαναστατικότητας, την ικανότητα να εκμεταλλεύεσαι στο έπακρο τις σπάνιες ευκαιρίες που σου δίνονται για να μιλήσεις, αλλά και την ικανότητα να αιχμαλωτίζεις την προσοχή του κοινού και να είσαι ευφυέστερος και καλύτερος συζητητής από τον αντίπαλό σου. Οι διανοούμενοι που δεν έχουν ούτε αξιώματα να προστατέψουν, ούτε και εδάφη να εδραιώσουν ή να διαφυλάξουν, διακρίνονται οπωσδήποτε από κάτι το ανησυχητικό' ως εκ τούτου, ο αυτοσαρκασμός είναι συχνότερο φαινόμενο απ’ ό,τι ο στόμφος, κι η αμεσότητα συχνότερη απ’ ό,τι τα μισόλογα. Εννοείται, βεβαίως, ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά εκ μέρους των διανοουμένων δεν πρόκειται ούτε να τους βοηθήσει να γίνουν φίλοι με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, αλλά ούτε και να τους εξασφαλίσει επίσημες τιμές. Η θέση αυτή είναι μοναχική, αυτό είναι σίγουρο, μα αξίζει πάντα πολύ περισσότερο από την αγελαία ανοχή της ισχύουσας κατάστασης των πραγμάτων.
Αισθάνομαι βαθύτατα υποχρεωμένος στην Anne Winder του BBC, καθώς και στη βοηθό της, τη Sarah Ferguson. Ως υπεύθυνη παραγωγής αυτών των διαλέξεων, η κυρία Ουίντερ με καθοδήγησε με έξυπνο και έμπειρο τρόπο κατά τη διεκπεραίωση της όλης διαδικασίας. Οι ατέλειες που έχουν τυχόν απομείνει δεσμεύουν, ασφαλώς, αποκλειστικά εμένα. Η Frances Coady επιμελήθηκε το χειρόγραφο με διακριτικότητα και ευφυΐα. Της είμαι κάτι παραπάνω από ευγνώμων. Στη Νέα Υόρκη, η Shelley Wanger των εκδόσεων Pantheon μου πρόσφερε την ευγενική της βοήθεια σε όλα τα στάδια της έκδοσης. Πολλές ευχαριστίες και
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 21
σ’ αυτήν. Για το ενδιαφέρον που έδειξαν γι' αυτές τις διαλέξεις και την καλοσύνη που είχαν να δημοσιεύσουν κάποια αποσπά- σματα, θα ήθελα επίσης να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στους αγαπητούς μου φίλους Richard Poirier, διευθυντή του Raritan Review, και Jean Stein, διευθύντρια του Grand Street. Το περιεχόμενο αυτών των σελίδων γίνεται διαρκώς σαφέστερο και εντονότερο χάρη στα παραδείγματα διαφόρων εκλεκτών διανοουμένων και καλών μου φίλων, τα ονόματα των οποίων, αν τα παρέθετα εδώ, θα τους έφερνα ενδεχομένως σε δύσκολη και άχαρη θέση. Κάποια απ’ αυτά τα ονόματα εμφανίζονται, ούτως ή άλλως, στις σελίδες των ίδιων των διαλέξεων. Τους χαιρετώ από αυτή τη θέση και τους ευχαριστώ για την αλληλεγγύη και τις διδαχές τους. Η Dr. Zaineb Istrabadi με βοήθησε σε όλες τις φάσεις προετοιμασίας αυτών των διαλέξεων: την ευχαριστώ από καρδιάς για τη σημαντική της βοήθεια.
E.W.S.Νέα Γόρκη, Φεβρουάριος 1994
Δ Ι Α Λ Ε Ξ Ε Ι Σ R E I T H 1 9 9 3
Η Φ Υ Σ Ι Ο Γ Ν Ω Μ Ι Α Κ Α Ι Ο Ρ Ο Λ Ο ΣΤ Ο Υ Δ Ι Α Ν Ο Ο Υ Μ Ε Ν Ο Υ
Ο τα ν ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ, εννοούμε άραγε μια πολύ μεγάλη ή μια εξαιρετικά μικρή και επίλεκτη ομαδα ανθρωπων; Δύο από τις γνωστότερες περιγραφές που έγιναν κατά τον εικοστό αιώνα για τους διανοουμένους διίστανται ριζικά ως προς αυτό το σημείο. Ο Antonio Gramsci, γνωστός Ιταλός μαρξιστής και ακτιβιστής, δημοσιογράφος και λαμπρός πολιτικός φιλόσοφος, που φυλακίστηκε από τον Μουσολίνι από το 1926 ώς το 1937, έγραφε στο έργο του Τα Τετράδια της Φυλακής *: «θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι- ωστόσο, δεν λειτουργούν όλοι ως διανοούμενοι μέσα στην κοινωνία»,1 Η ίδια η πορεία του Γκράμσι μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα για το ρόλο που ο Ιταλός θεωρητικός απέδιδε στον διανοούμενο: εκτός από εξαίρετος φιλόλογος, υπήρξε οργανωτής του ιταλικού εργατικού κινήματος και, με τη δική του άποψη περί δημοσιογραφίας, ένας από τους πιο συνετούς κοινωνικούς αναλυτές, που δεν στόχευαν απλώς στη θεμελίωση ενός κοινωνικού κινήματος, αλλά στη δημιουργία ενός ολόκληρου πολιτισμικού μορφώματος, σε άμεσο συσχετισμό με το συγκεκριμένο κίνημα.
Σύμφωνα με τον Γκράμσι, αυτοί που ασκούν πράγματι το λειτούργημα του διανοουμένου μέσα στην κοινωνία μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: στην πρώτη υπάγονται οι «παραδοσιακοί» διανοούμενοι, όπως οι δάσκαλοι, οι ιερείς και όλοι όσοι
* Q wdem i - Letters d el Carcere (1947) [Σ.τ.Μ.].
26 EDW ARD W. SAID
κατέχουν διοικητικές θέσεις — διανοούμενοι που διαιωνίζουν το λειτούργημά τους από γενιά σε γενιά· στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι «οργανικοί» διανοούμενοι, οι οποίοι συνδέονται άμεσα με τις τάξεις ή τις επιχειρήσεις που τους χρησιμοποιούν για να οργανώσουν τα συμφέροντά τους, να κερδίσουν περισσότερη δύναμη και να αποκτήσουν μεγαλύτερο έλεγχο. Έτσι, λέει ο Γκράμσι ανα- φερόμενος στους τελευταίους, «ο καπιταλιστής επιχειρηματίας δημιουργεί στο πλάι του θέσεις για τον βιομηχανικό τεχνικό, τον ειδικό στην πολιτική οικονομία, τους οργανωτές μια νέας κουλτούρας, ενός νέου νομικού συστήματος, κτλ.». 0 σημερινός ειδικός στη διαφήμιση ή τις δημόσιες σχέσεις, που επινοεί τεχνικές προκειμένου να εξασφαλίσει για λογαριασμό ενός απορρυπαντικού ή μιας αεροπορικής εταιρίας ένα μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, θα μπορούσε να θεωρηθεί, σύμφωνα με την ανάλυση του Γκράμσι, οργανικός διανοούμενος, δηλαδή ένας άνθρωπος που, στο εσωτερικό μιας δημοκρατικής κοινωνίας, προσπαθεί να εξασφαλίσει τη συναίνεση των υποψήφιων πελατών, να κερδίσει την έγκρισή τους, να κατευθύνει τη γνώμη των καταναλωτών ή των ψηφοφόρων. Ο Γκράμσι πίστευε ότι οι οργανικοί διανοούμενοι συμμετέχουν ενεργά στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ήτοι αγωνίζονται αδιάκοπα προκειμένου να αλλάξουν τη γνώμη των ανθρώπων και να επεκτείνουν τις εκάστοτε αγορές. Σε αντίθεση με τους δασκάλους και τους ιερείς που, κατά τα φαινόμενα, δεν αλλάζουν Θέση και κάνουν τα ίδια και τα ίδια κάθε χρόνο, οι οργανικοί διανοούμενοι βρίσκονται διαρ- κώς σε κίνηση, διαρκώς κοιτάζουν να βγάλουν κάτι.
Στο άλλο άκρο συναντάμε τον περιβόητο ορισμό του Ζυλιέν Μπεντά για τους διανοουμένους, σύμφωνα με τον οποίο, οι τελευταίοι είναι μια μικρή ομάδα χαρισματικών και ηθικά προικισμένων φιλοσόφων-βασιλιάδων, που αποτελούν τη συνείδηση του ανθρώπινου γένους. Ενώ είναι γεγονός ότι η πραγματεία του Μπεντά με τίτλο La Trahison des clercs —η προδοσία των διανοουμένων— έτυχε διαχρονικής αναγνώρισης περισσότερο ως μια ανελέητη επίθεση ενάντια στους διανοουμένους που εγκαταλείπουν την κλίση τους και απεμπολούν τις αρχές τους, και λ;γό- τερο ως μια συστηματική ανάλυση της πνευματικής ζωής, ο
Η ΦΤΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΓ ΔΙΑΝΟΟΓΜΕΝΟΤ 27
συγγραφέας παραθέτει στο ίδιο έργο μια μικρή σειρά με τα ονόματα και τα βασικά χαρακτηριστικά όλων όσοι, κατά τη γνώμη του, ήταν πραγματικοί διανοούμενοι. Συχνά αναφέρονται τα ονόματα του Σωκράτη και του Ιησού, καθώς και τα ονόματα πιο πρόσφατων υποδειγματικών μορφών, όπως του Spinoza, του Voltaire και του Ernest Renan. Οι πραγματικοί διανοούμενα αποτελούν, σύμφωνα με τον Μπεντά, έναν κλήρο λογιών είναι πράγματι πλάσματα ακριβοθώρητα, γιατί αυτά που πρεσβεύουν είναι κανόνες αλήθειας και δικαιοσύνης αιώνιοι, οι οποίοι, εξ ορισμού, δεν ανήκουν σ’ αυτό τον κόσμο· εξ ου και ο θρησκευτικός όρος με τον οποίο τους χαρακτηρίζει ο Μπεντά: clercs [κληρικοί] — μια διάκριση ως προς την κοινωνική θέση και τη λειτουργία, που ο συγγραφέας διαρκώς τη φέρνει σε αντιπαραβολή με το σύνολο των «κοσμικών», των συνηθισμένων εκείνων ανθρώπων που ενδιαφέρονται για τα υλικά οφέλη, την προσωπική άνοδο και, στο μέτρο του δυνατού, για μια στενή σχέση με τις κοσμικές εξουσίες. Πραγματικοί διανοούμενοι, λέει ο Μπεντά, είναι «αυτοί που, από τη φύση τους, δεν έχουν ως δραστηριότητα την επιδίωξη πρακτικών στόχων, αλλά αναζητούν τη χαρά μέσ’ από την άσκηση της τέχνης, της επιστήμης ή του μεταφυσικού προβληματισμού, εν ολίγοις μέσ' από την απόκτηση μη υλικών ωφελημάτων, οπότε είναι, κατά κάποιο τρόπο, σαν να λένε: “Το βασίλειό μου 5εν ανήκει σε τούτο τον κόσμο”» . 2
Ωστόσο, τα παραδείγματα που δίνει ο Μπεντά καθιστούν σαφέστατο το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν επικροτεί την άποψη περί αποδεσμευμένων, απόκοσμων διανοητών, που κλείνονται στο γυάλινο πύργο τους και αφοσιώνονται σε θέματα σκοτεινά, αν όχι και απόκρυφα. Οι πραγματικός διανοούμενος ποτέ άλλοτε δεν είναι περισσότερο ο εαυτός του, παρά όταν, κινούμενος από το μεταφυσικό πάθος και τις ανυστερόβουλες αρχές της δικαιοσύνης και της αλήθειας, αποκηρύσσει τη διαφθορά, υπερασπίζει τους αδυνάτους και αψηφά την καταπιεστική εξουσία. «Χρειάζεται άραγε να υπενθυμίσω», γράφει ο Μπεντά, «με ποιο τρόπο κατήγγειλε ο Finelonή ο Massilonκάποιους απ’ τους πολέμους που έκανε ο Λουδοβίκος ΙΔ’; Πώς καταδίκασε ο Βολταίρος την
EDW ARD W . SAID
καταστροφή του Παλατινάτου; Πώς αποκήρυξε ο Ρενάν τις βιαιοπραγίες του Ναπολέοντα; Ή ο Buckle, την αδιαλλαξία της Αγγλίας απέναντι στη Γαλλική Επανάσταση; Ή, πάλι, από την εποχή μας, με ποιο τρόπο κατήγγειλε ο Νίτσε τις κτηνωδίες των Γερμανών στη Γαλλία;» 3 Για τον Μπεντά, το πρόβλημα με τους σημερινούς διανοουμένους είναι ότι έχουν παραχωρήσει το ηθικό τους κύρος στην —κατά την προφητική του φράση— «οργάνωση των συλλογικών παθών»: σεχταρισμός, μαζικό συναίσθημα, εθνικιστικός φανατισμός, ταξικά συμφέροντα. Το 1927, πολύ καιρό πριν από την εποχή των Μ.Μ.Ε., ο Μπεντά διαισθανόταν ήδη πόσο μεγάλη σημασία είχε για τις κυβερνήσεις να έχουν στην υπηρεσία τους εκείνους τους διανοουμένους, οι οποίοι θα καλούνταν αργότερα όχι να διευθύνουν, αλλά να εδραιώσουν την κυβερνητική πολιτική, να αναλυθούν σε προπαγανδιστικές δηλώσεις, ευφημισμούς και, σε μεγαλύτερη κλίμακα, ολόκληρα συστήματα οργονελιχής Νέας Ομιλίας*, που θα μπορούσαν να συγκαλύψουν την αλήθεια στο όνομα της θεσμικής «σκοπιμότητας» και της «εθνικής τιμής».
Ο φιλιππικός του Μπεντά κατά της προδοσίας των διανοουμένων δεν αντλεί τη δύναμή του ούτε από τη λεπτότητα της επιχειρηματολογίας του, ούτε και από τον εντελώς απίστευτο ριζοσπαστισμό της άποψής του για την αποστολή του διανοουμένου — μιας άποψης άκρως ασυμβίβαστης. Οι πραγματικοί διανοούμενοι, σύμφωνα με τον ορισμό του Μπεντά, δεν πρέπει να λογαριάζουν αν κινδυνεύουν να καούν στην πυρά, να εξοστρακι- στούν ή να σταυρωθούν. Είναι μορφές συμβολικές, με θεμελιώδες χαρακτηριστικό την ανυποχώρητη απόσταση που κρατούν από κάθε λογής πρακτικό συμφέρον. Οφείλουν να είναι ολοκληρωμένα άτομα με δυναμικές προσωπικότητες και, πάνω απ’ όλα, οφείλουν να βρίσκονται σε μια κατάσταση σχεδόν διαρκούς αντίθεσης με το status quo. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι διανοούμενοι του Μπεντά αποτελούν αναπόφευκτα μια αριθμητικά περιορισμένη ομάδα ανδρών -^γυναίκες ποτέ δεν περιλαμβάνει— που, ουρλιά
* Βλ. George Orweli, 1984 [Σ.τ.Μ.].
Η Φ ΓΣΙΟΓΝ ίΙΜ ΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ Τ Ο ϊ ΔΙΑΝΟ ΟΓΜ ΒΝΟΪ
ζοντας, στέλνουν από ψηλά τις στεντόρειες φωνές και τις άκομψες κατάρες τους προς την ανθρωπότητα. Ο Μπεντά ποτέ δεν μας εξηγεί πώς έγινε κι οι άνθρωποι αυτοί κατέχουν την αλήθεια, ή κατά πόσον τα εκπληκτικά τους οράματα και η ικανότητά τους να εμβαθύνουν σε αξίες αιώνιες δεν είναι, όπως και στην περίπτωση του Δον Κιχώτη, τίποτε άλλο από μια σειρά προσωπικών φαντασιώσεων.
Εν τούτοις, προσωπικά τουλάχιστον, δεν διατηρώ την παραμικρή αμφιβολία ότι η εικόνα του πραγματικού διανοουμένου, όπως τη συνέλαβε ο Μπεντά, παραμένει μια εικόνα ελκυστική και επιβλητική. Τα περισσότερα από τα θετικά, αλλά και από τα αρνητικά, παραδείγματα που αναφέρει είναι χαρακτηριστικότατα: η δημόσια υποστήριξη της οικογένειας Calas εκ μέρους του Βολταίρου, φερ' ειπείν, ή —στο άλλο άκρο— ο φοβερός εθνικισμός κάποιων Γάλλων συγγραφέων σαν τον Maurice Barrds, στο πρόσωπο του οποίου ο Μπεντά αναγνωρίζει τη διαιώνιση (στο όνομα της γαλλικής εθνικής τιμής) ενός «σκληρού, περιφρονητικού ρομαντισμού».4 Σε πνευματικό επίπεδο, η διαμόρφωση του Μπεντά προσδιορίστηκε από την υπόθεση Ντρέιοους και τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο — δύο σφοδρότατες δοκιμασίες για όλους τους διανοουμένους, οι οποίοι είχαν να διαλέξουν μεταξύ τού να υψώσουν με θάρρος τη φωνή τους αντιτιθέμενοι στην αδικία της αντιση- μιτικής στρατιωτικής εξουσίας ή στον εθνικιστικό πυρετό, και του να ακολουθήσουν πειθήνια το κοπάδι, αρνούμενοι να υποστηρίξουν τον Εβραίο αξιωματικό Alfred Dreyfus που είχε καταδικαστεί άδικα ή, στη δεύτερη περίπτωση, τραγουδώντας σοβινιστικά συνθήματα προκειμένου να υποδαυλίσουν τον αντιγερμανικό φανατισμό. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μπεντά επανέκ- δωσε το βιβλίο του, αυτή τη φορά προσθέτοντας και κάποιες οξύτατες κριτικές με στόχο τους διανοουμένους που είχαν συνεργαστεί με τους ναζί, καθώς κι εκείνους που επιδείκνυαν έναν άκριτο ενθουσιασμό υπέρ των κομμουνιστών.5 Εν τούτοις, βαθιά μέσα στη μαχητική ρητορική τού κατά βάση πολύ συντηρητικού έργου του Μπεντά, αναδύεται ο διανοούμενο' σαν ένα άτομο ιδιαίτερο, ένας άνθρωπος ευέξαπτος και ευφραδής, αφάνταστα οργισμένος,
3 0 EDW ARD W . SAID
διαπνεόμενος από εκπληκτικό θάρρος και πρόθυμος να πει την αλήθεια στην εξουσία — ένας άνθρωπος που αρνείται να πιστέψει ότι υπάρχει κοσμική εξουσία τόσο μεγάλη και επιβλητική, ώστε να μην επιδέχεται κριτική και αυστηρές αιτιάσεις. -
Η κοινωνική ανάλυση του διανοουμένου σύμφωνα με τον Γκράμσι άτομο που εκπληρώνει συγκεκριμένες λειτουργίες στο εσωτερικό της κοινωνίας— βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα απ’ οτιδήποτε μας παρουσιάζει ο Μπεντά' τούτο, μάλκττα, αληθεύει ακόμα περισσότερο σήμερα, στα τέλη του εικοστού αιώνα» όπου είναι πάμπολλα τα νέα επαγγέλματα —ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί παραγωγοί, πανεπιστημιακοί, ειδικοί πληροφορικής, σύμβουλοι διοίκησης επιχειρήσεων, πολιτικοί εμπειρογνώμονες, κυβερνητικοί σύμβουλοι, συντάκτες εξειδικευμένων εκθέσεων αγοράς και, ουσιαστικά, όλο το φάσμα της σύγχρονης μαζικής δημοσιογραφίας— που δικαιώνουν το όραμα του Γκράμσι.
Στις μέρες μας, όλοι όσοι εργάζονται σε κάποιο τομέα που συνδέεται με την παραγωγή ή την κατανομή της γνώσης είναι, σύμφωνα με την έννοια που δίνει στον όρο ο Γκράμσι, διανοούμενοι. Στις περισσότερες βιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης, η αναλογία μεταξύ των λεγάμενων βιομηχανιών της γνώσης και αυτών που σχετίζονται με την καθαυτό φυσική παραγωγή έχει σημειώσει κατακόρυφη αύξηση υπέρ των πρώτων. Πριν από αρκετά χρόνια, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Alvin Gouldner υποστήριζε ότι οι διανοούμενοι αποτελούν τη νέα τάξη, καθώς και ότι, πλέον, οι διανοούμενοι διευθυντές έχουν εν πολλοίς πάρει τη θέση των παλαιών τάξεων των μεγαλοϊδιοκτητών και των πλουτοκρατών. Ο Γκούλντνερ, ωστόσο, έλεγε επίσης ότι οι διανοούμενοι, λόγω αυτής ακριβώς της ανόδου, έχουν πάψει να απευθύνονται στο ευρύ κοινό και έχουν γίνει μέλη της «κουλτούρας του κριτικού λόγου», όπως την ονομάζει.6 Κάθε διανοούμενος —ο εκδότης ενός βιβλίου ή ο συγγραφέας του, η στρατηγική διάνοια ή ο ειδήμων του διεθνούς δικαίου— ομιλεί και συναλλάσσεται σε μια γλώσσα ειδική, την οποία χρησιμοποιούν και τα άλλα μέλη του ίδιου χώρου: εξειδικευμένοι εμπειροτέχνες που επικοινωνούν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας μια lingua franca, ακατάληπτη για τους μη ειδικούς.
Η Φ ΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥ 31
Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Γάλλος φιλόσοφος Michel Foucault υποστήριζε ότι ο επονομαζόμενος οικουμενικός διανοούμενος (πιθανώς συλλογιζόταν τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ) έχει δώσει τη θέση του στον «ειδικό» διανοούμενο7, που εργάζεται μεν σε ένα συγκεκριμένο επιστημονικό κλάδο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιήσει την ειδημοσύνη του με οποιοδήποτε τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Φουκώ είχε στο νου του τον Αμερικανό φυσικό Ρό- μπερτ Οπενχάιμερ, ο οποίος βγήκε εκτός των ορίων της ειδικότητάς του όταν έγινε ένας από τους βασικούς οργανωτές του προγράμματος για την κατασκευή της ατομικής βόμβας (Λος Άλαμος, 1942-1945) και, στη συνέχεια, ανέλαβε θέση επιστημονικού επιτρόπου στις Η.Π.Α.
Το φαινόμενο του πολλαπλασιασμού των διανοουμένων έχει μάλιστα επεκταθεί και στους πολυάριθμους εκείνους τομείς, όπου οι διανοούμενοι αποτελούν το αντικείμενο της μελέτης — γεγονός το οποίο, ενδεχομένως, δεν είναι εντελώς άσχετο με τις πρωτοποριακές προτάσεις του Γκράμσι, ο οποίος, στα Τετράδια της Φυλακής, σχεδόν για πρώτη φορά στα χρονικά, απέδιδε στους διανοουμένους, και όχι στις κοινωνικές τάξεις, κεντρική θέση στη λειτουργία της σύγχρονης κοινωνίας. Συνδυάστε απλώς τη λέξη «διανοούμενοι» με τη λέξη «και» ή βάλτε τη στη γενική πτώση και, σχεδόν αυτοστιγμεί, θα εμφανιστεί μπροστά στα μάτια σας μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με μελέτες που έχουν ως θέμα τους διανοουμένους — μελέτες που τρομάζουν με το εύρος τους και εντυπωσιάζουν με τη διεξοδικότητά τους. Είναι χιλιάδες οι διαθέσιμες Ιστορίες και Κοινωνιολογίες των διανοουμένων, όπως επίσης είναι πολυάριθμα και τα έργα που πραγματεύονται τη σχέση ανάμεσα στους διανοουμένους «και» τον εθνικισμό, τους διανοουμένους «και» την εξουσία, τους διανοουμένους «και» την παράδοση, την επανάσταση, κ.ο.κ. Κάθε περιοχή στον κόσμο έχει βγάλει τους δικούς της διανοουμένους· οι κατηγορίες πουσχηματίζονται με αυτό τον τρόπο αποτελούν κάθε φορά αντικείμενα αναλύσεων και λογομαχιών, που γίνονται με πύρινο πάθος. Στη νεότερη ιστορία, δεν έχει υπάρξει μεγάλη επανάσταση χωρίς τη συμμετοχή διανοουμένων και, κατ’ αντίστροφο τρόπο, δεν έχει
32 EDWARD W . SAID
υπάρξει ποτέ αντεπαναστατικό κίνημα χωρίς τη συμμετοχή διανοουμένων. Ot διανοούμενοι ανέπτυξαν με τα εκάστοτε κινήματα κάθε πιθανή σχέση — έμμεση ή άμεση.
Υπάρχει ο κίνδυνος, μες στο τεράστιο φάσμα των λεπτομερειών, η εικόνα ή η μορφή του διανοουμένου να χαθεί, κι ο τελευταίος να γίνει ένας απλός επαγγελματιας ή να αποτελεσει ένα ακόμη πρόσωπο στο πλαίσιο μιας κάποιας κοινωνικής τάσης. Στις συγκεκριμένες διαλέξεις, μολονότι θεωρώ αυτονόητα τα συγκεκριμένα δεδομένα των τελών του εικοστού αιώνα, που πρώτος τα παρουσίασε ο Γκράμσι, θέλω επίσης να δώσω έμφαση στο γεγονός ότι ο διανοούμενος έχει έναν πολύ συγκεκριμένο δημόσιο ρόλο μέσα στην κοινωνία και δεν είναι δυνατόν να υποβιβάζεται στη θέση ενός απρόσωπου επαγγελματία, ενός επιτήδειου ειδικού που έχει ως μόνη του έγνοια να κάνει απλώς τη δουλειά του. Κατά τη γνώμη μου, το κεντρικό σημείο έγκειται στο ότι ο διανοούμενος είναι ένα άτομο προικισμένο με την ικανότητα της αναπαράστασης, της ενσάρκωσης και της άρθρωσης ενός μηνύματος, ενός οράματος, μιας στάσης, μιας φιλοσοφίας ή μιας άποψης, που πραγματοποιούνται ενώπιον, αλλά και εκ μέρους, ενός κοινού. Ο ρόλος αυτός είναι κατά κάποιο τρόπο παρακινδυνευμένος και δεν μπορεί κανείς να τον αναλάβει αν δεν συναισθάνεται, αφ’ ενός, πως, λόγω της θέσης του, οφείλει να θέτει ενοχλητικά ερωτήματα σε δημόσιο επίπεδο, να αντιπαρατίθεται στην ορθοδοξία και το δογματισμό (και όχι να αποτελεί την πηγή τους), να αντιστέκεται στη στρατολόγησή του από τις διάφορες κυβερνήσεις ή τις μεγάλες επιχειρήσεις, και, αφ* ετέρου, πως ο λόγος της ύπαρξής του είναι η εκπροσώπηση των ανθρώπων και των θεμάτων που, κατά κανόνα, λησμονούνται ή αντιμετωπίζονται σαν να μην υπάρχουν. Ο διανοούμενος δρα μ’ αυτό τον τρόπο στηριζόμενος σε αρχές οικουμενικές: όλοι οι άνθρωποι, σ’ όποιο έθνος κι αν ανήκουν, δικαιούνται να αντιμετωπίζονται από τις κοσμικές εξουσίες βάσει ορισμένων στοιχειωδών κανόνων ελευθερίας και δικαιοσύνης· οι σκόπιμες ή οι εξ αμελείας παραβιάσεις αυτών των κανόνων πρέπει να καταμαρτυρούνται και να καταπολεμούνται με γενναιότητα.
Και για να μιλήσω πιο προσωπικά: ως διανοούμενος, παρου
Η Φ ΓΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟ Λ Ο Ι ΤΟΤ ΔΙΑΝΟΟΓΜΕΝΟΓ 3 3
σιάζω μεν τις απόψεις μου ενώπιον ενός κοινού, όμως αυτό δεν έχει απλώς να κάνει με τον τρόπο που τις εκφράζω, αλλά και με το τι επιπλέον αντιπροσωπεύω εγώ ο ίδιος, ως άνθρωπος που προσπαθεί να προαγάγει τον αγώνα για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Όλα όσα λέω ή γράφω είναι προϊόντα μακράς σκέψης· αυτά είναι τα πιστεύω μου, κι επιθυμώ να πείσω και τους άλλους για την αλήθειά τους. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα άκρως περίπλοκο κράμα στοιχείων του ατομικού και του δημόσιου κόσμου- από τη μια μεριά, η προσωπική μου ιστορία, οι αξίες μου, τα γραπτά κι οι απόψεις μου όπως απορρέουν από την εμπειρία μου και, από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο εισέρχονται όλα αυτά στο πεδίο του κοινωνικού γίγνεσθαι, εκεί όπου οι άνθρωποι συζητούν και παίρνουν αποφάσεις για τον πόλεμο, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Δεν υπάρχει ιδιωτεύων διανοούμενος γιατί, αφ’ ης στιγμής γράψε; κανείς ορισμένα πράγματα και στη συνέχεια τα δημοσιεύσει, έχει αυτομάτως εισέλθει στο δημόσιο κόσμο. Ουτε, όμως, υπάρχει μόνο «δημόσιος» διανοούμενος, κάποιος δηλαδή που να χρησιμεύει απλώς σαν σημαιοφόρος, εκπρόσωπος ή σύμβολο ενός αγώνα, ενός κινήματος ή μιας άποψης. Ενυπάρχουν πάντοτε η προσωπική απόχρακτη και η ατομική ευαισθησία— στοιχεία που δίνουν νόημα σ ’ όλα όσα λέει ή γράφει κανείς. Πάνω απ’ όλα, σκοπός του διανοουμένου δεν είναι να κάνει το κοινό του να αισθάνεται καλά: το όλο ζήτημα είναι να ενοχλείς, να αντιλέγεις, ή και να δυσαρεστείς ακόμα.
Κατά συνέπεια, αυτό που μετράει τελικά είναι ο διανοούμενος ως μορφή «αντιπροσωπευτική» — ένας άνθρωπος που εκπροσωπεί με πρόδηλο τρόπο μιαν ορισμένη οπτική γωνία και, παρά τα λογής προσκόμματα, την εκφράζει (την «αναπαριστά») με σαφήνεια στο κοινό του. Οι διανοούμενοι είναι άτομα που χαρακτηρίζονται από κλίση για την τέχνη της αναπαράστασης, ασχέτως από το αν αυτή η τελευταία λέγεται ομιλία, συγγραφή, διδασκαλία ή τηλεοπτική εμφάνιση. Η κλίση αυτή, μάλιστα, είναι εξαιρετικά σημαντική, δεδομένου ότι αναγνωρίζεται σε δημόσιο επίπεδο και προϋποθέτει στον ίδιο βαθμό τη δέσμευση και το ρίσκο, την τόλμη και την ευαισθησία. 'Ετσι, όταν διαβάζω Ζαν-Πωλ
34 EDW ARD W. SAID
Σαρτρ ή Μπέρτραντ Ράσελ, αυτό που μου κάνε; εντύπωση, επιπροσθέτως προς την επιχειρηματολογία τους αυτή καθαυτή, είναι ακριβώς η ιδιαιτερότητα της φωνής και της προσωπικότητάς τους, και τούτο γιατί οι άνθρωποι αυτοί υπερασπίζουν ανοιχτά τα προσωπικά τους πιστεύω. Δεν υπάρχει περίπτωση να τους πάρει κανείς για τίποτα ανώνυμους λειτουργούς ή επιφυλακτικούς γραφειοκράτες.
Στο δυσθεώρητα μεγάλο πλήθος των μελετών με θέμα τους διανοουμένους, παρατηρείται μια υπερβολική προσκόλληση στονορισμό του διανοουμένου, χωρίς συγχρόνως να εξετάζεται επαρ- κώς και η φυσιογνωμία του, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του, η ουσία της παρέμβασης και της λειτουργίας του — στοιχεία που, στο σύνολό τους, συνθέτουν αυτό τούτο το είναι κάθε γνήσιου διανοουμένου. Ο Isaiah Berlin, αναφερόμενος στους Ρώσους συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα, λέει ότι, εν μέρει λόγω της επιρροής που δέχθηκαν από το γερμανικό ρομαντισμό, έδιναν στο κοινό τους την αίσθηση ότι «ο συγγραφέας κατέθετε ως μάρτυρας από ένα δημόσιο βήμα».* Έχω την εντύπωση ότι, τρόπον τινά, η ιδιότητα αυτή εξακολουθεί και σήμερα να σχετίζεται με το δημόσιο ρόλο του σύγχρονου διανοουμένου. Αυτός είναι ο λόγος που, όταν φέρνουμε στο νου μας ένα διανοούμενο σαν τον Σαρτρ, ανακαλούμε ευθύς τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, την αίσθηση ενός σημαντικού προσωπικού στοιχήματος, τη δύναμη της θέλησής του, την τόλμη του, την επιθυμία του να μιλήσει για τηναποικιοκρατία, για τη στράτευση ή την κοινωνική πάλη, θέματα που εξαγρίωναν τους αντιπάλους του, ηλέκτριζαν τους φίλους του και, ενδεχομένως, έφερναν εκ των υστέρων και τον ίδιο σε δύσκολη θέση. Όλα όσα διαβάζουμε για τη σχέση του Σαρτρ με τη Simone de Beauvoir, τη φιλονικία του με τον Camus ή τους αξιοσημείωτους δεσμούς του με τον lean Genet, μας επιτρέπουν να τον τοποθετήσουμε (η λέξη ανήκει στον ίδιο τον Σαρτρ) στο πραγματικό του πλαίσιο. Μέσα σ' αυτό ακριβώς το πλαίσιο (και, κατά κάποιο τρόπο, εξαιτίας του), ο Σαρτρ ήταν ο Σαρτρ — ο ίδιος άνθρωπος που αντιτάχθηκε στη Γαλλία όσον αφορά την Αλγερία και το Βιετνάμ. Αυτή η πολυπλοκότητα, όχι μόνο δεν
Η Φ ΥΣΙΟ ΓΝΩΜ ΙΑ ΚΑΙ 0 ΡΟΛΟΣ ΤΟΤ ΔΙΑΝΟΟΓΜ ΕΝΟΓ 3 5
ακυρώνει ή δεν αναιρεί την ιδιότητά του ως διανοουμένου, αλλά εμπλουτίζει x«t ενισχύει τα λεγόμενά του, τον παρουσιάζει ως άνθρωπο που κάνει λάθη, κι όχι ως κάποιο ζοφερό ηθικολόγο.
Ο σύγχρονος δημόσιος βίος, ιδωμένος σαν μυθιστόρημα ή έργο θεατρικό —κι επ’ ουδενί σαν σύνολο επιχειρηματικών συναλλαγών ή σαν το ακατέργαστο υλικό μιας κοινωνιολογικής μονογραφίας— αποτελεί το καλύτερο πλαίσιο όπου μπορούμε να αναζητήσουμε και να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους οι διανοούμενοι δεν εκπροσωπούν απλώς κάποιο κοινωνικό κίνημα —πολύ γνωστό ή ελάχιστα γν&κττό-, μα έναν άκρως ιδιαίτερο, ή ακόμα και ανατρεπτικό, τρόπο ζωής και κοινωνικής συμπεριφοράς, αποκλειστικά δικό τους. Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, η ανάλυση αυτού του ρόλου βρίσκει την καλύτερη —και πρώτη— πραγμάτωσή της σε κάποια ασυνήθιστα μυθιστορήματα του δεκάτου ενάτου και των αρχών του εικοστού αιώνα —Πατέρες xat Γιοι* του Turgenev, Η Αισθηματική Αγωγή του Flaubert, Πορτρέτο του Καλλιτέχνη σε Νεαρή Η?.ικίατου Joyce—, στα οποία η αναπαράσταση της κοινωνικής πραγματικότητας επηρεάζεται βαθύτατα και υφίσταται ριζικές αλλαγές εξαιτίας της ξαφνικής εμφάνισης ενός καινούριου δρώντος — του σύγχρονου νεαρού διανοουμένου.
0 Τουργκένιεφ θέλει την εικόνα της ρωσικής επαρχίας της δεκαετίας του 1860 ειδυλλιακή και γαλήνια: ευκατάστατοι νεαροί κληρονομούν από τους γονείς τους τα ήθη και τα έθιμά τους, παντρεύονται, κάνουν παιδιά, και η ζωή, ούτως ειπείν, συνεχίζεται. Έ τσι έχουν τα πράγματα ώς τη στιγμή που ένα πρόσωπο αναρχικό, πλην όμως εξαιρετικά ισορροπημένο, ο Μπαζάροφ, εισβάλλει με συνταρακτικό τρόπο στη ζωή τους. Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε σε αυτόν είναι ότι έχει κόψει κάθε δεσμό με τους γονείς του και ότι δεν φαντάζει τόσο ως μέλος μιας οικογένειας, όσο ως ένας αυτοδημιούργητος χαρακτήρας, που στέκεται προκλητικά απέναντι στη ρουτίνα, χτυπά τη μετριότητα και
* Το μυθιστόρημα του Τουργκένιεφ κυκλοφορεί στα ελληνικά με τίτλο: Πατέρες xat Παιδιά, μτφρ. Ανδρέας Σαραντόπουλος (Αθήνα: εκδ. Ζαχα- ρόπουλος, 1988) [Σ.τ.Μ].
3 6 EDW ARD W . SAID
την κοινοτοπία, καί, περιφρονώντας το συναισθηματισμό, διακηρύσσει νέες επιστημονικές αξίες, που μοιάζουν ορθολογικές και προοδευτικές. Ο Τουργκένιεφ έλεγε ότι δεν ήθελε με κανένα τρόπο να δώσει μια ωραιοποιημένη εικόνα του Μπαζάροφ· έπρεπε να φαίνεται «τραχύς, άκαρδος, ανελέητα σκληρός κι απότομος». Ο Μπαζάροφ λοιδορεί την οικογένεια Κιρσάνοφ. Όταν ο μεσήλικος πάτερ φαμίλιας παίζει για τον Μπαζάροφ ένα κομμάτι του Σούμπερτ στο πιάνο, αυτός σκάει στα γέλια χλευάζοντας τον. Ο ήρωας του Τουργκένιεφ πρεσβεύει τις ιδέες της γερμανικής υλιστικής επιστήμης: δεν θεωρεί τη φύση ναό, μα εργαστήρι. Όταν ερωτεύεται την Άννα Σεργκέιεβνα, αυτή νιώθει έλξη και τρόμο συνάμα: η πνευματική του ενέργεια, πηγαία και πολλές φορές αναρχική, τής φέρνει στο νου το χάος. Το να βρίσκεσαι πλάι του, λέει κάποια στιγμή η Άννα Σεργκέιεβνα, είναι σαν να παραπαίεις στο χείλος της αβύσσου.
Η ομορφιά και το συγκλονιστικό στοιχείο του μυθιστορήματος σχετίζονται με τον τρόπο που ο Τουργκένιεφ παρουσιάζει — και απεικονίζει— την ασυμβατότητα ανάμεσα σε μια Ρωσία όπου κυριαρχούν οι οικογένειες, οι παραδοσιακές αξίες της αγάπης και της στοργής των παιδιών για τους γονείς, ο παλιός, φυσικός τρόπ:ος ζωής, και, από την άλλη μεριά, στην καταλυτική έως μηδε^ι- στική δύναμη ενός Μπαζάροφ, του οποίου η ιστορία, αντίθετα με την ιστορία κάθε άλλου προσώπου του μυθιστορήματος, μοιάζει ανεπίδεκτη περιγραφής. Ο Μπαζάροφ εισβάλλει σ ’ αυτό τον κόσμο, τον προκαλει και, μ’ έναν εξίσου αιφνίδιο τρόπο, πέφτει τελικά νεκρός, έχοντας μολυνθεί από κάποιον άρρωστο χωρικό, του οποίου είχε αναλάβει τη θεραπεία. Αυτό που μας μένει από τον Μπαζάροφ είναι, κατά κύριο λόγο, η αμείωτη δύναμη του αμφισβη- τητικού και βαθύτατα εριστικού του πνεύματος. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι ο Τουργκένιεφ διατεινόταν πως τον θεωρούσε τον πλέον συμπαθητικό ήρωά του, ακόμα κι ο ίδιος συχνά αποπροσανατολιζόταν και, ώς ένα βαθμό, έμενε αμήχανος μπροστά στην τόλμη και την πνευματική του δύναμη, όπως και μπροστά στις έντονες αντιδράσεις του κατάπληκτου αναγνωστικού κοινού. Για κάποιους αναγνώστες, ο Μπαζάροφ αποτελούσε μια επίθεση στη
Η ΦΙ'ΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΚΛΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΤ ΔΙΑΝΟΟΤΜΕΝΟΓ
νιότη· άλλοι τον εκθείαζαν ως αληθινό ήρωα- κάποιοι άλλοι, πάλι, τον θεωρούσαν επικίνδυνο. Όποια κι αν είναι τα προσωπικά μας συναισθήματα για τον Μπαζάροφ ως άνθρωπο, το αφηγηματικό πλαίσιο του Πατέρες xat Vtot δεν μπορεί να τον ενσωματώσει ως χαρακτήρα. Ενώ οι φίλοι του —η οικογένεια Κφσάνοφ—, αλλά και οι αξιοθρήνητοι γονείς του, συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους, η κατηγορηματικότητα και η προκλητικότητα που τον διακρίνουν ως διανοούμενο τον διαφοροποιούν από την ιστορία, τον κάνουν να φαντάζει παράταιρος και, κατά μία έννοια, ατιθάσευτος.
Ακόμα πιο κλασικό παράδειγμα αποτελεί ο νεαρός ήρωας του Τζόις, ο Steven Dedalus, ο οποίος, στις αρχές της σταδιοδρομίας του, δεν κάνει άλλο από το να ταλαντεύεται ανάμεσα στις δελεαστικές προτροπές κάποιων θεσμών (της Εκκλησίας, του επαγγέλματος του παιδαγωγού, του ιρλανδικού εθνικισμού) και την αργά αναδυόμενη προσωπικότητά του ως ατίθασου διανοουμένου που έχει για μότο το εωσφορικό non serviam. Ο Seamus Deane κάνει μια εξαιρετική παρατήρηση για το Πορτρέτο του Καλλιτέχνη του Τζόις: πρόκειται, μας λέει, για «το πρώτο μυθιστόρημα στην αγγλική γλώσσα που παρουσιάζει το πάθος της σκέψης σε όλες του τις διαστάσεις».8 Στα έργα του Dickens, του Thackeray, της Ώστιν, του Hardy, ή κι αυτής ακόμα της George Eliot, ποτέ δεν συναντάμε νεαρούς ήρωες που να τους απασχολεί σε τέτοιο βαθμό η πνευματική λειτουργία μέσα στην κοινωνία. Για τον νεαρό Δαίδαλο, όμως, «η σκέψη είναι ένας τρόπος να βιώνεις τον κόσμο». 0 Ντην έχει απόλυτο δίκιο όταν λέει ότι, πριν από τον Δαίδαλο, η μορφή του διανοουμένου είχε γνωρίσει μόνο «τραγελαφικές ενσαρκώσεις» στο αγγλικό μυθιστόρημα. Παρ' όλα αυτά, εν μέρει επειδή ο Στήβεν είναι ένας νεαρός επαρχιώτης που προέρχεται από αποικιακό περιβάλλον, αν θέλει να γίνει καλλιτέχνης, πρέπει πρώτα να αποκτήσει και να αναπτύξει μια ανθεκτική αυτοσυνείδηση ως διανοούμενος.
Στο τέλος του μυθιστορήματος, η στάση του Δαίδαλου απέναντι στην οικογένειά του και τους Φενιανιστές* δεν είναι
* Fenians: οπαδοί του ιρλανδικού εθνικιστικού κινήματος [Σ.τ.Μ.].
38 EDWARD W . SAID
λιγότερο κριτική και απόμακρη απ’ ό,τι απέναντι σε κάθε ιδεολογικό σύστημα που θα είχε αποτέλεσμα να περιοριστεί η ατομικότητα του και η -συχνότατα, άκρως δυσάρεστη— προσωπικότητά του. Όπως και ο Τουργκένιεφ, ο Τζάς αναπαριστά με πολύ εύστοχο τρόπο την ασυμβατότητα ανάμεσα στον νεαρό διανοούμενο και την κανονιστική κι επαναλαμβανόμενη πορεία της ανθρώπινης ζωής. Αυτό που αρχίζει σαν μια συμβατική ιστορία για ένα νεαρό που μεγαλώνει στους κόλπους μιας οικογένειας και μετά πηγαίνει στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, αποσυντίθεται τελικά σε μια σειρά ελλειπτικών σημειώσεων από το τετράδιο του Στήβεν. Ο διανοούμενος δεν πρόκειται να προσαρμοστεί ούτε στην οικογενειακή ζωή ούτε στη μονότονη καθημερινότητα. Με τα λεγόμενά του, στο πιο γνωστό κομμάτι του μυθιστορήματος, ο Στήβεν εκφράζει ουσιαστικά το πιστεύω του διανοουμένου σχετικά με την ελευθερία (καίτοι η μελοδραματική υπερβολή αυτής της διακήρυξης δεν είναι παρά ο τρόπος με τον οποίο ο Τζόις υποσκάπτει το στομφώδες ύφος του νεαρού ήρωά του): «Θα σου πω τι θα κάνω καθώς και τ ι δεν 9α κάνω. Δεν θα υπηρετήσω οτιδήποτε δεν πιστεύω πλέον, είτε αυτό λέγεται σπίτι μου είτε πατρίδα μου είτε Εκκλησία μου- θα προσπαθήσω να εκφραστώ μ’ έναν τρόπο ζωής ή με μια τέχνη όσο πιο ελεύθερα και ολοκληρωμένα μπορώ, χρησιμοποιώντας ως άμυνα τα μόνα όπλα που επιτρέπω στον εαυτό μου να χρησιμοποιεί: τη σιωπή, την εξορία, την πονηριά».
Παρ’ όλα αυτά, και σ ’ αυτόν ακόμη τον Οδυσσέα, ο Στήβεν εμφανίζεται απλώς ως ένας ισχυρογνώμων νεαρός αμφισβητίας. Το στοιχείο που μας εντυπωσιάζει περισσότερο στο πιστεύω του είναι η διαβεβαίωση της πνευματικής του ελευθερίας. Πρόκειται για ζήτημα μεγάλης σημασίας όσον αφορά τη λειτουργία του διανοουμένου, και τούτο γιατί το να είναι κανείς στραβόξυλο και να αποτελεί την προσωποποίηση της μιζέριας δεν είναι και τόσο επαρκείς ως στόχοι. Το έργο του διανοουμένου αποσκοπει στην προαγωγή της ανθρώπινης ελευθερίας και γνώσης. Το τελευταίο εξακολουθεί, κατά την άποψή μου, να ισχύει και σήμερα, παρά το συχνά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ότι αυτού του είδους οι
Η ΦΓΣίΟ ΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΓ ΛΙΑΝΟΟΤΜΕΝΟΓ 39
ηρωικές φιλοδοξίες («οι μεγάλες αφηγήσεις χειραφέτησης και διαφωτισμού», κατά τη φράση του σύγχρονου Γάλλου φιλοσόφου Jean-Fran^ois Lyotard), που συνδέονται με την προηγούμενη «σύγχρονη» [modern] εποχή, δεν έχουν πλέον πέραση στον καιρό του μεταμοντερνισμού. Σύμφωνα με τον Αυοτάρ, οι μεγάλες αφηγήσεις έχουν αντικατασταθεί από τοπικές καταστάσεις και γλωσσικά παιχνίδια· στις μέρες μας, αν αναγνωρίζουν κάτι οι μεταμοντέρνοι διανοούμενοι, αυτό είναι η αρμοδιότητα, και όχι οι οικουμενικές αξίες της αλήθειας και της ελευθερίας. Ανέκαθεν πίστευα ότι, μ ’ αυτό τον τρόπο, ο Λυοτάρ και οι οπαδοί του ομολογούν μάλλον τη δική τους αναρμοδιότητα και ανικανότητα, τη δική τους οκνηρία και αδιαφορία, παρά εκφέρουν μια σωστή εκτίμηση για τις ευκαιρίες που απομένουν στον διανοούμενο πέρα και ανεξάρτητα από το μεταμοντερνισμό' κι αυτό γιατί, είτε το θέλουμε είτε όχι, οι κυβερνήσεις δεν έχουν διόλου σταματήσει να καταπιέζουν τους ανθρώπους, γιατί εξακολουθούν και σήμερα να συμβαίνουν σοβαρότατες κακοδικίες, γιατί η στρατολόγηση και η εισδοχή διανοουμένων στην εξουσία μπορεί και σήμερα να οδηγήσει στη φίμωσή τους και, τέλος, γιατί το φαινόμενο της εκτροπής των διανοουμένων από τον πραγματικό τους ρόλο είναι κάτι παραπάνω από συχνό.
Στην Αισθηματική Αγωγή, ο Φλωμπέρ, περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα, εξέφρασε μια εξαιρετικά έντονη απογοήτευση για τους διανοουμένους' ως εκ τούτου, η κριτική που τους άσκησε ήταν και πολύ πιο ανελέητη. Έχοντας σαν σκηνικό τις παρισινές αναταραχές των χρόνων 1848-1851, περίοδο την οποία ο διάσημος Βρετανός ιστορικός Lewis Namier χαρακτήρισε «επανάσταση των διανοουμένων», το μυθιστόρημα του Φλωμπέρ αποτελεί ένα πολύπλευρο πανόραμα της μποέμικης και της πολιτικής ζωής στην «πρωτεύουσα του δέκατου ένατου αιώνα». Στο επίκεντρο βρίσκονται δύο νεαροί επαρχιώτες: ο Frederic Moreau και ο Charles Deslauriers. Περιγράφοντας τα κατορθώματα τους ως νεαρών κοσμικών, ο Φλωμπέρ αφήνει να διαφανεί η οργή του για την ανικανότητά τους να κρατήσουν στη ζωή μια σταθερή πορεία ως διανοούμενοι. Σημαντικό μέρος της περιφρό
4 0 EDWARD W . SAID
νησης που αισθάνεται ο συγγραφέας απέναντι τους απορρέει αναμφισβήτητα από τις υπερβολϋίά μεγάλες προσδοκίες που έτρεφε γι’ αυτούς. Το αποτέλεσμα είναι η λαμπρότερη απεικόνιση της παρέκκλισης του διανοουμένου. Οι δυο νεαροί ξεκινούν ως υποψήφιοι νομικοί επιστήμονες, κριτικοί, ιστορικοί, δοκιμιογράφοι, θεωρητικοί και φιλόσοφοι, που έχουν για στόχο το κοινό καλό. Με τον καιρό, οι φιλοδοξίες του Μορώ εξασθενοΰν. «Τα χρόνια περνούσαν κι εκείνος υπέμενε την οκνηρία του νου του και την αδράνεια της καρδιάς του». Ο Ντελωριέ γίνεται «αποικιακός διοικητής στην Αλγερία, ιδιαίτερος γραμματέας κάποιου πασά, διευθυντής εφημερίδας, πράκτορας αγγελιών — για να προσληφθεί τελικά στη νομική υπηρεσία μιας βιομηχανικής εταιρίας».
Οι αποτυχίες του 1848 είναι για τον Φλωμπέρ οι αποτυχίες της ίδιας του της γενιάς. Με τρόπο προφητικό, το πεπρωμένο του Μορώ, όπως και το αντίστοιχο του Ντελωριέ, παρουσιάζονται σαν το επακόλουθο της αδυναμίας τους να επικεντρώσουν κάπου τη θέλησή τους, σαν το τίμημα που αξιώνει η σύγχρονη κοινωνία με τις ατέρμονες διασκεδάσεις, τη δίνη των απολαύσεων και, πάνω απ’ όλα, την εμφάνιση της δημοσιογραφίας, της διαφήμισης, της εφήμερης διασημότητας και μιας σφαίρας διαρκούς κίνησης και κυκλοφορίας, στο εσωτερικό της οποίας όλες οι ιδέες είναι εμπορεύσιμες, όλες οι αξίες μετατρέψιμες και όλα τα επαγγέλματα μπορούν να υποβιβαστούν στο κυνήγι του εύκολου χρήματος και της γρήγορης επιτυχίας. Για το λόγο αυτό, οι κυριό- τερες σκηνές του μυθιστορήματος περιστρέφονται με συμβολικό τρόπο γύρω από ιπποδρομίες, χοροεσπερίδες σε καφέ και μπορ- ντέλα, εξεγέρσεις, πορείες και δημόσιες συγκεντρώσεις, στο πλαίσιο των οποίων ο Μορώ προσπαθεί ασταμάτητα, μα δίχως αποτέλεσμα, να φτάσει στην αγάπη και την πνευματική ολοκλήρωση.
Ο Μπαζάροφ, ο Δαίδαλος και ο Μορώ αποτελούν ασφαλώς ακραία, πλην όμως χαρακτηριστικά παραδείγματα, κι αυτό είναι κάτι που μόνο τα πανοραμικά ρεαλιστικά μυθιστορήματα του δέκατου ένατου αιώνα μπορούν να κάνουν με τόσο θαυμάσιο τρόπο: να παρουσιάζουν, δηλαδή, διανοουμένους εν δράσει, διανοουμένους που έρχονται αντιμέτωποι με πλήθος δυσκολιών και πειρασμών,
Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥ 41
διανοουμένους που άλλοτε ακολουθούν κι άλλοτε προδίδουν την κλίση τους — όχι φυσικά ως εάν να επρόκειτο για κάποιο προκαθορισμένο καθήκον που το μαθαίνει κανείς μια και καλή διαβάζοντας το ανάλογο εγχειρίδιο, αλλά με τη μορφή της εδραιωμένης εμπειρίας που δέχεται διαρκώς τις απειλές της σύγχρονης ζωής. Οι αναπαραστάσεις του διανοουμένου, οι τρόποι με τους οποίους εκπροσωπεί και εκφράζει στην κοινωνία μια υπόθεση ή μια ιδέα, δεν προορίζονται για να ενισχύσουν το εγώ ή να δοξολογήσουν την κοινωνική θέση· κι ούτε έχουν πρωταρχικό στόχο να τεθούν στην υπηρεσία μιας ισχυρής γραφειοκρατίας ή κάποιου γενναιόδωρου εργοδότη. Αποτελούν αυτή καθαυτή τη δραστηριότητα του διανοουμένου: δραστηριότητα βασισμένη σε μια συνείδηση σκεπτικιστική, με την ευρύτερη έννοια πολιτική, απόλυτα αφοσιωμένη στην ορθολογική διερεύνηση και την ηθική κρίση· αυτή ακριβώς η ιδιότητα είναι που αναδεικνύει και φέρνει τον διανοούμενο σε άμεση επαφή με τα «κοινά». Τέλος, η γλωσσική δεξιότητα και η εύστοχη παρέμβαση στη γλώσσα αποτελούν δύο βασικά χαρακτηριστικά της δράσης του διανοουμένου.
Τι, όμως, εκπροσωπεί ο σημερινός διανοούμενος; Μία από τις καλύτερες και τιμιότερες απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα έχει δοθεί, πιστεύω, από τον Αμερικανό κοινωνιολόγο C. Wright Mills, έναν σφόδρα ανεξάρτητο διανοούμενο, προικισμένο μ’ ένα παθιασμένο κοινωνικό όραμα και μια αξιοσημείωτη ικανότητα να μεταδίδει τις ιδέες του μέσα από ένα λόγο άμεσο και επιβλητικό. Έγραφε, το 1944, ότι οι ανεξάρτητοι διανοούμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι είτε μ’ ένα μελαγχολικό συναίσθημα αδυναμίας λόγω της περιθωριακής τους θέσης, είτε με την επιλογή του τους προσφέρεται ώστε να προσχωρήσουν στους ζυγούς των διαφόρων θεσμικών οργάνων, επιχειρήσεων ή κυβερνήσεων με την ιδιότητα των μελών μιας σχετικά μικρής ομάδας επαϊόντων που παίρνουν σημαντικότατες αποφάσεις μόνοι τους και χωρίς να φέρουν καμία ευθύνη. Το να μπεις στην υπηρεσία μιας βιομηχανίας πληροφόρησης, ούτε κι αυτό είναι λύση: η εποχή που ο Tom Paine*
* Thomas Paine (1737-1809). Αγγλοαμερικανός πολιτικός στοχαστής και
42 EDW ARD W . SAID
ξεσήκωνε τις μάζες έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Με άλλα λόγια, ο ανεξάρτητος στοχαστής, έχοντας αποστερηθεί κάθε «αποτελεσματικού μέσου επικοινωνίας», βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με ένα βασικό καθήκον. Ο Μιλλς το θέτει ως εξής:
Ο ανεξάρτητος καλλιτέχνης και ο ανεξάρτητος διανοούμενος συγκαταλέγονται ανάμεσα σ’ εκείνες τις σπάνιες προσωπικότητες που έχουν τα απαραίτητα εφόδια για να αντισταθούν και να αγωνιστούν ενάντια στη στερεοτυπία κα;ι τον επακόλουθο θάνατο των γνήσιων, ζωντανών πραγμάτων. Κάθε νέα, πρωτότυπη αντίληψη προϋποθέτει πλέον να είναι κανείς διαρκώς σε θέση να ξεσκεπάζει και να εξουδετερώνει τα σχετικά με το όραμα και τη διανόηση στερεότυπα, με τα οποία μας κατακλύζουν οι σύγχρονες επικοινωνίες (δηλαδή τα σύγχρονα συστήματα αναπαράστασης). Οι κόσμοι αυτοί της μαζικής τέχνης και σκέψης προσαρμόζονται όλο και περισσότερο στις απαιτήσεις της πολιτικής. ΓΥ αυτόν ακριβώς το λόγο, η πολιτική αποτελεί το σημείο όπου θα πρέπει να επικεντρωθούν η αλληλεγγύη και η προσπάθεια των διανοουμένων. Αν ο στοχαστής, στο πλαίσιο του πολιτικού αγώνα, δεν συνδέεται με την αξία της αλήθειας, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει με υπευθυνότητα στο σύνολο της βιωμένης εμπειρίας.10
Το απόσπασμα αυτό αξίζει να διαβαστεί πάλι και πάλι, γιατί είναι γεμάτο επισημάνσεις και εμφατικά σημεία. Η πολιτική βρίσκεται παντού: δεν μπορεί κανείς να διαφύγει στο βασίλειο της αγνής τέχνης και σκέψης, αλλά ούτε και στο βασίλειο της αμερόληπτης αντικειμενικότητας ή της υπερβατικής θεωρίας. Οι διανοούμενοι ανήκουν στην εποχή τους, ομαδοποιούνται από τη μαζική πολιτική των αναπαραστάσεων όπως αυτή ενσαρκώνεται
δημοσιογράφος, που έπαιξε κεντρικό ρόλο στην Αμερικανική Επανάσταση (όντας συγχρόνως και διαπρύσιος υποστηρικτής της Γαλλικής) και συνέβαλε σημαντικά υτη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης της χώρας του. Οι πολιτικοί του λίβελοι πωλούνταν σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα[Σ.τ.Μ.].
Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥ 43
από τη βιομηχανία της πληροφόρησης ή των Μ.Μ.Κ. Μπορούν να αντισταθούν σ’ αυτή την τελευταία μόνο αν αμφισβητήσουν τις εικόνες, τις επίσημες εκδοχές των γεγονότων και τις δικαιολογίες που προβάλλει η εξουσία και τίθενται σε κυκλοφορία από τα διαρκώς ισχυρότερα Μ.Μ.Ε. — και όχι μόνο από τα Μ.Μ.Ε., αλλά κι από ολόκληρα ρεύματα σκέψης που συντηρούν το status quo κι εδραιώνουν τη συναίνεση στο πλαίσιο μιας γενικώς αποδεκτής προοπτικής της πραγματικότητας. Για να το καταφέρουν αυτό, οι διανοούμενοι πρέπει να προβούν σε «ξεσκεπάσμα- τα» —κατά τη φράση του Μιλλς— ή εναλλακτικές εκδοχές, μέσω των οποίων θα προσπαθήσουν να πουν την αλήθεια όσο καλύτερα μπορούν,
Το καθήκον αυτό κάθε άλλο παρά εύκολο είναι: ο διανοούμενος βρίσκεται πάντοτε μεταξύ μοναξιάς και ευθυγράμμισης. Ήταν πραγματικά δύσκολο, την περίοδο του Πολέμου του Κόλπου κατά του Ιράκ, να υπενθυμίζει κανείς στους πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών ότι η χώρα τους δεν ήταν κάποια αθώα ή ανυστερόβουλη δύναμη (οι ιθύνοντες, με πολύ βολικό τρόπο, λησμονούσαν τις εισβολές στο Βιετνάμ και τον Παναμά), και ότι ουδείς τούς είχε αναθέσει το ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα— το ρόλο αυτό οι Η.Π.Α. τον είχαν από μόνες τους αναλάβει. Είμαι της γνώμης, όμως, πως ήταν καθήκον των διανοουμένων, εκείνη την περίοδο, να ξαναφέρουν στο φως τα ξεχασμένα, να κάνουν συσχετισμούς που οι άλλοι με πείσμα τούς αρνούνταν και να προτείνουν κάποιους εναλλακτικούς τρόπους δράσης, οι οποίοι θα είχαν, ενδεχομένως, αποτρέψει τον πόλεμο και τον επακόλουθο όλεθρο.
Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει για τον Μιλλς η αντιθετική σχέση μεταξύ μάζας και ατόμου. Υπάρχει μια θεμελιώδης ανισορροπία ανάμεσα στην εξουσία και τη δύναμη που κατέχουν οι μεγάλοι οργανισμοί —από τις κυβερνήσεις μέχρι τις μεγάλες επιχειρήσεις— και τη σχετική αδυναμία όχι μόνο των ατόμων, αλλά και των ανθρώπινων ομάδων που αντιμετωπίζονται ως υποδεέστερες, δηλαδή των μειονοτήτων, των μικρών λαών και κρατών, των θεωρούμενων κατώτερων ή μικρότερων πολιτισμών και φυλών.
EDW ARD W. SAID
Δεν διατηρώ την παραμικρή αμφιβολία μέσα μου ότι ο διανοούμενος ανήκει στην πλευρά των αδυνάτων και των αναντιπροσώπευτων. «Ως άλλος Ρομπέν των Δασών», θα πουν μερικοί. 0 ρόλος, όμως, αυτός δεν είναι τόσο απλός, ώστε να μπορεί κανείς να ξεμπερδεύει μαζί του εξομοιώνοντας τον με το ρομαντικό ιδεαλισμό. Σε τελική ανάλυση, ο διανοούμενος, με την έννοια που δίνω εγώ στον όρο, δεν είναι ούτε ειρηνοποιός, ούτε θεμελιωτής της συναίνεσης. Είναι ένας άνθρωπος που διακυβεύει όλη του την ύπαρξη για χάρη του κριτικού του πνεύματος, ένας άνθρωπος που επιδεικνύει μια έντονη απροθυμία να δεχτεί τις εύκολες φόρμουλες, τις τυποποιημένες ιδέες και τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις για τα όσα λένε και κάνουν οι άνθρωποι της εξουσίας και της συμβατικότητας· κι η απροθυμία αυτή διόλου δεν είναι ■παθητική: ο διανοούμενος διακατέχεται από έντονη, ενεργητική προθυμία να δεσμευτεί για τα παραπάνω σε δημόσιο επίπεδο.
Το ζητούμενο δεν είναι πάντοτε η άσκηση κριτικής επί της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά η αντίληψη της κλίσης του διανοουμένου ως κατάστασης συνεχούς επιφυλακής και διαρκούς επιθυμίας να μην επιτραπεί στις μισές αλήθειες και τις «κοινώς παραδεδεγμένες» απόψεις να συμπαρασύρουν τους ανθρώπους. Το γεγονός και μόνο ότι προϋποθέτει στιβαρό ρεαλισμό, μια ορθολογική ενέργεια σχεδόν «αθλητική» και μια περίπλοκη εσωτερική μάχη εξισορρόπησης των προβλημάτων που μας θέτουν η ίδια μας η προσωπικότητα, από τη μια μεριά, και οι απαιτήσεις της κοινωνίας σχετικά με τη δημοσιοποίηση, από την άλλη, καθιστά το συγκεκριμένο καθήκον προσπάθεια αέναη, φύσει ατελεύτητη και κατ’ ανάγκην ατελή. Εν τούτοις, το καθήκον του διανοουμένου γίνεται μ' αυτό τον τρόπο ακόμα πιο πλούσιο— ασχέτως από το αν δεν φημίζεται συγχρόνως και για τη δημοτικότητα που προσφέρει.
II
ΕΘΝΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ
Στο Π Ε ΡΙΦ Η Μ Ο ΒΙΒ Λ ΙΟ ΤΟΊΓ, Η Προδοσία των Διανοουμένων, ο Ζυλιέν Μπεντά αφήνει να εννοηθεί ότι οι διανοούμενοι ανήκουν σε έναν οικουμενικό χώρο, που δεν γνωρίζει εθνικά όρια και εθνικές ταυτότητες- Ήταν αυτονόητο για τον Μπεντά, το 1927, ότι το να ενδιαφέρεται κανείς για τους διανοουμένους σήμαινε να ασχο- λείται αποκλειστικά και μόνο με τους Ευρωπαίους (ο μόνος μη Ευρωπαίος για τον οποίο μιλά επιδοκιμαστικά είναι ο Ιησούς).
Πολλά έχουν αλλάξει έκτοτε. Εν πρώτοις, η Ευρώτα] και η Δύση δεν αποτελούν πλέον τα αδιαφιλονίκητα πρότυπα βάσει των οποίων αναπτύσσεται ο υπόλοιπος κόσμος. Ο κερματισμός των μεγάλων αποικιακών αυτοκρατοριών μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ελάττωσε την πνευματική και πολιτική ακτινοβολία της Ευρώπης, που κάποτε έφτανε ώς τις καλούμενες «υποβαθμισμένες)) περιοχές της Γης. Με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, την εμφάνιση του Τρίτου Κόσμου και την παγκόσμια χειραφέτηση (της οποίας αφορμή, αν όχι και πυρήνας, στάθηκε η ύπαρξη των Ηνωμένων Εθνών), τα έθνη και οι παραδόσεις εκτός Ευρώπης φαίνονταν πλέον να αξίζουν σοβαρότερη προσοχή.
Κατά δεύτερο λόγο, ο απίστευτος ρυθμός ανάπτυξης των συγκοινωνιών και των επικοινωνιών συνέβαλε στη δημιουργία μιας νέας αντίληψης της «διαφοράς» και της «αλλοτριότητας»— όπως έχουν ονομαστεί. Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορείς πλέον να μιλάς για τους διανοουμένους με τόσο γενικό τρόπο όσο παλαιότερα, γιατί οφείλεις να λαμβάνεις υπόψη σου τις ουσιαστικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στο στιλ και την
46 F.DWARD W . SAID
ιστορία ενός Γάλλου, λόγου χάρη, κι ενός Κινέζου διανοουμένου- τουτέστιν, το να μιλάς σήμερα περί διανοουμένων σημαίνει να μιλάς ειδικότερα και για τις εθνικές, θρησκευτικές, ακόμα και ηπειρωτικές παραλλαγές του συγκεκριμένου θέματος, καθεμία από τις οποίες φαίνεται να απαιτεί ξεχωριστή εξέταση. Οι Αφρικανοί διανοούμενοι, φερ' ειπείν, ή οι αντίστοιχοι Άραβες, τοποθετούνται ξεχωριστά σε ένα πολύ συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, το οποίο παρουσιάζει τα δικά του προβλήματα, τις δικές του παθολογίες και ιδιομορφίες, τους δικούς του θριάμβους.
Μέχρι ενός ορισμένου σημείου, η περιοριστική τάση της επικέντρωσής μας όσον αφορά στον τρόπο θεώρησης των διανοουμένων οφείλεται και στην αύξηση του αριθμού των εξειδικευ- μένων σπουδών, που έχουν, πολύ εύλογα, ανιχνεύσει το συνεχώς διευρυνόμενο ρόλο των διανοουμένων στη σύγχρονη ζωή. Στις περισσότερες ενημερωμένες πανεπιστημιακές και ερευνητικές βιβλιοθήκες της Δύσης, μπορεί κανείς να βρει χιλιάδες τίτλους σχετικά με τους διανοουμένους οποιοσδήποτε χώρας του κόσμου. Είναι σαφές ότι θα χρειαζόταν κανείς πάρα πολλά χρόνια για να εντρυφήσει στο θέμα των διανοουμένων σε καθεμία απ’ αυτές τις χώρες. Έπειτα, υπάρχουν ασφαλώς πολλές και διαφορετικές γλώσσες: μερικές απ’ αυτές, όπως τα αραβικά και τα κινεζικά, υπαγορεύουν μια πολύ ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του σύγχρονου λόγου και των παλαιών —κατά κανόνα, πλουσιότατων— παραδόσεων. Και σ’ αυτή την περίπτωση, ο δυτικός ιστορικός που θα θελήσει σοβαρά να κατανοήσει τη θέση και τη λειτουργία των διανοουμένων στο πλαίσιο αυτών των «αλλότριων» και διαφορετικών παραδόσεων, θα υποχρεωθεί να αφιερώσει χρόνια ολόκληρα στην εκμάθηση των γλωσσών τους. Εν τούτοις, παρά τη διαφορά και την αλλοτριότητα για τις οποίες γίνεται λόγος, παρά την αναπόφευκτη διάβρωση της οικουμενικής αντίληψης περί της σημασίας του διανοουμένου, κάποιες γενικές ιδέες για τον διανοούμενο ως άτομο —που είναι και το ζητούμενο μου εδώ— φαίνονται να έχουν κάτι παραπάνω από αυστηρά τοπική ισχύ.
Η πρώτη από αυτές τις ιδέες είναι η εθνικότητα, και μαζί μ’ αυτήν, το προϊόν θερμοκηπίου που προήλθε από την εθνικό
ΕΘΝΗ ΚΑΙ 11 VIA L ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ
τητα, ο εθνικισμός. Κανένας σύγχρονος διανοούμενος —κι αυτό ισχύει τόσο για τις μείζονες προσωπικότητες, όπως-τον Νόαμ Τσόμσκι και τον Μπέρτραντ Ράσελ, όσο και για τις λιγότερο διάσημες περιπτώσεις διανοουμένων— δεν γράφει σε γλώσσα εσπεράντο, δηλαδή σε μια γλώσσα που προορίζεται να ανήκει σε ολόκληρο τον κόσμο και, ταυτοχρόνως, να μην ανήκει σε καμία συγκεκριμένη χώρα ή παράδοση. Κάθε διανοούμενο άτομο γεννιέται μέσα σε μια γλώσσα και, ως επί το πλείστον, περνά το υπόλοιπο της ζωής του μέσα σ’ αυτή. Αναμφίβολα, οι γλώσσες είναι πάντοτε εθνικές: ελληνικά, γαλλικά, αραβικά, αγγλικά, γερμανικά, κ.ο.κ.- γεγονός, όμως, είναι ότι ο διανοούμενος δεν αναγκάζεται να χρησιμοποιεί την εθνική του γλώσσα αποκλειστικά και μόνο για τους προφανείς λόγους της ευκολίας και της εξοικείωσης, αλλά επίσης γιατί διατηρεί την ελπίδα να αποτυπώ- σει πάνω της μια συγκεκριμένη απόχρωση, έναν ιδιαίτερο τόνο, μια προοπτική ολότελα δική του.
Το ειδικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο διανοούμενος είναι ότι, σε κάθε κοινωνία, υπάρχει ήδη μια γλωσσική κοινότητα που κυριαρχείται από συγκεκριμένες εκφραστικές συνήθειες: μία από τις κυριότερες λειτουργίες αυτών των συνηθειών είναι να συντηρούν το status quo και να φροντίζουν έτσι, ώστε τα πράγματα να εξελίσσονται ομαλά, να μην υφίστανται αλλαγές, να μην αμφισβητούνται. Ο Τζωρτζ Όργουελ εξετάζει διεξοδικά αυτό το θέμα στο δοκίμιό του Politics and the English Language. Τα κλισέ, οι τυποποιημένες μεταφορές, το αφρόντιστο γράψιμο, αποτελούν, κατά τον Όργουελ, σαφή δείγματα της «φθοράς της γλώσσας». Τα παραπάνω έχουν αποτέλεσμα ο νους να παραλύει και η γλώσσα, που λειτουργεί σαν μουσικό φόντο σε σούπερ μάρκετ, να αποκοιμίζει τη συνείδηση, παρασύροντάς την να δεχθεί ιδέες και συναισθήματα χωρίς να θέλει ή να μπορεί να αντιδράσει.
Αυτό που απασχολούσε τον Όργουελ στο εν λόγω δοκίμιο του 1946 ήταν η βαθμιαία «καταπάτηση» του αγγλικού νου από τους πολιτικούς δημαγωγούς. «Η πολιτική γλώσσα», λέει ο συγγραφέας, «—και, μ’ όλες τις παραλλαγές της, αυτό ισχύει για
48 EDWARD W. SAID
όλες τις πολιτικές παρατάξεις, από τους συντηρητικούς ώς τους αναρχικούς— είναι σχεδιασμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το ψέμα να μοιάζει αληθινό, ο φόνος πράξη σεβαστή, οι αερολογίες σχετικά συμπαγείς».' Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι πολύ πιο μεγάλο και διαδεδομένο απ' αυτό που περιγράφουν τα ανωτέρω. Για να κατανοήσουμε τις διαστάσεις του, αρκεί να εξετάσουμε επί τροχάδην τον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα προσανατολίζεται σήμερα προς πιο γενικές, συλλογικές και κορπορατιστικές μορφές. Ας πάρουμε τη χαρακτηριστική περίπτωση της δημοσιογραφίας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο μεγαλύτερο είναι το πεδίο επιρροής [Μας εφημερίδας, τόσο πιο αξιόπιστη ηχεί η φωνή της και τόσο πιο στενά ταυτίζεται με ένα ορισμένο αίσθημα κοινότητας, που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια μιας απλής ομάδας συντακτών και αναγνωστών. Η διαφορά ανάμεσα σε ένα ταμπλόιντ και τους New York Times είναι ότι οι τελευταίοι φιλοδοξούν (και το έχουν, απ’ ό,τι φαίνεται, πετύχει) να αποτελέσουν την εθνική εφημερίδα αναφοράς. Τα κύρια άρθρα της εν λόγω εφημερίδας δεν αντανακλούν απλώς και μόνο τις απόψεις μιας μικρής ομάδας ανθρώπων, αλλά υποτίθεται πως απηχούν και την αλήθεια, όπως την αντιλαμβάνεται ολόκληρο το έθνος ή όπως την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι αυτοί για λογαριασμό του έθνους. Αντιθέτως, το ταμπλόιντ προορίζεται να τραβάει αμέσως την προσοχή μέσω των σκανδαλοθηρικών άρθρων και του ελκυστικού τυπογραφικού του στιλ. Κάθε άρθρο στους New York Times υποβάλλει την ιδέα της σοβαρής αυθεντίας, της εκτεταμένης έρευνας, του προσεκτικού στοχασμού, της καλοζυγισμένης κρίσης. Η χρήση του «εμείς» στα κύρια άρθρα αναφέρεται, ασφαλώς, στους ίδιους τους συντάκτες τους, μα, ταυτοχρόνως, υποδηλώνει την ύπαρξη μιας συλλογικής εθνικής ταυτότητας, την οποία μπορούμε, λόγου χάρη, να τη συναντήσουμε στο γνωστό: «Εμείς, ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών». Καθ’ όλη τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου, ο δημόσιος διάλογος για την κρίση (κατά κύριο λόγο ο τηλεοπτικός, αλλά και αυτός της έντυπης δημοσιογραφίας) γινόταν επί τη βάσει αυτού του εθνικού «εμείς», που το ενστερνίζονταν τόσο οι ρεπόρτερ, όσο και οι στρατιωτικοί και οι απλοί
ΕΘΝΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ 49
πολίτες, σχηματίζοντας φράσεις όπως «πότε θα αρχίσουμε τον πόλεμο επί του εδάφους;» ή «είχαμε καμιά απώλεια;».
Αν κάνει κάτι η δημοσιογραφία, αυτό είναι να αποσαφηνίζει και να εδραιώνει ό,τι κατά κανόνα υποδηλώνει η ίδια η ύπαρξη μιας εθνικής γλώσσας όπως τα αγγλικά: μια εθνική κοινότητα, μια εθνική ταυτότητα ή έναν εθνικό εαυτό. Στο έργο Culture and Anarchyi1869), ο Matthew Arnoldέφτασε μέχρι του σημείου να ισχυριστεί ότι το κράτος αποτελεί τον καλύτερο «εαυτό» του έθνους και ότι ο εθνικός πνευματικός πολιτισμός ή κουλτούρα είναι η έκφραση των καλύτερων προϊόντων του λόγου και της σκέψης. Αυτοί οι καλύτεροι εαυτοί, αυτές οι καλύτερες σκέψεις, όχι μόνο δεν έχουν αυταπόδεικτο, προφανή χαρακτήρα, αλλά αποτελούν ό,τι ακριβώς, κατά τον Άρνολντ, οφείλουν να εκφράζουν και να εκπροσωπούν οι «πνευματικοί άνθρωποι». Με τον τελευταίο όρο, ο Αρνολντ εννοούσε μάλλον αυτούς που εγώ ονομάζω διανοουμένους, τα άτομα, δηλαδή, που η πνευματική και κριτική τους ικανότητα τα καθιστά κατάλληλα να εκπροσωπήσουν την καλύτερη σκέψη —την ίδια την κουλτούρα— και να την καθιερώσουν. Ο Άρνολντ δηλώνει κατηγορηματικά πως όλα αυτά δεν πρέπει να συντελούνται προς όφελος κάποιων συγκεκριμένων τάξεων ή στενών κύκλων, αλλά για το καλό ολόκληρης της κοινωνίας. Για άλλη μια φορά, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της σύγχρονης δημοσιογραφίας, ο ρόλος των διανοουμένων συνίσταται στο να βοηθήσουν την εθνική κοινότητα να αποκτήσει μια εντονότερη και όσο το δυνατόν υψηλότερη αίσθηση της κοινής ταυτότητας.
Στη βάση της προβληματικής του Άρνολντ βρίσκεται ο φόβος ότι με τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας και, κατ’ επέκταση, με την αξίωση περισσότερων ανθρώπων να αποκτήσουν το δικαίωμα ψήφου και το δικαίωμα να κάνουν ό,τι θέλουν, η κοινωνία γίνεται όλο και πιο δύστροπη, όλο και πιο δυσκυβέρνητη. Το στοιχείο αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη οι διανοούμενοι να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να δείξουν στους ανθρώπους ότι οι καλύτερες ιδέες και τα καλύτερα λογοτεχνικά έργα αποτελούν ένα είδος υπαγωγής σε μια εθνική κοινότητα, κάτι το οποίο, με
50 EDWARD W . SAID
τη σειρά του, αποκλείει το «να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει» (για να χρησιμοποιήσω τη φράση του ίδιου του Άρνολντ). Αυτά, όσον αφορά τη δεκαετία του 1860.
Για τον Μπεντά, τώρα, τη δεκαετία του 1920, ο κίνδυνος προερχόταν ακριβώς από το γεγονός ότι οι διανοούμενοι ακολουθούσαν υπέρ το δέον πιστά τις οδηγίες του Αρνολντ. Δείχνοντας στους Γάλλους πόσο σπουδαίες ήταν η επιστήμη και η λογοτεχνία της Γαλλίας, οι διανοούμενοι μάθαιναν συγχρόνως στους συμπολίτες τους ότι το να ανήκει κανείς σε μια εθνική κοινότητα είναι πράγματι αυτοσκοπός — ιδίως, μάλιστα, όταν η κοινότητα αυτή είναι ένα έθνος μεγάλο όπως η Γαλλία. Ο Μπεντά, αντίθετα, πρότεινε να σταματήσουν οι διανοούμενοι να σκέφτονται υπό το πρίσμα των συλλογικών παθών και να επικεντρώσουν την προσοχή τους σε πανανθρώπινες και υπερβατικές αξίες, που έχουν οικουμενική ισχύ για κάθε έθνος και λαό. Όπως ανέφερα σε προηγούμενο σημείο, ο Μπεντά θεωρούσε δεδομένο ότι αυτές οι αξίες ήταν αποκλειστικά ευρωπαϊκές — επ’ ουδενί ινδικές ή κινεζικές. Οι δε διανοούμενοι που ενέκρινε ήταν επίσης Ευρωπαίοι.
Δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος διαφυγής από τα σύνορα και τα φράγματα που στήνουν γύρω μας τα έθνη και οι κάθε λογής κοινότητες —Ευρώπη, Αφρική, Δύση, Ασία—, που μοιράζονται την ίδια γλώσσα και, ως εκ τούτου, μια ολόκληρη σειρά από κοινά χαρακτηριστικά, προκαταλήψεις και παγιωμένους τρόπους σκέψης. Τίποτα δεν απαντάται συχνότερα στο δημόσιο λόγο από τις φράσεις του τύπου «οι Αγγλοι», «οι Άραβες», «οι Αμερικανοί», «οι Αφρικανοί», καθεμιά από τις οποίες δεν φέρνει απλώς στο νου μια ολόκληρη κουλτούρα, αλλά, συγχρόνως, και μια πολύ συγκεκριμένη νοοτροπία.
Είναι συχνότατο φαινόμενο στις μέρες μας, όταν οι Αγγλοι και οι Αμερικανοί πανεπιστημιακοί διανοούμενοι πραγματεύονται τον ισλαμικό κόσμο (έναν κόσμο που περιλαμβάνει ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους, δεκάδες διαφορετικές κοινωνίες, μισή δωδεκάδα κύριες γλώσσες —όπως τα αραβικά, τα τουρκικά, τα ιρανικά— και καταλαμβάνει το ένα τρίτο περίπου του πλανήτη), να μιλάνε για ένα κάποιο «Ισλάμ» με τρόπο υποτιμητικό και,
ΕΘΝΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ 51
κατά τη γνώμη μου, ανεύθυνο. Απ’ ό,τι φαίνεται, χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη, θεωρώντας το Ισλάμ ένα απλούστατο θέμα, σχετικά με το οποίο μπορούν να γίνουν ευρύτατες γενικεύσεις, που χρονικά καλύπτουν μια ολόκληρη χιλιετηρίδα και τη μισή μουσουλμανική ιστορία, και αναφορικά με το οποίο διατυπώνονται, χωρίς κανένα δισταγμό, κρίσεις για τη συμβατότητα μεταξύ Ισλάμ και δημοκρατίας, Ισλάμ και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Ισλάμ και προόδου.2
Αν επρόκειτο απλώς για τις δυσμενείς κρίσεις κάποιων μεμονωμένων λογιών που, όπως ο κύριος Casaubon της Τζωρτζ 'Ελιοτ, αναζητούν ένα «κλειδί για όλες τις μυθολογίες», κάλλι- στα θα μπορούσε κάποιος να τις απορρίψει ως αβάσιμες και υπερβολικά συγκεχυμένες. Εν τούτοις, λαμβάνουν χώρα στο μεταψυχροπολεμικό πλαίσιο που δημιούργησε η κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών επί της Δυτικής Συμμαχίας, όπου επικρατεί γενικώς η άποψη ότι το ανερχόμενο ή φονταμενταλιστικό Ισλάμ αποτελεί τη νέα απειλή, που έχει πάρει τη θέση του κομμουνισμού. Η συντεχνιακή νοοτροπία όχι μόνο <5εν μετέτρεψε τους διανοουμένους στα αμφισβητητικά και σκεπτικιστικά πνεύματα που περιγράφω, σε άτομα που δεν εκπροσωπούν τη συναίνεση, αλλά την αμφισβήτηση αυτής (τόσο για ορθολογικούς, όσο και για ηθικούς και πολιτικούς —για να μη μιλήσουμε και για μεθοδολογικούς— σκοπούς), αλλά σε μια χορεία που απηχεί την κυρίαρχη πολιτική άποψη, την τροφοδοτεί και την προσανατολίζει σε μια όλο και πιο παράλογη αίσθηση ότι «αυτοί» «μάς» απειλούν. Ως αποτέλεσμα, επέρχεται μισαλλοδοξία και φόβος, αντί για γνώση και ειρηνική συνύπαρξη.
Δυστυχώς, όμως, το να επαναλαμβάνεις τις συλλογικές φόρμουλες είναι ο πιο εύκολος δρόμος, αφού και μόνο η χρήση μιας εθνικής γλώσσας (δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση) σε δεσμεύει εκ των προτέρων με ό,τι υπάρχει πιο πρόχειρο και σε ομαδοποιεί μέσα σε παγιωμένες εκφράσεις και δημοφιλείς μεταφορές του τύπου «εμείς» και «αυτοί», τις οποίες ουκ ολίγες δυνάμεις επιρροής (η δημοσιογραφία, ο ακαδημαϊκός επαγγελματισμός) φροντίζουν να κρατούν διαρκώς σε ισχύ. Όλα
EDWARD W . SAID
αυτά αποτελούν μέρος μιας προσπάθειας διατήρησης της εθνικής ταυτότητας. Το να έχουμε, φερ’ ειπείν, την αίσθηση ότι οι Ρώσοι βρίσκονται προ των πυλών, ότι μας απειλεί η ιαπωνική οικονομική εισβολή ή ότι έχει δραστηριοποιηθεί το φιλοπόλεμο Ισλάμ δεν σημαίνει απλώς ότι βιώνουμε μια κατάσταση συλλογικής επιφυλακής, αλλά επίσης ότι εδραιώνουμε την αντίληψη ότι η ταυτότητά «μας» πολιορκείται και κινδυνεύει. Ο τρόπος αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης αποτελει μείζον ζήτημα για τον σημερινό διανοούμενο. Ερώτημα: η εθνικότητα, ως γεγονός, δεσμεύει πράγματι τον διανοούμενο με την κυρίαρχη ψυχολογία και νοοτροπία για λόγους αλληλεγγύης, πίστης στις ρίζες και εθνικού πατριωτισμού; Ή μήπως μόνο αν διαχωρίσει τη θέση του μπορεί ο διανοούμενος να δώσει νόημα στη φωνή του;
Η αντίληψη «η αλληλεγγύη μπαίνει πάνω από την κριτική» δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει ουσιαστική απάντηση. Ο διανοούμενος βρίσκεται πάντοτε αντιμέτωπος με τις εξής δύο επιλογές: είτε θα ταχθεί με το μέρος των αδυνάτων, των ξεχασμένων και των αγνοημένων είτε θα συμπαραταχθεί με τους πιο ισχυρούς. Καλό θα ήταν να θυμηθούμε, στο σημείο αυτό, ότι οι εθνικές γλώσσες δεν είναι αυθύπαρκτες οντότητες που περιμένουν μέχρι να βρεθεί κάποιος να τις χρησιμοποιήσει. Πρέπει κανείς να ιδιοποιείται τη χρήση τους. Παραδείγματος χάρη, ο Αμερικανός χρονικογράφος που γράφει τη στήλη του την εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ και χρησιμοποιεί τη λέξη ««εμείς», έχει ιδιοποιηθεί αυτή την προσωπική αντωνυμία και την έχει ενσυνείδητα συνδέσει είτε με τους αυτουργούς της εγκληματικής εισβολής στο συγκεκριμένο έθνος της νοτιοανατολικής Ασίας, είτε (επιλογή κατά πολύ δυσκολότερη) με εκείνες τις μοναχικές φωνές διαμαρτυρίας που θεωρούσαν τον αμερικανικό πόλεμο αλόγιστο και άδικο. Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει κανείς να αντιτίθεται μόνο και μόνο για να αντιτίθεται· σημαίνει πως οφείλει να θέτει ερωτήματα, να διακρίνει και να επαναφέρει στη μνήμη όλα όσα τείνουν να αποκρύπτονται ή να προσπερνιούνται μες στην ορμή της συλλογικής κρίσης και δράσης. Όσον αφορά τη συναίνεση σχετικά με την κοινοτική ή την εθνική ταυτότητα,
ΕΘΝΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟ ΣΕΙΣ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ
θα έλεγα ότι καθήκον του διανοουμένου είναι να αποδείξει ότι το σύνολο δεν είναι μια φυσική ή θεόπεμπτη οντότητα, αλλά ένα δημιουργημένο, κατασκευασμένο, μερικές φορές και επινοημένο στοιχείο, το οποίο έχει πίσω του μια ιστορία αγώνων και κατα- κτήσεων και ενίοτε είναι σημαντικό να εκπροσωπείται. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Γκορ Βιντάλ έχουν αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην επιτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος.
Το δοκίμιο της Βιρτζίνια ΓουλφΛ Room o f One's Own['Eva Δικό σου Δωμάτιο], κεφαλαιώδες κείμενο για τους σύγχρονους φεμινιστές διανοουμένους, επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο τα λεγόμενά μου. Έχοντας αναλάβει να δώσει μια διάλεξη σχετικά με τις γυναίκες και την τέχνη της μυθιστοριογραφίας, η Γουλφ, στην αρχή του κειμένου, αποφασίζει να μιλήσει γ ι’ αυτό το θέμα αφού πρώτα εξετάσει το λογικό υπόβαθρο του συμπεράσματος στο οποίο έχει καταλήξει —ότι, δηλαδή, για να γράψει μια γυναίκα έργα μυθιστοριογραφίας, πρέπει να έχει χρήματα κι ένα δικό της δωμάτιο—, πράγμα το οποίο, με τη σειρά του, την προσανατολίζει σε μια διαδικασία που η συγγραφέας την περιγράφει ως εξής: «Το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος είναι να δείξει πώς κατέληξε να έχει τη γνώμη που έχει». Η έκθεση της επιχειρηματολογίας της, λέει η Γουλφ, είναι ένας εναλλακτικός τρόπος για να εκ- φράσει την αλήθεια άμεσα, δεδομένου του γεγονότος ότι, οπουδήποτε εμπλέκεται ο παράγοντας φύλο, είναι πιθανότερο να προκύψει διαμάχη, παρά διάλογος: «Το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να δώσει στο κοινό την ευκαιρία να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα παρατηρώντας τα όρια, τις προκαταλήψεις και τις ιδιαιτερότητες του ομιλητή ή της ομιλήτριας». Η συγκεκριμένη τακτική είναι άκρως αφοπλιστική —αυτό είναι βέβαιο—, μα, την ίδια στιγμή, προϋποθέτει και το στοιχείο του προσωπικού ρίσκου. Αυτός ο συνδυασμός τρωτότητας και ορθολογικής επιχειρηματολογίας δίνει στη Βιρτζίνια Γουλφ τη δυνατότητα να εμβαθύνει στο θέμα της, όχι ως δογματική φωνή που εκθέτει τα ipsissima verba, μα ως διανοούμενο άτομο που εκπροσωπεί το ξεχασμένο «αδύνατο φύλο», χρησιμοποιώντας την πλέον κατάλληλη γλώσσα για το
54 EDWARD W. SAID
εν λόγω καθήκον. Μέσα από το Ένα Δικό σου Δωμάτιο, η συγγραφέας διαφοροποιείται από τη γλώσσα καί την εξουσία της «πατριαρχίας» (η λέξη ανήκει στην ίδια τη Γουλφ) και ανοίγει το δρόμο για μια νέα ευαισθησία απέναντι στη θέση των —υπο- τιμημένων και, κατά κανόνα, λησμονημένων και αφανών— γυναικώ ν εξ ου και οι λαμπρές σελίδες για την Τζέην Ώστιν που έκρυβε τα χειρόγραφά της ή για την υποχθόνια οργή που έτρωγε τη Charlotte Bronte, ή, πράγμα άκρως εντυπωσιακό, για τη σχέση ανάμεσα στις ανδρικές (διάβαζε: κυρίαρχες) και τις γυναικείες (διάβαζε: δευτερεύουσες και κλειστές) αξίες.
Όταν η Γουλφ περιγράφει πώς συμβαίνει να είναι ήδη καθιερωμένες οι συγκεκριμένες ανδρικές αξίες όταν μια γυναίκα πιάνει την πένα της να γράψει, την ίδια στιγμή περιγράφει και τη σχέση που επικρατεί όταν το διανοούμενο άτομο ξεκινά να γράψει ή να μιλήσει. Γπάρχει πάντοτε μια δομή εξουσίας και επιρροής, μια ολόκληρη ιστορία αξιών και ιδεών, μα, πάνω απ’ όλα, υπάρχει σ’ αυτή τη διαδικασία μια αφανής πλευρά, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για τον διανοούμενο: ιδέες, αξίες και άνθρωποι που, όπως και στις συγγραφείς που εξετάζει η Γουλφ, δεν τους έχει δοθεί ένα δωμάτιο, ένας χώρος δικός τους. Όπως είπε ο Walter Benjamin, «όσοι έχουν —σ’ οποιαδήποτε εποχή— βγει νικητές, συμμετέχουν μέχρι και τούτη τη μέρα στη θριαμβευτική πορεία, όπου οι σημερινοί κυβερνώντες ποδοπατούν όλους όσοι βρίσκονται πεσμένοι στη γ η » . Η τελευταία, μάλλον δραματική, θεώρηση της ιστορίας συμπίπτει με την αντίστοιχη του Γκράμσι, σύμφωνα με τον οποίο, η κοινωνική πραγματικότητα αυτή καθαυτή διαιρείται σε εξουσιαστές και εξουσιαζομένους. Πιστεύω πως η σημαντικότερη επιλογή που έχει να κάνει ο διανοούμενος είναι το αν θα ταχθεί με τη σταθερότητα των νικητών και των εξουσιαστών ή αν θα ακολουθήσει το δύσκολο δρόμο, θεωρώντας αυτή τη σταθερότητα σαν μια κατάσταση συναγερμού που απειλεί με ολοσχερή αφανισμό τους λιγότερο τυχερούς και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη του την ίδια την εμπειρία της υποταγής, καθώς και την ανάμνηση των φωνών και των ανθρώπων που έχουν λησμονηθεί. «Το να διατυπώνεις το παρελ
ΕΘΝΗ ΚΑΙ ΠΑ ΡΑ ΔΟ ΣΕΙΣ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ
θόν ιστορικά», γράφει ο Μπένγιαμιν, «δεν σημαίνει να το αναγνωρίζεις ‘όπως ήταν” [...] Σημαίνει να αδράχνεις την ανάμνηση [ή την παρουσία] καθώς προβάλλει σαν φευγαλέα αναλαμπή τη στιγμή του κινδύνου» .3
Ένας έγκυρος ορισμός του σύγχρονου διανοουμένου, που διατυπώθηκε από τον κοινωνιολόγο Edward Shils, λέει τα εξής:
Σε κάθε κοινωνία [...] υπάρχουν ορισμένα άτομα που χαρακτηρίζονται από μια ασυνήθιστη ευαισθησία απέναντι στο ιερό, μια καινοφανή στοχαστική διάθεση απέναντι στη φύση του κόσμου τους και στους νόμους που διέπουν την κοινωνία τους. Υπάρχει σε κάθε κοινωνία μια μειονότητα ανθρώπων που, πολύ περισσότερο από τον μέσο συνάνθρωπό τους, διακατέχονται από μια διάθεση ερευνητική, μια έντονη επιθυμία να βρίσκονται σε συχνή επαφή με τα σύμβολα που έχουν ισχύ γενικότερη από τις άμεσες και απτές καταστάσεις της καθημερινής ζωής, καθώς και μια αποστασιοποίηση ως προς τη σχέση τους με .το χρόνο και το χώρο. Η εν λόγω μειονότητα νιώθει την ανάγκη να εςωτερικεύσει αυτή την αναζήτηση διά του προφορικού και του γραπτού λόγου, της ποιητικής ή της πλαστικής έκφρασης, της ιστορικής αναδρομής και συγγραφής, της τελετουργικής πρακτικής και των λατρευτικών πράξεων. Αυτή η εσωτερική ανάγκη διείσδυσης και υπέρβασης του προπετάσματος της άμεσης και απτής εμπειρίας σφραγίζει την ύπαρξη των διανοουμένων σε κάθε κοινωνία.4
Τα παραπάνω εν μέρει επαναλαμβάνουν τη θεώρηση του Μπεντά - ότι οι διανοούμενοι είναι ένα είδος χληριχής μειονότητας— κι εν μερει αποτελούν μια γενική κοινωνιολογική περιγραφή. Ο Σιλς προσθέτει στη συνέχεια ότι οι διανοούμενοι βρίσκονται σε δύο άκρα: ή που θα αντιστρατεύονται τους κυρίαρχους κοινωνικούς κανόνες ή που —ουσιαστικά, εναρμονιζόμενα— θα υπάρχουν για να εξασφαλίζουν «την τάξη και τη συνοχή του δημόσιου βίου». Είμαι της γνώμης ότι μόνον η πρώτη από αυτές τις δύο
56 EDWARD W. SAID
δυνατότητες μπορεί να δώσει πραγματικό νόημα στο ρόλο του σύγχρονου διανοουμένου (η αμφισβήτηση, δηλαδή, των κυρίαρχων κοινωνικών κανόνων), ακριβώς για το λόγο ότι οι κοινωνικοί κανόνες που κυριαρχούν σήμερα είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με το έθνος (δεδομένου ότι αυτό καθόρισε την κυριάρχησή τους), το οποίο πάντα θριαμβολογεί, πάντα κατέχει εξουσιαστική θέση, πάντα απαιτεί τη νομιμοφροσύνη και την υποταγή, και όχι την πνευματική διερευνηση και την επανεξέταση, για τις οποίες κάνουν λόγο η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Επιπλέον, σε μεγάλο αριθμό σημερινών πολιτισμών, οι διανοούμενοι αμφισβητούν μάλλον, παρά υιοθετούν τα γενικά σύμβολα για τα οποία μιλάει ο Σιλς. Έ χε ι σημειωθεί, δηλαδή, μια στροφή από την πατριωτική συναίνεση προς την κατεύθυνση του σκεπτικισμού και της διαμφισβήτησης. Σύμφωνα με τον Αμερικανό διανοητή Kirkpatrick Sale, η όλη θεωρία περί της τέλειας ανακάλυψης και των απεριόριστων ευκαιριών, πάνω στην οποία στηρίχτηκε η υποτιθέμενη αμερικανική ανωτερότητα που επέτρεψε την ίδρυση της νέας δημοκρατίας, είναι ασυγχώρητα λαθεμένη, γιατί το τίμημα της λεηλασίας και της γενοκτονίας, που οδήγησαν στην καταστροφή της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων, ήταν τραγικά υψηλό.5 Οι παραδόσεις και οι αξίες που άλλοτε θεωρούνταν ιερές σήμερα μοιάζουν υποκριτικές και ρατσιστικές. Σε πολλές αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις, ο διάλογος σχετικά με τον Κανόνα* —παρά τη βλακώδη ηχηρότητα και την ανόητη έπαρση που έχει κατά καιρούς— φανερώνει, από την πλευρά των διανοουμένων, μια πολύ πιο σκεπτικιστική αντιμετώπιση των εθνικών συμβόλων, των ιερών παραδόσεων και των άλλοτε αδιάσειστων υψηλών ιδεών. Αλλά και σε πολιτισμούς όπως ο ισλα- μικός και ο κινεζικός, που διακρίνονται από μια εκπληκτική τάση διατήρησης και ισχυροποίησης των παραδοσιακών αξιών και των
* Ο «Κανόνας» (canon) είναι ένας κατάλογος με τα σημαντικότερα κλασικά έργα της δυτικής λογοτεχνίας, τα οποία υποτίθεται πως πρέπει να έχουν διαβάσει οι Αμερικανοί φοιτητές. Έγινε στόχος έντονων επιθέσεων, με την αιτιολογία ότι υποθάλπει το σεξισμό και το ρατσισμό [Σ.τ.Μ .].
ΕΘ ΝΗ ΚΑΙ ΠΑ ΡΑ ΔΟ ΣΕΙΣ SE ΑΠΟΣΤΑΣΗ 57
βασικών συμβόλων, μπορούμε ομοίως να συναντήσουμε διανοουμένους όπως τον Ali Shariati, τον Adonis, τον Kamal Abu Deeb, ή τους διανοουμένους του Κινήματος της 4ης Μα'ιου, οι οποίοι διαταράσσουν με λίαν προκλητικό τρόπο τη μνημειώδη γαλήνη και την απαραβίαστη μεγαλοπρέπεια της παραοοσης.6
Νομίζω πως η κατάσταση αυτή είναι εξίσου υπαρκτή σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία, u tzo j, τα τελευταία χρόνια, η ιδέα της εθνικής ταυτότητας έχει τεθεί ανοιχτά υπό αμφισβήτηση ως ανεπαρκής, και μάλιστα όχι μόνο από τους διανοουμένους, αλλά και από την πιεστική οημογραφική πραγματικότητα. Υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη κοινότητες μεταναστών από τις πρώην αποικίες, που θεωρούν ότι οι ιδέες «Γαλλία». «Βρετανία» και «Γερμανία», όπως δημιουργήθηκαν την περίοδο μεταξύ 1800 και 1950, απλώς δεν τους περιλαμβάνουν. Επιπροσθέτως, τα φεμινιστικά και ομο- φυλοφιλικά κινήματα, που πρόσφατα πήραν νέα ώθηση σ’ όλες αυτές τις χώρες, αμφισβητούν κι αυτά τους πατριαρχικούς και κατά βάση ανδρικού; κανόνες που ρυθμίζουν μέχρι σήμερα την κοινωνία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός άρτι αφιχθέντων μεταναστών, καθώς και ένας πληθυσμός αυτοχθόνων, των οποίων η φωνή και η παρουσία γίνονται όλο και πιο αισθητές (οι ξεχασμένοι Ινδιάνοι, που είδαν τη γη τους να απαλλοτριώνεται και το περιβάλλον τους να καταστρέφεται ολο- σχερώς ή να μεταμορφώνεται ριζικά λόγω τηςπροοδευτικής πορείας της Αμερικής), έχουν προσθέσει τις μαρτυρίες τους σ’ αυτές των γυναικών, των Αφροαμερικανών και των σεξουαλικών μειονοτήτων προκειμένου να θέσουν υπό αμφισβήτηση την παράδοση που δημιουργούν, εδώ και δύο αιώνες, οι πουριτανοί της Νέας Αγγλίας και οι ιδιοκτήτες δούλων και φυτειών του Νότου. Ως ανταπάντηση σε όλα αυτά, επήλθε μια αναζωπύρωση των εκκλήσεων στην παράδοση, τον πατριωτισμό και τις βασικές ή οικογενειακές αξίες -ό π ω ς τις ονόμασε ο Αντιπρόεδρος Dan Quayle*—, στοιχεία
* Quayle, John Danforh (Dan) (1947- ) Αντιπρόεδρος τω ν Η.Π.Λ. (την περίοδο της προεδρίας του George Bush: 1989-1992) [Σ .τ.Μ .].
58 EDWARD W. SAID
συνδεδεμένα καθ' ολοκληρίαν με ένα παρελθόν που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί — εκτός, βέβαια, κι αν είναι να αρνηθεί κανείς ή να θέσει, τρόπον τινά, σε κατώτερη μοίρα την εμπειρία που βιώνουν όλοι όσοι, κατά το μεγαλειώδη στίχο του Αϊπιέ C6saire, ζητούν μια θέση στο κάλεσμα της νίκης.7
Σε μεγάλο αριθμό χωρών του Τρίτου Κόσμου, επικρατεί ένας έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των κατεστημένων δυνάμεων του εθνικού κράτους και των απομονωμένων και αδικημένων πληθυσμών, που δίνει πράγματι στον διανοούμενο τη δυνατότητα να αντισταθεί στην προέλαση των νικητών. Η κατάσταση στον αραβοϊσλαμικό κόσμο είναι ακόμα πιο περίπλοκη. Σε χώρες όπως η Αίγυπτος και η Τυνησία, που επί σειρά ετών —μετά την ανεξαρτησία— κυβερνιόνται από κοσμικά εθνικιστικά κόμματα (τα οποία έχουν πλέον εκφυλιστεί σε πολιτικές φατρίες και κλίκες), κάποιες ισλαμιστικές ομάδες σφετερίζονται την εξουσία, υποστηρίζοντας (και, μέχρι ενός ορισμένου σημείου, αυτό αληθεύει) ότι η συγκεκριμένη εντολή τούς έχει δοθεί από τον καταπιεσμένο λαό, τους φτωχούς των πόλεων, τους ακτήμονες χωρικούς της υπαίθρου, όλους εκείνους που δεν διατηρούν πλέον καμία απολύ- τως ελπίδα, εκτός ίσως από ένα αποκατεστημενο ή παλινορθω- μένο ισλαμικό παρελθόν. Πολλοί άνθρωποι είναι πρόθυμοι να παλέψουν μέχρι θανάτου για να υπερασπιστούν αυτές τις ιδέες.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, το Ισλάμ είναι η θρησκεία της πλειοψηφίας, οπότε οι ρήσεις του τύπου «το Ισλάμ είναι ο σωστός δρόμος», που ισοπεδώνουν την ουσία της διαφωνίας και της διαφοράς (για να μη μιλήσουμε και για τις ριζικά αποκλίνουσες ερμηνείες του Ισλάμ), δεν ανήκουν, κατά τη γνώμη μου, στα καθήκοντα του διανοουμένου. Το Ισλάμ, ας μην το ξεχνάμε, είναι και θρησκεία και κουλτούρα, αμφότερες σύνθετες και κάθε άλλο παρά μονολιθικές. Ε φ’ όσον, όμως, το Ισλάμ αποτελεί την πίστη και την ταυτότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων, το καθήκον που βαρύνει τον διανοούμενο δεν είναι σε καμία περίπτωση να επιδίδεται σε ομαδικές εξυμνήσεις του Ισλάμ, αλλ' αντιθέτως, πρώτον, να επιχειρεί μες στην οχλαγωγία μια ερμηνεία του Ισλάμ που να υπογραμμίζει το σύνθετο και ετερόδοξο
ΕΘ ΝΗ ΚΑΙ Π Α ΡΑ ΔΟ ΣΕΙΣ Σ Ε ΑΠΟΣΤΑΣΗ 59
χαρακτήρα του (Ισλάμ. των κυβερνώντων; —αναρωτιέται ο Σύ- ριος ποιητής και διανοούμενος Adonis— ή Ισλάμ των σεχτών και των αποστατούντων ποιητών;) και, δεύτερον, να ζητάει από τις ισλαμικές αρχές να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις των μη ισ- λαμικών μειονοτήτων, των δικαιωμάτων των γυναικών, του ίδιου του χαρακτήρα της σύγχρονης εποχής με ειλικρινή διάθεση ανθρωπιάς και επανεξέτασης, και όχι μέσα από διάφορες δογματικές και λαϊκιστικές επωδούς. Βασικός στόχος για τον διανοούμενο στο Ισλάμ είναι η αναβίωση της ijtihad, της προσωπικής ερμηνείας, και όχι η άτολμη υποχώρηση μπροστά στην πολιτική φιλοδοξία των 'ulema* και των χαρισματικών δημαγωγών.
Ο διανοούμενος, ωστόσο, είναι πάντοτε αντιμέτωπος με τις ανελέητες προκλήσεις του ζητήματος της αφοσίωσης και της νομιμοφροσύνης. Όλοι μας ανεξαιρέτως ανήκουμε σε κάποια εθνική ή θρησκευτική κοινότητα. Κανείς, όποια κι αν είναι η έκταση των διαμαρτυριών του, δεν βρίσκεται υπεράνω των οργανικών δεσμών που ενώνουν το άτομο με την οικογένεια, την κοινότητα και, φυσικά, την εθνότητα. Τα μέλη κάθε βασανισμένης ομάδας —οι Βόσνιοι, ας πούμε, ή οι σημερινοί Παλαιστίνιοι—, που αισθάνονται ότι οι συνάνθρωποί τους απειλούνται με πολίτικο κι ενίοτε κυριολεκτικό αφανισμό, δεσμεύονται να υπερασπίσουν την ομάδα τους και να κάνουν ό,τι μπορούν για να την προστατέψουν από τους εθνικούς εχθρούς. Μιλάμε, προφανώς, για αμυντικό εθνικισμό. Παρ’ όλα αυτά, —για να παραπέμψουμε στην ανάλυση που έκανε ο Frantz Fanon σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε όταν είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του ο αλγερινός απελευθερωτικός πόλεμος κατά των Γάλλων (1954-1962)— δεν αρκεί να συμπαρατάσσεσαι με τη χορεία που επιδοκιμάζει τον αντι- αποικιοκρατικό εθνικισμό, όπως αυτός ενσαρκώνεται από το κόμμα και την ηγεσία- υφίσταται πάντοτε το ζήτημα του αντικειμενικού σκοπού, το οποίο, ακόμα και στο πλέον κρίσιμο σημείο της μάχης, καθιστά απαραίτητη την ανάλυση των επιλογών. Μαχόμαστε απλώς για να απαλλαγούμε από την αποικιοκρατία —πράγμα που
* Νομοδιδάσκαλοι (.ulemas) [Σ.τ.Μ .].
60 EDWARD W. SAID
αποτελεί αναγκαίο σκοπό—, ή αναλογιζόμαστε τι θα κάνουμε όταν φύγει και ο τελευταίος λευκός χωροφύλακας;
Κατά τον Φανόν, σκοπός του αυτόχθονα διανοουμένου δεν μπορεί να είναι απλώς η αντικατάσταση του λευκού χωροφύλακα από τον αυτόχθονα ομόλογό του, αλλά αυτό που, δανειζόμενος τη φράση του AimeCesaire, ονομάζει «επινόηση νέων ψυχών». Με άλλα λόγια, αν και είναι ανεκτίμητης αξίας τα όσα κάνει ο διανοούμενος για να διασφαλίσει τη ζωή της κοινότητάς του σε περιόδους έντονης εθνικής κρίσης, η αφοσίωση σ’ αυτό τον αγώνα της κοινότητας για την επιβίωση δεν μπορεί να παρασύρει τον διανοούμενο μέχρι του σημείου να ναρκώσει το κριτικό του πνεύμα και να αμβλύνει τις επιταγές που του υπαγορεύει αυτό το τελευταίο, επιταγές που πρέπει πάντοτε να υπερβαίνουν το ζήτημα της επιβίωσης και να προσανατολίζονται στα θέματα της πολιτικής απελευθέρωσης, την κριτική στάση απέναντι στην ηγεσία και την προβολή εκείνων των εναλλακτικών λύσεων που πολλές φορές παραμερίζονται ή μπαίνουν στο περιθώριο, με το πρόσχημα ότι είναι άσχετες προς τον κυρίως αγώνα. Ακόμα κι ανάμεσα στους καταπιεσμένους, υπάρχουν νικητές και νικημένοι' η αφοσίωση του διανοουμένου δεν μπορεί να περιορίζεται στο πλαίσιο της συμπαράταξης με τη συλλογική πορεία. Σπουδαίοι διανοούμενοι, όπως ο Ινδός Rabindranath Tagore* και ο Κουβανός Jose Marti**, υπήρξαν υποδειγματικοί από αυτή την άποψη: αν και έμειναν πάντοτε εθνικιστές, ποτέ δεν έθεσαν σε κατώτερη μοίρα το κριτικό τους πνεύμα για χάρη του εθνικισμού.
Σ τη σύγχρονη Ιαπωνία, περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, η αλληλεπίδραση ανάμεσα στις επιταγές του συνόλου και την αυτονομία του διανοουμένου αποτέλεσε ζήτημα τραγικά προβληματικό και επίμαχο. Μετά την ΠαλινόρθωσηΜεΐμ(ΐ868),
* Rabindranath Tagore (1861-1941) Ινδός ποιητής και συγγραφέας. Στο έργο του, πηγή έμπνευσης αποτελούν οι μυστικιστικές και οι πατριωτικές ιδέες [Σ .τ.Μ .].** Josi Marti (1853-1895) Κουβανός συγγραφέας και πατριώτης. Οι ιδέες και τα έργα του επηρέασαν βαθύτατα τη διαμόρφωση της λατινοαμερικανικής πολιτικής συνείδησης [Σ .τ.Μ .].
ΕΘ ΝΗ ΚΛΙ Π Α ΡΑ ΔΟ ΣΕΙΣ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ 61
που επανέφερε την εξουσία στα αυτοκρατορικά χέρια, ακολούθησε η κατάργηση του φεουδαρχισμού, η οποία αποτέλεσε και το έναυσμα για μια μεθοδευμένη πορεία προς τη δημιουργία μιας νέας και σύνθετης ιδεολογίας. Αυτό, με πολύ καταστροφικό τρόπο, οδήγησε στο φασιστικό μιλιταρισμό και τον εθνικό όλεθρο, αποκορύφωμα του οποίου στάθηκε η ήττα της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας το 1945. 'Οπως υποστηρίζει η ιστορικόςΟβτο! Gluck, η tennosei ideorogii (η ιδεολογία του αυτοκράτορα) ήταν δημιούργημα των διανοουμένων κατά την περίοδο Μέιτζι, μια ιδεολογία που, μολονότι αρχικά καλλιεργήθηκε από ένα συναίσθημα αμυντικής στάσης, ή ακόμα και εθνικής κατωτερότητας, μετατράπηκε το 1915 σε εθνικισμό με όλη τη σημασία της λέξης: εκφάνσεις του μπορούσαν συγχρόνως να αποτελέσουν ο εξτρεμιστικός μιλιταρισμός, ο σεβασμός προς τον αυτοκράτορα, καθώς και ένα είδος αυτοχθονισμού που υπέτασσε το άτομο στο κράτος.8 Η ίδια ιδεολογία διέσυρε τις άλλες φυλές σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκαλέσει, για παράδειγμα, την προμελετημένη σφαγή των Κινέζων τη δεκαετία του 1930 στο όνομα του shido minzeku, δηλαδή της αντίληψης ότι οι Ιάπωνες είναι η κυρίαρχη φυλή.
Muz από τις πιο μελανές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας των διανοουμένων γράφτηκε κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν -σύμφωνα με την περιγραφή που κάνει ο John Dower— οι Ιάπωνες και οι Αμερικανοί διανοούμενοι επιδόθηκαν σε μια μάχη ανταλλαγής εθνικών και φυλετικών ύβρεων, κύρια χαρακτηριστικά της οποίας ήταν η προσβλητικότητα και ο έσχατος εξευτε- λισμός.9 Ό πως γράφει ο Masao Miyoshi, μετά τον πόλεμο, οι περισσότεροι Ιάπωνες διανοούμενοι ήταν πεπεισμένοι ότι η νέα τους αποστολή δεν συνίστατο απλώς στη διάλυση της tennosei (ή ((συντεχνιακής») ιδεολογίας, αλλά στη δημιουργία μιας φιλελεύθερης και ατομικιστικής υποκειμενικότητας —shutaisei—, που προοριζόταν να συναγωνιστεί τη Δύση, όμως, απ’ ό,τι λέει ο Μιγιόσι, ήταν, δυστυχώς, καταδικασμένη «στην έσχατη κενότητα του καταναλωτή, για τον οποίο μόνο η πράξη τού αγοράζειν μπορεί να τον επιβεβαιώσει και να τον καθησυχάσει σε ατομικό επίπεδο». Ο Miyoshi μάς υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι η σημασία
62 EDWARD W. SAID
που αποδόθηκε μεταπολεμικά από τους διανοουμένους στο θέμα της υποκειμενικότητας είχε και μια επιπλέον διάσταση: καθιστούσε εφικτή τη διατύπωση ερωτημάτων σχετικά με το βάρος της ευθύνης του πολέμου, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα έργα του συγγραφέα Maruyama Masao, ο οποίος έκανε λόγο για μια πνευματική «κοινότητα μετανοίας».10
Στους σκοτεινούς καιρούς, ο διανοούμενος δέχεται τις συχνότατες εκκλήσεις των ομοεθνών του: περιμένουν απ’ αυτόν να εκφράσει, να αναπαραστήσει και να πιστοποιήσει σαν μάρτυρας τα δεινά τους. Οι εξέχοντες διανοούμενοι έχουν πάντοτε —για να χρησιμοποιήσω τη φράση με την οποία ο Oscar Wilde περιέγραψε τον εαυτό του— μια σχέση συμβολισμού με την εποχή τους. Σ τη συνείδηση του κόσμου συμβολίζουν την επιτυχία, τη δόξα και τη φήμη, που μπορούν να τεθούν στην υπηρεσία ενός αγώνα ή μιας μαχόμενης κοινότητας. Κ α τ’ αντίθετο τρόπο, οι εξέχοντες διανοούμενοι αναγκάζονται πολύ συχνά να φέρουν το κύριο βάρος του ονείδους της κοινότητάς τους, κι αυτό συμβαίνει είτε όταν κάποιες κλίκες από τους κόλπους της συγκεκριμένης κοινότητας τούς συνδέουν με την ((κακή πλευρά» (φαινόμενο συνηθέστατο στην Ιρλανδία, για παράδειγμα, αλλά και σε ορισμένες δυτικές μητροπόλεις, όπου —κατά την ψυχροπολεμική περίοδο— οι φιλο- κομμουνιστές αντάλλασσαν χτυπήματα με τους αντικομμουνι- στές) είτε όταν άλλες ομάδες κινητοποιούνται για επίθεση. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο ίδιος ο Ουάιλντ αισθανόταν ότι έφερε την ενοχή όλων των πρωτοποριακών διανοητών που είχαν τολμήσει να αμφισβητήσουν τους κανόνες της μεσοαστικής κοινωνίας. Σ τη δική μας εποχή, ένας άνθρωπος όπως ο Elie Wiesel* έρχεται να συμβολίσει τα δεινά των έξι εκατομμυρίων Εβραίων που εξοντώθηκαν στο ναζιστικό ολοκαύτωμα.
Σ ’ αυτό το απίστευτα σημαντικό καθήκον —αναπαράσταση των συλλογικών δεινών του λαού σου, μαρτυρία της οδύνης του,
* Elie Wiesei (1928- ) Γαλλόφωνος Αμερικανός συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Στα έργα του, δοξολογεί την εβραϊκή συλλογική μνήμη και, υπερ- β*ίνοντ«ς γενναιόψυχα τις φρικαλεότητες που υπέστη ο εβραϊκός λαός, εκφράζει την προσδοκία του για ένα καλύτερο μέλλον (Νόμπελ Ειρήνης 1986)[Σ.τ.Μ .].
ΕΘ ΝΗ ΚΑΙ Π Α ΡΑ ΔΟ ΣΕΙΣ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ
διασφάλιση της διαχρονικής ύπαρξής του, ενδυνάμωση της μνήμης του— θα πρέπει να προστεθεί ακόμη ένα — καθήκον που, κατά τη γνώμη μου, μόνο ο διανοούμενος έχει την υποχρέωση να το εκπληρώσει. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι λίγοι οι μυθιστοριογρά- φοι, οι ζωγράφοι και οι ποιητές, όπως ο Manzoni, ο Picasso ή ο Neruda, που έδωσαν υλική υπόσταση στην ιστορική εμπειρία του λαού τους μέσα από έργα τέχνης, τα οποία, στη συνέχεια, αναγνωρίστηκαν ως αριστουργήματα. Πιστεύω πως καθήκον του διανοουμένου είναι να επεκτείνει σε οικουμενικό επίπεδο τις διαστάσεις της κρίσης, να διευρύνει το ανθρώπινο πεδίο των δεινών μιας συγκεκριμένης φυλής ή ενός συγκεκριμένου έθνους και να συσχετίζει τα τελευταία με τα δεινά και τις εμπειρίες άλλων ανθρώπων.
Δεν αρκεί να βεβαιώνουμε απλώς ότι ένας λαός υπέστη απώλειες, ότι έπεσε θύμα καταπίεσης ή σφαγής, ότι έχασε τα δικαιώματα του και την πολιτική του υπόσταση, χωρίς ταυτόχρονα να κάνουμε αυτό που έκανε ο Φανόν κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αλγερία, δηλαδή να συνδέουμε τις συγκεκριμένες φρικαλεότητες με τις δοκιμασίες κάποιων άλλων ανθρώπων. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν ισοδυναμεί με κάποιου είδους απώλεια στην ιστορική εξειδίκευση, αλλά μάλλον μας προφυλάσσει από ένα σοβαρό κίνδυνο: ένα μάθημα που πήραμε σχετικά με την καταπίεση σε ένα δεδομένο μέρος μπορεί να λησμονηθεί ή να παρα- βλεφθεί σε κάποιο άλλο μέρος, κάποια άλλη χρονική στιγμή. Επιπλέον, το γεγονός ότι αναπαριστάς τις κακουχίες που πέρασε ο λαός σου —και που μπορεί κι εσύ ο ίδιος να τις έχεις περάσει— δεν σε απαλλάσσει από το καθήκον που έχεις να αποκαλύψεις ότι ο λαός σου μπορεί αυτή τη στιγμή να διαπράττει ανάλογα εγκλήματα σε βάρος των δικών του θυμάτων.
Οι Μπόερς της Νοτίου Αφρικής, φερ’ ειπείν, στο παρελθόν πίστευαν ότι ήταν θύματα του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Εν τούτοις, αφού επιβίωσαν της βρετανικής «επίθεσης» κατά τη διάρκεια του πολέμου των Μπόερς, οι τελευταίοι, ως κοινότητα εκπροσωπούμενη από τον Daniel FranfoisMalan*, θεώρησαν πως
* Daniel Fran$ois Malan (1874-1959) To 1948 έγινε πρόεδρος της Νοτίου
EDWARD W. SAID
είχαν το δικαίωμα να υπερασπίσουν δυναμικά την ιστορική τους εμπειρία εγκαθιδρύοντας, μέσω των θεωριών του Εθνικού Κόμματος, το καθεστώς που έγινε γνωστό ως απαρτχάιντ. Δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο και προσφιλές στους διανοουμένους από το να ολισθαίνουν σε διάφορους τρόπους δικαίωσης και φαρισαϊσμού, που τους κάνουν να μη βλέπουν το κακό που γίνεται στο όνομα της ίδιας τους της εθνικής κοινότητας. Το τελευταίο αυτό στοιχείο βρίσκει την πλέον χαρακτηριστική ισχύ του στις περιόδους κρίσης: για παράδειγμα, η συμπαράταξη με τη σημαία κατά τη διάρκεια του πολέμου στα Φώκλαντ ή στο Βιετνάμ, σήμαινε ότι κάθε είδους αμφισβήτηση του θεμιτού χαρακτήρα του πολέμου θα ερμηνευόταν ως ταυτόσημη με προδοσία. Παρ’ όλα αυτά, αν και δεν υπάρχει κάτι που να σε κάνει πιο αντιπαθητικό, ο διανοούμενος οφείλει πάντα να υψώνει τη φωνή του ενάντια σ’ αυτού του είδους την αγελαία συμπεριφορά· κι όσο για το προσωπικό κόστος — ας πάει στα κομμάτια.
Αφρικής. Σχημάτισε, για πρώτη φορά στην ιστορία αυτής της χώρας, κυβέρνηση αποτεληύ(ΐενη αποκλειστικά από Λ frikaners (απογόνους των Ολλανδών αποίκων του 17°“ αιώνα) και καθιέρωσε το απαρτχάιντ [Σ.τ.Μ .].
Ill
Π Ν Ε Υ Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ξ Ο Ρ Ι Α : Ε Κ Π Α Τ Ρ Ι Σ Μ Ο Σ Κ Α Ι Π Ε Ρ Ι Θ Ω Ρ Ι Ο Π Ο Ι Η Σ Η
Η ΕΞΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ από τα χειρότερα πράγματα που μπορούν να συμβούν στον άνθρωπο. Την εποχή που προηγήθηκε της σύγχρονης, ο εξορισμός ως μορφή τιμωρίας ήταν κάτι παραπάνω από φρικτός, γιατί όχι μόνο σήμαινε ολόκληρα χρόνια άσκοπης περιπλάνησης μακριά από την οικογένεια και τον οικείο τόπο, αλλά συγχρόνως καταδίκαζε τον άνθρωπο να νιώθει σαν να ήταν επί μονίμου βάσεως ξένος κι απόβλητος, κάποιος που βρισκόταν σε διαρκή διάσταση με το περιβάλλον: τίποτα δεν μπορούσε να τον παρηγορήσει για το παρελθόν τίποτα δεν μπορούσε να απαλύνει την πίκρα του για το παρόν και το μέλλον. Η ιδέα της εξορίας ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένη με την ανείπωτη φρίκη που ενέπνεε ο λεπρός, ο κοινωνικός και ηθικός παρίας. Από μορφή ανώτερης κι ενίοτε αποκλειστικής τιμωρίας διακεκριμένων ατόμων —όπως στην περίπτωση του Οβίδιου, του γνωστού Λατίνου ποιητή, που εκδιώχθηκε από τη Ρώμη για να εξοριστεί σε μια μακρινή πόλη της Μαύρης Θάλασσας— η εξορία μετασχηματίστηκε, κατά τον εικοστό αιώνα, σε βάναυση τιμωρία ολόκληρων κοινοτήτων και λαών, πολλές φορές ως ακούσιο επακόλουθο απρόσωπων δυνάμεων όπως ο πόλεμος, ο λιμός και η επιδημία.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι Αρμένιοι, ένας λαός χαρισματικός, που εκτοπίστηκε πολλάκις και που μεγάλο πλήθος του απλώθηκε απ ' άκρη σ’ άκρη στην ανατολική Μεσόγειο (ιδίως στην Ανατολία). Μετά τις επιδρομές γενοκτονίας που δέχτηκαν από τους Τούρκους, οι Αρμένιοι κατέκλυσαν κάποιες γειτονικές
66 EDWARD W. SAID
πόλεις (τη Βηρυτό, το Χαλέπι, την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο), μόνο και μόνο για να απωθηθούν ξανά κατά τη διάρκεια των επαναστατικών αναταραχών μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εδώ και πολύ καιρό, μου προσελκύουν έντονα το ενδιαφέρον αυτές οι μεγάλες εκπατρισμένες ή εξόριστες κοινότητες, που κατοίκησαν το τοπίο των παιδικών μου χοόνων στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Ανάμεσά τους υπήρχαν ασφαλώς πολλοί Αρμένιοι, αλλά και Εβραίοι και Ιταλοί και Έλληνες, οι οποίοι, αφ' ης στιγμής εγκαταστάθηκαν στο Λεβάντε, ανέπτυξαν δημιουργικότατες ρίζες —ας μην ξεχνάμε ότι από τις εν λόγω κοινότητες προήλθαν εξέχοντες συγγραφείς όπως ο Edmond Jabes*, ο Giuseppe Ungaretti, ο Κωνσταντίνος Καβάφης—, ρίζες που έμελλε να κομματιαστούν με τον πιο κτηνώδη τρόπο μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, το 1948, και τον πόλεμο του Σουέζ, το 1956. Οι νέες εθνικιστικές κυβερνήσεις της Αιγύπτου, του Ιράκ, καθώς και ορισμένων άλλων χωρών του αραβικού κόσμου, θεωρούσαν ότι οι ξένοι αντιπροσώπευαν τη νέα επιδρομή του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, οπότε τους υποχρέωσαν να φύγουν. Για πολλές από τις παλαιές κοινότητες, η συγκεκριμένη πραγματικότητα στάθηκε κάτι παραπάνω από σκληρή. Κάποιες απ’ αυτές προσαρμόστηκαν στους νέους τόπους κατοικίας τους, μα ήταν πολυάριθμες εκείνες οι κοινότητες που, τρόπον τινά, επανεξορί- στηκαν.
Επικρατεί γενικώς η εντελώς εσφαλμένη αντίληψη ότι το να είσαι εξόριστος σημαίνει ότι είσαι ολοκληρωτικά αποκομμένος και παντοτινά ξεριζωμένος από τον τόπο της καταγωγής σου. Θα ήταν ευχής έργον να ίσχυε πράγματι αυτός ο χειρουργικά απόλυτος διαχωρισμός, γιατί τότε θα μπορούσες τουλάχιστον να παρηγορείσαι με την ιδέα ότι όλα όσα έχεις αφήσει πίσω σου είναι, κατά κάποιο τρόπο, ανεπιστρεπτί χαμένα. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι εξόριστοι δεν δυσκολεύονται απλώς να
* Edmond Jabes (1912-1991). Γάλλο; συγγραφέα;. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αίγυπτο. Εγκαταστάθηκε τελικά στη Γαλλία (1957) [Σ .τ.Μ .].
ΠΝΕΥΜ ΑΤΙΚΗ ΕΞΟΡΙΑ: ΕΚ Π Α ΤΡΙΣΜ Ο Σ ΚΑΙ Π Ε ΡΙΘ Ω ΡΙΟ Π Ο ΙΗ ΣΗ 67
ζήσουν μακριά από την πατρίδα και το σπίτι τους, αλλά (δεδομένης της σημερινής μορφής του κόσμου) δυσκολεύονται επίσης να ζήσουν μαζί με όλα εκείνα τα στοιχεία που τους υπενθυμίζουν διαρκώς πως βρίσκονται στην εξορία και πως η πατρίδα δεν είναι και τόσο πολύ μακριά' κι όλα αυτά, με την κανονική ροή της σύγχρονης καθημερινότητας να τους κρατάει σε συνεχή —πλην όμως βασανιστική και ανεκπλήρωτη— επαφή με τη γενέτειρα. Ως εκ τούτου, ο εξόριστος βρίσκεται πάντοτε σε μια ενδιάμεση κατάσταση: ούτε ενσωματώνεται πλήρως στο νέο πλαίσιο ζωή;, αλλά ούτε κι απελευΟερ ’ύνεται εντελώς από το παλιό- τον βασανίζουν οι ημι-δεσμεύσεις, από τη μια μεριά, και οι ημι-αποδε- σμεύσεις, από την άλλη- στο ένα επίπεδο νιώθει νοσταλγία, στο άλλο αισθάνεται σαν έμπειρος μίμος ή κρυφός απόβλητος. Με τον καιρό, η επιβίωση γίνεται η βασική του ανάγκη. Κινδυνεύει, όμως, να νιώσει υπέρ το δέον άνετος και ασφαλής, οπότε πρέπει πάντα να έχει το νου του μην τύχει κι ο κίνδυνος αυτός γίνει πραγματικότητα.
Ο Σαλίμ, ο κύριος ήρωας του μυθιστορήματος A Bend in the River του V. S. Naipaul, αποτελεί ένα έντονα συγκινητικό παράδειγμα σύγχρονου διανοουμένου που βρίσκεται στην εξορία. Ανατολικοαφρικανός μουσουλμάνος ινδικής καταγωγής, ο Σαλίμ αφήνει τα παράλια και κατευθύνεται προς το εσωτερικό της αφρικανικής ηπείρου: εκεί ζει μια αβέβαιη ζωή σε ένα νεοσύστατο κράτος εμπνευσμένο από το Ζαΐρ του Mobutu. Χάρη στην εκπληκτική οξυδέρκεια και το συγγραφικό του ταλέντο, ο Νάί- πουλ σκιαγραφεί τη ζωή του Σαλίμ σε «μια στροφή του ποταμού» ως εάν να επρόκειτο για μια ουδέτερη ζώνη, στην οποία εισρέουν οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι συμβουλάτορες (που διαδέχτηκαν τους ιδεαλιστές ιεραποστόλους της αποικιοκρατικής περιόδου), καθώς και μισθοφόροι, κερδοσκόποι, και διάφορα άλλα ναυάγια του Τρίτου Κόσμου. Ο Σαλίμ αναγκάζεται να ζήσει μέσα σ ’ αυτό το κλίμα της διογκούμενης σύγχυσης και, σιγά σιγά, χάνει την περιουσία και την ακεραιότητά του. Στο τέλος του μυθιστορήματος, —και τούτο αποτελεί, ασφαλώς, τη διφορούμενη άποψη του Νάιπουλ— ακόμα και οι αυτόχθονες έχουν
EDWARD W. SAID
γίνει εξόριστοι στην ίδια τους τη χώρα εξαιτίας των παράλογων και αλλοπρόσαλλων ιδιοτροπιών του αρχηγού του κράτους, του «(Μεγάλου», τον οποίο ο Νάιπουλ χρησιμοποιεί ως σύμβολο όλων των μετα-αποικιακών καθεστώτων.
Οι εκτεταμένες ανακατανομές εδαφών που έγ:ναν την περίοδο μετά το Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο προκάλεσαν μαζικές δημογρα- φικές μετακινήσεις: τέτοιες ήταν, λόγου χάρη, η μετακίνηση των Ινδών μουσουλμάνων στο Πακιστάν μετά τη διαίρεση του 1947, ή αυτή των Παλαιστινίων, που διασκορπίστηκαν την εποχή της ίδρυσης του Ισραήλ προκειμένου να κάνουν τόπο στους εισερχόμενους Εβραίους από την Ευρώπη και την Ασία. Με τη σειρά τους, οι μετασχηματισμοί αυτοί δημιούργησαν υβριδικές πολιτικές μορφές. Στον πολιτικό βίο του Ισραήλ, δεν είχαμε μόνο την πολιτική για την εβραϊκή διασπορά, αλλά και μια παράλληλη ανταγωνιστική πολιτική για τον εξόριστο παλαιστινιακό λαό. Στα νεοσύστατα κράτη του Πακιστάν και του Ισραήλ, οι νεοφερμένοι μετανάστες τοποθετούνταν θεωρητικά στο πλαίσιο μιας ανταλλαγής πληθυσμών, όμως, από πολιτική σκοπιά, αντιμετωπίζονταν επίσης ως πρώην καταπιεσμένες μειονότητες, στις οποίες είχε πλέον δοθεί η δυνατότητα να ζήσουν στο νέο κράτος ως μέλη της πλειοψηφίας. Εν τούτοις, η διαίρεση και η αυτονομι- στική ιδεολογία των νέων κρατών όχι μόνο δεν διευθέτησαν τα προβλήματα του σεχταρισμού, αλλά αντιθέτως τα υποδαύλισαν και, σε πολλές περιπτώσεις, τα πυροδότησαν. Στο σημείο αυτό, το ενδιαφέρον μου στρέφεται κυρίως στους πιο αδικημένους εξόριστους, όπως είναι για παράδειγμα οι Παλαιστίνιοι η οι νέοι μουσουλμάνοι μετανάστες στην ηπειρωτική Ευρώπη, οι μαύροι από τις Αντίλλες και την Αφρική στην Αγγλία - άνθρωποι που με την παρουσία τους περιπλέκουν την υποτιθέμενη ομοιογένεια των κοινωνιών όπου ζουν. Κατά συνέπεια, οι διανοούμενοι —είτε άνδρες είτε γυναίκες- που θεωρούν ότι συμμετέχουν σε μια γενικότερη κατάσταση που επηρεάζει την τύχη μιας εκτοπισμένης εθνικής κοινότητας, είναι πιθανόν να μην αποτελούν πηγή εγκλι- ματισμού και προσαρμογής των μεταναστών στην κουλτούρα της χώρας υποδοχής, αλλά πηγή ρευστότητας και αστάθειας.
Π Ν ΕΥΜ ΑΤΙΚΗ E SO PIA : ΕΚ Π Α ΤΡΙΣΜ Ο Σ ΚΑΙ Π Ε ΡΙΘ Ω ΡΙΟ Π Ο ΙΗ ΣΗ 69
Αυτό επ’ ουδενί σημαίνει ότι η εξορία δεν δημιουργεί και αξιοθαύμαστες περιπτώσεις προσαρμογής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σήμερα στην ασυνήθιστη θέση να διαθέτουν δύο εξέχοντες πρώην αξιωματουχους σε πρόσφατες κυβερνήσεις —τον Henry Kissinger και τον Zbigniew Brzezinski—, οι οποίοι ήταν (ή εξακολουθούν να είναι, ανάλογα με την οπτική γωνία του παρατηρητή) εξόριστοι διανοούμενοι: ο Κίσιντζερ από τη ναζιστική Γερμανία και ο Μπρζεζίνσκι από την κομμουνιστική Πολωνία. Ο Κίσιντζερ, μάλιστα, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του και λαμβανομένου υπόψη του Βασικού Νόμου της Επιστροφής, βρίσκεται επιπλέον στην άκρως ιδιάζουσα θέση να διατηρεί εν δυνάμει το δικαίωμα να μεταναστεύσει στο Ισραήλ. Παρ' όλα αυτά, τόσο ο Κίσιντζερ, όσο και ο Μπρζεζίνσκι φαίνονται —επιφανειακά τουλάχιστον— να έχουν θέσει το ταλέντο τους στην υπηρεσία της δεύτερης πατρίδας τους, πράγμα που, παράλληλα, έχει συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη του κύρους τους: υλικά οφέλη και εθνική —αν όχι παγκόσμια— επιρροή, που απέχουν πόρρω από την περιθωριακή αφάνεια στην οποία βρίσκονται οι περισσότεροι εξόριστοι διανοούμενοι από τον Τρίτο Κόσμο που ζουν στην Ευρώπη ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα, αφού υπηρέτησαν στην κυβέρνηση επί σειρά ετών, οι δύο αυτοί εξέχοντες διανοούμενοι έχουν γίνει σύμβουλοι μεγάλων εταιριών και άλλων κυβερνήσεων.
Οι περιπτώσεις των Μπρζεζίνσκι και Κίσιντζερ δεν είναι ίσως (σε κοινωνικό επίπεδο) τόσο σπάνιες, όσο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, ειδικά αν θυμηθούμε ότι κάποιοι άλλοι εξόριστοι — όπως ο Thomas Mann, λ .χ — θεωρούσαν το ευρωπαϊκό θέατρο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ως μια μάχη για το πεπρωμένο και την ψυχή της Δύσης. Σ ’ αυτό τον «καλό πόλεμο», οι Η.Π.Α. έπαιξαν το ρόλο του σωτήρα, παρέχοντας καταφύγιο σε μια ολόκληρη γενιά λογιών, καλλιτεχνών και επιστημόνων που είχαν δραπετεύσει από το δυτικό φασισμό για να έρθουν να εγκατασταθούν στη μητρόπολη του νέου δυτικού imperium. Κ ατά παρόμοιο τρόπο, κατέφτασε επίσης στην Αμερική ένα δυσθεώρητα μεγάλο πλήθος διακεκριμένων λογίων που προέρχονταν από γνωστικά πεδία όπως οι ανθρωπιστικές και οι κοινωνικές επιστήμες. Με
70 EDWARD W. SAID
ρικοί α π ’ αυτούς, όπως οι μεγάλοι συγκριτολόγοι και μελετητές των ρομανικών γλωσσών Leo Spitzer και F,rich Auerbach, ανανέωσαν τα αμερικανικά πανεπιστήμια με το ταλέντο και την εμπειρία τους από τον «Παλαιό Κόσμο». Κάποιοι άλλοι, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται επιστήμονες σαν τον Edward Teller και τον Werner von Braun, έλαβαν ενεργό μέρος στον Ψυχρό Πόλεμο ως νέοι Αμερικανοί αποφασισμένοι να υπερισχύσουν της Σοβιετικής Ένωσης στη μάχη του Διαστήματος και τον αγώνα των εξοπλισμών. Το συγκεκριμένο ζήτημα, την επαύρ;ο κιόλας του πολέμου, ήταν για όλους τόσο σοβαρό και σημαντικό, ώστε -όπω ς απο- καλύφθηκε πρόσφατα— ορισμένοι διαπρεπείς Αμερικανοί διανοούμενοι από το χώρο των κοινωνικών επιστημών έφτασαν μέχρι του σημείου να στρατολογήσουν γ ι’ αυτή τη μεγάλη σταυροφορία κάποιους πρώην ναζί, γνωστούς για τα αντικομμουνιστικά τους διαπιστευτήρια, και να τους φέρουν να εργαστούν στις Η.ΠΑ.
Παράλληλα με την αμφιλεγόμενη τέχνη της πολιτικής λοξοδρομίας —την τακτική, δηλαδή, του να μην παίρνεις μια σαφή θέση και, παρ’ όλα αυτά, να μπορείς να επιβιώνεις ωραιότατα—, στις επόμενες δύο διαλέξεις μου θα πραγματευτώ και τον τρόπο με τον οποίο φτάνει ένας διανοούμενος σε συμβιβασμό με κάποια νέα ή ανερχόμενη κυρίαρχη εξουσία. Προς το παρόν, θα ήθελα να επικεντρώσω την προσοχή μου στην ακριβώς αντίθετη περίπτωση, ήτοι στον διανοούμενο που, λόγω εξορίας, δεν μπορεί ή, ορθότερα, δεν θέλει να προσαρμοστεί, κι αυτό γιατί προτιμά να μείνει έξω από το κύριο ρεύμα, να μην ενταχθεί — να αντισταθεί. Πρώτα, όμως, καλό θα ήταν να διευκρινίσω ορισμένα σημεία.
Κ α τ’ αρχάς, ενώ η εξορία είναι γενικώς μια κατάσταση πραγματική, θεωρώ σκόπιμο να την αντιμετωπίζω εδώ και ως κατάσταση μεταφορική. Με αυτό το τελευταίο θέλω να πω ότι, αν και η διάγνωσή μου σχετικά με τον εξόριστο διανοούμενο απορρέει από την κοινωνική και πολιτική ιστορία του εκτοπισμού και της μετανάστευσης, το συγκεκριμένο στοιχείο δεν την υποχρεώνει να περιορίζεται μόνο σε αυτήν. Ακόμα και οι διανοούμενοι που ανήκουν εφ’ όρου ζωής στα μέλη μιας δεδομένης κοινωνίας μπορούν, κατά μία έννοια, να χωριστούν σε δύο κατηγορίες, τους
ΠΝΕΥΜ ΑΤΙΚΗ ΕΞΟ ΡΙΑ : Ε Κ Π Α Τ ΡΙΣ Μ Ο Σ ΚΑΙ Π Ε ΡΙΘ Ω ΡΙΟ Π Ο ΙΗ ΣΗ 71
«ημέτερους» και τους «ξένους»: από τη μια μεριά, αυτοί που ανήκουν πλήρως στην κοινωνία ως έχει κι ευημερούν στους κόλπους της χωρίς να βασανίζονται από οποιοδήποτε συναίσθημα ασυμφωνίας και αντίθεσης· μπορούμε να τους ονομάσουμε «yes-men». Από την άλλη, αυτοί που λένε όχι: άνθρωποι που βρίσκονται σε ρήξη με την κοινωνία και, ως εκ τούτου, είναι «ξένοι» και εξόριστοι όταν πρόκειται για προνόμια, θέματα εξουσίας ή τιμές. Η ιδιότητα του διανοουμένου ως «ξένου» βρίσκει τα καλύτερο παράδειγμά της στην κατάσταση της εξορίας: την κατάσταση τού να μην προσαρμόζεσαι ποτέ πλήρως, να αισθάνεσαι πάντοτε ότι βρίσκεσαι εκτός του καβησυχαστικού και γνώριμου κόσμου των «ημεδαπών», να προσπαθείς, εν ολίγοις, να αποφεύγεις ή ακόμα και να αποστρέφεσαι τις παγίδες της προσαρμογής και της εθνικής ευημερίας. Σ ε μεταφυσικό επίπεδο, η εξορία είναι για τον διανοούμενο μια κατάσταση ανησυχίας, κινητικότητας και διαρκούς αποσταθεροποίησης — δικής του και των άλλων. Ό χι μόνο δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, σε μια πρότερη κατάσταση, και να ξαναβρεί τη σταθερότητα του «σπιτιού του», αλλά, δυστυχώς, ποτέ δεν μπορεί να φτάσει σε πλήρη σύμπνοια με τη νέα του πατρίδα, τη νέα του πραγματικότητα.
Κατά δεύτερο λόγο —και νιώθω κάποια σχετική έκπληξη κι εγώ ο ίδιος, τώρα που κάνω αυτή την παρατήρηση—, ο εξόριστος διανοούμενος έχει την τάση να απολαμβάνει την ιδέα της δυστυχίας, και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αυτό το συναίσθημα στέρησης και δυσαρέσκειας, που αγγίζει τα όρια της παθολογίας (κάτι σαν ανυποχώρητη δυσφορία), να μπορεί να μετατραπεί όχι απλώς σε τρόπο σκέψης, αλλά και σ’ ένα είδος νέου, έστω και προσωρινού, τόπου διαβίωσης. 0 διανοούμενος με τη μορφή ενός οργισμένου Θερσίτη*, ίσως. Ο Jonathan Swift, αυτή η μεγάλη φυσιογνωμία του δεκάτου ογδόου αιώνα, που ποτέ δεν ξεπέρασε
* (μυθ ) Δύσμορφης Αιτωλός που πήρε μέρος ττην εκστρατεία εναντί&ν τ/,ς Τροίας. Σε μία συνέλευση σχετικά με το αν θα συνεχιστεί ο πόλεμος, είναι ο μόνος που τολμά να αντιμιλήσει στον Λγαμέμνονα κα; καλεί τους Έ λληνες να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Το όνομά του συνδέθηκε με την αθυ- ροστομία και. κυρίως, το θράσος [Σ.τ.Μ .].
72 EDWARD W, SAID
το γεγονός ότι, όταν οι Tories εγκατέλειψαν την εξουσία, ο ίδιος έχασε την επιρροή και το κύρος που απολάμβανε στην Αγγλία και πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του εξόριστος στην Ιρλανδία, μπορεί να δώσει μια σαφή εικόνα της υπό εξέταση κατάστασης. Σχεδόν θρυλική μορφή, γεμάτος πίκρα και θυμό (στο επιτύμβιο του, χρησιμοποιεί τις λέξεις saeve indignatio), ο Σουίφτ, καίτοι στο έπακρο οργισμένος με την Ιρλανδία, δεν σταμάτησε να την υπερασπίζεται εναντίον της βρετανικής τυραννίας. Τα μεγάλα ιρλανδικά του αριστουργήματα, Gulliver’s Travels [Τα Ταξίδια του Γχάλιβερ] και The Drapier’s Letters [Οι Επιστολές του Τφασματέμπορου], περιγράφουν με εναργή τρόπο το πώς μπορεί ένα πνεύμα να αντλήσει τροφή —ή και ωφέλεια— από αυτή τη δημιουργική αγωνία.
Ο Β . Σ. Νάιπουλ των πρώτων χρόνων, ο δοκιμιογράφος και ταξιδιωτικός συγγραφέας, που έμενε σποραδικά στην Αγγλία, μα πάντοτε βρισκόταν καθ' οδόν προς τις καραϊβικές και ινδικές του ρίζες, ο άνθρωπος που εξέταζε με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή τα υπολείμματα της αποικιοκρατίας και της περιόδου που την ακολούθησε και δεν είχε κανένα δισταγμό να κρίνει άτεγκτα τις ψευδαισθήσεις και τις ωμότητες των ανεξάρτητων κρατών και των νέων οπαδών της εξουσίας, υπήρξε εξέχουσα μορφή σύγχρονου εξόριστου διανοουμένου.
Εξόριστος ακόμα πιο αυστηρός, πιο κατηγορηματικός κι από τον Νάιπουλ ήταν ο Theodor Wiesengrund Adorno: άνθρωπος δυσπρόσιτος, μα άκρως γοητευτικός, αποτέλεσε, κατά τη γνώμη μου, τη δεσπόζουσα πνευματική συνείδηση στα μέσα του εικοστού αιώνα. Αφιέρωσε ολόκληρη την καριέρα του στην καταδίωξη και την καταπολέμηση των απειλών του φασισμού, του κομμουνισμού και του δυτικού μαζικού καταναλωτισμού. Αντίθετα μχ τον Νάιπουλ, που περιπλανιόταν στην καρδιά του Τρίτου Κόσμου από τη μια πατρίδα στην άλλη, ο Αντόρνο ήταν καθ’ ολοκληρίαν Ευρωπαίος: ένας άνθρωπος που είχε διαμορφωθεί στους κόλπους του υψηλότερου των πολιτισμών και διέθετε ένα βαθύ γνωστικό πλούτο στους τομείς της φιλοσοφίας, της μουσικής (υπήρξε μαθητής και &αυμιαστής του Berg και του Schdnberg),
Π Ν ΕΥΜ ΑΤΙΚΗ ΕΞΟ ΡΙΑ : Ε Κ Π Α Τ Ρ ΙΣ Μ Ο Ι ΚΑΙ Π Ε ΡΙΘ Ω ΡΙΟ Π Ο ΙΗ ΣΗ 7.1
της κοινοινιολογίας, της λογοτεχνίας, της ιστορίας και της πολιτισμικής ανάλυσης. Εβραϊκής εν μίρει καταγωγής, άφησε τη γενέτειρά του, τη Γερμανία, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, λίγο καιρό μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί. Πρώτα πήγε να μελετήσει φιλοσοφία στην Οξφόρδη, όπου και έγραψε ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο για τον Ilusscrl. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν πρέπει να ήταν και πολύ ευτυχισμένος που βρισκόταν εκεί, αντιμέτωπος καθώς ήταν με την «κοινή» γλώσσα και τους θετικιστές φιλοσόφους, βυθισμένος στη σπενγκλερική* κατήφεια και μια μεταφυσική διαλεκτική που ακολουθούσε τις ανώτερες εγελιανές επιταγές. Επέστρεψε στη Γερμανία για λίγο καιρό, αλλά, ως μέλος του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, αναγκάστηκε να την εγκα- ταλείψει με βαριά καρδιά για να καταφύγει στην ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου και έζησε για κάποιο διάστημα, αρχικά στη Νέα Υόρκη (1938-1941) και μετά στη νότια Καλιφόρνια.
Αν και ο Αντόρνο επέστρεψε το 1949 στη Φρανκφούρτη για να αναλάβει ξανά τα καθηγητικά του καθήκοντα, τα χρόνια που πέρασε στην Αμερική χάραξαν για πάντα μέσα του τα σημάδια της εξορίας. Απεχθανόταν την τζαζ και οτιδήποτε σχετιζόταν με τη λαϊκή κουλτούρα. Το τοπίο δεν τον συγκινούσε καθόλου και, όπως φαίνεται, φρόντισε ώστε οι τρόποι του να παραμείνουν πάντοτε οι χαρακτηριστικοί τρόποι ενός «μανδαρίνου». Καθώς είχε ανατραφεί μέσα σε μια μαρξιστική-εγελιανή φιλοσοφική παράδοση, οποιαδήποτε έκφανση της παγκόσμιας επιρροής της Αμερικής (κινηματογραφικές ταινίες, βιομηχανία, τρόποι ζωής, πραγματιστική διδασκαλία, κ.ο.κ.) τον εξόργιζε στο έπακρο. 0 Αντόρνο είχε την προδιάθεση του μεταφυσικού εξόριστου πολύ πριν πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες: κρατούσε ήδη μια έντονα κριτική στάση απέναντι σ ’ οτιδήποτε αντιπροσώπευε το υποτιθέμενο ευρωπαϊκό αστικό γούστο, και τα κριτήριά του, λ .χ ., σχετικά με το πώς θα έπρεπε να είναι η μουσική, είχαν ως σημεία αναφοράς τα εξαι
* Αναφορά στον Oswald SpengSer (1880-1936), Γερμανό φίλόσβφε τηςιστορίας |Σ.τ.Μ.].
74 EDW ARD W. SAID
ρετικής δυσκολίας έργα του Schonberg, για τα οποία, μάλιστα, έλεγε ότι είχαν την ένδοξη τύχη να παραμείνουν άγνωστα και απρόσιτα. Παράδοξος, ειρωνικός και ανελέητα επικριτικός, ο Αντόρνο ήταν το αρχέτυπο του διανοουμένου, που έτρεφε για όλα τα συστήματα, «ημέτερα» και «αλλότρια», τα ίδια εχθρικά αισθήματα. Πίστευε πως η συνολικά και συλλογικά νοούμενη μορφή της ζωής είναι και η πλέον λανθασμένη —το σύνολο αντιπροσωπεύει πάντα το αναληθές, είχε πει κάποτε , πράγμα το οποίο υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο τη σημασία τη ; υποκειμενικότητας, της ατομικής συνείδησης και όλων εκείνων των στοιχείων που ξεφεύγουν από τον ασφυκτικό κλοιό μιας κατά τα άλλα πλήρως ελεγχόμενης κοινωνίας.
Ή τα ν, όμως, εξαιτίας της αμερικανικής εξορίας του που ο Αντόρνο δημιούργησε το μεγάλο του αριστούργημα, τα Minima MoraHa: ένα σύνολο 153 αποσπασμάτων που δημοσιεύτηκε το 1953 με υπότιτλο Στοχασμοί μέσα από τη φθαρμένη ζωή. Η αποσπασματική και άκρως ασυνήθιστη μορφή αυτού του βιβλίου, που δεν αποτελεί ούτε χρονολογική αυτοβιογραφία, ούτε θεματική σειρά σκέψεων, αλλά ούτε και συστηματοποιημένη έκθεση της κοσμοθεωρίας του συγγραφέα, μας φέρνει στον νου για άλλη μια φορά τις ιδιομορφίες της ζωής του Μπαζάροφ, όπως αυτές απεικονίζονται από τον Τουργκένιεφ στο μυθιστόρημά του Πατέρες και Γιοι. Στον Μπαζάροφ, το αρχέτυπο του σύγχρονου νιχιλιστή διανοουμένου, ο Τουργκένιεφ δεν δίνει κανένα αφηγηματικό πλαίσιο: ο ήρωας κάνει μια σύντομη εμφάνιση και μετά εξαφανίζεται. Τον βλέπουμε για λίγο μαζί με τους ηλικιωμένους γονείς του, μα είναι εντελώς ξεκάθαρο ότι έχει εσκεμμένα κόψει κάθε δεσμό μαζί τους. Με βάση αυτά τα τελευταία, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο διανοούμενος που δεν ζει σύμφωνα με τους κυρίαρχους κοινωνικούς κανόνες, δεν εχει καμία ιστορία πισω του— μόνο ένα είδος αποσταθεροποιητικής λειτουργίας. Προκαλεί δονήσεις σεισμικές, ενοχλεί και ταράζει τους ανθρώπους, μα είναι αδύνατον να εξηγήσουμε την ύπαρξή του ανατρέχοντας στο παρελθόν του ή το φιλικό του περιβάλλον.
0 ίδιος ο Τουργκένιεφ δεν λέει τίποτα για όλα αυτά: τα
ΠΝ ΕΥ Μ Α ΤΙΚΗ ΕΞΟΡΙΑ. ΕΚ Π Α Τ ΡΙΣ Μ Ο Σ ΚΑΙ Π ΕΡ1Θ Ω ΡΙΟ ΙΙΟ ΙΙΙΣ Η 75
αφήνει να συμβουν έτσι απλά μπροστά στα μάτια μιας, κι είναι σαν να μας λέει ότι ο διανοούμενος δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε απόσταση από την οικογένεια του, αλλά επίσης ότι η ζωή του και οι διαδικασίες που ακολουθεί για να δεσμεύεται μαζί της είναι κατ' ανάγκην υπαινικτικές και δεν μπορεί κανείς να τις αναπαραστήσει ή απεικονίσει ρεαλιστικά παρά μόνο σαν μια σειρά διακεκομμένων ενεργειών και συμβάντων. Τα Minima Moralia του Αντόρνο ακολουθούν, νομίζω, την ίδια λογική, με τη διαφορά ότι, μετά την εμπειρία του Άουσβιτς και της Χιροσίμα, τον Ψυχρό Πόλεμο και το θρίαμβο της Αμερικής, η ειλικρινής απεικόνιση του διανοουμένου αποτελεί ένα έργο πολύ πιο δύσκολο και περίπλοκο σε σχέση με το αντίστοιχο του Τουργκένιεφ, εκατό χρόνια πρωτύτερα.
Παρακάμπτοντας με την ίδια επιδεξιότητα το παλαιό και το νέο, ο Αντόρνο θεμελιώνει τη δική του απεικόνιση του εξόριστου διανοουμένου πάνω σε έναν τρόπο γραφής εξεζητημένο και άκρως επεξεργασμένο- έναν τρόπο γραφής κατ’ αρχήν αποσπασματικό, απότομο και διακεκομμένο, όπου δεν ακολουθείται κάποια συγκεκριμένη πλοκή ή προκαθορισμένη σειρά. Σύμφωνα μ’ αυτή την απεικόνιση, είναι αδύνατον για τον διανοούμενο να αφήσει τη συνείδησή του να αναπαυθεί: πρέπει διαρκώς να επαγρυπνεί ενάντια στους πειρασμούς της εύκολης επιτυχίας· αυτό, για τον δύστροπο Αντόρνο, ισοδυναμεί με μια ενσυνείδητη προσπάθεια να μη γίνεται εύκολα και αμέσως κατανοητός. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν ο διανοούμενος να αποσυρθεί στην απόλυτη μόνωση γιατί, όπως είπε κάποια στιγμή ο Αντόρνο προς τα τέλη της καριέρας του, αυτό που ελπίζει δεν είναι ότι θα επηρεάσει με κάποιο τρόπο τον κόσμο, αλλά ότι, κάπου, μια μέρα, θα βρεθεί κάποιος που θα διαβάσει τα όσα έγραψε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τα έγραψε.
Έ να απόσπασμα, αριθμός 18 στα Minima Moralia, περικλείει με τον πιο άρτιο τρόπο τη σημασία της εξορίας: «Στην πραγματικότητα», λέει ο Αντόρνο, «δεν μπορεί κανείς διόλου να κατοικεί. Οι παραδοσιακές κατοικίες, στις οποίες μεγαλώσαμε, έχουν προσλάβει κάτι αφόρητο: κάθε γνώρισμα άνεσης μέσα σ' αυτές εξαγοράζεται με προδοσία της γνώσης, κάθε ίχνος προ
76 EDWARD W. SAID
στατευτικής θαλπωρής με τη μουχλιασμένη κοινότητα συμφερόντων της οικογένειας»*. Για τους ανθρώπους που έζησαν πριν από τον πόλεμο και μεγάλωσαν πριν από το ναζισμό, ο σοσιαλισμός και ο αμερικανικός καταναλωτισμός δεν ξεπερνούν σε αςία ο ένας τον άλλο. Εκεί «[οι άνθρωποι] κατοικούν, αν όχι σε εξαθλιωμένες φτωχογειτονιές, σε μπανγκαλόους που αύριο κιό- λας μπορεί να είναι καλύβες, τροχόσπιτα, αυτοκίνητα, κατασκηνώσεις, υπαίθρια καταλύματα».** Κατά συνέπεια, συνεχίζει ο Αντόρνο, «το σπίτι έχει παρέλθει. [...] Η καλύτερη συμπεριφορά απέναντι σε όλα αυτά φαίνεται να είναι ακόμη μια μη δεσμευτική και ανεσταλμένη [...] Είναι μέρος της ηθικής ότι &ν αισθάνεται κανείς στο σπίτι του εκεί που μένει».***
Μα πριν καλά καλά προλάβει να φθάσει σε ένα συμπέρασμα, ο Αντόρνο το ανατρέπει: «'Ομως η παράδοξη αυτή θέση (Thesis) οδηγεί στην καταστροφικότητα, σε μια άστοργη έλλειψη εκτίμησης για τα πράγματα, που αναγκαστικά στρέφεται και εναντίον των ανθρώπων, ενώ η αντίθεση (Antithesis), τη στιγμή που την εκστομίζει κανείς, είναι ήδη μια ιδεολογία υπέρ όσων με βεβαρημένη συνείδηση θέλουν να κρατήσουν τα δικά τους. Δεν υπάρχει σωστή ζωή μέσα στην ψεύτικη».****1
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει πραγματική διαφυγή, ακόμα και για τον διανοούμενο που προσπαθεί να μείνει «μετέωρος», γιατί αυτή η ενδιάμεση κατάσταση μπορεί επίσης να γίνει μια αυστηρή ιδεολογική θέση, ένα είδος «κατοικίας», της οποίας η ψευδότητα σταδιακά καλύπτεται και με την οποία μπορεί κανείς να εξοικειωθεί πάρα πολύ εύκολα. Ο Αντόρνο, όμως, προχωρά ακόμη πιο μακριά. «Η δυσπιστούσα επιμονή είναι πάντοτε ωφέλιμη»*****, και ιδίως όταν πρόκειται για το έργο του διανοου
* Theodor W. Adorno, Minima Moraiia, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώ- ττου (Αθήνα: εκδ. Αλεξάνδρεια, 1990), σ. 107 [Σ .τ.Μ .].
** Σ το ί$ιο, σσ. 107-108 [Σ .τ.Μ .].*** Στο ίίιο, σ. 108. (II έμφαση είναι του Said) [Σ .τ.Μ .].
«*** £ το σσ jqjj.109 [Σ .τ.Μ .].***** Στο ίδιο, σ. 162 [Σ.τ.Μ .].
Π Ν ΕΥ Μ Α ΤΙΚ Η Ε ΞΟ ΡΙΑ : Ε Κ Π Α Τ Ρ ΙΣ Μ Ο Σ ΚΑΙ Π Ε Ρ ΙΘ Ω Ρ ΙΟ Π Ο ΙΗ Σ Η 77
μένου. «Όποιος ίεν έχει πια πατρίδα, κατοικία του γίνεται το γράψιμο»*, αλλά, ακόμα κι έτσι να είναι —και στο σημείο αυτό ο Αντόρνο δίνει το τελικό του στίγμα—, είναι αδύνατον να ελαττωθεί η αυστηρότητα της αυτοανάλυσης:
Το δεοντολογικό παράγγελμα να αντιμετωπίζει κανείς με σκληρότητα τον αυτοοικτιρμό του, περικλείει και την τεχνική απαίτηση να αντιστέκεται με ύψιστη επαγρύπνηση στη χαλάρωση της διανοητικής έντασης και να εξαλείφει οτιδήποτε αρχίζει να απλώνεται σαν κρούστα στο έργο, ό,τι συνεχίζει να περιστρέφεται στο κενό, ό,τι σε ένα προηγούμενο στάδιο ως φληνάφημα δημιουργούσε ίσως τη ζεστή ατμόσφαιρα που ευνοεί την ανάπτυξή του, τώρα όμως απομένει μουχλιασμένο και άνοστο. Τελικά δεν επιτρέπεται στον συγγραφέα να κατοικεί ούτε στο γράψιμο.**2
Χ αρακτηριστικά σκοτεινό και άκαμπτο απόσπασμα. Ο Αντόρνο, ως εξόριστος διανοούμενος, αντιμετωπίζει με περισσό σαρκασμό την ιδέα ότι ένα έργο μπορεί να αποτελέσει πηγή ικανοποίησης, μια εναλλακτική μορφή ζωής που Θα μπορούσε να εξασφαλίσει κάποια ανάπαυλα από την αγωνία και την περιθωριακότατα της παντελούς έλλειψης «κατοικίας». ΑντιΘέτως, τα στοιχεία για τα οποία δεν κάνει καθόλου λόγο ο Αντόρνο είναι τα «καλά» της εξορίας, οι διαφορετικοί τρόποι ζωής και οι εκκεντρικές οπτικές γωνίες που μπορεί ενίοτε να προσφέρει η εξορία, όλα τα στοιχεία που κεντρίζουν τη ζωή του διανοουμένου, χωρίς ίσως να ανακουφίζουν και το τελευταίο συναίσθημα αγωνίας ή πικρής μοναξιάς. Έ τσ ι, ενώ μπορούμε να πούμε ότι η εξορία είναι η κατάσταση που χαρακτηρίζει τον διανοούμενο ως περιθωριακή μορφή που απέχει από τις ανέσεις της προνομιακής θέσης, της εξουσίας και της αίσθησης ότι βρίσκεται «στο σπίτι του», είναι επίσης πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι η συγκεκριμένη κατά-
78 EDWARD W. SAID
στάση εμπεριέχει συγχρόνως κάποιες ωφέλειες και —ναι!— κά- ποια προνόμια. Οπότε, ενώ ούτε επιβραβεύεσαι ούτε καλόδεχτος γίνεσαι από όλες εκείνες τις αυτάρεσκες κοινωνίες που συνηθίζουν να αποκλείουν τους ενοχλητικούς ταραχοποιούς που δεν συμμορφώνονται με το κύριο ρεύμα, ταυτόχρονα μπορεις όντως να αντλήσεις κάμποσα θετικά στοιχεία από την εξορία και την περιθωριακότητα.
Ενα απ’ αυτα τα στοιχεία είναι ασφαλώς η ευχαρίστηση του να μην ξέρεις τι να περιμένεις, να μη θεωρείς τίποτα δεδομένο, να μαθαίνεις να αντιμετωπίζεις εκείνες τις καταστάσεις της έντονης αστάθειας που, κατά κανόνα, αποπροσανατολίζουν ή τρομάζουν τους περισσότερους ανθρώπους. Στη βάση της, η ζωή του διανοουμένου περιστρέφεται γύρω από τη γνώση και την ελευθερία- όχι, όμως, με την αφηρημένη τους έννοια —όπως τη συναντάμε στη μάλλον κοινότοπη έκφραση «πρέπει να πάρεις καλή μόρφωση για να χαρείς τη ζωή»— μα σαν εμπειρίες πραγματικές, εμπειρίες Σωμένες. Ο διανοούμενος μοιάζει με τον ναυαγό που, κατά μία έννοια, μαθαίνει να ζει μαζί με τη γη, και όχι πάνω σ' αυτήν: όχι σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο, που ο στόχος του είναι να αποικήσε: το μικρό του νησί, αλλά μάλλον σαν τον Μάρκο ΙΙόλο, που συνεχώς τον οδηγεί η μαγεία του αγνώστου: πάντοτε ταξιδευτής, προσωρινός φιλοξενούμενος· ποτέ παράσιτο, κατακτητής ή επιδρομέας.
Το γεγονός ότι ο εξόριστος βλέπει τα πράγματα όχι μόνο σε σχέση με το τι έχει αφήσει πίσω του, αλλά και σε σχέση με το τι υπάρχει εδώ χαι τώρα, δημιουργεί μια διπλή προοπτική, σύμφωνα με την οποία, τα πράγματα δεν μπορούν ποτέ να αντιμετωπιστούν μεμονωμένα, ξεχωριστά το ένα από το άλλο. Κάθε σκηνή ή κατάσταση στη νέα χώρα συμπαρασύρει αναγκαστικά και την αντίστοιχή της στην προηγούμενη χώρα. Σε διανοητικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι σε κάθε ιδέα ή εμπειρία αντιπαραβάλ- λεται πάντοτε μια άλλη ιδέα ή εμπειρία, και το στοιχείο αυτό τις φωτίζει αμφότερες από μια νέα κι ενίοτε απρόβλεπτη οπτική γωνία: χάρη σ’ αυτή την αντιπαραβολή, αποκτά κανείς μ',α καλύτερη κι ενδεχομένως καθολικότερη αντίληψη του τρόπου θεώρησης, για
Π Ν ΕΥ Μ Α Τ ΙΚ Η Ε 2 0 Ρ Ι Α : Ε Κ Π Α Τ Ρ ΙΣ Μ Ο Σ Κ Α Ι Π Ε Ρ ΙΘ Ω Ρ ΙΟ Π Ο ΙΗ Σ Η 79
παράδειγμα, ενός ζητήματος σχετικού με τα ανθρώπινα δικαιώματα σε δύο διαφορετικά μέρη. Ε ίχα και έχω την αίσθηση ότι οι περισσότερες από τις κινδυνολογικές και βαθύτατα προβληματικές αναλύσεις που έγιναν στη Δύση σχετικά με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό ήταν τόσο επιλήψιμες ακριβώς για το λόγο ότι ουδέποτε θεμελίωσαν συγκρίσεις μεταξύ του τελευταίου και του εβραϊκού ή του χριστιανικού φονταμενταλισμού, οι οποίοι είναι εξίσου διαδεδομένοι και κατακριτέοι —έτσι τουλάχιστον μου υπαγορεύει η προσωπική μου εμπειρία από τη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με τη διπλή προοπτική (ή προοπτική της εξορίας), ό,τι συνήθως θεωρείται ως ένα απλό ζήτημα κρίσης ενάντια σε κάποιον «επίσημο» εχθρό, απαιτεί από τον δυτικό διανοούμενο —είτε κοσμικό είτε όχι— να υιοθετήσει μια πολύ πιο πλατιά οπτική και να πάρει θέση απέναντι σεόλεςτις θεοκρατικές τάσεις, και όχι μόνο απέναντι σε εκείνες που υποδεικνύονται συμβατικά.
Έ να δεύτερο πλεονέκτημα που παρέχει η εξορία στον διανοούμενο είναι η δυνατότητα να βλέπει τα πράγματα όχι μόνο με τη μορφή που έχουν, αλλά και μέσα από τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή τους τη μορφή, να βλέπει όλες τις καταστάσεις ως ενδεχόμενες, και όχι ως αναπόφευκτες, να τις αντιλαμβάνεται ως επακόλουθα μιας σειράς ιστορικών επιλογών κάποιων ανδρών και γυναικών, ω ς γεγονότα της κοινωνίας των ανθρώπων, και όχι ω ς φαινόμενα φυσικά ή θεόσταλτα, αμετάβλητα, μόνιμα ή αναπότρεπτα.
Ο Ιταλός φιλόσοφος του δέκατου ογδόου αιώνα Giambattista Vico, άνθρωπος για τον οποίο τρέφω το μεγαλύτερο θαυμασμό, αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα της συγκεκριμένης θέσης και στάσης. Η μεγάλη ανακάλυψη του Βίκο (που, μέχρι ενός ορισμένου σημείου, οφείλεται στη μοναχικότητά του ως «σκοτεινού» Ιταλού καθηγητή, ο οποίος μόλις και μετά βίας μπορούσε να επιβιώσει, καθώς, παράλληλα, βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με την Εκκλησία και το άμεσο περιβάλλον του) ήταν ότι ο σωστός τρόπος για να κατανοήσει κανείς το μηχανισμό της κοινωνικής πραγματικότητας είναι να τον αναζητήσει στην πηγή της, η οποία δεν μπορεί να εντοπιστεί παρά μόνο σε καταστάσεις
80 EDWARD W, SAID
άκρας ταπεινότητας. Αυτό, έλεγε ο Βίκο στο σπουδαίο του έργο Η Νέα Επιστήμη*, σημαίνει να βλέπεις το κάθε πράγμα σαν να έχει μετεξελιχθεί από μια αυστηρά καθορισμένη αρχή, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο ενήλικος άνθρωπος προέρχεται από το βρέφος.
0 Βίκο υποστηρίζει ότι αυτή είναι η μόνη οπτική που μπορεί κανείς να έχει απέναντι στον κόσμο: έναν κόσμο που, όπως επαναλαμβάνει αδιάκοπα ο Ιταλός φιλόσοφος, αποτελεί προϊόν μιας δεδομένης ιστορίας, έχει τους δικούς του νόμους και μηχανισμούς και δεν ορίζεται από κάποια θεϊκή δύναμη. Τούτο συνεπάγεται το σεβασμό προς την ανθρώπινη κοινωνία, και όχι την ευλάβεια. Ν α κοιτάζεις την εξουσία κάτω από το πρίσμα των απαρχών της και να αναρωτιέσαι που μπορεί αυτή να οδηγήσει, να μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να εντυπωσιάζεται από σεβάσμιες προσωπικότητες ή ένδοξους θεσμούς που επιβάλλουν τη σιωπή και την τυφλή υποταγή σ’ όλους εκείνους που ανέκαθεν ευλαβούνταν το μεγαλείο τους, μα ποτέ δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν τις ταπεινότερες ανθρώπινες πηγές τους. Αναπόφευκτα, ο εξόριστος διανοούμενος είναι είρων, σκεπτικιστής, ή ακόμα και φιλοπαίγμων — αλλά κυνικός, όχι, δεν είναι.
Τέλος, όπως μπορεί να σας διαβεβαιώσει κάθε πραγματικός εξόριστος, α π ’ τη στιγμή που θα αφήσει; την πατρίδα σου, οπουδήποτε κι αν καταλήξεις, είναι αδύνατον να ξαναρχίσεις τη ζωή σου στο νέο τόπο και να γίνεις ένας ακόμη απλός πολίτης του τόπου αυτού. Μάλιστα, ακόμα κι αν τα καταφέρεις, η απαιτούμενη προσπάθεια είναι τόσο μεγάλη και δυσάρεστη, που σπανίως αξίζει τον κόπο. Μπορείς να περάσεις μια ολόκληρη ζωή νοσταλγώντας αυτά που έχασες, φθονώντας τους γύρω σου που ήταν και είναι στο σπίτι τους, κοντά στους αγαπημένους τους, και ζουν στον τόπο όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, χωρίς ποτέ να χρειαστεί να βιώσουν την απώλεια κάποιων πραγμάτων που κάποτε τους ανήκαν, ούτε και, κυρίως, την τυραννική θύμηση
* Scienza Nuova [πλήρης τίτλος: Pnncipi di ιιπα scienra nunva d'intnmn alia comune natura dette nazioni (1725)] [Σ.τ.Μ ].
Π Ν ΕΥ Μ Α Τ ΙΚ Η Ε Ξ Ο ΡΙΑ : Ε Κ Π Α Τ Ρ ΙΣ Μ Ο Σ Κ Α Ι Π Ε Ρ ΙΘ Ω Ρ ΙΟ Π Ο ΙΗ Σ Η 81
μιας ζωής στην οποία δεν μπορούν να επιστρέφουν. Από την άλλη μεριά, όπως είπε ο Rilke, η εξορία προσφέρει τη δυνατότητα μιας νέας αρχής, ενός αντισυμβατικού τρόπου ζωής και, πάνω α π ’ όλα, μιας διαφορετικής, συχνότατα πολύ εκκεντρικής σταδιοδρομίας.
Η εξορία απελευθερώνει τον διανοούμενο από τη συμβατική σταδιοδρομία, της οποίας η εξέλιξη προσδιορίζεται αυστηρά από το «να κάνεις αυτό που πρέπει» και να ακολουθείς π ιστά την καθιερωμένη πορεία. Εξορία σημαίνει ότι θα βρίσκεσαι πάντα στο περιθώριο και ότι τα βήματά σου ως διανοουμένου πρέπει να τα αποφασίζεις εσύ ο ίδιος, γιατί δεν μπορείς να ακολουθήσεις καμία προκαθορισμένη οδό. Αν καταφέρεις να βιώσεις αυτό το πεπρωμένο όχι ως στέρηση ή δυστυχία, αλλά ως μια μορφή ελευθερίας, ως μια πορεία ανακαλύψεων όπου κάνεις τα πράγματα με το δικό σου τρόπο, ακολουθώντας μόνο τα ενδιαφέροντά σου και τις υπαγορεύσεις των στόχων σου, τότε η ευχαρίστηση που σε περιμένει είναι μοναδική. Το τέλειο παράδειγμα γ ι’ αυτά τα τελευταία το συναντάμε στην οδύσσεια του δοκιμιογράφου και ιστορικού C. L. R. James, ο οποίος, την περίοδο του Μεσοπολέμου, ήρθε από το Τρινιντάντ στην Αγγλία ω ς παίκτης του κρίκετ. Η αυτοβιογραφία του Τζέιμς, με τίτλο Beyond a Boundary, είναι μια περιγραφή τη ς θητείας του στο κρίκετ αλλά και του ρόλου του συγκεκριμένου αθλήματος στην αγγλική αποικιοκρατία. Το υπόλοιπο έργο του Τζέιμς περιλαμβάνει: το βιβλίο The Black Jacobins, μια συνταρακτική ιστορία της επανάστασης των μαύρων σκλάβων της Αϊτής στα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα με επικεφαλής τον Toussaint L ’ Ouverture, τη δράση του ως ρήτορα και πολιτικού διοργανωτή στην Αμερική, μια μελέτη για τον Herman M elville με τίτλο Manners, Renegades, and Castaways, διάφορα έργα σχετικά με τον παναφρικανισμό, καθώς και δεκάδες δοκίμια πάνω στη λαϊκή κουλτούρα και τη λαϊκή λογοτεχνία. Μια πορεία ιδιόμορφη και ασταθής, σχεδόν στον αντίποδα αυτού που σήμερα θα ονομάζαμε σταθερή επαγγελματική σταδιοδρομία· εν τούτοις, η ανθηρότητα και η ατέρμονη επιδίωξη της αυτογνωσίας που τη διακρίνουν είναι εκπληκτικές.
EDW ARD W SAID
Οι πιο πολλοί από εμάς μπορεί να μην είμαστε ικανοί να αντιγράψουμε το πεπρωμένο εξόριστων σαν τον Αντόρνο και τον Σ . Λ. Ρ . Τζέιμς, μα το παράδειγμά τους είναι κάτι παραπάνω από διαφωτιστικό. Η εξορία αποτελώ ένα πρότυπο για τον διανοούμενο που δελεάζεται, βασανίζεται ή κατακλύζεται από τα οφέλη της εναρμόνισης, της συναίνεσης, του συμβιβασμού. Ακόμα κι αν δεν είναι κανείς πραγματικός μετανάστης ή δεν έχει εκπατριστεί πραγματικά, έχει, εν τούτοις, τη δυνατότητα να σκέφτεται από τη σκοπιά της εξορίας, να αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του να υπερβεί τα λογής φράγματα, να αποστασιοποιείται από κάθε κεντρική εξουσία και να κινείται προς το περιθώριο: εκεί όπου αναφαίνονται όλα όσα κατά κανόνα χάνονται από κάθε νου που δεν έχει ταξιδέψει πέρα από τα όρια της συμβατικότητας και του κομφορμισμού.
Η περιθωριακή θέση, που ενδεχομένως φαντάζει ανεύθυνη κι επιπόλαιη, σε απαλλάσσει από την υποχρέωση του να προχωράς πάντα με προσοχή, μην τύχει και χαλάσεις τα σχέδια των άλλων ή ενοχλήσεις κάποιους συναδέλφους σου. Κανείς, βεβαίως, δεν είναι ποτέ πλήρως απαλλαγμένος από δεσμεύσεις και συναισθήματα· και οφείλω να τονίσω πω ς διόλου δεν έχω στο μυαλό μου τον διανοούμενο ως «ελεύθερο σκοπευτή», του οποίου η «τέχνη» πωλείται ή ενοικιάζεται με τον πιο απλό τρόπο. Αυτό που θέλω να πω είναι πως όταν ένας διανοούμενος βρίσκεται σε τόσο περιθωριακή θέση όσο κι ένας πραγματικός εξόριστος, γίνεται απείρως πιο ευαίσθητος απέναντι στον ταξιδευτή παρά στον δυνάστη, απέναντι στην προσωρινότητα και το ρίσκο παρά στη συνήθεια, απέναντι στην καινοτομία και τον πειραματισμό παρά στο αυταρχικό status quo. Ο «εν εξορία» διανοούμενος δεν ανταποκρίνεται στη λογική της συμβατικότητας, μα στο σθένος της τόλμης: εκπροσωπεί την αλλαγή και την κίνηση, όχι την αδράνεια.
I V
Ε Π Α Γ Γ Β Λ Μ Α Τ Ι Ε Σ Κ Α Ι Ε Ρ Α Σ Ι Τ Ε Χ Ν Ε Σ
Τ ο 1979 0 ΠΟΛΓΓΡΑΦΟΣ και λαμπρός Γάλλος διανοητής Regis Debray δημοσίευσε μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της γαλλικής πνευματικής ζωής με τίτλο Lc Pouvoir intelhctuel en Fiance Μ αχητικός ακτιβιστής από το χώρο της αριστεράς, ο Ντεμπρέ, λίγο καιρό μετά την Επανάσταση της Κούβας του 1958, έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας. Μερικά χρόνια αργότερα, οι αρχές της Βολιβίας τον καταδίκασαν σε κάθειρξη τριάντα ετών λόγω των δεσμών του με τον Τσε Γκεβάρα, μα, τελικά, έμεινε στη φυλακή μόνο τρία χρόνια. Αφού επέστρεψε στη Γαλλία, έγινε ημι-ακαδημάίκός πολιτικός αναλυτής και, λίγο αργότερα, σύμβουλος του προέδρου Μιτεράν. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι, χάρη στην ξεχωριστή του θέση, ο Ντεμπρέ είχε μια μοναδική ευκαιρία να εμβαθύνει στην ουσία της ευμετάβλητης και περίπλοκης σχέσης ανάμεσα στους διανοουμένους και τους θεσμούς.
Σ το παραπάνω βιβλίο, ο Ντεμπρέ υποστηρίζει ότι, μεταξύ 1880 και 1930, οι Παριζιάναι διανοούμενοι ήταν κατά βάση συν- δεδεμένοι με τη Σορβόνη· επρόκειτο για κοσμικούς φυγάδες από τους χώρους της Εκκλησίας και του βοναπαρτισμού που έβρισκαν καταφύγιο σε ερευνητικά κέντρα, βιβλιοθήκες και αίθουσες διδασκαλίας, όπου, απολαμβάνοντας την προστασία που τους πρόσφε- ρε η θέση τους ως καθηγητών, είχαν επιπλέον τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν σημαντικά βήματα προόδου στους διαφόρους τομείς της γνώσης. Από το 1930 και μετά, το κύρος της Σορβόνης πέρασε σιγά σιγά σε κάποιους καινούριους εκδοτικούς
84 EDWARD W. SAID
οίκους, μεταξύ των οποίων και η NouvelleRevueFran^aise, όπου, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ντεμπρέ, «η πνευματική οικογένεια», που συγκέντρωνε στους κόλπους της τους διανοουμένους και τους εκδότες αυτών, βρήκε μια πολύ πιο φιλόξενη στέγη. 'Ως το i960 περίπου, στα μέλη αυτής της νέας οικογένειας συγκαταλέγονταν συγγραφείς όπως ο Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, ο Καμυ, ο Mauriac, ο Gide και ο Malraux, οι οποίοι είχαν στην ουσία εκτοπίσει τους πανεπιστημιακούς χάρη στο πνεύμα της ελευθερίας που διέκρινε τα έργα, τις πεποιθήσεις και το λόγο τους— ένα λόγο που «στηριζόταν τόσο στην εκκλησιαστική επισημότητα που είχε προηγηθεί, όσο και στη διαπεραστική ηχηρότητα της διαφήμισης που επρόκειτο να ακολουθήσει».8
Περί το 1968, οι διανοούμενοι εγκατέλειψαν τους κόλπους των εκδοτικών οίκων και συνέρευσαν ομαδικά στον κόσμο των Μ.Μ.Ε. — ως δημοσιογράφοι, προσκεκλημένοι ή παρουσιαστές σε εκπομπές λόγου, σύμβουλοι, διευθυντές, κ.ο.κ. Καθώς το μαζικό κοινό στο οποίο απευθύνονταν ήταν τεράστιο, το έργο ολόκληρης της πνευματικής τους σταδιοδρομίας βρέθηκε τώρα σε άμεση εξάρτηση από την επιδοκιμασία ή τη λήθη που τους επιφύλασσαν οι θεατές, το απρόσωπο καταναλωτικό κοινό. «Επεκτείνο- ντας τα όρια της ακροαματικότητας, τα Μ.Μ.Ε. μείωσαν τις πηγές πνευματικής νομιμότητας, περικλείοντας τη στενή σφαίρα των επαγγελματιών διανοουμένων, την κλασική πηγή νομιμότητας, με ευρύτερους ομόκεντρους κύκλους, που προβάλλουν λιγό- τερες απαιτήσεις και, συνεπώς, κατακτούνται πιο εύκολα [...] Τα Μ.Μ.Ε. γκρέμισαν τα φράγματα της παραδοσιακής διανόησης και, μαζί μ ’ αυτά, τους κανόνες αξιολόγησης και την κλίμακα αξιών της».·1
Η κατάσταση που περιγράφει ο Ντεμπρέ αφορά σχεδόν αποκλειστικά τη Γαλλία: είναι το αποτέλεσμα του αγώνα που έγινε σ ’ αυτή τη συγκεκριμένη κοινωνία, από την εποχή του Ναπολέοντα και μετά, μεταξύ των κοσμικών, των αυτοκρατορικών και των εκκλησιαστικών δυνάμεων. Δεν είναι λοιπόν και τόσο πιθανό να τη συναντήσει κανείς σε άλλες χώρες. Τα μεγάλα βρετανικά πανεπιστήμια, παραδείγματος χάρη, πριν από το Β'
ΕΠΑΓΓΕΛΜ ΑΤΙΚΕ ΚΑΙ Ε ΡΑ Σ ΙΤ Ε Χ Ν Ε Σ
Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν βάσει των διαπιστώσεων του Ντεμπρέ. Στη συνείδηση του κοινού, ακόμη και ot υφηγητές της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ ποτέ δεν καθιερώθηκαν ως διανοούμενοι με τη γαλλική έννοια του όρου. Επιπλέον, μολονότι οι βρετανικοί εκδοτικοί οίκοι διέθεταν σημαντική ισχύ και επιρροή κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ποτέ δεν αποτέλεσαν, από κοινού με τους συγγραφείς, την «πνευματική οικογένεια» για την οποία μιλάει ο Ντεμπρέ. Εν τούτοις, η γενική του ιδέα είναι αδιαμφισβήτητη: ομάδες ατόμων ευθυγραμμίζονται με τους θεσμούς και αντλούν από αυτούς εξουσία και κύρος· παράλληλα, η άνοδος ή η πτώση της επιρροής των συγκεκριμένων θεσμών επηρεάζει ανάλογα και την αντίστοιχη των «οργανικών διανοουμένων» — για να δανειστώ τον εύχρηστο όρο του Αντόνιο Γκράμσι.
Παραμένει, ωστόσο, ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσον υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητος ή λειτουργικά αυτόνομος διανοούμενος: κάποιος που να μπορεί να υπερβεί τις πιέσεις και τους περιορισμούς των πανεπιστημίων που πληρώνουν το μισθό του, των πολιτικών κομμάτων που απαιτούν συμμόρφωση με την εκάστοτε κομματική γραμμή και των διαφόρων επιστημονικών ομάδων, που προσφέρουν μεν ελεύθερο πεδίο δράσης για τη διεξαγωγή έρευνας, αλλά, με πιο διακριτικό τρόπο, περιορίζουν την ελευθερία της κρίσης και παρεμποδίζουν την άσκηση κριτικής. Ό πως αφήνει να εννοηθεί ο Ντεμπρέ, αφ’ ης στιγμής ο κύκλος ενός διανοουμένου επεκταθεί εκτός των ορίων της ομάδας των συναδέλφων του —με άλλα λόγια, όταν η επιθυμία ικανοποίησης των απαιτήσεων ενός κοινού ή ενός εργοδότη αντικαταστήσει την ανάγκη συνεργασίας και διαλόγου με τους άλλους διανοουμένους— κάτι στην κλίση του διανοουμένου έχει, αν όχι ακυρωθεί, τότε σίγουρα ανασταλεί.
Επανερχόμαστε για άλλη μια φορά στο κύριο θέμα μου — τι, δηλαδή, εκπροσωπεί ή αναπαριστά ο διανοούμενος. Όταν σκεφτόμαστε ένα διανοούμενο άτομο —και τονίζω ξανά ότι το άτομο είναι κυρίως που με απασχολεί στις διαλέξεις αυτές—, η προσοχή μας επικεντρώνεται στην ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς του
FDW ARD W. SAID
ή μήπως στην ομάδα ή την τάξη στην οποία το άτομο αυτό ανήκει; Η απάντηση στη συγκεκριμένη ερώτηση μπορεί να μας φανερώσει πολλά ως προς τη φύση των προσδοκιών μας από τον διανοούμενο. Αυτά που ακούμε, αυτά που διαβάζουμε, αποτελούν άραγε μια ανεξάρτητη άποψη των πραγμάτων ή μήπως αντιπροσωπεύουν κάπόια κυβέρνηση, κάποιον οργανωμένο πολιτικό αγώνα, κάποιο λόμπι; Το δέκατο ένατο αιώνα, στην απεικόνιση του διανοουμένου, το βάρος έπεφτε στην ιδιαιτερότητα. Ό πω ς ο Μπαζάροφ του Τουργκένιεφ ή ο Στήβεν Δαίδαλος του Τζόις, ο διανοούμενος εμφανίζεται πολλές φορές σαν ένα πρόσωπο μοναχικό και κάπως απόμακρο, ένα πρόσωπο που αντιστέκεται σθεναρά στην κοινωνική συμβατικότητα και βρίσκεται σε απόλυτη ρήξη με τις καθιερωμένες αντιλήψεις. Τον εικοστό αιώνα, καθώς έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των ανδρών και των γυναικών που ανήκουν στη «διανόηση», όπως ονομάζεται κοινώς το σύνολο των διανοουμένων —διευθυντές, καθηγητές, δημοσιογράφοι,
-πολιτικοί εμπειρογνώμονες, ειδικοί πληροφορικής, κοινωνικοί και πολιτικοί σχολιαστές, σύμβουλοι, άνθρωποι που πληρώνονται για να παρέχουν τις απόψεις τους— είναι δύσκολο να μην αναρωτηθεί κανείς σοβαρά αν μπορεί όντως να υπάρξει ανεξάρτητος διανοούμενος.
Πρόκειται για ζήτημα μεγάλης σημασίας, το οποίο θα έπρε- πε να αντιμετωπιστεί με διάθεση συγχρόνως ρεαλιστική και ιδεα- λχστική, μα σε καμία περίπτωση κυνική. Κυνικός, έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ, είναι εκείνος που γνωρίζει την τιμή όλων των πραγμάτων, μα την αξία κανενός. Το να θεωρείς κάθε διανοούμενο «ξεπουλημένο» μόνο και μόνο επειδή κερδίζει τα προς το ζην εργαζόμενος σε ένα πανεπιστήμιο ή μια εφημερίδα, εκτός από χυδαίο, είναι και ανόητο. Ξεπερνά τα όρια του ακραίου κυνισμού το να λες ότι «ο κόσμος είναι τόσο διεφθαρμένος, ώστε, αργά ή γρήγορα, όλοι υποκύπτουν στον Μαμμωνά». Από την άλλη μεριά, δεν είναι περισσότερο αξιόπιστη ως πρακτική η προβολή του διανοούμενου ατόμου με τη μορφή ενός ιδεώδους και τέλειου πλάσματος, ενός αγνού και ευγενούς ιππότη που βρίσκεται υπε- ράνω κάθε υλικού συμφέροντος. Κανένας δεν μπορεί να περάσει
ΕΠΑΓΓΕΛΜ ΑΤ1ΕΣ ΚΑί Ε ΡΑ Σ ΙΤ Ε Χ Ν Ε Σ 87
μια τέτοια δοκιμασία, ούτε καν ο Στήβεν Δαίδαλος του Τζόις, ο οποίος, έτσι απόλυτος και άκαμπτος που είναι ως προς τα ιδανικά του, στο τέλος αδυνατεί να δράσει και, πράγμα ακόμα χειρότερο, βυθίζεται στη σιωπή.
0 διανοούμενος δεν υποχρεούται να έχει το ρόλο ενός συγκαταβατικού και φιλήσυχου «εμπειροτέχνη», αλλά ούτε κι εκείνον της Κασσάνδρας, που τα λόγια της όχι μόνο ήταν δυσάρεστα, αλλά δεν τα άκουγε και κανένας. Κάθε άτομο ελέγχεται από την κοινωνία ανεξάρτητα από το πόσο ελεύθερη και ανοιχτή είναι η κοινωνία αυτή, ανεξάρτητα από το πόσο αντικομφορμιστικό είναι το συγκεκριμένο άτομο. Εν πάση περιπτώσει, ο διανοούμενος πρέπει να φροντίζει ώστε να εισακούεται και, σε πρακτικό επίπεδο, να προκαλεί το διάλογο και, ει δυνατόν, τον αντίλογο. Ούτε η πλήρης παθητικότητα, αλλά ούτε και η απόλυτη ανταρσία μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτικές λύσεις.
Τις τελευταίες μέρες της διακυβέρνησης Reagan, ένας δυσα- ρεστημένος διανοούμενος της αριστεράς, ο Russell Jacoby, δημοσίευσε ένα βιβλίο που προκάλεσε πολλές συζητήσεις, ευνοϊκές ως επί το πλείστον. Στο βιβλίο αυτό, που είχε τον τίτλο The Last Intellectuals, ο Τζάκομπι διατύπωνε τη θεωρία ότι, στις Η.Π.Α., ο «εξωπανεπιστημιακός διανοούμενος» έχει πλέον εξαφανιστεί και ότι τη θέση του έχει πάρει μια ομάδα λιγόψυχων πανεπιστημιακών που μιλούν μια ειδική, εξεζητημένη γλώσσα, στην οποία κανένα μέλος της κοινωνίας δεν δίνει σημασία.4 Ως πρότυπα διανοουμένων από το χθες, ο Τζάκομπι αναφέρει κάποιες προσωπικότητες που έζησαν κατά κύριο λόγο στην περιοχή του Γκρή- νουιτς Βίλλατζ (το νεοϋορκέζικο αντίστοιχο του Καρτιέ Λατέν) σε προηγούμενη περίοδο αυτού του αιώνα, προσωπικότητες που πήραν το όνομα «οι διανοούμενοι της Νέας Γόρκης». Οι πιο πολλοί ήταν Εβραίοι, αριστεροί (καίτοι εν πολλοίς αντικομμουνι- στές), άνθρωποι που κέρδιζαν τα προς το ζην γράφοντας. Μεταξύ των σημαντικότερων μορφών της παλαιότερης αυτής γενιάς, συγκαταλέγονται άνδρες και γυναίκες όπως ο Edmund Wilson, η Jane Jacobs, ο Lewis Mumford, o Dwight McDonald, τους οποίους, λίγο καιρό αργότερα, διαδέχτηκαν ο Philip Rahv, ο Alfred
KDWARD W. SAID
Kazin, o Irving Howe, η Susan Sondag, o Daniel Bell, o William Barrett, o Lionel Trilling. Σύμφωνα με τον Τζάκομπι, η συρρίκνωση αυτού του κύκλου οφείλεται σε κάποιες κοινωνικοπολιτι- κές αλλαγές που σημειώθηκαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο: τέτοιες ήταν η φυγή προς τα προάστια (ο Τζάκομπι πιστεύει ότι οι διανοούμενοι είναι πλάσματα της πόλης), η ανεύθυνη στάση των συγγραφέων της γενιάς Μ πητ (που στάθηκαν οι πρωτοπόροι της ιδέας της αποφυγής και άρνησης κάθε συστήματος ή προκαθορισμένου τρόπου ζωής), η επέκταση του πανεπιστημίου και η μετακίνηση προς το στρατόπεδο της πάλαι ποτέ ανεξάρτητης αμερικανικής αριστεράς.
Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι ο σημερινός διανοούμενος είναι ένας απομονωμένος καθηγητής που απολαμβάνει ένα σίγουρο μισθό κι αδιαφορεί παντελώς για οτιδήποτε συμβαίνει έξω από τους τοίχους της αίθουσας διδασκαλίας. Στα γραπτά τους, λέει ο Τζάκομπι, αυτού του είδους οι διανοούμενοι χρησιμοποιούν μια γλώσσα ερμητικά κλειστή, βαρβαρική, η οποία έχει ως απώτερο σκοπό την προαγωγή της ακαδημαϊκής τους σταδιοδρομίας και όχι την κοινωνική αλλαγή. Παράλληλα, η άνοδος του επονομαζόμενου «νεοσυντηρητικού ρεύματος» —δηλαδή των διανοουμένων που πέρασαν στο προσκήνιο κατά την περίοδο Ρέηγκαν και πολλοί από τους οποίους ήταν πρώην αριστεροί και ανεξάρτητοι διανοούμενοι, όπως, για παράδειγμα, ο κοινωνικός σχολιαστής Irving Kristol και ο φιλόσοφος Sidney Hook— έφερε μαζί της ένα πλήθος νέων εντύπων που προωθούσαν ένα καθαρά αντιδραστικό, ή έστω συντηρητικό, κοινωνικό πρόγραμμα (πιο συγκεκριμένα, ο Τζάκομπι αναφέρει το ακροδεξιό τριμηνιαίο περιοδικό The New Criterion). Οι δυνάμεις αυτές, λέει ο Τζάκομπι, δεν έπαψαν ποτέ να φλερτάρουν τους νέους συγγραφείς, τους αυριανούς πνευματικούς ηγέτες, που θα μπορούσαν να πάρουν τα ηνία από τους παλαιότερους. Ενώ το New York Review o f Books, το πλέον περίβλεπτο από τα έντυπα της φιλελεύθερης αμερικανικής διανόησης, αποτέλεσε κάποτε πρωτοποριακό φορέα των τολμηρών ιδεών κάποιων νέων ριζοσπαστών συγγραφέων, απέκτησε τελικά ένα «αξιοθρήνητο
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΓΕΣ ΚΑΙ Ε ΡΑ Σ ΙΤ Ε Χ Ν Ε Σ
πρόσωπο» που, λόγω της παρωχημένης του αγγλοφιλίας, έκανε το εν λόγω έντυπο να έχει περισσότερα κοινά με «το τσάι στην Οξφόρδη, παρά με τα ντελικατέσεν της Νέας Υόρκης». To New York Review, καταλήγει ο Τζάκομπι, «ποτέ δεν αποτέλεσε τροφή για το πνεύμα των νέων Αμερικανών συγγραφέων, στους οποίους, άλλωστε, δεν έδωσε ποτέ και καμία σημασία. Για ένα ολόκληρο τέταρτο του αιώνα, έκανε αναλήψεις από την πνευματική τράπεζα, δίχως ποτέ να κάνει την παραμικρή επένδυση. Σήμερα, είναι υποχρεωμένο να καταφεύγει σε εισαγόμενα πνευματικά “κεφάλαια”, αγγλικής κυρίως προελεύσεως». Κατά μία έννοια, όλα αυτά οφείλονται ((όχι σε κάποιου είδους λοκ άουτ, μα στο οριστικό λουκέτο που έβαλαν τα πάλαι ποτέ αστικά και πολιτιστικά κέντρα».5
Ο Τζάκομπι επανέρχεται διαρκώς στην ίδια ιδέα: ο διανοούμενος είναι «ένα αθεράπευτα ανεξάρτητο πνεύμα, που δεν έχει να λογοδοτήσει σε κανέναν». Το μόνο που έχουμε πλέον, λέει ο συγγραφέας, είναι το κενό που άφησε πίσω της μια γενιά, ένα κενό που ήρθαν να συμπληρώσουν κάποιοι «κουμπωμένοι» και ακατανόητοι εμπειροτέχνες των αιθουσών διδασκαλίας, οι οποίοι τίθενται στην υπηρεσία κάθε λογής επιτροπών και κάνουν τα πάντα προκειμένου να γίνουν αρεστοί στους «εργοδότες» τους και τις εκάστοτε κυβερνήσεις· άνθρωποι γεμάτοι ακαδημαϊκούς τίτλους και περιβεβλημένοι με μια κάποια κοινωνική εξουσία, της οποίας η χρησιμότητα δεν έγκειται στην προαγωγή του διαλόγου, αλλά στην καθιέρωση της φήμης τους και στον εκφοβισμό των «μη ειδικών». Πόσο πραγματική μπορεί να είναι αυτή η μελαγχολική εικόνα; Είναι όντως αληθή τα κατά Τζάκομπι αίτια της εξαφάνισης των διανοουμένων, ή μήπως μπορούμε να προτείνουμε μια άλλη διάγνωση, πιο ακριβή;
Πιστεύω, κατ’ αρχάς, ότι είναι λάθος να κρατά κανείς μια τόσο επιθετική στάση απέναντι στο πανεπιστήμιο ή και σ’ αυτές ακόμα τις Η.Π.Α. Λίγο καιρό μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, επικράτησε στη Γαλλία μια σύντομη περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας, κάποιοι —ευάριθμοι— διακεκριμένοι ανεξάρτητοι διανοούμενοι, όπως ο Σαρτρ, ο Καμύ, ο Aron και η Σιμόν ντε Μπω-
90 EDWARD W. SAID
βουάρ, φάνηκαν να ενσαρκώνουν την κλασική ιδέα —που δεν αντιπροσώπευε απαραιτήτως και την πραγματικότητα— των διανοουμένων που έλκυαν την καταγωγή από τη μεγάλη (μα, δυστυχώς, συχνότατα μυθική) παράδοση του δεκάτου ενάτου αιώνα, της οποίας υποδειγματικές μορφές υπήρξαν ο Ερνέστ Ρενάν και ο Wilhelm von Humboldt. Παρ’ όλα αυτά, κάτι για το οποίο δεν κάνει κανένα λόγο ο Τζάκομπι είναι το γεγονός ότι, στον εικοστό αιώνα, το πνευματικό έργο δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στο είδος του δημόσιου διαλόγου και της εμπνευσμένης πολεμικής που προσδιόρισε, εδώ και καιρό, ο Ζυλιέν Μπεντά και καθιέρωσαν ο Μπέρτραντ Ράσελ και μια πλειάδα Νεουορκέζων μποέμ διανοουμένων, αλλά και στην άσκηση κριτικής, τη διάλυση της αυταπάτης, την αποκήρυξη των ψευδοπροφητών και την απομυθοποίηση των παλαιών παραδόσεων και των «ιερών» ονομάτων.
Το να είσαι διανοούμενος, άλλωστε, διόλου δεν είναι ασύμβατο με το να είσαι πανεπιστημιακός — ή και πιανίστας ακόμα: ο εκπληκτικός Καναδός πιανίστας Glenn Gould (1932-1982) ήταν ένας καλλιτέχνης, που τα δισκογραφικά του συμβόλαια με τις διάφορες μεγάλες εταιρίες δεν τον εμπόδισαν ποτέ —σε ολόκληρη την καριέρα του— να σχολιάσει και να ερμηνεύσει την κλασική μουσική με τρόπο εικονοκλαστικό, ασκώντας, μάλιστα, βαθύτατη επιρροή στο γενικό τρόπο προσέγγισης και εκτέλεσης ενός μουσικού έργου. Κατά παρόμοιο τρόπο, κάποιοι πανεπιστημιακοί διανοούμενοι —ορισμένοι ιστορικοί, λ.χ.— έχουν αναδιαμορφώσει ολοκληρωτικά τον τρόπο θεώρησης της ιστοριογραφίας, της σταθερότητας των παραδόσεων, του ρόλου της γλώσσας στην κοινωνία. Στο νου έρχονται ονόματα όπως του Eric Hobsbawm και του Ε. P. Thompson από την Αγγλία, ή του Hayden White από την Αμερική. Το έργο τους γνώρισε πλατιά διάδοση και ξεπέρασε τα όρια του πανεπιστημίου, παρά το γεγονός ότι είχε γεννηθεί και αναπτυχθεί στους κόλπους του τελευταίου.
Αναφορικά, τώρα, με την κατηγορία ότι οι Η.Π.Α. φέρουν την κύρια ευθύνη της αλλοίωσης της πνευματικής ζωής, δεν μπορεί κανείς παρά να την αντικρούσει ως ανακριβή, κι αυτό
ΕΠΑΓΓΕΛΜ ΑΤΙΚΕ ΚΑΙ Ε ΡΑ Σ ΙΤ Ε Χ Ν Ε Σ
γιατί, όπου κι αν κοιτάξει κανείς σήμερα, και σ’ αυτήν ακόμη τη Γαλλία, ο μποέμ διανυητής ή φιλόσοφος των καφέ έχει πλέον δώσει τη θέση του σε μια άλλη μορφή διανοουμένου, που εκπροσωπεί και εκφράζει εντελώς διαφορετικά πράγματα. Ό πω ς έχω επανειλημμένα αφήσει να εννοηθεί στις συγκεκριμένες διαλέξεις, ο διανοούμενος δεν είναι εικόνισμα ή είδωλο, αλλά κάποιος που ενσαρκώνει μια ατομική κλίση, μια ενέργεια, μια επίμονη δύναμη και, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά μιας γνώριμης πολιτικοποιημένης φωνής, συνδέεται, στα πλαίσια της γλώσσας και της κοινωνίας, με ένα μεγάλο πλήθος ζητημάτων σχετικών με το διαφωτισμό, τη χειραφέτηση και την ελευθερία. Τόσο στη Δύτη, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, η κυριότερη απειλή που αντιμετωπίζει ο σημερινός διανοούμενος δεν είναι ούτε το πανεπιστήμιο, ούτε η ανάπτυξη των προαστίων, αλλά ούτε και το φρικτό πνεύμα της εμπορικότητας που επικρατεί στους χώρους της δημοσιογραφίας και των εκδοτικών οίκων: είναι μια στάση ζωής, στην οποία Οα δώσω το όνομα επαγγελματισμός. Με τον όρο αυτό, εννοώ το να αντιμετωπίζεις το έργο σου ως διανοουμένου ως ένα βιοποριστικό μέσο, ως μια δουλειά με αυστηρά καθορισμένο ωράριο που σε αναγκάζει να έχεις την προσοχή σου μοιρασμένη ανάμεσα στους δείκτες του ρολογιού και στην πιστή τήρηση των κανόνων της ορθής, «επαγγελματικής» συμπεριφοράς· χωρίς κλυδωνισμούς και σκάνδαλα, πρέπει να βρίσκεσαι πάντοτε μέσα στα όρια του επιτρεπτού, να είσαι πάντοτε «εμπορεύσιμος» και, κυρίως, ευπρεπής: συγκαταβατικός, απολιτικός κα: «αντικειμενικός».
Ας επιστρέφουμε στον Σαρτρ. Ενώ φαίνεται να υποστηρίζει την ιδέα ότι ο άνθρωπος (και σημειώνουμε ότι πουθενά δεν ανα- φέρεται σε γυναίκες) είναι ελεύθερος να επιλέξει το πεπρωμένο του, την ίδια στιγμή μάς λέει ότι η κατάσταση (ένας από τους αγαπημένους όρους του Γάλλου συγγραφέα) μπορεί να εμποδίσει την πλήρη άσκηση αυτής ττς ελευθερίας. Παρ’ όλα αυτά, προσθέτει ο Σαρτρ, είναι λάθος να λέμε ότι το γενικό πλαίσιο και η κατάσταση προσδιορίζουν μονόπλευρα τον συγγραοέα ή τον διανοούμενο. Θα λέγαμε μάλλον ότι υπάρχει μια διαρκής ταλάντωση
92 EDWARD W. SAID
αναμεταξύ τους. Κι αν στο πιστεύω του, που δημοσιεύθηκε το 1947 με τ ίτλοQu’est-cequelalittirature?, ο Σαρτρ χρησιμοποιεί τον όρο «συγγραφέας», και όχι «διανοούμενος», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μιλά για το ρόλο του διανοουμένου στην κοινωνία— πράγμα που ισχύει, άλλωστε, και στο ακόλουθο απόσπασμα:
Είμαι συγγραφέας κατ’ αρχάς λόγω της ελεύθερης επιθυμίας μου να γράψω. Αυτό, όμως, αμέσως συνεπάγεται ότι γίνομαι κάποιος που οι άλλοι τον αντιμετωπίζουν ως συγγραφέα- κάποιος που πρέπει να ανταποκριθεί σε ένα συγκεκριμένο αίτημα και που, θέλοντας και μη, έχει αναλάβει μια ορισμένη κοινωνική λειτουργία. Όποιο κι αν είναι το παιχνίδι που θέλει κανείς να παίξει, πρέπει πάντα να το παίζει σύμφωνα με το τι εκπροσωπεί για τους άλλους. Μπορεί να θέλει να μεταβάλει το χαρακτήρα που αποδίδεται συνήθως στον «άνθρωπο των γραμμάτων» [τον διανοούμενο] σε μια δεδομένη κοινωνία- για να τον αλλάξει, όμως, πρέπει πρώτα να βυθιστεί μέσα του. Έ τσ ι, το κοινό παρεμβαίνει στο εσωτερικό της κοινωνίας μέσω των ηθών του, του οράματος που έχει για τον κόσμο, της αντίληψής του περί κοινωνίας και λογοτεχνίας. ΙΙερικυκλώνει τον συγγραφέα και τον πολιορκεί, ενώ οι αυταρχικές ή ύπουλες απαιτήσεις του, οι αρνήσεις και οι αποδράσεις του, αποτελούν τα πραγματικά δεδομένα, με βάση τα οποία μπορεί να δομηθεί ένα έργο.“
Ο Σαρτρ δεν λέει ότι ο διανοούμενος είναι ένα είδος φιλοσό- φου-βασιλιά που έχει αποσυρθεί από τον κόσμο και που, κα τ’ επέκταση, πρέπει να εξιδανικεύεται ή να αντιμετωπίζεται με ευλάβεια. Αντιθέτως —κι αυτό είναι κάτι που δεν εννοούν να καταλάβουν όλοι εκείνοι που, στις μέρες μας, θρηνούν την εξαφάνιση των διανοουμένων—, ο διανοούμενος υπόκειται συνεχώς όχι μόνο στις απαιτήσεις της κοινωνίας του, αλλά και στις σημαντικές αλλαγές που επηρεάζουν τη θέση του ως μέλους μιας ξεχωριστής ομάδας. Με βάση την αρχή ότι ο διανοούμενος πρέπει να ασκεί μια υπέρτατη και απεριόριστη εξουσία επί της ηθικής
ΕΠ ΑΓΓΕΛΜ Α ΤΙΕΣ ΚΑί Ε ΡΑ Σ ΙΤ Ε Χ Ν ΕΣ 93
και πνευματικής ζωής μιας κοινωνίας, οι επικριτές της ισχύου- σας κατάστασης των πραγμάτων αρνούνται απλώς να αναγνωρίσουν πόση προσπάθεια έχει καταβληθεί, πόση ενέργεια έχει αναλωθεί με σκοπό την αντίσταση ή και την επίθεση στην εξουσία, δεδομένων των ριζικών αλλαγών που έχουν προκόψει όσον αφορά το τι εκπροσωπεί ο διανοούμενος για τον ίδιο του τον εαυτό.
Η σημερινή κοινωνία εξακολουθεί να περικυκλώνει τον συγγραφέα: τον παραπλανεί με βραβεία και παντός είδους διακρίσεις· τον διαβάλλει ή γελοιοποιεί το πνευματικό του έργο- φροντίζει ώστε να επικρατήσει γενικώς η άποψη ότι ο πραγματικός διανοούμενος δεν πρέπει να είναι παρά ένας απλός επαγγελματίας, ειδικός στον τομέα του. Ωστόσο, δεν θυμάμαι να είπε ποτέ ο Σαρτρ ότι ο διανοούμενος οφείλει να μένει έξω από το χώρο του πανεπιστημίου. Αυτό που είπε ο Γάλλος φιλόσοφος είναι ότι ο διανοούμενος βρίσκεται στο στοιχείο του μόνο όταν περικυκλώ- νεται, κολακεύεται, πολιορκείται ή απειλείται από την κοινωνία για να αναλάβει τον άλφα ή το βήτα ρόλο: τότε και μόνο τότε μπορεί να δομηθεί το έργο του διανοουμένου. Το 1964, αρνούμενος το βραβείο Νόμπελ, ο Σαρτρ ακολουθούσε πιστά τις αρχές του.
Τι μορφή έχουν σήμερα αυτού του είδους οι πιέσεις; Ποια η σχέση τους με τον «επαγγελματισμό»; Θα ήθελα να εξετάσω τέσσερις από αυτές τις πιέσεις, οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την ευφυΐα και τη θέληση του διανοουμένου. Καμία από αυτές τις πιέσεις δεν συναντάται σε μία και μόνο κοινωνία. Επιπλέον, παρά το διαβρωτικό και γενικό τους χαρακτήρα, καθεμία μπορεί να αντιμετωπιστεί από το στοιχείο που στο εξής θα ονομάζω ερασιτεχνισμό, δηλαδή την επιθυμία δράσης όχι με γνώμονα το κέρδος ή την ανταμοιβή, αλλά την αγάπη και το ασίγαστο ενδιαφέρον για ένα συνολικό όραμα, την επιθυμία θεμελίωσης συσχετισμών που υπερβαίνουν τα λογής προσκόμματα, την απαλλαγή από τα δεσμά της ειδικότητας και την πίστη σε ιδέες και αξίες που συμβάλλουν στην απελευθέρωση από τους περιορισμούς του επαγγέλματος.
Η πρώτη από αυτές τις πιέσεις είναι η εξειδίκευση. Όσο πιο
94 EDWARD W. SAID
ψηλά ανεβαίνει κανείς σήμερα στο εκπαιδευτικό σύστημα, τόσο πιο πολύ περιορίζεται σε ένα σχετικά στενό γνωστικό πεδίο. Δεν μπορούμε, ασφαλώς, να προσάψουμε τίποτε στην επιστημοσύνη αυτή καθαυτή, αλλά, όταν σε φέρνει στο σημείο να μην μπορείς να διακρίνεις οτιδήποτε δεν ανήκει στον τομέα σου —τον τομέα της πρώιμης Βικτωριανής ερωτικής ποίησης, λ . χ — και να θυσιάζεις τη γενική σου κουλτούρα προς όφελος κάποιων εξουσιών και κάποιων περιοριστικών κανόνων, τότε θα λέγαμε ότι, με αυτή της την έννοια, η επιστημοσύνη δεν αξίζει το απαιτούμενο τίμημα.
Στη μελέτη της λογοτεχνίας, για παράδειγμα, η οποία βρίσκεται και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος μου, η εξειδίκευση οδήγησε, αφ’ ενός, σε έναν διαρκώς εντεινόμενο τεχνικό φορμαλισμό και, αφ’ ετέρου, σε μια διαρκώς φθίνουσα ιστορική γνώση των πραγματικών γεγονότων που συνέτειναν στη δημιουργία ενός λογοτεχνικού έργου. Η εξειδίκευση έχει ως επακόλουθο την αδυναμία αναγνώρισης της προσπάθειας, πάνω στην οποία δομείται η τέχνη ή η γνώση: κατ’ αυτό τον τρόπο, τόσο η τέχνη, όσο και η γνώση δεν μπορούν πλέον να γίνουν αντιληπτές ως επιλογές, αποφάσεις ή δεσμεύσεις, μα αποκλειστικά και μόνο ως αντικείμενα απρόσωπων θεωριών και μεθοδολογιών. Πολλές φορές, το να είσαι ειδικός στη λογοτεχνία σημαίνει ότι κλείνεις την πόρτα στην ιστορία, τη μουσική ή την πολιτική, πράγμα που σε οδηγεί τελικά σε μια πειθήνια υποταγή στους περιορισμούς που σου επιβάλλουν οι υποτιθέμενοι «ηγέτες» του εκάστοτε επιστημονικού κλάδου. Συν τοις άλλοις, η εξειδίκευση νεκρώνει την αίσθηση της ανακάλυψης και τις συγκινήσεις που τη συνοδεύουν, στοιχεία αναπόσπαστα από το δημιουργικό έργο του διανοουμένου. Ήμουν ανέκαθεν της άποψης ότι η εγκατάλειψη στην εξει- δίκευση αποτελεί μια μορφή οκνηρίας, που σε αναγκάζει να κάνεις μόνο ό,τι σου λένε οι άλλοι, γιατί, σε τελευταία και βαθύτερη ανάλυση, σε αυτό ακριβώς έγκειται η ειδικότητά σου.
Μπορεί η εξειδίκευση να είναι ένα γενικό μέσο πίεσης που συναντάται σε όλα ανεξαιρέτως τα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου, αλλά η ειδημοσύνη και η λατρεία του επισήμως αναγνω
ΕΠ ΑΓΓΕΛΜ Α ΤΙΕΣ ΚΑΙ Ε ΡΑ Σ ΙΤ Ε Χ Ν ΕΣ 95
ρισμένου ειδήμονα συνιστούν, στο μεταπολεμικό κόσμο, πολύ πιο συγκεκριμένες μορφές πίεσης. Για να γίνεις ειδήμονας, πρέπει να λάβεις την έγκριση των σχετικών αρχών, που σου μαθαίνουν να μιλάς τη «σωστή» γλώσσα, να επικαλείσαι τις «σωστές» πηγές, να έχεις υπό τον έλεγχό σου τη «σωστή» περιοχή. Τα τελευταία αληθεύουν κατά κύριο λόγο σ’ εκείνες τις περιπτώσεις όπου διακυβεύονται τα ευαίσθητα ή/και επικερδή πεδία της γνώσης. Έγιναν πρόσφατα έντονες συζητήσεις για την επονομαζόμενη «πολιτική ορθότητα», μια έκφραση παραπειστική, που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τους πανεπιστημιακούς από το χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών, οι οποίοι, απ’ ό,τι λέγεται, δεν σκέφτονται ανεξάρτητα, αλλά ακολουθούν τους κανόνες που έχει επιβάλει μια κλίκα αριστεριστών. ΤποτίΘεται πως οι κανόνες αυτοί διακρίνονται από μια τόσο υπερβολική ευαισθησία απέναντι στα θέματα σεξισμού, ρατσισμού, κτλ., ώστε δεν επιτρέπουν στους ανθρώπους να συζητούν «ανοιχτά».
Η αλήθεια είναι ότι η εκστρατεία ενάντια στην πολιτική ορθότητα οργανώθηκε κατά μεγάλο μέρος από κάποιους συντηρητικούς κύκλους και διάφορους άλλους υπέρμαχους των οικογενειακών αξιών. Αν και ορισμένα από τα λεγόμενά τους είναι σαφώς αξιοσέβαστα —ειδικά το γεγονός ότι αποκηρύσσουν την ανούσια επαγγελματική διάλεκτο των «μυημένων»—, η εκστρατεία τους επιδεικνύει μια έντονη αδιαφορία για τον κομφορμισμό και την πολιτική ορθότητα απέναντι σε ζητήματα σχετικά με το στρατό, την εθνική ασφάλεια, την εξωτερική και την οικονομική πολιτική. Παραδείγματος χάρη, κατά τους πρώτους μεταπολεμικούς χρόνους, όφειλε κανείς να συμμερίζεται ασυζητητί τις υπαγορεύσεις του Ψυχρού Πολέμου, σύμφωνα με τις οποίες η Σοβιετική Ένωση αντιπροσώπευε το απόλυτο κακό. Κατά τη διάρκεια μιας ακόμη μεγαλύτερης χρονικής περιόδου, που ξεκινά περίπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 και φτάνει στα μέσα της δεκαετίας του 1970, στην αμερικανική συνείδηση η ιδέα της ελευθερίας του Τρίτου Κόσμου ήταν ταυτόσημη με την απελευθέρωσή του από τον κομμουνισμό. Η αδιαφιλονίκητη αυτή αντίληψη επικρατούσε παράλληλα με μιαν άλλη ιδέα, που επα-
96 EDWARD W. SAID
ναλαμβανόταν αδιάκοπα από μεγάλο αριθμό κοινωνιολόγων, ανθρωπολόγων, πολιτικών επιστημόνων και οικονομολόγων: η «ανάπτυξη», έλεγαν, δεν είχε καμία σχέση με την ιδεολογία, αλλά πήγαζε από τη Δύση και στηριζόταν στην οικονομική άνθιση, τον εκσυγχρονισμό, τον αντικομμουνισμό και την απόλυτη προσήλωση των πολιτικών αρχηγών κάποιων κρατών στους συμμαχικούς δεσμούς τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Για τις Η.Π.Α. και κάποιους από τους συμμάχους τους —τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, ας πούμε—, οι συγκεκριμένες αντιλήψεις σχετικά με την άμυνα και την ασφάλεια αποτέλεσαν συχνά το έρεισμα για την άσκηση ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, η καταστολή των επαναστατικών κινημάτων και η αδυσώπητη αντίθεση προς τον εγχώριο εθνικισμό (που πάντοτε αντιμετωπιζόταν ως ιδιαίτερα επιρρεπής στον κομμουνισμό και τη Σοβιετική Ένωση) προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές: πόλεμοι και εισβολές με πολύ υψηλό τίμημα (βλέπε Βιετνάμ), έμμεση συμμετοχή σε άλλες εισβολές και σφαγές (σαν αυτές που πραγματοποίησαν κάποιοι σύμμαχοι των Η.Π.Α., όπως η Ινδονησία, το Ελ Σαλβαδόρ και το Ισραήλ), δημιουργία πελατειακών σχέσεων με καθεστώτα που στηρίζονταν σε οικονομίες εξαιρετικά ασταθείς. II εκδήλωση διαφωνίας με όλα αυτά ισοδύναμούσε με παρεμπόδιση της ελεγχόμενης αγοράς της ει- δημοσύνης, που ήταν κομμένη και ραμμένη για να στηρίξει την εθνική προσπάθεια. Αν, για παράδειγμα, δεν ήσουν πολιτικός επιστήμονας καταρτισμένος στους κόλπους του αμερικανικού πανεπιστημιακού συστήματος και δεν επιδείκνυες τον απαιτούμενο σεβασμό προς τη θεωρία της ανάπτυξης και την εθνική ασφάλεια, κανείς δεν άκουγε τι είχες να πεις και, μερικές φορές, σου αφαι- ρούνταν και ο λόγος. Με άλλα λόγια, η αξιοπιστία σου ετίθετο υπό αμφισβήτηση μόνο και μόνο επειδή δεν ήσουν ειδήμων.
Σε τελική ανάλυση, η «ειδημοσύνη», με τη στενή έννοια του όρου, ελάχιστη σχέση έχει με τη γνώση. Τα κείμενα του Νόαμ Τσόμσκι για τον Πόλεμο του Βιετνάμ είναι πολύ πιο σημαντικά και εμπεριστατωμένα από τα αντίστοιχα κείμενα κάποιων «αναγνωρισμένων» ειδημόνων. Ενώ ο Τσόμσκι υπερέβαινε τις καθιε
ΕΠ Α ΓΓΕΛ Μ Α ΤΙΕΣ ΚΑΙ Ε ΡΑ Σ ΙΤ Ε Χ Ν Ε Σ 97
ρωμένες πατριωτικές αντιλήψεις —λ.χ., ότι (εμείς, οι Αμερικανοί) βοηθούσαμε τους συμμάχους ή ότι προστατεύαμε την ελευθερία από κάθε κατάληψη της εξουσίας που είχε ως πρότυπο τη Μόσχα ή το Πεκίνο— και αποκάλυπτε τα πραγματικά κίνητρα της συμπεριφοράς των Ηνωμένων Πολιτειών, οι επισήμως αναγνωρισμένοι ειδήμονες, θέλοντας να κληθούν εκ νέου από το State Department για να δώσουν τις συμβουλές και τη γνώμη τους ή να επαναπροσληφθούν από τη Rand Corporation, απέφευγαν επιμελώς να ακολουθήσουν τόσο επικίνδυνα μονοπάτια. Ο Τσόμ- σκι αναφέρει ότι, ως γλωσσολόγος, έχει πολλές φορές προσκληθεί από μαθηματικούς για να μιλήσει για τις θεωρίες του και ότι, κατά κανόνα, οι τελευταίοι τον αντιμετωπίζουν με σεβασμό και γνήσιο ενδιαφέρον παρά το γεγονός ότι, τρόπον τινά, αγνοεί τη δυσνόητη μαθηματική γλώσσα. Αντιθέτως, όταν προσπαθεί να εκφράσει την άποψή του για την εξωτερική πολιτική τωνΗ.Π.Α. υιοθετώντας μια σκοπιά αντίθετη προς αυτή των ειδημόνων, οι τελευταίοι τον εμποδίζουν να μιλήσει, υποστηρίζοντας ότι δεν έχει αναγνωριστεί επισήμως ως ειδήμων της εξωτερικής πολιτικής. Τα επιχειρήματα που αντιπαρατάσσουν στα δικά του είναι ελάχιστα. Δηλώνουν, απλώς, πως βρίσκεται εκτός των καθιερωμένων πλαισίων του διαλόγου.
Η τρίτη πίεση που ασκείται στον επαγγελματία είναι η αναπόφευκτη μετατόπισή του προς την κατεύθυνση της εξουσίας, των απαιτήσεων και των προνομίων της — της μετατροπής του, εν τέλει, σε κανονικό υπάλληλό της. Όσον αφορά στιςΗ.Π.Α., είναι να μένει άναυδος κανείς όταν συνειδητοποιεί σε ποιο βαθμό οι επιταγές της «εθνικής ασφάλειας» προσδιόρισαν τη φύση των προτεραιοτήτων και τη νοοτροπία της πανεπιστημιακής έρευνας κατά την περίοδο του ανταγωνισμού με τη Σοβιετική Ένωση για την παγκόσμια ηγεμονία. Μπορεί η κατάσταση που επικρατούσε στη Σοβιετική Ένωση να μην ήταν και πολύ διαφορετική, αλλά στη Δύση κανείς δεν έτρεφε την παραμικρή ψευδαίσθηση σχετικά με την εκεί ελευθερία της έρευνας. Τώρα μόλις αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τη σημασία όλης αυτής της κατάστασης και, κυρίως, του γεγονότος ότι τα αμερικανικά Υπουργεία Εξωτερι
EDW ARD W. SAID
κών και Εθνικής Άμυνας διέθεσαν περισσότερα χρήματα από οποιονδήποτε άλλο μεμονωμένο φορέα για την ανάπτυξη της πανεπιστημιακής έρευνας στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας: τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα πανεπιστήμια Μ1Τ και Stanford, που, επί σειρά ετών, μοιράζονταν τη μερίδα του λέοντος.
Το ίδιο συνέβαινε, όμως, και στα τμήματα κοινωνικών επιστημών ή ακόμα και στα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών των πανεπιστημίων, τα οποία χρηματοδοτούνταν από το κράτος στο πλαίσιο του ίδιου γενικού προγράμματος. Είναι ευνόητο ότι το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει και άλλες κοινωνίες, εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, μα στην περίπτωση των τελευταίων είναι τόσο αξιοσημείωτο λόγω του γεγονότος ότι τα πορίσματα κάποιων ερευνών, που έγιναν με σκοπό να βρουν τρόπους καταστολής των στασιαστικών κινημάτων και να στηρίξουν την πολιτική ορισμένων τριτοκοσμικών καθεστώτων (κατά κύριο λόγο, στη Νοτιοανατολική Ασία, τη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή), χρησιμοποιήθηκαν απευθείας στη διάπραξη παράνομων ενεργειών, δολιοφθοράς ή και ανοιχτού πολέμου. Η ηθική και η δικαιοσύνη ήταν ζητήματα που μπήκαν σε δεύτερη μοίρα προ- κειμένου να εκπληρωθούν κάποιες συμβατικές υποχρεώσεις, όπως το περιβόητο Σχέδιο Camelot*: το σχέδιο αυτό, το οποίο υλοποίησαν το 1964 —εκ μέρους του στρατού— κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονες, είχε ως αντικείμενο μελέτης όχι μόνο την κατάρρευση διαφόρων κοινωνιών σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και τους πιθανούς τρόπους αποφυγής αυτής της κατάρρευσης.
Τπάρχουν κι άλλα παραδείγματα. Οι συγκεντρωτικές εξου
* Το Σχέδιο Camelot ήταν ένα τεράστιο πρόγραμμα κοινωνικών ερευνών, που πραγματοποιήθηκε ύστερα από διαταγή του αμερικανικού στρατού και απέβλεπε στην καταστολή των στασιαστικών κινημάτων και την πρόληψη των εξεγέρσεων στον Τρίτο Κόσμο. Αν και επρόκειτο να διαρκέσει 4 χρόνια, το Σχέδιο Camelot ακυρώθηκε τελικά το 1965 λόγω της κατακραυγής που ξεσηκώθηκε στα πανεπιστήμια της Χιλής, όπου είχαν γίνει προσπάθειες στρατολόγησης κοινωνιολόγων με σκοπό τη συνεργασία τους στις έρευνες για τη Λατινική Αμερική [Σ .τ.Μ .].
Ε Π Α ΓΓΕΛ Μ Α ΤΙΕΣ ΚΑΙ Ε ΡΑ Σ ΙΤ Ε Χ Ν Ε Σ 99
σίες στο εσωτερικό της αμερικανικής αστικής κοινωνίας — λ.χ. το ρεπουμπλικανικό και το δημοκρατικό κόμμ^· τα βιομηχανικά λόμπι ή τα λόμπι «δικών συμφερόντων, όπως αυτά που δημιουργή- θηκαν ή συντηρήθηκαν από τις βιομηχανίες όπλων, τις πετρελαϊκές εταιρίες και τις καπνοβιομηχανίες· τα μεγάλα ιδρύματα, όπως αυτά που δημιούργησαν οι Rockefeller, οι Ford ή οι Mellon: όλα προσλαμβάνουν πανεπιστημιακούς ειδήμονες για να εκπονήσουν ερευνητικά προγράμματα με σκοπούς εμπορικής ή πολιτικής φύσης. Τα προαναφερθέντα αποτελούν, ασφαλώς, μέρος μιας γενικής συμπεριφοράς που, στο πλαίσιο του συστήματος της ελεύθερης αγοράς, θεωρείται «κανονική»' ως εκ τούτου, μπορεί κανείς να διαπιστώσει την ύπαρξή τους απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ευρώπη και την Άπω Ανατολή. Η όλη κατάσταση συνοδεύεται από επιδόματα και υποτροφίες, εκπαιδευτικές άδειες*, εκδοτικές επιχορηγήσεις, επαγγελματικές προαγωγές καί τιμητικές διακρίσεις.
Το σύστημα είναι καθ’ όλα νόμιμο και, όπως έχω ήδη πει, γίνεται αποδεκτό ανάλογα με τα κριτήρια ανταγωνισμού και ανταπόκρισης της αγοράς, τα οποία προσδιορίζουν την εκάσαοτε συμπεριφορά στο πλαίσιο του ενισχυμένου καπιταλισμού μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας. Ενώ, όμως, αφιερώσαμε τόσο πολύ χρόνο ασχολούμενοι με τους περιορισμούς που υφίστανται η σκέψη και η πνευματική ελευθερία στα ολοκληρωτικά συστήματα διακυβέρνησης, δεν σταθήκαμε εξίσου σχολαστικά όσον αφορά στην εξέταση των απειλών, με τις οποίες φέρνει αντιμέτωπο τον διανοούμενο ένα σύστημα που επιβραβεύει τον κομφορμισμό και την εκούσια συμμετοχή στην επιδίωξη των στόχων της κυβέρνησης — όχι, όμως, και της επιστήμης. Έτσι, η έρευνα και η έγκριση τίθενται υπό έλεγχο προκειμένου να συμβάλουν στην απόκτηση και την εξασφάλιση ενός μεγαλύτερου μεριδίου της αγοράς.
Με άλλα λόγια, ο χώρος που απομένει για την ατομική και υποκειμενική έκφραση του διανοουμένου, για τη διατύπωση ερω
* Εκπαιδευτικές άδειες πανεπιστημιακών διάρκειας, συνήθως, ενός έτους [Σ .τ.Μ .].
too EDWARD W. SAID
τημάτων xat την αμφισβήτηση του λογικού υπόβαθρου ενός πολέμου ή ενός μεγάλου κοινωνικού προγράμματος που παρέχει συμβόλαια και απονέμει βραβεία, έχει συρρικνωθεί υπερβολικά σε σχέση με το πώς ήταν εκατό χρόνια πρωτύτερα, όταν ο Στήβεν Δαίδαλος μπορούσε να λέει ότι το καθήκον του ως διανοουμένου ήταν να μην υπηρετεί κανενός είδους εξουσία. Δεν θα ήθελα να οδηγήσω στο συμπέρασμα, στο οποίο έχουν καταλήξει μερικοί άλλοι (με κάποια υπερβολική δόση συναισθηματισμού, θα έλεγα), ότι πρέπει να επανέλθουμε στην εποχή που τα πανεπιστήμια δεν ήταν τόσο μεγάλα και οι ευκαιρίες που πρόσφεραν δεν ήταν τόσο πολλές, όσο σήμερα. Κατά την άποψή μου, το δυτικό πανεπιστήμιο, κι αυτό ισχύει βέβαια για την Αμερική, εξακολουθεί να αποτελεί για τον διανοούμενο ένα σχεδόν ουτοπικό χώρο, όπου μπορούν να ευδοκιμήσουν ο στοχασμός και η έρευνα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι υπόκεινται πλέον σε νέες μορφές εξαναγκασμού και πίεσης.
Κατά συνέπεια, το πρόβλημα για τον διανοούμενο έγκειται στην αντιμετώπιση των «παραβιάσεων» που κάνει η σύγχρονη επαγγελματικοποίηση, και μάλιστα, όχι μέσω της άρνησης παραδοχής της ύπαρξης ή των επιπτώσεών τους, αλλά μέσω της προβολής μιας διαφορετικής σειράς αξιών και προνομίων. Συγκεντρώνω τις αξίες και τα προνόμια αυτά κάτω από τον όρο ερασιτεχνισμός: δραστηριότητα που υποκινείται από τη φροντίδα και την αγάπη, και όχι από το κέρδος και την εγωιστική, περιοριστική εξειδίκευση.
Ο σημερινός διανοούμενος οφείλει να είναι ερασιτέχνης: ένα άτομο που θεωρεί ότι, με το να είναι σκεπτόμενο και πολιτικοποιημένο μέλος μιας κοινωνίας, έχει συγχρόνως το δικαίωμα να θέτει ερωτήματα ηθικής φύσης σχετικά ακόμα και με τις πλέον ειδικές και επαγγελματικοποιημένες δραστηριότητες — στο μέτρο που οι τελευταίες εμπλέκουν τη χώρα του, την εξουσία της και τη σχέση της με τους πολίτες της και τις άλλες κοινωνίες. Επιπροσθέτως, το πνεύμα του ερασιτεχνισμού μπορεί να μεταμορφώσει την επαγγελματική ρουτίνα, που —λίγο πολύ— όλους μάς βασανίζει, σε κάτι σαφώς πιο ζωηρό και έντονο. Αντί να
ΕΠ Α ΓΓΕ Λ Μ Α Τ ΙΕ Σ ΚΑΙ Ε Ρ Α Σ ΙΤ Ε Χ Ν Ε Σ 101
κάθεσαι και να κάνεις καρτερικά αυτό που πρέπει να κάνεις, μπορείς να διερωτηθείς σχετικά με το λόγο ύπαρξης και την ωφέλεια αυτού του πράγματος και να προσπαθήσεις να βρεις έναν τρόπο για να το επανασυνδέσεις με τα προσωπικά σχέδια ή τις νεωτεριστικές σκέψεις που τυχόν έχεις.
Κάθε διανοούμενος έχει ένα κοινό και ορισμένους «εντολοδότες». Το όλο ζήτημα είναι να ξέρει κανείς κατά πόσον το συγκεκριμένο κοινό υπάρχει για να ικανοποιηθεί —σαν πελάτης που πρέπει να ευχαριστηθεί— ή για να δεχθεί προκλήσεις, να ωθηθεί, δηλαδή, στην ανοιχτή αντίθεση ή να κινητοποιηθεί προς την κατεύθυνση μιας ακόμη μεγαλύτερης δημοκρατικής συμμετοχής στην κοινωνία. 'Οπως κι αν έχει, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την εξουσία, αλλά ούτε και τη σχέση του διανοουμένου μαζί της. Τελικά, με ποιο τρόπο απευθύνεται ο διανοούμενος στην εξουσία; Ως δουλικός επαγγελματίας ή ως ανιδιοτελής ερασιτέχνης που έχει αναλάβει το ρόλο της συνείδησής της;
V
Η Α Λ Η Θ Ε ΙΑ Α Π Ε Ν Α Ν Τ Ι Σ Τ Η Ν Ε Ξ Ο Τ Σ Ι Α
Θ α ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΣΤΝΕΧΙΣΩ την εξέταση του δέματος της εξειδί- κευσης και του επαγγελματισμού, όπως επίσης και του τρόπου με τον οκοίο ο διανοούμενος αντιμετωπίζει το ζήτημα της εξουσίας. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του i960, λίγο καιρό πριν λάβει μεγάλες διαστάσεις η αντίθεση προς τον Πόλεμο του Βιετνάμ, ήρθε και με βρήκε στο πανεπιστήμιο Columbia ένας προπτυχιακός φοιτητής, που έδειχνε μάλλον μεγαλύτερος από την ηλικία του. Ή θελε να τον δεχτώ σε ένα σεμινάριο περιορισμένου αριθμού εγγεγραμμένων. Έ να από τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε για να με πείσει ήταν ότι ήταν βετεράνος πολέμου, που είχε υπηρετήσει στην αεροπορία. Η συζήτηση που είχαμε μου έδωσε τη συναρπαστική ευκαιρία να διεισδύσω φευγαλέα στην παράξενη νοοτροπία του επαγγελματία — του έμπειρου πιλότου, εν προκειμένω: μιλούσε για τη δουλειά του χρησιμοποιώντας όρους που δεν θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητοί παρά μόνο από τους «μυημένους» του κλάδου. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την έκπληξη που δοκίμασα όταν, στην επίμονη ερώτησή μου: «Τι ακριβώς έκανες στην αεροπορία;», εκείνος μου απάντησε: «Απόκτηση στόχων». Χρειάστηκα κάμποσα ακόμα λεπτά για να καταλάβω πως ήταν πιλότος βομβαρδιστικού αεροπλάνου, του οποίου η δουλειά ήταν μεν —πολύ απλά— να βομβαρδίζει, αλλά εκείνος την είχε συγκαλύψει με μια επαγγελματική γλώσσα που, κατά μία έννοια, είχε σκοπό να αποθαρρύνει ή να αποπροσανατολίσει τα ξεκάθαρα ερωτήματα ενός «ξένου», ενός «παρείσακτου». Τελικά τον δέχτηκα στο σεμινάριο — ίσως επειδή πίστευα πως 6α μπο-
104 EDWARD W. SAID
ρούσα έτσι να παρακολουθήσω την περίπτωσή του από κοντά και, ως ένα επιπλέον κίνητρο, να τον πείσω να αποβάλει εκείνη τη φρικτή επαγγελματική διάλεκτο: «απόκτηση στόχων» με όλη τη σημασία της λέξης.
Κάπως πιο λογικά και συγκροτημένα, θα έλεγα ότι οι διανοούμενοι που βρίσκονται κοντά στα κέντρα λήψης αποφάσεων και μπορούν να ελέγχουν την παροχή ή την άρνηση θέσεων εργασίας, μισθών και προαγωγών, έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν με καχυποψία τα άτομα που δεν συμμορφώνονται επαγγελματικά και τα οποία, στα μάτια των ανωτέρων τους, γίνονται με τον καιρό όλο και πιο αντιδραστικά και μη συνεργάσιμα. Είναι απολύτως κατανοητό, φυσικά, ότι όταν οι εν λόγω διανοούμενοι θέλουν να διεκπεραιωθεί μια δουλειά —ας υποθέσουμε, λ.χ., ότι πρέπει να ετοιμάσουν για το State Department ή το Foreign Office ένα έγγραφο σχετικά με την πολιτική στη Βοσνία μέσα σε μία μόνο εβδομάδα— χρειάζονται πιστούς συνεργάτες που να συμμερίζονται τις ίδιες αρχές και να μιλούν την ίδια γλώσσα με εκείνους. Αυτό το είδος επαγγελματικής θέσης, όπου η βασική ασχολία του διανοουμένου είναι να υπηρετεί την εξουσία και να προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια και τα οφέλη που αυτή προσφέρει, δεν ενθαρρύνει κατ’ ουδένα τρόπο την άσκηση του αναλυτικού και ανεξάρτητου κριτικού πνεύματος, στο οποίο, όπως έχω ήδη επισημάνει, θα έπρεπε κανονικά να στηρίζεται το έργο του διανοουμένου. Με άλλα λόγια, ο πραγματικός διανοούμενος ούτε αξιωματούχος είναι, ούτε υπάλληλος αφοσιωμένος στους πολιτικούς στόχους μιας κυβέρνησης, μιας μεγάλης εταιρίας ή μιας συντεχνίας ομοϊδεατών. Ο πειρασμός που νιώθει ο διανοούμενος όταν βρίσκεται σε παρόμοιες θέσεις και καταστάσεις και ο οποίος τον ωθεί να υποβιβάσει την ηθικότητά του, να σκεφτεί αποκλειστικά και μόνο από την οπτική γωνία της ειδικότητάς του και να θυσιάσει τη σκεπτικιστική του διάθεση στο βωμό του κομφορμισμού, είναι φαινόμενο τόσο έντονο και συχνό, που δεν μπορεί παρά να υποβάλει τη μεγαλύτερη δυσπιστία. Είναι πολλοί οι διανοούμενοι που υποκύπτουν σ’ αυτό τον πειρασμό- κατά κάποιο τρόπο, όλοι μας υποκύπτουμε. Στην ουσία, κανείς δεν είναι οι
Η ΑΛΗΘΕΙΑ Α ΠΕΝΑΝΤΙ STH N ΕΞΟΥΣΙΑ 105
κονομικά ανεξάρτητος — ούτε καν εκείνοι που αποτελούν τα υποδείγματα της πνευματικής ελευθερίας.
Έ χ ω ήδη υποστηρίξει ότι, για να διατηρήσει κανείς μια σχετική ανεξαρτησία ως διανοούμενος, είναι πολύ προτιμότερο να υιοθετήσει τη στάση του ερασιτέχνη, παρά του επαγγελματία. Επιτρέψτε μου, όμως, στο σημείο αυτό, να μιλήσω κάπως πιο προσωπικά και συγκεκριμένα. Κ α τ’ αρχάς, η επιλογή του ερασιτεχνισμού σημαίνει ότι προτιμά κανείς το ρίσκο και την αβεβαιότητα της δράσης στο δημόσιο πεδίο —μια διάλεξη, ένα βιβλίο ή ένα άρθρο κυκλοφορίας πλατιάς και απεριόριστης—, παρά τον κλειστό εκείνο χώρο που βρίσκεται υπό το διαρκή έλεγχο των ειδικών και των επαγγελματιών. Κάμποσες φορές, τα τελευταία δύο χρόνια, μου έγιναν προτάσεις από τα Μ.Μ.Ε. για να αναλάβω δέσεις αμειβόμενου συμβούλου. Η απάντησή μου ήταν πάντοτε αρνητική, για τον απλούστατο λόγο ότι κάτι τέτοιο θα με είχε περιορίσει σε ένα μόνο τηλεοπτικό κανάλι ή μία μόνο εφημερίδα και, ως εκ τούτου, 6α μου είχαν επιβληθεί τα στενά όρια του πολιτικού λόγου και του ιδεολογικού πλαισίου του ενός ή του άλλου μέσου. Ομοίως, ποτέ δεν μου έχει κινήσει το ενδιαφέρον οπαιαδήποτε θέση αμειβόμενου συμβούλου στην υπηρεσία ή για λογαριασμό της κυβέρνησης, όπου ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πώς θα χρησιμοποιηθούν αργότερα οι ιδέες σου. Κατά δεύτερο λόγο, η παροχή γνώσης αντί κάποιας αμοιβής είνοα ζήτημα που διαφοροποιείται ριζικά ανάλογα με το αν σου προτείνουν από κάποιο πανεπιστήμιο να δώσεις μια διάλεξη ή αν πρόκειται να μιλήσεις σε ένα μικρό και κλειστό κύκλο υψηλά ιστάμενων προσώπων. Θεωρώ αυτονόητη τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δυο είδη προτάσεων, γ ι’ αυτό και ανέκαθεν καλοδεχόμουν τις πρώτες και απέρριπτα τις δεύτερες. Τρίτον, και για να μιλήσω λίγο πιο πολιτικά, οποτεδήποτε έχει ζητήσει τη βοήθεια μου κάποια ομάδα Παλαιστινίων ή με έχουν προσκαλέσα από κάποιο πανεπιστήμιο της Νοτίου Αφρικής για να μιλήσω κατά του απαρτχάιντ ή υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης στον ακαδημαϊκό χώρο, η απάντησή μου ήταν, δίχως καμιά εξαίρεση, θετική.
Σε τελική ανάλυση, η βασική επιθυμία που με διακατέχει
106 EDWARD W. SAID
είναι να επιλέγω και να υποστηρίζω ιδέες και αγώνες που βρίσκονται σε συμφωνία με τις αξίες και τις αρχές στις οποίες πιστεύω. Συνεπώς, διόλου δεν θεωρώ ότι με περιορίζει το αντικείμενο της επαγγελματικής μου εκπαίδευσης (η λογοτεχνία), αλλά ούτε και ότι αποκλείομαι από το πολιτικό γίγνεσθαι απλώς και μόνο επειδή η επίσημη ιδιότητά μου είναι να διδάσκω σύγχρονη ευρωπαϊκή καί αμερικανική λογοτεχνία. Αν γράφω και μιλώ για μια ευρύτερη γκάμα θεμάτων, αυτό συμβαίνει επειδή, ως ερασιτέχνης, κινούμαι από ορισμένες δεσμεύσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια της αυστηρά επαγγελματικής σταδιοδρομίας μου. Καταβάλλω, φυσικά, συνειδητές προσπάθειες να γνωρίσω αυτές τις ιδέες σε ένα καινούριο, πολύ πλατύτερο κοινό, αλλά ποτέ δεν τις εκθέτω μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας.
Ποια είναι, όμως, η πραγματική σημασία αυτών των «εισβολών» του ερασιτέχνη στο «δημόσιο πεδίο»; Τι είναι αυτό που ηλεκτρίζει τον διανοούμενο και τον ωθεί στη δράση; Δεσμοί γενεαλογικοί, τοπικοί, έμφυτοι —η φυλή του, ο λαός του, η θρησκεία του— ή κάποιες πιο οικουμενικές και ορθολογικές αρχές, που διέπουν τον τρόπο με τον οποίο κανείς γράφει και μιλά; Στην ουσία, θέτω εδώ τα πλέον κρίσιμα ερωτήματα για τον διανοούμενο: πώς μπορεί κάποιος να πει την αλήθεια; Ποια αλήθεια; Για ποιον και πού;
θ α πρέπει, δυστυχώς, να ξεκινήσουμε λέγοντας ότι δεν υπάρχει σύστημα ή μέθοδος που να μπορεί να εφαρμοστεί γενικά και με αξιοπιστία προκειμένου να δώσει κάποιες άμεσες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Στο λαϊκό κόσμο —τον κόσμο μας, τον ιστορικο-κοινωνικό κόσμο που δημιούργησε ο άνθρωπος—, ο διανοούμενος, για να εργαστεί, διαθέτει μόνο λαϊκά, κοσμικά μέσα. Η αποκάλυψη και η έμπνευση, αν και αποτελούν σημαντικούς τρόπους κατανόησης στο πλαίσιο της ιδιωτικής ζωής, όταν χρησιμοποιούνται από ανθρώπους που σκέφτονται με βάση τη θεωρία, οδηγούν, αντιθέτως, στην καταστροφή και το βαρβαρι- σμό. Δεν θα είχα πραγματικά κανέναν ενδοιασμό να ισχυριστώ ότι ο διανοούμενος οφείλει να βρίσκεται σε παντοτινή διαμάχη με τους φύλακες «ιερών και οσίων», όλους εκείνους που οι λεηλα
Η Α ΛΗΘΕΙΑ Α Π ΕΝ Α Ν ΤΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ 107
σίες τους είναι πια απροσμέτρητες και η αυταρχικότητά τους δεν ανέχεται καμία απολύτως διαφωνία και, φυσικά, καμία διαφορετικότητα. Η απόλυτη ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης αποτελεί τον κυριότερο προμαχώνα του κοσμικού διανοουμένου: αν ο διανοούμενος πάψει να τον υπερασπίζεται ή αρχίσει να υπομένει τις τυχόν επεμβάσεις σε κάποιο από τα θεμέλιά του, είναι σαν να προδίδει την ίδια του την κλίση. Αυτός είναι ο λόγος που η υπεράσπιση των Σατανικών Στίχων του Salman Rushdie αποτέ- λεσε υψίστης σημασίας ζήτημα τόσο για το ίδιο το έργο, όσο και για οποιαδήποτε άλλη παραβίαση του δικαιώματος των δημοσιογράφων, των μυθιστοριογράφων, των δοκιμιογράφων, των -ποιητών και των ιστορικών να εκφράζονται ελεύθερα.
Το συγκεκριμένο ζήτημα, άλλωστε, δεν αφορά αποκλειστικά τον ισλαμικό κόσμο, αλλά και τον εβραϊκό και το χριστιανικό. Δεν είναι δυνατόν να διεκδικεί κάποιος μαχητικά την ελευθερία της έκφρασης σε ένα χώρο και, σε έναν άλλο, να επιδεικνύει αδιαφορία. Κάθε διάλογος με τις αρχές που διεκδικούν το κοσμικό δικαίωμα της υπεράσπισης της εξουσίας ελέω Θεού είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτος, ενώ για τον διανοούμενο που δεν στηρίζεται στην αποκάλυψη ο αυστηρός διερευνητικός διάλογος αποτελεί τον πυρήνα της δραστηριότητάς του, το ίδιο το υπόβαθρο του έργου του. Έ τσ ι, όμως, γυρίζουμε πάλι στην αρχή: ποια αλήθεια και ποιες αρχές πρέπει κάποιος να υπερασπίζεται, να υποστηρίζει, να εκπροσωπεί; Το ερώτημα αυτό δεν αποτελεί έναν τρόπο για να νίψουμε τας χεφας μας ως άλλοι Πόντιοι Πιλάτοι, αλλά ένα αναγκαίο πρώτο βήμα για να εντοπίσουμε τη θέση του σημερινού διανοουμένου και να κατανοήσουμε τους κινδύνους του αχαρτογράφητου ναρκοπέδιου που τον περιβάλλει.
Ας πάρουμε ως σημείο αφετηρίας το όλο ζήτημα της αντικειμενικότητας ή της ακρίβειας, που έχει μέχρι σήμερα σταθεί αντικείμενο έντονης διαμάχης. Το 1988, ο Αμερικανός ιστορικός Peter Novick δημοσίευσε έναν ογκώδη τόμο, ο τίτλος του οποίου δραματοποιούσε πολύ χαρακτηριστικά το εν λόγω ζήτημα. Ο τίτλος αυτός ήταν: That Noble Dream [Ένα Ευγενέζ Όνεφο], και συνοδευόταν από τον υπότιτλο: The Objectivity Question ’
108 EDWARD W. SAID
and the American Historical Professor [ To «Ζήτημα της Αντικειμενικότητας» και ο Αμερικανός Καθηγητής Ιστορίας]. Αντλώντας στοιχεία από το υλικό ενός ολόκληρου αιώνα ιστοριογραφικής δραστηριότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Νόβικ μάς δείχνει με ποιο τρόπο αυτός τούτος ο πυρήνας της ιστορικής έρευνας —το ιδεώδες της αντικειμενικότητας, που απαιτεί από τον ιστορικό να εκμεταλλευτεί όλες τις ευκαιρίες που του προ- σφέρονται ώστε να αποδώσει τα γεγονότα με όσο το δυνατόν περισσότερη πιστότητα και ακρίβεια— μετατράπηκε σταδιακά σε ένα τέλμα αντικρ θυόμενων απαιτήσεων, οι οποίες αποκλείουν κάθε πιθανότητα συμφωνίας μεταξύ των ιστορικών, έστω και αν πρόκειται για την αντικειμενικότητα ως προς το πιο ασήμαντο πράγμα του κόσμου. Στον πόλεμο, η αντικειμενικότητα συμπαρατάχθηκε με τη δική μας αλήθεια, τουτέστιν την αμερικανική, σε αντίθεση προς τη φασιστική γερμανική. Σ ε καιρό ειρήνης, πήρε τη μορφή της αντικειμενικής αλήθειας της τάδε ή της δείνα αγωνιζόμενης ομάδας (γυναίκες, Αφροαμερικανοί, Αμερικανοί ασιατικής καταγω γής, ομοφυλόφιλοι, λευκοί άνδρες, κ.ο.κ.) ή σχολής (μαρξιστές, κατεστημένο, αποδομιστές, κτλ.). Τι είδους σύγκλιση απόψεων μπορεί να υπάρξει με τόση παραφωνία; αναρωτιόταν ο Νόβικ, και κατέληγε απογοητευμένος: «Ως κοινότητα λόγου, ως κοινότητα μελετητών οι οποίοι κάποτε ενώνονταν από κοινούς στόχους, κοινά κριτήρια και κοινές προθέσεις, ο επιστημονικός κλάδος της ιστορίας έπαψε να υπάρχει [...] Ο καθηγητής [ιστορίας] βρέθηκε στην κατάσταση που περιγράφει ο τελευταίος στίχος των “Κριτών”: “Κ ατά την εποχήν εκείνην δεν υπήρχεν ακόμη βασιλεύς μεταξύ των Ισραηλιτών και ο καθένας από αυτούς έκανεν ό,τι ενόμιζεν ορθόν”» .1
Ό πω ς ανέφερα στην προηγούμενη διάλεξή μου, μία από τις βασικές δραστηριότητες του διανοουμένου στον εικοστό αιώνα είναι η αμφισβήτηση, ενίοτε και η υπονόμευση, της εξουσίας και πιο συγκεκριμένα της αυθεντίας. Προεκτείνοντας, λοιπόν, τα συμπεράσματα του Νόβικ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν έχει εξαφανιστεί μόνο η συναίνεση σχετικά με την ουσία της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά και μια σειρά άλλων παραδοσιακών
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ Ν Ε 20Τ Σ ΙΑ 109
εξουσιών και σημείων αναφοράς, μεταξύ των οποίων και ο θεός. Σχηματίστηκε, μάλιστα, και μια σημαντικότατη φιλοσοφική σχολή, ξεχωριστή θέση στην οποία κατέχει ο Μισέλ Φουκώ, που υποστηρίζει ότι το γεγονός και μόνο τού να μιλά κανείς περί ((αυθεντίας» φανερώνει μια εξαιρετικά προκατειλημμένη, ίσως και ιδεολογική, άποψη.
Απέναντι στην έντονη αυτή αποσταθεροποίηση, ούτε η οπισθοδρόμηση με τη μορφή της εκδήλωσης αδυναμίας, αλλά ούτε και η δυναμική επιβεβαίωση των παραδοσιακών αξιών, όπως αυτές προσδιορίζονται από το παγκόσμιο νεοσυντηρητικό κίνημα, μπορούν να αποτελέσουν λύσεις. Η αλήθεια, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η κριτική της αντικειμενικότητας και της αυθεντίας είχε πράγματι κάποια θετική λειτουργία, καθώς επισήμανε τον τρόπο με τον οποίο οι κοσμικοί άνθρωποι δομούν την αλήθειά τους· έτσι, μπορούμε να δούμε ότι η υποτιθέμενη αντικειμενική αλήθεια της ανωτερότητας του λευκού ανθρώπου, την οποία δημιούργησαν και καλλιέργησαν οι κλασικές ευρωπαϊκές αποικιακές αυτοκρατορίες, στηρίχτηκε επιπλέον στη βίαιη υποταγή του αφρικανικού και του ασιατικού λαού, οι οποίοι, με τη σειρά τους, καταπολέμησαν τη συγκεκριμένη αλήθεια που τους είχαν επιβάλει, κι αυτό για να θεμελιώσουν στη συνέχεια τη δική τους ανεξάρτητη τάξη πραγμάτων. Στις μέρες μας, όλοι βγαίνουν και προβάλλουν καινούριες αντιλήψεις για τον κόσμο, που, τις περισσότερες φορές, έρχονται σε έντονη αντίθεση μεταξύ τους: δεν έχουν τέλος οι συζητήσεις περί των ιουδαϊκο-χριστιανικών αξιών, των αφροκεντρικών αξιών, των μουσουλμανικών αληθειών, των ανατολικών αληθειών, των δυτικών αληθειών — καθεμία από τις οποίες συνοδεύεται, μάλιστα, και από ένα πλήρες σύστημα αποκλεισμού όλων των υπόλοιπων. Η μισαλλοδοξία και η ριζωμένη δογματικότητα που επικρατούν σήμερα παγκοσμίως είναι πολύ πιο έντονες απ’ όσο θα μπορούσε να αντέξει το οποιοδήποτε σύστημα.
Κατόπιν τούτου, παρατηρείται μια σχεδόν παντελής έλλειψη οικουμενικών κριτηρίων — όσο κι αν η εκάστοτε ρητορική προσπαθεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οιδιχές μας αξίες (όποιες κι αν είναι αυτές) είναι οικουμενικές. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια,
110 EDW ARD W. SAID
μια από τις κακές συνήθειες των διανοουμένων είναι ότι, ενώ μεγαληγορούν για τα αδικήματα ενός δεδομένου πολιτισμού, την ίδια στιγμή δικαιολογούν τα ίδια ακριβώς αδικήματα όταν δια- πράττονται στο δικό τους πολιτισμό. Θεωρώ τον Alexis de Tocqueville τυπικό παράδειγμα αυτού του είδους της στάσης. Για όλους εμάς, που η παιδεία μας στηρίχθηκε στην πίστη στις κλασικές φιλελεύθερες και δυτικές δημοκρατικές αξίες, ο εξαίρετος αυτός Γάλλος διανοούμενος του δεκάτου ενάτου αιώνα υπήρξε υπόδειγμα των συγκεκριμένων αξιών. Αφού εξέθεσε γραπτώς την άποψή του για τη δημοκρατία στην Αμερική και άσκησε δριμύτατη κριτική στους Αμερικανούς για την κακομεταχείριση των Ινδιάνων και των μαύρων σκλάβων, ο Τοκβίλ ανέλαβε στη συνέχεια να εξετάσει τη γαλλική αποικιακή πολιτική στην Αλγερία από τα τέλη της δεκαετίας του 1830 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1840, την περίοδο δηλαδή που τα γαλλικά στρατεύματα κατοχής, με επικεφαλής τον στρατάρχη Bugeaud, εξαπέλυσαν εναντίον των Αλγερινών μουσουλμάνων έναν «ειρηνευτικό πόλεμο» απίστευτης αγριότητας. Προς μεγάλη μας έκπληξη, καθώς διαβάζουμε τα όσα έγραψε ο Τοκβίλ περί Αλγερίας, παρατηρούμε ότι, απέναντι στις ενέργειες των Γάλλων, ο συγγραφέας εγκαταλείπει εντελώς τα κριτήρια, βάσει των οποίων είχε —με πολύ ανθρωπιστικό τρόπο— καταδικάσει τη συμπεριφορά των Αμερικανών. Ο Τοκβίλ παραθέτει ασφαλώς κάποιους λόγους, μα οι λόγοι αυτοί δεν είναι παρά σαθρά ελαφρυντικά, που έχουν σκοπό να νομιμοποιήσουν τη γαλλική αποικιοκρατία στο όνομα της «εθνικής υπερηφάνειας». Οι σφαγές δεν του προκαλούν την παραμικρή συγκίνηση. Οι μουσουλμάνοι, λέει, ανήκουν σε μια κατώτερη θρησκεία, γ ι’ αυτό και πρέπει να τους επιβληθεί πειθαρχία. Για να μη μακρηγορούμε, ο Τοκβίλ αρνείται —και αρνειται, μάλιστα, εσκεμμένα— να εφαρμόσει για τη χώρα του τον έντονο οικουμενισμό των λόγων του περί Αμερικής, παρ’ όλο που η πολιτική πρακτική της Γαλλίας δεν ήταν λιγότερο απάνθρωπη.2
Οφείλουμε να προσθέσουμε, ωστόσο, ότι ο Τοκβίλ (όπως άλλωστε και ο John Stuart Mill, που οι αξιέπαινες ιδέες του σχετικά με τις δημοκρατικές ελευθερίες στην Αγγλία στερούνταν
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ Ν Ε ϊΟ Γ Σ ΙΑ 111
εφαρμογής στην Ινδία) ζούσε σε μια εποχή όπου κάθε πιθανή ιδέα για έναν οικουμενικό κανόνα διεθνούς συμπεριφοράς ήταν ταυτόσημη με το υπέρτατο δικαίωμα της ευρωπαϊκής δύναμης να κυριαρχεί, και τούτο γιατί οι μη λευκοί λαοί του κόσμου θεωρούνταν ασήμαντοι και υποδεέστεροι. Η άποψη, εξάλλου, που επικρατούσε μεταξύ των κατοίκων της Δύσης το δέκατο ένατο αιώνα, ήταν ότι κανένας αφρικανικός ή ασιατικός ανεξάρτητος λαός δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσει τη δρακόντεια σκληρότητα των νόμων που εφαρμόζονταν από τα αποικιακά στρατεύματα στις έγχρωμες φυλές. Ή ταν, λοιπόν, μοιραίο να υποδηλωθούν. Ο Φραντς Φανόν, ο Αιμέ Σεζαφ και ο Σ . Λ. Ρ . Τζέημς — για να αναφέρουμε τρεις μεγάλους αντι-ιμπεριαλιστές μαύρους διανοουμένους του εικοστού αιώνα— έζησαν και έγραψαν στον αιώνα μας, όχι πρωτύτερα, με αποτέλεσμα άνθρωποι σαν τον Τοκβίλ και τον Μιλλ να μην μπορέσουν ποτέ να έρθουν σε επαφή με τα όσα πραγματοποίησαν οι τρεις αυτές σημαντικές μορφές σε πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο (είτε από μόνοι τους είτε από κοινού με τα απελευθερωτικά κινήματα στα οποία συμμετείχαν) προκειμένου να καθιερώσουν το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης των αποικιοκρατούμενων λαών. Οι σύγχρονοι διανοούμενοι, αντιθέτως, αν και έχουν σαφώς τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με τις μεγάλες ιστορικές αλλαγές που επέφεραν οι τρεις προαναφερθέντες, δεν έχουν πάντοτε οδηγηθεί στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατόν η υπεράσπιση της δικαιοσύνης να αποτελεί υπόθεση επιλεκτική και να ισχύει μόνο για τους ανθρώπους που μας υποδεικνύει ο χώρος μας, η κουλτούρα μας ή το έθνος μας.
Το βασικό ζήτημα, επομένως, είναι το πώς μπορεί κανείς να συμφιλιώσει την ταυτότητά του, τα δεδομένα του πολιτισμού του, της κοινωνίας του και της ιστορίας του με τα αντίστοιχα δεδομένα άλλων λαών και πολιτισμών. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να πραγματοποιηθεί μέσω της απλής προτίμησης για ό,τι είναι ήδη Soto μας: ο εγκωμιασμός του πολιτισμού μας και των θριαμβευτικών στιγμών της ιστορίας μας αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, μια μορφή σπατάλης της ενέργειας του
112 EDWARD W. SAID
διανοουμένου. Η ισχύς των τελευταίων γίνεται ακόμα πιο έντονη στη σημερινή εποχή, όπου οι πολυάριθμες εκείνες κοινωνίες που απαρτίζονται από φυλές εντελώς διαφορετικές ως προς το -χαρακτήρα και την ιστορική θέση, ανθίστανται, εκ των πραγμάτων, σε κάθε είδους απλουστευτική σχηματοποίηση. Έ χ ω ήδη επισημάνει ότι το δημόσιο πλαίσιο, μέσα στο οποίο δρουν οι διανοούμενοι, είναι εξαιρετικά σύνθετο και, κατά μία έννοια, στενόχωρο. Παρ’ όλα αυτά, το νόημα μιας δραστικής παρέμβασης στο συγκεκριμένο πλαίσιο πρέπει πάντοτε να έχει ως υπόβαθρο την αδιάσειστη πίστη των διανοουμένων στις έννοιες της δικαιοσύνης και της ισότητας, οι οποίες, σεβόμενες τις διαφορές ανάμεσα στα έθνη και τα άτομα, τα προστατεύουν από κάθε μορφής συγκα- λυμμένη ιεράρχηση, προτίμηση ή κρίση. Στην εποχή μιας, όλοι πρεσβεύουν ένα φιλελεύθερο λόγο, που υμνεί την ισότητα και την αρμονία μεταξύ των ανθρώπων. Το ζήτημα για τον διανοούμενο είναι να φροντίσει ώστε αυτές οι ιδέες να αποκτήσουν ισχύ σε κάποιες πραγματικές, υπαρκτές καταστάσεις, στις οποίες το χάσμα μεταξύ της ομολογίας πίστης στην ισότητα και τη δικαιοσύνη και της μάλλον απογοητευτικής πραγματικότητας είναι κάτι περισσότερο από πλατύ.
Η κατάσταση που εξέθεσα παραπάνω βρίσκει την πλέον χαρακτηριστική πραγμάτωσή της στις διεθνείς σχέσεις, κι αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος που ασχολούμαι τόσο έντονα με το συγκεκριμένο κλάδο σε αυτές τις διαλέξεις. Κάποια πρόσφατα παραδείγματα μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε την όλη κατάσταση σε βάθος. 0 δημόσιος διάλογος που έλαβε χώρα στη Δύση αμέσως μετά την παράνομη εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, επικεντρώθηκε αποκλειστικά στον αθέμιτο χαρακτήρα αυτής της επίθεσης, που απέβλεπε, με τον πλέον κτηνώδη τρόπο, να σβήσει το Κουβέιτ από το χάρτη. Καθώς γινόταν όλο και πιο σαφές το γεγονός ότι πρόθεση της Αμερικής ήταν να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική της δύναμη εναντίον του Ιράκ, η δημόσια ρητορική ενθάρρυνε κάποιους μηχανισμούς στους κόλπους των Ηνωμένων Εθνών κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υιοθετηθούν ορισμένες αποφάσεις που, στηριζόμενες στον καταστατικό
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ Ν ΕΞΟΥΣΙΑ 113
χάρτη του Ο.Η.Ε., θα επέτρεπαν την επιβολή κυρώσεων και τη χρήση βίας εναντίον του Ιράκ. Απ’ όσο ξέρω, μεταξύ των ελάχιστων διανοουμένων που αντιτάχθηκαν τόσο στην εισβολή του Ιράκ όσο και στην επακόλουθη επέμβαση των (κατά κύριο λόγο) αμερικανικών δυνάμεων στο πλαίσιο της επιχείρησης που έγινε γνωστή ως «Καταιγίδα της Ερήμου», κανένας δεν προσπάθησε να στηρίξει ή να δικαιολογήσει την ιρακινή εισβολή.
Αντιθέτως —και δικαίως, άλλωστε—, η αμερικανική επιχειρηματολογία κατά του Ιράκ έχασε την αξιοπιστία της όταν η πανίσχυρη κυβέρνηση Bush άσκησε πιέσεις στα Ηνωμένα Έθνη για να τα ωθήσει προς την κατεύθυνση του πολέμου, παραβλέ- ποντας επιδεικτικά τις πολυάριθμες δυνατότητες που υπήρχαν ώστε να σταματήσει μέσω διαπραγματεύσεων η κατοχή πριν από τις 15 Ιανουαρίου (ημερομηνία έναρξης της αντεπίθεσης) ή όταν η ίδια κυβέρνηση αρνήθηκε να συζητήσει τις καταδικαστι- κές αποφάσεις τουΟ-Η.Ε. για κάποιες άλλες παράνομες εισβολές και κατοχές εδαφών που είχαν διαπράξει οι Η.Π.Α, ή οι στενοί τους σύμμαχοι. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι, από την πλευρά των Η.ΠΑ., το ουσιαστικό ζητούμενο στον Πόλεμο του Κόλπου ήταν το πετρέλαιο και η στρατηγική ισχύς — όχι οι αρχές που διακήρυσσε η κυβέρνηση Μπους. Το στοιχείο, όμως, που ακύρωσε το διάλογο των διανοουμένων σε ολόκληρη τη χώρα, όπου αδιάκοπα επαναλαμβανόταν ότι είναι ανεπίτρεπτη η απόκτηση εδαφών διά της βίας, ήταν ότι η ιδέα αυτή δεν είχε οικουμενική ισχύ. Για τους Αμερικανούς διανοουμένους που ήταν υπέρ του Πολέμου του Κόλπου, το γεγονός ότι οι ίδιες οι Η.Π.Α. είχαν πρόσφατα εισβάλει στο κυρίαρχο κράτος του Παναμά, καταλαμ- βάνοντάς το, μάλιστα, για κάποιο διάστημα, δεν φαινόταν να έχει καμία απολύτως σημασία ή σχέση. Δεν ήταν άραγε λογικό, τη στιγμή που κατέκρινε κάποιος το Ιράκ, να κάνει το ίδιο και για τις Ηνωμένες Πολιτείες; Αλλά ξέχασα: τα δικά μας κίνητρα ήταν ανώτερα- ο Σαντάμ δρούσε ως νέος Χίτλερ ενώ εμείς κάναμε ό,τι κάναμε στηριζόμενοι σε αλτρουιστικά και ανυστερόβουλα κίνητρα. Ο πόλεμος, συνεπώς, ήταν δίκαιος.
Μπορούμε, επίσης, να πάρουμε για παράδειγμα τη σοβιετική
114 EDWARD W. SAID
εισβολή στο Αφγανιστάν, που ήταν εξίσου άδικη και καταδικαστέα. Εν τούτοις, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, πριν από την εισβολή των Ρώσων, κάποιοι σύμμαχοι τωνΗ.Π,Α., όπως το Ισραήλ και η Τουρκία, είχαν επίσης καταλάβει παράνομα ορισμένα εδάφη του Αφγανιστάν. Μια άλλη περίπτωση που μπορούμε να εξετάσουμε είναι αυτή της Ινδονησίας —σύμμαχης χώρας των Η.Π.Α.—» που κυριολεκτικά σφαγίασε εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους του Τι- μόρ κατά τη διάρκεια της παράνομης εισβολής της σε αυτή τη χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 1970: αν και υπήρχαν αρκετά στοιχεία που αποδείκνυαν ότι οι Η.Π.Α. γνώριζαν και στήριζαν αυτόν το φρικτό πόλεμο, ελάχιστοι από τους Αμερικανούς διανοουμένους, που —ως συνήθως— ήταν υπερβολικά απασχολημένοι με τα εγκλήματα της Σοβιετικής Ένωσης, θέλησαν να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους.3 Γυρίζοντας πίσω στο χρόνο, σημειώνουμε ακόμα τη γιγαντιαία αμερικανική εισβολή στην Ινδοκίνα, της οποίας οι καταστροφικές επιπτώσεις, που βάρυναν πάνω στις μικρές και, κατά κύριο λόγο, αγροτικές τοπικές κοινωνίες, θα μπορούσαν να αφήσουν οποιονδήποτε άνθρωπο άφωνο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο βασικός στόχος των επαγγελματιών ειδικών της αμερικανικής εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής φαίνεται πως ήταν να κερδίσουν πάση θυσία τον πόλεμο ενάντια στην άλλη υπερδύναμη και τους τοποτηρητές της στο Αφγανιστάν και το Βιετνάμ. Και τονίζουμε: πόση θυσία. Έ τσ ι λειτουργεί η Realpolitik.
Σίγουρα λειτουργεί έτσι, μα, ειλικρινά, αναρωτιέμαι: ο σύγχρονος διανοούμενος, ζώντας σε μια εποχή που έχει ήδη αποδιορ- γανωθεί αρκετά από την εξαφάνιση των κάποτε θεωρούμενων αντικειμενικών ηθικών κανόνων και από την απουσία μιας ορθολογικής μορφής εξουσίας, το θεωρεί σωστό να υποστηρίζει τυφλά την πρακτική της χώρας του και να παραβλέπει τα εγκλήματά της ή να δηλώνει γεμάτος απάθεια: «Όλοι τα ίδια κάνουν, έτσι είναι φτιαγμένος ο κόσμος»; Πρέπει να βάλουμε καλά στο μυαλό μας ότι οι διανοούμενοι δεν είναι οι επαγγελματίες υπηρέτες της εξουσίας που, λόγω δουλοπρέπειας, παραβλέπουν τη σωρεία των σφαλμάτων της. Οι διανοούμενοι είναι άνθρωποι με αρχές, που
Η ΑΛΗΘΕΙΑ Α ΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ Ν Ε ϊΟ Γ Σ ΙΑ
διατηρούν μια ξεχωριστή και εναλλακτική στάση απέναντι στα πράγματα και, γ ι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, είναι πραγματικά σε θέση να λένε την αλήθεια στην εξουσία.
Με τα τελευταία, δεν εννοώ ότι πρέπει κάποιος, με το αυστηρό ύφος της ΤΤαλαιάς Διαθήκης, να διακηρύσσει ότι όλος ο κόσμος είναι αμαρτωλός και μοχθηρός. Έ χ ω στο νου μου κάτιπολύ πιο ταπεινό, μα και πολύ πιο αποτελεσματικό. Το να μιλά κάποιος για συνέπεια ως προς την τήρηση ορισμένων κανόνων διεθνούς συμπεριφοράς και τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν σημαίνει ότι πρέπει υποχρεωτικά να στρέφεται προς τον εσωτερικό του κόσμο για να βρει εκεί το όποιο καθοδηγητικό φως προσφέρει η έμπνευση ή η προφητική διαίσθηση. Σχεδόν όλες οι χώρες του κόσμου έχουν υπογράψει την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία υιοΟετήΟηκε και ανακοινώθηκε το 1948 και, έκτοτε, πρέπει να γίνεται αποδεκτή από κάθε νέο μέλος τουΟ.Η.Ε. Ακόμα, υπάρχουν εξίσου επίσημες συνθήκες με αντικείμενο τους κανόνες του πολέμου, τη μεταχείριση των φυλακισμένων, τα δικαιώματα των εργαζομένων, των γυναικών, των παιδιών, των μεταναστών και των προσφύγων. Πουθενά σε αυτά τα επίσημα έγγραφα δεν αναφέρεται ότι κάποιοι λαοί ή κάπο;ες φυλές στερούνται ορισμένων δικαιωμάτων ή ότι είναι λιγότερο ίσοι: όλοι δικαιούνται τις ίδιες ακριβώς ελευθερίες.4 Εν τούτας, όπως μαρτυρεί η γενοκτονία στη Βοσνία, τα δικαιώματα αυτά παραβιάζονται σε καθημερινή βάση. Για τον Αμερικανό, τον Αιγύπτιο ή τον Κινέζο κυβερνητικό αξιωματούχο, η καλύτερη λύση είναι να αντιμετωπίζει τα συγκεκριμένα δικαιώματα από «πρακτικής» πλευράς, και όχι με γνώμονα τη συνέπεια. Μπορεί αυτή να είναι η νοοτροπία της εξουσίας, αλλά σε καμία περίπτοχτη δεν ταυτίζεται με την αντίστοιχη των διανοουμένων. Αν μη τι άλλο, ρόλος Tf.iv τελευταίων είναι να διασφαλίζουν τη γενική ισχύ των ίδιων κανόνων συμπεριφοράς, όπως αυτοί έχουν γίνει αποδεκτοί —σε γραπτά κείμενα— από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι κάθε άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με το ζήτημα του πατριωτισμού και της νομιμοφροσύνης
116 EDWARD W. SAID
προς τις επιταγές του λαού του, καθώς και ότι ο διανοούμενος δεν είναι κάποιου είδους «αυτόματο», που γυρίζει και διαλαλει μαθηματικής ακρίβειας νόμους και κανόνες. Είναι, επίσης, αναντίρρητο ότι η απήχηδη της φωνής του διανοουμένου υπόκειται στους περιορισμούς που του ασκούν οι ίδιοι του οι φόβοι και οποιοσδήποτε άλλης μορφής τροχοπέδη. Ό μω ς, ενώ έχουμε απόλυτο δίκιο να θρηνούμε την απώλεια της ομοφωνίας σχετικά με τη φύση της αντικειμενικότητας, δεν μπορούμε, για τον ίδιο λόγο, να γίνουμε έρμαια της αυτάρεσκης υποκειμενικότητας. Το έχω ξαναπεί: το επάγγελμα ή η εθνικότητα είναι απλώς ένα καταφύγιο- σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν απάντηση στα ραπίσματα που δεχόμαστε καθημερινά, όταν διαβάζουμε τα πρωινά νέα.
Κανείς δεν είναι σε Θέση να υψώνει διαρκώς τη φωνή του για όλα ανεξαιρέτως τα Θέματα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε το βασικό καθήκον να ελέγχουμε τις εξουσίες της κοινωνίας μιας, που είναι εξ ορισμού υπόλογες στους πολίτες τους, ιδιαιτέρως δε στις περιπτώσεις που οι εν λόγω εξουσίες προβαίνουν σε καταφανώς άδικους και ανήθικους πολέμους ή εσκεμμένα εφαρμόζουν πολιτικές διακρίσεων, καταστολής και βαναυσότητας. Ό πω ς είπα στη δεύτερη από αυτές τις διαλέξεις, ζούμε όλοι σε ένα χώρο που ορίζεται από κάποια εθνικά σύνορα, χρησιμοποιούμε μια δεδομένη εθνική γλώσσα και, τις περισσότερες φορές, απευθυνόμαστε σε κάποια συγκεκριμένη εθνική κοινότητα. Ο διανοούμενος, όμως, που ζει στην Αμερική, έχει να αντιμετωπίσει μια επιπλέον πραγματικότητα: η χώρα μας είναι, πάνω απ’ όλα, μια χώρα μεταναστών εξαιρετικά ανομοιογενής, με εντυπωσιακούς πόρους κι εκπληκτικά επιτεύγματα- συγχρόνως, όμως, είναι και μια χώρα που κρύβει στο εσωτερικό της πολυάριθμες ανισότητες και, ως προς τη συμπεριφορά της στο εξωτερικό, μια σειρά επεμβάσεων που δεν μπορούν εύκολα να αγνοηθούν. Αν και δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους των διανοουμένων των άλλων χωρών, νομίζω ότι η βασική αυτή ιδέα ισχύει σε οικουμενικό επίπεδο — με τη μόνη διαφορά, ίσως, ότι, στις άλλες περιπτώσεις, το υπό εξέταση κράτος δεν είναι μια παγκόσμια δύναμη του μεγέθους των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ Α ΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ Ν ΕΞΟΥΣΙΑ 117
Μπορούμε, λοιπόν, να φτάσουμε στην ουσία μιας δεδομένης κατάστασης, αν συγκρίνουμε τα γνωστά γεγονότα με τους επίσης γνωστούς υπάρχοντες κανόνες. Κ άτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί απαιτείται σημαντική προσπάθεια έρευνας, τεκμηρίωσης και επανεξέτασης προκειμένου να υπερβούμε τον αποσπασματικό και προβληματικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται συνήθως τα γεγονότα. Πιστεύω, όμως, ότι στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει πραγματικά η δυνατότητα να εξακριβώσουμε αν μια σφαγή διαπράχθηκε ή όχι, ή αν έγινε κάποια επίσημη προσπάθεια συγκάλυψής της. I I πρώτη επιτακτική ανάγκη, συνεπώς, είναι να ανακαλύψουμε τα γεγονότα αυτά καθαυτά και, στη συνέχεια, τα αίτιά τους — όχι ως μεμονωμένα συμβάντα, μα με τη μορφή κρίκων στην ιστορική αλυσίδα, η οποία καθιστά την υπό εξέταση χώρα δρών υποκείμενο. Η έλλειψη συνοχής στις κλασικές αναλύσεις της εξωτερικής πολιτικής που έχουν γίνει κατά καιρούς από τους διάφορους απολογητές και τους ειδικούς της στρατηγικής και του πολιτικού σχε- διασμού οφείλεται στο γεγονός ότι επικεντρώνονται αποκλειστικά στους άλλους και σπανίως εξετάζουν τη 8ική μζζ ανάμιξη και τον αντίκτυπο αυτής· και, βέβαια, ούτε λόγος να γίνεται για σύγκριση των γεγονότων με τον παραμικρό ηθικό κανόνα.
Σε μια μαζική κοινωνία τόσο ελεγχόμενη, όσο η δική μας, το να λες την αλήθεια στην εξουσία συνίσταται, κατά κύριο λόγο, στην προβολή μιας καλύτερης κατάστασης πραγμάτων που να ανταποκρίνεται πολύ πιο άμεσα σε κάποιες δεδομένες ηθικές αρχές —ειρήνη, συμφιλίωση, ανακούφιση του πόνου—, όπως αυτές ισχύουν για τα γνωστά και εξακριβωμένα γεγονότα. Αυτού του είδους η προσέγγιση, που ονομάστηκε απχγωγη [abduction] από τον Αμερικανό πραγματιστή φιλόσοφο C. S. Peirce, έχει εφαρμοστεί με ιδιαίτερη επιτυχία από τον διάσημο σύγχρονο διανοητή Νόαμ Τσόμσκι.11 Ό ταν γράφει κάποιος ή όταν μιλά, δεν έχει ασφαλώς στόχο να αποδείξει πόσο δίκιο έχει, αλλά προσπαθεί να επιφέρει μια αλλαγή στην περιρρέουσα ηθική ατμόσφαιρα προκειμενου η επίθεση, λ .χ ., να γίνει αντιληπτή ως τέτοια, η άδικη τιμωρία κάποιων λαών ή μεμονωμένων ατόμων να προληφθεί ή να λάβει
EDW ARD W. SAID
τέλος, η αναγνώριση δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών να καθιερωθεί ως κανόνας κοινός για όλους, και όχι μόνο για μερικούς «εκλεκτούς». Πρόκειται, ομολογουμένως, για στόχους εξαιρετικά ιδεαλιστικούς και δυσεπίτευκτους, αφού —όπως επισή- μανα σε προηγούμενο σημείο— το διανοούμενο άτομο έχει πολύ συχνά την τάση να υποχωρεί ή, απλούστατα, να συμμορφώνεται με τη γενική γραμμή.
Κανένα άλλο στοιχείο δεν θεωρώ περισσότερο επιλήψιμο από αυτή την πολύ συγκεκριμένη νοοτροπία που ωθεί τον διανοούμενο στη φυγή, αυτή τη χαρακτηριστική κατάσταση όπου ο διανοούμενος λιποτακτεί από τη δύσκολη θέση που καθορίζουν οι αρχές του, ενώ ξέρει πάρα πολύ καλά ότι αυτή είναι η μόνη σωστή θέση που μπορεί να έχει. Φοβάται μη φανεί υπέρ το δέον πολιτικός και διεκδικητικός· χρειάζεται την επιδοκιμασία ενός αφεντικού ή ενός μέλους της εξουσίας· θέλει να διατηρήσει τη φήμη του ισορροπημένου, του αντικειμενικού και του μετριοπαθούς· ελπίζει να του γίνουν προτάσεις, να του ζητηθεί η γνώμη, να γίνει μέλος κάποιου συμβουλίου ή κάποιας περίβλεπτης επιτροπής, οπότε να μη χρειαστεί ποτέ να παρεκκλίνει από το κύριο ρεύμα- τρέφει την ελπίδα ότι, μια μέρα, θα λάβει ένα τιμητικό δίπλωμα, ένα μεγάλο βραβείο ή ότι μπορεί να γίνει ακόμα και πρεσβευτής.
Γ ια τον διανοούμενο, είναι κα τ’ εξοχήν διαβρωτικός αυτός ο τρόπος σκέψης. Αν υπάρχει κάτι που μπορεί να αλλοιώσει, να εξουδετερώσει ή, εν τέλει, να θανατώσει μια παθιασμένη πνευματική ύπαρξη, είναι ο ενστερνισμός της συγκεκριμένης νοοτροπίας. Τα αποτελέσματα της τελευταίας τα έχω βιώσει προσωπικά στο πλαίσιο ενός από τα πλέον επίμαχα ζητήματα της εποχής μας —δηλαδή του Παλαιστινιακού—, όπου έχω δει το φόβο της διαμαρτυρίας για μία από τις μεγαλύτερες αδικίες της νεότερης ιστορίας να φιμώνει και να τυφλώνει μεγάλο αριθμό ατόμων που γνωρίζουν την αλήθεια και είναι πράγματι σε θέση να την υπηρετήσουν. Όσο κι αν αποδοκιμάζεται ή διασύρεται ο ένθερμος υποστηρικτής των δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων, αυτό δεν σημαίνει ότι ο ευαίσθητος και άφοβος διανοούμενος δεν πρέπει να λέει την αλήθεια. Τα τελευταία αλη
Η ΛΛΗΘΕΙΛ ΛΠΕΝΛΝΤΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΓΣΙΑ 119
θεύουν ακόμα περισσότερο μετά τη σύναψη της Διακήρυξης του Όσλο, της συμφωνίας, δηλαδή, που υπογράφηκε μεταξύ Ο.Α.Π. [Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, P.L.O.] και Ισραήλ στις 13 Σεπτεμβρίου 1993. Το γενικό συναίσθημα ευφορίας που προκλήθηκε από αυτό το (εξαιρετικά περιορισμένο) βήμα κατάφερε να συσκοτίσει το γεγονός ότι το συγκεκριμένο έγγραφο, όχι μόνο δεν αποτελεί εγγύηση για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, αλλά το μόνο που εγγυάται, σε τελική ανάλυση, είναι η επέκταση του ισραηλ:νου ελέγχου στα κατεχόμενα. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι η παραμικρή άσκηση κριτικής σε αυτή την κίνηση γινόταν και εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτή ως ένδειξη εχθρικής στάσης απέναντι στην «ελπίδα» και την «ειρήνη» .6
Λίγα λόγια, τέλος, σχετικά με τον τρόπο παρέμβασης του διανοουμένου. Ο διανοούμενος δεν ανεβαίνει σε κάποιο βήμα ή άμβωνα για να αγορεύσει από ψηλά. Είναι προφανές ότι επιθυμεί να μιλά εκεί που τον ακούν καλύτερα και να παρουσιάζει το μήνυμά του με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να επηρεάσει μια δεδομένη κατάσταση — τον αγώνα, π .χ ., για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη. Πράγματι, η φωνή του διανοουμένου είναι μοναχική. Ωστόσο, η απήχησή της οφειλεται ακρ-.βώς στην ελευθερία της, στην ελεύθερη σύνδεσή της με την πραγματικότητα ενός κινήματος, τις προσδοκίες ενός λαού, την εκπλήρωση ενός κοινού ιδανικού. Ο δυτικός οπορτουνισμός, που παρουσιάζει, φερ’ ειπειν, μια δριμύτατα επικριτική στάση απέναντι στην τρομοκρατία ή τον εξτρεμισμό των Παλαιστινίων, απαιτεί, αφού αποκηρύξεις τα προαναφερθέντα με τον πλέον έντονο τρόπο, να πλέξεις στη συνέχεια το εγκώμια της ισραηλινής δημοκρατίας. Έ πειτα , οφείλεις να πεις και κάτι καλό σχετικά με την ειρήνη. Η ευθύνη του διανοουμένου υπαγορεύει να ασκείς, ασφαλώς, την κριτική σου στους Παλαιστινίους —όποτε αυτό είναι απαραίτητο— σχετικά με τη μία ή την άλλη ενέργειά τους, μα, όταν βρίσκεσαι στη Νέα Γύρκη, το Παρίσι ή το Λονδίνο, το σωστό είναι να καταπιάνεσαι με εκείνο το πρόβλημα, σχετικά με το οποίο μπορείς να δράσεις με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα, προάγοντας την
120 EDWARD W. SAID
ιδέα της ελευθερίας των Παλαιστινίων και, μαζί με αυτήν, την εξάλειψη της τρομοκρατίας και του εξτρεμισμού όλων των πλευρών, όχι μόνο της πιο αδύνατης και πιο ευάλωτης.
Το να λες την αλήθεια στην εξουσία δεν έχει καμία σχέση με τον ιδεαλισμό του Παγγλώσσου*: σημαίνει να στοχάζεσαι προσεκτικά τις διάφορες εναλλακτικές λύσεις, να επιλέγεις την καλύτερη και να την υπερασπίζεσαι με τρόπο ευφυή κάθε φορά που μπορεί να έχει τα καλύτερα αποτελέσματα και να επιφέρει τη σημαντικότερη αλλαγή.
* (Pangloss) Οπτιμιστής παιδαγωγός στο φιλοσοφικό μύθο Candide ou I'Optimisme (1759) του Βολταφου. Αρνούμενος την ύπαρξη του κακού στη ζωή, ο Πάγγλωσσος αποτελεί ενσάρκωση της αισιοδοξίας του Leibniz[E.T.M.].
V I
Θ Ε Ο Ι Α Ν Α Ξ Ι Ο Ι Π Ι Σ Τ Η Σ
Τ ο 1978, ΣΤΗ ΔΓΣΗ, γνώρισα έναν λαμπρό Ιρανό διανοούμενο, εξαιρετικά ευφραδή και χαρισματικό. Συγγραφέας και καθηγητής αξιοσημείωτου αναστήματος και μόρφωσης μεγάλης, ήταν επίσης ένας από αυτούς που πχρουσίασαν το αντιδημοτικό καθεστώς του Σάχη στο εξωτερικό και, αργότερα την ίδια χρονιά, τις νέες εκείνες προσωπικότητες που σύντομα θα έπαιρναν στα χέρια τους την εξουσία της Τεχεράνης. Μιλούσε με μεγάλο σεβασμό για τον Ιμάμη Χομεινί και, σε μικρό χρονικό διάστημα, έμελλε να συνδεθεί ανοιχτά με την ομάδα των νεαρών που περιστοίχιζαν τον Ιμάμη, οι οποίοι ήταν μεν μουσουλμάνοι (όπως ο Abol Ilassan Bani Sadr και o Sadek Ghotbzadeh), μα κατ’ ουδένα τρόπο στρατευμένοι ισλαμιστές.
Λίγες μόνο εβδομάδες αφότου η Τσλαμική Επανάσταση του Ιράν είχε εδραιώσει την εξουσία της στο εσωτερικό της χώρας, ο φίλος μου (που είχε εν τω μεταξύ γυρίσει στο Ιράν για την εγκατάσταση της νέας κυβέρνησης) επέστρεψε στη Δύση με την ιδιότητα του πρεσβευτή σε κάποια μεγάλη μητρόπολη. Θυμάμαι ότι είχα παραστεί και, σε μια δυο περιπτώσεις, συμμετάσχει μαζί του σε διασκέψεις για τη Μέση Ανατολή μετά την πτώση του Σάχη. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης περιόδου που στην Αμερική έγινε γνωστή ως «κρίση των ομήρων», όποτε τύχαινε να τον συναντήσω, δεν παρέλειπε ποτέ να μοιραστεί μαζί μου την οδύνη και την οργή του για εκείνους τους μηχανορράφους που είχαν οργανώσει την κατάληψη της πρεσβείας και την κράτηση πενήντα περίπου ομήρων. Μου έδινε την εντύπωση ενός τίμιου
122 EDWARD W. SAID
άνδρα που είχε συνδεθεί με το νέο καθεστώς τόσο στενά, ώστε να το υπερασπίζεται και να το υπηρετεί με τη μεγαλύτερη δυνατή αφοσίωση ως απεσταλμένος στο εξωτερικό. Τον θυμάμαι ως μουσουλμάνο πιστό, μα επ’ ουδενί φανατικό. Απέκρουε με μεγάλη επιδεξιότητα τις αμφισβητήσεις ή τις επιθέσεις που δεχόταν η κυβέρνηση της χώρας του, επιδεικνύοντας —σκεφτόμουν— έντονο ενθουσιασμό και σωστή κρίση. Εν τούτοις, ως προς ένα συγκεκριμένο σημείο, δεν άφηνε σε κανέναν —όχι σ’ εμένα, πάντως— την παραμικρή αμφιβολία: μολονότι διαφωνούσε με κάποιους συναδέλφους του στην ιρανική κυβέρνηση και θεωρούσε ότι η ισχύουσα κατάσταση ήταν ακόμη ρευστή, πίστευε πως ο Ιμάμης Χομεινί ήταν και έπρεπε να παραμείνει η απόλυτη εξουσία στο Ιράν. Η συγκεκριμένη πεποίθηση ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα του, ώστε —απ’ ό,τι μου είπε κάποια στιγμή, που είχε έρθει στη Βηρυτό— αρνήθηκε να σφίξει το χέρι ενός Παλαιστινίου ηγέτη (επρόκειτο για την εποχή που η Ο.Α.Π. και η Ισλαμική Επανάσταση ήταν σύμμαχοι) επειδή «είχε ασκήσει κριτική στον Ιμάμη».
Αν θυμάμαι καλά, παραιτήθηκε από πρεσβευτής λίγους μόνο μήνες πριν από την απελευθέρωση των ομήρων (στις αρχές του 1981) και γύρισε πίσω στο Ιράν, αυτή τη φορά με την ιδιότητα του ειδικού συνεργάτη του Προέδρου Bani Sadr. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στον Πρόεδρο και τον Ιμάμη είχε ήδη γίνει αρκετά αισθητός και, ως γνωστόν, ο Πρόεδρος τελικά έχασε. Λίγο μετά την αποπομπή του από τον Χομεινί, ο Μπανί Σαντρ έφυγε για την εξορία, όπως άλλωστε και ο φίλος μου — αν και ο τελευταίος συνάντησε πολλές δυσκολίες μέχρι να κατορθώσει να βγει από το Ιράν. Έναν περίπου χρόνο αργότερα, άρχισε να επιδίδεται δημοσίως σε μια σφοδρή κριτική του Ιράν του Χομεινί, εξαπολύοντας από τη Νέα Τόρκη και το Λονδίνο δριμυτατες επιθέσεις στην κυβέρνηση και στον άνθρωπο που κάποτε τους είχε υπηρετήσει από τις ίδιες ακριβώς επάλξεις. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε χάσει καθόλου το κριτικό του πνεύμα απέναντι στο ρόλο που έπαιζαν οι Αμερικανοί και εξακολουθούσε να μιλά με την ίδια συνέπεια για τον ιμπεριαλισμό των Ηνωμένων Πολιτειών: οι πρώτες μνήμες
ΘΕΟΙ ΑΝΑΞΙΟΙ Π ΙΣΤ Η Σ 123
που είχε από το καθεστώς του Σάχη και τη στήριξη αυτού από αμερικανικής πλευράς είχαν για πάντα χαραχτεί μέσα του.
Λυπήθηκα βαθύτατα όταν, μερικούς μήνες μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, το 1991, τον άκουσα να μιλά για το συγκεκριμένο πόλεμο και να υπερασπίζεται την αμερικανική εκστρατεία κατά του Ιράκ. 'Οπως συνέβαινε και με ένα μεγάλο αριθμό διανοουμένων της ευρωπαϊκής αριστεράς, υποστήριζε ότι. στη σύγκρουση μεταξύ ιμπεριαλισμού και φασισμού, πρέπει πάντοτε να συμπαρατασσόμαστε με τον ιμπεριαλισμό. Με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωνα ότι κανένας από τους εκφραστές αυτού του ανώφελα απλουστευτικού ζεύγους επιλογών δεν είχε καν υποψιαστεί ότι ήταν πράγματι δυνατό και, κυρίως, επιθυμητό (τόσο για πνευματικούς όσο και για πολιτικούς λόγου;) να απορριφθούν και ο φασισμός και ο ιμπεριαλισμός.
Εν πόση περιπτώσει, θεωρώ ότι η μικρή αυτή ιστορία συνοψίζει μχ πολύ ενδεικτικό τρόπο το δίλημμα που αντιμετωπίζει κάθε σύγχρονος διανοούμενος που ενδιαφέρεται για το «δημόσιο πεδίο» και εκδηλ(όνει αυτό το ενδιαφέρον, όχι απλώς σε θεωρητικό ή ακαδημαϊκό πλαίσιο, αλλά δεσμευόμενος άμεσα, συμμετέχοντας έμπρακτα. Μέχρι ποιου σημείου πρέπει να δεσμεύεται ο διανοούμενος; Πρέπει να εντάσσεται σε ένα κόμμα ή να υπηρετεί μια ορισμένη ιδέα, όπως αιιτή εκφράζεται από συγκεκριμένες πολιτικές μεθόδους ή δραστηριότητες — με άλλα λόγια, πρέπει ο διανοούμενος να γίνεται οπαδός; Από την άλλη μεριά, μήπως υπάρχει κάποιος τρόπος πιο διακριτικός —μα όχι λιγότερο σοβαρός— που να επιτρέπει μεν τη δέσμευση, αλλά χωρίς τη συνοδεία των οδυνηρών επακόλουθων της προδοσίας και της διάψευσης; Μέχρι πού μπορούν να οδηγήσουν τον διανοούμενο η αφοσίωση και η πίστη του σε έναν συγκεκριμένο αγώνα; Είναι δυνατόν να διατηρήσει την πνευματική του ανεξαρτησία χωρίς, ταυτόχρονα, να χρειαστεί να υπομείνει τις θλιβερές δοκιμασίες της δημόσιας αποκήρυξης και της δήλωσης μετανοίας;
Πολύ χαρακτηριστικά, η ιστορία της επιστροφής του Ιρανου φίλου μου στην ισλαμική θεοκρατία και της εκ νέου απομάκρυνσής του από αυτήν σχετίζεται με μια μεταστροφή σχεδόν θρη
124 EDWARD W. SAID
σκευτική, την οποία ακολούθησε μια ριζική αλλαγή απόψεων και, στη συνέχεια, (jua καινούρια μεταστροφή. Οφείλω, όμως, να τονίσω ότι, είτε έβλεπα τον φίλο μου ως υποστηρικτή και πνευματικό μαχητή της Ισλαμικής Επανάστασης είτε ως επίμονο τιμητή της, που την είχε εγκαταλείψει δοκιμάζοντας τη μεγαλύτερη αποστροφή, ποτέ δεν είχα νιώσει την παραμικρή αμφιβολία για την ειλικρίνειά του. Ή ταν εξίσου πειστικός και στους δύο ρόλους — παθιασμένος, εύγλωττος, ένας συζητητής πραγματικά λαμπρός.
Δεν θέλω καθόλου να δημιουργήσω την εντύπωση ozt, όσο καιρό ο φίλος μου περνούσε αυτή τη δοκιμασία, εγώ παρακολουθούσα αποστασιοποιημένος. Κ ατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, τόσο εγώ, ως Παλαιστίνιος εθνικιστής, όσο κι εκείνος, αγωνιζόμασταν ενάντια στην ενοχλητική παρεμβατική πρακτική της Αμερικής, η οποία, κατά την άποψή μας, υποστήριζε τον Σάχη και, συγχρόνως, προστάτευε και βοηθούσε το Ισραήλ, ακολουθώντας μια λογική άδικη και αναχρονιστική. Θεωρούσαμε τους λαούς μας Θύματα μιας βάναυσης και ανάλγητης πολιτικής, που στηριζόταν στην καταστολή, την αποστέρηση, την οικονομική εξασθένιση. 'Ημασταν και οι δύο εξόριστοι, φυσικά, μα οφείλω να ομολογήσω ότι εγώ, ήδη από εκείνη την εποχή, το είχα πάρει απόφαση πως έμελλε να παραμείνω εξόριστος για το υπόλοιπο της ζωής μου. Όταν η πλευρά που υποστήριζε ο φίλος μου «κέρδισε», η χαρά μου ήταν απερίγραπτη, και όχι, βέβαια, για το μοναδικό λόγο ότι τώρα μπορούσε να γυρίσει στην πατρίδα του. Από την ήττα των Αράβων (1967) και μετά, η επιτυχία της Ιρανικής Επανάστασης —που, στηριζόμενη σε μια απίθανη συμ- μαχία μεταξύ του κλήρου και του απλού λαού, κατάφερε να αποπροσανατολίσει ακόμα κι εκείνους τους μαρξιστές ειδικούς που είχαν εντρυφήσει στα της Μέσης Ανατολής— αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο πλήγμα για τη δυτική ηγεμονία στη συγκεκριμένη περιοχή. Η επιτυχία αυτή ήταν και για τους δυο μας μια σημαντική νίκη.
Εγώ , όμως, από πλευράς μου, ως αμετανόητος κοσμικός διανοούμενος, ποτέ δεν είχα αισθανθεί κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια
ΘΕΟΙ ΑΝΑΞΙΟΙ Π ΙΣΤΗ Σ 125
για τον Χομεινί — ούτε καν την εποχή τεου δεν είχε ακόμα φανερώσει το τυραννικό και σκοτεινό πρόσωπο του ανώτατου άρχοντα. Καθώς η ίδια μου η φύση δεν μου επέτρεπε να γίνω άβουλος οπαδός ή μέλος κάποιου κόμματος, ποτέ δεν μπήκα επισήμως «στην υπηρεσία» κανενός. Απέκτησα τη συνήθεια να δρω περιφερειακά, έξω από τους κύκλους της εξουσίας, κι ίσως η αιτία που προσπαθούσα να στηρίξω λογικά τις αρετές της περιθωριακής θέσης να μην ήταν άλλη από το γεγονός ότι δεν είχα το απαιτούμενο «ταλέντο» για να αναλάβω μια θέση στους προνομιακούς αυτούς κύκλους. Ιίοτέ, πραγματικά, δεν είχα εμπιστοσύνη σε εκείνους τους άνδρες και εκείνες τις γυναίκες -^·ιατί, σε τελική ανάλυση, οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι παρά απλοί άνίρες και απλές γυναίκες— που διοικούν στρατούς, διευθύνουν κόμματα, κυβερνούν κράτη και ασκούν μια εξουσία που βρίσκεται υπεράνω πάσης αμφισβήτησης. Η λατρεία των ηρώων και η ίδια η έννοια του ηρωισμού, όπως ισχύουν για την πλειονότητα των πολιτικών αρχηγών, με άφηναν ανέκαθεν παντελώς αδιάφορο. Παρακολουθώντας το πηγαινέλα του φίλου μου στη μία και την άλλη πλευρά, το οποίο πολλές φορές συνοδευόταν από κάποιες εντυπωσιακές τελετουργικές κινήσεις δέσμχυσης ή απόρριψης (η επιστροφή, λ .χ ., κα: η εκ νέου παραλαβή του δυτικού διαβατηρίου του), ένιωθα μια παράξενη χαρά που ήμουν Παλαιστίνιος με αμερικανική υπηκοότητα και που αυτή η ιδιότητά μου θα απο- τελούσε, κατά πάσα πιθανότητα, το ένα και μοναδικό μου πεπρωμένο, αποκλείοντας ώς το τέλος της ζωής μου κάθε άλλη ελκυστική εναλλακτική λύση.
Για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια, ήμουν ανεξάρτητο μέλος του παλαιστινιακού κοινοβουλίου εν εξορία, του Εθνικού Παλαιστινιακού Συμβουλίου, του οποίου ο συνολικός αριθμός των συνελεύσεων όπου είχα την τύχη να παραστώ δεν ξεπερνούσε τις μέρες μιας εβδομάδας. Παρέμεινα μέλος του Συμβουλίου σε ένδειξη αλληλεγγύης, ή ακόμα και πρόκλησης, γιατί πίστευα ότι, στη Δύση, είχε συμβολική σημασία για έναν Παλαιστίνιο να εκθέτει τον εαυτό του μιε αυτό τον τρόπο, να εμφανίζεται, δηλαδή, ως άνθρωπος που συνδέεται δημοσίως με τον αγώνα κατά
126 EDWARD W. SAID
της ισραηλινής πολιτικής και υπέρ της αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων. Αρνήθηκα όλες τις προτάσεις που μου έγιναν για να αναλάβω επίσημες θέσεις και ουδέποτε εντάχθηκα σε κάποια κομματική παράταξη ή φατρία. Όταν, κατά τη διάρκεια του τρίτου έτους της Ιντιφάντα, ένιωσα πραγματικά ενοχλημένος από την επίσημη παλαιστινιακή πολιτική, φρόντισα να κάνω τις απόψεις μου ευρύτατα γνωστές, κοινοποιώντας τες σε κάποια αραβικά φόρουμ. Ποτέ δεν εγκατέλειψα τον αγώνα, ούτε —εννοείται— συμπαρατάχθηκα με την ισραηλινή ή την αμερικανική πλευρά, γιατί αρνήθηκα να συνεργαστώ με τις δυνάμεις που ακόμα και τώρα τις θεωρώ υπαίτιες των δεινών του λαού μας. Κατά παρόμοιο τρόπο, ποτέ δεν προσυπέγραψα την πολιτική των αραβικών κρατών, ούτε και αποδέχτηκα τις επίσημες προσκλήσεις που μου έκαναν κατά καιρούς κάποια από αυτά τα κράτη.
Δεν διστάζω να παραδεχτώ ότι αυτές οι —ίσως, υπερβολικά— διεκδικητικές απόψεις είναι επακόλουθα της δυσχερέστατης και, γενικώς, μειονεκτικής θέσης μου ως μέλους του παλαιστινιακού λαού: έχοντας αποστερηθεί της εδαφικής κυριαρχίας μας, γιορτάζουμε τις μικρές μας νίκες σε ένα χώρο τόσο περιορισμένο που δεν επαρκεί ούτε καν γ ι’ αυτό. Ίσω ς, πάλι, αυτές οι απόψεις να μπορούν να αιτιολογήσουν την άρνησή μου να στρατευθώ σε μια παράταξη ή να αφοσιωθώ σε κάποιο σκοπό τόσο ολοκληρωτικά, όσο μερικοί άλλοι. Ο λόγος, όμως, που δεν έχω κάνει κάτι τέτοιο είναι απλώς επειδή προτίμησα να κρατήσω την αυτονομία και το σκεπτικισμό μου ως «ξένος», αντί να ασπαστώ την εν πολλοίς θρησκευτική διάσταση που διακρίνει τον ενθουσιασμό του προσήλυτου ή του οπαδού. Έ χ ω την εντύπωση ότι αυτή η κριτική αποστασιοποίηση μου πρόσφερε σημαντική βοήθεια (αν και δεν ξέρω ακόμα μέχρι ποιου σημείου) την εποχή μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας μεταξύ Ο.Α.Π. και Ισραήλ, τον Αύγουστο του 1993. Μου είχε φανεί τότε ότι η γενική κατάσταση ευφορίας που είχαν δημιουργήσει ταΜ.Μ.Ε. —αφήνω α π ’ έξω τις επίσημες εκδηλώσεις ευτυχίας και ικανοποίησης— δεν έκανε άλλο από το να κρύβει τη θλιβερή αλήθεια: η ηγεσία της Ο.Α.Π. είχε παραδοθεί στο Ισραήλ. Αν και το να λες κάτι τέτοιο εκείνη την εποχή
ΘΕΟΙ ΑΝΑΞΙΟΓ Π ΙΣΤΗ Σ 157
σε τοποθετούσε κατευθείαν στο περιθώριο μιας μικρής μειοψηφίας, είχα την αίσθηση πως, για πνευματικούς και ηθικούς λόγους, αυτό το πράγμα έπρεπε να γίνει. Άλλωστε, τα περιστατικά από την φανική ιστορία που ανέφερα παραπάνω παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με κάποια επεισόδια αποστασίας και δημόσιας αποκήρυξης που έχουν σημαδέψει την ιστορία των διανοουμένων του εικοστού αιώνα· αυτά ακριβώς τα επεισόδια, που έλαβαν χώρα στα μέρη του κόσμου που γνωρίζω καλύτερα -^υη Δύση και τη Μέση Ανατολή—, θα ήθελα τώρα να εξετάσω.
Δεν θα ήθελα να δημιουργήσω την παραμικρή αμφιβολία, ούτε και να επιτρέψω την ύπαρξη οποιοσδήποτε ασάφειας στα λεγόμενά μου: είμαι κατά της προσηλύτισης και της πίστης σε κάθε λογής πολιτικό θεό. Θεωρώ τα δύο συγκεκριμένα στοιχεία παντελώς ανάρμοστα με τον ρόλο του διανοουμένου. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο τελευταίος πρέπει να μένει έξω από το χορό ή να συμμετέχει σπανίως και με επιφυλακτικότητα: όλα όσα έχω γράψει στις παρούσες διαλέξεις δεν τονίζουν παρά τη σημασία που έχουν για τον διανοούμενο η ένθερμη δέσμευση, το ρίσκο, η έκθεση, η αφοσίωση σε κάποιες αρχές, η ευαισθησία που προϋποθέτει ο διάλογος και η ενεργή συμμετοχή σε εγκόσμιους αγώνες. Η διάκριση, για παράδειγμα, που έκανα νωρίτερα μεταξύ του επαγγελματία και του ερασιτέχνη διανοουμένου έγκειται σε αυτό ακριβώς: ο επαγγελματίας, επί τη βάσει ενός επαγγέλματος, διεκδικεί την αποστασιοποίηση και ισχυρίζεται ότι είναι αντικειμενικός, ενώ ο ερασιτέχνης δεσμεύεται δημοσίως να υπερασπίσει ορισμένες ιδέες και αξίες, χωρίς ταυτόχρονα να επιδιώκει κάποια ανταμοιβή ή να περιμένει την προαγωγή της καριέρας του. Με τον καιρό, ο διανοούμενος στρέφεται προς τον πολιτικό κόσμο, ίσως επειδή ο κόσμος αυτός, αντίθετα με το πανεπιστήμιο ή το εργαστήριο, κινείται από παράγοντες που σχετίζονται με τη δύναμη και το συμφέρον. Οι παράγοντες αυτοί κατευθύνουν το σύνολο της κοινωνίας ή του έθνους και —όπως τόσο καθοριστικά το έθεσε ο Μαρξ— οδηγούν τον διανοούμενο από το πεδίο των σχετικά αφηρημένων ζητημάτων της ερμηνείας στο πολύ πιο σημαντικό πεδίο της κοινωνικής αλλαγής.
EDWARD W. SAID
Κάθε διανοούμενος που έχει ως έργο τη διαμόρφωση και την έκφραση κάποιων απόψεων, ιδεών ή ιδεολογιών, τρέφει λογικά την ελπίδα ότι θα τις κάνει να λειτουργήσουν στους κόλπους της κοινωνίας. Ο διανοούμενος που ισχυρίζεται ότι γράφει μόνο για τον εαυτό του, στο όνομα της αγνής γνώσης ή της αφηρημένης επιστήμης, ούτε είναι και ούτε πρέπει να είναι αξιόπιστος. Ό πως είπε κάποτε ο Ζαν Ζενέ, αυτός ο μεγάλος συγγραφέας του εικοστού αιώνα, αφ’ ης στιγμής δημοσιεύσεις ένα δοκίμιο, έχεις αυτομάτως εισέλθει στον πολιτικό βίο. Τούτο σημαίνει ότι, αν δεν θέλεις να μιλάς πολιτικά, ή σταμάτησε να γράφεις δοκίμια ή κλείσε το στόμα σου.
Το φαινόμενο της αποστασίας ή της πολιτικής προσχώρησης θα λέγαμε ότι όχι μόνο είναι συνώνυμο με την ευθυγράμμιση, μα υποδηλώνει επίσης την υπηρέτηση και —μολονότι δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τη λέξη— τη συνεργασία. Στη Δύση, και ειδικότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν ελάχιστα παραδείγματα πιο δυσάρεστα και πιο ατιμωτικά από την προσχώρηση πολυάριθμων διανοουμένων στον Ψυχρό Πόλεμο, στη μάχη για την καρδιά και το νου όλης της ανθρωπότητας. Έ να πολύ διάσημο βιβλίο, που εκδόθηκε το 1949 σε επιμέλεια του Richard Crossman, συνόψιζε με μεγάλη σαφήνεια τον παράξενο μανιχαϊ- σμό του Ψυχρού Πολέμου των διανοουμένων. Το βιβλίο αυτό είχε τίτλο: The God That Failed \0 Θεός που διέφευσε τις προσδοκίες). Αν και το στιλ και το σαφώς θρησκευτικό του χρώμα εξακολουθούν και σήμερα να είναι πολύ πιο χαρακτηριστικά από το περιεχόμενό του, αξίζει να κάνουμε σε αυτό το τελευταίο μια σύντομη αναφορά.
Έ χοντας στόχο να αποτελέσει ένα είδος μαρτυρίας για τη μωροπιστία κάποιων διακεκριμένων δυτικών διανοουμένων —του Ignazio Silone, του Andr6 Gide, του Arthur Koestler και του Stephen Spender, μεταξύ άλλων— το ως άνω βιβλίο έδινε σε καθέναν από αυτούς τη δυνατότητα να διηγηθεί την εμπειρία της διαδρομής του προς τη Μόσχα, τη διάψευση που αναπόφευκτα επερχόταν και, τέλος, την επάνοδο στις μη κομμουνιστικές πεποιθήσεις. Ο Κρόσμαν κλείνει την εισαγωγή του βιβλίου τονίζοντας με
ΘΕΟΙ ΑΝΑΞΙΟΙ Π ΙΣΤ Η Σ 129
έμφαση θεολογική: «Ο Διάβολος ζούσε κάποτε στον Παράδεισο. 'Οποιος δεν τον έχει ποτέ συναντήσει, αντιμετωπίζει το σοβαρό κίνδυνο, όταν δει έναν άγγελο, να μην τον αναγνωρίσει».1 Είναι σαφές ότι τα λόγια αυτά δεν φανερώνουν προθέσεις απλώς πολιτικές, αλλά και ηθοπλαστικές. Η μάχη για την κατάκτηση του νου μετατράπηκε σε μάχη για την κατάκτηση της ψυχής, πλήττοντας καταστροφικά την πνευματική ζωή. Έ τσ ι, ασφαλώς, είχε η κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση και τους «δορυφόρους» της, όπου οι στημένες θεαματικές δίκες, οι μαζικές εκκαθαρίσεις και η εγκαθίδρυση ενός γιγαντιαίου σωφρονιστικού συστήματος έδιναν αποκαλυπτικές εικόνες της φρίκης που επικρατούσε στην άλλη πλευρά του σιδηρού παραπετάσματος.
Στη Δύση, δεν ήταν λίγοι οι πρώην «σύντροφοι» που υποχρεώθηκαν να κάνουν δημόσιες «μετάνοιες», κι αυτό αποδείχτηκε τουλάχιστον απρεπές για προσωπικότητες τόσο διάσημες, όσο αυτές που συγκεντρώνονται στο παραπάνω βιβλίο. Σαφώς χειρότερη στάθηκε η συλλογική υστερία που πυροδοτήθηκε από τη συγκεκριμένη κατάσταση: μια από τις γνωστότερες εκδηλώσεις της μπορούμε να αναζητήσουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σ ’ εμένα, ένα μαθητή που ερχόταν από τη Μέση Ανατολή στις Η.Π.Α. τη δεκαετία του ’50, δηλαδή την εποχή που ο μακαρθισμός βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, η κατάσταση αυτή αποτύπωσε για πάντα την εικόνα μιας ανεξήγητα δύστροπης ιντε- λιγκέντσιας, η οποία βασανιζόταν από την ψύχωση («ας κραυγαλέα υπερβολικής απειλής, συγχρόνως εσωτερικής και εξωτερικής. Αυτή η κρίση, που είχε προκληθεί εκ των έσω, ήταν πέρα για πέρα απελπιστική: σφράγιζε το θρίαμβο του απερίσκεπτου μανιχαϊσμού επί της ορθολογικής και αυτοκριτικής ανάλυσης.
Είναι παρά πολλοί οι διανοούμενοι που δεν χρησιμοποίησαν ως υπόβαθρο της σταδιοδρομίας τους το πνευματικό τους έργο, αλλά τη δημόσια αποκήρυξη των καταστρεπτικών αποτελεσμάτων του κομμουνισμού, τη δήλωση μεταμέλειας, την κατάδοση φίλων και συναδέλφων τους, τη συνεργασία με τους εχθρούς των πρώην φίλων τους. Ο αντικομμουνισμός δημιούργησε ολόκληρα συστήματα λόγου ~ από τον υποτιθέμενο πραγματισμό της σχο
130 EDWARD W. SAID
λής του «τέλους των ιδεολογιών» ώς την εφήμερη κληρονόμο της τελευταίας, τη σχολή του «τέλους της Ιστορίας». Επιπλέον, ο οργανωμένος αμερικανικός αντικομμουνισμός δεν περιορίστηκε απλώς σε μια παθητική υπεράσπιση της ελευθερίας, αλλά κατέφυγε στη βοήθεια της CLA για να στηρίξει κρυφά κάποιες κατά τα άλλα ανεπίληπτες ομάδες, όπως το Κογκρέσο για την Πολιτισμική Ελευθερία [Congress o f Cultural Freedom] —το οποίο συνέβαλε τόσο στην παγκόσμια διάθεση του βιβλίου The God that Failed, όσο και στην επιχορήγηση περιοδικών, όπως το Encounter {Συνάντηση]—, και διείσδυσε στα εργατικά συνδικάτα, τις φοιτητικές οργανώσεις, τις Εκκλησίες και τα πανεπιστήμια.
Είναι ευνόητο ότι πολλές από τις επιτυχίες που σημειώθηκαν στο όνομα του αντικομμουνισμού καταγράφηκαν από τους θιασώτες του ως κίνημα. Οι επιτυχίες αυτές, όμως, συνοδεύονται από στοιχεία πολύ λιγότερο θαυμαστά: στα τελευταία ανήκουν, πρώτον, η υπονόμευση της ανοιχτής συζήτησης των διανοουμένων και η παρεμπόδιση ενός ήδη αναπτυγμένου πολιτιστικού διαλόγου μέσω ενός συστήματος «ιερών» και, σε τελική ανάλυση, παράλογων «επιτρέπεται» και «απαγορεύεται» (μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει σε αυτά τους προπάτορες της «πολιτικής ορθότητας» των ημερών μας) και, δεύτερον, ορισμένες μορφές δημόσιας «αυτομαστίγωσης» που συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Και τα δύο αυτά φαινόμενα είναι στενά συνδεδεμένα με την αξιοθρήνητη συνήθεια κάποιων διανοουμένων να συλλέγουν αμοιβές και προνόμια από τη μία ομάδα και, αφού αλλάξουν στρατόπεδο, να συλλέγουν αντίστοιχα οφέλη από την άλλη.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να υπογραμμίσω την αποκρου- στικά δυσάρεστη αισθητική της μεταστροφής και της αποκήρυξης — το γεγονός ότι αυτή η δημόσια επίδειξη συγκατάθεσης και, μετά, αποστασίας συνοδεύεται από ένα είδος ναρκισσισμού και επιδεικτισμού εκ μέρους του διανοουμένου που έχει χάσει κάθε επαφή με τους ανθρώπους και τους σκοπούς που υποτίθεται πως υπηρετεί. Κατά τη διάρκεια αυτών των διαλέξεων, έχω επιση- μάνει ουκ ολίγες φορές ότι το ιδανικό θα ήταν ο διανοούμενος να
ΘΕΟΙ Λ Ν Α 2Ι0 Ι Π ΙΣ Τ Η Σ 131
εκπροσωπεί τη χειραφέτηση και το διαφωτισμό — ποτέ όμως με τη μορφή αφαιρέσεων ή απόμακρων και εξωπραγματικών θεών. Οι αναπαραστάσεις του διανοουμένου είναι πάντοτε (και πρέπει να παραμείνουν) οργανικά δεμένες με την υπαρκτή κοινωνική πραγματικότητα: την πραγματικότητα των φτωχών, των απόκληρων, των ανθρώπων που δεν ακούγονται, δεν εκπροσωπούνται και δεν διαθέτουν καμία απολύτως δύναμη. Τα φανατικά δόγματα, οι θρησκευτικές διακηρύξεις και οι μεθοδεύσεις των επαγγελ- ματιών δεν είναι σε θέση να κρατήσουν αυτούς τους πολύ υπαρκτούς ανθρώπους στη ζωή απλώς με το να «μεταμορφώνουν» την κατάστασή τους.
Αυτού του είδους η πρακτική σπάει κάθε ζωντανό δεσμό ανάμεσα στον διανοούμενο και στο κίνημα στο οποίο ανήκει. Επιπλέον, ο διανοούμενος κινδυνεύει να αποδώσει στον εαυτό του, στις ιδέες του, στην ηθικότητα και στις δημόσιες θέσεις του μια σημασία υπέρμετρη. Η εκ νέου ανάγνωση του The God that Failed ειλικρινά με καταθλίβει. Μια απλούστατη ερώτηση μού έρχεται στο νου: γιατί, τελικά, ως διανοούμενος, έπρεπε να πιστέψεις στον οποιοδήποτε θεό; Σ το κάτω της γραφής, ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να νομίζεις ότι η αρχική σου πίστη και η τελική σου διάψευση ήταν τόσο σημαντικές; Η θρησκευτική πίστη αυτή καθαυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, υπόθεση κατανοητή και βαθύτατα προσωπική. Ωστόσο, όταν ένα δογματικό σύστημα (που θεωρεί τη μια πλευρά πρότυπο καλοσύνης και αθωότητας και την άλλη αθεράπευτα κακή) έρχεται να υποκα- ταστήσει τη συναλλαγή, το κρίσιμο πάρε-δώσε της ζωής, ο κοσμικός διανοούμενος αμέσως διαισθάνεται την αθέμιτη και αυταρχική καταπάτηση της μιας πλευράς από την άλλη. Η πολιτική γίνεται τότε θρησκευτικός φανατισμός —βλέπε την περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας— και τούτο έχει συνέπειες κυριολεκτικά τρομακτικές: εθνικές εκκαθαρίσεις, μαζικές σφαγές, ατέρμονες συγκρούσεις.
Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι, πολλές φορές, ο τέως «αποστάτης)» και ο νυν «πιστός» είναι εξίσου μισαλλόδοξοι, δογματικοί και βίαιοι. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, η μετατόπιση
132 EDWARD W. SAID
από την άκρα αριστερά στην άκρα δεξιά οδήγησε στη δημιουργία μιας τάσης που μονότονα εγείρει (αβάσιμες) αξιώσεις επί της πνευματικής ανεξαρτησίας και του διαφωτισμού' στις Η.Π.Α., πάντως, το μόνο που κατάφερε ήταν να αντικατοπτρίσει την άνοδο του ρεηγκανισμού και του θατσερισμού. Η αμερικανική εκδοχή αυτού του τύπου «αυτοπροαγωγής» πήρε το όνομα Second Thoughts* [«Αναθεώρηση»], πράγμα που σήμαινε ότι οι αρχικές θεωρήσεις, οι θεωρήσεις της συναρπαστικής δεκαετίας του ’60, ήταν ακραίες και λανθασμένες. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μέσα σε διάστημα λίγων μηνών, η «Αναθεώρηση» μετασχηματίστηκε σε κίνημα και απήλαυσε μιας ανησυχητικά μεγάλης χρηματοδότησης εκ μέρους κάποιων «μαικήνων» της δεξιάς, όπως τα ιδρύματα Bradley και Olin. Το ρόλο των ιμπρεσάριων είχαν αναλάβεί ο David Horowitz και ο Peter Collier: από την πένα τους προήλθε μια πληθώρα βιβλίων —σε γενικές γραμμές, κοινού περιεχομένου—, που παρουσίαζαν τις αποκαλύψεις κάποιων πρώην ριζοσπαστών, οι οποίοι είχαν επιτέλους δει το φως και — όπως μας πληροφορεί ο ένας από τους δύο συγγραφείς— είχαν γίνει ένθερμοι αμερικανόφιλοι και αντικομμουνιστές.2
Μπορεί οι ριζοσπάστες της δεκαετίας του ’60, με τις έντονες καταγγελίες για τον Πόλεμο του Βιετνάμ και τις σφοδρές αντιαμερικανικές πολεμικές, να φαίνονταν ανυποχώρητοι και υπερβολικά δραματικοί ως προς τις απόψεις τους, αλλά και οι οπαδοί της «Αναθεώρησης» δεν ήταν λιγότερο δογματικοί και κραυγαλέοι. Το μόνο πρόβλημα, βέβαια, ήταν ότι δεν υπήρχε πλέον κομμουνιστικός κόσμος ή αυτοκρατορία του κακού, αλλά, μετά από αυτή την εξαφάνιση, η «αυτομαστίγωση» κα; οι ευλαβικές δηλώσεις μετανοίας ξεπέρασαν κάθε όριο. Κατά βάθος, όμως, αν πανηγυριζόταν κάτι εκείνη την περίοδο, ήταν το πέρασμα από τον ένα θεό στον άλλο. Το κίνημα εκείνο, που στηριζόταν στον ενθουσιώδη ιδεαλισμό και την έντονη δυσαρέσκεια προς το status quo, αφού έγινε αντικείμενο των αναδρομικών απλουστεύσεων της «Αναθεώρησης», κατηγορήθηκε ότι προκάλεσε τον υποτιθέ
* (κυρ.) Δεύτερες Σκέψεις, (μεταφ.) Ώριμη Σκέψη [Σ.τ.Μ.].
Θ Ε Ο Ι ANASIO I Π ΙΣ Τ Η Σ 133
μενο εξευτελισμό που υπέστη η Αμερική μπροστά στους εχθρούς της, καθώς και ότι επιδείκνυε μια εγκληματική αδιαφορία απέναντι στην κομμουνιστική κτηνωδία.3
Στον αραβικό κόσμο, ο παναραβικός εθνικισμός της περιόδου Nasser —ένα κίνημα θαρραλέο, αν και κάπως απερίσκεπτο και ενίοτε καταστροφικό- εξασθένισε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και αντικαταστάθηκε από πολυάριθμα τοπικά και περιφερειακά δόγματα, τα περισσότερα από τα οποία εφαρμόστηκαν σκληρά από αντιδημοτικά και κάθε άλλο παρά εμπνευσμένα καθεστώτα μειοψηφίας. Ωστόσο, παρά τις απειλές μιας ολόκληρης σειράς ισλαμιστικών κινημάτων, σε κάθε αραβική χώρα εξακολουθεί να υπάρχει μια κοσμική, πνευματική αντιπολίτευση. Σε αυτή συμμετέχουν οι πιο χαρισματικοί συγγραφείς, καλλιτέχνες, πολιτικοί σχολιαστές και διανοούμενοι, οι περισσότεροι από τους οποίους, όμως, αποτελούν μια μειοψηφία που έχει υποχρεωθεί είτε να σιωπήσει είτε να φύγει στην εξορία.
Φαινόμενο ακόμα πιο δυσοίωνο είναι η ισχύς και ο πλούτος των πετρελαιοπαραγωγών χωρών. Τα σκανδαλοθηρικά δυτικά Μ.Μ.Ε., που αποδίδουν μεγάλη σημασία στα Μπααθικά καθεστώτα της Συρίας και του Ιράκ. τείνουν, κατά κάποιο τρόπο, να παραβλέπουν τις διακριτικές και παραπλανητικές πιέσεις που ασκούν αυτές οι κυβερνήσεις: έχοντας πολλά χρήματα στη διάθεσή τους. προσφέρουν στους πανεπιστημιακούς, στους συγγραφείς και στους καλλιτέχνες μια εξαιρετικά γενναιόδωρη πατρωνία. Μια σαφή εικόνα των πιέσεων αυτών πήραμε κατά τη διάρκεια της κρίσης και του πολέμου στον Περσικό Κόλπο. Πριν από την κρίση, ο αραβισμός είχε τύχει της στήριξης και της ανεπιφύλακτης υπεράσπισης των προοδευτικών διανοουμένων, οι οποίοι πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο προήγαγαν τον αγώνα του να- σερισμού και συνέβαλαν στην ώθηση προς την ανεξαρτησία που είχε δοθεί από τη Διάσκεψη της Bandung και το αντι-ιμπερια- λιστικό κίνημα των Αδεσμεύτων. Εν τούτοις, την επομένη κιό- λας της κατοχής του Κουβέιτ από το Ιράκ, σημειώθηκε μια δραματική υποχώρηση των διανοουμένων. Λέγεται ότι, την περίοδο εκείνη, ομάδες ολόκληρες από τους κόλπους της αιγυπτια
134 EDW ARD W. SAID
κής εκδοτικής βιομηχανίας, μαζί με πληθώρα δημοσιογράφων, πραγματοποίησαν στροφή 180 μοιρών. Πρώην Άραβες εθνικιστές άρχισαν ξαφνικά να πλέκουν το εγκώμιο της Σαουδικής Αραβίας και του Κουβέιτ, που ενώ μέχρι πρότινος ήταν οι άσπονδοι εχθροί τους, τώρα είχαν γίνει οι νέοι τους φίλοι και πάτρωνες.
Θα πρέπει, ασφαλώς, να είχαν προσφερθεί σημαντικότατες αμοιβές για να στηριχτεί αυτή τη μεταστροφή, μα οι Άραβες θιασώτες της «Αναθεώρησης)) έδιναν συγχρόνως την εντύπωση ότι είχαν ανακαλύψει εντελώς ξαφνικά τα παθιασμένα συναισθή- ματά τους για το Ισλάμ, καθώς και τις ιδιαίτερες αρετές της άλφα ή της βήτα δυναστείας του Κόλπου. Ένα-δυο χρόνια πρωτύτερα, πολλά από αυτά τα καθεστώτα (συμπεριλαμβανομένων των καθεστώτων του Κόλπου που στήριζαν οικονομικά τον Σαντάμ Χουσεΐν) αναδέχονταν εγκωμιαστικά έργα και γιορτές προς τιμήν του Ιράκ επειδή πολεμούσε τον προαιώνιο εχθρό του αραβισμού, τους «Πέρσες». Ο λόγος αυτών των πρώτων ημερών ήταν άκριτος, στομφώδης και μελοδραματικός· απέπνεε τη δυσάρεστη οσμή της λατρείας του ήρωα και μιας θέρμης σχεδόν θρησκευτικής. Ό ταν η Σαουδική Αραβία άνοιξε τις πύλες της στον Τζωρτζ Μπους και τα στρατεύματά του, ο λόγος αυτός άλλαξε μορφή, τούτη τη φορά για να εκφράσει την επίσημη και κατά κόρον επαναλαμβανόμενη αποκήρυξη του αραβικού εθνικισμού (τον οποίο είχε μετατρέψει σε ακατέργαστο σύμφυρμα), η οποία συνοδευόταν επιπλέον από μια επίδειξη τυφλής υποστήριξης για τα τότε καθεστώτα.
Για τους Άραβες διανοουμένους, τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο εξαιτίας του γεγονότος ότι οι Η.Π.Α. είχαν γίνει εκ νέου η κυρίαρχη ξένη δύναμη στο εσωτερικό της Μέσης Ανατολής. Ο συστηματικός αντιαμερικανισμός του παρελθόντος —αντιαμερικανισμός δογματικός, κοινότοπος και απλουστευτικός μέχρι γελοιότητας— έγινε αυτομάτως φιλαμερικανισμός. Σε πάρα πολλά έντυπα του αραβικού κόσμου, και ιδίως σε εκείνα που, ως γνωστόν, επωφελούνταν των λίαν ευπρόσδεκτων επιχορηγήσεων, η επικριτική στάση απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες άρχισε να αμβλύνεται εντυπωσιακά και, σε μερικές περιπτώσεις, ουσιαστι
Θ ΕΟΙ Α ΝΑΞΙΟΙ Π ΙΣ Τ Η Σ 135
κά εξαλείφτηκε. Σημειώνουμε ότι η συγκεκριμένη κατάσταση εξελισσόταν παράλληλα με τις συνήθεις απαγορεύσεις οποιασδή- ποτε άσκησης κριτικής στο ένα ή το άλλο καθεστώς, τα οποία, με αυτό τον τρόπο, σχεδόν θεοποιούνταν.
Ως διά μαγείας, κάποιοι Άραβες διανοούμενοι, λίγοι τον αριθμό, φάνηκαν να ανακαλύπτουν πως θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ένα νέο ρόλο στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. Άλλοτε στρατευμένοι μαρξιστές, σε πολλές περιπτώσεις τροτσκιστές, οι άνθρωποι αυτοί υπήρξαν κάποτε και υποστηρικτές του παλαιστινιακού κινήματος. Μετά την Ιρανική Επανάσταση, μερικοί από αυτούς έγιναν ισλαμιστές. Ό ταν οι θεοί τους τούς εγκατέλειψαν, οι εν λόγω διανοούμενοι βουβάθηκαν εντελώς — καίτοι, πού και πού, φρόντιζαν να βολιδοσκοπούν τα πράγματα, στην προσπάθειά τους να βρουν νέους θεούς για να υπηρετήσουν. Ένας από αυτούς, που κάποτε ήταν αφοσιωμένος τροτσκιστής, εγκατέλειψε την αριστερά και, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, στράφηκε προς τον Κόλπο, όπου και έβγαλε κάτι παραπάνω από το ψωμί του ασχολούμενος με τα δημόσια έργα. Επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο λίγο πριν από την κρίση στον Κόλπο για να γίνει ο παθιασμένος τιμητής του Ιράκ. Το πραγματικό του όνομα ποτέ δεν εμφανίστηκε στα γραπτά του: χρησιμοποιώντας ένα πλήθος ψευδωνύμων που προστάτευαν την ταυτότητα (και τα συμφέροντά) του, εξαπέλυσε μια υστερική επίθεση ενάντια στο σύνολο του αραβικού πολιτισμού- κι όλα αυτά, μόνο και μόνο για να τραβήξει πάνω του την προσοχή του δυτικού αναγνωστικού κοινού.
Είναι γνωστό σε όλους ότι πάρα πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να εκφράσει την παραμικρή κριτική για την πολιτική των Η.Π.Α. ή του Ισραήλ μέσα από τα μεγάλα Μ.Μ.Ε. της Δύσης. Κατά τρόπο αντίθετο, η έκφραση απόψεων εχθρικών προς τον αραβικό λαό και τον πολιτισμό του ή προς την ισλαμική θρησκεία είναι υπόθεση τόσο εύκολη και απλή, που καταντά γελοία. Ανάμεσα στους εκπροσώπους της Δύσης και εκείνους του αραβικού και του μουσουλμανικού κόσμου, έχει πράγματι ξεσπάσει ένας πολιτισμικός πόλεμος. Σε μια κατάσταση τόσο εκρηκτική, ο βασικός (και πλέον δυσεπίτευκτος) στόχος του διανοουμένου είναι
136 EDWARD W. SAID
να διατηρήσει το κριτικό του πνεύμα, να αντισταθεί σε κάθε ρητορική που λειτουργεί ως το φραστικό αντίστοιχο του ισοπε- δωτικού βομβαρδισμού και να επικεντρώσει την προσοχή του σε θέματα όπως, για παράδειγμα, οι αμερικανικές πελατειακές σχέσεις με κάποια αντιδημοτικά καθεστώτα· με άλλα λόγια, σε θέματα που ο άνθρωπος που ζει και γράφει στην Αμερική θα μπορούσε μάλλον να τα επηρεάσει μόνο μέσα από την κριτική ανάλυση.
Από την άλλη μεριά, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Αραβας διανοούμενος μπορεί να εξασφαλίσει στον εαυτό του ένα πραγματικά μεγάλο κοινό, αν υποστηρίζει με πάθος ή δουλικότητα την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και επιτίθεται στους επικριτές της: σε περίπτωση που αυτοί οι τελευταίοι τυχαίνει να είναι Αραβες, αρκεί απλώς να κατασκευάσει στοιχεία που να αποδει- κνύουν τη φαυλότητά τους· αν είναι Αμερικανοί, αρκεί να επινοήσει διάφορες ιστορίες που να αποκαλύπτουν τη διπλοπροσωπία τους. Μπορεί, επίσης, να διαδίδει κάθε λογής μυθεύματα για τους Άραβες και τους μουσουλμάνους, έχοντας απώτερο σκοπό να αλλοιώσει τη φήμη της παράδοσής τους, να διαστρεβλώσει την ιστορία τους και να τονίσει στο έπακρο την ήδη μεγάλη σειρά των αδυναμιών τους. Πάνω απ’ όλα, όμως, οφείλει να επιτίθεται στους κοινώς παραδεδεγμένους εχθρούς: τον Σαντάμ Χουσεΐν, τον Μπααθισμό, τον αραβικό εθνικισμό, το παλαιστινιακό κίνημα, τις αραβικές θεωρήσεις για το Ισραήλ. Κι εξυπα- κούεται πως όλα αυτά θα φέρουν τελικά τις προσδοκώμενες επιβραβεύσεις: ο κόσμος θα λέει πως είναι άνθρωπος θαρραλέος και παθιασμένος, ειλικρινής, κατηγορηματικός, κ.ά. Είναι ευνόητο: ο νέος θεός είναι η Δύση. Οι Άραβες, λένε κάποιοι, πρέπει να προσπαθήσουν να της μοιάσουν, πρέπει να την έχουν ως κύρια πηγή τους, ως το βασικό τους σημείο αναφοράς. Τα αδικήματα της λησμονήθηκαν. Τα καταστροφικά αποτελέσματα του Πολέμου του Κόλπου έπεσαν στη λήθη. Στην πραγματικότητα, εμείς φταίμε, οι Άραβες και οι Μουσουλμάνοι: εμείς ευθυνόμαστε για τα προβλήματά μας, μόνοι μας τα προκαλέσαμε.4
Θα είχαμε πολλά να παρατηρήσουμε σχετικά με αυτού του είδους τη στάση· και, πρώτα πρώτα, την παντελή απουσία του
Θ ΕΟΙ Α ΝΑΞΙΟΙ Π ΙΣ Τ Η Σ 137
στοιχείου της οικουμενικότητας. Ό ταν υπηρετείς τυφλά κάποιον θεό, όλοι οι δαίμονες βρίσκονται στην αντίπαλη πλευρά- αυτό ισχύει τόσο για τον τροτσκιστή του χθες, όσο και για τον με- ταμελημένο τροτσκιστή του σήμερα. Επιπλέον, όπως μας βεβαιώνει η μακρά και περίπλοκη δυναμική των σχέσεων μεταξύ των Αράβων και των μουσουλμάνων, από τη μια μεριά, και της Δύσης, από την άλλη, η πολιτική δεν γίνεται αντιληπτή από την οπτική γωνία των συσχετισμών ή των κοινών ιστορικών πλαισίων. Στην ανάλυση που κάνει ένας διανοούμενος άξιος αυτού του ονόματος, δεν έχουν καμία θέση απλουστεύσεις του τύπου: η μια πλευρά είναι αθώα και η άλλη κακή. Εξάλλου, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε σε οποιαδήποτε περίπτωση πολιτισμικής εξέτασης, η έννοια της ((πλευράς» είναι άκρως προβληματική: στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι πολιτισμοί δεν είναι οντότητες ομοιογενείς, ερμητικά κλειστές, μόνο καλές ή μόνο κακές. Αν δεν μπορείς να δεις τίποτε άλλο πέρα από τον «πάτρωνά» σου, τότε δεν μπορείς να σκεφτείς ως διανοούμενος, λειτουργείς αποκλειστικά ως πιστός οπαδός ή ακόλουθός του: στο βάθος του μυαλού σου, υπάρχει η ιδέα πως για κανέναν λόγο δεν πρέπει να τον δυσαρεστείς — πρέπει πάντοτε να τον ευχαριστείς.
Όσον αφορά, τώρα, τη θητεία σου ως υπηρέτη των παλαιών σου κυρίων, αν και την ποδοπατάς και της αποδίδεις χαρακτήρα δαιμονικό, δεν καταφέρνει να σου υποβάλει την παραμικρή αμφιβολία για τον εαυτό σου, την ελάχιστη επιθυμία αμφισβήτησης του λογικού υπόβαθρου αυτής της έντονης λατρείας ή του λοξο- δρομήματος προς τη λατρεία ενός νέου θεού. Τουναντίον, μάλιστα: όπως στο παρελθόν εγκατέλειψες ένα θεό για έναν άλλο, το ίδιο θα εξακολουθήσεις να κάνεις και στο παρόν — κάπως πιο κυνικά, ίσως, μα το αποτέλεσμα δεν αλλάζει.
Ο πραγματικός διανοούμενος, όμως, είναι ον κοσμικό. Όσο κι αν οι ίδιοι οι διανοούμενοι ισχυρίζονται ότι αυτά που εκπροσωπούν είναι ανώτερα πράγματα και υπέρτατες αξίδς, η ηθική τους αρχίζει όταν αρχίζει και η δράση τους στο κοσμικό πλαίσιο της ζωής: εξαρτάται από το πού συμβαίνει, τίνος συμφέροντα εξυπηρετεί, πώς αρθρώνεται γύρω από μια συνεκτική και οικουμενική
EDWARD W. SAID
δεοντολογία, με ποιο τρόπο θεμελιώνει τη διάκριση μεταξύ εξουσίας και δικαιοσύνης, τι φανερώνει για τις επιλογές και τις προτεραιότητές τους. Τελικά, οι θεοί, οι πάντα αναξιόπιστοι θεοί, απαιτούν από τους διανοουμένους μια βεβαιότητα απόλυτη και μια θεώρηση της πραγματικότητας τόσο γενική και απλουστευ- τική, που να αναγνωρίζει μόνο την ύπαρξη οπαδών και εχθρών.
Κατά τη γνώμη μου, απείρως μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει για τον διανοούμενο το να προσπαθήσει να βρει μες στο μυαλό του χώρο ελεύθερο για την αμφιβολία, καθώς και για ένα διαρ- κώς ενεργοποιημένο σκεπτικιστικό σαρκασμό (ει δυνατόν, και αυτοσαρκασμό). Δεν αντιλέγω: οι πεποιθήσεις και οι κρίσεις είναι πράγματα απαραίτητα- εν τούτοις, φτάνει κάποιος σε αυτές μόνο χάρη στο έργο του, τη συνύπαρξη και τη σύνδεσή του με τους άλλους ανθρώπους, τους άλλους διανοουμένους, το λαϊκό κίνημα, την ακατάπαυστη πορεία της ιστορίας. Το πρόβλημα με τις αφαιρέσεις και τις ορθοδοξίες είναι ότι λειτουργούν σαν «πάτρωνες», που απαιτούν διαρκώς να τους εξευμενίζουν και να τους κολακεύουν. Η ηθική και οι αρχές του διανοουμένου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνουν ένα ερμητικά σφραγισμένο κιβώτιο ταχυτήτων που οδηγεί τη σκέψη και τη δράση σε μία μόνο κατεύθυνση. Ο διανοούμενος πρέπει να έχει ευρεία οπτική και τον απαραίτητο χώρο για να σταθεί και να υψώσει τη φωνή του στην εξουσία- η τυφλή δουλικότητα απέναντι σε αυτή την τελευταία είναι ένας από τους σοβαρότερους κινδύνους που διατρέχει σήμερα η δραστήρια, και ηθική, πνευματική ζωή.
Είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσει κάποιος μόνος του αυτό τον κίνδυνο, κι ακόμα πιο δύσκολο να παραμείνει συνεπής προς τις πεποιθήσεις του και να διατηρήσει, συγχρόνως, την ελευθερία εκείνη που θα του επιτρέψει να καλλιεργήσει ή να αλλάξει την άποψή του, να ανακαλύψει καινούρια πράγματα ή να αναθεωρήσει τη γνώμη του για όλα όσα είχε κάποτε παραβλέψει. Το δυσκολότερο, όμως, πράγμα για τον διανοούμενο είναι να προσπαθήσει να παρουσιάσει όλα όσα πρεσβεύει μέσα από το έργο και τις παρεμβάσεις του, χωρίς να χρειαστεί να τα τυποποιήσει μέσα σε κάποιο θεσμικό πλαίσιο ή να τα υποβάλει στη συστη-
ΘΕΟΙ ΑΝΑΞΙΟΙ Π ΙΣ Τ Η Σ 139
ματοποίηση μιας οιασδήποτε μεθόδου. Όποιος το έχει καταφέρει αυτό και έχει γνωρίσει τη σχετική ικανοποίηση, διατηρώντας συγχρόνως τη σταθερότητα και την εγρήγορσή του, ξέρει πάρα πολύ καλά πώς αυτή η σύγκλιση είναι πράγματι σπάνια. Ωστόσο, ο μόνος τρόπος για να υλοποιηθεί είναι να θυμόμαστε πάντοτε ότι ο διανοούμενος είναι κάποιος που μπορεί να επιλέξει: είτε να εκφράσει την αλήθεια όσο πιο καλά και αποτελεσματικά μπορεί είτε να αφήσει έναν πάτρωνα ή μια εξουσία να καθοδηγούν τα βήματά του. Γ ια τον κοσμικό διανοούμενο, οι τελευταίοι είναι θεοί ανάξιοι πίστης: πάντοτε θα διαψεύδουν τις προσδοκίες του.
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
1 Raymond W illiams, Keywords: A Vocabulary o f Culture and Society (London: Fontana, 1988).? London: Faber & Faber, 1992.3 Σ το Intellectuals (London: Wiedenfeld and Nicolson, 1988), σ. 342.4 Στο The Political Responsibility o f Intellectuals, επιμ. Ian Maclean, Alan Montefiore και Peter Winch (Cambridge: Cambridge University Press, 1990), σ. 27.5 'Jimmy', The American Scholar (Χειμώνας 1994), σσ. 102-110.
I. Η Φ Υ Σ ΙΟ Γ Ν Ω Μ ΙΑ Κ Α Ι Ο Ρ Ο Λ Ο Σ T O T Δ ΙΑ Ν Ο Ο Υ Μ Ε Ν Ο Υ
' Antonio Gramsci, The Prison Notebooks: Selections, αγγλ. μτφρ. Quintin Hoare και Geoffrey Nowell-Smith (London: Lawrence and Wishart, 1973).8 Julien Benda, The Treason o f the Intellectuals, αγγλ. μτφρ. Richard Aldington (London: Norton, 1980), σ. 43. [(Σ .τ.Μ .) Βλ. κ. Julien Benda, La Tmhison des clercs (Paris: Grasset, «Les Cahiers Rouges», 1975), σσ. 131-132],3 Στο iSto, σ. 52. [(Σ .τ.Μ .) Julien Benda, La Trahison des clercs (Paris: Grasset, 1995), σ. 137],4 To 1762, ένας προτεστάντης έμπορος από την Τουλούζη, ο Jean Calas, δικάστηκε —και στη συνέχεια εκτελέστηκε— επειδή υποτίθεται πως είχε σκοτώσει το γιο του για να αποτρέψει τον προσηλυτισμό του στον καθολικισμό. Αν και οι αποδείξεις ήταν σαθρές, η ταχύτατη ετυμηγορία στηρίχτηκε στην ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι προτεστά- ντες ήταν άνθρωποι τόσο φανατισμένοι που, πολύ απλά, ξεπάστρευαν οποιονδήποτε ομόθρησκό τους ήθελε να προσηλυτιστεί σε άλλη θρησκεία. Ο Βολταίρος πρωτοστάτησε με επιτυχία στη δημόσια εκστρατεία που οργανώθηκε για την αποκατάσταση του ονόματος της οικογένειας Calas (αν και, α π ’ ό,τι γνωρίζουμε σήμερα, τα αποδεικτικά στοιχεία του Βολταίρου ήταν κι αυτά κατασκευασμένα).
E D W A RD W. SAID
Ο Γάλλος συγγραφέας των τελών του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα Maurice B a n ts υπήρξε χαρακτηριστικός πολέμιος του Alfred Dreyfus. Μορφή πρωτοφασιστική και εχθρική προς τους διανοουμένους, υπερασπιζόταν μια Θεωρία για το πολιτικό ασυνείδητο, σύμφωνα με την οποία, ολόκληρες φυλές και έθνη αποτελούσαν σε συλλογικό επίπεδο φορείς ιδεών και τάσεων.5 Το βιβλίο La Trahison des clercs επανεκδόθηκε από τον Bernard Grasset το 1946.6 Alvin W . Gouldner, The Future o f Intellectuals and the Rise o f the New Class (New York: Scabury Press, 1979), σσ. 28-43.7 Michel Foucault, Power/Knowledge: Selected Interviews and Other Writings 1972-1977, επιμ. Colin Gordon (Heme! Hempstead: Harvester Press, 1981).8 Isaiah Berlin, Russian Thinkers, επιμ. Hemy Hardy και Aileen Kelly (London: Penguin, 1980).9 Seamus Deane, Celtic Revivals: Essays in Modem Irish Literature 1800-1980 (London: Faber & Faber, 1985), σσ. 75-6.10 C. Wright M ills, Power, Politics, and People: The Collected Essays o f C. Wright Mills, επιμ. Irving Louis Horowitz (New York: Ballanti- ne, 1963), a. 299.
II. ΕΘ Ν Η Κ Α Ι Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Ε ΙΣ ΣΕ Α Π Ο ΣΤΑ ΣΗ
1 George Orwell, Collected Essays (London: Seeker and Warburg, 1970).2 Εξετάζω αυτή την πρακτική στο Orientalism (London: Penguin, 1991) [Οριενταλισμός, μτφρ. Φώτης Τερζάκης, (Αθήνα: Νεφέλη, 1996)], και, πιο πρόσφατα, στο New York Times Sunday Magazine της 21ης Νοεμβρίου 1993 (άρθρο «The Phoney Islamic Threat»).3 W alter Benjamin, Illuminations, επιμ. Hannah Arendt, αγγλ. μτφρ. H any Zohn (London: Fontana, 1973).4 Edward Shils, 'The Intellectuals and the Powers: Some Perspectives for Comparative Analysts’, Comparative Studies in Society and History, τ . 1 (1958-59), σσ. 5 -22 .5 Τα στοιχεία αυτά αναπτύσσονται με πολύ πειστικό τρόπο στο Kirkpatrick Sale, The Conquest o f Paradise: Christopher Columbus and the Columbian Legacy (N ew York: Knopf, 1992).6 To κινεζικό φοιτητικό κίνημα τη ς 4ης Μαΐου 1919 εμφανίστηκε ως
Σ Η Μ Ε ΙΩ Σ Ε ΙΣ 145
άμεση αντίδραση στη Συνδιάσκεψη τω ν Βερσαλλιών του ιδίου έτους, που ενέκρινε την ιαπωνική παρουσία στην Shantung [(Σ .τ .Μ .) επαρχία της ανατολικής Κ ίνας]: 3 .0 0 0 φοιτητές συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Tienanmen. Η πρώ τη αυτή φοιτητική διαμαρτυρία στην Κίνα αποτέ- λεσε, σε παγκόσμια κλίμακα, το εναρκτήριο λάκτισμα για πολλά άλλα οργανωμένα φοιτητικά κινήματα του εικοστού αιώνα. Τριάντα δύο διαδηλωτές συνελήφθησαν, οπότε ot φοιτητές κινητοποιήθηκαν εκ νέου με σκοπό την απελευθέρωση τω ν συναδέλφων τους, καθώς και για να ληφθούν αυστηρά κυβερνητικά μέτρα σχετικά με το ζή τημ α της Shantung. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης να καταστείλει το φοιτητικό κίνημα απέβησαν άκαρπες, καθώς το τελευταίο κέρδισε την υποστήριξη της ανερχόμενης τάξης τω ν επιχειρηματιών τη ς Κ ίνας, που έβλεπαν να απειλούνται Λπό τον ιαπωνικό ανταγωνισμό. Βλ. John Israel, Student Nationalism in China, 1927-1937 (Stanford: Stanford University Press, 1966).7 A im i Cesaire, The Collected Poetry, αγγλ. μτφρ. C layton Eshelraan και Annette Smith (Berkeley: University o f California Press, 1983), σ. 72. [(Σ .τ .Μ .) Β λ. κ. Aime Cesaire, La Poesie (Paris: i d . du Seuil, 1994), σ. 51].8 Β λ. Carol Gluck, Japan's Modem Myths: Ideology in the Late Meiji Period (Princeton: Princeton University Press, 1985).9 John D ow er, War Without Mercy: Race and Power in the Pacific War (London: Faber & Faber, 1986).10 M asao M iyoshi, O ff Center: Power and Culture Relations Between Japan and the United States (Cambridge, Mass: Harvard University Press, 1991) σσ. 125, 108. 0 M aruyama M asao είναι μεταπολεμικός Ιάπωνας συγγραφέας και ένας από τους κυριότερους επικριτές της ιαπωνικής αυτοκρατορικής ιστορίας και του αυτοκρατορικού συστήματος. 0 M iyoshi λέει γΓ αυτόν ότι έχει την τάση να αποδέχεται σε υπερβολικό βαθμό την αισθητική και πνευματική υπεροχή τη ς Δύσης.
III. Π Ν Ε Υ Μ Α Τ ΙΚ Η Ε Ξ Ο Ρ ΙΑ : Ε Κ Π Α Τ Ρ ΙΣ Μ Ο Σ ΚΑΙ Π Ε Ρ ΙΘ Ω Ρ ΙΟ Π Ο ΙΗ Σ Η
1 Theodor Adorno, Minima Moralia: Reflections from a Damaged Life, αγγλ. μτφρ. E . F .N . Jephcott (London: New Left Books, 1951), σσ. 38-39 .2 A dom o, Minima Moralia, σ. 87.
146 EDWARD W. SAID
IV. Ε Π Α Γ Γ Ε Λ Μ Α Τ ΙΕ Σ Κ Α Ι Ε Ρ Α Σ ΙΤ Ε Χ Ν Ε Σ
1 R^gis Debray, Teachers, Writers, Celebrities: The Intellectuals o f Modem France, αγγλ. μτφρ. David Macey (London: New Left Books, 1981). s Debray, Teachers, Writers, Celebrities, σ. 71. [(Σ .τ.Μ .) Βλ. κ. Debray, Le Pouvoir intellectuel en France (Paris: Ramsay, 1979 / επανέκδοση Gallimard, coll. «Folio-Essais», 1986), σ. 107],* Teachers, Writers, Celebrities, σ. 81. [(Σ.τ.Μ .) Le Pouvoir intellectuel en France, σσ. 121-122],4 Russel Jacoby, The Last Intellectuals: American Culture in the Age o f Academe (New York: Basic Books, 1987).5 Jacoby, The Last Intellectuals, σσ. 219-20.6 Jean-Paul Sartre, What is Ljferaiure?(London: Methuen, 1967) [(Σ.τ.Μ.) Βλ. κ. J.-P, Sartre, Qu’est-ceque la littirature? (Paris: Gallimard, coll. «Folio-Essais», 1985, σ. 99],
V. Η ΑΛΗΘΕΙΑ Α ΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ Ν ΕΞΟ ΤΣΙΑ
1 Peter Novick, That Noble Dream: The «Objectivity Question» and the American Historical Profession (Cambridge: Cambridge University Press, 1988), a. 628,2 Αναπτύσσω λεπτομερώς τη συγκεκριμένη υπόθεση στο Culture and Imperialism (London: Vintage, 1994), σσ. 204-224. [(Σ .τ.Μ .) Κουλτούρα χαι Ιμπεριαλισμός, μτφρ. Βανέσα Λάππα, (Αθήνα: εκδ. Νεφέλη, 1996), σσ. 201-219)].3 Μιαν ανάλυση της αμφιλεγόμενης αυτής πρακτικής μπορεί κάποιος να βρει στο Noam Chomsky, Necessary Illusions: Thought Control in Democratic Societies (London: Pluto Press, 1989).4 0 αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει μια πληρέστερη εκδοχή αυτού του επιχειρήματος στο άρθρο μου ((Nationalism, Human Rights, and Interpretation» στο Freedom and Interpretation: The Oxford Amnesty Lectures 1992, επιμ. Barbara Johnson (New York: Basic Books, 1993), σσ. 175-205.5 Noam Chomsky, Language and Mind (New York: Harcourt Bracc Hovanovich, 1972), σσ. 90-99.6 Βλέπε το άρθρο μου «The Morning After», London Review o f Books, 21 Οκτωβρίου 1993, τόμος 15, v° 20, σσ. 3-5.
Σ Η Μ Ε ΙΩ Σ Ε ΙΣ 147
VI. Θ Ε Ο Ι Α Ν Α Ξ ΙΟ Ι Π Ι Σ Τ Η Σ
' The God That Failed, επιμ. Richard Grossman (W ashington, D.C.: Regnery Gateway, 1987), a. vii.2 Μπορεί κάποιος να βρει μια έξυπνη και μάλλον διασκεδαστική περιγραφή μιας διάσκεψης των Second Thoughts στο Christopher Hitchens, For the Sake o f Argument: Essays and Minority Reports (London: Verso, 1993), σσ. 111-114.3 Σ χετικά με τις διάφορες εκφάνσεις τη ς αυτοαποκήρυξης, υπάρχει ένα κείμενο πραγματικά πολύτιμο: Ε. P. Thompson, «Disenchantment or Apostasy? A Lay Sermon» στο Power and Consciousness, επιμ. Conor Cruise O ’Brien (New York University Press, 1969), σσ. 149-182.4 Έ ν α έργο που τυποποιεί κάποιες από αυτές τις πρακτικές είναι το: Daryush Shayegan, Cultural Schizophrenia: Islamic Societies Confronting ifte West, αγγλ. μτφρ. John Howe (London, Saqi Books, 1992).
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΓ ΕΝΤΟΤΑΡΝΤ ΣΑΪΝΤ ΔΙΑΝΟΟΤ ΜΕΝΟΙ ΚΑ Ι ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΝΑ ΘΩ ΜΑΪΔΗ. ΤΗ Δ ΙΟ Ρ Α Σ Η ΕΚΑΝΕ Ο ΟΡΕΣΤΗΣ ΣΧΙΝΑΣ. ΤΑ ΦΙΑΜΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΤΑΖ ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΟ «ΑΛΦΑΒΗΤΟ». ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓ ΓΕΛΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ θ . ΗΛΙΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ Π. ΡΟΔΟΠΟΥΛΟ, ΣΕ ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΝΤΙΤΥΠΑ, ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΙΏ Ν ΕΚΔΟΣΕΩΝ SCRIPTA, ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ 10,
ΑΘΗΝΑ 10680, ΤΗΛ. 3616528 - FAX 3616529
0 Edward W. Said, στα συναρπαστικά δοκίμια ααχου του τόμου, τα οποία στηρίζονται στις Διαλέξεις Reilh που έδωσε για λογαριασμό του BBC το 1993. εξετάζει τη σημασία και το ρόλο του διανοουμένου στη σύγ
χρονη εποχή. Καθήκον ταυ διανοουμένου, λέει ο συγγραφέας, είναι η έκφραση (η «αναπαράσταση-) ενός μηνύματος ή μιας άποψης όχι μόνον ενώπιον αλ- λά και εκ μέρους ενός κοινού. Επιπλέον, ο διανοούμενος οφείλει να δρα ως «ξένος'·, από περιθωριακή θέση. ως άνθρωπος που αρνειται να αφομοιωθεί στους κόλπους της εκάστοτε κυβέρνησης και των διαφόρων εταιριών.
■Ό Edward W. Said επαναπροσδιορίζει ro / τρόπο με τον οποιο αντιλαμβανόμαστε την πολιτική. καθιστώντας σαφή και απαΑ ιπκς αναγκαία ία όρια ανάμεσα στην ατομική ευθύνη και την εξουσία της κοινής συναίνεσης-,JOAN DID40N
«0 Edward W, Said ανήκει σ' εκείνο ro σπάνιο είδος διανοουμένου που μπορεί να φωτίσει ακόμα και τις πια σκοτεινές απ' τις ανθρώπινες προοπτικές μ ' έναν τρόπο νηφάλιο και πολλές ιραρες αποκαλυπτικό -φανερώνοντας όχι μόνον ης δύο όψεις που, εκ των πραγμάτων, υπάρχουν σε κάθε ζήτημα, μα και τη συχνά παραγνωρισμένη τρίτη διάσταση».OOflf VIDAI
-Ο Edward W. Said μας βοηθό να καταλάβουμε ποιοι είμαστε, καθώς και π πρέΓ.ει νο κάνουμε αν φιλοδοξούμε να γίνουμε παράγοντες ηθικής, και όχι υπηρέτες «ρς εξουσίας"ΝΟΛΜ SHOMSKY
ISBN 960-7909 01-1