þontiki Art 127

16
n.127/09 Η ΤΕΧΝΗ / ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ / ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ / Η ΖΩΗ... ΣΤΟΝ ΑΦΡΟ ΠΕΜΠΤΗ 22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2009 ΠΟΝΤΙΚΙ art ΕΛΕΝΗ ΡΑΝΤΟΥ Δημήτρης Παπαϊωάννου: Ο ηγεμόνας που καίγεται 50 χρόνια από τον θάνατο της Μπίλι Χόλιντεϊ Ανδρέας Βουτσινάς: Βγαίνει και σε γιγαντοαφίσα! Πίσω απ’ τα μαύρα γυαλιά της Τζάκι Dr Ακρίτα και Mrs Έλενα

description

þontiki art 127

Transcript of þontiki Art 127

Page 1: þontiki Art 127

n.12

7/09

Η

ΤΕΧ

ΝΗ

/ Ο

Ι ΤΑ

ΣΕ

ΙΣ /

ΟΙ

ΑΠ

ΟΨ

ΕΙΣ

/ Η

ΖΩ

Η..

. Σ

ΤΟ

Ν Α

ΦΡΟ

ΠΕ

ΜΠ

ΤΗ

22

ΟΚ

ΤΩ

ΒΡ

ΙΟΥ

20

09

ΠΟΝΤΙΚΙart ΕΛΕΝΗ ΡΑΝΤΟΥΔημήτρης Παπαϊωάννου: Ο ηγεμόνας που καίγεται50 χρόνια από τον θάνατο της Μπίλι ΧόλιντεϊΑνδρέας Βουτσινάς: Βγαίνει και σε γιγαντοαφίσα!Πίσω απ’ τα μαύρα γυαλιά της ΤζάκιDr Ακρίτα και Mrs Έλενα

Page 2: þontiki Art 127

TA ΠΡΟΣΩΠΑ2/26

ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΥΝ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΕΝΩΝΕΙ Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΞΙΑ

ΑΝΝΑ ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ

DESIGN ART DIRECTOR

ΚΥΡΙΑΚΟς

ΚΟΥΤςΟγΙΑΝΝΟπΟΥΛΟς

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Μαρία Βασιλάκη

ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ:

γιώργος Ι. Αλλαμανής

Λεωνίδας Αντωνόπουλος

Xαρά Αργυρίου

Δημήτρης Κανελλόπουλος

Τατιάνα Καποδίστρια

γιώργος Ν. Κορωναίος

γιάννης Κουκουλάς

Μάκης Μηλάτος

Ελίνα Μπέη

Αγγελική Μπιλλίνη

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

Χρυσούλα παπαϊωάννου

Δημήτρης Ρηγόπουλος

Όλγα ςελλά

Ναταλί ΧατζηαντωνίουΠΟΝΤΙΚΙart

Η δημοσιογραφική της υπογραφή ήταν και συνεχίζει να είναι έγκυρη. Στα βιβλία της παλαιότερα ή στις στήλες που υπογρά-φει, η Έλενα Ακρίτα είναι ακριβής και καυστική σχολιάστρια της καθημερινότητας. Στις τηλεοπτικές της εκπομπές –όποτε υπήρξε μπροστά από το γυαλί– διατήρησε τα ίδια χαρακτηρι-στικά. Οξύνοια και αυστηρότητα. Οι εκπομπές της «Φώτα πο-ρείας» που συχνά προβάλλονται σε επανάληψη από το κανάλι

της Βουλής αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγ-μα για το πώς μία συνέντευξη μπορεί να αποκτήσει αρχειακό χαρακτήρα. Πώς μία γυναίκα που διαχω-ρίζεται από το ευτελές τηλεοπτικό σύστημα μπορεί παράλληλα να το υπηρετεί πιστά; Υπογράφοντας, μαζί με άλλους συνεργάτες, το σενάριο της καθη-μερινής σειράς «Τα μυστικά της Εδέμ», η Έλενα Ακρίτα «κάνει νούμερα», «δίνει lead in» και γίνε-ται ένα με τον κόσμο της απογευματινής σαπουνό-περας. Γιατί όσο κι αν ο τρόπος με τον οποίον προ-ωθείται το εν λόγω σίριαλ θέλει να απέχει από αυτό το είδος προγραμμάτων, τα «Μυστικά της Εδέμ» δεν είναι παρά μία κλασική σαπουνόπερα, με έρω-τες, μίση, πλούτη, ίντριγκες και ό,τι άλλο δίδαξαν οι Λατινοαμερικάνοι διεθνώς και ο Φώσκολος εγ-χωρίως. Όταν η Ακρίτα εμφανίζεται στο γυαλί ή στη σελίδα μιας εφημερίδας είναι πνευματικός άνθρω-

πος. Όταν η Έλενα κρύβεται πίσω από τους αρρενωπούς πρω-ταγωνιστές και τις σέξι πρωταγωνίστριες της τηλεοπτικής σει-ράς που υπογράφει γίνεται υποπροϊόν. Για τα λεφτά της TV πολύς κόσμος έχει κάνει εκπτώσεις. Το περίεργο με την Ακρί-τα είναι ότι την ίδια ώρα που νερώνει το κρασί της τηλεοπτι-κώς, ρίχνει κρασί στο (τηλεοπτικό) νερό της μέσω της δημοσι-ογραφίας. Πώς να πιεις το μίγμα μετά;

Στην προθήκη του θεάτρου που παρου-σιάζεται «Το επάγγελμα της κυρίας Γου-όρεν» δεν υπάρχει θέση για άλλη φω-τογραφία. Το υπερμέγεθες πορτρέτο του σκηνοθέτη της παράστασης Ανδρέα Βουτσινά κυριαρχεί και καλύπτει όλα τα άλλα – και τα πορτρέτα των πρωτα-γωνιστριών του. Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν να είχε αναστηθεί και να μας έκανε την τιμή θα του βάζαμε μικρότερη φωτο-γραφία. Είναι, εξάλλου, κάτι παραπάνω από ασυνήθιστο να υπερπροβάλλεται στη μαρκίζα ενός θεάτρου ο σκηνοθέ-της της παράστασης και να υποβαθ-μίζονται, κρυμμένοι στη σκιά του, οι ηθοποιοί. Αναρωτιέμαι ποιος άραγε να φταίει για το υπερμέγεθες φάλτσο. Ο ίδιος ο Βουτσινάς, που παρά τις δι-εθνείς επιτυχίες του, δεν έχει χορτά-σει ακόμη δόξα και αναγνώριση και τις απαιτεί ακόμη και με τέτοιους, αδέξι-ους τρόπους ή οι υπεύθυνοι της παραγωγής που αποφάσισαν να τον τιμήσουν τυπώ-νοντάς τον σε γιγαντοαφίσα; Καταφέρνοντας, τελικά, να τον δυσφημήσουν.

Έλενα ΑκρίταDr Ακρίτα και Mrs Έλενα

Ανδρέας ΒουτσινάςΒγαίνει και σε γιγαντοαφίσα!

Νατάσα ΘεοδωρίδουΕπόμενη στάση: Εθνική οδός

Είναι καλή λαϊκή φωνή. Δεδομένης μάλιστα της έλλειψης λαϊκών τραγουδιστών που χαρακτηρίζει την εποχή μας, θα μπο-ρούσε να θεωρηθεί καλύτερη των βασικών ανταγωνιστών της. Το ζήτημα όμως στις μέρες μας δεν είναι «ένα εργαλείο», αλλά το τι κάνει κανείς με αυτό. Η Νατάσα Θεοδωρίδου είχε την τύχη να κατέβει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα σε μία περίο-δο που το νεο-λαϊκό άκμαζε. Δεν έγινε ποτέ Ρέμος, αλλά ελλείψει ενός θηλυκού Ρέμου κατέκτησε την αντίστοιχη θέση. Και τεράστια σουξέ έκανε και ρίσκα πήρε –για τρία χρόνια εμφανιζόταν στο "Φως" χωρίς λουλούδια– και έντεχνη στροφή επιχεί-ρησε, όπως στον δίσκο με την Ευανθία Ρεμπούτσικα. Και ξαφνικά πάγωσε ο χρόνος. Την τελευταία πενταετία δεν έχει κάνει ούτε μία κίνηση που να πηγαίνει την καριέρα της μπροστά. Προσπαθεί μόνο να επαναλάβει τα σουξέ του παρελθόντος, χω-ρίς κανένα αποτέλεσμα. Το τελευταίο της cd μάλιστα, με τον Γιώργο Θεοφάνους, αποτελεί ηχητική αποτύπωση της παροιμίας που μιλάει για περασμένα μεγαλεία. Στο επίπεδο των ζωντανών εμφανίσεων εγκλωβίστηκε σε έναν χώρο με χαρακτηριστικά σκυλάδικου, τον Βοτανικό, κάθε φορά και με υποδεέστερο παρτενέρ. Πέρυσι ήταν ο Γιώργος Μαζωνάκης, φέτος ο Νίκος Μα-κρόπουλος. Σε λίγα χρόνια, με αυτή τη νοοτροπία, θα τραγουδάει στην Εθνική οδό. Η Θεοδωρίδου θα μπορούσε να χτίσει καριέρα. Ξεκίνησε, έριξε τα μπετά και ύστερα πήγε και γκρέμισε όλο το οικοδόμημα. Τι κερδίζει αποδομώντας το μέλλον της; Άλλο ένα παχυλό νυχτοκάματο εφέτος. Τόσο μακριά βλέπει.

Είναι αλήθεια, έχουμε «απολαύσει» πολλά ψώνια στο «X-Factor». Κακούς τραγουδιστές, κακούς χορευτές, κακούς μίμους, κακούς ηθοποιούς. Τον χειρότερο όμως ηθοποιό του ριάλιτι τον βλέπουμε κάθε εβδομάδα: Πρό-κειται για τον συνθέτη Γιώργο Θεοφάνους ο οποίος, στην προσπάθειά του να κάνει τον πολλά βαρύ και ασήκωτο –έτσι, για στυλ– προβάλλει ως αδι-αμφισβήτητο φαβορί για τα Χρυσά Βατόμουρα 2009, τα αντι-Όσκαρ που απονέμονται στις αθλιότερες ερμηνείες κάθε χρονιάς. Γουρλωμένα μάτια, ψεύτικες εκφράσεις θυμού, απόγνωσης, έκπληξης και δήθεν αυθόρμητες κακίες, τις οποίες –είναι εμφανές– σκεφτόταν επί αρκετή ώρα πριν τις εκ-στομίσει. Προσθέτοντας σε αυτά την απερίγραπτη έπαρσή του –Θεοδωρά-κης, Χατζιδάκις, Κραουνάκης και Σοστακόβιτς μαζί!– έχεις μπροστά σου μια από τις πιο εκνευριστικές καρικατούρες που έχουν περάσει τα τελευ-ταία χρόνια από τη μικρή οθόνη. Είχε δείξει, βεβαίως, ο κύριος Θεοφά-νους ότι είναι επιρρεπής στην τηλεοπτική ευτέλεια, από την εποχή του χω-ρισμού του με την Ευρυδίκη. Όταν έβγαινε στα κανάλια για να απειλήσει ότι «όποιος την πειράξει θα έχει να κάνει μαζί μου». Κανένας δεν την πεί-ραξε. Μέχρι Γιουροβίζιον την έφτασε ο Δημήτρης Κοργιαλάς. Να υποθέσω ότι αυτό είναι που πείραξε τα νεύρα του Θεοφάνους και μη ξέροντας πού να εκτονωθεί ξεσπάει στους αναξιοπαθούντες που συρρέουν στο σόου; Αν και το ποιοι είναι τελικά οι αναξιοπαθούντες, οι παίκτες ή η επιτροπή ση-κώνει κουβέντα…

Αν η γυναίκα ως αντικείμενο ηδονής φοριέται στη σύγχρονη ελληνική τηλεόραση, η γυναίκα ως αντικείμενο απόλυτου χλευασμού είναι μοντέλο νέο, πρωτοποριακό. Ζήσαμε για να το δού-με κι αυτό: ένα κοντόχοντρο κορίτσι, ντυμένο με εφαρμοστά ρούχα ώστε να προβάλλονται με

τον πλέον σοκαριστικό τρόπο όλες οι ατέλειες του σώματός του, να προσποιείται τη σέξι παρουσιάζοντας τον καιρό του Star, δίπλα

στην ψιλόλιγνη (πλην «ακατοίκητη») Πετρούλα. Το όνο-μα της νέας ανακάλυψης του Star, Αφρούλα. Αν και το Καφρούλα θα ήταν πιο ταιριαστό σε αυτό που συμβαί-νει στο κεντρικό δελτίο, το οποίο υπηρετεί η συγκε-κριμένη κοπέλα. Σε ένα δελτίο όπου ο εξευτελισμός, η γελοιοποίηση και η καφρίλα προβάλλονται ως μεταμο-ντέρνα δημοσιογραφία. Προϊόν αυτού του κόσμου, η Αφρούλα κερδίζει τα προς το ζην αυτοεξευτελιζόμενη. Δικαίωμά της. Δικαίωμά της ακόμη και να απολαμβά-νει την ξαφνική, ανέλπιστη διασημότητα. Σε εμάς μένει η θλίψη για την κατάντια.

Γιώργος ΘεοφάνουςΓιαλαντζί κακός

ΑφρούλαΟ αυτοεξευτελισμός της πάει πολύ

Page 3: þontiki Art 127
Page 4: þontiki Art 127

4/28 ΤΣΟΥΝΑΜΙ

Η πορεία του προς την επιτυχία ήταν κοπια-στική. Με την Ομάδα Εδάφους, αυτός και οι συνεργάτες του, άνοιξαν δρόμους στον

ελληνικό χορό. Στη διαδρομή, όμως, είχε την τύχη του Γκαστόνε, του εξάδερφου του Ντόναλντ Ντακ στα κόμικς Ντίσνεϊ, καθώς επελέγη να σκηνοθε-τήσει αυτός την τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων

της Αθήνας. Η επιλογή του ήταν ρίσκο, αλλά ο Δημήτρης Παπαϊωάννου τα κατάφερε. Ιδίως η τελε-τή έναρξης έκανε σχολή. Φυσικά, ένα τόσο μεγάλης εμβέλειας θέαμα απαιτούσε από τον δημιουργό του να βάλει νερό στο (ιδεολογικό) κρασί του: ο Παπαϊωάννου προσαρμόστηκε, στηρίχθηκε στον εθνικό μύθο προκειμένου να μιλήσει για την Ελλάδα και, σχεδόν αυτόματα, έγινε και ο ίδιος τμήμα αυτού του μύθου. Έγινε ο εθνικός μας χορογράφος, αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας μιας τέχνης που μόνο αποσπασματικά καλλιεργήθηκε στη χώρα μας – έστω κι έτσι όμως βγήκε στο μεγάλο προσκήνιο, στην αγορά, ένας σημαντικός καλλιτέχνης. Αλλά δεν έζησαν όλοι καλά κι εμείς καλύτερα… Διότι όταν ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έγινε πρωταγωνιστής στο δικό του

παραμύθι της επιτυχίας, άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο χορογραφεί. Αντί να έχει αυτός το πάνω χέρι των επιλογών, αντί δηλαδή να πορευτεί βάσει ενός προσωπικού καλλιτεχνικού αιτήματος, αρκέστηκε να εισπράττει τους φόρους της εθνικής του αναγόρευσης. Ανοίξαμε και σας περιμένουμε. Τη σβούριξε στον υπουργό Πολιτισμού να κάνει χάι,

πανάκριβα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης για αυτοδιαφήμιση και για μια ρεπετισιόν του εθνικού παραμυθιού; Ο Παπαϊωάννου διατίθεται. Θέλησε ο επιχειρηματίας Κώστας Γιαννίκος μεγάλο όνομα για να επιβάλει το Παλλάς στην αγορά των

θεαμάτων; Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου παρών – και με αξούριστο το μουστάκι. Επιδίωξε να δώσει αί-γλη στο ανακαινισμένο Εθνικό Θέατρο ο Γιάννης Χουβαρδάς; Η αίγλη περισσεύει από το εθνικό μας είδωλο… Το θέμα, φυσικά, δεν είναι τι θέλει ο υπουργός, ο επιχειρηματίας, ο διευθυντής. Αυτοί, τη δουλειά τους κάνουν (έστω κι αν ο κ. Χουβαρδάς, π.χ., θα περίμενε κανείς να έχει μια πιο θεατρική επίσημη πρώτη, να μη ζητιανεύει αίγλη στον χορό). Το θέμα είναι τι κάνει ο αποδέκτης των παραγγελιών,

πόσο κομμάτι της ψυχής του παραδίδει στα μέτρα του παραγγελιοδόχου. Ας μείνουμε στην τελευταία παραγγελία που δέχτηκε, στο «Πουθενά» που παρουσιάζεται στην κεντρική σκηνή του Εθνικού. Η προσαρμογή μιας ολόκληρης χορογραφίας στις τεχνικές δυνατότητες της σκηνής είναι δεξιοτεχνι-κή. Είναι όμως και δημιουργική; Ανεβοκατεβαίνουν

οι σκαλωσιές και οι χορευτές περνάνε από μέσα, τις αποφεύγουν, λυγίζουν, κυλιούνται κάτω… Ε, και; Αν η κυρία που ήρθε ταξίδι από την Κηφισιά, αν το ζευγάρι που ταξίδευε όλο το απόγευμα από την Καλαμάτα δεν καταφέρει να συγκινηθεί, να τη βράσει τη δεξιοτεχνία. Δεν θα ξανάρθει. Ο Παπαϊωάννου, χάρη και στην εθνική αίγλη, είναι σίγουρο εμπορικό χαρτί, αλλά κάνει ό,τι μπορεί για να το κάψει. Δεν πας όπου σε καλούν επειδή σε καλούν. Και δεν μπορείς να κοροϊδεύεις το κοινό, δεν μπορείς επ’ άπειρον να πουλάς τη δεξιοτεχνία ως συγκίνηση. Θα σε καταλάβουν.

ΥΓ. Διαβάζω ότι στην επίσημη πρεμιέρα, με προσκε-κλημένους τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Αρχιεπίσκοπο, οι γυμνοί εκ των χορευτών του «Που-θενά» θα φορούν βρακάκι. Μεγάλοι καλλιτέχνες, σου λέει, μετά, που υπερασπίζονται την ελευθερία της έκφρασης και την ακεραιότητα της δουλειάς τους. Τέτοιος οπορτουνισμός;

Εντάξει, βρε Βάσω,

σκορδαλιές και οι παστουρμάδες. Πάει, τελείωσε, το πήρα απόφαση. Θα κάτσω σπίτι, θ’ αράξω σπίτι, σεισμός να γίνεται δεν πρόκειται να βγω.

Τ ουλάχιστον εδώ έχω και την τηλεορασάρα μου να παρακολουθώ τις μούφες του Γιώργου

Αυτιά, αχαχούχα. Καημένε τηλεθεατή, πού να ’ξερες τι μηχανεύονται πίσω από την πλάτη σου. Σωρός οι μαϊμουδιές και λεγεών οι στημένες φάσεις. Να, σαν κι αυτήν την «πολιτισμένη» κουβεντούλα που είχαν τις προάλλες η Τατιάνα με την Καγιά, λες και δεν θυμάται το πανελλήνιον την γκρίνια και το ξεκατίνιασμα για το ποια θα παρουσιάσει τα Καλλιστεία. Ειλικρινά, Βάσω, σε

Κ άτω στο λιμάνι τραγουδάνε οι πολισμάνοι. Με τα σωστά σου, βρε Βάσω, ήρθε νομίζεις η ώρα

να κηρύξουμε τον πόλεμο στην Κίνα; Εδώ καλά καλά δεν μπορούμε να κάνουμε ζάφτι τους ταβερ-νιάρηδες που μας βγάζουν στ’ αγιάζι για ένα τσιγα-ράκι, την ώρα που μέσα στην αίθουσα ζέχνουν οι

Κ ατά τ’ άλλα καλά, και στο πρωινό του Mega ακόμη καλύτερα. Όλα τα μωρά στην πίστα,

να δούμε στο τέλος τι θα μείνει από τη Μενεγάκη, που φέτος βάλθηκαν να την τσιμπολογούν οι πάντες. Σε μια ρώγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτες. Ντόρα, Σαμαράς, Αβραμόπουλος, Πανίκος και κάτι ψιλά. Να μπω κι εγώ άραγε στη λίστα αναμονής ή να το παίξω παρασκήνιο, που έχει και μεγαλύτερη μελλοντική απόδοση;

Η ποντικίνα των καναλιών

βαρέθηκα εσένα και τους καλούς σου τρόπους. Μη με ξαναπείς άλλη φορά δημοσίως «κουκλάρα», «λαμπερή» και «θεά», γιατί να το ξέρεις, Βάσω, θα σου τις ξεριζώσω τις εξτένσιονς και θα σ’ τις δώσω να τις φας.

Σ τα περουκίνια των ημερών να μην ξεχάσω να συμπεριλάβω το καινούργιο σίριαλ του

Παπακαλιάτη. Κι ενώ είναι τοις πάσι γνωστό ότι η ανδρική λίμπιντο όσο πάει και πέφτει, λόγω του στρες και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, του Χρι-στόφορου αντιθέτως όσο πάει και του σηκώνεται. Φυλάξου, Βάσω, μη φας κι εσύ καμία αδέσποτη, γιατί έτσι όπως τον κόβω δεν μαζεύεται με τίποτα.

ΩΡΑ ΓΙΑ ZAPPING

Η κυκλοφορία του νέου δίσκου του Γιάννη Πάριου ως ένθετο εφημερίδας (της «Real News») και η κυκλοφοριακή

εκτίναξη του φύλλου μπορεί να περιέχει μερικά διδακτικά μηνύ-ματα. Πρώτο, το μεγάλο κοινό συ-

νεχίζει να ψάχνει νέα τραγούδια για να εκφραστεί. Δεύτερο, η τιμή των CD στην τσουρουφλισμένη δισκογραφική αγορά είναι πανάκριβη, κι αυτός είναι σοβα-ρός λόγος το κοινό να μην αγοράζει: η εφημερίδα τιμάται 4 ευρώ (και όχι 15), ποσό που καλύπτει το κόστος παραγω-γής και αφήνει και σοβαρά κέρδη. Τρίτο, βασικός κανόνας του μάρκετινγκ: όταν δεν έρχεται σε σένα ο πελάτης, πας εσύ σ’ αυτόν.

Τώρα που ο νέος υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος εξήγγειλε, μάλι-στα από τη Βουλή στην κατάθεση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης, την πρόθεσή του να ψηφιστεί επειγόντως νέος νόμος για τον κινηματογράφο, αναρω-τιέται κανείς τι θα κάνουν οι λεγόμενοι «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη»; Θα σπεύσουν να διεκδικήσουν παράταση για να στείλουν τις ταινίες τους στη Θεσσαλονίκη και στα κρατικά βραβεία; Κι αν όχι, πώς θα δικαιολογήσουν την άρνησή τους; Θα βρουν νέα επαναστατι-κά επιχειρήματα; Θα θελήσουν, δηλαδή, να πείσουν και τους πιο καχύποπτους ότι η ομίχλη δεν περιέχει μόνο την επανα-στατική σύγχυση αλλά και, κάποια, όχι πολύ θεμιτά κίνητρα;

αχινοί...

Λία παραλία

Δημήτρης ΠαπαϊωάννουΟ ηγεμόνας που καίγεταιΔεν μπορείς να κοροϊδεύεις συνέχεια το κοινό, δεν μπορείς επ’ άπειρον να πουλάς τη δεξιοτεχνία ως συγκίνηση. Θα σε καταλάβουν

Page 5: þontiki Art 127

Ταξιδάκιστο Ηράκλειο τση Κρήτης

Έ να από τα μεγαλύτερα κρίματα («αμαρτίες» δηλαδή, αλλά και «εγκλήματα») που έχουν συμβεί στη μεγάλη περιοχή όπου

συναντώνται ο Πολιτισμός και ο Τουρισμός είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου Κρήτης. Είναι θεόκλειστο εδώ και τρία ολόκληρα χρόνια! Το Δημόσιο χρωστάει γύρω στα 2,5 εκατομμύρια ευρώ στους εργολάβους που υποτίθεται ότι θα φτιάξουν καινούργιο κτίριο και θα ανακαινίσουν το παλιό, οι εργασίες έχουν σταματήσει, η μουσει-ολογική και η προκαταρκτική μουσειογραφική μελέτη βρίσκονται στον αέρα γιατί δεν έχουν καν ενταχθεί για χρηματοδότηση στο ΕΣΠΑ, οι αρχαιολόγοι που έχουν αναλάβει το στήσιμο της μόνιμης έκθεσης αλληλοϋβρίζονται (τι λέξις!) με την τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων. Από τον Νοέμβριο του 2006 το προσωρινό λουκέτο έγινε μόνιμη και βαριά μπάρα. Αποτέλεσμα; Αυτή τη στιγμή αριστουργήματα όπως ο Δίσκος της Φαιστού, οι γυμνόστηθες θεές των Όφεων, οι τοιχογραφίες της Κνωσού με την «Παριζιάνα», τα ταυροκαθάψια κ.λπ., εκτίθεται πρόχειρα στο... γκαράζ του κτιρίου, το οποίο διαμορφώθηκε τσάτρα πάτρα σε «αίθουσα». Έρχονται το καλο-καίρι οι τουρίστες, πρώτα πάνε στην Κνωσό, μετά γυρεύουν το Μουσείο. Κι όταν διαπιστώνουν τι τρέχει δεν πιστεύουν στα μάτια τους. Ντροπής πράματα, που ’λεγε κι η προγιαγιά μου. Μέχρι να πάρει μπρος όλο αυτό το αργοκίνητο και σκουριασμένο τρένο δεν θα ήταν κακή ιδέα ο νέος υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού Παύλος Γερουλάνος να έμπαινε σε ένα αεροπλάνο για ένα ταξιδάκι στο Ηράκλειο τση Κρήτης. Εκεί, με τη δυναμική του νέου ανθρώπου στην πολιτική (κατά την έννοια του homo novus των Ρωμαίων) θα μπορούσε να απαιτήσει μερικές εξηγήσεις από όλους όσους κόπτονται για την προβολή «του πρώτου μεγάλου πολιτισμού της Ευρώπης», του μινωικού, αλλά την ίδια στιγμή δείχνουν με το δάχτυλο ο ένας τον άλλο ως υπεύθυνο για τον διασυρμό. Διότι περί διασυρμού και μάλιστα διε-θνούς και «εθνικού» –άντε ας πούμε κι εμείς μια βαριά λέξη– πρόκειται. Δει δη χρημάτων. Οι πραγ-ματικοί υπεύθυνοι δεν βρίσκονται στο Ηράκλειο αλλά στην υδροκέφαλη Αθήνα. Η χρηματοδότηση ενός τόσο σπουδαίου έργου περνάει από τους

διαδρόμους της γραφειοκρατίας, σκοντάφτει στις τρικλοποδιές του χυδαίου πολιτικαντισμού των κάθε λογής Ζαχόπουλων, κωλυσιεργεί λόγω ανικανότητας και ευθυνοφοβίας των μικρομεσαί-ων αρμοδίων, σπάει τα μούτρα της στην έλλειψη πολιτικής βούλησης. Ακόμη κι αν ο μάλλον ευρισκόμενος σε μακροχρόνιο κώμα «καλός Θεός της Ελλάδας» κουνήσει το μαγικό ραβδί του και η μουσειογραφική μελέτη (για το πώς θα παρουσιάζονται τα αντικείμενα στις 28 αίθουσες συνολικού εμβαδού 3.000 τετραγωνικών μέτρων που προβλέπουν τα σχέδια) ετοιμαστεί μέσα σε μια νύχτα, και πάλι θα πρέπει να περά-σουν τουλάχιστον εννέα μήνες μόνο για να γίνει ο διεθνής διαγωνισμός για τις προθήκες. Βάλτε μερικά χρόνια για την αποπεράτωση του κτιρίου, τη μεταφορά, την ομαλή λειτουργία. Τριγυρνούν με απορία κάθε βράδυ τα φαντάσματα των φραγκολεβαντίνων καλόγερων που για αιώνες διέμεναν στο καθολικό μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, το οποίο κατέρρευσε από σεισμό το 1856 και στη θέση του αργότερα χτίστηκε το δεύτερο μεγαλύτερο Αρχαιολογικό Μουσείο της χώρας. Αλλά μια ψυχή είμαι σίγουρος ότι δεν ησυχάζει. Είναι αυτή του μεγάλου κρητικού αρχαιολόγου Νικολάου Πλάτωνα, του ανθρώπου που, πέρα από το σπουδαίο ανασκαφικό του έργο, φρόντισε στη διάρκεια της κατοχής, μαζί με τους φύλακες, να κρύψει τους θησαυρούς του Μουσείου και να τους προφυλάξει από τις βάρβαρες ορέξεις των «πολιτισμένων» ναζιστών. Πολιτισμός και τουρισμός συναντώνται στον τίτλο του νέου Υπουργείου υπό τον Παύλο Γερουλάνο. Ας συναντηθούν και στην πράξη, στο Ηράκλειο, εκεί που η κοινή λογική αναζητά αγωνιωδώς την πολιτική βούληση.

Το δεύτερο μεγαλύτερο αρχαιολογικό μουσείο της χώρας είναι κλειστό εδώ και τρία χρόνια. Καλώς ορίσατε στην ελληνική πραγματικότητα

Του Γιώργου Ι. Αλλαμανή [[email protected]]

ΜΠΑ; ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ;

Page 6: þontiki Art 127

6/30 cover sTory «»

Η καινοτομία της διάταξης των καθισμάτων στο Θέατρο Διάνα είναι το πρώτο που παρατηρεί όποιος μπαίνει στον χώρο. Φέτος η κλασική «ιτα-λική» σκηνική συνταγή έχει εκλείψει, υπέρ μιας πρωτότυπης εκδοχής που βάζει τα καθίσματα των θεατών να αγκαλιάζουν τη σκηνή. Τη λύση εμπνεύστηκε η Ελένη Ράντου, για να δοθεί μια ακόμα παράδοξη και ενδιαφέρουσα πινελιά στο ανέβασμα του καινούργιου έργου, το οποίο επέ-λεξε ως θιασάρχης του Διάνα. Η μαύρη κωμωδία «33 φορές να φύγεις» είναι η πρώτη δραματουργική απόπειρα του Νίκου ποριώτη. Ηθοποιός που ασχολείται με τη διαφήμιση, ο ίδιος είχε παρουσιάσει πέρυσι το έργο του σ’ ένα μπαράκι. Εκεί το είδε η Ράντου κι άρχισε να ψάχνει πρώτα χαρτομάντιλο («έτρεχαν τα μάτια μου απ’ τα γέλια»), μετά σκηνοθέτη (αν και ο γιάννης Κακλέας δίνει, ούτως ή άλλως, χρόνια τώρα προθυμότατα το παρόν στις «λοξές» της επιλογές) και ύστερα συμπρωταγωνιστή (με τον Άκη ςακελλαρίου θα μοιράζονται τους απαιτητικότατους ρόλους δύο ηρώων τόσο παρανοϊκών όσο είναι και η καθημερινότητά μας). Λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα η Ελένη Ράντου μας εξήγησε όχι μόνο γιατί επέ-λεξε να επιστρέψει με το έργο του ποριώτη στο θέατρο, μετά από ένα χρόνο «αγρανάπαυσης», αλλά και γιατί ο πλανήτης πάσχει από ένα είδος επιλόχειας κατάθλιψης.

Πώς αποφασίσατε να ανεβάσετε το συγκεκριμένο έργο;Ε.Ρ.: Είχα μεγάλη ανάγκη από ένα ανάλαφρο κεί-μενο. Παρ’ όλα αυτά, στην πορεία διαπίστωσα ότι το «33 φορές να φύγεις» δεν είναι και τόσο ελαφρύ. Έχει την παράνοια των ηρώων, δύο πολύ τρελαμένων μυαλών, που το ένα είναι κολλημένο στο παρελθόν και παραιτημένο και το άλλο wanna be. Αυτές οι δύο διαθέσεις πυροδοτούν απίστευτες καταστάσεις, φτιαγμένες έτσι ώστε να σε παίρνει η κωμωδία από κάτω. Όταν όμως το έργο τελειώνει αντιλαμβάνεσαι ότι είδες κάτι πολύ «αγριευτικό». Ξεκαρδιστικά αγριευτικό. Γι’ αυτό το επιλέξατε;Ε.Ρ.: Όταν το πρωτοδιάβασα έκλαιγα από τα γέλια. Ε, αυτό είχε χρόνια να μου συμβεί. Γιατί είχε χρόνια να σας συμβεί;Ε.Ρ.: Γιατί όλος ο πλανήτης είναι σε κατάθλιψη και δεν γράφεται πια πραγματική κωμωδία. Είχα χρό-νια να συναντήσω έργο που ήδη από το κείμενο να με κάνει να ξεκαρδίζομαι. Το έργο παίζει όμως και με το νευρικό μας σύστημα. Το διαπερνά ένα πολύ σημερινό ρεύμα ψυχοπάθειας: Ουσιαστικά ο ένας ήρωας είναι καταθλιπτικός κι ο άλλος σε μανία. Έχει κι άλλα συστατικά αναγνωρίσιμα στην καθημερινότητά μας;Ε.Ρ.: Πάρα πολλά. Καταρχήν βασικός του καμβάς είναι η έλλειψη επικοινωνίας. Κάθε ήρωας κουβα-λάει τη δική του εμμονή και δεν επικοινωνεί με την εμμονή του άλλου. Πολύ αναγνωρίσιμη είναι και η εναλλαγή στη σχέση βασανιστή και θύματος. Οι ήρωες φτιάχνουν ένα ντουέτο τραγικά κωμικό, αλλά και τραγικά επικίνδυνο, με ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα, από το να δολοφονηθούν μέχρι να γίνουν αδελφές ψυχές. Έχετε εντοπίσει τέτοιου είδους σχέσεις γύρω σας;Ε.Ρ.: Παντού! Καταρχήν αυτή η τρομερή πίεση που περιγράφεται τη ζούμε όλοι καθημερινά, σε τέτοιο

Εξαιτίας αυτού έκανα και το σίριαλ («Εργαζόμενη γυναίκα»), που ήταν μονοκάμερο και σε ανοιχτό χώρο. Μου πήρε ένα χρόνο για να μπορέσω να μπω στο θέατρο χωρίς να θέλω να φύγω το πρώτο πεντάλεπτο. Δεν σας επιβαρύνει επιπλέον και η ευθύνη που έχετε τόσα χρόνια ως θιασάρχης;Ε.Ρ.: Είναι μια πίεση. Δεν θα την ονόμαζα όμως ευθύνη, γιατί από την ώρα που αγαπάς ένα έργο, ως θιασάρχης το υπηρετείς ολοκληρωτικά. Ό,τι με αγχώνει είναι η πίεση των διαφορετικών ρόλων που πρέπει να παίξω. Π.χ. την ώρα που μπαίνω στον κανονικό μου ρόλο, πρέπει να βγω για να μιλήσω οικονομικά με τον κατασκευαστή. Αυτό είναι δυσάρεστο;Ε.Ρ.: Έχει μια σχιζοφρένεια, αλλά ειδικά το οικονο-μικό μέγεθος με έκανε λίγο πιο ρεαλίστρια. Όπως και η συνολική θεώρηση της δουλειάς, που με έκανε καλύτερη ηθοποιό. Αναγκαστικά φεύγεις από τον εγωισμό του τύπου «τώρα εγώ θα κάνω ερμηνεία», αγαπάς και τους άλλους ηθοποιούς κι αρχίζεις κι αγαπάς κι όλο το τεχνικό μέρος. Είστε προφανώς οργανωτική.Ε.Ρ.: Κι όμως, δεν είμαι πολύ οργανωτική. Απλώς έχω πολύ ισχυρό όνειρο. Όταν συμβαίνει αυτό, κά-πως γίνεται και οργανώνονται οι άλλοι για μένα. Το συναίσθημα φτιάχνει τη συνθήκη. Και με τα χρόνια έχω βρει και έναν-δυο ανθρώπους στους οποίους ξέρω ότι μπορώ να ακουμπήσω. Πώς από αυτό το καθεστώς επιστρέφετε πότε πότε σε ένα άλλο, όπου δεν έχετε παρά την ευθύνη του ρόλου σας;Ε.Ρ.: Αυτό είναι υπέροχα ξεκουραστικό. Την πρώτη φορά που έκανα δουλειά εκτός του Θεάτρου Διά-να, ήταν όταν έκανα την αριστοφανική Πραξαγόρα στο Θέατρο Τέχνης. Και παρότι πήγαινα για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, ήταν λυτρωτικό ότι είχα τη χαρά να ασχολούμαι μόνο με τον ρόλο μου. Παίζετε συνήθως κωμωδία. Δεν θελήσατε ποτέ να παίξετε ένα δράμα;Ε.Ρ.: Το δράμα, και σαν γραφή ακόμα, το βρίσκω λίγο πιο προβλέψιμο. Ενώ στην κωμωδία μου αρέ-σει αυτό το απρόβλεπτο, το ότι το κείμενο έχει σκε-φτεί μερικά δευτερόλεπτα πριν από τον θεατή. Η κωμωδία έχει μια λοξάδα που ταιριάζει με το μυα-λό μου. Ύστερα, δεν θέλω να πέσω και στη σοβαρο-φάνεια του τύπου «για να δείξω ότι είμαι σπουδαία ηθοποιός, πρέπει να κάνω δράμα», που εγκυμονεί τον κίνδυνο του μικροαστισμού. Θα πνιγόμουν. Στη «λοξάδα» σας έχετε βρει κατεξοχήν τον σκηνοθέτη που ’χει τέτοια ματιά, τον Γιάννη Κακλέα.Ε.Ρ.: Συνεργαζόμαστε πολλά χρόνια κι ο ένας δίνει πάσα στον άλλο. Με τον Γιάννη έχουμε κι ένα κοι-νό, ότι αν πρέπει να κάτσουμε να φάμε το γιαούρτι δεν θα το βάλουμε στα πόδια. Για κάποιο λόγο παραμένουμε και οι δυο λίγο αδέσποτοι και παίρ-νουμε το ρίσκο.

Αυτό το «αδέσποτο» το ’χετε και ως χαρακτήρας;Ε.Ρ.: Με σαγηνεύει το μη αναμενόμενο. Μου αρέσει να μη φοράω μια ταμπέλα, να μην ακουμπάω σε σταθερές κομμάτων, ιδεών, ανθρώπων, ποδοσφαιρι-κής ομάδας, νοοτροπιών. Μπορεί να ’ναι και ευκο-λία να μη θέλεις να είσαι με κανέναν. Ή ένας τυχο-διωκτισμός. Αλλά θέλει και κότσια να ’σαι απ’ έξω. Έχει κόστος;Ε.Ρ.: Το πληρώνω καθημερινά. Είναι όμως και κάτι τρελοί σ’ αυτόν τον χώρο που πάνε μόνοι τους. Εί-ναι μικρή η βάρκα τους κι εκτεθειμένη σε όλες τις καιρικές συνθήκες. Αλλά, από την άλλη, είναι ελεύ-θεροι. Κι εγώ έτσι νιώθω. Δεν θα με φωνάξει κανείς να μου πει «φέτος αποφάσισα να παίξεις αυτό», ούτε θα μου επιβάλει τη δική του αισθητική. Αλλά κι αυτό για μένα μονόδρομος ήταν. Δεν θα μπορού-σα να κάνω αλλιώς. Κάνατε πρόσφατα και σινεμά, το «Πεθαίνω για σένα», βασισμένο στο δικό σας θεατρικό έργο «Μαμά μην τρέχεις». Θα ’χει συνέχεια η πρώτη σας απόπειρα;Ε.Ρ.: Το σινεμά στην Ελλάδα είναι λίγο αποδιοργα-νωμένο από μόνο του και δεν σε ενθαρρύνει να συνεχίσεις να προσπαθείς. Γιατί το λέτε αυτό; Πώς ήταν η κινηματογραφι-κή σας εμπειρία;Ε.Ρ.: Τη λογοκρισία που αισθάνθηκα κάνοντας αυτή την ταινία δεν την έχω νιώσει ποτέ, ούτε στο θέα-τρο, ούτε στην τηλεόραση. Η αγωνία για να μη βγει το έργο «ακατάλληλο», που θα σήμαινε πλήγμα για τα εισιτήρια, ήταν τόσο μεγάλη που με πλάκωσε. Είχα την ευθύνη ενός άλλου που είχε βάλει τα λε-φτά, αλλά πιέστηκα τρελά, ξέροντας πως εμένα δεν θα με ένοιαζε αν το έργο χαρακτηριζόταν «ακατάλ-ληλο». Ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα λει-τουργήσει με τον φόβο τού τι μπορεί να μας πουν. Κι όμως, στο σινεμά έπρεπε να τα διαπραγματευτώ όλα απ’ την αρχή. Μου φάνηκε ότι εκεί όλα είναι ενοχικά: «Θέλω να κάνω ποιότητα αλλά και εισιτή-ρια και να ’χω και τα αστεράκια της κριτικής». Στην τηλεόραση είναι χυδαία η απενοχοποίηση, αλλά τουλάχιστον μπορείς να διακρίνεις τους όρους και να πεις καθαρά αν κάτι σε ενδιαφέρει να ασχολη-θείς. Ενώ στο σινεμά μπερδεύτηκα. Και δεν νομίζω πώς έφταιγα εγώ γι’ αυτό.

Στην τηλεόραση διασκεδάζετε;Ε.Ρ.: Όταν κάνω τηλεόραση φροντίζω να διασκεδά-ζω. Όταν όμως βλέπω τηλεόραση συχνά βουλιάζω και στενοχωριέμαι. Αλλά επειδή είναι και εύκολο να την κατακρίνουμε, αυτή είναι η τηλεόραση που φτιάξαμε εμείς, άρα η τηλεόραση που μας αξίζει. Απαντάτε ευθέως. Αλήθεια, με την πολιτική που σπανίως απαντά ευθέως τι σχέσεις έχετε;Ε.Ρ.: Είναι περίεργο αυτό που συμβαίνει με την πολιτική. Κάτι γίνεται με τη ρουφιάνα την εξουσία κι όποιος την ενδύεται είναι σαν να πηγαίνει σε πολυκατάστημα και να αγοράζει την ίδια στολή. Υπάρχουν και στιγμές ανατροπών, αλλά είναι ελά-

βαθμό που ούτε στις διακοπές μας δεν μπορούμε να την αποχωριστούμε. Είναι αυτή που μας κάνει δυστυχείς, αλλά και που μας τροφοδοτεί. Ζούμε μέσα στην αρρώστια και δεν ξέρουμε πώς να κλεί-σουμε τον διακόπτη. Γιατί κολλάμε σ’ αυτή την «αρρώστια»;Ε.Ρ.: Γιατί η ίδια μπορεί να είναι πηγή έμπνευσης και στόχος. Μια τέτοια αρρώστια έχει κι έναν τρο-μερό ναρκισσισμό. Όταν είμαστε άρρωστοι κάνου-με πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις, οι οποίες είναι νο-σηρές κι έχουν θάνατο και φρίκη, ενώ δεν έχουμε μάθει να τροφοδοτούμαστε από την ομορφιά, που άλλωστε δεν τη συναντάμε εύκολα. Γι’ αυτό είναι ο πλανήτης σε κατάθλιψη;Ε.Ρ.: Και γιατί είναι τέτοιος ο ρυθμός, η ταχύτητα σε τεχνολογικό τρέξιμο, σε πληροφορίες και χιλιάδες εικόνες, που δεν προλαβαίνουμε να επεξεργαστού-με τις αλλαγές. Εκατομμύρια πράγματα μένουν ανένταχτα και μοιάζουν να αιωρούνται απειλητικά από πάνω μας, ενώ εμείς δεν έχουμε να πιαστούμε από πουθενά. Ζούμε ένα fast forward πληροφοριών και αλλαγών, που δεν μπορεί παρά να μας προκα-λέσει ένα είδος επιλόχειας κατάθλιψης. Ο πλανήτης είναι όπως μια γυναίκα, η οποία στους 9 μήνες της εγκυμοσύνης παρατηρεί καθημερινά να αλλάζει το σώμα της, η συνθήκη της και η ανάγκη της. Σ’ εκείνον όμως η αλλαγή δεν είναι καν μια φυσική διαδικασία, αλλά κάτι απάνθρωπο, με απάνθρω-πους ρυθμούς.

Και τότε γιατί δεν γράφονται πια κωμωδίες, αφού το υλικό τους ήταν πάντα κατά βάθος πικρό;Ε.Ρ.: Μα και οι συγγραφείς είναι πια σε ένα στενά-χωρο mood. Όσο χιούμορ κι αν έχουν, η κατάστα-ση τους πλακώνει. Εσείς πάντως πέρυσι πατήσατε «στοπ» και απουσιάσατε.Ε.Ρ.: Είχα πάθει μια τρομερή υπερκόπωση, μια αγοραφοβία κι ένα πνίξιμο στην προοπτική να κλειστώ σε ένα χώρο. Ήθελα να είμαι συνέχεια έξω.

Ελένη Ράντου«Θέλει κότσια να ’σαι απ’ έξω»

«Έχει χαθεί η αίσθηση ότι οι εκλογές είναι κάτι σημαντικό. Έχουν απομυθο-ποιηθεί, γιατί δεν υπάρχει σοβαρή ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει την επόμενη ημέρα. Θα υπάρξει μια ύφεση του θυμού για κάνα δίμηνο; Αυτό το παιχνίδι είναι πια γνώριμο. Κι εμείς την κεραμίδα την περιμένουμε. Έχουμε λοιπόν ελάχιστο ζήλο, άρα και λιγότερο φανατισμό. Να κι ένα καλό. Δεν είμαστε φανατικοί οπα-δοί κανενός, απλώς πάμε και ερχόμαστε, αναλόγως με τη συγκυρία».

ΣυνέντευξηΣτη Ναταλί Χατζηαντωνίου

Φωτ. Ορφέας Εμιρζάς

Καθισμένη ολομόναχη στην άδεια θεατρική αίθουσα, η Ελένη Ράντου παρατηρεί τη σκηνή και καπνίζει. Πολύ και νευρικά. art

Page 7: þontiki Art 127

ΠΟΝΤΙΚΙart 22-27.10.09 31/7

χιστες και κρατούν λίγο. Αμέσως μετά όλοι τρέχουν να «διορθωθούν» και να φορέσουν τη στολή. Σ’ αυτές τις εκλογές πώς αισθανθήκατε;Ε.Ρ.: Έχει χαθεί η αίσθηση ότι οι εκλογές είναι κάτι σημαντικό. Έχουν απομυθοποιηθεί, γιατί δεν υπάρ-χει ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει την επόμενη ημέρα. Θα υπάρξει μια ύφεση του θυμού για κάνα δίμηνο; Αυτό το παιχνίδι είναι πια γνώριμο. Κι εμείς την κε-ραμίδα την περιμένουμε. Έχουμε λοιπόν ελάχιστο ζήλο, άρα και λιγότερο φανατισμό. Να κι ένα καλό. Δεν είμαστε φανατικοί οπαδοί κανενός, απλώς πάμε κι ερχόμαστε αναλόγως με τη συγκυρία. Αυτό δεν φαίνεται να το αντιλαμβάνονται οι πολιτικοί.Ε.Ρ.: Ίσως γιατί ζούμε στην εποχή που γενικώς σε ψήνει η τηλεοπτική λογική τού «τι πουλάει αυτό το 15λεπτο». Το ίδιο «παίζει» πάρα πολύ, ακόμα και στις ερωτικές σχέσεις – «Εγώ είμαι καλά αυτό το τέταρτο». Αλλά στα μεγάλα πολιτικά θέματα χρειά-ζεται να χτίσεις υποδομή και να κάνεις κινήσεις, οι οποίες ίσως να καρποφορήσουν σε 30 χρόνια. Ενώ τώρα νιώθω ότι και διεθνώς οι κινήσεις γίνονται για να εξυπηρετήσουν τα αμέσως επόμενα λεπτά.

Εσείς πάντως και στην τηλεόραση, που αυτό το ευνοεί, δεν παίξατε το χαρτί της γυναικείας ματαιοδοξίας.Ε.Ρ.: Είναι το μεγάλο μου πρόβλημα αυτό. Ότι δεν είμαι συμφιλιωμένη με την εμφάνισή μου. Δεν έχω καλή σχέση με τον καθρέφτη. Κι επειδή δεν μου αρέσει ό,τι βλέπω εκεί, δεν θέλω να το βλέπω και συχνά. Είναι κακό να είναι κανείς νάρκισσος, αλλά κι αυτό που έχω είναι η άλλη άκρη. Όταν είναι κάποιος το αντίθετο του νάρκισσου αποδέχεται τον χρόνο που περνάει ευκολότερα;Ε.Ρ.: Όχι, γιατί ο χρόνος έχει να κάνει και με τις δυ-νάμεις σου κι εκεί μεγαλώνοντας τα βρίσκεις, έτσι κι αλλιώς, ζόρικα. Όταν οι αντοχές πέφτουν, όπως και να ’ναι η μούρη σου, δεν κρύβεσαι. Τι να σου κάνει το μπότοξ; Αλλά πρόβλημα είναι και αυτό που βιώνω εγώ, ο φόβος δηλαδή να αγαπήσω τον εαυτό μου. Ο χρόνος λοιπόν δεν με ελευθερώνει. Αντίθετα, μου φτιάχνει ένα άλλο θέμα κι έναν ολό-κληρο κύκλο αυτοβασανισμού. Η παρουσία της κόρης σας δεν το ανέτρεψε αυτό;Ε.Ρ.: Άμα το ’χεις το χούι… Απλώς η Νικολέτα γλυ-καίνει αυτό το βάσανο στο οποίο υποβάλλω τον εαυτό μου. Ώρες ώρες τουλάχιστον λέω «κοίτα τι γλύκα μπορείς να πάρεις. Γιατί βασανίζεσαι έτσι;». Γι’ αυτό ρέπετε στην κωμωδία;Ε.Ρ.: Είναι ένα καλό ξόρκι. Ίσως γι’ αυτό την έχω ανάγκη όταν δεν είμαι καλά. Τότε πρέπει να «κα-νιβαλιστώ», να πατώσω, να κοροϊδέψω τον εαυτό μου, να τον στήσω στα δύο μέτρα, να τον ξεφτιλί-σω. Ζει μέσα μου ένα περίεργο τέρας που τρέφεται από μένα την ίδια. Γιγαντώνεται, υποχωρεί, ξανα-γεννιέται από τις στάχτες του, σαν το... πουλί της 21ης Απριλίου. Στη δημιουργία όλο αυτό το βάσανο είναι καλό, γιατί με αναγκάζει να ανανεώνομαι. Στη ζωή μου όμως με… διαλύω. Όταν είστε στις μαύρες σας και βγαίνετε στον δρόμο σάς μπλοκάρει η αναγνωρισιμότητά σας;Ε.Ρ.: Όχι, μου αρέσει πάντα πολύ. Μερικές φορές μάλιστα από κεκτημένη ταχύτητα μιλάω εγώ πριν μου μιλήσουν οι άλλοι, για να τους βγάλω από την αμηχανία. Αλλά μου έτυχε να μιλήσω και σε ανθρώπους που ούτε είχαν καμία διάθεση να μου μιλήσουν, ούτε με αναγνώρισαν. Ήθελαν απλά να ρωτήσουν την ώρα!

Page 8: þontiki Art 127

8/32 ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ >>

>Ο αυτοκράτορας είναι γυμνός (κυριολεκτικά)

Τότε, το 1999, πρωταγωνιστούσε ο ίδιος στην παράσταση «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα» που παίχτηκε στο κλαμπ +SODA. Τότε ο Κωνσταντίνος Ρήγος πότιζε τον κόσμο του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν με την ποπ κουλτούρα της Τερψιχόρης, με βίντεο προβολές, με δυνατή μουσική, με πασαρέλα μόδας, με μία φαντασμαγορία που βρήκε απήχηση. Τώρα ο ίδιος άνθρωπος παρουσιάζει ξανά το διάσημο παραμύθι σε απλοποι-ημένη μορφή, κρατώντας μόνο τη σκηνοθετική μπαγκέτα, συνεργαζόμενος και πάλι με την Έλενα Πέγκα (Θέατρο Ροές, από 29/10). Δέκα χρόνια μετά, λοιπόν, το κείμενο επικεντρώνεται στην ουσία της ιστορίας, στο κυνήγι της αλήθειας την οποία στην πραγματικότητα μόνο ένα παιδί μπορεί να αποκαλύψει. Σύμφωνα με την Έλενα Πέγκα ένα παραμύθι είναι πάντα δύσκολο να μιλήσει στους ενήλικες, κάτι που δεν συμβαίνει όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού μιλάμε για μία ιστορία με κοινωνικοπολιτικό background, «ένα σχόλιο στη ματαιοδοξία, το κυνήγι της ομορφιάς, τη φτώχεια, τον πλούτο, την εξουσία, την κατανάλωση στιγμών και συναισθημάτων». Αντικαθιστώντας το κλαμπίστικο σκηνικό του 1999, ο Ρήγος βάζει τους πρωταγωνιστές του να κάθονται σε μία τραπεζαρία τοποθετημένη σε ένα υπερμέγεθες λευκό μπάνιο, να τρώνε junk food μέσα σε ένα βρώμικο και παρηκμασμένο περιβάλλον, ενώ ο αυτοκράτορας βγαίνει από την αρχή της παράστασης γυμνός, με τους αυλικούς του να υποκρίνονται πως είναι ντυμένος. Οι ανατροπές του νέου ανεβάσματος είναι μεγάλες, βρίσκονται όμως στις λεπτομέρειες, στην εικόνα. «Είχαμε ανάγκη να περάσουμε το ίδιο μήνυμα ιδωμένο απλά, από άλλη οπτική γωνία. Είναι τρομερά γοητευτικό να διαπιστώνει κανείς πως το παλιό είναι πάντα επίκαιρο» ομολογεί η Πέγκα. Πρωταγωνιστούν: Δήμητρα Ματσούκα, Μιχάλης Θεοφάνους, Λευτέρης Βασιλάκης, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Νίκος Καρδώνης, Τάσος Πυργιέρης.

| Αγγελική Μπιλλίνη

>Κλασικό ροκ των 70s

Θα τους δουν τυχαία στον δρόμο τίποτα παπάδες και θα τρέξουν να τους χαιρετήσουν περνώντας τους για συνάδελφους-κληρικούς. Θα ακούσουν αγγλικά ωστόσο και όχι ελληνικά και θα πιστέψουν πως είναι από καμιά ξένη εκκλησία. Αν γνώριζαν βέβαια τη μουσική τους θα άλλαζαν εντελώς γνώμη και θα σταυροκοπιούνταν θεωρώντας πως μπροστά τους έχουν τα μέλη κάποιας αίρε-σης. Κλασικό ροκ των seventies με μπλουζ επιρροές. Οι ZZ Top, με τις μακριές γενειάδες τους να αποτελούν το σήμα κατατεθέν τους, θα βρίσκονται μεθαύριο Σάββατο στο Κλειστό Γυμναστήριο Φαλήρου του Τάε Κβον Ντο για την πρώτη τους συναυλία στην Ελλάδα. Ίδιοι και απαράλλαχτοι σαράντα χρόνια τώρα, αποτελούν ένα από τα πιο στάνταρ και αναγνωρίσιμα συγκροτήματα του ροκ. Από το 1969 που σχηματίστηκαν στο Χιούστον του Τέξας όχι μόνο δεν έχουν αλλάξει ούτε στο ελάχιστο την εξωτερική τους εμφάνιση, αλλά κατέχουν και το σπάνιο ρεκόρ ότι δεν προχώρησαν ποτέ στην παραμικρή αλλαγή στη σύνθεσή τους. Τρεις ήταν τότε, οι ίδιοι τρεις παραμένουν και τώρα. O Μπίλι Γκίμπονς, στην κιθάρα και το τραγούδι, ο Ντάστι Χιλ, στο μπάσο και το τραγούδι, και ο Φρανκ Μπερντ, στα ντραμς. Να δούμε μόνο τι θα πρωτοδιαλέξουν να παίξουν μέσα από 15 άλμπουμ και περισσότερα από 20 πετυχημένα singles, όπως τα «La Grange», «Legs», «Sharp Dressed Man», «Gimme All Your Lovin» κι ένα σωρό ακόμα. Χώρια ότι αποτελεί κι ένα από τα συναυλιακά απωθημένα του εγχώριου κοινού που επιτέλους θα ικανοποιηθεί…

| Δημήτρης Κανελλόπουλος

>Από το «ςικάγο» στο Μπρόντγουεϊ

Τα εύσημά της στο μιούζικαλ τα έχει πάρει εδώ και χρόνια. Και ποιος δεν θυμάται την Κάθριν Ζέτα Τζόουνς σαν Βίλμα Κέλι στο «Σικάγο», έναν ρόλο που της χάρισε και Όσκαρ. Τώρα ετοιμάζε-ται να επιστρέψει στο μιούζικαλ, αυτή τη φορά όμως κάνοντας ντεμπούτο στο Μπρόντγουεϊ. Η εκρηκτική ηθοποιός θα πρωταγω-νιστήσει στο κλασικό έργο του Στίβεν Σόντχαϊμ «Μικρή νυχτερινή μουσική». Καλείται μάλιστα να ξετυλίξει όλο το υποκριτικό αλλά και φωνητικό της ταλέντο, καθώς η Ντεζιρέ Άρμφελντ, ο ρόλος που θα υποδυθεί, είναι αυτή που ερμηνεύει την απαιτητική και δημοφιλέστατη μπαλάντα «Send in the Clowns». Δίπλα της θα βρίσκεται η μεγάλη κυρία του βρετανικού θεάτρου Άντζελα Λάν-σμπουρι. Το έργο του Σόντχαϊμ παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ το 1973 και έκτοτε έχει κερδίσει έξι βραβεία Τόνι. Η νέα παραγωγή είναι εμπνευσμένη από τα «Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, σε σκηνοθεσία Τρέβορ Ναν. Η πρεμιέρα θα γίνει στις 13 Δεκεμβρίου στο Walter Kerr Theater της Νέας Υόρκης.

| Ελίνα Μπέη

Μιχάλης Θεοφάνους, Δήμητρα Ματσούκα

ZZ Top

Κάθριν Ζέτα Τζόουνς

Page 9: þontiki Art 127

ΠΟΝΤΙΚΙart 22-27.10.09

> Η καλή νεράιδα Έιμι

Στα παραμύθια η νονά είναι συνήθως μια καλή νεράιδα που προ-στατεύει τα παιδιά. Για την Έιμι Γουάινχαουζ αυτό δεν απέχει και πολύ. Όπως υποστηρίζει, η βαφτισιμιά της είναι το νέο ανερχόμενο αστέρι της μουσικής σκηνής. Δεν είναι και λίγο αυτό όταν το ακούς από την Έιμι. Στο παρελθόν μάλιστα έχει μιλήσει επανειλημμένως σε συνεντεύξεις της γι’ αυτήν, λέγοντας ότι δεν θέλει να γίνει δυ-στυχισμένη όπως η ίδια. Το όνομα της Ντιον Μπρόμφιλντ μπορεί ακόμη να μη σας λέει τίποτα, σύντομα όμως θα ακούγεται παντού, επειδή η Έιμι αποφάσισε να εγκαινιάσει τη νέα της δισκογραφική Lioness Records με ένα άλμπουμ της 13χρονης προστατευόμενής της. Προς το παρόν έκαναν μαζί την πρώτη τους τηλεοπτική εμφάνιση στο ριάλιτι «Strictly Come Dancing». Η μικρή ερμήνευσε το πρώτο σινγκλ του άλμπουμ «Mama Said» και η διάσημη νονά έκανε

φωνητικά. Και οι παραγωγοί του σόου έτριβαν τα χέρια τους, καθώς περίμεναν τόσο καιρό να κλείσουν την Έιμι, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μέχρι που εμφανίσθηκε η Ντιον. Οι πιο ψαγμένοι πάντως πιθανόν να έχουν δει ήδη στο YouTube την πρώτη δημόσια εμφάνισή της, από μια ιδιωτική συνάντηση της Έιμι με τον Πιτ Ντόχερτι, όπου ερμηνεύει εκπληκτικά το «If I Ain’t Got You» της Αλίσια Κις. Και φυσικά έγινε αμέσως hit. Παρεμπιμπτόντως, η… νονά ολοκλήρωσε ήδη τέσσερα τραγούδια από το νέο της άλμπουμ που αναμένεται την επόμενη χρονιά.

| Ελίνα Μπέη

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

22 Οκτωβρίου. Ουρές στα περί-

πτερα για το νέο πρίμιουμ κυριακάτι-

κης εφημερίδας με τα καινούργια τρα-

γούδια, πάντα μελίρρυτα, του Γιάννη

Πάριου. Ουρές και στο Θέατρο Πόρτα

για τον Τάκη Ζαχαράτο που υποδύε-

ται τη Ρένα Βλαχοπούλου, ενώ δίπλα

του ουρλιάζει σαν καρικατούρα της

Σαπφώς Νοταρά η Τζέση Παπουτσή.

Αυτά από εμπορικής πλευράς...

Ακριβώς στην απέναντι όχθη ο

Λευτέρης Βογιατζής ετοιμάζει, εγκαί-

ρως αυτή τη φορά, την πρεμιέρα του

στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, ενώ

το «Πουθενά» εξακολουθεί να είναι

θέμα συζήτησης και διαφωνιών.

Υπάρχει αδρεναλίνη σ’ αυτή την

πόλη, όσο να πεις... Και στον ελ-

ληνικό κινηματογράφο ακόμα περισ-

σότερη. Μετά τους συναδέλφους

τους σκηνοθέτες ταινιών μεγάλου

μήκους τώρα και οι μικρομηκάδες

απέχουν από τα κρατικά βραβεία κι-

νηματογράφου και από το Φεστιβάλ

Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.

Πενήντα σκηνοθέτες υπογράφουν την

επιστολή προς το ΥΠΠΟ δηλώνοντας

την υποστήριξή τους στους «Κινημα-

τογραφιστές στην Ομίχλη» και τα αι-

τήματά τους, πράγμα το οποίο μετα-

φράζεται σε απουσία από τα βραβεία

των 29 από τις 36 ταινίες της φετινής

παραγωγής. Με την εβδομάδα των

«Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη»

να ετοιμάζεται για τις αρχές Νοεμβρί-

ου στην Αθήνα τα πράγματα γίνονται

πιο ενδιαφέροντα και μια πρώτη έστω

αντίδραση από το Υπουργείο είναι

τουλάχιστον επιβεβλημένη. Στις

αίθουσες, πάντως, αυτή την περίοδο ο

σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος

παίρνει την εκδίκησή του. Πήγα

–με πήγαν για την ακρίβεια– μετά από

καιρό, στο Half Note Jazz Club, Τετάρ-

τη βράδυ, και έτυχε να παίζει ο Τονί-

νο Καροτόνε. Σαν ταλέντο της Πάνια

ήταν. Οπτικά. Γιατί φωνητικά μια χαρά

είναι ο εκκεντρικός Βάσκος. Μια

γλυκιά παρακμή εκπέμπει. Φίσκα

ο χώρος. Όρθιοι. Στριμωγμένοι.

Ετερόκλητοι. Κουλτουριάρηδες

Γύρω γύρω πόλη...Της Άννας Βλαβιανού

και κάτι κυρίες που σαν να άφησαν

στη μέση την μπιρίμπα και να ήρθαν.

Με το μαλλί κομμωτηρίου, περι-

ποιημένες, ασυνόδευτες, το τσαντά-

κι κρεμασμένο στην καρέκλα, πρώτο

τραπέζι πίστα. Τόσα χρόνια στο

κουρμπέτι, ακόμα δεν μπορώ να συλ-

λάβω τη γεωγραφία του κοινού. Ποιο πούλμαν τους αδειάζει, τόσο δι-

αφορετικούς, σε κάτι «κουφά» μέρη;

Γυναίκες 50 something, λοιπόν,

τα έπιναν στον Καροτόνε. Μπρά-

βο απήχηση ο showman! Βέβαια,

τους κατά λάθος θεατές αμέσως τους

καταλαβαίνεις. Με το που υποκλί-

θηκε ο καλλιτέχνης, όπου φύγει φύ-

γει οι κυρίες. Ποιο ανκόρ και ποιο

μπιζάρισμα... Γρήγορα στην έξο-

δο! Τελικά, λίγα πράγματα θέλει

ο άνθρωπος για να σηκωθεί απ’ τον

καναπέ του και να βγει στη ζωή. Σε περίπτωση που δεν έχει προσωπι-

κό κίνητρο (ένα έξυπνο μυαλό κι ένα

παιχνιδιάρικο βλέμμα), ας έχει του-

λάχιστον «καθαρά» ποτά, ωραίες μου-

σικές και καλλιτεχνικό κίνητρο. Τις

Τρίτες, πάντως, πολλοί μένουν σπί-

τι για να δουν Λαζόπουλο. Εκτός

από εκείνους που πάνε στο στούντιο

να τον δουν ζωντανά. Η Έφη Σαρ-

ρή λογικά δεν θα τον ξαναδεί ποτέ

στη ζωή της. Η ελληνική δικαιοσύ-

νη δεν υιοθέτησε τις απόψεις της περί

δυσφήμησης της προσωπικότητάς

της από τον Λάκη Λαζόπουλο. Πώς

θα εξασφαλίσει τώρα τον τηλεοπτι-

κό επιούσιο; Πώς θα εξασφαλίσει

τηλεοπτικές εμφανίσεις; Κάτι θα

βρει. Κάποια δραματική κορώνα

θα εφεύρει. Από γραφικότητες η

ελληνική τηλεόραση άλλο τίποτα. Και

από γραφικούς, επίσης. Τα εμπο-

ρικά ραδιόφωνα δεν παίζουν πια δυ-

νατά Νταλάρα και Αλεξίου, ούτε καν

Ρέμο και Πλούταρχο. Άγνωστοι λαϊκο-

πόπ αοιδοί ή χιπ-χοπ αισθηματολογίες

μονοπωλούν το airplay. «Αλλάζουμε

ή βουλιάζουμε» έλεγε προεκλογικά

ο Γιώργος Παπανδρέου. «Αλλάζουμε

και βουλιάζουμε» είναι το σύνθημα

στο ελληνικό ραδιόφωνο.

33/9>>

>Το πνεύμα του Miles 50 χρόνια μετά

Δεν είναι ακριβώς ένα νότα-προς-νότα tribute στο «Kind of Blue» του Μάιλς Ντέιβις, αλλά ούτε και αυτή είναι μία tribute band... Είναι θεσπέσια αφορμή όμως για μία καλή τζαζ συναυλία η επέτειος των 50 χρόνων από την ηχογράφηση του τζαζ αριστουργήματος, του άλμπουμ που πολύ εύστοχα χαρακτήρισε ο Κουίνσι Τζόουνς ως το άλμπουμ που μπορεί να δώσει επαρκή απάντηση σε ένα ερώτημα που ποτέ δεν απαντήθηκε: «τι είναι η τζαζ». Ο ντράμερ Τζίμι Κομπ είναι ο μόνος που ζει σήμερα από το κορυφαίο, ίσως, τζαζ σχήμα, που το 1959 ηχογράφησε το «Kind οf Blue» (οι υπόλοιποι, πέραν του Μάιλς, ήταν οι σαξοφωνίστες Τζον Κόλτρεϊν και Τζούλιαν «Κάνονμπολ» Άντερλεϊ, οι πιανίστες Μπιλ Έβανς και Ουίντον Κέλι και ο μπασίστας Πολ Τσέιμπερς) και έρχεται στην Ελλάδα με ορισμένους σπουδαίους μουσικούς, νέους και μη, οι οποίοι στο παρελθόν έχουν παίξει είτε με τον Τζίμι Κομπ είτε με κάποιο από τα μέλη του αρχικού σχήματος, και έχουν ερμηνεύσει αγαπημένες συνθέσεις από το «Kind of Blue», όπως το «So What» ή το «Freddie Freeloader», καθώς και πολλά κλασικά κομμάτια του Μάιλς, του Κόλτρεϊν και του Άντερλεϊ. Στις δύο συναυλίες με τίτλο «Kind Of Blue - 50 Years On...» που θα δώσει στη Αθήνα (στο Μέγαρο Μου-σικής, το Σάββατο 24 Οκτωβρίου) και στη Θεσσαλονίκη (στο Βελίδειο, την Παρασκευή 23 Οκτωβρίου) η Jimmy Cobb’s So What Band, όπως αποκαλείται για να θυμίζει την κορυφαία στιγμή του σπουδαίου αυτού ντράμερ, θα ανεβάσει στη σκηνή τον τρομπετίστα Ουάλας Ρόνεϊ, τους σαξοφωνίστες Τζέιβον Τζάκσον και Βίνσεντ Χέρινγκ, τον πιανίστα Λάρι Γουίλις και τον μπασίστα Μπάστερ Ουίλιαμς. Και, υποθέτω, θα είναι πιο πολύ μία συναυλία αφιέρωμα στο πνεύμα του Μάιλς Ντέιβις (και του Μπιλ Έβανς), το μελωδικό, πειραματικό και εύκολα αντιληπτό ύφος εκείνου του άλμπουμ και λιγότερο μία αναπαράσταση του «Kind οf Blue». Άλλωστε, αυτή δεν «είναι» η τζαζ;

| Λεωνίδας Αντωνόπουλος

>Η προέλευση της έμπνευσης

Εμείς οι Μεσόγειοι κάτοικοι του παγκόσμιου χωριού των ανισοτήτων και των διαφορών έτυχε να είμαστε μελαχρινοί, σκουρόχρωμοι και μαλλιαροί («Μελαψές φυλές, κοντοπόδα-ρες… με αγγλικές αλφαβήτες, μαλλιαροί μου Ελλαδίτες...» έλεγε και ο Σαββόπουλος στους «Κωλοέλληνες»)! Και μαζί με μας, πιο νότια και πιο ανατολικά, Αφρικανοί, Ασιάτες και Λατινοαμερικάνοι, μαυριδεροί και τριχωτοί, πλημμυρίζουν γεωγραφικά και πληθυσμιακά τη Γη. Με κοινό μας χαρα-κτηριστικό τη μικρή ή μεγάλη απόσταση από το βόρειο, τραχύ, γοτθικό και άριο πρότυπο του λευκού, του ψηλού, του ξανθού. Και τις πολλές μας τρίχες. Και δη τις κατσαρές! Από αυτές τις… τρίχες και κυρίως από τους «φορείς» τους και τον τόπο προέλευσής τους εμπνέεται ο Νίκος Χαραλα-μπίδης στο νέο του πρότζεκτ με τίτλο «Τρίχες Κατσαρές» που εγκαινιάζεται σήμερα στην Αίθουσα Τέχνης Καππάτος (έως 22 Δεκεμβρίου). Φυσικά, ο παιχνιδιάρικος και προ-βοκατόρικος τίτλος είναι απλώς η αφορμή για τον Κύπριο καλλιτέχνη να διαπραγματευτεί μια σειρά γεγονότων που ήταν καθοριστικά για την κοινωνικοπολιτική εξέλιξη των χωρών γύρω από τη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Γι’ αυτό και προσκαλεί σημαντικές διεθνείς προσω-πικότητες από τις χώρες αυτές που παρουσιάζουν έργα με έντονο πολιτικό χαρακτήρα (εγκαταστάσεις, ζωγραφική, φιλμ, γλυπτική και ζωντανές περφόρμανς), δημιουργώντας μια πλατφόρμα διαλόγου καλλιτεχνών με κοινή καταγω-γή και κοινούς προβληματισμούς. Οι καλλιτέχνες αυτοί, άλλωστε, έχουν επιλεγεί ως το πρώτο σώμα καθηγητών της Διεθνούς Σχολής του κατεχόμενου αεροδρομίου της Λευκωσίας που ανακοινώθηκε πριν από ένα χρόνο από τον πρόεδρο του Κέντρου Πομπιντού του Παρισιού Alain Seban, κατά τη διάρκεια της ατομικής έκθεσης του Νίκου Χαραλαμπίδη με τίτλο «Ledra Barricade». Ήταν τότε που ο Χαραλαμπίδης είχε καλύψει την είσοδο του Πομπιντού με μια ρέπλικα του γκρεμισμένου φυλακίου της Λήδρας, ένα φυλάκιο που κατά τον Seban έπαιζε τον ρόλο των «προπυλαίων» της Σχολής και άνοιξε το δρόμο για την έκθεση «Τρίχες Κατσαρές»!

| Γιάννης Κουκουλάς

Μάιλς Ντέιβις

Page 10: þontiki Art 127

10/34 ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ >>

>Δέκα χρόνια μετά

Ανέβασε για πρώτη φορά το «Κτήνος στο φεγγάρι» το 1999, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθη-νού. Ο Δημήτρης Τάρλοου, γιορτάζοντας τα δεκάχρονα του Θεάτρου Πορεία, επιστρέφει πρωταγωνιστώντας στο εναρκτήριο έργο του Θεατρικού Οργανισμού Δόλιχος, προσεγγίζει με νέα ματιά το αριστούργημα του Ρίτσαρντ Καλινόσκι και κρατά τους ίδιους συνεργάτες, τον Λιβαθηνό στην καρέκλα του σκηνοθέτη και την Ταμίλα Κουλίεβα στον πρωταγωνιστικό ρόλο (από 23/10). Στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν, ανάμεσα στο 1921 και το 1933, ένας άνδρας και μια γυναίκα αναζητούν τρόπους να συνυπάρξουν και να επιβιώσουν σε μια ξένη χώρα. Εκείνος, ο 20χρονος Αράμ Τομασιάν, έρχεται από την Αρμενία φέρνοντας μαζί του μόνο μία οικογενειακή φωτογραφία, το παλτό του πατέρα του και το όνειρο να κάνει οικογένεια. Εκείνη, η δεκαπεντάχρονη Σέτα, επίσης αρμενικής καταγωγής, προορίζεται για σύζυγός του, αλλά δεν μπορεί να του προσφέρει τους απογόνους που τόσο επιθυμεί. Μαζί θα προσπαθήσουν να ξεπεράσουν το οικογενειακό κενό, αλλά και να κλείσουν τις πληγές που άνοιξε μέσα τους η γενοκτονία των Αρμενίων. Για τον Στάθη Λιβαθηνό η επανάληψη αυτού του έργου είναι χαρά, ενώ για τον Τάρλοου δεν έχει μόνο επετειακή αλλά και βαθύτερη σημασία. «Εκεί γνωρίστηκα με μόνιμους πλέον συνεργάτες, πιστούς φίλους και εξαίρετους επαγγελματίες, εκεί τέλος γνώρισα τον μοναδικό και αλησμόνητο Γιάννη Κυριακίδη, που τόσο άδικα και πρόωρα χάθηκε. Στη μνήμη του λοιπόν αφιερώνουμε όλοι το ξανακοίταγμα στο έργο που μας χάρισε αλησμόνητες στιγμές θεατρικής ευδαιμονίας».

| Αγγελική Μπιλλίνη

>Αφιέρωμα στον Νίκο γκάτσο

Τι θα ήταν το ελληνικό τραγούδι χωρίς τον Νίκο Γκάτσο; Είναι σαν να χάνεσαι στους πιο παράδοξους συλλογισμούς, να φαντάζεσαι φέρ’ ειπείν το τραγούδι μας ξεχνώντας τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι. Γίνεται; Δεν γίνεται. Κι αυτό θα μας θυμίσει το αφιέρωμα στον Νίκο Γκάτσο, την Τρίτη 27 Οκτωβρίου, στο Παλλάς, με τη σύμπραξη του Σταύρου Ξαρχάκου και της Έλλης Πασπαλά. Σε ένα πρόγραμμα σχεδόν αυτονόητο, γεμάτο τραγούδια των σημαντικών ελλήνων συνθετών: του Θεοδωράκη, του Μούτση, του Ξαρχάκου και του Χατζιδάκι. Σημειώστε τη διπλή ιδιότητα του Σταύρου Ξαρχάκου, τόσο στον ρόλο του δημιουργού ενός έργου αφιερωμένου στον Νίκο Γκάτσο, όσο και του διευθυντή ορχήστρας. Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα της Αρκαδίας. Τις γυμνασιακές του σπουδές έκανε στην Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια ήρθε στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήξερε ήδη αρκετά καλά αγγλικά και γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης. Στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του, άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» το 1931 και «Ρυθμός» το 1933. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού. Μοναδικό του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Αμοργός» του 1943, η οποία επηρέασε βαθιά την ελληνική ποίηση. Μεγάλη προσφορά έχει ο ποιητής ως στιχουργός στο ελληνικό τραγούδι, στο οποίο αφιερώθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την «Αμοργό». Συνεργάστηκε στενά με κορυφαίους έλληνες συνθέτες. Στίχους του μελοποίησαν οι Μ. Χατζιδάκις, Μ. Θεοδωράκης, Στ. Ξαρχάκος, Δ. Μούτσης, Λ. Κηλαηδόνης, Χ. Χάλαρης κ.ά. κληροδοτώντας μας με αξέχαστα τραγούδια που ελπίζουμε να ακούσουμε το βράδυ της Τρίτης: «Αθανασία», «Της γης το χρυσάφι», «Ρεμπέτικο», «Αρχιπέλαγος», «Πήρες το μεγάλο δρόμο», «Πορνογραφία», «Λαϊκή Αγορά», «Η μικρή Ραλλού», «Πάει ο καιρός» και πολλά πολλά ακόμη.

| Δημήτρης Ρηγόπουλος

>Η Μαρτζ «κουνελάκι»

Η πιο δυσλειτουργική οικογένεια της Αμερικής έγινε 20 ετών και η μαμά αποφάσισε να το γιορτάσει δεόντως. Πώς; Βγάζοντας τα ρούχα της. Σίγουρα ο Ματ Γκρόνινγκ, δημιουργός των Simpsons, δεν θα ήθελε να δει τη μαμά του στο εξώφυλλο του «Playboy». Είδε όμως, θέλοντας και μη, το alter ego της, την Μαρτζ, την οποία δημιούργησε έχοντας κατά νου την αγαπημένη του μαμά. Όπως και να ’χει, η Μαρτζ είναι το πρώτο καρτούν στο εξώφυλλο του εν λόγω

περιοδικού. Και είναι προφανές από το εξώφυλλο του τεύχους Νοεμβρίου ότι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις άλλες καλλονές που έχουν βρεθεί στη θέση της. Τα επίμαχα σημεία πάντως είναι καλυμμένα με το «κουλενάκι». Ο ίδιος ο Χιου Χέφνερ δηλώνει φανατικός θαυμαστής των Simpsons. Στη δεκαετία του ’90 μάλιστα είχε «εμφανισθεί» και σε ένα επεισόδιο. Λέτε το επόμενο βήμα να είναι μια πρόσκληση για τη βίλα του;

| Ελίνα Μπέη

>Ένας άτακτος 50άρης

Ήταν 29 Οκτωβρίου του 1959 όταν ο Αστερίξ έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο πρώτο τεύχος του εβδομαδιαίου περιοδικού «Pilote». Πέρασαν 50 ολόκληρα χρόνια και ο ανυπότακτος Γαλάτης βρίσκεται σταθερά στην καρδιά εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Μεταφρασμένος σε 107 γλώσσες και διαλέκτους, έχει να επιδείξει πωλήσεις 325 εκατομμυρίων αντιτύπων. Είπατε τίποτα; Ο μισός αιώνας του Αστερίξ δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητος. Πλήθος εκδηλώσεων διοργανώνονται σε πολλές χώρες, ενώ ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει ένα καινούργιο τεύχος με ανέκδοτες ιστορίες τους. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση και το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών διοργανώνει σήμερα το απόγευμα μια ξεχωριστή βραδιά, σε συνεργασία με τον ελληνικό εκδοτικό οίκο του Αστερίξ, Μαμούθ Comix. Η αρχή γίνεται στις 7 μ.μ. με μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης και θέμα «Aστερίξ και bande dessinée, ένα παγκόσμιο φαινόμενο». Η εκδήλωση θα φέρει στο auditorium της οδού Σίνα τον Achdé, σκιτσογράφο, σχεδιαστή του Λούκι Λουκ, τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Άρη Μαλανδράκη, τον σκιτσογράφο και δημοσιογράφο Στάθη (Σταυρόπουλο), τον αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γιάννη Σκαρπέλο και τον συγγραφέα Χρήστο Χωμενίδη. Δύο ώρες αργότερα εγκαινιάζεται στο μπιστρό «Paris-Athènes» η έκθεση «Τα 50 χρόνια του Αστερίξ, ο Γαλάτης, ήρωάς μας!». Μας περιμένουν 35 εικόνες, και άλλα αντικείμενα, αντιπροσωπευτικά των μεγάλων στιγμών του Αστερίξ (διάρκεια έως τις 7 Νοεμβρίου). Ο Αστερίξ γεννήθηκε από τα χέρια των Ρενέ Γκοσινί (σενάριο) και Αλμπέρ Ουντερζό (σκίτσα). Μετά τον θάνατο του Γκοσινί (1977) ο Ουντερζό συνεχίζει ως σήμερα τις ιστορίες με τους κατοίκους του Γαλατικού Χωριού που αντιστέκεται στους Ρωμαίους. Οι ιστορίες του Αστερίξ πρωτοκυκλοφόρησαν στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 από τις εκδόσεις Σπανός. Άντε να τα εκατοστίσει!

| Δημήτρης Ρηγόπουλος

Ταμίλα Κουλίεβα, Δημήτρης Τάρλοου

Νίκος γκάτσος, ςταύρος Ξαρχάκος

Page 11: þontiki Art 127

ΠΟΝΤΙΚΙart 22-27.10.09

>Ζωγραφίζοντας νοήματα

Υπήρξαν άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, ευτυχώς όχι λίγοι, που κόντρα στον άνεμο των καιρών ακολούθησαν δρόμους δύσκολους και μοναχικούς, στην Ελλάδα ή στην ξένη, αφομοίωσαν και διδάχθηκαν τα νέα ρεύματα και ώθησαν τη χώρα σε μια στροφή πιο καλλιτεχνική, πιο ανοιχτή στο διαφορετικό, απαλλαγμένη από τη μονολιθικότητα του παρελθόντος. Εμβληματική μορφή και δεσπόζουσα φιγούρα στα ελληνικά πράγματα εί-ναι αναμφίβολα ο Νάνος Βαλαωρίτης. Περισσότερο γνωστός για το σπουδαι-ότατο ποιητικό και πεζογραφικό του έργο, ο Βαλαωρίτης υπήρξε συνεργά-της και φίλος των υπερρεαλιστών του Παρισιού, μεταφραστής μοντερνιστών ποιητών, εκδότης λογοτεχνικών περι-οδικών, ακαδημαϊκός δάσκαλος, δο-κιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας. Αλλά πάντα ήταν και ζωγράφος. Και σήμερα, παρά τα σχεδόν ενενήντα του χρόνια, ανήσυχος και δραστήριος, εξακολουθεί να δημιουργεί. Τη νέα

σειρά έργων του υπό τον γενικό τίτλο «Για όσα φαίνονται και δεν φαίνονται» παρουσιάζει στην Αίθουσα Τέχνης Αστρολάβος - Artlife (έως 7 Νοεμβρίου), μια σειρά από σχέδια χρωματιστά με μελάνι και μαρκαδό-ρους σε χαρτί ακουαρέλας, που ακολουθούν το γνωστό υπερρεαλιστικό ιδίωμα του καλλιτέχνη, με ψήγματα αναφορών στην τέχνη των πριμιτίφ και των παιδιών, με μορφές που αναδύονται και καταδύονται στο χαρτί, όπως περνούν απ’ το μυαλό ιδέες. Το χέρι του Βαλαωρίτη, οδηγημένο απευθείας απ’ τον εγκέφαλο, χωρίς θέμα συγκροτημένο, δημιουργεί το νόημα. Η πρόθεση τότε χάνεται κι εμφανίζεται το απροσδόκητο, το γοητευτικά παράδοξο, το εναλλακτικό άλλοθι μιας φτωχής πραγματικότητας.

| Γιάννης Κουκουλάς

35/11>>

>γενέθλια μετά μουσικής

Γενέθλια έχει φέτος η Σπείρα-Σπείρα, η μουσικοθεατρική ομάδα του Σταμάτη Κραουνάκη. Ήταν ο χειμώνας του 1998, αρχές ‘99, και στο χοροθέατρο Ροές ο Σταμάτης Κραουνάκης θα δίδασκε ένα σεμινάριο ερμηνείας σε δύο τρίμηνους κύκλους διδασκαλίας. Μαθητές, νεαροί επαγγελματίες και ημιεπαγγελματίες (τραγου-διστές, ηθοποιοί, μουσικοί, συνθέτες, στιχουργοί κ.λπ.), καθώς και ορισμένοι ταλαντούχοι ερασιτέχνες. Τον Μάιο του 1999, δεκαεπτά απόφοιτοι του σεμιναρίου, υπό την καθοδήγηση του Σταμάτη Κραουνάκη παρουσίασαν στη σκηνή του χοροθεάτρου Ροές το έργο «Πιάνο, ξυπόλητοι και όλα μαύρα», ένα ζωηρό θέαμα τραγουδιών με υπόθεση, γραμμένο και σκηνοθετημένο από τον ίδιον τον Κραουνάκη. Υποστηριζόταν μουσικά από τον πιανίστα Χρίστο Θεοδώρου και αποτελούνταν δομικά τόσο από πρωτογενές υλικό (του Σταμάτη Κραουνάκη, καθώς και απο-φοίτων), όσο και από δευτερογενές (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Διονύσης Σαββόπουλος κ.ά.). Αυτό ήταν! Οι παραστάσεις διάρ-κεσαν μια εβδομάδα, είχαν μεγάλη επιτυχία κι έτσι γεννήθηκε μια ανεξάρτητη και αυτοδιαχειριζόμενη ομάδα καλλιτεχνικής δράσης με την καθοδήγηση και την εποπτεία του συνθέτη, η Σπείρα-Σπείρα. Ακολούθησαν νέες παραγωγές, παραστάσεις (πάντα στο σταθερό στέκι της ομάδας, στην Αθηναΐδα) και περιοδείες. Φέτος έχουμε την εορταστική παράσταση των δέκα χρόνων με τίτλο «Festi valium 09 - Σας λείπει τίποτα?» που έκανε πρεμιέρα καταμεσής του καλοκαιριού και τώρα είναι έτοιμη να ξεχειμωνιάσει στον Βοτανικό. Από τις 23 Οκτωβρίου. Θα «σερβιριστούν» ολοκαίνουργια τραγούδια, πρώτες εκτελέσεις και επιτυχημένα νούμερα πρόζας.

| Δημήτρης Ρηγόπουλος

Page 12: þontiki Art 127

θα εξυπηρετούσαν την μετέπειτα εικόνα της. Κι είναι αλήθεια ότι οι σπουδές της δεν πήγαν χαμένες. Αντίθετα, ως άριστη μαθήτρια τις

αξιοποίησε στο έπακρο. Πόσο όμως οι πτυχές του χαρακτήρα της Τζάκι Κένεντι-Ωνάση μπορούν να προβλη-θούν και στους χαρακτήρες άλλων γυναικών; «Μπορούν» απαντά η Σο-φία Σεϊρλή. «Άλλωστε, ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία ήταν που φαινόταν αξιοπρεπέστατη, ενώ έκανε μια δεύτερη μυστική ζωή». Το έργο είναι το τέταρτο από μια σειρά έρ-γων που έγραψε η Γέλινεκ, το 2002, με τίτλο «Δράματα για πριγκίπισσες (Ο θάνατος και το κορίτσι I-V)». Με θηλυκά πρότυπα όπως τη Χιονάτη, την Ωραία Κοιμωμένη, τη Ροζαμούν-δη, την Τζάκι στα ομώνυμα έργα και τη Σίλβια Πλαθ, στο πέμπτο με τίτλο «Ο τοίχος», αυτά τα έργα της Γέλινεκ είναι αφοπλιστικά ειρωνικά, αλλά συγχρόνως πραγματεύονται με ανελέητη σοβαρότητα τον κόσμο των γυναικών, διάσημων και μη, την εικόνα τους, την υποταγή, τη δύνα-μη, τη ζωή και τον θάνατό τους.

i «Jackie» της Ελφρίντε γέλινεκ. Μετάφραση: γιώργος Δεπά-στας. ςκηνοθεσία, βίντεο, σκηνικά-κοστούμια: Άντζελα

Μπρούσκου. Ερμηνεύει η ςοφία ςεϊρλή. Από Μηχανής Θέατρο. προγραμματισμένη πρεμιέρα 22 Οκτωβρίου.

αρκετά νωρίς. Οι άντρες αποζητούν τη συνάντηση, την επικοινωνία, την πνευματική επαφή. Και οι δύο είναι λάτρεις του παιχνιδιού και της έννοιάς του. Και οι δύο είναι παίκτες και ξέρουν ότι κανένα παιχνίδι δεν τελειώνει με ισοπαλία – υπάρχει πάντα ένας νικητής. Και ας εναλλάσσονται οι ρόλοι ως το τέλος. Το «Σλουθ» σημείωσε μία από τις πιο εντυπωσιακές εισπρακτικές επιτυχίες της δεκαετίας του ’70. Παίχτηκε για περισσότερες από 2.300 παραστάσεις στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου και περίπου 2.000 παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ. Κέρδισε το Βραβείο Τόνι ως το καλύτερο έργο του 1970. Δυο χρόνια αργότερα διασκευάστηκε και για τον κινηματογράφο, με τη σκηνοθετική υπογραφή του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, με τον Μάικλ Κέιν στον ρόλο του Μίλον Τιντλ και τον Σερ Λόρενς Ολίβιε στον ρόλο του Άντριου Γουάικ. Στην Ελλάδα έχει παρουσιαστεί από αρκετά θεατρικά σχήματα με σημαντική εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Ανάμεσα στις ελληνικές παραστάσεις του «Σλουθ» θυμίζουμε την παράσταση με πρωταγωνιστές τον Δημήτρη Χορν και τον Αλέκο Αλεξανδράκη.

i «ςλουθ» του Άντονι ςάφερ στο Θέατρο Αθηνών. ςκηνοθετική επιμέλεια / πρωταγωνιστές: γιώργος

Κιμούλης, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.

μεσα σε δύο θάλασσες. «Μπορεί να αναφέρεται στα δύο αδέλφια, μπορεί και στον Ωνάση», υποστηρίζει η Σοφία Σεϊρλή, ωστόσο η Γέλινεκ δεν αναφέρεται ιδιαίτερα στη σχέση της με τον Ωνάση. Αντίθετα, το κείμενο συνδυάζει βιογραφικά στοιχεία, την ιστορία της οικογένειας Κένεντι μέσα από οπτικοακουστική αναδρομή και τη θεωρία του ενδύματος του Ρολάν Μπαρτ, όπως παρουσιάζεται στη μελέτη του για τη μόδα. Το θεατρι-κό πρόσωπο Τζάκι παρουσιάζεται μέσα από τρεις διαφορετικές οπτι-κές: Πραγματιστικά (η μεγαλοαστή Ζακλίν Μπουβιέ), συμβολικά (σαν φωτογραφικό είδωλο και απόλυτο σύμβολο μόδας) και ως δημόσιο πρόσωπο (όπως κατασκευάστηκε από τον διεθνή Τύπο). Μ’ αυτόν τον τρόπο η Τζάκι γίνεται ένα δι-αρκώς μεταβαλλόμενο πρόσωπο, εγκαταλείποντας τον ένα ρόλο μετά τον άλλο, καταδικασμένη να μη βρει ποτέ την πραγματική της ταυτότητα. Σ’ αυτό ίσως συνέβαλε και η αγωγή που εισέπραξε από τη μητέρα της, η οποία την εκπαίδευσε για να σταθεί δίπλα σε άντρες που είχαν εξουσία. Έτσι, δεν μπορούσε να δει τον εαυτό της έξω από αυτή τη συνθήκη. Τελικά, ίσως να μην μπορούσε καθόλου να δει, να μη γνώριζε τον πραγματικό εαυτό της. Μιλούσε πέντε γλώσσες, σπούδασε στη Ν. Υόρκη και στο Παρίσι, με στόχο να μάθει όλα όσα

12/36 ΘΕΑΤΡΟ Της Χαράς Αργυρίου

ΘΕΑΤΡΟ Της Χαράς Αργυρίου

Μια διελκυστίνδα ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, ένα παιχνίδι εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου μόνο για δυνατούς παίκτες αποτελεί το «Σλουθ» του Άντονι Σάφερ που παρουσιάζεται στο Θέατρο Αθηνών. Το έργο που χάρισε στον συγγραφέα του παγκόσμια φήμη φέρνει στη σκηνή δύο πρωταγωνιστές διαφορετικών γενεών, αλλά με γόνιμη παρουσία στο σανίδι και ισχυρή προσωπικότητα. Ο Γιώργος Κιμούλης στον ρόλο του μηχανορράφου Άντριου Γουάικ και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στον ρόλο του νεότερου άνδρα, του Μίλον Τιντλ, αποτελούν το εκρηκτικό θεατρικό δίδυμο που θα ζωντανέψει το κείμενο. Εκεί όπου ο θύτης γίνεται θύμα και εκεί που το θύμα εκδικείται τον θύτη, οι δυο άντρες συναινούν σε ένα ευφυές μεν αλλά σχεδόν αυτοκαταστροφικό παιχνίδι, στο οποίο οι ρόλοι συχνά αντιστρέφονται. Οι τολμηρές ανατροπές στην πλοκή ξεγελούν με απρόβλεπτο τρόπο. Το σασπένς και η αγωνία κορυφώνονται. Διαμάχη και φθόνος αναφύονται και συμπορεύονται ανάμεσα στον ώριμο και τον νεότερο άνδρα. Η μέχρι τελικής πτώσης σύγκρουσή τους, με έντονα στοιχεία χιούμορ, έχει ως στόχο την κατάκτηση μιας γυναίκας και την κοινωνική καταξίωσή τους. Η γυναίκα στο έργο λειτουργεί ως αφορμή για τη συνάντηση των ανδρών, για το παιχνίδι. Είναι απούσα-παρούσα και στο τέλος τους εκδικείται. Ξεχνιέται, ωστόσο,

«Κανείς δεν θα μπορούσε να με αναθρέψει για την εξουσία καλύτερα από τη μαμά μου. Δεν με ένιωθε, αλλά έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει». Με τα λόγια αυτά η Τζάκι

Ωνάση ξεκινάει να διηγείται τη ζωή της, στον χειμαρρώδη, «εκ των έσω», μονόλογο «Jackie», της πάντα αιχμηρής και βραβευμένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας Ελφρίντε Γέλινεκ. Η ζωή, οι σκέψεις και τα αισθήματα μιας από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα, της Τζάκι Κένεντι-Ωνάση, ξεδιπλώνονται σε ένα σαρωτικό κείμενο, σε μια παράσταση με χρήση πολυμέσων που σκηνοθετεί η Άντζελα Μπρούσκου και παρουσιάζεται στο Από Μηχανής Θέατρο. Το έργο είναι η αποδόμηση ενός από τους μεγαλύτερους μύθους της δυτικής κοινωνίας. Το απλό αλλά εφιαλτικό ερώτημα της Γέλινεκ είναι τι θα μας έλεγε η Τζάκι αν της επέτρεπαν να «μιλήσει»; Πώς θα νιώθαμε αν κρυφακούγαμε τις σκέψεις της; Η Τζάκι μάς επισκέπτεται και μοιάζει να δίνει μια συνέντευξη Τύπου, για να σχολιάσει όσα είχε αφήσει ασχολίαστα όταν ήταν εν ζωή. Ουσιαστικά κάνει μια αναδρο-μή, για να πει πώς κατασκεύασε η ίδια βήμα βήμα την προσωπικό-τητά της. «Γιατί ήταν όντως μια κατασκευή», σύμφωνα με τη Σοφία Σεϊρλή, η οποία την υποδύεται στη σκηνή. Και αιτιολογεί την άποψή της: «Αυτή η γυναίκα προγραμμάτιζε τα πάντα, ως και τη συγκίνηση όσων την πλησίαζαν μετά τη δολοφονία του Κένεντι. Επί δύο ημέρες φορούσε το ίδιο ταγιέρ, που έφερε τα ίχνη από τα αίματα και τον εγκεφαλικό ιστό. Πόζαρε άλλωστε σε όλη της τη ζωή σαν σε συνεχή φωτογραφικά ενσταντανέ». Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στο έργο λέει: «Εγώ λανσάρω τον εαυτό μου όπως και τη μέση μου. Δεν την τονίζω. Είμαι το ρούχο και οι ραφές του. Και από εμένα ζουν τα ρούχα. Είμαι η εφευρέτις του βραδινού στράπλες και της μίνι φούστας». Και σίγου-ρα κάπου θα αναφέρεται και στα –σήμα κατατεθέν– μαύρα γυαλιά της. Στον εξαιρετικά πυκνογραμμένο μονόλογο, που χρειάζεται να διαβάσεις πίσω από τις λέξεις για να τον αποκωδικοποιήσεις, υπάρχει μια πρόταση-γρίφος: Η Τζάκι λέει πως δεν μπορεί να κοιμάται ανά-

Για δυνατούς λύτες

Πίσω απ’ τα μαύρα γυαλιά

Το «ςλουθ» του Άντονι ςάφερ παρουσιάζεται στο Θέατρο Αθηνών με τον γιώργο Κιμούλη και τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη

Το θεατρικό πρόσωπο Τζάκι Κένεντι, η αποδόμηση ενός από τους μεγαλύτερους μύθους της δυτικής κοινωνίας, παρουσιάζεται μέσα από τρεις διαφορετικές οπτικές: πραγματιστικά, συμβολικά και ως δημόσιο πρόσωπο

ςοφία ςεϊρλή

Page 13: þontiki Art 127

Ποτέ στην ιστορία ένας καλλιτέχνης δεν έπε-σε τόσο χαμηλά για να φτάσει τόσο ψηλά. Είναι αλήθεια ότι η Μπίλι Χόλιντεϊ έμεινε

στην ιστορία ως μία από τις μεγαλύτερες φωνές του 20ού αιώνα και για τον μύθο που, άθελά της, δημιούργησε η πέρα για πέρα αληθινή ιστορία της ζωής της. Ένας μύθος που φτιάχτηκε όχι επειδή ήταν ένα κακοποιημένο παιδί που έγινε ανήλικη πόρνη, σύμφωνα με τη γεμάτη ασάφειες αυτοβι-ογραφία της («Η Κυρία τραγουδάει τα μπλουζ», εκδ. Άγρα) ή επειδή πέθανε 44 ετών, διαλυμένη

μέσα κι έξω, αλλά γιατί η ιστορία της συνοψίζει πολλές παρόμοιες ιστορίες Ααφροαμερικανών, ιδιαίτερα γυναικών, που κανείς ποτέ δεν αφηγή-θηκε. Σε συνδυασμό με ένα αστραπιαίο ταξίδι έως τα άστρα: Ομορφιά, λάμψη, επιτυχία, χρήματα και ανατροπή των δεδομένων στην τέχνη της ερμηνεί-ας. Σήμερα, 50 χρόνια μετά τον θάνατό της, είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς τραγουδούσαν οι περισσότεροι πριν εμφανιστεί η Μπίλι, στεγνά, αποστασιοποιημένα, απρόσωπα. Εκείνη έκανε όλα τα τραγούδια δικά της, προσωπική υπόθεση. Και μάλλον ήταν. Η Μπίλι Χόλιντεϊ έδωσε στη φωνητική ερμηνεία προσωπικό ύφος, πρόσθεσε το τραγικό βάθος που έχουν τα μπλουζ και έδειξε στους τραγουδιστές τον τρόπο να χρησιμοποιούν τη φωνή τους σαν σολιστικό όργανο. Ελάχιστοι καλλιτέχνες έδωσαν έναν ορισμό στην ερμηνεία τόσο πλήρη όσο εκείνη. Τα υπόλοιπα είναι λίγο-πολύ γνωστά: Η δόξα, οι άδοξοι έρωτες, τα ναρ-κωτικά, η κατάθλιψη, τα φάρμακα, το αλκοόλ, οι ρατσιστικές επιθέσεις, το κυνήγι της αστυνομίας, η εκδικητική μανία της λευκής μουσικής βιομη-

χανίας, οι υπέροχες ηχογραφήσεις, η απομόνωση, η κατάρρευση, ο θάνατος... Σ’ όλη της τη ζωή πά-λευε να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια καριέρα που απαιτούσε θυσίες και στην ανάγκη της να ζήσει με πάθος. Αγαπούσε να τη θαυμάζουν. Αγαπούσε το κοινό της, τους Ευρωπαίους θαυμαστές της και ήθελε πολύ να ζήσει στην Αγγλία. Όταν όμως έμε-νε μόνη, κλεισμένη στο δωμάτιό της και ρωτούσε τον εαυτό της τι θα ’θελε απόψε, προτιμούσε λίγη ηρωίνη, πολύ αλκοόλ, έναν άντρα να την περιμένει και ένα μέρος για να τραγουδήσει. Σε έναν κόσμο

εχθρικό για ευαίσθητους καλλι-τέχνες, σε μια κοινωνία που δεν ανεχόταν μαύρους όμορφους, πλούσιους και πετυχημένους και μάλιστα γυναίκες, η Μπίλι Χόλιντεϊ συγκρούστηκε με τα όνειρά της και έχασε. Στον κό-σμο της σόουμπιζ έβαλε λάθος προτεραιότητες. Έβαλε πρώτα την προσωπική της επιθυμία και ύστερα την καριέρα της. Τα ναρ-κωτικά απλώς επιτάχυναν την πτώση και έκαναν τη συντριβή ολοκληρωτική.

Ακούστε την

* The Ultimate Collection, 2005, Hip-O RecordsΠαρ’ όλο που ο τίτλος στερείται εμπορικής ευφυΐας, τα δύο CD και το ένα DVD της συλλογής καλύπτουν πολλές από τις κα-λύτερες στιγμές της διαδρομής της. Από τις πρώτες ηχογραφή-σεις με την ορχήστρα του Μπένι Γκούντμαν το 1935 ως το ξεχωρι-στό «Lady In Satin» του 1958 με ορχήστρα εγχόρδων. Το δε DVD περιέχει τη μερίδα του λέοντος των κινηματογραφημένων στιγ-

μιότυπων της Μπίλι.

* Songs For Distingue Lovers, 1957, VerveΊσως το καλύτερο άλμπουμ της τελευταίας της περιόδου, με τη φωνή της αισθητά σπασμένη αλλά γεμάτη ανατριχιαστική δραματικότητα. Για ακόμη περισσότερη... τραγικότητα αναζητήστε την έκδοση που περιέχει συνολικά 18 τραγούδια όπου έχουν προστεθεί και τα τελευταία που ηχογράφησε το 1959, χρονιά του θανάτου της.

* Billie's Blues, 1954, Blue NoteΜία παράξενη συλλογή που περιλαμβάνει στού-ντιο ηχογραφήσεις του '40 και του '50 αλλά, κυρίως, μία από τις καλύτερες ζωντανές της ηχο-γραφήσεις, το 1954, στην Κολωνία. Με θαυμάσιους μουσικούς να τη συνοδεύουν, η Μπίλι βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα και η φωνή της ακούγεται πολύ καλύτερη από τις αντίστοιχες στούντιο ηχο-γραφήσεις εκείνης της χρονιάς.

ΕΠΕΤΕΙΟΣ Tου Λεωνίδα Αντωνόπουλου [[email protected]]

Η λάσπη των αστεριώνπενήντα χρόνια από τον θάνατο της Μπίλι Χόλιντεϊ

Page 14: þontiki Art 127

Κολέτ CheriΜετάφραση: Β. Νικολοπούλου, Ν. Καρακίτσου-ΝτουζέΕκδόσεις ScriptaΣελ. 162

Μια σημαντική γυναικεία υπογραφή στον χώρο της λογοτεχνίας, η Κολέτ, δημιούρ-γησε μια σειρά γυναικείων χαρακτήρων με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Μαζί με τη Γεωργία Σάνδη και τη Φρανσουάζ Σαγκάν αποτελούν μια δυναμική γαλλική γυναικεία «ερωτική» τριάδα. Το μυθιστό-ρημα αυτό, έντονα ερωτικό, περιγράφει μια αδιέξοδη πλευρά του έρωτα που χρό-νια δεν κοιτά. Η Λέα είναι μια από τις διά-σημες εταίρες της Μπελ Επόκ, μια φοβερή σταρ του είδους, η οποία τώρα πια βρίσκε-ται στα όρια της ωριμότητας και σκέφτεται να αποσυρθεί. Το Παρίσι, παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έχει τη δική του γοητεία και η Κολέτ επικεντρώνε-ται στην κοινωνική πραγματικότητα απέ-ναντι στην οποία βρίσκονταν οι ελεύθερες γυναίκες της εποχής. Η Λέα λοιπόν παίρνει υπό την προστασία της τον μόλις δεκα-εννέα χρόνων γιο μιας «συναδέλφου», προκειμένου να τον επιβλέπει για να μην μπλέξει σε κακές συναναστροφές. Η σχέση αυτή δεν αργεί να γίνει μια ερωτική σχέση έντονου πάθους. Όταν ωστόσο ο Cheri, που στα γαλλικά σημαίνει «αγαπητός», αναγκάζεται να παντρευτεί μια νεαρή κοπέλα, την κόρη μιας φίλης της μάνας του, όλα παίρνουν μια τραγική ερωτική εξέλιξη, μιας και ο έρωτας μεταξύ τους δεν σταματά, αντίθετα παίρνει διαστάσεις που δεν είναι για κανέναν ευχάριστες. «Ειδι-κευμένη» στις περίπλοκες περιπτώσεις των σχέσεων η Κολέτ, με τη διαβρωτική συνδρομή της ειρωνείας, καταδύεται στην περίπλοκη γυναικεία ψυχή, αλλά και κα-ταγράφει τα οδυνηρά αποτελέσματα των ερωτικών επιπλοκών.

Ευχάριστη έκπληξη η προσπάθεια των εκ-δόσεων Εξάρχεια. Ο νεοσύστατος εκδοτι-κός οίκος, που λειτουργεί ως συμμετοχική κολεκτίβα, επέλεξε να κάνει την εμφάνισή του με το έργο ενός ανατρεπτικού αμερι-κανού συγγραφέα, τον οποίο ήδη έχουμε γνωρίσει από το εξαίρετο «Η Ιστορία του λαού της Αμερικής», που κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Αιώρα. Με αφορμή την αμερικανική πραγματικό-τητα, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μια σειρά ιδεολογικών απόψεων και θέσεων που θέτουν το πρόβλημα στην ουσία του: ότι η καπιταλιστική κοινωνία είναι βίαια ταξική και έρχεται σε αντίθεση με τη Διακήρυξη

της Ανεξαρτησίας, η οποία αξιώνει να δο-θούν ίσες δυνατότητες σε όλους! Ωστόσο, η μεγάλη επιτυχία του καπιταλισμού είναι ότι κατάφερε να καταστήσει γραφικές στην κοινή συνείδηση του κόσμου όλες αυτές τις ευγενικές ιδέες που καλλιέργησε η ανθρωπότητα. Κάθε πρόταση που αντιστρατεύεται αυτή την κυρίαρχη άποψη είναι ένα βήμα προς εκείνη την κατεύθυνση που η ελπίδα, η αγωνία και οι προσπάθειες για έναν καλύτερο κόσμο μένουν στο παιχνίδι της πραγματικότητας. Στο βιβλίο αυτό, ο Χάουαρντ Ζιν στοιχει-οθετεί την ελπίδα, αντιστρατεύεται την αίσθηση της ματαιότητας των ονείρων

και της Δικαιοσύνης, διατρανώνοντας την ακλόνητη εμπιστοσύνη του στη δύναμη του απλού ανθρώπου και την πίστη του για ένα υπερβατικό παρόν. Βαθύτατα πολιτικός, ο συγγραφέας δεν παίρνει μόνο θέση απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία, όπως αυτή επιβάλλεται παγκοσμίως από την Αμερική, αλλά στέκεται κριτικά και απέναντι στο μεγάλο πείραμα της ανθρω-πότητας στον 20ό αιώνα, την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού, ένα πείραμα που απέτυχε με τον πιο βάναυσο τρόπο και δικαίως κατατάσσει ιστορικά τον σοσιαλι-στικό ρεαλισμό ανάμεσα στις αθλιότερες εκφράσεις του ολοκληρωτισμού.

Χάουαρντ ΖινΔιακηρύξεις ανεξαρτησίαςΜετάφραση:

Δημήτρης Κωνσταντίνου

Εκδόσεις Εξάρχεια

Σελ. 376

Μανώλης πρατικάκηςΑφηγήματα ενός ψυχιάτρουΕκδόσεις ΚαστανιώτηΣελ. 100

Ο τίτλος είναι ξεκάθαρος, πρόκειται ακρι-βώς για μια σειρά διηγημάτων των οποίων ο συγγραφέας είναι ψυχίατρος. Τον Μα-νώλη Πρατικάκη ωστόσο τον γνωρίσαμε ως ποιητή, με συνεχή και αξιοπρόσεκτη παρουσία από τη δεκαετία του ’70. Αν μάλιστα δεν με απατά η μνήμη μου, αυτό πρέπει να είναι το πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο. Το εγχείρημα είναι πολλαπλώς ενδιαφέρον, μιας κι έχουμε έναν κατ’ εξοχήν ποιητή, ο οποίος απέφευγε συστη-ματικά την πρόζα, ωστόσο η εμφάνισή του στον πεζό λόγο συνοδεύεται από την εντονότατη παρουσία της ψυχιατρικής του ιδιότητας. Στο πρώτο αφήγημα έχουμε να κάνουμε με την περίπτωση μιας ηλικιωμέ-νης κυρίας, η οποία προέρχεται από μια τυπική οικογένεια της επαρχίας και χάνει τον κόσμο της και την πραγματικότητα μέσα από τη βύθισή της στην άνοια. Παρά το γεγονός ότι ο αφηγητής παρακολουθεί με επιστημονικό ενδιαφέρον την εξέλιξη της ιστορίας, η συγγραφική του ιδιότητα μεταλλάσσει θαυμαστά το ιατρικό γεγονός σε λογοτεχνικό. Παρακολουθούμε τους κατακεραυνωμένους οικείους της ασθε-νούς στην επώδυνη διαδικασία μιας οδυ-νηρής διττής απώλειας, που σχετίζεται με την ασθενή αλλά και τη δική τους σχέση μ’ αυτήν. Ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά στην περίπτωση του αυτόχειρα Αλέξη Τραϊανού, ποιητή της ίδιας γενιάς (του ’70) με τον Πρατικάκη, που αναφέρεται ως Α.Τ. Σ’ αυτό το αφήγημα η ποιητική περίπτωση του Τραϊανού γενικεύεται, καθώς αναφέ-ρεται στη κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που μεταξύ αστείου και σοβαρού ερωτο-τροπούν με την ιδέα του θανάτου. Αν και τα αφηγήματα της ολιγοσέλιδης αυτής συλλογής έχουν δυο όψεις, μια καθαρά ποιητική και μια αμιγώς αφηγηματική, και στις δυο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, μιας και η επίδρασή τους είναι καταλυτική, αφού ξεπερνούν το ειδικό επιστημονικό ενδιαφέρον δίχως να το αλλοιώνουν και χαρίζουν στον αναγνώστη μια υπερβατική διέξοδο μέσα από τη λυ-τρωτική λειτουργία της λογοτεχνίας.

Κόλιας ΑμοιρίδηςΈχεις φωνή, πρέπει να εξοντωθείς Πρόλογος: Γιώργος ΤσιάκαλοςΕκδόσεις ΕπίκεντροΣελ. 415

Πρόκειται για ένα συγκινητικό ανάγνωσμα στην πρόθεσή του, ένα βιβλίο που σπάνια έχουμε την ευκαιρία να συναντήσουμε. Το βιβλίο αυτό που δεν αποβλέπει καθόλου στο συναίσθημα∙ αντίθετα, αποκλειστικά στην αίσθηση χρέους απέναντι σε όλους αυτούς του άγνωστους συνανθρώπους μας που η καθημερινή τους μοίρα δεν υπήρξε ευνοϊκή, αλλά ούτε και η Ιστορία υπήρξε φιλική απέναντί τους∙ μιλά για όλους εκεί-νους τους παντελώς ανώνυμους αγωνιστές, ανθρώπους καθημερινούς του μόχθου και της σφύζουσας ζωής, οι οποίοι ύψωσαν το ανάστημά τους απέναντι σε ιστορικές συ-γκυρίες που τους ξεπερνούσαν. Το κίνητρό τους υπήρξε το βαθύτατο αίσθημα αξιο-πρέπειας και αυτοσεβασμού, που οδήγησε τις πράξεις τους πέρα από τα ανθρώπινα, λειτουργώντας πάντα για λογαριασμό ιδε-ών, δίχως σκοπιμότητες και υστερόβουλες σκέψεις. Το βιβλίο κοντολογίς αναφέρεται σε όλους εκείνους τους απλούς ανθρώ-πους που έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης την περίοδο 1941-1944 και ως «ανταμοιβή» υπέστησαν διώξεις, διαψεύσεις, αποκλεισμούς, βα-σανισμούς, κομματικές διαγραφές, κατα-συκοφάντηση, απ’ όλες τις πλευρές, τόσο του επίσημου κράτους και των θλιβερών του μηχανισμών, όσο και των κάπηλων διαχειριστών των κομματικών εξουσιών. Ως φόρο τιμής ο συγγραφέας αναφέρεται σε καθέναν απ’ αυτούς προσωπικά, μιλώ-ντας για την καθημερινή τους ζωή, για τον τρόπο που σκέφτονταν, για τα δικά τους κίνητρα. Πρόκειται για μια σειρά συ-γκλονιστικών περιπετειών ανθρώπων που αγωνίστηκαν για την ελευθερία μας, για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά κυρίως άντεξαν τη διάψευση των υπέροχων ορα-μάτων τους, βίωσαν την κατακρήμνιση της ιδεολογίας τους και τελικά μας χάρισαν το δικαίωμα της ελπίδας, και γι’ αυτό, με τούτη την ευκαιρία, τους ευγνωμονούμε από τα βάθη της καρδιάς μας.

14/38 ΝΕΕΣ ΕΚδΟΣΕΙΣ Του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη [[email protected]]

Τζων ΦώουλςΈνα καπρίτσιοΜετάφραση: Φαίδων ΤαμβακάκηςΕκδόσεις ΕστίαΣελ. 532

Ο Φώουλς βρέθηκε να διδάσκει στην Αναργύρειο Σχολή των Σπετσών το 1951 και έκτοτε ανέπτυξε μια ειδική σχέση με την πατρίδα μας. Το βιβλίο του «Ο μάγος» συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των 100 καλύτερων αγγλικών μυθιστορημάτων του 20ού αιώνα. Το τελευταίο του μυθιστόρη-μα διαδραματίζεται στην Αγγλία του 18ου αιώνα, αρκετό χρονικό διάστημα μετά την Αγγλική Επανάσταση. Είναι μια εποχή όπου οι κάθε μορφής προκαταλήψεις, οι οποίες κυρίως εδράζονται στη θρησκεία, συγκρούονται μοιραία με την εξέλιξη της επιστήμης και τα δεδομένα που την ακολουθούν. Πέντε ταξιδιώτες διασχίζουν έφιπποι τη Νότια Αγγλία. Πρόκειται για τον γιο ενός αριστοκράτη και τον κωφά-λαλο υπηρέτη του, μια πόρνη και δυο ηθοποιούς. Η ασυνήθιστη αυτή συντροφιά τελικά θα καταλύσει σε έναν πανδοχείο. Εκεί, ο αναγνώστης αποκτά μια πρώτη επαφή με την ταυτότητα των ταξιδιωτών, η οποία ωστόσο στη συνέχεια θα αλλάξει, καθώς έχουν ακόμα να συμβούν πολλά. Το ίδιο συμβαίνει και με τον προορισμό των ταξιδιωτών, που αλλάζει στη διάρκεια της περιπετειώδους και μυστηριακής, όπως εξελίσσεται, διαδρομής. Στο Στόουνχεντζ, σε ένα μνημείο αρχαϊκό, θα ζήσουν απί-θανες αποκρυφιστικές καταστάσεις. Λίγο μετά, ο Ντικ, ο κωφάλαλος υπηρέτης, θα βρεθεί κρεμασμένος, με την υπόλοιπη ταξιδιωτική συντροφιά να είναι εξαφα-νισμένη. Ένας ανώνυμος και ισχυρός αριστοκράτης αναθέτει την υπόθεση της εξαφάνισης στον δικηγόρο Αίυσκοφ. Μετά από μια σειρά αντιφατικών καταθέσεων προκύπτουν μια σειρά αποκαλύψεις. Αν και το μυθιστόρημα του Φώουλς κάθε άλλο παρά βασίζεται στην ιστορική πραγ-ματικότητα, τα γεγονότα και τα ντοκουμέ-ντα της εποχής συνθέτουν μια αληθοφανή ατμόσφαιρα, όπου στην ουσία, μέσα από τα πρόσωπα που εμπλέκονται σ’ έναν αστυνομικό γρίφο, συμβολίζεται η πάλη ανάμεσα στον παλιό και τον καινούργιο κόσμο, με τα αναπόφευκτα αποτελέσματα του μέλλοντος.

Page 15: þontiki Art 127

ΠΟΝΤΙΚΙart 22-27.10.09 39/15cINe ΠΟΝΤΙΚΙ Του Γιώργου Ν. Κορωναίου

Κυνόδοντας

Κανείς δεν ξέρει τι λαμβάνει χώρα πίσω από τους τοίχους ενός σπιτιού, όμως κανείς δεν θα μπο-ρούσε να φανταστεί τι συμβαίνει πίσω από τους ψηλούς φράχτες που κρύβουν τον καλοκουρεμένο, όμορφο κήπο και την πισίνα της παλιομοδίτικης βίλας της οικογένειας του «Κυνόδοντα». Ένα ζευ-γάρι και τα τρία του παιδιά, κλεισμένα στην απα-τηλή ασφάλεια μιας προστατευμένης ζωής, απο-τελούν τους θύτες και τα θύματα ενός ιδιότυπου πειράματος. Οι γονείς πείθουν τα τέκνα τους ότι ο έξω κόσμος είναι ένας εχθρικός επικίνδυνος πλα-νήτης και τους διδάσκουν τη ζωή με μια ανάποδη λογική, έτσι ώστε η γάτα είναι το πιο επικίνδυνο ζώο που υπάρχει, τα αεροπλάνα είναι παιχνίδια που καμιά φορά πέφτουν στον κήπο και τα ονόμα-τα των αντικειμένων είναι διαφορετικά από αυτά που γνωρίζουμε όλοι. Θέλοντας να τα προστατεύ-σουν ή να τα δοκιμάσουν, θέλοντας να τα κρατή-σουν για πάντα κοντά τους ή να παίξουν μαζί τους –η ταινία δεν ξεκαθαρίζει τα κίνητρά τους και δεν φαίνεται να έχει στ’ αλήθεια σημασία– οι γονείς στον «Κυνόδοντα» μετατρέπουν τα παιδιά τους σε άγραφες σελίδες που τις γεμίζουν εκείνοι ιδέες και περιεχόμενο, με μια σχεδόν διεστραμμένη άποψη για το τι σημαίνει διαπαιδαγώγηση. Μια τέτοια εύθραυστη ισορροπία ασφαλώς είναι προφανές ότι δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα και ο Γιώργος Λάνθιμος είναι εκεί για να κινηματογραφήσει τη στιγμή που οι πρώτοι τριγμοί αρχίζουν να γίνονται ορατοί. Η ερωτική επιθυμία και ο «έξω κόσμος» θα μπουν στο σπίτι από μικρές ραγισματιές στον «φράχτη» που έχουν χτίσει οι γονείς και η κατά-σταση θα αρχίσει να ξεφεύγει σιγά σιγά από τον έλεγχό τους. Το φιλμ του Λάνθιμου ξεκινά από μια ακραία ιδέα, για μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι εν δυνάμει τραγική, αλλά χειρίζεται το θέμα με χιούμορ και έμπνευση, μεταβάλλοντας συνεχώς το ύφος του, δίχως όμως να χάνει στιγμή τον τόνο. Από το δράμα στο θρίλερ, από το χιούμορ στο σοκ, από την αθωότητα στη διαστροφή, η αίσθηση με-τακινείται ταχύτατα, συχνά στη διάρκεια της ίδιας σκηνής, όμως η καθαρότητα της ματιάς και η σκη-νοθετική βεβαιότητα του δημιουργού της δεν επι-τρέπουν σε τίποτα να δείχνει εκτός κλίματος. Μπο-ρεί ο τόνος του φιλμ να είναι αποστασιοποιημένος, σχεδόν κλινικός, μια αίσθηση που επιτείνεται από τις σχεδόν μηχανικές ερμηνείες, όμως ο «Κυνόδο-ντας» κάθε άλλο παρά σου στερεί το δικαίωμα να νιώσεις, αντίθετα μετατρέπει τη συναισθηματική σου κατάσταση σε ένα μικρό βαγόνι που ανεβοκα-τεβαίνει ξέφρενο στις ράγες των ρώσικων βουνών μιας άρτιας, εμπνευσμένης και επιτέλους αληθινά ξεχωριστής ελληνικής ταινίας. ςκηνοθεσία: γιώργος Λάνθιμος. πρωταγωνι-στούν: Χρήστος ςτέργιογλου, Μισέλ Βάλεϊ, Αγγελική παπούλια, Χρήστος πασσαλής, Μαί-ρη Τσώνη, Άννα Καλαϊτζίδου. Χώρα: Ελλάδα. Διάρκεια: 96΄

Ψυχή βαθιά

Μια ταινία για τον Εμφύλιο που θα κοιτάζει την Ιστορία όχι από την πλευρά κομμάτων ή ιδεολογι-ών, αλλά από τη μεριά των ανθρώπων έμοιαζε όχι απλά απαραίτητη, αλλά και τραγικά καθυστερημέ-νη στο ελληνικό σινεμά. Ο Παντελής Βούλγαρης τολμά να αγγίξει ένα θέμα ταμπού και μάλιστα με τρόπο που δεν δείχνει να είναι ο ενδεδειγμένος. Για πρώτη φορά σε μια ταινία για τα γεγονότα που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι καλοί και οι κακοί δεν είναι τόσο εύκολο να διακριθούν, επειδή όταν αφήνεις στην άκρη την εξ αποστά-

σεως παρατήρηση και φτάνεις στο επίπεδο των απλών στρατιωτών, είτε του τακτικού στρατού είτε των ανταρτών, είναι δύσκολο να ενδιαφερθείς για τις λανθασμένες ιδεολογίες και τις ψεύτικες ιδέες για τις οποίες και οι δυο πολεμούσαν. Ο Βούλγα-ρης στήνει την ταινία του γύρω από την ιστορία δυο ανήλικων αδελφών που πολεμούν στα αντί-παλα στρατόπεδα και χειρίζεται το θέμα με μέτρο και λεπτότητα, δίχως κραυγαλέους συναισθηματι-σμούς ή ευκολίες. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κοιτάζει δηλαδή και την Ιστορία, ψύχραιμα αλλά όχι ψυχρά. Ο στόχος του επιτυγχάνεται, η αλήθεια της άποψής του γίνεται σαφής –είναι άλλωστε πιο εύκολο να την παραδεχτούμε τώρα–, όμως η ίδια η ταινία του λυγίζει από το βάρος της ευθύνης που δείχνει να κουβαλά. Η σκηνοθεσία φαντάζει ακαδημαϊκή, πολλές από τις σκηνές υπερβολικά στημένες και στεγνές, ο ρυθμός υποφέρει από σκαμπανεβάσματα ανάμεσα σε στιγμές συναρπα-στικές κι άλλες που δεν λειτουργούν, ενώ η από-φασή του να δείξει τόσο το εσωτερικό δράμα όσο

και τη μεγάλη εικόνα ενός πολέμου τον δικαιώνει μόνο κατά το ήμισυ, κάνοντας το φιλμ να κουτσαί-νει, συχνά κάτω κι από το βάρος μιας μεγάλης διάρκειας που τελικά το αποδυναμώνει. ςκηνοθεσία: παντελής Βούλγαρης. πρωταγωνι-στούν: γιώργος Αγγέλκος, Χρήστος Καρτέρης, Άννα παρτσάνη, Βαγγέλης Μουρίκης, γιώργος ςυμεωνίδης, Βικτώρια Χαραλαμπίδου. Χώρα: Ελλάδα. Διάρκεια: 130΄

Moon

Μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, δίχως εξω-γήινους, καταιγισμό ειδικών εφέ, που δεν είναι βασισμένη σε κόμικς και δεν πρωταγωνιστεί ένας χολιγουντιανός action star ακούγεται αν μη τι άλλο σαν μια ενδιαφέρουσα ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ο Ντάνκαν Τζόουνς, διαβασμένος

Το ελληνικό σινεμά παίρνει την εκδίκησή του αυτή την εβδομάδα με δυο ταινίες. Η μια παλιάς κοπής, αλλά απολύτως αξιοπρεπής, και η άλλη εντελώς σύγχρονη, που δείχνει, ελπίζουμε, τι ακο-λουθεί. Καλή αρχή!

«Ψυχή βαθιά» / «Κυνόδοντας»

για χρόνια στη διαφήμιση καθώς και στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας άλλων εποχών, κάνει στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ένα ενδιαφέρον υβρί-διο μιας ταινίας χαρακτήρων και μιας διαστημικής περιπέτειας που ενδιαφέρεται πρώτα για τους χαρακτήρες και μετά για τη μυθολογία του σινεμά του Διαστήματος. Στο φιλμ του, ο Σαμ Μπελ είναι ο μόνος κάτοικος μιας διαστημικής βάσης στο φεγγάρι, που παράγει ενέργεια για τους κατοίκους της Γης και μετρά τις μέρες μέχρι τη συμπλήρω-ση των τριών χρόνων της υπηρεσίας του και την επιστροφή στη Γη όπου τον περιμένουν η γυναίκα και η κόρη του. Όμως λίγες μέρες πριν την πολυ-αναμενόμενη συνταξιοδότησή του μια σειρά από παράξενα συμβάντα θα αρχίσουν να λαμβάνουν χώρα και σύντομα ο Σαμ θα βρεθεί αντιμέτωπος με καταστάσεις τόσο αλλόκοτες που είναι αδύνατον να εξηγηθούν. Αν περιμένετε το θέαμα ή την πο-λυπλοκότητα μιας ταινίας σαν το «Star Τrek» μάλ-λον θα απογοητευθείτε, καθώς οι αναφορές του Τζόουνς προέρχονται από ταινίες σαν το «2001» ή το «Solaris», φιλμ όπου η εξερεύνηση του Δια-στήματος φαίνεται να έχει λιγότερο ενδιαφέρον από την εξερεύνηση της ανθρώπινης φύσης. Χάρη στην ατμοσφαιρική σκηνοθεσία, το καλογραμμένο σενάριο και την εξαιρετική ερμηνεία του Σαμ Ρόκ-γουελ, το πείραμα πετυχαίνει ανυψώνοντας αυτή τη μικρή θεωρητικά ταινία σε ένα φιλμ που έχει τη δυνατότητα να γίνει κλασικό στο είδος του. ςκηνοθεσία: Ντάνκαν Τζόουνς. πρωταγωνι-στούν: ςαμ Ρόκγουελ και η φωνή του Κέβιν ςπέισι. Χώρα: Μεγάλη Βρετανία. Διάρκεια: 97΄

Α Κ Ο Μ Η

Τζούλι και Τζούλια, της Νόρα Έφρον.Η απολαυστική ερμηνεία της Μέριλ Στριπ ηλε-κτρίζει αυτή τη γαστριμαργική κομεντί της Νόρα Έφρον που ακολουθεί τις παράλληλες ιστορίες της μαγείρισσας Τζούλια Τσάιλντ στο Παρίσι της δε-καετίας του ’50 και μιας σύγχρονης γυναίκας στο Μανχάταν που αποφασίζει να μαγειρέψει όλες τις συνταγές της μέσα σε ένα χρόνο. Διασκεδαστικό αν και λιγάκι παραβρασμένο, το φιλμ διαθέτει εν τούτοις τη μαγική συνταγή που σε κάνει να περνάς καλά, ειδικά δε αν σου αρέσει η μαγειρική ή έστω το καλό φαγητό…

Κυριακάτικο κάλεσμα, του Άντριαν Σιτάρου.Η κυριακάτικη εκδρομή ενός ζευγαριού παίρνει ανέλπιστη τροπή όταν ένα τρίτο άτομο προστίθεται στην συντροφιά τους, σε αυτό το βραβευμένο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ρουμάνικο φιλμ.

Saw IV, του Κέβιν Γκρέτερτ.Έκτη συνέχεια για τον Jigsaw και τις αιματηρές περιπέτειές του, σε μα σειρά ταινιών που δεν λέει να πεθάνει.

ςτην κόλαση της Δρέσδης του Ρόλαντ Σούσο Ρίχτερ.Στη Γερμανία του ’45 μια νοσοκόμα ερωτεύεται έναν βρετανό πιλότο, σε αυτό το γυρισμένο για την τηλεόραση ρομαντικό δράμα.

Oceanworld, του Ζαν Ζακ Μαντέλο. Ντοκιμαντέρ για το ταξίδι των χελωνών στους ωκε-ανούς γυρισμένο σε 3D.

Page 16: þontiki Art 127

16/40 ΣΥΝΠΛΗΝ

ΠΟΝΤΙΚΙart

– Φιλότιμη η προσπάθεια του γιάννη Κα-κλέα στα «Μαγικά μαξιλάρια» του Ευ-

γένιου Τριβιζά. Εικόνες, προβολές, τσίρκο, μαύρο θέατρο, ωραία κίνηση, χαρακτήρες που θύμιζαν καρτούν, ακροβατικά (ρόδες, ροντάτ, φλικ-φλακ), μεγάλα σύνολα. Χρη-σιμοποίησε πολλά και διαφορετικά είδη και πάσχισε με πολλούς τρόπους ώστε το τελικό αποτέλεσμα να διαθέτει φαντασία, ποικιλία, εναλλαγές. Ωστόσο του έλειπε ο ρυθμός, παραήταν φορτωμένο, δεν είχε κορυφώσεις, χανόταν το κέντρο βάρους και πολλές φορές και ο ανατρεπτικός λόγος του συγγραφέα.

– Στον Θοδωρή Αθερίδη (1) για τη συνολική «προσφορά» του (κείμενα,

σκηνοθεσία) στο «Θέλει η Ελλάδα να κρυ-φτεί», ένα θέαμα που δεν ξέρει τι είναι. Επιθεώρηση; Όχι. Κωμωδία; Ούτε. Σάτιρα; Θα ήθελε. Μάλλον για (wannabe) προχω-ρημένη επιθεώρηση πήγαινε, αλλά προς το παρόν αυτό που είδαμε (γιατί στην πορεία φανταζόμαστε ότι για το καλό της παραγωγής θα αλλάξει) ήταν μια βαρετή, μακράς διάρκειας αρλούμπα, ένας αχταρ-μάς, δίχως ταυτότητα, με ελάχιστα αστεία, με ελαχιστότερα εύστοχα σχόλια και με παντελή έλλειψη σάτιρας. Με λίγα λόγια,

δεν «θέλει (μόνο) η Ελλάδα να κρυφτεί» αλλά και το κοινό.

– Στον Θοδωρή Αθερίδη (2) γιατί

χρειάζεται και το «γνώθι σαυτόν».

Δεν μπορεί να μη λειτούργησε, κάποια στιγμή, το ένστικτο του καλλιτέχνη χτυπώντας καμπανάκι. Δεν μπορεί να μην αντιλήφθηκε κι ο ίδιος ότι αυτό που πάει να παρουσιάσει δεν του προκύπτει. Κάθε χρόνο στις δουλειές του κατεβάζει τον πήχη όλο και πιο χαμηλά. Αν μιλάμε φέτος για επιθεώρηση, χίλιες φορές το «Ζωή σε λόγου μας» των Παπαθανασίου - Ρέππα, οι οποίοι αποδεικνύουν ακόμη μια φορά ότι ξέρουν να γράφουν, συγκριτικά με το «Θέλει η Ελλάδα να κρυφτεί». Κι ας έδωσαν στην τελευταία το «βαρύ πυροβο-λικό» από πλευράς ερμηνευτών (κάτι θα ήξεραν οι παραγωγοί…). Κι αν θέλετε τη γνώμη μας, εκατό χιλιάδες φορές το πα-λαιότερο «Τρέντι (που) θα σφυρίξει τρεις φορές» του Σταμάτη Φασουλή, το οποίο έως τώρα είναι η μόνη αξιόλογη επιθεω-ρησιακή προσπάθεια τα τελευταία χρόνια. Γιατί τελικά η επιθεώρηση θέλει κότσια. Κι όχι φτήνιες και χυδαιότητες.

– Μια ξανθιά στον «πανέξυπνο κόσμο το πρωί» πρότεινε να καλέσουν τον

Βασίλη Φωτόπουλο για να τον γνωρίσουν,

όταν ο Νίκος Παπαδάκης είπε ότι αυτός τον ενέπνευσε για να αρχίσει τις αγιογραφίες.

– Στη Ραλλία Χρηστίδου. Αν και παί-κτρια του «Fame Story», στην αρχή

έδειξε ότι είχε δυνατότητες. Από δίσκο σε δίσκο οι ερμηνείες της γίνονται όλο πιο ρηχές και πρόχειρες. Αντί να εξελίσσεται γίνεται χειρότερη.

– Αθηνών Αρένα, Ενταύθα. Είναι πολλά τα λεφτά, Μαριώ...

– Το «ςινεμά στο πιάτο» ξεκίνησε σαν μια εκδήλωση που θα αναδείκνυε τη

σχέση του σινεμά με τη γαστρονομία, προ-βάλλοντας ταινίες που είχαν να κάνουν με την κουζίνα, τη γεύση, τις απολαύσεις του ουρανίσκου και συνοδεύοντάς τες με δείπνα σε επιλεγμένα εστιατόρια. Μεταλλάχθηκε σε μια ευκαιρία για να φας φτηνότερα σε ένα ακριβό εστιατόριο, με το άλλοθι μιας κινηματογραφικής εκδή-λωσης που δεν έχει πια ούτε χαρακτήρα, ούτε ταινίες με γαστριμαργικό θέμα, ούτε λόγο να προβάλλει ταινίες πριν το φαγητό. Κι όμως, αντιμετωπίζεται από τους πάντες σαν κάτι αξιόλογο, πείθει κριτικούς κινηματογράφου να προλογί-σουν τις προβολές του και κατορθώνει να μπει ακόμη και κάτω από την ομπρέλα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλο-νίκης. Το πώς και το γιατί πραγματικά μας διαφεύγουν, εκτός κι αν διανύουμε πια τέτοια κρίση (ιδεών) που τα κάνουμε όλα για… ένα πιάτο φαΐ.

– Ας σταματήσει επιτέλους αυτό το παραμύθι. Πάλι καινούργια διεθνής

επιτυχία για τη Δέσποινα Βανδή! Πού την είδαν; Και τα διάφορα chart που φέρνουν για παράδειγμα και στα οποία σαρώνει η τραγουδίστρια, είναι κάτι παντελώς άγνωστα και άνευ σημασίας. Ας μην ανησυχούν. Αν κάποιος από τους έλληνες καλλιτέχνες γνωρίσει πραγματικά επιτυχία στο εξωτερικό θα το καταλάβουμε όλοι. Και όχι μόνον εμείς που ασχολούμαστε με τη μουσική. Δεν θα χρειαστούμε την Μελέτη να μας το πει το πρωί στο Star.

– Απόγευμα Κυριακής στο Ολύμπιον της Πλατείας Αριστοτέλους στη Θεσσαλο-

νίκη και ο Θέμης γεωργαντάς να κάνει dj-set. Δεν λέμε πως ήταν αρπαχτή. Όχι, όχι, συνεισφορά στη μουσική ήταν η άνοδός του στον Βορρά. Και καλά κάνει (ο Γεωργαντάς). Δεν λέμε τίποτα γι’ αυτόν. Για τον κόσμο που πήγε να τον ακούσει αναρωτιόμαστε. Δεν είχαν τίποτε καλύτε-ρο να κάνουν άραγε και προτίμησαν να χάσουν το κυριακάτικο απόγευμά τους ακούγοντας τις μουσικές του Θέμη;

+ Στον γιάννη Κακλέα για την απόφασή του να ασχοληθεί φέτος, για πρώτη

φορά στην πολύχρονη καριέρα του, με το παιδικό θέατρο. Στην πολυπρόσωπη και φροντισμένη παραγωγή του Εθνικού με τη σκηνοθετική υπογραφή του, ο λόγος του Ευγένιου Τριβιζά, μέσα από τα «Μαγικά μαξιλάρια», ταξιδεύει τους λιλιπούτειους θεατές στην Ονειρούπολη, τον άρχοντα τον Αρπατίλαο και τους υπηκόους του, οι οποίοι καταφέρνουν να αλλάξουν τον κό-σμο τους πιστεύοντας πως «ό,τι κι αν σου

πάρουν… μένουνε τα όνειρά σου».

+ Στην Εύα Νάθενα για

τα σκηνικά στα «Μαγικά μαξιλά-ρια». Ποπ σκηνικό,

σε άσπρο-μαύρο για το παλάτι, έντονα χρώματα με φόντο κι αναφορές στον Βαν Γκονγκ για τα σπίτια της πόλης, Μαγκρίτ για το σχολείο, Πικάσο και «Γκουέρνικα» για τους εφιάλτες, όλα στη σωστή θέση και δόση.

+ Στον Τάκη Τζαμαργιά για τη σκηνο-θεσία του στην «Πάχνη» των Κων-

σταντίνου και Αντώνη Κούφαλη. Δίδαξε τους ηθοποιούς, ξεκλείδωσε το έργο, το έβγαλε από το αδιέξοδό του, οδηγώντας το σε ένα ανακουφιστικό, ποιητικό και ταυτόχρονα ρεαλιστικό φινάλε.

+ Στους γιώργο Ντούση και Μάνο Καρατζογιάννη για τις σπουδαίες ερ-

μηνείες τους στην «Πάχνη» των Κωνστα-ντίνου και Αντώνη Κούφαλη. Ρεαλιστικά απλός ο πρώτος, αμήχανα ευαίσθητος ο δεύτερος, απέδωσαν δύο δύσκολους ρό-λους, γραμμένους στην κόψη, ακροβατώ-ντας ερμηνευτικά δίχως δίχτυ ασφαλείας. Κι ούτε που παραπάτησαν!

+ Στον Θοδωρή Αθερίδη, γιατί στο «Θέ-λει η Ελλάδα να κρυφτεί» απέδειξε

ότι διαθέτει και τις ικανότητες του μάγου Κόπερφιλντ. Διαφορετικά, πώς αλλιώς θα μπορούσε να «εξαφανίσει» έναν τόσο σπουδαίο θίασο, με πρωταγωνιστές πρώτης γραμμής (Μαρίνος, Διαβάτη, Κοντογιαννίδης, Λουδάρος, αλλά και Αντωνόπουλος, Καναράκης κ.ά.); Είναι άξιον απορίας.

+ Την Έλενα παπαρίζου ψήφισαν οι τηλεθεατές του MTV Greece να εκπρο-

σωπήσει τη χώρα μας στα ευρωπαϊκά βρα-βεία του καναλιού στο Βερολίνο, αρχές Νοεμβρίου. Πειράζει που μας φαίνεται μία, μάλλον καλή επιλογή, από τη στιγμή μάλιστα που μιλάμε για ποπ καλλιτέχνες;

Τουλάχιστον η Παπαρίζου ξέρει να τρα-γουδάει και καλά αγγλικά.

+ Οι πλάκες που στήνει καμιά φορά η ίδια η ζωή. Στην πρώτη παρτίδα του

νέου δίσκου της Χρύσπας, σε μουσική ςτέφανου Κορκολή, έγινε λάθος και έτσι όσοι αγόρασαν το cd και το έβαλαν στο cd player, αντί για την αοιδό άκουσαν εκ-κλησιαστικούς ύμνους! Έτσι κι αλλιώς, για τους ακροατές της Χρύσπας οι βυζαντινοί ύμνοι και η μουσική του Κορκολή φαντά-ζουν ακούσματα εξίσου άγνωστα.

+ Στη Χρυσούλα Διαβάτη για τον επαγγελματισμό και την καρτερία

που επιδεικνύει στο «Θέλει η Ελλάδα να κρυφτεί». Υποστηρίζει με αυταπάρνηση νούμερα που εξευτελίζουν την ίδια, την πορεία της στο σανίδι, την προσφορά της. Και καλά όλα αυτά που λέει –αυτά τα κείμενα της έδωσαν–, αλλά αυτά που τη βάζουν να κάνει; Να σηκώνει τη φούστα της και να δείχνει τα οπίσθιά της φάτσα-κάρτα και τα… εμπρόσθιά της στο κοινό; Και μη χειρότερα!

+ Στον γιώργο Μαρίνο για τη λάμψη, την άνεση, την αμεσότητα, το χιούμορ

του. Μια ευχάριστη νότα στην πληκτική παρτιτούρα τού «Θέλει η Ελλάδα να κρυφτεί». Κι ας ξεχνάει τα λόγια από το νούμερό του. Ευχής έργον γι’ αυτόν και το κοινό. Τον σώζει κάποιος μηχανισμός αυτοάμυνας. Και τίποτα να μη θυμόταν και να έλεγε μόνο τα δικά του, τι καλύτε-ρα που θα ήταν!

+ Στον ηθοποιό Ηλία Λογοθέτη, ο οποί-ος για τρίτη συνεχή χρονιά πρωταγωνι-

στεί, με λιτά και υπαινικτικά εκφραστικά μέσα, στη θεατρική διασκευή του αφηγή-ματος «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού, σε σκηνοθεσία Κωστή Καπελώνη. Ας κάνει και ένα «σουξέ», έστω μικρού βεληνεκούς, το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης στην οδό Πεσμαζόγλου.

+ Στην Κύπρια σκηνοθέτιδα γιάννα Αμερικάνου, η οποία βραβεύτηκε στο

Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας με ένα ταινιάκι για το trafficking. Έκπληξη: το κυπριακό σινεμά μπορεί να μιλήσει για σκληρά θέματα, όπως το σύγχρονο δουλεμπόριο και η πορνεία, χωρίς να δημοσιογραφεί ή να αφορίζει. Κι ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη: η παρουσία της πανέμορφης πρωταγωνίστριας Ζένιας Καπλάν, που από τη Ρωσία ρίζωσε στην Ελλάδα κάνοντας τέχνη κι όχι καθαρίζο-ντας σπίτια.